Professional Documents
Culture Documents
Η διαλεκτική εαυτότητας και ετερότητας
Η διαλεκτική εαυτότητας και ετερότητας
Στο πλαίσ ιο τη ς όψιμης νεω τερικής και μ ετα νεω τερ ικ ή ς υπονόμευσης
τη ς συμβατικής φιλοσοφικής έννοιας του «υποκειμένου» από τον F rie d ric h
N ietzsche και εξής, ένα από τα κύρια μ ελ ή μ α τα τη ς ερμηνευτικής του Paul
R icoeur, ήδη από πολύ νωρίς, ήταν να επαναπροσδιορίσει, χω ρίς ωστόσο να
απορρίψει, την υ ποκειμ ενικότη τα 1. Η πρόθεσή του αυτή δη λώ νεται ρητά σε
ένα άρθρο από το 1969 με τίτλο «Το ερώτημα για το υποκείμενο: η πρόκληση
της σημειολογίας», όπου αποπειράται να ανιχνεύσει τα όρια τη ς «φιλοσοφίας
του υποκειμένου» εξετάζοντας συγκεκριμένες ενστάσεις που ο σύγχρονος στο
χασμός εγείρ ει*12. Δεδομένου ότι η εγοΑ ογική φ αινομενολογία του E d m u n d
Husserl ήταν τότε επίκαιρη και θεωρούταν μια δημοφιλής έκφανση τη ς φιλο
σοφίας αυτής, ο R icoeur διερευνά την απόκρουσή τη ς από δύο ρεύματα που απο-
καλεί «σημειολογικά», την ψυχανάλυση και τη δομική γλωσσολογία. Κ αι οι
δύο αυτές διανοητικές τάσεις του εικοστού αιώνα ανασκάπτουν τα θεμέλια τη ς
συνειδητής εμπειρίας του υποκειμένου και ανακαλύπτουν αρχέγονα και απαρα-
3. Ο Ricoeur ήταν μεταξύ των πρώτων γάλλων φιλοσόφων που έλαβαν σοβαρά υπ’ όψιν
και μελέτησαν διεξοδικά τις φιλοσοφικές προεκτάσεις της φροϋδικής ψυχανάλυσης* βλ. Ricoeur
(1965), και τον μετά θάνατον δημοσιευμένο τόμο Ricoeur (2008β).
4. Για τις δύο φράσεις, βλ. αντίστοιχα Ricoeur (1 990α, 135, 137, 157, και 155).
5. Ricoeur (1990α, 131).
6. Ricoeur (1990α, 143).
Η διαλεκτική εαυτότητας και ετερότητας στον Ricoeur... Ill
γ ικ ές δ ιχα σ τικ ές διαδικα σίες.Έ τσ ι, σε επίπεδο γλω σσικό και πραξιακό, για
παράδειγμα, εντοπίζουμε τους διακριτούς ρόλους που μπορούν να αποδοθούν
ταυτόχρονα σε ένα υποκείμενο και που ανακλώνται στις γραμματικές πτώσεις
τω ν προσω πικώ ν αντωνυμιών. Στο αφηγηματικό επίπεδο, παρατηρούμε την
καίρια διαφοροποίηση μεταξύ της ταυτότητας-idein και της ταυτότητας-ipse,
καθώ ς επίσης και τη γενικότερη συνάρτηση της εαυτότητας με την ετερότητα.
Ο R ico eu r συλλαμβάνει την τελευταία διάκριση υπό όρους μιας διαλεκτικής
συνάρθρωσης η οποία μάλιστα συνιστά, όπως επισημαίνει σε πολλά σημεία του
Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλος, την πιο θεμελιώδη και πρωταρχική δομή της ερμη
νευτικής του εαυτού.
