You are on page 1of 14

ΙΟΝΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ

ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΜΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ Α' ΕΞΑΜΗΝΟ

ΜΑΘΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ

Μάθημα: Ιστοριογραφία και Κοινωνική Θεωρία

Διδάσκουσα: Φωτεινή Βάκη

ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΦΩΤΕΙΝΗ ΒΑΚΗ

ΙΟΥΝΙΟΣ 2022

ΟΝΟΜΑ/ΕΠΙΘΕΤΟ: ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

Α.Μ. stu21826

1
«. . . Το μεγαλειώδες στην εγελιανή Φαινομενολογία και στο τελικό
αποτέλεσμά της -τη διαλεκτική, την αρνητικότητα ως την κινητήρια
και γενετική αρχή- είναι λοιπόν κατ' αρχάς ότι ο Hegel συλλαμβάνει
την αυτογένεση του ανθρώπου ως μια διαδικασία, την
εξαντικειμενίκευση ως αποαντικειμενίκευση, ως αλλοτρίωση και ως
άρση αυτής της αλλοτρίωσης ότι δηλαδή συλλαμβάνει την ουσία της
εργασίας και εννοεί τον αντικειμενικό άνθρωπο, τον αληθινό διότι
πραγματικό άνθρωπο, ως αποτέλεσμα της δικής του εργασίας».

(Karl Marx, Παρισινά Χειρόγραφα, στο Karl Marx, Κείμενα από τη


δεκαετία του 1840: Μια ανθολογία, επιλογή, μετάφραση, επιμέλεια,
Θανάσης Γκιούρας, Αθήνα, ΚΨΜ, 2014, σ. 296).

« Ο άνθρωπος είναι άμεσα φυσικό ον. Ως φυσικό ον και ως ζωντανό


φυσικό ον είναι εξοπλισμένος εν μέρει με φυσικές δυνάμεις, με ζωτικές
δυνάμεις, είναι ένα ενεργό φυσικό ον. Αυτές οι δυνάμεις υπάρχουν
εντός του ως καταβολές και ικανότητες, ως ορμές. Εν μέρει είναι ως
φυσικό, ενσώματο, αισθητηριακό, αντικειμενικό ον ένα πάσχον, ένα
προσδιορισμένο και περιορισμένο ον, όπως είναι και το ζώο και το
φυτό, δηλαδή τα αντικείμενα των ορμών του υπάρχουν έξω από τον
ίδιο, ως αντικείμενα ανεξάρτητα από αυτόν. Αλλά αυτά τα αντικείμενα
είναι αντικείμενα των αναγκών του, αντικείμενα απαραίτητα και
ουσιώδη για την ενεργοποίηση και την επιβεβαίωση των ουσιωδών
δυνάμεών του».(Στο ίδιο, σ. 299).

ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Να αναπτύξετε, με βάση τα παραπάνω


παραθέματα, την ερμηνεία του ανθρώπου και της φύσης στο νεανικό
έργο του Marx. Είναι ο υλισμός του Marx, όπως διατυπώνεται στα
χειρόγραφα ένας «υλισμός χωρίς ύλη», σύμφωνα με τη διατύπωση του
Etienne Balibar;

2
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Ο νεαρός Μάρξ ανήκει στο πολιτικό κίνημα της εποχής και στην οποία ξεκινούν
τα πρώτα βήματα για τον «επιστημονικό σοσιαλισμό». Μέσα από τα κείμενα:
Karl Marx, Παρισινά Χειρόγραφα, στο Karl Marx, Κείμενα από τη δεκαετία του
1840: Μια ανθολογία, επιλογή, μετάφραση, επιμέλεια, Θανάσης Γκιούρας,
Αθήνα, ΚΨΜ, 2014, έχουν μια μεγαλύτερη φιλοσοφική πτυχή των θέσεων του
Κ. Μάρξ και όχι μόνο πολιτικό, οικονομικών και ιδεολογικών παραγόντων. Από
τα συγκεκριμένα κείμενα φαίνεται και από ότι γνωρίζομε για τη μελέτη στα
νεανικά του χρόνια ότι, αξιοποιείται από τον Μάρξ την εγελιανή διαλεκτική
στο έργο του η οποία φαίνεται ή όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή του στο εγελιανό
έργο των ιδεών. Στην κριτική που συγγράφει ο Μάρξ το 1843 επικρατεί κατά
βάση κριτική της φιλοσοφίας. Ο Μάρξ προτάσσει μια φιλοσοφική κριτική η
οποία οφείλει να λαμβάνει υπόψη του το «αντικειμενικό πνεύμα» ενός έργου.
Δύο βασικά ζητήματα τα οποία μεταφέρονται στην «κριτική» της εγελιανής
Θεωρίας του κράτους.
Ο Χέγκελ «αρνιόταν τη διχοτόμηση του κόσμου σε φυσικό και ηθικό»,
(Μπαλιμπάρ, σελ:108) και η διαμόρφωση της συνείδησης βρίσκεται μέσα στην
ιστορική εμπειρία. το «το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας» του οποίου το βασικό
περιεχόμενο αποτελεί η σχέση μεταξύ Είναι και νόησης η, διαφορετικά, ύλης
και συνείδησης. Ο Ένγκελς το διατύπωσε ως εξής: «Το μεγάλο βασικό ζήτημα
όλων των φιλοσοφιών ιδιαίτερα της νεότερης, είναι εκείνο της σχέσης της
νόησης με το Είναι… Οι φιλόσοφοι χωρίστηκαν σε δύο μεγάλα στρατόπεδα,
ανάλογα με τον τρόπο που απαντούσαν σ’ αυτό το ζήτημα. Εκείνοι που
βεβαίωναν ότι το πνεύμα υπήρχε πριν από τη φύση, που παραδέχονταν έτσι σε
τελευταία ανάλυση τη δημιουργία του κόσμου με μια οποιαδήποτε μορφή
αποτέλεσαν το στρατόπεδο του ιδεαλισμού. Οι άλλοι, που θεωρούσαν τη φύση
σαν πρωταρχικό, ανήκουν στις διάφορες σχολές του υλισμού». Οι φιλόσοφοι
χωρίζονται σε υλιστές και ιδεαλιστές ανάλογα με το τι θεωρούν πρωταρχικό,
δηλαδή ως πρωτεύον χρονικά, την ύλη ή την ιδέα. Η απάντηση στο βασικό

