You are on page 1of 53

ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

Πρόγραμμα Επαγγελματικής Ανάπτυξης Εκπαιδευτικών

Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 6
ΠΡΟΛΗΨΗ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ. ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ ΥΓΙΩΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΩΝ

1
Περιεχόμενα

Σκοπός της Διδακτικής Ενότητας


Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
Έννοιες Κλειδιά
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Υποενότητα 1 –Πρόληψη Νοσημάτων και Προαγωγή Υγείας
1.1 Ιστορική αναδρομή της έννοιας Πρόληψη

1.2. Η σχέση της Πρόληψης με την Προαγωγή Υγείας

1.3. Πλαίσιο δράσης για τη Δημόσια Υγεία και την Πρόληψη στην ΕΕ

1.4. Πλαίσιο Δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα Μεταδοτικά Νοσήματα


1.5. Οφέλη για την Πρόληψη Ασθενειών από το Πλαίσιο Δράσης

Υποενότητα 2- Εθνικές και Ευρωπαϊκές Πολιτικές Πρόληψης Ασθενειών


2.1. Εθνικός και Ευρωπαϊκός Σχεδιασμός για την Πρόληψη Νόσων
2.2. Τα Εθνικά Σχέδια Δράσης για τη Δημόσια Υγεία και την Πρόληψη

2.3. Τα Σημαντικότερα Μεταδοτικά Νοσήματα Σήμερα στην Ελλάδα


2.4. Πρόληψη Μεταδοτικών Νοσημάτων

2.5. Κύρια Μέτρα Πρόληψης και Προστασίας από τα Μεταδοτικά Νοσήματα

Υποενότητα 3- Πρόληψη Νοσημάτων


3.1. Πρόληψη Καρκίνου
3.2. Ο HIV/AIDS
3.2.1. Προγράμματα πρόληψης του HIV/AIDS
3.3. Πρόληψη της Φυματίωσης
3.3.1. Επιδημιολογικά στοιχεία για τη Φυματίωση
3.3.2. Μετάδοση, Αντιμετώπιση Φυματίωσης
3.3.3 Προληπτικές δράσεις Φυματίωσης
3.4 Πρόληψη Καρδιαγγειακών Νοσημάτων
3.4.1. Αίτια ανάπτυξης Καρδιαγγειακών Νοσημάτων

2
3.4.2. Παράγοντες Κινδύνου για Καρδιαγγειακά Νοσήματα στην Παιδική
Ηλικία
3.4.3. Προγράμματα Πρόληψης Καρδιαγγειακών Νοσημάτων

Σύνοψη
Βιβλιογραφία
Χρήσιμες διευθύνσεις στο διαδίκτυο

Σκοπός της Διδακτικής Ενότητας

Σκοπός της διδακτικής ενότητας είναι να εισάγει τους επιμορφούμενους στο


θεωρητικό πλαίσιο εννοιών όπως η πρόληψη και η προαγωγή υγείας, η δημόσια
υγεία, ο εμβολιασμός, η επιδημιολογική επιτήρηση και η πρόληψη ασθενειών.
Παρουσιάζεται ο ρόλος της πρόληψης στις σύγρονες κοινωνίες και στα σύγχρονα
εκπαιδευτικά προγράμματα, προκειμένου να αποκτηθούν ειδικές γνώσεις οι οποίες
θα μεταλαμπαδευτούν στους μαθητές. Το θεωρητικό πλαίσιο περιλαμβάνει
διευρυμένες γνώσεις για τα δημόσια συστήματα υγείας στον εθνικό αλλά και το
διεθνή χώρο και τη διασύνδεση αυτών των συστημάτων στα πλαίσια της
προσπάθειας αντιμετώπισης νοσημάτων και επιδημιών. Οι επιμορφούμενοι σε αυτή
την ενότητα θα λάβουν στοχευμένη ενημέρωση για τα σχέδια δράσης της Ελλάδας
για την αντιμετώπισης ασθενειών και την πρόληψη βασικών νόσων. Τέλος θα
παρουσιαστούν προγράμματα πρόληψης ανά νόσημα με στόχευση στην

3
πρόληψητων παραγόντων κινδύνου του καρκίνου, του AIDS, των μεταδοτικών
νοσημάτων, της φυματιώσης και των καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Προσδοκώμενα Αποτελέσματα

Όταν ολοκληρωθεί η παρουσίαση της διδακτικής ενότητας οι επιμορφούμενοι θα


έχουν μια βασική γνώση για:

• Την έννοια της Πρόληψης και τη διασύνδεσή της με την Προαγωγή Υγείας
• Τη διάκριση της πρόληψης σε πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή
• Τον προσανατολισμό των συστημάτων υγείας στο διεθνή χώρο
• Το πλαίσιο δράσης για τη Δημόσια Υγεία και την Πρόληψη στην Ε.Ε
• Το πλαίσιο Δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα Μεταδοτικά Νοσήματα
• Τους όρους επιδημιολογική επιτήρηση και δήλωση νοσημάτων και του ρόλου
τους στη δημόσια υγεία
• Τα οφέλη από την Πρόληψη Ασθενειών
• Τα κύρια Μέτρα Πρόληψης και Προστασίας από τα Μεταδοτικά Νοσήματα
• Τον Εθνικό και Ευρωπαϊκό Σχεδιασμό για την Πρόληψη Νόσων
• Τα Εθνικά σχέδια Δράσης για τη Δημόσια Υγεία και την Πρόληψη
• Την πρόληψη του καρκίνου, του AIDS, τη φυματίωση και των καρδιαγγειακών
νοσημάτων

Έννοιες Κλειδιά

Πρόληψη

Προαγωγή Υγείας

Δημόσια Υγεία

Εθνικό Σχέδιο Δράσης

Εμβολιασμός

4
Επιδημιολογική Επιτήρηση

Δήλωση Νοσημάτων

Μεταδοτικά Νοσήματα

Καρκίνος

AIDS

Φυματίωση

Καρδιαγγειακά Νοσήματα

Παράγοντες κινδύνου

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

Στην πρώτη υποενότητα αναλύονται καταρχήν οι έννοιες της πρόληψης, της


προαγωγής υγείας και της δημόσιας υγείας και τα πλαίσια δράσης των συστημάτων
δημόσιας υγείας της Ελλάδας και της Ευρώπης με έμφαση στην αντιμετώπιση των
μεταδοτικών ασθενειών. Στη δεύτερη υποενότητα αναλύονται οι Εθνικές και
Ευρωπαϊκές Πολιτικές Πρόληψης Ασθενειών, περιγράφονται οι κεντρικοί άξονες των
σημαντικότερων Εθνικών Σχεδίων δράσης, αναλύονται οι στρατηγικοί στόχοι του
πλέον πρόσφατου προγράμματος πρόληψης της Ελλάδας, το πρόγραμμα «Σπύρος
Δοξιάδης», και παρουσιάζονται τα κυριότερα μεταδοτικά νοσήματα που απασχολούν
το σύστημα δημόσιας υγείας στη χώρα. Στην τρίτη υποενότητα παρουσιάζονται τα
προγράμματα πρόληψης και οι δράσεις διαχείρισης μεταδοτικών και όχι μόνο
νοσημάτων όπως ο καρκίνος, η φυματίωση, το AIDS, και τα καρδιαγγειακά νοσήματα

5
και περιγράφεται ανά ομάδα νοσήματος οι δράσεις πρόληψης που εστιάζουν στην
μείωση των παραγόντων κινδύνου αυτών των ασθενειών.

Υποενότητα 1 – Πρόληψη Νοσημάτων και Προαγωγή Υγείας

1.1 Ιστορική αναδρομή της έννοιας Πρόληψη

«Καλλίτερα να προλαμβάνεις (μια ασθένεια), παρά να την θεραπεύεις», είπε ο


Ιπποκράτης, ο πατέρας της Ιατρικής, 2.500 χρόνια πριν, και «Φρόντιζε» και για το
μέλλον, είπε ο Πυθαγόρας από τη Σάμο τον 6ο αιώνα π.Χ., αναδεικνύοντας τη
σημασία της πρόληψης για την υγεία, αλλά και τη μακροζωία. Κι αυτό γιατί η υγεία
είναι το πολυτιμότερο αγαθό, με το οποίο έχει προικιστεί ο άνθρωπος, για να μπορεί
να αντεπεξέρχεται στις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής.

Ο Ιπποκράτης χιλιάδες χρόνια έδωσε πριν μια πρωτοποριακή κατεύθυνση,


μετατοπίζοντας το επίκεντρο από τη θεραπευτική προσέγγιση στην πρόληψη της
ασθένειας και στην προαγωγή της υγείας.Για να μπορεί όμως ένας άνθρωπος να είναι
και να παραμένει υγιής, θα πρέπει να υιοθετήσει ως τρόπο ζωής την έννοια της
πρόληψης. Ο ρόλος της προληπτικής ιατρικής, αποδεικνύεται καθοριστικός και
σωτήριος σε όλες τις περιπτώσεις ασθενειών που απειλούν την υγεία και τη ζωή ενός
ατόμου.

Η έννοια της πρόληψης έχει εξελιχθεί στο πέρασμα των χρόνων. Οι Kasl & Cobb
(1966), μελετούν τις συμπεριφορές υγείας ορίζοντας την προληπτική για την υγεία
συμπεριφορά ως κάθε ενέργεια που πραγματοποιεί ένα άτομο, το οποίο θεωρεί πως
είναι υγιές, με στόχο την πρόληψη μια ασθένειας σε ασυμπτωματικό στάδιο.

Οι παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία του ατόμου σύμφωνα με τον ΠΟΥ είναι,
το εισόδημα, ο πλούτος, η εκπαίδευση, η φροντίδα υγείας, οι εργασιακές πρακτικές,
οι πρακτικές του ελεύθερου χρόνου, η οικογενειακή υποστήριξη, η στέγαση, η

6
διατροφή, η χρήση εθιστικών ουσιών, κλπ.(WHO,2002). Η καλή υγεία του πληθυσμού
αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ευημερία του, αλλά και τη διαθεσιμότητα του
παραγωγικού-εργατικού δυναμικού και αντίστροφα, ενώ η αλληλεξάρτηση μεταξύ
οικονομικής ανάπτυξης και υγείας έχει ιστορικά διαπιστωθεί και στο σύγχρονο κόσμο
αποτελεί πρωτεύοντα λόγο στην ατομική ανάπτυξη (Maynar, 1991).Η πρόληψη των
ασθενειών αποτελεί μια δυναμική διαδικασία η οποία περιλαμβάνει τη λήψη και
εφαρμογή μέτρων που εστιάζουν στην παρεμπόδιση της εμφάνισης της νόσου, στην
αναστολή της εξέλιξης της νόσου αυτής, καθώς και στη μείωση των συνεπειών της,
από τη στιγμή που έχει εμφανιστεί (WHO, 2008; Κυριόπουλος και συν., 2008).

1.2. Η σχέση της Πρόληψης με την Προαγωγή Υγείας

Ο όρος «Πρόληψη Νόσου» μερικές φορές χρησιμοποιείται ως συμπληρωματικός


όρος της Προαγωγής Υγείας. Παρόλο που συχνά υπάρχει αλληλοεπικάλυψη μεταξύ
του περιεχομένου των δύο εννοιών, εντούτοις παραμένουν δύο ξεχωριστές έννοιες.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόληψη της νόσου θεωρείται ως δράση που προέρχεται από
τον τομέα της υγείας και αναφέρεται σε άτομα και πληθυσμούς που εκτίθενται σε
σαφώς προσδιορισμένους παράγοντες κινδύνου που απορρέουν από συγκεκριμένες
συμπεριφορές.

Η πρόληψη διακρίνεται σε:

• Πρωτογενή: Η πρωτογενής πρόληψη αναφέρεται πρωταρχικά σε μέτρα που


στοχεύουν στην αναστολή της επίδρασης αιτιολογικών παραγόντων κάποιων
παθήσεων. Ως τέτοιες δράσεις και ενέργειες ενδεικτικά αναφέρονται οι
εμβολιασμοί, η φυσική άσκηση και η αποφυγή καπνίσματος, η χλωρίωση του
πόσιμου νερού, ο περιορισμός της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, κ.λπ. Ως
πρωτογενής πρόληψη θεωρείται επίσης η αποφυγή της έκθεσης σε δυνητικά
αιτιολογικούς παράγοντες (αποφυγή καπνίσματος, αλκοόλ, κ.λπ.). Η
πρωτογενής πρόληψη στοχεύει επίσης στην ισχυροποίηση της άμυνας του
οργανισμού, προκειμένου να μην υπάρξει κλινική εκδήλωση της νόσου με
σημεία, συμπτώματα και εργαστηριακά ευρήματα. Η ισχυροποίηση των

7
ευαίσθητων ατόμων απέναντι στους αιτιολογικούς αυτούς παράγοντες
μπορεί αν επιτελεστεί με την ενεργητική ή παθητική ανοσοποίηση, τη
φθορίωση του πόσιμου νερού, κ.λπ.).
• Δευτερογενή: Η δευτερογενής πρόληψη αναφέρεται σε μέτρα που
εφαρμόζονται αφού έχουν ξεκινήσει οι παθογενετικοί μηχανισμοί της νόσου,
με στόχο στην έγκαιρη διάγνωση της νόσου, πριν την εμφάνιση
συμπτωμάτων ή τη διάγνωση γενικά σε πρώιμο στάδιο προκειμένου να
ανασταλούν ή να αναστραφούν οι παθογενετικοί μηχανισμοί, να ανασταλεί
η κλινική εκδήλωση της νόσου ή να ελεγχθεί πλήρως πριν την εμφάνιση μη
αναστρέψιμων βλαβών. Σε αυτή την κατηγορία της πρόληψης ανήκει ο
προσυμπτωματικός έλεγχος, ο κυτταρολογικός έλεγχος (Τεστ Παπ) για την
πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, κ.λπ.
• Τριτογενή: Η τριτογενής πρόληψη αναφέρεται σε μέτρα που λαμβάνονται
αφού έχει εκδηλωθεί η νόσος με στόχο τη θεραπεία της ή τον έλεγχο της
εξέλιξής της. Συμπεριλαμβάνει την αποκατάσταση της αναπηρίας ή άλλης μη
αναστρέψιμης βλάβης και την επανένταξη των ασθενών στην ενεργό
κοινωνική ζωή (Τούντας και συν, 2007; Τριχόπουλος, 2002).

Σκοπός των υπηρεσιών υγείας, έξω από το θεραπευτικό πλαίσιο, είναι η βελτίωση
και η προαγωγή της υγείας των πολιτών, δίνοντάς τους τις απαραίτητες πληροφορίες,
ενδυναμώνοντάς τους να παραμείνουν υγιείς, κάνοντας την καλύτερη χρήση των
υπηρεσιών υγείας και κοινωνικής φροντίδας. Εκτός από τα παραπάνω, ένας ακόμα
σκοπός των υπηρεσιών υγείας είναι να χαράζουν στρατηγική, να σχεδιάζουν μέτρα
πρόληψης και να συντάσσουν σχετικό νομοθετικό έργο που θα πρέπει να
ακολουθηθεί, ώστε να εξασφαλιστεί το μέγιστο επίπεδο υγείας του γενικού
πληθυσμού. Για το λόγο αυτό, κρίνεται αναγκαίος ο προσανατολισμός των
συστημάτων Δημόσιας Υγείας στην πραγματική έννοια της πρόληψης και της
προαγωγής της υγείας και της ποιότητας ζωής. Η αξία μιας τόσο πλατιάς θεώρησης
έγκειται στην κινητοποίηση όλων των μέσων για την εξουδετέρωση των κινδύνων
που απειλούν την υγεία και για την εξάλειψη των γενικότερων επιπτώσεων που
απορρέουν από τις βλάβες της, και προϋποθέτει ολοκληρωμένο σχεδιασμό Εθνικής
Πολιτικής Δημόσιας Υγείας που θα στοχεύει σε συγκεκριμένες επιδιώξεις, οι οποίες

8
δεν θα προγραμματίζονται απλώς, αλλά θα ελέγχονται για την εφαρμογή τους και,
πολύ περισσότερο, θα αξιολογούνται για την αποτελεσματικότητά τους
(Κυριόπουλος και συν., 2008).

1.3. Πλαίσιο δράσης για τη Δημόσια Υγείακαι την Πρόληψη στην ΕΕ

Το δικαίωμα για την προστασία της υγείας προβάλλεται από τον Ευρωπαϊκό
Καταστατικό Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο οποίος κυρώθηκε με τον Ν.
1426/1984 στο άρθρο 11 και υπό τον τίτλο «Δικαίωμα για προστασία της υγείας»
ορίζει ότι: «για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για
προστασία της υγείας, τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να
λαμβάνουν είτε απευθείας, είτε με τη συνεργασία δημόσιων και ιδιωτικών
οργανώσεων, κατάλληλα μέτρα που θα αποσκοπούν ιδίως:

• Να εξαφανίζουν κατά το δυνατό τα αίτια μη ικανοποιητικής υγείας.


• Να προβλέπουν συμβουλευτικές υπηρεσίες και υπηρεσίες διαφώτισης σε ό,τι
αφορά στη βελτίωση της υγείας και την ανάπτυξη της συναισθηματικής και
ατομικής ευθύνης στον τομέα της υγείας.
• Να προλαβαίνουν, κατά το δυνατό, τις επιδημικές και άλλες ασθένειες».