Η δέκατη μελέτη χαρακτηρίζεται ως μια οντολογική αναδίφηση του είναι
του εαυτού, και διαιρείται σε τρεις ενότητες, η τελευταία εκ των οποίων αφιε
ρώνεται αποκλειστικά στον διαλεκτικό δεσμό μεταξύ εαυτότητας και ετερό
τη τα ς0. Ο δεσμός αυτός όχι μόνο διατρέχει όλες τις προηγούμενες αναλύσεις του
R ico eu r αναφορικά με τις τέσσερις βαθμίδες του ανθρώπινου πράττειν (γλω σ
σική, πραξιακή, α φ η γημ α τική και η θικ ή ), αλλά και αποκαλύπτει τη «δομή
ενός εαυτού που δεν θα ήταν ούτε εγκωμιασμένος, όπως στις φιλοσοφίες του
CogitOj ούτε ταπεινωμένος, όπως στις φιλοσοφίες του αντι-Gcgifo»910. Κ ατ’ αντι
στοιχία προς την πολυσημία τη ς εαυτότητας, η ετερότητα προσδιορίζεται ως
μ ια εξίσου πολύσημη έννοια η οποία συμπεριλαμβάνει τις εξής τρεις υποκα
τηγορίες: την εμπειρία του προσίδιου σώματος ή της σάρκας, τη διαφορετικότητα
του άλλου υποκειμένου, και την π α θ η τ ικ ό τ η τ α που σ υνεπάγεται η έννοια
τη ς «συνείδησης». Θα εστιάσω εφεξής στη διαλεκτική σύζευξη μεταξύ της εαυ
τότητα ς και τη ς ετερότητας του άλλου ανθρώπου ή του ξένου έτσι όπως αυτή
προσεγγίζεται στη δέκατη μελέτη. Θα επιχειρήσω να διαυγάσω ορισμένες μόνο
π τυ χ ές του διαλεκτικού αυτού δεσμού προκειμένου να κατανοήσω καλύτερα
τον τρόπο με τον οποίον ο R icoeur αποκρούει τον εγκωμιασμό του εαυτού, αλλά
και να αναδείξω τα όρια τη ς προσέγγισής του καθώς και μια προοπτική ριζικο-
ποίησής της.
Η εννόηση του δεσμού μεταξύ εα υτότη τα ς και ετερότητας υπό όρους
διαλεκτική ς συνάρθρωσης, μια εννοιολογική κίνηση που χαρακτηρίζει την ερ
μ ηνευτική φιλοσοφία του R icoeur σε όλο το χρονολογικό και θεματικό εύρος
της, μαρτυρεί την προαίρεσή του προς μια μετριοπάθεια η οποία ουδόλως συνε
δεν αναγνίοριζ^ι απλώς την απόλυτη προτεραιότητα του άλλου ο οποίος με εγκα-
λ εί και με κα θισ τά υπεύθυνο, αλλά και επισημαίνει τη ριζική, μη σχεσιακή
εξιυτερικότητά του. Η απόλυτη αυτή ετερότητα στοιχειοθετείται από μια σειρά
παράδοξοί γνο3ρισμάτ<υν που αποδίδονται στον άλλον στα δύο μείζονα έργα του
Levinas, το Ο λό τη τα και άπειρο: Δοκίμιο για την εσωτερικότητα, και το A u tre-
m en t q u ’etre, ou au-dela de 7’essence15. Παραδείγματος χάριν, η αποκαλυπτική
επιφάνεια του προσά>που του άλλου δεν συνιστά ένα φαινομενολογικό θέαμα
που δύναται να παρουσιασθεί ενώ πιον μιας εγιυλογικής συνείδησης, και η
εγκαλούσα φωνή του ισοδύναμεί με μια «ανάκληση του Λέγειν». Επιπλέον, ο
άλλος λαμβάνει τη μορφή είτε ενός κυρίου της δικαιοσύνης, είτε ενός προσβάλ
λοντας ή ακόμη και ενός διώ κ τη ο οποίος κλητεύει στην ευθύνη τον εαυτό
που κ α θίσ τα τα ι εντέλει όμηρος του άλλου16. Ο R icoeur κρίνει υπερβολικό το
φιλοσοφικό αυτό επιχείρημα για την απόλυτη ετερότητα του άλλου ανθρώπου,
κ α ι ε κ τ ιμ ά ότι η ακραία επ ιχειρ η μ α το λ ο γία του L evinas κορυφώνεται σε
«σκανδαλώδεις υποθέσεις» και λαμβάνει διαστάσεις «παροξυσμού»17.
