Professional Documents
Culture Documents
Βραβ
ζ ω γ ρ α φ ι κής µε την
ό
διαγωνισµ
ι ρ ί α τ ο υ εορτασµού
ευκα
ν
των 100 χρόνω
ρ ί α ς τ ο υ ΓΕΣ
Ισ τ ο
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ – ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ
– ΘΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΗΣ
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ
ΟΠΛΟΥ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ
Τ
ο πνεύμα του Πεζικού αποτυπώνεται εμφανώς στο έμβλημά του, το
οποίο συνθέτουν το τυφέκιο, η σπάθη −βασικά όπλα του Πεζικού
που θεσπίστηκαν με το Βασιλικό Διάταγμα της 2ας Μαρτίου 1833−
η λυχνία, σύμβολο λατρείας του Θεού και εκδήλωση τιμής στους νεκρούς και
το κόκκινο φόντο, σύμβολο του αίματος των ανδρών του Όπλου που θυσιά
στηκαν στους αγώνες του Έθνους. Το επιγραφόμενο σ’ αυτό ηθικό παράγγελ
μα «ΔΙΩΚΕ ΔΟΞΑΝ ΚΑΙ ΑΡΕΤΗΝ» δεν αποτελεί έναν απλό συμβολισμό για τα
στελέχη του Πεζικού, αλλά έχει άμεση σχέση με το έργο και την αποστολή
τους, γι’ αυτό τα νέα στελέχη διδάσκονται ότι:
«Η Δόξα αποκτάται με την αυτοθυσία και την τόλμη, κερδίζεται με το
τυφέκιο και τη σπάθη από αυτούς που έχουν αποκτήσει τις απαραίτητες
γνώσεις με τη μελέτη και την άσκηση, και εδραιώνεται με το αίμα της στρα
τιάς των νεκρών του ΠΖ, που συμβολίζεται με το κόκκινο φόντο».
Η Αρετή αποτελεί το κόσμημα των γενναίων, εκδηλώνεται με την ηθική,
το δίκαιο, την τιμιότητα, την καλοσύνη, τον σεβασμό προς τους αντιπάλους
και ολοκληρώνεται με τον συμβολισμό της λυχνίας, δηλαδή με την πίστη
στον Θεό και την απόδοση τιμής στους νεκρούς.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις και κυρίως η ανακά
λυψη της ατομικής βόμβας, σ’ έναν νέο πόλεμο, τον οποίο δεν επιθυμούμε,
θα μείωναν την αξία του προσωπικού του Όπλου μας.
Μερικοί μίλησαν και για πόλεμο «δια πιέσεως κομβίων». Όμως τα συμπε
ράσματα των τελευταίων τοπικών πολέμων, που έγιναν και γίνονται στον
κόσμο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποδεικνύουν τον ηγετικό ρόλο του
Πεζικού στο πεδίο της μάχης.
Και είναι φυσικό, γιατί παραμένει αναλλοίωτη η αρχή ότι «Νικητής θα είναι
εκείνος που θα διατηρήσει αυτό που κατέχει ή αυτό που θα καταλάβει».
Οι αριθμοί των θυσιών είναι μια ακόμη απόδειξη για την πιο πάνω
αναντίρρητη αλήθεια:
ΕΠΕΣΑΝ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
Αξιωματικοί 3.539
Οπλίτες 104.342
ΣΥΝΟΛΟ 107.863
Η Διαχρονική Παρουσία
του Όπλου
του Πεζικού
ΓΕΣ/ΔΠΖ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
(5ος-16ος αιώνας)
Κατά τον Μεσαίωνα το Πεζικό, περιφρονούμενο από τους ιππότες, μπαίνει
σε δεύτερη μοίρα και τάσσεται πίσω από το Ιππικό. Οι Άγγλοι όμως γρή
γορα κατανόησαν αυτό το σφάλμα και έδωσαν κατά τον επταετή πόλεμο
(1447-1453) την πρέπουσα θέση στο Πεζικό, που παραμένει πάντα ο βασι
λιάς των Όπλων.
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΦΑΒΙΕΡΟΥ
Το έτος 1823 δεν ήταν δυνατή η ανασυγκρότηση του τακτικού Σώματος, για οικο
νομικούς λόγους. Τον Ιούλιο του 1824 ανασυντάχθηκε, μετά από τη συνομολόγηση
του δανείου από την Αγγλία, με την κατάταξη εθελοντών. Συγκροτήθηκε ένα τάγμα
Πεζικού των έξι λόχων: δύο εκλεκτών (των επίλεκτων και των ευζώνων) και τεσσάρων
του Κέντρου, δυνάμεως περίπου 500 ανδρών, υπό τη διοίκηση του Συνταγματάρχου
Ροδίου. Για τη συμπλήρωση των στελεχών του τάγματος, χρησιμοποιήθηκαν παλαιοί
αξιωματικοί του τακτικού Σώματος. Οι άνδρες ντύθηκαν ομοιόμορφα με ελληνικό
ιματισμό: σαγιάκινο λευκό, κοντή φουστανέλα και φέσι. Η συμμετοχή του στις επιχει
ρήσεις κατά του Ιμπραήμ απέδειξε τα πλεονεκτήματα τάξεως και πειθαρχίας που
προέκυπταν από την τακτική αυτής της συγκροτήσεως, που δεν υπήρχε στα άτακτα
σώματα. Ο Φαβιέρος παρέλαβε τη διοίκηση του τάγματος από τον Συνταγματάρχη
Ρόδιο, την 30ή Ιουλίου 1825. Λόγω κατατάξεως εθελοντών, οι λόχοι που υπήρχαν
Χιλιαρχίες Aτάκτων
Τα μέχρι τότε άτακτα Σώματα, αφού μετονομάστηκαν σε «αεικίνητα», συ
γκρότησαν οκτώ χιλιαρχίες. Η χιλιαρχία είχε διοικητή τον χιλίαρχο. Η δύναμη της
χιλιαρχίας ανερχόταν σε 1.123 άνδρες.
Θάνατος Καποδίστρια
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια επακολούθησε πλήρης αναρχία στη χώρα.
Τα ελαφρά τάγματα διαλύθηκαν και μετασχηματίστηκαν σε ένοπλες ομάδες κάτω
από τις διαταγές των παλαιών κατά το πλείστον αρχηγών των άτακτων Σωμάτων.
Η κυβερνητική επιτροπή που διαδέχθηκε τον Κυβερνήτη, διόρισε Διοικητή του
Τακτικού Σώματος τον παλαιό φιλέλληνα Συνταγματάρχη Γαλλιάρ.
Οροφυλακή
Το έτος 1843 συγκροτήθηκε ένας Ελαφρός Λόχος και μια Ελαφριά Διλοχία
επί πλέον των υπαρχόντων οκτώ Ταγμάτων Οροφυλακής. Τα Τμήματα αυτά συ
νενώθηκαν το 1844 σε μια μονάδα που ονομάστηκε «Παραπληρωματικό Σώμα
Οροφυλακής». Όλη η δύναμη Οροφυλακής ανήκε στο Υπουργείο Στρατιωτικών,
αφού καταργήθηκαν τα Αρχηγεία. Με το Βασιλικό Διάταγμα της 12ης Οκτωβρίου
1852, η Οροφυλακή συγκροτήθηκε σε τέσσερα συντάγματα, με δύο τάγματα το
κάθε ένα. Μετά τις παραπάνω μεταβολές, η σύνθεση του Πεζικού και η δύναμή
του κατά το τέλος του 1852 ήταν η παρακάτω:
Δύο Τάγματα Γραμμής
Δύο Τάγματα Ακροβολιστών
Τέσσερα Συντάγματα Οροφυλακής.
Στρατολογία-Οπλισμός-Εκπαίδευση
Με τον Νόμο ΦΞΕ΄ της 29ης Μαΐου 1859, η στρατιωτική θητεία μειώθηκε από
τέσσερα σε τρία χρόνια. Οι απολυόμενοι έπαιρναν μετάθεση στην εφεδρεία για
τρία χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων καλούνταν κατά διαστήματα για εκτέλε
ση ασκήσεων, κατατασσόμενοι οι του Πεζικού στα Τάγματα Εφεδρείας. Μέχρι το
έτος 1855 υπήρχε στο στράτευμα ποικιλία οπλισμού. Από τον Ιούνιο του 1855 όλα
τα Τάγματα Πεζικού και Ακροβολιστών εφοδιάστηκαν με αυλακωτά τυφέκια. Με
εγκύκλιο Διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών της 3ης Οκτωβρίου 1859 εισήχθη
στον Ελληνικό Στρατό ο Γαλλικός Κανονισμός Ασκήσεων Πεζικού. Τον Αύγουστο
1861 ρυθμίστηκαν τα της εκπαιδεύσεως του Πεζικού όπως παρακάτω:
Στη στοιχειώδη εκπαίδευση των νεοσυλλέκτων συμπεριλήφθηκαν η γυ
μναστική και η λογχομαχία. Η εκπαίδευση των νεοσυλλέκτων γινόταν στην έδρα
των ταγμάτων. Κατά το καλοκαίρι ή φθινόπωρο κάθε χρόνου, δημιουργείτο
στρατόπεδο εκπαιδεύσεως, στο οποίο συγκεντρώνονταν αριθμός ταγμάτων με
ανάλογο αριθμό Ιππικού και Πυροβολικού για εκτέλεση ασκήσεων διαρκείας
ενός μηνός. Στο στρατόπεδο γίνονταν διαγωνισμοί σκοποβολής και απονομή
βραβείων στους νικητές. Τον Μάρτιο και Αύγουστο του 1861, συγκροτήθηκε
στην Αθήνα «Σχολείο Ριπής» που είχε σαν σκοπό την εκπαίδευση των αξιωματι
κών και υπαξιωματικών στις βολές Πεζικού, την κατασκευή και συντήρηση των
πυριτιδοβόλων και τη σπουδή της βλητικής των φορητών όπλων. Η διάρκεια
της εκπαιδεύσεως στο σχολείο ήταν τρίμηνη (1 Νοεμβρίού-31 Ιανουαρίου).
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1877-1897
Στην περίοδο αυτή, συνέβησαν ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877, οι επιστρα
τεύσεις 1880-1881 και 1885 και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897.
Οργανισμός 1878
Με αυτόν τον Οργανισμό, τη σύνθεση του Πεζικού αποτελούσαν
δεκαέξι αυτοδύναμα Τάγματα Πεζικού των τεσσάρων λόχων και τέσσε
ρα αυτοδύναμα Τάγματα Ευζώνων των τεσσάρων επίσης λόχων.
Οργανισμός 1879
Τα Τάγματα Πεζικού αυξήθηκαν κατά τέσσερα και από δεκαέξι έγι
ναν είκοσι, ενώ τα Τάγματα των Ευζώνων παρέμειναν τέσσερα.
Οργανισμός 1880
Το Πεζικό το αποτέλεσαν τρία Συντάγματα Πεζικού. Το κάθε Τάγμα
ήταν των τεσσάρων λόχων. Επίσης, υπήρχαν ένδεκα αυτοδύναμα Τάγ
ματα Ευζώνων, των τεσσάρων λόχων το κάθε ένα και ένα αυτοδύναμο
Τάγμα Εκπαιδεύσεως.
Οργανισμός 1881
Το Πεζικό, με τον Οργανισμό του 1881, το αποτέλεσαν τριάντα ένα
αυτοδύναμα Τάγματα Πεζικού, εννέα αυτοδύναμα Τάγματα Ευζώνων,
δεκατρία έμπεδα Λόχων Πεζικού, σαράντα Μεταγωγικά Ουλαμών Υλικού Στρατού
και Τροφίμων και σαράντα Μεταγωγικά Ουλαμών Πολεμοφοδίων Πεζικού.
Οργανισμός 1882
Το Πεζικό, με τον Οργανισμό του 1882, το αποτέλεσαν είκοσι επτά αυτοδύναμα
Τάγματα Πεζικού και εννέα αυτοδύναμα Τάγματα Ευζώνων. Κάθε Τάγμα Πεζικού
ή Ευζώνων είχε δύναμη τεσσάρων λόχων.
Έλληνες
Στον πόλεμο αυτό έλαβαν μέρος οι παρακάτω Ελληνικές Μονάδες:
Στρατιά Θεσσαλίας
Ι Μεραρχία: Ιη Ταξιαρχία (1ο και 2ο Συντάγματα Πεζικού), 2η Ταξιαρχία
(4ο και 5ο Συντάγματα Πεζικού), VI Τάγμα Ευζώνων, Απόσπασμα δεξιού (ΙΙ,
VIΙ και XI Τάγματα Ευζώνων)
II Μεραρχία: 3η Ταξιαρχία (7ο και 8ο Συντάγματα Πεζικού), 4η Ταξιαρχία
(3ο και 11ο Συντάγματα Πεζικού), VI Τάγμα Ευζώνων, IV/3 Τάγμα μετονο-
μασθέν XI αυτοδύναμο Τάγμα, Απόσπασμα αριστερού (VIII και IX Τάγματα
Ευζώνων και IV/8 Τάγμα που μετονομάστηκε VII αυτοδύναμο).
Εκτός των παραπάνω προωθήθηκαν στη Θεσσαλία και Δομοκό κατά τη διάρκεια
του πολέμου έξι αυτοδύναμα Τάγματα (I, II, III, VI, VIII και IX).
Στρατιά Ηπείρου
1η Ταξιαρχία (6ο και 10ο Συντάγματα Πεζικού και III Τάγμα Ευζώνων).
2η Ταξιαρχία (9ο και 12ο Συντάγματα Πεζικού και Ι και Χ Τάγματα Ευζώνων).
Εσωτερικό
IV Αυτοδύναμο Τάγμα Αθηνών
V Αυτοδύναμο Τάγμα Μεσολογγίου
VII Αυτοδύναμο Τάγμα Χαλκίδος
XII Τάγμα Ευζώνων Αγρινίου
XIII Τάγμα Ευζώνων Αθηνών.
Τούρκοι
Εναντίον των παραπάνω δυνάμεων οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει:
Θεσσαλία: Επτά Μεραρχίες Πεζικού, δηλαδή 99 Τάγματα Πεζικού.
Ήπειρο: Δύο Μεραρχίες Πεζικού, των 16 ταγμάτων η κάθε μία, δηλαδή 32
τάγματα.
Εσωτερικό: Οκτώ τάγματα στη Βέροια και οκτώ τάγματα στο Μοναστήρι.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1914-1919
Μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913 και την αποστράτευση που
πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 1913, επακολούθησε μια σύντομη περίοδος
ειρήνης, που χρησιμοποιήθηκε για την αναδιοργάνωση της χώρας, λόγω της προσαρ
τήσεως των νέων εδαφών, καθώς επίσης και των στρατιωτικών της δυνάμεων.
Η σύνθεση του Στρατού καθορίστηκε με τον προσωρινό Οργανισμό του
1913, όπως παρακάτω:
Το Πεζικό το αποτέλεσαν 42 συντάγματα από τα οποία πέντε Συντάγματα
Ευζώνων και τρία Συντάγματα Κρητών. Καθένα από τα συντάγματα το
αποτελούσαν τρία τάγματα από τα οποία, δύο ενεργά. Κάθε τάγμα το απο
τελούσαν τέσσερις λόχοι (των τριών διμοιριών) και μια διμοιρία πολυβόλων.
Τα συντάγματα αυτά κατανεμήθηκαν σε δεκατέσσερις μεραρχίες, που κάθε μία
είχε τρία συντάγματα.
Τον Φεβρουάριο και Απρίλιο του 1914 καθορίστηκε ο οπλισμός του Πεζικού
ως εξής:
• Λοχίες, δεκανείς, σαλπιγκτές και στρατιώτες (πλην πολυβόλων): Τυφέκιο
Πεζικού και ξιφολόγχη.
• Οπλίτες πολυβόλων: Αραβίδα και ξιφολόγχη.
• Τυμπανιστές: περίστροφο.
Προτού όμως συνταχθεί ο οριστικός Οργανισμός, η περίοδος της ομαλότη
τας τερματίστηκε με τη γενική επιστράτευση που κηρύχθηκε κατά τον Νοέμβριο
του 1915 με αφορμή την επιστράτευση της Βουλγαρίας, λόγω του Α΄ Παγκοσμίου
Πολέμου που είχε ήδη ξεσπάσει.
Εκστρατεία Σαγγαρίου
Για την επιτυχία του πολιτικού σκοπού της εκστρα
τείας στη Μικρά Ασία επιβαλλόταν η ολοκληρωτική
συντριβή του Τουρκικού Στρατού. Για τον λόγο αυτόν,
πραγματοποιήθηκαν οι επιχειρήσεις Ιουλίου-Σεπτεμ
βρίου 1921 που είναι γνωστές σαν εκστρατεία του
Σαγγαρίου. Σκοπός των νέων επιχειρήσεων της Στρατιάς ήταν η επίθεση κατά
των εχθρικών δυνάμεων που βρίσκονταν ανατολικά του Σαγγαρίου, καθώς και η
διάλυση και καταδίωξή τους προς την κατεύθυνση της Άγκυρας. Για τον σκοπό
αυτόν η Στρατιά υπολόγιζε να απασχολήσει με μικρές δυνάμεις κατά μέτωπο
τις εχθρικές δυνάμεις, κρατώντας τες με την απειλή της βίαιας διάβασης του
Σαγγαρίου και να επιτεθεί με τον κύριο όγκο της ανατολικά του ποταμού, με
υπερκέραση και κύκλωση της εχθρικής τοποθεσίας από Ν. και ΝΑ.
Οργανισμός 1935
Το 1935 εκδόθηκε το ΝΔ της 4ης Σεπτεμβρίου «περί Οργανισμού του Στρατού»
που προέβλεπε τις παρακάτω μεταβολές από πλευράς Πεζικού:
Συγκεντρώθηκαν δύο Διοικήσεις Φρουρίων Θεσσαλονίκης και Καβάλας για
την παρακολούθηση των οχυρώσεων που πραγματοποιούνταν.
Η Στρατιωτική Διοίκηση Αρχιπελάγους μετονομάστηκε σε Μεραρχία.
Η Αλβανική προκάλυψη οργανώθηκε σε ξεχωριστό Τομέα.
Μεταβολές Οργάνωσης
Το 1939 εκδόθηκε ο υπ’ αριθ. 2005 ΑΝ «περί Οργανισμού του Στρατού». Οι κυ
ριότερες μεταβολές από πλευράς Πεζικού ήταν οι παρακάτω:
Τα υπό του Οργανισμού του 1935 προβλεπόμενα Τάγματα Πεζικού αναπτύ
χθηκαν σε Συντάγματα Πεζικού.
Κατά την περίοδο αυτή λειτουργούν οι παρακάτω Σχολές Πεζικού:
Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού στη Σύρο
Σχολή Έφεδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα
Σχολή Εφαρμογής Πεζικού στη Θεσσαλονίκη.
Τα αποτελέσματα των προσπαθειών που καταβλήθηκαν για την προαγωγή
της μαχητικής ικανότητας του Στρατού επιβεβαιώθηκαν με τη σθεναρή και νικη
φόρο αντίδρασή του κατά την επίθεση που δέχθηκε η χώρα την 28η Οκτωβρίου
1940 από τους Ιταλούς και στη συνέχεια στους αγώνες εναντίον των Γερμανών.
νικό έδαφος. Και ενώ γίνονταν οι σχετικές διαπραγματεύσεις για την έκδοσή
τους στην Αλβανία, παραδόξως την 11η Αυγούστου η ιταλική προπαγάνδα
περνούσε σε ολόκληρο τον κόσμο τον επικηρυγμένο αυτόν ληστή σαν «υπέ
ροχο πατριώτη Αλβανό που δολοφονήθηκε από Έλληνες πράκτορες». Την 15η
Αυγούστου το αγκυροβολημένο στην Τήνο θρυλικό καταδρομικό «Έλλη», λό
γω της εορτής της Παναγίας, τορπιλίστηκε από υποβρύχιο. Μετά από έρευνα,
βρέθηκαν κομμάτια τορπιλών, από τα οποία αποδεικνυόταν ότι το υποβρύχιο
ήταν ιταλικό. Η ελληνική κυβέρνηση, για να μην εξωθήσει τα πράγματα σε
πόλεμο, απαγόρευσε την αναγραφή στον Τύπο κάθε πληροφορίας σχετικής
με το ζήτημα αυτό. Η πρόθεση του Μουσολίνι να επιτεθεί κατά της Ελλάδος
ήταν πλέον ξεκάθαρη. Τελικά, η ιταλική επίθεση εκδηλώθηκε την 0530 Ω της
28ης Οκτωβρίου 1940.
Εκπαίδευση Νεοσυλλέκτων
Για την εκπαίδευση των νεοσυλλέκτων, συγκροτήθηκαν το έτος 1946 ειδικά
Κέντρα Εκπαιδεύσεως, τα οποία ονομάστηκαν «Κέντρα Βασικής Εκπαιδεύσεως»
ΠερΙοδος 1946-1948
Σε ό,τι αφορά στο Πεζικό καθορίστηκαν τα παρακάτω:
Η δύναμη αυξήθηκε από 120.000 άνδρες σε 132.000. Συγκροτήθηκαν
οκτώ λόχοι πολυβόλων, των τεσσάρων διμοιριών, έναντι των 6 λόχων, των 2 δι
μοιριών.
Οργανώθηκαν ενενήντα επτά Τάγματα Εθνοφρουράς, των 500 ανδρών το
κάθε ένα.
Οργανώθηκαν έξι Διοικήσεις Εθνοφρουράς και δεκαέξι Στρατηγεία
Εθνοφρουράς.
Βελτιώθηκε ο οπλισμός των Ταγμάτων Εθνοφρουράς, στο καθένα από τα
οποία διατέθηκαν τριάντα έξι οπλοπολυβόλα Μπρέν, τέσσερις (4) όλμοι των 3",
δώδεκα (12) όλμοι των 60 χιλ. και σαράντα (40) μέσα πολυβόλα Βίκερς.
Εκστρατεία Κορέας
Η Ελλάδα αποδέχτηκε πρόσκληση του ΟΗΕ και ήταν μεταξύ των πρώτων
Εθνών που συμμετείχαν στον κορεατικό αγώνα. Το ΕκΣΕ που συγκροτήθηκε
στη Λαμία, αποβιβάστηκε στην Κορέα την 9η Δεκεμβρίου 1950 και από 1ης
Ιανουαρίου 1951 συμμετείχε στην κορεάτικη εκστρατεία στο πλευρό τού
συμμαχικού Στρατού. Διακρίθηκε κατά την κατάληψη των υψωμάτων 381,
325, και 655 και στη μεγάλη επίθεση προς κατάληψη τού, πολύ σημαντικού
λόγω της τοποθεσίας, ζωτικού υψώματος 313 (Σκότς), που την πέτυχε παρά
τη σθεναρή αντίσταση του εχθρού. Η επιτυχία αυτή του ΕκΣΕ, που βελτίωσε
την αμυντική συμμαχική γραμμή, προκάλεσε την τιμητική διάκριση μεταξύ
των Συμμαχικών Μονάδων που συμμετείχαν και έτυχε ηθικής αμοιβής, με την
απονομή ευαρέσκειας από τους Προέδρους της Δημοκρατίας των ΗΠΑ και
Νοτίου Κορέας. Η αξιόλογη δράση του ΕκΣΕ συνεχίστηκε με αμείωτο ρυθμό
και ένταση με επιτυχείς επιθέσεις κατά των υψωμάτων ΚΕΛΛΥ και 167. Ομοί
ως, η υπέροχη δράση του στη μεγάλη επίθεση κατά του ζωτικού υψώματος
Μεγάλο Νόρι, για την αποκατάσταση της απολεσθείσης αμυντικής γραμμής,
επισφράγισε μεταξύ του Συμμαχικού Στρατού το «λίαν αξιόμαχο» του ΕκΣΕ. Οι
τελευταίες μάχες του ΕκΣΕ για την απόκρουση σφοδρότατων επιθέσεων του
εχθρού που επιχειρούσαν την κατάληψη του υψώματος ΧΑΡΡΥ και τη διάσπα
ση της κατεχόμενης από το Τάγμα αμυντικής γραμμής ΠΟΜΙΝΓΚ, κορύφωσαν
την αίγλη του και του εξασφάλισαν τιμητική θέση μεταξύ των εκστρατευτικών
Σωμάτων των διαφόρων κρατών που συμμετείχαν.
Μονάδες Στρατιάς
Διαλύθηκαν τρεις Διοικήσεις Ελαφρών Συνταγμάτων Πεζικού (ΕΣΠ) και τρία
Ελαφρά Τάγματα Πεζικού (ΕΤΠ). Μετατράπηκαν δύο Τάγματα Προκαλύψεως
σε Μεραρχιακά και διατέθηκαν στις μεραρχίες αυξάνοντας έτσι τα Τάγματα
Πεζικού από πενήντα επτά σε πενήντα εννέα.
Μεταβολές 1954-1960
Οι κυριότερες εξελίξεις, κατά την παραπάνω περίοδο, από πλευράς Πεζικού,
είναι ότι το 1957 συγκροτήθηκαν τα Τάγματα Α/Τ ΠΑΟ 106 χιλ. που η υπαγωγή
τους ήταν ανά ένα σε κάθε Μεραρχία Πεζικού, το 1957 οι Λόχοι Βαρέων Όλμων
4,2" των Μεραρχιών συγκροτήθηκαν ως ΛΒΟ Συνταγμάτων Πεζικού, με την ίδια
σύνθεση και στους Λόχους Βαρέων Όπλων των Ταγμάτων Πεζικού προστέθηκε
και η Διμοιρία Α/Τ εκτοξευτών 3,5".
Μεταβολές 1960-2001
Η εξέλιξη του Πεζικού μετά το 1960, ακολούθησε τη γενικότερη εξέλιξη
του Στρατού, λόγω της κρίσης τόσο του 1967 όσο και του 1974, και υπήρξε
ραγδαία.
ΕκπαΙδευση
Η εκπαίδευση κατά την περίοδο της ειρήνης αποτελεί πρωταρχική απο
στολή για το Πεζικό. Η παρεχόμενη εκπαίδευση διακρίνεται σε αυτή των
στελεχών (Μονίμων και Εφέδρων) και σε αυτή των Οπλιτών.
Εκπαίδευση Στελεχών
Στη Σχολή Πεζικού με έδρα τη Χαλκίδα λειτουργούν τα παρακάτω
σχολεία:
«Ενιαίο Προκεχωρημένο Τμήμα Ο-Σ» όπου εκπαιδεύονται οι λοχαγοί
ΠΖ-ΤΘ-ΠΒ-ΜΧ-ΔΒ-ΑΣ-ΤΧ-ΥΠ-ΕΜ-ΕΠ-Γ(ΣΣΕ) διάρκειας 14 εβδομάδων.
«Ενιαίο Προκεχωρημένο Τμήμα Λοιπών Σωμάτων» όπου εκπαιδεύ
ονται οι λοχαγοί Ο-Γ(ΣΜΥ)-ΕΛ-ΤΔ-ΣΓ-ΜΣ διάρκειας 4 εβδομάδων.
Σχολείο Αρχιτεχνιτών ΠΖ διάρκειας 2 εβδομάδων.
Σχολείο Διοικητικών Ανθυπασπιστών ΠΖ-ΤΘ διάρκειας 8 εβδομάδων.
Σχολείο Ανθυπασπιστών Λοιπών Σωμάτων ΜΣ-ΤΔ-ΣΓ-ΓΕ-ΕΠ διάρκειας
4 εβδομάδων και λοιπών Ο-Σ(πλην ΥΓ) διάρκειας 4 εβδομάδων.
Στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού με έδρα το Ηράκλειο εκπαιδεύο
νται οι ΥΕΑ ΠΖ-ΥΠ-ΕΜ-ΤΧ-ΥΓ και οι ΔΕΑ ΠΖ όλων των ειδικοτήτων (πλην των ΔΕΑ
ειδικότητας ΤΦ που εκπαιδεύονται στο Λιτόχωρο Πιερίας).
Στο Κέντρο Εκπαίδευσης με έδρα το Λιτόχωρο Πιερίας διεξάγεται εκπαίδευ
ση στη μηχανοδήγηση ερπυστριοφόρων-τροχοφόρων για τους παρακάτω:
Ανθλγούς ΜΧ
Μ. Λχίες ΠΖ (Φροντιστές)
Μ. Λχίες ΜΧ (Διοικητικούς-Τεχνικούς)
ΕΠΟΠ ΠΖ ειδικότητας Πλήρωμα ερπυστριοφόρων και λοιπών τεχνι
κών ειδικοτήτων.
Εκπαίδευση Οπλιτών
Οι οπλίτες που επιλέγονται για το Πεζικό κατατάσσονται σε ένα από τα
παρακάτω Κέντρα Νεοσύλλεκτων: Μαυροδένδρι Κοζάνης, Ρέθυμνο, Γρεβενά,
Τρίπολη, Μεσολόγγι, Αυλώνα, Θήβα, Ναύπλιο, Λαμία, Σπάρτη, Μεγάλο Πεύκο
όπου τους παρέχεται η βασική εκπαίδευση. Κατόπιν, μετατίθενται στις Μονά
δες Εκστρατείας όπου γίνεται η εκπαίδευση ειδικοτήτων και εκπαίδευση Β΄
κύκλου εκπαιδεύσεως σύμφωνα με τους ΓΟΕ/ΓΕΣ.
Οι Κυριότερες Μάχες
(1912-1944)
ΓΕΣ/ΔΙΣ
Α΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚOΣ ΠOΛΕΜΟΣ
Η μαχη του Σαρανταπορου (9-10 Οκτωβριου 1912)
Ο Στρατός Θεσσαλίας, με την κήρυξη του πολέμου, το πρωί της 5ης Οκτωβρίου
1912, εξορμώντας από την ελληνοτουρκική μεθόριο, άρχισε να προελαύνει προς
βορρά, με σκοπό την απώθηση και τη συντριβή του Τουρκικού Στρατού. Αφού
κατέλαβε με σχετική ευκολία τα τουρκικά φυλάκια των συνόρων, έφτασε στις 6
Οκτωβρίου στην Ελασσόνα και τη Δεσκάτη. Κατά την προέλασή του, δε συνάντησε
ουσιαστικά ισχυρές τουρκικές δυνάμεις, καθώς αυτές είχαν οργανωθεί αμυντικά
στα Στενά του Σαρανταπόρου και στην τοποθεσία Λαζαράδες-Βογγόπετρα.
Η τοποθεσία του Σαρανταπόρου, που είχε επιλέξει να οργανώσει την άμυνά της η
τουρκική διοίκηση, ήταν φύσει ισχυρή με εξαίρετα και ευρεία πεδία βολής. Τα πλευρά
της στηρίζονταν ανατολικά στο όρος Τίταρος και δυτικά στα Καμβούνια όρη. Η φυσική
ισχύς της επαυξήθηκε με την κατασκευή οχυρωματικών έργων υπό την επίβλεψη του
Γερμανού Στρατηγού Κόλμαρ φον ντερ Γκολτς (Colmar von der Goltz). Στην υπόψη
περιοχή οι Τούρκοι παρέταξαν την XXII Μεραρχία Κοζάνης και τη Μεραρχία Νεαπόλεως
(ρεντίφ), υπό τον Στρατηγό Χασάν Ταχσίν πασά, με αποστολή τη σταθερή άμυνα στις
οχυρωμένες τοποθεσίες Σαρανταπόρου και Λαζαράδων-Βογγόπετρας. Κύριος σκοπός
τους ήταν η απαγόρευση της προέλασης του Ελληνικού Στρατού προς τα βόρεια.
Το σχέδιο ενεργείας του Γενικού Στρατηγείου προέβλεπε την κατά μέτωπον
επίθεση στα Στενά του Σαρανταπόρου, με ταυτόχρονη και από τα δύο πλευρά
υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια, με σκοπό την κατάληψη της γέφυρας του
Αλιάκμονα, την αποκοπή της σύμπτυξης του εχθρού και την καταστροφή του.
Ο Στρατός Θεσσαλίας, με έξι μεραρχίες, την Ταξιαρχία Ιππικού και δύο
αποσπάσματα Ευζώνων, στις 9 Οκτωβρίου 1912, επιτέθηκε στη γενική κατεύ-
θυνση Σαραντάπορο-Σέρβια. Οι I, II και III Μεραρχίες επιτέθηκαν κατά μέτωπον
εναντίον της τοποθεσίας του Σαρανταπόρου, ενώ η IV μαζί με την V Μεραρχία
ανέλαβαν την εκτέλεση της υπερκέρασης της εχθρικής τοποθεσίας από τα δυ-
τικά. Η IV Μεραρχία προέλασε μέσω των χωριών Λιβαδερό-Μεταξάς-Τριγωνικό,
με σκοπό να βρεθεί στα Σέρβια, στα νώτα της εχθρικής διάταξης, προκειμένου
να αποκόψει την υποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων που αμύνονταν στο
Σαραντάπορο. Η V Μεραρχία, υποβοηθούμενη από την Ταξιαρχία Ιππικού
και το Απόσπασμα Γεννάδη, επιτέθηκε εναντίον της τοποθεσίας Λαζαράδες-
Βογγόπετρα, με σκοπό να τη διασπάσει, να κινηθεί προς Κοζάνη και να κυκλώσει
τα τουρκικά στρατεύματα. Το Απόσπασμα Κωσταντινοπούλου ανέλαβε την
εκτέλεση της υπερκέρασης της τοποθεσίας από ανατολικά, ενώ η VI Μεραρχία
παρέμεινε στο χωριό Πετρωτό ως γενική εφεδρεία. Οι Τούρκοι πρόβαλαν σθε-
ναρή αντίσταση καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, διατηρώντας αρραγές το
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Φ.1699α/Α/211, Δελτίο συγκεντρώσεως του Τουρκικού Στρατού
στις 4 Οκτωβρίου 1912, 94-95
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Φ.1699α/Α/312, Οδηγίες του Διαδόχου της 7ης Οκτωβρίου 1912
προς την Ταξιαρχία Ιππικού και το Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη, 125
μέτωπό τους. Οι Έλληνες μαχητές είχαν να παλέψουν όχι μόνο εναντίον ενός
ισχυρά οργανωμένου αντιπάλου, αλλά και ενάντια στις εδαφικές και καιρικές
δυσχέρειες. Το δύσβατο έδαφος αλλά και η συνεχής βροχή δυσκόλευαν τις
ενέργειες των ελληνικών δυνάμεων, ενώ το τουρκικό πυροβολικό έβαλλε
ασταμάτητα, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στους επιτιθέμενους. Μέχρι το
απόγευμα, οι ελληνικές μεραρχίες που ενεργούσαν κατά μέτωπον, παρά την
αμείωτη ένταση των προσπαθειών τους, δεν κατάφεραν να διασπάσουν την
τοποθεσία. Την ίδια εξέλιξη είχαν και οι προσπάθειες της V Μεραρχίας στην
τοποθεσία Λαζαράδες-Βογγόπετρα. Αντίθετα, η IV Μεραρχία, εκτελώντας με
επιτυχία την κυκλωτική κίνηση, κατάφερε να φτάσει νότια των Στενών Πόρτας,
αφού πρώτα εξουδετέρωσε τις αμυνόμενες τουρκικές δυνάμεις στον τομέα της.
Τη νύχτα 9/10 Οκτωβρίου οι επιχειρήσεις διακόπηκαν. Οι τουρκικές δυνάμεις,
μπροστά στον σοβαρό κίνδυνο αποκοπής της οδού συμπτύξεώς τους, λόγω
της απειλής που δημιουργήθηκε στο δεξιό πλευρό της διάταξής τους από την
υπερκερωτική ενέργεια της IV Μεραρχίας, αποφάσισαν να συμπτυχθούν κατά
τη διάρκεια της νύχτας. Τα τουρκικά τμήματα εκμεταλλευόμενα το σκοτάδι και
τη βροχή εγκατέλειψαν την αμυντική γραμμή Σαραντάπορο-Λαζαράδες και
περνώντας από τα Στενά Πόρτας υποχώρησαν εσπευσμένα προς τα Σέρβια.
Κατά την υποχώρησή τους, οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το σύνολο του πεδινού
πυροβολικού τους και μεγάλες ποσότητες εφοδίων και υλικών. Το Γενικό
Στρατηγείο αντιλήφθηκε την τουρκική σύμπτυξη το επόμενο πρωί, οπότε και
διέταξε το σύνολο των δυνάμεών του να κατευθυνθεί προς τα Στενά Πόρτας
και να καταδιώξει τις συμπτυσσόμενες εχθρικές δυνάμεις. Στις 10 Οκτωβρίου,
κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε τα
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Φ.1699α/Α/367, Διαταγή της Στρατιάς της 10ης Οκτωβρίου 1912 προς ΙΙ
και VI Μεραρχίες, 144. Φ.1699α/Α/368, Διαταγή Επιχειρήσεων της Στρατιάς της 10ης Οκτωβρίου 1912, 144
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στη Μακεδονία, 96
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Φ.1699α/Α/648, Αναφορά του Διαδόχου Κωνσταντίνου της 21ης Οκτωβρίου
1912 προς τον Βασιλιά Γεώργιο και τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, 215-216
10
Συνοπτική περιγραφή της μάχης των Γιαννιτσών και του Λουδία ποταμού στο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία, 45-54
Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ
και προέλασαν προς τα βόρεια. Έτσι, μέχρι το τέλος Οκτωβρίου, απελευθε-
ρώθηκαν το Γρίμποβο, η Φιλιππιάδα, η Πρέβεζα, τα Πέντε Πηγάδια και το
14
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Φ.1699α/Β/1415, 1416, 1417-1417α, Τηλεγραφήματα προς τον Διάδοχο
Κωνσταντίνο για την απόβαση στους Αγίους Σαράντα, 662-663
15
Συνοπτική περιγραφή της γενικής επίθεσης κατά της οχυρωμένης τοποθεσίας και της απελευθέρωσης της
πόλης των Ιωαννίνων στο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία, 175-180
16
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913. Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων
(Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος) (στο εξής: Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων), τ. Γ΄, Αθήνα 1992, 94
17
Η III Μεραρχία (μείον ταξιαρχία) υπό τον Υποστράτηγο Σαράφωφ στο Κιλκίς, η 1/Χ Ταξιαρχία υπό τον
Συνταγματάρχη Πέτεφ στον Λαχανά, μία ανεξάρτητη ταξιαρχία υπό τον Συνταγματάρχη Πετρώφ στο Στρυμονικό
και το 10ο Σύνταγμα Ιππικού στην περιοχή Ξυλόπολη-Λαχανά. Τις παραπάνω δυνάμεις ενίσχυσε από τη νύχτα
19/20 Ιουνίου μία ταξιαρχία υπό τον Συνταγματάρχη Ιβάνωφ, που μεταφέρθηκε από την περιοχή Παγγαίου, βλ.
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία, 217-218
18
Συνοπτική περιγραφή της Μάχης Κιλκίς-Λαχανά βλ. στο ίδιο, 216-223
Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ
19
Στο ίδιο, 223
συνεχώς από το συμμαχικό πυροβολικό. Μετά από σύντομο αλλά σκληρό αγώ-
να, τα ελληνικά τμήματα κατάφεραν μέχρι τις 07.00 να καταλάβουν τα υψώματα
Σκρα, Τουμουλούς και Σερφ Βολάν. Η αντίδραση του εχθρού περιορίστηκε σε
εκτέλεση πυκνών φραγμών πυροβολικού επί του Σκρα. Αντεπιθέσεις που εκδη-
λώθηκαν από τα βουλγαρικά στρατεύματα για την ανακατάληψη των εδαφών,
τόσο κατά το απόγευμα όσο και κατά τη διάρκεια της νύχτας, αντιμετωπίστηκαν
με επιτυχία από τα συμμαχικά στρατεύματα. Από την επομένη, 18/31 Μαΐου, άρ-
χισε η οργάνωση των καταληφθέντων θέσεων. Συνελήφθησαν 1.835 Βούλγαροι
αιχμάλωτοι και κυριεύθηκε άφθονο πολεμικό υλικό. Οι απώλειες της Μεραρχίας
Αρχιπελάγους ανήλθαν σε 24 αξιωματικούς και 314 οπλίτες νεκρούς και 54 αξι-
ωματικούς και 1.723 οπλίτες τραυματίες. Υπήρχαν, επίσης, 2 αξιωματικοί και 162
οπλίτες αγνοούμενοι26.
Παράλληλα με τη Μεραρχία Αρχιπελάγους, η Μεραρχία Κρήτης εξαπέλυσε επίθε-
ση στις 04.55, με το 7ο και 8ο Σύνταγμα στην πρώτη γραμμή. Σε σύντομο χρονικό
διάστημα το 7ο Σύνταγμα κατέλαβε το ύψωμα 789, ενώ το 8ο Σύνταγμα ολοκλήρωσε
την κατάληψη του υψώματος 459 στις 14.00. Σε όλη τη διάρκεια της επίθεσης υπήρχε
26
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.234/Α/1, Έκθεση Πεπραγμένων της Μεραρχίας Αρχιπελάγους
της 20ής Απριλίου 1919 από της συγκροτήσεώς της μέχρι τέλους του 1918, 49-50
27
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.228/Α/2, Περιληπτική Έκθεση της Μεραρχίας Κρήτης της
10ης Μαρτίου 1919 σχετικά με τη δράση της κατά τη μάχη του Σκρα ντι Λέγκεν (17 Μαΐου 1918), 14
28
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.232/Α/2, Έκθεση Συγκρότησης, Επιστράτευσης, Συγκέντρωσης
και Δράσης της Μεραρχίας Σερρών μέχρι τέλος Δεκεμβρίου 1918, 55
29
Με απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης της 27ης Μαΐου/9ης Ιουνίου 1918 ο Στρατηγός Γκυγιωμά αντι-
καταστάθηκε από τον Στρατηγό Φρανσαί ντ’ Εσπεραί στη διοίκηση της Στρατιάς Ανατολής, βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ,
Η Συμμετοχή της Ελλάδος, 58
30
Στο ίδιο, 127-128
31
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.232/Β/5, Μάχες Δοϊράνης – Επίθεση κατά Γκραν Κορονέ
της Μεραρχίας Σερρών της 21ης Μαΐου 1919
32
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Συμμετοχή της Ελλάδος, 139. Αναλυτικά για τις απώλειες της Μεραρχίας Σερρών κατά τη
Μάχη της Δοϊράνης βλ. στο ίδιο, παράρτ. 13, 222
Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ
35
Για τη διάταξη των ελληνικών και τουρκικών δυνάμεων την 9η Μαρτίου 1921 βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Εκστρατεία
εις την Μικράν Ασίαν (1919-1922). Επιθετικαί Επιχειρήσεις Δεκεμβρίου 1920-Μαρτίου 1921 (στο εξής: Επιθετικαί
Επιχειρήσεις), τόμος τρίτος, Αθήναι 1963, 138-150
36
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία της Εκστρατείας στη Μικρά Ασία 1919-1922 (στο εξής: Επίτομη Ιστορία της
Εκστρατείας στη Μικρά Ασία), Αθήνα 2001, 159. Βλέπε επίσης Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μικρασιατική Εκστρατεία,
Φ.260/ΣΤ/1, Έκθεση Πεπραγμένων του Α΄ Σώματος Στρατού της 20ής Μαΐου 1921 για τον μήνα Μάρτιο του
1921, όπου ωστόσο αναφέρεται ως συνολική δύναμη των Τούρκων 10.500 άνδρες, 13
37
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μικρασιατική Εκστρατεία, Φ.213/Γ/2, Έκθεση της ΙΙ Μεραρχίας της 15ης Απριλίου 1921
για τον μήνα Μάρτιο του 1921, 6-7
38
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επιθετικαί Επιχειρήσεις, 272-273
Παρασημοφόρηση πολεμικής
σημαίας μετά την κατάληψη
του Εσκί Σεχίρ
41
Για τη μάχη του Εσκί Σεχίρ βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν (1919-1922). Επιχειρήσεις
Ιουνίου-Ιουλίου 1921 (στο εξής: Επιχειρήσεις Ιουνίου-Ιουλίου 1921), τόμος τέταρτος, Αθήναι 1964, 283-329
και ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία της Εκστρατείας στη Μικρά Ασία, 249-260
42
Για τη διάταξη των αντιπάλων το βράδυ της 7ης Ιουλίου βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επιχειρήσεις Ιουνίου-Ιουλίου 1921,
284-287
44
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μικρασιατική Εκστρατεία, Φ.367/Θ/1, Διαταγή Επιχειρήσεων της Στρατιάς Μικράς
Ασίας της 10ης Ιουλίου 1921, 38-42
45
Οι συγκεντρωτικές απώλειες της Στρατιάς στις 8/21 Ιουλίου προκύπτουν από το άθροισμα των απωλειών
των μεραρχιών. Οι απώλειες της ΧΙΙΙ Μεραρχίας ανέρχονταν σε περίπου σαράντα δύο αξιωματικούς και οπλίτες
που τέθηκαν εκτός μάχης, χωρίς όμως να διευκρινίζεται ο αριθμός των νεκρών και τραυματιών. Ομοίως και
για τις απώλειες της V Μεραρχίας, οι οποίες ανέρχονταν σε σαράντα εκτός μάχης, βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη
Ιστορία της Εκστρατείας στη Μικρά Ασία, 253-259. Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μικρασιατική Εκστρατεία, Φ.266/Γ/1,
Δελτίο Στρατιωτικής Κατάστασης του Β΄ Σώματος Στρατού της 9ης Ιουλίου 1921, 97
στο κεντρικό μικρασιατικό οροπέδιο, μια περιοχή που οριοθετείται από τα όρη
Ελμά Ντάγ και Τσιλέκ Νταγ και από τους ποταμούς Σαγγάριο και Γκεούκ.
Στον χώρο αυτόν η τουρκική Διοίκηση οργάνωσε τρεις διαδοχικές αμυντικές το-
ποθεσίες σε βάθος 25-30 χιλιομέτρων. Η πρώτη στη γραμμή Σαγγάριος-Καλέ Γκρότο,
η δεύτερη στη γραμμή Τσιλέκ Νταγ-Τσαλ Νταγ-Ελμά Νταγ και η τρίτη στη γραμμή
Τσιλέκ Νταγ-Σαριγκιόλ-Ελμά Νταγ. Η τουρκική οχύρωση περιλάμβανε ορύγματα,
χαρακώματα ενισχυμένα με συρματοπλέγματα, πρόχειρα πυροβολεία και θέσεις αυ-
τομάτων όπλων46. Η συνολική δύναμη της τουρκικής Στρατιάς Δυτικού Μετώπου, που
θα επάνδρωνε την αμυντική τοποθεσία, ανερχόταν σε 90.000 άνδρες. Συγκεκριμένα,
περιλάμβανε 16 μεραρχίες και 3 ανεξάρτητα συντάγματα Πεζικού, 4 μεραρχίες και
1 ταξιαρχία Ιππικού. Η αποστολή των τουρκικών δυνάμεων ήταν η σταθερή άμυνα
στην υπόψη περιοχή, με σκοπό την απαγόρευση της ελληνικής προέλασης προς την
Άγκυρα. Ταυτόχρονα, όταν οι συνθήκες θα το επέτρεπαν, θα εκτελούσαν αντεπιθέσεις
για την απώθηση των ελληνικών δυνάμεων στην Αλμυρά έρημο.
Το ελληνικό σχέδιο επιχειρήσεων καθόριζε ως γενικό σκοπό την καταστροφή
των τουρκικών δυνάμεων ανατολικά του Σαγγαρίου ποταμού και στη συνέχεια
την κατάληψη της Άγκυρας. Η ελληνική Στρατιά θα προέλαυνε με τρία σώματα
Στρατού συνολικής δύναμης 120.000 ανδρών. Συγκεκριμένα, στις επιχειρήσεις προς
Άγκυρα η Στρατιά θα ενεργούσε επιθετικά με 9 μεραρχίες και 1 σύνταγμα Πεζικού,
1 ταξιαρχία Ιππικού, 2 συντάγματα Πυροβολικού και 3 μοίρες αεροπλάνων47.
Το πρωί της 1ης/14ης Αυγούστου άρχισε η ελληνική προέλαση προς τον Σαγγάριο,
με το Γ΄ Σώμα Στρατού κατά μήκος του ποταμού Πουρσάκ, το Α΄ Σώμα Στρατού
δεξιότερα μέχρι τον νότιο κλάδο του Σαγγαρίου και το Β΄ Σώμα Στρατού πιο νότια,
παράλληλα προς τον Σαγγάριο ποταμό. Μέχρι τις 8 Αυγούστου η ελληνική Στρατιά
κατάφερε να διαβεί τον Σαγγάριο ποταμό και να στραφεί βορειοανατολικά.
Στις 10 Αυγούστου το πρωί άρχισε η ελληνική επίθεση με τα Α΄ και Γ΄ Σώματα
46
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία της Εκστρατείας στη Μικρά Ασία, 277-278
47
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μικρασιατική Εκστρατεία, Φ.367/Θ/6, Διαταγή Επιχειρήσεων της Στρατιάς Μικράς
Ασίας της 28ης Ιουλίου 1921
49
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μικρασιατική Εκστρατεία Φ.367/ΣΤ/1, Διαταγή Επιχειρήσεων της Στρατιάς Μικράς
Ασίας της 24ης Αυγούστου 1921
50
Για τις επιθετικές ενέργειες της τουρκικής Στρατιάς από τις 25 Αυγούστου 1921 βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επιχειρήσεις
προς Άγκυραν 1921, τόμος πέμπτος, μέρος δεύτερον, 24-61
51
Στο ίδιο, 82-103
52
Στο ίδιο, 178. Επισημαίνεται ότι στο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επιχειρήσεις προς Άγκυραν 1921, τόμος πέμπτος, μέρος δεύ-
τερον, από τις απώλειες του πίνακα της σ. 178 έχουν αφαιρεθεί οι απώλειες κατά τη Μάχη του Αφιόν Καραχισάρ
που αναφέρονται στη σ. 154 του ίδιου
Παρακολούθηση κινήσεως
του εχθρού
54
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.668/Α/2, Συνοπτική Έκθεση Πεπραγμένων του Αποσπάσματος
Πίνδου από 31 Οκτωβρίου μέχρι 2 Νοεμβρίου 1940 του Συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Δαβάκη της 15ης
Ιανουαρίου 1941
55
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.623/Α/23, Διαταγή του Αρχιστρατήγου Αλέξανδρου Παπάγου
της 30ής Οκτωβρίου 1940 προς το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ)
56
Για τη συντριβή της 3ης Μεραρχίας «Τζούλια» στην Πίνδο βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον
Παγκόσμιον Πόλεμον. Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Η Ιταλική Εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 13 Νοεμβρίου
1940) (στο εξής: Η Ιταλική Εισβολή), Αθήναι 1960, 172-203
Πηγή: ΓΕΣ/ΔΙΣ
57
Για το σχέδιο αμυντικού ελιγμού ΙΒβ της VIII Μεραρχίας βλ. Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος,
Φ.760/ΙΘ/3, Σχέδιο Αμυντικού Ελιγμού ΙΒβ της VIII Μεραρχίας της 23ης Σεπτεμβρίου 1940. Επίσης βλ.
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Ιταλική Εισβολή, παράρτ. 9, 293-296
58
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου, 34-35
59
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.692/Α/1, Έκθεση της πολεμικής δράσης της VIII Μεραρχίας
από 28 Οκτωβρίου έως 7 Δεκεμβρίου 1940 του Υποστρατήγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου της 14ης
Δεκεμβρίου 1941, 15-22
60
Στο ίδιο, 22-23
61
Στο ίδιο, 33
62
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου, 51
63
Για το σχέδιο ενεργείας των Ιταλών βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον.
Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Χειμεριναί Επιχειρήσεις - Ιταλική Επίθεσις Μαρτίου (7 Ιανουαρίου-26 Μαρτίου
1941) (στο εξής: Χειμεριναί Επιχειρήσεις), Αθήναι 1966, 110-111
64
Σε πρώτο κλιμάκιο οι Ιταλοί διέθεταν την 22η Μεραρχία «Κυνηγοί των Άλπεων», την 59η Μεραρχία «Κάλιαρι»,
την 38η Μεραρχία «Πούλιε», την 24η Μεραρχία «Πινερόλο», τη 2η Μεραρχία «Σφορτσέσκα» και δύο τάγματα
Μελανοχιτώνων. Σε δεύτερο κλιμάκιο διέθεταν την 51η Μεραρχία «Σιένα», την 47η Μεραρχία «Μπάρι» και
την 7η Μεραρχία «Λύκοι της Τοσκάνης». Τέλος, ως εφεδρεία τέθηκαν η 29η Μεραρχία «Πιεμόντε» και η 131η
Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Κενταύρων». Οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν στην Εαρινή Επίθεση ό,τι καλύτερο
διέθεταν, βλ. στο ίδιο, 112
Στοιχείο αντιαεροπορικού
πυροβόλου σε δράση
71
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον. Αγώνες εις την Ανατολικήν Μακεδονίαν
και την Δυτικήν Θράκην (1941) (στο εξής: Αγώνες εις την Ανατολικήν Μακεδονίαν), Αθήναι 1956, 17-18
72
Το 18ο Ορεινό Σώμα Στρατού διέθετε τις 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία, 5η και 6η Ορεινές
Μεραρχίες, 72η Μεραρχία Πεζικού και το 125ο Ανεξάρτητο Ενισχυμένο Σύνταγμα Πεζικού. Το 40ό
Τεθωρακισμένο Σώμα Στρατού διέθετε την 9η Τεθωρακισμένη Μεραρχία, την 73η Μεραρχία Πεζικού
και τη Σωματοφυλακή SS «Αδόλφος Χίτλερ», ενώ το 30ό Σώμα Στρατού διέθετε τις 50ή και 164η
Μεραρχίες Πεζικού. Η Στρατιά διέθετε και μία μεραρχία στη Φιλιππούπολη ως εφεδρεία, ενώ τρεις
βουλγαρικές μεραρχίες είχαν αναλάβει την προκάλυψη του μετώπου, βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του
Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου, 159-161
73
Συνοπτικά για την αποστολή των δυνάμεων του ΤΣΑΜ βλ. στο ίδιο, 163-164
74
Για τα ονόματα των είκοσι ένα οχυρών στην τοποθεσία βλ. στο ίδιο, 155-156
75
Οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τα αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως, τα γνωστά «Στούκας», τα οποία
κατά τις καταδύσεις τους χρησιμοποιούσαν ειδικές σειρήνες για να κλονίζουν το ηθικό των αντιπάλων
76
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φ.601/Α/1, Έκθεση του Αρχιστρατήγου Αλέξανδρου Παπάγου
σχετικά με τον Ελληνοϊταλικό και Ελληνογερμανικό Πόλεμο 1940-41, 148-149
87
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μέση Ανατολή, Φ.810Α/Θ/3, Έκθεση Επιχειρήσεων της ΙΙΙ Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας, 13
Κύριο Υλικό
Πεζικού
ΓΕΣ/ΔΠΖ
Α-Τ ΟΠΛΑ
Α-Τ LAW M72 A2
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 1.000 μ.
Κατά κινητού στόχου 200 μ.
Κατά σταθερού στόχου 250 μ.
Βάρη:
Συνολικό Βάρος 2.360 χλγ.
Βλήματος 1.000 χλγ.
Μήκη:
Σωλήνα συνεπτυγμένου 66 εκ.
Σωλήνα ανεπτυγμένου 89 εκ.
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Αποτελεσματικό (ύψος στόχου 2 μ.) 135 μ.
Ωφέλιμο 200 μ.
Μήκη:
Εκτοξευτή (ανεπτυγμένος) 1.050 χιλ.
Εκτοξευτή (συνεπτυγμένος) 705 χιλ.
Βάρος:
Όλικο Βάρος όπλου 2,6 κιλά
Διαμέτρημα: 64 χιλ.
Αρχική Ταχύτητα Βλήματος: 114 μ./δευτ.
Χώρα Κατασκευής: Ρωσία
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Διαμέτρημα: 84 χιλ.
Βάρη Όπλου με διόπτρα και δίποδα 14,2 κιλά
Μήκος: 1,130 μ.
Ταχυβολία: 6 βλημ./λεπτό
Τομέας, ακτίνας 60 μ. με γωνία 45ο
Επικίνδυνη οπίσθια ζώνη:
εκατέρωθεν του άξονα του όπλου
Χώρα Κατασκευής: Σουηδία
Τύποι Πυρομαχικών
Δραστικό Στομιακή Μέγιστη
Πυρομαχικό Σημείωση
βεληνεκές ταχύτητα ταχύτητα
Διάτρηση θώρακα
HEAT 751 500 μ. 210 μ./δευτ. 340 μ./δευτ.
<425mm +ERA
HEAT 551 700 μ. 255 μ./δευτ. 340 μ./δευτ. Διάτρηση θώρακα περ. 400 χιλ.
TP 552 700 μ. 255 μ./δευτ. 340 μ./δευτ. Για άσκηση. Αδρανής κεφαλή μάχης
Τύπος πρόσκρουσης και καθυ-
HEDP 502 600 μ. 225 μ./δευτ.
στέρησης
HE 441B/C 1000 μ. 240 μ./δευτ.
SMOKE 469B 1300 μ. 240 μ./δευτ.
ILLUM 545 2100 μ. 260 μ./δευτ. Φωτιζόμενη ακτίνα 400-500 μ.
ILLUM 545B 1700 μ. 260 μ./δευτ. Βλ. ILLUM 545
FFV 553B με
Για άσκηση. Παρόμοια τροχιά με
τροχιοδ. φυσ. 700 μ. 425 μ./δευτ.
τα ΗΕΑΤ 551 και ΤΡ 552
7,62 χιλ.
HEAT 651 400 μ. 240 μ./δευτ.
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 2.100 μ.
Κατά κινητού στόχου 450 μ.
Κατά σταθερού στόχου 800 μ.
Διαμέτρημα: 90 χιλ.
Βάρος: 15.870 χλγ.
Μήκος:
Ολικό μήκος πυροβόλου 1,34 μ.
Αρχική Ταχύτητα: 212 μ./δευτ.
Επικίνδυνη οπίσθια ζώνη: 44x55 μ.
1. ΕΚ – Α-Τ
Πυρομαχικά:
2. Εκπαιδεύσεως
Κανονικός ρυθμός βολής: 1 βλήμ./λεπτό
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 7,650 μ.
Κατά κινητού στόχου 1,100 μ.
Κατά σταθερού στόχου 2,000 μ.
Διαμέτρημα: 106 χιλ.
Βάρος πλήρους πυροβόλου: 219.000 χλγ.
Μήκος:
Ολικό μήκος πυροβόλου 3,35 μ.
Επικίνδυνη οπίσθια ζώνη: 30 x100 μ.
1. ΕΚ–Α-Τ
Πυρομαχικά: 2. Καπνογόνα
3. Εκπαιδεύσεως
Μέγιστος ρυθμός βολής: 36 βλήμ./ώρα
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 1.950 μ.
Ελάχιστο 25 μ.
Βάρη:
Βάρος όπλου με τρίποδα 16.000 χλγ.
Μήκος όπλου: 0,900 μ.
3 βλήμ /λεπτό στα 1.000 μ .
Ρυθμός βολής:
και 2 βλήμ./λεπτό στα 1900 μ.
Χρόνος Πτήσεως Βλήματος: 12,5 δευτ.
Ταχύτητα βλήματος:
Κατά την εκτόξευση 75 μ./δευτ.
Στο τέλος της πτήσης 210 μ./δευτ.
Επικίνδυνη οπίσθια ζώνη: Κώνος γωνίας 60ο και μήκους 25μ.
Χώρα Κατασκευής: Γερμανία
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 1.950 μ.
Βάρος Πυραύλου: 12.000 χλγ.
Μήκος Πυραύλου: 1,26 μ.
Χρόνος Πτήσεως: 12,5 δευτ.
Αρχική ταχύτητα: 75 μ./δευτ.
Διατρητικότητα:
Σε χάλυβα 65 εκ.
Σε μπετό 2,5 μ.
Χώρα Κατασκευής: Γαλλία
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
2.000 – 2.500 – 4.000 μ. (ανάλογα
Μέγιστο
με τον τύπο του βλήματος)
Ελάχιστο 70 μ.
Βάρη:
Βάρος όπλου με τρίποδα 22.000 χλγ.
Μήκος όπλου: 0,900 μ.
Μέση Ταχύτητα βλήματος: 186 μ./δευτ.
Κώνος μήκους 30 μ. & 50 μ. (ανάλο-
Επικίνδυνη οπίσθια ζώνη:
γα με τον τύπο του βλήματος)
Χώρα Κατασκευής: Ρωσία
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
9M111 2.000 μ.
9Μ111-2 2.000 μ.
9Μ111-Μ 2.500 μ.
9Μ111-ΜΚ 2.500 μ.
9Μ113 4.000 μ.
Βάρος Πυραύλου: 13.000 χλγ.
Μήκος Πυραύλου: 1.098 χιλ.
Διατρητικότητα:
Με μία γωνία πτώσεως 60ο 200 χιλ.
Διαμέτρημα: 120 χιλ.
Χώρα Κατασκευής: Ρωσία
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.750 μ.
Δραστικό 65 μ.
Βάρη:
Όπλου 93 χλγ.
Ταχύτητα Βλήματος: 75-210 μ./δευτ.
Χρόνος Πτήσεως Βλήματος: 14,8 δευτ. στα 3.000 μ.
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.750 μ.
Ελάχιστο 65 μ.
Μήκος Πυραύλου: 128 εκ.
Χρόνος Πτήσεως: 14,8 δευτ.
Διατρητικότητα:
Σε χάλυβα 65 εκ.
Σε μπετό 2,5 μ.
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 5.500 μ.
Ελάχιστο 100 μ.
Βάρη:
Όπλου 66 χλγ.
Ταχύτητα Πυραύλου: 270 μ/1”
Χρόνος Πτήσεως Πυραύλου: 28-35 δευτ.
Χώρα Κατασκευής: Ρωσία
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 100-5.500 μ.
Μήκος Πυραύλου: 120 εκ.
Βάρος Πυραύλου: 29 κιλά
Χρόνος Πτήσεως: 8-35 δευτ.
Διατρητικότητα:
100 εκ. μετά την εξουδετέρωση της
Σε χάλυβα
ενεργητικής θωράκισης
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Οπτικά χαρακτηριστικά:
Μεγέθυνση x 3,3
Διάμετρος αντικειμενικού φακού 80 χιλ.
Εστίαση Aπό 10 μ. έως ∞
Πεδίο ορατότητας 10.5ο
Απόσταση παρατήρησης με φωτισμό 3 m Lux >400 μ.
Ρύθμιση σταυρονήματος σε υπερανύψωση και αζιμούθιο +/- 12 μίλια
Ρύθμιση σταυρονήματος ανά κλίκ 0.5 μίλια
Λυχνία ενίσχυσης φωτός 2ης γενιάς
Ηλεκτρικά χαρακτηριστικά:
Τάση λειτουργίας 2 V έως 3,4 V
ΑΑ Mignion
Τύποι συσσωρευτών
2 x 1,2 NiCd ή 2 x 1.5 Alkaline
Λειτουργικά χαρακτηρηστικά:
Θερμοκρασία αποθήκευσης -40ο C έως +60ο C
Θερμοκρασία λειτουργίας -30ο C έως +55ο C
Βάρος με συσσωρευτές: 1.400 χλγ.
Μήκος:
Ολικό μήκος 205 χιλ.
Μήκος χωρίς ανεπτυγμένο κάλυμμα 150 χιλ.
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Είναι διόπτρα παθητικό τύπου, βασίζεται στην αρχή της ενίσχυσης του αστρικού φω-
τός και αποκάλυψη του χρήστη από τον εχθρό είναι πρακτικά αδύνατη. Είναι ανθεκτι-
κή (περιβάλλον) διόπτρα που χρειάζεται ελάχιστη συντήρηση.
Βάρος: 1,4 χλγ. (με συσσωρευτές)
Μήκος: 205 χιλ.
Ύψος: 120 χιλ.
Πλάτος: 95 χιλ.
Εστίαση: 10 μ. έως άπειρο
Μεγεύθυνση: 3,3x
Πεδίο ορατότητας: 10,50
Τάση λειτουργίας: 2V-3,4V
Τύπος συσσωρευτών: AA Mignon 2x1,2 NiCd ή 2x1,5 Αlkaline
Θερμοκρασία αποθήκευσης: -40ο C έως +60ο C
Θερμοκρασία λειτουργίας: -30ο C έως +55ο C
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Είναι διόπτρα ταχείας σκοπεύσεως τύπου RED DOT . Η σκόπευση επιτυγχάνεται με την
τοποθέτηση της κόκκινης κουκίδας στον στόχο, καθώς και με διόπτρα νυκτός παθητι-
κού τύπου. Απαραίτητος ο μηδενισμός του όπλου με τη διόπτρα.
Βάρος: 175 γρ.
Μήκος: 125 χιλ.
Διάμετρος κουκίδας: 3 ΜΟΑ (8 εκ. στα 100 μ.)
Προσαρμογή: Τυφέκια Μ16 που διαθέτουν Βάση «Πικαντίνι»
Χώρα Κατασκευή: Σουηδία
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 5.900 μ.
Ελάχιστο 75 μ.
Διαμέτρημα: 81 χιλ.
Βάρη:
Σωλήνα 15,1 χλγ.
Βάση 11,7 χλγ.
Δίποδα 14,1 χλγ.
Γωνία ανυψώσεως: 45ο-85ο
Ρυθμοί βολής:
Ταχύς 30 βλημ./λεπτό
Συνεχής 16 βλημ./λεπτό
1. Ελαφρά και βαριά εκρηκτικά
2. Καπνογόνα
3. Φωτιστικά
Πυρομαχικά:
4. Εμπρηστικά
5. Ασκήσεων και εκπαιδεύσεως
6. Εκρηκτικά μακρού βεληνεκούς ΗΕ 70
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.650 μ.
Ελάχιστο 180 μ.
Διαμέτρημα: 81 χιλ.
Βάρη:
Πλήρους Όλμου 61,900 χλγ.
Σωλήνα 20,180 χλγ.
Δίποδα 21,320 χλγ.
Βάσης 20,400 χλγ.
Μήκη:
Σωλήνα 1,24 μ.
Ακτίνα Δράσεως Βλήματος:
Ελαφρύ εκρηκτικό 17 μ.
Βαρύ εκρηκτικό 20 μ.
1. Ελαφρύ εκρηκτικό
2. Βαρύ εκρηκτικό
3. Φωτιστικό
Πυρομαχικά:
4. Καπνογόνο
5. Ασκήσεως
6. Εκπαιδεύσεως
Ρυθμοί βολής:
Ταχύς 35-40 βλήματα/λεπτό
Κανονικός 18 βλήματα/λεπτό
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 5.650 μ.
Ελάχιστο 920 μ.
Διαμέτρημα: 4,2” χιλ.
Βάρη:
Πλήρους Όλμου 305,05 χλγ.
Σωλήνα 71 χλγ.
Συνδετική γέφυρα 76,7 χλγ.
Πλάκα Βάσης Εδραιώσεως 87,6 χλγ.
Εμπρόσθιο Σύστημα Στηρίξεως 27 χλγ.
26 χλγ. (από κράμα μαγνησίου)
Περιστοφικό Υποστήρηγμα
40,4 χλγ. (από κράμα χάλυβα)
Μήκη:
Μήκος σωλήνα 1,524 μ.
Ακτίνα Δράσεως Βλήματος:
Εκρηκτικό (βαρύ) 25 μ.
1. Εκρηκτικό
2. Φωτιστικό
Πυρομαχικά: 3. Καπνογόνο
4. Χημικών πολεμικών ουσιών
5. Βομδιδοφόρο
Ρυθμοί βολής:
Ταχύς 18 βλήματα/λεπτό
Κανονικός 9 βλήματα/λεπτό
Αργός 3 βλήματα/λεπτό
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.700 μ.
Ωφέλιμο 2.000 μ.
Δραστικό 600 μ.
Διαμέτρημα: 5,56 χιλ.
Βάρη:
Τυφέκιο χωρίς γεμιστήρα 4,200 χλγ.
Τυφέκιο με γεμιστήρα 4,450 χλγ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 1,10 μ.
Κάννη 53,3 εκ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 650 -700 βολές/λεπτό
Πρακτική αυτόματη βολή 120 Βολές/λεπτό
Πρακτική ημιαυτόματη βολή 60 Βολές/λεπτό
Γεμιστήρας: 20 φυσιγγίων
Χώρα Κατασκευής: Βέλγιο
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.700 μ.
Ωφέλιμο 2.000 μ.
Δραστικό 600 μ.
Διαμέτρημα: 5,56 χιλ.
Βάρη:
Τυφέκιο χωρίς γεμιστήρα 3,780 χλγ.
Τυφέκιο με γεμιστήρα 4,030 χλγ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 1,095 μ.
Κάννη 53,3 εκ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 650-700 βολές/λεπτό
Πρακτική αυτόματη βολή 120 βολές/λεπτό
Πρακτική ημιαυτόματη βολή 60 βολές/λεπτό
Γεμιστήρας: 20 φυσιγγίων
Χώρα Κατασκευής: Βέλγιο
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.600 μ.
Μέγιστο δραστικό 550 μ. (στόχο σημείου) - 800μ. (στόχο περιοχής)
Διαμέτρημα: 5,56 χιλ.
Βάρη:
Τυφέκιο χωρίς γεμιστήρα 3,30 χλγ.
Τυφέκιο με γεμιστήρα 30 φυσ. 3,99 χλγ.
Μήκος κάνης (με φλογοκρύπτη): 100 εκ.
Ταχυβολία: 800 φυσ./λεπτό
Γεμιστήρας: 30 φυσιγγίων
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.600 μ.
Δραστικό 300 μ.-500 μ.
Διαμέτρημα: 5,56 χιλ.
Βάρη:
Τυφέκιο χωρίς γεμιστήρα 2,44 χλγ.
Τυφέκιο με γεμιστήρα 3,02 χλγ.
Μήκη:
Μήκος με ανεπτυγμένο κοντάκιο 77 εκ.
Μήκος με κλειστό κοντάκιο 69 εκ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 700-1.000 βολές/λεπτό
Γεμιστήρας: 30 φυσιγγίων
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.600 μ.
Μέγιστο Δραστικό 500 μ. (στόχο σημείου)-800 μ. (στόχο περιοχής)
Διαμέτρημα: 5,56 χιλ.
Βάρη:
Τυφέκιο χωρίς γεμιστήρα 2,80 χλγ.
Τυφέκιο με γεμιστήρα 3.48 χλγ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου ανεπτυγμένο 84 εκ.
Ολικό μήκος όπλου συνεπτυγμένο 76 εκ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 800 βολές/λεπτό
Γεμιστήρας: 30 φυσιγγίων
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.700 μ.
Δραστικό 400 μ.
Διαμέτρημα: 7,62 χιλ.
Βάρη:
Τυφέκιο χωρίς γεμιστήρα 4,250 χλγ.
Πλήρης γεμιστήρας από αλουμίνιο 600 γρ.
Πλήρης γεμιστήρας από χάλυβα 740 γρ.
Φυσίγγιο 24 γρ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 1,02 μ.
Κάννη 0,45 μ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 500-600 φυσ./λεπτό
Πρακτική 120 φυσ./λεπτό
Χωρητικότητα Γεμιστήρα: 20 φυσίγγια
Αριθμός αυλακώσεων κάννης: 4
Αριθμός ραβδώσεων θαλάμης: 12
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.700 μ.
Δραστικό 400 μ.
Διαμέτρημα: 7,62 χιλ.
Βάρη:
Τυφέκιο χωρίς γεμιστήρα 4,250 χλγ.