3
ζήτημα της φιλοσοφίας, περνά μέσα από το ερώτημα: η ύλη γέννησε τη
συνείδηση ή το αντίθετο; Οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι θεωρούν ότι η συνείδηση (το
πνεύμα, η νόηση) προ υπήρξε χρονικά της ύλης. Η απάντηση δηλαδή του
ιδεαλισμού στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας είναι ότι ο υλικός κόσμος
παράγεται και εξαρτάται από το πνεύμα, το μη-υλικό, το ιδεατό το οποίο και
θεωρείται ως το καθοριστικό. Η τοποθέτηση αυτή βρίσκεται σε μεγάλη
αντίθεση με τις πρακτικές εμπειρίες και τα επιτεύγματα της επιστήμης που
καταλήγουν στο θεμελιακό συμπέρασμα ότι η ύλη και κατ’ επέκταση ο υλικός
κόσμος δεν έχουν αρχή αφού η μορφή της ύλης είναι η κίνηση και συνεπώς δεν
μπορεί να υπάρξει ύλη χωρίς κίνηση.  Γέννημα του ιδεαλισμού υπήρξαν οι
διάφορες θρησκείες που εμφανίστηκαν διαχρονικά στην βάση της θεώρησης ότι
η ύλη δημιουργήθηκε από μια αντικειμενική συνείδηση η οποία υπάρχει πέραν
από τον άνθρωπο (αντικειμενικό ιδεαλισμός). Ο ιδεαλισμός, εμφανίστηκε πριν
από 2,5 χιλιάδες χρόνια και πλέον με τον Πλάτωνα ως τον κύριο εκπρόσωπο του
στην αρχαιότητα και τον Χέγκελ σε νεότερα χρόνια. Σε αντίθεση με τον
ιδεαλισμό, οι υλιστές φιλόσοφοι θεωρούν ότι η ύλη είναι το πρωτεύον χρονικά
και η συνείδηση το δευτερεύον (παράγωγο της ύλης). Σύμφωνα με αυτή την
άποψη, η ύλη υπάρχει ανεξάρτητα από την συνείδηση, είναι άφθαρτη, αιώνια
και δεν είναι δημιούργημα κανενός. Οι ιστορικές πηγές του υλισμού ξεκινούν
από τις υλιστικές διδασκαλίες της αρχαίας Ανατολής, της αρχαίας Ελλάδας
(Δημόκριτος) και φτάνουν μέχρι τον υλισμό του Φόιερμπαχ πριν να
διατυπωθούν στα μέσα του 19ου αιώνα από τον Μαρξ και τον Ένγκελς και στην
συνέχεια από τον Λένιν. Πρέπει να υποδειχτεί σε αυτό το σημείο ότι δεν πρέπει
ο υλισμός να συγχέεται και να ερμηνεύεται ως λατρεία στα υλικά αγαθά, κάτι
που αποτέλεσε ισχυρό όπλο συκοφάντησης του υλισμού από τους πολέμιους
του, ενώ σε αντίθεση αφήνεται να νοηθεί ότι ο ιδεαλισμός είναι απλά η πίστη σε
υψηλά ιδανικά. Σύμφωνα με τον Heller «το πρόβλημα της αλλοτρίωσης των
αναγκών αποτελεί το επίκεντρο φιλοσοφικής ανάλυσης των αναγκών»……
Επίσης, οι φυσικές ανάγκες αντιστοιχούν στις βιολογικές. Συνεπώς, οι φυσικές
ανάγκες αναφέρονται στην αυτοσυντήρηση και είναι «φυσικά αναγκαίες»,
(Heller, σελ. 64).

