You are on page 1of 427

ε υ µ έ ν α έ ρ γα από

Βραβ
ζ ω γ ρ α φ ι κής µε την
ό
διαγωνισµ
ι ρ ί α τ ο υ εορτασµού
ευκα
ν
των 100 χρόνω
ρ ί α ς τ ο υ ΓΕΣ
Ισ τ ο
ΠΕ­ΡΙ ΤΗΣ ΣΗ­ΜΑ­ΣΙΑΣ – ΠΡΟ­ΣΦΟ­ΡΑΣ
– ΘΥ­ΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΕ­ΝΙ­ΚΟ­ΤΕ­ΡΗΣ
ΔΙΑ­ΧΡΟ­ΝΙ­ΚΗΣ ΠΑ­ΡΟΥ­ΣΙΑΣ ΤΟΥ
Ο­ΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕ­ΖΙ­ΚΟΥ

Τ
ο πνεύ­μα του Πε­ζι­κού α­πο­τυ­πώ­νε­ται εμ­φα­νώς στο έμ­βλη­μά του, το
ο­ποί­ο συν­θέ­τουν το τυ­φέ­κιο, η σπά­θη −βα­σι­κά ό­πλα του Πε­ζι­κού
που θε­σπί­στη­καν με το Βα­σι­λικό Διά­ταγ­μα της 2ας Μαρ­τί­ου 1833−
η λυ­χνί­α, σύμ­βο­λο λα­τρεί­ας του Θε­ού και εκ­δή­λω­ση τι­μής στους νε­κρούς και
το κόκ­κι­νο φό­ντο, σύμ­βο­λο του αίμα­τος των αν­δρών του Ό­πλου που θυ­σιά­
στη­καν στους α­γώ­νες του Έ­θνους. Το ε­πι­γρα­φό­με­νο σ’ αυ­τό η­θι­κό πα­ράγ­γελ­
μα «ΔΙΩ­ΚΕ ΔΟ­ΞΑΝ ΚΑΙ Α­ΡΕ­ΤΗΝ» δεν αποτελεί έναν απλό συμβολισμό για τα
στελέχη του Πεζικού, αλλά έχει άμεση σχέση με το έργο και την αποστολή
τους, γι’ αυτό τα νέα στελέχη διδάσκονται ότι:
«Η Δό­ξα α­πο­κτά­ται με την αυ­το­θυ­σί­α και την τόλ­μη, κερ­δί­ζε­ται με το
τυ­φέ­κιο και τη σπά­θη α­πό αυ­τούς που έ­χουν α­πο­κτή­σει τις α­πα­ραί­τη­τες
γνώ­σεις με τη με­λέ­τη και την ά­σκηση, και ε­δραιώ­νε­ται με το αί­μα της στρα­
τιάς των νε­κρών του ΠΖ, που συμ­βο­λί­ζε­ται με το κόκ­κι­νο φόντο».
Η Α­ρε­τή α­πο­τε­λεί το κό­σμη­μα των γεν­ναί­ων, εκ­δη­λώ­νε­ται με την η­θι­κή,
το δί­καιο, την τι­μιό­τη­τα, την κα­λο­σύ­νη, τον σε­βα­σμό προς τους α­ντι­πά­λους
και ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται με τον συμ­βο­λι­σμό της λυ­χνί­ας, δη­λα­δή με την πί­στη
στον Θε­ό και την α­πό­δο­ση τι­μής στους νε­κρούς.
Πολ­λοί υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι οι τε­χνο­λο­γι­κές ε­ξε­λί­ξεις και κυ­ρί­ως η ανα­κά­
λυ­ψη της α­το­μι­κής βόμ­βας, σ’ έ­ναν νέ­ο πό­λε­μο, τον ο­ποί­ο δεν ε­πι­θυ­μούμε,
θα μεί­ω­ναν την α­ξί­α του προ­σω­πι­κού του Ό­πλου μας.
Με­ρι­κοί μί­λη­σαν και για πό­λε­μο «δια πιέ­σε­ως κομ­βί­ων». Ό­μως τα συ­μπε­
ρά­σμα­τα των τε­λευ­ταί­ων το­πι­κών πο­λέ­μων, που έ­γι­ναν και γί­νο­νται στον
κό­σμο με­τά τον Β΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, α­πο­δει­κνύ­ουν τον η­γε­τι­κό ρό­λο του
Πε­ζι­κού στο πε­δί­ο της μά­χης.
Και εί­ναι φυ­σι­κό, για­τί πα­ρα­μέ­νει α­ναλ­λοί­ω­τη η αρ­χή ό­τι «Νι­κητής θα εί­ναι
ε­κεί­νος που θα δια­τη­ρή­σει αυ­τό που κα­τέ­χει ή αυ­τό που θα κα­ταλά­βει».

 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Έ­τσι, ο Πε­ζός με σύγ­χρο­να ή πα­λαιά ο­πλι­κά συ­στή­μα­τα ζει τις συ­γκινή­σεις
της μά­χης, α­ντι­με­τω­πί­ζει τους κιν­δύ­νους και πε­ρι­φρο­νεί τον θά­να­το. Δεν
με­τρά­ει θυ­σί­ες, ού­τε υ­πο­λο­γί­ζει κα­κου­χί­ες. Έ­χει καρ­φω­μέ­νο το βλέμ­μα του
σ’ έ­ναν μό­νο στό­χο «Τη Νί­κη». Να λοι­πόν για­τί εί­ναι σω­στή η α­λή­θεια:

«Θέ­λεις να μά­θεις την ι­στο­ρί­α του Στρα­τού;


Διά­βα­σε την ι­στο­ρί­α του Πε­ζι­κού»

Οι α­ριθ­μοί των θυ­σιών εί­ναι μια α­κό­μη α­πό­δει­ξη για την πιο πά­νω
α­να­ντίρ­ρη­τη α­λή­θεια:
Ε­ΠΕ­ΣΑΝ ΣΤΟΥΣ Α­ΓΩ­ΝΕΣ ΤΟΥ Ε­ΘΝΟΥΣ
Α­ξιω­μα­τι­κοί 3.539
Ο­πλί­τες 104.342
ΣΥ­ΝΟ­ΛΟ 107.863

Πρέ­πει να ε­πι­ση­μά­νου­με ό­τι και στην περίοδο της ει­ρή­νης το Πε­ζι­κό


επωμίζεται το με­γα­λύ­τε­ρο βά­ρος για την ποιό­τη­τα και τη μα­χη­τι­κή ι­σχύ του
Στρα­τού, α­φού κα­λύ­πτει το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της δυ­νά­με­ώς του.
Ό­λα αυ­τά στοι­χειο­θε­τούν τις α­κό­λου­θες δια­πι­στώ­σεις:
Πρώ­τον: Τα στε­λέ­χη του Πε­ζι­κού πρέ­πει να ε­πι­διώ­κουν τη δια­μόρ­φω­σή
τους σε η­γή­το­ρες υ­ψη­λής ποιό­τη­τας.
Δεύ­τε­ρον: Ο εκ­συγ­χρο­νι­σμός του Ό­πλου πρέ­πει να εί­ναι πά­ντο­τε σε
πρώ­τη προ­τε­ραιό­τη­τα.
Α­πο­στο­λή του Ό­πλου στον πό­λε­μο εί­ναι να μά­χε­ται δια πυ­ρός, ε­λιγ­μού και
κι­νή­σε­ως, κά­τω α­πό ο­ποιεσ­δή­πο­τε και­ρι­κές συν­θή­κες, σε οποιο­δή­πο­τε έδα­φος,
η­μέ­ρα και νύ­κτα, να κα­τα­κτά το έ­δα­φος, να κα­τα­στρέ­φει ή να αιχ­μα­λω­τίζει τον
ε­χθρό, να τον εκ­διώ­κει α­πό τις θέ­σεις του και να ε­ξα­σφα­λί­ζει τη διατή­ρη­ση του
κα­τα­λη­φθέ­ντος ε­δά­φους, α­πο­κρού­ο­ντας την έ­φο­δο με πυ­ρά, α­γώ­να εκ του συ­
στά­δην και α­ντε­πι­θέ­σεις. Ε­πι­πλέ­ον, στην περίοδο της ει­ρή­νης εί­ναι ε­πι­φορ­τι­σμέ­νο
να εκ­παι­δεύ­ει το προ­σω­πι­κό του, να συ­ντη­ρεί το υ­λι­κό του και να συμ­μετέ­χει στις
α­σκή­σεις των προ­ϊ­στα­μέ­νων κλι­μα­κί­ων, με σκο­πό τη δια­τή­ρη­ση της μα­χη­τι­κής
ι­κα­νό­τη­τας στον α­παι­τού­με­νο βαθ­μό. Οφείλει, επίσης, να τη­ρεί και να ενη­με­ρώ­νει
τα σχέ­δια που α­φο­ρούν την ε­κτέ­λε­ση της πο­λε­μι­κής του α­πο­στολής.

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ− ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ − ΘΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΗΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗΣ 


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ
ΜΕΡΟΣ Ι

Η Διαχρονική Παρουσία

του Όπλου

του Πεζικού

ΓΕΣ/ΔΠΖ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Ι­ΣΤΟ­ΡΙ­ΚΗ Α­ΝΑ­ΣΚΟΠΗ­ΣΗ ΤΗΣ


Ε­ΞΕ­ΛΙ­ΞΕ­ΩΣ ΠΕ­ΖΙ­ΚΟΥ Α­ΠΟ ΤΟΥΣ
ΑΡ­ΧΑΙΟΥΣ ΧΡΟ­ΝΟΥΣ ΜΕ­ΧΡΙ
ΤΗ ΣΥΓ­ΧΡΟ­ΝΗ Ε­ΠΟ­ΧΗ

ΑΡ­ΧΑΙΟΙ ΧΡΟ­ΝΟΙ (20ός-8ος π.Χ. αιώ­νας)


Κα­τά την αρ­χαιό­τη­τα το Πε­ζι­κό α­πο­τε­λού­σε τη βά­ση του Στρα­τού. Οπλι­σμέ­νο
με α­μυ­ντι­κά και ε­πι­θε­τι­κά ό­πλα, διε­ξή­γα­γε τον α­γώ­να με την κί­νη­ση και την ι­σχυ­ρή
κρού­ση. Γι’ αυ­τόν τον λό­γο, δια­τη­ρού­σε πο­λύ πυ­κνούς και μα­ζι­κούς σχημα­τι­σμούς,
ώ­στε να έ­χει ι­σχυ­ρή δύ­να­μη κρού­σε­ως. Τον κύ­ριο ό­γκο κρού­σε­ως απο­τε­λού­σε το
βα­ριά ο­πλι­σμέ­νο Πεζι­κό, που τασ­σό­ταν συ­νή­θως σε αρ­κε­τά βα­θείς σχη­μα­τι­σμούς,
σε δύ­ο γραμ­μές. Το ε­λαφρύ Πε­ζι­κό τασ­σό­ταν, πριν α­πό την εμπλο­κή, στο μέ­τωπο
ή στα πλευ­ρά και ό­ταν άρ­χι­ζε η μάχη, ε­πε­δί­ω­κε να ε­πι­φέ­ρει ό­σο το δυ­να­τόν με­γα­
λύ­τε­ρες α­πώ­λειες στον ε­χθρό και ε­ξα­κο­λου­θού­σε σε ό­λη τη διάρ­κεια της μά­χης
να πα­ρε­νο­χλεί τον εχθρό με τα μέσα του. Οι Έλ­λη­νες κα­τά τον Τρω­ι­κό Πό­λε­μο,
έ­φε­ραν τον ο­πλι­σμό της ε­πο­χής ε­κεί­νης που πε­ρι­λάμ­βα­νε, δόρυ, α­κό­ντιο, σφεν­
δό­να και για την ά­μυ­να α­σπί­δα, κρά­νος και πε­ρι­κνη­μί­δες.

Ι­ΣΤΟ­ΡΙ­ΚΟΙ ΧΡΟ­ΝΟΙ (8ος-4ος π.Χ. αιώ­νας)


Σπάρ­τη (8ος-4ος π.Χ. αιώ­νας)
Οι νέ­οι Σπαρ­τιά­τες λάμβα­ναν δη­μό­σια α­γω­γή α­πό το 7ο έ­τος της η­λικίας τους
και υ­πο­λο­γί­ζο­νταν σαν στρα­τεύ­σι­μοι α­πό το 20ό έ­τος. Η ζω­ή κά­θε νέ­ου ή­ταν
α­φιε­ρωμένη στη γυ­μνα­στι­κή και στρα­τιω­τι­κή ε­ξά­σκη­ση, με α­πο­τέ­λε­σμα η Σπάρ­τη
να α­πο­κτή­σει έ­ναν στρα­τό μο­ναδι­κό για τις στρα­τιω­τι­κές του α­ρε­τές, τη σιδη­ρά
πειθαρ­χί­α, την α­ντο­χή και μαχη­τι­κή ι­κα­νό­τη­τα. Ο ο­πλι­σμός των αρ­χαί­ων Σπαρ­τια­
τών πε­ρι­λάμ­βα­νε θώ­ρα­κα, κρά­νος και α­σπί­δα (α­μυ­ντι­κός ο­πλι­σμός) ή μακρύ δό­ρυ
και βρα­χύ ξί­φος (ε­πι­θε­τι­κός ο­πλι­σμός). Ο εφαρ­μο­ζό­με­νος σχη­μα­τι­σμός μά­χης ή­ταν

10 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Oι τοξότες τα κλασικά χρόνια
αποτελούσαν τμήμα του Πεζικού
(Μόναχο, Αρχαιολογικό Μουσείο)

μια ε­νιαί­α πα­ρά­τα­ξη βά­θους συ­νή­θως ο­κτώ αν­δρών. Το σπαρ­τιά­τι­κο στρα­τιω­τι­κό


δόγ­μα στη­ρι­ζόταν στην α­το­μι­κή εκ­παί­δευ­ση του ο­πλί­τη, στη χρή­ση των ό­πλων
και τους ε­λιγ­μούς, στην α­πό­λυ­τη πει­θαρ­χί­α και την α­το­μι­κή του ανδρεί­α.

Α­θή­να (7ος-4ος αιώ­νας)


Στην αρ­χαί­α Α­θή­να με­τά το 18ο έ­τος, ο νέ­ος ­ λο­γι­ζό­ταν ως έ­φη­βος και έ­δι­νε
τον όρ­κο του αστού. Στη συ­νέ­χεια, έ­παιρ­νε ο­πλι­σμό και τον έ­στελ­ναν στα σύ­νο­
ρα της πό­λε­ως, ό­που εκ­παι­δευόταν στα του πο­λέ­μου. Ο στρα­τός των Αθηνών
ή­ταν ε­ξο­πλι­σμέ­νος με κρά­νος, θώ­ρα­κα, α­σπί­δα, δό­ρυ με σι­δε­ρέ­νια ή χαλύβδι­νη
αιχ­μή και ξί­φος. Την α­θη­να­ϊ­κή πα­ρά­τα­ξη α­πο­τε­λού­σαν λό­χοι συ­μπα­ρα­ταγμέ­νοι,
που σχη­μά­τι­ζαν με­τω­πι­κή φά­λαγ­γα αλ­λε­πάλ­ληλων ζυ­γών, με διά­στη­μα και βά­θος
α­πό άν­δρα σε άν­δρα ε­νός βή­μα­τος. Ο Μιλ­τιάδης ε­πι­νό­η­σε το «Βή­μα Εφόδου» που
συν­δυα­ζό­ταν με την «Πο­λε­μι­κή κραυ­γή», δη­λα­δή οι Α­θηναί­οι ε­κτε­λούσαν ε­πί­θε­ση

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 11


κραυ­γά­ζο­ντας πο­λε­μι­κές ια­χές, ό­πως α­λα­λά, ε­λε­λεύ κ.λπ.
Α­πό την ε­πο­χή του Μιλ­τιά­δη, η στρα­τη­γι­κή και η τα­κτι­κή έ­χουν, κα­τά γράμ­μα
και κατ’ ου­σί­α, ελ­λη­νι­κή κα­τα­γω­γή και ση­μαί­νουν την κυ­ριαρ­χί­α του γρηγο­ρού­
ντος ε­φευ­ρε­τικού ελ­λη­νι­κού πνεύ­μα­τος πά­νω στην άψυχη μά­ζα.

Θή­βα (379-362 π.Χ.)


Με­τά την πα­ρακ­μή των Α­θη­νών και της Σπάρ­της, η Θή­βα α­να­λαμ­βά­νει την
η­γε­μο­νί­α των ελ­λη­νι­κών πό­λε­ων, χά­ρις στη στρατιω­τι­κή της ι­σχύ, δη­μιούργη­μα
των πε­ρί­φη­μων Στρατη­γών Ε­πα­μει­νών­δα και Πε­λο­πί­δα. Στη μά­χη των Λεύκτρων,
ο Ε­πα­μεινών­δας και­νοτό­μη­σε:
 Ε­φαρ­μό­ζο­ντας νέ­α τα­κτι­κή διά­τα­ξη, την πε­ρί­φη­μη «Λοξή Φά­λαγγα»
 Συ­λλαμβάνοντας πρώ­τος στην ι­στο­ρί­α τη ση­μα­σί­α της αρ­χής της οι­κονομί­ας
των δυ­νά­με­ων και του τα­κτι­κού δόγ­μα­τος ε­πί του πε­δί­ου της μά­χης καθώς και της
κατανο­μής των αποστο­λών για ε­πι­τυ­χί­α του ε­πι­διω­κό­μενου σκο­πού
 Α­ντιλα­μβανόμενος πρώτος την έν­νοια της ε­φε­δρεί­ας και τη χρησιμο­ποί­η­σή
της για ε­ξα­σφά­λι­ση της ε­κτελέ­σε­ως του σχε­δί­ου ε­λιγ­μού.

ΜΑ­ΚΕ­ΔΟ­ΝΙ­ΚΗ ΠΕ­ΡΙΟ­ΔΟΣ (359-323 π.Χ.)


Οι Μα­κε­δό­νες με­τά τη Μά­χη της Χαι­ρώ­νειας (338 π.Χ.) α­νέ­λα­βαν την η­γε­μο­νί­α
των ελ­λη­νι­κών πό­λε­ων. Ο Φί­λιπ­πος ή­ταν ο πρώτος α­να­διορ­γα­νω­τής και θε­με­λιω­
τής του Μακεδο­νι­κού Στρα­τού. Ει­δι­κό­τε­ρα:

12 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


 Ε­πέ­βα­λε την υ­πο­χρε­ω­τι­κή θη­τεί­α.
 Μόρ­φω­σε τα στε­λέ­χη.
 Θέ­σπι­σε σύ­στη­μα προ­α­γω­γών, στη­ρι­ζό­με­νο στην προ­σω­πι­κή αξί­α και στην
ευ­δό­κι­μη υ­πη­ρε­σί­α των στε­λε­χών.
 Συ­γκρό­τη­σε την πε­ρί­φη­μη Μα­κε­δο­νι­κή Φά­λαγ­γα.
 Ορ­γά­νω­σε Υ­πη­ρε­σί­α Ε­πι­με­λη­τεί­ας και Με­τα­φο­ρών.
Με αυ­τό τον τρό­πο ο Φί­λιπ­πος υ­πήρ­ξε ο πρό­δρο­μος ό­λων των στρατιω­τι­κών
ορ­γα­νω­τών και έ­θε­σε τις βά­σεις ε­πί των ο­ποί­ων δύ­να­ται να ορ­γα­νω­θεί έ­νας Ε­θνι­
κός Στρα­τός. Το ιδιαί­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της Μα­κε­δο­νι­κής Φά­λαγ­γας ή­ταν ο
α­το­μι­κός ο­πλισμός και η διά­τα­ξη μά­χης. Οι Φα­λαγ­γί­τες ή­ταν βα­ρύ­τε­ρα οπλι­σμέ­
νοι. Έ­φε­ραν κρά­νος, θώ­ρα­κα βα­ρύ­τε­ρο και α­σπί­δα που κά­λυπτε τον μαχητή, ως
α­μυ­ντι­κό ο­πλι­σμό. Ο ε­πι­θε­τι­κός ο­πλι­σμός πε­ρι­λάμ­βα­νε τη σά­ρι­σα (δό­ρυ, μή­κους
4,20-4,80 μ.) και το βρα­χύ ελ­λη­νι­κό ξίφος. Οι Φα­λαγ­γί­τες τάσ­σο­νταν ε­πί 16 ζυ­γών,
έτσι ώ­στε οι σά­ρι­σες των πρώ­των 5 ζυ­γών να υ­περ­βαί­νουν το μέτω­πο της φά­λαγ­γας
σχη­μα­τί­ζοντας τεί­χος α­δια­πέ­ρα­στο. Ε­κτός α­πό τους Φα­λαγ­γίτες, το Μα­κε­δο­νι­κό
Πε­ζι­κό πε­ρι­λάμ­βα­νε και το σώ­μα των «υ­πα­σπιστών», με κύ­ριο έρ­γο κα­τά τη μά­χη
την α­ντι­με­τώπι­ση ε­κτά­κτων κα­τα­στάσε­ων.

ΡΩ­ΜΑ­Ϊ­ΚΗ Ε­ΠΟ­ΧΗ (753 π.Χ.-476 μ.Χ.)


Οι αρ­χαί­οι Ρω­μαί­οι, με την πε­ρί­φη­μη «Στρα­τιω­τι­κή Ορ­γάνω­σή» τους και την εισα­
γω­γή της γνω­στής «Ρωμα­ϊ­κής Λε­γε­ώ­νας», δη­μιούρ­γη­σαν νέ­α ε­πο­χή στην ό­λη ε­ξέ­λι­ξη
της πο­λε­μικής τέ­χνης. Στην Αρ­χαί­α Ρώ­μη η στρα­τιω­τι­κή
θη­τεί­α ή­ταν υπο­χρε­ω­τι­κή και εί­χε διάρ­κεια α­πό το 17ο
έ­ως και το 50ό έ­τος. Με­τά την η­λι­κί­α αυτή, ο Ρω­μαί­ος
πο­λί­της γραφόταν σε ε­κα­το­νταρ­χί­α ε­φέ­δρων και ε­κεί
πα­ρέ­με­νε μέ­χρι το 60ό έ­τος. Η στρα­τιω­τι­κή α­γω­γή τού
νέ­ου α­στού ή­ταν α­ντικεί­με­νο που α­παι­τούσε τις πλέ­ον
ε­πί­μο­νες φρο­ντίδες. Τα α­μυ­ντικά ό­πλα του λε­γε­ω­νά­ριου,
δη­λα­δή του πεζού στρα­τιώ­τη, ή­ταν: η πε­ρι­κε­φα­λαί­α, η
α­σπί­δα, ο θώ­ρα­κας και η κνη­μί­δα του δε­ξιού πο­διού, για
να το προ­φυ­λάσ­σει στον α­γώ­να με το ξίφος. Ε­πι­θε­τι­κά
ή­ταν: το δό­ρυ, ο ισ­σός (α­κό­ντιο βρα­χύ μή­κους 1,30 μ.),
το ξί­φος και ο πέλε­κυς. Η Ρω­μα­ϊ­κή Τα­κτι­κή πα­ρα­δέ­χε­ται
τρεις δια­φο­ρε­τι­κούς σχη­μα­τισμούς:
 Τη «Διά­τα­ξη Α­γώ­να», α­νοι­κτή ή α­νε­πτυγ­μέ­νη, ό­που
οι στοί­χοι και οι ζυγοί κα­τέ­χουν διά­στα­ση 1,80 μ.
 Τη «Διά­τα­ξη Ε­λιγ­μού», πα­ρε­λά­σε­ως ή ε­πι­θε­ω­ρή­σε­
ως, ό­που οι δια­στά­σεις εί­ναι μειω­μέ­νες στο μι­σό.
 Την «εν Μά­ζη Διά­τα­ξη», ό­που οι δια­στά­σεις εί­ναι
μειω­μέ­νες στο τέταρ­το.

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 13


ΒΥ­ΖΑ­ΝΤΙ­ΝΗ ΠΕ­ΡΙΟ­ΔΟΣ (330-1453 μ.Χ.)
Αρ­χι­κά τον στρα­τό α­πο­τε­λού­σαν κυ­ρί­ως Βάρ­βα­ροι μι­σθο­φό­ροι κα­τά το ρω­
μα­ϊ­κό πρό­τυ­πο. Στα­δια­κά ό­μως το μι­σθο­φο­ρι­κό σύ­στη­μα άρ­χι­σε να ε­γκαταλεί­
πε­ται και να δημιουρ­γού­νται Ε­θνι­κές Δυ­νά­μεις. Η ο­λο­κλή­ρω­ση του θεσμού τού
«Ε­θνι­κού Βυ­ζα­ντι­νού Στρατού» πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ε­πί Λέ­ο­ντος Γ΄ (717-740) και

14 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


συ­νέ­πε­σε με την κα­θιέ­ρω­ση της νέ­ας διοι­κη­τι­κής διάρ­θρω­σης
των «Θε­μά­των». Η ι­δέ­α ε­νός μό­νιμου ε­παγ­γελ­μα­τι­κού στρα­τού
στην ει­ρή­νη, ε­νι­σχυ­μέ­νου με ι­σχυ­ρές ε­φε­δρεί­ες στον πό­λε­μο,
γε­γο­νός που α­πο­τε­λεί τη βά­ση της ορ­γα­νώ­σε­ως και των ση­με­
ρι­νών στρα­τών, εί­ναι ι­δέ­α κα­θα­ρά βυζα­ντι­νή. Το τάγ­μα α­πο­τε­
λεί αυ­το­τε­λή διοι­κη­τι­κή και τα­κτι­κή μο­νά­δα, η ο­ποί­α δια­θέ­τει
α­νά­λο­γα βα­ριά και ε­λα­φρά ο­πλισμέ­νο προ­σω­πι­κό, που έ­χει τη
δυ­να­τό­τη­τα να α­να­λαμ­βά­νει την ε­κτέ­λε­ση ει­δι­κών αποστο­λών
και να ε­πι­τυγ­χά­νει την άμε­ση α­σφά­λειά του με τα δι­κά του
μέ­σα. Η και­νο­το­μί­α αυ­τή των Βυ­ζα­ντι­νών πα­ρέ­μει­νε μέ­χρι σή­
με­ρα α­με­τά­βλη­τη. Το τάγ­μα ή­ταν δύ­να­μης 200-400 αν­δρών,
το α­πο­τε­λού­σαν 16 στοί­χοι αν­δρών σε πα­ράταξη 16 ζυ­γών. Η
βυ­ζα­ντι­νή διά­τα­ξη μά­χης δεν έ­χει το γραμ­μι­κό χα­ρα­κτή­ρα της
αρχαί­ας Τα­κτι­κής. Εί­ναι διάτα­ξη σε βά­θος και α­ντα­πο­κρί­νε­ται
μάλ­λον στις ση­με­ρι­νές α­ντι­λή­ψεις της διά­τα­ξης «ο­λό­πλευ­ρης
μά­χης». Η διά­τα­ξη αυ­τή πε­ρι­λάμβα­νε:
 Τη Γραμ­μή Μά­χης
Πε­ρι­λάμ­βα­νε τα 2/3 του συνολι­κού α­ριθ­μού των ταγ­μά­των
και ή­ταν πα­ρά­ταξη προς ορισμέ­νη κα­τεύ­θυν­ση.
 Τη Γραμ­μή της Εφε­δρεί­ας
Την αποτελούσε το 1/3 του συ­νο­λι­κού α­ριθ­μού των ταγ­
μάτων. Ή­ταν πα­ρά­τα­ξη σε α­πό­στα­ση 1.000 πε­ρί­που μέ­τρων
πί­σω α­πό τη γραμ­μή μά­χης, με δια­στή­μα­τα 250 μέ­τρων με­τα­ξύ
των ταγ­μάτων.
 Την Ο­πι­σθο­φυ­λα­κή
Περιλάμβανε δύ­ο τάγ­μα­τα που ή­ταν πα­ρα­ταγμέ­να σε α­πό­
στα­ση 250 μέ­τρων πί­σω α­πό το δε­ξιό και το α­ρι­στε­ρό της γραμ­
μής της εφεδρεί­ας. Τα ε­πι­θε­τι­κά ό­πλα του Βυ­ζα­ντι­νού Στρα­τού
ή­ταν: δό­ρυ, α­κό­ντιο, σπά­θη, πέ­λε­κυς, κο­ρίν­νη, τό­ξα (βαριά και
ε­λα­φριά), σφεν­δό­νη, ε­νώ ο α­μυ­ντι­κός ο­πλι­σμός πε­ρι­λάμ­βα­νε
α­σπί­δα, περι­κε­φα­λαί­α, θώ­ρα­κα, χει­ρί­δες, κνη­μί­δες.

ΜΕ­ΣΑΙΩ­ΝΙ­ΚΗ Ε­ΠΟ­ΧΗ
(5ος-16ος αιώνας)
Κα­τά τον Με­σαί­ω­να το Πε­ζι­κό, πε­ρι­φρονού­με­νο α­πό τους ιπ­πό­τες, μπαίνει
σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα και τάσ­σε­ται πί­σω α­πό το Ιπ­πι­κό. Οι Άγ­γλοι ό­μως γρή­
γορα κα­τα­νό­η­σαν αυτό το σφάλ­μα και έ­δω­σαν κα­τά τον επτα­ε­τή πό­λε­μο
(1447-1453) την πρέ­που­σα θέ­ση στο Πε­ζι­κό, που παρα­μέ­νει πά­ντα ο βα­σι­
λιάς των Όπλων.

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 15


ΝΕ­O­ΤΕ­ΡΟΙ ΧΡΟ­ΝΟΙ (17ος-19ος αιώ­νας)
Η πα­ρα­πά­νω τα­κτι­κή δια­τη­ρεί­ται τον 17ο και 18ο αιώ­να. Το 18ο αιώ­να
πα­ρου­σιά­ζε­ται η τά­ση ε­πα­νό­δου στους κα­τά φά­λαγ­γα σχη­μα­τι­σμούς, με τη
χρησιμο­ποί­η­ση της φά­λαγ­γας, για την πο­ρεί­α και την προσπέ­λα­ση, και της
γραμ­μι­κής α­να­πτύ­ξε­ως για τη μά­χη. Η Να­πο­λε­ό­ντειος ε­πο­χή φέρ­νει νέ­α αλ­λα­
γή. Ο σχη­ματισμός μά­χης του Πε­ζι­κού εί­ναι μι­κτός, προ­η­γεί­ται α­ραιά γραμ­μή,
που έ­χει τη δυνατό­τη­τα να α­να­πτύ­ξει ό­λη την ι­σχύ τού πυ­ρός της και α­κο­λου­
θούν μι­κρές φά­λαγ­γες που α­πο­τε­λού­σαν το στή­ριγ­μα της πρώ­της γραμ­μής,
ε­νώ α­κο­λου­θεί τρί­τη γραμ­μή σε πυ­κνούς σχη­μα­τι­σμούς, η ο­ποί­α α­ποτε­λεί
τη μά­ζα κρού­σε­ως. Η τα­κτι­κή αυ­τή δια­τη­ρεί­ται κα­τά το πρώ­το ή­μι­συ του
19ου αιώ­να και πλέ­ον. Αρ­γό­τε­ρα τη γραμ­μή μά­χης α­πο­τε­λεί μια γραμ­μή που
χρη­σι­μο­ποιεί το πυρ και την κί­νη­ση (α­κρο­βο­λι­στική διά­τα­ξη α­πό το 1870).
Κά­τω α­πό τα πυ­ρά του Πυ­ρο­βο­λι­κού, τα τμή­ματα προχω­ρούν με α­ραιούς σχη­
μα­τι­σμούς μι­κρών φα­λαγγών και κα­θώς μπαί­νουν στη ζώνη των πυ­ρών του
Πε­ζικού, α­να­πτύσ­σο­νται σε α­ραιά α­κρο­βο­λι­στι­κή γραμ­μή. Δί­νε­ται, δηλα­δή,
πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη σημα­σί­α στην κί­νη­ση πα­ρά στα πυ­ρά. Το Πε­ζι­κό ε­πι­ζη­τεί
να προ­χω­ρή­σει ό­σο το δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρο και να προ­σεγ­γί­σει τον εχθρό,
χω­ρίς να κά­νει χρή­ση των ό­πλων του. Στα­δια­κά ό­μως άρ­χι­σε να δια­φαί­νε­ται
η α­ξί­α τού πυ­ρός, και οι πό­λε­μοι των αρ­χών του 20ού αιώ­να α­πέδει­ξαν ό­τι
το Πεζι­κό έ­χει τη δυ­να­τότη­τα να προχω­ρή­σει μό­νο με το πυρ.

ΣΥΓ­ΧΡΟ­ΝΗ ΠΕ­ΡΙΟ­ΔΟΣ (20ός αιώνας)


Κα­τά τη σύγ­χρο­νη επο­χή, η αυ­ξα­νό­με­νη κα­τα­στρε­πτι­κή ι­σχύς των διαφόρων
μη­χα­νη­μά­των ε­πέ­φε­ρε, σαν φυ­σι­κή συ­νέ­πεια, την αύ­ξη­ση του Πυ­ρο­βολικού
και τη δη­μιουρ­γί­α νέ­ου Ό­πλου, της Α­ε­ρο­πο­ρί­ας. Η α­να­λο­γι­κά α­ριθ­μη­τι­κή
μείω­ση του Πε­ζι­κού που ε­πήλθε δεν έ­γι­νε σε βά­ρος της α­ξί­ας του, αλ­λά σε
ε­νί­σχυ­ση της ι­κα­νό­τη­τάς του. Εί­ναι α­ναμ­φι­σβή­τη­το ό­τι υ­πάρ­χει η δυ­να­τό­τη­τα
να ε­φευρεθούν μη­χα­νές που θα έ­χουν ό­χι μό­νο αυ­τή την υ­λι­κή κα­τα­στρε­πτι­κή
ι­σχύ, αλ­λά και πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη α­πό αυ­τή του Πεζικού, δεν μπο­ρούν ό­μως
αυ­τές να πα­ρά­σχουν ού­τε ε­λά­χι­στο μέ­ρος από την η­θι­κή ι­σχύ του. Ε­πί­σης,
εί­ναι γνω­στό ό­τι ο πό­λε­μος στο σύ­νο­λό του α­πο­τε­λεί σύ­γκρου­ση ό­χι μό­νο
υ­λι­κών αλ­λά και η­θι­κών δυ­νά­μεων. Κα­τά συ­νέ­πεια, θα πα­ρα­μέ­νει το μο­να­δι­κό
πλή­ρες Ό­πλο του εκ του συ­στά­δην αγώ­να, το μό­νο κα­τάλ­λη­λο να α­γω­νί­ζε­ται
σε κά­θε έδα­φος, η­μέ­ρα και νύ­κτα, με τον συν­δυα­σμό του πυ­ρός, της δύναμης
και της κρού­σε­ως.

16 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΠΕΖΙΚΟΥ
(1821-2012)

Ε­ΠΑ­ΝΑ­ΣΤΑ­ΤΙ­ΚΗ ΠΕ­ΡΙΟ­ΔΟΣ (1821-1832)


ΠΡΟ­Ε­ΠΑ­ΝΑ­ΣΤΑ­ΤΙ­ΚΟΙ ΧΡΟ­ΝΟΙ
Αρ­μα­το­λοί και κλέ­φτες
Μά­χι­μοι και α­νυ­πό­τα­κτοι άν­δρες που α­πό την πρώ­τη η­μέ­ρα της Τουρκι­κής
κα­τα­κτή­σε­ως, μη α­νε­χό­με­νοι τη δου­λεί­α, κα­τέ­φυ­γαν στις ο­ρει­νές πε­ριο­χές και
α­φού ορ­γα­νώ­θη­καν συ­στη­μα­τι­κά συ­νέχι­σαν τον α­γώ­να του Έ­θνους μας κα­τά
του κα­τα­κτη­τή. Έ­τσι «Κλέφτι­κα Σώ­μα­τα» έ­δρα­σαν κυ­ρί­ως στη ΝΔ. Μα­κε­δο­νί­α,
την Ή­πει­ρο, τη Στε­ρε­ά Ελ­λά­δα, την Πε­λο­πόν­νη­σο, την Κρή­τη και τον Πό­ντο. Οι
συνθή­κες που στρα­το­λο­γή­θη­καν και έ­ζη­σαν οι άν­δρες εκεί­νοι και τα κί­νη­τρά
τους (αγά­πη για την πα­τρί­δα και την ε­λευ­θε­ρί­α, βα­θύ­τα­το θρη­σκευ­τι­κό αί­σθη­μα,
μί­σος και πε­ρι­φρό­νη­ση κατά του Τούρ­κου), τους κα­τέ­στη­σαν υ­πέ­ρο­χους πο­λε­μι­
στές, εμπνέ­ο­ντας θάρ­ρος και ελ­πί­δα στο υ­πό­δου­λο Έ­θνος, δέ­ος στους Τούρκους,
θαυμα­σμό και ε­κτί­μη­ση στους ξέ­νους. Οι Αρ­μα­το­λοί και οι Κλέ­φτες υ­πήρ­ξαν η
ζύ­μη της στρα­τιω­τι­κής οργα­νώ­σε­ως του αγώ­να.

Ε­ΚΡΗ­ΞΗ ΕΛ­ΛΗ­ΝΙ­ΚΗΣ Ε­ΠΑ­ΝΑΣΤΑ­ΣΕ­ΩΣ


Με την κή­ρυ­ξη της Ελ­λη­νι­κής Ε­πα­να­στά­σε­ως, ορ­γα­νω­μέ­νο στρα­τιω­τι­κό Τμή­μα
δεν υ­πήρ­χε στην Ελ­λά­δα. Διε­ξή­γα­γαν τον α­γώ­να με ά­τα­κτα Σώ­μα­τα κά­τω α­πό τη
διοί­κη­ση πε­πει­ρα­μέ­νων ο­πλαρ­χη­γών, των Κα­πι­τά­νων, α­πό τους οποί­ους αρ­κε­τοί
εί­χαν υ­πηρετή­σει στον Αγ­γλι­κό Στρα­τό των Ιο­νί­ων Νή­σων.

Συ­γκρό­τη­ση των Πρώ­των Τα­κτι­κών Σω­μά­των


Τον Φε­βρουά­ριο του 1821, ο Α­λέ­ξαν­δρος Υ­ψη­λά­ντης συ­γκρό­τη­σε και εκ­παίδευ­
σε τον Ιε­ρό Λό­χο, α­πο­τε­λού­με­νο α­πό έ­να τάγμα Πε­ζι­κού με 500 πε­ρί­που νέ­ους,
μιας πυ­ρο­βο­λαρ­χί­ας με τέσ­σε­ρα πυ­ρο­βό­λα και τμή­μα με 200 ιπ­πείς. Οι Ιερο­λο­χίτες,
τρείς μήνες με­τά α­πό τη συ­γκρό­τη­σή τους, έ­πε­σαν οι πε­ρισ­σό­τε­ροι στη μά­χη του
Δρα­γα­τσα­νί­ου την 8η Ιου­νί­ου 1821. Ο Δη­μή­τριος Υ­ψη­λά­ντης, α­δελ­φός του Α­λέ­
ξαν­δρου, συ­γκρό­τη­σε στην Κα­λα­μά­τα τον Ιού­λιο του 1821, τα­κτι­κό Σώ­μα ε­νός
η­μι­τάγ­μα­τος α­πό τρεις λό­χους Πε­ζι­κού των 100 αν­δρών ο κα­θέ­νας, συ­μπερι­λαμ­
βα­νο­μένων των α­να­γκαί­ων βαθ­μο­φό­ρων. Το η­μι­τάγ­μα, έ­φε­ρε ο­μοιόμορ­φη μαύ­ρη
στο­λή, γι’ αυ­τό και τους άν­δρες του, τους α­πο­κα­λού­σαν οι ά­τα­κτοι «μαυροφό­ρους».

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 17


Το η­μι­τάγ­μα ε­ξο­πλί­στη­κε με λογ­χο­φό­ρα τυ­φέ­κια. Η συμ­βο­λή του στον
α­γώ­να υ­πήρ­ξε α­ξιόλο­γη:
 Πα­ρε­μπό­δι­σε τον Ο­θω­μα­νι­κό Στό­λο να α­πο­βι­βά­σει στα πα­ράλια
της Καλα­μά­τας στρα­τό.
 Με­τεί­χε στην πο­λιορ­κί­α της Τρί­πο­λης.
 Με­τεί­χε στην α­νε­πι­τυ­χή ε­πι­χεί­ρη­ση για την κα­τά­λη­ψη του
Φρουρίου του Ναυ­πλί­ου, πε­ρί τα τέ­λη του 1821.
 Με­τεί­χε στην πο­λιορ­κί­α και κα­τά­λη­ψη της Α­κρο­κο­ρίν­θου κατά
τα μέ­σα Ιανουα­ρί­ου 1822.

Συμ­με­το­χή στον Αγώ­να του Πρώ­του Συ­ντάγ­μα­τος Πε­ζι­κού


Με θέ­σπι­σμα, α­πό 23 Α­πρι­λί­ου του 1822, συ­γκρο­τή­θη­κε ένα σύ­νταγ­μα
Πε­ζι­κού α­πό δύ­ο τάγ­μα­τα, που το κά­θε έ­να εί­χε πέ­ντε λό­χους. Με­τεί­χε
στην εκστρα­τεί­α στη Δυ­τι­κή Ελ­λά­δα για ε­νί­σχυ­ση του Σου­λί­ου που κιν­
δύ­νευε. Στη μά­χη στο Κο­μπότι, της 23ης Ιου­νί­ου 1822, κά­τω α­πό την
η­γε­σί­α του Νόρ­μαν, α­πέ­κρου­σε και διέ­λυ­σε ισχυ­ρό τμή­μα Τουρ­καλ­βα­
νών και Δε­λή­δων ιπ­πέ­ων. Στη μά­χη που ακο­λού­θη­σε στο Πέ­τα, την 4η
Ιου­λί­ου 1822, δέ­χθη­κε ε­πί­θε­ση α­πό δύ­να­μη 8.000 αν­δρών του Κιου­τα­χή,
κα­τα­στρά­φη­κε σχε­δόν ο­λό­κληρο και σκο­τώ­θη­καν περισ­σό­τε­ροι α­πό
200 α­πό τον τα­κτικό στρα­τό, με­τα­ξύ των ο­ποί­ων και ο Διοι­κη­τής του
Συ­νταγ­μα­τάρ­χης Τα­ρέλ­λα. Τα υ­πο­λείμ­μα­τα αυ­τού του Τα­κτι­κού Σώ­μα­
τος, με Διοι­κητή τον Α­ντι­συ­νταγ­μα­τάρ­χη Κου­βερ­νά­τι, σχη­μά­τι­σαν ο­κτώ
λό­χους και τον Αύγου­στο του 1822 ήλ­θαν στην Α­θή­να. Α­μέ­σως με­τά, το
Σώ­μα χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε στις ε­πι­χει­ρή­σεις α­να­λαμ­βά­νο­ντας τη φύ­λα­ξη
των στε­νών «Με­γά­λα Δερ­βένια». Μετά την κα­τα­στρο­φή του Δρά­μα­λη ήλ­θε στο
Ναύ­πλιο, για να συμ­με­τά­σχει στην πολιορ­κία του Φρου­ρί­ου. Ε­κεί, ε­νι­σχύ­θη­κε με την
κα­τά­τα­ξη νέ­ων ε­θε­λο­ντών και α­να­πτύχθη­κε σε δύ­ο τάγ­μα­τα των τεσ­σά­ρων λό­χων
με συ­νο­λική δύ­να­μη 400 αν­δρών. Αρ­γό­τε­ρα, ε­πει­δή η κυ­βέρ­νη­ση δεν μπο­ρού­σε
να το συ­ντη­ρή­σει, δια­λύ­θη­κε.

ΠΡΟ­ΣΠΑ­ΘΕΙΕΣ ΦΑ­ΒΙΕ­ΡΟΥ
Το έ­τος 1823 δεν ή­ταν δυ­να­τή η α­να­συ­γκρό­τη­ση του τα­κτι­κού Σώ­ματος, για οι­κο­
νο­μι­κούς λό­γους. Τον Ιού­λιο του 1824 α­να­συ­ντά­χθη­κε, με­τά α­πό τη συνομο­λό­γη­ση
του δα­νεί­ου α­πό την Αγ­γλί­α, με την κα­τάτα­ξη ε­θε­λο­ντών. Συ­γκρο­τή­θη­κε έ­να τάγ­μα
Πε­ζι­κού των έ­ξι λό­χων: δύ­ο ε­κλε­κτών (των ε­πί­λε­κτων και των ευζώνων) και τεσ­σά­ρων
του Κέντρου, δυ­νά­με­ως πε­ρί­που 500 αν­δρών, υ­πό τη διοί­κη­ση του Συ­νταγ­μα­τάρ­χου
Ρο­δί­ου. Για τη συ­μπλή­ρω­ση των στε­λε­χών του τάγ­μα­τος, χρη­σιμο­ποι­ή­θη­καν πα­λαιοί
α­ξιω­μα­τι­κοί του τα­κτι­κού Σώ­μα­τος. Οι άν­δρες ντύθηκαν ο­μοιό­μορ­φα με ελ­λη­νι­κό
ι­μα­τι­σμό: σα­γιά­κι­νο λευ­κό, κο­ντή φου­στα­νέ­λα και φέ­σι. Η συμ­με­το­χή του στις ε­πιχει­
ρή­σεις κα­τά του Ι­μπρα­ήμ α­πέ­δει­ξε τα πλε­ονεκτή­μα­τα τά­ξε­ως και πει­θαρ­χί­ας που
προ­έ­κυ­πταν α­πό την τα­κτι­κή αυτής της συγκρο­τή­σε­ως, που δεν υ­πήρ­χε στα ά­τα­κτα
σώ­μα­τα. Ο Φα­βιέ­ρος πα­ρέλα­βε τη διοίκη­ση του τάγ­μα­τος α­πό τον Συνταγ­μα­τάρ­χη
Ρό­διο, την 30ή Ιου­λί­ου 1825. Λό­γω κα­τατά­ξε­ως ε­θε­λο­ντών, οι λό­χοι που υ­πήρ­χαν

18 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


αυ­ξή­θη­καν και συ­γκρό­τη­σαν δύ­ο τάγ­μα­τα των τεσ­σά­ρων λό­χων και ο κά­θε λό­χος
εί­χε 90-100 άν­δρες. Γύ­ρω στα τέ­λη του 1825 η δύ­να­μη του τα­κτικού Σώ­μα­τος, συ­μπε­
ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου και του τάγ­μα­τος του Ναυ­πλί­ου, ή­ταν 400 περί­που άν­δρες. Με­τά
α­πό αυ­τή την αύ­ξη­ση, έ­γι­νε α­να­συ­γκρότη­ση του Σώ­μα­τος, έ­χο­ντας αύ­ξη­ση στους
λό­χους των υ­φι­στάμενων ταγ­μά­των κα­τά δύ­ο. Έ­τσι το Α΄ Τάγ­μα Α­θη­νών εί­χε ο­κτώ (8)
λό­χους και το Β΄ Τάγ­μα Ναυ­πλί­ου έ­ξι (6). Με­τά α­πό αυ­τό, συ­γκρο­τή­θη­κε στην Α­θή­να
το Γ΄ Τάγ­μα α­πό ο­κτώ λό­χους και το Δ΄ Η­μι­τάγ­μα α­πό τέσ­σε­ρις λό­χους. Η δύνα­μη
κά­θε λό­χου ή­ταν 120-140 άν­δρες. Ε­πιπλέ­ον, ο Φα­βιέ­ρος στρα­το­λό­γη­σε και τμή­μα
ε­λα­φρού Πε­ζι­κού με 250 άν­δρες, που α­κο­λού­θη­σε την πει­θαρ­χί­α και την εκ­παί­δευ­ση
του υ­πό­λοι­που τα­κτι­κού Σώ­μα­τος, αλ­λά προ­ο­ρι­ζό­ταν να δρά­σει σαν Τμή­μα α­νι­χνεύσε­
ως. Στο Τμή­μα αυ­τό α­πέ­νει­με Σημαί­α και οι στρα­τιώ­τες του έ­φε­ραν στο στή­θος, σαν
δια­κρι­τι­κό, Σταυ­ρό α­πό μαύ­ρο ύ­φασμα και ο­νο­μά­ζον­ταν «Σταυ­ρο­φό­ροι».

Εκ­στρα­τεί­α Κα­ρύστου (1826)


Α­φού ε­ξα­ντλή­θη­κε το δά­νειο που συ­νο­μο­λο­γή­θη­κε, η κυ­βέρ­νη­ση βρέθη­κε
σε δυ­σχε­ρή θέ­ση και δεν μπο­ρού­σε ν’ α­ντα­πο­κρι­θεί στα πο­λε­μι­κά έ­ξο­δα. Ο Φα­
βιέ­ρος μπροστά στον κίν­δυ­νο της διά­λυ­σης του Σώ­μα­τος, το ο­ποί­ο κα­θη­με­ρι­νά
ε­νι­σχυό­ταν με νέ­ους ε­θε­λο­ντές, α­πο­φά­σι­σε εκ­στρα­τεί­α κα­τά της Κα­ρύ­στου, η
οποί­α ε­άν θα ή­ταν ε­πι­τυ­χής, θα ε­ξασφά­λι­ζε τη δυ­να­τό­τη­τα συ­ντη­ρή­σε­ώς του α­πό

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 19


τους ε­πι­τόπιους πό­ρους της Εύ­βοιας. Η εκ­στρα­τεί­α ε­κτε­λέστη­κε με δυ­σμε­νείς για
το τα­κτι­κό Σώ­μα συν­θή­κες και ε­να­ντί­ον ση­μα­ντι­κών εχθρι­κών δυ­νά­με­ων, που
αμύν­θη­καν στο ι­σχυ­ρό­τα­το φρού­ριο της Κα­ρύ­στου και που ε­νι­σχύ­θη­καν ε­πιπλέ­ον
με δύ­να­μη 4.000 Τουρ­καλβα­νών και 500 ιπ­πέ­ων α­πό τη Χαλ­κί­δα. Αυ­τό εί­χε σαν
α­πο­τέ­λε­σμα την αποτυχί­α της εκ­στρα­τεί­ας, παρά τους πο­λυ­ήμε­ρους α­γώ­νες, τις
αι­μα­τη­ρές θυ­σί­ες και το με­γά­λο η­ρω­ι­σμό εκ μέρους του τα­κτι­κού Σώ­ματος.

Μά­χη Α­κρο­πόλε­ως (1826)


Λό­γω της μειώ­σε­ως της δυ­νά­με­ως του Σώ­μα­τος, ε­ξαι­τί­ας α­πω­λειών, α­σθε­νειών
και λι­πο­τα­ξιών, ο Φα­βιέ­ρος α­να­συ­γκρό­τη­σε την 20ή Ιου­λί­ου του 1826 το Τα­κτι­κό
Σώ­μα σε τρί­α τάγ­μα­τα, α­ντί των μέ­χρι τό­τε τεσ­σά­ρων, το οποίο χρη­σι­μο­ποιή­θη­κε
στις επι­χειρή­σεις για τη λύ­ση της πο­λιορ­κί­ας της Α­κρό­πολης α­πό τους Τούρ­κους. Στη
μά­χη του Χα­ϊ­δα­ρί­ου (6η Αυ­γού­στου 1826), το τα­κτι­κό Σώ­μα διακρί­θη­κε ιδιαι­τέ­ρως.
Η κυ­ριό­τε­ρη ό­μως και η­ρω­ι­κό­τε­ρη δρά­ση του τακτι­κού Σώματος υ­πήρ­ξε η ε­νί­σχυ­ση
της Φρου­ράς της Ακρο­πό­λε­ως που εί­χε Διοι­κη­τή τον Κούρα, τον Δε­κέμ­βριο του 1826,
η ο­ποί­α, λό­γω έλ­λει­ψης πυ­ρο­μα­χι­κών, κιν­δύ­νευε να κυ­ριευ­τεί α­πό τον Ρε­σίτ Πα­σά.

Η α­πό­βα­ση στη Χί­ο (1827)


Η κα­τά­στα­ση του τα­κτι­κού Σώ­μα­τος, ξε­κι­νώ­ντας από το 1827, πα­ρά τις προσπά­
θειες που κα­τέ­βα­λαν οι ε­κά­στο­τε διοι­κη­τές, δε βελ­τιω­νό­ταν κα­θό­λου, τό­σο ε­ξαιτί­
ας της α­ντι­δρά­σε­ως των ά­τα­κτων Σω­μά­των και της έλ­λει­ψης χρη­μα­τι­κών πόρων,
ό­σο και ε­ξαι­τί­ας της δι­χό­νοιας. Ο Φα­βιέ­ρος, μπρο­στά στον κίν­δυ­νο της διά­λυ­σης
του τα­κτι­κού Σώ­μα­τος, δέ­χτη­κε πρό­τα­ση της κυ­βέρ­νη­σης να πραγ­ματο­ποι­ή­σει
εκ­στρα­τεί­α για την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της Χίου. Η εκ­στρα­τεί­α ό­μως α­πέτυχε.

ΠΕ­ΡΙΟ­ΔΟΣ ΚΑ­ΠΟ­ΔΙ­ΣΤΡΙΑ (1828-1831)


Η ά­φι­ξη του Κα­πο­δί­στρια την 12η Ια­νουα­ρί­ου του 1828 ως Κυ­βερ­νήτης της
Ελ­λά­δος ση­μεί­ω­σε την αρ­χή νέ­ας πε­ριό­δου ορ­γα­νώ­σε­ως των τα­κτι­κών και των
ά­τα­κτων στρα­τευ­μά­των. Ο Κυ­βερ­νή­της φρό­ντι­σε για την α­να­σύ­ντα­ξη και αναδιορ­
γά­νω­ση των στρα­τιω­τι­κών Δυ­νά­με­ων της Χώ­ρας, κα­τά προ­τε­ραιό­τη­τα.

Χι­λιαρ­χί­ες Aτά­κτων
Τα μέ­χρι τό­τε ά­τα­κτα Σώ­μα­τα, α­φού με­το­νομά­στη­καν σε «α­ει­κί­νη­τα», συ­
γκρότη­σαν ο­κτώ χι­λιαρ­χί­ες. Η χι­λιαρ­χί­α εί­χε διοι­κη­τή τον χι­λί­αρ­χο. Η δύ­να­μη της
χι­λιαρ­χί­ας ανερ­χό­ταν σε 1.123 άν­δρες.

Α­να­διορ­γά­νω­ση Τα­κτι­κού Στρα­τού


Ο Κα­πο­δί­στριας, ε­πει­δή εί­χε τη γνώ­μη ό­τι μό­νο με τα τα­κτι­κά στρα­τεύμα­τα
θα ή­ταν δυ­να­τή η α­πο­κα­τά­στα­ση της η­συ­χί­ας και της τά­ξε­ως σε ό­λο το Κράτος,
α­ποφά­σι­σε να πά­ρει ό­λα τα α­να­γκαί­α μέ­τρα. Ο Φα­βιέ­ρος πα­ραι­τή­θη­κε α­πό τη
διοί­κη­ση του τα­κτι­κού Σώ­μα­τος και α­νέ­λα­βε ο Βαυα­ρός Συ­νταγ­μα­τάρ­χης Έ­ϋ­δεκ.
Ο Έ­ϋ­δεκ συ­γκέ­ντρω­σε ό­λα τα τμή­μα­τα του τα­κτι­κού Σώ­μα­τος στο Ναύ­πλιο και
καθιέ­ρω­σε νέ­α στο­λή πα­ρό­μοια προς τη στο­λή του Γαλ­λι­κού Στρα­τού.

20 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Ορ­γά­νω­ση, Σύνθε­ση, Εκ­παί­δευ­ση
Με­τά την πα­ραί­τη­ση, για λό­γους υ­γεί­ας, του Συ­νταγμα­τάρ­χη Έ­ϋ­δεκ, το­πο­θε­τή­
θη­κε α­πό την κυ­βέρ­νη­ση Διοι­κη­τής ο Γάλ­λος Στρατη­γός Τρέ­ζελ, την 22α Ιου­λί­ου
1829. Ο Τρέ­ζελ πραγ­μα­το­ποί­η­σε την α­να­συ­γκρό­τη­ση του τα­κτι­κού Σώματος, που
το α­πο­τέ­λε­σαν τέσ­σε­ρα Τάγ­ματα Πε­ζι­κού. Με Διά­ταγ­μα της 30ής Ο­κτω­βρίου 1829
δια­τά­χθη­κε η υ­πο­χρε­ωτική στρά­τευ­ση, που μέ­χρι τό­τε ή­ταν ε­θε­λο­ντι­κή. Η στο­λή
κα­νο­νί­στη­κε να εί­ναι ό­μοια με αυ­τή του Γαλ­λι­κού Στρα­τού. Για τον ε­ξο­πλισμό του
στρα­τού χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν 6.000 τυ­φέ­κια, τα ο­ποί­α ή­ταν δω­ρε­ά της Ρωσί­ας. Για
κα­λύ­τε­ρη ε­ξά­σκη­ση του τα­κτι­κού Στρα­τού ι­δρύ­θη­κε, την 6η Οκτω­βρί­ου 1829 στα
Μέ­γα­ρα, στρα­τό­πε­δο εκ­παι­δεύ­σε­ως. Η εκ­παί­δευ­ση ή­ταν διάρ­κειας 40 η­με­ρών.
Με­τά, τα τάγμα­τα ε­γκα­τα­στά­θη­καν ό­πως παρα­κά­τω:
 Α΄ και Δ΄ Τάγ­μα­τα Πε­ζι­κού, στο Ναύ­πλιο
 Β΄ Τάγ­μα Πε­ζι­κού, στην Πά­τρα
 Γ΄ Τάγ­μα Πε­ζι­κού, στη Ναύ­πα­κτο.

Με­ταρ­ρύθ­μι­ση Χι­λιαρ­χιών σε Ε­λα­φρά Τάγ­μα­τα


Ο Κα­πο­δί­στριας διέ­λυ­σε τις χι­λιαρ­χί­ες και α­πό αυ­τές σχη­μάτι­σε δεκατρί­α ελα­
φρά τάγ­ματα στη Στε­ρε­ά Ελ­λά­δα. Οι ο­πλί­τες που κα­τε­τά­γη­σαν σ’ αυ­τά τα ε­λα­φρά
τάγ­ματα έ­φε­ραν την ελ­λη­νι­κή εν­δυ­μα­σί­α (φου­στα­νέ­λα, φάριο κ.λπ.).

Σχημα­τι­σμός του «Τυ­πι­κού» Τάγ­μα­τος


Τον Ιού­λιο του έ­τους 1830 ο Στρα­τη­γός Τρέ­ζελ α­ντι­κα­τα­στά­θη­κε στη διοί­κη­ση
των τα­κτι­κών στρα­τευ­μά­των α­πό τον Στρα­τηγό Ζε­ράρ. Με­τά α­πό πρότασή του
α­πο­φασίστη­κε η συ­γκρό­τη­ση ε­νός πρό­τυ­που τάγ­μα­τος εκ­παι­δεύ­σε­ως. Το τάγμα
αυ­τό ο­νομάστη­κε «Τυ­πι­κό Τάγ­μα», συ­γκρο­τή­θη­κε με το Διά­ταγ­μα της 7ης Δε­κεμ­
βρί­ου 1830 και το απο­τε­λούσαν αρ­χι­κά τέσ­σε­ρις και στη συ­νέ­χεια έ­ξι λό­χοι, που
ο κά­θε έ­νας εί­χε δύ­να­μη 80-100 αν­δρών.

Θάνα­τος Κα­πο­δί­στρια
Με­τά τη δο­λο­φο­νί­α του Κα­πο­δί­στρια ε­πα­κο­λού­θησε πλή­ρης α­ναρ­χί­α στη χώ­ρα.
Τα ε­λα­φρά τάγ­μα­τα δια­λύθη­καν και με­τα­σχη­μα­τί­στη­καν σε έ­νο­πλες ο­μά­δες κά­τω
α­πό τις δια­τα­γές των πα­λαιών κα­τά το πλεί­στον αρ­χη­γών των άτακτων Σω­μάτων.
Η κυ­βερ­νητι­κή ε­πι­τρο­πή που δια­δέ­χθη­κε τον Κυβερ­νή­τη, διό­ρι­σε Διοι­κη­τή του
Τα­κτι­κού Σώ­μα­τος τον πα­λαιό φι­λέλ­λη­να Συ­νταγ­μα­τάρ­χη Γαλ­λιάρ.

ΠΕ­ΡΙΟ­ΔΟΣ Ο­ΘΩ­ΝΑ (1833-1862)


Ε­πί βα­σι­λεί­ας του Ό­θω­να, η ορ­γά­νω­ση του τα­κτι­κού Στρα­τού καθιερώθη­κε
με το Βασιλικό Διάταγμα της 25ης Φεβρουαρίου 1833. Συ­γκρο­τή­θη­καν ο­κτώ Τάγ­
μα­τα Πε­ζι­κού. Τον Μάρ­τιο του 1833 συ­γκροτή­θη­καν με Βασιλικό Διάταγμα της
2ας Μαρ­τί­ου 1833 δέ­κα Τάγ­μα­τα Α­κρο­βο­λι­στών. Για το Πε­ζι­κό, σαν βα­σι­κά ό­πλα

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 21


κα­θο­ρί­στη­καν το τυ­φέ­κιο και η σπά­θη. Στους Λόχους Ευ­ζώ­νων οι υ­παξιω­μα­τι­κοί
και δέ­κα α­πό τους στρα­τιώ­τες έ­φε­ραν ρα­βδω­τές κα­ρα­μπί­νες με λόγ­χη, η ο­ποί­α
χρη­σί­μευε συγ­χρό­νως ό­πως και η σπά­θη. Οι ακρο­βο­λι­στές ή­ταν ο­πλι­σμέ­νοι με
λογ­χο­φό­ρο τυ­φέ­κιο.

Ορ­γά­νω­ση, Σύν­θε­ση Πε­ζι­κού Έ­τους 1836. Συ­γκρό­τη­ση Ο­ρο­φυλακής


Τον Ια­νουά­ριο του 1836 η σύν­θε­ση του Πε­ζι­κού τρο­ποποι­ή­θη­κε με Βασιλικό
Διάταγμα της 13ης Ια­νουα­ρί­ου 1836 ό­πως πα­ρα­κά­τω:
Τα υ­πάρ­χο­ντα ο­κτώ Τάγ­μα­τα Πε­ζι­κού μειώ­θη­καν σε τέσ­σε­ρα και μετονο­μά­
στηκαν σε Τάγ­μα­τα Γραμμής. Συ­γκρο­τή­θη­καν ε­πί­σης τέσ­σε­ρα ε­λα­φρά Τάγμα­τα
Πε­ζι­κού. Τε­λι­κά το Πε­ζι­κό το α­πο­τέ­λε­σαν πέ­ντε τάγ­μα­τα, τα ο­ποί­α ο­νομάσθη­καν
Τάγ­μα­τα Πε­ζι­κού. Η δύ­να­μη κά­θε τάγ­μα­τος ή­ταν 31 α­ξιω­μα­τι­κοί και 822 ο­πλί­τες.
Τον Ια­νουά­ριο του 1833 συγκρο­τή­θη­καν, με Βασιλικό Διάταγμα της 25ης Ια­νουα­
ρί­ου 1838 ο­κτώ, Τάγ­ματα Ο­ρο­φυ­λα­κής. Σκο­πός της συ­γκρο­τή­σε­ώς τους ή­ταν η
δια­τή­ρη­ση της δημό­σιας α­σφά­λειας και η φρού­ρη­ση των συ­νό­ρων της χώ­ρας.
Για τη διοί­κη­ση των ταγ­μά­των αυ­τών, συ­γκρο­τή­θη­καν με το Βασιλικό Διάταγμα
της 11ης Φε­βρουα­ρί­ου 1838 τρί­α Αρ­χη­γεί­α Οριο­φυ­λα­κής, που το κα­θέ­να εί­χε ως
διοι­κη­τή συ­νταγ­μα­τάρ­χη ή α­ντισυ­νταγ­μα­τάρ­χη.

22 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Ορ­γά­νω­ση, Σύν­θε­ση Πε­ζι­κού Έ­τους 1842-1843
Στο τέ­λος του έ­τους 1842 ο Στρα­τός και ει­δι­κά το Πεζι­κό εί­χε την παρακά­τω
μορ­φή και δύ­να­μη:
 Πέ­ντε Τάγ­μα­τα Πε­ζι­κού
 Τρί­α Αρ­χη­γεί­α Ο­ρο­φυ­λα­κής
 Ο­κτώ Τάγ­μα­τα Ο­ρο­φυ­λα­κής.

Με­τα­βο­λές Ετών 1843-1852


 Πε­ζι­κό
Τον Ιού­νιο του 1843 τα υ­φι­στά­με­να πέ­ντε Τάγ­μα­τα Πε­ζικού πε­ριορί­στη­καν με
Βασιλικό Διάταγμα της 21ης Ιου­νί­ου 1843 σε τέσ­σε­ρα, α­πό τα ο­ποί­α τα δύ­ο ο­νο­
μά­στηκαν Τάγ­μα­τα Γραμμής και τα άλ­λα δύ­ο Τάγ­μα­τα Α­κρο­βο­λι­στών.

 Ο­ρο­φυ­λα­κή
Το έ­τος 1843 συ­γκρο­τή­θη­κε έ­νας Ε­λα­φρός Λό­χος και μι­α Ελα­φριά Δι­λο­χί­α
ε­πί πλέ­ον των υ­παρ­χό­ντων ο­κτώ Ταγ­μά­των Ο­ρο­φυ­λα­κής. Τα Τμήμα­τα αυ­τά συ­
νε­νώθηκαν το 1844 σε μια μο­νά­δα που ο­νο­μάστη­κε «Πα­ρα­πλη­ρω­μα­τι­κό Σώ­μα
Ο­ρο­φυ­λα­κής». Ό­λη η δύ­ναμη Ο­ρο­φυ­λα­κής α­νή­κε στο Υ­πουρ­γεί­ο Στρα­τιωτικών,
α­φού κα­ταρ­γή­θη­καν τα Αρ­χη­γεί­α. Με το Βασιλικό Διάταγμα της 12ης Ο­κτω­βρί­ου
1852, η Ο­ρο­φυ­λα­κή συ­γκρο­τή­θη­κε σε τέσ­σε­ρα συ­ντάγ­μα­τα, με δύ­ο τάγ­μα­τα το
κά­θε έ­να. Με­τά τις πα­ρα­πά­νω με­τα­βο­λές, η σύν­θε­ση του Πε­ζι­κού και η δύ­να­μή
του κα­τά το τέ­λος του 1852 ή­ταν η παρακά­τω:
 Δύ­ο Τάγ­μα­τα Γραμ­μής
 Δύ­ο Τάγ­μα­τα Α­κρο­βο­λι­στών
 Τέσ­σε­ρα Συ­ντάγ­μα­τα Ο­ρο­φυ­λα­κής.

Κρι­μα­ϊ­κός Πό­λε­μος 1854


Κα­τά την ε­πο­χή ε­κεί­νη, μο­λο­νό­τι κα­τά μή­κος των ελ­λη­νο­τουρ­κι­κών συνό­ρων
δεν υ­πήρ­χε κα­μί­α ση­μα­ντι­κή τουρ­κι­κή στρα­τιω­τι­κή δύ­να­μη για να προ­βάλ­λει α­ντί­
στα­ση, η ένοπλη κα­τά της Τουρ­κί­ας ελ­λη­νι­κή προ­σπά­θεια, πε­ριο­ρί­στη­κε μό­νο
στην ει­σβολή ά­τα­κτων ο­μά­δων στην Ή­πει­ρο, τη Θεσ­σα­λί­α και τη Μα­κε­δο­νί­α. Και
ε­νώ η ά­σκοπη αυ­τή ε­νέρ­γεια δεν πρό­σφε­ρε τί­πο­τα, δη­μιούρ­γη­σε α­ντι­πε­ρι­σπα­σμό
υ­πέρ των Ρώ­σων, ε­πέ­φε­ρε τη μα­κρο­χρόνια Γαλ­λι­κή Κα­το­χή του Πει­ραιά, τη με­γά­λη
ε­πιδημί­α της χο­λέ­ρας και την ο­λο­σχε­ρή πτώ­ση του η­θι­κού του λα­ού.

Ορ­γά­νω­ση, Σύν­θε­ση Πε­ζι­κού Ε­τών 1854-1863


Τον Αύ­γου­στο του 1854, το Πε­ζι­κό το α­πο­τε­λούσαν έ­ξι Τάγ­μα­τα Γραμμής και
τρί­α Τάγ­μα­τα Α­κρο­βο­λι­στών. Τα Τάγ­μα­τα Α­κρο­βο­λι­στών χρω­μα­τί­στη­καν α­πό τη
συγχώνευ­ση των Ταγ­μά­των Ο­ρο­φυ­λα­κής και ή­ταν αυ­τοδύ­να­μα. Αρ­γό­τε­ρα, με το
Βασιλικό Διάταγμα της 11ης Φε­βρουα­ρί­ου 1856, τα Τάγ­μα­τα Γραμ­μής συ­γκρο­τή­θη­καν
σε τρί­α Συ­ντάγ­ματα. Ό­λες αυ­τές οι Μο­νά­δες Πε­ζι­κού με το Βασιλικό Διάταγμα της
6ης Σε­πτεμ­βρί­ου 1860 δια­λύ­θη­καν και α­ντί αυ­τών συ­γκρο­τή­θη­καν δέ­κα Τάγ­μα­τα
Πε­ζι­κού ο­μοιό­μορ­φης σύν­θε­σης. Με το τε­λευ­ταί­ο αυ­τό Διά­ταγμα διο­ρί­σθη­καν δύ­ο

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 23


συ­νταγ­μα­τάρ­χες σαν Επι­θε­ω­ρη­τές Πε­ζι­κού. Τον Σε­πτέμ­βριο του 1860 συ­γκρο­τή­
θη­καν δέ­κα Τάγ­μα­τα Εφεδρεί­ας με έ­δρα τού κα­θε­νός την πρω­τεύ­ου­σα του Νο­μού
και προ­ο­ρι­σμό τη διε­νέργεια στρατολο­γί­ας και την εκ­παί­δευση ε­φέ­δρων και ε­θνο­
φυ­λά­κων. Με­τά τις τρο­πο­ποι­ή­σεις που ε­πήλ­θαν, το Πε­ζι­κό κατά το 1863 εί­χε την
πα­ρα­κά­τω σύν­θεση:
 Δύ­ο Ε­πι­θε­ω­ρη­τές Πε­ζι­κού
 Δέ­κα Τάγ­μα­τα Γραμ­μής
 Δέ­κα Τάγ­μα­τα Ε­φε­δρεί­ας.

Στρα­το­λο­γί­α-Ο­πλι­σμός-Εκ­παί­δευ­ση
Με τον Νό­μο ΦΞΕ΄ της 29ης Μα­ΐ­ου 1859, η στρα­τιω­τι­κή θη­τεί­α μειώ­θηκε α­πό
τέσ­σε­ρα σε τρί­α χρό­νια. Οι α­πο­λυό­με­νοι έ­παιρ­ναν με­τά­θε­ση στην ε­φεδρεί­α για
τρί­α χρόνια, κα­τά τη διάρ­κεια των ο­ποί­ων ­κα­λού­νταν κα­τά δια­στή­μα­τα για ε­κτέ­λε­
ση α­σκή­σε­ων, κατατασ­σό­με­νοι οι του Πε­ζι­κού στα Τάγ­μα­τα Ε­φε­δρεί­ας. Μέ­χρι το
έ­τος 1855 υ­πήρ­χε στο στράτευ­μα ποι­κι­λί­α ο­πλι­σμού. Α­πό τον Ιούνιο του 1855 ό­λα
τα Τάγ­μα­τα Πε­ζι­κού και Α­κρο­βολι­στών ε­φο­διά­στη­καν με αυλα­κω­τά τυ­φέ­κια. Με
ε­γκύκλιο Δια­τα­γή του Υ­πουρ­γεί­ου Στρα­τιω­τι­κών της 3ης Ο­κτω­βρί­ου 1859 ει­σήχθη
στον Ελ­λη­νι­κό Στρα­τό ο Γαλ­λι­κός Κα­νο­νι­σμός Α­σκή­σε­ων Πε­ζι­κού. Τον Αύ­γου­στο
1861 ρυθ­μί­στη­καν τα της εκ­παι­δεύ­σε­ως του Πε­ζι­κού ό­πως πα­ρα­κά­τω:
Στη στοι­χειώ­δη εκ­παί­δευ­ση των νε­ο­συλ­λέ­κτων συ­μπε­ριλή­φθη­καν η γυ­
μναστι­κή και η λογ­χο­μα­χί­α. Η εκ­παί­δευ­ση των νε­ο­συλ­λέ­κτων γι­νό­ταν στην έ­δρα
των ταγμά­των. Κα­τά το κα­λο­καί­ρι ή φθι­νό­πω­ρο κά­θε χρό­νου, δη­μιουρ­γείτο
στρα­τό­πε­δο εκ­παι­δεύ­σε­ως, στο ο­ποί­ο συ­γκε­ντρώ­νο­νταν α­ριθ­μός ταγ­μά­των με
α­νά­λο­γο α­ριθ­μό Ιππικού και Πυ­ρο­βο­λι­κού για ε­κτέ­λε­ση α­σκή­σε­ων διαρ­κεί­ας
ε­νός μη­νός. Στο στρα­τόπεδο γί­νο­νταν δια­γω­νι­σμοί σκο­πο­βο­λής και α­πο­νο­μή
βρα­βεί­ων στους νι­κη­τές. Τον Μάρ­τιο και Αύ­γου­στο του 1861, συ­γκρο­τή­θη­κε
στην Α­θή­να «Σχο­λεί­ο Ρι­πής» που είχε σαν σκο­πό την εκ­παί­δευ­ση των α­ξιω­μα­τι­
κών και υπα­ξιω­μα­τι­κών στις βο­λές Πεζικού, την κα­τα­σκευ­ή και συ­ντή­ρη­ση των
πυρι­τι­δοβό­λων και τη σπου­δή της βλη­τι­κής των φο­ρη­τών ό­πλων. Η διάρ­κεια
της εκ­παιδεύσε­ως στο σχο­λεί­ο ή­ταν τρί­μη­νη (1 Νοεμ­βρί­ού-31 Ια­νουα­ρί­ου).

ΟΡΓΑΝΩΣΗ − ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ


(1863-1903)
ΠΕ­ΡΙΟ­ΔΟΣ 1863-1876
Με­τά την εκ­θρό­νι­ση του Βα­σι­λιά Ό­θω­να την 10η Ο­κτω­βρί­ου 1862, επα­κο­λού­
θη­σε μι­α με­τέ­ω­ρη κα­τά­στα­ση των πραγ­μά­των, κα­τά τη διάρ­κεια της οποί­ας η τά­ξη
τηρήθη­κε α­πό τον Στρα­τό, το Ναυ­τι­κό και την Ε­θνο­φυ­λα­κή, τα ο­ποί­α τέ­θη­καν κά­τω
α­πό τις δια­τα­γές της Ε­θνο­συ­νέ­λευ­σης μέ­χρι την ά­φι­ξη του νέ­ου Βασι­λιά Γε­ωργί­ου
Α΄, ο ο­ποί­ος ανέλα­βε τη βα­σι­λική ε­ξου­σί­α την 10η Ο­κτω­βρί­ου 1863.

24 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Ορ­γά­νω­ση, σύν­θε­ση, Πε­ζι­κού 1864-1867
Με το Νό­μο ΜΙΘ΄ του 1864, κα­ταργή­θη­καν τα δέ­κα ε­φε­δρι­κά Τάγ­μα­τα.
Τον Δεκέμ­βριο του 1867 συ­γκρο­τή­θη­καν τέσ­σε­ρα αυ­το­δύ­να­μα Τάγ­μα­τα Ευ­
ζώ­νων για την υπηρε­σί­α της με­θο­ρί­ου. Τον Μάρ­τιο του 1868 συ­γκρο­τή­θη­καν
και τέσ­σε­ρις αυ­το­δύ­να­μοι Λό­χοι Ευ­ζώ­νων, που αρ­γό­τε­ρα προ­σκολ­λή­θη­καν
στα Τάγ­μα­τα Ευζώ­νων. Τον φο­ρη­τό ο­πλισμό του Πε­ζι­κού τον α­πο­τε­λού­σε
το τυ­φέ­κιο υ­πο­δείγ­μα­τος 1857. Το 1868 δια­νε­μή­θηκαν δο­κι­μα­στι­κά σε με­
ρι­κές μο­νά­δες τυ­φέ­κια Σασ­σε­πώ υ­πο­δείγ­μα­τος 1866. Τον Α­πρί­λιο του 1864,
συ­γκρο­τή­θη­κε στη Φθιώ­τι­δα μό­νι­μο στρα­τό­πε­δο εκ­παι­δεύ­σε­ως, το ο­ποί­ο
ό­μως δια­λύ­θη­κε με­τά α­πό έ­ξι μή­νες. Η εκπαί­δευ­ση συ­νε­χι­ζό­ταν και πά­λι σε
προ­σω­ρι­νά στρατόπεδα, συ­γκρο­τού­με­να κά­θε χρό­νο α­νά­λο­γα με τα διαθέ­σι­
μα τάγ­μα­τα διαρ­κεί­ας ε­νός μη­νός. Με­τά τις τροποποι­ή­σεις, η σύν­θε­ση του
Πε­ζι­κού ή­ταν τέσ­σερα Τάγ­μα­τα Ευ­ζώ­νων και έ­ξι Τάγ­μα­τα Πε­ζι­κού, συ­νο­λι­κής
δυνά­με­ως 11.264 αν­δρών.

ΠΕ­ΡΙΟ­ΔΟΣ 1877-1897
Στην πε­ρί­ο­δο αυ­τή, συ­νέ­βη­σαν ο ρω­σο­τουρ­κικός πό­λε­μος του 1877, οι επιστρα­
τεύ­σεις 1880-1881 και 1885 και ο ελλη­νο­τουρ­κι­κός πό­λε­μος του 1897.

Ρω­σο­τουρ­κι­κός Πό­λε­μος 1877


Η κή­ρυ­ξη του πο­λέ­μου α­πό τη Ρω­σί­α κα­τά της Τουρ­κί­ας (1877) έ­θε­σε το πρό­
βλη­μα του δια­με­λι­σμού της Τουρ­κι­κής Αυ­το­κρα­τορί­ας και της τύ­χης του αλύ­τρω­
του ελ­λη­νι­σμού. Ελ­λη­νι­κές Δυ­νά­μεις, με διοι­κη­τή τον Στρα­τη­γό Σκαρ­λά­το Σού­τσο,
πέ­ρα­σαν τα σύ­νο­ρα της Ό­θρυος. Έ­πει­τα α­πό με­ρι­κές α­σή­μα­ντες συγκρού­σεις μέ­χρι
τον Δο­μο­κό, η φάλαγ­γα εισβο­λής δια­τά­χθη­κε α­πό την κυ­βέρ­νη­ση να ε­πι­στρέ­ψει,
έ­πει­τα α­πό την απει­λή της Τουρ­κί­ας για κή­ρυ­ξη πο­λέ­μου κα­τά της Ελλά­δος. Με­τά
την ήτ­τα της Τουρ­κί­ας, πα­ρα­χω­ρή­θη­κε στην Ελ­λά­δα η Θεσ­σα­λί­α και μέ­ρος της
Η­πεί­ρου και άρ­χι­σε να κα­τα­βάλ­λε­ται η πρώτη σο­βα­ρή προ­σπά­θεια για δη­μιουρ­
γί­α πραγ­μα­τι­κού Στρα­τού.

Ορ­γά­νω­ση, Σύν­θε­ση Πε­ζι­κού Ε­τών 1877-1882


 Ορ­γα­νι­σμός 1877
Η σύν­θε­ση των δια­φό­ρων μο­νά­δων με τον Ορ­γα­νισμό του 1877 κα­θορίστη­κε
ό­πως παρα­κά­τω:
 Κά­θε με­ραρ­χί­α είχε έ­να ε­πι­τε­λεί­ο και δύ­ο ταξιαρ­χίες.
 Κά­θε τα­ξιαρ­χί­α είχε δύ­ο Συ­ντάγμα­τα Πε­ζι­κού, έ­να Τάγ­μα Ευ­ζώ­νων και α­νά­λο­γα
Τμή­μα­τα Ιπ­πι­κού, Πυ­ρο­βο­λι­κού, Μη­χα­νι­κού και βο­η­θητικές Υ­πη­ρε­σί­ες.
 Κά­θε Σύ­νταγ­μα Πε­ζι­κού είχε δύ­ο τάγ­μα­τα, ε­νώ κά­θε τάγ­μα απο­τε­λού­νταν
από τέσ­σε­ρις λό­χους.
 Κά­θε Τάγ­μα Ευ­ζώ­νων εί­χε ε­πί­σης τέσ­σε­ρις λόχους.
 Η δύ­να­μη των Μο­νά­δων Πε­ζι­κού σε άν­δρες και κτή­νη καθορί­στη­κε ως ε­ξής:
• Σύ­νταγ­μα Πε­ζι­κού: Άν­δρες 2019, κτήνη 9.
• Τάγ­μα Ευ­ζώ­νων: Άν­δρες 1009, κτή­νη 4.

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 25


• Τον Δε­κέμ­βριο του 1877, σαν ό­πλο για τα Τάγ­μα­τα Πε­ζι­κού και
Ευ­ζώ­νων ο­ρί­στη­κε το Τυ­φέ­κιο Γκρα. Η ο­νο­μα­σί­α και η διάρ­θρω­ση
των μονάδων κα­θορίστη­καν με τον παρα­πά­νω Ορ­γα­νι­σμό
ό­πως πα­ρα­κά­τω:
• Με­ραρ­χί­α Στε­ρε­άς Ελ­λά­δος, την οποία α­πο­τέ­λε­σαν οι Ταξιαρ­χί­ες
Αθη­νών και Μεσο­λογ­γί­ου.
• Με­ραρ­χί­α Πε­λο­πον­νή­σου, την οποία α­πο­τέλε­σαν οι Τα­ξιαρ­χίες
Πατρών και Κέρ­κυ­ρας.

 Ορ­γα­νι­σμός 1878
Με αυ­τόν τον Ορ­γα­νι­σμό, τη σύν­θε­ση του Πε­ζι­κού α­πο­τε­λού­σαν
δεκα­έ­ξι αυ­το­δύ­να­μα Τάγ­μα­τα Πε­ζι­κού των τεσ­σά­ρων λό­χων και τέσ­σε­
ρα αυ­το­δύναμα Τάγ­μα­τα Ευζώ­νων των τεσ­σά­ρων ε­πί­σης λό­χων.

 Ορ­γα­νι­σμός 1879
Τα Τάγ­μα­τα Πε­ζι­κού αυ­ξή­θη­καν κα­τά τέσ­σε­ρα και α­πό δε­καέ­ξι έγι­
ναν είκο­σι, ε­νώ τα Τάγ­μα­τα των Ευ­ζώ­νων πα­ρέ­μει­ναν τέσ­σε­ρα.

 Ορ­γα­νι­σμός 1880
Το Πε­ζι­κό το α­πο­τέ­λε­σαν τρί­α Συ­ντάγ­μα­τα Πε­ζικού. Το κά­θε Τάγμα
ή­ταν των τεσ­σά­ρων λό­χων. Ε­πί­σης, υπήρ­χαν έν­δε­κα αυ­το­δύ­να­μα Τάγ­
μα­τα Ευ­ζώ­νων, των τεσ­σά­ρων λό­χων το κά­θε έ­να και έ­να αυ­το­δύ­να­μο
Τάγ­μα Εκ­παιδεύ­σε­ως.

 Ορ­γα­νι­σμός 1881
Το Πε­ζι­κό, με τον Ορ­γα­νι­σμό του 1881, το α­πο­τέ­λε­σαν τριά­ντα ένα
αυτοδύ­να­μα Τάγμα­τα Πε­ζι­κού, εν­νέ­α αυ­το­δύ­να­μα Τάγ­μα­τα Ευ­ζώ­νων,
δε­κα­τρί­α έ­μπε­δα Λό­χων Πεζι­κού, σα­ρά­ντα Με­ταγω­γι­κά Ου­λα­μών Υ­λι­κού Στρα­τού
και Τροφί­μων και σα­ρά­ντα Μετα­γω­γι­κά Ου­λα­μών Πο­λε­μο­φο­δί­ων Πε­ζι­κού.

 Ορ­γα­νι­σμός 1882
Το Πε­ζι­κό, με τον Ορ­γα­νι­σμό του 1882, το α­πο­τέ­λε­σαν εί­κο­σι ε­πτά αυ­το­δύ­να­μα
Τάγ­μα­τα Πε­ζι­κού και εν­νέ­α αυ­το­δύ­να­μα Τάγ­μα­τα Ευ­ζώ­νων. Κά­θε Τάγ­μα Πεζι­κού
ή Ευ­ζώ­νων εί­χε δύ­να­μη τεσσά­ρων λό­χων.

Ορ­γά­νω­ση Μονά­δων κα­τά Συ­ντάγ­μα­τα


Με τα Βα­σι­λι­κά Δια­τάγ­μα­τα του έ­τους 1885 που εκδό­θη­καν α­πό τον Ιού­λιο
μέ­χρι τον Ο­κτώ­βριο, τα εί­κο­σι ε­πτά υ­φι­στά­με­να Τάγμα­τα Πε­ζι­κού συγκρό­τη­σαν
δέ­κα Συ­ντάγ­μα­τα Πε­ζι­κού. Το Πε­ζι­κό, το α­πο­τέ­λε­σαν δέ­κα Συ­ντάγ­μα­τα Πε­ζι­κού
και οκτώ αυτοδύ­να­μα Τάγ­μα­τα Ευ­ζώ­νων. Με δια­τα­γή του Υ­πουρ­γεί­ου Στρα­τιω­
τι­κών των ε­τών 1884, 1885 και 1886 τέθη­κε σε ε­φαρ­μο­γή ο νέ­ος Κα­νονισμός
Α­σκή­σε­ων Πε­ζικού, ο Κα­νο­νι­σμός της «εν Εκ­στρα­τεί­α» Υ­πη­ρε­σί­ας και ο Κανο­νι­
σμός Με­ταφορών.

26 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Ορ­γά­νω­ση, Σύν­θε­ση Πε­ζικού 1887-1896
Με τον Ορ­γα­νι­σμό του έ­τους 1893, το Πε­ζι­κό πα­ρέ­μεινε ό­πως κα­θορίστη­κε
το 1887, δη­λα­δή, δέ­κα Συ­ντάγ­μα­τα Πεζι­κού των τριών Ταγ­μά­των και ο­κτώ Ταγ­μά­
των Ευζώνων. Με τον Ορ­γα­νι­σμό του έ­τους 1893, το Πε­ζι­κό το α­πο­τέ­λε­σαν δέ­κα
αυ­το­δύ­να­μα Συντάγ­μα­τα Πε­ζι­κού και ο­κτώ αυ­τοδύ­να­μα Τάγ­μα­τα Ευ­ζώ­νων.
Με­τα­ξύ των σχο­λεί­ων που συ­γκροτή­θη­καν κα­τά τα έ­τη 1887-1890 ή­ταν
και το Σχο­λεί­ο Βο­λής Πε­ζι­κού. Σε ε­κτέ­λε­ση του Νό­μου ΑΘ­ΠΤ΄ συ­γκρο­τή­θη­κε,
με το βα­σι­λι­κό Διά­ταγ­μα της 15ης Μα­ΐ­ου 1889, Σχο­λεί­ο Βο­λής Πε­ζι­κού στην
Α­θή­να με προ­ο­ρι­σμό τη θεωρη­τική και πρα­κτι­κή εκ­παί­δευ­ση στα της βο­λής
του φο­ρη­τού ο­πλι­σμού των υπολο­χα­γών και αν­θυ­πο­λο­χα­γών.

Ελ­λη­νο­τουρ­κι­κός Πό­λε­μος 1897


Ο ελ­λη­νο­τουρ­κι­κός πό­λε­μος του 1897 α­πο­τέ­λε­σε την πρώ­τη μετά την Ε­πα­νά­σταση
του 1821 δυ­να­μι­κή α­να­μέ­τρη­ση της μι­κρής και α­νί­σχυ­ρης τό­τε Ελ­λά­δας με την κρα­ταιά
α­κό­μη Ο­θω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρί­α και πα­ρά την α­τυ­χή έκβα­σή του, έ­δω­σε στους Έλ­λη­
νες τη δυ­να­τό­τη­τα να α­ντι­λη­φθούν τις πολ­λα­πλές ελ­λεί­ψεις τους και να α­πο­κο­μί­σουν

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 27


πο­λύτι­μη πεί­ρα στα ζη­τή­μα­τα της προ­παρασκευ­ής και της διε­ξα­γω­γής του πολέ­μου.

Έλ­λη­νες
Στον πό­λε­μο αυ­τό έ­λα­βαν μέ­ρος οι πα­ρα­κά­τω Ελ­λη­νι­κές Μονάδες:
 Στρα­τιά Θεσ­σα­λί­ας
 Ι Με­ραρ­χί­α: Ι­η Τα­ξιαρ­χί­α (1ο και 2ο Συ­ντάγ­μα­τα Πεζικού), 2η Τα­ξιαρ­χί­α
(4ο και 5ο Συ­ντάγ­μα­τα Πε­ζι­κού), VI Τάγ­μα Ευ­ζώ­νων, Απόσπα­σμα δεξιού (Ι­Ι,
VIΙ και XI Τάγ­μα­τα Ευ­ζώ­νων)
 II Με­ραρ­χί­α: 3η Τα­ξιαρ­χί­α (7ο και 8ο Συ­ντάγ­μα­τα Πεζικού), 4η Τα­ξιαρ­χί­α
(3ο και 11ο Συ­ντάγ­μα­τα Πε­ζι­κού), VI Τάγ­μα Ευ­ζώ­νων, IV/3 Τάγ­μα με­το­νο-
μασθέν XI αυ­το­δύ­να­μο Τάγ­μα, Α­πό­σπα­σμα α­ρι­στε­ρού (VIII και IX Τάγ­μα­τα
Ευζώνων και IV/8 Τάγ­μα που με­το­νο­μά­στη­κε VII αυ­το­δύ­να­μο).
Ε­κτός των πα­ρα­πά­νω προ­ω­θή­θη­καν στη Θεσ­σα­λί­α και Δο­μο­κό κα­τά τη διάρκεια
του πο­λέ­μου έ­ξι αυ­το­δύ­να­μα Τάγ­μα­τα (I, II, III, VI, VIII και IX).
 Στρα­τιά Η­πεί­ρου
 1η Τα­ξιαρ­χί­α (6ο και 10ο Συ­ντάγ­μα­τα Πε­ζι­κού και III Τάγ­μα Ευζώ­νων).
 2η Τα­ξιαρ­χί­α (9ο και 12ο Συ­ντάγ­μα­τα Πεζι­κού και Ι και Χ Τάγμα­τα Ευ­ζώ­νων).
 Ε­σω­τε­ρι­κό
 IV Αυ­το­δύ­να­μο Τάγ­μα Α­θη­νών
 V Αυ­το­δύ­να­μο Τάγ­μα Με­σο­λογ­γί­ου
 VII Αυ­το­δύ­να­μο Τάγ­μα Χαλ­κί­δος
 XII Τάγ­μα Ευ­ζώ­νων Α­γρι­νί­ου
 XIII Τάγ­μα Ευ­ζώ­νων Α­θη­νών.

Τούρ­κοι
Ε­να­ντί­ον των πα­ρα­πά­νω δυ­νά­με­ων οι Τούρ­κοι είχαν συ­γκε­ντρώσει:
 Θεσ­σα­λί­α: Ε­πτά Με­ραρ­χί­ες Πε­ζι­κού, δη­λα­δή 99 Τάγ­μα­τα Πε­ζικού.
 Ή­πει­ρο: Δύ­ο Με­ραρ­χί­ες Πε­ζι­κού, των 16 ταγ­μά­των η κά­θε μί­α, δηλαδή 32
τάγ­μα­τα.
 Ε­σω­τε­ρι­κό: Ο­κτώ τάγ­μα­τα στη Βέ­ροια και ο­κτώ τάγ­μα­τα στο Μο­να­στήρι.

Ο­ρι­στι­κή Ορ­γά­νω­ση του Στρατού κα­τά Με­ραρ­χί­ας


Με το ΒΨ΄ Νό­μο, που ψη­φί­σθη­κε το 1900 «πε­ρί Ορ­γα­νι­σμού του Στρατού», η
ει­ρη­νι­κή συ­γκρό­τη­ση του Στρα­τού κα­θο­ρί­στηκε ό­πως πα­ρα­κά­τω: Ο Στρατός τέ­θη­κε
κά­τω α­πό την ε­νιαί­α διοί­κη­ση του Γε­νι­κού Διοι­κη­τού Στρα­τού, ο ο­ποί­ος ή­ταν συγ­
χρό­νως και Γε­νι­κός Ε­πι­θε­ω­ρη­τής Στρα­τού. Τα αρ­χη­γεί­α Στρα­τού κα­ταργή­θη­καν και
ο Στρα­τός ορ­γα­νώ­θη­κε σε τρεις με­ραρ­χί­ες. Η κά­θε μεραρ­χί­α εί­χε δύ­ο τα­ξιαρ­χί­ες
Πε­ζι­κού και α­νά­λο­γες μονά­δες των υ­πο­λοί­πων Ό­πλων, και η κά­θε τα­ξιαρ­χί­α α­πό δύ­ο
συ­ντάγ­μα­τα Πε­ζι­κού ή Ευ­ζώ­νων και έ­να αυ­το­δύ­να­μο τάγ­μα Ευ­ζώ­νων. Αυ­το­δύ­να­μα
τάγ­μα­τα Ευ­ζώ­νων πα­ρέ­μει­ναν τε­λι­κά έ­ξι. Αρ­γό­τε­ρα ο Νόμος ΒΨ΄ τρο­πο­ποι­ή­θη­κε με
τον Νό­μο ΒΠΟΖ΄ του 1903 και η σύν­θε­ση των με­ραρχιών, έ­πειτα α­πό αυ­τή την τρο­πο­
ποί­η­ση, κα­θο­ρί­στη­κε σε τρεις (3) Μεραρ­χί­ες (I, II, III) των δύ­ο (2) τα­ξιαρχιών η κά­θε
μί­α. Ό­σον α­φο­ρά το Πε­ζι­κό, κά­θε τα­ξιαρ­χί­α είχε δύ­ο (2) συ­ντάγ­μα­τα Πε­ζι­κού.

28 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΕΖΙΚΟΥ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ
ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ (1904-1912)
Η α­τυ­χής έκ­βα­ση του πο­λέ­μου του 1897, που ήταν συ­νέ­πεια της μη υ­πάρ­
ξε­ως ι­κα­νής στρα­τιω­τι­κής δύ­να­μης, κα­θώς ε­πί­σης και το Μα­κε­δο­νι­κό Ζή­τη­μα
που δη­μιουρ­γή­θη­κε α­πό τους Βουλ­γά­ρους, έ­κα­ναν ανα­γκαί­α τη συ­γκρό­τη­ση
ισχυ­ρού Στρα­τού. Τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα των προ­σπα­θειών που κα­τα­βλή­θη­καν
φάνηκαν στους Βαλ­κα­νι­κούς Πο­λέ­μους 1912-1913 που ε­πα­κο­λούθη­σαν, κα­τά
τους ο­ποί­ους ο α­να­γεν­νη­μέ­νος Ελ­λη­νι­κός Στρα­τός α­ντι­με­τώ­πι­σε με ε­πι­τυ­χί­α
τον Τουρκι­κό Στρα­τό και στη συ­νέ­χεια κα­τα­νί­κη­σε τον Βουλγα­ρι­κό.

Μα­κε­δο­νι­κός Α­γώ­νας (1904-1908)


Στις αρ­χές του 20ού αιώ­να, η τρο­μο­κρα­τι­κή βουλ­γαρι­κή ε­πέμ­βα­ση με
α­ντάρ­τες στη Μα­κε­δο­νί­α εί­χε δη­μιουρ­γή­σει κα­τά­στα­ση που α­πει­λού­σε με
πλή­ρη ε­ξό­ντω­ση του ελ­λη­νι­κού πλη­θυ­σμού της Μα­κε­δο­νί­ας. Η ελ­λη­νι­κή κυ­
βέρ­νη­ση α­πο­φά­σι­σε να α­να­λά­βει την α­πόρ­ρη­τη διεύ­θυν­ση της α­ντι­με­τώ­πι­σης
με ό­πλα των Βουλ­γά­ρων στη Μα­κεδο­νί­α. Από την α­πό­φα­ση αυ­τή προ­ήλ­θε
η έ­νο­πλη κα­τά των Βουλ­γά­ρων δρά­ση με την ε­πω­νυ­μί­α «Μα­κε­δο­νι­κός Α­γώ­
νας». Τα ανταρ­τι­κά Σώ­μα­τα που στάλ­θη­καν στη Μα­κε­δο­νί­α ορ­γα­νώ­θη­καν με
στρα­τιω­τική πει­θαρ­χί­α και εί­χαν σαν διοι­κη­τές υ­πεύ­θυ­νους α­ξιω­μα­τι­κούς του
Στρα­τού. Η ε­νέρ­γειά τους στη­ρι­ζό­ταν σε κα­λά με­λε­τη­μέ­νο στρα­τιω­τι­κό σχέ­διο.
Η εξέ­λι­ξη του α­γώ­να α­να­χαίτι­σε τη βουλ­γα­ρι­κή ε­πέ­κταση και ε­ξα­σφά­λι­σε την
ε­πι­βί­ω­ση του ελ­λη­νι­κού στοι­χείου στη Μα­κε­δο­νί­α.

Ορ­γά­νω­ση, Σύν­θε­ση Πε­ζι­κού


Με τον Νό­μο ΓΛΑ΄ του 1904 ο Ορ­γα­νι­σμός του Στρα­τού ρυθ­μί­στη­κε σε νέ­α
βά­ση Το Πε­ζι­κό το α­πο­τέ­λε­σαν δώ­δε­κα Συ­ντάγ­μα­τα Πε­ζι­κού και έ­ξι Τάγμα­τα
Ευ­ζώ­νων. Η σύν­θε­ση των μο­νά­δων του Πε­ζι­κού κα­θο­ρίστη­κε έ­τσι ώ­στε κά­
θε Σύνταγ­μα Πεζι­κού να έ­χει έ­να Ε­πι­τε­λεί­ο και τρί­α τάγ­μα­τα, των τεσ­σά­ρων
λό­χων το κά­θε έ­να. Α­πό τα τάγ­μα­τα μό­νο τα δύ­ο ή­ταν ε­νερ­γά, ε­νώ το τρί­το
α­νενερ­γό, έχοντας μό­νο στελέ­χη. Κά­θε Τάγ­μα Ευ­ζώ­νων εί­χε έ­να ε­πι­τε­λεί­ο και
τέσ­σε­ρις λό­χους.

Το Σχο­λεί­ο Βο­λής Πε­ζι­κού


Τον Νο­έμ­βριο του 1907 συ­γκρο­τή­θη­κε το Σχο­λεί­ο Βο­λής Πε­ζι­κού. Με Δια­
τάγ­μα­τα των 1904 και 1905 κυ­ρώ­θη­καν και κοι­νο­ποι­ή­θη­καν οι Κα­νο­νι­σμοί
Εκπαι­δεύ­σε­ως και Ε­σωτε­ρι­κής Υ­πη­ρε­σί­ας του Πε­ζι­κού.
Τον Φε­βρουά­ριο του 1907 ρυθ­μί­στη­καν τα του ο­πλι­σμού του στρα­τεύ­μα­τος
με την ει­σα­γω­γή των νέ­ων επανα­λη­πτι­κών τυ­φε­κί­ων Μά­λιν­χερ, υ­πο­δείγμα­τος
1903, δια­με­τρή­μα­τος 6,5 χι­λιο­στών. Οι Μο­νά­δες Πε­ζι­κού ε­φο­διά­στη­καν με
μακριά τυ­φέ­κια.

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 29


Στρα­τιω­τι­κή Προ­εκ­παί­δευ­ση
Για τη μεί­ω­ση της πραγ­μα­τι­κής θη­τεί­ας των στρατευ­σί­μων ψη­φί­στη­κε ο ΓΥΒ΄
Νό­μος της 5ης Νο­εμ­βρί­ου 1909 που α­φο­ρού­σε τη στρατιω­τι­κή προ­εκ­παί­δευ­ση.
Βά­σει αυ­τού του νό­μου, ό­λοι ό­σοι συ­μπλή­ρω­ναν το δέκα­το έ­κτο έ­τος της η­λι­κί­
ας τους εί­χαν την υ­πο­χρέ­ω­ση να προ­σέρ­χο­νται στα κα­τά τό­πους κέ­ντρα στρα­
τιω­τι­κής προ­εκ­παίδευ­σης για θε­ω­ρη­τι­κή και πρα­κτι­κή εκ­παί­δευ­ση. Η διάρ­κεια
της εκπαί­δευ­σης ή­ταν τριε­τής και κά­θε νέ­ος έ­πρε­πε να πά­ρει μέ­ρος ε­τη­σί­ως σε
σαρά­ντα συ­γκε­ντρώ­σεις. Για την ορ­γά­νω­ση της στρα­τιω­τι­κής προ­εκ­παί­δευ­σης,
η χώ­ρα διαι­ρέ­θη­κε σε εκ­παι­δευ­τι­κές πε­ριο­χές κα­τά περιφέ­ρειες με­ραρ­χί­ας.

Ορ­γά­νω­ση, Σύν­θε­ση Πε­ζι­κού Ε­τών 1910-1912


Το Πε­ζι­κό πε­ρι­λάμ­βα­νε δε­κα­ο­κτώ Συ­ντάγ­μα­τα Πε­ζι­κού και εννέ­α Τάγμα­τα Ευ­ζώ­
νων. Η σύν­θε­ση του ε­νερ­γού Στρα­τού ως προς το Πε­ζι­κό ή­ταν 12 Συντάγ­μα­τα Πε­ζι­κού
και 6 Τάγ­μα­τα Ευ­ζώ­νων. Το Σύ­νταγ­μα Πε­ζι­κού εί­χε τρί­α τάγ­ματα των τριών λό­χων το
κα­θέ­να και δύ­ο ου­λα­μούς πο­λυβό­λων. Το Τάγ­μα Ευζώνων εί­χε τέσ­σε­ρις λό­χους και
δύο ου­λα­μούς πο­λυ­βό­λων. Υ­πήρ­χαν ε­πί­σης τα σχο­λεί­α ε­φαρ­μο­γής Πεζι­κού.

Ουλα­μοί Υ­πο­ψη­φί­ων Ε­φέ­δρων Αξιωματικών Πε­ζι­κού


Βά­σει του Ορ­γα­νι­σμού του Στρα­τού του έ­τους 1911 και του Νό­μου Γ΄ και Ε΄
της 7ης Ια­νουα­ρί­ου 1912 «πε­ρί συν­θέ­σε­ως του Στρα­τού» συ­γκρο­τή­θη­καν Ουλαμοί
Υπο­ψη­φί­ων Ε­φέ­δρων Αξιωματικών.

Α­να­κε­φα­λαί­ω­ση Πε­ριό­δου προ Βαλ­κα­νι­κών Πο­λέ­μων


Η έκ­βα­ση του πο­λέ­μου του 1897 και η έ­ντα­ση της δράσης των Βουλ­γάρων
στη Μα­κε­δο­νί­α κα­τέ­δει­ξαν την ανά­γκη λή­ψης μέ­τρων για μια α­ξιό­λο­γη στρατιω­
τι­κή προ­πα­ρα­σκευ­ή. Η πρώ­τη εκ­δή­λω­ση για την ε­πί­τευ­ξη του σκο­πού που
τέθη­κε υ­πήρ­ξε ο Ορ­γα­νι­σμός του Στρα­τού του 1904, ο ο­ποί­ος α­πο­τέ­λε­σε
σταθ­μό στην ε­ξέ­λι­ξη του Ελ­λη­νι­κού Στρα­τού, α­πό την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση του
υ­πό­δου­λου ελ­ληνι­σμού και μετά.

30 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΒΑΛ­ΚΑ­ΝΙ­ΚΟΙ ΠΟ­ΛΕ­ΜΟΙ 1912-1913
Η πε­ρί­ο­δος α­πό την ε­πα­νά­στα­ση του 1909 (Γου­δί) μέ­χρι τους Βαλ­κανικούς
Πολέ­μους υ­πήρ­ξε πε­ρίο­δος α­να­γέν­νη­σης του Στρα­τού. Σε χρο­νι­κό διά­στη­μα
τριών χρό­νων, πραγ­μα­τοποι­ή­θη­κε ση­μα­ντι­κή βελ­τί­ω­ση της ορ­γά­νω­σης, της εκ­
παίδευ­σης και του ε­ξο­πλι­σμού του Στρα­τού, ώ­στε αυ­τός να εί­ναι πανέ­τοι­μος για
την πε­ρί­ο­δο των Βαλ­κα­νι­κών Πο­λέ­μων που θα α­κο­λου­θού­σαν, που με τη νι­κη­φό­
ρα έκ­βα­σή τους θα δια­δρα­μά­τι­ζαν σο­βα­ρό­τα­το ρό­λο στην πραγ­ματο­ποί­η­ση των
ιδανι­κών της Φυ­λής.

Ελ­λη­νο­τουρ­κι­κος Πο­λε­μος 1912


Με­τά τις μυ­στι­κές συν­θή­κες που υ­πο­γρά­φτη­καν με­τα­ξύ της Σερ­βί­ας και της
Βουλ­γα­ρί­ας για κοι­νή α­νά­λη­ψη στρα­τιω­τι­κών ε­πιχει­ρή­σε­ων κα­τά της Τουρ­κίας, η
Ελ­λά­δα κή­ρυ­ξε γε­νική ε­πι­στρά­τευ­ση την 17η Σε­πτεμ­βρί­ου 1912 και στη συνέ­χεια
τον πό­λε­μο, την 4η Ο­κτω­βρί­ου. Το σχέ­διο των ε­πι­χει­ρή­σε­ων κα­τά της Τουρ­κίας,
προ­έ­βλε­πε τη συ­γκρότηση δύ­ο Στρα­τιω­τι­κών Ο­μά­δων, της Θεσ­σα­λί­ας και της
Η­πεί­ρου. Κυ­ριό­τε­ρη Ο­μά­δα ή­ταν αυ­τή της Θεσ­σα­λί­ας, α­πό τη δρά­ση της ο­ποί­ας
θα ε­ξαρ­τιό­ταν η έκ­βα­ση ό­λου του α­γώ­να. Οι ε­πι­χει­ρή­σεις ή­ταν ε­πι­τυ­χείς και η
Τουρ­κί­α α­να­γκά­στη­κε να α­πο­δε­χθεί την ει­ρή­νη με τις δια­πραγ­μα­τεύσεις που έ­γι­
ναν στο Λον­δί­νο (17 Μα­ΐ­ου 1913).

Ο Ελ­λη­νο­βουλ­γα­ρι­κος Πολε­μος του 1913


Α­μέ­σως με­τά τη λή­ξη της ε­μπό­λε­μης κα­τά­στα­σης με­τα­ξύ των Συμμάχων
και της Τουρ­κί­ας, πα­ρου­σιά­στη­καν ση­μα­ντικοί κίν­δυ­νοι εν­δο­συμ­μα­χι­κής

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 31


ρήξης, α­πό τις δια­φω­νίες που προ­έ­κυ­ψαν για τη δια­νο­μή των ε­δα­φών που
θα παραχω­ρού­σε η Τουρ­κί­α. Τα ε­δά­φη αυ­τά με τη Συν­θή­κη πα­ρα­χω­ρή­θη­καν
στους νικητές συμ­μά­χους α­διαί­ρε­τα, και αυ­τό εί­χε σαν συ­νέ­πεια την πρό­κλη­ση
α­κή­ρυ­κτου εκ μέ­ρους της Βουλ­γα­ρί­ας πο­λέ­μου, που εκ­δη­λώ­θη­κε με γε­νι­κή
ε­πί­θε­ση των στρατιω­τι­κών της δυ­νά­με­ων κα­τά του Σερ­βι­κού και Ελ­λη­νι­κού
Στρα­τού (16 και 17 Ιουνίου 1913). Η Βουλ­γα­ρί­α ητ­τή­θη­κε και α­κο­λού­θη­σε
ε­κε­χει­ρί­α που υ­πογρά­φη­κε την 7η Ιου­λί­ου. Οι α­ντι­πρό­σω­ποι των ε­μπο­λέ­μων
συνήλ­θαν στο Βου­κουρέστι, ό­που, με­τά α­πό σύ­ντο­μες διαπραγ­μα­τεύ­σεις,
υ­πέ­γρα­ψαν την ο­ρι­στι­κή συν­θή­κη την 28η Ιου­λί­ου με την ο­ποί­α η Ελ­λά­δα
ε­ξα­σφά­λι­σε την Αν. Μα­κε­δο­νί­α και δι­πλα­σί­α­σε τα εδαφι­κά της ό­ρια.

ΠΕ­ΡΙΟ­ΔΟΣ 1914-1919
Με­τά τη λή­ξη των Βαλ­κα­νι­κών Πο­λέ­μων 1912-1913 και την α­πο­στράτευ­ση που
πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε τον Νο­έμ­βριο του 1913, ε­πακο­λού­θη­σε μι­α σύ­ντο­μη πε­ρί­ο­δος
ει­ρή­νης, που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε για την α­ναδιορ­γά­νω­ση της χώ­ρας, λόγω της προ­σαρ­
τή­σε­ως των νέων ε­δα­φών, κα­θώς ε­πί­σης και των στρα­τιω­τι­κών της δυ­νάμεων.
 Η σύν­θε­ση του Στρα­τού κα­θο­ρί­στη­κε με τον προ­σω­ρι­νό Ορ­γανισμό του
1913, ό­πως πα­ρα­κά­τω:
 Το Πε­ζι­κό το α­πο­τέ­λε­σαν 42 συ­ντάγ­μα­τα α­πό τα ο­ποί­α πέ­ντε Συ­ντάγ­μα­τα
Ευ­ζώ­νων και τρί­α Συ­ντάγ­μα­τα Κρη­τών. Κα­θέ­να α­πό τα συντάγ­μα­τα το
α­πο­τε­λού­σαν τρί­α τάγ­μα­τα α­πό τα ο­ποί­α, δύ­ο ε­νερ­γά. Κά­θε τάγ­μα το α­πο­
τε­λού­σαν τέσ­σε­ρις λό­χοι (των τριών δι­μοι­ριών) και μια δι­μοι­ρί­α πο­λυβόλων.
Τα συ­ντάγ­μα­τα αυ­τά κατα­νε­μή­θη­καν σε δε­κα­τέσ­σε­ρις με­ραρ­χί­ες, που κά­θε μί­α
εί­χε τρί­α συ­ντάγ­μα­τα.
 Τον Φε­βρουά­ριο και Α­πρί­λιο του 1914 κα­θο­ρί­στη­κε ο ο­πλισμός του Πε­ζι­κού
ως ε­ξής:
• Λο­χί­ες, δε­κα­νείς, σαλ­πι­γκτές και στρα­τιώ­τες (πλην πολυ­βό­λων): Τυ­φέ­κιο
Πε­ζι­κού και ξι­φολόγ­χη.
• Ο­πλί­τες πο­λυ­βό­λων: Α­ρα­βί­δα και ξι­φο­λόγ­χη.
• Τυ­μπανιστές: περί­στρο­φο.
 Προ­τού ό­μως συ­ντα­χθεί ο ο­ρι­στι­κός Ορ­γα­νι­σμός, η πε­ρί­ο­δος της ο­μα­λό­τη­
τας τερ­μα­τί­στη­κε με τη γε­νι­κή ε­πι­στρά­τευ­ση που κη­ρύ­χθη­κε κα­τά τον Νο­έμ­βριο
του 1915 με α­φορ­μή την ε­πι­στρά­τευ­ση της Βουλ­γα­ρί­ας, λό­γω του Α΄ Πα­γκο­σμίου
Πο­λέ­μου που εί­χε ή­δη ξε­σπά­σει.

Α΄ Πα­γκoσμιος Πo­λε­μος (1914-1918)


Τα πο­λε­μι­κά γε­γο­νό­τα, τα ο­ποί­α συν­θέ­τουν την τετρα­ε­τί­α 1914-1918, μπο­ρούν να
χω­ρι­στούν χρο­νο­λο­γι­κά σε τρεις φά­σεις. Η 1η φά­ση (1914-1916) χαρακτη­ρί­ζε­ται α­πό
την ε­ντύ­πω­ση της ε­πι­κρά­τη­σης των Κε­ντρι­κών Αυ­το­κρα­το­ριών, ε­νώ οι Δυ­νά­μεις της
Α­ντά­ντ (Τρι­πλής Συ­νεν­νό­η­σης), στον συ­να­σπι­σμό των ο­ποί­ων προ­στέ­θη­κε α­πό το

32 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


1915 και η Ι­τα­λί­α, κυ­ριαρ­χού­σαν στη θά­λασ­σα. Κα­τά την 2η φά­ση (1917), δύ­ο πο­λι­τι­
κά γε­γο­νό­τα συγκλο­νί­ζουν την πο­λε­μι­κή α­τμό­σφαι­ρα και με­τα­βάλ­λουν την α­να­λο­γί­α
των Δυνά­με­ων. Το πρώ­το εί­ναι η με­γά­λη Ρω­σι­κή Επανά­στα­ση, στα πλαί­σια της ο­ποί­ας
ση­μειώ­νο­νται η α­πο­χώ­ρη­ση της Ρω­σί­ας και η συν­θη­κολό­γη­σή της (με τη Συν­θή­κη του
Μπρέ­στ-Λι­τόβ­σκ), και το δεύ­τε­ρο η είσοδος των Η­νω­μέ­νων Πο­λι­τειών (Η­ΠΑ) στον πό­
λε­μο. Τέ­λος, στην 3η φά­ση (1918) ε­ξα­πο­λύ­ε­ται η με­γά­λη γερ­μα­νι­κή ε­πί­θε­ση, η ο­ποί­α
α­ντι­με­τω­πί­στη­κε με την α­ντίστοι­χη συμ­μα­χική α­ντε­πί­θε­ση. Η συμ­μα­χι­κή α­ντε­πί­θε­ση
ε­πέ­φε­ρε το τε­λι­κό και νικη­φό­ρο α­πο­τέ­λε­σμα υ­πέρ της Α­ντά­ντ.

Διά­σπα­ση Μα­κε­δο­νι­κού Με­τώ­που


Η συμ­βο­λή των ελ­λη­νι­κών στρα­τευ­μά­των υ­πήρ­ξε ση­μα­ντι­κή. Στο δε­ξιό (Α­νατ.)
πλευ­ρό της II Σερ­βι­κής Στρα­τιάς ε­νήρ­γη­σε ε­πι­θε­τι­κά το 35ο ΣΠ της IV Ελλη­νι­κής
Με­ραρχί­ας, που υ­πα­γό­ταν στην Ο­μά­δα Με­ραρ­χιών. Την 15η Σε­πτεμ­βρί­ου το 35ο ΣΠ
κα­τέ­λα­βε τα ε­χθρι­κά χα­ρα­κώ­ματα με­τα­ξύ των ρυα­κιών Σου­σί­τσα και Μπι­χρούτ και
συ­νέ­χι­σε προς ΒΔ., α­νά­γκα­σε τους Βουλ­γά­ρους να τρα­πούν σε φυ­γή και διευ­κό­λυ­νε
πά­ρα πολύ την κα­τά­λη­ψη του Βέ­τερ­νικ α­πό τη Με­ραρ­χί­α «Σουμάδια». Τη νύ­κτα 15
προς 16 Σε­πτεμ­βρί­ου, ο λό­χος του 35ου ΣΠ κα­τέ­λαβε το ύψ. Γκόλο Μπί­λο. Άλ­λος
λό­χος του Συ­ντάγ­μα­τος κα­τέ­λα­βε το ύψ. Σχλεμ. Με τις ε­πιτυχί­ες αυ­τές, την 16η
Σε­πτεμ­βρί­ου, διευ­κο­λύν­θη­κε πά­ρα πο­λύ η προ­έ­λα­ση της Μεραρ­χί­ας «Τι­μόκ» προς
Στου­ντέ­να-Βό­ντα. Το πρω­ί της 17ης Σε­πτεμ­βρί­ου, το 35ο ΣΠ ε­πι­τέ­θηκε και κα­τέ­λα­
βε το ύψ. Πρε­σλάπ. Αυ­τό εί­χε σαν α­πο­τέ­λε­σμα, ο ε­χθρός να ε­γκατα­λεί­ψει το χω­ριό
Σμπόρ­σκο (Πευ­κω­τό) και διευ­κό­λυ­νε α­πο­φα­σι­στι­κά την προ­έλα­ση των Γαλ­λι­κών
στρα­τευ­μά­των (Α­πό­σπα­σμα Ρουά) που ε­νερ­γού­σαν ανα­το­λι­κά. Στο α­ρι­στε­ρό (Δυτ.)
πλευ­ρό της Ι Σερ­βι­κής Στρα­τιάς ε­νέρ­γη­σαν ε­πι­θετικά το 6ο και το 12ο Ελ­λη­νι­κό ΣΠ,
που υπά­γον­ταν στην 11η Γαλ­λι­κή Α­ποι­κια­κή Μεραρ­χί­α. Την 17η Σε­πτεμ­βρί­ου, ό­ταν
οι Σέρ­βοι εί­χαν κα­τα­λά­βει το χω­ριό Γρα­δέ­σνιτσα, τα 6 και 12 ΣΠ κατέ­λα­βαν το χω­ριό
Ζόβικ και τη γέ­φυ­ρα κο­ντά στη Μο­νή Τσε­μπρέν. Και τα δύ­ο Συ­ντάγ­μα­τα κυ­ρί­ευ­σαν
ση­μαντι­κές πο­σό­τη­τες πο­λε­μι­κού υ­λι­κού και ε­φο­δί­ων του ε­χθρού.

Εκ­στρα­τεiα Ου­κρα­νiας 1919


Η Συμ­μα­χι­κή ε­πέμ­βα­ση στη Με­σημ­βρι­νή Ρω­σί­α το 1919 στη­ρί­χθη­κε στην
ε­νερ­γό συμ­βο­λή της Ελ­λά­δος, που α­νέ­λαβε να ε­νι­σχύ­σει αυ­τή τη συμ­μα­χι­κή
προ­σπά­θεια με το Α΄ ΣΣ, που το α­ποτε­λού­σαν οι Ι­, Ι­Ι και XIIΙ­ Με­ραρ­χίες. Το τέλος
της συμ­με­το­χής μας ή­ταν η ε­ντο­λή που δό­θη­κε στην Ελ­λά­δα για από­βα­ση στη
Σμύρ­νη. Έ­τσι, την 2α Μα­ΐ­ου 1919, η Ι Με­ραρ­χί­α κα­τέλαβε τη Σμύρ­νη και α­πό την
η­μέ­ρα αυ­τή άρ­χι­σε η Μι­κρα­σια­τι­κή Εκ­στρα­τεί­α.

ΜΙ­ΚΡΑ­ΣΙΑ­ΤΙ­ΚΗ ΕΚ­ΣΤΡΑ­ΤΕΙΑ (1919-1922)


Σκο­πός-Αί­τια και Α­φορ­μές της Μι­κρα­σια­τι­κής Εκ­στρα­τεί­ας
Η Μι­κρα­σια­τι­κή Εκ­στρα­τεί­α, την ο­ποί­α πραγ­μα­το­ποί­η­σε ο Ελληνικός Στρατός α­πό

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 33


την 2α Μαΐ­ου 1919 μέ­χρι την 5η Σε­πτεμ­βρί­ου 1922, εί­χε
ως σκο­πό την α­πε­λευθέ­ρω­ση των ελ­λη­νι­κών πλη­θυ­σμών
του Δυ­τι­κού τμή­μα­τος της Μι­κράς Α­σί­ας. Με­τά την ε­θνε­
γερ­σί­α του 1821, το νε­ο­σύ­στα­το ελ­λη­νι­κό κρά­τος κατέ­
βαλε προ­σπά­θειες για να πε­ρι­λά­βει στους κόλ­πους του
τους υ­πό­δου­λους ελλη­νι­κούς πλη­θυ­σμούς. Ο πό­λε­μος
του 1897, οι Βαλ­κα­νι­κοί πό­λε­μοι 1912-13 και ο Μα­κε­δο­
νι­κός Α­γώ­νας 1903-1908 α­πο­τέ­λε­σαν τις εκ­δη­λώ­σεις του
Έ­θνους για τον σκο­πό αυ­τό. Ο Α΄ Πα­γκό­σμιος Πό­λε­μος
που εί­χε ξε­σπά­σει και ο ο­ποί­ος έ­φε­ρε αντι­μέ­τω­πους την
Ελ­λά­δα και την Τουρ­κί­α, έ­δω­σε την ευ­και­ρί­α (αφορ­μή)
στην ελ­λη­νι­κή κυ­βέρνη­ση να α­να­λά­βει νέ­α προ­σπά­θεια
α­πε­λευ­θέ­ρω­σης των υ­πό­δου­λων Ελ­λήνων.

Πε­ρί­ο­δοι της Μι­κρα­σια­τι­κής Εκ­στρα­τεί­ας


Η εκ­στρα­τεί­α του Ελ­λη­νι­κού Στρα­τού στη Μι­κρά Α­σί­α
α­πό τη 2α Μα­ΐ­ου 1919 έ­ως την 5η Σε­πτεμ­βρί­ου 1922,
δια­κρί­νε­ται στις πα­ρα­κά­τω πε­ριό­δους:
 Κα­τά­λη­ψη της Σμύρ­νης και της εν­δο­χώ­ρας
 Ε­πι­χει­ρή­σεις προς Φι­λα­δέλ­φεια-Πρού­σα-Ου­σάκ
 Ε­πι­χει­ρή­σεις ευ­ρεί­ας κλί­μα­κας προς συ­ντρι­βή του
Τουρκι­κού Στρατού
 Τουρ­κική α­ντε­πί­θε­ση-Εκ­κέ­νω­ση της Μι­κράς Α­σί­ας.

Εκ­στρα­τεί­α Σαγ­γα­ρί­ου
Για την ε­πι­τυ­χί­α του πο­λι­τι­κού σκο­πού της εκ­στρα­
τεί­ας στη Μι­κρά Α­σί­α ε­πι­βαλ­λό­ταν η ο­λο­κλη­ρω­τι­κή
συ­ντρι­βή του Τουρ­κικού Στρα­τού. Για τον λό­γο αυ­τόν,
πραγ­μα­το­ποι­ήθη­καν οι ε­πι­χει­ρή­σεις Ιου­λί­ου-Σε­πτεμ­
βρί­ου 1921 που εί­ναι γνωστές σαν εκ­στρα­τεί­α του
Σαγ­γα­ρί­ου. Σκο­πός των νέ­ων ε­πι­χει­ρή­σε­ων της Στρα­τιάς ή­ταν η ε­πί­θε­ση κα­τά
των ε­χθρι­κών δυ­νά­μεων που βρίσκον­ταν α­να­το­λι­κά του Σαγγα­ρί­ου, κα­θώς και η
διά­λυ­ση και κα­τα­δί­ω­ξή τους προς την κα­τεύ­θυν­ση της Ά­γκυρας. Για τον σκο­πό
αυ­τόν η Στρα­τιά υ­πο­λό­γιζε να α­πα­σχο­λή­σει με μι­κρές δυ­νά­μεις κατά μέ­τω­πο
τις ε­χθρι­κές δυ­νά­μεις, κρα­τώ­ντας τες με την α­πει­λή της βίαι­ας διά­βα­σης του
Σαγ­γα­ρί­ου και να ε­πιτε­θεί με τον κύ­ριο ό­γκο της α­να­το­λι­κά του πο­τα­μού, με
υ­περκέ­ρα­ση και κύ­κλω­ση της ε­χθρι­κής το­πο­θε­σί­ας α­πό Ν. και ΝΑ.

Η Κα­τα­στρο­φή της Στρα­τιάς Μικράς Α­σί­ας


Με­τά την ε­πά­νο­δο της Στρα­τιάς στη βά­ση ε­ξορ­μή­σε­ως του Αυ­γούστου, η
δύνα­μή της, μο­λο­νό­τι ση­μα­ντι­κή, ή­ταν α­νε­παρ­κής για να κα­λύψει σε στατι­κή
ά­μυ­να το α­πέ­ρα­ντο μέ­τω­πο των 750 χλμ. Με τη μειο­νε­κτι­κή αυ­τή διά­τα­ξη πα­
ρέ­μει­νε η Στρατιά στις θέ­σεις της ό­λο το χει­μώ­να του 1921-1922. Στο με­τα­ξύ,

34 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


οι Τούρκοι προ­παρασκευά­ζο­νταν δρα­στή­ρια για ανάληψη της ε­πι­θέ­σε­ως και
στις αρ­χές Αυ­γού­στου (6η και 11η) ε­νήρ­γη­σαν πα­ρα­πλα­νη­τι­κές ε­πιθέσεις στις
πε­ριο­χές Ορ­τά­ντζας και Μπι­λετζίκ που α­πο­κρού­στη­καν με ευ­χέ­ρεια. Την 13η
Αυ­γούστου 1922 άρ­χι­σε η με­γά­λη ε­πί­θε­ση του Κε­μα­λι­κού Στρα­τού ε­να­ντί­ον
των Ελ­λή­νων. Με­τά α­πό ισχυ­ρή α­ντί­στα­ση, για δύ­ο ημέ­ρες, στο Α­φιόν Κα­ρά
Χι­σάρ ο Ελ­λη­νικός Στρα­τός λύ­γι­σε και αρ­χι­κά υ­πο­χώ­ρη­σε. Την 16η και 17η
Αυ­γού­στου, ε­πα­κο­λού­θη­σε η ήτ­τα στο Χα­μούρ­κιο­ϊ και στο Α­λή Βεράν για να
αρ­χί­σει γε­νι­κή υ­πο­χώ­ρη­ση προς τα πα­ρά­λια. Με­γά­λα τμή­μα­τα του Ελλη­νι­κού
Στρα­τού αιχ­μαλω­τί­στη­καν μα­ζί με τους α­ξιω­μα­τι­κούς τους. Οι ελ­ληνι­κοί πληθυ­
σμοί έ­μει­ναν στη διά­θε­ση των Τούρ­κων. Μι­α σει­ρά πο­λι­τι­κών, στρατη­γι­κών
και τα­κτικών σφαλμά­των κα­τέ­λη­ξε στη συ­ντρι­βή της Στρα­τιάς και σε μια ά­νευ
προ­η­γου­μέ­νου κατα­στρο­φή. Τα υ­πο­λείμ­μα­τα της Ελ­λη­νι­κής Στρα­τιάς ε­γκατέ­
λει­ψαν το μι­κρα­σια­τι­κό έδαφος με­τα­ξύ 3ης και 5ης Σε­πτεμ­βρί­ου 1922.

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 35


Τρο­πο­ποι­ή­σεις Ορ­γα­νώσε­ως
Α­ξιό­λο­γες τρο­πο­ποι­ή­σεις για το χρο­νι­κό διά­στη­μα 1917-1923 εί­ναι:
 η πα­ραδο­χή των ο­πλο­πο­λυ­βό­λων και βομ­βι­δο­βό­λων στον ο­πλι­σμό του Πε­ζικού
 η οργά­νω­ση των δύ­ο η­μι­δι­μοι­ριών των Δι­μοι­ριών Πε­ζι­κού, που η κά­θε μί­α εί­χε
μια Ενω­μο­τί­α τυ­φε­κιο­φό­ρων με έ­να ο­πλο­πολυ­βό­λο και μί­α Ε­νω­μο­τί­α α­κρο­βο­λι­στών,
α­πό τους ο­ποί­ους ο έ­νας ή­ταν ο­πλο­βομβι­στής
 η αύ­ξη­ση του α­ριθ­μού των πολυβό­λων Πε­ζι­κού κά­θε τάγ­μα­τος, που διέ­θε­τε ή­δη,
α­ντί μιας δι­μοι­ρί­ας, έ­ναν λό­χο πο­λυβόλων των τεσ­σά­ρων δι­μοιριών (ο­κτώ πο­λυ­βό­λα).

ΤΑ ΜΕ­ΤΑ ΤΗ ΜΙ­ΚΡΑ­ΣΙΑΤΙ­ΚΗ ΕΚ­ΣΤΡΑ­ΤΕΙΑ


ΚΑΙ ΜΕ­ΧΡΙ ΤΗΝ Ε­ΚΡΗ­ΞΗ ΤΟΥ
Β’ ΠΑ­ΓΚΟ­ΣΜΙΟΥ ΠΟ­ΛΕ­ΜΟΥ (1923-1939)
Τη λή­ξη της ε­μπό­λε­μης κα­τά­στα­σης το κα­λο­καί­ρι του 1923 ε­πα­κολούθη­σε
απο­στρά­τευ­ση και ε­γκα­τά­στα­ση των μο­νά­δων στις έ­δρες που α­νή­καν α­πό την
πε­ρί­ο­δο της ει­ρή­νης. Μια πε­ρί­ο­δος α­δρά­νειας δια­δέ­χθη­κε την πο­λε­μι­κή περίο­δο
στον το­μέ­α των Ε­νό­πλων Δυ­νά­με­ων. Η στρα­τιω­τι­κή θη­τεί­α διαρκώς ε­λατ­τωνό­ταν
και πε­ριο­ρί­στη­κε τελι­κά στους δώ­δε­κα μή­νες.

Ορ­γά­νω­ση, Σύνθε­ση 1926


Με το ΝΔ της 14ης Ιου­λί­ου 1926 κα­τα­κυ­ρώ­θη­κε ο πρώ­τος με­τα­πο­λεμικός Οργα­
νι­σμός του Στρα­τού. Ο α­ριθ­μός των Συ­νταγ­μά­των Πε­ζι­κού α­νερ­χό­ταν σε τριά­ντα
ο­κτώ α­πό τα ο­ποί­α τέσ­σε­ρα Ευ­ζώ­νων. Το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της νέ­ας συγκρό­τη­σης
των Μονά­δων Πε­ζι­κού εί­ναι η ορ­γά­νω­ση των Διμοι­ριών Πε­ζι­κού σε τρεις ομά­δες,
ό­που η κά­θε ο­μά­δα πε­ρι­λάμ­βα­νε έ­να Στοι­χεί­ο ο­πλο­πο­λυβο­λη­τών, που υ­πη­ρε­τού­
σαν έ­να ο­πλο­πολυβό­λο και έ­να Στοι­χεί­ο α­κρο­βο­λι­στών, με­τα­ξύ των ο­ποί­ων και
έ­νας ο­πλο­βομ­βι­στής, και των Δι­μοι­ριών πο­λυ­βό­λων του Πε­ζι­κού α­πό δύ­ο ο­μά­δες,
των δύ­ο πο­λυ­βό­λων η κά­θε μί­α.

Μεί­ω­ση Δυ­νά­με­ως του Στρα­τού 1929-1930


Με τον Νό­μο 4321 του 1929 κα­θο­ρί­στη­κε νέ­ος Ορ­γα­νι­σμός του Στρα­τού. Οι
μο­νά­δες που α­πο­τε­λού­σαν το Πε­ζι­κό εί­ναι εί­κο­σι τέσ­σε­ρα Συ­ντάγ­μα­τα Πεζικού,
τέσ­σε­ρα Τάγ­μα­τα, α­πό τα ο­ποί­α τρί­α Ευ­ζώ­νων, ο­κτώ Συ­νο­ρια­κοί Το­μείς και έ­νας
Λό­χος Φρου­ράς Προ­έ­δρου Δη­μο­κρα­τί­ας. Με τον Νό­μο 4532 του 1930 ο α­ριθμός
των Μο­νά­δων Πε­ζι­κού κα­θο­ρί­στη­κε σε εί­κο­σι τέσ­σε­ρα Συ­ντάγ­μα­τα (α­πό τα ο­ποί­α
έ­να Ευ­ζώ­νων} και δέ­κα Τάγμα­τα Πε­ζι­κού (α­πό τα ο­ποί­α δύ­ο Ευ­ζώ­νων).

Γαλ­λι­κή Στρα­τιω­τι­κή Α­πο­στολή ΖΙ­ΡΑΡ


Σε ό­λη αυ­τή την πε­ρί­ο­δο δό­θη­κε σο­βα­ρή ώ­θη­ση στη με­τεκ­παί­δευ­ση των

36 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


α­ξιω­μα­τι­κών στην ο­ποί­α συ­νέ­βα­λε πά­ρα πο­λύ η Γαλ­λι­κή Οργα­νω­τι­κή Στρατιω­
τι­κή Α­πο­στο­λή που με­τα­κλή­θη­κε το 1924 α­πό τον Στρα­τη­γό ΖΙ­ΡΑΡ. Άρ­χι­σε η
προ­μή­θεια νέ­ου υ­λι­κού α­πό το 1926 και συμπλη­ρώ­θη­κε τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια,
πριν τον Β΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο. Ο ο­πλι­σμός του Πε­ζι­κού πε­ρι­λάμ­βα­νε τυ­φέ­κια
και αραβί­δες Μά­λιν­χερ, ο­πλο­πολυ­βό­λα, ε­λα­φρά και βα­ριά πο­λυ­βό­λα ΧΟ­ΤΣΚΙΣ
και όλμους ΜΠΡΑ­ΝΤ.

Ορ­γα­νι­σμός 1935
Το 1935 εκ­δό­θη­κε το ΝΔ της 4ης Σε­πτεμ­βρί­ου «πε­ρί Ορ­γα­νι­σμού του Στρα­τού»
που προ­έ­βλε­πε τις πα­ρα­κά­τω με­τα­βο­λές α­πό πλευ­ράς Πεζι­κού:
 Συ­γκε­ντρώ­θη­καν δύ­ο Διοι­κή­σεις Φρου­ρί­ων Θεσσα­λο­νί­κης και Κα­βά­λας για
την πα­ρα­κο­λού­θη­ση των ο­χυ­ρώ­σε­ων που πραγ­ματο­ποιού­νταν.
 Η Στρα­τιω­τι­κή Διοί­κη­ση Αρ­χι­πε­λά­γους με­τονο­μά­στη­κε σε Με­ραρχί­α.
 Η Αλ­βα­νι­κή προ­κά­λυ­ψη ορ­γα­νώ­θη­κε σε ξε­χω­ριστό Το­μέ­α.

Με­τα­βο­λές Οργά­νω­σης
Το 1939 εκ­δό­θη­κε ο υπ’ α­ριθ. 2005 ΑΝ «πε­ρί Ορ­γα­νι­σμού του Στρα­τού». Οι κυ­
ριότε­ρες με­τα­βο­λές α­πό πλευ­ράς Πε­ζι­κού ή­ταν οι πα­ρα­κά­τω:
 Τα υ­πό του Ορ­γα­νι­σμού του 1935 προ­βλε­πό­με­να Τάγμα­τα Πεζικού αναπτύ­
χθη­καν σε Συ­ντάγ­μα­τα Πε­ζι­κού.
 Κα­τά την πε­ρί­ο­δο αυ­τή λει­τουρ­γούν οι πα­ρα­κάτω Σχο­λές Πε­ζι­κού:
 Σχο­λή Ε­φέ­δρων Α­ξιω­μα­τι­κών Πε­ζι­κού στη Σύ­ρο
 Σχο­λή Έ­φε­δρων Α­ξιω­μα­τι­κών στην Κέρ­κυ­ρα
 Σχο­λή Ε­φαρ­μο­γής Πε­ζι­κού στη Θεσ­σα­λο­νί­κη.
 Τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα των προ­σπα­θειών που κα­τα­βλή­θη­καν για την προ­αγωγή
της μα­χη­τι­κής ι­κα­νό­τη­τας του Στρα­τού ε­πι­βε­βαιώ­θη­καν με τη σθε­να­ρή και νι­κη­
φό­ρο α­ντί­δρα­σή του κα­τά την ε­πί­θεση που δέ­χθη­κε η χώ­ρα την 28η Οκτω­βρί­ου
1940 α­πό τους Ι­ταλούς και στη συ­νέ­χεια στους α­γώ­νες ε­να­ντί­ον των Γερ­μα­νών.

ΠΕ­ΡΙΟ­ΔΟΣ Β΄ ΠΑ­ΓΚΟ­ΣΜΙΟΥ ΠΟ­ΛΕ­ΜΟΥ


(1939-1944)
Ελ­λη­νο­ϊ­τα­λι­κός Πόλε­μος (28/10/40-10/4/41)
Α­πό την ά­νοι­ξη του 1940 η ι­τα­λι­κή ε­ξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή άλ­λα­ξε απέ­να­ντι
στην Ελ­λά­δα προς το χει­ρό­τε­ρο. Η ι­τα­λι­κή δι­πλω­μα­τί­α άρ­χι­σε να κατη­γο­ρεί
α­όριστα την Ελ­λά­δα ό­τι πα­ρεί­χε βά­σεις στον Αγ­γλι­κό Στό­λο και την Αγ­γλι­
κή Α­ε­ροπορί­α. Η ι­τα­λι­κή προ­πα­γάν­δα στρά­φη­κε κα­τά της Ελ­λά­δος. Ι­τα­λι­κά
α­ε­ρο­πλά­να παρα­βί­α­σαν τον ελ­λη­νι­κό ε­να­έ­ριο χώ­ρο και σε δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις
ε­κτό­ξευ­σαν πυ­ρά κα­τά ελ­λη­νι­κών πλοί­ων. Την 14η Ιου­νί­ου έ­νας κοι­νός λη­στής,
ο Ντα­ούτ Χό­τζα, σκο­τώ­θη­κε α­πό δύ­ο Αλ­βα­νούς που συ­νε­λή­φθη­σαν στο ελ­λη­

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 37


Έλληνες στρατιώτες της 3ης Ορεινής
Ταξιαρχίας, κατά τη μάχη του Ρίμινι.
(Αθήνα, Πολεμικό Μουσείο,
Βρεταννική Συλλογή)

νι­κό έ­δα­φος. Και ε­νώ γί­νον­ταν οι σχε­τι­κές δια­πραγ­μα­τεύ­σεις για την έκ­δο­σή
τους στην Αλ­βα­νί­α, πα­ραδόξως την 11η Αυ­γούστου η ι­τα­λι­κή προ­πα­γάν­δα
περ­νού­σε σε ολόκλη­ρο τον κό­σμο τον ε­πι­κη­ρυγ­μέ­νο αυ­τόν λη­στή σαν «υ­πέ­
ρο­χο πα­τριώ­τη Αλ­βα­νό που δολο­φο­νήθηκε α­πό Έλ­λη­νες πρά­κτο­ρες». Την 15η
Αυ­γού­στου το α­γκυ­ροβο­λη­μέ­νο στην Τήνο θρυλι­κό κα­τα­δρο­μι­κό «Έλ­λη», λό­
γω της εορ­τής της Πα­να­γί­ας, τορ­πι­λί­στη­κε α­πό υ­πο­βρύ­χιο. Με­τά α­πό έ­ρευ­να,
βρέ­θη­καν κομ­μά­τια τορ­πι­λών, α­πό τα ο­ποί­α αποδει­κνυό­ταν ό­τι το υ­πο­βρύ­χιο
ή­ταν ι­τα­λι­κό. Η ελλη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση, για να μην ε­ξωθήσει τα πράγ­μα­τα σε
πό­λε­μο, α­πα­γό­ρευ­σε την α­να­γρα­φή στον Τύ­πο κά­θε πλη­ρο­φορίας σχε­τι­κής
με το ζή­τη­μα αυ­τό. Η πρό­θε­ση του Μου­σο­λί­νι να ε­πι­τεθεί κα­τά της Ελλά­δος
ή­ταν πλέ­ον ξε­κά­θα­ρη. Τε­λι­κά, η ιτα­λι­κή ε­πί­θε­ση εκ­δη­λώ­θη­κε την 0530 Ω της
28ης Ο­κτω­βρί­ου 1940.

38 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Ελ­λη­νο­γερ­μα­νι­κός Πό­λε­μος (6/4-20/4/41)
Τα ο­χυ­ρά των ελ­λη­νο­βουλ­γα­ρι­κών συνό­ρων, αν και δέ­χο­νταν
πυ­ρά συ­νε­χώς α­πό βα­ρύ Πυ­ρο­βο­λι­κό και την Α­ε­ρο­πο­ρί­α α­ντέ­τα­ξαν
έ­ναν θρυ­λι­κό και δραμα­τι­κό α­γώ­να. Οι Γερ­μανοί, α­φού εκ­μη­δέ­νι­
σαν τη μι­κρή Νο­τιο­σλα­βι­κή α­ντί­στα­ση, ει­σχώ­ρη­σαν στα δάση της
Νό­τιας Σερ­βί­ας. Οι γερ­μα­νι­κές φά­λαγ­γες κα­τήλ­θαν δια­μέ­σου της
κοι­λά­δας του Α­ξιού και των υ­ψω­μά­των του Μο­να­στη­ρί­ου και την
8η Α­πρι­λί­ου κα­τέ­λα­βαν τη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ο Ελ­λη­νι­κός Στρα­τός της
Ανα­το­λι­κής Μακεδο­νί­ας, α­φού βρέ­θη­κε πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νος, α­χρη­στεύ­
θη­κε. Την 12η Α­πρι­λί­ου διατάχθη­κε η σύ­μπτυξη του μα­χό­με­νου
κα­τά των Ι­τα­λών Στρα­τού μας, για να α­ποσοβη­θεί η κύ­κλω­σή του
α­πό τους Γερ­μα­νούς. Την 20ή Απρι­λί­ου 1941, δια­τά­χθη­κε η κα­τά­
παυ­ση του πυ­ρός και τερ­μα­τί­στη­κε ο ε­πι­κός α­γώνας του Ελ­λη­νι­κού
Πεζικού, το ο­ποί­ο α­ντι­με­τώ­πι­σε νι­κη­φό­ρα τον Στρα­τό και τα μέ­σα
δύ­ο με­γά­λων αυ­το­κρατοριών, για να α­πο­δεί­ξει ό­τι και στην ε­πο­χή
μας γί­νο­νται θαύ­μα­τα και να εγ­γυ­η­θεί ό­τι α­πό το Ελ­λη­νι­κό Πε­ζι­κό
θαύ­μα­τα θα γί­νο­νται και στο μέλλον.

Η Μά­χη της Κρή­της


Την 20ή Μα­ΐ­ου 1941, η Γερ­μα­νι­κή Α­ε­ρο­πο­ρί­α ε­ξα­πέ­λυ­σε
με­γά­λη ε­πί­θεση κα­τά της Κρή­της. Ύ­στε­ρα α­πό έ­να φο­βε­ρό
α­πό α­έ­ρος βομ­βαρ­δι­σμό, τάγ­μα­τα αλε­ξι­πτωτιστών κα­τέ­λα­βαν
ορι­σμέ­να ση­μεί­α με­τα­ξύ των ο­ποί­ων και το α­ε­ρο­δρό­μιο του
Μά­λε­με. Οι λί­γες συμ­μα­χι­κές και Ελ­λη­νι­κές Δυ­νά­μεις, ε­νι­σχυ­
μέ­νες και α­πό τον κρη­τι­κό λα­ό που έ­λα­βε ε­νερ­γό μέ­ρος στον
α­γώ­να, α­γω­νί­στη­κε γεν­ναί­α για πολλές η­μέ­ρες ε­να­ντί­ον ε­χθρού
με συ­ντρι­πτι­κή υ­πε­ρο­χή και προ­ξένη­σαν σε αυ­τόν σο­βα­ρό­τα­τες
α­πώ­λειες σε έμ­ψυ­χο και ά­ψυ­χο υ­λι­κό.

Ορ­γα­νω­τι­κές Ε­ξε­λίξεις Πε­ριό­δου 1941/44


Το πρώ­το Τμή­μα, το ο­ποί­ο συ­γκρο­τή­θη­κε στη Μέ­ση Ανα­το­
λή α­πό αυτούς που διέ­φυ­γαν α­πό την Ελ­λά­δα και από ο­μο­γε­νείς της Αι­γύ­πτου,
ή­ταν η 1η Ελλη­νι­κή Τα­ξιαρχί­α, η συ­γκρό­τη­ση της ο­ποί­ας άρ­χι­σε α­πό το τρί­το
δε­κα­ή­με­ρο του Ιου­νί­ου του 1941. Μέ­χρι το τέ­λος Ια­νουα­ρί­ου 1943, συ­γκρο­
τή­θη­κε η 2η Ελ­λη­νι­κή Τα­ξιαρ­χί­α και τον Σε­πτέμ­βριο του 1942 συ­γκρο­τή­θη­κε
Λό­χος που τον α­πο­τε­λούσαν Α­ξιω­ματι­κοί και ο­νο­μά­σθη­κε Ιε­ρός Λό­χος. Τον
Ο­κτώ­βριο του 1944, πα­ραμονές της α­πε­λευ­θέ­ρω­σης της Ελ­λά­δας, υ­πήρ­χαν
οι πα­ρα­κά­τω Μο­νά­δες Ελλη­νι­κού Στρα­τού:
 Στη Μέ­ση Α­να­το­λή, το Γε­νι­κό Ε­πι­τε­λεί­ο Στρα­τού (Κά­ι­ρο), ο Ιε­ρός Λό­χος,
το 6ο Τάγ­μα Φρου­ρών και διά­φο­ροι Σχη­μα­τι­σμοί.
 Στην Ι­τα­λί­α η 1η Μη Ο­ρει­νή Τα­ξιαρ­χί­α, που με­τείχε στις ε­πι­χει­ρή­σεις
που διε­ξά­γο­νταν τό­τε ε­κεί α­πό τους Συμ­μά­χους και που ή­ταν ε­νταγ­μέ­νη στην
8η Βρε­τα­νι­κή Στρα­τιά.

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 39


ΜΕ­ΤΑ­ΠΟ­ΛΕ­ΜΙ­ΚΗ ΠΕ­ΡΙΟΔΟΣ Ε­ΩΣ ΣΗ­ΜΕ­ΡΑ
ΟΡ­ΓΑ­ΝΩ­ΤΙ­ΚΕΣ Ε­ΞΕ­ΛΙ­ΞΕΙΣ ΠΕ­ΡΙΟ­ΔΟΥ
(1944-1949)
Α­πό τη στιγ­μή της α­πο­βί­βα­σης στην Ελ­λά­δα των πρώ­των Βρε­τα­νι­κών Τμη­μά­των
και του Ιε­ρού Λό­χου την 13η και 14η Ο­κτω­βρί­ου 1944 και πριν α­κό­μη συντε­λε­στεί
η α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της Βο­ρεί­ου Ελλά­δας, άρ­χι­σε η ορ­γά­νω­ση των πρώτων ελ­λη­νι­
κών στρα­τιω­τι­κών τμη­μά­των (Δ/σε­ων, Υ­ποδ/σε­ων και Ταγ/των Ε­θνοφυ­λα­κής) με
α­πο­στο­λή την α­πο­κα­τά­στα­ση της τά­ξης και την α­πε­λευθέ­ρω­ση και της υ­πό­λοι­πης
Ελ­λά­δας α­πό τα στρατεύ­ματα κα­το­χής.

Συ­γκρό­τη­ση Ε­θνο­φυ­λα­κής και οι Πρώ­τες Μο­νά­δες του Στρα­τού Εκ­στρατεί­ας


Συ­γκρο­τή­θη­καν τα πα­ρα­κά­τω Στρα­τη­γεί­α και Μο­νάδες: Α­νω­τέ­ρα Στρατιω­τι­κή
Διοί­κη­ση (ΑΣ­Δ) Ατ­τι­κής, Στρα­τιω­τι­κή Διοί­κη­ση (ΣΔ) Α­θη­νών, ΣΔ Πει­ραιά, τρεις
Μεραρ­χί­ες (Ε­θνο­φυ­λα­κής), δέ­κα Τα­ξιαρ­χί­ες στην Η­πει­ρω­τι­κή Ελ­λά­δα και τρεις
στην Κέρκυ­ρα, ε­ξή­ντα πέ­ντε Τάγ­ματα (Ε­θνο­φυ­λα­κής), διά­φο­ροι σχη­μα­τι­σμοί και
βο­η­θη­τι­κές μονά­δες. Ε­κτός των πα­ρα­πά­νω, υ­πήρ­χαν και οι μο­νά­δες Στρα­τού που
έ­φθα­σαν α­πό Ιταλί­α και Μέ­ση Α­να­το­λή (3η Ο­ρει­νή Τα­ξιαρ­χί­α, 6ο Τάγ­μα Φρου­ρών,
Τμή­μα­τα του Ιε­ρού Λόχου). Οι πα­ρα­πά­νω μο­νά­δες α­πο­τέ­λε­σαν το σύ­νο­λο των
στρα­τιω­τι­κών δυ­νά­με­ων που ορ­γα­νώ­θη­καν. Έ­τσι, α­πό τον Μάρ­τιο 1945, άρχι­σε
η ορ­γά­νω­ση με πυ­ρή­να την 3η Ο­ρει­νή Τα­ξιαρ­χί­α (Ρί­μι­νι), η II Μεραρ­χί­α, που
πε­ριλάμ­βα­νε τρεις τα­ξιαρ­χί­ες, εν­νέ­α τάγ­μα­τα και άλ­λα όπλα υποστηρίξε­ως και
σχη­μα­τι­σμούς. Αρ­γό­τε­ρα, συ­γκρο­τή­θη­καν και οι XI και IX Με­ραρ­χί­ες της ί­διας
σύν­θεσης με την II Με­ραρ­χί­α. Τε­λι­κά, ε­κτός των πα­ρα­πά­νω μο­νά­δων εκ­στρα­τεί­ας,
συγκρο­τή­θη­καν ή α­να­διορ­γα­νώ­θη­καν α­πό πλευ­ράς ε­θνο­φυ­λα­κής τα πα­ρα­κά­τω:
έξι ΑΣ­Δ, δεκαπέ­ντε ΣΔ, μί­α τα­ξιαρ­χί­α, τριά­ντα τέσ­σε­ρα Τάγ­μα­τα Εθνο­φυ­λα­κής
(ε­σω­τε­ρι­κού) και δε­κατρί­α Τάγ­μα­τα Ε­θνο­φυ­λα­κής (στην προ­κάλυψη).

Ορ­γά­νω­ση Στρα­τού Εκ­στρα­τεί­ας


Τον Μάρ­τιο του 1946, α­πο­φα­σί­στη­κε η συ­γκρό­τη­ση των τριών (3) Σωμάτων
Στρα­τού (Α΄, Β΄, Γ΄), τριών (3) πε­δι­νών με­ραρχιών (7 τα­ξιαρ­χί­ες, 21 τάγ­ματα), τεσ­
σά­ρων (4) ορει­νών με­ραρ­χιών (7 τα­ξιαρ­χί­ες, 21 τάγ­μα­τα), δύ­ο (2) ανεξαρ­τή­των
τα­ξιαρ­χιών (6 τάγ­μα­τα) και α­ριθ­μό άλ­λων μο­νά­δων α­πό την με­τά­πτωση υ­φι­στα­
μέ­νων Δνσε­ων και Μο­νά­δων Ε­θνοφυ­λα­κής στις πα­ρα­πά­νω Μο­νά­δες εκ­στρα­τεί­ας.
Με δια­τα­γές που α­κο­λούθησαν κα­θο­ρί­στη­καν τα πα­ρα­κά­τω:
 Η α­να­συ­γκρό­τη­ση και η με­το­νο­μα­σί­α των υ­φι­στα­μέ­νων Α­νωτέ­ρων Στρα­
τιω­τι­κών Διοι­κή­σε­ων και Στρα­τιω­τι­κών Διοι­κή­σε­ων, στα προ­βλεπό­με­να Σώμα­τα
Στρα­τού, Με­ραρ­χί­ες, Τα­ξιαρ­χί­ες, και Διοι­κή­σεις (πε­ριο­χές)
 Α­να­συ­γκρό­τη­ση και με­το­νο­μα­σί­α των Ταγ­μά­των Ε­θνο­φυ­λακής σε Τάγ­ματα
Στρα­τού εκ­στρα­τεί­ας

40 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


 Η ορ­γα­νι­κή υ­πα­γω­γή των Ταγ­μά­των Πε­ζι­κού
 Ο τρό­πος α­να­διορ­γα­νώ­σε­ως των πα­ρα­με­θο­ρί­ων Μο­νά­δων.