Πλήρης γεμιστήρας από αλουμίνιο 600 γρ.
Πλήρης γεμιστήρας από χάλυβα 740 γρ.
Φυσίγγιο 24 γρ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 1,02 μ.
Κάννη 0,45 μ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 500-600 φυσ./λεπτό
Πρακτική 120 φυσ./λεπτό
Χωρητικότητα Γεμιστήρα: 20 φυσίγγια
Αριθμός αυλακώσεων κάννης: 4
Αριθμός ραβδώσεων θαλάμης: 12
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 100 μ.
Δραστικό 50 μ.
Διαμέτρημα: 9 χιλ.
Βάρη:
Σωλήνα 625 χλγ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 20 εκ.
Πλάτος 49 εκ. με σιγαστ.
Γεμιστήρας: 17 ή 31 φυσιγγίων
Χώρα Κατασκευής: Αυστρία
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Είναι οπισθογεμές πιστόλι σηματοδοσίας που χρησιμοποιείται για την κατάδειξη θέ-
σης και επισήμανση κινδύνου.
Βάρος: 1.134 χλγ.
Διαμέτρημα: 1’’
Τροφοδοσία: Μία φωτοβολίδα
Χώρα Κατασκευής: Βρετανία
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 1.465 μ.
Δραστικό 50 μ.
Διαμέτρημα: 0,45“ (11,4 χιλ.)
Βάρη:
Πιστολίου με γεμιστήρα 1,100 χλγ.
Βάρος χωρίς γεμιστήρα 1,024 χλγ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 21,6 εκ.
Κάννης 12,7 εκ.
Γεμιστήρα: 7 φυσιγγίων
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Είναι οπισθογεμές πιστόλι σηματοδοσίας που χρησιμοποιείται για την κατάδειξη θέ-
σης και επισήμανση κινδύνου.
Βάρος: 0, 480 χλγ.
Διαμέτρημα: 1’’
Τροφοδοσία: Μία φωτοβολίδα
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
ΠΙΣΤΟΛΙ ΣΗΜΑΤΟΔΟΣΙΑΣ 1” ΠΤ
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Είναι οπισθογεμές πιστόλι σηματοδοσίας που χρησιμοποιείται για την κατάδειξη θέ-
σης και επισήμανση κινδύνου.
Βάρος: 1 χλγ.
Μήκος: 23 εκ.
Πλάτος: 16 εκ.
Διαμέτρημα: 1’’
Τροφοδοσία: Μία φωτοβολίδα
Χώρα Κατασκευής: Βρετανία
Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 1.850 κιλά
Ωφέλιμο φορτίο 650 κιλά
Επιτρεπόμενο μέγιστο 2.500 κιλά
Φορτίο ρυμουλκούμενων με πέδηση 800 κιλά
Φορτίο ρυμουλκούμενων χωρίς πέδηση 750 κιλά
Διαστάσεις:
Μήκος 4,165 μ.
Πλάτος 2,020 μ.
Ύψος 2,005 μ.
Διαφορικού Εμπρός / πίσω: 241/240 χιλ.
Απόσταση από το έδαφος
Δαπέδου: 655 χιλ.
Πρόβολος Εμπρός 745 χιλ.
Πρόβολος Πίσω 800 χιλ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό /εκτός οδού 115/56 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 68 λίτρα
Κατανάλωση 7,92 χλμ./λίτρο
Αυτονομία 538,56 χλμ.
Μέγιστη ικανότητα αναρρίχησης 80%
Μικρότερη διάμετρος κύκλου στροφής 11,4 μ.
Γωνία προσεγγίσεως 39ο
Γωνία αναχωρήσεως 34ο
Βάθος Υδάτινου Κωλύματος 600 χιλ.
Οπλισμός: A-T FAGOT
Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 1.850 κιλά
Ωφέλιμο φορτίο 650 κιλά
Επιτρεπόμενο Μέγιστο 2.500 κιλά
Φορτίο ρυμουλκ. με πέδηση 800 κιλά
Φορτίο ρυμουλκ. χωρίς πέδηση 750 κιλά
Διαστάσεις:
Μήκος 4,165 μ.
Πλάτος 2,020 μ.
Ύψος 2,005 μ.
- Διαφορικού Εμπρός / πίσω: 241/240 χιλ.
Απόσταση από το έδαφος
- Δαπέδου: 655 χιλ.
Πρόβολος Εμπρός 745 χιλ.
Πρόβολος Πίσω 800 χιλ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό/εκτός οδού 115/56 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 68 λίτρα
Κατανάλωση 7,92 χλμ./λίτρο
Αυτονομία 538,56 χλμ.
Μεγίστη ικανότητα αναρρίχησης 80%
Μικρότερη διάμετρος κύκλου στροφής 11,4 μ.
Γωνία προσεγγίσεως 39ο
Γωνία αναχωρήσεως 34ο
Βάθος Υδάτινου Κωλύματος 600 χιλ.
Οπλισμός: ΠΟΛ/ΛΟ 7,62 χιλ. MAG ή MG3
Γωνίες Βολής Βολή μόνο Εμπρός
Απόθεμα Πυρκών: 2.000 φυσ.
Πλήρωμα: Στοιχείο πολ/λου (3 άτομα)
Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 3,8 – 4 τον.
Ωφέλιμο φορτίο 1 τον.
Κλάση 4
Διαστάσεις:
Μήκος 4,095 μ.
Πλάτος 2,020 μ.
Ύψος 2,140 μ.
Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 13.500 κιλά
Βάρος κενό 12.500 κιλά
Διαστάσεις:
Μήκος 6,74 μ.
Πλάτος 2,94 μ.
Ύψος 2,15 μ.
Απόσταση από το έδαφος 0,39 μ.
Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 11.945 κιλά
9.072 κιλά (Ελαφρή Α/Σ, Ελάχιστο πλήρωμα,
Βάρος Αερομεταφοράς
όλμο, πυρκά και 80% καύσιμα)
Κλάση 12
Εδαφική Πίεση 8,3 PSI
Διαστάσεις:
Μήκος 486,41 εκ.
Πλάτος 268,6 εκ.
Ύψος (Συνολικό) 248 εκ.
Απόσταση από το έδαφος 40 εκ
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό 64,36 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 359,6 λίτρα
Αυτονομία σε οδό (με ταχύτητα 25 ΜΑΩ) 482,7 χλμ.
Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 12 τον.
Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 4.676 κιλά
Ωφέλιμο φορτίο 2.815 κιλά
Κλάση άδειο /πλήρες 3/4
Διαστάσεις:
Μήκος 4,839 μ.
Πλάτος 2,16 μ.
Ύψος με/χωρίς όπλο 1,85/1,75 μ.
Απόσταση από το έδαφος 0,39 μ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό 88 χιλ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 94,6 λίτρα
Αυτονομία σε οδό/γυμνό έδαφος 515/563 χλμ.
Μέγιστη ικανότητα αναρρίχησης 60%
Πλάγια κλίση 40%
Υπέρβαση κάθετου εμποδίου 72 εκ.
Μικρότερη διάμετρος κύκλου στροφής Αρ-Δεξ 66 εκ.
Μέγιστη ελκτική ικανότητα 1.905 Kg - 4.000 κιλά με πέδηση
Επιτάχυνση 0-48 χλμ/ώρα 9,4 δευτ. και 0-80 χλμ./ώρα: 26,1 δευτ.
Δυνατότητα διέλευσης υδάτινου κωλύματος 83 εκ. και 1,50 μ. με προετοιμασία
Μετάβαση σε απόσταση μεγαλύτερη από 50 χλμ. με σκασμένα λάστιχα
Γωνία προσεγγίσεως 63o
Γωνία αναχωρήσεως 33o
Οπλισμός: A-T MILAN
Βεληνεκές αποτελεσματικό Από 400 έως 1.900 μ.
Γωνίες Βολής 360ο
Απόθεμα Πυρκών 6
Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης (με θωράκιση, με προσαρμοσμένο
5.613 κιλά
οπλικό σύστημα, και γεμάτο δοχείο καυσίμων)
Το βάρος του κενό 3,075 κιλά
Διαστάσεις:
Μήκος 3,14 μ.
Πλάτος 2,18 μ.
Ύψος με/χωρίς όπλο 1,83 μ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό 88 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 96,5 λίτρα
Αυτονομία σε οδό/γυμνό έδαφος 443 χλμ.
Μέγιστη ικανότητα αναρρίχησης 60%
Πλάγια κλίση 40%
Δυνατότητα διέλευσης υδάτινου κωλύματος 0,76 μ.
Δυνατότητα διέλευσης υδάτινου κωλύματος
1,52 μ.
με ειδική συλλογή κώλυμα
0-48 χλμ./ώρα: 9,4 δευτ. & 0-80 χλμ./ώρα:
Επιτάχυνση
26,1 δευτ.
Κινητήρας: 8κίλυνδρος, 6.555 κυβ. εκ., υδρόψυκτος
Καύσιμο Πετρέλαιο
Μέγιστη Ισχύς 190 ίπποι
Σύστημα Διευθύνσεως Υδραυλικό
Αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων HYDRAMATIC 4 σχέσεων, όπισθεν, κιβώτιο βοηθητικής με μόνι-
μη τετρακίνηση και η μέγιστη ταχύτητά του μπορεί να φθάσει τα 113 χλμ./ώρα.
Προέλευση: ΗΠΑ
Έχει δοθεί κατάλληλη τεχνογνωσία στην
ελληνική εταιρεία «ΕΛΒΟ ΑΕ» για τη δια-
Κατασκευή:
σκευή του οχήματος στην Ελλάδα ως φο-
ρέα Α-Τ KORNET-E.
Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 1.850 κιλά
Ωφέλιμο φορτίο 650 κιλά
Επιτρεπόμενο μέγιστο 2.500 κιλά
Φορτίο ρυμουλκ. με πέδηση 800 κιλά
Φορτίο ρυμουλκ. χωρίς πέδηση 750 κιλά
Διαστάσεις:
Μήκος 4,165 μ.
Πλάτος 2,020 μ.
Ύψος 2,005 μ.
- Διαφορικού εμπρός/πίσω: 241/240 χιλ.
Απόσταση από το έδαφος
- Δαπέδου: 655 χιλ.
Πρόβολος εμπρός 745 χιλ.
Πρόβολος πίσω 800 χιλ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό/εκτός οδού 115/56 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 68 λίτρα
Κατανάλωση 7,92 χλμ./λίτρο
Αυτονομία 538,56 χλμ.
Μέγιστη ικανότητα αναρρίχησης 80%
Μικρότερη διάμετρος κύκλου στροφής 11,4 μ.
Γωνία προσεγγίσεως 39ο
Γωνία αναχωρήσεως 34ο
Βάθος υδάτινου κωλύματος 600 χιλ.
Οπλισμός: A-T MILAN
Τομέας βολής 360ο
Γωνίες βολής 12ο έως +12ο με κατά τόπους περιορισμούς
Απόθεμα Πυρκών 6 βλήματα
Πλήρωμα: Στοιχείο MILAN (3 άτομα)
Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 3,8 – 4 τόνοι
Ωφέλιμο φορτίο 1 τόνοι
Κλάση 4
Διαστάσεις:
Μήκος 4,095 μ.
Πλάτος 2,020 μ.
Ύψος 2,140 μ.
Απόσταση από το έδαφος 0,35 μ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό/εκτός οδού 70/97 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καυσίμου 75 λίτρα
Αυτονομία 600-800 χλμ.
Υπέρβαση κάθετου εμποδίου 0,90 μ.
Βάθος υδάτινου κωλύματος Απεριόριστο
Ταχύτητα στο νερό με προπέλα 5,4 χλμ./ώρα
Οπλισμός: Πολ/λο 0,50’
- Ωφέλιμο: 1.830 μ.
Βεληνεκή - Μέγιστο: 6.800 μ.
- Δραστικό: 950 μ. (750 μ. για Α/Α βολή)
Γωνίες βολής 360o
Απόθεμα Πυρκών 2.000 φυσ.
Πλήρωμα: 3 άτομα
Επικοινωνίες:
Ασύρματος GRC 9200 ή DRC 9200
- Διαμόρφωση FM
- Εύρος συχνότητας FH
Κινητήρας: PEUGEOT XD 3T Diesel - Turbo
Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης 1.850 κιλά
Ωφέλιμο φορτίο 650 κιλά
Επιτρεπόμενο μέγιστο 2.500 κιλά
Φορτίο ρυμουλκ. με πέδηση 800 κιλά
Φορτίο ρυμουλκ. χωρίς πέδηση 750 κιλά
Διαστάσεις:
Μήκος 4,165 μ.
Πλάτος 2,020 μ.
Ύψος 2,005 μ.
- Διαφορικού εμπρός/πίσω: 241/240 χιλ.
Απόσταση από το έδαφος
- Δαπέδου: 655 χιλ.
Πρόβολος εμπρός 745 χιλ.
Πρόβολος πίσω 800 χιλ.
Επιδόσεις
Μέγιστη ταχύτητα σε οδό/εκτός οδού 115/56 χλμ./ώρα
Χωρητικότητα δεξαμενής καύσιμου 68 λίτρα
Κατανάλωση 7,92 χλμ./λίτρο
Αυτονομία 538,56 χλμ.
Μέγιστη ικανότητα αναρρίχησης 80%
Μικρότερη διάμετρος κύκλου στροφής 11,4 μ.
Γωνία προσεγγίσεως 39ο
Γωνία αναχωρήσεως 34ο
Βάθος υδάτινου κωλύματος 600 χιλ.
Οπλισμός: A-T FAGOT
Η προσαρμογή του όπλου γίνεται στον έστορα TOW του οχήματος με ειδικό προσαρμοστήρα
που αντικαθιστά τον τρίποδα του όπλου.
Απόθεμα Πυρκών 6 πύραυλοι
Πλήρωμα: Στοιχείο FAGOT (3 άτομα)
Κύρια Χαρακτηριστικά
Βάρος:
Βάρος μάχης M113 A1 11.156 κιλά
Κλάση κενό/φορτίο μάχης 10/12
Βάρος μάχης M113 A2 11.752 κιλά
Κλάση κενό/φορτίο μάχης 10/13
Διαστάσεις:
Μήκος M113 A1 486,41 εκ.
Μήκος M113 A2 531,82 εκ.
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.700 μ.
Ωφέλιμο 1.200 μ.
Δραστικό 600 μ.
Διαμέτρημα: 7.62 χιλ.
Βάρη:
Οπλοπολυβόλου με δίποδα 7.700 χλγ.
Κάννης 1.700 χλγ.
Δίποδα 600 γρ.
Φυσιγγίου 24 γρ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 1,03 μ.
Κάννης 0,45 μ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 650 φυσίγγ./λεπτό
Χωρητικότητα Γεμιστήρα: 30 φυσίγγια
Αριθμός αυλακώσεων κάννης: 4
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.700 μ.
Ωφέλιμο 2.000 μ.
Δραστικό 600 μ.
Διαμέτρημα: 7.62 χιλ.
Βάρη:
Οπλοπολυβόλου με δίποδα 6.000 χλγ.
Οπλοπολυβόλου χωρίς δίποδα 5.380 χλγ.
Φυσιγγίου 24 γρ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 1,125 μ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 700 φυσίγγια/λεπτό
Πρακτική 120 φυσίγγια/λεπτό
Χωρητικότητα Γεμιστήρα: 20 φυσίγγια
Χώρα Κατασκευής: Βέλγιο
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 400 μ.
Μέγιστο δραστικό περιοχής 350 μ.
Μέγιστο δραστικό σημείου 150 μ.
Ελάχιστο εκπαιδεύσεως 80 μ.
Ελάχιστο μάχης 31 μ.
Διαμέτρημα: 40 χιλ.
Βάρη:
Όπλου κενού 2,700 χλγ.
Όπλου με βομβίδα 2,930 χλγ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 7,31 εκ.
Κάννης 35,6 εκ.
Ακτίνα Δράσεως Βομβίδας: 5 μ.
Φυσίγγια: Βομβίδες 40 χιλ.
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 3.700 μ.
Ωφέλιμο 1.800 μ.
Δραστικό 800 μ.
Διαμέτρημα: 7.62 χιλ.
Βάρη:
Βάρος με δίποδα 11.000 χλγ.
Βάρος με τρίοδα 20.500 χλγ.
Μήκος: 1,255 μ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 600-900 φυσ./λεπτό
Πρακτική 250 φυσ./λεπτό
Τροφοδοσία: Ταινίες 250 φυσ.
Χώρα Κατασκευής: Βέλγιο
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 4.000 μ.
Ωφέλιμο 1.200 μ.
Δραστικό 800 μ.
Διαμέτρημα: 7,62 χιλ.
Βάρη:
Όπλου κενού 10.500 χλγ.
Όπλου με βομβίδα 11.500 χλγ.
Μήκος: 1,225 μ.
Ταχυβολία:
Μέγιστη 1.000-1.300 φυσ./λεπτό
Τροφοδοσία: Ταινίες 250 φυσ.
Χώρα Κατασκευής: Ελλάδα
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 7.030 μ.
Ωφέλιμο 2.300 μ.
Δραστικό 950 μ.
Διαμέτρημα: 0,50’’ (12,7 χιλ.)
Βάρη:
Κορμού 25,400 χλγ.
Κάννης 11,700 χλγ.
Τρίποδα Μ3 19,600 χλγ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 1,65 μ.
Μήκος Κάννης 1,14 μ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 450-500 βολές/λεπτό
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστο 7.030 μ.
Ωφέλιμο 2.300 μ.
Δραστικό 950 μ.
Διαμέτρημα: 0,50’’ (12,7 χιλ.)
Βάρη:
Κορμού 25,400 χλγ.
Κάννης 11,700 χλγ.
Τρίποδα Μ3 19,600 χλγ.
Μήκη:
Ολικό μήκος όπλου 1,65 μ.
Κάννης 1,14 μ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 450- 500 βολές/λεπτό
Χώρα Κατασκευής: ΗΠΑ
Τεχνικά Χαρακτηριστικά
Βεληνεκή:
Μέγιστη απόσταση βολής 2.500 μ.
Δραστικό ύψος βολής 1.500 μ.
Διαμέτρημα: 23 χιλ.
Βάρη:
Όλικο βάρος όπλου 950 κιλά
Μήκη:
Μήκος κάννης με φλογοκρύπτη 2.010 χιλ.
Ταχυβολία:
Θεωρητική 1.600-2.000 βολές/λεπτό
Πρακτική 400 βολές/λεπτό
Χώρα Κατασκευής: Ρωσία
169
μόρφωση και την έθαψα σε μια ομάδα τυφεκιοφόρων» εννοώντας ότι είναι
ποταπό, κακό ή δουλοπρεπές το να είσαι μέλος μιας ομάδας τυφεκιο-
φόρων και ότι μόνον ηλίθιοι και ορυγματορύχοι πρέπει να επωμίζονται
αυτά τα καθήκοντα. Δεν γνωρίζω κάποιο άλλο καλύτερο μέρος όπου
θερμόαιμοι άνδρες με εξυπνάδα και πρωτοβουλία να είναι περισσότερο
αναγκαίοι παρά από μια ομάδα πολυβόλων ή τυφεκιοφόρων.
Υπ’ αυτήν την ιδιότητα, δίδεται πλήρης αναγνώριση στην τοποθέ-
τηση των στρατιωτών με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι όσο το δυνατόν
περισσότερο ωφέλιμοι για τη Μονάδα στην οποία ανήκουν. Όταν
απαιτείται η χρησιμοποίηση των στρατιωτών για συγκεκριμένο κα-
θήκον, τότε λαμβάνονται υπόψη τα ατομικά έγγραφα και επιλέγονται
αυτοί με τις απαιτούμενες δεξιότητες και ικανότητες. Εξέτασα τον
ατομικό φάκελο του Στρ (ΠΖ)…………………… και διαπίστωσα ότι
είναι αρκετά ικανοποιητικός. Γνωρίζω, λοιπόν, ότι διετέλεσε πρόεδρος
της αδελφότητας στην οποία ανήκε, ότι η μητέρα του γεννήθηκε στην
Alabama και ο πατέρας του στο Michigan, ότι ο πατέρας του ζει στην
Washington σε κάποιο ξενοδοχείο και υποψιάζομαι ότι και αυτός σας
ζήτησε να κάνετε ό,τι μπορείτε προκειμένου να ανατεθεί στον γιό του
κάποιο άλλο καθήκον.
Είναι επιθυμητό όπως όλοι οι στρατιώτες, ανεξαρτήτως ειδικότητας,
να διδάσκονται στην πράξη πόσο δύσκολη είναι μια πορεία 36 χλμ. με
φόρτο, πώς διεξάγεται η λογχομαχία και πώς πρέπει να σεβόμαστε αυτόν
που τη διεξάγει, ειδικά τον στρατιώτη της ομάδος τυφεκιοφόρων.
Εάν ο Στρ (ΠΖ)…………………… έχει ξεχωριστές δεξιότητες που
ανταποκρίνονται στα καθήκοντα της Υπηρεσίας Πληροφοριών και
παρουσιαστεί κενή θέση στο τμήμα Πληροφοριών του συντάγματος,
της ταξιαρχίας ή της μεραρχίας, τότε αυτές (οι δεξιότητες) θα ληφθούν
υπόψη. Δεν μπορείς στον Στρατό να αγνοείς έναν άξιο στρατιώτη για
πάντα. Ο κάθε διοικητής αγωνιά για να αποκτήσει στρατιώτες με φα-
ντασία, εξυπνάδα, πρωτοβουλία και ενεργητικότητα.
Επειδή, ίσως, νομίζετε ότι βρίσκομαι σε ικανή απόσταση από μια
ομάδα τυφεκιοφόρων, θα ήθελα να σας γνωστοποιήσω ότι έχω έναν
RALPH McT.PΕRNELL
Brig. Gen., USA
Commanding
Μετάφραση - Απόδοση:
Τχης (ΠΖ) Δημήτριος Αλεξανδρίδης,
Τχης XX ΤΘΜ/4ου ΕΓ/2
Βιβλιογραφία: Journal of Military History,
Vol 63, No 3, July 1999
171
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΕΥΕΛΠΙ∆ΩΝ
1
Κεφάλαιο 1
Βαλκανικοί πόλεµοι
1.1 Τα Βαλκάνια πριν τους Βαλκανικούς Πολέµους
Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι ήταν δύο πόλεµοι που έλαβαν χώρα στα Βαλκάνια
το 1912-1913. Αρχικά η Βαλκανική Συµµαχία (Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα
και Βουλγαρία) επιτέθηκε και απέσπασε από την Οθωµανική Αυτοκρατορία τη
Μακεδονία και το µεγαλύτερο µέρος της Θράκης, ενώ στη συνέχεια, µετά τις
διαφωνίες µεταξύ των νικητών για τον τελικό διαµοιρασµό των εδαφών,
ξέσπασε δεύτερος πόλεµος (αυτή τη φορά µε τη συµµετοχή και της
Ρουµανίας) από τον οποίο εξήλθε ηττηµένη η Βουλγαρία, χάνοντας το
µεγαλύτερο µέρος των εδαφών που είχε αρχικά κατακτήσει.
1.2 Η δηµιουργία της Βαλκανικής Συµµαχίας
Τον Μάρτιο του 1912 η Σερβία και η Βουλγαρία µε την έγκριση της
Γερµανίας υπέγραψαν συµµαχία εναντίον της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας.
Βάσει της συµφωνίας, σε περίπτωση νίκης επί των Τούρκων, η Βουλγαρία θα
προσαρτούσε τα εδάφη ανατολικά του Στρυµόνα και η Σερβία τα εδάφη
βόρεια του όρους Σκάρδος. Οι δύο χώρες δεν κατάφεραν να συµφωνήσουν
για το µοίρασµα των εδαφών της Μακεδονίας. Στη συµµαχία προστέθηκε
αργότερα και το Μαυροβούνιο.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος που ήταν τότε Πρωθυπουργός της Ελλάδας,
θεωρώντας ότι, αν ξεσπάσει ένοπλη σύγκρουση στα Βαλκάνια χωρίς ελληνική
συµµετοχή θα χανόταν για πάντα η δυνατότητα να υλοποιηθούν οι ελληνικές
εθνικές διεκδικήσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη, υπέγραψε τον Μάιο του
1912 αµυντική συµµαχία µε τη Βουλγαρία. Οι δύο χώρες, επίσης, δεν
κατάφεραν να συµφωνήσουν για το µοίρασµα των εδαφών της Μακεδονίας
και συναίνεσαν απλώς στο να κρατήσει κάθε χώρα όσα εδάφη θα κατάφερνε
να αποσπάσει από την Οθωµανική Αυτοκρατορία. Ένας παράγοντας που
ώθησε τη Βουλγαρική ηγεσία να δεχθεί τέτοιου είδους συµφωνία ήταν το
γεγονός πως η ήττα της Ελλάδας κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεµο του 1897
είχε δηµιουργήσει στους υπολοίπους Βαλκάνιους την πεποίθηση ότι ο
Ελληνικός Στρατός δεν αποτελούσε υπολογίσιµο παράγοντα. Οι Βούλγαροι,
οι οποίοι θεωρούσαν ότι είναι «οι Πρώσοι των Βαλκανίων», πίστευαν ότι στην
καλύτερη περίπτωση ο Ελληνικός Στρατός θα κολλούσε στα σύνορα ή θα
σηµείωνε λίγες τοπικές επιτυχίες, χωρίς πάντως να µπορέσει να διεκδικήσει
µε αξιώσεις εδάφη που αποτελούσαν στόχο της Βουλγαρίας. ∆έχθηκαν όµως
την συµµαχία µε την Ελλάδα επειδή πίστευαν στο αξιόµαχο του Ελληνικού
Στόλου, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να εµποδίσει τη µεταφορά ενισχύσεων
από τα λιµάνια της Μικράς Ασίας προς την Ευρωπαϊκή Τουρκία, όπως και
πράγµατι έκανε.
Με τις τολµηρές του διπλωµατικές πρωτοβουλίες ο Βενιζέλος ήρθε σε
αντίθεση µε την ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο (όπως και ο
Ίων ∆ραγούµης) λόγω και του πρόσφατου Μακεδονικού αγώνα θεωρούσε πιο
επικίνδυνο αντίπαλο τη Βουλγαρία και εξέταζε την περίπτωση συµµαχίας µε
την Τουρκία. Με δεδοµένη την πρόσφατη περίοδο του Μακεδονικού αγώνα,
την αντιπαλότητα µε τη Βουλγαρία και γενικότερα µε τους φορείς των ιδεών
2
του πανσλαβισµού, στην ελληνική πολιτική ζωή κυριαρχούσε από τα τέλη του
19ου αιώνα η ιδέα του σλαβικού κινδύνου. Η Ελλάδα αντιµετώπιζε το δίληµµα
εάν θα ήταν προτιµότερη η συµµαχία µε τους χριστιανούς Σλάβους εναντίον
των Τούρκων ή εάν η σλαβική απειλή ήταν τόσο επικίνδυνη ώστε θα έπρεπε
να προτιµηθεί η συµµαχία µε την καταρρέουσα Οθωµανική Αυτοκρατορία, η
οποία µετεξελισσόµενη θα µπορούσε ίσως και να κυβερνηθεί από Έλληνες.
Ο καταστροφικός πόλεµος του 1897 είχε επηρεάσει πολλούς, ανάµεσα
στους και τον Ίωνα ∆ραγούµη, ο οποίος θεώρησε ότι το ελληνικό κράτος είχε
αποτύχει και ότι η πρόοδος του ελληνισµού θα έπρεπε να αναζητηθεί µε µία
αυτοκρατορική λογική µέσα στην Οθωµανική Αυτοκρατορία. Οι απόψεις αυτές
φτάνουν στο αποκορύφωµά τους λίγο πριν τους Βαλκανικούς Πολέµους όταν
ο Ίων ∆ραγούµης απογοητευµένος από το ελληνικό κράτος µιλάει πιο
ιδεαλιστικά για «ανατολικό κράτος», απαξιώνοντας «το κρατίδιον», όπως
αποκαλούσε την Ελλάδα. Αντίθετα ο Βενιζέλος, τέκνο της Κρήτης, η οποία
είχε µόλις πρόσφατα αποκτήσει την αυτονοµία της, εµφανιζόταν περισσότερο
ως οπαδός του κλασσικού αλυτρωτισµού του 19ου αιώνα. Θέτοντας δε ως
άµεσο στόχο την απελευθέρωση των Οθωµανικών κτήσεων στην Ευρώπη,
χωρίς µάλιστα προηγούµενη συµφωνία για το µοίρασµα τους, άλλαξε άρδην
την εξωτερική πολιτική. Η επιλογή του Βενιζέλου για συµµαχία µε τη
Βουλγαρία αποτελούσε µεγάλη τοµή ειδικά για την παλιά γενιά του
µακεδονικού αγώνα. Τελικά ο Κρητικός πολιτικός κατάφερε να υπερνικήσει τις
αντιδράσεις της διπλωµατικής γραφειοκρατίας, φροντίζοντας ταυτόχρονα να
καταστήσει τη χώρα ετοιµοπόλεµη, ώστε να µην επαναληφθεί η τραυµατική
εµπειρία του 1897.
Η αλήθεια είναι ότι µετά την επανάσταση στο Γουδί ο Ελληνικός Στρατός
είχε βελτιώσει µε πολύ γρήγορους ρυθµούς το επίπεδο εκπαιδεύσεως µε την
άφιξη ξένων (γαλλικών) εκπαιδευτικών αποστολών, είχε ανανεώσει και
εκσυγχρονίσει τον εξοπλισµό του και είχε διοικητικά αναδιοργανωθεί µε τη
βελτίωση του συστήµατος των προαγωγών των αξιωµατικών και την
αποµάκρυνση των Βασιλοπαίδων από την ηγεσία. Ταυτόχρονα τέθηκε σε
εφαρµογή και το πρόγραµµα εκσυγχρονισµού του στόλου µε αποκορύφωµα
την αγορά του Θωρηκτού «Αβέρωφ».
1.3 Γενική Βαλκανική κατάσταση
3
περισσότερο ελληνογενών πολλαπλασιάζονται. Η βουλγαρική
κυβέρνηση εξαπολύει έντονη προπαγάνδα προς τους λαούς της
Ευρώπης παρουσιάζοντας τη Μακεδονία ως Βουλγαρική. Η
Κυβέρνηση Θεοτόκη αντιδρά. ∆ηµιουργείται το ελληνικό αµυντικό
κοµιτάτο. Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ και η κυβέρνηση Θεοτόκη το
υποστηρίζουν. Έναρξη Μακεδονικού Αγώνα. Θάνατος του Παύλου
Μελά. Μέχρι το τέλος του έτους η Βουλγαρία έχει προσαρτήσει 130
ελληνικές κοινότητες. Παράλληλα η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία
συνοµολογούν τη Συµφωνία Αµπατσίας για την «Αδριατική
ισορροπία». Επίσης, µεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας συνοµολογείται
η Συνθήκη Σόφιας (1904) που αφορά πολιτική προσέγγιση και
αµνηστεία στους Βουλγάρους επαναστάτες.
• 1909 Από τις αρχές του έτους το Νεοτουρκικό κοµιτάτο φέρεται να έχει
επικρατήσει. Ένταση µεταξύ Τουρκίας και Βουλγαρίας,
συνοµολογούνται τα δύο Πρωτόκολλα Πετρούπολης (1909). Ακολουθεί
η (µυστική) Συνθήκη Πετρούπολης (1909) µεταξύ Ρωσίας και
Βουλγαρίας. Η σχέση του Νεοτουρκικού κοµιτάτου µε την Ελλάδα
αρχίζει να εκτραχύνεται, στην προσπάθεια των Νεότουρκων για
κατάργηση της αυτονοµίας της Κρήτης και την επαναφορά της στην
οθωµανική κυριαρχία. Ο Σουλτάνος µη αναγνωρίζοντας επίσηµα τους
Νεότουρκους εξαναγκάζει και την επίσηµη Ελλάδα σε απ’ ευθείας
υποσχετικές δηλώσεις και διπλωµατικές υποχωρήσεις στα αιτήµατα
4
των Νεότουρκων. Στάση που θα επηρεάσει έντονα τα εσωτερικά
γεγονότα της Ελλάδας µε στρατιωτική επανάσταση.
• 1912 ∆ιάβηµα Αυστρίας (1912) προς Ιταλία γι’ αποφυγή εµπλοκής στα
Βαλκάνια. Συνοµολογείται η Συνθήκη Φιλίας-Συµµαχίας Σόφιας µεταξύ
Σερβίας και Βουλγαρίας. Ακολουθεί η Συνθήκη Αµυντικής Συµµαχίας
Σόφιας µεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Τον Ιούνιο συνέρχεται το
Συνέδριο Πάτµου (1912) που εκφράζει τον διακαή πόθο της ένωσης
της ∆ωδεκανήσου µε την Ελλάδα. Ξεκινά η ∆ιάσκεψη του
Βουκουρεστίου που θα ολοκληρωθεί τον Αύγουστο του 1913. Τέλος
στις 18 Ιουνίου συνοµολογείται η περίφηµη Συµφωνία των
Χριστιανικών Κρατών του Αίµου, που αφορά τη συµµαχία µεταξύ
Σερβίας, Βουλγαρίας, Ελλάδας και Μαυροβουνίου.
1.4 Στρατιωτική προπαρασκευή
Κατ’ αρχήν κύριος µοχλός της στρατιωτικής προπαρασκευής ήταν το
αποτέλεσµα του Ελληνοτουρκικού πολέµου του 1897 εκ της µελέτης του
οποίου τα συµπεράσµατα που εξήχθηκαν οδήγησαν την τότε στρατιωτική και
πολιτική ηγεσία της Ελλάδας στην αναδιοργάνωση των ελληνικών ενόπλων
δυνάµεων, αλλά και στην επαύξηση της εκπαίδευσης µε παράλληλο
εκσυγχρονισµό των διατιθέµενων µέσων. Ένας δεύτερος µοχλός υπήρξε ο
συνεχιζόµενος Μακεδονικός Αγώνας. Τρίτος µοχλός ήταν το Κρητικό ζήτηµα.
Πέραν όµως αυτών, τα διάφορα παράλληλα γεγονότα που συνέβαιναν τότε
στα Βαλκάνια δεν άφηναν καµία αµφιβολία πως τα σύννεφα ενός
γενικευµένου πολέµου δεν θ’ αργούσαν να φανούν. Και βεβαίως η Ελλάδα
δεν µπορούσε να αγνοήσει και τους ελληνογενείς πληθυσµούς της
Μακεδονίας που υπέφεραν κυρίως από τις βουλγαρικές βαρβαρότητες.
Το 1900 επί κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη, που ανέλαβε το 1899, συστήθηκε η
«Γενική ∆ιοίκηση Στρατού» υπό τον τότε ∆ιάδοχο Κωνσταντίνο. Το 1904
εγκρίνεται και ψηφίζεται ο νέος οργανισµός του στρατού. Σύµφωνα µε αυτόν,
ο Ελληνικός Στρατός συγκροτείται από τρεις µεραρχίες. Παράλληλα
δηµιουργείται το «Ταµείο Εθνικής Αµύνης» από τους πόρους του οποίου
παραγγέλθηκαν 60.000 τυφέκια Μάνλιχερ. Η συνολική δύναµη του ελληνικού
«εν ενεργεία» στρατού ανέρχονταν µέχρι τότε σε 18.000 άνδρες από τους
οποίους οι 8.000 ήταν αποσπασµένοι σε Βασιλική Χωροφυλακή, µεταβατικά
αποσπάσµατα, φρουρές φυλακών, Τελωνοφυλακή, ακόµη και Αγροφυλακή. Η
υπόλοιπη στρατιωτική δύναµη ήταν κατανεµηµένη σε διάφορες πόλεις της
χώρας, σε τέτοια διασπορά όµως, που ήταν αδύνατη η εκπαίδευση των
µονάδων.
Το 1906 και συνέχεια της ίδιας κυβέρνησης, µετά τη βελτίωση των
δηµοσίων οικονοµικών, λήφθηκαν και τα πρώτα σοβαρά µέτρα στρατιωτικής
ανασυγκρότησης, τα οποία και εξακολούθησαν να επιταχύνονται κατά τη
διάρκεια της µακράς θητείας της κυβέρνησης Θεοτόκη. Το Ταµείο Εθνικής
Αµύνης µε µια σειρά διαταγµάτων προικοδοτήθηκε µε νέους πόρους, έτσι
ώστε να καταστεί δυνατή η παραγγελία άλλων 40.000 ακόµη τυφεκίων
Μάνλιχερ που παραλήφθηκαν το ίδιο έτος, ενώ συνάφθηκε δάνειο 20.000.000
5
δρχ. που διατέθηκε στο παραπάνω Ταµείο για παραγγελίες υλικού
επιστράτευσης και κατασκευή αποθηκών. Το ύψος εκείνων των παραγγελιών,
καθώς και των ετών 1907, 1908, και 1909 (επί Θεοτόκη) ανήλθε στο συνολικό
ποσό των 77.000.000 δρχ. Έτσι, το 1909, όταν µετά τη παραίτηση του Γ.
Θεοτόκη ανέλαβε ο ∆. Ράλλης, ο Ελληνικός Στρατός είχε παραλάβει συνολικά:
100.000 Τυφέκια Μάνλιχερ, 7.000 Αραβίδες Μάνλιχερ, 10 Πυροβολαρχίες
ταχυβόλων, 36.000.000 Φυσίγγια νέου τυφεκίου, όπως και υλικό
επιστράτευσης για δύναµη τριών µεραρχιών και κάποια δευτερεύοντα είδη
που δεν είχαν ακόµη παραληφθεί.
1.5 Ο Ελληνικός Στρατός το 1912
Ο Στρατός Θεσσαλίας στον οποίο συγκεντρώθηκε το µεγαλύτερο µέρος των
δυνάµεων αποτελούνταν από τις I εως VII Μεραρχίες, 20 συντάγµατα
πεζικού, 1 συντάγµα Κρητών, 1 τάγµα Ευζώνων, 3 Τάγµατα Εθνοφρουράς, 1
ταξιαρχία ιππικού, 4 συντάγµατα πεδινού και 2 µοίρες ορειβατικού
πυροβολικού. Επίσης, το µηχανικό αποτελούνταν από 2 συντάγµατα
σκαπανέων, 1 τάγµα γεφυροποιών και 2 λόχους τηλεγραφητών. Τη δύναµη
ενίσχυαν και 4 αεροσκάφη.
Ο Στρατός Ηπείρου, που ο ρόλος του θα ήταν δευτερεύων, αποτελούνταν
από την VIII Μεραρχία, 1 συντάγµα πεζικού, 4 τάγµατα Ευζώνων, 1 τάγµα
Εθνοφρουράς, 1 Ίλη ιππικού, 1 µοίρα πεδινού, 1 ορειβατικού και 1
τοποµαχικού πυροβολικού. Πλαισιωνόταν, επίσης, και από έναν λόχο
µηχανικού.
1.6 Ο Ελληνικός Στόλος το 1912
Εκτός όµως των παραπάνω προµηθειών και κατασκευών αποθηκών κ.λπ.,
η κυβέρνηση Θεοτόκη προώθησε τη βελτίωση του Ελληνικού Στόλου. ∆έκα
χρόνια πριν ο Ελληνικός Στόλος απαρτιζόταν από απαρχαιωµένα σκάφη, µε
εξαίρεση τα θωρηκτά που αποκτήθηκαν το 1890 και τα τορπιλοβόλα που είχε
αγοράσει η Κυβέρνηση του Τρικούπη. Έτσι, το 1900 ιδρύθηκε και το «Ταµείο
Εθνικού Στόλου», το οποίο και ενισχύθηκε µε 2.500.000 φράγκα που
κληροδότησε ο Γεώργιος Αβέρωφ, ενώ κατ’ έτος αντλούσε επίσης 925.000
δραχµές από κονδύλια του προϋπολογισµού. Τον Νοέµβριο του 1908 ξεκινά
η παραγγελία του θωρηκτού καταδροµικού κλάσης «Πίζα», που ονοµάστηκε
«Γ. ΑΒΕΡΩΦ» και κατέπλευσε µόλις το 1911. Επίσης, τότε, την ίδια περίοδο
(1906) και για πρώτη φορά, ξεκίνησε η σύντονη εκπαίδευση του στρατού. Ο
Θεοτόκης µε µια αποφασιστική ενέργεια κατάργησε όλες εκείνες τις
αποσπάσεις των αξιωµατικών του στρατού σε άλλες υπηρεσίες, αστυνοµία,
αποσπάσµατα, φύλαξη λιµένων κ.λπ. απελευθερώνοντας χρηµατικούς
πόρους. Έτσι, το 1907 ξεκινά η εκπαίδευση του στρατού, καθώς και των
έφεδρων τεσσάρων προηγουµένων κλάσεων. Το 1908 εκπαιδεύονται όλες οι
κλάσεις από 1900 µέχρι και 1908. Το δε 1909 συνεχίστηκε η συµπληρωµατική
εκπαίδευση τριών κλάσεων 1902, 1904 και 1906.
• Στόλος Αιγαίου:
6
Αντιτορπιλλικά: 10 (Βέλος, Σφενδόνη, Λόγχη, Νίκη, Ναυκρατούσα, ∆όκα,
Νέα Γενεά, Ασπίς, Θύελλα, Κεραυνός)
Υποβρύχια: 1 (∆ελφίν)
Υδροπλάνα: 1
Οπλιταγωγά: 1 (Σφακτηρία)
Ναρκοθετικά: 1 (Άρης)
Ανεφοδιαστικά: 1 (Κανάρης)
• Μοίρα Ιονίου:
Κανονιοφόροι: 3 (Α, Β, ∆)
• Μοίρα Ευδρόµων:
Επίτακτα εξοπλισµένα:
7
1.7 Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος
1.7.1 Εισαγωγή
Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος
Βαλκανικοί Πόλεµοι
8
Η εφηµερίδα Εµπρός ανακοινώνει την κήρυξη του πολέµου
9
1.7.2 Κατάσταση στις παραµονές του πολέµου
Από το καλοκαίρι του 1912 ο κίνδυνος πολεµικής ανάφλεξης στα Βαλκάνια
φαινόταν κάτι παραπάνω από υπαρκτός, ιδιαίτερα από µέρους της
Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου, που είχαν συνάψει ήδη συµφωνία κοινής
επιθέσεως εναντίον της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, είχε
υπολογίσει την έναρξη του πολέµου την άνοιξη του 1913, έβλεπε όµως τον
χρόνο να πιέζει ασφυκτικά. Επιχείρησε να ολοκληρώσει το πλέγµα των
βαλκανικών συµµαχιών της Ελλάδας, συνάπτοντας συµφωνίες από κοινού
επίθεσης µε Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο. Η συµφωνίες αυτές
υπογράφτηκαν στις 22 Σεπτεµβρίου 1912.
1.7.3 Στρατιωτική προετοιµασία
Η στρατιωτική προετοιµασία της Ελλάδας ήταν από τους κύριους στόχους
του κινήµατος στο Γουδί το 1909. Ως ακόλουθο αυτών των ετοιµασιών στα
µέσα Ιανουαρίου 1912 έφτασε στην Ελλάδα γαλλική αποστολή για την
εκπαίδευση του στρατού. Αντίστοιχη βρετανική αποστολή έφτασε στις 11
Απριλίου για την εκπαίδευση του στόλου.
Ένα ακόµη µέληµα του Ελ. Βενιζέλου ήταν να αποκατασταθεί η ενότητα στο
στράτευµα. Γι’ αυτόν τον λόγο, τον Μάρτιο του 1912 επανέφερε τον ∆ιάδοχο
Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε αποµακρυνθεί µετά το κίνηµα του 1909. Επίσης,
πραγµατοποιήθηκαν µεγάλες παραγγελίες σε στρατιωτικό εξοπλισµό, οι
οποίες ήταν εφικτό να πραγµατοποιηθούν χάρη στη θεαµατική ανόρθωση της
ελληνικής οικονοµίας. Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ», αποτέλεσε την πιο
σύγχρονη µονάδα και ταυτόχρονα σύµβολο της υπεροπλίας του Ελληνικού
Στόλου.
Ο Ελληνικός Στρατός τις παραµονές του πολέµου ανερχόταν σε δύναµη
135.000 ανδρών. Ο Βενιζέλος, επίσης, έσπευσε να ενισχύσει τον στόλο µε
παραγγελίες νέων πλοίων ακόµη και την τελευταία στιγµή.
1.7.4 ∆ιπλωµατική προετοιµασία
Για τον Βενιζέλο ήταν ολοφάνερο ότι η παρακµάζουσα Οθωµανική
Αυτοκρατορία θα οδηγούνταν σε διαµελισµό. Για την ελληνική εξωτερική
πολιτική, η ιδέα αντιµετώπισης της Τουρκίας χωρίς συµµάχους ήταν
10
αδιανόητη για να µην επαναληφθεί το σφάλµα που οδήγησε στην ήττα του
1897. Η Ελλάδα για να εξασφαλίσει µια θέση στον Βαλκανικό συνασπισµό
έπρεπε να πείσει τους εν δυνάµει συµµάχους ότι:
Θα προσέφερε σηµαντικό συγκριτικό πλεονέκτηµα που θα την
καθιστούσε απαραίτητη στη συµµαχία.
Θα επεδείκνυε διάθεση για συµβιβασµό προκειµένου να ξεπεραστούν
δυσεπίλυτα προβλήµατα.
Από το φθινόπωρο του 1911, µέχρι τις παραµονές του πολέµου, όλα τα
βαλκανικά κράτη Βουλγαρία, Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο επιδόθηκαν σε
µαραθώνιο µυστικών διαπραγµατεύσεων, που κατέληξαν σε µια σειρά από
διµερείς συνθήκες και στρατιωτικές συµβάσεις. Αυτό το πλέγµα διµερών
σχέσεων ονοµάστηκε «Βαλκανικός Συνασπισµός».
Οι διαπραγµατεύσεις και τα κείµενα των συνθηκών που κατέληξαν
χαρακτηρίστηκαν από απόλυτη µυστικότητα. Στην Ελλάδα εκτός από τον
Βενιζέλο και τον Βασιλιά Γεώργιο ελάχιστοι γνώριζαν την ύπαρξη και την
πορεία των διαπραγµατεύσεων. Ο ίδιος ο Βενιζέλος, όταν διαπραγµατευόταν
µε τον Βούλγαρο πρωθυπουργό, δεν γνώριζε το κείµενο της
σερβοβουλγαρικής συνθήκης. Πολύ περισσότερο, πλήρη άγνοια είχαν οι
Μεγάλες ∆υνάµεις µε εξαίρεση τη Ρωσία, η οποία υποστήριξε την
σερβοβουλγαρική προσέγγιση.
1.7.5 Έναρξη πολέµου
Στις 4 Οκτωβρίου 1912 η Οθωµανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεµο
κατά της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Με την Ελλάδα απέφυγε να κηρύξει τον
πόλεµο ελπίζοντας ακόµα σε ειρηνικό διακανονισµό. Την αµέσως όµως
επόµενη ηµέρα, η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε εκείνη τον πόλεµο, ως µέλος
του Βαλκανικού Συνασπισµού.
Σύµφωνα µε το σχέδιο επίθεσης, ο στρατός Θεσσαλίας µε ∆ιοικητή τον
∆ιάδοχο Κωνσταντίνο θα αναλάµβανε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων. Ο
στρατός Ηπείρου µε ∆ιοικητή τον Στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη θα
αναλάµβανε δευτερεύοντα ρόλο, µέχρι την ολοκλήρωση του έργου του
στρατού Θεσσαλίας.
1.7.6 Επιχειρήσεις των συµµάχων
11
1.7.6.1 Βουλγαρία
Σύµφωνα µε τα σχέδια των επιχειρήσεων, µε την κήρυξη του πολέµου ο
κύριος όγκος του Βουλγαρικού Στρατού κατευθύνθηκε νότια, προς τη Θράκη.
Οι Σαράντα Εκκλησιές καταλήφθηκαν χωρίς ουσιαστική αντίσταση και αµέσως
µετά τέθηκε σε πολιορκία η Αδριανούπολη. Η βουλγαρική επίθεση ανακόπηκε
στη γραµµή Τσατάλτζας στις 4 Νοεµβρίου, λίγα χιλιόµετρα έξω από την
Κωνσταντινούπολη. Η Αδριανούπολη µετά από πολιορκία µηνών έπεσε
τελικά στα χέρια των Βουλγάρων, στις 22 Φεβρουαρίου 1913. Επίσης,
καταλήφθηκε και η Ραιδεστός στις ακτές της Προποντίδας.
Μέρος του Βουλγαρικού Στρατού κατευθύνθηκε νοτιοδυτικά έχοντας ως
στόχο την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας. Κατόρθωσε να
καταλάβει την Καβάλα και τις Σέρρες, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, δεν
πρόλαβε να µπει στη Θεσσαλονίκη πριν τον Ελληνικό Στρατό.
1.7.6.2 Σερβία
Ο Σερβικός Στρατός κατευθύνθηκε νότια και νοτιοανατολικά και κατέλαβε
διαδοχικά τις πόλεις Νοβιπαζάρ, Μητροβίτσα, Πρίστινα, Σκόπια, Μοναστήρι
και περνώντας τον Αξιό, το Κρίβολακ, το Ιστίπ και τη Γευγελή. Προωθήθηκε
και προς τα δυτικά, µέχρι την Αδριατική και κατέλαβε το ∆υρράχιο και το
βόρειο τµήµα της σηµερινής Αλβανίας, σε συνεργασία και µε το Μαυροβούνιο.
1.7.6.3 Μαυροβούνιο
12
Η Ελλάδα δεν δεσµευόταν µε κάποια συνθήκη διανοµής εδαφών. Η Σερβία
διεκδικούσε όχι µόνο τα εδάφη της Μακεδονίας που είχε στην κατοχή της,
αλλά και την έξοδό της προς την Αδριατική, η οποία απειλούνταν από την
δηµιουργία αλβανικού κράτους. Πριν ακόµη ολοκληρωθούν οι συγκρούσεις
του Α΄ Βαλκανικού Πολέµου, είχε αρχίσει η αντιπαράθεση για την οριστική
διανοµή των νεοαποκτηθέντων εδαφών.
1.7.8 ∆ιπλωµατία και διασκέψεις ειρήνης
Από την έναρξη των συγκρούσεων οι Μεγάλες ∆υνάµεις είχαν
προσπαθήσει να ελέγξουν την κατάσταση: εν µέρει για να εξασφαλίσουν η
καθεµιά τα δικά της ζωτικά συµφέροντα στην περιοχή και εν µέρει για να
αποφύγουν να µετατραπεί η κρίση σε γενικευµένο ευρωπαϊκό πόλεµο. Σε
αυτά τα πλαίσια ο Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Σερ Εδουάρδου Γκρέυ,
άρχισε εντατικές διαπραγµατεύσεις προς αυτές τις κατευθύνσεις.
Οι Μεγάλες δυνάµεις δέχτηκαν την πρόταση του Γκρέυ να συγκληθεί
διάσκεψη των πρεσβευτών τους στο Λονδίνο υπό την προεδρία του.
Ταυτόχρονα, κάλεσε και τους εµπόλεµους σε διάσκεψη ειρήνης. Για τα
εµπόλεµα κράτη η ειρηνευτική διάσκεψη ήταν ευκαιρία όχι µόνο να
υπογράψουν τη συνθήκη ειρήνης που θα διαµόρφωνε το µεταπολεµικό
εδαφικό καθεστώς στα Βαλκάνια, αλλά και να λύσουν τις ενδοσυµµαχικές
διαφορές και να εξασφαλίσουν την επιρροή των Μεγάλων ∆υνάµεων για τα
γενικότερα συµφέροντά τους. Παρά τις διαφωνίες τους, στα θέµατα διανοµής
των νεοαπεκτειθέντων εδαφών, οι βαλκανικοί σύµµαχοι παρέταξαν ενιαίο
µέτωπο απέναντι στην Υψηλή Πύλη, η οποία αρνιόταν να αποδεχτεί ως
τετελεσµένο γεγονός την απώλεια των ευρωπαϊκών της εδαφών και εφάρµοσε
τακτική κωλυσιεργίας. Μετά όµως τις διαδοχικές ήττες στα πεδία των µαχών
και όταν πια διαφαινόταν το µη αναστρέψιµο των συγκρούσεων (ιδιαίτερα
µετά την ναυµαχία της Λήµνου), η τουρκική κυβέρνηση Κιαµήλ Πασά φάνηκε
διατεθειµένη να αποδεχτεί το τελεσίγραφο των Μεγάλων ∆υνάµεων και να
υπογράψει συνθήκη ειρήνης. Αλλά στις 10 Ιανουαρίου εκδηλώθηκε
στρατιωτικό κίνηµα υπό τον Εµβέρ Πασά που ανέτρεψε την προηγούµενη
µετριοπαθή κυβέρνηση και η νέα εθνικιστική κυβέρνηση της
Κωνσταντινούπολης απέρριψε το τελεσίγραφο.
Ωστόσο στις 29 Ιανουαρίου, η νέα κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης
ζήτησε εκ νέου τη µεσολάβηση των Μεγάλων ∆υνάµεων. Αυτές απαίτησαν
από τους εµπολέµους να αποδεχτούν την άνευ όρων µεσολάβησή τους για τη
σύνταξη του κειµένου της συνθήκης ειρήνης. Η Τουρκία φυσικά δέχτηκε
αµέσως, διότι η κατάσταση είχε επιδεινωθεί γι’ αυτήν σε όλα τα µέτωπα.
1.7.9 Συνθήκη του Λονδίνου
Τελικά, ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος τελείωσε επίσηµα µε τη Συνθήκη του
Λονδίνου (1913) η οποία περιλάµβανε τα εξής κύρια σηµεία:
παραχώρηση στις χώρες του Βαλκανικού Συνασπισµού όλων των
εδαφών δυτικά της Γραµµής Αίνους-Μηδείας
ρύθµιση του καθεστώτος της Αλβανίας από τις Μεγάλες ∆υνάµεις, σε
επόµενη διάσκεψη
13
παραχώρηση της Κρήτης στους Συµµάχους
ρύθµιση της τύχης των νησιών του Αιγαίου και της χερσονήσου του
Άθω από τις Μεγάλες ∆υνάµεις (επίσης σε µελλοντική διάσκεψη).
Η συνθήκη ειρήνης υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 17 (30) Μαΐου 1913.
∆ύο µέρες αργότερα υπογράφτηκε στη Θεσσαλονίκη η ελληνοσερβική
συνθήκη συµµαχίας και συνεργασίας.
Η διάσκεψη ειρήνης δηµιούργησε τελικά λόγους για νέες προστριβές µεταξύ
των βαλκανικών συµµάχων: η δηµιουργία αλβανικού κράτους, που θα
στερούσε τη Σερβία από την έξοδο προς την Αδριατική, την ανάγκασε να γίνει
πιο αδιάλακτη στις σχέσεις της µε την Βουλγαρία και να αθετήσει τις
υποσχέσεις για παραχώρηση εδαφών (ως αποζηµίωση) που είχε οριστεί
εξαρχής µε διακρατική συµφωνία. Ένας άλλος παράγοντας προστριβών ήταν
και η έλλειψη ελληνοβουλγαρικής συµφωνίας για τη διανοµή των νέων
εδαφών, καθώς και οι «φιλοµακεδονικοί» κύκλοι στη Βουλγαρία, που
απαιτούσαν άµεση βουλγαρική προσάρτηση της Θεσσαλονίκης.
Η Ελλάδα ήταν πλέον έτοιµη να αντιµετωπίσει από κοινού µε τη Σερβία την
απειλή του πρώην συµµάχου τους, της Βουλγαρίας.
1.8 Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος
Παρ’ όλο που οι βαλκανικές χώρες συµµάχησαν εναντίον ενός κοινού
εχθρού (της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας), η συµµαχία τώρα δεν στηριζόταν
σε σταθερά θεµέλια και τελικά διασπάστηκε. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος
ξέσπασε όταν η Βουλγαρία δεν µπορούσε να βρει µια κοινή γραµµή για την
τύχη των νεοκατακτηθέντων περιοχών που βρίσκονταν υπό σερβική, ελληνική
και ρουµανική διοίκηση. Η δυσαρέσκεια των Βουλγάρων ήταν εµφανής,
ιδιαιτέρα επειδή τους πρόλαβαν οι Έλληνες όσον αφορά την κατάληψη της
Θεσσαλονίκης. Οι ίδιοι ζήτησαν από τους Έλληνες να εισέλθει ένα µικρό
ένοπλο τµήµα τους στη Θεσσαλονίκη. Το τµήµα όµως αυτό ήταν κατά πολύ
µεγαλύτερο από τα συµφωνηθέντα, µε αποτέλεσµα να δηµιουργηθούν
εντάσεις. Σηµειώθηκαν γενικά διάφορα επεισόδια στα κοινά πια σύνορα των
Βουλγάρων µε τους Έλληνες αλλά και µε τους Σέρβους, και οι ένοπλες
δυνάµεις όλων των πλευρών ήταν σε ετοιµότητα.
Η Ελλάδα και η Σερβία υπέγραψαν σύµφωνο συµµαχίας και από κοινού
επιθέσεως, σε περίπτωση που µία από τις δύο χώρες δεχόταν επίθεση από
τρίτη χώρα (19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1913). Στις 16 Ιουνίου 1913, ο Βούλγαρος
Τσάρος Φερδινάνδος ο Α΄ και ο Στρατηγός Σαβόφ, χωρίς προηγούµενη
έγκριση του κοινοβουλίου τους, κήρυξαν πόλεµο στη Σερβία και την Ελλάδα.
Επιτέθηκαν στον Σερβικό Στρατό στη Γευγελή και στον Ελληνικό στη Νιγρίτα.
Ο Σερβικός Στρατός αντιµετώπισε υπεράριθµες αντίπαλες µονάδες και
καθηλώθηκε. Ο Ελληνικός όµως σηµείωσε επιτυχίες και προώθησε τις θέσεις
του. Ο Ελληνικός Στρατός πέρασε σύντοµα στην αντεπίθεση και επικράτησε
στη Μάχη Κιλκίς-Λαχανά. Αµέσως µετά διαχωρίστηκε σε δύο κατευθύνσεις:
δυτικά προς τον ποταµό Νέστο και προς τον Στρυµόνα, επικρατώντας στην
Μάχη ∆οϊράνης και του Μπέλες. Όµως αυτό το τµήµα του προωθήθηκε προς
τα βόρεια όπου και ακολούθησαν οι Μάχες Κρέσνας-Σιµιτλή-Τζουµαγιάς. Την
14
στιγµή εκείνη προτάθηκε ανακωχή, που τελικά την αποδέχτηκαν και οι δύο
πλευρές, καθώς υπήρχε και ο κίνδυνος της Ρουµανίας από βόρεια.
Καθώς η Βουλγαρία είχε ήδη ανοικτά µέτωπα, η Ρουµανία και η Οθωµανική
Αυτοκρατορία αποφάσισαν να επιτεθούν και αυτές. Η Ρουµανία κήρυξε τον
πόλεµο στις 27 Ιουνίου και συναντώντας ελάχιστη αντίσταση έφτασε 30
χιλιόµετρα έξω από την βουλγαρική πρωτεύουσα Σόφια. Με τη Συνθήκη του
Βουκουρεστίου τερµατίστηκαν επίσηµα οι συγκρούσεις.
Οι Τούρκοι ανακατέλαβαν την Αδριανούπολη από τους Βούλγαρους, που
την είχαν χάσει κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεµο. Επίσης, ανακατέλαβαν και
όλη την Ανατολική Θράκη.
1.9 Οι συνέπειες των Βαλκανικών Πολέµων
Ο Α΄ Βαλκανικός πόλεµος είναι για την Ελλάδα αντιστρόφως ανάλογος, µε
τις απώλειες. ∆ηλαδή µε µικρές απώλειες η Ελλάδα διπλασιάστηκε.
Αντίστοιχα και η Σερβία εκπλήρωσε όλους τους αντικειµενικούς στόχους της,
ενώ η Βουλγαρία είχε πολύ µεγάλες απώλειες, ειδικά στο µέτωπο της
Αδριανούπολης µετά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεµο τον οποίο η ίδια προκάλεσε,
ενώ δεν είχε µεγάλα εδαφικά κέρδη.
Το ελληνικό κράτος διπλασιάστηκε και σε έκταση και σε πληθυσµό µε
αποτέλεσµα να δηµιουργηθούν οι καλύτερες προϋποθέσεις για κοινωνική,
πολιτική και οικονοµική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα άλλαξε ριζικά και η δοµή του
πληθυσµού, τόσο για το νέο ελληνικό κράτος όσο και στο κοµµάτι της
Οθωµανικής Αυτοκρατορίας που αποσπάστηκε από αυτήν. ∆ηλαδή, στην
θέση ενός ενιαίου οικονοµικού χώρου µπήκαν ξαφνικά σύνορα, τα οποία
επηρέασαν π.χ. τους νοµάδες κτηνοτρόφους οι οποίοι ήταν συνηθισµένοι να
µετακινούνται στον ενιαίο χώρο των Βαλκανίων. Ανάλογα επηρεάσθηκαν οι
Έλληνες έµποροι, που ήταν η αστική τάξη της εποχής. Μια λύση ήταν η
στροφή στη διοίκηση. ∆ηλαδή οι Έλληνες αστοί από έµποροι άρχισαν να
µετατρέπονται σε δηµοσίους υπαλλήλους και να τοποθετούνται στον
διοικητικό µηχανισµό του νέου ελληνικού κράτους στη θέση των
αποχωρούντων µουσουλµάνων.
Ταυτόχρονα µεγάλος αριθµός πληθυσµού µετακινήθηκε από όλες και προς
όλες τις πλευρές. Υπολογίζονται σε περισσότερες από 400.000 οι Τούρκοι
που έφυγαν από την Οθωµανική, Ευρωπαϊκή Αυτοκρατορία και πήγαν προς
την Τουρκία. Γενικά κυρίως µετά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεµο οι κάτοικοι των
εδαφών της τέως Ευρωπαϊκής Τουρκίας αισθάνονται απειλούµενοι από τον
αλυτρωτισµό των υπολοίπων εθνοτήτων και σε πολλές περιπτώσεις (κυρίως
οι φτωχότεροι) ακολουθούν τα στρατεύµατα του έθνους τους. Υπάρχουν φιλµ
της εποχής που δείχνουν καραβάνια Σέρβων, Βουλγάρων, Τούρκων ή
Ελλήνων προσφύγων να ακολουθούν τα αντίστοιχα στρατεύµατα µέχρι να
ορισθούν τα τελικά σύνορα.
Η Ελλάδα δέχθηκε και άλλα κύµατα προσφύγων, λόγω των διωγµών που
υπέστησαν οι Έλληνες στη Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το
οθωµανικό κράτος ψάχνοντας υπεύθυνους για την ήττα ξέσπασε σε διωγµούς
εναντίον των Ελλήνων. Υπολογίζονται σε περισσότερους από 100.000 οι
15
πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και αντίστοιχος αριθµός από τη Μικρά
Ασία που εξαναγκάστηκαν να φύγουν µετά τις βιαιότητες.
Από κοινωνική άποψη µε την ενσωµάτωση της Θεσσαλονίκης αλλά και της
Μακεδονίας γενικότερα, το ελληνικό κράτος, από µονοεθνικό και αγροτικό,
γίνεται ξαφνικά πολυεθνικό αλλά και λόγω της ενσωµάτωσης των νέων
εδαφών αλλάζει κοινωνική δοµή αποκτώντας περισσότερους αστούς και
εργάτες. Ενσωµατώνονται (µέχρι την ανταλλαγή των πληθυσµών το 1923)
µεγάλες µάζες µουσουλµάνων, Εβραίων και σε πολύ µικρότερο βαθµό
Σλάβων.
16
Κεφάλαιο 2
http://bnr.bg/sites/radiobulgaria/PublishingImages/Balkanski_Sayuz_armii_big.jpg
17
Εβστρατίεφ Γκέσοφ», λέει ο κ Γκεόργκι Μάρκοφ, «αποφασίζει ότι από τη
στιγµή που µια από τις Μεγάλες ∆υνάµεις βρίσκεται σε πόλεµο µε την
Οθωµανική Αυτοκρατορία, οι υπόλοιπες δεν θα µπορέσουν να σταµατήσουν
τους σύµµαχους της Βαλκανικής, που θέλουν επίσης να επιτεθούν και να
επιτύχουν τη δική τους επίλυση του αποκαλούµενου Ανατολικού ζητήµατος».
Για το λόγο αυτό, µετά την 16η Σεπτεµβρίου του 1911, η κυβέρνηση της
Βουλγαρίας αρχίζει τις διαβουλεύσεις, αρχικά µε τη Σερβία. Τη Βουλγαρία
αντιπροσωπεύει ο Ντιµίταρ Ρίζοφ, Πρέσβης της χώρας µας στη Ρώµη. Ο κ
Ρίζοφ συµµετέχει στις συνοµιλίες εξ ονόµατος του Βασιλιά Φερδινάνδου και
της βουλγαρικής κυβέρνησης, µε στόχο τη συµφωνία και την πιθανή συµµαχία
κατά της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας.
Οι διαβουλεύσεις συνεχίζονται για ένα διάστηµα µερικών µηνών. Αρχικά η
Σερβία ζητά τρεις ζώνες της Μακεδονίας: µια, αναµφισβήτητα σερβική, ζώνη
στη Β∆. Μακεδονία, µια αµφισβητούµενη προς τον ποταµό Βαρδάρη και µια
αδιαµφισβήτητα βουλγαρική ζώνη ανατολικά του ποταµού Στρυµόνα. Οι
σερβικές απαιτήσεις απορρίπτονται από τη βουλγαρική κυβέρνηση. Αυτό
οδηγεί στην επέµβαση της ρωσικής διπλωµατίας.
Την περίοδο εκείνη η Ρωσική Αυτοκρατορία επιθυµεί τη δηµιουργία
συµµαχίας µεταξύ των βασιλείων της Βουλγαρίας και της Σερβίας, µια και
αναµενόταν η έκρηξη του πόλεµου κατά της Αυστροουγγαρίας και της
Γερµανίας. Μια και οι διαβουλεύσεις γίνονταν υπό την αιγίδα της Ρωσίας, µετά
την αποτυχία τους, στα τέλη Ιανουαρίου του 1912, ο Ρώσος Τσάρος
αναλαµβάνει το ρόλο του διαµεσολαβητή. Αποτέλεσµα της επέµβασης της
ρωσικής διπλωµατίας είναι ο σχηµατισµός µιας αµφισβητούµενης ζώνης στη
Β∆. Μακεδονία –της περιοχής των Σκοπίων– ενώ όλο το υπόλοιπο µέρος της
θεωρείται αδιαµφισβήτητα βουλγαρικό. Αυτό αποτελεί τη βάση του Σύµφωνου
της συµµαχίας µεταξύ της Βουλγαρίας και της Σερβίας, το οποίο υπογράφεται
την 29η Φεβρουαρίου του 1912.
18
Είχε όµως γίνει κατανοητός στην Ευρώπη ο βαθµός του προβλήµατος των
ανθρωπίνων δικαιωµάτων των χριστιανών που ζούσαν στις περιοχές της
Οθωµανικής Αυτοκρατορίας; Υπήρχαν άλλες δυνατότητες εκτός της
πολεµικής σύγκρουσης, για την επίτευξη της αυτονοµίας και του σεβασµού
των δικαιωµάτων των Βούλγαρων και των άλλων χριστιανικών εθνοτήτων;
Σύµφωνα µε τον καθηγητή κ Μάρκοφ, την εποχή εκείνη µε τον όρο
«Ευρώπη» ορίζονταν οι έξι Μεγάλες ∆υνάµεις, οι οποίες ήταν χωρισµένες σε
δυο αντίπαλα στρατόπεδα: στην τριµερή συµµαχία της Γερµανίας,
Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας και την, επίσης, τριµερή συµµαχία της Μεγάλης
Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Τα βαλκανικά κράτη είχαν την υποστήριξη
ορισµένων από τα δυο αυτά αντίπαλα στρατόπεδα, στους οποίους
στρέφονταν όταν αντιµετώπιζαν ένα εθνικό τους πρόβληµα το οποίο έπρεπε
να λυθεί.
«Αρχικός προστάτης της Βουλγαρίας ήταν η Ρωσική Αυτοκρατορία», λέει ο
κ Μάρκοφ. «Οι βουλγαρικές κυβερνήσεις επιζητούσαν την αυτονόµηση της
Μακεδονίας και της Θράκης της Αδριανούπολης, περιοχές στις οποίες ζούσαν
ενάµισι εκατοµµύριο Βούλγαροι. Ο πληθυσµός αυτός ήταν αναγνωρισµένος
σαν εθνότητα, είχε σχολεία και εκκλησίες. Όµως η επιθυµία της βουλγαρικής
κυβερνήσεως ήταν η δηµιουργία µιας αυτόνοµης περιοχής. Σ’ αυτό δεν
συµφωνούσε ούτε η Οθωµανική Αυτοκρατορία ούτε τα γειτονικά µε τη
Βουλγαρία κράτη, τα οποία δεν επιθυµούσαν την ύπαρξη πράξης παρόµοιας
µε αυτή της Ένωσης της Βόρειας και Νότιας Βουλγαρίας το 1885. Ο λόγος
ήταν ότι η ύπαρξη µιας παρόµοιας πράξης θα µετέτρεπε τη Βουλγαρία σε
πρωτογενή παράγοντα στην περιοχή της Βαλκανικής». «Το
εθνικοαπελευθερωτικό κίνηµα των Βούλγαρων στις υπό την κυριαρχία της
Οθωµανικής Αυτοκρατορίας περιοχές, είχε οργανωθεί από την Εσωτερική
επαναστατική οργάνωση που δρούσε στις περιοχές της Μακεδονίας και της
Θράκης της Αδριανούπολης, σε συνεργασία µε το Ανώτατο κοµιτάτο»,
συνεχίζει ο κ. Μάρκοφ. «Κορύφωση του κινήµατος ήταν η εξέγερση του
Ίλιντεν το έτος 1903., Ακόµα όµως και µετά την εξέγερση, έγινε φανερό ότι η
Οθωµανική Αυτοκρατορία δεν σκοπεύει να παράσχει στις περιοχές αυτές
καθεστώς αυτονοµίας, ούτε να διευρύνει τα δικαιώµατα των χριστιανών
κατοίκων τους σε ό,τι αφορά τη συµµετοχή τους στην τοπική αυτοδιοίκηση. Το
1908, µετά τη συνάντηση του Βρετανού Βασιλιά Εδουάρδου Ζ΄ µε τον Τσάρο
της Ρωσίας Νικόλαο Β΄, αποφασίζεται να δοθεί αυτονοµία στη Μακεδονία και
να πραγµατοποιηθεί ριζική µεταρρύθµιση».
Το 1908 ξεσπά η επανάσταση των Νεότουρκων. Η νέα εξουσία επαναφέρει
το Σύνταγµα και υπόσχεται ισότητα µεταξύ όλων των εθνοτήτων και
θρησκειών στις περιοχές της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Όµως, στη
συνέχεια, ασκώντας διοικητική και οικονοµική πίεση, ξεκινά τη διαδικασία
εξαφάνισης των θεσµών και της αυτοσυνείδησης των εθνικών µειονοτήτων. Η
αντίσταση κατά των µέτρων του εκτουρκισµού εντείνεται και οι
µεταρρυθµιστικές προσπάθειες διακόπτονται.
