You are on page 1of 61

ΒΙΒΛΙΟ Η: ΠΟΛΥΜΝΙΑ

[7.1.1] Οι ειδήσεις για τη μάχη που έγινε στον Μαραθώνα έφτασαν στο βασιλιά
Δαρείο, το γιο του Υστάσπη, που κι από πρωτύτερα έπνεε μένεα εναντίον των
Αθηναίων για την εισβολή τους στις Σάρδεις· τότε λοιπόν και το ξέσπασμα της οργής
του ήταν φοβερότερο και η επιθυμία του να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας
σφοδρότερη. [7.1.2] Κι αμέσως στέλνοντας προς κάθε κατεύθυνση αγγελιοφόρους
στις πολιτείες έδινε εντολές να ετοιμάζουν στρατό, προστάζοντας στην καθεμιά τους
πολύ περισσότερα απ᾽ ό,τι του έστελναν πρωτύτερα καράβια κι άλογα και σιτάρι και
φορτηγά πλοία. Κι έτσι που οι αγγελιοφόροι του έφερναν τις προσταγές του ένα γύρο
παντού, για τρία χρόνια η Ασία συγκλονιζόταν, καθώς το άνθος των αντρών της
στρατολογήθηκε για να εκστρατεύσουν εναντίον των Ελλήνων και προετοιμάζονταν.
[7.1.3] Μπαίνοντας ο τέταρτος χρόνος, οι Αιγύπτιοι, που είχαν υποδουλωθεί από τον
Καμβύση, σήκωσαν επανάσταση εναντίον των Περσών. Και τότε ήταν που η
επιθυμία του να εκστρατεύσει εναντίον και των δυο χωρών φούντωσε.
[7.2.1] Κι ενώ ήταν να μπει ο Δαρείος στο δρόμο για να χτυπήσει την Αίγυπτο και
την Αθήνα, ξέσπασε μεγάλη αντιδικία ανάμεσα στους γιους του για το θέμα του
θρόνου, δηλαδή πως όφειλε αυτός, σύμφωνα με τα περσικά έθιμα, πρώτα να ορίσει
ποιός θα τον διαδεχτεί στο θρόνο κι ύστερα να ξεκινήσει για εκστρατεία. [7.2.2] Γιατί
ο Δαρείος και πριν γίνει βασιλιάς είχε αποχτήσει τρεις γιους από την πρώτη του
γυναίκα, τη θυγατέρα του Γωβρύα, και, αφού πήρε το θρόνο, άλλους τέσσερες από
την Άτοσσα, την κόρη του Κύρου. Λοιπόν, πρωτότοκος ανάμεσα στους πρώτους
ήταν ο Αρτοβαζάνης, ανάμεσα στους δεύτερους ο Ξέρξης. [7.2.3] Και, καθώς
γεννήθηκαν από διαφορετικές μητέρες, μάλωναν μεταξύ τους· ο Αρτοβαζάνης
ισχυριζόταν πως ήταν ο μεγαλύτερος απ᾽ όλο το παιδολόι, και σ᾽ όλο τον κόσμο,
σύμφωνα με το έθιμο, ο μεγαλύτερος παίρνει την εξουσία, κι ο Ξέρξης από τη μεριά
του, πως ήταν γιος της Άττοσας, της θυγατέρας του Κύρου — και στον Κύρο
χρωστούσαν οι Πέρσες την ελευθερία τους.
[7.3.1] Κι ενώ ο Δαρείος δεν είχε πάρει ακόμη την απόφασή του, έτυχε τον καιρό που
γίνονταν αυτά να ᾽χει ανεβεί στα Σούσα ο Δημάρατος, ο γιος του Αρίστωνος, που του
είχαν αποστερήσει το βασιλικό αξίωμα της Σπάρτης κι ήταν αυτοεξόριστος από τη
Λακωνία. [7.3.2] Μαθαίνοντας την αντιδικία των γιων του Δαρείου, πήγε και βρήκε,
σύμφωνα με τη φήμη που διαδόθηκε, τον Ξέρξη και τον συμβούλευε να προσθέσει
στα επιχειρήματα που έφερνε πως αυτός γεννήθηκε όταν ο Δαρείος ήταν πια βασιλιάς
και κυβερνούσε το περσικό κράτος, ενώ ο Αρτοβαζάνης, όταν ο Δαρείος ήταν ένας
από το πλήθος· [7.3.3] άρα ούτε λογικό ούτε δίκιο ήταν να έχει τα πρωτεία κάποιος
άλλος κι όχι αυτός, αφού και στη Σπάρτη, είπε ο Δημάρατος νουθετώντας τον, αυτό
το έθιμο κρατούν: αν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία γιοι είχαν γεννηθεί πριν ο πατέρας
τους πάρει το θρόνο και γεννηθεί αργότερα κάποιος άλλος, όταν ο πατέρας του
βασιλεύει, αυτός που γεννήθηκε αργότερα γίνεται διάδοχος στη βασιλεία. [7.3.4] Ο
Ξέρξης ακολούθησε τη συμβουλή του Δημαράτου κι ο Δαρείος έκρινε ότι το
επιχείρημα ήταν λογικό και τον ανακήρυξε διάδοχό του στο θρόνο. Η προσωπική μου
γνώμη είναι πως και χωρίς αυτή τη συμβουλή τη βασιλεία θα την έπαιρνε ο Ξέρξης·
γιατί η Άτοσσα ήταν παντοδύναμη.
[7.4.1] Μόλις λοιπόν ανακήρυξε βασιλιά των Περσών τον Ξέρξη, ο Δαρείος
ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει. Όμως, ένα χρόνο ύστερ᾽ απ᾽ αυτά και την επανάσταση
της Αιγύπτου, τον Δαρείο πάνω στις προετοιμασίες της εκστρατείας τον βρήκε ο
θάνατος, ύστερ᾽ από τριάντα έξι συνολικά χρόνια βασιλείας, κι έτσι δεν αξιώθηκε
ούτε τους επαναστάτες Αιγυπτίους ούτε τους Αθηναίους να τιμωρήσει. Και μετά το
θάνατο του Δαρείου η βασιλεία πέρασε στο γιο του, τον Ξέρξη.
[7.5.1] Λοιπόν ο Ξέρξης αρχικά δεν εκδήλωνε με κανένα τρόπο διάθεση να
εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας και συγκέντρωνε στρατό εναντίον της Αιγύπτου.
Αλλά στην αυλή του βρισκόταν κι ασκούσε πάνω του την πιο μεγάλη από κάθε άλλο
Πέρση επιρροή ο Μαρδόνιος, ο γιος του Γωβρύα, ξάδερφος του Ξέρξη και γιος της
αδερφής του Δαρείου, που δεν άφηνε ευκαιρία να του κάνει μια τέτοια πρόταση,
λέγοντάς του: [7.5.2] «Άρχοντά μου, δε στέκεται οι Αθηναίοι, ύστερ᾽ από τόσα κακά
που έκαναν στους Πέρσες, να μη τιμωρηθούν για τις πράξεις τους· βέβαια τώρα ας
μπει σε καλό δρόμο η επιχείρηση που έβαλες μπροστά· όταν όμως επιβάλεις την τάξη
στην Αίγυπτο, που σήκωσε κεφάλι, οδήγησε το στρατό σου εναντίον της Αθήνας, για
να ᾽χουν ν᾽ αναφέρουν τ᾽ όνομά σου οι άνθρωποι με θαυμασμό κι αποκεί και πέρα να
το σκέφτεται καλά κάποιος να εκστρατεύσει εναντίον της χώρας σου». [7.5.3] Μ᾽
αυτά λοιπόν τα λόγια τον παρακινούσε να πάρει εκδίκηση, αλλά την πρόταση αυτή τη
συμπλήρωνε με τα εξής· πως η Ευρώπη είναι πανέμορφος τόπος, με κάθε λογής
ήμερα δέντρα και ασυναγώνιστη σε γονιμότητα, έτσι που μονάχα ο βασιλιάς αξίζει να
την έχει κτήμα του.
[7.6.1] Και μιλούσε έτσι, επειδή διψούσε για νέες επιχειρήσεις κι ήθελε να γίνει
αντιβασιλέας στην Ελλάδα. Και με τον καιρό τον κατάφερε τον Ξέρξη και τον έπεισε
να βάλει σ᾽ ενέργεια αυτή την επιχείρηση. Γιατί βοηθήθηκε στο να πείσει τον Ξέρξη
κι από άλλα γεγονότα που ήρθαν και συμμάχησαν μ᾽ αυτόν. [7.6.2] Πρώτα πρώτα
έφτασαν αγγελιοφόροι των Αλευάδων από τη Θεσσαλία και καλούσαν το βασιλιά να
βαδίσει εναντίον της Ελλάδας· απ᾽ τη μεριά τους, έλεγαν, ολόψυχα θα ταχθούν στο
πλευρό του (κι οι Αλευάδες ήταν βασιλιάδες της Θεσσαλίας)· και κατόπιν, οι
Πεισιστρατίδες που είχαν ανεβεί στα Σούσα, χρησιμοποιώντας την ίδια γλώσσα με
την οποία του μιλούσαν και οι Αλευάδες — μάλιστα σ᾽ αυτά πρόσθεταν κάτι που
έκανε την πρότασή τους πιο ελκυστική: [7.6.3] ανέβηκαν στην αυλή του έχοντας μαζί
τους τον Ονομάκριτο, Αθηναίο χρησμολόγο που είχε στην κατοχή του τους χρησμούς
του Μουσαίου, αφού πρώτα έδωσαν τέλος στην έχθρα που τους χώριζε. Δηλαδή ο
Ίππαρχος, ο γιος του Πεισιστράτου, όταν ο Λάσος από την Ερμιόνη συνέλαβε επ᾽
αυτοφώρω τον Ονομάκριτο να νοθεύει τους χρησμούς του Μουσαίου προσθέτοντας
πως θ᾽ αφανίζονταν στο βυθό της θάλασσας τα νησιά που βρίσκονται στην περιοχή
της Λήμνου, [7.6.4] γι᾽ αυτό το λόγο ο Ίππαρχος τον εξόρισε, ενώ προηγουμένως τον
είχε δεξί του χέρι. Τότε λοιπόν ανεβαίνοντας μαζί τους, όποτε βρισκόταν μπροστά
στον βασιλιά, κι οι Πεισιστρατίδες τον παρουσίαζαν ως αξιόπιστο υποκείμενο,
απάγγελνε τους χρησμούς επιλεκτικά: αν υπήρχε κάτι που μιλούσε για αποτυχία των
βαρβάρων, το αποσιωπούσε εντελώς, και διάλεγε να πει τους πιο αίσιους, δηλαδή
πως ήταν γραμμένο να γεφυρωθεί ο Ελλήσποντος από Πέρση, και προδιέγραφε την
προέλαση των Περσών. [7.6.5] Κι αυτός λοιπόν με τους χρησμούς του βοηθούσε
προς αυτή την κατεύθυνση, όπως και οι Πεισιστρατίδες και οι Αλευάδες, που
τάσσονταν αναφανδόν στο πλευρό του.
[7.7.1] Κι αφού πείστηκε ο Ξέρξης να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας, τότε
(ήταν ο δεύτερος χρόνος από το θάνατο του Δαρείου) πρώτα εκστρατεύει εναντίον
των επαναστατών. Λοιπόν αυτούς τους υπέταξε εντελώς, επέβαλε σ᾽ ολόκληρη την
Αίγυπτο ζυγό πολύ βαρύτερο απ᾽ ό,τι ήταν την εποχή του Δαρείου κι ανέθεσε τη
διοίκησή της στον Αχαιμένη, αδερφό του και γιο του Δαρείου. Λοιπόν τον Αχαιμένη
που ήταν αντιβασιλέας στην Αίγυπτο, αργότερα, μετά από καιρό, τον σκότωσε ο
Ινάρως, ο γιος του Ψαμμητίχου απ᾽ τη Λιβύη.
[7.8.1] Κι ο Ξέρξης, ύστερ᾽ από την άλωση της Αιγύπτου, καθώς ήταν να πάρει στα
χέρια του την εκστρατεία εναντίον της Αθήνας, οργάνωσε έκτακτη συνέλευση των
πρώτων ανάμεσα στους πρώτους Πέρσες, και για να πάρει τις γνώμες τους και για να
εκθέσει ο ίδιος μπροστά σ᾽ όλους τα σχέδιά του. Κι όταν συγκεντρώθηκαν, ο Ξέρξης
τους μίλησε έτσι: [7.8α.1] «Άνδρες Πέρσες, δεν είμαι εγώ που θα εγκαινιάσω αυτή
την τακτική στη χώρα σας, αλλά θα εφαρμόσω την τακτική των προκατόχων μου.
Γιατί, όπως ακούω από τους μεγαλύτερους σε ηλικία, ποτέ ώς σήμερα δε μείναμε με
τα χέρια σταυρωμένα, από την ώρα που πήραμε αυτή την εξουσία από τους Μήδους,
όταν ο Κύρος καθαίρεσε τον Αστυάγη· αλλά κι ο θεός αυτό το δρόμο μάς δείχνει κι
εμείς οι ίδιοι επιχειρώντας πολλά πάμε απ᾽ το καλό στο καλύτερο. Λοιπόν, τα έθνη
που κατάχτησαν και προσάρτησαν στο κράτος τους ο Κύρος κι ο Καμβύσης κι ο
πατέρας μου, ο Δαρείος, ποιός ο λόγος να τ᾽ απαριθμήσει κανείς σ᾽ εσάς που τα
ξέρετε καλά; [7.8α.2] Κι όσο για μένα, από την ώρα που παρέλαβα αυτό τον θρόνο, η
έγνοια μου ήταν να μη φανώ κατώτερος από τους προκατόχους μου σ᾽ αυτό το
αξίωμα κι ούτε να προσθέσω στο περσικό κράτος μικρότερη δύναμη· κι όσο το
σκέφτομαι, βρίσκω πως κερδίζουμε και δόξα και χώρα το ίδιο μεγάλη μ᾽ αυτή που
έχουμε κι όχι κατώτερη, αντίθετα που δίνει πλουσιότερη σοδειά κάθε λογής — και
την ίδια ώρα τιμωρούμε τους εχθρούς και παίρνουμε εκδίκηση. Σας συγκέντρωσα
λοιπόν γι᾽ αυτό το λόγο, για να σας κοινολογήσω τα σχέδιά μου. [7.8β.1] Σχεδιάζω να
ενώσω με γέφυρα τις ακτές του Ελλήσποντου και να προελάσω με το στρατό μου,
διασχίζοντας την Ευρώπη, για να τιμωρήσω τους Αθηναίους για όσα έπραξαν στους
Πέρσες και τον πατέρα μου. [7.8β.2] Είδατε λοιπόν εσείς και τον Δαρείο να έχει την
πρόθεση να εκστρατεύσει εναντίον αυτού του λαού. Αλλά αυτός έχει πεθάνει και δεν
αξιώθηκε να τους τιμωρήσει· λοιπόν, για την τιμή του και για την τιμή όλων των
Περσών, εγώ δε θα το βάλω κάτω προτού κυριέψω και παραδώσω στις φλόγες την
Αθήνα — αυτούς που πρώτοι ξεκίνησαν να κάνουν κακό σ᾽ εμένα και στον πατέρα
μου. [7.8β.3] Δηλαδή, έκαναν αρχή στις Σάρδεις με τον Αρισταγόρα τον Μιλήσιο,
δούλο μου, παραδίνοντας στις φλόγες τα ιερά άλση και τους ναούς μας· και
συνέχισαν με τα όσα έπραξαν εναντίον μας όταν αποβιβαστήκαμε στη χώρα τους με
το στράτευμα που διοικούσαν ο Δάτης και ο Αρταφρένης — νομίζω πως αυτά τα
πράγματα είναι γνωστά σε όλους σας. [7.8γ.1] Γι᾽ αυτούς λοιπόν τους λόγους είμαι
αποφασισμένος να εκστρατεύσω εναντίον τους, αλλά και οι υπολογισμοί μου μού
λένε πως απ᾽ αυτή την επιχείρηση θα έχουμε μεγάλα κέρδη· αν κυριέψουμε αυτούς
και τους γειτονικούς τους λαούς, αυτούς που ζουν στη χώρα του Φρύγα Πέλοπα, τότε
θα κάνουμε την Περσία να συνορεύει με τον ουρανό του Δία. [7.8γ.2] Γιατί ο ήλιος
δε θ᾽ αντικρίζει κανένα κράτος της γης που να συνορεύει με το δικό μας, αφού εγώ
μαζί σας, διασχίζοντας την Ευρώπη προς κάθε κατεύθυνση, όλη την οικουμένη θα
την κάνω ένα κράτος· [7.8γ.3] γιατί, σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, νά πώς έχουν
τα πράγματα· αν βγουν απ᾽ τη μέση αυτοί που μνημόνευσα, δε θ᾽ απομείνει καμιά
πόλη ούτε κανείς λαός που θα μπορέσει να προβάλει αντίσταση σε μας. Έτσι θα
μπουν στο ζυγό της σκλαβιάς κι όσοι μας έφταιξαν κι όσοι δε μας έφταιξαν. [7.8δ.1]
Τώρα, εσείς θα μου δείξετε την καλή σας διάθεση απέναντί μου κάνοντας τα εξής:
όταν σας ανακοινώσω τη μέρα που πρέπει να παρουσιαστείτε, θα επιθυμούσα όλοι
σας πρόθυμα να είστε παρόντες· κι όποιος παρουσιαστεί έχοντας τον καλύτερα
εξοπλισμένο στρατό, θα του δώσω τα δώρα που θεωρούνται πως είναι τα
πολυτιμότερα στη χώρα μας. [7.8δ.2] Λοιπόν, μ᾽ αυτό τον τρόπο πρέπει να
ενεργήσουμε· και, για να μη μείνετε με την εντύπωση πως κάνω του κεφαλιού μου,
φέρνω το θέμα σε κοινή συζήτηση, προτρέποντας να εκφράσει τη γνώμη του όποιος
από σας το επιθυμεί».
[7.9.1] Μ᾽ αυτά τελείωσε την ομιλία του. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτόν μίλησε ο Μαρδόνιος:
«Άρχοντά μου, είσαι ο άριστος όχι μονάχα από τους Πέρσες που πέρασαν, αλλά κι
απ᾽ αυτούς που θά ᾽ρθουν, εσύ που τα λόγια σου βρίσκονται όσο γίνεται πιο κοντά
στην τελειότητα και την αλήθεια — προπάντων που δε θ᾽ αφήσεις να ᾽μαστε μπαίγνιο
των Ιώνων που κατοικούν στην Ευρώπη, αυτών των τιποτένιων. [7.9.2] Πράγματι, θα
᾽ταν φοβερό, την ώρα που τους Σάκες και τους Ινδούς και τους Αιθίοπες και τους
Ασσυρίους, κι άλλους λαούς πολλούς και μεγάλους, που δεν έπραξαν κανένα κακό
στους Πέρσες, τους κυριέψαμε και τους έχουμε σκλάβους, απλώς και μόνο επειδή
θέλαμε ν᾽ αυξήσουμε τη δύναμή μας, ν᾽ αφήσουμε ατιμώρητους τους Έλληνες που
πρώτοι αυτοί μας έκαναν κακό. [7.9α.1] Να φοβηθούμε τί; το πλήθος του στρατού
που θα συγκεντρώσουν; τη μεγάλη οικονομική τους δύναμη; αλλά ξέρουμε πώς
πολεμούν, ξέρουμε πόσο ασήμαντη είναι η δύναμή τους· κι από την άλλη κρατάμε
στα χέρια μας, δούλους μας, τα παιδιά τους — αυτούς που ζουν στη χώρα μας με τα
γνωστά τους ονόματα, Ίωνες και Αιολείς και Δωριείς. [7.9α.2] Έχω μάλιστα κιόλας
τις προσωπικές μου εμπειρίες, καθώς έκανα εκστρατεία εναντίον τους ύστερ᾽ από
διαταγή του πατέρα σου και προέλασα ώς τη Μακεδονία· και λίγο μου έλειψε να
φτάσω ώς την ίδια την Αθήνα, και κανένας τους δε βγήκε να με αντιμετωπίσει.
[7.9β.1] Παρόλο που, όπως μαθαίνω, οι Έλληνες συνηθίζουν να ξεσηκώνουν πόλεμο
εντελώς απερίσκεπτα, παρασυρμένοι από αφροσύνη και ηλιθιότητα. Δηλαδή, όταν
κηρύξουν πόλεμο ο ένας στον άλλο, ψάχνουν και βρίσκουν τον πιο όμορφο και τον
πιο ομαλό τόπο και κατεβαίνουν και δίνουν μάχη εκεί, κι έτσι οι νικητές αποσύρονται
από τη μάχη με μεγάλες απώλειες, κι όσο για τους νικημένους, ούτε λόγος να γίνεται,
γιατί αποδεκατίζονται εντελώς. [7.9β.2] Ενώ έπρεπε, μια και μιλούν την ίδια γλώσσα
—τί τους έχουν τέλος πάντων τους κήρυκες και τους αγγελιοφόρους τους;— να
δίνουν τέλος στις διαφορές τους με κάθε άλλο τρόπο κι όχι με πόλεμο· και στην
περίπτωση που ο πόλεμος ανάμεσά τους φαινόταν αναπόφευκτος, έπρεπε να ψάχνουν
και να βρίσκουν τον πιο κατάλληλο για την άμυνα και των δυο μερών τόπο κι εκεί να
δοκιμάζουν την τύχη τους. Λοιπόν, όσο κι αν οι Έλληνες ενεργούν μ᾽ αποκοτιά, όταν
προέλασα εγώ ώς τη Μακεδονία, δεν έδειξαν διάθεση να δώσουν μάχη. [7.9γ.1]
Τώρα λοιπόν, βασιλιά μου, ποιός θα βρεθεί να σου προβάλει αντίσταση κηρύσσοντάς
σου πόλεμο, την ώρα που εκστρατεύεις μ᾽ όλο το πλήθος της Ασίας και μ᾽ όλα τα
καράβια σου; Κατά τη γνώμη μου, η δύναμη που διαθέτουν οι Έλληνες δεν τους δίνει
τόσο θράσος· αν πάλι πέσω έξω στις εκτιμήσεις μου κι εκείνων η σκότιση του νου
τούς παρασύρει να δώσουν μάχη με μας, θα μάθουν πως κανένας πάνω στον κόσμο
δεν έχει την πολεμική αρετή μας. Λοιπόν, ας δοκιμάσουμε τα πάντα· γιατί τίποτε δεν
έρχεται από μόνο του, αλλά στην ανθρώπινη ζωή ο κανόνας είναι όλα να τ᾽
αποχτούμε με προσπάθεια».

[7.10.1] Ο Μαρδόνιος λοιπόν υποστήριξε μ᾽ αυτά τη γνώμη του Ξέρξη, κάνοντάς την πιο
ελκυστική, και τελείωσε την ομιλία του. Οι άλλοι Πέρσες έμεναν σιωπηλοί και δεν
τολμούσαν να εκφράσουν γνώμη αντίθετη μ᾽ αυτήν που προτάθηκε, όταν ο Αρτάβανος, ο
γιος του Υστάσπη, που σαν θείος από πατέρα του Ξέρξη είχε το θάρρος, μίλησε έτσι:
[7.10α.1] «Βασιλιά μου, αν δε διατυπωθούν γνώμες αντίθετες μεταξύ τους, δεν έχεις τη
δυνατότητα ν᾽ ακολουθήσεις, ύστερ᾽ από επιλογή, την καλύτερη και δεν έχεις να κάνεις
τίποτ᾽ άλλο παρά να βάλεις σε πράξη αυτήν που ειπώθηκε· αντίθετα, αν έχουν διατυπωθεί,
έχεις τη δυνατότητα· είναι όπως με το ατόφιο χρυσάφι, που από μόνο του δεν το
ξεχωρίζουμε, αν όμως, τρίβοντάς το πάνω στη λυδία λίθο, το συγκρίνουμε με άλλο
χρυσάφι, αναγνωρίζουμε το καθαρότερο. [7.10α.2] Εγώ λοιπόν και στον πατέρα σου, τον
αδερφό μου τον Δαρείο, έλεγα δημόσια να μην εκστρατεύσει εναντίον των Σκυθών, ενός
λαού που πουθενά στη χώρα του δεν έχει πολιτείες· εκείνος όμως, ελπίζοντας να
υποδουλώσει τους Σκύθες, δε με άκουσε· έκανε την εκστρατεία και γύρισε άπρακτος
χάνοντας πολλούς και γενναίους από το στράτευμά του. [7.10α.3] Κι εσύ, βασιλιά μου,
σκοπεύεις να εκστρατεύσεις εναντίον πολεμιστών πολύ πιο γενναίων απ᾽ ό,τι οι Σκύθες,
που έχουν τη φήμη πως είναι ασυναγώνιστοι και στη θάλασσα και στη στεριά. Τώρα, ποιόν
κίνδυνο κρύβει αυτή η επιχείρηση, είμαι υποχρεωμένος να σου εξηγήσω. [7.10β.1] Είπες,
«θα ενώσω με γέφυρα τις ακτές του Ελλησπόντου και θα προελάσω με το στρατό μου,
διασχίζοντας την Ευρώπη, στην Ελλάδα». Πάει καλά· όμως, έρχονται έτσι τα πράγματα και
μας νικούν είτε στη στεριά είτε στη θάλασσα, είτε και στα δυο· γιατί, απ᾽ ό,τι ακούμε, των
ανθρώπων το λέει η καρδιά τους, κι αυτό το συμπέρασμα βγαίνει από το γεγονός ότι ένα
τόσο μεγάλο εκστρατευτικό σώμα που οδήγησαν στην Αττική ο Δάτης κι ο Αρταφρένης, το
εξόντωσαν μόνοι τους οι Αθηναίοι. [7.10β.2] Τώρα, στην περίπτωση που δεν τους έρχονται
όλα δεξιά και στις δυο μεριές, και πάλι, αν μας χτυπήσουν με τα καράβια και νικώντας σε
ναυμαχία κατευθυνθούν με το στόλο τους στον Ελλήσποντο και κατόπι διαλύσουν τις
γέφυρες, τότε, βασιλιά μου, χανόμαστε. [7.10γ.1] Κι αυτό το συμπέρασμα δεν το βγάζω απ᾽
το μυαλό μου, επειδή τάχα είμαι σοφός, αλλά νά, είναι η καταστροφή που λίγο έλειψε να
μας βρει, όταν ο πατέρας σου, αφού γεφύρωσε τον Βόσπορο της Θράκης κι αφού
γεφύρωσε τον ποταμό Ίστρο, βάδισε εναντίον των Σκυθών. Τότε οι Σκύθες και τί δεν έκαναν
παρακαλώντας τους Ίωνες, που είχαν αναλάβει τη φρούρηση των γεφυρών του Ίστρου, να
διαλύσουν το πέραμα. [7.10γ.2] Και τότε βέβαια, αν ο Ιστιαίος, ο τύραννος της Μιλήτου,
πήγαινε με τη γνώμη των άλλων τυράννων και δεν τους εναντιωνόταν, τετέλεσται το κράτος
των Περσών. Κι όμως και μόνο να τ᾽ ακούς είναι φοβερό, όλα τα πάντα, και η εξουσία και η
τύχη του βασιλιά, να κρέμονται από έναν άνθρωπο. [7.10δ.1] Κι εσύ πάλι μη θελήσεις να
μπεις σε κάποιον παρόμοιο κίνδυνο, μια και τίποτε δε σε πιέζει, κι άκουσέ με· τώρα δώσε
τέλος σ᾽ αυτή τη σύσκεψη· κι άλλη φορά, αφού πρώτα το μελετήσεις μοναχός σου, όποτε
σου φανεί καλό ανακοίνωσέ μας τις αποφάσεις που κρίνεις καλύτερες. [7.10δ.2] Γιατί
διαπιστώνω πως το μεγαλύτερο κέρδος βγαίνει απ᾽ το σωστό υπολογισμό· γιατί κι αν τύχει
και σου έρθει κάποια αναποδιά, αυτό δε σημαίνει πως δε στάθμισες τόσο σωστά τα
πράγματα, αλλά απλώς ο υπολογισμός σου ανατράπηκε από την τύχη. Όμως εκείνος που
έκανε κακό υπολογισμό, αν η τύχη τού τα φέρει δεξιά, η επιτυχία είναι λαχείο — όχι πως ο
υπολογισμός που έκανε είναι λιγότερο κακός. [7.10ε.1] Νά, βλέπεις ότι ο θεός χτυπά με τον
κεραυνό τα μεγαλόσωμα ζώα και δεν τ᾽ αφήνει να φουσκώνουν από καμάρι, ενώ τα
μικρούλικα δεν τον ερεθίζουν καθόλου· και βλέπεις πως εξακοντίζει από ψηλά τα βέλη του
πάντοτε στα ψηλότερα σπίτια και στα ψηλά δέντρα. Γιατί το θέλημα του θεού είναι ένα, να
κουτσουρεύει ό,τι υψώνεται πάνω από το μέτρο. Κι έτσι και μεγάλος στρατός εξοντώνεται
από μικρό, για τον εξής λόγο: όταν ο θεός φθονώντας τους τούς ρίξει πανικό ή βροντή,
παθαίνουν πανωλεθρία που δεν την περίμεναν. Γιατί ο θεός την περηφάνια την κρατά
μονάχα για τον εαυτό του, και για κανένα άλλο. [7.10ζ.1] Η βιασύνη πάλι σε κάθε
επιχείρηση γεννά παραστρατήματα, που συνήθως φέρνουν μεγάλες ζημιές· αντίθετα η
υπομονή κλει θησαυρούς, που κι αν ακόμη δε φαίνονται εκείνη την ώρα, όμως με τον καιρό
τούς ανακαλύπτουμε. [7.10η.1] Αυτές τις συμβουλές έχω για σένα, βασιλιά μου· εσύ τώρα,
γιε του Γωβρύα, πάψε να λες κούφια λόγια για τους Έλληνες, είναι απρέπεια να μιλάς
άσχημα γι᾽ αυτούς. Γιατί συκοφαντώντας τους Έλληνες ξεσηκώνεις το βασιλιά μας να
εκστρατεύσει ο ίδιος εναντίον τους· και μου δίνεις την εντύπωση πως γι᾽ αυτόν το σκοπό
αναπτύσσεις όλη τη δραστηριότητά σου. Λοιπόν, αυτό να σταματήσει. [7.10η.2] Γιατί δεν
υπάρχει κακό άλλο σαν τη συκοφαντία, όπου δυο είναι οι αδικητές κι ένας ο αδικημένος.
Δηλαδή, ο συκοφάντης κάνει αδίκημα κατηγορώντας άνθρωπο που απουσιάζει, κι από τη
μεριά του ο άλλος κάνει αδίκημα, επειδή πείθεται χωρίς να έχει σωστή πληροφόρηση· από
την άλλη, αυτός που απουσιάζει από τη συζήτηση, νά πώς αδικιέται από τα λόγια τους· από
τον πρώτο φορτώνεται τις άδικες κατηγορίες, κι από τον δεύτερο την άδικη εντύπωση ότι
είναι κακός. [7.10θ.1] Αλλά αν πρέπει οπωσδήποτε να γίνει εκστρατεία εναντίον αυτών των
αντρών, έλα, ο βασιλιάς ο ίδιος να παραμείνει στη χώρα των Περσών, κι εμείς, κι ο ένας κι ο
άλλος, να στοιχηματίσουμε στη ζωή των παιδιών μας, και τότε εσύ να μπεις επικεφαλής της
εκστρατείας επιλέγοντας τους άντρες που θέλεις και παίρνοντας μαζί σου στράτευμα όσο
μεγάλο θέλεις. [7.10θ.2] Κι αν το αποτέλεσμα της επιχείρησης είναι για τον βασιλιά αυτό
που λες εσύ, να σκοτωθούν τα παιδιά μου και μαζί τους κι εγώ· αν όμως είναι αυτό που
προλέγω εγώ, να πάθουν ό,τι είπα τα παιδιά σου και μαζί τους κι εσύ — αν γυρίσεις πίσω.
[7.10θ.3] Τώρα, αν δε δέχεσαι αυτούς τους όρους, και στανικώς θα οδηγήσεις
εκστρατευτικό σώμα εναντίον της Ελλάδας, νά τί έχω να σου πω· σε κάποιους που θα
μείνουν πίσω, εδώ σ᾽ αυτό τον τόπο, θα φτάσει το μαντάτο: «Τον Μαρδόνιο, που
προκάλεσε στους Πέρσες μια μεγάλη συμφορά, τον σπαράζουν τα σκυλιά και τα όρνια
κάπου εκεί, στη χώρα των Αθηναίων ή στη χώρα των Λακεδαιμονίων», ναι, εσένα! — χωρίς
βέβαια ν᾽ αποκλείεται να συμβεί κάτι τέτοιο και πρωτύτερα, όσο θα βρίσκεσαι στο δρόμο·
και τότε θα έχεις μάθει τί παλικάρια έχει η χώρα αυτή, εναντίον της οποίας ξεσηκώνεις σ᾽
εκστρατεία τον βασιλιά».

[7.11.1] Αυτά τα λόγια είπε ο Αρτάβανος, κι ο Ξέρξης κυριευμένος από θυμό αποκρίθηκε
έτσι: «Αρτάβανε, είσαι αδερφός του πατέρα μου· αυτό θα σε γλιτώσει από τον κίνδυνο να
πληρώσεις όπως σου άξιζε για τα χαμένα λόγια σου. Και σε στιγματίζω μ᾽ αυτή την
προσβολή, για τη δειλία και τη γκρίνια σου· δε θα σε πάρω μαζί μου στην εκστρατεία
εναντίον της Ελλάδας και θα μείνεις εδώ, μαζί με τις γυναίκες· κι εγώ, τα όσα είπα θα τα
εκτελέσω και χωρίς εσένα. [7.11.2] Γιατί δε θα ᾽μουν απ᾽ τον Δαρείο, το γιο του Υστάσπη,
γιου του Αρσάμη, γιου του Αριαράμνη, γιου του Τεΐσπη, γιου του Κύρου, γιου του Καμβύση,
γιου του Τεΐσπη, γιου του Αχαιμένη, αν δεν τιμωρούσα τους Αθηναίους, την ώρα που ξέρω
καλά ότι, αν εμείς καθίσουμε ήσυχοι, εκείνοι δε θα καθίσουν, αλλά προθυμότερα θα
εκστρατεύσουν εναντίον της χώρας μας· αυτό το συμπέρασμα μπορούμε να βγάλουμε απ᾽
όσα έχουν πράξει εκείνοι πρωτύτερα, που παράδωσαν στις φλόγες τις Σάρδεις και
προέλασαν στην Ασία. [7.11.3] Λοιπόν καμιά από τις δυο μεριές δεν μπορεί να κάνει πίσω,
αλλά ο αγώνας που μας περιμένει είναι ή να δώσουμε ή να δεχτούμε χτυπήματα, ώστε ή
όλες αυτές οι χώρες μας να πέσουν στα χέρια των Ελλήνων ή όλες οι χώρες εκείνων να
πέσουν στα χέρια των Περσών· μέση λύση στην έχθρα που μας χωρίζει δεν υπάρχει.
[7.11.4] Λοιπόν, τώρα πια το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε, μια κι εμείς δεχτήκαμε
πρώτοι χτύπημα, είναι να τους τιμωρήσουμε, κι έτσι θα μάθω και τον κίνδυνο που θα
διατρέξω οδηγώντας το στρατό μου εναντίον αυτού του λαού, που ο Πέλοπας ο Φρύγας,
που ήταν δούλος των προγόνων μου, πόρθησε τη χώρα τους με τρόπο που και σήμερα και
οι κάτοικοι και η χώρα τους είναι γνωστοί με τ᾽ όνομα του πορθητή τους».
[7.12.1] Λοιπόν η συζήτηση κράτησε ώς εδώ· κι ύστερα έπεσε η νύχτα και τον Ξέρξη δεν τον
άφηνε σε ησυχία η γνώμη του Αρταβάνου· και καθώς το γυρόφερνε, τη νύχτα, στο μυαλό
του, όλο και συνειδητοποιούσε πως δεν είναι για το καλό του η εκστρατεία εναντίον της
Ελλάδας. Κι όταν κατέληξε σ᾽ αυτή την αντίθετη απόφαση, τον πήρε ο ύπνος· και τότε, σε
κάποια ώρα της νύχτας, είδε ένα όνειρο τέτοιας λογής, όπως διηγούνται οι Πέρσες· φάνηκε
στον Ξέρξη πως ένας ψηλός κι όμορφος άντρας στάθηκε πάνω απ᾽ το κεφάλι του και του
είπε: [7.12.2] «Βασιλιά των Περσών, αλλάζεις απόφαση, να μη οδηγήσεις το στρατό σου
εναντίον της Ελλάδας, μολονότι έχεις παραγγείλει στους Πέρσες να συγκεντρώσουν στρατό;
Λοιπόν, δεν κάνεις καλά που αλλάζεις απόφαση κι ούτε βρίσκεται άνθρωπος που θα
συμφωνήσει μαζί σου· τώρα ακολούθησε το δρόμο που σου δείχνει η απόφαση που πήρες
την ημέρα».
Λοιπόν φάνηκε του Ξέρξη πως αυτός, αφού είπε αυτά, απομακρύνθηκε πετώντας· [7.13.1]
και με το φως της μέρας, χωρίς να δώσει καμιά σημασία στο όνειρο, συγκέντρωσε τους
Πέρσες που πήραν μέρος και στην προηγούμενη σύσκεψη και τους έλεγε τα εξής: [7.13.2]
«Άνδρες Πέρσες, ζητώ τη συγγνώμη σας για την απότομη μεταβολή της απόφασής μου·
γιατί και η σκέψη μου δεν έχει φτάσει ακόμα στην πλήρη ωριμότητά της κι εκείνοι που με
παρακινούν για εκστρατεία δε λένε ούτε στιγμή να ξεκολλήσουν από κοντά μου. Όταν όμως
άκουσα τη γνώμη του Αρταβάνου, τη στιγμή εκείνη κόχλαζε η νεανική παραφορά μου κι
έτσι εκστόμισα άπρεπα λόγια, σε βαθμό απαράδεκτο, σε άνθρωπο μεγάλης ηλικίας. Τώρα
όμως το σκέφτηκα καλύτερα και θ᾽ ακολουθήσω τη δική του γνώμη. [7.13.3] Λοιπόν, από
την ώρα που άλλαξα απόφαση και δε θα εκστρατεύσω εναντίον της Ελλάδας, χαρείτε την
ησυχία σας». Τότε οι Πέρσες, με το που τ᾽ άκουσαν αυτά, έπεσαν και τον προσκυνούσαν
καταχαρούμενοι.
[7.14.1] Κι όταν ξανάπεσε η νύχτα, το ίδιο όνειρο στάθηκε πάλι πάνω απ᾽ το κεφάλι του
Ξέρξη, που τον είχε πάρει ο ύπνος, και του έλεγε: «Γιε του Δαρείου, φανερά τώρα πια
μπροστά στους Πέρσες αποκήρυξες την εκστρατεία και δεν έδωσες καμιά σημασία στα
λόγια μου, σα να ειπώθηκαν από κάποιον παρακατιανό; Βάλ᾽ το λοιπόν καλά στο νου σου,
αν δεν εκστρατεύσεις αμέσως, νά πού θα καταλήξει αυτή η υπόθεση: όπως μέσα σε λίγο
καιρό έγινες μέγας και πολύς, γρήγορα θα γίνεις πάλι ταπεινός».
[7.15.1] Λοιπόν το όνειρο κατατρόμαξε τον Ξέρξη· πετάχτηκε απ᾽ το κρεβάτι του και στέλνει
αγγελιοφόρο να καλέσει τον Αρτάβανο. Κι όταν εκείνος έφτασε, ο Ξέρξης τού μίλησε έτσι:
«Αρτάβανε, εγώ την πρώτη στιγμή πάνω στην παραφορά μου είπα εναντίον σου χαμένα
λόγια για τη φρόνιμη συμβουλή σου· [7.15.2] ύστερ᾽ από λίγο όμως άλλαξα γνώμη και πήρα
απόφαση να κάνω αυτό που με συμβούλεψες. Θέλω λοιπόν να το κάνω, αλλά δεν μπορώ·
γιατί, από την ώρα που άλλαξα γνώμη και απόφαση, ένα φάντασμα έρχεται και ξανάρχεται
στα όνειρά μου, που κάθε άλλο παρά επιδοκιμάζει αυτή μου την απόφαση· μάλιστα τώρα
δα αποσύρθηκε, αφού με κατατρόμαξε με απειλές. [7.15.3] Αν λοιπόν θεός είναι που μου
το στέλνει και μόνο κάνοντας εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας τού κάνουμε την καρδιά, το
ίδιο ετούτο όνειρο θα έρθει πετώντας και σε σένα με τις ίδιες εντολές που έδωσε και σ᾽
εμένα. Και λέω με το νου μου πως αυτό μπορεί να γίνει με τον εξής τρόπο: να πάρεις
ολόκληρη τη στολή μου και να τη φορέσεις, κατόπι να καθίσεις στο θρόνο μου κι ύστερα να
πας να κοιμηθείς στο κρεβάτι μου».
[7.16.1] Έτσι του μίλησε ο Ξέρξης, αλλά ο Αρτάβανος δεν πείστηκε με την πρώτη προσταγή
του, γιατί, έλεγε, δεν έβρισκε τον εαυτό του άξιο να καθίσει στον βασιλικό θρόνο· στο τέλος
όμως, καθώς ο Ξέρξης τον πίεζε, εκτέλεσε την προσταγή, αφού είπε τα εξής: [7.16α.1]
«Βασιλιά μου, κατά την κρίση μου την ίδια αξία έχουν η ορθή σκέψη και η πρόθυμη
αποδοχή των φρόνιμων προτάσεων κάποιου άλλου. Εσύ τα έχεις και τα δυο, όμως σε
σπρώχνουν στην πλάνη οι συναναστροφές με κακούς ανθρώπους· νά, συμβαίνει κάτι
παρόμοιο με το πιο ευεργετικό στοιχείο για τον άνθρωπο, τη θάλασσα· λένε πως οι ριπές
των ανέμων πέφτοντας απάνω της δεν την αφήνουν να δείχνει το καλό φυσικό της.
[7.16α.2] Όσο για μένα, όταν δέχτηκα τις μομφές σου, δεν ένιωσα απ᾽ αυτές, σαν από
δάγκωμα, τόσο λύπη, όσο που, ενώ οι Πέρσες είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε δυο γνώμες,
εσύ προτίμησες την πιο επικίνδυνη για τον εαυτό σου και τους Πέρσες, αφού από τις
γνώμες που προτάθηκαν η πρώτη δυνάμωνε την αλαζονική πρόκληση, ενώ η δεύτερη την
καταργούσε και συμβούλευε πως είναι κακό να διδάσκεις την ψυχή του ανθρώπου να
λαχταρά πάντοτε κάτι περισσότερο απ᾽ αυτά που έχει. [7.16β.1] Λοιπόν, τώρα που
ασπάστηκες την καλύτερη γνώμη, λες πως, απ᾽ τη στιγμή που ακύρωσες την εκστρατεία
εναντίον της Ελλάδας, σου έρχεται και ξανάρχεται, σταλμένο από κάποιο θεό, όνειρο, που
σου απαγορεύει να παραιτηθείς από την εκστρατεία. [7.16β.2] Όμως, γιε μου, όλ᾽ αυτά δεν
έχουν καμιά σχέση με το θεό· γιατί εγώ, που έχω πολύ μεγαλύτερη ηλικία από σένα, θα σε
διδάξω τί ακριβώς είναι τα όνειρα, που, περιπλανώμενα, εμφανίζονται στους ανθρώπους·
λοιπόν, στον ύπνο μας βλέπουμε συνήθως σαν όνειρα περιπλανώμενα τα όσα απασχολούν
τον καθένα μας τη μέρα· κι εμείς τις προηγούμενες μέρες άλλο δεν κάναμε παρά
καταγινόμασταν με το παραπάνω μ᾽ αυτήν την εκστρατεία. [7.16γ.1] Τώρα, στην περίπτωση
που αυτό το όνειρο δεν ανήκει στην κατηγορία που λέω εγώ, αλλά κατά κάποιο τρόπο έχει
να κάνει με το θεό, εσύ με δυο λόγια είπες την ουσία· δηλαδή, ας εμφανιστεί και σε μένα
με τον τρόπο που εμφανίστηκε σ᾽ εσένα, να δώσει τις προσταγές του. Βέβαια, αν είναι να
φανερωθεί, θα μου εμφανιστεί είτε φορώ τη δική σου στολή είτε τη δική μου, είτε στο δικό
σου είτε στο δικό μου κρεβάτι αναπαύομαι, αν οπωσδήποτε θέλει να εμφανιστεί. [7.16γ.2]
Γιατί βέβαια δεν είναι σε τέτοιο βαθμό ηλίθιο τούτο, ό,τι τέλος πάντων είναι η
ονειροφαντασιά σου, ώστε να πιστέψει, ενώ θ᾽ αντικρίζει εμένα, πως έχει να κάνει με σένα,
εικάζοντας από τα ρούχα σου. Αν πάλι αδιαφορήσει εντελώς για μένα κι ούτε καταδεχτεί να
εμφανιστεί είτε φορώ τα δικά μου ρούχα είτε τα δικά σου, και ξανάρθει σε σένα, τότε πια
αξίζει να το καλοσκεφτούμε· γιατί βέβαια αν έρχεται και ξανάρχεται σε σένα συνεχώς, θα
παραδεχόμουν κι εγώ πως είναι απ᾽ το θεό. [7.1616.γ3] Τώρα, αν το έχεις αποφασίσει ν᾽
ακολουθήσουμε αυτή τη μεθόδευση κι είναι αδύνατο ν᾽ ακολουθήσουμε άλλη, μια και
πρέπει πια να πλαγιάζω εγώ στο κρεβάτι σου, εμπρός, την ώρα που εκτελώ την εντολή σου,
ας έρθει να φανερωθεί και σε μένα. Ώς τότε όμως θα επιμείνω στη γνώμη που έχω».
[7.17.1] Έτσι μίλησε ο Αρτάβανος· κι ελπίζοντας πως θ᾽ αποδείξει ότι τα όσα έλεγε ο Ξέρξης
δεν ήταν σοβαρά, εκτελούσε την προσταγή του· φόρεσε λοιπόν τα ρούχα του Ξέρξη και
κάθισε στο βασιλικό θρόνο· ύστερα πήγε και κατακλίθηκε, οπότε, την ώρα που τον είχε
πάρει ο ύπνος, στάθηκε πάνω απ᾽ το κεφάλι του Αρταβάνου το ίδιο όνειρο που ερχόταν και
ξαναρχόταν στον Ξέρξη και νά τί του είπε: [7.17.2] «Εσύ είσαι λοιπόν εκείνος που βάλθηκες
ν᾽ αποτρέψεις τον Ξέρξη από την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας — τάχα μου από έγνοια
γι᾽ αυτόν; αλλά ούτε στο μέλλον ούτε τώρα, στο παρόν, θα μείνεις ατιμώρητος φέρνοντας
εμπόδια σ᾽ ό,τι είναι γραμμένο να γίνει· κι όσο για το τί θα πάθει οπωσδήποτε ο Ξέρξης, αν
με παρακούσει, έχει δηλωθεί σ᾽ αυτόν τον ίδιο».
[7.18.1] Ο Αρτάβανος λοιπόν αυτές τις απειλές είδε να του απευθύνει στ᾽ όνειρό του το
φάντασμα και πως ήταν έτοιμο να του κάψει τα μάτια με πυρωμένα σίδερα. Κι έβγαλε
μεγάλη κραυγή, πετάχτηκε απ᾽ το κρεβάτι και πήγε και κάθισε κοντά στον Ξέρξη, κι αφού
του αφηγήθηκε με λεπτομέρειες το όνειρο που είδε στον ύπνο του, του λέει κατόπι τα εξής:
[7.18.2] «Εγώ βέβαια, βασιλιά μου, καθότι τα μάτια μου είδαν κιόλας πολλές και μεγάλες
δυνάμεις να νικιένται από μικρότερες, δε σ᾽ άφηνα να παρασυρθείς ολότελα από τα νιάτα
σου, ξέροντας καλά πως είναι κακό να επιθυμείς πολλά, κι είχα στο νου μου πού κατέληξε η
εκστρατεία του Κύρου εναντίον των Μασσαγετών, κρατούσα στη μνήμη μου και την
εκστρατεία του Καμβύση εναντίον των Αιθιόπων κι είχα εκστρατεύσει μαζί με τον Δαρείο
εναντίον των Σκυθών. [7.18.3] Ξέροντας όλ᾽ αυτά είχα τη γνώμη πως, αν χαιρόσουν την
ησυχία σου, θα σε μακάριζε όλος ο κόσμος. Επειδή όμως μας σπρώχνει μια θεϊκή δύναμη,
κι απ᾽ ό,τι φαίνεται, τους Έλληνες τους περιμένει μια θεόσταλτη καταστροφή, λοιπόν κι εγώ
από μόνος μου αλλάζω γνώμη κι απόφαση· κι απ᾽ τη μεριά σου, ανακοίνωσε στους Πέρσες
τις εντολές που στέλνει ο θεός και δώσε διαταγή να εκτελέσουν τις παραγγελίες που τους
έχεις δώσει πρωτύτερα κι ενέργησε με τρόπο που, όσο ο θεός σού τα φέρνει δεξιά, σ᾽ ό,τι
εξαρτάται από σένα να μην υπάρξει καμιά παράλειψη». [7.18.4] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή τη
συνομιλία τους, μόλις φώτισε η μέρα, έτσι που τους ξεσήκωσε το όνειρο, αμέσως κι ο
Ξέρξης κοινολόγησε αυτά στους Πέρσες, κι ο Αρτάβανος, που ώς εκείνη τη στιγμή ήταν ο
μόνος που δημόσια ενεργούσε για τη ματαίωση της εκστρατείας, τότε φανερά ενεργούσε
για την επίσπευσή της.