4
Απαντώντας στην κατηγορία του εγελιανισμού που του έγινε από επικριτές του
βιβλίου του, επέμεινε ότι «[η] διαλεκτική μου μέθοδος στη βάση της δεν είναι
μόνο διαφορετική απ’ την εγελιανή, μα είναι το κατευθείαν αντίθετό της» (Καρλ
Μαρξ, Το Κεφάλαιο, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002, σελ. 25). Την ίδια στιγμή,
παραδέχτηκε ότι είναι «μαθητής εκείνου του μεγάλου στοχαστή» (ό.π., σελ. 26).
Κατ’ αρχάς, τα πρώιμα γραπτά του Μαρξ κυριαρχούνται σε μεγάλο βαθμό από
μια καθορισμένη πάλη με τον εγελιανό ιδεαλισμό. Η θεώρηση ότι η άρτια
εκμάθηση της Λογικής του Χέγκελ, με τον Λένιν έναν εκ των πρώτων που το
ισχυρίστηκαν αυτό, αποτελεί έναν εκ των ουκ άνευ όρο για την κατανόηση του
Κεφαλαίου είναι ανησυχητική, δεδομένων των ασαφειών του Χέγκελ.
Πιθανότατα έρχεται ακόμη και σε σύγκρουση με την ίδια την αντίληψη του
Χέγκελ ότι η διαλεκτική «δεν είναι μια εξωτερική μορφή, αλλά η ψυχή και η
έννοια του περιεχομένου» (Γκέοργκ Χέγκελ, Η Επιστήμη της Λογικής [Μικρή
Λογική], εκδόσεις Δωδώνη, 1991, σελ. 481), επειδή «[δ]ύναται να είναι η φύση
του περιεχομένου, που κινείται στο πεδίο της επιστημονικής γνώσης, μόνο αν ο
ίδιος ο λογισμός του περιεχομένου καταρτίζει και παράγει αυτόματα τον
καθορισμό του» (Χέγκελ, Η Επιστήμη της Λογικής [Μεγάλη Λογική], εκδόσεις
Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 5) – μια άποψη που σίγουρα την μοιραζόταν κι
ο Μαρξ, αν και μ’ ένα κάπως διαφορετικό νόημα. Ακόμη κι αν η ανάλυση του
κεφαλαίου του Μαρξ έχει, όπως δηλώνει ο Μαρξ, την μορφή μιας αντιστροφής
της εγελιανής διαλεκτικής, τα μέσα της κι η μέθοδός της μπορούν ν’
ανακαλυφθούν στην ίδια αυτή την ανάλυση. Μολαταύτα, είναι ενδιαφέρον να
εξετάσουμε την αντίληψη του Μαρξ για τη διαλεκτική στο Κεφάλαιο, με το ένα
μάτι μας στο ζήτημα της ιστορίας των ιδεών για τη χρήση της εγελιανής λογικής
απ’ τον Μαρξ, και το άλλο μάτι σε μια αποσαφήνιση της μεθοδολογικής
διαδικασίας του Μαρξ για χάρη της.Είναι αυτή τη δεύτερη πτυχή της θεωρίας
του που ο Μαρξ αναγνωρίζει ως την ειδικά διαλεκτική πτυχή της. Η πρώτη
πτυχή συνιστά τον πυρήνα της αναγκαίας «αντιστροφής» για τον
μετασχηματισμό της διαλεκτικής απ’ αυτό που αποκαλεί την «μυστικιστική
μορφή» της στα χέρια του Χέγκελ σε μια «ορθολογική μορφή» στην οποία
«αντιλαμβάνεται κάθε συντελεσμένη μορφή [της κοινωνίας] μέσα στη ροή της
κίνησης, επομένως την αντιλαμβάνεται και από την παροδική της πλευρά» (ό.π.,