Με δεδοµένη την ισχύουσα κατάσταση, αποφασίζεται ότι η µόνη λύση είναι
η δύναµη των όπλων. Όµως η Βουλγαρία δεν µπορεί να πολεµήσει µόνη της
την τεράστια αυτή αυτοκρατορία. Η Βουλγαρία έχει πληθυσµό µόλις
τεσσάρων εκατοµµυρίων, ενώ η Οθωµανική Αυτοκρατορία ξεπερνά τα 26
εκατοµµύρια. Εκτός αυτού, οι γειτονικές της χώρες την έχουν προειδοποιήσει
ότι σκοπεύουν να συµµετάσχουν στο µοίρασµα της οθωµανικής κληρονοµιάς.
Έτσι, αρχίζουν µακρές διαβουλεύσεις, αρχικά µε τη Σερβία, στη συνέχεια µε
19
την Ελλάδα και µετά µε το Μαυροβούνιο. Στόχος είναι η δηµιουργία
Βαλκανικής Ένωσης για τη διεξαγωγή πολέµου κατά της Οθωµανικής
Αυτοκρατορίας.
20
Κεφάλαιο 3
3.1 Εισαγωγή
Η επιθυµία των βαλκανικών κρατών –Ελλάδας, Σερβίας,
Μαυροβουνίου και Βουλγαρίας– για οριστική αποτίναξη της οθωµανικής
κυριαρχίας οδήγησε στις αρχές του φθινοπώρου του 1912 στη σύµπραξη
κατά της ασθµαίνουσας Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Η άρνηση της Τουρκίας
να αποδεχθεί ριζικές µεταρρυθµίσεις προς όφελος των χριστιανικών
πληθυσµών είχε ως αποτέλεσµα την κήρυξη του πολέµου. Παρά το γεγονός
ότι µεταξύ των τεσσάρων συµµαχικών κρατών είχαν συναφθεί αµυντικές
συνθήκες και συµφωνίες, εισήλθαν ωστόσο στον πόλεµο χωρίς κοινό σχέδιο
επιχειρήσεων.
21
35.000 ανδρών, µε αποστολή να αµυνθεί στα Στενά του Σαρανταπόρου και να
ανακόψει την προέλαση του Ελληνικού Στρατού προς την Κεντρική
Μακεδονία.
22
είχε την πρόθεση να κινηθεί µε τον όγκο των δυνάµεων πρώτα προς το
Μοναστήρι και µετά προς Βέροια-Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, η κυβέρνηση,
έχοντας εξακριβωµένες πληροφορίες ότι η Βουλγαρία ενδιαφερόταν να
καταλάβει οπωσδήποτε τη Θεσσαλονίκη προτού καταληφθεί από τον
Ελληνικό Στρατό, έστειλε στις 12 Οκτωβρίου στον αρχηγό του Στρατού
Θεσσαλίας τηλεγράφηµα, µε το οποίο του γνώριζε ότι σπουδαίοι πολιτικοί
λόγοι επέβαλαν τη γρήγορη απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Παρόµοια
σύσταση έκανε την ίδια ηµέρα και ο υπουργός Εξωτερικών. Αλλά το Γενικό
Στρατηγείο επέκρινε µε τηλεγράφηµά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών τις
επεµβάσεις του στη διεύθυνση των επιχειρήσεων. Ωστόσο, κατόπιν
επιτακτικής και κατηγορηµατικής διαταγής του Πρωθυπουργού και Υπουργού
Στρατιωτικών Ελευθερίου Βενιζέλου για άµεση στροφή της Στρατιάς προς
απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το Γενικό Στρατηγείο αναγκάστηκε να
συµµορφωθεί και να εκδώσει διαταγή για στροφή και προέλαση προς
Θεσσαλονίκη. Τις επόµενες ηµέρες ο Στρατός Θεσσαλίας προέλασε προς τη
Βέροια µε την VII Μεραρχία να καλύπτει το δεξιό πλευρό του, µε κατεύθυνση
την Κατερίνη, και την V Μεραρχία να κινείται στα αριστερά, µε κατεύθυνση την
Πτολεµαΐδα-Στενά Κλειδιού. Ταυτόχρονα, οι σερβοβουλγαρικές δυνάµεις
κατέλαβαν το Ιστίπ και ένα βουλγαρικό απόσπασµα το Νευροκόπι. Το βράδυ
15/16 Οκτωβρίου οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τη Βέροια και την Κατερίνη και στη
συνέχεια συµπτύχθηκαν προς τα ανατολικά. Έτσι, στις 16 Οκτωβρίου η
Στρατιά βρισκόταν στην πεδιάδα της Βέροιας µε την V Μεραρχία να καλύπτει
τα νώτα της στην περιοχή του Αµυνταίου και το Απόσπασµα Ευζώνων
Γεννάδη στα Γρεβενά. Το Γενικό Στρατηγείο, έχοντας υπόψη του τα
µειονεκτήµατα της κίνησης του όγκου της Στρατιάς νότια των Γιαννιτσών, είτε
ο εχθρός βρισκόταν ανατολικά του Λουδία ποταµού είτε βόρεια της λίµνης,
αποφάσισε να ακολουθήσει την κατεύθυνση βόρεια της λίµνης µε τον όγκο
του στρατού και να προωθήσει τµήµατά του µόνο νότια αυτής. Επίσης,
εκτιµούσε, χωρίς όµως να έχει σαφή εικόνα για τις τουρκικές δυνάµεις, ότι η
προέλαση προς τα Γιαννιτσά θα γινόταν χωρίς σοβαρή εµπλοκή µε τον
εχθρό, ο οποίος, κατά τις εκτιµήσεις, προπαρασκευαζόταν για άµυνα στην
περιοχή του Αξιού ποταµού. Με βάση τα παραπάνω, καθορίστηκε για την 19η
Οκτωβρίου η προέλαση του όγκου της Στρατιάς προς τον Αξιό ποταµό, δια
της εδαφικής ζώνης βόρεια της λίµνης των Γιαννιτσών, ενώ για την κάλυψη
του δεξιού πλευρού της και της Βέροιας από την κατεύθυνση του Λουδία
διατέθηκε η VII Μεραρχία, το Απόσπασµα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου και
η Ταξιαρχία Ιππικού. Η τοποθεσία των Γιαννιτσών, παρά το µειονέκτηµα ότι
είχε στα νώτα της τον Αξιό ποταµό, φράσσει την κύρια οδική αρτηρία από την
Έδεσσα προς τη Θεσσαλονίκη, επιτρέπει την επάνδρωσή της µε σχετικά
περιορισµένες δυνάµεις και στηρίζει τα πλευρά της στο όρος Πάικο από τα
βόρεια και στη λίµνη από τα νότια. Την τοποθεσία υπερασπιζόταν η 14η
Μεραρχία Σερρών, µαζί µε τις δυνάµεις που συµπτύχθηκαν από τη Βέροια και
την Κοζάνη, ενώ νότια της λίµνης βρίσκονταν τµήµατα της XXII Μεραρχίας και
της Μεραρχίας Εφέδρων Νεάπολης. Από το πρωί της 19ης Οκτωβρίου και µε
βάση τη διαταγή επιχειρήσεων άρχισε η προέλαση της Στρατιάς προς τα
ανατολικά. Κατά τις τελευταίες απογευµατινές ώρες, η VI Μεραρχία, που
ενεργούσε στο αριστερό της διάταξης, κατόρθωσε να διασπάσει την εχθρική
τοποθεσία και τµήµατά της να φθάσουν στα νότια του χωριού Πενταπλάτανος.
Οι προϋποθέσεις για τη νίκη του Ελληνικού Στρατού είχαν δηµιουργηθεί και
την εποµένη οι σφοδρές επιθέσεις των II και IV Μεραρχιών σε συνδυασµό µε
23
τη διείσδυση της VI Μεραρχίας ανάγκασαν τις τουρκικές δυνάµεις να
συµπτυχθούν µπροστά στον κίνδυνο να αποκοπούν. Παράλληλα, στο νότιο
τοµέα, η VII Μεραρχία και η Ταξιαρχία Ιππικού, λόγω αδυναµίας συντονισµού,
δεν εκµεταλλεύθηκαν την επιτυχή διάβαση του Λουδία ποταµού και δεν
καταδίωξαν τα συµπτυσσόµενα τουρκικά τµήµατα προς τις γέφυρες του
Αξιού. Ενώ διεξαγόταν η µάχη των Γιαννιτσών, η V Μεραρχία, που είχε
οριστεί να καλύπτει τη Στρατιά από τα βορειοδυτικά και βρισκόταν στην
περιοχή του Αµυνταίου, άρχισε να προελαύνει προς το Μοναστήρι, καθώς ο
διοικητής της θεωρούσε ότι απέναντί του βρίσκονταν ελάχιστες τουρκικές
δυνάµεις χωρίς ηθικό και διάθεση για αντίσταση. Ωστόσο, η προέλαση της
Μεραρχίας διακόπηκε απότοµα, λόγω της εµφάνισης ισχυρών τουρκικών
δυνάµεων που ανήκαν στην XVII Μεραρχία, µε αποτέλεσµα να µεταπέσει σε
άµυνα στην περιοχή του Αµυνταίου, ενώ ζήτησε την αποστολή ενισχύσεων
από το Γενικό Στρατηγείο. Το βράδυ 23/24 Οκτωβρίου τµήµατα της
Mεραρχίας προσβλήθηκαν από ένα µικρό τουρκικό απόσπασµα, µε
αποτέλεσµα η ενέργεια αυτή να προκαλέσει αδικαιολόγητο πανικό και
σύγχυση σε ολόκληρη τη µεραρχία. Τελικά, µετά την άφιξη των ενισχύσεων,
το µέτωπο στη δυτική Μακεδονία σταθεροποιήθηκε και οι εκεί µονάδες
εγκαταστάθηκαν αµυντικά στα βορειοδυτικά της Κοζάνης, αναµένοντας την
άφιξη της Στρατιάς.
24
αντιπροσωπεία, αποτελούµενη από τον Αντισυνταγµατάρχη Μηχανικού
Βίκτωρα ∆ούσµανη, τον Λοχαγό Μηχανικού Ιωάννη Μεταξά και τον πολιτικό
σύµβουλο του στρατηγείου Ίωνα ∆ραγούµη, συνυπέγραψαν µε τον Χασάν
Ταχσίν Πασά το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης και του
Τουρκικού Στρατού, ενώ την εποµένη υπογράφηκε συµπληρωµατικό
πρωτόκολλο που ρύθµιζε διάφορες λεπτοµέρειες. Συνολικά παραδόθηκαν
25.000 οπλίτες και περίπου 1.000 αξιωµατικοί, ενώ περιήλθαν στην κατοχή
του Ελληνικού Στρατού 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 1.200 ίπποι και άφθονο
υλικό κάθε κατηγορίας. Τις µεσηµβρινές ώρες της 27ης Οκτωβρίου το
Απόσπασµα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου µε τµήµα ιππικού εισήλθαν στην
πόλη, ενώ η VII Βουλγαρική Μεραρχία υπό τον Στρατηγό Todorov
κατευθυνόταν προς τη Θεσσαλονίκη, παρά τις επιστολές που είχε λάβει από
τον Έλληνα Αρχιστράτηγο για παράδοση του Τουρκικού Στρατού και της
πόλης. Στις 11:00 της 28ης Οκτωβρίου ο Αρχιστράτηγος µε το επιτελείο του
εισήλθε θριαµβευτικά στην πόλη, επικεφαλής της Ι Μεραρχίας, όπου
επακολούθησε δοξολογία και παρέλαση της Μεραρχίας. Στο µεταξύ, µετά από
συνεχείς εκκλήσεις του Βούλγαρου στρατηγού για είσοδο του βουλγαρικού
στρατού στη Θεσσαλονίκη, αποφασίστηκε κατόπιν διαβουλεύσεων η είσοδος
µόνο δύο ταγµάτων το πρωί της 29ης. Επίσης, το σερβικό σύνταγµα Ιππικού
εισήλθε στην πόλη στις 28 Οκτωβρίου και, αφού ο Σέρβος διοικητής
απέστειλε συγχαρητήρια επιστολή στον Έλληνα Αρχιστράτηγο, αναχώρησε
για τη Γευγελή. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, το Γενικό Στρατηγείο
έλαβε άµεσα µέτρα για την εξασφάλιση της ευρύτερης περιοχής και των
εδαφών που είχαν απελευθερωθεί, προκείµενου να εµποδιστεί η προσπάθεια
της VII Βουλγαρικής Μεραρχίας να προκαταλάβει ελληνικές περιοχές, µη
λαµβάνοντας υπόψη τις συµµαχικές υποχρεώσεις. Η ενίσχυση των ελληνικών
φρουρών στα Γιαννιτσά, στην Έδεσσα, στην Αριδαία και στη Χαλκιδική
ακύρωσε τα βουλγαρικά σχέδια, οι ενέργειες όµως αυτές των Βουλγάρων
προκάλεσαν προστριβές µεταξύ των συµµαχικών βαλκανικών κρατών. Τα
βουλγαρικά τµήµατα που εισήλθαν και στάθµευσαν στην πόλη προκαλούσαν
σκόπιµα προβλήµατα και υπέθαλπταν την αταξία µε σκοπό να εµφανιστεί η
Ελλάδα στις Μεγάλες ∆υνάµεις αδύναµη να επιβάλει την τάξη στις περιοχές
που απελευθέρωσε ο Ελληνικός Στρατός. Η κατάσταση οµαλοποιήθηκε µετά
την αναχώρηση της βουλγαρικής µεραρχίας για την Ανατολική Θράκη, όπου η
εξέλιξη των επιχειρήσεων δεν ήταν ευνοϊκή για τους Βουλγάρους. Οι
πραγµατικές προθέσεις της Βουλγαρίας διαφάνηκαν στο πλαίσιο των
διαπραγµατεύσεων οριστικής ειρήνης που έλαβαν χώρα στο Λονδίνο µεταξύ
των εµπολέµων, οι οποίες όµως απέβησαν άκαρπες λόγω της τουρκικής
αδιαλλαξίας. Στο διάστηµα των διαπραγµατεύσεων, η ελληνική και
βουλγαρική αντιπροσωπεία συζήτησαν τη ρύθµιση των εδαφικών διαφορών
τους, αλλά χωρίς αποτέλεσµα λόγω των υπερβολικών αξιώσεων της
Βουλγαρίας.
Τελικά στη Θεσσαλονίκη εισήλθε ολόκληρο το βουλγαρικό σύνταγµα, αντί
των δύο µόνο ταγµάτων για τα οποία υπήρχε έγκριση από την ελληνική
πλευρά.
25
Μοναστήρι µε αντικειµενικό σκοπό τη συντριβή των τουρκικών δυνάµεων που
υποχωρούσαν προς τα νότια, κάτω από την πίεση των Σέρβων. Σύµφωνα µε
τις εκτιµήσεις, οι δυνάµεις αυτές θα ενσωµατώνονταν στη δύναµη του
Τουρκικού Στρατού που είχε αναπτυχθεί στην Ήπειρο. Οι ελληνικές δυνάµεις
που βρίσκονταν στη Μακεδονία συγκροτήθηκαν σε τρεις οµάδες, την
Αριστερή, Τµήµα Στρατιάς Κοζάνης (V Μεραρχία, Απόσπασµα Ευζώνων
Γεννάδη και διάφορα άλλες µονάδες) µε αποστολή την ανασύνταξη και
αναδιοργάνωσή της V Μεραρχίας στην Κοζάνη, την Οµάδα του Κέντρου, µε
τις I, III, IV και VI Μεραρχίες και την Ταξιαρχία Ιππικού (-), µε αποστολή τη
συντριβή των τουρκικών δυνάµεων που βρίσκονταν στο υψίπεδο της
Φλώρινας και στην περιοχή του Μοναστηρίου, και τη ∆εξιά (ΙΙ και VII
Μεραρχίες, το Απόσπασµα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου και το 3ο
Σύνταγµα Ιππικού) µε αποστολή την απελευθέρωση της ευρύτερης περιοχής
της Θεσσαλονίκης. Μέχρι τις 2 Νοεµβρίου οι Μεραρχίες της Οµάδας του
Κέντρου ολοκλήρωσαν τη συγκέντρωσή τους στην περιοχή της Έδεσσας, από
όπου θα κατευθύνονταν προς το υψίπεδο της Φλώρινας. Στο µεταξύ, το
Υπουργείο Στρατιωτικών πληροφόρησε το Γενικό Στρατηγείο ότι η Τουρκία
ζήτησε από τη Βουλγαρία ανακωχή και παράλληλα συνιστούσε την
επίσπευση της προέλασης του στρατού προς το Μοναστήρι.
Από τις 3 Νοεµβρίου και τις επόµενες ηµέρες η V Μεραρχία κινήθηκε από
την Κοζάνη προς τα βόρεια, ανατρέποντας ισχυρή αντίσταση των τουρκικών
τµηµάτων στα χωριά Μαυροπηγή και Κόµανος, η IV Μεραρχία κινήθηκε από
το χ. Γραµµατικό και προώθησε τµήµατά της µέχρι τα υψώµατα
νοτιοανατολικά της Άρνισσας, η VI Μεραρχία προέλασε προς την Άρνισσα
όπου η εµπροσθοφυλακή της προσβλήθηκε αιφνιδιαστικά από τα αµυνόµενα
εκεί τουρκικά τµήµατα, η III Μεραρχία κινήθηκε βόρεια της VI Μεραρχίας και
προωθήθηκε στο χ. Πάτηµα χωρίς σοβαρές δυσκολίες, ενώ η Ι Μεραρχία
κινήθηκε προς το χ. Άγρας. Μετά από διαδοχικές µάχες στο χ. Κόµανος, στην
Άρνισσα και στη Στενωπό του Κλειδίου, η προέλαση των µονάδων της
Στρατιάς συνεχίστηκε προς το υψίπεδο της Φλώρινας από το πρωί της 7ης
Νοεµβρίου. Κατά τις µεσηµβρινές ώρες, το 1ο Σύνταγµα Ιππικού εισήλθε στην
πόλη της Φλώρινας και ενηµέρωσε το Γενικό Στρατηγείο για τη σύµπτυξη,
µέσω της Φλώρινας προς το Πισοδέρι, µεγάλης τουρκικής φάλαγγας που
προερχόταν από το Μοναστήρι. Η καταδίωξη των υποχωρούντων τουρκικών
τµηµάτων συνεχίστηκε από το 1ο Σύνταγµα Ιππικού, ενώ στάλθηκε µια ίλη
Ιππικού προς την Καστοριά, η οποία ήδη είχε εγκαταλειφθεί από τους
Τούρκους, µε αποτέλεσµα στις 12 Νοεµβρίου η πόλη να απελευθερωθεί.
Παράλληλα, στάλθηκε το Απόσπασµα ∆υτικής Μακεδονίας, που βρισκόταν
στη Νεάπολη-Γρεβενά, ως ενίσχυση της Φρουράς του Μετσόβου που
απειλούνταν από επίθεση µεγάλης τουρκικής δύναµης. Στο χρονικό διάστηµα
13-18 Νοεµβρίου δεν έλαβαν χώρα σοβαρές πολεµικές επιχειρήσεις και οι
δραστηριότητες των µονάδων της Στρατιάς περιορίστηκαν κυρίως σε θέµατα
αναδιάταξης και ανασυγκρότησής τους. Οι Βούλγαροι, µεταξύ άλλων,
αξίωσαν την αποµάκρυνση του Ελληνικού Στρατού από όλα τα εδάφη
ανατολικά του Αξιού ποταµού.
Στις 2 Νοεµβρίου το Τµήµα Στρατιάς Κοζάνης έπαψε να υφίσταται, και όλες
οι µονάδες εντάχθηκαν στη V Μεραρχία.
Οι I και IV Μεραρχίες µεταφέρθηκαν σιδηροδροµικώς στη Θεσσαλονίκη σε
διαφορετικά χρονικά διαστήµατα. Οι πληροφορίες για τη δύναµη του
26
Τουρκικού Στρατού στην περιοχή της Κορυτσάς από τη διάβαση της Ντάρδας
µέχρι το χ. Γκολοµπόρντα ανερχόταν σε περίπου 13 τάγµατα Πεζικού.
Οι επιθετικές επιχειρήσεις του Τµήµατος Στρατιάς για τη διάνοιξη της
διάβασης Μπίγλιστας άρχισαν στις 5 ∆εκεµβρίου, ενώ τις προηγούµενες
ηµέρες είχαν λάβει χώρα τουρκικές επιθέσεις κατά των προωθηµένων
ελληνικών τµηµάτων. Από την πρώτη ηµέρα της επίθεσης οι ελληνικές
δυνάµεις κατάφεραν να καταλάβουν τους ανατιθέµενους αντικειµενικούς
σκοπούς παρά τη σθεναρή αντίσταση των αµυνόµενων τουρκικών τµηµάτων.
Η ευόδωση των επιχειρήσεων και η κατάληψη της Μπίγλιστας επέτρεψε στις
ελληνικές µεραρχίες να συνεχίσουν την επιθετική τους ενέργεια την εποµένη
προς τη Στενωπό Τσαγκόνι. Η επιθετική ορµή των ελληνικών δυνάµεων ήταν
τέτοια ώστε, παρά τις δυσµενείς καιρικές και εδαφικές συνθήκες, κάθε
αντίσταση των Τούρκων ανετράπη και στις 7 ∆εκεµβρίου η Ηµιλαρχία της ΙΙΙ
Μεραρχίας εισήλθε στην ερηµωµένη από Τούρκους πόλη της Κορυτσάς. Με
διαταγή, το Απόσπασµα της V Μεραρχίας, σε συνεργασία µε το 1ο Σύνταγµα
Ιππικού, ανέλαβε την καταδίωξη των Τούρκων µέχρι την κατάληψη της
Στενωπού Κιάρι, την οποία κατείχαν ισχυρές τουρκικές δυνάµεις. Ωστόσο,
αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους επειδή απειλούνταν να
κυκλωθούν και συµπτύχθηκαν προς τα νότια. Στις αρχές ∆εκεµβρίου το Γενικό
Στρατηγείο αποφάσισε τη διάλυση του Τµήµατος Στρατιάς και έτσι η VI
Μεραρχία και το 1ο Σύνταγµα Ιππικού µεταστάθµευσαν στη Φλώρινα και από
εκεί µεταφέρθηκαν αργότερα στη Θεσσαλονίκη. Το Απόσπασµα της V
Μεραρχίας κινήθηκε προς την Κοζάνη προκειµένου να επανενταχθεί στον
οργανικό σχηµατισµό του και η ΙΙΙ Μεραρχία παρέµεινε στην Κορυτσά µε
αποστολή να εξασφαλίσει το υψίπεδο της Κορυτσάς από τα νότια και τα
δυτικά. Ο Ελληνικός Στρατός έγινε κύριος ολόκληρης της δυτικής Μακεδονίας
και του υψιπέδου της Κορυτσάς, υποχρεώνοντας τις εκεί τουρκικές δυνάµεις
να συµπτυχθούν είτε προς το εσωτερικό της Αλβανίας είτε προς τα Ιωάννινα.
Την ηµέρα της κήρυξης του πολέµου ο Στρατός Ηπείρου διέθετε 8 τάγµατα,
3 ανεξάρτητες µοίρες Πυροβολικού, 1 ίλη Ιππικού και 1 λόχο Μηχανικού,
συνολικής δύναµης περίπου 10.500 ανδρών. Συγκεντρώθηκε στην περιοχή
της Άρτας, κατά µήκος της ανατολικής όχθης του Αράχθου ποταµού, στις 4
Οκτωβρίου, µε αποστολή την εξασφάλιση της µεθορίου από τον Αµβρακικό
κόλπο µέχρι το Μέτσοβο, µέχρι να κριθούν οι επιχειρήσεις στη Μακεδονία.
Στην Ήπειρο, οι Τούρκοι διέθεταν το Σώµα Στρατού Ιωαννίνων, υπό τον
Εσσάτ - πασά, που περιλάµβανε την XXIII Μεραρχία Κληρωτών και την XXIII
Μεραρχία Εφέδρων, συνολικής δύναµης περίπου 20.000 ανδρών, µε έδρα τα
Ιωάννινα. Παράλληλα, προβλεπόταν να συγκροτηθούν και διάφορα σώµατα
ατάκτων Τουρκαλβανών.
27
υψωµάτων του Γριµπόβου, δυτικά του Αράχθου ποταµού. Έτσι, το 7ο Τάγµα
Ευζώνων, υποστηριζόµενο από το πυροβολικό, διήλθε τη γέφυρα της Άρτας
και, αφού ανέτρεψε τις δυνάµεις των τουρκικών φυλακίων, κινήθηκε προς τα
υψώµατα του Γριµπόβου, ενώ ακολούθησαν και τα υπόλοιπα τµήµατα που
συµµετείχαν στην επίθεση. Η εξέλιξη αυτή επέτρεψε τη διαπεραίωση του
όγκου του Στρατού Ηπείρου δυτικά του Αράχθου την επόµενη ηµέρα, ενώ η
αίτηση του αρχηγού του Στρατού Ηπείρου προς το Υπουργείο Στρατιωτικών
για αποστολή ενισχύσεων και συνέχιση των επιθετικών επιχειρήσεων προς τα
βόρεια απορρίφθηκε. Στο διάστηµα 9-11 Οκτωβρίου σηµειώθηκαν
συγκρούσεις στην περιοχή των χωριών. Αµµότοπου, Γριµπόβου και
Ανωγείου, όπου δοκιµάστηκαν σκληρά τα ελληνικά τµήµατα, πέτυχαν όµως
όχι µόνο να αποκρούσουν τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των Τούρκων αλλά και
να σταθεροποιήσουν τις θέσεις τους. Παράλληλα, το βράδυ 11/12Οκτωβρίου
ο Εσσάτ πασάς διέταξε τη σύµπτυξη των δυνάµεών του προς τη γραµµή Χάνι
Εµίν Αγά-χ. Πεστά, φοβούµενος πιθανή αποκοπή των δυνάµεών του. Η
σύµπτυξη των Τούρκων επέτρεψε στον Ελληνικό Στρατό να απελευθερώσει
τη Φιλιππιάδα στις 12 Οκτωβρίου. Η ευνοϊκή εξέλιξη των επιχειρήσεων στην
Ήπειρο έπεισε το Υπουργείο Στρατιωτικών να τερµατίσει την αµυντική στάση
που µέχρι τότε τηρούσε ο Στρατός Ηπείρου και να του αναθέσει την
απελευθέρωση όλης της Ηπείρου. Παράλληλα, το Απόσπασµα του
Ταγµατάρχη Σπηλιάδη άρχισε να κινείται από τις 20 Οκτωβρίου προς την
Πρέβεζα µε σκοπό την απελευθέρωση της πόλης, µε την υποστήριξη της
ναυτικής Μοίρας που βρισκόταν στον Αµβρακικό κόλπο. Η κατάληψη της
Νικόπολης από το Απόσπασµα και η πίεση που άσκησαν οι πρόξενοι των
Μεγάλων ∆υνάµεων ανάγκασαν τον Τούρκο διοικητή της Πρέβεζας να
παραδώσει την πόλη στις 21 Οκτωβρίου. Αµέσως µετά την απελευθέρωση
της Πρέβεζας, το Απόσπασµα του Υπολοχαγού Μηχανικού ∆ηµητρίου
Μπότσαρη εγκαταστάθηκε αµυντικά στον Αχέροντα ποταµό, για να
εξασφαλίσει το αριστερό πλευρό και τα νώτα του Στρατού Ηπείρου από τη
θάλασσα. Στο µεταξύ, για την προστασία των χριστιανικών χωριών από τις
επιδροµές των άτακτων Τουρκαλβανών, συγκροτήθηκε το Απόσπασµα του
Αντισυνταγµατάρχη Πυροβολικού Σταµατίου Μήτσα, το οποίο µαζί µε
εθελοντικά σώµατα Κρητών και Ηπειρωτών Προσκόπων κινήθηκαν προς το
Μέτσοβο και το απελευθέρωσαν στις 31 Οκτωβρίου. Ταυτόχρονα, η Φρουρά
Μετσόβου, κατόπιν αίτησης του Φρουράρχου, λόγω έντονης επιθετικής
δραστηριότητας των Τούρκων, ενισχύθηκε από το Απόσπασµα ∆υτικής
Μακεδονίας, το Σώµα των Γαριβαλδινών και άλλα τµήµατα. Με τις
επιχειρήσεις που διεξήγαγε από την έκρηξη του πολέµου, ο Στρατός Ηπείρου
κατόρθωσε να καταλάβει την περιοχή των Πέντε Πηγαδιών, να
απελευθερώσει την Πρέβεζα, το Μέτσοβο και τη Χειµάρρα (5 Νοεµβρίου) και
να δηµιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την απελευθέρωση των
Ιωαννίνων και της περιοχής βόρειας αυτής, που ήταν και ο τελικός
αντικειµενικός σκοπός.
28
ειρήνης. Έτσι, µέχρι τις 27 Νοεµβρίου ολοκληρώθηκε η συγκέντρωση των
δυνάµεων, οι οποίες συγκροτούνταν ως εξής: στα ανατολικά, το Α΄ Μικτό
Απόσπασµα, στο κέντρο το Β΄ Μικτό Απόσπασµα και στα δυτικά, η ΙΙ
Μεραρχία, που είχε µεταφερθεί από τη Θεσσαλονίκη. Την κυρία προσπάθεια
είχε η ΙΙ Μεραρχία, ενεργώντας κατά του δεξιού των Τούρκων, οι οποίοι
αµύνονταν στην ευρύτερη περιοχή των Πεστών, που αποτελούσε το
προπύργιο της τοποθεσίας των Ιωαννίνων. Στο διήµερο αγώνα (29-30
Νοεµβρίου) που ακολούθησε οι ελληνικές δυνάµεις κατόρθωσαν να
καταλάβουν τα Πεστά και να λάβουν στενή επαφή µε την οχυρωµένη
τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και υποχρεώθηκαν να ανακόψουν την
προέλασή τους. Η φυσική αµυντική ισχύς του υψιπέδου Ιωαννίνων είχε
επαυξηθεί από την τουρκική διοίκηση µε τεχνητή οχύρωση, δηλαδή µε πολλά
µόνιµα και ηµιµόνιµα έργα που είχαν κατασκευαστεί από τον καιρό της
ειρήνης. Την ευθύνη της κατασκευής των έργων είχε ο ∆ιοικητής Πυροβολικού
της Φρουράς Ιωαννίνων Αντισυνταγµατάρχης Vechip Bey, υπό την επίβλεψη
του Γερµανού Στρατηγού Von der Goltz από το 1909. Το µεγαλύτερο βάρος
της οχύρωσης είχε ριφθεί στο νότιο τοµέα και κυρίως στα υψώµατα της
Μανολιάσας, του Αυγού και του Μπιζανίου, µε σκοπό την απαγόρευση του
άξονα Άρτα-Ιωαννίνων και την εξασφάλιση του συγκοινωνιακού και
ανεφοδιαστικού κόµβου των Ιωαννίνων. Η πρώτη επίθεση κατά της
Μανολιάσας και του Μπιζανίου έγινε την 1η ∆εκεµβρίου από το Α΄ Μικτό
Απόσπασµα και τη ΙΙ Μεραρχία, στα δύο άκρα, ενώ στο κέντρο το Β΄ Μικτό
Απόσπασµα παρέµεινε στις θέσεις του, απασχολώντας τον εχθρό. Στον τοµέα
της ΙΙ Μεραρχίας, παρά τις αρχικές επιτυχίες της, η Μεραρχία αναγκάστηκε να
εγκατασταθεί αµυντικά στα νότια υψώµατα της Μανολιάσας, λόγω σφοδρής
αντεπίθεσης που εξαπέλυσε η XXI Μεραρχία που είχε έλθει από το
Μοναστήρι ως ενίσχυση. Το Α΄ Μικτό Απόσπασµα εξουδετέρωσε τις
τουρκικές αντιστάσεις στην περιοχή της Αετοράχης, αλλά καθηλώθηκε στις 3
∆εκεµβρίου από τα πυρά του Οχυρού Μπιζανίου και παράλληλα δέχθηκε
αντεπίθεση κατά των δύο πλευρών του, µε αποτέλεσµα να επανέλθει στις
αρχικές του θέσεις. Οι Τούρκοι, αφού πέτυχαν να αναχαιτίσουν την ελληνική
επίθεση, ανέλαβαν την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων και στο διάστηµα 4-
10 ∆εκεµβρίου εξαπέλυσαν επιθέσεις σε ολόκληρο το µέτωπο. Τα ελληνικά
τµήµατα αντέταξαν πείσµονα αντίσταση, αλλά υπέστησαν σοβαρές απώλειες,
κυρίως στον τοµέα του Α΄ Μικτού Αποσπάσµατος, όπου τα πυκνά και
εύστοχα πυρά πυροβολικού του Οχυρού Μπιζανίου προκάλεσαν και κλονισµό
του ηθικού των αντρών. Ωστόσο, οι ενισχύσεις που κατέφθασαν συνέβαλαν
στη σταθεροποίηση του µετώπου και στην ύφεση της τουρκικής
επιθετικότητας. Η διαµορφωθείσα κατάσταση στην Ήπειρο και η εξέλιξη των
διαπραγµατεύσεων στο Λονδίνο οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση στην
απόφαση για ταχύτερο τερµατισµό των πολεµικών επιχειρήσεων στην
περιοχή. Η ενίσχυση των εκεί τουρκικών δυνάµεων από την περιοχή του
Μοναστηρίου και η πεποίθηση ότι ο βουλγαρικός κίνδυνος στη Μακεδονία δεν
ήταν άµεσος καθόρισαν ως πρωταρχικό στόχο την ανάγκη αποστολής
ενισχύσεων στην Ήπειρο. Έτσι, από τις 12 ∆εκεµβρίου άρχισε η θαλάσσια
µεταφορά των IV και VI Μεραρχιών από τη Θεσσαλονίκη στην Πρέβεζα για
την άµεση ενίσχυση του µετώπου της Ηπείρου. Εκτός από τις δύο Mεραρχίες,
έφτασε στην Πρέβεζα, στις 29 ∆εκεµβρίου από τη Χίο, το 7ο Σύνταγµα
Πεζικού της ΙΙ Μεραρχίας (Απόσπασµα Χίου). Μετά την ενίσχυση του Στρατού
Ηπείρου και την ολοκλήρωση των προπαρασκευαστικών ενεργειών για την
29
επανάληψη των επιθετικών ενεργειών στις 5 Ιανουαρίου 1913, ο
Αντιστράτηγος Σαπουντζάκης αντικαταστάθηκε από τον ∆ιάδοχο
Κωνσταντίνο, ο οποίος µε απόφαση της κυβέρνησης διοριζόταν
Aρχιστράτηγος όλων των ελληνικών δυνάµεων στη Μακεδονία και την
Ήπειρο. Στις 10 Ιανουαρίου ο ∆ιάδοχος Κωνσταντίνος έφτασε στην Ήπειρο
και εγκατέστησε το Στρατηγείο του στη Φιλιππιάδα και, αφού ενηµερώθηκε
για τη γενική κατάσταση και την πρόοδο των επιχειρήσεων, αποφάσισε να
επιτεθεί κατά της οχυρωµένης τοποθεσίας Μπιζανίου, µετά από κατάλληλη
ανασυγκρότηση των µονάδων του Στρατού Ηπείρου. Παράλληλα, λήφθηκαν
µέτρα για την ανάπαυση των τµηµάτων της πρώτης γραµµής, τα οποία είχαν
καταπονηθεί υπερβολικά από τον παρατεταµένο αγώνα. Στις 17 Ιανουαρίου ο
Aρχιστράτηγος, µε επιστολή του προς τον ∆ιοικητή του Στρατού Ιωαννίνων,
Εσσάτ πασά, πρότεινε την παράδοση της πόλης των Ιωαννίνων, προκειµένου
να αποφευχθεί η αιµατοχυσία και η καταστροφή της πόλης, αλλά ο Τούρκος
∆ιοικητής αρνήθηκε να παραδοθεί. Μετά την απόρριψη των ελληνικών
προτάσεων και µέχρι την εκτόξευση της επίθεσης, οι µονάδες του Στρατού
Ηπείρου επιδόθηκαν στην οργάνωση και βελτίωση των θέσεών τους, στην
εκτέλεση αναγνωρίσεων, στην εξασφάλιση των γραµµών ανεφοδιασµού και
επικοινωνιών και στην αναδιάταξη των τµηµάτων τους, ενώ δεν έλειπαν οι
αναγνωριστικές επιθέσεις και οι ανταλλαγές πυρών. Στο πλαίσιο των
επιτελικών προετοιµασιών, το ελληνικό σχέδιο ενεργείας, παρά το γεγονός ότι
αρχικά προέβλεπε την εκδήλωση της επίθεσης µε κυρία προσπάθεια κατά του
Μπιζανίου, µεταβλήθηκε ριζικά. Έτσι, κατόπιν επανεκτίµησης της
κατάστασης, αποφασίστηκε να εκδηλωθεί η επίθεση κατά του δυτικού
τµήµατος της οχυρωµένης τοποθεσίας. Για τον καλύτερο συντονισµό των
προσπαθειών, στις 19Φεβρουαρίου 1913 οι ελληνικές δυνάµεις
συγκροτήθηκαν σε διοικήσεις µε την εξής διάταξη:
• ∆εξιά, το Α΄ Τµήµα Στρατιάς (Ταξιαρχία Μετσόβου, VI και VIII
Μεραρχίες) αναπτύχθηκε από το χ. Αετοράχη και
βορειοανατολικότερα µέχρι το ∆ρίσκο.
• Κέντρο, η ΙΙ Μεραρχία αναπτύχθηκε στα υψώµατα του χωριού
Θεριακήσι και του υψώµατος Αυγό.
• Αριστερά, το Β΄ Τµήµα Στρατιάς συγκροτήθηκε σε τρεις φάλαγγες, στην
περιοχή του Ολίτσικα και της Μανολιάσας και θα ενεργούσε την
κυρία προσπάθεια. Από τα 51 τάγµατα συνολικά, τα 23 διατέθηκαν
κατά του µετώπου της Μανολιάσας-Τσούκας. Ο ελληνικός ελιγµός
απέβλεπε σε αιφνιδιαστική υπερκέραση του Οχυρού Μπιζανίου από
τα δυτικά µε ταυτόχρονη εκδήλωση µετωπικής επίθεσης στον
κεντρικό και ανατολικό τοµέα και σε παραπλανητικές ενέργειες στην
ευρύτερη περιοχή για την αγκίστρωση των εκεί τουρκικών δυνάµεων.
Από πλευράς των Τούρκων, την τοποθεσία υπερασπίζονταν η XXIII
Μεραρχία Ενεργού Στρατού, η II και III Έκτακτη Μεραρχία και η
Μεραρχία Εφέδρων Ιωαννίνων. Το τουρκικό σχέδιο ενεργείας
προέβλεπε σταθερή άµυνα στην οχυρωµένη τοποθεσία, µε βάρος
στα υψώµατα του Μπιζανίου και της Καστρίτσας για την απαγόρευση
των κατευθύνσεων προς τα Ιωάννινα. Από τις 16 µέχρι τις 19
Φεβρουαρίου έγιναν όλες οι απαραίτητες προκαταρκτικές ενέργειες
και η συγκέντρωση των µονάδων του Β΄ Τµήµατος Στρατιάς που θα
ενεργούσαν την κυρία επίθεση. Παράλληλα, η Μοίρα Ιονίου του
Ελληνικού Στόλου εκτελούσε βολές κατά τουρκικών θέσεων στους
30
Αγίους Σαράντα και εικονικές αποβάσεις, µε σκοπό την αγκίστρωση
των τουρκικών δυνάµεων στην περιοχή. Στις 19 Φεβρουάριου το
ελληνικό πυροβολικό άρχισε βολές προπαρασκευής εναντίον
προκαθορισµένων στόχων στα Οχυρά Μπιζάνι και Καστρίτσα,
ενέργεια που συνεχίστηκε και την εποµένη, ηµέρα της γενικής
επίθεσης, προκειµένου να δοθεί η εντύπωση στον εχθρό ότι η κύρια
επίθεση θα εκδηλωνόταν κατά του Μπιζανίου.
31
φρούρησή τους. Στο µεταξύ, η ΙΙΙ Μεραρχία προέλασε προς την Πρεµετή,
όπου έφτασε στις 2 Μαρτίου, µε ετοιµότητα συνέχισης προς Κλεισούρα. Στην
ισχυρή τοποθεσία της στενωπού της Κλεισούρας, οι τουρκικές δυνάµεις
αντέταξαν σθεναρή άµυνα, αναγκάζοντας την ΙΙΙ Μεραρχία να εµπλέξει το
σύνολο των δυνάµεών της. Ωστόσο, τις απογευµατινές ώρες της 3ης Μαρτίου
η στενωπός της Κλεισούρας κατελήφθη από τις ελληνικές δυνάµεις,
αναγκάζοντας τους Τούρκους να συµπτυχθούν προς το Βεράτι. Παρά το
γεγονός ότι η Βόρεια Ήπειρος απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό, οι
Μεγάλες ∆υνάµεις, αποβλέποντας στην εξυπηρέτηση των συµφερόντων τους,
ανακήρυξαν την Αλβανία «Αυτόνοµη Ηγεµονία» υπό την προστασία τους και
υποχρέωσαν τον Ελληνικό Στρατό να αποσυρθεί από τα ελληνικά εδάφη της
Βορείου Ηπείρου.
32
δύναµη προέβη σε βίαιη απόβαση νότια της πόλης της Χίου, συναντώντας
ισχυρή αντίσταση, µιας και οι Τούρκοι είχαν οργανώσει αµυντικά την ακτή
απόβασης. Ωστόσο, µε τη βοήθεια των δραστικών πυρών του στόλου, οι
Τούρκοι αναγκάστηκαν τις βραδινές ώρες της 11ης Νοεµβρίου να
αποσυρθούν στο εσωτερικό του νησιού. Τα ελληνικά τµήµατα εισήλθαν στην
πόλη της Χίου την εποµένη. Η τουρκική φρουρά κατείχε φύσει οχυρές θέσεις
και αγωνιζόταν µε πείσµα, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την
απελευθέρωση του νησιού µε τις υπάρχουσες δυνάµεις. Έτσι, ο
Συνταγµατάρχης αποφάσισε να προσβάλει τις τουρκικές δυνάµεις και από
άλλα σηµεία του νησιού και παράλληλα να αποκλείσει το νησί. Επιπλέον,
συγκροτήθηκαν εθελοντικά σώµατα από τους ντόπιους κατοίκους, ενώ
κατέφθασε και ένα σώµα 200 Κρητών εθελοντών. Ωστόσο, οι επιθέσεις των
ελληνικών δυνάµεων αποκρούστηκαν, µε αποτέλεσµα το Υπουργείο
Στρατιωτικών να διατάξει στις 30 Νοεµβρίου την αναστολή κάθε επιθετικής
ενέργειας. Εν τω µεταξύ, στα µέσα ∆εκεµβρίου κατέφθασαν ως ενίσχυση το
ΙΙ/19 Τάγµα, το έµπεδο τάγµα Πεζικού και µια πυροβολαρχία από τη Λέσβο,
για την τελική επίθεση. Στις 19 ∆εκεµβρίου, κατόπιν έγκρισης του Υπουργείου
Στρατιωτικών, εξαπολύθηκε η τελική επίθεση, αναγκάζοντας τους Τούρκους
να ζητήσουν διαπραγµατεύσεις. Οι υπερβολικές αξιώσεις τους –αποχώρηση
από το νησί µε τον οπλισµό τους και όλα τα εφόδια– απορρίφθηκαν και οι
εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν την εποµένη. Οι Τούρκοι πλέον βρίσκονταν σε
δυσµενή θέση και αναγκάστηκαν να ζητήσουν παράδοση άνευ όρων, η οποία
ολοκληρώθηκε στις 21 ∆εκεµβρίου. Τελευταίο από όλα τα νησιά
απελευθερώθηκε η Σάµος, στην οποία ήδη από τις 11 Νοεµβρίου 1912 είχε
σχηµατιστεί προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Θεµιστοκλή Σοφούλη,
κηρύσσοντας την ένωση µε την Ελλάδα. Στις 2 Μαρτίου 1913 αποβιβάστηκε
διλοχία Πεζικού δύναµης 318 ανδρών, σφραγίζοντας, έτσι, την απελευθέρωση
του νησιού. Η µόνη πλέον εκκρεµότητα ήταν τα ∆ωδεκάνησα, τα οποία από
τις 4 Μαΐου 1912 βρίσκονταν υπό ιταλική κατοχή.
3.2.4 ∆ιαπιστώσεις-Συµπεράσµατα
33
έλλειψη συντονισµού, οι συµµαχικοί στρατοί διεξήγαγαν µε επιτυχία τις
επιθετικές επιχειρήσεις. Ειδικότερα, οι νίκες του Ελληνικού Στρατού, όπως
αυτή στο Σαραντάπορο, επέδρασαν άµεσα τόσο στους Σέρβους όσο και
στους Βουλγάρους για την ευµενή εξέλιξη των επιχειρήσεών τους. Επίσης, σε
αυτό συνέβαλε και η απόλυτη κυριαρχία του πολεµικού στόλου της Ελλάδας
στο Αιγαίο, ο οποίος, αφενός, απέτρεψε τη µεταφορά τουρκικών δυνάµεων
από το ασιατικό έδαφος στην Ευρώπη και, αφετέρου, απέκλεισε τα παράλια
και τα λιµάνια ανεφοδιασµού του Τουρκικού Στρατού. Ωστόσο, οι
υποβόσκουσες διαφορές (εδαφικές, εθνολογικές, εθνικές κ.ά.) µεταξύ των
τεσσάρων συµµαχικών βαλκανικών κρατών κρατήθηκαν για λίγο στο
παρασκήνιο και ήλθαν αµέσως µετά την εξάλειψη του κοινού εχθρού στο
προσκήνιο, µε το Β΄ Βαλκανικό Πόλεµο.
34
Κεφάλαιο 4
Η Ναυµαχία της Λήµνου στις 5 Ιανουαρίου 1913, ήταν η δεύτερη από τις
δύο µεγάλες ναυµαχίες µεταξύ του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού και του
Οθωµανικού Στόλου κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεµο που πραγµατοποιήθηκε
35
στην περιοχή της νήσου Λήµνου, εξ ου και η ονοµασία της. Η ναυµαχία έληξε
µε περιφανή νίκη του Ελληνικού Στόλου και τον εγκλεισµό του Οθωµανικού
εντός των ∆αρδανελίων στη δεκαετία που ακολούθησε.
4.2 Η ναυµαχία
Περί το τέλος του ∆εκεµβρίου του 1912, παρατηρήθηκαν συχνές εµφανίσεις
πλοίων του Οθωµανικού Στόλου στην προ των ∆αρδανελίων θάλασσα. Οι
εµφανίσεις αυτές ενίσχυσαν την υπόνοια ότι ο εχθρικός στόλος θα δοκίµαζε
για άλλη µια φορά τη χρήση των όπλων (µετά από τη Ναυµαχία της Έλλης).
Πράγµατι, τη νύχτα της 4ης Ιανουαρίου 1913 ο Αρχηγός του Τουρκικού
Στόλου Πλοίαρχος Ταχίρ Μπέης επιβιβάσθηκε στο «Μετζητιέ» (Mecidiye ) και
επιχείρησε αναγνώριση της προ των ∆αρδανελίων θάλασσας. Στη συνέχεια
επιβιβάσθηκε στη ναυαρχίδα «Χαϊρεδδίν Βαρβαρόσσα», από όπου
επικεφαλής ολοκλήρου του Τουρκικού Στόλου κατευθύνεται µε όλη την
ταχύτητα προς το ελληνικό ορµητήριο του Μούδρου. Η έξοδος έγινε έγκαιρα
αντιληπτή από το ανιχνευτικό «Λέων» που ειδοποίησε σχετικά τον Ναύαρχο
Κουντουριώτη. Ο Αρχηγός του Ελληνικού Στόλου, αφού ετοιµάστηκε αµέσως
για να αποπλεύσει, έστειλε προς τον Ελληνικό Στόλο το ακόλουθο σήµα: «Ο
ναύαρχος εύχεται την καλήν ηµέραν εις τα γενναία επιτελεία και τα
πληρώµατα».
Έτσι το πρωί της 5 Ιανουαρίου 1913, απέπλευσε επικεφαλής του Ελληνικού
Στόλου, που τον συγκροτούσαν το εύδροµο µάχης «Αβέρωφ» ναυαρχίδα, τα
θωρηκτά «Σπέτσαι» αρχηγίδα του µοιράρχου Π. Γκίνη, «Ύδρα» και «Ψαρά»
και 6-7 αντιτορπιλικά. Την ώρα που ο Ελληνικός Στόλος εγκατέλειπε το
Μούδρο (περί τις 09:45), εµφανίζεται σε απόσταση 15 περίπου µιλίων ο
Τουρκικός Στόλος του Ραµίζ Μπέη που τον συγκροτούσαν τα θωρηκτά
«Χαϊρεδδίν Βαρβαρόσσα» (Barbaros), «Τουργούτ-Ρέϊς» (Turgut Reis) και
«Μεσουδιέ» (Mesudiye) το εύδροµο/καταδροµικό «Μετζητιέ» (Mecidiye) και 5-
8 αντιτορπιλικά και άλλα ελαφρά σκάφη. Ο Ελληνικός Στόλος στράφηκε
αρχικά προς τα αριστερά για να προσεγγίσει τον Τουρκικό και στη συνέχεια
δεξιά για να αποφύγει χειρισµούς του Τουρκικού Στόλου. Ώρα 11:35 ο
Τουρκικός Στόλος άρχισε να βάλει µε τα πυροβόλα του εναντίον των
ελληνικών πλοίων από απόσταση 8.400 µέτρων. Ο Ελληνικός απάντησε
αµέσως. Το πυροβολικό του Ελληνικού Στόλου βάλει µε καταιγιστικά πυρά
εναντίον των τουρκικών πλοίων. Ώρα 11:55 στο “Barbarossa” διακρίνονται
πυρκαϊές και το «Μεσουδιέ» που πλήγηκε από τα θωρηκτά «Ψαρά» και
«Ύδρα», εξέρχεται από τη γραµµή µε καπνούς πυρκαγιάς.
Το θωρηκτό “Barbarossa” έχει πληγεί και πάλι σοβαρά. Μία «γουρούνα»
(οβίδα 270 χιλιοστών) έπληξε τον ιστό του, καταρρίπτοντας την ιστορική
σηµαία του Χαριεντίν Βαρβαρόσα, γεγονός που καταρράκωσε το ηθικό των
Τούρκων. Ο Τουρκικός Στόλος που βρισκόταν σε µια τέτοια δυσχερή
κατάσταση στρέφει αριστερά µε κατεύθυνση τα ∆αρδανέλια, οπότε ο
Ναύαρχος Κουντουριώτης διατάσσει τον Ελληνικό Στόλο να στραφεί προς
καταδίωξη του εχθρού, που έπλεε προς τα στενά µε µεγάλη αταξία. To
«Αβέρωφ» µε ταχύτητα 20 µιλίων καταδιώκει τον Τουρκικό Στόλο και τα
πυροβόλα του στρέφονται κατά του θωρηκτού «Τουργούτ» που βρίσκεται
στην ουρά του Τουρκικού Στόλου. Το πλήττει καίρια. Το «Τουργούτ» αρχίζει
να γέρνει. Έτσι ο Τουρκικός Στόλος, ηττηµένος κατέφυγε στα ∆αρδανέλια. Ο
Ελληνικός Στόλος είχε έναν και µοναδικό τραυµατία και ασήµαντες ζηµιές στο
36
κατάστρωµα του «Αβέρωφ». Αντίθετα ο Τουρκικός Στόλος είχε πολλούς
νεκρούς και τραυµατίες και πολλές ζηµιές στα πλοία του, στο πυροβολικό και
τον εξοπλισµό του. Κατά τη ναυµαχία αυτή αποδείχθηκε και πάλι η ηθική
υπεροχή του Αρχηγού του Επιτελείου, των πληρωµάτων και η δεξιότητα των
χειρισµών του «Αβέρωφ» µε Κυβερνήτη και Αρχιεπιστολέα του Στόλου τον
Πλοίαρχο Σοφοκλή ∆ούσµανη, καθώς επίσης η µεγάλη ταχύτητα του πλοίου
και η αποτελεσµατικότητα των πυροβόλων του «Αβέρωφ».
4.3 Αποτελέσµατα
Η απόσυρση του Οθωµανικού Στόλου στα στενά των ∆αρδανελίων
επιβεβαιώθηκε από τον Ανθυποπλοίαρχο Μιχαήλ Μουτούση και το
Σηµαιοφόρο Αριστείδη Μωραϊτίνη στις 24 Ιανουαρίου 1913, οι οποίοι σε µια
αποστολή της ναυτικής αεροπορίας, µε υδροπλάνο τύπου Μωρίς Φαρµάν
εντόπισαν τον εχθρικό στόλο στη ναυτική βάση Nagara. Κατά τη διάρκεια της
πτήσης τους σχεδίασαν ένα ακριβές διάγραµµα των θέσεων του Οθωµανικού
Στόλου, εναντίον του οποίου έριξαν τέσσερις βόµβες. Οι Μουτούσης και
Μωραϊτίνης διένησαν µια διαδροµή πάνω από 180 χιλιόµετρα, διάρκειας 2
ωρών και 20 λεπτών για να ολοκληρώσουν την αποστολή τους, η οποία
αναφέρθηκε ευρέως τόσο στον ελληνικό όσο και στο διεθνή Τύπο.
Το αποτέλεσµα του αγώνα συντέλεσε στο µέγιστο βαθµό ώστε η Ελλάδα να
µπει στον πρώτο παγκόσµιο πόλεµο, δύο χρόνια αργότερα, στο πλευρό των
συµµάχων όπου ο τότε Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος µετά την
έκβαση του πολέµου πέτυχε έναν τεράστιο διπλωµατικό και πολιτικό θρίαµβο
και δηµιούργησε µια Ελλάδα που µόνο τα όνειρα των ποιητών του έθνους
µπορούσαν να συλλάβουν, µέχρι να εµφανιστεί ξανά ο πατροπαράδοτος
εχθρός της χώρας, ο διχασµός.
Το στρατηγικό αποτέλεσµα της ναυµαχίας ήταν ο Τουρκικός Στόλος να µην
επιχειρήσει ξανά έξω από τα ∆αρδανέλια κατά τη διάρκεια των ετών που
ακολούθησαν, αφήνοντας την κυριαρχία του Αιγαίου στην Ελληνικό Στόλο.
37
Κεφάλαιο 5
Η Μάχη του Σαρανταπόρου
Την 5η Οκτωβρίου 1912, η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία κήρυξαν κι
αυτές τον πόλεµο κατά της Τουρκίας, µετά το Μαυροβούνιο, που είχε
προηγηθεί από την 20ή Σεπτεµβρίου 1912. Έτσι άρχισε ο Α΄ Βαλκανικός
Πόλεµος.
Η Στρατιά Θεσσαλίας, αφού πέρασε την 5η Οκτωβρίου την ελληνοτουρκική
µεθόριο, απώθησε αρχικά τα τουρκικά φυλάκια των συνόρων και στη
συνέχεια, την 6η Οκτωβρίου, τα εγκατεστηµένα στην Ελασσόνα και ∆εσκάτη
τµήµατα του εχθρού. Από την 7η Οκτωβρίου, η Στρατιά άρχισε να προελαύνει
προς τα βόρεια, για να συναντήσει τις κύριες τουρκικές δυνάµεις, που
αποτελούνταν από 2 Μεραρχίες, υπό τον Στρατηγό Ταξίν Πασά,
εγκατεστηµένες αµυντικά στις οχυρές τοποθεσίες Σαρανταπόρου και
Λαζαράδων-Βογκόπετρας.
Η τοποθεσία Σαρανταπόρου, την οποία είχε επιλέξει και οργανώσει η
Τουρκική ∆ιοίκηση, είναι εκ φύσεως οχυρή και προσφέρεται για ισχυρή
άµυνα, µε εξαίρετα πεδία βολής προ αυτής.
Το πρωί της 9ης Οκτωβρίου 1912, ο Ελληνικός Στρατός µε τις II, III και VI
Μεραρχίες στο κέντρο, την I Μεραρχία στα δεξιά, το Απόσπασµα
Κωνσταντοπούλου στο άκρο δεξιά, την IV, V Μεραρχία και την Ταξιαρχία
Ιππικού στο αριστερό και το Απόσπασµα Γενάδη στο άκρο αριστερό,
εξόρµησε για την εκπόρθηση των Στενών του Σαρανταπόρου και την
συντριβή του Τουρκικού Στρατού.
Οι ελληνικές δυνάµεις, όλη την ηµέρα, κατέβαλαν µεγάλες προσπάθειες να
απωθήσουν τις αντίστοιχες τουρκικές χωρίς όµως επιτυχία, αφού έπρεπε να
αντιµετωπίσουν, όχι µόνο έναν ισχυρά οργανωµένο αντίπαλο, αλλά και τις
δυσχερέστατες εδαφικές και καιρικές συνθήκες.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 9ης προς 10η Οκτωβρίου 1912, οι Τούρκοι
εγκατέλειψαν την τοποθεσία και άρχισαν να συµπτύσσονται εσπευσµένα
προς τα Σέρβια, επειδή φοβήθηκαν ότι θα αποκοπούν από την απειλητική
υπερκερωτική ενέργεια της IV Μεραρχίας, που κινήθηκε γρήγορα και µε την
Ηµιλαρχία της κατέλαβε άθικτη τη γέφυρα του Αλιάκµονα. Την επόµενη ηµέρα
10η Οκτωβρίου, οι Μεραρχίες του Ελληνικού Στρατού τέθηκαν σε κίνηση και
πέτυχαν να κυριεύσουν ολόκληρο σχεδόν το Πεδινό Πυροβολικό των
Τούρκων, άφθονο πολεµικό υλικό και να αιχµαλωτίσουν περιορισµένο αριθµό
αποκοµµένων τµηµάτων και ανδρών.
Η νικηφόρα έκβαση της Μάχης του Σαρανταπόρου, ανύψωσε το ηθικό του
Ελληνικού Στρατού, που ήταν χαµηλό µετά την ήττα του 1897 και αποτέλεσε
το έναυσµα για την απελευθέρωση, στη συνέχεια, της ∆υτικής και Κεντρικής
Μακεδονίας.
38
Κεφάλαιο 6
Η απελευθέρωση της Κοζάνης (11 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912)
39
Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το Σαραντάπορο και τα Σέρβια, αφού πρώτα τα
έκαψαν. Η φυγή τους ήταν τόσο άτακτη, που άφησαν άθικτη τη γέφυρα του
ποταµού Αλιάκµονα, φοβούµενοι να φέρουν εκρηκτικά από τις αποθήκες της
Κοζάνης, γνωρίζοντας ότι ο αδούλωτος λαός της πόλης είχε ξεσηκωθεί και
κάθε σπίτι είχε και µερικά οπλισµένα παλικάρια µε όπλα που είχαν κρυµµένα
οι παππούδες για αυτή ακριβώς την µεγάλη ώρα. Έτσι, αποτραβήχτηκαν στα
χωριά Κιτσελέρ (Βαθύλακο) και Τζιτζελέρ (Πετρανά). Ο στρατός µας
προχωρούσε µεθοδικά για να προφταίνει τα προελαύνοντα µάχιµα τµήµατα.
Όµως η Κοζάνη εγκαταλείφθηκε αµαχητί. Πανικόβλητος ο κύριος όγκος της
Τούρκικης φρουράς της πόλης εγκατέλειπε τα όπλα, αρπάζοντας ψωµιά,
τρόφιµα και κρέατα από φούρνους, µαγαζιά και κρεοπωλεία σπάζοντας τις
πόρτες τους. Μετά τη Μάχη του Σαρανταπόρου, στις 9 Οκτωβρίου 1912, το
τουρκικό επιτελείο στην Κοζάνη συνεδρίασε και αποφάσισε να εγκαταλείψει
την πόλη. Κάποιος αξιωµατικός του επιτελείου πρότεινε το βοµβαρδισµό και
την πυρπόληση της Κοζάνης, την καταστροφή όµως απέτρεψε ο
συγκρατηµένος Τούρκος Αρχιστράτηγος Ταχσίν πασάς έχοντας µε το µέρος
του και τον αλβανικής καταγωγής Μουτίρ Μπέη. Οι Τούρκοι υπάλληλοι
διατάχτηκαν να παραλάβουν τα αρχεία τους και ο κύριος όγκος του στρατού,
όσος ήταν ακόµα συνταγµένος, κινήθηκε προς τη Βέροια. Μόνο δύο τάγµατα
του στρατού σχεδόν διαλυµένα έφυγαν άτακτα προς τα Καιλάρια και
ανασυντάχτηκαν έξω από το χωριό Περδίκας µε τη φρουρά των Καιλαρίων.
40
Στο µεταξύ οι Κοζανίτες έτρεξαν στους τούρκικους στρατώνες κι άρπαξαν
όπλα, πυροµαχικά, τρόφιµα, φάρµακα κι ό,τι άλλο υπήρχε µέσα σ’ αυτές. Από
όλες τις γειτονιές κατέβηκαν οπλισµένοι κάτοικοι στην εκκλησία του Αγίου
Νικολάου στο κέντρο της πόλης. Κάποιοι τοποθέτησαν στο καµπαναριό τη
γαλανόλευκη και το σταυρό της ορθοδοξίας. Εκείνη την ώρα εµφανίστηκε ο
πρώτος ιππέας, «πρόσκοπος ανιχνευτής»', από τον Νότο, την πλευρά του
Τζιτζελέρ (Πετρανά) και δέχτηκε τους ασπασµούς των συγκινηµένων πολιτών.
Η δουλεία των 459 ετών είχε υποχωρήσει. Οι µέχρι εκείνη τη στιγµή
υπόδουλοι Κοζανίτες µε τα όπλα που κατείχαν, τρελοί από χαρά και
αγαλλίαση τράνταζαν την ατµόσφαιρα από τους πυροβολισµούς τους. Ο
στρατός, το υπερήφανο Ιππικό, διέκοψε προς στιγµή την πορεία του,
νοµίζοντας ότι πρόκειται για µάχη που διεξάγονταν µέσα στην πόλη, µεταξύ
πληθυσµού και εχθρού. Όταν όµως βεβαιώθηκε από τον ανιχνευτή του για τις
εκδηλώσεις χαράς των κατοίκων, ο επικεφαλής της Ιλαρχίας του Ιππικού
Στρατηγός Σούτσος, διέταξε βραδεία εκκίνηση της φάλαγγας προς την πόλη.
Ενώ οι καµπάνες ηχούσαν χαρµόσυνα, ο λαός δεν άργησε να βρεθεί στην
έξοδο της πόλης µε τα βλέµµατα προσηλωµένα στο µέρος απ’ όπου θα
έφταναν οι ελευθερωτές. Μόλις οι Κοζανίτες αντίκρισαν τους στρατιώτες
καβαλάρηδες ξέσπασαν σε ζητωκραυγές και σε παρατεταµένα
χειροκροτήµατα. Το φέσι, το αιώνιο σήµα της σκλαβιάς ξεσχίστηκε από το
ενθουσιασµένο πλήθος και πετάχτηκε στο δρόµο για να ποδοπατηθεί από τα
άλογα του ένδοξου Ελληνικού Ιππικού. Λουλούδια βρεγµένα µε δάκρυα
πετάχτηκαν στους νικητές. Όλες αυτές οι σκηνές εξελίχτηκαν στις 11
Οκτωβρίου 1912, 5.00 η ώρα το απόγευµα κατά µήκος της οδού από τον
σηµερνό κόµβο Θεσσαλονίκης-Αθηνών µέχρι την είσοδο της πόλης –
σηµερινό κτήριο τεχνικού ΟΤΕ– που από τότε ονοµάστηκε οδός 11ης
ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ. Μετά την είσοδο του Ιππικού, ο λαός ύστερα από το
τρικούβερτο γλέντι του, γύρισε στα σπίτια του διαβιβάζοντας το ευχάριστο
γεγονός στους γέρους της γειτονιάς του µε τη φράση «Παππού ήρθε το
Ελληνικό». Οι γέροι µε συγκίνηση και δάκρυα σταυροκοποιούνταν και
απαντούσαν µε τα λόγια «Τώρα ας πεθάνουµε».
41
Ένας µάλιστα Κοζανίτης που ο αδερφός του είχε πεθάνει επτά µήνες πριν
την κήρυξη του Ελληνοτουρκικού πολέµου ενθουσιασµένος από το απίστευτο
γεγονός της απελευθέρωσης της Κοζάνης, έσπευσε στο νεκροταφείο του Αγ.
Γεωργίου και αφού στάθηκε µπροστά στον τάφο του αδερφού είπε: «Αδερφέ
µου κοιµήσου ήσυχος, γιατί το χώµα µας έγινε πάλι Ελληνικό».Οι στιγµές του
ενθουσιασµού του πλήθους, αλλά και των στρατιωτών που δάκρυζαν από
συγκίνηση στη θέα των δακρυσµένων από χαρά υποδούλων που
απολάµβαναν την ελευθερία παραµένουν απερίγραπτες. Οι ∆ηµοτικές και
Κοινοτικές αρχές µε τον Μητροπολίτη και τον ∆ήµαρχο συγχάρηκαν τους
ελευθερωτές και τους οδήγησαν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όπου
έγινε δοξολογία. Στο ∆ηµαρχείο παρέδωσαν τα ξίφη ο αρχίατρος Χουσείν, ο
αρχιφαρµακοποιός Πιναρδάκης Κρης χριστιανός και κάποιος Άραβας
αξιωµατικός. Ελήφθη µέριµνα για τους 57 Τούρκους τραυµατίες από τους
οποίους κάποιοι ήταν αξιωµατικοί. Την επόµενη µέρα 12 Οκτωβρίου 1912, η
πόλη, µε πανηγυρική όψη γεµάτη σηµαίες, υποδέχτηκε τµήµατα των
Μεραρχιών και το υπόλοιπο της ταξιαρχίας του Ιππικού καθώς και τον
Αρχιστράτηγο ∆ιάδοχο Κωνσταντίνο. Μόλις έφτασε ο Αρχιστράτηγος έγινε
δοξολογία και όταν αυτή τελείωσε, το επιτελείο του στρατού εγκαταστάθηκε
στα γραφεία της Μητρόπολης. Την Κυριακή 14 Οκτωβρίου έφτασε στην
Κοζάνη και ο Έλληνας Βασιλιάς Γεώργιος κι έµεινε στο σπίτι του
Κωνσταντίνου ∆ρίζη, που ήταν στο κέντρο της πόλης µαζί µε την ακολουθία
του. Από εκεί έδωσε διαταγή µια µικρή δύναµη να απελευθερώσει τα Καιλάρια
και ο υπόλοιπος στρατός να κινηθεί προς Βέροια και Θεσσαλονίκη που
κινδύνευε πλέον από τον Βουλγαρικό Στρατό, που µε ραγδαία προέλαση είχε
φθάσει µέχρι τον Αξιό ποταµό, ο οποίος ευτυχώς είχε κατεβάσει πολύ νερό
πληµµυρίζοντας τον κάµπο και είχε ανακόψει την πορεία του. Μπήκε, λοιπόν,
το «ελληνικό» στις 11 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 1912, όταν Μητροπολίτης της πόλης της
Κοζάνης ήταν ο Φώτιος, ∆ήµαρχος ο Νικόλαος Αρµενούλης και Γυµνασιάρχης
ο Παναγιώτης Λιούφης. Η Κοζάνη έγινε και τυπικά ελληνική, περιλήφθηκε,
δηλαδή, µέσα στα καινούρια σύνορα της Ελλάδας, πεντακόσια σχεδόν χρόνια
µετά την ίδρυσή της. Στην πραγµατικότητα όµως ήταν πάντοτε ελληνική σε
όλη της την ιστορική πορεία στην Τουρκοκρατία, γιατί σαν επαρχία ανήκε
στην µητέρα του Σουλτάνου και οι εκάστοτε άρχοντες της πόλης µε τους
κατάλληλους χειρισµούς και χρήµατα των πλούσιων Κοζανιτών εµπόρων από
την ξενιτιά, είχαν αποκτήσει πολλά προνόµια και τα απολάµβαναν ως την
απελευθέρωσή της. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω γεγονός.
42
Οι πρώτες καρτ ποσταλ που πωλούνταν στην πόλη για τους Έλληνες
φαντάρους απεικόνιζαν την είσοδο του Ιππικού στην πόλη και ανάµεσα στα
σπίτια ξεχώριζαν τούρκικα τζαµιά. Η Κοζάνη όµως δεν είχε ούτε ένα τούρκικο
τζαµί, ούτε εβραϊκή συναγωγή και, έτσι, σε µια βδοµάδα τυπώθηκαν νέες καρτ
ποσταλ χωρίς τζαµιά, γιατί οι φαντάροι σταµάτησαν να αγοράζουν τις παλιές,
καθώς διαπίστωσαν την πραγµατικότητα και το τόνιζαν στην πίσω πλευρά της
κάρτας, όταν έγραφαν στους δικούς τους.
43
Κεφάλαιο 7
44
Οι Τούρκοι όµως διέκριναν τα γαλόνια και το βαθµό του και έστρεψαν τα
πυρά τους εναντίον του. Ο γενναίος Σβορώνος τραυµατίστηκε βαριά.
Συνέχισε, όµως, έφιππος να επιτίθεται, µέχρις ότου βαλλόµενος διαρκώς,
ξεψύχησε. Το γεγονός προκάλεσε απερίγραπτη συγκίνηση και τόνωσε το
ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών (Κερκυραίων και Ζακυνθινών το πλείστον), οι
οποίοι µε αλαλαγµούς και γενναιότητα επιτέθηκαν ακάθεκτοι πλέον κατά των
Τούρκων. Η µάχη κράτησε 3,5 ώρες συνολικά. Ο Τουρκικός Στρατός κατά τις
5.30 το απόγευµα αναγκάστηκε να υποχωρήσει πέρα από τον ποταµό Πέλεκα
προς την Κατερίνη. Στις 3.00 τα ξηµερώµατα της 16ης Οκτωβρίου έφτασε
διαταγή του Γεν. Στρατηγείου να επιταχυνθεί η προσπέλαση.
Το 20ό Σύνταγµα προχώρησε ΒΑ. της Κατερίνης, ενώ το 19ο παρέµεινε
πίσω στη διάθεση του Μεράρχου. Το πυροβολικό πήρε κατάλληλη θέση στα
υψώµατα στο Κολοκούρι για να υποστηρίζει τις κινήσεις του Πεζικού. Η VII
Μεραρχία πορεύτηκε χωρίς επεισόδια, αφού ο Τουρκικός Στρατός και πολλοί
από τους Τούρκους της Κατερίνης είχαν εγκαταλείψει την πόλη τη νύχτα.
Στις 7.30 το πρωί της 16ης Οκτωβρίου 1912, ηµέρα Τρίτη, τα ελληνικά
στρατεύµατα µπαίνουν στην πανηγυρίζουσα Κατερίνη. Οι κάτοικοι από τα
µπαλκόνι των σπιτιών και στις άκρες των δρόµων ζητωκραύγαζαν τον στρατό
που περνούσε από τις κεντρικές οδούς VII Μεραρχίας και Μ. Αλεξάνδρου. O
Ελληνικός Στρατός πορεύτηκε µέχρι τον Κισλά, τουρκικός στρατώνας
(πάρκο), όπου τον υποδέχτηκε αντιπροσωπεία κατοίκων της πόλης µε
επικεφαλής τον Επίσκοπο Παρθένιο Βαρδάκα. Ξεχύθηκαν δάκρυα χαράς και
υποδέχτηκαν τους ελευθερωτές µε ελληνικές σηµαίες, λέγοντας «Χριστός
Ανέστη». Ένας λόχος µε τη σηµαία και τις σάλπιγγες διέτρεξε την πόλη
παιανίζοντας εµβατήρια και προκαλώντας ακράτητο ενθουσιασµό στους
κατοίκους. Λαός και στρατός, ανάµεσά τους και ο ∆ήµαρχος της Κατερίνης
Μουχαρέµ Ρουστέµ, πήγαν στην εκκλησία της Θείας Ανάληψης, όπου
τελέστηκε ∆οξολογία από τον Επίσκοπο για την απελευθέρωση της πόλης.
