You are on page 1of 73

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ-PUBLIC


HEALTH
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑ
Α.Μ: 1071370
ΘΕΜΑ:ΑΙΤΙΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΒΡΕΦΩΝ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΟ
ΠΑΙΔΟΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΟ ΙΑΤΡΕΙΟ

ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΚΑΡΑΤΖΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ


ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ
ΚΑΡΑΤΖΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ
ΦΟΥΖΑΣ ΣΩΤΗΡΙΟΣ

ΠΑΤΡΑ 2020

[1]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
I. Περίληψη
Abstract
ΙΙ. Εισαγωγή
ΙΙ.a.Ο έλεγχος υγείας στην παιδική ηλικία
ΙΙ.b. Σύγχρονη καρδιοχειρουργική προσέγγιση στις συγγενείς καρδιοπάθειες στα παιδιά
II.c. Προ αθλητικός έλεγχος (ΦΕΚ 3254 8/8/2018)
II.d.Πότε θα πρέπει να παραπεμφθεί το παιδί μου σε έναν παιδοκαρδιολόγο;
III. Συχνά Παιδοκαρδιολογικά Νοσήματα
III.1. Φύσημα
III.1.a.Χαρακτηριστικά του καρδιακού φυσήματος
III.1.b.Δονητικό still’s φύσημα
III.1.c.Πνευμονικής ροής φύσημα (Φυσιολογικής πνευμονικής συστολικής εξώθησης
φύσημα)
III.1.d.Υπερκλείδιας/Καρωτιδική εμβοή
III.1.e.Αορτικής ροής φύσημα
III.1f.Φλεβικός βόμβος
III.1.g.Μαστικής αρτηρίας Soufflé
III.1.h.Φυσιολογική Περιφερική Πνευμονική Στένωση
III.1.i.Μη φυσιολογική περιφερική πνευμονική στένωση
III.1.j. Διαγνωστική προσέγγιση καρδιακού φυσήματος
III.1.k.Φυσική εξέταση
III.1.l.Κόκκινες Σημαίες από το προσωπικό ιστορικό
III.1.m. Κόκκινες Σημαίες από το οικογενειακό ιστορικό
III.1.n.Κόκκινες Σημαίες από τη φυσική εξέταση
III.1.o.Αξιολόγηση μεταξύ της καρδιακής θέσης και της θέσης των κοιλιακών οργάνων
III.1.p.Συμπεράσματα
III.2.Νόσος Kawasaki
ΙΙΙ.3.Ανοιχτό Ωοειδές τρήμα (PFO)
III.4.Μεσοκοιλιακή Επικοινωνία (VSD)
III.4.1.Η αιτιολογία του ελλείματος στο μεσοκοιλιακό διάφραγμα
III.4.2.Είδη των ελλειμάτων

[2]
III.5.Μεσοκολπική Επικοινωνία (ASD)
III.5.1.Η κλινική εικόνα του μεσοκολπικής επικοινωνίας
III.5.2.Αντιμετώπιση
III.6.Τετραλογία του Fallot (ToF)
III.6.1.Συχνότητα
III.6.2.Αιτιολογία
III.6.3.Κατασκευαστικές ανωμαλίες
III.6.4.Η Κυάνωση
IV.Ειδικό Μέρος
IV.1.Υλικό και Μέθοδοι
IV.2.Στατιστική Ανάλυση
IV.3.Περιορισμοί της μελέτης
IV.4.Ανάλυση Δεδομένων
IV.4.1.Διαγνώσεις
V. Συμπεράσματα
V.1.Βιβλιογραφία

[3]
I. Περίληψη

Οι συγγενείς καρδιοπάθειες αποτελούν τις πιο συχνές συγγενείς ανωμαλίες με επίπτωση


περίπου 1/100 γεννήσεις ζώντων. Περίπου 1 στα 4 παιδιά έχουν κρίσιμη καρδιακή νόσο που
θα χρειαστεί αντιμετώπιση με χειρουργείο ή επεμβατικά στον 1ο χρόνο ζωής. Οι συγγενείς
ανωμαλίες αποτελούν μια από τις κύριες αιτίες θανάτου στις ανεπτυγμένες χώρες και οι ΣΚ
είναι υπεύθυνες γι’ αυτό περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τύπο ανωμαλίας. Σήμερα οι
καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις και οι καρδιακοί καθετηριασμοί έχουν συμβάλλει σε
σημαντική αύξηση της επιβίωσης των παιδιών με κρίσιμη ΣΚ. Επειδή η έγκαιρη αναγνώριση
των κρίσιμων καρδιακών ανωμαλιών βελτιώνει την έκβαση, είναι σημαντικό να αναπτύξουμε
στρατηγικές που θα αυξάνουν την έγκαιρη διάγνωση. Ένας αριθμός παιδιών με κρίσιμη ΣΚ
είναι τόσο επηρεασμένα στη διάγνωση που καταλήγουν πριν την καρδιοχειρουργική
επέμβαση. Η καθυστερημένη ή αποτυχία διάγνωσης συσχετίζεται με σημαντική νοσηρότητα
και η πιο σημαντική είναι η υποξική /ισχαιμική εγκεφαλική βλάβη. Επιπλέον η καθυστερημένη
διάγνωση συσχετίζεται με υψηλότερη θνησιμότητα. Η αιτιολογία των συγγενών
καρδιοπαθειών θεωρείται πολυπαραγοντική και αποδίδεται σε γενετικούς και
περιβαλλοντικούς παράγοντες. Επίσης σε ποσοστό περίπου 30% συνδυάζονται με
εξωκαρδιακές ανωμαλίες ή αναγνωρίσιμα κλινικά σύνδρομα. Αίτια παραπομπής παιδιών για
καρδιολογικό έλεγχο είναι η καρδιακή ανεπάρκεια, εξωκαρδιακές ανωμαλίες, κλινικά
σύνδρομα, αρρυθμίες, λιποθυμικά επεισόδια, θωρακικό άλγος. Σκοπός της παρούσας μελέτης
είναι η διερεύνηση των αιτιών παραπομπής παιδιών από τον παιδίατρο για παιδοκαρδιολογικό
έλεγχο. Για τον σκοπό αυτό, συλλέχθηκαν δεδομένα που αφορούν στα παιδιά που
παραπέμπονται για έλεγχο στο Παιδοκαρδιολογικό Ιατρείο του ΠΓΝΠ Ρίο από τις 1/3/2020
και για διάρκεια 6 μηνών, εως 30/8/2020. Κυριότερα ευρήματα της παρούσας μελέτης είναι
πως οι πιο συνήθεις λόγοι παραπομπής των παιδιών στο παιδοκαρδιολογικό ιατρείο κατά το
τελευταίο εξάμηνο , ήταν το φύσημα (45%). Ως προς τις διαγνώσεις οι κυριότερες ήταν η
μεσοκοιλιακή επικοινωνία VSD (27%). Ακολουθεί η επίσκεψη στο ιατρείο στα πλαίσια
παρακολούθησης κάποιας συστηματικής νόσου (13,8%) και ο καρδιολογικός έλεγχος που
προηγείται της εγγραφής σε κάποιο άθλημα (13%).

Λέξεις – κλειδιά: Παιδιά, καρδιοπάθεια, παιδοκαρδιολόγος, φύσημα.

[4]
ABSTRACT

Congenital heart disease is the most common congenital anomaly affecting about 1/100 live
births. About 1 in 4 children have critical heart disease that will need to be treated with surgery
or surgery in the first year of life. Congenital anomalies are one of the leading causes of death
in developed countries and MS are more responsible for this than any other type of anomaly.
Today, cardiac surgery and cardiac catheterization have contributed to a significant increase in
the survival of children with critical SC. Because early detection of critical heart abnormalities
improves outcome, it is important to develop strategies that will increase early diagnosis. A
number of children with critical SC are so affected by the diagnosis that they end up before
heart surgery. Delayed or failed diagnosis is associated with significant morbidity and the most
important is hypoxic / ischemic brain damage. In addition, delayed diagnosis is associated with
higher mortality. The etiology of congenital heart disease is considered multifactorial and is
attributed to genetic and environmental factors. About 30% are also associated with
extracardiac abnormalities or recognizable clinical syndromes. Reasons for referral of children
for cardiac examination are heart failure, extracardiac abnormalities, clinical syndromes,
arrhythmias, fainting spells, chest pain. Reasons for referral of children for cardiac examination
are heart failure, extracardiac abnormalities, clinical syndromes, arrhythmias, fainting spells,
chest pain. The purpose of this study is to investigate the reasons for referral of children by a
pediatrician for pediatric cardiology. For this purpose, data were collected regarding the
children who are referred for examination to the Pediatric Cardiology Clinic of PGNP Rio from
1/3/2020 and for a period of 6 months, until 30/8/2020. The main findings of the present study
are that the most common reasons for referring children to the pediatric cardiology clinic during
the last six months, was the murmur (45%). Regarding the diagnoses, the main ones were the
intra-abdominal communication VSD (27%). This is followed by a visit to the doctor's office
in the context of monitoring a systemic disease (13.8%) and the cardiac examination that
precedes enrollment in a sport (13%).