5
σελ. 26). Η διαλεκτική, δηλαδή, δεν ταυτίζετια με μια λογική για την κατασκευή
θεωρίας, μα με την ιδέα του ουσιαστικά ιστορικού χαρακτήρα των κοινωνικών
σχηματισμών, και συνεπώς (στην «ορθολογική μορφή» της) με την αρχή της μη-
ύπαρξης διιστορικών νόμων της κοινωνικής πραγματικότητας.Αυτοί οι
προσδιορισμοί είναι, φυσικά, κι οι ίδιοι αφαιρέσεις. «Για παράδειγμα, η πιο
απλή οικονομική κατηγορία, ας πούμε πχ η ανταλλακτική αξία, προϋποθέτει
πληθυσμό, πληθυσμό που να παράγει μέσα σε καθορισμένες σχέσεις […] Δεν
μπορεί να υπάρξει παρά μόνο σαν αφηρημένη, μονόπλευρη σχέση ενός ήδη
δοσμένου συγκεκριμένου, ζωντανού όλου» (ό.π., σελ. 67). Η απλότητά της δεν
είναι οντολογική μα θεωρητική: δηλαδή, είναι απλή σε σχέση με το
συγκεκριμένο ερμηνευτικό εγχείρημα στο οποίο παίζει έναν ρόλο,
χρησιμοποιούμενη για την αναγνώριση του συστήματος των υπό εξέταση
κοινωνικών σχέσεων. Έτσι, ο Μαρξ επαινεί τον Χέγκελ ο οποίος ξεκίνησε τη
Φιλοσοφία του Δικαίου με την έννοια της κατοχής, επειδή, παρότι κατοχή «δεν
υπάρχει πριν την οικογένεια ή πριν απ’ τις σχέσεις κυριαρχίας κι υποταγής»,
αποτελεί «την απλούστατη έννομη σχέση του υποκειμένου» (ό.π.).Υπάρχει σ’
αυτή την μεθοδολογική αντίληψη κάποιος απόηχος της Διδασκαλίας του Είναι
απ’ τη Λογική του Χέγκελ; Ο πληθυσμός, παρότι φαίνεται να υποδηλώνει ένα
συγκεκριμένο αντικείμενο οικονομικής ανάλυσης, στην πραγματικότητα είναι,
μας λέει ο Μαρξ, ένας πολύ αφηρημένος όρος, καθώς μπορεί να εφαρμοστεί σ’
όλους τους πληθυσμούς παντού στον πλανήτη υπό οποιουσδήποτε
κοινωνικοϊστορικούς όρους. Αν είναι να χρησιμοποιηθεί για ερμηνευτικούς
σκοπούς, πρέπει να σχετιστεί με περισσότερο συγκεκριμένους καθορισμούς.
Παρομοίως, το «Είναι», σύμφωνα με τον Χέγκελ, φαίνεται η «αμεσότερη» κι
απλούστερη έννοια για την περιγραφή μιας πραγματικότητας, επειδή μπορεί να
εφαρμοστεί στα πάντα· όμως, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, είναι ανεπαρκής για
μια τέτοια περιγραφή. Αποτελεί μια κενή αφαίρεση: «Το ακαθόριστα άμεσο
Είναι ισούται στην πραγματικότητα με το μηδέν, δεν είναι τίποτα περισσότερο ή
λιγότερο από το μηδέν» (Χέγκελ, Η Μεγάλη Λογική, σελ. 44). Τα πράγματα που
περιγράφονται ως είναι, για ν’ αποκτήσουν εννοιολογικό περιεχόμενο, πρέπει να
διακριθούν απ’ τα άλλα πράγματα μέσω κάποιων χαρακτηριστικών, γινόμενα
συνεπώς «καθορισμένα είναι». Παρομοίως, η αντίληψη του Χέγκελ ότι η

6
περαταίτερω πρόοδος της λογικής περιλαμβάνει την έκθεση της συστηματικής
αλληλοσύνδεσης των στοιχειωδών κατηγοριών της σκέψης παραλληλίζεται με
το «ταξίδι επιστροφής» του Μαρξ απ’ τους «απλούστερους καθορισμούς» σε
μια σύνθετη «πλούσια ολότητα πολλών προσδιορισμών και σχέσεων» (Μαρξ,
ό.π.).Ωστόσο, όσο εκπληκτικός κι αν είναι αυτός ο παραλληλισμός, το κοινό
μεταξύ του Χέγκελ και του Μαρξ εδώ είναι μόνο η ιδέα ότι η πιο αφηρημένη
έννοια που υιοθετείται στην έρευνα, για να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί
χρήσιμα στην ανάλυση συγκεκριμένων αντικειμένων, απαιτεί αναλυτικό
προσδιορισμό. Παρότι η Λογική βρισκόταν αναμφίβολα στο μυαλό του Μαρξ
όταν έγραφε την Εισαγωγή των Grundrisse (την οποία, ούτως ή άλλως,
προσπέρασε ως επουσιώδη όταν εξέδωσε τ’ αποτελέσματα του έργου του), στο
κείμενό του δεν υιοθετεί μια λογική του είναι ή έστω μια λογική των εννοιών,
αλλά μια εικόνα της θεωρητικής ανάλυσης και σύνθεσης εμπειρικών
δεδομένων.Επιπλέον, ο Μαρξ πασχίζε να τονίσει ότι σε κάθε σημείο της
διαδικασίας της εμπειρικής ανάλυσης και της επακόλουθης σύνθεσης, έχουμε να
κάνουμε μ’ ένα προϊόν «της επεξεργασίας της αντίληψης και παράστασης σε
έννοιες», δηλαδή, «είναι προϊόν του σκεπτόμενου νου, που οικειοποιείται τον
κόσμο με τον μόνο τρόπο που μπορεί» (ό.π., σελ. 67). Ένας φιλόσοφος όπως ο
Χέγκελ, για τον οποίο (ως αποτέλεσμα της θέσης του στον καταμερισμό της
εργασίας) «ο νοημένος κόσμος σαν τέτοιος είναι ο πραγματικός [κόσμος]», και
για τον οποίο «η κίνηση των κατηγοριών εμφανίζεται λοιπόν σαν η πραγματική
παραγωγική πράξη», ίσως πέσει στην αυταπάτη να θεωρήσει λαθεμένα το
συνεπαγόμενο σύστημα των κατηγοριών ως ένα προϊόν «της Έννοιας που γεννά
τον εαυτό της και σκέπτεται» (ό.π.). Ήταν αυτή την αυταπάτη που ο Μαρξ
ήθελε ν’ αποτρέψει διορθώνοντας «τον ιδεαλιστικό τρόπο έκθεσης». Παρότι ο
Μαρξ μιλά για τη «συγκεκριμένη» πραγματικότητα, δηλαδή το αντικείμενο της
ανάλυσης ως «η συνόψιση πολλών προσδιορισμών» (ό.π., σελ. 66), οι
προσδιορισμοί αυτοί είναι οι ίδιοι κατηγορίες, καμία εκ των οποίων «[δ]εν
μπορεί να υπάρξει παρά μόνο αφηρημένη, μονόπλευρη σχέση ενός δοσμένου
συγκεκριμένου, ζωντανού όλου» (ό.π., σελ. 67). Η «συγκεκριμένη
πραγματικότητα» που επιτεύχθηκε μέσω θεωρητικής σύνθεσης ως επακόλουθο
της διαδικασίας της ανάλυσης αποτελεί μια «ολότητα σκέψεων, σαν ένα