Η Ε.Ε, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (άρθρο 129) αναγνώρισε ότι: «Η κοινότητα


συμβάλλει στην εξασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης
ζωής, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών και, εάν είναι
απαραίτητο, ενισχύοντας τη δράση τους. Η δράση της Κοινότητας αφορά στην
πρόληψη των ασθενειών, κυρίως αυτών που θεωρούνται μεγάλη μάστιγα,
συμπεριλαμβανομένης και της τοξικομανίας, ευνοώντας την έρευνα σχετικά με τα
αίτια και τη μετάδοσή τους, καθώς και την ενημέρωση και την εκπαίδευση στον τομέα
της υγείας. Οι απαιτήσεις στον τομέα της προστασίας της υγείας αποτελούν
συνισταμένη των άλλων πολιτικών της Κοινότητας». Το ενδιαφέρον της Ε.Ε για την
υγεία των πολιτών της καταδεικνύεται επίσης από τη διακριτή και λεπτομερή
αναφορά, στη Δημόσια Υγεία, της συνθήκης του Άμστερνταμ. Η αναφορά στη
Δημόσια Υγεία γίνεται σε διάφορα άρθρα της συνθήκης, κυρίως όμως στα άρθρα 3

9
και 152. Ιδιαίτερα, στο άρθρο 152 ορίζεται ότι: «κατά τον καθορισμό και την
εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Κοινότητας, εξασφαλίζεται υψηλού
επιπέδου προστασία της υγείας του ανθρώπου.

Η δράση της Κοινότητας, η οποία συμπληρώνει τις εθνικές πολιτικές, αποβλέπει στη
βελτίωση της Δημόσιας Υγείας, καθώς και στην πρόληψη της ανθρώπινης ασθένειας
σε όλες τις μορφές της και στην αποτροπή των πηγών κινδύνου για την ανθρώπινη
υγεία. Η δράση αυτή καλύπτει την καταπολέμηση των μεγάλων πληγών της
ανθρωπότητας στον τομέα της υγείας, ευνοώντας τη διερεύνηση των αιτιών τους, της
μετάδοσης και της πρόληψής τους, καθώς και την ενημέρωση και τη
διαπαιδαγώγηση στον τομέα της υγείας. Η Κοινότητα συμπληρώνει τη δράση των
κρατών-μελών για τη μείωση της βλάβης που προκαλούν στην υγεία τα ναρκωτικά,
συμπεριλαμβανομένης της ενημέρωσης και της πρόληψης.

Με τον τίτλο «Η πρόληψη είναι προτιμότερη από τη Θεραπεία», η Ευρωπαϊκή


Επιτροπή το 1993, εξέδωσε ψήφισμα σχετικά με την έννοια της πρόληψης και τη
σπουδαιότητά της για την υγείας των πολιτών. Σύμφωνα με τον κ. Flynn, αρμόδιου
Επιτρόπου για τα κοινωνικά θέματα στην Ε.Ε, πολλές ασθένειες και διαταραχές
έχουνσχέση με παράγοντες του τρόπου ζωής και οι αλλαγές στη συμπεριφορά και
στη στάση σε τομείς όπως η διαιτητική, η διατροφή, η άσκηση, το κάπνισμα, η
κατάχρηση οινοπνεύματος και υγιεινή θα μπορούσαν να βοηθήσουν
στηνκαταπολέμηση της επέλευσής τους. Κάτι τέτοιο θα βελτίωνε όχι μόνο
τηνποιότητα ζωής για τα άτομα, τις οικογένειές τους και την κοινωνία στοσύνολό
της, αλλά θα μείωνε και την πίεση πάνω στις υπηρεσίες υγειονομικήςμέριμνας και
περίθαλψης και θα μείωνε την πίεση όσον αφορά τις δαπάνες σεθέματα υγείας στα
κράτη μέλη.

Φαίνεται ότι οι πιέσεις στις υπηρεσίες υγείας και στον προϋπολογισμό για την υγεία
στο σύνολο της Κοινότητας αυξάνει λόγω του γηράσκοντος πληθυσμού, των
υψηλότερων προσδοκιών όσον αφορά την υγεία και λόγω των επιπτώσεων των
κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων όπως ο κοινωνικός αποκλεισμός και η
ανεργία. Ταυτόχρονα, οι περιβαλλοντικές αλλαγές και οι αλλαγές στο χώρο
εργασίας προκαλούν νέες ασθένειες και παθήσεις, ενώ η αυξανόμενη κινητικότητα

10
του πληθυσμού δημιουργεί συνθήκες υπό τις οποίες οι μεταδοτικές ασθένειες και η
χρήση ναρκωτικών ενδέχεται να εξαπλώνονται ταχύτερα. Παρά τις πιέσεις για
υψηλότερες δαπάνες οι αντιδράσεις των κρατών μελών είναι συγκρατημένες λόγω
των περιορισμών του προϋπολογισμού και της οικονομικής ύφεσης (Boyle et al.,
2003).

1.4. Πλαίσιο Δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα Μεταδοτικά Νοσήματα

Η Ε.Ε μέσα από αυτό το πλαίσιο δράσης έχει ως σκοπό να βοηθήσει τα κράτη-μέλη
να αναπτύξουν τις υποδομές τους, την ικανότητά τους και τα μέσα συντονισμού που
απαιτούνται για να αντιμετωπίσουν μια απειλή, π.χ. οργανώνοντας δίκτυα,
εκπαιδεύοντας εμπειρογνώμονες και καταρτίζοντας σχέδια αντιμετώπισης έκτακτων
αναγκών (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,2009).
Το Πλαίσιο Δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπήςστον τομέα της δημόσιας υγείας για
τα μεταδοτικά νοσήματα εστιάζει στους παρακάτω άξονες:
Ενίσχυση της επιδημιολογικής επιτήρησης
Η ίδρυση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (European
Centre for Disease Prevention and Control (ECDC), αποτελεί το βασικό βήμα της Ε.Ε
στην πολιτική για την επιτήρηση των μεταδοτικών νοσημάτων. Το ECDC έχει ως
αποστολή να πραγματοποιεί αναλύσεις, να διενεργεί αξιολογήσεις και να παρέχει
συμβουλές για τους κινδύνους, τους οποίους εγκυμονούν οι μεταδοτικές νόσοι και
να ενισχύει την ικανότητα αντιμετώπισής τους. Οι ενέργειες και οι δραστηριότητες
του ECDC είναι συμπληρωματικές ως προς τις προσπάθειες των κρατών-μελών. Το
ECDC υποστηρίζει επίσης τις εργασίες των διεθνών οργανισμών για τον έλεγχο των
μεταδοτικών νόσων.
Το πρόγραμμα, σε συνδυασμό με το «σκέλος της πληροφόρησης», επιδιώκει να
καλύπτει την παρακολούθηση και την επιτήρηση των απειλών που δεν εμπίπτουν στο
πλαίσιο των καθηκόντων του ECDC, να μετουσιώσει την έρευνα σε πρακτικές
μεθοδολογίες και να εφαρμόσει την απόφαση για τη δημιουργία κοινοτικού δικτύου
παρακολούθησης και τις οδηγίες για τις πολιτικές εμβολιασμού.
Ανάπτυξη της αναγκαίας εργαστηριακής υποδομής

11
Για να αναπτυχθούν στην Ε.Ε διαγνωστικές ικανότητες για τους παθογόνους
παράγοντες, απαιτείται μια ευρωπαϊκή εργαστηριακή δομή αναφοράς για τους
σπάνιους ή τους υψηλού κινδύνου παθογόνους παράγοντες. Η πολιτική της Ε.Ε στον
τομέα αυτό αποσκοπεί: στη θέσπιση κριτηρίων για την αξιολόγηση της απόδοσης
αυτών των εργαστηρίων και στη βοήθεια προς τα κράτη-μέλη και τις υποψήφιες
χώρες να εφαρμόσουν τους διεθνείς κανονισμούς υγείας.

Εξασφάλιση της αναγκαίας εργαστηριακής υποδομής


Tο σκέλος αυτό αποσκοπεί στη διαθεσιμότητα τεχνικών και επιχειρησιακών μέσων,
τα οποία επιτρέπουν στην Ε.Ε να προετοιμάζεται και να αντιμετωπίζει με επιτυχία τις
απειλές για την υγεία που προέρχονται από βιολογικούς παράγοντες. Οι δράσεις που
υλοποιούνται στο πλαίσιο αυτού του σκέλους του προγράμματος ενισχύουν την
αποτελεσματικότητα των εθνικών δομών και πόρων μέσω μιας δράσης που
αποσκοπεί:
• Στη βελτίωση του τρόπου διαχείρισης των κινδύνων και των σχεδίων
επείγουσας επέμβασης για τις έκτακτες ανάγκες στον τομέα της υγείας.
• Στη διευκόλυνση των κοινοποιήσεων συναγερμού και παρακολούθησης και
του συντονισμού των ενεργειών σε περιπτώσεις έκτακτων αναγκών υγείας.
• Στη βελτίωση των ικανοτήτων προπαρασκευής και άμεσης επέμβασης για τις
έκτακτες ανάγκες στον τομέα της υγείας, με έμφαση στην πρόβλεψη
συγκεκριμένων μηχανισμών και στη διάθεση των απαραίτητων υγειονομικών
μέσων.
• Στη διευκόλυνση της δικτύωσης και της ανταλλαγής εμπειριών και βέλτιστων
πρακτικών.

Ανάπτυξη συνεργειών μεταξύ των εθνικών συστημάτων υγείας


Η Ε.Ε διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών για την ανάπτυξη
δράσεων με σκοπό την αποδοτική διαχείριση των πόρων.

Παραγωγή και διάδοση περισσότερων και ποιοτικότερων πληροφοριών για την


υγεία στους πολίτες, τους εμπειρογνώμονες του τομέα της υγείας και τους
υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής

12
Η προτεραιότητα αυτή αναφέρεται στην ανάγκη να αναπτυχθεί, σε επίπεδο Ε.Ε, μια
βάση συγκρίσιμων και αξιόπιστων πληροφοριών για την υγεία στους πολίτες και τους
φορείς χάραξης πολιτικής. Η παραγωγή και διάδοση καλύτερων πληροφοριών
προϋποθέτει ένα σύστημα παρακολούθησης της υγείας που να παρέχει στοιχεία
χρήσιμα για όλες τις δραστηριότητες στον τομέα της υγείας, χρησιμοποιώντας, εν
ανάγκη, το κοινοτικό στατιστικό πρόγραμμα.

1.5. Οφέλη για την Πρόληψη Ασθενειών από το Πλαίσιο Δράσης


Με την υιοθέτηση αποτελεσματικών στρατηγικών προστασίας της υγείας οαριθμός
πρόωρων θανάτων μπορεί να μειωθεί, η εμφάνιση χρόνιων ασθενειών, που
οδηγούν σε συχνές απουσίες από την εργασία και ανικανότητα προς εργασία,
μπορεί επίσης να μειωθεί, η υγεία του πληθυσμού μπορεί να βελτιωθεί και οι
απαιτήσεις ως προς την περίθαλψη των ασθενών και τις θεραπευτικές υπηρεσίες
μπορούν να ελεγχθούν. Εν ολίγοις, το κόστος της «κακής υγείας» μπορεί να μειωθεί
και ταυτόχρονα η παραγωγική ικανότητα της Κοινότητας μπορεί να μεγιστοποιηθεί.
Αλλά το σημαντικότερο απ΄ όλα είναι ότι οι πολιτικές προστασίας της υγείας
μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τόσο για το άτομο όσο και για την
κοινωνία ως σύνολο (Holland,1998; Λάγγας, 2002).

Οι ενέργειες και τα προγράμματα των δημόσιων αρχών έχουν κυριαρχήσεικαι έχουν


στοχεύσει κατά προτεραιότητα στην ανάπτυξη των στρατηγικών δημόσιας υγείας
αλλά τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στην
ευθύνη του ίδιου του ατόμου για την υγεία του και τις αλλαγές στη συμπεριφορά
του, οι οποίες μπορούν να εμποδίσουν την έλευση της ασθένειας ή να την
καθυστερήσουν (Holland,1998; ECDC, 2007).

Η κοινοτική δράση στον τομέα της δημόσιας υγείας συστήνεται από τις αρμόδιες
αρχές να εστιαστεί στην ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών,
την παροχή υποστήριξης στις ενέργειές τους και στην προώθηση του συντονισμού
των πολιτικών και προγραμμάτων τους. Στην πράξη θα εκφραστεί με τη
δημιουργία δικτύων, συστημάτων ανταλλαγής πληροφοριών και την ανάληψη από
κοινού ενεργειών σε διάφορα θέματα. Θα προωθηθεί επίσης η συνεργασία με

13
διεθνείς οργανισμούς και τρίτες χώρες. Η Ε.Ε θα καταρτίζει ετησίως έκθεση σχετικά
με τις πτυχές των πολιτικών της πουαφορούν την προστασία της υγείας (Holland,
1998; ECDC, 2007).
Οι παρακάτω τομείς αποτελούν τα βασικά πεδία για πιθανή μελλοντική δράση της
Κοινότητας στον τομέα της δημόσιας υγείας :
• προαγωγή της υγείας, διαπαιδαγώγηση και κατάρτιση σε θέματα υγείας
• στοιχεία και δείκτες που αφορούν την υγεία και παρακολούθηση και έλεγχος
των ασθενειών
• καρκίνος
• ναρκωτικά
• AIDS και άλλες μεταδοτικές ασθένειες
• ατυχήματα και τραυματισμοί
• ασθένειες που έχουν σχέση με την μόλυνση
• σπάνιες ασθένειες.

Υπό το φως της αποκτηθείσας εμπειρίας και των εξελίξεων σε σχέση μετην
εμφάνιση ασθενειών, η Ε.Ε προτείνει προγράμματα και για άλλες απειλές κατά της
υγείας, ενώ επίσης υποβάλει προτάσεις για γενικά πολυετή προγράμματα με
σαφείς στόχους (τα οποία μπορεί να διαρκούν έως και 5 χρόνια) στους τομείς που
εντοπίζονται για κοινοτική δράση και οι οποίοι δεν είναι στατικοί, αλλά
αναπροσαρμόζονται ανάλογα με την επιδημιολογική επιτήρηση των κρατών (ECDC,
2007).

Υποενότητα 2- Εθνικές και Ευρωπαϊκές Πολιτικές Πρόληψης Ασθενειών

2.1. Εθνικός και Ευρωπαϊκός Σχεδιασμός για την Πρόληψη Νόσων

14
Τα λοιμώδη νοσήματα αποτελούν εκείνα τα νοσήματα τα οποία όταν εισέλθουν στον
ανθρώπινο οργανισμό μπορεί να προκαλέσουν νόσο. Η πρόληψη των λοιμωδών
νοσημάτων επιτυγχάνεται με συντονισμένες και συγχρονισμένες δράσεις του
συστήματος Δημόσιας Υγείας. Η πρόληψη αυτή έχει ως κεντρικό άξονα την
εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού, αλλά και την επιδημιολογική επιτήρηση και
την διερεύνηση των επιδημιών.
Σχετικά με την πρόληψη των νόσων, ο τομέας δημόσιας υγείας της Ε.Ε εστιάζει
κυρίως σε προγράμματα πρόληψης. Μερικές νόσοι, συμπεριλαμβανομένων των
ψυχικών νόσων, του καρκίνου και των καρδιαγγειακών παθήσεων,
αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του συνόλου των νόσων, που πλήττουν τους
πολίτες της Ε.Ε. Οι ενέργειες για την αντιμετώπιση των καθοριστικών παραγόντων,
θα πρέπει να συμπληρωθούν με την ανάληψη ενεργειών για την αντιμετώπιση αυτών
των νόσων, όταν η προσέγγιση αυτή προσφέρει προστιθέμενη αξία ή όταν η
ανάληψη διασυνοριακής δράσης δικαιολογείται από άποψη αποδοτικότητας, όπως
συμβαίνει με τις σπάνιες νόσους. Οι σχετικές ενέργειες περιλαμβάνουν την παροχή
υποστήριξης για τη δευτερογενή πρόληψη, όπως για παράδειγμα τη διενέργεια
προληπτικών εξετάσεων και την έγκαιρη ανίχνευση των νόσων μέσω της ανταλλαγής
ορθών πρακτικών, της εκπόνησης μελετών και της δημιουργίας δικτύων
(WHO,2008).Σε ό,τι αφορά στον εμβολιασμό, ηκαταγραφή σε εθνικό επίπεδο του
εμβολιαστικού επιπέδου των παιδιών ανάλογα με την ηλικία που συστήνεται κάθε
εμβόλιο (εμβολιαστική κάλυψη), είναι κρίσιμη για την επιλογή του κατάλληλου
σχήματος εμβολιασμών που θα εφαρμοστεί, αλλά και για το σχεδιασμό της
κατάλληλης στρατηγικής για την κάλυψη των αναγκών.

Στην Ελλάδα δεν γίνεται συστηματική και συνεχής καταγραφή της εμβολιαστικής
κάλυψης του πληθυσμού, ενώ τα διαθέσιμα δεδομένα προέρχονται από κατά τόπους
μελέτες που έχουν χαρακτήρα αδρής προσέγγισης, κυρίως λόγω μεθοδολογικών
περιορισμών και δεν δίνουν συγκρίσιμα μεταξύ τους αποτελέσματα. Εντούτοις το
Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, έχει εκπονήσει δύο μελέτες πανελλαδικής εμβέλειας,
το 1998 και το 2001. Με βάση τα δεδομένα των μελετών αυτών, η κάλυψη του
ελληνικού πληθυσμού κυμαίνονταν κατά τα έτη 2000 - 2001 στο επίπεδο 86-88% για
κάθε ένα από τα εμβόλια της βασικής σειράς του εθνικού προγράμματος

15
εμβολιασμού. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα από τα οποία να προκύπτουν
ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες ή για την
περίπτωση των αναμνηστικών δόσεων εμβολίων ενηλίκων. Παρ’ όλα αυτά, εύλογα
θα μπορούσε να κάνει κάποιος την υπόθεση ότι τα αντίστοιχα ποσοστά θα είναι
χαμηλότερα στους αντίστοιχους πληθυσμούς (Karski, 2000;Tountasetal., 2011).