Word keys: Children, Cardiopathy, Cardiologist, Murmur

[5]
II. Εισαγωγή

Οι συγγενείς καρδιοπάθειες είναι ανωμαλίες διάπλασης της καρδιάς, που φέρει ο άνθρωπος
από την ημέρα της γέννησής του. Οι πάσχοντες από συγγενείς καρδιοπάθειες, γεννιούνται με
κάποιο ‘κατασκευαστικό’ πρόβλημα στην καρδιά.

Ένα καρδιακό ελάττωμα, μια συγγενής καρδιοπάθεια, δημιουργείται όταν η καρδιά ή τα


αγγεία, δεν αναπτύσσονται φυσιολογικά πριν τη γέννηση. Σε ποσοστό 80% το αίτιο των
συγγενών καρδιοπαθειών παραμένει άγνωστο. Γενικά, η αιτιολογία των συγγενών
καρδιοπαθειών μπορεί να συνδέεται με πολλαπλούς παράγοντες. Ένα μικρό ποσοστό 6 -8 %
έχει σχέση με γενετικούς (κληρονομικούς) παράγοντες, ενώ ένα άλλο ποσοστό περίπου 10%
σχετίζεται με εξωτερικούς παράγοντες, όπως λοιμώξεις, λήψη φαρμάκων (κυτταροστατικά,
αντιεπιληπτικά), ή τοξικών ουσιών (οινόπνευμα), καθώς και έκθεση σε ακτινοβολία,
ιδιαιτέρως κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, την περίοδο δηλαδή της οργανογένεσης
στο έμβρυο. Επίσης, ενοχοποιούνται χρόνιες παθήσεις όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης
λύκος και ο σακχαρώδης διαβήτης της εγκυμονούσας γυναίκας.

Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις , όπου πολύ σημαντικές συγγενείς καρδιοπάθειες μπορεί να


βρεθούν οποιαδήποτε στιγμή στην παιδική ηλικία, στην εφηβεία ή και μετά την ενηλικίωση.
Τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να είναι η παραπομπή από τον παιδίατρο στον παιδοκαρδιολόγο,
ο οποίος καλείται να αξιολογήσει ένα παιδί με καρδιακό φύσημα ( 9 στα 10 παιδιά
παραπέμπονται για εκτίμηση καρδιακού φυσήματος), με κυάνωση ή με σημεία και
συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας. Η παραπομπή σε έναν Ιατρό εξειδικευμένο και έμπειρο
στη διάγνωση και θεραπεία ΣΚ, είναι ζωτικής σημασίας, προκειμένου να καθοριστεί
επακριβώς η φύση του προβλήματος. Ο παιδοκαρδιολόγος είναι ο γιατρός που έχει τις γνώσεις
και την εξειδίκευση στο να προσδιορίσει τη φύση του καρδιακού προβλήματος, τη
φαρμακευτική αγωγή (αν ενδείκνυται), τη συχνότητα των επισκέψεων που χρειάζονται για την
παρακολούθηση του ασθενούς, την επεμβατική μη χειρουργική καρδιολογική θεραπεία και την
παραπομπή του ασθενούς για ενδεχόμενη χειρουργική αντιμετώπιση του προβλήματος.
(Δημήτρης Α. Δασκαλόπουλος, Παιδοκαρδιολόγος. 26 Δεκεμβρίου 2011)

[6]
II. a Ο έλεγχος υγείας στην παιδική ηλικία.

Αν η πρόληψη έχει μεγάλη αξία στους ενήλικες, στα παιδιά με ολόκληρη ζωή μπροστά τους
έχει ακόμη μεγαλύτερη. Τα νοσήματα φθοράς με κορυφαία την αθηρωμάτωση –
αρτηριοσκλήρυνση αρχίζουν από τα πρώτα βήματα της ζωής του ανθρώπου. Η υποκείμενη
οικογενής (κληρονομική) προδιάθεση επιταχύνει την εμφάνιση αρκετών νοσημάτων που από
μόνα τους θα εμφανίζονταν οψιμότερα στη ζωή. Δεν είναι σπάνιο σήμερα ένα οξύ στεφανιαίο
επεισόδιο (έμφραγμα του μυοκαρδίου) να υπάρχει κάτω της ηλικίας των 30 ετών στο έδαφος
οικογενούς υπερχοληστεριναιμίας. Η τελευταία μεταβολική διαταραχή θα μπορούσε να είχε
αναδειχθεί πρώιμα, κατά την παιδική ηλικία και να είχαν μειωθεί ή αποφευχθεί οι βλαβερές
επιπτώσεις κυρίως από το καρδιαγγειακό σύστημα. Η σωστή δίαιτα, η φυσική άσκηση, η
διατήρηση κανονικού σωματικού βάρους, η αποφυγή του καπνίσματος, και ακόμη αν κριθεί
αναγκαία η ειδική φαρμακευτική αγωγή, είναι πολύ αποτελεσματικά προληπτικά μέτρα. Ο
έλεγχος περιέχει αρκετές αιματολογικές και μη εξετάσεις ‘κλειδιά’ που είναι δυνατόν να
οδηγήσουν άμεσα ή να κατευθύνουν προς τη διάγνωση ποικίλων αιματολογικών-μεταβολικών
–ενδοκρινολογικών νοσημάτων ή διαταραχών (καρδιάς-ήπατος-νεφρών-μυών). Ο υπέρ ή
υποθυρεοειδισμός, η σιδηροπενία με ή χωρίς αναιμία, η υποβιταμίνωση D έχουν σοβαρές
επιπτώσεις στη σωματική αλλά και νοητική-ψυχοκινητική ανάπτυξη του παιδιού, εάν δεν
διαγνωστούν έγκαιρα. Ακόμη, δεν είναι επιτρεπτόν, με τους γνωστούς κινδύνους ,νέα παιδιά
να κάνουν αθλητισμό ή και ακόμη πρωταθλητισμό, χωρίς προηγουμένως να έχουν υποβληθεί
σε πλήρη κλινική και κατ’ αρχήν καρδιολογική εξέταση, και αν χρειαστεί εργαστηριακή
εξέταση και διερεύνηση. (Διαγνωστικό Κέντρο ‘Γυναίκας Υγεία’. Email:
info@gynaikasygeia.gr)

[7]
II. b Σύγχρονη καρδιοχειρουργική προσέγγιση στις συγγενείς καρδιοπάθειες στα
παιδιά.

Τις τελευταίες δεκαετίες παρακολουθήσαμε μια επανάσταση όσον αφορά στην αντιμετώπιση
και τη φροντίδα των παιδιών με συγγενή καρδιοπάθεια. Η πρόοδος στις διαγνωστικές μεθόδους
και στη χειρουργική αντιμετώπιση έκαναν εφικτή τη διόρθωση καρδιακών ανωμαλιών σε
ασθενείς που μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν είχαν καμία ελπίδα επιβίωσης. Πλέον, πολλά
παιδιά με συγγενή καρδιοπάθεια μεγαλώνουν χωρίς περιορισμούς και με την ποιότητα ζωής
ενός απόλυτα φυσιολογικού ατόμου.

Είναι γνωστό ότι περίπου 8 στα 1000 νεογνά που γεννιούνται, έχουν μια μορφή συγγενούς
καρδιοπάθειας (CHD). Από αυτά τα παιδιά ,το 95% περίπου θα ενηλικιωθεί. Έτσι, αυτοί οι
ασθενείς, καθώς μεγαλώνουν, αποτελούν τους ενήλικες με συγγενή καρδιοπάθεια, που πλέον
στις μέρες μας είναι μια σημαντική κατηγορία ασθενών, που χρειάζονται εξειδικευμένη
παρακολούθηση και ενίοτε θεραπευτικές παρεμβάσεις.

Η καρδιοχειρουργική, και κυρίως η καρδιοχειρουργική των συγγενών καρδιοπαθειών με


έμφαση στην καρδιοχειρουργική Παίδων, αναπτύχθηκε αλματωδώς τα τελευταία 60 χρόνια.
Από την εντυπωσιακή αφετηρία της , χάρη σε προικισμένους και πρωτοπόρους επιστήμονες
όπως οι Alfred Blalock, John Heysham Gibbon Jr, C. Walton Lilehei, John W. Kirklin, η
επινόηση της μηχανής εξωσωματικής κυκλοφορίας (οξυγονώνει το αίμα όταν σταματάμε ή
αποφορτίζουμε την καρδιά από το αίμα για να γίνουν χειρουργικοί χειρισμοί) και η
τελειοποίηση των χειρουργικών τεχνικών, οδήγησαν στο να μπορούμε να διορθώσουμε σχεδόν
όλες τις συγγενείς καρδιακές ανωμαλίες με πολύ καλά αποτελέσματα.