7
συγκεκριμένο από σκέψεις, είναι πραγματικά προϊόν της σκέψης, της νόησης»
(ό.π.)[10]. Εδώ η υιοθέτηση ενός εγελιανού τρόπου έκφρασης ίσως προκαλεί
σύγχυση. Η χρήση του «αφηρημένου» και του «συγκεκριμένου» ως όρους για
την ανάλυση θεωριών είναι ξεκάθαρη μόνο σ’ ένα σύστημα όπως αυτό του
Χέγκελ, στο οποίοι κι οι δύο όροι αναφέρονται σε νοητικά στοιχεία, καθώς η
σύνθεση ενός νοητικού «συγκεκριμένου» από (σχετικά) «αφηρημένες» έννοιες
αντιμετωπίζεται ως τελικά να είναι ταυτόσημη με την πραγματικά εξελισσόμενη
δομή του φυσικού και του κοινωνικού κόσμου. Είναι επειδή ως «παραστάσεις»
οι αφαιρέσεις δεν αποτελούν πτυχές της πραγματικότητας μα πτυχές της
νοητικής οικειοποίησης της πραγματικότητας, που οι έννοιες δεν μπορούν,
σύμφωνα με τον Μαρξ, να έχουν μια δική τους ζωή, που δεν μπορούν να
εκτεθούν εν λειτουργία είτε στη διαδικασία της ιστορίας είτε στη διάταξη των
κατηγοριών σε μια θεωρητική κατασκευή. Δηλαδή, δεν μπορούμε να πούμε ότι
η παρουσίαση των κατηγοριών ακολουθεί μια «εμμενή λογική». Αντ’ αυτού,
πρέπει να συλλάβουμε την παρουσίαση των κατηγοριών ως να κυριαρχείται απ’
την προσπάθεια ερμηνείας των θεμελιωδών χαρακτηριστικών του υπό εξέταση
κοινωνικού συστήματος.Πρέπει τότε, ωστόσο, να διερωτηθούμε ποιες αρχές, αν
όχι αυτές μιας υποτιθέμενης διαλεκτικής μεθοδικής παραγωγής, καθοδηγούν την
ακολουθία των κατηγοριών στην κατασκευή της μαρξικής θεωρίας.
Προσπαθώντας ν’ απαντήσουμε αυτό το ερώτημα, μπορούμε ταυτοχρόνως να
ρίξουμε φως στο γιατί ο Μαρξ βρήκε τις κατηγορίες της Λογικής έναν τόσο
ταιριαστό τρόπο έκφρασης για την εξήγηση της φύσης του χρήματος απ’ την
επεξεργασία της αξιακής μορφής. Υπάρχουν δύο κεντρικά ζητήματα να
συζητηθούν. Το πρώτο ζήτημα είναι εκείνο της επιλογής των στοιχειωδών
εννοιών ως σημείο αφετηρίας· το δεύτερο είναι το ζήτημα της μεθόδου με την
οποία αποκαλύπτεται η εννοιολογική δομή της αξίας του εμπορεύματος.Όμως,
στο έργο του Μαρξ διακυβεύονται περισσότερα από μια σχέση μεταξύ δύο
θεωριών, ακόμη κι αν σήμερα το έργο του συνήθως περιγράφεται ως μια
επιστημονική επανάσταση. Απ’ τη στιγμή που κατά τον Μαρξ οι θεωρίες πρέπει
να κατανοηθούν ως αναπαραστάσεις της κοινωνικής ρυθμισμένης εμπειρίας, η
θεωρητική κριτική εδώ αντηχεί την παρατήρηση του Χέγκελ ότι η διαλεκτική
συνείδηση δεν «περιορίζεται περιέργως στον φιλόσοφο», οπότε «θα ήταν