2.2. Τα Εθνικά Σχέδια Δράσης για τη Δημόσια Υγεία και την Πρόληψη

Τα Εθνικά Σχέδια Δράσης για τη Δημόσια Υγεία τα τελευταία χρόνια έχουν εκπονηθεί
από το Υπουργείο Υγείας στοχευμένα και στρατηγικά σχεδιασμένα σε πολιτικές για
τη Δημόσια Υγεία και στην εφαρμογή προληπτικών δράσεων Προαγωγής υγείας.
Τοποθετείται η πρόληψη στο επίκεντρο της λειτουργίας του κοινωνικού κράτους,
αναδεικνύοντας τον καθοριστικό ρόλο που έχει η υπεύθυνη και συνεχής ενημέρωση
των πολιτών για ζητήματα υγείας.

Η Εθνική Στρατηγική για τη Δημόσια Υγεία καθορίζει τους μακροπρόθεσμους και


βραχυπρόθεσμους στόχους της, περιγράφει τις δράσεις και τις παρεμβάσεις,
προσδιορίζει τους φορείς, τους τομείς και τα επίπεδα της διοίκησης που έχουν την
ευθύνη για την πολυτομεακή και διατομεακή εφαρμογή της (Ν 3370/2005 άρθρο 4.,
παρ 1).

Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τη Δημόσια Υγεία (2008-2012) είναι το πρώτο σχέδιο
εθνικής στρατηγικής στην υγειονομική ιστορία της χώρας, το οποίο θέτει ξεκάθαρα
τους στόχους της πολιτείας για την προάσπιση και προαγωγή της υγείας των
κατοίκων. Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης αυτό, στοχεύει στην αποτελεσματική προστασία
και προαγωγή υγείας, μέσω της διαμόρφωσης μέτρων, προγραμμάτων, δομών και
σύγχρονης αντίληψης για την πρόληψη(Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τη Δημόσια Υγεία
2008-2012).

Τα ειδικά Εθνικά Σχέδια Δράσης για την αντιμετώπιση σημαντικών ζητημάτων


Δημόσιας Υγείας είναι:

Άξονες Εθνικού Σχεδίου Δράσης Δημόσιας Υγείας 2008-2012

16
1. Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τον Καρκίνο.
2. Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το ΗΙV/AIDS.
3. Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Αναπαραγωγική και Σεξουαλική Υγεία.
4. Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Ναρκωτικά.
5. Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τη Διατροφή και τις Διατροφικές Διαταραχές.
6. Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τον Περιορισμό των Βλαπτικών Συνεπειών του Αλκοόλ
στην Υγεία.
7. Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Κατάθλιψη.
8. Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Καρδιαγγειακά Νοσήματα.
9. Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Αντιμετώπιση των Περιβαλλοντικών Κινδύνων που
Απειλούν την Υγεία.
10. Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα.
11. Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Ατυχήματα.
12. Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Μεταδοτικά Νοσήματα.
13. Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Ταξιδιωτική Υγεία.
14. Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τη Στοματική Υγεία.
15. Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τις Σπάνιες Παθήσεις.
16. Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Αντιμετώπιση της Μικροβιακής Αντοχής στα
Αντιβιοτικά και των Λοιμώξεων σε χώρους Παροχής Υπηρεσιών Υγείας.

Το επικαιροποιημένο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τη Δημόσια Υγεία (2021-2025), θέτει


τις προτεραιότητες για τη βελτίωση και την προάσπιση της Δημόσιας Υγείας για την
επόμενη πενταετία, οι οποίες είναι:

• Η παρακολούθηση της υγείας του πληθυσμού, καθώς και των παραγόντων


κινδύνου που την επηρεάζουν και την επιβαρύνουν.

• Η επιδημιολογική καταγραφή και αξιολόγηση των σημαντικότερων


ασθενειών που εμφανίζονται στον ελληνικό πληθυσμό.

• Η καταγραφή και βελτίωση του τρόπου ζωής του πληθυσμού, με στόχο την
υγιεινή διαβίωση.

• Η συνεχής ενημέρωση του πληθυσμού για θέματα υγείας και υγιεινής.

17
• Ο ανασχεδιασμός, ο συντονισμός και η αξιολόγηση των υπηρεσιών Δημόσιας
Υγείας σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, με στόχο την βελτίωση
της ποιότητας ζωής του πληθυσμού.

• Η καταγραφή, αξιολόγηση και κάλυψη των βασικών αναγκών υγείας του


πληθυσμού.

• Η παρακολούθηση και ο έλεγχος των μολυσματικών ασθενειών και η


παρεμπόδιση εξάπλωσής τους.

• Ο έλεγχος των φυσικών πόρων, των αποβλήτων, της ατμοσφαιρικής


ρύπανσης, κ.λπ., με στόχο την περιβαλλοντική υγεία.

• Ο αυξημένος υγειονομικός έλεγχος στις πύλες εισόδου της χώρας.

• Η δικτύωση των υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας (κεντρικών και περιφερειακών)


με τις υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και τις αντίστοιχες
νοσοκομειακές και εξωνοσοκομειακές υπηρεσίες του ΕΣΥ και ΠΕΔΥ, ώστε να
καλύπτονται αποτελεσματικά όλα τα ανωτέρω.

• Πρόληψη και μείωση των εξαρτήσεων.

• Διασύνδεση του Εθελοντικού Τομέα με το υγειονομικό σύστημα.

Εθνικό Πρόγραμμα Πρόληψης «Σπύρος Δοξιάδης


Κεντρικό πυλώνα του Εθνικού Σχεδίου Δράσης είναι το Εθνικό Πρόγραμμα
Πρόληψης «Σπύρος Δοξιάδης», το οποίο περιλαμβάνει Παρεμβάσεις και Δράσεις,
που περιγράφονται στα επιμέρους Εθνικά Σχέδια Δράσης και τους στρατηγικούς
στόχους του προγράμματος, τα οποία έχουν αναπτυχθεί από την Γενική Γραμματεία
Δημόσιας Υγείας και τις θεματικές Εθνικές Επιτροπές.

➢ Πρωτογενής Πρόληψη
Οι παρεμβάσεις και οι ενέργειες που στοχεύουν στη μείωση της συχνότητας
εμφάνισης νοσημάτων, αναπηριών ή βλαβών και πραγματοποιούνται πριν από την
εμφάνιση αυτών και αφορούν στην πρωτογενή πρόληψη, εστιάζοντας στους
παρακάτω άξονες:

18
1. Έλεγχος και διαχείριση των παραγόντων κινδύνου, που σχετίζονται με την
κακή διατροφή και την έλλειψη της σωματικής άσκηση. Υλοποίηση του
Εθνικού Προγράμματος Προαγωγής της Σωματικής Άσκησηςκαι της Υγιεινής
Διατροφής (ΕΠΠΣΑΥΔ).
2. Ενίσχυση των προστατευτικών παραγόντων, που επιδρούν στην επίπτωση της
συγκεκριμένης διαταραχής. Υλοποίηση του Εθνικού Προγράμματος
Αντιμετώπισης του Αλκοόλ (ΕΠΑΑ)
3. Το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών(ΕΠΕΜΒ), το οποίο απευθύνεται σε
ειδικές και ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, παιδιά, ανηλίκους και ενήλικες,
μετακινούμενους πληθυσμούς και πληθυσμούς που βρίσκονται σε κίνδυνο.

➢ Δευτερογενής Πρόληψη

Οι παρεμβάσεις πρώιμης ανίχνευση υπάρχουσας αλλά όχι κλινικά ορατής νόσου


αφορούν στη δευτερογενή πρόληψη νοσημάτων, με άξονες όπως:
• Πρώιμη ανίχνευση νοσημάτων υψηλού επιπολασμού. Υλοποίηση του Εθνικού
ΠρόγραμματοςΠροσυμπτωματικού Ελέγχου (ΕΠΠΕ), στον γενικό πληθυσμό.
• Το Εθνικό Πρόγραμμα Συστηματικού Προγεννητικού και Περιγεννητικού
Ελέγχου (ΕΠΠΓΕ), το οποίο απευθύνεται στον πληθυσμό για την προάσπιση
της υγείας του κατά την προγεννητική και περιγεννητική περίοδο.

➢ Τριτογενής Πρόληψη

Οι παρεμβάσεις, που στοχεύουν στην αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης των


πολιτών εστιάζουν τα προγράμματα:
• Εθνικό Πρόγραμμα Ψυχοκοινωνικής Ένταξης και Αποκατάστασης για άτομα
με σοβαρά Ψυχοκοινωνικά Προβλήματα (ΕΠΨΕΑΑΨΥΠ)
• Ανακουφιστική Φροντίδα Για Ασθενείς με Καρκίνο

2.3. Τα Σημαντικότερα Μεταδοτικά Νοσήματα Σήμερα στην Ελλάδα


Τόσο η νοσηρότητα, όσο και η θνησιμότητα των λοιμωδών νοσημάτων, μειώθηκαν
σημαντικά τα τελευταία πενήντα χρόνια. Εντούτοις, παρά τη γενικότερη βελτίωση

19
των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, την εφαρμογή προγραμμάτων εμβολιασμού
και τη χρήση εξελιγμένων αντιβιοτικών και άλλων φαρμάκων, παλαιές μορφές
λοιμωδών νοσημάτων που αναδύονται ξανά, αλλά και νεοεμφανιζόμενα νοσήματα,
εξακολουθούν να αποτελούν σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας στις
ανεπτυγμένες χώρες. Μάλιστα, σε συνδυασμό με την επικράτηση των χρόνιων
νοσημάτων που σε μεγάλο ποσοστό οφείλονται σε τροποποιήσιμους παράγοντες
(π.χ. καρδιαγγειακά νοσήματα), μιλάμε πλέον για ένα μεταβατικό μοντέλο στη
Δημόσια Υγεία, το οποίο δεν έχει προσδιοριστεί πλήρως (Κρεμαστινού, 2007).

Στην Ελλάδα, η μετάβαση του επιδημιολογικού νοσολογικού προτύπου με τη μείωση


των μεταδοτικών νοσημάτων, παρατηρείται ήδη από το δεύτερο ήμισυ του
περασμένου αιώνα. Το 1950 εκδίδεται το βασιλικό διάταγμα της 3ης - 9ης Νοεμβρίου,
με το οποίο καταγράφεται το σύνολο των θεωρούμενων τότε «επιδημικών
νοσημάτων» και καθορίζονται σε γενικές γραμμές οι διαδικασίες για την πρόληψη
και τη δήλωσή τους (Παναγιωτόπουλος, 2004). Η Ελλάδα, ακολουθώντας την πορεία
των ανεπτυγμένων χωρών, έχει πετύχει σημαντική πρόοδο στον έλεγχο και
περιορισμό πολλών λοιμωδών νοσημάτων. Στο γεγονός αυτό συντέλεσε η
ανοσοποίηση του πληθυσμού μέσω μαζικών εμβολιασμών, η εισαγωγή νέων
αντιβιοτικών, οι συνεχείς βελτιώσεις στη διατροφή και στις συνθήκες υγιεινής και
διαβίωσης (Χατζηχριστοδούλου,2002).

Στους παράγοντες που ευθύνονται για την επανεμφάνιση παλαιών μεταδοτικών


νοσημάτων συμπεριλαμβάνονται:
• Η μαζική και γρήγορη μετακίνηση του πληθυσμού με αερομεταφορές.
• Η μη ελεγχόμενη είσοδος μεταναστών και υπηκόων τρίτων χωρών στη χώρα μας.
• Η ανάπτυξη ανθεκτικότητας αρκετών μικροβίων στα αντιβιοτικά λόγω κατάχρησης
των τελευταίων.
• Τα λάθη στη στρατηγική κατά την εφαρμογή ευρέων προγραμμάτων εμβολιασμών,
όπως εφησυχασμός και έλλειψη επιδημιολογικής εποπτείας στις υπηρεσίες υγείας
μετά την αρχική ραγδαία μείωση των κρουσμάτων. Η ανεπαρκής καταγραφή της
εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού - στόχου, η παρατηρούμενη αδυναμία

20
προσπέλασης μειονοτικών ομάδων (π.χ. αθίγγανοι), η λανθασμένη επιλογή
σχημάτων εμβολιασμών κ.λπ. (Λάγγας 2002).
• Η απουσία εκτεταμένων προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου (screening)
του πληθυσμού για νοσήματα, όπως η φυματίωση.

2.4 Πρόληψη Μεταδοτικών Νοσημάτων

Η πρόληψη και η αντιμετώπιση των μεταδοτικών νοσημάτων αποτελεί βασική


συνιστώσα της διαδικασίας για την προάσπιση και την προαγωγή της Δημόσιας
Υγείας. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι κατά το παρελθόν και για μακρές
περιόδους στην ιστορία της ανθρωπότητας, τα μεταδοτικά νοσήματα αποτελούσαν
το μεγαλύτερο κίνδυνο που απειλούσε την ανθρώπινη ζωή. Για την κατηγοριοποίηση
των μεταδοτικών νοσημάτων έχουν προταθεί διάφορα κριτήρια, με τοπλέον
διαδεδομένο να είναι εκείνο που αφορά στον τρόπο μετάδοσής τους (Ξηρός 2004).
Στις περισσότερες περιπτώσεις για τη μετάδοση του νοσήματος απαιτείται: η
ανθρώπινη επαφή, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την καθημερινή κοινωνική
επαφή (διφθερίτιδα, γρίπη, ιλαρά, παρωτίτιδα και άλλα νοσήματα, τα οποία είναι
μεν ενεργά, αλλά η εμφάνισή τους ως δυνάμει επιδημικών έχει καταστεί μάλλον
ελεγχόμενη) ή η σεξουαλική επαφή (σύφιλη, γονόρροια, χλαμυδία, AIDS).
Άλλα νοσήματα μπορεί να μεταδίδονται μέσω της διατροφικής αλυσίδας, δηλαδή
μέσω του νερού ή της τροφής (άνθρακας, αλλαντίαση, λεπτοσπείρωση και άλλα
νοσήματα) ή και μέσω του αέρα (λεγεονέλλωση, μηνιγγιτιδοκοκική νόσος, λοίμωξη
από πνευμονιόκοκο, φυματίωση), ενώ άλλα μπορούν να μεταδίδονται από τα ζώα
στον άνθρωπο (βρουκέλλωση, εχινόκοκκος, λύσσα, πυρετός Q κ.λπ.).
Εκτός αυτών, ξεχωριστή κατηγορία μεταδοτικών νοσημάτων αποτελούν εκείνα τα
οποία προλαμβάνονται με εμβολιασμό, αφού πρόκειται για ασθένειες που
μπορούμε με σιγουριά πλέον να ισχυριστούμε ότι είναι ελεγχόμενες και μπορούν να
προληφθούν. Τέλος, σημαντική κατηγορία αποτελούν τα νοσήματα που
μεταδίδονται εντός νοσοκομείου ή σε άλλους χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας,
και τα νοσήματα που δημιουργούνται εξαιτίας της αυξανόμενης αντοχής των
μικροβίων στα αντιβιοτικά (λόγω της υπερβολικής κατανάλωσης φαρμάκων και για

21
άλλες αιτίες) (Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Πρόληψη των Μεταδοτικών Νοσημάτων
2008 – 2012).

2.5 Κύρια Μέτρα Πρόληψης και Προστασίας από τα Μεταδοτικά Νοσήματα


Τα μέτρα τα οποία κυρίως εντάσσονται μέσα στο Πλαίσιο δράσης της δημόσιας
υγείας, για τον έλεγχο των μεταδοτικών νοσημάτων είναι τα κάτωθι:

1. Δήλωση των νοσημάτων. Δήλωση είναι η γνωστοποίηση στις υγειονομικές αρχές


κρουσμάτων νόσων, επιδημιών ή άλλων συμβάντων. Για να ελεγχθεί γρήγορα ένα
λοιμώδες νόσημα είναι αναγκαία η ταχεία αναγνώρισή του και η δήλωσή του στις
αρμόδιες υγειονομικές αρχές.