Από την πρώιμη διόρθωση απλών σχετικά ανωμαλιών, όπως τα ελλείματα του μεσοκολπικού
ή μεσοκοιλιακού διαφράγματος μέχρι την αντιμετώπιση πιο σύμπλοκων μορφών, όπως η
τετραλογία Fallot, η μετάθεση των μεγάλων αγγείων και παθήσεις που μέχρι πριν από λίγα
χρόνια δεν είχαν πιθανότητες επιβίωσης , όπως το σύνδρομο υποπλαστικής αριστερής κοιλίας
, τα αποτελέσματα έχουν βελτιωθεί σημαντικά και ασθενείς που δεν είχαν προσδόκιμο
επιβίωσης ή ζούσαν με περιορισμένη δραστηριότητα λόγω μη χειρουργήσιμων συγγενών
καρδιακών ανωμαλιών, μπορούν στις μέρες μας να έχουν μια φυσιολογική ζωή.

Η σπουδαία αυτή πρόοδος προήλθε από τη λεπτομερή κατανόηση της ανατομίας και της
παθολογικής λειτουργίας των συγγενών καρδιακών ανωμαλιών, την τεχνολογική εξέλιξη των
διαγνωστικών μεθόδων, τη μεγάλη βελτίωση της περιεγχειρητικής φροντίδας από
εξειδικευμένους παιδοκαρδιο-αναισθησιολόγους και γιατρούς της παιδοκαρδιοχειρουργικής
μονάδας εντατικής θεραπείας ,καθώς επίσης σε βελτιώσεις στην εξωσωματική υποστήριξη της
κυκλοφορίας, στον εξοπλισμό και τις συσκευές αιμοδυναμικής παρακολούθησης.

[8]
Οι υπόλοιπες ιατρικές ειδικότητες κατά περίσταση υποστηρίζουν το έργο των
παιδοκαρδιοχειρουργών στο πνεύμα της συνεργασίας και της ομαδικότητας. Η συνεισφορά
όλων των υποειδικοτήτων έχει ως αποτέλεσμα τη δραστική μείωση της χειρουργικής
θνητότητας ακόμη και για τις πιο σύμπλοκες συγγενείς καρδιακές ανωμαλίες. Τέλος, την
τελευταία δεκαετία προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη της εκτίμησης και της βελτίωσης της
ποιότητας και των αποτελεσμάτων στο πλαίσιο δράσεων ώστε το νεογνό με συγγενή
καρδιοπάθεια να έχει μια –αν είναι δυνατόν- φυσιολογική ζωή.

(Παναγιώτης Σφυρίδης -Παιδοκαρδιοχειρουργός-Ιούλιος 2014. Όμιλος HHG)

ΙΙ.c Προ αθλητικός έλεγχος (ΦΕΚ 3254 8/8/2018)

Κάρτα Υγείας Αθλητή


1. Η πιστοποίηση της υγείας των αθλητών καταγράφεται σε κάρτα υγείας, είναι υποχρεωτική
και αποτελεί προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους σε προπονήσεις και αγώνες.
2. Η Κάρτα Υγείας Αθλητή συνιστά αυτοτελές έγγραφο και δεν συνδέεται με το Δελτίο
Αθλητικής Ιδιότητας. Αποτελεί προσωπικό έγγραφο του αθλητή και βρίσκεται
στην κατοχή του.
3. Προσκομίζεται υποχρεωτικά στη γραμματεία ή στον αρμόδιο διαιτητή αγώνα κάθε είδους
αθλητικής εκδήλωσης αγωνιστικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τους κανονισμούς διεξαγωγής
αγώνων των Εθνικών Αθλητικών Ομοσπονδιών, ως βασική προϋπόθεση συμμετοχής
στον αγώνα.
Περιεχόμενο
1. Στην Κάρτα Υγείας Αθλητή περιλαμβάνονται τα κάτωθι στοιχεία:
α) Εθνική Αθλητική Ομοσπονδία
β) Όνομα, επίθετο, πατρώνυμο αθλητή
γ) Έτος γέννησης
δ) Άθλημα
ε) Φωτογραφία
στ) Αριθμός Δελτίου Αθλητικής Ιδιότητας
ζ) Α.Μ.Κ.Α.
η) Ημερολογιακή θεώρηση με βεβαίωση – υπογραφή ιατρού για την πιστοποίηση συμμετοχής
στο άθλημα (προετοιμασία και αγώνες).

θ) Βεβαίωση - υπογραφή ότι έχει υποβληθεί στις ιατρικές εξετάσεις της παρ. 2 του άρθρου 3
της παρούσας.

[9]
Έκδοση και Ισχύς
1. Η Κάρτα Υγείας Αθλητή εκδίδεται και ανανεώνεται από τις Εθνικές Αθλητικές
Ομοσπονδίες. Η έκδοση και ανανέωση της γίνεται ατελώς, χωρίς καμία οικονομική
επιβάρυνση των αθλητικών σωματείων και των αθλητών και ισχύει για ένα (1) έτος από τη
θεώρηση της.
2. Εκδίδεται μόνον κατόπιν των εξής υποχρεωτικών
εξετάσεων:
α) Κλινική εξέταση
β) Ατομικό και οικογενειακό ιατρικό ιστορικό

γ) Ηλεκτροκαρδιογράφημα.
3. Αναλόγως των ευρημάτων των ως άνω υποχρεωτικών εξετάσεων και εφόσον οι ιατροί της παρ. 1 του
άρθρου 4 κρίνουν σύμφωνα με την επιστημονική κρίση τους απαραίτητη την περαιτέρω διερεύνηση,
δύνανται να παραπέμπουν τον αθλητή για περαιτέρω εξετάσεις.

Θεώρηση
1. Η Κάρτα Υγείας του Αθλητή θεωρείται από ιατρούς μονάδων παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας
Φροντίδας Υγείας, Νομαρχιακών, Περιφερειακών ή Πανεπιστημιακών Νοσοκομείων, υγειονομικών
στρατιωτικών μονάδων ή από ιατρούς έχοντες οποιαδήποτε σχέση με το Δημόσιο ή με Ν.Π.Δ.Δ., καθώς
και από ιατρούς του ιδιωτικού τομέα, κατέχοντες την καρδιολογική ειδικότητα.
2. Σε ιατρούς λοιπών ειδικοτήτων παρέχεται η δυνατότητα παρακολούθησης μετεκπαιδευτικών
σεμιναρίων, τα οποία θα διοργανώνει το Ε.Κ.Α.Ε., σε θέματα προ-αγωνιστικού ελέγχου των αθλητών.
3. Για την οργάνωση των μετεκπαιδευτικών σεμιναρίων το Ε.Κ.Α.Ε. δύναται να συμβληθεί με εθνικούς
και διεθνείς ιατρικούς επιστημονικούς φορείς και εταιρείες.
4. Το κόστος των μετεκπαιδευτικών σεμιναρίων δύναται να καλυφθεί από τίμημα.

• Αν το παιδί παραπονεθεί οποιαδήποτε στιγμή μεταξύ των τακτικών ελέγχων για


ζαλάδες, ταχυκαρδία, πόνο στο στήθος, δύσπνοια, αν σημειωθεί λιποθυμικό επεισόδιο,
αν οι γονείς βλέπουν κάποια ανησυχητικά συμπτώματα (πχ. υπερβολικό λαχάνιασμα,
δυσφορία στη φυσική δραστηριότητα, υπερβολική αύξηση βάρους) ακόμη και αν το
παιδί δεν ξέρει να τα αναφέρει ή να τα περιγράψει, δεν πρέπει να παραμελήσουν να
μιλήσουν με τον παιδίατρο και με τον καρδιολόγο. Είναι σημαντικό να αξιολογηθούν
έγκαιρα και σωστά τα συμπτώματα ώστε να καταλήξουμε τεκμηριωμένα αν μας
ανησυχούν από καρδιολογικής άποψης ή όχι και να λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα, αν
χρειάζονται, που θα διασφαλίσουν στο παιδί καλή υγεία και δραστηριότητα χωρίς
ανησυχία.
• Αν το παιδί συμμετέχει σε ανταγωνιστικό άθλημα (στίβο, ποδόσφαιρο, μπάσκετ κτλ.),
έχει τακτικές προπονήσεις μεγάλης διάρκειας κάθε εβδομάδα, συμμετέχει σε αγώνες

[10]
με προσπάθεια που διαρκεί πάνω από 40 λεπτά, τότε είναι απαραίτητο να γίνεται προ
αγωνιστικός καρδιολογικός έλεγχος κάθε χρόνο, όσο συμμετέχει στο άθλημα.

Πρέπει να θυμόμαστε πάντα πως η καλή καρδιαγγειακή υγεία του παιδιού και το χτίσιμο γερών
βάσεων για καλή καρδιαγγειακή υγεία στην ενήλικη ζωή του, περνά από τη σωστή διατροφή,
την τακτική φυσική δραστηριότητα και την επαρκή έκθεση στον ήλιο για ανάπτυξη βιταμίνης
D. (Ελευθέριος Κολομτσάς. Ειδικός Καρδιολόγος – Εντατικολόγος)

II. d Πότε θα πρέπει να παραπεμφθεί το παιδί μου σε έναν παιδοκαρδιολόγο;

Παιδιά που έχουν καρδιακά φυσήματα συχνά παραπέμπονται για εξέταση και εκτίμηση. Πολλά
από αυτά τα φυσήματα αποδεικνύονται ότι είναι φυσιολογικά (αθώα), και δεν υπάρχει ανάγκη
για παρακολούθηση από τον παιδοκαρδιολόγο. Ο παιδοκαρδιολόγος επίσης μπορεί να δώσει
συμβουλές για την πρόληψη των καρδιακών επεισοδίων αργότερα στη ζωή και για τον
προληπτικό έλεγχο για πιθανώς υψηλά επίπεδα χοληστερόλης. Οι ικανότητες ενός
παιδοκαρδιολόγου απαιτούνται οποτεδήποτε παίρνονται αποφάσεις για επεμβάσεις όπως ο
καρδιακός καθετηριασμός και η εγχείρηση της καρδιάς.