8
αληθινότερο να πούμε ότι η διαλεκτική δίνει έκφραση σ’ έναν νόμο ο οποίος
γίνεται αισθητός σ’ όλες τις βαθμίδες συνείδησης και στη γενική εμπειρία»
(Χέγκελ, Η Μικρή Λογική, πρώτη παρατήρηση στην §81, η οποία, όπως κι
αρκετές ακόμα παρατηρήσεις, απουσιάζουν απ’ την ελληνική μετάφραση του
κειμένου). Εδώ, η διατύπωση της διαλεκτικής απ’ τον Χέγκελ πηγαίνει πολύ
πέρα απ’ τη διατύπωση του Καντ. Ο Μαρξ εκπροσωπεί μια περαιτέρω, και
διακριτή, ανάπτυξη της ιδέας, καθώς θεωρεί τη θεωρητική του Aufhebung, την
κριτική της πολιτικής οικονομίας, μια απάντηση όχι σε μια εγγενή αναγκαιότητα
λόγω της ανεπάρκειας της εννοιολογικής δομής των κλασσικών οικονομικών,
μα ως μια απάντηση που καλείται και καθίσταται εφικτή απ’ τη βιωμένη
κρισιακή τάση του καπιταλισμού και του εργατικού κινήματος που αποκρίνεται
σ’ αυτή. Ήταν η εμπειρία των ορίων του κεφαλαίου που υπέδειξε τα όρια της
πολιτικής οικονομίας.Εξού οι πρώτες γραμμές του Κεφαλαίου: «Ο πλούτος των
κοινωνιών όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται
σαν ένας “τεράστιος σωρός από εμπορεύματα”, και το ξεχωριστό εμπόρευμα
σαν η στοιχειώδικη μορφή του» (Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 49). Η
λέξη «εμφανίζεται» (erscheint) είναι το πρώτο σημείο στο οποίο μπορούμε, αν
το επιθυμούμε, ν’ ανιχνεύσουμε την επιρροή της Λογικής του Χέγκελ στο βιβλίο
του Μαρξ, επειδή η χρήση της λέξης αυτής απ’ τον Χέγκελ υποδηλώνει μια
διάκριση μεταξύ του ορατού φαινομένου και της υποβόσκουσας ουσίας (βλέπε
Χέγκελ, Η Μικρή Λογική, §131 και κάτω). Εδώ υποδεικνύει το σημείο στο οποίο
η κριτική του Μαρξ θα μετασχηματίσει την κλασσική θεωρία, επιδεικνύοντας
την ανεπάρκεια της έννοιας του «εμπορεύματος» για την ανάλυση του
καπιταλισμού ως έναν τρόπο συσσώρευσης πλούτου.Η διαλεκτική που στοχεύει
ο Χέγκελ ν’ ακολουθήσει στην επιχειρηματολογία της Λογικής μπορεί να
περιγραφτεί (μ’ όλες τις διαστρεβλώσεις που προξενεί η λακωνικότητα) ως
εξής: μια κατηγορία, που αρχικά τη βρίσκουμε να λειτουργεί στην καθημερινή
γλώσσα, αποδεικνύεται να είναι αναγκαία για την περιγραφή της
πραγματικότητας, μα τη βρίσκουμε επίσης να οδηγεί σ’ έναν ασυνεπή, ή
«αντιφατικό», χαρακτηρισμό της πραγματικότητας. Αυτό προσφέρει την
επίδειξη της αναγκαιότητας μιας περαιτέρω κατηγορίας, η οποία καθιστά εφικτή
την επίλυση της αντίφασης που ανακαλύφθηκε στην εφαρμογή της