[7.19.1] Κι όταν ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ο Ξέρξης σπρώχθηκε στην απόφαση να


εκστρατεύσει, του παρουσιάστηκε στον ύπνο του τρίτο όνειρο, που όταν το άκουσαν
οι μάγοι έδωσαν την εξήγηση πως είχε να κάνει μ᾽ όλη την οικουμένη και πως όλος ο
κόσμος θα υποδουλωθεί σ᾽ αυτόν. Νά ποιό ήταν το όνειρο· του φάνηκε του Ξέρξη
πως φόρεσε στεφάνι από φουντωμένο κλωνάρι ελιάς, και πως ολόκληρη η γη
σκεπάστηκε με τους κλάδους της ελιάς, κι ύστερα πως το στεφάνι που φορούσε στο
κεφάλι του εξαφανίστηκε. [7.19.2] Κι όταν οι μάγοι έδωσαν αυτή την εξήγηση,
αμέσως καθένας από τους Πέρσες που πήραν μέρος στη σύναξη, χωρίς να χάσει
στιγμή, γύρισε στην επικράτειά του και βάλθηκε με ζήλο μεγάλο να εκτελέσει τις
παραγγελίες, θέλοντας ο καθένας τους να είναι αυτός που θα πάρει τα δώρα που είχαν
οριστεί. Κι έτσι ο Ξέρξης κήρυξε επιστράτευση, στρατολογώντας από κάθε περιοχή
της Ασίας.
[7.20.1] Γιατί για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, ύστερ᾽ από την άλωση της Αιγύπτου,
καταγινόταν με τη συγκρότηση του εκστρατευτικού σώματος και τον εφοδιασμό του·
κι όταν ο πέμπτος χρόνος ήταν προς το τέλος του, εκστράτευσε με πολυάριθμη
στρατιωτική δύναμη. [7.20.2] Γιατί απ᾽ όλα τα εκστρατευτικά σώματα που μας είναι
γνωστά αυτό αποδείχτηκε πολύ μεγαλύτερο, ώστε σε σύγκριση μ᾽ αυτό κι εκείνο που
οδήγησε ο Δαρείος εναντίον των Σκυθών να φαίνεται ασήμαντο, και το Σκυθικό,
όταν οι Σκύθες καταδιώκοντας τους Κιμμερίους έκαναν εισβολή στη χώρα των
Μήδων, κι αφού κυρίεψαν όλα σχεδόν τα μέρη της Άνω Ασίας τα εξουσίασαν (γι᾽
αυτό το λόγο αργότερα κίνησε να τους τιμωρήσει ο Δαρείος), όπως επίσης και,
σύμφωνα με την παράδοση, το εκστρατευτικό σώμα των Ατρειδών στο Ίλιο και των
Μυσών και των Τευκρών, που εκστράτευσαν πριν από τα Τρωικά, τότε που διάβηκαν
από τον Βόσπορο στην Ευρώπη, κυρίεψαν όλες τις θρακικές φυλές, κατέβηκαν προς
το Ιόνιο πέλαγος και προέλασαν προς το νότο ώς τον ποταμό Πηνειό.
[7.21.1] Όλ᾽ αυτά τα εκστρατευτικά σώματα, όπως επίσης κι άλλα, που δεν τα
περιλάβαμε στην απαρίθμησή μας, δεν μπορούν να συγκριθούν μ᾽ αυτό εδώ, το
μοναδικό. Γιατί ποιό έθνος δεν οδήγησε ο Ξέρξης από την Ασία εναντίον της
Ελλάδας; και ποιό τρεχούμενο νερό δεν το στέρεψε ο στρατός του για να ξεδιψάσει,
εκτός από το νερό των μεγάλων ποταμών; [7.21.2] Γιατί άλλες περιοχές έδιναν
καράβια, άλλες πήραν προσταγή να δώσουν πεζικό, σ᾽ άλλες δόθηκε εντολή να
ετοιμάσουν ιππικό, σ᾽ άλλες καράβια για τη μεταφορά του ιππικού (ενώ έπαιρναν
μέρος και στην εκστρατεία), σ᾽ άλλες να διαθέσουν μακρόστενα καράβια για τις
γέφυρες, σ᾽ άλλες τέλος τρόφιμα και καράβια.
[7.22.1] Κι από την άλλη, κάπου τρία χρόνια προτού κινήσουν, επειδή στην
προηγούμενη εκστρατεία ο στόλος τους, καθώς έκανε το γύρο του Άθω,
κατατσακίστηκε, καταπιάστηκαν με το έργο στον Άθω· δηλαδή στον Ελαιούντα της
Χαλκιδικής ήταν αραγμένες τριήρεις κι αποκεί ξεκινώντας στρατιώτες από κάθε
έθνος έσκαβαν, με τη φοβέρα της μάστιγας από πάνω τους, σε διαδοχικές βάρδιες· κι
έσκαβαν και οι κάτοικοι της περιοχής του Άθω. [7.22.2] Κι ο Βουβάρης, ο γιος του
Μεγαβάζου, κι ο Αρταχαίης, ο γιος του Αρταίου, Πέρσες, είχαν την επιστασία του
έργου. Γιατί ο Άθως είναι βουνό ψηλό και ξακουστό, που κατηφορίζει στη θάλασσα
κι έχει ανθρώπους που κατοικούν εκεί. Και στο σημείο όπου το βουνό συνορεύει με
τη στεριά, σχηματίζεται κάτι σαν χερσόνησος και ισθμός, με πλάτος περίπου δώδεκα
σταδίους· εκεί το μέρος είναι πεδινό κι έχει κάτι χαμηλούς λόφους που πιάνουν από
τη θάλασσα της Ακάνθου ώς τη θάλασσα που ᾽ναι αντίπερα απ᾽ την Τορώνη. [7.22.3]
Κι ακριβώς στον ισθμό αυτό, όπου καταλήγει ο Άθως, έχει ιδρυθεί η ελληνική πόλη
Σάνη· τώρα, οι πόλεις που βρίσκονται πέρ᾽ από τη Σάνη, στις πλαγιές του Άθω, που
τότε ο Πέρσης βάλθηκε να τις κάνει από στεριανές νησιωτικές, είναι οι εξής: Δίο,
Ολόφυξος, Ακρόθωο, Θύσσος, Κλεωνές.
[7.23.1] Αυτές λοιπόν είναι οι πόλεις της περιοχής του Άθω· και νά πώς έσκαβαν οι
βάρβαροι, αφού μοίρασαν την έκταση ανάμεσα σε διάφορα έθνη: στο ύψος της πόλης
Σάνης χάραξαν μια ίσια γραμμή· κι όσο βάθαινε η διώρυγα, εκείνοι που βρίσκονταν
στο βάθος έσκαβαν, ενώ κάποιοι άλλοι παράδιναν το χώμα που ολοένα έβγαινε από
το σκάψιμο σε άλλους που βρίσκονταν ψηλότερα πάνω σε σκαλωσιές, κι αυτοί με τη
σειρά τους σε άλλους, ώσπου το χώμα έφτανε σ᾽ αυτούς που ήταν στην επιφάνεια κι
αυτοί τέλος το κουβαλούσαν έξω από την τάφρο και το πετούσαν αλλού. [7.23.2]
Λοιπόν οι άλλοι, εκτός από τους Φοίνικες, είχαν διπλάσιο κόπο, καθώς γκρεμίζονταν
τα τοιχώματα του ορύγματος· γιατί έτσι που έσκαβαν στο ίδιο πλάτος και στην
επιφάνεια και στον πάτο, το αποτέλεσμα δεν μπορούσε να ᾽ναι διαφορετικό. [7.23.3]
Οι Φοίνικες όμως, όπως δείχνουν την αξιοσύνη τους και σε άλλα έργα, την έδειξαν
ιδιαίτερα σ᾽ αυτό· δηλαδή παίρνοντας με κλήρο το μέρος που τους έπεφτε, έσκαβαν
διπλάσιο το άνοιγμα στην επιφάνεια απ᾽ εκείνο που έπρεπε να έχει η διώρυγα, όσο
όμως προχωρούσαν στο βάθος ολοένα το περιόριζαν· κι όταν έφταναν στον πάτο, το
άνοιγμα ερχόταν και γινόταν ίσο με το πλάτος του υπόλοιπου έργου. [7.23.4] Και στο
μέρος εκείνο υπάρχει ένα λιβάδι, όπου στήθηκε η αγορά και το πρατήριο· κι ερχόταν
συχνά κι άφθονο αλεσμένο σιτάρι από την Ασία.
[7.24.1] Συνδυάζοντας τα δεδομένα, καταλήγω στο συμπέρασμα πως ο Ξέρξης
διέταξε να σκάψουν τη διώρυγα από αλαζονεία, θέλοντας να κάνει επίδειξη δυνάμεως
και ν᾽ αφήσει μνημείο για το μέλλον· γιατί ενώ μπορούσε χωρίς να μπουν σε κανένα
κόπο να σύρει τα καράβια από τη μια άκρη του ισθμού στην άλλη, διέταξε να
σκάψουν διώρυγα στη θάλασσα που να μπορούν να περνούν πλέοντας δυο τριήρεις
με συγχρονισμένη κωπηλασία. Και στους ίδιους, στους οποίους είχε δώσει προσταγή
ν᾽ ανοίξουν τη διώρυγα, έδωσε επίσης προσταγή να ενώσουν με γέφυρα τις όχθες του
Στρυμόνα.
[7.25.1] Μ᾽ αυτό τον τρόπο λοιπόν καταγινόταν μ᾽ αυτά κι έβαλε να ετοιμάσουν και
παλαμάρια για τις γέφυρες από πάπυρο κι από λευκό λινάρι, αγγαρεύοντας τους
Φοίνικες και τους Αιγυπτίους· επίσης, ν᾽ αποθηκεύουν τρόφιμα για το εκστρατευτικό
σώμα, για να μη υποφέρει από πείνα ο στρατός κι ούτε τα υποζύγια καθώς
κατευθύνονταν στην Ελλάδα. [7.25.2] Κι αφού συγκέντρωσε πληροφορίες για τους
κατάλληλους χώρους, διέταξε να τ᾽ αποθηκεύουν σ᾽ αυτούς, κι άλλοι να τα
μεταφέρουν από κάθε μέρος της Ασίας με φορτηγά πλοία και περάματα σε
διαφορετικό χώρο ο καθένας. Λοιπόν, το περισσότερο σιτάρι το κουβαλούσαν στη
λεγόμενη Λευκή ακτή της Θράκης, κι άλλοι στην Τυρόδιζα της Περίνθου κι άλλοι
στον Δορίσκο κι άλλοι στην Ηιόνα, αυτήν που βρίσκεται στις εκβολές του Στρυμόνα,
κι άλλοι στη Μακεδονία, ο καθένας στην περιοχή που του ορίστηκε.
[7.26.1] Κι ενώ αυτοί καταγίνονταν με τις αγγαρείες που τους ανατέθηκαν, τον ίδιο
καιρό όλο το πεζικό συγκεντρωμένο, ξεκινώντας από τα Κρίταλλα της Καππαδοκίας,
πορευόταν μαζί με τον Ξέρξη προς τις Σάρδεις· γιατί αυτή η πόλη ορίστηκε τόπος
συγκέντρωσης όλου του στρατού της ξηράς που ήταν να πορευτεί μαζί με τον Ξέρξη.
[7.26.2] Τώρα, ποιός από τους σατράπες παρουσιάζοντας στρατό καλύτερα
εξοπλισμένο πήρε τα δώρα που είχε υποσχεθεί ο βασιλιάς, δεν μπορώ να το πω· γιατί
δεν ξέρω αν έκαναν καν αυτή τη σύγκριση. [7.26.3] Διάβηκαν λοιπόν τον ποταμό
Άλυ και πέρασαν στη Φρυγία· κατόπι, διασχίζοντάς την πορεύτηκαν κι έφτασαν στις
Κελαινές, όπου αναβλύζουν τα νερά του ποταμού Μαιάνδρου, κι ενός άλλου που δεν
είναι μικρότερος από τον Μαίανδρο, που τυχαίνει να ᾽χει το όνομα Καταρράκτης·
αυτός, έχοντας τις πηγές του ακριβώς μέσα στην αγορά των Κελαινών, χύνει τα νερά
του στον Μαίανδρο· στην αγορά αυτή είναι κρεμασμένο ψηλά και το ασκί από το
δέρμα του σιληνού Μαρσύα, για τον οποίο οι Φρύγες διηγούνται πως τον έγδαρε και
κρέμασε ψηλά το τομάρι του ο Απόλλων.
[7.27.1] Σ᾽ αυτή την πόλη καθόταν και περίμενε τον Ξέρξη ο Πύθιος, ο γιος του Άτυ,
ο Λυδός, και πρόσφερε φιλοξενία σ᾽ ολόκληρο το εκστρατευτικό σώμα με την πιο
μεγαλόπρεπη ανοιχτοχεριά, όπως και στον ίδιο το βασιλιά· κι έδινε την υπόσχεση
πως με τη θέλησή του έδινε χρήματα για την εκστρατεία. [7.27.2] Και καθώς ο
Πύθιος υποσχόταν να προσφέρει χρήματα, ο Ξέρξης ρώτησε τους Πέρσες της
συνοδείας του ποιός ήταν αυτός ο Πύθιος και πόσα χρήματα έχει, ώστε να δίνει
τέτοια υπόσχεση. Κι αυτοί του αποκρίθηκαν: «Βασιλιά μου, αυτός είναι που έκανε
δώρο στον πατέρα σου το χρυσό πλατάνι και το κλήμα· αυτός που και σήμερα είναι ο
πλουσιότερος στον κόσμο, απ᾽ όσο ξέρουμε, μετά από σένα».
[7.28.1] Ο Ξέρξης στάθηκε απορημένος μ᾽ αυτή την τελευταία πληροφορία και
κατόπι ρώτησε ο ίδιος τον Πύθιο πόση να ᾽ταν η περιουσία του. Κι αυτός
αποκρίθηκε: «Βασιλιά μου, ούτε θα σου το κρατήσω κρυφό ούτε θα προφασιστώ πως
δεν ξέρω την περιουσία μου, αντίθετα την ξέρω καλά και θα σου την εκθέσω με
ακρίβεια. [7.28.2] Γιατί, μόλις έμαθα πως ξεκίνησες να κατεβείς στην ελληνική
θάλασσα, θέλοντας να σου δώσω χρήματα για τον πόλεμο έκανα καταμέτρηση κι οι
λογαριασμοί μού έδειξαν ότι έχω δυο χιλιάδες τάλαντα ασήμι και τέσσερα
εκατομμύρια, παρά εφτά χιλιάδες, χρυσούς στατήρες δαρεικούς. [7.28.3] Αυτά σου
τα κάνω δώρο· όσο για μένα, κρατώ τα εισοδήματα από τους δούλους και τα
χτήματα, που καλύπτουν τις ανάγκες μου». Ο Ξέρξης ευχαριστήθηκε από την
απάντηση και είπε:
[7.29.1] «Φίλε μου Λυδέ, από την ώρα που βγήκα από την Περσία ώς σήμερα δε
συνάντησα άνθρωπο που με τη θέλησή του φιλοξένησε το στρατό μου ή που
παρουσιάστηκε μπροστά μου κι αυθόρμητα προθυμοποιήθηκε να συνεισφέρει
χρήματα για τον πόλεμο, έξω από σένα. Τώρα εσύ και μεγαλόπρεπα φιλοξένησες το
στρατό μου και μου υπόσχεσαι πολλά χρήματα. [7.29.2] Λοιπόν, για όλ᾽ αυτά, σου
δίνω αυτές τις τιμητικές διακρίσεις: σε ονομάζω φίλο μου και θα συμπληρώσω το
ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων στατήρων σου βάζοντας τις εφτά χιλιάδες από τα
δικά μου, ώστε να μη λείπουν από τα τέσσερα εκατομμύρια οι εφτά χιλιάδες, αλλά με
το συμπληρωματικό ποσό που σου δίνω να γίνει στρογγυλό το άθροισμα. [7.29.3]
Και κράτησε την περιουσία σου, όση σου ανήκει, και σ᾽ όλη τη ζωή σου μείνε αυτός
που είσαι· γιατί ούτε στο παρόν ούτε στο μέλλον θα μετανιώσεις γι᾽ αυτή σου τη
συμπεριφορά».

[7.30.1] Είπε αυτά και τα ᾽κανε πράξη και κατόπι συνέχισε χωρίς ανάπαυλα την
πορεία του προς τα μπρος. Πέρασε δίπλα από την πόλη της Φρυγίας που λέγεται
Άναυα κι από μια λίμνη απ᾽ όπου βγάζουν αλάτι. Κι έφτασε στις Κολοσσές, μεγάλη
πόλη της Φρυγίας· εκεί ο ποταμός Λύκος χύνεται σε καταβόθρα κι εξαφανίζεται· κι
έπειτα ξανάρχεται στην επιφάνεια, σε απόσταση περίπου πέντε σταδίων, και χύνεται
κι αυτός στον Μαίανδρο. [7.30.2] Κι αφήνοντας πίσω του τις Κολοσσές ο στρατός
πορευόταν προς τα σύνορα που χωρίζουν τη Φρυγία από τη Λυδία κι έφτασε στην
πόλη Κύδραρα, όπου μια στήλη, μπηγμένη στη γη, που την έστησε ο Κροίσος, δείχνει
με την επιγραφή της τα σύνορα.
[7.31.1] Κι απ᾽ τη Φρυγία μπήκε στη Λυδία· εκεί ο δρόμος σχίζεται σε δυο: ο ένας,
που πηγαίνει αριστερά, φέρνει στην Καρία, ο άλλος, που πηγαίνει δεξιά, στις
Σάρδεις· για να φτάσεις εκεί πρέπει οπωσδήποτε να διαβείς τον ποταμό Μαίανδρο
και να προσπεράσεις την πόλη Καλλάτηβο, όπου ειδικοί τεχνίτες παράγουν μέλι από
αρμυρίκι και σιτάρι. Λοιπόν, βαδίζοντας ο Ξέρξης σ᾽ αυτό το δεύτερο δρόμο
αντίκρισε ένα πλατάνι που για την ομορφιά του τού πρόσφερε δώρα, χρυσά στολίδια,
κι όρισε να μη του λείψει ποτέ ο άνθρωπος που θα το φροντίζει· την επόμενη μέρα
έφτασε στην πρωτεύουσα των Λυδών.
[7.32.1] Και φτάνοντας στις Σάρδεις το πρώτο που έκανε ήταν να στείλει κήρυκες
στην Ελλάδα για να ζητήσουν γην και ύδωρ και να παραγγείλουν να ετοιμάζουν
δείπνα για τον βασιλιά· αλλά ούτε στην Αθήνα ούτε στη Σπάρτη έστειλε να ζητήσουν
γην και ύδωρ, έστειλε όμως σ᾽ όλες τις άλλες πόλεις. Κι ο λόγος που για δεύτερη
φορά έστελνε για να του δώσουν γην και ύδωρ: όσοι την πρώτη φορά, όταν έστειλε
απεσταλμένους ο Δαρείος, δεν έδωσαν, πίστευε απόλυτα ότι τότε από φόβο θα
έδιναν· λοιπόν ο λόγος της αποστολής ήταν η επιθυμία του να βεβαιωθεί ποιά
ακριβώς ήταν η στάση τους.
[7.33.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ετοιμαζόταν να προχωρήσει προς την Άβυδο. Και στο
μεταξύ οι άλλοι συνέδεαν με γέφυρα την ασιατική με την ευρωπαϊκή ακτή του
Ελλησπόντου. Στη Χερσόνησο, ανάμεσα στις πόλεις Σηστό και Μάδυτο, υπάρχει μια
απόκρημνη γλώσσα της στεριάς που εισχωρεί στη θάλασσα, αντίκρυ από την Άβυδο,
εκεί όπου, λίγο καιρό μετά απ᾽ αυτά τα γεγονότα, οι Αθηναίοι, με στρατηγό τον
Ξάνθιππο, το γιο του Αρίφρονος, έπιασαν τον Πέρση Αρταΰκτη, διοικητή της
Σηστού, και τον κάρφωσαν ζωντανό πάνω σε σανίδα· αυτός και στο ναό του
Πρωτεσιλάου στον Ελαιούντα κουβαλούσε γυναίκες κι έκανε ἄρρητ᾽ ἀθέμιτα.
[7.34.1] Λοιπόν, αυτοί στους οποίους είχε ανατεθεί το έργο της γέφυρας, αρχίζοντας
από την Άβυδο προχωρούσαν προς αυτή τη γλώσσα της ακτής· στη γέφυρα που
έδεναν με παλαμάρια από λευκό λινάρι δούλευαν οι Φοίνικες, στην άλλη, με
παλαμάρια από πάπυρο, οι Αιγύπτιοι. Κι η απόσταση από την Άβυδο ώς την απέναντι
στεριά ήταν εφτά στάδιοι. Λοιπόν, ενώ το πέρασμα είχε γεφυρωθεί, νά πού ξέσπασε
μεγάλη μπόρα που τα ᾽κανε όλα χίλια κομμάτια και τα διασκόρπισε.
[7.35.1] Κι όταν το έμαθε ο Ξέρξης, αγανάχτησε και διέταξε να μαστιγώσουν τον
Ελλήσποντο τριακόσιες φορές και να ρίξουν στ᾽ ανοιχτά ένα ζευγάρι χειροπέδες·
άκουσα επίσης πως πέρ᾽ απ᾽ αυτά έστειλε στιγματιστές για να του χαράξουν
στίγματα. [7.35.2] Κι έδινε εντολή, την ώρα που τον μαστίγωναν, να του λένε λόγια
βάρβαρα και αθεόφοβα: «Πικροθάλασσα, ο αφέντης μας σε τιμωρεί μ᾽ αυτό τον
τρόπο για το άδικο που του έκανες, ενώ εκείνος δε σου έχει κάνει κανένα κακό. Αλλά
ο βασιλιάς Ξέρξης, θέλεις δε θέλεις, θα σε διαβεί· και μ᾽ όλο τους το δίκιο οι
άνθρωποι, κανείς τους, δε σου προσφέρουν θυσίες, έτσι αρμυρό και θολό ποτάμι που
είσαι». [7.35.3] Έδωσε λοιπόν εντολές και στη θάλασσα να επιβληθούν αυτές οι
τιμωρίες και ν᾽ αποκεφαλίσουν εκείνους που είχαν την επιστασία της ζεύξης του
Ελλησπόντου.
[7.36.1] Κι εκείνοι στους οποίους ανατέθηκε αυτό το άχαρο έργο εκτελούσαν αυτές
τις διαταγές, ενώ άλλοι εργοδηγοί έστηναν τις γέφυρες — και νά πώς τις έστηναν·
πήραν κι έβαλαν τη μια δίπλα στην άλλη τριακόσιες εξήντα πεντηκοντόρους και
τριήρεις για υπόβαθρο της γέφυρας που έκαναν προς τη μεριά του Ευξείνου Πόντου
και τριακόσιες δεκατέσσερες για υπόβαθρο της άλλης, με τρόπο που να σχηματίζουν
κάθετη γραμμή προς το ρεύμα του Ευξείνου Πόντου και να έχουν την ίδια
κατεύθυνση με το ρεύμα του Ελλησπόντου, ώστε η πίεσή του να κρατά τεντωμένα τα
παλαμάρια· [7.36.2] κι αφού έβαλαν τα καράβια το ένα δίπλα στο άλλο, πόντισαν
τεράστιες άγκυρες, άλλες για τη γέφυρα προς τη μεριά του Ευξείνου Πόντου, εξαιτίας
των ανέμων που φυσούν από το εσωτερικό του, κι άλλες για τη δυτική γέφυρα, προς
τη μεριά του Αιγαίου, εξαιτίας των ζεφύρων και του νοτιά. Κι άφησαν σε τρία σημεία
στενά ανοίγματα ανάμεσα από τις πεντηκοντόρους, ώστε να μπορεί να περνά με
πλοιάριο κι αυτός που ήθελε να πάει στον Εύξεινο Πόντο κι αυτός που θα περνούσε
από τον Πόντο στο Αιγαίο. [7.36.3] Έκαναν αυτά κι ύστερα έστησαν στην ξηρά κάτι
ξύλινα μηχανήματα, τους όνους, και στρίβοντας μ᾽ αυτά τα παλαμάρια, τα τέντωσαν·
κι αυτή τη φορά δε χρησιμοποιούσαν το καθένα απ᾽ τα δυο είδη τους σε διαφορετική
γέφυρα, αλλά για καθεμιά από τις δυο γέφυρες μεταχειρίστηκαν δυο σειρές
παλαμάρια από λευκό λινάρι και τέσσερες από πάπυρο. Στο πάχος και στην ωραία
εμφάνιση και τα δυο είδη ήταν το ίδιο, αλλά, συγκριτικά, τα παλαμάρια από λινάρι
ήταν βαρύτερα· ο πήχης τους ζύγιζε ένα τάλαντο. [7.36.4] Κι όταν το πέρασμα
ενώθηκε με γέφυρα, πήραν και πριόνισαν κορμούς δέντρων και δίνοντάς τους μάκρος
ίσο με το πλάτος της γέφυρας, όμορφα όμορφα τους τοποθετούσαν πάνω απ᾽ τα
τεντωμένα παλαμάρια· κι αφού τους τοποθέτησαν τον ένα δίπλα στον άλλο, τους
συνέδεσαν και με τραβέρσες. [7.36.5] Κι όταν το ᾽καναν κι αυτό, σκόρπισαν απάνω
τους σανίδες· έστησαν όμορφα όμορφα τις σανίδες κι ύστερα σώρευσαν απάνω τους
χώμα, κι άπλωσαν όμορφα, πατώντας το, και το χώμα· κατόπι άπλωσαν πέρα πέρα
και στις δυο πλευρές της γέφυρας φράχτη, για να μη βλέπουν από ψηλά τη θάλασσα
τα υποζύγια και τ᾽ άλογα και παίρνουν τρομάρα.
[7.37.1] Κι όταν είχαν ολοκληρωθεί τα έργα και των γεφυρών αυτών και της περιοχής
του Άθω και στάλθηκε η αγγελία πως υψώθηκαν τα προχώματα που έγιναν στα
στόμια της διώρυγας για την παλίρροια, για να μη κλείνουν τα στόμια της τάφρου,
και πως το κύριο μέρος της διώρυγας ήταν έτοιμο στην εντέλεια, τότε ο στρατός, που
είχε ξεχειμωνιάσει στις Σάρδεις, με τον ερχομό της άνοιξης, πανέτοιμος για
εκστρατεία, ξεκίνησε αποκεί με κατεύθυνση την Άβυδο. [7.37.2] Κι όπου να ᾽ταν
έμπαινε κιόλας στο δρόμο, όταν ο ήλιος, εγκαταλείποντας τη σταθερή πορεία του
στον ουρανό, έγινε άφαντος, χωρίς ούτε σύννεφα να τον κρύβουν, μέσα σε μια αιθρία
χαρά θεού, και μέρα μεσημέρι έγινε νύχτα. Τον Ξέρξη, με το που το είδε και τον
προβλημάτισε αυτό, τον έζωσαν φροντίδες και ρώτησε τους μάγους, σαν τί να
προμηνύει το φαινόμενο αυτό. [7.37.3] Κι αυτοί του αποκρίθηκαν ότι ο θεός στέλνει
προειδοποίηση στους Έλληνες πως θ᾽ αφανιστούν οι πόλεις τους, λέγοντας πως ο
ήλιος προφητεύει για τους Έλληνες, ενώ η σελήνη για τους Πέρσες. Καταχαρούμενος
που τ᾽ άκουσε αυτά ο Ξέρξης συνέχισε την προέλασή του.
[7.38.1] Βάδιζε επικεφαλής του στρατού του, όταν ο Λυδός Πύθιος,
τρομοκρατημένος από το ουράνιο φαινόμενο, αλλά και με το θάρρος που του έδιναν
τα δώρα, παρουσιάστηκε στον Ξέρξη και του μίλησε έτσι: «Αφέντη μου, θα ήθελα να
ζητήσω από σένα μια χάρη, που σε σένα δε στοιχίζει πολύ να μ᾽ εξυπηρετήσεις, για
μένα όμως έχει μεγάλη σημασία». [7.38.2] Κι ο Ξέρξης, με την ιδέα πως θα του
ζητούσε όποια άλλη χάρη, όχι όμως αυτό που δεήθηκε, είπε πως θα τον εξυπηρετήσει
και, λοιπόν, τον πρόσταζε να πει μπροστά σ᾽ όλους το αίτημά του. Κι ο άλλος
ακούοντας αυτά πήρε θάρρος κι είπε τα εξής: «Αφέντη μου, τυχαίνει να έχω πέντε
γιους, κι ήρθαν έτσι τα πράματα που όλοι τους παίρνουν μέρος στην εκστρατεία σου
εναντίον της Ελλάδας. [7.38.3] Λοιπόν, βασιλιά μου, σπλαχνίσου με στην ηλικία που
βρίσκομαι και απάλλαξε από την εκστρατεία έναν από τους γιους μου, τον
μεγαλύτερο, για να έχω κάποιον που να φροντίζει κι εμένα και την περιουσία μου.
Τώρα, τους τέσσερες πάρε τους μαζί σου και, πετυχαίνοντας τους σκοπούς σου, να
γυρίσεις πίσω με το καλό».
[7.39.1] Ο Ξέρξης έγινε έξω φρενών και του αποκρίθηκε: «Χαμένε άνθρωπε,
τόλμησες εσύ, την ώρα που εγώ ο ίδιος εκστρατεύω εναντίον της Ελλάδας και παίρνω
μαζί μου τους γιους μου και τ᾽ αδέρφια μου και συγγενείς και φίλους, να μ᾽
απασχολείς με το γιο σου, εσύ ένας δούλος μου που έχεις καθήκον να μ᾽ ακολουθείς
μ᾽ όλους τους ανθρώπους του σπιτιού σου, και με τη γυναίκα σου ακόμη μαζί; Τώρα
λοιπόν μάθε καλά ετούτο, πως η ψυχή του ανθρώπου φωλιάζει στ᾽ αυτιά του, κι όταν
ακούει τα πρεπούμενα, γεμίζει μ᾽ αγαλλίαση το σώμα, όταν όμως ακούει τ᾽ αντίθετα,
βράζει από θυμό. [7.39.2] Λοιπόν, τότε που μαζί με καλές πράξεις έδωσες το ίδιο
καλές υποσχέσεις, δεν μπορείς να καυχηθείς πως ξεπέρασες το βασιλιά σου σε
ευεργεσίες· επειδή όμως πήρες το δρόμο της αδιαντροπιάς, δε θα πάρεις βέβαια την
τιμωρία που σου αξίζει, αλλά μικρότερη απ᾽ αυτή που σου αξίζει. Δηλαδή, εσένα και
τους τέσσερες γιους σου σας σώζει η φιλία που κλείσαμε· όμως θα τιμωρηθείς με το
θάνατο του ενός, αυτουνού που του έχεις ιδιαίτερη αδυναμία». [7.39.3] Αυτά του
αποκρίθηκε κι αμέσως διέταξε τους αρμόδιους για την εκτέλεση να βρουν χωρίς
αναβολή τον μεγαλύτερο γιο του Πυθίου και να του σχίσουν το σώμα στα δυο, κι
αφού το σχίσουν να στήσουν το ένα μισό του κορμιού του στη δεξιά άκρη του
δρόμου, το άλλο στην αριστερή, κι απ᾽ ανάμεσά τους να περάσει όλος ο στρατός.
[7.40.1] Οι άνθρωποί του εκτέλεσαν τη διαταγή κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά διάβαινε ο
στρατός. Μπροστά πορεύονταν πρώτοι αυτοί που κουβαλούσαν τις αποσκευές των
οπλιτών και τα υποζύγια κι ακολουθούσε στρατός από διάφορα έθνη, ανακατεμένοι,
όχι σε ξεχωριστούς σχηματισμούς· κι εκεί που η μισή και παραπάνω δύναμη αυτού
του στρατού είχε περάσει, άφησαν ένα διάστημα κενό, έτσι που δεν είχαν αυτοί καμιά
επαφή με τον βασιλιά. [7.40.2] Τώρα έρχονταν πρώτοι χίλιοι ιππείς, οι επίλεκτοι
ανάμεσα στους Πέρσες· κι ύστερα χίλιοι που κρατούσαν δόρατα, κι αυτοί επίλεκτοι,
οι πρώτοι απ᾽ όλους, κρατώντας τις αιχμές των δοράτων τους στραμμένες προς το
έδαφος· ακολουθούσαν δέκα άτια ιερά, που λέγονταν Νησαία, με τα πιο όμορφα
χάμουρα. [7.40.3] Νά κι ο λόγος που τα ονομάζουν Νησαία· στη Μηδία βρίσκεται
μια μεγάλη πεδιάδα που λέγεται Νήσαιο· λοιπόν αυτή η πεδιάδα τρέφει τα περίφημα
μεγαλόσωμα άτια. [7.40.4] Μετά απ᾽ αυτά τα δέκα άτια η παράταξη συνεχιζόταν με
το ιερό άρμα του Δία, που το έσερναν οχτώ κάτασπρα άτια, και πίσω από τα άτια
ακολουθούσε πεζός ο ηνίοχος κρατώντας σφιχτά τα χαλινάρια· γιατί κανένας θνητός
δεν ανεβαίνει σ᾽ αυτό το άρμα. Και πίσω απ᾽ αυτό, ο ίδιος ο Ξέρξης πάνω σε άρμα
που έσερναν άτια Νησαία· στο πλάι του βρισκόταν ο ηνίοχος, που τον έλεγαν
Πατιράμφη, γιος του Πέρση Οτάνη.

[7.41.1] Μ᾽ αυτό τον τρόπο λοιπόν βγήκε απ᾽ τις Σάρδεις ο Ξέρξης και περνούσε
συχνά, ανάλογα με την περίσταση, από το άρμα του σε αρμάμαξα. Και τον
ακολουθούσαν οπλισμένοι με δόρατα οι άριστοι και γενναιότατοι Πέρσες, χίλιοι, με
τις αιχμές των δοράτων στην κανονική τους θέση, και κατόπι τους έρχονταν άλλοι
χίλιοι επίλεκτοι Πέρσες ιππείς, και μετά απ᾽ αυτό το ιππικό δέκα χιλιάδες επίλεκτοι
από τους υπόλοιπους Πέρσες· [7.41.2] αυτοί βάδιζαν πεζοί· και χίλιοι απ᾽ αυτούς
είχαν στα δόρατά τους αντί για στύρακες χρυσά ρόδια και πλαισίωναν ένα γύρο τους
άλλους, που, εννιά χιλιάδες, περιβάλλονταν απ᾽ αυτούς κι είχαν στα δόρατά τους
ασημένια ρόδια. Χρυσά ρόδια είχαν κι εκείνοι που κρατούσαν τις λόγχες στραμμένες
προς το έδαφος, και μήλα αυτοί που ακολουθούσαν από πολύ μικρή απόσταση τον
Ξέρξη. Πίσω από τις δέκα χιλιάδες πεζών είχαν παραταχτεί δέκα χιλιάδες Πέρσες
ιππείς. Και μετά απ᾽ τους ιππείς άφηναν ένα κενό μπορεί και δύο σταδίους και
κατόπιν βάδιζε το υπόλοιπο στράτευμα, πλήθος ανακατωμένο.
[7.42.1] Το εκστρατευτικό σώμα βάδιζε απ᾽ τη Λυδία προς τον ποταμό Κάικο και τη
χώρα της Μυσίας και, κινώντας απ᾽ τον Κάικο κι έχοντας στο αριστερό του χέρι το
βουνό Κάνη, διέσχιζε τον Αταρνέα και πορευόταν στην πόλη Καρήνη. Κι απ᾽ αυτή,
διασχίζοντας την πεδιάδα της Θήβας, πορευόταν, προσπερνώντας την πόλη
Ατραμύττειο και την πελασγική Άντανδρο [7.42.2] πέρασε στην Ίδη και, στρίβοντας
αριστερά, βάδιζε προς την περιοχή της Τροίας. Και την πρώτη νύχτα που
στρατοπέδευσε στους πρόποδες της Ίδης ξέσπασε απάνω τους μπόρα με βροντές και
κεραυνούς κι απ᾽ αυτή την αιτία εξοντώθηκε σημαντικό πλήθος του στρατού του.
[7.43.1] Κι όταν ο στρατός έφτασε στις όχθες του Σκαμάνδρου —κι ήταν, από την
ώρα που, αφήνοντας τις Σάρδεις, μπήκαν στο δρόμο, ο πρώτος ποταμός που στέρεψε
και τα νερά του δε στάθηκαν αρκετά να ξεδιψάσουν το στρατό και τα ζώα— όταν
λοιπόν έφτασε ο Ξέρξης στις όχθες αυτού του ποταμού, ανέβηκε στο Πέργαμο του
Πριάμου που είχε λαχτάρα να το χαρούν τα μάτια του. [7.43.2] Κι αφού το χάρηκαν
τα μάτια του κι έμαθε τα καθέκαστα από τους ντόπιους, πρόσφερε θυσία χίλιων
βοδιών στην Αθηνά του Ιλίου κι οι μάγοι έκαναν σπονδές στους ήρωες. Κι αφού
έκαναν αυτά, ο στρατός κυριεύτηκε από πανικό τη νύχτα. Και με το φως της μέρας
πορεύονταν αποκεί, αφήνοντας στο αριστερό τους χέρι τις πόλεις Ροίτειο και
Οφρύνειο και Δάρδανο, που συνορεύει με την Άβυδο, και στο δεξί τους Τευκρούς
Γέργιθες.
[7.44.1] Κι όταν έφτασαν στην Άβυδο, ο Ξέρξης θέλησε να δει ολόκληρο το
εκστρατευτικό του σώμα. Και καθώς του είχαν από πρωτύτερα κατασκευάσει εκεί,
πάνω σε λόφο, ειδικά γι᾽ αυτόν το σκοπό εξέδρα από άσπρο μάρμαρο (και την
έκαναν οι Αβυδηνοί ύστερ᾽ από προηγούμενη εντολή του βασιλιά), καθισμένος σ᾽
αυτήν έριχνε το βλέμμα του χαμηλά κατά την ακρογιαλιά και χαίρονταν τα μάτια του
και το πεζικό και το ναυτικό· και καθώς απολάμβανε το θέαμα, του ήρθε επιθυμία να
παρακολουθήσει αγώνα ανάμεσα σε καράβια· έγινε λοιπόν ο αγώνας και πήραν τη
νίκη οι Φοίνικες από τη Σιδώνα· χάρηκε η ψυχή του και τον αγώνα και τη στρατιά
του.
[7.45.1] Και καθώς αντίκριζε τον Ελλήσποντο να ᾽χει σκεπαστεί εντελώς από τα
καράβια και τις ακρογιαλιές και τις πεδιάδες των Αβυδηνών πέρα ώς πέρα
κατάμεστες από ανθρώπους, τότε ο Ξέρξης μακάρισε τον εαυτό του, ύστερα όμως απ᾽
αυτό δάκρυσε.
[7.46.1] Αντιλήφτηκε το τί τρέχει ο Αρτάβανος, ο θείος του από πατέρα, αυτός που
αρχικά διατύπωσε με παρρησία τη γνώμη του, συμβουλεύοντας τον Ξέρξη να μην
εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας, παρατήρησε λοιπόν τον Ξέρξη να δακρύζει και
του έκανε την ερώτηση: «Βασιλιά μου, τί χάσμα χωρίζει ανάμεσά τους αυτό που
κάνεις τώρα απ᾽ αυτό που έκανες εδώ κι ένα λεπτό. Γιατί, ενώ μακάρισες τον εαυτό
σου, τώρα δακρύζεις». [7.46.2] Κι ο άλλος του αποκρίθηκε: «Νά, αναλογίστηκα πόσο
σύντομη είναι η ζωή του ανθρώπου κι ένιωσα λύπη στην ψυχή μου, με τη σκέψη πως,
απ᾽ όλους αυτούς που είναι τόσο πολλοί, σ᾽ εκατό χρόνια δε θα βρίσκεται κανένας
στη ζωή». Κι εκείνος του αποκρίθηκε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Όσο κρατά η ζωή μας μάς
συμβαίνουν κι άλλα, θλιβερότερα. [7.46.3] Γιατί σε μια τόσο σύντομη ζωή η φύση
μας δε θέλει κανένας άνθρωπος, ούτε απ᾽ αυτούς εδώ ούτε απ᾽ τους υπόλοιπους, να
είναι τόσο ευτυχισμένος, που να μη του φανεί προτιμότερος, εκατό φορές κι όχι μια,
ο θάνατος απ᾽ τη ζωή. Γιατί οι συμφορές με τα χτυπήματά τους κι οι αρρώστιες με τα
βάσανά τους κάνουν τη ζωή, κι ας είναι σύντομη, να φαίνεται ατέλειωτη. [7.46.4]
Έτσι, όταν η ζωή γίνεται μαρτύριο, ο θάνατος έρχεται και γίνεται προσφιλέστερο
καταφύγιο για τον άνθρωπο· κι ο θεός, εκεί που μας άφησε να πάρουμε μια γεύση
από τη γλύκα της ζωής, αποκαλύπτεται ολοφάνερα φθονερός».
[7.47.1] Κι ο Ξέρξης του αποκρίθηκε λέγοντας: «Αρτάβανε, ας σταματήσει η
συζήτηση για τη ζωή του ανθρώπου, που είναι τέτοια όπως την περιγράφεις εσύ, κι ας
μη φέρνουμε στο νου μας δυσάρεστα πράγματα την ώρα που έχουμε μπροστά μας
καλές επιχειρήσεις· πες μου λοιπόν το εξής: αν το όνειρο που είδες στον ύπνο σου δεν
ήταν τόσο ξεκάθαρο, θα επέμενες στην πρώτη γνώμη σου, αποτρέποντάς με να
εκστρατεύσω εναντίον της Ελλάδας ή θα άλλαζες γνώμη; Εμπρός, πες μου την
αλήθεια». [7.47.2] Κι ο άλλος του αποκρίθηκε λέγοντας: «Βασιλιά μου, μακάρι να
έχει την κατάληξη που και οι δυο μας θέλουμε η οπτασία που μου παρουσιάστηκε
στον ύπνο μου· εγώ όμως ακόμα και τώρα είμαι κυριευμένος από φόβο και τα έχω
χαμένα, καθώς και πολλά άλλα βάζω με το νου μου και προπάντων βλέποντας τα δυο
που παίζουν τον αποφασιστικότερο ρόλο να είναι οι χειρότεροι εχθροί σου».
[7.48.1] Ο Ξέρξης αποκρίθηκε σ᾽ αυτά μιλώντας έτσι: «Μυστήριε άνθρωπε, ποιά
είναι αυτά τα δυο που λες πως με αντιστρατεύονται πάνω απ᾽ όλα; Ποιό απ᾽ τα δυο
δηλαδή δε σου γεμίζει το μάτι, το πεζικό μας, και σου φαίνεται πως το ελληνικό
στράτευμα θα είναι πολυπληθέστερο απ᾽ το δικό μας ή πως το ναυτικό μας θα είναι
μικρότερο απ᾽ το δικό τους, ή μήπως θα ᾽μαστε κατώτεροι και στα δυο; γιατί, αν σου
φαίνεται ότι η δύναμή μας είναι κατώτερη απ᾽ αυτή την άποψη, θα μπορούσαμε το
γρηγορότερο να στρατολογήσουμε κι άλλη».
[7.49.1] Κι ο άλλος του αποκρίθηκε λέγοντας: «Βασιλιά μου, ένας που έχει τον κοινό
νου ούτε το στράτευμά σου θα ᾽χε να ψέξει ούτε τη ναυτική σου δύναμη· κι αν
συγκεντρώσεις μεγαλύτερες δυνάμεις, τούτα τα δυο που σου λέω γίνονται ακόμα πιο
επικίνδυνοι εχθροί σου. Κι αυτά τα δυο είναι η στεριά κι η θάλασσα. [7.49.2] Γιατί
ούτε σε κανένα μέρος στα παραθαλάσσια βρίσκεται λιμάνι τόσο μεγάλο, όπως
υποθέτω, που, αν ξεσπάσει αγριοκαίρι, θα δεχτεί αυτόν το στόλο σου και θα εγγυηθεί
τη σωτηρία των καραβιών. Και βέβαια δε μας χρειάζεται ένα μονάχα τέτοιο λιμάνι,
αλλά πρέπει να υπάρχουν παρόμοια σ᾽ όλη την έκταση των ακτών της ηπείρου,
εναντίον της οποίας βαδίζεις. [7.49.3] Λοιπόν, μια και δεν έχεις στη διάθεσή σου
λιμάνια που μπορούν να δεχτούν το ναυτικό σου, να ᾽χεις στο μυαλό σου ότι οι
συμπτώσεις ρυθμίζουν τη μοίρα των ανθρώπων, όχι οι άνθρωποι τις συμπτώσεις. Και
τώρα που απ᾽ τα δυο έχω αναπτύξει το ένα, έρχομαι να μιλήσω για το δεύτερο.
[7.49.4] Νά με ποιό τρόπο η στεριά σού γίνεται εχθρική· ακόμη κι αν δεχτούμε την
περίπτωση καμιά δύναμη να μη θελήσει να σ᾽ αντιπαλέψει, η στεριά, όσο θα
προχωρείς πιο μακριά, θα σου γίνεται άλλο τόσο πιο εχθρική, επειδή ολοένα θα
παρασέρνεσαι δολερά από την προέλασή σου· χορταίνει ποτέ ο άνθρωπος από την
επιτυχία; [7.49.5] Και βέβαια, στην περίπτωση που κανείς δε θα βγει να σε
αντιμετωπίσει, σου λέω πως η έκταση της κατακτημένης χώρας, που ολοένα θ᾽
αυξάνεται, θα γεννήσει πείνα. Κι αυτό που δείχνει τον άριστο άντρα είναι ν᾽
αναμετρά τον κίνδυνο όταν είναι ν᾽ αποφασίσει, βάζοντας στο νου του το κάθε
ενδεχόμενο πάθημα· όμως, την ώρα της πράξης, να ᾽ναι τολμηρός.
[7.50.1] Κι ο Ξέρξης του αποκρίθηκε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Αρτάβανε, οι απόψεις σου
για όλ᾽ αυτά είναι λογικές, ας μη σε τρομάζουν όμως τα πάντα και μη κουράζεις τόσο
πολύ το μυαλό σου μ᾽ αυτό τον τρόπο. Γιατί, αν θα ᾽θελες με τέτοιο τρόπο να
κουράζεις το μυαλό σου για ό,τι φέρνει η κάθε ώρα, μ᾽ αυτό τον τρόπο ποτέ δε θα
κάνεις τίποτε· κι είναι καλύτερο τολμώντας τα πάντα να παθαίνεις τα μισά απ᾽ όσα
φοβάσαι, παρά, κυριευμένος προκαταβολικά από φόβο για κάθε ενέργεια, ποτέ να μη
κάνεις τίποτα. [7.50.2] Κι αν, ενώ αμφισβητείς την κάθε άποψη, δε φτάσεις να
διατυπώσεις ακλόνητα συμπεράσματα, θα πέσεις υποχρεωτικά έξω στον υπολογισμό
σου, όσο κι αυτός που διατύπωσε την αντίθετη άποψη. Λοιπόν σ᾽ αυτά τα θέματα οι
πιθανότητες πλάνης είναι οι ίδιες και για τους δυο· από τη στιγμή όμως που είμαστε
άνθρωποι, ποιά δυνατότητα έχουμε να φτάσουμε στη βεβαιότητα; Κατά τη γνώμη
μου, καμιά. Λοιπόν, η ζωή δείχνει πως γενικά κερδισμένος βγαίνει εκείνος που
προτιμά να ενεργήσει, ενώ δε συμβαίνει το ίδιο —κάθε άλλο!— μ᾽ εκείνον που
κουράζει το μυαλό του με τα πάντα και διστάζει. [7.50.3] Βλέπεις πόση δύναμη
απόχτησε το περσικό κράτος. Λοιπόν, αν οι προκάτοχοί μου στο βασιλικό θρόνο
είχαν τα ίδια μυαλά μ᾽ εσένα, ή δεν είχαν τέτοια μυαλά, αλλά είχαν άλλους
συμβούλους σαν κι εσένα, ποτέ δε θα ᾽βλεπες το κράτος μας να έχει αποκτήσει τόση
δύναμη· τώρα όμως, αναλαμβάνοντας κινδύνους, έφεραν το κράτος σε τέτοια ακμή.
Γιατί η επίτευξη μεγάλων στόχων προϋποθέτει την ανάληψη μεγάλων κινδύνων.
[7.50.4] Εμείς λοιπόν, προσπαθώντας να εξισωθούμε με τους προγόνους μας,
εκστρατεύουμε την καλύτερη εποχή του χρόνου και, αφού υποδουλώσουμε ολόκληρη
την Ευρώπη, θα γυρίσουμε στη χώρα μας, χωρίς πουθενά να συναντήσουμε πείνα ή
να πάθουμε κάτι άλλο δυσάρεστο. Γιατί από τη μια μεριά μπαίνουμε στο δρόμο
κουβαλώντας μεγάλες ποσότητες απ᾽ τα δικά μας τρόφιμα, κι από την άλλη, όποιου
λαού τη χώρα πατήσουμε, αυτουνού το σιτάρι θα το πάρουμε εμείς· κι οι λαοί που
εναντίον τους εκστρατεύουμε δεν είναι νομάδες, είναι καλλιεργητές».
[7.51.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά λέει ο Αρτάβανος: «Βασιλιά μου, μια και δεν ανέχεσαι να
σε φοβίζει οτιδήποτε, δέξου τουλάχιστον μια συμβουλή μου· γιατί, καθώς αυτά που
μας απασχολούν είναι πολλά, είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε μεγαλύτερη έκταση
στη συζήτηση. Ο Κύρος, ο γιος του Καμβύση, κυρίεψε όλη την Ιωνία εκτός από την
Αθήνα και την έκανε φόρου υποτελή στους Πέρσες. [7.51.2] Σε συμβουλεύω λοιπόν
σε καμιά περίπτωση να μη οδηγήσεις τους Ίωνες εναντίον των προγόνων τους, αφού
και χωρίς αυτούς μπορούμε να νικήσουμε τους εχθρούς μας. Γιατί αυτοί, αν
ακολουθήσουν την εκστρατεία, είναι υποχρεωμένοι να φανούν είτε οι πιο άδικοι του
κόσμου, υποδουλώνοντας τη μητρόπολή τους, είτε οι πιο δίκαιοι, βοηθώντας τη να
μείνει ελεύθερη. [7.51.3] Λοιπόν, στην περίπτωση που θα φανούν οι πιο άδικοι, το
κέρδος που θα ᾽χουμε απ᾽ αυτούς δε θα ᾽ταν και τόσο μεγάλο, αν όμως φανούν οι πιο
δίκαιοι, θα μπορέσουν να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά στην εκστρατεία σου. Βάλε
λοιπόν στο νου σου και το γνωμικό που έλεγαν οι παλιοί — γιατί λέει την αλήθεια:
την ώρα που βάζεις μπροστά μια ενέργεια δεν μπορείς να προβλέψεις το τελικό
αποτέλεσμα».
[7.52.1] Αποκρίθηκε ο Ξέρξης: «Αρτάβανε, απ᾽ όλες τις γνώμες που διατύπωσες, πιο
πολύ σ᾽ αυτήν έπεσες έξω, που φοβάσαι μην αλλάξουν στάση οι Ίωνες· αλλά για την
αφοσίωσή τους έχουμε μια αποστομωτική απόδειξη —μάρτυρας είσαι και συ κι οι
άλλοι που συνόδευαν το Δαρείο στην εκστρατεία εναντίον των Σκυθών—, ότι από τη
στάση τους κρεμόταν η εξόντωση ή η σωτηρία όλου του περσικού στρατού· κι αυτοί
έδειξαν δικαιοσύνη και πίστη, αποδείχτηκαν άψογοι. [7.52.2] Και πέρ᾽ απ᾽ αυτό,
άφησαν πίσω, στα χέρια μας, παιδιά και γυναίκες και περιουσίες· άρα ούτε καν
μπορούν να βάλουν στο μυαλό τους να κάνουν καμιά αποκοτιά. Ούτε λοιπόν αυτό να
σε φοβίζει, αλλά με θαρρετή ψυχή μείνε φρουρός του παλατιού μου και του κράτους
μου· γιατί σε κανένα άλλο, μονάχα σ᾽ εσένα, εμπιστεύομαι το θρόνο μου».

