You are on page 1of 5

11

Σχόλια για τις πηγές


Είναι μάλλον κοινότοπο για κάποιον ιστορικό να γράφει ότι οι πηγές της τάδε περιόδου χαρακτηρίζονται από
ποικιλία. Η ιστοριογραφική εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών παγκοσμίως έχει δείξει ότι ο ιστορικός δεν
μελετά ένα θέμα του παρελθόντος στηριζόμενος μόνο σε κρατικά έγγραφα ή μόνο σε γραπτές πηγές. Όσον
αφορά ειδικότερα την οθωμανική περίοδο, ωστόσο, ο ιστορικός βρίσκεται μπροστά σε δυσκολίες που
αντιμετωπίζουν οι ιστορικοί προγενέστερων περιόδων, αλλά όχι μεταγενέστερων. Θα μπορούσε να θεωρηθεί
η τελευταία χρονικά ιστορική περίοδος που εμφανίζει σοβαρό πρόβλημα έλλειψης ή αποσπασματικότητας
ιστορικών πηγών.
Σε αντίθεση με άλλες περιόδους, ίσως και λόγω απουσίας ελληνικού κρατικού μορφώματος, οι πηγές
για κεντρικά ζητήματα της ελληνικής ιστορίας εμφανίζουν εντυπωσιακά μεγάλη ποικιλία γλωσσών. Η
γλώσσα των πηγών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα κράτη που είχαν συμφέροντα στον ελληνικό χώρο
κατά την οθωμανική εποχή. Γι’ αυτό και δεν εκτείνονται σε όλους τους αιώνες, αλλά πυκνώνουν, ποσοτικά
και ποιοτικά, σε κάποιους. Για παράδειγμα, οι βενετικές πηγές είναι πολύτιμες για τους πρώτους αιώνες, ενώ
οι γαλλικές για τους μετέπειτα (κυρίως τον 18ο). Αντίστοιχες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν και για άλλες
κρατικές πηγές (π.χ. αυστριακές, ισπανικές, ρωσικές, αγγλικές). Οι οθωμανικές πηγές δεν έχουν χρονικό
βάθος στη μελέτη τους από τους Έλληνες ιστορικούς και μόνο τα τελευταία χρόνια με τη μαζική μελέτη τους
μπορεί να γίνει μια εκτίμηση και αξιολόγησή τους όσον αφορά την ελληνική ιστορία. Οι ελληνικές πηγές
κατά περιόδους ή περιοχές αποτελούν συχνά την ποσοτική ‘μειονότητα’. Η ποσοτική τους παραγωγή
αυξάνεται όσο προχωρούμε προς το τέλος της περιόδου.
Η ιστορική τύχη των ελληνικών πληθυσμών οδηγεί στο να μελετηθούν οι ίδιοι σχεδόν ερήμην τους ή
διαμεσολαβημένα. Η μεγάλη μάζα αυτών των πληθυσμών, λόγω της μη πρόσβασης στη γραπτή κουλτούρα
της εποχής, παραμένει σιωπηλή. Έμμεσα και μέσα από ενδείξεις ο ιστορικός μπορεί να αναπλάσει την
αντίληψη των απλών ανθρώπων για τη ζωή τους. Είναι οι βενετικές εκθέσεις, τα περιηγητικά κείμενα, τα έργα
Ελλήνων λογίων, ή οι αιτήσεις προς την Πύλη που μιλούν γι’ αυτούς. Η αναδίφηση στα ελληνικά και ξένα
αρχεία, που είχε αρχίσει από τον Κωνσταντίνο Σάθα και τον Σπυρίδωνα Λάμπρο τον 19ο αιώνα, συνεχίζεται
και σήμερα και δίνει καρπούς ακόμη και για τη μελέτη των αφανών της ιστορίας. Οι αφηγηματικές πηγές δεν
είναι κατ’ ανάγκη ιστοριογραφικές. Ελάχιστες αυτού του είδους έχουν σωθεί. Πρόκειται για μια ποικιλία
πηγών από φιλοσοφικά έργα μέχρι επιστολές, από την οποία προκύπτουν σημαντικά στοιχεία για τον
ιστορικό. Οι μη γραπτές πηγές αποτελούν αντικείμενο μελέτης των τελευταίων δεκαετιών. Υλικά κατάλοιπα ή
αρχαιολογικά και αρχιτεκτονικά δεδομένα συγκεντρώνουν όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον των ιστορικών
της περιόδου.