Εκ­παί­δευ­ση Νε­ο­συλ­λέ­κτων
Για την εκ­παί­δευ­ση των νε­ο­συλ­λέκτων, συ­γκρο­τή­θη­καν το έ­τος 1946 ειδι­κά
Κέ­ντρα Εκ­παι­δεύ­σε­ως, τα ο­ποί­α ο­νο­μά­στηκαν «Κέ­ντρα Βα­σι­κής Εκ­παι­δεύσεως»

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 41


με προ­ο­ρι­σμό την υπο­δο­χή, συ­ντή­ρη­ση και εκ­παί­δευ­σή τους. Η και­νο­το­μί­α αυ­τή
α­παλ­λάσ­σει τις Μο­νά­δες α­πό την ε­κτέ­λε­ση της βα­σι­κής εκ­παί­δευ­σης. Ορ­γανώ­
θη­καν εν­νιά (9) ΚΒΕ (στην Α­λεξ/πο­λη, Δρά­μα, Βό­λο, Α­θή­να, Κό­ριν­θο, Τρί­πο­λη,
Κα­λα­μά­τα, Πά­τρα και Η­ρά­κλειο). Το κά­θε ΚΒΕ α­ποτε­λεί­το α­πό τον Λό­χο Δκσε­ως
και με­τα­βλη­τό α­ριθ­μό Λό­χων Ν/Σ, α­νά­λο­γα με τη δύ­να­μη κα­τα­τά­ξε­ως. Με­τά την
ο­λο­κλή­ρω­ση της εκ­παί­δευ­σης στα ΚΒΕ, το ΓΕΣ δια­μέ­σου του υ­φι­στάμε­νου σε
κά­θε ΚΒΕ Κέ­ντρου Ε­πι­λο­γής Ο­πλι­τών (ΚΕ­Ο) έ­κα­νε την ο­ριστική κα­τα­νο­μή με την
διαλο­γή των ο­πλι­τών α­νά­λο­γα με τις ε­κά­στο­τε α­νά­γκες. Οι ο­πλί­τες του Πε­ζι­κού
μετέ­βαι­ναν στα Τάγ­μα­τα Πε­ζικού ό­που συ­νέ­χι­ζαν την εκ­παί­δευ­σή τους. Η έ­ναρ­ξη
της λει­τουρ­γί­ας των ΚΒΕ και των Ει­δι­κών Κέντρων Εκ­παι­δεύ­σε­ως χρο­νο­λο­γεί­ται
α­πό τους πρώ­τους μή­νες του 1946.

Πε­ρΙο­δος 1946-1948
Σε ό,­τι α­φο­ρά στο Πε­ζι­κό κα­θο­ρί­στη­καν τα πα­ρα­κάτω:
 Η δύ­να­μη αυ­ξή­θη­κε α­πό 120.000 άν­δρες σε 132.000. Συ­γκροτήθη­καν
ο­κτώ λό­χοι πο­λυ­βό­λων, των τεσ­σά­ρων δι­μοι­ριών, έ­να­ντι των 6 λό­χων, των 2 δι­
μοιριών.
 Ορ­γα­νώ­θη­καν ε­νε­νή­ντα ε­πτά Τάγ­μα­τα Ε­θνο­φρου­ράς, των 500 αν­δρών το
κά­θε έ­να.
 Ορ­γα­νώ­θη­καν έ­ξι Διοι­κή­σεις Ε­θνο­φρου­ράς και δε­κα­έ­ξι Στρα­τη­γεί­α
Ε­θνοφρου­ράς.
 Βελ­τιώ­θη­κε ο ο­πλι­σμός των Ταγ­μά­των Ε­θνο­φρου­ράς, στο κα­θέ­να α­πό τα
ο­ποί­α δια­τέ­θη­καν τριά­ντα έ­ξι ο­πλο­πο­λυ­βό­λα Μπρέν, τέσ­σε­ρις (4) όλ­μοι των 3",
δώ­δε­κα (12) όλ­μοι των 60 χιλ. και σα­ρά­ντα (40) μέ­σα πο­λυ­βό­λα Βί­κερ­ς.

ΠερΙο­δος ΑυγΟΥΣΤΟΣ 1948-ΣεπΤΕΜΒΡΙΟΣ 1949


Ε­φαρ­μό­ζε­ται σε ό­λα τα Τάγ­μα­τα Πε­ζι­κού η Ο­ρει­νή Σύν­θε­ση.

Η ΠΕ­ΡΙΟ­ΔΟΣ Α­ΠΟ ΤΟ 1949


ΜΕ­ΧΡΙ ΤΟ 2000
Με­τα­βο­λές Ορ­γα­νώ­σε­ως α­πό τον Ο­κτώ­βριο μέ­χρι τον Δε­κέμ­βριο 1949
Η δύ­να­μη του Στρα­τού α­νέρ­χε­ται σε 147.000. Οι με­τα­βο­λές κα­τά το παρα­πά­νω
χρο­νι­κό διά­στη­μα ή­ταν οι πα­ρα­κά­τω:
 Η Ε­θνο­φρου­ρά παύ­ει να ι­σχύ­ει ως ι­διαί­τε­ρη κα­τη­γο­ρί­α του Στρα­τού.
 Συ­γκρο­τεί­ται η \/Ι­η Με­ραρ­χί­α α­πό τις τρεις (3) ανε­ξάρ­τη­τες μέ­χρι τώ­ρα
Ταξιαρχί­ες 71η, 72η, και 77η.
 Η ο­ρει­νή Με­ραρ­χί­α του Πε­ζι­κού δια­θέ­τει πλέ­ον 7 Τάγ­μα­τα Πεζικού, σε κάθε
έ­να α­πό τα ο­ποί­α προ­βλέ­πε­ται δι­μοι­ρί­α α­πό ε­νε­νή­ντα (90) η­μιό­νους.
 Μο­νά­δες Στρα­τιάς. Πα­ρέ­μει­ναν δέ­κα 10 Ε­λα­φρά Συ­ντάγ­μα­τα Πεζι­κού

42 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


(Ε­ΣΠ) και εί­κο­σι έ­να (21) ε­λα­φρά Τάγ­μα­τα Πε­ζι­κού (ΕΤ­Π), ό­λα τα υ­πό­λοι­πα
δια­λύ­θη­καν. Α­πό το 1946 και με­τά, συ­γκρο­τή­θη­καν Τάγ­μα­τα Α­σφα­λεί­ας
Γραμ­μής Συ­γκοι­νω­νιών (ΤΑΓ­Σ), τα ο­ποί­α έ­χουν δύ­ο (2) λό­χους λι­γό­τε­ρο α­πό
τα άλ­λα τάγ­ματα.

Κέ­ντρα Εκ­παι­δεύ­σε­ως Νεο­συλ­λέκτων


Α­πό το 1949, τα ΚΒΕ με­το­νο­μά­στη­καν σε Κέ­ντρα Εκ­παι­δεύ­σε­ως Νεοσυλ­λέ­κτων
(ΚΕΝ) και προ­σαρ­μό­στη­κε η εκ­παί­δευ­σή τους σύμ­φω­να με το νέ­ο κύκλο εκ­παι­δεύ­
σε­ως. Τον Νο­έμ­βριο του 1948, το ΚΕ­ΒΟΠ με­τα­τρέ­πε­ται σε Κέ­ντρο Εκ­παι­δεύ­σε­ως
Βα­ρέ­ων Ό­πλων Πε­ζι­κού (ΚΕ­ΒΟΠ) για την εκ­παί­δευ­ση του προσω­πι­κού στους
όλμους, πολ/λα κ.λπ. Στα τέ­λη του 1949, δια­λύ­ο­νται τα ΚΕΝ Αλεξαν­δρού­πο­λης,
Δρά­μας, Πά­τρας και αρ­γό­τε­ρα του Βό­λου και με­τα­τρέ­πο­νται σε Μο­νά­δες Πε­ζι­κού.
Στα ε­να­πο­μεί­ναντα ΚΕΝ γί­νε­ται η εκ­παί­δευ­ση ό­σων ο­πλι­τών ε­πι­λέ­γο­νται για το
Πε­ζι­κό. Το 1951, συ­γκρο­τή­θη­κε το ΚΕΝ Με­σο­λογ­γί­ου. Το έ­τος 1953, δια­λύ­θη­κε
το ΚΕΝ Η­ρα­κλεί­ου, ε­πα­να­συ­γκρο­τή­θη­κε το ΚΕΝ Πα­τρών και συγκρο­τή­θη­κε το
ΚΕΝ Κέρ­κυ­ρας. Α­πό το 1953 μέ­χρι το έ­τος 1998, ι­δρύ­θη­καν και λειτούρ­γη­σαν νέ­α
ΚΕΝ για το Πε­ζι­κό, υ­πήρ­ξαν δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις στα ή­δη υ­πάρ­χο­ντα ΚΕΝ, κα­θώς και
μο­νά­δων που λει­τούρ­γη­σαν ως ΚΕΝ. Κα­τά το 2001, τα λει­τουργού­ντα ΚΕΝ του Πε­
ζι­κού εί­ναι το 291-253-547-563-604 ΤΠ(ΚΕΝ) και τα 557-607 ΤΠ(ΛΥΒ) κα­θώς και
τα 6-9-11-2/39 ΣΠ (ΚΕΝ).

Εκ­στρα­τεί­α Κο­ρέ­ας
Η Ελ­λά­δα α­πο­δέ­χτη­κε πρό­σκλη­ση του Ο­Η­Ε και ή­ταν με­τα­ξύ των πρώτων
Ε­θνών που συμ­με­τεί­χαν στον κο­ρεα­τι­κό α­γώ­να. Το Εκ­ΣΕ που συ­γκρο­τή­θη­κε
στη Λα­μί­α, α­πο­βι­βά­στη­κε στην Κο­ρέ­α την 9η Δεκεμβρίου 1950 και α­πό 1ης
Ιανουαρίου 1951 συμ­με­τεί­χε στην κο­ρε­ά­τι­κη εκστρα­τεί­α στο πλευ­ρό τού
συμ­μα­χι­κού Στρα­τού. Δια­κρί­θη­κε κα­τά την κα­τά­λη­ψη των υ­ψω­μά­των 381,
325, και 655 και στη μεγά­λη ε­πί­θε­ση προς κατά­λη­ψη τού, πο­λύ ση­μα­ντι­κού
λόγω της το­πο­θε­σί­ας, ζω­τι­κού υ­ψώ­μα­τος 313 (Σκότ­ς), που την πέ­τυ­χε παρά
τη σθε­να­ρή α­ντί­στα­ση του ε­χθρού. Η ε­πι­τυ­χί­α αυ­τή του Εκ­ΣΕ, που βελ­τί­ω­σε
την α­μυ­ντι­κή συμ­μα­χι­κή γραμ­μή, προ­κά­λε­σε την τι­μη­τι­κή διά­κριση με­τα­ξύ
των Συμ­μα­χι­κών Μο­νά­δων που συμ­με­τεί­χαν και έ­τυ­χε η­θι­κής α­μοιβής, με την
α­πο­νο­μή ευα­ρέ­σκειας α­πό τους Προ­έ­δρους της Δη­μο­κρα­τί­ας των Η­ΠΑ και
Νο­τί­ου Κο­ρέ­ας. Η α­ξιό­λο­γη δρά­ση του Εκ­ΣΕ συ­νε­χί­στηκε με α­μεί­ω­το ρυθ­μό
και έ­ντα­ση με ε­πι­τυ­χείς ε­πι­θέ­σεις κα­τά των υ­ψω­μά­των ΚΕΛ­ΛΥ και 167. Ο­μοί­
ως, η υ­πέ­ρο­χη δρά­ση του στη με­γά­λη ε­πί­θε­ση κα­τά του ζω­τι­κού υ­ψώ­μα­τος
Με­γά­λο Νόρι, για την α­πο­κα­τά­στα­ση της α­πολε­σθεί­σης α­μυ­ντι­κής γραμ­μής,
επι­σφρά­γι­σε με­τα­ξύ του Συμ­μα­χι­κού Στρα­τού το «λί­αν α­ξιό­μα­χο» του Εκ­ΣΕ. Οι
τελευ­ταί­ες μά­χες του Εκ­ΣΕ για την α­πό­κρου­ση σφο­δρότα­των ε­πι­θέ­σε­ων του
εχθρού που ε­πι­χει­ρού­σαν την κατά­λη­ψη του υ­ψώ­μα­τος ΧΑΡ­ΡΥ και τη διά­σπα­
ση της κα­τε­χό­με­νης α­πό το Τάγ­μα αμυ­ντι­κής γραμ­μής ΠΟ­ΜΙΝ­ΓΚ, κο­ρύ­φω­σαν
την αί­γλη του και του ε­ξα­σφά­λι­σαν τιμη­τι­κή θέ­ση με­τα­ξύ των εκστρα­τευ­τι­κών
Σωμάτων των διαφόρων κρα­τών που συμ­με­τεί­χαν.

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 43


Με­τα­βο­λές Στρα­τού Εκ­στρα­τεί­ας Έ­τους 1951
Κα­τά το 1951 α­πό πλευ­ράς Πε­ζι­κού έ­χου­με τις πα­ρα­κάτω με­τα­βο­λές:
 Οι Τα­ξιαρ­χί­ες Πε­ζι­κού με­το­νο­μά­στη­καν σε «Συ­ντάγ­μα­τα Πεζι­κού» με την
ί­δια σύν­θε­ση.
 Η Με­ραρ­χί­α Πε­ζι­κού πε­ρι­λαμ­βά­νει τρί­α Συ­ντάγ­μα­τα Πε­ζικού.

Συ­γκρό­τη­ση Στρα­τού Εκ­στρα­τεί­ας Έ­τους 1951


Ο Στρα­τός α­πό πλευ­ράς Πε­ζι­κού πε­ρι­λάμ­βα­νε:
 10 Με­ραρ­χί­ες των 6 Ταγ­μά­των ε­κτός α­πό την V των τριών Ταγμά­των.
 11 Ε­λα­φρά Συ­ντάγ­μα­τα Προ­κα­λύ­ψε­ως (27 Τάγ­μα­τα)

Με­τα­βο­λές Έτους 1953


Οι με­τα­βο­λές κα­τά το έ­τος 1953 ως προς το Πε­ζι­κό, έ­χουν ό­πως παρακά­τω:
 Με­ραρ­χί­ες
Οι Με­ραρ­χί­ες Πε­ζι­κού δε δια­θέ­τουν στην ει­ρήνη τον ί­διο α­ριθ­μό Ταγ­μά­
των Πε­ζι­κού, αλ­λά κυ­μαί­νον­ταν α­πό 3 έ­ως 9, ε­νιαί­ας σύνθε­σης. Βελ­τιώ­θη­κε
η σύνθε­ση του Τάγ­μα­τος Πε­ζι­κού με την προ­σθή­κη Λό­χου Βα­ρέ­ων Ο­πλών,
καθώς ε­πί­σης και η ι­σχύς πυ­ρός της Με­ραρ­χί­ας με την προι­κο­δό­τη­σή της με
όλ­μους των 4,2".

 Μο­νά­δες Στρα­τιάς
Δια­λύ­θη­καν τρεις Διοι­κή­σεις Ε­λα­φρών Συ­νταγ­μά­των Πε­ζι­κού (Ε­ΣΠ) και τρί­α
Ε­λα­φρά Τάγ­μα­τα Πε­ζι­κού (ΕΤ­Π). Με­τα­τρά­πη­καν δύ­ο Τάγ­μα­τα Προ­κα­λύ­ψε­ως
σε Μεραρ­χια­κά και δια­τέ­θη­καν στις με­ραρ­χί­ες αυ­ξά­νο­ντας έ­τσι τα Τάγ­μα­τα
Πε­ζι­κού α­πό πε­νή­ντα επτά σε πε­νήντα εν­νέ­α.

 Άλ­λες Ου­σιώ­δεις Με­τα­βο­λές μέ­χρι το Τέ­λος του 1953


Αυ­ξή­θη­κε ο α­ριθ­μός των Ταγ­μά­των Πε­ζι­κού της ΙΙ Με­ραρ­χί­ας, ώ­στε να δια­θέ­τει
εν­νέ­α Τάγ­μα­τα Πε­ζι­κού. Α­ντί­στοι­χα μειώ­θηκε ο α­ριθ­μός των Ταγ­μά­των Πε­ζι­κού
των VII και Ι­Χ Με­ραρ­χιών κα­τά έ­να Τάγ­μα.

Μετα­βο­λές 1954-1960
Οι κυ­ριό­τε­ρες ε­ξε­λί­ξεις, κα­τά την πα­ρα­πά­νω περί­ο­δο, α­πό πλευ­ράς Πε­ζι­κού,
εί­ναι ό­τι το 1957 συ­γκρο­τή­θη­καν τα Τάγ­μα­τα Α/Τ ΠΑ­Ο 106 χιλ. που η υ­πα­γω­γή
τους ή­ταν α­νά ένα σε κά­θε Με­ραρ­χί­α Πε­ζι­κού, το 1957 οι Λό­χοι Βα­ρέ­ων Όλ­μων
4,2" των Με­ραρ­χιών συ­γκρο­τή­θη­καν ως ΛΒΟ Συ­νταγ­μά­των Πε­ζι­κού, με την ί­δια
σύν­θεση και στους Λό­χους Βα­ρέ­ων Ό­πλων των Ταγ­μά­των Πε­ζι­κού προ­στέθη­κε
και η Δι­μοι­ρί­α Α/Τ ε­κτο­ξευ­τών 3,5".

Με­τα­βο­λές 1960-2001
Η ε­ξέ­λι­ξη του Πε­ζι­κού με­τά το 1960, α­κο­λού­θη­σε τη γε­νι­κό­τε­ρη ε­ξέλι­ξη
του Στρατού, λό­γω της κρί­σης τό­σο του 1967 ό­σο και του 1974, και υ­πήρ­ξε
ρα­γδαί­α.

44 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


 Κα­τά την πε­ρί­ο­δο 1974-1990 έ­γι­νε με­γά­λη α­να­διά­τα­ξη των Μονάδων, Συ­
γκρο­τη­μά­των και Σχη­μα­τι­σμών. Σε ευ­πα­θείς πε­ριο­χές της χώ­ρας συ­γκροτήθη­καν
Α­νώ­τα­τες Διοι­κήσεις Ταγ­μά­των Ε­θνο­φυ­λα­κής (ΑΔ­ΤΕ), Συ­γκρο­τή­μα­τα και με­τα­κι­
νή­θη­κε α­ριθ­μός Μονά­δων Πε­ζι­κού.

 Κα­τά την πε­ρί­ο­δο α­πό 1974-1990 άρ­χι­σε στα­δια­κά η α­να­διορ­γάνω­ση των


Μο­νάδων Πε­ζι­κού με την εί­σο­δο νέ­ου υ­λι­κού και μέ­σων με σκο­πό την ποιο­τι­κή
αλ­λά και ουσια­στική α­να­βάθ­μι­ση των μο­νά­δων με την ταυ­τό­χρο­νη α­πό­συρ­ση
του πα­λαιού υ­λι­κού, την μετα­τρο­πή Τ.Π. σε Μ/Κ ΤΠ με την ει­σα­γω­γή ΤΟ­ΜΠ
Μ113, Μ113Α1 και ΤΟ­ΜΠ ΛΕ­Ω­ΝΙΔΑΣ. Ει­σή­χθη σύγ­χρο­νος α­πο­τε­λε­σμα­τι­κός
οπλι­σμός, ό­πως ε­λα­φρά τυ­φέ­κια της σει­ράς FN και G3 της Ε­ΒΟ, ο­πλο­πο­λυ­βό­
λα FN FALLO και ΗΚ-11, πολ/λα MAG και MG3, νέ­α α­πο­τελεσμα­τι­κά Α/Τ ό­πλα
ό­πως το LAW, το MILAN με τη θερ­μι­κή του νυ­κτε­ρι­νή διό­πτρα σκοπεύ­σε­ως
και το TOW. Α­ντι­κα­τα­στάθη­κε το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των ο­χη­μά­των Μ σει­ράς
με Ο­χή­μα­τα 2 ½ τον. Στά­γιερ και Ο­χή­μα­τα 1/4 τον. 240GD ΜΕΡ­ΣΕ­ΝΤΕΣ κα­
θώς 1/4 τον. 240GD ΜΕΡΣΕ­ΝΤΕΣ φορείς Α/Τ ό­πλων κ.λπ. Εισήχθη­σαν όρ­γα­να
νυ­κτε­ρι­νής πα­ρα­τη­ρή­σε­ως.

 Κα­τά την πε­ρί­ο­δο 1990-1998, με­τά τις ρα­γδαί­ες πο­λιτι­κο­οι­κο­νομικές


και κοι­νω­νι­κές αλ­λα­γές στην Ευ­ρώ­πη, το Πε­ζι­κό έ­λα­βε νέ­ο σύγ­χρο­νο υ­λι­κό
α­πό αυ­τό που κα­τεί­χαν χώρες της α­να­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης αλ­λά και δυ­τι­κής Ευ­
ρώ­πης όπως ΤΟ­ΜΑ ΒΜΡ-1, το Α/Τ FAGOT, το Α/Τ CARL GUSTAF, το Α/Α ό­πλο
ZU-23 κ.λπ. κα­θώς και α­ριθ­μό ερ­πυ­στριο­φό­ρων Μ113Α1, Μ106, και Μ901
ITV (φο­ρέ­ας ΤΟW). Εκ­συγ­χρο­νί­στηκαν τα Α/Τ ΤΟ/Λ/ σε ΤΟW 2 και έ­γι­νε προ­
μή­θεια νέ­ων πυρομα­χι­κών ΤΟW 2, ΜILΑΝ 2, FAGOT και CARL GUSTAF κ.λπ.
Με­τα­τρο­πή των πολ/λων ΜΠΡΑ­ΟΥ­ΝΙ­ΓΚ 0,50" σε 0.50" ΤΑΚ. Ει­σή­χθη­σαν όρ­γα­
να νυ­κτε­ρι­νής σκοπεύ­σε­ως-πα­ρα­τη­ρή­σε­ως πα­θη­τι­κού τύ­που για κά­θε τύ­πο
ο­πλι­κού συ­στή­μα­τος που δια­θέ­τει το Πε­ζι­κό.

 Το έ­τος 1996, άρ­χισε η α­να­διορ­γά­νω­ση του Στρα­τού Ξη­ράς πε­ριόδου 1996-


2000.

 Το έ­τος 2001, άρ­χι­σε η σχε­δί­α­ση της α­να­διορ­γά­νω­σης του Στρατού Ξη­ράς


για την πε­ρί­ο­δο 2001-2005.

 Η ση­με­ρι­νή ει­κό­να των Μο­νά­δων Πε­ζι­κού που βαί­νει συ­νε­χώς βελτιού­με­νη,


δεί­χνει ό­τι το Ό­πλο μας έ­γκαι­ρα, στα­θε­ρά και α­πο­φα­σι­στι­κά βα­δί­ζει στον δρό­μο
της στρα­τιωτι­κής α­πο­τρεπτι­κής ε­τοι­μό­τη­τας και ι­σχύ­ος.

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 45


Η ΓΕ­ΝΙ­ΚΗ ΣΥ­ΓΚΡΟ­ΤΗ­ΣΗ ΚΑΙ
ΟΡ­ΓΑ­ΝΩ­ΣΗ ΤΟΥ ΠΕ­ΖΙ­ΚΟΥ ΚΑ­ΤΑ ΤΟ
Ε­ΤΟΣ 2012
Ορ­γά­νω­ση-Συ­γκρό­τη­ση του Ό­πλου
Το Ό­πλο κα­τά το 2012 εί­ναι ορ­γα­νω­μέ­νο στη Διεύ­θυν­ση Πε­ζι­κού, η οποί­α
υ­πά­γε­ται στο ΓΕΣ και διοι­κεί­ται α­πό Α­νώ­τα­το Αξιωματι­κό. Εί­ναι συ­γκρο­τη­μέ­νο
σε Μη­χα­νο­κί­νη­τους και Μη­χα­νο­ποι­η­μέ­νους Σχη­μα­τι­σμούς (Με­ραρ­χί­ες-Τα­ξιαρ­
χί­ες), Συ­ντάγ­μα­τα, Τάγ­μα­τα και α­νε­ξάρ­τη­τες Υ­πο­μο­νά­δες. Στη Διεύθυνση υ­πά­
γο­νται διοι­κητικά η ΣΠΖ, η ΣΕ­ΑΠ, το 592 ΤΠ/Ε­ΚΕ και το ΚΕΝ ΑΡ­ΤΑΣ. H ΕΛ­ΔΥΚ
υ­πά­γε­ται δια μέ­σου της Διευθύνσε­ως στον κ. Α΄Υ/ΓΕΣ, ε­νώ για τα 2/39 ΣΕ, 6-11ο
ΣΠ, 523-585-586 Μ/Π ΤΠ, η Διεύθυνση α­σκεί Διοι­κη­τι­κό Έ­λεγχο σε ό,­τι α­φο­ρά
την εκπαί­δευ­ση των Ν/Σ.

Εκ­παΙδευ­ση
Η εκ­παί­δευ­ση κα­τά την πε­ρί­ο­δο της ει­ρή­νης α­πο­τε­λεί πρω­ταρ­χι­κή απο­
στο­λή για το Πε­ζι­κό. Η πα­ρε­χό­με­νη εκ­παί­δευ­ση δια­κρί­νε­ται σε αυ­τή των
στελεχών (Μο­νί­μων και Ε­φέ­δρων) και σε αυ­τή των Ο­πλι­τών.

Εκ­παί­δευ­ση Στε­λε­χών
 Στη Σχο­λή Πε­ζι­κού με έδρα τη Χαλ­κί­δα λει­τουρ­γούν τα παρα­κά­τω
σχο­λεί­α:
 «Ε­νιαί­ο Προ­κε­χω­ρη­μέ­νο Τμή­μα Ο-Σ» ό­που εκ­παι­δεύονται οι λοχαγοί
ΠΖ-ΤΘ-ΠΒ-ΜΧ-ΔΒ-ΑΣ-ΤΧ-ΥΠ-ΕΜ-ΕΠ-Γ(ΣΣΕ) διάρ­κειας 14 ε­βδομάδων.
 «Ε­νιαί­ο Προ­κε­χω­ρη­μέ­νο Τμή­μα Λοι­πών Σω­μά­των» ό­που εκπαι­δεύ­
ο­νται οι λοχαγοί Ο-Γ(ΣΜΥ)-ΕΛ-ΤΔ-ΣΓ-ΜΣ διάρκειας 4 εβδο­μά­δων.
 Σχο­λεί­ο Αρ­χι­τε­χνι­τών ΠΖ διάρ­κειας 2 ε­βδο­μά­δων.
 Σχο­λεί­ο Διοι­κη­τι­κών Αν­θυπασπιστών ΠΖ-ΤΘ διάρ­κειας 8 ε­βδομά­δων.
 Σχο­λεί­ο Αν­θυπασπιστών Λοι­πών Σω­μά­των ΜΣ-ΤΔ-ΣΓ-ΓΕ-ΕΠ διάρ­κειας
4 ε­βδο­μά­δων και λοι­πών Ο-Σ(πλην ΥΓ) διάρ­κειας 4 ε­βδο­μά­δων.
 Στη Σχο­λή Ε­φέ­δρων Α­ξιω­μα­τι­κών Πε­ζι­κού με έ­δρα το Ηράκλειο εκ­παι­δεύ­ο­
νται οι ΥΕ­Α ΠΖ-ΥΠ-ΕΜ-ΤΧ-ΥΓ και οι ΔΕ­Α ΠΖ ό­λων των ειδικο­τή­των (πλην των ΔΕ­Α
ει­δι­κό­τη­τας ΤΦ που εκ­παι­δεύ­ο­νται στο Λι­τό­χω­ρο Πιε­ρί­ας).
 Στο Κέντρο Εκπαίδευσης με έδρα το Λι­τό­χω­ρο Πιε­ρί­ας διε­ξά­γε­ται εκ­παί­δευ­
ση στη μη­χα­νο­δή­γη­ση ερ­πυ­στριο­φό­ρων-τρο­χο­φό­ρων για τους παρακά­τω:
 Αν­θλγούς ΜΧ
 Μ. Λχί­ες ΠΖ (Φρο­ντι­στές)
 Μ. Λχί­ες ΜΧ (Διοι­κη­τι­κούς-Τε­χνι­κούς)
 Ε­ΠΟΠ ΠΖ ει­δι­κό­τη­τας Πλή­ρω­μα ερ­πυ­στριο­φό­ρων και λοιπών τε­χνι­
κών ει­δι­κο­τή­των.

46 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Το Ελ­λη­νι­κό Πε­ζι­κό με
την τε­ρά­στια η­θι­κή δύ­
να­μη που α­ντλεί α­πό το
ιστο­ρι­κό του πα­ρελ­θόν
και την α­νυ­πο­λό­γι­στη
προ­σφο­ρά του σε αί­μα,
εξελίσ­σε­ται συ­νε­χώς και
προ­σαρ­μό­ζε­ται στις νέ­ες
ε­ξε­λί­ξεις της τε­χνι­κής
και της τα­κτι­κής, παρέχο­
ντας ό­λες τις εγ­γυ­ήσεις
ό­τι θα βα­δί­σει στο μέλ­
λον την ο­δό της Τι­μής,
του Κα­θή­κο­ντος, της Δό­
ξας και της Θυ­σί­ας.

 Α­πό τον Αύγουστο 2012 τα Βα­σι­κά σχο­λεί­α Αν­θυπολοχαγών και Μ. Λοχιών


ΠΖ (Διοι­κη­τι­κών-Τε­χνι­κών) διε­ξά­γο­νται στη ΣΤΘ.

Εκ­παίδευ­ση Ο­πλι­τών
Οι ο­πλί­τες που ε­πι­λέ­γο­νται για το Πε­ζι­κό κα­τα­τάσ­σο­νται σε έ­να α­πό τα
πα­ρα­κά­τω Κέ­ντρα Νε­ο­σύλ­λε­κτων: Μαυ­ρο­δέν­δρι Κο­ζά­νης, Ρέ­θυ­μνο, Γρε­βε­νά,
Τρί­πο­λη, Μεσο­λόγ­γι, Αυλώνα, Θή­βα, Ναύ­πλιο, Λα­μί­α, Σπάρ­τη, Με­γά­λο Πεύ­κο
ό­που τους πα­ρέ­χε­ται η βα­σι­κή εκ­παίδευ­ση. Κα­τό­πιν, με­τα­τί­θε­νται στις Μονά­
δες Εκ­στρα­τεί­ας ό­που γί­νε­ται η εκ­παί­δευ­ση ει­δι­κο­τή­των και εκ­παί­δευ­ση Β΄
κύκλου εκ­παι­δεύ­σε­ως σύμ­φω­να με τους ΓΟ­Ε/ΓΕΣ.

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ 47


ΜΕΡΟΣ ΙΙ

Οι Κυριότερες Μάχες

του Ελληνικού Στρατού

(1912-1944)

ΓΕΣ/ΔΙΣ
Α΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚOΣ ΠOΛΕΜΟΣ
Η μαχη του Σαρανταπορου (9-10 Οκτωβριου 1912)
Ο Στρατός Θεσσαλίας, με την κήρυξη του πολέμου, το πρωί της 5ης Οκτωβρίου
1912, εξορμώντας από την ελληνοτουρκική μεθόριο, άρχισε να προελαύνει προς
βορρά, με σκοπό την απώθηση και τη συντριβή του Τουρκικού Στρατού. Αφού
κατέλαβε με σχετική ευκολία τα τουρκικά φυλάκια των συνόρων, έφτασε στις 6
Οκτωβρίου στην Ελασσόνα και τη Δεσκάτη. Κατά την προέλασή του, δε συνάντησε
ουσιαστικά ισχυρές τουρκικές δυνάμεις, καθώς αυτές είχαν οργανωθεί αμυντικά
στα Στενά του Σαρανταπόρου και στην τοποθεσία Λαζαράδες-Βογγόπετρα.
Η τοποθεσία του Σαρανταπόρου, που είχε επιλέξει να οργανώσει την άμυνά της η
τουρκική διοίκηση, ήταν φύσει ισχυρή με εξαίρετα και ευρεία πεδία βολής. Τα πλευρά
της στηρίζονταν ανατολικά στο όρος Τίταρος και δυτικά στα Καμβούνια όρη. Η φυσική
ισχύς της επαυξήθηκε με την κατασκευή οχυρωματικών έργων υπό την επίβλεψη του
Γερμανού Στρατηγού Κόλμαρ φον ντερ Γκολτς (Colmar von der Goltz). Στην υπόψη
περιοχή οι Τούρκοι παρέταξαν την XXII Μεραρχία Κοζάνης και τη Μεραρχία Νεαπόλεως
(ρεντίφ), υπό τον Στρατηγό Χασάν Ταχσίν πασά, με αποστολή τη σταθερή άμυνα στις
οχυρωμένες τοποθεσίες Σαρανταπόρου και Λαζαράδων-Βογγόπετρας. Κύριος σκοπός
τους ήταν η απαγόρευση της προέλασης του Ελληνικού Στρατού προς τα βόρεια.
Το σχέδιο ενεργείας του Γενικού Στρατηγείου προέβλεπε την κατά μέτωπον
επίθεση στα Στενά του Σαρανταπόρου, με ταυτόχρονη και από τα δύο πλευρά
υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια, με σκοπό την κατάληψη της γέφυρας του
Αλιάκμονα, την αποκοπή της σύμπτυξης του εχθρού και την καταστροφή του.
Ο Στρατός Θεσσαλίας, με έξι μεραρχίες, την Ταξιαρχία Ιππικού και δύο
αποσπάσματα Ευζώνων, στις 9 Οκτωβρίου 1912, επιτέθηκε στη γενική κατεύ-
θυνση Σαραντάπορο-Σέρβια. Οι I, II και III Μεραρχίες επιτέθηκαν κατά μέτωπον
εναντίον της τοποθεσίας του Σαρανταπόρου, ενώ η IV μαζί με την V Μεραρχία
ανέλαβαν την εκτέλεση της υπερκέρασης της εχθρικής τοποθεσίας από τα δυ-
τικά. Η IV Μεραρχία προέλασε μέσω των χωριών Λιβαδερό-Μεταξάς-Τριγωνικό,
με σκοπό να βρεθεί στα Σέρβια, στα νώτα της εχθρικής διάταξης, προκειμένου
να αποκόψει την υποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων που αμύνονταν στο
Σαραντάπορο. Η V Μεραρχία, υποβοηθούμενη από την Ταξιαρχία Ιππικού
και το Απόσπασμα Γεννάδη, επιτέθηκε εναντίον της τοποθεσίας Λαζαράδες-
Βογγόπετρα, με σκοπό να τη διασπάσει, να κινηθεί προς Κοζάνη και να κυκλώσει
τα τουρκικά στρατεύματα. Το Απόσπασμα Κωσταντινοπούλου ανέλαβε την
εκτέλεση της υπερκέρασης της τοποθεσίας από ανατολικά, ενώ η VI Μεραρχία
παρέμεινε στο χωριό Πετρωτό ως γενική εφεδρεία. Οι Τούρκοι πρόβαλαν σθε-
ναρή αντίσταση καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, διατηρώντας αρραγές το


Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Φ.1699α/Α/211, Δελτίο συγκεντρώσεως του Τουρκικού Στρατού
στις 4 Οκτωβρίου 1912, 94-95

Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Φ.1699α/Α/312, Οδηγίες του Διαδόχου της 7ης Οκτωβρίου 1912
προς την Ταξιαρχία Ιππικού και το Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη, 125

50 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Σάλπισμα επίθεσης
στη Μάχη του
Σαρανταπόρου

μέτωπό τους. Οι Έλληνες μαχητές είχαν να παλέψουν όχι μόνο εναντίον ενός
ισχυρά οργανωμένου αντιπάλου, αλλά και ενάντια στις εδαφικές και καιρικές
δυσχέρειες. Το δύσβατο έδαφος αλλά και η συνεχής βροχή δυσκόλευαν τις
ενέργειες των ελληνικών δυνάμεων, ενώ το τουρκικό πυροβολικό έβαλλε
ασταμάτητα, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στους επιτιθέμενους. Μέχρι το
απόγευμα, οι ελληνικές μεραρχίες που ενεργούσαν κατά μέτωπον, παρά την
αμείωτη ένταση των προσπαθειών τους, δεν κατάφεραν να διασπάσουν την
τοποθεσία. Την ίδια εξέλιξη είχαν και οι προσπάθειες της V Μεραρχίας στην
τοποθεσία Λαζαράδες-Βογγόπετρα. Αντίθετα, η IV Μεραρχία, εκτελώντας με
επιτυχία την κυκλωτική κίνηση, κατάφερε να φτάσει νότια των Στενών Πόρτας,
αφού πρώτα εξουδετέρωσε τις αμυνόμενες τουρκικές δυνάμεις στον τομέα της.
Τη νύχτα 9/10 Οκτωβρίου οι επιχειρήσεις διακόπηκαν. Οι τουρκικές δυνάμεις,
μπροστά στον σοβαρό κίνδυνο αποκοπής της οδού συμπτύξεώς τους, λόγω
της απειλής που δημιουργήθηκε στο δεξιό πλευρό της διάταξής τους από την
υπερκερωτική ενέργεια της IV Μεραρχίας, αποφάσισαν να συμπτυχθούν κατά
τη διάρκεια της νύχτας. Τα τουρκικά τμήματα εκμεταλλευόμενα το σκοτάδι και
τη βροχή εγκατέλειψαν την αμυντική γραμμή Σαραντάπορο-Λαζαράδες και
περνώντας από τα Στενά Πόρτας υποχώρησαν εσπευσμένα προς τα Σέρβια.
Κατά την υποχώρησή τους, οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το σύνολο του πεδινού
πυροβολικού τους και μεγάλες ποσότητες εφοδίων και υλικών. Το Γενικό
Στρατηγείο αντιλήφθηκε την τουρκική σύμπτυξη το επόμενο πρωί, οπότε και
διέταξε το σύνολο των δυνάμεών του να κατευθυνθεί προς τα Στενά Πόρτας
και να καταδιώξει τις συμπτυσσόμενες εχθρικές δυνάμεις. Στις 10 Οκτωβρίου,
κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε τα

Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Φ.1699α/Α/367, Διαταγή της Στρατιάς της 10ης Οκτωβρίου 1912 προς ΙΙ
και VI Μεραρχίες, 144. Φ.1699α/Α/368, Διαταγή Επιχειρήσεων της Στρατιάς της 10ης Οκτωβρίου 1912, 144

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 51


Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ
Σέρβια. Ωστόσο οι τουρκικές δυνάμεις κατάφεραν να διέλθουν τη γέφυρα του
Αλιάκμονα και να συμπτυχθούν βορειότερα. Η Μάχη του Σαρανταπόρου υπήρξε
η πρώτη σημαντική νίκη του Ελληνικού Στρατού στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.
Η ήττα των Τούρκων δεν ήταν απόρροια μόνο της αριθμητικής υπεροχής τών
Ελλήνων, αλλά και της ορθής σύλληψης και υλοποίησης του υπερκερωτικού
ελιγμού. Ο φόβος της κύκλωσης οδήγησε τις τουρκικές δυνάμεις στην αναγκα-
στική εγκατάλειψη της αμυντικής τοποθεσίας και στην υποχώρησή τους προς
βορρά. Η ταχεία και νικηφόρα έκβαση της Μάχης του Σαρανταπόρου ανύψωσε
το ηθικό των ελληνικών δυνάμεων και άνοιξε τις πύλες για την απελευθέρωση
της δυτικής και κεντρικής Μακεδονίας. Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού
κατά τη διήμερη Μάχη του Σαρανταπόρου, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία,
ανήλθαν σε 18 αξιωματικούς και 164 οπλίτες νεκρούς και σε 30 αξιωματικούς
και 965 οπλίτες τραυματίες.

Συνοπτική περιγραφή της μάχης του Σαρανταπόρου στο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών
Πολέμων 1912-1913 (στο εξής: Επίτομη Ιστορία), Αθήνα 1987, 26-34

ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913. Επιχειρήσεις κατά των
Τούρκων στη Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου (στο εξής: Επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στη Μακεδονία),
τ. Α΄, Αθήνα 1988, 60

52 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Η μΑχη των ΓιαννιτσΩν (19-20 ΟκτωβρΙου 1912)
Ο Ελληνικός Στρατός, μετά την επιτυχή έκβαση της Μάχης του
Σαρανταπόρου, συνέχισε την προέλασή του προς τη Θεσσαλονίκη, φτά-
νοντας στα Γιαννιτσά.
Η περιοχή των Γιαννιτσών, την οποία η τουρκική διοίκηση επέλεξε ως
αμυντική τοποθεσία, παρά το γεγονός ότι στα νώτα της βρισκόταν ένα με-
γάλο φυσικό κώλυμα, ο Αξιός ποταμός, προσφερόταν για άμυνα με μέτωπο
προς τα δυτικά, καθώς είχε τα παρακάτω πλεονεκτήματα:
• έφραζε την κύρια οδική αρτηρία από την Έδεσσα μέσω Γιαννιτσών
προς Θεσσαλονίκη,
• στήριζε ικανοποιητικά τα πλευρά της στο όρος Πάικο και στη λίμνη
των Γιαννιτσών και
• η επάνδρωσή της απαιτούσε περιορισμένες σχετικά δυνάμεις.
Ο Τούρκος Στράτηγος Χασάν Ταχσίν πασάς, μετά την ήττα που υπέστη
στο Σαραντάπορο, ανέπτυξε τις δυνάμεις του βόρεια και νότια της λίμνης των
Γιαννιτσών, με σκοπό την ανακοπή της ελληνικής προέλασης και την απαγό-
ρευση κατάληψης της Θεσσαλονίκης. Την κύρια τοποθεσία των Γιαννιτσών
υπεράσπιζε η XIV Μεραρχία Σερρών, ενώ νότια της λίμνης εγκαταστάθηκαν
αμυντικά τμήματα της XXII Μεραρχίας και της Μεραρχίας Εφέδρων Νεαπόλεως
που είχαν συμπτυχθεί από το Σαραντάπορο. Η συνολική δύναμη των αμυνό-
μενων τουρκικών τμημάτων ανερχόταν σε περίπου 25.000 άνδρες.
Η έλλειψη πληροφοριών για τον εχθρό ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της
Mάχης των Γιαννιτσών. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Γενικού Στρατηγείου,
η προέλαση προς τα Γιαννιτσά θα γινόταν χωρίς σοβαρή εμπλοκή με τον
εχθρό –η μάχη χαρακτηρίστηκε ως «μη αναμενόμενη», με τις ανάλογες συ-
Έφοδος ελληνικών τμημάτων
πεζικού στη Μάχη των Γιαννιτσών

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 53


νέπειες στον σχεδιασμό– καθώς θεωρούσε ότι οι Τούρκοι προπα-
ρασκευάζονταν για άμυνα στην περιοχή του Αξιού ποταμού.
Στις 19 Οκτωβρίου άρχισε η ελληνική προέλαση με τις I, II, III, IV
και VI Μεραρχίες στον άξονα βορείως της λίμνης των Γιαννιτσών και
την VII Μεραρχία, την Ταξιαρχία Ιππικού και το Απόσπασμα Ευζώνων
Κωσταντινοπούλου, στον άξονα νοτίως της λίμνης. Μέχρι το μεσημέρι
η VI Μεραρχία κατάφερε να φτάσει στο χωριό Αμπελιές, η IV Μεραρχία
στο χωριό Μυλότοπος, η I και II Μεραρχία στο χωριό Καρυώτισσα
και η III Μεραρχία στο χωριό Μελίσσι. Το Γενικό Στρατηγείο, αφού
διαπίστωσε ότι ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων ήταν εγκαταστη-
μένος αμυντικά στα Γιαννιτσά, διέταξε τις II, III, IV και VI Μεραρχίες να
επιτεθούν εναντίον της εχθρικής τοποθεσίας, με σκοπό την κατάλη-
ψη των Γιαννιτσών. Επίσης, διέταξε την VII Μεραρχία, την Ταξιαρχία
Ιππικού και το Απόσπασμα Κωσταντινοπούλου να διαβούν τον Λουδία
ποταμό και να επιτεθούν κατά των απέναντι αμυνόμενων τουρκικών
δυνάμεων. Οι Μεραρχίες που δρούσαν βόρεια της λίμνης εξαπέλυσαν
σφοδρή επίθεση εναντίον των τουρκικών τμημάτων.
Τις τελευταίες απογευματινές ώρες τμήματα της VΙ Μεραρχίας
κατάφεραν να διασπάσουν την εχθρική τοποθεσία και να φτάσουν
νότια του χωριού Πενταπλάτανος. Οι δυνάμεις που δρούσαν νότια
της λίμνης δε μετακινήθηκαν καθόλου, λόγω μη λήψεως της δια-
ταγής. Κατά τη νύχτα διακόπηκαν οι επιχειρήσεις, οι οποίες συνεχί-
στηκαν από το πρωί της επομένης.
Την επομένη ολόκληρη η ελληνική δύναμη που δρούσε βόρεια της
λίμνης συνέχισε την επίθεσή της για την κατάληψη των Γιαννιτσών.
Προχωρώντας, κάτω από τα συνεχή πυρά του εχθρικού πυροβολικού, το ελληνικό
πεζικό άρχισε να καταλαμβάνει το ένα μετά το άλλο τα εχθρικά οχυρώματα, εκτελώντας
συνεχείς εφόδους με τη λόγχη. Οι τουρκικές δυνάμεις, βλέποντας την αρνητική για αυτές
εξέλιξη της μάχης και για να αποφύγουν την κύκλωση, άρχισαν να συμπτύσσονται και
τελικά να υποχωρούν προς τον Αξιό ποταμό. Στις 11.00 οι ΙΙ και IV Μεραρχίες, με τμή-
ματα της VI Μεραρχίας, εισήλθαν στην πόλη των Γιαννιτσών. Στο μεταξύ οι ελληνικές
δυνάμεις που δρούσαν νότια της λίμνης δεν κατάφεραν να διαβούν έγκαιρα τον Λουδία
ποταμό, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να συμπτυχθούν ανενόχλητοι, να διαβούν τον Αξιό
ποταμό και να κατευθυνθούν προς τη Θεσσαλονίκη. Οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η
κόπωση των ελληνικών τμημάτων, αλλά και η συγκέντρωση πολλών φίλιων μονάδων
στην περιοχή, δεν επέτρεψαν την επιτυχή καταδίωξη του εχθρού.
Οι απώλειες των ελληνικών Μεραρχιών (II, III, IV και VI) στη Μάχη των
Γιαννιτσών, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, ανήλθαν σε 10 αξιωματικούς
και 178 οπλίτες νεκρούς και σε 29 αξιωματικούς και 756 οπλίτες τραυματίες. Για
τις απώλειες των υπόλοιπων ελληνικών μονάδων δεν υπάρχουν στοιχεία, αλλά

Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Φ.1605/Α/117, Διαταγή της Στρατιάς της 18ης Οκτωβρίου 1912

Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Φ.1699α/Α/615, Αναφορά της IV Μεραρχίας της 20ής Οκτωβρίου
1912 προς τον Αρχηγό του Στρατού, 206-207

54 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ
οι αριθμοί αυτοί πρέπει να ήταν μεγαλύτεροι. Μεγάλος αριθμός των τουρκικών
τμημάτων αιχμαλωτίστηκε, ενώ για τον αριθμό των απωλειών τους δεν υπάρ-
χουν εξακριβωμένα στοιχεία. Επιπλέον, άφθονο πολεμικό υλικό των Τούρκων
περιήλθε στην κατοχή του Ελληνικού Στρατού.
Η επιτυχία της Μάχης των Γιαννιτσών ήταν απότοκο γεγονός της αρτιότατης εκπαί-
δευσης και οργάνωσης του Ελληνικού Στρατού, αλλά κυρίως του υψηλού ηθικού του.
Το ηθικό των αξιωματικών και των οπλιτών όλων των ελληνικών μονάδων διατηρήθηκε
ακμαίο σε όλη τη διάρκεια της μάχης. Ο Ελληνικός Στρατός, συνεχίζοντας τη νικηφόρα
προέλασή του, στις 26 Οκτωβρίου διάβηκε τον Γαλλικό ποταμό και προετοιμάστηκε με
επιθετικές βλέψεις για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Ήδη από την προηγουμένη
είχαν ξεκινήσει οι επαφές μεταξύ των δύο πλευρών για κατάπαυση του πυρός και την
παράδοση του Τουρκικού Στρατού. Τελικά στις 23.00 της 26ης Οκτωβρίου υπογράφηκε
το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης και του Τουρκικού Στρατού, ενώ την
επομένη τα πρώτα ελληνικά τμήματα εισήλθαν στην πόλη10.


ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στη Μακεδονία, 96

Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Φ.1699α/Α/648, Αναφορά του Διαδόχου Κωνσταντίνου της 21ης Οκτωβρίου
1912 προς τον Βασιλιά Γεώργιο και τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, 215-216
10
Συνοπτική περιγραφή της μάχης των Γιαννιτσών και του Λουδία ποταμού στο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία, 45-54

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 55


Η μΑχη ΜπιζανΙου-ΙωαννΙνων (19-20 ΦεβρουαρΙου 1913)
Ο Στρατός Ηπείρου, υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη,
λόγω της μειωμένης δύναμής του στην αρχή του πολέμου, ήταν υποχρεωμένος
να τηρήσει αμυντική στάση, με αποστολή την απαγόρευση κάθε παραβίασης
της ελληνοτουρκικής μεθορίου στο μέτωπο της Ηπείρου. Ωστόσο με απόφαση
του Αρχηγού του Στρατού Ηπείρου αναλήφθηκε επιθετική πρωτοβουλία και
στις 6 Οκτωβρίου 1912 οι ελληνικές δυνάμεις διάβηκαν τον Άραχθο ποταμό

Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ
και προέλασαν προς τα βόρεια. Έτσι, μέχρι το τέλος Οκτωβρίου, απελευθε-
ρώθηκαν το Γρίμποβο, η Φιλιππιάδα, η Πρέβεζα, τα Πέντε Πηγάδια και το

56 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Μέτσοβο. Οι επιτυχίες αυτές, καθώς και η αίσια έκβαση των επιχειρήσεων στη
Μακεδονία, οδήγησαν το Υπουργείο Στρατιωτικών στην απόφαση να ενισχυθεί
ο Στρατός Ηπείρου, αρχικά με το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών και αργότερα
με τη II Μεραρχία –στη διάρκεια των επιχειρήσεων μεταφέρθηκαν στο ηπει-
ρωτικό μέτωπο ως ενισχύσεις και άλλες μεραρχίες από τη Μακεδονία– και να
αναθέσει στον Στρατό Ηπείρου την απελευθέρωση ολοκλήρου της Ηπείρου.
Στις 29 Νοεμβρίου ο Στρατός Ηπείρου απελευθέρωσε τα Πεστά και ανάγκασε
τους Τούρκους να καταφύγουν στην οχυρωμένη τοποθεσία
των Ιωαννίνων.
Το υψίπεδο των Ιωαννίνων έχει σχήμα πεταλοειδές, φύσει
οχυρό και οριοθετείται από βραχώδη και δυσπρόσιτα υψώματα.
Στην τοποθεσία είχαν κατασκευασθεί μόνιμα οχυρωματικά έργα
υπό την επίβλεψη αξιωματικών της Γερμανικής Στρατιωτικής
Αποστολής, η οποία είχε αναλάβει τον εκσυγχρονισμό των
τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Η οχύρωση περιλάμβανε πυ-
ροβολεία, πολυβολεία, χαρακώματα, συρματοπλέγματα και
άλλα αμυντικά έργα. Το τουρκικό σχέδιο ενεργείας προέβλεπε
σταθερή άμυνα στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων
και κυρίως στα υψώματα του Μπιζανίου και της Καστρίτσας.
Στη φάση της τελικής επίθεσης του Στρατού Ηπείρου (19-20
Φεβρουαρίου 1913) ο Αρχιστράτηγος Εσσάτ πασάς είχε στη
διάθεσή του τέσσερις μεραρχίες11.
Διαδοχικές επιθέσεις του Στρατού Ηπείρου, από 1 έως 3
Δεκεμβρίου 1912 και από 7 έως 11 Ιανουαρίου 1913, για την
κατάληψη της αμυντικής τοποθεσίας Μπιζανίου και την απελευ-
θέρωση των Ιωαννίνων, δεν απέφεραν κάποιο ουσιαστικό απο-
τέλεσμα. Οι απώλειες των επιτιθέμενων ελληνικών τμημάτων
ήταν σοβαρές. Συνέπεια των ανεπιτυχών προσπαθειών ήταν
η αντικατάσταση του Σαπουντζάκη στη διοίκηση των δυνάμε-
ων Ηπείρου από τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο. Ο
Αρχιστράτηγος ανέστειλε κάθε επιθετική ενέργεια και προέβη
σε αναδιοργάνωση του Στρατού Ηπείρου, δίνοντας τον κατάλ-
ληλο χρόνο για να αναπαυθούν οι σκληρά για μακρό χρονικό δι-
άστημα δοκιμαζόμενες μονάδες της πρώτης γραμμής. Επιπλέον,
ενισχύθηκε εκ νέου και πλέον διέθετε για την τελική επίθεση
τέσσερις μεραρχίες, μια ταξιαρχία, ένα σύνταγμα Ιππικού,
καθώς και διάφορα αποσπάσματα 12. Παράλληλα, το Γενικό
Στρατηγείο προετοίμαζε μεθοδικά το τελικό σχέδιο ενεργείας,
το οποίο αποσκοπούσε στην ευρεία υπερκέραση από τα δυτικά
της οχυρωμένης τοποθεσίας και την κατάληψη των Ιωαννίνων.
11
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913. Επιχειρήσεις κατά των Τούρκων
στην Ήπειρο (στο εξής: Επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στην Ήπειρο), τ. Β΄, Αθήνα 1991, 198
12
Στο ίδιο, 195-198

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 57


Η είσοδος του Ελληνικού Στρατού
στα Ιωάννινα

Ταυτόχρονα, με επιθετικές ενέργειες στον κεντρικό και στον ανατολικό τομέα,


το Γενικό Στρατηγείο επιδίωκε την παραπλάνηση του εχθρού και την καθήλω-
ση των δυνάμεων που αμύνονταν εκεί. Ο Στρατός Ηπείρου κατανεμήθηκε σε
δύο τμήματα για την εφαρμογή του παραπάνω σχεδίου: το Α΄ Τμήμα Στρατιάς,
το οποίο θα διεξήγαγε, μαζί με τη ΙΙ Μεραρχία, αγώνα κατατριβής για την
αγκίστρωση του εχθρού στο ανατολικό και νότιο μέτωπο, και το Β΄ Τμήμα
Στρατιάς, το οποίο θα επιτίθετο κατά του δεξιού της τοποθεσίας13. Το πρωί
της 19ης Φεβρουαρίου άρχισε η προπαρασκευή πυρών πυροβολικού εναντίον
προκαθορισμένων στόχων στο Μπιζάνι και την Καστρίτσα. Είχε προηγηθεί από
13
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Φ.1699α/Β/1366, Οδηγίες του Διαδόχου Κωνσταντίνου της 16ης
Φεβρουαρίου 1913 για τη γενική επίθεση κατά του Φρουρίου Ιωαννίνων, 638

58 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


τις 16 Φεβρουαρίου προσβολή τουρκικών στόχων στους Αγίους Σαράντα από
τη Μοίρα Ιονίου, ενταγμένες και αυτές στο σχέδιο παραπλάνησης, ενώ στις
18 και 19 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε επιδεικτική απόβαση ελληνικών
τμημάτων στους Αγίους Σαράντα14. Παράλληλα, το Β΄ Τμήμα συγκεντρώθηκε με
κάθε μυστικότητα απέναντι από τον τομέα Μανολιάσα-Άγιος Νικόλαος-Τσούκα.
Από το πρώτο φως της επομένης, οι τρεις φάλαγγες του Β΄ Τμήματος Στρατιάς
εξαπέλυσαν αιφνιδιαστική επίθεση με μεγάλη σφοδρότητα. Με μια τολμηρή και
βαθιά διείσδυση στον δυτικό τομέα της τοποθεσίας, το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων
(8ο και 9ο Τάγματα Ευζώνων), που αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή της 2ης
Φάλαγγας, κατόρθωσε να καταλάβει το χωριό Πεδινή τις απογευματινές ώρες
και να συνεχίσει την καταδίωξη των εχθρικών τμημάτων προς τα Ιωάννινα. Τα
τάγματα Ευζώνων δε σταμάτησαν εκεί, παρά τη διαταγή του Διοικητού της
2ης Φάλαγγας για ανακοπή της κίνησής του, αλλά συνέχισαν την καταδίωξη.
Έτσι, με προτροπή του Ταγματάρχη Πεζικού Ιωάννη Βελισσαρίου, Διοικητή του
9ου Τάγματος Ευζώνων, κατέλαβαν τον Άγιο Ιωάννη. Η είδηση ότι ελληνικές
δυνάμεις έφτασαν έξω από τα Ιωάννινα έπεισε την τουρκική Διοίκηση για το
μάταιο της συνέχισης του αγώνα. Στις 23.00 ο Εσσάτ πασάς έστειλε στο Γενικό
Στρατηγείο πρόταση παράδοσης του Τουρκικού Στρατού, χωρίς να γνωρίζει
ότι στο Μπιζάνι και στον υπόλοιπο ανατολικό τομέα οι τουρκικές δυνάμεις
διατηρούσαν ακέραιες τις θέσεις τους, αφού οι εύζωνοι είχαν φροντίσει να
καταστρέψουν τις τηλεφωνικές γραμμές, διακόπτοντας έτσι την επικοινωνία
της πόλης με τα οχυρά. Στις 04.30 της 21ης Φεβρουαρίου οι απεσταλμένοι
του Εσσάτ πασά, συνοδευόμενοι από τον Βελισσάριο, έφτασαν στην έδρα του
Στρατηγείου, στο Χάνι Εμίν Αγά. Ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος αποδέχτηκε
την άνευ όρων παράδοση των Τούρκων και διέταξε την κατάπαυση του πυ-
ρός. Έτσι, στις 09.00 το Σύνταγμα Ιππικού εισήλθε στα Ιωάννινα, κάτω από
τις επευφημίες των κατοίκων της πόλης.
Κατά τη Μάχη των Ιωαννίνων τα στοιχεία τα οποία οδήγησαν στην επιτυχή
εκτέλεση του σχεδίου ενεργείας ήταν η ταχύτητα, η αποφασιστικότητα και
η τόλμη των ελληνικών τμημάτων. Παράλληλα, το σχέδιο παραπλάνησης,
αλλά και η επίτευξη πλήρους μυστικότητας κατά τη μεταφορά των δυνάμεων
για την εκτέλεση της υπερκέρασης, πέτυχαν τον επιδιωκόμενο αιφνιδιασμό
της τουρκικής Διοίκησης. Πρέπει να τονιστεί ότι η αμυντική τοποθεσία των
Ιωαννίνων εθεωρείτο εκείνη την εποχή απόρθητη15.
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων άνοιξε διάπλατα τον δρόμο για την εκ-
καθάριση των περιοχών της υπολοίπου Ηπείρου. Ο Ελληνικός Στρατός, έως
τον Μάρτιο του 1913, απελευθέρωσε ακραιφνώς ελληνικές πόλεις, όπως το
Αργυρόκαστρο, τη Χιμάρα, τους Άγιους Σαράντα, το Τεπελένι, την Πρεμετή
και την Κλεισούρα.

14
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Φ.1699α/Β/1415, 1416, 1417-1417α, Τηλεγραφήματα προς τον Διάδοχο
Κωνσταντίνο για την απόβαση στους Αγίους Σαράντα, 662-663
15
Συνοπτική περιγραφή της γενικής επίθεσης κατά της οχυρωμένης τοποθεσίας και της απελευθέρωσης της
πόλης των Ιωαννίνων στο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία, 175-180

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 59


Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚOΣ ΠOΛΕΜΟΣ
Η μΑχη ΚιλκΙς-ΛαχανΑ (20-21 ΙουνΙου 1913)
Η αιφνιδιαστική επίθεση των Βουλγάρων στις 16 Ιουνίου σε όλο το μήκος του
μετώπου, από την περιοχή του Πολυκάστρου έως την περιοχή του Παγγαίου, και
η συνακόλουθη σύμπτυξη των ελληνικών τμημάτων προκαλύψεως κατέδειξαν ότι
επρόκειτο για εκδήλωση γενικής επίθεσης και όχι απλώς για μεθοριακά επεισόδια.
Ωστόσο η ταχεία και αποτελεσματική αντίδραση του Ελληνικού Στρατού ανάγκασε
τους Βουλγάρους να αποσυρθούν στην κύρια αμυντική τοποθεσία στην περιοχή
Κιλκίς-Λαχανά.
Η τοποθεσία αυτή, λόγω της μορφολογίας του εδάφους της, παρουσίαζε με-
γάλες δυσκολίες κινήσεως τμημάτων πεζικού προς τα βόρεια και τα ανατολικά.
Αντίθετα, προσφερόταν για αποτελεσματικό αμυντικό αγώνα, καθώς παρείχε
στον αμυνόμενο άριστη παρατήρηση και εκτεταμένα πεδία βολής. Τα βουλγαρικά
στρατεύματα, από τις 26 Οκτωβρίου 1912 που κατέλαβαν την υπόψη περιοχή,
άρχισαν την αμυντική οργάνωσή της, κατασκευάζοντας χαρακώματα, πολυβολεία,
πυροβολεία και άλλα αμυντικά έργα με μέτωπο προς τα δυτικά και τα νότια16. Εκεί,
η 2η Βουλγαρική Στρατιά εγκατέστησε αμυντικά, μία μεραρχία και τρεις ταξιαρχίες
Πεζικού, ενώ διέθετε ένα σύνταγμα Ιππικού για την εκτέλεση αντεπιθέσεων17.

16
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913. Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων
(Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος) (στο εξής: Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων), τ. Γ΄, Αθήνα 1992, 94
17
Η III Μεραρχία (μείον ταξιαρχία) υπό τον Υποστράτηγο Σαράφωφ στο Κιλκίς, η 1/Χ Ταξιαρχία υπό τον
Συνταγματάρχη Πέτεφ στον Λαχανά, μία ανεξάρτητη ταξιαρχία υπό τον Συνταγματάρχη Πετρώφ στο Στρυμονικό
και το 10ο Σύνταγμα Ιππικού στην περιοχή Ξυλόπολη-Λαχανά. Τις παραπάνω δυνάμεις ενίσχυσε από τη νύχτα
19/20 Ιουνίου μία ταξιαρχία υπό τον Συνταγματάρχη Ιβάνωφ, που μεταφέρθηκε από την περιοχή Παγγαίου, βλ.
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία, 217-218

Έφοδος ελληνικής διμοιρίας Πεζικού


με εφ’ όπλου λόγχη στη Μάχη του Κιλκίς

60 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Παράδοση
βουλγαρικού οπλισμού

Το ελληνικό σχέδιο ενεργείας προέβλεπε την προέλαση των ελληνικών τμημά-


των προς τα βόρεια και τα ανατολικά και την εκτόξευση επίθεσης σε δύο γενικές
κατευθύνσεις. Οι ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV, V, και X Μεραρχίες, καθώς και η Ταξιαρχία Ιππικού,
θα επιτίθεντο προς το Κιλκίς, ενώ οι I, VI, και VII Μεραρχίες θα επιτίθεντο προς
τον Λαχανά. Λόγω της απόκλισης των κατευθύνσεων επιθέσεως, το πεδίο μάχης
διαχωριζόταν σε δύο ξεχωριστούς τομείς, τον τομέα του Κιλκίς και τον τομέα
του Λαχανά. Στις 19 Ιουνίου το πρωί άρχισε η προέλαση του Ελληνικού Στρατού
σύμφωνα με το σχέδιο ενεργείας.

Η μΑχη του ΛαχανΑ


Στον τομέα του Λαχανά τα ελληνικά τμήματα απώθησαν τις βουλγαρικές προφυλα-
κές, οι οποίες αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν στην κύρια αμυντική τοποθεσία, όπου
υπήρχαν εγκατεστημένα 20 τάγματα Πεζικού, 3 πεδινές, 1 βαρεία και 1 ορειβατική
πυροβολαρχίες. Μέχρι το βράδυ της 19ης, η VI Μεραρχία, η οποία εξόρμησε από
την περιοχή του χωριού Άσσηρος, κατέλαβε τη γραμμή ύψωμα Γερμανικό-χωριό
Καρτερές, η I Μεραρχία, η οποία κινήθηκε από το χωριό Λοφίσκος, κατέλαβε τα
χωριά Όσσα και Βερτίσκος, ενώ η VII Μεραρχία, κινούμενη από το χωριό Αρεθούσα,
κατάφερε να φτάσει στην περιοχή Σκεπαστού, απωθώντας τους Βουλγάρους προς τη
Νιγρίτα. Το πρωί της 20ής Ιουνίου άρχισε η κύρια επίθεση των ελληνικών τμημάτων.
Η VI Μεραρχία κατέλαβε στις 11.30 την Ξυλόπολη και αποκατέστησε σύνδεσμο με
την Ι Μεραρχία. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, οι δύο Μεραρχίες προσπάθησαν,
με σκληρότατους αγώνες, να πλησιάσουν σε απόσταση εφόδου την κύρια βουλγαρι-
κή τοποθεσία. Όμως τα πυρά των Βουλγάρων ήταν φονικότατα, ενώ το έδαφος δεν
πρόσφερε την απαραίτητη κάλυψη, με αποτέλεσμα να υποστούν μεγάλες απώλειες
και να καθηλωθούν. Στο μεταξύ η VII Μεραρχία συνέχισε επιτυχώς την προέλασή της
προς τα βόρεια και κατά τις πρώτες μεσημβρινές ώρες απελευθέρωσε τη Νιγρίτα. Το
θέαμα που αντίκρισαν τα ελληνικά τμήματα ήταν αποτρόπαιο: η πόλη είχε πυρποληθεί
και στους δρόμους κείτονταν νεκροί, θύματα της μανίας των Βουλγάρων.
Την επομένη η μάχη κορυφώθηκε με τους Βουλγάρους να εκτοξεύουν σφοδρή
αντεπίθεση, η οποία αποκρούστηκε με επιτυχία. Στις 15.00 οι I και VI Μεραρχίες
εξαπέλυσαν ταυτόχρονα επίθεση με την κατάλληλη υποστήριξη πυροβολικού. Τα
ελληνικά τμήματα, που προχωρούσαν με όλους τους αξιωματικούς στην πρώτη γραμ-
μή, έφτασαν σε απόσταση εφόδου και όρμησαν με εφ’ όπλου λόγχη. Οι Βούλγαροι,
αδυνατώντας να ανακόψουν την επιθετική ορμή των Ελλήνων, άρχισαν να υποχω-
ρούν άτακτα προς τα βόρεια, εγκαταλείποντας πυροβόλα, οχήματα, κτήνη και κάθε

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 61


είδους άλλο υλικό. Στις 16.00 οι ελληνικές δυνάμεις απελευθέρωσαν τον Λαχανά και
καταδίωξαν τα υποχωρούντα βουλγαρικά στρατεύματα μέχρι τα τελευταία υψώματα
προς την κοιλάδα του Στρυμόνα. Το μεγαλύτερο μέρος του Βουλγαρικού Στρατού
τράπηκε σε φυγή προς τις Σέρρες. Η συντριβή των βουλγαρικών τμημάτων θα ήταν
ολοκληρωτική αν η VII Μεραρχία καταλάμβανε εγκαίρως τη γέφυρα του Στρυμόνα
ποταμού και δεν επέτρεπε την ανεμπόδιστη οπισθοχώρησή τους προς τις Σέρρες.

Η μΑχη του ΚιλκΙς 18


Στον τομέα του Κιλκίς οι Βούλγαροι είχαν διατάξει αμυντικά την 3η Μεραρχία.
Όπως και στον Λαχανά, στις 19 Ιουνίου οι ελληνικές δυνάμεις ανέτρεψαν τις βουλ-
γαρικές προφυλακές και έλαβαν επαφή με την κύρια αμυντική τοποθεσία του
Κιλκίς, συλλαμβάνοντας μεγάλο αριθμό Βουλγάρων αιχμαλώτων, ενώ περιήλθε
στην κατοχή τους άφθονο πολεμικό υλικό.
Από τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ής Ιουνίου οι ελληνικές μεραρχίες, με το
σύνολο των δυνάμεών τους, συνέχισαν την επίθεσή τους, χωρίς όμως να καταφέ-
ρουν να διασπάσουν την κύρια γραμμή άμυνας. Υπέστησαν μεγάλες απώλειες, γιατί,
αφενός, το πεδινό έδαφος δεν τους πρόσφερε καμία κάλυψη και, αφετέρου, τα
βουλγαρικά τμήματα αμύνονταν σθεναρώς. Κατόρθωσαν όμως να
προσεγγίσουν τις κύριες βουλγαρικές θέσεις σε απόσταση εφόδου
και μέχρι το βράδυ να εγκατασταθούν στη γενική γραμμή Μεγάλη
Βρύση- Κρηστώνη-Ποταμιά-Ακροποταμιά.
Το Γενικό Στρατηγείο, επιδιώκοντας την ταχεία κατάληψη του
Κιλκίς, διέταξε τις II, III, IV και V Μεραρχίες, που ενεργούσαν προς αυτή
την κατεύθυνση, να εντείνουν τις προσπάθειές τους και να εκτελέσουν
νυχτερινή επίθεση για την κατάληψη της πόλης. Η νυχτερινή επίθεση,
λόγω προβλημάτων συντονισμού, πραγματοποιήθηκε στις 03.30 μόνο
από τη ΙΙ Μεραρχία, η οποία, παρά τις απώλειες και την έλλειψη συν-
δρομής από τις άλλες Μεραρχίες, κατάφερε να καταλάβει σημαντικές
θέσεις στα ανατολικά του Κιλκίς. Αλλεπάλληλες βουλγαρικές αντεπιθέ-
σεις για την ανάκτηση των θέσεων αποκρούστηκαν επιτυχώς από τα
ελληνικά τμήματα, με μεγάλες απώλειες εκατέρωθεν. Από το πρώτο
φως της 21ης Ιουνίου, οι υπόλοιπες ελληνικές Μεραρχίες εξαπέλυσαν
σφοδρότατη επίθεση με συνεχείς εφόδους εναντίον της εχθρικής
τοποθεσίας, με αποτέλεσμα την κατάληψη της νότιας παρυφής της
πόλης από τμήματα της IV Μεραρχίας. Σε μικρό χρονικό διάστημα η V
Μεραρχία πέρασε τη σιδηροδρομική γραμμή και κατέλαβε σημαντικές
θέσεις νοτιοδυτικά του Κιλκίς, ενώ η ΙΙΙ Μεραρχία κατέλαβε το χωριό
Μεταλλικό, δημιουργώντας σοβαρή απειλή για το δυτικό πλευρό και
τα νώτα των βουλγαρικών θέσεων. Οι Βούλγαροι, υπό τον φόβο της
κύκλωσης από τις ελληνικές δυνάμεις, άρχισαν να συμπτύσσονται προς
τα βόρεια, εγκαταλείποντας τις θέσεις τους. Στις 09.30 οι ελληνικές δυ-

18
Συνοπτική περιγραφή της Μάχης Κιλκίς-Λαχανά βλ. στο ίδιο, 216-223

62 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


νάμεις απελευθέρωσαν το Κιλκίς και καταδίωξαν τις συμπτυσσόμενες εχθρικές δυνάμεις
σε μικρό όμως βάθος, λόγω της έλλειψης εφεδρειών και της κόπωσης των τμημάτων,
με αποτέλεσμα να μη γίνει πλήρης εκμετάλλευση της επιτυχημένης επίθεσης.
Η Mάχη Κιλκίς-Λαχανά αποτελεί μια από τις φονικότερες μάχες και μια από τις πιο
ένδοξες σελίδες της ελληνικής πολεμικής ιστορίας. Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού
ανήλθαν στους 8.828 νεκρούς και τραυματίες19. Η νίκη αυτή, απόρροια του υψηλού
ηθικού, της ανδρείας και του ηρωισμού των Ελλήνων μαχητών, απέφερε, εκτός από την
απελευθέρωση των πόλεων, τη σύλληψη περίπου 2.500 αιχμαλώτων και την κυρίευση
σημαντικού πολεμικού υλικού.

Η μΑχη της ΔοϊρΑνης (23 ΙουνΙου 1913)


Η ελληνική Στρατιά, μετά τη μάχη Κιλκίς-Λαχανά, συνέχισε την προέλασή της
προς τα βόρεια. Το Γενικό Στρατηγείο, το οποίο εγκαταστάθηκε στον σιδηροδρομικό
σταθμό του Κιλκίς, έθεσε ως άμεσο αντικειμενικό σκοπό την εκκαθάριση της περιοχής
δυτικά του Στρυμόνα ποταμού και νότια της οροσειράς Κερκίνης. Στο πλαίσιο αυτό,
στις 22 Ιουνίου εξέδωσε διαταγή, με την οποία συγκροτήθηκε Τμήμα Στρατιάς (Ι, VI
και VII Μεραρχίες) και επιπλέον με άλλη διαταγή καθορίστηκαν οι αποστολές των

Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ
19
Στο ίδιο, 223

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 63


υπόλοιπων Σχηματισμών. Συγκεκριμένα, οι III και X Μεραρχίες θα ενεργούσαν κατά
των βουλγαρικών δυνάμεων που βρίσκονταν στα υψώματα της Δοϊράνης20.
Τα τμήματα της 3ης Βουλγαρικής Ταξιαρχίας της 3ης Μεραρχίας, μαζί με το 50ό
Σύνταγμα Πεζικού, που συμπτύχθηκαν από το Κιλκίς, δύναμης έντεκα ταγμάτων, οργα-
νώθηκαν αμυντικά στα υψώματα νότια της Δοϊράνης. Στην περιοχή Δοϊράνης-Γευγελής
μεταφέρθηκε ως ενίσχυση και η 1η Ταξιαρχία της 6ης Μεραρχίας (οκτώ τάγματα)21.
Οι ελληνικές Μεραρχίες αποφάσισαν να επιτεθούν ταυτόχρονα στις 08.30 της
23ης Ιουνίου. Πράγματι, η X Μεραρχία επιτέθηκε την καθορισμένη ώρα κατά των
υψωμάτων της διάβασης Περάσματα, στα νοτιοδυτικά της Δοϊράνης. Αμέσως μετά
την εξόρμησή τους, τα ελληνικά τμήματα δέχτηκαν σφοδρά πυρά πεζικού και πυ-
ροβολικού, με αποτέλεσμα να υποστούν σοβαρές απώλειες και να καθηλωθούν.
Σε αυτό συνέβαλε και η καθυστέρηση της επίθεσης της III Μεραρχίας, που έδωσε
τη δυνατότητα στους Βουλγάρους να συγκεντρώσουν το σύνολο των πυρών τους
κατά των τμημάτων τής X Μεραρχίας. Στις 10.00 εκδηλώθηκε η επίθεση της III
Μεραρχίας, εναντίον της οποίας στράφηκε πλέον το σύνολο των πυρών του βουλ-
γαρικού πυροβολικού. Μετά από σύντομο αλλά σφοδρό αγώνα, το 12ο Σύνταγμα
της ΙΙΙ Μεραρχίας κατάφερε τις πρώτες μεσημβρινές ώρες να απελευθερώσει την
πόλη της Δοϊράνης. Τα βουλγαρικά τμήματα συμπτύχθηκαν άτακτα προς τα βόρεια,
αφού απήγαγαν ως ομήρους τον Μητροπολίτη και τριάντα προκρίτους της πόλης.
Η III Μεραρχία, συνεχίζοντας την καταδίωξη των βουλγαρικών τμημάτων, κατέλαβε
μέχρι το βράδυ τα υψώματα βόρεια της πόλης. Πολλοί Βούλγαροι συνελήφθησαν
αιχμάλωτοι, ενώ άλλοι στην προσπάθειά τους να διαφύγουν πνίγηκαν στη λίμνη.
Οι απώλειες της X Μεραρχίας ανήλθαν σε 5 αξιωματικούς και 101 οπλίτες
νεκρούς και σε 22 αξιωματικούς και 733 οπλίτες τραυματίες, ενώ οι απώλειες της
III Μεραρχίας ανήλθαν σε 146 νεκρούς και τραυματίες22.
Η νικηφόρα αλλά και η ταχεία έκβαση της Mάχης της Δοϊράνης ήταν απότοκο γε-
γονός της άρτιας εκπαίδευσης και του υψηλού ηθικού των ελληνικών τμημάτων.
20
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων, 129
21
Ν. Οικονόμου, «Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Οι επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού», Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους (στο εξής: Ι.Ε.Ε), τ. ΙΔ΄, Αθήνα 1977, 344
22
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων, 136

Διέλευση του Ελληνικού Στρατού


από τα Στενά της Κρέσνας

64 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Η μΑχη του Σκρα (17/30 ΜαΪου 1918)
Στις 22 Μαρτίου/4 Απριλίου 1918 ο Αρχιστράτηγος Γκυγιωμά (Marie Luis Adolfe
Guillaumat), Διοικητής της Συμμαχικής Στρατιάς Ανατολής, διέταξε τον Στρατηγό
Ζερόμ (Gérôm), Διοικητή της 1ης Ομάδας Μεραρχιών, να εκτελέσει ευρείας κλί-
μακας επιθετικό εγχείρημα, με σκοπό την αγκίστρωση των εχθρικών δυνάμεων
στον τομέα ευθύνης του. Η ζώνη ευθύνης της 1ης Ομάδας Μεραρχιών εκτεινόταν
από το χωριό Νότια έως τον Αξιό ποταμό και διέθετε την 122α Γαλλική Μεραρχία
και το Σώμα Στρατού Εθνικής Άμυνας. Το ελληνικό Σώμα, υπό τον Αντιστράτηγο
Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη, αποτελείτο από τη Μεραρχία Αρχιπελάγους, τη Μεραρχία
Κρήτης και τη Μεραρχία Σερρών.
Έναντι των συμμαχικών δυνάμεων ήταν εγκατεστημένη η 5η Βουλγαρική
Μεραρχία, η οποία αποτελείτο από επτά συντάγματα. Οι εχθρικές θέσεις ήταν
οργανωμένες από τον Δεκέμβριο του 1917 και ήταν ενισχυμένες με ανθεκτικά
καταφύγια και συρματοπλέγματα23.
Κύριος αντικειμενικός σκοπός της 1ης Ομάδας Μεραρχιών ήταν η κατάληψη
του Σκρα ντι Λέγκεν, ενώ το σχέδιο ενεργείας προέβλεπε επίθεση σε δύο χρόνους.
Συγκεκριμένα, σε πρώτο χρόνο θα καταλαμβανόταν το ύψωμα Σκρα και σε δεύ-
τερο χρόνο θα καταλαμβάνονταν τα υψώματα Τουμουλούς και Σερφ Βολάν. Την
κύρια επίθεση εναντίον του Σκρα θα αναλάμβανε η Μεραρχία Αρχιπελάγους, ενώ
η Μεραρχία Σερρών θα κάλυπτε το δυτικό πλευρό της Μεραρχίας Αρχιπελάγους
και θα καταλάμβανε τη γραμμή Λαγκαδιά-ύψωμα Σαγράδα-ύψωμα Μπλοκ Ροσέ.
Η Μεραρχία Κρήτης θα κάλυπτε το δεξιό πλευρό της Μεραρχίας Αρχιπελάγους και
θα καταλάμβανε τα υψώματα 789 και 45924. Το μέτωπο επίθεσης της Μεραρχίας
Αρχιπελάγους εκτεινόταν από το Ραβέν ντε Σασέρ έως το Ραβέν ντε Βολτιζέρ. Η
επίθεση θα πραγματοποιείτο με τρία συντάγματα σε πρώτο κλιμάκιο, με το 6ο
Σύνταγμα Αρχιπελάγους στα δεξιά, το 1ο Σύνταγμα Σερρών στο κέντρο και στα
αριστερά το 5ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους25.
Στις 16/29 Μαΐου το συμμαχικό πυροβολικό έπληξε τους αντικειμενικούς σκοπούς
της επίθεσης, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας εκτελέστηκαν βολές παρενοχλή-
σεως και καταστροφής. Την επομένη, στις 04.55, εκτοξεύτηκε η κύρια επίθεση από
τη Μεραρχία Αρχιπελάγους εναντίον του υψώματος Σκρα, με την υποστήριξη πυρών
πυροβολικού. Ο καιρός ήταν νεφελώδης και βροχερός και ευνοούσε την επίθεση,
γιατί τύφλωνε τα εχθρικά παρατηρητήρια. Όμως το απόκρημνο έδαφος και οι ισχυρά
οργανωμένες εχθρικές θέσεις επέτειναν τις δυσχέρειες της επίθεσης.
Η Μεραρχία παρά τις δυσκολίες επιτέθηκε με ακάθεκτη ορμή, υποστηριζόμενη
23
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.232/Α/2, Έκθεση Συγκρότησης, Επιστράτευσης, Συγκέντρωσης και
Δράσης της Μεραρχίας Σερρών μέχρι τέλος Δεκεμβρίου 1918, 45-46
24
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Πρώτον Παγκόσμιον Πόλεμον 1914-1918. Η Συμμετοχή της Ελλάδος
εις τον Πόλεμον 1918 (στο εξής: Η Συμμετοχή της Ελλάδος), τόμος δεύτερος, Αθήναι 1961, παράρτ. 3, 212-214
25
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.234/Β/3, Διαταγή Επιχειρήσεων της Μεραρχίας Αρχιπελάγους
υπ’ αριθ. 110 της 14ης/27ης Μαΐου 1918

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 65


Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ

συνεχώς από το συμμαχικό πυροβολικό. Μετά από σύντομο αλλά σκληρό αγώ-
να, τα ελληνικά τμήματα κατάφεραν μέχρι τις 07.00 να καταλάβουν τα υψώματα
Σκρα, Τουμουλούς και Σερφ Βολάν. Η αντίδραση του εχθρού περιορίστηκε σε
εκτέλεση πυκνών φραγμών πυροβολικού επί του Σκρα. Αντεπιθέσεις που εκδη-
λώθηκαν από τα βουλγαρικά στρατεύματα για την ανακατάληψη των εδαφών,
τόσο κατά το απόγευμα όσο και κατά τη διάρκεια της νύχτας, αντιμετωπίστηκαν
με επιτυχία από τα συμμαχικά στρατεύματα. Από την επομένη, 18/31 Μαΐου, άρ-
χισε η οργάνωση των καταληφθέντων θέσεων. Συνελήφθησαν 1.835 Βούλγαροι
αιχμάλωτοι και κυριεύθηκε άφθονο πολεμικό υλικό. Οι απώλειες της Μεραρχίας
Αρχιπελάγους ανήλθαν σε 24 αξιωματικούς και 314 οπλίτες νεκρούς και 54 αξι-
ωματικούς και 1.723 οπλίτες τραυματίες. Υπήρχαν, επίσης, 2 αξιωματικοί και 162
οπλίτες αγνοούμενοι26.
Παράλληλα με τη Μεραρχία Αρχιπελάγους, η Μεραρχία Κρήτης εξαπέλυσε επίθε-
ση στις 04.55, με το 7ο και 8ο Σύνταγμα στην πρώτη γραμμή. Σε σύντομο χρονικό
διάστημα το 7ο Σύνταγμα κατέλαβε το ύψωμα 789, ενώ το 8ο Σύνταγμα ολοκλήρωσε
την κατάληψη του υψώματος 459 στις 14.00. Σε όλη τη διάρκεια της επίθεσης υπήρχε
26
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.234/Α/1, Έκθεση Πεπραγμένων της Μεραρχίας Αρχιπελάγους
της 20ής Απριλίου 1919 από της συγκροτήσεώς της μέχρι τέλους του 1918, 49-50

66 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


υποστήριξη από το συμμαχικό πυροβολικό. Μετά την κατάληψη
των αντικειμενικών σκοπών, τα τμήματα σταθεροποιήθηκαν επί
των υψωμάτων και άρχισε η αμυντική οργάνωση του εδάφους.
Συνελήφθησαν 210 Βούλγαροι αιχμάλωτοι, ενώ οι απώλειες της
Μεραρχίας ανήλθαν σε 71 νεκρούς και 314 τραυματίες27.
Η Μεραρχία Σερρών, στο αριστερό, εξαπέλυσε επίθεση στις
04.55 της 17ης/30ής Μαΐου, με το 2ο Σύνταγμα στην πρώτη
γραμμή. Το συμμαχικό πυροβολικό είχε εκτελέσει βολές προ-
παρασκευής με σκοπό την άμβλυνση της εχθρικής αντίστασης.
Η Μεραρχία κατάφερε μέχρι τις 06.45 να καταλάβει τη γραμμή
Λαγκαδιά-Σαγράδα-Μπλοκ Ροσέ, χωρίς να συναντήσει ισχυρή
εχθρική αντίσταση. Συνελήφθησαν δεκαοκτώ Βούλγαροι αιχμάλω-
τοι και κυριεύτηκε μικρή ποσότητα πολεμικού υλικού. Οι απώλειες
της Μεραρχίας ανήλθαν σε 32 νεκρούς και 113 τραυματίες28.
Η νίκη των ελληνικών δυνάμεων στη μάχη του Σκρα προκάλεσε
τον θαυμασμό των Συμμάχων και εξασφάλισε την εμπιστοσύνη
τους. Ήταν η πρώτη σημαντική συμβολή του Ελληνικού Στρατού
στη συμμαχική προσπάθεια κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η μΑχη της ΔοϊρΑνης (5/18-6/19 ΣεπτεμβρΙου 1918)


Η μάχη της Δοϊράνης εντασσόταν στο ευρύτερο σχέδιο
διάσπασης του Μακεδονικού Μετώπου του Αρχιστρατήγου
Φρανσαί ντ’ Εσπεραί (Louis Franchet d’ Espèrey), Διοικητή της
Συμμαχικής Στρατιάς Ανατολής 29. Το σχέδιο προέβλεπε μια
κύρια επίθεση στην περιοχή Ντοπροπόλιε-Βέτερνικ-Κόζιακα και δύο δευτερεύ-
ουσες, μία στον τομέα Αξιού-Δοϊράνης και μία στον τομέα του Στρυμόνα.
Στον τομέα Αξιού-Δοϊράνης θα δρούσε η Βρετανοελληνική Στρατιά, υπό τον
Στρατηγό Μιλν, αποτελούμενη από δύο σώματα Στρατού. Το 12ο Σώμα Στρατού, που
περιελάμβανε την 22η Βρετανική Μεραρχία, τη Μεραρχία Σερρών, την 83η Βρετανική
Ταξιαρχία, το 2ο Γαλλικό Σύνταγμα Ζουάβων και το Σύνταγμα Ιππικού, θα ενεργούσε
δυτικά της Δοϊράνης. Το 16ο Σώμα Στρατού, που περιλάμβανε την 28η Βρετανική
Μεραρχία, την 228η Ταξιαρχία, ένα σύνταγμα Ιππικού, τη Μεραρχία Κρήτης και το
3ο Ελληνικό Σύνταγμα Ιππικού, θα ενεργούσε ανατολικά της Δοϊράνης. Στην τοπο-
θεσία αμύνονταν τμήματα της 1ης Βουλγαρικής Στρατιάς. Η περιοχή μεταξύ του
Αξιού ποταμού και της Δοϊράνης συνιστούσε μια ισχυρά οργανωμένη τοποθεσία,
με πολυάριθμα βαθιά χαρακώματα και πλατιές ζώνες συρματοπλέγματος30.

27
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.228/Α/2, Περιληπτική Έκθεση της Μεραρχίας Κρήτης της
10ης Μαρτίου 1919 σχετικά με τη δράση της κατά τη μάχη του Σκρα ντι Λέγκεν (17 Μαΐου 1918), 14
28
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.232/Α/2, Έκθεση Συγκρότησης, Επιστράτευσης, Συγκέντρωσης
και Δράσης της Μεραρχίας Σερρών μέχρι τέλος Δεκεμβρίου 1918, 55
29
Με απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης της 27ης Μαΐου/9ης Ιουνίου 1918 ο Στρατηγός Γκυγιωμά αντι-
καταστάθηκε από τον Στρατηγό Φρανσαί ντ’ Εσπεραί στη διοίκηση της Στρατιάς Ανατολής, βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ,
Η Συμμετοχή της Ελλάδος, 58
30
Στο ίδιο, 127-128

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 67


Το 12ο Σώμα Στρατού εκδήλωσε την επίθεσή του στις 5/18 Σεπτεμβρίου
1918, με την 22η Βρετανική Μεραρχία αριστερά και τη Μεραρχία Σερρών
στα δεξιά, κατά της αμυντικής τοποθεσίας του υψώματος Πυραμίδα (Γκράν
Κορονέ). Ο αγώνας υπήρξε σκληρός με εναλλασσόμενες φάσεις και με βαρύ-
τατες και από τις δύο πλευρές απώλειες. Η Μεραρχία Σερρών, με το 1ο και
το 2ο Σύνταγμα στην πρώτη γραμμή, επιτέθηκε με μεγάλο ενθουσιασμό και
κατάφερε να προωθηθεί εντός της εχθρικής τοποθεσίας, καταλαμβάνοντας τους
πρώτους αντικειμενικούς σκοπούς, δηλαδή τα Υψώματα Δοϊράνης, Τέτον και
340. Συνεχίζοντας την επιθετική προσπάθεια, το 1ο Σύνταγμα Σερρών επιτέθη-
κε εναντίον του υψώματος Χιλτ. Όμως η 22η Βρετανική Μεραρχία συνάντησε
σθεναρή εχθρική αντίσταση και, παρ’ όλο που ενισχύθηκε με το 3ο Σύνταγμα
Σερρών, δεν κατάφερε να προωθηθεί εντός της εχθρικής τοποθεσίας. Τελικά
η βρετανική Μεραρχία αναγκάστηκε να υποχωρήσει, αφήνοντας ακάλυπτο το
αριστερό πλευρό του 1ου Συντάγματος Σερρών, το οποίο συμπτύχθηκε για
να μην αποκοπεί. Τη νύχτα αναστάλθηκε η συμμαχική επίθεση και η ελληνική
Μεραρχία σταθεροποιήθηκε στη γραμμή υψώματα Δοϊράνης-Ύψωμα 340.

68 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ
Στις 6/19 Σεπτεμβρίου το 12ο Σώμα Στρατού συνέχισε την επίθεσή του στο
δυτικό τμήμα της λίμνης Δοϊράνης, χωρίς όμως επιτυχία. Η Μεραρχία Σερρών,
παρά τα συνεχή πυρά του εχθρικού πυροβολικού, κατάφερε να καταλάβει το
ύψωμα Χιλτ. Όμως και πάλι η αποτυχία της βρετανικής Μεραρχίας αλλά και η
ενίσχυση των βουλγαρικών τμημάτων είχαν ως αποτέλεσμα τη συγκέντρωση
των εχθρικών δυνάμεων εναντίον του Χιλτ, την ανακατάληψή του από τα
βουλγαρικά τμήματα και τη σύμπτυξη της ελληνικής Μεραρχίας. Τελικά το
12ο Σώμα Στρατού διέκοψε τις ενέργειές του και συμπτύχθηκε στις αρχικές
θέσεις εξορμήσεως31. Οι απώλειες της 22ης Βρετανικής Μεραρχίας ανήλθαν σε
165 αξιωματικούς και 3.155 οπλίτες νεκρούς και τραυματίες και των Ελλήνων
σε 173 αξιωματικούς και 2.514 οπλίτες32.
Παράλληλα, το 16ο Βρετανικό Σώμα Στρατού εξαπέλυσε την επίθεσή του

31
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.232/Β/5, Μάχες Δοϊράνης – Επίθεση κατά Γκραν Κορονέ
της Μεραρχίας Σερρών της 21ης Μαΐου 1919
32
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Συμμετοχή της Ελλάδος, 139. Αναλυτικά για τις απώλειες της Μεραρχίας Σερρών κατά τη
Μάχη της Δοϊράνης βλ. στο ίδιο, παράρτ. 13, 222

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 69


στις 03.00 της 5ης/18ης Σεπτεμβρίου, ανατολικά της λίμνης Δοϊράνης κατά του
τομέα της Μπλάνγκα Πλάνινα. Την επίθεση ανέλαβε εξ ολοκλήρου η Μεραρχία
Κρήτης, καλυπτόμενη από δεξιά από την 84η Ταξιαρχία της 28ης Βρετανικής
Μεραρχίας. Η ελληνική Μεραρχία επιτέθηκε με δύο Συντάγματα στην πρώτη
γραμμή, το 9ο και το 29ο. Τα ελληνικά τμήματα κατόρθωσαν να διανοίξουν
διαδρόμους στα εχθρικά συρματοπλέγματα και να εισχωρήσουν σε μικρό
βάθος εντός της εχθρικής αμυντικής τοποθεσίας. Δέχτηκαν όμως σφοδρότατα
πυρά πυροβολικού και πεζικού, καθώς και αλλεπάλληλες αντεπιθέσεις, και
καθηλώθηκαν. Παρά την ενίσχυσή τους από βρετανικές δυνάμεις και από το
3ο Σύνταγμα Ιππικού, δεν επιτεύχθηκαν σημαντικά αποτελέσματα. Την επο-
μένη επικράτησε ηρεμία στον τομέα και σταδιακά άρχισε η αντικατάσταση
των ελληνικών τμημάτων πρώτης γραμμής.
Οι απώλειες της Μεραρχίας Κρήτης ανήλθαν σε 10 αξιωματικούς και 96
οπλίτες νεκρούς και 34 αξιωματικούς και 540 οπλίτες τραυματίες, ενώ των
Βρετανών ανήλθαν σε 100 νεκρούς και τραυματίες33.
Η επίθεση της Βρετανοελληνικής Στρατιάς στην περιοχή της Δοϊράνης είχε
αποτύχει, αφού οι απώλειες ήταν μεγάλες και τα εδαφικά και τακτικά κέρδη
ελάχιστα. Σύμφωνα με το Γενικό Επιτελείο η κύρια αιτία της αποτυχίας ήταν η
ανεπαρκής και αναποτελεσματική υποστήριξη των ελληνικών δυνάμεων από
το βρετανικό πυροβολικό34. Οι επιχειρήσεις όμως στη Δοϊράνη συντέλεσαν
στην αγκίστρωση ισχυρών εχθρικών δυνάμεων πεζικού και πυροβολικού.
33
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.228/Β/3, Ιστορικό της Μεραρχίας Κρήτης της 21ης Μαΐου 1919
για το διάστημα από 1ης Σεπτεμβρίου μέχρι 18 Νοεμβρίου 1918 (Επίθεση κατά Μπλάνγκα Πλάνινα), 14
34
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.398/Γ/2, Επιστολή του Αρχιστρατήγου Δαγκλή προς τον
Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο της 7ης/19ης Σεπτεμβρίου 1918

Πεδινό πυροβολικό στο


Μακεδονικό Μέτωπο

70 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Η μΑχη του ΑφιΟν ΚαραχισΑρ (14/27 ΜαρτΙου 1921)
Η μάχη του Αφιόν Καραχισάρ εντάσσεται στις επιθετικές επιχειρήσεις της Στρατιάς
Μικράς Ασίας κατά τον Μάρτιο του 1921. Σύμφωνα με το ελληνικό σχέδιο, το Γ΄ Σώμα
Στρατού, που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τρεις μεραρχίες Πεζικού (ΙΙΙ, VII και Χ), ξεκι-
νώντας από την Προύσα, θα προήλαυνε προς το Εσκί Σεχίρ, και το Α΄ Σώμα Στρατού,
που διέθετε τρεις μεραρχίες Πεζικού (Ι, ΙΙ και ΧΙΙΙ), ξεκινώντας από το Ουσάκ, θα προή-
λαυνε προς Αφιόν Καραχισάρ. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ οι Τούρκοι διέθεταν
το 12ο Σώμα Στρατού, με 5 μεραρχίες Πεζικού και 2 μεραρχίες Ιππικού. Η συνολική
δύναμη των τουρκικών στρατευμάτων ανερχόταν σε περίπου 23.000 άνδρες35.

Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ
35
Για τη διάταξη των ελληνικών και τουρκικών δυνάμεων την 9η Μαρτίου 1921 βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Εκστρατεία
εις την Μικράν Ασίαν (1919-1922). Επιθετικαί Επιχειρήσεις Δεκεμβρίου 1920-Μαρτίου 1921 (στο εξής: Επιθετικαί
Επιχειρήσεις), τόμος τρίτος, Αθήναι 1963, 138-150

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 71


Πορεία ιππικού
προς Αφιόν Καραχισάρ

Το πρωί της 14ης Μαρτίου το Α΄ Σώμα Στρατού εκτόξευσε επίθεση για τη


διάσπαση της εχθρικής τοποθεσίας με τις II και XIII Μεραρχίες σε πρώτο κλιμάκιο
και όριο ανάμεσά τους τη γραμμή Μπουλτζά-Ακσίν. Η δύναμη των επιτιθέμενων
ελληνικών τμημάτων ανερχόταν σε 5.240 άνδρες. Οι Τούρκοι είχαν παρατάξει
αμυντικά τις 8η, 23η, 41η και 57η Μεραρχίες Πεζικού, ενώ διέθεταν τη 2η Μεραρχία
Ιππικού και δύο πρότυπα συντάγματα, εκ των οποίων το ένα Ιππικού, συνολικής
δυνάμεως περίπου 14.000 ανδρών36.
Η ΙΙ Μεραρχία επιτέθηκε από τις 06.00, με τα δύο συντάγματά της στην πρώτη
γραμμή. Το 7ο Σύνταγμα Πεζικού επιτέθηκε προς το Ρεσίλ Τεπέ για την κατάληψη
των υψωμάτων βόρεια του Κιοπρουλού, ενώ το 1ο Σύνταγμα Πεζικού επιτέθηκε νο-
τιότερα για την κατάληψη των υψωμάτων νοτιοδυτικά του Κιοπρουλού. Η τουρκική
αντίσταση ήταν ισχυρή με την υποστήριξη πυκνών πυρών πυροβολικού. Μέχρι το
απόγευμα, τα τμήματα της Μεραρχίας, μετά από σφοδρό αγώνα και αφού αντιμε-
τώπισαν με επιτυχία όλες τις τουρκικές αντεπιθέσεις, εγκαταστάθηκαν στη γραμμή
Αραπλί Τσιφλίκ-Σιπσίν-Ακσίν. Οι αμυνόμενες τουρκικές δυνάμεις αναγκάστηκαν
να συμπτυχθούν ανατολικότερα, εγκαταλείποντας αρκετό πολεμικό υλικό37.
Η XIII Μεραρχία επιτέθηκε στις 05.30, μόνο με το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, ενα-
ντίον της τοποθεσίας Αφιόν Καραχισάρ, τηρώντας ως εφεδρεία το 2ο Σύνταγμα
Πεζικού. Ένα τάγμα Ευζώνων, αφού προωθήθηκε προς τα υψώματα νοτιοδυτικά του
Αφιόν Καραχισάρ, επιτέθηκε στις 07.00 ακριβώς, αιφνιδιαστικά, εναντίον του αριστε-
ρού πλευρού των Τούρκων. Στις 09.00 η υπόλοιπη δύναμη του 5/42 Συντάγματος
Ευζώνων εκτόξευσε γενική επίθεση, αναγκάζοντας τα τουρκικά τμήματα να συμπτυ-
χθούν νοτιοανατολικά, και μέχρι τις 15.00 κατέλαβε το Αφιόν Καραχισάρ.
Τα τμήματα της ΧΙΙΙ Μεραρχίας εγκαταστάθηκαν στη γραμμή Ακσίν-Αφιόν
Καραχισάρ-Ντεπέρ38.

36
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία της Εκστρατείας στη Μικρά Ασία 1919-1922 (στο εξής: Επίτομη Ιστορία της
Εκστρατείας στη Μικρά Ασία), Αθήνα 2001, 159. Βλέπε επίσης Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μικρασιατική Εκστρατεία,
Φ.260/ΣΤ/1, Έκθεση Πεπραγμένων του Α΄ Σώματος Στρατού της 20ής Μαΐου 1921 για τον μήνα Μάρτιο του
1921, όπου ωστόσο αναφέρεται ως συνολική δύναμη των Τούρκων 10.500 άνδρες, 13
37
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μικρασιατική Εκστρατεία, Φ.213/Γ/2, Έκθεση της ΙΙ Μεραρχίας της 15ης Απριλίου 1921
για τον μήνα Μάρτιο του 1921, 6-7
38
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επιθετικαί Επιχειρήσεις, 272-273

72 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Οι απώλειες του Α΄ Σώματος Στρατού στη Μάχη του Αφιόν Καραχισάρ ανήλθαν
σε 21 οπλίτες νεκρούς και σε 11 αξιωματικούς και 87 οπλίτες τραυματίες. Οι απώ-
λειες των Τούρκων δεν εξακριβώθηκαν, συνελήφθησαν όμως 575 αιχμάλωτοι και
κυριεύθηκε αρκετό πολεμικό υλικό39. Στη Μάχη του Αφιόν Καραχισάρ, παρά την
τουρκική αριθμητική υπεροχή, ο Ελληνικός Στρατός ήταν κυρίαρχος στο πεδίο της
μάχης. Τα ελληνικά τμήματα, επιδεικνύοντας επιθετικό πνεύμα, αποφασιστικότητα,
τόλμη και ηρωισμό, πέτυχαν μια αποφασιστικής σημασίας νίκη για τη συνέχιση
των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία.

Η μΑχη του ΕσκΙ ΣεχΙρ (8/21 ΙουλΙου 1921)


Από τις 25 Ιουνίου/8 Ιουλίου 1921 άρχισαν οι επιθετικές επιχειρήσεις της
Στρατιάς Μικράς Ασίας, η οποία εξόρμησε από τις περιοχές της Προύσας και
του Ουσάκ. Η τουρκική Στρατιά Δυτικού Μετώπου θα αμυνόταν σταθερά για
την υπεράσπιση των ζωτικών περιοχών Εσκί Σεχίρ, Κιουτάχειας και Αφιόν
Καραχισάρ. Η ελληνική επίθεση στέφθηκε από επιτυχία και μέχρι τις 4/17
Ιουλίου είχαν καταληφθεί το Αφιόν Καραχισάρ και η Κιουτάχεια. Το γεγονός
αυτό ανάγκασε την τουρκική Στρατιά να συμπτυχθεί προς το Εσκί Σεχίρ.
Κατόπιν τούτου, η ελληνική Στρατιά ανέλαβε την καταδίωξη των τουρκικών
δυνάμεων, με το Γ΄ Σώμα Στρατού από την Κιουτάχεια προς Εσκί Σεχίρ, το A΄
Σώμα Στρατού προς Σουπ Εϋρέν και το Β΄ Σώμα Στρατού προς Σεϊντί Γαζή.
Στις 6/19 Ιουλίου το Γ΄ Σώμα Στρατού κατέλαβε το Εσκί Σεχίρ.
Η τουρκική ηγεσία40, προκειμένου να αποφύγει την κύκλωση των δυνάμεών
της, τις απέσυρε στη γραμμή Μπόζ Ντάγ-ανατολικά Εσκί Σεχίρ-Αλπανός-Σεϊντί
Γαζή. Στην περιοχή αυτή τα τουρκικά τμήματα, αφού ανασυγκροτήθηκαν, ετοι-
39
Στο ίδιο, 274
40
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μικρασιατική Εκστρατεία, Φ.367/Θ/1, Σήμα υπ’ αριθ. 4529 του Γ΄ Σώματος Στρατού της 6ης
Ιουλίου 1921 προς τον Βασιλιά και τη Στρατιά Μικράς Ασίας σχετικά με την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ, 38

Παρασημοφόρηση πολεμικής
σημαίας μετά την κατάληψη
του Εσκί Σεχίρ

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 73


μάστηκαν να εκτελέσουν αντεπίθεση εναντίον των ελληνικών
δυνάμεων41. Ο Ισμέτ πασάς, Διοικητής της τουρκικής Στρατιάς,
ήλπιζε να αιφνιδιάσει τον Ελληνικό Στρατό και εκτιμούσε ότι οι
Έλληνες είχαν καταπονηθεί από τους συνεχείς αγώνες και πορείες,
ότι η δύναμή τους είχε αισθητά ελαττωθεί εξαιτίας των απωλειών
και ότι ο ανεφοδιασμός τους ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, λόγω της
απομάκρυνσής τους από το κέντρο εφοδιασμού στο Ουσάκ. Το
τουρκικό σχέδιο προέβλεπε επίθεση νότια του Εσκί Σεχίρ, από το
Σεϊντί Γαζή μέχρι το Ακ Μπουνάρ, με σκοπό την ανατροπή των εκεί
ελληνικών δυνάμεων και την αποκοπή των συγκοινωνιών τους. Η
ενέργεια θα πραγματοποιείτο με 13 μεραρχίες Πεζικού, από τις
οποίες οι 9 στην πρώτη γραμμή και οι 4 στη δεύτερη. Συγχρόνως
με άλλη ενέργεια θα εκτελείτο επίθεση με 4 μεραρχίες Πεζικού
και 1 ταξιαρχία Ιππικού βόρεια από το Μπόζ Ντάγ, με σκοπό την
αποκοπή των συγκοινωνιών προς το Εσκί Σεχίρ. Οι τουρκικές δυ-
νάμεις είχαν κατανεμηθεί σε πέντε ομάδες μεραρχιών.
Η ελληνική Στρατιά ήταν παρατεταγμένη σε ολόκληρο το
μέτωπο με μεγάλη διασπορά των δυνάμεών της. Τα τρία Σώματα
Στρατού συνολικής δύναμης 8 μεραρχιών Πεζικού και 1 ταξιαρχίας
Ιππικού αντιμετώπισαν την τουρκική αντεπίθεση στις 8/21 Ιουλίου
1921 στην ευρύτερη περιοχή του Εσκί Σεχίρ. Ειδικότερα, οι ελλη-
νικές δυνάμεις αποτελούνταν από το Α΄ Σώμα Στρατού, με τις Ι, II
και ΧΙΙ Μεραρχίες και την Ταξιαρχία Ιππικού, το Β΄ Σώμα Στρατού,
με τις V και XIII Μεραρχίες, και το Γ΄ Σώμα Στρατού, με τις VII, ΙΧ
και Χ Μεραρχίες42. Η Διοίκηση της Στρατιάς στερούμενη πληρο-
φοριών θεώρησε ότι οι τουρκικές δυνάμεις που υποχωρούσαν
βρίσκονταν σε κατάσταση διάλυσης. Οι διαταγές της Διοίκησης
περιορίστηκαν σε μέτρα αποκοπής της υποχώρησης των Τούρκων,
καθώς δεν προέβλεψε τη δυνατότητα ανασύνταξης και ανάληψης
από αυτούς ευρείας αντεπίθεσης. Νωρίς το πρωί της 8ης Ιουλίου
το πρώτο τουρκικό επιθετικό κύμα αποτελούμενο από πέντε
μεραρχίες συγκρούστηκε με τις τρεις μεραρχίες του Α΄ Σώματος
Στρατού στα νότια του Εσκί Σεχίρ. Τα ελληνικά τμήματα αντέδρασαν άμεσα, χωρίς
να αιφνιδιαστούν, ανέκοψαν την τουρκική προέλαση και εκτέλεσαν αντεπίθεση με
πρωτοφανή ορμή. Η μάχη ήταν σφοδρότατη και διήρκησε ως αργά το απόγευμα.
Τα τουρκικά στρατεύματα υποχώρησαν με αταξία, αφού υπέστησαν βαριές απώ-
λειες σε νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους. Τα ελληνικά τμήματα καταδίωξαν
τις τουρκικές δυνάμεις μέχρι την περιοχή ανατολικά του Ακ Μπουνάρ, όπου και

41
Για τη μάχη του Εσκί Σεχίρ βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν (1919-1922). Επιχειρήσεις
Ιουνίου-Ιουλίου 1921 (στο εξής: Επιχειρήσεις Ιουνίου-Ιουλίου 1921), τόμος τέταρτος, Αθήναι 1964, 283-329
και ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία της Εκστρατείας στη Μικρά Ασία, 249-260
42
Για τη διάταξη των αντιπάλων το βράδυ της 7ης Ιουλίου βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επιχειρήσεις Ιουνίου-Ιουλίου 1921,
284-287

74 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ
ανακόπηκε η καταδίωξη εξαιτίας της έλευσης της νύχτας43. Το Γ΄ Σώμα Στρατού με
τρεις μεραρχίες αντιμετώπισε τις τουρκικές δυνάμεις που επιτέθηκαν βόρεια του
Εσκί Σεχίρ. Οι Τούρκοι, εξορμώντας από το πρωί της ίδιας ημέρας από το Μπόζ
Νταγ, με τέσσερις μεραρχίες, επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά εναντίον του ελληνικού
Σώματος Στρατού. Τα ελληνικά τμήματα, αφού αντιμετώπισαν την εχθρική επίθε-
ση με επιτυχία, εκτόξευσαν αντεπίθεση προς Μπόζ Νταγ. Οι τουρκικές δυνάμεις
αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν κάτω από την ελληνική πίεση. Οι μεραρχίες του
Γ΄ Σώματος Στρατού καταδίωξαν τις εχθρικές δυνάμεις και μέχρι το βράδυ κατέ-
λαβαν τη γραμμή Μπόζ Ντάγ-Γιουρούκ Καρατζά Βεράν.
43
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μικρασιατική Εκστρατεία, Φ.260/H/8, Απόσπασμα Ημερήσιας Διαταγής του Α΄ Σώματος
Στρατού της 10ης Ιουλίου 1921, 10-11

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 75


Το Β΄ Σώμα Στρατού αποτελούμενο από δύο μεραρχίες είχε σχεδιάσει για
τις 8 Ιουλίου να συνεχίσει την προέλασή του για την κατάληψη της γραμμής
Ακτσακαλή-Χαμιντιέ. Στην περιοχή οι Τούρκοι διέθεταν 2 μεραρχίες Πεζικού
και 2 μεραρχίες Ιππικού. Μετά από πεισματώδη αγώνα, με συνεχείς αντε-
πιθέσεις και από τις δύο πλευρές, τα τουρκικά τμήματα αναγκάστηκαν να
υποχωρήσουν. Οι ελληνικές δυνάμεις καταδίωξαν τα τουρκικά στρατεύματα
μέχρι το τελευταίο φως, φτάνοντας βόρεια της γραμμής Κιζίλ Τεπέ-Αβντάν-
Ντουζ Τεπέ.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας η γενική αντεπίθεση των Τούρκων στην ευρύτερη
περιοχή του Εσκί Σεχίρ όχι μόνο είχε αποτύχει τελείως αλλά και είχε καταλήξει
σε σπουδαία νίκη του Ελληνικού Στρατού. Καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας οι
Τούρκοι συνέχισαν την υποχώρησή τους προς την Άγκυρα, η οποία τελικά στα-
μάτησε μετά από ημέρες, όταν διήλθαν τον Σαγγάριο ποταμό. Η καταδίωξη του
Τουρκικού Στρατού δεν έγινε με συστηματικό τρόπο και ουσιαστικά διακόπηκε
στις 10 Ιουλίου, προκειμένου οι ελληνικές δυνάμεις να ανασυνταχθούν, να ανα-
παυθούν και να οργανώσουν τον εφοδιασμό τους44.
Η Μάχη του Εσκί Σεχίρ υπήρξε η σπουδαιότερη μέχρι τότε σύγκρουση στη
Μικρά Ασία, γιατί έγινε σε ανοικτό πεδίο και συμμετείχε το σύνολο των δυνάμε-
ων και των δύο αντιπάλων. Όμως η μη συστηματική καταδίωξη επέτρεψε στις
τουρκικές δυνάμεις να αποσυρθούν χωρίς να παγιδευτούν και στέρησε από τους
Έλληνες μια μοναδική ευκαιρία για να προξενήσουν δυσαναπλήρωτες απώλειες
στον εχθρό.
Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού κατά τη Μάχη του Εσκί Σεχίρ ανήλθαν σε
9 αξιωματικούς και 109 οπλίτες νεκρούς και σε 26 αξιωματικούς και 767 οπλίτες
τραυματίες. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν πολύ μεγαλύτερες, ενώ υπήρξε και
σημαντικός αριθμός αιχμαλώτων45. Πρέπει να τονιστεί ότι ο μεγάλος νικητής στη
Μάχη του Εσκί Σεχίρ ήταν ο Έλληνας μαχητής, ο οποίος επέδειξε απτόητο θάρρος,
άφθαστη ορμητικότητα και αξιοθαύμαστη καρτερία και υπομονή.

Η μαχη του Σαγγαριου (10/23 Αυγουστου-4/17 Σεπτεμβριου 1921)


Η ελληνική Στρατιά, μετά τη νικηφόρα εξέλιξη των επιχειρήσεων στην περι-
οχή της Κιουτάχειας, εδραιώθηκε στη γραμμή Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ. Ο
Τουρκικός Στρατός, αφού απέφυγε την κύκλωση στην Κιουτάχεια, υποχώρησε
ανατολικά του Σαγγαρίου ποταμού, προς την Άγκυρα. Στις 15/28 Ιουλίου 1921 το
ελληνικό πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια αποφάσισε τη συνέχιση των επιχει-
ρήσεων προς την Άγκυρα. Οι επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού θα διεξάγονταν

44
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μικρασιατική Εκστρατεία, Φ.367/Θ/1, Διαταγή Επιχειρήσεων της Στρατιάς Μικράς
Ασίας της 10ης Ιουλίου 1921, 38-42
45
Οι συγκεντρωτικές απώλειες της Στρατιάς στις 8/21 Ιουλίου προκύπτουν από το άθροισμα των απωλειών
των μεραρχιών. Οι απώλειες της ΧΙΙΙ Μεραρχίας ανέρχονταν σε περίπου σαράντα δύο αξιωματικούς και οπλίτες
που τέθηκαν εκτός μάχης, χωρίς όμως να διευκρινίζεται ο αριθμός των νεκρών και τραυματιών. Ομοίως και
για τις απώλειες της V Μεραρχίας, οι οποίες ανέρχονταν σε σαράντα εκτός μάχης, βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη
Ιστορία της Εκστρατείας στη Μικρά Ασία, 253-259. Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μικρασιατική Εκστρατεία, Φ.266/Γ/1,
Δελτίο Στρατιωτικής Κατάστασης του Β΄ Σώματος Στρατού της 9ης Ιουλίου 1921, 97

76 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Διέλευση τμημάτων από πλωτή
γέφυρα του Σαγγαρίου ποταμού
στο Καβουδζή-Κιοπρού

στο κεντρικό μικρασιατικό οροπέδιο, μια περιοχή που οριοθετείται από τα όρη
Ελμά Ντάγ και Τσιλέκ Νταγ και από τους ποταμούς Σαγγάριο και Γκεούκ.
Στον χώρο αυτόν η τουρκική Διοίκηση οργάνωσε τρεις διαδοχικές αμυντικές το-
ποθεσίες σε βάθος 25-30 χιλιομέτρων. Η πρώτη στη γραμμή Σαγγάριος-Καλέ Γκρότο,
η δεύτερη στη γραμμή Τσιλέκ Νταγ-Τσαλ Νταγ-Ελμά Νταγ και η τρίτη στη γραμμή
Τσιλέκ Νταγ-Σαριγκιόλ-Ελμά Νταγ. Η τουρκική οχύρωση περιλάμβανε ορύγματα,
χαρακώματα ενισχυμένα με συρματοπλέγματα, πρόχειρα πυροβολεία και θέσεις αυ-
τομάτων όπλων46. Η συνολική δύναμη της τουρκικής Στρατιάς Δυτικού Μετώπου, που
θα επάνδρωνε την αμυντική τοποθεσία, ανερχόταν σε 90.000 άνδρες. Συγκεκριμένα,
περιλάμβανε 16 μεραρχίες και 3 ανεξάρτητα συντάγματα Πεζικού, 4 μεραρχίες και
1 ταξιαρχία Ιππικού. Η αποστολή των τουρκικών δυνάμεων ήταν η σταθερή άμυνα
στην υπόψη περιοχή, με σκοπό την απαγόρευση της ελληνικής προέλασης προς την
Άγκυρα. Ταυτόχρονα, όταν οι συνθήκες θα το επέτρεπαν, θα εκτελούσαν αντεπιθέσεις
για την απώθηση των ελληνικών δυνάμεων στην Αλμυρά έρημο.
Το ελληνικό σχέδιο επιχειρήσεων καθόριζε ως γενικό σκοπό την καταστροφή
των τουρκικών δυνάμεων ανατολικά του Σαγγαρίου ποταμού και στη συνέχεια
την κατάληψη της Άγκυρας. Η ελληνική Στρατιά θα προέλαυνε με τρία σώματα
Στρατού συνολικής δύναμης 120.000 ανδρών. Συγκεκριμένα, στις επιχειρήσεις προς
Άγκυρα η Στρατιά θα ενεργούσε επιθετικά με 9 μεραρχίες και 1 σύνταγμα Πεζικού,
1 ταξιαρχία Ιππικού, 2 συντάγματα Πυροβολικού και 3 μοίρες αεροπλάνων47.
Το πρωί της 1ης/14ης Αυγούστου άρχισε η ελληνική προέλαση προς τον Σαγγάριο,
με το Γ΄ Σώμα Στρατού κατά μήκος του ποταμού Πουρσάκ, το Α΄ Σώμα Στρατού
δεξιότερα μέχρι τον νότιο κλάδο του Σαγγαρίου και το Β΄ Σώμα Στρατού πιο νότια,
παράλληλα προς τον Σαγγάριο ποταμό. Μέχρι τις 8 Αυγούστου η ελληνική Στρατιά
κατάφερε να διαβεί τον Σαγγάριο ποταμό και να στραφεί βορειοανατολικά.
Στις 10 Αυγούστου το πρωί άρχισε η ελληνική επίθεση με τα Α΄ και Γ΄ Σώματα
46
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία της Εκστρατείας στη Μικρά Ασία, 277-278
47
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μικρασιατική Εκστρατεία, Φ.367/Θ/6, Διαταγή Επιχειρήσεων της Στρατιάς Μικράς
Ασίας της 28ης Ιουλίου 1921

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 77


Στρατού, με σκοπό τη διάρρηξη του τουρκικού μετώπου στην περιοχή Ινλάρ
Κατραντζί-Ιλιτζά. Παράλληλα, το Β΄ Σώμα Στρατού θα εκτελούσε υπερκερωτικό
ελιγμό προς το αριστερό πλευρό της αμυντικής τοποθεσίας.
Από τις 11 έως τις 14 Αυγούστου ακολούθησαν σκληρότατοι αγώνες σε όλη την
έκταση του μετώπου, με μεγάλες απώλειες και από τις δύο πλευρές. Το Α΄ Σώμα
Στρατού κατάφερε να διασπάσει την εχθρική τοποθεσία στο Ταμπούρ Ογλού. Το Γ΄
Σώμα Στρατού καθηλώθηκε μπροστά από τη Σαπάντζα, λόγω της σθεναρής αντί-
στασης των τουρκικών τμημάτων και της ισχυρότατης οργάνωσης της τοποθεσίας,
ενώ το Β΄ Σώμα Στρατού κατάφερε να καταλάβει τα περισσότερα υψώματα του Καλέ
Γκρότο, χωρίς όμως να επιτύχει την υπερκέραση της αμυντικής τοποθεσίας.
Στις 16 Αυγούστου εκδηλώθηκε γενική επίθεση και από τα τρία ελληνικά
Σώματα Στρατού. Το Α΄ Σώμα Στρατού με διαδοχικές εφόδους προχώρησε

78 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ
προς τις πλαγιές του Αρντίζ Ντάγ, το Γ΄ Σώμα Στρατού, μετά από σκληρό
αγώνα σώμα με σώμα, κατάφερε να διασπάσει το μέτωπο στη Σαπάντζα και
να υποχρεώσει τα τουρκικά αμυνόμενα τμήματα σε υποχώρηση και το Β΄
Σώμα Στρατού κατέλαβε το Καλέ Γκρότο και το διατήρησε παρά τις συνεχείς
αντεπιθέσεις των Τούρκων 48. Μέχρι τις 22 Αυγούστου η ελληνική Στρατιά
κατάφερε να διασπάσει την αμυντική τοποθεσία και να καταλάβει τη γραμμή
Καρά Ντάγ-Κορσακλί-Τσάλ Νταγ-Αρντίζ Νταγ-Καλέ Γκρότο. Τα προβλήματα
όμως που αντιμετώπιζε πλέον ήταν σοβαρά. Η καταπόνηση των τμημάτων
και η αδυναμία αντικατάστασής τους, λόγω έλλειψης εφεδρειών, οι μεγάλες
48
Για τις επιθετικές ενέργειες των τριών Σωμάτων Στρατού στις 16 Αυγούστου 1921 βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η
Εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν (1919-1922). Επιχειρήσεις προς Άγκυραν 1921 (στο εξής: Επιχειρήσεις προς Άγκυραν
1921), τόμος πέμπτος, μέρος πρώτον, Αθήναι 1965, 145-149, 169-174, 213-220

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 79


απώλειες, καθώς και τα προβλήματα σιτισμού, λόγω δυσχερειών ανεφοδι-
ασμού, οδήγησαν στην πτώση του ηθικού των Ελλήνων μαχητών. Από τις
24 Αυγούστου η ελληνική Διοίκηση αποφάσισε τη διακοπή των επιθετικών
επιχειρήσεων και τη μετάπτωση της Στρατιάς σε άμυνα, καθώς οι προβλέψεις
της για συνέχιση της επίθεσης προς την Άγκυρα ήταν ιδιαίτερα δυσοίωνες. Τα
ελληνικά Σώματα Στρατού ασχολήθηκαν με την ανασύνταξη, τον ανεφοδιασμό
και την αμυντική οργάνωση των τομέων τους49.
Η τουρκική Στρατιά Δυτικού Μετώπου, από τις 25 Αυγούστου, άρχισε να
αναπτύσσει επιθετική δραστηριότητα σε ολόκληρο το μέτωπο. Η τουρκική
αντεπίθεση, η οποία συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση έως τις 29 Αυγούστου,
αποκρούστηκε με επιτυχία από τις ελληνικές δυνάμεις, προκαλώντας όμως
μεγάλες απώλειες. Η ευνοϊκή αυτή εξέλιξη δε μετέβαλε τις αντιλήψεις της ελλη-
νικής Διοίκησης για πλήρη διακοπή των επιχειρήσεων. Το απόγευμα της 29ης
Αυγούστου διέταξε τη διακοπή των επιχειρήσεων, τη διάβαση του Σαγγαρίου και
την υποχώρηση στη δυτική όχθη του ποταμού με τελικό προορισμό τις αρχικές
θέσεις εξορμήσεώς της ανατολικά του Εσκί Σεχίρ50. Η απαγκίστρωση των ελληνι-
κών δυνάμεων πραγματοποιήθηκε με επιτυχία. Μέχρι την 1η/14η Σεπτεμβρίου
τα ελληνικά τμήματα πέρασαν τον Σαγγάριο και οργανώθηκαν στη δυτική όχθη
του. Η σύμπτυξη πραγματοποιήθηκε κάτω από δυσχερείς συνθήκες, καθώς οι
τουρκικές αντεπιθέσεις ήταν συνεχείς.
Το διάστημα από 2 έως 3 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι ανέπτυξαν ιδιαίτερη επιθετι-
κή δραστηριότητα εναντίον των ελληνικών δυνάμεων που αμύνονταν στη δυτική
όχθη του Σαγγαρίου. Από το βράδυ της 4ης Σεπτεμβρίου άρχισε η σύμπτυξη της
ελληνικής Στρατιάς ακόμα δυτικότερα με πρόθεση να εγκατασταθεί στη γραμμή
Νταγκτζιλάρ-Τσεβισλί, ανατολικά του Εσκί Σεχίρ51.
Οι απώλειες της Στρατιάς Μικράς Ασίας στη Μάχη του Σαγγαρίου ανήλθαν σε
208 αξιωματικούς και 3.469 οπλίτες νεκρούς και σε 713 αξιωματικούς και 18.156
οπλίτες τραυματίες. Επίσης, υπήρχαν και 354 οπλίτες αγνοούμενοι52.
Η Μάχη του Σαγγαρίου σήμανε το τέλος των επιθετικών επιχειρήσεων για τη
Στρατιά Μικράς Ασίας. Ο Ελληνικός Στρατός αναγκάστηκε να διακόψει την επιθε-
τική του προσπάθεια προς την Άγκυρα και να συμπτυχθεί δυτικά του Σαγγαρίου,
εξαιτίας της έλλειψης εφεδρειών και των δυσεπίλυτων προβλημάτων ανεφοδια-
σμού και συντήρησης. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την πτώση του ηθικού
του και κυρίως την αρνητική στάση των Συμμάχων, είχαν ως συνέπεια τη διάσπαση
των δυνάμεων, την απόφαση για εκκένωση της Μικράς Ασίας και την καταστροφή
που επακολούθησε.

49
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μικρασιατική Εκστρατεία Φ.367/ΣΤ/1, Διαταγή Επιχειρήσεων της Στρατιάς Μικράς
Ασίας της 24ης Αυγούστου 1921
50
Για τις επιθετικές ενέργειες της τουρκικής Στρατιάς από τις 25 Αυγούστου 1921 βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επιχειρήσεις
προς Άγκυραν 1921, τόμος πέμπτος, μέρος δεύτερον, 24-61
51
Στο ίδιο, 82-103
52
Στο ίδιο, 178. Επισημαίνεται ότι στο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επιχειρήσεις προς Άγκυραν 1921, τόμος πέμπτος, μέρος δεύ-
τερον, από τις απώλειες του πίνακα της σ. 178 έχουν αφαιρεθεί οι απώλειες κατά τη Μάχη του Αφιόν Καραχισάρ
που αναφέρονται στη σ. 154 του ίδιου

80 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Η μαχη της Πινδου (28 Οκτωβριου-13 Νοεμβριου 1940)
Οι ελληνικές δυνάμεις που αμύνονταν στην Πίνδο ήταν το Απόσπασμα Πίνδου,
υπό τον Συνταγματάρχη Πεζικού Κωνσταντίνο Δαβάκη. Το Απόσπασμα αποτελείτο
από το 51ο Σύνταγμα Πεζικού, έναν λόχο προκαλύψεως, έναν ουλαμό Ιππικού,
έναν λόχο Ημιονηγών, μία διμοιρία Διαβιβάσεων, μία ορειβατική πυροβολαρχία
των 75 χιλ. και έναν ουλαμό Πυροβολικού των 65 χιλ., συνολικής δύναμης περίπου
2.000 ανδρών. Αποστολή του ήταν η άμυνα στη γραμμή Σμόλικας-χωριό Μόλιστα-
ύψωμα Καστάνιανης-χωριό Οξυά-ύψωμα Κιάφα-ύψωμα Καταφύκι, με σκοπό την
απαγόρευση των ορεινών διαβάσεων της Πίνδου που οδηγούσαν από τα δυτικά
προς τα ανατολικά και την εξασφάλιση συνδέσμου μεταξύ των ελληνικών τμημά-
των που δρούσαν στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία.
Οι Ιταλοί έναντι του Αποσπάσματος Πίνδου παρέταξαν την 3η Μεραρχία Αλπινιστών
«Τζούλια», συνολικής δύναμης περίπου 10.800 ανδρών. Αποστολή της ήταν να κινηθεί
διαμέσου των ορεινών διαβάσεων της Πίνδου προς το Μέτσοβο και να αποκόψει την
οδό διαφυγής των ελληνικών τμημάτων της Ηπείρου προς τα ανατολικά53.
Η ιταλική επίθεση στην Πίνδο εκδηλώθηκε στις 05.00 της 28ης Οκτωβρίου
1940, με κύρια προσπάθεια στον κεντρικό τομέα της αμυντικής τοποθεσίας. Τα
ελληνικά τμήματα στον τομέα αυτόν αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν το από-
γευμα στη γραμμή Πάτωμα-Μούκα-Επάνω Αρένα. Τα τμήματα στον αριστερό
και δεξιό τομέα διατήρησαν τις θέσεις τους. Τις επόμενες δύο ημέρες, η ιταλική
επίθεση συνεχίστηκε με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Το Απόσπασμα Πίνδου, μετά
από σκληρό αγώνα, κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες και απέναντι σε έναν
53
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941 (Επιχειρήσεις Στρατού
Ξηράς) (στο εξής: Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου), Αθήνα 1985, 52-53

Παρακολούθηση κινήσεως
του εχθρού

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 81


πολυπληθέστερο αντίπαλο, αναγκάστηκε να συμπτυχθεί στη γραμμή Σαμαρίνα-
Κούτσουρο-Τσούκα54.
Το Γενικό Στρατηγείο, λόγω της δυσμενούς εξέλιξης των επιχειρήσεων στον
τομέα της Πίνδου, διέταξε την Ι Μεραρχία να ενισχύσει την προσπάθεια τού
Αποσπάσματος Πίνδου. Η Μεραρχία προωθήθηκε στο Επταχώρι και αφού ανα-
συγκρότησε τα αμυνόμενα τμήματα ανέλαβε να εκτελέσει αντεπίθεση για την
ανακατάληψη των εδαφών55.
Την 1η Νοεμβρίου, στις 07.30, εκδηλώθηκε η ελληνική αντεπίθεση εναντίον
του αριστερού πλευρού της Μεραρχίας «Τζούλια». Μέχρι το βράδυ είχαν καταλη-
φθεί τα χωριά Κάντζικο και Λυκορράχη. Η επιθετική ενέργεια ήταν περιορισμένη,
κατάφερε όμως να σταθεροποιήσει το μέτωπο και να αναπτερώσει το ηθικό των
ανδρών. Την επομένη οι αλπινιστές, αδιαφορώντας για την κάλυψη του αριστερού
τους πλευρού, συνέχισαν την κίνησή τους προς νότο και κατέλαβαν τα χωριά
Σαμαρίνα και Δίστρατο.
Στις 2 και 3 Νοεμβρίου η Ι Μεραρχία κατέλαβε το ύψωμα Ταμπούρι και το
χωριό Φούρκα, αποκόπτοντας, έτσι, τα ιταλικά τμήματα που είχαν προελάσει
νότια. Το απόγευμα της 3ης Νοεμβρίου η Ταξιαρχία Ιππικού, που είχε προωθηθεί,
ανακατέλαβε τη Σαμαρίνα.
Από τις 4 έως τις 6 Νοεμβρίου η επίθεση της Ι Μεραρχίας, ενισχυόμενη πλέον και από
τη Μεραρχία Ιππικού, συνεχίστηκε με μεγαλύτερη ακόμα ορμή. Η επίλεκτη Μεραρχία
«Τζούλια» είχε αρχίσει να υποχωρεί, ενώ ένα μεγάλο τμήμα της κινδύνευε να αποκοπεί
στο Δίστρατο. Χρειάστηκε η επέμβαση της 47ης Μεραρχίας «Μπάρι», η οποία εξασφάλισε
τις διαβάσεις του Σμόλικα, προκειμένου να διαφύγουν τα υπολείμματα της Μεραρχίας
«Τζούλια». Τις επόμενες ημέρες οι Ιταλοί υποχώρησαν προς την Κόνιτσα. Η ελληνική
προέλαση συνεχίστηκε μέχρι τις 13 Νοεμβρίου, οπότε ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση
της αμυντικής γραμμής τού τομέα της Πίνδου, από τον Σμόλικα μέχρι τον Γράμμο56.
Η ελληνική νίκη στη μάχη της Πίνδου απέτρεψε τον κίνδυνο διαχωρισμού
των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονταν στην Ήπειρο από εκείνες στη δυτική
Μακεδονία. Παράλληλα, η νίκη αυτή εναντίον επίλεκτων μονάδων του Ιταλικού
Στρατού συνέβαλε, αφενός, στην εξύψωση του ηθικού των Ελλήνων και, αφετέρου,
επέδρασε δυσμενώς στο ηθικό του αντιπάλου. Θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα η
συμβολή των κατοίκων της περιοχής στη μάχη της Πίνδου. Άνδρες και γυναίκες
βοήθησαν με αυτοθυσία τα μαχόμενα ελληνικά τμήματα, μεταφέροντας πυρομα-
χικά, τρόφιμα και άλλα εφόδια στην πρώτη γραμμή του μετώπου.
Οι απώλειες των ελληνικών δυνάμεων κατά τη μάχη αυτή ήταν σημαντικές
τόσο σε νεκρούς όσο και σε τραυματίες αξιωματικούς και οπλίτες.

54
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.668/Α/2, Συνοπτική Έκθεση Πεπραγμένων του Αποσπάσματος
Πίνδου από 31 Οκτωβρίου μέχρι 2 Νοεμβρίου 1940 του Συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Δαβάκη της 15ης
Ιανουαρίου 1941
55
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.623/Α/23, Διαταγή του Αρχιστρατήγου Αλέξανδρου Παπάγου
της 30ής Οκτωβρίου 1940 προς το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ)
56
Για τη συντριβή της 3ης Μεραρχίας «Τζούλια» στην Πίνδο βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον
Παγκόσμιον Πόλεμον. Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Η Ιταλική Εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 13 Νοεμβρίου
1940) (στο εξής: Η Ιταλική Εισβολή), Αθήναι 1960, 172-203

82 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Η μαχη Ελαιας-Καλαμα (2-8 Νοεμβριου 1940)
Στον τομέα της Ηπείρου, την άμυνα επί της ελληνοαλβανικής μεθορίου είχε ανα-
λάβει η VIII Μεραρχία, κατάλληλα ενισχυμένη, υπό τον Υποστράτηγο Χαράλαμπο
Κατσιμήτρο, συνολικής δύναμης 35.000 ανδρών. Αποστολή της Μεραρχίας

Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 83


ήταν η απαγόρευση των οδεύσεων που οδηγούσαν από την Ήπειρο προς την
Αιτωλοακαρνανία και η κάλυψη του Θεάτρου Επιχειρήσεων Δυτικής Μακεδονίας
από την κατεύθυνση Ιωάννινα-Μέτσοβο. Η VIII Μεραρχία θα έπρεπε να αναχαιτίσει
την ιταλική προέλαση στην περιοχή Ελαίας-Καλαμά ή στη γραμμή του Αράχθου
ποταμού57. Για την εκπλήρωση της αποστολής, ο Κατσιμήτρος είχε κατανείμει τις
δυνάμεις του σε τρεις κύριους τομείς: Νεγράδων, Καλαμά και Θεσπρωτίας.
Έναντι των ελληνικών δυνάμεων στην Ήπειρο είχε αναπτυχθεί το 25ο Σώμα
Στρατού Τσαμουριάς, υπό τον Στρατηγό Κάρλο Ρόσσι (Carlo Rossi). Στον τομέα
Νεγράδων θα ενεργούσε η 23η Μεραρχία «Φερράρα» ενισχυμένη με άρματα μά-
χης της 131ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας «Κενταύρων». Στον τομέα Καλαμά θα
ενεργούσε η 51η Μεραρχία «Σιένα» και στον τομέα Θεσπρωτίας θα ενεργούσε η
Μεραρχία Ιππικού, ενισχυμένη με μονάδες πεζικού και πυροβολικού. Η συνολική
δύναμη του ιταλικού Σώματος Στρατού υπολογιζόταν σε περίπου 42.000 άνδρες.
Το ιταλικό σχέδιο επιχειρήσεων προέβλεπε κατά τις πρώτες τέσσερις ημέρες την
κατάληψη του κόμβου Ελαίας, με μετωπική επίθεση, από τις Μεραρχίες της κυρίας
προσπάθειας, «Φερράρα» και «Κενταύρων», εναντίον του τομέα Νεγράδων. Την
επιθετική προσπάθεια θα υποστήριζε η Μεραρχία «Σιένα», η οποία θα ενεργούσε
στη γενική κατεύθυνση Δελβίνο-Φιλιάτες και στη συνέχεια θα προέλαυνε προς
τα Ιωάννινα. Στον τομέα Θεσπρωτίας η Μεραρχία Ιππικού θα προέλαυνε στον
παραλιακό άξονα Κονίσπολη-Ηγουμενίτσα-Πρέβεζα. Η όλη προσπάθεια θα υπο-
στηριζόταν από ισχυρές αεροπορικές δυνάμεις58.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, στις 05.30, οι ιταλικές δυνάμεις εξαπέλυσαν επίθεση
σε ολόκληρο το μέτωπο της Ηπείρου. Τα ελληνικά τμήματα προκαλύψεως, αφού
πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση, άρχισαν να συμπτύσσονται προς τις προκαθορι-
σμένες θέσεις, επιβραδύνοντας τον εχθρό σύμφωνα με το σχέδιο. Η σύμπτυξη
διήρκησε δύο ημέρες, ώσπου τα τμήματα προκαλύψεως εγκαταστάθηκαν στην
κύρια αμυντική τοποθεσία Καλαμά-Ελαία-Γκραμπάλα-Ύψωμα Κλέφτης59.
Στις 2 Νοεμβρίου, στις 09.00, ξεκίνησε η κύρια επίθεση των Ιταλών κατά της τοπο-
θεσίας Ελαίας-Καλαμά. Μέχρι το μεσημέρι, οι Ιταλοί περιορίστηκαν σε αεροπορικούς
βομβαρδισμούς και σε βολές πυροβολικού. Στις 15.00 η Μεραρχία «Φερράρα»
εκτόξευσε την κύρια επίθεσή της στην τοποθεσία Ελαία, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Τα εύστοχα πυρά του ελληνικού πυροβολικού προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στην
ιταλική Μεραρχία60. Στις 3 Νοεμβρίου η ιταλική επίθεση ξεκίνησε πάλι με βολές πυ-
ροβολικού και συνεχίστηκε με αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Η ιταλική Αεροπορία
βομβάρδισε κυρίως τον τομέα Νεγράδων. Στις 16.00 οι Ιταλοί εξαπέλυσαν νέα επίθε-
ση κατά του λόφου Καλπακίου με άρματα μάχης πλαισιωμένα από μοτοσικλετιστές.

57
Για το σχέδιο αμυντικού ελιγμού ΙΒβ της VIII Μεραρχίας βλ. Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος,
Φ.760/ΙΘ/3, Σχέδιο Αμυντικού Ελιγμού ΙΒβ της VIII Μεραρχίας της 23ης Σεπτεμβρίου 1940. Επίσης βλ.
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Ιταλική Εισβολή, παράρτ. 9, 293-296
58
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου, 34-35
59
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.692/Α/1, Έκθεση της πολεμικής δράσης της VIII Μεραρχίας
από 28 Οκτωβρίου έως 7 Δεκεμβρίου 1940 του Υποστρατήγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου της 14ης
Δεκεμβρίου 1941, 15-22
60
Στο ίδιο, 22-23

84 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Τα ελληνικά τμήματα, με τη βοήθεια του πυροβολικού και των αντιαρματικών κω-
λυμάτων, παρ’ όλο που αντιμετώπιζαν τεθωρακισμένα για πρώτη φορά, κατάφεραν
να αποκρούσουν την ιταλική επίθεση, διατηρώντας ακέραιες τις θέσεις τους. Στις
4 Νοεμβρίου οι Ιταλοί περιορίστηκαν σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς και βολές
πυροβολικού σε ολόκληρο το μέτωπο και ταυτόχρονα προετοίμασαν τις δυνάμεις
τους για γενική επίθεση την επομένη. Στις 5 Νοεμβρίου, στις 14.30, οι Ιταλοί, με με-
γάλες δυνάμεις πεζικού και άρματα μάχης, εξαπέλυσαν τη γενική τους επίθεση, με
την υποστήριξη της αεροπορίας και του πυροβολικού. Τα ελληνικά τμήματα, παρά
τη σφοδρότητα της εχθρικής επίθεσης, κατάφεραν να αποκρούσουν τους Ιταλούς
και να τους προκαλέσουν σοβαρές απώλειες. Η ιταλική επίθεση συνεχίστηκε μέχρι
τις 8 Νοεμβρίου, κυρίως κατά της τοποθεσίας Ελαίας, χωρίς όμως να επιφέρει κα-
νένα αποτέλεσμα. Από τις 9 Νοεμβρίου οι Ιταλοί στον τομέα Νεγράδων μετέπεσαν
σε κατάσταση άμυνας, ενώ στον τομέα Θεσπρωτίας άρχισαν να συμπτύσσονται61.
Οι απώλειες της VIII Μεραρχίας για το διάστημα από 1 έως 5 Νοεμβρίου ανήλθαν
σε 3 αξιωματικούς και 57 οπλίτες νεκρούς και σε 5 αξιωματικούς και 203 οπλίτες
τραυματίες62. Η VIII Μεραρχία κατάφερε, μετά από 12ήμερο ουσιαστικά αμυντικό
αγώνα στην Ήπειρο, να συγκρατήσει προ της τοποθεσίας Ελαίας-Καλαμά το 25ο
Ιταλικό Σώμα Στρατού. Προκάλεσε τόσες φθορές, ηθικές και υλικές, στις επίλεκτες
ιταλικές μεραρχίες, που τις ανάγκασε να αναστείλουν τις επιθετικές επιχειρήσεις και
να μεταπέσουν σε κατάσταση άμυνας εν αναμονή ενισχύσεων.

Η ιταλικη Εαρινη Επιθεση (9-15 Μαρτιου 1941)


Η Εαρινή Επίθεση, σύμφωνα με το ιταλικό σχέδιο, θα άρχιζε στις 9 Μαρτίου
1941 και θα εκδηλωνόταν σε περιορισμένο μέτωπο, μεταξύ των ποταμών Αώου
και Άψου, στη γενική κατεύθυνση Γκλάβα-Μπούμπεσι. Αντικειμενικός σκοπός τής
επίθεσης ήταν η διάνοιξη της κοιλάδας του Ντεσνίτσα ποταμού, η προέλαση των
ιταλικών δυνάμεων διαμέσου της κοιλάδας του Αώου προς Πρεμετή-Λεσκοβίκι-
Μέρτζανη και την περιοχή της Ερσέκας, για να διαχωρίσουν το βόρειο από το
νότιο μέτωπο και να καταλάβουν τελικά τα Ιωάννινα63.
Η όλη επιχείρηση ανατέθηκε στην 11η Στρατιά, υπό τον Στρατηγό Κάρλο
Τζελόζο (Carlo Geloso), η οποία διέθετε 9 μεραρχίες Πεζικού και 1 τεθωρακισμένη
μεραρχία64. Το αποτέλεσμα θα επιδιωκόταν με μετωπική επίθεση σε συνδυασμό
με τοπικές υπερκερωτικές ενέργειες που θα εκδηλώνονταν αμέσως μετά τη δη-
μιουργία ρήγματος στην ελληνική αμυντική τοποθεσία.

61
Στο ίδιο, 33
62
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου, 51
63
Για το σχέδιο ενεργείας των Ιταλών βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον.
Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Χειμεριναί Επιχειρήσεις - Ιταλική Επίθεσις Μαρτίου (7 Ιανουαρίου-26 Μαρτίου
1941) (στο εξής: Χειμεριναί Επιχειρήσεις), Αθήναι 1966, 110-111
64
Σε πρώτο κλιμάκιο οι Ιταλοί διέθεταν την 22η Μεραρχία «Κυνηγοί των Άλπεων», την 59η Μεραρχία «Κάλιαρι»,
την 38η Μεραρχία «Πούλιε», την 24η Μεραρχία «Πινερόλο», τη 2η Μεραρχία «Σφορτσέσκα» και δύο τάγματα
Μελανοχιτώνων. Σε δεύτερο κλιμάκιο διέθεταν την 51η Μεραρχία «Σιένα», την 47η Μεραρχία «Μπάρι» και
την 7η Μεραρχία «Λύκοι της Τοσκάνης». Τέλος, ως εφεδρεία τέθηκαν η 29η Μεραρχία «Πιεμόντε» και η 131η
Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Κενταύρων». Οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν στην Εαρινή Επίθεση ό,τι καλύτερο
διέθεταν, βλ. στο ίδιο, 112

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 85


Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ
Απέναντι από τις ιταλικές δυνάμεις αμυνόταν το Β΄ Σώμα Στρατού με έξι με-
ραρχίες Πεζικού65. Οι ελληνικές δυνάμεις δε βρέθηκαν απροετοίμαστες για την
αντιμετώπιση της ιταλικής επίθεσης. Οι ιταλικές προετοιμασίες είχαν γίνει αντιλη-
πτές και το Γενικό Στρατηγείο είχε διατάξει το Β΄ Σώμα Στρατού να εγκατασταθεί
αμυντικά μεταξύ Αώου και Άψου ποταμού66.
Στις 9 Μαρτίου, στις 06.30, εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση με βολές πυροβολικού
και αεροπορικούς βομβαρδισμούς, κυρίως εναντίον του τομέα της Ι Μεραρχίας, από
την Τρεμπεσίνα έως το Μπούμπεσι. Η πυκνότητα των πυρών ήταν τόσο μεγάλη, που
τα Υψώματα 717 και 731 ανασκάφτηκαν και τα πάντα εξαρθρώθηκαν. Ακολούθησαν
αλλεπάλληλες επιθέσεις με τμήματα πεζικού καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, χωρίς
όμως κανένα αποτέλεσμα. Την ίδια τύχη είχαν οι ιταλικές επιθέσεις και στο υπόλοιπο
μέτωπο και έτσι το Β΄ Σώμα Στρατού διατήρησε αρραγή την αμυντική του γραμμή67.
65
Σε πρώτο κλιμάκιο είχαν εγκατασταθεί αμυντικά οι ΧVII, V, I, XV και XI Μεραρχίες. Επίσης, στην περιοχή
Λίμπχοβα παρέμενε η IV Μεραρχία, προς διάθεση του Β΄ Σώματος Στρατού, βλ. στο ίδιο, 111-112
66
Συνοπτική περιγραφή της Εαρινής Επίθεσης στο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και
Ελληνογερμανικού Πολέμου, 132-143
67
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.634/Α/1β, Έκθεση Πεπραγμένων του Τμήματος Στρατιάς
Ηπείρου κατά τον Πόλεμο 1940-1941, 48-49

86 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Η ιταλική επίθεση συνεχίστηκε επί τέσσερις ημέρες, με αμείωτη σφοδρότητα και
με μεγάλες απώλειες τόσο για τους επιτιθέμενους όσο και για τους αμυνόμενους.
Οι βολές του ιταλικού πυροβολικού δε σταματούσαν ούτε κατά τη διάρκεια της
νύχτας, ενώ η ιταλική Αεροπορία πραγματοποιούσε πλήθος βομβαρδισμών σε όλο
το μήκος του μετώπου.
Οι Έλληνες μαχητές δεν παραχώρησαν σπιθαμή εδάφους και πολεμώντας πολ-
λές φορές σώμα με σώμα απέκρουσαν όλες τις επιθέσεις του ιταλικού πεζικού. Τα
κυριότερα χαρακτηριστικά της ελληνικής αντίδρασης ήταν η ενεργητική άμυνα,
υλοποιούμενη με άμεσες ή προπαρασκευασμένες αντεπιθέσεις, η συνδυασμένη
και αποτελεσματική χρησιμοποίηση των πυρών πυροβολικού και πεζικού, καθώς
και το υψηλό ηθικό του προσωπικού.
Ο ίδιος ο Μουσολίνι, στις 12 Μαρτίου, βλέποντας ότι η Εαρινή Επίθεση οδηγείτο
σε αποτυχία, διέταξε τη συνέχισή της με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις. Η υποστήριξη
της επιθετικής ενέργειας θα γινόταν από το σύνολο της ιταλικής Αεροπορίας και υπο-
λογίζεται ότι χρησιμοποιήθηκαν περί τα 400 αεροπλάνα68. Την επομένη, 13 Μαρτίου,
εκδηλώθηκε ισχυρότατη επίθεση, αφού προηγήθηκε καταιγισμός αεροπορικών
βομβαρδισμών και βολών πυροβολικού. Η κύρια επίθεση των Ιταλών εκδηλώθηκε
πάλι εναντίον του τομέα της Ι Μεραρχίας, χωρίς όμως επιτυχία. Οι ιταλικές μεραρ-
χίες επιτίθεντο επί δύο ημέρες με αμείωτη ένταση, χωρίς όμως να καταφέρουν να
διασπάσουν την ελληνική αμυντική τοποθεσία. Τα ελληνικά τμήματα αμύνονταν με
πείσμα σε ολόκληρο το μέτωπο, διατηρώντας πάντα ακέραιες τις θέσεις τους69. Από
τις 15 Μαρτίου η ιταλική ηγεσία αποφάσισε τη βαθμιαία αναστολή των επιχειρήσεων,
68
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Χειμεριναί Επιχειρήσεις, 164
69
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.634/Α/1β, Έκθεση Πεπραγμένων του Τμήματος Στρατιάς
Ηπείρου κατά τον Πόλεμο 1940-1941, 51-53

Στοιχείο αντιαεροπορικού
πυροβόλου σε δράση

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 87


ένδειξη ότι η περιβόητη Εαρινή Επίθεση είχε αποτύχει. Στο επόμενο διάστημα οι
ιταλικές επιθέσεις άρχισαν να ατονούν, ώσπου διακόπηκαν στις 26 Μαρτίου.
Οι απώλειες των ελληνικών τμημάτων που απέκρουσαν την ιταλική Εαρινή
Επίθεση ανήλθαν σε 47 αξιωματικούς και 1.196 οπλίτες νεκρούς, και σε 144
αξιωματικούς και 3.872 οπλίτες τραυματίες. Οι απώλειες των ιταλικών δυνάμεων
υπολογίζονται σε 11.800 νεκρούς και τραυματίες70.
Ο Ελληνικός Στρατός είχε καταφέρει να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις πολυπληθέ-
στερες επίλεκτες ιταλικές δυνάμεις και να διατηρήσει αρραγές το μέτωπό του. Η κα-
τίσχυση των ελληνικών όπλων ήταν απόρροια της σωστής και μεθοδικής εφαρμογής
των σχεδίων και του ακμαιότατου ηθικού που χαρακτήριζε τους Έλληνες μαχητές.
70
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Χειμεριναί Επιχειρήσεις, 160

Βαρύ πυροβόλο βάλλει εναντίον


ιταλικών θέσεων
στην περιοχή Πόγραδετς

88 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Η μαχη των Οχυρων (6-9 Απριλιου 1941)
Η επίθεση των Γερμανών εναντίον της Ελλάδας στις 6 Απριλίου 1941 έφερε
την κωδική ονομασία «Μαρίτα». Αντικειμενικός σκοπός της επιχείρησης ήταν
η κατάληψη της βόρειας ακτής του Αιγαίου και του κόλπου της Θεσσαλονίκης,
με ετοιμότητα συνέχισης προς τα νότια, για την κατάληψη ολόκληρης της
Ελλάδας 71. Την επιχείρηση ανέλαβε η 12η Στρατιά, αποτελούμενη από τρία
σώματα Στρατού, υπό τον Στρατάρχη Βίλχελμ φον Λίστ.
Το 40ό Τεθωρακισμένο Σώμα Στρατού αρχικά θα καταλάμβανε τη νότιο
Γιουγκοσλαβία και στη συνέχεια θα προέλαυνε στον άξονα Μοναστήρι-Φλώρινα-
Γρεβενά, προκειμένου να απειλήσει τις ελληνικές δυνάμεις του μετώπου της
Βορείου Ηπείρου και τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις στο Βέρμιο από τα νώτα. Το
18ο Ορεινό Σώμα Στρατού θα αναλάμβανε τη διάσπαση της Γραμμής «Μεταξά»,
με σκοπό την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και την απομόνωση ολόκληρης της
ανατολικής Μακεδονίας. Το 30ό Σώμα Στρατού θα καταλάμβανε τη Δυτική
Θράκη και τα νησιά του Βορείου Αιγαίου. Η όλη επιχείρηση θα υποστηριζόταν
από ισχυρότατες αεροπορικές δυνάμεις −περίπου 1.000 αεροπλάνα72.
Στην οχυρωμένη τοποθεσία Μπέλες-Νέστος είχε αναπτυχθεί το ΤΣΑΜ, υπό
τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, το οποίο διέθετε τις XVIII, XIV
και VII Μεραρχίες Πεζικού, την ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία, την Ταξιαρχία
Νέστου, την Ταξιαρχία Έβρου και το Απόσπασμα Κρουσίων. Αποστολή του
ΤΣΑΜ ήταν η σταθερή άμυνα επί της οχυρωμένης τοποθεσίας και, σε περίπτωση
αδυναμίας εξασφάλισης της τοποθεσίας, σύμπτυξη των δυνάμεών του προς
Θεσσαλονίκη. Το Απόσπασμα Κρουσίων θα απαγόρευε τη γερμανική προέλαση
προς τη Θεσσαλονίκη σε περίπτωση διάρρηξης της τοποθεσίας Μπέλες73.
Η οχυρωμένη τοποθεσία περιλάμβανε είκοσι ένα οχυρά, γνωστά ως Γραμμή
«Μεταξά». Κάθε οχυρό αποτελούσε περίκλειστο έργο, από ένα ή περισσότερα
στεγανά συγκροτήματα, ικανό να αμυνθεί προς κάθε κατεύθυνση, και περι-
λάμβανε ενεργητικά σκέπαστρα (πολυβολεία, πυροβολεία, παρατηρητήρια
κ.ά.), καθώς και εξόδους για τον ανεφοδιασμό και την εκτέλεση αντεπιθέσεων.
Μεταξύ της μεθορίου και της οχυρωμένης τοποθεσίας είχαν κατασκευαστεί
πρόχειρα έργα εκστρατείας για την επιβράδυνση του εχθρού74.