[7.53.1] Αυτά είπε ο Ξέρξης κι έστειλε πίσω στα Σούσα τον Αρτάβανο· κατόπι
κάλεσε τους επισημότερους Πέρσες· κι όταν παρουσιάστηκαν, τους έβγαλε αυτό το
λόγο: «Πέρσες, νά τί θέλω από σας και σας συγκέντρωσα: ν᾽ αναδειχτείτε γενναίοι
άντρες και να μη ντροπιάσετε τα προηγούμενα κατορθώματα των Περσών, που είναι
μεγάλα και πολύ σημαντικά, αλλά κι ο καθένας μας χωριστά κι όλοι μαζί να δείξουμε
ζήλο· γιατί το καλό που επιδιώκουμε είναι κοινό, για όλους μας· [7.53.2] κι ο λόγος
για τον οποίο σας προτρέπω να καταπιαστείτε με ιδιαίτερη αποφασιστικότητα με τον
πόλεμο: από τις πληροφορίες που έχω, οι άντρες που εναντίον τους εκστρατεύουμε
είναι αντρειωμένοι· κι αν τους νικήσουμε, κανένας άλλος στρατός στον κόσμο δε θα
προβάλει ποτέ αντίσταση σε μας. Και τώρα ας διαβούμε αντίπερα, αφού
προσευχηθούμε στους θεούς τους πολιούχους της Περσίας».
[7.54.1] Λοιπόν, εκείνη τη μέρα έκαναν τις προετοιμασίες για να διαβούν, και την
άλλη μέρα περίμεναν, θέλοντας να δουν τον ήλιο να προβάλλει, καίγοντας πάνω στις
γέφυρες κάθε λογής θυμιάματα και στρώνοντας το δρόμο με κλαδιά μυρτιάς. [7.54.2]
Κι όταν ήρθε κι ανέτειλε ο ήλιος, ο Ξέρξης κάνοντας σπονδές από χρυσό ποτήρι στη
θάλασσα προσευχόταν στον ήλιο να μη τον βρει κανένα περιστατικό, τέτοιο που να
του εμποδίσει την επιχείρηση για την υποδούλωση της Ευρώπης προτού φτάσει στα
πέρατά της. Προσευχήθηκε και κατόπι έριξε στα νερά του Ελλησπόντου το ποτήρι
και χρυσό κρατήρα και περσικό ξίφος που το λένε ακινάκη. [7.54.3] Τώρα, δεν είμαι
σε θέση να ξεκαθαρίσω με βεβαιότητα αν τα έριξε στο πέλαγος ως αφιερώματα στον
ήλιο ή αν μετάνιωσε που μαστίγωσε τον Ελλήσποντο κι έκανε αυτά τα δώρα στη
θάλασσα, για να εξιλεωθεί.
[7.55.1] Κι όταν πια είχε τελειώσει μ᾽ αυτά, άρχισαν τη διάβασή τους· από τη μια
γέφυρα, αυτήν που ήταν προς το μέρος του Ευξείνου Πόντου, περνούσε το πεζικό κι
όλο το ιππικό, ενώ από εκείνη που ήταν προς το μέρος του Αιγαίου τα υποζύγια κι η
επιμελητεία. [7.55.2] Προπορεύονταν, επικεφαλής της φάλαγγας, οι δέκα χιλιάδες
Πέρσες, όλοι τους στεφανωμένοι, κι ακολουθούσε ο ανάμεικτος στρατός από
διάφορα έθνη. Αυτή τη μέρα λοιπόν, ετούτοι· και την άλλη μέρα, πρώτοι το ιππικό κι
αυτοί που είχαν στραμμένες τις αιχμές των δοράτων στο έδαφος, κι αυτοί
στεφανωμένοι. [7.55.3] Ακολουθούσαν τα ιερά άτια και το ιερό άρμα, κι ύστερα
ερχόταν ο ίδιος ο Ξέρξης και οι λογχοφόροι του και οι χίλιοι ιππείς, κι ακολουθούσε
ο υπόλοιπος στρατός. Και την ίδια ώρα τα καράβια άνοιγαν πανιά για την αντικρινή
ακτή. Αλλά όμως έχω ακούσει και τούτο, πως ο βασιλιάς διάβηκε τελευταίος απ᾽
όλους.
[7.56.1] Κι ο Ξέρξης, όταν πέρασε απέναντι, στην Ευρώπη, παρακολουθούσε το
στρατό του που διάβαινε με το καμτσίκι από πάνω του. Το πέρασμα του στρατού
κράτησε εφτά μέρες κι εφτά νύχτες, χωρίς καμιά ανάπαυλα. [7.56.2] Λένε πως εκεί,
όταν ο Ξέρξης είχε διαβεί τον Ελλήσποντο, είπε κάποιος Ελλησπόντιος: «Δία, για
ποιό λόγο πήρες τη μορφή ενός Πέρση κι άλλαξες τ᾽ όνομά σου, από Δίας Ξέρξης,
θέλοντας να καταστρέψεις συθέμελα την Ελλάδα, χωρίς ν᾽ αφήσεις άνθρωπο που να
μη τον πάρεις μαζί σου; γιατί στο χέρι σου ήταν και χωρίς αυτό το στρατό να το
πετύχεις αυτό».
[7.57.1] Πέρασαν όλοι αντίπερα κι ετοιμάζονταν να μπουν στο δρόμο, όταν μπροστά
στα μάτια τους έγινε κάτι καταπληκτικό, που ο Ξέρξης δεν του έδωσε καμιά σημασία,
αν και η εξήγησή του ήταν εύκολη: φοράδα γέννησε λαγό. Και η εξήγηση ήταν
εύκολη μ᾽ αυτή την έννοια, ότι ο Ξέρξης θα οδηγούσε εναντίον της Ελλάδας
εκστρατευτικό σώμα με πολύ καμάρι και μοναδική μεγαλοπρέπεια, αλλά θα
γυρνούσε πίσω στη φωλιά του τρεχάτος για να σώσει το τομάρι του. [7.57.2]
Μάλιστα και κάτι άλλο καταπληκτικό τού παρουσιάστηκε, όταν ακόμα ήταν στις
Σάρδεις: μούλα γέννησε μουλάρι, που είχε διπλά αιδοία, αρσενικά και θηλυκά· τα
αρσενικά βρίσκονταν πιο πάνω.
[7.58.1] Λοιπόν, χωρίς να δώσει καμιά προσοχή ούτε στο ένα ούτε στο άλλο απ᾽
αυτά, συνέχιζε την πορεία του μαζί με το στρατό του. Και το ναυτικό του βγαίνοντας
έξω από τον Ελλήσποντο έπλεε το γιαλό–γιαλό, με κατεύθυνση αντίθετη μ᾽ εκείνη
του πεζικού. [7.58.2] Γιατί ο στόλος αρμένιζε προς τα δυτικά, για να φτάσει στο
Σαρπηδόνιο ακρωτήριο, όπου είχε διαταγή να πάει και να περιμένει· αντίθετα, ο
στρατός της ξηράς πορευόταν κατά τα μέρη της ανατολής και προς τα κει που
ανατέλλει ο ήλιος και διέσχιζε τη Χερσόνησο έχοντας σταθερά στο δεξί του χέρι τον
τάφο της Έλλης, της κόρης του Αθάμαντος, και στο αριστερό του την πόλη Καρδία
και πέρασε μέσ᾽ από το κέντρο μιας πόλης που λεγόταν Αγορά. [7.58.3] Κι αποκεί,
ακολουθώντας ένα γύρο την ακτή του κόλπου που λέγεται Μέλας και διαβαίνοντας
τον ποταμό Μέλανα, που τα νερά του δε στάθηκαν αρκετά για να ξεδιψάσουν το
στρατό, αλλά στέρεψαν, αφού λοιπόν διάβηκε αυτό τον ποταμό (που έδωσε τ᾽ όνομά
του και στον κόλπο), βάδιζε δυτικά, αφήνοντας στο πλάι του την αιολική πόλη Αίνος
και τη λίμνη Στεντορίδα, ώσπου έφτασε στον Δορίσκο.
[7.59.1] Κι ο Δορίσκος είναι ακρογιαλιά της Θράκης και μεγάλη πεδιάδα, που τη
διαρρέει ένας μεγάλος ποταμός, ο Έβρος· εκεί είχε χτιστεί φρούριο του βασιλιά (και
το φρούριο είναι ο καθαυτό Δορίσκος) και σ᾽ αυτό ο Δαρείος εγκατέστησε μόνιμη
φρουρά Περσών από την εποχή της εκστρατείας του εναντίον των Σκυθών. [7.59.2]
Φάνηκε λοιπόν στον Ξέρξη ο τόπος κατάλληλος για να βάλει σε τάξη το στρατό του
και να τον μετρήσει· και καταγινόταν μ᾽ αυτό. Τα καράβια τώρα, στο σύνολό τους,
μόλις έφτασαν στον Δορίσκο, ύστερ᾽ από διαταγή του Ξέρξη οι κυβερνήτες τους τα
έφεραν στην παραλία που γειτονεύει με τον Δορίσκο, εκεί όπου έχουν χτιστεί οι
πόλεις Σάλη, αποικία της Σαμοθράκης, και Ζώνη· κι εκεί που τελειώνει η παραλία
βρίσκεται το ξακουστό ακρωτήριο Σέρρειο. Αυτή η περιοχή στα παλιά χρόνια ανήκε
στους Κίκονες. [7.59.3] Σ᾽ αυτό το γιαλό άραξαν τα καράβια και τα έσυραν στη
στεριά για να στεγνώσουν. Και στο μεταξύ ο Ξέρξης έκανε καταμέτρηση του
στρατού του.
[7.60.1] Τώρα, για τον αριθμό των στρατιωτών που έδωσε κάθε έθνος, δεν μπορώ να
κάνω λόγο με βεβαιότητα (γιατί κανένας δεν τον αναφέρει), ο συνολικός όμως
αριθμός του πεζικού υπολογίστηκε σε ένα εκατομμύριο εφτακόσιες χιλιάδες. [7.60.2]
Η καταμέτρηση έγινε με τον ακόλουθο τρόπο: μάζεψαν σ᾽ ένα μέρος δέκα χιλιάδες
άντρες και τους στρίμωξαν όσο πιο πυκνά μπορούσαν κι ύστερα χάραξαν γύρω τους,
απ᾽ έξω, έναν κύκλο· κι αφού χάραξαν τον κύκλο κι έβγαλαν έξω τους δέκα χιλιάδες,
έχτισαν γύρω γύρω, πάνω στα χνάρια του κύκλου, ξερολιθιά, ώς το ύψος του αφαλού
ενός άντρα. [7.60.3] Κι αφού έχτισαν την ξερολιθιά, έβαζαν άλλους στο χώρο που
περιβαλλόταν απ᾽ αυτήν, κι ύστερα άλλους, ώσπου τους μέτρησαν όλους μ᾽ αυτό τον
τρόπο. Κι αφού τους μέτρησαν, τους έβαλαν σε τάξη, το κάθε έθνος χωριστά.

[7.61.1] Τα έθνη που πήραν μέρος στην εκστρατεία ήταν τα εξής: οι Πέρσες, με την
ακόλουθη εξάρτυση: στο κεφάλι φορούσαν τις λεγόμενες τιάρες (σκουφιά μαλακά), κι ήταν
ντυμένοι με χιτώνες πολύχρωμους, με μεγάλα μανίκια, και με θώρακες από σιδερένια
λέπια, σαν ψαριού, και γύρω απ᾽ τα σκέλια τους αναξυρίδες· κι είχαν, αντί γι᾽ ασπίδες, τα
γέρρα, που από το κάτω μέρος τους κρέμονταν οι φαρέτρες· κι είχαν δόρατα κοντά, αλλά τα
τόξα τους ήταν μεγάλα και τα βέλη τους από καλάμι· κι ακόμα είχαν κοντομάχαιρα
κρεμασμένα απ᾽ τη ζώνη τους δίπλα στο δεξί μερί. [7.61.2] Κι αρχηγό τους είχαν τον Οτάνη,
πατέρα της Άμηστρης, της γυναίκας του Ξέρξη. Στα παλιά χρόνια οι Έλληνες τους ονόμαζαν
Κηφήνες, οι ίδιοι όμως ονόμαζαν τον εαυτό τους Αρταίους (έτσι τους ονόμαζαν και οι
γείτονές τους). [7.61.3] Αλλά όταν ο Περσέας, ο γιος της Δανάης και του Δία, πήγε στον
Κηφέα, το γιο του Βήλου, και πήρε γυναίκα του τη θυγατέρα του, την Ανδρομέδα, απόχτησε
γιο που τον ονόμασε Πέρση, κι ύστερα τον αφήνει εκεί· γιατί έτυχε να μην αποκτήσει ο
Κηφέας αρσενικό παιδί. Απ᾽ αυτόν λοιπόν πήραν τ᾽ όνομά τους οι Πέρσες.
[7.62.1] Κι οι Μήδοι έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία έχοντας την ίδια ακριβώς εξάρτυση·
γιατί η εξάρτυση αυτή είναι μηδική κι όχι περσική. Οι Μήδοι λοιπόν είχαν αρχηγό τους τον
Τιγράνη, από τους Αχαιμενίδες· τον παλιό καιρό όλος ο κόσμος τούς αποκαλούσε Αρίους,
όταν όμως η Μήδεια, κολχικής καταγωγής, έφτασε από την Αθήνα στη χώρα των Αρίων,
άλλαξαν κι αυτοί το όνομά τους. Αυτά λένε για τον εαυτό τους οι Μήδοι. [7.62.2] Κι οι
Κίσσιοι έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία με εξάρτυση εντελώς ίδια με την περσική, αντί
όμως τιάρες φορούσαν μίτρες. Κι αρχηγός των Κισσίων ήταν ο Ανάφης, ο γιος του Οτάνη. Κι
οι Υρκάνιοι ήταν οπλισμένοι όπως οι Πέρσες, κι είχαν αρχηγό τον Μεγάπανο, αυτόν που
μετά απ᾽ αυτή την εκστρατεία έγινε διοικητής της Βαβυλώνας.
[7.63.1] Κι οι Ασσύριοι εκστράτευαν φορώντας στο κεφάλι χάλκινα κράνη, με μια πλέξη
βαρβαρική που δεν είναι εύκολο να περιγραφεί, είχαν όμως ασπίδες και δόρατα και
κοντομάχαιρα παρόμοια με των Αιγυπτίων κι ακόμη ξύλινα ρόπαλα ενισχυμένα με
σιδερένια καρφιά και θώρακες από λινάρι. Αυτούς οι Έλληνες τους ονόμαζαν Συρίους, αλλά
οι βάρβαροι τους αποκαλούσαν Ασσυρίους. [Ανάμεσα σ᾽ αυτούς ήταν κι οι Χαλδαίοι]. Κι
αρχηγό τους είχαν τον Οτάσπη, το γιο του Αρταχαίου.
[7.64.1] Κι οι Βάκτριοι εκστράτευαν φορώντας κάλυμμα της κεφαλής παρόμοιο με των
Μήδων, αλλά τα τόξα ήταν του τόπου τους, από μπαμπού, και τα δόρατά τους κοντά.
[7.64.2] Και οι Σάκες, Σκύθες, φορούσαν στο κεφάλι κυρβασίες που κατέληγαν σε μύτη,
κρατιούνταν όρθιες και στέρεες· ήταν ντυμένοι με αναξυρίδες· τόξα και κοντομάχαιρα είχαν
του τόπου τους κι ακόμα κρατούσαν πολεμικό πελέκι, τη σάγαρη. Αυτούς λοιπόν, που ήταν
Αμύργιοι Σκύθες, τους αποκαλούσαν Σάκες· γιατί οι Πέρσες όλους τους Σκύθες τούς
αποκαλούν Σάκες. Αρχηγός των Βακτρίων και των Σακών ήταν ο Υστάσπης, γιος του
Δαρείου και της Άτοσσας, της θυγατέρας του Κύρου.
[7.65.1] Οι Ινδοί πάλι, ντυμένοι με ρούχα καμωμένα από ξύλινο νήμα, είχαν τόξα από
μπαμπού και βέλη από καλάμι με σιδερένια μύτη. Αυτή την εξάρτυση είχαν οι Ινδοί κι
έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία κάτω από τις διαταγές του Φαρναζάθρη, του γιου του
Αρταβάτη.
[7.66.1] Οι Άριοι πάλι ήταν οπλισμένοι με τόξα μηδικά, σ᾽ όλα τ᾽ άλλα όμως είχαν την
εξάρτυση των Βακτρίων. Κι αρχηγός των Αρίων ήταν ο Σισάμνης, ο γιος του Υδάρνη. Τώρα,
οι Πάρθοι κι οι Χοράσμιοι και οι Σόγδοι και οι Γανδάριοι κι οι Δαδίκες έπαιρναν μέρος στην
εκστρατεία έχοντας την ίδια εξάρτυση με τους Βακτρίους. [7.66.2] Νά κι οι αρχηγοί τους:
των Πάρθων και των Χορασμίων ο Αρτάβαζος, ο γιος του Φαρνάκη, των Σόγδων ο Αζάνης, ο
γιος του Αρταίου, των Γανδαρίων και των Δαδίκων ο Αρτύφιος, ο γιος του Αρταβάνου.
[7.67.1] Κι οι Κάσπιοι, ντυμένοι με προβιές ζώων, έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία έχοντας
τόξα του τόπου τους, από μπαμπού, και ακινάκες. Αυτή την εξάρτυση είχαν ετούτοι κι
επικεφαλής τους ήταν ο Αριόμαρδος, ο αδερφός του Αρτυφίου· κι οι Σαράγγες, φορούσαν
ρούχα που εντυπωσίαζαν με τα ζωηρά χρώματά τους, και υποδήματα ψηλά ώς το γόνατο,
και τόξα και δόρατα μηδικά. Των Σαράγγων αρχηγός ήταν ο Φερενδάτης, ο γιος του
Μεγαβάζου. [7.67.2] Οι Πάκτυες πάλι φορούσαν προβιές ζώων και κρατούσαν τόξα και
κοντομάχαιρα του τόπου τους· οι Πάκτυες είχαν αρχηγό τον Αρταΰντη, το γιο του Ιθαμίτρη.
[7.68.1] Κι οι Ούτιοι κι οι Μύκοι κι οι Παρικάνιοι είχαν την εξάρτυση των Πακτύων, και
αρχηγοί τους ήταν: των Ουτίων και των Μύκων ο Αρσαμένης, ο γιος του Δαρείου, και των
Παρικανίων ο Σιρομίτρης, ο γιος του Οιοβάζου.
[7.69.1] Κι οι Αράβιοι φορούσαν κελεμπίες με ζώνη στη μέση, κι είχαν τόξα κυρτά, στο δεξί
τους ώμο, με μεγάλο μήκος. Κι οι Αιθίοπες, φορώντας τομάρια πανθήρων και λιονταριών,
είχαν τόξα καμωμένα από κλαριά φοινικιάς, με μεγάλο μήκος, όχι μικρότερα από τέσσερες
πήχεις, που τα όπλιζαν με μικρά βέλη από καλάμι που η μύτη τους, αντί από σίδερο, ήταν
από πέτρα που την έκαναν μυτερή· μ᾽ αυτή την πέτρα χαράζουν και τους σφραγιδολίθους
τους· κι είχαν επίσης δόρατα που η αιχμή τους ήταν από κέρατο ελαφιού που το έκαναν
μυτερό σαν ξίφος· κι είχαν και ρόπαλα ενισχυμένα με καρφιά. Μπαίνοντας στη μάχη
έβαφαν το σώμα τους, το μισό με γύψο, το άλλο μισό με κοκκινόχωμα. [7.69.2] Λοιπόν, των
Αραβίων και των Αιθιόπων που κατοικούσαν πάνω από την Αίγυπτο αρχηγός ήταν ο
Αρσάμης, ο γιος του Δαρείου και της Αρτυστώνης, της θυγατέρας του Κύρου που ο Δαρείος
την αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα του κι έβαλε να κάνουν το άγαλμά της
από σφυρηλατημένο χρυσάφι.
Λοιπόν, αρχηγός των Αιθιόπων που κατοικούν πάνω από την Αίγυπτο και των Αραβίων ήταν
ο Αρσάμης, [7.70.1] ενώ οι Αιθίοπες που κατοικούν προς την ανατολή του ήλιου (γιατί δυο
διαφορετικές φυλές τους έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία) αποτελούσαν ένα σώμα με τους
Ινδούς· οι δυο φυλές τους δε διαφέρουν καθόλου στη μορφή η μια απ᾽ την άλλη παρά
μονάχα στη γλώσσα και τα μαλλιά· γιατί οι Αιθίοπες που κατοικούν στην ανατολή του ήλιου
έχουν μαλλιά ίσια, ενώ οι άλλοι, που κατοικούν στη Λιβύη, έχουν τα πιο κατσαρά μαλλιά
απ᾽ όλους τους ανθρώπους. [7.70.2] Λοιπόν ετούτοι οι Αιθίοπες που κατοικούν στην Ασία
έχουν εξάρτυση που στα περισσότερα είναι παρόμοια με των Ινδών, αλλά στο κεφάλι τους
φορούν δέρματα γδαρμένα από το μέτωπο των αλόγων μαζί με τ᾽ αυτιά και τη χαίτη· και με
τις χαίτες αντικαθιστούν τα λοφία, ενώ τ᾽ αυτιά των αλόγων τα κρατούν όρθια κι αλύγιστα·
κι αντί μ᾽ ασπίδες, προστατεύονται με δέρματα γερανών.
[7.71.1] Οι Λίβυες πάλι βάδιζαν ντυμένοι με φορεσιές από προβιές κι οπλισμένοι με
ακόντια που η αιχμή τους σκληρύνθηκε στη φωτιά. Κι αρχηγό τους είχαν τον Μασσάγη, το
γιο του Οαρίζου.
[7.72.1] Κι οι Παφλαγόνες έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία φορώντας στο κεφάλι κράνη
πλεχτά· οι ασπίδες τους ήταν μικρές και τα δόρατά τους κοντά· κι είχαν ακόμη ακόντια και
κοντομάχαιρα, ενώ στα πόδια τους φορούσαν υποδήματα του τόπου τους, που το ύψος
τους έφτανε ώς τη μέση της κνήμης τους. Κι οι Λίγυες κι οι Ματιηνοί κι οι Μαριανδυνοί και
οι Σύριοι έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία έχοντας την ίδια εξάρτυση με τους Παφλαγόνες.
Οι Σύριοι που αναφέραμε αποκαλούνται από τους Πέρσες Καππαδόκες. [7.72.2] Των
Παφλαγόνων και των Ματιηνών αρχηγός ήταν ο Δώτος, ο γιος του Μεγασίδρου, ενώ των
Μαριανδυνών και των Λιγύων και των Συρίων ο Γωβρύας, ο γιος του Δαρείου και της
Αρτυστώνης.
[7.73.1] Κι οι Φρύγες είχαν εξάρτυση ολόιδια με τους Παφλαγόνες, με κάτι λίγες διαφορές
μονάχα. Και, όπως λεν οι Μακεδόνες, αυτοί οι Φρύγες ονομάζονταν Βρύγες όσο καιρό ήταν
στην Ευρώπη και κατοικούσαν στην ίδια περιοχή με τους Μακεδόνες· όταν όμως
μετανάστευσαν στην Ασία, μαζί με τον τόπο άλλαξαν και τ᾽ όνομα. Οι Αρμένιοι πάλι είχαν
εξάρτυση παρόμοια με τους Φρύγες, αφού ήταν άποικοι των Φρυγών. Αρχηγός και των δυο
τους ήταν ο Αρτόχμης, που είχε γυναίκα θυγατέρα του Δαρείου.
[7.74.1] Κι οι Λυδοί είχαν όπλα ολόιδια με τα ελληνικά. Λοιπόν, τον παλιό καιρό οι Λυδοί
ονομάζονταν Μαίονες, αλλά άλλαξαν όνομα και πήραν το σημερινό όνομά τους από τον
Λυδό, το γιο του Άτυ. Κι οι Μυσοί φορούσαν στο κεφάλι κράνη του τόπου τους κι είχαν
μικρές ασπίδες και ακόντια που την αιχμή τους την είχαν σκληρύνει με φωτιά· [7.74.2] είναι
άποικοι των Λυδών και πήραν το όνομα Ολυμπιανοί από το όρος Όλυμπος. Αρχηγός των
Λυδών και των Μυσών ήταν ο Αρταφρένης, ο γιος του Αρταφρένη, αυτού που είχε
εκστρατεύσει στον Μαραθώνα συναρχηγός του Δάτη.
[7.75.1] Στην εκστρατεία έπαιρναν μέρος και οι Θράκες φορώντας στο κεφάλι σκούφους
από δέρμα αλεπούς· κι ήταν ντυμένοι με χιτώνες κι από πάνω φορούσαν πολύχρωμες
κελεμπίες, ενώ στα πέλματα και τις κνήμες τους είχαν υποδήματα από δέρμα μικρού
ελαφιού· κρατούσαν ακόμη ακόντια και πέλτες και μικρά κοντομάχαιρα. [7.75.2] Κι αυτοί,
με το που διάβηκαν στην Ασία, ονομάστηκαν Βιθυνοί, ενώ προηγουμένως, όπως λένε οι
ίδιοι, ονομάζονταν Στρυμόνιοι, επειδή κατοικούσαν στις όχθες του Στρυμόνα· και
ισχυρίζονται πως τους σήκωσαν με τη βία απ᾽ την πατρίδα τους οι Τευκροί και οι Μυσοί. Οι
Θράκες αυτοί της Ασίας είχαν αρχηγό τον Βασσάκη, το γιο του Αρταβάνου.
[7.76.1] Κι οι Πισίδες είχαν μικρές ασπίδες από ακατέργαστο δέρμα βοδιών, κι ο καθένας
τους κρατούσε δυο κυνηγετικά δόρατα από εργαστήρι της Λυδίας και φορούσε στο κεφάλι
χάλκινο κράνος που επάνω του είχαν κολλήσει χάλκινα αυτιά και κέρατα βοδιών και το
σκέπαζε λοφίο· τις κνήμες των ποδιών τους τις είχαν τυλιγμένες με λωρίδες κόκκινο
ύφασμα. Στη χώρα τους βρίσκεται μαντείο του Άρη.
[7.77.1] Και οι Μαίονες Καβαλείς, που αποκαλούνται Λασόνιοι, είχαν την ίδια εξάρτυση με
τους Κίλικες, που θα την περιγράψω όταν, στη σειρά της εξιστόρησής μου, φτάσω στο
τάγμα των Κιλίκων. Κι οι Μιλύες κρατούσαν κοντά δόρατα και φορούσαν ρούχα που τα
συγκρατούσαν πόρπες· μερικοί απ᾽ αυτούς είχαν τόξα της Λυκίας και φορούσαν στο κεφάλι
καλύμματα από κατεργασμένο δέρμα. Αρχηγός όλων αυτών ήταν ο Βάδρης, ο γιος του
Υστάνη.
[7.78.1] Οι Μόσχοι πάλι φορούσαν στο κεφάλι ξύλινα κράνη, κρατούσαν ασπίδες και
δόρατα μικρά, αλλά με μεγάλη αιχμή. Οι Τιβαρηνοί, οι Μάκρωνες κι οι Μοσσύνοικοι
εκστράτευσαν με εξάρτυση παρόμοια με τους Μόσχους. Κι αυτοί ήταν κάτω από τις
διαταγές των εξής αρχόντων: οι Μόσχοι και οι Τιβαρηνοί, του Αριομάρδου, του γιου του
Δαρείου και της Πάρμυος (της θυγατέρας του Σμέρδη, του γιου του Κύρου)· οι Μάκρωνες
και οι Μοσσύνοικοι, του Αρταΰκτη, του γιου του Χερασμίου, που ήταν διοικητής της Σηστού
του Ελλησπόντου.
[7.79.1] Κι οι Μάρες είχαν στο κεφάλι τους πλεχτά κράνη του τόπου τους και μικρές
δερμάτινες ασπίδες και ακόντια. Κι οι Κόλχοι φορούσαν στο κεφάλι τους ξύλινα κράνη και
κρατούσαν μικρές ασπίδες από ακατέργαστο δέρμα βοδιών και δόρατα κοντά, επίσης και
μάχαιρες. Αρχηγός των Μαρών και των Κόλχων ήταν ο Φαρανδάτης, ο γιος του Τεάσπη. Οι
Αλαρόδιοι και οι Σάσπειρες εκστράτευαν με οπλισμό παρόμοιο με των Κόλχων. Κι αρχηγός
τους ήταν ο Μασίστιος, ο γιος του Σιρομίτρη.
[7.80.1] Κι από την Ερυθρά θάλασσα ακολουθούσαν το βασιλιά στην εκστρατεία, ντυμένοι
κι οπλισμένοι ολόιδια με τους Μήδους, οι νησιώτικοι λαοί — των νησιών στα οποία ο
βασιλιάς στέλνει να εγκατασταθούν αυτούς που τους αποκαλούν εκπατρισμένους. Αρχηγός
αυτών των νησιωτών ήταν ο Μαρδόντης, ο γιος του Βαγαίου, που, τον επόμενο χρόνο,
αρχηγός του στρατού στη Μυκάλη, σκοτώθηκε σ᾽ εκείνη τη μάχη.

[7.81.1] Αυτοί λοιπόν ήταν οι λαοί που εκστράτευαν από τη στεριά και παρατάχτηκαν στο
πεζικό. Αρχηγοί αυτών των στρατευμάτων ήταν αυτοί που απαρίθμησα, κι οι ίδιοι έβαλαν
σε τάξη και καταμέτρησαν το στρατό, κι επίσης διόρισαν τους χιλιάρχους και τους διοικητές
μεραρχιών των δέκα χιλιάδων αντρών, ενώ αυτοί οι τελευταίοι ήταν που διόρισαν τους
εκατοντάρχους και τους δεκανείς. Πάντως, άλλοι ήταν οι διοικητές των στρατιωτικών
μονάδων κι άλλοι του στρατού του κάθε λαού.
[7.82.1] Λοιπόν, διοικητές του στρατού ήταν αυτοί που αναφέρθηκαν, ανώτεροί τους όμως
και στρατηγοί ολόκληρου του πεζικού ήταν ο Μαρδόνιος, ο γιος του Γωβρύα, κι ο
Τριτανταίχμης, ο γιος του Αρταβάνου, εκείνου που πρότεινε να μην εκστρατεύσουν
εναντίον της Ελλάδας, κι ο Σμερδομένης, ο γιος του Οτάνη (και οι δυο αυτοί ήταν γιοι
αδερφών του Δαρείου κι έτσι ήταν ξαδέρφια του Ξέρξη), κι ο Μασίστης, ο γιος του Δαρείου
και της Άτοσσας, κι ο Γέργης, ο γιος του Αριάζου, κι ο Μεγάβυξος, ο γιος του Ζωπύρου.
[7.83.1] Αυτοί ήταν οι στρατηγοί που διοικούσαν όλη τη δύναμη του πεζικού στο σύνολό
της, εκτός από το τάγμα των μυρίων. Στρατηγός αυτών των δέκα χιλιάδων επιλέκτων
Περσών ήταν ο Υδάρνης, ο γιος του Υδάρνη· κι οι Πέρσες αυτοί νά για ποιό λόγο
ονομάζονται αθάνατοι: αν έναν απ᾽ αυτούς τον χτυπήσει θάνατος ή αρρώστια και μείνει η
θέση του άδεια, την παίρνει άλλος πολεμιστής ύστερ᾽ από επιλογή, κι έτσι ο αριθμός τους
ποτέ ούτε ξεπερνά τις δέκα χιλιάδες ούτε είναι κατώτερος. [7.83.2] Κι ανάμεσα σ᾽ όλους
ξεχώριζαν οι Πέρσες με την αρχοντική τους στολή κι ήταν το άνθος του στρατού. Είχαν
λοιπόν την εξάρτυση που έχω περιγράψει και πέρ᾽ απ᾽ αυτή εντυπωσίαζαν, στολισμένοι με
τα πολλά κι άφθονα χρυσαφικά που είχαν. Και έφερναν μαζί τους κι αρμάμαξες που
κουβαλούσαν τις παλλακίδες τους κι υπηρετικό προσωπικό πολύ εφοδιασμένο με σκεύη
πολυτελείας. Κι από κοντά καμήλες και υποζύγια κουβαλούσαν τα τρόφιμά τους, ξεχωριστά
γι᾽ αυτούς απ᾽ τα τρόφιμα του υπόλοιπου στρατού.
[7.84.1] Αυτοί οι λαοί καβαλικεύουν άλογα· ιππικό όμως δεν έδωσαν όλοι, παρά μονάχα οι
εξής: πρώτα πρώτα οι Πέρσες, με την ίδια εξάρτυση όπως και το πεζικό τους· η μόνη
διαφορά ήταν πως μερικοί απ᾽ αυτούς φορούσαν στο κεφάλι κάτι καλύμματα από χαλκό κι
από σφυρηλατημένο σίδερο.
[7.85.1] Κι υπάρχει μια φυλή νομάδων, που ονομάζονται Σαγάρτιοι, που η καταγωγή κι η
γλώσσα τους είναι περσική, ενώ η σκευή τους είναι κάτι ανάμεσα στη σκευή των Περσών
και των Πακτύων· αυτοί παρέταξαν ιππικό οχτώ χιλιάδες, αλλά δε συνηθίζουν να κρατούν
όπλα, ούτε χάλκινα ούτε σιδερένια, εκτός από κοντομάχαιρα· αλλά πολεμούν με λουριά,
που τα κατασκευάζουν πλέκοντας δερμάτινες λουρίδες· σ᾽ αυτά έχουν τα θάρρη τους όταν
μπαίνουν σε πόλεμο· [7.85.2] νά πώς πολεμούν: όταν έρθουν στα χέρια με τον εχθρό,
ρίχνουν τα λουριά τους, που στην άκρη τους έχουν θηλιά· κι όποιον πετύχουν, είτε
άνθρωπο είτε άλογο, τον τραβούν προς το μέρος τους· και τα θύματά τους, μπλεγμένα στις
θηλιές των λουριών τους, βρίσκουν κακό τέλος. Μ᾽ αυτό τον τρόπο πολεμούν, κι είχαν
ενσωματωθεί στις περσικές ίλες.
[7.86.1] Κι οι Μήδοι είχαν την ίδια εξάρτυση με το πεζικό τους, όπως επίσης και οι Κίσσιοι.
Οι Ινδοί πάλι ήταν οπλισμένοι με τη σκευή που είχε το πεζικό τους, και οδηγούσαν άτια και
άρματα· και τα άρματα τα έσερναν άλογα και άγριοι όνοι. Κι οι Βάκτριοι είχαν την ίδια
εξάρτυση με το πεζικό τους, το ίδιο και οι Κάσπιοι. [7.86.2] Κι οι Λίβυες, κι αυτοί την ίδια με
το πεζικό τους, κι όλοι ετούτοι οδηγούσαν άρματα. Επίσης και οι Κάσπιοι και οι Παρικάνιοι
είχαν την ίδια εξάρτυση με το πεζικό τους. Κι οι Αράβιοι είχαν την ίδια εξάρτυση με το
πεζικό τους, αλλά οδηγούσαν όλοι τους καμήλες που στο τρέξιμο δεν έμεναν πίσω απ᾽ τ᾽
άλογα.
[7.87.1] Λοιπόν μονάχα αυτοί οι λαοί έδωσαν καβαλάρηδες, κι η δύναμη του ιππικού
έφτασε τις ογδόντα χιλιάδες, εκτός απ᾽ τις καμήλες και τ᾽ άρματα. Και το υπόλοιπο ιππικό
είχε παραταχτεί χωρισμένο σε κανονικούς σχηματισμούς ενώ οι Αράβιοι παρατάχτηκαν
τελευταίοι, επειδή τ᾽ άλογα δεν ανέχονταν καθόλου τις καμήλες, για να μη ταράζεται το
ιππικό.
[7.88.1] Αρχηγοί του ιππικού ήταν ο Αρμαμίθρης και ο Τίθαιος, γιοι του Δάτη, ενώ ο τρίτος
συναρχηγός του ιππικού, ο Φαρνούχης, έμεινε πίσω στις Σάρδεις, άρρωστος. Γιατί, την ώρα
που κινούσαν από τις Σάρδεις, τον βρήκε ολέθρια κακοτυχία· δηλαδή, ενώ έτρεχε καβάλα,
ένας σκύλος ρίχτηκε ανάμεσα στα πόδια του αλόγου του· και τ᾽ άλογο, καθώς
αιφνιδιάστηκε, ταράχτηκε και ορθώθηκε στα πισινά του πετώντας από τη ράχη του τον
Φαρνούχη στη γη· κι όπως έπεσε κάτω, ξερνούσε αίμα κι η αρρώστια γύρισε σε χτικιό.
[7.88.2] Και τ᾽ άλογο οι υπηρέτες του την ίδια στιγμή το πήραν και του έκαναν ό,τι τους
πρόσταξε εκείνος· το οδήγησαν στο σημείο που έριξε κάτω τον αφέντη του κι εκεί του
έκοψαν τα πόδια ψηλά, στα γόνατα. Μ᾽ αυτό τον τρόπο λοιπόν ο Φαρνούχης έχασε το
αξίωμά του.