9
προηγούμενης κατηγορίας. Ο Χέγκελ, σε κάθε περίπτωση, απλώς την αξιώνει.
Μολαταύτα, το μοτίβο αυτής της «διαλεκτικής λογικής» πράγματι μοιάζει με το
μοντέλο της ανάλυσης του Μαρξ για την αξιακή μορφή στο Κεφάλαιο.Συνεπώς,
ξεκινά την τρίτη ενότητα του πρώτου κεφαλαίου του Κεφαλαίου με τ’
αποτελέσματα όπως επιδείχτηκαν (στην πρώτη ενότητα) ότι τα εμπορεύματα
έχουν μια διττή φύση, είναι τόσο αξίες χρήσεις όσο κι ανταλλακτικές αξίες,
ώστε να μπορούν να «εμφανίζονται σαν εμπορεύματα […] εφόσον έχουν αυτή
τη διπλή μορφή. Τη φυσική μορφή και την μορφή της αξίας» (Μαρξ, Κεφάλαιο,
τόμος πρώτος, σελ. 61). Για να το θέσουμε με τους όρους των δύο μεθόδων του
Μαρξ, η ανάλυση του χρήματος ξεκινά με την εννοιολογική απομόνωση της
στοχειώδους μορφής της σχέσης μεταξύ ενός εμπορεύματος και μιας ποσότητας
χρήματος, ονομαστικά, μια σχέση ανταλλαγής μεταξύ εμπορευμάτων. Σε
συνδυασμό με την περαιτέρω βασική αντίληψη ότι η ανταλλαγή λειτουργεί σε
μια καπιταλιστική οικονομίας ως μέσο για την κοινωνικοποίηση της ατομικής
εργασίας, επιδεικνύεται η αναγκαιότητα μιας μορφής, βασισμένης στην
ανταλλακτική σχέση, για την αναπαράσταση της αξίας ως μια ιδιότητα που
μοιράζονται όλα τα εμπορεύματα (ως συνεισφορές στο κοινωνικό προϊόν). Μ’
αυτόν τον τρόπο, ο Μαρξ εξηγεί το γεγονός ότι η αξία του εμπορεύματος είναι
αναπαραστάσιμη (μ’ εγελιανούς όρους, «εμφανίζεται») μόνο στην μορφή του
χρηματικού ισοδύναμου.Είναι αλήθεια ότι το λεξιλόγιο της Λογικής δίνει το
παρόν σ’ αυτόν τον ισχυρισμό με μορφές που δεν καταπιάστηκα εδώ· έτσι,
μεγάλο μέρος της ανάλυσης στην τρίτη ενότητα ανακαλεί τη διαλεκτική της
ποσότητας και του μέτρου, η οποία συνδέεται με τη Διδασκαλία του Είναι και
τη Διδασκαλία της Ουσίας. Όμως, κι εδώ επίσης η εμφάνιση «μιας εκ των
προτέρων κατασκευής» λόγω του τρόπου έκφρασης διαψευδέται απ’ το
πραγματικό ζήτημα του ισχυρισμού. Έτσι, για παράδειγμα, ο σημαντικός
ισχυρισμός ότι «τα μεγέθη διαφορετικών πραγμάτων γίνονται ποσοτικά
συγκρίσιμα μεταξύ τους μόνο ύστερα από την αναγωγή τους στην ίδια μονάδα»
(ό.π., σελ. 63-64) δεν προέρχεται από μια «υλιστική αντιστροφή» της
μεταχείρισης της ποσότητας απ’ τον Χέγκελ, μα κατάγεται ευθέως απ’ την
ανάλυση του Σισμοντί για την αξία στο Etudes sur l’economie politique το οποίο
μελετούσε ο Μαρξ και παράθεσε στις προκαταρτικές του μελέτες για τα

10
Grundrisse (βλέπε F. E. Schrader, Restauration und Revolution, εκδόσεις
Gerstenberg, 1980, σελ. 128 και μετά). Εν ολίγοις, δεν υπάρχει λόγος να μην
δεχτούμε, όπως προτείνει κι ο Fred Schrader, την εξήγηση του ίδιου του Μαρξ
για τη θέση της λογικής του Χέγκελ στο έργο του απ’ τα Grundrisse κι ύστερα:
«Δεν υπάρχει καμία δυσοίωνη υποδοχή στον Χέγκελ, κανένα Παγκόσμιο
Πνεύμα που αποκαλύπτεται να είναι το Κεφάλαιο, και καμία ανάγκη να
αποκωδικοποιήσουμε μια ταυτότητα μεταξύ των κινήσεων του Είναι και της
Αξίας» (ό.π., σελ. 136). Αντ’ αυτού, υπάρχει η πραγματίστικη χρησιμοποίηση
του εγελιανού τρόπου έκφρασης της συστηματικής αλληλοσύνδεσης των
κατηγοριών «για να έρθουν οι προτάσεις της θεωρίας του χρήματος, ήδη
επεξεργασμένες στην ουσία τους» στη βάση των ιδεών του Storch και του
Σισμοντί, «σε μια συστηματική αλληλοσύνδεση» (ό.π.).Η αποκάλυψη αυτής της
αλήθειας αποτελεί το τελικό αποτέλεσμα της μαρξικής κριτικής της πολιτικής
οικονομίας. Η κριτική αυτή στοχεύει να επιδείξει πως οι κατηγορίες της
οικονομικής θεωρίας αναπαριστούν μια συστηματικοποίηση, στην καθημερινή
γλώσσα και σκέψη, των αναπαραστάσεων των κοινωνικών σχέσεων που
ορίζουν την καπιταλιστική κοινωνία. Οι αναπαραστάσεις αυτές περνιούνται για
λογικά τελικές περιγραφές των δομών και των δυνάμεων -«η οικονομία»- που
ρυθμίζουν την κοινωνική εμπειρία απλώς επειδή, στον καπιταλισμό, οι
κοινωνικές σχέσεις παραγωγής δεν έχουν άλλη μορφή αναπαράστασης πέρα απ’
αυτές του χρήματος και της αξίας του εμπορεύματος. Όπως εξήγησε ο Μαρξ
στη τελευταία ενότητα του πρώτου κεφαλαίου του Κεφαλαίου:Συνεπώς, παρότι
μόνο μορφές σκέψης, οι κατηγορίες των αστικών οικονομικών είναι «κοινωνικά
ισχύουσες και επομένες αντικειμενικές» (ό.π., σελ. 89). Έχουν, δηλαδή, τον
χαρακτήρα ενός αυτόνομου συστήματος, παρότι «ο καθορισμός των
αντικειμένων χρήσης σαν αξίες είναι δικό τους κοινωνικό προϊόν, όπως πχ και η
γλώσσα» (ό.π., σελ. 87).Γι’ αυτό τον λόγο, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η
διαλεκτική λογική του Χέγκελ προσέφερε στον Μαρξ μια ακαταμάχητα
ελκυστική ρητορική για την απεικόνιση του συστήματος των οικονομικών
κατηγοριών που δομούν την κοινωνική πράξη στην καπιταλιστική κοινωνία. Η
αυταπάτη του Χέγκελ ότι οι έννοιες του δημιουργούν οι ίδιες την κίνηση της
συστηματικής του μεταχείρισης της νόησης αντακλά την αυταπάτη του