Με ανάµεικτα συναισθήµατα χαράς και λύπης, κηδεύτηκαν οι ήρωες νεκροί
της µάχης της Κατερίνης: ∆ηµήτριος Σβορώνος Αντισυνταγµατάρχης,
∆ηµήτριος Νίκας Υπολοχαγός, Λοχίας Βίγκος Θωµάς, οι Στρατιώτες: ο
ανήλικος Κρητικός Κονταξάκης, Γεώργιος Βασίλλας, Αντώνιος Σαράντης,
Ανευλαβής Β. και 6 άνδρες (Τρύφων Γιαννουλάκης) και 3 γυναίκες που
σκότωσαν φεύγοντας οι Τούρκοι. Στο σηµείο της µάχης στήθηκε µνηµείο
πεσόντων.
Ο στρατός αφού παρέδωσε τη διοίκηση της πόλης στον Λιβαδιώτη Γεώργιο
Λαναρίδη συνέχισε την καταδίωξη του εχθρού προς το Κίτρος.
45
Κεφάλαιο 8
H απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης
8.1 Εισαγωγή
46
8.2 Τελεσίγραφο από τον Ελευθέριο Βενιζέλο
Ο δρόµος για την κατάληψη της πόλης ήταν τελείως ανοιχτός. Όµως, οι
Τούρκοι, κατά την υποχώρησή τους, είχαν καταστρέψει πολλές γέφυρες και
περάσµατα, δυσχεραίνοντας την πορεία του Ελληνικού Στρατού. Η
καθυστέρηση των Ελλήνων και ταυτόχρονα η είδηση ότι οι Βούλγαροι
πλησιάζουν στη Θεσσαλονίκη, ανησύχησαν τον Βενιζέλο, ο οποίος διεµήνυσε
47
στον Κωνσταντίνο πως τον καθιστά προσωπικά υπεύθυνο σε περίπτωση
απώλειας της πόλης.
Τελικά, στις 25 Οκτωβρίου ο Ελληνικός Στρατός πέρασε τον Αξιό ποταµό
και ετοιµάστηκε για επίθεση στη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, ο Ταχσίν πασάς
πρότεινε την, υπό όρους, παράδοση της πόλης στους Έλληνες. Ο
Κωνσταντίνος αντιπρότεινε τη µεταφορά των Τούρκων αξιωµατικών στη
Μικρά Ασία, δίνοντας διορία έως τα ξηµερώµατα της 26ης Οκτωβρίου. Οι
Τούρκοι δέχθηκαν, ζητώντας παράλληλα να πάρουν µαζί τους και 5.000
όπλα, όρο που απέρριψε ο Κωνσταντίνος, δίνοντας δίωρη παράταση για
τελική συµφωνία. Η νέα διορία πέρασε και ο Ελληνικός Στρατός ετοιµάστηκε
για επίθεση, όµως τελικά, ο Ταχσίν πασάς ανακοίνωσε ότι δέχονταν τους
ελληνικούς όρους.
Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ηµέρας της γιορτής του πολιούχου και
προστάτη της πόλης Άγιου ∆ηµητρίου, η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από
τον Ελληνικό Στρατό: µόλις είκοσι ηµέρες µετά την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού
Πολέµου και λίγες ώρες προτού ο Βουλγαρικός Στρατός φτάσει µε τη σειρά
του στην ήδη ελληνική Θεσσαλονίκη…
48
Κεφάλαιο 9
Η απελευθέρωση της Φλώρινας (7 Νοεµβρίου 1912)
Όπως αφηγείται ο Τέγος Σαπουντζής, η Φλώρινα και τα περίχωρά της ήταν
τότε ανάστατα. Ο χριστιανικός πληθυσµός διέτρεχε κινδύνους να υποστεί
βιαιοπραγίες όχι µόνο από τις ορδές των Γκέγκηδων Τουρκαλβανών, που
είχαν κάνει την επικίνδυνη εµφάνισή τους, αλλά και από τους υποχωρούντας
Τούρκους στρατιώτες. Ακόµη κινδύνευαν κι από τους αλλόφρονες Τούρκους
των Καϊλαρίων, οι οποίοι µόλις άρχισε η νέα επίθεση και προέλαση της VI
Μεραρχίας, εγκατέλειψαν τα Καϊλάρια και τα γύρω χωριά και σε θλιβερές µεν
αλλά ανά πάσα στιγµή επικίνδυνες φάλαγγες, µε τις βοϊδάµαξες και τα
κοπάδια τους κατέκλυζαν τη Φλώρινα, σαν πρώτο σταθµό, µε κατεύθυνση την
Κορυτσά.
49
Πολύκαρπος αρχικά φάνηκε διστακτικός. Μα ύστερα από την επιµονή των
δύο απεσταλµένων δέχθηκε. Πήρε µαζί του τον Τέγο Σαπουντζή και τον
γιατρό Μενέλαο Βαλάση και πήγαν στον Τεκέ. Μέσα σε τέτοια ατµόσφαιρα ο
Μουφτής Μεχµέτ Χουλουσή εφέντης, ενηµέρωσε αµέσως τον Μητροπολίτη
γιατί τον ήθελαν. Του είπε ξεκάθαρα ότι ήθελαν να παραδώσουν τη Φλώρινα
στους Έλληνες και να γίνουν για τον σκοπό αυτό οι σχετικές ενέργειες. Χωρίς
καµιά χρονοτριβή αποφασίστηκε η αποστολή επιτροπής στον Στρατηγό
Γεννάδη, που βρίσκονταν στο Αµύνταιο. Την επιτροπή απετέλεσαν ο Έλληνας
Αρχιµανδρίτης Παπαθανάσης, ο σχισµατικός παπάς Παπαναστάσης, ο
γιατρός Μενέλαος Βαλάσης και ο Τούρκος εµπορευόµενος Μεχµέτ Ζαϊνέλ. Η
συµµετοχή του σχισµατικού παπά στην επιτροπή είχε την έννοια, κατά τον
Μητροπολίτη Πολύκαρπο, της αποδοχής και εκ µέρους των σχισµατικών, της
καταλήψεως της Φλώρινας από τον Ελληνικό Στρατό. Η Επιτροπή
εφοδιάστηκε, κατ’ αίτηση των Τούρκων, για το εγκυρότερο της αποστολής της
και µε την κατωτέρω σύντοµη επιστολή του Μητροπολίτη Πολύκαρπου:
«Κύριε ∆ιοικητά των Ελληνικών στρατευµάτων, σας γνωστοποιώ ότι οι φίλοι
και σύµµαχοι Σέρβοι κατέλαβαν το Μοναστήρι και προχωρούν προς την
Φλώριναν. Οι Τούρκοι της Φλωρίνης παρακαλούν να σπεύση ο Ελληνικός
Στρατός να καταλάβη την πόλιν µετά των συµµάχων Σέρβων και δεν θα
φέρουν ουδεµίαν αντίστασιν, ούτε τον υποχωρούντα Τουρκικόν Στρατόν θα
αφήσουν να αντισταθή». Η επιτροπή, µε οδηγό τον Νικόλαο Εξαρχο,
ανεχώρησε αµέσως για το Αµύνταιο. Το µήνυµα του Μητροπολίτη
παραδόθηκε στον Στρατηγό Γεννάδη, ο οποίος το µεταβίβασε µε οπτικό
τηλέγραφο στον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, που βρίσκονταν στην Άρνισσα,
απ’ όπου διατάχθηκε, όπως γράφει ο Τέγος Σαπουντζής, η επίσπευση της
απελευθερώσεως της Φλώρινας.
Είναι, όµως, γεγονός ότι, λόγω λιποθυµίας του Μουφτή, µόλις άκουσε την
άφιξη Ελλήνων στρατιωτών, ο Μητροπολίτης, ο Μουφτής και ο Ραββίνος, ως
και άλλοι Έλληνες και Τούρκοι πρόκριτοι, κρατούντες λευκό παραπέτασµα,
µετέβησαν στην είσοδο της πόλεως, όπου συνάντησαν τον Άρτη και σε
σύντοµη τελετή προσφωνήσεων και αντιφωνήσεων, παρέδωσαν την πόλη. Ο
Ιωάννης Άρτης, απευθυνόµενος προς τους άρχοντες, είπε τα εξής: «Εν
ονόµατι του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄ καταλαµβάνω την πόλιν της Φλωρίνης
και τα υπό την δικαιοδοσίαν αυτής χωρία, κηρύσσων άµα τον στρατιωτικόν
50
νόµον. Άπαντες οι κάτοικοι των µερών αυτών, ανεξαρτήτως φυλής και
θρησκεύµατος, έσονται ίσοι απέναντι του νόµου, τιθέµενοι υπό το σκήπτρον
του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄ και επανερχόµενοι εις τας αγκάλας της Μητρός
Ελλάδος». Σε αυτόν απάντησε πρώτος ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος, ο
οποίος είπε: «Η πόλις της Φλωρίνης και τα υπ’ αυτήν χωρία ευχαριστούµεν
τον Κύριον, όστις µας ηξίωσεν να απολαύσωµεν την χαράν της επαναφοράς
µας εις την Μητέρα Ελλάδα. Ας είναι ευλογηµένο το όνοµα του Κυρίου.
∆ηλούµεν πίστιν και αφοσίωσιν εις τους νόµους και τα ψηφίσµατα του
Κράτους, τιθέµενοι υπό το σκήπτρον του Βασιλέως Γεωργίου του Α΄».
Κατόπιν τον λόγο έλαβε ο Μουφτής Χουλουσή, ο οποίος είπε: «Ηµείς οι
Τούρκοι ηυνοήθηµεν υπό του Κυρίου και εδεσπόσαµεν επί του κόσµου όλου.
Αλλά θελήσαµε να γίνωµεν κατακτηταί και τύραννοι και ο Θεός ωργίσθη καθ’
ηµών. Ας είναι ευλογηµένο το όνοµα του Κυρίου ότι πολύ επιεικώς µας έκρινε
και µας δίδει σε καλά χέρια. ∆ι’ ο δηλούµεν ότι θα είµεθα οι πιστότεροι
υπηρέται του Βασιλέως Γεωργίου». Στο ίδιο πνεύµα µίλησε και ο Ραββίνος, εκ
µέρους των ολίγων Εβραίων, που υπήρχαν στη Φλώρινα.
Ο σχισµατικός παπάς δεν παραβρέθηκε στην παράδοση της πόλεως, γιατί,
πιθανότατα, να µην είχε επιστρέψει ακόµα η παραπάνω επιτροπή, στην οποία
συµµετείχε, που πήγε το µήνυµα του Μητροπολίτη στον Στρατηγό Γεννάδη
στο Αµύνταιο. Μετά τις προσφωνήσεις όλοι µαζί διέσχισαν την πόλη και
κατέληξαν στη Μητρόπολη, όπου και υψώθηκε η Ελληνική σηµαία. Λίγη ώρα
αργότερα από την πλευρά της Σκοπιάς, εισήρχετο στη Φλώρινα άλλο τµήµα
ιππέων υπό τον Υπίλαρχο Πανουσόπουλο, γνωστό ήδη στη Φλώρινα, από τη
συµµετοχή του στον Μακεδονικό Αγώνα και στις 2.30 µ.µ., όπως προελέχθη,
εισήλθε στην πόλη το 1ο Σύνταγµα Ιππικού, υπό τον Αντισυνταγµατάρχη
Ζαχαρακόπουλο και ολοκλήρωσε την απελευθέρωση της Φλώρινας. Την
εποµένη το πρωί, 8 Νοεµβρίου, εορτή των Ταξιαρχών Γαβριήλ και Μιχαήλ,
εισήλθε θριαµβευτικά στη Φλώρινα ο ∆ιάδοχος Κωνσταντίνος, ο και
Στρατηλάτης αποκληθείς, επικεφαλής του επιτελείου του και δύο
συνταγµάτων, της σιδηράς, όπως απεκαλείτο, IV Μεραρχίας.
51
Η υποδοχή του ∆ιαδόχου έγινε υπό καταρρακτώδη βροχή στην είσοδο της
πόλεως όπου είχαν συρρεύσει οι κάτοικοι της Φλώρινας, µ’ επικεφαλής τον
Μητροπολίτη Πολύκαρπο και τους λοιπούς προκρίτους της πόλεως. Οι
σκηνές ενθουσιασµού που εκτυλίχθηκαν κατά την υποδοχή του ∆ιαδόχου και
του νικηφόρου Ελληνικού Στρατού δύσκολα πέννα ανθρώπινη µπορεί να τις
περιγράψει. Ήταν για τον λαό της Φλώρινας η κορυφαία στιγµή µιας
λυτρωτικής πορείας πέντε αιώνων. Ήταν το ξεχείλισµα της αλύγιστης ψυχής
του Φλωρινιώτη, που καρτερικά και αδούλωτος ψυχικά περίµενε την εθνική
ανάστασή του. Ήταν η θεία στιγµή του γκρεµίσµατος µιας µισητής
αυτοκρατορίας και του τέλους ενός βασανιστικού εφιάλτη αιώνων. Αυτά τα
πηγαία αισθήµατα του Λαού της Φλώρινας εξέφρασε µε στόµφο και
πατριωτική έξαρση ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος στις προσφωνήσεις του
προς τον ∆ιάδοχο Κωνσταντίνο, τόσο στη είσοδο της πόλεως όσο και κατά τη
δοξολογία, που ευθύς αµέσως επακολούθησε στον ιστορικό Ιερό Ναό του
Αγίου Γεωργίου. Ο ∆ιάδοχος και το επιτελείο του παρέµειναν επί τρεις
εβδοµάδες στη Φλώρινα. Στη Φλώρινα όµως παρέµειναν κι οι Σέρβοι, µε
επικεφαλής τον Πρίγκιπα Αρσένιο και δεν έλεγαν να την εγκαταλείψουν.
Ισχυρίζονταν, µάλιστα, ότι αυτοί πρώτοι κατέλαβαν τη Φλώρινα. Τελικά ο
∆ιάδοχος Κωνσταντίνος έπεισε τον Πρίγκιπα Αρσένιο ότι η Φλώρινα
απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό. Έτσι, µετά από µια εβδοµάδα
παραµονής η Σερβική Μεραρχία αναχώρησε για το Μοναστήρι. ∆ιατήρησε,
όµως, υπό την κατοχή της τη γραµµή Πρώτης-Ιτέας-Μελίτης. µε συνέπεια όλα
τα χωριά, που βρίσκονται προς βορρά της παραπάνω γραµµής, να
περιέρθουν στην κυριαρχία των Σέρβων.
Ευτυχώς, όµως, που µερικοί Μακεδονοµάχοι, που είχαν προσκληθεί από
την Ελληνική κυβέρνηση να δράσουν στα µετόπισθεν του εχθρού, ο καπετάν
Ζώης, ο γνωστός στους παλαιότερους Φλωρινιώτες παιδονόµος, µαζί µε τους
Μπραγιάννη και Τσίτσο, που έζησαν κατόπιν στην Μελίτη, ύψωσαν Ελληνικές
σηµαίες στο γνωστό από τον Μακεδονικό Αγώνα Μορίχοβο και το κατέλαβαν.
Η κατάληψη κι απελευθέρωση επισφραγίστηκε αργότερα από τάγµα του
Ελληνικού Στρατού, που είχε εισχωρήσει στην περιοχή από την Αριδαία. Έτσι,
όταν το 1913 έγινε η οριστική οριοθέτηση των συνόρων Ελλάδος και Σερβίας,
στην Ελλάδα περιήλθαν όλα τα χωριά, που βρίσκονται προς βορρά της
Φλώρινας µέχρι τα σηµερινά σύνορα, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχαν
καταλάβει οι Σέρβοι και το άτυχο ελληνικότατο Μορίχοβο, που είχε
απελευθερωθεί από τους καπετάνιους του Μακεδονικού Αγώνα, περιήλθε στη
Σερβία. Μαζί, όµως, µε το Μορίχοβο, έµεινε οριστικά στα σύνορα του
σερβικού βασιλείου και το προπύργιο του ελληνισµού, το ξακουστό και
αλησµόνητο Μοναστήρι, µαζί µε όλη την πάλλουσα από ελληνισµό ευρύτερη
περιοχή του.
52
Κεφάλαιο 10
Η απελευθέρωση της Λέσβου
10.1 Εισαγωγή
Η Λέσβος και η Χίος, επειδή βρίσκονταν αρκετά µακριά από την έξοδο των
∆αρδανελίων, δεν εντάσσονταν άµεσα στα σχέδια του Κουντουριώτη και γι’
αυτό η απελευθέρωσή τους καθυστερούσε. Οι ειδήσεις που κατέφθαναν στη
Λέσβο για την απελευθέρωση των γειτονικών της νησιών από τον Ελληνικό
Στόλο, αύξαναν τόσο την αγωνία όσο και την επιθυµία των χριστιανών
κατοίκων της για την άµεση απελευθέρωση και του δικού τους νησιού. Έτσι,
επιτροπή Πλωµαριτών που αποτελούνταν από τους Ιωάννη Πετρέλλη,
Γεώργιο Λύτρα, ∆. Τσακίρη και Γεώργιο Τόµπρα ή Πολυχνιάτη επιβιβάστηκε
σε πλοιάριο και κατευθύνθηκε στη Λήµνο, στον κόλπο του Μούδρου, όπου
ναυλοχούσε ο Ελληνικός Στόλος. Εκεί, παρέδωσε στον Ναύαρχο Παύλο
Κουντουριώτη επιστολή, µε την οποία δίνονταν πληροφορίες για τις δυνάµεις
των Οθωµανών στη Λέσβο, ενώ παράλληλα η επιτροπή ζήτησε την
επίσπευση της απελευθέρωσης του νησιού.
53
από το λιµάνι της Μυτιλήνης. Ανάµεσα στα ελληνικά πλοία ξεχώριζε µε την
επιβλητικότητά του η ναυαρχίδα του στόλου, το θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ», για τη
ναυπήγηση του οποίου είχαν συµβάλει µε µεγάλα χρηµατικά ποσά ο εθνικός
ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ, αλλά και χιλιάδες Ελλήνων του εσωτερικού και
του εξωτερικού, αγοράζοντας τα λεγόµενα λαχεία του στόλου, που είχε
εκδώσει το ελληνικό ∆ηµόσιο για την ενίσχυση του στόλου. Μετά την επίδοση
του τελεσιγράφου του Κουντουριώτη προς τις οθωµανικές αρχές του νησιού,
µε το οποίο ζητούνταν η άµεση παράδοση της πόλης, πραγµατοποιήθηκε
σύσκεψη µεταξύ των οθωµανικών αρχών, των χριστιανών και µουσουλµάνων
προυχόντων της Μυτιλήνης. Στη σύσκεψη αυτή, αποφασίστηκε να
αποχωρήσουν οι ολιγάριθµες οθωµανικές ένοπλες δυνάµεις στο εσωτερικό
του νησιού και να γίνει αναίµακτα η κατάληψη της Μυτιλήνης, προκειµένου να
αποφευχθεί η άσκοπη αιµατοχυσία του άοπλου πληθυσµού, του χριστιανικού
και του µουσουλµανικού.
54
της Τενέδου, τα οποία η παραπάνω συνθήκη κατακύρωσε οριστικά στην
Τουρκία.
Όταν στις 8 Νοεµβρίου του 1912 έγινε η αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού
στη Μυτιλήνη, αρκετοί χριστιανοί πατριώτες τέθηκαν στη διάθεση του
Ελληνικού Στρατού, ο οποίος και τους εξόπλισε µε σκοπό να τους
χρησιµοποιήσει ως πολιτοφυλακή στα λεσβιακά χωριά και ως αντίβαρο στα
µουσουλµανικά ανταρτικά σώµατα. Έτσι, πράξεις τροµοκρατίας κατά του
άµαχου πληθυσµού δεν έλειψαν ούτε από τους χριστιανούς, ούτε από τους
µουσουλµάνους αντάρτες στις περιοχές της δράσης τους, µε αποτέλεσµα η
λεσβιακή ύπαιθρος να γνωρίσει στιγµές βαρβαρότητας. Για το λόγο αυτό, οι
ελληνικές αρχές ζήτησαν τον αφοπλισµό των χριστιανικών ανταρτικών
σωµάτων και τιµώρησαν αρκετούς ένοπλους που πρωτοστάτησαν σε
επεισόδια εναντίον του άµαχου µουσουλµανικού πληθυσµού.
55
Ο Ελληνικός Στρατός στον Κλαπάδο.
.
Η λεσβιακή φάλαγγα
56
Κεφάλαιο 11
Απελευθέρωση της Καστοριάς από τους Τούρκους
(11 Νοεµβρίου 1912)
Το 1912 οι βαλκανικοί λαοί ενεργώντας από κοινού κήρυξαν τον πόλεµο
κατά της Τουρκίας για την εκδίωξή της από τη Βαλκανική. Τµήµα του
συντάγµατος ιππικού που είχε ελευθερώσει
τη Φλώρινα διατάχθηκε να προχωρήσει προς κατάληψη της Καστοριάς. Το
τµήµα είχε είκοσι επτά µόνο ιππείς και τελούσε υπό τις διαταγές των
υπιλάρχων Ιωάννη Άρτη, ελευθερωτή της Φλώρινας, Παναγιώτη Νικολαΐδη
και του καστοριανού µακεδονοµάχου ανθυπιλάρχου Φιλολάου Πηχεώνα. Τις
πρωινές ώρες της 10 Νοεµβρίου 1912 το τµήµα αυτό έπιασε τον Απόσκεπο κι
ο Άρτης έστειλε µε ένα χωρικό στο µητροπολίτη Κατοριάς Ιωακείµ Λεπτίδη το
ακόλουθο µήνυµα:
«Την πόλη έχουν κυκλώσει από παντού δυνάµεις 25.000 ανδρών, έτσι κάθε
αντίσταση ή απόπειρα διαφυγής στρατού από την πόλη είναι αδύνατη.
Επιθυµώ να µη καταστρέψω την πόλη. Σπεύσατε σε συνεννόηση µε τον
αρχηγό των δυνάµεων της πόλης, να παραδοθεί άνευ όρων εντός µιας ώρας
από της λήψεως του παρόντος, αλλιώς ευρίσκοµαι στην ανάγκην
βοµβαρδισµού της πόλεως πριν το βράδυ».
57
Κεφάλαιο 12
Ναυµαχία της Έλλης
12.1 Γενικά στοιχεία
Η ναυµαχία της Έλλης στις 3/16 ∆εκεµβρίου 1912, ήταν η πρώτη από τις
δύο κορυφαίες µάχες µεταξύ του Ελληνικού Πολεµικού Ναυτικού και του
58
Οθωµανικού Στόλου κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεµο και πραγµατοποιήθηκε
στην έξοδο των στενών των ∆αρδανελίων (ή Ελλησπόντου). Η ναυµαχία
έληξε µε τη νίκη του Ελληνικού Στόλου και τον εγκλεισµό του Οθωµανικού
εντός των στενών.
12.2 Πριν την ναυµαχία
Τους πρώτους µήνες του πόλεµου ο Τουρκικός Στόλος υπό τη διοίκηση του
Ναύαρχου Ραµίζ Μπέη παρέµεινε προστατευµένος στα στενά των
∆αρδανελίων (στο ναύσταθµο Ναγαρά), χωρίς να επιχειρήσει έξοδο στο
Αιγαίο. Από την άλλη πλευρά ο Ελληνικός Στόλος υπό την διοίκηση του
Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη κράτησε επιθετική στάση
απελευθερώνοντας ένα ένα τα νησιά του Αιγαίου και αναµένοντας την έξοδο
των τουρκικών πλοίων από τα Στενά. Αρχικά απελευθέρωσε τη Λήµνο και
εγκατέστησε στον όρµο του Μούδρου το προκεχωρηµένο αγκυροβόλιο του
Στόλου. Ακολούθησε η απελευθέρωση του Αγίου Όρους, των νησιών του
βορείου και ανατολικού Αιγαίου (Θάσος, Σαµοθράκη, Ίµβρος, Τένεδος, Αγ.
Ευστράτιος, Μυτιλήνη, Χίος). Μετά την απελευθέρωση της Τενέδου στις 24
Οκτωβρίου/6 Νοεµβρίου ο Ναύαρχος Κουντουριώτης έστειλε τηλεγράφηµα
στον Τούρκο αρχηγό του στόλου µε το µήνυµα «Σας περιµένοµεν».
12.3 Η ναυµαχία
59
Ρεΐς, Μεσουντιέ και Ασάρι-ι-Τεφίκ. Στο τέλος βρίσκονταν 6-8 αντιτορπιλικά και
πλωτό νοσοκοµείο σε γραµµή παραγωγής.
Ο Ελληνικός Στόλος µε επικεφαλής τη ναυαρχίδα θωρηκτό «Αβέρωφ»,
ακολουθούµενη από τα θωρηκτά Ύδρα, Σπέτσες, αρχηγίδα του Μοιράρχου
Πλοιάρχου Πέτρου Γκίνη και Ψαρά, και από πίσω τα αντιτορπιλικά Αετός,
Ιέραξ, Λέων και Πάνθηρ (τα αποκαλούµενα Θηρία) έσπευσε να συναντήσει
τον αντίπαλο στόλο.
Τα τέσσερα τουρκικά θωρηκτά µε την έξοδό τους έστριψαν δεξιά
παραπλέοντας το ακρωτήριο της Έλλης (επειδή δεν ήθελαν να
αποµακρυνθούν από τα φρούρια της ακτής), ενώ τα ελληνικά στράφηκαν
προς συνάντησή τους. Οι δύο στόλοι ήρθαν αντιµέτωποι στις 09:00 σε
διάταξη µάχης και απόσταση 17 χλµ. Σε αυτό το σηµείο ο Ναύαρχος
Κουντουριώτης σήµανε πολεµική έγερση και εξέπεµψε το παρακάτω ιστορικό
σήµα προς τον στόλο:
Το ιστορικό σήµα επίθεσης φέρεται στο πρυµναίο κατάστρωµα του Θ/Κ Αβέρωφ.
Με την βοήθειαν του Θεού, τας ευχάς του Βασιλέως µας και εν ονόµατι του
∆ικαίου, πλέω µεθ' ορµής ακαθέκτου και µε την πεποίθησιν της νίκης κατά του
εχθρού του Γένους.
Ο Ελληνικός Στόλος δεν έβαλε πρώτος για να κάνει οικονοµία
πυροµαχικών. Ώρα 09:05 υψώνεται στο Αβέρωφ το προειδοποιητικό σήµα
«αρχίσατε πυρ συγχρόνως µετά του Ναυάρχου». Στις 09:22 ο Τουρκικός
Στόλος άνοιξε πρώτος πυρ από απόσταση 12.500 µ., ενώ ο Ελληνικός
περίµενε 3 λεπτά ανοίγoντας πυρ στις 09:25 από απόσταση 12.000 µ. Τα
τουρκικά θωρηκτά έβαλλαν κυρίως εναντίον του Αβέρωφ µε ταχύ πυρ αλλά
χωρίς επιτυχία, ενώ και το «Αβέρωφ» δεν έκανε ακριβείς βολές.
60
Ο ελιγµός Ταύ. Τα πλοία του γαλάζιου στόλου, περνώντας µπροστά από τα
εχθρικά, µπορούν να βάλλουν µε όλα τα όπλα στην πρύµη και την πλώρη
τους, ενώ του κόκκινου στόλου µόνο µε τα πρόσθια πυροβόλα.
Στις 09:35 µε την απόσταση των δύο στόλων στα 9.500 µ. ο Κουντουριώτης
αποδέσµευσε τον στόλο από τις κινήσεις της ναυαρχίδας του υψώνοντας την
σηµαία «Ζ» (κινούµαι ανεξάρτητα), και εκµεταλλευόµενος τη µεγαλύτερη
ταχύτητα του «Αβέρωφ» όρµησε ακάθεκτος µε ταχύτητα 21 κόµβων,
διαγράφοντας τόξο µπροστά από τη γραµµή του Τουρκικού Στόλου µε σκοπό
να υπερφαλλαγίσει τα τουρκικά θωρηκτά και να τα βάλει µεταξύ των πυρών
του «Αβέρωφ» και των υπολοίπων ελληνικών θωρηκτών. Αυτός ο ελιγµός
λέγεται «Ταύ» και πραγµατοποιήθηκε µε επιτυχία από τα Ιαπωνικά θωρηκτά
εναντίον των Ρώσων στη Ναυµαχία της Τσουσίµα. Καθώς η ταχύτητα της
θωρηκτής µοίρας τύπου Ύδρα ήταν µικρή (14 κόµβοι), το Αβέρωφ
υπερφαλάγγισε τον εχθρό µόνο του και ανάµεσα σε πυκνά πυρά του
Τουρκικού Στόλου και των απέναντι φρουρίων έφτασε σε απόσταση 2.900 µ.
από τον αντίπαλο. Οι Τούρκοι, όταν κατάλαβαν ότι ο ελιγµός θα εκτελούνταν
µε απόλυτη επιτυχία, έκαναν διαδοχική στροφή 160ο και µπήκαν µε φοβερή
αταξία ξανά στα Στενά, κάτω από την κάλυψη των επάκτιων πυροβόλων των
φρουρίων Σεντούλµπαχιρ και Κουµκαλέ.
Ο φορτωτήρας του Αβέρωφ διάτρητος από τα εχθρικά πυρά. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα
61
πολύ κοντά το ένα στο άλλο, µε αποτέλεσµα να µην µπορούν να
χρησιµοποιήσουν τα πυροβόλα τους και να µειωθεί η ταχύτητά τους στους 10
κόµβους. Ο σχηµατισµός βαλλόταν συνεχώς από το Αβέρωφ και τα άλλα
θωρηκτά, που στο µεταξύ πλησίασαν τον Τουρκικό στόλο σε απόσταση 4.100
µ. Στις 09:55 το «Μπαρµπαρόσα» δέχτηκε πλήγµα στο κατάστρωµα της
πρύµνης και λίγο αργότερα ένα άλλο βλήµα διαπέρασε τον πυργίσκο της
πρύµνης και προκάλεσε ζηµιές και στους λέβητες. Τα Τουργκούτ Ρεΐς και
Μετζιτιέ είχαν µικρότερες ζηµιές. Όµως η ταχύτητα πυρός του Αβέρωφ είχε
ελαττωθεί και δεχόταν τα πυρά των θωρηκτών και των φρουρίων που είχε
πλησιάσει κατά την εκτέλεση του ελιγµού, κι έτσι εγκατέλειψε την καταδίωξη.
Η ναυµαχία έληξε στις 10:17 µε τον Τουρκικό Στόλο να εξακολουθεί να είναι
αποκλεισµένος µέσα στα Στενά στα αγκυροβόλια του Τσανάκκαλε και του
Σεντούλµπαχιρ.
Σε όλη τη διάρκεια της εµπλοκής το θωρηκτό Αβέρωφ έριξε 127 βλήµατα,
ενώ θα µπορούσε να εκτοξεύσει τετραπλάσια, γιατί κατά τη διάρκεια της
ανεξάρτητης δράσης του, τα πυροβόλα του έπαθαν προσωρινή εµπλοκή.
Επίσης, δέχτηκε τέσσερα βλήµατα µεγάλου διαµετρήµατος και δεκαπέντε
µικρού, αλλά οι ζηµιές που υπέστη ήταν ελάχιστες.
Η πρώτη τουρκική µοίρα που, βγαίνοντας από τα Στενά έστριψε προς την
Τένεδο, χωρίς να ακολουθήσει τα θωρηκτά, συνάντησε οµάδα ελληνικών
πλοίων και επέστρεψε στον Ελλήσποντο µετά από µια µικρή ανταλλαγή
πυρών.
12.4 Απώλειες
Οι απώλειες των Τούρκων ήταν 7 νεκροί και αρκετοί τραυµατίες από το
“Barbarossa” το οποίο υπέστη σηµαντικές ζηµιές στους λέβητες και το
πυροβόλο των 180 χιλ. αχρηστεύτηκε εντελώς. Επιπλέον, το “Torgut Reis”
µέτρησε 51 νεκρούς και 40 τραυµατίες που µεταφέρθηκαν στο νοσοκοµειακό
πλοίο «Ρεσίτ Πασάς». Οι απώλεις του Ελληνικού Στόλου ήταν 2 άντρες του
πληρώµατος νεκροί και 5 τραυµατίες, ενώ τραυµατίστηκε και ένας ακόµη
άντρας από το «Σπέτσαι».
12.5 Η επόµενη µέρα
Την επόµενη ηµέρα ο Κουντουριώτης έστειλε την αναφορά του στο
Υπουργείο των Ναυτικών. Ο παράτολµος ελιγµός του θεωρήθηκε
ασυλλόγιστος ηρωισµός, και ακόµη και ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ του
τηλεγράφησε συστήνοντάς του σύνεση και ψυχραιµία. Το Αβέρωφ ήταν η
ισχυρότερη µονάδα του στόλου και πιθανή απώλειά του θα ανέτρεπε τον
συσχετισµό δυνάµεων µεταξύ των δύο στόλων. Τον ελιγµό του Κουντουριώτη
δικαιολόγησε ο αντίπαλός του Ραµίζ Μπέης στο ναυτοδικείο όταν
παραπέµφθηκε για την υποχώρηση από την ναυµαχία, όπου απολογούµενος
είπε ότι, αν δεν έστρεφε για να αποµακρυνθεί, θα βρισκόταν µεταξύ δύο
πυρών από τον Ελληνικό Στόλο που θα τον εκµηδένιζαν. Ο Τούρκος
ναύαρχος αθωώθηκε, καθόσον ο προϊστάµενός του υπουργός τον είχε
διατάξει εγγράφως να µην εκθέσει τον στόλο σε θανατηφόρα πυρά.
62
Κεφάλαιο 13
Μάχη Κιλκίς-Λαχανά
13.1 Εισαγωγή
Μάχη Κιλκίς-Λαχανά
Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος
Μαχόµενοι
Ελλάς Βουλγαρία
Αρχηγοί
∆υνάµεις
Απώλειες
63
13.2 Ιστορικό
Στις 17 Ιουνίου, οι βουλγαρικές δυνάµεις κατείχαν τη γραµµή Βερτίσκος-
Πολύκαστρο, ενώ παράλληλα σχεδίαζαν και σχέδιο κατάληψης της
Θεσσαλονίκης στις 19 του ίδιου µήνα. Ο Ελληνικός Στρατός αντέδρασε
έγκαιρα και µε επιθετικές ενέργειες ανάγκασε τη βουλγαρική πλευρά σε
άµυνα στην τοποθεσία Κιλκίς-Λαχανά. Η µορφολογία της τοποθεσίας
προσφερόταν για αποτελεσµατικό αµυντικό αγώνα, ενώ ταυτόχρονα
παρουσίαζε µεγάλες δυσκολίες στις κινήσεις τµηµάτων πεζικού προς
βορρά και ανατολή.
Το σχέδιο επίθεσης των ελληνικών δυνάµεων προέβλεπε την προέλαση
βόρεια και ανατολικά: οι II, III, IV, V και X Μεραρχίες, καθώς και η
tαξιαρχία ιππικού θα κατευθύνονταν προς τον τοµέα του Κιλκίς, ενώ οι VI
και VII Μεραρχίες προς τον Λαχανά. Η 2η βουλγαρική στρατιά
εγκατέστησε αµυντικά µια µεραρχία και τρεις ταξιαρχίες πεζικού, ενώ
διέθετε και ένα σύνταγµα ιππικού για την εκτέλεση αντεπιθέσεων.
Λόγω της απόκλισης των κατευθύνσεων επίθεσης προς τα βόρεια
(Κιλκίς) και ανατολικά (Λαχανά) το πεδίο της µάχης διαχωρίζονταν στους
δύο αυτούς ξεχωριστούς τοµείς.
13.3 Μάχη Λαχανά
Τα ελληνικά τµήµατα απώθησαν τις βουλγαρικές προφυλακές από το
πρωί της 19ης Ιουνίου. Το βράδυ της ίδιας µέρας οι ελληνικές µεραρχίες
είχαν καταλάβει το ύψωµα Γερµανικό, το χωριό Όσσα και την περιοχή
Σκεπαστού. Το πρωί της εποµένης εξαπολύθηκε η κύρια ελληνική
επίθεση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της µάχης οι XI και VI Μεραρχίες
προσπάθησαν µε σκληρότατους αγώνες να πλησιάσουν σε απόσταση
εφόδου την κύρια βουλγαρική τοποθεσία. Τα πυρά όµως της βουλγαρικής
πλευράς υπήρξαν φονικότατα, καθώς η περιοχή ήταν εντελώς ακάλυπτη
και ευνοούσε την άριστη παρατήρηση για τον αµυνόµενο µε εκτεταµένα
πεδία βολής. Παρ’ όλα αυτά η VII Μεραρχία συνέχισε επιτυχώς την
προέλαση και εισήλθε στη Νιγρίτα.
Στις 21 Ιουνίου το µεσηµέρι το ελληνικό πεζικό έφτασε σε απόσταση
εφόδου και εξαπέλυσε γενική εφόρµηση δια της λόγχης. Στις 16.00 ο
Ελληνικός Στρατός εισήλθε στον Λαχανά καταδιώκοντας τα υποχωρούντα
βουλγαρικά τµήµατα µέχρι τα τελευταία υψώµατα προς την πλευρά της
κοιλάδας του Στρυµόνα.
Η συντριβή των βουλγαρικών τµηµάτων θα ήταν ολοκληρωτική αν η VII
Μεραρχία καταλάµβανε εγκαίρως τη γέφυρα του Στρυµόνα και απέκοπτε
έτσι τη βουλγαρική υποχώρηση προς τις Σέρρες.
13.4 Μάχη Κιλκίς
Στον τοµέα Κιλκίς ο Ελληνικός Στρατός ύστερα από επίµονες µάχες
υποχρέωσε τη βουλγαρική πλευρά σε σύµπτυξη µε αποτέλεσµα την
κατάληψη των βουλγαρικών προφυλακών από την πρώτη µέρα. Το πρωί
της 29ης Ιουνίου παρ’ όλη τη γενική επίθεση που εξαπολύθηκε η
διάσπαση της αµυντικής γραµµής δεν επετεύχθη. Όµως µέχρι το
απόγευµα οι ελληνικές Μεραρχίες πλησίασαν σε απόσταση εφόδου
64
έχοντας προωθηθεί στη γραµµή: Κάστρο-Μεγάλη Βρύση-Κρηστώνη-Κάτω
Ποταµιά-Ακροποταµιά. Το ελληνικό Γενικό Επιτελείο στοχεύοντας στην
ταχεία κατάληψη του Κιλκίς διέταξε την πραγµατοποίηση νυχτερινής
επίθεσης.
Η νυχτερινή επίθεση όµως λόγω προβληµάτων συντονισµού
εξαπολύθηκε µόνο από τη II Μεραρχία στις 3.30 π.µ. ενώ τις πρώτες
πρωινές ώρες είχαν καταληφθεί στρατηγικές θέσεις στα ανατολικά της
πόλης. Με την αυγή, στις 21 Ιουνίου, πραγµατοποιήθηκε σφοδρή επίθεση
από το σύνολο των διατιθέµενων Μεραρχιών µε συνεχείς εφόδους. Στις
9.30 π.µ. διασπάστηκε η βουλγαρική αµυντική γραµµή και ο Ελληνικός
Στρατός απελευθέρωσε το Κιλκίς.
13.5 Απολογισµός
Η Μάχη Κιλκίς-Λαχανά υπήρξε από τις φονικότερες της νεότερης
ελληνικής ιστορίας. Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού ήταν 8.828
νεκρούς και τραυµατίες. Παράλληλα η Μάχη αποτελεί από τις πιο ένδοξες
σελίδες της, που επιτεύχθηκε ως απόρροια του υψηλού ηθικού, ηρωισµού
και ανδρείας των ελληνικών τµηµάτων.
Τις επόµενες ηµέρες ο Ελληνικός Στρατός συνέχισε την προέλασή του
βόρεια προς ∆οϊράνη.
65
Κεφάλαιο 14
Μάχη ∆οϊράνης
14.1 Εισαγωγή
14.2 Επίθεση
66
Στις 10.00 π.µ. ξεκίνησε να επιτίθεται και η III Μεραρχία. Ύστερα από
σύντοµο, αλλά και σφοδρό αγώνα, τα ελληνικά τµήµατα κατάφεραν να
απελευθερώσουν την πόλη της ∆οϊράνης. Τα βουλγαρικά τµήµατα
συµπτύχθηκαν άτακτα προς βορρά, αφού απήγαγαν ως οµήρους τον
Μητροπολίτη Πολυανής Φώτιο και 30 προκρίτους της πόλης. Αποτεφρώνουν,
επίσης, τη µητρόπολη Πολυανής µαζί µε τα αρχεία του Κώδικα, που
αποτελούσαν τη σηµαντικότερη καταγραφή της ιστορίας της περιοχής. Στο
πέρασµά τους κατά την οπισθοχώρηση, οι Βούλγαροι δεν άφησαν τίποτα
όρθιο, ούτε έµψυχο ούτε άψυχο υλικό. Επρόκειτο για µια ολοκληρωτική
καταστροφή.
Η III Μεραρχία συνέχισε την καταδίωξη και το ίδιο βράδυ κατέλαβε τα
υψώµατα βόρεια της πόλης.
Μετά τη χάραξη των συνόρων όµως το βορειοδυτικό τµήµα του
λεκανοπεδίου ∆οϊράνης µαζί µε την οµώνυµη πόλη, (Παλαιά) ∆οϊράνη ή
Πολυανή, πέρασε στη Βουλγαρική πλευρά και οι κάτοικοί της προσέφυγαν
στη ∆οϊράνη Κιλκίς και σε άλλα µέρη της Ελλάδας.
14.3 Απολογισµός
67
Κεφάλαιο 15
68
Κεφάλαιο 16
Μάχες Κρέσνας-Σιµιτλή-Τζουµαγιάς
Ιππήλατο πυροβολικό του Ελληνικού Στρατού, κατά τη διάβαση των στενών της Κρέσνας.
16.1 Εισαγωγή
Οι Μάχες Κρέσνας-Σιµιτλή-Τσουµαγιάς (11-15 Ιουλίου 1913) αποτέλεσαν
την τελευταία φάση της ελληνικής προέλασης στο βουλγαρικό έδαφος και τη
διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέµου. Η προς βορρά και κατά µήκος του
ποταµού Στρυµόνα πορεία των ελληνικών δυνάµεων τερµατίστηκε µε την
ανακωχή ύστερα από τη δυσµενή θέση στην οποία είχε περιέλθει η
Βουλγαρία σε όλα τα µέτωπα µε τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες (Ρουµανία,
Οθωµανική Αυτοκρατορία).
16.2 Παρατάξεις
Ύστερα από τη νικηφόρα για την ελληνική πλευρά Μάχη ∆οϊράνης, οι
ελληνικές δυνάµεις συνέχισαν την προέλασή τους βόρεια και αναπτύχθηκαν
βόρεια των Στενών της Κρέσνας. Ο Ελληνικός Στρατός διέθετε για τις
επιχειρήσεις συνολικά επτά µεραρχίες (την III, IV, και X στα αριστερά, την II,
V, VI στο κέντρο και την VII στα δεξιά) και µία ταξιαρχία ιππικού. Οι
Βούλγαροι, επωφελούµενοι όµως της αναστολής της σερβικής επίθεσης,
απέσυραν σηµαντικές δυνάµεις από το Τσάρεβο Σέλο και τις διέθεσαν προς
ενίσχυση της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς κατά των Ελλήνων. Στις 11 Ιουλίου η
βουλγαρική γραµµή εκτεινόταν στην αµυντική τοποθεσία Χασάν Πασά-
Βίντρεν-Σιµιτλή-Ουράνοβο-ύψωµα 1378, που κάλυπτε την περιοχή της Άνω
Τζουµαγιάς.
16.3 Προέλαση
Στις 12 Ιουλίου τα ελληνικά τµήµατα εξαπέλυσαν επίθεση στον δεξιό και
κεντρικό τοµέα του µετώπου, η σθεναρή όµως αντίσταση των Βουλγάρων, το
ανώµαλο έδαφος και οι δυσµενείς καιρικές συνθήκες δεν επέφεραν αρχικά τα
επιθυµητά αποτελέσµατα. Στις 13 η επίθεση εντάθηκε και επιτεύχθηκε η
διάρρηξη των βουλγαρικών γραµµών στον τοµέα Βίντρεν, οι οποίες
αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν για να αποφύγουν τον κίνδυνο κύκλωσης.
69
Ταυτόχρονα δύο µεραρχίες ενεργούσαν κατά του τοµέα Σιµιτλή και
κατάφεραν να καταλάβουν τα νοτιοδυτικά υψώµατα του χωριού. Τα
βουλγαρικά τµήµατα άρχισαν να συµπτύσσονται βόρεια εγκαταλείποντας
άφθονο πολεµικό υλικό. Το µεσηµέρι της ίδιας µέρας τα πρώτα ελληνικά
τµήµατα εισήλθαν στο Σιµιτλή και εν συνεχεία προωθήθηκαν
καταλαµβάνοντας τα βόρεια υψώµατα του χωριού. Η VII Μεραρχία στη δεξιά
πλευρά του µετώπου προέλασε από το Πρεντέλ Χαν προς το Γράντεβο.
Στις 14 Ιουλίου οι ελληνικές δυνάµεις συνέχισαν τον επιθετικό αγώνα σε
ολόκληρο το µέτωπο µε αµείωτη ένταση. ∆εν κατάφεραν όµως αρχικά να
διασπάσουν την κύρια βουλγαρική αµυντική τοποθεσία. Τελικά τη νύχτα της
14ης προς 15η Ιουλίου οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και
συµπτύχθηκαν προς Άνω Τζουµαγιά.
16.4 Απολογισµός
Η επιτυχής προέλαση του Ελληνικού Στρατού από τα Στενά της Κρέσνας,
προς το Σιµιτλή και τελικά προς την Άνω Τζουµαγιά, ήταν από τις τελευταίες
επιχειρήσεις πριν τη σύναψη ανακωχής µε τη Βουλγαρία στις 18 Ιουλίου
1913.
70
Κεφάλαιο 17
Ο στρατός των Κρητών
71
• Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος
• Μάχη Τσαγκαροπούλου (23/10/1912 )
• Των Πέντε Πηγαδιών (24,25,26,27/10/1912 )
• Των Πεστών ( 29/10/1912)
• Του Μπιζανίου και της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων (Φεβρουάριος
1913)
• Κατάληψη Αργυροκάστρου, Πρεµετής, Κορυτσάς, Μοσχοπόλεως.
• Κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεµο το 1ο Ανεξάρτητο Σύνταγµα Κρητών
ελευθέρωσε τη ∆υτική Θράκη (Ξάνθη, Κοµοτηνή ) και έφτασε µέχρι
το Νευροκόπι. ∆ιοικητής του 1ου Ανεξάρτητου Συντάγµατος Κρητών
ήταν ο Αντισυνταγµατάρχης Λάµπρος Σινανιώτης.
72
Ξέσπασε όµως διαµάχη µεταξύ των παλαιών Κρητών καπεταναίων και των
Ελλήνων αξιωµατικών, που βρισκόταν στην Κρήτη για να εκπαιδεύουν τον
στρατό της Κρητικής Πολιτοφυλακής, καθώς οι µεν πρώτοι ήθελαν να
εντάξουν τη σπουδάζουσα αυτή νεολαία της Κρήτης στα υπό συγκρότηση
εθελοντικά τους σώµατα για ευνόητους λόγους, οι δε Έλληνες αξιωµατικοί
θεωρούσαν ότι ήταν προτιµότερο οι νεαροί αυτοί Κρήτες εθελοντές
σπουδαστές ν’ αποτελέσουν µέρος ενός τακτικού και πειθαρχηµένου στρατού
(Αρχολέων, 1971).
http://astypalaia.files.wordpress.com/2010/02/ethniki.jpg
Τελικά το όλο ζήτηµα διευθετήθηκε µε τη µεσολάβηση του Λοχαγού Παύλου
Λαµπίρη. Ο εν λόγω Αξιωµατικός, αφού συγκέντρωσε καπετανέους,
σπουδαστές και φοιτητές στο Πεδίον του Άρεως Χανίων «συνέστησεν να
σχηµατισθή χωριστόν εθελοντικόν σώµα των καπετανέων και ανταρτών, και
χωριστός στρατός από σπουδαστάς και φοιτητάς, οίτινες και πειθαρχικοί θα
είναι ως ήσαν εις τα σχολεία και Πανεπιστήµιά των, αλλά γνωρίζουν και την
αυτοθυσία και τον ηρωϊσµόν του λόχου του ∆ραγατσανίου και θα µιµηθούν
τούτον έχοντες ως σηµαίαν την σφραγίδαν που παρηγγέλθη η κατασκευή
της…» (Αρχολέων, 1971).
Μετά τη διευθέτηση του εν λόγω ζητήµατος ο «Παγκρήτιος Φοιτητικός
Σύνδεσµος» µε πρόεδρό του τον Νικόλαο Σεργεντάνη και µε έδρα τα Χανιά
δραστηριοποιείται για τη συγκρότηση εθελοντικού Λόχου Φοιτητών,
προκειµένου να λάβει µέρος στον επικείµενο Ελληνοτουρκικό πόλεµο.
Επανειληµµένες συνεδριάσεις του Συλλόγου λαµβάνουν χώρα· «υπεγράφη
µάλιστα και είδος συνυποσχετικού υπό των εν Χανίοις µενόντων φοιτητών»
(Γενεράλις 1926), ενώ «επανειληµµένως ετηλεγράφουν παρακαλούντες την
Ελληνικήν Κυβέρνησιν, όπως δεχθεί και τούτους να πολεµώσι…» (Κουµής,
1995).
73
Τελικά, η πολυπόθητη απάντηση έρχεται από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Ο
τοπικός τύπος αναγγέλλει ως εξής την είδηση: «Την παρελθούσαν Τετάρτην
ελήφθη τηλεγραφική απάντησις του κ. Βενιζέλου προς την επιτροπήν των
Φοιτητών, δι’ ης αγγέλλεται αυτοίς ότι επετράπη δια Β. ∆ιατάγµατος η
κατάταξις εθελοντών. Κατόπιν τούτου απεφασίσθη όπως οι δηλώσαντες
συµµετοχήν δια την Φοιτητικήν φάλαγγα µεταβώσι εις Αθήνας και
καταταχθώσιν εις τον Ελληνικόν στρατόν εν σώµατι. Προς τον σκοπόν τούτον
δια τηλεγραφήµατος προσεκάλεσαν ενταύθα όλους τους Φοιτητάς των
διαφόρων Νοµών ίνα συγκεντρούµενοι µεταβώσιν εις Αθήνας µε την πρώτην
ευκαιρίαν» (εφηµ.Ανεξάρτητος, 23/9/1912).
Οι Κρήτες φοιτητές έδωσαν στο Φοιτητικό τους λόχο την επωνυµία «Ιερός
Λόχος Φοιτητών Κρητών-∆ραγατσάνιον», ο οποίος ως έµβληµά του είχε µια
νεκροκεφαλή µε δύο µηριαία οστά χιαστί, σηµεία της αυτοθυσίας που έπρεπε
να δείχνουν κατά τη διάρκεια των µαχών (Αρχολέων, 1971. Μαρής, 1989).
Επιπλέον, αναγκάστηκαν να συµπεριλάβουν στο Λόχο τους τελειόφοιτους και
απόφοιτους των Κρητικών Γυµνασίων, µετά τις πιέσεις των τελευταίων. Με
τον τρόπο αυτό αφενός ικανοποιούσαν το αίτηµά τους και αφετέρου αύξαναν
τη δύναµη του φοιτητικού τους λόχου (Κελαϊδής, 1995).
74
Έτσι, «ο Κρητικός εθελοντικός λόχος απετελέσθη εκ Κρητών Φοιτητών και
Σπουδαστών, οίτινες εγκαταλείψαντες τα µαθητικά των θρανία έσπευσαν
αµέσως µετά την κήρυξιν του Βαλκανικού Πολέµου αυθορµήτως να χύσωσιν
και αυτοί το αίµα των ως οι Ιερολοχίται του 1821 υπέρ της απελευθερώσεως
των υπό τον Τουρκικόν ζυγόν στεναζόντων αδελφών µας» (Χατζιδάκης, 1927.
Χαζιράκης 1913). Ο «Ιερός Λόχος» των Κρητών Φοιτητών αριθµούσε 240
στρατιώτες και 27 βαθµοφόρους (Καλλιβρετάκης, 1990). Ένας από τους
Κρήτες Ιερολοχίτες φοιτητές, αναφερόµενος στον εθελοντικό Λόχο των
Κρητών Φοιτητών γράφει από το Ηπειρωτικό µέτωπο: «Ο λόχος µας είνε ένα
κοµµάτι της Κρήτης πεταγµένον επί των απροσπέλαστων αυτών
οροσειρών… Ένα κοµµάτι Κρήτης, ενθουσιώδης, αισθηµατικής, εµπνεοµένης
από τα ευγενέστερα και υψηλότερα ιδανικά, Κρήτης παλλούσης από
εθελοθυσίαν και αυταπάρνησιν, µέσα εις τα γεµάτα φωτιάν στήθην των
νεαρών της τέκνων της, των εγκαταλειψάντων εις του έθνους την φωνήν, παν
ό,τι είχον εις τον κόσµον προσφιλές χάριν της εκπληρώσεως του ιερού
καθήκοντος» (Μαρκόπουλος, 1912).
Η ώρα της δράσης για τη φοιτητιώσα νεολαία της Κρήτης είχε σηµάνει.
Στις 29-9-1912 Χανιώτες φοιτητές συγκεντρώνονται στον Μητροπολιτικό
Ναό των Χανίων, όπου ψάλλεται κατανυκτική δέηση χοροστατούντος του
επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελου Νινολάκη, παλαιού
καθηγητού των περισσοτέρων εθελοντών φοιτητών από τότε που φοιτούσαν
στο «Γυµνάσιο Χανίων». Εκφωνούνται οι σχετικοί λόγοι από τον
χοροστατούντα επίσκοπο, τον πολιτευτή Αριστείδη Κριάρη και τον ποιητή
75
∆ηµήτρη Καλλιγιάννη. Εκ µέρους των αναχωρούντων µίλησε ο φοιτητής
Μιχάλης Φραντζεσκάκης (Κουµής, 1995). Αµέσως µετά οι Χανιώτες φοιτητές
επιβιβάζονται στο ατµόπλοιο «Νικόλαος» µέσω επιφηµιών χιλιάδων
Xανιωτών, που είχαν κατακλείσει την αποβάθρα για να αποχαιρετίσουν τους
εθελοντές φοιτητές (Κέρδος, 1913).
http://astypalaia.files.wordpress.com/2010/02/ipografes2.jpg
Μετά από είκοσι δύο ώρες ταξίδι, 117 Χανιώτες φοιτητές και σπουδαστές
φτάνουν στην Αθήνα, αναµένοντας στο µεταξύ και την άφιξη των
Ηρακλειωτών φοιτητών (Μπαδογιάννης, 1989). Είχαν να καυχώνται ότι ήταν
«οι πρώτοι εκ Κρήτης αναχωρούντες εθελοντές πολέµου» (Κουµής, 1995).
Στη συνέχεια συγκροτήθηκε Επιτροπή, η οποία επισκέφθηκε τον
Πρωθυπουργό και Υπουργό των Στρατιωτικών Ελευθέριο Βενιζέλο,
προκειµένου να τον παρακαλέσουν να τους κατατάξει «εν ιδιατέρω Λόχο,
λόγω της συναδελφότητας, της κοινής καταγωγής και φιλίας» (Κουµής, 1995).
Όπως µας διαβεβαιώνει ο εθελοντής φοιτητής της Νοµικής Προκόπης
Μπαδογιάννης «ο κ. Βενιζέλος ηυχαριστήθη δια την πρωτοβουλίαν των
Κρητών φοιτητών και διαβεβαίωσεν αυτούς ότι, όχι µόνον θα καταταχθώµεν
εις τον στρατόν, αλλά και ότι θα αποτελέσωµεν ίδιον φοιτητικόν εθελοντικόν
λόχον» (Μπαδογιάννης, 1989).
76
Γεώργιο Κολοκοτρώνη –γνωστό και ως «Τάγµα Κολοκοτρώνη»– απεστάλη
στο Μακεδονικό µέτωπο (8-10-1912), ενώ τα άλλα δύο Τάγµατα στο
Ηπειρωτικό Μέτωπο (14-10-1912). Ο Κρητικός Φοιτητικός Λόχος µαζί µε άλλα
εθελοντικά σώµατα συγκρότησαν εκ νέου το 1ο Τάγµα του Κρητικού
Συντάγµατος στην Ήπειρο σε αντικατάσταση του Τάγµατος που είχε
µεταφερθεί στη Μακεδονία (Αλεξάκης, 1967). ∆ιοικητής του εν λόγω Τάγµατος
ήταν ο Λοχαγός του Πεζικού Σταύρος Ρήγας, ενώ διοικητής του εθελοντικού
Λόχου των Κρητών φοιτητών ήταν ο έφεδρος Υπολοχαγός πεζικού Πέτρος
Σαλταµπάσης.
Στις 23/10/1913 και ύστερα από σύντοµη στρατιωτική εκπαίδευση (Κουµής,
1995. Καλλιβρετάκης, 1990) ο Κρητικός Φοιτητικός Λόχος αναχωρεί µε το
ατµόπλοιο «Ρούµελη» από Πειραιά για την Ήπειρο διαµέσου Πατρών. Στις
25/10/1912 φθάνει στην πόλη της Πρέβεζας (Καλλιβρετάκης, 1990). Από την
Πρέβεζα ο Φοιτητικός Λόχος προωθείται στην Άρτα και από εκεί στην πρώτη
γραµµή του Ηπειρωτικού µετώπου. Από την 1η Νοεµβρίου 1912 ο Κρητικός
Φοιτητικός Λόχος µετονοµάζεται σε 2ο Λόχο του 1ου Τάγµατος του
«Ανεξάρτητου Συντάγµατος Κρητών» (Κουµής, 1995).
Στις 29-11-1912 στη Μάχη των Πεστών ο Λόχος των Κρητών εθελοντών
φοιτητών θα λάβει το βάπτισµα του πυρός (Κουµής, 1995) και θα είναι αυτός
που θα εισέρθει πρώτος υπό τον γενναίο Λοχαγό Σταύρο Ρήγα στα Πεστά
(Πωλογιώργης, 1913). Στη µάχη των Πεστών ο φοιτητής Απόστολος
Χαζιράκης διακρίνεται για την ανδρεία του, καθώς «ευρεθείς αντιµέτωπος µε
Τούρκον αξιωµατικόν και σχεδόν µονοµαχήσας εφόνευσεν αυτόν δια της
λόγχης του, παραλαβών το ξίφος του και το πιστόλι…» (εφηµ. Ανεξάρτητος,
20/1/1913). Στη µάχη όµως των Πεστών ο «Ιερός Λόχος» των Κρητών
Φοιτητών θα έχει και τον πρώτο του νεκρό, τον φοιτητή της Νοµικής Νικόλαο
Σαµαριτάκη (Κουµής, 1995), ενώ τραυµατίστηκε «και ο Ταγµατάρχης του
φοιτητικού λόχου Σταύρος Ρήγας µε διαµπερές τραύµα επί της µιας παρειάς
εξελθόν από το κάτω µέρος του ωτός» (Αρχολέων, 1971).
77
λόχος των Κρητών Φοιτητών απέκρουσε τέσσερις επανειληµµένες εφόδους
των Τούρκων και τέλος επεχείρησε αντεπίθεση δια της λόγχης
(Λαγουµιτζάκης, 1915). Ο διοικητής τους Σταύρος Ρήγας «αναβάς εφ’ υψηλού
λίθου εβράβευσε την ψυχικήν ρώµην των εφήβων µας αναφωνήσας:
“Εσώσατε την τιµήν του στρατού µας, εσώσατε την Ήπειρον”» (Γενεράλις,
1926). Ηρωϊκή, όµως, αντίσταση πρόβαλε ο Λόχος των Κρητών Φοιτητών και
στη θέση Μάνδρες του Μπιζανίου (Μαγκρίνη, 1913. Κουµής, 1995. Κέδρος,
1913. Μαρκόπουλος 1913, ∆ηµοτάκης, 1914). Άγρυπνος επί έξι ηµέρες
συγκρατούσε ηρωϊκώς τις εφόδους των Τούρκων. Όταν, όµως, ο Λόχος των
Κρητών Φοιτητών αντικαταστάθηκε από διλοχία του Μηχανικού για ν’
αναπαυθεί η θέση κατελήφθη υπό του εχθρού (Γενεράλις, 1926). Παρά ταύτα,
οι Κρήτες φοιτητές καθοδηγούµενοι από τον Λοχαγό τους Πέτρο Σαλταµπάση
δεν δίστασαν να ενεργήσουν αντεπίθεση και ν’ ανακαταλάβουν εκ νέου τη
θέση (8-9/12/1912) (Κωνσταντινίδης, 1913).
78
Μετά την άλωση των Ιωαννίνων ο λόχος των Κρητών Φοιτητών συµµετείχε
από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 1913 στην απελευθέρωση µιας σειράς
πόλεων της Βορείου Ηπείρου (Καλπάκι, ∆ολιανά, Αργυρόκαστρο, Πρεµετή)
(Καλλιβρετάκης, 1990. Μπαδογιάννης, 1989). Ο λόχος των Κρητών Φοιτητών
θα συµµετάσχει, όµως, και στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεµο. Κύριος στόχος του
«Ανεξάρτητου Συντάγµατος Κρητών» κατά τη διάρκεια του Ελληνο-
Βουλγαρικού Πολέµου ήταν να ενισχύσει και να συµπληρώσει τις απώλειες
των µαχοµένων και ιδίως να καθαρίσει «την ύπαιθρο από τους
εναποµείναντες αντάρτες και δολιοφθορείς Βουλγάρους» (Αρχολέων, 1971).
http://2.bp.blogspot.com/-
PrRo7zkL1eU/TVUgIDyE1QI/AAAAAAAADag/r7qcIZmZxp4/s1600/images.jpeg
79
απόλυσής τους (Φ.Ε.Κ. 171/3-9-1913) και έχουν παραδώσει τον στρατιωτικό
τους οπλισµό.
Οι Κρήτες φοιτητές επιστρέφουν στη γενέτειρά τους µε τη συναίσθηση ότι
έχουν επιτελέσει το εθνικό τους χρέος· «Οι υπόδουλοι ηµείς της χθες
συνεισφέροµεν ό,τι δυνάµεθα εις τον πανάγιον εθνικόν αγώνα. Υπάρχει
µεγαλυτέρα ψυχική αγγαλίασις από του να απελευθερώνεις έναν λαόν, να
καθιστάς πολίτας ελευθέρους τα έως χθες δυστυχή όντα της δουλείας, να
µεταβάλης τα δάκρυα της απελπισίας τα πύρινα εις χαράν, τους στεναγµούς
της οδύνης εις στεναγµούς ανακουφίσεως; Ειπέτε µου υπάρχει;».
80
Παράρτηµα Α΄
Η ένωση της Κρήτης µε την Ελλάδα (1 Οκτωβρίου 1912)
Στις 23 Μαρτίου 1905 συνήλθε συνέλευση στο Θέρισο που κήρυξε «την
πολιτικήν ένωσιν της Κρήτης µετά της Ελλάδος εις εν µόνον ελεύθερον
συνταγµατικόν κράτος», έδωσε δε και σχετικό ψήφισµα στις Μεγάλες
∆υνάµεις, όπου υποστήριζε ότι το νόθο µεταβατικό καθεστώς εµπόδιζε την
οικονοµική ανάπτυξη του νησιού και η µόνη φυσική λύση του κρητικού
ζητήµατος ήταν η ένωση.
Στις 7 Απριλίου συνήλθε τακτική συνέλευση της κρητικής Βουλής στα Χανιά,
η οποία οµοίως κήρυξε την Ένωση ενώ ένας από τους συµβούλους του
Ύπατου Αρµοστή παραιτήθηκε και πήγε στο Θέρισο να ενωθεί µε τους
επαναστάτες. Οι Μεγάλες ∆υνάµεις απάντησαν στους επαναστάτες ότι θα
χρησιµοποιούσαν στρατεύµατα προκειµένου να επιβάλουν τις αποφάσεις
τους. Σε απάντηση οι περισσότεροι βουλευτές της τακτικής συνέλευσης
πήγαν στο Θέρισο να ενωθούν κι αυτοί µε τον Βενιζέλο.
Οι πρόξενοι των Μεγάλων ∆υνάµεων συναντήθηκαν µε τον Βενιζέλο στις
Μουρνιές, σε µια προσπάθεια να επιτευχθεί συµφωνία, χωρίς αποτέλεσµα. Η
επαναστατική κυβέρνηση ζήτησε να χορηγηθεί στην Κρήτη πολίτευµα
ανάλογο µ' αυτό της Ανατολικής Ρωµυλίας. Στις 18 Ιουλίου οι ∆υνάµεις
κήρυξαν τον στρατιωτικό νόµο, κάτι που δεν αποθάρρυνε τους επαναστάτες.
Στις 15 Αυγούστου η τακτική συνέλευση των Χανίων ψήφισε τις περισσότερες
από τις µεταρρυθµίσεις που ζητούσε ο Βενιζέλος.
Συναντήθηκαν και πάλι µαζί του οι πρόξενοι και έκαναν δεκτές τις
µεταρρυθµίσεις που πρότεινε. Αυτό οδήγησε στον τερµατισµό της
επανάστασης του Θερίσου και στην παραίτηση του Ύπατου Αρµοστή
Πρίγκιπα Γεωργίου. Οι Μεγάλες ∆υνάµεις ανέθεσαν στον Βασιλιά της
Ελλάδας Γεώργιο Α΄ να εκλέξει αυτός νέο Αρµοστή. Τοποθετήθηκε στη θέση
αυτή ο Αλέξανδρος Ζαΐµης ενώ επετράπη Έλληνες αξιωµατικοί και
υπαξιωµατικοί να αναλάβουν την οργάνωση της Κρητικής Χωροφυλακής.
Μόλις οργανώθηκε Χωροφυλακή άρχισαν να αποχωρούν τα ξένα
στρατεύµατα από το νησί.
Τον Σεπτέµβριο του 1908 ο αυτοκράτορας της Αυστρίας ανακοίνωσε την
προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και ο ηγεµόνας της Βουλγαρίας την
ανεξαρτησία της. Οι Κρητικοί δεν έχασαν την ευκαιρία. Στις 24 Σεπτεµβρίου
1908 ξέσπασε νέα επανάσταση στο νησί. Χιλιάδες πολίτες των Χανίων και
των γύρω περιοχών την ηµέρα αυτή συγκρότησαν συλλαλητήριο, στο οποίο ο
Βενιζέλος κήρυξε την οριστική ένωση της Κρήτης µε την µητέρα Ελλάδα.
Έχοντας συνεννοηθεί µε την κυβέρνηση της Αθήνας, ο Ζαΐµης αναχώρησε για
την πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους πριν από το συλλαλητήριο.
Συγκλήθηκε η συνέλευση και κήρυξε την ανεξαρτησία της Κρήτης, οι δηµόσιοι
υπάλληλοι ορκίσθηκαν πίστη στον Βασιλιά Γεώργιο Α΄ της Ελλάδας, ενώ
διορίστηκε πενταµελής εκτελεστική επιτροπή µε την εντολή να κυβερνήσει το
νησί εν ονόµατι του Βασιλιά των Ελλήνων και σύµφωνα µε τους νόµους του
ελληνικού κράτους. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Μιχελιδάκης µε τον
Βενιζέλο Υπουργό Εξωτερικών και ∆ικαιοσύνης. Υπό το βάρος των απειλών
της Τουρκίας, όµως, η πολιτική απόφαση δεν έγινε δεκτή».
81
Στις εκλογές για την κρητική Βουλή, τον Μάρτιο του 1910, ο Βενιζέλος
αναδείχτηκε Πρωθυπουργός της Κρήτης και µερικούς µήνες αργότερα, τον
Αύγουστο, βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου, σε µια προσπάθεια να
εκλεγούν Κρήτες στο Κοινοβούλιο της Ελλάδας και να ενισχυθεί η
προσπάθεια της Ένωσης. Στις εκλογές εκείνες εκλέχτηκαν, ως βουλευτές
Αττικοβοιωτίας, άλλοι 4 Κρήτες, µεταξύ αυτών ο Αντώνιος Μιχελιδάκης. Οι
τρεις όµως παραιτήθηκαν υπό τις τουρκικές απειλές για κατάληψη της
Θεσσαλίας. Παρέµειναν µόνο ο Βενιζέλος και ο Πωλογεώργης, που είχαν την
ελληνική υπηκοότητα.
Κρήτες στη Βουλή
Μετά την ανάδειξη του Ελευθερίου Βενιζέλου στη θέση του Πρωθυπουργού
της Ελλάδας, το αίτηµα της Ένωσης φυσικά αναθερµάνθηκε. Και η είσοδος
στην ελληνική Βουλή Κρητών βουλευτών θεωρήθηκε ως ένα µέσο για την
οριστική λύση του ζητήµατος.
Στις 19 Μαΐου 1912, όταν οι Κρήτες βουλευτές επιχείρησαν την είσοδό τους
στη Βουλή, ο Βενιζέλος απέτρεψε µια πρόωρη σύρραξη µε την Τουρκία,
διακόπτοντας τη σύνοδο µέχρι την 1η Οκτωβρίου, οπότε και δέχτηκε την
είσοδο των συµπατριωτών του.
82
Παράρτηµα Β΄
Άρθρον 5
83
Πρωτόκολλο Προσαρτηµένο στο άρθρο 5 της εν Βουκουρεστίω
Συνθήκης της 28 Ιουλίου (10 Αυγούστου) 1913
Η οροθετική γραµµή άρχεται επί της κορυφής της γραµµής του όρους
Μπέλλες από της βουλγαροσερβικής µεθορίου, ακολουθεί την
κορυφογραµµήν ταύτην, κατέρχεται κατόπιν την κορυφογραµµήν, ήτις
ευρίσκεται προς βορράν του Γιούργκλερι και προχωρεί µέχρι της συµβολής
του Στρυµόνος και της Βιστρίτζας, ανέρχεται την Βιστρίτζαν, είτε διευθύνεται
προς ανατολάς εις Τσινγκανέ-Καλεσί (1.500). Εκείθεν φθάνει εις την
κορυφογραµµήν του Αλή Μπουτούς (υψόµετρον 1.650) και ακολουθεί την
γραµµήν της διαχωρίσεως των υδάτων (υψόµετρα 1.820, 1.800, 713) και
Στράγκατς. Εκείθεν, ακολουθούσα πάντοτε την γραµµήν της διαχωρίσεως
των υδάτων διευθύνεται προς βορράν και έπειτα βορειοανατολικούς,
ακολουθούσα την γραµµήν της διαχωρίσεως των υδάτων µεταξύ των
υψοµέτρων 715, 660, εξικνουµένη εις τα υψόµετρα 1.150 και 1.152, όθεν,
ακολουθούσα την κορυφογραµµήν ανατολικώς του χωρίου Ρακίτση,
διέρχεται τον Νέστον, διευθύνεται προς την κορυφήν του Ρούζα και του
Ζελέζα, διέρχεται τον ∆έσπατ (Ράνα) Σουγιού και φθάνει και του Τσούκα.