Το θωρακικό άλγος είναι ένας από τους πιο κοινούς λόγους για παραπομπή σε
παιδοκαρδιολόγο. Αυτό οφείλεται συχνά στο άγχος των γονέων επειδή το παρών σύμπτωμα
σχετίζεται με σημαντική νοσηρότητα και θνησιμότητα στον ενήλικο πληθυσμό. Μια
ανασκόπηση σε βάθος δεκαετίας σε παιδιατρικές

παραπομπές καρδιολογικών περιστατικών συσχετιζόμενων με θωρακικό άλγος από το


Παιδιατρικό Νοσοκομείο της Βοστώνης (περίπου18.000 ασθενών) αποκάλυψαν ότι μόνο το
1% (n 5 3700) των ασθενών είχε καρδιακή νόσο ως αιτιολογία για το θωρακικό άλγος και
κανένας ασθενής δεν εξήλθε από την κλινική με διάγνωση μη θωρακικού άλγους και πέθανε
λόγω καρδιολογικού προβλήματος. Ο μέσος χρόνος παρακολούθησης ήταν 4,4 έτη (εύρος: 0,5-
10,4 έτη) .

Στο περιβάλλον πρωτοβάθμιας περίθαλψης, οι κόκκινες σημαίες (Red flags-συμπτώματα και


σημεία που προμηνύουν οξύ καρδιακό συμβάν) απαιτούν περαιτέρω παραπομπή σε
παιδοκαρδιολόγο, λαμβάνοντας σοβαρά και από το οικογενειακό ιστορικό τα παρακάτω:

αιφνίδιος θάνατος, ιστορικό CHD ή μεταμόσχευσης καρδιάς, ιστορικό συγκοπτικού


επεισοδίου κατά την άσκηση, ιστορικό αρρυθμιών, θωρακικό άλγος κατά την άσκηση και
παθολογικό ΗΚΓ. Συμπεριλαμβάνονται συμπτώματα και σημεία τα οποία απομακρύνουν το
καρδιολογικό αίτιο. Καλή ανοχή στην άσκηση, απουσία στηθάγχης, πόνος που επιδεινώνεται

[11]
κατά την εγρήγορση, πόνος που σχετίζεται με την πρόσληψη τροφής και πόνος που εντοπίζεται
και πέραν του στήθους. Το συγκοπτικό επεισόδιο είναι ένας άλλος συχνός λόγος για εκτίμηση
από παιδοκαρδιολόγο. Είναι λόγος ανησυχίας των γονέων για ξαφνικό καρδιακό θάνατο. Η
συγκοπή είναι συχνή στην παιδιατρική, με μέγιστη συχνότητα εμφάνισης σε παιδιά ηλικίας 9
ετών και 14 ετών, και κορυφώνεται ξανά σε άτομα ηλικίας 15 έως 19 ετών, με τη δεύτερη
κορυφή να είναι πιο συχνή γυναίκες ασθενείς. 14,15

Η πιο κοινή αιτία του παιδιατρικού συγκοπτικού επεισοδίου είναι η Νευροκαρδιογενής


(αντανακλαστική) συγκοπή. [VVS]) αντιπροσωπεύει το 75% έως 80% των περιπτώσεων. 15
VVS συνήθως περιλαμβάνει πρόδρομα συμπτώματα όπως ναυτία, έμετο, ζάλη και θολή όραση
πριν από το συγκοπτικό συμβάν ακολουθούμενο από γρήγορη ανάκαμψη. Επιπλέον, οι
ασθενείς με VVS έχουν συχνά ιστορικό κακής ενυδάτωσης και άσκηση σε υψηλές
θερμοκρασίες. Οι κόκκινες σημαίες για το συγκοπτικό επεισόδιο περιλαμβάνουν άνευ
προειδοποίησης συμπτώματα και ξαφνική κατάρρευση (συνήθως κατά την άσκηση),
οικογενειακό ιστορικό ξαφνικά ανεξήγητου θάνατος και μη φυσιολογικό ΗΚΓ (ιδίως
ανωμαλίες διαστήματος QT), συστολική πίεση που αυξάνεται με τον χειρισμό Valsalva κατά
τη φυσική εξέταση, καλπαστικός ρυθμός και ανεξήγητη ταχυκαρδία. Ασθενείς που
παρουσιάζονται στο ιατρείο με Red flag θα πρέπει να αποκλείονται από κάθε σωματική
άσκηση εν αναμονή άμεσης καρδιολογικής εκτίμησης. Οι ακανόνιστοι καρδιακοί ρυθμοί
παρατηρούνται περιστασιακά κατά τη διάρκεια συνήθων παιδιατρικών εξετάσεων. Αυτό είναι
ένα κοινό φυσιολογικό φαινόμενο γνωστό ως φλεβοκομβική αρρυθμία ως αντανακλαστικό
μεταβολής του καρδιακού ρυθμού με τον αναπνευστικό κύκλο λόγω των παιδιών που έχουν
ισχυρό κολπικό τόνο και υψηλή ευαισθησία αντανακλαστικού βαροϋποδοχέα.16 Κατά τη
διάρκεια της εγρήγορσης, ο κολπικός τόνος μειώνεται με την επακόλουθη αύξηση του
καρδιακού ρυθμού ενώ καθώς αποκαθίσταται ο κολπικός τόνος μειώνεται και ο καρδιακός
ρυθμός. Η διαφορική διάγνωση της αρρυθμίας των κόλπων περιλαμβάνει πρόωρες κολπικές
συστολές και μπλοκ κολποκοιλιακού κόμβου. Σε γενικές γραμμές, αυτό είναι αβλαβές και
μπορεί να αντιμετωπιστεί καθησυχαστικά.

Heart Disease in Children. Richard U. Garcia, MD, Stacie B. Peddy , MD (2018)

[12]
ΙΙΙ. Συχνά παιδοκαρδιολογικά νοσήματα

III. 1 Φύσημα.

Τα καρδιακά φυσήματα είναι ακροαστικές διαταραχές των ηχητικών κυμάτων εύρους 20 έως
20.000 κύκλων / δευτερόλεπτο, που ακούγονται με ένα στηθοσκόπιο και προέρχονται από την
καρδιά και το αγγειακό σύστημα. Ενώ οι φυσιολογικοί καρδιακοί ήχοι παράγονται από το
κλείσιμο των καρδιακών βαλβίδων, τα φυσήματα παράγονται ως πρόσθετοι, απροσδόκητοι
ήχοι από αναταράξεις ή διαταραχές στη ροή του αίματος ενώ κυκλοφορεί δια μέσου της
καρδιάς ή προέρχεται από τα κύρια αιμοφόρα αγγεία. Περίπου το 50% των παιδιών έχουν
καρδιακό φύσημα κάποια στιγμή στη ζωή τους. Ωστόσο, λιγότερο από 1% έχουν συγγενή
καρδιοπάθεια. Έχει αποδειχθεί ότι το 60% των φυσημάτων που παραπέμπονται για
καρδιολογική αξιολόγηση ήταν λειτουργικά φυσήματα. Η διάκριση φυσημάτων που
προκαλούνται από μία υποκείμενη καρδιακή νόσο από τα φυσήματα που προκαλούνται από τη
ροή του αίματος μέσα σε μια δομικά φυσιολογική καρδιά μπορεί να είναι δύσκολο για το
γιατρό πρωτοβάθμιας φροντίδας.

Τα παιδιά που εξετάζονται στο Τμήμα Επειγόντων περιστατικών συχνά παρουσιάζουν


καρδιακό φύσημα, επειδή υποφέρουν από καταστάσεις που σχετίζονται με υπερδυναμική
κυκλοφορία (πυρετός, αναιμία ή αφυδάτωση) και συνήθως βρίσκονται σε κατάσταση ακραίου
άγχους, ωστόσο, η πλειοψηφία αυτών των φυσημάτων είναι καλοήθη. Αθώα φυσήματα
παράγονται από τη φυσιολογική ροή του αίματος μέσω της καρδιάς και των μεγάλων αγγείων.
Αυτά τα παιδιά αξιολογούνται συνήθως από έναν ειδικευόμενο παιδίατρο που εξετάζει το παιδί
για πρώτη φορά και είναι σχετικά άπειρος στην καρδιαγγειακή εξέταση. Έχει παρατηρηθεί ότι
η ικανότητα των φοιτητών και των ειδικευόμενων να αξιολογούν τους καρδιακούς ήχους και
τα φυσήματα μειώνεται με την πάροδο του χρόνου. Αντιθέτως, η φυσική εξέταση από έναν
έμπειρο κλινικό γιατρό είναι αρκετή για τη διάκριση αθώων από παθολογικά φυσήματα .
Επιπλέον, η φυσική εξέταση που διενεργήθηκε από παιδιατρικό καρδιολόγο έχει ευαισθησία
96% και ειδικότητα 95%, σύμφωνα με τους Smythe et al., για να διακρίνει ένα αθώο από
παθολογικό καρδιακό φύσημα.