Εάν υποτεθεί ότι, στο πλαίσιο μιας η θικής θεωρίας, το ζητούμενο είναι η
υποκίνηση ή ακόμη και η διασφάλιση μιας υπεύθυνης απόκρισης στην έκκληση
του πάσχοντος άλλου, η φιλοσοφία της ετερότητας του Levinas δεν φαίνεται
να συνδράμει ουσιωδώς στην επίτευξη ενός τέτοιου στόχου. Προκειμένου να θε
ραπεύσει αυτό το έλλειμμα και να διατυπώσει μια εναλλακτική πρόταση έναντι
του αδιεξόδου τη ςλεβινα σια κής ασχεσίας, ο R icoeur αντιτείνει ότι η έκκληση
από τον άλλον προϋποθέτει μια ικανότητα δεξίωσης, διάκρισης και αναγνώρισης
εκ μέρους όχι του εγώ ή του υποκειμένου αλλά ακριβώς του εαυτού. «Πρέπει να
παραχωρήσουμε στον εαυτό», γράφει ο R icoeur, «μιαν ικανότητα δεξίωσης που
προκύπτει από μιαν αναστοχαστική δομή»· διαφορετικά, «πώς θα εισάκουγε
ποτέ μιαν ομιλία που θα ήταν τόσο ξένη, ώστε θα ήταν σαν τίποτα για μιαν
απομονωμένη ύπαρξη;»18 Επιπλέον, στο μέτρο που ο εαυτός έχει τη δυνατότητα
να διακρίνει τον κύριο της δικαιοσύνης από τον δήμιο, τον άλλον που απευθύνει
έκκληση από τον άλλον που απαιτεί έναν δούλο, η ικανότητα αυτή προϋποθέτει
έναν πρότερο, ελαχιστοβάθμιο σύνδεσμο τω ν εμπλεκόμενω ν μελών. Τέλος,
εκείνο το οποίο όλες οι παραπάνω διαδικασίες προαπαιτούν είναι η αμοιβαιότητα
της γλώ σσας και τω ν πόρων που αυτή δια θέτει, χω ρίς τους οποίους κανείς
δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ εαυτού και άλλου δεν θα ήταν δυνατός.
Η ανάδειξη της ικανότητας του εαυτού για δεξίωση, διάκριση και αναγνώ
ριση δεν σημαίνει άρνηση μιας αρχικής ασυμμετρίας ή απόκλισης μεταξύ εαυτού
και άλλου. Εκπηγάζει, ωστόσο, από την ερμηνευτική πρόθεση του R icoeur να
καλύψει αυτήν την απόκλιση, επ ιτυ γχά ν ο ντα ς πα ρ ά λλη λα τη δ ια λ ε κ τικ ή
σύζευξη τη ς χουσερλιανής εγω λογία ς και τη ς λεβινασιακής ετερολογίας. Η
συγκεκριμένη υποενότητα της δέκατης μελέτης κα τα λή γει με την εξής δια π ί
στωση:
Δεν υπάρχει καμία αντίφαση στο να θεωρούμε ως δ ια λ ε κ τικ ώ ς
συμπληρωματικές την κίνηση από το Ίδιο προς το Αλλο και την κίνηση
από το Αλλο προς το Ίδιο. Ο ι δύο κινήσεις δεν αλληλοαναιρούνται, στο
μέτρο που η μία εκδιπλώ νεται μέσα στη γνω σ ιολογική διάσταση του
νοήματος ενώ η άλλη σε εκείνην, την ε θ ικ ή , του κελεύσματος. Η
κλήτευση στην ευθύνη, σύμφωνα με τη δεύτερη διάσταση, παραπέμπει
στη δύναμη αυτοδήλω σης, μεταβιβασμένη, σύμφωνα με τη ν π ρ ώ τη
διάσταση, σε κάθε τρίτο πρόσωπο που το υποθέτει κανείς ικανό να πει
«εγώ». Τη χ ια σ τή αυτή διαλεκτική του ίδιου του εαυτού και του άλλου
από τον εαυτό δεν την είχαμε άραγε προβλέψει κα τά τη ν ανάλυση τη ς
υπόσχεσης; Α ν ένας άλλος δεν υπολόγιζε σε εμένα, θα ήμουν τάχα ικανός
να τηρήσω τον λόγο μου, να διατηρήσω τον εαυτό μου;19
Στο τέλος αυτής της δήθεν οντολογικής διερεύνησης τη ς εαυτότητας και
της ετερότητας, αναρωτιέται κανείς εάν πρόκειται όντως για έναν οντολογικό
στοχασμό, ή μ ή πω ς ο R icoeur παραμένει προσηλωμένος σε μ ια η θικ ο-θεω -
ρητική, κανονιστική προσέγγιση τη ς σφαίρας του ανθρώπινου πράττειν, ώστε
να πριμοδοτήσει το θεμιτό και επιβεβλημένο ακόμη αίτημα για διαλεκτικότητα
και αμοιβαιότητα20.