Επισκοπώντας συνολικά τη διαθεσιμότητα των πηγών, δύο σχόλια μπορούν να γίνουν για τη χρονική
και γεωγραφική έκταση. Οι πρώτοι αιώνες δεν προσφέρουν ικανό όγκο τεκμηριωτικού υλικού, σε αντίθεση με
τους τελευταίους. Οι βόρειες περιοχές επίσης δεν προσφέρουν ικανό όγκο, ειδικά ελληνόγλωσσων, πηγών, σε
αντίθεση με τις νότιες περιοχές και τα νησιά. Αυτές οι δύο δεσμεύσεις οδήγησαν τους ιστορικούς να
παραγάγουν περισσότερες μελέτες για τους ύστερους αιώνες και για τις νότιες περιοχές του ελληνικού χώρου.
Τα τελευταία χρόνια αυτή η διπλή ανισορροπία σε χρόνο και τόπο γίνεται προσπάθεια εν μέρει να θεραπευτεί
μέσω των οθωμανικών πηγών.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρηθεί η οθωμανική περίοδος της
ελληνικής ιστορίας ως ένα συνεχώς ανανεούμενο ιστορικό πεδίο έρευνας ύστερα από μια στασιμότητα
δεκαετιών. Οι σύγχρονες τάσεις της διεθνούς και της ελληνικής ιστοριογραφίας προσφέρουν πλούσια
μεθοδολογική και θεωρητική τροφή, την οποία καλούνται οι ειδικοί επιστήμονες να μετουσιώσουν σε έρευνα
και ιστορική ερμηνεία. Η όλο και πυκνότερη δημοσίευση πρωτότυπων πηγών θα βοηθήσει, σε διδακτικό και
ερευνητικό επίπεδο, στην καλύτερη κατανόηση της τόσο κρίσιμης περιόδου.
12

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σ.Ι. Ασδραχάς, Ελληνική κοινωνία και οικονομία, ιη΄ και ιθ΄ αι., Αθήνα 1988.
- Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τ. Α΄-Δ΄, Θεσσαλονίκη 1961-1973.
- του ιδίου, Πηγές της ιστορίας του νέου ελληνισμού, τ. 1-2, Θεσσαλονίκη 1977.
- D. Brewer, Ελλάδα. Οι αφανείς αιώνες. Η τουρκική κυριαρχία από την πτώση της Κωνσταντινούπολης έως
την ελληνική ανεξαρτησία, Αθήνα 2015.
- Β. Γούναρης, Τα Βαλκάνια των Ελλήνων. Από το Διαφωτισμό έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Θεσσαλονίκη
2007.
- Δ. Ζακυθηνός, Η Τουρκοκρατία. Εισαγωγή εις την νεωτέραν ιστορίαν του Ελληνισμού, Αθήνα 1957.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι΄-ΙΑ΄, Αθήνα 1974-1975.
- Ι.Σ. Κολιόπουλος, Ιστορία της Ελλάδος από το 1800, τχ. Α΄-Β΄, Θεσσαλονίκη 2000.
- Α. Λιάκος, «Προς επισκευήν ολομέλειας και ενότητος. Η δόμηση του εθνικού χρόνου», στο: Τ. Σκλαβενίτης
(επιμ.), Επιστημονική συνάντηση στη μνήμη του Κ.Θ. Δημαρά, Αθήνα 1994, 171-199.
- Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του νέου ελληνισμού, 1770-2000, τ. 1ος-3ος, Αθήνα 2003.
- Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του ελληνικού έθνους, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, τ.
Α΄-Δ΄, εν Αθήναις 1886-7.
- Χ.Γ. Πατρινέλης, Ο ελληνισμός κατά την πρώιμη Τουρκοκρατία (1453-1669), Θεσσαλονίκη 1980.
- Π. Πιζάνιας, Η ιστορία των νέων Ελλήνων. Από το 1400c. έως το 1820, Αθήνα 2014.
- Α. Πολίτης, Εγχειρίδιο του νεοελληνιστή. Βιβλιογραφίες, λεξικά, εγχειρίδια, κατάλογοι, ευρετήρια, χρονολόγια
κ.ά., Ηράκλειο 2004.