Οι γονείς που ενημερώνονται για την ανίχνευση καρδιακού φυσήματος από τον ειδικευόμενο
παιδίατρο στο Τμήμα Επειγόντων συνήθως υποθέτουν ότι το παιδί τους πάσχει από σοβαρή
ασθένεια. Επομένως, είναι ζωτικής σημασίας ο γιατρός να αποκτήσει τις δεξιότητες για να
διακρίνει έναν αθώο από ένα οργανικό φύσημα, έτσι ώστε η οικογένεια να μην υποφέρει από
παράλογο άγχος και να αποφεύγονται περιττές παραπομπές. Σημειώνεται ότι η διαθεσιμότητα
νέων τεχνολογιών, η αναποτελεσματική εκπαίδευση για κλινική εξέταση και ο φόβος για
νομικές συνέπειες ιατρικών παραλείψεων, συμβάλλουν στη μείωση της αυτοπεποίθησης και
στον αυξανόμενο αριθμό παραπομπών σε ειδικούς.

[13]
III 1 a. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΡΔΙΑΚΟΥ ΦΥΣΗΜΑΤΟΣ

Χαρακτηριστικές ιδιότητες ενός καρδιακού φυσήματος είναι: ο χρονισμός στον καρδιακό


κύκλο, το σημείο , η ποιότητα, η ένταση, το είδος, η εξάπλωση και η οξύτητα, καθώς και η
παρουσία ή απουσία ροιζου. Υπάρχουν τέσσερα κύρια «σημεία ακρόασης» της καρδιάς στο
στήθος, τα οποία καθορίζουν την πιθανή προέλευση ή την αιτιολογία ενός φυσήματος. Το δεξί
και άνω θωρακικό άκρο αντιπροσωπεύει την περιοχή της αορτικής βαλβίδας, το αριστερό και
άνω θωρακικό άκρο είναι η περιοχή της πνευμονικής βαλβίδας, το αριστερό και κάτω
θωρακικό άκρο είναι η τριγλωχίνα βαλβίδα και η κορυφή της καρδιάς αντιπροσωπεύει την
περιοχή της μιτροειδούς βαλβίδας. Ένα φύσημα μπορεί να εξαπλωθεί σε περισσότερα από ένα
σημεία ακρόασης. Η μορφή ενός φυσήματος απεικονίζει την αλλαγή της έντασης σε όλο τον
καρδιακό κύκλο. Τα φυσήματα μπορεί να είναι crescendo, decrescendo, crescendo-
decrescendo ή ομοιόμορφα. Η ένταση ενός φυσήματος καθορίζεται από τον όγκο και την
ταχύτητα της ροής του αίματος, καθώς και από την απόσταση μεταξύ του στηθοσκοπίου και
της αλλοίωσης. Η διαβάθμιση της πίεσης κατά μήκος μίας βλάβης καθορίζει εάν ένα φύσημα
είναι υψηλής ή χαμηλής συχνότητας. Η ένταση ενός συστολικού καρδιακού φυσήματος
βαθμολογείται από το Ι έως το VI. Τα φύσημα βαθμού Ι ίσα που μπορείς να το ακροαστείς. Τα
φυσήματα βαθμού II είναι αδύναμα αλλά μπορείς να τα ακροαστείς αμέσως. Τα φυσήματα
βαθμού III μπορούν να ακουστούν εύκολα και είναι αρκετά δυνατά. Τα φυσήματα βαθμού IV
ακούγονται εύκολα σε μια ευρεία περιοχή, είναι έντονα αισθητά και συνοδεύονται από ροιζο.
Τα φυσήματα βαθμού V είναι δυνατά και έχουν επίσης προκάρδια ένταση και οι βαθμού VI
είναι αρκετά δυνατά για να ακουστούν με το στηθοσκόπιο όταν ανυψώνεται το στήθος.

Με βάση την κλινική τους σημασία και την αιτιολογία, τα καρδιακά φυσήματα χωρίζονται ως
αθώα ή λειτουργικά και οργανικά ή παθολογικά. Ένα αθώο φύσημα χαρακτηρίζεται από τα
ακόλουθα διακριτικά χαρακτηριστικά (τα επτά S ‘s): Είναι συστολικό, μικρό (χωρίς επέκταση
στο προκάρδιο), μαλακό (ήπιο), σύντομο (όχι ολοσυστολικό), μεμονωμένο (χωρίς άλλα
παθολογικά ακουστικά ευρήματα), ήρεμο (όχι τραχύ) και ευαίσθητο (αλλάζει με αλλαγή της
θέσης / μείωση σε όρθια θέση). Ενώ τα αθώα φυσήματα είναι μικρής διάρκειας, είναι του τύπου
crescendo-decrescendo, έχουν χαμηλή ένταση, μεταδίδονται ελάχιστα στο προκάρδιο,
εμφανίζονται σε πρώιμη συστολή και ακούγονται καλύτερα όταν το παιδί είναι σε ύπτια θέση,
ένα οργανικό φύσημα είναι συνήθως δυνατό (ένταση ≥3 / 6), διαστολικό, ολοσυστολικό, τραχύ,
εμφανίζεται αργά στη συστολή, αυξάνει την ένταση σε όρθια θέση και μπορεί να σχετίζεται με
ένα ανώμαλο S2. Σχεδόν όλοι τα αθώα φυσήματα που έχουν ακροαστεί στην παιδική ηλικία
ταξινομούνται σε έναν από τους ακόλουθους διακριτούς τύπους: το δονητικό φύσημα του

[14]
Still’s, το φυσιολογικό φύσημα πνευμονικής ροής, το αορτικής ροής φύσημα, την καρωτιδική
εμβοή, τον φλεβικό βόμβο και η στένωση της περιφερικής πνευμονικής αρτηρίας της βρεφικής
ηλικίας .Εκτός από το φλεβικό βόμβο, το οποίο είναι ένα συνεχές φύσημα, τα υπόλοιπα αθώα
φυσήματα είναι όλα συστολικά.

Εικόνα 1. Καρδιακό φύσημα στα παιδιά.

III.1 b. Δονητικό still’s φύσημα

Πρόκειται για ένα αρμονικό, μουσικό, φύσημα χαμηλής συχνότητας, που περιορίζεται στην
πρώιμη συστολή, γενικά βαθμού 2, με ακρόαση στο κάτω αριστερό μέρος του θώρακα που
εκτείνεται μέχρι την κορυφή. Παρατηρείται συνήθως μετά την παιδική ηλικία και η μέγιστη
συχνότητα εμφάνισης είναι στην ηλικία των 3 έως 7 ετών. Ακούγεται γενικά πιο δυνατά στην
ύπτια θέση, αλλά αλλάζει χαρακτηριστικά και μειώνεται σε ένταση στην όρθια θέση. Η τεχνική
Valsalva μειώνει επίσης την ένταση του φυσήματος.

III. 1 c. Πνευμονικής ροής φύσημα (Φυσιολογικής πνευμονικής συστολικής εξώθησης


φύσημα)

[15]
Πρόκειται για ένα πρώιμο συστολικό crescendo-decrescendo, το φύσημα εξώθησης που
ακούγεται στο δεύτερο και τρίτο μεσοπλεύριο διάστημα στα αριστερά παραστερνικά. Είναι
χαμηλής έντασης (βαθμός 2–3), ακούγεται καλύτερα με το διάφραγμα και μεταδίδεται στην
πνευμονική περιοχή. Είναι πιο δυνατό στην ύπτια θέση και κατά τη διάρκεια της εισπνοής,
πυρετού ή άσκησης. Αυτό το φύσημα πρέπει να διαφοροποιείται από το φύσημα λόγω
ελλείμματος του μεσοκολπικού διαφράγματος ή πνευμονικής στένωσης. Το φύσημα ενός
ελλείμματος του μεσοκολπικού διαφράγματος οφείλεται στην αυξημένη ροή μέσω της
πνευμονικής αρτηρίας και δεν μπορεί να πάντοτε να διακρίνεται από το αθώο φύσημα της
πνευμονικής. Ασθενείς με έλλειμμα του μεσοκολπικού διαφράγματος είναι συνήθως
ασυμπτωματικοί και το φύσημα μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αθώο». Ωστόσο ,η αυξημένη
ώση της δεξιάς κοιλίας, ένα μεσοδιαστολικό κύλησμα και το πιο σημαντικό, ένας σταθερός και
ευρύς διχασμός του S2 μπορεί να επιτρέψει την κλινική διάγνωση. Οι ανωμαλίες που
οφείλονται σε έλλειμμα του μεσοκολπικού διαφράγματος κατά τη φυσική εξέταση και το ΗΚΓ
μπορεί να είναι πολύ λεπτές για να εντοπιστούν. Αν και είναι ευρέως γνωστό ότι μπορεί να
συμβούν παραλλαγές στα κλινικά σημεία και συμπτώματα που είναι τυπικά ενός ελλείμματος
του μεσοκολπικού διαφράγματος, η εξάρτηση από τα κλασικά ευρήματα του φυσικού ελέγχου
ή του ΗΚΓ μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την υποδιάγνωση σημαντικού αριθμού ασθενών.