Το συνακόλουθο μιας τέτοιας προσέγγισης είναι η εννόηση τη ς εαυτότητας
όχι ως μιας σ τα τικής και δεδομένης κατάστασης αλλά με όρους δυνατότητας,
ικανότητας ή κ α θή κοντος21. Η προαίρεση του R ic o e u r γ ια τη ν κ α τη γο ρ ία
του δυνατού ή της δυνατότητας είναι ευρέως γνιυστή· έχει καταγραφεί και ερμη
νευτεί, για παράδειγμα, στον σχετικά πρόσφατο τόμο A Passion for the Possible:
T h in k in g w ith Paul R ico eu r22. Σε τέτοιον βαθμό μάλιστα ώστε σχολιαστές
όπως ο R ichard Kearney να χαρακτηρίζουν τη φιλοσοφία του ους μια «οντολογία
του δυνατού» ή μια «φαινομενολογία του εγώ μπορώ »23. Π ασίγνωστες είναι
επίσης οι όψιμες αναλύσεις εκείνου που ο Ricoeur αποκαλεί «ο ικανός άνθριυπος»
(« l ’hom m e capable»)24. Δεν είναι δυνατόν να εμβαθύνει κανείς εδώ και να απο
δώσει δικαιοσύνη στις περίπλοκες εννοιολογήσεις του φιλοσόφου ή στη δυσερ
μ ήνευτη θέση του εντός μιας γενεαλογίας τη ς «δυνατότητας»25. Εκείνο που
26. Βλ. Ricoeur (2013, 755), όπου ο Επίλογος τιτλοφορείται ακριβώς «Η δύσκολη συγ
χώρηση».
27. Βλ. Ricoeur (2013, 815-818).
28. Ricoeur (2008α, 228).
29. Ricoeur (2008α, 251-252)· βλ. επίσης Pirovolakis (2010, 97-103) για έναν πιο
διεξοδικό, κριτικό σχολιασμό του προσδιορισμού της εαυτότητας ως «ευνοϊκής αυτενέργειας».
118 Ευτυχής Πυροβολάκης
άλλου. Δεν πρόκειται ασφαλώς και εδώ για μια αφελή περιγραφική ανάλυση αλλά
για μια ευχή, μια ελπίδα, ή μάλλον ένα στοίχημα, όπως ο ίδιος γράφει: «Το στοίχημά
μας είναι πο^ς είναι δυνατόν να σκάψουμε κάτω από τη στιβάδα της υποχρέωσης
και να ξαναβρούμε ένα εθικό νόημα που δεν είναι τόσο βαθιά θαμμένο κάτω από
τις κανονιστικές αρχές ώστε να μην μπορούμε να προσφύγουμε σε αυτό όταν οι
αρχές καθίστανται με τη σειρά τους βωβές»30.