[7.89.1] Τώρα, συναθροίστηκαν χίλιες διακόσιες εφτά τριήρεις και νά ποιοί λαοί τις έδιναν:
τριακόσιες οι Φοίνικες μαζί με τους Συρίους της Παλαιστίνης, που είχαν την εξής εξάρτυση:
στο κεφάλι τους φορούσαν πέτσινα σκουφιά καμωμένα ολόιδια με τα ελληνικά, κι είχαν
ντυθεί με θώρακες από λινάρι· κρατούσαν ασπίδες χωρίς γύρο και ακόντια. [7.89.2] Λοιπόν,
παλιότερα αυτοί οι Φοίνικες, όπως λένε οι ίδιοι, κατοικούσαν στις ακτές της Ερυθράς
θάλασσας, κι αποκεί πέρασαν προς τ᾽ απάνω και κατοικούν στα παράλια της Συρίας. Κι
αυτή η περιοχή της Συρίας κι όλη η έκταση ώς την Αίγυπτο λέγεται Παλαιστίνη. Οι Αιγύπτιοι
πάλι έδιναν διακόσια καράβια. [7.89.3] Και φορούσαν στο κεφάλι κράνη πλεχτά,
κρατούσαν ασπίδες βαθουλωτές, που είχαν μεγάλο το γύρο τους, και δόρατα ειδικά για
ναυμαχία και μεγάλα πολεμικά τσεκούρια. Κι οι περισσότεροί τους φορούσαν θώρακες κι
είχαν μεγάλες μάχαιρες. Αυτή ήταν η εξάρτυσή τους.
[7.90.1] Οι Κύπριοι έδιναν εκατόν πενήντα καράβια κι είχαν την εξής εξάρτυση: οι
βασιλιάδες τους φορούσαν μίτρες στο κεφάλι, οι υπόλοιποι όμως τιάρες· στ᾽ άλλα είχαν την
εξάρτυση των Ελλήνων. Και τον πληθυσμό τους τον αποτελούν πολλές φυλές: αυτοί που
κατάγονταν από τη Σαλαμίνα και την Αθήνα, άλλοι από την Αρκαδία, άλλοι από την Κύθνο,
άλλοι από τη Φοινίκη, άλλοι από την Αιθιοπία — σύμφωνα μ᾽ ό,τι λένε οι ίδιοι οι Κύπριοι.
[7.91.1] Κι οι Κίλικες έδιναν εκατό καράβια· αυτοί λοιπόν φορούσαν στο κεφάλι κράνη του
τόπου τους· κι οι ασπίδες τους είχαν σχήμα διαφορετικό από τις συνηθισμένες, καμωμένες
από ακατέργαστο δέρμα βοδιών· κι ήταν ντυμένοι με μάλλινους χιτώνες· ο καθείς τους
κρατούσε δυο ακόντια και ξίφος, καμωμένα ολόιδια με τις αιγυπτιακές μάχαιρες. Αυτοί τον
παλιό καιρό ονομάζονταν Υπαχαιοί, αλλά πήραν τ᾽ όνομα που έχουν απ᾽ το γιο του
Αγήνορος, τον Κίλικα από τη Φοινίκη. Κι οι Πάμφυλοι έδιναν τριάντα καράβια, έχοντας την
πολεμική εξάρτυση των Ελλήνων. Κι οι Πάμφυλοι αυτοί κατάγονται από τους συντρόφους
του Αμφιλόχου και του Κάλχαντα, που βρέθηκαν εκεί ύστερ᾽ απ᾽ τη διασπορά που
ακολούθησε την άλωση της Τροίας.
[7.92.1] Κι οι Λύκιοι έδιναν πενήντα καράβια· φορούσαν θώρακες και περικνημίδες και
κρατούσαν τόξα από ξύλο κρανιάς και βέλη από καλάμι χωρίς φτερό στην ουρά, και
ακόντια· είχαν για πανωφόρι δέρματα κατσικιών ριγμένα γύρω απ᾽ τους ώμους τους και στο
κεφάλι φορούσαν τιάρες που γύρω γύρω είχαν στεφάνι από φτερά, και κρατούσαν
κοντομάχαιρα και πολεμικά δρεπάνια. Οι Λύκιοι, που η καταγωγή τους κρατούσε από την
Κρήτη, ονομάζονταν Τερμίλες, αλλά πήραν τ᾽ όνομά τους από τον Λύκο, το γιο του
Πανδίονα, τον Αθηναίο.
[7.93.1] Κι οι Δωριείς της Μικράς Ασίας έδιναν τριάντα καράβια, είχαν ελληνικά όπλα κι η
καταγωγή τους κρατούσε απ᾽ την Πελοπόννησο. Οι Κάρες έδιναν εβδομήντα καράβια· η
εξάρτυσή τους σ᾽ όλα τ᾽ άλλα ήταν όπως των Ελλήνων, κρατούσαν όμως και πολεμικά
δρέπανα και στιλέτα. Τώρα, ποιό όνομα είχαν τον παλιό καιρό, το έχω πει στα πρώτα
κεφάλαια της ιστορίας μου.
[7.94.1] Οι Ίωνες έδιναν εκατό καράβια κι είχαν την εξάρτυση των Ελλήνων. Οι Ίωνες
λοιπόν, κατά τα λεγόμενα των Ελλήνων, ονομάζονταν Πελασγοί Αιγιαλείς όσο καιρό ζούσαν
στην Πελοπόννησο, στην περιοχή που σήμερα λέγεται Αχαΐα, προτού φτάσουν στην
Πελοπόννησο ο Δαναός και ο Ξούθος· αλλά πήραν τ᾽ όνομα Ίωνες από τον Ίωνα, το γιο του
Ξούθου.
[7.95.1] Οι νησιώτες έδιναν δεκαεφτά καράβια κι ήταν οπλισμένοι όπως οι Έλληνες· κι
αυτοί ήταν φυλή πελασγική, αλλά αργότερα πήραν το όνομα Ίωνες για τον ίδιο λόγο που το
πήραν κι οι Ίωνες της Δωδεκάπολης, που κατάγονται απ᾽ την Αθήνα. Οι Αιολείς έδιναν
εξήντα καράβια κι είχαν την εξάρτυση των Ελλήνων· τον παλιό καιρό, όπως διηγούνται οι
Έλληνες, λέγονταν Πελασγοί. [7.95.2] Κι οι Ελλησπόντιοι, εκτός από τους Αβυδηνούς (γιατί,
με διαταγή του βασιλιά, οι Αβυδηνοί παρέμεναν στον τόπο τους για να φρουρούν τις
γέφυρες) — λοιπόν, οι υπόλοιποι που ζούσαν στην περιοχή του Ευξείνου Πόντου κι
έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία έδιναν εκατό καράβια κι είχαν την εξάρτηση των Ελλήνων.
Αυτοί ήταν άποικοι των Ιώνων και των Δωριέων.
[7.96.1] Οπλίτες Πέρσες και Μήδοι και Σάκες είχαν επιβιβαστεί σ᾽ όλ᾽ αυτά τα καράβια· τα
πιο καλοτάξιδα απ᾽ αυτά τα καράβια τα έδιναν οι Φοίνικες, κι από τους Φοίνικες οι
Σιδώνιοι. Επικεφαλής όλων αυτών κι εκείνων απ᾽ αυτούς τους λαούς που είχαν παραταχτεί
στο πεζικό, ήταν εντόπιοι αρχηγοί· αυτούς εγώ (γιατί δε νιώθω υποχρεωμένος, ως
ιστορικός, να το κάνω) δεν τους αναφέρω· [7.96.2] γιατί οι ηγεμόνες των διάφορων αυτών
λαών δεν αξίζουν τον κόπο ν᾽ αναφερθούν — κι από την άλλη κάθε λαός, όσες πόλεις είχε,
είχε κι άλλους τόσους αρχηγούς. Κι ακολουθούσαν την εκστρατεία όχι σαν στρατηγοί, αλλά
σαν δούλοι, όπως και οι άλλοι που έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία· εξάλλου έχω κιόλας
αναφέρει τους Πέρσες που ήταν στρατηγοί και κρατούσαν στα χέρια τους όλη την εξουσία
και ήταν επικεφαλής στους διάφορους λαούς.
[7.97.1] Στρατηγοί του ναυτικού ήταν οι εξής: ο Αριαβίγνης, ο γιος του Δαρείου, κι ο
Πρηξάσπης, ο γιος του Ασπαθίνη, κι ο Μεγάβαζος, ο γιος του Μεγαβάτη, κι ο Αχαιμένης, ο
γιος του Δαρείου· απ᾽ αυτούς, στρατηγός της μοίρας των Ιώνων και των Καρών ήταν ο
Αριαβίγνης, ο γιος του Δαρείου και της θυγατέρας του Γωβρύα· στρατηγός των Αιγυπτίων
ήταν ο Αχαιμένης, αδερφός του Ξέρξη από πατέρα και μητέρα· στρατηγοί του υπόλοιπου
στόλου ήταν οι άλλοι δυο. Τώρα, τριακόντοροι και πεντηκόντοροι και λαφριά καράβια και
μικρά πλοία για μεταφορά αλόγων έδιναν συνολικά τον αριθμό τρεις χιλιάδες.
[7.98.1] Και, βέβαια ύστερ᾽ από τους στρατηγούς, νά ποιοί ήταν οι πιο αξιόλογοι από τους
αξιωματικούς του ναυτικού: από τη Σιδώνα, ο Τετράμνηστος, γιος του Ανύσου· από την
Τύρο, ο Ματτήν, γιος του Σιρώμου· από την Άραδο, ο Μέρβαλος, γιος του Αγβάλου· από την
Κιλικία, ο Συέννεσις, γιος του Ωρομέδοντος· από τη Λυκία, ο Κυβερνίσκος, γιος του Σίκα·
από την Κύπρο, ο Γόργος, γιος του Χέρση, κι ο Τιμώναξ, γιος του Τιμαγόρα· από την Καρία, ο
Ιστιαίος, γιος του Τύμνη, κι ο Πίγρης, γιος του Υσσελδώμου, κι ο Δαμασίθυμος, γιος του
Κανδαύλη.
[7.99.1] Τώρα, δεν κάνω λόγο για τους άλλους αξιωματικούς, μια και δε νομίζω πως έχω
τέτοια υποχρέωση, όμως της Αρτεμισίας, της γυναίκας που εκστράτευσε εναντίον της
Ελλάδας — αυτής την πράξη θαυμάζω πάνω απ᾽ όλα· που, κρατώντας η ίδια εξουσία
τυράννου ύστερ᾽ από τον θάνατο του άντρα της, αν και είχε γιο νεαρό, εκστράτευσε, ενώ
τίποτε δεν την ανάγκαζε να το κάνει, παρά μονάχα η περηφάνια κι η αντρειοσύνη της.
[7.99.2] Τ᾽ όνομά της λοιπόν ήταν Αρτεμισία, θυγατέρα του Λύγδαμη, κι όσο για την
καταγωγή της, απ᾽ τη μεριά του πατέρα της ήταν από την Αλικαρνασσό, απ᾽ τη μεριά της
μητέρας της, από την Κρήτη. Είχε στην εξουσία της το στόλο της Αλικαρνασσού και της Κω
και της Νισύρου και της Καλύμνου, δίνοντας πέντε καράβια. [7.99.3] Κι απ᾽ όλον το στόλο,
ύστερα βέβαια από τα σιδωνικά, έδινε τα πιο περίφημα καράβια και πρότεινε στο βασιλιά
τις πιο σωστές γνώμες απ᾽ όλους τους συμμάχους του. Και προσθέτω ότι όλες οι πόλεις που
απαρίθμησα πως ανήκαν στην επικράτειά της, ανήκαν στο σύνολό τους στη δωρική φυλή·
οι Αλικαρνασσείς είναι από την Τροιζήνα, οι υπόλοιποι από την Επίδαυρο.

[7.100.1] Αυτά είχα να πω για το ναυτικό στρατό· κι ο Ξέρξης, αφού ο στρατός μετρήθηκε
και μπήκε σε τάξη, βουλήθηκε περνώντας ο ίδιος απ᾽ τις γραμμές του να τον επιθεωρήσει.
Αυτό κι έκανε· και περνώντας ανεβασμένος σε άρμα μπροστά απ᾽ τα διάφορα έθνη,
ρωτούσε κι έπαιρνε πληροφορίες κι οι γραμματικοί του κατέγραφαν τις απαντήσεις,
ωσότου έφτασε απ᾽ το ένα άκρο στο άλλο και του ιππικού και του πεζικού. [7.100.2]
Τελείωσε αυτή την επιθεώρηση και μετά, αφού καθελκύστηκαν τα καράβια στη θάλασσα, ο
Ξέρξης κατέβηκε από το άρμα και πέρασε σε καράβι σιδωνικό· κάθισε σε θρόνο κάτω από
χρυσή σκηνή και πλέοντας περνούσε μπροστά από τις πλώρες των καραβιών, κάνοντας
παρόμοιες ερωτήσεις μ᾽ αυτές που έκανε στο πεζικό και γράφοντας τις απαντήσεις.
[7.100.3] Και οι πλοίαρχοι είχαν βγάλει στ᾽ ανοιχτά τα καράβια τους, τέσσερα περίπου
πλέθρα απ᾽ το γιαλό, και τα κρατούσαν στις άγκυρες, με τις πλώρες όλων στραμμένες προς
τη στεριά, έτσι που να σχηματίζουν πυκνό μέτωπο, και με τους οπλίτες που είχαν
επιβιβαστεί με όλο τον οπλισμό τους, σα σε θέση μάχης. Κι εκείνος έκανε την επιθεώρηση
πλέοντας ανάμεσα στις πλώρες και το γιαλό.
[7.101.1] Κι όταν πλέοντας έφτασε από το ένα στο άλλο άκρο του στόλου και βγήκε απ᾽ το
καράβι, έστειλε να φωνάξουν τον Δημάρατο, το γιο του Αρίστωνος, που τον συνόδευε στην
εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας· τον κάλεσε και του έκανε την εξής ερώτηση: «Δημάρατε,
τώρα θα μου έδινε χαρά να σε ρωτήσω κάτι που θέλω. Εσύ είσαι Έλληνας και μάλιστα,
όπως ακούω κι από σένα κι από τους άλλους Έλληνες που ήρθαν και συζήτησαν με μένα,
από την πιο μεγάλη και την πιο ισχυρή πόλη. [7.101.2] Τώρα λοιπόν απάντησέ μου σ᾽ αυτό
το ερώτημα: θα τολμήσουν οι Έλληνες να σηκώσουν χέρι εναντίον μου και να μου
αντισταθούν; Γιατί, όπως εγώ πιστεύω, κι αν ακόμη όλοι οι Έλληνες και οι υπόλοιποι λαοί
που κατοικούν δυτικότερα ένωναν τις δυνάμεις τους, δε θα ᾽ναι σε θέση ν᾽ αντιμετωπίσουν
την επίθεσή μου, μια και δεν είναι μονοιασμένοι. [7.101.3] Θέλω όμως ν᾽ ακούσω ποιά
γνώμη έχεις κι εσύ γι᾽ αυτούς». Εκείνος αυτή την ερώτηση έκανε κι ο άλλος παίρνοντας το
λόγο είπε: «Βασιλιά μου, να σου πω την αλήθεια ή λόγια που θα σου δώσουν χαρά να τ᾽
ακούσεις;» Κι εκείνος τον ενθάρρυνε να πει την αλήθεια, και να είναι βέβαιος πως η εύνοια
με την οποία τον περιβάλλει δε θα λιγοστέψει, θα μείνει όση ήταν πρωτύτερα.
[7.102.1] Όταν τ᾽ άκουσε αυτά ο Δημάρατος, είπε τα εξής: «Βασιλιά μου, επειδή η
προσταγή σου είναι να σου πω οπωσδήποτε την αλήθεια, μιλώντας έτσι ώστε ο
συνομιλητής σου να μη πιαστεί αργότερα ψεύτης, η Ελλάδα παλαιόθεν και ώς τώρα ζει
συντροφιά με την Πενία, αλλά εφοδιάστηκε με αρετή, που κερδήθηκε με τη σοφία και τον
κυρίαρχο νόμο· οπλισμένη μ᾽ αυτήν η Ελλάδα αγωνίζεται εναντίον της Πενίας και του
δεσποτισμού. [7.102.2] Λοιπόν έχω να πω επαινετικά λόγια για όλους τους Έλληνες που
ζουν σ᾽ εκείνα τα δωρικά μέρη, όμως τα λόγια που θα πω δεν αφορούν σε όλους, αλλά
μονάχα στους Λακεδαιμονίους: πρώτα πρώτα πως δεν υπάρχει περίπτωση να δεχτούν ποτέ
τις προτάσεις σου που αποσκοπούν στην υποδούλωση της Ελλάδας· κάτι παραπάνω, θα
σηκώσουν χέρι εναντίον σου πολεμώντας, κι αν όλοι οι Έλληνες προσχωρήσουν σ᾽ εσένα.
[7.102.3] Τώρα, για το πλήθος τους, πόσοι άραγε να ᾽ναι κι ενεργούν έτσι, μη ρωτάς· γιατί κι
αν τύχει να έχουν βγει σε εκστρατεία χίλιοι, αυτοί θα σε χτυπήσουν με πόλεμο — λιγότεροι
ή περισσότεροι, δεν έχει σημασία».
[7.103.1] Ο Ξέρξης ακούοντας αυτά γέλασε και είπε: «Δημάρατε, τί λόγια είν᾽ αυτά που
είπες, χίλιοι άντρες να χτυπηθούν με τόσο μεγάλο στρατό! Έλα, πες μου, εσύ δηλώνεις πως
χρημάτισες βασιλιάς αυτών των αντρών. Θα θελήσεις λοιπόν εδώ και τώρα να χτυπηθείς με
δέκα άντρες; Και μάλιστα, αν όλοι οι πολίτες σας έχουν την αξιοσύνη που εσύ τους
αποδίδεις, ε, εσύ σα βασιλιάς τους πρέπει, σύμφωνα με τους νόμους σας, ν᾽ αντιμετωπίσεις
διπλάσιους αντιπάλους. [7.103.2] Γιατί, αν ο καθένας από κείνους είναι σε θέση ν᾽
αντιμετωπίσει δέκα άντρες απ᾽ το δικό μου στρατό, τότε μπορώ να έχω την απαίτηση από
σένα να ᾽σαι σε θέση να τα βγάλεις πέρα με είκοσι· κι έτσι θα μπορούσε να έχει βάση ο
ισχυρισμός σου. Αλλά αν, με τη δύναμη και το ανάστημα που έχετε εσύ κι εκείνοι από τους
Έλληνες που σχετίζονται μαζί μου, καυχησιολογείτε σε τέτοιο βαθμό, πρόσεξε μήπως τα
λόγια που έχεις πει είναι κούφια κομπορρημοσύνη. [7.103.3] Γιατί εντάξει, ας δούμε τα
πράματα με τη λογική· πώς θα ᾽ταν δυνατό χίλιοι ή και δέκα χιλιάδες ή και πενήντα
χιλιάδες, που όλοι τους θα ήταν στον ίδιο βαθμό ελεύθεροι και δεν τους εξουσίαζε ένας, να
χτυπηθούν με τόσο μεγάλο στρατό; Γιατί αναλογούμε πάνω από χίλιοι στον καθένα τους,
αν πούμε πως εκείνοι είναι πέντε χιλιάδες. [7.103.4] Βέβαια αν, όπως συμβαίνει με μας,
τους εξουσίαζε ένας, από το φόβο που θα τους έδινε θα μπορούσαν να δείξουν μεγαλύτερη
παλικαριά απ᾽ αυτή που έχουν από φυσικού τους, και θα βάδιζαν, κι ας ήταν λιγότεροι,
εναντίον περισσότερων — να ᾽ναι καλά το μαστίγιο που θα τους ανάγκαζε· όμως, με το
χαλάρωμα που τους δίνει η ελευθερία, ούτε το ένα ούτε τ᾽ άλλο απ᾽ αυτά θα μπορούσαν να
κάνουν. Αλλά εγώ πιστεύω πως, κι αν ακόμη εξισωθούν αριθμητικά, δύσκολα οι Έλληνες θα
έδιναν μάχη με τους Πέρσες, μονάχα μ᾽ αυτούς! [7.103.5] Αντίθετα, εμείς το έχουμε αυτό
που ισχυρίζεσαι, όχι βέβαια σε αφθονία, αλλά σπάνιο· δηλαδή, ανάμεσα στους δικούς μου
Πέρσες δορυφόρους βρίσκονται ορισμένοι που πρόθυμα θα χτυπιόνταν με τρεις Έλληνες
μαζί ο καθένας τους· εσύ αυτούς δεν τους ξέρεις, γι᾽ αυτό και η ακατάσχετη φλυαρία σου».
[7.104.1] Σ᾽ αυτά αποκρίθηκε ο Δημάρατος: «Βασιλιά μου, ήξερα απ᾽ την αρχή πως με τη
γλώσσα της αλήθειας δε θα σ᾽ ευχαριστούσα. Επειδή όμως εσύ μ᾽ εξανάγκασες να σου πω
όλη την αλήθεια, σου εξέθεσα τη σπαρτιατική πραγματικότητα. [7.104.2] Ποιά βέβαια
τυχαίνει να είναι σήμερα τα αισθήματά μου απέναντί τους, εσύ ο ίδιος το ξέρεις καλύτερα
απ᾽ τον καθένα, που μου στέρησαν τ᾽ αξιώματα και τα κληρονομικά προνόμιά μου και μ᾽
έκαναν χωρίς πατρίδα κι εξόριστο, ενώ ο πατέρας σου με δέχτηκε στην αυλή του και μου
έδωσε περιουσία και στέγη. Λοιπόν είναι παράλογο ένας μυαλωμένος άνθρωπος ν᾽
αποδιώχνει μια ολοφάνερη εύνοια — αντίθετα, την αγκαλιάζει όσο γίνεται πιο σφιχτά.
[7.104.3] Τώρα, εγώ δεν ισχυρίζομαι ότι μπορώ να χτυπηθώ ούτε με δέκα άντρες ούτε με
δυο, κι όσο είναι στο χέρι μου ούτε καν θα μονομαχούσα. Αν όμως το έφερνε η ανάγκη ή
είχε κάπως μεγάλη σημασία το τί διακυβεύεται στον αγώνα, με την πιο μεγάλη
ευχαρίστηση θα ερχόμουν στα χέρια μ᾽ έναν απ᾽ αυτούς τους άντρες που λένε πως ο
καθένας τους αξίζει για τρεις Έλληνες. [7.104.4] Το ίδιο και οι Λακεδαιμόνιοι· πολεμώντας
ένας προς ένα δεν είναι κατώτεροι από οποιονδήποτε πολεμιστή, πολεμώντας όμως όλοι
τους μαζί είναι οι πιο αντρειωμένοι του κόσμου. Γιατί είναι βέβαια ελεύθεροι, όμως η
ελευθερία τους δεν είναι απόλυτη· γιατί πάνω τους στέκεται δυνάστης ο νόμος, που τον
τρέμουν πολύ περισσότερο απ᾽ ό,τι οι δικοί σου εσένα. [7.104.5] Εκτελούν λοιπόν ό,τι τους
προστάζει αυτός· και τους δίνει πάντοτε την ίδια προσταγή, απαγορεύοντάς τους να
υποχωρούν στη μάχη μπροστά σε πλήθος ανθρώπων, όσο μεγάλο κι αν είναι αυτό, αλλά να
μένουν στις γραμμές τους και να ζητούν ή τη νίκη ή τη θανή. Τώρα, αν μιλώντας έτσι σου
δίνω την εντύπωση ότι φλυαρώ, ε λοιπόν, αποδώ και πέρα δε θέλω ν᾽ ανοίξω το στόμα μου·
αλλά τώρα εξαναγκάστηκα να μιλήσω. Οπωσδήποτε, ας έρθουν τα πράματα όπως τα θέλει
η καρδιά σου, βασιλιά μου».

[7.105.1] Λοιπόν εκείνος αυτά του αποκρίθηκε κι ο Ξέρξης έβαλε τα γέλια και δεν
εξοργίστηκε καθόλου, αλλά με γλυκό τρόπο τον έστειλε στη θέση του. Λοιπόν ύστερ᾽
απ᾽ τη συνομιλία που είχε μ᾽ αυτόν ο Ξέρξης, διόρισε κυβερνήτη εκεί στον Δορίσκο
τον Μασκάμη, το γιο του Μεγαδόστη, αφού έδιωξε εκείνον που είχε τοποθετήσει ο
Δαρείος, και κατόπι προέλαυνε με το στρατό του, διασχίζοντας τη Θράκη, εναντίον
της Ελλάδας.
[7.106.1] Κι εμπιστεύτηκε τη θέση αυτή στον Μασκάμη, που αξιώθηκε, με την αρετή
που έδειξε, να ᾽ναι ο μόνος απ᾽ όλους όσους διόρισε ο ίδιος ή ο Δαρείος κυβερνήτες,
που ως πρώτο και καλύτερο του έστελνε ταχτικά ο Ξέρξης δώρα, όπως επίσης κι ο
Αρτοξέρξης, ο γιος του Ξέρξη, στους απογόνους του Μασκάμη. Γιατί κυβερνήτες
διορίζονταν στη Θράκη και σ᾽ όλα τα μέρη του Ελλησπόντου ακόμα και πριν απ᾽
αυτή την εκστρατεία. [7.106.2] Λοιπόν όλους αυτούς, ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την
εκστρατεία, και της Θράκης και του Ελλησπόντου, τους απόδιωξαν οι Έλληνες, εκτός
από τον κυβερνήτη του Δορίσκου. Αλλά τον κυβερνήτη του Δορίσκου κανένας ώς
τώρα δεν μπόρεσε να τον αποδιώξει, απ᾽ τους πολλούς που το επιχείρησαν. Γι᾽ αυτό
το λόγο οι βασιλιάδες των Περσών, καθώς ο ένας διαδεχόταν τον άλλο, συνεχώς του
έστελναν δώρα.
[7.107.1] Κι απ᾽ όσους αποδιώχτηκαν από τους Έλληνες, κανένα δεν παραδέχτηκε ο
Ξέρξης πως είναι άντρας που το λέει η καρδιά του εκτός από τον Βόγη, τον
κυβερνήτη της Ηιόνας, μονάχα αυτόν. Λοιπόν, δε σταμάτησε να τον επαινεί κι έδινε
τις πιο μεγάλες τιμές στα παιδιά του, όσα σώθηκαν και ζούσαν στην Ασία· ο Βόγης
πήρε με την αξία του τον μεγάλο έπαινο, επειδή, όταν τον πολιορκούσαν οι Αθηναίοι
και ο Κίμων, ο γιος του Μιλτιάδη, ενώ του δόθηκε η δυνατότητα να βγει με συνθήκες
και να γυρίσει στην Ασία, δεν το καταδέχτηκε, μήπως δώσει την εντύπωση στο
βασιλιά ότι σώθηκε με τη δειλία του, αλλά κράτησε άμυνα ώς εκεί που δεν παίρνει
άλλο. [7.107.2] Κι όταν πια σώθηκαν όλα τα τρόφιμα μέσα στο κάστρο του, έβαλε
φωτιά σε μεγάλο σωρό ξύλων κι έσφαξε τα παιδιά του και τη γυναίκα του κι όλες τις
παλλακίδες και τους υπηρέτες του· κατόπι έριξε τα πτώματά τους στη φωτιά κι
ύστερα όλο το χρυσάφι και το ασήμι που ήταν στην πόλη το σκόρπισε πάνω από το
τείχος στον Στρυμόνα· τα ᾽κανε αυτά κι ύστερα έπεσε κι ο ίδιος μέσα στη φωτιά.
Έτσι λοιπόν δικαίως ακόμα και σήμερα οι Πέρσες πλέκουν το εγκώμιό του.
[7.108.1] Κι ο Ξέρξης απ᾽ τον Δορίσκο συνέχισε την πορεία του εναντίον της
Ελλάδας και ανάγκαζε να τον ακολουθήσουν στην εκστρατεία, ο ένας μετά τον άλλο,
όσοι λαοί παρεμβάλλονταν στην προέλασή του. Γιατί, όπως και προηγουμένως έχω
αναφέρει, ύστερ᾽ από την κατάκτησή τους από τον Μεγάβαζο και αργότερα από τον
Μαρδόνιο, όλες οι περιοχές ώς τη Θεσσαλία είχαν υποδουλωθεί κι ήταν φόρου
υποτελείς στον βασιλιά. [7.108.2] Στην πορεία του από τον Δορίσκο προσπέρασε τα
φρούρια των Σαμοθρακών, που η τελευταία αποικία που έχουν ιδρύσει προς τα
δυτικά λέγεται Μεσημβρία. Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτήν έρχεται μια πόλη των Θασίων,
η Στρύμη, κι ανάμεσ᾽ απ᾽ αυτές τις δυο ο ποταμός Λίσος κυλά τα νερά του, που δε
στάθηκαν τότε αρκετά να ξεδιψάσουν το στρατό του Ξέρξη, αλλά στέρεψαν.
[7.108.3] Κι αυτή η περιοχή τον παλιό καιρό ονομαζόταν Γαλλαϊκή, σήμερα όμως
Βριαντική· αλλά, αν κάποιοι μ᾽ όλο τους το δίκιο μπορούν κι αυτή να τη λένε δική
τους, είναι οι Κίκονες.
[7.109.1] Κι αφού διάβηκε και την κοίτη του ποταμού Λίσου, που έμεινε κατάξερη,
προσπέρασε τις εξής ελληνικές πόλεις: τη Μαρώνεια, τη Δικαία, τα Άβδηρα.
Προσπερνούσε λοιπόν κι αυτές και τις εξής ξακουστές λίμνες της περιοχής τους· την
Ισμαρίδα, που βρίσκεται ανάμεσα στη Μαρώνεια και τη Στρύμη, τη Βιστονίδα, στην
περιοχή της Δικαίας, στην οποία χύνουν τα νερά τους δυο ποταμοί, ο Τραύος και ο
Κόμψατος· στην περιοχή των Αβδήρων όμως ο Ξέρξης δεν προσπέρασε καμιά
ξακουστή λίμνη, αλλά τον ποταμό Νέστο, που χύνει τα νερά του στη θάλασσα.
[7.109.2] Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτές τις περιοχές προσπερνούσε τις πόλεις που έχουν στη
στεριά οι Θάσιοι· σε μια απ᾽ αυτές τυχαίνει να βρίσκεται μια λίμνη με περιφέρεια,
όπως φαίνεται, περίπου τριάντα σταδίους, ψαρομάνα και με το παραπάνω αλμυρή·
αυτή την αποξήραναν τα υποζύγια πίνοντας το νερό της — μονάχα αυτά! Κι η πόλη
ονομάζεται Πίστυρος. Λοιπόν, αφήνοντάς τες στο αριστερό του χέρι, προσπερνούσε
αυτές τις πόλεις, παραθαλάσσιες και ελληνικές.
[7.110.1] Οι θρακικές φυλές που διέσχιζε τις χώρες τους στην πορεία του ο Ξέρξης
ήταν οι εξής: οι Παίτοι, οι Κίκονες, οι Βίστονες, οι Σαπαίοι, οι Δερσαίοι, οι Ηδωνοί,
οι Σάτρες. Όσοι απ᾽ αυτούς κατοικούσαν τα παραθαλάσσια, ακολουθούσαν το
ναυτικό του, ενώ όσοι κατοικούσαν στα μεσόγεια (αυτούς που έχω περιλάβει στον
κατάλογό μου), εκτός από τους Σάτρες, υποχρεώθηκαν ν᾽ ακολουθήσουν το
εκστρατευτικό σώμα πεζοί.
[7.111.1] Οι Σάτρες, απ᾽ όσες πληροφορίες έχουμε για το παρελθόν, ώς σήμερα δεν
έχουν υποταχτεί σε κανένα, αλλά ζουν συνεχώς ελεύθεροι, μονάχα αυτοί από τους
Θράκες· γιατί κατοικούν σε ψηλά βουνά, σκεπασμένα πέρα ώς πέρα από κάθε λογής
δέντρα κι απ᾽ το χιόνι, και δεν έχουν το ταίρι τους στην πολεμική αρετή. [7.111.2]
Δικό τους είναι το μαντείο του Διονύσου· το μαντείο αυτό βρίσκεται πάνω στα πιο
ψηλά βουνά· κι ανάμεσα στους Σάτρες οι Βησσσοί είναι αυτοί απ᾽ τους οποίους
προέρχονται οι ιερείς του μαντείου, ενώ η μάντισσα είναι που χρησμοδοτεί, κάτι
παρόμοιο μ᾽ ό,τι γίνεται στους Δελφούς· οι άλλες παραδοξολογίες είναι
παραπανίσιες.

[7.112.1] Ο Ξέρξης λοιπόν προσπερνώντας την περιοχή για την οποία κάναμε λόγο, στη
συνέχεια προσπέρασε τα φρούρια των Πιέρων, που το ένα τους ονομάζεται Φάγρης και τ᾽
άλλο Πέργαμος. Κι ακολουθούσε το δρόμο δίπλα απ᾽ αυτά τα φρούρια, αφήνοντας στο δεξί
του χέρι το όρος Παγγαίο, μεγάλο και ψηλό, που έχει μεταλλεία χρυσού και ασημιού που
τα εκμεταλλεύονται οι Πίερες και οι Οδόμαντοι και προπάντων οι Σάτρες.
[7.113.1] Και προσπερνώντας τους Δόβηρες και τους Παιόπλες, φυλές των Παιόνων, που
κατοικούσαν πέρ᾽ από το Παγγαίο προς τον άνεμο του βορρά, πορευόταν προς τα δυτικά,
ώσπου έφτασε στον ποταμό Στρυμόνα και την πόλη Ηιόνα, όπου ακόμα ζούσε και
κυβερνούσε ο Βόγης, για τον οποίο έκανα λόγο λίγο παραπάνω. [7.113.2] Κι αυτή η
περιοχή, που βρίσκεται γύρω απ᾽ το Παγγαίο, λέγεται Φυλλίδα, κι εκτείνεται προς τα δυτικά
ώς τον ποταμό Αγγίτη που χύνει τα νερά του στον Στρυμόνα, ενώ προς τα νότια εκτείνεται
ώς τον ίδιο τον Στρυμόνα, στον οποίο οι μάγοι, για να πάρουν αίσιους οιωνούς, έσφαζαν
κάτασπρα άλογα.
[7.114.1] Λοιπόν, αφού έκαναν αυτές τις μαγικές τελετές στον ποταμό και, κοντά σ᾽ αυτές,
κι άλλα πολλά στην πόλη Εννέα οδοί των Ηδωνών, διάβαιναν από τη γέφυρα του Στρυμόνα,
καθώς βρήκαν τις όχθες του ζεμένες με γέφυρα. Κι όταν έμαθαν πως ο τόπος αυτός
ονομαζόταν Εννέα οδοί, εκεί κατάχωσαν ζωντανούς στη γη εννιά παλικάρια κι εννιά
κοπέλες του εντόπιου πληθυσμού. [7.114.2] Κι είναι περσικό έθιμο να καταχώνουν στη γη
ζωντανούς· έτσι, έχω την πληροφορία πως και η Άμηστρις, η γυναίκα του Ξέρξη, στα
γηρατειά της έκανε χάρισμα στο θεό, που καταπώς πιστεύουν βασιλεύει στον Κάτω κόσμο,
δυο επτάδες αγόρια, γιους επισήμων Περσών, καταχώνοντάς τα στη γη — ήταν το
ευχαριστώ της στο θεό που της χάριζε ζωή.
[7.115.1] Ο στρατός συνέχιζε την πορεία του από τον Στρυμόνα· εκεί, κατά τη μεριά που
βασιλεύει ο ήλιος, σε μια παραλία είναι χτισμένη η ελληνική πόλη Άργιλος, που την
προσπέρασε· η περιοχή αυτή, όπως κι εκείνη που βρίσκεται στα βορινά της, λέγεται
Βισαλτία. [7.115.2] Κι αποκεί, έχοντας στο αριστερό του χέρι τον κόλπο που γειτονεύει με
το ναό του Ποσειδώνος, πορευόταν διασχίζοντας την πεδιάδα που ονομαζόταν του Συλέως,
προσπερνώντας την ελληνική πόλη Στάγιρο κι έφτασε στην Άκανθο, ενσωματώνοντας στο
εκστρατευτικό του σώμα τον ένα ύστερ᾽ από τον άλλο τους στρατούς όλων των εθνών
αυτής της περιοχής κι εκείνων που κατοικούσαν γύρω από το όρος Παγγαίο, με τον τρόπο
που είχε ενσωματώσει αυτούς που τον κατάλογό τους έδωσα προηγουμένως: όσους
κατοικούσαν στα παραθαλάσσια τους στρατολόγησε και τους ενσωμάτωσε στο ναυτικό,
ενώ όσοι κατοικούσαν στα μεσόγεια τον ακολουθούσαν πεζοί. [7.115.3] Και το δρόμο
αυτόν, απ᾽ τον οποίο προέλασε ο βασιλιάς Ξέρξης με το στρατό του, οι Θράκες ούτε τον
σκάβουν ούτε σπέρνουν απάνω του, αλλά του δείχνουν μεγάλο σεβασμό, ώς τις μέρες μας.
[7.116.1] Κι όταν ο Ξέρξης έφτασε στην Άκανθο, ανακήρυξε την πόλη των Ακανθίων φιλική
του βασιλιά και της έκανε δώρο μηδική ενδυμασία· κι έκανε το εγκώμιό τους, βλέποντάς
τους να δείχνουν μεγάλο ζήλο για τις πολεμικές επιχειρήσεις του κι έχοντας τις
πληροφορίες για τη διώρυγα.
[7.117.1] Κι όσο ο Ξέρξης ήταν στην Άκανθο, συνέβη να πεθάνει από αρρώστια ο
αρχιεπιστάτης της διώρυγας, ο Αρταχαίης, που είχε την ιδιαίτερη εκτίμηση του Ξέρξη· από
καταγωγή ήταν Αχαιμενίδης και στο ανάστημα ήταν ο πιο ψηλός Πέρσης (γιατί τέσσερα
δάχτυλα του έλειπαν για να φτάσει τους πέντε βασιλικούς πήχεις), κι ήταν ο άνθρωπος με
την πιο δυνατή φωνή στον κόσμο· κι έτσι ο Ξέρξης πήρε το θάνατό του για μεγάλη συμφορά
και του έκανε την πιο μεγαλόπρεπη εκφορά, και τάφο· κι όλος ο στρατός σώρευε χώμα για
να του κάνει τύμβο. [7.117.2] Σ᾽ ετούτον τον Αρταχαίη οι Ακάνθιοι, ύστερ᾽ από χρησμό,
προσφέρουν θυσίες σα σε ημίθεο, κραυγάζοντας τ᾽ όνομά του. Λοιπόν πόνεσε η ψυχή του
βασιλιά Ξέρξη για το θάνατο του Αρταχαίη.
[7.118.1] Όσοι από τους Έλληνες δέχτηκαν στις πόλεις τους το στρατό και πρόσφεραν
δείπνο στον Ξέρξη, και ποιό κακό δεν τους βρήκε, έτσι που παρατούσαν τα σπίτια τους κι
έφευγαν άρον άρον· για παράδειγμα, όταν οι Θάσιοι υποδέχτηκαν το εκστρατευτικό σώμα
του Ξέρξη και του πρόσφεραν δείπνο —και το ᾽καναν αυτό εξαιτίας των πόλεων που είχαν
ιδρύσει στη στεριά—, ο Αντίπατρος, ο γιος του Οργέως, πολίτης από τους πρώτους
ανάμεσα στους πρώτους, που είχε εκλεγεί επί τούτο, παρουσίασε τον εξής απολογισμό:
είχαν δαπανηθεί για το δείπνο τετρακόσια τάλαντα ασήμι.
[7.119.1] Παρόμοιοι ήταν κι οι απολογισμοί που παρουσίαζαν οι επιφορτισμένοι με τη
διαχείριση στις άλλες πόλεις. Γιατί νά τί λογής περίπου ήταν αυτό το δείπνο, αφού μάλιστα
είχε παραγγελθεί από πολύ καιρό και του έδιναν εξαιρετική σημασία: [7.119.2] απ᾽ τη μια,
αμέσως μόλις άκουαν την αγγελία από τους κήρυκες που τη μετέφεραν παντού ένα γύρο,
μοίραζαν σιτάρι στις πόλεις και οι πολίτες όλοι άλεθαν αλεύρι από σιτάρι και κριθάρι
δουλεύοντας μήνες πολλούς· κι από την άλλη, σίτευαν ζώα, αναζητώντας με πολύ χρήμα τα
πρώτα και καλύτερα, και τάιζαν πουλερικά της στεριάς και υδρόβια μες σε κοτέτσια και
πισίνες, για να τραπεζώσουν το στρατό· τέλος, κατασκεύαζαν χρυσά κι ασημένια ποτήρια
και κρατήρες κι όλα τ᾽ άλλα που βάζουν πάνω στο τραπέζι. [7.119.3] Βέβαια ετούτα είχαν
κατασκευαστεί για τον βασιλιά και τους ομοτράπεζούς του, ενώ για τον υπόλοιπο στρατό
μονάχα αυτά που είχαν παραγγελθεί για τροφή του. Τώρα, μόλις έφτανε το στράτευμα,
τους περίμενε μια σκηνή καλοστημένη, που σ᾽ αυτήν κατέλυε ο Ξέρξης, ενώ ο υπόλοιπος
στρατός κατέλυε στο ύπαιθρο. [7.119.4] Κι όταν έφτανε η ώρα του δείπνου, αυτοί που
φιλοξενούσαν κοψομεσιάζονταν, ενώ οι άλλοι, καλοχορτασμένοι και με το παραπάνω,
περνούσαν εκεί τη νύχτα και την άλλη μέρα έριχναν κάτω τη σκηνή και σηκώνονταν κι
έφευγαν παίρνοντας κάθε φορά μαζί τους όλα τα έπιπλα και τα σκεύη· δεν άφηναν τίποτε,
κουβαλούσαν όλα τα πάντα.
[7.120.1] Σ᾽ αυτή την περίσταση αποδείχτηκε πετυχημένη η φράση του Μεγακρέοντος από
τα Άβδηρα, που συμβούλεψε τους Αβδηρίτες, όλη η πόλη, άντρες και γυναίκες, να πάνε
στους ναούς τους και να καθίσουν ικέτες στους θεούς, παρακαλώντας τους να γλιτώνουν
και στο μέλλον την πόλη τους από τις μισές από τις συμφορές που θα τους περιμένουν, κι
εκδηλώνοντας τη μεγάλη ευγνωμοσύνη τους για ό,τι πέρασε και πάει, δηλαδή που ο
βασιλιάς Ξέρξης δε συνήθιζε να κάθεται στο τραπέζι δυο φορές τη μέρα· [7.120.2] γιατί, αν
οι Αβδηρίτες είχαν πάρει παραγγελία να ετοιμάσουν και γεύμα παρόμοιο με το δείπνο, θα
᾽χαν να κάνουν το έν᾽ από τα δυο: ή να μη μείνουν στην πόλη τους περιμένοντας την
επίσκεψη του Ξέρξη ή, αν έμεναν, να εξαθλιωθούν όσο κανένας άλλος στον κόσμο.

[7.121.1] Ετούτοι λοιπόν, όσο κι αν το βάρος που τους φόρτωσε ο Ξέρξης ήταν μεγάλο,
εκτελούσαν τις προσταγές, ενώ ο ίδιος του άφησε τα καράβια να συνεχίσουν μόνα τους την
πορεία από την Άκανθο, δίνοντας εντολή στους ναυάρχους να τον περιμένει ο στόλος στη
Θέρμη (ετούτη η Θέρμη είναι πόλη του Θερμαϊκού κόλπου, μάλιστα απ᾽ αυτήν πήρε τ᾽
όνομά του ο κόλπος αυτός), ύστερ᾽ από την πληροφορία ότι αυτός είναι ο συντομότερος
δρόμος. [7.121.2] Γιατί από τον Δορίσκο κι ώς την Άκανθο ο στρατός οδοιπορούσε με τον
ακόλουθο σχηματισμό· ο Ξέρξης χώρισε το σύνολο του πεζικού σε τρεις φάλαγγες: τη μια
απ᾽ αυτές διέταξε να βαδίζει παραθαλάσσια, συνοδεύοντας το ναυτικό· [7.121.3] στρατηγοί
της ήταν ο Μαρδόνιος κι ο Μασίστης· μια άλλη, το ένα τρίτο του στρατού, πήρε διαταγή να
προχωρήσει από τα μεσόγεια· στρατηγοί της ήταν ο Τριτανταίχμης κι ο Γέργις. Κι η τρίτη
μοίρα, που μαζί της πορευόταν κι ο ίδιος ο Ξέρξης, βάδιζε ανάμεσα στις δυο άλλες, κι είχε
στρατηγούς τον Σμερδομένη και τον Μεγάβυξο.
[7.122.1] Λοιπόν, όταν ο στόλος αναχώρησε μόνος του με την άδεια του Ξέρξη, διάβηκε
πλέοντας απ᾽ το ένα στο άλλο στόμιο της διώρυγας, που ανοίχτηκε στον Άθω και κατέληγε
στον κόλπο, όπου είναι χτισμένες οι πόλεις Άσσα και Πίλωρος και Σίγγος και Σάρτη, κι
αποκεί, αφού παρέλαβε κι απ᾽ αυτές τις πόλεις στράτευμα, αρμένιζε ακολουθώντας τη δική
του πορεία προς τον Θερμαϊκό κόλπο, και παρακάμπτοντας το ακρωτήριο της Τορώνης, την
Άμπελο, προσπερνούσε τις εξής ελληνικές πόλεις, απ᾽ τις οποίες παραλάμβανε καράβια και
στρατό: την Τορώνη, τη Γαληψό, τη Σερμύλη, τη Μηκύβερνα, την Όλυνθο. Η περιοχή αυτή
ονομάζεται Σιθωνία.
[7.123.1] Τώρα, ο στόλος του Ξέρξη ακολουθώντας τον συντομότερο δρόμο, πέρασε από το
ακρωτήριο Άμπελος στο ακρωτήριο Καναστραίο, που είναι το σημείο της Παλλήνης που
προεξέχει περισσότερο απ᾽ όλα στο πέλαγος και παρέλαβε καράβια και στρατό απ᾽ την
Ποτίδαια κι από την Άφυτη και τη Νεάπολη και την Αιγή και τη Θεράμβη και τη Σκιώνη και
τη Μένδη και τη Σάνη· γιατί αυτές είναι οι πόλεις που μοιράζονται μεταξύ τους την περιοχή
που σήμερα λέγεται Παλλήνη, τον παλιό καιρό όμως Φλέγρα. [7.123.2] Και αφού πέρασε
γιαλό γιαλό αυτή την περιοχή, αρμένιζε προς το σημείο που είχε προκαθοριστεί,
παραλαμβάνοντας στρατό κι από τις πόλεις που συνάντησε μετά την Παλλήνη, αυτές που
γειτονεύουν με τον Θερμαϊκό κόλπο κι έχουν τα εξής ονόματα: Λίπαξος, Κώμβρεια, Λισές,
Γίγωνος, Κάμψα, Σμίλα, Αίνεια· η περιοχή τους ακόμα και σήμερα κρατά τ᾽ όνομά της,
Κροσσαία. [7.123.3] Κι από την Αίνεια (που μ᾽ αυτήν έκλεισα τον κατάλογο των πόλεων) ο
στόλος αρμένιζε πια στον Θερμαϊκό κόλπο και τη Μυγδονία, κι αρμενίζοντας έφτασε στη
Θέρμη, που προαναφέραμε, και την πόλη Σίνδο και τη Χαλέστρη, στις όχθες του ποταμού
Αξιού, που είναι το σύνορο ανάμεσα στη Μυγδονία και τη Βοττιαιίδα, που τα
παραθαλάσσιά της, μια στενή λωρίδα γης, ανήκουν στις πόλεις Ίχνες και Πέλλα.
[7.124.1] Λοιπόν ο στόλος του Ξέρξη στρατοπέδευε στην περιοχή του Αξιού ποταμού και
της πόλης Θέρμης και στις πόλεις που βρίσκονται ανάμεσά τους περιμένοντας τον βασιλιά,
ενώ ο Ξέρξης και το πεζικό πορεύονταν απ᾽ την Άκανθο ακολουθώντας τον κοφτό δρόμο
που περνά απ᾽ τα μεσόγεια, θέλοντας να φτάσει στη Θέρμη. Και πορεύονταν διασχίζοντας
την Παιονία και την Κρηστωνία προς τον ποταμό Εχέδωρο, που, ξεκινώντας από τη χώρα ων
Κρηστωναίων κυλά διασχίζοντας τη Μυγδονία και χύνεται στη θάλασσα δίπλα από τους
βάλτους που γειτονεύουν με τον ποταμό Αξιό.
[7.125.1] Κι ενώ πορευόταν σ᾽ αυτή την περιοχή, ρίχτηκαν λιοντάρια στις καμήλες του που
κουβαλούσαν τρόφιμα· γιατί, κάνοντας συχνές επιδρομές τις νύχτες κι εγκαταλείποντας τα
λημέρια τους, τα λιοντάρια δεν άγγιζαν κανένα άλλο, ούτε άνθρωπο ούτε υποζύγιο, αλλά
κατασπάραζαν μονάχα τις καμήλες. Κι απορώ ποιά ήταν η αιτία, τί ήταν άραγε που
έσπρωχνε τα λιοντάρια ν᾽ αφήνουν ήσυχα τ᾽ άλλα ζώα και να ρίχνονται στις καμήλες — ζώο
που προηγουμένως ούτε το είχαν αντικρίσει ούτε είχαν γευτεί τη σάρκα του.
[7.126.1] Σ᾽ αυτά τα μέρη ζουν και λιοντάρια πολλά και άγριοι ταύροι (αυτουνών είναι τα
τεράστια κέρατα που μας έρχονται στην Ελλάδα). Σύνορο της περιοχής που ζουν τα
λιοντάρια είναι από τη μια μεριά ο ποταμός Νέστος που διασχίζει με τα νερά του τα
Άβδηρα, κι από την άλλη ο Αχελώος που διασχίζει με τα νερά του την Ακαρνανία· γιατί ούτε
από τη μεριά της ανατολής, σε κανένα μέρος της Ευρώπης ανατολικά από τον Νέστο θα
μπορούσε κανείς να δει λιοντάρι, ούτε στην υπόλοιπη ήπειρο, στα μέρη τα δυτικά από τον
Αχελώο, αλλά τα συναντάς στην περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα σ᾽ αυτά τα ποτάμια.
[7.127.1] Κι όταν ο Ξέρξης έφτασε στη Θέρμη, έστησε εκεί στρατόπεδο. Κι ο στρατός του,
στρατοπεδεύοντας εκεί, κάλυψε αυτή την έκταση της παραθαλάσσιας περιοχής: άρχιζε από
την πόλη Θέρμη και τη Μυγδονία κι έφτανε ώς τον ποταμό Λυδία και τον Αλιάκμονα, που
είναι τα σύνορα της Βοττιαιίδας και της Μακεδονίας, καθώς έρχονται και σμίγουν τα νερά
τους στην ίδια κοίτη. [7.127.2] Λοιπόν οι βάρβαροι έστησαν στρατόπεδο σ᾽ αυτά τα μέρη·
τώρα, από τα ποτάμια που απαρίθμησα παραπάνω, μονάχα του Εχεδώρου, που έχει τις
πηγές του στη χώρα των Κρηστωναίων, τα νερά δε στάθηκαν αρκετά να ξεδιψάσουν το
στρατό, αλλά στέρεψαν.