Από του σηµείου τούτου ακολουθεί πάλιν την γραµµήν της διαχωρίσεως των
υδάτων και διερχόµενη διά Σίµκπκοβας-Καδδιρακαγιά (1.750), Αλβίκα ∆αγ
(1.517), Καγίν-Τσαλ (1.811), ∆εµπικλί (1.587), κατέρχεται προς νότον εις
υψόµετρον 985, στρεφόµενη προς ανατολάς, νοτίως του χωριού Κάροβο,
όθεν διευθύνεται προς ανατολάς, διέρχεται προς βορράν του χωρίου
Καϊµπόβα, ανέρχεται πάλι προς βορράν και διέρχεται διά των υψοµέτρων
1.450, 1.538, 1.350, και 1.845. Εκείθεν κατέρχεται προς νότον, διερχόµενη
διά της Τσίγκλας (1.750), Κουσλάρ (2.177). Από του Κουσλάρ η οροθετική
γραµµή ακολουθεί την γραµµήν της διαχωρίσεως των υδάτων του Νέστου
και του Ιάσι Εβρέν-ντερέ διά του όρους Ρουγιάν και φθάνει εις Αχλάτδαγί
(1.300), ακολουθεί την κορυφογραµµήν την διευθυνοµένην προς τον
σιδηροδροµικόν σταθµόν Οκ-Τσιλάρ (41), και από του σηµείου τούτου
ακολουθεί τον ρουν του Νέστου, καταλήγουσα εις το Αιγαίον Πέλαγος.
84
Παράρτηµα Γ΄
Εισαγωγή
Η Συνθήκη
85
παραχωρήσει η Οθωµανική Αυτοκρατορία όλα τα Ευρωπαϊκά εδάφη που
βρίσκονταν δυτικά της γραµµής Αίνος-Μήδεια, εκτός της Αλβανίας. Οι
Σύµµαχοι και η Τουρκία (άρθρο 3) ανέθεταν στις έξι Μεγάλες ∆υνάµεις (υπό
την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη που συνέχιζε τις συνοµιλίες), τη χάραξη των
συνόρων και το διακανονισµό των ζητηµάτων που αφορούσαν την Αλβανία,
καθώς τους παρείχαν τη δυνατότητα (άρθρο 5) να αποφανθούν για την τύχη
των ελληνικών νήσων του Αιγαίου, εκτός της Κρήτης (άρθρο 4) για την οποία
η Πύλη παραιτείτο «"υπέρ των συµµάχων Ηγεµόνων πάντων των επί της
Νήσου κυριαρχικών δικαιωµάτων της».
86
Παράρτηµα ∆΄
Ηµερολόγιο και έργα του 10ου Συντάγµατος Πεζικού κατά τους βαλκανικούς
πολέµους
Συγκρότηση Μεραρχίας
Γενική επιστράτευση
87
Στις 29 Σεπτεµβρίου διέσχισαν τον Ισθµό της Κορίνθου και το βράδυ
προσπέρασαν το τρικυµιώδες Σούνιο.
Στις 30 Σεπτεµβρίου στις 05:00 αγκυροβόλησαν πριν την Χαλκίδα
περιµένοντας επί πέντε ώρες την παλίρροια για να µπορέσουν να διασχίσουν
το στενό και να συνεχίσουν το ταξίδι τους φτάνοντας τελικά στον Βόλο στις
19:00 όπου και διανυκτέρευσαν.
Την επόµενη µέρα και µετά το µεσηµεριανό συσσίτιο το Σύνταγµα κατά τις
14:00 αναχώρησε οδοιπορικώς για το Βελεστίνο όπου και έφτασε στις 21:30
όπου και διανυκτέρευσε σε έναν λόφο µέσα σε αντίσκηνα. Η διαδροµή ήτανε
πολύ επίπονη. Στις 2 Οκτωβρίου στις 09:00 αναχώρησαν από το Βελεστίνο
για να φτάσουν στις 14:00 στην Γκερλή όπου και από εκεί αναχώρησαν στις
15:30 για να καταλήξουν στις 18:00 στην Ακερλή. Εκεί διανυκτέρευσαν σε
αντίσκηνα αλλά υπήρξε µεγάλο πρόβληµα από το διαπεραστικό κρύο που
επικρατούσε.
Την επόµενη µέρα αναχώρησαν στις 08:00 από την Ακερλή για να
καταλήξουν στις 12:00 στο Μαϊµούλι. Στις 14:30 αναχώρησαν και από εκεί για
να φτάσουν στις 17:00 στο Γιεµπεζλέρ όπου ήτανε ο χώρος συγκέντρωσης
της ΙΙΙ Μεραρχίας. Εκεί διανυκτέρευσε ολόκληρος ο σχηµατισµός. Στις 4
Οκτωβρίου αναχώρησαν στις 08:00 από το Γιεµπεζλέρ για να φτάσουν στην
Χασάντατα στις 12:00 και στις 16:00 αναχώρησαν ξανά για να καταλήξουν
στο Χατζή-Χαλάρ στις 17:30.
Την επόµενη µέρα αναχώρησαν και από εκεί στις 05:00 περνώντας µέσα
από το χωριό Αλµαλάρ. Στις 11:00 διέσχισαν τον ποταµό Πηνειό µέσο της
γέφυρας που υπήρχε στη θέση «Κουτσόχερο» στα στενά της «Μελούνας»
όπου εκεί ήτανε και τα ορόσηµα των Ελληνοτουρκικών συνόρων.
Εκεί εισχώρησαν στο εχθρικό έδαφος χωρίς καµία αντίσταση αφού οι
Τούρκοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και υποχώρησαν προς την Ελασσόνα.
Όταν οι άντρες εισέβαλαν στο εχθρικό έδαφος δάκρυσαν από ενθουσιασµό
αλλά και από συγκίνηση και ύψωσαν τα βλέµατά τους προς το Θεόν κάνοντας
το σηµείο του Σταυρού και παρακαλώντας Τον να τους ευλογήσει. Στις 17:00
έφτασαν στο τούρκικο χωριό ∆αµάσι όπου και διανυκτέρευσαν σε αντίσκηνα.
Στις 6 Οκτωβρίου στις 06:00 αναχώρησαν από το ∆αµάσι για να φτάσουν στις
09:00 στη Μιλόγουστα και µετά από ένα µικρό διάλλειµα αναχώρησαν ξανά
διασχίζοντας τα χωριά Αµούρ και ∆οµίνικο για να καταλήξουν στις 17:00 σε
έναν λόφο απέναντι από την Ελασσόνα όπου και διανυκτέρευσαν.
88
Μάχη Ελασσώνας-Σαρανταπόρου
89
µετά από σοβαρό τραυµατισµό και ο Λοχαγός του 5ου λόχου Γεώργιος
Μπίνας.
Αναφέρονται παρακάτω οι τραυµατίες τους οποίους έχει κατονοµάσει ο
∆ιοικητής του 10ου λόχου Σπυρίδων Βασιλάς:
1) Ταγµατάρχης Γκίλλιος Γεράσιµος
2) Λοχαγός Γρίβας Γεώργιος
3) Επιλοχίας Κατωπόδης Φ.
4) Λοχίας Γεωργογιάννης Ι.
5) ∆εκανέας Κοµπολίτης Ευστ.
6) Στρ Γραµµένος ∆.
7) Στρ Χαρτοφύλακας Α.
8) Στρ Μπούκας Γ.
9) Στρ Αρµένης Αλεξ.
10) Στρ Κοµιανός Σ.
11) Στρ Λαβράνος Ν.
12) Στρ ∆όνας ∆.
13) Στρ Μόσχος Αριστ.
14) Στρ Λάσκαρης Μιχ.
15) Στρ Ρουβάς Σ.
16) Στρ Χονδρογιάννης Γ.
17) Στρ Βλάχος Επαµ.
Οι µάχες είναι πια σκληρές και φονικές, αλλά ο εχθρός πρέπει να διαλυθεί
µε οποιοδήποτε κόστος. Έτσι, λοιπόν, ο Αρχηγός της Ελληνικής Στρατιάς
διέταξε τον ελιγµό των Μεραρχιών και την περικύκλωση των Τούρκικων
δυνάµεων.
90
Στο παραπάνω σχέδιο η ΙΙΙ Μεραρχία ξεκινάει µια εσπευσµένη πορεία προς
καταδίωξη του εχθρού. Το Σύνταγµα αποχωρεί από το Γλύκοβο µετά από την
χορήγηση πυροµαχικών που δέχεται και ακολουθεί τη Μεραρχία στην οποία
ανήκει. Στις 12:00 ξεκινάει η πορεία και συνεχίζεται ακόµα και τη νύχτα υπό
βροχή µέχρι που φτάσανε τα µεσάνυχτα στο χωριό Λαζαράδες και
ξεκουράστηκαν µέχρι τις 04:00 όπου και ξεκίνησαν για να καταλήξουν στις
12:00 στα Σέρβια.
Στις 12 του Οκτωβρίου επισκεύασαν τη γέφυρα του Αλιάκµονα για να την
διασχίσουν την επόµενη µέρα µε κατάληξη το χωριό Τσιτσιλέρ το απόγευµα.
Στις 14 του µηνός ξεκίνησαν στις 07:00 για το χωριό Τσερεκλή όπου
έφτασαν και εκεί απόγευµα περπατώντας µέσα στην παγωνιά.
Την επόµενη µέρα έφυγαν από το Τσερεκλή στις 07:00 για να φτάσουν
στους Μύλους το απόγευµα.
Στις 16 του Οκτωβρίου πέρασαν µέσα από τη Βέροια περπατώντας 14
ώρες και εγκαταστάθηκαν στο χωριό Ζούλα όπου έµειναν και την επόµενη
µέρα για να συνεχίσει το Σύνταγµα την πορεία του µέχρι τα Γιαννιτσά όπου
εκεί θα δίνονταν µια πολύ σοβαρή µάχη.
Η ΙΙΙ Μεραρχία ήτανε στην πρώτη γραµµή της µάχης αυτής και είχε
αναπτυχθεί από την προηγούµενη µέρα µε άξονα κατευθύνσεως τον δρόµο
έξω από τα Γιαννιτσά.
Στις 20 Οκτωβρίου στις 05:00 το Σύνταγµα άρχισε να βάλλεται από το
εχθρικό πυροβολικό αλλά όµως συνέχισε να προχωρά µε την κάλυψη του
πυροβολικού της Μεραρχίας. Το Σύνταγµα κάνοντας επίθεση και 3 τάγµατα
πίσω για την κάλυψή του κατάφερε στις 14:00 να φτάσει έξω από την πόλη µε
αυτοθυσία των αντρών του, αφού χρειάστηκε να πολεµήσουν µέσα σε
βάλτους και σε χαράδρες. Οι άντρες του Συντάγµατος έδειξαν πρωτοφανή
ανδρεία ώστε ο ίδιος ο ∆ιοικητής της Μεραρχίας τους έδωσε τα εγκάρδιά του
συγχαρητήρια για τη γενναία συµπεριφορά τους και τους παρουσίασε σαν
παράδειγµα προ µίµηση. Στις 14:15 λόχοι του συντάγµατος εισήλθαν στην
πόλη για να εµποδίσουν τυχόν αντεκδικήσεις κατά των Οθωµανών κατοίκων
και για την τήρηση της τάξης στην πόλη. Οι καιρικές συνθήκες ήτανε πολύ
άσχηµες λόγω ασταµάτητης βροχής. Τελικά ολόκληρο το Σύνταγµα στις 19:30
έφτασε στο Τσιφλίκι Κιρκαλόβου όπου και διανυκτέρευσε. Εκεί, παρέµειναν
όλη την επόµενη µέρα και στις 21 Οκτωβρίου στις 07:00 ξεκίνησαν για το
Κλειτσί στον ποταµό Αξιό όπου και έφτασαν µετά από πεντάωρη πορεία. Από
εκεί αναχώρησαν στις 25 Οκτωβρίου κάτω από ασταµάτητη βροχή για να
φτάσουν στο ∆ουρµουκλί και για να χρησιµοποιηθούν ως εµπροσθοφυλακή.
Στις 26 Οκτωβρίου στις 15:00 έχουµε το ιστορικό γεγονός της παράδοσης
της Θεσσαλονίκης από τον Αρχιστράτηγο Ταχσίν Πασσά και αµέσως µετά την
είσοδο του Ελληνικού Στρατού στην πόλη. Την επόµενη µέρα το Σύνταγµα
παρέµεινε στο χωριό Αρακλί και στρατοπέδευσε µέχρι τις 30 του µηνός.
91
µετά από πεντάωρη πορεία έφτασε στο Τοψί και ακολούθως την επόµενη
µέρα µε ολοήµερη επίπονη πορεία κατέληξαν το βράδυ στο Βάλιδτζαν.
Στις 1 Νοεµβρίου ξανά µε πολύωρη πορεία έφτασαν το βράδυ στη
Σφετεκλή και την επόµενη µέρα µετάβηκαν και στρατοπέδευσαν στα Βοδενά.
Στις 3 Νοεµβρίου αναχώρησαν µε κατεύθυνση το Τέχοβο στο όρος Νίσσο
µε µια µικρή ανάπαυση το µεσηµέρι στο σιδηροδροµικό σταθµό στη Βλάδοβα.
Εκεί πραγµατοποιήθηκε επίθεση από εχθρικά τµήµατα προς Ελληνικά
τµήµατα, τα οποία αντικαταστάθηκαν στις 16:30 από το 3ο Τάγµα του
Συντάγµατος κάτω από ασταµάτητους πυροβολισµούς από τον εχθρό. Την
επόµενη µέρα από το πρωί ο εχθρός επιτέθηκε σφοδρά στο 3ο Τάγµα και η
µάχη κράτησε µέχρι τις 12:00 όπου οι λόχοι επιτέθηκαν δια της λόγχης και
έτρεψαν τον εχθρό σε άτακτη φυγή.
Στις 5 Νοεµβρίου το Σύνταγµα µε εξαντλητική πορεία και κάτω από
ασταµάτητη βροχή κατευθύνθηκε στο Οσλόπ όπου και στρατοπέδευσε για να
καταλήξουν την επόµενη στις 15:00 στην Κορνίκοβα. Το επόµενο πρωί µε
εξαντλητική πορεία για άλλη µια φορά και κάτω υπό βροχή και ενώ οι άντρες
χρειάστηκε µέχρι και να κολυµπήσουν στον Βόρβορο έφτασαν τελικά το
βράδυ στο καµένο χωριό Εξίσουι και την επόµενη µέρα το Σύνταγµα
κατευθύνθηκε µε πορεία στο Ζελενίτσι όπου και στρατοπέδευσε για δυο
µέρες.
Στις 11 Νοεµβρίου µετά από επίπονη πορεία πάνω στα βουνά έφτασαν
τελικά στις 21:00 στην Ζαγωρίτσαινα. Η συνολική απόσταση που είχε διανύσει
το Σύνταγµα ήταν πάνω από 220 χλµ. Στο σηµείο αυτό έχουµε το γεγονός της
απελευθερώσεως της Καστοριάς: όταν εµφανίστηκε η ελληνική δύναµη ο
εχθρός εγκατέλειψε την πόλη άτακτα και χωρίς αντίσταση. Εκεί, έµειναν οι
δυνάµεις της Μεραρχίας µέχρι τις 30 Νοεµβρίου όπου και δόθηκε διαταγή να
κατευθυνθούν στα στενά του Μοραύα στο όρος Γράµµος µε εµπροσθοφυλακή
το Σύνταγµα και µια ορεινή πυροβολαρχία.
Στις 4 ∆εκεµβρίου το Σύνταγµα κατέληξε στο χωριό Νοβοσέλο και
στρατοπέδευσε, ενώ οι καιρικές συνθήκες ήταν ακραίες λόγω χιονιού.
Στις 5 ∆εκεµβρίου έχουµε την επίθεση της Μεραρχίας προς το χωριό
Πολόσκα µε πλαγιοφυλακή σε απόσταση 1.500 µέτρων το 1ο Τάγµα του
Συντάγµατος, το οποίο δέχτηκε επίθεση στον ποταµό ∆εβόλ, δίπλα από το
χωριό Ντόµπριακ. Το Τάγµα αντεπιτέθηκε µε τον 3ο και 4ο λόχο και η µάχη
ήτανε σφοδρή ενώ ο 1ος και 2ος λόχος κάλυψαν τους άλλους λόχους από το
χωριό Μπράτζανι αλλά ο εχθρός τους κύκλωσε επικίνδυνα µε αρχηγό τον
περιβόητο λήσταρχο Σαλή Μπούτκα που ήταν ο τρόµος των χριστιανών της
περιοχής. Ο 1ος λόχος δίνοντας µάχη µέχρι τις 15:30 απέκρουσε δια της
λόγχης πολλές επιθέσεις του εχθρού, ενώ όλο το Τάγµα δεχόταν συνεχείς
ριπές από το εχθρικό Πεζικό και Πυροβολικό και αναγκάστηκε να αναφέρει
στον ∆ιοικητή της Μεραρχίας ότι βρίσκεται σε δεινή θέση. Τότε το Πυροβολικό
υποστήριξε τον αγώνα του Τάγµατος µε αποτέλεσµα την άµεση υποχώρηση
του εχθρού.
Το Τάγµα επέστρεψε στις 16:30 µε πάρα πολλές απώλειες. Οι άντρες που
µας δίνει ο Σπυρίδων Βασιλάς ∆ιοικητής του 1ου Τάγµατος είναι οι εξής:
1) Στρ Χειµαριός Κ.
2) Στρ Γραµµένος Χρήστος.
Τεθέντες εκτός µάχης
1) Στρ Παντελιός Ν.
2) Στρ Κοντοσώρος Α.
92
3) Στρ Μεσηµέρης Β.
4) Στρ Σαούλης Κ.
5) Στρ Πάγκαλος Ι.
6) Στρ Κληρονόµος Αλ.
7) Στρ Γκογκάκης Ν.
8) Στρ Χειµαριός Γ.
9) Στρ Φακιολάς Αλ.
93
Η µεταστάθµευση της ΙΙΙ Μεραρχίας στη Θεσσαλονίκη
Η ΙΙΙ Μεραρχία έλαβε µέρος στην επίθεση κατά του Κιλκίς από την αριστερή
µεριά της επιθετικής παράταξης, έχοντας παραδίπλα της στα αριστερά της την
Ταξιαρχία Ιππικού. Στις 20 Ιουνίου στις 07:30 η Μεραρχία έκανε προέλαση
από το Αβρέτ-Ισσάρ προς το Κιλκίς διαθέτοντας το 10ο και το 12ο Σύνταγµα
Πεζικού για την πρώτη γραµµή της µάχης αφήνοντας πίσω για εφεδρεία το 6ο
Σύνταγµα. Στις 09:00 ξεκίνησε σφοδρή µάχη µε τα αντίπαλα πυροβολικά να
βάλλουν ασταµάτητα. Το 10ο Σύνταγµα ξεκίνησε από το φρούριο Αβρέτ-Ισάρ
σε ευρεία διπλή φάλαγγα, αλλά όταν εισήλθε στη φονική ζώνη του εχθρικού
πυροβολικού, υπέστη µεγάλη καταστροφή και µε αστραπιαίες κινήσεις οι
άντρες ακολουθώντας τους ηγήτορές τους αντεπιτέθηκαν βάλλοντας προς τον
εχθρό. Η µάχη ήταν σκληρή και άνιση, το Σύνταγµα όµως συνέχισε να
94
αντιµετωπίζει την εχθρική πυροβολαρχία µέχρι που στις 16:00 η Μεραρχία
απέστειλε ενισχύσεις και ακολούθως στις 17:00 το Μεραρχιακό πυροβολικό
έβαλλε κατά του εχθρού µε αποτέλεσµα οι Βούλγαροι να διαφύγουν άτακτα
και διασπαρµένα έχοντας πολλές απώλειες. Όµως και πάλι στις 19:15 από το
ύψωµα του Κιλκίς άλλη µια εχθρική πυροβολαρχία άρχισε να βάλλει κατά του
Συντάγµατος, χωρίς όµως αποτέλεσµα. Η µάχη σταµάτησε λόγω της νύχτας,
αλλά το Σύνταγµα ήταν σε αυξηµένη επιφυλακή.
Στις 21 Ιουνίου από τα ξηµερώµατα, το Σύνταγµα ήταν σε αναµονή µέχρι τις
11:30 οπόταν και επιτέθηκε προς τον εχθρό και µετά από δυο ώρες εισήλθε
στο χωριό Γιαννές ενώ υποχώρησε ο εχθρικός όγκος ο οποίος αποτελειώθηκε
από το πυροβολικό µε τη συνδροµή του Συντάγµατος του οποίου οι άντρες
είχαν αναλάβει ρόλο πυροβολιτή. Τότε ο εχθρικός στρατός εγκαταστάθηκε στη
∆οϊράνη όπου από εκεί θα έκανε έφοδο σε όλη τη Μεραρχία.
Η ΙΙΙ Μεραρχία µετά από εξάωρη επίπονη πορεία σταµάτησε για ανάπαυση
στον σιδηροδροµικό σταθµό και εκεί σε ανύποπτο χρόνο το εχθρικό
πυροβολικό άρχισε να βάλλει κατά παντού. Τότε επικράτησε µεγάλη σύγχυση
και αµηχανία. Μόνο το 10ο Σύνταγµα παρέµεινε παραδειγµατικά ψύχραιµο και
ταχύτατα οργανώθηκε σε θέση µάχης. Στις 15:00 άρχισε µονοµαχία ανάµεσα
στα αντίπαλα πυροβολικά µέχρι που νύχτωσε. Στις 05:00 το Σύνταγµα
διατέθηκε ως στήριγµα των υπολοίπων Συνταγµάτων της Μεραρχίας που
µάχονταν και στις 12:45 καταδίωξε δια της λόγχης τα υποχωρούντα πια
εχθρικά τµήµατα µέχρι τις 14:00 που τελικά ο εχθρός εγκατέλειψε τη ∆οϊράνη
και κατατροπώθηκε εν συνεχεία από το πυροβολικό.
95
θέσεις του µέχρι που στις 16:00 οι Βούλγαροι άρχισαν να υποχωρούν και
τελικά στις 17:30 διέφυγαν άτακτα εγκαταλείποντας το πεδίο της µάχης ενώ το
Σύνταγµα τους σφυροκοπούσε χωρίς έλεος µέχρι που στις 19:00 διακόπηκε η
µάχη. Στις 29 Ιουνίου στις 09:00 το Σύνταγµα ξεκίνησε πορεία για να
καταλήξει στις 16:00 στην Στρώµνιτσα. Ένα αναπάντεχο όµως γεγονός
κλόνισε το ηθικό των αντρών του Συντάγµατος, αφού σηµειώθηκαν έντεκα
κρούσµατα χολέρας.
Στις 5 Ιουλίου το Σύνταγµα ξεκίνησε στις 05:30 ως εµπροσθοφυλακή της
Μεραρχίας και ενεπλάκη στα υψώµατα Τζουµά µε τον εχθρό σε µια µάχη που
κράτησε µέχρι τις 16:00 όπου και ο εχθρός εγκατέλειψε τις θέσεις του και
υποχώρησε προς Ρόµποβο-Οµιλιάνο-Πέτσοβο.
Στις 6 Ιουλίου αποφασίστηκε γενική επίθεση στα παραπάνω χωριά και το
Σύνταγµα αποτελούσε την εφεδρική δύναµη της Μεραρχίας και όλες οι
δυνάµεις ήταν σε γενική επιφυλακή µέχρι τις 04:00 τα ξηµερώµατα που
άρχισε η επίθεση.
Στις 8 Ιουλίου το 3ο Τάγµα υπό τον Λοχαγό Αρ. Χασαπίδη µε αιφνιδιαστική
επίθεση έπληξε εχθρικά τµήµατα µέσα στα χαρακώµατά τους.
Στις 18 Ιουλίου υπογράφηκε πενθήµερος ανακωχή και στις 23 νέα
τριήµερος ανακωχή.
Στις 27 Ιουλίου υπογράφτηκε η προκαταρκτική και στις 28 Ιουλίου στις
10:30 η οριστική ειρήνη µε τα σύνορα της νέας Ελλάδας.
96
Υποδοχή του Συντάγµατος στην Κέρκυρα
97
«Παιδιά µου ένδοξα και τιµηµένα. Ο αδελφικός ασπασµός, τον οποίο δίνω
προς το γενναίο ∆ιοικητή σας, είναι το γλυκοφίληµα της µάνας, ο θερµός
ασπασµός της λατρευτής µας Κέρκυρας, τον οποίο στην επιστροφή σας
σήµερα σας δίνει µέσα από εµένα, ενθουσιασµένη για τα µεγαλουργήµατά
σας, υπερήφανη για τον ηρωισµό σας, ευγνωµονούσα για τις µεγάλες σας
θυσίες. Συνοδευµένοι από την ευλογία της θρησκείας µας, τη βοήθεια Του
Θεού και του Προστάτη του νησιού µας, και την ευχή των συµπολιτών σας,
φύγατε προ 14 µηνών, πρόθυµοι της πατρίδας υπερασπιστές και γυρίζετε
σήµερα ελευθερωτές δοξασµένοι. Κατά το µικρό διάστηµα της εκστρατείας,
εργαστήκατε υπεράνθρωπα σε δυο πολέµους, για το µεγαλείο της πατρίδας
και επανερχόµενοι σήµερα στην αγκαλιά µας, φέρνετε µαζί σας τον
ενθουσιασµό και την ευγνωµοσύνη του Πανελληνίου και το θαυµασµό του
κόσµου όλου. Τιµηµένοι στρατιώτες του γενναίου αρχηγού σας Αναστασίου
Παπούλα και των ανδρείων Αξιωµατικών του ηρωικού Συντάγµατός σας,
αναδείξατε θριαµβευτικά την Κερκυραϊκή ανδρεία, τιµώντας και όλη την
Πατρίδα. Στεφανωµένη µε τη δάφνη της Νίκης, µας ξαναφέρνετε την ένδοξη
Σηµαία του Κερκυραϊκού Συντάγµατος, Σώµατος ηρωικού της ενθουσιώδους
και πειθαρχικής τρίτης Μεραρχίας, την οποία και ο ∆ήµος Κερκυραίων
ευγνωµονώντας, την στεφάνωσε σήµερα µε ασηµένιο δάφνινο στεφάνι και
επανέρχεστε στην ιδιαίτερή σας Πατρίδα µε το µέτωπο γεµάτο υπερηφάνεια,
και είστε δίκαια υπερήφανοι, γιατί από τους αγώνες σας και τον ηρωισµό σας,
µεγαλώσατε την Πατρίδα µας, λαµπρύνατε µαζί µε τον υπόλοιπο στρατό µε
χρυσές σελίδες την νεότερή µας ιστορία, διδάξατε τον κόσµο, πως οι Έλληνες
µάχονται υπέρ Πατρίδος και πως οι Κερκυραίοι πεθαίνουν µε το τραγούδι στο
στόµα. Ήταν η εκδήλωση της Κερκυραϊκής γενναιότητας που είναι προς την
Πατρίδα το υπέρτατο καθήκον και µπροστά στον θάνατο τραγουδάει σαν
αηδόνι. Το έργο όλων εκείνων, οι οποίοι συγκροτούν τις πολεµικές δυνάµεις
της χώρας, το έργο του µεγάλου Στρατηλάτη και Ελευθερωτή Βασιλέα,
υπήρξε µέγιστο, η σηµερινή µέρα δε, ηµέρα χαράς µεν και αγαλλίασης για την
επιστροφή σας, αιωνίου όµως και ιερού µνηµόσυνου για εκείνους, οι οποίοι
δεν γύρισαν σήµερα µαζί σας, αποτελώντας ιστορικό γεγονός από τα
συγκινητικότερα, θα χρησιµεύσει σαν παράδειγµα για τους µεταγενέστερους,
οι οποίοι στο µέλλον, θα ευλογούν πάντα το όνοµά σας, θα δοξάζουν την
ένδοξή σας Σηµαία και θα λατρεύουν τον Μεγάλο Αρχιστράτηγο και Εθνάρχη
Βασιλέα.
Ζήτω το 10ο Πεζικό Σύνταγµα!
Ζήτω ο Ελευθερωτής Βασιλεύς»
98
Οι νεκροί Κερκυραίοι που έπεσαν ένδοξα κατά τους Βαλκανικούς πολέµους
1912-1913
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ
1) Λοχαγός Μπίνας Γεώργιος (Σαραντάπορο 9-10-12)
2) Υπολοχαγος Πούλος Κων/νος ( » 9-10-12)
3) » Μπάκας …. (Κορυτσά Νοέµβριος 1912)
99
2) Στρ Βάρθης Βασίλειος (Σαραντάπορο 1912)
3) Στρ Σκορδίλης Νικόλαος (Σαραντάπορο 1912)
100
για την Αθήνα. Ο διοικητής Πολύζος, συµµετείχε µετά στην κυβέρνηση
Τσακαλώτου, η οποία αντικατέστησε την εξόριστη στο Κάιρο επίσηµη
Ελληνική Κυβέρνηση, κατά το διάστηµα τής Γερµανικής κατοχής. Μπορεί η
Κέρκυρα να παραδόθηκε στους Ιταλούς, το ένδοξο όµως 10ο Πεζικό
Σύνταγµα, δεν παραδόθηκε ποτέ. Ο διοικητής του, ο ηρωικός
συνταγµατάρχης Πολύζος, δεν υπέγραψε ποτέ το κείµενο της παραδόσεως
της Κέρκυρας στους Ιταλούς.
Το κείµενο της παραδόσεως, το υπέγραψαν, ο νοµάρχης Κερκύρας και ο
φρούραρχος και διευθυντής της στρατολογίας. Μόνον αυτοί!! Το παλαιό
ενετικό φρούριο, παρεδόθη στους Ιταλούς, µε την οικειοθελή παράδοση της
φρουράς του και µόνον.
101
Παράρτηµα Ε΄
Σχεδιαγράµµατα επιχειρήσεων
102
Μάχη Πεστών
103
Πρώτη επίθεση κατά Μανολιάσας και Μπιζανίου-Πρώτη τουρκική
αντεπίθεση
104
Επίθεση κατά της οχυρωµένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων στις 7
Ιανουαρίου του 1913
105
Επίθεση κατά της οχυρωµένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων στις 20
Φεβρουαρίου του 1913
106
Εκκαθάριση Ηπείρου
107
Βιβλιογραφία
• http://astypalaia.wordpress.com
• http://www.elemedu.upatras.gr/eriande/synedria/synedrio4/praktika1/ka
rkanis.htm
• Σταύρος Κελαϊδής: «Εθελοντικά Σώµατα Κρητών εν Μακεδονία, ήτοι
δράσις αυτών κατά τον Βαλκανοτουρκικόν Πόλεµον», Αθήνα 1913.
• Πάρη Κελαϊδή: «Κρητικοί εθελοντές στους απελευθερωτικούς πολέµους
1912-913»
• Περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΚΑ εφηµερίδας Ελευθεροτυπία, τεύχος 24, 30
Μαρτίου 2000
• Ιωάννης Αλεξάκης: «Ο Νοµός Ηρακλείου και ο στρατός του εν ειρήνη
και εν πολέµω».
• Ιωάννης Αλεξάκης: «Ο πρώτος στρατός της Κρήτης. Η Κρητική
Πολιτοφυλακή».
• Συνδέσµου Εφέδρων Αξιωµατικών Κερκύρας, στις 12 Σεπτ. 1929
• Βελλιανίτης, Θεόδωρος, Κλαδάς, Νικόλαος κ.ά., Βαλκάνια. Οι
Βαλκανικοί και οι Ελληνοτουρκικοί Πόλεµοι Εκδόσεις
ΜΕ∆ΟΥΣΑ/ΣΕΛΑΣ, Αθήνα 1999.
• Γενικό Επιτελείο Στρατού/∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Επίτοµη
Ιστορία των Βαλκανικών Πολέµων 1912-1913, Αθήνα 1987.
• Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέµους του 1912-1913,
τόµος Α΄, Αθήνα 1988.
• Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέµους του 1912-1913,
τόµος Β΄, Αθήνα 1991.
• Γενικόν Επιτελείον Στρατού-Πολεµική Έκθεσις, Ο Ελληνικός Στρατός
κατά τους Βαλκανικούς Πολέµους του 1912-1913, Παράρτηµα, τόµος
Β΄, εν Αθήναις 1932.
• Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέµους του 1912-1913,
Παράρτηµα, τόµος Α΄, εν Αθήναις 1940.
• Γεραµάνης, Αθανάσιος, Αντγος ε.α., Πολεµική Ιστορία Νεωτέρας
Ελλάδος. Βαλκανικοί Πόλεµοι 1912-1913, Αθήνα 1980.
• Hall, R.C., The Balkan Wars, 1912-1913. Prelude to the First World
War, London-New York 2000.
• Οικονόµου, Νικόλαος, «Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος», Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, τόµος Ι∆΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, 289-330
• Ζαννή Καµπούρη, «Τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας στη
Λέσβο», Λεσβιακά, τόµος ∆΄, Μυτιλήνη 1962, σ. 102-188
• ΓΕΣ, «Η απελευθέρωσις της Λέσβου», Λεσβιακά, τόµος ∆΄, Μυτιλήνη
1962, σ. 189-197
• Φ. ∆ήµου, Γ.Καραµάνου, Α. Παρασκευαιδη, «Η Λέσβος τις µέρες της
απελευθέρωσης», Λεσβιακά, τόµος ∆΄, Μυτιλήνη 1962, σ. 198-228
• Πινακοθήκη µε θέµα τους Βαλκανικούς πολέµους
• Οι Βαλκανικοί πόλεµοι (περ. Ιστορία)
• Βαλκανικοί Πόλεµοι (1912-1913) από τη ∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού /
ΓΕΣ.
• Έκθεσις της Πολεµικής Ιστορίας των Ελλήνων: Έκδοση 1970 ΓΕΣ.
108
• Η Ελλάδα των Βαλκανικών Πολέµων, 1910-1914. Εταιρεία
Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου: 1993. Ελένη Γαρδήκα Κατσιαδάκη
& Λύντια Τρίζα (επιµ. έκδ.) Αθήνα.
• Γενικόν Επιτελείον Στρατού. Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους
Βαλκανικούς Πολέµους 1912-1913. Τόµοι Α΄-Γ΄.
• The diplomacy of the Balkan Wars, 1912-1912. Campridge. Harward
University Press. 1938 (Αγγλικά).
109
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ
ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ
Του:
1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σκοπός αυτής της εργασίας είναι η παρουσίαση της συµβολής του Πεζικού
κατά τον Πρώτο και ∆εύτερο Βαλκανικό Πόλεµο.
Αναµφίβολα η σταθερή απόφαση των χριστιανικών βαλκανικών κρατών να
συµπαρασταθούν στους αλύτρωτους οµοεθνείς τους, που εξακολουθούσαν να
βρίσκονται κάτω από τον τουρκικό ζυγό ήταν σηµαντική και καθοριστική.
Πράγµατι, τα βαλκανικά κράτη, αφότου απέκτησαν σταδιακά την
ανεξαρτησία τους από την Οθωµανική Αυτοκρατορία, στη διάρκεια του 19ου
αιώνα, άρχισαν να αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα για τη βελτίωση της
καταστάσεως των υπόδουλων αδελφών τους και τη δηµιουργία προϋποθέσεων
για την προβολή των διεκδικήσεών τους στα τουρκοκρατούµενα ακόµα εδάφη.
Ωστόσο, από τις αρχές του 1912 η κατάσταση για τους χριστιανικούς
πληθυσµούς των εδαφών αυτών άρχισε να γίνεται απελπιστική, εξαιτίας της
τουρκικής συµπεριφοράς και αδιαλλαξίας. Παρά τις φιλελεύθερες µεταρρυθµίσεις
που είχαν εξαγγείλει οι Νεότουρκοι µετά την επικράτηση του κινήµατός τους τον
Ιούλιο του 1908, οι πιέσεις σε βάρος των χριστιανών συνεχώς αύξαναν και ο
κίνδυνος αφανισµού τους ηµέρα µε την ηµέρα γινόταν και πιο µεγάλος.
Συνέπεια αυτού ήταν τα χριστιανικά βαλκανικά κράτη να παραµερίσουν τις
µεταξύ τους διαφορές προκειµένου να αντιµετωπίσουν την Τουρκία, ως κοινό
πλέον εχθρό. Έτσι, στις 29 Φεβρουαρίου 1912, υπογράφτηκε συνθήκη αµυντικής
συµµαχίας µεταξύ της Σερβίας και της Βουλγαρίας και στις 16 Μαΐου του ίδιου
έτους υπογράφτηκε συνθήκη µεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας. Επιπλέον
τα κράτη αυτά συνήψαν και διάφορες µεταξύ τους στρατιωτικές συµφωνίες, µε τις
οποίες αναλάµβαναν την υποχρέωση της αµοιβαίας υποστηρίξεως σε περίπτωση
πολέµου µε την Τουρκία.
Παράλληλα το Μαυροβούνιο, που είχε εκδηλώσει ανεπιφύλακτα την
επιθυµία του να πάρει µέρος σε οποιοδήποτε συνασπισµό κατά της Τουρκίας,
υπέγραψε τον Σεπτέµβριο του 1912 αντίστοιχη συµφωνία µε τη Σερβία. Έτσι, και
τα τέσσερα χριστιανικά κράτη βρέθηκαν, στις αρχές του Φθινοπώρου του 1912,
συνενωµένα και αλληλέγγυα κατά της Τουρκίας.
Η αντίδραση της Τουρκίας, στη δραστηριότητα αυτή των βαλκανικών
κρατών, εκδηλώθηκε άµεσα και δυναµικά µε την ενίσχυση των παραµεθόριων
φρουρών και τη µετακίνηση, µε το πρόσχηµα διεξαγωγής στρατιωτικών
ασκήσεων, σηµαντικών δυνάµεων από την Ανατολή στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Σε απάντηση τα βαλκανικά κράτη κήρυξαν γενική επιστράτευση και το
Μαυροβούνιο, λαµβάνοντας την πρωτοβουλία, κήρυξε πρώτο, στις 25
Σεπτεµβρίου, τον πόλεµο κατά της Τουρκίας.
Πέντε µέρες αργότερα η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα, µε έντονη
διακοίνωσή τους ζήτησαν από την Τουρκία να επιφέρει ριζικές µεταρρυθµίσεις στη
διοίκηση των χριστιανών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Το ύφος όµως και το
περιεχόµενο της διακοινώσεως αυτής προεξοφλούσε την απόρριψή της, πράγµα
στο οποίο άλλωστε και απέβλεπε. Αυτό και έγινε.
Ο πόλεµος ήδη, µεταξύ των Βαλκανικών Συµµάχων και της Τουρκίας ήταν
αναπόφευκτος. Έτσι, στις 5 Οκτωβρίου του 1912 άρχιζαν οι πολεµικές
επιχειρήσεις, µε τον Ελληνικό Στρατό να ενεργεί προς τη Μακεδονία και την
Ήπειρο, το Βουλγαρικό προς την Ανατολική Θράκη και το Σερβικό προς τα
Σκόπια και το Μοναστήρι.
2
ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1897
3
υπερκέραση την αριστερή πλευρά της ελληνικής παρατάξεως. Επακολούθησαν
σφοδρές µάχες, κατά τις οποίες οι Έλληνες πολέµησαν µε γενναιότητα.
∆υστυχώς, όµως, άρχισαν να παρουσιάζονται ελλείψεις σε τρόφιµα και
πυροµαχικά, µε αποτέλεσµα να αποφασισθεί ορθώς η σύµπτυξη των ηµετέρων
στρατευµάτων προς τον ∆οµικό. Ταυτόχρονα, υπεχώρησε και το απόσπασµα
Σµολένσκι (το οποίο υπεράσπιζε τον Βόλο) προς τον Αλµυρό.
Στον ∆οµικό, δόθηκε η τελευταία µάχη του πολέµου. Το έδαφος ήταν
πρόσφορο για τους Έλληνες, αλλά οι Τούρκοι υπερείχαν συντριπτικά σε άνδρες
και δύναµη πυρός, ενώ και το ηθικό τους ήταν ακµαίο. Τελικώς, λόγω και των
σοβαρών τακτικών σφαλµάτων των Ελλήνων (ιδίως του διοικητή της 2ης
Ταξιαρχίας), τα ηµέτερα τµήµατα υποχρεώθηκαν να συµπτυχθούν προς Νότον εν
πλήρη αταξία. Στο µέτωπο της Ηπείρου, τα ελληνικά στρατεύµατα κατάφεραν να
αποκρούσουν µια εχθρική επίθεση για την κατάληψη της Άρτας. Αργότερα, τα
φίλια τµήµατα επετέθησαν στον εχθρό στο Γκρίµποβο αλλά δεν µπόρεσαν να
διασπάσουν τις γραµµές του. Ταυτόχρονα, απέτυχε µία επιχείρηση προελάσεως
προς την Πρέβεζα. Την 7η Μαΐου, ανεστάλησαν οι εχθροπραξίες και λίγο
αργότερα υπεγράφη ανακωχή. Την 22α Νοεµβρίου/4η ∆εκεµβρίου 1897, συνήφθη
η ελληνοτουρκική συνθήκη ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη.
4
περίπτωση επιθέσεως τρίτου κράτους. Υπήρχε, όµως, και µια µυστική προσθήκη,
η οποία καθόριζε τη δράση των στρατευµάτων των δύο κρατών σε περίπτωση
περιπλοκών στη Βαλκανική και δη στο εσωτερικό της Οθωµανικής
Αυτοκρατορίας. Κατ’ ουσίαν, επρόκειτο για ένα µοίρασµα της Μακεδονίας σε
γενικές όµως γραµµές. Μάλιστα, η τύχη ενός µεγάλου τµήµατος αυτής δεν
διευκρινιζόταν αλλά θα επαφιόταν στην επιδιαιτησία του Τσάρου, υπό την
προϋπόθεση ότι δεν θα ήταν δυνατή η αυτονοµία της. Λίγες βδοµάδες αργότερα,
υπεγράφη και µια ειδική στρατιωτική σύµβαση. Αν και το µεγαλύτερο µέρος των
δύο συνθηκών ήταν µυστικό, το περιεχόµενό τους διέρρευσε στο Λονδίνο.
Σύντοµα, η Αθήνα πληροφορήθηκε τα τεκταινόµενα και δικαιολογηµένα
ανησύχησε αφού επεχειρείτο ο διαµελισµός της Μακεδονίας. Ερήµην της. Η
Ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη προσπαθήσει να προσεγγίσει την αντίστοιχη
βουλγαρική αλλά η Σόφια κωλυσιεργούσε προκειµένου να ευοδωθούν οι
συνοµιλίες της µε το Βελιγράδι και να µπορέσει να διαπραγµατευθεί µε την Αθήνα
µε θέση ισχύος. Άλλωστε, οι Βούλγαροι αντιµετώπιζαν απαξιωτικά τις
στρατιωτικές ικανότητες των Ελλήνων, µετά τον πόλεµο του 1897. Την 6η/19η
Μαρτίου, η Αθήνα υπέβλεπε ένα σχέδιο συµφωνίας, το οποίο συνήντησε την
ευνοϊκή αντιµετώπιση της Σόφιας. Αµέσως, ξεκίνησαν διαπραγµατεύσεις µεταξύ
της βουλγαρικής κυβερνήσεως και του Έλληνα πρεσβευτή ∆ηµητρίου Πανά.
Τελικώς, στη βουλγαρική πρωτεύουσα εστάλη ο υπασπιστής του Έλληνα
πρωθυπουργού Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος προέβη στη διευθέτηση των
τελευταίων εκκρεµών ζητηµάτων. Τελικώς, την 16η/29η Μαΐου 1912, υπεγράφη
ένα αµυντικό σύµφωνο µεταξύ Αθηνών και Σόφιας. Το σύµφωνο αυτό προέβλεπε
ότι οι κυβερνήσεις των δύο συµβαλλόµενων κρατών θα ασκούσαν πιέσεις στους
οµοεθνείς τους, οι οποίοι διαβιούσαν στην επικράτεια της Οθωµανικής
Αυτοκρατορίας προκειµένου να συνυπάρξουν ειρηνικά. Επιπλέον, τα δύο κράτη
θα αλληλοβοηθούνταν, εάν ένα εκ των δύο δεχόταν επίθεση από τους
Οθωµανούς. Επίσης, δεσµεύονταν να µην υπογράψουν µονοµερή ειρήνη µε τον
Σουλτάνο. Τέλος, υπήρχε µια επεξηγηµατική δήλωση, σύµφωνα µε την οποία, εάν
ξεσπούσε πόλεµος λόγω του Κρητικού ζητήµατος, οι Βούλγαροι θα τηρούσαν
ευµενή για την Ελλάδα ουδετερότητα και δεν θα παρεµπόδιζαν µια ενδεχόµενη
ελληνική πρωτοβουλία για την επίλυση του προβλήµατος. Επακολούθησε η
σφαγή αρκετών Βουλγάρων χωρικών στο χωριό Κότσανα, γεγονός που
προδιάθεσε αρνητικά τη βουλγαρική κοινή γνώµη εναντίον των Τούρκων. Τέλος,
τον Σεπτέµβριο του ίδιου έτους, υπογράφει µια συµφωνία ανάµεσα στους
Μαυροβούνιους και τους Βούλγαρους.
Οι εξελίξεις αυτές ώθησαν µερίδα του ευρωπαϊκού Τύπου να αποκαλέσει
τα συµµαχικά βαλκανικά κράτη ως «εβδόµη Μεγάλη ∆ύναµη». Αντιθέτως, πολλές
Μεγάλες δυνάµεις εξοργίστηκαν από τη συνεννόηση των βαλκανικών κρατών
καθώς διείδαν τον κίνδυνο αυξήσεως της ρωσικής επιρροής στην περιοχή. Προς
τούτο, έσπευσαν να «νουθετήσουν» τα συµβαλλόµενα µέρη. Ταυτόχρονα, η
Βιέννη ανέλαβε την πρωτοβουλία εφαρµογής εκτεταµένων µεταρρυθµίσεων προς
όφελος των χριστιανικών πληθυσµών της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Ήταν πλέον
αργά. Οι Νεότουρκοι προέβησαν σε αντίποινα, προχωρώντας σε κατάσχεση
µεγάλων ποσοτήτων σερβικού πολεµικού υλικού στα Σκόπια και αποβιβάζοντας
στρατεύµατα στη Σάµο, κατά παράβαση του ειδικού καθεστώτος της νήσου.
Επιπλέον, τα οθωµανικά στρατεύµατα προκάλεσαν επανειληµµένα επεισόδια στη
µεθόριο µε τη Βουλγαρία, το Μαυροβούνιο και τη Σερβία. Την 13η/26η
Σεπτεµβρίου, η οθωµανική κυβέρνηση διέταξε την επιστράτευση των δυνάµεών
της στη Θράκη υπό το πρόσχηµα της διεξαγωγής εκτεταµένων γυµνασίων στην
5
περιοχή. ∆ύο ηµέρες αργότερα, τόσο το Βελιγράδι όσο και η Σόφια διέταξαν
επιστράτευση των δυνάµεών τους. Η Αθήνα «απάντησε» κηρύσσοντας γενική
επιστράτευση, την 16η/29η Σεπτεµβρίου. Κατόπιν, υπέγραψε µία στρατιωτική
συµφωνία αλληλοβοήθειας µε τη Σόφια, την 22α Σεπτεµβρίου/5η Οκτωβρίου
1912. Εάν οι δύο χώρες ευρίσκοντο σε εµπόλεµη κατάσταση µε τη Οθωµανική
Αυτοκρατορία, η µεν Ελλάδα ανελάµβανε την υποχρέωση να διαθέσει
τουλάχιστον 120.000 άνδρες, ενώ η Βουλγαρία 300.000 άνδρες. Επιπλέον,
αναφερόταν ότι «ο κύριος σκοπός του Ελληνικού Στόλου πρέπει οπωσδήποτε να
είναι η απόκτηση κυριαρχίας στο Αιγαίο και η διακοπή των συγκοινωνιών αυτών
µεταξύ της Μ. Ασίας και της Ευρωπαϊκής Τουρκίας». Η ελληνική κυβέρνηση
προχωρούσε σε ένα ριψοκίνδυνο βήµα καθώς ουδεµία δέσµευση ανελάµβανε η
Βουλγαρία για τα εδάφη της Μακεδονίας. Είναι αξιοσηµείωτο ότι ουδεµία συνθήκη
είχε υπογραφεί µεταξύ της Ελλάδας και της Σερβίας ή του Μαυροβούνιου.
Τη λήξη του Πολέµου του 1897 ακολούθησε η σταδιακή διάλυση των νέων
µονάδων που είχαν συγκροτηθεί στη διάρκεια της επιστρατεύσεως, καθώς και η
απόλυση των εφέδρων. ∆ιατηρήθηκαν µόνο δύο µεραρχίες, µε έδρα τη Λαµία και
την Αθήνα αντίστοιχα, καθώς και πέντε ταξιαρχίες, ενώ ανεξάρτητα παρέµειναν
προσωρινά τα τάγµατα ευζώνων. Το 1899 οι ∆ιευθύνσεις Μηχανικού ορίστηκαν
σε τέσσερις (Αθήνα, Πάτρα, Κέρκυρα και Λάρισα), ιδρύθηκαν τέσσερα
στρατιωτικά νοσοκοµεία (Λαµία, Χαλκίδα, Πάτρα και Καλαµάτα) και µε τη νέα
διοικητική διαίρεση της χώρας, κατά την οποία ο αριθµός των νοµών αυξήθηκε
από δεκαέξι σε είκοσι έξι, συστήθηκαν δέκα νέα στρατολογικά γραφεία. Τον Ιούνιο
του 1900 διατάχθηκε η συγκρότηση δύο συνταγµάτων Ευζώνων. Του 1ου, µε τρία
τάγµατα, στα Τρίκαλα και του 2ου, µε δύο τάγµατα, στη Λάρισα. Τα υπόλοιπα
τάγµατα Ευζώνων παρέµεναν ανεξάρτητα. Τον ίδιο χρόνο ψηφίστηκε ο Νόµος
«Περί Προσωρινού Οργανισµού του Στρατού», σύµφωνα µε τον οποίο ολόκληρη
η επικράτεια, από στρατιωτικής απόψεως, αποτελούσε µία περιφέρεια υπό την
ενιαία διοίκηση του Γενικού ∆ιοικητή Στρατού, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και
Γενικός Επιθεωρητής Στρατού. Ο Γενικός ∆ιοικητής έφερε το βαθµό του
αντιστρατήγου, διέθετε ανάλογο επιτελείο και είχε ως προϊστάµενη αρχή το
Υπουργείο Στρατιωτικών. Σε αυτόν υπάγονταν όλες οι µονάδες, καταστήµατα και
υπηρεσίες, εκτός από τη Χωροφυλακή, τη ∆ιεύθυνση Υλικού Πολέµου, τη
6
Στρατολογική Υπηρεσία, τη Στρατιωτική ∆ικαιοσύνη, τη Γενική Αποθήκη Υλικού
και τη Χαρτογραφική Υπηρεσία, που υπάγονταν απευθείας στο Υπουργείο
Στρατιωτικών. Επιπλέον, καταργήθηκαν τα αρχηγεία στρατού και συγκροτήθηκαν
τρεις µεραρχίες, καθεµία από τις οποίες περιλάµβανε δύο ταξιαρχίες Πεζικού και
αριθµό µονάδων από τα άλλα Όπλα. Κάθε ταξιαρχία Πεζικού αποτελούνταν από
δύο συντάγµατα Πεζικού ή Ευζώνων και ένα ανεξάρτητο τάγµα Ευζώνων. Το
1903 έγιναν ορισµένες τροποποιήσεις στον Προσωρινό Οργανισµό του Στρατού
του 1900 και η σύνθεση των τριών µεραρχιών διαφοροποιήθηκε. Η δύναµη του
Ελληνικού Στρατού, η οποία το 1898 ανερχόταν σε 26.108 άνδρες, το 1903
µειώθηκε σε 22.427 άνδρες.
7
Σύµφωνα µε αυτό, περιήλθαν στην αρµοδιότητα του Αρχηγού τα
παρακάτω θέµατα: οργανισµός στρατού, στάθµευση των µονάδων, εκπαίδευση,
γενική πειθαρχία, επιτελική υπηρεσία, στρατωνισµός, στρατολογία, επιστράτευση,
επίταξη, µεταφορές, εφοδιασµός και µεγάλες ασκήσεις. Η αποστολή Ευντού
παρέµεινε στην Ελλάδα µέχρι το 1914.
Με τον οργανισµό του 1912 η χώρα διαιρέθηκε σε τέσσερις Στρατιωτικές
Περιοχές, η κάθε µια από τις οποίες υποδιαιρείτο σε τρία ∆ιαµερίσµατα. Σε κάθε
Στρατιωτική Περιοχή αντιστοιχούσε µία Μεραρχία, ενώ σε κάθε ∆ιαµέρισµα ένα
σύνταγµα Πεζικού.
Ο ενεργός Στρατός απαρτιζόταν από τέσσερις Μεραρχίες µε τα στοιχεία Ι,
ΙΙ, ΙΙΙ και ΙV. Κάθε Μεραρχία περιλάµβανε το επιτελείο, τρία συντάγµατα Πεζικού
και ένα σύνταγµα των τριών πεδινού Πυροβολικού. Το Πεζικό είχε 12 συντάγµατα
Πεζικού και έξι τάγµατα Ευζώνων. Το κάθε σύνταγµα Πεζικού είχε τρία τάγµατα,
τριών λόχων και δύο ουλαµούς πολυβόλων. Το τάγµα Ευζώνων είχε τέσσερις
λόχους και δύο ουλαµούς Πολυβόλων.
Η Ι Μεραρχία είχε έδρα τη Λάρισα, η ΙΙ την Αθήνα, η ΙΙΙ το Μεσολόγγι και η
ΙV το Ναύπλιο. Το 1ο Σύνταγµα Πεζικού είχε έδρα την Αθήνα, το 2ο τη Λαµία, το
3ο τη Χαλκίδα, το 4ο τη Λάρισα, το 5ο τα Τρίκαλα, το 6ο το Μεσολόγγι, το 7ο την
Αθήνα, το 8ο το Ναύπλιο, το 9ο την Καλαµάτα, το 10ο την Κέρκυρα, το 11ο την
Τρίπολη και το 12ο την Πάτρα.
Με τον Νόµο ΓΥΙ΄ της 16ης Νοεµβρίου 1909 τροποποιήθηκε ο ισχύων περί
στρατολογίας νόµος. Με τον νέο νόµο, όσοι συµπλήρωναν το 19ο έτος της ηλικίας
τους κατατάσσονταν την 1η Οκτωβρίου στον Ενεργό Στρατό και υπηρετούσαν για
δύο χρόνια. Οι απολυόµενοι από τον Ενεργό Στρατό παρέµεναν επί 12 χρόνια,
δηλαδή µέχρι το 33ο έτος της ηλικίας τους, στην α΄ σειρά εφεδρείας και επί 7
χρόνια, δηλαδή µέχρι το 40ό έτος της ηλικίας τους, στη β΄ σειρά εφεδρείας.
Ακολούθως παρέµεναν στην Εθνοφρουρά µέχρι το 47ο έτος τους και στην
εφεδρεία της εθνοφρουράς µέχρι το 54ο. Από τη στρατιωτική θητεία
απαλλάσσονταν µόνο οι ανίκανοι και οι ιερωµένοι. Ακόµη τέσσερις Μεραρχίες, η
V, VI, VII και VIII, καθώς και τέσσερα τάγµατα Ευζώνων, συγκροτήθηκαν µε την
επιστράτευση του 1912. Με τη σύνθεση αυτή, δηλαδή, µε ένα σύνολο οκτώ
Μεραρχιών Πεζικού, ο Ελληνικός Στρατός πολέµησε κατά τους δύο νικηφόρους
Βαλκανικούς Πολέµους του 1912-1913.
Βασιλιάς Γεώργιος Α΄
8
Την 5η Μαρτίου 1913 δολοφονήθηκε στην Θεσσαλονίκη ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄.
Πρέπει να σηµειωθεί ότι, η τελευταία περίοδος της βασιλείας του και ειδικότερα η
περίοδος από το 1909 ( Επανάσταση στο Γουδί) µέχρι το 1912, ήταν περίοδος
πραγµατικής αναγέννησης για τον Ελληνικό Στρατό.
Το 1909 είναι κυρίως προϊόν της στρατιωτικής ήττας του 1897 και γι’ αυτό η
ερµηνεία του φαινοµένου προϋποθέτει γνώση των εξελίξεων οι οποίες
προηγήθηκαν στο σώµα των Ελλήνων αξιωµατικών.
Όπως όλοι οι θεσµοί του ελληνικού κράτους έτσι και ο τακτικός στρατός
δηµιουργήθηκε περίπου από το µηδέν και αποτέλεσε ένα ακόµα εχέγγυο για τη
νοµιµοποίηση του νεοσύστατου κράτους.
Παύλος Μελάς
9
φιάσκο της χρονιάς εκείνης στο πεδίο της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης ανέστειλε
τις µεγαλοϊδεατικές παρακρούσεις, αλλά έδωσε αφορµή να εκδηλωθούν και οι
επαγγελµατικές δυσαρέσκειες των αξιωµατικών.
Από τις παραµονές του 1897, σοβούσε η δυσαρέσκεια των αξιωµατικών
του Πεζικού και του Ιππικού που θεωρούσαν ότι οι συνάδελφοί τους των τεχνικών
όπλων απολάµβαναν εξαιρετικά προνόµια. Οι απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων
παραδοσιακά είχαν δικαίωµα επιλογής του Όπλου στο οποίο θα κατατάσσονταν
και προτιµούσαν για λόγους κοινωνικού γοήτρου το Πυροβολικό και το Μηχανικό.
Οι αξιωµατικοί των Όπλων αυτών ελάµβαναν και επιµίσθιο είκοσι δραχµών και
καθώς ξεπερνούσαν συνήθως τα όρια των οργανικών θέσεων στα «τεχνικά
όπλα», είχαν δικαίωµα να τοποθετηθούν στις «γενικές θέσεις», σε επιτελικά
συνήθως γραφεία. Ωστόσο οι αξιωµατικοί, συνήθως «εκ του στρατεύµατος» που
στελέχωναν το Πεζικό, έφταναν πιο γρήγορα στο βαθµό του συνταγµατάρχη
καθώς δεν συµπλήρωναν τις οργανικές θέσεις του Πεζικού. Αποφασίστηκε, έτσι,
µετά τον πόλεµο του 1897 ολόκληρες τάξεις της Σχολής Ευελπίδων να
καταταγούν στο Πεζικό. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος αρχηγός της τάξης του 1900
βρέθηκε µε όλους τους συµµαθητές του, όπως διηγείται στα αποµνηµονεύµατα
του, στο λιγότερο ευγενές εκείνο Όπλο.
Με την αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης των µη τεχνικών όπλων, τα
αιτήµατα των αξιωµατικών εκείνων ως προς την µισθολογική εξίσωση µε τους
συναδέλφους τους του Πυροβολικού και του Μηχανικού, απέκτησαν σοβαρά
ερείσµατα.
Γεώργιος Θεοτόκης
Μετά τη νίκη του στις εκλογές της 7ης Φεβρουαρίου 1899, ο Γεώργιος
Θεοτόκης, διάδοχος του Χαριλάου Τρικούπη στο κόµµα του, ανέθεσε τις
στρατιωτικές µεταρρυθµίσεις στον Υπουργό του, Κ. Κουµουνδούρο. Ο τελευταίος
σε συνεργασία, µε τον ταγµατάρχη Ι. Κωνσταντινίδη, ανέλαβε τη σύνταξη νέου
οργανισµού στρατού. Όταν τριµελής επιτροπή ανώτερων θέλησε να εκθέσει στον
Υπουργό του Μισθολογικού αιτήµατα των αξιωµατικών των µη- τεχνικών Όπλων,
ο Θεοτόκης τους έθεσε σε διαθεσιµότητα. Το επεισόδιο αυτό όµως ήταν η αιτία να
µαταιωθεί η κατάθεση του νέου οργανισµού.
Από την εποχή αυτή γίνεται φανερή η υπεροχή των αποφοίτων της Σχολής
Ευελπίδων έναντι των άλλων αξιωµατικών, είτε ζητούσαν να αρθούν ή να
διατηρηθούν. Η παρουσία µιας κατηγορίας που απολάµβαναν την εύνοια των
ανακτόρων, περιέπλεξε ακόµα περισσότερο τις σχέσεις των στρατιωτικών µε την
πολιτική εξουσία. Καθώς οι πελατειακές σχέσεις µε τους πρίγκιπες και η βασιλική
προστασία είχαν µια µονιµότητα που δεν χαρακτήριζε τα «κανονικά» πελατειακά
δίκτυα, οι περισσότεροι αξιωµατικοί βρίσκονταν εκτεθειµένοι στην υπεροχή τών
10
«ανακτορικών» συναδέλφων τους. Η εχθρότητα της πλειοψηφίας αυτής προς το
θρόνο απέκτησε διαστάσεις το 1899 µε την παράλληλη κατάρτιση δύο
νοµοσχεδίων για την ανασύνταξη του στρατού. Το ένα προερχόταν από τον
υπουργό Στρατιωτικών Κ. Κουµουνδούρο και το άλλο από το φιλοβασιλικό
επιτελείο του στρατού. Η διάσταση ανάµεσα στα δύο υπό κατάρτιση νοµοσχέδια
θα µπορούσε να θέσει τον θρόνο αντιµέτωπο µε το κοινοβούλιο· ο υπουργός
όµως προτίµησε να παραιτηθεί, και η κυβέρνηση Θεοτόκη αναγνώρισε έτσι στους
πρίγκιπες τον αποκλειστικό έλεγχο των στρατιωτικών ζητηµάτων. Ο βασιλικός
οργανισµός που ψηφίστηκε τον Μάρτιο του 1900, καθιέρωσε τις θέσεις του
«Γενικού ∆ιοικητού» και του «Επιθεωρητού του Στρατού». Και τις δύο κατέλαβε ο
αποτυχηµένος Αρχιστράτηγος του 1897, διάδοχος Κωνσταντίνος. Με τον νέο
οργανισµό ο Κωνσταντίνος αποκτούσε πλήρη έλεγχο του στρατού, ενώ ο
υπουργός γινόταν περίπου διακοσµητικός.
Η αντίδραση της πλειοψηφίας των αξιωµατικών που αποκλείονταν από την
ανακτορική εύνοια, εκφράστηκε το 1902 από τον Θεόδωρο ∆ηλιγιάννη ο οποίος
στην προεκλογική του εκστρατεία υποσχόταν ότι θα άλλαζε το νόµο Περί Γενικής
∆ιοικήσεως. Όταν σχηµάτισε κυβέρνηση ο ∆ηλιγιάννης ο Υπουργός Στρατιωτικών
του, Θ. Λυµπρίτης, υπέβαλε στη βουλή τον Φεβρουάριο 1903 τέσσερα
νοµοσχέδια, ένα εκ των οποίων καταργούσε τη Γενική ∆ιοίκηση και αφαιρούσε
από τον ∆ιάδοχο τις εξαιρετικές τους εξουσίες. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την
επέµβαση του ίδιου του Γεώργιου Α΄ ο οποίος απαίτησε από τον Πρωθυπουργό
να αποσύρει τα νοµοσχέδια. Ο ∆ηλιγιάννης µετά από διάφορους ελιγµούς
υποχώρησε στους φιλοβασιλικούς Υπουργούς του Μαυροµιχάλη, Καραπάνου και
Σκουζέ, αφήνοντας εκτεθειµένο τον ανυποχώρητο Υπουργό του. Καθώς η
συζήτηση επί των νοµοσχεδίων διαρκώς αναβαλλόταν, ο Λυµπρίτης αναγκάστηκε
να παραιτηθεί.
Η κατακραυγή όµως των αξιωµατικών εις βάρος των πριγκίπων ήταν τέτοια
ώστε το 1903 η κυβέρνηση ∆. Ράλλη, µε Υπουργό Στρατιωτικών τον συνεργάτη
του Κ. Κουµουνδούρου, Ι. Κωνσταντινίδη, περιέστειλε κάπως την επιρροή των
Στρατιωτικών (Κουµουνδούρου, Λυµπρίτη, Κωνσταντινίδη) –ως στρατιωτικοί
απηχούσαν τα αιτήµατα της πλειοψηφίας των συναδέλφων τους, χωρίς όµως να
καταφέρουν να τα επιβάλουν στην πολιτική ηγεσία. Οι Θεοτόκης, ∆ηλιγιάννης και
Ράλλης επέλεξαν, σε γενικές γραµµές αλλά µε κάποιες αποκλίσεις, να
προτιµήσουν στις διαµάχες αυτές την ευαρέσκεια του θρόνου και να γίνουν, έτσι,
σταδιακά στόχος των αξιωµατικών.
Το πελατειακό σύστηµα στην Ελλάδα εξασφάλιζε διαύλους ευρύτερης
συµµετοχής στη νοµή της πολιτικής εξουσίας. Αυτό που µεταβαλλόταν κατά
διαστήµατα υπήρξε ο περισσότερο ή λιγότερο, ελαστικός χαρακτήρας των
σχέσεων αυτών, µε µεγαλύτερη ή µικρότερη συµµετοχή στα δίκτυα πελατείας –
προστασίας. Έτσι ενώ το συνηθισµένο δυαδικό συµβόλαιο διαρκούσε όσο και η
αµοιβαιότητα στην παροχή υπηρεσιών και εξυπηρετήσεων, οι σχέσεις του θρόνου
µε τους στρατιωτικούς πελάτες αποκτούσε σταδιακά µονιµότητα και
αποκλειστικότητα. Το ανελαστικό αυτό σύστηµα προστασίας προσέφερε στους
πελάτες ασυναγώνιστες υπηρεσίες και στην ουσία καταργούσε όλα τα άλλα
ανταγωνιστικά δίκτυα. Η µεγάλη πλειοψηφία των αξιωµατικών και ιδιαίτερα των
αποφοίτων της Σχολής Ευελπίδων οι οποίοι εξέτρεφαν και τις µεγαλύτερες
επαγγελµατικές προσδοκίες, έβλεπε το µέλλον τους υπονοµευόµενο από την
εύνοια των ανακτόρων προς τους ευάριθµους αξιωµατικούς της αυλικής
συντροφιάς.
11
Το 1904 η κυβέρνηση Θεοτόκη συγκατένευσε στη σύνταξη νέου
οργανισµού που περιλάµβανε τη σύσταση του «Σώµατος Γενικών Επιτελών» το
οποίο στελεχώθηκε από γνωστούς ευνοούµενους του ∆ιαδόχου. Ο µόνος
πολιτικός που είχε επιδείξει διάθεση περιορισµού της ανακτορικής επιρροής στο
στρατό, ο ∆ηµήτριος Ράλλης, απογοήτευσε τους αξιωµατικούς τού 1909 όταν
ήρθε πάλι στη εξουσία. Η αυτόνοµη στρατιωτική ενέργεια κατά του θρόνου και
των πολιτικών έγινε η τελευταία οδός καταφυγής των αξιωµατικών του
Στρατιωτικού Συνδέσµου.
Ο Στρατιωτικός Σύνδεσµος σχηµατίστηκε από πλειοψηφία αποφοίτων της
Σχολικής Ευελπίδων που αποτελούσαν όµως µειοψηφία µέσα στο συνολικό σώµα
των αξιωµατικών.
Πολλοί παράγοντες συνέκλιναν τον Αύγουστο του 1909 για να
καταστήσουν το κίνηµα αποδεκτό στις ευρύτερες λαϊκές µάζες. Ο καθένας
µπορούσε να εγγράψει σ’ αυτό τα προσωπικά αιτήµατα και παράπονά του. Το
Κρητικό Ζήτηµα και ο Μακεδονικός Αγώνας ανανέωσαν τον µύθο του 1821 και
απέδωσε, τουλάχιστον ο αγώνας στους βάλτους των Γιαννιτσών, τους πρώτους
ήρωες του τακτικού στρατού. Η διεθνής οικονοµική ύφεση εξάλλου µείωσε τα
µεταναστευτικά εµβάσµατα που συµπλήρωναν, µεταξύ άλλων, και τα εισοδήµατα
των στρατιωτικών και µεγάλωσαν τη γενική δυσαρέσκεια.
Η 15η Αυγούστου υπήρξε ο θετικός απόηχος του 1897. Με καθυστέρηση
δώδεκα ετών οι Έλληνες αξιωµατικοί επανέκτησαν το ηθικό που είχαν χάσει στις
πεδιάδες της Θεσσαλίας. Νεαροί αξιωµατικοί, όπως ο Θεόδωρος Πάγκαλος
αρχηγός της τάξης του 1900 της Σχολής Ευελπίδων, που δεν γνώρισαν την ήττα
του 1897, ήταν αποφασισµένοι να αλλάξουν τη σκοτεινή µοίρα της γενεάς τους.
Από τους αξιωµατικούς του Στρατιωτικού Συνδέσµου που έλαβαν µέρος στο
κίνηµα στο Γουδί, στις 15 Αυγούστου 1909, είναι δυνατόν να διακρίνει ο µελετητής
διάφορες κατηγορίες ανάλογα µε τον κλάδο και το Όπλο στο οποίο ανήκαν ή την
κοινωνική τους προέλευση.
Αν υποτεθεί ότι τα µέλη του «Συνδέσµου» είχαν δυσαρεστηθεί µε την
στρατιωτική και την πολιτική ηγεσία, οι ανατρεπτικές τους διαθέσεις µετριάζονταν
ή επιτείνονταν από τα χρόνια που είχαν επενδύσει στο στράτευµα, τις βάσιµες
προσδοκίες ανόδου που έτρεφαν και τις εναλλακτικές λύσεις αποκατάστασης που
διέθεταν. Έτσι, ενώ οι νεότεροι (ανθυπολοχαγοί) παρουσιάζονταν συνήθως
πρόθυµοι για ριζικές αλλαγές, οι µεγαλύτεροι (λοχαγοί) ήταν πιο προσεκτικοί.
Το Νεοτουρκικό Κίνηµα του 1908 µε τις φιλελεύθερες αρχικά επαγγελίες
του στάθηκε αφορµή για να τερµατιστεί ο Μακεδονικός Αγώνας και η δράση των
Μακεδονοµάχων αξιωµατικών. Η ελληνική κυβέρνηση ανακάλεσε τον Ιούνιο του
1908 τους αξιωµατικούς που βρίσκονταν ακόµα στη Μακεδονία και τους
απέσπασε, ώσπου να τοποθετηθούν σε µονάδες, στο «Ειδικό Γραφείο Εθνικής
∆ράσης». Ο Αλέξανδρος Μαζαράκης σηµειώνει στα Αποµνηµονεύµατά του: «Όλοι
όσοι επανήλθοµεν εκ Μακεδονίας, µετά την κατάπαυσιν του εκεί αγώνος,
εφέροµεν µαζί µας την πεποίθησιν, ότι πολύ ταχέως ο αγών κατά των
αδιόρθωτων Νεοτούρκων, θα εξελίσσετο εις πόλεµον και ότι αλλοίµονο εις την
Ελλάδα εάν την εύρισκε ο πόλεµος αυτός ασθενή στρατιωτικώς…».