- Κ. Σάθας, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς. Ιστορικόν δοκίμιον περί των προς αποτίναξιν του οθωμανικού ζυγού
επαναστάσεων του ελληνικού έθνους (1453-1821), Αθήνησι 1869 [φωτ. ανατ. Αθήνα 1994].
- Κ. Σβολόπουλος, Η γένεση της ιστορίας του νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2006.
- Ν. Σβορώνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, μετφρ. Αικ. Ασδραχά, Αθήνα 1976.
- του ιδίου, Το ελληνικό έθνος. Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2004.
- Ι.Κ. Χασιώτης, Μεταξύ οθωμανικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής πρόκλησης. Ο ελληνικός κόσμος στα χρόνια
της Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 2001.
- J. Yiannias (επιμ.), Η βυζαντινή παράδοση μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, Αθήνα 1994.
- R. Beaton, “Antique nation? ‘Hellenes’ on the eve of Greek independence and in twelfth-century
Byzantium”, Byzantine and Modern Greek Studies 31.1(2007), 76-95.
- L. Droulia, “Towards Modern Greek Consciousness”, The Historical Review 1 (2001), 51-67.
- D. Livanios, “The Quest for Hellenism: Religion, Nationalism and Collective Identities in Greece (1453-
1913)”, The Historical Review 3 (2006), 33-70.
- Α. Politis A, “From Christian Roman emperors to the glorious Greek ancestors”, στο: D. Ricks-P. Magdalino
(επιμ.), Byzantium and the Modern Greek Identity, London 1998, 1-14.
- V. Roudometof, “From Rum Millet to Greek Nation: Enlightenment, Secularization, and National Identity in
Ottoman Balkan Society, 1453-1821”, Journal of Modern Greek Studies 16 (1998), 11-48.
- S. Xydis, “Mediaeval Origins of Modern Greek Nationalism”, Balkan Studies 9 (1968), 1-20.
13

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ


Το κεφάλαιο που ακολουθεί αποσκοπεί στη σκιαγράφηση των πολιτικών συγκυριών που καθόρισαν την
πορεία του Νέου Ελληνισμού κατά την περίοδο της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας. Δεδομένης της
απουσίας ανεξάρτητης ελληνικής πολιτειακής αρχής, θα καταγραφεί η ιστορική πορεία του οθωμανικού
πολιτικού κρατικού πλαισίου με ιδιαίτερη έμφαση στα γεγονότα που επηρέασαν περισσότερο τον ελληνικό
χώρο και τους κατοίκους του ως το 1821. Με άλλα λόγια, η αφήγηση που ακολουθεί είναι στην ουσία μια
σύντομη ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως το πολιτικό πλαίσιο αναφοράς μέσα στο οποίο έδρασε
ο Νέος Ελληνισμός. Για λόγους καλύτερης κατανόησης της ιστορικής εξέλιξης και διαμόρφωσης του
ιστορικού υποκειμένου μας, θα γίνει σύντομη αναφορά και στην ύστερη βυζαντινή περίοδο. Η πολιτική
ιστορία των Ελλήνων που διαβιούσαν σε κτήσεις της Βενετίας, όπως και η ιστορία των Ιονίων νήσων στο
διάστημα 1797-1821 θα περιγραφούν στο αντίστοιχο κεφάλαιο περί βενετοκρατούμενου Ελληνισμού. Τέλος,
πρέπει να τονιστεί οι περισσότερες όψεις της πολιτικής ιστορίας των Ελλήνων για την εξεταζόμενη περίοδο
παραμένουν «σκοτεινές», υπό την έννοια της έλλειψης επαρκούς τεκμηρίωσης και αντίστοιχης επιστημονικής
έρευνας. Κατά συνέπεια, πολλά από τα εμπειρικά στοιχεία που εκτίθενται στις σελίδες που ακολουθούν
παραμένουν υπό αίρεση ή είναι προβληματικά και περισσότερο θέτουν ζητήματα προς έρευνα παρά
αποτελούν οριστικές λύσεις. Συστηματικότερη έρευνα σε οθωμανικές, βενετικές και άλλα δυτικές αρχειακές
συλλογές είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση ενός corpus εμπειρικών δεδομένων αναφορικά στην
προεπαναστατική πολιτική ιστορία των Ελλήνων, πριν καταστεί δυνατή η διατύπωση ερμηνευτικών
σχημάτων ευρύτερου βάθους σχετικά με την πορεία διαμόρφωσης του Νέου Ελληνισμού.