[7.128.1] Κι ο Ξέρξης, αντικρίζοντας από τη Θέρμη τα βουνά της Θεσσαλίας, τον Όλυμπο και
την Όσσα, που είναι πανύψηλα και παίρνοντας την πληροφορία πως ανάμεσά τους υπάρχει
στενό φαράγγι που το διασχίζει με τα νερά του ο ποταμός Πηνειός, κι ακούοντας πως
αποκεί περνά ο δρόμος που οδηγεί στη Θεσσαλία, επιθύμησε πλέοντας ν᾽ αγναντέψει τις
εκβολές του Πηνειού, μια και σχεδίαζε να προελάσει από τον επάνω δρόμο, που περνά μέσ᾽
από τη χώρα των Μακεδόνων που κατοικούν ψηλότερα, για να φτάσει στους Περραιβούς,
στην περιοχή της πόλης Γόννος· γιατί είχε την πληροφορία πως αυτός ήταν ο πιο ασφαλής
δρόμος. [7.128.2] Κι έτσι και του ήρθε η επιθυμία, το ᾽κανε πράξη· επιβιβάστηκε σε καράβι
σιδωνικό, σ᾽ αυτό που επιβιβαζόταν κάθε φορά που ήθελε να κάνει κάτι παρόμοιο, κι
έδωσε σινιάλο στους άλλους να σηκώσουν άγκυρα, αφήνοντας πίσω του το πεζικό, στη
θέση του. Κι όταν ο Ξέρξης έφτασε κι αγνάντεψε τις εκβολές του Πηνειού, καταλήφτηκε
από μεγάλο θαυμασμό· ύστερα κάλεσε τους οδηγούς της πορείας και τους ρώτησε αν είναι
δυνατό να εκτρέψει κανείς την κοίτη του ποταμού και να τον κάνει να χύνεται από άλλο
σημείο στη θάλασσα.
[7.129.1] Τώρα, υπάρχει η παράδοση πως τον παλιό καιρό η Θεσσαλία ήταν λίμνη, έτσι που
ήταν κλεισμένη από παντού από ψηλά βουνά. Γιατί το Πήλιο και η Όσσα, καθώς οι
πρόποδες του ενός σμίγουν με τους πρόποδες του άλλου, την κλείνουν απ᾽ τ᾽ ανατολικά·
απ᾽ τη μεριά του ανέμου του βοριά, ο Όλυμπος· απ᾽ τα δυτικά, η Πίνδος· απ᾽ το νότο, κατά
τα μεσημβρινά, η Όθρυς· η χώρα που βρίσκεται ανάμεσα στα βουνά που κατέγραψα, είναι
η Θεσσαλία, που σχηματίζει λεκανοπέδιο. [7.129.2] Λοιπόν και πολλά άλλα ποτάμια χύνουν
τα νερά τους σ᾽ αυτήν, αλλά προπάντων πέντε, τα πιο γνωστά: ο Πηνειός κι ο Απιδανός κι ο
Ονόχωνος κι ο Ενιπεύς κι ο Πάμισος· όλ᾽ αυτά τα ποτάμια συγκεντρώνονται σ᾽ αυτή την
πεδιάδα κυλώντας απ᾽ τα βουνά που κλείνουν ένα γύρο τη Θεσσαλία κι έχοντας το καθένα
το δικό του όνομα· κι ύστερα, από ένα αυλάκι, κι εκείνο στενό, βρίσκουν διέξοδο στη
θάλασσα, αφού προηγουμένως σμίγουν όλων τους τα νερά στην ίδια κοίτη. [7.129.3] Κι
αμέσως, από το σημείο όπου συναντιένται και μετά, ο Πηνειός, έτσι που τ᾽ όνομά του
κυριαρχεί, σβήνει πια τα ονόματα των άλλων. Αλλά λένε πως τον παλιό καιρό, επειδή δεν
υπήρχε ακόμα αυτό το αυλάκι και η διέξοδος των νερών, τα ποτάμια αυτά, και κοντά σ᾽
αυτά η λίμνη Βοιβηίς, δεν είχαν τα σημερινά τους ονόματα, κυλούσαν όμως τα νερά τους
άφθονα όσο και τώρα, και χύνοντας τα νερά τους έκαναν ολόκληρη τη Θεσσαλία πέλαγος.
[7.129.4] Λοιπόν, οι ίδιοι οι Θεσσαλοί λένε πως ο Ποσειδών έκανε το αυλάκι απ᾽ όπου κυλά
ο Πηνειός, κι η άποψή τους είναι λογική. Γιατί, όποιος πιστεύει ότι ο Ποσειδών είναι
κοσμοσείστης κι ότι τα χάσματα που ανοίγει ο σεισμός είναι έργα αυτού του θεού,
βλέποντάς το θα ᾽λεγε πως και τούτο το έκανε ο Ποσειδών· γιατί η προσωπική μου άποψη
είναι πως το χάσμα ανάμεσα στα βουνά αυτά είναι αποτέλεσμα σεισμού.
[7.130.1] Ο Ξέρξης ρώτησε αν ο Πηνειός έχει κι άλλη διέξοδο προς τη θάλασσα, οπότε οι
οδηγοί του, που ήξεραν καλά αυτά τα μέρη, του είπαν: «Βασιλιά, ο ποταμός αυτός δεν έχει
άλλη διέξοδο που οδηγεί στη θάλασσα, παρά μονάχα αυτή που αντικρίζεις· γιατί η
Θεσσαλία ολόκληρη περιβάλλεται από ένα στεφάνι από βουνά». Και λένε πως ο Ξέρξης
αποκρίθηκε: «Φρόνιμοι άνθρωποι είναι οι Θεσσαλοί. [7.130.2] Αυτός ήταν λοιπόν ο λόγος
για τον οποίο ήταν μετρημένοι και υποχωρητικοί: κοντά στ᾽ άλλα έβαζαν στο νου τους κι ότι
είχαν χώρα που ο εχθρός εύκολα και γρήγορα μπορεί να την κυριέψει· η μόνη δυσκολία του
θα ήταν να στρέψει τα νερά του ποταμού και να τα κατευθύνει καταπάνω στη χώρα τους,
αποκλείοντας το αυλάκι με φράγμα από χώμα κι εκτρέποντας τον ποταμό από την κοίτη
όπου κυλά σήμερα, ώστε ολόκληρη η Θεσσαλία να βυθιστεί κάτω από τα νερά — μονάχα
τα βουνά θα μείνουν στην επιφάνεια». [7.130.3] Μ᾽ αυτά που έλεγε αναφέρονταν στους
Αλευάδες, επειδή ήταν οι Θεσσαλοί οι πρώτοι από τους Έλληνες που παραδόθηκαν στο
βασιλιά, καθώς ο Ξέρξης πίστευε πως η υπόσχεση που του έδωσαν για φιλία εξέφραζε τη
θέληση όλου του λαού. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τα λόγια και το αγνάντεμα του ποταμού γύρισε με
το καράβι του στη Θέρμη.

[7.131.1] Λοιπόν ο Ξέρξης παρέμενε αρκετές μέρες στα μέρη της Πιερίας· γιατί το
ένα τρίτο του στρατού του έκοβε το δάσος του Μακεδονικού όρους, για να περάσει
αποκεί όλο το στράτευμα στη χώρα των Περραιβών. Και στο μεταξύ γύρισαν οι
κήρυκες που είχε στείλει στην Ελλάδα για να ζητήσουν γην και ύδωρ, άλλοι με άδεια
χέρια κι άλλοι φέρνοντας γην και ύδωρ.
[7.132.1] Νά ο κατάλογος εκείνων που τα έδωσαν: Θεσσαλοί, Δόλοπες, Ενιάνες,
Περραιβοί, Λοκροί, Μάγνητες, Μαλιείς, Αχαιοί της Φθιώτιδας, Θηβαίοι και οι
υπόλοιποι Βοιωτοί, εκτός απ᾽ τους Θεσπιείς και τους Πλαταιείς. [7.132.2] Οι
Έλληνες που σήκωσαν το βάρος του πολέμου εναντίον των βαρβάρων έδωσαν
επίσημο όρκο για να τους απειλήσουν. Νά το περιεχόμενο του όρκου: «Όσοι, όντας
Έλληνες, παραδόθηκαν στους Πέρσες χωρίς εξωτερική βία, όταν με το καλό
αποκατασταθούν τα πράματα, θα υποχρεωθούν να πληρώσουν στο θεό των Δελφών
το ένα δέκατο απ᾽ όλο το έχει τους». Αυτό λοιπόν ήταν το περιεχόμενο του όρκου
των Ελλήνων.
[7.133.1] Στην Αθήνα και τη Σπάρτη όμως ο Ξέρξης δεν έστειλε κήρυκες για να
ζητήσουν γην και ύδωρ, κι ο λόγος ήταν ο εξής: όταν την πρώτη φορά ο Δαρείος
έστειλε για τον ίδιο σκοπό, οι πρώτοι αυτούς που ήρθαν να ζητήσουν τους έριξαν στο
βάραθρο, κι οι δεύτεροι σε πηγάδι και τους καλούσαν να πάρουν αποκεί γην και
ύδωρ και να τα παν στο βασιλιά τους. [7.133.2] Γι᾽ αυτό το λόγο ο Ξέρξης δεν
έστειλε ανθρώπους για να ζητήσουν. Τώρα, ποιά δυσάρεστη συνέπεια είχε για τους
Αθηναίους η μεταχείριση αυτή που επιφύλαξαν στους κήρυκες, δεν είμαι σε θέση να
το πω, εκτός που διαγουμίστηκε η χώρα και η πόλη τους· δεν πιστεύω όμως πως αυτή
ήταν η αιτία του παθήματός τους.
[7.134.1] Αντίθετα στους Λακεδαιμονίους ξέσπασε η μάνητα του Ταλθυβίου, του
κήρυκα του Αγαμέμνονος. Γιατί στη Σπάρτη υπάρχει ναός του Ταλθυβίου, ζουν και
οι απόγονοί του, οι ονομαζόμενοι Ταλθυβιάδες, που τους έχουν δοθεί ως τιμητικό
προνόμιο όλες οι αποστολές κηρύκων που στέλνει η Σπάρτη. [7.134.2] Κι ύστερ᾽ απ᾽
αυτό οι Σπαρτιάτες από τις θυσίες που έκαναν άδικα περίμεναν αίσια προμηνύματα.
Κι αυτό κράτησε πολύ καιρό στην πόλη τους. Και καθώς οι Λακεδαιμόνιοι
αγαναχτούσαν και το θεωρούσαν μεγάλη συμφορά, συγκαλούσαν πολλές φορές
συνέλευση των πολιτών τους κι ο κήρυκας φώναζε: «Ποιός Σπαρτιάτης δέχεται με τη
θέλησή του να δώσει τη ζωή του για τη Σπάρτη;», ο Σπερθίας, ο γιος του Ανηρίστου,
κι ο Βούλις, ο γιος του Νικολάου, Σπαρτιάτες που κι απ᾽ τη φύση τους ήταν
προικισμένοι με χαρίσματα κι από την πλουσιότερη τάξη της πόλης, ανέλαβαν
εθελοντικά να τιμωρηθούν από τον Ξέρξη για τη θανάτωση των κηρύκων του
Δαρείου στη Σπάρτη. [7.134.3] Έτσι οι Σπαρτιάτες τους έστειλαν στους Πέρσες για
να θανατωθούν.
[7.135.1] Αξιοθαύμαστη στάθηκε και αυτή η τολμηρή πράξη των αντρών αυτών,
αλλά κοντά σ᾽ αυτήν και τα λόγια τους. Δηλαδή, στην πορεία τους προς τα Σούσα
φτάνουν στην αυλή του Υδάρνη. Κι ο Υδάρνης, Πέρσης στην καταγωγή, ήταν
διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων στα παραθαλάσσια της Μικράς Ασίας· αυτός
τους φιλοξένησε κάνοντάς τους τραπέζι· και πάνω στο τραπέζι, τους ρώτησε:
[7.135.2] «Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, γιατί δε δέχεστε να γίνετε φίλοι του βασιλιά; Νά,
βλέπετε πώς ξέρει ο βασιλιάς να τιμά τους άντρες που έχουν αρετή, ρίχνοντας μια
ματιά σε μένα και τη θέση που κατέχω. Έτσι λοιπόν κι εσείς, αν γίνετε άνθρωποι του
βασιλιά (γιατί έχει σχηματίσει τη γνώμη πως είστε άντρες με αρετή), ο καθένας σας
θα μπορούσε να εξουσιάζει μια περιοχή της Ελλάδας που θα του παραχωρούσε ο
βασιλιάς». Η απόκρισή τους ήταν η εξής: [7.135.3] «Υδάρνη, η συμβουλή που μας
απευθύνεις στηρίζεται σε μονόπλευρη εμπειρία· γιατί μας συμβουλεύεις για δυο
πράγματα, που το ένα τους το δοκίμασες, το άλλο όμως όχι· δηλαδή γνωρίζεις πολύ
καλά πώς ζουν οι δούλοι, όμως δε δοκίμασες ώς σήμερα την ελευθερία, τί άραγε να
᾽ναι, γλυκό ή όχι. Γιατί αν κάποτε τη δοκίμαζες, θα μας συμβούλευες ν᾽
αγωνιζόμαστε γι᾽ αυτήν όχι μονάχα με δόρατα, αλλά και με τσεκούρια». Αυτή την
απάντηση έδωσαν στον Υδάρνη.
[7.136.1] Κι αποκεί ανέβηκαν στα Σούσα· κι όταν παρουσιάστηκαν στο βασιλιά,
πρώτα πρώτα, ενώ οι σωματοφύλακές του τους πρόσταζαν, ασκώντας βία, να πέσουν
και προσκυνήσουν το βασιλιά, δε δέχτηκαν με κανένα τρόπο να το κάνουν, όσο κι αν
εκείνοι τους έσπρωχναν το κεφάλι προς τα κάτω· γιατί, επέμεναν, ούτε στο νόμο τους
είναι γραμμένο να προσκυνούν άνθρωπο ούτε γι᾽ αυτό ήρθαν· κι αφού με αγώνα
απέφυγαν την προσκύνηση, κατόπι λένε τα εξής και με το ακόλουθο περίπου
περιεχόμενο: [7.136.2] «Βασιλιά των Μήδων, εμάς μας έστειλαν οι Λακεδαιμόνιοι
αντιστάθμισμα για τους κήρυκές σας που θανατώθηκαν στη Σπάρτη, για να
πληρώσουμε εμείς για το θάνατό τους». Είπαν αυτοί τα παραπάνω, κι ο Ξέρξης,
δείχνοντας μεγαλοψυχία, είπε πως δε θα μοιάσει τους Λακεδαιμονίους· γιατί εκείνοι,
σκοτώνοντας κήρυκες, καταπάτησαν αυτά που όλοι οι άνθρωποι σέβονται σα νόμο,
όμως αυτός δε θα κάνει εκείνα, για τα οποία τους μέμφεται, ούτε σκοτώνοντας για
εκδίκηση εκείνους θ᾽ απαλλάξει τους Λακεδαιμονίους από το κρίμα τους.
[7.137.1] Έτσι, κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την πράξη των Σπαρτιατών, σταμάτησε προς το
παρόν η μάνητα του Ταλθυβίου, αν και ο Σπερθίας κι ο Βούλις γύρισαν στη Σπάρτη.
Όμως, ύστερ᾽ από μεγάλο χρονικό διάστημα, αναζωπυρώθηκε, τον καιρό του
πολέμου των Πελοποννησίων και των Αθηναίων, όπως λένε οι Λακεδαιμόνιοι. Εγώ
όμως νά πού βλέπω, μέσα σ᾽ όλη αυτή την υπόθεση, την εντυπωσιακότερη
παρέμβαση των θεών: [7.137.2] Το ότι βέβαια η μάνητα του Ταλθυβίου έπεσε σαν
κεραυνός σε αγγελιοφόρους και δε σταμάτησε πριν πάρει ικανοποίηση, είναι κάτι που
το θέλει το δίκιο· όμως το να χτυπήσει τα παιδιά εκείνων που ανέβηκαν στην αυλή
του βασιλιά εξαιτίας αυτής της μάνητας, τον Νικόλαο, το γιο του Βούλη, και τον
Ανήριστο, το γιο του Σπερθία (αυτόν που κυρίεψε το λιμάνι Αλιείς, όπου είχαν
καταφύγει οι εξορισμένοι από την Τίρυνθα, κάνοντας απόβαση με φορτηγό πλοίο
γεμάτο πολεμιστές) — βλέπω λοιπόν ολοφάνερα πως στην υπόθεση αυτή έχει βάλει
το χέρι του ο θεός. [7.137.3] Δηλαδή, όταν αυτοί στάλθηκαν από τους
Λακεδαιμονίους αγγελιοφόροι στην Ασία, προδόθηκαν από τον Σιτάλκη, το γιο του
Τήρη, τον βασιλιά των Θρακών, κι από τον Νυμφόδωρο, το γιο του Πυθέα,
Αβδηρίτη, κι αιχμαλωτίστηκαν στην περιοχή της Βισάνθης του Ελλησπόντου· κατόπι
τούς πήγαν στην Αττική και τους θανάτωσαν οι Αθηναίοι, και μαζί τους και τον
Κορίνθιο Αριστέα, το γιο του Αδειμάντου. Βέβαια αυτά έγιναν πολλά χρόνια μετά
την εκστρατεία του βασιλιά· τώρα επιστρέφω στην εξιστόρησή μου, σε προγενέστερα
γεγονότα.
[7.138.1] Λοιπόν, η εκστρατεία του βασιλιά, κατά τις διακηρύξεις του, κατευθυνόταν
εναντίον της Αθήνας, στην πραγματικότητα όμως απειλούσε όλη την Ελλάδα. Οι
Έλληνες είχαν προ πολλού τις πληροφορίες τους, όμως δεν αντιμετώπιζαν όλοι την
κατάσταση με τον ίδιο τρόπο. [7.138.2] Γιατί όσοι απ᾽ αυτούς έδωσαν γην και ύδωρ
στον Πέρση, είχαν την πεποίθηση πως δε θα πάθουν τίποτε δυσάρεστο από τον
βασιλιά· όμως εκείνους που αρνήθηκαν, τους έζωνε μεγάλος φόβος, ένα παραπάνω
που ούτε καράβια διέθετε η Ελλάδα σε αριθμό που να είναι σε θέση ν᾽
αντιμετωπίσουν τον εχθρό που πλησίαζε ούτε οι περισσότεροι ήθελαν να πάρουν
μέρος στον πόλεμο, αντίθετα πρόθυμα πήγαιναν με το μέρος των Περσών.
[7.139.1] Στο σημείο αυτό νιώθω επιτακτική την ανάγκη να διατυπώσω μια άποψη
που θα δυσαρεστήσει τους περισσότερους, όμως δε θα την παρασιωπήσω την ώρα
που μου φαίνεται πως είναι κοντά στην αλήθεια. [7.139.2] Αν οι Αθηναίοι,
πανικόβλητοι μπροστά στον κίνδυνο που ερχόταν απειλητικός, εγκατέλειπαν την
πόλη τους ή, στην περίπτωση που δεν την εγκατέλειπαν, έμεναν και παραδίνονταν
στον Ξέρξη, κανένας δε θα επιχειρούσε ν᾽ αντιμετωπίσει το βασιλιά στη θάλασσα.
Λοιπόν, αν κανένας δεν πρόβαλε αντίσταση στον Ξέρξη στη θάλασσα, στη στεριά τα
πράματα θ᾽ ακολουθούσαν την εξής πορεία: [7.139.3] Κι αν ακόμη οι Πελοποννήσιοι
είχαν οχυρώσει τον Ισθμό, από τη μια άκρη του ώς την άλλη, με πολλά ζωνάρια
τειχών, οι σύμμαχοι θα πρόδιναν τους Λακεδαιμονίους, όχι με τη θέλησή τους, αλλά
κάτω από την πίεση της ανάγκης, καθώς ο στόλος των βαρβάρων θα κυρίευε τη μια
πόλη ύστερ᾽ απ᾽ την άλλη, και οι Λακεδαιμόνιοι θα έμεναν μοναχοί τους· και
μένοντας μοναχοί τους, όσο κι αν τ᾽ ανδραγαθήματα που θα έκαναν ήταν μεγάλα, θα
πέθαιναν ένδοξα. [7.139.4] Ή αυτά θα τους έβρισκαν ή, προτού γίνουν αυτά,
βλέποντας και τους άλλους Έλληνες να μηδίζουν, θα έκλειναν συνθήκη με τον
Ξέρξη. Κι έτσι, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, η Ελλάδα θα υποδουλωνόταν
στους Πέρσες. Γιατί δεν μπορώ να καταλάβω ποιό θα ήταν το όφελος από τα τείχη
που θα είχαν χτιστεί απ᾽ τη μια ώς την άλλη άκρη του Ισθμού, όσο ο βασιλιάς θα
κυριαρχούσε στη θάλασσα. [7.139.5] Αντίθετα τώρα, ονομάζοντας κανείς τους
Αθηναίους σωτήρες της Ελλάδας, θα πετύχαινε το σωστό, την αλήθεια· γιατί σ᾽ όποια
μεριά έριχναν το βάρος τους, προς τα κει θα έγερνε η ζυγαριά. Λοιπόν, με την
επιλογή τους να εξακολουθήσει η Ελλάδα να ζει ελεύθερη, αυτοί ήταν που κράτησαν
όρθιο όλο τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, όσος δε μήδισε, και αναχαίτισαν τον
βασιλιά, ύστερα βέβαια από τους θεούς. [7.139.6] Κι ούτε απειλητικοί χρησμοί που
τους ήρθαν από τους Δελφούς και τους προξένησαν δέος τους έπεισαν να
εγκαταλείψουν την Ελλάδα, αλλά έμειναν πεισματικά στον τόπο τους κι έκαναν
καρδιά ν᾽ αντιμετωπίσουν τον εχθρό που επιτέθηκε στη χώρα τους.

[7.140.1] Γιατί οι Αθηναίοι έστειλαν επίσημη αντιπροσωπεία στους Δελφούς και περίμεναν
να πάρουν χρησμό· κι αφού έκαναν τις τυπικές ιεροτελεστίες στον περίβολο του ναού,
μπήκαν στο εσωτερικό του και κάθισαν· κι αμέσως η Πυθία, που ονομαζόταν Αριστονίκη,
τους δίνει τον ακόλουθο χρησμό:
[7.140.2] Ταλαίπωροι, τί κάθεστε; Στα πέρατα του κόσμου
να φύγετ᾽ είναι ώρα·
τα δώματα και τα ψηλά τα κάστρα παρατήστε
της στρογγυλής σας πόλης.
Γιατί όλα σειούνται· ούτε κεφάλι, ούτε κορμί
στη θέση του δε μένει
κι ούτε οι άκρες των ποδιών, τα χέρια και η μέση·
τα παίρνει όλα συμφορά,
καθώς φωτιά τα ρήμαξε κι ο μανιασμένος Άρης
σέρνοντας άρμα Συριακό.
[7.140.3] Κι άλλων τα κάστρα τα ψηλά μαζί με τα δικά σου
θα τα ρημάξει ο πόλεμος·
στις άγριες φλόγες περισσούς ναούς θα παραδώσει
των αθανάτων των θεών,
που κιόλας κρύος ίδρωτας λούζει τ᾽ αγάλματά τους
που ᾽ναι στημένα στους ναούς,
κι ο φόβος τα τραντάζει. Κι οι στέγες τους ψηλά ψηλά
στάζουνε μαύρο αίμα,
που τα μελλούμενα κακά, τ᾽ αφεύγατα, προλέγει.
Και τώρ᾽ απ᾽ το ναό μου
καιρός δρόμο να παίρνετε και την καρδιά σας πέτρα
στις συμφορές να κάνετε.
[7.141.1] Οι απεσταλμένοι στο μαντείο Αθηναίοι, όταν τ᾽ άκουσαν αυτά, κυριεύτηκαν από
την πιο μεγάλη απελπισία. Και την ώρα που κυλιόνταν στο χώμα για τις συμφορές που τους
περίμεναν σύμφωνα με τους χρησμούς, ο Τίμων, ο γιος του Ανδροβούλου, πολίτης των
Δελφών από τους πρώτους ανάμεσα στους πρώτους, τους συμβούλεψε να πάρουν κλαδιά
ικεσίας και πάλι, για δεύτερη φορά, να πάνε να ζητήσουν χρησμό απ᾽ το μαντείο, με την
ιδιότητα του ικέτη. [7.141.2] Οι Αθηναίοι τον άκουσαν και είπαν: «Βασιλιά μας, δώσε μας
ένα χρησμό κάπως καλύτερο για την πατρίδα μας· σεβάσου αυτά τα κλαδιά ικεσίας που
κρατάμε καθώς σου προσπέφτουμε· αλλιώς δε θα φύγουμε μέσ᾽ απ᾽ το ναό σου, αλλά θα
μείνουμε εδώ σ᾽ αυτή τη στάση, ώσπου να μας βρει ο θάνατος»· ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τα λόγια
τους, η μάντισσα δίνει δεύτερο χρησμό, τον ακόλουθο:
[7.141.3] Μ᾽ όλα τα παρακάλια της και τη σοφή της γνώση
η Αθηνά Παλλάδα
ολότελα δε δύναται του Ολύμπιου του Δία
να μαλακώσει την καρδιά.
Σ᾽ εσένα τώρα δεύτερο χρησμό θενά σου δώσω,
αλύγιστο ατσάλι:
Όλα ένα γύρο που θωρείς στου Κέκροπα το βράχο
και στη σπηλιά ανάμεσα
του Κιθαιρώνα του σεπτού, ο εχθρός τα κυριεύει.
Μα στην Τριτογενή του
ο Δίας ο βροντόλαλος τη χάρη τούτη κάνει:
σωμός το ξύλινο το τείχος
για σένα και τα τέκνα σου, απόρθητο θα μείνει.
[7.141.4] Κι εσύ μη περιμένεις
ασάλευτος το ιππικό και τους πεζούς τους μύριους
που η Ασία στέλνει,
μα γύρισε τις πλάτες σου και μέριασε μπροστά τους·
κι η μέρα δε θ᾽ αργήσει
που αντίμαχός τους θα σταθείς. Ω άγια Σαλαμίνα,
πόσες γυναίκες θα θρηνούν τα τέκνα τους για σένα·
στο σπάρσιμο ή στο μάζεμα της Δήμητρας, δεν ξέρω.
[7.142.1] Λοιπόν αυτόν το χρησμό, γιατί και ήταν και φαινόταν ηπιότερος από τον
προηγούμενο, τον πήραν γραμμένο κι αναχώρησαν για την Αθήνα. Κι όταν η
αντιπροσωπεία γύρισε πίσω και τον ανακοίνωσε στην εκκλησία του δήμου, ακούστηκαν και
πολλές άλλες γνώμες, που προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν το χρησμό, όμως αυτές που
συγκρούονταν απόλυτα η μια με την άλλη ήταν οι ακόλουθες: ορισμένοι από τους πιο
ηλικιωμένους έλεγαν πως πίστευαν ότι ο θεός με το χρησμό του τους λέει πως η ακρόπολη
θα μείνει απόρθητη· γιατί τον παλιό καιρό η ακρόπολη ήταν οχυρωμένη με ξύλινο φράχτη·
[7.142.2] ετούτοι λοιπόν έδιναν την ερμηνεία πως αυτός ο φράχτης είναι το «ξύλινο
τείχος», ενώ οι άλλοι πάλι έλεγαν ότι ο θεός μιλά υπαινικτικά για τα καράβια και
παρακινούσαν αυτά ν᾽ αρματώσουν, αφήνοντας κατά μέρος καθετί άλλο. Λοιπόν αυτούς
που ισχυρίζονταν πως το «ξύλινο τείχος» είναι τα καράβια, τους σταματούσαν οι δυο
τελευταίοι στίχοι του χρησμού της Πυθίας:
Ω άγια Σαλαμίνα,
πόσες γυναίκες θα θρηνούν τα τέκνα τους για σένα·
στο σπάρσιμο ή στο μάζεμα της Δήμητρας, δεν ξέρω·
[7.142.3] αυτοί οι στίχοι προκαλούσαν σύγχυση στις γνώμες εκείνων που ισχυρίζονταν ότι
τα καράβια είναι το «ξύλινο τείχος»· γιατί οι χρησμολόγοι έδιναν σ᾽ αυτούς την εξής
ερμηνεία, πως είναι γραφτό να νικηθούν οι Αθηναίοι, αν ναυμαχούσαν στα νερά της
Σαλαμίνας.
[7.143.1] Κι ήταν ανάμεσα στους Αθηναίους ένας που τότε τελευταία αναδείχτηκε ανάμεσα
στους πρώτους της πόλης· λεγόταν Θεμιστοκλής κι ήταν γνωστός ως Θεμιστοκλής
Νεοκλέους. Αυτός αμφισβήτησε την ορθότητα της ερμηνείας των χρησμολόγων, μιλώντας
περίπου ως εξής: αν πράγματι ο στίχος του χρησμού αναφερόταν στους Αθηναίους, είχε την
εντύπωση πως δε θα δινόταν μ᾽ αυτή την τόσο κόσμια διατύπωση, αλλά έτσι: «Ω φριχτή
Σαλαμίνα» — όχι «ω άγια Σαλαμίνα», εφόσον βέβαια ήταν ν᾽ αφανιστούν οι κάτοικοί της
στα νερά της. [7.143.2] Άρα, αντίθετα, για όποιον ήθελε να δώσει τη σωστή ερμηνεία, ο
χρησμός του θεού απευθυνόταν στις μάνες των εχθρών κι όχι των Αθηναίων. Τους
συμβούλευε λοιπόν να προετοιμάζονται για να ναυμαχήσουν, γιατί αυτή την έννοια είχε το
«ξύλινο τείχος». [7.143.3] Οι Αθηναίοι, ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την αγόρευση του Θεμιστοκλή,
έκριναν πως η γνώμη του Θεμιστοκλή ήταν προτιμότερη από τη γνώμη των χρησμολόγων
που τους απέτρεπαν να προετοιμαστούν για ναυμαχία — κοντολογίς ούτε καν να
προβάλουν αντίσταση στον εχθρό, αλλά να εγκαταλείψουν την Αττική και να παν να
εγκατασταθούν σε κάποια άλλη χώρα.
[7.144.1] Κι άλλη μια γνώμη του Θεμιστοκλή αποδείχτηκε αξιοθαύμαστη για την κρίσιμη
ώρα της πόλης, όταν συγκεντρώθηκαν στο κοινό ταμείο των Αθηναίων πολλά χρήματα,
έσοδα από τα μεταλλεία του Λαυρίου, κι ο καθένας τους δικαιούνταν να πάρει το μερίδιό
του, δέκα δραχμές κατά κεφαλή· τότε ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να
παραιτηθούν από τη διανομή και να κατασκευάσουν μ᾽ αυτά τα χρήματα διακόσια καράβια
για τον πόλεμο (εννοώντας τον πόλεμο εναντίον των Αιγινητών. [7.144.2] Γιατί με το να
εμπλακούν σ᾽ αυτό τον πόλεμο σώθηκε η Ελλάδα, καθώς οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να
γίνουν ναυτικοί. Τώρα, τα καράβια αυτά δε χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό, για τον οποίο
ναυπηγήθηκαν, όμως μ᾽ αυτό τον τρόπο στην κρίσιμη ώρα αποδείχτηκαν χρήσιμα στην
Ελλάδα). Ήταν λοιπόν διαθέσιμα τα καράβια αυτά που τα είχαν από τα πριν ναυπηγήσει οι
Αθηναίοι, όμως ήταν ανάγκη να ναυπηγηθούν κι άλλα και να προστεθούν σ᾽ αυτά. [7.144.3]
Κι όταν, ύστερ᾽ από το χρησμό, συσκέφθηκαν, αποφάσισαν, ακολουθώντας το χρησμό του
θεού, ν᾽ αντιμετωπίσουν με τον στόλο τον βάρβαρο που βάδιζε εναντίον τους, σύσσωμοι,
μαζί μ᾽ όσους Έλληνες ήθελαν το ίδιο.

[7.145.1] Λοιπόν αυτοί οι χρησμοί είχαν δοθεί στους Αθηναίους. Τότε συγκεντρώθηκαν σ᾽
έναν τόπο οι Έλληνες που είχαν τα ευγενέστερα αισθήματα για την Ελλάδα, κι αντάλλαξαν
μεταξύ τους γνώμες και όρκους πίστης· στη σύσκεψή τους αποφάσισαν πως το πρώτο που
είχαν να κάνουν ήταν να καταλαγιάσουν τις έχθρες και τους πολέμους που είχαν ανάμεσά
τους. Πόλεμοι βρίσκονταν σ᾽ εξέλιξη κι ανάμεσα σε κάποιες άλλες πόλεις, ο πιο μεγάλος
όμως ήταν ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Αιγινήτες. [7.145.2] Κι αργότερα, παίρνοντας
την πληροφορία πως ο Ξέρξης με το εκστρατευτικό του σώμα βρισκόταν στις Σάρδεις,
αποφάσισαν να στείλουν κατασκόπους στην Ασία για τη δύναμη του βασιλιά, κι
αγγελιοφόρους στο Άργος, για να συνάψουν στρατιωτική συμμαχία εναντίον των Περσών,
κι άλλους να στείλουν στη Σικελία, στην αυλή του Γέλωνος, του γιου του Δεινομένη, και
στην Κέρκυρα, με την παραίνεση να σπεύσουν σε βοήθεια της Ελλάδας, κι άλλους στην
Κρήτη, με τη σκέψη όλος ο ελληνικός κόσμος να γίνει ένα και να συμπράξουν για να
υπηρετήσουν την κοινή προσπάθεια, γιατί ο όλεθρος απειλούσε το ίδιο όλους τους
Έλληνες. Κι ακουόταν τότε πως η δύναμη του Γέλωνος ήταν μεγάλη· ήταν πολύ πιο μεγάλη
από τη δύναμη οποιασδήποτε ελληνικής πόλης.
[7.146.1] Πήραν λοιπόν αυτές τις αποφάσεις και κατόπι, αφού έδωσαν τέλος στις διαμάχες
τους, πρώτα πρώτα στέλνουν κατασκόπους, τρεις άντρες, στην Ασία. Κι αυτοί έφτασαν στις
Σάρδεις και παρατηρούσαν προσεχτικά το στράτευμα του βασιλιά, όταν τους έπιασαν επ᾽
αυτοφώρω· κι οι στρατηγοί του πεζικού, ύστερ᾽ από βασανιστική ανάκριση, τους έστελναν
για εκτέλεση. [7.146.2] Κι ετούτοι ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο, ο Ξέρξης όμως, μόλις
πληροφορήθηκε αυτά, αποδοκιμάζοντας την απόφαση των στρατηγών στέλνει μερικούς
σωματοφύλακές του με την εντολή, αν προλάβουν ζωντανούς τους κατασκόπους, να τους
οδηγήσουν μπροστά του. [7.146.3] Και καθώς τους πρόλαβαν ακόμη ζωντανούς και τους
έφεραν μπροστά στο βασιλιά, αποκεί και πέρα, μαθαίνοντας το σκοπό της αποστολής τους,
διέταξε τους σωματοφύλακες να τους κάνουν το γύρο του στρατοπέδου και να τους δείξουν
όλο το πεζικό και το ιππικό· κι όταν χορτάσουν απ᾽ αυτό το θέαμα, να τους στείλουν πίσω,
σ᾽ όποια χώρα θελήσουν οι ίδιοι, σώους και αβλαβείς.
[7.147.1] Κι έδωσε αυτή την εντολή προσθέτοντας κι αυτό το επιχείρημα, δηλαδή: αν οι
κατάσκοποι θανατώνονταν, ούτε οι Έλληνες θα μπορούσαν να μάθουν από τα πριν τη
δύναμή του, που ήταν μεγαλύτερη απ᾽ ό,τι υπολόγιζαν, κι ούτε θα προκαλούσαν καμιά
μεγάλη ζημιά στον εχθρό σκοτώνοντας τρεις άντρες· αν όμως αυτοί γυρίσουν στην Ελλάδα,
είπε, πίστευε πως οι Έλληνες μαθαίνοντας τη δύναμή του πριν ξεκινήσει η εκστρατεία, θα
παράδιναν την ελευθερία, δικό τους κτήμα, κι έτσι ούτε καν θα υποχρεωθούν οι Πέρσες,
επιχειρώντας εκστρατεία, να μπουν σε σκοτούρες. [7.147.2] Λοιπόν, αυτή του η γνώμη
είναι παρόμοια με μια άλλη· δηλαδή, όταν ο Ξέρξης ήταν στην Άβυδο, είδε πλοία που
μετέφεραν σιτάρι από τον Εύξεινο Πόντο να διασχίζουν πλέοντας τον Ελλήσποντο με
προορισμό την Αίγινα και την Πελοπόννησο. Λοιπόν οι παρακαθήμενοί του, μόλις
αντιλήφτηκαν πως τα πλοία ήταν του εχθρού, ετοιμάστηκαν να τα κυριέψουν, με το βλέμμα
τους στον βασιλιά, πότε θα δώσει προσταγή. [7.147.3] Κι ο Ξέρξης τούς ρώτησε, προς τα
πού αρμενίζουν· κι οι άλλοι είπαν: «Προς τους εχθρούς σου, άρχοντά μας, κουβαλώντας
σιτάρι». Κι αυτός πήρε το λόγο και είπε: «Λοιπόν, κι εμείς δεν αρμενίζουμε προς τον ίδιο
τόπο μ᾽ αυτούς, κουβαλώντας ανάμεσα στ᾽ άλλα εφόδια και σιτάρι; άρα, τί κακό κάνουν
αυτοί κουβαλώντας σιτάρι για μας;».

[7.148.1] Λοιπόν οι κατάσκοποι, αφού μ᾽ αυτό τον τρόπο είδαν όλα τα πάντα και
στάλθηκαν πίσω, γύρισαν στην Ευρώπη· τώρα, οι Έλληνες που δέθηκαν με όρκο
εναντίον του Πέρση, ύστερ᾽ από την επιστροφή των κατασκόπων, έκαναν τη δεύτερη
ενέργειά τους· έστειλαν απεσταλμένους στο Άργος. [7.148.2] Κι οι Αργείοι λένε πως,
σ᾽ ό,τι αφορά στην πόλη τους, τα πράγματα εξελίχτηκαν ως εξής: αμέσως από την
πρώτη στιγμή έμαθαν τον κίνδυνο με τον οποίο ο βάρβαρος απειλούσε την Ελλάδα·
κι όταν πήραν την πληροφορία κι αντιλήφτηκαν ότι οι Έλληνες θα προσπαθήσουν να
τους πάρουν συμμάχους εναντίον των Περσών, έστειλαν επίσημη αντιπροσωπεία
στους Δελφούς, για να ρωτήσουν το θεό τί ήταν το καλύτερο που είχαν να κάνουν·
γιατί πρόσφατα σκοτώθηκαν από τους Λακεδαιμονίους και τον Κλεομένη, το γιο του
Αναξανδρίδα, έξι χιλιάδες δικοί τους — κι αυτός ήταν ο λόγος που τους έκανε να
στείλουν για χρησμό· [7.148.3] και, λένε, πως στο ερώτημά τους η Πυθία αποκρίθηκε
με τον εξής χρησμό:
Σ᾽ εχθρεύονται οι γείτονες, μα οι θεοί, Αργείε,
οι αθάνατοι, σε αγαπούν.
Φυλάξου, μέσα κάθισε στα κάστρα σου, κρατώντας
το δόρυ στο δεξί σου.
Φύλαγε το κεφάλι σου· γιατί η κεφαλή σου
θα σώσει το κορμί σου.
Λένε λοιπόν πως αυτούς τους χρησμούς έδωσε πρωτύτερα η Πυθία, κι αργότερα,
όταν έφτασαν οι αγγελιοφόροι στο Άργος, παρουσιάστηκαν στη βουλή κι έλεγαν
αυτά που είχαν εντολή να πουν. [7.148.4] Και πως αυτοί απάντησαν στις προτάσεις
πως είναι πρόθυμοι να τις δεχτούν, αν συνομολογηθεί ειρήνη για τριάντα χρόνια με
τους Σπαρτιάτες κι αν μοιραστούν μ᾽ αυτούς την ηγεμονία όλης της συμμαχίας·
βέβαια, έλεγαν, η ηγεμονία δικαιωματικά ανήκει σ᾽ αυτούς, όμως θ᾽ αρκεστούν κι αν
την έχουν μισή μισή.
[7.149.1] Λένε λοιπόν πως αυτή ήταν η απάντηση της βουλής, μολονότι ο χρησμός
τούς απέτρεπε να κάνουν συμμαχία με τους Έλληνες. Και πως επιδίωξαν να γίνουν
συνθήκες για τριάντα χρόνια, όσο κι αν τους φοβέριζε ο χρησμός, για ν᾽ αντρωθούν
τα παιδιά τους μέσα σ᾽ αυτό το διάστημα· και πως έκαναν μια πρόσθετη σκέψη,
μήπως, αν δεν κάνουν συνθήκες και, ύστερ᾽ από το κακό που είχαν πάθει, δεχτούν κι
άλλο χτύπημα απ᾽ τον Πέρση, αποκεί και πέρα υποταχτούν στους Λακεδαιμονίους.
[7.149.2] Κι ακόμη λένε πως οι αγγελιοφόροι που εκπροσωπούσαν τη Σπάρτη
έδωσαν την εξής απάντηση σε όσα άκουσαν από τη βουλή: όσο για τις συνθήκες, θα
μετέφεραν το αίτημα στη συνέλευση του λαού, για την αρχηγία όμως έχουν
εξουσιοδοτηθεί να δώσουν οι ίδιοι την απάντηση: δηλαδή, τους είπαν, πως αυτοί
έχουν δυο βασιλιάδες, ενώ οι Αργείοι έναν· λοιπόν τους είναι αδύνατο να
καθαιρέσουν από την αρχηγία τον ένα ή τον άλλο από τους βασιλιάδες της Σπάρτης,
αλλά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να έχει κι ο βασιλιάς του Άργους ψήφο ισότιμη
με τους δυο δικούς τους. [7.149.3] Λοιπόν οι Αργείοι ισχυρίζονται πως ύστερ᾽ απ᾽
αυτά δεν ανέχτηκαν την πλεονεξία των Σπαρτιατών, αλλά προτίμησαν να
εξουσιάζονται από τους βαρβάρους παρά να κάνουν κάποια υποχώρηση στους
Λακεδαιμονίους· και πως προειδοποίησαν τους αγγελιοφόρους, πριν βασιλέψει ο
ήλιος, να σηκωθούν και να φύγουν από τη χώρα των Αργείων, αλλιώς θα έχουν τη
μεταχείριση που ταιριάζει σε εχθρούς.
[7.150.1] Λοιπόν γι᾽ αυτή την υπόθεση οι Αργείοι από τη μεριά τους λένε αυτά·
υπάρχει όμως και μια άλλη ιστορία που διαδόθηκε σ᾽ όλη την Ελλάδα, ότι δηλαδή ο
Ξέρξης, πριν ακόμα αποφασίσει να ξεκινήσει την εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων,
έστειλε κήρυκα στο Άργος. [7.150.2] Κι όταν αυτός έφτασε, λένε πως είπε: «Άνδρες
Αργείοι, ο βασιλιάς Ξέρξης σάς λέει τα εξής: Εμείς πιστεύουμε ότι ο γενάρχης μας
είναι ο Πέρσης, ο γιος του Περσέα, που τον απόχτησε από τη θυγατέρα του Κηφέα,
την Ανδρομέδα. Σύμφωνα μ᾽ αυτά εμείς πρέπει να ᾽μαστε απόγονοί σας. Δεν είναι
σωστό λοιπόν ούτε εμείς να εκστρατεύουμε εναντίον των προγόνων μας, ούτε εσείς,
βοηθώντας άλλους, να ταχθείτε εναντίον μας, αλλά να κάθεστε στη χώρα σας ζώντας
ειρηνικά. Γιατί, αν τα πράματα έρθουν όπως τα εύχομαι, θα είστε οι πρώτοι στην
εύνοιά μου». [7.150.3] Λέγεται λοιπόν πως, όταν οι Αργείοι άκουσαν αυτή την
πρόταση, τους έκανε μεγάλη εντύπωση, αλλά εκείνη τη στιγμή ούτε έδωσαν κάποια
υπόσχεση ούτε πρόβαλαν κάποιο αίτημα· πως όμως, όταν οι Έλληνες πήγαν να τους
πάρουν στη συμμαχία τους, τότε λοιπόν, ξέροντας καλά ότι οι Λακεδαιμόνιοι δε θα
στρέξουν να τους κάνουν συναρχηγούς, πρόβαλαν αυτή την απαίτηση, για να έχουν
πρόφαση να μείνουν στην ησυχία τους.
[7.151.1] Μερικοί Έλληνες λένε πως με την εκδοχή αυτή ταιριάζει απόλυτα ένα
περιστατικό που συνέβη πολλά χρόνια αργότερα· πως, δηλαδή, έτυχε να βρίσκονται
στα Σούσα, την πόλη του Μέμνονος, καθένας τους για άλλη υπόθεση, από τη μεριά
τους απεσταλμένοι των Αθηναίων, ο Καλλίας, ο γιος του Ιππονίκου, κι εκείνοι που
τον συνόδευαν στην αποστολή του στον βασιλιά, κι από τη δική τους τον ίδιο καιρό,
Αργείοι απεσταλμένοι απ᾽ την πόλη τους στα Σούσα, που ρωτούσαν τον Αρτοξέρξη,
το γιο του Ξέρξη, αν παραμένει η φιλία που τους συνέδεε με τον Ξέρξη ή τους
θεωρούσε εχθρούς του· και πως ο βασιλιάς Αρτοξέρξης δήλωσε ότι μένει απόλυτα
σταθερός σ᾽ αυτήν και δε θεωρεί καμιά πόλη πιο φιλική από το Άργος.
[7.152.1] Τώρα, αν ο Ξέρξης έστειλε κήρυκα στο Άργος μ᾽ αυτές τις προτάσεις κι αν
απεσταλμένοι των Αργείων ανέβηκαν στα Σούσα και ρωτούσαν τον Αρτοξέρξη για
τη φιλία τους, δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα ούτε να διατυπώσω γι᾽ αυτά κάποια
γνώμη διαφορετική απ᾽ εκείνην που λένε οι ίδιοι οι Αργείοι. [7.152.2] Όμως ξέρω
καλά τούτο: αν όλοι οι άνθρωποι κουβαλούσαν τις δικές του δυστυχίες ο καθένας και
τις απέθεταν στον ίδιο τόπο θέλοντας να τις ανταλλάξουν με τις δυστυχίες των
πλησίον τους, σκύβοντας πάνω στις δυστυχίες των πλησίον τους ο καθένας με
αγαλλίαση θα σήκωνε και θα έπαιρνε πίσω τις δυστυχίες που κουβάλησε εκεί.
[7.152.3] Με αυτό το σκεπτικό κι η συμπεριφορά των Αργείων δεν ήταν η χειρότερη
που μπορούσε να γίνει. Από τη μεριά μου, έχω υποχρέωση να λέω τα λεγόμενα, δεν
έχω όμως υποχρέωση να τα πιστεύω πέρα για πέρα, κι αυτή μου η διακήρυξη θα
ισχύει σε όλα όσα εξιστορώ· για παράδειγμα, άκουσα να λένε κι αυτό, πως τάχα οι
Αργείοι ήταν εκείνοι που προσκάλεσαν τον Πέρση εναντίον της Ελλάδας, επειδή ο
στρατός τους τσακίστηκε στον πόλεμο με τους Λακεδαιμονίους· προτιμούσαν λοιπόν
οτιδήποτε άλλο μπορούσε να τους έρθει παρά τη συμφορά που τους βρήκε.