71
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον. Αγώνες εις την Ανατολικήν Μακεδονίαν
και την Δυτικήν Θράκην (1941) (στο εξής: Αγώνες εις την Ανατολικήν Μακεδονίαν), Αθήναι 1956, 17-18
72
Το 18ο Ορεινό Σώμα Στρατού διέθετε τις 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία, 5η και 6η Ορεινές
Μεραρχίες, 72η Μεραρχία Πεζικού και το 125ο Ανεξάρτητο Ενισχυμένο Σύνταγμα Πεζικού. Το 40ό
Τεθωρακισμένο Σώμα Στρατού διέθετε την 9η Τεθωρακισμένη Μεραρχία, την 73η Μεραρχία Πεζικού
και τη Σωματοφυλακή SS «Αδόλφος Χίτλερ», ενώ το 30ό Σώμα Στρατού διέθετε τις 50ή και 164η
Μεραρχίες Πεζικού. Η Στρατιά διέθετε και μία μεραρχία στη Φιλιππούπολη ως εφεδρεία, ενώ τρεις
βουλγαρικές μεραρχίες είχαν αναλάβει την προκάλυψη του μετώπου, βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του
Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου, 159-161
73
Συνοπτικά για την αποστολή των δυνάμεων του ΤΣΑΜ βλ. στο ίδιο, 163-164
74
Για τα ονόματα των είκοσι ένα οχυρών στην τοποθεσία βλ. στο ίδιο, 155-156

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 89


Στις 05.15 της 6ης Απριλίου εκδηλώθηκε η επίθεση των Γερμανών με ισχυρή
υποστήριξη πυροβολικού και αεροπορίας. Η κύρια προσπάθεια εφαρμόστη-
κε κατά του Μπέλες και του Ρούπελ. Μέχρι το βράδυ γερμανικές δυνάμεις
κατάφεραν να κατέλθουν στην κοιλάδα Ροδοπόλεως και να λάβουν επαφή
με τα ελληνικά αμυνόμενα τμήματα στην περιοχή Κρουσίων. Το γεγονός
αυτό ανάγκασε τον Διοικητή του ΤΣΑΜ να διατάξει τη σύμπτυξη της XVIII
Μεραρχίας στην τοποθεσία Στρυμόνας-Κερκίνη, σε σύνδεσμο με την τοποθεσία
Κρουσίων. Τα οχυρά στον τομέα του Μπέλες αμύνονταν σταθερά. Από τον
Στρυμόνα ποταμό μέχρι τον Νέστο οι Γερμανοί βρίσκονταν σε επαφή με την
κύρια τοποθεσία άμυνας, αλλά δεν κατάφεραν να σημειώσουν καμία επιτυχία.
Στην περιοχή όμως της Ξάνθης και της Κομοτηνής παρέκαμψαν τα Οχυρά
Εχίνου και Νυμφαίας και κινήθηκαν προς τα νότια. Στις 7 Απριλίου, το πρωί,
η γερμανική επίθεση συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση. Τα οχυρά στον τομέα
του Μπέλες συνέχιζαν τον αγώνα τους, χωρίς να έχουν πλέον την υποστήριξη
μονάδων επιφανείας, καθώς η XVIII Μεραρχία είχε συμπτυχθεί νοτιότερα, προς
τη λίμνη Κερκίνη. Οι Γερμανοί, χρησιμοποιώντας αποπνικτικά αέρια και φλεγό-
μενη βενζίνη, κατάφεραν να καταλάβουν τα Οχυρά Κελκαγιά, Αρπαλούκι και
Ιστίμπεη. Στους υπόλοιπους τομείς της αμυντικής τοποθεσίας μέχρι τον Νέστο,

90 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ
τα οχυρά συνέχιζαν να αμύνονται, παρά τις συνεχείς επιθέσεις των γερμανικών
τμημάτων που συνοδεύονταν από σφοδρότατους βομβαρδισμούς75.
Ενώ η οχυρωμένη τοποθεσία παρέμενε αρραγής και κατά την τρίτη ημέρα
της επίθεσης, η κατάρρευση της γιουγκοσλαβικής αντίστασης δημιούργησε
κίνδυνο στο αριστερό του ΤΣΑΜ. Η 2η Γερμανική Τεθωρακισμένη Μεραρχία δι-
ήλθε τη μεθόριο στη Δοϊράνη και προέλασε ταχύτατα προς το Κιλκίς, με σκοπό
να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Μετά από αυτήν τη δυσμενή εξέλιξη, το Γενικό
Στρατηγείο διέταξε το ΤΣΑΜ να συνθηκολογήσει, καθώς η συνέχιση του αγώνα
ήταν μάταιη και το ΤΣΑΜ κινδύνευε να αποκοπεί και να αιχμαλωτιστεί. Στις
08.00 της 9ης Απριλίου οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη76,
ενώ στις 14.00, στο γερμανικό Προξενείο Θεσσαλονίκης, υπογράφηκε η συν-
θηκολόγηση μεταξύ του Μπακόπουλου και του Αντιστρατήγου Φάιελ (Rudolf
Veiel), Διοικητή της 2ης Γερμανικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, με έντιμους
για τον Ελληνικό Στρατό όρους, προκειμένου να αποφύγει ανώφελες θυσίες.

75
Οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τα αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως, τα γνωστά «Στούκας», τα οποία
κατά τις καταδύσεις τους χρησιμοποιούσαν ειδικές σειρήνες για να κλονίζουν το ηθικό των αντιπάλων
76
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.601/Α/1, Έκθεση του Αρχιστρατήγου Αλέξανδρου Παπάγου
σχετικά με τον Ελληνοϊταλικό και Ελληνογερμανικό Πόλεμο 1940-41, 148-149

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 91


Αντιαεροπορικό πυροβολείο
στο Οχυρό Ρούπελ

Οι δυνάμεις των οχυρών παραδόθηκαν αργά το απόγευμα, σε εκτέλεση της


διαταγής συνθηκολόγησης, ενώ σε όλη τη διάρκεια της ημέρας συνέχιζαν με
πείσμα τον αγώνα τους, μη επιτρέποντας στους Γερμανούς να διασπάσουν
την αμυντική τοποθεσία. Τα γερμανικά τμήματα απέδωσαν τιμές στις φρουρές
των οχυρών και ύψωσαν τη γερμανική σημαία στα οχυρά μόνο μετά την απο-
χώρηση των τελευταίων ελληνικών τμημάτων, αναγνωρίζοντας με αυτόν τον
τρόπο την ανδρεία και τον ηρωισμό των υπερασπιστών τους και εκφράζοντας
παράλληλα τον θαυμασμό τους προς τους Έλληνες μαχητές77.
Μετά από τέσσερις ημέρες άνισου αγώνα, έληξε η ελληνική αντίσταση στην
ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Οι απώλειες του ΤΣΑΜ ανήλθαν σε 1.000
νεκρούς και τραυματίες, ενώ οι γερμανικές απώλειες ήταν πολύ περισσότερες
–περίπου 2.600 νεκροί και τραυματίες78.
Οι ελληνικές δυνάμεις των οχυρών, παρά τη συντριπτική υπεροχή του
εχθρού, κατάφεραν να αποκρούσουν με επιτυχία όλες τις γερμανικές επι-
θέσεις. Κάμφθηκαν μόνο ύστερα από την κατάρρευση της γιουγκοσλαβικής
αντίστασης, η οποία επέτρεψε την ταχεία προέλαση των γερμανικών τεθω-
ρακισμένων δυνάμεων προς τη Θεσσαλονίκη και την υπερκέραση της οχυ-
ρωμένης τοποθεσίας Μπέλες-Νέστος79. Παρά τη μικρή διάρκεια, η μάχη των
Οχυρών μπορεί να χαρακτηριστεί ως παράδειγμα θάρρους και αυτοθυσίας
του Ελληνικού Στρατού, το οποίο προκάλεσε τον θαυμασμό και τον σεβασμό
των αντιπάλων του.
77
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.663/ΙΑ/2, Έκθεση του Ταγματάρχη Πεζικού Αλ. Χατζηγεωργίου
της 8ης Ιουλίου 1941 σχετικά με τη δράση του Οχυρού Παληουριώνες από 6 έως 9 Απριλίου 1941, 9
78
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αγώνες εις την Ανατολικήν Μακεδονίαν, 237
79
Συνοπτική περιγραφή της μάχης των Οχυρών στο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και
Ελληνογερμανικού Πολέμου, 164-176

92 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΜΕΣΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Η μαχη του Ελ Αλαμειν (23 Οκτωβριου-5 Νοεμβριου 1942)
Η Μάχη του Ελ Αλαμέιν πραγματοποιήθηκε το 1942 στη Βόρειο Αφρική μετα-
ξύ των συμμαχικών και γερμανοϊταλικών δυνάμεων. Στη μάχη συμμετείχε και η I
Ελληνική Ταξιαρχία, υπό τον Συνταγματάρχη Παυσανία Κατσώτα80.
Το σχέδιο επιχειρήσεων των Γερμανών προέβλεπε ενεργητική άμυνα στην
κατεχόμενη τοποθεσία Ελ Αλαμέιν, με ιδιαίτερο βάρος στον βόρειο τομέα. Οι
Δυνάμεις του Άξονα διέθεταν στην περιοχή, υπό τον Στρατηγό Έρβιν Ρόμελ (Erwin
Johannes Eugen Rommel), δύο ιταλικά σώματα Στρατού, το ΧΧΙ, στον βόρειο
τομέα, και το Χ, στον νότιο τομέα81.
Το γενικό σχέδιο επιχειρήσεων των Συμμάχων, με την κωδική ονομασία
“Lightfoot“, προέβλεπε κύρια επίθεση κατά του βόρειου τομέα και ταυτόχρονα
εξαπάτηση του εχθρού σχετικά με την εφαρμογή της κυρίας προσπάθειας, με επι-
θετικές ενέργειες κατά του νότιου τομέα του μετώπου. Την επιχείρηση ανέλαβε η
8η Βρετανική Στρατιά, υπό τον Στρατηγό Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ (Bernard Law
Montgomery), αποτελούμενη από το 30ό Σώμα Στρατού στον βόρειο τομέα και το
13ο Σώμα Στρατού στον νότιο τομέα. Το 10ο Τεθωρακισμένο Σώμα Στρατού τέθηκε
εφεδρεία, έτοιμο να καταδιώξει τον εχθρό μετά τη διάσπαση του μετώπου82.
Η συμμαχική επίθεση εκδηλώθηκε στις 22.00 της 23ης Οκτωβρίου 1942.
80
Η Ι Ελληνική Ταξιαρχία συγκροτήθηκε στην Τζενέιφα της Αιγύπτου στις 26 Ιουνίου 1941 και αφού
εκπαιδεύτηκε στο Στρατόπεδο Καφρ Υόνα της Παλαιστίνης και στην περιοχή Ρας Μπάαλμπεκ του Λιβάνου
μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια και τέθηκε υπό την 8η Βρετανική Στρατιά. Η δύναμή της ήταν 316 αξιωμα-
τικοί και 5.155 οπλίτες. Για τη συγκρότηση της Ι Ελληνικής Ταξιαρχίας βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά
το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ελληνικός Στρατός στη Μέση Ανατολή (1941-1945) (Ελ Αλαμέιν-Ρίμινι-Αιγαίο)
(στο εξής: Ο Ελληνικός Στρατός στη Μέση Ανατολή), Αθήνα 1995, 18-22
81
Το ΧΧΙ Ιταλικό Σώμα Στρατού διέθετε την 164η Γερμανική Ελαφρά Μεραρχία και τις 25η και 102η
Ιταλικές Μεραρχίες, καθώς και τμήματα γερμανικού πεζικού και Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Το Χ Ιταλικό Σώμα
Στρατού διέθετε τις XVII, XXVII και CXCV Ιταλικές Μεραρχίες, ένα γερμανικό σύνταγμα Πεζικού και δύο γερμανικά
τάγματα αλεξιπτωτιστών. Εφεδρεία τέθηκαν 2 ιταλικές και 2 γερμανικές τεθωρακισμένες μεραρχίες, καθώς και
2 μηχανοκίνητες μεραρχίες βλ. στο ίδιο, 62
82
Το 30ό Σώμα Στρατού διέθετε 5 μεραρχίες Πεζικού, το 13ο Σώμα Στρατού διέθετε 2 βρετανικές με-
ραρχίες Πεζικού, 2 ταξιαρχίες Πεζικού (Ι Γαλλική και Ι Ελληνική) και 1 βρετανική τεθωρακισμένη μεραρχία, ενώ
το 10ο Σώμα Στρατού διέθετε 2 βρετανικές τεθωρακισμένες μεραρχίες, βλ. στο ίδιο, 61-62
Ελληνικό τμήμα
στη Μέση Ανατολή διέρχεται μέσα από
συρματοπλέγματα

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 93


Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ
Η αντίσταση των γερμανοϊταλικών δυνάμεων ήταν σθεναρή, αποτρέποντας
τους Συμμάχους να διασπάσουν την αμυντική τοποθεσία. Ωστόσο τη νύχτα 2/3
Νοεμβρίου δημιουργήθηκε ρήγμα στον βόρειο τομέα του μετώπου, με συνέ-
πεια την κατάρρευσή του, ενώ το πρωί της 3ης Νοεμβρίου παρόμοιες ενδείξεις
άρχισαν να εμφανίζονται και στον νότιο τομέα. Η συστηματική καταδίωξη των
υποχωρούντων γερμανοϊταλικών δυνάμεων άρχισε στις 5 Νοεμβρίου. Οι ιταλικές
μεραρχίες, εγκαταλελειμμένες στην έρημο χωρίς εφόδια και νερό, διαλύθηκαν ή
παραδόθηκαν στις συμμαχικές δυνάμεις. Τα γερμανικά στρατεύματα συνέχισαν
να υποχωρούν, εγκαταλείποντας την Κυρηναϊκή και τελικά εγκαταστάθηκαν στη
Γραμμή Μάρεθ στην Τυνησία.
Στη Μάχη του Ελ Αλαμέιν η 1η Ελληνική Ταξιαρχία υπαγόταν στην 50ή
Βρετανική Μεραρχία του 13ου Σώματος Στρατού, με αποστολή να πραγματοποιεί
επιδρομές και αναγνωριστικές περιπολίες, προκειμένου να προκαλεί σύγχυση,
να επιφέρει απώλειες στον αντίπαλο και να συλλαμβάνει αιχμαλώτους. Από 19

94 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


έως 23 Οκτωβρίου συμμετείχε σε εικονικές επιθέσεις στον νότιο
τομέα, ενταγμένες στο σχέδιο παραπλάνησης του εχθρού. Επίσης,
από την έναρξη της συμμαχικής επίθεσης έως τις 3 Νοεμβρίου
εκτέλεσε περιπολίες και νυκτερινές επιθέσεις, προξενώντας πολλές
απώλειες στα γερμανοϊταλικά στρατεύματα. Αποσπάσματα της I
Ελληνικής Ταξιαρχίας συμμετείχαν στην καταδίωξη των εχθρικών
δυνάμεων στον τομέα της, προελαύνοντας σε βάθος 100 χλμ.,
συλλαμβάνοντας πολλούς αιχμαλώτους και κυριεύοντας κάθε εί-
δους στρατιωτικό υλικό. Στις 19 Δεκεμβρίου άρχισε η αποχώρηση
της ελληνικής Ταξιαρχίας, κατόπιν διαταγής της 8ης Στρατιάς, από
το μέτωπο, με προορισμό την Αίγυπτο83. Η Μάχη του Ελ Αλαμέιν
αποτέλεσε γενικά την πρώτη σημαντική νίκη των Συμμάχων –είχε
προηγηθεί η νίκη του Ελληνικού Στρατού κατά των Ιταλών στο
βορειοηπειρωτικό μέτωπο– και υπήρξε η αρχή για την απομά-
κρυνση, στη συνέχεια, των Δυνάμεων του Άξονα από τη Βόρειο
Αφρική. Αποτελεί μια από τις σημαντικότερες συγκρούσεις του
Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην οποία βρέθηκαν αντιμέτωπες δύο
μεγάλες στρατιωτικές φυσιογνωμίες, ο Μοντγκόμερυ και ο Ρόμελ.
Οι απώλειες των Συμμάχων έφτασαν τους 3.500 νεκρούς και 10.000
τραυματίες, ενώ οι απώλειες της 1ης Ελληνικής Ταξιαρχίας ανήλθαν
σε 6 αξιωματικούς και 83 οπλίτες νεκρούς και 26 αξιωματικούς και
202 οπλίτες τραυματίες84.

Η μαχη του Ριμινι (14-21 Σεπτεμβριου 1944)


Η III ΕΟΤ συγκροτήθηκε στην Ινσαρίγιε του Λιβάνου την 31η
Μαΐου 1944, με Διοικητή τον Συνταγματάρχη Πεζικού Θρασύβουλο
Τσακαλώτο και συνολική δύναμη 3.377 άνδρες και εκπαιδεύτηκε στον
ορεινό αγώνα. Μεταφέρθηκε στην Ιταλία στις 11 Αυγούστου 1944 και
έλαβε μέρος στις συμμαχικές επιχειρήσεις, με αντικειμενικό σκοπό τη
διάσπαση της καλούμενης «Γοτθικής Γραμμής» την περίοδο από 5 Σεπτεμβρίου έως
16 Οκτωβρίου 1944, όπως επίσης και για την κατάληψη της πόλης του Ρίμινι85.
Την επίθεση εναντίον του Ρίμινι στις 14 Σεπτεμβρίου 1944 ανέλαβε η 1η
Καναδική Μεραρχία, η οποία συγκεντρώθηκε νότια του ποταμού Μαράνο.
Οι Γερμανοί κατείχαν με τμήματα της 1ης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών και της
Μεραρχίας Τουρκομάνων τα υψώματα βόρεια και βορειοδυτικά του Μαράνο
ποταμού. Η αμυντική τοποθεσία καλυπτόταν από θάμνους και καλλιεργημένες
εκτάσεις και είχε υδάτινες γραμμές, ποτάμια και χείμαρρους, κάθετες προς τις
κατευθύνσεις επιθέσεως. Ήταν ισχυρά οργανωμένη, με παραλλαγμένα χαρακώ-
ματα, πολυβολεία και ναρκοπέδια86.
83
Για τη Μάχη του Ελ Αλαμέιν βλ. στο ίδιο, 46-81
84
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μέση Ανατολή, Φ.806/Β/1, Ημερολόγιο Πορειών και Επιχειρήσεων της Ι Ελληνικής
Ταξιαρχίας από 4 Σεπτεμβρίου 1942 έως 31 Ιουλίου 1943, 117
85
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός στη Μέση Ανατολή, Πίνακας Συγκροτήσεως III ΕΟΤ, 350-351
86
Στο ίδιο, 128

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 95


Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ
Η ΙΙΙ ΕΟΤ, η οποία υπαγόταν στην καναδική Μεραρχία, διατάχθηκε να εκτοξεύσει
νυχτερινή επίθεση εναντίον της εχθρικής τοποθεσίας. Η ζώνη ενεργείας της καθορί-
στηκε μεταξύ της οδού Ντελ-Φιούμε και της οδού Νο 16, με τελικό στόχο την κατά-
ληψη της πόλης του Ρίμινι. Την επίθεση της ελληνικής Ταξιαρχίας θα κάλυπτε από
αριστερά η 3η Καναδική Ταξιαρχία και από δεξιά η 41η Ίλη Καναδών Δραγώνων.
Στις 02.00 της 14ης Σεπτεμβρίου η ελληνική Ταξιαρχία εκτόξευσε την επί-
θεσή της με τρία τάγματα στην πρώτη γραμμή επί τριών κατευθύνσεων. Το 1ο
Τάγμα, υπό τον Ταγματάρχη Ιωάννη Καραβία, προς Μοντιτσέλι, το 2ο Τάγμα, υπό
τον Ταγματάρχη Σοφοκλή Τζανετή, προς Μοναλντίνι και το 3ο Τάγμα, υπό τον
Ταγματάρχη Ανδρέα Λουτεράκη, προς Μπατάρα. Παρά την πείσμονα γερμανική
αντίσταση, τα ελληνικά τμήματα κατάφεραν να καταλάβουν τη γραμμή Μαλτόνι-
Μπατάρα-Μοναλντίνι87.
Στις 15 Σεπτεμβρίου η III ΕΟΤ, συνεχίζοντας με αμείωτη ένταση την επιθετική της
προέλαση, κατέλαβε τη γραμμή Καζαλέκειο-νοτιοδυτική γωνία του αεροδρομίου
του Ρίμινι-γέφυρα ποταμού Μαράνο. Κατά τις επόμενες δύο ημέρες τα ελληνικά

87
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μέση Ανατολή, Φ.810Α/Θ/3, Έκθεση Επιχειρήσεων της ΙΙΙ Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας, 13

96 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


τμήματα κατάφεραν να κάμψουν τη γερμανική αντίσταση και να καταλάβουν το αε-
ροδρόμιο. Στις 19 Σεπτεμβρίου τα ελληνικά μαζί με τα καναδικά τμήματα διέβησαν
τον Ροντέλλα ποταμό και κατευθύνθηκαν προς το Ρίμινι. Την επομένη εκτοξεύτηκε
η κύρια επίθεση της ελληνικής Ταξιαρχίας για την κατάληψη της πόλης. Στις 06.45
της 21ης το 2ο Τάγμα έφτασε επί του Αούζα ποταμού, στο κέντρο της πόλης και
σε μικρό χρονικό διάστημα εξουδετέρωσε τοπικές νησίδες αντίστασης που είχαν
αφήσει οι Γερμανοί προς υποβοήθηση της υποχωρήσεώς τους.
Παράλληλα, το 3ο Τάγμα προωθήθηκε προς το κέντρο της πόλης, το οποίο και
κατέλαβε. Στις 07.30 τριμελής τοπική επιτροπή του Αντιφασιστικού Κόμματος παρέ-
δωσε άνευ όρων την πόλη στα ελληνικά τμήματα, με επίσημο πρωτόκολλο, το οποίο
συντάχθηκε στην ελληνική, αγγλική και ιταλική γλώσσα. Έτσι, από τις 09.00 της 21ης
Σεπτεμβρίου η πόλη του Ρίμινι βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο της ΙΙΙ ΕΟΤ88.
Οι απώλειες της III ΕΟΤ από την είσοδό της στις επιχειρήσεις στην Ιταλία μέχρι
την κατάληψη του Ρίμινι ανήλθαν σε 6 αξιωματικούς και 72 οπλίτες νεκρούς και
σε 19 αξιωματικούς και 169 οπλίτες τραυματίες89.
Κατά τη διάρκεια τελετής που πραγματοποιήθηκε στο Ρίμινι αποδόθηκαν
τιμές στην πολεμική σημαία του 2ου Τάγματος και η III ΕΟΤ ονομάστηκε τι-
μητικά «Ταξιαρχία Ρίμινι». Από τις 27 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 16 Οκτωβρίου η
Ταξιαρχία συνέχισε με επιτυχία τις επιθετικές επιχειρήσεις, υπό τη διοίκηση της
2ης Νεοζηλανδικής Ταξιαρχίας, και στη συνέχεια αποχώρησε από την Ιταλία και
επαναπατρίστηκε στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα90.
Η ελληνική Ταξιαρχία, στη Μάχη του Ρίμινι, διεξήγαγε σκληρό αγώνα εναντίον
εχθρού άρτια εξοπλισμένου, με ισχυρή οχύρωση και μόνον ο ηρωισμός και η
αυτοθυσία των ανδρών της οδήγησαν στο νικηφόρο αποτέλεσμα. Η κατάληψη
του Ρίμινι διευκόλυνε τη συμμαχική προέλαση προς τον Ρουβίκωνα ποταμό και
συνέβαλε αποφασιστικά στην τελική νίκη των συμμαχικών δυνάμεων91.
88
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μέση Ανατολή, Φ.810Α/ΙΓ/7, Πρωτόκολλο παράδοσης του Ρίμινι (στην αγγλική γλώσσα)
89
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός στη Μέση Ανατολή, 136
90
Στο ίδιο, 142-143
91
Για τη Μάχη του Ρίμινι βλ. στο ίδιο, 127-136

Εκκαθάριση της πόλης του


Ρίμινι μετά την ομώνυμη μάχη

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1912-1944) 97


ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ

Κύριο Υλικό
Πεζικού

ΓΕΣ/ΔΠΖ
Α-Τ ΟΠΛΑ
Α-Τ LAW M72 A2

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 1.000 μ.
Κατά κινητού στόχου 200 μ.
Κατά σταθερού στόχου 250 μ.
Βάρη:
Συνολικό Βάρος 2.360 χλγ.
Βλήματος 1.000 χλγ.
Μήκη:
Σωλήνα συνεπτυγμένου 66 εκ.
Σωλήνα ανεπτυγμένου 89 εκ.
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ

100 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


A-T RPG - 18

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Αποτελεσματικό (ύψος στόχου 2 μ.) 135 μ.
Ωφέλιμο 200 μ.
Μήκη:
Εκτοξευτή (ανεπτυγμένος) 1.050 χιλ.
Εκτοξευτή (συνεπτυγμένος) 705 χιλ.
Βάρος:
Όλικο Βάρος όπλου 2,6 κιλά
Διαμέτρημα: 64 χιλ.
Αρχική Ταχύτητα Βλήματος: 114 μ./δευτ.
Χώρα Κατασκευής: Ρωσία

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 101


CARL GUSTAF

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Διαμέτρημα: 84 χιλ.
Βάρη Όπλου με διόπτρα και δίποδα 14,2 κιλά
Μήκος: 1,130 μ.
Ταχυβολία: 6 βλημ./λεπτό
Τομέας, ακτίνας 60 μ. με γωνία 45ο
Επικίνδυνη οπίσθια ζώνη:
εκατέρωθεν του άξονα του όπλου
Χώρα Κατασκευής: Σουηδία

Τύποι Πυρομαχικών
Δραστικό Στομιακή Μέγιστη
Πυρομαχικό Σημείωση
βεληνεκές ταχύτητα ταχύτητα
Διάτρηση θώρακα
HEAT 751 500 μ. 210 μ./δευτ. 340 μ./δευτ.
<425mm +ERA
HEAT 551 700 μ. 255 μ./δευτ. 340 μ./δευτ. Διάτρηση θώρακα περ. 400 χιλ.
TP 552 700 μ. 255 μ./δευτ. 340 μ./δευτ. Για άσκηση. Αδρανής κεφαλή μάχης
Τύπος πρόσκρουσης και καθυ-
HEDP 502 600 μ. 225 μ./δευτ.
στέρησης
HE 441B/C 1000 μ. 240 μ./δευτ.
SMOKE 469B 1300 μ. 240 μ./δευτ.
ILLUM 545 2100 μ. 260 μ./δευτ. Φωτιζόμενη ακτίνα 400-500 μ.
ILLUM 545B 1700 μ. 260 μ./δευτ. Βλ. ILLUM 545
FFV 553B με
Για άσκηση. Παρόμοια τροχιά με
τροχιοδ. φυσ. 700 μ. 425 μ./δευτ.
τα ΗΕΑΤ 551 και ΤΡ 552
7,62 χιλ.
HEAT 651 400 μ. 240 μ./δευτ.

102 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΠΑΟ 90 χιλ. ΜΤ Μ67

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 2.100 μ.
Κατά κινητού στόχου 450 μ.
Κατά σταθερού στόχου 800 μ.
Διαμέτρημα: 90 χιλ.
Βάρος: 15.870 χλγ.
Μήκος:
Ολικό μήκος πυροβόλου 1,34 μ.
Αρχική Ταχύτητα: 212 μ./δευτ.
Επικίνδυνη οπίσθια ζώνη: 44x55 μ.
1. ΕΚ – Α-Τ
Πυρομαχικά:
2. Εκπαιδεύσεως
Κανονικός ρυθμός βολής: 1 βλήμ./λεπτό
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 103


ΠΑΟ 106 χιλ.

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 7,650 μ.
Κατά κινητού στόχου 1,100 μ.
Κατά σταθερού στόχου 2,000 μ.
Διαμέτρημα: 106 χιλ.
Βάρος πλήρους πυροβόλου: 219.000 χλγ.
Μήκος:
Ολικό μήκος πυροβόλου 3,35 μ.
Επικίνδυνη οπίσθια ζώνη: 30 x100 μ.
1. ΕΚ–Α-Τ
Πυρομαχικά: 2. Καπνογόνα
3. Εκπαιδεύσεως
Μέγιστος ρυθμός βολής: 36 βλήμ./ώρα
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ

104 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Α-Τ ΟΠΛΟ MILAN

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 1.950 μ.
Ελάχιστο 25 μ.
Βάρη:
Βάρος όπλου με τρίποδα 16.000 χλγ.
Μήκος όπλου: 0,900 μ.
3 βλήμ /λεπτό στα 1.000 μ .
Ρυθμός βολής:
και 2 βλήμ./λεπτό στα 1900 μ.
Χρόνος Πτήσεως Βλήματος: 12,5 δευτ.
Ταχύτητα βλήματος:
Κατά την εκτόξευση 75 μ./δευτ.
Στο τέλος της πτήσης 210 μ./δευτ.
Επικίνδυνη οπίσθια ζώνη: Κώνος γωνίας 60ο και μήκους 25μ.
Χώρα Κατασκευής: Γερμανία

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 105


Α-Τ ΠΥΡΑΥΛΟΣ MILAN - ΦΟΡΕΑΣ

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 1.950 μ.
Βάρος Πυραύλου: 12.000 χλγ.
Μήκος Πυραύλου: 1,26 μ.
Χρόνος Πτήσεως: 12,5 δευτ.
Αρχική ταχύτητα: 75 μ./δευτ.
Διατρητικότητα:
Σε χάλυβα 65 εκ.
Σε μπετό 2,5 μ.
Χώρα Κατασκευής: Γαλλία

106 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Α-Τ ΟΠΛΟ FAGOT

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
2.000 – 2.500 – 4.000 μ. (ανάλογα
Μέγιστο
με τον τύπο του βλήματος)
Ελάχιστο 70 μ.
Βάρη:
Βάρος όπλου με τρίποδα 22.000 χλγ.
Μήκος όπλου: 0,900 μ.
Μέση Ταχύτητα βλήματος: 186 μ./δευτ.
Κώνος μήκους 30 μ. & 50 μ. (ανάλο-
Επικίνδυνη οπίσθια ζώνη:
γα με τον τύπο του βλήματος)
Χώρα Κατασκευής: Ρωσία

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 107


Α-Τ ΠΥΡΑΥΛΟΣ FAGOT - ΦΟΡΕΑΣ

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
9M111 2.000 μ.
9Μ111-2 2.000 μ.
9Μ111-Μ 2.500 μ.
9Μ111-ΜΚ 2.500 μ.
9Μ113 4.000 μ.
Βάρος Πυραύλου: 13.000 χλγ.
Μήκος Πυραύλου: 1.098 χιλ.
Διατρητικότητα:
Με μία γωνία πτώσεως 60ο 200 χιλ.
Διαμέτρημα: 120 χιλ.
Χώρα Κατασκευής: Ρωσία

108 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Α-Τ ΟΠΛΟ TOW 2

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.750 μ.
Δραστικό 65 μ.
Βάρη:
Όπλου 93 χλγ.
Ταχύτητα Βλήματος: 75-210 μ./δευτ.
Χρόνος Πτήσεως Βλήματος: 14,8 δευτ. στα 3.000 μ.
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 109


Α-Τ ΠΥΡΑΥΛΟΣ TOW 2 - ΦΟΡΕΑΣ

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.750 μ.
Ελάχιστο 65 μ.
Μήκος Πυραύλου: 128 εκ.
Χρόνος Πτήσεως: 14,8 δευτ.
Διατρητικότητα:
Σε χάλυβα 65 εκ.
Σε μπετό 2,5 μ.
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ

110 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Α-Τ ΟΠΛΟ KORNET - E

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 5.500 μ.
Ελάχιστο 100 μ.
Βάρη:
Όπλου 66 χλγ.
Ταχύτητα Πυραύλου: 270 μ/1”
Χρόνος Πτήσεως Πυραύλου: 28-35 δευτ.
Χώρα Κατασκευής: Ρωσία

Α-Τ ΠΥΡΑΥΛΟΣ KORNET – E - ΦΟΡΕΑΣ

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 100-5.500 μ.
Μήκος Πυραύλου: 120 εκ.
Βάρος Πυραύλου: 29 κιλά
Χρόνος Πτήσεως: 8-35 δευτ.
Διατρητικότητα:
100 εκ. μετά την εξουδετέρωση της
Σε χάλυβα
ενεργητικής θωράκισης
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 111


ΔΙΟΠΤΡΕΣ
ΔΙΟΠΤΡΑ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗΣ ΣΚΟΠΕΥΣΗΣ
(ECONOPTICS)

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Οπτικά χαρακτηριστικά:
Μεγέθυνση x 3,3
Διάμετρος αντικειμενικού φακού 80 χιλ.
Εστίαση Aπό 10 μ. έως ∞
Πεδίο ορατότητας 10.5ο
Απόσταση παρατήρησης με φωτισμό 3 m Lux >400 μ.
Ρύθμιση σταυρονήματος σε υπερανύψωση και αζιμούθιο +/- 12 μίλια
Ρύθμιση σταυρονήματος ανά κλίκ 0.5 μίλια
Λυχνία ενίσχυσης φωτός 2ης γενιάς
Ηλεκτρικά χαρακτηριστικά:
Τάση λειτουργίας 2 V έως 3,4 V
ΑΑ Mignion
Τύποι συσσωρευτών
2 x 1,2 NiCd ή 2 x 1.5 Alkaline
Λειτουργικά χαρακτηρηστικά:
Θερμοκρασία αποθήκευσης -40ο C έως +60ο C
Θερμοκρασία λειτουργίας -30ο C έως +55ο C
Βάρος με συσσωρευτές: 1.400 χλγ.
Μήκος:
Ολικό μήκος 205 χιλ.
Μήκος χωρίς ανεπτυγμένο κάλυμμα 150 χιλ.
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα

112 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΔΙΟΠΤΡΑ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗΣ ΣΚΟΠΕΥΣΗΣ FN

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Είναι διόπτρα παθητικό τύπου, βασίζεται στην αρχή της ενίσχυσης του αστρικού φω-
τός και αποκάλυψη του χρήστη από τον εχθρό είναι πρακτικά αδύνατη. Είναι ανθεκτι-
κή (περιβάλλον) διόπτρα που χρειάζεται ελάχιστη συντήρηση.
Βάρος: 1,4 χλγ. (με συσσωρευτές)
Μήκος: 205 χιλ.
Ύψος: 120 χιλ.
Πλάτος: 95 χιλ.
Εστίαση: 10 μ. έως άπειρο
Μεγεύθυνση: 3,3x
Πεδίο ορατότητας: 10,50
Τάση λειτουργίας: 2V-3,4V
Τύπος συσσωρευτών: AA Mignon 2x1,2 NiCd ή 2x1,5 Αlkaline
Θερμοκρασία αποθήκευσης: -40ο C έως +60ο C
Θερμοκρασία λειτουργίας: -30ο C έως +55ο C
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα

ΔΙΟΠΤΡΑ ΤΑΧΕΙΑΣ ΣΚΟΠΕΥΣΗΣ RED DOT

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Είναι διόπτρα ταχείας σκοπεύσεως τύπου RED DOT . Η σκόπευση επιτυγχάνεται με την
τοποθέτηση της κόκκινης κουκίδας στον στόχο, καθώς και με διόπτρα νυκτός παθητι-
κού τύπου. Απαραίτητος ο μηδενισμός του όπλου με τη διόπτρα.
Βάρος: 175 γρ.
Μήκος: 125 χιλ.
Διάμετρος κουκίδας: 3 ΜΟΑ (8 εκ. στα 100 μ.)
Προσαρμογή: Τυφέκια Μ16 που διαθέτουν Βάση «Πικαντίνι»
Χώρα Κατασκευή: Σουηδία

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 113


ΟΛΜΟΙ
ΟΛΜΟΣ 81 ΧΙΛ Ε44-Ε1 ΕΒΟ

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 5.900 μ.
Ελάχιστο 75 μ.
Διαμέτρημα: 81 χιλ.
Βάρη:
Σωλήνα 15,1 χλγ.
Βάση 11,7 χλγ.
Δίποδα 14,1 χλγ.
Γωνία ανυψώσεως: 45ο-85ο
Ρυθμοί βολής:
Ταχύς 30 βλημ./λεπτό
Συνεχής 16 βλημ./λεπτό
1. Ελαφρά και βαριά εκρηκτικά
2. Καπνογόνα
3. Φωτιστικά
Πυρομαχικά:
4. Εμπρηστικά
5. Ασκήσεων και εκπαιδεύσεως
6. Εκρηκτικά μακρού βεληνεκούς ΗΕ 70
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα

114 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΟΛΜΟΣ 81 ΧΙΛ. Μ1 ΑΜΕΡΙΚΗΣ

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.650 μ.
Ελάχιστο 180 μ.
Διαμέτρημα: 81 χιλ.
Βάρη:
Πλήρους Όλμου 61,900 χλγ.
Σωλήνα 20,180 χλγ.
Δίποδα 21,320 χλγ.
Βάσης 20,400 χλγ.
Μήκη:
Σωλήνα 1,24 μ.
Ακτίνα Δράσεως Βλήματος:
Ελαφρύ εκρηκτικό 17 μ.
Βαρύ εκρηκτικό 20 μ.
1. Ελαφρύ εκρηκτικό
2. Βαρύ εκρηκτικό
3. Φωτιστικό
Πυρομαχικά:
4. Καπνογόνο
5. Ασκήσεως
6. Εκπαιδεύσεως
Ρυθμοί βολής:
Ταχύς 35-40 βλήματα/λεπτό
Κανονικός 18 βλήματα/λεπτό
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 115


ΟΛΜΟΣ 4.2’’ Μ30 ΑΜΕΡΙΚΗΣ

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 5.650 μ.
Ελάχιστο 920 μ.
Διαμέτρημα: 4,2” χιλ.
Βάρη:
Πλήρους Όλμου 305,05 χλγ.
Σωλήνα 71 χλγ.
Συνδετική γέφυρα 76,7 χλγ.
Πλάκα Βάσης Εδραιώσεως 87,6 χλγ.
Εμπρόσθιο Σύστημα Στηρίξεως 27 χλγ.
26 χλγ. (από κράμα μαγνησίου)
Περιστοφικό Υποστήρηγμα
40,4 χλγ. (από κράμα χάλυβα)
Μήκη:
Μήκος σωλήνα 1,524 μ.
Ακτίνα Δράσεως Βλήματος:
Εκρηκτικό (βαρύ) 25 μ.
1. Εκρηκτικό
2. Φωτιστικό
Πυρομαχικά: 3. Καπνογόνο
4. Χημικών πολεμικών ουσιών
5. Βομδιδοφόρο
Ρυθμοί βολής:
Ταχύς 18 βλήματα/λεπτό
Κανονικός 9 βλήματα/λεπτό
Αργός 3 βλήματα/λεπτό
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ

116 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΤΥΦΕΚΙΑ
ΤΥΦΕΚΙΟ FN 7,62 ΣΤΑΝΤΑΡΝΤ (STANDARD)

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.700 μ.
Ωφέλιμο 2.000 μ.
Δραστικό 600 μ.
Διαμέτρημα: 5,56 χιλ.
Βάρη:
Τυφέκιο χωρίς γεμιστήρα 4,200 χλγ.
Τυφέκιο με γεμιστήρα 4,450 χλγ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 1,10 μ.
Κάννη 53,3 εκ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 650 -700 βολές/λεπτό
Πρακτική αυτόματη βολή 120 Βολές/λεπτό
Πρακτική ημιαυτόματη βολή 60 Βολές/λεπτό
Γεμιστήρας: 20 φυσιγγίων
Χώρα Κατασκευής: Βέλγιο

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 117


ΤΥΦΕΚΙΟ FN 7,62 L.A.R. PARA

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.700 μ.
Ωφέλιμο 2.000 μ.
Δραστικό 600 μ.
Διαμέτρημα: 5,56 χιλ.
Βάρη:
Τυφέκιο χωρίς γεμιστήρα 3,780 χλγ.
Τυφέκιο με γεμιστήρα 4,030 χλγ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 1,095 μ.
Κάννη 53,3 εκ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 650-700 βολές/λεπτό
Πρακτική αυτόματη βολή 120 βολές/λεπτό
Πρακτική ημιαυτόματη βολή 60 βολές/λεπτό
Γεμιστήρας: 20 φυσιγγίων
Χώρα Κατασκευής: Βέλγιο

118 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΤΥΦΕΚΙΟ Μ16 Α2
ΜΕ ΣΤΑΘΕΡΟ ΚΟΝΤΑΚΙΟ (RO 908)

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.600 μ.
Μέγιστο δραστικό 550 μ. (στόχο σημείου) - 800μ. (στόχο περιοχής)
Διαμέτρημα: 5,56 χιλ.
Βάρη:
Τυφέκιο χωρίς γεμιστήρα 3,30 χλγ.
Τυφέκιο με γεμιστήρα 30 φυσ. 3,99 χλγ.
Μήκος κάνης (με φλογοκρύπτη): 100 εκ.
Ταχυβολία: 800 φυσ./λεπτό
Γεμιστήρας: 30 φυσιγγίων
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 119


ΤΥΦΕΚΙΟ Μ16 Α2 Μ4 COMMANDO RO 778

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.600 μ.
Δραστικό 300 μ.-500 μ.
Διαμέτρημα: 5,56 χιλ.
Βάρη:
Τυφέκιο χωρίς γεμιστήρα 2,44 χλγ.
Τυφέκιο με γεμιστήρα 3,02 χλγ.
Μήκη:
Μήκος με ανεπτυγμένο κοντάκιο 77 εκ.
Μήκος με κλειστό κοντάκιο 69 εκ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 700-1.000 βολές/λεπτό
Γεμιστήρας: 30 φυσιγγίων
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ

120 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΤΥΦΕΚΙΟ Μ16 Α2Ε Μ4 CARBINE

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.600 μ.
Μέγιστο Δραστικό 500 μ. (στόχο σημείου)-800 μ. (στόχο περιοχής)
Διαμέτρημα: 5,56 χιλ.
Βάρη:
Τυφέκιο χωρίς γεμιστήρα 2,80 χλγ.
Τυφέκιο με γεμιστήρα 3.48 χλγ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου ανεπτυγμένο 84 εκ.
Ολικό μήκος όπλου συνεπτυγμένο 76 εκ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 800 βολές/λεπτό
Γεμιστήρας: 30 φυσιγγίων
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 121


ΤΥΦΕΚΙΟ G3A3

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.700 μ.
Δραστικό 400 μ.
Διαμέτρημα: 7,62 χιλ.
Βάρη:
Τυφέκιο χωρίς γεμιστήρα 4,250 χλγ.
Πλήρης γεμιστήρας από αλουμίνιο 600 γρ.
Πλήρης γεμιστήρας από χάλυβα 740 γρ.
Φυσίγγιο 24 γρ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 1,02 μ.
Κάννη 0,45 μ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 500-600 φυσ./λεπτό
Πρακτική 120 φυσ./λεπτό
Χωρητικότητα Γεμιστήρα: 20 φυσίγγια
Αριθμός αυλακώσεων κάννης: 4
Αριθμός ραβδώσεων θαλάμης: 12
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα

122 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΤΥΦΕΚΙΟ G3A4

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.700 μ.
Δραστικό 400 μ.
Διαμέτρημα: 7,62 χιλ.
Βάρη:
Τυφέκιο χωρίς γεμιστήρα 4,250 χλγ.
Πλήρης γεμιστήρας από αλουμίνιο 600 γρ.
Πλήρης γεμιστήρας από χάλυβα 740 γρ.
Φυσίγγιο 24 γρ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 1,02 μ.
Κάννη 0,45 μ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 500-600 φυσ./λεπτό
Πρακτική 120 φυσ./λεπτό
Χωρητικότητα Γεμιστήρα: 20 φυσίγγια
Αριθμός αυλακώσεων κάννης: 4
Αριθμός ραβδώσεων θαλάμης: 12
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 123


ΠΙΣΤΟΛΙΑ
ΠΙΣΤΟΛΙ 9MM GLOCK 17 AMPHIBIOUS

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 100 μ.
Δραστικό 50 μ.
Διαμέτρημα: 9 χιλ.
Βάρη:
Σωλήνα 625 χλγ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 20 εκ.
Πλάτος 49 εκ. με σιγαστ.
Γεμιστήρας: 17 ή 31 φυσιγγίων
Χώρα Κατασκευής: Αυστρία

ΠΙΣΤΟΛΙ ΣΗΜΑΤΟΔΟΣΙΑΣ 1” MARK IV

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Είναι οπισθογεμές πιστόλι σηματοδοσίας που χρησιμοποιείται για την κατάδειξη θέ-
σης και επισήμανση κινδύνου.
Βάρος: 1.134 χλγ.
Διαμέτρημα: 1’’
Τροφοδοσία: Μία φωτοβολίδα
Χώρα Κατασκευής: Βρετανία

124 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΠΙΣΤΟΛΙ 0,45”

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 1.465 μ.
Δραστικό 50 μ.
Διαμέτρημα: 0,45“ (11,4 χιλ.)
Βάρη:
Πιστολίου με γεμιστήρα 1,100 χλγ.
Βάρος χωρίς γεμιστήρα 1,024 χλγ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 21,6 εκ.
Κάννης 12,7 εκ.
Γεμιστήρα: 7 φυσιγγίων
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 125


ΠΙΣΤΟΛΙ ΣΗΜΑΤΟΔΟΣΙΑΣ 1”

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Είναι οπισθογεμές πιστόλι σηματοδοσίας που χρησιμοποιείται για την κατάδειξη θέ-
σης και επισήμανση κινδύνου.
Βάρος: 0, 480 χλγ.
Διαμέτρημα: 1’’
Τροφοδοσία: Μία φωτοβολίδα
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ

ΠΙΣΤΟΛΙ ΣΗΜΑΤΟΔΟΣΙΑΣ 1” ΠΤ

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Είναι οπισθογεμές πιστόλι σηματοδοσίας που χρησιμοποιείται για την κατάδειξη θέ-
σης και επισήμανση κινδύνου.
Βάρος: 1 χλγ.
Μήκος: 23 εκ.
Πλάτος: 16 εκ.
Διαμέτρημα: 1’’
Τροφοδοσία: Μία φωτοβολίδα
Χώρα Κατασκευής: Βρετανία

126 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΟΧΗΜΑΤΑ ΜΑΧΗΣ
ΟΧΗΜΑ 1/4 τον. 4x4 M/S 240 GD
ΦΟΡΕΑΣ Α-Τ FAGOT

Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 1.850 κιλά
Ωφέλιμο φορτίο 650 κιλά
Επιτρεπόμενο μέγιστο 2.500 κιλά
Φορτίο ρυμουλκούμενων με πέδηση 800 κιλά
Φορτίο ρυμουλκούμενων χωρίς πέδηση 750 κιλά
Διαστάσεις:
Μήκος 4,165 μ.
Πλάτος 2,020 μ.
Ύψος 2,005 μ.
Διαφορικού Εμπρός / πίσω: 241/240 χιλ.
Απόσταση από το έδαφος
Δαπέδου: 655 χιλ.
Πρόβολος Εμπρός 745 χιλ.
Πρόβολος Πίσω 800 χιλ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό /εκτός οδού 115/56 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 68 λίτρα
Κατανάλωση 7,92 χλμ./λίτρο
Αυτονομία 538,56 χλμ.
Μέγιστη ικανότητα αναρρίχησης 80%
Μικρότερη διάμετρος κύκλου στροφής 11,4 μ.
Γωνία προσεγγίσεως 39ο
Γωνία αναχωρήσεως 34ο
Βάθος Υδάτινου Κωλύματος 600 χιλ.
Οπλισμός: A-T FAGOT

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 127


Η προσαρμογή του όπλου γίνεται στον έστορα TOW του οχήματος με ειδικό προσαρμοστήρα
που αντικαθιστά τον τρίποδα του όπλου.
Απόθεμα Πυρκών 6 πύραυλοι
Πλήρωμα: Στοιχείο FAGOT (3 άτομα)
Επικοινωνίες:
Ασύρματος GRC 9200 ή DRC 9200
- Διαμόρφωση FM
- Εύρος συχνότητας FH
Κινητήρας: 4κίλυνδρος σε σειρά, 2.400 κυβ. εκ.
Καύσιμο Πετρέλαιο
Μέγιστη Ισχύς 53Kw (72ps/din) στις 4.400 στρ./λεπτό
4 σχέσεων με όπισθεν και κιβώτιο βοηθη-
Κιβώτιο Ταχυτήτων τικής με σχέση υποβιβασμού 1,0/2,14 και
τετρακίνηση
Σύστημα Διευθύνσεως Μηχανικό
Ηλεκτρικό Σύστημα 24 Volt
Συσσωρευτές 2x12Vx70Ah
Προέλευση: Γερμανία
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα
Το M/S 240 GD είναι ένα ελαφρύ όχημα πα-
Εξωτερικά χαρακτηριστικά: ντοδαπού εδάφους, μικρό σε διαστάσεις,
αερομεταφερόμενο με Α/Φ και Ε/Π.
Το M/S 240 GD φορέας FAGOT παρέχει Α-Τ
Χρησιμοποίηση:
προστασία στα τμήματα που διατίθεται.

128 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΕΞΟΠΛΙΣΜΕΝΟ ΟΧΗΜΑ 2 3/4 τον. HMMWV
Μ1025Α2 (HUMMER) ΦΟΡΕΑΣ ΠΟΛΥΒΟΛΟΥ 0,50’
Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 4.676 κιλά
Ωφέλιμο φορτίο 2.815 κιλά
Κλάση άδειο /πλήρες 3/4
Διαστάσεις:
Μήκος 4,839 μ.
Πλάτος 2,16 μ.
Ύψος με/χωρίς όπλο 1,85/1,75 μ.
Απόσταση από το έδαφος 0,39 μ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό 88 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 94,6 λίτρα
Αυτονομία σε οδό/γυμνό έδαφος 515/563 χλμ.
Μεγίστη ικανότητα αναρρίχησης 60%
Πλάγια κλίση 40%
Υπέρβαση κάθετου εμποδίου 72 εκ.
Μικρότερη διάμετρος κύκλου στροφής Αρ-Δεξ 66 εκ.
Μέγιστη ελκτική ικανότητα 1.905 κιλά - 4.000 κιλά με πέδηση
Δυνατότητα διέλευσης υδάτινου κωλύματος 83 εκ. και 1,50 μ. με προετοιμασία
Επιτάχυνση 0-48 χλμ./ώρα 9,4 δευτ. & 0-80 χλμ./ώρα 26,1 δευτ.
Μετάβαση σε απόσταση μεγαλύτερη από 50 χλμ. με σκασμένα λάστιχα
Γωνία προσεγγίσεως 63o
Γωνία αναχωρήσεως 33o
Οπλισμός: ΠΟΛΥΒΟΛΟ 0.50
Βεληνεκές μέγιστο 6.800 μ.
Ωφέλιμο 1.830 μ.
Δραστικό 950 μ (750 μ για Α/Α βολή)
Γωνίες βολής 360ο
Απόθεμα Πυρκών 2.000 φυσ.

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 129


- Στοιχείο ΠΟΛ/ΛΩΝ
- Επιπλέον δυνατότητα μεταφοράς 2 ατό-
Πλήρωμα:
μων εμπρός και 8 πίσω με κατάλληλη δια-
μόρφωση
Επικοινωνίες:
Ασύρματος GRC 9200 ή DRC 9200
- Διαμόρφωση FM
- Εύρος συχνότητας FH
Κινητήρας: 8κίλυνδρος, 6.500 κυβ. εκ., υδρόψυκτος
Καύσιμο Πετρέλαιο
Μέγιστη Ισχύς 160 ίπποι/190 turbo στις 2.300 στροφές
Σύστημα Διευθύνσεως Υδραυλικό
Ηλεκτρικό Σύστημα 2πλού Voltage 14/28Volt
Συσσωρευτές 2Χ100ΑΗΧ12Volt
Αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων 4 σχέσεων, όπισθεν και κιβώτιο βοηθητικής με μόνιμη τετρακίνηση.
Προέλευση: ΗΠΑ
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Το Όχημα HUMMER είναι χαμηλής ορατό-
τητας, παντοδαπού εδάφους, ικανό για νυ-
χτερινές επιχειρήσεις, ικανό για μεταφορά
Εξωτερικά χαρακτηριστικά: μεγάλου φορτίου και όπλων μεγάλου διαμε-
τρήματος, σταθερό σε βολές λόγω χαμηλού
κέντρου βάρους, με υδατοστεγές ηλεκτρικό
κύκλωμα, αερομεταφερόμενο.
Το Όχημα HUMMER είναι ένα όχημα φορέας
ΠΟΛ/ΛΟΥ 0,50 το οποίο μπορεί να κινείται
Χρησιμοποίηση: με ευκολία και ταχύτητα στο πεδίο της μά-
χης παρέχοντας Α-Τ προστασία στα τμήματα
που υποστηρίζει.

130 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΕΞΟΠΛΙΣΜΕΝΟ ΟΧΗΜΑ 1/4 τον. 4x4 M/S
240GD ΦΟΡΕΑΣ ΠΟΛΥΒΟΛΟΥ

Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 1.850 κιλά
Ωφέλιμο φορτίο 650 κιλά
Επιτρεπόμενο Μέγιστο 2.500 κιλά
Φορτίο ρυμουλκ. με πέδηση 800 κιλά
Φορτίο ρυμουλκ. χωρίς πέδηση 750 κιλά
Διαστάσεις:
Μήκος 4,165 μ.
Πλάτος 2,020 μ.
Ύψος 2,005 μ.
- Διαφορικού Εμπρός / πίσω: 241/240 χιλ.
Απόσταση από το έδαφος
- Δαπέδου: 655 χιλ.
Πρόβολος Εμπρός 745 χιλ.
Πρόβολος Πίσω 800 χιλ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό/εκτός οδού 115/56 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 68 λίτρα
Κατανάλωση 7,92 χλμ./λίτρο
Αυτονομία 538,56 χλμ.
Μεγίστη ικανότητα αναρρίχησης 80%
Μικρότερη διάμετρος κύκλου στροφής 11,4 μ.
Γωνία προσεγγίσεως 39ο
Γωνία αναχωρήσεως 34ο
Βάθος Υδάτινου Κωλύματος 600 χιλ.
Οπλισμός: ΠΟΛ/ΛΟ 7,62 χιλ. MAG ή MG3
Γωνίες Βολής Βολή μόνο Εμπρός
Απόθεμα Πυρκών: 2.000 φυσ.
Πλήρωμα: Στοιχείο πολ/λου (3 άτομα)

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 131


Επικοινωνίες:
Ασύρματος GRC 9200 ή DRC 9200
- Διαμόρφωση FM
- Εύρος συχνότητας FH
Κινητήρας: 4κίλυνδρος σε σειρά, 2.400 κυβ. εκ.
Καύσιμο Πετρέλαιο
Μέγιστη Ισχύς 53 Kw (72ps/din) στις 4.400 στρ./λεπτό
Σύστημα Διευθύνσεως Μηχανικό
Ηλεκτρικό Σύστημα 24 Volt
Συσσωρευτές 2x12Vx70Ah
Αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων 4 σχέσεων και όπισθεν.
Προέλευση: Γερμανία
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα
Το M/S 240 GD είναι ένα ελαφρύ όχημα πα-
Εξωτερικά χαρακτηριστικά: ντοδαπού εδάφους, μικρό σε διαστάσεις,
αερομεταφερόμενο με Α/Φ και Ε/Π.
Το Εξοπλισμένο M/S 240 GD φορέας ΠΟΛΥ-
Χρησιμοποίηση: ΒΟΛΟΥ αναλαμβάνει αποστολές αναγνωρί-
σεως και συνοδείας οχημάτων.

ΕΛΑΦΡΥ ΤΕΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΟ ΟΧΗΜΑ ΜΑΚΡΑΣ


ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ – ΣΥΝΟΔΕΙΑΣ VBL PANHARD
ΜΕ ΠΟΛ/ΛΟ 7,62 χιλ. ΚΑΙ Α-Τ MILAN

Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 3,8 – 4 τον.
Ωφέλιμο φορτίο 1 τον.
Κλάση 4
Διαστάσεις:
Μήκος 4,095 μ.
Πλάτος 2,020 μ.
Ύψος 2,140 μ.

132 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Εδαφική απόσταση 0,35 μ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό/εκτός οδού 70/97 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 75 λίτρα
Αυτονομία 600-800 χλμ.
Υπέρβαση κάθετου εμποδίου 0,90 μ.
Ταχύτητα στο νερό με προπέλα 5,4 χλμ./ώρα
Βάθος Υδάτινου Κωλύματος Απεριόριστο
Οπλισμός: Α-Τ MILAN
Βεληνεκές αποτελεσματικό 400 μ. έως 1.900 μ.
Γωνίες Βολής Περιορισμένη στα πλάγια
Απόθεμα Πυρκών: 6 βλήματα MAG 7,62 χιλ.
Βεληνεκές μέγιστο 3700 μ.
Βεληνεκές ωφέλιμο/δραστικό 1.800 μ. / 800 μ.
Απόθεμα πυρκών 1.500 φυσ.
Πλήρωμα: 3 άτομα
Επικοινωνίες:
Ασύρματος GRC 9200 ή DRC 9200
- Διαμόρφωση FM
- Εύρος συχνότητας FH
Κινητήρας: PEUGEOT XD 3T Diesel - Turbo
Καύσιμο Πετρέλαιο
Μέγιστη Ισχύς 95 cv DIN (70kw)
Σύστημα Διευθύνσεως Μηχανικό
Κιβώτιο ταχυτήτων Αυτόματο
Προέλευση: Γαλλία
Χώρα Κατασκευής: Γαλλία
Το VBL (Vehicle Blinde Leger) PANHARD είναι
ένα ελαφρύ θωρακισμένο όχημα παντοδαπού
εδάφους, αμφίβιο, μικρό σε διαστάσεις, χαμη-
λού θορύβου, αερομεταφερόμενο με Α/Φ(C-
130,C-160), Ε/Π και με δυνατότητα πτώσης με
Εξωτερικά χαρακτηριστικά:
αλεξίπτωτο. Η θωράκισή του αποτελείται από
υψηλής σκληρότητας ατσάλι και παρέχει προ-
στασία από βολίδες 7,62 χιλ. (0,30’) και θραύ-
σματα βλημάτων. Επίσης, παρέχει προστασία
από Νάρκες Κ/Π και ΡΒΧ ουσίες.

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 133


Το VBL PANHARD, λόγω χαρακτηριστικών,
χρησιμοποιείται κατά βάση σε αποστολές
Χρησιμοποίηση:
Μακράς Αναγνωρίσεως και Συνοδείας
Οχημάτων.

ΤΕΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΟ ΟΧΗΜΑ ΜΑΧΗΣ


(ΤΟΜΑ) BMP-1

Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 13.500 κιλά
Βάρος κενό 12.500 κιλά
Διαστάσεις:
Μήκος 6,74 μ.
Πλάτος 2,94 μ.
Ύψος 2,15 μ.
Απόσταση από το έδαφος 0,39 μ.

134 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό 80 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καυσίμου 350 λίτρα
Αυτονομία σε οδό (ειρήνη/πόλεμο) 430 χλμ./340 χλμ.
Σχέση ιπποδύναμης/βάρους 22,22 ίππους/τόνο
Πίεση στο έδαφος 0,6 χλμ./κυβ. εκ.
Μέγιστη ικανότητα αναρρίχησης 60%
Πλάγια κλίση 30%
Υπέρβαση κάθετου εμποδίου 0,8 μ.
Υπέρβαση τάφρου 2,2 μ.
Μικρότερη διάμετρος κύκλου στροφής Επι τόπου
Εμπροσθοπορεία: 6-8 χλμ./ώρα
Μέγιστο βάθος υδάτινου κωλύματος:
Ικανότητα κινήσεως στο νερό Απεριόριστο
Θωράκιση:
5-19 χιλ. ανάλογα το τμήμα του σκάφους
Πύργος:
Υπηρετείται Από ένα άτομο
Κίνηση Ηλεκτρική & μηχανική
Περιστροφή 360ο
θωράκιση 13-33 χιλ.
Κύριο Οπλικό Σύστημα: ΠΥΡΟΒΟΛΟ 73 χιλ. 2Α28
Δραστικό βεληνεκές κατά Α-Τ στόχων 1.300 μ.
Πρακτική ταχυβολία
και ΚΠ 1600 μ.
Ανύψωση –4ο έως +45ο
Αντιαρματικά (ρουκέτα)
Εκρηκτικά Κ/Π (βλήματα)
Τύποι Πυρκών:
Ασκήσεων
Εκπαιδεύσεως
Απόθεμα πυρκών 40 βλήματα (Κ/Π:16, Α/Τ:24)
Δευτερεύον Οπλικό Σύστημα: Συζυγές ΠΟΛΥΒΟΛΟ 7,62 χιλ. PKT
Μέγιστο βεληνεκές 3.800 μ.
Δραστικό βεληνεκές 1000 μ.
Πρακτική ταχυβολία έως 250 φυσ./ λεπτό
Απόθεμα πυρκών 2.000 φυσίγγια σε ταινία μέσα σε κιβώτιο
Α/Α Προστασία: Πολυβόλο 0,50’

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 135


Μέγιστο βεληνεκές 6.800 μ.
Δραστικό βεληνεκές 1.830 μ.
Απόθεμα πυρκών 2.000 φυσ.
Σύστημα καπνογόνων: 6 απλός 902W
Πλήρωμα: Οδηγός ΑΠΕΟ – Πυρτής – 8 οπλίτες
Κινητήρας:
Υδρόψυκτος, εξακύλινδρος (σε σειρά) πετρελαιοκινητήρας τύπου UTD-20
Καύσιμο Πετρέλαιο
Μέγιστη Ισχύς 300 ίπποι στις 2.000 στροφές
Σύστημα διευθύνσεως Αεροϋδραυλικό
Ηλεκτρικό Σύστημα 24 volt
Συσσωρευτές 2x12 volt των100 AH
Μετάδοση κίνησης μηχανική 5 σχέσεων εμπρός (η 5η απενεργοποιημένη) και 1 όπισθεν
Σύστημα Παρατήρησης:
3 Περισκόπια TNPO 170 ή 350Β
Οδηγός
Διόπτρα Νυχτερινής Οδήγησης. Υ/Α
3 Περισκόπια TNPO 170 ή 350Β
Πυρτής Διόπτρα Νυχτερινής -Ημερήσια Παρατήρησης
& Σκόπευσης παθητικού τύπου 1PN 22M2
2 Περισκόπια TNPO 170 ή 350Β
ΑΠΕΟ
Διόπτρα Παρατ Ημ & Νυχ Υ/Α ΤΚΝ-3Β
Ομάδα 8 Περισκόπια TNPO 170 ή 350Β

136 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Επικοινωνίες:
R 124 Οδηγός – ΑΠΕΟ – Πυρτής – Ομαδάρ -Β.
Ενδοεπικοινωνία
Ομαδάρ.
R123 ή R123M
Ασύρματη
διαμόρφωση: FM από 20-51,5 MHZ
Προέλευση: πρώην ΕΣΣΔ
Χώρα Κατασκευής: πρώην ΕΣΣΔ
Το ΤΟΜΑ BMP1 είναι ένα τεθωρακισμένο όχη-
μα το οποίο συνδυάζει πλεονεκτήματα ενός
οχήματος μεταφοράς προσωπικού και ενός
Χρησιμοποίηση:
άρματος μάχης. Είναι αμφίβιο και έχει σχεδια-
στεί να αερομεταφέρεται, καθώς επίσης και να
ρίπτεται με αλεξίπτωτο.

ΤΕΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΟ ΟΧΗΜΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ


ΟΛΜΩΝ 4,2’’ (TOMO) M106 A1

Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 11.945 κιλά
9.072 κιλά (Ελαφρή Α/Σ, Ελάχιστο πλήρωμα,
Βάρος Αερομεταφοράς
όλμο, πυρκά και 80% καύσιμα)
Κλάση 12
Εδαφική Πίεση 8,3 PSI
Διαστάσεις:
Μήκος 486,41 εκ.
Πλάτος 268,6 εκ.
Ύψος (Συνολικό) 248 εκ.
Απόσταση από το έδαφος 40 εκ
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό 64,36 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 359,6 λίτρα
Αυτονομία σε οδό (με ταχύτητα 25 ΜΑΩ) 482,7 χλμ.

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 137


Μέγιστη ικανότητα αναρρίχησης 60%
Πλάγια κλίση 30%
Υπέρβαση κάθετου εμποδίου 0,4 μ.
Υπέρβαση τάφρου 1,70 μ.
Μικρότερη ακτίνα κύκλου στροφής 3,904 μ.
- Εμπροσθοπορεία: 5,79 χλμ./ώρα
Χαρακτηριστικά Λειτουργίας μέσα στο Νερό
- Μέγιστο διαβατό βάθος ύδατος: Απεριόριστο
Οπλισμός:
- Μέγιστο βεληνεκές : 6.800 μ.
Πολυβόλο 12.7 mm (0.50) TAK - Ωφέλιμο βεληνεκές : 1.830 μ.
- Δραστικό βεληνεκές: 950 μ. & 750 μ. για Α/Α βολή
Αποθήκευση 600 φυσ. 0,50’’ και 720 φυσ. 7,62 ατομ. τυφ.
Περιστροφή όλμου κατά διεύθυνση από το
κέντρο:
- ΔΕΞΙΑ χωρίς σύνδεση με σύστημα ασφαλίσε-
ως: 700 χιλ.
- ΑΡΙΣΤΕΡΑ χωρίς σύνδεση με σύστημα ασφα-
λίσεως: 650 χιλ.
- ΔΕΞΙΑ με σύνδεση με σύστημα ασφαλίσεως:
Όλμος 4,2’’ Μ30
825 χιλ.
- ΑΡΙΣΤΕΡΑ με σύνδεση με σύστημα ασφαλίσε-
ως: 775 χιλ.
Συνολική διαδρομή από δεξιό προς αριστ.
άκρο: 1.600 χιλ.
Μέγιστη ύψωση με όχημα οριζόντιο: 1.125 χιλ.
Ελάχιστη ύψωση: 740 χιλ.
Αποθήκευση πυρκών 88 βλημάτων
Οδηγός και στοιχείο όλμων 4,2’ (4 άτομα).
Πλήρωμα: Δύναται να επιβιβασθεί και ένα άτομο επιπλέ-
ον του στοιχείου.
Επικοινωνίες:
Ενδοεπικοινωνία οδηγού – Αρχηγού πήγματος – Πολ/τή
Ασύρματος GRC 9200
- Διαμόρφωση FM
- Εύρος συχνότητας FH
Κινητήρας: 6κίλυνδρος τύπου V – δίχρονος
Καύσιμο Πετρέλαιο
Μεγιστη Ισχύς 210 Ίπποι στις 2.300 στροφές
Μετάδοση κίνησης Αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων

138 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Σύστημα Διευθύνσεως Μοχλοί διεύθυνσης και πέδησης
Ηλεκτρικό Σύστημα 24 V
Συσσωρευτές 2 x 12 V
Προέλευση: ΗΠΑ
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Το ΤΟΜΟ Μ106 παρέχει προστασία στο πλή-
ρωμα του σκάφους από μικρά όπλα και θραύ-
σματα βλημάτων. Eπίσης, παρέχει δυνατότητα
Εξωτερικά χαρακτηριστικά:
βολής προσωπικού από το όχημα. Μπορεί να
μεταφερθεί μέσω αέρα με Α/Φ & Ε/Π και να
διαβεί υδάτινο κώλυμα.

ΒΕΛΤΙΩΜΕΝΟ ΤΕΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΟ ΟΧΗΜΑ


TOW2 ITV M901A1

Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 12 τον.

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 139


Διαστάσεις:
Μήκος 4,8 μ.
Πλάτος 2,65 μ.
- Ελάχιστο (TOW θέση ανάπαυσης): 2,75 μ.
Ύψος - Μέγιστο (TOW πάνω): 3,30 μ.
- Απόσταση από το έδαφος: 0,40 μ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό 64 χιλ./ώρα
Μέγιστη ταχύτητα όπισθεν 15 χιλ./ώρα
Μέγιστη ταχύτητα πλεύσης Βάθος απεριόριστο: 6 χιλ/ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 360 λίτρα
Αυτονομία σε οδό 489,6 χιλ.
Μέγιστο φορτίο ρυμούλκα 6,5 τον.
Μέγιστη ικανότητα αναρρίχησης 60%
Πλάγια κλίση 30%
0,6 μ. εμπρός
0,35 μ. πίσω
Υπέρβαση κάθετου εμποδίου
Υπέρβαση τάφρου: 1,76 μ.
Μικρότερη ακτίνα στροφής: 426,72 εκ.
Οπλισμός:
- Τομέας βολής: 360ο
- Κίνηση πύργου: Υδραυλική
Κύριος Οπλισμός: Διπλός Εκτοξευτής TOW 2
- Μεγ Βεληνεκές: 3.750 μ.
Απόθεμα: 10 πύραύλοι TOW 2
- Μέγιστο. Βεληνεκές: 3.750 μ.
- Ωφέλιμο Βεληνεκές: 1.200 μ.
Δευτερεύον Οπλισμός: Πολ/λο 7,62 MG3
- Δραστικό Βεληνεκές: 800 μ.
Απόθεμα: 2.000 φυσ.
Πλήρωμα: Οδηγός και στοιχείο TOW 2 (3 άτομα)
Σύστημα παρατήρησης – σκόπευσης:
Περισκόπιο Μ17
- οριζόντια πεδίο: 150ο
- κατακόρυφο πεδίο: 50ο
Οδηγού Διόπτρα Υ/Α Μ19
- Ισχύς x1 Πεδίο 26,8ο
Διόπτρα Μ26
- Ισχύς x1 Πεδίο 26,8ο
Περιστροφικό περισκόπιο
Αρχηγού
- Ισχύς 4x12,5

140 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Σκοπευτή Διόπτρα σκοπεύσεως
Επικοινωνίες:
Ενδοεπικοινωνία Οδηγού – Αρχηγού
Ασύρματος GRC 9200 ή DRC 9200
- Διαμόρφωση FM
- Εύρος συχνότητας FH
Κινητήρας: 6κίλυνδρος, υδρόψυκτος, σε σχήμα V
Καύσιμο Diesel
Μέγιστη Ισχύς 210 Ίππους στις 2.300 στροφές
Μετάδοση κίνησης Αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων
Σύστημα Διευθύνσεως Οδήγηση με λεβιέδες (μοχλοί φρεναρίσματος)
Ηλεκτρικό Σύστημα 24 V
Συσσωρευτές 2x12 V
Προέλευση: ΗΠΑ
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Το Μ901 A1 παρέχει προστασία στο πλή-
ρωμα του σκάφους από μικρά όπλα και
θραύσματα βλημάτων. Επίσης, παρέχει
Εξωτερικά χαρακτηριστικά: δυνατότητα βολής προσωπικού από το
όχημα. Μπορεί να μεταφερθεί μέσω αέρα
με Α/Φ & Ε/Π και να διαβεί υδάτινο κώ-
λυμα.
Το Βελτιωμένο Τεθωρακισμένο Όχημα
TOW χρησιμοποιείται στον αγώνα κατά
των Αρμάτων παρέχοντας προστασία
Χρησιμοποίηση:
τόσο στο όπλο όσο και στο στοιχείο που το
υπηρετεί. Το όπλο μπορεί να εκτελέσει και
Βολή στο έδαφος από τον τρίποδά του.

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 141


ΕΞΟΠΛΙΣΜΕΝΟ ΟΧΗΜΑ 2 3/4 τον.
Μ1025Α2 (HUMMER) ΦΟΡΕΑΣ Α-Τ MILAN

Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 4.676 κιλά
Ωφέλιμο φορτίο 2.815 κιλά
Κλάση άδειο /πλήρες 3/4
Διαστάσεις:
Μήκος 4,839 μ.
Πλάτος 2,16 μ.
Ύψος με/χωρίς όπλο 1,85/1,75 μ.
Απόσταση από το έδαφος 0,39 μ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό 88 χιλ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 94,6 λίτρα
Αυτονομία σε οδό/γυμνό έδαφος 515/563 χλμ.
Μέγιστη ικανότητα αναρρίχησης 60%
Πλάγια κλίση 40%
Υπέρβαση κάθετου εμποδίου 72 εκ.
Μικρότερη διάμετρος κύκλου στροφής Αρ-Δεξ 66 εκ.
Μέγιστη ελκτική ικανότητα 1.905 Kg - 4.000 κιλά με πέδηση
Επιτάχυνση 0-48 χλμ/ώρα 9,4 δευτ. και 0-80 χλμ./ώρα: 26,1 δευτ.
Δυνατότητα διέλευσης υδάτινου κωλύματος 83 εκ. και 1,50 μ. με προετοιμασία
Μετάβαση σε απόσταση μεγαλύτερη από 50 χλμ. με σκασμένα λάστιχα
Γωνία προσεγγίσεως 63o
Γωνία αναχωρήσεως 33o
Οπλισμός: A-T MILAN
Βεληνεκές αποτελεσματικό Από 400 έως 1.900 μ.
Γωνίες Βολής 360ο
Απόθεμα Πυρκών 6

142 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


• Στοιχείο MILAN
Πλήρωμα: • Επιπλέον δυνατότητα μεταφοράς 2 ατόμων
εμπρός & 8 πίσω με κατάλληλη διαμόρφωση
Επικοινωνίες:
Ασύρματος GRC 9200 ή DRC 9200
- Διαμόρφωση FM
- Εύρος συχνότητας FH
Κινητήρας: 8κίλυνδρος, 6.500 κυβ. εκ., υδρόψυκτος
Καύσιμο Πετρέλαιο
Μέγιστη Ισχύς 160 ίπποι/ 90 turbo στις 2.300 στροφές
Σύστημα Διευθύνσεως Υδραυλικό
Ηλεκτρικό Σύστημα 2πλού Voltage 14/28 Volt
Συσσωρευτές 2x100 ΑΗ x 12 Volt
Αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων 4 σχέσεων, όπισθεν και κιβώτιο βοηθητικής με μόνιμη τετρακίνηση
Προέλευση: ΗΠΑ
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Το όχημα HUMMER είναι χαμηλής ορατό-
τητας, παντοδαπού εδάφους, ικανό για
νυχτερινές επιχειρήσεις, ικανό για μεταφο-
Εξωτερικά χαρακτηριστικά: ρά μεγάλου φορτίου και όπλων μεγάλου
διαμετρήματος, σταθερό σε βολές, λόγω
χαμηλού κέντρου βάρους, με υδατοστεγές
ηλεκτρικό κύκλωμα, αερομεταφερόμενο.
Το όχημα HUMMER είναι ένα όχημα φορέας
Α -Τ ΜΙLLΑΝ, το οποίο μπορεί να κινείται με
Χρησιμοποίηση: ευκολία και ταχύτητα στο πεδίο της μάχης
παρέχοντας Α-T προστασία στα τμήματα
που υποστηρίζει.

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 143


ΟΧΗΜΑ HUMMER
ΦΟΡΕΑΣ A-T KORNET-E

Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης (με θωράκιση, με προσαρμοσμένο
5.613 κιλά
οπλικό σύστημα, και γεμάτο δοχείο καυσίμων)
Το βάρος του κενό 3,075 κιλά
Διαστάσεις:
Μήκος 3,14 μ.
Πλάτος 2,18 μ.
Ύψος με/χωρίς όπλο 1,83 μ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό 88 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 96,5 λίτρα
Αυτονομία σε οδό/γυμνό έδαφος 443 χλμ.
Μέγιστη ικανότητα αναρρίχησης 60%
Πλάγια κλίση 40%
Δυνατότητα διέλευσης υδάτινου κωλύματος 0,76 μ.
Δυνατότητα διέλευσης υδάτινου κωλύματος
1,52 μ.
με ειδική συλλογή κώλυμα
0-48 χλμ./ώρα: 9,4 δευτ. & 0-80 χλμ./ώρα:
Επιτάχυνση
26,1 δευτ.
Κινητήρας: 8κίλυνδρος, 6.555 κυβ. εκ., υδρόψυκτος
Καύσιμο Πετρέλαιο
Μέγιστη Ισχύς 190 ίπποι
Σύστημα Διευθύνσεως Υδραυλικό
Αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων HYDRAMATIC 4 σχέσεων, όπισθεν, κιβώτιο βοηθητικής με μόνι-
μη τετρακίνηση και η μέγιστη ταχύτητά του μπορεί να φθάσει τα 113 χλμ./ώρα.
Προέλευση: ΗΠΑ
Έχει δοθεί κατάλληλη τεχνογνωσία στην
ελληνική εταιρεία «ΕΛΒΟ ΑΕ» για τη δια-
Κατασκευή:
σκευή του οχήματος στην Ελλάδα ως φο-
ρέα Α-Τ KORNET-E.

144 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Το Όχημα HUMMER, είναι παντοδαπού
εδάφους, ικανό για νυχτερινές επιχειρήσεις,
για μεταφορά μεγάλου φορτίου και όπλων
μεγάλου διαμετρήματος, σταθερό σε βολές
Εξωτερικά χαρακτηριστικά:
λόγω χαμηλού κέντρου βάρους, με υδατο-
στεγές ηλεκτρικό κύκλωμα, αερομεταφε-
ρόμενο. Το αμάξωμα αλλά και το δάπεδο
παρέχει θωράκιση επιπέδου 2 της STANAG.

ΟΧΗΜΑ 1/4 τον. 4x4 M/S 240 GD


ΦΟΡΕΑΣ Α-Τ ΠΑΟ 106 χιλ.
Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 1.850 κιλά
Ωφέλιμο φορτίο 650 κιλά
Επιτρεπόμενο μέγιστο 2.500 κιλά

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 145


Φορτίο ρυμουλκ. με πέδηση 800 κιλά
Φορτίο ρυμουλκ. χωρίς πέδηση 750 κιλά
Διαστάσεις:
Μήκος 4,165 μ.
Πλάτος 2,020 μ.
Ύψος 2,005 μ.
- Διαφορικού εμπρός/πίσω: 241/240 χιλ.
Απόσταση από το έδαφος
- Δαπέδου: 655 χιλ.
Πρόβολος εμπρός 745 χιλ.
Πρόβολος πίσω 800 χιλ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό/εκτός οδού 115/56 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 68 λίτρα
Κατανάλωση 7,92 χλμ./λίτρα
Αυτονομία 538,56 χλμ.
Μέγιστη ικανότητα αναρρίχησης 80%
Μικρότερη διάμετρος κύκλου στροφής 11,4 μ.
Γωνία προσεγγίσεως 39ο
Γωνία αναχωρήσεως 34ο
Βάθος υδάτινου κωλύματος 600 χιλ.
Οπλισμός: ΠΑΟ 106 Μ40 Α1
Τομέας βολής Εμπρός από 245ο έως 115ο
Γωνία βολής -15ο έως +15ο με κατά τόπους περιορισμούς
9 βλήματα
Απόθεμα Πυρκών ΕΚΡ-Α/Τ: 8 βλήματα
Φυσ. τροχ. 0,50: 72 φυσ.
Πλήρωμα: Στοιχείο ΠΑΟ 106 (3 άτομα)
Επικοινωνίες:
Ασύρματος GRC 9200 ή DRC 9200
- Διαμόρφωση FM
- Εύρος συχνότητας FH
Κινητήρας: Στοιχείο ΠΑΟ 106 (3 άτομα)

146 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Καύσιμο Πετρέλαιο
Μέγιστη Ισχύς 53 Kw (72 ps/din) στις 4.400 στρ./λεπτό
Σύστημα Διευθύνσεως Μηχανικό
Ηλεκτρικό Σύστημα 24 Volt
Συσσωρευτές 2 x 12 V x 70 Ah
Κιβώτιο ταχυτήτων 4 σχέσεων και όπισθεν
Προέλευση: Γερμανία
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα
Το M/S 240 GD είναι ένα ελαφρύ όχημα
Εξωτερικά χαρακτηριστικά: παντοδαπού εδάφους, μικρό σε διαστά-
σεις, αερομεταφερόμενο με Α/Φ και Ε/Π.
Το M/S 240 GD φορέας ΠΑΟ 106 χιλ. πα-
Χρησιμοποίηση: ρέχει Α -Τ προστασία στα τμήματα που
διατίθεται.

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 147


ΟΧΗΜΑ 1/4 τον. 4x4 M/S 240 GD
ΦΟΡΕΑΣ Α-Τ TOW – TOW 2
Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 1.850 κιλά
Ωφέλιμο φορτίο 650 κιλά
Επιτρεπόμενο μέγιστο 2.500 κιλά
Φορτίο ρυμουλκ. με πέδηση 800 κιλά
Φορτίο ρυμουλκ. χωρίς πέδηση 750 κιλά
Διαστάσεις:
Μήκος 4,165 μ.
Πλάτος 2,020 μ.
Ύψος 2,005 μ.
- Διαφορικού εμπρός/πίσω: 241/240 χιλ.
Απόσταση από το έδαφος
- Δαπέδου: 655 χιλ.
Πρόβολος εμπρός 745 χιλ.
Πρόβολος πίσω 800 χιλ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό/εκτός οδού 115/56 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 68 λίτρα
Κατανάλωση 7,92 χλμ./λίτρο
Αυτονομία 538,56 χλμ.
Μέγιστη ικανότητα αναρρίχησης 80%
Μικρότερη διάμετρος κύκλου στροφής 11,4 μ.
Γωνία προσεγγίσεως 39ο
Γωνία αναχωρήσεως 34ο
Βάθος υδάτινου κωλύματος 600 χλμ.
Οπλισμός: A-T TOW /TOW 2
Τομέας βολής Εμπρός από 120ο έως 240ο
Γωνία βολής Από –20ο έως +20ο με κατά τόπους περιορισμούς
Απόθεμα Πυρκών 3 σε υποστηρίγματα πυραύλων
Πλήρωμα: Στοιχείο TOW (3 άτομα)

148 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Επικοινωνίες:
Ασύρματος GRC 9200 ή DRC 9200
- Διαμόρφωση FM
- Εύρος συχνότητας FH
Κινητήρας: 4κίλυνδρος σε σειρά, 2.400 κυβ. εκ.
Καύσιμο Πετρέλαιο
Μέγιστη Ισχύς 53 Kw (72 ps/din) στις 4.400 στρ./λεπτό
Σύστημα Διευθύνσεως Μηχανικό
Ηλεκτρικό Σύστημα 24 Volt
Συσσωρευτές 2 x 12 V x 70 Ah
Κιβώτιο ταχυτήτων 4 σχέσεων και όπισθεν
Προέλευση: Γερμανία
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα
Το M/S 240 GD είναι ένα ελαφρύ όχημα πα-
Εξωτερικά χαρακτηριστικά: ντοδαπού εδάφους, μικρό σε διαστάσεις, αε-
ρομεταφερόμενο με Α/Φ και Ε/Π.
Το M/S 240 GD φορέας TOW παρέχει Α-Τ προ-
Χρησιμοποίηση:
στασία στα τμήματα που διατίθεται.

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 149


ΟΧΗΜΑ 1/4 τον. 4x4 M/S 240 GD
ΦΟΡΕΑΣ Α-Τ MILAN

Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 1.850 κιλά
Ωφέλιμο φορτίο 650 κιλά
Επιτρεπόμενο μέγιστο 2.500 κιλά
Φορτίο ρυμουλκ. με πέδηση 800 κιλά
Φορτίο ρυμουλκ. χωρίς πέδηση 750 κιλά
Διαστάσεις:
Μήκος 4,165 μ.
Πλάτος 2,020 μ.
Ύψος 2,005 μ.
- Διαφορικού εμπρός/πίσω: 241/240 χιλ.
Απόσταση από το έδαφος
- Δαπέδου: 655 χιλ.
Πρόβολος εμπρός 745 χιλ.
Πρόβολος πίσω 800 χιλ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό/εκτός οδού 115/56 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 68 λίτρα
Κατανάλωση 7,92 χλμ./λίτρο
Αυτονομία 538,56 χλμ.
Μέγιστη ικανότητα αναρρίχησης 80%
Μικρότερη διάμετρος κύκλου στροφής 11,4 μ.
Γωνία προσεγγίσεως 39ο
Γωνία αναχωρήσεως 34ο
Βάθος υδάτινου κωλύματος 600 χιλ.
Οπλισμός: A-T MILAN
Τομέας βολής 360ο
Γωνίες βολής 12ο έως +12ο με κατά τόπους περιορισμούς
Απόθεμα Πυρκών 6 βλήματα
Πλήρωμα: Στοιχείο MILAN (3 άτομα)

150 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Επικοινωνίες:
Ασύρματος GRC 9200 ή DRC 9200
- Διαμόρφωση FM
- Εύρος συχνότητας FH
Κινητήρας: 4-Κίλυνδρος σε σειρά, 2.400 κυβ. εκ.
Καύσιμο Πετρέλαιο
Μέγιστη Ισχύς 53 Kw (72 ps/din) στις 4.400 στρ./λεπτό
Σύστημα Διευθύνσεως Μηχανικό
Ηλεκτρικό Σύστημα 24 Volt
Συσσωρευτές 2 x 12 V x 70 Ah
Κιβώτιο ταχυτήτων 4 σχέσεων και όπισθεν
Προέλευση: Γερμανία
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα
Το M/S 240 GD είναι ένα ελαφρύ όχημα πα-
Εξωτερικά χαρακτηριστικά: ντοδαπού εδάφους, μικρό σε διαστάσεις,
αερομεταφερόμενο με Α/Φ και Ε/Π.
Το M/S 240 GD φορέας MILAN παρέχει Α -Τ
Χρησιμοποίηση:
προστασία στα τμήματα που διατίθεται.

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 151


ΕΛΑΦΡΥ ΤΕΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΟ ΟΧΗΜΑ
ΜΑΚΡΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ - ΣΥΝΟΔΕΙΑΣ
VBL PANHARD ΜΕ ΠΟΛ/ΛΟ 0,50’

Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 3,8 – 4 τόνοι
Ωφέλιμο φορτίο 1 τόνοι
Κλάση 4
Διαστάσεις:
Μήκος 4,095 μ.
Πλάτος 2,020 μ.
Ύψος 2,140 μ.
Απόσταση από το έδαφος 0,35 μ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό/εκτός οδού 70/97 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καυσίμου 75 λίτρα
Αυτονομία 600-800 χλμ.
Υπέρβαση κάθετου εμποδίου 0,90 μ.
Βάθος υδάτινου κωλύματος Απεριόριστο
Ταχύτητα στο νερό με προπέλα 5,4 χλμ./ώρα
Οπλισμός: Πολ/λο 0,50’
- Ωφέλιμο: 1.830 μ.
Βεληνεκή - Μέγιστο: 6.800 μ.
- Δραστικό: 950 μ. (750 μ. για Α/Α βολή)
Γωνίες βολής 360o
Απόθεμα Πυρκών 2.000 φυσ.
Πλήρωμα: 3 άτομα
Επικοινωνίες:
Ασύρματος GRC 9200 ή DRC 9200
- Διαμόρφωση FM
- Εύρος συχνότητας FH
Κινητήρας: PEUGEOT XD 3T Diesel - Turbo

152 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Καύσιμο Πετρέλαιο
Μέγιστη Ισχύς 95 cv DIN (70 kw)
Κιβώτιο ταχυτήτων Αυτόματο
Σύστημα Διευθύνσεως Μηχανικό
Προέλευση: Γαλλία
Χώρα Κατασκευής: Γαλλία
Το VBL (Vehicle Blinde Leger) PANHARD είναι
ένα ελαφρύ θωρακισμένο όχημα παντοδαπού
εδάφους, αμφίβιο, μικρό σε διαστάσεις, χαμη-
λού θορύβου, αερομεταφερόμενο με Α/Φ(C-
130,C-160), Ε/Π και με δυνατότητα πτώσης με
Εξωτερικά χαρακτηριστικά:
αλεξίπτωτο. Η θωράκισή του αποτελείται από
υψηλής σκληρότητας ατσάλι και παρέχει προ-
στασία από βολίδες 7,62 χιλ (0,30’) και θραύ-
σματα βλημάτων. Επίσης, παρέχει προστασία
από νάρκες Κ/Π και ΡΒΧ ουσίες.
Το VBL PANHARD, λόγω χαρακτηριστικών,
χρησιμοποιείται κατά βάση σε αποστολές
Χρησιμοποίηση:
Μακράς Αναγνωρίσεως και Συνοδείας Οχη-
μάτων.

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 153


ΟΧΗΜΑ 1/4 τον. 4x4 M/S 240 GD
ΦΟΡΕΑΣ Α-Τ FAGOT

Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 1.850 κιλά
Ωφέλιμο φορτίο 650 κιλά
Επιτρεπόμενο μέγιστο 2.500 κιλά
Φορτίο ρυμουλκ. με πέδηση 800 κιλά
Φορτίο ρυμουλκ. χωρίς πέδηση 750 κιλά
Διαστάσεις:
Μήκος 4,165 μ.
Πλάτος 2,020 μ.
Ύψος 2,005 μ.
- Διαφορικού εμπρός/πίσω: 241/240 χιλ.
Απόσταση από το έδαφος
- Δαπέδου: 655 χιλ.
Πρόβολος εμπρός 745 χιλ.
Πρόβολος πίσω 800 χιλ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό/εκτός οδού 115/56 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 68 λίτρα
Κατανάλωση 7,92 χλμ./λίτρο
Αυτονομία 538,56 χλμ.
Μέγιστη ικανότητα αναρρίχησης 80%
Μικρότερη διάμετρος κύκλου στροφής 11,4 μ.
Γωνία προσεγγίσεως 39ο
Γωνία αναχωρήσεως 34ο
Βάθος υδάτινου κωλύματος 600 χιλ.
Οπλισμός: A-T FAGOT
Η προσαρμογή του όπλου γίνεται στον έστορα TOW του οχήματος με ειδικό προσαρμοστήρα
που αντικαθιστά τον τρίποδα του όπλου.
Απόθεμα Πυρκών 6 πύραυλοι
Πλήρωμα: Στοιχείο FAGOT (3 άτομα)

154 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Επικοινωνίες:
Ασύρματος GRC 9200 ή DRC 9200
- Διαμόρφωση FM
- Εύρος συχνότητας FH
Κινητήρας: 4κίλυνδρος σε σειρά, 2.400 κυβ. εκ.
Καύσιμο Πετρέλαιο
Μέγιστη Ισχύς 53 Kw (72 ps/din) στις 4.400 στρ./λεπτό
Κιβώτιο Ταχυτήτων 4 σχέσεων με όπισθεν και κιβώτιο βοηθητικής με σχέση υποβιβασμού
1,0 / 2,14 και τετρακίνηση
Σύστημα Διευθύνσεως Μηχανικό
Ηλεκτρικό Σύστημα 24 Volt
Συσσωρευτές 2 x 12 V x 70 Ah
Προέλευση: Γερμανία
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα
Το M/S 240 GD είναι ένα ελαφρύ όχημα πα-
Εξωτερικά χαρακτηριστικά: ντοδαπού εδάφους, μικρό σε διαστάσεις, αε-
ρομεταφερόμενο με Α/Φ και Ε/Π.
Το M/S 240 GD φορέας FAGOT παρέχει Α-Τ
Χρησιμοποίηση:
προστασία στα τμήματα που διατίθεται.

ΤΕΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΟ ΟΧΗΜΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ


ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ (ΤΟΜΠ) Μ113 Α1/Α2

Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης M113 A1 11.156 κιλά
Κλάση κενό/φορτίο μάχης 10/12
Βάρος μάχης M113 A2 11.752 κιλά
Κλάση κενό/φορτίο μάχης 10/13
Διαστάσεις:
Μήκος M113 A1 486,41 εκ.
Μήκος M113 A2 531,82 εκ.

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 155


Πλάτος 268,6 εκ.
Ύψος (συνολικό) M113 A1 219,71 εκ.
Ύψος (συνολικό) M113 A2 222,25 εκ.
Απόσταση από το έδαφος M113 A1 48,26 εκ.
Απόσταση από το έδαφος M113 A2 43,48 εκ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό 64,36 χιλ./ώρα
Επιτάχυνση 0-32 χλμ./ώρα Α1/Α2 10,5’’/11’’
Χωρητικότητα δεξαμενής καυσίμου 359,6 λίτρα
Αυτονομία σε οδό (με ταχύτητα 25 ΧΑΩ) 482,7 χλμ.
Εδαφική Πίεση M113 A1 53,85 KPΑ
Εδαφική Πίεση M113 A2 56,88 KPΑ
Μέγιστη ικανότητα αναρρίχησης 60%
Πλάγια Κλίση 30%
Υπέρβαση κάθετου εμποδίου 0,7 μ.
Υπέρβαση τάφρου 1,67 μ.
Μικρότερη ακτίνα στροφής 426,72 εκ.
- Εμπροσθοπορεία: 5,79 χιλ./ώρα
Χαρακτηριστικά λειτουργίας μέσα στο νερό
- Μέγιστο διαβατό βάθος ύδατος: Απεριόστο
Οπλισμός: Πολυβόλο 12.7 χιλ. (0.50) TAK ή MG3 7,62 χιλ.
Μέγιστο βεληνεκές 6.800 μ.
Ωφέλιμο βεληνεκές 1.830 μ.
Δραστικό βεληνεκές 950 μ. & 750 μ. για Α/Α βολή
Απόθεμα 2.000 φυσίγγια
Σύστημα καπνογόνων όχι σε όλα
Πλήρωμα: Οδηγός – Πολυβολητής – 10 Οπλίτες
Επικοινωνίες:
Ενδοεπικοινωνία Οδηγού – Αρχηγού πήγματος – Πολ/τή
Ασύρματος GRC 9200 ή DRC 9200
- Διαμόρφωση FM
- Εύρος συχνότητας FH
Κινητήρας: 6κίλυνδρος τύπου V - δίχρονος
Καύσιμο Πετρέλαιο
Μέγιστη Ισχύς 210 Ίπποι στις 2.300 στροφές

156 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Μετάδοση κίνησης Αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων
Σύστημα Διευθύνσεως Μοχλοί διεύθυνσης και πέδησης
Ηλεκτρικό Σύστημα 24 V
Συσσωρευτές 2x12 V
Προέλευση: ΗΠΑ
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Η θωράκισή του είναι από κράμα αλουμι-
νίου και παρέχει προστασία στο πλήρωμα
του σκάφους από μικρά όπλα και θραύσμα-
τα βλημάτων. Επίσης, παρέχει δυνατότητα
βολής προσωπικού από το όχημα. Μπορεί
να μεταφερθεί από αέρα με Α/Φ και Ε/Π και
Εξωτερικά χαρακτηριστικά:
να διαβεί υδάτινο κώλυμα.
Το Μ113 Α1 παρουσιάστηκε στον Αμερικα-
νικό Στρατό το 1964 και αποτελεί την έκδο-
ση του Μ113 (1960) με πετρελαιομηχανή,
ενώ το Μ113 Α2 (1979) έχει βελτιωμένο σύ-
στημα ψύξεως και σύστημα αναρτήσεως.
Το ΤΟΜΠ Μ113 είναι ένα τεθωρακισμένο
όχημα μεταφοράς προσωπικού, το οποίο
Χρησιμοποίηση:
μπορεί να μεταφέρει με ασφάλεια και τα-
χύτητα μια ομάδα στο πεδίο της μάχης.

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 157


ΤΕΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΟ ΟΧΗΜΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ (ΤΟΜΠ) ΛΕΩΝΙΔΑΣ G127
Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 14.800 κιλά
Διαστάσεις:
Μήκος 5.870 χιλ.
Πλάτος 2.500 χιλ.
- Κορμού: 1.600 χιλ.
Ύψος
- Συνολικό, πολ/λο με έστορα: 2.095 χιλ.
Απόσταση από το έδαφος 420 χιλ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό 70 χλμ./ώρα
Επιτάχυνση από 0-32 χλμ./ώρα 11 με 13 δευτ.
Χωρητικότητα δεξαμενής καυσίμου 360 λίτρα
Αυτονομία σε οδό 520 χλμ.
Σχέση ιπποδύναμης/βάρους 15,9 kW/t (21,6 HP/t)
Εδαφική πίεση 5,38 N/εκ.
Μέγιστη ικανότητα αναρρίχησης 75%
Πλάγια κλίση 40%
Υπέρβαση κάθετου εμποδίου 0,8 μ.
Υπέρβαση τάφρου 2,1 μ.
Βαθύ πέρασμα (χωρίς προετοιμασία) 1 μ.
Μικρότερη διάμετρος κύκλου στροφής επί τόπου
Οπλισμός: ΠΟΛΥΒΟΛΟ 12.7 χιλ. (0.50) TAK
- Μέγιστο: 6.800 μ.
Βεληνεκή - Ωφέλιμο: 1.830 μ.
- Δραστικό: 950 μ. (750 μ. για Α/Α βολή)
- Διαμέτρημα: 76 χιλ.
Σύστημα καπνογόνων
- Αριθμός: 2x4
- Πυρκών: 2.000 βολίδες
Αποθέματα - Καπνογόνων: 16 (8 σε αναμονή και 8 σε αποθή-
κευση)

158 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


Πλήρωμα: Οδηγός – Πολυβολητής – 8 Άτομα
Σύστημα παρατήρησης:
- Οδηγός: 3 περισκόπια
Αφαιρούμενα περισκόπια
- Πολυβολητής: 3 περισκόπια περιστρεφόμενα
Επικοινωνίες:
Ενδοεπικοινωνία Οδηγού – Αργηγού – Πολ/τή
Ασύρματος GRC 9200 ή DRC 9200
- Διαμόρφωση FM
- Εύρος συχνότητας FH
Κινητήρας: STEYR 7FA, 6κίλυνδρος,4χρονος, τούρμπο
Καύσιμο Πετρέλαιο
Μέγιστη Ισχύς 320 ίπποι στις 2.300 στροφές
Μετάδοση κίνησης Κιβώτιο ταχυτήτων με 6 εμπροσθοπορείας
Σύστημα Διευθύνσεως Υδραυλικό
Ηλεκτρικό Σύστημα 24 V
Συσσωρευτές 2 x 12 V των 180 AH
Προέλευση: Αυστρία
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα
• Προστασία στο σκάφος και στον πολυβολητή.
Έμπροσθεν από διατρητικά βλήματα cal. 20 χιλ. και
Εξωτερικά χαρακτηριστικά: ολόπλευρα από μικρά όπλα και θραύσματα.
• Δυνατότητα βολής προσωπικού από το όχημα
• Δυνατότητα αερομεταφοράς (με Α/Φ).
Το ΤΟΜΠ ΛΕΩΝΙΔΑΣ είναι ένα τεθωρακισμένο όχη-
μα μεταφοράς προσωπικού, το οποίο μπορεί να με-
Χρησιμοποίηση:
ταφέρει με ασφάλεια και ταχύτητα μια ομάδα στο
πεδίο της μάχης.

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 159


ΠΟΛΥΒΟΛΑ
ΟΠΛΟΠΟΛΥΒΟΛΟ ΗΚ-11 Α1

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.700 μ.
Ωφέλιμο 1.200 μ.
Δραστικό 600 μ.
Διαμέτρημα: 7.62 χιλ.
Βάρη:
Οπλοπολυβόλου με δίποδα 7.700 χλγ.
Κάννης 1.700 χλγ.
Δίποδα 600 γρ.
Φυσιγγίου 24 γρ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 1,03 μ.
Κάννης 0,45 μ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 650 φυσίγγ./λεπτό
Χωρητικότητα Γεμιστήρα: 30 φυσίγγια
Αριθμός αυλακώσεων κάννης: 4
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα

160 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΟΠΛΟΠΟΛΥΒΟΛΟ FN-FALO

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.700 μ.
Ωφέλιμο 2.000 μ.
Δραστικό 600 μ.
Διαμέτρημα: 7.62 χιλ.
Βάρη:
Οπλοπολυβόλου με δίποδα 6.000 χλγ.
Οπλοπολυβόλου χωρίς δίποδα 5.380 χλγ.
Φυσιγγίου 24 γρ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 1,125 μ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 700 φυσίγγια/λεπτό
Πρακτική 120 φυσίγγια/λεπτό
Χωρητικότητα Γεμιστήρα: 20 φυσίγγια
Χώρα Κατασκευής: Βέλγιο

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 161


ΒΟΜΒΙΔΟΒΟΛΟ 40 ΧΙΛ. Μ79

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 400 μ.
Μέγιστο δραστικό περιοχής 350 μ.
Μέγιστο δραστικό σημείου 150 μ.
Ελάχιστο εκπαιδεύσεως 80 μ.
Ελάχιστο μάχης 31 μ.
Διαμέτρημα: 40 χιλ.
Βάρη:
Όπλου κενού 2,700 χλγ.
Όπλου με βομβίδα 2,930 χλγ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 7,31 εκ.
Κάννης 35,6 εκ.
Ακτίνα Δράσεως Βομβίδας: 5 μ.
Φυσίγγια: Βομβίδες 40 χιλ.
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ

162 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΠΟΛΥΒΟΛΟ MAG 7,62 ΧΙΛ.

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.700 μ.
Ωφέλιμο 1.800 μ.
Δραστικό 800 μ.
Διαμέτρημα: 7.62 χιλ.
Βάρη:
Βάρος με δίποδα 11.000 χλγ.
Βάρος με τρίοδα 20.500 χλγ.
Μήκος: 1,255 μ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 600-900 φυσ./λεπτό
Πρακτική 250 φυσ./λεπτό
Τροφοδοσία: Ταινίες 250 φυσ.
Χώρα Κατασκευής: Βέλγιο

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 163


ΠΟΛΥΒΟΛΟ MG3 7,62 ΧΙΛ.

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 4.000 μ.
Ωφέλιμο 1.200 μ.
Δραστικό 800 μ.
Διαμέτρημα: 7,62 χιλ.
Βάρη:
Όπλου κενού 10.500 χλγ.
Όπλου με βομβίδα 11.500 χλγ.
Μήκος: 1,225 μ.
Ταχυβολία:
Μέγιστη 1.000-1.300 φυσ./λεπτό
Τροφοδοσία: Ταινίες 250 φυσ.
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα

164 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΠΟΛΥΒΟΛΟ BROWNING 0,50 Μ2 Ε/Β

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 7.030 μ.
Ωφέλιμο 2.300 μ.
Δραστικό 950 μ.
Διαμέτρημα: 0,50’’ (12,7 χιλ.)
Βάρη:
Κορμού 25,400 χλγ.
Κάννης 11,700 χλγ.
Τρίποδα Μ3 19,600 χλγ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 1,65 μ.
Μήκος Κάννης 1,14 μ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 450-500 βολές/λεπτό
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 165


ΠΟΛΥΒΟΛΟ BROWNING 0,50 M2 E/B (TAK)

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 7.030 μ.
Ωφέλιμο 2.300 μ.
Δραστικό 950 μ.
Διαμέτρημα: 0,50’’ (12,7 χιλ.)
Βάρη:
Κορμού 25,400 χλγ.
Κάννης 11,700 χλγ.
Τρίποδα Μ3 19,600 χλγ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 1,65 μ.
Κάννης 1,14 μ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 450- 500 βολές/λεπτό
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ

166 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


ΠΥΡΟΒΟΛΟ ZU-23

Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστη απόσταση βολής 2.500 μ.
Δραστικό ύψος βολής 1.500 μ.
Διαμέτρημα: 23 χιλ.
Βάρη:
Όλικο βάρος όπλου 950 κιλά
Μήκη:
Μήκος κάννης με φλογοκρύπτη 2.010 χιλ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 1.600-2.000 βολές/λεπτό
Πρακτική 400 βολές/λεπτό
Χώρα Κατασκευής: Ρωσία

ΚΥΡΙΟ ΥΛΙΚΟ ΠΕΖΙΚΟΥ 167


Προκειμένου να αποδοθούν οι δέουσες
τιμές στους αναρίθμητους
νεκρούς ήρωες του Όπλου του Πεζικού που
έπεσαν υπέρ Πατρίδος στα πεδία των μαχών,
και επ’ ευκαιρία του εορτασμού του Έτους
Πεζικού, υποβάλλεται μεταφρασμένη επιστολή,
του Αμερικανού Ταξιάρχου
RALΡΗ ΜcΤ.ΡΕRΝΕLL προς τον
επίσης Αμερικανό Γερουσιαστή
Clinton Ρ. Αnderson

ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ ΚΑΛΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΖΙΚΟ;

Κατά τη διάρκεια του Β΄ ΠΠ, όπως άλλωστε και σε κάθε σύγκρουση,


ορισμένοι πολίτες απευθύνθηκαν στους εθνικούς τους αντιπροσώπους
στο Κογκρέσο αιτούμενοι ειδικής μεταχείρισης για τους αγαπημένους
τους που υπηρετούσαν τη θητεία τους. Η παρακάτω διάσημη επιστολή
του Διοικητού της 27ης Μεραρχίας Πεζικού, η οποία μεταβιβάστηκε
από χέρι σε χέρι μέσω διαδοχικών γενεών στρατιωτών, αποτελεί την
κλασική απάντηση σε τέτοιου είδους ικεσίες, αποδίδοντας ταυτόχρο-
να φόρο τιμής στον δοκιμαζόμενο τυφεκιοφόρο. Ο Γερουσιαστής
Anderson είχε εκλεγεί με το κόμμα των Δημοκρατικών στην Πολιτεία
του New Mexico. Το όνομα του στρατιώτη έχει παραληφθεί.

168 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


«Προς τον Αξιότιμο Clinton Ρ. Anderson 27 Φεβρουαρίου 1942
Fort Ord California

Αγαπητέ κύριε Anderson,

Παρέλαβα την από 17ης Φεβρουαρίου επιστολή σας, η οποία απεστά-


λη στον Γενικό Υπασπιστή και αφορά στον Στρ (ΠΖ)……………………
του Λόχου Α, του 165 Τάγματος Πεζικού. Στην επιστολή σας δηλώνε-
τε: «Διερωτώμαι εάν συνέβη κάποιο λάθος στην τοποθέτηση του Στρ
(ΠΖ)…………………… στο Fort Ord. Ο παραπάνω στρατιώτης έχει τύχει
άριστης μόρφωσης, είναι κάτοχος Master, βρίσκεται στην πτυχιακή του
εργασία για την απόκτηση διπλώματος ιατρού, είναι άριστος γνώστης
της ισπανικής γλώσσας, επιδέξιος αρχαιολόγος ενώ έχει διατελέσει και
δάσκαλος στο Πανεπιστήμιο του New Mexico».
Στη συγκεκριμένη Μεραρχία των 22.000 ανδρών, έχω δεχθεί πολλές
επιστολές παρόμοιες με τη δική σας από γονείς, συγγενείς, φίλους και
αγαπημένες. Δεν κατανοούν το γιατί αυτοί που έχουν καλή νομική στα-
διοδρομία δεν τοποθετούνται στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα ή
το γιατί ο φαρμακοποιός δεν είναι τοποθετημένος στο Νοσοκομείο του
Στρατοπέδου ή το γιατί ο δάσκαλος δεν χρησιμοποιείται σε καθήκον της
ειδικότητάς του. Είναι όλοι πρόθυμοι να βάλλουν κάποιον άλλον να κάνει
τη βρώμικη δουλειά του στρατιώτη που μάχεται, αρκεί αυτός για τον
οποίον ενδιαφέρονται να απαλλαγεί από αυτό το καθήκον (της μάχης).
Εάν στο μέλλον οι γιατροί επιθυμούν να διατηρήσουν το προνόμιο
ασκήσεως του επαγγέλματός τους, οι αρχαιολόγοι να ερευνούν αρχαιό-
τητες, οι φοιτητές να αποκτούν πτυχία και οι καθηγητές την ελευθερία να
διδάσκουν με τον δικό τους τρόπο, τότε κάποιος πρέπει να προελάσει,
να πολεμήσει, να ματώσει και να πεθάνει. Και δεν γνωρίζω κανένα λόγο
γιατί οι φοιτητές, οι γιατροί, οι καθηγητές και οι αρχαιολόγοι δεν πρέπει
να επωμιστούν το μερίδιο που τους αναλογεί.
Λέτε, «μου προξενεί θλίψη το γεγονός ότι απέκτησα αυτού του είδους τη

169
μόρφωση και την έθαψα σε μια ομάδα τυφεκιοφόρων» εννοώντας ότι είναι
ποταπό, κακό ή δουλοπρεπές το να είσαι μέλος μιας ομάδας τυφεκιο-
φόρων και ότι μόνον ηλίθιοι και ορυγματορύχοι πρέπει να επωμίζονται
αυτά τα καθήκοντα. Δεν γνωρίζω κάποιο άλλο καλύτερο μέρος όπου
θερμόαιμοι άνδρες με εξυπνάδα και πρωτοβουλία να είναι περισσότερο
αναγκαίοι παρά από μια ομάδα πολυβόλων ή τυφεκιοφόρων.
Υπ’ αυτήν την ιδιότητα, δίδεται πλήρης αναγνώριση στην τοποθέ-
τηση των στρατιωτών με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι όσο το δυνατόν
περισσότερο ωφέλιμοι για τη Μονάδα στην οποία ανήκουν. Όταν
απαιτείται η χρησιμοποίηση των στρατιωτών για συγκεκριμένο κα-
θήκον, τότε λαμβάνονται υπόψη τα ατομικά έγγραφα και επιλέγονται
αυτοί με τις απαιτούμενες δεξιότητες και ικανότητες. Εξέτασα τον
ατομικό φάκελο του Στρ (ΠΖ)…………………… και διαπίστωσα ότι
είναι αρκετά ικανοποιητικός. Γνωρίζω, λοιπόν, ότι διετέλεσε πρόεδρος
της αδελφότητας στην οποία ανήκε, ότι η μητέρα του γεννήθηκε στην
Alabama και ο πατέρας του στο Michigan, ότι ο πατέρας του ζει στην
Washington σε κάποιο ξενοδοχείο και υποψιάζομαι ότι και αυτός σας
ζήτησε να κάνετε ό,τι μπορείτε προκειμένου να ανατεθεί στον γιό του
κάποιο άλλο καθήκον.
Είναι επιθυμητό όπως όλοι οι στρατιώτες, ανεξαρτήτως ειδικότητας,
να διδάσκονται στην πράξη πόσο δύσκολη είναι μια πορεία 36 χλμ. με
φόρτο, πώς διεξάγεται η λογχομαχία και πώς πρέπει να σεβόμαστε αυτόν
που τη διεξάγει, ειδικά τον στρατιώτη της ομάδος τυφεκιοφόρων.
Εάν ο Στρ (ΠΖ)…………………… έχει ξεχωριστές δεξιότητες που
ανταποκρίνονται στα καθήκοντα της Υπηρεσίας Πληροφοριών και
παρουσιαστεί κενή θέση στο τμήμα Πληροφοριών του συντάγματος,
της ταξιαρχίας ή της μεραρχίας, τότε αυτές (οι δεξιότητες) θα ληφθούν
υπόψη. Δεν μπορείς στον Στρατό να αγνοείς έναν άξιο στρατιώτη για
πάντα. Ο κάθε διοικητής αγωνιά για να αποκτήσει στρατιώτες με φα-
ντασία, εξυπνάδα, πρωτοβουλία και ενεργητικότητα.
Επειδή, ίσως, νομίζετε ότι βρίσκομαι σε ικανή απόσταση από μια
ομάδα τυφεκιοφόρων, θα ήθελα να σας γνωστοποιήσω ότι έχω έναν

170 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012


γιό στη χερσόνησο Bataan. Το μόνο που γνωρίζω γι’ αυτόν είναι ότι
τραυματίστηκε στις 19 Ιανουαρίου. Ελπίζω να επέστρεψε στη μονάδα
του και εύχομαι να ήμουν εκεί στο πλευρό του.
Σας έγραψα αυτήν τη μακρά επιστολή, διότι από την υψηλά ιστάμενη
θέση σας, ασκείται μεγάλη επιρροή στο τι σκέφτονται οι άνθρωποι και
στον τρόπο που θεωρούν τα πράγματα στον Στρατό. Είναι αναγκαίο να
κατανοήσουν ότι οι στρατιώτες πρέπει να κάνουν αυτό που θα βοηθήσει
περισσότερο στο να κερδίσουμε τον πόλεμο και ότι συχνά αυτό το οποίο
καλούνται να κάνουν δεν είναι το ίδιο με αυτό που έμαθαν να κάνουν
καλύτερα (στην ιδιωτική τους ζωή)».

Ειλικρινά δικός σας

RALPH McT.PΕRNELL
Brig. Gen., USA
Commanding

Μετάφραση - Απόδοση:
Τχης (ΠΖ) Δημήτριος Αλεξανδρίδης,
Τχης XX ΤΘΜ/4ου ΕΓ/2
Βιβλιογραφία: Journal of Military History,
Vol 63, No 3, July 1999

171
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΕΥΕΛΠΙ∆ΩΝ

« Η Συµβολή του Πεζικού στους Βαλκανικούς Αγώνες 1912-1913»

ΕΙΙΙ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΙ∆ΑΚΗΣ

1   
Κεφάλαιο 1
Βαλκανικοί πόλεµοι
1.1 Τα Βαλκάνια πριν τους Βαλκανικούς Πολέµους
Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι ήταν δύο πόλεµοι που έλαβαν χώρα στα Βαλκάνια
το 1912-1913. Αρχικά η Βαλκανική Συµµαχία (Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα
και Βουλγαρία) επιτέθηκε και απέσπασε από την Οθωµανική Αυτοκρατορία τη
Μακεδονία και το µεγαλύτερο µέρος της Θράκης, ενώ στη συνέχεια, µετά τις
διαφωνίες µεταξύ των νικητών για τον τελικό διαµοιρασµό των εδαφών,
ξέσπασε δεύτερος πόλεµος (αυτή τη φορά µε τη συµµετοχή και της
Ρουµανίας) από τον οποίο εξήλθε ηττηµένη η Βουλγαρία, χάνοντας το
µεγαλύτερο µέρος των εδαφών που είχε αρχικά κατακτήσει.
1.2 Η δηµιουργία της Βαλκανικής Συµµαχίας
Τον Μάρτιο του 1912 η Σερβία και η Βουλγαρία µε την έγκριση της
Γερµανίας υπέγραψαν συµµαχία εναντίον της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας.
Βάσει της συµφωνίας, σε περίπτωση νίκης επί των Τούρκων, η Βουλγαρία θα
προσαρτούσε τα εδάφη ανατολικά του Στρυµόνα και η Σερβία τα εδάφη
βόρεια του όρους Σκάρδος. Οι δύο χώρες δεν κατάφεραν να συµφωνήσουν
για το µοίρασµα των εδαφών της Μακεδονίας. Στη συµµαχία προστέθηκε
αργότερα και το Μαυροβούνιο.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος που ήταν τότε Πρωθυπουργός της Ελλάδας,
θεωρώντας ότι, αν ξεσπάσει ένοπλη σύγκρουση στα Βαλκάνια χωρίς ελληνική
συµµετοχή θα χανόταν για πάντα η δυνατότητα να υλοποιηθούν οι ελληνικές
εθνικές διεκδικήσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη, υπέγραψε τον Μάιο του
1912 αµυντική συµµαχία µε τη Βουλγαρία. Οι δύο χώρες, επίσης, δεν
κατάφεραν να συµφωνήσουν για το µοίρασµα των εδαφών της Μακεδονίας
και συναίνεσαν απλώς στο να κρατήσει κάθε χώρα όσα εδάφη θα κατάφερνε
να αποσπάσει από την Οθωµανική Αυτοκρατορία. Ένας παράγοντας που
ώθησε τη Βουλγαρική ηγεσία να δεχθεί τέτοιου είδους συµφωνία ήταν το
γεγονός πως η ήττα της Ελλάδας κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεµο του 1897
είχε δηµιουργήσει στους υπολοίπους Βαλκάνιους την πεποίθηση ότι ο
Ελληνικός Στρατός δεν αποτελούσε υπολογίσιµο παράγοντα. Οι Βούλγαροι,
οι οποίοι θεωρούσαν ότι είναι «οι Πρώσοι των Βαλκανίων», πίστευαν ότι στην
καλύτερη περίπτωση ο Ελληνικός Στρατός θα κολλούσε στα σύνορα ή θα
σηµείωνε λίγες τοπικές επιτυχίες, χωρίς πάντως να µπορέσει να διεκδικήσει
µε αξιώσεις εδάφη που αποτελούσαν στόχο της Βουλγαρίας. ∆έχθηκαν όµως
την συµµαχία µε την Ελλάδα επειδή πίστευαν στο αξιόµαχο του Ελληνικού
Στόλου, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να εµποδίσει τη µεταφορά ενισχύσεων
από τα λιµάνια της Μικράς Ασίας προς την Ευρωπαϊκή Τουρκία, όπως και
πράγµατι έκανε.
Με τις τολµηρές του διπλωµατικές πρωτοβουλίες ο Βενιζέλος ήρθε σε
αντίθεση µε την ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο (όπως και ο
Ίων ∆ραγούµης) λόγω και του πρόσφατου Μακεδονικού αγώνα θεωρούσε πιο
επικίνδυνο αντίπαλο τη Βουλγαρία και εξέταζε την περίπτωση συµµαχίας µε
την Τουρκία. Με δεδοµένη την πρόσφατη περίοδο του Μακεδονικού αγώνα,
την αντιπαλότητα µε τη Βουλγαρία και γενικότερα µε τους φορείς των ιδεών

2   
του πανσλαβισµού, στην ελληνική πολιτική ζωή κυριαρχούσε από τα τέλη του
19ου αιώνα η ιδέα του σλαβικού κινδύνου. Η Ελλάδα αντιµετώπιζε το δίληµµα
εάν θα ήταν προτιµότερη η συµµαχία µε τους χριστιανούς Σλάβους εναντίον
των Τούρκων ή εάν η σλαβική απειλή ήταν τόσο επικίνδυνη ώστε θα έπρεπε
να προτιµηθεί η συµµαχία µε την καταρρέουσα Οθωµανική Αυτοκρατορία, η
οποία µετεξελισσόµενη θα µπορούσε ίσως και να κυβερνηθεί από Έλληνες.
Ο καταστροφικός πόλεµος του 1897 είχε επηρεάσει πολλούς, ανάµεσα
στους και τον Ίωνα ∆ραγούµη, ο οποίος θεώρησε ότι το ελληνικό κράτος είχε
αποτύχει και ότι η πρόοδος του ελληνισµού θα έπρεπε να αναζητηθεί µε µία
αυτοκρατορική λογική µέσα στην Οθωµανική Αυτοκρατορία. Οι απόψεις αυτές
φτάνουν στο αποκορύφωµά τους λίγο πριν τους Βαλκανικούς Πολέµους όταν
ο Ίων ∆ραγούµης απογοητευµένος από το ελληνικό κράτος µιλάει πιο
ιδεαλιστικά για «ανατολικό κράτος», απαξιώνοντας «το κρατίδιον», όπως
αποκαλούσε την Ελλάδα. Αντίθετα ο Βενιζέλος, τέκνο της Κρήτης, η οποία
είχε µόλις πρόσφατα αποκτήσει την αυτονοµία της, εµφανιζόταν περισσότερο
ως οπαδός του κλασσικού αλυτρωτισµού του 19ου αιώνα. Θέτοντας δε ως
άµεσο στόχο την απελευθέρωση των Οθωµανικών κτήσεων στην Ευρώπη,
χωρίς µάλιστα προηγούµενη συµφωνία για το µοίρασµα τους, άλλαξε άρδην
την εξωτερική πολιτική. Η επιλογή του Βενιζέλου για συµµαχία µε τη
Βουλγαρία αποτελούσε µεγάλη τοµή ειδικά για την παλιά γενιά του
µακεδονικού αγώνα. Τελικά ο Κρητικός πολιτικός κατάφερε να υπερνικήσει τις
αντιδράσεις της διπλωµατικής γραφειοκρατίας, φροντίζοντας ταυτόχρονα να
καταστήσει τη χώρα ετοιµοπόλεµη, ώστε να µην επαναληφθεί η τραυµατική
εµπειρία του 1897.
Η αλήθεια είναι ότι µετά την επανάσταση στο Γουδί ο Ελληνικός Στρατός
είχε βελτιώσει µε πολύ γρήγορους ρυθµούς το επίπεδο εκπαιδεύσεως µε την
άφιξη ξένων (γαλλικών) εκπαιδευτικών αποστολών, είχε ανανεώσει και
εκσυγχρονίσει τον εξοπλισµό του και είχε διοικητικά αναδιοργανωθεί µε τη
βελτίωση του συστήµατος των προαγωγών των αξιωµατικών και την
αποµάκρυνση των Βασιλοπαίδων από την ηγεσία. Ταυτόχρονα τέθηκε σε
εφαρµογή και το πρόγραµµα εκσυγχρονισµού του στόλου µε αποκορύφωµα
την αγορά του Θωρηκτού «Αβέρωφ».
1.3 Γενική Βαλκανική κατάσταση

• 1903 Αυστροουγγαρία και Ρωσία συνοµολογούν το Πρόγραµµα


Μυρστέγκ που αφορά µεταρρυθµίσεις για τη Μακεδονία. Αναταραχή
στη Σερβία. ∆ολοφονείται ο Βασιλιάς Αλέξανδρος εκ του Οίκου
Οµπρένοβιτς από συνωµότες αξιωµατικούς. Η εθνική συνέλευση
εκλέγει Βασιλιά τον Πέτρο Καραγιώργιεβιτς που αναλαµβάνει ηγετικό
ρόλο στα µετέπειτα δρώµενα. Η Βουλγαρία σε επαναστατικό κίνηµα. Οι
Τούρκοι συλλαµβάνουν Βούλγαρους κοµητατζήδες.

• Μεταξύ Σερβίας και Μαυροβουνίου συνοµολογείται η Συµφωνία


Κεττίγνης που αφορά συµφέροντα επί της Μακεδονίας. Ακολουθεί η
(µυστική) Συµφωνία Βελιγραδίου (1904) (συµµαχία Σερβίας-
Βουλγαρίας), της οποίας συνέχεια είναι η Συνθήκη Βελιγραδίου (1904).
Η Βουλγαρία αποτελεί εξαρχία της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Οι
επίβουλες δραστηριότητές της σε βάρος αλλοεθνών πληθυσµών και

3   
περισσότερο ελληνογενών πολλαπλασιάζονται. Η βουλγαρική
κυβέρνηση εξαπολύει έντονη προπαγάνδα προς τους λαούς της
Ευρώπης παρουσιάζοντας τη Μακεδονία ως Βουλγαρική. Η
Κυβέρνηση Θεοτόκη αντιδρά. ∆ηµιουργείται το ελληνικό αµυντικό
κοµιτάτο. Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ και η κυβέρνηση Θεοτόκη το
υποστηρίζουν. Έναρξη Μακεδονικού Αγώνα. Θάνατος του Παύλου
Μελά. Μέχρι το τέλος του έτους η Βουλγαρία έχει προσαρτήσει 130
ελληνικές κοινότητες. Παράλληλα η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία
συνοµολογούν τη Συµφωνία Αµπατσίας για την «Αδριατική
ισορροπία». Επίσης, µεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας συνοµολογείται
η Συνθήκη Σόφιας (1904) που αφορά πολιτική προσέγγιση και
αµνηστεία στους Βουλγάρους επαναστάτες.

• 1906 Ο ελληνικός ένοπλος αγώνας στη Μακεδονία έχει επικρατήσει. Οι


Βούλγαροι εξαπολύουν στη συνέχεια συµµορίες κατά Ελλήνων στην
Ανατολική Ρωµυλία, ενώ τον Ιούνιο επέδραµαν στη Φιλιππούπολη,
Αγχίαλο και Βάρνα. Ακολουθούν σφαγές πυρπολήσεις και διωγµός
Ελλήνων. Η Ελλάδα ξεκινά επίσηµα, (πρώτη βαλκανική χώρα),
προγράµµατα στρατιωτικού εξοπλισµού και εκπαίδευσης.

• 1907 Μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών συνοµολογείται η ∆ήλωση


Συνεννόησης (1907) που περισσότερο αφορά σύσφιξη σχέσεων. Οι
Μονάρχες Ρωσίας και Αυστρίας συνοµολογούν τη Συµφωνία του Ίτσλ
για διατήρηση του "Status Quo" στη Βαλκανική, εκ της οποίας και
ακολουθεί η ∆ιακοίνωση Ρωσίας-Αυστρίας προς κυβερνήσεις Αθηνών,
Βελιγραδίου και Σόφιας.

• 1908 Η Βουλγαρία, µε την υποστήριξη της Αυστροουγγαρίας


ανακηρύσσεται ανεξάρτητο Βασίλειο. Ο Σουλτάνος, υπό την πίεση των
Ρώσων, αναγκάζεται να το αναγνωρίσει. Βασιλιάς αναλαµβάνει ο
Φερδινάνδος, ο οποίος και ξεκινά αµέσως πρόγραµµα στρατιωτικού
εξοπλισµού και εκπαίδευσης. Ακολουθεί η Συµφωνία Σόφιας (1908)
µεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας που αφορά µουσουλµανικά προνόµια,
όχι όµως και των Ελλήνων. Παρά ταύτα νέες βουλγαρικές συµµορίες
εισχωρούν στη Μακεδονία. Οι δολοφονίες πολλαπλασιάζονται, µεταξύ
των θυµάτων και ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος. Στις 11 Ιουνίου
του 1908 συστήθηκε το Νεοτουρκικό κοµιτάτο που στρέφεται κατά του
Σουλτάνου Χαµίτ Β΄ µε κύριο αίτηµα την παραχώρηση συντάγµατος.
Με την ανακήρυξη Συνταγµατικού Πολιτεύµατος παύει και επίσηµα ο
Μακεδονικός Αγώνας.

• 1909 Από τις αρχές του έτους το Νεοτουρκικό κοµιτάτο φέρεται να έχει
επικρατήσει. Ένταση µεταξύ Τουρκίας και Βουλγαρίας,
συνοµολογούνται τα δύο Πρωτόκολλα Πετρούπολης (1909). Ακολουθεί
η (µυστική) Συνθήκη Πετρούπολης (1909) µεταξύ Ρωσίας και
Βουλγαρίας. Η σχέση του Νεοτουρκικού κοµιτάτου µε την Ελλάδα
αρχίζει να εκτραχύνεται, στην προσπάθεια των Νεότουρκων για
κατάργηση της αυτονοµίας της Κρήτης και την επαναφορά της στην
οθωµανική κυριαρχία. Ο Σουλτάνος µη αναγνωρίζοντας επίσηµα τους
Νεότουρκους εξαναγκάζει και την επίσηµη Ελλάδα σε απ’ ευθείας
υποσχετικές δηλώσεις και διπλωµατικές υποχωρήσεις στα αιτήµατα

4   
των Νεότουρκων. Στάση που θα επηρεάσει έντονα τα εσωτερικά
γεγονότα της Ελλάδας µε στρατιωτική επανάσταση.

• 1910 Το Μαυροβούνιο αναγνωρίζεται Βασίλειο. Βασιλιάς αναλαµβάνει


ο ηγεµών Νικήτας µε σαφείς βλέψεις προέκτασης της χώρας του.

• 1912 ∆ιάβηµα Αυστρίας (1912) προς Ιταλία γι’ αποφυγή εµπλοκής στα
Βαλκάνια. Συνοµολογείται η Συνθήκη Φιλίας-Συµµαχίας Σόφιας µεταξύ
Σερβίας και Βουλγαρίας. Ακολουθεί η Συνθήκη Αµυντικής Συµµαχίας
Σόφιας µεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Τον Ιούνιο συνέρχεται το
Συνέδριο Πάτµου (1912) που εκφράζει τον διακαή πόθο της ένωσης
της ∆ωδεκανήσου µε την Ελλάδα. Ξεκινά η ∆ιάσκεψη του
Βουκουρεστίου που θα ολοκληρωθεί τον Αύγουστο του 1913. Τέλος
στις 18 Ιουνίου συνοµολογείται η περίφηµη Συµφωνία των
Χριστιανικών Κρατών του Αίµου, που αφορά τη συµµαχία µεταξύ
Σερβίας, Βουλγαρίας, Ελλάδας και Μαυροβουνίου.
1.4 Στρατιωτική προπαρασκευή
Κατ’ αρχήν κύριος µοχλός της στρατιωτικής προπαρασκευής ήταν το
αποτέλεσµα του Ελληνοτουρκικού πολέµου του 1897 εκ της µελέτης του
οποίου τα συµπεράσµατα που εξήχθηκαν οδήγησαν την τότε στρατιωτική και
πολιτική ηγεσία της Ελλάδας στην αναδιοργάνωση των ελληνικών ενόπλων
δυνάµεων, αλλά και στην επαύξηση της εκπαίδευσης µε παράλληλο
εκσυγχρονισµό των διατιθέµενων µέσων. Ένας δεύτερος µοχλός υπήρξε ο
συνεχιζόµενος Μακεδονικός Αγώνας. Τρίτος µοχλός ήταν το Κρητικό ζήτηµα.
Πέραν όµως αυτών, τα διάφορα παράλληλα γεγονότα που συνέβαιναν τότε
στα Βαλκάνια δεν άφηναν καµία αµφιβολία πως τα σύννεφα ενός
γενικευµένου πολέµου δεν θ’ αργούσαν να φανούν. Και βεβαίως η Ελλάδα
δεν µπορούσε να αγνοήσει και τους ελληνογενείς πληθυσµούς της
Μακεδονίας που υπέφεραν κυρίως από τις βουλγαρικές βαρβαρότητες.
Το 1900 επί κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη, που ανέλαβε το 1899, συστήθηκε η
«Γενική ∆ιοίκηση Στρατού» υπό τον τότε ∆ιάδοχο Κωνσταντίνο. Το 1904
εγκρίνεται και ψηφίζεται ο νέος οργανισµός του στρατού. Σύµφωνα µε αυτόν,
ο Ελληνικός Στρατός συγκροτείται από τρεις µεραρχίες. Παράλληλα
δηµιουργείται το «Ταµείο Εθνικής Αµύνης» από τους πόρους του οποίου
παραγγέλθηκαν 60.000 τυφέκια Μάνλιχερ. Η συνολική δύναµη του ελληνικού
«εν ενεργεία» στρατού ανέρχονταν µέχρι τότε σε 18.000 άνδρες από τους
οποίους οι 8.000 ήταν αποσπασµένοι σε Βασιλική Χωροφυλακή, µεταβατικά
αποσπάσµατα, φρουρές φυλακών, Τελωνοφυλακή, ακόµη και Αγροφυλακή. Η
υπόλοιπη στρατιωτική δύναµη ήταν κατανεµηµένη σε διάφορες πόλεις της
χώρας, σε τέτοια διασπορά όµως, που ήταν αδύνατη η εκπαίδευση των
µονάδων.
Το 1906 και συνέχεια της ίδιας κυβέρνησης, µετά τη βελτίωση των
δηµοσίων οικονοµικών, λήφθηκαν και τα πρώτα σοβαρά µέτρα στρατιωτικής
ανασυγκρότησης, τα οποία και εξακολούθησαν να επιταχύνονται κατά τη
διάρκεια της µακράς θητείας της κυβέρνησης Θεοτόκη. Το Ταµείο Εθνικής
Αµύνης µε µια σειρά διαταγµάτων προικοδοτήθηκε µε νέους πόρους, έτσι
ώστε να καταστεί δυνατή η παραγγελία άλλων 40.000 ακόµη τυφεκίων
Μάνλιχερ που παραλήφθηκαν το ίδιο έτος, ενώ συνάφθηκε δάνειο 20.000.000

5   
δρχ. που διατέθηκε στο παραπάνω Ταµείο για παραγγελίες υλικού
επιστράτευσης και κατασκευή αποθηκών. Το ύψος εκείνων των παραγγελιών,
καθώς και των ετών 1907, 1908, και 1909 (επί Θεοτόκη) ανήλθε στο συνολικό
ποσό των 77.000.000 δρχ. Έτσι, το 1909, όταν µετά τη παραίτηση του Γ.
Θεοτόκη ανέλαβε ο ∆. Ράλλης, ο Ελληνικός Στρατός είχε παραλάβει συνολικά:
100.000 Τυφέκια Μάνλιχερ, 7.000 Αραβίδες Μάνλιχερ, 10 Πυροβολαρχίες
ταχυβόλων, 36.000.000 Φυσίγγια νέου τυφεκίου, όπως και υλικό
επιστράτευσης για δύναµη τριών µεραρχιών και κάποια δευτερεύοντα είδη
που δεν είχαν ακόµη παραληφθεί.
1.5 Ο Ελληνικός Στρατός το 1912
Ο Στρατός Θεσσαλίας στον οποίο συγκεντρώθηκε το µεγαλύτερο µέρος των
δυνάµεων αποτελούνταν από τις I εως VII Μεραρχίες, 20 συντάγµατα
πεζικού, 1 συντάγµα Κρητών, 1 τάγµα Ευζώνων, 3 Τάγµατα Εθνοφρουράς, 1
ταξιαρχία ιππικού, 4 συντάγµατα πεδινού και 2 µοίρες ορειβατικού
πυροβολικού. Επίσης, το µηχανικό αποτελούνταν από 2 συντάγµατα
σκαπανέων, 1 τάγµα γεφυροποιών και 2 λόχους τηλεγραφητών. Τη δύναµη
ενίσχυαν και 4 αεροσκάφη.
Ο Στρατός Ηπείρου, που ο ρόλος του θα ήταν δευτερεύων, αποτελούνταν
από την VIII Μεραρχία, 1 συντάγµα πεζικού, 4 τάγµατα Ευζώνων, 1 τάγµα
Εθνοφρουράς, 1 Ίλη ιππικού, 1 µοίρα πεδινού, 1 ορειβατικού και 1
τοποµαχικού πυροβολικού. Πλαισιωνόταν, επίσης, και από έναν λόχο
µηχανικού.
1.6 Ο Ελληνικός Στόλος το 1912
Εκτός όµως των παραπάνω προµηθειών και κατασκευών αποθηκών κ.λπ.,
η κυβέρνηση Θεοτόκη προώθησε τη βελτίωση του Ελληνικού Στόλου. ∆έκα
χρόνια πριν ο Ελληνικός Στόλος απαρτιζόταν από απαρχαιωµένα σκάφη, µε
εξαίρεση τα θωρηκτά που αποκτήθηκαν το 1890 και τα τορπιλοβόλα που είχε
αγοράσει η Κυβέρνηση του Τρικούπη. Έτσι, το 1900 ιδρύθηκε και το «Ταµείο
Εθνικού Στόλου», το οποίο και ενισχύθηκε µε 2.500.000 φράγκα που
κληροδότησε ο Γεώργιος Αβέρωφ, ενώ κατ’ έτος αντλούσε επίσης 925.000
δραχµές από κονδύλια του προϋπολογισµού. Τον Νοέµβριο του 1908 ξεκινά
η παραγγελία του θωρηκτού καταδροµικού κλάσης «Πίζα», που ονοµάστηκε
«Γ. ΑΒΕΡΩΦ» και κατέπλευσε µόλις το 1911. Επίσης, τότε, την ίδια περίοδο
(1906) και για πρώτη φορά, ξεκίνησε η σύντονη εκπαίδευση του στρατού. Ο
Θεοτόκης µε µια αποφασιστική ενέργεια κατάργησε όλες εκείνες τις
αποσπάσεις των αξιωµατικών του στρατού σε άλλες υπηρεσίες, αστυνοµία,
αποσπάσµατα, φύλαξη λιµένων κ.λπ. απελευθερώνοντας χρηµατικούς
πόρους. Έτσι, το 1907 ξεκινά η εκπαίδευση του στρατού, καθώς και των
έφεδρων τεσσάρων προηγουµένων κλάσεων. Το 1908 εκπαιδεύονται όλες οι
κλάσεις από 1900 µέχρι και 1908. Το δε 1909 συνεχίστηκε η συµπληρωµατική
εκπαίδευση τριών κλάσεων 1902, 1904 και 1906.

• Στόλος Αιγαίου:

Θωρηκτά: 4 (Αβέρωφ, Σπέτσαι, Ψαρά, Ύδρα)

6   
Αντιτορπιλλικά: 10 (Βέλος, Σφενδόνη, Λόγχη, Νίκη, Ναυκρατούσα, ∆όκα,
Νέα Γενεά, Ασπίς, Θύελλα, Κεραυνός)

Ανιχνευτικά: 4 (Λέων, Πάνθηρ, Αετός, Ιέραξ)

Τορπιλλοβόλα: 5 (11, 12, 14, 15, 16)

Υποβρύχια: 1 (∆ελφίν)

Υδροπλάνα: 1

Οπλιταγωγά: 1 (Σφακτηρία)

Ναρκοθετικά: 1 (Άρης)

Ανεφοδιαστικά: 1 (Κανάρης)

• Μοίρα Ιονίου:

Ατµοβάριδες: 2 (Άκτιον, Αµβρακία)

Ατµοµυοδρόµωνες: 4 (Αλφειός, Αχελώος, Πηνειός, Ευρώτας)

Κανονιοφόροι: 3 (Α, Β, ∆)

• Μοίρα Ευδρόµων:

Επίτακτα εξοπλισµένα:

Εµπορικά: 5 (Εσπερία, Μυκάλη, Μακεδονία, Αθήναι, Αρκαδία)

Βοηθητικά: 3 (Αιγιαλεία, Μονεµβασία, Ναυπλία)

Χωρίς αυτή την προπαρασκευή, όπως σηµειώνουν σύγχρονοι στρατιωτικοί


αναλυτές, η Ελλάδα θα ήταν αδύνατον να βρεθεί έτοιµη στις ραγδαίες εκείνες
εξελίξεις παρ’ όλο τον πυρετώδη αγώνα που κατέβαλε στη συνέχεια ο
Στρατιωτικός Σύνδεσµος του 1909 και η κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου µεταξύ
των ετών 1909-1912 µε ακόµη επιτάχυνση της εκπαίδευσης και του
εξοπλισµού του Ελληνικού Στρατού. Σηµειώνεται, επίσης, ότι και η
Οθωµανική Αυτοκρατορία βλέποντας µάλλον θορυβηµένη την αύξηση της
ελληνικής ναυτικής δύναµης παρήγγειλε το1910 δύο γερµανικά καταδροµικά.
Η ναυτική όµως υπεροχή και υπεροπλία της Ελλάδας ήταν ήδη δεδοµένη
έναντι της χαώδους κατάστασης που επικρατούσε στον τουρκικό στόλο που
ήταν αµφίβολος ακόµη και ο απόπλους του λόγω ακριβώς της παντελούς
έλλειψης ναυτικής εκπαίδευσης.

7   
1.7 Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος
1.7.1 Εισαγωγή

Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος
Βαλκανικοί Πόλεµοι

Χρονολογία 30 Σεπτεµβρίου 1912 – 30 Μαΐου 1913


Τόπος Βαλκανική Χερσόνησος, Αιγαίο Πέλαγος
Έκβαση Νίκη του Βαλκανικού Συνασπισµού
Μαχόµενοι
Βαλκανικός Συνασπισµός Οθωµανική Αυτοκρατορία
ƒ Ελλάδα ƒ Οθωµανική Αυτοκρατορία
ƒ Μαυροβούνιο ƒ Αλβανικά τµήµατα
ƒ Σερβία
ƒ Βουλγαρία
∆υνάµεις
Ελλάδα 129.000 πεζικό, Οθωµανική Αυτοκρατορία 340.000 πεζικό,
1.000 ιππικό, 180 6.000 ιππικό, 850 πυροβόλα εκστρατείας, 750
πυροβόλα, 4 αεροσκάφη πυροβόλα φρουρίων[1]
Μαυροβούνιο 35.000
πεζικό, 130 πυροβόλα
Σερβία 220.000 πεζικό,
3.000 ιππικό, 500
πυροβόλα
Βουλγαρία 300.000 πεζικό,
5.000 ιππικό, 720
πυροβόλα[1]

8   
Η εφηµερίδα Εµπρός ανακοινώνει την κήρυξη του πολέµου

Μετά την προηγηθείσα συµµαχία των Βαλκανικών κρατών, (Σερβία,


Μαυροβούνιο, Ελλάδα, και Βουλγαρία), στις 30 Σεπτεµβρίου του 1912 οι
βαλκανικές αυτές χώρες έστειλαν συλλογικά τελεσίγραφο στην Τουρκία µε το
οποίο ζητούσαν την διασφάλιση της αυτονοµίας των εθνικών µειονοτήτων
τους, που ζούσαν στο έδαφός της. Η Τουρκία, όπως ήταν φυσικό, απέρριψε
το τελεσίγραφο αυτό, που έµεινε στην ιστορία γνωστό ως ∆ιακοίνωση των
Τεσσάρων Χριστιανικών Κρατών, µε αποτέλεσµα η σύγκρουση να είναι πλέον
αναπόφευκτη. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν υπήρξαν ραγδαίες. Ο πόλεµος
αυτός κηρύχθηκε επίσηµα στις 9 Οκτωβρίου του 1912, ακριβώς ηµεροµηνία
που εξέπνεε το τελεσίγραφο, πλην όµως οι επιστρατεύσεις στις σύµµαχες
χώρες ξεκίνησαν πέντε ηµέρες πριν. Αξίζει να αναφερθεί, επίσης, ότι την
τελευταία στιγµή η Οθωµανική Αυτοκρατορία πρότεινε στην Ελλάδα να µη
συµµετάσχει στον πόλεµο, µε αντάλλαγµα την οριστική εκχώρηση της Κρήτης
στην Ελλάδα.
Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος έληξε µε την υπογραφή της Συνθήκης Λονδίνου
(1913) που συνοµολογήθηκε µεταξύ των νικητών συµµάχων Ελλάδας-
Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου και Σερβίας αφενός και της Οθωµανικής
Αυτοκρατορίας αφετέρου.

9   
1.7.2 Κατάσταση στις παραµονές του πολέµου
Από το καλοκαίρι του 1912 ο κίνδυνος πολεµικής ανάφλεξης στα Βαλκάνια
φαινόταν κάτι παραπάνω από υπαρκτός, ιδιαίτερα από µέρους της
Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου, που είχαν συνάψει ήδη συµφωνία κοινής
επιθέσεως εναντίον της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, είχε
υπολογίσει την έναρξη του πολέµου την άνοιξη του 1913, έβλεπε όµως τον
χρόνο να πιέζει ασφυκτικά. Επιχείρησε να ολοκληρώσει το πλέγµα των
βαλκανικών συµµαχιών της Ελλάδας, συνάπτοντας συµφωνίες από κοινού
επίθεσης µε Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο. Η συµφωνίες αυτές
υπογράφτηκαν στις 22 Σεπτεµβρίου 1912.
1.7.3 Στρατιωτική προετοιµασία
Η στρατιωτική προετοιµασία της Ελλάδας ήταν από τους κύριους στόχους
του κινήµατος στο Γουδί το 1909. Ως ακόλουθο αυτών των ετοιµασιών στα
µέσα Ιανουαρίου 1912 έφτασε στην Ελλάδα γαλλική αποστολή για την
εκπαίδευση του στρατού. Αντίστοιχη βρετανική αποστολή έφτασε στις 11
Απριλίου για την εκπαίδευση του στόλου.

To θωρηκτό Γεώργιος Αβέρωφ.

Ένα ακόµη µέληµα του Ελ. Βενιζέλου ήταν να αποκατασταθεί η ενότητα στο
στράτευµα. Γι’ αυτόν τον λόγο, τον Μάρτιο του 1912 επανέφερε τον ∆ιάδοχο
Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε αποµακρυνθεί µετά το κίνηµα του 1909. Επίσης,
πραγµατοποιήθηκαν µεγάλες παραγγελίες σε στρατιωτικό εξοπλισµό, οι
οποίες ήταν εφικτό να πραγµατοποιηθούν χάρη στη θεαµατική ανόρθωση της
ελληνικής οικονοµίας. Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ», αποτέλεσε την πιο
σύγχρονη µονάδα και ταυτόχρονα σύµβολο της υπεροπλίας του Ελληνικού
Στόλου.
Ο Ελληνικός Στρατός τις παραµονές του πολέµου ανερχόταν σε δύναµη
135.000 ανδρών. Ο Βενιζέλος, επίσης, έσπευσε να ενισχύσει τον στόλο µε
παραγγελίες νέων πλοίων ακόµη και την τελευταία στιγµή.
1.7.4 ∆ιπλωµατική προετοιµασία
Για τον Βενιζέλο ήταν ολοφάνερο ότι η παρακµάζουσα Οθωµανική
Αυτοκρατορία θα οδηγούνταν σε διαµελισµό. Για την ελληνική εξωτερική
πολιτική, η ιδέα αντιµετώπισης της Τουρκίας χωρίς συµµάχους ήταν

10   
αδιανόητη για να µην επαναληφθεί το σφάλµα που οδήγησε στην ήττα του
1897. Η Ελλάδα για να εξασφαλίσει µια θέση στον Βαλκανικό συνασπισµό
έπρεπε να πείσει τους εν δυνάµει συµµάχους ότι:
ƒ Θα προσέφερε σηµαντικό συγκριτικό πλεονέκτηµα που θα την
καθιστούσε απαραίτητη στη συµµαχία.
ƒ Θα επεδείκνυε διάθεση για συµβιβασµό προκειµένου να ξεπεραστούν
δυσεπίλυτα προβλήµατα.
Από το φθινόπωρο του 1911, µέχρι τις παραµονές του πολέµου, όλα τα
βαλκανικά κράτη Βουλγαρία, Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο επιδόθηκαν σε
µαραθώνιο µυστικών διαπραγµατεύσεων, που κατέληξαν σε µια σειρά από
διµερείς συνθήκες και στρατιωτικές συµβάσεις. Αυτό το πλέγµα διµερών
σχέσεων ονοµάστηκε «Βαλκανικός Συνασπισµός».
Οι διαπραγµατεύσεις και τα κείµενα των συνθηκών που κατέληξαν
χαρακτηρίστηκαν από απόλυτη µυστικότητα. Στην Ελλάδα εκτός από τον
Βενιζέλο και τον Βασιλιά Γεώργιο ελάχιστοι γνώριζαν την ύπαρξη και την
πορεία των διαπραγµατεύσεων. Ο ίδιος ο Βενιζέλος, όταν διαπραγµατευόταν
µε τον Βούλγαρο πρωθυπουργό, δεν γνώριζε το κείµενο της
σερβοβουλγαρικής συνθήκης. Πολύ περισσότερο, πλήρη άγνοια είχαν οι
Μεγάλες ∆υνάµεις µε εξαίρεση τη Ρωσία, η οποία υποστήριξε την
σερβοβουλγαρική προσέγγιση.
1.7.5 Έναρξη πολέµου
Στις 4 Οκτωβρίου 1912 η Οθωµανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεµο
κατά της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Με την Ελλάδα απέφυγε να κηρύξει τον
πόλεµο ελπίζοντας ακόµα σε ειρηνικό διακανονισµό. Την αµέσως όµως
επόµενη ηµέρα, η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε εκείνη τον πόλεµο, ως µέλος
του Βαλκανικού Συνασπισµού.
Σύµφωνα µε το σχέδιο επίθεσης, ο στρατός Θεσσαλίας µε ∆ιοικητή τον
∆ιάδοχο Κωνσταντίνο θα αναλάµβανε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων. Ο
στρατός Ηπείρου µε ∆ιοικητή τον Στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη θα
αναλάµβανε δευτερεύοντα ρόλο, µέχρι την ολοκλήρωση του έργου του
στρατού Θεσσαλίας.
1.7.6 Επιχειρήσεις των συµµάχων

Βουλγαρικές δυνάµεις, κατά την πολιορκία της Αδριανούπολης.

11   
1.7.6.1 Βουλγαρία
Σύµφωνα µε τα σχέδια των επιχειρήσεων, µε την κήρυξη του πολέµου ο
κύριος όγκος του Βουλγαρικού Στρατού κατευθύνθηκε νότια, προς τη Θράκη.
Οι Σαράντα Εκκλησιές καταλήφθηκαν χωρίς ουσιαστική αντίσταση και αµέσως
µετά τέθηκε σε πολιορκία η Αδριανούπολη. Η βουλγαρική επίθεση ανακόπηκε
στη γραµµή Τσατάλτζας στις 4 Νοεµβρίου, λίγα χιλιόµετρα έξω από την
Κωνσταντινούπολη. Η Αδριανούπολη µετά από πολιορκία µηνών έπεσε
τελικά στα χέρια των Βουλγάρων, στις 22 Φεβρουαρίου 1913. Επίσης,
καταλήφθηκε και η Ραιδεστός στις ακτές της Προποντίδας.
Μέρος του Βουλγαρικού Στρατού κατευθύνθηκε νοτιοδυτικά έχοντας ως
στόχο την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας. Κατόρθωσε να
καταλάβει την Καβάλα και τις Σέρρες, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, δεν
πρόλαβε να µπει στη Θεσσαλονίκη πριν τον Ελληνικό Στρατό.
1.7.6.2 Σερβία
Ο Σερβικός Στρατός κατευθύνθηκε νότια και νοτιοανατολικά και κατέλαβε
διαδοχικά τις πόλεις Νοβιπαζάρ, Μητροβίτσα, Πρίστινα, Σκόπια, Μοναστήρι
και περνώντας τον Αξιό, το Κρίβολακ, το Ιστίπ και τη Γευγελή. Προωθήθηκε
και προς τα δυτικά, µέχρι την Αδριατική και κατέλαβε το ∆υρράχιο και το
βόρειο τµήµα της σηµερινής Αλβανίας, σε συνεργασία και µε το Μαυροβούνιο.
1.7.6.3 Μαυροβούνιο

Μαυροβούνιοι στρατιώτες µεταφέρουν κανόνι

Ο στρατός του Μαυροβουνίου κατέλαβε την πόλη Σκόδρα, στις 13 Απριλίου


1913.
1.7.7 Προστριβές µεταξύ των συµµάχων
Οι προστριβές ανάµεσα στα µέλη του Βαλκανικού Συνασπισµού, σχετικά µε
την οριστική διανοµή των εδαφών της ευρωπαϊκής Τουρκίας, εµφανίστηκαν µε
τη ραγδαία προέλαση των στρατευµάτων του Συνασπισµού προς τη
Μακεδονία. Η Βουλγαρία, που είχε επικεντρώσει τις δυνάµεις της και προς την
Θράκη, διεκδικούσε και στη Μακεδονία εδάφη τα οποία είχε καταλάβει ήδη ο
Ελληνικός Στρατός και, σύµφωνα µε βουλγαροσερβική συνθήκη, εδάφη που
είχαν περιέλθει στην κατοχή της Σερβίας.