Το τίμ ημ α που η ερμηνευτική του R icoeur υποχρεούται να καταβάλει προ-
κειμένου να προωθήσει τόσο το αίτημα για αμοιβαιότητα όσο και τη συνακόλουθη
ερμήνευση της εαυτότητας ως μιας θετικής δυνατότητας είναι η υποβάθμιση της
ριζικής ετερότητας του ξένου, η άρση δηλαδή της απόλυτης ρήξης στη σχέση μεταξύ
εαυτού και άλλου. Το ζήτημα εδοό, όχι απλώς σε φιλοσοφικό αλλά και σε εμπειρικό
επίπεδο, είναι ότι σε μια τέτοια άρση ενδημεί ο κίνδυνος να υποτιμήσει κανείς
το ενδεχόμενο που ενέχεται στην έννοια του «εαυτού» για μια δεσποτική αντι
μετώ πιση του άλλου. Η «εαυτότητα» συνιστά ομολογουμένως έναν πολύσημο όρο
ο οποίος, καθώς ενσωματοόνει μια σειρά ετερόνομων στοιχείων (τη σωματικότητα,
τον άλλον, τη συνείδηση), ουδόλως συνεπάγεται το πρωτείο, την αυτάρκεια και
την ουσιοκρατική στα τικότη τα του κλασικού κυρίαρχου υποκειμένου. Ακόμη
όμως και σε μια τέτοια διαλεκτική και δυναμική εαυτότητα εμφωλεύει η απειλή
της επιβολής μιας θέλησης επί μιας άλλης. Θα υποστηρίξω στη συνέχεια ότι η
ερμηνευτική έννοια της «εαυτότητας» ως ipseiteSzv συνιστά έναν γλωσσολογικά
και αξιολογικά ουδέτερο όρο που παραπέμπει απρόσκοπτα σε μια διαλεκτική σχέση
αμοιβαιότητας με τον άλλον. Απεναντίας, θα αναφέρω δύο ενδείξεις σύμφωνα με
τις οποίες η εαυτότητα φαίνεται να υποθάλπει μια ορισμένη κυριαρχική διάσταση
που ο σύγχρονος φιλοσοφικός στοχασμός οφείλει να επισημάνει.
Η πρώ τη ένδειξη είναι γλω σσολογικής φύσης και σχετίζεται με τη σημα
σιολογία του γαλλικού όρου ipseite. Η λέξη παράγεται από το λατινικό ipse (is-
pse) το οποίο έχει την εμφατική σημασία «ο ίδιος». Στο έργο L e vocabuiaire
des in s titu tio n s indo-europeennes, Tom e 1: econom ie, parente, societe, και
στο πλαίσιο μιας ανάλυσης του θεσμού της φιλοξενίας, ο γάλλος γλωσσολόγος
£ m ile B enveniste διαπ ισ τώ νει μια απροσδόκητη, γριφοειδή και αμφίδρομη
σημασιολογική συναλλαγή μεταξύ οριστικών αντωνυμιών όπως το ipse, και
ουσιαστικών ή επιθέτω ν που δηλώνουν «ικανότητα», «δύναμη» ή «κυριαρχία»,
όπ(υς το λατινικό επίθετο p o tis31.
32.0 Benveniste αναφέρεται σε μια σημασιολογική και μόνο συγγένεια μεταξύ των δύο εννοιο-
λογικών κατηγοριών. Ωστόσο, η συγγένεια αυτή δεν είναι ανεξιχνίαστη σύμφωνα με το λεξικό των
Lewis και Short (1879), καθώς η αντωνυμία ipse φέρεται να παράγεται από το επίθετο potis, το οποίο
με τη σειρά του συνδέεται ετυμολογικά με το σανσκριτικό patis, όρο που δήλωνε τον «κύριο» ή τον
«άρχοντα», εξού και η σημασία του ipse ως «αυτός, ο άρχων, ο ίδιος». Ο Benveniste αναφέρει την
ετυμολογική σχέση του potis τόσο με το σανσκριτικό patih («άρχων», «σύζυγος»), όσο και με το αρ
χαίο ελληνικό πόσΐζ(«σύζυγος») και το σύνθετο παράγωγό του δεσπότης(1969,88). Ας μην ξεχνάμε,
τέλος, τη γενετική προέλευση του γαλλικού pouvoir από τα λατινικά potis και *poterei) *potire
120 Ευτυχής Πυροβολάκης
και άλλου, ο δεσμός αυτός είναι αναπόσπαστος από τον εγγενή και διηνεκή
κίνδυνο ο εαυτός ως δυνα τότητα να συνεπάγεται ταυτόχρονα και την άσκηση
μιας δύναμης επί του άλλου ανθρώπου, του οποίου η ετερότητα κινδυνεύει έτσι
να υποβαθμισθεί και τελικά να ακυρωθεί. Στην απροβλημάτιστη υιοθέτηση
τη ς έννοιας τη ς «εαυτότητας», έστω μιας διαλεκτικής, δυναμικής εαυτότητας
θεωρούμενης υπό το πρίσμα τη ς αμοιβαιότητας, φαίνεται ότι ελλοχεύει το εν
δεχόμενο ή ο κίνδυνος, τουλάχιστον σε ένα επίπεδο γλωσσικό και θεωρητικό,
αφομοίωσης του διαφορετικού ή ξένου άλλου. Φρονώ ότι ο R icoeur όφειλε να
στοχασθεί με πιο αυστηρό και κριτικό τρόπο το ιστορικό, σημασιολογικό και
εντέλει μεταφυσικό φορτίο του όρου «ipseitd».