[7.153.1] Λοιπόν όσα αφορούν στους Αργείους ειπώθηκαν· τώρα, άλλοι


αγγελιοφόροι σταλμένοι από τους συμμάχους έφτασαν στη Σικελία για να
συναντήσουν τον Γέλωνα, κι ανάμεσά τους ο Σύαγρος από τη Σπάρτη. Αυτού του
Γέλωνος ο πρόγονος, από τους πρώτους αποίκους της Γέλας, καταγόταν από τη νήσο
Τήλο, που βρίσκεται στ᾽ ανοιχτά του Τριοπίου· αυτός, όταν οι Λίνδιοι που ήρθαν από
τη Ρόδο κι ο Αντίφημος έχτιζαν τη Γέλα, τους ακολούθησε. [7.153.2] Με τα χρόνια,
οι απόγονοί του έγιναν τελετάρχες των θεών του Κάτω Κόσμου και κρατούσαν
συνεχώς το αξίωμά τους, που το απόχτησε ένας από τους προγόνους τους, ο Τηλίνης,
και νά πώς: στην πόλη Μακτώριο, που είχε χτιστεί πάνω από τη Γέλα, βρήκαν
καταφύγιο πολίτες της Γέλας που νικήθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο. [7.153.3] Αυτούς
λοιπόν τους έφερε πίσω στην πατρίδα τους, τη Γέλα, ο Τηλίνης, χωρίς να διαθέτει
καμιά στρατιωτική δύναμη, αλλά τα ιερά σύμβολα αυτών των θεών. Τώρα, από πού
τα πήρε ή αν από μόνος του τα προμηθεύτηκε, δεν ξέρω να το πω. Σ᾽ αυτά λοιπόν
στηρίχτηκε και τους αποκατέστησε, με τον όρο οι απόγονοί του να είναι τελετάρχες
των θεών. [7.153.4] Λοιπόν σε μένα, και τ᾽ άλλα που έμαθα μου προκαλούν
κατάπληξη, αλλά προπάντων αυτό: να κατορθώσει ο Τηλίνης έργο τόσο μεγάλο· γιατί
έχω τη γνώμη πως τέτοια έργα δεν είναι του χεριού του καθενός, αλλά θέλουν ψυχή
γενναία και αντρίκεια ρώμη· όμως γι᾽ αυτόν οι κάτοικοι της Σικελίας λένε τ᾽
αντίθετα, πως απ᾽ τη φύση του ήταν γυναικωτός και περισσότερο απ᾽ όσο πρέπει
μαλθακός. Έτσι λοιπόν απόχτησε αυτό το αξίωμα.
[7.154.1] Κι όταν πέθανε ο Κλέανδρος, ο γιος του Παντάρη, αφού κυβέρνησε ως
τύραννος τη Γέλα για εφτά χρόνια, δολοφονημένος από τον Σάβυλλο, πολίτη της
Γέλας, τότε πήρε στα χέρια του τη μοναρχία ο αδερφός του Κλεάνδρου Ιπποκράτης.
Κι όσο κρατούσε την τυραννική εξουσία ο Ιπποκράτης, ο Γέλων, που ήταν απόγονος
του τελετάρχη Τηλίνη, μαζί με πολλούς άλλους και τον Αινησίδημο, το γιο του
Παταίκου, ήταν σωματοφύλακας του Ιπποκράτη. [7.154.2] Δεν πέρασε πολύς καιρός
και αναδείχτηκε αρχηγός όλου του ιππικού με την αντρεία του· γιατί, καθώς ο
Ιπποκράτης πολιορκούσε τους Καλλιπολίτες και τους Ναξίους και τους Ζαγκλαίους
και τους Λεοντίνους κι επίσης τους Συρακουσίους και πολλές βαρβαρικές πόλεις, ο
Γέλων αναδεικνυόταν σ᾽ αυτούς τους πολέμους άντρας με την πιο λαμπρή παλικαριά.
Κι από τις πόλεις που ανέφερα καμιά, εκτός από τις Συρακούσες, δεν ξέφυγε την
υποταγή της στον Ιπποκράτη. [7.154.3] Αλλά τους Συρακουσίους, που νικήθηκαν σε
μάχη στις όχθες του ποταμού Ελώρου, τους έσωσαν οι Κορίνθιοι κι οι Κερκυραίοι·
και τους έσωσαν λύνοντας τις διαφορές τους με τον εξής όρο: να παραδώσουν οι
Συρακούσιοι την Καμάρινα στον Ιπποκράτη — η Καμάρινα από τον παλιό καιρό
ανήκε στους Συρακουσίους.
[7.155.1] Και τον Ιπποκράτη, αφού κράτησε την τυραννική εξουσία όσα χρόνια κι ο
αδερφός του, τον βρήκε ο θάνατος κοντά στην πόλη Ύβλη, σε εκστρατεία εναντίον
των Σικελών· τότε λοιπόν ο Γέλων εμφανίστηκε ως προστάτης των γιων του
Ιπποκράτη, του Ευκλείδη και του Κλεάνδρου, καθώς οι πολίτες δεν ήθελαν πια να
έχουν στο κεφάλι τους τύραννο· στην πραγματικότητα όμως, όταν νίκησε σε μάχη
τους Γελώους, πήρε την εξουσία στα χέρια του στερώντας την από τα παιδιά του
Ιπποκράτη. [7.155.2] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό το δώρο της τύχης, ο Γέλων, όταν οι
ευκατάστατοι Συρακούσιοι (που τους έλεγαν γαμόρους) νικήθηκαν από το
δημοκρατικό πλήθος και τους δούλους τους (που τους αποκαλούσαν Κυλλυρίους) κι
εξορίστηκαν, τους βοήθησε να γυρίσουν απ᾽ την εξορία, από την πόλη Κασμένη στις
Συρακούσες, και κατέλαβε κι αυτές· γιατί το δημοκρατικό πλήθος των Συρακουσών,
καθώς ο Γέλων κατευθυνόταν εναντίον της πόλης τους, του παραδίνει την πόλη και
τον εαυτό του.
[7.156.1] Κι αυτός, από την ώρα που πήρε τις Συρακούσες, έδινε πολύ μικρή σημασία
στη Γέλα που εξουσίαζε, κι εμπιστεύθηκε τη διοίκησή της στον αδερφό του Ιέρωνα,
αλλά ενίσχυε τις Συρακούσες — το παν γι᾽ αυτόν ήταν οι Συρακούσες, [7.156.2] και
πολύ γρήγορα η πόλη ξεπετάχτηκε σα δέντρο ψηλόκορμο και φούντωσε· γιατί πρώτα
πρώτα τους Καμαριναίους τους μετέφερε όλους στις Συρακούσες και τους έδωσε
πολιτικά δικαιώματα, ενώ ξεθεμέλιωσε την πόλη της Καμάρινας· κατόπι στους
περισσότερους από τους μισούς πολίτες της Γέλας επιφύλαξε την ίδια τύχη με τους
Καμαριναίους· κι από τους Μεγαρείς της Σικελίας, όταν, ύστερ᾽ από πολιορκία, του
παραδόθηκαν με συνθήκες, τους ευκατάστατους —κι ήταν αυτοί που ξεσήκωσαν τον
πόλεμο εναντίον του και γι᾽ αυτόν το λόγο περίμεναν ν᾽ αφανιστούν— τους μετέφερε
στις Συρακούσες και τους έδωσε πολιτικά δικαιώματα· αντίθετα, το δημοκρατικό
πλήθος των Μεγαρέων, που δεν είχε υπαιτιότητα γι᾽ αυτό τον πόλεμο κι ούτε
περίμενε να πάθει κανένα κακό, τους μετέφερε κι αυτούς στις Συρακούσες και τους
πούλησε δούλους έξω απ᾽ τη Σικελία· [7.156.3] την ίδια ακριβώς τύχη επιφύλαξε
στους Ευβοείς της Σικελίας, διαφορετική για κάθε κοινωνική τάξη τους· και φέρθηκε
μ᾽ αυτό τον τρόπο στους κατοίκους των δύο αυτών πόλεων, επειδή νόμιζε πως το
δημοκρατικό πλήθος είναι ο πιο ενοχλητικός συγκάτοικος. Έτσι λοιπόν ο Γέλων είχε
γίνει τύραννος με μεγάλη εξουσία.
[7.157.1] Τότε λοιπόν, όταν έφτασαν στην αυλή του οι απεσταλμένοι των Ελλήνων,
στις Συρακούσες, κι έκαναν διαπραγματεύσεις μ᾽ αυτόν, έλεγαν τα εξής: «Μας
έστειλαν οι Λακεδαιμόνιοι [και οι Αθηναίοι] κι οι σύμμαχοί τους, για να σε πάρουμε
στη συμμαχία μας εναντίον του βαρβάρου. Ασφαλώς θα πήρες την πληροφορία για
τον εχθρό που βαδίζει εναντίον της Ελλάδας, δηλαδή ότι ο Πέρσης σχεδιάζει,
γεφυρώνοντας τον Ελλήσποντο και οδηγώντας από την Ασία όλο το στρατό της
Ανατολής, να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας, με πρόσχημα πως κατευθύνεται
εναντίον της Αθήνας, έχοντας στο νου του όμως να υποδουλώσει όλο τον ελληνικό
κόσμο. [7.157.2] Κι εσύ —μια κι έχεις αποχτήσει μεγάλη δύναμη και κρατάς στα
χέρια σου μεγάλο μέρος της Ελλάδας, σαν άρχοντας της Σικελίας που είσαι— βοήθα
αυτούς που αγωνίζονται για την ελευθερία της Ελλάδας και κράτησέ την ελεύθερη
μαζί τους. Γιατί, αν όλος ο ελληνικός κόσμος ενωθεί, συγκεντρώνουμε μεγάλη
στρατιωτική δύναμη και είμαστε σε θέση ν᾽ αντιμετωπίσουμε τον επιδρομέα·
αντίθετα, αν άλλοι από μας προδίνουν επαίσχυντα, άλλοι είναι απρόθυμοι να
βοηθήσουν, και μείνει μικρό μέρος της Ελλάδας με ακμαίο φρόνημα, τότε πια ο
φόβος γίνεται πραγματικός, μήπως πέσει ολόκληρη η Ελλάδα. [7.157.3] Γιατί μην
έχεις ελπίδα πως, αν ο Πέρσης μάς νικήσει σε μάχη και μας υποδουλώσει, δε θα
φτάσει στη χώρα σου, αλλά πάρε τα μέτρα σου γι᾽ αυτή την περίπτωση από τα πριν·
δηλαδή, με τη βοήθεια που μας δίνεις, βοηθάς τον εαυτό σου· κι η πείρα λέει πως οι
ενέργειες που προέρχονται από σωστή σκέψη συνήθως φέρνουν καλό αποτέλεσμα».
[7.158.1] Εκείνοι λοιπόν αυτά έλεγαν κι ο Γέλων τούς επιτέθηκε με σφοδρότητα
μιλώντας έτσι: «Άνδρες Έλληνες, τολμήσατε να ᾽ρθείτε να με καλέσετε με προτάσεις
αλαζονικές στη συμμαχία σας εναντίον των βαρβάρων. [7.158.2] Εσείς όμως, όταν
πρωτύτερα σας παρακάλεσα να μου δώσετε χέρι για να χτυπήσουμε μαζί βαρβαρικό
στρατό, όσο κρατούσε ο πόλεμος ανάμεσα σ᾽ εμένα και τους Καρχηδονίους, και σας
εξόρκιζα να πάρετε εκδίκηση για τον Δωριέα, το γιο του Αναξανδρίδα, που τον
σκότωσαν οι Εγεσταίοι, και σας παρακινούσα ν᾽ αγωνιστείτε μαζί μου για την
ελευθερία των εμπορικών σταθμών, που σας έχουν δώσει μεγάλα πλεονεκτήματα και
κέρδη, ούτε για χάρη μου ήρθατε να βοηθήσετε ούτε για να πάρετε πίσω το αίμα του
Δωριέα· και αν ήταν να περιμένουμε από σας, όλ᾽ αυτά τα μέρη σίγουρα θα τα όριζαν
οι βάρβαροι. [7.158.3] Αλλά τα πράγματα πήραν ευνοϊκή στροφή για μένα κι
εξελίχτηκαν προς το καλύτερο. Και τώρα που ο πόλεμος μετατοπίστηκε και χτυπά τη
δική σας χώρα, νά που θυμηθήκατε τον Γέλωνα! [7.158.4] Όμως, αν και μου
φερθήκατε με καταφρόνια, δε θα σας μοιάσω, αλλά είμαι πρόθυμος να σας βοηθήσω
δίνοντας διακόσιες τριήρεις και είκοσι χιλιάδες βαριά οπλισμένους και δύο χιλιάδες
ιππείς και δύο χιλιάδες τοξότες και δύο χιλιάδες σφενδονητές και δύο χιλιάδες
ελαφρύ ιππικό· αναλαμβάνω επίσης να εφοδιάσω με σιτάρι ολόκληρο τον ελληνικό
στρατό για όσο κρατήσει ο πόλεμος. [7.158.5] Δίνω αυτές τις υποσχέσεις μ᾽ έναν
τέτοιο όρο: να είμαι στρατηγός και αρχηγός των Ελλήνων εναντίον των βαρβάρων·
διαφορετικά, ούτε ο ίδιος θα έρθω κι ούτε άλλους θα στείλω».
[7.159.1] Ακούοντας αυτά ο Σύαγρος δε βάσταξε και μίλησε έτσι: «Νά που ο
απόγονος του Πέλοπα, ο Αγαμέμνων, θα βγάλει βαθύ στεναγμό μαθαίνοντας ότι οι
Σπαρτιάτες καθαιρέθηκαν απ᾽ την αρχηγία από τον Γέλωνα και τους Συρακουσίους!
Μη ξανακάνεις λοιπόν αυτή την πρόταση, να σου παραδώσουμε την αρχηγία. Αλλά,
αν θέλεις να βοηθήσεις την Ελλάδα, πάρ᾽ το απόφαση πως θα ᾽χεις αρχηγούς τους
Λακεδαιμονίους· τώρα, αν σου είναι δύσκολο να μας έχεις αρχηγούς, να μας λείπει η
βοήθειά σου».
[7.160.1] Ο Γέλων, βλέποντας πως με τα λόγια του ο Σύαγρος του γυρνούσε την
πλάτη, στην απάντησή του διατύπωσε κάπως έτσι την τελευταία πρότασή του: «Ξένε
Σπαρτιάτη, οι προσβολές που εκτοξεύονται σ᾽ έναν άντρα συνήθως προκαλούν
αναβρασμό στην ψυχή· όμως, μολονότι εσύ στην ομιλία σου εκστόμισες
προσβλητικές φράσεις, δεν τα κατάφερες να με κάνεις να σου δώσω μια άπρεπη
απάντηση. [7.160.2] Όταν λοιπόν εσείς δε λέτε να ξεκολλήσετε καθόλου από την
αρχηγία, είναι λογικό για μένα να μη θέλω πολύ περισσότερο να ξεκολλήσω απ᾽
αυτήν, αφού είμαι αρχηγός πολλαπλάσιου στρατεύματος και πολύ περισσότερων
καραβιών. Αλλά, επειδή βλέπω πως αυτή η πρόταση σας φαίνεται ανηφοριά
απότομη, εμείς θα κάνουμε κάποια υποχώρηση από την πρώτη μας πρόταση. Λοιπόν,
θέλετε να είστε αρχηγοί του πεζικού; τότε εγώ θα είμαι του στόλου· σας αρέσει να
είστε αρχηγοί στη θάλασσα; τότε εγώ θέλω στο πεζικό. Και δε σας απομένει άλλο
παρά ή να μείνετε ικανοποιημένοι μ᾽ αυτά ή να σηκωθείτε να φύγετε, στερώντας την
παράταξή σας από συμμάχους σαν κι εμάς».
[7.161.1] Αυτή λοιπόν ήταν η πρόταση του Γέλωνος, αλλά ο απεσταλμένος της
Αθήνας πετάχτηκε και πήρε το λόγο πριν από τον Λακεδαιμόνιο κι έδωσε την εξής
απάντηση: «Βασιλιά των Συρακουσίων, η Ελλάδα δε μας έστειλε σε σένα γιατί της
λείπει αρχηγός, αλλά στράτευμα. Εσύ όμως δε δείχνεις διάθεση να στείλεις στρατό,
αν δε γίνεις αρχηγός των Ελλήνων, αλλά λαχταράς να γίνεις στρατηγός τους.
[7.161.2] Λοιπόν, όση ώρα ζητούσες να γίνεις αρχηγός όλων των στρατιωτικών
δυνάμεων των Ελλήνων, εμείς οι Αθηναίοι δεν είχαμε λόγο να παρέμβουμε, ξέροντας
καλά πως ο Σπαρτιάτης θ᾽ αποδεικνυόταν ικανός να δώσει απάντηση και για μας και
για τους Λακεδαιμονίους· επειδή όμως, καθώς σου κλείστηκε η πόρτα της γενικής
αρχηγίας, ζητάς την αρχηγία του ναυτικού, νά τί μπορείς να περιμένεις· κι αν ακόμα
οι Σπαρτιάτες σού παραχωρήσουν την αρχηγία του στόλου, εμείς δε θα την
παραχωρήσουμε· γιατί, από την ώρα που παραιτούνται απ᾽ αυτήν οι Λακεδαιμόνιοι,
είναι δική μας. Αν λοιπόν θέλουν ετούτοι να έχουν την αρχηγία, δε λέμε όχι, δε θα
επιτρέψουμε όμως σε κανέναν άλλο να γίνει ναύαρχος. [7.161.3] Γιατί τί αξία θα έχει
που διαθέτουμε την πιο μεγάλη ναυτική δύναμη, αν δεχτούμε να περάσει η αρχηγία
στους Συρακουσίους, εμείς οι Αθηναίοι, που είμαστε η αρχαιότερη φυλή κι οι μόνοι
Έλληνες που δε μεταναστεύσαμε από άλλο τόπο· δικός μας ήταν κι ο ήρωας που ο
Όμηρος, ο επικός ποιητής, ονόμασε πως απ᾽ όλους όσους έφτασαν στο Ίλιο ήταν ο
πρώτος στο να παρατάξει και να διοικήσει στράτευμα. Μ᾽ αυτά τα δεδομένα, δεν
έχουμε κανένα λόγο να φοβούμαστε πως τα λόγια μας θα θεωρηθούν προσβλητικά».
[7.162.1] Ο Γέλων τού αποκρίθηκε: «Ξένε Αθηναίε, μου δίνετε την εντύπωση ότι
έχετε αρχηγούς, αλλά δε θα ᾽χετε στρατό να διοικούν. Λοιπόν, μια και αρνιέστε να
κάνετε κάποια παραχώρηση και θέλετε να τα κρατήσετε όλα εσείς, χαθείτε αμέσως
απ᾽ τα μάτια μου, σηκωθείτε να φύγετε πίσω και να δώσετε στην Ελλάδα το μήνυμα
πως από το χρόνο της τής αφαίρεσαν την άνοιξη». [7.162.2] [Νά η έννοια της
φράσης, τί ήθελε να πει· δηλαδή όλοι ξέρουμε πως απ᾽ τις εποχές του χρόνου η πιο
καλή είναι η άνοιξη — λοιπόν από τον ελληνικό στρατό ο δικός του στρατός.
Παρομοίαζε λοιπόν την Ελλάδα χωρίς τη συμμαχία του με χρόνο που του έχουν
αφαιρέσει την άνοιξη.]

[7.163.1] Λοιπόν, οι απεσταλμένοι των Ελλήνων, ύστερ᾽ απ᾽ αυτές τις


διαπραγματεύσεις με τον Γέλωνα, γύρισαν πίσω με τα καράβια τους· ο Γέλων, μια κι
έτσι πήγαν τα πράγματα, από τη μια έχοντας φόβο για τους Έλληνες, μήπως δεν
μπορέσουν να βάλουν κάτω τον βάρβαρο, κι από την άλλη θεωρώντας φοβερό και
απαράδεκτο να πάει στην Πελοπόννησο και να τον εξουσιάζουν οι Λακεδαιμόνιοι,
αυτόν, τον τύραννο της Σικελίας, εγκατέλειψε αυτό το δρόμο και πήρε διαφορετικό·
[7.163.2] αμέσως μόλις έμαθε πως ο Πέρσης είχε διαβεί τον Ελλήσποντο, στέλνει με
τρεις πεντηκοντόρους στους Δελφούς τον Κάδμο, το γιο του Σκύθη, που καταγόταν
από την Κω, με πολλά χρήματα και φιλικές προτάσεις για να καιροσκοπήσει, προς τα
πού θα γείρει η ζυγαριά του πολέμου· κι αν νικητής βγει ο βάρβαρος, να δώσει σ᾽
αυτόν και τα χρήματα και γην και ύδωρ για τα μέρη που όριζε ο Γέλων· αν οι
Έλληνες, να γυρίσει πίσω.
[7.164.1] Αυτός ο Κάδμος στο παρελθόν είχε παραλάβει από τον πατέρα του την
τυραννική εξουσία στην Κω, σταθερά θεμελιωμένη· και με τη θέλησή του, χωρίς ν᾽
αντιμετωπίζει κανένα κίνδυνο, από αίσθημα δικαιοσύνης και μόνο παραιτήθηκε από
την εξουσία και την έκανε κοινό κτήμα των Κώων κι έφυγε στη Σικελία, όπου, με τη
σύμπραξη των Σαμίων κυρίεψε την πόλη Ζάγκλη (που άλλαξε τ᾽ όνομά της και
λέγεται Μεσσήνη) κι εγκαταστάθηκε σ᾽ αυτή. [7.164.2] Ο Γέλων λοιπόν σ᾽ αυτό τον
Κάδμο, που είχε φτάσει εκεί με τον τρόπο που είπαμε, του ανέθεσε αυτή την
αποστολή, εξαιτίας της δικαιοσύνης του, για την οποία είχε και άλλες, προσωπικές
μαρτυρίες. Κι εκείνος, κοντά στις άλλες δίκαιες πράξεις του, άφησε στη μνήμη των
ανθρώπων κι αυτή, τη μεγαλύτερη απ᾽ όλες: ενώ είχε στα χέρια του μεγάλα
χρηματικά ποσά, που του τα είχε εμπιστευθεί ο Γέλων, και μπορούσε να τα
κατακρατήσει, δεν το καταδέχτηκε, αλλά, όταν οι Έλληνες νίκησαν στη ναυμαχία κι
ο Ξέρξης πήρε βιαστικά το δρόμο του γυρισμού, τότε κι εκείνος, έχοντας μαζί του
όλα τα χρήματα, γύρισε στη Σικελία.
[7.165.1] Αυτοί που είναι εγκατεστημένοι στη Σικελία προσθέτουν και τα εξής: πως ο
Γέλων, κι ας ήταν να ᾽ναι κάτω από τις διαταγές των Λακεδαιμονίων, θα βοηθούσε
τους Έλληνες, αν ο Τήριλλος, ο γιος του Κρινίππου, τύραννος της Ιμέρας, δεν
εξοριζόταν από τον μονάρχη των Ακραγαντίνων, τον Θήρωνα, γιο του Αινησιδήμου,
από την Ιμέρα και δεν έκανε να συναχτούν εναντίον του Θήρωνος εκείνο τον καιρό
στρατιωτικές δυνάμεις τριακοσίων χιλιάδων αντρών από Φοίνικες και Λίβυες και
Ίβηρες και Λίγυες και Ελισύκους και Σαρδηνίους και Κυρνίους, με στρατηγό τους το
βασιλιά των Καρχηδονίων Αμίλκα, το γιο του Άννωνος· αυτόν τον έπεισε ο Τήριλλος
με τους δεσμούς φιλίας που είχε μαζί του, περισσότερο όμως με τη δραστηριότητα
που έδειχνε ο Αναξίλας, ο γιος του Κρατίνου, τύραννος του Ρηγίου, που έδωσε τα
παιδιά του ομήρους στον Αμίλκα και τον ξεσήκωσε εναντίον της Σικελίας,
βοηθώντας τον πεθερό του· γιατί ο Αναξίλας είχε τη θυγατέρα του Τηρίλλου, που την
έλεγαν Κυδίππη· κι έτσι δε στάθηκε δυνατό ο Γέλων να βοηθήσει τους Έλληνες κι
έστειλε εκείνα τα χρήματα στους Δελφούς.
[7.166.1] Και συμπληρώνουν τη διήγησή τους με τ᾽ ακόλουθα, πως συνέβη την ίδια
μέρα να νικούν στη Σικελία ο Γέλων και ο Θήρων τον Αμίλκα τον Καρχηδόνιο και
στη Σαλαμίνα οι Έλληνες τους Πέρσες. Και πληροφορήθηκα πως ο Αμίλκας, που από
τη μεριά του πατέρα του ήταν Καρχηδόνιος, αλλά από της μητέρας του Συρακούσιος,
κι έγινε βασιλιάς των Καρχηδονίων με τ᾽ ανδραγαθήματά του, όταν ήρθαν στα χέρια
και νικιόταν στη μάχη, έγινε άφαντος· γιατί δε φάνηκε πουθενά πάνω στη γη, ούτε
ζωντανός ούτε πεθαμένος, μολονότι ο Γέλων δεν άφησε μεριά που δεν την ερεύνησε
αναζητώντας τον.
[7.167.1] Τώρα, οι Καρχηδόνιοι από τη μεριά τους διηγούνται την εξής ιστορία, που
φαίνεται πιθανή· ότι οι βάρβαροι πολεμούσαν με τους Έλληνες, και μάχονταν από
την αυγή ώς αργά το δειλινό (γιατί λένε πως τόσο κράτησε η σύγκρουση), κι ο
Αμίλκας όλο αυτό το διάστημα έμενε στο στρατόπεδο κι έκανε θυσίες για να πάρει
αίσιο προμήνυμα, ρίχνοντας πάνω σε μεγάλη πυρά τα σφάγια μ᾽ όλα τους τα μέλη· κι
όταν είδε το στράτευμά του να τρέπεται σε φυγή, όπως βρέθηκε να κάνει σπονδές
πάνω στα σφάγια, ρίχτηκε από μόνος του στη φωτιά· κι έτσι λοιπόν έγινε στάχτη κι
εξαφανίστηκε. [7.167.2] Και για τον Αμίλκα, που εξαφανίστηκε είτε με τον τρόπο
που λένε οι Φοίνικες είτε με κάποιον άλλο, κάνουν θυσίες για να τον τιμήσουν κι
έχτισαν κενοτάφια σ᾽ όλες τις πόλεις των αποικιών τους, και το μεγαλύτερο στην ίδια
την Καρχηδόνα. Αυτά λοιπόν για τα γεγονότα της Σικελίας.

[7.168.1] Οι Κερκυραίοι πάλι άλλη απάντηση έδωσαν στους απεσταλμένους κι άλλα


έπραξαν· δηλαδή, οι ίδιοι απεσταλμένοι που είχαν πάει στη Σικελία προσπαθούσαν
να φέρουν στη συμμαχία κι αυτούς, λέγοντας τα ίδια επιχειρήματα που έλεγαν και
στον Γέλωνα. Κι εκείνη τη στιγμή υπόσχονταν να στείλουν βοήθεια και ν᾽
αγωνιστούν, λέγοντας πως δεν μπορούν να μένουν αδιάφοροι την ώρα που χάνεται η
Ελλάδα· γιατί αν πέσει, στους ίδιους δε μένει παρά η σκλαβιά από την άλλη κιόλας
μέρα· λοιπόν καθήκον τους είναι να βοηθήσουν μ᾽ όλες τους τις δυνάμεις. [7.168.2]
Λοιπόν, τόσο ωραία θωριά είχαν τα λόγια τους· όταν όμως ήρθε η ώρα να
βοηθήσουν, βάζοντας άλλα στο νου τους αρμάτωσαν εξήντα καράβια κι ανοίχτηκαν
στο πέλαγος· και μόλις έπιασαν στεριά στην Πελοπόννησο, κρατούσαν τα καράβια
στις άγκυρες στις ακτές της Πύλου και του Ταινάρου της Λακωνίας, καιροσκοπώντας
κι αυτοί ποιά θα είναι η έκβαση του πολέμου, μη προσδοκώντας να βγουν νικητές οι
Έλληνες, αλλά πιστεύοντας πως ο Πέρσης θα πάρει μεγάλη νίκη και θα εξουσιάσει
ολόκληρη την Ελλάδα. [7.168.3] Επίτηδες λοιπόν ενεργούσαν έτσι, για να έχουν να
λένε στον Πέρση τα εξής: «Βασιλιά μου, εμείς, ενώ οι Έλληνες πάσχιζαν να μας
βάλουν στη συμμαχία τους σ᾽ αυτό τον πόλεμο κι η δύναμή μας ήταν από τις πιο
μεγάλες και διαθέταμε όχι τα λιγότερα, αλλά τα περισσότερα (ύστερα βέβαια από
τους Αθηναίους) καράβια, δε δεχτήκαμε να εναντιωθούμε σε σένα κι ούτε κάναμε
κάτι που θα σε δυσαρεστούσε». Έλπιζαν με τέτοια λόγια να πετύχουν κάπως
καλύτερη μεταχείριση από τους άλλους — πράγμα που θα γινόταν, κατά τη γνώμη
μου. [7.168.4] Κι από την άλλη μεριά, για τους Έλληνες επινόησαν μια δικαιολογία
την οποία και χρησιμοποίησαν· δηλαδή, στις κατηγορίες των Ελλήνων πως δεν πήγαν
να βοηθήσουν, απάντησαν ότι αρμάτωσαν εξήντα καράβια, αλλά τα μελτέμια έκαναν
αδύνατο το πέρασμα του Μαλέα, και πως αυτός ήταν ο λόγος που έμειναν πίσω· όχι,
δεν απουσίασαν απ᾽ τη ναυμαχία της Σαλαμίνας επειδή δείλιασαν κάπως. Μ᾽ αυτό
τον τρόπο λοιπόν ξεγέλασαν τους Έλληνες κι απαλλάχτηκαν.
[7.169.1] Κι οι Κρήτες νά τί έκαναν, όταν οι απεσταλμένοι των Ελλήνων στο νησί
τους πάσχιζαν να τους βάλουν στη συμμαχία· έστειλαν κοινή επίσημη αντιπροσωπεία
στους Δελφούς και ρωτούσαν το θεό αν το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να
βοηθήσουν την Ελλάδα. [7.169.2] Κι η Πυθία τούς αποκρίθηκε: «Ξεμωραμένοι, δεν
είστε σεις που τα ᾽χετε με τον εαυτό σας για τις πληγές που σας έστειλε ο Μίνως,
χολωμένος για τη βοήθεια που δώσατε στον Μενέλαο, επειδή οι Έλληνες δεν του
έδωσαν ένα χέρι για να πάρει εκδίκηση για το θάνατο που βρήκε στην Καμικό, ενώ
εσείς δώσατε χέρι σ᾽ εκείνους για τη γυναίκα που άρπαξε ο βάρβαρος άντρας;». Όταν
αυτός ο χρησμός μεταφέρθηκε στους Κρήτες, και τον άκουσαν, αποφάσισαν να μη
στείλουν βοήθεια.
[7.170.1] Διηγούνται δηλαδή πως, όταν ο Μίνως έφτασε στη Σικανία (που σήμερα
λέγεται Σικελία), αναζητώντας τον Δαίδαλο, βρήκε βίαιο θάνατο. Πέρασαν λοιπόν
από τότε χρόνια, όταν οι Κρήτες, όλοι εκτός από τους Πολυχνίτες και τους
Πραισίους, με υποκίνηση θεού, έφτασαν με μεγάλο εκστρατευτικό σώμα στη Σικελία
και πολιορκούσαν επί πέντε χρόνια την πόλη Καμικό, που στην εποχή μου ανήκε
στην επικράτεια των Ακραγαντίνων. [7.170.2] Και πως στο τέλος, καθώς δεν
μπορούσαν ούτε να την κυριέψουν ούτε να συνεχίσουν την πολιορκία —τους θέριζε
η πείνα— έλυσαν την πολιορκία και σηκώθηκαν κι έφυγαν. Και πως, όταν
αρμενίζοντας έφτασαν στις ακτές της Ιαπυγίας, τους άρπαξε φοβερό αγριοκαίρι και
τους έριξε στη στεριά· κι έτσι που τα καράβια τους έγιναν συντρίμμια και δεν
έβλεπαν κανένα τρόπο να γυρίσουν στην Κρήτη, τότε ίδρυσαν την πόλη Υρία κι
εγκαταστάθηκαν εκεί, κι αλλάζοντας τ᾽ όνομά τους από Κρήτες ονομάστηκαν
Μεσσάπιοι Ιάπυγες κι από θαλασσινοί έγιναν στεριανοί. [7.170.3] Και, λένε, πως με
κέντρο την πόλη Υρία έχτισαν κι άλλες πόλεις, που αργότερα, ύστερ᾽ από πολλά
χρόνια, οι Ταραντίνοι βάλθηκαν να τις ξεθεμελιώσουν και πήραν άγριο χτύπημα,
ώστε απ᾽ όσες μάχες μας είναι γνωστές σε καμιά δε χύθηκε τόσο ελληνικό αίμα — ο
σκοτωμός των ίδιων των Ταραντίνων και των Ρηγίνων στάθηκε ο μεγαλύτερος: από
τους Ρηγίνους σκοτώθηκαν τρεις χιλιάδες πολίτες, που ο Μίκυθος, ο γιος του Χοίρου,
εξανάγκασε να παν να βοηθήσουν τους Ταραντίνους· κι από τους ίδιους τους
Ταραντίνους, αμέτρητοι. [7.170.4] Αυτός ο Μίκυθος, που ήταν άνθρωπος του
Αναξίλα, κι είχε αναλάβει επίτροπος του Ρηγίου, είναι εκείνος που, αφού εξορίστηκε
από το Ρήγιο κι εγκαταστάθηκε στην Τεγέα της Αρκαδίας, αφιέρωσε τα γνωστά
συμπλέγματα αγαλμάτων στην Ολυμπία.
[7.171.1] Βέβαια όσα αναφέρονται στους Ρηγίνους και τους Ταραντίνους τα
καταχώρισα στην ιστορία μου ως παρέκβαση. Τώρα, στην Κρήτη που, όπως
διηγούνται οι Πραίσιοι, είχε ερημωθεί, ήρθαν απέξω κι εγκαταστάθηκαν άλλοι και
προπάντων Έλληνες· και στην τρίτη γενιά ύστερ᾽ από το θάνατο του Μίνωα, έγιναν
τα Τρωικά, όπου οι Κρήτες αναδείχτηκαν βοηθοί του Μενελάου όχι της τελευταίας
σειράς — κάθε άλλο! [7.171.2] Και γι᾽ αυτό το λόγο, όταν γύρισαν από την Τροία,
τους έπεσε πείνα και θανατικό, στους ανθρώπους και στα ζώα, ώστε για δεύτερη
φορά ερημώθηκε η Κρήτη, κι έτσι οι σημερινοί Κρήτες που κατοικούν το νησί, μαζί
μ᾽ όσους απ᾽ τους παλιούς είχαν επιζήσει, ν᾽ αποτελούν ένα τρίτο στρώμα
πληθυσμού. Λοιπόν η Πυθία, με το να τους θυμίσει αυτά, τους συγκράτησε να
βοηθήσουν τους Έλληνες, ενώ αυτοί το είχαν σκοπό.

[7.172.1] Οι Θεσσαλοί πάλι αρχικά μήδισαν, γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν


διαφορετικά, κι όπως άφησαν να φανεί δεν τους άρεζαν οι μηχανορραφίες των
Αλευαδών. Γιατί μόλις πληροφορήθηκαν πως ο Πέρσης όπου να ᾽ναι περνά στην
Ευρώπη, αμέσως στέλνουν αγγελιοφόρους στον Ισθμό. Και στον Ισθμό είχαν
συγκεντρωθεί αντιπρόσωποι των ελληνικών πόλεων, εκλεγμένοι από τις πόλεις που
είχαν τα ευγενέστερα αισθήματα για την Ελλάδα. [7.172.2] Κι όταν οι αγγελιοφόροι
των Θεσσαλών έφτασαν σ᾽ αυτούς, έλεγαν: «Άνδρες Έλληνες, πρέπει να φρουρηθεί
το πέρασμα του Ολύμπου, για να έχει προστατευτική κάλυψη από τον πόλεμο η
Θεσσαλία και ολόκληρη η Ελλάδα. Από τη μεριά μας εμείς είμαστε πρόθυμοι να το
φρουρήσουμε μαζί σας, αλλά κι εσείς πρέπει να στείλετε μεγάλη στρατιωτική
δύναμη, γιατί, αν δε στείλετε, σας κάνουμε γνωστό πως θα συνθηκολογήσουμε με τον
Πέρση· γιατί δε βλέπουμε για ποιό λόγο μονάχα εμείς, που η χώρα μας βρίσκεται
τόσο πολύ μπροστά από την υπόλοιπη Ελλάδα, να χαθούμε για σας. [7.172.3] Αν
όμως δε θελήσετε να ᾽ρθείτε να βοηθήσετε, με κανένα τρόπο δε θα μπορέσετε ν᾽
ασκήσετε βία επάνω μας· γιατί ποτέ η βία δε στάθηκε πιο δυνατή από την αδυναμία.
Κι απ᾽ τη μεριά μας θα προσπαθήσουμε να βρούμε μόνοι μας κάποιο τρόπο να
σωθούμε». Έτσι μίλησαν οι Θεσσαλοί.
[7.173.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά οι Έλληνες αποφάσισαν να στείλουν στρατό με καράβια
στη Θεσσαλία, για να φρουρεί το πέρασμα. Κι αφού συγκεντρώθηκε ο στρατός,
αρμένιζαν διασχίζοντας τον Εύριπο. Κι όταν έφτασαν στον Άλο της Αχαΐας,
αποβιβάστηκαν και πορεύονταν στη Θεσσαλία, αφήνοντας τα καράβια εκεί, κι
έφτασαν στα Τέμπη, στο πέρασμα που από την Κάτω Μακεδονία βγάζει στη
Θεσσαλία, δίπλα από την κοίτη του ποταμού Πηνειού, που κυλά τα νερά του
ανάμεσα από τα όρη Όλυμπος και Όσσα. [7.173.2] Εκεί στρατοπέδευσαν
συγκεντρωμένοι περίπου δέκα χιλιάδες βαριά οπλισμένοι Έλληνες, κι ήρθε να
προστεθεί σ᾽ αυτούς και το ιππικό των Θεσσαλών. Στρατηγός των Λακεδαιμονίων
ήταν ο Ευαίνετος, ο γιος του Καρήνου, που τον είχαν εκλέξει ανάμεσα απ᾽ τους
πολεμάρχους, αλλά δεν ανήκε σε βασιλική οικογένεια, ενώ των Αθηναίων ο
Θεμιστοκλής, ο γιος του Νεοκλή. [7.173.3] Εκεί έμειναν λίγες μέρες· γιατί έφτασαν
αγγελιοφόροι από τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα, το γιο του Αμύντα, και τους
συμβούλευαν να σηκωθούν και να φύγουν, να μη μείνουν στο πέρασμα όπου θα τους
έκανε λιώμα ο στρατός που βάδιζε εναντίον τους, αναφέροντας το πλήθος του
στρατού και τα καράβια τους. Και καθώς αυτοί έτσι τους συμβούλευαν (γιατί έδωσαν
την εντύπωση ότι οι συμβουλές τους ήταν φρόνιμες κι ήταν φανερό πως ο Μακεδών
είχε φιλικά αισθήματα), πείστηκαν στα λόγια τους. [7.173.4] Τώρα, κατά τη γνώμη
μου, εκείνο που τους έπεισε ήταν ο φόβος, όταν έμαθαν πως υπάρχει κι άλλο
πέρασμα για τη Θεσσαλία, στην περιοχή της Άνω Μακεδονίας, που, διασχίζοντας τη
χώρα των Περραιβών, έβγαζε στην περιοχή της πόλης Γόννος — κι απ᾽ αυτό
πράγματι έκανε την εισβολή της η στρατιά του Ξέρξη. Λοιπόν οι Έλληνες
κατηφόρισαν και με τα καράβια τους πήραν το δρόμο του γυρισμού στον Ισθμό.
[7.174.1] Αυτά έγιναν με το εκστρατευτικό σώμα που κινήθηκε προς τη Θεσσαλία,
την ώρα που ήταν να διαβεί ο βασιλιάς από την Ασία στην Ευρώπη και βρισκόταν
κιόλας στην Άβυδο. Κι οι Θεσσαλοί, καθώς οι σύμμαχοί τους τούς εγκατέλειψαν,
τότε λοιπόν μήδισαν πρόθυμα και χωρίς δισταγμό πια, κι έτσι αποδείχτηκαν
εξαιρετικά χρήσιμοι για τον βασιλιά στις πολεμικές του επιχειρήσεις.

[7.175.1] Οι Έλληνες τώρα, αφού έφτασαν στον Ισθμό, συσκέπτονταν ύστερ᾽ απ᾽ όσα τους
παρήγγειλε ο Αλέξανδρος για το πώς και πού θα πολεμούσαν. Κι η γνώμη που επικράτησε
ήταν να φρουρήσουν το πέρασμα των Θερμοπυλών, γιατί φαινόταν πως ήταν πιο στενό απ᾽
το πέρασμα της Θεσσαλίας και μοναδικό και πιο κοντά στη χώρα τους. [7.175.2] Όσο για το
μονοπάτι, που εξαιτίας του χάθηκαν όσοι Έλληνες χάθηκαν στις Θερμοπύλες, ούτε την
ύπαρξή του ήξεραν πρωτύτερα· όταν έφτασαν στις Θερμοπύλες, τότε μόνο το έμαθαν από
τους Τραχινίους. Αποφάσισαν λοιπόν, φρουρώντας αυτό το πέρασμα, να φράξουν το δρόμο
των βαρβάρων προς την Ελλάδα, και το ναυτικό να πιάσει το Αρτεμίσιο, στην περιοχή της
Ιστιαίας. Γιατί αυτοί οι τόποι βρίσκονται ο ένας κοντά στον άλλο, κι έτσι τα στρατόπεδά
τους θα μάθαιναν το καθένα τί συμβαίνει στο άλλο.
[7.176.1] Νά η περιγραφή αυτών των τόπων: πρώτα πρώτα, το Αρτεμίσιο· καθώς το
Θρακικό πέλαγος, που είναι ανοιχτή θάλασσα, έρχεται και στενεύει ολοένα, καταλήγει σε
στενό πορθμό ανάμεσα στο νησί Σκιάθος και τη στεριά της Μαγνησίας· κι αμέσως ύστερ᾽
από τον στενό αυτό πορθμό, στις ακτές της Ευβοίας, έρχεται το Αρτεμίσιο, ένας γιαλός
όπου βρίσκεται ναός της Άρτεμης. [7.176.2] Ο δρόμος πάλι απ᾽ τον οποίο μπαίνει κανείς,
περνώντας μέσ᾽ από την Τραχίνα, στην Ελλάδα, στο πιο στενό του σημείο έχει πλάτος μισό
πλέθρο. Όμως δεν είναι αυτό το σημείο όπου το πέρασμα έχει το μικρότερο πλάτος σ᾽ όλη
αυτή την περιοχή, αλλά μπροστά και πίσω απ᾽ τις Θερμοπύλες: στην τοποθεσία Αλπηνοί,
που βρίσκονται πίσω τους, απ᾽ όπου όλο κι όλο μια άμαξα χωρά να περάσει, και μπροστά
τους, δίπλα στην κοίτη του ποταμού Φοίνικα, κοντά στην πόλη Ανθήλη· κι αποκεί επίσης
όλο κι όλο μια άμαξα χωρά να περάσει. [7.176.3] Τώρα, οι Θερμοπύλες έχουν στα δυτικά
τους βουνό αδιάβατο κι απόκρημνο, ψηλό, που ανηφορίζει προς την Οίτη, ενώ στ᾽
ανατολικά του δρόμου συναντάς αμέσως θάλασσα και βάλτους. Και σ᾽ αυτό το πέρασμα
βρίσκονται θερμά λουτρά, που οι εντόπιοι τα ονομάζουν Χύτρους, και στην περιοχή τους
έχει ιδρυθεί βωμός του Ηρακλή. Σ᾽ αυτό το πέρασμα είχε χτιστεί και τείχος, εφοδιασμένο
τον παλιό καιρό και με πύλες. [7.176.4] Το τείχος το έχτισαν οι Φωκείς από φόβο, όταν
ήρθαν οι Θεσσαλοί από τη Θεσπρωτία για να εγκατασταθούν στη χώρα των Αιολέων, που
τώρα την κατοικούν. Καθώς λοιπόν οι Θεσσαλοί επιχειρούσαν να τους υποδουλώσουν, οι
Φωκείς το έχτισαν για να τους προστατεύει, και τότε διοχέτευσαν τα ζεστά νερά στο
πέρασμα, για να γίνει ο τόπος όλο χαράδρες — και τί δε σοφίστηκαν για να μην εισβάλουν
οι Θεσσαλοί στη χώρα τους. [7.176.5] Λοιπόν το αρχικό τείχος είχε χτιστεί τον παλιό καιρό
και το πιο μεγάλο μέρος του κειτόταν κιόλας σε ερείπια από την πολυκαιρία· κι αυτοί
αποφάσισαν να το ξαναχτίσουν και σ᾽ αυτό τον τόπο να φράξουν το δρόμο του βαρβάρου
προς την Ελλάδα. Και πολύ κοντά στο δρόμο είναι ένα χωριό που λέγεται Αλπηνοί· λοιπόν
οι Έλληνες λογάριαζαν να το έχουν βάση ανεφοδιασμού τους.
[7.177.1] Λοιπόν αυτές οι τοποθεσίες φάνηκαν κατάλληλες στους Έλληνες· γιατί ύστερ᾽ από
μελέτη και υπολογισμό, ότι οι βάρβαροι δε θα μπορέσουν να ρίξουν στη μάχη ούτε το
πλήθος του στρατού τους ούτε το ιππικό τους, αποφάσισαν να κρατήσουν άμυνα σ᾽ αυτό το
μέρος εναντίον του εχθρού που απειλούσε την Ελλάδα. Κι όταν πήραν την πληροφορία πως
ο Πέρσης βρισκόταν στην Πιερία, αναχώρησαν από τον Ισθμό ακολουθώντας διαφορετική
πορεία: άλλοι απ᾽ αυτούς εκστράτευαν πεζοί στις Θερμοπύλες κι άλλοι με τα καράβια στο
Αρτεμίσιο.