Το Βυζάντιο και ο Νέος Ελληνισμός


Καθώς το πρόβλημα της χρονικής αφετηρίας της νεοελληνικής ιστορίας συζητιέται στο εισαγωγικό κεφάλαιο,
εδώ συμβατικά θα ξεκινήσουμε την αφήγησή μας από τις αρχές του 14ου αιώνα. Φυσικά, η ιστορική πορεία
του Νέου Ελληνισμού δεν ταυτίζεται με αυτή του ύστερου Βυζαντίου, και το έτος 1300 δεν μπορεί να
θεωρηθεί γενέθλια ημερομηνία του˙ εντούτοις, η προσπάθεια κατανόησης της ιστορικής συγκυρίας που
οδήγησε στην οθωμανική περίοδο πολιτικής κυριαρχίας θα μας οδηγήσει στη χρονική αφετηρία εμφάνισης
των Οθωμανών στον ιστορικο-γεωγραφικό ορίζοντα. Η επιλεγμένη χρονική τομή έχει συμβατική αξία καθώς
νοηματοδοτεί μια γραμμική γεγονοτολογική αφήγηση μέσα στην οποία μπορεί να βρει θέση ο Νέος
Ελληνισμός, οριζόμενος όχι τόσο στο συγχρονικό περιβάλλον του, το οποίο είναι ακόμη έντονα βυζαντινό,
όσο με βάση τις συνέπειες πολιτικών μεταβολών που έλαβαν χώρα στο πέρασμα του 14ου και 15ου αιώνα. Στα
πλαίσια αυτής της προσέγγισης, θεωρούμε σημαντικό να σχολιαστούν μερικά βασικά γνωρίσματα του
πολιτικού, διπλωματικού, οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος της ύστερης Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας, ώστε να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι εξελίξεις των δύο πρώτων αιώνων πολιτικής
εξάπλωσης των Οθωμανών, όπως και ο κοινωνικο-οικονομικός μετασχηματισμός του βυζαντινού κόσμου.
Η βυζαντινή πολιτική ιστορία που έχει ενδιαφέρον για το Νέο Ελληνισμό μπορεί να διακριθεί σε δύο
υποπεριόδους. Η πρώτη καλύπτει το διάστημα 1071-1204, με σημαίνουσες χρονικές τομές τις δύο
στρατιωτικές συντριβές των Βυζαντινών από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ (1071) και έναν
αιώνα αργότερα στο Μυριοκέφαλο (1176), γεγονότα τα οποία πυροδότησαν τη μαζική είσοδο τουρκικών
φύλων στη Μικρά Ασία. Αποτέλεσμα της τουρκικής πληθυσμιακής μετακίνησης ήταν η οριστική απώλεια
αυτής της σημαντικής για το αυτοκρατορικό κέντρο και τον Ελληνισμό γεωγραφικής ζώνης. Η απώλεια του
πολιτικού ελέγχου της περιοχής και η ίδρυση δεκάδων μικρών τουρκομανικών ηγεμονιών στη θέση της
ενιαίας βυζαντινής διοίκησης συνοδεύτηκε από το σταδιακό εξισλαμισμό των χριστιανικών και ελληνόφωνων
πληθυσμών της περιοχής. Την ίδια χρονιά με τη μάχη στο Ματζικέρτ, οι Νορμανδοί κατέλαβαν το Μπάρι,
σηματοδοτώντας το οριστικό τέλος της βυζαντινής κρατικής παρουσίας στη Δύση. Έτσι, η αυτοκρατορία
απώλεσε τα δύο εδαφικά άκρα της και εισήλθε στο στάδιο της βαθμιαίας συρρίκνωσής της στις βαλκανικές
κτήσεις της. Παράλληλα, την ίδια εποχή ολοκληρώθηκε η εμπορική κυριαρχία των Βενετών στον
ανατολικομεσογειακό χώρο, χάρη στην παραχώρηση στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία εμπορικών προνομιακών
δικαιωμάτων εκ μέρους της αυτοκρατορικής κυβέρνησης στα 1082, ως αντάλλαγμα για τη στρατιωτική
βοήθεια που πρόσφερε η πρώτη στον πόλεμο του Βυζαντίου κατά των Νορμανδών. Παρόμοιες παραχωρήσεις
έγιναν το 1169 και στη Γένουα στα πλαίσια της τότε εξελισσόμενης βυζαντινο-βενετικής αντιπαράθεσης.