Α ρκεί άραγε η παραπάνω λεξιλογική ανάλυση προκειμένου να διακριβωθεί
η συνάρθρωση εαυτότητας και κυριαρχίας; Η απάντηση ασφαλώς είναι αρνητική.
Εντούτοις, η γλωσσολογική διάγνωση του Benveniste είναι απολύτως εναρμο
νισμένη με ό,τι ο ίδιος ο R icoeur υπογραμμίζει σε ορισμένα σημεία του Ο ίδιος
ο εα υτός ως ά λλο ς σ χετικ ά με μια οιονεί δεσποτική και βίαιη διάσταση της
εαυτότητας. Στον βαθμό που ο εαυτός προσεγγίζεται στο πλαίσιο του ανθρώπινου
πράττειν, της δυνατότητας ή ικανότητάς του δηλαδή για ομιλία, δράση, αφήγηση
και καταλογισμό η θικ ή ς ευθύνης, η πραξιακή αυτή σκηνή προϋποθέτει του
λάχιστον δύο πρ(οταγ(υνιστές οι οποίοι αρχικά βρίσκονται σε μια σχέση ασυμ-
μετρίας μεταξύ τους: ο ένας είναι στη θέση του δρώντος ενώ ο άλλος στη θέση
του πάσχοντος. Ο R ico eu r γράφει: «Η αφορμή για άσκηση βίας, για να μην
πούμε η στροφή προς τη βία, εμφιλοχωρεί στη δύναμη [pouvoir] που ασκείται
από μια θέληση ε π ί μιας θέλησης»88. Το παράθεμα προέρχεται από μια σύντομη
αλλά πολύ εύστοχη τυπολογία των διαφόρων μορφών δύναμης που εμπεριέχονται
στη δυνατότητα του εαυτού να πράττει8'1. Προεκτείνοντας ωστόσο τη σκέψη του
R icoeur, εκτιμώ ότι η στροφή ή η διολίσθηση αυτή προς μια ορισμένη βία εμφι-
λοχωρεί όχι απλώ ς στη δύναμη που ασκεί εκουσίους μια θέληση επί μιας άλλης *31
αλλά στην ίδια την έννοια της «εαυτότητας» καθώ ς και στην ερμήνευσή τη ς
ως δυνατότητας.