2. Επιδημιολογική επιτήρηση. Σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ., επιδημιολογική επιτήρηση


είναι η συνεχής συλλογή στοιχείων, καταχώριση, ανάλυση, επεξεργασία και διάθεση
των αποτελεσμάτων σε όσους απαιτείται να λάβουν στρατηγικές και πολιτικές
αποφάσεις

3. Εμβολιασμός του πληθυσμού. Στη συλλογική ανοσία, τα επίνοσα άτομα ενός


πληθυσμού και ο πληθυσμός ως σύνολο, προστατεύονται εμμέσως από μόλυνση με
μικροοργανισμό λόγω της παρουσίας άνοσων ατόμων στον πληθυσμό. Κρίσιμο
σημείο αποτελεί η επίτευξη ικανού επιπέδου ανοσίας του πληθυσμού, ώστε να
μπορεί να αποτραπεί η επέλευση επιδημιών (Παναγιωτόπουλος, 2004). Για να
δημιουργηθεί το επιθυμητό τείχος προστασίας, κρίσιμη είναι η ανοσοποίηση(ο
εμβολιασμός) ενός ποσοστού του πληθυσμού κατ’ ελάχιστο. Για παράδειγμα, στα
περισσότερα μεταδοτικά νοσήματα για να αποφευχθεί τυχόν επιδημία η συλλογική
ανοσία πρέπει να είναι της τάξης του 80%-95% (Κρεμαστινού, 2007). Σε κάθεxώρα,
προκειμένου να υπάρχει παγκοσμίως μια ενιαία πολιτική εμβολιασμών προτείνονται
συγκεκριμένα είδη εμβολίων, και ορίζεται ένα χρονοδιάγραμμα εμβολιασμών, που
προγραμματίζεται από την πολιτεία, σύμφωνα με τις τρέχουσες επιδημιολογικές
συνθήκες και τις διεθνείς οδηγίες. Εάν οι συνθήκες αλλάξουν, τροποποιείται η
χρονολογική σειρά ή η ηλικία έναρξης ή και όλο το πρόγραμμα των εμβολιασμών. Το
Πρόγραμμα Εμβολιασμών για τη χώρα μας, προτείνεται από την Εθνική Επιτροπή

22
Εμβολιασμών στο Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, και το Υπουργείο
το εγκρίνει ή το τροποποιεί

4. Έλεγχος και περιορισμός των υποδόχων. Τα υποδόχα είναι οι φυσικοί μεταφορείς


των λοιμωδών νόσων. Ο έλεγχός τους ποικίλλει ανάλογα με τη φύση του οργανισμού.
Για τα ζώα υποδόχα μπορούμε να προβούμε σε θανάτωση ή καραντίνα. Η δράση των
ανθρώπινων υποδόχων μπορεί να περιοριστεί με εμβολιασμούς, με χημειοθεραπεία
(στην περίπτωση της φυματίωσης για παράδειγμα) ή με χημειοπροφύλαξη (όπως με
τους μηνιγγιτιδόκοκκους).

5. Περιορισμός της μετάδοσης των λοιμογόνων παραγόντων. Ο περιορισμός της


μετάδοσης των λοιμογόνων παραγόντων γίνεται με: απομόνωση ασθενών - το
φυσικό τους διαχωρισμό δηλαδή κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταδοτικότητας
της νόσου και για διάστημα τουλάχιστον ίσο με αυτή, καραντίνα ή αλλιώς
απομόνωση ή περιορισμός της ελεύθερης κίνησης υγιών ατόμων που ίσως έχουν
μολυνθεί και απολύμανση, που είναι η καταστροφή λοιμογόνων παραγόντων με την
άμεση εφαρμογή χημικών ή φυσικών μέσων (αερισμό, ήλιο) ιδίως για νοσήματα που
μεταδίδονται με σκόνη ή αγωγούς.

6. Ειδική πολιτική για την αντιμετώπιση των νοσοκομειακών λοιμώξεων και της
μικροβιακής αντοχής (Κρεμαστινού, 2007). Η εμφάνιση, με αυξανόμενη συχνότητα,
λοιμώξεων που οφείλονται σε μικροοργανισμούς που εμφανίζουν αντοχή σε μία ή
περισσότερες ομάδες αντιβιοτικών, αποτελεί ένα σημαντικό κλινικό πρόβλημα, αλλά
και πρόβλημα Δημόσιας Υγείας σε πολλά μέρη του κόσμου. Οι λοιμώξεις αυτές
συνήθως αφορούν σε ασθενείς που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία (νοσοκομειακές
λοιμώξεις ή λοιμώξεις σε χώρους παροχής υγείας) και συχνά αποτελούν επιπλοκή
νοσηλευτικής πράξης. Για την αντιμετώπιση αυτού του σοβαρού αναδυόμενου
προβλήματος Δημόσιας Υγείας, έχει προταθεί η εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου
Δράσης για την Αντιμετώπιση της Μικροβιακής Αντοχής στα Αντιβιοτικά και των
Λοιμώξεων σε Χώρους Παροχής Υγείας, το οποίο αποτελεί μέρος του συνολικού
σχεδιασμού για τη Δημόσια Υγεία.

Υποενότητα 3- Πρόληψη Νοσημάτων

23
3.1 Πρόληψη Καρκίνου

Ο καρκίνος περιλαμβάνει μια ομάδα νοσημάτων που απειλούν τη ζωή και γι’ αυτό
είναι σημαντικό να εντοπίζονται νωρίς, σε πρώιμο στάδιο, για να μπορούν να
αντιμετωπισθούν επιτυχώς. Συνεπώς η πρόληψη μέσω της κλινικής εξέτασης και των
εργαστηριακών εξετάσεων έχει τεράστια αξία για την έγκαιρη διάγνωση και τη
θεραπεία με στόχο την ίαση. Ο καρκίνος, το 2020, αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου
παγκοσμίως στις σύγχρονες κοινωνίες, με ποσοστό 27%, με δεύτερη τα
καρδιαγγειακά νοσήματα. Ειδικά για τους κάτω των 65 ετών, το ποσοστό του
καρκίνου ως αιτία θανάτου αυξάνει στο 38%. Κατά το 2019 μάλιστα, καταγράφηκαν
περί τα 67.000 νέα κρούσματα καρκίνου και περίπου 32.000 θάνατοι (WHO, 2021).
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ο.Ο.Σ.Α, η θνησιμότητα από καρκίνο
παραμένει γενικά χαμηλότερη απ’ ότι στις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες (OECD
2007). Μεταξύ των 34 χωρών μελών του Ο.Ο.Σ.Α, η Ελλάδα κατατασσόταν το 2004
στη 19η θέση ως προς τη θνησιμότητα στους άνδρες και στην 23η στις γυναίκες.
Όμως, η ευνοϊκή θέση της χώρας είναι σε κάποιο βαθμό πλασματική λόγω ελλείψεων
στη διάγνωση, σφαλμάτων στην ταξινόμηση και κυρίως λόγω της έλλειψης εθνικού
αρχείου νεοπλασιών (Τούντας 2001).

Διαρκώς αυξάνεται το ποσοστό θανάτων, ενώ το πλέον ανησυχητικό είναι πως


φαίνεται τα θύματα να έχουν όλο και μικρότερες ηλικίες. Το ήπαρ, το πάγκρεας, η
ουροδόχος κύστη, οι νεφροί και το μελάνωμα, είναι οι συχνότερες μορφές καρκίνου
στον λεγόμενο δυτικό κόσμο, την ώρα που επισήμως καταγράφεται ως η «νούμερο
2» αιτία θανάτου, μετά τα καρδιαγγειακά. «Η έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου σώζει
ζωές και μειώνει τα έξοδα θεραπείας. Δυστυχώς, πολλά περιστατικά καρκίνου
διαγιγνώσκονται πολύ αργά, ακόμη και σε χώρες με προηγμένα συστήματα υγείας,
καθιστώντας δυσκολότερη την επιτυχία της θεραπείας. Αυτό οδηγεί πολλούς
ασθενείς σε ταλαιπωρία και πρόωρο θάνατο», επισημαίνει σε πρόσφατη επίσημη
δήλωσή του ο ΠΟΥ (OECD , 2007; WHO, 2021).
Ο καρκίνος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί πλήρως, καθώς προς το παρόν δεν υπάρχει
100% αποτελεσματική θεραπεία για τη συγκεκριμένη ασθένεια. Μπορεί όμως σε

24
πολλές περιπτώσεις να προληφθεί ή να καταπολεμηθεί, εφόσον διαγνωστεί σε πολύ
πρώιμο στάδιο. Είναι χαρακτηριστικό πως βάσει υπολογισμών, περίπου το 1/3 των
κρουσμάτων καρκίνου θα μπορούσε να προληφθεί εάν προσαρμόζαμε τις συνήθειές
μας και εάν δεν παραμελούσαμε τις προληπτικές, ιατρικές μας εξετάσεις. Το
κάπνισμα, η διατροφή, η σωματική άσκηση είναι παράγοντες που μπορούν να
επηρεάσουν την εμφάνιση καρκίνου και οι οποίοι μπορούν να ρυθμιστούν ώστε να
ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες αυτές.

Οι ενέργειες της Ε.Ε στον τομέα αυτό ανήκουν στο πλαίσιο του γενικού
προγράμματος δράσης Δημόσιας Υγείας με το οποίο κλήθηκαν τα κράτη-μέλη να
αναλάβουν δράση όσον αφορά:
• Στην εφαρμογή των προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου.
• Στην καταγραφή και στη διαχείριση των δεδομένων του προσυμπτωματικού
ελέγχου.
• Στην κατάρτιση.
• Στην εισαγωγή νέων εξετάσεων προσυμπτωματικού ελέγχου λαμβάνοντας υπ’
όψη τα αποτελέσματα της διεθνούς έρευνας.
Η Ε.Ε συνεχίζει να τοποθετεί τον καρκίνο στην ατζέντα της Δημόσιας Υγείας με την
Κοινή Δράση (Joint Action) με τίτλο «Ανάπτυξη ευρωπαϊκών κατευθυντήριων
γραμμών για τη βελτίωση της ποιότητας στον ολοκληρωμένο έλεγχο του καρκίνου»
(CanCon). Το Πρόγραμμα είναι συνέχεια της Ευρωπαϊκής Σύμπραξης για τη Δράση
ενάντια στον Καρκίνο (European Partnership for Action Against Cancer – EPAAC).
Ο Ευρωπαϊκός κώδικας κατά του καρκίνου είναι ένα ενημερωτικό φυλλάδιο από το
Υπουργείο Υγείας που απευθύνεται σε μαθητές σχολείων.

H Ευρωπαϊκή Σύμπραξη για Δράση Ενάντια στον Καρκίνο – European Partnership


for Action Against Cancer (EPAAC 2009-2013), αποτελεί μια κοινή δράση η οποία
εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 10 Ιουνίου 2008 με σκοπό τη στήριξη
των προσπαθειών των κρατών-μελών για την αποτελεσματικότερη παρέμβαση και
αντιμετώπιση του καρκίνου, με τη δημιουργία ενός πλαισίου για τον εντοπισμό και
την ανταλλαγή πληροφοριών, ικανοτήτων και εμπειρογνωμοσύνης στον τομέα της
πρόληψης και του ελέγχου του καρκίνου.

25
Το Γραφείο του Εθνικού Αρχείου Νεοπλασιών (ΕΑΝ) συμμετείχε στο Ευρωπαϊκό
Πρόγραμμα με τίτλο «Μεταφραστική Έρευνα για τον Καρκίνο» σε συνεργασία με
τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) του Υπουργείου Ανάπτυξης,
Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Το πρόγραμμα
χρηματοδοτήθηκε από το 7ο Κοινοτικό Πλαίσιο (7th Framework Programme, FP7) στη
θεματική περιοχή της Υγείας. Ο όρος μεταφραστική έρευνα για τον καρκίνο
(translational cancer research) αφορούσε στη στενή διασύνδεση βασικής έρευνας και
κλινικής πράξης, με στόχο τη μεγιστοποίηση του οφέλους για τον ασθενή. Η
ενδυνάμωση της μεταφραστικής έρευνας μέσω της υλοποίησης στοχευμένων
παρεμβάσεων για την πρόληψη, τη διάγνωση, την πρόγνωση, τη θεραπεία και τη
μέριμνα, παραμένει επιτακτική ανάγκη σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Το Εθνικό Αρχείο Νεοπλασιών συμμετείχε ως παρατηρητής στο Ευρωπαϊκό


Πρόγραμμα με τίτλο «Ευρωπαϊκοί Δείκτες Υγείας σχετικά με τον Καρκίνο», με
βασικό στόχο την αναβάθμιση της επιδημιολογικής επιτήρησης και την καταγραφή
του καρκίνου στην Ελλάδα.

Στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τον Καρκίνο (2011-2015),στον άξονα που αφορά στην
πρόληψη ενεργοποιούνται οι παρακάτω δράσεις:

• Δράση 1: Μείωση της επίπτωσης καρκίνου που σχετίζεται με το κάπνισμα.


Ενέργεια: Συνέχιση και εντατικοποίηση της εκστρατείας κατά του
Καπνίσματος.
• Δράση 2: Μείωση της επίπτωσης καρκίνου που σχετίζεται με το αλκοόλ, η
οποία αποτελεί δράση υψηλής προτεραιότητας. Τα αποτελέσματά της
περιλαμβάνουν εκτός από τη μείωση των νέων περιπτώσεων καρκίνου και τη
μείωση των οδικών ατυχημάτων. Ενέργεια: Ανάπτυξη ενημερωτικής
εκστρατείας για τη μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ σε συνεργασία και με το
Υπουργείο Παιδείας, Διά βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων.
• Δράση 3: Μείωση της επίπτωσης του καρκίνου που σχετίζεται με την
παχυσαρκία, τη διατροφή και την έλλειψη σωματικής άσκησης. Η

26
υλοποίησή της θα έχει πολλαπλά οφέλη: μείωση της επίπτωσης του Καρκίνου
αλλά και μείωση της επίπτωσης των καρδιαγγειακών και των υπόλοιπων
Χρόνιων Μη Μεταδιδόμενων Νοσημάτων που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής.
Μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την ανάπτυξη ενημερωτικής εκστρατείας για την
υγιεινή διατροφή και την αύξηση της σωματικής άσκησης. (Σε συνεργασία και
με το Υπουργείο Παιδείας, Διά βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, καθώς και
το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων).
• Δράση 4: Μείωση της επίπτωσης των κακοηθών νεοπλασιών του δέρματος.
Ενέργεια: Ανάπτυξη ενημερωτικής εκστρατείας για τη μείωση της έκθεσης
στην ηλιακή ακτινοβολία και την ευαισθητοποίηση στην αναγνώριση κλινικών
σημείων.
• Δράση 5: Εθνικής εμβέλειας δράσεις αγωγής και προαγωγής της υγείας του
γενικού πληθυσμού για την ενημέρωση και την πρώιμη αναγνώριση των
συνηθέστερων μορφών κακοηθών νεοπλασιών, καθώς και των
παραγόντων που σχετίζονται με αυτές. Ενέργεια 1: Προαγωγή της υγείας στα
δημόσια σχολεία (για την οικοδόμηση γενεών με πιο συνειδητοποιημένες και
υπεύθυνες συμπεριφορές) και Ενέργεια 2: Αγωγή υγείας σε ευάλωτες
κοινωνικές ομάδες και πληθυσμούς υψηλού κινδύνου (απασχολούμενοι σε
περιβάλλοντα με μακροχρόνια έκθεση σε καρκινογόνες ουσίες κ.λπ.).

3.2 Ο HIV/AIDS

Ο HIV (Human Immunodeficiency Virus – Ιός Ανοσοανεπάρκειας του Ανθρώπου) είναι


ο ιός που προκαλεί το Σύνδρομο της Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας (Acquired
Immune Deficiency Syndrome – AIDS).

27
Το AIDS υπολογίζεται, σύμφωνα με στοιχεία του 2007, ότι είναι υπεύθυνο για 25
εκατομμύρια θανάτους από το 1981, όταν δηλαδή για πρώτη φορά διαπιστώθηκε η
ύπαρξή του, ενώ το 2006 κόστισε τη ζωή περισσότερων από τρία εκατομμύρια
(3.000.000) ανθρώπων. Ο συνολικός αριθμός οροθετικών παγκοσμίως έχει ξεπεράσει
τα σαράντα εκατομμύρια (40.000.000). Η Υποσαχάριος Αφρική έχει τη θλιβερή
πρωτιά, όπου σχεδόν τα δύο τρίτα παγκοσμίως που ζουν με τον ιό του AIDS
βρίσκονται εκεί. Στην Ασία, 8,3 εκατομμύρια άνθρωποι είναι θετικοί στον ιό και 1,1
εκατομμύρια άνθρωποι διαγνώστηκαν πρόσφατα. Αν και η εξάπλωση του ιού είναι
χαμηλή στις Ασιατικές χώρες, σε κάποιες από αυτές που οι πληθυσμοί είναι μεγάλοι,
η χαμηλή επικράτηση του AIDS μεταφράζεται σε τεράστιους αριθμούς μολυσμένων,
όπως στην Ινδία που ο αριθμός τους ξεπερνά τα πέντε εκατομμύρια (5.000.000).

Στην Αμερική, σχεδόν 3,5 εκατομμύρια άτομα είναι οροθετικοί, με τις γυναίκες να
αποτελούν το μισό οροθετικό πληθυσμό στην περιοχή της Καραϊβικής. Ωστόσο
υπάρχουν και μερικά ενθαρρυντικά συμπεράσματα που αναφέρονται από τη United
Nations Programme on HIV/AIDS(UNAIDS). Ως αποτέλεσμα των έντονων
προγραμμάτων πρόληψης, η επικράτηση του ιού του AIDS μειώνεται στα αστικά μέρη
της Κένυας. Αν και η ίδια η θνησιμότητα του ιού του AIDS οδηγεί σε μια μείωση, η
UNAIDS θεωρεί τα ευρήματα στην Κένυα ως το αποτέλεσμα των αλλαγών στη
συμπεριφορά. Η μειωμένη επικράτηση του ιού στη Μπουρκίνα Φάσο και στην Αϊτή,
θεωρείται επίσης το αποτέλεσμα των προσπαθειών πρόληψης σε αυτά τα έθνη.