III. 1 d. Υπερκλείδιας / καρωτιδική εμβοή

Αυτό το συστολικό φύσημα χαμηλής έντασης γίνεται περισσότερο αντιληπτό πάνω από τις
κλείδες και επεκτείνεται στο λαιμό, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε μικρότερο βαθμό στο άνω
μέρος του στήθους. Το φύσημα υπάρχει είτε όταν ο ασθενής είναι σε ύπτια θέση είτε
καθισμένος, αλλά το φύσημα μειώνεται ή εξαφανίζεται εντελώς από την υπερέκταση των
ώμων.

III.1 e. Αορτικής ροής φύσημα

[16]
Πρόκειται για ένα συστολικό φύσημα εξώθησης που ακούγεται εντονότερα στην περιοχή της
αορτής. Μπορεί να γίνει αντιληπτό υπό συνθήκες ταχυπαλμίας, όπως ακραίο άγχος, αναιμία,
υπερθυρεοειδισμός, αφυδάτωση ή πυρετός. Ανιχνεύεται σε μεγαλύτερα παιδιά, ενήλικες και
αθλητές. Συχνά είναι δύσκολο να είμαστε σίγουροι για την αιτία αυτού του φυσήματος,
επομένως μπορεί να υποδεικνύεται παραπομπή και περαιτέρω έλεγχος.

III. 1 f. Φλεβικός βόμβος

Είναι ένα υψηλής συχνότητας, απαλό, συνεχές φύσημα, που παρατηρείται κυρίως μεταξύ 3 και
8 ετών. Ακούγεται εντονότερα χαμηλότερα και πρόσθια στον λαιμό ακριβώς πλάγια στον
στερνοκλειδομαστοειδή μυ. Είναι πιο εμφανές στα δεξιά από ό, τι στα αριστερά, συχνά
υποχωρεί ή αλλάζει χαρακτηριστικά όταν ο ασθενής ξαπλώνει και μπορεί να εξαλειφθεί ή να
μειωθεί με ήπια συμπίεση της οριζόντιας εσωτερικής σφαγίτιδας φλέβας ή περιστρέφοντας το
κεφάλι του ασθενούς προς την πλευρά του φυσήματος . Ένας φλεβικός βόμβος αποτελεί αθώο
και όχι παθολογικό φύσημα. Αυτό το φύσημα πρέπει να διαφοροποιείται από αυτό ενός
ανοικτού αρτηριακού πόρου. Το φύσημα του ανοικτού αρτηριακού πόρου δεν μειώνεται σε
ύπτια θέση και δεν μπορεί να εξαλειφθεί με συμπίεση της εσωτερικής σφαγίτιδας φλέβας.

III.1 g. Μαστικής αρτηρίας Soufflé

Εμφανίζεται συχνότερα σε προχωρημένη εγκυμοσύνη και σε θηλάζουσες γυναίκες, αλλά


μπορεί σπάνια να εμφανιστεί στην εφηβεία. Προκύπτει σε συστολή, μπορεί να επεκταθεί σε
διαστολή και ακούγεται στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα πάνω από το στήθος.

III.1 h. Φυσιολογική Περιφερική Πνευμονική Στένωση

[17]
Πρόκειται για μία σύντομη μεσοσυστολική ροή, που ακούγεται στην πνευμονική περιοχή και
τις μασχάλες. Κατά τη διάρκεια της εμβρυϊκής ζωής, το μεγαλύτερο μέρος της ροής του
αίματος διέρχεται από τη δεξιά κοιλία μέσω του αρτηριακού πόρου. Μόνο περίπου το 20% της
συνολικής καρδιακής παροχής εισέρχεται στους πνεύμονες μέσω των διακλαδώσεων των
πνευμονικών αρτηριών, και ως εκ τούτου, οι διάμετροι τους είναι σχετικά μικρές σε σύγκριση
με εκείνες του πνευμονικού κορμού. Μετά τη γέννηση, ο αρτηριακός πόρος κλείνει και όλο το
αίμα από τη δεξιά κοιλία πρέπει να διέρχεται από αυτές τις σχετικά στενές πνευμονικές
αρτηρίες παράγοντας ένα φύσημα, το οποίο γίνεται αντιληπτό στα τέλη της νεογνικής
περιόδου. Αυτό το παροδικό αθώο φύσημα είναι ένα, μέτριου τόνου ,πρώιμο μέσο-συστολικό
φύσημα στον δεύτερο αριστερό μεσοπλεύριο χώρο που αντανακλά στη ράχη και το οποίο
ακούγεται μεταξύ των κλειδών. Τα βρέφη με αυτό το παροδικό καρδιακό φύσημα έχουν ήπια
υπανάπτυξη των διακλαδώσεων της πνευμονικής αρτηρίας με σημαντικά μικρότερες
διαμέτρους και μεγαλύτερη ταχύτητες ροής. Μετά από μερικούς μήνες, αυτές οι μικρότεροι
διάμετροι γίνονται φυσιολογικές και το καρδιακό φύσημα εξαφανίζεται. Η αιτία αυτής της
παροδικής στένωσης των πνευμονικών αρτηριών του κλάδου μπορεί να εξηγηθεί από τις
αλλαγές στην κυκλοφορία του αίματος που λαμβάνουν χώρα μετά τη γέννηση.

III.1 i. Μη φυσιολογική περιφερική πνευμονική στένωση

Στις περισσότερες περιπτώσεις, η στένωση της περιφερικής πνευμονικής αρτηρίας είναι ένα
αθώο εύρημα. Ωστόσο, η μη φυσιολογική (δηλαδή ανατομική) στένωση των κύριων ή
περιφερειακών κλάδων της πνευμονικής αρτηρίας είναι ασυνήθιστη, αλλά είναι ένα επαρκώς
περιγραφόμενο εύρημα. Μπορεί να συσχετιστεί με άλλες συγγενείς καρδιοπάθειες, όπως η
Tetralogy of Fallot και σε μεμονωμένη μορφή με κλινικά σύνδρομα, όπως το σύνδρομο
Alagille, Williams, cutis laxa, Ehlers Danlos, Noonan και Silver Russell. Επομένως, είναι
συνετό να επαναλαμβάνουμε το ηχοκαρδιογράφημα σε όλα τα νεογνά με «φυσιολογική»
περιφερική πνευμονική στένωση για να επαληθεύσουμε την ομαλοποίηση της ροής και της
διαμέτρου της πνευμονικής αρτηρίας και να επανεξετάσουμε τον φαινότυπο του βρέφους, ο
οποίος μερικές φορές μπορεί να είναι άτυπος όσο αφορά την παρουσία ενός συνδρόμου στην
πρώιμη νεογνική περίοδο. Τα συστολικά φυσήματα μπορούν να ταξινομηθούν ως πρώιμα
συστολικά (πρωτοσυστολικά), μεσοσυστολικά, ολοσυστολικά (πανσυστολικά) ή
τελοσυστολικά. Ένα μεσοσυστολικό φύσημα ξεκινά αμέσως μετά τον πρώτο ήχο της καρδιάς
(S1) και τερματίζει λίγο πριν από τον δεύτερο ήχο της καρδιάς (S2), οπότε τα S1 και S2 θα
είναι ακουστικά ευδιάκριτα. Αντίθετα, ένα ολοσυστολικό φύσημα ξεκινά ταυτόχρονα ή
αμέσως μετά το S1 και εκτείνεται στο S2, καθιστώντας τα δύσκολα, αν όχι αδύνατα, να

[18]
ακουστούν. Ένα μεσοσυστολικό φύσημα ξεκινά να γίνεται αισθητό μετά το S1 και μπορεί
οριακά να επεκταθεί έως το S2.

III.1 j. Διαγνωστική προσέγγιση καρδιακού φυσήματος.