[7.178.1] Κι ενώ οι Έλληνες έσπευδαν βιαστικά προς τις δυο διαφορετικές κατευθύνσεις,
τον ίδιο καιρό οι Δελφοί ζητούσαν χρησμό από τον θεό, κυριευμένοι από φόβο για τον
εαυτό τους και την Ελλάδα, και τους δόθηκε χρησμός να προσευχηθούν στους ανέμους·
γιατί αυτοί θ᾽ αναδειχτούν μεγάλοι σύμμαχοι της Ελλάδας. [7.178.2] Και μόλις πήραν το
χρησμό οι Δελφοί, πρώτα πρώτα ανακοίνωσαν τον χρησμό που πήραν σ᾽ εκείνους από τους
Έλληνες που θέλησαν να μείνουν ελεύθεροι, κι εξασφάλισαν την αιώνια ευγνωμοσύνη
τους, στέλνοντάς τους το μήνυμα την ώρα που τους κατείχε μεγάλος φόβος από τον
βάρβαρο· κι αργότερα οι Δελφοί αφιέρωσαν βωμό για τους ανέμους στη Θυία, εκεί όπου
βρίσκεται το τέμενος της θυγατέρας του Κηφισού, της Θυίας, κι απ᾽ αυτήν πήρε τ᾽ όνομά
του ο τόπος, και τους λάτρευαν προσφέροντας θυσίες. Οι Δελφοί λοιπόν ακολουθώντας τον
χρησμό ακόμα και σήμερα προσφέρουν εξιλαστήριες θυσίες στους ανέμους.
[7.179.1] Κι από το στόλο του Ξέρξη, καθώς άνοιξε πανιά από την πόλη Θέρμη,
αποσπάστηκαν δέκα καράβια, τα πιο γοργοτάξιδα, κι έβαλαν πλώρη κατευθείαν για τα
νερά της Σκιάθου, όπου βρισκόταν η προφυλακή του ελληνικού στόλου, τρία καράβια: ένα
της Τροιζήνας, ένα της Αίγινας κι ένα από την Αττική. Κι αυτοί, καθώς είδαν από μακριά τα
καράβια των βαρβάρων, πήραν να φεύγουν βιαστικά.
[7.180.1] Λοιπόν, το καράβι της Τροιζήνας που κυβερνούσε ο Πραξίνος, καταδιώκοντάς το
τό αιχμαλώτισαν αμέσως οι βάρβαροι· κατόπι πήραν τον πιο όμορφο επιβάτη του, τον
οδήγησαν στην πλώρη του καραβιού και τον έσφαξαν, πιστεύοντας πως είναι αίσιος οιωνός
ο πρώτος που αιχμαλώτισαν από τους Έλληνες να ᾽ναι κι ο ομορφότερος. Τ᾽ όνομα αυτού
που έσφαξαν ήταν Λέων· μπορεί και τ᾽ όνομά του αυτό να ᾽χε να κάνει κάτι με το κακό που
τον βρήκε.
[7.181.1] Με το καράβι της Αίγινας όμως, που τριήραρχός του ήταν ο Ασωνίδης,
δυσκολεύτηκαν αρκετά από τον οπλίτη Πυθέα, το γιο του Ισχενόου, που εκείνη τη μέρα
έδειξε μοναδική παλικαριά· αυτός, την ώρα που οι εχθροί κυρίευαν το καράβι, πολεμούσε
με πείσμα, ώσπου κατακρεουργήθηκε όλο το σώμα του. [7.181.2] Κι έτσι που έπεσε και δεν
πέθανε, αλλά ανάσαινε ακόμα, οι Πέρσες που ήταν απάνω σ᾽ εκείνα τα καράβια θεώρησαν
πρωταρχικό τους καθήκον να τον κρατήσουν στη ζωή, πασχίζοντας να γιατρέψουν τις
πληγές του με σμύρνα και τυλίγοντάς τες με λωρίδες από ύφασμα κίτρινου λιναριού·
[7.181.3] και, μόλις γύρισαν στο στρατόπεδό τους, τον πήραν και τον έδειχναν γεμάτοι
θαυμασμό σ᾽ όλο το στράτευμα και του πρόσφεραν κάθε περιποίηση· τους άλλους όμως
που αιχμαλώτισαν στο καράβι εκείνο τους μεταχειρίζονταν σαν ανδράποδα.
[7.182.1] Λοιπόν τα δυο απ᾽ τα καράβια αυτά έπεσαν μ᾽ αυτό τον τρόπο στα χέρια των
εχθρών· το τρίτο όμως, που τριήραρχός του ήταν ο Φόρμος ο Αθηναίος, στη φυγή του
εξόκειλε στις εκβολές του Πηνειού· και οι βάρβαροι κυρίεψαν το σκάφος, όχι όμως το
πλήρωμά του. Γιατί οι Αθηναίοι, μόλις έριξαν το καράβι στη στεριά, πήδησαν έξω κι ύστερ᾽
από πορεία μέσ᾽ από τη Θεσσαλία γύρισαν στην Αθήνα.
[7.183.1] Οι Έλληνες που ναυλοχούσαν στο Αρτεμίσιο τα πληροφορήθηκαν αυτά με σινιάλα
που τους έστειλαν με πυρσούς από τη Σκιάθο. Οι πληροφορίες αυτές τους προκάλεσαν
πανικό, κι αφήνοντας το Αρτεμίσιο πήγαν κι αγκυροβόλησαν στη Χαλκίδα, για να
φρουρήσουν τον πορθμό του Ευρίπου, αφήνοντας πίσω τους σκοπούς στις πιο ψηλές
κορφές της Εύβοιας. [7.183.2] Και τρία απ᾽ τα δέκα καράβια των βαρβάρων προχώρησαν ώς
το σκόπελο που βρίσκεται ανάμεσα στη Σκιάθο και τη Μαγνησία και λέγεται Μύρμηκας.
Τότε οι βάρβαροι, αφού κουβάλησαν κι έστησαν πάνω στον σκόπελο μια πέτρινη στήλη —
κι έτσι έλειψε το εμπόδιο από μπροστά τους—, όλος τους ο στόλος άνοιξε πανιά από τη
Θέρμη κι αρμένιζε, αφού είχαν αφήσει να περάσουν έντεκα μέρες από την αναχώρηση του
βασιλιά από τη Θέρμη. [7.183.3] Κι ήταν ο Πάμμων από τη Σκύρο που τους έδειξε το
σκόπελο που βρίσκεται στο πιο στενό σημείο του πορθμού. Οι βάρβαροι λοιπόν
αρμενίζοντας ολημερίς πιάνουν στεριά στη Σηπιάδα της Μαγνησίας και στο γιαλό που
βρίσκεται ανάμεσα στην πόλη Κασθαναία και το ακρωτήριο Σηπιάδα.

[7.184.1] Λοιπόν, ώς αυτό το ακρωτήριο και τις Θερμοπύλες το εκστρατευτικό σώμα δεν
είχε καμιά απώλεια κι ώς εκείνη τη στιγμή ακόμη η δύναμή του, όπως βγαίνει απ᾽ τους
υπολογισμούς μου, ήταν η εξής: πάνω στα καράβια που προέρχονταν από την Ασία κι ήταν
χίλια διακόσια εφτά, το αρχικό σύνολο των διαφόρων λαών ήταν διακόσιες σαράντα μία
χιλιάδες τετρακόσιοι, αν βάλουμε πως το κάθε καράβι είχε πλήρωμα διακόσιους άντρες.
[7.184.2] Κι επιβάτες πάνω σ᾽ αυτά τα καράβια, εκτός από τα εντόπια πληρώματα που είχε
το καθένα, τριάντα Πέρσες και Μήδοι και Σάκες· κι έτσι έχουμε ένα άλλο σύνολο, τριάντα
έξι χιλιάδες διακόσιους δέκα. [7.184.3] Κι ακόμα έχω να προσθέσω στα δυο προηγούμενα
σύνολα τους άντρες που υπηρετούσαν στις πεντηκοντόρους, που εγώ τους κάνω, κάτι
περισσότερο ή κάτι λιγότερο απ᾽ τον πραγματικό αριθμό τους, ογδόντα άντρες μέσα στην
καθεμιά· κι όπως έχει ειπωθεί παραπάνω, συγκεντρώθηκαν τρεις χιλιάδες τέτοια πλοία·
άρα έχουμε σ᾽ αυτά διακόσιες σαράντα χιλιάδες άντρες. [7.184.4] Αυτή ήταν η δύναμη του
ναυτικού που προερχόταν από την Ασία, που συνολικά αριθμούσε πεντακόσιες δέκα εφτά
χιλιάδες εξακόσιους δέκα. Η δύναμη πάλι του πεζικού έφτανε το ένα εκατομμύριο
εφτακόσιες χιλιάδες, ενώ του ιππικού τις ογδόντα χιλιάδες· και θα προσθέσω ακόμη σ᾽
αυτούς τους Αραβίους που οδηγούσαν καμήλες και τους Λιβύους που οδηγούσαν άρματα,
κάνοντάς τους ένα αριθμό, είκοσι χιλιάδες άντρες. [7.184.5] Λοιπόν τώρα, αν προσθέσουμε
τη δύναμη του ναυτικού και του πεζικού, έχουμε δυο εκατομμύρια τριακόσιες δεκαεφτά
χιλιάδες εξακόσιους δέκα. Αυτός λοιπόν είναι ο αριθμός που δεχόμαστε για το στράτευμα
που προερχόταν από την Ασία, χωρίς τους υπηρέτες που ακολουθούσαν και χωρίς τα πλοία
που κουβαλούσαν τρόφιμα και τα πληρώματά τους.
[7.185.1] Ακόμη όμως πρέπει να προσθέσουμε στο σύνολο που έχουμε απαριθμήσει και το
στράτευμα που πήραν μαζί τους από την Ευρώπη· στηρίζομαι όμως σε υποθέσεις: λοιπόν,
οι Έλληνες των περιοχών της Θράκης και των νησιών που βρίσκονται μπροστά στη Θράκη
έδιναν εκατόν είκοσι καράβια· οι άντρες που μετέφεραν αυτά τα καράβια φτάνουν τις
είκοσι τέσσερες χιλιάδες. [7.185.2] Το πεζικό πάλι που έδιναν οι Θράκες και οι Παίονες και
οι Εορδοί κι οι Βοττιαίοι κι οι λαοί της Χαλκιδικής και οι Βρύγοι κι οι Πίερες και οι
Μακεδόνες κι οι Περραιβοί κι οι Ενιάνες κι οι Δόλοπες κι οι Μάγνητες κι οι Αχαιοί κι όσοι
κατοικούν στα παράλια της Θράκης — υπολογίζω πως ο στρατός αυτών των φυλών έφτανε
τις τριακόσιες χιλιάδες. [7.185.3] Αν λοιπόν στις χιλιάδες του στρατού που προέρχονταν
από την Ασία προσθέσουμε τις χιλιάδες αυτές, έχουμε γενικό σύνολο μαχίμων αντρών δυο
εκατομμύρια εξακόσιες σαράντα μία χιλιάδες εξακόσιους και μια δεκάδα.
[7.186.1] Λοιπόν, με δεδομένο ότι το σύνολο του μαχίμου στρατού έφτανε σ᾽ αυτό τον
αριθμό, οι υπηρέτες που τον ακολουθούσαν και τα πληρώματα των πλοιαρίων που
κουβαλούσαν τρόφιμα, όπως και των άλλων πλοίων που συνόδευαν το εκστρατευτικό
σώμα στην πορεία του, δε νομίζω πως ήταν λιγότεροι, μάλλον ήταν περισσότεροι απ᾽ αυτό·
[7.186.2] αλλά τέλος πάντων, ας δεχτούμε πως ήταν ίσοι με εκείνο, ούτε ένας παραπάνω ή
παρακάτω· αν λοιπόν θεωρήσουμε τον αριθμό τους ίσο με τους μαχίμους, μας κάνουν άλλα
τόσα εκατομμύρια. Έτσι ο Ξέρξης, ο γιος του Δαρείου, οδήγησε πέντε εκατομμύρια
διακόσιες ογδόντα τρεις χιλιάδες διακόσιους είκοσι ανθρώπους ώς τη Σηπιάδα και τις
Θερμοπύλες.
[7.187.1] Αυτό λοιπόν ήταν το γενικό σύνολο του εκστρατευτικού σώματος του Ξέρξη,
κανείς όμως δε θα ᾽ταν σε θέση να πει τον πραγματικό αριθμό των γυναικών (αυτών που
ζύμωναν ψωμί και των παλλακίδων) και των ευνούχων· κι ούτε των υποζυγίων και των
άλλων ζώων που κουβαλούσαν φορτία και των ινδικών σκυλιών που ακολουθούσαν κι ήταν
τόσο πολλά που κανένας δεν μπορεί να πει τον αριθμό τους. Κι έτσι δεν παραξενεύομαι
που μερικών ποταμιών τα νερά δε στάθηκαν αρκετά να τους ξεδιψάσουν, αλλά
παραξενεύομαι περισσότερο που δεν έλειψαν τα τρόφιμα για τόσα εκατομμύρια κόσμο.
[7.187.2] Γιατί κάνοντας τους υπολογισμούς καταλήγω στο συμπέρασμα πως, αν ο καθένας
τους καθημερινά έπαιρνε ένα χοίνικα σιτάρι και τίποτ᾽ άλλο, θα ξοδεύονταν καθημερινά
εκατόν δέκα χιλιάδες τριακόσιοι σαράντα μέδιμνοι. Και δε λογαριάζω τις μερίδες των
γυναικών και των ευνούχων και των υποζυγίων και των σκυλιών. Ήταν λοιπόν τόσα
εκατομμύρια άντρες, κανείς τους όμως δεν είχε παράστημα και ομορφιά που να του δίνει
το δικαίωμα να εξουσιάζει αυτή τη δύναμη — μονάχα ο Ξέρξης.

[7.188.1] Κι ο στόλος, αφού σήκωσε άγκυρα, αρμένισε κι έπιασε στεριά στη Μαγνησία, στο
γιαλό που βρίσκεται ανάμεσα στην πόλη Κασθαναία και το ακρωτήριο Σηπιάδα· τα καράβια
που έφτασαν πρώτα έδεσαν στη στεριά, ενώ όσα έφτασαν κατόπι τα κρατούσαν στις
άγκυρες· γιατί, καθώς ο γιαλός δεν ήταν μεγάλος, άραξαν στ᾽ ανοιχτά με την πλώρη προς το
πέλαγος, οχτώ σειρές καράβια. [7.188.2] Λοιπόν, εκείνη τη νύχτα έμειναν σ᾽ αυτή τη θέση,
όμως με τα χαράματα από αίθριο καιρό και νηνεμία πήραν να βράζουν τα κύματα κι έπεσε
πάνω τους αγριοκαίρι μεγάλο και σφοδρός ανατολικός άνεμος, αυτός που οι Έλληνες της
περιοχής ονομάζουν Ελλησπόντιο. [7.188.3] Λοιπόν, όσοι απ᾽ τους βαρβάρους
αντιλήφτηκαν τον άνεμο να δυναμώνει κι είχαν βολικό αραξοβόλι, πρόλαβαν το αγριοκαίρι
σέρνοντας τα καράβια τους στη στεριά και σώθηκαν και οι ίδιοι τους και τα καράβια τους·
όσα όμως τα έπιασε το αγριοκαίρι στ᾽ ανοιχτά, άλλα τα πέταξε έξω στην τοποθεσία του
Πηλίου που λέγεται Ίπνοι κι άλλα στο γιαλό· κι άλλα τσακίζονταν εκεί, γύρω στη Σηπιάδα, κι
άλλα στην περιοχή της πόλης Μελίβοια κι άλλα τα ξέβρασε ο άνεμος στην Κασθαναία·
τέτοιο αγριοκαίρι άνθρωπος δεν μπορεί να το βαστάξει.
[7.189.1] Και λέγεται πως οι Αθηναίοι ύστερ᾽ από χρησμό έκαναν επίκληση στο Βοριά,
καθώς προηγουμένως είχαν πάρει άλλο χρησμό, να καλέσουν σύμμαχο τον γαμπρό τους. Ο
Βοριάς, κατά την παράδοση των Ελλήνων, έχει γυναίκα από την Αττική, την Ωρείθυια, τη
θυγατέρα του Ερεχθέα. [7.189.2] Λοιπόν, σύμφωνα με τη φήμη που διαδόθηκε, οι
Αθηναίοι, ξεκινώντας απ᾽ αυτή τη συγγένεια, έδωσαν την εξήγηση πως ο γαμπρός του
χρησμού είναι ο Βοριάς, κι έτσι, αγκυροβολημένοι στη Χαλκίδα της Εύβοιας, μόλις είδαν να
δυναμώνει το αγριοκαίρι (ή και νωρίτερα), πρόσφεραν θυσίες και καλούσαν τον Βοριά και
την Ωρείθυια να έρθουν σε βοήθειά τους και να κάνουν συντρίμμια τα καράβια των
βαρβάρων, όπως και πρωτύτερα στα νερά του Άθω. [7.189.3] Τώρα, αν αυτή ήταν η αιτία
να ξεσπάσει ο Βοριάς πάνω στους βαρβάρους που ήταν αγκυροβολημένοι, δεν είμαι σε
θέση να το πω· πάντως οι Αθηναίοι λένε πως και την πρώτη φορά τούς βοήθησε, και τότε
απ᾽ την αρχή ώς το τέλος δικό του ήταν αυτό το έργο· κι όταν γύρισαν στην πόλη τους,
έχτισαν ναό του Βοριά, στις όχθες του Ιλισσού.
[7.190.1] Σ᾽ αυτή την μπόρα αφανίστηκαν, κατά τους μετριότερους υπολογισμούς,
περισσότερα από τετρακόσια καράβια, αναρίθμητοι άνθρωποι κι αμέτρητα χρήματα· κι έτσι
το ναυάγιο αυτό έγινε μεγάλος ευεργέτης για τον Αμεινοκλή, το γιο του Κρατίνου, από τη
Μαγνησία, που ήταν γαιοκτήμονας στα μέρη της Σηπιάδας· ετούτος μάζεψε και πάρα
πολλά χρυσά ποτήρια που αργότερα τα ξέβρασε εκεί το κύμα, πολλά ασημένια, και βρήκε
θησαυρούς των Περσών κι άλλα πολύτιμα πράματα αμύθητης αξίας και τα οικειοποιήθηκε.
Έγινε βέβαια πάμπλουτος μ᾽ όσα του χάρισε η τύχη, αλλά η δυστυχία του δυστυχία· γιατί
τον μαράζωνε κι αυτόν πικρή συμφορά, είχε σκοτώσει το γιο του.
[7.191.1] Αλλά αμέτρητα ήταν και τα φορτηγά που κουβαλούσαν τρόφιμα και τ᾽ άλλα
πλεούμενα που έγιναν συντρίμμια, τόσο που οι ναύαρχοι φοβήθηκαν μήπως, με το κακό
που τους βρήκε, τους επιτεθούν οι Θεσσαλοί, κι έζωσαν το στρατόπεδο ένα γύρο με ψηλό
φράχτη από τα σκαριά των ναυαγισμένων καραβιών. [7.191.2] Γιατί το αγριοκαίρι κρατούσε
τρεις μέρες· στο τέλος κάνοντας θυσίες και με ψαλμούς μεγαλόφωνους των μάγων στον
άνεμο, κι επίσης θυσιάζοντας στη Θέτιδα και τις Νηρηίδες τον σταμάτησαν την τέταρτη
μέρα — ή για κάποιο άλλο λόγο κόπασε από μόνος του. Και πρόσφεραν θυσίες στη Θέτιδα,
όταν οι Ίωνες τους έκαναν γνωστή την παράδοση, πως απ᾽ αυτά τα μέρη ο Πηλέας άρπαξε
τη Θέτιδα, και πως ολόκληρο το ακρωτήριο Σηπιάδα ανήκε σ᾽ εκείνη και στις υπόλοιπες
Νηρηίδες.
[7.192.1] Τέλος, ο άνεμος κόπασε ύστερ᾽ από τρεις μέρες· και στους Έλληνες οι σκοποί
ροβολώντας από τις βουνοκορφές της Εύβοιας τη δεύτερη μέρα απ᾽ αυτή που ξέσπασε το
πρώτο αγριοκαίρι έφεραν τα νέα, όλα όσα αφορούσαν στο ναυάγιο. [7.192.2] Κι αυτοί,
μόλις τα έμαθαν, προσευχήθηκαν στον Ποσειδώνα Σωτήρα και του πρόσφεραν σπονδές, κι
όσο μπορούσαν πιο γρήγορα έσπευδαν στο Αρτεμίσιο, γιατί έλπιζαν πως δε θα ᾽χαν ν᾽
αντιμετωπίσουν παρά κάτι λίγα καράβια των εχθρών. Αυτοί λοιπόν έπιασαν για δεύτερη
φορά το Αρτεμίσιο και ναυλοχούσαν εκεί, κι ώς και σήμερα ακόμη αποκαλούν τον
Ποσειδώνα, γι᾽ αυτή του τη σωτήρια παρέμβαση, Σωτήρα.
[7.193.1] Από τη μεριά τους οι βάρβαροι, μόλις κόπασε ο άνεμος και γαλήνεψε το κύμα,
έριξαν τα καράβια τους στη θάλασσα κι αρμένιζαν γιαλό γιαλό· κι όταν παρέκαμψαν το
ακρωτήριο της Μαγνησίας, έβαλαν πλώρη κατευθείαν στον κόλπο που στο μυχό του
βρίσκονται οι Παγασές. [7.193.2] Σ᾽ αυτό τον κόλπο της Μαγνησίας βρίσκεται ένα μέρος
όπου λένε πως ο Ηρακλής, που τον είχαν στείλει να φέρει νερό, εγκαταλείφτηκε από τον
Ιάσονα και τους συντρόφους του στο ταξίδι της Αργώς, όταν αρμένιζαν στην Αία για το
χρυσόμαλλο δέρας· γιατί ήταν, αφού προμηθευτούν νερό αποκεί, ν᾽ αφεθούν στην ανοιχτή
θάλασσα, κι απ᾽ αυτό το περιστατικό ο τόπος πήρε τ᾽ όνομα Αφέτες· αυτό το μέρος το
έκαναν αραξοβόλι οι ναύαρχοι του Ξέρξη.
[7.194.1] Δεκαπέντε απ᾽ τα καράβια τους, που έτυχε να βγουν στην ανοιχτή θάλασσα πολύ
αργότερα απ᾽ τ᾽ άλλα, σε μια στιγμή αντίκρισαν τα καράβια των Ελλήνων που ήταν στο
Αρτεμίσιο· κι οι βάρβαροι, καθώς τους φάνηκε πως ήταν δικά τους, πλέοντας έπεσαν πάνω
στα καράβια των εχθρών τους· ναύαρχός τους ήταν ο διοικητής της Κύμης της Αιολίας
Σανδώκης, ο γιος του Θαμασίου, που, πριν απ᾽ αυτή την εκστρατεία, τον κρέμασε ο
βασιλιάς Δαρείος με την εξής κατηγορία: ο Σανδώκης, ασκώντας το αξίωμα του βασιλικού
δικαστή, δωροδοκήθηκε κι έβγαλε άδικη απόφαση. [7.194.2] Λοιπόν, ενώ αυτός έμενε
κρεμασμένος, ο Δαρείος κάθισε και λογάριασε και βρήκε πως οι καλές υπηρεσίες που
πρόσφερε στον βασιλικό οίκο ήταν πιο σημαντικές από το ατόπημά του· κι όταν έκανε αυτή
τη διαπίστωση ο Δαρείος και παραδέχτηκε από μόνος του ότι ενέργησε με περισσή βιασύνη
αλλά με λιγότερη σύνεση, τον ξεκρέμασε. [7.194.3] Μ᾽ αυτόν λοιπόν τον τρόπο ξέφυγε το
θάνατο απ᾽ τα χέρια του βασιλιά Δαρείου, τότε όμως, πέφτοντας με το καράβι του στα
χέρια των Ελλήνων, δεν του έκανε η μοίρα τη χάρη να ξεφύγει για δεύτερη φορά· γιατί
μόλις οι Έλληνες είδαν τα καράβια αυτά να κατευθύνονται προς το μέρος τους, κατάλαβαν
το λάθος των εχθρών τους, ανοίχτηκαν καταπάνω τους κι εύκολα τους αιχμαλώτισαν.
[7.195.1] Πάνω σ᾽ έν᾽ απ᾽ αυτά τα καράβια αιχμαλωτίστηκε ο Αρίδωλις, ο τύραννος των
Αλαβάνδων της Καρίας, πάνω σ᾽ ένα άλλο ο στρατηγός της Πάφου Πενθύλος, ο γιος του
Δημονόου, που είχε στις διαταγές του δώδεκα καράβια από την Πάφο, αλλά απ᾽ αυτά
έχασε τα έντεκα από τ᾽ αγριοκαίρι που ξέσπασε στη Σηπιάδα, και πάνω στο ένα που
σώθηκε αιχμαλωτίστηκε αρμενίζοντας προς το Αρτεμίσιο. Οι Έλληνες αυτούς τους
ανέκριναν, κι αφού πήραν τις πληροφορίες που ήθελαν για το στράτευμα του Ξέρξη, τους
έστειλαν αλυσοδεμένους στον Ισθμό της Κορίνθου.

[7.196.1] Λοιπόν το ναυτικό των βαρβάρων, εκτός από τα δεκαπέντε καράβια που ανέφερα
πως ναύαρχός τους ήταν ο Σανδώκης, έφτασε στις Αφέτες. Από τη μεριά του ο Ξέρξης και το
πεζικό πορεύονταν διασχίζοντας τη Θεσσαλία και την Αχαΐα, κι ήταν κιόλας εδώ και τρεις
μέρες στη χώρα των Μαλιέων· στη Θεσσαλία διοργάνωσε αγώνες αλόγων, δοκιμάζοντας το
ιππικό των Θεσσαλών, επειδή είχε την πληροφορία πως ήταν το πρώτο και καλύτερο της
Ελλάδας· τότε λοιπόν οι ελληνικές φοράδες έμειναν πολύ πίσω. Τώρα, από τους ποταμούς
της Θεσσαλίας μονάχα του Ονοχώνου τα νερά δε στάθηκαν αρκετά να ξεδιψάσουν το
στρατό του, ενώ ακόμα και του πιο μεγάλου από τους ποταμούς που κυλούν στην Αχαΐα,
του Ηπιδανού, τα νερά έφτασαν δεν έφτασαν να τους ξεδιψάσουν.
[7.197.1] Κι όταν έφτασε ο Ξέρξης στον Άλο της Αχαΐας, οι οδηγοί της πορείας του θέλοντας
να τον κατατοπίζουν για τα πάντα τού διηγόνταν μια παράδοση του τόπου, αυτήν που
αναφέρεται στο ναό του Λαφυστίου Διός· πως ο Αθάμας, ο γιος του Αιόλου, σχεδίασε με
δόλο το φόνο του Φρίξου, σε συνεννόηση με την Ινώ, και πως οι Αχαιοί αργότερα, ύστερ᾽
από χρησμό, υποβάλλουν τους απογόνους του σε δοκιμασίες σαν κι αυτές: [7.197.2]
απαγορεύουν στον πιο ηλικιωμένο της οικογένειας αυτής την είσοδο στο οίκημα που οι
Έλληνες λένε πρυτανείο (στη διάλεκτό τους οι Αχαιοί το λένε λήιτον), κι επιτηρούν την
είσοδο· κι αν εκείνος μπει μέσα, δεν του επιτρέπουν να βγει παρά μόνο όταν έρθει η ώρα
να τον σφάξουν για θυσία. Λένε επίσης ότι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά πολλοί απ᾽ αυτούς που ζούσαν
με την αγωνία πως θα θυσιαστούν, φοβισμένοι απέδρασαν κιόλας σε άλλη χώρα· κι αφού
περάσει καιρός, όταν γυρίσουν πίσω στην πόλη τους, αν συλληφθούν να μπαίνουν στο
πρυτανείο, περιέγραφαν οι οδηγοί, θυσιάζονται με το σώμα ολόκληρο σκεπασμένο με
στεφάνια και με συνοδεία επίσημης πομπής. [7.197.3] Και τα παθαίνουν αυτά οι απόγονοι
του Κυτισσώρου, του γιου του Φρίξου, για τον εξής λόγο: οι Αχαιοί, παρακινημένοι από
χρησμό, κρατούσαν σαν εξιλαστήριο θύμα τον Αθάμαντα, το γιο του Αιόλου, και ήταν να
τον θυσιάσουν, όταν έφτασε από την Αία της Κολχίδας ετούτος ο Κυτίσσωρος και τον
έσωσε· μ᾽ αυτή του την πράξη όμως έριξε τους απογόνους του στη μάνητα του θεού.
[7.197.4] Κι ο Ξέρξης, ακούοντας αυτά, καθώς βρισκόταν κοντά στο τέμενος, κι ο ίδιος
απέφυγε να μπει μέσα και το απαγόρευσε σ᾽ όλο το στρατό, κι έδειχνε σεβασμό και στο
σπίτι των απογόνων του Αθάμαντα και στο τέμενος.
[7.198.1] Λοιπόν αυτά είχαμε στη Θεσσαλία και την Αχαΐα· κι ο Ξέρξης προέλασε απ᾽ αυτά
τα μέρη προς τη Μαλίδα, ακολουθώντας την παραλία του θαλάσσιου κόλπου, όπου κάθε
μέρα συμβαίνει άμπωτη και παλίρροια. Ο τόπος που περιβρέχεται από τον κόλπο αυτό
είναι πεδιάδα, στο ένα της μέρος πλατιά, στο άλλο πολύ στενή· την πεδιάδα περιζώνουν
ψηλά κι αδιάβατα βουνά, που λέγονται Τραχίνιοι βράχοι και κλείνουν ένα γύρο ολόκληρη
τη Μαλίδα. [7.198.2] Καθώς πορεύεσαι από την Αχαΐα, η πρώτη πόλη που συναντάς στην
παραλία αυτού του κόλπου είναι η Αντίκυρα, που στην περιοχή της ο Σπερχειός ποταμός,
κατεβάζοντας τα νερά του από τη χώρα των Ενιάνων, χύνεται στη θάλασσα. Και σε
απόσταση είκοσι σταδίων απ᾽ αυτόν άλλο ποτάμι, που έχει το όνομα Δύρας, που λέγεται
πως ανάβρυσε για να βοηθήσει τον Ηρακλή που καιόταν. Και σε απόσταση είκοσι σταδίων
απ᾽ αυτόν κυλά άλλο ποτάμι, που λέγεται Μέλας.
[7.199.1] Η πόλη Τραχίνα απέχει πέντε σταδίους απ᾽ αυτόν τον Μέλανα ποταμό. Κι εκεί
όπου έχει χτιστεί η πόλη Τραχίνα έχουμε το μεγαλύτερο πλάτος της πεδιάδας που
βρίσκεται ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα· γιατί η πεδιάδα εκεί έχει έκταση είκοσι δυο
χιλιάδες πλέθρα. Και το βουνό που κλείνει ένα γύρο τη χώρα της Τραχίνας σχίζεται από
φαράγγι κατά τα νότια της πόλης Τραχίνας· το φαράγγι αυτό είναι η κοίτη του Ασωπού
ποταμού, που κυλά στους πρόποδες του βουνού.
[7.200.1] Νοτιότερα απ᾽ τον Ασωπό συναντούμε άλλον ποταμό, μικρό, τον Φοίνικα, που
κατεβαίνοντας απ᾽ αυτά τα βουνά χύνει τα νερά του στον Ασωπό. Στο ύψος του ποταμού
Φοίνικα βρίσκεται το στενότερο μέρος· γιατί ο δρόμος που χτίστηκε εκεί χωρά να περάσει
μονάχα μια άμαξα. Η απόσταση που χωρίζει τον ποταμό Φοίνικα από τις Θερμοπύλες είναι
δεκαπέντε στάδιοι. [7.200.2] Ακριβώς εκεί, ανάμεσα στον ποταμό Φοίνικα και τις
Θερμοπύλες, βρίσκεται ένα χωριό, που έχει τ᾽ όνομα Ανθήλη· κυλώντας δίπλα απ᾽ αυτήν ο
Ασωπός χύνεται στη θάλασσα· εκεί γύρω σχηματίζεται ευρύχωρο πλάτωμα, όπου έχει
χτιστεί ναός της Δήμητρας των Αμφικτυόνων· εκεί βρίσκονται και οι έδρες των
Αμφικτυόνων και ναός του ίδιου του ήρωα Αμφικτύονα.

[7.201.1] Λοιπόν, ο βασιλιάς Ξέρξης στρατοπέδευε στην περιοχή Τραχίνα της


Μαλίδας, ενώ οι Έλληνες στα στενά· τον τόπο αυτό οι περισσότεροι Έλληνες τον
λένε Θερμοπύλες, αλλά οι ντόπιοι και οι γείτονες Πύλες. Λοιπόν ο καθένας απ᾽ τη
μεριά του στρατοπέδευε σ᾽ αυτά τα μέρη· ο βασιλιάς εξουσίαζε όλες τις χώρες που
βρίσκονται πέρ᾽ από την Τραχίνα, προς το βοριά, ενώ οι άλλοι τις χώρες της ίδιας
ηπείρου που απλώνονται νοτιότερα και πιο μεσημβρινά.
[7.202.1] Νά ποιοί απ᾽ τους Έλληνες βρίσκονταν σ᾽ αυτόν τον τόπο και καρτερούσαν
τον Πέρση· τριακόσιοι βαριά οπλισμένοι Σπαρτιάτες και χίλιοι Τεγεάτες και
Μαντινείς, μισοί μισοί, κι εκατόν είκοσι απ᾽ τον Ορχομενό της Αρκαδίας και χίλιοι
απ᾽ την υπόλοιπη Αρκαδία· τόσοι από την Αρκαδία, τετρακόσιοι από την Κόρινθο
και διακόσιοι από τον Φλειούντα κι ογδόντα από τις Μυκήνες. Αυτοί λοιπόν ήταν
εκεί από την Πελοπόννησο, κι από τη Βοιωτία εφτακόσιοι Θεσπιείς και τετρακόσιοι
Θηβαίοι.
[7.203.1] Μ᾽ αυτούς ενώθηκαν, αφού κλήθηκαν για ενίσχυση, οι Οπούντιοι Λοκροί
που ήρθαν πανστρατιά και χίλιοι Φωκείς. Γιατί τους κάλεσαν για ενίσχυση οι
Έλληνες με δική τους πρωτοβουλία, στέλνοντας αγγελιοφόρους που τους έλεγαν πως
αυτοί έχουν έρθει ως εμπροσθοφυλακή των άλλων, αλλά από μέρα σε μέρα όπου να
᾽ναι έρχονται οι υπόλοιποι σύμμαχοι, και πως ήταν εξασφαλισμένοι από τη μεριά της
θάλασσας, καθώς εκεί ήταν φρουροί οι Αθηναίοι και οι Αιγινήτες κι όσοι είχαν
οριστεί να υπηρετούν στο ναυτικό· δεν είχαν λοιπόν να φοβούνται τίποτε· [7.203.2]
γιατί δεν ήταν θεός ο εχθρός που μπήκε στην Ελλάδα, αλλά άνθρωπος, και ούτε
βρίσκεται ούτε θα βρεθεί κανένας θνητός που από την ώρα που ήρθε στον κόσμο δεν
του ήταν γραφτό να πέσει σε συμφορές — οι μεγαλύτεροι στις μεγαλύτερες· χρωστά
λοιπόν κι ο εισβολέας —θνητός δεν είναι κι αυτός;— να δει τις προσδοκίες του να
διαψεύδονται. Οι άλλοι τ᾽ άκουσαν αυτά κι έσπευσαν να βοηθήσουν στην Τραχίνα.
[7.204.1] Βέβαια στο στρατόπεδο αυτό υπήρχαν κι άλλοι στρατηγοί, καθώς η κάθε
πόλη είχε τον δικό της· αλλά εκείνος που τον καμάρωναν πάνω απ᾽ όλους κι είχε στις
διαταγές του το σύνολο του στρατού ήταν ο Λεωνίδας ο Λακεδαιμόνιος, ο γιος του
Αναξανδρίδα, του γιου του Λέοντος, γιου του Ευρυκρατίδα, γιου του Αναξάνδρου,
γιου του Ευρυκράτη, γιου του Πολυδώρου, γιου του Αλκαμένη, γιου του Τηλέκλου,
γιου του Αρχελάου, γιου του Αγησιλάου, γιου του Δορύσσου, γιου του Λεωβώτη,
γιου του Εχεστράτου, γιου του Άγη, γιου του Ευρυσθένη, γιου του Αριστοδήμου,
γιου του Αριστομάχου, γιου του Κλεοδαίου, γιου του Ύλλου, γιου του Ηρακλή, που
είχε ανεβεί στον βασιλικό θρόνο της Σπάρτης εκεί που δεν το περίμενε.
[7.205.1] Γιατί, καθώς είχε δυο αδερφούς μεγαλύτερους στην ηλικία, τον Κλεομένη
και τον Δωριέα, ήταν μακριά απ᾽ τη σκέψη του ο βασιλικός θρόνος. Νά όμως που
πέθανε ο Κλεομένης χωρίς ν᾽ αφήσει αρσενικό παιδί κι ο Δωριεύς δε βρισκόταν πια
στη ζωή, αλλά κι αυτός σκοτώθηκε στη Σικελία, κι έτσι βέβαια πήρε στα χέρια του ο
Λεωνίδας το βασιλικό αξίωμα, επειδή ήταν μεγαλύτερος από τον Κλεόμβροτο (αφού
αυτός ήταν ο μικρότερος γιος του Αναξανδρίδα), ένα περισσότερο που είχε γυναίκα
τη θυγατέρα του Κλεομένη. [7.205.2] Αυτός τότε βάδιζε προς τις Θερμοπύλες
έχοντας διαλέξει τους τριακοσίους που όριζε ο νόμος, απ᾽ αυτούς που τύχαινε να
έχουν γιους. Κι έφτασε παίρνοντας μαζί του και τους Θηβαίους που ανέφερα
παραπάνω, καθώς έκανα την απαρίθμηση, με στρατηγό τους τον Λεοντιάδη, το γιο
του Ευρυμάχου. [7.205.3] Εκείνο που έκανε τον Λεωνίδα να επιμείνει ιδιαίτερα για
να τους πάρει μαζί του, αυτούς μονάχα απ᾽ όλους τους Έλληνες, ήταν που είχαν
κατηγορηθεί βαριά πως μηδίζουν· τους προσκαλούσε λοιπόν στον πόλεμο θέλοντας
να διαπιστώσει αν θα συστρατευθούν ή θ᾽ αρνηθούν απροκάλυπτα να συμμαχήσουν
με τους Έλληνες. Κι εκείνοι έστειλαν στρατό, αν και άλλα είχαν στο νου τους.
[7.206.1] Οι Σπαρτιάτες λοιπόν έστειλαν πρώτο αυτό το σώμα του Λεωνίδα, για να
τους βλέπουν οι άλλοι σύμμαχοι και να μη μηδίσουν κι αυτοί, αν πληροφορηθούν
πως οι Σπαρτιάτες δεν το ᾿λεγαν να ξεκινήσουν. Σχεδίαζαν λοιπόν αργότερα, αφού
γιορτάσουν τα Κάρνεια που τους υποχρέωναν ν᾽ αναβάλουν την εκστρατεία, ν᾽
αφήσουν φρουρά στη Σπάρτη και να σπεύσουν το ταχύτερο σε βοήθεια πανστρατιά.
[7.206.2] Με τον ίδιο τρόπο σκέφτονταν κι οι υπόλοιποι σύμμαχοι, να ενεργήσουν
παρόμοια· γιατί συνέπιπταν τον ίδιο καιρό μ᾽ αυτά τα γεγονότα οι ολυμπιακοί
αγώνες· λοιπόν, καθώς πίστευαν πως ο πόλεμος στις Θερμοπύλες δε θα κριθεί τόσο
γρήγορα, έστελναν τους προπομπούς τους.