Στην Ε.E, η επιδημία του AIDS αποτελεί από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ένα από τα
κυριότερα θέματα Δημόσιας Υγείας. Στις 23 από τις 25 χώρες (δεν υπάρχουν στοιχεία
για την Ιταλία και την Ισπανία στο ECDC), διαγνώστηκαν το 2004 περίπου 24.000 νέες
περιπτώσεις μόλυνσης με τον ιό HIV, με μία συχνότητα 68 ατόμων ανά εκατομμύριο
πληθυσμού, και με αύξηση κατά 56% από το 2001. Το (1/3) ένα τρίτο των
περιπτώσεων αφορά γυναίκες, ενώ στο 13% φτάνουν τα ποσοστά που αναφέρονται
σε ηλικίες μεταξύ των 15 έως 24 ετών. Από το 2001, υπάρχει αύξηση του αριθμού
των δηλωμένων περιστατικών μόλυνσης μέσω ετεροφυλοφιλικής σεξουαλικής
επαφής κατά 91%, ενώ όσον αφορά ομοφυλόφιλους ή αμφιφυλόφιλους άνδρες η
αύξηση είναι 76%. Αντίθετα υπάρχει μείωση κατά 50% για τους χρήστες ενδοφλέβιων
τοξικών ουσιών (ΚΕΕΛΠΝΟ,2015).

28
Την πενταετία (2013-17), 3,721 άνθρωποι διαγνώσθηκαν με HIV στην Ελλάδα, 651
εκδήλωσαν AIDS και 463 πέθαναν εξαιτίας επιπλοκών του AIDS. Ιδιαίτερα
ανησυχητικό είναι, δε, το γεγονός ότι ένα πολύ υψηλό ποσοστό των ανθρώπων που
διαγιγνώσκονται με HIV (56.7% το 2017 και 57.9% το 2016) διαγιγνώσκονται
καθυστερημένα, έως και αρκετά χρόνια μετά τη μετάδοση του ιού και αφότου αυτός
έχει επιβαρύνει σημαντικά την υγεία τους (ECDC,2017).

Ο μαθητικός - νεανικός πληθυσμός της Ελλάδας, ειδικότερα, φαίνεται πως είναι


ιδιαίτερα ευάλωτος σε κινδύνους που σχετίζονται με τη μη ασφαλή σεξουαλική
συμπεριφορά, όπως ο HIV και τα υπόλοιπα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα ή
οι ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες. Το 10% των νέων διαγνώσεων HIV, κατά την τελευταία
5ετία (2013-17), έγινε σε νέους ανθρώπους 15-24 ετών, ενώ το 25% σε νέους 15-29
ετών(ΚΕΕΛΠΝΟ,2017) .

Ο HIV δρα καταστρέφοντας κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, τα οποία


διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην προστασία του οργανισμού από λοιμώξεις και
άλλα νοσήματα. Μπορεί να μεταδοθεί μέσω της χωρίς προφυλακτικό σεξουαλικής
επαφής (πρωκτική, κολπική, στοματική) ή μέσω της από κοινού χρήσης αιχμηρών
αντικειμένων (ξυραφάκια, βελόνες, σύριγγες) με HIV οροθετικό άτομο και από μία
HIV οροθετική μητέρα στο νεογνό κατά τη διάρκεια της κύησης, του τοκετού και του
θηλασμού. Ο ιός δεν μεταδίδεται μέσω της καθημερινής κοινωνικής επαφής
(χειραψία, αγκαλιά, φιλί στο μάγουλο), των κουνουπιών ή άλλων εντόμων, της από
κοινού χρήσης οικιακών σκευών, του σάλιου, των δακρύων, του ιδρώτα, του αέρα ή
του νερού (ΚΕΕΛΠΝΟ, 2018; ECDC, 2017).

3.2.1 Προγράμματα πρόληψης του HIV/AIDS

Το 1996, η E.E ανέπτυξε το πρώτο πρόγραμμα δράσης για την πρόληψη του AIDS και
ορισμένων μεταδοτικών νόσων (1996-2000). Στη συνέχεια, οι ενέργειες του
προγράμματος αυτού ενσωματώθηκαν στο πρόγραμμα δράσης για τη Δημόσια Υγεία
2003 – 2008.

29
Η πολιτική για την πρόληψη του AIDS και των άλλων μεταδοτικών νοσημάτων
περιλαμβάνει τα εξής (UNAIDS,2021):

• Επιδημιολογική παρακολούθηση. Η ΕΕ δημιούργησε ένα δίκτυο επιδημιολογικής


παρακολούθησης και ελέγχου των μεταδοτικών νόσων, σκοπός του οποίου είναι η
ανάπτυξη στενής συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών και η ενίσχυση του
συντονισμού στον τομέα των σοβαρών μεταδοτικών νόσων.

• Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων. Επιπλέον, το 2004 ιδρύθηκε το


Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) με σκοπό την ενίσχυση της
ικανότητας αντιμετώπισης των επιδημικών εκρήξεων από την πλευρά της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα κύρια καθήκοντά του είναι η επιδημιολογική επιτήρηση, ένα
σύστημα έγκαιρου συναγερμού και αντίδρασης, επιστημονικές γνωμοδοτήσεις και
μέτρα για την υποστήριξη και την ανάπτυξη της ετοιμότητας στην περίπτωση νέων
απειλών για την υγεία.

• Μέτρα και πολιτικές για τρίτες χώρες. Η ευρωπαϊκή επιτροπή έλαβε πολυάριθμα
μέτρα σχετικά με την αντιμετώπιση των μεταδοτικών νόσων στις αναπτυσσόμενες
χώρες, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δράσης για να επιταχυνθεί η
καταπολέμηση ορισμένων μεταδοτικών νόσων, μεταξύ των οποίων και το AIDS, και
ενός κανονισμού του Ιουλίου του 2003 σχετικά με την καταπολέμηση των νόσων που
οφείλονται στη φτώχεια (HIV/AIDS, φυματίωση και ελονοσία) στις αναπτυσσόμενες
χώρες.

O έλεγχος για HIV/AIDS είναι πάντα εμπιστευτικός, εθελοντικός μετά από την πλήρη
και κατανοητή ενημέρωση του ατόμου που επιθυμεί να εξεταστεί. O έλεγχος μπορεί
να είναι και ανώνυμος στην περίπτωση που το επιθυμεί ο/η εξεταζόμενος/η.
Διεξάγεται σε δημόσια νοσοκομεία, σε Κέντρα Αναφοράς & Ελέγχου AIDS, σε
ιδιωτικές δομές και σε δομές στην κοινότητα.

Στον άξονα Πρόληψης του Σχεδίου Δράσης για το AIDS (2008-2012), σχετικά με την
πρόληψη της μετάδοσης HIV/AIDS στον Γενικό Πληθυσμό, οι στόχοι που τίθενται
είναι οι εξής:

30
• Βελτίωση του επιπέδου επαγρύπνησης και συμπεριφορών που ευνοούν την
πρόληψη.
• Προώθηση της χρήσης προφυλακτικών.
• Αγωγή Υγείας σχετικά με τα μέτρα πρόληψης κατά τις σεξουαλικές επαφές.
• Υποστήριξη αποτελεσματικού συνδυασμού προστασίας/ελέγχου.
• Διευκόλυνση της αποδοχής της πληροφορίας.
• Στήριξη συμπεριφορών ενάντια στο ρατσισμό και στη διάκριση.
• Ευαισθητοποίηση του πληθυσμού.
• Έγκυρη πληροφόρηση.
• Υιοθέτηση υγιών προτύπων συμπεριφοράς.
• Έγκαιρη ανίχνευση του ιού HIV.
• Πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας.
• Μείωση κοινωνικού στίγματος.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στην Πρόληψη στους Νέους Ηλικίας 15 - 24 ετών οι στόχοι
είναι:

• Αναγνώριση κινδύνου HIV λοίμωξης.


• Συστηματική χρήση προφυλακτικού.
• Ανάπτυξη δεξιοτήτων διαχείρισης σεξουαλικότητας.
• Έγκυρη πληροφόρηση.
• Έγκαιρη ανίχνευση Σ.Μ.Ν. και HIV/AIDS στους νέους.
• Υιοθέτηση ασφαλέστερων σεξουαλικών συμπεριφορών.
• Γνώση των τρόπων μετάδοσης/πρόληψης των Σ.Μ.Ν. και του HIV/AIDS.

Ειδικό εκπαιδευτικό υλικό σχετικά με την πρόληψη του AIDS και των Ηπατίτιδων,
παρέχεται από το Υπουργείο Υγείας, μέσω του τομέα Αγωγής Υγείας, με συνοπτική
περιγραφή αυτού του υλικού και οδηγίες προς τους εκπαιδευτικούς για την
εννοιολογική προσέγγιση της ορολογίας.

Το πρόγραμμα «Πρόληψη της λοίμωξης HIV σε μαθητές της Β’ και Γ’ τάξης Λυκείου»
του Κέντρου Ζωής σχεδιάστηκε για να καλύψει το επανειλημμένως διαπιστωμένο και
κρίσιμης σημασίας κενό, στην ενημέρωση του νεανικού-μαθητικού πληθυσμού σε

31
σχέση με το HIV/AIDS και την ασφαλή σεξουαλική συμπεριφορά, ένα έλλειμμα
κρίσιμης σημασίας για την προστασία της ατομικής και της δημόσιας υγείας, αλλά
και για την κοινωνική ευημερία των ανθρώπων που ήδη ζουν με τον HIV. Το
πρόγραμμα περιελάβανε επισκέψεις σε σχολικές μονάδες και των δεκατριών (13)
περιφερειών της Ελλάδας, από ομάδα ειδικά εκπαιδευμένων και έμπειρων στελεχών
του Κέντρου Ζωής και τη διεξαγωγή διαδραστικών ενημερωτικών ομιλιών προς τον
νεανικό - μαθητικό πληθυσμό. Απευθύνθηκε στους μαθητές και τις μαθήτριες των Β’
και άνω τάξεων των γενικών και επαγγελματικών Λυκείων, καθώς και σε όλους τους
μαθητές και τις μαθήτριες των εσπερινών Λυκείων της Ελλάδας. Η παρέμβαση του
Κέντρου Ζωής σχεδιάστηκε με βάση διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές, λαμβάνοντας
ταυτόχρονα υπόψη την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα και τους περιορισμούς
που θέτει το ελληνικό σχολικό πλαίσιο. Πάνω από 65.000 μαθητές Λυκείου
ενημερώθηκαν για τον HIV και το AIDS, μέσα από 1.274 ενημερώσεις που
πραγματοποίησαν οι ομάδες των ειδικά εκπαιδευμένων και έμπειρων στελεχών του
Οργανισμού σε όλη τη χώρα, με τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς να δείχνουν
πραγματικό ενδιαφέρον. Η αναγκαιότητα της ενημέρωσης σχετικά με το θέμα του
HIV και του AIDS αναδείχθηκε από το σύνολο του εκπαιδευτικού προσωπικού, το
οποίο κρίνει πιο αναγκαία από ποτέ την ένταξη θεματικών σχετικών με τη σεξουαλική
αγωγή στο πρόγραμμα σχολικών δραστηριοτήτων.

Παράλληλα υλοποιήθηκε το Πρόγραμμα «Πρόληψη Λοιμώξεων HIV/AIDS,


Ηπατίτιδες» με τη συνεργασία του Υπουργείου Παιδείας, του Υπουργείου Υγείας και
της 7ης Υγειονομικής περιφέρειας. Σκοπός της δράσης αυτής είναι η ενημέρωση και
η ευαισθητοποίηση των παιδιών σε θέματα πρόληψης της λοίμωξης του HIV/AIDS
και διαφόρων τύπων Ηπατίτιδων, την συστηματική χρήση προφυλακτικού, την
ανάπτυξη δεξιοτήτων διαχείρισης της σεξουαλικότητας και την υιοθέτηση
ασφαλέστερων σεξουαλικών συμπεριφορών, σε μία ευρύτερη εκπαιδευτική
προσέγγιση της σεξουαλικότητας ως βασικού στοιχείου της ζωής και την ενίσχυση
του αισθήματος ευθύνης στη μετέπειτα συμπεριφορά του ατόμου, καθώς και σε
θέματα υγιεινής. Την παρέμβαση δύναται να αναπτύσσουν επιμορφωμένοι

32
επιστήμονες υγείας. Απευθύνεται στο μαθητικό πληθυσμό των τάξεων Γ΄ Γυμνασίου
και A’, Β΄, Γ΄ Λυκείου.

3.3 Πρόληψη της Φυματίωσης

3.3.1 Επιδημιολογικά στοιχεία για τη Φυματίωση


Η φυματίωση είναι μία νόσος μεταδοτική αλλά ιάσιμη που προκαλείται από ένα
μικρόβιο που λέγεται Μυκοβακτηρίδιο της Φυματίωσης. Συνήθως προσβάλλει τους
πνεύμονες, μπορεί όμως να προσβάλει και οποιοδήποτε όργανο του σώματος.Το
2019 υπολογίζεται ότι 10.000.000άνθρωποι νόσησαν από φυματίωση παγκοσμίως (5,6
εκατομμύρια άντρες, 3,2 εκατομμύρια γυναίκες και 1,2 εκατομμύρια παιδιά).Η
πολυανθεκτική φυματίωση παραμένει απειλή για την δημόσια υγεία και αυξάνεται
παγκοσμίως- το 2019 διαπιστώθηκαν 206.000 περιπτώσεις παρουσιάζοντας αύξηση κατά
10% σε σχέση με το 2018.Υπολογίζεται ότι περίπου 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι,
δηλαδή το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού, έχουν σε κάποια στιγμή της ζωής τους
μολυνθεί από το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης. Παρότι η συντριπτική
πλειοψηφία -το 90%- αυτών δεν πρόκειται ποτέ να αναπτύξει ενεργό νόσο,
αποτελούν «δεξαμενή» νέων περιστατικών ενεργού φυματίωσης. Μόνο το 2018,
υπολογίζεται ότι σημειώθηκαν 10 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις και 1,5
εκατομμύριο θάνατοι από φυματίωση. Η συχνότητα της νόσου ποικίλει τρομακτικά
στις διάφορες περιοχές της γης. Έτσι, ενώ στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες και
στην Ευρώπη αναφέρονται λιγότερα από 10 νέα περιστατικά ανά 100.000
πληθυσμού ετησίως, σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες ο ετήσιος αριθμός νέων
περιστατικών είναι 20 έως και 50 φορές μεγαλύτερος. Άλλωστε, τo 87% των
περιστατικών παγκοσμίως σημειώνονται σε μόλις 30 χώρες και τα 2/3 σε 8 χώρες της
Αφρικής και της Ασίας(WHO,2020).
Επιπλέον, η φυματίωση αποτελεί νόσημα που πλήττει περισσότερο τις ευπαθέστερες
ομάδες πληθυσμού, και συγκεκριμένα, πρόσφυγες και μετανάστες, ηλικιωμένους,
κρατούμενους, χρήστες παράνομων ουσιών, ασθενείς με HIV λοίμωξη και άλλα αίτια
ανοσοκαταστολής. Οι πρόσφυγες και μετανάστες, συγκεκριμένα, διατρέχουν

33
ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης και νόσησης από φυματίωση, λόγω της
προέλευσής τους, κατά κανόνα, από χώρες με υψηλή επίπτωση φυματίωσης και
συστήματα υγείας που συχνά τελούν υπό κατάρρευση. Ταυτόχρονα εξαιτίας των
κακουχιών που βιώνουν κατά τη διαδικασία της μετανάστευσης, της μακροχρόνιας
παραμονής τους υπό συνθήκες στενού συγχρωτισμού σε προσφυγικούς
καταυλισμούς και της περιορισμένης πρόσβασής τους στο σύστημα υγείας στις
χώρες υποδοχής η επίπτωση της φυματίωσης αυξάνει ακόμα περισσότερο(Bussi,
etal., 2019) .
Η επίπτωση της φυματίωσης υποχωρεί κατά 2% κάθε χρόνο, αλλά ο ρυθμός αυτός
υπολείπεται σημαντικά έναντι του στόχου που έχει τεθεί από τον ΠΟΥ και διακυβεύεται
πλέον λόγω της Πανδημίας Covid 19 .Υπολογίζεται ότι χάρη στη διάγνωση και θεραπεία
της φυματίωσης περίπου 60.000.000 ζωές έχουν σωθεί από το 2000 ως το 2019, ενώ αξίζει
να επισημανθεί ότι η φυματίωση είναι η συχνότερη αιτία θανάτου των ατόμων που
πάσχουν από AIDS (ECDC/WHO, 2013).
Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες του δυτικού κόσμου η Φυματίωση
παρουσιάζει αύξηση το 2020, δεδομένου ότι η πρόσβαση στο σύστημα υγείας έχει
διαταραχθεί λόγω της Πανδημίας του Covid-19. Είναι πιθανό ότι το παγκόσμιο
πισωγύρισμα στον έλεγχο της φυματίωσης συνδυάζεται στην Ελλάδα με την αύξηση
της επίπτωσης της νόσου.

3.3.2 Μετάδοση, Αντιμετώπιση Φυματίωσης


Η φυματίωση μεταδίδεται από το ένα άτομο στο άλλο, με την εισπνοή σταγονιδίων
που περιέχουν μυκοβακτηρίδια. Τα άτομα με πνευμονική φυματίωση αποβάλλουν
πολύ μικρά τέτοια σταγονίδια με τον βήχα, το φτάρνισμα και τη δυνατή ομιλία. Τα
άτομα αυτά μεταδίδουν συνήθως τη νόσο στους ανθρώπους που είναι σε επαφή μαζί
τους αρκετές ώρες κάθε μέρα. Αυτοί μπορεί να είναι η οικογένειά τους, οι φίλοι τους
ή οι συνάδελφοι στη δουλειά.