Το γεγονός που καθόρισε την αρχή του αργού πολιτικού θανάτου του Βυζαντίου ήταν η κατάληψη
της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους πολεμιστές της Δ΄ Σταυροφορίας με πρόσχημα την επαναφορά στο
14

βυζαντινό θρόνο του φιλενωτικού Αλέξιου Δ΄ γιου του Ισαάκ Β΄ στη θέση του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου. Είχε
προηγηθεί η κατάληψη της Κύπρου από τους Δυτικούς κατά τη διάρκεια της Γ΄ Σταυροφορίας και η
παράδοσή της στον οίκο των Λουζινιάν (Lusignan) το 1192, ενδεικτική των επεκτατικών διαθέσεων των
Λατίνων σταυροφόρων αλλά και των επίσημων κυβερνήσεών τους. Η άλωση ακολουθήθηκε από την
πολιτική διάλυση της αυτοκρατορίας και το σχηματισμό μικρών εφήμερων φεουδαλικών κρατικών σχημάτων
σε όλο το βυζαντινό χώρο. Τα πολιτικά σημαντικότερα και εδαφικά περισσότερο εκτεταμένα από αυτά τα
κρατίδια ήταν η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης υπό τον Baldwin της Φλάνδρας, το
Βασίλειο της Θεσσαλονίκης υπό τον Boniface Α΄, μαρκήσιο του Montferrat, το Πριγκιπάτο της Αχαΐας υπό το
γαλλικό οίκο των Βιλλαρδουίνων (Villehardouin), και το Δουκάτο των Αθηνών υπό τον Βουργουνδό Otto de
la Roche. Αυτά τα κρατικά σχήματα είχαν έντονα φεουδαλικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα την απουσία ή
αδυναμία ελέγχου της δράσης των ιπποτών-φεουδαρχών τους εκ μέρους της κεντρικής εξουσίας. Έτσι, στην
πράξη αυτά τα λατινικά κρατίδια ήταν διασπασμένα σε μεγάλο αριθμό πολιτικά και θεσμικά αυτονομημένων
περιφερειών υπό την ηγεμονία ιπποτών-γαιοκτημόνων, και κατά συνέπεια ήταν ιδιαίτερα ανίσχυρα σε
εξωτερικές επιβουλές. Αντιθέτως, περισσότερο ισχυροποιημένη ήταν η παρουσία της Βενετίας στον ελλαδικό
χώρο με την ενσωμάτωση στο αποικιακό δίκτυό της χωρών όπως η Εύβοια, τα περισσότερα νησιά του
Αιγαίου, τα σημαντικότερα λιμάνια του Ελλησπόντου, φρούρια της Πελοποννήσου, τα νησιά του Ιονίου και η
Κρήτη. Οι Βενετοί, εμπνευστές και σχεδιαστές της εκτροπής της Δ΄ Σταυροφορίας, δημιούργησαν μια
αποικιακή-εμπορική αυτοκρατορία, η οποία, παρά την οθωμανική επιθετικότητα διατηρήθηκε, έστω
συρρικνωμένη, ως το 1797. Σε αυτά τα λατινικά κρατίδια πρέπει να προστεθεί το ιδιόμορφο κρατίδιο στην
Αθήνα και στη Θήβα της μισθοφορικής Καταλανικής Εταιρείας το οποίο στα 1311 υποκατέστησε την
προηγούμενη ομώνυμη φραγκική ηγεμονία, όπως και το κράτος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, οι οποίοι το
1308 κατέλαβαν τη Ρόδο και τη μετέτρεψαν σε βάση των κουρσάρικων και πειρατικών καταδρομών τους.