12   
Η Ελλάδα δεν δεσµευόταν µε κάποια συνθήκη διανοµής εδαφών. Η Σερβία
διεκδικούσε όχι µόνο τα εδάφη της Μακεδονίας που είχε στην κατοχή της,
αλλά και την έξοδό της προς την Αδριατική, η οποία απειλούνταν από την
δηµιουργία αλβανικού κράτους. Πριν ακόµη ολοκληρωθούν οι συγκρούσεις
του Α΄ Βαλκανικού Πολέµου, είχε αρχίσει η αντιπαράθεση για την οριστική
διανοµή των νεοαποκτηθέντων εδαφών.
1.7.8 ∆ιπλωµατία και διασκέψεις ειρήνης
Από την έναρξη των συγκρούσεων οι Μεγάλες ∆υνάµεις είχαν
προσπαθήσει να ελέγξουν την κατάσταση: εν µέρει για να εξασφαλίσουν η
καθεµιά τα δικά της ζωτικά συµφέροντα στην περιοχή και εν µέρει για να
αποφύγουν να µετατραπεί η κρίση σε γενικευµένο ευρωπαϊκό πόλεµο. Σε
αυτά τα πλαίσια ο Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Σερ Εδουάρδου Γκρέυ,
άρχισε εντατικές διαπραγµατεύσεις προς αυτές τις κατευθύνσεις.
Οι Μεγάλες δυνάµεις δέχτηκαν την πρόταση του Γκρέυ να συγκληθεί
διάσκεψη των πρεσβευτών τους στο Λονδίνο υπό την προεδρία του.
Ταυτόχρονα, κάλεσε και τους εµπόλεµους σε διάσκεψη ειρήνης. Για τα
εµπόλεµα κράτη η ειρηνευτική διάσκεψη ήταν ευκαιρία όχι µόνο να
υπογράψουν τη συνθήκη ειρήνης που θα διαµόρφωνε το µεταπολεµικό
εδαφικό καθεστώς στα Βαλκάνια, αλλά και να λύσουν τις ενδοσυµµαχικές
διαφορές και να εξασφαλίσουν την επιρροή των Μεγάλων ∆υνάµεων για τα
γενικότερα συµφέροντά τους. Παρά τις διαφωνίες τους, στα θέµατα διανοµής
των νεοαπεκτειθέντων εδαφών, οι βαλκανικοί σύµµαχοι παρέταξαν ενιαίο
µέτωπο απέναντι στην Υψηλή Πύλη, η οποία αρνιόταν να αποδεχτεί ως
τετελεσµένο γεγονός την απώλεια των ευρωπαϊκών της εδαφών και εφάρµοσε
τακτική κωλυσιεργίας. Μετά όµως τις διαδοχικές ήττες στα πεδία των µαχών
και όταν πια διαφαινόταν το µη αναστρέψιµο των συγκρούσεων (ιδιαίτερα
µετά την ναυµαχία της Λήµνου), η τουρκική κυβέρνηση Κιαµήλ Πασά φάνηκε
διατεθειµένη να αποδεχτεί το τελεσίγραφο των Μεγάλων ∆υνάµεων και να
υπογράψει συνθήκη ειρήνης. Αλλά στις 10 Ιανουαρίου εκδηλώθηκε
στρατιωτικό κίνηµα υπό τον Εµβέρ Πασά που ανέτρεψε την προηγούµενη
µετριοπαθή κυβέρνηση και η νέα εθνικιστική κυβέρνηση της
Κωνσταντινούπολης απέρριψε το τελεσίγραφο.
Ωστόσο στις 29 Ιανουαρίου, η νέα κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης
ζήτησε εκ νέου τη µεσολάβηση των Μεγάλων ∆υνάµεων. Αυτές απαίτησαν
από τους εµπολέµους να αποδεχτούν την άνευ όρων µεσολάβησή τους για τη
σύνταξη του κειµένου της συνθήκης ειρήνης. Η Τουρκία φυσικά δέχτηκε
αµέσως, διότι η κατάσταση είχε επιδεινωθεί γι’ αυτήν σε όλα τα µέτωπα.
1.7.9 Συνθήκη του Λονδίνου
Τελικά, ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος τελείωσε επίσηµα µε τη Συνθήκη του
Λονδίνου (1913) η οποία περιλάµβανε τα εξής κύρια σηµεία:
ƒ παραχώρηση στις χώρες του Βαλκανικού Συνασπισµού όλων των
εδαφών δυτικά της Γραµµής Αίνους-Μηδείας
ƒ ρύθµιση του καθεστώτος της Αλβανίας από τις Μεγάλες ∆υνάµεις, σε
επόµενη διάσκεψη

13   
ƒ παραχώρηση της Κρήτης στους Συµµάχους
ƒ ρύθµιση της τύχης των νησιών του Αιγαίου και της χερσονήσου του
Άθω από τις Μεγάλες ∆υνάµεις (επίσης σε µελλοντική διάσκεψη).
Η συνθήκη ειρήνης υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 17 (30) Μαΐου 1913.
∆ύο µέρες αργότερα υπογράφτηκε στη Θεσσαλονίκη η ελληνοσερβική
συνθήκη συµµαχίας και συνεργασίας.
Η διάσκεψη ειρήνης δηµιούργησε τελικά λόγους για νέες προστριβές µεταξύ
των βαλκανικών συµµάχων: η δηµιουργία αλβανικού κράτους, που θα
στερούσε τη Σερβία από την έξοδο προς την Αδριατική, την ανάγκασε να γίνει
πιο αδιάλακτη στις σχέσεις της µε την Βουλγαρία και να αθετήσει τις
υποσχέσεις για παραχώρηση εδαφών (ως αποζηµίωση) που είχε οριστεί
εξαρχής µε διακρατική συµφωνία. Ένας άλλος παράγοντας προστριβών ήταν
και η έλλειψη ελληνοβουλγαρικής συµφωνίας για τη διανοµή των νέων
εδαφών, καθώς και οι «φιλοµακεδονικοί» κύκλοι στη Βουλγαρία, που
απαιτούσαν άµεση βουλγαρική προσάρτηση της Θεσσαλονίκης.
Η Ελλάδα ήταν πλέον έτοιµη να αντιµετωπίσει από κοινού µε τη Σερβία την
απειλή του πρώην συµµάχου τους, της Βουλγαρίας.
1.8 Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος
Παρ’ όλο που οι βαλκανικές χώρες συµµάχησαν εναντίον ενός κοινού
εχθρού (της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας), η συµµαχία τώρα δεν στηριζόταν
σε σταθερά θεµέλια και τελικά διασπάστηκε. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος
ξέσπασε όταν η Βουλγαρία δεν µπορούσε να βρει µια κοινή γραµµή για την
τύχη των νεοκατακτηθέντων περιοχών που βρίσκονταν υπό σερβική, ελληνική
και ρουµανική διοίκηση. Η δυσαρέσκεια των Βουλγάρων ήταν εµφανής,
ιδιαιτέρα επειδή τους πρόλαβαν οι Έλληνες όσον αφορά την κατάληψη της
Θεσσαλονίκης. Οι ίδιοι ζήτησαν από τους Έλληνες να εισέλθει ένα µικρό
ένοπλο τµήµα τους στη Θεσσαλονίκη. Το τµήµα όµως αυτό ήταν κατά πολύ
µεγαλύτερο από τα συµφωνηθέντα, µε αποτέλεσµα να δηµιουργηθούν
εντάσεις. Σηµειώθηκαν γενικά διάφορα επεισόδια στα κοινά πια σύνορα των
Βουλγάρων µε τους Έλληνες αλλά και µε τους Σέρβους, και οι ένοπλες
δυνάµεις όλων των πλευρών ήταν σε ετοιµότητα.
Η Ελλάδα και η Σερβία υπέγραψαν σύµφωνο συµµαχίας και από κοινού
επιθέσεως, σε περίπτωση που µία από τις δύο χώρες δεχόταν επίθεση από
τρίτη χώρα (19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1913). Στις 16 Ιουνίου 1913, ο Βούλγαρος
Τσάρος Φερδινάνδος ο Α΄ και ο Στρατηγός Σαβόφ, χωρίς προηγούµενη
έγκριση του κοινοβουλίου τους, κήρυξαν πόλεµο στη Σερβία και την Ελλάδα.
Επιτέθηκαν στον Σερβικό Στρατό στη Γευγελή και στον Ελληνικό στη Νιγρίτα.
Ο Σερβικός Στρατός αντιµετώπισε υπεράριθµες αντίπαλες µονάδες και
καθηλώθηκε. Ο Ελληνικός όµως σηµείωσε επιτυχίες και προώθησε τις θέσεις
του. Ο Ελληνικός Στρατός πέρασε σύντοµα στην αντεπίθεση και επικράτησε
στη Μάχη Κιλκίς-Λαχανά. Αµέσως µετά διαχωρίστηκε σε δύο κατευθύνσεις:
δυτικά προς τον ποταµό Νέστο και προς τον Στρυµόνα, επικρατώντας στην
Μάχη ∆οϊράνης και του Μπέλες. Όµως αυτό το τµήµα του προωθήθηκε προς
τα βόρεια όπου και ακολούθησαν οι Μάχες Κρέσνας-Σιµιτλή-Τζουµαγιάς. Την

14   
στιγµή εκείνη προτάθηκε ανακωχή, που τελικά την αποδέχτηκαν και οι δύο
πλευρές, καθώς υπήρχε και ο κίνδυνος της Ρουµανίας από βόρεια.
Καθώς η Βουλγαρία είχε ήδη ανοικτά µέτωπα, η Ρουµανία και η Οθωµανική
Αυτοκρατορία αποφάσισαν να επιτεθούν και αυτές. Η Ρουµανία κήρυξε τον
πόλεµο στις 27 Ιουνίου και συναντώντας ελάχιστη αντίσταση έφτασε 30
χιλιόµετρα έξω από την βουλγαρική πρωτεύουσα Σόφια. Με τη Συνθήκη του
Βουκουρεστίου τερµατίστηκαν επίσηµα οι συγκρούσεις.
Οι Τούρκοι ανακατέλαβαν την Αδριανούπολη από τους Βούλγαρους, που
την είχαν χάσει κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεµο. Επίσης, ανακατέλαβαν και
όλη την Ανατολική Θράκη.
1.9 Οι συνέπειες των Βαλκανικών Πολέµων
Ο Α΄ Βαλκανικός πόλεµος είναι για την Ελλάδα αντιστρόφως ανάλογος, µε
τις απώλειες. ∆ηλαδή µε µικρές απώλειες η Ελλάδα διπλασιάστηκε.
Αντίστοιχα και η Σερβία εκπλήρωσε όλους τους αντικειµενικούς στόχους της,
ενώ η Βουλγαρία είχε πολύ µεγάλες απώλειες, ειδικά στο µέτωπο της
Αδριανούπολης µετά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεµο τον οποίο η ίδια προκάλεσε,
ενώ δεν είχε µεγάλα εδαφικά κέρδη.
Το ελληνικό κράτος διπλασιάστηκε και σε έκταση και σε πληθυσµό µε
αποτέλεσµα να δηµιουργηθούν οι καλύτερες προϋποθέσεις για κοινωνική,
πολιτική και οικονοµική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα άλλαξε ριζικά και η δοµή του
πληθυσµού, τόσο για το νέο ελληνικό κράτος όσο και στο κοµµάτι της
Οθωµανικής Αυτοκρατορίας που αποσπάστηκε από αυτήν. ∆ηλαδή, στην
θέση ενός ενιαίου οικονοµικού χώρου µπήκαν ξαφνικά σύνορα, τα οποία
επηρέασαν π.χ. τους νοµάδες κτηνοτρόφους οι οποίοι ήταν συνηθισµένοι να
µετακινούνται στον ενιαίο χώρο των Βαλκανίων. Ανάλογα επηρεάσθηκαν οι
Έλληνες έµποροι, που ήταν η αστική τάξη της εποχής. Μια λύση ήταν η
στροφή στη διοίκηση. ∆ηλαδή οι Έλληνες αστοί από έµποροι άρχισαν να
µετατρέπονται σε δηµοσίους υπαλλήλους και να τοποθετούνται στον
διοικητικό µηχανισµό του νέου ελληνικού κράτους στη θέση των
αποχωρούντων µουσουλµάνων.
Ταυτόχρονα µεγάλος αριθµός πληθυσµού µετακινήθηκε από όλες και προς
όλες τις πλευρές. Υπολογίζονται σε περισσότερες από 400.000 οι Τούρκοι
που έφυγαν από την Οθωµανική, Ευρωπαϊκή Αυτοκρατορία και πήγαν προς
την Τουρκία. Γενικά κυρίως µετά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεµο οι κάτοικοι των
εδαφών της τέως Ευρωπαϊκής Τουρκίας αισθάνονται απειλούµενοι από τον
αλυτρωτισµό των υπολοίπων εθνοτήτων και σε πολλές περιπτώσεις (κυρίως
οι φτωχότεροι) ακολουθούν τα στρατεύµατα του έθνους τους. Υπάρχουν φιλµ
της εποχής που δείχνουν καραβάνια Σέρβων, Βουλγάρων, Τούρκων ή
Ελλήνων προσφύγων να ακολουθούν τα αντίστοιχα στρατεύµατα µέχρι να
ορισθούν τα τελικά σύνορα.
Η Ελλάδα δέχθηκε και άλλα κύµατα προσφύγων, λόγω των διωγµών που
υπέστησαν οι Έλληνες στη Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το
οθωµανικό κράτος ψάχνοντας υπεύθυνους για την ήττα ξέσπασε σε διωγµούς
εναντίον των Ελλήνων. Υπολογίζονται σε περισσότερους από 100.000 οι

15   
πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και αντίστοιχος αριθµός από τη Μικρά
Ασία που εξαναγκάστηκαν να φύγουν µετά τις βιαιότητες.
Από κοινωνική άποψη µε την ενσωµάτωση της Θεσσαλονίκης αλλά και της
Μακεδονίας γενικότερα, το ελληνικό κράτος, από µονοεθνικό και αγροτικό,
γίνεται ξαφνικά πολυεθνικό αλλά και λόγω της ενσωµάτωσης των νέων
εδαφών αλλάζει κοινωνική δοµή αποκτώντας περισσότερους αστούς και
εργάτες. Ενσωµατώνονται (µέχρι την ανταλλαγή των πληθυσµών το 1923)
µεγάλες µάζες µουσουλµάνων, Εβραίων και σε πολύ µικρότερο βαθµό
Σλάβων.

16   
Κεφάλαιο 2

Συµµαχία των βαλκανικών κρατών εναντίον της Οθωµανικής


Αυτοκρατορίας

http://bnr.bg/sites/radiobulgaria/PublishingImages/Balkanski_Sayuz_armii_big.jpg

Το 1912 τέσσερα κράτη συµµαχούν και ορθώνουν το ανάστηµά τους


ενάντια στην Οθωµανική Αυτοκρατορία. Στη Βαλκανική Ένωση συµµετέχουν
η Βουλγαρία, η Ελλάδα, το Μαυροβούνιο και η Σερβία. Στόχος τους είναι η
απελευθέρωση των ευρωπαϊκών περιοχών της Αυτοκρατορίας, στις οποίες
ζουν κυρίως χριστιανοί και η δηµιουργία δυνατοτήτων ελεύθερης ανάπτυξής
τους σε κοινωνικό και οικονοµικό επίπεδο.
Η Βουλγαρία εµπλέκεται στον πόλεµο 34 χρόνια µετά την απελευθέρωσή
της από την οθωµανική σκλαβιά, ακολουθώντας την ελπίδα του λαού της για
την ένωση των Βουλγάρων στη Μακεδονία, και τη Θράκη της Αδριανούπολης,
περιοχές οι οποίες εξακολουθούσαν να είναι σκλαβωµένες.
Όπως τονίζει ο καθηγητής Ιστορίας Γκεόργκι Μάρκοφ, διευθυντής του
Ινστιτούτου ιστορικών ερευνών της Ακαδηµίας Επιστηµών της Βουλγαρίας,
πραγµατοποιήθηκαν µερικές ανεπιτυχείς προσπάθειες για τη δηµιουργία της
Βαλκανικής Ένωσης. Οι λόγοι που τις οδήγησαν σε αποτυχία ήταν οι
αντιθέσεις µεταξύ των επιδιώξεων των χωρών που σκόπευαν να
συµµαχήσουν. Βασικός στόχος της εξωτερικής πολιτικής της Βουλγαρίας ήταν
η επίτευξη της αυτονοµίας της Θράκης της Αδριανούπολης και της
Μακεδονίας, ενώ η Σερβία και η Ελλάδα απαιτούσαν τον διαµελισµό της
Μακεδονίας.
Αφορµή για την έναρξη των συνοµιλιών τους ήταν κάτι το φαινοµενικά
άσχετο. Πρόκειται για την κήρυξη του πολέµου κατά της Τουρκίας, την 16η
Σεπτεµβρίου του 1911, από την Ιταλία και η απόβαση ιταλικών δυνάµεων στη
Β Αφρική, στην περιοχή της σηµερινή Λιβύης, στο πλαίσιο του αποικιακού
πολέµου. «Η τότε βουλγαρική κυβέρνηση, µε Πρωθυπουργό τον Ιβάν

17   
Εβστρατίεφ Γκέσοφ», λέει ο κ Γκεόργκι Μάρκοφ, «αποφασίζει ότι από τη
στιγµή που µια από τις Μεγάλες ∆υνάµεις βρίσκεται σε πόλεµο µε την
Οθωµανική Αυτοκρατορία, οι υπόλοιπες δεν θα µπορέσουν να σταµατήσουν
τους σύµµαχους της Βαλκανικής, που θέλουν επίσης να επιτεθούν και να
επιτύχουν τη δική τους επίλυση του αποκαλούµενου Ανατολικού ζητήµατος».
Για το λόγο αυτό, µετά την 16η Σεπτεµβρίου του 1911, η κυβέρνηση της
Βουλγαρίας αρχίζει τις διαβουλεύσεις, αρχικά µε τη Σερβία. Τη Βουλγαρία
αντιπροσωπεύει ο Ντιµίταρ Ρίζοφ, Πρέσβης της χώρας µας στη Ρώµη. Ο κ
Ρίζοφ συµµετέχει στις συνοµιλίες εξ ονόµατος του Βασιλιά Φερδινάνδου και
της βουλγαρικής κυβέρνησης, µε στόχο τη συµφωνία και την πιθανή συµµαχία
κατά της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας.
Οι διαβουλεύσεις συνεχίζονται για ένα διάστηµα µερικών µηνών. Αρχικά η
Σερβία ζητά τρεις ζώνες της Μακεδονίας: µια, αναµφισβήτητα σερβική, ζώνη
στη Β∆. Μακεδονία, µια αµφισβητούµενη προς τον ποταµό Βαρδάρη και µια
αδιαµφισβήτητα βουλγαρική ζώνη ανατολικά του ποταµού Στρυµόνα. Οι
σερβικές απαιτήσεις απορρίπτονται από τη βουλγαρική κυβέρνηση. Αυτό
οδηγεί στην επέµβαση της ρωσικής διπλωµατίας.
Την περίοδο εκείνη η Ρωσική Αυτοκρατορία επιθυµεί τη δηµιουργία
συµµαχίας µεταξύ των βασιλείων της Βουλγαρίας και της Σερβίας, µια και
αναµενόταν η έκρηξη του πόλεµου κατά της Αυστροουγγαρίας και της
Γερµανίας. Μια και οι διαβουλεύσεις γίνονταν υπό την αιγίδα της Ρωσίας, µετά
την αποτυχία τους, στα τέλη Ιανουαρίου του 1912, ο Ρώσος Τσάρος
αναλαµβάνει το ρόλο του διαµεσολαβητή. Αποτέλεσµα της επέµβασης της
ρωσικής διπλωµατίας είναι ο σχηµατισµός µιας αµφισβητούµενης ζώνης στη
Β∆. Μακεδονία –της περιοχής των Σκοπίων– ενώ όλο το υπόλοιπο µέρος της
θεωρείται αδιαµφισβήτητα βουλγαρικό. Αυτό αποτελεί τη βάση του Σύµφωνου
της συµµαχίας µεταξύ της Βουλγαρίας και της Σερβίας, το οποίο υπογράφεται
την 29η Φεβρουαρίου του 1912.

Γυναίκες και παιδιά από την περιοχή της ∆υτικής Θράκης

18   
Είχε όµως γίνει κατανοητός στην Ευρώπη ο βαθµός του προβλήµατος των
ανθρωπίνων δικαιωµάτων των χριστιανών που ζούσαν στις περιοχές της
Οθωµανικής Αυτοκρατορίας; Υπήρχαν άλλες δυνατότητες εκτός της
πολεµικής σύγκρουσης, για την επίτευξη της αυτονοµίας και του σεβασµού
των δικαιωµάτων των Βούλγαρων και των άλλων χριστιανικών εθνοτήτων;
Σύµφωνα µε τον καθηγητή κ Μάρκοφ, την εποχή εκείνη µε τον όρο
«Ευρώπη» ορίζονταν οι έξι Μεγάλες ∆υνάµεις, οι οποίες ήταν χωρισµένες σε
δυο αντίπαλα στρατόπεδα: στην τριµερή συµµαχία της Γερµανίας,
Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας και την, επίσης, τριµερή συµµαχία της Μεγάλης
Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Τα βαλκανικά κράτη είχαν την υποστήριξη
ορισµένων από τα δυο αυτά αντίπαλα στρατόπεδα, στους οποίους
στρέφονταν όταν αντιµετώπιζαν ένα εθνικό τους πρόβληµα το οποίο έπρεπε
να λυθεί.
«Αρχικός προστάτης της Βουλγαρίας ήταν η Ρωσική Αυτοκρατορία», λέει ο
κ Μάρκοφ. «Οι βουλγαρικές κυβερνήσεις επιζητούσαν την αυτονόµηση της
Μακεδονίας και της Θράκης της Αδριανούπολης, περιοχές στις οποίες ζούσαν
ενάµισι εκατοµµύριο Βούλγαροι. Ο πληθυσµός αυτός ήταν αναγνωρισµένος
σαν εθνότητα, είχε σχολεία και εκκλησίες. Όµως η επιθυµία της βουλγαρικής
κυβερνήσεως ήταν η δηµιουργία µιας αυτόνοµης περιοχής. Σ’ αυτό δεν
συµφωνούσε ούτε η Οθωµανική Αυτοκρατορία ούτε τα γειτονικά µε τη
Βουλγαρία κράτη, τα οποία δεν επιθυµούσαν την ύπαρξη πράξης παρόµοιας
µε αυτή της Ένωσης της Βόρειας και Νότιας Βουλγαρίας το 1885. Ο λόγος
ήταν ότι η ύπαρξη µιας παρόµοιας πράξης θα µετέτρεπε τη Βουλγαρία σε
πρωτογενή παράγοντα στην περιοχή της Βαλκανικής». «Το
εθνικοαπελευθερωτικό κίνηµα των Βούλγαρων στις υπό την κυριαρχία της
Οθωµανικής Αυτοκρατορίας περιοχές, είχε οργανωθεί από την Εσωτερική
επαναστατική οργάνωση που δρούσε στις περιοχές της Μακεδονίας και της
Θράκης της Αδριανούπολης, σε συνεργασία µε το Ανώτατο κοµιτάτο»,
συνεχίζει ο κ. Μάρκοφ. «Κορύφωση του κινήµατος ήταν η εξέγερση του
Ίλιντεν το έτος 1903., Ακόµα όµως και µετά την εξέγερση, έγινε φανερό ότι η
Οθωµανική Αυτοκρατορία δεν σκοπεύει να παράσχει στις περιοχές αυτές
καθεστώς αυτονοµίας, ούτε να διευρύνει τα δικαιώµατα των χριστιανών
κατοίκων τους σε ό,τι αφορά τη συµµετοχή τους στην τοπική αυτοδιοίκηση. Το
1908, µετά τη συνάντηση του Βρετανού Βασιλιά Εδουάρδου Ζ΄ µε τον Τσάρο
της Ρωσίας Νικόλαο Β΄, αποφασίζεται να δοθεί αυτονοµία στη Μακεδονία και
να πραγµατοποιηθεί ριζική µεταρρύθµιση».
Το 1908 ξεσπά η επανάσταση των Νεότουρκων. Η νέα εξουσία επαναφέρει
το Σύνταγµα και υπόσχεται ισότητα µεταξύ όλων των εθνοτήτων και
θρησκειών στις περιοχές της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Όµως, στη
συνέχεια, ασκώντας διοικητική και οικονοµική πίεση, ξεκινά τη διαδικασία
εξαφάνισης των θεσµών και της αυτοσυνείδησης των εθνικών µειονοτήτων. Η
αντίσταση κατά των µέτρων του εκτουρκισµού εντείνεται και οι
µεταρρυθµιστικές προσπάθειες διακόπτονται.
Με δεδοµένη την ισχύουσα κατάσταση, αποφασίζεται ότι η µόνη λύση είναι
η δύναµη των όπλων. Όµως η Βουλγαρία δεν µπορεί να πολεµήσει µόνη της
την τεράστια αυτή αυτοκρατορία. Η Βουλγαρία έχει πληθυσµό µόλις
τεσσάρων εκατοµµυρίων, ενώ η Οθωµανική Αυτοκρατορία ξεπερνά τα 26
εκατοµµύρια. Εκτός αυτού, οι γειτονικές της χώρες την έχουν προειδοποιήσει
ότι σκοπεύουν να συµµετάσχουν στο µοίρασµα της οθωµανικής κληρονοµιάς.
Έτσι, αρχίζουν µακρές διαβουλεύσεις, αρχικά µε τη Σερβία, στη συνέχεια µε

19   
την Ελλάδα και µετά µε το Μαυροβούνιο. Στόχος είναι η δηµιουργία
Βαλκανικής Ένωσης για τη διεξαγωγή πολέµου κατά της Οθωµανικής
Αυτοκρατορίας.

20   
Κεφάλαιο 3

Οι επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεµο

3.1 Εισαγωγή
Η επιθυµία των βαλκανικών κρατών –Ελλάδας, Σερβίας,
Μαυροβουνίου και Βουλγαρίας– για οριστική αποτίναξη της οθωµανικής
κυριαρχίας οδήγησε στις αρχές του φθινοπώρου του 1912 στη σύµπραξη
κατά της ασθµαίνουσας Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Η άρνηση της Τουρκίας
να αποδεχθεί ριζικές µεταρρυθµίσεις προς όφελος των χριστιανικών
πληθυσµών είχε ως αποτέλεσµα την κήρυξη του πολέµου. Παρά το γεγονός
ότι µεταξύ των τεσσάρων συµµαχικών κρατών είχαν συναφθεί αµυντικές
συνθήκες και συµφωνίες, εισήλθαν ωστόσο στον πόλεµο χωρίς κοινό σχέδιο
επιχειρήσεων.

3.2 Επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού


3.2.1 Επιχειρήσεις στη Θεσσαλία και στην κεντρική Μακεδονία
3.2.1.1 ∆υνάµεις Αντιπάλων
Σύµφωνα µε το σχέδιο επιστράτευσης του 1912, συγκροτήθηκαν δύο
στρατηγεία, το Γενικό Στρατηγείο Στρατού Θεσσαλίας υπό την αρχιστρατηγία
του ∆ιαδόχου Κωνσταντίνου, στην περιοχή της Λάρισας, και το Στρατηγείο
Στρατού Ηπείρου υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, στην
περιοχή της Άρτας. Ο Στρατός Θεσσαλίας διέθετε 7 µεραρχίες Πεζικού, 1
ταξιαρχία Ιππικού και 4 τάγµατα Ευζώνων, συνολικής δύναµης 100.000
ανδρών και το βράδυ της 4ης Οκτωβρίου 1912 συγκεντρώθηκε στην περιοχή
της Λάρισας. Η ζώνη ευθύνης του Στρατού Θεσσαλίας εκτεινόταν από το
Σπερχειό ποταµό µέχρι τα βόρεια σύνορα του ελληνικού κράτους στη
Θεσσαλία. Ο Στρατός Ηπείρου διέθετε µια µεραρχία Πεζικού, η οποία
αργότερα (12 ∆εκεµβρίου 1912) ονοµάστηκε VIII Μεραρχία, συνολικής
δύναµης περίπου 10.500 ανδρών, και ολοκλήρωσε τη συγκέντρωσή του στην
περιοχή της Άρτας στις 4 Οκτωβρίου µε ζώνη ευθύνης δυτικά του Αχελώου
ποταµού. Πλέον του τακτικού στρατού, συγκροτήθηκαν ανεξάρτητα τάγµατα,
αποσπάσµατα και εθελοντικά σώµατα, όπως των Κρητών, Ηπειρωτών,
Μακεδόνων, µε επικεφαλής οπλαρχηγούς ή αξιωµατικούς, και το ιταλικό
Σώµα των Γαριβαλδινών –εθελοντικό σώµα που συνέστησε για πρώτη φορά
ο Ιταλός Giuseppe Garibaldi το 1860, µε σκοπό να µάχεται στο πλευρό όσων
πολεµούσαν για την ελευθερία τους. Ο γιός του, Ricciotti Garibaldi, πολέµησε
στο πλευρό των Ελλήνων, επικεφαλής περίπου 2.300 φιλελλήνων και
Ελλήνων εθελοντών. Οι Έλληνες του Σώµατος των Γαριβαλδινών
αποτελούσαν ιδιαίτερο τµήµα υπό τον Αλέξανδρο Ρώµα και ήταν γνωστό ως
«Σώµα Ερυθροχιτώνων» λόγω του ερυθρού χιτωνίου της στολής τους.
Αντικειµενικός σκοπός του Ελληνικού Στρατού σε περίπτωση πολέµου µε
την Τουρκία ήταν η συντριβή του Τουρκικού Στρατού στη Μακεδονία και η
ενεργός άµυνα στην Ήπειρο µέχρι να κριθεί ο αγώνας στη Μακεδονία. Οι
τουρκικές δυνάµεις συγκροτήθηκαν σε δύο στρατιές, τη Στρατιά Θράκης και τη
Στρατιά Μακεδονίας, συνολικής δύναµης 340.000 πεζών, 6.000 ιππέων και
850 πυροβόλων. Η Στρατιά Μακεδονίας, υπό τον Ali Risa Pasha, θα
πολεµούσε εναντίον των Ελλήνων, των Σέρβων και των Μαυροβουνίων.
Έναντι του Ελληνικού Στρατού Θεσσαλίας έδρασε το 8ο Έκτακτο Σώµα
Στρατού υπό τον Στρατηγό Χασάν Ταχσίν Πασά, συνολικής δύναµης περίπου

21   
35.000 ανδρών, µε αποστολή να αµυνθεί στα Στενά του Σαρανταπόρου και να
ανακόψει την προέλαση του Ελληνικού Στρατού προς την Κεντρική
Μακεδονία.

3.2.1.2 Επιχειρήσεις µέχρι την κατάληψη της Θεσσαλονίκης

Το πρωί της 5ης Οκτωβρίου 1912 ο Στρατός Θεσσαλίας άρχισε να


προελαύνει πέρα από τα ελληνοτουρκικά σύνορα, µε σκοπό την απώθηση και
συντριβή του Τουρκικού Στρατού. Ο όγκος του Στρατού Θεσσαλίας
απελευθέρωσε την Ελασσόνα (6 Οκτωβρίου), ενώ το Απόσπασµα Ευζώνων
Γεννάδη, στα δυτικά, µετά από σύντοµο αγώνα, απελευθέρωσε τη ∆εσκάτη.
Με βάση τις πληροφορίες για τον εχθρό και κυρίως από τη µελέτη του
εδάφους, το Γενικό Στρατηγείο εκτιµούσε ότι οι τουρκικές δυνάµεις θα
συγκεντρώνονταν στα Στενά του Σαρανταπόρου, για να ανακόψουν την
προέλαση του Ελληνικού Στρατού. Η τοποθεσία του Σαρανταπόρου είναι
φύσει οχυρή και προσφέρεται για ισχυρή άµυνα, µε εξαίρετα πεδία βολής προ
αυτής. Οι τοποθεσίες Σαρανταπόρου και Λαζαράδων-Βογγόπετρας
φράσσουν τις κατευθύνσεις Ελασσόνα-Σέρβια και ∆εσκάτη-Λαζαράδες-
Σέρβια. Τις τοποθεσίες αυτές υπεράσπιζαν δύο τουρκικές µεραρχίες που
είχαν οργανωθεί αµυντικά κάτω από την επίβλεψη του Γερµανού Στρατηγού
Colmar von der Goltz. Το ελληνικό σχέδιο ενεργείας του Γενικού Στρατηγείου
προέβλεπε κατά µέτωπο επίθεση εναντίον των αµυνόµενων τουρκικών
δυνάµεων στα Στενά του Σαρανταπόρου, µε ταυτόχρονη και από τα δύο
πλευρά υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια, για την κατάληψη της
γέφυρας του Αλιάκµονα και την αποκοπή της σύµπτυξης του εχθρού. Η όλη
επιθετική ενέργεια θα συνδυαζόταν, επίσης, και µε ευρύτερο κυκλωτικό ελιγµό
από την περιοχή του χ. Κρανιά, δια µέσου του πόρου Ζάµπουρδας, προς την
Κοζάνη. Στις 9 Οκτωβρίου η Στρατιά επιτέθηκε µε τρεις µεραρχίες στο κέντρο
(Ι, ΙΙ, ΙΙΙ Μεραρχίες), το Απόσπασµα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου στο δεξιό
πλευρό, την IV Μεραρχία στο αριστερό και την V Μεραρχία, την Ταξιαρχία
Ιππικού και το Απόσπασµα Ευζώνων Γεννάδη στο άκρο αριστερό της
διάταξης. Ο αγώνας στο κέντρο διεξήχθη µε δυσκολία λόγω του ισχυρώς
οργανωµένου αντιπάλου και των σοβαρών εδαφικών δυσχερειών,
επιφέροντας µεγάλες και σοβαρές απώλειες στις µεραρχίες του κέντρου.
Ωστόσο, η IV Μεραρχία που ενεργούσε στο αριστερό της διάταξης κατόρθωσε
το βράδυ της ίδιας ηµέρας να ανατρέψει τις τουρκικές δυνάµεις στα χωριά
Κεφαλολίβαδο και Μεταξάς και προωθηµένα τµήµατά της να φθάσουν στα
Στενά της Πόρτας, πίσω από το Σαραντάπορο. Μόλις οι Τούρκοι
πληροφορήθηκαν την υπερκερωτική ενέργεια της IV Μεραρχίας και µπροστά
στον κίνδυνο της αποκοπής της οδού σύµπτυξης και της αιχµαλωσίας του
όγκου των δυνάµεών τους, συµπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της νύχτας προς
την Κοζάνη χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τις ελληνικές δυνάµεις
Σαρανταπόρου-Λαζαράδων ανοίγοντας τις πύλες για τη συνέχιση της
προέλασης της Στρατιάς και την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Στις 10
Οκτωβρίου κατελήφθησαν τα Σέρβια και την εποµένη η Κοζάνη. Στις 13
Οκτωβρίου ο όγκος του Στρατού Θεσσαλίας βρισκόταν στο υψίπεδο της
Κοζάνης, απ’ όπου µπορούσε να στραφεί είτε ανατολικά προς τη Βέροια είτε
προς τα βόρεια. Η VII Μεραρχία κινήθηκε προς τα Στενά της Πέτρας, το
Απόσπασµα Ευζώνων Γεννάδη προς τα Γρεβενά και η Ι Μεραρχία νότια του
Αλιάκµονα στο χ. Βελβεντός. Εκείνη τη χρονική στιγµή το Γενικό Στρατηγείο

22   
είχε την πρόθεση να κινηθεί µε τον όγκο των δυνάµεων πρώτα προς το
Μοναστήρι και µετά προς Βέροια-Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, η κυβέρνηση,
έχοντας εξακριβωµένες πληροφορίες ότι η Βουλγαρία ενδιαφερόταν να
καταλάβει οπωσδήποτε τη Θεσσαλονίκη προτού καταληφθεί από τον
Ελληνικό Στρατό, έστειλε στις 12 Οκτωβρίου στον αρχηγό του Στρατού
Θεσσαλίας τηλεγράφηµα, µε το οποίο του γνώριζε ότι σπουδαίοι πολιτικοί
λόγοι επέβαλαν τη γρήγορη απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Παρόµοια
σύσταση έκανε την ίδια ηµέρα και ο υπουργός Εξωτερικών. Αλλά το Γενικό
Στρατηγείο επέκρινε µε τηλεγράφηµά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών τις
επεµβάσεις του στη διεύθυνση των επιχειρήσεων. Ωστόσο, κατόπιν
επιτακτικής και κατηγορηµατικής διαταγής του Πρωθυπουργού και Υπουργού
Στρατιωτικών Ελευθερίου Βενιζέλου για άµεση στροφή της Στρατιάς προς
απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το Γενικό Στρατηγείο αναγκάστηκε να
συµµορφωθεί και να εκδώσει διαταγή για στροφή και προέλαση προς
Θεσσαλονίκη. Τις επόµενες ηµέρες ο Στρατός Θεσσαλίας προέλασε προς τη
Βέροια µε την VII Μεραρχία να καλύπτει το δεξιό πλευρό του, µε κατεύθυνση
την Κατερίνη, και την V Μεραρχία να κινείται στα αριστερά, µε κατεύθυνση την
Πτολεµαΐδα-Στενά Κλειδιού. Ταυτόχρονα, οι σερβοβουλγαρικές δυνάµεις
κατέλαβαν το Ιστίπ και ένα βουλγαρικό απόσπασµα το Νευροκόπι. Το βράδυ
15/16 Οκτωβρίου οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τη Βέροια και την Κατερίνη και στη
συνέχεια συµπτύχθηκαν προς τα ανατολικά. Έτσι, στις 16 Οκτωβρίου η
Στρατιά βρισκόταν στην πεδιάδα της Βέροιας µε την V Μεραρχία να καλύπτει
τα νώτα της στην περιοχή του Αµυνταίου και το Απόσπασµα Ευζώνων
Γεννάδη στα Γρεβενά. Το Γενικό Στρατηγείο, έχοντας υπόψη του τα
µειονεκτήµατα της κίνησης του όγκου της Στρατιάς νότια των Γιαννιτσών, είτε
ο εχθρός βρισκόταν ανατολικά του Λουδία ποταµού είτε βόρεια της λίµνης,
αποφάσισε να ακολουθήσει την κατεύθυνση βόρεια της λίµνης µε τον όγκο
του στρατού και να προωθήσει τµήµατά του µόνο νότια αυτής. Επίσης,
εκτιµούσε, χωρίς όµως να έχει σαφή εικόνα για τις τουρκικές δυνάµεις, ότι η
προέλαση προς τα Γιαννιτσά θα γινόταν χωρίς σοβαρή εµπλοκή µε τον
εχθρό, ο οποίος, κατά τις εκτιµήσεις, προπαρασκευαζόταν για άµυνα στην
περιοχή του Αξιού ποταµού. Με βάση τα παραπάνω, καθορίστηκε για την 19η
Οκτωβρίου η προέλαση του όγκου της Στρατιάς προς τον Αξιό ποταµό, δια
της εδαφικής ζώνης βόρεια της λίµνης των Γιαννιτσών, ενώ για την κάλυψη
του δεξιού πλευρού της και της Βέροιας από την κατεύθυνση του Λουδία
διατέθηκε η VII Μεραρχία, το Απόσπασµα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου και
η Ταξιαρχία Ιππικού. Η τοποθεσία των Γιαννιτσών, παρά το µειονέκτηµα ότι
είχε στα νώτα της τον Αξιό ποταµό, φράσσει την κύρια οδική αρτηρία από την
Έδεσσα προς τη Θεσσαλονίκη, επιτρέπει την επάνδρωσή της µε σχετικά
περιορισµένες δυνάµεις και στηρίζει τα πλευρά της στο όρος Πάικο από τα
βόρεια και στη λίµνη από τα νότια. Την τοποθεσία υπερασπιζόταν η 14η
Μεραρχία Σερρών, µαζί µε τις δυνάµεις που συµπτύχθηκαν από τη Βέροια και
την Κοζάνη, ενώ νότια της λίµνης βρίσκονταν τµήµατα της XXII Μεραρχίας και
της Μεραρχίας Εφέδρων Νεάπολης. Από το πρωί της 19ης Οκτωβρίου και µε
βάση τη διαταγή επιχειρήσεων άρχισε η προέλαση της Στρατιάς προς τα
ανατολικά. Κατά τις τελευταίες απογευµατινές ώρες, η VI Μεραρχία, που
ενεργούσε στο αριστερό της διάταξης, κατόρθωσε να διασπάσει την εχθρική
τοποθεσία και τµήµατά της να φθάσουν στα νότια του χωριού Πενταπλάτανος.
Οι προϋποθέσεις για τη νίκη του Ελληνικού Στρατού είχαν δηµιουργηθεί και
την εποµένη οι σφοδρές επιθέσεις των II και IV Μεραρχιών σε συνδυασµό µε

23   
τη διείσδυση της VI Μεραρχίας ανάγκασαν τις τουρκικές δυνάµεις να
συµπτυχθούν µπροστά στον κίνδυνο να αποκοπούν. Παράλληλα, στο νότιο
τοµέα, η VII Μεραρχία και η Ταξιαρχία Ιππικού, λόγω αδυναµίας συντονισµού,
δεν εκµεταλλεύθηκαν την επιτυχή διάβαση του Λουδία ποταµού και δεν
καταδίωξαν τα συµπτυσσόµενα τουρκικά τµήµατα προς τις γέφυρες του
Αξιού. Ενώ διεξαγόταν η µάχη των Γιαννιτσών, η V Μεραρχία, που είχε
οριστεί να καλύπτει τη Στρατιά από τα βορειοδυτικά και βρισκόταν στην
περιοχή του Αµυνταίου, άρχισε να προελαύνει προς το Μοναστήρι, καθώς ο
διοικητής της θεωρούσε ότι απέναντί του βρίσκονταν ελάχιστες τουρκικές
δυνάµεις χωρίς ηθικό και διάθεση για αντίσταση. Ωστόσο, η προέλαση της
Μεραρχίας διακόπηκε απότοµα, λόγω της εµφάνισης ισχυρών τουρκικών
δυνάµεων που ανήκαν στην XVII Μεραρχία, µε αποτέλεσµα να µεταπέσει σε
άµυνα στην περιοχή του Αµυνταίου, ενώ ζήτησε την αποστολή ενισχύσεων
από το Γενικό Στρατηγείο. Το βράδυ 23/24 Οκτωβρίου τµήµατα της
Mεραρχίας προσβλήθηκαν από ένα µικρό τουρκικό απόσπασµα, µε
αποτέλεσµα η ενέργεια αυτή να προκαλέσει αδικαιολόγητο πανικό και
σύγχυση σε ολόκληρη τη µεραρχία. Τελικά, µετά την άφιξη των ενισχύσεων,
το µέτωπο στη δυτική Μακεδονία σταθεροποιήθηκε και οι εκεί µονάδες
εγκαταστάθηκαν αµυντικά στα βορειοδυτικά της Κοζάνης, αναµένοντας την
άφιξη της Στρατιάς.

3.2.1.3 Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

Μετά τη µάχη των Γιαννιτσών, ο Στρατός Θεσσαλίας έλαβε όλα τα


απαραίτητα προπαρασκευαστικά µέτρα προκειµένου να διαβεί τον Αξιό
ποταµό και στη συνέχεια να κινηθεί προς τη Θεσσαλονίκη. Μέχρι στις 25
Οκτωβρίου οι I, II, III και IV Μεραρχίες πραγµατοποίησαν τη διάβαση του
ποταµού. Παράλληλα, την ίδια ηµέρα, στη Θεσσαλονίκη, οι πρόξενοι των
Μεγάλων ∆υνάµεων, λόγω της προέλασης του Ελληνικού Στρατού, έπεισαν
τον αρχηγό του Tουρκικού Sτρατού στη Θεσσαλονίκη, Χασάν Ταχσίν Πασά,
να έλθει σε διαπραγµατεύσεις, για να αποφευχθεί η άσκοπη αιµατοχυσία.
Πράγµατι, αντιπροσωπεία αποτελούµενη από τους πρόξενους των Μεγάλων
∆υνάµεων και τον Στρατηγό Sefik Pasha συναντήθηκε µε τον ∆ιάδοχο
Κωνσταντίνο και υπέβαλε τις προτάσεις του Χασάν Ταχσίν Πασά, οι οποίες
όµως απορρίφθηκαν. Την εποµένη επανήλθε ο Sefik Pasha µε νέες
προτάσεις, οι οποίες όµως απορρίφθηκαν και αυτές και ο Τούρκος Στρατηγός
ζήτησε και πήρε δίωρη προθεσµία για να απαντήσει. Ωστόσο, η διορία
πέρασε χωρίς να δοθεί η αναµενόµενη απάντηση από την τουρκική πλευρά.
Παράλληλα, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε από το πρωί της 26ης Οκτωβρίου
να κινείται προς τις θέσεις εξόρµησής του, ενώ εντοπίστηκαν
σερβοβουλγαρικά τµήµατα να κινούνται προς τη Θεσσαλονίκη. Η προώθηση
των ελληνικών µεραρχιών συνεχίστηκε και η κύκλωση του Τουρκικού Στρατού
γινόταν ολοένα και πιο ασφυκτική, αναγκάζοντας τον Χασάν Ταχσίν Πασά να
παραιτηθεί από τις αξιώσεις του και να αποδεχτεί όλους τους όρους του
ελληνικού Γενικού Στρατηγείου. Παράλληλα, η VII Μεραρχία και το
Απόσπασµα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου έλαβαν διαταγή να σπεύσουν να
καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη και ταυτόχρονα στάλθηκε επιστολή στον
διοικητή των βουλγαρικών δυνάµεων που κινούνταν προς τη Θεσσαλονίκη, η
οποία τον πληροφορούσε για την επικείµενη µέχρι το βράδυ κατάληψη της
πόλης από τον Ελληνικό Στρατό. Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου η ελληνική

24   
αντιπροσωπεία, αποτελούµενη από τον Αντισυνταγµατάρχη Μηχανικού
Βίκτωρα ∆ούσµανη, τον Λοχαγό Μηχανικού Ιωάννη Μεταξά και τον πολιτικό
σύµβουλο του στρατηγείου Ίωνα ∆ραγούµη, συνυπέγραψαν µε τον Χασάν
Ταχσίν Πασά το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης και του
Τουρκικού Στρατού, ενώ την εποµένη υπογράφηκε συµπληρωµατικό
πρωτόκολλο που ρύθµιζε διάφορες λεπτοµέρειες. Συνολικά παραδόθηκαν
25.000 οπλίτες και περίπου 1.000 αξιωµατικοί, ενώ περιήλθαν στην κατοχή
του Ελληνικού Στρατού 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 1.200 ίπποι και άφθονο
υλικό κάθε κατηγορίας. Τις µεσηµβρινές ώρες της 27ης Οκτωβρίου το
Απόσπασµα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου µε τµήµα ιππικού εισήλθαν στην
πόλη, ενώ η VII Βουλγαρική Μεραρχία υπό τον Στρατηγό Todorov
κατευθυνόταν προς τη Θεσσαλονίκη, παρά τις επιστολές που είχε λάβει από
τον Έλληνα Αρχιστράτηγο για παράδοση του Τουρκικού Στρατού και της
πόλης. Στις 11:00 της 28ης Οκτωβρίου ο Αρχιστράτηγος µε το επιτελείο του
εισήλθε θριαµβευτικά στην πόλη, επικεφαλής της Ι Μεραρχίας, όπου
επακολούθησε δοξολογία και παρέλαση της Μεραρχίας. Στο µεταξύ, µετά από
συνεχείς εκκλήσεις του Βούλγαρου στρατηγού για είσοδο του βουλγαρικού
στρατού στη Θεσσαλονίκη, αποφασίστηκε κατόπιν διαβουλεύσεων η είσοδος
µόνο δύο ταγµάτων το πρωί της 29ης. Επίσης, το σερβικό σύνταγµα Ιππικού
εισήλθε στην πόλη στις 28 Οκτωβρίου και, αφού ο Σέρβος διοικητής
απέστειλε συγχαρητήρια επιστολή στον Έλληνα Αρχιστράτηγο, αναχώρησε
για τη Γευγελή. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, το Γενικό Στρατηγείο
έλαβε άµεσα µέτρα για την εξασφάλιση της ευρύτερης περιοχής και των
εδαφών που είχαν απελευθερωθεί, προκείµενου να εµποδιστεί η προσπάθεια
της VII Βουλγαρικής Μεραρχίας να προκαταλάβει ελληνικές περιοχές, µη
λαµβάνοντας υπόψη τις συµµαχικές υποχρεώσεις. Η ενίσχυση των ελληνικών
φρουρών στα Γιαννιτσά, στην Έδεσσα, στην Αριδαία και στη Χαλκιδική
ακύρωσε τα βουλγαρικά σχέδια, οι ενέργειες όµως αυτές των Βουλγάρων
προκάλεσαν προστριβές µεταξύ των συµµαχικών βαλκανικών κρατών. Τα
βουλγαρικά τµήµατα που εισήλθαν και στάθµευσαν στην πόλη προκαλούσαν
σκόπιµα προβλήµατα και υπέθαλπταν την αταξία µε σκοπό να εµφανιστεί η
Ελλάδα στις Μεγάλες ∆υνάµεις αδύναµη να επιβάλει την τάξη στις περιοχές
που απελευθέρωσε ο Ελληνικός Στρατός. Η κατάσταση οµαλοποιήθηκε µετά
την αναχώρηση της βουλγαρικής µεραρχίας για την Ανατολική Θράκη, όπου η
εξέλιξη των επιχειρήσεων δεν ήταν ευνοϊκή για τους Βουλγάρους. Οι
πραγµατικές προθέσεις της Βουλγαρίας διαφάνηκαν στο πλαίσιο των
διαπραγµατεύσεων οριστικής ειρήνης που έλαβαν χώρα στο Λονδίνο µεταξύ
των εµπολέµων, οι οποίες όµως απέβησαν άκαρπες λόγω της τουρκικής
αδιαλλαξίας. Στο διάστηµα των διαπραγµατεύσεων, η ελληνική και
βουλγαρική αντιπροσωπεία συζήτησαν τη ρύθµιση των εδαφικών διαφορών
τους, αλλά χωρίς αποτέλεσµα λόγω των υπερβολικών αξιώσεων της
Βουλγαρίας.
Τελικά στη Θεσσαλονίκη εισήλθε ολόκληρο το βουλγαρικό σύνταγµα, αντί
των δύο µόνο ταγµάτων για τα οποία υπήρχε έγκριση από την ελληνική
πλευρά.

3.2.1.4 Επιχειρήσεις στη δυτική Μακεδονία

Με βάση την κατάσταση που επικρατούσε στη δυτική Μακεδονία, το Γενικό


Στρατηγείο έθεσε ως προτεραιότητα τη συνέχιση των επιχειρήσεων προς το

25   
Μοναστήρι µε αντικειµενικό σκοπό τη συντριβή των τουρκικών δυνάµεων που
υποχωρούσαν προς τα νότια, κάτω από την πίεση των Σέρβων. Σύµφωνα µε
τις εκτιµήσεις, οι δυνάµεις αυτές θα ενσωµατώνονταν στη δύναµη του
Τουρκικού Στρατού που είχε αναπτυχθεί στην Ήπειρο. Οι ελληνικές δυνάµεις
που βρίσκονταν στη Μακεδονία συγκροτήθηκαν σε τρεις οµάδες, την
Αριστερή, Τµήµα Στρατιάς Κοζάνης (V Μεραρχία, Απόσπασµα Ευζώνων
Γεννάδη και διάφορα άλλες µονάδες) µε αποστολή την ανασύνταξη και
αναδιοργάνωσή της V Μεραρχίας στην Κοζάνη, την Οµάδα του Κέντρου, µε
τις I, III, IV και VI Μεραρχίες και την Ταξιαρχία Ιππικού (-), µε αποστολή τη
συντριβή των τουρκικών δυνάµεων που βρίσκονταν στο υψίπεδο της
Φλώρινας και στην περιοχή του Μοναστηρίου, και τη ∆εξιά (ΙΙ και VII
Μεραρχίες, το Απόσπασµα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου και το 3ο
Σύνταγµα Ιππικού) µε αποστολή την απελευθέρωση της ευρύτερης περιοχής
της Θεσσαλονίκης. Μέχρι τις 2 Νοεµβρίου οι Μεραρχίες της Οµάδας του
Κέντρου ολοκλήρωσαν τη συγκέντρωσή τους στην περιοχή της Έδεσσας, από
όπου θα κατευθύνονταν προς το υψίπεδο της Φλώρινας. Στο µεταξύ, το
Υπουργείο Στρατιωτικών πληροφόρησε το Γενικό Στρατηγείο ότι η Τουρκία
ζήτησε από τη Βουλγαρία ανακωχή και παράλληλα συνιστούσε την
επίσπευση της προέλασης του στρατού προς το Μοναστήρι.
Από τις 3 Νοεµβρίου και τις επόµενες ηµέρες η V Μεραρχία κινήθηκε από
την Κοζάνη προς τα βόρεια, ανατρέποντας ισχυρή αντίσταση των τουρκικών
τµηµάτων στα χωριά Μαυροπηγή και Κόµανος, η IV Μεραρχία κινήθηκε από
το χ. Γραµµατικό και προώθησε τµήµατά της µέχρι τα υψώµατα
νοτιοανατολικά της Άρνισσας, η VI Μεραρχία προέλασε προς την Άρνισσα
όπου η εµπροσθοφυλακή της προσβλήθηκε αιφνιδιαστικά από τα αµυνόµενα
εκεί τουρκικά τµήµατα, η III Μεραρχία κινήθηκε βόρεια της VI Μεραρχίας και
προωθήθηκε στο χ. Πάτηµα χωρίς σοβαρές δυσκολίες, ενώ η Ι Μεραρχία
κινήθηκε προς το χ. Άγρας. Μετά από διαδοχικές µάχες στο χ. Κόµανος, στην
Άρνισσα και στη Στενωπό του Κλειδίου, η προέλαση των µονάδων της
Στρατιάς συνεχίστηκε προς το υψίπεδο της Φλώρινας από το πρωί της 7ης
Νοεµβρίου. Κατά τις µεσηµβρινές ώρες, το 1ο Σύνταγµα Ιππικού εισήλθε στην
πόλη της Φλώρινας και ενηµέρωσε το Γενικό Στρατηγείο για τη σύµπτυξη,
µέσω της Φλώρινας προς το Πισοδέρι, µεγάλης τουρκικής φάλαγγας που
προερχόταν από το Μοναστήρι. Η καταδίωξη των υποχωρούντων τουρκικών
τµηµάτων συνεχίστηκε από το 1ο Σύνταγµα Ιππικού, ενώ στάλθηκε µια ίλη
Ιππικού προς την Καστοριά, η οποία ήδη είχε εγκαταλειφθεί από τους
Τούρκους, µε αποτέλεσµα στις 12 Νοεµβρίου η πόλη να απελευθερωθεί.
Παράλληλα, στάλθηκε το Απόσπασµα ∆υτικής Μακεδονίας, που βρισκόταν
στη Νεάπολη-Γρεβενά, ως ενίσχυση της Φρουράς του Μετσόβου που
απειλούνταν από επίθεση µεγάλης τουρκικής δύναµης. Στο χρονικό διάστηµα
13-18 Νοεµβρίου δεν έλαβαν χώρα σοβαρές πολεµικές επιχειρήσεις και οι
δραστηριότητες των µονάδων της Στρατιάς περιορίστηκαν κυρίως σε θέµατα
αναδιάταξης και ανασυγκρότησής τους. Οι Βούλγαροι, µεταξύ άλλων,
αξίωσαν την αποµάκρυνση του Ελληνικού Στρατού από όλα τα εδάφη
ανατολικά του Αξιού ποταµού.
Στις 2 Νοεµβρίου το Τµήµα Στρατιάς Κοζάνης έπαψε να υφίσταται, και όλες
οι µονάδες εντάχθηκαν στη V Μεραρχία.
Οι I και IV Μεραρχίες µεταφέρθηκαν σιδηροδροµικώς στη Θεσσαλονίκη σε
διαφορετικά χρονικά διαστήµατα. Οι πληροφορίες για τη δύναµη του

26   
Τουρκικού Στρατού στην περιοχή της Κορυτσάς από τη διάβαση της Ντάρδας
µέχρι το χ. Γκολοµπόρντα ανερχόταν σε περίπου 13 τάγµατα Πεζικού.
Οι επιθετικές επιχειρήσεις του Τµήµατος Στρατιάς για τη διάνοιξη της
διάβασης Μπίγλιστας άρχισαν στις 5 ∆εκεµβρίου, ενώ τις προηγούµενες
ηµέρες είχαν λάβει χώρα τουρκικές επιθέσεις κατά των προωθηµένων
ελληνικών τµηµάτων. Από την πρώτη ηµέρα της επίθεσης οι ελληνικές
δυνάµεις κατάφεραν να καταλάβουν τους ανατιθέµενους αντικειµενικούς
σκοπούς παρά τη σθεναρή αντίσταση των αµυνόµενων τουρκικών τµηµάτων.
Η ευόδωση των επιχειρήσεων και η κατάληψη της Μπίγλιστας επέτρεψε στις
ελληνικές µεραρχίες να συνεχίσουν την επιθετική τους ενέργεια την εποµένη
προς τη Στενωπό Τσαγκόνι. Η επιθετική ορµή των ελληνικών δυνάµεων ήταν
τέτοια ώστε, παρά τις δυσµενείς καιρικές και εδαφικές συνθήκες, κάθε
αντίσταση των Τούρκων ανετράπη και στις 7 ∆εκεµβρίου η Ηµιλαρχία της ΙΙΙ
Μεραρχίας εισήλθε στην ερηµωµένη από Τούρκους πόλη της Κορυτσάς. Με
διαταγή, το Απόσπασµα της V Μεραρχίας, σε συνεργασία µε το 1ο Σύνταγµα
Ιππικού, ανέλαβε την καταδίωξη των Τούρκων µέχρι την κατάληψη της
Στενωπού Κιάρι, την οποία κατείχαν ισχυρές τουρκικές δυνάµεις. Ωστόσο,
αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους επειδή απειλούνταν να
κυκλωθούν και συµπτύχθηκαν προς τα νότια. Στις αρχές ∆εκεµβρίου το Γενικό
Στρατηγείο αποφάσισε τη διάλυση του Τµήµατος Στρατιάς και έτσι η VI
Μεραρχία και το 1ο Σύνταγµα Ιππικού µεταστάθµευσαν στη Φλώρινα και από
εκεί µεταφέρθηκαν αργότερα στη Θεσσαλονίκη. Το Απόσπασµα της V
Μεραρχίας κινήθηκε προς την Κοζάνη προκειµένου να επανενταχθεί στον
οργανικό σχηµατισµό του και η ΙΙΙ Μεραρχία παρέµεινε στην Κορυτσά µε
αποστολή να εξασφαλίσει το υψίπεδο της Κορυτσάς από τα νότια και τα
δυτικά. Ο Ελληνικός Στρατός έγινε κύριος ολόκληρης της δυτικής Μακεδονίας
και του υψιπέδου της Κορυτσάς, υποχρεώνοντας τις εκεί τουρκικές δυνάµεις
να συµπτυχθούν είτε προς το εσωτερικό της Αλβανίας είτε προς τα Ιωάννινα.

3.2.2 Επιχειρήσεις στην Ήπειρο


3.2.2.1 ∆υνάµεις Αντιπάλων

Την ηµέρα της κήρυξης του πολέµου ο Στρατός Ηπείρου διέθετε 8 τάγµατα,
3 ανεξάρτητες µοίρες Πυροβολικού, 1 ίλη Ιππικού και 1 λόχο Μηχανικού,
συνολικής δύναµης περίπου 10.500 ανδρών. Συγκεντρώθηκε στην περιοχή
της Άρτας, κατά µήκος της ανατολικής όχθης του Αράχθου ποταµού, στις 4
Οκτωβρίου, µε αποστολή την εξασφάλιση της µεθορίου από τον Αµβρακικό
κόλπο µέχρι το Μέτσοβο, µέχρι να κριθούν οι επιχειρήσεις στη Μακεδονία.
Στην Ήπειρο, οι Τούρκοι διέθεταν το Σώµα Στρατού Ιωαννίνων, υπό τον
Εσσάτ - πασά, που περιλάµβανε την XXIII Μεραρχία Κληρωτών και την XXIII
Μεραρχία Εφέδρων, συνολικής δύναµης περίπου 20.000 ανδρών, µε έδρα τα
Ιωάννινα. Παράλληλα, προβλεπόταν να συγκροτηθούν και διάφορα σώµατα
ατάκτων Τουρκαλβανών.

3.2.2.2 Επιχειρήσεις µέχρι την απελευθέρωση των Ιωαννίνων

Παρά το γεγονός ότι ο Στρατός Ηπείρου είχε αµυντική αποστολή, ο


διοικητής του αποφάσισε να επιτεθεί στις 6 Οκτωβρίου, προκειµένου να
καταλάβει την οικονοµικότερη και φύσει ισχυρότερη τοποθεσία των

27   
υψωµάτων του Γριµπόβου, δυτικά του Αράχθου ποταµού. Έτσι, το 7ο Τάγµα
Ευζώνων, υποστηριζόµενο από το πυροβολικό, διήλθε τη γέφυρα της Άρτας
και, αφού ανέτρεψε τις δυνάµεις των τουρκικών φυλακίων, κινήθηκε προς τα
υψώµατα του Γριµπόβου, ενώ ακολούθησαν και τα υπόλοιπα τµήµατα που
συµµετείχαν στην επίθεση. Η εξέλιξη αυτή επέτρεψε τη διαπεραίωση του
όγκου του Στρατού Ηπείρου δυτικά του Αράχθου την επόµενη ηµέρα, ενώ η
αίτηση του αρχηγού του Στρατού Ηπείρου προς το Υπουργείο Στρατιωτικών
για αποστολή ενισχύσεων και συνέχιση των επιθετικών επιχειρήσεων προς τα
βόρεια απορρίφθηκε. Στο διάστηµα 9-11 Οκτωβρίου σηµειώθηκαν
συγκρούσεις στην περιοχή των χωριών. Αµµότοπου, Γριµπόβου και
Ανωγείου, όπου δοκιµάστηκαν σκληρά τα ελληνικά τµήµατα, πέτυχαν όµως
όχι µόνο να αποκρούσουν τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των Τούρκων αλλά και
να σταθεροποιήσουν τις θέσεις τους. Παράλληλα, το βράδυ 11/12Οκτωβρίου
ο Εσσάτ πασάς διέταξε τη σύµπτυξη των δυνάµεών του προς τη γραµµή Χάνι
Εµίν Αγά-χ. Πεστά, φοβούµενος πιθανή αποκοπή των δυνάµεών του. Η
σύµπτυξη των Τούρκων επέτρεψε στον Ελληνικό Στρατό να απελευθερώσει
τη Φιλιππιάδα στις 12 Οκτωβρίου. Η ευνοϊκή εξέλιξη των επιχειρήσεων στην
Ήπειρο έπεισε το Υπουργείο Στρατιωτικών να τερµατίσει την αµυντική στάση
που µέχρι τότε τηρούσε ο Στρατός Ηπείρου και να του αναθέσει την
απελευθέρωση όλης της Ηπείρου. Παράλληλα, το Απόσπασµα του
Ταγµατάρχη Σπηλιάδη άρχισε να κινείται από τις 20 Οκτωβρίου προς την
Πρέβεζα µε σκοπό την απελευθέρωση της πόλης, µε την υποστήριξη της
ναυτικής Μοίρας που βρισκόταν στον Αµβρακικό κόλπο. Η κατάληψη της
Νικόπολης από το Απόσπασµα και η πίεση που άσκησαν οι πρόξενοι των
Μεγάλων ∆υνάµεων ανάγκασαν τον Τούρκο διοικητή της Πρέβεζας να
παραδώσει την πόλη στις 21 Οκτωβρίου. Αµέσως µετά την απελευθέρωση
της Πρέβεζας, το Απόσπασµα του Υπολοχαγού Μηχανικού ∆ηµητρίου
Μπότσαρη εγκαταστάθηκε αµυντικά στον Αχέροντα ποταµό, για να
εξασφαλίσει το αριστερό πλευρό και τα νώτα του Στρατού Ηπείρου από τη
θάλασσα. Στο µεταξύ, για την προστασία των χριστιανικών χωριών από τις
επιδροµές των άτακτων Τουρκαλβανών, συγκροτήθηκε το Απόσπασµα του
Αντισυνταγµατάρχη Πυροβολικού Σταµατίου Μήτσα, το οποίο µαζί µε
εθελοντικά σώµατα Κρητών και Ηπειρωτών Προσκόπων κινήθηκαν προς το
Μέτσοβο και το απελευθέρωσαν στις 31 Οκτωβρίου. Ταυτόχρονα, η Φρουρά
Μετσόβου, κατόπιν αίτησης του Φρουράρχου, λόγω έντονης επιθετικής
δραστηριότητας των Τούρκων, ενισχύθηκε από το Απόσπασµα ∆υτικής
Μακεδονίας, το Σώµα των Γαριβαλδινών και άλλα τµήµατα. Με τις
επιχειρήσεις που διεξήγαγε από την έκρηξη του πολέµου, ο Στρατός Ηπείρου
κατόρθωσε να καταλάβει την περιοχή των Πέντε Πηγαδιών, να
απελευθερώσει την Πρέβεζα, το Μέτσοβο και τη Χειµάρρα (5 Νοεµβρίου) και
να δηµιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την απελευθέρωση των
Ιωαννίνων και της περιοχής βόρειας αυτής, που ήταν και ο τελικός
αντικειµενικός σκοπός.

3.2.2.3 Οι επιθετικές επιχειρήσεις κατά της οχυρωµένης τοποθεσίας


των Ιωαννίνων

Στις 20 Νοεµβρίου η ελληνική κυβέρνηση γνωστοποίησε στον αρχηγό του


Στρατού Ηπείρου ότι επιβαλλόταν η απελευθέρωση των Ιωαννίνων πριν την
κατάπαυση των εχθροπραξιών, λόγω της έναρξης των διαπραγµατεύσεων

28   
ειρήνης. Έτσι, µέχρι τις 27 Νοεµβρίου ολοκληρώθηκε η συγκέντρωση των
δυνάµεων, οι οποίες συγκροτούνταν ως εξής: στα ανατολικά, το Α΄ Μικτό
Απόσπασµα, στο κέντρο το Β΄ Μικτό Απόσπασµα και στα δυτικά, η ΙΙ
Μεραρχία, που είχε µεταφερθεί από τη Θεσσαλονίκη. Την κυρία προσπάθεια
είχε η ΙΙ Μεραρχία, ενεργώντας κατά του δεξιού των Τούρκων, οι οποίοι
αµύνονταν στην ευρύτερη περιοχή των Πεστών, που αποτελούσε το
προπύργιο της τοποθεσίας των Ιωαννίνων. Στο διήµερο αγώνα (29-30
Νοεµβρίου) που ακολούθησε οι ελληνικές δυνάµεις κατόρθωσαν να
καταλάβουν τα Πεστά και να λάβουν στενή επαφή µε την οχυρωµένη
τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και υποχρεώθηκαν να ανακόψουν την
προέλασή τους. Η φυσική αµυντική ισχύς του υψιπέδου Ιωαννίνων είχε
επαυξηθεί από την τουρκική διοίκηση µε τεχνητή οχύρωση, δηλαδή µε πολλά
µόνιµα και ηµιµόνιµα έργα που είχαν κατασκευαστεί από τον καιρό της
ειρήνης. Την ευθύνη της κατασκευής των έργων είχε ο ∆ιοικητής Πυροβολικού
της Φρουράς Ιωαννίνων Αντισυνταγµατάρχης Vechip Bey, υπό την επίβλεψη
του Γερµανού Στρατηγού Von der Goltz από το 1909. Το µεγαλύτερο βάρος
της οχύρωσης είχε ριφθεί στο νότιο τοµέα και κυρίως στα υψώµατα της
Μανολιάσας, του Αυγού και του Μπιζανίου, µε σκοπό την απαγόρευση του
άξονα Άρτα-Ιωαννίνων και την εξασφάλιση του συγκοινωνιακού και
ανεφοδιαστικού κόµβου των Ιωαννίνων. Η πρώτη επίθεση κατά της
Μανολιάσας και του Μπιζανίου έγινε την 1η ∆εκεµβρίου από το Α΄ Μικτό
Απόσπασµα και τη ΙΙ Μεραρχία, στα δύο άκρα, ενώ στο κέντρο το Β΄ Μικτό
Απόσπασµα παρέµεινε στις θέσεις του, απασχολώντας τον εχθρό. Στον τοµέα
της ΙΙ Μεραρχίας, παρά τις αρχικές επιτυχίες της, η Μεραρχία αναγκάστηκε να
εγκατασταθεί αµυντικά στα νότια υψώµατα της Μανολιάσας, λόγω σφοδρής
αντεπίθεσης που εξαπέλυσε η XXI Μεραρχία που είχε έλθει από το
Μοναστήρι ως ενίσχυση. Το Α΄ Μικτό Απόσπασµα εξουδετέρωσε τις
τουρκικές αντιστάσεις στην περιοχή της Αετοράχης, αλλά καθηλώθηκε στις 3
∆εκεµβρίου από τα πυρά του Οχυρού Μπιζανίου και παράλληλα δέχθηκε
αντεπίθεση κατά των δύο πλευρών του, µε αποτέλεσµα να επανέλθει στις
αρχικές του θέσεις. Οι Τούρκοι, αφού πέτυχαν να αναχαιτίσουν την ελληνική
επίθεση, ανέλαβαν την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων και στο διάστηµα 4-
10 ∆εκεµβρίου εξαπέλυσαν επιθέσεις σε ολόκληρο το µέτωπο. Τα ελληνικά
τµήµατα αντέταξαν πείσµονα αντίσταση, αλλά υπέστησαν σοβαρές απώλειες,
κυρίως στον τοµέα του Α΄ Μικτού Αποσπάσµατος, όπου τα πυκνά και
εύστοχα πυρά πυροβολικού του Οχυρού Μπιζανίου προκάλεσαν και κλονισµό
του ηθικού των αντρών. Ωστόσο, οι ενισχύσεις που κατέφθασαν συνέβαλαν
στη σταθεροποίηση του µετώπου και στην ύφεση της τουρκικής
επιθετικότητας. Η διαµορφωθείσα κατάσταση στην Ήπειρο και η εξέλιξη των
διαπραγµατεύσεων στο Λονδίνο οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση στην
απόφαση για ταχύτερο τερµατισµό των πολεµικών επιχειρήσεων στην
περιοχή. Η ενίσχυση των εκεί τουρκικών δυνάµεων από την περιοχή του
Μοναστηρίου και η πεποίθηση ότι ο βουλγαρικός κίνδυνος στη Μακεδονία δεν
ήταν άµεσος καθόρισαν ως πρωταρχικό στόχο την ανάγκη αποστολής
ενισχύσεων στην Ήπειρο. Έτσι, από τις 12 ∆εκεµβρίου άρχισε η θαλάσσια
µεταφορά των IV και VI Μεραρχιών από τη Θεσσαλονίκη στην Πρέβεζα για
την άµεση ενίσχυση του µετώπου της Ηπείρου. Εκτός από τις δύο Mεραρχίες,
έφτασε στην Πρέβεζα, στις 29 ∆εκεµβρίου από τη Χίο, το 7ο Σύνταγµα
Πεζικού της ΙΙ Μεραρχίας (Απόσπασµα Χίου). Μετά την ενίσχυση του Στρατού
Ηπείρου και την ολοκλήρωση των προπαρασκευαστικών ενεργειών για την

29   
επανάληψη των επιθετικών ενεργειών στις 5 Ιανουαρίου 1913, ο
Αντιστράτηγος Σαπουντζάκης αντικαταστάθηκε από τον ∆ιάδοχο
Κωνσταντίνο, ο οποίος µε απόφαση της κυβέρνησης διοριζόταν
Aρχιστράτηγος όλων των ελληνικών δυνάµεων στη Μακεδονία και την
Ήπειρο. Στις 10 Ιανουαρίου ο ∆ιάδοχος Κωνσταντίνος έφτασε στην Ήπειρο
και εγκατέστησε το Στρατηγείο του στη Φιλιππιάδα και, αφού ενηµερώθηκε
για τη γενική κατάσταση και την πρόοδο των επιχειρήσεων, αποφάσισε να
επιτεθεί κατά της οχυρωµένης τοποθεσίας Μπιζανίου, µετά από κατάλληλη
ανασυγκρότηση των µονάδων του Στρατού Ηπείρου. Παράλληλα, λήφθηκαν
µέτρα για την ανάπαυση των τµηµάτων της πρώτης γραµµής, τα οποία είχαν
καταπονηθεί υπερβολικά από τον παρατεταµένο αγώνα. Στις 17 Ιανουαρίου ο
Aρχιστράτηγος, µε επιστολή του προς τον ∆ιοικητή του Στρατού Ιωαννίνων,
Εσσάτ πασά, πρότεινε την παράδοση της πόλης των Ιωαννίνων, προκειµένου
να αποφευχθεί η αιµατοχυσία και η καταστροφή της πόλης, αλλά ο Τούρκος
∆ιοικητής αρνήθηκε να παραδοθεί. Μετά την απόρριψη των ελληνικών
προτάσεων και µέχρι την εκτόξευση της επίθεσης, οι µονάδες του Στρατού
Ηπείρου επιδόθηκαν στην οργάνωση και βελτίωση των θέσεών τους, στην
εκτέλεση αναγνωρίσεων, στην εξασφάλιση των γραµµών ανεφοδιασµού και
επικοινωνιών και στην αναδιάταξη των τµηµάτων τους, ενώ δεν έλειπαν οι
αναγνωριστικές επιθέσεις και οι ανταλλαγές πυρών. Στο πλαίσιο των
επιτελικών προετοιµασιών, το ελληνικό σχέδιο ενεργείας, παρά το γεγονός ότι
αρχικά προέβλεπε την εκδήλωση της επίθεσης µε κυρία προσπάθεια κατά του
Μπιζανίου, µεταβλήθηκε ριζικά. Έτσι, κατόπιν επανεκτίµησης της
κατάστασης, αποφασίστηκε να εκδηλωθεί η επίθεση κατά του δυτικού
τµήµατος της οχυρωµένης τοποθεσίας. Για τον καλύτερο συντονισµό των
προσπαθειών, στις 19Φεβρουαρίου 1913 οι ελληνικές δυνάµεις
συγκροτήθηκαν σε διοικήσεις µε την εξής διάταξη:
• ∆εξιά, το Α΄ Τµήµα Στρατιάς (Ταξιαρχία Μετσόβου, VI και VIII
Μεραρχίες) αναπτύχθηκε από το χ. Αετοράχη και
βορειοανατολικότερα µέχρι το ∆ρίσκο.
• Κέντρο, η ΙΙ Μεραρχία αναπτύχθηκε στα υψώµατα του χωριού
Θεριακήσι και του υψώµατος Αυγό.
• Αριστερά, το Β΄ Τµήµα Στρατιάς συγκροτήθηκε σε τρεις φάλαγγες, στην
περιοχή του Ολίτσικα και της Μανολιάσας και θα ενεργούσε την
κυρία προσπάθεια. Από τα 51 τάγµατα συνολικά, τα 23 διατέθηκαν
κατά του µετώπου της Μανολιάσας-Τσούκας. Ο ελληνικός ελιγµός
απέβλεπε σε αιφνιδιαστική υπερκέραση του Οχυρού Μπιζανίου από
τα δυτικά µε ταυτόχρονη εκδήλωση µετωπικής επίθεσης στον
κεντρικό και ανατολικό τοµέα και σε παραπλανητικές ενέργειες στην
ευρύτερη περιοχή για την αγκίστρωση των εκεί τουρκικών δυνάµεων.
Από πλευράς των Τούρκων, την τοποθεσία υπερασπίζονταν η XXIII
Μεραρχία Ενεργού Στρατού, η II και III Έκτακτη Μεραρχία και η
Μεραρχία Εφέδρων Ιωαννίνων. Το τουρκικό σχέδιο ενεργείας
προέβλεπε σταθερή άµυνα στην οχυρωµένη τοποθεσία, µε βάρος
στα υψώµατα του Μπιζανίου και της Καστρίτσας για την απαγόρευση
των κατευθύνσεων προς τα Ιωάννινα. Από τις 16 µέχρι τις 19
Φεβρουαρίου έγιναν όλες οι απαραίτητες προκαταρκτικές ενέργειες
και η συγκέντρωση των µονάδων του Β΄ Τµήµατος Στρατιάς που θα
ενεργούσαν την κυρία επίθεση. Παράλληλα, η Μοίρα Ιονίου του
Ελληνικού Στόλου εκτελούσε βολές κατά τουρκικών θέσεων στους

30   
Αγίους Σαράντα και εικονικές αποβάσεις, µε σκοπό την αγκίστρωση
των τουρκικών δυνάµεων στην περιοχή. Στις 19 Φεβρουάριου το
ελληνικό πυροβολικό άρχισε βολές προπαρασκευής εναντίον
προκαθορισµένων στόχων στα Οχυρά Μπιζάνι και Καστρίτσα,
ενέργεια που συνεχίστηκε και την εποµένη, ηµέρα της γενικής
επίθεσης, προκειµένου να δοθεί η εντύπωση στον εχθρό ότι η κύρια
επίθεση θα εκδηλωνόταν κατά του Μπιζανίου.

3.2.2.4 Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων και η εκκαθάριση της ∆υτικής


και Βόρειας Ηπείρου

Το πρωί της 20ής Φεβρουαρίου άρχισε η γενική επίθεση του Ελληνικού


Στρατού κατά της οχυρωµένης τοποθεσίας. Στον τοµέα του Β΄ Τµήµατος
Στρατιάς, τα 8ο και 9οΤάγµατα του 1ου Συντάγµατος Ευζώνων κατόρθωσαν
να πετύχουν βαθιά διείσδυση και εισχώρηση ταυτόχρονα µε την 3η Φάλαγγα,
αναγκάζοντας τους Τούρκους που αµύνονταν στο µέτωπο Μεγάλης Τσούκας-
Μανολιάσας να υποχωρήσουν προς τα Ιωάννινα. Το βράδυ της ίδιας ηµέρας
τα δύο τάγµατα Ευζώνων εγκατέστησαν τµήµατα ασφαλείας σε µικρή
απόσταση από τα Ιωάννινα και διέκοψαν την επικοινωνία µε το Μπιζάνι. Στο
κέντρο, η ΙΙ Μεραρχία, αφού κατέλαβε το ύψωµα Αυγό, αναγκάστηκε να
αναστείλει την επιθετική της δραστηριότητα λόγω δραστικών πυρών από το
Οχυρό Μπιζάνι. Παράλληλα, το Α΄ Τµήµα Στρατιάς ενήργησε µετωπική
επίθεση, ενώ η Ταξιαρχία Μετσόβου κατέλαβε τα χ. ∆αφνούλα και ∆ρίσκο,
λαµβάνοντας επαφή µε τµήµατα της VI Μεραρχίας και αναγκάζοντας τους
Τούρκους να συµπτυχθούν προς την Καστρίτσα. Η επιτυχής ενέργεια του 1ου
Συντάγµατος Ευζώνων, ενώ τα Οχυρά Χιντζηρέλου, Μπιζανίου και
Καστρίτσας έµεναν ανέπαφα, ανάγκασε τους Τούρκους να λάβουν την
απόφαση να παραδοθούν. Πράγµατι, µε διαµεσολάβηση των ξένων
προξένων της Γαλλίας, Ρωσίας, Αυστροουγγαρίας και Ρουµανίας, τουρκική
αντιπροσωπεία συναντήθηκε µε τον ∆ιάδοχο Κωνσταντίνο τα ξηµερώµατα της
21ης Φεβρουαρίου στο Χάνι Εµίν Αγά, όπου παρέδωσε επιστολή των ξένων
προξένων. Κατόπιν σύντοµης συζήτησης, επήλθε συµφωνία για την
παράδοση Ιωαννίνων και των εκεί τουρκικών δυνάµεων. Το πρωί το
Σύνταγµα Ιππικού Ηπείρου εισήλθε στην πόλη και την ίδια ηµέρα
υπογράφηκε και το σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης. Η απελευθέρωση των
Ιωαννίνων έθεσε τέλος στις επιχειρήσεις, εξυψώνοντας παράλληλα ακόµα
περισσότερο το γόητρο του Ελληνικού Στρατού έναντι των βαλκανικών
συµµάχων και των Μεγάλων ∆υνάµεων της Ευρώπης. Μετά την
απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ο Στρατός Ηπείρου προέβη σε
ανασυγκρότηση µε σκοπό την εκκαθάριση και εξασφάλιση της υπόλοιπης
περιοχής της Ηπείρου. Έτσι, οι IV και VI Μεραρχίες µεταφέρθηκαν στη
Θεσσαλονίκη, οι II και VIII Μεραρχίες διατάχθηκαν να προελάσουν προς το
Αργυρόκαστρο, ενώ στην III Μεραρχία ανατέθηκε η καταστροφή των
εχθρικών δυνάµεων προς την κατεύθυνση της Πρεµετής. Στις 3 Μαρτίου
τµήµατα της VIII Μεραρχίας, αφού ανέτρεψαν τουρκική αντίσταση στην
Κακαβιά την προηγουµένη, εισήλθαν στο Αργυρόκαστρο και στις 5 Μαρτίου
τµήµατα του Συντάγµατος Ιππικού, που αποτελούσε εµπροσθοφυλακή της
µεραρχίας, εισήλθαν στο εγκαταλειµµένο από Τούρκους Τεπελένι.
Παράλληλα, τµήµατα της II Μεραρχίας, που ακολουθούσε την VIII,
προωθήθηκαν στο ∆ελβίνο και στο Αργυρόκαστρο, όπου ανέλαβαν τη

31   
φρούρησή τους. Στο µεταξύ, η ΙΙΙ Μεραρχία προέλασε προς την Πρεµετή,
όπου έφτασε στις 2 Μαρτίου, µε ετοιµότητα συνέχισης προς Κλεισούρα. Στην
ισχυρή τοποθεσία της στενωπού της Κλεισούρας, οι τουρκικές δυνάµεις
αντέταξαν σθεναρή άµυνα, αναγκάζοντας την ΙΙΙ Μεραρχία να εµπλέξει το
σύνολο των δυνάµεών της. Ωστόσο, τις απογευµατινές ώρες της 3ης Μαρτίου
η στενωπός της Κλεισούρας κατελήφθη από τις ελληνικές δυνάµεις,
αναγκάζοντας τους Τούρκους να συµπτυχθούν προς το Βεράτι. Παρά το
γεγονός ότι η Βόρεια Ήπειρος απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό, οι
Μεγάλες ∆υνάµεις, αποβλέποντας στην εξυπηρέτηση των συµφερόντων τους,
ανακήρυξαν την Αλβανία «Αυτόνοµη Ηγεµονία» υπό την προστασία τους και
υποχρέωσαν τον Ελληνικό Στρατό να αποσυρθεί από τα ελληνικά εδάφη της
Βορείου Ηπείρου.

3.2.3 Η απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου

Παράλληλα µε τις επιχειρήσεις στον τουρκοκρατούµενο ηπειρωτικό


ελληνικό χώρο, διεξάγονταν στη θάλασσα του Αιγαίου και ναυτικές
επιχειρήσεις, που σκοπό είχαν, αφενός, να καταστεί ο Ελληνικός Στόλος
κυρίαρχος στη θαλάσσια περιοχή και, αφετέρου, να απελευθερωθούν τα
ελληνικά νησιά. Οι Τούρκοι είχαν οργανώσει σηµαντικά αµυντικά έργα για την
προστασία των νησιών, γεγονός που απαιτούσε, από την ελληνική πλευρά,
σοβαρή και προσεκτικά οργανωµένη προσπάθεια για την απελευθέρωσή
τους. Σε πρώτη φάση επιδιώχθηκε η απελευθέρωση των νησιών του βορείου
Αιγαίου (Λήµνος, Ίµβρος, Τένεδος κ.ά.) για καθαρά επιχειρησιακούς λόγους, η
οποία ξεκίνησε µε την έναρξη του πολέµου. Σε δεύτερη φάση, η οποία
ξεκίνησε µετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, επιδιώχθηκε η
απελευθέρωση και των άλλων ελληνικών νησιών. Αρχικά απελευθερώθηκε η
Λήµνος στις 8 Οκτωβρίου και χρησιµοποιήθηκε ως ναυτική βάση του
Ελληνικού Στόλου. Για την απελευθέρωσή της χρησιµοποιήθηκε µια διλοχία
του 20ού Συντάγµατος Πεζικού. Στις 15 Οκτωβρίου ναυτικό άγηµα 600
ανδρών αποβιβάστηκε στη Λήµνο και στη συνέχεια µαζί µε τη διλοχία Πεζικού
απελευθέρωσαν τη Θάσο και τον Άγ. Ευστράτιο. Ανάλογα ναυτικά αγήµατα
έδρασαν στο σύµπλεγµα των νησιών του βορείου Αιγαίου, τα οποία και
απελευθέρωσαν. Επόµενος στόχος της ελληνικής κυβέρνησης ήταν τα νησιά
της Λέσβου, Χίου και Σάµου, τα οποία όµως για την απελευθέρωσή τους
απαιτούνταν περισσότερες δυνάµεις. Για τον λόγο αυτό αποφασίστηκε να
διατεθεί ένα σύνταγµα Πεζικού και µια πυροβολαρχία από τη ΙΙ Μεραρχία, ενώ
παράλληλα συγκροτήθηκαν νέες δυνάµεις από ναυτικά αγήµατα και τα
έµπεδα Αθηνών. Έτσι, µια δύναµη περίπου 1.600 ανδρών αποβιβάστηκε στο
λιµάνι της Μυτιλήνης στις 8 Νοεµβρίου, ενώ αργότερα η δύναµη αυτή έφτασε
τους 3.175 άνδρες µε ∆ιοικητή τον Συνταγµατάρχη Απολλόδωρο Συρµακέζη.
Η τουρκική φρουρά του νησιού πρόβαλλε σθεναρή αντίσταση και µόλις στις 8
∆εκεµβρίου οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Η Χίος διέθετε την
καλύτερη αµυντική οργάνωση και έδινε στον αµυνόµενο την ευκαιρία να
αµυνθεί αποτελεσµατικά και για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Από ελληνικής
πλευράς διατέθηκε ένα σύνταγµα Πεζικού και µια πυροβολαρχία υπό τον
Συνταγµατάρχη Νικόλαο ∆ελαγραµµάτικα, διοικητή του 7ου Συντάγµατος
Πεζικού. Στις 11 Νοεµβρίου ο ∆ιοικητής της Μοίρας Ευδρόµων Πλοίαρχος
Ιωάννης ∆αµιανός ζήτησε από τον Τούρκο διοικητή την παράδοση της πόλης
της Χίου µέσα σε τρεις ώρες. Όµως ο τελευταίος αρνήθηκε και τότε η ελληνική

32   
δύναµη προέβη σε βίαιη απόβαση νότια της πόλης της Χίου, συναντώντας
ισχυρή αντίσταση, µιας και οι Τούρκοι είχαν οργανώσει αµυντικά την ακτή
απόβασης. Ωστόσο, µε τη βοήθεια των δραστικών πυρών του στόλου, οι
Τούρκοι αναγκάστηκαν τις βραδινές ώρες της 11ης Νοεµβρίου να
αποσυρθούν στο εσωτερικό του νησιού. Τα ελληνικά τµήµατα εισήλθαν στην
πόλη της Χίου την εποµένη. Η τουρκική φρουρά κατείχε φύσει οχυρές θέσεις
και αγωνιζόταν µε πείσµα, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την
απελευθέρωση του νησιού µε τις υπάρχουσες δυνάµεις. Έτσι, ο
Συνταγµατάρχης αποφάσισε να προσβάλει τις τουρκικές δυνάµεις και από
άλλα σηµεία του νησιού και παράλληλα να αποκλείσει το νησί. Επιπλέον,
συγκροτήθηκαν εθελοντικά σώµατα από τους ντόπιους κατοίκους, ενώ
κατέφθασε και ένα σώµα 200 Κρητών εθελοντών. Ωστόσο, οι επιθέσεις των
ελληνικών δυνάµεων αποκρούστηκαν, µε αποτέλεσµα το Υπουργείο
Στρατιωτικών να διατάξει στις 30 Νοεµβρίου την αναστολή κάθε επιθετικής
ενέργειας. Εν τω µεταξύ, στα µέσα ∆εκεµβρίου κατέφθασαν ως ενίσχυση το
ΙΙ/19 Τάγµα, το έµπεδο τάγµα Πεζικού και µια πυροβολαρχία από τη Λέσβο,
για την τελική επίθεση. Στις 19 ∆εκεµβρίου, κατόπιν έγκρισης του Υπουργείου
Στρατιωτικών, εξαπολύθηκε η τελική επίθεση, αναγκάζοντας τους Τούρκους
να ζητήσουν διαπραγµατεύσεις. Οι υπερβολικές αξιώσεις τους –αποχώρηση
από το νησί µε τον οπλισµό τους και όλα τα εφόδια– απορρίφθηκαν και οι
εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν την εποµένη. Οι Τούρκοι πλέον βρίσκονταν σε
δυσµενή θέση και αναγκάστηκαν να ζητήσουν παράδοση άνευ όρων, η οποία
ολοκληρώθηκε στις 21 ∆εκεµβρίου. Τελευταίο από όλα τα νησιά
απελευθερώθηκε η Σάµος, στην οποία ήδη από τις 11 Νοεµβρίου 1912 είχε
σχηµατιστεί προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Θεµιστοκλή Σοφούλη,
κηρύσσοντας την ένωση µε την Ελλάδα. Στις 2 Μαρτίου 1913 αποβιβάστηκε
διλοχία Πεζικού δύναµης 318 ανδρών, σφραγίζοντας, έτσι, την απελευθέρωση
του νησιού. Η µόνη πλέον εκκρεµότητα ήταν τα ∆ωδεκάνησα, τα οποία από
τις 4 Μαΐου 1912 βρίσκονταν υπό ιταλική κατοχή.

3.2.4 ∆ιαπιστώσεις-Συµπεράσµατα

Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος έληξε επίσηµα µε την υπογραφή της Συνθήκης


Ειρήνης του Λονδίνου στις 17 Μαΐου 1913, µε την οποία ουσιαστικά
διαλύθηκε η άλλοτε Οθωµανική Αυτοκρατορία. Η εξέλιξη των πολεµικών
επιχειρήσεων σε όλα τα µέτωπα κατέδειξε το γεγονός ότι τα συµµαχικά
βαλκανικά κράτη υπερτερούσαν του αντιπάλου σε δύο τοµείς: στην καλύτερη
οργάνωση και στο υψηλό ηθικό των στρατευµάτων τους. Η Τουρκία εισήλθε
στον πόλεµο µε ελλιπή στρατιωτική προπαρασκευή, γιατί βρισκόταν στο
στάδιο αναδιοργάνωσης του στρατού της. Επιπλέον, θεωρούσε απίθανη µια
συµµαχία των βαλκανικών κρατών εναντίον της, αποτέλεσµα που την
ανάγκασε να διεξάγει πόλεµο κατά τεσσάρων κρατών. Η συµµαχία αυτή
οδήγησε την Τουρκία να κατανείµει τις δυνάµεις της σε τρία θέατρα
επιχειρήσεων, γεγονός που µεγιστοποίησε τις οργανωτικές αδυναµίες της και
επέδρασε αρνητικά στην υλοποίηση των σχεδίων επιχειρήσεων. Στο σηµείο
αυτό τίθεται το γενικό ερώτηµα για την καταλληλότητα του στρατηγικού
σχεδίου που επέλεξε η Τουρκία να εφαρµόσει για να αντιµετωπίσει τον
βαλκανικό συνασπισµό. Από την άλλη πλευρά, οι συµµαχικές χώρες εισήλθαν
στον πόλεµο χωρίς κοινό σχέδιο διεξαγωγής των επιχειρήσεων, λόγω
εδαφικών βλέψεων και ικανοποίησης εθνικών συµφερόντων. Παρά την

33   
έλλειψη συντονισµού, οι συµµαχικοί στρατοί διεξήγαγαν µε επιτυχία τις
επιθετικές επιχειρήσεις. Ειδικότερα, οι νίκες του Ελληνικού Στρατού, όπως
αυτή στο Σαραντάπορο, επέδρασαν άµεσα τόσο στους Σέρβους όσο και
στους Βουλγάρους για την ευµενή εξέλιξη των επιχειρήσεών τους. Επίσης, σε
αυτό συνέβαλε και η απόλυτη κυριαρχία του πολεµικού στόλου της Ελλάδας
στο Αιγαίο, ο οποίος, αφενός, απέτρεψε τη µεταφορά τουρκικών δυνάµεων
από το ασιατικό έδαφος στην Ευρώπη και, αφετέρου, απέκλεισε τα παράλια
και τα λιµάνια ανεφοδιασµού του Τουρκικού Στρατού. Ωστόσο, οι
υποβόσκουσες διαφορές (εδαφικές, εθνολογικές, εθνικές κ.ά.) µεταξύ των
τεσσάρων συµµαχικών βαλκανικών κρατών κρατήθηκαν για λίγο στο
παρασκήνιο και ήλθαν αµέσως µετά την εξάλειψη του κοινού εχθρού στο
προσκήνιο, µε το Β΄ Βαλκανικό Πόλεµο.

34   
Κεφάλαιο 4

Ναυµαχία της Λήµνου


4.1 Εισαγωγή

Ναυµαχία της Λήµνου


Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος

Το Αβέρωφ όπως είναι σήµερα

Χρονολογία 5 Ιανουαρίου 1913


Τόπος περιοχή της Λήµνου
Έκβαση Νίκη του Ελληνικού Στόλου και εγκλεισµός του
Οθωµανικού εντός των στενών.
Μαχόµενοι
Ελλάδα Οθωµανική Αυτοκρατορία
Αρχηγοί
Παύλος Κουντουριώτης Ραµίζ Μπέης
∆υνάµεις
1 καταδροµικό, 1 καταδροµικό, 3 θωρηκτά, 5 αντιτορπιλικά
3 θωρηκτά,
7 αντιτορπιλικά
Απώλειες
1 τραυµατίας Βαριές ζηµιές σε δύο πλοία,
190 νεκροί και τραυµατίες

Η Ναυµαχία της Λήµνου στις 5 Ιανουαρίου 1913, ήταν η δεύτερη από τις
δύο µεγάλες ναυµαχίες µεταξύ του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού και του
Οθωµανικού Στόλου κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεµο που πραγµατοποιήθηκε

35   
στην περιοχή της νήσου Λήµνου, εξ ου και η ονοµασία της. Η ναυµαχία έληξε
µε περιφανή νίκη του Ελληνικού Στόλου και τον εγκλεισµό του Οθωµανικού
εντός των ∆αρδανελίων στη δεκαετία που ακολούθησε.
4.2 Η ναυµαχία
Περί το τέλος του ∆εκεµβρίου του 1912, παρατηρήθηκαν συχνές εµφανίσεις
πλοίων του Οθωµανικού Στόλου στην προ των ∆αρδανελίων θάλασσα. Οι
εµφανίσεις αυτές ενίσχυσαν την υπόνοια ότι ο εχθρικός στόλος θα δοκίµαζε
για άλλη µια φορά τη χρήση των όπλων (µετά από τη Ναυµαχία της Έλλης).
Πράγµατι, τη νύχτα της 4ης Ιανουαρίου 1913 ο Αρχηγός του Τουρκικού
Στόλου Πλοίαρχος Ταχίρ Μπέης επιβιβάσθηκε στο «Μετζητιέ» (Mecidiye ) και
επιχείρησε αναγνώριση της προ των ∆αρδανελίων θάλασσας. Στη συνέχεια
επιβιβάσθηκε στη ναυαρχίδα «Χαϊρεδδίν Βαρβαρόσσα», από όπου
επικεφαλής ολοκλήρου του Τουρκικού Στόλου κατευθύνεται µε όλη την
ταχύτητα προς το ελληνικό ορµητήριο του Μούδρου. Η έξοδος έγινε έγκαιρα
αντιληπτή από το ανιχνευτικό «Λέων» που ειδοποίησε σχετικά τον Ναύαρχο
Κουντουριώτη. Ο Αρχηγός του Ελληνικού Στόλου, αφού ετοιµάστηκε αµέσως
για να αποπλεύσει, έστειλε προς τον Ελληνικό Στόλο το ακόλουθο σήµα: «Ο
ναύαρχος εύχεται την καλήν ηµέραν εις τα γενναία επιτελεία και τα
πληρώµατα».
Έτσι το πρωί της 5 Ιανουαρίου 1913, απέπλευσε επικεφαλής του Ελληνικού
Στόλου, που τον συγκροτούσαν το εύδροµο µάχης «Αβέρωφ» ναυαρχίδα, τα
θωρηκτά «Σπέτσαι» αρχηγίδα του µοιράρχου Π. Γκίνη, «Ύδρα» και «Ψαρά»
και 6-7 αντιτορπιλικά. Την ώρα που ο Ελληνικός Στόλος εγκατέλειπε το
Μούδρο (περί τις 09:45), εµφανίζεται σε απόσταση 15 περίπου µιλίων ο
Τουρκικός Στόλος του Ραµίζ Μπέη που τον συγκροτούσαν τα θωρηκτά
«Χαϊρεδδίν Βαρβαρόσσα» (Barbaros), «Τουργούτ-Ρέϊς» (Turgut Reis) και
«Μεσουδιέ» (Mesudiye) το εύδροµο/καταδροµικό «Μετζητιέ» (Mecidiye) και 5-
8 αντιτορπιλικά και άλλα ελαφρά σκάφη. Ο Ελληνικός Στόλος στράφηκε
αρχικά προς τα αριστερά για να προσεγγίσει τον Τουρκικό και στη συνέχεια
δεξιά για να αποφύγει χειρισµούς του Τουρκικού Στόλου. Ώρα 11:35 ο
Τουρκικός Στόλος άρχισε να βάλει µε τα πυροβόλα του εναντίον των
ελληνικών πλοίων από απόσταση 8.400 µέτρων. Ο Ελληνικός απάντησε
αµέσως. Το πυροβολικό του Ελληνικού Στόλου βάλει µε καταιγιστικά πυρά
εναντίον των τουρκικών πλοίων. Ώρα 11:55 στο “Barbarossa” διακρίνονται
πυρκαϊές και το «Μεσουδιέ» που πλήγηκε από τα θωρηκτά «Ψαρά» και
«Ύδρα», εξέρχεται από τη γραµµή µε καπνούς πυρκαγιάς.
Το θωρηκτό “Barbarossa” έχει πληγεί και πάλι σοβαρά. Μία «γουρούνα»
(οβίδα 270 χιλιοστών) έπληξε τον ιστό του, καταρρίπτοντας την ιστορική
σηµαία του Χαριεντίν Βαρβαρόσα, γεγονός που καταρράκωσε το ηθικό των
Τούρκων. Ο Τουρκικός Στόλος που βρισκόταν σε µια τέτοια δυσχερή
κατάσταση στρέφει αριστερά µε κατεύθυνση τα ∆αρδανέλια, οπότε ο
Ναύαρχος Κουντουριώτης διατάσσει τον Ελληνικό Στόλο να στραφεί προς
καταδίωξη του εχθρού, που έπλεε προς τα στενά µε µεγάλη αταξία. To
«Αβέρωφ» µε ταχύτητα 20 µιλίων καταδιώκει τον Τουρκικό Στόλο και τα
πυροβόλα του στρέφονται κατά του θωρηκτού «Τουργούτ» που βρίσκεται
στην ουρά του Τουρκικού Στόλου. Το πλήττει καίρια. Το «Τουργούτ» αρχίζει
να γέρνει. Έτσι ο Τουρκικός Στόλος, ηττηµένος κατέφυγε στα ∆αρδανέλια. Ο
Ελληνικός Στόλος είχε έναν και µοναδικό τραυµατία και ασήµαντες ζηµιές στο

36   
κατάστρωµα του «Αβέρωφ». Αντίθετα ο Τουρκικός Στόλος είχε πολλούς
νεκρούς και τραυµατίες και πολλές ζηµιές στα πλοία του, στο πυροβολικό και
τον εξοπλισµό του. Κατά τη ναυµαχία αυτή αποδείχθηκε και πάλι η ηθική
υπεροχή του Αρχηγού του Επιτελείου, των πληρωµάτων και η δεξιότητα των
χειρισµών του «Αβέρωφ» µε Κυβερνήτη και Αρχιεπιστολέα του Στόλου τον
Πλοίαρχο Σοφοκλή ∆ούσµανη, καθώς επίσης η µεγάλη ταχύτητα του πλοίου
και η αποτελεσµατικότητα των πυροβόλων του «Αβέρωφ».
4.3 Αποτελέσµατα
Η απόσυρση του Οθωµανικού Στόλου στα στενά των ∆αρδανελίων
επιβεβαιώθηκε από τον Ανθυποπλοίαρχο Μιχαήλ Μουτούση και το
Σηµαιοφόρο Αριστείδη Μωραϊτίνη στις 24 Ιανουαρίου 1913, οι οποίοι σε µια
αποστολή της ναυτικής αεροπορίας, µε υδροπλάνο τύπου Μωρίς Φαρµάν
εντόπισαν τον εχθρικό στόλο στη ναυτική βάση Nagara. Κατά τη διάρκεια της
πτήσης τους σχεδίασαν ένα ακριβές διάγραµµα των θέσεων του Οθωµανικού
Στόλου, εναντίον του οποίου έριξαν τέσσερις βόµβες. Οι Μουτούσης και
Μωραϊτίνης διένησαν µια διαδροµή πάνω από 180 χιλιόµετρα, διάρκειας 2
ωρών και 20 λεπτών για να ολοκληρώσουν την αποστολή τους, η οποία
αναφέρθηκε ευρέως τόσο στον ελληνικό όσο και στο διεθνή Τύπο.
Το αποτέλεσµα του αγώνα συντέλεσε στο µέγιστο βαθµό ώστε η Ελλάδα να
µπει στον πρώτο παγκόσµιο πόλεµο, δύο χρόνια αργότερα, στο πλευρό των
συµµάχων όπου ο τότε Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος µετά την
έκβαση του πολέµου πέτυχε έναν τεράστιο διπλωµατικό και πολιτικό θρίαµβο
και δηµιούργησε µια Ελλάδα που µόνο τα όνειρα των ποιητών του έθνους
µπορούσαν να συλλάβουν, µέχρι να εµφανιστεί ξανά ο πατροπαράδοτος
εχθρός της χώρας, ο διχασµός.
Το στρατηγικό αποτέλεσµα της ναυµαχίας ήταν ο Τουρκικός Στόλος να µην
επιχειρήσει ξανά έξω από τα ∆αρδανέλια κατά τη διάρκεια των ετών που
ακολούθησαν, αφήνοντας την κυριαρχία του Αιγαίου στην Ελληνικό Στόλο.

37   
Κεφάλαιο 5
Η Μάχη του Σαρανταπόρου
Την 5η Οκτωβρίου 1912, η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία κήρυξαν κι
αυτές τον πόλεµο κατά της Τουρκίας, µετά το Μαυροβούνιο, που είχε
προηγηθεί από την 20ή Σεπτεµβρίου 1912. Έτσι άρχισε ο Α΄ Βαλκανικός
Πόλεµος.
Η Στρατιά Θεσσαλίας, αφού πέρασε την 5η Οκτωβρίου την ελληνοτουρκική
µεθόριο, απώθησε αρχικά τα τουρκικά φυλάκια των συνόρων και στη
συνέχεια, την 6η Οκτωβρίου, τα εγκατεστηµένα στην Ελασσόνα και ∆εσκάτη
τµήµατα του εχθρού. Από την 7η Οκτωβρίου, η Στρατιά άρχισε να προελαύνει
προς τα βόρεια, για να συναντήσει τις κύριες τουρκικές δυνάµεις, που
αποτελούνταν από 2 Μεραρχίες, υπό τον Στρατηγό Ταξίν Πασά,
εγκατεστηµένες αµυντικά στις οχυρές τοποθεσίες Σαρανταπόρου και
Λαζαράδων-Βογκόπετρας.
Η τοποθεσία Σαρανταπόρου, την οποία είχε επιλέξει και οργανώσει η
Τουρκική ∆ιοίκηση, είναι εκ φύσεως οχυρή και προσφέρεται για ισχυρή
άµυνα, µε εξαίρετα πεδία βολής προ αυτής.
Το πρωί της 9ης Οκτωβρίου 1912, ο Ελληνικός Στρατός µε τις II, III και VI
Μεραρχίες στο κέντρο, την I Μεραρχία στα δεξιά, το Απόσπασµα
Κωνσταντοπούλου στο άκρο δεξιά, την IV, V Μεραρχία και την Ταξιαρχία
Ιππικού στο αριστερό και το Απόσπασµα Γενάδη στο άκρο αριστερό,
εξόρµησε για την εκπόρθηση των Στενών του Σαρανταπόρου και την
συντριβή του Τουρκικού Στρατού.
Οι ελληνικές δυνάµεις, όλη την ηµέρα, κατέβαλαν µεγάλες προσπάθειες να
απωθήσουν τις αντίστοιχες τουρκικές χωρίς όµως επιτυχία, αφού έπρεπε να
αντιµετωπίσουν, όχι µόνο έναν ισχυρά οργανωµένο αντίπαλο, αλλά και τις
δυσχερέστατες εδαφικές και καιρικές συνθήκες.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 9ης προς 10η Οκτωβρίου 1912, οι Τούρκοι
εγκατέλειψαν την τοποθεσία και άρχισαν να συµπτύσσονται εσπευσµένα
προς τα Σέρβια, επειδή φοβήθηκαν ότι θα αποκοπούν από την απειλητική
υπερκερωτική ενέργεια της IV Μεραρχίας, που κινήθηκε γρήγορα και µε την
Ηµιλαρχία της κατέλαβε άθικτη τη γέφυρα του Αλιάκµονα. Την επόµενη ηµέρα
10η Οκτωβρίου, οι Μεραρχίες του Ελληνικού Στρατού τέθηκαν σε κίνηση και
πέτυχαν να κυριεύσουν ολόκληρο σχεδόν το Πεδινό Πυροβολικό των
Τούρκων, άφθονο πολεµικό υλικό και να αιχµαλωτίσουν περιορισµένο αριθµό
αποκοµµένων τµηµάτων και ανδρών.
Η νικηφόρα έκβαση της Μάχης του Σαρανταπόρου, ανύψωσε το ηθικό του
Ελληνικού Στρατού, που ήταν χαµηλό µετά την ήττα του 1897 και αποτέλεσε
το έναυσµα για την απελευθέρωση, στη συνέχεια, της ∆υτικής και Κεντρικής
Μακεδονίας.

38   
Κεφάλαιο 6
Η απελευθέρωση της Κοζάνης (11 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912)

Πέντε ελληνικές µεραρχίες, δύο ταξιαρχίες ευζώνων, τέσσερα συντάγµατα


ορεινού πυροβολικού και δύο µοίρες ορειβατικού πυροβολικού
σφυροκοπούσαν τις τουρκικές θέσεις στο µέτωπο των συνόρων της
Θεσσαλίας. Ο Ελληνικός Στρατός ξεκίνησε από τον Προφήτη Ηλία, το
Μπουρνάζι του Τυρνάβου, το Ρεσένι και τη Μελούνα και πολύ γρήγορα
κατέλαβε την Ελασσόνα και τη ∆εσκάτη. Βρέθηκε σύντοµα µπροστά στα
στενά του Σαρανταπόρου, στις «Σιδηρές Πύλες», όπως τις λέγανε τότε, και
που οι Τούρκοι είχαν ετοιµάσει την πρώτη γραµµή άµυνας, καθώς τις
θεωρούσαν απόρθητες. Την ίδια άποψη είχε και ο οργανωτής του Τούρκικου
Στρατού Γερµανός Στρατηγός Φον Ντερ Γκολτς, που διάλεξε την τοποθεσία
αυτή, επειδή ήταν φυσικό οχυρό και την ενίσχυσε µε µόνιµες θέσεις
πυροβόλων πρώτης γραµµής. Παράλληλα µε την οχύρωση αυτή έκτισε το
1910 νέο στρατιωτικό νοσοκοµείο και εγκαταστάσεις στην πόλη της Κοζάνης,
που περιλάµβαναν αποθήκες όπλων και πυροµαχικών, τροφίµων,
υγειονοµικού υλικού κ.λπ. Τα κτήρια αυτά σώζονται µέχρι και σήµερα σε
άριστη κατάσταση στο στρατόπεδο Μακεδονοµάχων. Οι Έλληνες άρχισαν να
χτυπούν τις «Σιδηρές Πύλες» και συγχρόνως έκαναν µεγάλη κυκλωτική
κίνηση στα όρια του σηµερινού νοµού Κοζάνης από τα χωριά Μόκρο
(Λιβαδερό), Ράχοβο (Πολύραχο) και Μεταξάδες.Τα πρώτα τµήµατα είχαν
περάσει τις δασωµένες κορυφές αυτών των βουνών και µπορούσαν να
βλέπουν την Κοζάνη. Στην Κοζάνη ακούγονταν οι βολές των πυροβόλων,
αφού η απόσταση δεν ήταν παραπάνω από τριάντα χιλιόµετρα.Η Μάχη του
Σαρανταπόρου υπήρξε θρίαµβος πραγµατικός του Ελληνικού Στρατού.

39   
Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το Σαραντάπορο και τα Σέρβια, αφού πρώτα τα
έκαψαν. Η φυγή τους ήταν τόσο άτακτη, που άφησαν άθικτη τη γέφυρα του
ποταµού Αλιάκµονα, φοβούµενοι να φέρουν εκρηκτικά από τις αποθήκες της
Κοζάνης, γνωρίζοντας ότι ο αδούλωτος λαός της πόλης είχε ξεσηκωθεί και
κάθε σπίτι είχε και µερικά οπλισµένα παλικάρια µε όπλα που είχαν κρυµµένα
οι παππούδες για αυτή ακριβώς την µεγάλη ώρα. Έτσι, αποτραβήχτηκαν στα
χωριά Κιτσελέρ (Βαθύλακο) και Τζιτζελέρ (Πετρανά). Ο στρατός µας
προχωρούσε µεθοδικά για να προφταίνει τα προελαύνοντα µάχιµα τµήµατα.
Όµως η Κοζάνη εγκαταλείφθηκε αµαχητί. Πανικόβλητος ο κύριος όγκος της
Τούρκικης φρουράς της πόλης εγκατέλειπε τα όπλα, αρπάζοντας ψωµιά,
τρόφιµα και κρέατα από φούρνους, µαγαζιά και κρεοπωλεία σπάζοντας τις
πόρτες τους. Μετά τη Μάχη του Σαρανταπόρου, στις 9 Οκτωβρίου 1912, το
τουρκικό επιτελείο στην Κοζάνη συνεδρίασε και αποφάσισε να εγκαταλείψει
την πόλη. Κάποιος αξιωµατικός του επιτελείου πρότεινε το βοµβαρδισµό και
την πυρπόληση της Κοζάνης, την καταστροφή όµως απέτρεψε ο
συγκρατηµένος Τούρκος Αρχιστράτηγος Ταχσίν πασάς έχοντας µε το µέρος
του και τον αλβανικής καταγωγής Μουτίρ Μπέη. Οι Τούρκοι υπάλληλοι
διατάχτηκαν να παραλάβουν τα αρχεία τους και ο κύριος όγκος του στρατού,
όσος ήταν ακόµα συνταγµένος, κινήθηκε προς τη Βέροια. Μόνο δύο τάγµατα
του στρατού σχεδόν διαλυµένα έφυγαν άτακτα προς τα Καιλάρια και
ανασυντάχτηκαν έξω από το χωριό Περδίκας µε τη φρουρά των Καιλαρίων.

40   
Στο µεταξύ οι Κοζανίτες έτρεξαν στους τούρκικους στρατώνες κι άρπαξαν
όπλα, πυροµαχικά, τρόφιµα, φάρµακα κι ό,τι άλλο υπήρχε µέσα σ’ αυτές. Από
όλες τις γειτονιές κατέβηκαν οπλισµένοι κάτοικοι στην εκκλησία του Αγίου
Νικολάου στο κέντρο της πόλης. Κάποιοι τοποθέτησαν στο καµπαναριό τη
γαλανόλευκη και το σταυρό της ορθοδοξίας. Εκείνη την ώρα εµφανίστηκε ο
πρώτος ιππέας, «πρόσκοπος ανιχνευτής»', από τον Νότο, την πλευρά του
Τζιτζελέρ (Πετρανά) και δέχτηκε τους ασπασµούς των συγκινηµένων πολιτών.
Η δουλεία των 459 ετών είχε υποχωρήσει. Οι µέχρι εκείνη τη στιγµή
υπόδουλοι Κοζανίτες µε τα όπλα που κατείχαν, τρελοί από χαρά και
αγαλλίαση τράνταζαν την ατµόσφαιρα από τους πυροβολισµούς τους. Ο
στρατός, το υπερήφανο Ιππικό, διέκοψε προς στιγµή την πορεία του,
νοµίζοντας ότι πρόκειται για µάχη που διεξάγονταν µέσα στην πόλη, µεταξύ
πληθυσµού και εχθρού. Όταν όµως βεβαιώθηκε από τον ανιχνευτή του για τις
εκδηλώσεις χαράς των κατοίκων, ο επικεφαλής της Ιλαρχίας του Ιππικού
Στρατηγός Σούτσος, διέταξε βραδεία εκκίνηση της φάλαγγας προς την πόλη.
Ενώ οι καµπάνες ηχούσαν χαρµόσυνα, ο λαός δεν άργησε να βρεθεί στην
έξοδο της πόλης µε τα βλέµµατα προσηλωµένα στο µέρος απ’ όπου θα
έφταναν οι ελευθερωτές. Μόλις οι Κοζανίτες αντίκρισαν τους στρατιώτες
καβαλάρηδες ξέσπασαν σε ζητωκραυγές και σε παρατεταµένα
χειροκροτήµατα. Το φέσι, το αιώνιο σήµα της σκλαβιάς ξεσχίστηκε από το
ενθουσιασµένο πλήθος και πετάχτηκε στο δρόµο για να ποδοπατηθεί από τα
άλογα του ένδοξου Ελληνικού Ιππικού. Λουλούδια βρεγµένα µε δάκρυα
πετάχτηκαν στους νικητές. Όλες αυτές οι σκηνές εξελίχτηκαν στις 11
Οκτωβρίου 1912, 5.00 η ώρα το απόγευµα κατά µήκος της οδού από τον
σηµερνό κόµβο Θεσσαλονίκης-Αθηνών µέχρι την είσοδο της πόλης –
σηµερινό κτήριο τεχνικού ΟΤΕ– που από τότε ονοµάστηκε οδός 11ης
ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ. Μετά την είσοδο του Ιππικού, ο λαός ύστερα από το
τρικούβερτο γλέντι του, γύρισε στα σπίτια του διαβιβάζοντας το ευχάριστο
γεγονός στους γέρους της γειτονιάς του µε τη φράση «Παππού ήρθε το
Ελληνικό». Οι γέροι µε συγκίνηση και δάκρυα σταυροκοποιούνταν και
απαντούσαν µε τα λόγια «Τώρα ας πεθάνουµε».

41   
Ένας µάλιστα Κοζανίτης που ο αδερφός του είχε πεθάνει επτά µήνες πριν
την κήρυξη του Ελληνοτουρκικού πολέµου ενθουσιασµένος από το απίστευτο
γεγονός της απελευθέρωσης της Κοζάνης, έσπευσε στο νεκροταφείο του Αγ.
Γεωργίου και αφού στάθηκε µπροστά στον τάφο του αδερφού είπε: «Αδερφέ
µου κοιµήσου ήσυχος, γιατί το χώµα µας έγινε πάλι Ελληνικό».Οι στιγµές του
ενθουσιασµού του πλήθους, αλλά και των στρατιωτών που δάκρυζαν από
συγκίνηση στη θέα των δακρυσµένων από χαρά υποδούλων που
απολάµβαναν την ελευθερία παραµένουν απερίγραπτες. Οι ∆ηµοτικές και
Κοινοτικές αρχές µε τον Μητροπολίτη και τον ∆ήµαρχο συγχάρηκαν τους
ελευθερωτές και τους οδήγησαν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όπου
έγινε δοξολογία. Στο ∆ηµαρχείο παρέδωσαν τα ξίφη ο αρχίατρος Χουσείν, ο
αρχιφαρµακοποιός Πιναρδάκης Κρης χριστιανός και κάποιος Άραβας
αξιωµατικός. Ελήφθη µέριµνα για τους 57 Τούρκους τραυµατίες από τους
οποίους κάποιοι ήταν αξιωµατικοί. Την επόµενη µέρα 12 Οκτωβρίου 1912, η
πόλη, µε πανηγυρική όψη γεµάτη σηµαίες, υποδέχτηκε τµήµατα των
Μεραρχιών και το υπόλοιπο της ταξιαρχίας του Ιππικού καθώς και τον
Αρχιστράτηγο ∆ιάδοχο Κωνσταντίνο. Μόλις έφτασε ο Αρχιστράτηγος έγινε
δοξολογία και όταν αυτή τελείωσε, το επιτελείο του στρατού εγκαταστάθηκε
στα γραφεία της Μητρόπολης. Την Κυριακή 14 Οκτωβρίου έφτασε στην
Κοζάνη και ο Έλληνας Βασιλιάς Γεώργιος κι έµεινε στο σπίτι του
Κωνσταντίνου ∆ρίζη, που ήταν στο κέντρο της πόλης µαζί µε την ακολουθία
του. Από εκεί έδωσε διαταγή µια µικρή δύναµη να απελευθερώσει τα Καιλάρια
και ο υπόλοιπος στρατός να κινηθεί προς Βέροια και Θεσσαλονίκη που
κινδύνευε πλέον από τον Βουλγαρικό Στρατό, που µε ραγδαία προέλαση είχε
φθάσει µέχρι τον Αξιό ποταµό, ο οποίος ευτυχώς είχε κατεβάσει πολύ νερό
πληµµυρίζοντας τον κάµπο και είχε ανακόψει την πορεία του. Μπήκε, λοιπόν,
το «ελληνικό» στις 11 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 1912, όταν Μητροπολίτης της πόλης της
Κοζάνης ήταν ο Φώτιος, ∆ήµαρχος ο Νικόλαος Αρµενούλης και Γυµνασιάρχης
ο Παναγιώτης Λιούφης. Η Κοζάνη έγινε και τυπικά ελληνική, περιλήφθηκε,
δηλαδή, µέσα στα καινούρια σύνορα της Ελλάδας, πεντακόσια σχεδόν χρόνια
µετά την ίδρυσή της. Στην πραγµατικότητα όµως ήταν πάντοτε ελληνική σε
όλη της την ιστορική πορεία στην Τουρκοκρατία, γιατί σαν επαρχία ανήκε
στην µητέρα του Σουλτάνου και οι εκάστοτε άρχοντες της πόλης µε τους
κατάλληλους χειρισµούς και χρήµατα των πλούσιων Κοζανιτών εµπόρων από
την ξενιτιά, είχαν αποκτήσει πολλά προνόµια και τα απολάµβαναν ως την
απελευθέρωσή της. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω γεγονός.

42   
Οι πρώτες καρτ ποσταλ που πωλούνταν στην πόλη για τους Έλληνες
φαντάρους απεικόνιζαν την είσοδο του Ιππικού στην πόλη και ανάµεσα στα
σπίτια ξεχώριζαν τούρκικα τζαµιά. Η Κοζάνη όµως δεν είχε ούτε ένα τούρκικο
τζαµί, ούτε εβραϊκή συναγωγή και, έτσι, σε µια βδοµάδα τυπώθηκαν νέες καρτ
ποσταλ χωρίς τζαµιά, γιατί οι φαντάροι σταµάτησαν να αγοράζουν τις παλιές,
καθώς διαπίστωσαν την πραγµατικότητα και το τόνιζαν στην πίσω πλευρά της
κάρτας, όταν έγραφαν στους δικούς τους.

43   
Κεφάλαιο 7

Η απελευθέρωση της Κατερίνης και της Βέροιας

Στις 13 Οκτωβρίου η VII Μεραρχία του Στρατού Θεσσαλίας στάθµευε στη


Φουσκίνα (σηµ. Αγία Τριάδα ή Ζωοδόχο Πηγή). O Λοχαγός Κ. Μαζαράκης
αρχηγός των Σωµάτων των Προσκόπων κατέλαβε τα Στενά της Πέτρας, γιατί
είχε την πληροφορία ότι δυνάµεις του Τουρκικού Στρατού θα κινούνταν προς
την ίδια κατεύθυνση.
Με διαταγή του Κ. Μαζαράκη, ο Αλέξανδρος ∆. Ζάννα (καταγόµενος από το
Βλαχολείβαδο –Λιβάδι του Ολύµπου), συνάντησε το Μέραρχο Κλεοµένη
Κλεοµένους στο χωριό Άγιο ∆ηµήτριο, του παρουσίασε την κατάσταση των
επιχειρήσεων και την ανάγκη της άµεσης κίνησης της Μεραρχίας.
Ο Μέραρχος έδωσε αµέσως διαταγή για την αναχώρηση των µονάδων.
Πράγµατι τα Συντάγµατα της VII Μεραρχίας άρχισαν την πορεία τους προς τα
Στενά της Πέτρας, όπου έφθασαν το απόγευµα της 14ης Οκτωβρίου και
στάθµευσαν στην θέση Καρακόλι.
Το πρωί της 15ης ο Μέραρχος έδωσε γραφτή «διαταγή Επιχειρήσεων»:
•Η Μεραρχία να πάει προς Αικατερίνη και Κίτρος (Πύδνα) προς εκδίωξη
του εκεί εχθρού.
•Μια φάλαγγα να βαδίσει προς Κίτρος (Πύδνα) περνώντας από το Χάνι της
Μηλιάς, και από εκεί Κεραµίδ-Κίτρος.
•Άλλη φάλαγγα, αποτελούµενη από το υπόλοιπο της Μεραρχίας, να
βαδίσει από τον αυτοκινητόδροµο προς την Κατερίνη.
Το πρωινό της 15ης Οκτωβρίου η Μεραρχία αναχώρησε για την
απελευθέρωση της Κατερίνης και προχωρούσε κανονικά και χωρίς
προβλήµατα από την πλευρά του εχθρού. Γύρω στις 2.00 το µεσηµέρι κι ενώ
µονάδα του 20ού Συντάγµατος πλησίαζε προς το Κολοκούρι (σηµ. Σβορώνο)
ο Ελληνικός Στρατός δέχθηκε σφοδρά πυρά από τα βορειοδυτικά του χωριού,
εντελώς αιφνιδιαστικά.
Τούρκοι στρατιώτες είχαν κρυφτεί στο πυκνό από παλούρια δάσος της
περιοχής και έβαλαν κατά του Ελληνικού Στρατού, µε αποτέλεσµα να
πανικοβληθούν οι στρατιώτες και µάλιστα ένας λόχος άρχισε να υποχωρεί.
Την κατάσταση έσωσε ο ∆ιοικητής του 20ού Συντάγµατος,
Αντισυνταγµατάρχης ∆ηµήτριος Σβορώνος, που έτρεξε µπροστά έφιππος και
εµψύχωσε τους στρατιώτες του.

44   
Οι Τούρκοι όµως διέκριναν τα γαλόνια και το βαθµό του και έστρεψαν τα
πυρά τους εναντίον του. Ο γενναίος Σβορώνος τραυµατίστηκε βαριά.
Συνέχισε, όµως, έφιππος να επιτίθεται, µέχρις ότου βαλλόµενος διαρκώς,
ξεψύχησε. Το γεγονός προκάλεσε απερίγραπτη συγκίνηση και τόνωσε το
ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών (Κερκυραίων και Ζακυνθινών το πλείστον), οι
οποίοι µε αλαλαγµούς και γενναιότητα επιτέθηκαν ακάθεκτοι πλέον κατά των
Τούρκων. Η µάχη κράτησε 3,5 ώρες συνολικά. Ο Τουρκικός Στρατός κατά τις
5.30 το απόγευµα αναγκάστηκε να υποχωρήσει πέρα από τον ποταµό Πέλεκα
προς την Κατερίνη. Στις 3.00 τα ξηµερώµατα της 16ης Οκτωβρίου έφτασε
διαταγή του Γεν. Στρατηγείου να επιταχυνθεί η προσπέλαση.
Το 20ό Σύνταγµα προχώρησε ΒΑ. της Κατερίνης, ενώ το 19ο παρέµεινε
πίσω στη διάθεση του Μεράρχου. Το πυροβολικό πήρε κατάλληλη θέση στα
υψώµατα στο Κολοκούρι για να υποστηρίζει τις κινήσεις του Πεζικού. Η VII
Μεραρχία πορεύτηκε χωρίς επεισόδια, αφού ο Τουρκικός Στρατός και πολλοί
από τους Τούρκους της Κατερίνης είχαν εγκαταλείψει την πόλη τη νύχτα.
Στις 7.30 το πρωί της 16ης Οκτωβρίου 1912, ηµέρα Τρίτη, τα ελληνικά
στρατεύµατα µπαίνουν στην πανηγυρίζουσα Κατερίνη. Οι κάτοικοι από τα
µπαλκόνι των σπιτιών και στις άκρες των δρόµων ζητωκραύγαζαν τον στρατό
που περνούσε από τις κεντρικές οδούς VII Μεραρχίας και Μ. Αλεξάνδρου. O
Ελληνικός Στρατός πορεύτηκε µέχρι τον Κισλά, τουρκικός στρατώνας
(πάρκο), όπου τον υποδέχτηκε αντιπροσωπεία κατοίκων της πόλης µε
επικεφαλής τον Επίσκοπο Παρθένιο Βαρδάκα. Ξεχύθηκαν δάκρυα χαράς και
υποδέχτηκαν τους ελευθερωτές µε ελληνικές σηµαίες, λέγοντας «Χριστός
Ανέστη». Ένας λόχος µε τη σηµαία και τις σάλπιγγες διέτρεξε την πόλη
παιανίζοντας εµβατήρια και προκαλώντας ακράτητο ενθουσιασµό στους
κατοίκους. Λαός και στρατός, ανάµεσά τους και ο ∆ήµαρχος της Κατερίνης
Μουχαρέµ Ρουστέµ, πήγαν στην εκκλησία της Θείας Ανάληψης, όπου
τελέστηκε ∆οξολογία από τον Επίσκοπο για την απελευθέρωση της πόλης.
Με ανάµεικτα συναισθήµατα χαράς και λύπης, κηδεύτηκαν οι ήρωες νεκροί
της µάχης της Κατερίνης: ∆ηµήτριος Σβορώνος Αντισυνταγµατάρχης,
∆ηµήτριος Νίκας Υπολοχαγός, Λοχίας Βίγκος Θωµάς, οι Στρατιώτες: ο
ανήλικος Κρητικός Κονταξάκης, Γεώργιος Βασίλλας, Αντώνιος Σαράντης,
Ανευλαβής Β. και 6 άνδρες (Τρύφων Γιαννουλάκης) και 3 γυναίκες που
σκότωσαν φεύγοντας οι Τούρκοι. Στο σηµείο της µάχης στήθηκε µνηµείο
πεσόντων.
Ο στρατός αφού παρέδωσε τη διοίκηση της πόλης στον Λιβαδιώτη Γεώργιο
Λαναρίδη συνέχισε την καταδίωξη του εχθρού προς το Κίτρος.

45   
Κεφάλαιο 8
H απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

8.1 Εισαγωγή

Μεταξύ των πιο σπουδαίων κατακτήσεων συγκαταλέγεται η Θεσσαλονίκη, η


«φυσική πρωτεύουσα» της Μακεδονίας: µια πόλη µε αξιοσηµείωτη
στρατηγική θέση, η οποία ανέκαθεν έπαιζε σηµαντικό ρόλο στην ιστορική
πορεία των Ελλήνων. Ωστόσο, η απελευθέρωση της πόλης κάθε άλλο παρά
µια εύκολη υπόθεση ήταν. Παράλληλα µε την Ελλάδα, η Βουλγαρία κινούνταν
απειλητικά προς τη Θεσσαλονίκη, επιχειρώντας να εισέλθει πρώτη στην
πόλη: γεγονός που πιθανότητα σήµαινε ότι η Θεσσαλονίκη θα περνούσε από
την οθωµανική στη βουλγαρική κατοχή.
Τελικά, κάτω από την πίεση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο Ελληνικός
Στρατός υπερέβαλε εαυτόν, έκαµψε τις όποιες αντιστάσεις συνάντησε στο
δρόµο του και µπήκε πανηγυρικά, το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, στην πόλη
της Θεσσαλονίκης.

46   
8.2 Τελεσίγραφο από τον Ελευθέριο Βενιζέλο

Ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος ετοιµάστηκε να προχωρήσει µε τον στρατό


του βόρεια προς το Μοναστήρι, το οποίο θεωρούσε πως έπρεπε να καταλάβει
για λόγους στρατηγικής. Ωστόσο, την ίδια ώρα, οι Βούλγαροι συνέχιζαν την
προέλασή τους και έδειχναν πως τους ενδιέφερε η κατάκτηση της
Θεσσαλονίκης. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, βλέποντας πως η Ελλάδα κινδυνεύει
να χάσει την πιο σηµαντική πόλη της Μακεδονίας, διέταξε τον Κωνσταντίνο να
αλλάξει πορεία και να προλάβει τους Βούλγαρους: ο Ελληνικός Στρατός
έπρεπε να µπει πρώτος στη Θεσσαλονίκη, για να είναι σε «θέση ισχύος» όταν
θα γινόταν η µοιρασιά των εδαφών από πλευράς νικητών. Τελικά, το
τηλεγράφηµα-«διαταγή» που απέστειλε ο Βενιζέλος στον Κωνσταντίνο
διέλυσε κάθε υπόνοια αντίρρησης του δευτέρου και ο Ελληνικός Στρατός
πήρε κατεύθυνση προς τα ανατολικά.
Τελευταίο πολύ σηµαντικό εµπόδιο στην πορεία των Ελλήνων προς τη
Θεσσαλονίκη ήταν τα Γιαννιτσά, πόλη ιερή για τους µουσουλµάνους. Το
σηµείο όπου οχυρώθηκαν οι Τούρκοι έδινε το πλεονέκτηµα στον αµυνόµενο,
καθώς η επάνδρωσή του δεν απαιτούσε µεγάλες δυνάµεις, ενώ ταυτόχρονα,
ήταν σχεδόν αδύνατη η υπερκέρασή του από τα πλάγια. Πέντε µεραρχίες και
µια ταξιαρχία ιππικού των Ελλήνων κλήθηκαν να αντιµετωπίσουν τις
τουρκικές δυνάµεις που αποτελούνταν από έξι πυροβολαρχίες και πέντε
µεραρχίες. Μετά από σφοδρή µάχη, διάρκειας δύο ηµερών (19-20
Οκτωβρίου) µε µεγάλες απώλειες εκατέρωθεν, ο Ελληνικός Στρατός µπήκε
θριαµβευτής στα Γιαννιτσά, ενώ οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν προς τη
Θεσσαλονίκη.

8.3 Τελικές διαπραγµατεύσεις

Ο δρόµος για την κατάληψη της πόλης ήταν τελείως ανοιχτός. Όµως, οι
Τούρκοι, κατά την υποχώρησή τους, είχαν καταστρέψει πολλές γέφυρες και
περάσµατα, δυσχεραίνοντας την πορεία του Ελληνικού Στρατού. Η
καθυστέρηση των Ελλήνων και ταυτόχρονα η είδηση ότι οι Βούλγαροι
πλησιάζουν στη Θεσσαλονίκη, ανησύχησαν τον Βενιζέλο, ο οποίος διεµήνυσε

47   
στον Κωνσταντίνο πως τον καθιστά προσωπικά υπεύθυνο σε περίπτωση
απώλειας της πόλης.
Τελικά, στις 25 Οκτωβρίου ο Ελληνικός Στρατός πέρασε τον Αξιό ποταµό
και ετοιµάστηκε για επίθεση στη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, ο Ταχσίν πασάς
πρότεινε την, υπό όρους, παράδοση της πόλης στους Έλληνες. Ο
Κωνσταντίνος αντιπρότεινε τη µεταφορά των Τούρκων αξιωµατικών στη
Μικρά Ασία, δίνοντας διορία έως τα ξηµερώµατα της 26ης Οκτωβρίου. Οι
Τούρκοι δέχθηκαν, ζητώντας παράλληλα να πάρουν µαζί τους και 5.000
όπλα, όρο που απέρριψε ο Κωνσταντίνος, δίνοντας δίωρη παράταση για
τελική συµφωνία. Η νέα διορία πέρασε και ο Ελληνικός Στρατός ετοιµάστηκε
για επίθεση, όµως τελικά, ο Ταχσίν πασάς ανακοίνωσε ότι δέχονταν τους
ελληνικούς όρους.
Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ηµέρας της γιορτής του πολιούχου και
προστάτη της πόλης Άγιου ∆ηµητρίου, η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από
τον Ελληνικό Στρατό: µόλις είκοσι ηµέρες µετά την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού
Πολέµου και λίγες ώρες προτού ο Βουλγαρικός Στρατός φτάσει µε τη σειρά
του στην ήδη ελληνική Θεσσαλονίκη…

48   
Κεφάλαιο 9
Η απελευθέρωση της Φλώρινας (7 Νοεµβρίου 1912)
Όπως αφηγείται ο Τέγος Σαπουντζής, η Φλώρινα και τα περίχωρά της ήταν
τότε ανάστατα. Ο χριστιανικός πληθυσµός διέτρεχε κινδύνους να υποστεί
βιαιοπραγίες όχι µόνο από τις ορδές των Γκέγκηδων Τουρκαλβανών, που
είχαν κάνει την επικίνδυνη εµφάνισή τους, αλλά και από τους υποχωρούντας
Τούρκους στρατιώτες. Ακόµη κινδύνευαν κι από τους αλλόφρονες Τούρκους
των Καϊλαρίων, οι οποίοι µόλις άρχισε η νέα επίθεση και προέλαση της VI
Μεραρχίας, εγκατέλειψαν τα Καϊλάρια και τα γύρω χωριά και σε θλιβερές µεν
αλλά ανά πάσα στιγµή επικίνδυνες φάλαγγες, µε τις βοϊδάµαξες και τα
κοπάδια τους κατέκλυζαν τη Φλώρινα, σαν πρώτο σταθµό, µε κατεύθυνση την
Κορυτσά.

Ευτυχώς, όµως, δεν σηµειώθηκαν αξιόλογα επεισόδια, χάρις στους


νουνεχείς Τούρκους άρχοντες της Φλώρινας. Εν όψει όλων αυτών των
γεγονότων είχε γίνει πια σε όλους αντιληπτό ότι το τέλος της τουρκικής
κυριαρχίας είχε φθάσει. Φυσικά αυτό δεν διέφυγε από την προσοχή των
Τούρκων αρχόντων της Φλώρινας, οι οποίοι για να προλάβουν δυσάρεστα
ενδεχόµενα σε βάρος τους και σε βάρος των πολυπληθών Τούρκων της
πόλης – υπολογίζονταν τότε σε 6.500, έναντι 3.000 Ελλήνων – αλλά και γιατί
ήθελαν να παραδοθεί η Φλώρινα στους προελαύνοντες Έλληνες, από τους
οποίους, όπως έλεγαν, την είχαν πάρει, συνήλθαν σε κοινή σύσκεψη το πρωί
της 6ης Νοεµβρίου 1912 στον Τεκέ, όπου βρίσκεται σήµερα το κτήριο της
Τραπέζης της Ελλάδος, για να συζητήσουν και αποφασίσουν τι θα πράξουν,
εν όψει των επερχόµενων ραγδαίων πολεµικών γεγονότων. Τα γεγονότα τους
πίεζαν. Έτσι, δεν άργησαν να συµφωνήσουν ότι πρέπει να καλέσουν στην
σύσκεψη τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο και µερικούς Έλληνες προκρίτους.
Έστειλαν, λοιπόν, αντιπροσωπεία από τους Χατζή Τζοφέρ Χαφίζ και
Κιουτσούφ Αµέτ Αγά στον Μητροπολίτη. Οι απεσταλµένοι αναχώρησαν
αµέσως για τη Μητρόπολη. Συνάντησαν τον Μητροπολίτη κι ύστερα από
εδαφιαίους τεµενάδες, του ζήτησαν να πάει στον Τεκέ όπου ήσαν µαζεµένοι ο
Μουφτής, οι Μπέηδες και οι Αγάδες, ογδόντα τον αριθµό και τον περίµεναν. Ο

49   
Πολύκαρπος αρχικά φάνηκε διστακτικός. Μα ύστερα από την επιµονή των
δύο απεσταλµένων δέχθηκε. Πήρε µαζί του τον Τέγο Σαπουντζή και τον
γιατρό Μενέλαο Βαλάση και πήγαν στον Τεκέ. Μέσα σε τέτοια ατµόσφαιρα ο
Μουφτής Μεχµέτ Χουλουσή εφέντης, ενηµέρωσε αµέσως τον Μητροπολίτη
γιατί τον ήθελαν. Του είπε ξεκάθαρα ότι ήθελαν να παραδώσουν τη Φλώρινα
στους Έλληνες και να γίνουν για τον σκοπό αυτό οι σχετικές ενέργειες. Χωρίς
καµιά χρονοτριβή αποφασίστηκε η αποστολή επιτροπής στον Στρατηγό
Γεννάδη, που βρίσκονταν στο Αµύνταιο. Την επιτροπή απετέλεσαν ο Έλληνας
Αρχιµανδρίτης Παπαθανάσης, ο σχισµατικός παπάς Παπαναστάσης, ο
γιατρός Μενέλαος Βαλάσης και ο Τούρκος εµπορευόµενος Μεχµέτ Ζαϊνέλ. Η
συµµετοχή του σχισµατικού παπά στην επιτροπή είχε την έννοια, κατά τον
Μητροπολίτη Πολύκαρπο, της αποδοχής και εκ µέρους των σχισµατικών, της
καταλήψεως της Φλώρινας από τον Ελληνικό Στρατό. Η Επιτροπή
εφοδιάστηκε, κατ’ αίτηση των Τούρκων, για το εγκυρότερο της αποστολής της
και µε την κατωτέρω σύντοµη επιστολή του Μητροπολίτη Πολύκαρπου:
«Κύριε ∆ιοικητά των Ελληνικών στρατευµάτων, σας γνωστοποιώ ότι οι φίλοι
και σύµµαχοι Σέρβοι κατέλαβαν το Μοναστήρι και προχωρούν προς την
Φλώριναν. Οι Τούρκοι της Φλωρίνης παρακαλούν να σπεύση ο Ελληνικός
Στρατός να καταλάβη την πόλιν µετά των συµµάχων Σέρβων και δεν θα
φέρουν ουδεµίαν αντίστασιν, ούτε τον υποχωρούντα Τουρκικόν Στρατόν θα
αφήσουν να αντισταθή». Η επιτροπή, µε οδηγό τον Νικόλαο Εξαρχο,
ανεχώρησε αµέσως για το Αµύνταιο. Το µήνυµα του Μητροπολίτη
παραδόθηκε στον Στρατηγό Γεννάδη, ο οποίος το µεταβίβασε µε οπτικό
τηλέγραφο στον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, που βρίσκονταν στην Άρνισσα,
απ’ όπου διατάχθηκε, όπως γράφει ο Τέγος Σαπουντζής, η επίσπευση της
απελευθερώσεως της Φλώρινας.

Είναι, όµως, γεγονός ότι, λόγω λιποθυµίας του Μουφτή, µόλις άκουσε την
άφιξη Ελλήνων στρατιωτών, ο Μητροπολίτης, ο Μουφτής και ο Ραββίνος, ως
και άλλοι Έλληνες και Τούρκοι πρόκριτοι, κρατούντες λευκό παραπέτασµα,
µετέβησαν στην είσοδο της πόλεως, όπου συνάντησαν τον Άρτη και σε
σύντοµη τελετή προσφωνήσεων και αντιφωνήσεων, παρέδωσαν την πόλη. Ο
Ιωάννης Άρτης, απευθυνόµενος προς τους άρχοντες, είπε τα εξής: «Εν
ονόµατι του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄ καταλαµβάνω την πόλιν της Φλωρίνης
και τα υπό την δικαιοδοσίαν αυτής χωρία, κηρύσσων άµα τον στρατιωτικόν

50   
νόµον. Άπαντες οι κάτοικοι των µερών αυτών, ανεξαρτήτως φυλής και
θρησκεύµατος, έσονται ίσοι απέναντι του νόµου, τιθέµενοι υπό το σκήπτρον
του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄ και επανερχόµενοι εις τας αγκάλας της Μητρός
Ελλάδος». Σε αυτόν απάντησε πρώτος ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος, ο
οποίος είπε: «Η πόλις της Φλωρίνης και τα υπ’ αυτήν χωρία ευχαριστούµεν
τον Κύριον, όστις µας ηξίωσεν να απολαύσωµεν την χαράν της επαναφοράς
µας εις την Μητέρα Ελλάδα. Ας είναι ευλογηµένο το όνοµα του Κυρίου.
∆ηλούµεν πίστιν και αφοσίωσιν εις τους νόµους και τα ψηφίσµατα του
Κράτους, τιθέµενοι υπό το σκήπτρον του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄».
Κατόπιν τον λόγο έλαβε ο Μουφτής Χουλουσή, ο οποίος είπε: «Ηµείς οι
Τούρκοι ηυνοήθηµεν υπό του Κυρίου και εδεσπόσαµεν επί του κόσµου όλου.
Αλλά θελήσαµε να γίνωµεν κατακτηταί και τύραννοι και ο Θεός ωργίσθη καθ’
ηµών. Ας είναι ευλογηµένο το όνοµα του Κυρίου ότι πολύ επιεικώς µας έκρινε
και µας δίδει σε καλά χέρια. ∆ι’ ο δηλούµεν ότι θα είµεθα οι πιστότεροι
υπηρέται του Βασιλέως Γεωργίου». Στο ίδιο πνεύµα µίλησε και ο Ραββίνος, εκ
µέρους των ολίγων Εβραίων, που υπήρχαν στη Φλώρινα.
Ο σχισµατικός παπάς δεν παραβρέθηκε στην παράδοση της πόλεως, γιατί,
πιθανότατα, να µην είχε επιστρέψει ακόµα η παραπάνω επιτροπή, στην οποία
συµµετείχε, που πήγε το µήνυµα του Μητροπολίτη στον Στρατηγό Γεννάδη
στο Αµύνταιο. Μετά τις προσφωνήσεις όλοι µαζί διέσχισαν την πόλη και
κατέληξαν στη Μητρόπολη, όπου και υψώθηκε η Ελληνική σηµαία. Λίγη ώρα
αργότερα από την πλευρά της Σκοπιάς, εισήρχετο στη Φλώρινα άλλο τµήµα
ιππέων υπό τον Υπίλαρχο Πανουσόπουλο, γνωστό ήδη στη Φλώρινα, από τη
συµµετοχή του στον Μακεδονικό Αγώνα και στις 2.30 µ.µ., όπως προελέχθη,
εισήλθε στην πόλη το 1ο Σύνταγµα Ιππικού, υπό τον Αντισυνταγµατάρχη
Ζαχαρακόπουλο και ολοκλήρωσε την απελευθέρωση της Φλώρινας. Την
εποµένη το πρωί, 8 Νοεµβρίου, εορτή των Ταξιαρχών Γαβριήλ και Μιχαήλ,
εισήλθε θριαµβευτικά στη Φλώρινα ο ∆ιάδοχος Κωνσταντίνος, ο και
Στρατηλάτης αποκληθείς, επικεφαλής του επιτελείου του και δύο
συνταγµάτων, της σιδηράς, όπως απεκαλείτο, IV Μεραρχίας.

51   
Η υποδοχή του ∆ιαδόχου έγινε υπό καταρρακτώδη βροχή στην είσοδο της
πόλεως όπου είχαν συρρεύσει οι κάτοικοι της Φλώρινας, µ’ επικεφαλής τον
Μητροπολίτη Πολύκαρπο και τους λοιπούς προκρίτους της πόλεως. Οι
σκηνές ενθουσιασµού που εκτυλίχθηκαν κατά την υποδοχή του ∆ιαδόχου και
του νικηφόρου Ελληνικού Στρατού δύσκολα πέννα ανθρώπινη µπορεί να τις
περιγράψει. Ήταν για τον λαό της Φλώρινας η κορυφαία στιγµή µιας
λυτρωτικής πορείας πέντε αιώνων. Ήταν το ξεχείλισµα της αλύγιστης ψυχής
του Φλωρινιώτη, που καρτερικά και αδούλωτος ψυχικά περίµενε την εθνική
ανάστασή του. Ήταν η θεία στιγµή του γκρεµίσµατος µιας µισητής
αυτοκρατορίας και του τέλους ενός βασανιστικού εφιάλτη αιώνων. Αυτά τα
πηγαία αισθήµατα του Λαού της Φλώρινας εξέφρασε µε στόµφο και
πατριωτική έξαρση ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος στις προσφωνήσεις του
προς τον ∆ιάδοχο Κωνσταντίνο, τόσο στη είσοδο της πόλεως όσο και κατά τη
δοξολογία, που ευθύς αµέσως επακολούθησε στον ιστορικό Ιερό Ναό του
Αγίου Γεωργίου. Ο ∆ιάδοχος και το επιτελείο του παρέµειναν επί τρεις
εβδοµάδες στη Φλώρινα. Στη Φλώρινα όµως παρέµειναν κι οι Σέρβοι, µε
επικεφαλής τον Πρίγκιπα Αρσένιο και δεν έλεγαν να την εγκαταλείψουν.
Ισχυρίζονταν, µάλιστα, ότι αυτοί πρώτοι κατέλαβαν τη Φλώρινα. Τελικά ο
∆ιάδοχος Κωνσταντίνος έπεισε τον Πρίγκιπα Αρσένιο ότι η Φλώρινα
απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό. Έτσι, µετά από µια εβδοµάδα
παραµονής η Σερβική Μεραρχία αναχώρησε για το Μοναστήρι. ∆ιατήρησε,
όµως, υπό την κατοχή της τη γραµµή Πρώτης-Ιτέας-Μελίτης. µε συνέπεια όλα
τα χωριά, που βρίσκονται προς βορρά της παραπάνω γραµµής, να
περιέρθουν στην κυριαρχία των Σέρβων.
Ευτυχώς, όµως, που µερικοί Μακεδονοµάχοι, που είχαν προσκληθεί από
την Ελληνική κυβέρνηση να δράσουν στα µετόπισθεν του εχθρού, ο καπετάν
Ζώης, ο γνωστός στους παλαιότερους Φλωρινιώτες παιδονόµος, µαζί µε τους
Μπραγιάννη και Τσίτσο, που έζησαν κατόπιν στην Μελίτη, ύψωσαν Ελληνικές
σηµαίες στο γνωστό από τον Μακεδονικό Αγώνα Μορίχοβο και το κατέλαβαν.
Η κατάληψη κι απελευθέρωση επισφραγίστηκε αργότερα από τάγµα του
Ελληνικού Στρατού, που είχε εισχωρήσει στην περιοχή από την Αριδαία. Έτσι,
όταν το 1913 έγινε η οριστική οριοθέτηση των συνόρων Ελλάδος και Σερβίας,
στην Ελλάδα περιήλθαν όλα τα χωριά, που βρίσκονται προς βορρά της
Φλώρινας µέχρι τα σηµερινά σύνορα, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχαν
καταλάβει οι Σέρβοι και το άτυχο ελληνικότατο Μορίχοβο, που είχε
απελευθερωθεί από τους καπετάνιους του Μακεδονικού Αγώνα, περιήλθε στη
Σερβία. Μαζί, όµως, µε το Μορίχοβο, έµεινε οριστικά στα σύνορα του
σερβικού βασιλείου και το προπύργιο του ελληνισµού, το ξακουστό και
αλησµόνητο Μοναστήρι, µαζί µε όλη την πάλλουσα από ελληνισµό ευρύτερη
περιοχή του.

52   
Κεφάλαιο 10
Η απελευθέρωση της Λέσβου

10.1 Εισαγωγή

Ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, στον οποίο ο Πρωθυπουργός


Ελευθέριος Βενιζέλος είχε αναθέσει τη διοίκηση του Ελληνικού Στόλου,
σχεδίασε την άµεση κατάληψη των νησιών που βρίσκονταν κοντά στην έξοδο
των ∆αρδανελίων. Το πρώτο νησί που απελευθερώθηκε ήταν η Λήµνος (8
Οκτωβρίου 1912), γιατί ο Ναύαρχος αποσκοπούσε στη χρήση του κόλπου
του Μούδρου ως φυσικού αγκυροβολίου του Ελληνικού Στόλου. Στόχος του
ήταν η παρουσία του Ελληνικού Στόλου στην περιοχή να λειτουργήσει
αποτρεπτικά σε µια ενδεχόµενη έξοδο του Οθωµανικού Στόλου από τα στενά
των ∆αρδανελίων. Έτσι ο Οθωµανικός Στόλος εγκλωβίστηκε στα στενά και τις
δύο φορές που επιχείρησε να εξέλθει, υπέστη ισάριθµες ήττες (ναυµαχίες της
Έλλης και της Λήµνου). Μετά τη Λήµνο ακολούθησε η κατάληψη από τον
Ελληνικό Στόλο των γειτονικών νησιών Ίµβρου, Τενέδου, Θάσου και
Σαµοθράκης.

Η Λέσβος και η Χίος, επειδή βρίσκονταν αρκετά µακριά από την έξοδο των
∆αρδανελίων, δεν εντάσσονταν άµεσα στα σχέδια του Κουντουριώτη και γι’
αυτό η απελευθέρωσή τους καθυστερούσε. Οι ειδήσεις που κατέφθαναν στη
Λέσβο για την απελευθέρωση των γειτονικών της νησιών από τον Ελληνικό
Στόλο, αύξαναν τόσο την αγωνία όσο και την επιθυµία των χριστιανών
κατοίκων της για την άµεση απελευθέρωση και του δικού τους νησιού. Έτσι,
επιτροπή Πλωµαριτών που αποτελούνταν από τους Ιωάννη Πετρέλλη,
Γεώργιο Λύτρα, ∆. Τσακίρη και Γεώργιο Τόµπρα ή Πολυχνιάτη επιβιβάστηκε
σε πλοιάριο και κατευθύνθηκε στη Λήµνο, στον κόλπο του Μούδρου, όπου
ναυλοχούσε ο Ελληνικός Στόλος. Εκεί, παρέδωσε στον Ναύαρχο Παύλο
Κουντουριώτη επιστολή, µε την οποία δίνονταν πληροφορίες για τις δυνάµεις
των Οθωµανών στη Λέσβο, ενώ παράλληλα η επιτροπή ζήτησε την
επίσπευση της απελευθέρωσης του νησιού.

Πράγµατι, ο Ελληνικός Στόλος, µε τον Nαύαρχο Παύλο Κουντουριώτη


επικεφαλής, ξεκίνησε από τον κόλπο του Μούδρου το βράδυ της 7ης
Νοεµβρίου και αγκυροβόλησε τα ξηµερώµατα της 8ης Νοεµβρίου 1912 έξω

53   
από το λιµάνι της Μυτιλήνης. Ανάµεσα στα ελληνικά πλοία ξεχώριζε µε την
επιβλητικότητά του η ναυαρχίδα του στόλου, το θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ», για τη
ναυπήγηση του οποίου είχαν συµβάλει µε µεγάλα χρηµατικά ποσά ο εθνικός
ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ, αλλά και χιλιάδες Ελλήνων του εσωτερικού και
του εξωτερικού, αγοράζοντας τα λεγόµενα λαχεία του στόλου, που είχε
εκδώσει το ελληνικό ∆ηµόσιο για την ενίσχυση του στόλου. Μετά την επίδοση
του τελεσιγράφου του Κουντουριώτη προς τις οθωµανικές αρχές του νησιού,
µε το οποίο ζητούνταν η άµεση παράδοση της πόλης, πραγµατοποιήθηκε
σύσκεψη µεταξύ των οθωµανικών αρχών, των χριστιανών και µουσουλµάνων
προυχόντων της Μυτιλήνης. Στη σύσκεψη αυτή, αποφασίστηκε να
αποχωρήσουν οι ολιγάριθµες οθωµανικές ένοπλες δυνάµεις στο εσωτερικό
του νησιού και να γίνει αναίµακτα η κατάληψη της Μυτιλήνης, προκειµένου να
αποφευχθεί η άσκοπη αιµατοχυσία του άοπλου πληθυσµού, του χριστιανικού
και του µουσουλµανικού.

Η αποβίβαση των Ελλήνων πεζοναυτών και ναυτών άρχισε στις 12.30 το


µεσηµέρι, κάτω από τα ξέφρενα πανηγύρια του κόσµου και έγινε στη
λεγόµενη Πετρόσκαλα, που βρισκόταν στη θέση του σηµερινού Τελωνείου.
Μετά την παράδοση των οθωµανικών αρχών, όλη η πόλη σηµαιοστολίστηκε.
Στο µητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου πραγµατοποιήθηκε δοξολογία,
στην οποία χοροστάτησε ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Κύριλλος, ο οποίος µαζί
µε το σύνολο των παρευρισκοµένων έψαλε το «Χριστός Ανέστη». Αµέσως, µε
ανακοίνωσή τους οι ελληνικές αρχές κήρυξαν την ένωση του νησιού µε την
Ελλάδα και διακήρυξαν την ισονοµία και την ισοπολιτεία για όλους τους
κατοίκους, χριστιανούς και µουσουλµάνους. Από τα πρώτα µέτρα της
ελληνικής διοίκησης ήταν η έκδοση αναµνηστικής σειράς γραµµατοσήµων. Η
έκδοση πραγµατοποιήθηκε µε την επισήµανση των κατασχεθέντων στο
ταχυδροµείο οθωµανικών γραµµατοσήµων µε τη φράση: «Ελληνική Κατοχή
Μυτιλήνης». Η λέξη «κατοχή» σηµατοδοτούσε την προσωρινότητα της
ενσωµάτωσης του νησιού στην Ελλάδα, αφού η διεθνής συνθήκη, µε την
οποία επικυρώθηκε οριστικά η ενσωµάτωση αυτή, υπογράφηκε 11 χρόνια
αργότερα, δηλ. το 1923 (Συνθήκη της Λοζάνης). ∆ιαφορετική, ωστόσο, ήταν η
τύχη των δύο νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, δηλαδή της Ίµβρου και

54   
της Τενέδου, τα οποία η παραπάνω συνθήκη κατακύρωσε οριστικά στην
Τουρκία.

Στις 10 Νοεµβρίου το οπλιταγωγό Μακεδονία αγκυροβόλησε έξω από το


Πλωµάρι και οι πεζοναύτες του αποβιβάστηκαν µέσα στους έξαλλους
πανηγυρισµούς των κατοίκων. Ακολούθησε η κατάλυση των οθωµανικών
αρχών στην Αγιάσο, στον Πολιχνίτο, στη Γέρα, ενώ η ελληνική ζώνη κατοχής
επεκτάθηκε βόρεια µέχρι τη Θερµή.

10.2 Η απελευθέρωση του βορειοανατολικού τµήµατος της Λέσβου

Ο αριθµός των ελληνικών δυνάµεων που αποβιβάστηκαν δεν ξεπερνούσε


τους 1.600 άνδρες. Επειδή ο Οθωµανικός Στρατός αριθµούσε 1.500-2.000
άνδρες, αποφασίστηκε να µη γίνει η τελική σύγκρουση, πριν φτάσουν
ενισχύσεις σε άνδρες, στρατιωτικά µέσα και πολεµοφόδια. Όµως, το βόρειο
και δυτικό µέρος του νησιού θα παρέµεναν κάτω από την τροµοκρατία των
Οθωµανών, και κυρίως των ατάκτων ανταρτικών µουσουλµανικών σωµάτων
(βασιβουζούκων) που συνέδραµαν το έργο του τακτικού στρατού. Έτσι,
βασιβουζούκοι, διάσπαρτοι στις βορειοανατολικές περιοχές του νησιού,
λεηλάτησαν το Μεσότοπο, την Αγία Παρασκευή, την Ερεσό και έκαψαν σπίτια
στην Πέτρα.

Όταν στις 8 Νοεµβρίου του 1912 έγινε η αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού
στη Μυτιλήνη, αρκετοί χριστιανοί πατριώτες τέθηκαν στη διάθεση του
Ελληνικού Στρατού, ο οποίος και τους εξόπλισε µε σκοπό να τους
χρησιµοποιήσει ως πολιτοφυλακή στα λεσβιακά χωριά και ως αντίβαρο στα
µουσουλµανικά ανταρτικά σώµατα. Έτσι, πράξεις τροµοκρατίας κατά του
άµαχου πληθυσµού δεν έλειψαν ούτε από τους χριστιανούς, ούτε από τους
µουσουλµάνους αντάρτες στις περιοχές της δράσης τους, µε αποτέλεσµα η
λεσβιακή ύπαιθρος να γνωρίσει στιγµές βαρβαρότητας. Για το λόγο αυτό, οι
ελληνικές αρχές ζήτησαν τον αφοπλισµό των χριστιανικών ανταρτικών
σωµάτων και τιµώρησαν αρκετούς ένοπλους που πρωτοστάτησαν σε
επεισόδια εναντίον του άµαχου µουσουλµανικού πληθυσµού.