11
ανθρώπινου είδους υπό τον καπιταλισμό ότι οι κοινωνικές σχέσεις που
αποτελούν δικό τους ιστορικό προϊόν έχουν μια αναπόφευκτη δική τους
ζωή[14]. Την ίδια στιγμή, παρότι όχι αυστηρά μιλώντας για λογική, το εγελιανό
σύστημα περιελάμβανε μια υψηλά εκλεπτυσμένη περιγραφή κατασκευσής
θεωριών, συγκεκριμένα για τις κοινωνικές επιστήμες, τονίζοντας την
αλληλοσύνδεση των θεωρητικών κατηγοριών.Όμως, το θεμελιώδες
χαρακτηριστικό της εγελιανής οπτικής για τον οποίο ο Μαρξ επαίνεσε τον
Χέγκελ ως «μεγάλο στοχαστή», ήταν η ιδέα της διαλεκτικής όπως
πραγματώνεται στην κοινωνική ιστορία, ως η αρχή (όπως το έθεσε ο Μαρξ στον
Επίλογο της δεύτερης έκδοσης του Κεφαλαίου) σύμφωνα με την οποία «κάθε
[ιστορικά] συντελεσμένη μορφή» γίνεται αντιληπτή μέσα στην ροή της κίνησης,
και συνεπώς ως «παροδική».

Συμπεριέλαβε λοιπόν στο Σύστημα του σχεδόν τα πάντα: Μεταφυσική, Λογική,


Αισθητική, Ψυχολογία, Ανθρωπολογία, Φιλοσοφία της Ιστορίας, του Δικαίου, της
Θρησκείας και της Φύσης. 'Οπως παρατηρεί ο Δημήτρης Γληνός, "όλο το είναι του τον
5
έσπρωχνε στη συστηματοποίηση" . Στόχος της φιλοσοφίας του Χέγκελ είναι η
ανάδειξη του νοητικού στοιχείου σε μια πραγματικότητα διαρκώς εξελισσόμενη.
Στο κέντρο της πραγματικότητας αυτής τοποθετεί την κίνηση, που ενεργοποιεί
ένα δίκτυο συγκρούσεων, καθώς οι αρνήσεις που αναδύονται μέσα από τις
συγκρούσεις οφείλουν να ξεπεραστούν και να φέρουν τη λύση. Η κίνηση αυτή
καλείται διαλεκτική μέθοδος και δεν προβάλλεται από τον Χέγκελ στην
πραγματικότητα ως ένας τρόπος διερεύνησής της, παρά αποτελεί την ουσία της
πραγματικότητας, είναι δηλαδή σύμφυτη με την πραγμα- τικότητα αυτή,
προβάλλεται ως η εννοιολογική σύλληψη της.

Η διαλεκτική μέθοδος διέπεται από αντίφαση, που όμως δεν μπορεί να είναι
διαρκής και σε απόλυτο βαθμό. Αντιθέτως, κάθε αντίφαση αποτελεί μια σχέση,
που προϋποθέτει κάποια ενότητα ανάμεσα στα δύο μέρη της σχέσης, το θετικό
και το αρνητικό.

12
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

• Marx, Karl Παρισινά Χειρόγραφα, στο Karl Marx, Κείμενα από τη


δεκαετία του 1840: Μια ανθολογία, επιλογή, μετάφραση, επιμέλεια,
Θανάσης Γκιούρας, Αθήνα, ΚΨΜ, 2014.

• Balibar, Etienne, Η Φιλοσοφία του Μαρξ, μτφρ. Άρης Στυλιανού,


Αθήνα, Νήσος, 1999.

• Craib, Ian, Κλασική Κοινωνική Θεωρία, μτφρ. Παντελής Λέκκας,


Αθήνα, Παπαζήσης, 2012.

• Heller, Agnes, H θεωρία των αναγκών στον Marx, μτφρ. Λουκάς


Ρινόπουλος, Αθήνα, Πλέθρον, 2018.

13
14

You might also like