[7.207.1] Αυτοί λοιπόν σχεδίαζαν να ενεργήσουν μ᾽ αυτό τον τρόπο· οι Έλληνες


όμως που βρίσκονταν στις Θερμοπύλες, όταν ο Πέρσης πλησίασε στην είσοδο των
στενών, τρομοκρατημένοι άρχισαν να σκέφτονται ν᾽ αποτραβηχτούν. Λοιπόν, οι
άλλοι Πελοποννήσιοι αποφάσισαν να παν στην Πελοπόννησο και να πιάσουν να
φρουρούν τον Ισθμό· ο Λεωνίδας όμως, καθώς οι Φωκείς και οι Λοκροί έγιναν έξω
φρενών μ᾽ αυτή τη γνώμη, πρότεινε να μείνουν εκεί και να στείλουν αγγελιοφόρους
στις πόλεις παραγγέλνοντας να στείλουν ενισχύσεις, γιατί αυτοί ήταν λίγοι για ν᾽
αποκρούσουν το στρατό των Μήδων.
[7.208.1] Ενώ αυτοί συσκέπτονταν γι᾽ αυτό το θέμα, ο Ξέρξης έστελνε καβαλάρη
κατάσκοπο να δει πόσοι είναι και τί κάνουν. Κι είχε κιόλας ακούσει απ᾽ τον καιρό
που βρισκόταν στη Θεσσαλία πως σ᾽ αυτό το μέρος είχε συγκεντρωθεί μικρό
στράτευμα και πως αρχηγοί ήταν οι Λακεδαιμόνιοι και ο Λεωνίδας, απόγονος του
Ηρακλή. [7.208.2] Μόλις ο καβαλάρης έφτασε κοντά στο στρατόπεδο, εξέταζε και
παρατηρούσε το στρατόπεδο, όχι βέβαια ολόκληρο· γιατί δεν ήταν δυνατό να
παρατηρήσει καλά όσους ήταν παραταγμένοι στο εσωτερικό του τείχους, που το
ξανάχτισαν και το φρουρούσαν· κι έτσι έβλεπε τί έκαναν αυτοί που ήταν έξω, που
είχαν αποθέσει τα όπλα τους μπροστά απ᾽ το τείχος. Κι εκείνη την ώρα έτυχε να είναι
παραταγμένοι έξω οι Λακεδαιμόνιοι. [7.208.3] Έβλεπε λοιπόν άλλους άντρες να
γυμνάζονται κι άλλους να χτενίζουν τα μαλλιά τους. Παραξενεύτηκε απ᾽ αυτό το
θέαμα και τους μετρούσε· κι αφού τα παρατήρησε όλα με ακρίβεια, γύρισε πίσω
καβάλα στ᾽ άλογό του ανενόχλητος· γιατί κανένας δεν τον καταδίωκε, ούτε καν
έδειχναν να τον προσέχουν· γύρισε λοιπόν πίσω κι έλεγε στον Ξέρξη όλα όσα είχε
δει.
[7.209.1] Ακούοντάς τον ο Ξέρξης δεν μπορούσε να καταλάβει τί πραγματικά
συνέβαινε, δηλαδή πως αυτοί ετοιμάζονταν να σκοτωθούν και να σκοτώσουν όσο πιο
πολλούς μπορούσαν· αλλά, επειδή αυτά που έκαναν του φαίνονταν γελοία, κάλεσε
τον Δημάρατο, το γιο του Αρίστωνος, που βρισκόταν στο στρατόπεδο. [7.209.2] Κι
όταν έφτασε, τον ρωτούσε τα καθέκαστα, θέλοντας να καταλάβει αυτό που έκαναν οι
Λακεδαιμόνιοι. Κι εκείνος αποκρίθηκε: «Μ᾽ άκουσες και την προηγούμενη φορά,
όταν μπαίναμε στο δρόμο για την Ελλάδα, να σου μιλώ γι᾽ αυτούς τους άντρες· κι
όταν μ᾽ άκουσες, γέλασες με μένα που έλεγα ποιά έκβαση έβλεπα πως θα έχουν αυτές
οι επιχειρήσεις. Γιατί για μένα, βασιλιά μου, ο πιο μεγάλος αγώνας είναι να σου
παρουσιάζω την αλήθεια. [7.209.3] Άκουσέ με λοιπόν και τώρα. Οι άντρες αυτοί
ήρθαν για να δώσουν μάχη με μας για το πέρασμα του στενού και γι᾽ αυτό
προετοιμάζονται. Γιατί έχουν τον ακόλουθο νόμο: όταν είναι να δώσουν μάχη για
ζωή ή θάνατο, τότε στολίζουν το κεφάλι τους. [7.209.4] Και βάλε το καλά στο νου
σου· αν υποδουλώσεις αυτούς εδώ και τους άλλους που έχουν μείνει στη Σπάρτη, δεν
υπάρχει κανένα άλλο έθνος στον κόσμο που θα τολμήσει να σηκώσει χέρι εναντίον
σου· γιατί τώρα πας να χτυπηθείς με τον πρώτο και καλύτερο βασιλιά των Ελλήνων
και τους άντρες με την ανώτερη πολεμική αρετή». [7.209.5] Τα λόγια αυτά φάνηκαν
πέρα για πέρα απίστευτα στον Ξέρξη κι έκανε μια δεύτερη ερώτηση: πώς είναι
δυνατό, την ώρα που είναι τόσο λίγοι, να δώσουν μάχη με τη στρατιά του. Κι ο άλλος
αποκρίθηκε: «Βασιλιά μου, να μ᾽ έχεις για ψεύτη, αν τα πράματα δεν ακολουθήσουν
το δρόμο που λέω εγώ». Με τα λόγια του αυτά δεν έπειθε τον Ξέρξη.
[7.210.1] Άφησε λοιπόν να περάσουν τέσσερες μέρες, με την προσδοκία πάντοτε πως
αυτοί θα το βάλουν στα πόδια· την πέμπτη μέρα όμως, καθώς δε σηκώνονταν να
φύγουν αλλά έμεναν στη θέση τους, από ξιπασιά κι αποκοτιά, όπως νόμιζε,
οργισμένος στέλνει εναντίον τους τούς Μήδους και τους Κισσίους, με εντολή να τους
πιάσουν ζωντανούς και να τους φέρουν μπροστά του. [7.210.2] Κι όταν οι Μήδοι
ρίχτηκαν ορμητικά πάνω στους Έλληνες, σκοτώνονταν πολλοί, αλλά άλλοι έπαιρναν
τη θέση τους, και δεν έκαναν πίσω, αν και πάθαιναν μεγάλο χαλασμό. Και τότε
έβλεπε ο καθένας, και προπάντων ο ίδιος ο βασιλιάς, πως οι άνθρωποί του ήταν
πολλοί, άντρες όμως λίγοι. Κι η σύγκρουση κράτησε όλη τη μέρα.
[7.211.1] Κι όταν οι Μήδοι πήραν άγριο χτύπημα, τότε αποσύρθηκαν και ρίχτηκαν
στη μάχη οι Πέρσες που τους αντικατέστησαν, αυτοί που ο βασιλιάς τούς
αποκαλούσε αθανάτους κι είχαν αρχηγό τους τον Υδάρνη, με την ιδέα πως αυτοί πια
εύκολα θα τους έβαζαν κάτω. [7.211.2] Αλλά όταν κι αυτοί ήρθαν στα χέρια με τους
Έλληνες, δεν τα κατάφεραν καθόλου καλύτερα απ᾽ τον μηδικό στρατό, αλλά τα ίδια,
για τον πρόσθετο λόγο που έδιναν μάχη σε στενοποριά και πολεμούσαν με δόρατα
κοντύτερα από των Ελλήνων και δεν μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την αριθμητική
τους υπεροχή. [7.211.3] Εκείνο που αξίζει ν᾽ αναφερθεί είναι ο τρόπος που
πολεμούσαν οι Λακεδαιμόνιοι, καθώς έδειχναν με πολλές ενέργειες πως κάτεχαν
απόλυτα την τέχνη του πολέμου, ενώ οι άλλοι δεν είχαν ιδέα απ᾽ αυτά, ιδιαίτερα μ᾽
αυτόν τον ελιγμό: κάθε τόσο έστρεφαν τα νώτα, δίνοντας την εντύπωση πως το
᾿βαλαν όλοι μαζί στα πόδια· κι οι βάρβαροι βλέποντάς τους να το βάζουν στα πόδια
ρίχνονταν καταπάνω τους με φωνές και κακό· εκείνοι όμως, τη στιγμή που τους
προλάβαιναν οι άλλοι, έκαναν στροφή κι έρχονταν αντιμέτωποι με τους βαρβάρους
και με τη μεταβολή αυτή που έκαναν έστρωναν κάτω αναρίθμητους Πέρσες, με το
σωρό· σ᾽ αυτή την επιχείρηση έπεφταν λίγοι κι απ᾽ τους ίδιους τους Σπαρτιάτες. Και
καθώς οι Πέρσες δεν μπορούσαν να κερδίσουν κάποιο έδαφος στη στενοποριά, μ᾽
όλες τις επιθέσεις που έκαναν πότε με κανονική τάξη και πότε με διάφορους άλλους
τρόπους, τραβήχτηκαν πίσω.
[7.212.1] Λένε πως, όσο κρατούσαν αυτές οι εχθροπραξίες, ο βασιλιάς
παρακολουθώντας τες αναπήδησε τρεις φορές από το θρόνο του, γιατί πήρε φόβο για
το στρατό του. Τότε λοιπόν αγωνίστηκαν μ᾽ αυτό τον τρόπο· και την άλλη μέρα οι
βάρβαροι δεν τα κατάφερναν καθόλου καλύτερα στον αγώνα· γιατί έκαναν εφόδους
ελπίζοντας πως, καθώς έτσι κι αλλιώς οι Έλληνες ήταν λίγοι κι έχουν χύσει βρύση το
αίμα, δε θα είχαν πια το κουράγιο να σηκώσουν χέρι να τους αντισταθούν. [7.212.2]
Οι Έλληνες όμως ήταν παραταγμένοι κανονικά, το κάθε τάγμα κι η κάθε φυλή στη
γραμμή της· το κάθε τάγμα έμπαινε στη μάχη με τη σειρά του, εκτός από τους
Φωκείς· αυτοί πήραν εντολή να πιάσουν θέσεις στο βουνό για να φρουρήσουν το
μονοπάτι. Τέλος οι Πέρσες, καθώς έβλεπαν πως τίποτε δεν άλλαζε από την
προηγούμενη μέρα, τραβήχτηκαν πίσω.
[7.213.1] Εκεί λοιπόν που ο βασιλιάς βρισκόταν σε αμηχανία, πώς ν᾽ αντιμετωπίσει
την κατάσταση που δημιουργήθηκε, ήρθε σε συνεννοήσεις μαζί του ο Εφιάλτης, ο
γιος του Ευρυδήμου, από τη Μαλίδα, και, προσδοκώντας ν᾽ αποκομίσει κάποια
μεγάλη αμοιβή από τον βασιλιά, του μαρτύρησε το μονοπάτι που, διασχίζοντας το
βουνό, καταλήγει στις Θερμοπύλες, και που έγινε αιτία ν᾽ αφανιστούν οι Έλληνες
που κρατούσαν άμυνα εκεί. [7.213.2] Αργότερα, καθώς φοβόταν τους
Λακεδαιμονίους, κατέφυγε στη Θεσσαλία και, ενώ ήταν φευγάτος απ᾽ την πατρίδα
του, οι Πυλαγόρες (οι αντιπρόσωποι των Αμφικτυόνων που συνεδρίαζαν στην
Πυλαία) επικήρυξαν το κεφάλι του με χρηματικό ποσό. Κι αφού πέρασε καιρός —
γιατί ξαναγύρισε στην Αντίκυρα— δολοφονήθηκε από έναν Τραχίνιο, τον Αθηνάδη.
[7.213.3] Ετούτος ο Αθηνάδης σκότωσε βέβαια τον Εφιάλτη για άλλη αιτία, που θα
την εκθέσω στα τελευταία βιβλία της ιστορίας μου, τιμήθηκε όμως το ίδιο εξαιρετικά
από τους Λακεδαιμονίους. Λοιπόν, μετά απ᾽ αυτό τον πόλεμο, αυτό ήταν το τέλος
του Εφιάλτη.
[7.214.1] Ακούεται όμως και μια άλλη εκδοχή, πως είναι ο Ονήτης, ο γιος του
Φαναγόρα από την Κάρυστο, κι ο Κορυδαλλός απ᾽ την Αντίκυρα που έδωσαν στο
βασιλιά αυτή την πληροφορία κι έδειξαν τα κατατόπια του βουνού στους Πέρσες,
αλλά εγώ με κανένα τρόπο δε δίνω πίστη σ᾽ αυτήν. [7.214.2] Και το συμπέρασμά μου
βγαίνει πρώτα πρώτα απ᾽ το εξής: οι Έλληνες Πυλαγόρες δεν επικήρυξαν με
χρηματικό ποσό το κεφάλι του Ονήτη και του Κορυδαλλού, αλλά του Εφιάλτη από
την Τραχίνα — και βέβαια ετούτοι θα είχαν εξασφαλίσει τις ακριβέστερες
πληροφορίες· κατόπιν, είναι γνωστό πως, για ν᾽ αποφύγει αυτή την κατηγορία, ο
Εφιάλτης εγκατέλειψε τη χώρα του. [7.214.3] Βέβαια θα μπορούσε να γνωρίζει αυτό
το μονοπάτι ο Ονήτης, κι ας μην ήταν από τη Μαλίδα, αν είχε κάνει πολύ στα μέρη
αυτά. Αλλά, επειδή ο Εφιάλτης είναι που τους έφερε από το μονοπάτι να κάνουν το
γύρο του βουνού, σ᾽ αυτόν επιρρίπτω την ενοχή.
[7.215.1] Κι ο Ξέρξης, γιατί του άρεσαν τα όσα του υποσχέθηκε να πράξει ο
Εφιάλτης, καταχαρούμενος έστειλε αμέσως τον Υδάρνη και το σώμα που διοικούσε ο
Υδάρνης. Ξεκίνησαν από το στρατόπεδο την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια. Τώρα,
το μονοπάτι αυτό το ανακάλυψαν οι ντόπιοι Μαλιείς· και, μόλις το ανακάλυψαν,
οδήγησαν τους Θεσσαλούς εναντίον των Φωκέων, τότε, όταν οι Φωκείς φράζοντας
με τείχος το πέρασμα ένιωθαν πως δεν κινδυνεύουν απ᾽ τους εχθρούς. Κι από τον
παλιό εκείνο καιρό είχε γίνει ολοφάνερο πως ήταν εντελώς άχρηστο για τους
Μαλιείς.
[7.216.1] Νά πώς είναι αυτό το μονοπάτι· ξεκινά από τον ποταμό Ασωπό που κυλά τα
νερά του μέσ᾽ από το φαράγγι· κι είναι γνωστό και το βουνό αυτό και το μονοπάτι με
το ίδιο όνομα, Ανόπαια· κι η Ανόπαια αυτή πιάνει πέρα πέρα τη ράχη του βουνού και
καταλήγει στην περιοχή της πόλης Αλπηνοί (που είναι η πρώτη πόλη των Λοκρών
που συναντάς όταν έρχεσαι απ᾽ τη Μαλίδα), ακριβώς στις τοποθεσίες που είναι
γνωστές με τ᾽ όνομα Πέτρα του Μελαμπύγου και Λημέρια των Κερκώπων· εκεί
βρίσκεται και το πιο στενό σημείο του περάσματος.
[7.217.1] Παίρνοντας λοιπόν αυτό το μονοπάτι, που είναι όπως το περιέγραψα, οι
Πέρσες διάβηκαν τον Ασωπό και συνέχισαν να πορεύονται όλη τη νύχτα, έχοντας στο
δεξί τους χέρι τα βουνά της Οίτης και στ᾽ αριστερό τα βουνά της Τραχίνας.
Γλυκοχάραζε πια η αυγή κι έφτασαν στην κορυφή του βουνού. [7.217.2] Σ᾽ αυτό το
σημείο του βουνού, όπως και προηγουμένως έχω αναφέρει, ήταν φρουρά χίλιοι βαριά
οπλισμένοι Φωκείς, για να σώζουν τη χώρα τους και να φρουρούν το μονοπάτι. Γιατί
το πέρασμα που βρίσκεται χαμηλά το φρουρούσαν εκείνοι για τους οποίους έκανα
λόγο, αλλά το μονοπάτι που διέσχιζε το βουνό το φρουρούσαν οι Φωκείς, κατά το
λόγο που από μόνοι τους είχαν δώσει στον Λεωνίδα.
[7.218.1] Και νά πώς οι Φωκείς αντιλήφθηκαν ότι οι Πέρσες είχαν ανεβεί στο βουνό·
η ανάβαση των εχθρών δε γινόταν αντιληπτή, επειδή το βουνό ήταν πέρα ώς πέρα
πυκνά δασωμένο με βαλανιδιές. Καθώς όμως βασίλευε γαλήνη, ακούστηκε μεγάλος
θόρυβος, όπως ήταν φυσικό με το φύλλωμα που ήταν χυμένο κάτω απ᾽ τα πόδια τους.
Οι Φωκείς τότε πετάχτηκαν όρθιοι και ντύνονταν τις πανοπλίες τους, κι εκείνη τη
στιγμή νά τοι κι οι βάρβαροι, που, [7.218.2] όταν αντίκρισαν άντρες να ντύνονται με
τις πανοπλίες τους, σάστισαν· γιατί, ενώ έλπιζαν πως δε θα συναντήσουν καμιά
αντίσταση, έπεσαν πάνω σε στρατό. Τότε ο Υδάρνης κυριεύτηκε από μεγάλο φόβο,
μήπως οι Φωκείς ήταν Λακεδαιμόνιοι, και ρωτούσε τον Εφιάλτη ποιάς πόλης ήταν ο
στρατός· κι όταν έμαθε την αλήθεια, παρέταξε τους Πέρσες για μάχη. [7.218.3] Κι οι
Φωκείς, καθώς έπεφταν πάνω τους πολλά και πυκνά βέλη, πήραν να φεύγουν
βιαστικά προς την κορυφή του βουνού, με την ιδέα πως αυτοί ήταν ο αρχικός στόχος
του εχθρού κι ετοιμάζονταν ν᾽ αγωνιστούν για ζωή ή για θάνατο. Αυτοί λοιπόν αυτά
έβαζαν με το νου τους, οι Πέρσες όμως που ακολουθούσαν τον Εφιάλτη και τον
Υδάρνη αδιαφορούσαν ολότελα για τους Φωκείς, και πήραν να κατηφορίζουν
βιαστικά απ᾽ το βουνό.
[7.219.1] Πρώτος ο μάντης Μεγιστίας ειδοποίησε τους Έλληνες που βρίσκονταν στις
Θερμοπύλες για το θάνατο που τους περίμενε με το γλυκοχάραμα, αφού παρατήρησε
τα σπλάχνα των σφαγίων της θυσίας· ύστερα ήταν κι οι αυτόμολοι απ᾽ τον εχθρό που
ανάγγειλαν ότι οι Πέρσες τους περικύκλωναν. Αυτοί λοιπόν έδωσαν το μήνυμα όσο
ακόμα κρατούσε η νύχτα· τρίτοι έφτασαν οι σκοποί που ροβολώντας κατέβηκαν απ᾽
τις βουνοκορφές καθώς πήρε να φωτίζει η μέρα. [7.219.2] Τότε οι Έλληνες έκαναν
σύσκεψη κι οι γνώμες τους χωρίστηκαν στα δυο· δηλαδή άλλοι δε δέχονταν να
εγκαταλείψουν τις θέσεις τους, ενώ άλλοι πρότειναν το αντίθετο. Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά
χώρισαν, κι άλλοι σηκώθηκαν κι έφυγαν, σκόρπισαν κι ο καθένας πήρε το δρόμο για
τη δική του πόλη, όμως άλλοι πήραν την απόφαση να μείνουν εκεί μαζί με τον
Λεωνίδα.
[7.220.1] Υπάρχει όμως κι άλλη εκδοχή· πως τους έστειλε στο καλό ο ίδιος ο
Λεωνίδας, μεριμνώντας να μη πάνε χαμένοι, ενώ για τον ίδιο και τους Σπαρτιάτες
που ήταν μαζί του θα ᾿ταν άπρεπο να εγκαταλείψουν τη θέση που είχαν αποστολή να
φυλάξουν. [7.220.2] Εγώ συντάσσομαι απόλυτα μ᾽ αυτή τη γνώμη, δηλαδή ο
Λεωνίδας, επειδή αντιλήφτηκε πως οι σύμμαχοι δεν είχαν καρδιά να μείνουν και να
ριψοκινδυνεύσουν μαζί του εθελοντικά, τους πρόσταξε ν᾽ αποσυρθούν, όμως, είπε,
για τον ίδιο δεν ήταν όμορφο να φύγει· μένοντας όμως εκεί, θ᾽ άφηνε πίσω του
μεγάλη δόξα και δε θα έπαυε να είναι ευτυχισμένη η Σπάρτη. [7.220.3] Γιατί η Πυθία
είχε δώσει χρησμό στους Σπαρτιάτες, όταν πήγαν και ρωτούσαν γι᾽ αυτό τον πόλεμο,
την πρώτη κιόλας στιγμή που ξεσηκώθηκε, πως ή οι βάρβαροι θα κάνουν άνω κάτω
τη Λακωνία ή θα σκοτωθεί ο βασιλιάς τους. Και τους δίνει χρησμούς σε δακτυλικούς
εξαμέτρους που έλεγαν τα εξής:
[7.220.4] Εσάς, της Σπάρτης κάτοικοι, της όμορφα χτισμένης,
νά τί σας περιμένει:
ή τη μεγάλη πόλη σας, την ξακουστή, κουρσεύουν
τα εγγόνια του Περσέα
ή ετούτη ζει, μα θα πενθεί και ο λαός κι η χώρα
του ήρωα Λακεδαίμονα
τον σκοτωμένο βασιλιά, απ᾽ του Ηρακλή τη ρίζα.
Κι αυτόν των ταύρων η ορμή
να τον κρατήσει δεν μπορεί ούτε και των λεόντων·
του Δία έχει τη δύναμη ο Πέρσης· και κανένας
δεν τονε σταματά, προτού
την πόλη είτε το ρήγα της κάνει χίλια κομμάτια.
Λοιπόν, λέω πως αυτά έχοντας στο νου του και θέλοντας να θησαυρίσει δόξα μονάχα
για τους Σπαρτιάτες ο Λεωνίδας έστειλε στο καλό τους συμμάχους, κι όχι πως ήρθαν
σε διχογνωμία αυτοί που έφυγαν, κι έφυγαν καταλύοντας την πειθαρχία.
[7.221.1] Και θεωρώ ισχυρή απόδειξη γι᾽ αυτή τη γνώμη μου το εξής: και τον μάντη
που συνόδευε αυτό το εκστρατευτικό σώμα, τον Μεγιστία τον Ακαρνάνα (αυτόν που
παρατηρώντας τα σφάγια είπε ποιά έκβαση θα έχουν τα πράματα γι᾽ αυτούς), που
έλεγαν ότι η καταγωγή του κρατούσε από τον Μελάμποδα, ολοφάνερα τον έστελνε
πίσω ο Λεωνίδας, για να μη χαθεί μαζί τους. Κι αυτός, κι ας τον έστελνε πίσω, δε
δέχτηκε να τους εγκαταλείψει, αλλά έστειλε πίσω το γιο του, που έπαιρνε μαζί του
μέρος στην εκστρατεία και που του ήταν μονάκριβος.
[7.222.1] Οι σύμμαχοι λοιπόν, που τους έστελνε στο καλό ο Λεωνίδας, υπακούοντάς
τον έφυγαν βιαστικά, οι Θεσπιείς όμως κι οι Θηβαίοι έμειναν ώς το τέλος, μονάχα
αυτοί, κοντά στους Λακεδαιμονίους. Απ᾽ αυτούς οι Θηβαίοι έμειναν άθελά τους κι
αντίθετα με την επιθυμία τους (γιατί τους κρατούσε ο Λεωνίδας θεωρώντας τους
ομήρους), ενώ οι Θεσπιείς το ήθελαν μ᾽ όλη τους την καρδιά· αρνήθηκαν να
εγκαταλείψουν τον Λεωνίδα και τους άντρες του και να σηκωθούν να φύγουν, αλλά
έμειναν ώς το τέλος και πέθαναν μαζί τους. Στρατηγός τους ήταν ο Δημόφιλος, ο γιος
του Διαδρόμου.

[7.223.1] Ο Ξέρξης με την ανατολή του ήλιου πρόσφερε σπονδές κι ύστερα περίμενε την
ώρα που η αγορά γεμίζει κόσμο και τότε επιχείρησε την επίθεση· γιατί αυτό του είχε
παραγγείλει ο Εφιάλτης, επειδή η κατάβαση από το βουνό είναι συντομότερη κι η
απόσταση πολύ πιο μικρή απ᾽ ό,τι ο γύρος του βουνού και η ανάβαση. [7.223.2] Κι οι
βάρβαροι του Ξέρξη πλησίαζαν κι οι Έλληνες που περιστοίχιζαν τον Λεωνίδα, μια και θα
επιχειρούσαν έξοδο θανάτου, τώρα πια έβγαιναν πολύ πιο έξω απ᾽ ό,τι στην αρχή, στο
πλατύτερο μέρος του αυχένα. Γιατί τις προηγούμενες μέρες, θέλοντας να υπερασπίζουν το
προστατευτικό τείχος, έδιναν μάχη στη στενωπό, χωρίς ν᾽ απομακρύνονται πολύ από το
τείχος. [7.223.3] Όμως τη μέρα εκείνη έδιναν τη μάχη έξω από τα στενά και σκοτώνονταν
πολλοί βάρβαροι· γιατί οι αρχηγοί των ταγμάτων στέκονταν πίσω τους κρατώντας μαστίγια
και μαστίγωναν όλους τους άντρες τους προστάζοντάς τους να βαδίζουν συνεχώς μπροστά.
Πολλοί απ᾽ αυτούς λοιπόν έπεφταν στη θάλασσα κι αφανίζονταν και πολύ περισσότερους
ακόμη τους καταπατούσαν ζωντανούς οι δικοί τους· και κανένας δεν έδινε την παραμικρή
σημασία στο σύντροφό του που σκοτωνόταν. [7.223.4] Γιατί απ᾽ τη μεριά τους οι Έλληνες
ξέροντας καλά πως όπου να ᾿ναι έρχεται ο θάνατος από εκείνους που έκαναν την κυκλωτική
κίνηση απ᾽ το βουνό, έφτασαν στην κορυφή της παλικαριάς τους χτυπώντας τους
βαρβάρους, αψηφώντας το θάνατο μες στη μανία της αποκοτιάς τους.
[7.224.1] Λοιπόν, τα δόρατα των περισσότερων απ᾽ αυτούς είχαν κιόλας τσακιστεί, ετούτοι
όμως με τα ξίφη τους πετσόκοβαν τους Πέρσες. Και σ᾽ αυτόν τον αγώνα πέφτει ο Λεωνίδας
αφού αποδείχτηκε άντρας με λαμπρότατη παλικαριά και μαζί του κι άλλοι σημαντικοί
Σπαρτιάτες, που εγώ ρώτησα κι έμαθα τα ονόματά τους (μάλιστα έμαθα κι όλων των
Τριακοσίων). [7.224.2] Κι απ᾽ την άλλη μεριά, από τους Πέρσες πέφτουν σ᾽ αυτή τη μάχη
πολλοί και σημαντικοί, κι ανάμεσά τους δυο γιοι του Δαρείου, ο Αβροκόμης κι ο
Υπεράνθης, που τους είχε χαρίσει στον Δαρείο η θυγατέρα του Αρτάνη, η Φραταγούνη. Ο
Αρτάνης αυτός ήταν αδερφός του βασιλιά Δαρείου και γιος του Υστάσπη, γιου του Αρσάμη·
που, όταν έδωσε τη θυγατέρα του γυναίκα στον Δαρείο, του έδωσε προίκα ολόκληρη την
περιουσία του, μια και δεν είχε άλλο παιδί εκτός απ᾽ αυτή.
[7.225.1] Σ᾽ αυτή τη μάχη λοιπόν πέφτουν πολεμώντας τα δυο αυτά αδέρφια του Ξέρξη,
ενώ για το πτώμα του Λεωνίδα Πέρσες και Λακεδαιμόνιοι έδωσαν ανάμεσά τους πολύωρη
μάχη σώμα με σώμα, ωσότου οι Έλληνες με την αντρεία τους το τράβηξαν προς το μέρος
τους κι έτρεψαν σε φυγή τον εχθρό τέσσερες φορές. Έτσι συνεχίστηκε για ώρα η μάχη, ώς
τη στιγμή που έφτασαν εκείνοι που οδηγούσε ο Εφιάλτης. [7.225.2] Όταν οι Έλληνες
αντιλήφθηκαν τον ερχομό τους, από εκείνη την ώρα ο αγώνας άλλαξε μορφή· γιατί
οπισθοχώρησαν στη στενοποριά και προσπερνώντας το τείχος ήρθαν και πήραν θέση όλοι
τους συσπειρωμένοι, εκτός απ᾽ τους Θηβαίους, στο ύψωμα· το ύψωμα αυτό βρίσκεται στην
είσοδο των στενών, εκεί όπου σήμερα είναι στημένο το μαρμάρινο λιοντάρι για τον
Λεωνίδα. [7.225.3] Καθώς αγωνίζονταν χτυπώντας τον εχθρό σ᾽ αυτό το μέρος με πολεμικές
μάχαιρες, όσοι ακόμα τύχαινε να έχουν, και με τα χέρια και με τα δόντια, οι βάρβαροι τους
έθαψαν κάτω από τα βέλη τους, άλλοι κάνοντας επίθεση κατά μέτωπο, αφού ισοπέδωσαν
το προστατευτικό τείχος, κι οι άλλοι, που έκαναν την κυκλωτική κίνηση, κλείνοντάς τους
ένα γύρο από παντού.

[7.226.1] Τέτοιοι άντρες αναδείχτηκαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Θεσπιείς, αλλά


λέγεται πως ανάμεσά τους πιο λαμπρό παλικάρι αναδείχτηκε ο Σπαρτιάτης Διηνέκης·
λένε μάλιστα πως, προτού έρθουν στα χέρια με τους Μήδους, είπε την ακόλουθη
φράση, ακούοντας από κάποιον Τραχίνιο πως, όταν οι βάρβαροι ρίχνουν με τα τόξα
τους, τα αμέτρητα βέλη τους κρύβουν τον ήλιο· τόσο μεγάλο είναι το πλήθος τους·
[7.226.2] κι ετούτος δεν έδειξε να ταράζεται απ᾽ αυτό κι είπε, περιφρονώντας το
πλήθος των Μήδων, ότι τα νέα που τους έφερνε ο ξένος απ᾽ την Τραχίνα ήταν όλα
ευχάριστα γι᾽ αυτούς, αφού με τους Μήδους να κρύβουν τον ήλιο θα δοθεί η μάχη
εναντίον τους στη σκιά κι όχι κάτω από τον ήλιο. Λένε λοιπόν ότι αυτήν κι άλλες
παρόμοιες φράσεις άφησε για να τον θυμούνται οι άνθρωποι ο Διηνέκης.
[7.227.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτόν λένε πως έδειξαν λαμπρή παλικαριά δυο αδέρφια,
Λακεδαιμόνιοι, ο Αλφεός κι ο Μάρων, γιοι του Ορσιφάντου. Κι ανάμεσα στους
Θεσπιείς δοξάστηκε περισσότερο ο Διθύραμβος, ο γιος του Αρματίδη.
[7.228.1] Γι᾽ αυτούς (που τάφηκαν εκεί όπου έπεσαν) και για κείνους που είχαν
σκοτωθεί πριν σηκωθούν να φύγουν εκείνοι που τους έστειλε πίσω ο Λεωνίδας,
χαράχτηκε πάνω στον τάφο τους επιγραφή που λέει τα εξής:
Σ᾽ αυτό το μέρος, πάει καιρός, οι τέσσερες χιλιάδες
απ᾽ το νησί του Πέλοπα
με τρία εκατομμύρια εχθρών δώσανε μάχη.
[7.228.2] Αυτό λοιπόν το επίγραμμα χαράχτηκε πάνω στον κοινό τάφο όλων, αλλά
για τους Σπαρτιάτες ιδιαίτερα:
Διαβάτη, μήνυμα να πας στους Λακεδαιμονίους:
σ᾽ αυτήν εδώ τη γη
πέσαμε και κειτόμαστε στο νόμο τους πιστοί.
[7.228.3] Αυτό λοιπόν για τους Λακεδαιμονίους· και για τον μάντη το εξής:
Του Μεγιστία είν᾽ εδώ, του ξακουσμένου μάντη,
το μνήμα π᾽ αντικρίζεις.
Αυτόν που οι Μήδοι σκότωσαν, καθώς τότε διαβήκαν
του Σπερχειού το ρέμα·
ήξερε και καλόξερε πως όπου να ᾿ναι θα ᾿ρθουν
του θάνατού του οι Μοίρες,
μα δεν το καταδέχτηκε, τον βασιλιά της Σπάρτης
προδίνοντας, να φύγει.
[7.228.4] Λοιπόν, οι Αμφικτύονες είναι που στόλισαν τους τάφους τους με
επιγράμματα και στήλες, εκτός από το επίγραμμα του μάντη· όμως το επίγραμμα του
μάντη Μεγιστία το φιλοτέχνησε ο Σιμωνίδης, ο γιος του Λεωπρέπη, δώρο φιλίας.
[7.229.1] Λέγεται επίσης πως δυο απ᾽ αυτούς τους τριακοσίους, ο Εύρυτος κι ο
Αριστόδημος, ενώ μπορούσαν κρατώντας την ίδια στάση ή να σωθούν γυρίζοντας
μαζί στη Σπάρτη, καθώς ο Λεωνίδας τούς έδωσε άδεια να φύγουν απ᾽ το στρατόπεδο
κι ήταν κατάκοιτοι στους Αλπηνούς με πονόματο αβάσταχτο, ή, αν δεν ήθελαν να
γυρίσουν στην πατρίδα, να πεθάνουν μαζί με τους υπόλοιπους, ενώ λοιπόν
μπορούσαν να κάνουν το ένα ή το άλλο απ᾽ αυτά, δε θέλησαν να ᾿χουν την ίδια
γνώμη, αλλά πήραν διαφορετικές αποφάσεις: ο Εύρυτος απ᾽ τη μεριά του,
μαθαίνοντας την κυκλωτική κίνηση των Περσών, ζήτησε την πανοπλία του, τη
φόρεσε και διέταξε τον είλωτά του να τον οδηγήσει στους μαχόμενους, και μόλις τον
οδήγησε, ο οδηγός του σηκώθηκε κι έφυγε βιαστικά, αυτός όμως ρίχτηκε μες στο
σωρό και σκοτώθηκε· αντίθετα ο Αριστόδημος, καθώς του έλειψε το κουράγιο,
έσωσε τη ζωή του. [7.229.2] Τώρα, και στην περίπτωση που μόνο ο Αριστόδημος θα
᾿νιωθε πονόματο και θα γύριζε πίσω στη Σπάρτη, και στην περίπτωση που και οι δυο
τους θα μεταφέρονταν εκεί, έχω τη γνώμη πως οι Σπαρτιάτες δε θα εκδήλωναν καμιά
οργή εναντίον τους· τώρα όμως που ο ένας τους σκοτώθηκε, ενώ ο άλλος, έχοντας
τον ίδιο λόγο απαλλαγής, δεν προτίμησε να πεθάνει, δε γινόταν παρά ν᾽ αφήσουν να
ξεσπάσει σφοδρή η οργή τους στον Αριστόδημο.
[7.230.1] Αυτοί λοιπόν λένε πως ο Αριστόδημος σώθηκε κι έφτασε στη Σπάρτη μ᾽
αυτό τον τρόπο και μ᾽ αυτή τη δικαιολογία, άλλοι όμως πως τον είχαν στείλει
αγγελιοφόρο από το στρατόπεδο, κι αυτός, ενώ μπορούσε να προλάβει τη μάχη όσο
αυτή κρατούσε ακόμα, δεν το επιδίωξε, αλλά καθυστερώντας στο δρόμο σώθηκε, ενώ
ο συνάδελφός του αγγελιοφόρος πήγε στη μάχη και σκοτώθηκε.
[7.231.1] Με το που γύρισε στη Σπάρτη ο Αριστόδημος ζούσε μες στην ντροπή και
την περιφρόνηση· νά πώς εκδηλωνόταν η περιφρόνηση: κανένας Σπαρτιάτης δεν του
έδινε ν᾽ ανάψει απ᾽ τη φωτιά του ούτε κουβέντιαζε μαζί του· και τον ακολουθούσε ο
εμπαιγμός καθώς του έβγαλαν τ᾽ όνομα «Αριστόδημος ο Κιοτής». Αλλά βέβαια στις
Πλαταιές ξέπλυνε από πάνω τη μομφή που του φόρτωσαν και ξανακέρδισε την τιμή
του.
[7.232.1] Λεν επίσης πως κι ένας άλλος απ᾽ αυτούς τους τριακοσίους που στάλθηκε
αγγελιοφόρος στη Θεσσαλία επέζησε — το όνομά του Παντίτης· και πως, με το που
γύρισε κι αυτός στη Σπάρτη, έπεσε σ᾽ ανυποληψία και γι᾽ αυτό κρεμάστηκε.
[7.233.1] Κι οι Θηβαίοι, που στρατηγό τους είχαν τον Λεοντιάδη, πρώτα ήταν στις
ίδιες γραμμές με τους Έλληνες και πολεμούσαν εναντίον του στρατού του βασιλιά,
δέσμιοι της ανάγκης· μόλις όμως είδαν να παίρνουν το πάνω χέρι οι βάρβαροι, τότε
λοιπόν, ενώ οι Έλληνες του Λεωνίδα ανηφόριζαν προς το ύψωμα, αυτοί ξέκοψαν και
μ᾽ απλωμένα τα χέρια έτρεχαν προς τους βαρβάρους λέγοντας —κι έλεγαν όλη την
αλήθεια— πως μηδίζουν κι ήταν από τους πρώτους που έδωσαν γην και ύδωρ στο
βασιλιά, όμως έφτασαν στις Θερμοπύλες δέσμιοι της ανάγκης, και δεν έφταιγαν
καθόλου για το χτύπημα που δέχτηκε ο βασιλιάς. [7.233.2] Μιλώντας έτσι σώθηκαν,
γιατί είχαν μάρτυρες γι᾽ αυτά τα λόγια τους τους Θεσσαλούς. Βέβαια δε στάθηκαν
πέρα για πέρα τυχεροί· γιατί, όταν πλησίασαν, μόλις οι βάρβαροι τους έπιασαν,
μερικούς τους σκότωσαν καθώς πλησίαζαν και τους περισσότερους απ᾽ αυτούς
ύστερ᾽ από διαταγή του Ξέρξη τους χάραξαν στο σώμα στάμπες βασιλικές, κάνοντας
αρχή από το στρατηγό Λεοντιάδη, που ύστερ᾽ από καιρό το γιο του τον Ευρύμαχο
τον σκότωσαν οι Πλαταιείς, όταν επικεφαλής τετρακοσίων Θηβαίων κυρίεψε την
πόλη των Πλαταιών.

[7.234.1] Έτσι λοιπόν αγωνίστηκαν οι Έλληνες που φύλαγαν τις Θερμοπύλες· κι ο Ξέρξης
κάλεσε τον Δημάρατο και του έκανε ερωτήσεις, αρχίζοντας απ᾽ αυτήν: «Δημάρατε, είσαι
άνθρωπος με αρετή· το συμπέρασμα αυτό το βγάζω από την αλήθεια των λόγων σου· γιατί
τα λόγια σου βγήκαν όλα όπως τα είπες. Πες μου λοιπόν τώρα, πόσοι άραγε είναι οι
Λακεδαιμόνιοι, κι απ᾽ αυτούς πόσοι έχουν σε τέτοιο βαθμό την πολεμική αρετή, ορισμένοι
ή όλοι τους;». [7.234.2] Κι ο άλλος αποκρίθηκε: «Βασιλιά μου, οι Λακεδαιμόνιοι συνολικά
είναι λαός πολύς, και πολλές είναι οι πόλεις τους· θα σε κατατοπίσω έτσι που να μάθεις
καλά αυτό που θέλεις· στη Λακωνία βρίσκεται η πόλη Σπάρτη που έχει περίπου οχτώ
χιλιάδες πολεμιστές. Όλοι τους είναι ισάξιοι μ᾽ αυτούς που πολέμησαν εδώ· τώρα, οι
υπόλοιποι Λακεδαιμόνιοι δεν είναι βέβαια όμοιοι μ᾽ αυτούς, είναι όμως κι αυτοί
αντρειωμένοι». [7.234.3] Ο Ξέρξης ακούοντας αυτά είπε: «Δημάρατε, ποιός είναι ο πιο
εύκολος τρόπος για να εξουσιάσουμε αυτούς τους άντρες; εμπρός, κατατόπισέ με. Γιατί
ξέρεις εσύ πώς παίρνουν τις αποφάσεις τους, μια και χρημάτισες βασιλιάς τους».
[7.235.1] Κι εκείνος αποκρίθηκε· «Βασιλιά μου, μια και τόσο ενδιαφέρον δείχνεις για ν᾽
ακούσεις τη συμβουλή μου, νιώθω υποχρεωμένος να σου πω το καλύτερο που μπορώ: να
᾿στελνες τριακόσια καράβια απ᾽ το ναυτικό σου εναντίον της Λακωνίας. [7.235.2] Λοιπόν,
στην περιοχή της βρίσκεται ένα νησί που λέγεται Κύθηρα, για το οποίο ο Χίλων, που
αναδείχτηκε στη χώρα μας από τους πιο σοφούς του κόσμου, είπε πως συμφέρει
περισσότερο στους Σπαρτιάτες να ᾿χει βουλιάξει στο βυθό της θάλασσας παρά να βρίσκεται
στην επιφάνεια· γιατί είχε το φόβο πως όλο και θα τους έρθει απ᾽ αυτό το νησί κάτι
παρόμοιο μ᾽ εκείνο που σου προτείνω· όχι βέβαια πως είχε προβλέψει τη δική σου
εκστρατεία, αλλά έτρεφε τον ίδιο φόβο για κάθε εχθρική εκστρατεία. [7.235.3] Λοιπόν,
έχοντας ορμητήριο αυτό το νησί, οι δικοί σου ν᾽ απειλούν τους Λακεδαιμονίους. Κι όσο θα
έχουν τον πόλεμο μπροστά στην πόρτα τους, δε θα ᾿χεις να φοβάσαι μήπως, την ώρα που
το πεζικό σου θα υποδουλώνει την υπόλοιπη Ελλάδα, σπεύσουν αυτοί να τη βοηθήσουν. Κι
όταν υποδουλωθεί εντελώς η υπόλοιπη Ελλάδα, τότε πια, μένοντας μονάχοι, οι
Λακεδαιμόνιοι θα ᾿ναι αδύναμοι. [7.235.4] Τώρα, αν δεν πράξεις αυτά, νά τί να περιμένεις
να γίνει: υπάρχει στενός ισθμός στην Πελοπόννησο· αν όλοι οι Πελοποννήσιοι πάρουν όρκο
να σε πολεμήσουν σ᾽ αυτό το μέρος, να ξέρεις πως σε περιμένουν μάχες πιο σκληρές απ᾽
αυτές που έγιναν. Αντίθετα, αν κάνεις το πρώτο που σου είπα, κι ο ισθμός που ανέφερα και
οι πόλεις θα σου παραδοθούν χωρίς πόλεμο».
[7.236.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτόν λέει ο Αχαιμένης που ήταν αδερφός του Ξέρξη και ναύαρχος,
καθώς παρακολουθώντας τη συνομιλία φοβήθηκε μήπως πειστεί ο Ξέρξης και βάλει σ᾽
ενέργεια αυτό το σχέδιο: «Βασιλιά μου, σε βλέπω ν᾽ ακούς μ᾽ ευχαρίστηση τα λόγια
ανθρώπου που σε φθονεί για την ευτυχία σου, αν δε σε προδίνει κιόλας. Γιατί είναι χαρά
των Ελλήνων να συμπεριφέρονται μ᾽ αυτό τον τρόπο· φθονούν την ευτυχία του άλλου και
μισούν ό,τι είναι ανώτερο απ᾽ αυτούς. [7.236.2] Αν όμως κοντά στην πρόσφατη κακοτυχία,
που έχουμε χάσει σε ναυάγιο τετρακόσια καράβια, πάρεις άλλα τριακόσια απ᾽ το στόλο και
τα στείλεις να κάνουν περιπολίες στην Πελοπόννησο, νά που οι αντίπαλοι θα ᾿ναι σε θέση
να συγκρουστούν μαζί σου· όσο όμως το ναυτικό μας είναι όλο συγκεντρωμένο, τους είναι
πολύ δύσκολο να τα βγάλουν πέρα μαζί σου κι εντελώς αδύνατο να δώσουν μάχη με σένα·
κι όλο το ναυτικό μας θα στηρίζει το πεζικό, και το πεζικό το ναυτικό, ακολουθώντας κοινή
πορεία· αν όμως διασπάσεις τη δύναμή σου, ούτε εσύ θα μπορείς να δίνεις χέρι στο
ναυτικό ούτε εκείνο σε σένα. [7.236.3] Τακτοποίησε λοιπόν με τον καλύτερο τρόπο το
στράτευμά σου και πάρ᾽ το απόφαση να μη σκοτίζεσαι για τους αντιπάλους σου, πού θα
σταθούν να πολεμήσουν, ποιά τακτική θ᾽ ακολουθήσουν στον πόλεμο και πόσοι είναι. Γιατί
κι εκείνοι είναι ικανοί να φροντίζουν για τον εαυτό τους κι εμείς από τη μεριά μας για τον
εαυτό μας. Αν λοιπόν οι Λακεδαιμόνιοι αποφασίσουν να δώσουν μάχη εναντίον των
Περσών, δε θα βρουν καμιά γιατρειά για το πλήγμα που δέχτηκαν τώρα».
[7.237.1] Ο Ξέρξης του αποκρίθηκε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Αχαιμένη, οι προτάσεις σου μου
φαίνονται σωστές κι αυτές θα εφαρμόσω. Κι ο Δημάρατος προτείνει αυτά που πιστεύει πως
είναι τα καλύτερα για μένα, η γνώμη του όμως είναι κατώτερη απ᾽ τη δική σου. [7.237.2]
Αλλά δε θα δεχτώ το άλλο, ότι δε βλέπει με καλό μάτι τις υποθέσεις μου· κι αυτό το
συμπέρασμα βγάζω κι απ᾽ όσα προηγουμένως είπε κι από την πραγματικότητα, δηλαδή ότι
ένας πολίτης φθονεί την ευτυχία του συμπολίτη του και δείχνει την κακή διάθεση με τη
σιωπή του, κι ούτε αν του ζητούσε ο συμπολίτης συμβουλή θα του υποδείκνυε ο άλλος
εκείνο που πιστεύει ότι είναι το καλύτερο, εκτός αν είναι άνθρωπος που έχει φτάσει στις
κορυφές της αρετής· οι τέτοιοι όμως είναι σπάνιοι· [7.237.3] αντίθετα, όταν κάποιος είναι
δεμένος με φιλία με ξένο, δείχνει την πιο καλή διάθεση για την ευτυχία του ξένου φίλου
του, κι αν του ζητηθεί συμβουλή, θα του συμβούλευε τα καλύτερα. Έτσι λοιπόν, διατάζω ο
καθένας να κρατά το στόμα του κλειστό αποδώ και πέρα, αν είναι να κακολογήσει τον
Δημάρατο, που είναι φίλος μου».
[7.238.1] Αυτά είπε ο Ξέρξης και κατόπι περνούσε ανάμεσα απ᾽ τα πτώματα και διέταξε του
Λεωνίδα, γιατί είχε ακούσει πως ήταν βασιλιάς και στρατηγός των Λακεδαιμονίων, να
κόψουν το κεφάλι και να το κρεμάσουν σε κοντάρι. [7.238.2] Λοιπόν, κι από πολλές άλλες
ενδείξεις, αλλά προπάντων απ᾽ αυτήν αντιλήφτηκα πως ο βασιλιάς Ξέρξης με κανέναν άλλο
άνθρωπο δεν οργίστηκε όσο με τον Λεωνίδα, όσο ήταν ζωντανός· γιατί αλλιώτικα δε θ᾽
ασχημονούσε μ᾽ αυτό τον τρόπο στο πτώμα του, αφού απ᾽ όσους λαούς γνώρισα κανένας
δε συνηθίζει να τιμά τους άντρες που έχουν πολεμική αρετή όσο οι Πέρσες. Λοιπόν αυτοί
που πήραν την προσταγή αυτή, την εκτελούσαν.
[7.239.1] Τώρα ξαναγυρνώ σε προγενέστερο περιστατικό της ιστορίας μου, όπου
παρέλειψα κάτι. Πρώτοι οι Λακεδαιμόνιοι πληροφορήθηκαν πως ο βασιλιάς ετοιμαζόταν
να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας, κι έτσι έστειλαν απεσταλμένους στο μαντείο των
Δελφών, όπου τους δόθηκε ο χρησμός που ανέφερα λίγο παραπάνω· και το
πληροφορήθηκαν με αξιοπερίεργο τρόπο. [7.239.2] Δηλαδή ο Δημάρατος, ο γιος του
Αρίστωνος, που κατέφυγε στους Μήδους, όπως εγώ πιστεύω κι απ᾽ ό,τι έδειξαν τα πράματα
δεν πέφτω έξω, δεν ήθελε το καλό των Λακεδαιμονίων· κι έτσι μπορεί κανείς να κάνει
υποθέσεις αν η ακόλουθη ενέργειά του ήταν από φιλική διάθεση ή από χαιρεκακία: όταν ο
Ξέρξης αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας, ο Δημάρατος, που ήταν στα
Σούσα, μαθαίνοντάς το θέλησε να το αναγγείλει στους Λακεδαιμονίους. [7.239.3] Άλλο
τρόπο λοιπόν δεν είχε να στείλει το μήνυμα, γιατί διέτρεχε τον κίνδυνο να συλληφθεί· κι
έτσι σοφίστηκε το εξής: πήρε δίπτυχο πινάκιο και ξύνοντας το γύμνωσε απ᾽ το κερί του κι
έπειτα χαράζοντας το ξύλο του πινακίου έγραψε την απόφαση του βασιλιά· κι αφού το
᾿κανε αυτό, ξαναέλιωσε το κερί και το έχυσε πάνω στα γράμματα, έτσι ώστε, καθώς το
πινάκιο θα μεταφερόταν άγραφο, να μη προκαλέσει την υποψία των φρουρών των
δρόμων. [7.239.4] Κι όταν αυτό έφτασε στη Σπάρτη, οι Λακεδαιμόνιοι δεν ήξεραν τί να
κάνουν μ᾽ αυτό, ώς την ώρα που, σύμφωνα με τις πληροφορίες που πήρα, η Γοργώ, η
θυγατέρα του Κλεομένη και γυναίκα του Λεωνίδα, μάντεψε το τέχνασμα και τους
συμβούλεψε, παρακινώντας τους να αφαιρέσουν το κερί ξύνοντάς το, και θα βρουν μήνυμα
χαραγμένο στο ξύλο. Λοιπόν την άκουσαν, το βρήκαν και το διάβασαν κι ύστερα
ειδοποίησαν και τους άλλους Έλληνες. Λοιπόν, έτσι λένε πως έγιναν αυτά.

You might also like