Η ανησυχία που διατυπώνει στα αποµνηµονεύµατά του ο Μαζαράκης
στάθηκε η αφορµή της πρώτης συνάθροισης ορισµένων Μακεδονοµάχων στο
σπίτι του Ίλαρχου Επαµεινώνδα (Παµίκου) Ζυµπρακάκη, τον Μάιο του 1909. Η
οµάδα αυτή αν και συγχωνεύθηκε µε ανθυπολοχαγούς και υπολοχαγούς της
Σχολής Ευελπίδων που είχαν ήδη συµπήξει συνωµοτική οµάδα, διατήρησε την
σχετική της αυτοτέλεια. Σε επιστολή προς την οικογένειά του ο Μαζαράκης
12
σηµειώνει στις 9 Ιουλίου 1909: «Αλλά τοιούτος ανεπτύχθη προσωπικός
ανταγωνισµός εκ µέρους της προρρηθείσης συνησπισµένης οµάδος ιδία εναντίον
ηµών των Μακεδόνων, ώστε η ψηφοφορία εις ουδέν κατέληξε…».
Από τον Φεβρουάριο του 1908 ως τον Νοέµβριο του 1909, ο
συνταγµατάρχης Παναγιώτης ∆αγκλής υπακούοντας σε εντολή του
Πρωθυπουργού Γ. Θεοτόκη, έδρασε ως διευθυντής απόρρητης υπηρεσίας µε
κύριο έργο τον συντονισµό τού αγώνα στις αλύτρωτες περιοχές της Οθωµανικής
επικράτειας. Με την τουρκική µεταπολίτευση του 1908 και τον τερµατισµό του
ανταρτοπόλεµου στη Μακεδονία και Θράκη, το ελληνικό «Μακεδονικό Κοµιτάτο»
µετονοµάστηκε σε «Πανελλήνιο Οργάνωση» για να περιλάβει και τις προσπάθειες
των Ελλήνων της Ηπείρου, της Κωνσταντινουπόλεως και της Σµύρνης. Το
καλοκαίρι του 1909 µε τη γενικότερη επιδείνωση των ελληνοτουρκικών συναίνεσε
σε µέτρα προετοιµασίας για αντάρτικες επιχειρήσεις στα νώτα του εχθρού.
Μερικές εβδοµάδες αργότερα απευθυνόµενος σε φίλο του ανώτερο αξιωµατικό
πιστοποιούσε την ανάγκη δυναµικής επέµβασης για την ανασυγκρότηση του
στρατού αλλά παράλληλα υποστήριζε ότι οι συνταγµατικοί θεσµοί έπρεπε να
προστατευθούν από το ριζοσπαστισµό των νεότερων αξιωµατικών: «εσκέφθην ότι
ήτο δυνατόν να ποδηγετήσωµεν οι ανώτεροι τους νέους αξιωµατικούς και να
συγκρατήσωµεν αυτούς ίνα µη παρεκτραπώσιν εις επικίνδυνους ενέργειας,
συσκεπτόµενοι και αποφασίζοντες ηµείς κατά τινά τρόπον θα ηδυνάµεθα να
επιβάλωµεν την δέουσα ενέργειαν προς βελτίωσιν της καταστάσεως». Πέντε
µέρες µετά το κίνηµα στο Γουδί ο ∆αγκλής, µολονότι είχε υποστεί πειθαρχική
τιµωρία από τον ∆ιάδοχο για την ανάµειξή του σε συνωµοτική συγκέντρωση,
υποστήριξε σε δηµοσίευµα του τα ακόλουθα: «δεν ευρίσκω ορθόν ν’ αποξενωθή
εντελώς ο ∆ιάδοχος –όστις είναι ο µέλλων Βασιλεύς του Έθνους και ο αρχηγός
των στρατιωτικών δυνάµεων αυτού– πάσης θέσεως εν τω στρατώ και πάσης
ευκαιρίας µελέτης των κατ’ αυτόν και εκ του εγγύς παρακολουθήσεως και
επιβλέψεως των προόδων του». Η τελική παραίτηση από τη διοίκηση της
«Πανελλήνιου Οργανώσεως» στις 3 Νοεµβρίου, δεν ήταν άσχετη µε την
διαλλακτική του στάση έναντι του Θρόνου.
Με κάποιες σηµαντικές εξαιρέσεις, οι αξιωµατικοί που αναµείχθηκαν στον
Μακεδονικό Αγώνα, είτε εντάχθηκαν τελικά στο βενιζελικό στρατόπεδο είτε όχι,
τείνουν κατά την περίοδο του κινήµατος στο Γουδί να ταυτίζονται περισσότερο µε
τα σύµβολα του έθνους και να αποτελούν συντηρητικότερο φορέα
µεταρρυθµιστικών απόψεων απ’ ό,τι οι νεότεροι αξιωµατικοί.
Ο Σουλιώτης Νικολαΐδης ήταν µια από τις γοητευτικές µορφές του
Μακεδονικού Αγώνα και ο ρόλος του στη διαµόρφωση της ιδεολογίας του Ίωνα
∆ραγούµη έχει ήδη σχολιαστεί από τους µελετητές. Η αλληλογραφία του µε τον
Ίωνα κατά τις παρανοµές και την έκρηξη του κινήµατος του Γουδί αποτελεί
τεκµήριο για το 1909, µε ενδιαφέρουσες αποχρώσεις.
Στις 5 Ιουνίου 1909 έγραφε στον Ίωνα ανάµεσα σε άλλα: «Λένε πως θα
γίνει πόλεµος. Μακάρι να γίνη. Αν το έθνος σ’ έναν πόλεµο βοηθήση το κράτος,
και θα το βοηθήση, θα νικήσουµε και θα επιβάλωµε το πρόγραµµά µας
ταχύτερα». Ο πόλεµος παρουσιαζόταν σαν τη µόνη διέξοδο για τη στασιµότητα
του έθνους αλλά και τις επαγγελµατικές προοπτικές των στρατιωτικών.
Τη νύχτα της 14ης Αυγούστου συγκεντρώθηκαν 250 αξιωµατικοί κι
περίπου 1.500 οπλίτες στο Γουδί για να διακηρύξουν την αντίθεσή τους προς
τους κρατούντες. Το πρόγραµµα του Στρατιωτικού Συνδέσµου που ήταν
υπεύθυνος για την ενέργεια αυτή ήταν διατυπωµένο σε εξαιρετικά ήπιο τόνο.
Εξέφρασε γενικότερες ευχές για την βελτίωση των ενόπλων δυνάµεων, της
13
παιδείας, της διοίκησης και την πάταξη «της απαίσιας συναλλαγής». Υπάρχουν,
επίσης, διαβεβαιώσεις ότι οι κινηµατίες δεν στρέφονταν εναντίον της δυναστείας ή
της βασιλείας, ούτε σκόπευαν να εγκαθιδρύσουν στρατιωτική δικτατορία. Οι
ουσιαστικότερες απαιτήσεις του Συνδέσµου ήταν όπως «ο τε ∆ιάδοχος και οι
Βασιλόφρονες απόσχωσι της ενεργού και διοικητικής εν τω στρατώ και ναυτικώ
υπηρεσίας, διατηρούντες τους ους κέκτηνται βαθµούς και προαγόµενοι, όταν
προς τούτο ευδοκή ο Βασιλεύς». Απαιτούσαν επίσης την κατάργηση του
«Σώµατος των Γενικών Επιτελών». Η ενδοτικότητα του θρόνου και της
κυβέρνησης ξάφνιασε τους κινηµατίες. Οι πρίγκιπες εγκατέλειψαν τις διοικήσεις
τους, ο µόνος ήρωας του 1897, ο Στρατηγός Σµολένσκης, ανέλαβε προσωρινά
την αρχιστρατηγία και ο Πρωθυπουργός Ράλλης παραιτήθηκε υπέρ του
Κυριακούλη Μαυροµιχάλη. Η κυβέρνηση και η Βουλή παραδόθηκαν χωρίς όρους.
Η εύκολη επικράτηση υπήρξε κακός σύµβουλος για τα ριζοσπαστικά
στοιχεία του Συνδέσµου. Ο Υποπλοίαρχος Κωνσταντίνος Τυπάλδος και µερικοί
ακόµα αξιωµατικοί του ναυτικού ζήτησαν από τη Βουλή την αποστράτευση όλων
περίπου των ανώτερων αξιωµατικών του ναυτικού. Η επαναστατική επιτροπή,
µολονότι αντιτάχθηκε στις παράλογες αξιώσεις του Τυπάλδου, δεν προσπάθησε
να εµποδίσει την οµάδα του να κινηθεί. Στις 16 Οκτωβρίου ο Τυπάλδος κατέλαβε
τον ναύσταθµο και τα πολεµικά πλοία που στάθµευσαν εκεί, προκαλώντας µια
αιµατηρή όσο και ανόητη σύγκρουση µε τις κυβερνητικές δυνάµεις πριν
συλληφθεί.
Στις 17 ∆εκεµβρίου επεισόδιο στη Βουλή µε πρωταγωνιστή του Υπουργό
Στρατιωτικών, Λεωνίδα Λαπαθιώτη, επέφερε τη διάσταση ανάµεσα στο
κοινοβούλιο και τους στρατιωτικούς. Η κατηγορία του Λαπαθιώτη ότι οι
προηγούµενες κυβερνήσεις είχαν αφήσει πίσω τους ερείπια, ανάγκασε τους
βουλευτές του Θεοτόκη να εγκαταλείψουν την αίθουσα των συνεδριάσεων.
Η δήλωση του Υπουργού ότι αδιαφορούσε για τη γνώµη όσων έφυγαν,
διότι ο Σύνδεσµος αντλούσε την εµπιστοσύνη που τον περιέβαλε κατευθείαν από
τον λαό, προκάλεσε και τις διαµαρτυρίες του Ράλλη. ∆ηµιουργήθηκε, έτσι,
διάσταση ανάµεσα στην πλειοψηφία της Βουλής και στα µέλη του Συνδέσµου. Με
εξαίρεση τους φοιτητές που τάσσονταν υπέρ απροκάλυπτης στρατιωτικής
δικτατορίας, οι απόπειρες του Συνδέσµου να ξεσηκώσουν τις συντεχνίες και τα
σωµατεία κατά της Βουλής απέτυχαν.
Νικόλαος Ζορµπάς
14
Από το αδιέξοδο ανάµεσα στη Βουλή και τους στρατιωτικούς, έβγαλε την
κυβέρνηση ο ίδιος ο Λαπαθιώτης µε µια άκαιρη δηµοσίευση στην Εφηµερίδα της
Κυβερνήσεως διαταγµάτων για τον προβιβασµό αξιωµατικών, µεταξύ των οποίων
και του ίδιου του αρχηγού του Συνδέσµου, συνταγµατάρχη Νικόλαου Ζορµπά.
Ο Ζορµπάς, οποίος πιθανότατα γνώριζε για τους προβιβασµούς πριν
ανακοινωθούν, ζήτησε από τον Λαπαθιώτη την παραίτησή του επειδή είχε εκθέσει
τα µέλη του Συνδέσµου. Στη συνέχεια, ο αρχηγός του Συνδέσµου διατύπωσε
στους πολιτικούς τα παράπονά του για τον αργό ρυθµό µε τον οποίο η Βουλή
πραγµατοποιούσε το νοµοθετικό της έργο. Οι Ράλλης και Θεοτόκης απάντησαν
ότι ο αριθµός των νοµοσχεδίων που είχαν ψηφιστεί κατά το τρίµηνο των εργασιών
εκείνης της Βουλής ήταν πρωτοφανής στα χρονικά του σώµατος. Ωστόσο η κρίση
επικοινωνίας ανάµεσα στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς µεγάλωνε, όπως
επιδεινώνονταν οι σχέσεις ανάµεσα στους νεότερους και τους πρεσβύτερους του
Στρατιωτικού Συνδέσµου.
Ελευθέριος Βενιζέλος
15
ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ (1912-1913)
16
την κατάργηση ορισµένων προνοµίων που είχαν εκχωρηθεί κ.ά. Πολύ γρήγορα οι
χριστιανικοί πληθυσµοί αντιλήφθηκαν ότι στην Τουρκία υπήρχε θέση µόνο για
τους Τούρκους µουσουλµάνους.
Στο µεταξύ όλα τα βαλκανικά κράτη που είχαν εκκρεµότητες µε την
Οθωµανική Αυτοκρατορία, βλέποντας ότι το νεοτουρκικό κράτος θα
ισχυροποιούνταν µε έναν στρατιωτικό και διοικητικό εκσυγχρονισµό και σε λίγο
χρόνο θα ήταν ικανό να αντιµετωπίσει κάθε εξωτερική και εσωτερική απειλή,
έσπευσαν να τις διευθετήσουν.
Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, διέβλεψε ότι σε
περίπτωση πολέµου κατά της Τουρκίας τα άλλα βαλκανικά κράτη θα
επωφελούνταν και θα καταλάµβαναν ελληνικότατες περιοχές και προσπάθησε να
αναλάβει αυτός την πρωτοβουλία. Τον Απρίλιο του 1911 βολιδοσκόπησε την
Βουλγαρία για σύναψη αµυντικής συµφωνίας και πρότεινε ότι σε περίπτωση
τουρκικής επίθεσης εναντίον της, η Ελλάδα ήταν διατεθειµένη να την βοηθήσει. Η
βουλγαρική κυβέρνηση, ύστερα από αρκετές επιφυλάξεις, απάντησε ότι θα έκανε
το ίδιο, σε παρόµοια περίπτωση για την Ελλάδα.
Στο µεταξύ, Βούλγαροι και Σέρβοι είχαν αρχίσει µυστικές διαπραγµατεύσεις
για σύναψη συµµαχίας, που τις επέσπευσε η αναγνώριση από την Υψηλή Πύλη,
ύστερα από πιέσεις της Αυστροουγγαρίας, της υπεροχής της αλβανικής
εθνότητας στις περιοχές Σκόδρας, Ιωαννίνων, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης,
γεγονός που έθιγε άµεσα και σοβαρά τα συµφέροντα όλων των άλλων
βαλκανικών λαών.
Κατόπιν τούτου ο Πρωθυπουργός Μιλάνοβιτς της Σερβίας και Γκέστορ της
Βουλγαρίας συναντήθηκαν τον Οκτώβριο του 1911 και προχώρησαν µε µεγάλη
µυστικότητα στην υπογραφή συµµαχίας τον Φεβρουάριο 1912. Στα φανερά
άρθρα, τα δύο κράτη εγγυούνταν αµοιβαία την ακεραιότητά τους και έδιναν
υπόσχεση αµοιβαίας συνδροµής εναντίον οποιουδήποτε θα απειλούσε τα
τουρκικά εδάφη της Βαλκανικής. Στα µυστικά όµως άρθρα καθοριζόταν
λεπτοµερώς µια κοινή στρατιωτική δράση και ρυθµιζόταν η διανοµή των εδαφών
που θα αποσπούσαν από την Τουρκία, δηλαδή τη Μακεδονία και τη Θράκη. Λίγο
αργότερα (Απρίλιος 1912) η συµφωνία συµπληρώθηκε µε τον καθορισµό των
στρατιωτικών δυνάµεων που θα κινητοποιούσε η κάθε χώρα (200.000 άνδρες η
Βουλγαρία και 150.000 η Σερβία). Παρότι η συνθήκη ήταν µυστική, ο Βενιζέλος
κατόρθωσε να την πληροφορηθεί µέσω πρακτόρων και διπλωµατικών πηγών, και
µη γνωρίζοντας ακριβώς τους όρους, αγωνιούσε αντιλαµβανόµενος τις συνέπειες.
Έτσι, τον Απρίλιο του 1912 υπέβαλε σχέδιο συµµαχίας προς την
Βουλγαρία δια του πρεσβευτή της Ελλάδας στην Σόφια ∆. Πανιά, αλλά
προσέκρουσε στην άρνηση της Βουλγαρίας να αναγνωρίσει δικαιώµατα της
Ελλάδας επί των παραλίων της ελληνικής Μακεδονίας. Επιπλέον, οι Βούλγαροι
είχαν ήδη ρύθµιση τη διανοµή των εδαφών µε τη Σερβία. Ο Έλληνας
Πρωθυπουργός µε την οξύνοια και την τολµηρότητα που τον χαρακτήριζαν,
κατάλαβε ότι πόλεµος χωρίς τη συµµετοχή της Ελλάδας θα συνεπαγόταν την
οριστική απώλεια των αλύτρωτων ελληνικών περιοχών και πρότεινε την
υπογραφή συµµαχίας χωρίς να περιέχει οποιαδήποτε εδαφική απαίτηση. Ήταν
µια τολµηρή απόφαση, αλλά αυτή τη φορά οι Βούλγαροι δεν αντέδρασαν
αρνητικά. Η Ελλάδα θα ήταν χρήσιµη για αντιπερισπασµό και δεν εκτιµούσαν
ρεαλιστικά τις δυνατότητες του Ελληνικού Στρατού. Πίστευαν ότι βρισκόταν ακόµα
στην εποχή του 1897 και δεν είχαν αντιληφθεί το έργο που στο µεταξύ είχε
συντελεστεί. Η εκτίµησή τους ήταν ότι δεν θα µπορούσε να διασπάσει την
οχυρωµένη τοποθεσία του Σαρανταπόρου, στα ελληνοτουρκικά σύνορα και να
17
προελάσει στα εδάφη της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Αυτό αποδεικνύεται και από το
γεγονός ότι αρχικά δεν είχαν προσανατολιστεί αρκετές δυνάµεις προς την
κατεύθυνση της Θεσσαλονίκης, γιατί νόµιζαν ότι είχαν τον απαιτούµενο χρόνο.
Αντίθετα, χρειαζόταν το Ελληνικό Ναυτικό για να εµποδίσει τις τουρκικές
θαλάσσιες µεταφορές από τη Μικρά Ασία στα ευρωπαϊκά εδάφη της Τουρκίας.
Έτσι, στις 16 Μαΐου 1912, υπογράφτηκε στην Σόφια η Ελληνοβουλγαρική
Στρατιωτική Συνθήκη. Η Ελλάδα θα έπρεπε να διαθέσει για τον αγώνα 120.000
άνδρες και η Βουλγαρία 300.000.
Με τη Σερβία ο Βενιζέλος δεν υπέγραψε καµια συµφωνία, ενώ µε το
Μαυροβούνιο προχώρησε σε προφορική συµφωνία λίγο πριν από την έναρξη του
πολέµου. Όλα αυτά τα κράτησε µυστικά ακόµα και από τους περισσότερους
συνεργάτες του. Ενηµέρωσε όµως τον βασιλιά Γεώργιο Α΄, ο οποίος υποστήριξε
τον Πρωθυπουργό του, ενέκρινε τις ενέργειές του και τον ενθάρρυνε.
Μετά την απόφαση των Βαλκανικών Συµµάχων να εµπλακούν σε πόλεµο
µε την Τουρκία δεν απέµενε τίποτα άλλο εκτός από την αφορµή. Στην Τουρκία οι
καταπιέσεις κατά των χριστιανικών πληθυσµών συνεχίζονταν. Στα Κότσανα,
οργανώθηκαν από τις τουρκικές αρχές σφαγές χριστιανών που προκάλεσαν τις
έντονες διαµαρτυρίες των βαλκανικών κρατών. Τα συνοριακά επεισόδια
διαδέχονταν το ένα το άλλο. Περί τα µέσα Σεπτεµβρίου 1912 η Βουλγαρία άρχισε
να συγκεντρώνει στρατεύµατα στα σύνορα µε την Τουρκία και στις 17
Σεπτεµβρίου η Σερβία και η Βουλγαρία επιστρατεύθηκαν, ειδοποίησαν δε για την
κινητοποίησή τους και την Ελλάδα, που επιστρατεύθηκε και αυτή στις 18
Σεπτεµβρίου. Σε απάντηση η Τουρκία κήρυξε την ίδια µέρα γενική επιστράτευση.
Το Μαυροβούνιο επιστρατεύθηκε µαζί µε την Ελλάδα, αλλά στις 25 Σεπτεµβρίου
ανέλαβε πρωτοβουλία και κήρυξε πρώτο τον πόλεµο κατά της Τουρκίας.
Στις 30 Σεπτεµβρίου, οι πρεσβευτές Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας
στην Κωνσταντινούπολη, επέδωσαν στην τουρκική κυβέρνηση κοινή
τελεσιγραφική διακοίνωση στην οποία ζητούσαν την ανάκληση της τουρκικής
επιστράτευσης, την επικύρωση της αυτονοµίας των εθνοτήτων, την υποχρέωση
της Τουρκίας να µην µεταβάλει τον εθνολογικό χαρακτήρα των εθνοτήτων στο
ευρωπαϊκό τµήµα της µε µεταφορά εποίκων από την Ασία, τον διορισµό
χριστιανών σε δηµόσιες θέσεις, την αναγνώριση των χριστιανικών σχολείων και
την ισοτιµία τους µε τα τουρκικά, τη στρατολογία των χριστιανών αλλά σε
συνδυασµό µε τη δυνατότητα να εξελίσσονται ως στελέχη του Οθωµανικού
Στρατού και µέχρι την εφαρµογή του µέτρου να σταµατήσει η στρατολογία τους.
Ζητούσαν, επίσης, την επίβλεψη για την εφαρµογή των µεταρρυθµίσεων, αφενός,
από ειδικό συµβούλιο που θα σχηµατιζόταν από ίσο αριθµό χριστιανών και
µουσουλµάνων και αφετέρου από τους πρεσβευτές των Μεγάλων ∆υνάµεων και
των βαλκανικών κρατών.
Όπως ήταν επόµενο, η Τουρκία απέρριψε τη διακοίνωση την οποία
χαρακτήρισε ως θρασεία απόπειρα επέµβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της
αυτοκρατορίας και ανάξια απάντησης και αποκάλεσε τους πρεσβευτές της από
Αθήνα, Σόφια και Βελιγράδι. Το ίδιο έκαναν και οι Σύµµαχοι, αλλά πριν
αναχωρήσουν οι πρεσβευτές τους από την Κωνσταντινούπολη επέδωσαν τη
διακοίνωση κήρυξης του πολέµου στις 4 Οκτωβρίου. Το Μαυροβούνιο είχε ήδη
αρχίσει τις επιχειρήσεις από τις 25 Σεπτεµβρίου.
18
Πρόσκοποι του Ελληνικού Στρατού παρατηρούν τις θέσεις του Τουρκικού Στρατού
Η κήρυξη του πολέµου έγινε δεκτή από τον ελληνικό λαό µε ενθουσιασµό.
Η επιστράτευση ολοκληρώθηκε ταχύτατα. Πολλοί προσήρθαν ως εθελοντές και
από το εξωτερικό και δηµιούργησαν τα σώµατα προσκόπων. Συνολικά ο
εθελοντές ανήλθαν σε 6.000 και οργανώθηκαν σε 95 σώµατα προσκόπων, από
τα οποία τα 77 (3.556 άνδρες) ήταν Κρητικών.
Ο Ελληνικός Στρατός οργανώθηκε σε δύο οµάδες: τη Στρατιά της
Θεσσαλίας και τον Στρατό Ηπείρου. Η Στρατιά Θεσσαλίας υπό τον ∆ιάδοχο του
θρόνου Κωνσταντίνο, ο οποίος ονοµάστηκε Αρχιστράτηγος, αποτελούνταν από 7
Μεραρχίες (από Ι µέχρι VII) των τριών συνταγµάτων η καθεµία, από την ταξιαρχία
Ιππικού, από το απόσπασµα Γεννάδη, από το απόσπασµα Κωνσταντινοπούλου
και από την Υπηρεσία Μετόπισθεν. Η συνολική του δύναµη ήταν 100.000 άνδρες
µε 70 πολυβόλα, 96 πεδινά πυροβόλα, 24 ορειβατικά και 54 τοποµαχικά. ∆ιέθετε
ακόµα 4 αεροπλάνα τύπου Far-man µε κινητήρα 50 ίππων. Ο Στρατός της
Ηπείρου υπό τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη ανερχόταν σε 10.500 άνδρες µε 12
πεδινά πυροβόλα, 12 ορειβατικά και 18 τοποµαχικά. Αργότερα η δύναµη αυτή
αποτέλεσε την VII Μεραρχία.
Καµία από τις τότε ενδιαφερόµενες Μεγάλες ∆υνάµεις (Βρετανία, Γαλλία,
Ρωσία, Αυστροουγγαρία) δεν είδε µε καλό µάτι τη συνεννόηση των βαλκανικών
κρατών. ∆ιέβλεπαν το τέλος της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας και σχεδίαζαν τη
διανοµή της υπέρ αυτών. Ήδη η Ιταλία της είχε αποσπάσει, µε τον ιταλοτουρκικό
πόλεµο του 1911, τη Λιβύη και είχε καταλάβει προσωρινά τα ελληνικά
∆ωδεκάνησα. Προσπάθησαν λοιπόν, να αποτρέψουν τη ρήξη µε διαβήµατα τόσο
προς την Τουρκία όσο και προς τις χώρες της Συµµαχίας. Βλέποντας όµως ότι οι
τελευταίες ήταν αποφασισµένες και ο πόλεµος αναπόφευκτος, άφησαν τα
πράγµατα να εξελιχθούν, υπολογίζοντας να επωφεληθούν, καθεµία βέβαια για
λογαριασµό της, από τα αποτελέσµατα του πολέµου, όπως αυτά τελικά θα
διαµορφώνονταν, επιδιώκοντας να εξασφαλίσουν την επιρροή στα Βαλκάνια.
Ο πόλεµος κατά της Τουρκίας (Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος) διήρκεσε από τον
Οκτώβριο 1912 µέχρι την άνοιξη του 1913. Όµως τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1913
ακολούθησε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος µεταξύ Ελλάδας και Σερβίας από τη µία
πλευρά και της Βουλγαρίας από την άλλη.
19
Α΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Σχέδια Ενεργείας:
Το σχέδιο των συµµάχων, σε γενικές γραµµές, προέβλεπε αποκοπή του
Τουρκικού Στρατού της Θράκης από τους στρατούς της Μακεδονίας και της
Ηπείρου-Αλβανίας, αποκλεισµό των δυνάµεων αυτών από κάθε ενίσχυση και
συντριβή της καθεµιάς τους χωριστά. Προς τούτο, ο Βουλγαρικός Στρατός θα
αναλάµβανε επίθεση κατά της Θράκης από τον Βορρά, ο Ελληνικός Στρατός κατά
της Μακεδονίας και της Ηπείρου από τον Νότο και ο Σερβικός Στρατός και ο
Στρατός του Μαυροβουνίου κυρίως κατά της Ν. Σερβίας και της Μακεδονίας από
τον Βορρά και δευτερευόντως προς το Νόβι Παζάρ και την Αλβανία.
20
Σαρανταπόρου. Οι κύριες µάχες στο Νότιο ΘΕ ήταν οι εξής: Η Μάχη του
Σαρανταπόρου, Μ µάχη του Μπιζανίου-Ιωαννίνων.
αγώνα υποχώρησε προς την Πτολεµαίδα και νοτιότερα. Η Μεραρχία είχε σχεδόν
διαλυθεί. Αναδιοργανώθηκε όµως και σε λίγες ηµέρες ανέκτησε τη µαχητική της
ικανότητα. Ευτυχώς οι Τούρκοι δεν εκµεταλλεύτηκαν την επιτυχία τους αυτή σε
βάθος, γιατί πιεζόµενοι από τους Σέρβους από τον Βορρά, είχαν στρέψει την
προσοχή τους στην άµυνα του Μοναστηρίου. Έτσι, η υποχώρηση της Μεραρχίας
είχε µόνο τοπικές συνέπειες.
21
Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης: Μετά τη νικηφόρα Μάχη των
Γιαννιτσών, η Ελληνική Στρατιά κινήθηκε προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία και
απελευθέρωσε χωρίς µάχη στις 26 Οκτωβρίου 1912. Οι εκεί τουρκικές δυνάµεις
πιεζόµενες ασφυκτικά, υποχρεώθηκαν να παραδοθούν άνευ όρων µε όλο το
πολεµικό υλικό τους. Το Γενικό Στρατηγείο, αµέσως µετά την απελευθέρωση της
Θεσσαλονίκης, προώθησε σχηµατισµούς για την ευρεία κάλυψή της. Ο ∆ιάδοχος
Κωνσταντίνος εισήλθε πανηγυρικά στην πόλη την επόµενη µέρα. Στις 28
Νοεµβρίου έφθασε στη Θεσσαλονίκη και ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄. Ενώ είχε
παραδοθεί η πόλη της Θεσσαλονίκης από τον Τοχτσίν πασά στους Έλληνες, η VII
Βουλγαρική Μεραρχία κινήθηκε προς Νότο µε κύριο αντικειµενικό σκοπό την
κατάληψή της. Με την εµπροσθοφυλακή τής VII Μεραρχίας συναντήθηκαν
ελληνικά τµήµατα περί τα 30 χλµ. βόρεια της Θεσσαλονίκης. Μετά από σθεναρή
αντίδραση των Ελλήνων και διαπραγµατεύσεις µεταξύ τους, οι Βούλγαροι
πείστηκαν και δεν προωθήθηκαν προς τη Θεσσαλονίκη. Φιλοξενήθηκαν µόνο, µε
έγκριση της κυβέρνησης, δύο βουλγαρικά τάγµατα, τα οποία διοικούσαν οι
πρίγκιπες του βουλγαρικού θρόνου, για να αναπαυθούν. Η είσοδος των
Βουλγάρων στην πόλη της Θεσσαλονίκης δηµιούργησε από τις πρώτες µέρες
προβλήµατα, αφού συµπεριφέρονταν ως στρατός κατοχής. Στο µεταξύ, οι
Βούλγαροι µε διάφορους τρόπους αύξησαν τη δύναµή τους, προφανώς για
εξυπηρέτηση των σχεδίων τους στο µέλλον. Η κατάσταση αυτή κράτησε µέχρι την
έναρξη του Β΄ Βαλκανικού πολέµου.
22
Η ∆ράση των Εθελοντών Σωµάτων (Προσκόπων): Αποστολή τους ήταν
η συλλογή πληροφοριών, η δράση στα νώτα του αντιπάλου και η διενέργεια
καταστροφών στις συγκοινωνίες και τις γραµµές ανεφοδιασµού των τουρκικών
δυνάµεων. Με την έναρξη των επιχειρήσεων τα σώµατα προσκόπων πρόσφεραν
σηµαντικές υπηρεσίες, όπως διεισδύσεις στις εχθρικές γραµµές, κατάληψη των
στενών της Πέτρας για την εξασφάλιση της κίνησης της VII Μεραρχίας προς
Κατερίνη, την κατάληψη της γέφυρας Νησέλι στον Αλιάκµονα ποταµό, την
ανάπτυξη της σιδηροδροµικής γραµµής Βέροιας-Θεσσαλονίκης σε τρία σηµεία,
την κατάληψη θέσεων στο Τεκελί µετά τη ζεύξη του Αξιού ποταµού. Σοβαρότερη
ενέργειά τους ήταν η απελευθέρωση της Χαλκιδικής από σώµατα που είχαν
αποβιβασθεί στον κόλπο του Ορφανού.
Συµπεράσµατα:
Ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεµο µε πολύ καλές
προϋποθέσεις. Ήταν αναδιοργανωµένος και εξοπλισµένος, καλά
προπαρασκευασµένος, µε υψηλό ηθικό και επιθετικό πνεύµα, µε αξία και ικανά
στελέχη και µε συµπαράσταση ολόκληρου του ελληνικού λαού. Για την Ελλάδα, ο
πόλεµος αυτός αποτελεί µια από τις µεγαλύτερες εξάρσεις της φυλής µας µετά την
Επανάσταση του 1821.
Ο Ελληνικός Στρατός Ξηράς (χωρίς να παραγνωρίζεται η συµβολή του
Πολεµικού Ναυτικού), σήκωσε το κύριο βάρος του πολέµου (και ολόκληρου του Β΄
Βαλκανικού) και πλήρωσε βαρύτατο φόρο αίµατος. Οι απώλειες κατά τον Α΄
Βαλκανικό Πόλεµο ήταν: 143 νεκροί αξιωµατικοί και 2.231 οπλίτες, 261
τραυµατίες αξιωµατικοί και 9.034 οπλίτες, 62 αγνοούµενοι και 58 παγόπληκτοι.
23
Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
24
Αφορµή για την έναρξη του πολέµου ήταν επεισόδια στις περιοχές της
Νιγρίτας και του Παγγαίου, αν και οι Βούλγαροι, όπως προκύπτει από ιστορικά
στοιχεία, είχαν αποφασίσει να επιτεθούν κατά των Ελλήνων και των Σέρβων
αιφνιδιάζοντάς τους. Έτσι, ο Β΄ Βαλκανικός πόλεµος άρχισε στις 16 Ιουνίου και
διήρκεσε 32 ηµέρες, δηλαδή µέχρι τις 18 Ιουλίου 1913.
Αντίπαλες ∆υνάµεις:
Η Ελλάδα παρέταξε αρχικά 8 µεραρχίες Πεζικού και προς το τέλος του
πολέµου 9 µεραρχίες, καθώς και µία ταξιαρχία Ιππικού. Για υποστήριξη διέθεταν
180 πυροβόλα. Συνολική δύναµη 101.000 άνδρες. Αρχιστράτηγος του στρατού
ήταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄.
Σχέδια Ενεργείας:
Όπως είχε διαµορφωθεί η κατάσταση, οι αντίπαλοι Στρατοί βρίσκονταν σε
ετοιµότητα για τις επιχειρήσεις. Αρχικά δεν είχαν εκπονηθεί από τους συµµάχους
(Σέρβους-Έλληνες) επιθετικά σχέδια επιχειρήσεων, ούτε είχε συγκροτηθεί κοινό
διασυµµαχικό στρατηγείο. Ειδικότερα, το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο προέβλεπε
συγκρότηση του εχθρού κατά µέτωπο και µόλις δηµιουργηθούν ευνοϊκές
συνθήκες, εκδήλωση αντεπίθεσης σε ένα από τα πλευρά του εχθρού.
Αντίθετα οι Βούλγαροι, οι οποίοι είχαν αποφασίσει να επιτεθούν είχαν
καταρτίσει επιθετικά σχέδια επιχειρήσεων. Ειδικότερα το σχέδιό τους προέβλεπε
ταυτόχρονη επίθεση επί τριών αξόνων: προς Θεσσαλονίκη, προς Βελιγράδι και
προς Σκόπια.
25
Ελληνικός Στρατός κατέλαβε την αµυντική γραµµή. Πολύκαστρο-υψώµατα
βόρειας Θεσσαλονίκης-λίµνη Λαγκαδά-λίµνη Βόλβη-κόλπος Ορφανού, της οποίας
το δεξιό θα υποστήριζε ο στόλος. Τη διαχωριστική γραµµή θα επιτηρούσαν
αποσπάσµατα προκάλυψης και τµήµατα προφυλακών των µεραρχιών πρώτης
γραµµής. Μέχρι τις 31 Μαΐου είχε ολοκληρωθεί η συµπλήρωση, η µεταστάθµευση
και η εγκατάσταση των µεραρχιών στις νέες θέσεις τους.
Επίσης, συγκροτήθηκαν 8 ανεξάρτητα τάγµατα, τα οποία διατέθηκαν ως
εξής: δύο στη Χ Μεραρχία, τρία στη ∆ιοίκηση Φρουρίου Θεσσαλονίκης και τρία
στην IV Μεραρχία.
26
συµπτυχθεί προς Στρώµνιτσα, παίρνοντας µαζί τους 32 προκρίτους τους οποίους
και φόνευσαν. Όλα τα εκεί εφόδια έπεσαν στα χέρια του Ελληνικού Στρατού.
Παύλος Κουντουριώτης
Μάχη Πετσόβου (6-11 Ιουλίου): Μετά την ήττα τους στο ∆εµίρ Χισσάρ, οι
Βούλγαροι υποχώρησαν προς το Πέτσοβο και τα στενά της Κρένσας. Αν και είχαν
αλλεπάλληλες ήττες και µεγάλες απώλειες, κατόρθωσαν, βοηθούµενοι και από το
πολύ ορεινό έδαφος, να ανασυντάξουν µερικώς τις δυνάµεις τους. Έτσι έγινε και
στην περιοχή του Πετσόβου. Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού προς το
Πέτσοβο και το Όρλιακο ήταν δυσχερής, λόγω έλλειψης δροµολογίων για την
ανάπτυξη των µονάδων. Η ελληνική επίθεση άρχισε το πρωί της 9ης Ιουλίου. Η
ορµή των Ελλήνων ήταν απαράµιλλη, µε αποτέλεσµα την κατάληψη πέντε
διαδοχικών σειρών χαρακωµάτων µε τη λόγχη. Σφοδρότατες νυχτερινές
αντεπιθέσεις των Βουλγάρων αποκρούσθηκαν αποτελεσµατικά. Οι απώλειες του
εχθρού ήταν µεγάλες. Μάλιστα ζήτησαν προσωρινή διακοπή επιχειρήσεων για να
θάψουν περισσότερος από 500 νεκρούς. Νέα επίθεση των Βουλγάρων κατά της
ΙΙΙ Μεραρχίας στο Μπούκοβι, αν και αρχικά είχε κάποια επιτυχία, τελικά κατέληξε
σε αποτυχία. Έτσι, έληξε ο αγώνας µε νίκη των Ελλήνων. Οι Βούλγαροι
υποχώρησαν προς Βορρά. Ο Ελληνικός Στρατός προελαύνοντας κατέλαβε τη
27
νότια είσοδο της στενωπού της Κρένσας. Μέχρι τις 11 Ιουλίου κατέλαβε ολόκληρη
τη στενωπό της Κρένσας. Οι Βούλγαροι υποχώρησαν τελικά πέρα από την
Μαχωµία.
Μάχη της Τζουµαγιάς (15-16 Ιουλίου): Οι Βούλγαροι, µετά την ήττα τους
στο Σιµιτλή, είχαν υποχωρήσει προς την Τζουµαγιά και ήταν έτοιµοι να
συνεχίσουν την υποχώρησή τους, όταν έφθασαν ενισχύσεις σιδηροδροµικώς από
το Τσάριµπροντ στο Κιουστεντήλ και από εκεί πεζή στην Τζουµαγιά. Οι ενισχύσεις
αυτές έπεισαν τη βουλγαρική ηγεσία να επιχείρηση ανακατάληψη των θέσεων
που είχαν απολέσει. Έτσι, αφού συγκέντρωσαν πολλές δυνάµεις εκτόξευσαν
ισχυρή επίθεση κατά του δεξιού της ελληνικής διάταξης. Η σύγκρουση µεταξύ των
δύο αντιπάλων διήρκεσε δύο ηµέρες και ήταν σκληρή. Την πρώτη ηµέρα (15
Ιουλίου), ο αγώνας ήταν αµφίβολος και µε πολλές απώλειες για τους δύο
αντιπάλους. Στις 16 Ιουλίου συνεχίσθηκε ο σκληρός αγώνας. Οι Βούλγαροι
έπαιζαν το τελευταίο τους χαρτί. Τελικά, το βράδυ της 16ης Ιουλίου, η κατάσταση
είχε πλέον διευκρινισθεί. Ο επιθετικός ελιγµός που επιχείρησαν οι Βούλγαροι είχε
αποτύχει.
Ανακωχή:
Ενώ ο Ελληνικός Στρατός ετοιµαζόταν να εισέλθει στο βουλγαρικό έδαφος
µέσω ∆ουπνίτσας, αναγγέλθηκε η πενθήµερη αναστολή των εχθροπραξιών, µε
την ανακωχή που υπογράφτηκε στις 18 Ιουλίου στο Βουκουρέστι. Εκεί συνήλθαν
οι αντιπρόσωποι της Ελλάδας, της Σερβίας, του Μαυροβουνίου, της Ρουµανίας
και της Βουλγαρίας για να συζητήσουν τη συνθήκη ειρήνης, µετά από εσπευσµένη
παράκληση του Τσάρου των Βουλγάρων Φερδινάνδου. Με την υπογραφή της
ανακωχής έληγε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος.
Συνθήκη Ειρήνης:
Με τη Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913)
τερµατίστηκε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος. Στις διαπραγµατεύσεις για την υπογραφή
της συνθήκης έγινε κυρίως αγώνας για τα σερβοβουλγαρικά και τα ελληνο-
βουλγαρικά σύνορα στη Θράκη. Τελικά, µόνο η Στρώµνιτσα περιήλθε στην
Βουλγαρία, µε επιθυµία της Ρουµανίας.
Συµπεράσµατα:
Η κήρυξη του πολέµου έγινε από τη στρατιωτική ηγεσία της Βουλγαρίας και
όχι από την κυβέρνηση της Σόφιας.
28
Η Βουλγαρία, επιθυµώντας να θέσει σε εφαρµογή τα επεκτατικά της σχέδια
στο χώρο της Μακεδονίας, κυρίως σε εδάφη που ανήκαν αναµφισβήτητα στην
Ελλάδα κήρυξε το Β΄ Βαλκανικό Πόλεµο.
Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος:
29
Μεραρχία και να καταδιώξει τον υποχωρούντα εχθρό. Οι άνδρες της VI
Μεραρχίας επιτέθηκαν στους Τούρκους µε ακατάβλητη ορµή και κατάφεραν να
κυριεύσουν και τα 22 πεδινά πυροβόλα τους. Ακολούθως, η µονάδα ενώθηκε µε
τις υπόλοιπες φίλιες δυνάµεις και απώθησε τον εχθρό από τις διαβάσεις του
Βερµίου, του Τριποτάµου και του Ξηρολειβάδου, φθάνοντας µέχρι τη Βέροια.
Ορισµένα τµήµατα της VI Μεραρχίας ξεκίνησαν προς τη Σκύδρα, χωρίς να
συναντήσουν εχθρική αντίσταση. Αυτό επέτρεψε στους άνδρες τους να
κατευθυνθούν προς την Έδεσσα, την οποία κι απελευθέρωσαν. Τα υπόλοιπα
τµήµατα της µονάδας συγκεντρώθηκαν στο χωριό Λευκάδια.
Την 18η Οκτωβρίου, ο Ελληνικός Στρατός ξεκίνησε την προέλασή του
προς την περιοχή των Γιαννιτσών. Η συγκεκριµένη τοποθεσία ορίζεται από τους
ποταµούς Λουδία, Μπαλίντζα και Τσινανλί, καθώς και από το όρος Πάικο και τη
λίµνη των Γιαννιτσών. Η επιλογή της τοποθεσίας από τον Τούρκο Αρχιστράτηγο
ήταν η καλύτερη δύναµη, διότι αυτή φράσσει την κύρια οδική αρτηρία, η οποία
συνδέει την Έδεσσα µε τη Θεσσαλονίκη. Επιπλέον, στήριζε τα πλευρά της επί
φυσικών κωλυµάτων όπως το όρος Πάικο και η λίµνη των Γιαννιτσών. Τα
υψώµατα της περιοχής προσφέρονταν για την αντίταξη επιτυχούς άµυνας, ενώ
µπορούσαν να αναπτυχθούν τόσο τα εχθρικά στρατεύµατα όσο και τα όπλα για
την παρεµπόδιση του έργου του επιτιθέµενου. Μάλιστα, η ύπαρξη παράλληλων
αντερεισµάτων επέτρεπε την κατάλληλη κίνηση και των εφεδρειών. Συν τοις
άλλοις δεν απαιτείτο η χρήση πολυάριθµων στρατευµάτων για τη διασφάλιση των
συγκοινωνιών της κύριας αµυντικής τοποθεσίας, ιδίως προς τα ανατολικά. Τέλος,
η προάσπιση µιας ιερής πόλεως για τους µουσουλµάνους τόνωνε το ηθικό του
στρατεύµατος. Την µέρα αυτή η VI Μεραρχία έφθασε στη Σκύδρα. Το Γενικό
Στρατηγείο διέταξε τη συνέχιση της προέλασης µέχρι τα Γιαννιτσά και οι άνδρες
της µονάδας κινήθηκαν µέσα από δύσβατο έδαφος. Το µεσηµέρι της εποµένης, η
VI Μεραρχία συνήντησε τις εχθρικές προφυλακές και κατέλαβε το αριστερό της
ελληνικής παράταξης στην περιοχή των χωριών Μανδαρές και Αµπελιές. Μετά
την εκπόνηση των σχετικών σχεδίων, η εµπροσθοφυλακή της µονάδας επιτέθηκε
στον εχθρό κι ανέτρεψε τα προκεχωρηµένα φυλάκιά του. Σύντοµα, η Μεραρχία
ενέπλεξε το σύνολο των δυνάµεών της στη µάχη και κατάφερε να απωθήσει τον
εχθρό. ∆υστυχώς, στην κορύφωση της µάχης τραυµατίστηκαν οι διοικητές του
18ου Συντάγµατος και του 1/18 Τάγµατος. Το ατυχές αυτό γεγονός προκάλεσε
σύγχυση στις φίλιες δυνάµεις, η οποία εξαλείφθηκε χάρις στην έγκαιρη επέµβαση
του διοικητή του 1ου Συντάγµατος Ευζώνων. Σύντοµα, η εχθρική τοποθεσία
καταλήφθηκε, αλλά ο εχθρός πρόλαβε να αποσύρει εγκαίρως τα πυροβόλα του.
Έως την έλευση της νυκτός, οι φίλιες δυνάµεις πέτυχαν κι άλλες τοπικές νίκες µε
αποτέλεσµα να ξεκινήσουν την επίθεσή τους από πλεονεκτικότερη θέση την
εποµένη.
Η επίθεση επαναλήφθηκε µε µεγαλύτερη σφοδρότητα το προσεχές
πρωινό. Αρωγός στην προσπάθεια των ανδρών της µονάδας ήταν οι
συναγωνιστές τους τη IV Μεραρχίας. Το 18ο Σύνταγµα επιτέθηκε στον εχθρό που
κατείχε την οχυρή θέση στο χωριό Πυλωριγί. Στο αριστερό του εκινείτο το 9ο
Τάγµα Ευζώνων, το οποίο υπερκέρασε τους Τούρκους και στράφηκε κατά των
θέσεων των πυροβόλων τους. Η εξέλιξη αυτή κλόνισε τον εχθρό. Οι άνδρες του
προαναφερθέντος Τάγµατος συνέχισαν απτόητοι την δια της λόγχης έφοδό τους
µε επικεφαλής τον ∆ιοικητή τους Αντισυνταγµατάρχη Παπαδόπουλο. Οι Τούρκοι
συνετρίβησαν χάνοντας και τα τέσσερα πυροβόλα τους. Κατόπιν, το 9ο Τάγµα
κινήθηκε γρήγορα και κατέλαβε µια σειρά οχυρών θέσεων, εξαρθρώνοντας το
αµυντικό σύστηµα του εχθρού. Οι Τούρκοι, αντιλαµβανόµενοι τον κίνδυνο,
30
διεξήγαγαν επανειληµµένες αντεπιθέσεις για να απωθήσουν τους άνδρες του
Παπαδόπουλου. Οι Έλληνες όµως διατήρησαν τις θέσεις τους. Η έφοδος του 9ου
Τάγµατος ακολουθήθηκε κι από άλλα τµήµατα της µονάδας µε αποτέλεσµα την
κατάληψη πολλών εχθρικών θέσεων. Οι Τούρκοι επικέντρωσαν τις προσπάθειές
τους στην ανάκτηση παντί τρόπω των πυροβόλων τους. Κατά τις πρώτες
νυκτερινές ώρες, συνειδητοποίησαν το µάταιο των προσπαθειών τους κι
αποσύρθηκαν άτακτα προς τα Γιαννιτσά. Οι άνδρες του προαναφερθέντος
τάγµατος προσπάθησαν να διευρύνουν το ρήγµα που είχαν επιτύχει στην
αµυντική διάταξη του εχθρού και κινήθηκαν στα νώτα των Τούρκων. Ελλόχευε
όµως ο κίνδυνος να τεθούν µεταξύ δύο πυρών, καθώς τα νώτα τους ήταν
ακάλυπτα, εξαιτίας της καθυστερηµένης προωθήσεως των ανδρών του 17ου
Συντάγµατος. Αντιλαµβανόµενος τον κίνδυνο ο Αντισυνταγµατάρχης
Παπαδόπουλος διέταξε την παύση της επιθετικής ενέργειας και την αµυντική
εγκατάσταση των ανδρών του, οι οποίοι έως τότε είχαν καταλάβει άλλα τέσσερα
εχθρικά πυροβόλα. Η ραγδαία προέλαση των τµηµάτων της µονάδας απειλούσε
άµεσα µε απόκτηση τη βόρεια οδό διαφυγής του εχθρού. Το γεγονός αυτό είχε
καταλυτικές επιπτώσεις στο ηθικό των Τούρκων, οι οποίοι πανικόβλητοι
οπισθοχώρησαν εσπευσµένα προς τη Θεσσαλονίκη, εγκαταλείποντας όλα τα
πυροβόλα τους. Σύντοµα, η υποχώρηση αυτή γενικεύτηκε και η πόλη των
Γιαννιτσών απελευθερώθηκε. Η συνεισφορά της µονάδας στη θετική για τα
ελληνικά όπλα έκβαση της µάχης υπήρξε καθοριστική. Με όλα αυτά, η VI
Μεραρχία θρήνησε την απώλεια 38 νεκρών και 164 τραυµατιών.
Η απελευθέρωση των Γιαννιτσών κλόνισε σοβαρά την αµυντική διάταξη
των Τούρκων σε όλη την κεντρική Μακεδονία και κατέστησε την προάσπιση της
Θεσσαλονίκης πρακτικώς ανέφικτη. Ύστερα από λίγες µέρες, ο Τούρκος
Αρχιστράτηγος του ελληνικού µετώπου Ταξίν Πασάς παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη
στους απεσταλµένους του Γενικού Στρατηγείου. ∆υστυχώς, τη χαρά για τη
λαµπρή αυτή στρατιωτική επιτυχία αµαύρωσε το «ατύχηµα» της V Μεραρχίας στο
Αµύνταιο και το Γενικό Στρατηγείο έστρεψε ένα τµήµα των δυνάµεών του προς
την κατεύθυνση της δυτικής Μακεδονίας. Η IV Μεραρχία συµπεριλαµβανόταν στις
µονάδες αυτές και οι άνδρες της έφθασαν στην περιοχή της Άργας, την 1η
Νοεµβρίου. Κατά τις προσεχείς ηµέρες, αντιµετώπισε πολυάριθµες εχθρικές
δυνάµεις, τις οποίες και κατέβαλε, απελευθερώνοντας την Άρνισσα, την 5η
Νοεµβρίου. Την εποµένη, κινήθηκε επιθετικά προς την κατεύθυνση της Κέλλης,
στην οποία εισήλθε την 6η Νοεµβρίου. Μάλιστα, ο εχθρός τράπηκε σε άτακτη
φυγή, καταδιωκόµενος από άνδρες του 1ου Συντάγµατος Ευζώνων. Ακολούθως,
η µονάδα συνέχισε την επίθεσή της, απελευθερώνοντας διάφορα χωριά της
δυτικής Μακεδονίας.
Στην Κορυτσά είχαν συγκεντρωθεί τα υπολείµµατα των τουρκικών
δυνάµεων της ευρύτερης περιοχής µετά τις διαδοχικές ήττες που είχαν υποστεί
από τους Έλληνες και τους Σέρβους. Σύντοµα, συγκεντρώθηκαν τµήµατα
Στρατιάς αποτελούµενα από τις ΙΙΙ, V και VI Μεραρχίες καθώς και το 1ο Σύνταγµα
Ιππικού, στο οποίο ανατέθηκε η εξουδετέρωση του εχθρού. Οι κατάσκοποι
άνδρες της µονάδας αναπαύθηκαν επί δύο µέρες και κατόπιν κινήθηκαν προς την
περιοχή της Κρυσταλοπηγής. Οι προφυλακές της µονάδας απέκρουσαν µια
τουρκική επίθεση, την 2α ∆εκεµβρίου. Κατόπιν, οι ελληνικές δυνάµεις πέρασαν
στην αντεπίθεση και εξεδίωξαν τον εχθρό από τις αµυντικές του θέσεις βορείως
και νοτίως του Βερνίκ, απελευθερώνοντας τη Μπιγλίστα, γεγονός που τους
επέτρεψε να κατευθυνθούν προς την Κορυτσά. Καθ’ οδόν, η εµπροσθοφυλακή
της µονάδας κατέστηλε την εχθρική αντίσταση που εκδηλώθηκε κοντά στον
31
ποταµό ∆εβόλη. Ο εχθρός είχε συγκεντρώσει ισχυρές δυνάµεις στο χωριό
Πλιάσσα, υποχρεώνοντας τη µονάδα να αναπτύξει όλα τα τάγµατά της.
Ακολούθησε σφοδρή µάχη, η οποία έληξε µε νίκη των Ελλήνων, οι οποίοι
εξεδίωξαν τους Τούρκους από τις θέσεις τους, καταλαµβάνοντας και τρία ορεινά
πυροβόλα. Την 7η ∆εκεµβρίου, ένα απόσπασµα της V Μεραρχίας, το οποίο
τελούσε υπό τις διαταγές της VI Μεραρχίας απελευθέρωσε τη µαρτυρική πόλη της
Βορείου Ηπείρου.
Κατά τους προσεχείς µήνες, το Γενικό Στρατηγείο επικέντρωσε την
προσπάθειά του στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Η συγκεκριµένη περιοχή
έχει τη µορφή πετάλου, το οποίο σχηµατίζεται από βραχώδη και απότοµα
υψώµατα, περιβάλλοντα περιφερειακώς το οµώνυµο υψίπεδο. Η τοποθεσία είναι
φύσει οχυρά και επιπλέον είχε οργανωθεί από τον εχθρό υπό την επίβλεψη ξένων
αξιωµατικών προ ετών. Περιλάµβανε πυροβολεία, πολυβολεία, χαρακώµατα και
άλλα έργα αµύνης, καθώς και πρόχειρα έργα οχυρώσεως, τα οποία
κατασκευάζονταν ακόµα και µετά την έναρξη των εχθροπραξιών. Η οχύρωση
παρουσίαζε µια εκτεταµένη περιφερειακή οργάνωση, η οποία απείχε από την
πόλη των Ιωαννίνων περί τα 8 έως 10 χιλιόµετρα. Η αµυντική προπαρασκευή του
εχθρού στηρίζεται, προς βορρά, στα υψώµατα Γαρδίκι-Παλαιόκαστρο, επί των
οποίων υπήρχαν πέντε µόνιµα πυροβολεία, χαρακώµατα, αποθήκες και δρόµοι
ανεφοδιασµού. Προς ανατολάς, η οργάνωση στηριζόταν στο όρος Μιτσικέλι, το
οποίο αποτελούσε φυσικό εµπόδιο. Σηµειωτέον ότι στο Πέραµα και τη νησίδα των
Ιωαννίνων υπήρχαν µόνιµα πολυβολεία. Επίσης, στο ύψωµα Καστρίτσα είχαν
τοποθετηθεί ορισµένα πρόσκαιρα πυροβολεία. Προς νότον, η οργάνωση
στηριζόταν επί της οδού Πρεβέζης-Ιωαννίνων και της στενωπού Σερβιανών
καθώς και στον ορεινό όγκο του Μπιζανίου. Τέλος, προς δυσµάς, η αµυντική
διάταξη των Τούρκων στηριζόταν στα υψώµατα Αγ. Νικολάου, Αγ. Σάββα,
∆ουρούτης. Σε όλη την τοποθεσία, υπήρχε τηλεφωνικό δίκτυο και είχαν
κατασκευαστεί δρόµοι ανεφοδιασµού, ενώ στις κυριότερες προσβάσεις υπήρχαν
χαρακώµατα και συρµατοπλέγµατα. Τέλος, οι Τούρκοι φρόντιζαν να βελτιώνουν
την οχύρωση κατά την ανάπαυλα µεταξύ των µαχών και να ενισχύουν όσα σηµεία
θεωρούσαν ασθενή, κρίνοντας από το που επικέντρωνε την προσπάθειά του ο
Ελληνικός Στρατός. Προς τούτο, διατηρούσαν ακλόνητη την πεποίθησή τους περί
του απρόσβλητου της θέσεώς τους.
Η VI Μεραρχία µεταφέρθηκε στο µέτωπο της Ηπείρου για να ενισχύσει την
τελική προσπάθεια προς απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Απετέλεσε µέρος του Α΄
Τµήµατος της Στρατιάς, το οποίο είχε ως αντικειµενικό σκοπό την κατά µέτωπο
απασχόληση του εχθρού στον άξονα Μπιζάνι-Καστρίτσα-∆ρίσκο. Από τη µονάδα
αποχώρησε το 1ο Σύνταγµα Ευζώνων, το οποίο εντάχθηκε στο Β΄ Τµήµα της
Στρατιάς. Μάλιστα, αποτέλεσε την εµπροσθοφυλακή της φάλαγγας και οι άνδρες
του επιτέθηκαν µε τη ξιφολόγχη εναντίον του εχθρού, ο οποίος ήταν οχυρωµένος
έξω από το χωριό Αγ. Νικόλαος. Ακολούθησε σφοδρή µάχη, κατά την οποία ο
Τούρκοι εκδιώχθηκαν από τις θέσεις τους. Σύντοµα όµως ανασυντάχθηκαν και
έλαβαν νέες θέσεις στο κυρίως φρούριο του Αγ. Νικολάου. Η θέση αυτή ήταν
καλώς οχυρωµένη και οι Τούρκοι έβαλαν εκ του ασφαλούς µε αποτέλεσµα να
καθηλώσουν τις φίλιες δυνάµεις. Το Ευζωνικό δεν πτοήθηκε και αργά αλλά
σταθερά προωθήθηκε προς τις εχθρικές θέσεις. Συχνά, οι άνδρες του πηδούσαν
από τον ένα βράχο στον άλλο, ενώ δίπλα τους οι σφαίρες «έπεφταν βροχή».
Τελικώς, έφθασαν στην κατάλληλη θέση κι εφόρµησαν εναντίον των Τούρκων, οι
οποίοι σαστισµένοι υποχώρησαν. Η επιτυχής κατάληψη του οχυρού συνοδεύτηκε
από τη σύλληψη 200 περίπου αιχµαλώτων.
32
Το συγκεκριµένο οχυρό χρησιµοποιήθηκε ως εφαλτήριο για την καταδίωξη
του εχθρού. Πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτή έπαιξε ο Ταγµατάρχης Βελισσαρίου, οι
άνδρες του οποίου ξεκίνησαν µέσω της αµαξιτής οδού Ιωαννίνων-Πρεβέζης.
Βαλλόµενοι συνεχώς υπό του εχθρικού Πυροβολικού, το οποίο ήταν
τοποθετηµένο στο νησάκι της λίµνης, κατάφεραν να διακόψουν τις συγκοινωνίες
Ιωάννης Μεταξάς
των Τούρκων και να καταλάβουν το χωριό Αγ. Ιωάννης. Από εκεί, στράφηκαν
κατά µονάδων του τουρκικού Πυροβολικού, οι οποίες κινούνταν επί της
παρακείµενης αµαξιτής οδού. Οι άνδρες του τάγµατος διατήρησαν τις θέσεις τους
µέχρι να φθάσουν και τα υπόλοιπα τµήµατα της µονάδας. Έκτοτε, εξαρθρώθηκε
όλο το αµυντικό πλέγµα του εχθρού, στον οποίο απέµενε µόνο η οδός της
παραδόσεως. Προς χάριν της ιστορίας, πρέπει να αποδοθούν τα εύσηµα τόσο
στον ∆ιάδοχο Κωνσταντίνο όσο και στον Ιωάννη Μεταξά για την σύλληψη και την
εκπόνηση του σχεδίου. Εντός των προσεχών ωρών, ο επικεφαλής των τουρκικών
δυνάµεων Εσάτ Πασάς υποχρεώθηκε να ζητήσει την κατάπαυση του πυρός. Το
πρωί της 21ης Φεβρουαρίου 1913, οι µάχες έληξαν και τα Ιωάννινα
απελευθερώθηκαν.
Συνολικά, παραδόθηκαν 332 αξιωµατικοί, 4.423 οπλίτες και 422 κτήνη. Οι
απώλειες της µονάδας ήταν 40 νεκροί και 328 τραυµατίες. Η επιτυχία του
Ελληνικού Στρατού προκάλεσε τον παγκόσµιο Θαυµασµό.
33
Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος
34
το 1ο Σύνταγµα Ευζώνων, το οποίο τελικά σταµάτησε την καταδίωξη στα
υψώµατα 618, όπου και εγκατέστησε προφυλακές. Οι συνολικές απώλειες της
µεραρχίας κατά την τριήµερη εκείνη µάχη ανήλθαν σε 139 νεκρούς και 600
τραυµατίες.
Την 22α Ιουνίου, η µονάδα τέθηκε υπό την ενιαία διοίκηση του
Υποστράτηγου Μανουσογιαννάκη. Την εποµένη, η συγκεκριµένη Μεραρχία
κινήθηκε προς τα βόρεια κι έφθασε στη Βυρώνεια, την 26η Ιουνίου. Οι Βούλγαροι
είχαν οχυρωθεί στα υψώµατα, που βρίσκονταν νοτίως του Πετριτσίου. Οι άνδρες
της VI Μεραρχίας τους επιτέθηκαν µε σφοδρότητα, ενώ το 9ο τάγµα στάλθηκε
προς κατάληψη της διάβασης του ∆εµίρ Καπού επί τους όρους Μπέλες. Κατά την
µέρα εκείνη, ελάχιστη πρόοδο σηµείωσαν τα ελληνικά στρατεύµατα και οι
Βούλγαροι διατήρησαν τις θέσεις τους. Προς τούτο, η επίθεση επαναλήφθηκε το
επόµενο πρωί. Τελικώς, οι Έλληνες κατάφεραν να κάµψουν την αντίσταση των
Βουλγάρων, οι οποίοι υποχώρησαν προς τα βόρεια. Το Γενικό στρατηγείο διέταξε
την VI Μεραρχία να καταδιώξει τον εχθρό. Οι άνδρες της µονάδας εκτέλεσαν
άψογα τη διαταγή, µετατρέποντας την υποχώρηση του εχθρού σε άτακτη φυγή.
Τα ηµέτερα στρατεύµατα διέσχισαν τον ποταµό Στρυµόνα και το απόγευµα
εισήλθαν στην πόλη του Σιδηροκάστρου. Η µονάδα δεν σταµάτησε την προέλασή
της και έφθασε στο Μαρί Κοστένοβο, την 28η Ιουνίου. Αξίζει να σηµειωθεί ότι σε
κανένα σηµείο της πορείας της δεν συνάντησε οργανωµένη εχθρική αντίσταση.
Μάλιστα, οι ελληνικές αναγνωρίσεις έφθασαν αρκετά βαθιά εντός του
βουλγαρικού εδάφους. Οι προελαύνοντες Έλληνες περισυνέλλεξαν, µεταξύ
άλλων, 400 τετράτροχα οχήµατα γεµάτα µε στρατιωτικό υλικό.
Ο εχθρός προσπάθησε να επιβραδύνει την προέλαση του Ελληνικού
Στρατού, δίνοντας µάχη οπισθοφυλακών. Η προσπάθειά του αυτή απέτυχε και οι
ελληνικές δυνάµεις κατάφεραν να φθάσουν στην περιοχή της Κρέσνας, την 1η
Ιουλίου. Η συγκεκριµένη µονάδα έφθασε στην έξοδο της οµώνυµης στενωπού,
την επόµενη ηµέρα. Σηµειωτέον ότι το βουλγαρικό Γενικό Στρατηγείο είχε διατάξει
την παντί τρόπω υπεράσπιση της περιοχής. Η συγκεκριµένη τοποθεσία είναι
υψίστης γεωστρατηγικής σηµασίας και η κατάληψή της εθεωρείτο ιδιαίτερα
δύσκολη. Την 12η Ιουλίου, ξεκίνησε η τιτανοµαχία των αντίπαλων στρατών, η
οποία ονοµάστηκε «µάχη Κρέσνας-Τζουµαγιάς». Η µακραίωνη αντιπαράθεση
ελληνισµού και σλαβισµού προσέλαβε τη σύγχρονη έκφανσή της στην ιστορία της
βαλκανικής χερσονήσου. Οι Βούλγαροι ήταν πεπεισµένοι ότι υπεράσπιζαν τα
όσια και τα ιερά τους και πως δεν µπορούσαν να υποχωρήσουν. Μια ενδεχόµενη
ήττα τους άφηνε στους Έλληνες τον δρόµο ανοικτό για τη Σόφια. Προς τούτο,
πολέµησαν µε γενναιότητα και φανατισµό. Η VI Μεραρχία κατέλαβε µετά από
σκληρό αγώνα διάφορα υψώµατα της περιοχής, τα οποία στήριζαν το αριστερό
της εχθρικής παράταξης στην τοποθεσία Σιµιτλή. Ο εχθρός εξαπέλυσε σφοδρή
αντεπίθεση προκειµένου να ανακαταλάβει τα υψώµατα αυτά, δίχως, όµως,
αποτέλεσµα. Μάλιστα, ορισµένοι στρατιώτες µάχονταν ακόµη και µε λίθους όταν
εξαντλήθηκαν τα πυροµαχικά. Έως το βράδυ, η βουλγαρική αντεπίθεση είχε
εκφυλισθεί και ο εχθρός υποχώρησε καταπτοηµένος στην Αρισβαρίτσα. Ο
αγώνας διάρκεσε επί δύο ηµέρες και οι απώλειες και των δύο αντιπάλων ήταν
µεγάλες. Εκεί, σκοτώθηκε και ο ηρωικός ταγµατάρχης Βελισαρίου, ήρωας των
µαχών στο Μπιζάνι και τον Λαχανά. Τελικώς, το ύψωµα καταλήφθηκε την 15η
Ιουλίου. Οι Βούλγαροι συνεπτύχθησαν προς την Τζουµαγιά. Η µονάδα εξήλθε
νικήτρια, έχοντας όµως 1.208 αξιωµατικούς και οπλίτες εκτός µάχης. Από την
εποµένη, ο εχθρός αντεπιτέθηκε µε σφοδρότητα, προσπαθώντας να αποκοµίσει
και το ελάχιστο εδαφικό όφελος εν όψει της επικείµενης ανακωχής. Όλες οι
35
προσπάθειές του όµως απέτυχαν. Η υπογραφή της ανακωχής την 18η Ιουλίου
1913, βρήκε τους άνδρες της µονάδας να κατέχουν ισχυρώς το ύψωµα 1378.
Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος:
Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος:
36
πληθυσµούς. Οι Έλληνες αντιπρόσωποι υπέγραψαν τη συνθήκη αυτή, ύστερα
από προτροπή του Βενιζέλου, ο οποίος θεώρησε ότι είχε διασφαλίσει την
αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επί των ήδη απελευθερωµένων νήσων του
Αιγαίου και της Κρήτης. Ούτε οι Βούλγαροι όµως ήταν ευχαριστηµένοι, καθώς
πίστευαν, αν και είχαν τα µέγιστα στη κοινή Συµµαχική δύναµη, ότι η Ελλάδα και η
Σερβία είχαν πάρει την µερίδα του λέοντος των εδαφών. Από τον Απρίλιο του
1913, ξεκίνησαν προστριβές µεταξύ των στρατευµάτων των πάλε ποτέ
Συµµάχων. Οι πλέον σηµαντικές εξ αυτών έλαβαν χώρα στη Μακεδονία, στην
περιοχή του Παγγαίου όρους όπου είχε εγκατασταθεί η VII Μεραρχία.
Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι µάχες στο Παλαιοχώρι, το Βούλτιστο και αυτή που
έλαβε χώρα των Ελευθερών. Μάλιστα, κατά την τελευταία µάχη οι ελληνικές
δυνάµεις είχαν 30 νεκρούς και 43 τραυµατίες. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στις µάχες
αυτές συµµετείχαν οι 20ό και 21ο σύνταγµα.
Η σηµαντικότερη όµως, µάχη έλαβε χώρα στην περιοχή Βουλίστας-
Αγγίστας-Ροδολείβου κατά τον προσεχή µήνα. Οι Βούλγαροι επεδίωξαν την
καταστροφή του 19ου και 21ου Συντάγµατος και την κατάληψη του Παγγαίου
όρους. Προς επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού, ενέπλεξαν στη µάχη
ισχυρές δυνάµεις οι οποίες κατάφεραν να εκδιώξουν τους Έλληνες από τις θέσεις
τους και να καταλάβουν το Παγγαίο. Απέτυχαν όµως να διαλύσουν τα ηµέτερα
τµήµατα. Οι VII Μεραρχία θρήνησε την απώλεια 54 ανδρών καθώς και 50
αγνοουµένων. ∆υστυχώς, οι περισσότεροι των τελευταίων έπεσαν στα χέρια των
Βουλγάρων και κατακρεουργήθηκαν. Η σύγκρουση δεν έλαβε µεγαλύτερες
διαστάσεις και υπογράφθηκε ένα πρωτόκολλο διαχωρίσεως των εδαφών µεταξύ
των δύο «συµµάχων». Ακολούθησε η αναδιάταξη των ελληνικών δυνάµεων στην
περιοχή, κατά την οποία η συγκεκριµένη Μεραρχία κατέλαβε τη γραµµή από την
Σκάλα Σταυρού µέχρι τα εδάφη ανατολικώς της λίµνης Βόλβης, το Μπογάζι και τη
Ρεντίνα. Το Γενικό Στρατηγείο της ανέθεσε την επιτήρηση της γραµµής από τον
λιµένα των Ελευθερών µέχρι το νότιο τµήµα της λίµνης Ταχίνου,
συµπεριλαµβανοµένων και του Ρούµλου.
Τελικώς, η ανακωχή αποδείχθηκε προσωρινή, καθώς βουλγαρικά
στρατεύµατα επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά εναντίον των αντίστοιχων ελληνικών που
βρίσκονταν στις Ελευθερές, το Βέρτισκο, την Καλλίνδρια και το Καρασούλι το
βράδυ της 16ης προς 17η Ιουνίου. Επίσης, οι Βούλγαροι επιτέθηκαν και εναντίον
των σερβικών δυνάµεων, οι οποίες ήταν εγκατεστηµένες κατά µήκος του ποταµού
Αξιού. Σηµειωτέον ότι δεν είχε προηγηθεί επίσηµη κήρυξη πολέµου από
βουλγαρικής πλευράς. Η εχθρική επίθεση εκφυλίστηκε, ενώ σύντοµα οι Ελληνικός
Στρατός εκκαθάρισε τη Θεσσαλονίκη από τα εχθρικά στρατεύµατα. Την 18η
Ιουνίου/1η Ιουλίου, έφθασε στην πόλη ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος,
αποφάσισε να επιτεθεί στον εχθρό για να αποτρέψει την πιθανή συγκέντρωση της
βουλγαρικής στρατιάς στο Κιλκίς, όπου είχαν ήδη κατασκευαστεί ισχυρά
οχυρωµατικά έργα. Στο πλαίσιο της επιχείρησης αυτής, ανατέθηκε στην VII,
Μεραρχία η κάλυψη της ελληνικής παράταξης. Προς τούτο διατάχθηκε όπως
προελάσει µέχρι τη Νιγρίτα, ακολουθώντας την κατεύθυνση Στενά Ρεντίνας-
Γέφυρα Ορλιακού. Ο διοικητής της µονάδας διέταξε τη διεξαγωγή πορείας δια δύο
φαλαγγών. Την 19η Ιουνίου, πραγµατοποιήθηκε η επιθετική προέλαση προς
βορρά και απωθήθηκαν οι βουλγαρικές δυνάµεις της περιοχής. Έως το βράδυ, τα
ηµέτερα τµήµατα είχαν καταλάβει τον αυχένα Καρακόλι, ενώ ο εχθρός
υποχώρησε προς το Χουµνικό και τη Νιγρίτα. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στο 20ό
Σύνταγµα να καταλάβει την Ηρακλείτσα αµάχητη. Έως τότε οι απώλειες της
µονάδος ανέρχονταν σε 30 οπλίτες και νεκρούς και 169 τραυµατίες.