Οι οθωµανικές τακτικές στρατιωτικές δυνάµεις είχαν οχυρωθεί στο


στρατόπεδό τους στον Κλαπάδο, ένα µουσουλµανικό χωριό που δεν υπάρχει
πια σήµερα και βρισκόταν στην ευρύτερη περιφέρεια της Λαφιώνας. Όµως, οι
χριστιανοί κάτοικοι του τουρκοκρατούµενου ακόµα τµήµατος του νησιού δεν
είχαν καµιά αµφιβολία για την τελική έκβαση της µάχης. Έτσι, στον Μόλυβο
εξαφανίστηκαν εν ριπή οφθαλµού από τα µαγαζιά το γαλάζιο και λευκό πανί,
µε αποτέλεσµα οι οθωµανικές αρχές να διενεργήσουν έρευνες σε σπίτια.
Επίσης, πλοία του Ελληνικού Στόλου βοµβάρδισαν τα καΐκια στη Σκάλα του
Μολύβου, προκειµένου να αποκόψουν την πιθανή επικοινωνία των
Οθωµανών µε τα απέναντι µικρασιατικά παράλια. Στο µεταξύ ο Ελληνικός
Στρατός είχε ενισχυθεί σηµαντικά από 1.500 περίπου άνδρες και πολλούς
ντόπιους εθελοντές. Το κύριο σώµα των εθελοντών αποτελούσε η περίφηµη
Λεσβιακή φάλαγγα, η οποία απαρτιζόταν από 210 Λέσβιους µετανάστες, που
είχαν έρθει από την Αµερική, για να βοηθήσουν στην απελευθέρωση της
πατρίδας τους. Μετά την άφιξη των πολυπόθητων ενισχύσεων στα τέλη
Νοεµβρίου, ο Ελληνικός Στρατός θα βαδίσει προς το οχυρωµένο στρατόπεδο
των Οθωµανών στον Κλαπάδο.

55   
Ο Ελληνικός Στρατός στον Κλαπάδο.

Το οθωµανικό στρατόπεδο του Κλαπάδου δεν θα µπορέσει να αντέξει για


πολύ στις επιθετικές ενέργειες του Ελληνικού Στρατού, που ξεκίνησαν στις 6
∆εκεµβρίου και συνοδευόταν από εύστοχες βολές πυροβολικού. Ο
βοµβαρδισµός του στρατοπέδου συµπληρώθηκε και από εκπληκτικής
ακρίβειας βολές που ρίχνονταν από τα ελληνικά πολεµικά πλοία που
βρίσκονταν στα ανοιχτά της Πέτρας. Το πρωτόκολλο παραδόσεως του
Οθωµανικού Στρατού υπογράφηκε το πρωί της 8ης ∆εκεµβρίου 1912 στο
ύψωµα Πετσοφάς, νοτιοανατολικά του Κλαπάδου.
Τις επόµενες µέρες απελευθερώθηκε σταδιακά και το υπόλοιπο τµήµα του
νησιού. Στην τελική νίκη των ελληνικών όπλων σηµαντική ήταν και η συµβολή
της Λεσβιακής φάλαγγας. Αλλά και πολλοί άλλοι χριστιανοί της Λέσβου
βοήθησαν τον Ελληνικό Στρατό στην προσπάθειά του να καταβάλει τον
Οθωµανικό Στρατό στον Κλαπάδο, αφού έδωσαν σηµαντικές στρατιωτικές
πληροφορίες ή χρησίµευσαν ως οδηγοί του.

.
Η λεσβιακή φάλαγγα

56   
Κεφάλαιο 11
Απελευθέρωση της Καστοριάς από τους Τούρκους
(11 Νοεµβρίου 1912)
Το 1912 οι βαλκανικοί λαοί ενεργώντας από κοινού κήρυξαν τον πόλεµο
κατά της Τουρκίας για την εκδίωξή της από τη Βαλκανική. Τµήµα του
συντάγµατος ιππικού που είχε ελευθερώσει
τη Φλώρινα διατάχθηκε να προχωρήσει προς κατάληψη της Καστοριάς. Το
τµήµα είχε είκοσι επτά µόνο ιππείς και τελούσε υπό τις διαταγές των
υπιλάρχων Ιωάννη Άρτη, ελευθερωτή της Φλώρινας, Παναγιώτη Νικολαΐδη
και του καστοριανού µακεδονοµάχου ανθυπιλάρχου Φιλολάου Πηχεώνα. Τις
πρωινές ώρες της 10 Νοεµβρίου 1912 το τµήµα αυτό έπιασε τον Απόσκεπο κι
ο Άρτης έστειλε µε ένα χωρικό στο µητροπολίτη Κατοριάς Ιωακείµ Λεπτίδη το
ακόλουθο µήνυµα:
«Την πόλη έχουν κυκλώσει από παντού δυνάµεις 25.000 ανδρών, έτσι κάθε
αντίσταση ή απόπειρα διαφυγής στρατού από την πόλη είναι αδύνατη.
Επιθυµώ να µη καταστρέψω την πόλη. Σπεύσατε σε συνεννόηση µε τον
αρχηγό των δυνάµεων της πόλης, να παραδοθεί άνευ όρων εντός µιας ώρας
από της λήψεως του παρόντος, αλλιώς ευρίσκοµαι στην ανάγκην
βοµβαρδισµού της πόλεως πριν το βράδυ».

57   
Κεφάλαιο 12
Ναυµαχία της Έλλης
12.1 Γενικά στοιχεία

«Η Ναυµαχία της Έλλης, 13 ∆εκεµβρίου 1912» (π. 1913).


Ελαιογραφία του Β. Χατζή, Ναυτικό Μουσείο Ελλάδας.

Χρονολογία 3/16 ∆εκεµβρίου 1912


Τόπος ∆αρδανέλλια
Έκβαση Νίκη του Ελληνικού Στόλου και εγκλεισµός
του Οθωµανικού εντός των στενών.
Μαχόµενοι
Ελλάδα Οθωµανική Αυτοκρατορία
Αρχηγοί
Παύλος Κουντουριώτης Ραµίζ Μπέης
∆υνάµεις
1 καταδροµικό, 3 θωρηκτά, 1 καταδροµικό, 3 θωρηκτά,
4 αντιτορπιλικά 9-11 αντιτορπιλικά
Απώλειες

2 νεκροί βαριές ζηµιές στην ναυαρχίδα


5 τραυµατίες 58 νεκροί
40 τραυµατίες

Η ναυµαχία της Έλλης στις 3/16 ∆εκεµβρίου 1912, ήταν η πρώτη από τις
δύο κορυφαίες µάχες µεταξύ του Ελληνικού Πολεµικού Ναυτικού και του

58   
Οθωµανικού Στόλου κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεµο και πραγµατοποιήθηκε
στην έξοδο των στενών των ∆αρδανελίων (ή Ελλησπόντου). Η ναυµαχία
έληξε µε τη νίκη του Ελληνικού Στόλου και τον εγκλεισµό του Οθωµανικού
εντός των στενών.
12.2 Πριν την ναυµαχία
Τους πρώτους µήνες του πόλεµου ο Τουρκικός Στόλος υπό τη διοίκηση του
Ναύαρχου Ραµίζ Μπέη παρέµεινε προστατευµένος στα στενά των
∆αρδανελίων (στο ναύσταθµο Ναγαρά), χωρίς να επιχειρήσει έξοδο στο
Αιγαίο. Από την άλλη πλευρά ο Ελληνικός Στόλος υπό την διοίκηση του
Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη κράτησε επιθετική στάση
απελευθερώνοντας ένα ένα τα νησιά του Αιγαίου και αναµένοντας την έξοδο
των τουρκικών πλοίων από τα Στενά. Αρχικά απελευθέρωσε τη Λήµνο και
εγκατέστησε στον όρµο του Μούδρου το προκεχωρηµένο αγκυροβόλιο του
Στόλου. Ακολούθησε η απελευθέρωση του Αγίου Όρους, των νησιών του
βορείου και ανατολικού Αιγαίου (Θάσος, Σαµοθράκη, Ίµβρος, Τένεδος, Αγ.
Ευστράτιος, Μυτιλήνη, Χίος). Μετά την απελευθέρωση της Τενέδου στις 24
Οκτωβρίου/6 Νοεµβρίου ο Ναύαρχος Κουντουριώτης έστειλε τηλεγράφηµα
στον Τούρκο αρχηγό του στόλου µε το µήνυµα «Σας περιµένοµεν».
12.3 Η ναυµαχία

To θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ», βρίσκεται σήµερα


στο ναυτικό πάρκο στο Τροκαντερό του Παλαιού Φαλήρου.

Την παραµονή, το βράδυ της 4/17 ∆εκεµβρίου 1912, σύµφωνα µε τη


διήγηση του παρόντος Τούρκου Πλωτάρχη Χασάν Σαµί Μπέη, οι Τούρκοι
αξιωµατικοί έγραψαν τις διαθήκες τους και αποσύρθηκαν νωρίς για ύπνο,
ώστε να είναι ακµαίοι το πρωί. Τα ξηµερώµατα, ο Μουεζίνης κάλεσε τα
πληρώµατα γονατιστά να προσευχηθούν. Αµέσως µετά, ο Τουρκικός Στόλος
απέπλευσε. Το πρωί της 3/16 ∆εκεµβρίου στις 8 η ώρα µε καλό καιρό και
ήσυχη θάλασσα, άρχισε η έξοδος του Τουρκικού Στόλου από τα Στενά. Οι
καπνοί του εξερχόµενου από τα ∆αρδανέλια Τουρκικού Στόλου φαίνονταν
καθαρά. Τα ελληνικά ελαφρά σκάφη που περιπολούσαν στην περιοχή
έστειλαν µήνυµα στην ναυαρχίδα ειδοποιώντας την για την έξοδο. Η αναφορά
«ΕΧ ΕΧ ΕΧ» (εχθρός εν όψει) διέτρεξε όλα τα ελληνικά πλοία. Στον Τουρκικό
Στόλο προηγούνταν το καταδροµικό Μετζιτιέ και τρία αντιτορπιλλικά και
ακολουθούσαν τα θωρηκτά Χαϊρεντίν Μπαρµπαρόσα (ναυαρχίδα), Τουργούτ

59   
Ρεΐς, Μεσουντιέ και Ασάρι-ι-Τεφίκ. Στο τέλος βρίσκονταν 6-8 αντιτορπιλικά και
πλωτό νοσοκοµείο σε γραµµή παραγωγής.
Ο Ελληνικός Στόλος µε επικεφαλής τη ναυαρχίδα θωρηκτό «Αβέρωφ»,
ακολουθούµενη από τα θωρηκτά Ύδρα, Σπέτσες, αρχηγίδα του Μοιράρχου
Πλοιάρχου Πέτρου Γκίνη και Ψαρά, και από πίσω τα αντιτορπιλικά Αετός,
Ιέραξ, Λέων και Πάνθηρ (τα αποκαλούµενα Θηρία) έσπευσε να συναντήσει
τον αντίπαλο στόλο.
Τα τέσσερα τουρκικά θωρηκτά µε την έξοδό τους έστριψαν δεξιά
παραπλέοντας το ακρωτήριο της Έλλης (επειδή δεν ήθελαν να
αποµακρυνθούν από τα φρούρια της ακτής), ενώ τα ελληνικά στράφηκαν
προς συνάντησή τους. Οι δύο στόλοι ήρθαν αντιµέτωποι στις 09:00 σε
διάταξη µάχης και απόσταση 17 χλµ. Σε αυτό το σηµείο ο Ναύαρχος
Κουντουριώτης σήµανε πολεµική έγερση και εξέπεµψε το παρακάτω ιστορικό
σήµα προς τον στόλο:

Το ιστορικό σήµα επίθεσης φέρεται στο πρυµναίο κατάστρωµα του Θ/Κ Αβέρωφ.

Με την βοήθειαν του Θεού, τας ευχάς του Βασιλέως µας και εν ονόµατι του
∆ικαίου, πλέω µεθ' ορµής ακαθέκτου και µε την πεποίθησιν της νίκης κατά του
εχθρού του Γένους.
Ο Ελληνικός Στόλος δεν έβαλε πρώτος για να κάνει οικονοµία
πυροµαχικών. Ώρα 09:05 υψώνεται στο Αβέρωφ το προειδοποιητικό σήµα
«αρχίσατε πυρ συγχρόνως µετά του Ναυάρχου». Στις 09:22 ο Τουρκικός
Στόλος άνοιξε πρώτος πυρ από απόσταση 12.500 µ., ενώ ο Ελληνικός
περίµενε 3 λεπτά ανοίγoντας πυρ στις 09:25 από απόσταση 12.000 µ. Τα
τουρκικά θωρηκτά έβαλλαν κυρίως εναντίον του Αβέρωφ µε ταχύ πυρ αλλά
χωρίς επιτυχία, ενώ και το «Αβέρωφ» δεν έκανε ακριβείς βολές.

60   
Ο ελιγµός Ταύ. Τα πλοία του γαλάζιου στόλου, περνώντας µπροστά από τα
εχθρικά, µπορούν να βάλλουν µε όλα τα όπλα στην πρύµη και την πλώρη
τους, ενώ του κόκκινου στόλου µόνο µε τα πρόσθια πυροβόλα.
Στις 09:35 µε την απόσταση των δύο στόλων στα 9.500 µ. ο Κουντουριώτης
αποδέσµευσε τον στόλο από τις κινήσεις της ναυαρχίδας του υψώνοντας την
σηµαία «Ζ» (κινούµαι ανεξάρτητα), και εκµεταλλευόµενος τη µεγαλύτερη
ταχύτητα του «Αβέρωφ» όρµησε ακάθεκτος µε ταχύτητα 21 κόµβων,
διαγράφοντας τόξο µπροστά από τη γραµµή του Τουρκικού Στόλου µε σκοπό
να υπερφαλλαγίσει τα τουρκικά θωρηκτά και να τα βάλει µεταξύ των πυρών
του «Αβέρωφ» και των υπολοίπων ελληνικών θωρηκτών. Αυτός ο ελιγµός
λέγεται «Ταύ» και πραγµατοποιήθηκε µε επιτυχία από τα Ιαπωνικά θωρηκτά
εναντίον των Ρώσων στη Ναυµαχία της Τσουσίµα. Καθώς η ταχύτητα της
θωρηκτής µοίρας τύπου Ύδρα ήταν µικρή (14 κόµβοι), το Αβέρωφ
υπερφαλάγγισε τον εχθρό µόνο του και ανάµεσα σε πυκνά πυρά του
Τουρκικού Στόλου και των απέναντι φρουρίων έφτασε σε απόσταση 2.900 µ.
από τον αντίπαλο. Οι Τούρκοι, όταν κατάλαβαν ότι ο ελιγµός θα εκτελούνταν
µε απόλυτη επιτυχία, έκαναν διαδοχική στροφή 160ο και µπήκαν µε φοβερή
αταξία ξανά στα Στενά, κάτω από την κάλυψη των επάκτιων πυροβόλων των
φρουρίων Σεντούλµπαχιρ και Κουµκαλέ.

Ο φορτωτήρας του Αβέρωφ διάτρητος από τα εχθρικά πυρά. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα

Πρώτο έκανε µεταβολή το «Χαϊρεντίν Μπαρµπαρόσα» στις 09:50


ακολουθούµενο από τα υπόλοιπα, αλλά έτσι τα τουρκικά πλοία βρέθηκαν

61   
πολύ κοντά το ένα στο άλλο, µε αποτέλεσµα να µην µπορούν να
χρησιµοποιήσουν τα πυροβόλα τους και να µειωθεί η ταχύτητά τους στους 10
κόµβους. Ο σχηµατισµός βαλλόταν συνεχώς από το Αβέρωφ και τα άλλα
θωρηκτά, που στο µεταξύ πλησίασαν τον Τουρκικό στόλο σε απόσταση 4.100
µ. Στις 09:55 το «Μπαρµπαρόσα» δέχτηκε πλήγµα στο κατάστρωµα της
πρύµνης και λίγο αργότερα ένα άλλο βλήµα διαπέρασε τον πυργίσκο της
πρύµνης και προκάλεσε ζηµιές και στους λέβητες. Τα Τουργκούτ Ρεΐς και
Μετζιτιέ είχαν µικρότερες ζηµιές. Όµως η ταχύτητα πυρός του Αβέρωφ είχε
ελαττωθεί και δεχόταν τα πυρά των θωρηκτών και των φρουρίων που είχε
πλησιάσει κατά την εκτέλεση του ελιγµού, κι έτσι εγκατέλειψε την καταδίωξη.
Η ναυµαχία έληξε στις 10:17 µε τον Τουρκικό Στόλο να εξακολουθεί να είναι
αποκλεισµένος µέσα στα Στενά στα αγκυροβόλια του Τσανάκκαλε και του
Σεντούλµπαχιρ.
Σε όλη τη διάρκεια της εµπλοκής το θωρηκτό Αβέρωφ έριξε 127 βλήµατα,
ενώ θα µπορούσε να εκτοξεύσει τετραπλάσια, γιατί κατά τη διάρκεια της
ανεξάρτητης δράσης του, τα πυροβόλα του έπαθαν προσωρινή εµπλοκή.
Επίσης, δέχτηκε τέσσερα βλήµατα µεγάλου διαµετρήµατος και δεκαπέντε
µικρού, αλλά οι ζηµιές που υπέστη ήταν ελάχιστες.
Η πρώτη τουρκική µοίρα που, βγαίνοντας από τα Στενά έστριψε προς την
Τένεδο, χωρίς να ακολουθήσει τα θωρηκτά, συνάντησε οµάδα ελληνικών
πλοίων και επέστρεψε στον Ελλήσποντο µετά από µια µικρή ανταλλαγή
πυρών.
12.4 Απώλειες
Οι απώλειες των Τούρκων ήταν 7 νεκροί και αρκετοί τραυµατίες από το
“Barbarossa” το οποίο υπέστη σηµαντικές ζηµιές στους λέβητες και το
πυροβόλο των 180 χιλ. αχρηστεύτηκε εντελώς. Επιπλέον, το “Torgut Reis”
µέτρησε 51 νεκρούς και 40 τραυµατίες που µεταφέρθηκαν στο νοσοκοµειακό
πλοίο «Ρεσίτ Πασάς». Οι απώλεις του Ελληνικού Στόλου ήταν 2 άντρες του
πληρώµατος νεκροί και 5 τραυµατίες, ενώ τραυµατίστηκε και ένας ακόµη
άντρας από το «Σπέτσαι».
12.5 Η επόµενη µέρα
Την επόµενη ηµέρα ο Κουντουριώτης έστειλε την αναφορά του στο
Υπουργείο των Ναυτικών. Ο παράτολµος ελιγµός του θεωρήθηκε
ασυλλόγιστος ηρωισµός, και ακόµη και ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ του
τηλεγράφησε συστήνοντάς του σύνεση και ψυχραιµία. Το Αβέρωφ ήταν η
ισχυρότερη µονάδα του στόλου και πιθανή απώλειά του θα ανέτρεπε τον
συσχετισµό δυνάµεων µεταξύ των δύο στόλων. Τον ελιγµό του Κουντουριώτη
δικαιολόγησε ο αντίπαλός του Ραµίζ Μπέης στο ναυτοδικείο όταν
παραπέµφθηκε για την υποχώρηση από την ναυµαχία, όπου απολογούµενος
είπε ότι, αν δεν έστρεφε για να αποµακρυνθεί, θα βρισκόταν µεταξύ δύο
πυρών από τον Ελληνικό Στόλο που θα τον εκµηδένιζαν. Ο Τούρκος
ναύαρχος αθωώθηκε, καθόσον ο προϊστάµενός του υπουργός τον είχε
διατάξει εγγράφως να µην εκθέσει τον στόλο σε θανατηφόρα πυρά.

62   
Κεφάλαιο 13

Μάχη Κιλκίς-Λαχανά

13.1 Εισαγωγή

Μάχη Κιλκίς-Λαχανά

Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος

Μάχη του Λαχανά

Χρονολογία 19-21 Ιουνίου 1913

Τόπος Κιλκίς, Λαχανάς Ελλάδα

Έκβαση Νίκη των Ελλήνων

Μαχόµενοι

Ελλάς Βουλγαρία

Αρχηγοί

∆ιάδοχος Κωνσταντίνος Στρατηγός Νικολάι Ιβανώφ

∆υνάµεις

117.861, 176 πυροβόλα 40.000, 62 πυροβόλα

Απώλειες

8.828 νεκροί και τραυµατίες 6.971 νεκροί και 6.000 αιχµάλωτοι

Η Μάχη Κιλκίς-Λαχανά (19-21 Ιουνίου 1913) διεξήχθη µεταξύ ελληνικών


και βουλγαρικών δυνάµεων κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέµου.

63   
13.2 Ιστορικό
Στις 17 Ιουνίου, οι βουλγαρικές δυνάµεις κατείχαν τη γραµµή Βερτίσκος-
Πολύκαστρο, ενώ παράλληλα σχεδίαζαν και σχέδιο κατάληψης της
Θεσσαλονίκης στις 19 του ίδιου µήνα. Ο Ελληνικός Στρατός αντέδρασε
έγκαιρα και µε επιθετικές ενέργειες ανάγκασε τη βουλγαρική πλευρά σε
άµυνα στην τοποθεσία Κιλκίς-Λαχανά. Η µορφολογία της τοποθεσίας
προσφερόταν για αποτελεσµατικό αµυντικό αγώνα, ενώ ταυτόχρονα
παρουσίαζε µεγάλες δυσκολίες στις κινήσεις τµηµάτων πεζικού προς
βορρά και ανατολή.
Το σχέδιο επίθεσης των ελληνικών δυνάµεων προέβλεπε την προέλαση
βόρεια και ανατολικά: οι II, III, IV, V και X Μεραρχίες, καθώς και η
tαξιαρχία ιππικού θα κατευθύνονταν προς τον τοµέα του Κιλκίς, ενώ οι VI
και VII Μεραρχίες προς τον Λαχανά. Η 2η βουλγαρική στρατιά
εγκατέστησε αµυντικά µια µεραρχία και τρεις ταξιαρχίες πεζικού, ενώ
διέθετε και ένα σύνταγµα ιππικού για την εκτέλεση αντεπιθέσεων.
Λόγω της απόκλισης των κατευθύνσεων επίθεσης προς τα βόρεια
(Κιλκίς) και ανατολικά (Λαχανά) το πεδίο της µάχης διαχωρίζονταν στους
δύο αυτούς ξεχωριστούς τοµείς.
13.3 Μάχη Λαχανά
Τα ελληνικά τµήµατα απώθησαν τις βουλγαρικές προφυλακές από το
πρωί της 19ης Ιουνίου. Το βράδυ της ίδιας µέρας οι ελληνικές µεραρχίες
είχαν καταλάβει το ύψωµα Γερµανικό, το χωριό Όσσα και την περιοχή
Σκεπαστού. Το πρωί της εποµένης εξαπολύθηκε η κύρια ελληνική
επίθεση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της µάχης οι XI και VI Μεραρχίες
προσπάθησαν µε σκληρότατους αγώνες να πλησιάσουν σε απόσταση
εφόδου την κύρια βουλγαρική τοποθεσία. Τα πυρά όµως της βουλγαρικής
πλευράς υπήρξαν φονικότατα, καθώς η περιοχή ήταν εντελώς ακάλυπτη
και ευνοούσε την άριστη παρατήρηση για τον αµυνόµενο µε εκτεταµένα
πεδία βολής. Παρ’ όλα αυτά η VII Μεραρχία συνέχισε επιτυχώς την
προέλαση και εισήλθε στη Νιγρίτα.
Στις 21 Ιουνίου το µεσηµέρι το ελληνικό πεζικό έφτασε σε απόσταση
εφόδου και εξαπέλυσε γενική εφόρµηση δια της λόγχης. Στις 16.00 ο
Ελληνικός Στρατός εισήλθε στον Λαχανά καταδιώκοντας τα υποχωρούντα
βουλγαρικά τµήµατα µέχρι τα τελευταία υψώµατα προς την πλευρά της
κοιλάδας του Στρυµόνα.
Η συντριβή των βουλγαρικών τµηµάτων θα ήταν ολοκληρωτική αν η VII
Μεραρχία καταλάµβανε εγκαίρως τη γέφυρα του Στρυµόνα και απέκοπτε
έτσι τη βουλγαρική υποχώρηση προς τις Σέρρες.
13.4 Μάχη Κιλκίς
Στον τοµέα Κιλκίς ο Ελληνικός Στρατός ύστερα από επίµονες µάχες
υποχρέωσε τη βουλγαρική πλευρά σε σύµπτυξη µε αποτέλεσµα την
κατάληψη των βουλγαρικών προφυλακών από την πρώτη µέρα. Το πρωί
της 29ης Ιουνίου παρ’ όλη τη γενική επίθεση που εξαπολύθηκε η
διάσπαση της αµυντικής γραµµής δεν επετεύχθη. Όµως µέχρι το
απόγευµα οι ελληνικές Μεραρχίες πλησίασαν σε απόσταση εφόδου

64   
έχοντας προωθηθεί στη γραµµή: Κάστρο-Μεγάλη Βρύση-Κρηστώνη-Κάτω
Ποταµιά-Ακροποταµιά. Το ελληνικό Γενικό Επιτελείο στοχεύοντας στην
ταχεία κατάληψη του Κιλκίς διέταξε την πραγµατοποίηση νυχτερινής
επίθεσης.
Η νυχτερινή επίθεση όµως λόγω προβληµάτων συντονισµού
εξαπολύθηκε µόνο από τη II Μεραρχία στις 3.30 π.µ. ενώ τις πρώτες
πρωινές ώρες είχαν καταληφθεί στρατηγικές θέσεις στα ανατολικά της
πόλης. Με την αυγή, στις 21 Ιουνίου, πραγµατοποιήθηκε σφοδρή επίθεση
από το σύνολο των διατιθέµενων Μεραρχιών µε συνεχείς εφόδους. Στις
9.30 π.µ. διασπάστηκε η βουλγαρική αµυντική γραµµή και ο Ελληνικός
Στρατός απελευθέρωσε το Κιλκίς.
13.5 Απολογισµός
Η Μάχη Κιλκίς-Λαχανά υπήρξε από τις φονικότερες της νεότερης
ελληνικής ιστορίας. Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού ήταν 8.828
νεκρούς και τραυµατίες. Παράλληλα η Μάχη αποτελεί από τις πιο ένδοξες
σελίδες της, που επιτεύχθηκε ως απόρροια του υψηλού ηθικού, ηρωισµού
και ανδρείας των ελληνικών τµηµάτων.
Τις επόµενες ηµέρες ο Ελληνικός Στρατός συνέχισε την προέλασή του
βόρεια προς ∆οϊράνη.

65   
Κεφάλαιο 14

Μάχη ∆οϊράνης

14.1 Εισαγωγή

Η Μάχη ∆οϊράνης έλαβε µέρος µεταξύ ελληνικών και βουλγαρικών


δυνάµεων στις 23 Ιουνίου 1913 και συνέβαλε στη συνέχιση της ελληνικής
προέλασης βόρεια. Κατά τις πρώτες ηµέρες του Β΄ Βαλκανικού Πολέµου, η
αποτυχηµένη βουλγαρική επίθεση µετατράπηκε σύντοµα σε υποχώρηση που
κορυφώθηκε µε τη νικηφόρα για τις ελληνικές δυνάµεις Μάχη Κιλκίς-Λαχανά
στις 19-21 Ιουνίου 1913. Αµέσως µετά η ελληνική στρατιά συνέχισε την
προέλασή της βορειότερα.

14.2 Επίθεση

Οι Ελληνικές Μεραρχίες (III και X) σύµφωνα µε διαταγή του Γενικού


Επιτελείου επιτέθηκαν το πρωί της 23ης Ιουνίου στα υψώµατα της (Παλαιάς)
∆οϊράνης (σήµερα ΠΓ∆Μ) που ευρίσκονταν οχυρωµένες βουλγαρικές
δυνάµεις. Η X Μεραρχία επιτέθηκε κατά των υψωµάτων της διάβασης
Περάσµατα, στα νοτιοδυτικά της ∆οϊράνης. Τα ελληνικά τµήµατα δέχθηκαν
σφοδρά πυρά πεζικού και πυροβολικού µε αποτέλεσµα να καθηλωθούν. Σε
αυτό συνέβαλε και η καθυστέρηση της III Μεραρχίας, που έδωσε την ευκαιρία
στο σύνολο των βουλγαρικών δυνάµεων να συγκεντρώσουν το σύνολο των
πυρών κατά της X Μεραρχίας.

66   
Στις 10.00 π.µ. ξεκίνησε να επιτίθεται και η III Μεραρχία. Ύστερα από
σύντοµο, αλλά και σφοδρό αγώνα, τα ελληνικά τµήµατα κατάφεραν να
απελευθερώσουν την πόλη της ∆οϊράνης. Τα βουλγαρικά τµήµατα
συµπτύχθηκαν άτακτα προς βορρά, αφού απήγαγαν ως οµήρους τον
Μητροπολίτη Πολυανής Φώτιο και 30 προκρίτους της πόλης. Αποτεφρώνουν,
επίσης, τη µητρόπολη Πολυανής µαζί µε τα αρχεία του Κώδικα, που
αποτελούσαν τη σηµαντικότερη καταγραφή της ιστορίας της περιοχής. Στο
πέρασµά τους κατά την οπισθοχώρηση, οι Βούλγαροι δεν άφησαν τίποτα
όρθιο, ούτε έµψυχο ούτε άψυχο υλικό. Επρόκειτο για µια ολοκληρωτική
καταστροφή.
Η III Μεραρχία συνέχισε την καταδίωξη και το ίδιο βράδυ κατέλαβε τα
υψώµατα βόρεια της πόλης.
Μετά τη χάραξη των συνόρων όµως το βορειοδυτικό τµήµα του
λεκανοπεδίου ∆οϊράνης µαζί µε την οµώνυµη πόλη, (Παλαιά) ∆οϊράνη ή
Πολυανή, πέρασε στη Βουλγαρική πλευρά και οι κάτοικοί της προσέφυγαν
στη ∆οϊράνη Κιλκίς και σε άλλα µέρη της Ελλάδας.

14.3 Απολογισµός

Μεγάλος υπήρξε ο αριθµός των Βουλγάρων αιχµαλώτων καθώς και αυτών


που στην προσπάθειά τους να διαφύγουν τη σύλληψη πνίγηκαν στην
οµώνυµη λίµνη. Οι συνολικές απώλειες της ελληνικής πλευράς ανήλθαν για
την III Μεραρχία σε 146 νεκρούς και τραυµατίες και για την X Μεραρχία σε
106 νεκρούς και 755 τραυµατίες.

67   
Κεφάλαιο 15

Η απελευθέρωση της Καβάλας

Οι Βούλγαροι το καλοκαίρι 1913 περίµεναν την ελληνική επίθεση, δια


θαλάσσης αφού το Ναυτικό κυριαρχούσε στα νερά του Αιγαίου. Τα
βουλγαρικά πυροβόλα, από τα βουνά του Συµβόλου όρους προσπαθούν,
µαταίως, να πλήξουν τα ελληνικά πλοία. Αντίθετα υπέστησαν σηµαντικές
ζηµιές από τα κανόνια του Ελληνικού Στόλου. Την ίδια στιγµή ο Ελληνικός
Στρατός αναγκάζει του Βουλγάρους που είχαν στρατηγικές θέσεις στα
περάσµατα του Στρυµόνα και του Παγγαίου να συµπτυχθούν. Ο Ελληνικός
Στόλος αγκυροβολεί στη Θάσο και στην πόλη της Καβάλας οι σκόπιµες
διαδόσεις του Ελληνικού στοιχείου µιλούν για απόβαση στην Καβάλα
µεγάλων τµηµάτων του Στρατού που «µεταφέρουν» τα ελληνικά πλοία.
Οι Βούλγαροι διακατέχονται από πανικό. Φροντίζουν όµως να συλλάβουν
τους επιφανείς πολίτες της Καβάλας αλλά και να τοποθετήσουν εκρηκτικά σε
κτήρια της πόλης. Ο Στόλαρχος Παύλος Κουντουριώτης γνωρίζει ότι
οποιαδήποτε απόβαση θα ήταν ένα δύσκολο εγχείρηµα σε µια περιοχή που οι
Βούλγαροι είχαν φροντίσει να τοποθετήσουν νάρκες. Τότε βάζει σε εφαρµογή
ένα σχέδιο όπου άδεια µεταγωγικά πλοία εµφανίζονται στον κόλπο της
Καβάλας, και τη νύχτα τα πλοία αυτά ανταλλάσσουν σκόπιµα σήµατα φωτός
µε τα πλοία του στόλου.
Το θωρηκτό «Ύδρα» δίνει την εντύπωση ότι καλύπτει απόβαση ανατολικά
της πόλης, οι Βούλγαροι µε προβολείς προσπαθούν να δουν τι συµβαίνει.
Νιώθουν ότι θα «εγκλωβιστούν» από τους Έλληνες κι έτσι αποφασίζουν να
εγκαταλείψουν την πόλη παίρνοντας ως «ασπίδα» οµήρους τις αρχές της
Καβάλας.
Μια οµάδα νέων της Καβάλας αποφασίζει να ενηµερώσει τον Στόλαρχο
Κουντουριώτη για την απρόβλεπτη αυτή εξέλιξη. Είναι οι ∆ηµήτριος Ανδρής,
Πέτρος Βλάχος, Σταµάτης Γαλανός, Παράσχος, Γεώργιος Χατζηαποστόλου,
∆ηµήτριος Χαρισιάδης.
Ο Κουντουριώτης µόλις µαθαίνει τα νέα δίνει εντολή στον Πλωτάρχη,
κυβερνήτη του αντιτορπιλικού «∆ΟΞΑ» να ερευνήσει αν υπάρχει «ελεύθερη»
δίοδος να πλεύσουν προς την Καβάλα.
Οι Καβαλιώτες νέοι αναλαµβάνουν να τους βοηθήσουν µε τη συνδροµή
ψαράδων που γνώριζαν τα «νερά» και τα σηµεία όπου οι Βούλγαροι είχαν
τοποθετήσει νάρκες. Το «∆ΟΞΑ» από τα νερά πλησίον Νέστου φθάνει
ανατολικά της πόλης. Οι βάρκες έβγαλαν στη στεριά τους ναύτες. Οι
Καβαλιώτες ξεσπούν σε ζητωκραυγές. Η Ελληνική σηµαία κυµατίζει. Κάποιοι
τις έχουν κρυµµένες στα µπαούλα και τις αναρτούν στα σπίτια τους µε καµάρι.
Ο άνεµος της λευτεριάς πνέει στην Καβάλα. Το άγηµα των ναυτών
αποτελείται από 35 άτοµα µε επικεφαλής τον Σηµαιοφόρο Αγγελή.
Ο Κριεζής γίνεται πρόσωπο λατρείας. Τον σηκώνουν στα χέρια οι
Καβαλιώτες και τον οδηγούν στο ∆ιοικητήριο (το σηµερινό δικαστικό µέγαρο)
όπου υψώνει την Ελληνική σηµαία, στο µπαλκόνι του κτηρίου, κι εκεί τον
συναντούν οι εναποµείνασες αρχές της πόλης, που του ανακοινώνουν και το
κακό µαντάτο της οµηρίας των επιφανών πολιτών αλλά και του Επισκόπου
Μυρέων Αθανασίου..

68   
Κεφάλαιο 16

Μάχες Κρέσνας-Σιµιτλή-Τζουµαγιάς

Ιππήλατο πυροβολικό του Ελληνικού Στρατού, κατά τη διάβαση των στενών της Κρέσνας.

16.1 Εισαγωγή
Οι Μάχες Κρέσνας-Σιµιτλή-Τσουµαγιάς (11-15 Ιουλίου 1913) αποτέλεσαν
την τελευταία φάση της ελληνικής προέλασης στο βουλγαρικό έδαφος και τη
διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέµου. Η προς βορρά και κατά µήκος του
ποταµού Στρυµόνα πορεία των ελληνικών δυνάµεων τερµατίστηκε µε την
ανακωχή ύστερα από τη δυσµενή θέση στην οποία είχε περιέλθει η
Βουλγαρία σε όλα τα µέτωπα µε τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες (Ρουµανία,
Οθωµανική Αυτοκρατορία).
16.2 Παρατάξεις
Ύστερα από τη νικηφόρα για την ελληνική πλευρά Μάχη ∆οϊράνης, οι
ελληνικές δυνάµεις συνέχισαν την προέλασή τους βόρεια και αναπτύχθηκαν
βόρεια των Στενών της Κρέσνας. Ο Ελληνικός Στρατός διέθετε για τις
επιχειρήσεις συνολικά επτά µεραρχίες (την III, IV, και X στα αριστερά, την II,
V, VI στο κέντρο και την VII στα δεξιά) και µία ταξιαρχία ιππικού. Οι
Βούλγαροι, επωφελούµενοι όµως της αναστολής της σερβικής επίθεσης,
απέσυραν σηµαντικές δυνάµεις από το Τσάρεβο Σέλο και τις διέθεσαν προς
ενίσχυση της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς κατά των Ελλήνων. Στις 11 Ιουλίου η
βουλγαρική γραµµή εκτεινόταν στην αµυντική τοποθεσία Χασάν Πασά-
Βίντρεν-Σιµιτλή-Ουράνοβο-ύψωµα 1378, που κάλυπτε την περιοχή της Άνω
Τζουµαγιάς.
16.3 Προέλαση
Στις 12 Ιουλίου τα ελληνικά τµήµατα εξαπέλυσαν επίθεση στον δεξιό και
κεντρικό τοµέα του µετώπου, η σθεναρή όµως αντίσταση των Βουλγάρων, το
ανώµαλο έδαφος και οι δυσµενείς καιρικές συνθήκες δεν επέφεραν αρχικά τα
επιθυµητά αποτελέσµατα. Στις 13 η επίθεση εντάθηκε και επιτεύχθηκε η
διάρρηξη των βουλγαρικών γραµµών στον τοµέα Βίντρεν, οι οποίες
αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν για να αποφύγουν τον κίνδυνο κύκλωσης.

69   
Ταυτόχρονα δύο µεραρχίες ενεργούσαν κατά του τοµέα Σιµιτλή και
κατάφεραν να καταλάβουν τα νοτιοδυτικά υψώµατα του χωριού. Τα
βουλγαρικά τµήµατα άρχισαν να συµπτύσσονται βόρεια εγκαταλείποντας
άφθονο πολεµικό υλικό. Το µεσηµέρι της ίδιας µέρας τα πρώτα ελληνικά
τµήµατα εισήλθαν στο Σιµιτλή και εν συνεχεία προωθήθηκαν
καταλαµβάνοντας τα βόρεια υψώµατα του χωριού. Η VII Μεραρχία στη δεξιά
πλευρά του µετώπου προέλασε από το Πρεντέλ Χαν προς το Γράντεβο.
Στις 14 Ιουλίου οι ελληνικές δυνάµεις συνέχισαν τον επιθετικό αγώνα σε
ολόκληρο το µέτωπο µε αµείωτη ένταση. ∆εν κατάφεραν όµως αρχικά να
διασπάσουν την κύρια βουλγαρική αµυντική τοποθεσία. Τελικά τη νύχτα της
14ης προς 15η Ιουλίου οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και
συµπτύχθηκαν προς Άνω Τζουµαγιά.

16.4 Απολογισµός
Η επιτυχής προέλαση του Ελληνικού Στρατού από τα Στενά της Κρέσνας,
προς το Σιµιτλή και τελικά προς την Άνω Τζουµαγιά, ήταν από τις τελευταίες
επιχειρήσεις πριν τη σύναψη ανακωχής µε τη Βουλγαρία στις 18 Ιουλίου
1913.

70   
Κεφάλαιο 17
Ο στρατός των Κρητών

17.1 Ο σχηµατισµός του στρατού της Κρήτης

Την 1η Οκτωβρίου 1907 µε διάταγµα που υπογράφει ο ύπατος Αρµοστής


Κρήτης Αλέξανδρος Ζαΐµης, συστήνεται η Κρητική Πολιτοφυλακή, η οποία
απετέλεσε και τον πρώτο στρατό της Κρήτης.
Όταν αρχίζει ο Α΄ Βαλκανικός πόλεµος το 1912, η Ελλάδα κηρύσσει
επιστράτευση στις 18 Σεπτεµβρίου 1912. Η επιστράτευση πραγµατοποιείται
και στην Κρήτη όπου επιστρατεύονται όλοι που είχαν υπηρετήσει στην
Κρητική Πολιτοφυλακή από τα έτη 1907-1912.
Όµως οι Μεγάλες ∆υνάµεις απαγόρευσαν την αποστολή των Κρητών
στρατιωτών από τα λιµάνια της Κρήτης προς τον Πειραιά, (επειδή η Κρήτη
ήταν τότε αυτόνοµο κράτος και όχι τµήµα της Ελλάδας) και τα πολεµικά τους
καράβια περιπολούσαν της ακτές της Κρήτης για τον σκοπό αυτό. Οι
στρατιώτες µας επιβιβάζονται νύχτα στα ελληνικά πλοία και µε την ανοχή
τελικά των µεγάλων δυνάµεων, (που έκαναν τάχα ότι δεν έβλεπαν), φτάνουν
στην Αθήνα. Οι πρώτοι Κρητικοί στρατιώτες έφτασαν στις 4 Οκτωβρίου 1912.
Σιγά σιγά φτάνουν και οι υπόλοιποι. Οι Κρήτες στρατιώτες αποτελούν το 1ο
Ανεξάρτητο Σύνταγµα Κρητών. Ο πόλεµος µε την Τουρκία έχει αρχίσει από τις
5 Οκτώβρη του 1912. Επειδή οι Κρήτες στρατιώτες δεν είχαν οργανωθεί
ακόµα πλήρως, αποφασίστηκε στις επιχειρήσεις να σταλούν αρχικά τέσσερις
λόχοι του Συντάγµατος που έφτασαν στη Λάρισα και έλαβαν µέρος στις µάχες
από τις 10 Οκτωβρίου 1912. Αυτοί οι τέσσερις λόχοι απετέλεσαν το 1ο
Ανεξάρτητο Τάγµα Κρητών. Μάλιστα το Κρητικό Τάγµα είχε την τιµή και την
τύχη να µπει πρώτο και να ελευθερώσει τη Θεσσαλονίκη στις 26 Οκτωβρίου
1912. ∆ιοικητής του 1ου Ανεξάρτητου Τάγµατος Κρητών ήταν ο Ταγµατάρχης
Γεώργιος Κολοκοτρώνης.
Οι απώλειες του 1ου Ανεξάρτητου Τάγµατος Κρητών ήταν τροµαχτικές. Ο
∆ιοικητής του Κολοκοτρώνης Γεώργιος σκοτώθηκε.
Από τους τέσσερις λοχαγούς των τεσσάρων λόχων οι τρεις σκοτώθηκαν και
ο τέταρτος τραυµατίστηκε. Όλοι οι αξιωµατικοί του σκοτώθηκαν ή
τραυµατίστηκαν εκτός από έναν. Από τους 1000 άντρες που είχε, οι 950 είτε
σκοτώθηκαν, είτε τραυµατίστηκαν. Μόνο 50 στρατιώτες έµειναν σώοι µετά το
τέλος όλων των µαχών.
• Οι µάχες που έλαβε µέρος το 1ο Ανεξάρτητο Τάγµα Κρητών:
Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος
• Της Κατερίνης (15/10/1912)
• Των Γιαννιτσών (19,20/10/1912 )
• Της Θεσσαλονίκης (26/10/1912 )
Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος
• Του Λαχανά (19,20,21/6/1913 )
• Των στενών του Σιδηροκάστρου (26,27/6/1913 )
• Του Μελενίκου (2/7/1913)
• Του Πιλάφ Τεπέ (6/7/1913)
• Της Άνω Τζουµαγιάς (12,13,14/7/1913 )
Οι µάχες που έλαβε µέρος το 1ο Ανεξάρτητο Σύνταγµα Κρητών:

71   
• Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος
• Μάχη Τσαγκαροπούλου (23/10/1912 )
• Των Πέντε Πηγαδιών (24,25,26,27/10/1912 )
• Των Πεστών ( 29/10/1912)
• Του Μπιζανίου και της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων (Φεβρουάριος
1913)
• Κατάληψη Αργυροκάστρου, Πρεµετής, Κορυτσάς, Μοσχοπόλεως.
• Κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεµο το 1ο Ανεξάρτητο Σύνταγµα Κρητών
ελευθέρωσε τη ∆υτική Θράκη (Ξάνθη, Κοµοτηνή ) και έφτασε µέχρι
το Νευροκόπι. ∆ιοικητής του 1ου Ανεξάρτητου Συντάγµατος Κρητών
ήταν ο Αντισυνταγµατάρχης Λάµπρος Σινανιώτης.

Οι εθελοντές, κατά την έκθεση της επιτροπής του εξοπλισµού εθελοντικών


Σωµάτων, ανέρχονταν σε :
• 77 Σώµατα Κρητών, µε άνδρες 3.556
• 9 Σώµατα Ηπειρωτών, µε άνδρες 446
• 9 Σώµατα Μακεδόνων, µε άνδρες 211
• Εκ της λοιπής Ελλάδος, άνδρες 1.812
• Το όλον 6025.
• Βλέποµε, λοιπόν, ότι από το σύνολο των εθελοντών η συντριπτική
πλειονότητα προερχόταν από την Κρήτη. Οι Κρήτες εθελοντές
έγραψαν τη δική τους σελίδα στους παραπάνω πολέµους. Τα
στοιχεία για αυτούς αναφέρει στο βιβλίο του ο οπλαρχηγός
εθελοντής των Βαλκανικών Πολέµων Σταύρος Κελαϊδής, τον τίτλο
του οποίου παραθέτω στη βιβλιογραφία.

17.2 Η συγκρότηση και η δράση του Κρητικού φοιτητικού «Ιερού Λόχου»


κατά τους Βαλκανικούς πολέµους 1912-1913

1 Η συγκρότηση του κρητικού φοιτητικού «ΙΕΡΟΥ ΛΟΧΟΥ»


Στα 1912 η Κρήτη βρίσκεται υπό καθεστώς ηµιαυτονοµίας (∆ετοράκη,
1990). Ο πόθος για ένωση µε τη µητέρα Ελλάδα µεγάλος. Στις 17-9-1912
κηρύχθηκε γενική επιστράτευση στην Ελλάδα και µια µέρα µετά στις 18-9-
1912 διατάχθηκε ανάλογη και στην Κρήτη (Καλλιβρετάκης, 1990). Πέρα όµως
από τους στρατεύσιµους Κρήτες υπήρξαν και εκατοντάδες άλλοι οι οποίοι
έσπευσαν να καταταγούν ως εθελοντές. Μεταξύ αυτών πολλοί Χανιώτες
φοιτητές, αλλά και τελειόφοιτοι µαθητές του «Γυµνασίου Χανίων» (Αρχολέων,
1971). Άλλωστε, δεν ήταν η πρώτη φορά που οι τελειόφοιτοι µαθητές του εν
λόγω Γυµνασίου έσπευδαν να καταταγούν ως εθελοντές, προκειµένου να
συµβάλουν στην απελευθέρωση της Μακεδονίας (Καραβίτης, 1994).

72   
Ξέσπασε όµως διαµάχη µεταξύ των παλαιών Κρητών καπεταναίων και των
Ελλήνων αξιωµατικών, που βρισκόταν στην Κρήτη για να εκπαιδεύουν τον
στρατό της Κρητικής Πολιτοφυλακής, καθώς οι µεν πρώτοι ήθελαν να
εντάξουν τη σπουδάζουσα αυτή νεολαία της Κρήτης στα υπό συγκρότηση
εθελοντικά τους σώµατα για ευνόητους λόγους, οι δε Έλληνες αξιωµατικοί
θεωρούσαν ότι ήταν προτιµότερο οι νεαροί αυτοί Κρήτες εθελοντές
σπουδαστές ν’ αποτελέσουν µέρος ενός τακτικού και πειθαρχηµένου στρατού
(Αρχολέων, 1971).
 
http://astypalaia.files.wordpress.com/2010/02/ethniki.jpg 
 
Τελικά το όλο ζήτηµα διευθετήθηκε µε τη µεσολάβηση του Λοχαγού Παύλου
Λαµπίρη. Ο εν λόγω Αξιωµατικός, αφού συγκέντρωσε καπετανέους,
σπουδαστές και φοιτητές στο Πεδίον του Άρεως Χανίων «συνέστησεν να
σχηµατισθή χωριστόν εθελοντικόν σώµα των καπετανέων και ανταρτών, και
χωριστός στρατός από σπουδαστάς και φοιτητάς, οίτινες και πειθαρχικοί θα
είναι ως ήσαν εις τα σχολεία και Πανεπιστήµιά των, αλλά γνωρίζουν και την
αυτοθυσία και τον ηρωϊσµόν του λόχου του ∆ραγατσανίου και θα µιµηθούν
τούτον έχοντες ως σηµαίαν την σφραγίδαν που παρηγγέλθη η κατασκευή
της…» (Αρχολέων, 1971).
Μετά τη διευθέτηση του εν λόγω ζητήµατος ο «Παγκρήτιος Φοιτητικός
Σύνδεσµος» µε πρόεδρό του τον Νικόλαο Σεργεντάνη και µε έδρα τα Χανιά
δραστηριοποιείται για τη συγκρότηση εθελοντικού Λόχου Φοιτητών,
προκειµένου να λάβει µέρος στον επικείµενο Ελληνοτουρκικό πόλεµο.
Επανειληµµένες συνεδριάσεις του Συλλόγου λαµβάνουν χώρα· «υπεγράφη
µάλιστα και είδος συνυποσχετικού υπό των εν Χανίοις µενόντων φοιτητών»
(Γενεράλις 1926), ενώ «επανειληµµένως ετηλεγράφουν παρακαλούντες την
Ελληνικήν Κυβέρνησιν, όπως δεχθεί και τούτους να πολεµώσι…» (Κουµής,
1995).

73   
Τελικά, η πολυπόθητη απάντηση έρχεται από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Ο
τοπικός τύπος αναγγέλλει ως εξής την είδηση: «Την παρελθούσαν Τετάρτην
ελήφθη τηλεγραφική απάντησις του κ. Βενιζέλου προς την επιτροπήν των
Φοιτητών, δι’ ης αγγέλλεται αυτοίς ότι επετράπη δια Β. ∆ιατάγµατος η
κατάταξις εθελοντών. Κατόπιν τούτου απεφασίσθη όπως οι δηλώσαντες
συµµετοχήν δια την Φοιτητικήν φάλαγγα µεταβώσι εις Αθήνας και
καταταχθώσιν εις τον Ελληνικόν στρατόν εν σώµατι. Προς τον σκοπόν τούτον
δια τηλεγραφήµατος προσεκάλεσαν ενταύθα όλους τους Φοιτητάς των
διαφόρων Νοµών ίνα συγκεντρούµενοι µεταβώσιν εις Αθήνας µε την πρώτην
ευκαιρίαν» (εφηµ.Ανεξάρτητος, 23/9/1912).
Οι Κρήτες φοιτητές έδωσαν στο Φοιτητικό τους λόχο την επωνυµία «Ιερός
Λόχος Φοιτητών Κρητών-∆ραγατσάνιον», ο οποίος ως έµβληµά του είχε µια
νεκροκεφαλή µε δύο µηριαία οστά χιαστί, σηµεία της αυτοθυσίας που έπρεπε
να δείχνουν κατά τη διάρκεια των µαχών (Αρχολέων, 1971. Μαρής, 1989).
Επιπλέον, αναγκάστηκαν να συµπεριλάβουν στο Λόχο τους τελειόφοιτους και
απόφοιτους των Κρητικών Γυµνασίων, µετά τις πιέσεις των τελευταίων. Με
τον τρόπο αυτό αφενός ικανοποιούσαν το αίτηµά τους και αφετέρου αύξαναν
τη δύναµη του φοιτητικού τους λόχου (Κελαϊδής, 1995).

74   
Έτσι, «ο Κρητικός εθελοντικός λόχος απετελέσθη εκ Κρητών Φοιτητών και
Σπουδαστών, οίτινες εγκαταλείψαντες τα µαθητικά των θρανία έσπευσαν
αµέσως µετά την κήρυξιν του Βαλκανικού Πολέµου αυθορµήτως να χύσωσιν
και αυτοί το αίµα των ως οι Ιερολοχίται του 1821 υπέρ της απελευθερώσεως
των υπό τον Τουρκικόν ζυγόν στεναζόντων αδελφών µας» (Χατζιδάκης, 1927.
Χαζιράκης 1913). Ο «Ιερός Λόχος» των Κρητών Φοιτητών αριθµούσε 240
στρατιώτες και 27 βαθµοφόρους (Καλλιβρετάκης, 1990). Ένας από τους
Κρήτες Ιερολοχίτες φοιτητές, αναφερόµενος στον εθελοντικό Λόχο των
Κρητών Φοιτητών γράφει από το Ηπειρωτικό µέτωπο: «Ο λόχος µας είνε ένα
κοµµάτι της Κρήτης πεταγµένον επί των απροσπέλαστων αυτών
οροσειρών… Ένα κοµµάτι Κρήτης, ενθουσιώδης, αισθηµατικής, εµπνεοµένης
από τα ευγενέστερα και υψηλότερα ιδανικά, Κρήτης παλλούσης από
εθελοθυσίαν και αυταπάρνησιν, µέσα εις τα γεµάτα φωτιάν στήθην των
νεαρών της τέκνων της, των εγκαταλειψάντων εις του έθνους την φωνήν, παν
ό,τι είχον εις τον κόσµον προσφιλές χάριν της εκπληρώσεως του ιερού
καθήκοντος» (Μαρκόπουλος, 1912).

17.2.1 Η αναχώρηση και η δράση του κρητικού φοιτητικού «Ιερού


λόχου»

Η ώρα της δράσης για τη φοιτητιώσα νεολαία της Κρήτης είχε σηµάνει.
Στις 29-9-1912 Χανιώτες φοιτητές συγκεντρώνονται στον Μητροπολιτικό
Ναό των Χανίων, όπου ψάλλεται κατανυκτική δέηση χοροστατούντος του
επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελου Νινολάκη, παλαιού
καθηγητού των περισσοτέρων εθελοντών φοιτητών από τότε που φοιτούσαν
στο «Γυµνάσιο Χανίων». Εκφωνούνται οι σχετικοί λόγοι από τον
χοροστατούντα επίσκοπο, τον πολιτευτή Αριστείδη Κριάρη και τον ποιητή

75   
∆ηµήτρη Καλλιγιάννη. Εκ µέρους των αναχωρούντων µίλησε ο φοιτητής
Μιχάλης Φραντζεσκάκης (Κουµής, 1995). Αµέσως µετά οι Χανιώτες φοιτητές
επιβιβάζονται στο ατµόπλοιο «Νικόλαος» µέσω επιφηµιών χιλιάδων
Xανιωτών, που είχαν κατακλείσει την αποβάθρα για να αποχαιρετίσουν τους
εθελοντές φοιτητές (Κέρδος, 1913).
 
http://astypalaia.files.wordpress.com/2010/02/ipografes2.jpg 
 
Μετά από είκοσι δύο ώρες ταξίδι, 117 Χανιώτες φοιτητές και σπουδαστές
φτάνουν στην Αθήνα, αναµένοντας στο µεταξύ και την άφιξη των
Ηρακλειωτών φοιτητών (Μπαδογιάννης, 1989). Είχαν να καυχώνται ότι ήταν
«οι πρώτοι εκ Κρήτης αναχωρούντες εθελοντές πολέµου» (Κουµής, 1995).
Στη συνέχεια συγκροτήθηκε Επιτροπή, η οποία επισκέφθηκε τον
Πρωθυπουργό και Υπουργό των Στρατιωτικών Ελευθέριο Βενιζέλο,
προκειµένου να τον παρακαλέσουν να τους κατατάξει «εν ιδιατέρω Λόχο,
λόγω της συναδελφότητας, της κοινής καταγωγής και φιλίας» (Κουµής, 1995).
Όπως µας διαβεβαιώνει ο εθελοντής φοιτητής της Νοµικής Προκόπης
Μπαδογιάννης «ο κ. Βενιζέλος ηυχαριστήθη δια την πρωτοβουλίαν των
Κρητών φοιτητών και διαβεβαίωσεν αυτούς ότι, όχι µόνον θα καταταχθώµεν
εις τον στρατόν, αλλά και ότι θα αποτελέσωµεν ίδιον φοιτητικόν εθελοντικόν
λόχον» (Μπαδογιάννης, 1989).

Πράγµατι, οι Κρήτες φοιτητές συγκρότησαν ξεχωριστό Λόχο, ο οποίος


εντάχθηκε στο «1ο Ανεξάρτητο Σύνταγµα Κρητών».
Το «1ο Ανεξάρτητο Σύνταγµα Κρητών» αποτελείτο από τρία τάγµατα και
διοικητής του Κρητικού αυτού Συντάγµατος ήταν ο Αντισυνταγµατάρχης
πεζικού Λάµπρος Συνανιώτης. Από τα τρία τάγµατα που απετέλεσαν αρχικά
το «Ανεξάρτητο Σύνταγµα Κρητών» το 1ο Τάγµα υπό τον Ταγµατάρχη

76   
Γεώργιο Κολοκοτρώνη –γνωστό και ως «Τάγµα Κολοκοτρώνη»– απεστάλη
στο Μακεδονικό µέτωπο (8-10-1912), ενώ τα άλλα δύο Τάγµατα στο
Ηπειρωτικό Μέτωπο (14-10-1912). Ο Κρητικός Φοιτητικός Λόχος µαζί µε άλλα
εθελοντικά σώµατα συγκρότησαν εκ νέου το 1ο Τάγµα του Κρητικού
Συντάγµατος στην Ήπειρο σε αντικατάσταση του Τάγµατος που είχε
µεταφερθεί στη Μακεδονία (Αλεξάκης, 1967). ∆ιοικητής του εν λόγω Τάγµατος
ήταν ο Λοχαγός του Πεζικού Σταύρος Ρήγας, ενώ διοικητής του εθελοντικού
Λόχου των Κρητών φοιτητών ήταν ο έφεδρος Υπολοχαγός πεζικού Πέτρος
Σαλταµπάσης.
Στις 23/10/1913 και ύστερα από σύντοµη στρατιωτική εκπαίδευση (Κουµής,
1995. Καλλιβρετάκης, 1990) ο Κρητικός Φοιτητικός Λόχος αναχωρεί µε το
ατµόπλοιο «Ρούµελη» από Πειραιά για την Ήπειρο διαµέσου Πατρών. Στις
25/10/1912 φθάνει στην πόλη της Πρέβεζας (Καλλιβρετάκης, 1990). Από την
Πρέβεζα ο Φοιτητικός Λόχος προωθείται στην Άρτα και από εκεί στην πρώτη
γραµµή του Ηπειρωτικού µετώπου. Από την 1η Νοεµβρίου 1912 ο Κρητικός
Φοιτητικός Λόχος µετονοµάζεται σε 2ο Λόχο του 1ου Τάγµατος του
«Ανεξάρτητου Συντάγµατος Κρητών» (Κουµής, 1995).
Στις 29-11-1912 στη Μάχη των Πεστών ο Λόχος των Κρητών εθελοντών
φοιτητών θα λάβει το βάπτισµα του πυρός (Κουµής, 1995) και θα είναι αυτός
που θα εισέρθει πρώτος υπό τον γενναίο Λοχαγό Σταύρο Ρήγα στα Πεστά
(Πωλογιώργης, 1913). Στη µάχη των Πεστών ο φοιτητής Απόστολος
Χαζιράκης διακρίνεται για την ανδρεία του, καθώς «ευρεθείς αντιµέτωπος µε
Τούρκον αξιωµατικόν και σχεδόν µονοµαχήσας εφόνευσεν αυτόν δια της
λόγχης του, παραλαβών το ξίφος του και το πιστόλι…» (εφηµ. Ανεξάρτητος,
20/1/1913). Στη µάχη όµως των Πεστών ο «Ιερός Λόχος» των Κρητών
Φοιτητών θα έχει και τον πρώτο του νεκρό, τον φοιτητή της Νοµικής Νικόλαο
Σαµαριτάκη (Κουµής, 1995), ενώ τραυµατίστηκε «και ο Ταγµατάρχης του
φοιτητικού λόχου Σταύρος Ρήγας µε διαµπερές τραύµα επί της µιας παρειάς
εξελθόν από το κάτω µέρος του ωτός» (Αρχολέων, 1971).

Στις 5-12-1912 ο Λόχος των Κρητών Φοιτητών θα προβάλει γενναία


αντίσταση σε αιφνιδιαστική τουρκική επίθεση, σώζοντας από βεβαία
διάσπαση τη δεξιά πλευρά της ελληνικής γραµµής (Κουµής, 1995.
Πωλογιώργης, 1914. Κωνσταντινίδης, 1914. Χατζιδάκης, 1927). Ειδικότερα, ο

77   
λόχος των Κρητών Φοιτητών απέκρουσε τέσσερις επανειληµµένες εφόδους
των Τούρκων και τέλος επεχείρησε αντεπίθεση δια της λόγχης
(Λαγουµιτζάκης, 1915). Ο διοικητής τους Σταύρος Ρήγας «αναβάς εφ’ υψηλού
λίθου εβράβευσε την ψυχικήν ρώµην των εφήβων µας αναφωνήσας:
“Εσώσατε την τιµήν του στρατού µας, εσώσατε την Ήπειρον”» (Γενεράλις,
1926). Ηρωϊκή, όµως, αντίσταση πρόβαλε ο Λόχος των Κρητών Φοιτητών και
στη θέση Μάνδρες του Μπιζανίου (Μαγκρίνη, 1913. Κουµής, 1995. Κέδρος,
1913. Μαρκόπουλος 1913, ∆ηµοτάκης, 1914). Άγρυπνος επί έξι ηµέρες
συγκρατούσε ηρωϊκώς τις εφόδους των Τούρκων. Όταν, όµως, ο Λόχος των
Κρητών Φοιτητών αντικαταστάθηκε από διλοχία του Μηχανικού για ν’
αναπαυθεί η θέση κατελήφθη υπό του εχθρού (Γενεράλις, 1926). Παρά ταύτα,
οι Κρήτες φοιτητές καθοδηγούµενοι από τον Λοχαγό τους Πέτρο Σαλταµπάση
δεν δίστασαν να ενεργήσουν αντεπίθεση και ν’ ανακαταλάβουν εκ νέου τη
θέση (8-9/12/1912) (Κωνσταντινίδης, 1913).

Στις 10-12-1912 ο ∆ιοικητής του Φοιτητικού Λόχου ο ηρωϊκός Λοχαγός


Πέτρος Σαλταµπάσης τραυµατίζεται θανάσιµα και µεταφέρεται στη
Φιλιππιάδα. Λίγες ηµέρες αργότερα (14-12-1912) οι Κρήτες φοιτητές, αφού
αρχικά δέχονται τα συγχαρητήρια του ∆ιοικητή του «Ανεξάρτητου
Συντάγµατος Κρητών» Συνταγµατάρχη Λάµπρου Συνανιώτη «δια την
ανδρείαν» και «την ηρωϊκήν αντοχήν» που υπέδειξαν «εις τας συνεχείς
πολυηµέρους εφόδους των Τούρκων», πληροφορούνται µε θλίψη τον θάνατο
του βαρέως τραυµατισθέντος στο κεφάλι ∆ιοικητή τους Πέτρου Σαλταµπάση
(Κουµής, 1995).
Παρά ταύτα, ο λόχος των Κρητών Φοιτητών θα συµµετάσχει ενεργά στην
πολιορκία των Ιωαννίνων, παίρνοντας µέρος σε όλες σχεδόν τις µάχες από
την 1/1 έως 21/2/1913, ηµέρα παράδοσης του Μπιζανίου. Είχαν µάλιστα να
καυχώνται οι Κρήτες Ιερολοχίτες Φοιτητές ότι «η 21η Φεβρουαρίου, ηµέρα
παραδόσεως του Μπιζανίου, εύρεν αυτούς απέναντι του, και εις απόστασιν
µόλις 200 µέτρων, το δε έγγραφον παραδόσεως του Μπιζανίου έπεσεν εις τας
χείρας των και δι’ αυτών µετεβιβάσθη εις το Γεν. Στρατηγείον» (Χατζιδάκης,
1927. Πωλογιόργης, 1914, Γενεράλις, 1926, Καλλιβρετάκης, 1990).
Παρά ταύτα, το τίµηµα ήταν βαρύ. Πολλοί Κρήτες φοιτητές άφησαν την
τελευταία τους πνοή στις φονικές µάχες του Μπιζανίου (Λαγουµιτζάκης,
1915), όπως οι φοιτητές Απόστολος Χαζιράκης Θεόδωρος Αρχοντάκης (εφηµ.
Ανεξάρτητος, 20-1-1913 & 28-4-1913), Γεώργιος Μιχαλάκης (Υπουργείον
Στρατιωτικών, 1930), Ιωάννης Πανουδάκης (εφηµ. Ανεξάρτητος, 3-3-
1913),Νικόλαος Πατεράκης (Καραγιαννάκης, 1927), αλλά και τελειόφοιτοι
µαθητές του «Γυµνασίου Χανίων», όπως οι Στυλιανός Μαλανδράκης
(Καραγιαννάκης, 1927) και Γεώργιος Προεστάκης (Καραγιαννάκης, 1927.
Αρχολέων, 1971), ο οποίος «έπεσε βληθείς υπό εχθρικής σφαίρας
τραγουδών τεµάχιον του Ερωτοκρίτου» προς τέρψη των συντρόφων του
(Κουµής, 1995). (εφηµ. Ανεξάρτητος, 1-6-1913),

78   
Μετά την άλωση των Ιωαννίνων ο λόχος των Κρητών Φοιτητών συµµετείχε
από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 1913 στην απελευθέρωση µιας σειράς
πόλεων της Βορείου Ηπείρου (Καλπάκι, ∆ολιανά, Αργυρόκαστρο, Πρεµετή)
(Καλλιβρετάκης, 1990. Μπαδογιάννης, 1989). Ο λόχος των Κρητών Φοιτητών
θα συµµετάσχει, όµως, και στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεµο. Κύριος στόχος του
«Ανεξάρτητου Συντάγµατος Κρητών» κατά τη διάρκεια του Ελληνο-
Βουλγαρικού Πολέµου ήταν να ενισχύσει και να συµπληρώσει τις απώλειες
των µαχοµένων και ιδίως να καθαρίσει «την ύπαιθρο από τους
εναποµείναντες αντάρτες και δολιοφθορείς Βουλγάρους» (Αρχολέων, 1971).

http://2.bp.blogspot.com/-
PrRo7zkL1eU/TVUgIDyE1QI/AAAAAAAADag/r7qcIZmZxp4/s1600/images.jpeg

Έτσι, στις 29/6/1913 το 1ο Τάγµα του «Ανεξάρτητου Συντάγµατος Κρητών»,


όπου υπάγεται και ο εθελοντικός Λόχος των Κρητών Φοιτητών, αναχωρεί για
το Μακεδονικό µέτωπο (Καλλιβρετάκης, 1990). Στις 4/7/1913 επιβιβάζεται σε
πλοίο από το λιµάνι των Αγίων Σαράντα και µέσω Πατρών φτάνει στην
Καβάλα (Μπαδογιάννης, 1989. Αρχολέων, 1971. Καλλιβρετάκης, 1990). Από
την Καβάλα (7/7/1913) ο λόχος των Κρητών φοιτητών πορεύεται προς Ξάνθη
(13/7/1913) και από εκεί προς Κοµοτονή (14/7/1913), όπου οι κάτοικοι της
πόλης τους υποδέχονται µε µεγάλο ενθουσιασµό (Καλλιβρετάκης, 1990.
Μπαδογιάννης, 1989). Από εκεί επιστρέφει σιδηροδροµικώς στην Ξάνθη
(19/7/1913) µε κατεύθυνση τη ∆ράµα. Η σύναψη ειρήνης µε τους Βουλγάρους
(25/7/1913) βρίσκει στους Κρήτες φοιτητές στο Νευροκόπι (Καλλιβρετάκης,
1990).
Στις 24/8/1913 ο Λόχος των Κρητών Φοιτητών αναχωρεί σιδηροδροµικώς
από ∆ράµα για Θεσσαλονίκη. Στις 28/8/1913 οι Κρήτες φοιτητές αναχωρούν
από το λιµάνι της Θεσσαλονίκης για Πειραιά µε το ατµόπλοιο «Κύπρος»
(Καλλιβρετάκης, 1990) και στις 2/9/1913 φτάνουν στην Αθήνα, αφού
προηγουµένως «παρέµειναν επί τριήµερο στο λοιµοκαθαρτήριο που ήταν
εγκατεστηµένο στη νησίδα Αγίου Γεωργίου, στο στενό της Σαλαµίνας»
(Κελαϊδής, 1995. Καλλιβρετάκης, 1990).
Από εκεί αναχωρούν για την Κρήτη στις 7/9/1913, αφού έχει ήδη
δηµοσιευθεί στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως το Βασιλικό ∆ιάταγµα της

79   
απόλυσής τους (Φ.Ε.Κ. 171/3-9-1913) και έχουν παραδώσει τον στρατιωτικό
τους οπλισµό.
Οι Κρήτες φοιτητές επιστρέφουν στη γενέτειρά τους µε τη συναίσθηση ότι
έχουν επιτελέσει το εθνικό τους χρέος· «Οι υπόδουλοι ηµείς της χθες
συνεισφέροµεν ό,τι δυνάµεθα εις τον πανάγιον εθνικόν αγώνα. Υπάρχει
µεγαλυτέρα ψυχική αγγαλίασις από του να απελευθερώνεις έναν λαόν, να
καθιστάς πολίτας ελευθέρους τα έως χθες δυστυχή όντα της δουλείας, να
µεταβάλης τα δάκρυα της απελπισίας τα πύρινα εις χαράν, τους στεναγµούς
της οδύνης εις στεναγµούς ανακουφίσεως; Ειπέτε µου υπάρχει;».

80   
Παράρτηµα Α΄
Η ένωση της Κρήτης µε την Ελλάδα (1 Οκτωβρίου 1912)
Στις 23 Μαρτίου 1905 συνήλθε συνέλευση στο Θέρισο που κήρυξε «την
πολιτικήν ένωσιν της Κρήτης µετά της Ελλάδος εις εν µόνον ελεύθερον
συνταγµατικόν κράτος», έδωσε δε και σχετικό ψήφισµα στις Μεγάλες
∆υνάµεις, όπου υποστήριζε ότι το νόθο µεταβατικό καθεστώς εµπόδιζε την
οικονοµική ανάπτυξη του νησιού και η µόνη φυσική λύση του κρητικού
ζητήµατος ήταν η ένωση.
Στις 7 Απριλίου συνήλθε τακτική συνέλευση της κρητικής Βουλής στα Χανιά,
η οποία οµοίως κήρυξε την Ένωση ενώ ένας από τους συµβούλους του
Ύπατου Αρµοστή παραιτήθηκε και πήγε στο Θέρισο να ενωθεί µε τους
επαναστάτες. Οι Μεγάλες ∆υνάµεις απάντησαν στους επαναστάτες ότι θα
χρησιµοποιούσαν στρατεύµατα προκειµένου να επιβάλουν τις αποφάσεις
τους. Σε απάντηση οι περισσότεροι βουλευτές της τακτικής συνέλευσης
πήγαν στο Θέρισο να ενωθούν κι αυτοί µε τον Βενιζέλο.
Οι πρόξενοι των Μεγάλων ∆υνάµεων συναντήθηκαν µε τον Βενιζέλο στις
Μουρνιές, σε µια προσπάθεια να επιτευχθεί συµφωνία, χωρίς αποτέλεσµα. Η
επαναστατική κυβέρνηση ζήτησε να χορηγηθεί στην Κρήτη πολίτευµα
ανάλογο µ' αυτό της Ανατολικής Ρωµυλίας. Στις 18 Ιουλίου οι ∆υνάµεις
κήρυξαν τον στρατιωτικό νόµο, κάτι που δεν αποθάρρυνε τους επαναστάτες.
Στις 15 Αυγούστου η τακτική συνέλευση των Χανίων ψήφισε τις περισσότερες
από τις µεταρρυθµίσεις που ζητούσε ο Βενιζέλος.
Συναντήθηκαν και πάλι µαζί του οι πρόξενοι και έκαναν δεκτές τις
µεταρρυθµίσεις που πρότεινε. Αυτό οδήγησε στον τερµατισµό της
επανάστασης του Θερίσου και στην παραίτηση του Ύπατου Αρµοστή
Πρίγκιπα Γεωργίου. Οι Μεγάλες ∆υνάµεις ανέθεσαν στον Βασιλιά της
Ελλάδας Γεώργιο Α΄ να εκλέξει αυτός νέο Αρµοστή. Τοποθετήθηκε στη θέση
αυτή ο Αλέξανδρος Ζαΐµης ενώ επετράπη Έλληνες αξιωµατικοί και
υπαξιωµατικοί να αναλάβουν την οργάνωση της Κρητικής Χωροφυλακής.
Μόλις οργανώθηκε Χωροφυλακή άρχισαν να αποχωρούν τα ξένα
στρατεύµατα από το νησί.
Τον Σεπτέµβριο του 1908 ο αυτοκράτορας της Αυστρίας ανακοίνωσε την
προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και ο ηγεµόνας της Βουλγαρίας την
ανεξαρτησία της. Οι Κρητικοί δεν έχασαν την ευκαιρία. Στις 24 Σεπτεµβρίου
1908 ξέσπασε νέα επανάσταση στο νησί. Χιλιάδες πολίτες των Χανίων και
των γύρω περιοχών την ηµέρα αυτή συγκρότησαν συλλαλητήριο, στο οποίο ο
Βενιζέλος κήρυξε την οριστική ένωση της Κρήτης µε την µητέρα Ελλάδα.
Έχοντας συνεννοηθεί µε την κυβέρνηση της Αθήνας, ο Ζαΐµης αναχώρησε για
την πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους πριν από το συλλαλητήριο.
Συγκλήθηκε η συνέλευση και κήρυξε την ανεξαρτησία της Κρήτης, οι δηµόσιοι
υπάλληλοι ορκίσθηκαν πίστη στον Βασιλιά Γεώργιο Α΄ της Ελλάδας, ενώ
διορίστηκε πενταµελής εκτελεστική επιτροπή µε την εντολή να κυβερνήσει το
νησί εν ονόµατι του Βασιλιά των Ελλήνων και σύµφωνα µε τους νόµους του
ελληνικού κράτους. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Μιχελιδάκης µε τον
Βενιζέλο Υπουργό Εξωτερικών και ∆ικαιοσύνης. Υπό το βάρος των απειλών
της Τουρκίας, όµως, η πολιτική απόφαση δεν έγινε δεκτή».

81   
Στις εκλογές για την κρητική Βουλή, τον Μάρτιο του 1910, ο Βενιζέλος
αναδείχτηκε Πρωθυπουργός της Κρήτης και µερικούς µήνες αργότερα, τον
Αύγουστο, βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου, σε µια προσπάθεια να
εκλεγούν Κρήτες στο Κοινοβούλιο της Ελλάδας και να ενισχυθεί η
προσπάθεια της Ένωσης. Στις εκλογές εκείνες εκλέχτηκαν, ως βουλευτές
Αττικοβοιωτίας, άλλοι 4 Κρήτες, µεταξύ αυτών ο Αντώνιος Μιχελιδάκης. Οι
τρεις όµως παραιτήθηκαν υπό τις τουρκικές απειλές για κατάληψη της
Θεσσαλίας. Παρέµειναν µόνο ο Βενιζέλος και ο Πωλογεώργης, που είχαν την
ελληνική υπηκοότητα.
Κρήτες στη Βουλή
Μετά την ανάδειξη του Ελευθερίου Βενιζέλου στη θέση του Πρωθυπουργού
της Ελλάδας, το αίτηµα της Ένωσης φυσικά αναθερµάνθηκε. Και η είσοδος
στην ελληνική Βουλή Κρητών βουλευτών θεωρήθηκε ως ένα µέσο για την
οριστική λύση του ζητήµατος.
Στις 19 Μαΐου 1912, όταν οι Κρήτες βουλευτές επιχείρησαν την είσοδό τους
στη Βουλή, ο Βενιζέλος απέτρεψε µια πρόωρη σύρραξη µε την Τουρκία,
διακόπτοντας τη σύνοδο µέχρι την 1η Οκτωβρίου, οπότε και δέχτηκε την
είσοδο των συµπατριωτών του.

82   
Παράρτηµα Β΄

Συνθήκη Ειρήνης Βουκουρεστίου της 28.7/10.8.1913

Άρθρον 5

Τα µεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και του Βασιλείου της


Βουλγαρίας σύνορα ακολουθούσι το εξής διάγραµµα, συµφώνως τω
καταρτισθέντι υπό των οικείων στρατιωτικών αντιπροσώπων πρακτικώ τω
παρηρτηµένω εις το υπ. Αριθµ. 9 πρωτόκολλον της 25 Ιουλίου (7
Αυγούστου) 1913 της εν Βουκουρεστίω Συνδιασκέψεως.
Η οροθετική γραµµή αναχωρεί από των νέων βουλγαροσερβικών
συνόρων επί της κορυφογραµµής του όρους Μπέλες, καταλήγουσα εις τας
εις το Αιγαίον Πέλαγος εκβολάς του ποταµού Νέστου.
Μεταξύ των δύο τούτων άκρων σηµείων η οροθετική γραµµή ακολουθεί
το ενδεικνυόµενον διάγραµµα επί του συνηµµένου χάρτου 1/200.000 του
Αυστριακού Επιτελείου, συµφώνως τη περιγραφή τη επίσης παρηρτηµένη
τω παρόντι άρθρω.
Μικτή Επιτροπή, συγκειµένη εξ ισαρίθµων εκατέρου των
συµβαλλοµένων Υψηλών Μερών αντιπροσώπων, επιφορτισθήσεται δέκα
πέντε ηµέρας µετά την υπογραφήν της παρούσης Συνθήκης να χαράξη επί
του εδάφους την νέαν µεθόριον γραµµήν, συµφώνως τοις πρόσθεν
συντεθειµένοις.
Η επιτροπή αύτη θέλει διενεργήσει την διανοµήν των ακινήτων
κτηµάτων και κεφαλαίων άτινα ανήκον µέχρι τούδε από κοινού εις επαρχίας,
δήµους, κοινότητας κατοίκων, χωριζοµένους διά των νέων συνόρων. Εν
περιπτώσει διαφωνίας επί της διαχαράξεως ή των εκτελεστέων µέτρων, τα
Υψηλά Συµβαλλόµενα Μέρη υποχρεούνται να αποταθώσιν εις κυβέρνησιν
τρίτου φίλου κράτους, παρακαλούντα αυτήν να ορίση διαιτητήν, ούτινος η
απόφασις επί των υπό αµφισβήτησιν σηµείων θεωρηθήσεται ως οριστική.
Συνοµολογείται ρητώς ότι η Βουλγαρία παραιτείται πάσης επί της
νήσου Κρήτης αξιώσεως.

83   
Πρωτόκολλο Προσαρτηµένο στο άρθρο 5 της εν Βουκουρεστίω
Συνθήκης της 28 Ιουλίου (10 Αυγούστου) 1913

Οριστική µεθόριος µεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδος

Η οροθετική γραµµή άρχεται επί της κορυφής της γραµµής του όρους
Μπέλλες από της βουλγαροσερβικής µεθορίου, ακολουθεί την
κορυφογραµµήν ταύτην, κατέρχεται κατόπιν την κορυφογραµµήν, ήτις
ευρίσκεται προς βορράν του Γιούργκλερι και προχωρεί µέχρι της συµβολής
του Στρυµόνος και της Βιστρίτζας, ανέρχεται την Βιστρίτζαν, είτε διευθύνεται
προς ανατολάς εις Τσινγκανέ-Καλεσί (1.500). Εκείθεν φθάνει εις την
κορυφογραµµήν του Αλή Μπουτούς (υψόµετρον 1.650) και ακολουθεί την
γραµµήν της διαχωρίσεως των υδάτων (υψόµετρα 1.820, 1.800, 713) και
Στράγκατς. Εκείθεν, ακολουθούσα πάντοτε την γραµµήν της διαχωρίσεως
των υδάτων διευθύνεται προς βορράν και έπειτα βορειοανατολικούς,
ακολουθούσα την γραµµήν της διαχωρίσεως των υδάτων µεταξύ των
υψοµέτρων 715, 660, εξικνουµένη εις τα υψόµετρα 1.150 και 1.152, όθεν,
ακολουθούσα την κορυφογραµµήν ανατολικώς του χωρίου Ρακίτση,
διέρχεται τον Νέστον, διευθύνεται προς την κορυφήν του Ρούζα και του
Ζελέζα, διέρχεται τον ∆έσπατ (Ράνα) Σουγιού και φθάνει και του Τσούκα.
Από του σηµείου τούτου ακολουθεί πάλιν την γραµµήν της διαχωρίσεως των
υδάτων και διερχόµενη διά Σίµκπκοβας-Καδδιρακαγιά (1.750), Αλβίκα ∆αγ
(1.517), Καγίν-Τσαλ (1.811), ∆εµπικλί (1.587), κατέρχεται προς νότον εις
υψόµετρον 985, στρεφόµενη προς ανατολάς, νοτίως του χωριού Κάροβο,
όθεν διευθύνεται προς ανατολάς, διέρχεται προς βορράν του χωρίου
Καϊµπόβα, ανέρχεται πάλι προς βορράν και διέρχεται διά των υψοµέτρων
1.450, 1.538, 1.350, και 1.845. Εκείθεν κατέρχεται προς νότον, διερχόµενη
διά της Τσίγκλας (1.750), Κουσλάρ (2.177). Από του Κουσλάρ η οροθετική
γραµµή ακολουθεί την γραµµήν της διαχωρίσεως των υδάτων του Νέστου
και του Ιάσι Εβρέν-ντερέ διά του όρους Ρουγιάν και φθάνει εις Αχλάτδαγί
(1.300), ακολουθεί την κορυφογραµµήν την διευθυνοµένην προς τον
σιδηροδροµικόν σταθµόν Οκ-Τσιλάρ (41), και από του σηµείου τούτου
ακολουθεί τον ρουν του Νέστου, καταλήγουσα εις το Αιγαίον Πέλαγος.

84   
Παράρτηµα Γ΄

Η Συνθήκη του Λονδίνου (1913)

Εισαγωγή

Η Συνθήκη του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) ήταν το αποτέλεσµα της


∆ιάσκεψης του Λονδίνου (1912-1913) λεγόµενης και Συνδιάσκεψη Ειρήνης,
που έγινε στο Λονδίνο, για τον τερµατισµό του Α΄ Βαλκανικού πολέµου. Αυτή
η Συνθήκη συνοµολογήθηκε µεταξύ των Βαλκανικών Συµµάχων (Βουλγαρίας-
Ελλάδας-Μαυροβουνίου και Σερβίας) αφενός, και της Οθωµανικής
Αυτοκρατορίας αφετέρου. Έµεινε γνωστή και ως Βαλκανο-Τουρκική Συνθήκη.

Η Συνδιάσκεψη Ειρήνης και η Πρεσβευτική συνδιάσκεψη

Η εξέλιξη του πολέµου κατέστησε φανερό ότι τα σύνορα της Οθωµανικής


Αυτοκρατορίας θα µεταβάλλονταν σηµαντικά, πράγµα αντίθετο µε την αρχική
διακήρυξη των Μεγάλων ∆υνάµεων  κατά την αρχή του πολέµου. Τα
συµφέροντα που διακυβεύονταν ήταν τεράστια, µε τη νέα τροπή που έπαιρνε
το Ανατολικό Ζήτηµα, και δεν ήταν δυνατόν οι Μεγάλες ∆υνάµεις να µείνουν
έξω από τη διευθέτηση των προβληµάτων.
Τότε ακριβώς οι Μεγάλες ∆υνάµεις (Αγγλία, Γαλλία, Γερµανία, Αυστρία,
Ιταλία και Ρωσία) προσφέρθηκαν να µεσολαβήσουν για τον καθορισµό των
βαλκανικών συνόρων, µε πρόσχηµα την κατάπαυση των εχθροπραξιών
καλώντας τις εµπόλεµες βαλκανικές Χώρες για συνοµολογία συνθήκης
ειρήνης και τερµατισµού του πολέµου.
Έτσι, στις 16 ∆εκεµβρίου 1912 συνήλθαν οι αντιπροσωπείες των
εµπολέµων στο Λονδίνο για τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης όπου και διακόπηκε στις
10 Ιανουαρίου του 1913, προκειµένου να υποχωρήσει η Οθωµανική
Αυτοκρατορία. Στο διάστηµα αυτό της αναµονής ξέσπασε στη
Κωνσταντινούπολη νέο κίνηµα των Νεοτούρκων µε συνέπεια το ναυάγιο των
περαιτέρω συζητήσεων και τη συνέχιση του πολέµου. Κύρια όµως απόφαση
που λήφθηκε τότε ήταν και η δηµιουργία Αλβανικού κράτους. Παράλληλα µε
την τελευταία συνδιάσκεψη των Βαλκανικών Χωρών είχε αρχίσει, επίσης, τις
εργασίες της και η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη, στην οποία λάµβαναν µέρος
µόνο οι Πρέσβεις των µεγάλων δυνάµεων υπό την προεδρία του Υπουργού
Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας Εδουάρδου Γκρέυ, και η οποία τελικά εκ των
πραγµάτων είχε µεγαλύτερη σπουδαιότητα από τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης που
διακόπηκε, αφού υπό τη πίεσή της, δύο µήνες µετά τη δολοφονία του
Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Α΄, στη Θεσσαλονίκη, ολοκληρώνεται
τελικά και συνοµολογείται, στο Λονδίνο, η παρούσα Συνθήκη.

Η Συνθήκη

Σύµφωνα µε τη Συνθήκη αυτή παραχωρούνταν στους νικητές (στα


Βαλκανικά κράτη) όλα τα εδάφη που βρίσκονταν δυτικά της γραµµής Αίνου-
Μηδείας, εκτός της Αλβανίας, που όπως αναφέρθηκε παραπάνω
δηµιουργούνταν ως ανεξάρτητη Ηγεµονία. Συγκεκριµένα το κείµενο της
συνθήκης, το οποίο συντάχθηκε οριστικά, προέβλεπε (άρθρο 2) να

85   
παραχωρήσει η Οθωµανική Αυτοκρατορία όλα τα Ευρωπαϊκά εδάφη που
βρίσκονταν δυτικά της γραµµής Αίνος-Μήδεια, εκτός της Αλβανίας. Οι
Σύµµαχοι και η Τουρκία (άρθρο 3) ανέθεταν στις έξι Μεγάλες ∆υνάµεις (υπό
την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη που συνέχιζε τις συνοµιλίες), τη χάραξη των
συνόρων και το διακανονισµό των ζητηµάτων που αφορούσαν την Αλβανία,
καθώς τους παρείχαν τη δυνατότητα (άρθρο 5) να αποφανθούν για την τύχη
των ελληνικών νήσων του Αιγαίου, εκτός της Κρήτης (άρθρο 4) για την οποία
η Πύλη παραιτείτο «"υπέρ των συµµάχων Ηγεµόνων πάντων των επί της
Νήσου κυριαρχικών δικαιωµάτων της».

86   
Παράρτηµα ∆΄

Ηµερολόγιο και έργα του 10ου Συντάγµατος Πεζικού κατά τους βαλκανικούς
πολέµους

Συγκρότηση Μεραρχίας

Το 10ο Πεζικό Σύνταγµα αποτελούµενο αποκλειστικά από Κερκυραίους,


κατά τις εκστρατείες και µάχες του 1912-1913 υπαγόταν στη δύναµη της ΙΙΙ
Μεραρχίας, η οποία συγκροτήθηκε από τις παρακάτω µονάδες:
• 6ο Σύνταγµα Πεζικού
• 10ο Σύνταγµα Πεζικού
• 12ο Σύνταγµα Πεζικού
• Σύνταγµα Πεδινού Πυροβολικού
• Ίλη Ιππικού
• Λόχος Μηχανικού και Τηλεγραφητών
• Χειρουργείο Εκστρατείας
• Συζυγαρχία Πυροµαχικών
• ∆ιάφορες Βοηθητικές Υπηρεσίες

∆ΙΟΙΚΗΤΗΣ ΙΙΙ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ: Στρατηγός Κωνσταντίνος ∆αµιανός


∆ΙΟΙΚΗΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ: Συνταγµατάρχης Αναστάσιος Παπούλας

Γενική επιστράτευση

Στις 18 Σεπτεµβρίου 1912 µε Βασιλικό ∆ιάταγµα καλέστηκαν υπό τα όπλα


οι κλάσεις των Εφέδρων από 1900-1910 και οι κλάσεις των Εθνοφρουρών
Υπαξιωµατικών και ∆εκανέων µέχρι του 1897, και όλοι οι Έφεδροι
Υπολοχαγοί και Ανθυπολοχαγοί µέχρι 51 ετών. Η προσέλευση των Εφέδρων
άρχισε στις 19 Σεπτεµβρίου και τελείωσε στις 21 του ίδιου µηνός. Μετά την
προσέλευση των Εφέδρων, το Σύνταγµα συγκροτήθηκε για πολεµική
εκστρατεία και από τις 22 έως και τις 26 Σεπτεµβρίου εξασκήθηκε σε πορείες
και ασκήσεις ελιγµών και µάχης επί οποιουδήποτε εδάφους.

Αναχώρηση του Συντάγµατος

Στις 27 Σεπτεµβρίου άρχισε η επιβίβαση του Συντάγµατος στα εξής πέντε


φορτηγά ατµόπλοια:
• Αθηνά
• Μακεδονία
• Ήπειρος
• Άγιος Σπυρίδων
• Αρχιµήδης
Οι κάτοικοι της πόλης και των περιχώρων ανεξαρτήτως φύλλου,
συγκεντρώθηκαν στην προκυµαία και στα τείχη της πόλης και
αποχαιρετούσαν µε ευχές και δάκρυα τους άντρες που αποχωρούσαν για την
πολεµική εκστρατεία, και οι δύο φιλαρµονικές παιάνιζαν διάφορα εµβατήρια.
Το θέαµα ήτανε µεγαλοπρεπές αλλά και πολύ συγκινητικό.
Στις 28 Σεπτεµβρίου στις 15:00 τα ατµόπλοια αναχώρησαν από το λιµάνι
της Κέρκυρας µε συνοδεία τα Αντιτορπιλικά «Νίκη» και «∆όξα».

87   
Στις 29 Σεπτεµβρίου διέσχισαν τον Ισθµό της Κορίνθου και το βράδυ
προσπέρασαν το τρικυµιώδες Σούνιο.
Στις 30 Σεπτεµβρίου στις 05:00 αγκυροβόλησαν πριν την Χαλκίδα
περιµένοντας επί πέντε ώρες την παλίρροια για να µπορέσουν να διασχίσουν
το στενό και να συνεχίσουν το ταξίδι τους φτάνοντας τελικά στον Βόλο στις
19:00 όπου και διανυκτέρευσαν.
Την επόµενη µέρα και µετά το µεσηµεριανό συσσίτιο το Σύνταγµα κατά τις
14:00 αναχώρησε οδοιπορικώς για το Βελεστίνο όπου και έφτασε στις 21:30
όπου και διανυκτέρευσε σε έναν λόφο µέσα σε αντίσκηνα. Η διαδροµή ήτανε
πολύ επίπονη. Στις 2 Οκτωβρίου στις 09:00 αναχώρησαν από το Βελεστίνο
για να φτάσουν στις 14:00 στην Γκερλή όπου και από εκεί αναχώρησαν στις
15:30 για να καταλήξουν στις 18:00 στην Ακερλή. Εκεί διανυκτέρευσαν σε
αντίσκηνα αλλά υπήρξε µεγάλο πρόβληµα από το διαπεραστικό κρύο που
επικρατούσε.
Την επόµενη µέρα αναχώρησαν στις 08:00 από την Ακερλή για να
καταλήξουν στις 12:00 στο Μαϊµούλι. Στις 14:30 αναχώρησαν και από εκεί για
να φτάσουν στις 17:00 στο Γιεµπεζλέρ όπου ήτανε ο χώρος συγκέντρωσης
της ΙΙΙ Μεραρχίας. Εκεί διανυκτέρευσε ολόκληρος ο σχηµατισµός. Στις 4
Οκτωβρίου αναχώρησαν στις 08:00 από το Γιεµπεζλέρ για να φτάσουν στην
Χασάντατα στις 12:00 και στις 16:00 αναχώρησαν ξανά για να καταλήξουν
στο Χατζή-Χαλάρ στις 17:30.
Την επόµενη µέρα αναχώρησαν και από εκεί στις 05:00 περνώντας µέσα
από το χωριό Αλµαλάρ. Στις 11:00 διέσχισαν τον ποταµό Πηνειό µέσο της
γέφυρας που υπήρχε στη θέση «Κουτσόχερο» στα στενά της «Μελούνας»
όπου εκεί ήτανε και τα ορόσηµα των Ελληνοτουρκικών συνόρων.
Εκεί εισχώρησαν στο εχθρικό έδαφος χωρίς καµία αντίσταση αφού οι
Τούρκοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και υποχώρησαν προς την Ελασσόνα.
Όταν οι άντρες εισέβαλαν στο εχθρικό έδαφος δάκρυσαν από ενθουσιασµό
αλλά και από συγκίνηση και ύψωσαν τα βλέµατά τους προς το Θεόν κάνοντας
το σηµείο του Σταυρού και παρακαλώντας Τον να τους ευλογήσει. Στις 17:00
έφτασαν στο τούρκικο χωριό ∆αµάσι όπου και διανυκτέρευσαν σε αντίσκηνα.
Στις 6 Οκτωβρίου στις 06:00 αναχώρησαν από το ∆αµάσι για να φτάσουν στις
09:00 στη Μιλόγουστα και µετά από ένα µικρό διάλλειµα αναχώρησαν ξανά
διασχίζοντας τα χωριά Αµούρ και ∆οµίνικο για να καταλήξουν στις 17:00 σε
έναν λόφο απέναντι από την Ελασσόνα όπου και διανυκτέρευσαν.

88   
Μάχη Ελασσώνας-Σαρανταπόρου

Η Ελασσόνα ήταν η προκεχωριµένη γραµµή του Σαρανταπόρου και εκεί


υπήρχαν ισχυρές εχθρικές δυνάµεις. Σε αυτή τη µάχη η ΙΙΙ Μεραρχία δεν
συµµετείχε καθόλου επειδή ο εχθρός κατατροπώθηκε από τις υπόλοιπες
Μεραρχίες. Μετά την παραπάνω ελληνική επίθεση ο εχθρός αναγκάστηκε να
υποχωρήσει προς το Σαραντάπορο. Το Σύνταγµα όλη τη µέρα ήτανε σε
αναµονή στον απέναντι λόφο από την Ελασσόνα κάτω από ασταµάτητη
βροχή.
Την επόµενη µέρα πέρασαν από το χωριό ∆έκαστρο και στις 16:00
έφτασαν στο Λυκούδι όπου και διανυκτέρευσαν σε επαυξηµένη όµως
επιφυλακή, γιατί πια βρίσκονταν στο Σαραντάπορο όπου παιζόταν η τύχη των
Ελληνικών όπλων και γενικότερα η πορεία αυτού του πολέµου.
Η µάχη έχει πια ξεκινήσει και όλες οι Μεραρχίες βάλλουν κατά του εχθρού
µε σοβαρές απώλειες. Σκοπός του ελληνικού Πεζικού είναι να φτάσει όσο πιο
κοντά γίνεται προς τον εχθρό και το καταφέρνει στις 12:00 αφού η απόσταση
που χωρίζει τις δύο αντίπαλες δυνάµεις δεν είναι µεγαλύτερη από 500 µέτρα.
Όµως η µάχη δεν είχε τα αναµενόµενα αποτελέσµατα, γιατί διακόπηκε λόγω
της νύχτας. Κατά το ξηµέρωµα, το 10ο Πεζικό Σύνταγµα ανάλαβε την επίθεση
στο χωριό Γλύκοβο που λόγω της θέσης του ήταν φυσικό οχυρό µε ισχυρές
εχθρικές δυνάµεις. Έτσι, λοιπόν, το Σύνταγµα επιτέθηκε στις 07:30 µε εφτά
λόχους στην πρώτη γραµµή και πέντε λόχους για υποστήριξη. Η επίθεση
κράτησε ολόκληρη την ηµέρα µέχρι που το ηρωικό σύνταγµα µετά από
πεισµατώδη µάχη κατάφερε στις 16:00 να εισέλθει στα υψώµατα του
Γλυκόβου. Στις 17:00 οι επιτιθέµενοι λόχοι πραγµατοποίησαν την τελειωτική
τους έφοδο για να γίνουν τελικά στις 18:00 νικητές αυτής της µάχης. Η
παραπάνω µάχη ήταν το βάπτισµα του πυρός για τους άντρες του
Συντάγµατος, οι οποίοι όµως έδειξαν ανδρεία, αυτοθυσία και ορµητικότητα
ακολουθώντας το παράδειγµα των ηγητόρων τους. Σε αυτή την πραγµατικά
σφοδρή µάχη σκοτώθηκε ο Υπολοχαγός του 4ου λόχου Κωνσταντίνος
Πούλος, ο οποίος ήταν και ο πρώτος νεκρός του Συντάγµατος. Απεβίωσε

89   
µετά από σοβαρό τραυµατισµό και ο Λοχαγός του 5ου λόχου Γεώργιος
Μπίνας.
Αναφέρονται παρακάτω οι τραυµατίες τους οποίους έχει κατονοµάσει ο
∆ιοικητής του 10ου λόχου Σπυρίδων Βασιλάς:
1) Ταγµατάρχης Γκίλλιος Γεράσιµος
2) Λοχαγός Γρίβας Γεώργιος
3) Επιλοχίας Κατωπόδης Φ.
4) Λοχίας Γεωργογιάννης Ι.
5) ∆εκανέας Κοµπολίτης Ευστ.
6) Στρ Γραµµένος ∆.
7) Στρ Χαρτοφύλακας Α.
8) Στρ Μπούκας Γ.
9) Στρ Αρµένης Αλεξ.
10) Στρ Κοµιανός Σ.
11) Στρ Λαβράνος Ν.
12) Στρ ∆όνας ∆.
13) Στρ Μόσχος Αριστ.
14) Στρ Λάσκαρης Μιχ.
15) Στρ Ρουβάς Σ.
16) Στρ Χονδρογιάννης Γ.
17) Στρ Βλάχος Επαµ.

Οι µάχες είναι πια σκληρές και φονικές, αλλά ο εχθρός πρέπει να διαλυθεί
µε οποιοδήποτε κόστος. Έτσι, λοιπόν, ο Αρχηγός της Ελληνικής Στρατιάς
διέταξε τον ελιγµό των Μεραρχιών και την περικύκλωση των Τούρκικων
δυνάµεων.

90   
Στο παραπάνω σχέδιο η ΙΙΙ Μεραρχία ξεκινάει µια εσπευσµένη πορεία προς
καταδίωξη του εχθρού. Το Σύνταγµα αποχωρεί από το Γλύκοβο µετά από την
χορήγηση πυροµαχικών που δέχεται και ακολουθεί τη Μεραρχία στην οποία
ανήκει. Στις 12:00 ξεκινάει η πορεία και συνεχίζεται ακόµα και τη νύχτα υπό
βροχή µέχρι που φτάσανε τα µεσάνυχτα στο χωριό Λαζαράδες και
ξεκουράστηκαν µέχρι τις 04:00 όπου και ξεκίνησαν για να καταλήξουν στις
12:00 στα Σέρβια.
Στις 12 του Οκτωβρίου επισκεύασαν τη γέφυρα του Αλιάκµονα για να την
διασχίσουν την επόµενη µέρα µε κατάληξη το χωριό Τσιτσιλέρ το απόγευµα.
Στις 14 του µηνός ξεκίνησαν στις 07:00 για το χωριό Τσερεκλή όπου
έφτασαν και εκεί απόγευµα περπατώντας µέσα στην παγωνιά.
Την επόµενη µέρα έφυγαν από το Τσερεκλή στις 07:00 για να φτάσουν
στους Μύλους το απόγευµα.
Στις 16 του Οκτωβρίου πέρασαν µέσα από τη Βέροια περπατώντας 14
ώρες και εγκαταστάθηκαν στο χωριό Ζούλα όπου έµειναν και την επόµενη
µέρα για να συνεχίσει το Σύνταγµα την πορεία του µέχρι τα Γιαννιτσά όπου
εκεί θα δίνονταν µια πολύ σοβαρή µάχη.

Η µάχη των Γιαννιτσών

Η ΙΙΙ Μεραρχία ήτανε στην πρώτη γραµµή της µάχης αυτής και είχε
αναπτυχθεί από την προηγούµενη µέρα µε άξονα κατευθύνσεως τον δρόµο
έξω από τα Γιαννιτσά.
Στις 20 Οκτωβρίου στις 05:00 το Σύνταγµα άρχισε να βάλλεται από το
εχθρικό πυροβολικό αλλά όµως συνέχισε να προχωρά µε την κάλυψη του
πυροβολικού της Μεραρχίας. Το Σύνταγµα κάνοντας επίθεση και 3 τάγµατα
πίσω για την κάλυψή του κατάφερε στις 14:00 να φτάσει έξω από την πόλη µε
αυτοθυσία των αντρών του, αφού χρειάστηκε να πολεµήσουν µέσα σε
βάλτους και σε χαράδρες. Οι άντρες του Συντάγµατος έδειξαν πρωτοφανή
ανδρεία ώστε ο ίδιος ο ∆ιοικητής της Μεραρχίας τους έδωσε τα εγκάρδιά του
συγχαρητήρια για τη γενναία συµπεριφορά τους και τους παρουσίασε σαν
παράδειγµα προ µίµηση. Στις 14:15 λόχοι του συντάγµατος εισήλθαν στην
πόλη για να εµποδίσουν τυχόν αντεκδικήσεις κατά των Οθωµανών κατοίκων
και για την τήρηση της τάξης στην πόλη. Οι καιρικές συνθήκες ήτανε πολύ
άσχηµες λόγω ασταµάτητης βροχής. Τελικά ολόκληρο το Σύνταγµα στις 19:30
έφτασε στο Τσιφλίκι Κιρκαλόβου όπου και διανυκτέρευσε. Εκεί, παρέµειναν
όλη την επόµενη µέρα και στις 21 Οκτωβρίου στις 07:00 ξεκίνησαν για το
Κλειτσί στον ποταµό Αξιό όπου και έφτασαν µετά από πεντάωρη πορεία. Από
εκεί αναχώρησαν στις 25 Οκτωβρίου κάτω από ασταµάτητη βροχή για να
φτάσουν στο ∆ουρµουκλί και για να χρησιµοποιηθούν ως εµπροσθοφυλακή.
Στις 26 Οκτωβρίου στις 15:00 έχουµε το ιστορικό γεγονός της παράδοσης
της Θεσσαλονίκης από τον Αρχιστράτηγο Ταχσίν Πασσά και αµέσως µετά την
είσοδο του Ελληνικού Στρατού στην πόλη. Την επόµενη µέρα το Σύνταγµα
παρέµεινε στο χωριό Αρακλί και στρατοπέδευσε µέχρι τις 30 του µηνός.

Μεταστάθµευση της Μεραρχίας στην Καστοριά

Η ΙΙΙ Μεραρχία διατάχθηκε να ενισχύσει την V Μεραρχία στην τοποθεσία


Σόροβιτς, έτσι το Σύνταγµα αναχώρησε στις 30 Οκτωβρίου από το Αρακλί και

91   
µετά από πεντάωρη πορεία έφτασε στο Τοψί και ακολούθως την επόµενη
µέρα µε ολοήµερη επίπονη πορεία κατέληξαν το βράδυ στο Βάλιδτζαν.
Στις 1 Νοεµβρίου ξανά µε πολύωρη πορεία έφτασαν το βράδυ στη
Σφετεκλή και την επόµενη µέρα µετάβηκαν και στρατοπέδευσαν στα Βοδενά.
Στις 3 Νοεµβρίου αναχώρησαν µε κατεύθυνση το Τέχοβο στο όρος Νίσσο
µε µια µικρή ανάπαυση το µεσηµέρι στο σιδηροδροµικό σταθµό στη Βλάδοβα.
Εκεί πραγµατοποιήθηκε επίθεση από εχθρικά τµήµατα προς Ελληνικά
τµήµατα, τα οποία αντικαταστάθηκαν στις 16:30 από το 3ο Τάγµα του
Συντάγµατος κάτω από ασταµάτητους πυροβολισµούς από τον εχθρό. Την
επόµενη µέρα από το πρωί ο εχθρός επιτέθηκε σφοδρά στο 3ο Τάγµα και η
µάχη κράτησε µέχρι τις 12:00 όπου οι λόχοι επιτέθηκαν δια της λόγχης και
έτρεψαν τον εχθρό σε άτακτη φυγή.
Στις 5 Νοεµβρίου το Σύνταγµα µε εξαντλητική πορεία και κάτω από
ασταµάτητη βροχή κατευθύνθηκε στο Οσλόπ όπου και στρατοπέδευσε για να
καταλήξουν την επόµενη στις 15:00 στην Κορνίκοβα. Το επόµενο πρωί µε
εξαντλητική πορεία για άλλη µια φορά και κάτω υπό βροχή και ενώ οι άντρες
χρειάστηκε µέχρι και να κολυµπήσουν στον Βόρβορο έφτασαν τελικά το
βράδυ στο καµένο χωριό Εξίσουι και την επόµενη µέρα το Σύνταγµα
κατευθύνθηκε µε πορεία στο Ζελενίτσι όπου και στρατοπέδευσε για δυο
µέρες.
Στις 11 Νοεµβρίου µετά από επίπονη πορεία πάνω στα βουνά έφτασαν
τελικά στις 21:00 στην Ζαγωρίτσαινα. Η συνολική απόσταση που είχε διανύσει
το Σύνταγµα ήταν πάνω από 220 χλµ. Στο σηµείο αυτό έχουµε το γεγονός της
απελευθερώσεως της Καστοριάς: όταν εµφανίστηκε η ελληνική δύναµη ο
εχθρός εγκατέλειψε την πόλη άτακτα και χωρίς αντίσταση. Εκεί, έµειναν οι
δυνάµεις της Μεραρχίας µέχρι τις 30 Νοεµβρίου όπου και δόθηκε διαταγή να
κατευθυνθούν στα στενά του Μοραύα στο όρος Γράµµος µε εµπροσθοφυλακή
το Σύνταγµα και µια ορεινή πυροβολαρχία.
Στις 4 ∆εκεµβρίου το Σύνταγµα κατέληξε στο χωριό Νοβοσέλο και
στρατοπέδευσε, ενώ οι καιρικές συνθήκες ήταν ακραίες λόγω χιονιού.
Στις 5 ∆εκεµβρίου έχουµε την επίθεση της Μεραρχίας προς το χωριό
Πολόσκα µε πλαγιοφυλακή σε απόσταση 1.500 µέτρων το 1ο Τάγµα του
Συντάγµατος, το οποίο δέχτηκε επίθεση στον ποταµό ∆εβόλ, δίπλα από το
χωριό Ντόµπριακ. Το Τάγµα αντεπιτέθηκε µε τον 3ο και 4ο λόχο και η µάχη
ήτανε σφοδρή ενώ ο 1ος και 2ος λόχος κάλυψαν τους άλλους λόχους από το
χωριό Μπράτζανι αλλά ο εχθρός τους κύκλωσε επικίνδυνα µε αρχηγό τον
περιβόητο λήσταρχο Σαλή Μπούτκα που ήταν ο τρόµος των χριστιανών της
περιοχής. Ο 1ος λόχος δίνοντας µάχη µέχρι τις 15:30 απέκρουσε δια της
λόγχης πολλές επιθέσεις του εχθρού, ενώ όλο το Τάγµα δεχόταν συνεχείς
ριπές από το εχθρικό Πεζικό και Πυροβολικό και αναγκάστηκε να αναφέρει
στον ∆ιοικητή της Μεραρχίας ότι βρίσκεται σε δεινή θέση. Τότε το Πυροβολικό
υποστήριξε τον αγώνα του Τάγµατος µε αποτέλεσµα την άµεση υποχώρηση
του εχθρού.
Το Τάγµα επέστρεψε στις 16:30 µε πάρα πολλές απώλειες. Οι άντρες που
µας δίνει ο Σπυρίδων Βασιλάς ∆ιοικητής του 1ου Τάγµατος είναι οι εξής:
1) Στρ Χειµαριός Κ.
2) Στρ Γραµµένος Χρήστος.
Τεθέντες εκτός µάχης
1) Στρ Παντελιός Ν.
2) Στρ Κοντοσώρος Α.

92   
3) Στρ Μεσηµέρης Β.
4) Στρ Σαούλης Κ.
5) Στρ Πάγκαλος Ι.
6) Στρ Κληρονόµος Αλ.
7) Στρ Γκογκάκης Ν.
8) Στρ Χειµαριός Γ.
9) Στρ Φακιολάς Αλ.

1.7 Η µάχη της Κλεισούρας

Στις 21 Φεβρουαρίου παραδόθηκε η πόλη των Ιωαννίνων στον Ελληνικό


Στρατό και ο εχθρός κατευθύνθηκε στο Βεράτι µε επί κεφαλής τον Τζεβίτ
Πασά. Το Σύνταγµα χρησιµοποιήθηκε ως προφυλακή προς Μεσογέφυρα
στην Πρεµετή Ιωαννίνων. Ο εχθρός αφού εγκατέλειψε την πόλη κατέλαβε την
Κλεισούρα και στις 1 Μαρτίου η Μεραρχία επιτέθηκε στις δυνάµεις του Τζεβίτ
Πασά. Στις 11:30 το Σύνταγµα διατάχθηκε να αποκλείσει τον εχθρό για να µην
µπορεί να ξεφύγει υποχωρώντας προς την Αλβανία. Όµως όταν ο Τούρκικος
Στρατός αποδεκατίστηκε από την ελληνική επίθεση, υποχώρησε και κατάφερε
να µπει στην Αλβανία. Το Σύνταγµα στρατοπέδευσε στην προκεχωρηµένη
γραµµή της Κλεισούρας µέχρι τις 21 Μαρτίου ενώ το 3ο Τάγµα σχηµάτισε
προκάλυψη στο χωριό Μπετουκιάσα, δεξιά του Αώου ποταµού.
Στις 22 Μαρτίου µετά από εξάωρη πορεία το Σύνταγµα έφτασε στην
Πρεµετή και την επόµενη µέρα µετά από δεκάωρη πορεία έφτασε στο Περάτι.
Στις 24 Μαρτίου µετά από τετράωρη πορεία έφτασε στο Λιασκοβίκι και την
επόµενη µέρα µετά από πεντάωρη πορεία έφτασε στη Ράντενα. Στις 26
Μαρτίου µετά από δεκάωρη πορεία υπό βροχή έφτασε στη Μπόροβα όπου
και στρατοπέδευσε, ενώ το χιόνι και το κρύο ήταν ανυπόφορο. Στις 28
Μαρτίου µετά από δωδεκάωρη πορεία υπό ασταµάτητη βροχή και ενώ
χρειάστηκε να κολυµπήσουν ξανά στο Βόρβορο και την Ιλύν έφτασε στο
Καφζέζι. Την επόµενη µέρα έφτασαν στο Φλιώκι µετά από οκτάωρη πορεία
και οι άνδρες χρειάστηκε να κολυµπήσουν ξανά µέσα σε έναν ποταµό για να
περάσουν απέναντι. Την επόµενη µέρα πάλι στρατοπέδευσαν στο ∆ρένοβο
µετά από τετράωρη πορεία όπου και παρέµειναν για δυο µέρες. Την 1
Απριλίου έφτασαν στην Κορυτσά µετά από τετράωρη πορεία µέσα σε
ασταµάτητη χιονόπτωση και την επόµενη µέρα µετά από πέντε ώρες πορεία
σε αντίξοες καιρικές συνθήκες έφτασαν στην Μπίλιστα. Στις 3 Απριλίου µετά
από πεντάωρη πορεία µέσα σε δριµύ ψύχος και χιονόπτωση έφτασαν στο
Βάµπελι και την επόµενη µέρα µετά από δίωρη πορεία έφτασαν στο χωριό
Σιµαρδέσι στην Μπρέσνιτσα. Στις 5 Απριλίου περπάτησαν για τέσσερεις ώρες
µέσα από βουλγαρικά χωριά και την επόµενη µέρα µετά από εφτάωρη πορεία
στρατοπέδευσαν στην Ερµέντσκα. Στις 7 Απριλίου µετά από πεντάωρη
πορεία το 1ο και 3ο Τάγµα έφτασαν στο Κουτσόβεν ενώ το 2ο παράµεινε στη
Φλώρινα όπου και στρατοπέδευσε. Στις 10 Απριλίου το Σύνταγµα
συγκεντρώθηκε στο σιδηροδροµικό σταθµό Φλώρινας στο χωριό
Μπεσόσνιτσα όπου την επόµενη µέρα επιβιβάστηκε στο τρένο στις 13:30 για
να αποβιβαστεί στις 22:00 στο Βερδικόπ όπου και στρατοπέδευσε. Στις 11
Απριλίου µετά από πεντάωρη πορεία έφτασαν στα Γιαννιτσά για τρίτη φορά
όπου και στρατοπέδευσαν έξω από την πόλη.

93   
Η µεταστάθµευση της ΙΙΙ Μεραρχίας στη Θεσσαλονίκη

Στις 27 Απριλίου το Σύνταγµα στρατοπέδευσε στο Βαθύλακο όπου και


παρέµεινε µέχρι τις 19 Ιουνίου όπου ο Ελληνικός Στρατός επιτέθηκε κατά των
Βουλγάρων οι οποίοι είχαν ισχυρές δυνάµεις στο Κιλκίς και ετοίµαζαν επίθεση
προς την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Στις 19 Ιουνίου ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες στις 08:00 στην τοποθεσία
Αβρέτ-Ισσάρ και η Μεραρχία είχε υπ’ ευθύνη της την αριστερή άκρη της
επίθεσης µε σκοπό το παλαιό φρούριο. Το Σύνταγµα επιτέθηκε από τα
αριστερά µε την κάλυψη του Πυροβολικού που απαντούσε στις επίµονες
εχθρικές ριπές, µε αποτέλεσµα το µεσηµέρι να µάχεται το Σύνταγµα µέσα σε
καιόµενο χώρο, γιατί είχαν πάρει φωτιά χόρτα και καλύβες και υπήρχε
ανεξέλεγκτη πυρκαγιά. Ήτανε φρικτή στιγµή για το Σύνταγµα, γιατί οι άντρες
µάχονταν σε καιόµενο έδαφος και τα άλογα καίγονταν ζωντανά και
αναφλέγονταν οι οβίδες από µόνες τους και γίνονταν συνέχεια εκρήξεις.
Τελικά κατάφερε το Σύνταγµα να αναχαιτίσει τον εχθρό και στις 16:00
κυρίευσε φρούριο όπου και στρατοπέδευσε.

Η µάχη του Κιλκίς

Η ΙΙΙ Μεραρχία έλαβε µέρος στην επίθεση κατά του Κιλκίς από την αριστερή
µεριά της επιθετικής παράταξης, έχοντας παραδίπλα της στα αριστερά της την
Ταξιαρχία Ιππικού. Στις 20 Ιουνίου στις 07:30 η Μεραρχία έκανε προέλαση
από το Αβρέτ-Ισσάρ προς το Κιλκίς διαθέτοντας το 10ο και το 12ο Σύνταγµα
Πεζικού για την πρώτη γραµµή της µάχης αφήνοντας πίσω για εφεδρεία το 6ο
Σύνταγµα. Στις 09:00 ξεκίνησε σφοδρή µάχη µε τα αντίπαλα πυροβολικά να
βάλλουν ασταµάτητα. Το 10ο Σύνταγµα ξεκίνησε από το φρούριο Αβρέτ-Ισάρ
σε ευρεία διπλή φάλαγγα, αλλά όταν εισήλθε στη φονική ζώνη του εχθρικού
πυροβολικού, υπέστη µεγάλη καταστροφή και µε αστραπιαίες κινήσεις οι
άντρες ακολουθώντας τους ηγήτορές τους αντεπιτέθηκαν βάλλοντας προς τον
εχθρό. Η µάχη ήταν σκληρή και άνιση, το Σύνταγµα όµως συνέχισε να

94   
αντιµετωπίζει την εχθρική πυροβολαρχία µέχρι που στις 16:00 η Μεραρχία
απέστειλε ενισχύσεις και ακολούθως στις 17:00 το Μεραρχιακό πυροβολικό
έβαλλε κατά του εχθρού µε αποτέλεσµα οι Βούλγαροι να διαφύγουν άτακτα
και διασπαρµένα έχοντας πολλές απώλειες. Όµως και πάλι στις 19:15 από το
ύψωµα του Κιλκίς άλλη µια εχθρική πυροβολαρχία άρχισε να βάλλει κατά του
Συντάγµατος, χωρίς όµως αποτέλεσµα. Η µάχη σταµάτησε λόγω της νύχτας,
αλλά το Σύνταγµα ήταν σε αυξηµένη επιφυλακή.
Στις 21 Ιουνίου από τα ξηµερώµατα, το Σύνταγµα ήταν σε αναµονή µέχρι τις
11:30 οπόταν και επιτέθηκε προς τον εχθρό και µετά από δυο ώρες εισήλθε
στο χωριό Γιαννές ενώ υποχώρησε ο εχθρικός όγκος ο οποίος αποτελειώθηκε
από το πυροβολικό µε τη συνδροµή του Συντάγµατος του οποίου οι άντρες
είχαν αναλάβει ρόλο πυροβολιτή. Τότε ο εχθρικός στρατός εγκαταστάθηκε στη
∆οϊράνη όπου από εκεί θα έκανε έφοδο σε όλη τη Μεραρχία.
Η ΙΙΙ Μεραρχία µετά από εξάωρη επίπονη πορεία σταµάτησε για ανάπαυση
στον σιδηροδροµικό σταθµό και εκεί σε ανύποπτο χρόνο το εχθρικό
πυροβολικό άρχισε να βάλλει κατά παντού. Τότε επικράτησε µεγάλη σύγχυση
και αµηχανία. Μόνο το 10ο Σύνταγµα παρέµεινε παραδειγµατικά ψύχραιµο και
ταχύτατα οργανώθηκε σε θέση µάχης. Στις 15:00 άρχισε µονοµαχία ανάµεσα
στα αντίπαλα πυροβολικά µέχρι που νύχτωσε. Στις 05:00 το Σύνταγµα
διατέθηκε ως στήριγµα των υπολοίπων Συνταγµάτων της Μεραρχίας που
µάχονταν και στις 12:45 καταδίωξε δια της λόγχης τα υποχωρούντα πια
εχθρικά τµήµατα µέχρι τις 14:00 που τελικά ο εχθρός εγκατέλειψε τη ∆οϊράνη
και κατατροπώθηκε εν συνεχεία από το πυροβολικό.

Προέλαση της ΙΙΙ Μεραρχίας

Στις 24 Ιουνίου στις 04:30 το Σύνταγµα προπορεύονταν της Μεραρχίας και


έξω από τη ∆οϊράνη δέχτηκε εχθρικά πυρά και ανταπάντησε σε µια µάχη που
κράτησε µέχρι τις 17:00 χωρίς αποτέλεσµα λόγω της νύχτας. Την επόµενη
µέρα στις 08:00 το Σύνταγµα αναπτύχθηκε σε θέση µάχης ενώ από το όρος
Μπέλες έβαλλε το εχθρικό πυροβολικό. Το 1ο Τάγµα δεν είχε άλλη διαφυγή
από το να περάσει µέσα από το δάσος που υπέστη πολλές απώλειες, γιατί
εγκλωβίστηκε µέσα στα παραδοµένα στη φωτιά δέντρα. Όταν όµως διέφυγαν
από το δάσος έκαναν έφοδο αναγκάζοντας τον εχθρό να εγκαταλείψει τις

95   
θέσεις του µέχρι που στις 16:00 οι Βούλγαροι άρχισαν να υποχωρούν και
τελικά στις 17:30 διέφυγαν άτακτα εγκαταλείποντας το πεδίο της µάχης ενώ το
Σύνταγµα τους σφυροκοπούσε χωρίς έλεος µέχρι που στις 19:00 διακόπηκε η
µάχη. Στις 29 Ιουνίου στις 09:00 το Σύνταγµα ξεκίνησε πορεία για να
καταλήξει στις 16:00 στην Στρώµνιτσα. Ένα αναπάντεχο όµως γεγονός
κλόνισε το ηθικό των αντρών του Συντάγµατος, αφού σηµειώθηκαν έντεκα
κρούσµατα χολέρας.
Στις 5 Ιουλίου το Σύνταγµα ξεκίνησε στις 05:30 ως εµπροσθοφυλακή της
Μεραρχίας και ενεπλάκη στα υψώµατα Τζουµά µε τον εχθρό σε µια µάχη που
κράτησε µέχρι τις 16:00 όπου και ο εχθρός εγκατέλειψε τις θέσεις του και
υποχώρησε προς Ρόµποβο-Οµιλιάνο-Πέτσοβο.
Στις 6 Ιουλίου αποφασίστηκε γενική επίθεση στα παραπάνω χωριά και το
Σύνταγµα αποτελούσε την εφεδρική δύναµη της Μεραρχίας και όλες οι
δυνάµεις ήταν σε γενική επιφυλακή µέχρι τις 04:00 τα ξηµερώµατα που
άρχισε η επίθεση.
Στις 8 Ιουλίου το 3ο Τάγµα υπό τον Λοχαγό Αρ. Χασαπίδη µε αιφνιδιαστική
επίθεση έπληξε εχθρικά τµήµατα µέσα στα χαρακώµατά τους.
Στις 18 Ιουλίου υπογράφηκε πενθήµερος ανακωχή και στις 23 νέα
τριήµερος ανακωχή.
Στις 27 Ιουλίου υπογράφτηκε η προκαταρκτική και στις 28 Ιουλίου στις
10:30 η οριστική ειρήνη µε τα σύνορα της νέας Ελλάδας.

Κάθοδος της ΙΙΙ Μεραρχίας

Την 1η Αυγούστου συγκεντρώθηκε η Μεραρχία και µαζί το Σύνταγµα στο


Πέτσοβο και στις 2 ξεκίνησαν για Σούκ-Λάκκα.
Στις 3 Αυγούστου έφτασαν στη Στρώµνιτσα όπου οι κάτοικοι µαζί µε τους
ιερείς και όλα τους τα ιερά κειµήλια εγκατέλειψαν τη γενέτειρα γη τους και
ακολούθησαν τη Μεραρχία στο Κιλκίς όπου και εγκαταστάθηκαν. Ήταν πολύ
συγκινητικό θέαµα µέχρι δακρύων.
Στις 4 Αυγούστου έφτασαν στο Κουστούρινο και στις 5 στα Στενά ∆εδελή.
Στις 6 Αυγούστου έφτασαν στη ∆οϊράνη και στις 7 στο χωριό Χέρσοβο.
Στις 8 Αυγούστου έφτασαν στο Κιλκίς όπου και στρατοπέδευσαν µέχρι τις
25 Σεπτεµβρίου.
Στις 25 Σεπτεµβρίου το Σύνταγµα έφτασε στη ∆ράµα τα µεσάνυχτα µε το
τρένο και στις 26 έφτασε στους Μύλους.
Στις 27 Σεπτεµβρίου µετά από πορεία έφτασε στην Καβάλα όπου και
στρατοπέδευσε εκεί µέχρι τα τέλη του Οκτωβρίου.
Στα µέσα του µήνα Νοεµβρίου διατάχθηκε το Σύνταγµα να επιστρέψει στην
έδρα του και έτσι το 10ο Πεζικό Σύνταγµα επανήλθε στην Κέρκυρα στις 27
Νοεµβρίου. Από την Κέρκυρα κατάγονταν όλοι οι άντρες του Συντάγµατος οι
οποίοι είχαν εµπνευστεί από τα συναισθήµατα:
1) της πίστης προς τη θρησκεία
2) του πατριωτισµού µε την ιδέα της µεγάλης πατρίδος
3) της στρατιωτικής τιµής
4) της φιλοτιµίας, της δόξης, του συνασπισµού
5) της πεποιθήσεως προς τον αρχηγό τους, συντελώντας στο να µεγαλώσει
και να δοξασθεί η πατρίδα τους

96   
Υποδοχή του Συντάγµατος στην Κέρκυρα

Η είδηση ότι επιστρέφει το Σύνταγµα στην Κέρκυρα διαδόθηκε στην πόλη


αλλά και σε όλο το νησί µε ανακοινώσεις του ∆ήµου και των τοπικών
εφηµερίδων και ηλέκτρισε όλο τον κερκυραϊκό λαό που µε αγωνία περίµενε να
αγκαλιάσει τους γενναίους νικητές και να τους δείξει τον θαυµασµό του. Η
∆ηµοτική Αρχή Κερκυραίων προέβη στις κατάλληλες ενέργειες για να γίνει η
υποδοχή όσο το δυνατόν µεγαλοπρεπέστερη και ψήφισε κονδύλια δαπανών
για το σηµαιοστολισµό της πόλης και κατάρτισε επιτροπή για τον εορτασµό
της υποδοχής. Ακόµα το ∆ηµοτικό Συµβούλιο αποφάσισε στις 11 Νοεµβρίου
να ονοµασθεί η πλατεία της προκυµαίας ως «Πλατεία 10ου Πεζικού
Συντάγµατος» και ακόµα αποφάσισε να στέψει τη Σηµαία του Συντάγµατος µε
ασηµένιο στεφάνι και να προσφέρει τιµητικό σπαθί στον πρώην ∆ιοικητή του
κατά τους πολέµους Υποστράτηγο Αναστάσιο Παπούλα και να τον
ανακηρύξουν Επίτιµο ∆ηµότη Κερκυραίων. Από την παραµονή της άφιξης του
Συντάγµατος ολόκληρη η πόλη ήτανε επί ποδός και όλος ο κόσµος
συγκεντρωνόταν στα διάφορα σηµεία της πόλης για να παρακολουθήσουν
τον στολισµό µε δάφνες, µε θυρεούς, σηµαίες και την ανέγερση
θριαµβευτικών αψίδων στους δρόµους από τους οποίους θα παρήλαυνε το
νικηφόρο Σύνταγµα.
Στις 27 Νοεµβρίου στις 07:00, ο σηµατογράφος της ακροπόλεως σηµείωσε
την εµφάνιση των πλοίων στον ορίζοντα. Παρά τη επίµονη και δυνατή βροχή
ολόκληρη η πόλη βρέθηκε επί ποδός και οι δυο φιλαρµονικές παρήλαυναν
στους σηµαιοστολισµένους δρόµους παιανίζοντας το εωθινόν. Σε πολύ λίγη
ώρα η απόσταση από τα ανάκτορα µέχρι και το νέο φρούριο κατακλείστηκε
από τα πλήθη ανεξαρτήτου τάξης και ηλικίας που αδιαφορούσαν για τις
άσχηµες καιρικές συνθήκες και εκδήλωναν µε οποιονδήποτε τρόπο το
θαυµασµό τους προς τους Κερκυραίους πολεµιστές. Μετά από λίγο µε επί
κεφαλής τις Φιλαρµονικές έφτασαν τα διάφορα σωµατεία µε τις σηµαίες τους
καταλαµβάνοντας και τον ελάχιστο χώρο που είχε αποµείνει ελεύθερος στην
πλατεία της προκυµαίας, και όλος ο κόσµος µέσα σε ένα ασφυκτικό
περιβάλλον ζητωκραύγαζε συνεχώς. Στους επισήµους βρίσκονταν η ∆ηµοτική
Αρχή, ο Νοµάρχης, ο Σεβ. Μητροπολίτης και άλλοι διάφοροι. Στις 08:00 τα
πλοία αγκυροβόλησαν και άρχισε η αποβίβαση στις λέµβους τις οποίες
προσέφεραν αφιλοκερδώς οι φιλότιµοι ιδιοκτήτες τους. Όταν αποβιβάστηκαν
τα πρώτα τµήµατα άρχισαν να εκτυλίσσονται συγκινητικές σκηνές οι οποίες
διαδέχονταν η µια την άλλη όσο διαρκούσε η αποβίβαση και των υπολοίπων
τµηµάτων. Οι στρατιώτες έτρεχαν µε τρεµµάµενα χείλη και βουρκωµένα µάτια
για να δεχτούν τα φιλιά των συγγενών και των φίλων τους αψηφώντας τη
βροχή .Αµέσως µετά σχηµατίστηκε µια επιβλητική σε όγκο παρέλαση µε επί
κεφαλής τις Φιλαρµονικές που παιάνιζαν διάφορα θούρια, πίσω το Σύνταγµα
που ακολουθούσε ανεβαίνοντας στην Σπιανάδα διασχίζοντας τις οδούς
«Αγίου Αντωνίου» και «Νικηφόρου Θεοτόκη» όπου και εκεί τελικά
παρατάχθηκε. Σε όλη τη διαδροµή ο κόσµος από τα παράθυρα δηµιούργησε
δεύτερη βροχή ρίχνοντας άνθη, φύλλα δάφνης και ζαχαρωτά.
Μπροστά από το παραταγµένο Σύνταγµα σχηµατίστηκε γύρω από τη
σηµαία του τιµητικό τετράγωνο από τις σηµαίες των Κερκυραϊκών σωµατείων
και µέσα στο γενικό ενθουσιασµό ο ∆ήµαρχος Κερκυραίων κ. ∆ηµ. Κόλλας
απευθύνθηκε στους άντρες λέγοντας τα ακόλουθα:

97   
«Παιδιά µου ένδοξα και τιµηµένα. Ο αδελφικός ασπασµός, τον οποίο δίνω
προς το γενναίο ∆ιοικητή σας, είναι το γλυκοφίληµα της µάνας, ο θερµός
ασπασµός της λατρευτής µας Κέρκυρας, τον οποίο στην επιστροφή σας
σήµερα σας δίνει µέσα από εµένα, ενθουσιασµένη για τα µεγαλουργήµατά
σας, υπερήφανη για τον ηρωισµό σας, ευγνωµονούσα για τις µεγάλες σας
θυσίες. Συνοδευµένοι από την ευλογία της θρησκείας µας, τη βοήθεια Του
Θεού και του Προστάτη του νησιού µας, και την ευχή των συµπολιτών σας,
φύγατε προ 14 µηνών, πρόθυµοι της πατρίδας υπερασπιστές και γυρίζετε
σήµερα ελευθερωτές δοξασµένοι. Κατά το µικρό διάστηµα της εκστρατείας,
εργαστήκατε υπεράνθρωπα σε δυο πολέµους, για το µεγαλείο της πατρίδας
και επανερχόµενοι σήµερα στην αγκαλιά µας, φέρνετε µαζί σας τον
ενθουσιασµό και την ευγνωµοσύνη του Πανελληνίου και το θαυµασµό του
κόσµου όλου. Τιµηµένοι στρατιώτες του γενναίου αρχηγού σας Αναστασίου
Παπούλα και των ανδρείων Αξιωµατικών του ηρωικού Συντάγµατός σας,
αναδείξατε θριαµβευτικά την Κερκυραϊκή ανδρεία, τιµώντας και όλη την
Πατρίδα. Στεφανωµένη µε τη δάφνη της Νίκης, µας ξαναφέρνετε την ένδοξη
Σηµαία του Κερκυραϊκού Συντάγµατος, Σώµατος ηρωικού της ενθουσιώδους
και πειθαρχικής τρίτης Μεραρχίας, την οποία και ο ∆ήµος Κερκυραίων
ευγνωµονώντας, την στεφάνωσε σήµερα µε ασηµένιο δάφνινο στεφάνι και
επανέρχεστε στην ιδιαίτερή σας Πατρίδα µε το µέτωπο γεµάτο υπερηφάνεια,
και είστε δίκαια υπερήφανοι, γιατί από τους αγώνες σας και τον ηρωισµό σας,
µεγαλώσατε την Πατρίδα µας, λαµπρύνατε µαζί µε τον υπόλοιπο στρατό µε
χρυσές σελίδες την νεότερή µας ιστορία, διδάξατε τον κόσµο, πως οι Έλληνες
µάχονται υπέρ Πατρίδος και πως οι Κερκυραίοι πεθαίνουν µε το τραγούδι στο
στόµα. Ήταν η εκδήλωση της Κερκυραϊκής γενναιότητας που είναι προς την
Πατρίδα το υπέρτατο καθήκον και µπροστά στον θάνατο τραγουδάει σαν
αηδόνι. Το έργο όλων εκείνων, οι οποίοι συγκροτούν τις πολεµικές δυνάµεις
της χώρας, το έργο του µεγάλου Στρατηλάτη και Ελευθερωτή Βασιλέα,
υπήρξε µέγιστο, η σηµερινή µέρα δε, ηµέρα χαράς µεν και αγαλλίασης για την
επιστροφή σας, αιωνίου όµως και ιερού µνηµόσυνου για εκείνους, οι οποίοι
δεν γύρισαν σήµερα µαζί σας, αποτελώντας ιστορικό γεγονός από τα
συγκινητικότερα, θα χρησιµεύσει σαν παράδειγµα για τους µεταγενέστερους,
οι οποίοι στο µέλλον, θα ευλογούν πάντα το όνοµά σας, θα δοξάζουν την
ένδοξή σας Σηµαία και θα λατρεύουν τον Μεγάλο Αρχιστράτηγο και Εθνάρχη
Βασιλέα.
Ζήτω το 10ο Πεζικό Σύνταγµα!
Ζήτω ο Ελευθερωτής Βασιλεύς»

Συνεχείς και έντονες ζητωκραυγές υποδέχτηκαν τις τελευταίες λέξεις του κ.


∆ηµάρχου στον οποίο απάντησε συγκινητικότατα ο Συνταγµατάρχης
∆ιοικητής κ. Αλεξανδρής, αναφερόµενος στην κερκυραϊκή ανδρεία, στους
υπέρ της ένωσης αγώνες του επτανησιακού λαού και στην προς την Πατρίδα
αφοσίωση των Κερκυραίων µαχητών, τους οποίους θαύµασε από κοντά για
την υποµονή τους, την πειθαρχία και την αυταπάρνησή τους. Αµέσως µετά οι
λόχοι µε τη στεφανωµένη Σηµαία κατευθύνθηκαν στους στρατώνες τους, ενώ
το βρεγµένο πλήθος άρχισε να αποχωρεί µαζί και οι µαθητές µε τις σηµαίες
τους. Η παραπάνω αυτή λαµπρή γιορτή επισφραγίστηκε το βράδυ µε γενική
φωταγώγηση των καταστηµάτων, των ∆ηµοσίων και ∆ηµοτικών κτηρίων.

98   
Οι νεκροί Κερκυραίοι που έπεσαν ένδοξα κατά τους Βαλκανικούς πολέµους
1912-1913
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ
1) Λοχαγός Μπίνας Γεώργιος (Σαραντάπορο 9-10-12)
2) Υπολοχαγος Πούλος Κων/νος ( » 9-10-12)
3) » Μπάκας …. (Κορυτσά Νοέµβριος 1912)

ΟΠΛΙΤΕΣ 1ου Λόχου


1) ∆εκανέας Κορακιανίτης Ιωάννης (Κλεισούρα 1912)
2) Στρ Γραµµένος Ιωάννης (Πολίτσα 5-12-12)
3) Στρ Μαυρίκης Σπυρίδων (Κιλκίς 19-6-13)
4) Στρ Χειµαριός Πέτρος (Μπρωτσάνη 1912)
5) Στρ Ζωχιός Ματθαίος (Πρεµετή 1912)
6) Στρ Μούρτος Ιωάννης (Μπέλες 1913)
7) Στρ Κονοφάος Χαράλαµπος (Μπέλες 1913)
8) Στρ Πηλός Γεώργιος (Πέτσοβο 1913)
9) Στρ Κατσαρός Αλέξανδρος (Κορυτσά 13-11-13)
10) Στρ Μπόγδος Ανδρέας (Γιαννιτσά 20-10-12)

ΟΠΛΙΤΕΣ 2ου Λόχου


-

ΟΠΛΙΤΕΣ 3ου Λόχου


1) ∆εκανέας Βιδινιώτης Αλέξανδρος (Στενά Μπέλες 28-6-13)
2) Στρ Γουλής Ιωάννης (Κιλκίς 1913)
3) Στρ Αγάθος Ιωάννης (Γιαννιτσά 1912)
4) Στρ Αυλωνίτης Στυλιανός ( Πέτσοβο 1913)
5) Στρ Μουζακίτης Μιχαήλ ( Κιλκίς 21-6-13)

ΟΠΛΙΤΕΣ 4ου Λόχου


1) Λοχίας Μοναστηριώτης Σπυρίδων (Κιλκίς 20-6-13)
2) Στρ Πηγής Σπυρίδων (Πέτσοβο 15-7-13)
3) Στρ Μουζακίτης Σπυρίδων (Καστοριά 1912)

ΟΠΛΙΤΕΣ 5ου Λόχου


1) Λοχίας Αλαµάνος Βασίλειος (Κορυτσά 1912)
2) Στρ Μάζης Ιωάννης (Κιλκίς 20-6-13)
3) Στρ Ρέβης ∆ηµήτριος ( Τζουµαγιά 20-6-13)

ΟΠΛΙΤΕΣ 6ου Λόχου


1) Στρ Χειµαριός Αρσένιος (Πηλίτσα 5-6-12)
2) Στρ Καζιάνης Κων/νος ( Κιλκίς 19-6-13)
3) Στρ Αυλωνίτης Νικόλαος ( Κορυτσά 2-3-12)

ΟΠΛΙΤΕΣ 7ου Λόχου


1) Στρ Βρασσερός Ιωάννης (Κορυτσά 14-10-12)
2) Στρ Κολοβός Ιωάννης ( Σαραντάπορο 9-10-12)

ΟΠΛΙΤΕΣ 8ου Λόχου


1) Στρ Σγούρος Νικηφόρος (Πέτσοβο 1913)

99   
2) Στρ Βάρθης Βασίλειος (Σαραντάπορο 1912)
3) Στρ Σκορδίλης Νικόλαος (Σαραντάπορο 1912)

ΟΠΛΙΤΕΣ 9ου Λόχου


1) Στρ Καββαδίας Γεώργιος (Πέτσοβο 15-7-13)
2) Στρ Χειµαριός Αναστάσιος (Πέτσοβο 15-7-13)
3) Στρ Σελλάς ∆ηµήτριος (Πέτσοβο 16-7-13)

ΟΠΛΙΤΕΣ 10ου Λόχου


1) Λοχίας Πακτήτης Σπυρίδων (Πέτσοβο 19-7-13)

ΟΠΛΙΤΕΣ 11ου Λόχου -

ΟΠΛΙΤΕΣ 12ου Λόχου


1) Στρ Κούφαλης Ευστάθιος ( Πέτσοβο 16-7-13)
2) Στρ ∆ενερούς Ευάγγελος (Κιλκίς 1913)
3) Στρ Σαββίνος Αναστάσιος (Κιλκίς 1913)
Ο κατάλογος έχει συµπληρωθεί από τον Συνταγµατάρχη Πεζικού (ε.α.)
Σπυρίδωνα Βασιλά στην Κερκύρα, τη 10 Απριλίου 1930. Προς άρση τυχόν
παρεξηγήσεων, ο παραπάνω κατάλογος, συµπληρώθηκε µε βάση τις
σηµειώσεις, που ήταν δυνατόν να παράσχει η στρατολογία του 10ου ΣΠ της
τότε εποχής. Υπάρχουν νεκροί Κερκυραίοι που τότε δεν είχαν συγκεντρωθεί
ακόµα τα ονόµατά τους. Με βάση µετέπειτα πηγές, το Σύνταγµα επέστρεψε
στην Κέρκυρα µε απώλειες που υπολογίστηκαν στους 500 άντρες.

Η θυσία της πολεµικής σηµαίας του Συντάγµατος

Το ένδοξο 10ο Σύνταγµα Πεζικού του Ελληνικού Στρατού, πολέµησε και


δόξασε την Κέρκυρα και πρώτο µπήκε στα στενά του Σαρανταπόρου, κατά
τους Βαλκανικούς πολέµους του 1912-13. Η σηµαία του, η περίφηµη
«Σαραντάπορος», φυλαγόταν µε καµάρι και σε κάθε επίσηµη γιορτή, στόλιζε
τον ιστό του Σταυρού, της ακρόπολης του παλαιού ενετικού φρουρίου όπου
στρατοπέδευε το σύνταγµα. Η περίφηµη αυτή σηµαία, η θρυλική
«Σαραντάπορος», σήµερα δεν υπάρχει, διότι θυσιάστηκε στον βωµό της
πατρίδας. Οι υπεύθυνοι διοικητές του συντάγµατος, έκαψαν τη σηµαία στο
όρος του Παντοκράτορα το 1941, όταν τα ιταλικά στρατεύµατα, κατέλαβαν την
Κέρκυρα, κατά τον 2ο παγκόσµιο πόλεµο.
Όταν υπογράφτηκε η παράδοση της Κέρκυρα εις τους Ιταλούς από το
Νοµάρχη και το φρούραρχο της φρουράς της Κέρκυρας, τότε οι αξιωµατικοί
τού 10ου Πεζικού Συντάγµατος έφυγαν από το Παλαιό Ενετικό Φρούριο,
παίρνοντας µαζί τους και τη σηµαία τού 10ου Πεζικού Συντάγµατος, την
Περίφηµη «Σαραντάπορον» και επήγαν στο όρος του Παντοκράτορα, στο
οποίο δεν είχαν φτάσει ακόµη οι Ιταλοί. Εκεί, συνεδρίασε για τελευταία φορά
το στρατιωτικό συµβούλιο και αποφάσισαν να κάψουν σε τελετή τη σηµαία
τού 10ου Πεζικού Συντάγµατος, ώστε να µην πέσει στα χέρια του εχθρού,
πράγµα το οποίο και έπραξαν. Έκαψαν σε τελετή και απέδωσαν για τελευταία
φορά, τιµές στην «Σαραντάπορον», την ηρωική σηµαία του 10ου
συντάγµατος.
Μετά αναχώρησαν από τον Παντοκράτορα και επήγαν στην περιοχή της
Λευκίµµης και από εκεί µε πλοιάριο, έφυγαν για την Ηγουµενίτσα και από εκεί

100  
για την Αθήνα. Ο διοικητής Πολύζος, συµµετείχε µετά στην κυβέρνηση
Τσακαλώτου, η οποία αντικατέστησε την εξόριστη στο Κάιρο επίσηµη
Ελληνική Κυβέρνηση, κατά το διάστηµα τής Γερµανικής κατοχής. Μπορεί η
Κέρκυρα να παραδόθηκε στους Ιταλούς, το ένδοξο όµως 10ο Πεζικό
Σύνταγµα, δεν παραδόθηκε ποτέ. Ο διοικητής του, ο ηρωικός
συνταγµατάρχης Πολύζος, δεν υπέγραψε ποτέ το κείµενο της παραδόσεως
της Κέρκυρας στους Ιταλούς.
Το κείµενο της παραδόσεως, το υπέγραψαν, ο νοµάρχης Κερκύρας και ο
φρούραρχος και διευθυντής της στρατολογίας. Μόνον αυτοί!! Το παλαιό
ενετικό φρούριο, παρεδόθη στους Ιταλούς, µε την οικειοθελή παράδοση της
φρουράς του και µόνον.

101  
Παράρτηµα Ε΄

Σχεδιαγράµµατα επιχειρήσεων

Επιχειρήσεις προς την τοποθεσία του ∆ρίσκου

102  
Μάχη Πεστών

103  
Πρώτη επίθεση κατά Μανολιάσας και Μπιζανίου-Πρώτη τουρκική
αντεπίθεση

104  
Επίθεση κατά της οχυρωµένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων στις 7
Ιανουαρίου του 1913

105  
Επίθεση κατά της οχυρωµένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων στις 20
Φεβρουαρίου του 1913

106  
Εκκαθάριση Ηπείρου

107  
Βιβλιογραφία

• http://astypalaia.wordpress.com
• http://www.elemedu.upatras.gr/eriande/synedria/synedrio4/praktika1/ka
rkanis.htm
• Σταύρος Κελαϊδής: «Εθελοντικά Σώµατα Κρητών εν Μακεδονία, ήτοι
δράσις αυτών κατά τον Βαλκανοτουρκικόν Πόλεµον», Αθήνα 1913.
• Πάρη Κελαϊδή: «Κρητικοί εθελοντές στους απελευθερωτικούς πολέµους
1912-913»
• Περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΚΑ εφηµερίδας Ελευθεροτυπία, τεύχος 24, 30
Μαρτίου 2000
• Ιωάννης Αλεξάκης: «Ο Νοµός Ηρακλείου και ο στρατός του εν ειρήνη
και εν πολέµω».
• Ιωάννης Αλεξάκης: «Ο πρώτος στρατός της Κρήτης. Η Κρητική
Πολιτοφυλακή».
• Συνδέσµου Εφέδρων Αξιωµατικών Κερκύρας, στις 12 Σεπτ. 1929
• Βελλιανίτης, Θεόδωρος, Κλαδάς, Νικόλαος κ.ά., Βαλκάνια. Οι
Βαλκανικοί και οι Ελληνοτουρκικοί Πόλεµοι Εκδόσεις
ΜΕ∆ΟΥΣΑ/ΣΕΛΑΣ, Αθήνα 1999.
• Γενικό Επιτελείο Στρατού/∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Επίτοµη
Ιστορία των Βαλκανικών Πολέµων 1912-1913, Αθήνα 1987.
• Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέµους του 1912-1913,
τόµος Α΄, Αθήνα 1988.
• Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέµους του 1912-1913,
τόµος Β΄, Αθήνα 1991.
• Γενικόν Επιτελείον Στρατού-Πολεµική Έκθεσις, Ο Ελληνικός Στρατός
κατά τους Βαλκανικούς Πολέµους του 1912-1913, Παράρτηµα, τόµος
Β΄, εν Αθήναις 1932.
• Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέµους του 1912-1913,
Παράρτηµα, τόµος Α΄, εν Αθήναις 1940.
• Γεραµάνης, Αθανάσιος, Αντγος ε.α., Πολεµική Ιστορία Νεωτέρας
Ελλάδος. Βαλκανικοί Πόλεµοι 1912-1913, Αθήνα 1980.
• Hall, R.C., The Balkan Wars, 1912-1913. Prelude to the First World
War, London-New York 2000.
• Οικονόµου, Νικόλαος, «Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος», Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, τόµος Ι∆΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, 289-330
• Ζαννή Καµπούρη, «Τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας στη
Λέσβο», Λεσβιακά, τόµος ∆΄, Μυτιλήνη 1962, σ. 102-188
• ΓΕΣ, «Η απελευθέρωσις της Λέσβου», Λεσβιακά, τόµος ∆΄, Μυτιλήνη
1962, σ. 189-197
• Φ. ∆ήµου, Γ.Καραµάνου, Α. Παρασκευαιδη, «Η Λέσβος τις µέρες της
απελευθέρωσης», Λεσβιακά, τόµος ∆΄, Μυτιλήνη 1962, σ. 198-228
• Πινακοθήκη µε θέµα τους Βαλκανικούς πολέµους
• Οι Βαλκανικοί πόλεµοι (περ. Ιστορία)
• Βαλκανικοί Πόλεµοι (1912-1913) από τη ∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού /
ΓΕΣ.
• Έκθεσις της Πολεµικής Ιστορίας των Ελλήνων: Έκδοση 1970 ΓΕΣ.

108  
• Η Ελλάδα των Βαλκανικών Πολέµων, 1910-1914. Εταιρεία
Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου: 1993. Ελένη Γαρδήκα Κατσιαδάκη
& Λύντια Τρίζα (επιµ. έκδ.) Αθήνα.
• Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους
Βαλκανικούς Πολέµους 1912-1913. Τόµοι Α΄-Γ΄.
• The diplomacy of the Balkan Wars, 1912-1912. Campridge. Harward
University Press. 1938 (Αγγλικά).

109  
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ
ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ

Του:

Ε IIIης Ιωάννη Χολίδη

1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σκοπός αυτής της εργασίας είναι η παρουσίαση της συµβολής του Πεζικού
κατά τον Πρώτο και ∆εύτερο Βαλκανικό Πόλεµο.
Αναµφίβολα η σταθερή απόφαση των χριστιανικών βαλκανικών κρατών να
συµπαρασταθούν στους αλύτρωτους οµοεθνείς τους, που εξακολουθούσαν να
βρίσκονται κάτω από τον τουρκικό ζυγό ήταν σηµαντική και καθοριστική.
Πράγµατι, τα βαλκανικά κράτη, αφότου απέκτησαν σταδιακά την
ανεξαρτησία τους από την Οθωµανική Αυτοκρατορία, στη διάρκεια του 19ου
αιώνα, άρχισαν να αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα για τη βελτίωση της
καταστάσεως των υπόδουλων αδελφών τους και τη δηµιουργία προϋποθέσεων
για την προβολή των διεκδικήσεών τους στα τουρκοκρατούµενα ακόµα εδάφη.
Ωστόσο, από τις αρχές του 1912 η κατάσταση για τους χριστιανικούς
πληθυσµούς των εδαφών αυτών άρχισε να γίνεται απελπιστική, εξαιτίας της
τουρκικής συµπεριφοράς και αδιαλλαξίας. Παρά τις φιλελεύθερες µεταρρυθµίσεις
που είχαν εξαγγείλει οι Νεότουρκοι µετά την επικράτηση του κινήµατός τους τον
Ιούλιο του 1908, οι πιέσεις σε βάρος των χριστιανών συνεχώς αύξαναν και ο
κίνδυνος αφανισµού τους ηµέρα µε την ηµέρα γινόταν και πιο µεγάλος.
Συνέπεια αυτού ήταν τα χριστιανικά βαλκανικά κράτη να παραµερίσουν τις
µεταξύ τους διαφορές προκειµένου να αντιµετωπίσουν την Τουρκία, ως κοινό
πλέον εχθρό. Έτσι, στις 29 Φεβρουαρίου 1912, υπογράφτηκε συνθήκη αµυντικής
συµµαχίας µεταξύ της Σερβίας και της Βουλγαρίας και στις 16 Μαΐου του ίδιου
έτους υπογράφτηκε συνθήκη µεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας. Επιπλέον
τα κράτη αυτά συνήψαν και διάφορες µεταξύ τους στρατιωτικές συµφωνίες, µε τις
οποίες αναλάµβαναν την υποχρέωση της αµοιβαίας υποστηρίξεως σε περίπτωση
πολέµου µε την Τουρκία.
Παράλληλα το Μαυροβούνιο, που είχε εκδηλώσει ανεπιφύλακτα την
επιθυµία του να πάρει µέρος σε οποιοδήποτε συνασπισµό κατά της Τουρκίας,
υπέγραψε τον Σεπτέµβριο του 1912 αντίστοιχη συµφωνία µε τη Σερβία. Έτσι, και
τα τέσσερα χριστιανικά κράτη βρέθηκαν, στις αρχές του Φθινοπώρου του 1912,
συνενωµένα και αλληλέγγυα κατά της Τουρκίας.
Η αντίδραση της Τουρκίας, στη δραστηριότητα αυτή των βαλκανικών
κρατών, εκδηλώθηκε άµεσα και δυναµικά µε την ενίσχυση των παραµεθόριων
φρουρών και τη µετακίνηση, µε το πρόσχηµα διεξαγωγής στρατιωτικών
ασκήσεων, σηµαντικών δυνάµεων από την Ανατολή στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Σε απάντηση τα βαλκανικά κράτη κήρυξαν γενική επιστράτευση και το
Μαυροβούνιο, λαµβάνοντας την πρωτοβουλία, κήρυξε πρώτο, στις 25
Σεπτεµβρίου, τον πόλεµο κατά της Τουρκίας.
Πέντε µέρες αργότερα η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα, µε έντονη
διακοίνωσή τους ζήτησαν από την Τουρκία να επιφέρει ριζικές µεταρρυθµίσεις στη
διοίκηση των χριστιανών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Το ύφος όµως και το
περιεχόµενο της διακοινώσεως αυτής προεξοφλούσε την απόρριψή της, πράγµα
στο οποίο άλλωστε και απέβλεπε. Αυτό και έγινε.
Ο πόλεµος ήδη, µεταξύ των Βαλκανικών Συµµάχων και της Τουρκίας ήταν
αναπόφευκτος. Έτσι, στις 5 Οκτωβρίου του 1912 άρχιζαν οι πολεµικές
επιχειρήσεις, µε τον Ελληνικό Στρατό να ενεργεί προς τη Μακεδονία και την
Ήπειρο, το Βουλγαρικό προς την Ανατολική Θράκη και το Σερβικό προς τα
Σκόπια και το Μοναστήρι.