Η φυματίωση σχεδόν πάντα μπορεί να θεραπευτεί, πρέπει όμως να λαμβάνονται


περισσότερα από ένα φάρμακα και για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό
συμβαίνει γιατί ο αριθμός των μικροβίων που πρέπει να σκοτωθεί είναι μεγάλος
αλλά και για να αποφευχθεί η ανάπτυξη στελεχών του μυκοβακτηριδίου που είναι

34
ανθεκτικά σε κάποιο ή κάποια φάρμακα. Σημειώνεται ότι σήμερα κυκλοφορούν
τέτοια ανθεκτικά στελέχη και αυτό αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας
που αντιμετωπίζεται διεθνώς με ιδιαίτερη προσοχή (Ramírez-Lapausa, etal., 2015).

Η μετάδοση γίνεται από άνθρωπο σε άνθρωπο με τα σταγονίδια που εκπέμπονται με


το βήχα, το φτάρνισμα, το τραγούδι ή με την έντονη ομιλία. Τα άτομα αυτά
μεταδίδουν συνήθως τη νόσο στους ανθρώπους που είναι σε επαφή μαζί τους
αρκετές ώρες κάθε μέρα. Μετάδοση με αντικείμενα(κουτάλια- πιρούνια-ποτήρια),
μπορεί να γίνει, είναι όμως σπάνιος τρόπος μετάδοσης. Ιδανικός χώρος μόλυνσης
είναι ένα κλειστό δωμάτιο χωρίς ήλιο και αερισμό. Οι ασθενείς που μεταδίδουν, είναι
συνήθως ενήλικες με «ανοικτά» πνευμονικά σπήλαια, οι οποίοι αποβάλλουν
τεράστιους αριθμούς μυκοβακτηριδίων, καθώς και ενήλικες με τη σπάνια
φυματίωση του λάρυγγα. Ενήλικες με εξωπνευμονικές μορφές εμφανίζουν μικρή
μεταδοτικότητα, καθώς και ενήλικες με θετική Mantoux και φυσιολογική
ακτινογραφία του θώρακα, ενώ τα παιδιά δεν μεταδίδουν συνήθως (Ρούσσος,2006).

Στη χώρα μας η φυματίωση έχει περιληφθεί στα υποχρεωτικώς δηλούμενα νοσήματα
από το 1958, ενώ ο «Αντιφυματικός Αγώνας» έλαβε νομική υπόσταση το 1960 με το
Νόμο 4053, στον οποίο περιλαμβάνονται όλες οι βασικές αρχές και παράμετροι
επιτήρησης και ελέγχου της νόσου. Εντούτοις η επιτήρηση τόσο της νόσου, όσο και
των μέτρων ελέγχου, δεν είναι ικανοποιητική. Στην Ελλάδα δηλώνονται περί τις 7
νέες περιπτώσεις ανά 100.000 πληθυσμού (Ρούσσος,2006) .

H φυματίωση στον παιδικό πληθυσμό εξακολουθεί και στις μέρες μας να αποτελεί
σοβαρό πρόβλημα της δημόσιας υγείας, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Πρόσφατα, υπολογίστηκε ότι ποσοστό περίπου 6% του συνόλου των κρουσμάτων
φυματίωσης παγκόσμια αφορά σε παιδιά. Ο ΠΟΥ εκτιμά ότι το 2012 νόσησαν
450.000 παιδιά από φυματίωση, από τα οποία 74.000 απεβίωσαν. Η υποδήλωση της
παιδικής φυματίωσης οδηγεί σε υποεκτίμηση της νοσηρότητας και θνησιμότητας της
νόσου στον παιδικό πληθυσμό, καθώς τα προγράμματα επιδημιολογικής επιτήρησης
στόχευαν κυρίως στην καταγραφή των περιπτώσεων ενηλίκων ασθενών με θετικές
καλλιέργειες πτυέλων (ΚΕΕΛΠΝΟ, 2014).

35
Η φυματίωση της παιδικής ηλικίας παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από τη νόσο
των ενηλίκων και θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι τα παιδιά δεν είναι «μικροί
ενήλικες» όσον αφορά το συγκεκριμένο νόσημα. Τα βρέφη και μικρά παιδιά με
λανθάνουσα φυματίωση αναπτύσσουν συχνότερα ενεργό νόσο και μάλιστα σοβαρές
μορφές αυτής, όπως είναι η κεχροειδής φυματίωση και η φυματιώδης μηνιγγίτιδα.
Στόχος του ΠΟΥ είναι το 2015 να έχει μειωθεί ο επιπολασμός της φυματίωσης καθώς
και ο αριθμός των θανάτων που σχετίζονται με τη νόσο κατά 50% συγκριτικά με τους
αντίστοιχους αριθμούς το 1990. Ένας ακόμη στόχος είναι να εξαλειφθεί η φυματίωση
ως πρόβλημα της δημόσιας υγείας έως το 2050. Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί
έχει μεγάλη σημασία η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία τόσο των ενηλίκων όσο και
των παιδιών με ενεργό αλλά και λανθάνουσα φυματίωση(ΚΕΕΛΠΝΟ, 2014).

3.3.3 Προληπτικές δράσεις Φυματίωσης

Ο καλύτερος τρόπος για τον έλεγχο της φυματίωσης είναι η διάγνωση και η θεραπεία
ατόμων με φυματίωση πριν αναπτύξουν ενεργή νόσο. Επίσης υπάρχει και το εμβόλιο
κατά της φυματίωσης το οποίο μπορεί να γίνει κατά την παιδική ηλικία που είναι πιο
αποτελεσματικό. Το εμβόλιο για τη φυματίωση λέγεται BCG. Γίνεται σε βρέφη και
μικρά παιδιά σε χώρες που η φυματίωση είναι σχετικά συχνή, διότι προλαμβάνει τη
γενικευμένη νόσο. Στην Ελλάδα το BCG περιλαμβάνεται στο Εθνικό Πρόγραμμα
Εμβολιασμών και γίνεται στην ηλικία των 6 ετών. Προστατεύει από τη φυματίωση
περίπου το 50% όσων εμβολιάζονται, αλλά προστατεύει σε πολύ υψηλό ποσοστό
από τις βαριές μορφές της νόσου. Ο καθολικός εμβολιασμός στα παιδιά της Α΄
Δημοτικού, καταργήθηκε σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο από το Υπουργείο Υγείας,
κάτι που επανεξετάζεται από την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών.

36
Για την αντιμετώπιση της μάστιγας της φυματίωσης, όλα τα συστήματα υγείας
παγκοσμίως τέθηκαν σε επαγρύπνηση. Ο ΠΟΥ εκπόνησε το πρόγραμμα DOTS
(Directly Observed Therapy, Short Course - Πρόγραμμα Βραχυθεραπείας Υπό Άμεση
Παρακολούθηση) που εφαρμόζεται σε 102 χώρες με διάφορες τροποποιήσεις.

Οι έξι άξονες της στρατηγικής για να σταματήσουμε την εξάπλωση της φυματίωσης
είναι:
✓ Παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών οι οποίες πρέπει να είναι διαθέσιμες
σε όλους, συμπεριλαμβανομένων των φτωχότερων και πιο ευάλωτων, ακόμη
και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές.
✓ Αντιμετώπιση της πολυανθεκτικής φυματίωσης και της φυματίωσης σε άτομα
με HIV.
✓ Ενίσχυση των συστημάτων υγείας των χωρών και ειδικότερα της
πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
✓ Διασφάλιση από όλους όσους προσφέρουν υπηρεσίες υγειονομικής
περίθαλψης ότι μπορούν να προσεγγίσουν τον κάθε ασθενή.
✓ Ενίσχυση των ατόμων με φυματίωση, και των κοινοτήτων στις οποίες
ανήκουν, οι οποίες μπορούν να συντελέσουν στην μακροπρόθεσμη
βιωσιμότητα των προγραμμάτων ελέγχου της φυματίωσης.
✓ Ενεργοποίηση και προώθηση της έρευνας. Ενώ με τα σημερινά εργαλεία
μπορούμε να ελέγξουμε τη φυματίωση, για την εξάλειψη της θα χρειαστούμε
νέες διαγνωστικές μεθόδους, φάρμακα και εμβόλια.

3.4 Πρόληψη Καρδιαγγειακών Νοσημάτων


Τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν σήμερα την πρώτη αιτία απώλειας ζωής στις
αναπτυγμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Ευθύνονται για το
30% των θανάτων, με τα λοιμώδη νοσήματα και τον υποσιτισμό να κατέχουν πλέον
τη δεύτερη θέση. Σύμφωνα με στοιχεία του ΠΟΥ, περίπου 17,5 εκατομμύρια
άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από καρδιαγγειακά νοσήματα το 2005, (7 εκατομμύρια
από στεφανιαία νόσο και 6 εκατομμύρια από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο) (Atlas
of Heart Disease and Stroke, 2004).

37
Στην Ε.Ε τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν τη σημαντικότερη αιτία
νοσηρότητας και θνητότητας. Ευθύνονται σχεδόν για το 50% των θανάτων,
προκαλώντας πάνω από 4,3 εκατομμύρια θανάτους κάθε έτος στα 52 κράτη μέλη της
Ευρωπαϊκής περιοχής του Π.Ο.Υ. και περισσότερους από 2 εκατομμύρια θανάτους
κάθε έτος στην Ε.Ε (British Heart Foundation and Health Economics Research Center,
2008). Τα καρδιαγγειακά νοσήματα ευθύνονται για περισσότερους θανάτους απ’ότι
όλοι οι καρκίνοι μαζί, με υψηλότερο ποσοστό στις γυναίκες (55% όλων των θανάτων),
παρά στους άνδρες (43% όλων των θανάτων) και παρουσιάζουν μια υψηλότερη
θνητότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών χαμηλότερης κοινωνικοοικονομικής τάξης.
Την περίοδο 1970-2004, η αύξηση της θνησιμότητας στη χώρα μας έφτασε 27,8%,
έναντι μείωσης μεταξύ 42% και 69,3% των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Επικεντρώνοντας μόνο στις ηλικίες κάτω των 65, η Ελλάδα το 2004, παρουσίαζε
πλέον την υψηλότερη θνησιμότητα από ισχαιμική καρδιοπάθεια στη Δυτική Ευρώπη,
διπλάσια από την αντίστοιχη των μεσογειακών και των περισσότερων άλλων
δυτικοευρωπαϊκών χωρών.
Πρόκειται για νοσήματα στα οποία κοινός παρονομαστής είναι η παρουσία
αθηροσκλήρωσης στα αγγεία του σώματος. Τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν
ένα ευρύ φάσμα διαταραχών, τα οποία προσβάλλουν την καρδιά και τα αιμοφόρα
αγγεία και σε αυτή την κατηγορία νοσημάτων περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων τα
παρακάτω:

Στεφανιαία νόσος: Προκαλείται από στένωση των αιμοφόρων αγγείων


(στεφανιαίων) που αιματώνουν τον καρδιακό μυ, κυρίως εξαιτίας εναπόθεσης
λίπους, με αποτέλεσμα τη δημιουργία αθηρωματικών πλακών.
Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο: Πρόκειται για τη διαταραχή της εγκεφαλικής
αιματικής κυκλοφορίας. Μπορεί να προκληθεί είτε από διακοπή της αιματικής ροής
του εγκεφάλου (ισχαιμικό επεισόδιο), είτε από ρήξη των εγκεφαλικών αγγείων
(αιμορραγικό επεισόδιο). Παράγοντες κινδύνου είναι η υψηλή αρτηριακή πίεση,
κολπική μαρμαρυγή, υπερλιπιδαιμία, κάπνισμα, διαβήτης, διατροφή, μειωμένη
φυσική δραστηριότητα, προχωρημένη ηλικία (NationalDiabetes Information
Clearinghouse, 2005).

38
Ανευρύσματα και διαχωρισμός αορτής: Πρόκειται για διάταση και ρήξη της αορτής.
Παράγοντες κινδύνου είναι: η προχωρημένη ηλικία, μακροχρόνια υψηλή αρτηριακή
πίεση, σύνδρομο Marfan, συγγενείς ανωμαλίες της καρδιάς, σύφιλη και άλλοι
λοιμώδεις και φλεγμονώδεις παράγοντες (WHO,2004).

Εν τω Βάθει Φλεβοθρόμβωση και πνευμονική εμβολή: Πρόκειται για απόφραξη του


φλεβικού δικτύου των κάτω άκρων με θρόμβους, οι οποίοι μπορεί να αποσπαστούν
και μέσω της κυκλοφορίας να καταλήξουν στον πνεύμονα. Παράγοντες κινδύνου
είναι οι χειρουργικές επεμβάσεις, παχυσαρκία, κακοήθειες, κύηση, λήψη
αντισυλληπτικών και θεραπεία ορμονικής αποκατάστασης, μακροχρόνια περίοδος
ακινησίας π.χ. ταξίδια, ομοκυστιναιμία (WHO, 2004).

Περιφερική αρτηριοπάθεια: Πρόκειται για νόσο των περιφερικών αγγείων που


αρδεύουν τα άνω και κάτω άκρα. Άλλα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν η
αρτηριακή υπέρταση, οι όγκοι καρδιάς, τα εγκεφαλικά ανευρύσματα, η
δυσλειτουργία του καρδιακού μυ όπως για παράδειγμα η καρδιομυοπάθεια και οι
βαλβιδοπάθειες. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συχνότερες μορφές καρδιαγγειακής
νόσου είναι η στεφανιαία νόσος και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.

3.4.1. Αίτια ανάπτυξης Καρδιαγγειακών Νοσημάτων


Οι παράγοντες κινδύνου των καρδιαγγειακών νοσημάτων χωρίζονται σε μη
τροποποιήσιμους, δηλαδή παράγοντες στους οποίους δεν μπορεί το άτομο και ο
ιατρός να παρέμβουν (ηλικία, άρρεν φύλο, κληρονομικό ιστορικό κ.α.), και σε
τροποποιήσιμους. Οι σημαντικότεροι και πλέον τεκμηριωμένοι τροποποιήσιμοι
παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα είναι οι ακόλουθοι:

1. Κάπνισμα. Το κάπνισμα τσιγάρων, πούρων ή πίπας, όπως επίσης και το


παθητικό κάπνισμα, έχει συσχετισθεί με όλες τις μορφές καρδιαγγειακής νόσου,
καθώς και με παθήσεις των πνευμόνων και με νεοπλασίες. Το κάπνισμα επάγει τη
νοσηρότητα της καρδιάς και των αγγείων μέσω πολλών μηχανισμών (Smith &
Fiscer, 2001).Προκαλεί στένωση των αγγείων και παραγωγή χοληστερίνης, η οποία
προάγει την αρτηριοσκλήρωση. Με τους μηχανισμούς αυτούς, το κάπνισμα

39
βλάπτει τη λειτουργία των στεφανιαίων αγγείων, όπως και άλλων αγγείων και
οδηγεί στην εκδήλωση στεφανιαίας νόσου. Το κάπνισμα είναι ο σημαντικότερος
τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο. Ευθύνεται για το
1/5 των καρδιαγγειακών παθήσεων παγκοσμίως και για το 30-40% του συνόλου
των θανάτων από καρδιαγγειακή νόσο (WHO, 2008). Η διακοπή του καπνίσματος
ελαττώνει τον κίνδυνο για εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων τουλάχιστον στο
μισό, ενώ σε άτομα που έχουν υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου το μέτρο αυτό
επιφέρει την πλέον εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα στην πρόληψη
επανεμφάνισης καρδιακού επεισοδίου (Pitsavos et al, 2002; Pitsavos et al, 2003).

2. Παχυσαρκία. Η παχυσαρκία αποτελεί πλέον επιδημία στις σύγχρονες δυτικές


κοινωνίες. Η συσχέτιση του αυξημένου δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ = Σωματικό
Βάρος/ Ύψος2) σχετίζεται γραμμικά με την ανάπτυξη καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Η διατήρηση του ΔΜΣ σε επίπεδα 20-25 kg/m2 είναι η βέλτιστη προκειμένου να
αποφευχθεί η εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. Εξαιτίας των αλλαγών στις
διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων, της αφθονίας των αγαθών και της αλλαγής
του καθημερινού τρόπου διαβίωσης, η ανθρωπότητα καλείται να αντιμετωπίσει
μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις. Η παχυσαρκία είναι ανεξάρτητος
παράγοντας κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων, ενώ αποτελεί και μείζονα
παράγοντα κινδύνου για: Σακχαρώδη διαβήτη, Αρτηριακή υπέρταση,
Υπερλιπιδαιμία και Μεταβολικό σύνδρομο. Με βάση στοιχεία του Π.Ο.Υ., το 2002
εκτιμάται ότι η παχυσαρκία απορροφά περισσότερο από το 7% των δαπανών της
υγειονομικής περίθαλψης. Με τα ίδια επίσης στοιχεία εκτιμάται ότι η παχυσαρκία
ευθύνεται για το 30% των εμφραγμάτων και των αγγειακών εγκεφαλικών
επεισοδίων, καθώς και για το 60% της υπερτασικής νόσου. Πληθυσμιακές μελέτες
στον ευρωπαϊκό χώρο δείχνουν ότι το 63% των εμφραγμάτων στη δυτική Ευρώπη
και το 28% στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη αποδίδονται στην παχυσαρκία,
ενώ τα άτομα με κοιλιακή παχυσαρκία (αναλογία μέση/περιφέρεια>0.91),
διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης εμφράγματος του μυοκαρδίου (Yusuf et
al, 2004).