Εξίσου δυναμικός παράγοντας ήταν οι Γενουάτες, οι οποίοι ενίσχυσαν τις θέσεις τους μετά την παραχώρηση
σε αυτούς εμπορικών προνομίων το 1261 εκ μέρους του Μανουήλ Η΄ Παλαιολόγου, αλλά εξαιτίας και της
κατοχής στρατηγικά και εμπορικά σημαντικών θέσεων όπως ο Γαλατάς, η Χίος και η Λέσβος. Σε αυτά τα
πολιτικά σχήματα πρέπει να προστεθούν οι απειλητικές τυχοδιωκτικές απόπειρες Ευρωπαίων πριγκίπων-
διεκδικητών του θρόνου της Κωνσταντινούπολης μετά το 1261, όπως ο Charles d'Anjou, ο Philippe d'Anjou,
και ο Charles de Valois, να κινητοποιήσουν μια νέα σταυροφορία εναντίον του Βυζαντίου, συχνά με τη
στήριξη του πάπα και της Βενετίας.
Παράλληλος κίνδυνος για την εξασθενημένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτέλεσε η σταδιακή
αναβίωση των σλαβικών κρατών της βόρειας Βαλκανικής. Το παλιό βουλγαρικό κράτος, το οποίο
επανεμφανίστηκε ανεξάρτητο στο ιστορικό προσκήνιο στα 1187, γνώρισε νέα ακμή, και στα χρόνια του Ιβάν
Ασέν Β¨ (1218-1241) έφθασε να έχει αξιώσεις ιδιοποίησης του βυζαντινού οικουμενικού ιδανικού. Η Σερβία
αποτέλεσε ακόμη μεγαλύτερη απειλή για το Βυζάντιο στον 14ο αιώνα, καθώς έτρεφε αυτοκρατορικές
φιλοδοξίες και αξιώσεις ανάδυσής της σε ιστορικό φορέα της ρωμαϊκής ιδέας. Ο φιλόδοξος ηγεμόνας της
Στέφανος Δ’ Ντουσάν (Stephen Uroš Dušan) κατέλαβε εύκολα σχεδόν το σύνολο της κεντρικής Βαλκανικής
και στέφθηκε αυτοκράτορας Σέρβων και Ρωμαίων. Η αντιπαράθεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με αυτά
τα δύο σλαβικά κράτη σηματοδότησε το τέλος της πολιτικής παρουσίας της στα Βαλκάνια.
Από την άλλη, μια σειρά από βυζαντινά κρατίδια με ελληνικά γνωρίσματα πήραν τη θέση της άλλοτε
κραταιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας των Λασκαριδών στη βορειοδυτική
Μικρά Ασία, το δεσποτάτο της Ηπείρου των Αγγέλων και η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας των Κομνηνών
(αν και η τελευταία είχε δημιουργηθεί πριν το 1204) ήταν οι νέες πολιτειακές συγκροτήσεις που
εκπροσωπούσαν τους ελληνόφωνους πληθυσμούς της διαλυμένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Στα πλαίσια της ρευστότητας που ακολούθησε τον πολιτικό κατακερματισμό του βυζαντινού κόσμου,
οι Δυτικοί επικυρίαρχοι αποδείχθηκαν πολύ αδύναμοι μέτοχοι του διακρατικού συστήματος ισχύος στα
Βαλκάνια και αναιμικοί ως φορείς αυτοκρατορικών σχεδιασμών. Έτσι, οι κυριότερες πολιτειακές
συγκροτήσεις των σταυροφόρων αποσυντέθηκαν υπό την πίεση των δύο κυριότερων αν και ανταγωνιστικών
ελληνικών κρατών, της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και του δεσποτάτου της Ηπείρου. Και τα δύο αυτά κράτη
πρόβαλλαν, μέσω των δυναστών τους, Θόδωρου Λάσκαρη και Θεόδωρου Αγγέλου αντίστοιχα, τα ίδια
δικαιώματα στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποίησαν τα ίδια αυτοκρατορικά σύμβολα και