2
ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1897

Ελληνοτουρκικός πόλεµος - εµπροσθοφυλακή

Την 15η Φεβρουάριου 1897, οι Έλληνες επιστρατεύθηκαν εκ νέου και


εκλήθησαν υπό τα όπλα δέκα κλάσεις εφέδρων, συνολικής δυνάµεως 85.000
ανδρών. Τα ηµέτερα τµήµατα αποτελούνταν από τρεις µεραρχίες. Οι δύο πρώτες
συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλία και η Τρίτη στην Ήπειρο. Συνολικά, οι ελληνικές
δυνάµεις στη Θεσσαλία αριθµούσαν 42.000 άνδρες περίπου και διέθεταν 96
πυροβόλα και 600 ιππείς.
Ο αριθµός των αντίστοιχων στρατευµάτων στην Ήπειρο έφθασε τους
16.000 άνδρες. Το θέατρο των επιχειρήσεων ήταν η Θεσσαλία, η νότια Μακεδονία
και η Ήπειρος. Επικεφαλής των ελληνικών στρατευµάτων ήταν ο ∆ιάδοχος του
θρόνου Κωνσταντίνος. Ο πόλεµος ξεκίνησε κατ’ ουσίαν µε την ανταλλαγή πυρών
µεταξύ των ανδρών του ελληνικού φυλακίου Μπαϊρακτάρη και Τούρκων
στρατιωτών του απέναντι εχθρικού φυλακίου, την 4η Απριλίου. Σύντοµα,
ενεπλάκησαν στο επεισόδιο πολυάριθµα στρατεύµατα και από τις δύο χώρες.
Από την 5η έως την 11η Απριλίου, έλαβε χώρα η µάχη των συνόρων, κατά την
οποία οι Τούρκοι επεκράτησαν µε αποτέλεσµα να εισβάλουν στην περιοχή της
Μελούνας. Την 11η Απριλίου, συνήφθη νέα φονική µάχη στα ∆ελέρια, κατά την
οποία ο εχθρός επεκράτησε εκ νέου. Η αρνητική έκβαση της µάχης αυτής, η
εσπευσµένη σύµπτυξη των ηµετέρων τµηµάτων και η απώλεια στρατιωτικού
υλικού επέφεραν την κατακόρυφη πτώση του ηθικού των ανδρών,
συµπεριλαµβανοµένων και των αξιωµατικών. Ο µόνος νηφάλιος ήταν ο
Κωνσταντίνος, ο οποίος διέταξε την αντίταξη αµύνης στην περιοχή των
Φαρσάλων. ∆υστυχώς όµως είχε εγκαταλειφθεί πολύτιµο στρατιωτικό υλικό στη
Λάρισα, λόγω ελλείψεως µεταφορικών µέσων.
Οι Τούρκοι δεν ετήρησαν επαφή µετά των υποχωρούντων Ελλήνων και
απεφάσισαν να στείλουν δυνάµεις προς τον Βόλο. Αυτές, όµως, αποκρούσθηκαν.
Τότε, ο Τούρκος Αρχιστράτηγος έστρεψε την προσοχή του προς τα Φάρσαλα,
όπου είχε συγκεντρωθεί ο κύριος όγκος των ελληνικών στρατευµάτων. Αρχικώς, η
τουρκική επίθεση απέτυχε. Εντούτοις, ο ρους της µάχης µετεβλήθη όταν ο
Έλληνας διοικητής των προφυλακών διέταξε την υποχώρηση του πυροβολικού
προς την κύρια τοποθεσία αντιστάσεως µε αποτέλεσµα το Πεζικό να βρεθεί
µαχόµενο δίχως την υποστήριξη του ηµέτερου Πυροβολικού. Ο εχθρός
εκµεταλλεύτηκε την ασυνεννοησία και κατέλαβε επίκαιρες θέσεις, απειλώντας µε

3
υπερκέραση την αριστερή πλευρά της ελληνικής παρατάξεως. Επακολούθησαν
σφοδρές µάχες, κατά τις οποίες οι Έλληνες πολέµησαν µε γενναιότητα.
∆υστυχώς, όµως, άρχισαν να παρουσιάζονται ελλείψεις σε τρόφιµα και
πυροµαχικά, µε αποτέλεσµα να αποφασισθεί ορθώς η σύµπτυξη των ηµετέρων
στρατευµάτων προς τον ∆οµικό. Ταυτόχρονα, υπεχώρησε και το απόσπασµα
Σµολένσκι (το οποίο υπεράσπιζε τον Βόλο) προς τον Αλµυρό.
Στον ∆οµικό, δόθηκε η τελευταία µάχη του πολέµου. Το έδαφος ήταν
πρόσφορο για τους Έλληνες, αλλά οι Τούρκοι υπερείχαν συντριπτικά σε άνδρες
και δύναµη πυρός, ενώ και το ηθικό τους ήταν ακµαίο. Τελικώς, λόγω και των
σοβαρών τακτικών σφαλµάτων των Ελλήνων (ιδίως του διοικητή της 2ης
Ταξιαρχίας), τα ηµέτερα τµήµατα υποχρεώθηκαν να συµπτυχθούν προς Νότον εν
πλήρη αταξία. Στο µέτωπο της Ηπείρου, τα ελληνικά στρατεύµατα κατάφεραν να
αποκρούσουν µια εχθρική επίθεση για την κατάληψη της Άρτας. Αργότερα, τα
φίλια τµήµατα επετέθησαν στον εχθρό στο Γκρίµποβο αλλά δεν µπόρεσαν να
διασπάσουν τις γραµµές του. Ταυτόχρονα, απέτυχε µία επιχείρηση προελάσεως
προς την Πρέβεζα. Την 7η Μαΐου, ανεστάλησαν οι εχθροπραξίες και λίγο
αργότερα υπεγράφη ανακωχή. Την 22α Νοεµβρίου/4η ∆εκεµβρίου 1897, συνήφθη
η ελληνοτουρκική συνθήκη ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη.

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1897-1912)

Ύστερα από τον πόλεµο του 1897, κατελήφθη συστηµατική προσπάθεια


ανασυγκροτήσεως του στρατού. Το 1900, θεσπίστηκε η θέση του Γενικού
∆ιοικητού, την οποία κατέλαβε ο ∆ιάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος παρέµεινε
ταυτόχρονα και Γενικός Επιθεωρητής του στρατού. Αν και υπαγόταν στο
Υπουργείο Στρατιωτικών, είχε απόλυτη ελευθερία κινήσεων σε θέµατα
οργανώσεως, εκπαιδεύσεως και προπαρασκευής των ενόπλων δυνάµεων.
Αργότερα, ψηφίστηκε ο νόµος «Περί Οργανισµού του Στρατού», ενώ από το 1907
εντατικοποιήθηκαν τα µέτρα αναδιοργανώσεως και παραγγέλθηκαν νέα σύγχρονα
όπλα. Το 1908, καθορίστηκε για πρώτη φορά στολή εκστρατείας. Το θέρος του
1909, ξέσπασε το κίνηµα στο Γουδί κα δηµιουργήθηκε αναταραχή στο στράτευµα,
η αναδιοργάνωση του οποίου ετέθη σε νέες βάσεις. Επίσης, οι µεραρχίες, οι µη
µονάδες και λοιπές στρατιωτικές υπηρεσίες υπήχθησαν απευθείας στο Υπουργείο
Στρατιωτικών, ενώ το Γενικό Επιτελείο της Γενικής ∆ιοικήσεως συγχωνεύτηκε µε
την Επιτελική Υπηρεσία του Υπουργείου Στρατιωτικών. Τέλος αποφασίστηκε η
αντικατάσταση του πυροβολικού Κρουπ µε το πεδινό ταχυβόλο Σνάιντερ-∆αγκλή.
Αργότερα, κλήθηκαν ξένοι εκπαιδευτές, οι οποίοι εφάρµοσαν νέες µεθόδους.
Τέλος, τον Ιανουάριο του 1912, δηµοσιεύτηκε ο νέος οργανισµός του στρατού.
Σύµφωνα µε αυτόν, ο Ελληνικός Στρατός αποτελείτο από τέσσερις µεραρχίες. Η
κάθε µια εξ αυτών απαρτιζόταν από τρία συντάγµατα πεζικού κι ένα σύνταγµα
πεδινού πυροβολικού. Επίσης, ο Ελληνικός Στρατός αποτελείτο από ένα
σύνταγµα πεδινού πυροβολικού, έξι ανεξάρτητα τάγµατα Ευζώνων, δύο µοίρες
ορειβατικού πυροβολικού και µια µοίρα βαρέως πυροβολικού, τρία συντάγµατα
ιππικού και δύο συντάγµατα µηχανικού.
Αυτή την περίοδο, ραγδαίες ήταν οι εξελίξεις και στο διπλωµατικό πεδίο.
Πιο συγκεκριµένα, η Αγία Πετρούπολη κατέλαβε έντονη προσπάθεια για την
εξοµάλυνση των σχέσεων µεταξύ των δύο σλαβικών λαών της Βαλκανικής
Χερσονήσου, των Βουλγάρων και Σέρβων. Τελικώς, την 29η Φεβρουαρίου/13η
Μαρτίου 1912 υπεγράφη µία βουλγαροσερβική συνθήκη. Σε αυτήν,
περιλαµβανόταν, µεταξύ άλλων, µια αµοιβαία στρατιωτική συνδροµή σε

4
περίπτωση επιθέσεως τρίτου κράτους. Υπήρχε, όµως, και µια µυστική προσθήκη,
η οποία καθόριζε τη δράση των στρατευµάτων των δύο κρατών σε περίπτωση
περιπλοκών στη Βαλκανική και δη στο εσωτερικό της Οθωµανικής
Αυτοκρατορίας. Κατ’ ουσίαν, επρόκειτο για ένα µοίρασµα της Μακεδονίας σε
γενικές όµως γραµµές. Μάλιστα, η τύχη ενός µεγάλου τµήµατος αυτής δεν
διευκρινιζόταν αλλά θα επαφιόταν στην επιδιαιτησία του Τσάρου, υπό την
προϋπόθεση ότι δεν θα ήταν δυνατή η αυτονοµία της. Λίγες βδοµάδες αργότερα,
υπεγράφη και µια ειδική στρατιωτική σύµβαση. Αν και το µεγαλύτερο µέρος των
δύο συνθηκών ήταν µυστικό, το περιεχόµενό τους διέρρευσε στο Λονδίνο.
Σύντοµα, η Αθήνα πληροφορήθηκε τα τεκταινόµενα και δικαιολογηµένα
ανησύχησε αφού επεχειρείτο ο διαµελισµός της Μακεδονίας. Ερήµην της. Η
Ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη προσπαθήσει να προσεγγίσει την αντίστοιχη
βουλγαρική αλλά η Σόφια κωλυσιεργούσε προκειµένου να ευοδωθούν οι
συνοµιλίες της µε το Βελιγράδι και να µπορέσει να διαπραγµατευθεί µε την Αθήνα
µε θέση ισχύος. Άλλωστε, οι Βούλγαροι αντιµετώπιζαν απαξιωτικά τις
στρατιωτικές ικανότητες των Ελλήνων, µετά τον πόλεµο του 1897. Την 6η/19η
Μαρτίου, η Αθήνα υπέβλεπε ένα σχέδιο συµφωνίας, το οποίο συνήντησε την
ευνοϊκή αντιµετώπιση της Σόφιας. Αµέσως, ξεκίνησαν διαπραγµατεύσεις µεταξύ
της βουλγαρικής κυβερνήσεως και του Έλληνα πρεσβευτή ∆ηµητρίου Πανά.
Τελικώς, στη βουλγαρική πρωτεύουσα εστάλη ο υπασπιστής του Έλληνα
πρωθυπουργού Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος προέβη στη διευθέτηση των
τελευταίων εκκρεµών ζητηµάτων. Τελικώς, την 16η/29η Μαΐου 1912, υπεγράφη
ένα αµυντικό σύµφωνο µεταξύ Αθηνών και Σόφιας. Το σύµφωνο αυτό προέβλεπε
ότι οι κυβερνήσεις των δύο συµβαλλόµενων κρατών θα ασκούσαν πιέσεις στους
οµοεθνείς τους, οι οποίοι διαβιούσαν στην επικράτεια της Οθωµανικής
Αυτοκρατορίας προκειµένου να συνυπάρξουν ειρηνικά. Επιπλέον, τα δύο κράτη
θα αλληλοβοηθούνταν, εάν ένα εκ των δύο δεχόταν επίθεση από τους
Οθωµανούς. Επίσης, δεσµεύονταν να µην υπογράψουν µονοµερή ειρήνη µε τον
Σουλτάνο. Τέλος, υπήρχε µια επεξηγηµατική δήλωση, σύµφωνα µε την οποία, εάν
ξεσπούσε πόλεµος λόγω του Κρητικού ζητήµατος, οι Βούλγαροι θα τηρούσαν
ευµενή για την Ελλάδα ουδετερότητα και δεν θα παρεµπόδιζαν µια ενδεχόµενη
ελληνική πρωτοβουλία για την επίλυση του προβλήµατος. Επακολούθησε η
σφαγή αρκετών Βουλγάρων χωρικών στο χωριό Κότσανα, γεγονός που
προδιάθεσε αρνητικά τη βουλγαρική κοινή γνώµη εναντίον των Τούρκων. Τέλος,
τον Σεπτέµβριο του ίδιου έτους, υπογράφει µια συµφωνία ανάµεσα στους
Μαυροβούνιους και τους Βούλγαρους.
Οι εξελίξεις αυτές ώθησαν µερίδα του ευρωπαϊκού Τύπου να αποκαλέσει
τα συµµαχικά βαλκανικά κράτη ως «εβδόµη Μεγάλη ∆ύναµη». Αντιθέτως, πολλές
Μεγάλες δυνάµεις εξοργίστηκαν από τη συνεννόηση των βαλκανικών κρατών
καθώς διείδαν τον κίνδυνο αυξήσεως της ρωσικής επιρροής στην περιοχή. Προς
τούτο, έσπευσαν να «νουθετήσουν» τα συµβαλλόµενα µέρη. Ταυτόχρονα, η
Βιέννη ανέλαβε την πρωτοβουλία εφαρµογής εκτεταµένων µεταρρυθµίσεων προς
όφελος των χριστιανικών πληθυσµών της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Ήταν πλέον
αργά. Οι Νεότουρκοι προέβησαν σε αντίποινα, προχωρώντας σε κατάσχεση
µεγάλων ποσοτήτων σερβικού πολεµικού υλικού στα Σκόπια και αποβιβάζοντας
στρατεύµατα στη Σάµο, κατά παράβαση του ειδικού καθεστώτος της νήσου.
Επιπλέον, τα οθωµανικά στρατεύµατα προκάλεσαν επανειληµµένα επεισόδια στη
µεθόριο µε τη Βουλγαρία, το Μαυροβούνιο και τη Σερβία. Την 13η/26η
Σεπτεµβρίου, η οθωµανική κυβέρνηση διέταξε την επιστράτευση των δυνάµεών
της στη Θράκη υπό το πρόσχηµα της διεξαγωγής εκτεταµένων γυµνασίων στην

5
περιοχή. ∆ύο ηµέρες αργότερα, τόσο το Βελιγράδι όσο και η Σόφια διέταξαν
επιστράτευση των δυνάµεών τους. Η Αθήνα «απάντησε» κηρύσσοντας γενική
επιστράτευση, την 16η/29η Σεπτεµβρίου. Κατόπιν, υπέγραψε µία στρατιωτική
συµφωνία αλληλοβοήθειας µε τη Σόφια, την 22α Σεπτεµβρίου/5η Οκτωβρίου
1912. Εάν οι δύο χώρες ευρίσκοντο σε εµπόλεµη κατάσταση µε τη Οθωµανική
Αυτοκρατορία, η µεν Ελλάδα ανελάµβανε την υποχρέωση να διαθέσει
τουλάχιστον 120.000 άνδρες, ενώ η Βουλγαρία 300.000 άνδρες. Επιπλέον,
αναφερόταν ότι «ο κύριος σκοπός του Ελληνικού Στόλου πρέπει οπωσδήποτε να
είναι η απόκτηση κυριαρχίας στο Αιγαίο και η διακοπή των συγκοινωνιών αυτών
µεταξύ της Μ. Ασίας και της Ευρωπαϊκής Τουρκίας». Η ελληνική κυβέρνηση
προχωρούσε σε ένα ριψοκίνδυνο βήµα καθώς ουδεµία δέσµευση ανελάµβανε η
Βουλγαρία για τα εδάφη της Μακεδονίας. Είναι αξιοσηµείωτο ότι ουδεµία συνθήκη
είχε υπογραφεί µεταξύ της Ελλάδας και της Σερβίας ή του Μαυροβούνιου.

ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΕ ΜΕΡΑΡΧΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑΞΙΑΡΧΙΕΣ

Εύζωνοι στην Αετοράχη σε απόσταση 250 βηµάτων από τον εχθρό

Τη λήξη του Πολέµου του 1897 ακολούθησε η σταδιακή διάλυση των νέων
µονάδων που είχαν συγκροτηθεί στη διάρκεια της επιστρατεύσεως, καθώς και η
απόλυση των εφέδρων. ∆ιατηρήθηκαν µόνο δύο µεραρχίες, µε έδρα τη Λαµία και
την Αθήνα αντίστοιχα, καθώς και πέντε ταξιαρχίες, ενώ ανεξάρτητα παρέµειναν
προσωρινά τα τάγµατα ευζώνων. Το 1899 οι ∆ιευθύνσεις Μηχανικού ορίστηκαν
σε τέσσερις (Αθήνα, Πάτρα, Κέρκυρα και Λάρισα), ιδρύθηκαν τέσσερα
στρατιωτικά νοσοκοµεία (Λαµία, Χαλκίδα, Πάτρα και Καλαµάτα) και µε τη νέα
διοικητική διαίρεση της χώρας, κατά την οποία ο αριθµός των νοµών αυξήθηκε
από δεκαέξι σε είκοσι έξι, συστήθηκαν δέκα νέα στρατολογικά γραφεία. Τον Ιούνιο
του 1900 διατάχθηκε η συγκρότηση δύο συνταγµάτων Ευζώνων. Του 1ου, µε τρία
τάγµατα, στα Τρίκαλα και του 2ου, µε δύο τάγµατα, στη Λάρισα. Τα υπόλοιπα
τάγµατα Ευζώνων παρέµεναν ανεξάρτητα. Τον ίδιο χρόνο ψηφίστηκε ο Νόµος
«Περί Προσωρινού Οργανισµού του Στρατού», σύµφωνα µε τον οποίο ολόκληρη
η επικράτεια, από στρατιωτικής απόψεως, αποτελούσε µία περιφέρεια υπό την
ενιαία διοίκηση του Γενικού ∆ιοικητή Στρατού, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και
Γενικός Επιθεωρητής Στρατού. Ο Γενικός ∆ιοικητής έφερε το βαθµό του
αντιστρατήγου, διέθετε ανάλογο επιτελείο και είχε ως προϊστάµενη αρχή το
Υπουργείο Στρατιωτικών. Σε αυτόν υπάγονταν όλες οι µονάδες, καταστήµατα και
υπηρεσίες, εκτός από τη Χωροφυλακή, τη ∆ιεύθυνση Υλικού Πολέµου, τη

6
Στρατολογική Υπηρεσία, τη Στρατιωτική ∆ικαιοσύνη, τη Γενική Αποθήκη Υλικού
και τη Χαρτογραφική Υπηρεσία, που υπάγονταν απευθείας στο Υπουργείο
Στρατιωτικών. Επιπλέον, καταργήθηκαν τα αρχηγεία στρατού και συγκροτήθηκαν
τρεις µεραρχίες, καθεµία από τις οποίες περιλάµβανε δύο ταξιαρχίες Πεζικού και
αριθµό µονάδων από τα άλλα Όπλα. Κάθε ταξιαρχία Πεζικού αποτελούνταν από
δύο συντάγµατα Πεζικού ή Ευζώνων και ένα ανεξάρτητο τάγµα Ευζώνων. Το
1903 έγιναν ορισµένες τροποποιήσεις στον Προσωρινό Οργανισµό του Στρατού
του 1900 και η σύνθεση των τριών µεραρχιών διαφοροποιήθηκε. Η δύναµη του
Ελληνικού Στρατού, η οποία το 1898 ανερχόταν σε 26.108 άνδρες, το 1903
µειώθηκε σε 22.427 άνδρες.

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΤΗ 1910-1912

Τον Φεβρουάριο του 1910 ρυθµίστηκε µε νόµο ο νέος Οργανισµός του


Στρατού. Σύµφωνα µε αυτόν η χώρα διαιρέθηκε σε τρεις στρατιωτικές περιοχές, η
καθεµία από τις οποίες ήταν έδρα µεραρχίας και περιλάµβανε έξι διαµερίσµατα.
Σε κάθε διαµέρισµα λειτουργούσε ένα στρατολογικό γραφείο.
Ο Ενεργός Στρατός, σύµφωνα µε το νέο Οργανισµό Στρατού, περιλάµβανε
τις Γενικές Υπηρεσίες, τα Στρατεύµατα, τις Ειδικές Υπηρεσίες, τις Αποθήκες και
Καταστήµατα και τη Χωροφυλακή.
Άλλες αξιόλογες προσπάθειες στην οργάνωση του στρατού και τη
βελτίωση της στρατιωτικής καταστάσεως της χώρας κατά την περίοδο αυτή ήταν
οι ακόλουθες:
- Σύσταση Ανώτατου Μεικτού Επιτελείου: Στις 17 Απριλίου του 1910
συστήθηκε µε νόµο Ανώτατο Μεικτό Επιτελείο του Στρατού Ξηράς και Θάλασσας,
σκοπός του οποίου ήταν η κατάρτιση κοινού Σχεδίου Επιχειρήσεων για τον
στρατό και τον στόλο, η µέριµνα οργανώσεως και προπαρασκευής για την
εφαρµογή του σχεδίου αυτού, η µελέτη µεθοδικής αναπτύξεως των χερσαίων και
ναυτικών δυνάµεων µε βάση το σχέδιο αυτό και, τέλος, η αµυντική οργάνωση της
χώρας και η περιοδική αντικατάσταση, επισκευή και εκποίηση των άχρηστων
πλοίων και υλικών γενικά.
- Χαρτογραφική Υπηρεσία: Προβλέφθηκε ο καταρτισµός κτηµατικού χάρτη,
µε βάση τον τριγωνισµό που εκτελούσε η Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού και
συστήθηκε Χαρτογραφικό Συµβούλιο του Κράτους.
- Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή: Τον Απρίλιο του 1911 µετακλήθηκε
Γαλλική Αποστολή, µε επικεφαλής τον Υποστράτηγο Eydoux (Εϋντού),
αποτελούµενη από δεκατρείς αξιωµατικούς.

ΝΕΕΣ ΑΝΑ∆ΙΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΕΑ ΓΑΛΛΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ

Όπως προανέφερα, το 1910 έγινε νέος οργανισµός στρατού, σύµφωνα µε


τον οποίο το Πεζικό συγκροτούσε 18 συντάγµατα Πεζικού και εννέα τάγµατα
Ευζώνων.
Με την ψήφιση του Νόµου ΓΨΞΗ΄ της 27ης Μαρτίου του 1911, η
κυβέρνηση απέκτησε την ευχέρεια να καλέσει ξένη αποστολή αξιωµατικών για την
οργάνωση και εκπαίδευση του Ελληνικού Στρατού. Σαν τέτοια επιλέχθηκε και
µετακλήθηκε πάλι Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή, αποτελούµενη από δεκατρείς
αξιωµατικούς υπό τον Υποστράτηγο Ευντού (Eydoux). Η δικαιοδοσία και οι
αρµοδιότητες του Αρχηγού της αποστολής καθορίστηκαν µε το Β.∆. της 11ης
Απριλίου 1911.

7
Σύµφωνα µε αυτό, περιήλθαν στην αρµοδιότητα του Αρχηγού τα
παρακάτω θέµατα: οργανισµός στρατού, στάθµευση των µονάδων, εκπαίδευση,
γενική πειθαρχία, επιτελική υπηρεσία, στρατωνισµός, στρατολογία, επιστράτευση,
επίταξη, µεταφορές, εφοδιασµός και µεγάλες ασκήσεις. Η αποστολή Ευντού
παρέµεινε στην Ελλάδα µέχρι το 1914.
Με τον οργανισµό του 1912 η χώρα διαιρέθηκε σε τέσσερις Στρατιωτικές
Περιοχές, η κάθε µια από τις οποίες υποδιαιρείτο σε τρία ∆ιαµερίσµατα. Σε κάθε
Στρατιωτική Περιοχή αντιστοιχούσε µία Μεραρχία, ενώ σε κάθε ∆ιαµέρισµα ένα
σύνταγµα Πεζικού.
Ο ενεργός Στρατός απαρτιζόταν από τέσσερις Μεραρχίες µε τα στοιχεία Ι,
ΙΙ, ΙΙΙ και ΙV. Κάθε Μεραρχία περιλάµβανε το επιτελείο, τρία συντάγµατα Πεζικού
και ένα σύνταγµα των τριών πεδινού Πυροβολικού. Το Πεζικό είχε 12 συντάγµατα
Πεζικού και έξι τάγµατα Ευζώνων. Το κάθε σύνταγµα Πεζικού είχε τρία τάγµατα,
τριών λόχων και δύο ουλαµούς πολυβόλων. Το τάγµα Ευζώνων είχε τέσσερις
λόχους και δύο ουλαµούς Πολυβόλων.
Η Ι Μεραρχία είχε έδρα τη Λάρισα, η ΙΙ την Αθήνα, η ΙΙΙ το Μεσολόγγι και η
ΙV το Ναύπλιο. Το 1ο Σύνταγµα Πεζικού είχε έδρα την Αθήνα, το 2ο τη Λαµία, το
3ο τη Χαλκίδα, το 4ο τη Λάρισα, το 5ο τα Τρίκαλα, το 6ο το Μεσολόγγι, το 7ο την
Αθήνα, το 8ο το Ναύπλιο, το 9ο την Καλαµάτα, το 10ο την Κέρκυρα, το 11ο την
Τρίπολη και το 12ο την Πάτρα.
Με τον Νόµο ΓΥΙ΄ της 16ης Νοεµβρίου 1909 τροποποιήθηκε ο ισχύων περί
στρατολογίας νόµος. Με τον νέο νόµο, όσοι συµπλήρωναν το 19ο έτος της ηλικίας
τους κατατάσσονταν την 1η Οκτωβρίου στον Ενεργό Στρατό και υπηρετούσαν για
δύο χρόνια. Οι απολυόµενοι από τον Ενεργό Στρατό παρέµεναν επί 12 χρόνια,
δηλαδή µέχρι το 33ο έτος της ηλικίας τους, στην α΄ σειρά εφεδρείας και επί 7
χρόνια, δηλαδή µέχρι το 40ό έτος της ηλικίας τους, στη β΄ σειρά εφεδρείας.
Ακολούθως παρέµεναν στην Εθνοφρουρά µέχρι το 47ο έτος τους και στην
εφεδρεία της εθνοφρουράς µέχρι το 54ο. Από τη στρατιωτική θητεία
απαλλάσσονταν µόνο οι ανίκανοι και οι ιερωµένοι. Ακόµη τέσσερις Μεραρχίες, η
V, VI, VII και VIII, καθώς και τέσσερα τάγµατα Ευζώνων, συγκροτήθηκαν µε την
επιστράτευση του 1912. Με τη σύνθεση αυτή, δηλαδή, µε ένα σύνολο οκτώ
Μεραρχιών Πεζικού, ο Ελληνικός Στρατός πολέµησε κατά τους δύο νικηφόρους
Βαλκανικούς Πολέµους του 1912-1913.

Βασιλιάς Γεώργιος Α΄

8
Την 5η Μαρτίου 1913 δολοφονήθηκε στην Θεσσαλονίκη ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄.
Πρέπει να σηµειωθεί ότι, η τελευταία περίοδος της βασιλείας του και ειδικότερα η
περίοδος από το 1909 ( Επανάσταση στο Γουδί) µέχρι το 1912, ήταν περίοδος
πραγµατικής αναγέννησης για τον Ελληνικό Στρατό.

ΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ ΤΟ 1909

Το 1909 είναι κυρίως προϊόν της στρατιωτικής ήττας του 1897 και γι’ αυτό η
ερµηνεία του φαινοµένου προϋποθέτει γνώση των εξελίξεων οι οποίες
προηγήθηκαν στο σώµα των Ελλήνων αξιωµατικών.
Όπως όλοι οι θεσµοί του ελληνικού κράτους έτσι και ο τακτικός στρατός
δηµιουργήθηκε περίπου από το µηδέν και αποτέλεσε ένα ακόµα εχέγγυο για τη
νοµιµοποίηση του νεοσύστατου κράτους.

Παύλος Μελάς

Ως τους Βαλκανικούς Πολέµους ο ρόλος του τακτικού στρατού υπήρξε


ασήµαντος για την προώθηση των αλύτρωτων ονείρων του ελληνικού κράτους. Ο
πρώτος επώνυµος ήρωας αξιωµατικός, ο Παύλος Μελάς, πέφτει στο πεδίο του
ανορθόδοξου πολέµου στη Μακεδονία.
Οι σοβαρές στρατιωτικές µεταρρυθµίσεις άρχισαν από τις κυβερνήσεις
Κουµουνδούρου και ∆εληγιώργη αλλά απέκτησαν ουσιαστικό περιεχόµενο κατά
την µεγάλη πρωθυπουργία του Χαριλάου Τρικούπη. Ανάµεσα στο 1882-86 αρχίζει
µια νέα εποχή για το σώµα των Ελλήνων αξιωµατικών. Η Σχολή Ευελπίδων
αναµορφώθηκε κατά τα γαλλικά και συγκέντρωσε γόνους επωνύµων της
ελληνικής κοινωνίας. Οι µεταρρυθµίσεις αυτές απέδωσαν µακροχρόνιους
καρπούς, αλλά δηµιούργησαν άµεσες προσδοκίες, για τη δυνατότητα ενός
στρατεύµατος που δεν ξεπερνούσε τις 25.000 έναντι των 700.000 που παρέταξαν
οι Οθωµανοί στο ρωσοτουρκικό Πόλεµο του 1877. Από το 1886 ως το 1893, το
έτος της πτώχευσης, ο αριθµός των στρατευσίµων µειωνόταν συνεχώς. Η µείωση
αυτή παρακολουθούσε τον αµυντικό προϋπολογισµό, ο οποίος από 58.000.000
δρχ. το 1886, έγινε 19.700.000 δρχ. το 1893. Σταθερή πολιτική εξάλλου των
µεταπτωχευτικών κυβερνήσεων που υφίσταντο την πίεση των ξένων πιστωτών
της Ελλάδας, ήταν η µείωση των αµυντικών δαπανών.
Η πολιτική της λιτότητας ήρθε σε άµεση αντίθεση µε τον µεγαλοϊδεατικό
πυρετό που συνεπήρε τον θρόνο, τον στρατό και τον λαό το µοιραίο 1897. Το

9
φιάσκο της χρονιάς εκείνης στο πεδίο της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης ανέστειλε
τις µεγαλοϊδεατικές παρακρούσεις, αλλά έδωσε αφορµή να εκδηλωθούν και οι
επαγγελµατικές δυσαρέσκειες των αξιωµατικών.
Από τις παραµονές του 1897, σοβούσε η δυσαρέσκεια των αξιωµατικών
του Πεζικού και του Ιππικού που θεωρούσαν ότι οι συνάδελφοί τους των τεχνικών
όπλων απολάµβαναν εξαιρετικά προνόµια. Οι απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων
παραδοσιακά είχαν δικαίωµα επιλογής του Όπλου στο οποίο θα κατατάσσονταν
και προτιµούσαν για λόγους κοινωνικού γοήτρου το Πυροβολικό και το Μηχανικό.
Οι αξιωµατικοί των Όπλων αυτών ελάµβαναν και επιµίσθιο είκοσι δραχµών και
καθώς ξεπερνούσαν συνήθως τα όρια των οργανικών θέσεων στα «τεχνικά
όπλα», είχαν δικαίωµα να τοποθετηθούν στις «γενικές θέσεις», σε επιτελικά
συνήθως γραφεία. Ωστόσο οι αξιωµατικοί, συνήθως «εκ του στρατεύµατος» που
στελέχωναν το Πεζικό, έφταναν πιο γρήγορα στο βαθµό του συνταγµατάρχη
καθώς δεν συµπλήρωναν τις οργανικές θέσεις του Πεζικού. Αποφασίστηκε, έτσι,
µετά τον πόλεµο του 1897 ολόκληρες τάξεις της Σχολής Ευελπίδων να
καταταγούν στο Πεζικό. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος αρχηγός της τάξης του 1900
βρέθηκε µε όλους τους συµµαθητές του, όπως διηγείται στα αποµνηµονεύµατα
του, στο λιγότερο ευγενές εκείνο Όπλο.
Με την αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης των µη τεχνικών όπλων, τα
αιτήµατα των αξιωµατικών εκείνων ως προς την µισθολογική εξίσωση µε τους
συναδέλφους τους του Πυροβολικού και του Μηχανικού, απέκτησαν σοβαρά
ερείσµατα.

Γεώργιος Θεοτόκης

Μετά τη νίκη του στις εκλογές της 7ης Φεβρουαρίου 1899, ο Γεώργιος
Θεοτόκης, διάδοχος του Χαριλάου Τρικούπη στο κόµµα του, ανέθεσε τις
στρατιωτικές µεταρρυθµίσεις στον Υπουργό του, Κ. Κουµουνδούρο. Ο τελευταίος
σε συνεργασία, µε τον ταγµατάρχη Ι. Κωνσταντινίδη, ανέλαβε τη σύνταξη νέου
οργανισµού στρατού. Όταν τριµελής επιτροπή ανώτερων θέλησε να εκθέσει στον
Υπουργό του Μισθολογικού αιτήµατα των αξιωµατικών των µη- τεχνικών Όπλων,
ο Θεοτόκης τους έθεσε σε διαθεσιµότητα. Το επεισόδιο αυτό όµως ήταν η αιτία να
µαταιωθεί η κατάθεση του νέου οργανισµού.
Από την εποχή αυτή γίνεται φανερή η υπεροχή των αποφοίτων της Σχολής
Ευελπίδων έναντι των άλλων αξιωµατικών, είτε ζητούσαν να αρθούν ή να
διατηρηθούν. Η παρουσία µιας κατηγορίας που απολάµβαναν την εύνοια των
ανακτόρων, περιέπλεξε ακόµα περισσότερο τις σχέσεις των στρατιωτικών µε την
πολιτική εξουσία. Καθώς οι πελατειακές σχέσεις µε τους πρίγκιπες και η βασιλική
προστασία είχαν µια µονιµότητα που δεν χαρακτήριζε τα «κανονικά» πελατειακά
δίκτυα, οι περισσότεροι αξιωµατικοί βρίσκονταν εκτεθειµένοι στην υπεροχή τών

10
«ανακτορικών» συναδέλφων τους. Η εχθρότητα της πλειοψηφίας αυτής προς το
θρόνο απέκτησε διαστάσεις το 1899 µε την παράλληλη κατάρτιση δύο
νοµοσχεδίων για την ανασύνταξη του στρατού. Το ένα προερχόταν από τον
υπουργό Στρατιωτικών Κ. Κουµουνδούρο και το άλλο από το φιλοβασιλικό
επιτελείο του στρατού. Η διάσταση ανάµεσα στα δύο υπό κατάρτιση νοµοσχέδια
θα µπορούσε να θέσει τον θρόνο αντιµέτωπο µε το κοινοβούλιο· ο υπουργός
όµως προτίµησε να παραιτηθεί, και η κυβέρνηση Θεοτόκη αναγνώρισε έτσι στους
πρίγκιπες τον αποκλειστικό έλεγχο των στρατιωτικών ζητηµάτων. Ο βασιλικός
οργανισµός που ψηφίστηκε τον Μάρτιο του 1900, καθιέρωσε τις θέσεις του
«Γενικού ∆ιοικητού» και του «Επιθεωρητού του Στρατού». Και τις δύο κατέλαβε ο
αποτυχηµένος Αρχιστράτηγος του 1897, διάδοχος Κωνσταντίνος. Με τον νέο
οργανισµό ο Κωνσταντίνος αποκτούσε πλήρη έλεγχο του στρατού, ενώ ο
υπουργός γινόταν περίπου διακοσµητικός.
Η αντίδραση της πλειοψηφίας των αξιωµατικών που αποκλείονταν από την
ανακτορική εύνοια, εκφράστηκε το 1902 από τον Θεόδωρο ∆ηλιγιάννη ο οποίος
στην προεκλογική του εκστρατεία υποσχόταν ότι θα άλλαζε το νόµο Περί Γενικής
∆ιοικήσεως. Όταν σχηµάτισε κυβέρνηση ο ∆ηλιγιάννης ο Υπουργός Στρατιωτικών
του, Θ. Λυµπρίτης, υπέβαλε στη βουλή τον Φεβρουάριο 1903 τέσσερα
νοµοσχέδια, ένα εκ των οποίων καταργούσε τη Γενική ∆ιοίκηση και αφαιρούσε
από τον ∆ιάδοχο τις εξαιρετικές τους εξουσίες. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την
επέµβαση του ίδιου του Γεώργιου Α΄ ο οποίος απαίτησε από τον Πρωθυπουργό
να αποσύρει τα νοµοσχέδια. Ο ∆ηλιγιάννης µετά από διάφορους ελιγµούς
υποχώρησε στους φιλοβασιλικούς Υπουργούς του Μαυροµιχάλη, Καραπάνου και
Σκουζέ, αφήνοντας εκτεθειµένο τον ανυποχώρητο Υπουργό του. Καθώς η
συζήτηση επί των νοµοσχεδίων διαρκώς αναβαλλόταν, ο Λυµπρίτης αναγκάστηκε
να παραιτηθεί.
Η κατακραυγή όµως των αξιωµατικών εις βάρος των πριγκίπων ήταν τέτοια
ώστε το 1903 η κυβέρνηση ∆. Ράλλη, µε Υπουργό Στρατιωτικών τον συνεργάτη
του Κ. Κουµουνδούρου, Ι. Κωνσταντινίδη, περιέστειλε κάπως την επιρροή των
Στρατιωτικών (Κουµουνδούρου, Λυµπρίτη, Κωνσταντινίδη) –ως στρατιωτικοί
απηχούσαν τα αιτήµατα της πλειοψηφίας των συναδέλφων τους, χωρίς όµως να
καταφέρουν να τα επιβάλουν στην πολιτική ηγεσία. Οι Θεοτόκης, ∆ηλιγιάννης και
Ράλλης επέλεξαν, σε γενικές γραµµές αλλά µε κάποιες αποκλίσεις, να
προτιµήσουν στις διαµάχες αυτές την ευαρέσκεια του θρόνου και να γίνουν, έτσι,
σταδιακά στόχος των αξιωµατικών.
Το πελατειακό σύστηµα στην Ελλάδα εξασφάλιζε διαύλους ευρύτερης
συµµετοχής στη νοµή της πολιτικής εξουσίας. Αυτό που µεταβαλλόταν κατά
διαστήµατα υπήρξε ο περισσότερο ή λιγότερο, ελαστικός χαρακτήρας των
σχέσεων αυτών, µε µεγαλύτερη ή µικρότερη συµµετοχή στα δίκτυα πελατείας –
προστασίας. Έτσι ενώ το συνηθισµένο δυαδικό συµβόλαιο διαρκούσε όσο και η
αµοιβαιότητα στην παροχή υπηρεσιών και εξυπηρετήσεων, οι σχέσεις του θρόνου
µε τους στρατιωτικούς πελάτες αποκτούσε σταδιακά µονιµότητα και
αποκλειστικότητα. Το ανελαστικό αυτό σύστηµα προστασίας προσέφερε στους
πελάτες ασυναγώνιστες υπηρεσίες και στην ουσία καταργούσε όλα τα άλλα
ανταγωνιστικά δίκτυα. Η µεγάλη πλειοψηφία των αξιωµατικών και ιδιαίτερα των
αποφοίτων της Σχολής Ευελπίδων οι οποίοι εξέτρεφαν και τις µεγαλύτερες
επαγγελµατικές προσδοκίες, έβλεπε το µέλλον τους υπονοµευόµενο από την
εύνοια των ανακτόρων προς τους ευάριθµους αξιωµατικούς της αυλικής
συντροφιάς.

11
Το 1904 η κυβέρνηση Θεοτόκη συγκατένευσε στη σύνταξη νέου
οργανισµού που περιλάµβανε τη σύσταση του «Σώµατος Γενικών Επιτελών» το
οποίο στελεχώθηκε από γνωστούς ευνοούµενους του ∆ιαδόχου. Ο µόνος
πολιτικός που είχε επιδείξει διάθεση περιορισµού της ανακτορικής επιρροής στο
στρατό, ο ∆ηµήτριος Ράλλης, απογοήτευσε τους αξιωµατικούς τού 1909 όταν
ήρθε πάλι στη εξουσία. Η αυτόνοµη στρατιωτική ενέργεια κατά του θρόνου και
των πολιτικών έγινε η τελευταία οδός καταφυγής των αξιωµατικών του
Στρατιωτικού Συνδέσµου.
Ο Στρατιωτικός Σύνδεσµος σχηµατίστηκε από πλειοψηφία αποφοίτων της
Σχολικής Ευελπίδων που αποτελούσαν όµως µειοψηφία µέσα στο συνολικό σώµα
των αξιωµατικών.
Πολλοί παράγοντες συνέκλιναν τον Αύγουστο του 1909 για να
καταστήσουν το κίνηµα αποδεκτό στις ευρύτερες λαϊκές µάζες. Ο καθένας
µπορούσε να εγγράψει σ’ αυτό τα προσωπικά αιτήµατα και παράπονά του. Το
Κρητικό Ζήτηµα και ο Μακεδονικός Αγώνας ανανέωσαν τον µύθο του 1821 και
απέδωσε, τουλάχιστον ο αγώνας στους βάλτους των Γιαννιτσών, τους πρώτους
ήρωες του τακτικού στρατού. Η διεθνής οικονοµική ύφεση εξάλλου µείωσε τα
µεταναστευτικά εµβάσµατα που συµπλήρωναν, µεταξύ άλλων, και τα εισοδήµατα
των στρατιωτικών και µεγάλωσαν τη γενική δυσαρέσκεια.
Η 15η Αυγούστου υπήρξε ο θετικός απόηχος του 1897. Με καθυστέρηση
δώδεκα ετών οι Έλληνες αξιωµατικοί επανέκτησαν το ηθικό που είχαν χάσει στις
πεδιάδες της Θεσσαλίας. Νεαροί αξιωµατικοί, όπως ο Θεόδωρος Πάγκαλος
αρχηγός της τάξης του 1900 της Σχολής Ευελπίδων, που δεν γνώρισαν την ήττα
του 1897, ήταν αποφασισµένοι να αλλάξουν τη σκοτεινή µοίρα της γενεάς τους.
Από τους αξιωµατικούς του Στρατιωτικού Συνδέσµου που έλαβαν µέρος στο
κίνηµα στο Γουδί, στις 15 Αυγούστου 1909, είναι δυνατόν να διακρίνει ο µελετητής
διάφορες κατηγορίες ανάλογα µε τον κλάδο και το Όπλο στο οποίο ανήκαν ή την
κοινωνική τους προέλευση.
Αν υποτεθεί ότι τα µέλη του «Συνδέσµου» είχαν δυσαρεστηθεί µε την
στρατιωτική και την πολιτική ηγεσία, οι ανατρεπτικές τους διαθέσεις µετριάζονταν
ή επιτείνονταν από τα χρόνια που είχαν επενδύσει στο στράτευµα, τις βάσιµες
προσδοκίες ανόδου που έτρεφαν και τις εναλλακτικές λύσεις αποκατάστασης που
διέθεταν. Έτσι, ενώ οι νεότεροι (ανθυπολοχαγοί) παρουσιάζονταν συνήθως
πρόθυµοι για ριζικές αλλαγές, οι µεγαλύτεροι (λοχαγοί) ήταν πιο προσεκτικοί.
Το Νεοτουρκικό Κίνηµα του 1908 µε τις φιλελεύθερες αρχικά επαγγελίες
του στάθηκε αφορµή για να τερµατιστεί ο Μακεδονικός Αγώνας και η δράση των
Μακεδονοµάχων αξιωµατικών. Η ελληνική κυβέρνηση ανακάλεσε τον Ιούνιο του
1908 τους αξιωµατικούς που βρίσκονταν ακόµα στη Μακεδονία και τους
απέσπασε, ώσπου να τοποθετηθούν σε µονάδες, στο «Ειδικό Γραφείο Εθνικής
∆ράσης». Ο Αλέξανδρος Μαζαράκης σηµειώνει στα Αποµνηµονεύµατά του: «Όλοι
όσοι επανήλθοµεν εκ Μακεδονίας, µετά την κατάπαυσιν του εκεί αγώνος,
εφέροµεν µαζί µας την πεποίθησιν, ότι πολύ ταχέως ο αγών κατά των
αδιόρθωτων Νεοτούρκων, θα εξελίσσετο εις πόλεµον και ότι αλλοίµονο εις την
Ελλάδα εάν την εύρισκε ο πόλεµος αυτός ασθενή στρατιωτικώς…».
Η ανησυχία που διατυπώνει στα αποµνηµονεύµατά του ο Μαζαράκης
στάθηκε η αφορµή της πρώτης συνάθροισης ορισµένων Μακεδονοµάχων στο
σπίτι του Ίλαρχου Επαµεινώνδα (Παµίκου) Ζυµπρακάκη, τον Μάιο του 1909. Η
οµάδα αυτή αν και συγχωνεύθηκε µε ανθυπολοχαγούς και υπολοχαγούς της
Σχολής Ευελπίδων που είχαν ήδη συµπήξει συνωµοτική οµάδα, διατήρησε την
σχετική της αυτοτέλεια. Σε επιστολή προς την οικογένειά του ο Μαζαράκης

12
σηµειώνει στις 9 Ιουλίου 1909: «Αλλά τοιούτος ανεπτύχθη προσωπικός
ανταγωνισµός εκ µέρους της προρρηθείσης συνησπισµένης οµάδος ιδία εναντίον
ηµών των Μακεδόνων, ώστε η ψηφοφορία εις ουδέν κατέληξε…».
Από τον Φεβρουάριο του 1908 ως τον Νοέµβριο του 1909, ο
συνταγµατάρχης Παναγιώτης ∆αγκλής υπακούοντας σε εντολή του
Πρωθυπουργού Γ. Θεοτόκη, έδρασε ως διευθυντής απόρρητης υπηρεσίας µε
κύριο έργο τον συντονισµό τού αγώνα στις αλύτρωτες περιοχές της Οθωµανικής
επικράτειας. Με την τουρκική µεταπολίτευση του 1908 και τον τερµατισµό του
ανταρτοπόλεµου στη Μακεδονία και Θράκη, το ελληνικό «Μακεδονικό Κοµιτάτο»
µετονοµάστηκε σε «Πανελλήνιο Οργάνωση» για να περιλάβει και τις προσπάθειες
των Ελλήνων της Ηπείρου, της Κωνσταντινουπόλεως και της Σµύρνης. Το
καλοκαίρι του 1909 µε τη γενικότερη επιδείνωση των ελληνοτουρκικών συναίνεσε
σε µέτρα προετοιµασίας για αντάρτικες επιχειρήσεις στα νώτα του εχθρού.
Μερικές εβδοµάδες αργότερα απευθυνόµενος σε φίλο του ανώτερο αξιωµατικό
πιστοποιούσε την ανάγκη δυναµικής επέµβασης για την ανασυγκρότηση του
στρατού αλλά παράλληλα υποστήριζε ότι οι συνταγµατικοί θεσµοί έπρεπε να
προστατευθούν από το ριζοσπαστισµό των νεότερων αξιωµατικών: «εσκέφθην ότι
ήτο δυνατόν να ποδηγετήσωµεν οι ανώτεροι τους νέους αξιωµατικούς και να
συγκρατήσωµεν αυτούς ίνα µη παρεκτραπώσιν εις επικίνδυνους ενέργειας,
συσκεπτόµενοι και αποφασίζοντες ηµείς κατά τινά τρόπον θα ηδυνάµεθα να
επιβάλωµεν την δέουσα ενέργειαν προς βελτίωσιν της καταστάσεως». Πέντε
µέρες µετά το κίνηµα στο Γουδί ο ∆αγκλής, µολονότι είχε υποστεί πειθαρχική
τιµωρία από τον ∆ιάδοχο για την ανάµειξή του σε συνωµοτική συγκέντρωση,
υποστήριξε σε δηµοσίευµα του τα ακόλουθα: «δεν ευρίσκω ορθόν ν’ αποξενωθή
εντελώς ο ∆ιάδοχος –όστις είναι ο µέλλων Βασιλεύς του Έθνους και ο αρχηγός
των στρατιωτικών δυνάµεων αυτού– πάσης θέσεως εν τω στρατώ και πάσης
ευκαιρίας µελέτης των κατ’ αυτόν και εκ του εγγύς παρακολουθήσεως και
επιβλέψεως των προόδων του». Η τελική παραίτηση από τη διοίκηση της
«Πανελλήνιου Οργανώσεως» στις 3 Νοεµβρίου, δεν ήταν άσχετη µε την
διαλλακτική του στάση έναντι του Θρόνου.
Με κάποιες σηµαντικές εξαιρέσεις, οι αξιωµατικοί που αναµείχθηκαν στον
Μακεδονικό Αγώνα, είτε εντάχθηκαν τελικά στο βενιζελικό στρατόπεδο είτε όχι,
τείνουν κατά την περίοδο του κινήµατος στο Γουδί να ταυτίζονται περισσότερο µε
τα σύµβολα του έθνους και να αποτελούν συντηρητικότερο φορέα
µεταρρυθµιστικών απόψεων απ’ ό,τι οι νεότεροι αξιωµατικοί.
Ο Σουλιώτης Νικολαΐδης ήταν µια από τις γοητευτικές µορφές του
Μακεδονικού Αγώνα και ο ρόλος του στη διαµόρφωση της ιδεολογίας του Ίωνα
∆ραγούµη έχει ήδη σχολιαστεί από τους µελετητές. Η αλληλογραφία του µε τον
Ίωνα κατά τις παρανοµές και την έκρηξη του κινήµατος του Γουδί αποτελεί
τεκµήριο για το 1909, µε ενδιαφέρουσες αποχρώσεις.
Στις 5 Ιουνίου 1909 έγραφε στον Ίωνα ανάµεσα σε άλλα: «Λένε πως θα
γίνει πόλεµος. Μακάρι να γίνη. Αν το έθνος σ’ έναν πόλεµο βοηθήση το κράτος,
και θα το βοηθήση, θα νικήσουµε και θα επιβάλωµε το πρόγραµµά µας
ταχύτερα». Ο πόλεµος παρουσιαζόταν σαν τη µόνη διέξοδο για τη στασιµότητα
του έθνους αλλά και τις επαγγελµατικές προοπτικές των στρατιωτικών.
Τη νύχτα της 14ης Αυγούστου συγκεντρώθηκαν 250 αξιωµατικοί κι
περίπου 1.500 οπλίτες στο Γουδί για να διακηρύξουν την αντίθεσή τους προς
τους κρατούντες. Το πρόγραµµα του Στρατιωτικού Συνδέσµου που ήταν
υπεύθυνος για την ενέργεια αυτή ήταν διατυπωµένο σε εξαιρετικά ήπιο τόνο.
Εξέφρασε γενικότερες ευχές για την βελτίωση των ενόπλων δυνάµεων, της

13
παιδείας, της διοίκησης και την πάταξη «της απαίσιας συναλλαγής». Υπάρχουν,
επίσης, διαβεβαιώσεις ότι οι κινηµατίες δεν στρέφονταν εναντίον της δυναστείας ή
της βασιλείας, ούτε σκόπευαν να εγκαθιδρύσουν στρατιωτική δικτατορία. Οι
ουσιαστικότερες απαιτήσεις του Συνδέσµου ήταν όπως «ο τε ∆ιάδοχος και οι
Βασιλόφρονες απόσχωσι της ενεργού και διοικητικής εν τω στρατώ και ναυτικώ
υπηρεσίας, διατηρούντες τους ους κέκτηνται βαθµούς και προαγόµενοι, όταν
προς τούτο ευδοκή ο Βασιλεύς». Απαιτούσαν επίσης την κατάργηση του
«Σώµατος των Γενικών Επιτελών». Η ενδοτικότητα του θρόνου και της
κυβέρνησης ξάφνιασε τους κινηµατίες. Οι πρίγκιπες εγκατέλειψαν τις διοικήσεις
τους, ο µόνος ήρωας του 1897, ο Στρατηγός Σµολένσκης, ανέλαβε προσωρινά
την αρχιστρατηγία και ο Πρωθυπουργός Ράλλης παραιτήθηκε υπέρ του
Κυριακούλη Μαυροµιχάλη. Η κυβέρνηση και η Βουλή παραδόθηκαν χωρίς όρους.
Η εύκολη επικράτηση υπήρξε κακός σύµβουλος για τα ριζοσπαστικά
στοιχεία του Συνδέσµου. Ο Υποπλοίαρχος Κωνσταντίνος Τυπάλδος και µερικοί
ακόµα αξιωµατικοί του ναυτικού ζήτησαν από τη Βουλή την αποστράτευση όλων
περίπου των ανώτερων αξιωµατικών του ναυτικού. Η επαναστατική επιτροπή,
µολονότι αντιτάχθηκε στις παράλογες αξιώσεις του Τυπάλδου, δεν προσπάθησε
να εµποδίσει την οµάδα του να κινηθεί. Στις 16 Οκτωβρίου ο Τυπάλδος κατέλαβε
τον ναύσταθµο και τα πολεµικά πλοία που στάθµευσαν εκεί, προκαλώντας µια
αιµατηρή όσο και ανόητη σύγκρουση µε τις κυβερνητικές δυνάµεις πριν
συλληφθεί.
Στις 17 ∆εκεµβρίου επεισόδιο στη Βουλή µε πρωταγωνιστή του Υπουργό
Στρατιωτικών, Λεωνίδα Λαπαθιώτη, επέφερε τη διάσταση ανάµεσα στο
κοινοβούλιο και τους στρατιωτικούς. Η κατηγορία του Λαπαθιώτη ότι οι
προηγούµενες κυβερνήσεις είχαν αφήσει πίσω τους ερείπια, ανάγκασε τους
βουλευτές του Θεοτόκη να εγκαταλείψουν την αίθουσα των συνεδριάσεων.
Η δήλωση του Υπουργού ότι αδιαφορούσε για τη γνώµη όσων έφυγαν,
διότι ο Σύνδεσµος αντλούσε την εµπιστοσύνη που τον περιέβαλε κατευθείαν από
τον λαό, προκάλεσε και τις διαµαρτυρίες του Ράλλη. ∆ηµιουργήθηκε, έτσι,
διάσταση ανάµεσα στην πλειοψηφία της Βουλής και στα µέλη του Συνδέσµου. Με
εξαίρεση τους φοιτητές που τάσσονταν υπέρ απροκάλυπτης στρατιωτικής
δικτατορίας, οι απόπειρες του Συνδέσµου να ξεσηκώσουν τις συντεχνίες και τα
σωµατεία κατά της Βουλής απέτυχαν.

Νικόλαος Ζορµπάς

14
Από το αδιέξοδο ανάµεσα στη Βουλή και τους στρατιωτικούς, έβγαλε την
κυβέρνηση ο ίδιος ο Λαπαθιώτης µε µια άκαιρη δηµοσίευση στην Εφηµερίδα της
Κυβερνήσεως διαταγµάτων για τον προβιβασµό αξιωµατικών, µεταξύ των οποίων
και του ίδιου του αρχηγού του Συνδέσµου, συνταγµατάρχη Νικόλαου Ζορµπά.
Ο Ζορµπάς, οποίος πιθανότατα γνώριζε για τους προβιβασµούς πριν
ανακοινωθούν, ζήτησε από τον Λαπαθιώτη την παραίτησή του επειδή είχε εκθέσει
τα µέλη του Συνδέσµου. Στη συνέχεια, ο αρχηγός του Συνδέσµου διατύπωσε
στους πολιτικούς τα παράπονά του για τον αργό ρυθµό µε τον οποίο η Βουλή
πραγµατοποιούσε το νοµοθετικό της έργο. Οι Ράλλης και Θεοτόκης απάντησαν
ότι ο αριθµός των νοµοσχεδίων που είχαν ψηφιστεί κατά το τρίµηνο των εργασιών
εκείνης της Βουλής ήταν πρωτοφανής στα χρονικά του σώµατος. Ωστόσο η κρίση
επικοινωνίας ανάµεσα στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς µεγάλωνε, όπως
επιδεινώνονταν οι σχέσεις ανάµεσα στους νεότερους και τους πρεσβύτερους του
Στρατιωτικού Συνδέσµου.

Ελευθέριος Βενιζέλος

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος λειτούργησε σαν «από µηχανής Θεός» στα


αδιέξοδα αυτά. Η πρόκληση από τους αξιωµατικούς να γίνει σύµβουλός τους
άλλαξε το ρεύµα της Ιστορίας.

15
ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ (1912-1913)

Το 1912 στην Βαλκανική Χερσόνησο, νότια του ∆ούναβη, υπήρχαν


τέσσερα χριστιανικά κράτη: Το Μαυροβούνιο, η Σερβία, Βουλγαρία και η Ελλάδα η
οποία περιοριζόταν µέχρι τον Όλυµπο, λίγο βορειότερα του Πηνειού ποταµού.
Επίσης, υπήρχε η Ευρωπαϊκή Τουρκία. Από το 1900 µέχρι το 1912, συνέβησαν
τρία σηµαντικά γεγονότα στη Χερσόνησο του Αίµου και την Ανατολική Μεσόγειο,
που κατά κάποιο τρόπο διαµόρφωσαν το όλο κλίµα για τους Βαλκανικούς
Πολέµους. Αυτά ήταν: Ο Μακεδονικός Αγώνας (1902-1908), ο ιταλοτουρκικός
πόλεµος (1911) και η επανάσταση των Νεοτούρκων (1908) που ξεπέρασε την
Μακεδονία και γρήγορα επικράτησε σε ολόκληρη την Οθωµανική Αυτοκρατορία.
Η Επανάσταση χαιρετήθηκε από όλους τους χριστιανικούς πληθυσµούς
της Τουρκίας, επειδή ο Νεότουρκοι διακήρυξαν ισότητα µεταξύ όλων των
εθνοτήτων και θρησκειών της Τουρκίας και υποχρέωσαν τον σουλτάνο να
επαναφέρει το Σύνταγµα του 1877 και να προκηρύξει εκλογές. Στην
πραγµατικότητα όµως επρόκειτο για ένα καθαρά εθνικιστικό κίνηµα που
απέβλεπε στην ανασυγκρότηση της παραπαίουσας αυτοκρατορίας. Η νέα
κατάσταση έθεσε σε εφαρµογή σειρά µέτρων, όπως τη στρατολογία των
χριστιανών, την υποχρεωτική διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας στα σχολεία,

16
την κατάργηση ορισµένων προνοµίων που είχαν εκχωρηθεί κ.ά. Πολύ γρήγορα οι
χριστιανικοί πληθυσµοί αντιλήφθηκαν ότι στην Τουρκία υπήρχε θέση µόνο για
τους Τούρκους µουσουλµάνους.
Στο µεταξύ όλα τα βαλκανικά κράτη που είχαν εκκρεµότητες µε την
Οθωµανική Αυτοκρατορία, βλέποντας ότι το νεοτουρκικό κράτος θα
ισχυροποιούνταν µε έναν στρατιωτικό και διοικητικό εκσυγχρονισµό και σε λίγο
χρόνο θα ήταν ικανό να αντιµετωπίσει κάθε εξωτερική και εσωτερική απειλή,
έσπευσαν να τις διευθετήσουν.
Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, διέβλεψε ότι σε
περίπτωση πολέµου κατά της Τουρκίας τα άλλα βαλκανικά κράτη θα
επωφελούνταν και θα καταλάµβαναν ελληνικότατες περιοχές και προσπάθησε να
αναλάβει αυτός την πρωτοβουλία. Τον Απρίλιο του 1911 βολιδοσκόπησε την
Βουλγαρία για σύναψη αµυντικής συµφωνίας και πρότεινε ότι σε περίπτωση
τουρκικής επίθεσης εναντίον της, η Ελλάδα ήταν διατεθειµένη να την βοηθήσει. Η
βουλγαρική κυβέρνηση, ύστερα από αρκετές επιφυλάξεις, απάντησε ότι θα έκανε
το ίδιο, σε παρόµοια περίπτωση για την Ελλάδα.
Στο µεταξύ, Βούλγαροι και Σέρβοι είχαν αρχίσει µυστικές διαπραγµατεύσεις
για σύναψη συµµαχίας, που τις επέσπευσε η αναγνώριση από την Υψηλή Πύλη,
ύστερα από πιέσεις της Αυστροουγγαρίας, της υπεροχής της αλβανικής
εθνότητας στις περιοχές Σκόδρας, Ιωαννίνων, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης,
γεγονός που έθιγε άµεσα και σοβαρά τα συµφέροντα όλων των άλλων
βαλκανικών λαών.
Κατόπιν τούτου ο Πρωθυπουργός Μιλάνοβιτς της Σερβίας και Γκέστορ της
Βουλγαρίας συναντήθηκαν τον Οκτώβριο του 1911 και προχώρησαν µε µεγάλη
µυστικότητα στην υπογραφή συµµαχίας τον Φεβρουάριο 1912. Στα φανερά
άρθρα, τα δύο κράτη εγγυούνταν αµοιβαία την ακεραιότητά τους και έδιναν
υπόσχεση αµοιβαίας συνδροµής εναντίον οποιουδήποτε θα απειλούσε τα
τουρκικά εδάφη της Βαλκανικής. Στα µυστικά όµως άρθρα καθοριζόταν
λεπτοµερώς µια κοινή στρατιωτική δράση και ρυθµιζόταν η διανοµή των εδαφών
που θα αποσπούσαν από την Τουρκία, δηλαδή τη Μακεδονία και τη Θράκη. Λίγο
αργότερα (Απρίλιος 1912) η συµφωνία συµπληρώθηκε µε τον καθορισµό των
στρατιωτικών δυνάµεων που θα κινητοποιούσε η κάθε χώρα (200.000 άνδρες η
Βουλγαρία και 150.000 η Σερβία). Παρότι η συνθήκη ήταν µυστική, ο Βενιζέλος
κατόρθωσε να την πληροφορηθεί µέσω πρακτόρων και διπλωµατικών πηγών, και
µη γνωρίζοντας ακριβώς τους όρους, αγωνιούσε αντιλαµβανόµενος τις συνέπειες.
Έτσι, τον Απρίλιο του 1912 υπέβαλε σχέδιο συµµαχίας προς την
Βουλγαρία δια του πρεσβευτή της Ελλάδας στην Σόφια ∆. Πανιά, αλλά
προσέκρουσε στην άρνηση της Βουλγαρίας να αναγνωρίσει δικαιώµατα της
Ελλάδας επί των παραλίων της ελληνικής Μακεδονίας. Επιπλέον, οι Βούλγαροι
είχαν ήδη ρύθµιση τη διανοµή των εδαφών µε τη Σερβία. Ο Έλληνας
Πρωθυπουργός µε την οξύνοια και την τολµηρότητα που τον χαρακτήριζαν,
κατάλαβε ότι πόλεµος χωρίς τη συµµετοχή της Ελλάδας θα συνεπαγόταν την
οριστική απώλεια των αλύτρωτων ελληνικών περιοχών και πρότεινε την
υπογραφή συµµαχίας χωρίς να περιέχει οποιαδήποτε εδαφική απαίτηση. Ήταν
µια τολµηρή απόφαση, αλλά αυτή τη φορά οι Βούλγαροι δεν αντέδρασαν
αρνητικά. Η Ελλάδα θα ήταν χρήσιµη για αντιπερισπασµό και δεν εκτιµούσαν
ρεαλιστικά τις δυνατότητες του Ελληνικού Στρατού. Πίστευαν ότι βρισκόταν ακόµα
στην εποχή του 1897 και δεν είχαν αντιληφθεί το έργο που στο µεταξύ είχε
συντελεστεί. Η εκτίµησή τους ήταν ότι δεν θα µπορούσε να διασπάσει την
οχυρωµένη τοποθεσία του Σαρανταπόρου, στα ελληνοτουρκικά σύνορα και να

17
προελάσει στα εδάφη της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Αυτό αποδεικνύεται και από το
γεγονός ότι αρχικά δεν είχαν προσανατολιστεί αρκετές δυνάµεις προς την
κατεύθυνση της Θεσσαλονίκης, γιατί νόµιζαν ότι είχαν τον απαιτούµενο χρόνο.
Αντίθετα, χρειαζόταν το Ελληνικό Ναυτικό για να εµποδίσει τις τουρκικές
θαλάσσιες µεταφορές από τη Μικρά Ασία στα ευρωπαϊκά εδάφη της Τουρκίας.
Έτσι, στις 16 Μαΐου 1912, υπογράφτηκε στην Σόφια η Ελληνοβουλγαρική
Στρατιωτική Συνθήκη. Η Ελλάδα θα έπρεπε να διαθέσει για τον αγώνα 120.000
άνδρες και η Βουλγαρία 300.000.
Με τη Σερβία ο Βενιζέλος δεν υπέγραψε καµια συµφωνία, ενώ µε το
Μαυροβούνιο προχώρησε σε προφορική συµφωνία λίγο πριν από την έναρξη του
πολέµου. Όλα αυτά τα κράτησε µυστικά ακόµα και από τους περισσότερους
συνεργάτες του. Ενηµέρωσε όµως τον βασιλιά Γεώργιο Α΄, ο οποίος υποστήριξε
τον Πρωθυπουργό του, ενέκρινε τις ενέργειές του και τον ενθάρρυνε.
Μετά την απόφαση των Βαλκανικών Συµµάχων να εµπλακούν σε πόλεµο
µε την Τουρκία δεν απέµενε τίποτα άλλο εκτός από την αφορµή. Στην Τουρκία οι
καταπιέσεις κατά των χριστιανικών πληθυσµών συνεχίζονταν. Στα Κότσανα,
οργανώθηκαν από τις τουρκικές αρχές σφαγές χριστιανών που προκάλεσαν τις
έντονες διαµαρτυρίες των βαλκανικών κρατών. Τα συνοριακά επεισόδια
διαδέχονταν το ένα το άλλο. Περί τα µέσα Σεπτεµβρίου 1912 η Βουλγαρία άρχισε
να συγκεντρώνει στρατεύµατα στα σύνορα µε την Τουρκία και στις 17
Σεπτεµβρίου η Σερβία και η Βουλγαρία επιστρατεύθηκαν, ειδοποίησαν δε για την
κινητοποίησή τους και την Ελλάδα, που επιστρατεύθηκε και αυτή στις 18
Σεπτεµβρίου. Σε απάντηση η Τουρκία κήρυξε την ίδια µέρα γενική επιστράτευση.
Το Μαυροβούνιο επιστρατεύθηκε µαζί µε την Ελλάδα, αλλά στις 25 Σεπτεµβρίου
ανέλαβε πρωτοβουλία και κήρυξε πρώτο τον πόλεµο κατά της Τουρκίας.
Στις 30 Σεπτεµβρίου, οι πρεσβευτές Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας
στην Κωνσταντινούπολη, επέδωσαν στην τουρκική κυβέρνηση κοινή
τελεσιγραφική διακοίνωση στην οποία ζητούσαν την ανάκληση της τουρκικής
επιστράτευσης, την επικύρωση της αυτονοµίας των εθνοτήτων, την υποχρέωση
της Τουρκίας να µην µεταβάλει τον εθνολογικό χαρακτήρα των εθνοτήτων στο
ευρωπαϊκό τµήµα της µε µεταφορά εποίκων από την Ασία, τον διορισµό
χριστιανών σε δηµόσιες θέσεις, την αναγνώριση των χριστιανικών σχολείων και
την ισοτιµία τους µε τα τουρκικά, τη στρατολογία των χριστιανών αλλά σε
συνδυασµό µε τη δυνατότητα να εξελίσσονται ως στελέχη του Οθωµανικού
Στρατού και µέχρι την εφαρµογή του µέτρου να σταµατήσει η στρατολογία τους.
Ζητούσαν, επίσης, την επίβλεψη για την εφαρµογή των µεταρρυθµίσεων, αφενός,
από ειδικό συµβούλιο που θα σχηµατιζόταν από ίσο αριθµό χριστιανών και
µουσουλµάνων και αφετέρου από τους πρεσβευτές των Μεγάλων ∆υνάµεων και
των βαλκανικών κρατών.
Όπως ήταν επόµενο, η Τουρκία απέρριψε τη διακοίνωση την οποία
χαρακτήρισε ως θρασεία απόπειρα επέµβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της
αυτοκρατορίας και ανάξια απάντησης και αποκάλεσε τους πρεσβευτές της από
Αθήνα, Σόφια και Βελιγράδι. Το ίδιο έκαναν και οι Σύµµαχοι, αλλά πριν
αναχωρήσουν οι πρεσβευτές τους από την Κωνσταντινούπολη επέδωσαν τη
διακοίνωση κήρυξης του πολέµου στις 4 Οκτωβρίου. Το Μαυροβούνιο είχε ήδη
αρχίσει τις επιχειρήσεις από τις 25 Σεπτεµβρίου.

18
Πρόσκοποι του Ελληνικού Στρατού παρατηρούν τις θέσεις του Τουρκικού Στρατού

Η κήρυξη του πολέµου έγινε δεκτή από τον ελληνικό λαό µε ενθουσιασµό.
Η επιστράτευση ολοκληρώθηκε ταχύτατα. Πολλοί προσήρθαν ως εθελοντές και
από το εξωτερικό και δηµιούργησαν τα σώµατα προσκόπων. Συνολικά ο
εθελοντές ανήλθαν σε 6.000 και οργανώθηκαν σε 95 σώµατα προσκόπων, από
τα οποία τα 77 (3.556 άνδρες) ήταν Κρητικών.
Ο Ελληνικός Στρατός οργανώθηκε σε δύο οµάδες: τη Στρατιά της
Θεσσαλίας και τον Στρατό Ηπείρου. Η Στρατιά Θεσσαλίας υπό τον ∆ιάδοχο του
θρόνου Κωνσταντίνο, ο οποίος ονοµάστηκε Αρχιστράτηγος, αποτελούνταν από 7
Μεραρχίες (από Ι µέχρι VII) των τριών συνταγµάτων η καθεµία, από την ταξιαρχία
Ιππικού, από το απόσπασµα Γεννάδη, από το απόσπασµα Κωνσταντινοπούλου
και από την Υπηρεσία Μετόπισθεν. Η συνολική του δύναµη ήταν 100.000 άνδρες
µε 70 πολυβόλα, 96 πεδινά πυροβόλα, 24 ορειβατικά και 54 τοποµαχικά. ∆ιέθετε
ακόµα 4 αεροπλάνα τύπου Far-man µε κινητήρα 50 ίππων. Ο Στρατός της
Ηπείρου υπό τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη ανερχόταν σε 10.500 άνδρες µε 12
πεδινά πυροβόλα, 12 ορειβατικά και 18 τοποµαχικά. Αργότερα η δύναµη αυτή
αποτέλεσε την VII Μεραρχία.
Καµία από τις τότε ενδιαφερόµενες Μεγάλες ∆υνάµεις (Βρετανία, Γαλλία,
Ρωσία, Αυστροουγγαρία) δεν είδε µε καλό µάτι τη συνεννόηση των βαλκανικών
κρατών. ∆ιέβλεπαν το τέλος της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας και σχεδίαζαν τη
διανοµή της υπέρ αυτών. Ήδη η Ιταλία της είχε αποσπάσει, µε τον ιταλοτουρκικό
πόλεµο του 1911, τη Λιβύη και είχε καταλάβει προσωρινά τα ελληνικά
∆ωδεκάνησα. Προσπάθησαν λοιπόν, να αποτρέψουν τη ρήξη µε διαβήµατα τόσο
προς την Τουρκία όσο και προς τις χώρες της Συµµαχίας. Βλέποντας όµως ότι οι
τελευταίες ήταν αποφασισµένες και ο πόλεµος αναπόφευκτος, άφησαν τα
πράγµατα να εξελιχθούν, υπολογίζοντας να επωφεληθούν, καθεµία βέβαια για
λογαριασµό της, από τα αποτελέσµατα του πολέµου, όπως αυτά τελικά θα
διαµορφώνονταν, επιδιώκοντας να εξασφαλίσουν την επιρροή στα Βαλκάνια.
Ο πόλεµος κατά της Τουρκίας (Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος) διήρκεσε από τον
Οκτώβριο 1912 µέχρι την άνοιξη του 1913. Όµως τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1913
ακολούθησε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος µεταξύ Ελλάδας και Σερβίας από τη µία
πλευρά και της Βουλγαρίας από την άλλη.

19
Α΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Θέατρα Επιχειρήσεων (ΘΕ):


Στον πόλεµο αυτό δηµιουργήθηκαν τα εξής ΘΕ:
Το Νότιο, στη Μακεδονία και την Ήπειρο, όπου πολέµησαν οι ελληνικές
δυνάµεις. Το Βορειοδυτικό, στη Σερβία µέχρι την Αδριατική, όπου πολέµησαν οι
δυνάµεις της Σερβίας και του Μαυροβούνιου. Το Ανατολικό, στη Θράκη όπου
πολέµησαν οι βουλγαρικές δυνάµεις.
Στο Νότιο ΘΕ, από την αρχή του πολέµου υπήρξαν δύο µέτωπα: Ένα στη
Θεσσαλία, στα σύνορα της χώρας µας βόρεια της Λάρισας και ένα δεύτερο στην
Ήπειρο, δυτικά της Άρτας. Τα δύο µέτωπα ήταν σχεδόν τελείως ανεξάρτητα και
δεν υπήρχε επικοινωνία µεταξύ τους.

Σχέδια Ενεργείας:
Το σχέδιο των συµµάχων, σε γενικές γραµµές, προέβλεπε αποκοπή του
Τουρκικού Στρατού της Θράκης από τους στρατούς της Μακεδονίας και της
Ηπείρου-Αλβανίας, αποκλεισµό των δυνάµεων αυτών από κάθε ενίσχυση και
συντριβή της καθεµιάς τους χωριστά. Προς τούτο, ο Βουλγαρικός Στρατός θα
αναλάµβανε επίθεση κατά της Θράκης από τον Βορρά, ο Ελληνικός Στρατός κατά
της Μακεδονίας και της Ηπείρου από τον Νότο και ο Σερβικός Στρατός και ο
Στρατός του Μαυροβουνίου κυρίως κατά της Ν. Σερβίας και της Μακεδονίας από
τον Βορρά και δευτερευόντως προς το Νόβι Παζάρ και την Αλβανία.

Ελληνοτουρκικός πόλεµος Μπιζάνι

Το τουρκικό σχέδιο προέβλεπε ένα πολυµέτωπο αγώνα σε διάφορα ΘΕ για


διατήρηση όλων των τουρκικών εδαφών και ανάληψη γενικής αντεπίθεσης, είτε
από την αρχή του πολέµου είτε µετά την ενίσχυσή του µε αρκετές δυνάµεις από τη
Θράκη και τη Μικρά Ασία.

Επιχειρήσεις Ελληνικού Στρατού:


Μετά την έναρξη του πολέµου, οι ελληνικές δυνάµεις, αφού απώθησαν
ισχυρά προκαταλυπτικά τµήµατα Τούρκων από την Ελασσόνα, εισέβαλαν στη
Μακεδονία και στις 8 Οκτωβρίου 1912 έφθασαν προς την τοποθεσία του

20
Σαρανταπόρου. Οι κύριες µάχες στο Νότιο ΘΕ ήταν οι εξής: Η Μάχη του
Σαρανταπόρου, Μ µάχη του Μπιζανίου-Ιωαννίνων.

Μάχη Σαρανταπόρου: Η τοποθεσία είχε πολύ ορθά επιλεγεί και


οργανωθεί από τους Τούρκους, µε την επίβλεψη Γερµανών αξιωµατικών
συµβούλων και έφραζε τις οδεύσεις προς Κοζάνη και πεδιάδα Καµπανίας. Παρότι
ο Γερµανός Στρατηγός φον ντερ Γκολτς είχε τονίσει ότι ο Σαραντάπορος θα γίνει ο
τάφος του Ελληνικού Στρατού, οι Έλληνες νίκησαν. Η νίκη στο Σαραντάπορο ήταν
αποφασιστική, γιατί άνοιξε τις πύλες για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Οι
τουρκικές δυνάµεις, µετά την ήττα τους στον Σαραντάπορο, συµπτύχθηκαν προς
Βέροια και µέρος προς τη Φλώρινα-Μοναστήρι. Οι πληροφορίες ήταν ασαφείς για
τις κατευθύνσεις σύµπτυξης.

Μάχη Γιαννιτσών: Μετά τον Σαραντάπορο και την απελευθέρωση της


Κοζάνης, ο όγκος της Στρατιάς, µέσω Βέροιας, κινήθηκε προς την πεδιάδα της
Καµπανίας και τη Θεσσαλονίκη, µε κάλυψη των νώτων και των πλευρών της από
την V Μεραρχία. Στην περιοχή των Γιαννιτσών έλαβε χώρα η οµώνυµη µάχη η
οποία ήταν µια «µάχη µη αναµενόµενη». Και στα Γιαννιτσά έκρινε την τύχη της
Θεσσαλονίκης. ∆εν σηµειώθηκε καµία αµυντική προσπάθεια των Τούρκων
ανατολικά του Αξιού ποταµού.

Το Ιππικό προελαύνει προς τα Ιωάννινα

Αγώνες της V Μεραρχίας: Ενόσω ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωνε τα


Γιαννιτσά, η V Μεραρχία, κινούµενη προς Φλώρινα στα στενά Κιρλί ∆ερβέν,
βρέθηκε µπροστά σε υπέρτερες εχθρικές δυνάµεις και αναγκάστηκε να
συµπτυχθεί στην περιοχή Αµύνταιο. Εκεί, ύστερα από τουρκικό αιφνιδιασµό,
λόγω µη λήψης των απαραίτητων µέτρων ασφάλειας, και µετά από σύντοµο

αγώνα υποχώρησε προς την Πτολεµαίδα και νοτιότερα. Η Μεραρχία είχε σχεδόν
διαλυθεί. Αναδιοργανώθηκε όµως και σε λίγες ηµέρες ανέκτησε τη µαχητική της
ικανότητα. Ευτυχώς οι Τούρκοι δεν εκµεταλλεύτηκαν την επιτυχία τους αυτή σε
βάθος, γιατί πιεζόµενοι από τους Σέρβους από τον Βορρά, είχαν στρέψει την
προσοχή τους στην άµυνα του Μοναστηρίου. Έτσι, η υποχώρηση της Μεραρχίας
είχε µόνο τοπικές συνέπειες.

21
Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης: Μετά τη νικηφόρα Μάχη των
Γιαννιτσών, η Ελληνική Στρατιά κινήθηκε προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία και
απελευθέρωσε χωρίς µάχη στις 26 Οκτωβρίου 1912. Οι εκεί τουρκικές δυνάµεις
πιεζόµενες ασφυκτικά, υποχρεώθηκαν να παραδοθούν άνευ όρων µε όλο το
πολεµικό υλικό τους. Το Γενικό Στρατηγείο, αµέσως µετά την απελευθέρωση της
Θεσσαλονίκης, προώθησε σχηµατισµούς για την ευρεία κάλυψή της. Ο ∆ιάδοχος
Κωνσταντίνος εισήλθε πανηγυρικά στην πόλη την επόµενη µέρα. Στις 28
Νοεµβρίου έφθασε στη Θεσσαλονίκη και ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄. Ενώ είχε
παραδοθεί η πόλη της Θεσσαλονίκης από τον Τοχτσίν πασά στους Έλληνες, η VII
Βουλγαρική Μεραρχία κινήθηκε προς Νότο µε κύριο αντικειµενικό σκοπό την
κατάληψή της. Με την εµπροσθοφυλακή τής VII Μεραρχίας συναντήθηκαν
ελληνικά τµήµατα περί τα 30 χλµ. βόρεια της Θεσσαλονίκης. Μετά από σθεναρή
αντίδραση των Ελλήνων και διαπραγµατεύσεις µεταξύ τους, οι Βούλγαροι
πείστηκαν και δεν προωθήθηκαν προς τη Θεσσαλονίκη. Φιλοξενήθηκαν µόνο, µε
έγκριση της κυβέρνησης, δύο βουλγαρικά τάγµατα, τα οποία διοικούσαν οι
πρίγκιπες του βουλγαρικού θρόνου, για να αναπαυθούν. Η είσοδος των
Βουλγάρων στην πόλη της Θεσσαλονίκης δηµιούργησε από τις πρώτες µέρες
προβλήµατα, αφού συµπεριφέρονταν ως στρατός κατοχής. Στο µεταξύ, οι
Βούλγαροι µε διάφορους τρόπους αύξησαν τη δύναµή τους, προφανώς για
εξυπηρέτηση των σχεδίων τους στο µέλλον. Η κατάσταση αυτή κράτησε µέχρι την
έναρξη του Β΄ Βαλκανικού πολέµου.

Επιχειρήσεις προς ∆υτική Μακεδονία: Αµέσως µετά την αποκατάσταση


της οµαλότητας, τµήµα της Ελληνικής Στρατιάς (Ι, ΙΙΙ, ΙV, VI Μεραρχίες) ενέργησε
προς τη ∆υτική Μακεδονία. Μετά από επιχειρήσεις εκεί απελευθερώθηκαν η
Φλώρινα, η Καστοριά και η Κορυτσά. Στην περίοδο 14-18 ∆εκεµβρίου έγιναν οι
απαραίτητες µετακινήσεις και η εγκατάσταση των µονάδων στις νέες θέσεις τους,
όπως καθορίστηκαν µε διαταγή.

Επιχειρήσεις στο Μέτωπο Ηπείρου: Στην Ήπειρο οι επιχειρήσεις


άρχισαν επίσης στις αρχές Οκτωβρίου. Η εκεί δύναµη, µετά από πετυχηµένες
επιχειρήσεις, απελευθέρωσε τη Φιλιππιάδα, τη Νικόπολη και την Πρέβεζα. Οι
τουρκικές δυνάµεις της περιοχής συµπτύχθηκαν προς την οχυρωµένη τοποθεσία
του Μπιζανίου. Από τον Νοέµβριο του 1912 άρχισε η πολιορκία των Ιωαννίνων
που πήρε χρονίζουσα µορφή. Στο µεταξύ, το Γενικό Στρατηγείο, προκειµένου να
εκκαθαρίσει την εκεί κατάσταση, προώθησε σταδιακά στην Ήπειρο 3 µεραρχίες
Πεζικού και το Σύνταγµα Κρητών. Από τον Ιανουάριο του 1913 άρχισε πλέον η
περίσφιξη των οχυρών. Τον Φεβρουάριο έλαβε χώρα η Μάχη Μπιζανίου-
Ιωαννίνων, όπου, µετά από αιφνιδιαστική επίθεση και παραπλάνηση,
απελευθερώθηκε η πόλη των Ιωαννίνων, στις 22 Φεβρουαρίου. Η τουρκική
φρουρά παραδόθηκε άνευ όρων. Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, οι
ελληνικές δυνάµεις προωθήθηκαν προς τη Βόρεια Ήπειρο. Σύντοµα
απελευθερώθηκαν ελληνικές περιοχές, όπως το Αργυρόκαστρο, το Τεπελένι κ.ά.
Έτσι, έληξαν οι επιχειρήσεις στην Ήπειρο. Στις 17 Μαΐου 1913 υπογράφθηκε
Συνθήκη Ειρήνης, µε την οποία τερµατιζόταν ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος και
αποκαθίστατο η ειρήνη µεταξύ των εµπολέµων. Προηγουµένως, τον Νοέµβριο
του 1912 είχε υπογραφεί η ανακωχή µεταξύ της Τουρκίας και των Συµµάχων
βαλκανικών κρατών πλην της Ελλάδας, η οποία συνέχισε τον πόλεµο.

22
Η ∆ράση των Εθελοντών Σωµάτων (Προσκόπων): Αποστολή τους ήταν
η συλλογή πληροφοριών, η δράση στα νώτα του αντιπάλου και η διενέργεια
καταστροφών στις συγκοινωνίες και τις γραµµές ανεφοδιασµού των τουρκικών
δυνάµεων. Με την έναρξη των επιχειρήσεων τα σώµατα προσκόπων πρόσφεραν
σηµαντικές υπηρεσίες, όπως διεισδύσεις στις εχθρικές γραµµές, κατάληψη των
στενών της Πέτρας για την εξασφάλιση της κίνησης της VII Μεραρχίας προς
Κατερίνη, την κατάληψη της γέφυρας Νησέλι στον Αλιάκµονα ποταµό, την
ανάπτυξη της σιδηροδροµικής γραµµής Βέροιας-Θεσσαλονίκης σε τρία σηµεία,
την κατάληψη θέσεων στο Τεκελί µετά τη ζεύξη του Αξιού ποταµού. Σοβαρότερη
ενέργειά τους ήταν η απελευθέρωση της Χαλκιδικής από σώµατα που είχαν
αποβιβασθεί στον κόλπο του Ορφανού.

Οι Επιχειρήσεις των Συµµάχων:


Οι Σέρβοι ενέργησαν κυρίως στη Ν. Σερβία και δευτερευόντως στην
περιοχή του Νόβι Παζάρ και την Αλβανία. Κυριότερες µάχες των Σέρβων στο
βορειοδυτικό ΘΕ ήταν: Κοσσόβου, Κουµανόβου, Περλεπέ, και Μοναστηρίου. Στις
αρχές Νοεµβρίου σερβικά στρατευµένα κινήθηκαν στο εσωτερικό της Αλβανίας
και κατέλαβαν το ∆υρράχιο, τα Τίρανα και το Ελβασάν. Μέσα σε τέσσερις µήνες
προωθήθηκαν οι Σέρβοι µέχρι τον Αυλώνα και το Βεράτι.

Οι Βούλγαροι, που ενέργησαν στη Θράκη και τη Μακεδονία, κύριο


αντικειµενικό σκοπό έθεσαν την Αδριανούπολη και στη συνέχεια την
Κωνσταντινούπολη. Κυριότερες µάχες των Βουλγάρων στο Ανατολικό ΘΕ ήταν:
στις Σαράντα Εκκλησίες, στο Λουλέ Μπουργκάς και στον ποταµό Άδρα. Οι
επιχειρήσεις των Βουλγάρων στις µάχες αυτές κατέληξαν σε νίκη. Τελικά όµως
αναχαιτίσθηκαν από τους Τούρκους στη Γραµµή Τσατάλτζας.

Οι κυριότερες επιχειρήσεις των Μαυροβουνίων διεξήχθησαν κατά της


πόλης Σκόρδα και του εκεί οχυρού Ταραµπός. Ενέργησαν και προς Νόβι Παζάρ
σε συνεργασία µε τους Σέρβους. Η πόλη Σκόρδα µετά από εξάµηνη πολιορκία
παραδόθηκε στους Μαυροβούνιους στις 9 Απριλίου 1913.

Συµπεράσµατα:
Ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεµο µε πολύ καλές
προϋποθέσεις. Ήταν αναδιοργανωµένος και εξοπλισµένος, καλά
προπαρασκευασµένος, µε υψηλό ηθικό και επιθετικό πνεύµα, µε αξία και ικανά
στελέχη και µε συµπαράσταση ολόκληρου του ελληνικού λαού. Για την Ελλάδα, ο
πόλεµος αυτός αποτελεί µια από τις µεγαλύτερες εξάρσεις της φυλής µας µετά την
Επανάσταση του 1821.
Ο Ελληνικός Στρατός Ξηράς (χωρίς να παραγνωρίζεται η συµβολή του
Πολεµικού Ναυτικού), σήκωσε το κύριο βάρος του πολέµου (και ολόκληρου του Β΄
Βαλκανικού) και πλήρωσε βαρύτατο φόρο αίµατος. Οι απώλειες κατά τον Α΄
Βαλκανικό Πόλεµο ήταν: 143 νεκροί αξιωµατικοί και 2.231 οπλίτες, 261
τραυµατίες αξιωµατικοί και 9.034 οπλίτες, 62 αγνοούµενοι και 58 παγόπληκτοι.

23
Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Πορεία προς το Μέτωπο Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος

Προτού ακόµα τελειώσει ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος και κατά τη διάρκεια


των διαπραγµατεύσεων στη Β΄ ∆ιάσκεψη του Λονδίνου, οι κυβερνήσεις Ελλάδας
και Σερβίας πρότειναν επανειληµµένα στη βουλγαρική κυβέρνηση να συζητήσουν
και να φθάσουν σε συµφωνία για την οριστική διανοµή των εδαφών που είχαν
καταληφθεί από τους Συµµάχους. Η βουλγαρική κυβέρνηση όµως απαντούσε
πάντοτε µε παραπλανητικές βεβαιώσεις. Προτού αρχίσει ο πόλεµος, είχαν λάβει
χώρα τα εξής γεγονότα: η Ανακωχή της Τσατάλτζας, η Συνθήκη Ειρήνης που
υπογράφτηκε στο Λονδίνο και η συµµαχία Ελλάδας-Σερβίας.
Η Βουλγαρία, αν και είχε λήξει ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος µεταξύ των
τεσσάρων βαλκανικών χριστιανικών κρατών και της Τουρκίας, απέβλεπε στην
επέκταση των ορίων της, οραµατιζόµενη τη Μεγάλη Βουλγαρία της Συνθήκης του
Αγίου Στεφάνου του 1878.
Στις περιοχές της Μακεδονίας που κατείχε η Βουλγαρία, οι βουλγαρικές
αρχές ενεργούσαν αυθαίρετα και εις βάρος των Ελλήνων. Εξάλλου, εκτός από τα
επεισόδια που έλαβαν χώρα πριν από τον πόλεµο, υπήρχε οξύτητα στις σχέσεις
µεταξύ του Ελληνικού Στρατού και του Βουλγαρικού. Όλα έδειχναν ότι βάδιζαν
προς την αναπόφευκτη σύγκρουση, που κάθε φορά επιθυµούσαν να
προκαλέσουν οι Βούλγαροι.

Αίτια και Αφορµές:


Τα αίτια του Β΄ Βαλκανικού Πολέµου είναι τα εξής:
Οι υπερβολικές απαιτήσεις της Βουλγαρίας εις βάρος των βαλκανικών
συµµάχων της. Ενώ αυτή είχε ευνοηθεί υπερβολικά µε τη Συνθήκη του Λονδίνου
της 17ης Μαΐου 1913, είχε βλέψεις στα εδάφη που είχαν καταλάβει οι άλλοι
Σύµµαχοι, κυρίως οι Έλληνες. Οι Βούλγαροι επιθυµούσαν τα εδάφη αυτά, γιατί
θεωρούσαν ότι τους ανήκαν µε βάση τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου 1878.

Η υπογραφή της Ελληνοσερβικής Συνθήκης 1913.


Η προσέγγιση µεταξύ των δύο χωρών έγινε για να αντιµετωπίσουν τη
Βουλγαρία από κοινού. Προφανώς οι Βούλγαροι πληροφορήθηκαν για τη
συνθήκη αυτή από τους Ρώσους.

24
Αφορµή για την έναρξη του πολέµου ήταν επεισόδια στις περιοχές της
Νιγρίτας και του Παγγαίου, αν και οι Βούλγαροι, όπως προκύπτει από ιστορικά
στοιχεία, είχαν αποφασίσει να επιτεθούν κατά των Ελλήνων και των Σέρβων
αιφνιδιάζοντάς τους. Έτσι, ο Β΄ Βαλκανικός πόλεµος άρχισε στις 16 Ιουνίου και
διήρκεσε 32 ηµέρες, δηλαδή µέχρι τις 18 Ιουλίου 1913.

Θέατρα Επιχειρήσεων (ΘΕ):


Στο Β΄ Βαλκανικό Πόλεµο δηµιουργήθηκαν τα εξής ΘΕ:
Το Σερβικό: Περιλάµβανε τις περιοχές κατά µήκος των παλαιών
σερβοβουλγαρικών συνόρων, του Ιστίπ, του Κρίβολακ και της Τζουµαγιάς, όπου
πολέµησαν οι Σέρβοι.
Το ελληνικό: Περιλάµβανε τις περιοχές από το Πολύκαστρο µέχρι και τις
εκβολές του Στρυµόνα ποταµού, όπου πολέµησαν οι Έλληνες. Μετά την έναρξη
των επιχειρήσεων, το ΘΕ επεκτάθηκε προς τα ανατολικά, φθάνοντας µέχρι την
Άνω Τζουµαγιά.

Αντίπαλες ∆υνάµεις:
Η Ελλάδα παρέταξε αρχικά 8 µεραρχίες Πεζικού και προς το τέλος του
πολέµου 9 µεραρχίες, καθώς και µία ταξιαρχία Ιππικού. Για υποστήριξη διέθεταν
180 πυροβόλα. Συνολική δύναµη 101.000 άνδρες. Αρχιστράτηγος του στρατού
ήταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄.

Η Σερβία παρέταξε 11 µεραρχίες Πεζικού. Για υποστήριξη διέθετε 500


πυροβόλα. Συνολική δύναµη 263.000 άνδρες. Αρχιστράτηγος του στρατού ήταν ο
Βασιλιάς Πέτρος Α΄.

Η Βουλγαρία παρέταξε 15 µεραρχίες Πεζικού. Για υποστήριξη διέθεταν 720


πυροβόλα. Συνολική δύναµη 355.000 άνδρες. Αρχιστράτηγος των βουλγαρικών
δυνάµεων ήταν ο Στρατηγός Σαβόφ.

Σχέδια Ενεργείας:
Όπως είχε διαµορφωθεί η κατάσταση, οι αντίπαλοι Στρατοί βρίσκονταν σε
ετοιµότητα για τις επιχειρήσεις. Αρχικά δεν είχαν εκπονηθεί από τους συµµάχους
(Σέρβους-Έλληνες) επιθετικά σχέδια επιχειρήσεων, ούτε είχε συγκροτηθεί κοινό
διασυµµαχικό στρατηγείο. Ειδικότερα, το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο προέβλεπε
συγκρότηση του εχθρού κατά µέτωπο και µόλις δηµιουργηθούν ευνοϊκές
συνθήκες, εκδήλωση αντεπίθεσης σε ένα από τα πλευρά του εχθρού.
Αντίθετα οι Βούλγαροι, οι οποίοι είχαν αποφασίσει να επιτεθούν είχαν
καταρτίσει επιθετικά σχέδια επιχειρήσεων. Ειδικότερα το σχέδιό τους προέβλεπε
ταυτόχρονη επίθεση επί τριών αξόνων: προς Θεσσαλονίκη, προς Βελιγράδι και
προς Σκόπια.

Στρατηγική συγκέντρωση του Ελληνικού Στρατού:


Μετά την υπογραφή της Συνθήκης Συµµαχίας µε τη Σερβία και τη
συµφωνία µε τον Βούλγαρο Στρατηγό Ιβάνοφ, για τον καθορισµό διαχωριστικής
γραµµής µεταξύ των ελληνικών και των βουλγαρικών δυνάµεων και, βάσει
εξακριβωµένων πληροφοριών που υπήρχαν, για επικείµενη αιφνιδιαστική
βουλγαρική επίθεση κατά της Θεσσαλονίκης, το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο
αποφάσισε τη βελτίωση της στρατηγικής συγκέντρωσης των ελληνικών δυνάµεων
στην περιοχή αυτή. Με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου της 24ης Μαΐου 1913, ο

25
Ελληνικός Στρατός κατέλαβε την αµυντική γραµµή. Πολύκαστρο-υψώµατα
βόρειας Θεσσαλονίκης-λίµνη Λαγκαδά-λίµνη Βόλβη-κόλπος Ορφανού, της οποίας
το δεξιό θα υποστήριζε ο στόλος. Τη διαχωριστική γραµµή θα επιτηρούσαν
αποσπάσµατα προκάλυψης και τµήµατα προφυλακών των µεραρχιών πρώτης
γραµµής. Μέχρι τις 31 Μαΐου είχε ολοκληρωθεί η συµπλήρωση, η µεταστάθµευση
και η εγκατάσταση των µεραρχιών στις νέες θέσεις τους.
Επίσης, συγκροτήθηκαν 8 ανεξάρτητα τάγµατα, τα οποία διατέθηκαν ως
εξής: δύο στη Χ Μεραρχία, τρία στη ∆ιοίκηση Φρουρίου Θεσσαλονίκης και τρία
στην IV Μεραρχία.

Στρατηγική συγκέντρωση του Βουλγαρικού Στρατού:


Οι Βούλγαροι, επειδή αποφάσισαν να επιτεθούν αιφνιδιαστικά κατά των
πρώην συµµάχων τους, Σέρβων και Ελλήνων, προέβησαν σε στρατηγική
συγκέντρωση των δυνάµεών τους µε επιθετική διάταξη. Άφησαν στην Ανατολική
Θράκη µόνο τις τελείως απαραίτητες δυνάµεις. Ειδικότερα, απέναντι από τις
ελληνικές δυνάµεις είχε παραταχθεί η 2η Βουλγαρική Στρατιά. Απέναντι από τις
σερβικές δυνάµεις είχαν παραταχθεί οι 1η και 3η Στρατιές, κοντά στα παλιά
σερβοβουλγαρικά σύνορα, η 4η Στρατιά στην περιοχή Ιστίπ-Στρώµνιτσας και η 5η
Στρατιά στο Κιουστεντήλ.

Μάχες στο Ελληνικό Μέτωπο:


Οι κύριες µάχες στο ελληνικό µέτωπο ήταν: Η Μάχη της ∆οϊράνης, η Μάχη
του ∆εµίρ Χισσάρ, η Μάχη του Πετσόβου, η Μάχη του Σιµιτλή και η Μάχη της
Τζουµαγιάς.

Μάχη Κιλκίς-Λαχανά (19-21 Ιουνίου): Οι Βούλγαροι είχαν οργανώσει


ισχυρά την τοποθεσία Κιλκίς-Λαχανά και τη θεωρούσαν απόρθητο οχυρό. Η
επίθεση των Ελλήνων κατά των βουλγαρικών θέσεων εκτοξεύθηκε το πρωί της
19ης Ιουνίου, µε 8 µεραρχίες και την ταξιαρχία Ιππικού. Οι Βούλγαροι κατείχαν
την τοποθεσία µε δύο µεραρχίες Πεζικού, τρεις ταξιαρχίες Πεζικού, ένα σύνταγµα
Ιππικού και δύο τάγµατα Πεζικού. Την πρώτη ηµέρα, παρά τα θεριστικά πυρά του
εχθρού, οι Έλληνες κατέλαβαν ολόκληρη τη γραµµή των προφυλακών των
Βουλγάρων. Την εποµένη συνεχίστηκε η επίθεση, χωρίς όµως θετικά
αποτελέσµατα. Προωθήθηκαν µόνο οι µονάδες σε απόσταση εφόδου. Η
νυκτερινή επίθεση από τη ΙΙ µεραρχία είχε θετικά αποτελέσµατα. Το πρωί
συνέχισαν την επιθετική τους ενέργεια και οι άλλες µεραρχίες όπου κρίθηκε και ο
αγώνας υπέρ των Ελλήνων. Οι Βούλγαροι συµπτύχθηκαν προς ∆οϊράνη, Σέρρες
και Σιδηρόκαστρο. Ήταν η πλέον αποφασιστική µάχη κατά των Βουλγάρων, αλλά
και η πιο αιµατηρή των Βαλκανικών Πολέµων.

Μάχη της ∆οϊράνης (22-24 Ιουνίου): Μετά τη νίκη στο Κιλκίς-Λαχανά,


τέσσερις µεραρχίες και η ταξιαρχία Ιππικού συνέχισαν την κίνησή τους προς
Βορρά. ∆ιαπιστώθηκε από αναγνωρίσεις ότι οι Βούλγαροι κατείχαν τα υψώµατα
της ∆οϊράνης. Την οχυρή αυτή πόλη οι Βούλγαροι την είχαν καταστήσει κέντρο
ανεφοδιασµού του Βουλγαρικού Στρατού. Η ελληνική επίθεση εκτοξεύθηκε το
πρωί της 22ας Ιουνίου. Ήταν µάλιστα τόσο σφοδρή, ώστε οι Βούλγαροι άρχισαν
να κλονίζονται. Την εποµένη, ενισχυµένες οι ελληνικές δυνάµεις επιτέθηκαν κατά
των δύο πλευρών της εχθρικής διάταξης. Μέχρι τις µεσηµβρινές ώρες της 24ης οι
Βούλγαροι είχαν εκτοπισθεί από τις θέσεις τους, µε τις λόγχες και είχαν

26
συµπτυχθεί προς Στρώµνιτσα, παίρνοντας µαζί τους 32 προκρίτους τους οποίους
και φόνευσαν. Όλα τα εκεί εφόδια έπεσαν στα χέρια του Ελληνικού Στρατού.

Μάχη του ∆εµίρ Χισσάρ (25-27 Ιουνίου): Ενόσω οι Βούλγαροι


συµπτύσσονταν από την ∆οϊράνη προς το ∆εµίρ Χισσάρ καταδιωκόµενοι από
τους Έλληνες, ο Ναύαρχος Κουντουριώτης απελευθέρωνε την Καβάλα. Στην
περιοχή αυτή οι Βούλγαροι παρέταξαν λίγες δυνάµεις για να ανακόψουν την
προέλαση των Ελλήνων. Η επίθεση εκτοξεύθηκε το πρωί της 25ης Ιουνίου. Ο
αγώνας µε τους Βουλγάρους ήταν πολύ σκληρός. Η εκπόρθηση της δυσπρόσιτης
αυτής τοποθεσίας έγινε από τάγµα Ευζώνων υπό τη διοίκηση του Ταγµατάρχη Ι.
Βελισαρίου. Τελικά, η νίκη στεφάνωσε τα ελληνικά όπλα και το ∆εµίρ Χισσάρ
απελευθερώθηκε στις 27 Ιουνίου. Υποχωρώντας οι Βούλγαροι, ανατίναξαν τη
γέφυρα του Στρυµόνα ποταµού στο ∆εµίρ Καπού και πήραν µαζί τους ως
οµήρους προκρίτους της περιοχής. Στο µεταξύ οι Βούλγαροι κατέστρεψαν και
λεηλάτησαν τις Σέρρες. Στη συνέχεια, προελαύνοντας ο Ελληνικός Στρατός χωρίς
σοβαρή εχθρική αντίσταση απελευθέρωσε το Νευροκόπι (7 Ιουλίου) και το
Μελένικο (9 Ιουλίου).

Παύλος Κουντουριώτης

Μάχη Πετσόβου (6-11 Ιουλίου): Μετά την ήττα τους στο ∆εµίρ Χισσάρ, οι
Βούλγαροι υποχώρησαν προς το Πέτσοβο και τα στενά της Κρένσας. Αν και είχαν
αλλεπάλληλες ήττες και µεγάλες απώλειες, κατόρθωσαν, βοηθούµενοι και από το
πολύ ορεινό έδαφος, να ανασυντάξουν µερικώς τις δυνάµεις τους. Έτσι έγινε και
στην περιοχή του Πετσόβου. Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού προς το
Πέτσοβο και το Όρλιακο ήταν δυσχερής, λόγω έλλειψης δροµολογίων για την
ανάπτυξη των µονάδων. Η ελληνική επίθεση άρχισε το πρωί της 9ης Ιουλίου. Η
ορµή των Ελλήνων ήταν απαράµιλλη, µε αποτέλεσµα την κατάληψη πέντε
διαδοχικών σειρών χαρακωµάτων µε τη λόγχη. Σφοδρότατες νυχτερινές
αντεπιθέσεις των Βουλγάρων αποκρούσθηκαν αποτελεσµατικά. Οι απώλειες του
εχθρού ήταν µεγάλες. Μάλιστα ζήτησαν προσωρινή διακοπή επιχειρήσεων για να
θάψουν περισσότερος από 500 νεκρούς. Νέα επίθεση των Βουλγάρων κατά της
ΙΙΙ Μεραρχίας στο Μπούκοβι, αν και αρχικά είχε κάποια επιτυχία, τελικά κατέληξε
σε αποτυχία. Έτσι, έληξε ο αγώνας µε νίκη των Ελλήνων. Οι Βούλγαροι
υποχώρησαν προς Βορρά. Ο Ελληνικός Στρατός προελαύνοντας κατέλαβε τη

27
νότια είσοδο της στενωπού της Κρένσας. Μέχρι τις 11 Ιουλίου κατέλαβε ολόκληρη
τη στενωπό της Κρένσας. Οι Βούλγαροι υποχώρησαν τελικά πέρα από την
Μαχωµία.

Μάχη του Σιµιτλή (12-15 Ιουνίου): Οι Βούλγαροι είχαν οχυρώσει αρκετά


την τοποθεσία Σιµιτλή και την κατείχαν µε 6 συντάγµατα Πεζικού. Μέχρι τις 12
Ιουλίου, ο Ελληνικός Στρατός κατόρθωσε προελαύνοντας να καταλάβει τη γραµµή
προφυλακών του εχθρού. Η ελληνική επίθεση κατά της τοποθεσίας εκδηλώθηκε
στις 12 Ιουλίου, µε 4 µεραρχίες επί των τριών αξόνων: Σουσίστα-Ρουγέν, κατά
µήκος της στενωπού της Κρένσας και δια του όρους Σριφµανίτσα προς το ύψωµα
1738. Ο αγώνας ήταν σκληρός, λόγω της σθεναρής αντίστασης των Βουλγάρων.
Την µέρα αυτή οι Έλληνες κατέλαβαν ορισµένες προωθηµένες θέσεις των
Βουλγάρων και σταθεροποιήθηκαν. Την επόµενη ηµέρα συνεχίστηκε η επίθεση µε
θετικά αποτελέσµατα, αλλά δεν κατόρθωσαν να διασπάσουν την εχθρική
τοποθεσία. Στις 14 Ιουλίου, συνέχισαν την επίθεσή τους, υποχρεώνοντας τους
Βουλγάρους να συµπτυχθούν προς τη Τζουµαγιά. Την εποµένη, η ορµητική
επίθεση των Ελλήνων ανάγκασε τον εχθρό να εγκαταλείψει την τοποθεσία.

Μάχη της Τζουµαγιάς (15-16 Ιουλίου): Οι Βούλγαροι, µετά την ήττα τους
στο Σιµιτλή, είχαν υποχωρήσει προς την Τζουµαγιά και ήταν έτοιµοι να
συνεχίσουν την υποχώρησή τους, όταν έφθασαν ενισχύσεις σιδηροδροµικώς από
το Τσάριµπροντ στο Κιουστεντήλ και από εκεί πεζή στην Τζουµαγιά. Οι ενισχύσεις
αυτές έπεισαν τη βουλγαρική ηγεσία να επιχείρηση ανακατάληψη των θέσεων
που είχαν απολέσει. Έτσι, αφού συγκέντρωσαν πολλές δυνάµεις εκτόξευσαν
ισχυρή επίθεση κατά του δεξιού της ελληνικής διάταξης. Η σύγκρουση µεταξύ των
δύο αντιπάλων διήρκεσε δύο ηµέρες και ήταν σκληρή. Την πρώτη ηµέρα (15
Ιουλίου), ο αγώνας ήταν αµφίβολος και µε πολλές απώλειες για τους δύο
αντιπάλους. Στις 16 Ιουλίου συνεχίσθηκε ο σκληρός αγώνας. Οι Βούλγαροι
έπαιζαν το τελευταίο τους χαρτί. Τελικά, το βράδυ της 16ης Ιουλίου, η κατάσταση
είχε πλέον διευκρινισθεί. Ο επιθετικός ελιγµός που επιχείρησαν οι Βούλγαροι είχε
αποτύχει.

Ανακωχή:
Ενώ ο Ελληνικός Στρατός ετοιµαζόταν να εισέλθει στο βουλγαρικό έδαφος
µέσω ∆ουπνίτσας, αναγγέλθηκε η πενθήµερη αναστολή των εχθροπραξιών, µε
την ανακωχή που υπογράφτηκε στις 18 Ιουλίου στο Βουκουρέστι. Εκεί συνήλθαν
οι αντιπρόσωποι της Ελλάδας, της Σερβίας, του Μαυροβουνίου, της Ρουµανίας
και της Βουλγαρίας για να συζητήσουν τη συνθήκη ειρήνης, µετά από εσπευσµένη
παράκληση του Τσάρου των Βουλγάρων Φερδινάνδου. Με την υπογραφή της
ανακωχής έληγε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος.

Συνθήκη Ειρήνης:
Με τη Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913)
τερµατίστηκε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος. Στις διαπραγµατεύσεις για την υπογραφή
της συνθήκης έγινε κυρίως αγώνας για τα σερβοβουλγαρικά και τα ελληνο-
βουλγαρικά σύνορα στη Θράκη. Τελικά, µόνο η Στρώµνιτσα περιήλθε στην
Βουλγαρία, µε επιθυµία της Ρουµανίας.
Συµπεράσµατα:
Η κήρυξη του πολέµου έγινε από τη στρατιωτική ηγεσία της Βουλγαρίας και
όχι από την κυβέρνηση της Σόφιας.

28
Η Βουλγαρία, επιθυµώντας να θέσει σε εφαρµογή τα επεκτατικά της σχέδια
στο χώρο της Μακεδονίας, κυρίως σε εδάφη που ανήκαν αναµφισβήτητα στην
Ελλάδα κήρυξε το Β΄ Βαλκανικό Πόλεµο.

Κίνηση Ελληνικών Τµηµάτων στο Σιδηρόκαστρο (Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος)

Η ορµητικότητα του Ελληνικού Στρατού, το υψηλό ηθικό και η πίστη των


στελεχών και οπλιτών για τη νίκη, ήταν οι κύριοι συντελεστές της νίκης των
Ελλήνων στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεµο.

Ο ηρωισµός που επέδειξαν οι Έλληνες στον πόλεµο αυτό ήταν τέτοιος,


που ακόµα και ο Βούλγαρος Στρατηγός Ιβάνοφ, ∆ιοικητής της 2ης Βουλγαρικής
Στρατιάς αναφώνησε µετά την ήττα στο Κιλκίς-Λαχανά: «Όλα τα είχα προβλέψει,
όλα τα είχα σκεφθεί, όλα εκτός από την τρέλα των Ελλήνων».

Η ∆ΡΑΣΗ ΤΗΣ VI ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος:

Η VI Μεραρχία συγκροτήθηκε µετά την κήρυξη της επιστράτευσης του


Ελληνικού Στρατού. Οι άνδρες της µονάδος συγκεντρώθηκαν στην περιοχή του
Βελεστίνου. Το στρατηγείο της Μεραρχίας ήταν στο Ναύπλιο, ενώ η ηµιλαρχία
συγκροτήθηκε στην Αθήνα. Το Γενικό Στρατηγείο αποφάσισε να διαθέσει στη
µονάδα τον 5ο Λόχο του 2ου Συντάγµατος Μηχανικού. Τελικώς, η VI Μεραρχία
απαρτίστηκε από τον 1ο Σύνταγµα Ευζώνων, το 17ο Σύνταγµα Πεζικού, την ΙΙΙ/2
Μοίρα πεδινού πυροβολικού, την ηµιλαρχία, τον προαναφερθέντα λόχο, µία
διµοιρία τηλεγραφητών, µία µοίρα υγειονοµικού και µία εφοδιοποµπή. Η διοίκηση
της νέας µονάδας ανατέθηκε στον Συνταγµατάρχη Ιππικού Κοµνηνό Μηλιώτη.
Την 5η Οκτωβρίου 1912, ξεκίνησε η προέλαση του Ελληνικού Στρατού και
την εποµένη κατελήφθη η Ελασσόνα. Η µονάδα δεν συµµετείχε στη µάχη αυτή
στο Σαραντάπορο, κατά την οποία η VI Μεραρχία ήταν εφεδρική της Στρατιάς.
Μόνο το 8ο Τάγµα συµµετείχε, κινούµενο προς τη στενωπό της Πέτρας. Το πρωί
της 10ης Οκτωβρίου, το Γενικό Στρατηγείο διέταξε τη µονάδα να υπερβεί την ΙΙ

29
Μεραρχία και να καταδιώξει τον υποχωρούντα εχθρό. Οι άνδρες της VI
Μεραρχίας επιτέθηκαν στους Τούρκους µε ακατάβλητη ορµή και κατάφεραν να
κυριεύσουν και τα 22 πεδινά πυροβόλα τους. Ακολούθως, η µονάδα ενώθηκε µε
τις υπόλοιπες φίλιες δυνάµεις και απώθησε τον εχθρό από τις διαβάσεις του
Βερµίου, του Τριποτάµου και του Ξηρολειβάδου, φθάνοντας µέχρι τη Βέροια.
Ορισµένα τµήµατα της VI Μεραρχίας ξεκίνησαν προς τη Σκύδρα, χωρίς να
συναντήσουν εχθρική αντίσταση. Αυτό επέτρεψε στους άνδρες τους να
κατευθυνθούν προς την Έδεσσα, την οποία κι απελευθέρωσαν. Τα υπόλοιπα
τµήµατα της µονάδας συγκεντρώθηκαν στο χωριό Λευκάδια.
Την 18η Οκτωβρίου, ο Ελληνικός Στρατός ξεκίνησε την προέλασή του
προς την περιοχή των Γιαννιτσών. Η συγκεκριµένη τοποθεσία ορίζεται από τους
ποταµούς Λουδία, Μπαλίντζα και Τσινανλί, καθώς και από το όρος Πάικο και τη
λίµνη των Γιαννιτσών. Η επιλογή της τοποθεσίας από τον Τούρκο Αρχιστράτηγο
ήταν η καλύτερη δύναµη, διότι αυτή φράσσει την κύρια οδική αρτηρία, η οποία
συνδέει την Έδεσσα µε τη Θεσσαλονίκη. Επιπλέον, στήριζε τα πλευρά της επί
φυσικών κωλυµάτων όπως το όρος Πάικο και η λίµνη των Γιαννιτσών. Τα
υψώµατα της περιοχής προσφέρονταν για την αντίταξη επιτυχούς άµυνας, ενώ
µπορούσαν να αναπτυχθούν τόσο τα εχθρικά στρατεύµατα όσο και τα όπλα για
την παρεµπόδιση του έργου του επιτιθέµενου. Μάλιστα, η ύπαρξη παράλληλων
αντερεισµάτων επέτρεπε την κατάλληλη κίνηση και των εφεδρειών. Συν τοις
άλλοις δεν απαιτείτο η χρήση πολυάριθµων στρατευµάτων για τη διασφάλιση των
συγκοινωνιών της κύριας αµυντικής τοποθεσίας, ιδίως προς τα ανατολικά. Τέλος,
η προάσπιση µιας ιερής πόλεως για τους µουσουλµάνους τόνωνε το ηθικό του
στρατεύµατος. Την µέρα αυτή η VI Μεραρχία έφθασε στη Σκύδρα. Το Γενικό
Στρατηγείο διέταξε τη συνέχιση της προέλασης µέχρι τα Γιαννιτσά και οι άνδρες
της µονάδας κινήθηκαν µέσα από δύσβατο έδαφος. Το µεσηµέρι της εποµένης, η
VI Μεραρχία συνήντησε τις εχθρικές προφυλακές και κατέλαβε το αριστερό της
ελληνικής παράταξης στην περιοχή των χωριών Μανδαρές και Αµπελιές. Μετά
την εκπόνηση των σχετικών σχεδίων, η εµπροσθοφυλακή της µονάδας επιτέθηκε
στον εχθρό κι ανέτρεψε τα προκεχωρηµένα φυλάκιά του. Σύντοµα, η Μεραρχία
ενέπλεξε το σύνολο των δυνάµεών της στη µάχη και κατάφερε να απωθήσει τον
εχθρό. ∆υστυχώς, στην κορύφωση της µάχης τραυµατίστηκαν οι διοικητές του
18ου Συντάγµατος και του 1/18 Τάγµατος. Το ατυχές αυτό γεγονός προκάλεσε
σύγχυση στις φίλιες δυνάµεις, η οποία εξαλείφθηκε χάρις στην έγκαιρη επέµβαση
του διοικητή του 1ου Συντάγµατος Ευζώνων. Σύντοµα, η εχθρική τοποθεσία
καταλήφθηκε, αλλά ο εχθρός πρόλαβε να αποσύρει εγκαίρως τα πυροβόλα του.
Έως την έλευση της νυκτός, οι φίλιες δυνάµεις πέτυχαν κι άλλες τοπικές νίκες µε
αποτέλεσµα να ξεκινήσουν την επίθεσή τους από πλεονεκτικότερη θέση την
εποµένη.
Η επίθεση επαναλήφθηκε µε µεγαλύτερη σφοδρότητα το προσεχές
πρωινό. Αρωγός στην προσπάθεια των ανδρών της µονάδας ήταν οι
συναγωνιστές τους τη IV Μεραρχίας. Το 18ο Σύνταγµα επιτέθηκε στον εχθρό που
κατείχε την οχυρή θέση στο χωριό Πυλωριγί. Στο αριστερό του εκινείτο το 9ο
Τάγµα Ευζώνων, το οποίο υπερκέρασε τους Τούρκους και στράφηκε κατά των
θέσεων των πυροβόλων τους. Η εξέλιξη αυτή κλόνισε τον εχθρό. Οι άνδρες του
προαναφερθέντος Τάγµατος συνέχισαν απτόητοι την δια της λόγχης έφοδό τους
µε επικεφαλής τον ∆ιοικητή τους Αντισυνταγµατάρχη Παπαδόπουλο. Οι Τούρκοι
συνετρίβησαν χάνοντας και τα τέσσερα πυροβόλα τους. Κατόπιν, το 9ο Τάγµα
κινήθηκε γρήγορα και κατέλαβε µια σειρά οχυρών θέσεων, εξαρθρώνοντας το
αµυντικό σύστηµα του εχθρού. Οι Τούρκοι, αντιλαµβανόµενοι τον κίνδυνο,

30
διεξήγαγαν επανειληµµένες αντεπιθέσεις για να απωθήσουν τους άνδρες του
Παπαδόπουλου. Οι Έλληνες όµως διατήρησαν τις θέσεις τους. Η έφοδος του 9ου
Τάγµατος ακολουθήθηκε κι από άλλα τµήµατα της µονάδας µε αποτέλεσµα την
κατάληψη πολλών εχθρικών θέσεων. Οι Τούρκοι επικέντρωσαν τις προσπάθειές
τους στην ανάκτηση παντί τρόπω των πυροβόλων τους. Κατά τις πρώτες
νυκτερινές ώρες, συνειδητοποίησαν το µάταιο των προσπαθειών τους κι
αποσύρθηκαν άτακτα προς τα Γιαννιτσά. Οι άνδρες του προαναφερθέντος
τάγµατος προσπάθησαν να διευρύνουν το ρήγµα που είχαν επιτύχει στην
αµυντική διάταξη του εχθρού και κινήθηκαν στα νώτα των Τούρκων. Ελλόχευε
όµως ο κίνδυνος να τεθούν µεταξύ δύο πυρών, καθώς τα νώτα τους ήταν
ακάλυπτα, εξαιτίας της καθυστερηµένης προωθήσεως των ανδρών του 17ου
Συντάγµατος. Αντιλαµβανόµενος τον κίνδυνο ο Αντισυνταγµατάρχης
Παπαδόπουλος διέταξε την παύση της επιθετικής ενέργειας και την αµυντική
εγκατάσταση των ανδρών του, οι οποίοι έως τότε είχαν καταλάβει άλλα τέσσερα
εχθρικά πυροβόλα. Η ραγδαία προέλαση των τµηµάτων της µονάδας απειλούσε
άµεσα µε απόκτηση τη βόρεια οδό διαφυγής του εχθρού. Το γεγονός αυτό είχε
καταλυτικές επιπτώσεις στο ηθικό των Τούρκων, οι οποίοι πανικόβλητοι
οπισθοχώρησαν εσπευσµένα προς τη Θεσσαλονίκη, εγκαταλείποντας όλα τα
πυροβόλα τους. Σύντοµα, η υποχώρηση αυτή γενικεύτηκε και η πόλη των
Γιαννιτσών απελευθερώθηκε. Η συνεισφορά της µονάδας στη θετική για τα
ελληνικά όπλα έκβαση της µάχης υπήρξε καθοριστική. Με όλα αυτά, η VI
Μεραρχία θρήνησε την απώλεια 38 νεκρών και 164 τραυµατιών.
Η απελευθέρωση των Γιαννιτσών κλόνισε σοβαρά την αµυντική διάταξη
των Τούρκων σε όλη την κεντρική Μακεδονία και κατέστησε την προάσπιση της
Θεσσαλονίκης πρακτικώς ανέφικτη. Ύστερα από λίγες µέρες, ο Τούρκος
Αρχιστράτηγος του ελληνικού µετώπου Ταξίν Πασάς παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη
στους απεσταλµένους του Γενικού Στρατηγείου. ∆υστυχώς, τη χαρά για τη
λαµπρή αυτή στρατιωτική επιτυχία αµαύρωσε το «ατύχηµα» της V Μεραρχίας στο
Αµύνταιο και το Γενικό Στρατηγείο έστρεψε ένα τµήµα των δυνάµεών του προς
την κατεύθυνση της δυτικής Μακεδονίας. Η IV Μεραρχία συµπεριλαµβανόταν στις
µονάδες αυτές και οι άνδρες της έφθασαν στην περιοχή της Άργας, την 1η
Νοεµβρίου. Κατά τις προσεχείς ηµέρες, αντιµετώπισε πολυάριθµες εχθρικές
δυνάµεις, τις οποίες και κατέβαλε, απελευθερώνοντας την Άρνισσα, την 5η
Νοεµβρίου. Την εποµένη, κινήθηκε επιθετικά προς την κατεύθυνση της Κέλλης,
στην οποία εισήλθε την 6η Νοεµβρίου. Μάλιστα, ο εχθρός τράπηκε σε άτακτη
φυγή, καταδιωκόµενος από άνδρες του 1ου Συντάγµατος Ευζώνων. Ακολούθως,
η µονάδα συνέχισε την επίθεσή της, απελευθερώνοντας διάφορα χωριά της
δυτικής Μακεδονίας.
Στην Κορυτσά είχαν συγκεντρωθεί τα υπολείµµατα των τουρκικών
δυνάµεων της ευρύτερης περιοχής µετά τις διαδοχικές ήττες που είχαν υποστεί
από τους Έλληνες και τους Σέρβους. Σύντοµα, συγκεντρώθηκαν τµήµατα
Στρατιάς αποτελούµενα από τις ΙΙΙ, V και VI Μεραρχίες καθώς και το 1ο Σύνταγµα
Ιππικού, στο οποίο ανατέθηκε η εξουδετέρωση του εχθρού. Οι κατάσκοποι
άνδρες της µονάδας αναπαύθηκαν επί δύο µέρες και κατόπιν κινήθηκαν προς την
περιοχή της Κρυσταλοπηγής. Οι προφυλακές της µονάδας απέκρουσαν µια
τουρκική επίθεση, την 2α ∆εκεµβρίου. Κατόπιν, οι ελληνικές δυνάµεις πέρασαν
στην αντεπίθεση και εξεδίωξαν τον εχθρό από τις αµυντικές του θέσεις βορείως
και νοτίως του Βερνίκ, απελευθερώνοντας τη Μπιγλίστα, γεγονός που τους
επέτρεψε να κατευθυνθούν προς την Κορυτσά. Καθ’ οδόν, η εµπροσθοφυλακή
της µονάδας κατέστηλε την εχθρική αντίσταση που εκδηλώθηκε κοντά στον

31
ποταµό ∆εβόλη. Ο εχθρός είχε συγκεντρώσει ισχυρές δυνάµεις στο χωριό
Πλιάσσα, υποχρεώνοντας τη µονάδα να αναπτύξει όλα τα τάγµατά της.
Ακολούθησε σφοδρή µάχη, η οποία έληξε µε νίκη των Ελλήνων, οι οποίοι
εξεδίωξαν τους Τούρκους από τις θέσεις τους, καταλαµβάνοντας και τρία ορεινά
πυροβόλα. Την 7η ∆εκεµβρίου, ένα απόσπασµα της V Μεραρχίας, το οποίο
τελούσε υπό τις διαταγές της VI Μεραρχίας απελευθέρωσε τη µαρτυρική πόλη της
Βορείου Ηπείρου.
Κατά τους προσεχείς µήνες, το Γενικό Στρατηγείο επικέντρωσε την
προσπάθειά του στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Η συγκεκριµένη περιοχή
έχει τη µορφή πετάλου, το οποίο σχηµατίζεται από βραχώδη και απότοµα
υψώµατα, περιβάλλοντα περιφερειακώς το οµώνυµο υψίπεδο. Η τοποθεσία είναι
φύσει οχυρά και επιπλέον είχε οργανωθεί από τον εχθρό υπό την επίβλεψη ξένων
αξιωµατικών προ ετών. Περιλάµβανε πυροβολεία, πολυβολεία, χαρακώµατα και
άλλα έργα αµύνης, καθώς και πρόχειρα έργα οχυρώσεως, τα οποία
κατασκευάζονταν ακόµα και µετά την έναρξη των εχθροπραξιών. Η οχύρωση
παρουσίαζε µια εκτεταµένη περιφερειακή οργάνωση, η οποία απείχε από την
πόλη των Ιωαννίνων περί τα 8 έως 10 χιλιόµετρα. Η αµυντική προπαρασκευή του
εχθρού στηρίζεται, προς βορρά, στα υψώµατα Γαρδίκι-Παλαιόκαστρο, επί των
οποίων υπήρχαν πέντε µόνιµα πυροβολεία, χαρακώµατα, αποθήκες και δρόµοι
ανεφοδιασµού. Προς ανατολάς, η οργάνωση στηριζόταν στο όρος Μιτσικέλι, το
οποίο αποτελούσε φυσικό εµπόδιο. Σηµειωτέον ότι στο Πέραµα και τη νησίδα των
Ιωαννίνων υπήρχαν µόνιµα πολυβολεία. Επίσης, στο ύψωµα Καστρίτσα είχαν
τοποθετηθεί ορισµένα πρόσκαιρα πυροβολεία. Προς νότον, η οργάνωση
στηριζόταν επί της οδού Πρεβέζης-Ιωαννίνων και της στενωπού Σερβιανών
καθώς και στον ορεινό όγκο του Μπιζανίου. Τέλος, προς δυσµάς, η αµυντική
διάταξη των Τούρκων στηριζόταν στα υψώµατα Αγ. Νικολάου, Αγ. Σάββα,
∆ουρούτης. Σε όλη την τοποθεσία, υπήρχε τηλεφωνικό δίκτυο και είχαν
κατασκευαστεί δρόµοι ανεφοδιασµού, ενώ στις κυριότερες προσβάσεις υπήρχαν
χαρακώµατα και συρµατοπλέγµατα. Τέλος, οι Τούρκοι φρόντιζαν να βελτιώνουν
την οχύρωση κατά την ανάπαυλα µεταξύ των µαχών και να ενισχύουν όσα σηµεία
θεωρούσαν ασθενή, κρίνοντας από το που επικέντρωνε την προσπάθειά του ο
Ελληνικός Στρατός. Προς τούτο, διατηρούσαν ακλόνητη την πεποίθησή τους περί
του απρόσβλητου της θέσεώς τους.
Η VI Μεραρχία µεταφέρθηκε στο µέτωπο της Ηπείρου για να ενισχύσει την
τελική προσπάθεια προς απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Απετέλεσε µέρος του Α΄
Τµήµατος της Στρατιάς, το οποίο είχε ως αντικειµενικό σκοπό την κατά µέτωπο
απασχόληση του εχθρού στον άξονα Μπιζάνι-Καστρίτσα-∆ρίσκο. Από τη µονάδα
αποχώρησε το 1ο Σύνταγµα Ευζώνων, το οποίο εντάχθηκε στο Β΄ Τµήµα της
Στρατιάς. Μάλιστα, αποτέλεσε την εµπροσθοφυλακή της φάλαγγας και οι άνδρες
του επιτέθηκαν µε τη ξιφολόγχη εναντίον του εχθρού, ο οποίος ήταν οχυρωµένος
έξω από το χωριό Αγ. Νικόλαος. Ακολούθησε σφοδρή µάχη, κατά την οποία ο
Τούρκοι εκδιώχθηκαν από τις θέσεις τους. Σύντοµα όµως ανασυντάχθηκαν και
έλαβαν νέες θέσεις στο κυρίως φρούριο του Αγ. Νικολάου. Η θέση αυτή ήταν
καλώς οχυρωµένη και οι Τούρκοι έβαλαν εκ του ασφαλούς µε αποτέλεσµα να
καθηλώσουν τις φίλιες δυνάµεις. Το Ευζωνικό δεν πτοήθηκε και αργά αλλά
σταθερά προωθήθηκε προς τις εχθρικές θέσεις. Συχνά, οι άνδρες του πηδούσαν
από τον ένα βράχο στον άλλο, ενώ δίπλα τους οι σφαίρες «έπεφταν βροχή».
Τελικώς, έφθασαν στην κατάλληλη θέση κι εφόρµησαν εναντίον των Τούρκων, οι
οποίοι σαστισµένοι υποχώρησαν. Η επιτυχής κατάληψη του οχυρού συνοδεύτηκε
από τη σύλληψη 200 περίπου αιχµαλώτων.

32
Το συγκεκριµένο οχυρό χρησιµοποιήθηκε ως εφαλτήριο για την καταδίωξη
του εχθρού. Πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτή έπαιξε ο Ταγµατάρχης Βελισσαρίου, οι
άνδρες του οποίου ξεκίνησαν µέσω της αµαξιτής οδού Ιωαννίνων-Πρεβέζης.
Βαλλόµενοι συνεχώς υπό του εχθρικού Πυροβολικού, το οποίο ήταν
τοποθετηµένο στο νησάκι της λίµνης, κατάφεραν να διακόψουν τις συγκοινωνίες

Ιωάννης Μεταξάς

των Τούρκων και να καταλάβουν το χωριό Αγ. Ιωάννης. Από εκεί, στράφηκαν
κατά µονάδων του τουρκικού Πυροβολικού, οι οποίες κινούνταν επί της
παρακείµενης αµαξιτής οδού. Οι άνδρες του τάγµατος διατήρησαν τις θέσεις τους
µέχρι να φθάσουν και τα υπόλοιπα τµήµατα της µονάδας. Έκτοτε, εξαρθρώθηκε
όλο το αµυντικό πλέγµα του εχθρού, στον οποίο απέµενε µόνο η οδός της
παραδόσεως. Προς χάριν της ιστορίας, πρέπει να αποδοθούν τα εύσηµα τόσο
στον ∆ιάδοχο Κωνσταντίνο όσο και στον Ιωάννη Μεταξά για την σύλληψη και την
εκπόνηση του σχεδίου. Εντός των προσεχών ωρών, ο επικεφαλής των τουρκικών
δυνάµεων Εσάτ Πασάς υποχρεώθηκε να ζητήσει την κατάπαυση του πυρός. Το
πρωί της 21ης Φεβρουαρίου 1913, οι µάχες έληξαν και τα Ιωάννινα
απελευθερώθηκαν.
Συνολικά, παραδόθηκαν 332 αξιωµατικοί, 4.423 οπλίτες και 422 κτήνη. Οι
απώλειες της µονάδας ήταν 40 νεκροί και 328 τραυµατίες. Η επιτυχία του
Ελληνικού Στρατού προκάλεσε τον παγκόσµιο Θαυµασµό.

33
Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος

Οι ελληνικές δυνάµεις παρατάχθηκαν µεταξύ των ποταµών Στρυµόνα και


Αξιού. Αρχικώς, το Γενικό στρατηγείο διέταξε τη VI Μεραρχία να κινηθεί προς τις
εχθρικές δυνάµεις, οι οποίες ήταν εγκαταστηµένες στην ευρύτερη περιοχή που
ορίζεται από τα χωριά Άσηρος-Κλέπε, Ξυλούπολις-Λαχανάς. Κατόπιν, διέταξε την
εξαπόλυση συνδυασµένης επίθεσης για την κατάληψη των εχθρικών θέσεων. Στο
δεξιό της συγκεκριµένης µεραρχίας, θα µάχονταν και η Ι και η VII Μεραρχίες, ενώ
τέσσερις άλλες µεραρχίες θα στρέφονταν εναντίον του Κιλκίς. ΟΙ Βούλγαροι
πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση σε όλους τους τοµείς του µετώπου. Τελικώς, οι
ηµέτερες δυνάµεις κατάφεραν να καταλάβουν την τοποθεσία προφυλακών του
εχθρού. Εντούτοις, κατέβαλαν βαρύ φόρο αίµατος, θρηνώντας την απώλεια 118
νεκρών και 395 τραυµατιών. Την εποµένη, οι άνδρες της µονάδας επιτέθηκαν εκ
νέου, αψηφώντας τα συνεχή πυρά του βουλγαρικού πυροβολικού. Σύντοµα,
κατάφεραν να καταλάβουν την Ξυλούπολη, αιχµαλωτίζοντας έναν εχθρικό λόχο.
Κατόπιν, κινήθηκαν προς Λαχανά, όπου έφθασαν νωρίς το απόγευµα. Η περιοχή
του Λαχανά περιβάλλεται από τα όρη ∆ύσωρο και Βερτίσκος, τα οποία
συνδέονται µεταξύ τους µε δύο ευρείς αυχένες. Τα όρη αυτά δεσπόζουν της
περιοχής και προσφέρονται για την αντίταξη επιτυχούς άµυνας. Επιπλέον, η
γραµµή των υψωµάτων Κλέπε-Νταουτζή-∆ίχαλο είναι ιδεώδης για τη χρήση
προφυλακών, καθώς προσδίδει ανάλογο βάθος στην αµυντική τοποθεσία. Οι
Βούλγαροι είχαν αντιληφθεί τις δυνατότητες τις οποίες τους προσέφερε η
συγκεκριµένη τοποθεσία και είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν οχυρωµατικά έργα,
λίγο µετά την κατάληψή της. Την 26η Οκτωβρίου. Από τις πρώτες πρωινές ώρες
της 21η Ιουνίου, η µονάδα επιτέθηκε στον εχθρό, ο οποίος πρόβαλε λυσσώδη
αντίσταση. Έως, το µεσηµέρι, η επίθεση των Ελλήνων στον τοµέα αυτόν του
µετώπου είχε σηµειώσει ελάχιστη πρόοδο. Τότε, έφθασε η είδηση της
απελευθέρωσης του Κιλκίς, γεγονός που παρακίνησε όλα τα µαχόµενα
στρατεύµατα να επιδείξουν ακόµη µεγαλύτερο ζήλο για να κάµψουν την εχθρική
αντίσταση. Πράγµατι, σταδιακά, οι ελληνικές δυνάµεις άρχισαν να κερδίζουν
έδαφος.
Στις 15.40 µ.µ, το 1ο Σύνταγµα Ευζώνων κατέλαβε τον λόφο
Παληοκάστρου, τον οποίο είχαν οχυρώσει οι Βούλγαροι µε δύο σειρές
συρµατοπλεγµάτων. Ο εχθρός έφυγε µε άτακτη φυγή, καταδιωκόµενος από τα
ηµέτερα τµήµατα έως τα πρώτα σπίτια του Λαχανά. Την ίδια περίπου ώρα,
καταλήφθηκε και ο λόφος του Προφήτη Ηλία από άνδρες του 4ου και του 17ου
Συνταγµάτος Πεζικού. Τα δύο αυτά γεγονότα επέδρασαν καταλυτικά επί του
ηθικού του εχθρού, τµήµατα του οποίου άρχισαν να υποχωρούν προς τη ∆οϊράνη
και το Σιδηρόκαστρο. Στις 16.00 µ.µ. καταλήφθηκε και ο Λαχανάς από το
προαναφερόµενο Σύνταγµα Ευζώνων µε αποτέλεσµα την πλήρη εξάρθρωση του
αµυντικού συστήµατος του εχθρού. Συν τοις άλλοις, οι άνδρες του Τάγµατος
Βελισαρίου καταδίωξαν απηνώς τους Βουλγάρους µε αποτέλεσµα να καταστεί
αδύνατη τόσο η ανασυγκρότησή τους όσο και η επιτυχής ανάπτυξη των
εφεδρικών τους τµηµάτων. Η τελευταία εστία εχθρικής αντίστασης εξαλείφθηκε
από τους άνδρες του 9ου Τάγµατος Ευζώνων. Έκτοτε, ο εχθρός απώλεσε κάθε
έννοια συνοχής και στρατιωτικής πειθαρχίας, εγκαταλείποντας όλο τον οπλισµό
και απορρίπτοντας ακόµη και τα ατοµικά όπλα του. Σύντοµα, οι αµατιξή οδός
γέµισε από πάσης φύσεως οπλισµό και εφόδια. Ο εχθρός βρισκόταν σε
κατάσταση αποσύνθεσης, γεγονός που αντιλήφθηκαν πολλά ηµέτερα τµήµατα και
συνέχισαν την καταδίωξή του µέχρι την έλευση της νυκτός. Ένα εξ αυτών ήταν και

34
το 1ο Σύνταγµα Ευζώνων, το οποίο τελικά σταµάτησε την καταδίωξη στα
υψώµατα 618, όπου και εγκατέστησε προφυλακές. Οι συνολικές απώλειες της
µεραρχίας κατά την τριήµερη εκείνη µάχη ανήλθαν σε 139 νεκρούς και 600
τραυµατίες.
Την 22α Ιουνίου, η µονάδα τέθηκε υπό την ενιαία διοίκηση του
Υποστράτηγου Μανουσογιαννάκη. Την εποµένη, η συγκεκριµένη Μεραρχία
κινήθηκε προς τα βόρεια κι έφθασε στη Βυρώνεια, την 26η Ιουνίου. Οι Βούλγαροι
είχαν οχυρωθεί στα υψώµατα, που βρίσκονταν νοτίως του Πετριτσίου. Οι άνδρες
της VI Μεραρχίας τους επιτέθηκαν µε σφοδρότητα, ενώ το 9ο τάγµα στάλθηκε
προς κατάληψη της διάβασης του ∆εµίρ Καπού επί τους όρους Μπέλες. Κατά την
µέρα εκείνη, ελάχιστη πρόοδο σηµείωσαν τα ελληνικά στρατεύµατα και οι
Βούλγαροι διατήρησαν τις θέσεις τους. Προς τούτο, η επίθεση επαναλήφθηκε το
επόµενο πρωί. Τελικώς, οι Έλληνες κατάφεραν να κάµψουν την αντίσταση των
Βουλγάρων, οι οποίοι υποχώρησαν προς τα βόρεια. Το Γενικό στρατηγείο διέταξε
την VI Μεραρχία να καταδιώξει τον εχθρό. Οι άνδρες της µονάδας εκτέλεσαν
άψογα τη διαταγή, µετατρέποντας την υποχώρηση του εχθρού σε άτακτη φυγή.
Τα ηµέτερα στρατεύµατα διέσχισαν τον ποταµό Στρυµόνα και το απόγευµα
εισήλθαν στην πόλη του Σιδηροκάστρου. Η µονάδα δεν σταµάτησε την προέλασή
της και έφθασε στο Μαρί Κοστένοβο, την 28η Ιουνίου. Αξίζει να σηµειωθεί ότι σε
κανένα σηµείο της πορείας της δεν συνάντησε οργανωµένη εχθρική αντίσταση.
Μάλιστα, οι ελληνικές αναγνωρίσεις έφθασαν αρκετά βαθιά εντός του
βουλγαρικού εδάφους. Οι προελαύνοντες Έλληνες περισυνέλλεξαν, µεταξύ
άλλων, 400 τετράτροχα οχήµατα γεµάτα µε στρατιωτικό υλικό.
Ο εχθρός προσπάθησε να επιβραδύνει την προέλαση του Ελληνικού
Στρατού, δίνοντας µάχη οπισθοφυλακών. Η προσπάθειά του αυτή απέτυχε και οι
ελληνικές δυνάµεις κατάφεραν να φθάσουν στην περιοχή της Κρέσνας, την 1η
Ιουλίου. Η συγκεκριµένη µονάδα έφθασε στην έξοδο της οµώνυµης στενωπού,
την επόµενη ηµέρα. Σηµειωτέον ότι το βουλγαρικό Γενικό Στρατηγείο είχε διατάξει
την παντί τρόπω υπεράσπιση της περιοχής. Η συγκεκριµένη τοποθεσία είναι
υψίστης γεωστρατηγικής σηµασίας και η κατάληψή της εθεωρείτο ιδιαίτερα
δύσκολη. Την 12η Ιουλίου, ξεκίνησε η τιτανοµαχία των αντίπαλων στρατών, η
οποία ονοµάστηκε «µάχη Κρέσνας-Τζουµαγιάς». Η µακραίωνη αντιπαράθεση
ελληνισµού και σλαβισµού προσέλαβε τη σύγχρονη έκφανσή της στην ιστορία της
βαλκανικής χερσονήσου. Οι Βούλγαροι ήταν πεπεισµένοι ότι υπεράσπιζαν τα
όσια και τα ιερά τους και πως δεν µπορούσαν να υποχωρήσουν. Μια ενδεχόµενη
ήττα τους άφηνε στους Έλληνες τον δρόµο ανοικτό για τη Σόφια. Προς τούτο,
πολέµησαν µε γενναιότητα και φανατισµό. Η VI Μεραρχία κατέλαβε µετά από
σκληρό αγώνα διάφορα υψώµατα της περιοχής, τα οποία στήριζαν το αριστερό
της εχθρικής παράταξης στην τοποθεσία Σιµιτλή. Ο εχθρός εξαπέλυσε σφοδρή
αντεπίθεση προκειµένου να ανακαταλάβει τα υψώµατα αυτά, δίχως, όµως,
αποτέλεσµα. Μάλιστα, ορισµένοι στρατιώτες µάχονταν ακόµη και µε λίθους όταν
εξαντλήθηκαν τα πυροµαχικά. Έως το βράδυ, η βουλγαρική αντεπίθεση είχε
εκφυλισθεί και ο εχθρός υποχώρησε καταπτοηµένος στην Αρισβαρίτσα. Ο
αγώνας διάρκεσε επί δύο ηµέρες και οι απώλειες και των δύο αντιπάλων ήταν
µεγάλες. Εκεί, σκοτώθηκε και ο ηρωικός ταγµατάρχης Βελισαρίου, ήρωας των
µαχών στο Μπιζάνι και τον Λαχανά. Τελικώς, το ύψωµα καταλήφθηκε την 15η
Ιουλίου. Οι Βούλγαροι συνεπτύχθησαν προς την Τζουµαγιά. Η µονάδα εξήλθε
νικήτρια, έχοντας όµως 1.208 αξιωµατικούς και οπλίτες εκτός µάχης. Από την
εποµένη, ο εχθρός αντεπιτέθηκε µε σφοδρότητα, προσπαθώντας να αποκοµίσει
και το ελάχιστο εδαφικό όφελος εν όψει της επικείµενης ανακωχής. Όλες οι

35
προσπάθειές του όµως απέτυχαν. Η υπογραφή της ανακωχής την 18η Ιουλίου
1913, βρήκε τους άνδρες της µονάδας να κατέχουν ισχυρώς το ύψωµα 1378.

Η ∆ΡΑΣΗ ΤΗΣ VIΙ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος:

Η VII Μεραρχία συγκροτήθηκε στη Θεσσαλία, τον Σεπτέµβριο του 1912. Η


µονάδα απαρτιζόταν από τον 19ο, το 20ο και το 21ο Σύνταγµα Πεζικού. Αρχικώς,
υπήχθη υπό τις διαταγές του ∆ιαδόχου του θρόνου Κωνσταντίνου, διοικητού της
Στρατιάς Θεσσαλίας. ∆εν έλαβε µέρος στη Μάχη της Ελασσόνας αλλά
διατηρήθηκε ως εφεδρεία της Στρατιάς στην περιοχή του Ρυζοµύλου. Ακολούθως,
διατάχθηκε να κινηθεί σε πορεία και να συγκεντρωθεί στην προαναφερθείσα
πόλη, όπου έφθασε µετά το πέρας της Μάχης του Σαρανταπόρου. Κατόπιν,
κατευθύνθηκε προς τα Στενά της Πέτρα. Το βράδυ της 11ης Οκτωβρίου, οι
άνδρες της έφθασαν στην περιοχή Μάτι-Μεγάλη Βρύση νοτίως της Μελούνας.
Αργότερα, µετακινήθηκαν στην Φουσκίνα, εκτελώντας αναγνωρίσεις στην
ευρύτερη περιοχή. Κατά τις προσεχείς ηµέρες, πήγαν προς τα βόρεια,
κατευθυνόµενοι προς το Κολοκούρι, ενώ το 3ο Τάγµα Ευζώνων πλησίαζε το
χωριό Κεραµίδι. Το επόµενο πρωί, η µονάδα εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση εναντίον
των εχθρικών θέσεων. Το 21ο Σύνταγµα κινήθηκε προς την Κατερίνη, έχοντας
στα αριστερά του το 20ο Σύνταγµα. Η επίθεση στέφθηκε µε απόλυτη επιτυχία και
η πόλη απελευθερώθηκε στις 7.30 π.µ. καθώς ο εχθρός είχε αποσύρει το
µεγαλύτερο τµήµα των δυνάµεών του κατά τη διάρκεια της νυκτός. Ακολούθως, η
µεραρχία προήλασε προς την Πύδνα, όπου έφθασε το απόγευµα της ίδιας
ηµέρας, δίχως να συναντήσει καθ’ οδόν τουρκικές δυνάµεις. Οι απώλειες της VII
Μεραρχίας ανήλθαν σε 2 αξιωµατικούς νεκρούς και 19 τραυµατίες.
Το µεσηµέρι τη 19ης Οκτωβρίου, ο διοικητής της µονάδας έλαβε διαταγή
όπως επιτεθεί εναντίον των Τούρκων που βρίσκονταν στο χωριό Πλατύ καθώς
και εναντίον όσων εχθρικών τµηµάτων προστάτευαν τις δύο γέφυρες του ποταµού
Λουδία. Η επίθεση έλαβε χώρα το επόµενο πρωινό. Ένα Σύνταγµα στράφηκε
προς κατάληψη της σιδηροδροµικής γραµµής και ένα τάγµα εναντίον όσων
Τούρκων κατείχαν τις γέφυρες. Η επίθεση υποστηριζόταν από τρεις
πυροβολαρχίες. Οι Τούρκοι πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση αλλά τελικά
εκάµφθησαν. Ακολούθως, οι άνδρες της µονάδας προετοιµάστηκαν για να
επιτεθούν εναντίον όσων εχθρικών στρατευµάτων βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη
αλλά η παράδοση του Στρατηγού Χασάν Τάξιν Πασά ανέστειλε την επίθεση αυτή.

Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος:

Ακολούθησε η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ενώ στο εξωτερικό είχαν


ξεκινήσει οι διαπραγµατεύσεις µεταξύ των εµπολέµων. Τελικώς, υπογράφθηκε η
συνθήκη ειρήνης µεταξύ των νικητριών συµµαχικών δυνάµεων και της Υψηλής
Πύλης, 17η/ 30η Μαΐου 1913. Σύµφωνα µε τους όρους της συνθήκης αυτής, η
Οθωµανική Αυτοκρατορία παραιτείτο όλων των εδαφικών δικαιωµάτων της
δυτικώς της γραµµής Αίνου-Μηδείας. Εξαίρεση αποτέλεσε η Αλβανία, η οποία
κατέστει ανεξάρτητο κράτος. Η Ελλάδα δεν ήταν ευχαριστηµένη από τους όρους
της συνθήκης καθώς το νεοσύστατο κράτος απέκτησε µεγάλες εδαφικές περιοχές
της Βορείου Ηπείρου, κατοικούµενες κατά συντριπτικό ποσοστό από ελληνικούς

36
πληθυσµούς. Οι Έλληνες αντιπρόσωποι υπέγραψαν τη συνθήκη αυτή, ύστερα
από προτροπή του Βενιζέλου, ο οποίος θεώρησε ότι είχε διασφαλίσει την
αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επί των ήδη απελευθερωµένων νήσων του
Αιγαίου και της Κρήτης. Ούτε οι Βούλγαροι όµως ήταν ευχαριστηµένοι, καθώς
πίστευαν, αν και είχαν τα µέγιστα στη κοινή Συµµαχική δύναµη, ότι η Ελλάδα και η
Σερβία είχαν πάρει την µερίδα του λέοντος των εδαφών. Από τον Απρίλιο του
1913, ξεκίνησαν προστριβές µεταξύ των στρατευµάτων των πάλε ποτέ
Συµµάχων. Οι πλέον σηµαντικές εξ αυτών έλαβαν χώρα στη Μακεδονία, στην
περιοχή του Παγγαίου όρους όπου είχε εγκατασταθεί η VII Μεραρχία.
Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι µάχες στο Παλαιοχώρι, το Βούλτιστο και αυτή που
έλαβε χώρα των Ελευθερών. Μάλιστα, κατά την τελευταία µάχη οι ελληνικές
δυνάµεις είχαν 30 νεκρούς και 43 τραυµατίες. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στις µάχες
αυτές συµµετείχαν οι 20ό και 21ο σύνταγµα.
Η σηµαντικότερη όµως, µάχη έλαβε χώρα στην περιοχή Βουλίστας-
Αγγίστας-Ροδολείβου κατά τον προσεχή µήνα. Οι Βούλγαροι επεδίωξαν την
καταστροφή του 19ου και 21ου Συντάγµατος και την κατάληψη του Παγγαίου
όρους. Προς επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού, ενέπλεξαν στη µάχη
ισχυρές δυνάµεις οι οποίες κατάφεραν να εκδιώξουν τους Έλληνες από τις θέσεις
τους και να καταλάβουν το Παγγαίο. Απέτυχαν όµως να διαλύσουν τα ηµέτερα
τµήµατα. Οι VII Μεραρχία θρήνησε την απώλεια 54 ανδρών καθώς και 50
αγνοουµένων. ∆υστυχώς, οι περισσότεροι των τελευταίων έπεσαν στα χέρια των
Βουλγάρων και κατακρεουργήθηκαν. Η σύγκρουση δεν έλαβε µεγαλύτερες
διαστάσεις και υπογράφθηκε ένα πρωτόκολλο διαχωρίσεως των εδαφών µεταξύ
των δύο «συµµάχων». Ακολούθησε η αναδιάταξη των ελληνικών δυνάµεων στην
περιοχή, κατά την οποία η συγκεκριµένη Μεραρχία κατέλαβε τη γραµµή από την
Σκάλα Σταυρού µέχρι τα εδάφη ανατολικώς της λίµνης Βόλβης, το Μπογάζι και τη
Ρεντίνα. Το Γενικό Στρατηγείο της ανέθεσε την επιτήρηση της γραµµής από τον
λιµένα των Ελευθερών µέχρι το νότιο τµήµα της λίµνης Ταχίνου,
συµπεριλαµβανοµένων και του Ρούµλου.
Τελικώς, η ανακωχή αποδείχθηκε προσωρινή, καθώς βουλγαρικά
στρατεύµατα επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά εναντίον των αντίστοιχων ελληνικών που
βρίσκονταν στις Ελευθερές, το Βέρτισκο, την Καλλίνδρια και το Καρασούλι το
βράδυ της 16ης προς 17η Ιουνίου. Επίσης, οι Βούλγαροι επιτέθηκαν και εναντίον
των σερβικών δυνάµεων, οι οποίες ήταν εγκατεστηµένες κατά µήκος του ποταµού
Αξιού. Σηµειωτέον ότι δεν είχε προηγηθεί επίσηµη κήρυξη πολέµου από
βουλγαρικής πλευράς. Η εχθρική επίθεση εκφυλίστηκε, ενώ σύντοµα οι Ελληνικός
Στρατός εκκαθάρισε τη Θεσσαλονίκη από τα εχθρικά στρατεύµατα. Την 18η
Ιουνίου/1η Ιουλίου, έφθασε στην πόλη ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος,
αποφάσισε να επιτεθεί στον εχθρό για να αποτρέψει την πιθανή συγκέντρωση της
βουλγαρικής στρατιάς στο Κιλκίς, όπου είχαν ήδη κατασκευαστεί ισχυρά
οχυρωµατικά έργα. Στο πλαίσιο της επιχείρησης αυτής, ανατέθηκε στην VII,
Μεραρχία η κάλυψη της ελληνικής παράταξης. Προς τούτο διατάχθηκε όπως
προελάσει µέχρι τη Νιγρίτα, ακολουθώντας την κατεύθυνση Στενά Ρεντίνας-
Γέφυρα Ορλιακού. Ο διοικητής της µονάδας διέταξε τη διεξαγωγή πορείας δια δύο
φαλαγγών. Την 19η Ιουνίου, πραγµατοποιήθηκε η επιθετική προέλαση προς
βορρά και απωθήθηκαν οι βουλγαρικές δυνάµεις της περιοχής. Έως το βράδυ, τα
ηµέτερα τµήµατα είχαν καταλάβει τον αυχένα Καρακόλι, ενώ ο εχθρός
υποχώρησε προς το Χουµνικό και τη Νιγρίτα. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στο 20ό
Σύνταγµα να καταλάβει την Ηρακλείτσα αµάχητη. Έως τότε οι απώλειες της
µονάδος ανέρχονταν σε 30 οπλίτες και νεκρούς και 169 τραυµατίες.