Η διαγνωστική προσέγγιση παιδιών με καρδιακό φύσημα περιλαμβάνει: λεπτομερές


προγεννητικό και μεταγεννητικό ιατρικό ιστορικό, πλήρη φυσική εξέταση και, σε
συγκεκριμένες περιπτώσεις, καρδιακό υπερηχογράφημα. Η ακτινογραφία θώρακος και το
ΗΚΓ συνήθως δεν βελτιώνουν την ευαισθησία ή την ειδικότητα της ανίχνευσης δομικών
βλαβών της καρδιάς. Το ιστορικό και η φυσική εξέταση χρησιμεύουν στον εντοπισμό της
σοβαρότητας των ήδη ύποπτων διαταραχών. Σε περίπτωση αβεβαιότητας σχετικά με την
αθωότητα ενός φυσήματος, μετά τη λήψη κατάλληλου ιατρικού ιστορικού και την προσεκτική
κλινική εξέταση, το παιδί πρέπει να παραπεμφθεί σε παιδοκαρδιολόγο. Το άγχος των γονέων
και η ηλικία του παιδιού πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης
για παραπομπή σε παιδοκαρδιολόγο. Τα νεογνά απαιτούν άμεση παραπομπή, ενώ τα
μεγαλύτερα, ασυμπτωματικά παιδιά μπορούν να περιμένουν για μια προγραμματισμένη
αξιολόγηση. Ο καρδιακός υπέρηχος δεν συνίσταται στον αρχικό διαγνωστικό έλεγχο. Δεν
αποτελεί μέρος της συνηθισμένης διερεύνησης παιδιών με φύσημα, γνωρίζοντας ότι το 60%
έχουν λειτουργικό φύσημα, ενώ ταυτόχρονα η συνεργασία με τον ασθενή είναι δύσκολη,
ιδιαίτερα σε νεότερες ηλικίες. Ωστόσο, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σε νεογνά με καρδιακό
φύσημα, ακόμη και όταν δεν υπάρχουν συμπτώματα. Συνιστάται χαμηλός ουδός παραπομπής,
διότι η συχνότητα εμφάνισης δομικών καρδιακών δυσπλασιών είναι υψηλότερη σε αυτόν τον
πληθυσμό . Όταν πραγματοποιείται από Καρδιολογικά εργαστήρια ενηλίκων, ένας καρδιακός
υπέρηχος μπορεί να είναι κακής ποιότητας ή μη διαγνωστικός. Πράγματι, τα παιδιατρικά
ηχοκαρδιογραφήματα που έγιναν σε μελέτες καρδιολογίας ενηλίκων δεν ήταν απαραίτητα στο
30% των ασθενών, ήταν ανεπαρκούς ποιότητας στο 32% και οδήγησαν σε εσφαλμένη
εντύπωση της φύσης ή της παρουσίας παθολογίας στο 32% των παιδιών.

III.1 k. Φυσική εξέταση

[19]
Τα ζωτικά σημεία του ασθενούς πρέπει να αξιολογούνται σύμφωνα με τις τιμές αναφοράς που
καθορίζονται από την ηλικία. Ταχυκαρδία, ταχύπνοια, υποξία ή αρρυθμία μπορεί να
υποδηλώνει καρδιακή νόσο ή συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Αυξημένο εύρος σφυγμού
ή υπερδυναμικό προκάρδιο μπορεί να υποδηλώνουν την παρουσία ανοιχτού αρτηριακού πόρου
.

Η βραχιόνια αρτηρία αποτελεί το καλύτερο σημείο για την εκτίμηση του σφυγμού, καθώς έχει
την ίδια απόσταση από την καρδιά με τη μηριαία αρτηρία. Ως εκ τούτου, η ταυτόχρονη
ψηλάφηση της δεξιάς βραχιόνιας αρτηρίας και της μηριαίας αρτηρίας για τον έλεγχο των
σφυγμών και της επιβράδυνσης του παλμού αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για τον έλεγχο
πιθανής ισθμικής αορτικής στένωσης. Η αριστερή βραχιόνια αρτηρία δεν πρέπει να
χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση του περιφερικού παλμού, καθώς σε μερικούς ασθενείς η
αριστερή υποκλείδια αρτηρία μπορεί να βρίσκεται περιφερικά της περιοχή της στένωσης . Οι
καθυστερημένοι και αδύναμοι παλμοί ή η απουσία μηριαίων παλμών σε σύγκριση με τους
βραχιόνιους παλμούς ή μια διαφορά στην τιμή της αρτηριακής πίεσης άνω των 20 mmHg
μεταξύ άνω και κάτω άκρων υποδηλώνουν σοβαρή ισθμική στένωση της αορτής.

Η αναπλήρωση των τριχοειδών αγγείων πρέπει να είναι μικρότερη από τρία δευτερόλεπτα. Μια
προκάρδια διόγκωση ή ένας υπερδυναμικό προκάρδιο μπορεί να υποδηλώνει κοιλιακή
υπερτροφία. Η ψηλάφηση ροιζου στο προκάρδιο είναι ενδεικτική ενός οργανικού φυσήματος.
Κατά την ψηλάφηση του θώρακα, πρέπει να ελέγχεται πάντοτε η ωση της αριστερής κοιλίας ο
οποίος κανονικά βρίσκεται στην αριστερή μεσοκλειδική γραμμή στον τέταρτο ή πέμπτο
μεσοπλεύριο χώρο.

Θα πρέπει να ακροαστούμε την καρδιά στην τριγλώχινα, πνευμονική, μιτροειδή βαλβίδα και
τις αορτικές περιοχές του διαφράγματος του στηθοσκοπίου, ενώ ο ασθενής είναι σε ύπτια θέση,
καθισμένος και όρθιος.

Η κλινική αξιολόγηση του δεύτερου καρδιακού τόνου είναι πολύ σημαντική σε παιδιατρικούς
ασθενείς και έχει χαρακτηριστεί ως «κλειδί για την ακρόαση της καρδιάς». Περιλαμβάνει μια
εκτίμηση για τον διαχωρισμό και τον προσδιορισμό των διαταραχών που συσχετίζονται με την
αορτή (Α2) και τους πνεύμονες (P2). Κανονικά η συστολή της αορτής συμβαίνει πριν από το
πνευμονική συστολή, και έτσι το διάστημα μεταξύ των δύο τμημάτων του S2 (διαίρεση)
διευρύνεται κατά την εισπνοή και περιορίζεται κατά την εκπνοή. Με ήσυχη αναπνοή, το A2
προηγείται κανονικά του P2 από 0,02 έως 0,08 δευτερόλεπτα .

Ο παθολογικό δεύτερος καρδιακός τόνος μπορεί επίσης να είναι μόνο ένα εύρημα ανάμεσα σε
άλλα καρδιακά και άλλα παθολογικά προβλήματα, όπως πνευμονική υπέρταση.

[20]
Θα πρέπει να γίνεται προσεκτική εξέταση των καρδιαγγειακών, αναπνευστικών και
γαστρεντερικών συστημάτων. Θα πρέπει να αναζητήσετε ανώμαλο αναπνευστικό μοτίβο ή
φλεβική διάταση. Πρόσθετοι αναπνευστικοί ήχοι, όπως τρίζοντες ή συριγμό, διόγκωση ήπατος
ή σημάδια ασκίτη θα πρέπει να αξιολογούνται ως πιθανά σημάδια συμφορητικής καρδιακής
ανεπάρκειας. Η κοιλιακή εξέταση θα πρέπει να περιλαμβάνει προσεκτική εκτίμηση της θέσης
του ήπατος και της απόστασης του άκρου σε σχέση με το πλευρικό άκρο.

Μετά τη λήψη λεπτομερούς προσωπικού και οικογενειακού ιατρικού ιστορικού και τη


διεξαγωγή ενδελεχούς κλινικής εξέτασης, συγκεκριμένα ευρήματα μπορεί να εγείρουν
ανησυχίες σχετικά με τη σοβαρότητα ενός καρδιακού φυσήματος.

III.1 l. Κόκκινες σημαίες από το προσωπικό ιστορικό

• Διατροφικές δυσκολίες

• Μειωμένη ανάπτυξη

• Συμπτώματα του αναπνευστικού συστήματος ή κυάνωση, συχνές λοιμώξεις του κατώτερου


αναπνευστικού (που σχετίζονται με τη μετατόπιση από αριστερά προς τα δεξιά).

• Προκάρδιος πόνος.

• Λιποθυμία

• Μειωμένη ικανότητα άσκησης.

• Ενδομήτρια έκθεση σε λοιμώξεις, φάρμακα ή αλκοόλ.

Για παράδειγμα, η μετάδοση ερυθράς από την μητέρας σχετίζεται με περιφερική πνευμονική
στένωση ή ανοικτό αρτηριακό πόρο. Οι αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης σχετίζονται
με ανεπάρκεια του κοιλιακού διαφράγματος και δυσπλαστική αορτική βαλβίδα. Η έκθεση σε
λίθιο μπορεί να σχετίζεται με την ανωμαλία του Ebstein της τριγλώχινας βαλβίδας. Το
Valproate σχετίζεται με στένωση της αορτής και του συνδρόμου υποπλαστικής αριστερής
καρδιάς. Το εμβρυϊκό σύνδρομο αλκοόλης σχετίζεται με μεσοκολπικές και μεσοκοιλιακές
επικοινωνίες, καθώς και με τετραλογία του Fallot.

• Η νόσος Kawasaki σχετίζεται με ανεύρυσμα στεφανιαίας αρτηρίας και στένωση.

• Ο οξύς ρευματικός πυρετός σχετίζεται με ρευματικές καρδιακές παθήσεις.

[21]
• Το σύνδρομο Turner σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο στένωσης του ισθμού της αορτής,
στένωση της αορτικής βαλβίδας, υπερτροφία της αριστερής κοιλίας και υπέρταση.