37
Την 20ή Ιουνίου, η µονάδα συνέχισε την προέλασή της προς τη Νιγρίτα,
στην οποία εισήλθε το µεσηµέρι της ίδιας µέρας. Τα βουλγαρικά στρατεύµατα
είχαν εκκενώσει την πόλη, αφού προηγουµένως είχαν πυρπολήσει το σύνολο των
οικιών της και είχαν θανατώσει τους περισσότερους εκ των κατοίκων της.
Ακολούθως, οι άνδρες της µονάδος προωθήθηκαν στο χωριό Τερπνή, όπου
εγκατέστησαν προφυλακές. Στα υψώµατα Βεργοπολιανά, ορισµένα τµήµατα της
Μεραρχίας πραγµατοποίησαν ένα υπερκερωτικό ελιγµό και κύκλωσαν ένα
εχθρικό τάγµα, οι άνδρες του οποίου παραδόθηκαν. Τις ηµέρες εκείνες οι
Βούλγαροι ηττήθηκαν αρχικώς στο Κιλκίς και κατόπιν στον Λαχανά υποχωρώντας
καθ’ όλο το µήκος του µετώπου. ∆υστυχώς, λόγω κακής συνεννόησης και
υπερβολικής επιφυλακτικότητας του διοικητού της µονάδος, τα τµήµατά της
κινήθηκαν βραβέως και δεν κατάφεραν να αποκόψουν την οδό υποχωρήσεως του
εχθρού. Ως εκ τούτου, απωλέσθη µια µοναδική ευκαιρία για την καταστροφή του
µεγαλύτερου µέρους του Βουλγαρικού Στρατού. Κατά την µετέπειτα προέλαση
των ηµετέρων δυνάµεων, η µονάδα δεν συµµετείχε, καθώς ήταν επιφορτισµένη µε
τη φύλαξη των διαβάσεων του Στρυµόνα. Αργότερα, η Μεραρχία διατάχθηκε να
καταλάβει τις Σέρρες. Όταν όµως έφθασε εκεί, η πόλη είχε πυρποληθεί από τον
εχθρό. Την εποµένη, προήλασαν µέχρι την Πεντάπολη και αργότερα
κατευθύνθηκε προς το Νευροκόπι. Προηγουµένως, απέστειλε ένα µεικτό
απόσπασµα το οποίο απελευθέρωσε τη ∆ράµα, την 1η Ιουλίου. Την επόµενη
ηµέρα, το απόσπασµα αυτό επιτέθηκε στον εχθρό, ο οποίος κατείχε οχυρές
θέσεις στη διάβαση Χάνι Βροντούς. Ύστερα από ολιγόωρη µάχη, οι Βούλγαροι
υποχώρησαν. Εν τω µεταξύ, οι υπόλοιπες δυνάµεις της Μεραρχίας επιτέθηκαν
στον εχθρό, ο οποίος είχε οχυρωθεί στο Κάτω Νευροκόπι και στα δυτικά
αντερείσµατα της ευρύτερης περιοχής. Η µάχη ήταν σκληρή και διήρκεσε 6 και
πλέον ώρες. Τελικώς, τα ελληνικά όπλα θριάµβευσαν και οι Βούλγαροι
εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Οι Έλληνες συνέλαβαν πολλούς αιχµάλωτους και
κυρίευσαν 12 πυροβόλα. Κατόπιν καταδίωξαν τον εχθρό, ο οποίος διασώθηκε,
διότι πρόλαβε να καταστρέψει µια παρακείµενη γέφυρα. Το ηµέτερο µηχανικό
επισκεύασε τη γέφυρα αυτή και το Νευροκόπι απελευθερώθηκε, την 3η Ιουλίου.
Οι άνδρες αναπαύθηκαν για λίγα εικοσιτετράωρα και συνέχισαν την προέλασή
τους κατά τις προσεχείς ηµέρες.
Την 8η Ιουλίου η VII Μεραρχία αντιµετώπισε επιτυχώς τους Βουλγάρους
στο Κρέµεν. Ο εχθρός υποχώρησε εκ νέου και η µονάδα κατέλαβε θέσεις επί των
υψωµάτων που βρίσκονται δυτικώς του Οµπιντίµ. Έως τότε, οι απώλειες
ανέρχονταν σε 62 νεκρούς και 128 τραυµατίες. Σταδιακά, οι άνδρες προωθήθηκαν
και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Μπάνσκο-Μαχωµία. Η συγκεκριµένη Μεραρχία
αποτελούσε το δεξιό τής ελληνικής παράταξης. Την 12η Ιουλίου, άφησε µια µεικτή
ταξιαρχία στην Μαχωµία και ξεκίνησε την προέλασή της προς το Σιµιτλή.
Αργότερα, κατέλαβε τον αυχένα του Πρέντελ Χέν και τα πέρα αυτού υψώµατα. Η
κατάληψή τους αποδείχθηκε δυσκολότερη του αναµενόµενου και για την επίτευξή
της απαιτήθηκε η σύναψη τρίωρης µάχης µε τα βουλγαρικά στρατεύµατα. Ο
Ελληνικός Στρατός προήλαυνε σε όλα τα µέτωπα και απελευθέρωνε διάφορες
πόλεις και χωριά. Την 14η Ιουλίου η VI και η VII Μεραρχίες κατέλαβαν την
Αρισβανίτσα, ύστερα από πολύωρη µάχη, η οποία στοίχισε τη ζωή σε δεκάδες
άνδρες και των δύο αντιπάλων. Οι Βούλγαροι υποχώρησαν προς την Τζουµαγιά
µε σφοδρότητα. Αρχικά, το αριστερό της ελληνικής παράταξης κλονίστηκε. Το
βράδυ της 16ης Ιουλίου, το Γενικό Στρατηγείο πληροφορήθηκε την επιθετική
ενέργεια του εχθρού προς την στενωπό του Πρέντελ Χαν, δεν διέθετε όµως
εφεδρείες κατά τη δεδοµένη χρονική στιγµή. ∆ιέταξε, λοιπόν, τον διοικητή της VII
38
Μεραρχίας να κατευθυνθεί προς την περιοχή και να φράξει τη διάβαση. Η
συγκεκριµένη µονάδα όφειλε να σταµατήσει κάθε περαιτέρω προέλαση του
εχθρού και, ει δυνατόν, να τον απωθήσει στις βάσεις εξορίσεώς του. Πράγµατι, η
VII Μεραρχία έσπευσε το ταχύτερο στην περιοχή και επιτέθηκε στον εχθρό µε
όσες δυνάµεις διέθετε. Οι Βούλγαροι πολέµησαν µε σθένος και η µάχη διήρκεσε
πολλές ώρες. Όµως, τελικά, η εχθρική προέλαση αναστάλθηκε και ο εχθρός
υποχώρησε, καταδιωγµένος από τα ηµέτερα τµήµατα. Κατά τις προαναφερθείσες
µάχες των τελευταίων έξι ηµερών, η µονάδα υπέστη µεγάλες απώλειες. Ο
αριθµός των νεκρών ανήλθε σε 288 άνδρες και ο αντίστοιχος των τραυµατιών σε
1.439. Αυτή ήταν και η τελευταία µάχη των Βαλκανικών Πολέµων, καθώς την ίδια
µέρα υπογράφθηκε πενθήµερη ανακωχή µεταξύ των εµπολέµων. Ύστερα από
λίγες ηµέρες, υπογράφθηκε στο Βουκουρέστι και η οµώνυµη συνθήκη, µε την
οποία τερµατιζόταν και διπλωµατικά ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεµος. Συνολικά, κατά
τον πόλεµο αυτό, η συγκεκριµένη Μεραρχία θρήνησε τον θάνατο 380 ανδρών και
τον τραυµατισµό άλλων 1.936.
Α΄ Βαλκανικός Πόλεµος:
Την 11η Ιανουαρίου 1913, εξεδόθη µία διαταγή του Αρχιστράτηγου του
Ελληνικού Στρατού ∆ιαδόχου του θρόνου Κωνσταντίνου, µε την οποία η
Μεραρχία Ηπείρου µετονοµαζόταν σε VIII Μεραρχία. Καθήκοντα διοικητού
ανέλαβε ο έως τότε ∆ιοικητής της Μεραρχίας Ηπείρου Υποστράτηγος ∆ηµήτριος
Ματθαιόπουλος. Η µονάδα απετελείτο από το 15ο Σύνταγµα Πεζικού, το 1ο
Ανεξάρτητο Σύνταγµα Κρητών, το 3ο, 7ο και 18ο Ευζωνικό Τάγµα, µία ταχυβόλο
ορειβατική πυροβολαρχία, ένα απόσπασµα ιππέων, µια διµοιρία µηχανικού, µια
µοίρα τραυµατιοφορέων, δύο χειρουργεία, ένα ορεινό τµήµα µοίρας συζυγαρχιών
πυροµαχικών και δύο οπτικούς σταθµούς.
Η πρώτη µεγάλη µάχη στην οποία συµµετείχε η µονάδα ήταν αυτή για την
απελευθέρωση των Ιωαννίνων, υπό τη διοίκηση του Συνταγµατάρχη ∆ηµητρίου
Ιωάννου. Κατά την περίοδο εκείνη, η µονάδα απαρτιζόταν από το 15ο Σύνταγµα
Πεζικού, το 2ο Σύνταγµα Ευζώνων, το Ανεξάρτητο Σύνταγµα Κρητών και δύο
ορεινές πυροβολαρχίες. Η Μεραρχία είχε ενταχθεί στο Α΄ τµήµα της Στρατιάς
Ηπείρου, το οποίο είχε ως αντικειµενικό σκοπό την καθήλωση του αριστερού των
Τούρκων. Οι άνδρες της µονάδας συγκεντρώθηκαν στην περιοχή της Αετοράχης
κατά το πρώτο δεκαήµερο του Φεβρουαρίου. Την 19η αυτού του µήνα, στο σηµείο
εξόρµησης βρίσκονταν το 2ο Σύνταγµα Ευζώνων, το Ανεξάρτητο Σύνταγµα
Κρητών, τρεις λόχοι πεδινού πυροβολικού κι ένας λόχος µηχανικού. Κατά την
ηµέρα εκείνη, το ηµέτερο Πυροβολικό έβαλε συνεχώς κατά των εχθρικών θέσεων,
ενώ το Πεζικό διεξήγαγε επιθετικές αναγνωρίσεις. Η δράση του Πυροβολικού
επαναλήφθηκε από το πρωί της εποµένης. Κατά το µεσηµέρι, οι Τούρκοι
υποχώρησαν από την περιοχή της Μαλωνιάσης και ο Μέραρχος συγκρότησε µια
φάλαγγα προς καταδίωξη του εχθρού σε περίπτωση γενικής υποχώρησής του.
Στις 15.00 µ.µ., οι άνδρες της µονάδας διεξήγαγαν επιθετική αναγνώριση προς το
Μπιζάνι. Οι Τούρκοι διατήρησαν τις θέσεις τους µέχρι την εκδήλωση του
τολµηρού ελιγµού του Ελληνικού Στρατού. Στις 5.30 π.µ., ο εχθρός ύψωσε λευκή
σηµαία, παραδόθηκε στο Μπιζάνι και ύστερα από την πάροδο 90 λεπτών ένας
Τούρκος αξιωµατικός παρουσιάστηκε στο αρχηγείο της VIII Μεραρχίας. Ήταν ο
39
κοµιστής ενός εγγράφου του διοικητού της XXIII τουρκικής Μεραρχίας, µε το
οποίο ανακοινωνόταν η πρόθεση των Τούρκων όπως παραδώσουν το οχυρό.
Πράγµατι, λίγες ώρες αργότερα, η φρουρά του Μπιζανίου παραδόθηκε και τα
Ιωάννινα απελευθερώθηκαν. Κατόπιν, οι άνδρες της µονάδος συγκέντρωσαν τους
αιχµαλώτους στο χωριό Κυπαρίσσια και εγκαταστάθηκαν στον τοµέα ευθύνης
τους. Αυτός οριζόταν από τα χωριά Κατσίκα-Κουστέλιο-Γουρίστα-Σερβιάνα.
Αργότερα, η µονάδα µετακινήθηκε στο χωριό Ελεούσα. Ακολούθησε µια
βραχύβια περίοδος ανασυγκρότησης, κατά την οποία η συγκεκριµένη Μεραρχία
αποτέλεσε τµήµα της Στρατιάς Ηπείρου µαζί µε τη νεοσύστατη ΙΧ Μεραρχία. Στο
τµήµα αυτό, ανατέθηκε η απελευθέρωση της υπόλοιπης Ηπείρου. Η µονάδα
έθεσε υπό τις διαταγές της ένα σύνταγµα Ιππικού και καταδίωξε τους Τούρκους
προς το Καλπάκι και το Αργυρόκαστρο. Την 28η Φεβρουαρίου, ξεκίνησε η
προέλαση της Μεραρχίας. Αυτή τη µέρα, ο Μέραρχος προώθησε το σύνταγµα
Ιππικού στο Χάνι Τζεραβίνας και από εκεί στο Χάνι ∆ελβινάκι. Το στρατηγείο της
Μεραρχίας µετακινήθηκε στο Καλπάκι. Σύντοµα, έγινε γνωστό ότι 2.500 περίπου
Τούρκοι βρίσκονταν συγκεντρωµένοι κοντά στο χωριό Κτίσµατα. Οι άνδρες της
µονάδος κατευθύνθηκαν προς τα κει και απελευθέρωσαν τα χωριά της περιοχής,
ενώ ο εχθρός προτίµησε να υποχωρήσει προς βορρά. Την 2α Μαρτίου,
κατέφθασε και το σύνταγµα Ιππικού, οι άνδρες του οποίου καταδίωξαν τους
Τούρκους και κατάφεραν να συλλάβουν ένα εχθρικό τάγµα. Την εποµένη,
απελευθερώθηκαν το ∆έλβινο και το Αρχυρόκαστρο. Την 4η Μαρτίου, ο άνδρες
της µονάδος κατευθύνθηκαν προς το Τεπελένι και αιχµαλώτισαν µια µονάδα
Ιππικού αποτελούµενη από 22 αξιωµατικούς και 100 ιππείς. Την εποµένη,
απελευθερώθηκε το Τεπελένι. Στην πόλη αυτή, η Μεραρχία παρέµεινε επί αρκετές
ηµέρες προς ανάπαυση των ανδρών της και ανασυγκρότηση. Αργότερα,
παρέµειναν σε αυτή δύο τάγµατα, ενώ τα υπόλοιπα τµήµατα προχώρησαν προς
την Κλεισούρα. Τις παραµονές του Β΄ Βαλκανικού Πολέµου, η διάταξη της VIII
Μεραρχίας είχε ως εξής: το στρατηγείο της ήταν εγκατεστηµένο στην Πρεµέτη, το
15ο Σύνταγµα Πεζικού βρισκόταν στην Κλεισούρα, το προαναφερθέν τάγµα είχε
εγκατασταθεί στο Αργυρόκαστρο, ένα τάγµα Ευζώνων βρισκόταν στο Τεπελένι
40
και ένα άλλο στο Φρασάρι, ενώ τα υπόλοιπα τµήµατα ήταν εγκατεστηµένα στην
Πρεµέτη.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αρχείον ΓΕΣ/∆ΙΣ
Θ. Βελλιανίτης – Ν. Κλαδάς – Ν. Μοσχόπουλος – Ηλ. Κυριακόπουλος,
Βαλκάνια: Οι Βαλκανικοί και Ελληνοτουρκοί πόλεµοι. Αθήνα: Μέδουσα/ Σέλας,
1999.
Η Ελλάς και ο πόλεµος εις τα Βαλκάνια 1914-1918, ΓΕΣ/∆ΙΣ, 1958.
Κόκκινος ∆., Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τ. Β΄- Γ΄- ∆΄, Αθήνα: Μέλισσα,
1970.
Λάσκαρις Σ., ∆ιπλωµατική Ιστορία της Ευρώπης, 1814-1914. Αθήναι:
Ξένος, 1936.
Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, Αθήναι: 1927.
Πανόραµα του πολέµου 1912-1913, Αθήνα: Ελεύθερη Σκέψις, 1992.
Πολιτάκος Ιωαν., Στρατιωτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, Αθήνα: ΓΕΣ,
1980.
41
ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΑ
Του
1
1.ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
2.Α΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
2
επίθεσης µε Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο. Η συµφωνίες αυτές
υπογράφθηκαν στις 22 Σεπτεµβρίου 1912. Η στρατιωτική προετοιµασία της
Ελλάδας ήταν από τους κύριους στόχους του κινήµατος στο Γουδί το 1909. Ως
ακόλουθο αυτών των ετοιµασιών στα µέσα Ιανουαρίου 1912, έφτασε στην
Ελλάδα γαλλική αποστολή για την εκπαίδευση του στρατού. Στις 4 Οκτωβρίου
1912 η Οθωµανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεµο κατά της Βουλγαρίας και
της Σερβίας. Με την Ελλάδα απέφυγε να κηρύξει τον πόλεµο ελπίζοντας ακόµα
σε ειρηνικό διακανονισµό. Την αµέσως όµως επόµενη ηµέρα, η ελληνική
κυβέρνηση κήρυξε εκείνη τον πόλεµο ως µέλος του Βαλκανικού Συνασπισµού.
Σύµφωνα µε το σχέδιο επίθεσης, ο στρατός της Θεσσαλίας µε ∆ιοικητή τον
διάδοχο Κωνσταντίνο θα αναλάµβανε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων. Ο
στρατός της Ηπείρου µε ∆ιοικητή τον Στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη θα
αναλάµβανε δευτερεύοντα ρόλο, µέχρι την ολοκλήρωση του έργου του στρατού
της Θεσσαλίας.
3
Το Γενικό Στρατηγείο, που επικεφαλής του ήταν ο Κωνσταντίνος,
αποφάσισε να κινηθεί ο Ελληνικός Στρατός βόρεια, µε κατεύθυνση προς το
Μοναστήρι και να συναντήσει τον Σερβικό Στρατό. Η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου
όµως διαφώνησε και έκρινε ότι είναι επιτακτική η ανάγκη ο στρατός να κινηθεί
χωρίς καµία καθυστέρηση προς Θεσσαλονίκη, προς την οποία κατευθύνονταν
δυνάµεις του Βουλγαρικού Στρατού από τα βορειοδυτικά. Είναι χαρακτηριστική η
περίφηµη φράση του Βενιζέλου στον ∆ιάδοχο Κωνσταντίνο «σας απαγορεύω να
πάτε στο Μοναστήρι, θα πάτε να απελευθερώσετε τη Θεσσαλονίκη». Ο
Βενιζέλος αναγκάστηκε να κάνει χρήση του αξιώµατός του και να στείλει τον
Βασιλέα Γεώργιο Α΄ στο µέτωπο για να κάµψει την αντίσταση του Κωνσταντίνου
και να κατευθύνει τον Ελληνικό Στρατό προς τη Θεσσαλονίκη.Η επόµενη µεγάλη
µάχη δόθηκε στις 19-20 Οκτωβρίου στη λίµνη των Γιαννιτσών, όπου οι Τούρκοι
είχαν παρατάξει ισχυρές δυνάµεις, ώστε να ανακάψουν την πορεία του
Ελληνικού Στρατού προς τη Θεσσαλονίκη. Η ελληνική επίθεση ήταν επιτυχής και
στις 20 Οκτωβρίου το πρωί εισήλθε στην πόλη των Γιαννιτσών. Στη συνέχεια,
αφού επισκεύασε τις γέφυρες που είχαν καταστρέψει οι Τούρκοι, ο Ελληνικός
Στρατός πέρασε την ανατολική όχθη του Αξιού ποταµού και άρχισε να
προετοιµάζει την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
4
αξιωµατικούς µε όλο τον βαρύ και ατοµικό οπλισµό τους και το απόγευµα
µπήκαν στην πόλη δύο ευζωνικά τάγµατα της VII΄ Μεραρχίας, ενώ οι I, II, III, IV
µεραρχίες µε την υπόλοιπη δύναµη της VII έλαβαν θέσεις στα υψώµατα γύρω
από την πόλη. Βάσει του πρωτοκόλλου παράδοσης, όλοι οι οθωµανοί
αξιωµατικοί θα κρατούσαν τον οπλισµό τους. Επίσης, οπλισµένη θα παρέµενε η
οθωµανική χωροφυλακή, για τη διατήρηση της Τάξης. Ήδη από τις 26
Οκτωβρίου ο Κωνσταντίνος έστειλε µήνυµα προς τον Βούλγαρο Στρατηγό
Θεοδωρώφ που κατευθυνόταν µε µια µεραρχία προς τη Θεσσαλονίκη, ότι η
Θεσσαλονίκη είχε ήδη απελευθερωθεί και ότι µπορούσε να διαθέσει τις δυνάµεις
του σε άλλες επιχειρήσεις. Παρ’ όλα αυτά ο Θεοδωρώφ έστειλε απεσταλµένο
αξιωµατικό στον Ταξίν πασά ζητώντας του να υπογράψει πρωτόκολλο
παράδοσης της Θεσσαλονίκης, παρόµοιο µε εκείνο που µόλις είχε συνάψει µε
τους Έλληνες, προκειµένου να εµφανιστεί ως συναπελευθερωτής της πόλης. Ο
Ταξίν αρνήθηκε και µάλιστα ζήτησε την προστασία του Ελληνικού Στρατού,
επειδή µονάδες του, που είχαν ήδη παραδοθεί στον Ελληνικό Στρατό, δέχονταν
επιθέσεις από βουλγαρικά τµήµατα. Ο Θεοδωρώφ, φθάνοντας στις 28
Οκτωβρίου έξω από τη Θεσσαλονίκη, ζήτησε να εισέλθει στην πόλη για να
στρατοπεδεύσει. Ύστερα από διαπραγµατεύσεις, επιτράπηκε να εισέλθουν δύο
βουλγαρικά τάγµατα στη Θεσσαλονίκη για να ξεκουραστούν, αλλά η βουλγαρική
δύναµη που εισήλθε στην πόλη ανήλθε σε ολόκληρο σύνταγµα το οποίο
στρατωνίστηκε κυρίως σε εβραϊκά και εξαρχικά οικήµατα.
ΙV.Μέτωπο Ηπείρου
Κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, ο ρόλος του στρατού Ηπείρου ήταν
αµυντικός. Μόλις στις 12 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάµεις µπήκαν στην
Φιλιππιάδα και στις 21 παραδόθηκε η Πρέβεζα, µε υποστήριξη ναυτικών
µονάδων. Στη συνέχεια, ακολούθησε ενεργητική δραστηριότητα µε κατεύθυνση
5
προς τα Ιωάννινα, τα οποία υπερασπίζονταν ο Τούρκος ∆ιοικητής Εσσάτ Πασάς.
Ύστερα από µάχη στην τοποθεσία Πέντε Πηγάδια (24-30 Οκτωβρίου) οι
ελληνικές και τουρκικές δυνάµεις σταθεροποίησαν τις θέσεις τους στην περιοχή.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, στις 5 Νοεµβρίου 1912, µικρή
δύναµη µε επικεφαλής τον Ταγµατάρχη Σπύρο Σπυροµήλιο αποβιβάστηκε στη
Χειµάρα και στις 7 ∆εκεµβρίου ο στρατός Μακεδονίας εισήλθε στην Κορυτσά.Στο
µέτωπο νότια των Ιωαννίνων, στο Μπιζάνι, οι Τούρκοι είχαν οργανώσει βάσει
γερµανικών σχεδίων, οχυρωµατικά έργα: ισχυρά πυροβολεία, πυροβόλα και
τσιµεντένια χαρακώµατα, καθιστώντας αδύνατη την προέλαση του Ελληνικού
Στρατού µε τις περιορισµένες δυνάµεις που διέθετε στην περιοχή. Όταν τελικά το
µέτωπο στην Μακεδονία σταθεροποιήθηκε και µεταφέρθηκαν ενισχύσεις ο
Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε τα Ιωάννινα στις 22 Φεβρουαρίου 1913, αφού
υποχρέωσε τις τουρκικές δυνάµεις του Μπιζανίου σε συνθηκολόγηση. Ύστερα
από τα Ιωάννινα ο στρατός κινήθηκε βόρεια: στις 27 Φεβρουαρίου εισήλθε στο
Αργυρόκαστρο και στις 3 Μαρτίου στους Αγίους Σαράντα, ολοκληρώνοντας την
απελευθέρωση της Ηπείρου.
6
Η παράδοση των Ιωαννίνων
Την 5η Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεµο κατά της Τουρκίας
και η Μάχη του Σαρανταπόρου ήταν η πρώτη σηµαντική νίκη του Ελληνικού
Στρατού στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεµο. Η Στρατιά Θεσσαλίας, αφού πέρασε την 5η
Οκτωβρίου την ελληνοτουρκική µεθόριο, απώθησε αρχικά τα τουρκικά φυλάκια
των συνόρων και στη συνέχεια, την 6η Οκτωβρίου, τα εγκαταστηµένα στην
Ελασσόνα και ∆εσκάτη τµήµατα του εχθρού. Από την 7η Οκτωβρίου η Στρατιά
άρχισε να προελαύνει προς τα βόρεια για να συναντήσει τις κύριες τουρκικές
δυνάµεις, υπό τον Στρατηγό Ταξίν Πασά, εγκαταστηµένες αµυντικά στην οχυρή
τοποθεσία Σαρανταπόρου και Λαζαράδων-Βογκόπετρας.Η αµυντική γραµµή των
στενών του Σαρανταπόρου ήταν φυσικώς οχυρή µε εξαίρετα πεδία βολής προ
αυτής. Επιπλέον, είχε γίνει υποδειγµατική αµυντική οργάνωση του Τουρκικού
Στρατού απο τους Γερµανούς. Το σχέδιο της Τουρκικής ∆ιοίκησης προέβλεπε
7
σταθερή άµυνα µε το σύνολο σχεδόν των δυνάµεών της, µε σκοπό την
απόφραξη των κατευθύνσεων Ελασσόνα-Σέρβια και ∆εσκάτη-Λαζαράδες-Σέρβια
και την απαγόρευση της προελάσεως του Ελληνικού Στρατού προς τα βόρεια.Το
στρατηγείο του 8ου σώµατος του Τουρκικού Στρατού βρισκόταν στα Χάνια της
Βίγλας, ενώ το στρατηγείο µιας τουρκικής εφεδρικής µεραρχίας (10 τάγµατα
πεζικού) στο Γλύκοβο (Σαραντάπορο). Για την υπεράσπιση των στενών οι
Τούρκοι είχαν διαθέσει 14 τάγµατα πεζικού, 12 πυροβόλα, 3 λόχους πολυβόλων
και 2 ίλες ιππικού. Ένα ακόµη τάγµα τουρκικού πεζικού βρισκόταν στο Λιβάδι. Το
σχέδιο ενεργείας του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου, υπό τις διαταγές του
εγκατεστηµένου στο Χάνι Χατζηγώγου ∆ιαδόχου και Αρχιστράτηγου
Κωνσταντίνου, προέβλεπε επίθεση κατά µέτωπο εναντίον των αµυνόµενων
τουρκικών δυνάµεων στα Στενά Σαρανταπόρου, µε ταυτόχρονη και από τα δύο
πλευρά υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια για την κατάληψη της γέφυρας
του Αλιάκµονα και την αποκοπή της σύµπτυξης του εχθρού. Η επίθεση αυτή θα
συνδυαζόταν και µε ευρύτερο κυκλωτικό ελιγµό, από την περιοχή του χωριού
Κρανιά, δια µέσου του πόρου Ζάµπουρδας προς την Κοζάνη.Το πρωϊ της 9ης
Οκτωβρίου 1912 ο Ελληνικός Στρατός µε τη II, III και VI Μεραρχία στο κέντρο,
την Ι Μεραρχία δεξιά, το Απόσπασµα Κωνσταντινοπούλου στο άκρο δεξιά, την
IV, V Μεραρχία και τηn Ταξιαρχία Ιππικού στο αριστερό και το Απόσπασµα
Γεννάδη στο άκρο αριστερό, εξόρµησε για την εκπόρθηση των Στενών του
Σαρανταπόρου. Οι ελληνικές δυνάµεις, όλη την ηµέρα της 9ης Οκτωβρίου,
κατέβαλαν µεγάλες προσπάθειες, αφού έπρεπε να αντιµετωπίσουν όχι µόνο
έναν ισχυρά οργανωµένο αντίπαλο αλλά και τις δυσχερέστατες εδαφικές και
καιρικές συνθήκες. Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 9ης προς 10η Οκτωβρίου οι
Τούρκοι πληροφορήθηκαν την απειλητική γι' αυτούς υπερκερωτική ενέργεια της
IV Μεραρχίας και, εκµεταλλευόµενοι το σκοτάδι και τη βροχή, υποχώρησαν από
την αµυντική γραµµή Σαρανταπόρου-Λαζαράδες και άρχισαν να συµπτύσσονται
εσπευσµένα προς τα Σέρβια. Την επόµενη ηµέρα 10η Οκτωβρίου, οι Μεραρχίες
του Ελληνικού Στρατού τέθηκαν σε κίνηση και πέτυχαν να κυριεύσουν ολόκληρο
σχεδόν το Πεδινό Πυροβολικό, άφθονο πολεµικό υλικό των Τούρκων και να
αιχµαλωτίσουν περιορισµένο αριθµό αποκοµµένων τµηµάτων και ανδρών. Η IV
Μεραρχία κινήθηκε γρήγορα και µε την ηµιλαρχία της κατέλαβε άθικτη τη γέφυρα
του Αλιάκµονα. Οι Τούρκοι κατά την υποχώρησή τους εγκατέλειψαν στο πεδίο
της µάχης στα στενά του Σαρανταπόρου ολόκληρο το πυροβολικό τους, που
έπεσε στα χέρια των Ελλήνων, ενώ το επόµενο πρωί, αφού εκτέλεσαν 75
προκρίτους στα Σέρβια, τα εγκατέλειψαν και υποχώρησαν βορειότερα. Τα στενά
του Σαρανταπόρου ήταν η µοναδική θέση όπου η κατώτερη αριθµητικά τουρκική
δύναµη µπορούσε να ανακόψει την ελληνική προέλαση. Ο Φον Ντερ Γκολτς
µάλιστα, Γερµανός οργανωτής του Τουρκικού Στρατού, είχε πει ότι τα στενά αυτά
«θα ήταν ο τάφος του Ελληνικού Στρατού». Ο Ελληνικός Στρατός όµως τον
διέψευσε. Η γρήγορη και νικηφόρα έκβαση της Μάχης του Σαρανταπόρου άνοιξε
τις πύλες για την απελευθέρωση στη συνέχεια της ∆υτικής και Κεντρικής
Μακεδονίας. Οι απώλειες των Τούρκων σε νεκρούς, τραυµατίες και αιχµαλώτους
ήταν σοβαρές. Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού κατά τη διήµερη µάχη σε
αξιωµατικούς και οπλίτες ήταν 182 νεκροί και 995 τραυµατίες, προς τιµή των
οποίων χτίστηκε το 1972 το µουσείο µάχης Σαρανταπόρου.
8
Γεράσιµος Ραφτόπουλος (αριστερά): είναι ο νεότερος υπαξιωµατικός στην
ιστορία των Ελληνικών Ενόπλων ∆υνάµεων. Γεννήθηκε στο Φισκάρδο της
Κεφαλονίας το 1900. Κατά το 1ο Βαλκανικό Πόλεµο, εναντίον των Οθωµανών,
κατατάχθηκε εθελοντικά στην ηλικία των 12 και έγινε δεκτός ώς οπλίτης του
18ου Συντάγµατος Πεζικού της IV Μεραρχίας. Για το θάρρος του στη Μάχη του
Σαρανταπόρου έλαβε ενα Manlicher-Schonauer, ως δώρο. Στην Μάχη του
Κιλκίς-Λαχανά, το 1913, κατάφερε να ξεφύγει από αιχµαλωσία, σκοτώνοντας 3
από τους 5 Βούλγαρους που τον είχαν αιχµαλωτήσει. Επιστρέφοντας στις
ελληνικές γραµµές, βρήκε έναν τραυµατισµένο Εύζωνα και τον µετέφερε
σώζοντάς τον από βέβαιο θάνατο. Για την ανδρεία, του προήχθη στο βαθµό του
δεκανέα την 28η Αυγούστου 1913, σε ηλικία 13 ετών.
9
II.Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ
10
Οι στρατιώτες µας, φοβερά ταλαιπωρηµένοι από την εξαντλητική
πορεία τόσων ηµερών, κάτω από δυσµενείς καιρικές συνθήκες είχαν
προβλήµατα εφοδιασµού, το ηθικό τους όµως ήταν υψηλό, ύστερα από τις
µεγάλες νίκες, ενώ τους φλόγιζε την ψυχή η θέληση να προλάβουν να
ελευθερώσουν τη Θεσσαλονίκη πριν από τους Βουλγάρους. Τα
προελαύνοντα ελληνικά τµήµατα, δέχτηκαν τους πρώτους πυροβολισµούς
πλησιάζοντας τη γέφυρα της Μπάλνιτζας (Μελισσίου). Μετά τον πρώτο
αιφνιδιασµό, ανασυντάχθηκαν. Συγχρόνως άρχισε και ο κανονιοβολισµός
των τουρκικών πολυβόλων από τα υψώµατα του Ταλαµπάζ. Το ελληνικό
Πυροβολικό στήθηκε και άρχισε να κανονιοβολεί τις εχθρικές θέσεις. Κάτω
από συνεχή κανονιοβολισµό οι µονάδες της III και II Μεραρχίας περνούσαν
τη γέφυρα και έπαιρναν θέσεις στο πεδίο µεταξύ Μελισσίου και Γιαννιτσών.
Η IV Mεραρχία βαδίζοντας από Γυψοχώρι προς Μυλότοπο και Αξό, γύρω
στο µεσηµέρι µπήκε και αυτή στη µάχη. Η VI Mεραρχία προχωρούσε από
Αχλαδοχώρι προς Αµπελιές, µε τα ευζωνικά της τάγµατα. Ηρθε σε επαφή µε
τον οχυρωµένο εχθρό, στα αντικρυνά υψώµατα. Ετσι, η µάχη γενικεύτηκε σε
όλο το µήκος, από Βορρά προς Νότο, µε τους Ελληνες στρατιώτες να
καταβάλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες να προχωρήσουν στο ανοιχτό
πεδίο και να πλησιάσουν τις εχθρικές θέσεις. Και όλα αυτά, κάτω από
ισχυρή καταρακτώδη βροχή. Η µάχη σταµάτησε αργά τη νύχτα. Την
επόµενη ηµέρα 20ή Οκτωβρίου, µε την ανατολή του ηλίου, ξανάρχισαν πάλι
οι κανονιοβολισµοί. Γύρω στις 8.45 π.µ. το ένατο ευζωνικό τάγµα, µε
∆ιοικητή τον Αντισυνταγµατάρχη Κ.Παπαδόπουλο κατόρθωσε να καταλάβει
το ύψωµα των νεκροταφείων της πόλης (Μητρόπολης) µε τα τέσσερα
πυροβόλα που ήταν οχυρωµένα σ' αυτό. Κυνήγησε τους υποχωρούντες
Τούρκους ανατολικά. Οι υπόλοιπες γραµµές των Τούρκων, µε κίνδυνο να
περικυκλωθούν, ύστερα από την είδηση ότι στα βόρεια έσπασε το µέτωπο
από τους Τσολιάδες, παράτησαν πυροβόλα-πολυβόλα και λοιπό εξοπλισµό
και τράπηκαν σε φυγή προς Θεσσαλονίκη.
Οι τουρκικές αρχές, όταν έµαθαν ότι ο Ελληνικός Στρατός πλησιάζει,
κάλεσαν τους προύχοντες της Ελληνικής Κοινότητας Π. Γκοτζαµάνη, Ι.
Μάγγο, Ι. Σταµενίτη, Χ. Λιάπτση, Χ. Γκάλτση, ∆. Μπόσκο µαζί µε τον
Αρχιµανδρίτη της Μητρόπολης, προκειµένου να οργανώσουν από κοινού
την υποδοχή του Αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου και να παραδώσουν την
πόλη αµαχητί. Η υποδοχή θα γινόταν έξω από το Μελλίσι µε όλα τα
ελληνικά και τουρκικά σχολεία.
Με την άφιξη όµως ισχυρών τουρκικών στρατευµάτων, τόσο από την
Βέροια όσο και από την Θεσσαλονίκη, η κατάσταση άλλαξε εντελώς. Οι
Έλληνες από τα χαράµατα της 19ης, µέχρι την είσοδο του στρατού στην
πόλη, έµειναν στα σπίτια τους, περιµένοντας µε αγωνία την έκβαση της
µάχης. Πολλά γυναικόπαιδα κλείστηκαν για λόγους ασφαλείας στην
Μητρόπολη. Τα πρώτα τµήµατα που µπήκαν στην πόλη από το δρόµο της
Αξού ήταν της II Mεραρχίας µε τον Μέραρχο Καλάρη. Γύρω στις 11 π.µ. από
τον ίδιο δρόµο µπαίνει και ο Aρχιστράτηγος Κωνσταντίνος µε το Επιτελείο
του. ∆ηµογέροντες της ελληνικής κοινότητας και πλήθος κόσµου τους
υποδέχονταν µέσα σε παραλήρηµα χαράς και ζητοκραυγών, στην οδό
Χατζηδηµητρίου, στο ύψος της νέας αγοράς. Επακολούθησε νεκρώσιµη
ακολουθεία στον Ναό της Παναγίας για τους νεκρούς στρατιώτες. Γυναίκες
τους καθάρισαν, τους έπλυναν µε κρασί και τους στόλισαν µε λουλούδια.
Κατόπιν άρχισε µεγάλη ∆οξολογία µπροστά σε αξιωµατικούς, στρατιώτες
11
και κατοίκους της πόλης. Ολα τα σπίτια πήραν στρατιώτες να τους
φιλοξενήσουν. Η εικόνα των Τούρκων στρατιωτών που ξεχύθηκαν στους
λασπωµένους δρόµους ήταν φρικτή. Η καταδίωξη έγινε σε µικρό βαθµό,
µέχρι την Πέλλα, κυρίως λόγω της µεγάλης εξάντλησης των ανδρών από τη
διήµερη µάχη. Οι Τούρκοι διέφυγαν προς Θεσσαλονίκη και οχυρώθηκαν,
αποφεύγοντας την πλήρη αιχµαλωσία. Ενας πολεµικός ανταποκριτής των
"ΤΑΙΜΣ" ο Κρώφορντ Πράϊς γράφει: «είδα πολλά άξια λόγου θέµατα στη
Μακεδονία, αλλά κανένα απ’ αυτά τόσο σπαρακτικό και τόσο τροµερό, όσο
η υποχώρηση του Ταξίν, την επόµενη της µάχης των Γιαννιτσών». Πίσω στα
Γιαννιτσά η τουρκική συνοικία παραδόθηκε στις φλόγες, και τα λάφυρα ήσαν
άφθονα. Υπήρξαν 3.000 αιχµάλωτοι Τούρκοι στρατιώτες, 25 πυροβόλα από
τα 30, και 2 πολεµικές σηµαίες. ∆εν υπάρχει σαφής εικόνα του αριθµού των
νεκρών. Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού ήταν βαριές: 10 αξιωµατικοί
και 178 στρατιώτες νεκροί, 29 τραυµατίες αξιωµατικοί και 756 στρατιώτες.
Υπήρξε η πιο φονική µάχη των Βαλκανικών πολέµων.
12
παράδοση του στρατού του και τη µεταφορά του στη Μικρά Ασία µε δαπάνες της
ελληνικής κυβέρνησης. Ο Οθωµανός αξιωµατούχος δέχθηκε, τελικά, τους όρους
του Κωνσταντίνου και στις 11 το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ανήµερα της
εορτής του Αγίου ∆ηµητρίου, οι πληρεξούσιοι αξιωµατικοί Ιωάννης Μεταξάς (ο
κατοπινός δικτάτωρ και ο άνθρωπος του «ΟΧΙ» και ο Βίκτωρ ∆ούσµανης
µεταβαίνουν στο ∆ιοικητήριο της Θεσσαλονίκης και υπογράφουν τα σχετικά
πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στον Ελληνικό Στρατό. Σύµφωνα µε το
πρωτόκολλο, παραδίνονταν ως αιχµάλωτοι 25.000 Τούρκοι στρατιώτες και 1.000
αξιωµατικοί. Στην κατοχή του Ελληνικού Στρατού περιέρχονταν όλος ο βαρύς και
ελαφρύς οπλισµός του σχηµατισµού (70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 70.000
τυφέκια και πυροµαχικά). Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου εισήλθαν στη
Θεσσαλονίκη δύο τάγµατα Ευζώνων και ύψωσαν την ελληνική σηµαία στο
∆ιοικητήριο, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάµεις άρχισαν να λαµβάνουν θέσεις
στα υψώµατα γύρω από την πόλη. Στις 11 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912 ο
Κωνσταντίνος εισήλθε µε το επιτελείο του στη Θεσσαλονίκη και το µεσηµέρι
έγινε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά. Την ίδια µέρα, κατέφθασαν
έξω από τη Θεσσαλονίκη και οι Βούλγαροι, ήταν όµως ήδη αργά για τους
γείτονες. Ο επικεφαλής της µεραρχίας τους Στρατηγός Τεοντορόφ ζήτησε να
εισέλθει στην πόλη για να στρατοπεδεύσει.
Εισέπραξε την αρνητική απάντηση του Κωνσταντίνου και ύστερα από
διαπραγµατεύσεις, επιτράπηκε να µπουν στην πόλη για ολιγοήµερη ανάπαυση
δύο τάγµατα µε επικεφαλής τούς Βούλγαρους Πρίγκιπες Βόρι και Κύριλλο.
Επικράτησε όµως σύγχυση και τελικά εισήλθε στη Θεσσαλονίκη ένα ολόκληρο
βουλγαρικό σύνταγµα, γεγονός που εκνεύρισε τον Βενιζέλο.
Οι Βούλγαροι δήλωναν εµφαντικά παρόντες στις εξελίξεις στη Μακεδονία.
Ο σπόρος του Β΄ Βαλκανικού Πολέµου είχε ριχτεί. Στις 29 Οκτωβρίου ήταν η
σειρά του Βασιλιά Γεωργίου Α΄ να εισέλθει στην πόλη και να επισηµοποιήσει την
απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Έγινε δεκτός µε ενθουσιασµό από τους
Έλληνες κατοίκους της, µε απάθεια ανάµικτη µε φόβο από το µουσουλµανικό
στοιχείο, ενώ οι Εβραίοι που ήταν η πολυπληθέστερη πληθυσµιακή οµάδα της
πόλης δεν έκρυψαν την απογοήτευσή τους, καθώς προωθούσαν σχέδιο
διεθνοποίησης της Θεσσαλονίκης.
13
Πασάς είχε στη διάθεσή του 4 µεραρχίες.Ο Ελληνικός Στρατός Ηπείρου µε
επικεφαλής τον ∆ιάδοχο Κωνσταντίνο αποτελούνταν από 4 µεραρχίες, 1
ταξιαρχία και ένα σύνταγµα πεζικού. Το σχέδιο της επίθεσης ήταν σχετικά
ριψοκίνδυνο: προέβλεπε την ευρεία υπερκέραση (κύκλωση) από δυτικά της
οχυρωµένης τοποθεσίας και την άµεση κατάληψη των Ιωαννίνων. Ταυτόχρονα,
θα γίνονταν επιθέσεις στον κεντρικό και τον ανατολικό τοµέα του µετώπου, µε
σκοπό την παραπλάνηση του εχθρού και την καθήλωση των Τουρκων.
14
3. Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Β. ΧΡΟΝΟΓΡΑΜΜΑ
15
Ó 19 Ιουνίου: Μάχη Καλίνοβου (ελληνοβουλγαρική).
Ó 20 Ιουνίου: Ελληνική κατάληψη Γευγελής και Νιγρίτας.
Ó 21 Ιουνίου: Μάχη Κιλκίς-Λαχανά. Ελληνική κατάληψη Κιλκίς, Λαχανά
και ολοκληρωτική του Καλίνοβου. Ο Βασιλεύς Φερδινάνδος ζητεί τη βοήθεια της
Αυστρίας. Παραιτείται ο Στρατηγός Μ. Σαβόφ και τη θέση του αναλαµβάνει ο
Στρατηγός Ράντκο ∆ηµητρίεφ.
Ó 22 Ιουνίου: Σερβική κατάληψη Κοτσάνων
Ó 23 Ιουνίου: Ελληνική κατάληψη ∆οϊράνης
Ó 24 Ιουνίου: Σερβική ανακατάληψη Κρίβολακ
Ó 25 Ιουνίου: Ελληνική κατάληψη Κωστουρίνο. Σερβική ανακατάληψη
Ιστίπ
Ó 26 Ιουνίου: Μάχη Βέτρινα (ελληνοβουλγαρική). Ελληνική κατάληψη
Στρώµνιτσας. Σερβική κατάληψη Ραδοβίστας.
Ó 27 Ιουνίου: Ελληνική κατάληψη ∆εµίρ, Χισάρ και Καβάλας. Έναρξη
µάχης Πιρότ (σερβοβουλγαρική). Η Ρουµανία εισέρχεται στον πόλεµο.
Ó 28 Ιουνίου: Ελληνική κατάληψη Σερρών. Συνέχιση ελληνικής
προέλασης
Ó 29 Ιουνίου: Τουρκική προέλαση υπό τον Ισµέτ πασα.
Ó 1 Ιουλίου: Ελληνική κατάληψη ∆ράµας.
Ó 6 Ιουλίου: Ελληνική κατάληψη Νευροκοπίου. Συνέχιση προέλασης.
Ó 7 Ιουλίου: Ελληνική κατάληψη Πέτσοβου.
Ó 9 Ιουλίου: Ελληνική κατάληψη Μαχοµίας. Ρουµανική προέλαση.
Τουρκική κατάληψη Αδριανούπολης και περιοχής Κιρκιλισέ.
Ó 10 Ιουλίου: Ελληνικός αποκλεισµός Στενών Κρέσνας. Η VII
βουλγαρική Mεραρχία παραδίδεται αµαχητί στην I ρουµανική Mεραρχία ιππικού.
Ó 12 Ιουλίου: Έναρξη Μάχης Σιµιτλί (ελληνοβουλγαρική). Ελληνική
κατάληψη Πρέβελ Χαν και ∆εδέαγατς. Σερβική κατάληψη Βιδινίου.
Ó 13 Ιουλίου: Ελληνική κατάληψη Ξάνθης
Ó 14 Ιουλίου: Ελληνική κατάληψη Σιµιτλί, πέρας µάχης.
Ó 15 Ιουλίου: Ελληνική υποχώρηση από Πέτσοβο.
Ó 16 Ιουλίου: Ελληνική κατάληψη Γκιουµουλτζίνας. Έναρξη
σερβοβουλγαρικών µαχών στο Τσάρεβο σέλο.
Ó 17 Ιουλίου: Ελληνοβουλγαρική Μάχη Πρέδελ Χαν, ελληνική
ανακατάληψη Πετσόβου και Παντζάρεβου.
Ó 18 Ιουλίου: Γενική ανακωχή
Ó 28 Ιουλίου: Συνθήκη Ειρήνης Βουκουρεστίου (µε το νέο ηµερ. 10
Αυγούστου)
16
κατευθύνονταν προς τον τοµέα του Κιλκίς, ενώ οι VI και VII Μεραρχίες προς τον
Λαχανά. Η 2η βουλγαρική στρατιά εγκατέστησε αµυντικά µια µεραρχία και τρεις
ταξιαρχίες πεζικού, ενώ διέθετε και ένα σύνταγµα ιππικού για την εκτέλεση
αντεπιθέσεων. Λόγω της απόκλισης των κατευθύνσεων επίθεσης προς τα
βόρεια (Κιλκίς) και ανατολικά (Λαχανά), το πεδίο της µάχης διαχωρiζόταν στους
δύο αυτούς ξεχωριστούς τοµείς.
Μάχη Λαχανά.
Τα ελληνικά τµήµατα απώθησαν τις βουλγαρικές προφυλακές από το πρωί
της 19ης Ιουνίου. Το βράδυ της ίδιας µέρας, οι ελληνικές µεραρχίες είχαν
καταλάβει το ύψωµα Γερµανικό, το χωριό Όσσα και την περιοχή Σκεπαστού. Το
πρωί της εποµένης εξαπολύθηκε η κύρια ελληνική επίθεση. Καθόλη τη διάρκεια
της µάχης οι XI και VI Μεραρχίες προσπάθησαν µε σκληρότατους αγώνες να
πλησιάσουν σε απόσταση εφόδου την κύρια βουλγαρική τοποθεσία.
Μάχη Κιλκίς
Στον τοµέα Κιλκίς ο Ελληνικός Στρατός ύστερα από επίµονες µάχες
υποχρέωσε τη βουλγαρική πλευρά σε σύµπτυξη, µε αποτέλεσµα την κατάληψη
17
των βουλγαρικών προφυλακών από την πρώτη µέρα. Το πρωί της 29ης Ιουνίου
παρ’ όλη τη γενική επίθεση που εξαπολύθηκε, η διάσπαση της αµυντικής
γραµµής δεν επετεύχθη. Όµως µέχρι το απόγευµα οι ελληνικές Μεραρχίες
πλησίασαν σε απόσταση εφόδου έχοντας προωθηθεί στη γραµµή: Κάστρο-
Μεγάλη Βρύση-Κρηστώνη-Κάτω Ποταµιά Ακροποταµιά. Το ελληνικό Γενικό
Επιτελείο στοχεύοντας στην ταχεία κατάληψη του Κιλκίς διέταξε την
πραγµατοποίηση νυχτερινής επίθεσης. Η νυχτερινή επίθεση όµως λόγω
προβληµάτων συντονισµού εξαπολύθηκε µόνο από τη II Μεραρχία στις 3.30
π.µ., ενώ τις πρώτες πρωινές ώρες είχαν καταληφθεί στρατηγικές θέσεις στα
ανατολικά της πόλης. Με την αυγή, στις 21 Ιουνίου, πραγµατοποιήθηκε σφοδρή
επίθεση από το σύνολο των διατιθέµενων Μεραρχιών µε συνεχείς εφόδους. Στις
9.30 π.µ. διασπάστηκε η βουλγαρική αµυντική γραµµή και ο Ελληνικός Στρατός
απελευθέρωσε το Κιλκίς.
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Η Μάχη Κιλκίς-Λαχανά υπήρξε από τις φονικότερες της νεότερης
ελληνικής ιστορίας, καθώς οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού ήταν 8.828 νεκροί
και τραυµατίες. Παράλληλα όµως αποτελεί και µία από τις πιο ένδοξες σελίδες
της, που επιτεύχθηκε ως απόρροια του υψηλού ηθικού, ηρωισµού και ανδρείας
των ελληνικών τµηµάτων. Τις επόµενες ηµέρες ο Ελληνικός Στρατός συνέχισε
την προέλασή του βόρεια προς ∆οϊράνη.
18
ΙΙΙ.Κατάληψη της ανατολικής Μακεδονίας καί της δυτικής Θράκης.
Μετά τη σύναψη της ανακωχής µε τη Βουλγαρία και πριν τη µετάβασή του στο Βουκουρέστι,
ο Ελευθέριος Βενιζέλος επισκέφθηκε το Βασιλιά Κωνσταντίνο στο Χατζή-Μπεϊλίκ.
19
Γεώργιος Κονδύλης. Τα υψώµατα πάνω από το χωριό ήταν καλά οχυρωµένα
από τους Βουλγάρους. Εκεί, είχαν τοποθετηθεί τα 4 τοποµαχικά πυροβόλα, που
δυσκόλευαν στο έπακρο τις κινήσεις των ελληνικών τµηµάτων, γύρω από το
χωριό. Χρειάστηκε, λοιπόν, µια νέα προσπάθεια για την κατάληψη και την
εκδίωξη του εχθρού. Το πρωί της 27ης Ιουνίου 1913, ο λόχος Ευζώνων, µε
επικεφαλής τον Λοχαγό Γεώργιο Παπαδόπουλο, κινήθηκε προς γενική επίθεση,
σώµα µε σώµα µε τον εχθρό. Ο γενναίος Λοχαγός, µε το περίστροφο στο χέρι
και οδηγώντας τους άνδρες τους στα εχθρικά οχυρά, έπεσε νεκρός από
βουλγαρικό βόλι. Οι Εύζωνοι όµως δεν πτοήθηκαν. Προχώρησαν ακάθεκτοι και
µε την χαρακτηριστική ιαχή «Αέρα» κατέλαβαν τα 4 πυροβόλα, εκτοπίζοντας
τους εναποµείναντες Βουλγάρους, που τράπηκαν σε άτακτη φυγή προς τον
Στρυµόνα. Η περιοχή από το Νέο Πετρίτσι µέχρι τη γέφυρα του Στρυµόνα
κατακλύστηκε από πανικόβλητους Βουλγάρους, που προσπαθούσαν να
περάσουν τα στενά του Ρούπελ, ενώ η VI Μεραρχία καταλάµβανε το ∆εµίρ
Χισάρ (Σιδηρόκαστρο). Εκεί, βρέθηκαν τά πτώµατα του Μητροπολίτη καί 100
προκρίτων πού είχαν σφαγεί από τους Βουλγάρους. Στίς 28 Ιουνίου 1913, η VII
Mεραρχία υπό τας διαταγάς του Aντιστράτηγου Ναπολέοντος Σωτήλη, πέρασε
τiς γέφυρες Στρυµονικού καi Κουµαριάς και απελευθέρωσε τις Σέρρες. Η εικόνα
που αντίκρισε ήταν τροµερή. Οι Βούλγαροι, πριν την αναχώρησή τους έκαψαν
το µεγαλύτερο µέρος της πόλης. Στίς 30 Ιουνίου 1913, το 21ο σύνταγµα υπό την
ηγεσία του Συνταγµατάρχη Νικολάου Μιχαλόπουλου Αρκαδινού, έλαβε διαταγή
να κατευθυνθεί πρός τη ∆ράµα καί το ίδιο βράδυ έφθασε µέχρι τον
σιδηροδροµικό σταθµό Αγγίστης. Την εποµένη, 1η Ιουλίου, συνέχισε την πορεία
του και αφού έδωσε σκληρή µάχη µε τους κοµιτατζήδες κοντά στήν Αλιστράτη,
έφθασε στη ∆ράµα και την απελευθέρωσε έπειτα από 500 χρόνια βαρβαρικής
κατοχής καί δουλείας. Ιδού πώς περιγράφει τον πανηγυρισµό για την
απελευθέρωση της ∆ράµας από τον Ελληνικό Στρατό ο τότε Μητροπολίτης
Αγαθάγγελος: ««Χαράς ευαγγέλια! Καί βέβαια χάρις στις φροντίδες της
Ορθόδοξης Εκκλησίας κατάφεραν οι ραγιάδες να κρατήσουν τη ρωµαίικη ψυχή
καί την ελληνικότητά τους στο διάβα των αιώνων και στο διάβα των αλλοφύλων.
Στην κωµόπολη του ∆οξάτου, στα νοτιοανατολικά της ∆ράµας, οι Βούλγαροι κατά
την υποχώρησή τους, στις 30 Ιουνίου, διέπραξαν µεγάλης εκτάσεως
βανδαλισµούς, την πυρπόλησαν και έσφαξαν περισσότερους από 3.000
κατοίκους της, µεταξύ των οποίων πολλούς ιερείς, γυναίκες και παιδιά. Στις 9
Ιουλίου, η VII Mεραρχία αφού συγκρούστηκε µε βουλγαρικά τµήµατα κοντά στο
Ντεντελέρ (Καπνόφυτο) έφτασε στο Παρανέστιο. Στίς 11 Ιουλίου κατέλαβε τη
Χρυσούπολη καί στις 12 Ιουλίου 1913 την Ξάνθη. Ταυτόχρονα ο στόλος µας
καταλάµβανε το Πόρτο Λάγος, τη Μαρώνεια και το ∆εδεαγάτς
(Αλεξανδρούπολη). Οι ελληνικές µεραρχίες του κέντρου και του αριστερού
κινήθηκαν στις 24 Ιουνίου 1913 προς τα βορειοανατολικά µε κατεύθυνση την
κοιλάδα της Στρωµνίτσας που τη χώριζε από την περιοχή της ∆οϊράνης το βουνό
Μπέλες. Έτσι η II µεραρχία ξεκίνησε από το Σνέφτσε (Κεντρικό) και έφθασε το
βράδυ στις νότιες προσβάσεις του Μπέλες (Κερκίνη) µαζί µε την IV Mεραρχία,
ενώ η III καί V Mεραρχία βάδισαν παράλληλα, µε άξονα τον αµαξιτό δρόµο
∆οϊράνης-Στρωµνίτσας. Μετά από σκληρές µάχες στις πλαγιές του όρους, τη
νύχτα της 25ης προς 26η Ιουνίου οι Βούλγαροι υποχώρησαν από όλες τις θέσεις
τους πάνω στό Μπέλες. Μόλις η υποχώρησή τους έγινε αντιληπτή, το Γενικό
Στρατηγείο διέταξε τις µεραρχίες του κέντρου να κατέβουν από το βουνό και να
καταλάβουν την κοιλάδα της Στρωµνίτσας. Αµέσως η IV Mεραρχία καταδίωξε
τοyς υποχωρούντες αντιπάλους και αποκόµισε 6 εχθρικά πυροβόλα, ενώ το 23ο
20
Σύνταγµα της V Mεραρχίας µαζί µε την ηµιλαρχία ιππικού της III Mεραρχίας
µπήκαν στις 11 το πρωί στην πόλη της Στρωµνίτσας, χωρίς να συναρτήσουν
αντίσταση. Τέλος το βράδυ της 26ης Ιουνίου, η X Mεραρχία έφθασε στο
Πόπτσεβο καί η ταξιαρχία ιππικού στο Χατζή-Μπεϊλίκ. Μετά την κατάληψη της
Στρώµνιτσας στα δυτικά και του Σιδηροκάστρου στα ανατολικά, η VII Mεραρχία
πού εκινείτο ανατολικά θα προχωρούσε προς το Νευροκόπι, οι µεραρχίες του
κέντρου θα ακολουθούσαν την κοιλάδα του Στρυµόνα ποταµού προς τις πηγές
του, ενώ οι µεραρχίες του αριστερού (III, X) θα βάδιζαν προς το Πέτσεβο και από
εκεί προς την Τζουµαγιά. Στις 28 Ιουνίου 1913 η VI Mεραρχία κατέλαβε το
Ρούπελ και η ταξιαρχία ιππικού το Πετρίτσι. Ο Ελληνικός Στρατός κατελάµβανε
το ένα χωριό µετά το άλλο, καταδιώκοντας κατά πόδας και µε την ιαχή "ΑΕΡΑ",
την πάλαι ποτέ πανίσχυρη στρατιωτική βουλγαρική µηχανή. Ακολούθησαν
αιµατηρές µάχες στα στενά της Κρέσνας, στο Σιµιτλή και στη Τζουµαγιά, οι
οποίες συνεχίστηκαν µέχρι τις 18 Ιουλίου 1913. Οι Βούλγαροι εξουθενώµενοι καί
διαρκώς υποχωρούντες µέσα στο έδαφός τους ζήτησαν ανακωχή. Ήδη σε όλα
τα µέτωπα είχαν ήττες και µόνο ήττες. Οι Σέρβοι προέλαυναν, όπως και οι
Τούρκοι ποy κατέλαβαν την Αδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησιές, ενώ οι
Ρουµάνοι διά περιπάτου έφθαναν µέχρι και τη Σόφια.
21
Αδριανούπολης µετά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεµο τον οποίο η ίδια προκάλεσε, δεν
είχε µεγάλα εδαφικά κέρδη.Το ελληνικό κράτος διπλασιάστηκε και σε έκταση και
σε πληθυσµό µε αποτέλεσµα να δηµιουργηθούν οι καλύτερες προϋποθέσεις για
κοινωνική, πολιτική και οικονοµική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, άλλαξε ριζικά και η
δοµή του πληθυσµού, τόσο για το νέο Ελληνικό κράτος όσο και στο κοµµάτι της
Οθωµανικής Αυτοκρατορίας που αποσπάστηκε από αυτήν. ∆ηλαδή, στη θέση
ενός ενιαίου οικονοµικού χώρου µπήκαν ξαφνικά σύνορα, τα οποία επηρέασαν
π.χ. τους νοµάδες κτηνοτρόφους οι οποίοι ήταν συνηθισµένοι να µετακινούνται
στον ενιαίο χώρο των Βαλκανίων. Ανάλογα επηρεάστηκαν οι Έλληνες έµποροι,
που ήταν η αστική τάξη της εποχής. Μια λύση ήταν η στροφή στη διοίκηση.
∆ηλαδή οι Έλληνες αστοί από έµποροι άρχισαν να µετατρέπονται σε δηµοσίους
υπαλλήλους και να τοποθετούνται στον διοικητικό µηχανισµό του νέου
Ελληνικού κράτους στην θέση των αποχωρούντων µουσουλµάνων.Ταυτόχρονα
µεγάλος αριθµός πληθυσµού µετακινήθηκε από όλες και προς όλες τις πλευρές.
Υπολογίζονται σε περισσότερες από 400.000 οι Τούρκοι που έφυγαν από την
Οθωµανική Ευρωπαϊκή αυτοκρατορία πήγαν προς την Τουρκία. Γενικά κυρίως
µετά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεµο οι κάτοικοι των εδαφών της τέως Ευρωπαϊκής
Τουρκίας αισθάνονται απειλούµενοι από τον αλυτρωτισµό των υπολοίπων
εθνοτήτων και σε πολλές περιπτώσεις (κυρίως οι φτωχότεροι) ακολουθούν τα
στρατεύµατα του έθνους τους. Υπάρχουν φιλµ της εποχής που δείχνουν
καραβάνια Σέρβων, Βουλγάρων, Τούρκων ή Ελλήνων προσφύγων να
ακολουθούν τα αντίστοιχα στρατεύµατα µέχρι να ορισθούν τα τελικά σύνορα.Η
Ελλάδα δέχθηκε και άλλα κύµατα προσφύγων, λόγω των διωγµών που
υπέστησαν οι Έλληνες στη Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το Οθωµανικό
κράτος ψάχνοντας υπεύθυνους για την ήττα ξέσπασε σε διωγµούς εναντίον των
Ελλήνων. Υπολογίζονται σε περισσότερους από 100.000 οι πρόσφυγες από την
Ανατολική Θράκη και αντίστοιχος αριθµός από τη Μικρά Ασία οι πρόσφυγες που
εξαναγκάστηκαν να φύγουν µετά τις βιαιότητες. Από κοινωνική άποψη µε την
ενσωµάτωση της Θεσσαλονίκης αλλά και της Μακεδονίας γενικότερα το ελληνικό
κράτος, από µονοεθνικό και αγροτικό, γίνεται ξαφνικά πολυεθνικό αλλά και λόγω
της ενσωµάτωσης των νέων εδαφών αλλάζει κοινωνική δοµή αποκτώντας
περισσότερους αστούς και εργάτες. Ενσωµατώνονται (µέχρι την ανταλλαγή των
πληθυσµών το 1923) µεγάλες µάζες µουσουλµάνων, Εβραίων και σε πολύ
µικρότερο βαθµό Σλάβων.Η Μακεδονία πλησίαζε πιο πολύ στη Ευρώπη από τις
υπόλοιπες περιοχές του Ελληνικού κράτους. Υπήρχαν αστικά κέντρα αµιγώς
ελληνικά κέντρα αλλά και βλάχικα, όπως η Κλεισούρα όπου σε αντίθεση µε την
επαρχία του ελληνικού κράτους ήταν εξοικειωµένοι µε τον ευρωπαϊκό τρόπο
ζωής, και βέβαια αυτό αντανακλάται και στα ρούχα που φορούσαν. Στις αρχές
του 20ου αιώνα οι νέες Ελληνίδες ακόµη και στα χωριά της Μακεδονίας δεν
φορούν πλέον τα παραδοσιακά ρούχα και µάλιστα οι εύπορες αστές ντύνονται
µε την τελευταία λέξη της γαλλικής µόδας. ∆ηλαδή το Ελληνικό κράτος
αστικοποιείται και ταυτόχρονα «κληρονοµεί» µεγάλες οµάδες εργατών λόγω των
πόλεων της Μακεδονίας.
22
Θεόδωρος Πάγκαλος,
Ιωάννης Μεταξάς,
Βίκτωρ ∆ούσµανης,
Παναγιώτης ∆αγκλής,
Νικόλαος Ζορµπάς,
Λεωνίδας Παρασκευόπουλος,
Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος,
Αντώνιος Καµπάνης,
Παπακυριαζής Ιωάννης,
Κωνσταντίνος Σαπουντζάκης,
Κωνσταντίνος Καλλάρης,
Κωνσταντίνος Μοσχόπουλος,
∆ηµήτριος Ματθαιόπουλος,
Νικόλαος ∆ελαγραµµάτικας,
Φωκίων ∆ιαλέτης,
Αντώνιος Καµάρας,
Ιωάννης Ζητουνιάτης,
Εµµανουήλ Μανουσογιαννάκης,
Επαµεινώνδας Ζυµβρακάκης,
Κωνσταντίνος ∆αµιανός,
Νικόλαος Τρικούπης,
∆. Αντωνιάδης,
∆. Σκαρπαλέτος,
Σ. Γεννάδης,
Κ. Μηλιώτης,
Κλεοµένης Κλεοµένους,
Ναπολέων Σωτίλης,
Αλέξανδρος Σούτσος,
Αντώνιος Κουτήφαρης,
Ξενοφών Στρατηγός.
Συνολικά οι πεσόντες στα πεδία των Μαχών ήταν 307 νεκροί αξιωµατικοί,
7.918 νεκροί οπλίτες, 555 τραυµατίες αξιωµατικοί καί 32.587 τραυµατίες οπλίτες.
23
ΣΧΟΛΗ ΜΟΝΙΜΩΝ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ
ΤΑΞΗ 2013
ΤΜΗΜΑ ∆2
Του
Σ Ιης Κλεάνθη-Χρυσοβαλάντη Καρπούζα
1
ΑΝΑΛΥΣΗ
ΑΡΧΑΙΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (20ός-8ος π.Χ. αιώνας)
Το Πεζικό (ΠΖ) αποτελούσε από την αρχαιότητα τη βάση του στρατού,
οπλισµένο µε αµυντικά και επιθετικά όπλα, διεξάγοντας τον αγώνα µε κίνηση
και ισχυρή κρούση. Γι’ αυτό το λόγο διατηρούσε πολύ πυκνούς και µαζικούς
σχηµατισµούς, ώστε να έχει ισχυρή δύναµη κρούσεως. Τον κύριο όγκο
κρούσεως αποτελούσε το βαριά οπλισµένο Πεζικό, που τασσόταν συνήθως σε
αρκετά βαθείς σχηµατισµούς, σε δύο γραµµές. Το ελαφρύ Πεζικό τασσόταν,
πριν από την εµπλοκή, στο µέτωπο ή στα πλευρά και όταν άρχιζε η µάχη
επεδίωκε να επιφέρει όσο το δυνατόν µεγαλύτερες απώλειες στον εχθρό και
εξακολουθούσε όλη τη διάρκεια της µάχης να παρενοχλεί τον εχθρό µε τα µέσα
του.
Σπάρτη
Η Σπάρτη είχε έναν στρατό µοναδικό για τις στρατιωτικές του αρετές, τη
σιδηρά πειθαρχία, την κατοχή και τη µαχητική ικανότητα.
Ο οπλισµός των αρχαίων Σπαρτιατών περιλάµβανε θώρακα, κράνος και
κοπίδη ή µακρύ δόρυ και βραχύ ξίφος.
Αθήνα
Ο στρατός των Αθηνών ήταν εξοπλισµένος µε κράνος, θώρακα, ασπίδα,
2
δόρυ µε σιδερένια ή χαλύβδινη αιχµή και ξίφος.
Θήβα
Εδώ ο στρατός εφαρµόζει νέα τυπική διάταξη, την περίφηµη «Λοξή
Φάλαγγα». Οι Στρατηγοί Επαµεινώνδας και Πελοπίδας συνέλαβαν για πρώτη
φορά τη σηµασία της αρχής της οικονοµίας των δυνάµεων και του τακτικού
δόγµατος της επί του πεδίου της µάχης κατανοµής των αποστολών για
επιτυχία του επιδιωκόµενου σκοπού.
Υπήρξαν οι πρώτοι Στρατηγοί που αντιλήφθηκαν την έννοια της
εφεδρείας και τη χρησιµοποίησή της για εξασφάλιση της εκτέλεσης του σχεδίου
ελιγµού.
4
διαθέτει ανάλογα βαριά και ελαφρά οπλισµένο προσωπικό, που έχει τη
δυνατότητα να αναλαµβάνει την εκτέλεση ειδικών αποστολών και να
επιτυγχάνει την άµεση ασφάλειά του µε τη δικά του µέσα.
Η καινοτοµία αυτή των βυζαντινών παρέµεινε µέχρι σήµερα αµετάβλητη.
Το τάγµα ήταν δύναµης 200-400 ανδρών, το αποτελούσαν 16 στοίχοι ανδρών
σε παράταξη 16 ζυγών. Η βυζαντινή διάταξη µάχης δεν έχει το γραµµικό
χαρακτήρα της αρχαίας τακτικής. Είναι διάταξη σε βάθος και ανταποκρίνεται
µάλλον στις σηµερινές αντιλήψεις της διάταξης «ολόπλευρης µάχης». Η
διάταξη περιλάµβανε:
• Τη Γραµµή Μάχης.
• Τη Γραµµή της Εφεδρείας.
• Την Οπισθοφυλακή.
5
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΕΡΙΟ∆ΟΣ (20ός αιώνας)
6
καθώς και 3 Τάγµατα Εθνοφρουράς. Λίγο πριν τη Μικρασιατική Εκστρατεία
έχουµε τη Συγκρότηση των Α΄, Β΄ και Γ΄ Σωµάτων Στρατού καθώς και της
Ταξιαρχίας του Έβρου.
Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεµο τα Α΄ και Β΄ Σώµατα Στρατού υπάγονται
στο Τµήµα Ηπείρου.
Κατά τον Εµφύλιο, Επταετία 1967-1974, (µεταπολίτευση), το Πεζικό
υπήρξε ο πρώτος αποδέκτης της ραγδαίας εξέλιξης του στρατού γενικότερα,
συνεχώς εξοπλιζόµενο και ενισχυόµενο αριθµητικά.
Η σηµαντικότερη εποχή εξέλιξης υπήρξε η εποχή 1974-1990, όπου
έχουµε µεγάλη αναδιάταξη, µε τη σταδιακή αναδιοργάνωση, την εισαγωγή νέου
υλικού, µε ταυτόχρονη την απόσυρση του παλαιού, την ποιοτική αναβάθµιση,
αλλά και την αριθµητική ενίσχυση.
7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Α΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
8
αριστερό της διατάξεως ενεργώντας µε τόλµη και αποφασιστικότητα, πέτυχε να
κάµψει την εχθρική αντίσταση και να προελάσει σε µεγάλο βάθος. Η ενέργεια
αυτή κλόνισε τους Τούρκους που συµπτύχθηκαν εσπευσµένα προς Σέρβια-
Κοζάνη την νύκτα 9/10 Οκτωβρίου. Και το πρωί της επόµενης απελευθέρωσε
τα Σέρβια.