Μ ια τέτοια γενικευμένη εφαρμογή τη ς κυριαρχικής διάστασης σε όλο το
φάσμα τη ς εαυτότητας και σε όλους του παρεπόμενους τύπους δύναμης / δυ
νατότητας συνάδει με την αμέσως επόμενη φράση του Ricoeur: «Μ ετά δυσκολίας
μπορούμε να φανταστούμε καταστάσεις αλληλόδρασης όπου ο ένας δεν ασκεί
μια δύναμη επί του άλλου εξαιτίας και μόνον του γεγονότος ότι πράττει». Ο φι
λόσοφος δεν εστιάζει εδώ αποκλειστικά σε ό,τι αποκαλεί «δύναμη-επί». Α π ε
ναντίας, διατείνεται ότι το γεγονός και μόνο τη ς πράξης συνεπάγεται μια ορι
σμένη κυριαρχική αντιμετώπιση του άλλου. Εάν οποιαδήποτε πράξη του εαυτού
ενδέχεται να εκληφθεί ως βίαιη ή δεσποτική, κά τι τέτοιο δεν εξαρτάται εξ ολο
κλήρου, όπως ίσως πιστεύει ο Ricoeur, από την πρόθεση του εαυτού να βλάψει
ή να πλήξει τον άλλον. Ούτε είναι απόρροια της ανθρώπινης περατότητας η οποία
υπόκειται αναπόδραστα στο καντιανό ριζικό κακό. Η δυνατότητα ερμήνευσης
κάθε ενέργειας ως δεσποτικής εκπηγάζει πρω τίστω ς από το γεγονός ότι κάθε
πράξη συμβαίνει στο διάκενο μεταξύ εαυτού και άλλου, και άρα δεν είναι απλώ ς
απότοκο της πρόθεσης του δρώντος αλλά και συνάρτηση του βιώματος του άλλου
ανθρώπου. Μόνο μια τέτοια ερμήνευσή δύναται να σεβασθεί την έννοια τη ς ετε
ρότητας και να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν τον ρόλο του ριζικά άλλου στη διαδικασία
συγκρότησης - και αποσυγκρότησης - του εαυτού και τω ν πράξεών του35.
Η ερμηνευτική του Ricoeur επιχειρεί και πράγματι επιτυγχάνει να α παγκι-
#
στρώσει τον εαυτό από την παραδοσιακή, ουσιοκρατική ερμηνεία του υποκει
μένου ως έσχατου θεμελίου, ως μιας αναστοχαστικής και αυτοτιθέμενης οντό
τητας. Ωστόσο, η απαγκίστρω ση αυτή λαμβάνει χώρα εντός μιας φιλοσοφίας
της εαυτότητας όπου, σε τελική ανάλυση, η θικ ή προτεραιότητα έχει η αμοι
βαιότητα αλλά όχι η ενικότητα, η αναγνώριση και η δεξίωση αλλά όχι η ριζική
διαφορετικότητα, η κίνηση από τον εαυτό προς τον άλλον αλλά όχι εκείνη από
35. Μια τέτοια ασυμμετρία μεταξύ εαυτού και άλλου οδηγεί εντέλει στην προβληματοποιηση
της κυρίαρχης εαυτότητας. Η τελευταία αποσυγκροτείται μόνο όταν εγκαλείται από τον απόλυτο
άλλο ο οποίος αφαιρεί από τον εαυτό τη δυνατότητα της αυτο-αναφορικής χρήσης της ονομαστικής
πτώσης. Η μόνη διαθέσιμη γραμματική πτώση για τον εγκαλούμενο, αποδομημένο και απο-
στασιοποιημένο εαυτό είναι η αιτιατική. Τη διαδικασία αυτή συμπυκνώνει η αβρααμική απάν
τηση στην αιτιατική «Νά με!» («Me void/»), καθώς και η ακόλουθη φράση του Levinas που
ο Ricoeur χαρακτηρίζει ως υπερβολική (2008α, 436):«[...] αιτιατική που δεν είναι τροποποίηση
καμίας ονομαστικής [...]» (Levinas [1974], 197).
122 Ευτυχής Πυροβολάκης
τον άλλον προς τον εαυτό. Ο R icoeur θα μπορούσε να είχε λάβει πιο σοβαρά υπ’
όψιν τις έννοιες τη ς απόλυτης ενικότητας και ετερότητας από όπου απορρέουν
εξίσου επείγοντα η θικ ά και πο λιτικά αιτήμ ατα, όπως αυτό για σεβασμό του
ριζικά άλλου. Μόνο ένας υπερβολικός φιλοσοφικός στοχασμός μπορεί να προτάξει
αυτά τα αιτήματα τα οποία πρέπει να προστεθούν σε εκείνα που μια μετριοπαθής
ερμηνευτική προκρίνει. Μ ια υπερβολική κατάφαση τη ς ριζικής ετερότητας,
όπω ς τη ν συναντούμε στους L evinas και D e rrid a , δεν είναι μονοσήμαντα
αρνητική αλλά έχει μια θετικ ή και γόνιμη διάσταση.