μετατράπηκαν σε κέντρα πολιτικής αντίστασης κατά των Λατίνων και πολιτιστικής αναβίωσης των
ελληνικών γραμμάτων. Αρχικά, επιτυχή αγώνα κατά των Δυτικών διεξήγαγε η Ήπειρος τα στρατεύματα της
οποίας το 1224 κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη και κατέλυσαν το αντίστοιχο βασίλειο. Η ραγδαία επέλαση του
δεσπότη Θεόδωρου Αγγέλου προς την Κωνσταντινούπολη ανακόπηκε βίαια από τη Βουλγαρία του Ιβάν Ασέν
Β΄ το 1230 και το δεσποτάτο αποχώρησε από τον αγώνα αντικατάστασης του λατινικού κράτους της
15

Κωνσταντινούπολης. Τελικά, η αυτοκρατορία της Νίκαιας με επικεφαλής τον Ιωάννη Βατάτζη επικράτησε σε
αυτό τον πολυμέτωπο αγώνα, κομβικά γεγονότα του οποίου ήταν η ανακατάληψη των θρακικών και
μακεδονικών κτήσεων του λαβωμένου από τα χτυπήματα των Μογγόλων βουλγαρικού κράτους, η κατάληψη
της Θεσσαλονίκης το 1246, η ανάκτηση της ιστορικής πρωτεύουσας του βυζαντινού κόσμου το 1261 και η
ενσωμάτωση της Ηπείρου στην επικράτεια του ενοποιημένου πλέον βυζαντινού κράτους το 1338. Εντούτοις,
η ολοκλήρωση της ενοποίησης του ελλαδικού χώρου υπό το βυζαντινό σκήπτρο ήταν αδύνατη και η
παρουσία λατινικών και σλαβικών κρατικών νησίδων παρέμεινε έντονη ως τα μέσα του 15ου αιώνα.
Αυτή η ταραγμένη εποχή σημαδεύτηκε από τις αλλεπάλληλες αποτυχημένες προσπάθειες ένωσης των
δύο Εκκλησιών υπό την αιγίδα και πρωτοκαθεδρία του πάπα. Η πρωτοβουλία προσέγγισης και συνεννόησης
ανήκε πάντοτε στους βυζαντινούς αυτοκράτορες και είχε αποκλειστικά πολιτική στόχευση. Μέχρι τα μέσα
του 14ου αιώνα οι προσπάθειες αυτές εκ μέρους των Βυζαντινών απέβλεπαν στην αποτροπή Δυτικών
επιβουλών, ενώ στη συνέχεια αποτελούσαν μέρος της προσπάθειάς τους να παρακινήσουν τη Δύση σε
σταυροφορία ή να λάβουν Δυτική στρατιωτική ενίσχυση στον πόλεμο εναντίον των Οθωμανών. Αρχικοί
πρωταγωνιστές αυτών των εγχειρημάτων ήταν ο Μανουήλ Κομνηνός στα μέσα του 12ου αιώνα και ο Ιωάννης
Βατάτζης, ο οποίος προσπάθησε με αυτό τον τρόπο να αποσπάσει την Κωνσταντινούπολη από το λατινικό
έλεγχο πριν το 1261. Τρεις αυτοκράτορες ολοκλήρωσαν την προσχώρησή τους στον καθολικισμό,
συγκεκριμένα, ο Μιχαήλ Η΄ στα 1247 στη σύνοδο της Λυών εξαιτίας των επιθετικών πρωτοβουλιών στα
Βαλκάνια του βασιλιά της Σικελίας και Νεαπόλεως Charles d'Anjou, ο Ιωάννης Ε΄ στα 1369 λόγω του
οθωμανικού κινδύνου και ο Ιωάννης Η΄, ο οποίος προσχώρησε στον καθολικισμό το 1439 στη Φλωρεντία,
ενόψει της επικείμενης οθωμανικής πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης. Αυτές οι προσπάθειες κατέληγαν
πάντοτε σε αδιέξοδο καθώς τόσο το λαϊκό στοιχείο όσο και ο ορθόδοξος κλήρος αρνούνταν να
ευθυγραμμιστούν με τις πολιτικές μεθοδεύσεις των κοσμικών αρχόντων τους. Αποτέλεσμα της διάστασης
Ενωτικών και Ανθενωτικών ήταν η ενίσχυση των ιδεολογικών εντάσεων και των συγκρουσιακών πολιτικών
διαφοροποιήσεων στο εσωτερικό της βυζαντινής κοινωνίας.