9
Απελευθέρωση Θεσσαλονίκης
10
Προέλαση προς Φλώρινα
Από το πρωί της 7ης Νοεµβρίου έχουµε την προέλαση του Πεζικού
προς το υψίπεδο της Φλώρινας και στις 11.30 της ίδιας ηµέρας κατέλαβε τον
σιδηροδροµικό σταθµό της πόλεως και δύο ώρες αργότερα τη Φλώρινα.
11
σκληρούς αγώνες, τις διαβάσεις Κρυσταλλοπηγής και Τσαγκόνι, άρχισαν να
πιέζουν ασφυκτικά τις τουρκικές δυνάµεις στην Κορυτσά, την οποία
απελευθέρωσαν στις 7 ∆εκεµβρίου.
12
Απελευθέρωση της Χειµάρρας
Στις 07.00 της 5ης Νοεµβρίου, 200 εθελοντές Κρήτες και εθελοντικά
σώµατα, που συγκρότησαν αποβατικό σώµα, αποβιβάστηκαν στον όρµο
Σπηλιάς της Χειµάρρας και, µετά σύντοµη εµπλοκή µε τους Τούρκους,
απελευθέρωσαν την πόλη όπου έγιναν δεκτοί µε µεγάλο ενθουσιασµό.
Ταυτόχρονα ένας λόχος πεζικού αποβιβαζόταν στην Κέρκυρα.
13
Σχεδιάγραµµα 7. Εδαφική διαµόρφωση υψιπέδου Ιωαννίνων
14
και στράφηκαν προς τα βόρεια µε σκοπό την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Επακολούθησαν σκληροί αγώνες, κατά τη διάρκεια των οποίων οι
ελληνικές δυνάµεις κατέλαβαν την ισχυρή τοποθεσία Πέντε Πηγάδια (28
Οκτωβρίου) και έλαβαν επαφή µε την τοποθεσία Ιωαννίνων.
Στις 29 Νοεµβρίου, οι ελληνικές δυνάµεις εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση
κατά των τουρκικών δυνάµεων στην περιοχή του χωριού Πεστά.
Οι Τούρκοι παρά τον αρχικό τους αιφνιδιασµό, αντέταξαν σθεναρή
αντίσταση. Αλλά οι µονάδες πεζικού συνέχισαν την επίθεσή τους µε πείσµα και
αποφασιστικότητα.
Μετά από λυσσώδη αγώνα, που διήρκησε µέχρι το απόγευµα, τα
επιτιθέµενα τµήµατα κατόρθωσαν να ανατρέψουν µε τη λόγχη τούς Τούρκους
και να τους εξαναγκάσουν σε άτακτη φυγή.
Εικόνα 11. Ύψωση της ελληνικής Σηµαίας στο Μπιζάνι µετά την άλωσή του
15
Απελευθέρωση των Ιωαννίνων
Στις 10 Ιανουαρίου 1913, τη διοίκηση όλων των δυνάµεων στην Ήπειρο
καθώς και τη διεύθυνση των εκεί επιχειρήσεων ανέλαβε ο ίδιος ο
Αρχιστράτηγος ∆ιάδοχος Κωνσταντίνος.
Ανάπαυση Ευζώνων στην Αετοράχη µετά το πέρας της επιθέσεως στις 7/1/1913
16
Σχεδιάγραµµα 9. Πρώτη επίθεση κατά Μανωλιάσας Μπιζανίου
17
όλο που στο Μπιζάνι και στον υπόλοιπο ανατολικό τοµέα οι Τούρκοι
διατηρούσαν τις θέσεις τους. Στις 23.00 η ώρα, ο Εσάτ-πασάς έστειλε
προτάσεις στον ∆ιάδοχο για παράδοση του Τουρκικού Στρατού και των
Ιωαννίνων.
18
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
(16 Ιουνίου 1913 - 28 Ιουλίου 1913)
Γενικά
Η Βουλγαρία, οραµατιζόµενη τη δηµιουργία της «Μεγάλης Βουλγαρίας»
της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878), ακολούθησε αδιάλλακτη στάση,
πρόβαλε αστήρικτες αξιώσεις και υπερβολικές απαιτήσεις για την προσάρτηση
ακραιφνών ελληνικών περιοχών που είχαν πρόσφατα απελευθερωθεί από τον
τουρκικό ζυγό.
Την νύχτα 16ης προς 17η Ιουνίου 1913, η 2η και 4η Στρατιά του
Βουλγαρικού Στρατού επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά κατά των ελληνικών και
σερβικών τµηµάτων προκαλύψεως στις περιοχές του Παγγαίου Όρους και του
Ιστίπ αντίστοιχα, χωρίς επίσηµη κήρυξη πολέµου.
Αυτό αποτέλεσε τη σηµαντικότερη και τελευταία αφορµή για την έναρξη
του Β΄ Βαλκανικού Πολέµου.
Τα παραπάνω τµήµατα συµπτύχθηκαν χωρίς να προβάλουν αντίσταση.
Από την επόµενη µέρα, οι σύµµαχοι Έλληνες και Σέρβοι ανέλαβαν
αντεπίθεση, σύµφωνα µε τα σχέδια επιχειρήσεων που είχαν συντάξει.
Το Σχέδιο Επιχειρήσεων του Γενικού Στρατηγείου του Ελληνικού
Στρατού ήταν ανάλογο µ’ αυτό του Σερβικού. Η ιδέα ενεργείας ήταν να αφεθεί
στους Βουλγάρους η πρωτοβουλία της επίθεσης και να αναληφθεί αµέσως
αντεπίθεση εναντίον τού ενός από τα δύο άκρα της βουλγαρικής διάταξης.
19
Επιθετική πρωτοβουλία από την ελληνική πλευρά δεν µπορούσε να αναληφθεί,
επειδή η ελληνοσερβική Συνθήκη Συµµαχίας ήταν αµυντική.
Το Θέατρο Επιχειρήσεων
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του θεάτρου επιχειρήσεων, είναι το ορεινό
του έδαφος και η έλλειψη επαρκών συγκοινωνιών.
20
Εικόνα 14. Αναπαράσταση της Μάχης της Κρέσνας (9-11 Ιουλίου 1913)
όπως αποδόθηκε σε λιθογραφία της εποχής.
21
Ο Βουλγαρικός Στρατός είχε χάσει την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων
και βρισκόταν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.
Εξακολουθούσε όµως να µάχεται µε πείσµα. Έτσι, όταν η φάλαγγα του
κέντρου του Ελληνικού Στρατού έφτασε στις 8 Ιουλίου 1913 στη φύσει οχυρή
τοποθεσία της στενωπού Κρέσνας, συνάντησε σθεναρή αντίσταση από τις
οπισθοφυλακές της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς. Μετά από τριήµερο σκληρό
αγώνα µε τη λόγχη, ο Ελληνικός Στρατός διάνοιξε τη στενωπό και δηµιούργησε
τις προϋποθέσεις για τη συνέχιση της προέλασής του προς βόρεια, προς τη
Τζουµαγιά.
Μετά τη διάνοιξη της στενωπού Κρέσνας, ο Ελληνικός Στρατός συνέχισε
την προέλασή του προς τα βόρεια. Οι Βούλγαροι είχαν εγκατασταθεί αµυντικά
στη γενική τοποθεσία Τσάρεβα Σέλο-Τζουµαγιά-Αρισβάνιτσα, για να
ανακόψουν πάση θυσία την προέλαση του Ελληνικού Στρατού.
Συνεχίζοντας τις επιχειρήσεις, ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε το
Πέτσοβο, το Σιµιτλή, το Άνω Νευροκόπι και το Πρεντέλ Χαν και στις 14 Ιουλίου
βρισκόταν περίπου 70 χιλιόµετρα βόρεια της στενωπού του Σιδηροκάστρου,
µέσα στο βουλγαρικό έδαφος.
Στις 15 Ιουλίου οι βούλγαροι εξαπέλυσαν ταυτόχρονα αντεπίθεση µε
ισχυρές δυνάµεις κατά των δύο άκρων της ελληνικής διάταξης, προς Μαχοµία
και Πέτσοβο, µε επιδίωξη να απειλήσουν τα νώτα και τις συγκοινωνίες του
Ελληνικού Στρατού. Το επόµενο διήµερο έγιναν σκληρές µάχες. Στην
κατεύθυνση της Μαχοµίας η βουλγαρική αντεπίθεση δε σηµείωσε επιτυχία.
Στην κατεύθυνση προς Πέτσοβο (δυτικό πλευρό), αρχικά, οι βούλγαροι
υποχρέωσαν τα αµυνόµενα ελληνικά τµήµατα να συµπτυχθούν σε µικρό
βάθος.
Η ελληνική αµυντική διάταξη είχε φθάσει σε τόσο κρίσιµο σηµείο που
ελάχιστα απείχε από το «όριο θραύσεως».
Το απόγευµα της 17ης Ιουλίου, εφεδρικά τµήµατα της III Μεραρχίας
αντεπιτέθηκαν και ανέτρεψαν τα βουλγαρικά τµήµατα.
Η βουλγαρική επίθεση που λίγο έλειψε να αποβεί µοιραία για την τύχη
ολόκληρου του Ελληνικού Στρατού, που είχε φτάσει στο έσχατο όριο της
αντοχής του, είχε ευτυχώς αποκρουστεί µε επιτυχία.
Στις 17 Ιουλίου 1913, µετά από αίτηση της Βουλγαρίας, άρχιζαν
συνοµιλίες για τον τερµατισµό του πολέµου.
Στις 28 Ιουλίου 1913, ύστερα από ένα δεκαήµερο σύντοµων
διαπραγµατεύσεων και πολλών διπλωµατικών ζυµώσεων, υπογράφηκε η
Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου. Μ’ αυτή τερµατιζόταν ο Β΄ Βαλκανικός
Πόλεµος, αναθεωρούνταν οι όροι της Συνθήκης του Λονδίνου της 17ης Μαΐου
1913 και ανακατανέµονταν τα εδάφη µεταξύ των βαλκανικών κρατών σε βάρος
της ηττηµένης Βουλγαρίας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
22
ανθρώπινου δυναµικού, που δεν είναι άλλο από το Πεζικό, ακόµα και
στις ενδεχόµενες µελλοντικές συρράξεις που θα διεξαχθούν περισσότερο µε
ηλεκτρονικά µέσα είτε θα πρόκειται για τακτικό, είτε ανορθόδοξο και ασύµµετρο
πόλεµο. «Σαραντάπορο-Γιαννιτσά 23 Οκτωβρίου 1912, Μπιζάνι 20
Φεβρουαρίου 1913, Λαχανά 20 Ιουνίου 1913», εκεί η ελληνική λόγχη κατά την
σώµα προς σώµα πάλη, ήταν το αποφασιστικότερο µέσο στα χέρια των
ανδρών του Πεζικού.
Το ιδεολογικό περιεχόµενο του Όπλου Πεζικού κατά τους βαλκανικούς
αγώνες εκφραζόταν από τους δύο πρώτους στίχους του εµβατηρίου «Τα
κανόνια»:
Για τον αδελφό το σκλαβωµένο
Και για της πατρίδος την τιµή.
Οι θυσίες του στο βωµό της πατρίδας ήταν τροµερές και η προσφορά σε
αίµα µεγάλη, όχι όµως µάταιη.
Όλοι οι υµνογράφοι προκειµένου να συνθέσουν τα θούρια που ακούµε
στις παρελάσεις «επήραµε τα Γιάννενα, µάτια πολλά το λένε που τραγουδούν
και κλαίνε», εµπνεύστηκαν από τη δράση του Πεζικού.
Το Πεζικό στο ενεργητικό του έχει δάφνες, δόξες και νίκες, αλλά και
θυσίες για την ελευθερία της πατρίδος, µια ελευθερία την οποία ανέλαβε να
υπερασπιστεί εκβάλλοντας δια την ξιφολόγχης τον αντίπαλο από το χαράκωµα
και να εµπεδώσει την εθνική κυριαρχία εξ’ ου και η προσωνυµία:
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Επίτοµη ιστορία των Βαλκανικών Πολέµων 1912-1913, ΓΕΣ/∆ΙΣ/1987.
Ανχη (Π2) Γεωργίου Φωτόπουλου, Βαλκανικοί Πόλεµοι 1912-13.
Θέµατα Στρατιωτικής Ιστορίας ΓΕ∆/∆ΕΚ.-∆ΙΣ/1981.
23
ΣΧΟΛΗ ΜΟΝΙΜΩΝ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ
ΤΑΞΗ 2012
ΤΜΗΜΑ Π Δ 2
ΑΤΟΜΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
Εισαγωγή σελ. 3
Ανάλυση:
γ) Το Πεζικό στην επανάσταση του 1821 και την πρώτη μετεπαναστατική περίοδο
δ) Το Πεζικό από την ύστερη Οθωνική περίοδο μέχρι τον «ατυχή» πόλεμο
Επίλογος σελ. 25
Βιβλιογραφία σελ. 26
2
3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
3
4
Το ελληνικό Πεζικό κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων είχε αρκετό αριθμό
όπλων στη διάθεσή του. Το πιο πρόσφατο απόκτημά του ήταν το αυστριακής
παραγωγής τυφέκιο Mannlicher-Schonauer M 1903 (προφέρεται Μάνλιχερ-Σενάουερ),
όπως και οι αραβίδες και οι ξιφολόγχες που το συνόδευαν. Η εταιρεία παραγωγής του η
Steyr, θέλοντας να αναβαθμίσει τα ήδη υπάρχοντα τυφέκια, είχε πρωτοκυκλοφορήσει το
προαναφερθέν μοντέλο το 1900 και ο Ελληνικός Στρατός είχε κάνει μαζικές παραγγελίες
του όπλου αυτού το 1907 προς αντικατάσταση του παλαιού GRAS M 1874. Το μοντέλο
του συγκεκριμένου όπλου που χρησιμοποιούσε το Πεζικό, οι Εύζωνοι και οι Ευέλπιδες
ήταν μακρύκανο σε σχέση με του Πυροβολικού και του Ιππικού, και ήταν των 6,5mm. Η
νέα τεχνολογία του όπλου αυτού, είχε να κάνει με την αλλαγή ενός νέου στρεφόμενου
ουραίου ευθείας έλξης, με σκοπό την καλύτερη όπλιση του επικρουστήρα, καθώς και με
τον νέας τεχνοτροπίας περιστροφικό μηχανισμό, που έλυνε το πρόβλημα της
εισαγωγής στον γεμιστήρα φυσιγγίων με προεξέχοντα χείλη βάσεως κάλυκα. Ωστόσο, ο
Ελληνικός Στρατός δεν χρησιμοποίησε ποτέ τέτοιου είδους φυσίγγια για να μπορέσει να
εκμεταλλευτεί το νέο πλεονέκτημα του όπλου αυτού που παρείχε πάντως ασφαλέστερη
γόμωση. Το ελληνικό Πεζικό κατάφερε να χρησιμοποιήσει καλύτερα το νέο τυφέκιο
προσθέτοντάς του νέα εξαρτήματα, παρ’ όλο που είχε χαρακτηριστεί ευπαθές για
στρατιωτική χρήση.
4
5
Ένα ακόμη πλεονέκτημα του νέου όπλου, ήταν το γεγονός πως οι περισσότερες
χώρες την περίοδο εκείνη ήταν εξοπλισμένες με το γερμανικής παραγωγής όπλο
Mauser. Έτσι ο Ελληνικός Στρατός και δη το ελληνικό Πεζικό ήταν εξοπλισμένο με ένα
όπλο τελευταίας τεχνολογίας για τα δεδομένα της εποχής. Το Μάνλιχερ-Σενάουερ ήταν
επαναληπτικό κινητού ουραίου, με διαμέτρημα 6,55 χιλ., βάρος 3,83 χλγ., μήκος 1,226
χιλ., ενώ έριχνε 10 με 15 βολές το λεπτό. Με βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά του ο
Ελληνικός Στρατός είχε παραγγείλει από το 1905 60.000 τεμάχια, με τις πρώτες
παραλαβές να φτάνουν το 1907. Μέχρι το φθινόπωρο του 1912, όπου ξεκίνησε ο Α΄
Βαλκανικός Πόλεμος ο Ελληνικός Στρατός είχε προμηθευτεί 130.000 τυφέκια και
αραβίδες και 100 εκατομμύρια πυρομαχικά, μεγέθη που ξεπερνούσαν ως τότε το
ανθρώπινο δυναμικό του Πεζικού και του συνόλου του στρατού.
Ένα ακόμη όπλο του Πεζικού με καθοριστική σημασία για τα πεδία των μαχών ήταν
το πολυβόλο Schwarzlose M 1907/12. Παραγωγή της εταιρείας Steyr, το παραπάνω
πολυβόλο είχε μήκος 1.067 χιλ., βάρος 19,9 χλγ. (χωρίς τρίποδα), διαμέτρημα 6,5 χιλ.,
δεχόταν ταινία των 250 φυσιγγιών, είχε δραστικό βεληνεκές 2800 μ. και συχνότητα
πυρός 400 βλήματα το λεπτό. Λιγότερο γνωστή είναι και η συμμετοχή του πολυβόλου
τύπου MAXIM-VICKERS που ήταν πιο περιορισμένη σε σχέση με του Schwarzlose M
1907/12.
5
6
εγκαθιδρυθεί η μαζική συμμετοχή των πολιτών στον στρατό και ειδικά στο Πεζικό1. Το
Πεζικό κινούνταν και επιτίθετο σε σχηματισμό φάλαγγας σε σχήμα παραλληλόγραμμου,
όταν το επέτρεπε το έδαφος όπου δινόταν η μάχη.
Στο αρχαίο Πεζικό παρατηρούμε και την πρώτη ουσιαστική διαίρεση στρατεύματος:
το Πεζικό διαιρούνταν σε οπλίτες και σε πελταστές, οι οποίοι ως άτομα είχαν
διαφορετική θέση στη κοινωνία της αρχαίας Ελλάδας. Οι οπλίτες ως κύρια μονάδα του
στρατού είχε δύο ειδών όπλα ένα αμυντικό και ένα επιθετικό, την ασπίδα και το δόρυ
αντίστοιχα, ενώ για λιγότερο πρακτικούς λόγους έφεραν μαζί τους και ένα ξίφος μικρού
μήκους. Οι οπλίτες ήταν και οι μόνοι στο Πεζικό που φορούσαν κράνη για την
προστασία τους, όπως και θώρακες. Από την άλλη οι πελταστές είχαν μια μικρή ασπίδα
για την προστασία τους και μια σφεντόνα, ενώ κουβαλούσαν και τρία μικρά ακόντια
προκειμένου να χτυπούν τον εχθρό. Το μοντέλο αυτό του Πεζικού θα διαρκέσει σε όλη
την περίοδο της κλασσικής εποχής και θα εκλείψει σιγά σιγά όταν αυτή φτάσει στο τέλος
της και θα τη διαδεχτεί η ελληνιστική εποχή.
6
7
2
Ο Ελληνικός Στρατός τον 19ο αιώνα, Έθνος, σελ. 20‐23, 2010
3
Ο Ελληνικός Στρατός τον 19ο αιώνα, Έθνος, σελ. 78‐79, 2010
7
8
και άλλα δέκα εφεδρείας των 4 λόχων με συνολική δύναμη 7.204 άνδρες, και μέχρι το
1868 θα αποτελείται από 4 τάγματα Ευζώνων και 6 τάγματα πεζικού με συνολική
δύναμη 11.264 άνδρες. Με την επιστράτευση του 1881, η συνολική δύναμή του μαζί
με τους Εύζωνες θα φτάσει τους 57.825 άνδρες.
Το Πεζικό θα εξελιχτεί και στον εξοπλιστικό τομέα, στην περίοδο που αναλύουμε.
Από το 1855, η ελληνική κυβέρνηση θα αγοράσει ως υπηρεσιακό όπλο του πεζικού το
Mignet 1859, που είχε μεγαλύτερο βεληνεκές από τα παλαιότερα μουσκέτα (300μ.) και
θα χρησιμοποιηθεί κυρίως από τους Εύζωνες. Ακόμη, οι αξιωματικοί του Πεζικού θα
λάβουν στην ίδια περίοδο και τα πρώτα τους περίστροφα γαλλικού τύπου. Στη
συνέχεια, στα χέρια του Ελληνικού Στρατού, συμπεριλαμβανομένου και του Πεζικού θα
φτάσουν τα πρώτα οπισθογεμή τυφέκια και αραβίδες, όπως το Chassepot M1866 που
το συνόδευε ξιφολόγχη μήκους 50 εκατοστών και το τυφέκιο και αραβίδα ΜΥΛΩΝΑΣ
που ήταν βασισμένο σε σχέδιο Έλληνα τεχνίτη. Αξιοσημείωτη προσθήκη στο
οπλοστάσιο του Πεζικού είναι και το τυφέκιο Gras M1874, γαλλικής κατασκευής, που
αγοράστηκε από τον Ελληνικό Στρατό το 1877 και αποτέλεσε κύριο όπλο του Πεζικού
μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους, ενώ θα διατηρηθεί στο ελληνικό οπλοστάσιο ως
τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να αναφερθούμε στο Πεζικό κατά τη διάρκεια του
πολέμου του 1897. Το Πεζικό ήταν το βασικό κομμάτι του στρατού που θα
αντιμετώπιζε τον Οθωμανικό Στρατό, καθώς ο πόλεμος ήταν κατά βάση ηπειρωτικός.
Ωστόσο, η αποτελεσματικότητά του ήταν μειωμένη και ήταν κατώτερα εξοπλισμένος
από τον αντίπαλο, ενώ οι κατευθύνσεις του Γενικού Στρατηγείου και η στρατηγική που
ακολούθησε είχε ως αποτέλεσμα δραματικές απώλειες για το Πεζικό και εν τέλει την
ήττα των ελληνικών δυνάμεων στον πόλεμο αυτό4.
8
9
5
Προαγγελία Θυελλωδών Ανέμων: Ο πόλεμος στη Αλβανία και η πρώτη περίοδος της κατοχής, Βιβλιόραμα,
2009
9
10
10
11
Εικόνα 2. Η Μάχη του Σαρανταπόρου. Στον χάρτη απεικονίζονται οι κινήσεις του Ελληνικού
Στρατού και το σχέδιο για την περικύκλωση του εχθρού.
7
Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 92
8
Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 100‐102
11
12
12
13
αξιωματικών και η καθαρή κρίση τους στο πεδίο της μάχης απέδωσαν καλύτερα
αποτελέσματα, έστω και αν οι πράξεις τους αντέβαιναν στις διαταγές του Γενικού
Στρατηγείου.
Από τη δεύτερη κιόλας μέρα, παρατηρήθηκε μια νέα τροπή στη πορεία της μάχης.
Αν και τα θύματα των συγκρούσεων της προηγούμενης μέρας ήταν πολλά, οι
ελληνικές δυνάμεις είχαν περικυκλώσει επιτυχώς τις τουρκικές, πράγμα που
επιτεύχθηκε από τη συνεχή πίεση του ελληνικού Πεζικού και τις ενέργειες της IV
Mεραρχίας. Μέχρι το πρωί οι ελληνικές δυνάμεις πίστευαν ότι οι τουρκικές δυνάμεις
βρίσκονταν στη θέση τους. Αφότου, έστειλαν ανιχνευτές να ελέγξουν τις θέσεις του
αντιπάλου, διαπίστωσαν πως είχαν εγκαταλειφθεί10, με αποτέλεσμα τα τουρκικά
χαρακώματα του Σαρανταπόρου να πέσουν στα χέρια του ελληνικού Πεζικού και
συγκεκριμένα αποσπασμάτων της III Mεραρχίας. Κατά το υπόλοιπο της μέρας όλες οι
μεραρχίες προχώρησαν πιο μέσα στο μέτωπο και επιχείρησαν υπερφαλάγγιση των
ευρισκόμενων μάχιμων τμημάτων του εχθρού με το έδαφος και τη βροχή να
δυσκολεύουν το έργο τους.
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της IV Μεραρχίας κατάφεραν να φτάσουν στα στενά της
Πόρτας, να αποσυντονίσουν τις εκεί τουρκικές δυνάμεις και να φυλάξουν την έξοδο
των στενών. Η επιδίωξη διαφυγής των υπόλοιπων τουρκικών στρατευμάτων μέσα
από τα στενά έγινε με μεγάλη δυσκολία, με αποτέλεσμα να αφήσουν πίσω τους
σημαντικό υλικό πολέμου για το ελληνικό Πεζικό. Αυτή η κίνηση κατάφερε να
αποκόψει τις διόδους φυγής του εχθρού και να τον εγκλωβίσει εντός της περιοχής του
Σαρανταπόρου και ουσιαστικά ήταν η κίνηση που έδωσε τη νίκη στον Ελληνικό Στρατό
σε αυτή την κρίσιμη μάχη. Στη συνέχεια τα συντάγματα της IV συνέχισαν τη πορεία
τους για πλήρη εκκαθάριση του χώρου των στενών της Πόρτας και μετά από
πλευροκόπηση τουρκικών στρατιωτών που βρίσκονταν εκεί κοντά κατέλαβαν τη
Σέρβια μέσα στην ημέρα11. Μέχρι το τέλος της ημέρας, και οι υπόλοιπες μεραρχίες
άρχισαν να πλησιάζουν στο Σαραντάπορο.
Η Μάχη του Σαρανταπόρου μας έδωσε μια πρώτη εικόνα του πεζικού στους
Βαλκανικούς Πολέμους και πώς αυτό δρούσε στο πεδίο των μαχών. Το ελληνικό
Πεζικό αναγκάστηκε να πολεμήσει κάτω από αντίξοες συνθήκες με σημαντικό εμπόδιο
το ίδιο το έδαφος που δεν επέτρεπε την κίνηση του πεζικού σε προέλαση σύμφωνα με
τις τακτικές της εποχής. Αυτό συνέβαλε στη διάσπαση των διατεταγμένων δυνάμεων
και στις συχνές προσμίξεις ταγμάτων και συνταγμάτων μεταξύ των μεραρχιών. Το ίδιο
αποτέλεσμα είχαν και οι κακές καιρικές συνθήκες με τη συνεχή έντονη βροχή να
δυσχεραίνει το έργο των ελληνικών στρατευμάτων. Επιπρόσθετα, σημαντικός
αρνητικός παράγοντας με θετικά όμως αποτελέσματα ήταν και η ασυνεννοησία μεταξύ
Γενικού Στρατηγείου και μάχιμων μονάδων, όπως προαναφέρθηκε. Οι οδηγίες που
λάμβαναν οι μεραρχίες συχνά δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα ούτε
μπορούσαν να εφαρμοστούν με ευκολία. Γι’ αυτό οι κινήσεις των μεραρχιών συνήθως
γίνονταν με πρωτοβουλία των διοικητών των μεραρχιών. Με βάση το παραπάνω οι
10
Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 141‐142
11
Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 159
13
14
πρωτοβουλίες που πήρε η IV Mεραρχία ήταν αυτές που έδωσαν ουσιαστικά τη νίκη
στον Ελληνικό Στρατό.
Στα θετικά χαρακτηριστικά του πεζικού κατά τη μάχη αυτή, ήταν σίγουρα ο
ψυχολογικός παράγοντας. Οι στρατιώτες του πεζικού, παρόλο που υπέστησαν σοκ
από τις πρώτες επιθέσεις, διατήρησαν την ψυχραιμία τους και το αγωνιστικό πνεύμα
τους στη διάρκεια της μάχης και με πολύ επιμονή κατάφεραν να επιβληθούν των
αντιπάλων τους. Τέλος, οι πρωτοβουλίες του Πεζικού και των αξιωματικών του σε
συνδυασμό με τη καλή ψυχολογία των στρατιωτών είχαν ως αποτέλεσμα την ταχύτητα
των στρατευμάτων προς τους κύριους στόχους κατάληψης με αποτέλεσμα τα ελληνικά
στρατεύματα να φτάσουν στη Κοζάνη μόλις 6 μέρες μετά την έναρξη του πολέμου.
12
ΓΕΣ Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912‐1913,σελ. 46
14
15
Εικόνα 3. Χάρτης της Mάχης των Γιαννιτσών. Εύκολα παρατηρείται η κυκλωτική πορεία που
ακολούθησε ο Eλληνικός Στρατός.
15
16
μέρας κατέλαβε το χωριό Πλατύ και τη σιδηροδρομική γέφυρα και απέκρουσε τουρκική
αντεπίθεση ενώ το απόσπασμα Ευζώνων του Κωνσταντινόπουλου προχώρησε μέχρι
τον Αξιό χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Αυτές οι τελευταίες κινήσεις των στρατευμάτων
ήταν και ο επίλογος της Mάχης των Γιαννιτσών.
Συμπερασματικά, για τη νίκη στη Mάχη των Γιαννιτσών μπορούμε να πούμε πως το
Πεζικό ήταν και πάλι πρωτοστάτης. Τα Γιαννιτσά καταλήφθηκαν χάρη στην ταχύτητα
των μεραρχιών και την πίεση που άσκησε το Πεζικό στα εχθρικά τμήματα που
υπεράσπιζαν. Μάλιστα η ταχύτητα με την οποία έδρασαν οι ελληνικές δυνάμεις
αιφνιδίασαν τον εχθρό, έχοντας ως συνέπεια η άμυνά του είτε να καμφθεί εύκολα είτε
να χωλαίνει σε κάποια σημεία. Επίσης, παρατηρείται μια κοινή γραμμή επιθετικού
σχεδίου μεταξύ ΓΣ και μαχόμενων μεραρχιών. Οι διαταγές που δόθηκαν
εφαρμόστηκαν πλήρως από το Πεζικό και τους διοικητές του, οδηγώντας σε μια νίκη
που και λόγω του εδάφους είχε περιορισμένο αριθμό θυμάτων. Στα αρνητικά
χαρακτηριστικά του πεζικού, σχετικά με τη απόδοσή του στη μάχη αυτή, ήταν το
εύθραυστο ηθικό του. Η κούραση και η συνεχής πίεση προερχόμενη και από
προηγούμενες μάχες, είχαν ως συνέπεια να κάμπτεται το ηθικό του πολύ εύκολα.
16
17
Εικόνα 4. Χάρτης της Μάχης των Ιωαννίνων. Διακρίνονται οι κινήσεις των ελληνικών
στρατευμάτων.
15
Γ.Ε.Σ. Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912‐1913,σελ. 179
17
18
καθώς ο αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων δεν ήθελε να χυθεί κι άλλο αίμα16.Έτσι, τα
Ιωάννινα παραδόθηκαν σε ελληνικά χέρια στις 22/2/1913 που είναι και ημέρα
εορτασμού της πόλης.
Η Μάχη των Ιωαννίνων δεν διήρκησε πολύ ούτε είχε μεγάλες απώλειες για τις
δυνάμεις του πεζικού. Οι τακτικές κινήσεις και όπως αυτές εφαρμόστηκαν από τις
εμπόλεμες δυνάμεις χαιρετίστηκαν από τις αγγλικές δυνάμεις ως θρίαμβος. Πράγματι,
η τακτική του αντιπερισπασμού και της συνεχούς πίεσης των τουρκικών στρατευμάτων
από το ελληνικό πεζικό είχε ως αποτέλεσμα ο εχθρός να οπισθοχωρεί συνεχώς και η
μάχη να κερδηθεί με περισσότερη ευκολία από άλλες μάχες. Στο σημείο αυτό πρέπει
να αναφερθούμε στο ίδιο το Πεζικό. Από θέμα τακτικής το πεζικό ενήργησε με βάση τις
διαταγές που του είχαν δοθεί. Όμως, χρειάστηκε το ίδιο το πεζικό να έχει υψηλό ηθικό
και αγωνιστικό πνεύμα για να επιτευχθεί αυτού του είδους η νίκη. Αυτό αποδείχθηκε
από την επιμονή της επιθετικής δραστηριότητας που έδειξε παρά την ισχυρή τουρκική
άμυνα και το ανώμαλο έδαφος που δυσκόλευε το έργο του. Επίσης, η μάχη αυτή ήταν
μάχη που κερδήθηκε με αιφνιδιασμό. Η αστραπιαία θα λέγαμε κίνηση του πεζικού και
η γρήγορη κατάληψη των γύρω υψωμάτων και χωριών ενίσχυσε το ηθικό των
ελληνικών δυνάμεων και έκαμψε αυτό των Τούρκων.
Το ΓΣ έδωσε διαταγές στις μεραρχίες για δημιουργία αμυντικής γραμμής 10 χλμ. που
ξεκινούσε από τη Γευγελή, συνδεόταν με τη σερβική μεθοριακή γραμμή, κάλυπτε τη
Θεσσαλονίκη περνώντας από τη λίμνη Λαγκαδά και Βόλβης και κατέληγε ανατολικά
16
ΓΕΣ Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912‐1913,σελ. 179
17
Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 224‐226
18
19
στον κόλπο του Σταυρού. Δια μήκους της γραμμής αυτής στήνονταν οχυρωματικά
έργα, όπως επίσης προφυλακές μάχης και αποσπάσματα προκάλυψης.
Επιπρόσθετα, η τακτική του σχεδίου από το ΓΣ είχε γίνει με πολύ έξυπνο τρόπο. Οι
μεραρχίες θα τοποθετούσαν προφυλακές μάχης που θα αναλάμβαναν να
ειδοποιήσουν την υπόλοιπη μεραρχία σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης, κατόπιν θα
ενσωματώνονταν στη μεραρχία, η οποία θα έδινε και την κύρια μάχη, ενώ η μεραρχία
θα αναλάμβανε να ελέγχει τις κινήσεις και τις προωθήσεις του αντιπάλου με απώτερο
σκοπό να του αντισταθούν και να τον επιβραδύνουν. Από αυτό το σχέδιο, εύκολα
εξάγεται το συμπέρασμα ότι το ελληνικό σχέδιο ήταν αμυντικό και είχε ως στόχο την
18
Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 235
19
20
αναμονή της επίθεσης του αντιπάλου, για την εκδήλωση αντεπίθεσης σε άλλο σημείο
του μετώπου. Όμως, η δυσκολία επίτευξης του σχεδίου, λόγω ανεπάρκειας εφεδρικών
τμημάτων, ανάγκασε το ΓΣ να εκδίδει διαταγές σε ημερήσια διάταξη, χωρίς μακρά
προοπτική19. Σε συνδυασμό με το παραπάνω και με τη σταδιακή εξέλιξη της μάχης, οι
μέραρχοι αρκετές φορές παρέκκλιναν των οδηγιών του ΓΣ και έδρασαν με τέτοιο
τρόπο, ώστε το αποτέλεσμα να είναι λιγότερο επιζήμιο για τον Ελληνικό Στρατό.
Την επομένη (19/6/1913) η I και η VII ξεκίνησαν την προέλασή τους και κατέλαβαν
και άλλα υψώματα, απωθώντας περαιτέρω τις εχθρικές δυνάμεις και κάμπτοντας
19
Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 238‐239
20
Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 322
20
21
Κατά το απόγευμα της ίδιας μέρας, το ΓΣ έδωσε μια διαταγή που εξέπληξε τους
μεράρχους: ζήτησε από τις μεραρχίες III,IV,V, και II να καταλάβουν το Κιλκίς εντός της
μέρας. Οι διοικητές, χωρίς να καταλαβαίνουν τη βιασύνη του ΓΣ, δήλωσαν απροθυμία,
καθώς ήταν ως επί το πλείστον απροετοίμαστες και ανοργάνωτες. Μόνο η IV δήλωσε
ότι θα υποστηρίξει την V και τη II, αν αυτές εκδήλωναν επίθεση. Σχετικά με την
επίθεση της II Mεραρχίας θα αναφερθούμε εκτενέστερα παρακάτω. Προς το παρόν
όλες οι μεραρχίες συνέχισαν να επιτίθενται κατά των βουλγαρικών δυνάμεων. Η V
προχώρησε προς βορρά και κυρίευσε το χωριό Κρηστώνα και τη σιδηροδρομική
γραμμή του. Με παρόμοιο τρόπο έδρασαν και η II και IV Mεραρχία. Την ίδια στιγμή η
VI προέλασε προς Ξυλόπολη και τα συντάγματά της αντιλήφθηκαν ότι οι Βούλγαροι
είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους και το ευζωνικό σύνταγμα αποφάσισε να αποσχιστεί
για να κυνηγήσει τους υποχωρούντες Βουλγάρους. Στη πορεία του κατάφερε να
καταλάβει το παραπάνω χωριό δρώντας εκτός της μεραρχίας του και συνέχισε προς
Λαχανά. Τις ίδιες περίπου κινήσεις ακολούθησε και η I Mεραρχία που έφτασε στα
χαρακώματα των εχθρικών δυνάμεων του Λαχανά, ενώ η VII κατέλαβε το χωριό
Νιγρίτα.
Το βράδυ προς ξημερώματα της 21ης Ιουνίου, και ενώ οι υπόλοιπες μεραρχίες είχαν
αρνηθεί να επιτεθούν λόγω τεχνικών δυσκολιών, η II αποφάσισε να επιτεθεί αφού
πέρασε πρώτα τον Γαλλικό ποταμό. Μόλις έγινε αυτό, πήραν επιθετική διάταξη για
προσβολή αμυντικής βουλγαρικής γραμμής στις ανατολικές παρυφές της πόλης. Το
ελληνικό Πεζικό ήρθε αντιμέτωπο με χαρακώματα στον δρόμο προς Κιλκίς και αφού
πρόβαλε αντίσταση στη δεύτερη γραμμή άμυνας των βουλγάρων, προχώρησε προς
την 3η γραμμή όπου και σταμάτησε από τα εχθρικά πολυβόλα. Για λίγο η επίθεση
κάμφθηκε, αλλά όταν άρχισε να βάλλει το φίλιο Πυροβολικό ξανάρχισε συναντώντας
μεγάλη αντίσταση. Τελικά οι βουλγάρικες δυνάμεις άρχισαν να εγκαταλείπουν τις
θέσεις τους και το Πεζικό ενέτεινε τις προσπάθειές του. Μέχρι τις 10.00 το πρωί ο
Στρατηγός Καλλάρης, ο Διοικητής της Μεραρχίας, ανήγγειλε νίκη και άνοιξε ο δρόμος
προς την κατάληψη του Κιλκίς22. Η μόνη Μεραρχία που συνέβαλε σε αυτή την
επιθετική προσπάθεια της II ήταν η IV που έλαβε διαταγές ανασύνταξης αφού θα είχε
καταληφθεί το Κιλκίς.
Εφόσον, οι κινήσεις της II Mεραρχίας είχαν καταλυτικό χαρακτήρα για την κυρίευση
του Κιλκίς, η V Mεραρχία πίεσε τις τελευταίες δυνάμεις των Βουλγάρων και τους
21
Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 352‐357
22
Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 394‐395
21
22
καταδίωξε μέσα από την πόλη, η δε III κέρδισε έδαφος και εν τέλει έφτασε στο Κιλκίς,
ενώ η X μόλις πληροφορήθηκε ότι το Κιλκίς βρίσκεται σε ελληνικά χέρια, έλαβε οδηγίες
να εξακριβώσει τη θέση των υποχωρούντων εχθρών και να προχωρήσει στην
καταδίωξή τους. Στο σημείο αυτό και έχοντας να αντιμετωπίσει μόνο μικρά
αποσπάσματα του εχθρού το ελληνικό Πεζικό είχε καταφέρει έναν μεγάλο θρίαμβο
που ήταν η κατάληψη του Κιλκίς.
Ωστόσο, η μάχη δεν είχε ολοκληρωθεί πλήρως. Η I και VI Mεραρχία είχαν στείλει
περίπου το 1/3 των συνολικών τους δυνάμεων για ενίσχυση της πόλης του Κιλκίς. Η
προέλασή τους είχε αναχαιτιστεί λόγω των συνεχών εχθρικών πυρών και αποφάσισαν
να κάνουν ένα κοινό απόσπασμα προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον αντίπαλο. Η
κίνηση αυτή έγινε αντιληπτή από τους Βουλγάρους αλλά εκλήφθηκε ως γενική
υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων και δοκίμασαν αργότερα να επιτεθούν με
κίνδυνο να καταρρεύσει όλο το δεξιό τμήμα της ελληνικής παράταξης, καθώς το 5ο
σύνταγμα δεν είχε αρκετές εφεδρείες. Σε αυτό το σημείο και καθώς πολλοί στρατιώτες
του πεζικού άρχισαν να υποχωρούν, ο Υπολοχαγός Νικόλαος Πλαστήρας πήρε την
κατάσταση στα χέρια του και με τη βοήθεια του πυροβολικού και των υπόλοιπων
δυνάμεων που επέστρεψαν από το Κιλκίς κατάφερε να απωθήσει τους αντιπάλους δια
της λόγχης. Αυτό έδωσε χρόνο στο Πυροβολικό να δράσει και να ολοκληρωθεί η
σύμπτυξη των μεραρχιών όπως αναφέραμε. Στις 3.00 το μεσημέρι της 21ης Ιουνίου το
ελληνικό Πεζικό άρχισε την επίθεσή του με ξιφολόγχη και καθήλωσε τον αντίπαλο στα
ορύγματά του, ο οποίος με τη σειρά του άρχισε να εγκαταλείπει τις θέσεις του. Τα
ελληνικά στρατεύματα συνέχισαν την καταδίωξή τους και σταμάτησαν μόνο όταν ο
Λαχανάς βρέθηκε εξολοκλήρου σε ελληνικά χέρια.
22
23
Ανάμεσα στα καθήκοντα του Πεζικού δεν ήταν μόνο η εμπλοκή με τον εχθρό στο
πεδίο της μάχης. Το Πεζικό αποτελούνταν πρώτα πρώτα από άνδρες σε παραγωγική
ηλικία που σημαίνει πως ήταν φθηνό εργατικό δυναμικό. Επιπρόσθετα, ο στρατός την
εποχή εκείνη αποτελούσε την κύρια κατασκευαστική μονάδα του κράτους, καθώς
συγκέντρωνε και αρκετούς επιστήμονες, ειδικά στον τομέα του Πυροβολικού. Έτσι, ο
στρατός και ειδικά το Πεζικό έφτιαχνε τα οχυρωματικά έργα στο πεδίο της μάχης και
ήταν υπεύθυνο για την ανακατασκευή κατεστραμμένων γεφυρών και λοιπών έργων
που θα διευκόλυναν το έργο του στρατού.
Πιο συγκεκριμένα, για τις παραπάνω εργασίες υπήρχε το σώμα των σκαπανέων, το
οποίο αναλάμβανε τα κατασκευαστικά έργα, όπως επίσης και το δύσκολο έργο της
23
ΓΕΣ Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912‐1913,σελ. 265
23
24
περισυλλογής τραυματιών και ταφής των νεκρών24. Ακόμη, υπήρχε το τμήμα των
μηχανικών που αναλάμβανε να επισκευάζει τις μηχανές των οχημάτων σε περίπτωση
βλάβης και τη συντήρησή τους. Ταυτόχρονα, το τμήμα των μηχανικών είχε την
επίβλεψη των πυροβόλων όπλων και τη σωστή λειτουργία τους. Στο σημείο αυτό θα
ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε και το ιατρικό τμήμα του Πεζικού. Το τμήμα αυτό
αποτελούνταν από ιατρούς και νοσηλευτές και ήταν υπεύθυνο να φροντίζει τραυματίες
και αρρώστους με τα λιγοστά μέσα της εποχής. Ειδικά στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο,
όπου οι απώλειες ήταν μεγαλύτερες, το ιατρικό τμήμα κατέβαλε υπεράνθρωπες
προσπάθειες για να σώσει αυτούς που είχαν τραυματιστεί στα πεδία των μαχών και να
σώσει όσους κινδύνευαν να πεθάνουν. Ένα ακόμη σημείο που πρέπει να σταθούμε
σχετικά με το έργο του Πεζικού ήταν και η αναδιανομή των τροφίμων στα στρατεύματα
καθώς και η επιβολή του νόμου στα χωριά και στις πόλεις που είχαν περιέλθει στα
ελληνικά χέρια.
Γενικά, το Πεζικό δεν συνεισέφερε μόνο στην αντιμετώπιση του εχθρού και την
απώθησή του από τις ελληνικές περιοχές. Βρισκόταν, με διάφορες μορφές, και στην
υποστήριξη του κύριου στρατεύματος και παρείχε βοήθεια με οποιαδήποτε μορφή
ήταν αναγκαία. Είναι δύσκολο να φανταστούμε τη λειτουργία και αποτελεσματικότητα
του στρατού αν το Πεζικό δεν μπορούσε να κατασκευάσει γέφυρες, αν δεν υπήρχαν
γιατροί για τους τραυματίες στα πεδία των μαχών ή η απαραίτητη βοήθεια για τις
μηχανικές βλάβες, όταν αυτή χρειαζόταν.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Στο κύριο κομμάτι της ανάλυσης που αφορούσε την απόδειξη της συμβολής του
Πεζικού στους Βαλκανικούς Πολέμους αναφερθήκαμε σε μεγάλες μάχες που έλαβαν
χώρα και στους δύο πολέμους και τη δράση του Πεζικού σε αυτές. Αναλυτικότερα,
αποδείχθηκε, σύμφωνα με το ζητούμενο της εργασίας, ότι το Πεζικό είχε ζωτικό ρόλο
και αποφασιστικό για την τελική νίκη του Ελληνικού Στρατού στους πολέμους.
Κατάφερνε να ξεπεράσει αντίξοες συχνά συνθήκες και να νικήσει στο τέλος τον
αντίπαλο. Οι οδηγίες του ΓΣ ως επί το πλείστον αντέβαιναν στις πραγματικές
συνθήκες μάχης, αλλά οι πρωτοβουλίες των διοικητών και η σωστή εκτίμηση του
πεδίου της μάχης κατάφεραν όχι μόνο να αποδειχθούν νικηφόρες αλλά και να
γλυτώσουν τις μονάδες του Πεζικού από περαιτέρω απώλειες. Η γενναιότητα που
επέδειξε το Πεζικό στη μάχη ήταν αξιοσημείωτη ενώ η συχνή κάμψη του ηθικού δεν
εμπόδιζε τους άνδρες να εφορμούν στη μάχη με θάρρος και αυτοπεποίθηση. Επίσης,
κατέβαλε ισχυρό φόρο αίματος και θυσιών για να επιτευχθεί ο σκοπός των
24
Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912‐1913: Σαραντάπορο‐Κιλκίς‐Λαχανάς, Οι πρώτες μας νίκες, σελ. 143‐144
24
25
Βαλκανικών Πολέμων. Φυσικά, όπως είναι πλέον γνωστό, οι θυσίες του Πεζικού δεν
έγιναν άδικα, καθώς τα κέρδη της Ελλάδας που αποκόμισε ήταν πέραν των
προσδοκιών της.
Τέλος, χωρίς το Πεζικό οι ελληνικές δυνάμεις θα είχαν καμφθεί πολύ νωρίτερα και
καμία νίκη δεν θα γινόταν πραγματικότητα. Μπιζάνι, Σαραντάπορο, Ιωάννινα,
Γιαννιτσά, Θεσσαλονίκη, Κιλκίς, Λαχανάς και όλα τα νεοαποκτηθέντα εδάφη τα
οφείλουμε σχεδόν αποκλειστικά στη θέληση του Πεζικού και την ενεργό δράση του
που φάνηκε έμπρακτα στα πεδία των μαχών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
25
ΤΑΞΗ 2012
ΤΜΗΜΑ ΙΙ ∆ 3
Του
2
Περιεχόµενα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ........................................................................................................4
Η ΜΕΘΟ∆ΟΛΟΓΙΑ ...........................................................................................4
ΑΝΑΛΥΣΗ.........................................................................................................5
ΕΠΙΛΟΓΟΣ .....................................................................................................28
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...............................................................................................30
3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΣΚΟΠΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ
Η ΜΕΘΟ∆ΟΛΟΓΙΑ
β) Επίσκεψη της βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων και του Πολεµικού
Μουσείου. Εντόπιση της προτεινόµενης βιβλιογραφίας, και συλλογή στοιχείων
σχετικά µε το θέµα της µελέτης (αποσπάσµατα βιβλίων, σχεδιαγράµµατα,
φωτογραφίες)
στ) Βιβλιοδεσία.
4
ΑΝΑΛΥΣΗ
ΡΗΤΟ: «∆ΙΩΚΕ ∆ΟΞΑΝ ΚΑΙ ΑΡΕΤΗΝ» (Να επιδιώκεις τη δόξα και την
αρετή).
5
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΠΕΖΙΚΟΥ
Οι Έλληνες κατά των Τρωικό Πόλεµο έφεραν τον οπλισµό της εποχής
εκείνης που περιλάµβανε δόρυ, τόξο, ακόντιο, σφεντόνα, και για την άµυνα
ασπίδα, κράνος και περικνηµίδες. Οι αρχηγοί µάχονταν από χαµηλό δίτροχο άρµα
που το έσυραν δύο άλογα.
Αρχαίοι πολεµιστές
Στην αρχαία Αθήνα µετά το 18ο έτος ο νέος εκηρύσσετο έφηβος και έδινε
τον όρκο του αστού. Στη συνέχεια έπαιρνε οπλισµό και τον έστελναν στα σύνορα
της πόλεως, όπου εκπαιδευόταν στα του πολέµου.
Από την εποχή του Μιλτιάδη, η στρατηγική και η τακτική έχουν κατά γράµµα
και κατ' ουσία ελληνική καταγωγή και σηµαίνουν την κυριαρχία του γρηγορούντος
εφευρετικού ελληνικού πνεύµατος πάνω στην άψυχη µάζα.
Αρχαίοι πολεµιστές
7
ΘΗΒΑ (379-362 π.Χ.)
Μετά την παρακµή των Αθηνών και της Σπάρτης, η Θήβα αναλαµβάνει την
ηγεµονία των ελληνικών πόλεων, χάρις στην στρατιωτική της ισχύ, δηµιούργηµα
των περίφηµων Στρατηγών Επαµεινώνδα και Πελοπίδα.
• Μόρφωσε τα στελέχη
8
Μακεδονική Φάλαγγα
Η στρατιωτική αγωγή του νέου αστού ήταν αντικείµενο που απαιτούσε τις
πλέον επίµονες φροντίδες. Τα αµυντικά όπλα του λεγεωναρίου, δηλαδή του πεζού
στρατιώτη, ήταν: η περικεφαλαία, η ασπίδα, ο θώρακας και η κνηµίδα του δεξιού
ποδιού, για να το προφυλάσσει στον αγώνα µε το ξίφος.
Επιθετικά ήταν: το δόρυ, ο υσσός (ακόντιο βραχύ µήκους 1,30 µ.), το ξίφος
και ο πέλεκυς.
9
• Την «εν Μάζη διάταξη», όπου οι διαστάσεις είναι µειωµένες στο
τέταρτο.
Οι Άγγλοι όµως γρήγορα κατανόησαν αυτό το σφάλµα και έδωσαν κατά τον
εκατονταετή Πόλεµο (1447-1453) την πρέπουσα θέση στο Πεζικό, που παραµένει
πάντα ο Βασιλιάς των Όπλων.
Η παραπάνω τακτική διατηρείται τον 17ο και 18ο αιώνα. Το 18ο αιώνα
παρουσιάζεται η τάση επανόδου στους κατά φάλαγγα σχηµατισµούς, µε την
χρησιµοποίηση της φάλαγγας για την πορεία και την προσπέλαση και της
γραµµικής αναπτύξεως για τη µάχη. Η Ναπολεόντειος εποχή φέρνει νέα αλλαγή. Ο
σχηµατισµός µάχης του Πεζικού είναι µικτός, προηγείται αραιά γραµµή, που έχει
τη δυνατότητα να αναπτύξει όλη την ισχύ τού πυρός της και ακολουθούν µικρές
φάλαγγες που αποτελούσαν το στήριγµα της πρώτης γραµµής, ενώ ακολουθεί
τρίτη γραµµή σε πυκνούς σχηµατισµούς, η οποία αποτελεί τη µάζα κρούσεως. Η
τακτική αυτή διατηρείται κατά το πρώτο ήµισυ του 19ου αιώνα και πλέον.
Αργότερα τη γραµµή µάχης αποτελεί µια γραµµή που χρησιµοποιεί το πυρ και την
κίνηση (ακροβολιστική διάταξη από το 1870). Κάτω από τα πυρά του Πυροβολικού
τα Τµήµατα προχωρούν µε αραιούς σχηµατισµούς µικρών φαλαγγών και καθώς
µπαίνουν στη ζώνη των πυρών του Πεζικού αναπτύσσονται σε αραιή
ακροβολιστική γραµµή. ∆ηλαδή, δίνεται πολύ µεγαλύτερη σηµασία στην κίνηση
παρά στα πυρά. Το Πεζικό επιζητεί να προχωρήσει όσο το δυνατόν περισσότερο
και να προσεγγίσει τον εχθρό, χωρίς να κάνει χρήση των όπλων του.
Σταδιακά όµως άρχισε να διαφαίνεται η αξία τού πυρός, και οι πόλεµοι των
αρχών του 20ού αιώνα απέδειξαν ότι το Πεζικό µόνο µε το πυρ έχει τη δυνατότητα
να προχωρήσει.
11
Στην Ελλάδα µέχρι την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης οργανωµένο
στρατιωτικό τµήµα δεν υπήρχε. Ένα τακτικό σώµα συγκροτήθηκε τον Φεβρουάριο
του 1821, από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο Ιερός Λόχος.
Επίσης είναι γνωστό, ότι ο πόλεµος στο σύνολό του αποτελεί σύγκρουση
όχι µόνο υλικών αλλά και ηθικών δυνάµεων. Κατά συνέπεια το Πεζικό θα
παραµένει το µοναδικό πλήρες Όπλο του εκ του συστάδην αγώνα, το µόνο
κατάλληλο να αγωνίζεται σε κάθε έδαφος, ηµέρα και νύκτα, µε τον συνδυασµό του
πυρός, της κινήσεως και της κρούσεως.
12
Μικρασιατική Εκστρατεία
ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΚΟΡΕΑΣ
Η Ελλάδα αποδέχθηκε πρόσκληση του ΟΗΕ και ήταν µεταξύ των πρώτων
Εθνών που συµµετείχαν στον Κορεάτικο αγώνα.
∆ιακρίθηκε κατά την κατάληψη των υψωµάτων 381, 325, και 655 και στη
συνέχεια στη µεγάλη επίθεση προς κατάληψη του πολύ σηµαντικού, λόγω της
τοποθεσίας, ζωτικού υψώµατος 313 (Σκότς), που την πέτυχε παρά τη σθεναρή
αντίσταση του εχθρού. Η επιτυχία αυτή του ΕκΣΕ, που βελτίωσε την αµυντική
συµµαχική γραµµή, προκάλεσε την τιµητική διάκριση µεταξύ των συµµαχικών
Μονάδων που συµµετείχαν και έτυχε ηθικής αµοιβής µε την απονοµή ευαρέσκειας
από τους Προέδρους της ∆ηµοκρατίας των Ηνωµένων Πολιτειών Αµερικής και
Νοτίου Κορέας.
• Μεραρχίες
Οι µεραρχίες Πεζικού δεν διέθεταν στην ειρήνη τον ίδιο αριθµό ταγµάτων
Πεζικού, αλλά κυµαίνονταν από 3 έως 9, ενιαίας σύνθεσης. Βελτιώθηκε η σύνθεση
του Τάγµατος Πεζικού µε την προσθήκη Λόχου Βαρέων Όπλων, καθώς επίσης και
η ισχύς πυρός της Μεραρχίας µε την προικοδότησή της µε όλµους των 4,2’’.
• Μονάδες Στρατιάς
ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ 1954-1960
ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ 1960-1995
15
• Άρχισε σταδιακά η αναδιοργάνωση των Μονάδων Πεζικού µε την
είσοδο νέου υλικού και µέσων µε σκοπό την αντιµετώπιση της υφιστάµενης
απειλής και µε στόχο τη δηµιουργία ενός στρατού ποιότητας και όχι ποσότητας.
Το Γενικό Στρατηγείο, µετά από εντολή της κυβερνήσεως και το γεγονός ότι
οι Σέρβοι είχαν ήδη αρχίσει τις επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων, εξέδωσε στις
20.00 της 18ης Ιουνίου νεότερη διαταγή επιχειρήσεων, µε την οποία καθοριζόταν η
προέλαση των µεραρχιών από το πρωί της εποµένης, ως εξής:
16
• Η Ι Μεραρχία να προελάσει από τις 05.00, µέσω των χωριών Όσσα και
Νικόπολη προς τη γραµµή χ. Ξυλόπολη-ύψ. Λαχανάς, σε διαρκή σύνδεσµο µε την
VII Μεραρχία.
• Η III Μεραρχία να προελάσει από τις 05.00, µέσω του χωριού Νέο
Γυναικόκαστρο, προς το Κιλκίς και συναντώντας τον εχθρό να επιτεθεί.
• Η Χ Μεραρχία να επιτεθεί από τις 08.00 κατά των εχθρικών τµηµάτων στα
υψώµατα του χωριού Σουλτογιανναίικα και στη συνέχεια, εφόσον η τακτική
κατάσταση θα το επέτρεπε, να στραφεί προς το Κιλκίς.
17
αυτή, άρχισαν αµέσως να την οργανώνουν κατασκευάζοντας χαρακώµατα,
πολυβολεία, πυροβολεία και άλλα αµυντικά έργα, µε µέτωπο προς τα δυτικά και τα
νότια.
Η VII Μεραρχία κινήθηκε επιθετικά από την περιοχή του χωριού Αρέθουσα
προς τα βόρεια και αφού ανέτρεψε, ύστερα από σκληρό αγώνα, τα εχθρικά
τµήµατα που ήταν στην περιοχή του χωριού Σκεπαστό, κατέλαβε τον αυχένα
Καρακόλι, υποχρεώνοντας τους Βουλγάρους να συµπτυχθούν προς τη Νιγρίτα και
το χ. ∆άφνη. Αντεπίθεση των Βουλγάρων τις πρώτες απογευµατινές ώρες,
εναντίον των ελληνικών τµηµάτων στον αυχένα Καρακόλι αποκρούστηκε µε
επιτυχία. Στο µεταξύ το απόσπασµα της VII Μεραρχίας (20ό Σύνταγµα Πεζικού),
που είχε ως αποστολή να καλύπτει το δεξιό της Μεραρχίας, συνέχισε την κίνησή
του χωρίς να συναντήσει εχθρική αντίσταση και στις 17.00 έφτασε στο χ. Νέα
Κερδύλια, όπου και εγκαταστάθηκε αµυντικά.
Η Ι Μεραρχία κινήθηκε και αυτή επιθετικά από την περιοχή του χωριού
Λοφίσκος προς τα βόρεια και µετά από σκληρό αγώνα κατέλαβε µέχρι τις τε-
λευταίες απογευµατινές ώρες τα χωριά Όσσα και Βερτίσκος. Οι Βούλγαροι
18
υποχωρώντας εγκατέλειψαν 6 πυροβόλα και άφθονο πολεµικό υλικό. Επίσης,
συνελήφθησαν πολλοί Βούλγαροι αιχµάλωτοι.
19
Η Χ Μεραρχία, µετά από σκληρό αγώνα κατέλαβε τα υψώµατα του χωριού
Πλατανιά και υποχρέωσε τους Βουλγάρους να συµπτυχθούν βόρεια της
αποξεραµένης σήµερα λίµνης Αρτζάν.
Η προέλαση των ελληνικών µεραρχιών, κατά την ηµέρα αυτή, ήταν πολύ
δύσκολη, γιατί γινόταν κάτω από πυκνά βουλγαρικά πυρά, που ήταν ιδιαίτερα
αποτελεσµατικά λόγω του πεδινού του εδάφους. Παρ' όλα αυτά µέχρι το βράδυ οι
ελληνικές δυνάµεις κατόρθωσαν να καταλάβουν ολόκληρη την τοποθεσία των
βουλγαρικών προφυλακών και να λάβουν επαφή µε την κύρια αµυντική τοποθεσία
του Κιλκίς-Λαχανά.
• Οι λοιπές Μεραρχίες (II, III, IV, V), που ενεργούσαν προς το Κιλκίς, θα
συνέχιζαν από τις 05.00 την επίθεση κατά των απέναντί τους βουλγαρικών
δυνάµεων, µετά τη σύµπτυξη των οποίων οι II και IV Μεραρχίες θα αναπτύσ-
σονταν προς τα ανατολικά, στη γραµµή των χωριών Τέρπυλος-Ακροποταµιά, ενώ
η III, η V και η Ταξιαρχία Ιππικού θα καταδίωκαν τον εχθρό προς τα βόρεια.
20
Η VII Μεραρχία συνέχισε την προέλασή της και τις πρώτες µεταµεσηµ-
βρινές ώρες έφτασε στη Νιγρίτα, την οποία οι Βούλγαροι είχαν πυρπολήσει πριν
την εγκαταλείψουν και είχαν σκοτώσει πολλούς από τους Έλληνες κατοίκους της.
Από τη Νιγρίτα η VII Μεραρχία προωθήθηκε µέχρι το χ. Τερπνή, όπου και
εγκαταστάθηκε. Στά υψώµατα της Βεργοπουλιάνας (βορειοδυτικά του χωριού
Σκεπαστό) κυκλώθηκε από τµήµατα της Μεραρχίας και Προσκόπων βουλγαρική
δύναµη περίπου 1.500 αντρών (τάγµα µαζί µε τη διοίκηση ενός συντάγµατος), η
οποία και αιχµαλωτίστηκε. Τη νύχτα 20/21 Ιουνίου, µε διαταγή της Μεραρχίας,
κινήθηκε προς τη Νιγρίτα και το απόσπασµά της (20ό Σύνταγµα Πεζικού), που
ήταν στην περιοχή του χωριού Νέα Κερδύλια.
Οι II, IV, V και III Μεραρχίες, που ενεργούσαν στο κέντρο προς το Κιλκίς,
συνέχισαν και αυτές την επιθετική τους ενέργεια και παρότι ενέπλεξαν στον αγώνα
όλες τις δυνάµεις τους, δεν µπόρεσαν να κάµψουν τη βουλγαρική αντίσταση.
Πέτυχαν όµως να προσεγγίσουν τις βουλγαρικές θέσεις σε απόσταση εφόδου και
το βράδυ της 20ής Ιουνίου κατείχαν σταθερά τη γενική γραµµή Μεγάλη Βρύση µε
την III Μεραρχία, τη νότια παρυφή του χωριού Κρηστώνη µε τις IV και V Μεραρχίες
και τα χωριά Ποταµιά και Ακροποταµιά µε τη II Μεραρχία. Οι απώλειες των
Μεραρχιών αυτών ήταν και πάλι πολύ µεγάλες, λόγω του πεδινού τού εδάφους και
της σθεναρής αντιστάσεως των Βουλγάρων.
Από το πρώτο φως της 21ης Ιουνίου επανέλαβαν την επίθεσή τους και οι
άλλες µεραρχίες, εκτελώντας σειρά ορµητικών εφόδων µε τη λόγχη κατά των
βουλγαρικών θέσεων.
22
Η IV Μεραρχία, ύστερα από σκληρότατο αγώνα, στη διάρκεια του οποίου
φονεύθηκαν ο ∆ιοικητής του 8ου Συντάγµατος Πεζικού Συνταγµατάρχης
Καµπάνης Αντώνιος και ο ∆ιοικητής του IV Τάγµατος του ίδιου Συντάγµατος
Λοχαγός Πεζικού Μακρυκώστας Χαράλαµπος, πέτυχε να καταλάβει τη νότια
παρυφή της πόλεως του Κιλκίς.
Η γραµµή την οποία τελικά κατέλαβαν οι µεραρχίες του κέντρου ήταν αυτή
που στοιχίζεται από τα χωριά Μεταλλικό (III), Ξηρόβρυση (V), Τέρπυλος (IV),
Ποταµιά-Ακροποταµιά (II).
23
επίθεση κατά του δεξιού (ανατολικού) πλευρού των ελληνικών δυνάµεων στην
περιοχή του χωριού Κυδωνιές, όπου η Θέση του 1/5 Τάγµατος της Ι Μεραρχίας.
Χάρη όµως στον απαράµιλλο ηρωισµό του Τάγµατος αυτού, του οποίου τέθηκαν
εκτός µάχης όλοι σχεδόν οι αξιωµατικοί και φονεύθηκε ο ∆ιοικητής του,
Ταγµατάρχης Κατσιµίδης Αναστάσιος, η βουλγαρική επίθεση αποκρούστηκε και
έτσι αποσοβήθηκε η απειλή που προς στιγµή δηµιουργήθηκε.
Παρότι ο αγώνας κατά την τελική αυτή φάση της καταλήψεως του Λαχανά,
ήταν σχετικά σύντοµος, οι απώλειες σε νεκρούς και τραυµατίες υπήρξαν σοβαρές.
Μεταξύ των νεκρών αξιωµατικών ήταν και ο ∆ιοικητής του 4ου Συντάγµατος
Πεζικού της I Μεραρχίας Συνταγµατάρχης Παπακυριαζής Ιωάννης και ο ∆ιοικητής
του II Τάγµατος του ίδιου Συντάγµατος Ταγµατάρχης Πεζικού Χατζόπουλος
Ιωάννης. Αλλά και οι βουλγαρικές απώλειες ήταν µεγάλες, συνελήφθησαν περίπου
500 Βούλγαροι αιχµάλωτοι και κυριεύτηκαν 16 πυροβόλα, 1.300 όπλα πεζικού και
άφθονο πολεµικό υλικό.
Η VII Μεραρχία, η οποία δεν είχε πάρει νεότερη διαταγή επιχειρήσεων για
τις 21 Ιουνίου, ζήτησε στις 05.30 της ηµέρας αυτής από το Γενικό Στρατηγείο
οδηγίες για τις παραπέρα ενέργειές της, παίρνοντας την απάντηση να
24
συµµορφωθεί προς τις προηγούµενες διαταγές κατά την κρίση του ∆ιοικητή τής
Μεραρχίας. Στη συνέχεια, γύρω στις 09.30 της ίδιας ηµέρας, το Γενικό Στρατηγείο
πληροφόρησε την VII Μεραρχία ότι τα βουλγαρικά τµήµατα είχαν συµπτυχθεί
προς το χ. Λαχανάς και πιθανόν σύντοµα να υποχωρούσαν προς το χ.
Στρυµονικό.
Μετά απ' αυτό, η VII Μεραρχία τέθηκε σε κίνηση προς την κατεύθυνση του
Λαχανά, µε µεγάλη όµως βραδύτητα και µόλις στις 16.00 έφτασε στη γραµµή των
χωριών Βέργη-Λυγαριά, χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Φτάνοντας εκεί,
ενηµερώθηκε από το Γενικό Στρατηγείο ότι απελευθερώθηκε το Κιλκίς και άρχισε η
καταδίωξη των βουλγαρικών δυνάµεων. Σε λίγο πληροφορήθηκε από την Ι
Μεραρχία ότι καταλήφθηκε και ο Λαχανάς και οι Βούλγαροι συµπτύσσονταν
πανικόβλητοι προς το Στρυµόνα, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από τα δικά της
προωθηµένα τµήµατα.
Παρ' όλα αυτά η VII Μεραρχία συνέχισε την κίνησή της µε µεγάλη βρα-
δύτητα, µε αποτέλεσµα οι Βούλγαροι µέχρι το βράδυ να περάσουν ανενόχλητοι το
Στρυµόνα και να κατευθυνθούν προς το Σιδηρόκαστρο και τις Σέρρες.
25
Μεραρχίας 1.483, 111 Μεραρχίας 773, IV Μεραρχίας 1.257, V Μεραρχίας 2.123,
VI Μεραρχίας 1.347, VII Μεραρχίας 199, Χ Μεραρχίας 276 και Ταξιαρχίας
Ιππικού 16.
27
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τιµή και δόξα σε αυτούς που θυσίασαν ό,τι πολυτιµότερο είχαν στο βωµό
της πατρίδας. Την ίδια τους τη ζωή. Σε αυτούς που πίστεψαν σε πατρίδα,
θρησκεία, οικογένεια, ιδανικά, ήθη, έθιµα, θεσµούς και αξίες.
Σε αυτούς που µοιραστήκαν µαζί τις ίδιες χαρές, τις ίδιες λύπες, ανησυχίες,
τα ίδια ξενύχτια, σε αυτούς που φλερτάρανε µαζί τον κίνδυνο, που υπερβάλανε
τον εαυτό τους και θυσιάσανε τα νιάτα τους. Σε όλους αυτούς που µέσα στην
καρδιά τους έκαιγε η ίδια σπίθα. Σε όλους αυτούς που κοιµόνταν και ξυπνάγανε µε
τα ίδια όνειρα και τις ίδιες προσδοκίες.
Σε όλους αυτούς που οργώσανε µαζί κάθε σπιθαµή της ελληνικής γης, και
που φουσκώνανε από υπερηφάνεια κάθε φορά που φορούσανε την ελληνική
σηµαία στο µπράτσο…
28
προσκυνήσανε κανέναν. ∆ε θέλανε πλούτη και «µεγάλη ζωή». Θέλανε
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ και πιστέψανε σε αυτά.
Ήταν µια ένδοξη εποχή που όλες οι δυνάµεις του έθνους ήταν παράλληλες
και οµόρροπες. Η οµόνοια βασίλευε παντού. Η πολιτική ιδιοφυία και διορατικότητα
του Εθνάχη Ελευθερίου Βενιζέλου, ο επαγγελµατισµός των Στρατιωτικών, η
αδάµαστη ψυχή και γενναιότητα του Έλληνα Στρατιώτη και το ανίκητο Ελληνικό
Ναυτικό, όλα µαζί διαποτισµένα από τη Μεγάλη Ιδέα, έφεραν το πιο λαµπρό
αποτέλεσµα της ελληνικής ιστορίας. Απελευθερώθηκαν και ενώθηκαν στον
ελληνικό κορµό το υπόλοιπο της Θεσσαλίας, η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Κρήτη και
τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Η επέτειος των 100 χρόνων από τους Βαλκανικούς Πολέµους δεν είναι µια
απλή υπόµνηση ενός µεγάλου θριάµβου. Είναι εθνική έξαρση και ανάταση των
ηθικών δυνάµεων του έθνους µας. Είναι πηγή διδαχής και παραδειγµατισµού που
πρέπει διεξοδικά να διδάσκεται στους νέους µας. Είναι ύµνος της ψυχής και της
λόγχης, της οµοψυχίας και της ενότητας του ελληνικού λαού που γνωρίζει πολύ
καλά, αιώνες τώρα, ότι η ελευθερία δεν χαρίζεται, αλλά κερδίζεται. Κερδίζεται
διαρκώς από κάθε γενιά και από κάθε άτοµο
29
Πιστεύω ότι…
Κάθε ενηµερωτική
αναδροµή στο
παρελθόν, είναι
αναγκαία για να
εξασφαλίσει η
ανθρωπότητα την
επίγνωση τής
δηµιουργικής της
ικανότητας
Πιστεύω ότι…
Αντιγράφοντας το
παρελθόν,
καθαρογράφουµε το
µέλλον…
∆όξα και τιµή στο ένδοξο Όπλο του Πεζικού, τον Βασιλιά των Όπλων και τιµή στους
νεκρούς ήρωές του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
30
5. Φωτογραφικό Λεύκωµα των Ρωµαΐδη-Zeitz, ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
1912-1913, Εκδόσεις Κέδρος.
6. Αποσπάσµατα αρχειακού Υλικού ∆ΙΣ/ΓΕΣ.
7. Περιοδικό ΣΡΤΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 129, ΜΑΪΟΣ 2007
8. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.
9. http://el.wikipedia.org
10. Ιστότοπος της Σχολής Πεζικού: http://www.army.gr/
31
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
32
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
33