Για παράδειγμα, ot έννοιες του «εαυτού», του «υποκειμένου», ακόμη και
του «ανθρώπου» είναι εξαιρετικά ρευστές και κάθε άλλο παρά δεδομένες. Κ άτι
τέτοιο τεκμηριώ νεται σχετικά εύκολα αν αναλογιστούμε τη βελτιωσιμότητα
συν τω χρόνω του περιεχομένου διαφόρων τύπων δικαιωμάτων (ανθρώπινων,
πολιτικώ ν, ατομικώ ν, κ.ο.κ., τα οποία προϋποθέτουν αυτές τις έννοιες), καθώς
και το γεγονός ότι όλο και μεγαλύτερες ομάδες πληθυσμού φαίνεται να κατο
χυρώνουν σ τα δια κά τα παραπάνω δικα ιώ μ α τα σε επίπεδο θεσμικό. Τόσο η
βελτιω σιμότητα όσο και η διευρυμένη εφαρμογή των σχετικών δικαιικών όρων
(«υποκείμενο», «άνθρωπος», κ.λπ.) είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το αίτημα
γ ια σεβασμό όλων εκείνων οι οποίοι κατά περίπτω ση δεν αναγνωρίζονται ως
υποκείμενα δικαίου, τουτέστιν για σεβασμό του ριζικά άλλου. Χωρίς τον αυστηρό
κριτικό έλεγχο του νοήματος των παραδεδομένων εννοιών, και χωρίς την αξίωση
για σεβασμό της ριζικής ετερότητας, καμία θεσμική πρόοδος δεν θα ήταν δυνατή.
Έ να ς υπερβολικός στοχασμός και μ ια υπερβολική ερμηνεία τη ς ετερότητας
αποτρέπει κάθε είδους εφησυχασμό, και συμβάλλει στην αυξημένη επαγρύπνηση
κ α ι τη ν κ ρ ιτικ ή εγρήγορση σ χ ετικ ά με φαινόμενα κατάφωρης αδικίας που
καθημερινά διαπιστώνουμε στην εμπειρική πραγματικότητα.
Τόσο στον μετριοπαθή στοχασμό του R icoeur για τη διαλεκτική της αμοι
βαιότητας μεταξύ εαυτού και άλλου όσο και στη διατήρηση του όρου «εαυτότητα»,
όρου στενά συνυφασμένου με μια κυριαρχιακή τάση, εμφωλεύει ο κίνδυνος
προσοικείωσης του άλλου, αφομοίωσης και εντέλει εξουδετέρωσης της ετερότητάς
του, ο κίνδυνος δηλαδή, πραγματικός και υπαρκτός σε ηθικό και πολιτικό επί
πεδο, του μη σεβασμού της ενικότητας του άλλου εγώ. Ο Ricoeur δεν αγνοεί βέβαια
κ ά τι τέτοιο. Ωστόσο, λόγω τη ς κανονιστικής η θικ ή ς του, αφενός, και του
εσχατολογικού προσανατολισμού του, αφετέρου, υποβιβάζει τον κίνδυνο αυτόν
σε ένα απλώ ς αναπόδραστο αλλά εμπειρικό γεγονός το οποίο η ερμηνευτική του
καθυποτάσσει στην ανώτερη ηθική αναγκαιότητα για αμοιβαιότητα και συμμετρία.
Έ τσ ι ώστε να αναδείξουμε ρητά τον κίνδυνο του μη σεβασμού της ενικότητας του
άλλου, οφείλουμε να υιοθετήσουμε μια πιο κριτική στάση απέναντι στο κατά
Η διαλεκτική εαυτότητας και ετερότητας στον Ricoeur... 123
Β ΙΒ Λ ΙΟ ΓΡΑ Φ ΙΑ
T H E D IA LE C TIC S O F SE L FH O O D A N D O T H E R N E SS IN RICOEUR:
M O D E R A T IO N A N D H T PE R B O L E
SU M M A R Y