40
3. Καθιστική ζωή. Η σωματική δραστηριότητα και η τακτική αερόβια άσκηση
έχει φανεί ότι προστατεύουν αποτελεσματικά έναντι των καρδιαγγειακών
νοσημάτων. Μισή ώρα καθημερινής αερόβιας άσκησης, όπως π.χ. περπάτημα,
αρκούν για να προστατευτεί η υγεία των αγγείων. Η βιομηχανοποίηση, η
αστικοποίηση και η ευρεία χρήση των μηχανοκίνητων μέσων μεταφοράς έχουν
οδηγήσει σε ελάττωση της φυσικής δραστηριότητας, ακόμη και στις
αναπτυσσόμενες χώρες, σε τέτοιο βαθμό ώστε πλέον το 60% του πληθυσμού
παγκοσμίως να μην ασκείται επαρκώς (Atlas of Heart Disease and Stroke, 2004).
Την αναγκαιότητα για καθημερινή φυσική άσκηση τονίζει ο Π.Ο.Υ. στην παγκόσμια
εκστρατεία για τη διατροφή, τη φυσική δραστηριότητα και την υγεία. Είναι
χαρακτηριστικό ότι, αν αφιερώνουμε 150 λεπτά ήπιας φυσικής άσκησης ή 60
λεπτά έντονης φυσικής άσκησης εβδομαδιαίως, μειώνουμε τον κίνδυνο
εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου κατά 30% (WHO, 2004). Υπάρχει πληθώρα
στοιχείων που υποστηρίζουν ότι η συστηματική φυσική άσκηση συμβάλει στην
πρόληψη, ακόμη και στη θεραπεία καρδιαγγειακών και άλλων χρόνιων
νοσημάτων. Παρόλα αυτά, 250.000 θάνατοι ετησίως στις Ηνωμένες Πολιτείες θα
μπορούσαν να αποφευχθούν με τη συστηματική και σωστή φυσική άσκηση. Σε
παγκόσμια κλίμακα η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας ευθύνεται για 1.9
εκατομμύρια θανάτους εκ των οποίων το 20% αποδίδονται σε καρδιαγγειακά
νοσήματα (WHO,2004).

4. Δυσλιπιδαιμία. Τα αυξημένα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης, και ιδιαίτερα


της LDL («κακή» χοληστερόλη) σχετίζονται άμεσα με την εμφάνιση
καρδιαγγειακών επιπλοκών. Οι δυσλιπιδαιμίες μπορεί να σχετίζονται με τη
διατροφή και τον καθιστικό τρόπο ζωής, υπάρχουν όμως και κληρονομούμενες
μορφές που μπορεί να οδηγήσουν σε εμφάνιση αθηροσκλήρωσης από μικρή
σχετικά ηλικία. Η αντιμετώπιση της πάθησης στηρίζεται σε συνδυασμό
υγιεινοδιαιτητικών μέτρων και κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής. Ο στόχος της
θεραπείας είναι διαφορετικός για κάθε ασθενή ανάλογα με τους υπόλοιπους
παράγοντες κινδύνου και ο τρόπος αντιμετώπισης θα αποφασισθεί με τη βοήθεια
του θεράποντος ιατρού.

41
5. Αρτηριακή υπέρταση. Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί το αίτιο για 7
εκατομμύρια πρόωρους θανάτους παγκοσμίως κάθε έτος, απορροφά το 4,5% των
δαπανών υγειονομικής περίθαλψης και ευθύνεται για 64 εκατομμύρια χαμένα έτη
ζωής από πρόωρη θνησιμότητα ή ανικανότητα. Περίπου το 30% των ενηλίκων
πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση και το 50-60% θα είχαν πολύ καλύτερη
σωματική υγεία αν μείωναν την αρτηριακή τους πίεση μόνο με άσκηση, υγιεινή
διατροφή με φρούτα και λαχανικά και ικανοποιητικό έλεγχο του σωματικού τους
βάρους (WHO, 2005; Lopez et al, 2006). Η αυξημένη αρτηριακή πίεση αποτελεί
μείζονα παράγοντα για την εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων και αρρυθμιών,
όπως η κολπική μαρμαρυγή. Η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης σε χαμηλά επίπεδα
στους ασθενείς επιτυγχάνεται με υγιεινοδιαιτητικά μέτρα και όταν αυτά δεν
επαρκούν, με τη χορήγηση κατάλληλης αντιυπερτασικής αγωγής. Η πρώιμη
αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης επιφέρει σημαντικά οφέλη και
προστατεύει τους πάσχοντες από την εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων
(ελάττωση των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων σε ποσοστό έως 35% και των
εμφραγμάτων σε ποσοστό έως 20%). Σύμφωνα με στοιχεία του ΠΟΥ, υπολογίζεται
ότι περισσότερα από το 50% των καρδιαγγειακών επεισοδίων και περίπου το 75%
των αγγειακών εγκεφαλικών προκαλούνται εξαιτίας αρτηριακής υπέρτασης (US
Department of Health and Human Services, 2004). Πληθυσμιακές μελέτες στον
ευρωπαϊκό χώρο καταδεικνύουν ότι ασθενείς με υπέρταση διατρέχουν διπλάσιο
κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου, σε σχέση με τους νορμοτασικούς
(Yusuf et al, 2004).
6.Σακχαρώδης Διαβήτης. Πάνω από 70 εκατομμύρια ανθρώπων στον κόσμο
πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη. Η αλλαγή του τρόπου ζωής και διατροφής,
καθώς και η έλλειψη σωματικής άσκησης έχουν οδηγήσει σε αύξηση της
επίπτωσης της νόσου ήδη από την παιδική ηλικία. Η ινσουλίνη είναι μία ορμόνη,
η οποία παράγεται από το πάγκρεας και παίζει ρόλο στη ρύθμιση της γλυκόζης
του οργανισμού. Ο σακχαρώδης διαβήτης προκαλείται όταν ο οργανισμός δεν
μπορεί να παράγει επαρκή ποσότητα ινσουλίνης ή δεν μπορεί να τη
χρησιμοποιήσει όπως πρέπει. Οι κυριότερες κλινικές εκδηλώσεις περιλαμβάνουν
πολυδιψία, πολυουρία, αδυναμία και ανεξήγητη απώλεια βάρους. Η εμφάνιση
σακχαρώδη διαβήτη (αυξημένο σάκχαρο αίματος) σχετίζεται με βλάβες των

42
μικρού και μεσαίου μεγέθους αρτηριών του οργανισμού (μικροαγγειοπάθεια και
μακροαγγειοπάθεια αντίστοιχα). Οι ασθενείς που πάσχουν από σακχαρώδη
διαβήτη θεωρούνται εξ’ ορισμού ως υψηλού κινδύνου για εμφάνιση
καρδιαγγειακών επεισοδίων, και ως τέτοιοι ωφελούνται από παρεμβάσεις σε
όλους τους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο. Σήμερα, επίπεδα
γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (ένας δείκτης της καλή ή μη ρύθμισης σακχάρου
αίματος) < 6,5% θεωρούνται σημαντικός στόχος για την προστασία των ασθενών
αυτών. Ο σακχαρώδης διαβήτης όχι μόνο αποτελεί παράγοντα κινδύνου για
καρδιαγγειακά νοσήματα, αλλά δρα συνεργικά και μεγεθύνει την επίδραση των
υπολοίπων παραγόντων κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων όπως
υπερλιπιδαιμία, αρτηριακή υπέρταση, κάπνισμα, παχυσαρκία. Πληθυσμιακές
μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη
διατρέχουν τριπλάσιο κίνδυνο να προσβληθούν από ισχαιμική καρδιοπάθεια, σε
σχέση με τους υγιείς (Yusuf et al, 2001).

3.4.2 Παράγοντες Κινδύνου για Καρδιαγγειακά Νοσήματα στην Παιδική Ηλικία


Παρά το γεγονός ότι τα καρδιαγγειακά νοσήματα τυπικά συμβαίνουν στη μέση ηλικία
ή και αργότερα, οι παράγοντες κινδύνου καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από
συμπεριφορές, οι οποίες διαμορφώνονται στην παιδική ηλικία και συνεχίζουν στην
ενήλικη ζωή, όπως οι διατροφικές συνήθειες και το κάπνισμα. Σε όλο τον κόσμο, οι
κίνδυνοι αυτοί ξεκινούν να εμφανίζονται νωρίτερα. Η φυσική δραστηριότητα
παρουσιάζει αξιοσημείωτη μείωση στην εφηβεία, ιδιαίτερα στα κορίτσια. Η
παχυσαρκία έχει αυξηθεί ουσιαστικά, όχι μόνο στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική,
αλλά και σε παραδοσιακά αδύνατους πληθυσμούς όπως οι Κινέζοι και οι Ιάπωνες. Ο
τύπου 2 σακχαρώδης διαβήτης αποτελούσε μέχρι πρότινος σπάνια κλινική οντότητα
στα παιδιά, αλλά τον τελευταίο καιρό η συχνότητά του αυξάνει στους εφήβους, όπως
για παράδειγμα συμβαίνει στη Β. Αμερική, στην Ιαπωνία και στην Ταϊλάνδη.
Οι κίνδυνοι των καρδιαγγειακών νοσημάτων ξεκινούν στη νεανική ηλικία: Σε όλο τον
κόσμο 18 εκατομμύρια παιδιά κάτω των 5 ετών είναι υπέρβαρα. Παράλληλα ποσοστό
14% των μαθητών από 13 έως 15 ετών παγκοσμίως καπνίζουν (Atlas of HeartDisease
and Stroke, 2004). Η αθηρωματική νόσος αρχίζει να εμφανίζεται από την παιδική
ηλικία. Νεκροτομικό υλικό παιδιών που έχασαν τη ζωή τους σε ατυχήματα ανέδειξε

43
ευρήματα που αφορούσαν λιπώδεις γραμμώσεις και αθηρωματικές πλάκες στα
στεφανιαία αγγεία. Όλες αυτές οι πρώιμες αθηροσκληρυντικές βλάβες ήταν
συχνότερες σε παιδιά των οποίων οι παράγοντες κινδύνου περιλάμβαναν, κάπνισμα,
υψηλά λιπίδια πλάσματος, υψηλή αρτηριακή πίεση και παχυσαρκία(Yusuf, etal,
2004).

Προγράμματα που στοχεύουν τους παράγοντες κινδύνου που απειλούν παιδιά και
εφήβους υλοποιούνται κυρίως σε ανεπτυγμένες χώρες, αλλά επείγουσα δράση
απαιτείται για όλο τον κόσμο. Οικογένειες, σχολεία, κοινότητες, επαγγελματίες
υγείας, υπεύθυνοι της Δημόσιας Υγείας, πρέπει όλοι να προάγουν υγιείς τρόπους
ζωής για τα παιδιά και τους νέους. Εάν η εξάπλωση των παραγόντων κινδύνου, δεν
αναχαιτιστεί, ο κόσμος αντιμετωπίζει μια επερχόμενη επιδημική εξάπλωση των
καρδιαγγειακών νοσημάτων.

3.4.3 Προγράμματα Πρόληψης Καρδιαγγειακών Νοσημάτων


Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Καρδιαγγειακά Νοσήματα περιλαμβάνει σχεδιασμό
και ενεργοποίηση προγραμμάτων πρόληψης για όλους τους παράγοντες κινδύνου
που μπορούν να προκαλέσουν καρδιαγγειακή νόσο. Συγκεκριμένα ενεργοποιείται:
✓ Πολιτική για την προώθηση της υγιεινής διατροφής, καθώς και εφαρμογή των
πολιτικών και νομοθετικών ρυθμίσεων και δράσεων βάσει στοχευμένων
προγραμμάτων, όπως προσδιορίζονται από το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τη
Διατροφή και τις Διατροφικές Διαταραχές.
✓ Οικοδόμηση μιας πολύπλευρης και ολοκληρωμένης πολιτικής για την
πρόληψη και την καταπολέμηση του καπνίσματος, καθώς και η εφαρμογή των
αναγκαίων δράσεων, πολιτικών και νομοθετικών ρυθμίσεων, στη βάση
στοχευμένων προγραμμάτων, μέσω ενός αποτελεσματικού υγειονομικού και
κοινωνικού συστήματος παρεμβάσεων και επικοινωνίας, όπως αυτό
περιγράφεται στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα.
✓ Οικοδόμηση μιας πολύπλευρης και ολοκληρωμένης πολιτικής για την
πρόληψη και αντιμετώπιση των επιπτώσεων του αλκοόλ και του
αλκοολισμού, καθώς και εφαρμογή των αναγκαίων δράσεων, πολιτικών και
νομοθετικών ρυθμίσεων, στη βάση στοχευμένων προγραμμάτων, μέσω ενός

44
οριζόντιου, εξειδικευμένου και αποτελεσματικού υγειονομικού και
κοινωνικού συστήματος παρεμβάσεων και επικοινωνίας, όπως αυτό
περιγράφεται στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τον περιορισμό των Βλαπτικών
Συνεπειών του Αλκοόλ στην Υγεία.
✓ Ανάπτυξη και εφαρμογή ενημερωτικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων
που αφορούν στην πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων στα παιδιά και
στους νέους με την ενεργό συμμετοχή του πληθυσμού-στόχου. Έλεγχος
ανθυγιεινών συμπεριφορών και συνηθειών, τροποποίηση αυτών, ώστε να
επιτυγχάνεται η βελτίωση της γενικής υγείας των παιδιών και των νέων.
Συμμετοχή των ατόμων που φροντίζουν τα παιδιά στις δραστηριότητες του
προγράμματος, ώστε να υιοθετηθούν συμπεριφορές και συνήθειες, οι οποίες
συμβάλλουν στη διατήρηση της υγείας των παιδιών.
✓ Δράσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των ενηλίκων για θέματα
πρόληψης των καρδιαγγειακών νοσημάτων σε χώρους εργασίας.
✓ Ενημέρωση του γενικού πληθυσμού για την πρόληψη των καρδιαγγειακών
νοσημάτων. Η προσέγγιση του πληθυσμού με σύγχρονες και κατάλληλες
επικοινωνιακές τακτικές δημιουργεί μεγάλα περιθώρια υιοθέτησης υγιεινών
συνηθειών και συμπεριφορών.
✓ Εκστρατεία πληροφόρησης του πληθυσμού για τις ευεργετικές συνέπειες της
φυσικής άσκησης στην πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Το πρόγραμμα «Νιώσε την καρδιά σου» σχεδιάστηκε με σειρά ενεργειών, με στόχο
την ενημέρωση και την αφύπνιση των Ελληνίδων, ενεργοποιήθηκε από την Ελληνική
Εταιρεία Λιπιδιολογίας και Αθηροσκλήρωσης και Αγγειακής Νόσου.

Δυο άλλα εξίσου αξιόλογα προγράμματα αποτέλεσαν το πρόγραμμα Euroheart και


το πρόγραμμα Heart Score Greece.

Το Σεπτέμβριο του 2007 έγινε στην Αθήνα η έναρξη του προγράμματος Euroheart. Το
πρόγραμμα στοχεύει να γίνει το πλαίσιο, μέσω του οποίου θα βελτιωθεί η
καρδιαγγειακή υγεία των Ελλήνων. Η συμμόρφωση ακολουθεί τη γνώση και το
EUROHEART επενδύοντας στην πρόληψη εστιάζεται στην υγεία της γυναικείας
καρδιάς, αλλά και στην καταγραφή και στον επαναπροσδιορισμό της εθνικής
στρατηγικής για την πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων. Το πρόγραμμα αυτό

45
έχει ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας, γιατί η επιδημία των καρδιαγγειακών
νοσημάτων, που με τη μορφή κυρίως του εμφράγματος και του εγκεφαλικού
επεισοδίου, θα λάβει διαστάσεις πανδημίας στις προσεχείς δεκαετίες, αν δεν
υπάρξει αποτελεσματική παρέμβαση, ούτως ώστε να αντιστραφεί η εξάπλωση των
παραγόντων του καρδιαγγειακού κινδύνου σε όλο και μεγαλύτερα στρώματα του
πληθυσμού.
Αντίστοιχα, το Heart Score στοχεύει στην υποστήριξη των κλινικών ιατρών
βελτιστοποιώντας τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Είναι η ηλεκτρονική και
διαδραστική έκδοση των διαγραμμάτων κινδύνου SCORE των «Ευρωπαϊκών
κατευθυντήριων γραμμών για την πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων» που
συνέταξε η «Κοινή Ομάδα Δράσης των Ευρωπαϊκών Εταιρειών για την Πρόληψη της
Καρδιαγγειακής Νόσου στην Κλινική Πρακτική». Το «Heart Score Greece» μέσα από
μια σειρά πινάκων δείχνει ποια άτομα κινδυνεύουν από έμφραγμα ή εγκεφαλικό, αν
και δεν παρουσιάζουν συμπτώματα.