Λογική συνέπεια όλων των προαναφερθέντων ήταν η μετατόπιση του κέντρου βάρους της βυζαντινής
εξωτερικής πολιτικής ήδη πριν το 1204 προς τη Δύση. Αυτή η μεταβολή ήταν εύλογη, διότι οι μεγάλοι
κίνδυνοι προέρχονταν κυρίως από τη δυτική Ευρώπη. Οι Νορμανδοί της Σικελίας αποτελούσαν μόνιμο εχθρό
ως τα τέλη του 12ου αιώνα και βασική αιτία πτώσης της δυναστείας των Κομνηνών, οι βλέψεις του πάπα για
υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας ήταν γνωστές, και φυσικά οι φιλοδοξίες της Γερμανικής Αυτοκρατορίας
σε βάρος του Βυζαντίου ήταν μόνιμη πηγή ανησυχίας. Οι σταυροφορίες αποτέλεσαν ακραία μορφή αυτής της
ευρωπαϊκής επιθετικότητας, συγκερασμό προσεκτικά σχεδιασμένης εκ μέρους των Βενετών στρατιωτικής
εισβολής και τυχοδιωκτικών επιδιώξεων των Ευρωπαίων σταυροφόρων.
Από την άλλη, οι εξωτερικοί κίνδυνοι στη Μικρά Ασία διαγράφονταν λιγότερο σημαντικοί, καθώς το
εχθρικό σουλτανάτο του Ικονίου πιεζόταν από τους Μογγόλους στα ανατολικά του. Αυτός ο
προσανατολισμός της βυζαντινής εξωτερικής πολιτικής προς τη Δύση ερχόταν σε αντίθεση με το
μικρασιατικό γεωγραφικό εντοπισμό της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, αλλά φάνταζε αναγκαία και αυτονόητη
στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των αυτοκρατόρων της εποχής. Ως αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής
επιλογής, και δεδομένου ότι οι οικονομικές και στρατιωτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας δεν επαρκούσαν
για την υπεράσπιση και των δύο συνόρων, τα στρατεύματα της Ανατολής ανακλήθηκαν στα Βαλκάνια, το δε
συνοριακό σώμα των ακριτών απώλεσε τη στρατιωτική αξία του και τελικά διαλύθηκε. Έτσι, γύρω στα 1300
η ύπαιθρος της Μικράς Ασίας κατακλύσθηκε από τουρκικά φύλα και η σχεδόν ανύπαρκτη βυζαντινή άμυνα
στην ύπαιθρο κατέρρευσε πολύ εύκολα κάτω από την πίεσή τους. Μεμονωμένες εστίες αντίστασης
παρέμειναν οι πόλεις, οι οποίες συνέχισαν τον αγώνα κατά των εισβολέων χωρίς καμία υποστήριξη από το
αυτοκρατορικό κέντρο. Η ενσωμάτωσή τους στις επικράτειες των τουρκομανικών ηγεμονιών ήταν θέμα
χρόνου και συνήθως προέκυπτε μετά από μακροχρόνιους οικονομικούς αποκλεισμούς και συνθηκολόγηση
των κατοίκων τους.
Η ύστερη βυζαντινή περίοδος σημαδεύτηκε και από την άνοδο της στρατιωτικής αριστοκρατίας, η
οποία στηριζόμενη οικονομικά στη μεγάλη γαιοκτησία και πολιτικά στον ενισχυμένο ρόλο της στη
συγκρότηση του επαρχιακού στρατού σταδιακά αυτονομήθηκε από την κεντρική αυτοκρατορική εξουσία. Η
πολιτική ενεργοποίηση της γαιοκτητικής-στρατιωτικής ελίτ πήρε δύο βασικές μορφές, είτε της συμμετοχής
της στους συσχετισμούς της πολιτικής ισχύος στην πρωτεύουσα, είτε της εδαφικής απόσχισης γεωγραφικών
ζωνών οι οποίες τελούσαν υπό την άμεση επιρροή γαιοκτημόνων. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Κύπρου, η
οποία αποσπάστηκε από τον κορμό της αυτοκρατορίας από κάποιον γαιοκτήμονα ονόματι Ισαάκ Κομνηνό. Η
ανάδειξη της περιφερειακής γαιοκτητικής ελίτ διευκολύνθηκε, και σε σημαντικό βαθμό εξαρτήθηκε, από τη
έκνομη και αδιαφανή μετατροπή των προνοιών, κρατικών γαιών την επικαρπία των οποίων παραχωρούσε η

You might also like