37
Την 20ή Ιουνίου, η µονάδα συνέχισε την προέλασή της προς τη Νιγρίτα,
στην οποία εισήλθε το µεσηµέρι της ίδιας µέρας. Τα βουλγαρικά στρατεύµατα
είχαν εκκενώσει την πόλη, αφού προηγουµένως είχαν πυρπολήσει το σύνολο των
οικιών της και είχαν θανατώσει τους περισσότερους εκ των κατοίκων της.
Ακολούθως, οι άνδρες της µονάδος προωθήθηκαν στο χωριό Τερπνή, όπου
εγκατέστησαν προφυλακές. Στα υψώµατα Βεργοπολιανά, ορισµένα τµήµατα της
Μεραρχίας πραγµατοποίησαν ένα υπερκερωτικό ελιγµό και κύκλωσαν ένα
εχθρικό τάγµα, οι άνδρες του οποίου παραδόθηκαν. Τις ηµέρες εκείνες οι
Βούλγαροι ηττήθηκαν αρχικώς στο Κιλκίς και κατόπιν στον Λαχανά υποχωρώντας
καθ’ όλο το µήκος του µετώπου. ∆υστυχώς, λόγω κακής συνεννόησης και
υπερβολικής επιφυλακτικότητας του διοικητού της µονάδος, τα τµήµατά της
κινήθηκαν βραβέως και δεν κατάφεραν να αποκόψουν την οδό υποχωρήσεως του
εχθρού. Ως εκ τούτου, απωλέσθη µια µοναδική ευκαιρία για την καταστροφή του
µεγαλύτερου µέρους του Βουλγαρικού Στρατού. Κατά την µετέπειτα προέλαση
των ηµετέρων δυνάµεων, η µονάδα δεν συµµετείχε, καθώς ήταν επιφορτισµένη µε
τη φύλαξη των διαβάσεων του Στρυµόνα. Αργότερα, η Μεραρχία διατάχθηκε να
καταλάβει τις Σέρρες. Όταν όµως έφθασε εκεί, η πόλη είχε πυρποληθεί από τον
εχθρό. Την εποµένη, προήλασαν µέχρι την Πεντάπολη και αργότερα
κατευθύνθηκε προς το Νευροκόπι. Προηγουµένως, απέστειλε ένα µεικτό
απόσπασµα το οποίο απελευθέρωσε τη ∆ράµα, την 1η Ιουλίου. Την επόµενη
ηµέρα, το απόσπασµα αυτό επιτέθηκε στον εχθρό, ο οποίος κατείχε οχυρές
θέσεις στη διάβαση Χάνι Βροντούς. Ύστερα από ολιγόωρη µάχη, οι Βούλγαροι
υποχώρησαν. Εν τω µεταξύ, οι υπόλοιπες δυνάµεις της Μεραρχίας επιτέθηκαν
στον εχθρό, ο οποίος είχε οχυρωθεί στο Κάτω Νευροκόπι και στα δυτικά
αντερείσµατα της ευρύτερης περιοχής. Η µάχη ήταν σκληρή και διήρκεσε 6 και
πλέον ώρες. Τελικώς, τα ελληνικά όπλα θριάµβευσαν και οι Βούλγαροι
εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Οι Έλληνες συνέλαβαν πολλούς αιχµάλωτους και
κυρίευσαν 12 πυροβόλα. Κατόπιν καταδίωξαν τον εχθρό, ο οποίος διασώθηκε,
διότι πρόλαβε να καταστρέψει µια παρακείµενη γέφυρα. Το ηµέτερο µηχανικό
επισκεύασε τη γέφυρα αυτή και το Νευροκόπι απελευθερώθηκε, την 3η Ιουλίου.
Οι άνδρες αναπαύθηκαν για λίγα εικοσιτετράωρα και συνέχισαν την προέλασή
τους κατά τις προσεχείς ηµέρες.
Την 8η Ιουλίου η VII Μεραρχία αντιµετώπισε επιτυχώς τους Βουλγάρους
στο Κρέµεν. Ο εχθρός υποχώρησε εκ νέου και η µονάδα κατέλαβε θέσεις επί των
υψωµάτων που βρίσκονται δυτικώς του Οµπιντίµ. Έως τότε, οι απώλειες
ανέρχονταν σε 62 νεκρούς και 128 τραυµατίες. Σταδιακά, οι άνδρες προωθήθηκαν
και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Μπάνσκο-Μαχωµία. Η συγκεκριµένη Μεραρχία
αποτελούσε το δεξιό τής ελληνικής παράταξης. Την 12η Ιουλίου, άφησε µια µεικτή
ταξιαρχία στην Μαχωµία και ξεκίνησε την προέλασή της προς το Σιµιτλή.
Αργότερα, κατέλαβε τον αυχένα του Πρέντελ Χέν και τα πέρα αυτού υψώµατα. Η
κατάληψή τους αποδείχθηκε δυσκολότερη του αναµενόµενου και για την επίτευξή
της απαιτήθηκε η σύναψη τρίωρης µάχης µε τα βουλγαρικά στρατεύµατα. Ο
Ελληνικός Στρατός προήλαυνε σε όλα τα µέτωπα και απελευθέρωνε διάφορες
πόλεις και χωριά. Την 14η Ιουλίου η VI και η VII Μεραρχίες κατέλαβαν την
Αρισβανίτσα, ύστερα από πολύωρη µάχη, η οποία στοίχισε τη ζωή σε δεκάδες
άνδρες και των δύο αντιπάλων. Οι Βούλγαροι υποχώρησαν προς την Τζουµαγιά
µε σφοδρότητα. Αρχικά, το αριστερό της ελληνικής παράταξης κλονίστηκε. Το
βράδυ της 16ης Ιουλίου, το Γενικό Στρατηγείο πληροφορήθηκε την επιθετική
ενέργεια του εχθρού προς την στενωπό του Πρέντελ Χαν, δεν διέθετε όµως
εφεδρείες κατά τη δεδοµένη χρονική στιγµή. ∆ιέταξε, λοιπόν, τον διοικητή της VII

38
Μεραρχίας να κατευθυνθεί προς την περιοχή και να φράξει τη διάβαση. Η
συγκεκριµένη µονάδα όφειλε να σταµατήσει κάθε περαιτέρω προέλαση του
εχθρού και, ει δυνατόν, να τον απωθήσει στις βάσεις εξορίσεώς του. Πράγµατι, η
VII Μεραρχία έσπευσε το ταχύτερο στην περιοχή και επιτέθηκε στον εχθρό µε
όσες δυνάµεις διέθετε. Οι Βούλγαροι πολέµησαν µε σθένος και η µάχη διήρκεσε
πολλές ώρες. Όµως, τελικά, η εχθρική προέλαση αναστάλθηκε και ο εχθρός
υποχώρησε, καταδιωγµένος από τα ηµέτερα τµήµατα. Κατά τις προαναφερθείσες
µάχες των τελευταίων έξι ηµερών, η µονάδα υπέστη µεγάλες απώλειες. Ο
αριθµός των νεκρών ανήλθε σε 288 άνδρες και ο αντίστοιχος των τραυµατιών σε
1.439. Αυτή ήταν και η τελευταία µάχη των Βαλκανικών Πολέµων, καθώς την ίδια
µέρα υπογράφθηκε πενθήµερη ανακωχή µεταξύ των εµπολέµων. Ύστερα από
λίγες ηµέρες, υπογράφθηκε στο Βουκουρέστι και η οµώνυµη συνθήκη, µε την
οποία τερµατιζόταν και διπλωµατικά ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος. Συνολικά, κατά
τον πόλεµο αυτό, η συγκεκριµένη Μεραρχία θρήνησε τον θάνατο 380 ανδρών και
τον τραυµατισµό άλλων 1.936.

Η ∆ΡΑΣΗ ΤΗΣ VIΙI ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος:

Την 11η Ιανουαρίου 1913, εξεδόθη µία διαταγή του Αρχιστράτηγου του
Ελληνικού Στρατού ∆ιαδόχου του θρόνου Κωνσταντίνου, µε την οποία η
Μεραρχία Ηπείρου µετονοµαζόταν σε VIII Μεραρχία. Καθήκοντα διοικητού
ανέλαβε ο έως τότε ∆ιοικητής της Μεραρχίας Ηπείρου Υποστράτηγος ∆ηµήτριος
Ματθαιόπουλος. Η µονάδα απετελείτο από το 15ο Σύνταγµα Πεζικού, το 1ο
Ανεξάρτητο Σύνταγµα Κρητών, το 3ο, 7ο και 18ο Ευζωνικό Τάγµα, µία ταχυβόλο
ορειβατική πυροβολαρχία, ένα απόσπασµα ιππέων, µια διµοιρία µηχανικού, µια
µοίρα τραυµατιοφορέων, δύο χειρουργεία, ένα ορεινό τµήµα µοίρας συζυγαρχιών
πυροµαχικών και δύο οπτικούς σταθµούς.
Η πρώτη µεγάλη µάχη στην οποία συµµετείχε η µονάδα ήταν αυτή για την
απελευθέρωση των Ιωαννίνων, υπό τη διοίκηση του Συνταγµατάρχη ∆ηµητρίου
Ιωάννου. Κατά την περίοδο εκείνη, η µονάδα απαρτιζόταν από το 15ο Σύνταγµα
Πεζικού, το 2ο Σύνταγµα Ευζώνων, το Ανεξάρτητο Σύνταγµα Κρητών και δύο
ορεινές πυροβολαρχίες. Η Μεραρχία είχε ενταχθεί στο Α΄ τµήµα της Στρατιάς
Ηπείρου, το οποίο είχε ως αντικειµενικό σκοπό την καθήλωση του αριστερού των
Τούρκων. Οι άνδρες της µονάδας συγκεντρώθηκαν στην περιοχή της Αετοράχης
κατά το πρώτο δεκαήµερο του Φεβρουαρίου. Την 19η αυτού του µήνα, στο σηµείο
εξόρµησης βρίσκονταν το 2ο Σύνταγµα Ευζώνων, το Ανεξάρτητο Σύνταγµα
Κρητών, τρεις λόχοι πεδινού πυροβολικού κι ένας λόχος µηχανικού. Κατά την
ηµέρα εκείνη, το ηµέτερο Πυροβολικό έβαλε συνεχώς κατά των εχθρικών θέσεων,
ενώ το Πεζικό διεξήγαγε επιθετικές αναγνωρίσεις. Η δράση του Πυροβολικού
επαναλήφθηκε από το πρωί της εποµένης. Κατά το µεσηµέρι, οι Τούρκοι
υποχώρησαν από την περιοχή της Μαλωνιάσης και ο Μέραρχος συγκρότησε µια
φάλαγγα προς καταδίωξη του εχθρού σε περίπτωση γενικής υποχώρησής του.
Στις 15.00 µ.µ., οι άνδρες της µονάδας διεξήγαγαν επιθετική αναγνώριση προς το
Μπιζάνι. Οι Τούρκοι διατήρησαν τις θέσεις τους µέχρι την εκδήλωση του
τολµηρού ελιγµού του Ελληνικού Στρατού. Στις 5.30 π.µ., ο εχθρός ύψωσε λευκή
σηµαία, παραδόθηκε στο Μπιζάνι και ύστερα από την πάροδο 90 λεπτών ένας
Τούρκος αξιωµατικός παρουσιάστηκε στο αρχηγείο της VIII Μεραρχίας. Ήταν ο

39
κοµιστής ενός εγγράφου του διοικητού της XXIII τουρκικής Μεραρχίας, µε το
οποίο ανακοινωνόταν η πρόθεση των Τούρκων όπως παραδώσουν το οχυρό.
Πράγµατι, λίγες ώρες αργότερα, η φρουρά του Μπιζανίου παραδόθηκε και τα
Ιωάννινα απελευθερώθηκαν. Κατόπιν, οι άνδρες της µονάδος συγκέντρωσαν τους
αιχµαλώτους στο χωριό Κυπαρίσσια και εγκαταστάθηκαν στον τοµέα ευθύνης
τους. Αυτός οριζόταν από τα χωριά Κατσίκα-Κουστέλιο-Γουρίστα-Σερβιάνα.
Αργότερα, η µονάδα µετακινήθηκε στο χωριό Ελεούσα. Ακολούθησε µια
βραχύβια περίοδος ανασυγκρότησης, κατά την οποία η συγκεκριµένη Μεραρχία
αποτέλεσε τµήµα της Στρατιάς Ηπείρου µαζί µε τη νεοσύστατη ΙΧ Μεραρχία. Στο
τµήµα αυτό, ανατέθηκε η απελευθέρωση της υπόλοιπης Ηπείρου. Η µονάδα
έθεσε υπό τις διαταγές της ένα σύνταγµα Ιππικού και καταδίωξε τους Τούρκους
προς το Καλπάκι και το Αργυρόκαστρο. Την 28η Φεβρουαρίου, ξεκίνησε η
προέλαση της Μεραρχίας. Αυτή τη µέρα, ο Μέραρχος προώθησε το σύνταγµα
Ιππικού στο Χάνι Τζεραβίνας και από εκεί στο Χάνι ∆ελβινάκι. Το στρατηγείο της

Ανάπαυση Ευζώνων στην Αετοράχη

Μεραρχίας µετακινήθηκε στο Καλπάκι. Σύντοµα, έγινε γνωστό ότι 2.500 περίπου
Τούρκοι βρίσκονταν συγκεντρωµένοι κοντά στο χωριό Κτίσµατα. Οι άνδρες της
µονάδος κατευθύνθηκαν προς τα κει και απελευθέρωσαν τα χωριά της περιοχής,
ενώ ο εχθρός προτίµησε να υποχωρήσει προς βορρά. Την 2α Μαρτίου,
κατέφθασε και το σύνταγµα Ιππικού, οι άνδρες του οποίου καταδίωξαν τους
Τούρκους και κατάφεραν να συλλάβουν ένα εχθρικό τάγµα. Την εποµένη,
απελευθερώθηκαν το ∆έλβινο και το Αρχυρόκαστρο. Την 4η Μαρτίου, ο άνδρες
της µονάδος κατευθύνθηκαν προς το Τεπελένι και αιχµαλώτισαν µια µονάδα
Ιππικού αποτελούµενη από 22 αξιωµατικούς και 100 ιππείς. Την εποµένη,
απελευθερώθηκε το Τεπελένι. Στην πόλη αυτή, η Μεραρχία παρέµεινε επί αρκετές
ηµέρες προς ανάπαυση των ανδρών της και ανασυγκρότηση. Αργότερα,
παρέµειναν σε αυτή δύο τάγµατα, ενώ τα υπόλοιπα τµήµατα προχώρησαν προς
την Κλεισούρα. Τις παραµονές του Β΄ Βαλκανικού Πολέµου, η διάταξη της VIII
Μεραρχίας είχε ως εξής: το στρατηγείο της ήταν εγκατεστηµένο στην Πρεµέτη, το
15ο Σύνταγµα Πεζικού βρισκόταν στην Κλεισούρα, το προαναφερθέν τάγµα είχε
εγκατασταθεί στο Αργυρόκαστρο, ένα τάγµα Ευζώνων βρισκόταν στο Τεπελένι

40
και ένα άλλο στο Φρασάρι, ενώ τα υπόλοιπα τµήµατα ήταν εγκατεστηµένα στην
Πρεµέτη.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο Ελληνικός Στρατός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη νεότερη και τη


σύγχρονη ιστορία του κράτους µας. Αρχικώς, συντέλεσε αποφασιστικά στην
διεύρυνση των ορίων του πρώτου µετεπαναστατικού ελληνικού κρατιδίου και στην
απελευθέρωση εκατοµµυρίων υπόδουλων αδελφών µας. Ακολούθως, προάσπισε
την εθνική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδος µας,
διαφυλάσσοντας τα όσια και τα ιερά της φυλής µας. Ο Ελληνικός Στρατός έσωσε
την τιµή της χώρας σε περιστάσεις κατά τις οποίες άλλα µεγαλύτερα και
ισχυρότερα κράτη παραδίδονταν εντός ολίγον ηµερών.
Σήµερα αποτελεί το θεµατοφύλακα των παραδόσεων και εξασφαλίζει την
παρουσία της Ελλάδας σε όλα τα σηµεία του πλανήτη, δρώντας στο πλαίσιο των
διαφόρων διεθνών οργανισµών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αρχείον ΓΕΣ/∆ΙΣ
Θ. Βελλιανίτης – Ν. Κλαδάς – Ν. Μοσχόπουλος – Ηλ. Κυριακόπουλος,
Βαλκάνια: Οι Βαλκανικοί και Ελληνοτουρκοί πόλεµοι. Αθήνα: Μέδουσα/ Σέλας,
1999.
Η Ελλάς και ο πόλεµος εις τα Βαλκάνια 1914-1918, ΓΕΣ/∆ΙΣ, 1958.
Κόκκινος ∆., Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τ. Β΄- Γ΄- ∆΄, Αθήνα: Μέλισσα,
1970.
Λάσκαρις Σ., ∆ιπλωµατική Ιστορία της Ευρώπης, 1814-1914. Αθήναι:
Ξένος, 1936.
Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, Αθήναι: 1927.
Πανόραµα του πολέµου 1912-1913, Αθήνα: Ελεύθερη Σκέψις, 1992.
Πολιτάκος Ιωαν., Στρατιωτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, Αθήνα: ΓΕΣ,
1980.

41
ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ

ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ

Του

ΕΙΙας ΑΧΙΛΛΕΑ ΚΟΝΣΟΥΛΑ

1
1.ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι ήταν δύο πόλεµοι που έγιναν στα Βαλκάνια το


1912-1913 στους οποίους αρχικά η Βαλκανική Συµµαχία (Σερβία, Μαυροβούνιο,
Ελλάδα και Βουλγαρία) επιτέθηκε και απέσπασε από την Οθωµανική
Αυτοκρατορία τη Μακεδονία και το µεγαλύτερο µέρος της Θράκης, ενώ στη
συνέχεια, µετά τις διαφωνίες µεταξύ των νικητών για τον τελικό διαµοιρασµό των
εδαφών, ξέσπασε δεύτερος πόλεµος (αυτή τη φορά µε τη συµµετοχή και της
Ρουµανίας) από τον οποίο εξήλθε ηττηµένη η Βουλγαρία, χάνοντας το
µεγαλύτερο µέρος των εδαφών που είχε αρχικά κατακτήσει.

2.Α΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Μετά τη προηγηθείσα συµµαχία των Βαλκανικών κρατών, (Σερβία,


Ελλάδα, και Βουλγαρία), στις 30 Σεπτεµβρίου του 1912 οι βαλκανικές αυτές
χώρες έστειλαν συλλογικά τελεσίγραφο στην Τουρκία µε το οποίο ζητούσαν τη
διασφάλιση της αυτονοµίας των εθνικών µειονοτήτων τους που ζούσαν στο
έδαφός της. Η Τουρκία, όπως ήταν φυσικό, απέρριψε το τελεσίγραφο αυτό, που
έµεινε στην ιστορία γνωστό ως ∆ιακοίνωση των Τεσσάρων Χριστιανικών
Κρατών, µε αποτέλεσµα η σύγκρουση να είναι πλέον αναπόφευκτη. Οι εξελίξεις
που ακολούθησαν υπήρξαν ραγδαίες. Ο πόλεµος αυτός κηρύχθηκε επίσηµα στις
9 Οκτωβρίου του 1912, την ηµεροµηνία ακριβώς που εξέπνεε το τελεσίγραφο,
αν και οι επιστρατεύσεις στις Σύµµαχες χώρες ξεκίνησαν πέντε ηµέρες πριν.
Αξίζει να αναφερθεί, επίσης, ότι την τελευταία στιγµή η Οθωµανική Αυτοκρατορία
πρότεινε στην Ελλάδα να µη συµµετάσχει στον πόλεµο, µε αντάλλαγµα την
οριστική εκχώρηση της Κρήτης στην Ελλάδα. Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος έληξε µε
την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου (1913) που συνοµολογήθηκε µεταξύ
των νικητών συµµάχων, (Ελλάδας, Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου και Σερβίας)
αφενός, και της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου. Από το καλοκαίρι του
1912 ο κίνδυνος πολεµικής ανάφλεξης στα Βαλκάνια φαινόταν κάτι παραπάνω
από υπαρκτός, ιδιαίτερα από µέρους της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου,
που είχαν συνάψει ήδη συµφωνία κοινής επιθέσεως εναντίον της Οθωµανικής
Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, ο
οποίος είχε υπολογίσει την έναρξη του πολέµου την άνοιξη του 1913, έβλεπε τον
χρόνο να πιέζει ασφυκτικά. Επιχείρησε να ολοκληρώσει το πλέγµα των
βαλκανικών συµµαχιών της Ελλάδας, συνάπτοντας συµφωνίες από κοινού

2
επίθεσης µε Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο. Η συµφωνίες αυτές
υπογράφθηκαν στις 22 Σεπτεµβρίου 1912. Η στρατιωτική προετοιµασία της
Ελλάδας ήταν από τους κύριους στόχους του κινήµατος στο Γουδί το 1909. Ως
ακόλουθο αυτών των ετοιµασιών στα µέσα Ιανουαρίου 1912, έφτασε στην
Ελλάδα γαλλική αποστολή για την εκπαίδευση του στρατού. Στις 4 Οκτωβρίου
1912 η Οθωµανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεµο κατά της Βουλγαρίας και
της Σερβίας. Με την Ελλάδα απέφυγε να κηρύξει τον πόλεµο ελπίζοντας ακόµα
σε ειρηνικό διακανονισµό. Την αµέσως όµως επόµενη ηµέρα, η ελληνική
κυβέρνηση κήρυξε εκείνη τον πόλεµο ως µέλος του Βαλκανικού Συνασπισµού.
Σύµφωνα µε το σχέδιο επίθεσης, ο στρατός της Θεσσαλίας µε ∆ιοικητή τον
διάδοχο Κωνσταντίνο θα αναλάµβανε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων. Ο
στρατός της Ηπείρου µε ∆ιοικητή τον Στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη θα
αναλάµβανε δευτερεύοντα ρόλο, µέχρι την ολοκλήρωση του έργου του στρατού
της Θεσσαλίας.

Β. ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΜΕΤΩΠΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ


Ι. Μέτωπο Θεσσαλίας
Με την κήρυξη του πολέµου, ο στρατός Θεσσαλίας πέρασε τα σύνορα µε
στόχο την κατάληψη της Μακεδονίας. Στην πορεία του βόρεια αντιµετώπισε,
αρχικά, µικρές τουρκικές δυνάµεις, καθώς ο κύριος στόχος του Τουρκικού
Στρατού επικεντρώθηκε στην αντιµετώπιση των βουλγαρικών δυνάµεων στη
Θράκη. Στις 6 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάµεις, µε επικεφαλής τον ∆ιάδοχο
Κωνσταντίνο, µπήκαν στην Ελασσόνα και την επόµενη µέρα βρέθηκαν στα
στενά του Σαρανταπόρου, που υπερασπίζονταν ισχυρές τουρκικές δυνάµεις. Η
ελληνική επίθεση άρχισε το απόγευµα στις 9 Οκτωβρίου και ολοκληρώθηκε την
εποµένη µε την αποχώρηση των Τούρκων, οι οποίοι εγκατέλειψαν στο πεδίο της
µάχης ολόκληρο το Πυροβολικό τους. Ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στα Σέρβια
και αµέσως µετά προωθήθηκε ως τον ποταµό Αλιάκµονα και στις 11 Οκτωβρίου
µπήκε στην Κοζάνη.

Έφοδος ελληνικού Πεζικού κατά την Μάχη των Γιαννιτσών.

3
Το Γενικό Στρατηγείο, που επικεφαλής του ήταν ο Κωνσταντίνος,
αποφάσισε να κινηθεί ο Ελληνικός Στρατός βόρεια, µε κατεύθυνση προς το
Μοναστήρι και να συναντήσει τον Σερβικό Στρατό. Η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου
όµως διαφώνησε και έκρινε ότι είναι επιτακτική η ανάγκη ο στρατός να κινηθεί
χωρίς καµία καθυστέρηση προς Θεσσαλονίκη, προς την οποία κατευθύνονταν
δυνάµεις του Βουλγαρικού Στρατού από τα βορειοδυτικά. Είναι χαρακτηριστική η
περίφηµη φράση του Βενιζέλου στον ∆ιάδοχο Κωνσταντίνο «σας απαγορεύω να
πάτε στο Μοναστήρι, θα πάτε να απελευθερώσετε τη Θεσσαλονίκη». Ο
Βενιζέλος αναγκάστηκε να κάνει χρήση του αξιώµατός του και να στείλει τον
Βασιλέα Γεώργιο Α΄ στο µέτωπο για να κάµψει την αντίσταση του Κωνσταντίνου
και να κατευθύνει τον Ελληνικό Στρατό προς τη Θεσσαλονίκη.Η επόµενη µεγάλη
µάχη δόθηκε στις 19-20 Οκτωβρίου στη λίµνη των Γιαννιτσών, όπου οι Τούρκοι
είχαν παρατάξει ισχυρές δυνάµεις, ώστε να ανακάψουν την πορεία του
Ελληνικού Στρατού προς τη Θεσσαλονίκη. Η ελληνική επίθεση ήταν επιτυχής και
στις 20 Οκτωβρίου το πρωί εισήλθε στην πόλη των Γιαννιτσών. Στη συνέχεια,
αφού επισκεύασε τις γέφυρες που είχαν καταστρέψει οι Τούρκοι, ο Ελληνικός
Στρατός πέρασε την ανατολική όχθη του Αξιού ποταµού και άρχισε να
προετοιµάζει την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.

ΙΙ.Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

Στις 18 Οκτωβρίου 1912 το ελληνικό τορπιλοβόλο αρ.11 µε κυβερνήτη τον


Υποπλοίαρχο Νικόλαο Βότση µπήκε στο λιµάνι της Θεσσαλονίκης απαρατήρητο
κάτω από τη µύτη των πυροβολείων του Καρα-µπουρνού και ανατίναξε µε δύο
τορπίλες το γερασµένο τουρκικό θωρηκτό «Φετχί Μπουλέντ», το οποίο µε τις
µεγάλου βεληνεκούς πυροβολαρχίες του είχε αναλάβει την προστασία τής πόλης
από ξηράς και θαλάσσης. Το γεγονός αυτό είχε σηµαντική επίδραση στο ηθικό
των αµυνόµενων Τούρκων και επηρέασε την απόφαση του Ταξίν Πασά να
παραδώσει την πόλη στον προελαύνοντα Ελληνικό Στρατό. Την ίδια µέρα, στην
Άνω Τζουµαγιά, ο Στρατιωτικός Ακόλουθος της Ελληνικής πρεσβείας στη Σόφια,
Αθανάσιος Σουλιώτης κλήθηκε να συναντήσει εκεί το Βούλγαρο Στρατηγό
Θεοδωρώφ, αλλά αντί αυτού συνάντησε τελικά τον Έλληνα στην καταγωγή
Υπίατρο του Βουλγαρικού Στρατού, Φίλιππο Νίκογλου (από τη Στενήµαχο της
Ανατολικής Ρωµυλίας), ο οποίος του εκµυστηρεύτηκε ότι οι Βούλγαροι
προτίθενται να επιτεθούν πρώτοι στη Θεσσαλονίκη. Στις 25 Οκτωβρίου οι
Ευρωπαίοι πρόξενοι της Θεσσαλονίκης και ο Τούρκος Στρατηγός Σαδίλκ
παρουσιάστηκαν στις εµπροσθοφυλακές του Ελληνικού Στρατού στην περιοχή
Τοψίου (νυν Γέφυρα) έξω από τη Θεσσαλονίκη και ζήτησαν να παραδώσουν
υπό όρους τη Θεσσαλονίκη στον Ελληνικό Στρατό. Ο Κωνσταντίνος απέρριψε
δύο φορές τους όρους του Τούρκου Αρχιστράτηγου Χασάν Ταξίν πασά µε
αποτέλεσµα να χαθεί πολύτιµος χρόνος και να επίκειται η κατάληψη της
Θεσσαλονίκης από τον Βουλγαρικό Στρατό. Ο Βενιζέλος διέταξε τον
Κωνσταντίνο να καταλάβει άµεσα τη Θεσσαλονίκη, καθιστώντας τον προσωπικά
υπεύθυνο για ενδεχόµενη απώλειά της. Τελικά ο Ταξίν πασάς αποδέχθηκε τους
όρους του Κωνσταντίνου. Την νύχτα της 26 Οκτωβρίου-27 Οκτωβρίου 1912 οι
αξιωµατικοί του Ελληνικού Στρατού Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ ∆ούσµανης στο
∆ιοικητήριο της Θεσσαλονίκης υπέγραψαν το πρωτόκολλο παράδοσης της
πόλης στον Ελληνικό Στρατό. Την επόµενη ηµέρα (27 Οκτωβρίου) υπογράφηκε
συµπληρωµατικό πρωτόκολλο µε το οποίο παραδινόταν στους Έλληνες όλη η
φρουρά της Θεσσαλονίκης, η οποία ανερχόταν σε 25.000 στρατιώτες και 1.000

4
αξιωµατικούς µε όλο τον βαρύ και ατοµικό οπλισµό τους και το απόγευµα
µπήκαν στην πόλη δύο ευζωνικά τάγµατα της VII΄ Μεραρχίας, ενώ οι I, II, III, IV
µεραρχίες µε την υπόλοιπη δύναµη της VII έλαβαν θέσεις στα υψώµατα γύρω
από την πόλη. Βάσει του πρωτοκόλλου παράδοσης, όλοι οι οθωµανοί
αξιωµατικοί θα κρατούσαν τον οπλισµό τους. Επίσης, οπλισµένη θα παρέµενε η
οθωµανική χωροφυλακή, για τη διατήρηση της Τάξης. Ήδη από τις 26
Οκτωβρίου ο Κωνσταντίνος έστειλε µήνυµα προς τον Βούλγαρο Στρατηγό
Θεοδωρώφ που κατευθυνόταν µε µια µεραρχία προς τη Θεσσαλονίκη, ότι η
Θεσσαλονίκη είχε ήδη απελευθερωθεί και ότι µπορούσε να διαθέσει τις δυνάµεις
του σε άλλες επιχειρήσεις. Παρ’ όλα αυτά ο Θεοδωρώφ έστειλε απεσταλµένο
αξιωµατικό στον Ταξίν πασά ζητώντας του να υπογράψει πρωτόκολλο
παράδοσης της Θεσσαλονίκης, παρόµοιο µε εκείνο που µόλις είχε συνάψει µε
τους Έλληνες, προκειµένου να εµφανιστεί ως συναπελευθερωτής της πόλης. Ο
Ταξίν αρνήθηκε και µάλιστα ζήτησε την προστασία του Ελληνικού Στρατού,
επειδή µονάδες του, που είχαν ήδη παραδοθεί στον Ελληνικό Στρατό, δέχονταν
επιθέσεις από βουλγαρικά τµήµατα. Ο Θεοδωρώφ, φθάνοντας στις 28
Οκτωβρίου έξω από τη Θεσσαλονίκη, ζήτησε να εισέλθει στην πόλη για να
στρατοπεδεύσει. Ύστερα από διαπραγµατεύσεις, επιτράπηκε να εισέλθουν δύο
βουλγαρικά τάγµατα στη Θεσσαλονίκη για να ξεκουραστούν, αλλά η βουλγαρική
δύναµη που εισήλθε στην πόλη ανήλθε σε ολόκληρο σύνταγµα το οποίο
στρατωνίστηκε κυρίως σε εβραϊκά και εξαρχικά οικήµατα.

ΙΙΙ.Οι υπόλοιπες χερσαίες επιχειρήσεις ΠΖ στην Μακεδονία

Εύζωνες µετά την Μάχη του Μπιζανίου

Η Χαλκιδική απελευθερώθηκε από σώµατα «προσκόπων» (µονάδες


ελαφρού πεζικού). Μέχρι τις 10 Νοεµβρίου στο Μακεδονικό µέτωπο η ελληνική
ζώνη κατοχής επεκτάθηκε από τη λίµνη ∆οϊράνη µέχρι τον ποταµό Στρυµόνα.Στη
δυτική Μακεδονία η V Μεραρχία συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τις τουρκικές
δυνάµεις (40.000 άνδρες) που προάσπιζαν το Μοναστήρι και, παρά την
ενίσχυσή της από τµήµατα της III και της VI Μεραρχίας, δεν πρόλαβε να
απελευθερώσει το Μοναστήρι, το οποίο καταλήφθηκε τελικά από τους Σέρβους.

ΙV.Μέτωπο Ηπείρου
Κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, ο ρόλος του στρατού Ηπείρου ήταν
αµυντικός. Μόλις στις 12 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάµεις µπήκαν στην
Φιλιππιάδα και στις 21 παραδόθηκε η Πρέβεζα, µε υποστήριξη ναυτικών
µονάδων. Στη συνέχεια, ακολούθησε ενεργητική δραστηριότητα µε κατεύθυνση

5
προς τα Ιωάννινα, τα οποία υπερασπίζονταν ο Τούρκος ∆ιοικητής Εσσάτ Πασάς.
Ύστερα από µάχη στην τοποθεσία Πέντε Πηγάδια (24-30 Οκτωβρίου) οι
ελληνικές και τουρκικές δυνάµεις σταθεροποίησαν τις θέσεις τους στην περιοχή.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, στις 5 Νοεµβρίου 1912, µικρή
δύναµη µε επικεφαλής τον Ταγµατάρχη Σπύρο Σπυροµήλιο αποβιβάστηκε στη
Χειµάρα και στις 7 ∆εκεµβρίου ο στρατός Μακεδονίας εισήλθε στην Κορυτσά.Στο
µέτωπο νότια των Ιωαννίνων, στο Μπιζάνι, οι Τούρκοι είχαν οργανώσει βάσει
γερµανικών σχεδίων, οχυρωµατικά έργα: ισχυρά πυροβολεία, πυροβόλα και
τσιµεντένια χαρακώµατα, καθιστώντας αδύνατη την προέλαση του Ελληνικού
Στρατού µε τις περιορισµένες δυνάµεις που διέθετε στην περιοχή. Όταν τελικά το
µέτωπο στην Μακεδονία σταθεροποιήθηκε και µεταφέρθηκαν ενισχύσεις ο
Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε τα Ιωάννινα στις 22 Φεβρουαρίου 1913, αφού
υποχρέωσε τις τουρκικές δυνάµεις του Μπιζανίου σε συνθηκολόγηση. Ύστερα
από τα Ιωάννινα ο στρατός κινήθηκε βόρεια: στις 27 Φεβρουαρίου εισήλθε στο
Αργυρόκαστρο και στις 3 Μαρτίου στους Αγίους Σαράντα, ολοκληρώνοντας την
απελευθέρωση της Ηπείρου.

6
Η παράδοση των Ιωαννίνων

Γ. ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΠΖ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

Ι.Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ

Την 5η Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεµο κατά της Τουρκίας
και η Μάχη του Σαρανταπόρου ήταν η πρώτη σηµαντική νίκη του Ελληνικού
Στρατού στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεµο. Η Στρατιά Θεσσαλίας, αφού πέρασε την 5η
Οκτωβρίου την ελληνοτουρκική µεθόριο, απώθησε αρχικά τα τουρκικά φυλάκια
των συνόρων και στη συνέχεια, την 6η Οκτωβρίου, τα εγκαταστηµένα στην
Ελασσόνα και ∆εσκάτη τµήµατα του εχθρού. Από την 7η Οκτωβρίου η Στρατιά
άρχισε να προελαύνει προς τα βόρεια για να συναντήσει τις κύριες τουρκικές
δυνάµεις, υπό τον Στρατηγό Ταξίν Πασά, εγκαταστηµένες αµυντικά στην οχυρή
τοποθεσία Σαρανταπόρου και Λαζαράδων-Βογκόπετρας.Η αµυντική γραµµή των
στενών του Σαρανταπόρου ήταν φυσικώς οχυρή µε εξαίρετα πεδία βολής προ
αυτής. Επιπλέον, είχε γίνει υποδειγµατική αµυντική οργάνωση του Τουρκικού
Στρατού απο τους Γερµανούς. Το σχέδιο της Τουρκικής ∆ιοίκησης προέβλεπε

7
σταθερή άµυνα µε το σύνολο σχεδόν των δυνάµεών της, µε σκοπό την
απόφραξη των κατευθύνσεων Ελασσόνα-Σέρβια και ∆εσκάτη-Λαζαράδες-Σέρβια
και την απαγόρευση της προελάσεως του Ελληνικού Στρατού προς τα βόρεια.Το
στρατηγείο του 8ου σώµατος του Τουρκικού Στρατού βρισκόταν στα Χάνια της
Βίγλας, ενώ το στρατηγείο µιας τουρκικής εφεδρικής µεραρχίας (10 τάγµατα
πεζικού) στο Γλύκοβο (Σαραντάπορο). Για την υπεράσπιση των στενών οι
Τούρκοι είχαν διαθέσει 14 τάγµατα πεζικού, 12 πυροβόλα, 3 λόχους πολυβόλων
και 2 ίλες ιππικού. Ένα ακόµη τάγµα τουρκικού πεζικού βρισκόταν στο Λιβάδι. Το
σχέδιο ενεργείας του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου, υπό τις διαταγές του
εγκατεστηµένου στο Χάνι Χατζηγώγου ∆ιαδόχου και Αρχιστράτηγου
Κωνσταντίνου, προέβλεπε επίθεση κατά µέτωπο εναντίον των αµυνόµενων
τουρκικών δυνάµεων στα Στενά Σαρανταπόρου, µε ταυτόχρονη και από τα δύο
πλευρά υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια για την κατάληψη της γέφυρας
του Αλιάκµονα και την αποκοπή της σύµπτυξης του εχθρού. Η επίθεση αυτή θα
συνδυαζόταν και µε ευρύτερο κυκλωτικό ελιγµό, από την περιοχή του χωριού
Κρανιά, δια µέσου του πόρου Ζάµπουρδας προς την Κοζάνη.Το πρωϊ της 9ης
Οκτωβρίου 1912 ο Ελληνικός Στρατός µε τη II, III και VI Μεραρχία στο κέντρο,
την Ι Μεραρχία δεξιά, το Απόσπασµα Κωνσταντινοπούλου στο άκρο δεξιά, την
IV, V Μεραρχία και τηn Ταξιαρχία Ιππικού στο αριστερό και το Απόσπασµα
Γεννάδη στο άκρο αριστερό, εξόρµησε για την εκπόρθηση των Στενών του
Σαρανταπόρου. Οι ελληνικές δυνάµεις, όλη την ηµέρα της 9ης Οκτωβρίου,
κατέβαλαν µεγάλες προσπάθειες, αφού έπρεπε να αντιµετωπίσουν όχι µόνο
έναν ισχυρά οργανωµένο αντίπαλο αλλά και τις δυσχερέστατες εδαφικές και
καιρικές συνθήκες. Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 9ης προς 10η Οκτωβρίου οι
Τούρκοι πληροφορήθηκαν την απειλητική γι' αυτούς υπερκερωτική ενέργεια της
IV Μεραρχίας και, εκµεταλλευόµενοι το σκοτάδι και τη βροχή, υποχώρησαν από
την αµυντική γραµµή Σαρανταπόρου-Λαζαράδες και άρχισαν να συµπτύσσονται
εσπευσµένα προς τα Σέρβια. Την επόµενη ηµέρα 10η Οκτωβρίου, οι Μεραρχίες
του Ελληνικού Στρατού τέθηκαν σε κίνηση και πέτυχαν να κυριεύσουν ολόκληρο
σχεδόν το Πεδινό Πυροβολικό, άφθονο πολεµικό υλικό των Τούρκων και να
αιχµαλωτίσουν περιορισµένο αριθµό αποκοµµένων τµηµάτων και ανδρών. Η IV
Μεραρχία κινήθηκε γρήγορα και µε την ηµιλαρχία της κατέλαβε άθικτη τη γέφυρα
του Αλιάκµονα. Οι Τούρκοι κατά την υποχώρησή τους εγκατέλειψαν στο πεδίο
της µάχης στα στενά του Σαρανταπόρου ολόκληρο το πυροβολικό τους, που
έπεσε στα χέρια των Ελλήνων, ενώ το επόµενο πρωί, αφού εκτέλεσαν 75
προκρίτους στα Σέρβια, τα εγκατέλειψαν και υποχώρησαν βορειότερα. Τα στενά
του Σαρανταπόρου ήταν η µοναδική θέση όπου η κατώτερη αριθµητικά τουρκική
δύναµη µπορούσε να ανακόψει την ελληνική προέλαση. Ο Φον Ντερ Γκολτς
µάλιστα, Γερµανός οργανωτής του Τουρκικού Στρατού, είχε πει ότι τα στενά αυτά
«θα ήταν ο τάφος του Ελληνικού Στρατού». Ο Ελληνικός Στρατός όµως τον
διέψευσε. Η γρήγορη και νικηφόρα έκβαση της Μάχης του Σαρανταπόρου άνοιξε
τις πύλες για την απελευθέρωση στη συνέχεια της ∆υτικής και Κεντρικής
Μακεδονίας. Οι απώλειες των Τούρκων σε νεκρούς, τραυµατίες και αιχµαλώτους
ήταν σοβαρές. Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού κατά τη διήµερη µάχη σε
αξιωµατικούς και οπλίτες ήταν 182 νεκροί και 995 τραυµατίες, προς τιµή των
οποίων χτίστηκε το 1972 το µουσείο µάχης Σαρανταπόρου.

8
Γεράσιµος Ραφτόπουλος (αριστερά): είναι ο νεότερος υπαξιωµατικός στην
ιστορία των Ελληνικών Ενόπλων ∆υνάµεων. Γεννήθηκε στο Φισκάρδο της
Κεφαλονίας το 1900. Κατά το 1ο Βαλκανικό Πόλεµο, εναντίον των Οθωµανών,
κατατάχθηκε εθελοντικά στην ηλικία των 12 και έγινε δεκτός ώς οπλίτης του
18ου Συντάγµατος Πεζικού της IV Μεραρχίας. Για το θάρρος του στη Μάχη του
Σαρανταπόρου έλαβε ενα Manlicher-Schonauer, ως δώρο. Στην Μάχη του
Κιλκίς-Λαχανά, το 1913, κατάφερε να ξεφύγει από αιχµαλωσία, σκοτώνοντας 3
από τους 5 Βούλγαρους που τον είχαν αιχµαλωτήσει. Επιστρέφοντας στις
ελληνικές γραµµές, βρήκε έναν τραυµατισµένο Εύζωνα και τον µετέφερε
σώζοντάς τον από βέβαιο θάνατο. Για την ανδρεία, του προήχθη στο βαθµό του
δεκανέα την 28η Αυγούστου 1913, σε ηλικία 13 ετών.

9
II.Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ

Το Ελληνικό Στρατηγείο περίµενε να συναντήσει τους Τούρκους


οχυρωµένους στην Ανατολική όχθη του Αξιού. Οι Τούρκοι όµως
αποφάσισαν να δώσουν µάχη στις φυσικές οχυρές θέσεις των λόφων,
δυτικά της πόλης, που άρχιζαν από τις παρυφές της λίµνης και κατέληγαν
στους πρόποδες του Πάϊκου. Οι λόγοι που προτίµησαν να δώσουν µάχη
στα Γιαννιτσά και όχι στην ανατολική όχθη του Αξιού ήταν η οχυρή θέση στο
στενό πέρασµα στη λίµνη και στο Πάϊκο και κυρίως η υπεράσπιση της ιερής
πόλης τους, που φιλοξενούσε τον τάφο του Γαζή Εβρενός Μπέη, του
πρώτου Τούρκου κατακτητή της Ευρώπης και των απογόνων του. Ο
Στρατός µας αιφνιδιάστηκε, γιατί υπήρχε έλλειψη στρατηγικού επιτελικού
σχεδίου, και γιατί βασίστηκε σε αυτοσχεδιασµούς της τελευταίας στιγµής.
Οι Τούρκοι διέθεταν 25.000 στρατό, στηριζόµενο σε ισχυρό
πυροβολικό και 30 πυροβόλα. Κατείχαν ισχυρές θέσεις και πολλές «φωλιές»
πολυβόλων που µπορούσαν να θερίζουν κυριολεκτικά κάθε στρατιώτη στο
πεδινό έδαφος. Ο Ελληνικός Στρατός διέθετε σε πυκνή διάταξη τις
Μεραρχίες του: III, II, IV, VI από τη λίµνη µέχρι το Πάϊκο και πίσω από αυτές
την I ως εφεδρεία.
Η VII Μεραρχία προχωρούσε νότια της λίµνης µε σκοπό να καταλάβει
τη γέφυρα της σιδηροδροµικής γραµµής επί Λουδία και να προχωρήσει
προς τον Αξιό.

10
Οι στρατιώτες µας, φοβερά ταλαιπωρηµένοι από την εξαντλητική
πορεία τόσων ηµερών, κάτω από δυσµενείς καιρικές συνθήκες είχαν
προβλήµατα εφοδιασµού, το ηθικό τους όµως ήταν υψηλό, ύστερα από τις
µεγάλες νίκες, ενώ τους φλόγιζε την ψυχή η θέληση να προλάβουν να
ελευθερώσουν τη Θεσσαλονίκη πριν από τους Βουλγάρους. Τα
προελαύνοντα ελληνικά τµήµατα, δέχτηκαν τους πρώτους πυροβολισµούς
πλησιάζοντας τη γέφυρα της Μπάλνιτζας (Μελισσίου). Μετά τον πρώτο
αιφνιδιασµό, ανασυντάχθηκαν. Συγχρόνως άρχισε και ο κανονιοβολισµός
των τουρκικών πολυβόλων από τα υψώµατα του Ταλαµπάζ. Το ελληνικό
Πυροβολικό στήθηκε και άρχισε να κανονιοβολεί τις εχθρικές θέσεις. Κάτω
από συνεχή κανονιοβολισµό οι µονάδες της III και II Μεραρχίας περνούσαν
τη γέφυρα και έπαιρναν θέσεις στο πεδίο µεταξύ Μελισσίου και Γιαννιτσών.
Η IV Mεραρχία βαδίζοντας από Γυψοχώρι προς Μυλότοπο και Αξό, γύρω
στο µεσηµέρι µπήκε και αυτή στη µάχη. Η VI Mεραρχία προχωρούσε από
Αχλαδοχώρι προς Αµπελιές, µε τα ευζωνικά της τάγµατα. Ηρθε σε επαφή µε
τον οχυρωµένο εχθρό, στα αντικρυνά υψώµατα. Ετσι, η µάχη γενικεύτηκε σε
όλο το µήκος, από Βορρά προς Νότο, µε τους Ελληνες στρατιώτες να
καταβάλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες να προχωρήσουν στο ανοιχτό
πεδίο και να πλησιάσουν τις εχθρικές θέσεις. Και όλα αυτά, κάτω από
ισχυρή καταρακτώδη βροχή. Η µάχη σταµάτησε αργά τη νύχτα. Την
επόµενη ηµέρα 20ή Οκτωβρίου, µε την ανατολή του ηλίου, ξανάρχισαν πάλι
οι κανονιοβολισµοί. Γύρω στις 8.45 π.µ. το ένατο ευζωνικό τάγµα, µε
∆ιοικητή τον Αντισυνταγµατάρχη Κ.Παπαδόπουλο κατόρθωσε να καταλάβει
το ύψωµα των νεκροταφείων της πόλης (Μητρόπολης) µε τα τέσσερα
πυροβόλα που ήταν οχυρωµένα σ' αυτό. Κυνήγησε τους υποχωρούντες
Τούρκους ανατολικά. Οι υπόλοιπες γραµµές των Τούρκων, µε κίνδυνο να
περικυκλωθούν, ύστερα από την είδηση ότι στα βόρεια έσπασε το µέτωπο
από τους Τσολιάδες, παράτησαν πυροβόλα-πολυβόλα και λοιπό εξοπλισµό
και τράπηκαν σε φυγή προς Θεσσαλονίκη.
Οι τουρκικές αρχές, όταν έµαθαν ότι ο Ελληνικός Στρατός πλησιάζει,
κάλεσαν τους προύχοντες της Ελληνικής Κοινότητας Π. Γκοτζαµάνη, Ι.
Μάγγο, Ι. Σταµενίτη, Χ. Λιάπτση, Χ. Γκάλτση, ∆. Μπόσκο µαζί µε τον
Αρχιµανδρίτη της Μητρόπολης, προκειµένου να οργανώσουν από κοινού
την υποδοχή του Αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου και να παραδώσουν την
πόλη αµαχητί. Η υποδοχή θα γινόταν έξω από το Μελλίσι µε όλα τα
ελληνικά και τουρκικά σχολεία.
Με την άφιξη όµως ισχυρών τουρκικών στρατευµάτων, τόσο από την
Βέροια όσο και από την Θεσσαλονίκη, η κατάσταση άλλαξε εντελώς. Οι
Έλληνες από τα χαράµατα της 19ης, µέχρι την είσοδο του στρατού στην
πόλη, έµειναν στα σπίτια τους, περιµένοντας µε αγωνία την έκβαση της
µάχης. Πολλά γυναικόπαιδα κλείστηκαν για λόγους ασφαλείας στην
Μητρόπολη. Τα πρώτα τµήµατα που µπήκαν στην πόλη από το δρόµο της
Αξού ήταν της II Mεραρχίας µε τον Μέραρχο Καλάρη. Γύρω στις 11 π.µ. από
τον ίδιο δρόµο µπαίνει και ο Aρχιστράτηγος Κωνσταντίνος µε το Επιτελείο
του. ∆ηµογέροντες της ελληνικής κοινότητας και πλήθος κόσµου τους
υποδέχονταν µέσα σε παραλήρηµα χαράς και ζητοκραυγών, στην οδό
Χατζηδηµητρίου, στο ύψος της νέας αγοράς. Επακολούθησε νεκρώσιµη
ακολουθεία στον Ναό της Παναγίας για τους νεκρούς στρατιώτες. Γυναίκες
τους καθάρισαν, τους έπλυναν µε κρασί και τους στόλισαν µε λουλούδια.
Κατόπιν άρχισε µεγάλη ∆οξολογία µπροστά σε αξιωµατικούς, στρατιώτες

11
και κατοίκους της πόλης. Ολα τα σπίτια πήραν στρατιώτες να τους
φιλοξενήσουν. Η εικόνα των Τούρκων στρατιωτών που ξεχύθηκαν στους
λασπωµένους δρόµους ήταν φρικτή. Η καταδίωξη έγινε σε µικρό βαθµό,
µέχρι την Πέλλα, κυρίως λόγω της µεγάλης εξάντλησης των ανδρών από τη
διήµερη µάχη. Οι Τούρκοι διέφυγαν προς Θεσσαλονίκη και οχυρώθηκαν,
αποφεύγοντας την πλήρη αιχµαλωσία. Ενας πολεµικός ανταποκριτής των
"ΤΑΙΜΣ" ο Κρώφορντ Πράϊς γράφει: «είδα πολλά άξια λόγου θέµατα στη
Μακεδονία, αλλά κανένα απ’ αυτά τόσο σπαρακτικό και τόσο τροµερό, όσο
η υποχώρηση του Ταξίν, την επόµενη της µάχης των Γιαννιτσών». Πίσω στα
Γιαννιτσά η τουρκική συνοικία παραδόθηκε στις φλόγες, και τα λάφυρα ήσαν
άφθονα. Υπήρξαν 3.000 αιχµάλωτοι Τούρκοι στρατιώτες, 25 πυροβόλα από
τα 30, και 2 πολεµικές σηµαίες. ∆εν υπάρχει σαφής εικόνα του αριθµού των
νεκρών. Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού ήταν βαριές: 10 αξιωµατικοί
και 178 στρατιώτες νεκροί, 29 τραυµατίες αξιωµατικοί και 756 στρατιώτες.
Υπήρξε η πιο φονική µάχη των Βαλκανικών πολέµων.

III.Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

O Κωνσταντίνος πείθεται µε τη µεσολάβηση του πατέρα του Βασιλιά


Γεωργίου Α΄ και στις 25 Οκτωβρίου η εµπροσθοφυλακή του Ελληνικού Στρατού
φθάνει προ των πυλών της Θεσσαλονίκης. Είχε προηγηθεί η καθοριστική νίκη
στη Μάχη των Γιαννιτσών (19-20 ∆εκεµβρίου), που είχε κάνει ευκολότερη την
προέλαση του Ελληνικού Στρατού. Ο Χασάν Ταξίν Πασάς που υπερασπιζόταν τη
Θεσσαλονίκη δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να ζητήσει µια έντιµη συµφωνία
για την παράδοση της πόλης. Στις 25 Οκτωβρίου οι απεσταλµένοι του ζήτησαν
από τον Κωνσταντίνο να επιτραπεί στον Ταξίν να αποσυρθεί µε τον στρατό και
τον οπλισµό του στο Καραµπουρνού και να παραµείνει εκεί µέχρι το τέλος του
πολέµου. Ο Κωνσταντίνος, φυσικά, απέρριψε τον όρο του και του πρότεινε την

12
παράδοση του στρατού του και τη µεταφορά του στη Μικρά Ασία µε δαπάνες της
ελληνικής κυβέρνησης. Ο Οθωµανός αξιωµατούχος δέχθηκε, τελικά, τους όρους
του Κωνσταντίνου και στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ανήµερα της
εορτής του Αγίου ∆ηµητρίου, οι πληρεξούσιοι αξιωµατικοί Ιωάννης Μεταξάς (ο
κατοπινός δικτάτωρ και ο άνθρωπος του «ΟΧΙ» και ο Βίκτωρ ∆ούσµανης
µεταβαίνουν στο ∆ιοικητήριο της Θεσσαλονίκης και υπογράφουν τα σχετικά
πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στον Ελληνικό Στρατό. Σύµφωνα µε το
πρωτόκολλο, παραδίνονταν ως αιχµάλωτοι 25.000 Τούρκοι στρατιώτες και 1.000
αξιωµατικοί. Στην κατοχή του Ελληνικού Στρατού περιέρχονταν όλος ο βαρύς και
ελαφρύς οπλισµός του σχηµατισµού (70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 70.000
τυφέκια και πυροµαχικά). Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου εισήλθαν στη
Θεσσαλονίκη δύο τάγµατα Ευζώνων και ύψωσαν την ελληνική σηµαία στο
∆ιοικητήριο, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάµεις άρχισαν να λαµβάνουν θέσεις
στα υψώµατα γύρω από την πόλη. Στις 11 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912 ο
Κωνσταντίνος εισήλθε µε το επιτελείο του στη Θεσσαλονίκη και το µεσηµέρι
έγινε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά. Την ίδια µέρα, κατέφθασαν
έξω από τη Θεσσαλονίκη και οι Βούλγαροι, ήταν όµως ήδη αργά για τους
γείτονες. Ο επικεφαλής της µεραρχίας τους Στρατηγός Τεοντορόφ ζήτησε να
εισέλθει στην πόλη για να στρατοπεδεύσει.
Εισέπραξε την αρνητική απάντηση του Κωνσταντίνου και ύστερα από
διαπραγµατεύσεις, επιτράπηκε να µπουν στην πόλη για ολιγοήµερη ανάπαυση
δύο τάγµατα µε επικεφαλής τούς Βούλγαρους Πρίγκιπες Βόρι και Κύριλλο.
Επικράτησε όµως σύγχυση και τελικά εισήλθε στη Θεσσαλονίκη ένα ολόκληρο
βουλγαρικό σύνταγµα, γεγονός που εκνεύρισε τον Βενιζέλο.
Οι Βούλγαροι δήλωναν εµφαντικά παρόντες στις εξελίξεις στη Μακεδονία.
Ο σπόρος του Β΄ Βαλκανικού Πολέµου είχε ριχτεί. Στις 29 Οκτωβρίου ήταν η
σειρά του Βασιλιά Γεωργίου Α΄ να εισέλθει στην πόλη και να επισηµοποιήσει την
απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Έγινε δεκτός µε ενθουσιασµό από τους
Έλληνες κατοίκους της, µε απάθεια ανάµικτη µε φόβο από το µουσουλµανικό
στοιχείο, ενώ οι Εβραίοι που ήταν η πολυπληθέστερη πληθυσµιακή οµάδα της
πόλης δεν έκρυψαν την απογοήτευσή τους, καθώς προωθούσαν σχέδιο
διεθνοποίησης της Θεσσαλονίκης.

ΙV.H ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΠΙΖΑΝΙΟΥ

Η Μάχη του Μπιζανίου (16-22 Φεβρουαρίου 1913), υπήρξε η


σηµαντικότερη σύγκρουση κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεµο µεταξύ του Ελληνικού
και του Τουρκικού Στρατού στο µέτωπο της Ηπείρου. Η τοποθεσία Μπιζάνι µε τις
γειτονικές τοποθεσίες νότια των Ιωαννίνων, αποτέλεσε σηµαντικό φυσικό σηµείο
άµυνας και το επέλεξαν οι Τούρκοι για να καθηλώσουν τον Ελληνικό Στρατό. Με
τον κυκλωτικό ελιγµό όµως που τελικά κατάφεραν οι Έλληνες, ανάγκασαν τον
αντίπαλο σε άµεση παράδοση. Η νίκη στο Μπιζάνι αποτέλεσε το κλειδί για την
απελευθέρωση των Ιωαννίνων, καθώς και ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής
της Ηπείρου.Το υψίπεδο νοτίως των Ιωαννίνων είναι πεταλοειδές και από τη
φύση του οχυρό: σχηµατίζεται από βραχώδη και δυσπρόσιτα υψώµατα που το
περιβάλλουν. Στην τοποθεσία είχαν κατασκευασθεί µόνιµα οχυρωµατικά έργα µε
την επίβλεψη Γερµανών αξιωµατικών, που είχαν αναλάβει τον εκσυγχρονισµό
των τουρκικών ενόπλων δυνάµεων. Το σχέδιο του τουρκικού επιτελείου
προέβλεπε σταθερή άµυνα στην οχυρωµένη τοποθεσία των Ιωαννίνων και
κυρίως στα υψώµατα Μπιζάνι και Καστρίτσα. Ο Τούρκος Αρχιστράτηγος Εσσάτ

13
Πασάς είχε στη διάθεσή του 4 µεραρχίες.Ο Ελληνικός Στρατός Ηπείρου µε
επικεφαλής τον ∆ιάδοχο Κωνσταντίνο αποτελούνταν από 4 µεραρχίες, 1
ταξιαρχία και ένα σύνταγµα πεζικού. Το σχέδιο της επίθεσης ήταν σχετικά
ριψοκίνδυνο: προέβλεπε την ευρεία υπερκέραση (κύκλωση) από δυτικά της
οχυρωµένης τοποθεσίας και την άµεση κατάληψη των Ιωαννίνων. Ταυτόχρονα,
θα γίνονταν επιθέσεις στον κεντρικό και τον ανατολικό τοµέα του µετώπου, µε
σκοπό την παραπλάνηση του εχθρού και την καθήλωση των Τουρκων.

∆. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Α΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥ

Τελικά, ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος τελείωσε επίσηµα µε τη Συνθήκη του


Λονδίνου (1913). Η οποία περιλάµβανε τα εξής κύρια σηµεία:
Ó παραχώρηση στις χώρες του Βαλκανικού Συνασπισµού όλων των
εδαφών δυτικά της Γραµµής Αίνους-Μηδείας
Ó τη ρύθµιση του καθεστώτος της Αλβανίας από τις Μεγάλες
∆υνάµεις, σε επόµενη διάσκεψη
Ó την παράχώρηση της Κρήτης στους Συµµάχους
Ó τη ρύθµιση της τύχης των νησιών του Αιγαίου και της χερσονήσου
του Άθω από τις Μεγάλες ∆υνάµεις (επίσης σε µελλοντική διάσκεψη).
Η συνθήκη ειρήνης υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 17 (30) Μαΐου 1913.
∆ύο µέρες αργότερα υπογράφθηκε στη Θεσσαλονίκη η ελληνοσερβική συνθήκη
συµµαχίας και συνεργασίας. Η διάσκεψη ειρήνης δηµιούργησε, τελικά, λόγους
για νέες προστριβές µεταξύ των βαλκανικών συµµάχων: η δηµιουργία αλβανικού
κράτους, που θα στερούσε στη Σερβία την έξοδο προς στην Αδριατική, την
ανάγκασε να γίνει πιο αδιάλακτη στις σχέσεις της µε τη Βουλγαρία και να
αθετήσει τις υποσχέσεις για παραχώρηση εδαφών (ως αποζηµίωση) που είχε
οριστεί εξαρχής µε διακρατική συµφωνία. Ένας άλλος παράγοντας προστριβών
ήταν και η έλλειψη ελληνοβουλγαρικής συµφωνίας για τη διανοµή των νέων
εδαφών, καθώς και οι «φιλοµακεδονικοί» κύκλοι στη Βουλγαρία, που
απαιτούσαν άµεση βουλγαρική προσάρτηση της Θεσσαλονίκης. Η Ελλάδα ήταν
πλέον έτοιµη να αντιµετωπίσει από κοινού µε τη Σερβία την απειλή του πρώην
συµµάχου τους, της Βουλγαρίας.

14
3. Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος ήταν ένοπλη σύγκρουση που εξελίχτηκε από


16 Ιουνίου ως 18 Ιουλίου 1913 και ξέσπασε σχεδόν αµέσως µετά τη λήξη του Α΄
Βαλκανικού Πολέµου. Ο πόλεµος διεξήχθη ανάµεσα στη Βουλγαρία και τις
υπόλοιπες χώρες του βαλκανικού συνασπισµού (µε τις οποίες είχε συµµαχήσει
κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεµο) τη Σερβία και την Ελλάδα. Κατά της Βουλγαρίας
στράφηκαν, επίσης, η Ρουµανία και η Οθωµανική Αυτοκρατορία. Η διαφορά µε
τον πρώτο πόλεµο ήταν ότι τώρα η Βουλγαρία πολέµησε τους πρώην
συµµάχους της, προκειµένου να πετύχει ευνοϊκότερη διανοµή των ευρωπαϊκών
εδαφών που αποσπάστηκαν από την Οθωµανική Αυτοκρατορία στον
προηγούµενο πόλεµο. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος τελείωσε µε επικράτηση της
Σερβίας και της Ελλάδας, οι οποίες πέτυχαν σηµαντικές νίκες στην ευρύτερη
περιοχή της Μακεδονίας και των κεντρικών Βαλκανίων. Με τη βουλγαρική ήττα
αποκρούστηκαν και οι όποιες βλέψεις για τη δηµιουργία µιας µεγάλης
Βουλγαρίας. Η Ρουµανία απέσπασε την πρώην βουλγαρική ∆οβρουτσά, ενώ η
Οθωµανική Αυτοκρατορία ανακατέλαβε την περιοχή της Αδριανούπολης. Λίγους
µήνες µετά τη λήξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέµου ακολούθησε ο Α΄ Παγκόσµιος
Πόλεµος που θα έβαζε και πάλι τα βαλκανικά κράτη σε πολεµικές περιπέτειες.
Κατά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεµο ο Ελληνικός Στρατός είχε αυξηθεί κατά
πολύ µε εκγυµνάσεις και νεότερων κλάσεων και της παρένταξης αυτών σε
παλαιότερες µονάδες. Επίσης, το Γενικό Επιτελείο είχε οργανώσει ακόµη µια
Μεραρχία, τη X, από 8 αρχικά και 9 περί το τέλος του πολέµου. Έτσι, ο
Ελληνικός Στρατός που είχε ταχθεί υπό την αρχιστρατηγία του Βασιλέως
Κωνσταντίνου του Α΄ µε επιτελάρχη τον Συνταγµατάρχη Β. ∆ούσµανη,
συγκροτούνταν από τις εξής Μεραρχίες:

Μεραρχία ∆ιοικητής Μεραρχία ∆ιοικητής


Aντιστράτηγος Συνταγµατάρχης
I VI
Ε. Μανουσογιαννάκης Ν. ∆ελαγραµµάτικας
II Yποστράτηγος Κ. Καλάρης VII Συνταγµατάρχης Ν. Σωτήλης
Συνταγµατάρχης
III Υποστράτηγος Κ. ∆αµιανός VIII
∆. Ματθαιόπουλος
Υποστράτηγος Συνταγµατάρχης
IV X
Κ. Μοσχόπουλος Λ. Παρασκευόπουλος
Ταξιαρχία Συνταγµατάρχης
V Συνταγµατάρχης Σ. Γεννάδης
Ιππικού Ζαχαρακόπουλος

Η συνολική δύναµη του Eλληνικού Στρατού ανέρχονταν σε Πεζικό:


118.000, Ιππικό: 1.000 και Πυροβόλα: 176

Β. ΧΡΟΝΟΓΡΑΜΜΑ

Ó 16 Ιουνίου: Αιφνίδια έναρξη επιχειρήσεων εκ µέρους των


Βουλγάρων. Βουλγαρική κατάληψη Ιστίπ
Ó 17 Ιουνίου: Εκκαθάριση Θεσσαλονίκης.
Ó 18 Ιουνίου: Βουλγαρική κατάληψη Κρίβολακ.

15
Ó 19 Ιουνίου: Μάχη Καλίνοβου (ελληνοβουλγαρική).
Ó 20 Ιουνίου: Ελληνική κατάληψη Γευγελής και Νιγρίτας.
Ó 21 Ιουνίου: Μάχη Κιλκίς-Λαχανά. Ελληνική κατάληψη Κιλκίς, Λαχανά
και ολοκληρωτική του Καλίνοβου. Ο Βασιλεύς Φερδινάνδος ζητεί τη βοήθεια της
Αυστρίας. Παραιτείται ο Στρατηγός Μ. Σαβόφ και τη θέση του αναλαµβάνει ο
Στρατηγός Ράντκο ∆ηµητρίεφ.
Ó 22 Ιουνίου: Σερβική κατάληψη Κοτσάνων
Ó 23 Ιουνίου: Ελληνική κατάληψη ∆οϊράνης
Ó 24 Ιουνίου: Σερβική ανακατάληψη Κρίβολακ
Ó 25 Ιουνίου: Ελληνική κατάληψη Κωστουρίνο. Σερβική ανακατάληψη
Ιστίπ
Ó 26 Ιουνίου: Μάχη Βέτρινα (ελληνοβουλγαρική). Ελληνική κατάληψη
Στρώµνιτσας. Σερβική κατάληψη Ραδοβίστας.
Ó 27 Ιουνίου: Ελληνική κατάληψη ∆εµίρ, Χισάρ και Καβάλας. Έναρξη
µάχης Πιρότ (σερβοβουλγαρική). Η Ρουµανία εισέρχεται στον πόλεµο.
Ó 28 Ιουνίου: Ελληνική κατάληψη Σερρών. Συνέχιση ελληνικής
προέλασης
Ó 29 Ιουνίου: Τουρκική προέλαση υπό τον Ισµέτ πασα.
Ó 1 Ιουλίου: Ελληνική κατάληψη ∆ράµας.
Ó 6 Ιουλίου: Ελληνική κατάληψη Νευροκοπίου. Συνέχιση προέλασης.
Ó 7 Ιουλίου: Ελληνική κατάληψη Πέτσοβου.
Ó 9 Ιουλίου: Ελληνική κατάληψη Μαχοµίας. Ρουµανική προέλαση.
Τουρκική κατάληψη Αδριανούπολης και περιοχής Κιρκιλισέ.
Ó 10 Ιουλίου: Ελληνικός αποκλεισµός Στενών Κρέσνας. Η VII
βουλγαρική Mεραρχία παραδίδεται αµαχητί στην I ρουµανική Mεραρχία ιππικού.
Ó 12 Ιουλίου: Έναρξη Μάχης Σιµιτλί (ελληνοβουλγαρική). Ελληνική
κατάληψη Πρέβελ Χαν και ∆εδέαγατς. Σερβική κατάληψη Βιδινίου.
Ó 13 Ιουλίου: Ελληνική κατάληψη Ξάνθης
Ó 14 Ιουλίου: Ελληνική κατάληψη Σιµιτλί, πέρας µάχης.
Ó 15 Ιουλίου: Ελληνική υποχώρηση από Πέτσοβο.
Ó 16 Ιουλίου: Ελληνική κατάληψη Γκιουµουλτζίνας. Έναρξη
σερβοβουλγαρικών µαχών στο Τσάρεβο σέλο.
Ó 17 Ιουλίου: Ελληνοβουλγαρική Μάχη Πρέδελ Χαν, ελληνική
ανακατάληψη Πετσόβου και Παντζάρεβου.
Ó 18 Ιουλίου: Γενική ανακωχή
Ó 28 Ιουλίου: Συνθήκη Ειρήνης Βουκουρεστίου (µε το νέο ηµερ. 10
Αυγούστου)

Γ. ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ

Ι.Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ-ΛΑΧΑΝΑ


Στις 17 Ιουνίου, οι βουλγαρικές δυνάµεις κατείχαν τη γραµµή Βερτίσκος-
Πολύκαστρο, ενώ παράλληλα σχεδίαζαν και σχέδιο κατάληψης της
Θεσσαλονίκης στις 19 του ίδιου µήνα. Ο Ελληνικός Στρατός αντέδρασε έγκαιρα
και µε επιθετικές ενέργειες ανάγκασε τη βουλγαρική πλευρά σε άµυνα στην
τοποθεσία Κιλκίς-Λαχανά. Η µορφολογία της τοποθεσίας προσφερόταν για
αποτελεσµατικό αµυντικό αγώνα, ενώ ταυτόχρονα παρουσίαζε µεγάλες
δυσκολίες στις κινήσεις τµηµάτων πεζικού προς βορρά και ανατολή. Το σχέδιο
επίθεσης των ελληνικών δυνάµεων προέβλεπε την προέλαση βόρεια και
ανατολικά: οι II, III, IV, V και X Μεραρχίες, καθώς και η ταξιαρχία ιππικού θα

16
κατευθύνονταν προς τον τοµέα του Κιλκίς, ενώ οι VI και VII Μεραρχίες προς τον
Λαχανά. Η 2η βουλγαρική στρατιά εγκατέστησε αµυντικά µια µεραρχία και τρεις
ταξιαρχίες πεζικού, ενώ διέθετε και ένα σύνταγµα ιππικού για την εκτέλεση
αντεπιθέσεων. Λόγω της απόκλισης των κατευθύνσεων επίθεσης προς τα
βόρεια (Κιλκίς) και ανατολικά (Λαχανά), το πεδίο της µάχης διαχωρiζόταν στους
δύο αυτούς ξεχωριστούς τοµείς.

Μάχη Λαχανά.
Τα ελληνικά τµήµατα απώθησαν τις βουλγαρικές προφυλακές από το πρωί
της 19ης Ιουνίου. Το βράδυ της ίδιας µέρας, οι ελληνικές µεραρχίες είχαν
καταλάβει το ύψωµα Γερµανικό, το χωριό Όσσα και την περιοχή Σκεπαστού. Το
πρωί της εποµένης εξαπολύθηκε η κύρια ελληνική επίθεση. Καθόλη τη διάρκεια
της µάχης οι XI και VI Μεραρχίες προσπάθησαν µε σκληρότατους αγώνες να
πλησιάσουν σε απόσταση εφόδου την κύρια βουλγαρική τοποθεσία.

Τα πυρά όµως της βουλγαρικής πλευράς υπήρξαν φονικότατα, καθώς η περιοχή


ήταν εντελώς ακάλυπτη και ευνοούσε την άριστη παρατήρηση για τον
αµυνόµενο µε εκτεταµένα πεδία βολής. Παρ’ όλα αυτά η VII Μεραρχία συνέχισε
επιτυχώς την προέλαση και εισήλθε στη Νιγρίτα. Στις 21 Ιουνίου το µεσηµέρι, το
ελληνικό Πεζικό έφτασε σε απόσταση εφόδου και εξαπέλυσε γενική εφόρµηση
δια της λόγχης. Στις 16.00 ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στον Λαχανά
καταδιώκοντας τα υποχωρούντα βουλγαρικά τµήµατα µέχρι τα τελευταία
υψώµατα προς την πλευρά της κοιλάδας του Στρυµόνα. Η συντριβή των
βουλγαρικών τµηµάτων θα ήταν ολοκληρωτική αν η VII Μεραρχία καταλάµβανε
εγκαίρως τη γέφυρα του Στρυµόνα και απέκοπτε έτσι τη βουλγαρική υποχώρηση
προς τις Σέρρες.

Μάχη Κιλκίς
Στον τοµέα Κιλκίς ο Ελληνικός Στρατός ύστερα από επίµονες µάχες
υποχρέωσε τη βουλγαρική πλευρά σε σύµπτυξη, µε αποτέλεσµα την κατάληψη

17
των βουλγαρικών προφυλακών από την πρώτη µέρα. Το πρωί της 29ης Ιουνίου
παρ’ όλη τη γενική επίθεση που εξαπολύθηκε, η διάσπαση της αµυντικής
γραµµής δεν επετεύχθη. Όµως µέχρι το απόγευµα οι ελληνικές Μεραρχίες
πλησίασαν σε απόσταση εφόδου έχοντας προωθηθεί στη γραµµή: Κάστρο-
Μεγάλη Βρύση-Κρηστώνη-Κάτω Ποταµιά Ακροποταµιά. Το ελληνικό Γενικό
Επιτελείο στοχεύοντας στην ταχεία κατάληψη του Κιλκίς διέταξε την
πραγµατοποίηση νυχτερινής επίθεσης. Η νυχτερινή επίθεση όµως λόγω
προβληµάτων συντονισµού εξαπολύθηκε µόνο από τη II Μεραρχία στις 3.30
π.µ., ενώ τις πρώτες πρωινές ώρες είχαν καταληφθεί στρατηγικές θέσεις στα
ανατολικά της πόλης. Με την αυγή, στις 21 Ιουνίου, πραγµατοποιήθηκε σφοδρή
επίθεση από το σύνολο των διατιθέµενων Μεραρχιών µε συνεχείς εφόδους. Στις
9.30 π.µ. διασπάστηκε η βουλγαρική αµυντική γραµµή και ο Ελληνικός Στρατός
απελευθέρωσε το Κιλκίς.

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Η Μάχη Κιλκίς-Λαχανά υπήρξε από τις φονικότερες της νεότερης
ελληνικής ιστορίας, καθώς οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού ήταν 8.828 νεκροί
και τραυµατίες. Παράλληλα όµως αποτελεί και µία από τις πιο ένδοξες σελίδες
της, που επιτεύχθηκε ως απόρροια του υψηλού ηθικού, ηρωισµού και ανδρείας
των ελληνικών τµηµάτων. Τις επόµενες ηµέρες ο Ελληνικός Στρατός συνέχισε
την προέλασή του βόρεια προς ∆οϊράνη.

ΙΙ. Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ∆ΟΪΡΑΝΗΣ


Οι Ελληνικές Μεραρχίες (III και X), σύµφωνα µε διαταγή του Γενικού
Επιτελείου, επιτέθηκαν το πρωί της 23ης Ιουνίου στα υψώµατα της (Παλαιάς)
∆οϊράνης (σήµερα ΠΓ∆Μ) όπου βρίσκονταν οχυρωµένες βουλγαρικές δυνάµεις.
Η X Μεραρχία επιτέθηκε κατά των υψωµάτων της διάβασης Περάσµατα, στα
νοτιοδυτικά της ∆οϊράνης. Τα ελληνικά τµήµατα δέχθηκαν σφοδρά πυρά πεζικού
και πυροβολικού µε αποτέλεσµα να καθηλωθούν. Σε αυτό συνέβαλε και η
καθυστέρηση της III Μεραρχίας, που έδωσε την ευκαιρία στο σύνολο των
βουλγαρικών δυνάµεων να συγκεντρώσουν το σύνολο των πυρών κατά της X
Μεραρχίας. Στις 10.00 π.µ. ξεκίνησε να επιτίθεται και η III Μεραρχία. Ύστερα
από σύντοµο, αλλά και σφοδρό αγώνα, τα ελληνικά τµήµατα κατάφεραν να
απελευθερώσουν την πόλη της ∆οϊράνης. Τα βουλγαρικά τµήµατα
συµπτύχθηκαν άτακτα προς βορρά, αφού απήγαγαν ως οµήρους τον
Μητροπολίτη Πολυανής Φώτιο και 30 προκρίτους της πόλης. Αποτέφρωσαν
επίσης, τη µητρόπολη Πολυανής µαζί µε τα αρχεία του Κώδικα, που
αποτελούσαν τη σηµαντικότερη καταγραφή της ιστορίας της περιοχής. Στο
πέρασµά τους κατά την οπισθοχώρηση, οι Βούλγαροι δεν άφησαν τίποτα όρθιο,
ούτε έµψυχο ούτε άψυχο υλικό. Επρόκειτο για µια ολοκληρωτική καταστροφή. Η
III Μεραρχία συνέχισε την καταδίωξη και το ίδιο βράδυ κατέλαβε τα υψώµατα
βόρεια της πόλης. Μετά τη χάραξη των συνόρων όµως το βορειοδυτικό τµήµα
του λεκανοπεδίου ∆οϊράνης µαζί µε την οµώνυµη πόλη, (Παλαιά) ∆οϊράνη ή
Πολυανή, πέρασε στη Βουλγαρική πλευρά και οι κάτοικοί της προσέφυγαν στη
∆οϊράνη Κιλκίς και σε άλλα µέρη της Ελλάδας. Μεγάλος υπήρξε ο αριθµός των
Βουλγάρων αιχµαλώτων, καθώς και αυτών που στην προσπάθειά τους να
διαφύγουν τη σύλληψη πνίγηκαν στην οµώνυµη λίµνη. Οι συνολικές απώλειες
της ελληνικής πλευράς ανήλθαν για την III Μεραρχία σε 146 νεκρούς και
τραυµατίες και για την X Μεραρχία σε 106 νεκρούς και 755 τραυµατίες.

18
ΙΙΙ.Κατάληψη της ανατολικής Μακεδονίας καί της δυτικής Θράκης.

Μετά τη συντριβή των εχθρικών δυνάµεων, στόχος του Γενικού


Στρατηγείου ήταν η εκκαθάριση της περιοχής µεταξύ Στρυµόνα καί Μπέλες, ενώ
η VII Mεραρχία θά παρέµενε ως εφεδρεία στη δυτική όχθη του εν λόγω ποταµού.
Στό µεταξύ τό δεξιό του Ελληνικού Στρατού συνέχιζε τις εκκαθαριστικές του
επιχειρήσεις. Επικεφαλής ήταν ο Αντιστράτηγος Εµµανουήλ Μανουσογιαννάκης
από τά Σφακιά. Τό βράδυ της 25ης Ιουνίου η I Mεραρχία είχε φτάσει στό
Τουρτσελή (Θρακικό) καί η VI στόν Τζουµά Μαχαλά (Λειβάδια). Υπήρχαν
πληροφορίες γιά σηµαντικές βουλγαρικές δυνάµεις στα υψώµατα της Βετρίνας
και στην ανατολική όχθη του Στρυµόνα, µπροστά από τό Σιδηρόκαστρο (∆εµίρ
Ισσάρ).

Μετά τη σύναψη της ανακωχής µε τη Βουλγαρία και πριν τη µετάβασή του στο Βουκουρέστι,
ο Ελευθέριος Βενιζέλος επισκέφθηκε το Βασιλιά Κωνσταντίνο στο Χατζή-Μπεϊλίκ.

Επειτα από σκληρές µάχες τριών ηµερών τό 1ο σύνταγµα Ευζώνων κατέλαβε το


Νέο Πετρίτσι. Οι Έλληνες κάτοικοι του χωριού έσπευσαν µε άκρατο ενθουσιασµό
και δάκρυα στα µάτια να υποδεχθούν και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των
κουρασµένων Ευζώνων, επικεφαλής των οποίων υπήρξε ο µετέπειτα Στρατηγός

19
Γεώργιος Κονδύλης. Τα υψώµατα πάνω από το χωριό ήταν καλά οχυρωµένα
από τους Βουλγάρους. Εκεί, είχαν τοποθετηθεί τα 4 τοποµαχικά πυροβόλα, που
δυσκόλευαν στο έπακρο τις κινήσεις των ελληνικών τµηµάτων, γύρω από το
χωριό. Χρειάστηκε, λοιπόν, µια νέα προσπάθεια για την κατάληψη και την
εκδίωξη του εχθρού. Το πρωί της 27ης Ιουνίου 1913, ο λόχος Ευζώνων, µε
επικεφαλής τον Λοχαγό Γεώργιο Παπαδόπουλο, κινήθηκε προς γενική επίθεση,
σώµα µε σώµα µε τον εχθρό. Ο γενναίος Λοχαγός, µε το περίστροφο στο χέρι
και οδηγώντας τους άνδρες τους στα εχθρικά οχυρά, έπεσε νεκρός από
βουλγαρικό βόλι. Οι Εύζωνοι όµως δεν πτοήθηκαν. Προχώρησαν ακάθεκτοι και
µε την χαρακτηριστική ιαχή «Αέρα» κατέλαβαν τα 4 πυροβόλα, εκτοπίζοντας
τους εναποµείναντες Βουλγάρους, που τράπηκαν σε άτακτη φυγή προς τον
Στρυµόνα. Η περιοχή από το Νέο Πετρίτσι µέχρι τη γέφυρα του Στρυµόνα
κατακλύστηκε από πανικόβλητους Βουλγάρους, που προσπαθούσαν να
περάσουν τα στενά του Ρούπελ, ενώ η VI Μεραρχία καταλάµβανε το ∆εµίρ
Χισάρ (Σιδηρόκαστρο). Εκεί, βρέθηκαν τά πτώµατα του Μητροπολίτη καί 100
προκρίτων πού είχαν σφαγεί από τους Βουλγάρους. Στίς 28 Ιουνίου 1913, η VII
Mεραρχία υπό τας διαταγάς του Aντιστράτηγου Ναπολέοντος Σωτήλη, πέρασε
τiς γέφυρες Στρυµονικού καi Κουµαριάς και απελευθέρωσε τις Σέρρες. Η εικόνα
που αντίκρισε ήταν τροµερή. Οι Βούλγαροι, πριν την αναχώρησή τους έκαψαν
το µεγαλύτερο µέρος της πόλης. Στίς 30 Ιουνίου 1913, το 21ο σύνταγµα υπό την
ηγεσία του Συνταγµατάρχη Νικολάου Μιχαλόπουλου Αρκαδινού, έλαβε διαταγή
να κατευθυνθεί πρός τη ∆ράµα καί το ίδιο βράδυ έφθασε µέχρι τον
σιδηροδροµικό σταθµό Αγγίστης. Την εποµένη, 1η Ιουλίου, συνέχισε την πορεία
του και αφού έδωσε σκληρή µάχη µε τους κοµιτατζήδες κοντά στήν Αλιστράτη,
έφθασε στη ∆ράµα και την απελευθέρωσε έπειτα από 500 χρόνια βαρβαρικής
κατοχής καί δουλείας. Ιδού πώς περιγράφει τον πανηγυρισµό για την
απελευθέρωση της ∆ράµας από τον Ελληνικό Στρατό ο τότε Μητροπολίτης
Αγαθάγγελος: ««Χαράς ευαγγέλια! Καί βέβαια χάρις στις φροντίδες της
Ορθόδοξης Εκκλησίας κατάφεραν οι ραγιάδες να κρατήσουν τη ρωµαίικη ψυχή
καί την ελληνικότητά τους στο διάβα των αιώνων και στο διάβα των αλλοφύλων.
Στην κωµόπολη του ∆οξάτου, στα νοτιοανατολικά της ∆ράµας, οι Βούλγαροι κατά
την υποχώρησή τους, στις 30 Ιουνίου, διέπραξαν µεγάλης εκτάσεως
βανδαλισµούς, την πυρπόλησαν και έσφαξαν περισσότερους από 3.000
κατοίκους της, µεταξύ των οποίων πολλούς ιερείς, γυναίκες και παιδιά. Στις 9
Ιουλίου, η VII Mεραρχία αφού συγκρούστηκε µε βουλγαρικά τµήµατα κοντά στο
Ντεντελέρ (Καπνόφυτο) έφτασε στο Παρανέστιο. Στίς 11 Ιουλίου κατέλαβε τη
Χρυσούπολη καί στις 12 Ιουλίου 1913 την Ξάνθη. Ταυτόχρονα ο στόλος µας
καταλάµβανε το Πόρτο Λάγος, τη Μαρώνεια και το ∆εδεαγάτς
(Αλεξανδρούπολη). Οι ελληνικές µεραρχίες του κέντρου και του αριστερού
κινήθηκαν στις 24 Ιουνίου 1913 προς τα βορειοανατολικά µε κατεύθυνση την
κοιλάδα της Στρωµνίτσας που τη χώριζε από την περιοχή της ∆οϊράνης το βουνό
Μπέλες. Έτσι η II µεραρχία ξεκίνησε από το Σνέφτσε (Κεντρικό) και έφθασε το
βράδυ στις νότιες προσβάσεις του Μπέλες (Κερκίνη) µαζί µε την IV Mεραρχία,
ενώ η III καί V Mεραρχία βάδισαν παράλληλα, µε άξονα τον αµαξιτό δρόµο
∆οϊράνης-Στρωµνίτσας. Μετά από σκληρές µάχες στις πλαγιές του όρους, τη
νύχτα της 25ης προς 26η Ιουνίου οι Βούλγαροι υποχώρησαν από όλες τις θέσεις
τους πάνω στό Μπέλες. Μόλις η υποχώρησή τους έγινε αντιληπτή, το Γενικό
Στρατηγείο διέταξε τις µεραρχίες του κέντρου να κατέβουν από το βουνό και να
καταλάβουν την κοιλάδα της Στρωµνίτσας. Αµέσως η IV Mεραρχία καταδίωξε
τοyς υποχωρούντες αντιπάλους και αποκόµισε 6 εχθρικά πυροβόλα, ενώ το 23ο

20
Σύνταγµα της V Mεραρχίας µαζί µε την ηµιλαρχία ιππικού της III Mεραρχίας
µπήκαν στις 11 το πρωί στην πόλη της Στρωµνίτσας, χωρίς να συναρτήσουν
αντίσταση. Τέλος το βράδυ της 26ης Ιουνίου, η X Mεραρχία έφθασε στο
Πόπτσεβο καί η ταξιαρχία ιππικού στο Χατζή-Μπεϊλίκ. Μετά την κατάληψη της
Στρώµνιτσας στα δυτικά και του Σιδηροκάστρου στα ανατολικά, η VII Mεραρχία
πού εκινείτο ανατολικά θα προχωρούσε προς το Νευροκόπι, οι µεραρχίες του
κέντρου θα ακολουθούσαν την κοιλάδα του Στρυµόνα ποταµού προς τις πηγές
του, ενώ οι µεραρχίες του αριστερού (III, X) θα βάδιζαν προς το Πέτσεβο και από
εκεί προς την Τζουµαγιά. Στις 28 Ιουνίου 1913 η VI Mεραρχία κατέλαβε το
Ρούπελ και η ταξιαρχία ιππικού το Πετρίτσι. Ο Ελληνικός Στρατός κατελάµβανε
το ένα χωριό µετά το άλλο, καταδιώκοντας κατά πόδας και µε την ιαχή "ΑΕΡΑ",
την πάλαι ποτέ πανίσχυρη στρατιωτική βουλγαρική µηχανή. Ακολούθησαν
αιµατηρές µάχες στα στενά της Κρέσνας, στο Σιµιτλή και στη Τζουµαγιά, οι
οποίες συνεχίστηκαν µέχρι τις 18 Ιουλίου 1913. Οι Βούλγαροι εξουθενώµενοι καί
διαρκώς υποχωρούντες µέσα στο έδαφός τους ζήτησαν ανακωχή. Ήδη σε όλα
τα µέτωπα είχαν ήττες και µόνο ήττες. Οι Σέρβοι προέλαυναν, όπως και οι
Τούρκοι ποy κατέλαβαν την Αδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησιές, ενώ οι
Ρουµάνοι διά περιπάτου έφθαναν µέχρι και τη Σόφια.

Γ. Το τέλος του Β΄ Βαλκανικου

Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος έληξε µε τη Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913)


δηµιουργώντας µια νέα κατάσταση στα Βαλκάνια. Η Ελλάδα προσάρτησε την
νότια Μακεδονία µε τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα µέχρι τις εκβολές του Νέστου
ποταµού, τη Νότια Ήπειρο και την Κρήτη. Η συµφιλίωση της ελληνικής µε την
γερµανική βασιλική οικογένεια µέσω του γάµου του Κωνσταντίνου µε την αδελφή
του Κάιζερ εξαργυρώθηκε µε την προσάρτηση της Καβάλας, όταν στην Συνθήκη
του Βουκουρεστίου, παρενέβη ο ίδιος ο Κάιζερ υπέρ της Ελλάδος. Λίγα χρόνια
αργότερα, στην αρχή του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου και πριν η Ελλάδα εισέλθει
στον πόλεµο στο πλευρό της Αντάντ, η Βουλγαρία θα καταλάβει προκλητικά την
πόλη της Καβάλας. Η Σερβία προσάρτησε τη βόρεια Μακεδονία µε το
Μοναστήρι, τα Σκόπια και τη Στρώµνιτσα. Η Βουλγαρία απέκτησε έξοδο στο
Αιγαίο µεταξύ Αλεξανδρούπολης και Πόρτο Λάγος, ενώ η Οθωµανική
Αυτοκρατορία µε την επίθεση που έκανε στον B΄ Βαλκανικό Πόλεµο µπόρεσε και
κράτησε την ανατολική Θράκη µέχρι και την Αδριανούπολη. Η Ρουµανία, επίσης,
τακτοποίησε προς όφελός της τις συνοριακές της διαφορές µε τη Βουλγαρία
στην περιοχή της ∆οβρουτσάς. Η Αλβανία έγινε ανεξάρτητο κράτος, στο οποίο
περιλήφθηκε και η Βόρεια Ήπειρος, ύστερα από εντονότατες ιταλικές πιέσεις και
απειλές εναντίον της Ελλάδος, ενώ τα νησιά του Αιγαίου αποδόθηκαν στην
Ελλάδα ένα χρόνο αργότερα µε το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (13
Φεβρουαρίου 1914). Τα ∆ωδεκάνησα παρέµειναν προσωρινά υπό ιταλική
κατοχή

4.ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ

Ο Α΄ Βαλκανικός πόλεµος είναι για την Ελλάδα αντιστρόφως ανάλογος, µε


τις απώλειες. ∆ηλαδή µε µικρές απώλειες η Ελλάδα διπλασιάσθηκε. Αντίστοιχα
και η Σερβία εκπλήρωσε όλους τους αντικειµενικούς στόχους της, ενώ η
Βουλγαρία η οποία είχε πολύ µεγάλες απώλειες ειδικά στο µέτωπο της

21
Αδριανούπολης µετά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεµο τον οποίο η ίδια προκάλεσε, δεν
είχε µεγάλα εδαφικά κέρδη.Το ελληνικό κράτος διπλασιάστηκε και σε έκταση και
σε πληθυσµό µε αποτέλεσµα να δηµιουργηθούν οι καλύτερες προϋποθέσεις για
κοινωνική, πολιτική και οικονοµική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, άλλαξε ριζικά και η
δοµή του πληθυσµού, τόσο για το νέο Ελληνικό κράτος όσο και στο κοµµάτι της
Οθωµανικής Αυτοκρατορίας που αποσπάστηκε από αυτήν. ∆ηλαδή, στη θέση
ενός ενιαίου οικονοµικού χώρου µπήκαν ξαφνικά σύνορα, τα οποία επηρέασαν
π.χ. τους νοµάδες κτηνοτρόφους οι οποίοι ήταν συνηθισµένοι να µετακινούνται
στον ενιαίο χώρο των Βαλκανίων. Ανάλογα επηρεάστηκαν οι Έλληνες έµποροι,
που ήταν η αστική τάξη της εποχής. Μια λύση ήταν η στροφή στη διοίκηση.
∆ηλαδή οι Έλληνες αστοί από έµποροι άρχισαν να µετατρέπονται σε δηµοσίους
υπαλλήλους και να τοποθετούνται στον διοικητικό µηχανισµό του νέου
Ελληνικού κράτους στην θέση των αποχωρούντων µουσουλµάνων.Ταυτόχρονα
µεγάλος αριθµός πληθυσµού µετακινήθηκε από όλες και προς όλες τις πλευρές.
Υπολογίζονται σε περισσότερες από 400.000 οι Τούρκοι που έφυγαν από την
Οθωµανική Ευρωπαϊκή αυτοκρατορία πήγαν προς την Τουρκία. Γενικά κυρίως
µετά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεµο οι κάτοικοι των εδαφών της τέως Ευρωπαϊκής
Τουρκίας αισθάνονται απειλούµενοι από τον αλυτρωτισµό των υπολοίπων
εθνοτήτων και σε πολλές περιπτώσεις (κυρίως οι φτωχότεροι) ακολουθούν τα
στρατεύµατα του έθνους τους. Υπάρχουν φιλµ της εποχής που δείχνουν
καραβάνια Σέρβων, Βουλγάρων, Τούρκων ή Ελλήνων προσφύγων να
ακολουθούν τα αντίστοιχα στρατεύµατα µέχρι να ορισθούν τα τελικά σύνορα.Η
Ελλάδα δέχθηκε και άλλα κύµατα προσφύγων, λόγω των διωγµών που
υπέστησαν οι Έλληνες στη Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το Οθωµανικό
κράτος ψάχνοντας υπεύθυνους για την ήττα ξέσπασε σε διωγµούς εναντίον των
Ελλήνων. Υπολογίζονται σε περισσότερους από 100.000 οι πρόσφυγες από την
Ανατολική Θράκη και αντίστοιχος αριθµός από τη Μικρά Ασία οι πρόσφυγες που
εξαναγκάστηκαν να φύγουν µετά τις βιαιότητες. Από κοινωνική άποψη µε την
ενσωµάτωση της Θεσσαλονίκης αλλά και της Μακεδονίας γενικότερα το ελληνικό
κράτος, από µονοεθνικό και αγροτικό, γίνεται ξαφνικά πολυεθνικό αλλά και λόγω
της ενσωµάτωσης των νέων εδαφών αλλάζει κοινωνική δοµή αποκτώντας
περισσότερους αστούς και εργάτες. Ενσωµατώνονται (µέχρι την ανταλλαγή των
πληθυσµών το 1923) µεγάλες µάζες µουσουλµάνων, Εβραίων και σε πολύ
µικρότερο βαθµό Σλάβων.Η Μακεδονία πλησίαζε πιο πολύ στη Ευρώπη από τις
υπόλοιπες περιοχές του Ελληνικού κράτους. Υπήρχαν αστικά κέντρα αµιγώς
ελληνικά κέντρα αλλά και βλάχικα, όπως η Κλεισούρα όπου σε αντίθεση µε την
επαρχία του ελληνικού κράτους ήταν εξοικειωµένοι µε τον ευρωπαϊκό τρόπο
ζωής, και βέβαια αυτό αντανακλάται και στα ρούχα που φορούσαν. Στις αρχές
του 20ου αιώνα οι νέες Ελληνίδες ακόµη και στα χωριά της Μακεδονίας δεν
φορούν πλέον τα παραδοσιακά ρούχα και µάλιστα οι εύπορες αστές ντύνονται
µε την τελευταία λέξη της γαλλικής µόδας. ∆ηλαδή το Ελληνικό κράτος
αστικοποιείται και ταυτόχρονα «κληρονοµεί» µεγάλες οµάδες εργατών λόγω των
πόλεων της Μακεδονίας.

ΜΕΡΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΠΟΥ ΠΟΛΕΜΗΣΑΝ ΣΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ


ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΚΑΙ ∆ΟΞΑΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙ∆Α:
Νικόλαος Πλαστήρας,
Γεώργιος Κονδύλης,
Γεώργιος Κολοκοτρώνης,
Ιωάννης Βελισαρίου, Ν. Γεωργούλης,

22
Θεόδωρος Πάγκαλος,
Ιωάννης Μεταξάς,
Βίκτωρ ∆ούσµανης,
Παναγιώτης ∆αγκλής,
Νικόλαος Ζορµπάς,
Λεωνίδας Παρασκευόπουλος,
Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος,
Αντώνιος Καµπάνης,
Παπακυριαζής Ιωάννης,
Κωνσταντίνος Σαπουντζάκης,
Κωνσταντίνος Καλλάρης,
Κωνσταντίνος Μοσχόπουλος,
∆ηµήτριος Ματθαιόπουλος,
Νικόλαος ∆ελαγραµµάτικας,
Φωκίων ∆ιαλέτης,
Αντώνιος Καµάρας,
Ιωάννης Ζητουνιάτης,
Εµµανουήλ Μανουσογιαννάκης,
Επαµεινώνδας Ζυµβρακάκης,
Κωνσταντίνος ∆αµιανός,
Νικόλαος Τρικούπης,
∆. Αντωνιάδης,
∆. Σκαρπαλέτος,
Σ. Γεννάδης,
Κ. Μηλιώτης,
Κλεοµένης Κλεοµένους,
Ναπολέων Σωτίλης,
Αλέξανδρος Σούτσος,
Αντώνιος Κουτήφαρης,
Ξενοφών Στρατηγός.

Συνολικά οι πεσόντες στα πεδία των Μαχών ήταν 307 νεκροί αξιωµατικοί,
7.918 νεκροί οπλίτες, 555 τραυµατίες αξιωµατικοί καί 32.587 τραυµατίες οπλίτες.

23
ΣΧΟΛΗ ΜΟΝΙΜΩΝ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ
ΤΑΞΗ 2013
ΤΜΗΜΑ ∆2

Η Συµβολή του Πεζικού στους Βαλκανικούς Πολέµους


1912-1913

Του
Σ Ιης Κλεάνθη-Χρυσοβαλάντη Καρπούζα

ΤΡΙΚΑΛΑ ΜΑΡΤΙΟΣ 2012


ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

Εικόνα 1. Η µεγάλη εθνική εξόρµηση

Σκοπός της παρούσας µελέτης είναι να καταγραφεί ο ρόλος του Πεζικού


στους βαλκανικούς αγώνες «1912-13».
Η δοµή αυτής της προσπάθειας στηρίχθηκε σε συλλογή στοιχείων από
εκδόσεις της ∆ΙΣ, από αφιερώµατα της Στρατιωτικής Επιθεωρήσεως, από το
διαδίκτυο και από διάφορα ιστορικά κείµενα.
Με τον όρο «Βαλκανικοί Πόλεµοι», αναφέρονται οι δύο πόλεµοι που
συντάραξαν τα Βαλκάνια τη διετία 1912/13. Οι πόλεµοι αυτοί είχαν σαν
αποτέλεσµα την απώλεια των εδαφών που κατείχε στη βαλκανική χερσόνησο η
Τουρκία και την ανακατανοµή τους µεταξύ των βαλκανικών κρατών, Ελλάδας,
Σερβίας, Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου και Ρουµανίας.
Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι και ιδιαίτερα η επιτυχής έκβασή τους, αποτελούν
µια από τις λαµπρότερες στιγµές της ελληνικής ιστορίας. Με την επανάσταση
του 1821 η Ελλάδα κατέκτησε την εθνική της ανεξαρτησία. Με το έπος του ’12
δηµιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την ισχυροποίηση του Ελληνικού
Έθνους. Η εδαφική έκταση της χώρας µας διπλασιάστηκε και εκατοµµύρια
αδελφών µας απέκτησαν την ελευθερία τους.
Στο σκληρό και δύσκολο εκείνο αγώνα πρωτοστάτησαν οι Ένοπλες
∆υνάµεις της χώρας µε κύριο µοχλό το Όπλο του Πεζικού που διακρίθηκε για
τη µαχητικότητα και την αποφασιστικότητά του.
Ρητό του Πεζικού αποτελεί το «∆ίωκε δόξαν και αρετήν». Η ∆όξα
αποκτάται µε την αυτοθυσία και την τόλµη, κερδίζεται µε το τυφέκιο και την
σπάθη, από αυτούς που έχουν στο έπακρο τις ηθικές δυνάµεις και τις
απαραίτητες γνώσεις, µετά από µελέτη και άσκηση.

1
ΑΝΑΛΥΣΗ
ΑΡΧΑΙΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (20ός-8ος π.Χ. αιώνας)
Το Πεζικό (ΠΖ) αποτελούσε από την αρχαιότητα τη βάση του στρατού,
οπλισµένο µε αµυντικά και επιθετικά όπλα, διεξάγοντας τον αγώνα µε κίνηση
και ισχυρή κρούση. Γι’ αυτό το λόγο διατηρούσε πολύ πυκνούς και µαζικούς
σχηµατισµούς, ώστε να έχει ισχυρή δύναµη κρούσεως. Τον κύριο όγκο
κρούσεως αποτελούσε το βαριά οπλισµένο Πεζικό, που τασσόταν συνήθως σε
αρκετά βαθείς σχηµατισµούς, σε δύο γραµµές. Το ελαφρύ Πεζικό τασσόταν,
πριν από την εµπλοκή, στο µέτωπο ή στα πλευρά και όταν άρχιζε η µάχη
επεδίωκε να επιφέρει όσο το δυνατόν µεγαλύτερες απώλειες στον εχθρό και
εξακολουθούσε όλη τη διάρκεια της µάχης να παρενοχλεί τον εχθρό µε τα µέσα
του.

Εικόνα 2. Αρχαίοι πολεµιστές

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (8ος-4ος π.Χ. αιώνας)

Εικόνα 3. Αρχαίοι πολεµιστές

Σπάρτη
Η Σπάρτη είχε έναν στρατό µοναδικό για τις στρατιωτικές του αρετές, τη
σιδηρά πειθαρχία, την κατοχή και τη µαχητική ικανότητα.
Ο οπλισµός των αρχαίων Σπαρτιατών περιλάµβανε θώρακα, κράνος και
κοπίδη ή µακρύ δόρυ και βραχύ ξίφος.

Αθήνα
Ο στρατός των Αθηνών ήταν εξοπλισµένος µε κράνος, θώρακα, ασπίδα,

2
δόρυ µε σιδερένια ή χαλύβδινη αιχµή και ξίφος.

Εικόνα 4. Αρχαίοι πολεµιστές

Την αθηναϊκή παράταξη αποτελούσαν λόχοι συµπαραταγµένοι που


σχηµάτιζαν µετωπική φάλαγγα αλλεπάλληλων ζυγών µε διάστηµα και βάθος
από άνδρα σε άνδρα ενός βήµατος. Ο Μιλτιάδης επινόησε το «Βήµα Εφόδου»,
που συνδυαζόταν µε την «πολεµική κραυγή».

Θήβα
Εδώ ο στρατός εφαρµόζει νέα τυπική διάταξη, την περίφηµη «Λοξή
Φάλαγγα». Οι Στρατηγοί Επαµεινώνδας και Πελοπίδας συνέλαβαν για πρώτη
φορά τη σηµασία της αρχής της οικονοµίας των δυνάµεων και του τακτικού
δόγµατος της επί του πεδίου της µάχης κατανοµής των αποστολών για
επιτυχία του επιδιωκόµενου σκοπού.
Υπήρξαν οι πρώτοι Στρατηγοί που αντιλήφθηκαν την έννοια της
εφεδρείας και τη χρησιµοποίησή της για εξασφάλιση της εκτέλεσης του σχεδίου
ελιγµού.

ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟ∆ΟΣ (359-323 π.Χ.)

Εικόνα 5. Μακεδονική Φάλαγγα

Ο Φίλιππος ήταν ο πρώτος αναδιοργανωτής και θεµελιωτής του


Μακεδονικού Στρατού. Ειδικότερα:
• Επέβαλε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία.
• Μόρφωσε τα στελέχη.
• Θέσπισε σύστηµα προαγωγών.
3
• Συγκρότησε την περίφηµη Μακεδονική Φάλαγγα.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Μακεδονικής Φάλαγγας ήταν ο ατοµικός
οπλισµός και η διάταξη µάχης.
Ο επιθετικός οπλισµός περιλάµβανε τη σάρισα (δόρυ, µήκους 4,20-4,80
µ.) και το βραχύ ελληνικό ξίφος. Οι φαλαγγίτες τάσσονται επί 16 ζυγών, σε
τρύπα, ώστε οι σάρισες των πρώτων 5 ζυγών να υπερβαίνουν το µέτωπο της
φάλαγγας σχηµατίζοντας τείχος αδιαπέραστο.
Εκτός από τους Φαλαγγίτες, το Μακεδονικό Πεζικό περιλάµβανε και το
σώµα των «υπασπιστών» µε κύριο έργο κατά τη µάχη την αντιµετώπιση
εκτάκτων καταστάσεων.

ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ (753 π.Χ.-476 µ.Χ.)


Οι αρχαίοι Ρωµαίοι µε την περίφηµη «Στρατιωτική Οργάνωσή» τους και
την εισαγωγή της γνωστής «Ρωµαϊκής Λεγεώνας» δηµιούργησαν νέα εποχή
στην όλη εξέλιξη της πολεµικής τέχνης.
Τα αµυντικά όπλα του λεγεωναρίου, δηλαδή του πεζού στρατιώτη ήταν:
η περικεφαλαία, η ασπίδα, ο θώρακας και η κνηµίδα του δεξιού ποδιού, για να
το προφυλάσσει στον αγώνα µε το ξίφος.
Επιθετικά ήταν: το δόρυ, ο υσσός (ακόντιο βραχύ µήκους 1,30 µ.), το
ξίφος και ο πέλεκυς.
Η ρωµαϊκή τακτική παραδεχόταν τρεις διάφορους σχηµατισµούς:
• Τη «∆ιάταξη Αγώνα»
• Τη «∆ιάταξη Ελιγµού»
• Την «Εν Μάζη διάταξη».

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟ∆ΟΣ (330-1453 µ.Χ.)

Εικόνα 6. Οπλίτες Βυζαντινής Περιόδου

Το Τάγµα αποτελεί αυτοτελή διοικητική και τακτική Μονάδα, η οποία

4
διαθέτει ανάλογα βαριά και ελαφρά οπλισµένο προσωπικό, που έχει τη
δυνατότητα να αναλαµβάνει την εκτέλεση ειδικών αποστολών και να
επιτυγχάνει την άµεση ασφάλειά του µε τη δικά του µέσα.
Η καινοτοµία αυτή των βυζαντινών παρέµεινε µέχρι σήµερα αµετάβλητη.
Το τάγµα ήταν δύναµης 200-400 ανδρών, το αποτελούσαν 16 στοίχοι ανδρών
σε παράταξη 16 ζυγών. Η βυζαντινή διάταξη µάχης δεν έχει το γραµµικό
χαρακτήρα της αρχαίας τακτικής. Είναι διάταξη σε βάθος και ανταποκρίνεται
µάλλον στις σηµερινές αντιλήψεις της διάταξης «ολόπλευρης µάχης». Η
διάταξη περιλάµβανε:
• Τη Γραµµή Μάχης.
• Τη Γραµµή της Εφεδρείας.
• Την Οπισθοφυλακή.

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (5ος-16ος µ.Χ. αιώνας)


Κατά τον Μεσαίωνα, το Πεζικό, περιφρονούµενο από τους Ιππότες,
µπαίνει σε δεύτερη µοίρα και τάσσεται πίσω από το Ιππικό.
Οι Άγγλοι όµως γρήγορα κατανόησαν αυτό το σφάλµα και έδωσαν κατά
τον εκατονταετή πόλεµο (1447-1453) την πρέπουσα θέση στο Πεζικό, που
παραµένει πάντα ο βασιλιάς των Όπλων.

ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (17ος-19ος αιώνας)


Η παραπάνω τακτική διατηρείται τον 17ο και 18ο αιώνα.
Η Ναπολεόντειος εποχή φέρνει νέα αλλαγή. Ο σχηµατισµός µάχης του
Πεζικού είναι µικτός, προηγείται αραιά γραµµή, που έχει τη δυνατότητα να
αναπτύξει όλη την ισχύ τού πυρός της και ακολουθούν µικρές φάλαγγες που
αποτελούσαν το στήριγµα της πρώτης γραµµής, ενώ ακολουθεί τρίτη γραµµή
σε πυκνούς σχηµατισµούς, η οποία αποτελεί τη µάζα κρούσεως. Η τακτική
αυτή διατηρείται κατά το πρώτο ήµισυ του 19ου αιώνα και πλέον.
Αργότερα τη γραµµή µάχης αποτελεί µια γραµµή που χρησιµοποιεί το
πυρ και την κίνηση. Το Πεζικό επιζητεί να προχωρήσει όσο το δυνατόν
περισσότερο και να προσεγγίσει τον εχθρό, χωρίς να κάνει χρήση των όπλων
του. Σταδιακά όµως άρχισε να διαφαίνεται η αξία τού πυρός και οι πόλεµοι των
αρχών του 20ού αιώνα απέδειξαν ότι Πεζικό µόνο µε το πυρ έχει τη δυνατότητα
να προχωρήσει.
Στην Ελλάδα, µέχρι την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης
οργανωµένο στρατιωτικό τµήµα δεν υπήρχε. Ένα τακτικό σώµα συγκροτήθηκε
τον Φεβρουάριο του 1821, από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο Ιερός Λόχος.

5
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΕΡΙΟ∆ΟΣ (20ός αιώνας)

Εικόνα 7. Επίθεση Πεζικού 1912/13

Κατά τη σύγχρονη εποχή η αυξανόµενη καταστρεπτική ισχύς των


διαφόρων µηχανηµάτων επέφερε, σαν φυσική συνέπεια, την αύξηση του
πυροβολικού και τη δηµιουργία νέου Όπλου, της Αεροπορίας.
Η αναλογική αριθµητική µείωση του Πεζικού που επήλθε δεν έγινε σε
βάρος της αξίας του, αλλά σε ενίσχυση της ικανότητάς του.
Είναι αναµφισβήτητο ότι υπάρχει η δυνατότητα να εφευρεθούν µηχανές
που θα έχουν όχι µόνο αυτή την υλική καταστρεπτική ισχύ, αλλά και πολύ
µεγαλύτερη από αυτή του Πεζικού· δεν µπορούν όµως αυτές να παράσχουν
ούτε ελάχιστο µέρος από την ηθική ισχύ του.

Εικόνα 8. Μικρασιατική Εκστρατεία

Επίσης, είναι γνωστό ότι ο πόλεµος στο σύνολό του αποτελεί


σύγκρουση όχι µόνο υλικών αλλά και ηθικών δυνάµεων. Κατά συνέπεια, το
Πεζικό θα παραµένει το µοναδικό πλήρες όπλο, του εκ του συστάδην αγώνα,
το µόνο κατάλληλο να αγωνίζεται σε κάθε έδαφος, ηµέρα και νύκτα, µε τον
συνδυασµό τού πυρός, της κινήσεως και της κρούσεως.
Το Πεζικό αυτή την περίοδο και µέχρι το 1904, έχει 3 Μεραρχίες, µε 6
Ταξιαρχίες, 12 Συντάγµατα Πεζικού και 6 Τάγµατα Ευζώνων. Μεταξύ του
Μακεδονικού Αγώνα και των Βαλκανικών Πολέµων, διαµορφώνονται 7
Μεραρχίες, 20 Συντάγµατα Πεζικού, 1 Σύνταγµα Κρητών και 1 Ευζώνων,

6
καθώς και 3 Τάγµατα Εθνοφρουράς. Λίγο πριν τη Μικρασιατική Εκστρατεία
έχουµε τη Συγκρότηση των Α΄, Β΄ και Γ΄ Σωµάτων Στρατού καθώς και της
Ταξιαρχίας του Έβρου.
Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεµο τα Α΄ και Β΄ Σώµατα Στρατού υπάγονται
στο Τµήµα Ηπείρου.
Κατά τον Εµφύλιο, Επταετία 1967-1974, (µεταπολίτευση), το Πεζικό
υπήρξε ο πρώτος αποδέκτης της ραγδαίας εξέλιξης του στρατού γενικότερα,
συνεχώς εξοπλιζόµενο και ενισχυόµενο αριθµητικά.
Η σηµαντικότερη εποχή εξέλιξης υπήρξε η εποχή 1974-1990, όπου
έχουµε µεγάλη αναδιάταξη, µε τη σταδιακή αναδιοργάνωση, την εισαγωγή νέου
υλικού, µε ταυτόχρονη την απόσυρση του παλαιού, την ποιοτική αναβάθµιση,
αλλά και την αριθµητική ενίσχυση.

Εικόνα 9. Οπλίτες του 20ού αιώνα

Μετά το έτος 1897, άρχισε συστηµατική προσπάθεια για την


αναδιοργάνωση και τον εξοπλισµό του Πεζικού ώστε να θεραπευθεί από την
υλική και ηθική φθορά που δηµιούργησε ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεµος
κατά το έτος αυτό. Κύρια προσπάθεια ήταν να εκγυµναστούν όλοι οι
αγύµναστοι για ένα τρίµηνο. Καθορίστηκε η καθολική στράτευση, ενώ τα σχέδια
επιστρατεύσεως έλαβαν εφαρµόσιµη µορφή.
Αναδιοργανωµένο το Πεζικό πρωτοστατεί σε όλες τις επιχειρήσεις των
Βαλκανικών Αγώνων.

7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Α΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΑ


Η ∆ιάσπαση της τοποθεσίας Σαρανταπόρου

Αριθµητική δύναµη των αντιπάλων

Σχεδιάγραµµα 1. Σχεδιάγραµµα επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού


Κατά τη Μάχη του Σαρανταπόρου

Το σχέδιο ενέργειας προέβλεπε την κατά µέτωπο επίθεση µε


ταυτόχρονη υπερκερωτική ενέργεια του Πεζικού, από τις δύο πλευρές, προς τα
Σέρβια µε σκοπό να αποκοπεί η σύµπτυξη του εχθρού και να καταληφθεί η
γέφυρα του Αλιάκµονα.

Πίνακας 1. Αριθµητική δύναµη αντιπάλων κρατών Α΄ Βαλκανικών Πολέµων

Αντίπαλα Κράτη Πεζικό Πυροβολικό Ιππικό


Ελλάδα 10.000 180 1.000
Μαυροβούνιο 35.000 130 -
Σερβία 220.000 500 5.000
Βουλγαρία 300.000 720 5.000
Σύµµαχοι (Σύνολο) 655.000 1.530 9.000
Τουρκία 350.000 850 6.000

Το Πεζικό συµµετείχε µε 53 τάγµατα πεζικού και 6 τάγµατα Ευζώνων.


Η επίθεση άρχισε την αυγή της 9ης Οκτωβρίου. Ακολούθησε καθ’ όλη τη
διάρκεια της ηµέρας σκληρός και αιµατηρός αγώνας, κατά τον οποίο το Πεζικό,
παρά τις δυσχέρειες του εδάφους και τη ραγδαία βροχή, κατόρθωσε να φτάσει
σε απόσταση περίπου 500 µ. από την κύρια εχθρική αµυντική γραµµή. Στο

8
αριστερό της διατάξεως ενεργώντας µε τόλµη και αποφασιστικότητα, πέτυχε να
κάµψει την εχθρική αντίσταση και να προελάσει σε µεγάλο βάθος. Η ενέργεια
αυτή κλόνισε τους Τούρκους που συµπτύχθηκαν εσπευσµένα προς Σέρβια-
Κοζάνη την νύκτα 9/10 Οκτωβρίου. Και το πρωί της επόµενης απελευθέρωσε
τα Σέρβια.

Η Μάχη των Γιαννιτσών


Το εδαφικό διαµέρισµα Γιαννιτσών περιλαµβάνει την οµώνυµη πόλη και
πολλά χαµηλά, αλλά δεσπόζοντα υψώµατα στο βορειοδυτικό τµήµα και
ορίζεται προς τα βόρεια από το όρος Πάικο, ανατολικά τον ποταµό Αξιό, νότια
τη λίµνη Γιαννιτσών (που ήδη έχει αποξηρανθεί) και δυτικά τον ποταµό Λουδία.
Το πρωί της 19ης Οκτωβρίου άρχισε η προέλαση της στρατιάς προς τα
Γιαννιτσά.

Σχεδιάγραµµα 2. Η Μάχη των Γιαννιτσών

Η εµπροσθοφυλακές των ΙΙ και ΙΙΙ Μεραρχιών δέχτηκε πυρά


πυροβολικού, αλλά αναπτύχθηκαν έγκαιρα και, αφού απώθησαν τα
προωθηµένα εχθρικά τµήµατα, κατευθύνθηκαν προς τα Γιαννιτσά ενώ οι IV και
VI Μεραρχίες είχαν ήδη επιτεθεί κατά της κύριας εχθρικής αµυντικής
τοποθεσίας στο βόρειο τοµέα.
Οι µονάδες Πεζικού το πρωί της 20ής Οκτωβρίου επανέλαβαν την
επίθεση πιέζοντας συνεχώς τον εχθρό, του οποίου η αντίσταση άρχισε να
παρουσιάζει σηµεία κάµψεως.
Η VI Μεραρχία κατέλαβε τα υψώµατα παρά το νεκροταφείο της πόλεως
και οι µονάδες του πεζικού προελαύνοντας θυελλωδώς απειλούσαν να
πλευροκοπήσουν τις τουρκικές θέσεις. Οι Τούρκοι φοβούµενοι την αποκοπή
των οδών συµπτύξεώς τους, άρχισαν να υποχωρούν και έτσι η πόλη
καταλήφθηκε.

9
Απελευθέρωση Θεσσαλονίκης

Εικόνα 10. Η είσοδος του Στρατού µας στη Θεσσαλονίκη

Μετά την τουρκική ήττα στα Γιαννιτσά οι µονάδες πεζικού παίρνουν


εντολή να διαβούν τον Αξιό ποταµό και να κατευθυνθούν στη Θεσσαλονίκη, µε
σκοπό την κύκλωση του Τουρκικού Στρατού.
Ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στη Θεσσαλονίκη την 27η Οκτωβρίου, µια
ηµέρα δηλαδή µετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου παραδόσεως της
Θεσσαλονίκης (23.00 της 26ης Οκτωβρίου).

Αγώνες στο Αµύνταιο


Η V Μεραρχία Πεζικού κινείται προς τα βόρεια και το απόγευµα της 18ης
Οκτωβρίου εγκατέστησε τµήµατα ασφαλείας κοντά στο Αµύνταιο.
Μονάδες πεζικού εξαπολύουν επίθεση κατά των Τούρκων, που
έσπευσαν να συµπτυχθούν προς τα Στενά Κλειδιού, νοτιοανατολικά της Βεύης.
Αλλά στις 24 Οκτωβρίου οι τουρκικές δυνάµεις αιφνιδίασαν δυνάµεις πεζικού
της V Μεραρχίας και κινήθηκαν επιθετικά κατά του εσωτερικού της τοποθεσίας
της.
Ο πανικός κατέβαλε ολόκληρη της V Μεραρχία, η οποία σε κατάσταση
πλήρους συγχύσεως και διαλύσεως, συµπτύχθηκε στην Κοζάνη.
Ο κλονισµός της Μεραρχίας αυτής δηµιούργησε πράγµατι επικίνδυνη
κατάσταση στο αριστερό της Στρατιάς. Χάρη όµως στην επείγουσα και
σηµαντική ενίσχυση µε δοκιµασµένες µονάδες πεζικού το µέτωπο στη ∆υτική
Μακεδονία σταθεροποιήθηκε.

10
Προέλαση προς Φλώρινα

Σχεδιάγραµµα 3. Σχεδιάγραµµα επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού


κατά την προέλασή του προς ∆υτική Μακεδονία

Από το πρωί της 7ης Νοεµβρίου έχουµε την προέλαση του Πεζικού
προς το υψίπεδο της Φλώρινας και στις 11.30 της ίδιας ηµέρας κατέλαβε τον
σιδηροδροµικό σταθµό της πόλεως και δύο ώρες αργότερα τη Φλώρινα.

Απελευθέρωση της Κορυτσάς

Σχεδιάγραµµα 4. Επιχειρήσεις προς Κορυτσά

Παρά το δύσβατο του εδάφους και τις δυσµενείς καιρικές συνθήκες, οι


δύο ελληνικές Μεραρχίες προέλασαν τάχιστα και αφού κατέλαβαν, µετά από

11
σκληρούς αγώνες, τις διαβάσεις Κρυσταλλοπηγής και Τσαγκόνι, άρχισαν να
πιέζουν ασφυκτικά τις τουρκικές δυνάµεις στην Κορυτσά, την οποία
απελευθέρωσαν στις 7 ∆εκεµβρίου.

Απελευθέρωση της Χαλκιδικής και του Αγίου Όρους


Στις 11 Οκτωβρίου, σώµατα προσκόπων (µη υπόχρεοι στρατεύσεως,
εθελοντές) κατέλαβαν τις διαβάσεις του όρους Χολοµώντας, και στις 23
Οκτωβρίου εισήλθαν στον Πολύγυρο που είχε εκκενωθεί από τον εχθρό.
Την 1η Νοεµβρίου η VII Μεραρχία έστειλε ένα τάγµα πεζικού για να
εξασφαλίσει το Άγιο Όρος.
Το επίτακτο «Αίολος» που µετέφερε στη ∆άφνη ένα τάγµα πεζικού,
αντικατέστησε τα εκεί πεζοναυτικά αγήµατα που είχαν αποβιβαστεί από το
αντιτορπιλικό «θύελλα» καθώς και από το θωρηκτό «Αβέρωφ».

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ


Απελευθέρωση της Πρέβεζας
Στις 20 Οκτωβρίου, απόσπασµα πεζικού κινήθηκε προς τη Νικόπολη,
έκαµψε την εκεί εχθρική αντίσταση και προωθήθηκε αποφασιστικά προς την
Πρέβεζα, στην οποία έφτασε την εποµένη. Η απελευθέρωση της Πρέβεζας είχε
ιδιαίτερη σηµασία για τις ελληνικές δυνάµεις, αφού αυτή αποτελούσε την κύρια
βάση ανεφοδιασµού.

Σχεδιάγραµµα 5. Θέατρο επιχειρήσεων Ηπείρου

12
Απελευθέρωση της Χειµάρρας
Στις 07.00 της 5ης Νοεµβρίου, 200 εθελοντές Κρήτες και εθελοντικά
σώµατα, που συγκρότησαν αποβατικό σώµα, αποβιβάστηκαν στον όρµο
Σπηλιάς της Χειµάρρας και, µετά σύντοµη εµπλοκή µε τους Τούρκους,
απελευθέρωσαν την πόλη όπου έγιναν δεκτοί µε µεγάλο ενθουσιασµό.
Ταυτόχρονα ένας λόχος πεζικού αποβιβαζόταν στην Κέρκυρα.

Απελευθέρωση του Μετσόβου

Σχεδιάγραµµα 6. Απελευθέρωση Μετσόβου

Στις 16 Οκτωβρίου, ο Αρχηγός του Στρατού Θεσσαλίας διέταξε να


συγκροτηθεί δύναµη 350 ανδρών πεζικού µε αποστολή την απελευθέρωση και
εξασφάλιση του Μετσόβου.
Στις 29 Οκτωβρίου, το απόσπασµα αυτό τέθηκε υπό τις διαταγές του
Αρχηγού του Στρατού Ηπείρου και ενισχυµένο από ένα σώµα εθελοντών
Κρητών και ένα σώµα εθελοντών Ηπειρωτών, κινήθηκε προς το Μέτσοβο. ∆ύο
ηµέρες αργότερα το απόσπασµα επιτέθηκε κατά της Φρουράς του Μετσόβου
και µετά από σκληρό αγώνα, κατόρθωσε να απελευθερώσει την πόλη, το δε
απόσπασµα στις 12 Νοεµβρίου ενισχύθηκε από ένα τάγµα πεζικού.

13
Σχεδιάγραµµα 7. Εδαφική διαµόρφωση υψιπέδου Ιωαννίνων

Επίθεση κατά της τοποθεσίας Ιωαννίνων

Σχεδιάγραµµα 8. Μάχη Πεστών

Μετά την απελευθέρωση της Πρέβεζας οι µονάδες πεζικού ενισχύθηκαν

14
και στράφηκαν προς τα βόρεια µε σκοπό την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Επακολούθησαν σκληροί αγώνες, κατά τη διάρκεια των οποίων οι
ελληνικές δυνάµεις κατέλαβαν την ισχυρή τοποθεσία Πέντε Πηγάδια (28
Οκτωβρίου) και έλαβαν επαφή µε την τοποθεσία Ιωαννίνων.
Στις 29 Νοεµβρίου, οι ελληνικές δυνάµεις εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση
κατά των τουρκικών δυνάµεων στην περιοχή του χωριού Πεστά.
Οι Τούρκοι παρά τον αρχικό τους αιφνιδιασµό, αντέταξαν σθεναρή
αντίσταση. Αλλά οι µονάδες πεζικού συνέχισαν την επίθεσή τους µε πείσµα και
αποφασιστικότητα.
Μετά από λυσσώδη αγώνα, που διήρκησε µέχρι το απόγευµα, τα
επιτιθέµενα τµήµατα κατόρθωσαν να ανατρέψουν µε τη λόγχη τούς Τούρκους
και να τους εξαναγκάσουν σε άτακτη φυγή.

Εικόνα 11. Ύψωση της ελληνικής Σηµαίας στο Μπιζάνι µετά την άλωσή του

Την εποµένη συνεχίστηκε η επιθετική προσπάθεια για την εκµετάλλευση


της επιτυχίας του, αλλά προσέκρουσε στην οχυρωµένη τοποθεσία των
Ιωαννίνων και, µετά τετραήµερο αγώνα, υποχρεώθηκε να διακόψει κάθε
παραπέρα επιθετική ενέργεια.
Στις 7 Ιανουαρίου 1913, οι ελληνικές δυνάµεις, αφού είχαν αποκρούσει
αλλεπάλληλες τουρκικές αντεπιθέσεις και είχαν ενισχυθεί, από τα µέσα
∆εκεµβρίου, ενήργησαν νέα επίθεση µε κύρια προσπάθεια κατά του Μπιζανίου.
Η ελληνική επίθεση συνεχίστηκε και την εποµένη, λόγω όµως της
σοβαρής επιδεινώσεως του καιρού και της ισχυρής εχθρικής αντιστάσεως
εξασθένησε βαθµηδόν και το µέτωπο τελική σταθεροποιήθηκε προ των
εχθρικών οχυρών.
Η νέα αυτή αποτυχία των ελληνικών δυνάµεων να εκπορθήσουν την
οχυρωµένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, οι µεγάλες απώλειες, οι ελλείψεις και οι
άσχηµες καιρικές συνθήκες επέδρασαν δυσµενώς στο ηθικό των ανδρών και
γενικά στη µαχητικότητα των µονάδων.

15
Απελευθέρωση των Ιωαννίνων
Στις 10 Ιανουαρίου 1913, τη διοίκηση όλων των δυνάµεων στην Ήπειρο
καθώς και τη διεύθυνση των εκεί επιχειρήσεων ανέλαβε ο ίδιος ο
Αρχιστράτηγος ∆ιάδοχος Κωνσταντίνος.

Ανάπαυση Ευζώνων στην Αετοράχη µετά το πέρας της επιθέσεως στις 7/1/1913

Τοποθέτηση σκηνών στην περιοχή Χάνι Εµίν Αγά (Φεβρουάριος 1913)


Εικόνα 12. Φωτογραφίες από το Α΄ µέτωπο

Πρώτο µέληµα ήταν να λάβει όλα τα αναγκαία µέτρα που απέβλεπαν


στην ενίσχυση, τον ανεφοδιασµό και την ανάπαυση των µονάδων.
Οι εντατικές προπαρασκευές συντέλεσαν στο να καταστούν οι µονάδες
πεζικού ικανές να αναλάβουν την τελική γενική επίθεση, µε σκοπό την άλωση
της οχυρωµένης τοποθεσίας Ιωαννίνων, για την οποία τόσες προσπάθειες και
θυσίες είχαν γίνει µέχρι τότε και µε πολλή αγωνία ανέµενε ολόκληρος ο
ελληνικός λαός.
Στις 15 Φεβρουαρίου, το Γενικό Στρατηγείο, µετά από επανεκτίµηση της
καταστάσεως, µετέβαλε το σχέδιο ενέργειας και αποφάσισε να εκτοξεύσει την
κύρια επίθεση όχι κατά του ανατολικού, όπως αρχικά προβλεπόταν, αλλά κατά
του δυτικού τµήµατος της οχυρωµένης τοποθεσίας .

16
Σχεδιάγραµµα 9. Πρώτη επίθεση κατά Μανωλιάσας Μπιζανίου

Σχεδιάγραµµα 10. Γενική επίθεση κατά της οχυρωµένης τοποθεσίας Ιωαννίνων


(20 Φεβ 1913)

Από το πρώτο φως της 20ής Φεβρουαρίου, εκτοξεύτηκε η γενική


επίθεση κατά της οχυρωµένης τοποθεσίας των εχθρών. Με µια τολµηρή και
βαθιά εισχώρηση στο δυτικό τοµέα, δύο τάγµατα του 1ου Συντάγµατος
Ευζώνων κατόρθωσαν να φθάσουν στις παρυφές των Ιωαννίνων, στους
στρατώνες τού πυροβολικού, στον Άγιο Ιωάννη.
Στην τουρκική διοίκηση επικράτησε πανικός. Η είδηση ότι ελληνικά
τµήµατα έφτασαν έξω από τα Ιωάννινα και απαγόρευσαν την υποχώρηση του
τουρκικού στρατού δηµιούργησε την εντύπωση ότι τα πάντα είχαν χαθεί, παρ’

17
όλο που στο Μπιζάνι και στον υπόλοιπο ανατολικό τοµέα οι Τούρκοι
διατηρούσαν τις θέσεις τους. Στις 23.00 η ώρα, ο Εσάτ-πασάς έστειλε
προτάσεις στον ∆ιάδοχο για παράδοση του Τουρκικού Στρατού και των
Ιωαννίνων.

Με το πρωτόκολλο παράδοσης παραδόθηκαν στον Ελληνικό Στρατό


430 αξιωµατικοί, 30.000 οπλίτες και παντοειδές υλικό.
Το παραπάνω πρωτόκολλο υπογράφηκε το πρωί της 21ης
Φεβρουαρίου και την επόµενη ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στην ελεύθερη
πλέον πόλη, δεχόµενος πολλούς επαίνους για το περίλαµπρο κατόρθωµά του.
Η νίκη είχε βραβεύσει και σ’ αυτήν την περίπτωση, τον απαράµιλλο
ηρωισµό και την ακλόνητη πίστη των µαχητών του Πεζικού.
Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, στην Ήπειρο παρέµεινε η VIII
Μεραρχία µε αποστολή την εκκαθάριση της Β. Ηπείρου. Η Μεραρχία κατέλαβε
το Αργυρόκαστρο και εκκαθάρισε τις περιοχές Παραµυθιάς, Φιλιατών και
∆ελβίνου. Η III Μεραρχία που κατείχε την Κορυτσά ανέλαβε εκκαθαριστικές
επιχειρήσεις προς Λεσκοβίκι-Κλεισούρα.

18
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
(16 Ιουνίου 1913 - 28 Ιουλίου 1913)

Εικόνα 13. Αναπαράσταση της Μάχης του Κιλκίς

Γενικά
Η Βουλγαρία, οραµατιζόµενη τη δηµιουργία της «Μεγάλης Βουλγαρίας»
της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878), ακολούθησε αδιάλλακτη στάση,
πρόβαλε αστήρικτες αξιώσεις και υπερβολικές απαιτήσεις για την προσάρτηση
ακραιφνών ελληνικών περιοχών που είχαν πρόσφατα απελευθερωθεί από τον
τουρκικό ζυγό.

Πίνακας 2. Αριθµητική δύναµη αντιπάλων κρατών Β΄ Βαλκανικού Πολέµου

Αντίπαλα Κράτη Πεζικό Πυροβολικό Ιππικό


Ελλάδα 100.000 180 1.000
Σερβία 260.000 500 5.000
Σύµµαχοι (Σύνολο) 360.000 680 4.000
Βουλγαρία 350.000 720 5.000

Την νύχτα 16ης προς 17η Ιουνίου 1913, η 2η και 4η Στρατιά του
Βουλγαρικού Στρατού επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά κατά των ελληνικών και
σερβικών τµηµάτων προκαλύψεως στις περιοχές του Παγγαίου Όρους και του
Ιστίπ αντίστοιχα, χωρίς επίσηµη κήρυξη πολέµου.
Αυτό αποτέλεσε τη σηµαντικότερη και τελευταία αφορµή για την έναρξη
του Β΄ Βαλκανικού Πολέµου.
Τα παραπάνω τµήµατα συµπτύχθηκαν χωρίς να προβάλουν αντίσταση.
Από την επόµενη µέρα, οι σύµµαχοι Έλληνες και Σέρβοι ανέλαβαν
αντεπίθεση, σύµφωνα µε τα σχέδια επιχειρήσεων που είχαν συντάξει.
Το Σχέδιο Επιχειρήσεων του Γενικού Στρατηγείου του Ελληνικού
Στρατού ήταν ανάλογο µ’ αυτό του Σερβικού. Η ιδέα ενεργείας ήταν να αφεθεί
στους Βουλγάρους η πρωτοβουλία της επίθεσης και να αναληφθεί αµέσως
αντεπίθεση εναντίον τού ενός από τα δύο άκρα της βουλγαρικής διάταξης.

19
Επιθετική πρωτοβουλία από την ελληνική πλευρά δεν µπορούσε να αναληφθεί,
επειδή η ελληνοσερβική Συνθήκη Συµµαχίας ήταν αµυντική.

Το Θέατρο Επιχειρήσεων
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του θεάτρου επιχειρήσεων, είναι το ορεινό
του έδαφος και η έλλειψη επαρκών συγκοινωνιών.

Επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού

Σχεδιάγραµµα 11. Σχεδιάγραµµα επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού


κατά τις Μάχες Κιλκίς-Λαχανά

Εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης, Μάχη Κιλκίς-Λαχανά,


Απελευθέρωση της ∆υτικής Θράκης.
Τις µεταµεσηµβρινές ώρες της 17ης Ιουνίου, τµήµατα της II Μεραρχίας
κύκλωσαν τα 2 βουλγαρικά τάγµατα που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη και
όρισαν προθεσµία µιας ώρας για την παράδοσή της.
Μετά την εκπνοή τής προθεσµίας, άρχισε η δια των όπλων εκκαθάριση,
η οποία ολοκληρώθηκε το πρωί της εποµένης. Αιχµαλωτίστηκαν 19
αξιωµατικοί, 1260 οπλίτες και 80 Κοµιτατζήδες. Στη συνέχεια, η Μεραρχία
προωθήθηκε στην περιοχή Λιτή-Μελισσοχώρι.
Από τις 19 Ιουνίου, άρχισαν οι επιθετικές επιχειρήσεις του Ελληνικού
Στρατού προς τα βόρεια, µε 5 Μεραρχίες (II, III, IV, VI, X) και µε 3 Μεραρχίες
(VI, I, VII) προς Λαχανά-Νιγρίτα. Ο αγώνας ήταν πραγµατικά λυσσώδης και
αιµατηρός. Παρ’ όλες τις απώλειες, το Πεζικό προχωρούσε στο εντελώς
ακάλυπτο πεδίο της µάχης που κατακλυζόταν από τις οβίδες και θεριζόταν
χωρίς οίκτο από τα βουλγαρικά πολυβόλα.
Προχωρούσε µε τους διοικητές των συνταγµάτων επικεφαλής και µε
όλους τους αξιωµατικούς µπροστά, µέχρι τη γραµµή εφόδου, απ’ όπου
εφορµούσε µε τη λόγχη στα βουλγαρικά ορύγµατα.

20
Εικόνα 14. Αναπαράσταση της Μάχης της Κρέσνας (9-11 Ιουλίου 1913)
όπως αποδόθηκε σε λιθογραφία της εποχής.

Στις 21 Ιουνίου, µετά από έναν λυσσώδη, αιµατηρό και αδιάκοπο


τριήµερο αγώνα, οι ισχυρές τοποθεσίες Κιλκίς και Λαχανά έπεσαν στα χέρια
του Ελληνικού Στρατού. Οι Βούλγαροι, µε την κάλυψη ισχυρών
οπισθοφυλακών, υποχώρησαν βαθιά προς τα βόρεια, προς ∆οϊράνη-
Στρώµνιτση-Πέτσοβο και προς Ρούπελ-Κρέσνα.
Ακολούθησε καταδίωξη, σε µικρό όµως βάθος, εξαιτίας της µεγάλης
κόπωσης των ανδρών και της έλλειψης των απαραίτητων εφεδρειών.
Η Μάχη του ελληνικού πεζικού στο Κιλκίς-Λαχανά ήταν η κορωνίδα των
µαχών και των δύο Βαλκανικών Πολέµων, κατά την οποία σηµειώθηκε η
αποθέωση της ορµής και της αυτοθυσίας του.
Η τριήµερη µάχη στοίχισε στον Ελληνικό Στρατό 8.808 νεκρούς και
τραυµατίες, από τους οποίους 125 ήταν αξιωµατικοί. Ανάµεσά τους ήταν και
πολλοί διοικητές ταγµάτων και συνταγµάτων.
Ο Ελληνικός Στρατός µετά την περίλαµπρη αυτή νίκη και την
ανασύνταξη των δυνάµεών του, προήλασε προς ∆οϊράνη-Τσάρεβο-Σέλλο,
προς Κοιλάδα Στρυµόνα ποταµού-Στενά Κρέσνας-Τζουµαγιά και προς
Νευροκόπι.

Αναπαράσταση της Μάχης της Τζουµαγιάς (12-17 Ιουλίου 1913)


όπως αποδόθηκε σε λιθογραφία της εποχής.

21
Ο Βουλγαρικός Στρατός είχε χάσει την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων
και βρισκόταν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.
Εξακολουθούσε όµως να µάχεται µε πείσµα. Έτσι, όταν η φάλαγγα του
κέντρου του Ελληνικού Στρατού έφτασε στις 8 Ιουλίου 1913 στη φύσει οχυρή
τοποθεσία της στενωπού Κρέσνας, συνάντησε σθεναρή αντίσταση από τις
οπισθοφυλακές της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς. Μετά από τριήµερο σκληρό
αγώνα µε τη λόγχη, ο Ελληνικός Στρατός διάνοιξε τη στενωπό και δηµιούργησε
τις προϋποθέσεις για τη συνέχιση της προέλασής του προς βόρεια, προς τη
Τζουµαγιά.
Μετά τη διάνοιξη της στενωπού Κρέσνας, ο Ελληνικός Στρατός συνέχισε
την προέλασή του προς τα βόρεια. Οι Βούλγαροι είχαν εγκατασταθεί αµυντικά
στη γενική τοποθεσία Τσάρεβα Σέλο-Τζουµαγιά-Αρισβάνιτσα, για να
ανακόψουν πάση θυσία την προέλαση του Ελληνικού Στρατού.
Συνεχίζοντας τις επιχειρήσεις, ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε το
Πέτσοβο, το Σιµιτλή, το Άνω Νευροκόπι και το Πρεντέλ Χαν και στις 14 Ιουλίου
βρισκόταν περίπου 70 χιλιόµετρα βόρεια της στενωπού του Σιδηροκάστρου,
µέσα στο βουλγαρικό έδαφος.
Στις 15 Ιουλίου οι βούλγαροι εξαπέλυσαν ταυτόχρονα αντεπίθεση µε
ισχυρές δυνάµεις κατά των δύο άκρων της ελληνικής διάταξης, προς Μαχοµία
και Πέτσοβο, µε επιδίωξη να απειλήσουν τα νώτα και τις συγκοινωνίες του
Ελληνικού Στρατού. Το επόµενο διήµερο έγιναν σκληρές µάχες. Στην
κατεύθυνση της Μαχοµίας η βουλγαρική αντεπίθεση δε σηµείωσε επιτυχία.
Στην κατεύθυνση προς Πέτσοβο (δυτικό πλευρό), αρχικά, οι βούλγαροι
υποχρέωσαν τα αµυνόµενα ελληνικά τµήµατα να συµπτυχθούν σε µικρό
βάθος.
Η ελληνική αµυντική διάταξη είχε φθάσει σε τόσο κρίσιµο σηµείο που
ελάχιστα απείχε από το «όριο θραύσεως».
Το απόγευµα της 17ης Ιουλίου, εφεδρικά τµήµατα της III Μεραρχίας
αντεπιτέθηκαν και ανέτρεψαν τα βουλγαρικά τµήµατα.
Η βουλγαρική επίθεση που λίγο έλειψε να αποβεί µοιραία για την τύχη
ολόκληρου του Ελληνικού Στρατού, που είχε φτάσει στο έσχατο όριο της
αντοχής του, είχε ευτυχώς αποκρουστεί µε επιτυχία.
Στις 17 Ιουλίου 1913, µετά από αίτηση της Βουλγαρίας, άρχιζαν
συνοµιλίες για τον τερµατισµό του πολέµου.
Στις 28 Ιουλίου 1913, ύστερα από ένα δεκαήµερο σύντοµων
διαπραγµατεύσεων και πολλών διπλωµατικών ζυµώσεων, υπογράφηκε η
Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου. Μ’ αυτή τερµατιζόταν ο Β΄ Βαλκανικός
Πόλεµος, αναθεωρούνταν οι όροι της Συνθήκης του Λονδίνου της 17ης Μαΐου
1913 και ανακατανέµονταν τα εδάφη µεταξύ των βαλκανικών κρατών σε βάρος
της ηττηµένης Βουλγαρίας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέµων 1912-1913, το Πεζικό έδωσε


τιτάνιους αγώνες. Χάρη στο υψηλό φρόνηµα και τον απαράµιλλο πατριωτισµό
του, αντιµετώπισε πεισµατώδεις αντιπάλους και υπερνίκησε στερήσεις,
κακουχίες και αφάνταστες δυσχέρειες.
Η κυριαρχία επί του εδάφους σηµατοδοτείται µε την παρουσία

22
ανθρώπινου δυναµικού, που δεν είναι άλλο από το Πεζικό, ακόµα και
στις ενδεχόµενες µελλοντικές συρράξεις που θα διεξαχθούν περισσότερο µε
ηλεκτρονικά µέσα είτε θα πρόκειται για τακτικό, είτε ανορθόδοξο και ασύµµετρο
πόλεµο. «Σαραντάπορο-Γιαννιτσά 23 Οκτωβρίου 1912, Μπιζάνι 20
Φεβρουαρίου 1913, Λαχανά 20 Ιουνίου 1913», εκεί η ελληνική λόγχη κατά την
σώµα προς σώµα πάλη, ήταν το αποφασιστικότερο µέσο στα χέρια των
ανδρών του Πεζικού.
Το ιδεολογικό περιεχόµενο του Όπλου Πεζικού κατά τους βαλκανικούς
αγώνες εκφραζόταν από τους δύο πρώτους στίχους του εµβατηρίου «Τα
κανόνια»:
Για τον αδελφό το σκλαβωµένο
Και για της πατρίδος την τιµή.
Οι θυσίες του στο βωµό της πατρίδας ήταν τροµερές και η προσφορά σε
αίµα µεγάλη, όχι όµως µάταιη.
Όλοι οι υµνογράφοι προκειµένου να συνθέσουν τα θούρια που ακούµε
στις παρελάσεις «επήραµε τα Γιάννενα, µάτια πολλά το λένε που τραγουδούν
και κλαίνε», εµπνεύστηκαν από τη δράση του Πεζικού.
Το Πεζικό στο ενεργητικό του έχει δάφνες, δόξες και νίκες, αλλά και
θυσίες για την ελευθερία της πατρίδος, µια ελευθερία την οποία ανέλαβε να
υπερασπιστεί εκβάλλοντας δια την ξιφολόγχης τον αντίπαλο από το χαράκωµα
και να εµπεδώσει την εθνική κυριαρχία εξ’ ου και η προσωνυµία:

«Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΟΠΛΩΝ».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Επίτοµη ιστορία των Βαλκανικών Πολέµων 1912-1913, ΓΕΣ/∆ΙΣ/1987.
Ανχη (Π2) Γεωργίου Φωτόπουλου, Βαλκανικοί Πόλεµοι 1912-13.
Θέµατα Στρατιωτικής Ιστορίας ΓΕ∆/∆ΕΚ.-∆ΙΣ/1981.

23
ΣΧΟΛΗ ΜΟΝΙΜΩΝ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ

ΤΑΞΗ 2012

ΤΜΗΜΑ Π Δ 2

ΑΤΟΜΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ

Η Συμβολή του Πεζικού στους Βαλκανικούς Πολέμους


1912-1913
Του

Σ ΙΙας Κωνσταντίνου Γκατζανόπουλου

ΤΡΙΚΑΛΑ, ΜΑΡΤΙΟΣ 2012



 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Εισαγωγή σελ. 3

Ανάλυση:

1.Το όπλο του Πεζικού σελ. 4

2. Ιστορική πορεία του Πεζικού από την αρχαιότητα ως σήμερα σελ. 5

α) Από τους Περσικούς Πολέμους μέχρι τον Πελοποννησιακό Πόλεμο

β) Ελληνιστικοί χρόνοι: Το Πεζικό την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου σελ.6

γ) Το Πεζικό στην επανάσταση του 1821 και την πρώτη μετεπαναστατική περίοδο

δ) Το Πεζικό από την ύστερη Οθωνική περίοδο μέχρι τον «ατυχή» πόλεμο

του 1897 σελ. 7

ε) Η δεκαετία των τριών πολέμων: το Πεζικό από το 1912 ως το 1922 σελ. 8

στ) Το Πεζικό στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο σελ. 9

ζ) Το Πεζικό από τα μεταπολεμικά χρόνια ως σήμερα σελ. 10

3. Η συμβολή του Πεζικού στους Βαλκανικούς πολέμους σελ. 10

α) Συμπεράσματα για το Πεζικό από τη Μάχη του Σαρανταπόρου. σελ. 10

β)Συμπεράσματα για το Πεζικό από τη Μάχη των Γιαννιτσών` σελ. 14

γ) Συμπεράσματα για το Πεζικό από τη Μάχη των Ιωαννίνων σελ. 16

δ) Συμπεράσματα για το Πεζικό από τη Μάχη του Κιλκίς-Λαχανά σελ. 18

ε) Οι απώλειες του Πεζικού στους Βαλκανικούς Πολέμους σελ. 23

4. Το υπόλοιπο έργο του Πεζικού σελ. 24

Επίλογος σελ. 25

Βιβλιογραφία σελ. 26

  2

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, ο στρατός έχει καταφέρει να βοηθήσει στη


διαμόρφωση των συνόρων της χώρας και να δώσει μάχες απέναντι σε πολύ
ισχυρότερους εχθρούς. Το κομμάτι του στρατού το οποίο αποτελεί τον κινητήριο μοχλό
της πολεμικής προσπάθειας είναι το Πεζικό, χάρη στο οποίο έχουν καταφέρει να
υλοποιηθούν όλα τα σχέδια και να αποπερατωθούν οι προσπάθειες του Ελληνικού
Στρατού απέναντι στον εχθρό με θετικά αποτελέσματα. Θέμα της παρούσης μελέτης
είναι η συμβολή του Πεζικού στους Βαλκανικούς Πολέμους που οδήγησε τον Ελληνικό
Στρατό σε μερικές από τις πιο μεγάλες μέχρι τότε επιτυχίες του, καθώς το Πεζικό είχε
την ευρύτερη βαρύτητα ως τμήμα του στρατού.

Προκειμένου να αποδείξουμε το παραπάνω θέμα, θα παρακολουθήσουμε την


ενεργή συμμετοχή που είχε το Πεζικό σε τέσσερις από τις πιο μεγάλες μάχες στην
πορεία και των δύο Βαλκανικών Πολέμων: τη Μάχη του Σαρανταπόρου, τη Μάχη των
Γιαννιτσών, τη Μάχη των Ιωαννίνων και τη Μάχη του Κιλκίς-Λαχανά. Με στοιχεία που
συλλέχθηκαν από τη δημοτική βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης και από το διαδίκτυο θα
δούμε την αποφασιστική σημασία που είχε η δύναμη του Πεζικού στην αντιμετώπιση
του εχθρού, την πολεμική προσπάθεια του Πεζικού με εχθρό το ίδιο το έδαφος καθώς
και την αποφασιστικότητα που έδειξαν οι αξιωματικοί του στη λήψη κρίσιμων
αποφάσεων. Θα δώσουμε έμφαση στην αποτελεσματικότητά του ως κύρια δύναμη του
στρατού σε συνδυασμό, κατά τις επιθέσεις, με το Πυροβολικό και παράλληλα θα
αναδείξουμε την τόλμη μεμονωμένων ταγμάτων, συνταγμάτων και μεραρχιών που με
τις κινήσεις τους στο πεδίο της μάχης κατέστησαν δυνατή τη νίκη των ελληνικών
στρατευμάτων. Στα παραπάνω, προστίθενται και οι πολλαπλές λειτουργίες που είχε το
Πεζικό ως ανθρώπινο δυναμικό και η συνδρομή του σε άλλους τομείς του στρατού.

Επίσης, θα αναφερθούμε εκτενώς στον οπλισμό του κατά τη διάρκεια των


Βαλκανικών Πολέμων, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την τεχνολογική βοήθεια
που το κατέστησε αποτελεσματικό, ενώ θα παρουσιάσουμε και την πορεία του από την
αρχαιότητα ως σήμερα και την εξέλιξή του στη πορεία των χρόνων.

  3

 

1. ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ

Το ελληνικό Πεζικό κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων είχε αρκετό αριθμό
όπλων στη διάθεσή του. Το πιο πρόσφατο απόκτημά του ήταν το αυστριακής
παραγωγής τυφέκιο Mannlicher-Schonauer M 1903 (προφέρεται Μάνλιχερ-Σενάουερ),
όπως και οι αραβίδες και οι ξιφολόγχες που το συνόδευαν. Η εταιρεία παραγωγής του η
Steyr, θέλοντας να αναβαθμίσει τα ήδη υπάρχοντα τυφέκια, είχε πρωτοκυκλοφορήσει το
προαναφερθέν μοντέλο το 1900 και ο Ελληνικός Στρατός είχε κάνει μαζικές παραγγελίες
του όπλου αυτού το 1907 προς αντικατάσταση του παλαιού GRAS M 1874. Το μοντέλο
του συγκεκριμένου όπλου που χρησιμοποιούσε το Πεζικό, οι Εύζωνοι και οι Ευέλπιδες
ήταν μακρύκανο σε σχέση με του Πυροβολικού και του Ιππικού, και ήταν των 6,5mm. Η
νέα τεχνολογία του όπλου αυτού, είχε να κάνει με την αλλαγή ενός νέου στρεφόμενου
ουραίου ευθείας έλξης, με σκοπό την καλύτερη όπλιση του επικρουστήρα, καθώς και με
τον νέας τεχνοτροπίας περιστροφικό μηχανισμό, που έλυνε το πρόβλημα της
εισαγωγής στον γεμιστήρα φυσιγγίων με προεξέχοντα χείλη βάσεως κάλυκα. Ωστόσο, ο
Ελληνικός Στρατός δεν χρησιμοποίησε ποτέ τέτοιου είδους φυσίγγια για να μπορέσει να
εκμεταλλευτεί το νέο πλεονέκτημα του όπλου αυτού που παρείχε πάντως ασφαλέστερη
γόμωση. Το ελληνικό Πεζικό κατάφερε να χρησιμοποιήσει καλύτερα το νέο τυφέκιο
προσθέτοντάς του νέα εξαρτήματα, παρ’ όλο που είχε χαρακτηριστεί ευπαθές για
στρατιωτική χρήση.

Εικόνα 1. Το τυφέκιο MANNLICHER-SCHONAUER M 1903 το κύριο όπλο του ελληνικού


Πεζικού στους Βαλκανικούς Πολέμους. Συλλογή Πολεμικού Μουσείου

  4

 

Ένα ακόμη πλεονέκτημα του νέου όπλου, ήταν το γεγονός πως οι περισσότερες
χώρες την περίοδο εκείνη ήταν εξοπλισμένες με το γερμανικής παραγωγής όπλο
Mauser. Έτσι ο Ελληνικός Στρατός και δη το ελληνικό Πεζικό ήταν εξοπλισμένο με ένα
όπλο τελευταίας τεχνολογίας για τα δεδομένα της εποχής. Το Μάνλιχερ-Σενάουερ ήταν
επαναληπτικό κινητού ουραίου, με διαμέτρημα 6,55 χιλ., βάρος 3,83 χλγ., μήκος 1,226
χιλ., ενώ έριχνε 10 με 15 βολές το λεπτό. Με βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά του ο
Ελληνικός Στρατός είχε παραγγείλει από το 1905 60.000 τεμάχια, με τις πρώτες
παραλαβές να φτάνουν το 1907. Μέχρι το φθινόπωρο του 1912, όπου ξεκίνησε ο Α΄
Βαλκανικός Πόλεμος ο Ελληνικός Στρατός είχε προμηθευτεί 130.000 τυφέκια και
αραβίδες και 100 εκατομμύρια πυρομαχικά, μεγέθη που ξεπερνούσαν ως τότε το
ανθρώπινο δυναμικό του Πεζικού και του συνόλου του στρατού.
Ένα ακόμη όπλο του Πεζικού με καθοριστική σημασία για τα πεδία των μαχών ήταν
το πολυβόλο Schwarzlose M 1907/12. Παραγωγή της εταιρείας Steyr, το παραπάνω
πολυβόλο είχε μήκος 1.067 χιλ., βάρος 19,9 χλγ. (χωρίς τρίποδα), διαμέτρημα 6,5 χιλ.,
δεχόταν ταινία των 250 φυσιγγιών, είχε δραστικό βεληνεκές 2800 μ. και συχνότητα
πυρός 400 βλήματα το λεπτό. Λιγότερο γνωστή είναι και η συμμετοχή του πολυβόλου
τύπου MAXIM-VICKERS που ήταν πιο περιορισμένη σε σχέση με του Schwarzlose M
1907/12.

Φυσικά, το Πεζικό δεν ήταν αποκλειστικά εξοπλισμένο με το τυφέκιο Μάνλιχερ. Οι


αξιωματικοί του Πεζικού έφεραν μαζί τους περίστροφα τύπου Μ 1874 που είχαν ήδη
εισαχθεί στον Ελληνικό Στρατό από το 1882. Το Modèle d’ordonnance 1874, γνωστό
και ως Μ 1874, είχε μήκος 228 χιλ., βάρος 1.010 χλγ., διαμέτρημα 11,4 χιλ. και αρχική
ταχύτητα βλήματος 198 μ. το δευτερόλεπτο, ενώ δεχόταν μέχρι και 6 φυσίγγια στον
γεμιστήρα του.
Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέρουμε στα όπλα του Πεζικού και ιδιαίτερα των
αξιωματικών την παρουσία της σπάθης. Σπάθη έφεραν σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί ενώ
οι επιλοχίες του Ελληνικού Στρατού πλην των Ευζώνων έφεραν σπάθη και περίστροφο.
Η σπάθη ήταν μοντέλο Μ 1868 και είχε είτε κυρτή είτε ευθεία λάμα. Χρησιμοποιούνταν
μόνο αναγκαστικά, όταν οι αξιωματικοί εμπλέκονταν σε μάχη σώμα με σώμα.