Σύνοψη
Με την ολοκλήρωση της ενότητας αυτής μάθατε ότι:

• Ο όρος Πρόληψη Νόσου μερικές φορές χρησιμοποιείται ως


συμπληρωματικός όρος της Προαγωγής Υγείας και παρ’ όλο που συχνά
υπάρχει αλληλοεπικάλυψη μεταξύ του περιεχομένου και των στρατηγικών
των δύο εννοιών, εντούτοις παραμένουν δύο ξεχωριστές έννοιες.
• Η πρωτογενής πρόληψη αναφέρεται πρωταρχικά σε μέτρα που στοχεύουν
στην αναστολή της επίδρασης αιτιολογικών παραγόντων κάποιων παθήσεων.
• Η δευτερογενής πρόληψη αναφέρεται σε μέτρα που εφαρμόζονται αφού
έχουν ξεκινήσει οι παθογενετικοί μηχανισμοί της νόσου, με στόχο στην
έγκαιρη διάγνωση της νόσου, πριν την εμφάνιση συμπτωμάτων
• Η τριτογενής πρόληψη αναφέρεται σε μέτρα που λαμβάνονται αφού έχει
εκδηλωθεί η νόσος με στόχο τη θεραπεία της ή τον έλεγχο της εξέλιξής της.
• Σκοπός των υπηρεσιών υγείας, έξω από το θεραπευτικό πλαίσιο, είναι η
βελτίωση και η προαγωγή της υγείας των πολιτών, δίνοντάς τους τις

46
απαραίτητες πληροφορίες, ενδυναμώνοντάς τους να παραμείνουν υγιείς,
κάνοντας την καλύτερη χρήση των υπηρεσιών υγείας και της κοινωνικής
φροντίδας.
• Το ECDC έχει ως αποστολή να πραγματοποιεί αναλύσεις, να διενεργεί
αξιολογήσεις και να παρέχει συμβουλές για τους κινδύνους, τους οποίους
εγκυμονούν οι μεταδοτικές νόσοι και να ενισχύσει την ικανότητα
αντιμετώπισής τους.
• Η πρόληψη των λοιμωδών νοσημάτων επιτυγχάνεται με συντονισμένες και
συγχρονισμένες δράσεις του συστήματος Δημόσιας Υγείας.
• Ο κεντρικός πυλώνας του Εθνικού Σχεδίου Δράσης είναι το Εθνικό
Πρόγραμμα Πρόληψης «Σπύρος Δοξιάδης», το οποίο περιλαμβάνει
Παρεμβάσεις και Δράσεις, που περιγράφονται στα επιμέρους Εθνικά Σχέδια
Δράσης και τους στρατηγικούς στόχους του προγράμματος.
• Η πρόληψη και η αντιμετώπιση των μεταδοτικών νοσημάτων αποτελεί βασική
συνιστώσα της διαδικασίας για την προάσπιση και την προαγωγή της
Δημόσιας Υγείας.
• Ο καρκίνος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί πλήρως, καθώς προς το παρόν δεν
υπάρχει 100% αποτελεσματική θεραπεία για τη συγκεκριμένη ασθένεια.
Μπορεί όμως σε πολλές περιπτώσεις να προληφθεί ή να καταπολεμηθεί,
εφόσον διαγνωστεί σε πολύ πρώιμο στάδιο.
• Ο μαθητικός - νεανικός πληθυσμός της Ελλάδας, ειδικότερα, φαίνεται πως
είναι ιδιαίτερα ευάλωτος σε κινδύνους που σχετίζονται με τη μη ασφαλή
σεξουαλική συμπεριφορά, όπως ο HIV και τα υπόλοιπα σεξουαλικώς
μεταδιδόμενα νοσήματα ή οι ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες.
• O έλεγχος για HIV/AIDS είναι πάντα εμπιστευτικός, εθελοντικός μετά από την
πλήρη και κατανοητή ενημέρωση του ατόμου που επιθυμεί να εξεταστεί.
• Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες του δυτικού κόσμου η
Φυματίωση παρουσιάζει αύξηση το 2020, δεδομένου ότι η πρόσβαση στο
σύστημα υγείας έχει διαταραχθεί λόγω της Πανδημίας.
• H φυματίωση στον παιδικό πληθυσμό εξακολουθεί και στις μέρες μας να
αποτελεί σοβαρό πρόβλημα της δημόσιας υγείας, ιδιαίτερα στις

47
αναπτυσσόμενες χώρες. Πρόσφατα, υπολογίστηκε ότι ποσοστό περίπου 6%
του συνόλου των κρουσμάτων φυματίωσης παγκόσμια αφορά σε παιδιά.
• Ο καλύτερος τρόπος για τον έλεγχο της φυματίωσης είναι η διάγνωση και η
θεραπεία ατόμων με φυματίωση πριν αναπτύξουν ενεργή νόσο καθώς και ο
εμβολιασμός.
• Προγράμματα που στοχεύουν τους παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη
καρδιαγγειακών νοσημάτων, που απειλούν παιδιά και εφήβους
υλοποιούνται κυρίως σε ανεπτυγμένες χώρες, αλλά επείγουσα δράση
απαιτείται για όλο τον κόσμο.
• Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Καρδιαγγειακά Νοσήματα περιλαμβάνει
σχεδιασμό και ενεργοποίηση προγραμμάτων πρόληψης για όλους τους
παράγοντες κινδύνου που μπορούν να προκαλέσουν καρδιαγγειακή νόσο.

Βιβλιογραφία

Boyle, P., D’Onofrio, A., Maisonneuve, P., Severi, G., Robertson, C., Tubiana, M. &
Veronesi, U., (2003). Measuring progress against cancer in Europe: has the 15%
decline targeted for 2000 come about? Annals of Oncology, 14, 1312-1325.
British Heart Foundation and Health Economics Research Center, (2008). Coronary
Heart Disease Statistics. Available at:
hs2008_coronary_heart_disease_statistics.pdf
Bussi, C., Gutierrez, M.G., (2019). Mycobacterium tuberculosis infection of host cells
in space and time. FEMS Microbiology Reviews, 43(4),341-361.
ECDC (2007).Annual Epidemiological Report on Communicable Diseases in Europe:
Report on the status of communicable diseases in the EU and EEA/EFTA countries.
European Centre for Disease Prevention and Control.
ECDC/WHO, (2013).Tuberculosis surveillance and monitoring in Europe 2013.
Available at:
http://www.ecdc.europa.eu/en/publications/Publications/Tuberculosissurveillanc
e-monitoring-2013.pdf. Stockholm, Sweden: European Centre for Disease
Prevention and Control.

48
European Centre for Disease Prevention and Control (2017).HIV testing. Monitoring
implementation of the Dublin Declaration on Partnership to fight HIV/AIDS in
Europe and Central Asia: 2017 progress report. Stockholm: ECDC
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, (2009).Σχετικά με τη Δράση κατά του
Καρκίνου: Ευρωπαϊκή Σύμπραξη. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο,
το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή
και την Επιτροπή των Περιφερειών, Βρυξέλλες, COM.
Holland, W.W., (ed.) (1998)European Community atlas of avoidable death.
Commission of the European Communities Health Services Research Series No3.
Oxford, Oxford University Press.
Kasl, S.V.& Cobb, S., (1966). Health Behavior, Illness Behavior, and Sick-Role
Behavior. Archives of Environmental Health: An International Journal, 12(4), 531-
541.
Κυριόπουλος, Γ., Ζάβρας, Δ., Νικολαΐδης, Γ., Ολλανδέζος, Μ., Κωνσταντινίδης, Θ.,
Λιονής, Χ., Γελαστοπούλου, Ε., (2008). Μελέτη Αποτρεπτής Θνησιμότητας (1980-
2003). Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, Τμήμα Οικονομικών της Υγείας.
Karski, J., (2000). Hπροαγωγή της υγείας και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στο «Η
Δημόσια Υγεία σε Μετάβαση», τόμος 2, έκδοση του Υ.Υ.Κ.Α. και της Εθνικής Σχολής
Δημόσιας Υγείας στο πλαίσιο του προγράμματος INTERREG II για τη Δημόσια Υγεία
στα Βαλκάνια.
Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων-ΚΕΕΛΠΝΟ, (2013). Δελτία
επιδημιολογικής επιτήρησης 2013 έως 2017, Τεύχη 28-32.
Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων-ΚΕΕΛΠΝΟ, (2014). Κατευθυντήριες
οδηγίες για τη θεραπεία της φυματίωσης στα παιδιά. Διαθέσιμο στο:
https://eody.gov.gr/wp-content/uploads/2019/01/fymatiosi-odigies.pdf
Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων- ΚΕΕΛΠΝΟ, (2014). Κατευθυντήριες
οδηγίες για τη θεραπεία της φυματίωσης στους ενήλικες. Πνεύμων, 28(3).
Διαθέσιμο στο: https://eody.gov.gr/wp-content/uploads/2019/01/fymatiosi-
odigies.pdf
Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων-ΚΕΕΛΠΝΟ. (2015). Εθνική αναφορά έτους
2014 (Global AIDS Response Progress Report 2015: Greece).

49
Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων-ΚΕΕΛΠΝΟ, (2018). Δελτίο
επιδημιολογικής επιτήρησης της HIV/AIDS λοίμωξης στην Ελλάδα, Τεύχος 32.
Αθήνα: ΚΕΕΛΠΝΟ.
Κρεμαστινού – Κουρέα, Τζ. (2007). Δημόσια Υγεία: Θεωρία, Πράξη, Πολιτικές. Αθήνα.
Εκδόσεις Τεχνόγραμμα.
Λάγγας, Δ. (2002). Μείζονες παράγοντες κινδύνου Δημόσιας Υγείας στον παιδικό
πληθυσμό. Στο Δημολιάτης, Γ., Κυριόπουλος, Γ., Λάγγας, Δ., Φιλαλήθης, Τ. (επιμ.). «Η
Δημόσια Υγεία στην Ελλάδα». Αθήνα. Εκδόσεις Θεμέλιο. Σειρά: Κοινωνία και Υγεία.
Lopez, A.D., Mathers, C.D., Ezzati, M., Jamison, D.T. & Murray, C.J., (2006). Global and
regional burden of disease and risk factors, 2001: systematic analysis of population
health data. Lancet,367(9524), 1747–57.
Maynard, A., (1991., Developing the health care market. The Economic Journal, 101,
1277-86.
National Diabetes Information Clearinghouse, (2005).Diabetes, Heart Disease and
Stroke. National Institute of Diabetes and Digestive and Kidney Diseases. Bethesda,
Maryland.
Ξηρός, Θ., (2004).ΔημόσιαΥγείακαιμεταδοτικά νοσήματα στην Ελλάδα. Πρόληψη
και,αντιμετώπιση των κινδύνων από τη διάδοσή τους. Στο Παπαδημητρίου, Γ.,
Πατρώνος, Π. (επιμ.). Προστασία από τα μεταδοτικά νοσήματα. Εκδόσεις
Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη.
Organisation for Economic Co-operation and Development(OECD), (2007).Health at a
glance (2007). Chapter 2: Health status. (Internet), France. (Available at
http://www.oecd.org/document/).
Παναγιωτόπουλος, Τ. (2004). Προλογικό Σημείωμα στο Γ. Παπαδημητρίου, Π.
Πατρώνος (επιμ.), Προστασία από τα μεταδοτικά νοσήματα. Εκδόσεις Σάκκουλα,
Αθήνα – Θεσσαλονίκη.
Pitsavos, C., Panagiotakos, D.B., Chrysohoou, C., Skoumas, J., Papaioannou, I.,
Stefanadis, C. & Toutouzas, P.K. (2002). The benefits from Mediterranean diet on
the risk of developing acute coronary syndromes, in hypercholesterolemic subjects:
a case–control study (CARDIO2000). Coronart Artery Diseases, 13, 295– 300.

50
Pitsavos, C., Panagitakos, D., Chrysochoou, C. &Stefanadis, C., (2003). Epidemiology of
Cardiovascular Risk Factors in Greece: aims, design and baseline characteristics of
the ATTICA study. BMC Public Health 3, 32.
Ramírez-Lapausa, M., Menéndez-Saldaña, A., Asensio, N. (2015). Extrapulmonary
tuberculosis. Revista Espanola de Sanidad Penitenciaria, 17, 3-11.
Ρούσσος, Χ., (2006). Κλινική Πνευμονολογία, Φυματίωση. Ιατρικές εκδόσεις
Πασχαλίδης Π.Χ., Αθήνα.
Smith, C. & Fiscer, T.H., (2001). Particulate and vapour phase constituents of cigarettes
mainstream smoke and risk of myocardial infraction. Atherosclerosis, 158, 257-267.
Τούντας, Ι., (2001).Η υγεία του ελληνικού πληθυσμού. ‘Έκθεση του Εργαστηρίου
Υγιεινής και Επιδημιολογίας, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τούντας, Γ. και συνεργάτες, (2007).Η υγεία του ελληνικού πληθυσμού 1997-2006.
Κέντρο Μελετών Υπηρεσιών Υγείας Εργαστηρίου Υγιεινής και Επιδημιολογίας
Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών.

Tountas, Y., Oikonomou, N., Pallikarona, G., Dimitrakaki, C., Tzavara, C., Souliotis, K.,
Mariolis, A., Pappa, E., Kontodimopoulos, N., Niakas, D., (2011). Sociodemographic
and socioeconomic determinants of health services utilization in Greece: the Hellas
Health I study. Health Services Management Research, 24(1),8-18.

Τριχόπουλος, Δ., (2002). Επιδημιολογία. Αρχές, Μέθοδοι, Εφαρμογές. Εκδόσεις


ΠαρισιάνουΑΕ. Αθήνα.

UNAIDS,(2021).Global AIDS Update — Confronting inequalities — Lessons for


pandemic responses from 40 years of AIDS. Available
at:https://www.unaids.org/en/resources/documents/2021/2021 -global-
aids-update.
US Department of Health and Human Servises, (2004).The health consequences of
smoking: a report of the Surgeon general. U.S.A.
WHO., (2002). Global Database on Child Growth and Malnutrition. Geneva: World
Health Organization; (διαθέσιμο στο: http://www.who.int/nutgrowthdb).
WHO, (2004). The atlas of heart disease and stroke / Judith Mackay and George
Mensah; with Shanthi Mendis and Kurt Greenland. World Health Organization
(διαθέσιμο στο: https://apps.who.int/iris/handle/10665/43007).

51
WHO, (2004). Global strategy on diet and physical activity. Geneva.
WHO, (2005). Preventing chronic disease: a vital investment. Geneva.
WHO - Regional office for Europe, (2008). World Health Organisation Regional office
for Europe (EURO WHO). Denmark. Available at www.euro.who.int.
WHO, (2008). WHO European Action Plan For Food And Nutrition Policy 2007-2012.
WHO Regional office for Europe, Denmark.
WHO, (2010). 10 Facts about Cancer. (Available at http://www.who.
int/features/factfiles/cancer/en/index.html).
WHO, (2020). Tuberculosis. Διαθέσιμο στο: https://www.who.int/newsroom/fact-
sheets/detail/tuberculosis
WHO. (2021). Cancer, Key Facts. Διαθέσιμο στο: ttps://www.who.int/news-
room/fact-sheets/detail/cancer
Yusuf, S., Reddy, S., Ounpuu, S. & Anand, S. (2001). Global burden of cardiovascular
diseases. Part 1: General considerations, the epidemiologic transition, risk factors
and impact of urbanization. Circulation, 104, 2746-2753.
Yusuf, S., Hawken, S., Ounpuu, S., Dans, T., Avezum, A., Lanas, F., McQueen, M., Budaj,
A., Pais, P., Varigo, J., L isheng, A., (2004). INTERHEART Study Investigators, Effect
of potentially modifiable risk factors associated with myocardial infarction in 52
countries (the INTERHEART Study): case-control study. The Lancet, 364, 937-9
Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Υ.Υ.Κ.Α), (2008). «Εθνικό Σχέδιο
Δράσης για τον Καρκίνο 2008-2012». (Διαθέσιμο στο:
http://www.yyka.gov.gr/future/anakoinseis-egkyklioi/ethnikos3a7edio-drasis-gia-
ti-dimosia-ygeia/ethniko-schedio-drasis-gia-ton-karkino-2008-2012/view)
Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Υ.Υ.Κ.Α), (2008). «Εθνικό Σχέδιο
Δράσης για τα Καρδιαγγειακά Νοσήματα 2008-2012». Διαθέσιμο στο:
https://www.moh.gov.gr/articles/health/domes-kai-draseis-gia-thn-
ygeia/ethnika-sxedia-drashs/95-ethnika-sxedia-drashs
Χατζηχριστοδούλου., Χ., (2002).Επιδημιολογική επιτήρηση λοιμωδών νοσημάτων.
Στο Δημολιάτης, Γ., Κυριόπουλος, Γ., Λάγγας, Δ., Φιλαλήθης, Τ. (επιμ.) Η Δημόσια
Υγεία στην Ελλάδα. Αθήνα. Εκδόσεις Θεμέλιο. Σειρά: Κοινωνία και Υγεία.

52
Χρήσιμες διευθύνσεις στο διαδίκτυο

• Τηλεφωνική γραμμή για το AIDS

Ο Συμβουλευτικός Σταθμός (Σ.Σ.) και η Τηλεφωνική Γραμμή (Τ.Γ.) για το AIDS,


υπηρεσίες του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, υπάγονται στο
Τμήμα Παρεμβάσεων στην Κοινότητα και λειτουργούν από το Σεπτέμβριο του
1992.

https://eody.gov.gr/tilefoniki-grammi-symvoyleytikos-stathmos-gia-to-aids/

• Πρόληψη Καρδιαγγειακών Νοσημάτων

Προγράμματα πρόληψης σε σχολεία

https://www.elikar.gr/

53

You might also like