2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΣΗΜΕΡΑ

α) ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΕΡΣΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟ


ΠΟΛΕΜΟ
Μέχρι τους Περσικούς Πολέμους το Πεζικό των στρατών ήταν περιορισμένο σε
ποιότητα και ποσότητα. Αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από μισθοφόρους, οι
οποίοι τελούσαν υπό τις διαταγές ενός βασιλιά. Η κατάσταση του Πεζικού άρχισε να
αλλάζει με αφορμή την επίθεση των Περσών στον ελλαδικό χώρο. Το Πεζικό θα
αποτελούνταν πλέον από ελεύθερους πολίτες, οι οποίοι θα μπορούσαν να αγοράσουν
τον δικό τους οπλισμό και θα συμμετείχαν ως στρατιώτες στο πεδίο των μαχών. Η
λεγόμενη «επανάσταση των οπλιτών» είχε αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα, δηλαδή να

  5

 

εγκαθιδρυθεί η μαζική συμμετοχή των πολιτών στον στρατό και ειδικά στο Πεζικό1. Το
Πεζικό κινούνταν και επιτίθετο σε σχηματισμό φάλαγγας σε σχήμα παραλληλόγραμμου,
όταν το επέτρεπε το έδαφος όπου δινόταν η μάχη.
Στο αρχαίο Πεζικό παρατηρούμε και την πρώτη ουσιαστική διαίρεση στρατεύματος:
το Πεζικό διαιρούνταν σε οπλίτες και σε πελταστές, οι οποίοι ως άτομα είχαν
διαφορετική θέση στη κοινωνία της αρχαίας Ελλάδας. Οι οπλίτες ως κύρια μονάδα του
στρατού είχε δύο ειδών όπλα ένα αμυντικό και ένα επιθετικό, την ασπίδα και το δόρυ
αντίστοιχα, ενώ για λιγότερο πρακτικούς λόγους έφεραν μαζί τους και ένα ξίφος μικρού
μήκους. Οι οπλίτες ήταν και οι μόνοι στο Πεζικό που φορούσαν κράνη για την
προστασία τους, όπως και θώρακες. Από την άλλη οι πελταστές είχαν μια μικρή ασπίδα
για την προστασία τους και μια σφεντόνα, ενώ κουβαλούσαν και τρία μικρά ακόντια
προκειμένου να χτυπούν τον εχθρό. Το μοντέλο αυτό του Πεζικού θα διαρκέσει σε όλη
την περίοδο της κλασσικής εποχής και θα εκλείψει σιγά σιγά όταν αυτή φτάσει στο τέλος
της και θα τη διαδεχτεί η ελληνιστική εποχή.

β) ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ: ΤΟ ΠΕΖΙΚΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ.


Την εποχή αυτή, το πεζικό γνώρισε μια μικρή μεν αλλά σημαντική μεταβολή ως
προς τη δομή του και τη λειτουργία του στα πεδία των μαχών. Με τη παρακμή των
πόλεων-κρατών και τη σταδιακή εγκατάλειψη του προτύπου του οπλίτη, η μακεδονική
δυναστεία και η αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου θα εισάγουν ένα νέο είδος
πεζικού στο στρατό. Αυτό το νέο είδος είναι η λεγόμενη Μακεδονική Φάλαγγα, η
μονάδα του Πεζικού που ουσιαστικά βοήθησε στη δημιουργία της μεγάλης
αυτοκρατορίας χάρις επιπλέον στο νέο όπλο που εισήχθη, τη σάρισα. Η σάρισα που
ήταν το δόρυ σε μια εξελιγμένη μορφή, είχε μήκος 4 με 7 μέτρα και επέτρεπε, όπως θα
δούμε στη συνέχεια, την επιθετική τακτική της Μακεδονικής Φάλαγγας. Η Μακεδονική
Φάλαγγα είχε σχήμα παραλληλόγραμμου και χωριζόταν σε δύο μέρη: σε αυτούς που
είχαν την σάρισα σε οριζόντια θέση για να μπορούν να αποκρούσουν τον εχθρό και σε
αυτούς που έπρεπε να είναι σε ετοιμότητα στο πίσω μέρος έχοντας τη σάρισα σε
όρθια στάση. Αυτός ο τρόπος οργάνωσης του Πεζικού και ο συγχρονισμός των
στρατιωτών έκαναν δυνατή την υλοποίηση της αυτοκρατορίας του Μεγάλου
Αλεξάνδρου και έθεσε έναν νέο τρόπο διαμόρφωσης του Πεζικού που κράτησε ως τη
βυζαντινή αυτοκρατορία με αρκετές παραλλαγές.

γ) ΤΟ ΠΕΖΙΚΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ


ΜΕΤΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Το Πεζικό, την περίοδο αυτή, συνάντησε αρκετές διαμορφώσεις, οι οποίες
αντανακλούσαν την προσπάθεια δημιουργίας του νέου κράτους. Κατά την πρώτη
περίοδο της επανάστασης του 1821, το Πεζικό των επαναστατών αποτελούνταν
κυρίως από ομάδες άτακτων. Οι λεγόμενοι Αρβανίτες, οι κλέφτες και οι αρματολοί ήταν
μικρές ομάδες που δρούσαν χωρίς να οργανώνονται τακτικά ως στράτευμα. Το ίδιο
ίσχυε και για τις μεγάλες οικογένειες στη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, οι
οποίες είχαν η κάθε μια το δικό της μικρό στρατό αποτελούμενο κυρίως από
                                                            
1
 Σημειώσεις στο Μάθημα: Πόλεμος και Πολιτική, σελ. 4, 2011 

  6

 

μισθοφόρους. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης προερχόμενος από τις


παραδουνάβιες περιοχές και έχοντας συντάξει έναν μικρό στρατό με το όνομα «Ιερός
Λόχος» θα λάβει μέρος στην επανάσταση και ταυτόχρονα θα θέσει ως άμεση
προτεραιότητα τη δημιουργία τακτικού στρατού που θα επιτευχθεί με τη σύνθεση ενός
μικρού επαναστατικού στρατού. Μέσα σε αυτή τη μορφή που έπαιρνε η στρατιωτική
δύναμη της επανάστασης, το Πεζικό χρησιμοποιούσε αρχικά όπλα ανατολικού τύπου,
όπως το καριοφίλι και το σισανέ, που είχαν ως βλήμα τα «φυσέκια» (ποσότητα
μπαρούτης και μολύβδινο βλήμα τυλιγμένο σε χαρτί που πιεζόταν μέσα στην κάννη),
ενώ για μάχες σώμα με σώμα χρησιμοποιούσαν το λεγόμενο γιαταγάνι ή την πάλα
(σπάθη ανατολικού τύπου)2. Μόνο τα νεοσυσταθέντα τακτικά στρατεύματα άρχισαν να
χρησιμοποιούν εμπροσθογεμή μουσκέτα δυτικού τύπου, κυρίως γαλλικά.
Με το τέλος της επανάστασης και την άφιξη του Καποδίστρια, ο τελευταίος έβαλε
μέσα στις άμεσες προτεραιότητες για τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, την
δημιουργία τακτικού στρατού που θα βασιζόταν σε γαλλικά πρότυπα. Αυτό έγινε
δυνατό από την πρώτη στιγμή, πριν ουσιαστικά τελειώσει η επανάσταση. Ο
Καποδίστριας θα αποφασίσει να ανασυγκροτήσει τα άτακτα στρατεύματα σε χιλιαρχίες
που θα μετονομαστούν σε «αεικίνητα». Ήδη από τον Φεβρουάριο του 1828, οι πρώτες
οκτώ χιλιαρχίες διατέθηκαν για τους σκοπούς της επανάστασης., Τέθηκαν, επίσης, τα
θεμέλια για τη δημιουργία της πρώτης στρατιωτικής σχολής, της Σχολής Ευελπίδων
από την οποία θα έβγαιναν όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού. Με την πάροδο
και την τελμάτωση της επανάστασης, μετά από μια σειρά αποτυχιών των χιλιαρχιών, ο
Καποδίστριας αποφάσισε να διαλύσει μεγάλο μέρος τους και να τις έχει ως απλούς
λόχους. Το Πεζικό αλλά και όλος ο στρατός, την περίοδο αυτή, είχε δημιουργηθεί με
μεγάλη βοήθεια της Γαλλίας, από τον ρουχισμό μέχρι την εκπαίδευση των
στρατιωτών.
Η δολοφονία του Καποδίστρια και η έλευση του Βασιλιά Όθωνα θα επιφέρουν
αλλαγές και στον στρατό, ως αποτέλεσμα της περιόδου της αντιβασιλείας. Εξαίρεση
δεν θα μπορούσε να αποτελέσει και το Πεζικό, το οποίο θα αλλάξει μορφή και με
απόφαση των βαυαρών θα συγκροτείται από οκτώ τάγματα των έξι λόχων και ένα
τάγμα Ευζώνων με δύναμη 728 ανδρών ανά τάγμα και συνολική δύναμη 6.552
ανδρών3. Στον παραπάνω αριθμό θα προστεθούν 10 τάγματα ακροβολιστών
(περίπου 2.000 άνδρες) που προέρχονται από τη διάλυση των άτακτων. Η κατάσταση
του Πεζικού με συχνές μικρές αλλαγές θα παραμείνει η ίδια μέχρι και τα μέσα περίπου
του 19ου αιώνα.

δ) ΤΟ ΠΕΖΙΚΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΟΘΩΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ «ΑΤΥΧΗ»


ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1897
Κατά την περίοδο αυτή, τόσο το Πεζικό όσο και ο Ελληνικός Στρατός θα έχουν μια
συνεχή εξέλιξη και πληθυσμιακά και εξοπλιστικά. Ήδη το Πεζικό από το 1855 είχε
λάβει μέρος στην Κριμαϊκό Πόλεμο, με απόσπασμα εθελοντών να συμμετάσχει
ενεργά. Μέχρι το 1863, η δύναμή του αποτελούνταν από δέκα τάγματα των έξι λόχων

                                                            
2
 Ο Ελληνικός Στρατός τον 19ο αιώνα, Έθνος, σελ. 20‐23, 2010 
3
 Ο Ελληνικός Στρατός τον 19ο αιώνα, Έθνος, σελ. 78‐79, 2010 

  7

 

και άλλα δέκα εφεδρείας των 4 λόχων με συνολική δύναμη 7.204 άνδρες, και μέχρι το
1868 θα αποτελείται από 4 τάγματα Ευζώνων και 6 τάγματα πεζικού με συνολική
δύναμη 11.264 άνδρες. Με την επιστράτευση του 1881, η συνολική δύναμή του μαζί
με τους Εύζωνες θα φτάσει τους 57.825 άνδρες.
Το Πεζικό θα εξελιχτεί και στον εξοπλιστικό τομέα, στην περίοδο που αναλύουμε.
Από το 1855, η ελληνική κυβέρνηση θα αγοράσει ως υπηρεσιακό όπλο του πεζικού το
Mignet 1859, που είχε μεγαλύτερο βεληνεκές από τα παλαιότερα μουσκέτα (300μ.) και
θα χρησιμοποιηθεί κυρίως από τους Εύζωνες. Ακόμη, οι αξιωματικοί του Πεζικού θα
λάβουν στην ίδια περίοδο και τα πρώτα τους περίστροφα γαλλικού τύπου. Στη
συνέχεια, στα χέρια του Ελληνικού Στρατού, συμπεριλαμβανομένου και του Πεζικού θα
φτάσουν τα πρώτα οπισθογεμή τυφέκια και αραβίδες, όπως το Chassepot M1866 που
το συνόδευε ξιφολόγχη μήκους 50 εκατοστών και το τυφέκιο και αραβίδα ΜΥΛΩΝΑΣ
που ήταν βασισμένο σε σχέδιο Έλληνα τεχνίτη. Αξιοσημείωτη προσθήκη στο
οπλοστάσιο του Πεζικού είναι και το τυφέκιο Gras M1874, γαλλικής κατασκευής, που
αγοράστηκε από τον Ελληνικό Στρατό το 1877 και αποτέλεσε κύριο όπλο του Πεζικού
μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους, ενώ θα διατηρηθεί στο ελληνικό οπλοστάσιο ως
τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να αναφερθούμε στο Πεζικό κατά τη διάρκεια του
πολέμου του 1897. Το Πεζικό ήταν το βασικό κομμάτι του στρατού που θα
αντιμετώπιζε τον Οθωμανικό Στρατό, καθώς ο πόλεμος ήταν κατά βάση ηπειρωτικός.
Ωστόσο, η αποτελεσματικότητά του ήταν μειωμένη και ήταν κατώτερα εξοπλισμένος
από τον αντίπαλο, ενώ οι κατευθύνσεις του Γενικού Στρατηγείου και η στρατηγική που
ακολούθησε είχε ως αποτέλεσμα δραματικές απώλειες για το Πεζικό και εν τέλει την
ήττα των ελληνικών δυνάμεων στον πόλεμο αυτό4.

ε) Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ: ΤΟ ΠΕΖΙΚΟ ΑΠΟ ΤΟ 1912 ΩΣ ΤΟ 1922


Όπως προαναφέραμε παραπάνω, το Πεζικό είχε αλλάξει σε μεγάλο βαθμό από το
1897 ως τον Σεπτέμβριο του 1912 που ξεκίνησε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Ο στρατός
της Ελλάδας αριθμούσε τότε σχεδόν 100.000 άνδρες σε όλα τα στρατιωτικά πόστα με
το μεγαλύτερο μέρος να ανήκει στο Πεζικό. Ο αριθμός αυτός θα διπλασιαστεί στον Β΄
Βαλκανικό Πόλεμο, μόλις 8 μήνες μετά. Επιπρόσθετα, ο γενικός επανεξοπλισμός των
ελληνικών δυνάμεων, όπλισε το ελληνικό Πεζικό με ένα από τα καλύτερα τυφέκια που
υπήρχαν τότε: το Mannlicher-Schonauer M 1903, σε συνδυασμό με πολυβόλα και
περίστροφα για τους αξιωματικούς. Σχετικά με το Πεζικό στους Βαλκανικούς Πολέμους
θα ασχοληθούμε εκτενέστερα σε επόμενη ενότητα της ανάλυσής μας.
Ας παρατηρήσουμε όμως το Πεζικό σε δύο μεγάλους πολέμους: τον Α΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Η Ελλάδα συμμετείχε καθυστερημένα στον Α΄
Παγκόσμιο, τον Μεγάλο Πόλεμο, όπως ήταν γνωστός τότε, στο πλευρό της Τριπλής
Συμμαχίας (Αντάντ). Εκεί ο Ελληνικός Στρατός επιδόθηκε σε μάχες σημαντικού
βεληνεκούς για τον πόλεμο, όπως στη Μάχη του Σκρά Ντι Λέγκεν, στην οποία η
σημαντική δύναμη του Πεζικού είχε ως αποτέλεσμα να μπορέσει ο στρατός να
αναδειχθεί νικητής από αυτή την αναμέτρηση. Με το πέρας το πολέμου το ελληνικό
                                                            
4
 Ιστορία της Ελλάδας του 20ού  αιώνα, τόμος Α2, Βιβλιόραμα, σελ. 153‐160  

  8

 

κράτος θα εμπλακεί σε έναν πόλεμο με την γείτονα χώρα, την Τουρκία. Η


Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922) θα αποτελέσει σημείο καμπής για την ελληνική
ιστορία και όχι μόνο. Στην σύγκρουση για τα εδάφη της Μικράς Ασίας το Πεζικό θα
είναι και πάλι πρωτοστάτης ως η κύρια μονάδα, που θα αποτελέσει τον φορέα
εκπλήρωσης της κατάκτησης των εδαφών αυτών. Ωστόσο, παρ’ όλη τη μεγάλη
αποτελεσματικότητα που έχει το Πεζικό στα πεδία των μαχών, στη Μικρά Ασία το
έδαφος δεν ήταν ευνοϊκό, και οι στρατιώτες δεν ήταν συνηθισμένοι στο ξηρό κλίμα της
με αποτέλεσμα η δυναμική τους να περιοριστεί με το πέρασμα του χρόνου. Μετά το
1921 τα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να κάμπτονται από κούραση, και η ήττα
πλησίαζε όλο και περισσότερο με τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα.

Στ) ΤΟ ΠΕΖΙΚΟ ΣΤΟΝ 2ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ


Το επόμενο στάδιο, όπου το Πεζικό υπέστη αλλαγές ήταν ο 2ος Παγκόσμιος
Πόλεμος. Η Ελλάδα συμμετείχε και πάλι στο πλευρό των Συμμάχων από τις 28
Οκτωβρίου 1940. Η κινητοποίηση των ελληνικών δυνάμεων στα σύνορα ήταν
αξιοθαύμαστη για τα δεδομένα της εποχής, και η τάξη με την οποία οργανώθηκε ο
στρατός ήταν πάρα πολύ καλή δεδομένων των περιστάσεων. Στο μέτωπο της
Αλβανίας και αργότερα στο Μακεδονικό μέτωπο, το Πεζικό θα είναι και πάλι
πρωταγωνιστής του πολέμου με ένα επιπλέον νέο όπλο στη διάθεσή του, το τυφέκιο
Μ1, ενώ συνεχίζονται να χρησιμοποιούνται τα προαναφερθέντα όπλα από την εποχή
των Βαλκανικών Πολέμων. Πρέπει να σταθούμε εδώ και να δούμε μερικά
χαρακτηριστικά του Πεζικού που του επέτρεψαν να αναδειχθεί νικητής στον ελληνο-
ϊταλικό πόλεμο. Βασικό θέμα που επέτρεψε τη νίκη των στρατιωτών απέναντι σε ένα
καλύτερα εξοπλισμένο αντίπαλο ήταν η καλή ψυχολογία και το ανεβασμένο ηθικό του
Πεζικού. Οι Έλληνες φαντάροι ήταν οι μόνοι στρατιώτες που δεν δίσταζαν να
εμπλακούν σε μάχες και ταυτόχρονα είχαν άριστη ψυχολογία και όταν πήγαιναν στο
μέτωπο και κατά τη διάρκεια των μαχών5.
Το Πεζικό κατά τον πόλεμο αυτό, ακολούθησε μια τακτική παρόμοια με αυτή που
είχε ακολουθήσει και στους βαλκανικούς πολέμους. Η τακτική του ήταν πρώτα να
καταλάβει τα περίχωρα του επιθυμητού στόχου και μετά, αφού θα είχε εξασφαλίσει τα
νώτα του, να προχωρήσει στη κατάληψη του στόχου. Επίσης, το ορεινό έδαφος των
βουνών της Πίνδου και των αλβανικών συνόρων είχε ως συνέπεια να επιφορτιστεί με
ακόμη μεγαλύτερο έργο, καθώς η υποστήριξη του Πυροβολικού ήταν περιορισμένη. Ο
συνδυασμός των δύο παραπάνω, αν και δύσκολος στην πράξη, κατάφερε να δώσει
σημαντικές νίκες στον Ελληνικό Στρατό σε τέτοιο βαθμό που δεν ήταν αναμενόμενος
ούτε καν από τη στρατιωτική ηγεσία. Φυσικά, όταν τα ελληνικά στρατεύματα ήρθαν
αντιμέτωπα με τις γερμανικές δυνάμεις πολεμήσαν μεν ηρωικά αλλά ο σαφώς
ανώτερος Γερμανικός Στρατός είχε την υπεροχή στο πεδίο της μάχης.

                                                            
5
 Προαγγελία Θυελλωδών Ανέμων: Ο πόλεμος στη Αλβανία και η πρώτη περίοδος της κατοχής, Βιβλιόραμα, 
2009 

  9
10 
 

ζ) ΤΟ ΠΕΖΙΚΟ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΩΣ ΣΗΜΕΡΑ


Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, δεν έχουμε οργανωμένο στρατό και κατ’ επέκταση
ούτε Πεζικό. Μετά το τέλος του πολέμου, το Πεζικό θα βρεθεί και πάλι στο προσκήνιο
με δραματικό τρόπο αποτελώντας το ένα εκ των δύο στρατοπέδων στον αιματηρό
Εμφύλιο Πόλεμο. Αμέσως μετά, η Ελλάδα θα συμμετάσχει στον πόλεμο της Κορέας με
μορφή αποσπάσματος που θα σταλεί εκεί.
Από τότε μέχρι σήμερα, με εξαίρεση την κρίση στην Κύπρο (1974), το ελληνικό
Πεζικό δεν έχει ποτέ πολεμήσει σε πεδία των μαχών, ώστε να έχουμε μια εικόνα του
Πεζικού σε εμπόλεμη κατάσταση, με τις τακτικές που ακολουθεί, τη στρατηγική του και
ό,τι άλλο μπορεί να μας βοηθήσει σε μια ανάλυση. Παρ’ όλα αυτά, το Πεζικό έχει
καταφέρει στη πορεία των χρόνων να εξελιχθεί και να αναβαθμιστεί σε μεγάλο βαθμό.
Ο οπλισμός είναι πιο εκσυγχρονισμένος, καθώς χρησιμοποιεί ως κύρια όπλα του το
G3 και το Μ16, δύο όπλα με μεγάλη αποτελεσματικότητα στο πεδίο της μάχης.
Επιπλέον, ολόκληρο το Πεζικό όπως και ο Ελληνικός Στρατός έχουν μηχανοποιηθεί
πλήρως. Οι μετακινήσεις γίνονται πλέον με οχήματα, πράγμα που οδηγεί το Πεζικό
στο να έχει καλύτερη αποτελεσματικότητα, καθώς δεν έχει υποστεί κούραση από την
πεζή πορεία που θα είχε προηγηθεί υπό άλλες συνθήκες.

3. Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ ΣΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ

Το Πεζικό, όπως ήδη έχουμε προαναφέρει, υπήρξε η κινητήριος δύναμη του


Ελληνικού Στρατού στην πορεία των Βαλκανικών Πολέμων. Αποφασισμένο, όπως και
ολόκληρος ο Ελληνικός Στρατός, να κερδίσει αυτή την αναμέτρηση συγκεντρώθηκε με
τάξη και αρκετή ταχύτητα στα σύνορα του θεσσαλικού κάμπου κοντά στα σύνορα με
την Τουρκία. Παρατάχθηκε εκεί και αποτελέστηκε από 49 τάγματα, 6 τάγματα
ευζώνων, 60 πολυβόλα, 26 πεδινές και 5 ορεινές πυροβολαρχίες, 8 ίλες και 6
ημιλαρχίες με συνολική δύναμη ανδρών στο θεσσαλικό μέτωπο τους 100.000 άνδρες.
Βασική ιεραρχική δομή που θα μας βοηθήσει στη συνέχεια να παρακολουθήσουμε με
σχετική ευκολία της κινήσεις του ήταν τα συντάγματα, εκ των οποίων κάθε σύνταγμα
αποτελούνταν από 3 τάγματα και κάθε τάγμα από τρεις λόχους6. Στα θεσσαλικά
σύνορα είχαν παραταχθεί μέχρι τις 3/10/1912 οι I, II ,III, IV Mεραρχίες ενώ
πλαισιώνονταν από τρεις εφεδρικές και ελαττωματικής σύνθεσης Mεραρχίες τις V, VI,
VII. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε και την ύπαρξη δύο ευζωνικών αποσπασμάτων, το
ένα από το 2ο και 6ο Tάγμα Eυζώνων, με Διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη
Κωνσταντινόπουλο, και το άλλο από το 1ο και 4ο Τάγμα με Διοικητή τον
Αντισυνταγματάρχη Γεννάδη.

α) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΖΙΚΟ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ


Με βάση τους παραπάνω αριθμούς, το Πεζικό ήταν παρατεταγμένο κοντά στα
τουρκικά σύνορα. Το σχέδιο που είχε καταρτίσει το Γενικό Στρατηγείο ως επιθετικές
κινήσεις σε γενικό πλαίσιο ήταν ότι το Πεζικό θα επιτίθετο μετωπικά και ελαφρώς
κυκλωτικά, με σκοπό να προσβληθούν τα δύο άκρα της εχθρικής παράταξης και να
                                                            
6
 ΓΕΣ. Ο Ελληνικός Στρατός 1912‐1913, σελ. 56‐57 

  10
11 
 

αποτραπεί περικύκλωση των ελληνικών δυνάμεων. Το βασικό έργο της μετωπικής


επίθεσης αναλάμβαναν οι I, II και III Mεραρχίες, οι οποίες αφού θα διένυαν τον
κεντρικό εχθρικό τομέα με βάση τον αμαξιτό δρόμο Ελασσόνας-Σαραντάπορου, θα
έρχονταν αντιμέτωπες με τον εχθρό7.
Οι μεραρχίες κινήθηκαν με άξονα τον προαναφερθέντα δρόμο με διαφορετική
κατεύθυνση η καθεμία, σύμφωνα με τις οδηγίες του Γενικού Στρατηγείου. Επίσης, από
όλες τις μεραρχίες αποσπάστηκε το τμήμα του Πυροβολικού και αυτονομήθηκε
έχοντας ως αποτέλεσμα να γίνει η Μάχη του Σαρανταπόρου κατά το μεγαλύτερο
μέρος της υπόθεση του Πεζικού. Τα στρατεύματα του Πεζικού αναπτύχθηκαν σε
γραμμή πυρός με αραιούς σχηματισμούς και προχώρησαν εναλλάσσοντας «πυρ και
κίνηση» καταλαμβάνοντας εγκαταλελειμμένες θέσεις μέσα από τον καταιγισμό
εχθρικών πυρών. Η I Mεραρχία είχε παρατεταγμένα τα τάγματά της σε απόσταση
300μ. και τα συντάγματά της σε απόσταση 400μ., προκειμένου να μπορούν να
διαβούν τους γηλόφους με σχετική ευκολία. Και εδώ παρατηρείται η πρώτη δυσκολία
που συνάντησε το Πεζικό στη μάχη αυτή. Τα συντάγματα των μεραρχιών προέλαυναν
προς τον εχθρό εντελώς ακάλυπτα από το φίλιο Πυροβολικό και εντελώς εκτεθειμένα
στα πυρά του αντιπάλου8. Αυτού του είδους οι ασυγχρόνιστες κινήσεις μεταξύ
Πυροβολικού και Πεζικού, στοίχησαν πολλές ζωές στα πεδία των μαχών και στους δύο
Βαλκανικούς Πολέμους που οφείλονταν κυρίως στις διαταγές του Γενικού Στρατηγείου.

Εικόνα 2. Η Μάχη του Σαρανταπόρου. Στον χάρτη απεικονίζονται οι κινήσεις του Ελληνικού
Στρατού και το σχέδιο για την περικύκλωση του εχθρού.
                                                            
7
 Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 92 
8
 Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 100‐102 

  11
12 
 

Καθώς όλες οι μεραρχίες πλησίαζαν στις προκαθορισμένες τοποθεσίες και


ετοιμάζονταν να επιτεθούν στον εχθρό, τα τμήματα του Πεζικού άρχισαν να
αποκλίνουν μεταξύ τους και συχνά να περιπλέκονται σε βαθμό που να απειλείται η
συνοχή των μεραρχιών. Μέσα σε αυτή τη σύγχυση το απόσπασμα των Ευζώνων του
Κωνσταντινόπουλου κατέλαβε το χωριό Λιβάδι και συνέχισε μαζί με τη I Μεραρχία.
Την ίδια ώρα η II Μεραρχία αναγκάστηκε να ακολουθήσει πορεία μέσα από ανώμαλο
έδαφος χωρίς καμία φυσική προστασία και με τη σειρά της διαιρέθηκε σε μικρότερες
φάλαγγες διατηρώντας τον σχηματισμό αυτό. Ωστόσο, η πορεία της έγινε πιο
δύσκολη, καθώς άρχισε να δέχεται εχθρικά πυρά, όπως και όλες οι επιτιθέμενες
μεραρχίες και όλο το Πεζικό αναγκάστηκε να πέσει στο έδαφος για κάλυψη καθώς
άρχισε να βάλει το εχθρικό πυροβολικό. Το παραπάνω γεγονός ήταν και αποτέλεσμα
ασυνεννοησίας, που οδήγησε στον αποδεκατισμό της πρώτης γραμμής των
επιτιθέμενων και τη προέλαση με άλματα στη συνέχεια.
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να αναφερθούμε στην ψυχολογική κατάσταση του
ελληνικού Πεζικού. Παρ’ όλο, που δεχόταν αδιάλειπτα εχθρικά πυρά και από το
εχθρικό Πεζικό και Πυροβολικό, συνέχισε να προελαύνει προς τον αντίπαλο χωρίς να
σταματά παρά μόνο για διανυκτέρευση. Ένας παράγοντας αντίθετος στη καλή
ψυχολογία των στρατιωτών ήταν οι κακές καιρικές συνθήκες και το ανώμαλο έδαφος
που είχαν να αντιμετωπίσουν. Ο καιρός στη πορεία της μάχης του Σαρανταπόρου
ήταν κυρίως βροχερός και ο κρύος αέρας που υπήρχε στη περιοχή συνέβαλαν
αποφασιστικά στην αντοχή του στρατού. Ακόμη, το έδαφος, ως επί τω πλείστον
ανώμαλο, όχι μόνο διασπούσε τη συνοχή των προελαυνόντων τμημάτων, αλλά έκανε
και το ίδιο το Πεζικό βραδυκίνητο και ευκολότερο στόχο απέναντι στον εχθρό.
Κατά τη πρώτη μέρα της μάχης (9/10/1912) δεν υπήρξε ουσιαστικά καμία μεγάλη
σύγκρουση μεταξύ ελληνικών και τουρκικών στρατευμάτων με αποτέλεσμα όλες οι
μονάδες να στρατοπεδεύσουν σε μικρή απόσταση από τις τοποθεσίες του αντιπάλου.
Το ελληνικό Πεζικό προσπαθούσε να διατηρήσει τη ψυχραιμία του από τους συνεχείς
βομβαρδισμούς του πυροβολικού και ταυτόχρονα να ανατρέψει με συχνές επιθέσεις τη
τουρκική αντίσταση χωρίς να το καταφέρει σε επαρκή βαθμό. Από τη συνολική δύναμη
του πεζικού που έλαβε μέρος στη μάχη, ξεχωριστό ρόλο είχε η IV Mεραρχία που
έκρινε και την έκβαση της μάχης. Χωρίς να έχει σαφείς οδηγίες από το Γενικό
Στρατηγείο για την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει, η μοίρα της μεραρχίας
επαφίετο στον Διοικητή της Μέραρχο Μοσχόπουλο. Ο τελευταίος αποφάσισε να
στρέψει την κίνηση της Μεραρχίας προς την έξοδο της Πόρτας και συνέχισε προς
Σέρβια, ώστε να βγει στα νώτα του εχθρού και να τον περικυκλώσει. Συναντώντας
αντίσταση από τουρκικές δυνάμεις στη πορεία για την επίτευξη του παραπάνω
στόχου, η IV Mεραρχία κατάφερε να τις απωθήσει και να συνεχίσει το έργο της9. Η
ουσιαστική αμέλεια του Γενικού Στρατηγείου να αναθέσει έναν ξεκάθαρο ρόλο στη
Μεραρχία και οι πρωτοβουλίες που πήρε ο Διοικητής της, αν αποτελούσαν
λανθασμένο συνδυασμό κινήσεων, κατάφεραν να έχουν θετικό αποτέλεσμα στην
έκβαση της μάχης. Παρόμοια περιστατικά θα παρατηρηθούν και σε επόμενες μάχες
του Ελληνικού Στρατού στους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά η ευφυΐα των ανώτερων
                                                            
9
 Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 120‐124 

  12
13 
 

αξιωματικών και η καθαρή κρίση τους στο πεδίο της μάχης απέδωσαν καλύτερα
αποτελέσματα, έστω και αν οι πράξεις τους αντέβαιναν στις διαταγές του Γενικού
Στρατηγείου.
Από τη δεύτερη κιόλας μέρα, παρατηρήθηκε μια νέα τροπή στη πορεία της μάχης.
Αν και τα θύματα των συγκρούσεων της προηγούμενης μέρας ήταν πολλά, οι
ελληνικές δυνάμεις είχαν περικυκλώσει επιτυχώς τις τουρκικές, πράγμα που
επιτεύχθηκε από τη συνεχή πίεση του ελληνικού Πεζικού και τις ενέργειες της IV
Mεραρχίας. Μέχρι το πρωί οι ελληνικές δυνάμεις πίστευαν ότι οι τουρκικές δυνάμεις
βρίσκονταν στη θέση τους. Αφότου, έστειλαν ανιχνευτές να ελέγξουν τις θέσεις του
αντιπάλου, διαπίστωσαν πως είχαν εγκαταλειφθεί10, με αποτέλεσμα τα τουρκικά
χαρακώματα του Σαρανταπόρου να πέσουν στα χέρια του ελληνικού Πεζικού και
συγκεκριμένα αποσπασμάτων της III Mεραρχίας. Κατά το υπόλοιπο της μέρας όλες οι
μεραρχίες προχώρησαν πιο μέσα στο μέτωπο και επιχείρησαν υπερφαλάγγιση των
ευρισκόμενων μάχιμων τμημάτων του εχθρού με το έδαφος και τη βροχή να
δυσκολεύουν το έργο τους.
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της IV Μεραρχίας κατάφεραν να φτάσουν στα στενά της
Πόρτας, να αποσυντονίσουν τις εκεί τουρκικές δυνάμεις και να φυλάξουν την έξοδο
των στενών. Η επιδίωξη διαφυγής των υπόλοιπων τουρκικών στρατευμάτων μέσα
από τα στενά έγινε με μεγάλη δυσκολία, με αποτέλεσμα να αφήσουν πίσω τους
σημαντικό υλικό πολέμου για το ελληνικό Πεζικό. Αυτή η κίνηση κατάφερε να
αποκόψει τις διόδους φυγής του εχθρού και να τον εγκλωβίσει εντός της περιοχής του
Σαρανταπόρου και ουσιαστικά ήταν η κίνηση που έδωσε τη νίκη στον Ελληνικό Στρατό
σε αυτή την κρίσιμη μάχη. Στη συνέχεια τα συντάγματα της IV συνέχισαν τη πορεία
τους για πλήρη εκκαθάριση του χώρου των στενών της Πόρτας και μετά από
πλευροκόπηση τουρκικών στρατιωτών που βρίσκονταν εκεί κοντά κατέλαβαν τη
Σέρβια μέσα στην ημέρα11. Μέχρι το τέλος της ημέρας, και οι υπόλοιπες μεραρχίες
άρχισαν να πλησιάζουν στο Σαραντάπορο.
Η Μάχη του Σαρανταπόρου μας έδωσε μια πρώτη εικόνα του πεζικού στους
Βαλκανικούς Πολέμους και πώς αυτό δρούσε στο πεδίο των μαχών. Το ελληνικό
Πεζικό αναγκάστηκε να πολεμήσει κάτω από αντίξοες συνθήκες με σημαντικό εμπόδιο
το ίδιο το έδαφος που δεν επέτρεπε την κίνηση του πεζικού σε προέλαση σύμφωνα με
τις τακτικές της εποχής. Αυτό συνέβαλε στη διάσπαση των διατεταγμένων δυνάμεων
και στις συχνές προσμίξεις ταγμάτων και συνταγμάτων μεταξύ των μεραρχιών. Το ίδιο
αποτέλεσμα είχαν και οι κακές καιρικές συνθήκες με τη συνεχή έντονη βροχή να
δυσχεραίνει το έργο των ελληνικών στρατευμάτων. Επιπρόσθετα, σημαντικός
αρνητικός παράγοντας με θετικά όμως αποτελέσματα ήταν και η ασυνεννοησία μεταξύ
Γενικού Στρατηγείου και μάχιμων μονάδων, όπως προαναφέρθηκε. Οι οδηγίες που
λάμβαναν οι μεραρχίες συχνά δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα ούτε
μπορούσαν να εφαρμοστούν με ευκολία. Γι’ αυτό οι κινήσεις των μεραρχιών συνήθως
γίνονταν με πρωτοβουλία των διοικητών των μεραρχιών. Με βάση το παραπάνω οι

                                                            
10
 Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 141‐142 
11
 Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 159 

  13
14 
 

πρωτοβουλίες που πήρε η IV Mεραρχία ήταν αυτές που έδωσαν ουσιαστικά τη νίκη
στον Ελληνικό Στρατό.
Στα θετικά χαρακτηριστικά του πεζικού κατά τη μάχη αυτή, ήταν σίγουρα ο
ψυχολογικός παράγοντας. Οι στρατιώτες του πεζικού, παρόλο που υπέστησαν σοκ
από τις πρώτες επιθέσεις, διατήρησαν την ψυχραιμία τους και το αγωνιστικό πνεύμα
τους στη διάρκεια της μάχης και με πολύ επιμονή κατάφεραν να επιβληθούν των
αντιπάλων τους. Τέλος, οι πρωτοβουλίες του Πεζικού και των αξιωματικών του σε
συνδυασμό με τη καλή ψυχολογία των στρατιωτών είχαν ως αποτέλεσμα την ταχύτητα
των στρατευμάτων προς τους κύριους στόχους κατάληψης με αποτέλεσμα τα ελληνικά
στρατεύματα να φτάσουν στη Κοζάνη μόλις 6 μέρες μετά την έναρξη του πολέμου.

β) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΖΙΚΟ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ


Στην πορεία τους προς τη Θεσσαλονίκη, που ήταν ο κύριος στόχος των ελληνικών
στρατευμάτων, οι ελληνικές δυνάμεις συγκρούστηκαν με τις τουρκικές κοντά στη πόλη
των Γιαννιτσών και στην ευρύτερη περιοχή της ομώνυμης λίμνης. Αρχικός σκοπός τού
Γενικού Στρατηγείου ήταν να προωθηθεί ο κύριος όγκος του στρατού προς τον Αξιό
ποταμό, βόρεια των Γιαννιτσών, με την εκτίμηση ότι δεν θα υπήρχαν εχθρικά
στρατεύματα12. Με βάση αυτή την αντίληψη, το Γενικό Στρατηγείο έδωσε διαταγές στις
μεραρχίες για τις 19/10/1912 από τη προηγούμενη μέρα. Σύμφωνα με τις οδηγίες η VI,
IV, II, και III Mεραρχία ξεκίνησαν ανατολικά προς χωριά Δαμιανό, Πενταπλάτανο,
Μεσιανό και Παραλίμνη αντίστοιχα, και προώθησαν αναγνωρίσεις προς Αξιό. Την ίδια
ώρα, δηλαδή στις 7 το πρωί, η I Mεραρχία κινήθηκε από Κρύα Βρύση και πήγε νότια
της πόλης των Γιαννιτσών, ενώ η VII Μεραρχία παρέμεινε στην περιοχή της
Αλεξάνδρειας για να παρέχει κάλυψη στο δεξιό μέρος του στρατού και να προφυλάξει
την πόλη της Βέροιας από τυχόν εχθρική επίθεση. Τέλος, το απόσπασμα Ευζώνων
του Αντισυνταγματάρχη Κωνσταντινόπουλου μεταφέρθηκε προς το χωριό Πλάτανος
για αναγνώριση και πιθανή διάβαση από τον πόρο του Λουδία. Το έδαφος και εδώ
ήταν ευνοϊκό προς τους αμυνομένους. Τα υψώματα ελαφρού υψόμετρου επέτρεπαν
διευκόλυνση των τουρκικών στρατευμάτων και τους έδιναν τη δυνατότητα να
επιτίθενται με σχετική ευκολία.
Το πρωί της 19ης Οκτωβρίου 1912, οι μεραρχίες ξεκίνησαν την προκαθορισμένη
πορεία τους, με την IV Mεραρχία να κινείται αριστερά της λίμνης, να καταλαμβάνει το
χωριό Άξος και να προχωράει προς τη κύρια τοποθεσία αντίστασης των Τούρκων
στην πόλη των Γιαννιτσών. Ταυτόχρονα, η II και III Mεραρχία δέχθηκαν πυρά στην
περιοχή της Καρυώτισσας και αναγκάστηκαν να συμπτυχτούν στο χωριό Mελίσσι. Τη
συνοχή της σύμπτυξης απείλησε η παρακινδυνευμένη καταδίωξη των τουρκικών
δυνάμεων από το 12ο τάγμα της III Mεραρχίας, αλλά σταμάτησε κι αυτό, όταν άρχισε
να βάλλεται από το εχθρικό πυροβολικό. Στο σημείο αυτό, το ΓΣ έδωσε διαταγές προς
την IV Mεραρχία να συνεχίσει προς το χωριό Πενταπλάτανο και να επιτεθεί δεξιά του
εχθρού, στη II και III να συνεχίσουν να επιτίθενται προς τα Γιαννιτσά, ενώ η VII
ανέλαβε να διαβεί το Λουδία ποταμό και να επιτεθεί στα τουρκικά στρατεύματα ενώ το

                                                            
12
 ΓΕΣ Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912‐1913,σελ. 46 

  14
15 
 

απόσπασμα Ευζώνων του Κωνσταντινόπουλου συνέχισε την προηγούμενη πορεία


του.

Εικόνα 3. Χάρτης της Mάχης των Γιαννιτσών. Εύκολα παρατηρείται η κυκλωτική πορεία που
ακολούθησε ο Eλληνικός Στρατός.

Η IV ακολούθησε το σχέδιο και ήρθε αντιμέτωπη με κύρια αμυντικά σημεία των


Τούρκων, τα οποία και κατέλαβε, βόρεια της πόλης των Γιαννιτσών. Ωστόσο, το δεξιό
τμήμα της δέχθηκε επίθεση από τουρκικές δυνάμεις, καθώς είχε μείνει ακάλυπτο από
τη βραδύτητα της II και III Mεραρχίας, αλλά αποκρούστηκε με μεγάλη επιτυχία13. Με τη
σειρά της η VII κατάφερε μέχρι το τέλος της μέρας να καταλάβει ερείσματα του εχθρού
στο χωριό Πενταπλάτανο και στάθμευσε σε κατάλληλη θέση εκεί κοντά, όπως και οι
περισσότερες δυνάμεις, σηματοδοτώντας τη λήξη της πρώτης μέρας των
συγκρούσεων.
Κατά τη δεύτερη μέρα των επιχειρήσεων, ήδη από τις πρώτες πρωινές ώρες, όλες
οι μεραρχίες άρχισαν να επιτίθενται στις τουρκικές δυνάμεις. Η VII επιτέθηκε από
βόρεια, η IV βορειοδυτικά και αιφνιδιαστικά για τον Τουρκικό Στρατό, ενώ η II και η III
από δυτικά και νότια αντίστοιχα. Καθοριστικής σημασίας ήταν η προέλαση της VII
Mεραρχίας. Πλησιάζοντας από βόρεια και κινούμενη προς ανατολικά, οι τουρκικές
δυνάμεις απέναντι στον φόβο να πλευροκοπηθούν άρχισαν να συμπτύσσονται για
γενική υποχώρηση. Αυτή η κίνηση έπεσε στην αντίληψη της II και IV Mεραρχίας και
ενέτειναν τις επιθετικές προσπάθειές τους, με αποτέλεσμα η πόλη των Γιαννιτσών να
παραδοθεί στον Ελληνικό Στρατό. Στη συνέχεια, η I έλαβε διαταγές να ξεκινήσει
καταδίωξη των εχθρικών δυνάμεων που υποχωρούσαν –κάτι που ο συνωστισμός
δυνάμεων μέσα στη πόλη δεν της το επέτρεψαν– και έτσι την αποστολή ανέλαβαν να
εκπληρώσουν σε περιορισμένο βαθμό η II και η IV Mεραρχία απωθώντας τις εχθρικές
δυνάμεις πέρα από τον Αξιό. Η VII ακολουθώντας τις διαταγές τής προηγούμενης
                                                            
13
  Γ.Ε.Σ. Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912‐1913,σελ. 49‐50 

  15
16 
 

μέρας κατέλαβε το χωριό Πλατύ και τη σιδηροδρομική γέφυρα και απέκρουσε τουρκική
αντεπίθεση ενώ το απόσπασμα Ευζώνων του Κωνσταντινόπουλου προχώρησε μέχρι
τον Αξιό χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Αυτές οι τελευταίες κινήσεις των στρατευμάτων
ήταν και ο επίλογος της Mάχης των Γιαννιτσών.
Συμπερασματικά, για τη νίκη στη Mάχη των Γιαννιτσών μπορούμε να πούμε πως το
Πεζικό ήταν και πάλι πρωτοστάτης. Τα Γιαννιτσά καταλήφθηκαν χάρη στην ταχύτητα
των μεραρχιών και την πίεση που άσκησε το Πεζικό στα εχθρικά τμήματα που
υπεράσπιζαν. Μάλιστα η ταχύτητα με την οποία έδρασαν οι ελληνικές δυνάμεις
αιφνιδίασαν τον εχθρό, έχοντας ως συνέπεια η άμυνά του είτε να καμφθεί εύκολα είτε
να χωλαίνει σε κάποια σημεία. Επίσης, παρατηρείται μια κοινή γραμμή επιθετικού
σχεδίου μεταξύ ΓΣ και μαχόμενων μεραρχιών. Οι διαταγές που δόθηκαν
εφαρμόστηκαν πλήρως από το Πεζικό και τους διοικητές του, οδηγώντας σε μια νίκη
που και λόγω του εδάφους είχε περιορισμένο αριθμό θυμάτων. Στα αρνητικά
χαρακτηριστικά του πεζικού, σχετικά με τη απόδοσή του στη μάχη αυτή, ήταν το
εύθραυστο ηθικό του. Η κούραση και η συνεχής πίεση προερχόμενη και από
προηγούμενες μάχες, είχαν ως συνέπεια να κάμπτεται το ηθικό του πολύ εύκολα.

γ) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΖΙΚΟ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ


Σε αυτό το σημείο θα μεταφερθούμε στο μέτωπο της Ηπείρου για να
παρακολουθήσουμε το Πεζικό και στο μέτωπο αυτό, αλλά και στη δυναμικότητα που
έχει όταν τίθεται θέμα κυρίευσης μιας σημαντικής πόλης όπως αυτής των Ιωαννίνων
και όχι όταν βρίσκεται στο μέτωπο σε ένα πεδινό χώρο και οδηγείται αναπόφευκτα σε
σύγκρουση με έναν διατεταγμένο αντίπαλο. Το ΓΣ αποφάσισε στις 15/2/1913 ότι η
κύρια επίθεση θα γινόταν στο δυτικό τμήμα της οχυρωμένης τοποθεσίας των
Ιωαννίνων, με σκοπό να υπερκεράσει το οχυρό Μπιζάνι από τα δυτικά μέχρι το πρωί
της 20ής Φεβρουαρίου. Κατόπιν, θα εκδήλωνε μετωπική επίθεση ενώ στον κεντρικό
και ανατολικό τομέα το Πυροβολικό θα αποσπούσε την προσοχή των τουρκικών
δυνάμεων14. Οι ελληνικές δυνάμεις πεζικού σε αυτή τη μάχη αποτελούνταν από τις
μεραρχίες II, IV, VI και VIII, τη μικτή ταξιαρχία Μετσόβου και τα αποσπάσματα
Αχέροντα, Πρέβεζας και Χειμμάρας. Οι παραπάνω δυνάμεις έδιναν ένα σύνολο 51
ταγμάτων, τα οποία αποτελούσαν το Β΄ Σώμα Στρατού και ήταν διαιρεμένο σε τρεις
φάλαγγες που είχαν στόχο την επίθεση απέναντι σε οχυρωμένα υψώματα. Στις
Μεραρχίες II, VIII, και VI είχε ανατεθεί να απασχολήσουν το κεντρικό και ανατολικό
τουρκικό μέτωπο με την υποστήριξη του Πυροβολικού ενώ η ταξιαρχία Μετσόβου θα
μετείχε στη γενική επίθεση κατά των Ιωαννίνων.
Η επίθεση ξεκίνησε το πρωί της 20ής Φεβρουαρίου με την 3η Φάλαγγα να επιτίθεται
αιφνιδιαστικά ανατρέποντας τουρκικά τμήματα, καταλαμβάνοντας σημαντικά χωριά και
εφοδιαζόμενη με επιπλέον πολεμικό υλικό που άφησαν τα εχθρικά στρατεύματα. Με
τη σειρά της η 2η Φάλαγγα επιτέθηκε έχοντας ως εμπροσθοφυλακή το 1ο Σύνταγμα
Ευζώνων και κατέλαβε καίρια υψώματα και χωριά. Όταν πληροφορήθηκε τη δράση
της 3ης Φάλαγγας ενέτεινε την επίθεσή της προς τα Ιωάννινα και απώθησε τα εχθρικά
στρατεύματα που άρχιζαν να υποχωρούν προς όλες τις κατευθύνσεις. Στον ίδιο χρόνο,
                                                            
14
 ΓΕΣ Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912‐1913,σελ. 176‐177 

  16
17 
 

η 1η φάλαγγα κινήθηκε επιτιθέμενη προς τρεις κατευθύνσεις με σκοπό να καταλάβει τα


υψώματα Μεγάλη Ράχη, Προφήτης Ηλίας και Καστρί. Παρ’ όλη τη αντίσταση που
συνάντησαν, κατάφεραν με τη ξιφολόγχη να καταλάβουν τα προαναφερθέντα
υψώματα.

Εικόνα 4. Χάρτης της Μάχης των Ιωαννίνων. Διακρίνονται οι κινήσεις των ελληνικών
στρατευμάτων.

Στη συνέχεια, η II Mεραρχία κατάφερε να φτάσει μέχρι τα χαρακώματα του Oχυρού


Μπιζανίου. Η πορεία της όμως ανακόπηκε λόγω του ανώμαλου εδάφους και του
καταιγισμού πυρών από τα τουρκικά τμήματα. Από τη άλλη οι VIII και VI Mεραρχίες
επιτέθηκαν σε συνδυασμό με την ταξιαρχία Μετσόβου και κατάφεραν να φτάσουν
500μ. μακριά από τα χαρακώματα των Τούρκων, αφού κατέλαβαν τα χωριά Δρίσκο
και Δαφνούλα15, τελειώνοντας τη πρώτη μέρα των επιχειρήσεων και έχοντας
απωθήσει σε μεγάλο βαθμό τα τουρκικά αμυνόμενα στρατεύματα προς τα Ιωάννινα.
Το ΓΣ εξέδωσε διαταγές προς όλα τα σώματα στις 10.00 το βράδυ της ίδιας μέρας που
ήταν επιθετικής φύσης και συνέχιση της έντασης της πίεσης των Τούρκων. Ωστόσο,
στις 11.00 η ώρα δύο Τούρκοι αξιωματικοί με τη συνοδεία του Επισκόπου Δωδώνης
πλησίασαν το ελληνικό στρατόπεδο κομίζοντας το έγγραφο παράδοσης της πόλης,

                                                            
15
  Γ.Ε.Σ. Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912‐1913,σελ. 179 

  17
18 
 

καθώς ο αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων δεν ήθελε να χυθεί κι άλλο αίμα16.Έτσι, τα
Ιωάννινα παραδόθηκαν σε ελληνικά χέρια στις 22/2/1913 που είναι και ημέρα
εορτασμού της πόλης.

Η Μάχη των Ιωαννίνων δεν διήρκησε πολύ ούτε είχε μεγάλες απώλειες για τις
δυνάμεις του πεζικού. Οι τακτικές κινήσεις και όπως αυτές εφαρμόστηκαν από τις
εμπόλεμες δυνάμεις χαιρετίστηκαν από τις αγγλικές δυνάμεις ως θρίαμβος. Πράγματι,
η τακτική του αντιπερισπασμού και της συνεχούς πίεσης των τουρκικών στρατευμάτων
από το ελληνικό πεζικό είχε ως αποτέλεσμα ο εχθρός να οπισθοχωρεί συνεχώς και η
μάχη να κερδηθεί με περισσότερη ευκολία από άλλες μάχες. Στο σημείο αυτό πρέπει
να αναφερθούμε στο ίδιο το Πεζικό. Από θέμα τακτικής το πεζικό ενήργησε με βάση τις
διαταγές που του είχαν δοθεί. Όμως, χρειάστηκε το ίδιο το πεζικό να έχει υψηλό ηθικό
και αγωνιστικό πνεύμα για να επιτευχθεί αυτού του είδους η νίκη. Αυτό αποδείχθηκε
από την επιμονή της επιθετικής δραστηριότητας που έδειξε παρά την ισχυρή τουρκική
άμυνα και το ανώμαλο έδαφος που δυσκόλευε το έργο του. Επίσης, η μάχη αυτή ήταν
μάχη που κερδήθηκε με αιφνιδιασμό. Η αστραπιαία θα λέγαμε κίνηση του πεζικού και
η γρήγορη κατάληψη των γύρω υψωμάτων και χωριών ενίσχυσε το ηθικό των
ελληνικών δυνάμεων και έκαμψε αυτό των Τούρκων.

δ) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΖΙΚΟ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ-ΛΑΧΑΝΑ


Η μάχη του Κιλκίς-Λαχανά αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες μάχες των Βαλκανικών
Πολέμων και ταυτόχρονα είναι η μεγαλύτερη μάχη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου. Η
ρήξη μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας που υπήρχε από τον Α΄ Βαλκανικό εξερράγη και
εκδηλώθηκε με μορφή πολέμου. Πριν προχωρήσουμε όμως στην ανάλυση της μάχης
και τον πολύ σημαντικό ρόλο που είχε το Πεζικό, πρέπει να αναφερθούμε σε κάποιες
λεπτομέρειες αποφασιστικής σημασίας για τον Ελληνικό Στρατό, που θα μας
βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα τη νίκη των ελληνικών στρατευμάτων.
Ο Ελληνικός Στρατός συγκεντρώθηκε στην Κεντρική Μακεδονία, ενώ το ΓΣ
μεταφέρθηκε από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Σε σύγκριση με τον προηγούμενο
πόλεμο, ο στρατός πλέον αριθμεί διπλάσιες δυνάμεις δηλαδή 200.000 άνδρες
περίπου. Σε αυτή την αύξηση συνέβαλε ο απόδημος ελληνισμός με τη μορφή
εθελοντών, που αποτελούσε το 1/3 των ανδρών και είχε ως αποτέλεσμα οι μεραρχίες
να είναι και πάλι ολοκληρωμένες και να δημιουργηθεί και μια καινούργια, η X
Mεραρχία. Ακόμη, χάρη στις αυξημένες δυνάμεις άλλαξε και η δομή του στρατού. Η
δύναμη πλέον των λόχων αυξήθηκε σε 400 άνδρες, οι λόχοι ανά τάγμα έγιναν από 3
σε 4 ενώ και τα συντάγματα έκαναν το ίδιο με τα τάγματα. Η ψυχολογία του Πεζικού
ήταν επίσης σε πολύ καλή κατάσταση. Ο Eλληνικός Στρατός ήταν αποφασισμένος να
πολεμήσει με μεγάλη αυτοπεποίθηση παρ’ όλο που σημειώνονταν τάσεις φυγής από
στρατιώτες που είχαν ήδη πολεμήσει17.

Το ΓΣ έδωσε διαταγές στις μεραρχίες για δημιουργία αμυντικής γραμμής 10 χλμ. που
ξεκινούσε από τη Γευγελή, συνδεόταν με τη σερβική μεθοριακή γραμμή, κάλυπτε τη
Θεσσαλονίκη περνώντας από τη λίμνη Λαγκαδά και Βόλβης και κατέληγε ανατολικά

                                                            
16
 ΓΕΣ Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912‐1913,σελ. 179 
17
 Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 224‐226 

  18
19 
 

στον κόλπο του Σταυρού. Δια μήκους της γραμμής αυτής στήνονταν οχυρωματικά
έργα, όπως επίσης προφυλακές μάχης και αποσπάσματα προκάλυψης.

Εικόνα 5. Η παράταξη των ελληνικών δυνάμεων έναντι των βουλγαρικών


πριν ξεκινήσει η μάχη.

Ξεκινώντας από αριστερά, παρατάχθηκε πρώτη η νεοσυσταθείσα X Mεραρχία και


ακολούθησαν με κατεύθυνση προς τα δεξιά η III,V,IV,VI,I που τοποθετήθηκαν
ανάμεσα στις δύο λίμνες και τέλος η VII που βρισκόταν κοντά στον κόλπο του
Σταυρού. Μόνο η II βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, για να αποτρέψει εχθρικές κινήσεις
των βουλγαρικών πληθυσμών εκεί. Εδώ, πρέπει να αναφερθούμε στη μορφολογία του
εδάφους που διευκόλυνε το έργο του ελληνικού Πεζικού. Η γραμμή άμυνας
προεκτεινόταν από τον Αξιό ως τον Στρυμόνα, διακοπτόταν από τέσσερις λίμνες που
επέτρεπαν την εξοικονόμηση δυνάμεων και τη διευκόλυνση οχυρώσεων, ενώ
προφυλασσόταν και η διάβαση από το Δερβένι προς τη Θεσσαλονίκη18.

Επιπρόσθετα, η τακτική του σχεδίου από το ΓΣ είχε γίνει με πολύ έξυπνο τρόπο. Οι
μεραρχίες θα τοποθετούσαν προφυλακές μάχης που θα αναλάμβαναν να
ειδοποιήσουν την υπόλοιπη μεραρχία σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης, κατόπιν θα
ενσωματώνονταν στη μεραρχία, η οποία θα έδινε και την κύρια μάχη, ενώ η μεραρχία
θα αναλάμβανε να ελέγχει τις κινήσεις και τις προωθήσεις του αντιπάλου με απώτερο
σκοπό να του αντισταθούν και να τον επιβραδύνουν. Από αυτό το σχέδιο, εύκολα
εξάγεται το συμπέρασμα ότι το ελληνικό σχέδιο ήταν αμυντικό και είχε ως στόχο την

                                                            
18
  Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 235 

  19
20 
 

αναμονή της επίθεσης του αντιπάλου, για την εκδήλωση αντεπίθεσης σε άλλο σημείο
του μετώπου. Όμως, η δυσκολία επίτευξης του σχεδίου, λόγω ανεπάρκειας εφεδρικών
τμημάτων, ανάγκασε το ΓΣ να εκδίδει διαταγές σε ημερήσια διάταξη, χωρίς μακρά
προοπτική19. Σε συνδυασμό με το παραπάνω και με τη σταδιακή εξέλιξη της μάχης, οι
μέραρχοι αρκετές φορές παρέκκλιναν των οδηγιών του ΓΣ και έδρασαν με τέτοιο
τρόπο, ώστε το αποτέλεσμα να είναι λιγότερο επιζήμιο για τον Ελληνικό Στρατό.

Η μάχη ξεκίνησε στις 18/6/1913, μετά από βουλγαρικές μικροεπιθέσεις την


προηγούμενη μέρα. Διατάχθηκε προώθηση του ελληνικού Πεζικού μέσω των
μεραρχιών, με τις Mεραρχίες II,IV,V,III και X να προελαύνουν προς την οχυρωμένη
τοποθεσία του Κιλκίς και αποβλέποντας και προς τα δυτικά υψώματα του Λαχανά.
Όλη η επιθετική κίνηση των Mεραρχιών λειτουργούσε ακτινωτά προς το Κιλκίς. Σε
αυτό το κομμάτι το ελληνικό σχέδιο προέβλεπε για το Πεζικό την προσέγγιση του
αντιπάλου όσο γίνεται περισσότερο, στη συνέχεια την επίθεση με ξιφολόγχη, πάλη
σώμα με σώμα με τον αντίπαλο και τέλος την καταδίωξη του ηττημένου. Αυτό το
σχέδιο βασιζόταν στη πυκνότητα των δυνάμεων του επιτιθέμενου και τη μαζικότητά
του, έχοντας ως συνέπεια την αχρήστευση οποιουδήποτε άλλου σχεδίου
περικύκλωσης, όπως είχε γίνει στο παρελθόν. Η περικύκλωση, ως τακτική,
χρησιμοποιήθηκε μεμονωμένα από μεράρχους που δεν είχαν ξεκάθαρες οδηγίες.

Τη μάχη ξεκίνησε η κινητοποίηση της X Mεραρχίας και ακολούθησαν και οι


υπόλοιπες μεραρχίες με τη σταδιακή προέλασή τους στο εχθρικό έδαφος. Στην πορεία
γίνονταν αντιληπτές από τις βουλγαρικές δυνάμεις και συνέχιζαν την προέλαση και την
ανάπτυξη για μάχη με την κάλυψη του Πυροβολικού. Τα συντάγματα των μεραρχιών
κατέλαβαν στην πορεία τους χωριά, αλλά σιγά-σιγά η προέλασή τους άρχισε να γίνεται
πιο δύσκολη καθώς δέχονταν τα συνεχή πυρά του εχθρικού Πεζικού και Πυροβολικού.
Το Πεζικό, σε αυτή τη κατάσταση, επέδειξε μεγάλη επιμονή και αντοχή, σε τέτοιο
βαθμό μάλιστα που χάρις στη δική του προέλαση ανέκοψε τη δράση του εχθρικού
Πυροβολικού καταλαμβάνοντας εχθρικά υψώματα. Σταδιακά, κατά τη διάρκεια της
προώθησης των ελληνικών μεραρχιών, η μια μεραρχία βοηθούσε την άλλη και έκλεινε
τα κενά που υπήρχαν μεταξύ τους. Η αντίσταση που συνάντησαν ήταν ισχυρή αλλά
αυτό δεν σταμάτησε τις δυνάμεις του πεζικού από το να πετύχουν τον στόχο τους. Αν
και επιτίθεντο κυρίως με ξιφολόγχη, κατάφεραν να καταλάβουν υψώματα και να
καταδιώξουν το εχθρικό Πεζικό για δύο ώρες περίπου, κάνοντας το σύνολο του
Βουλγαρικού Στρατού να συμπτυχθεί στη δεύτερη γραμμή άμυνας που βρισκόταν πιο
κοντά στην πόλη20.Βλέποντας πως υπάρχει κίνδυνος διάρρηξης της επιθετικής
γραμμής, το ΓΣ έστειλε τη II Mεραρχία στην τοποθεσία ανάμεσα στη IV και VI αριστερά
και δεξιά αντίστοιχα. Στον ίδιο χρόνο, η VI άρχισε την επίθεσή της εναντίον των
βουλγαρικών δυνάμεων με άξονα τον δρόμο προς τις Σέρρες.

Την επομένη (19/6/1913) η I και η VII ξεκίνησαν την προέλασή τους και κατέλαβαν
και άλλα υψώματα, απωθώντας περαιτέρω τις εχθρικές δυνάμεις και κάμπτοντας

                                                            
19
  Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 238‐239 
20
  Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 322 

  20
21 
 

οποιαδήποτε αντίσταση συναντούσαν. Εν τω μεταξύ, την επόμενη μέρα, η X


εξασφάλισε την προστασία της αριστερής της πλευράς, που ήταν και η αριστερή
πλευρά όλης της ελληνικής παράταξης, και προέλασε προς το Κιλκίς. Το ίδιο έκανε και
η III που κατέλαβε κι άλλα υψώματα και κράτησε απασχολημένο τον αντίπαλο για να
μπορέσει να κάνει έφοδο η V αργότερα. Οι παραπάνω κινήσεις κατάφεραν να
απωθήσουν κι άλλο τα βουλγαρικά στρατεύματα στην τελευταία αμυντική τους
τοποθεσία21.

Κατά το απόγευμα της ίδιας μέρας, το ΓΣ έδωσε μια διαταγή που εξέπληξε τους
μεράρχους: ζήτησε από τις μεραρχίες III,IV,V, και II να καταλάβουν το Κιλκίς εντός της
μέρας. Οι διοικητές, χωρίς να καταλαβαίνουν τη βιασύνη του ΓΣ, δήλωσαν απροθυμία,
καθώς ήταν ως επί το πλείστον απροετοίμαστες και ανοργάνωτες. Μόνο η IV δήλωσε
ότι θα υποστηρίξει την V και τη II, αν αυτές εκδήλωναν επίθεση. Σχετικά με την
επίθεση της II Mεραρχίας θα αναφερθούμε εκτενέστερα παρακάτω. Προς το παρόν
όλες οι μεραρχίες συνέχισαν να επιτίθενται κατά των βουλγαρικών δυνάμεων. Η V
προχώρησε προς βορρά και κυρίευσε το χωριό Κρηστώνα και τη σιδηροδρομική
γραμμή του. Με παρόμοιο τρόπο έδρασαν και η II και IV Mεραρχία. Την ίδια στιγμή η
VI προέλασε προς Ξυλόπολη και τα συντάγματά της αντιλήφθηκαν ότι οι Βούλγαροι
είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους και το ευζωνικό σύνταγμα αποφάσισε να αποσχιστεί
για να κυνηγήσει τους υποχωρούντες Βουλγάρους. Στη πορεία του κατάφερε να
καταλάβει το παραπάνω χωριό δρώντας εκτός της μεραρχίας του και συνέχισε προς
Λαχανά. Τις ίδιες περίπου κινήσεις ακολούθησε και η I Mεραρχία που έφτασε στα
χαρακώματα των εχθρικών δυνάμεων του Λαχανά, ενώ η VII κατέλαβε το χωριό
Νιγρίτα.

Το βράδυ προς ξημερώματα της 21ης Ιουνίου, και ενώ οι υπόλοιπες μεραρχίες είχαν
αρνηθεί να επιτεθούν λόγω τεχνικών δυσκολιών, η II αποφάσισε να επιτεθεί αφού
πέρασε πρώτα τον Γαλλικό ποταμό. Μόλις έγινε αυτό, πήραν επιθετική διάταξη για
προσβολή αμυντικής βουλγαρικής γραμμής στις ανατολικές παρυφές της πόλης. Το
ελληνικό Πεζικό ήρθε αντιμέτωπο με χαρακώματα στον δρόμο προς Κιλκίς και αφού
πρόβαλε αντίσταση στη δεύτερη γραμμή άμυνας των βουλγάρων, προχώρησε προς
την 3η γραμμή όπου και σταμάτησε από τα εχθρικά πολυβόλα. Για λίγο η επίθεση
κάμφθηκε, αλλά όταν άρχισε να βάλλει το φίλιο Πυροβολικό ξανάρχισε συναντώντας
μεγάλη αντίσταση. Τελικά οι βουλγάρικες δυνάμεις άρχισαν να εγκαταλείπουν τις
θέσεις τους και το Πεζικό ενέτεινε τις προσπάθειές του. Μέχρι τις 10.00 το πρωί ο
Στρατηγός Καλλάρης, ο Διοικητής της Μεραρχίας, ανήγγειλε νίκη και άνοιξε ο δρόμος
προς την κατάληψη του Κιλκίς22. Η μόνη Μεραρχία που συνέβαλε σε αυτή την
επιθετική προσπάθεια της II ήταν η IV που έλαβε διαταγές ανασύνταξης αφού θα είχε
καταληφθεί το Κιλκίς.

Εφόσον, οι κινήσεις της II Mεραρχίας είχαν καταλυτικό χαρακτήρα για την κυρίευση
του Κιλκίς, η V Mεραρχία πίεσε τις τελευταίες δυνάμεις των Βουλγάρων και τους

                                                            
21
 Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 352‐357 
22
 Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 394‐395 

  21
22 
 

καταδίωξε μέσα από την πόλη, η δε III κέρδισε έδαφος και εν τέλει έφτασε στο Κιλκίς,
ενώ η X μόλις πληροφορήθηκε ότι το Κιλκίς βρίσκεται σε ελληνικά χέρια, έλαβε οδηγίες
να εξακριβώσει τη θέση των υποχωρούντων εχθρών και να προχωρήσει στην
καταδίωξή τους. Στο σημείο αυτό και έχοντας να αντιμετωπίσει μόνο μικρά
αποσπάσματα του εχθρού το ελληνικό Πεζικό είχε καταφέρει έναν μεγάλο θρίαμβο
που ήταν η κατάληψη του Κιλκίς.

Ωστόσο, η μάχη δεν είχε ολοκληρωθεί πλήρως. Η I και VI Mεραρχία είχαν στείλει
περίπου το 1/3 των συνολικών τους δυνάμεων για ενίσχυση της πόλης του Κιλκίς. Η
προέλασή τους είχε αναχαιτιστεί λόγω των συνεχών εχθρικών πυρών και αποφάσισαν
να κάνουν ένα κοινό απόσπασμα προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον αντίπαλο. Η
κίνηση αυτή έγινε αντιληπτή από τους Βουλγάρους αλλά εκλήφθηκε ως γενική
υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων και δοκίμασαν αργότερα να επιτεθούν με
κίνδυνο να καταρρεύσει όλο το δεξιό τμήμα της ελληνικής παράταξης, καθώς το 5ο
σύνταγμα δεν είχε αρκετές εφεδρείες. Σε αυτό το σημείο και καθώς πολλοί στρατιώτες
του πεζικού άρχισαν να υποχωρούν, ο Υπολοχαγός Νικόλαος Πλαστήρας πήρε την
κατάσταση στα χέρια του και με τη βοήθεια του πυροβολικού και των υπόλοιπων
δυνάμεων που επέστρεψαν από το Κιλκίς κατάφερε να απωθήσει τους αντιπάλους δια
της λόγχης. Αυτό έδωσε χρόνο στο Πυροβολικό να δράσει και να ολοκληρωθεί η
σύμπτυξη των μεραρχιών όπως αναφέραμε. Στις 3.00 το μεσημέρι της 21ης Ιουνίου το
ελληνικό Πεζικό άρχισε την επίθεσή του με ξιφολόγχη και καθήλωσε τον αντίπαλο στα
ορύγματά του, ο οποίος με τη σειρά του άρχισε να εγκαταλείπει τις θέσεις του. Τα
ελληνικά στρατεύματα συνέχισαν την καταδίωξή τους και σταμάτησαν μόνο όταν ο
Λαχανάς βρέθηκε εξολοκλήρου σε ελληνικά χέρια.

Συνοπτικά, για τη Μάχη του Κιλκίς-Λαχανά μπορούμε να πούμε πως το Πεζικό


κατάφερε να είναι πιο αποτελεσματικό από τις προηγούμενες μάχες που έδωσε. Κατά
κύριο λόγο, έδωσε τη μάχη αποκλειστικά με την ξιφολόγχη, μια κίνηση που
επιτρεπόταν χάρις στη μαζικότητα που είχε και στη πυκνότητά του. Επίσης, το Πεζικό
σε αυτή τη μάχη έδειξε ένα πρωτοφανές αγωνιστικό πνεύμα και θέληση για να
υπερισχύσει του αντιπάλου. Εκτός από μερικές περιπτώσεις, επιτέθηκε χωρίς να
διστάζει και επιδόθηκε σε μάχη σώμα με σώμα με αξιέπαινο ζήλο. Πρέπει να
σημειώσουμε πως καταλύτης σε αυτή τη μεγάλη νίκη ήταν και οι πρωτοβουλίες των
διοικητών των τμημάτων, που αποφάσιζαν με βάση την εξέλιξη της μάχης ποια θα
ήταν η πορεία τους, αγνοώντας αρκετές φορές τις διαταγές του ΓΣ και πράττοντας
σύμφωνα με την κρίση τους. Αυτή η τακτική οδήγησε, όσο παράξενο και αν ακούγεται,
στην αποφυγή μεγάλων αριθμών θυμάτων. Τέτοιες παρακινδυνευμένες κινήσεις έγιναν
και από μικρότερα τμήματα του στρατού, όπως λόχους, αλλά χωρίς δυσάρεστα
αποτελέσματα.

ε) ΟΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ ΣΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ


Οι ελληνικές απώλειες κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους διαφέρουν από επιχείρηση
σε επιχείρηση και από τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο στον Β΄. Ωστόσο, παρ’ όλες τις
μεγάλες απώλειες που παρατηρούνται στη διάρκεια αυτών των πολέμων, οι
Βαλκανικοί Πόλεμοι δεν ανήκουν στους φονικότερους πολέμους της σύγχρονης

  22
23 
 

ελληνικής ιστορίας. Τη θέση αυτή κατέχει ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος (1946/49) με


περίπου 60.000 νεκρούς. Στους Βαλκανικούς Πολέμους ο συνολικός αριθμός των
νεκρών ανέρχεται στις 10.000 περίπου συμπεριλαμβανομένων και αυτών που
απεβίωσαν αφού είχε τελειώσει η μάχη.
Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού που εμπεριέχουν και του Πεζικού διαφέρουν
ανάλογα με την πολεμική επιχείρηση. Έτσι, στην περίπτωση του μετώπου της
Μακεδονίας στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, έχουμε 763 αξιωματικούς και οπλίτες νεκρούς
και 3.670 τραυματίες, τις λιγότερες απώλειες στο σύνολο και των δύο πολέμων, με τον
ελιγμό της IV Mεραρχίας και την κυκλωτική κίνηση που έκανε ως κύριο αίτιο. Στο
μέτωπο της Ηπείρου οι νεκροί ανήλθαν στους 1.611, ενώ οι τραυματίες μαζί με τους
παγόπληκτους αριθμούν τους 5.683 άνδρες. Εδώ ο αριθμός των απωλειών είναι
σαφώς αυξημένος, γεγονός που βασίζεται στη μετωπική επίθεση που σχεδίασε και
πραγματοποίησε το ΓΣ κατά της πόλης των Ιωαννίνων και των οχυρωμένων
τοποθεσιών περιφερειακά της πόλης. Τέλος, στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο
παρατηρούνται οι μεγαλύτερες απώλειες των Βαλκανικών Πολέμων που οφείλονται
και στη μαζικότητα του Πεζικού και στην πυκνή επίθεση που διεξήχθη. Έτσι, στο
Μακεδονικό μέτωπο έχουμε 5.851 τραυματίες και το μεγάλο ποσό των 23.847
τραυματιών23.

Συμπερασματικά, ο Ελληνικός Στρατός και ειδικότερα το ελληνικό Πεζικό, κατέβαλε


σημαντικό φόρο αίματος, σε πρωτόγνωρο μάλιστα βαθμό, για τα ελληνικά δεδομένα,
ως τότε. Πιο απλά το Πεζικό ήταν η πιο μάχιμη μονάδα που έκανε τις περισσότερες
θυσίες στα πεδία των μαχών, οι οποίες απέδωσαν στον τελικό σκοπό που ήταν η
επιβολή επί του αντιπάλου. Δυστυχώς, σε αρκετές περιπτώσεις, δόθηκε έμφαση στη
μαζική επίθεση του Πεζικού παρά στην έμπρακτη εφαρμογή τακτικής που θα
βοηθούσε ώστε ο αριθμός των απωλειών να κρατηθεί στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό
οφειλόταν στην επιμονή του ΓΣ να ακολουθήσει την παραπάνω τακτική, την οποία
αρνήθηκαν να ακολουθήσουν οι διοικητές των μεραρχιών και των επιμέρους τμημάτων
τους, με στόχο να προφυλάξουν τα στρατεύματά τους από άσκοπες απώλειες.

4. ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ

Ανάμεσα στα καθήκοντα του Πεζικού δεν ήταν μόνο η εμπλοκή με τον εχθρό στο
πεδίο της μάχης. Το Πεζικό αποτελούνταν πρώτα πρώτα από άνδρες σε παραγωγική
ηλικία που σημαίνει πως ήταν φθηνό εργατικό δυναμικό. Επιπρόσθετα, ο στρατός την
εποχή εκείνη αποτελούσε την κύρια κατασκευαστική μονάδα του κράτους, καθώς
συγκέντρωνε και αρκετούς επιστήμονες, ειδικά στον τομέα του Πυροβολικού. Έτσι, ο
στρατός και ειδικά το Πεζικό έφτιαχνε τα οχυρωματικά έργα στο πεδίο της μάχης και
ήταν υπεύθυνο για την ανακατασκευή κατεστραμμένων γεφυρών και λοιπών έργων
που θα διευκόλυναν το έργο του στρατού.

Πιο συγκεκριμένα, για τις παραπάνω εργασίες υπήρχε το σώμα των σκαπανέων, το
οποίο αναλάμβανε τα κατασκευαστικά έργα, όπως επίσης και το δύσκολο έργο της

                                                            
23
 ΓΕΣ Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912‐1913,σελ. 265 

  23
24 
 

περισυλλογής τραυματιών και ταφής των νεκρών24. Ακόμη, υπήρχε το τμήμα των
μηχανικών που αναλάμβανε να επισκευάζει τις μηχανές των οχημάτων σε περίπτωση
βλάβης και τη συντήρησή τους. Ταυτόχρονα, το τμήμα των μηχανικών είχε την
επίβλεψη των πυροβόλων όπλων και τη σωστή λειτουργία τους. Στο σημείο αυτό θα
ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε και το ιατρικό τμήμα του Πεζικού. Το τμήμα αυτό
αποτελούνταν από ιατρούς και νοσηλευτές και ήταν υπεύθυνο να φροντίζει τραυματίες
και αρρώστους με τα λιγοστά μέσα της εποχής. Ειδικά στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο,
όπου οι απώλειες ήταν μεγαλύτερες, το ιατρικό τμήμα κατέβαλε υπεράνθρωπες
προσπάθειες για να σώσει αυτούς που είχαν τραυματιστεί στα πεδία των μαχών και να
σώσει όσους κινδύνευαν να πεθάνουν. Ένα ακόμη σημείο που πρέπει να σταθούμε
σχετικά με το έργο του Πεζικού ήταν και η αναδιανομή των τροφίμων στα στρατεύματα
καθώς και η επιβολή του νόμου στα χωριά και στις πόλεις που είχαν περιέλθει στα
ελληνικά χέρια.

Γενικά, το Πεζικό δεν συνεισέφερε μόνο στην αντιμετώπιση του εχθρού και την
απώθησή του από τις ελληνικές περιοχές. Βρισκόταν, με διάφορες μορφές, και στην
υποστήριξη του κύριου στρατεύματος και παρείχε βοήθεια με οποιαδήποτε μορφή
ήταν αναγκαία. Είναι δύσκολο να φανταστούμε τη λειτουργία και αποτελεσματικότητα
του στρατού αν το Πεζικό δεν μπορούσε να κατασκευάσει γέφυρες, αν δεν υπήρχαν
γιατροί για τους τραυματίες στα πεδία των μαχών ή η απαραίτητη βοήθεια για τις
μηχανικές βλάβες, όταν αυτή χρειαζόταν.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το Πεζικό αποτέλεσε τη σημαντικότερη μονάδα του στρατού στους Βαλκανικούς


Πολέμους, όπως έχουμε ήδη αναφέρει. Ξεκινώντας από τα όπλα που
χρησιμοποιήθηκαν από το Πεζικό και από εκεί περνώντας στη πορεία του Πεζικού
από την αρχαιότητα ως σήμερα καταδείξαμε τον σημαντικό ρόλο που είχε το Πεζικό
στον πόλεμο.

Στο κύριο κομμάτι της ανάλυσης που αφορούσε την απόδειξη της συμβολής του
Πεζικού στους Βαλκανικούς Πολέμους αναφερθήκαμε σε μεγάλες μάχες που έλαβαν
χώρα και στους δύο πολέμους και τη δράση του Πεζικού σε αυτές. Αναλυτικότερα,
αποδείχθηκε, σύμφωνα με το ζητούμενο της εργασίας, ότι το Πεζικό είχε ζωτικό ρόλο
και αποφασιστικό για την τελική νίκη του Ελληνικού Στρατού στους πολέμους.
Κατάφερνε να ξεπεράσει αντίξοες συχνά συνθήκες και να νικήσει στο τέλος τον
αντίπαλο. Οι οδηγίες του ΓΣ ως επί το πλείστον αντέβαιναν στις πραγματικές
συνθήκες μάχης, αλλά οι πρωτοβουλίες των διοικητών και η σωστή εκτίμηση του
πεδίου της μάχης κατάφεραν όχι μόνο να αποδειχθούν νικηφόρες αλλά και να
γλυτώσουν τις μονάδες του Πεζικού από περαιτέρω απώλειες. Η γενναιότητα που
επέδειξε το Πεζικό στη μάχη ήταν αξιοσημείωτη ενώ η συχνή κάμψη του ηθικού δεν
εμπόδιζε τους άνδρες να εφορμούν στη μάχη με θάρρος και αυτοπεποίθηση. Επίσης,
κατέβαλε ισχυρό φόρο αίματος και θυσιών για να επιτευχθεί ο σκοπός των

                                                            
24
 Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 143‐144 

  24
25 
 

Βαλκανικών Πολέμων. Φυσικά, όπως είναι πλέον γνωστό, οι θυσίες του Πεζικού δεν
έγιναν άδικα, καθώς τα κέρδη της Ελλάδας που αποκόμισε ήταν πέραν των
προσδοκιών της.

Τέλος, χωρίς το Πεζικό οι ελληνικές δυνάμεις θα είχαν καμφθεί πολύ νωρίτερα και
καμία νίκη δεν θα γινόταν πραγματικότητα. Μπιζάνι, Σαραντάπορο, Ιωάννινα,
Γιαννιτσά, Θεσσαλονίκη, Κιλκίς, Λαχανάς και όλα τα νεοαποκτηθέντα εδάφη τα
οφείλουμε σχεδόν αποκλειστικά στη θέληση του Πεζικού και την ενεργό δράση του
που φάνηκε έμπρακτα στα πεδία των μαχών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμος Α2, Βιβλιόραμα.

2. Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913: Σαραντάπορο-Κιλκίς-Λαχανάς, Οι πρώτες μας


νίκες, Γαβριήλ Συντόμορος ,Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002.

3. Όπλα των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, Πολεμικό Μουσείο, 1993.

4. ΓΕΣ Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, Αθήνα 1984.

5. ΓΕΣ Ο Ελληνικός Στρατός 1912-1913, Αθήνα 1963.

6. Προαγγελία Θυελλωδών Ανέμων: Ο πόλεμος στην Αλβανία και η πρώτη περίοδος


της κατοχής, Γιώργος Μαργαρίτης, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009.
7. Ο Ελληνικό Στρατός τον 19ο αιώνα, Έθνος, Αθήνα 2010.
8. Σημειώσεις στο Μάθημα: Πόλεμος και Πολιτική, 2011.
9. www.wikipedia.org
10. www.ekeo.gr

  25
 

ΣΧΟΛΗ ΜΟΝΙΜΩΝ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ

ΤΑΞΗ 2012

ΤΜΗΜΑ ΙΙ ∆ 3

«Η Συµβολή του Πεζικού στους


Βαλκανικούς Πολέµους 1912-1913 »

Του

ΛΣΙΙας Θωµά Μηνάογλου


«100 χρόνια λασπωµένης αρβύλας στα πεδία της δόξας»


 
Περιεχόµενα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ........................................................................................................4

ΣΚΟΠΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ........................................................................................4

Η ΜΕΘΟ∆ΟΛΟΓΙΑ ...........................................................................................4

ΑΝΑΛΥΣΗ.........................................................................................................5

ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ ................................................................................5

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΠΕΖΙΚΟΥ ........................................................................6

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ ΣΤΟΥΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ


ΑΓΩΝΕΣ ....................................................................................................................16

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ-ΛΑΧΑΝΑ .....................................................................16

ΕΠΙΛΟΓΟΣ .....................................................................................................28

ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΠΛΗΡΗΣ


ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ...............................................................28

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...............................................................................................30

 

 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΣΚΟΠΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

Εφορµώντας από το γεγονός ότι εν έτει 2012 συµπληρώνονται 100 χρόνια


από τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέµους, στους οποίους το Όπλο του
Πεζικού επωµίστηκε το µεγαλύτερο βάρος προκειµένου να στέψει τα ελληνικά
όπλα µε τις δάφνες της νίκης πληρώνοντας βαρύ φόρο αίµατος, αποφασίστηκε η
σύνταξη της παρούσης µελέτης, ως ο λιγότερος φόρος τιµής στους ηρωικά
πεσόντες του Πεζικού.

Η ΜΕΘΟ∆ΟΛΟΓΙΑ

Η µεθοδολογία σύνταξης της έρευνας αυτής ακολούθησε τα παρακάτω


βήµατα:

α) Αναζήτηση πληροφοριών µέσω internet και επιπλέον µέσω των


καταλόγων των δηµόσιων βιβλιοθηκών, µε σκοπό την εύρεση υλικού σχετικού µε
το θέµα της µελέτης µας

β) Επίσκεψη της βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων και του Πολεµικού
Μουσείου. Εντόπιση της προτεινόµενης βιβλιογραφίας, και συλλογή στοιχείων
σχετικά µε το θέµα της µελέτης (αποσπάσµατα βιβλίων, σχεδιαγράµµατα,
φωτογραφίες)

γ). Αναζήτηση της επιχειρησιακής δραστηριότητας των µονάδων και


σχηµατισµών που συµµετείχαν στα θέρετρα επιχειρήσεων µεταξύ 1912-1913

δ) Σύνταξη και δακτυλογράφηση της µελέτης κατόπιν συγκέντρωσης των


απαιτούµενων πληροφοριών

ε) Παράθεση της βιβλιογραφίας στο τέλος της παρούσης µελέτης και

στ) Βιβλιοδεσία.


 
ΑΝΑΛΥΣΗ

ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ

ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ: Κόκκινο φόντο, που συµβολίζει το αίµα των ανδρών του


Πεζικού που θυσιάστηκαν στους αγώνες του έθνους, τυφέκιο και σπάθη, τα
βασικά όπλα του Πεζικού που θεσπίστηκαν µε το Β.∆. της 2ας Μαρτίου 1833 και
λυχνία, σύµβολο λατρείας του Θεού και εκδήλωσης τιµής στους νεκρούς .

ΡΗΤΟ: «∆ΙΩΚΕ ∆ΟΞΑΝ ΚΑΙ ΑΡΕΤΗΝ» (Να επιδιώκεις τη δόξα και την
αρετή).

Το Πεζικό αποτελεί τη βάση του ΕΣ και διακρίνεται σε απλό και


µηχανοκίνητο, αν και το πρώτο τείνει να εξαφανιστεί. Οι µονάδες των Ειδικών
∆υνάµεων (καταδροµείς, αλεξιπτωτιστές, πεζοναύτες) θεωρούνται µονάδες
Πεζικού αν και έχουν ξεχωριστή διεύθυνση στο ΓΕΣ.


 
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΠΕΖΙΚΟΥ

ΑΡΧΑΙΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (20ος-8ος π.Χ. αιώνας)

Κατά την αρχαιότητα, το Πεζικό αποτελούσε


τη βάση του Στρατού. Οπλισµένο µε αµυντικά και
επιθετικά όπλα, διεξήγαγε τον αγώνα µε την κίνηση
και την ισχυρή κρούση. Γι’ αυτό τον λόγο
διατηρούσε πολύ πυκνούς και µαζικούς
σχηµατισµούς ώστε να έχει ισχυρή δύναµη
κρούσεως. Τον κύριο όγκο κρούσεως αποτελούσε
Αρχαίοι πολεµιστές
το βαριά οπλισµένο Πεζικό, που τασσόταν συνήθως
σε αρκετά βαθείς σχηµατισµούς, σε δύο γραµµές. Το ελαφρύ Πεζικό τασσόταν,
πριν από την εµπλοκή, στο µέτωπο ή στα πλευρά και όταν άρχιζε η µάχη
επεδίωκε να επιφέρει όσο το δυνατόν µεγαλύτερες απώλειες στον εχθρό και
εξακολουθούσε σε όλη τη διάρκεια της µάχης να παρενοχλεί τον εχθρό, µε τα
µέσα του.

Οι Έλληνες κατά των Τρωικό Πόλεµο έφεραν τον οπλισµό της εποχής
εκείνης που περιλάµβανε δόρυ, τόξο, ακόντιο, σφεντόνα, και για την άµυνα
ασπίδα, κράνος και περικνηµίδες. Οι αρχηγοί µάχονταν από χαµηλό δίτροχο άρµα
που το έσυραν δύο άλογα.

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (8ος-4ος π.Χ. αιώνας) ΣΠΑΡΤΗ (8ος-4ος π.Χ.


αιώνας)

Οι νέοι Σπαρτιάτες λάµβαναν δηµόσια αγωγή από το 7ο έτος της ηλικίας


τους και υπολογίζονταν σαν στρατεύσιµοι από το 20ό έτος.

Η ζωή κάθε νέου ήταν αφιερωµένη στη γυµναστική και στρατιωτική


εξάσκηση µε αποτέλεσµα η Σπάρτη να αποκτήσει έναν στρατό µοναδικό για τις
στρατιωτικές του αρετές, τη σιδηρά πειθαρχία, την αντοχή και τη µαχητική
ικανότητα.

Ο οπλισµός των αρχαίων Σπαρτιατών περιλάµβανε θώρακα, κράνος και


ασπίδα (αµυντικός οπλισµός) ή µακρύ δόρυ και βραχύ ξίφος (επιθετικός
οπλισµός).

Ο εφαρµοζόµενος σχηµατισµός µάχης ήταν µια ενιαία παράταξη βάθους


συνήθως οκτώ ανδρών.

 
Το σπαρτιατικό στρατιωτικό δόγµα στηριζόταν στην ατοµική εκπαίδευση
του οπλίτη, στη χρήση των όπλων και τους ελιγµούς, στην απόλυτη πειθαρχία του
και στην ατοµική του ανδρεία.

Αρχαίοι πολεµιστές

ΑΘΗΝΑ (7ος-4ος αιώνας)

Στην αρχαία Αθήνα µετά το 18ο έτος ο νέος εκηρύσσετο έφηβος και έδινε
τον όρκο του αστού. Στη συνέχεια έπαιρνε οπλισµό και τον έστελναν στα σύνορα
της πόλεως, όπου εκπαιδευόταν στα του πολέµου.

Ο στρατός των Αθηνών ήταν εξοπλισµένος µε κράνος, θώρακα, ασπίδα,


δόρυ µε σιδερένια ή χαλύβδινη αιχµή και ξίφος.

Την αθηναϊκή παράταξη αποτελούσαν λόχοι συµπαρατεταγµένοι που


σχηµάτιζαν µετωπική φάλαγγα αλλεπάλληλων ζυγών µε διάστηµα και βάθος από
άνδρα σε άνδρα ενός βήµατος. Ο Μιλτιάδης επινόησε το «Βήµα Εφόδου» που
συνδυαζόταν µε την «Πολεµική κραυγή», δηλαδή οι Αθηναίοι εκτελούσαν επίθεση
κραυγάζοντας πολεµικές ιαχές, όπως αλαλά, ελελεύ κλπ.

Από την εποχή του Μιλτιάδη, η στρατηγική και η τακτική έχουν κατά γράµµα
και κατ' ουσία ελληνική καταγωγή και σηµαίνουν την κυριαρχία του γρηγορούντος
εφευρετικού ελληνικού πνεύµατος πάνω στην άψυχη µάζα.

Αρχαίοι πολεµιστές


 
ΘΗΒΑ (379-362 π.Χ.)

Μετά την παρακµή των Αθηνών και της Σπάρτης, η Θήβα αναλαµβάνει την
ηγεµονία των ελληνικών πόλεων, χάρις στην στρατιωτική της ισχύ, δηµιούργηµα
των περίφηµων Στρατηγών Επαµεινώνδα και Πελοπίδα.

Στη µάχη των Λεύκτρων ο Επαµεινώνδας καινοτόµησε:

• Εφαρµόζοντας νέα τακτική διάταξη, την περίφηµη «Λοξή Φάλαγγα»

• Συλλαµβάνοντας πρώτος στην ιστορία τη σηµασία της αρχής της


οικονοµίας των δυνάµεων και του τακτικού δόγµατος της επί του πεδίου της µάχης
κατανοµής των αποστολών για επιτυχία του επιδιωκόµενου σκοπού

• Αντιλαµβανόµενος πρώτος την έννοια της εφεδρείας και τη


χρησιµοποίησή της για εξασφάλιση της εκτελέσεως του σχεδίου ελιγµού.

ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟ∆ΟΣ (359-323 π.Χ.)

Οι Μακεδόνες µετά τη Μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) ανέλαβαν την


ηγεµονία των ελληνικών πόλεων.

Ο Φίλιππος ήταν ο πρώτος αναδιοργανωτής και θεµελιωτής του


Μακεδονικού Στρατού. Ειδικότερα:

• Επέβαλε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία

• Μόρφωσε τα στελέχη

• Θέσπισε σύστηµα προαγωγών στηριζόµενο στην προσωπική αξία και


στην ευδόκιµη υπηρεσία των στελεχών

• Συγκρότησε την περίφηµη Μακεδονική Φάλαγγα

• Οργάνωσε Υπηρεσία Επιµελητείας και Μεταφορών.

Με αυτό τον τρόπο ο Φίλιππος υπήρξε ο πρόδροµος όλων των


στρατιωτικών οργανωτών και έθεσε τις βάσεις, επί των οποίων δύναται να
οργανωθεί ένας Εθνικός Στρατός.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Μακεδονικής Φάλαγγας ήταν ο ατοµικός


οπλισµός και η διάταξη µάχης. Οι Φαλαγγίτες ήταν βαρύτερα οπλισµένοι. Έφεραν
κράνος, θώρακα βαρύτερο και ασπίδα που κάλυπτε τον µαχητή, ως αµυντικό
οπλισµό.


 
Μακεδονική Φάλαγγα

Ο επιθετικός οπλισµός περιλάµβανε τη σάρισα (δόρυ, µήκους 4,20-4,80 µ.)


και το βραχύ ελληνικό ξίφος. Οι φαλαγγίτες τάσσονταν επί 16 ζυγών, µε τρόπο
ώστε οι σάρισες των πρώτων 5 ζυγών να υπερβαίνουν το µέτωπο της φάλαγγας
και να σχηµατίζουν τείχος αδιαπέραστο.

Εκτός από τους φαλαγγίτες, το Μακεδονικό Πεζικό περιλάµβανε και το


Σώµα των Υπασπιστών, µε κύριο έργο κατά τη µάχη την αντιµετώπιση εκτάκτων
καταστάσεων.

ΡΩΜΑΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (753 π.Χ.-476 µ.Χ.)

Οι αρχαίοι Ρωµαίοι, µε την περίφηµη στρατιωτική οργάνωσή τους και την


εισαγωγή της γνωστής ρωµαϊκής λεγεώνας, δηµιούργησαν νέα εποχή στην όλη
εξέλιξη της πολεµικής τέχνης.

Στην Αρχαία Ρώµη, η στρατιωτική θητεία ήταν υποχρεωτική και είχε


διάρκεια από το 17ο έως το 50ό έτος. Μετά την ηλικία αυτή ο Ρωµαίος πολίτης
γραφόταν σε εκατονταρχία εφέδρων και εκεί παρέµενε µέχρι το 60ό έτος.

Η στρατιωτική αγωγή του νέου αστού ήταν αντικείµενο που απαιτούσε τις
πλέον επίµονες φροντίδες. Τα αµυντικά όπλα του λεγεωναρίου, δηλαδή του πεζού
στρατιώτη, ήταν: η περικεφαλαία, η ασπίδα, ο θώρακας και η κνηµίδα του δεξιού
ποδιού, για να το προφυλάσσει στον αγώνα µε το ξίφος.

Επιθετικά ήταν: το δόρυ, ο υσσός (ακόντιο βραχύ µήκους 1,30 µ.), το ξίφος
και ο πέλεκυς.

Η ρωµαϊκή τακτική, παραδεχόταν τρεις διάφορους σχηµατισµούς:

• Τη «∆ιάταξη Αγώνα», ανοικτή ή ανεπτυγµένη, όπου οι στοίχοι και οι


ζυγοί κατέχουν διάσταση 1,80 µ.

• Τη «∆ιάταξη Ελιγµού», παρελάσεως ή επιθεωρήσεως, όπου οι


διαστάσεις είναι µειωµένες στο µισό


 
• Την «εν Μάζη διάταξη», όπου οι διαστάσεις είναι µειωµένες στο
τέταρτο.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟ∆ΟΣ (330-1453 µ.Χ.)

Αρχικά τον στρατό τον αποτελούσαν κυρίως Βάρβαροι µισθοφόροι κατά το


ρωµαϊκό πρότυπο. Σταδιακά όµως το µισθοφορικό σύστηµα άρχισε να
εγκαταλείπεται και να δηµιουργούνται Εθνικές ∆υνάµεις. Η ολοκλήρωση του
θεσµού του «Εθνικού Βυζαντινού Στρατού» πραγµατοποιήθηκε επί Λέοντος Γ΄
(717µ.Χ.-740µ.Χ.) και συνέπεσε µε την καθιέρωση της νέας διοικητικής
διάρθρωσης των «Θεµάτων».

Η ιδέα ενός µόνιµου επαγγελµατικού στρατού στην ειρήνη, ενισχυµένου µε


ισχυρές εφεδρείες στον πόλεµο, γεγονός που αποτελεί τη βάση της οργανώσεως
και των σηµερινών στρατών, είναι ιδέα καθαρά βυζαντινή.

Το Τάγµα αποτελεί αυτοτελή διοικητική και τακτική µονάδα, η οποία διαθέτει


ανάλογα βαριά και ελαφρά οπλισµένο προσωπικό, που έχει τη δυνατότητα ν'
αναλαµβάνει την εκτέλεση ειδικών αποστολών και να επιτυγχάνει την άµεση
ασφάλειά του µε τα δικά του µέσα.

Η καινοτοµία αυτή των Βυζαντινών παρέµεινε µέχρι σήµερα αµετάβλητη. Το


Τάγµα ήταν δύναµης 200-400 ανδρών, το αποτελούσαν 16 στοίχοι ανδρών σε
παράταξη 16 ζυγών. Η βυζαντινή διάταξη µάχης δεν έχει το γραµµικό χαρακτήρα
της αρχαίας τακτικής. Είναι διάταξη σε βάθος και ανταποκρίνεται µάλλον στις
σηµερινές αντιλήψεις της διάταξης «ολόπλευρης µάχης». Η διάταξη αυτή
περιλάµβανε:

• Τη Γραµµή Μάχης. Την αποτελούσε αριθµός που περιλάµβανε τα 2/3


του συνολικού αριθµού των ταγµάτων και ήταν παράταξη προς ορισµένη
κατεύθυνση.

• Τη Γραµµή της Εφεδρείας. Την αποτελούσε


το 1/3 του συνολικού αριθµού των ταγµάτων. Ήταν
παράταξη σε απόσταση 1.000 περίπου µέτρων πίσω από
τη γραµµή µάχης, µε διαστήµατα 250 µέτρων µεταξύ των
ταγµάτων.

• Την Οπισθοφυλακή. Την αποτελούσαν δύο


Οπλίτες Βυζαντινής Περιόδου
10 
 
τάγµατα που ήταν παραταγµένα σε απόσταση 250 µέτρων, πίσω από το δεξιό και
το αριστερό της γραµµής της εφεδρείας.

Τα επιθετικά όπλα του Βυζαντινού Στρατού ήταν: δόρυ, ακόντιο, σπάθη,


πέλεκυς, κορίννη, τόξα (βαριά και ελαφρά),σφενδόνη, ενώ ο αµυντικός οπλισµός
περιλάµβανε ασπίδα, περικεφαλαία, θώρακα, χειρίδες, κνηµίδες.

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (5ος-16ος µ.Χ. αιώνας)

Κατά το Μεσαίωνα, το Πεζικό, περιφρονούµενο από τους Ιππότες, µπαίνει


σε δεύτερη µοίρα και τάσσεται πίσω από το Ιππικό.

Οι Άγγλοι όµως γρήγορα κατανόησαν αυτό το σφάλµα και έδωσαν κατά τον
εκατονταετή Πόλεµο (1447-1453) την πρέπουσα θέση στο Πεζικό, που παραµένει
πάντα ο Βασιλιάς των Όπλων.

ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (17ος-19ος αιώνας)

Η παραπάνω τακτική διατηρείται τον 17ο και 18ο αιώνα. Το 18ο αιώνα
παρουσιάζεται η τάση επανόδου στους κατά φάλαγγα σχηµατισµούς, µε την
χρησιµοποίηση της φάλαγγας για την πορεία και την προσπέλαση και της
γραµµικής αναπτύξεως για τη µάχη. Η Ναπολεόντειος εποχή φέρνει νέα αλλαγή. Ο
σχηµατισµός µάχης του Πεζικού είναι µικτός, προηγείται αραιά γραµµή, που έχει
τη δυνατότητα να αναπτύξει όλη την ισχύ τού πυρός της και ακολουθούν µικρές
φάλαγγες που αποτελούσαν το στήριγµα της πρώτης γραµµής, ενώ ακολουθεί
τρίτη γραµµή σε πυκνούς σχηµατισµούς, η οποία αποτελεί τη µάζα κρούσεως. Η
τακτική αυτή διατηρείται κατά το πρώτο ήµισυ του 19ου αιώνα και πλέον.
Αργότερα τη γραµµή µάχης αποτελεί µια γραµµή που χρησιµοποιεί το πυρ και την
κίνηση (ακροβολιστική διάταξη από το 1870). Κάτω από τα πυρά του Πυροβολικού
τα Τµήµατα προχωρούν µε αραιούς σχηµατισµούς µικρών φαλαγγών και καθώς
µπαίνουν στη ζώνη των πυρών του Πεζικού αναπτύσσονται σε αραιή
ακροβολιστική γραµµή. ∆ηλαδή, δίνεται πολύ µεγαλύτερη σηµασία στην κίνηση
παρά στα πυρά. Το Πεζικό επιζητεί να προχωρήσει όσο το δυνατόν περισσότερο
και να προσεγγίσει τον εχθρό, χωρίς να κάνει χρήση των όπλων του.

Σταδιακά όµως άρχισε να διαφαίνεται η αξία τού πυρός, και οι πόλεµοι των
αρχών του 20ού αιώνα απέδειξαν ότι το Πεζικό µόνο µε το πυρ έχει τη δυνατότητα
να προχωρήσει.
11 
 
Στην Ελλάδα µέχρι την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης οργανωµένο
στρατιωτικό τµήµα δεν υπήρχε. Ένα τακτικό σώµα συγκροτήθηκε τον Φεβρουάριο
του 1821, από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο Ιερός Λόχος.

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΕΡΙΟ∆ΟΣ (20ός αιώνας)

Κατά τη σύγχρονη εποχή, η αυξανόµενη καταστρεπτική ισχύς των


διαφόρων µηχανηµάτων επέφερε, σαν φυσική συνέπεια, την αύξηση του
Πυροβολικού και τη δηµιουργία νέου Όπλου, της Αεροπορίας. Η αναλογικά
αριθµητική µείωση του Πεζικού που επήλθε δεν έγινε σε βάρος της αξίας του, αλλά
σε ενίσχυση της ικανότητάς του.

Επίθεση Πεζικού 1912/13

Είναι αναµφισβήτητο ότι υπάρχει η δυνατότητα να εφευρεθούν µηχανές που


θα έχουν όχι µόνο αυτή την υλική καταστρεπτική ισχύ, αλλά και πολύ µεγαλύτερη
από αυτή του Πεζικού, δεν µπορούν όµως αυτές να παράσχουν ούτε ελάχιστο
µέρος από την ηθική ισχύ του.

Επίσης είναι γνωστό, ότι ο πόλεµος στο σύνολό του αποτελεί σύγκρουση
όχι µόνο υλικών αλλά και ηθικών δυνάµεων. Κατά συνέπεια το Πεζικό θα
παραµένει το µοναδικό πλήρες Όπλο του εκ του συστάδην αγώνα, το µόνο
κατάλληλο να αγωνίζεται σε κάθε έδαφος, ηµέρα και νύκτα, µε τον συνδυασµό του
πυρός, της κινήσεως και της κρούσεως.

12 
 
Μικρασιατική Εκστρατεία

ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΚΟΡΕΑΣ

Η Ελλάδα αποδέχθηκε πρόσκληση του ΟΗΕ και ήταν µεταξύ των πρώτων
Εθνών που συµµετείχαν στον Κορεάτικο αγώνα.

Το ΕκΣΕ που συγκροτήθηκε στη Λαµία αποβιβάσθηκε στην Κορέα την 9η


∆εκεµβρίου 1950 και από 1ης Ιανουαρίου 1951 συµµετείχε στην Κορεάτικη
εκστρατεία στο πλευρό του συµµαχικού Στρατού.

∆ιακρίθηκε κατά την κατάληψη των υψωµάτων 381, 325, και 655 και στη
συνέχεια στη µεγάλη επίθεση προς κατάληψη του πολύ σηµαντικού, λόγω της
τοποθεσίας, ζωτικού υψώµατος 313 (Σκότς), που την πέτυχε παρά τη σθεναρή
αντίσταση του εχθρού. Η επιτυχία αυτή του ΕκΣΕ, που βελτίωσε την αµυντική
συµµαχική γραµµή, προκάλεσε την τιµητική διάκριση µεταξύ των συµµαχικών
Μονάδων που συµµετείχαν και έτυχε ηθικής αµοιβής µε την απονοµή ευαρέσκειας
από τους Προέδρους της ∆ηµοκρατίας των Ηνωµένων Πολιτειών Αµερικής και
Νοτίου Κορέας.

Η αξιόλογη δράση του ΕκΣΕ συνεχίστηκε µε αµείωτο ρυθµό και ένταση µε


επιτυχείς επιθέσεις κατά των υψωµάτων ΚΕΛΛΥ και 167. Οµοίως η υπέροχη
δράση του στη µεγάλη επίθεση κατά του ζωτικού υψώµατος ΜΕΓΑΛΟ ΝΟΡΙ, για
13 
 
την αποκατάσταση της απολεσθείσης αµυντικής γραµµής, επισφράγισε µεταξύ του
συµµαχικού Στρατού το «λίαν αξιόµαχο» του ΕκΣΕ.

Οι τελευταίες µάχες του ΕκΣΕ για την απόκρουση σφοδρότατων επιθέσεων


του εχθρού, που επιχειρούσαν την κατάληψη του υψώµατος ΧΑΡΡΥ και τη
διάσπαση της κατεχόµενης από το Τάγµα αµυντικής γραµµής ΓΙΟΜΙΝΓΚ,
κορύφωσαν την αίγλη του και του εξασφάλισαν τιµητική θέση µεταξύ των
εκστρατευτικών Σωµάτων των διαφόρων Κρατών που συµµετείχαν.

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ ΕΤΟΥΣ 1951

Κατά το 1951 από πλευράς Πεζικού έχουµε τις παρακάτω µεταβολές:

• Οι ταξιαρχίες Πεζικού µετονοµάσθηκαν σε «Συντάγµατα Πεζικού» µε


την ίδια σύνθεση.

• Η µεραρχία Πεζικού περιλαµβάνει τρία Συντάγµατα Πεζικού.

ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ ΕΤΟΥΣ 1951

Ο Στρατός από πλευράς Πεζικού περιλάµβανε:

• 10 µεραρχίες των 6 ταγµάτων εκτός από την V των τριών ταγµάτων.

• 11 Ελαφρά Συντάγµατα Προκαλύψεως (27 τάγµατα).

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΕΤΟΥΣ 1953

Οι µεταβολές κατά το έτος 1953 ως προς το Πεζικό έχουν όπως παρακάτω:

• Μεραρχίες

Οι µεραρχίες Πεζικού δεν διέθεταν στην ειρήνη τον ίδιο αριθµό ταγµάτων
Πεζικού, αλλά κυµαίνονταν από 3 έως 9, ενιαίας σύνθεσης. Βελτιώθηκε η σύνθεση
του Τάγµατος Πεζικού µε την προσθήκη Λόχου Βαρέων Όπλων, καθώς επίσης και
η ισχύς πυρός της Μεραρχίας µε την προικοδότησή της µε όλµους των 4,2’’.

• Μονάδες Στρατιάς

∆ιαλύθηκαν τρεις ∆ιοικήσεις Ελαφρών Συνταγµάτων Πεζικού (ΕΣΠ) και τρία


Ελαφρά Τάγµατα Πεζικού (ΕΤΠ). Μετατράπηκαν δύο Τάγµατα Προκαλύψεως σε
Μεραρχιακά και διατέθηκαν στις Μεραρχίες, αυξάνοντας έτσι τα Τάγµατα Πεζικού
από πενήντα επτά σε πενήντα εννέα.
14 
 
• 'Αλλες Ουσιώδεις Μεταβολές µέχρι το 1953

Αυξήθηκε ο αριθµός των ταγµάτων Πεζικού της ΙΙ Μεραρχίας, ώστε να


διαθέτει εννέα τάγµατα Πεζικού. Αντίστοιχα µειώθηκε ο αριθµός των Ταγµάτων
Πεζικού των VΙΙ και ΙΧ Μεραρχιών κατά ένα Τάγµα.

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ 1954-1960

Οι κυριότερες εξελίξεις, κατά την παραπάνω περίοδο, από πλευράς Πεζικού


είναι οι παρακάτω:

• Το 1957 συγκροτήθηκαν τα Τάγµατα Α/Τ ΠΑΟ 106 χιλ. που η υπαγωγή


τους ήταν ανά ένα σε κάθε µεραρχία Πεζικού.

• Το 1957 οι λόχοι Βαρέων Όλµων 4,2'' των Μεραρχιών συγκροτήθηκε


ως ΛΒΟ Συνταγµάτων Πεζικού, µε την ίδια σύνθεση.

• Στους Λόχους Βαρέων Όπλων των Ταγµάτων Πεζικού προστέθηκε και


η ∆ιµοιρία Α-Τ εκτοξευτών 3,5''.

Οπλίτες του 20ού αιώνα

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ 1960-1995

Η εξέλιξη του Πεζικού, µετά το 1960, ακολούθησε την γενικότερη εξέλιξη


του Στρατού.

15 
 
• Άρχισε σταδιακά η αναδιοργάνωση των Μονάδων Πεζικού µε την
είσοδο νέου υλικού και µέσων µε σκοπό την αντιµετώπιση της υφιστάµενης
απειλής και µε στόχο τη δηµιουργία ενός στρατού ποιότητας και όχι ποσότητας.

• Την τελευταία δεκαετία, αριθµός ταγµάτων, ταξιαρχιών και µεραρχιών


Πεζικού έχουν µηχανοκινηθεί. Η σηµερινή εικόνα των µονάδων Πεζικού δείχνει ότι
το Πεζικό εκσυγχρονίζεται και σταθερά βαδίζει στη δηµιουργία ενός όπλου ικανού
να αντιµετωπίσει τις σύγχρονες απειλές απ’ όπου και αν προέρχονται (εξασφάλιση
εθνικού χώρου – ασύµµετρες απειλές) και να παρέχει συνδροµή µε επιτυχία σε
Επιχειρήσεις Υποστήριξης Ειρήνης στο πλαίσιο της ΕΕ και ΝΑΤΟ.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ ΣΤΟΥΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ


ΑΓΩΝΕΣ

Ο ρόλος του Πεζικού στους Βαλκανικούς Πολέµους είναι αδιαµφισβήτητα ο


ακρογωνιαίος λίθος ο οποίος στήριξε τα θεµέλια της ελληνικής νίκης.

Οι Ένοπλες ∆υνάµεις µας έκαναν στο ακέραιο το καθήκον τους, δίνοντας


τις εξής κύριες µάχες: στο Σαραντάπορο, στα Γιαννιτσά, στα Ιωάννινα,
στο Κιλκίς και Λαχανά και στην έξοδο της στενωπού της Κρέσνας.

Οφείλουµε τόσα πολλά σε όλους όσους συµµετείχαν στην εποποιία αυτή.


πεσόντες και µη. Η αιµατοβαµµένη συµβολή του Πεζικού φαίνεται στη παρακάτω
ένδοξη µάχη:

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ-ΛΑΧΑΝΑ

Το Γενικό Στρατηγείο, µετά από εντολή της κυβερνήσεως και το γεγονός ότι
οι Σέρβοι είχαν ήδη αρχίσει τις επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων, εξέδωσε στις
20.00 της 18ης Ιουνίου νεότερη διαταγή επιχειρήσεων, µε την οποία καθοριζόταν η
προέλαση των µεραρχιών από το πρωί της εποµένης, ως εξής:

• Η VII Μεραρχία, εξασφαλίζοντας το δεξιό της (ανατολικό) από την


κατεύθυνση του χωριού Νέα Κερδύλια, να προελάσει προς τη Νιγρίτα και από εκεί
προς τη γέφυρα του Στρυµόνα ποταµού κοντά στο χ. Στρυµονικό, εφόσον αυτό
κρινόταν αναγκαίο από τη Μεραρχία.

16 
 
• Η Ι Μεραρχία να προελάσει από τις 05.00, µέσω των χωριών Όσσα και
Νικόπολη προς τη γραµµή χ. Ξυλόπολη-ύψ. Λαχανάς, σε διαρκή σύνδεσµο µε την
VII Μεραρχία.

• Η VI Μεραρχία να προελάσει από την ίδια ώρα, µέσω του χωριού


Άσσηρος προς το ύψ. Γερµανικό (Κλέπε).

• Η II Μεραρχία να προελάσει επίσης την ίδια ώρα, µέσω των χωριών


Πετρωτό και Μονόλοφος και να καταλάβει τα υψώµατα ανατολικά του χωριού
Ποταµιά.

• Η IV Μεραρχία να προελάσει από τις 07.00, µέσω των χωριών Γαλλικός


και Κολχίς και να καταλάβει τα υψώµατα που βρίσκονται µεταξύ των χωριών
Κρηστώνη και Ποταµιά.

• Η V Μεραρχία να προελάσει από τις 07.00, µέσω του χωριού Ξυλοκε-


ρατιά προς το Κιλκίς και συναντώντας τον εχθρό να επιτεθεί εναντίον του,
αναπτύσσοντας το δεξιό της σε επαφή µε την IV Μεραρχία και το αριστερό της
προς το Κιλκίς.

• Η III Μεραρχία να προελάσει από τις 05.00, µέσω του χωριού Νέο
Γυναικόκαστρο, προς το Κιλκίς και συναντώντας τον εχθρό να επιτεθεί.

• Η Χ Μεραρχία να επιτεθεί από τις 08.00 κατά των εχθρικών τµηµάτων στα
υψώµατα του χωριού Σουλτογιανναίικα και στη συνέχεια, εφόσον η τακτική
κατάσταση θα το επέτρεπε, να στραφεί προς το Κιλκίς.

• Η Ταξιαρχία Ιππικού, προελαύνοντας προς τα χωριά Κάτω Απόστολοι και


Βαπτιστής, να συνδέσει τις Χ και III Μεραρχίες και να εξακριβώσει αν υπάρχουν
εχθρικές δυνάµεις µεταξύ του χωριού Σουλτογιανναίικα και του Κιλκίς ή αν
κινούνται τέτοιες δυνάµεις στην οδό ∆οϊράνης-Κιλκίς.

Το Γενικό Στρατηγείο από τις 08.30 θα αναπτυσσόταν στο Μελισσοχώρι.

Οι Βούλγαροι επέλεξαν ως αµυντική τοποθεσία και εγκατέστησαν τον όγκο


των δυνάµεων τους, στην περιοχή Κιλκίς-Λαχανά.

Η τοποθεσία αυτή, λόγω της µορφολογίας του εδάφους της, παρουσιάζει


µεγάλες δυσκολίες κινήσεως τµηµάτων πεζικού προς τα βόρεια και τα ανατολικά,
ενώ αντίθετα προσφέρεται για αποτελεσµατικό αµυντικό αγώνα, γιατί εκτός των
άλλων παρέχει στον αµυνόµενο άριστη παρατήρηση και εκτεταµένα πεδία βολής.
Επιπλέον οι Βούλγαροι, αφότου κατέλαβαν στις 26 Οκτωβρίου 1912 την περιοχή

17 
 
αυτή, άρχισαν αµέσως να την οργανώνουν κατασκευάζοντας χαρακώµατα,
πολυβολεία, πυροβολεία και άλλα αµυντικά έργα, µε µέτωπο προς τα δυτικά και τα
νότια.

Οι δυνάµεις της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς, που είχαν εγκατασταθεί


αµυντικά στην τοποθεσία Κιλκίς-Λαχανά, ήταν οι εξής:

• Η III Μεραρχία (µείον ταξιαρχία), υπό τον Υποστράτηγο Σαράφωφ µε έδρα


το Κιλκίς, έχοντας µία ταξιαρχία στα υψώµατα βόρεια και βορειοανατολικά του
Πολύκαστρου και µία ταξιαρχία στο Κιλκίς.

• Η 1/Χ Ταξιαρχία, υπό τον Συνταγµατάρχη Πέτεφ, στην περιοχή των


χωριών Ξυλόπολη και Λαχανάς.

• Μία ανεξάρτητη ταξιαρχία υπό τον Συνταγµατάρχη Πετρώφ, στην περιοχή


του χωριού Στρυµονικό.

• Το 10ο Σύνταγµα Ιππικού στην περιοχή των χωριών Ξυλόπολη-Λαχανάς.

Επιπλέον, στη διάρκεια της µάχης που επακολούθησε, µεταφέρθηκε από


την περιοχή Παγγαίου και µία ακόµη ανεξάρτητη ταξιαρχία υπό τον
Συνταγµατάρχη Ιβάνωφ, η οποία πήρε µέρος στον αγώνα από τη νύχτα 19/20
Ιουνίου.

Το πρωί της 19ης Ιουνίου, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να προελαύνει


ακάθεκτα και µε πρωτοφανή ενθουσιασµό εναντίον των Βουλγάρων.

Η VII Μεραρχία κινήθηκε επιθετικά από την περιοχή του χωριού Αρέθουσα
προς τα βόρεια και αφού ανέτρεψε, ύστερα από σκληρό αγώνα, τα εχθρικά
τµήµατα που ήταν στην περιοχή του χωριού Σκεπαστό, κατέλαβε τον αυχένα
Καρακόλι, υποχρεώνοντας τους Βουλγάρους να συµπτυχθούν προς τη Νιγρίτα και
το χ. ∆άφνη. Αντεπίθεση των Βουλγάρων τις πρώτες απογευµατινές ώρες,
εναντίον των ελληνικών τµηµάτων στον αυχένα Καρακόλι αποκρούστηκε µε
επιτυχία. Στο µεταξύ το απόσπασµα της VII Μεραρχίας (20ό Σύνταγµα Πεζικού),
που είχε ως αποστολή να καλύπτει το δεξιό της Μεραρχίας, συνέχισε την κίνησή
του χωρίς να συναντήσει εχθρική αντίσταση και στις 17.00 έφτασε στο χ. Νέα
Κερδύλια, όπου και εγκαταστάθηκε αµυντικά.

Η Ι Μεραρχία κινήθηκε και αυτή επιθετικά από την περιοχή του χωριού
Λοφίσκος προς τα βόρεια και µετά από σκληρό αγώνα κατέλαβε µέχρι τις τε-
λευταίες απογευµατινές ώρες τα χωριά Όσσα και Βερτίσκος. Οι Βούλγαροι

18 
 
υποχωρώντας εγκατέλειψαν 6 πυροβόλα και άφθονο πολεµικό υλικό. Επίσης,
συνελήφθησαν πολλοί Βούλγαροι αιχµάλωτοι.

Η VI Μεραρχία προωθήθηκε µέχρι τις 10.00 στην περιοχή του χωριού


Άσσηρος και στη συνέχεια επιτέθηκε εναντίον των απέναντί της βουλγαρικών
τµηµάτων, τα οποία ανέτρεψε και κατέλαβε τη γραµµή υψ. Γερµανικό-χ. Καρτερές,
λαµβάνοντας επαφή µε την τοποθεσία Λαχανά. Οι απώλειες της Μεραρχίας κατά
την ηµέρα αυτή ήταν πολύ µεγάλες και ξεπέρασαν τους 530 νεκρούς και
τραυµατίες. Μεταξύ των νεκρών αξιωµατικών ήταν και ο ∆ιοικητής του 8ου
Τάγµατος Ευζώνων Ταγµατάρχης Πεζικού Ιατρίδης Γεώργιος.

Η II Μεραρχία προέλασε από τη Λητή µέχρι το χ. Μάνδρες, όπου συ-


νάντησε σοβαρή βουλγαρική αντίσταση και αναπτύχθηκε για µάχη. Μετά από
πεισµατώδη αγώνα, στη διάρκεια του οποίου ενισχύθηκε και από την IV Μεραρχία,
κατόρθωσε να ανατρέψει τις καλά οργανωµένες βουλγαρικές δυνάµεις και να τις
απωθήσει σε αρκετό βάθος. Κατά τον αγώνα αυτό, φονεύθηκε ο ∆ιοικητής του 1ου
Συντάγµατος Πεζικού Ταγµατάρχης ∆ιαλέτης Φωκίων.

Η IV Μεραρχία, προελαύνοντας, έλαβε επαφή µε τις βουλγαρικές δυνάµεις


κοντά στο Γαλλικό ποταµό, τον οποίο και πέρασε µετά από σκληρό αγώνα. Κατά
τον αγώνα αυτό τραυµατίστηκε θανάσιµα και σε λίγο εξέπνευσε ο ∆ιοικητής του
ΙΙ/9 Τάγµατος Ταγµατάρχης Πεζικού Κουτήφαρης Αντώνιος. Συνεχίζοντας την
προέλασή της έφτασε µέχρι το βράδυ στα υψώµατα νότια του χωριού Κολχίς,
όπου και εγκατέστησε τµήµατα ασφαλείας.

Η V Μεραρχία, κινήθηκε µεταξύ του χωριού Πικρολίµνη και του Γαλλικού


ποταµού, έχοντας πολλές απώλειες από τα δραστικά πυρά του βουλγαρικού
πυροβολικού. Οι συνολικές απώλειες της Μεραρχίας κατά την ηµέρα αυτή
έφτασαν περίπου τους 1.275 νεκρούς και τραυµατίες. Μεταξύ των νεκρών αξιω-
µατικών ήταν και ο ∆ιοικητής του 16ου Συντάγµατος Πεζικού Αντισυνταγµατάρχης
Καµάρας Αντώνιος. Παρ' όλα αυτά, η Μεραρχία συνέχισε την προέλασή της και
µέχρι το βράδυ κατόρθωσε να απωθήσει τους Βουλγάρους πέρα από το χ.
Μαυρονέρι, προς την κατεύθυνση του Κιλκίς.

Η III Μεραρχία, προελαύνοντας και αυτή από το πρωί προς το Κιλκίς,


συνάντησε µικρές µόνο βουλγαρικές αντιστάσεις, τις οποίες ανέτρεψε χωρίς
µεγάλη προσπάθεια και µέχρι το βράδυ έφτασε στο χ. Παλαιό Γυναικόκαστρο,
όπου και ανέκοψε την παραπέρα κίνησή της.

19 
 
Η Χ Μεραρχία, µετά από σκληρό αγώνα κατέλαβε τα υψώµατα του χωριού
Πλατανιά και υποχρέωσε τους Βουλγάρους να συµπτυχθούν βόρεια της
αποξεραµένης σήµερα λίµνης Αρτζάν.

Η Ταξιαρχία Ιππικού, προελαύνοντας από την περιοχή της Σίνδου προς το


χ. Βαπτιστής, έφτασε τις απογευµατινές ώρες στο χ. Κάτω Απόστολοι, όπου
δέχτηκε βουλγαρική επίθεση και υποχρεώθηκε ύστερα από αγώνα µιας περίπου
ώρας να συµπτυχθεί πίσω από την III Μεραρχία.

Η προέλαση των ελληνικών µεραρχιών, κατά την ηµέρα αυτή, ήταν πολύ
δύσκολη, γιατί γινόταν κάτω από πυκνά βουλγαρικά πυρά, που ήταν ιδιαίτερα
αποτελεσµατικά λόγω του πεδινού του εδάφους. Παρ' όλα αυτά µέχρι το βράδυ οι
ελληνικές δυνάµεις κατόρθωσαν να καταλάβουν ολόκληρη την τοποθεσία των
βουλγαρικών προφυλακών και να λάβουν επαφή µε την κύρια αµυντική τοποθεσία
του Κιλκίς-Λαχανά.

Το Γενικό Στρατηγείο, αφού συγκέντρωσε µέχρι το µεσονύκτιο της 19ης


Ιουνίου όλες τις αναφορές των µεραρχιών, εξέδωσε στις 02.00 της 20ής Ιουνίου
νέα διαταγή για τη συνέχιση του αγώνα, σύµφωνα µε την οποία:

• Η Ι Μεραρχία θα συνέχιζε την επίθεση από το πρωί της 20ής Ιουνίου


ενισχυόµενη και από την VI Μεραρχία, η οποία Θα ενεργούσε προς την
Ξυλόπολη.

• Οι λοιπές Μεραρχίες (II, III, IV, V), που ενεργούσαν προς το Κιλκίς, θα
συνέχιζαν από τις 05.00 την επίθεση κατά των απέναντί τους βουλγαρικών
δυνάµεων, µετά τη σύµπτυξη των οποίων οι II και IV Μεραρχίες θα αναπτύσ-
σονταν προς τα ανατολικά, στη γραµµή των χωριών Τέρπυλος-Ακροποταµιά, ενώ
η III, η V και η Ταξιαρχία Ιππικού θα καταδίωκαν τον εχθρό προς τα βόρεια.

• Η Χ Μεραρχία, αφού θα καταλάµβανε τα υψώµατα βόρεια του χωριού


Σουλτογιανναίικα, θα συνέχιζε προς την Καλίνδρια ή προς το Μεταλλικό, ανάλογα
µε την εξέλιξη της τακτικής καταστάσεως.

Η αποστολή της VII Μεραρχίας δεν τροποποιήθηκε, ενώ το Γενικό Στρα-


τηγείο θα παρέµενε στο Μελισσοχώρι.

Με βάση τη νέα αυτή διαταγή, οι µεραρχίες συνέχισαν, από το πρωί της


20ής Ιουνίου, την επιθετική τους ενέργεια σε ολόκληρη τη γραµµή του µετώπου
της τοποθεσίας Κιλκίς-Λαχανά.

20 
 
Η VII Μεραρχία συνέχισε την προέλασή της και τις πρώτες µεταµεσηµ-
βρινές ώρες έφτασε στη Νιγρίτα, την οποία οι Βούλγαροι είχαν πυρπολήσει πριν
την εγκαταλείψουν και είχαν σκοτώσει πολλούς από τους Έλληνες κατοίκους της.
Από τη Νιγρίτα η VII Μεραρχία προωθήθηκε µέχρι το χ. Τερπνή, όπου και
εγκαταστάθηκε. Στά υψώµατα της Βεργοπουλιάνας (βορειοδυτικά του χωριού
Σκεπαστό) κυκλώθηκε από τµήµατα της Μεραρχίας και Προσκόπων βουλγαρική
δύναµη περίπου 1.500 αντρών (τάγµα µαζί µε τη διοίκηση ενός συντάγµατος), η
οποία και αιχµαλωτίστηκε. Τη νύχτα 20/21 Ιουνίου, µε διαταγή της Μεραρχίας,
κινήθηκε προς τη Νιγρίτα και το απόσπασµά της (20ό Σύνταγµα Πεζικού), που
ήταν στην περιοχή του χωριού Νέα Κερδύλια.

Η Ι Μεραρχία, ενεργώντας επιθετικά από το χ. Όσσα προς το χ. Λαχανάς,


ενεπλάκη τις απογευµατινές ώρες σε σκληρό αγώνα, ο οποίος διάρκεσε µέχρι τις
πρώτες νυχτερινές ώρες, χωρίς τελικά να µπορέσει να διασπάσει τη βουλγαρική
αµυντική τοποθεσία.

Η VI Μεραρχία, προελαύνοντας από το πρωί, κατέλαβε γύρω στις 11.00


την Ξυλόπολη, όπου και αιχµαλώτισε έναν βουλγαρικό λόχο. Συνεχίζοντας την
προέλασή της, έφτασε σε απόσταση 1.000 µ. περίπου από την κύρια βουλγαρική
αµυντική τοποθεσία και αποκατέστησε σύνδεσµο µε την Ι Μεραρχία, που
ενεργούσε στα δεξιά της (ανατολικά).

Οι II, IV, V και III Μεραρχίες, που ενεργούσαν στο κέντρο προς το Κιλκίς,
συνέχισαν και αυτές την επιθετική τους ενέργεια και παρότι ενέπλεξαν στον αγώνα
όλες τις δυνάµεις τους, δεν µπόρεσαν να κάµψουν τη βουλγαρική αντίσταση.
Πέτυχαν όµως να προσεγγίσουν τις βουλγαρικές θέσεις σε απόσταση εφόδου και
το βράδυ της 20ής Ιουνίου κατείχαν σταθερά τη γενική γραµµή Μεγάλη Βρύση µε
την III Μεραρχία, τη νότια παρυφή του χωριού Κρηστώνη µε τις IV και V Μεραρχίες
και τα χωριά Ποταµιά και Ακροποταµιά µε τη II Μεραρχία. Οι απώλειες των
Μεραρχιών αυτών ήταν και πάλι πολύ µεγάλες, λόγω του πεδινού τού εδάφους και
της σθεναρής αντιστάσεως των Βουλγάρων.

Η Χ Μεραρχία, αφού απέκρουσε βουλγαρική επίθεση από την κατεύθυνση


του χωριού Εύζωνοι, κατέλαβε στη συνέχεια τη Γευγελή και τη γέφυρα στον Αξιό
ποταµό και µέχρι το βράδυ προωθήθηκε στη γραµµή των χωριών Εύζωνοι-
Κάστρο.

Η Ταξιαρχία Ιππικού, κινήθηκε αναγνωριστικά προς την κατεύθυνση των


χωριών Χωρύγι και Καστανιές και απώθησε βουλγαρικό σύνταγµα Ιππικού, που
21 
 
ενεργούσε στο αριστερό (δυτικό) της III Μεραρχίας. Φτάνοντας τις απογευµατινές
ώρες κοντά στο χ. Καστανιές, δέχτηκε επίθεση από µικρή βουλγαρική δύναµη και
συµπτύχθηκε πίσω από την III Μεραρχία στο χ. ∆αφνοχώρι, επισύροντας τις
αυστηρές παρατηρήσεις του Γενικού Στρατηγείου για την απόφασή της αυτή και
γενικά για τη διστακτικότητα των ενεργειών της.

Το Γενικό Στρατηγείο, ανησυχώντας για τη βραδύτητα εξελίξεως του αγώνα,


διέταξε στις 17.30 της 20ής Ιουνίου τις Μεραρχίες (II, III, VI, V) που ενεργούσαν
προς το Κιλκίς, να εντείνουν τις προσπάθειές τους, ώστε να το καταλάβουν εντός
της νύχτας 20/21 Ιουνίου. Η διαταγή όµως έφτασε στις παραπάνω Μεραρχίες
γύρω στις 19.00, µε αποτέλεσµα να µην πραγµατοποιηθεί ο απαραίτητος µεταξύ
τους συντονισµός και µόνο η II Μεραρχία να ενεργήσει νυχτερινή επίθεση.

Παράλληλα το Γενικό Στρατηγείο, θέλοντας να ενισχύσει την κύρια


προσπάθεια κατά του Κιλκίς και µη διαθέτοντας καµιά εφεδρεία, διέταξε τις Ι και VI
Μεραρχίες, που ενεργούσαν προς το Λαχανά, να συγκροτήσουν ένα απόσπασµα,
από δύο συντάγµατα (ένα από κάθε µεραρχία) υπό τη διοίκηση του ∆ιοικητή της VI
Μεραρχίας Συνταγµατάρχη ∆ελαγραµµάτικα Νικολάου, το οποίο να κινηθεί το
ταχύτερο προς το Κιλκίς και να επιτεθεί κατά του αριστερού (ανατολικού) πλευρού
και των νώτων του εχθρού. Επίσης, διέταξε τη Χ Μεραρχία µετά την κατάληψη των
υψωµάτων βόρεια του χωριού Σουλτογιανναίικα, να κινηθεί ταχύτατα και αυτή
προς το Κιλκίς, για να ενισχύσει τον αγώνα των άλλων µεραρχιών από τα δυτικά.

Η αναφερόµενη παραπάνω νυχτερινή επίθεση της II Μεραρχίας άρχισε


αιφνιδιαστικά στις 03.30 της 21ης Ιουνίου. Ύστερα από σκληρό αγώνα, που
συνεχίστηκε και το πρωί της ίδιας ηµέρας, η Μεραρχία κατόρθωσε να καταλάβει
σηµαντικές θέσεις των Βουλγάρων στα ανατολικά του Κιλκίς, απειλώντας άµεσα το
αριστερό πλευρό και τα νώτα της βουλγαρικής διατάξεως.

Αλλεπάλληλες βουλγαρικές αντεπιθέσεις, κατά των ελληνικών τµηµάτων,


αποκρούστηκαν µε επιτυχία, αλλά και µε µεγάλες απώλειες για τα ελληνικό:
τµήµατα, που πολλές φορές υποχρεώθηκαν να µάχονται χωρίς την υποστήριξη
του πυροβολικού τους. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο ∆ιοικητής του 7ου
Συντάγµατος Πεζικού Αντισυνταγµατάρχης Καραγιαννόπουλος Κωνσταντίνος.

Από το πρώτο φως της 21ης Ιουνίου επανέλαβαν την επίθεσή τους και οι
άλλες µεραρχίες, εκτελώντας σειρά ορµητικών εφόδων µε τη λόγχη κατά των
βουλγαρικών θέσεων.

22 
 
Η IV Μεραρχία, ύστερα από σκληρότατο αγώνα, στη διάρκεια του οποίου
φονεύθηκαν ο ∆ιοικητής του 8ου Συντάγµατος Πεζικού Συνταγµατάρχης
Καµπάνης Αντώνιος και ο ∆ιοικητής του IV Τάγµατος του ίδιου Συντάγµατος
Λοχαγός Πεζικού Μακρυκώστας Χαράλαµπος, πέτυχε να καταλάβει τη νότια
παρυφή της πόλεως του Κιλκίς.

Η V Μεραρχία πέρασε τη σιδηροδροµική γραµµή και κατέλαβε σηµαντικές


θέσεις στα νοτιοδυτικά του Κιλκίς, ενώ η III Μεραρχία κατέλαβε το χ. Μεταλλικό,
δηµιουργώντας σοβαρή απειλή για το δυτικό πλευρό και τα νώτα των Βουλγάρων.

Προ αυτής της καταστάσεως οι Βούλγαροι άρχισαν να συµπτύσσονται προς


τα βόρεια, µε την κάλυψη ισχυρών οπισθοφυλακών. Ο όγκος των βουλγαρικών
δυνάµεων συµπτύχθηκε προς το όρος ∆ύσωρο και µόνο µικρές µονάδες, κυρίως
µεταφορών, κατευθύνθηκαν προς την Καλίνδρια.

Οι ελληνικές δυνάµεις, συνεχίζοντας την κίνηση τους, απελευθέρωσαν στις


09.30 το Κιλκίς και καταδίωξαν τις συµπτυσσόµενες εχθρικές δυνάµεις, σε µικρό
όµως βάθος λόγω της µεγάλης εξαντλήσεως των τµηµάτων από τον τριήµερο
αγώνα και της ελλείψεως εφεδρειών. Έτσι, δεν έγινε πλήρης εκµετάλλευση της
µεγάλης επιτυχίας, που είχε σηµειωθεί µε τη διάσπαση της αµυντικής τοποθεσίας
του Κιλκίς.

Η γραµµή την οποία τελικά κατέλαβαν οι µεραρχίες του κέντρου ήταν αυτή
που στοιχίζεται από τα χωριά Μεταλλικό (III), Ξηρόβρυση (V), Τέρπυλος (IV),
Ποταµιά-Ακροποταµιά (II).

Η Χ Μεραρχία, αφού κατέλαβε τα υψώµατα του χωριού Σουλτογιανναίικα,


δέχτηκε σφοδρά πυρά πυροβολικού και κινήθηκε προς το χ. Βαλτούδι, όπου και
διανυκτέρευσε, διαθέτοντας µόνο ένα τάγµα προς την κατεύθυνση της Καλίνδριας.

Η Ταξιαρχία Ιππικού, ενεργώντας µε µεγάλη καθυστέρηση και πολύ


διστακτικά, αφού διασκόρπισε τις βουλγαρικές δυνάµεις που συµπτύσσονταν
προς την Καλίνδρια και συνέλαβε περίπου 100 αιχµαλώτους, προωθήθηκε στην
περιοχή του χωριού Κοροµηλιά, όπου και στάθµευσε, ανακόπτοντας την
παραπέρα καταδίωξη του εχθρού.

Οι Ι και VI Μεραρχίες, που ενεργούσαν προς το χ. Λαχανάς, άρχισαν από


το πρωί της 21ης Ιουνίου να αποσύρουν τµήµατα από την πρώτη γραµµή για να
συγκροτήσουν το µικτό απόσπασµα που θα κινούνταν προς το Κιλκίς. Οι
Βούλγαροι, θεωρώντας τις µετακινήσεις αυτές ως σύµπτυξη, εκτόξευσαν σφοδρή

23 
 
επίθεση κατά του δεξιού (ανατολικού) πλευρού των ελληνικών δυνάµεων στην
περιοχή του χωριού Κυδωνιές, όπου η Θέση του 1/5 Τάγµατος της Ι Μεραρχίας.
Χάρη όµως στον απαράµιλλο ηρωισµό του Τάγµατος αυτού, του οποίου τέθηκαν
εκτός µάχης όλοι σχεδόν οι αξιωµατικοί και φονεύθηκε ο ∆ιοικητής του,
Ταγµατάρχης Κατσιµίδης Αναστάσιος, η βουλγαρική επίθεση αποκρούστηκε και
έτσι αποσοβήθηκε η απειλή που προς στιγµή δηµιουργήθηκε.

Στο µεταξύ το Γενικό Στρατηγείο, µετά την απελευθέρωση του Κιλκίς,


ακύρωσε τη διαταγή συγκροτήσεως του µικτού αποσπάσµατος των Ι και VI
Μεραρχιών που προοριζόταν να ενισχύσει την προσπάθεια προς το Κιλκίς και
διέταξε τις δύο Μεραρχίες να συνεχίσουν την από κοινού ενέργειά τους, για την
κατάληψη του Λαχανά.

Μετά απ' αυτό οι Ι και VI Μεραρχίες αποφάσισαν να επιτεθούν κατά του


Λαχανά ταυτόχρονα στις 15.00 της ίδιας ηµέρας.

Πράγµατι, ύστερα από σύντοµη αλλά σφοδρή προπαρασκευή πυρο-


βολικού, τα τµήµατα των δύο ελληνικών µεραρχιών εξόρµησαν µε «εφ’ όπλου
λόγχη» κατά των βουλγαρικών θέσεων. Μπροστά στην ελληνική ορµή οι
Βούλγαροι άρχισαν σε λίγο να υποχωρούν άτακτα προς τα βόρεια, εγκατα-
λείποντας πυροβόλα, οχήµατα, κτήνη και κάθε είδους άλλο υλικό.

Τα ελληνικά τµήµατα, αφού κατέλαβαν γύρω στις 16.00 το χ. Λαχανάς,


συνέχισαν την καταδίωξη των Βουλγάρων µέχρι τα τελευταία υψώµατα προς την
κοιλάδα του Στρυµόνα ποταµού, όπου και ανέκοψαν την παραπέρα κίνησή τους
λόγω της νύχτας.

Παρότι ο αγώνας κατά την τελική αυτή φάση της καταλήψεως του Λαχανά,
ήταν σχετικά σύντοµος, οι απώλειες σε νεκρούς και τραυµατίες υπήρξαν σοβαρές.
Μεταξύ των νεκρών αξιωµατικών ήταν και ο ∆ιοικητής του 4ου Συντάγµατος
Πεζικού της I Μεραρχίας Συνταγµατάρχης Παπακυριαζής Ιωάννης και ο ∆ιοικητής
του II Τάγµατος του ίδιου Συντάγµατος Ταγµατάρχης Πεζικού Χατζόπουλος
Ιωάννης. Αλλά και οι βουλγαρικές απώλειες ήταν µεγάλες, συνελήφθησαν περίπου
500 Βούλγαροι αιχµάλωτοι και κυριεύτηκαν 16 πυροβόλα, 1.300 όπλα πεζικού και
άφθονο πολεµικό υλικό.

Η VII Μεραρχία, η οποία δεν είχε πάρει νεότερη διαταγή επιχειρήσεων για
τις 21 Ιουνίου, ζήτησε στις 05.30 της ηµέρας αυτής από το Γενικό Στρατηγείο
οδηγίες για τις παραπέρα ενέργειές της, παίρνοντας την απάντηση να

24 
 
συµµορφωθεί προς τις προηγούµενες διαταγές κατά την κρίση του ∆ιοικητή τής
Μεραρχίας. Στη συνέχεια, γύρω στις 09.30 της ίδιας ηµέρας, το Γενικό Στρατηγείο
πληροφόρησε την VII Μεραρχία ότι τα βουλγαρικά τµήµατα είχαν συµπτυχθεί
προς το χ. Λαχανάς και πιθανόν σύντοµα να υποχωρούσαν προς το χ.
Στρυµονικό.

Μετά απ' αυτό, η VII Μεραρχία τέθηκε σε κίνηση προς την κατεύθυνση του
Λαχανά, µε µεγάλη όµως βραδύτητα και µόλις στις 16.00 έφτασε στη γραµµή των
χωριών Βέργη-Λυγαριά, χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Φτάνοντας εκεί,
ενηµερώθηκε από το Γενικό Στρατηγείο ότι απελευθερώθηκε το Κιλκίς και άρχισε η
καταδίωξη των βουλγαρικών δυνάµεων. Σε λίγο πληροφορήθηκε από την Ι
Μεραρχία ότι καταλήφθηκε και ο Λαχανάς και οι Βούλγαροι συµπτύσσονταν
πανικόβλητοι προς το Στρυµόνα, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από τα δικά της
προωθηµένα τµήµατα.

Παρ' όλα αυτά η VII Μεραρχία συνέχισε την κίνησή της µε µεγάλη βρα-
δύτητα, µε αποτέλεσµα οι Βούλγαροι µέχρι το βράδυ να περάσουν ανενόχλητοι το
Στρυµόνα και να κατευθυνθούν προς το Σιδηρόκαστρο και τις Σέρρες.

Βούλγαροι αιχµάλωτοι από τη µάχη Κιλκίς-Λαχανά

Έτσι, έληξε η τριήµερη µάχη του Κιλκίς-Λαχανά, µε πλήρη επικράτηση των


ελληνικών όπλων, αλλά και µε µεγάλες θυσίες αίµατος. Οι συνολικές απώλειες του
Ελληνικού Στρατού κατά τη µάχη αυτή έφτασαν τους 8.828 νεκρούς και
τραυµατίες, µεταξύ των οποίων και δέκα διοικητές ταγµάτων και συνταγµάτων.
Αναλυτικότερα οι απώλειες κατά σχηµατισµό ήταν οι εξής: Ι Μεραρχίας 1.354, II

25 
 
Μεραρχίας 1.483, 111 Μεραρχίας 773, IV Μεραρχίας 1.257, V Μεραρχίας 2.123,
VI Μεραρχίας 1.347, VII Μεραρχίας 199, Χ Μεραρχίας 276 και Ταξιαρχίας
Ιππικού 16.

Οι βουλγαρικές απώλειες υπήρξαν και αυτές µεγάλες, χωρίς όµως να είναι


πλήρως εξακριβωµένες, ενώ συνελήφθησαν περίπου 2.500 Βούλγαροι αιχµάλωτοι
και κυριεύτηκαν 19 πυροβόλα, 5 βλητοφόρα, πολλά όπλα πεζικού και άφθονο
λοιπό πολεµικό υλικό.

Το Γενικό Στρατηγείο, παραµένοντας στο Μελισσοχώρι ολόκληρη την


ηµέρα της 21ης Ιουνίου, εξέδωσε στις 21.00 διαταγή επιχειρήσεων για την
εποµένη, σύµφωνα µε την οποία οι µεραρχίες έπρεπε, από το µεσηµέρι της 22ης
Ιουνίου να έχουν ετοιµότητα να συνεχίσουν την κίνησή τους, εκτός από τις
µεραρχίες που ήδη καταδίωκαν τον εχθρό και οι οποίες θα εξακολουθούσαν την
καταδίωξή του. Ταυτόχρονα, λόγω των µεγάλων απωλειών σε αξιωµατικούς κατά
τη διάρκεια της µάχης του Κιλκίς-Λαχανά, διέταξε να αφαιρεθούν από τα πηλίκια
όλων των αξιωµατικών τα διακριτικά του βαθµού τους, για να µην παρέχουν
καταφανή στόχο στον εχθρό.

Λίγο αργότερα το επιτελείο αποφάσισε τη συγκρότηση ενός τµήµατος


στρατιάς, αποτελούµενου απόό την I, την VI και την VII Μεραρχία Πεζικού, µε
επικεφαλής τον διοικητή της I Μεραρχίας, υποστράτηγο Μανουσογιαννάκη.
Αποστολή του τµήµατος αυτού ήταν η ανεύρεση και η καταστροφή όσων εχθρικών
26 
 
µονάδων βρίσκονταν στην περιοχή του Σιδηροκάστρου. Οι άνδρες ξεκίνησαν την
26η Ιουνίου και συνέχισαν µαχόµενοι την προέλασή τους ως το απόγευµα της
εποµένης, οπότε κατέλαβαν το Σιδηρόκαστρο. ∆υστυχώς η III βουλγαρική
Μεραρχία κατάφερε να διαφύγει προς βορρά, µέσω των στενών του Ρούπελ. Κατά
τη διήµερη αυτή µάχη οι απώλειες της I Μεραρχίας ανήλθαν σε 4 φονευθέντες
στρατιώτες, 75 τραυµατίες, (3 από αυτούς αξιωµατικοί) και 36 αγνοούµενους
στρατιώτες.

Οι άνδρες της προαναφερθείσας βουλγαρικής µεραρχίας συγκεντρώθηκαν


στη στενωπό της Κρέσνας για να αποφύγουν την περικύκλωσή τους στην κοιλάδα
της Στρώµνιτσας. Το επιτελείο τούς διέταξε να αµυνθούν µε κάθε µέσο στο
συγκεκριµένο σηµείο και να διατηρήσουν τις θέσεις τους επί της γραµµής Ρούγγεν-
Κρέσνας-Πιρίν. Το ελληνικό επιτελείο διέταξε την I, την II, την IV και την VI
Μεραρχία να διανοίξουν τη συγκεκριµένη στενωπό. Οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν την
5η Ιουλίου. Η I Μεραρχία προχώρησε εκατέρωθεν του ποταµού Στρυµόνα. Οι
άνδρες της έδρασαν συντονισµένα µε αυτούς των άλλων µεραρχιών και
εξαπέλυσαν την επίθεσή τους µε τροµερή σφοδρότητα. Εξίσου λυσσαλέα ήταν η
αντίσταση την οποία προέβαλαν τα βουλγαρικά στρατεύµατα. Οι µάχες διήρκεσαν
έξι ηµέρες. Τελικώς, η στενωπός παραβιάστηκε και την 12η Ιουλίου η I Μεραρχία
επιτέθηκε εναντίον της οχυρής τοποθεσίας του Σιµιτλί, την οποία εκπόρθησε
ύστερα από διήµερο αγώνα. Κατά τη συγκεκριµένη µάχη σκοτώθηκαν 1
αξιωµατικός και 41 στρατιώτες, ενώ τραυµατίστηκαν 7 αξιωµατικοί και 342
στρατιώτες. Αυτή ήταν η τελευταία του Β΄ Βαλκανικού Πολέµου, καθώς οι
Βούλγαροι οπισθοχωρούσαν σε όλα τα µέτωπα, συρρέοντας προς τη Σόφια. Κατά
τις προσεχείς ηµέρες (και µέχρι τη σύναψη της ανακωχής) ο Ελληνικός Στρατός
προήλασε ακάθεκτος προς την Ανω Τζουµαγιά.

27 
 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΠΛΗΡΗΣ


ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

Η συγγραφή της παρούσης µελέτης έχει στόχο τον παραδειγµατισµό όλων


µας από τη ζωή, το έργο και τις πράξεις των ηρωικών πεσόντων αλλά και τη
διατήρηση της παράδοσης του τόπου µας που απαιτεί τη θυσία για την πατρίδα.

Τιµή και δόξα σε αυτούς που θυσίασαν ό,τι πολυτιµότερο είχαν στο βωµό
της πατρίδας. Την ίδια τους τη ζωή. Σε αυτούς που πίστεψαν σε πατρίδα,
θρησκεία, οικογένεια, ιδανικά, ήθη, έθιµα, θεσµούς και αξίες.

Σε αυτούς που µοιραστήκαν µαζί τις ίδιες χαρές, τις ίδιες λύπες, ανησυχίες,
τα ίδια ξενύχτια, σε αυτούς που φλερτάρανε µαζί τον κίνδυνο, που υπερβάλανε
τον εαυτό τους και θυσιάσανε τα νιάτα τους. Σε όλους αυτούς που µέσα στην
καρδιά τους έκαιγε η ίδια σπίθα. Σε όλους αυτούς που κοιµόνταν και ξυπνάγανε µε
τα ίδια όνειρα και τις ίδιες προσδοκίες.

Σε όλους αυτούς που οργώσανε µαζί κάθε σπιθαµή της ελληνικής γης, και
που φουσκώνανε από υπερηφάνεια κάθε φορά που φορούσανε την ελληνική
σηµαία στο µπράτσο…

Σε όλους αυτούς που ήταν µαζί (µεταφορικά ή κυριολεκτικά) στον


καθηµερινό πόλεµο για την Πατρίδα και τα σύµβολά της, την Ελευθερία και πάνω
απ’ όλα για το αύριο των παιδιών µας… Που ποτέ δε σκύψανε και ποτέ δεν

28 
 
προσκυνήσανε κανέναν. ∆ε θέλανε πλούτη και «µεγάλη ζωή». Θέλανε
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ και πιστέψανε σε αυτά.

Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι, κατά την ταπεινή µου γνώµη θα πρέπει να


θεωρούνται ως η πιο λαµπρή περίοδος της ελληνικής ιστορίας, µετά την
εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κυρίως από το γεγονός ότι αυξήθηκε τόσο
πολύ το δυναµικό της πατρίδας µας τόσο σε έκταση όσο και σε πληθυσµό και
µάλιστα σε τόσο µικρό χρονικό διάστηµα, λιγότερο του ενός έτους.

Ήταν µια ένδοξη εποχή που όλες οι δυνάµεις του έθνους ήταν παράλληλες
και οµόρροπες. Η οµόνοια βασίλευε παντού. Η πολιτική ιδιοφυία και διορατικότητα
του Εθνάχη Ελευθερίου Βενιζέλου, ο επαγγελµατισµός των Στρατιωτικών, η
αδάµαστη ψυχή και γενναιότητα του Έλληνα Στρατιώτη και το ανίκητο Ελληνικό
Ναυτικό, όλα µαζί διαποτισµένα από τη Μεγάλη Ιδέα, έφεραν το πιο λαµπρό
αποτέλεσµα της ελληνικής ιστορίας. Απελευθερώθηκαν και ενώθηκαν στον
ελληνικό κορµό το υπόλοιπο της Θεσσαλίας, η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Κρήτη και
τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.

Η επέτειος των 100 χρόνων από τους Βαλκανικούς Πολέµους δεν είναι µια
απλή υπόµνηση ενός µεγάλου θριάµβου. Είναι εθνική έξαρση και ανάταση των
ηθικών δυνάµεων του έθνους µας. Είναι πηγή διδαχής και παραδειγµατισµού που
πρέπει διεξοδικά να διδάσκεται στους νέους µας. Είναι ύµνος της ψυχής και της
λόγχης, της οµοψυχίας και της ενότητας του ελληνικού λαού που γνωρίζει πολύ
καλά, αιώνες τώρα, ότι η ελευθερία δεν χαρίζεται, αλλά κερδίζεται. Κερδίζεται
διαρκώς από κάθε γενιά και από κάθε άτοµο

Εν κατακλείδι µέσω της παρούσης µελέτης οδηγούµαστε στο ασφαλές


συµπέρασµα ότι η ζωή του πεζικάριου ενσαρκώνει έµπρακτα τα ελληνικά ιδεώδη.

29 
 
Πιστεύω ότι…
Κάθε ενηµερωτική
αναδροµή στο
παρελθόν, είναι
αναγκαία για να
εξασφαλίσει η
ανθρωπότητα την
επίγνωση τής
δηµιουργικής της
ικανότητας

Πιστεύω ότι…
Αντιγράφοντας το
παρελθόν,
καθαρογράφουµε το
µέλλον…

∆όξα και τιµή στο ένδοξο Όπλο του Πεζικού, τον Βασιλιά των Όπλων και τιµή στους
νεκρούς ήρωές του.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Η ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΣ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ 1914-1918, ΓΕΣ/∆ΙΣ,


1958.
2. Αρχείο ∆ΙΣ/ΓΕΣ, Επίτοµη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέµων, Αθήνα
1987.
3. Αρχείο ∆ΙΣ/ΓΕΣ, Θέµατα Στρατιωτικής Ιστορίας, Αθήνα 1981
4. ∆ιµηνιαία έκδοση ΓΕΣ, Στρατιωτική Επιθεώρηση, τεύχος 3/98
Μάιος-Ιούνιος και τεύχος 6/2010 Νοεµβρίου-∆εκεµβρίου.

30 
 
5. Φωτογραφικό Λεύκωµα των Ρωµαΐδη-Zeitz, ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
1912-1913, Εκδόσεις Κέδρος.
6. Αποσπάσµατα αρχειακού Υλικού ∆ΙΣ/ΓΕΣ.
7. Περιοδικό ΣΡΤΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 129, ΜΑΪΟΣ 2007
8. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.
9. http://el.wikipedia.org
10. Ιστότοπος της Σχολής Πεζικού: http://www.army.gr/

31 
 
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:

Η αναχώρηση του Ελληνικού Στρατού για το µέτωπο

32 
 
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:

Καρτ ποστάλ της εποχής των Βαλκανικών Πολέµων

1913: Ο Ελληνικός Στρατός πανέτοιµος

33 
 

You might also like