• Η τρισωμία 21 σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών ανωμαλιών. Το 40% των


ασθενών με τρισωμία 21 έχουν συγγενή καρδιοπάθεια και οι μισές από τις περιπτώσεις
περιλαμβάνουν κοινή κολποκοιλιακή επικοινωνία. Επομένως, όλα τα νεογνά με τρισωμία 21
απαιτούν καρδιακό υπερηχογράφημα στη νεογνική περίοδο .

III.1 m. Κόκκινες σημαίες από το οικογενειακό ιστορικό

• Αιφνίδιος καρδιακός θάνατος.

• Το σύνδρομο Marfan σχετίζεται με πρόπτωση της μιτροειδούς βαλβίδας, διάταση της


αορτικής ρίζας και ανεπάρκεια της αορτής.

• Συγγενής καρδιοπάθεια σε συγγενή πρώτου βαθμού. Για παράδειγμα, αδελφάκι με


μεσοκοιλιακό διαφραγματικό έλλειμμα οδηγεί σε κίνδυνο επανεμφάνισης 6% .

• Ο σακχαρώδης διαβήτης της μητέρας σχετίζεται με παροδική υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια,


τετραλογία του Fallot, κοινό αρτηριακό κορμό και διπλόξοδο δεξιά κοιλίας.

III.1 n. Κόκκινες σημαίες από φυσική εξέταση

• Νεογνό-βρέφος με σύνδρομο

• Διαταραχές ανάπτυξης

[22]
• Περιφερικό οίδημα.

• Υπερδυναμικό προκάρδιο.

• Αργοί - αδύναμοι μηριαίοι παλμοί.

• Μη φυσιολογικό S2

• Έντονο (≥3 / 6) καρδιακό φύσημα

• Τραχύ φύσημα

• Συστολικός ροίζος

• Διαστολικό ή ολοσυστολικό φύσημα

• Αυξημένης έντασης σε όρθια θέση.

• Ασκίτης.

• Ηπατομεγαλία

III.1 o. Αξιολόγηση μεταξύ της καρδιακής θέσης και της θέσης των κοιλιακών οργάνων

Η αριστεροκαρδία και η φυσιολογική θέση των κοιλιακών οργάνων σχετίζονται με <1%


επίπτωση συγγενούς καρδιοπάθειας. Η ολική αναστροφή των σπλάχνων, που παρουσιάζει μια
αντίθετη εικόνα σε σύγκριση με τα φυσιολογικά άτομα, σχετίζεται με συγγενή καρδιοπάθεια
στο 3-5% των περιπτώσεων. Σχεδόν το 100% των περιπτώσεων ανεστραμμένων κοιλιακών
οργάνων και αριστεροκαρδίας έχουν συγγενή καρδιοπάθεια, η οποία είναι συνήθως σοβαρή
και μπορεί να σχετίζεται με σύνδρομο ετεροταξίας και ασπληνίας (που μπορεί να συνοδεύεται
από ανοσοανεπάρκεια) ή πολυσπληνίας .

Ενδείξεις παραπομπής:

α. Παρουσία πρόσθετων ευρημάτων κατά τη φυσική εξέταση (εκτός από το φύσημα).

β. Παρουσία ακροαστικών χαρακτηριστικών οργανικού φυσήματος .

γ. Παρουσίαση συμπτωμάτων.

δ. Θετικό ιστορικό ύποπτων ευρημάτων για καρδιακές παθήσεις.

[23]
ε. Νεογνική περίοδος.

Η συχνότητα εμφάνισης συγγενούς καρδιοπάθειας είναι αυξημένη σε νεογνά / βρέφη .Οι


παιδοκαρδιολόγοι μπορούν να ανιχνεύσουν ασυμπτωματική συγγενή καρδιοπάθεια με
μεγαλύτερη ακρίβεια στα νεογνά και, ως εκ τούτου, μπορεί να καθοδηγήσει τους παιδίατρους
για τη διερεύνηση και διαχείριση περιπτώσεων με ύποπτο φύσημα. Η ευαισθησία της
ανίχνευσης ενός παθολογικού φυσήματος έχει περιγραφεί μεταξύ 80,5-94,9% και η ειδικότητα
μεταξύ 25-92%. Η διερεύνηση των νεογνών με ένα φύσημα μπορεί να περιλαμβάνει παλμική
οξυμετρία μετά τις πρώτες 24 ώρες της ζωής. Η κλινική διερεύνηση ασυμπτωματικών νεογνών
με φύσημα έχει ευαισθησία 46% για την ανίχνευση συγγενούς καρδιοπάθειας μόνο με κλινική
εξέταση και αυξάνεται στο 77% όταν προστίθεται παλμική οξυμετρία. Εάν η κλινική εκτίμηση
του φυσήματος είναι αβέβαιη, το νεογνό πρέπει να παραπεμφθεί σε έναν ειδικό Παιδιατρικής
Καρδιολογίας. Σε κάθε περίπτωση, η παραπομπή σε έναν ειδικό επιβεβαιώνει τη διάγνωση και
μειώνει το άγχος της οικογένειας.

III. 1 p. Συμπεράσματα

Η αναγνώριση ενός παθολογικού φυσήματος που σχετίζεται με καρδιακές παθήσεις, είναι


ζωτικής σημασίας και απαιτεί σημαντικές δεξιότητες στην κλινική εξέταση. Τα ευρήματα από
ένα λεπτομερές ιατρικό ιστορικό και μια σωστή και διεξοδική κλινική εξέταση μπορούν να
εντοπίσουν τα παιδιά με αυξημένο κίνδυνο για καρδιακές παθήσεις και θα καθορίσουν ποιο
παιδί με καρδιακό φύσημα θα πρέπει να παραπεμφθεί σε έναν Ειδικό Παιδιατρικής
Καρδιολογίας. Πρέπει να δοθεί προσοχή σε ύποπτα κλινικά σημεία ή συμπτώματα. Η συγγενής
καρδιοπάθεια είναι πιο πιθανό όταν το φύσημα είναι ολοσυστολικό, διαστολικό, ίσο ή
μεγαλύτερο από III / VI σε ένταση, συνοδεύεται από ροίζο, είναι τραχύ και αυξάνεται σε όρθια
θέση .Σε νεογνά και νεαρά βρέφη, ο ουδός παραπομπής πρέπει να είναι χαμηλός λόγω του
υψηλού επιπολασμού της συγγενούς καρδιοπάθειας .Η συνεργασία με την οικογένεια και το
επίπεδο του άγχους τους πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη όταν πρέπει να ληφθεί η απόφαση
για παραπομπή. Η αυξημένη εκπαίδευση των γιατρών μπορεί να βελτιώσει τις κλινικές τους
δεξιότητες , να αυξήσει την σιγουριά τους και θα βοηθήσει στην ελαχιστοποίηση του άγχους
των γονέων και των περιττών εργαστηριακών ερευνών.

(Eirini Kostopoulou, Gabriel Dimitriou and Ageliki Karatza. Current Pediatric Reviews,
2019)

[24]
III. 2 Νόσος Kawasaki.

Η νόσος αυτή περιεγράφηκε για πρώτη φορά στην αγγλόφωνη ιατρική βιβλιογραφία το 1967
από έναν Ιάπωνα παιδίατρο, τον Tomisaku Kawasaki. Αναγνώρισε μια ομάδα παιδιών με
πυρετό, δερματικό εξάνθημα, επιπεφυκίτιδα, εξάνθημα στόματος και φάρυγγα, διόγκωση των
χεριών των ποδιών και των τραχηλικών λεμφαδένων. Αρχικά η νόσος ονομάστηκε
‘βλενογονοδερματικό λεμφαδενικό σύνδρομο’ . Λίγα χρόνια αργότερα, αναφέρθηκαν
καρδιολογικές επιπλοκές, όπως ανευρύσματα των στεφανιαίων αρτηριών. Η νόσος Kawasaki
είναι μια οξεία συστηματική αγγειίτιδα, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει φλεγμονή του
τοιχώματος των αγγείων, που μπορεί να εξελιχθεί σε διατάσεις οποιασδήποτε αρτηρίας
μεσαίου μεγέθους, κυρίως των στεφανιαίων αρτηριών. Ωστόσο, η πλειοψηφία των παιδιών θα
παρουσιάσει μόνο οξεία συμπτώματα χωρίς καρδιακές επιπλοκές.

Η νόσος Kawasaki είναι μια σπάνια νόσος, αλλά μια από τις πιο συνήθεις αγγειίτιδες στην
παιδική ηλικία, μαζί με την πορφύρα Henoch – Schonlein. Η νόσος Kawasaki έχει περιγραφεί
σε όλον τον κόσμο, παρόλο που είναι πιο συχνή στα παιδιά των Γιαπωνέζων. Είναι σχεδόν
αποκλειστικά νόσος των μικρών παιδιών. Περίπου το 85% των παιδιών με νόσο Kawasaki
είναι κάτω των 5 ετών, με συχνότερη εμφάνιση στην ηλικία των 18-24 μηνών. Τα παιδιά
ηλικίας κάτω των 3 μηνών ή πάνω των 5 ετών προσβάλλονται σπανιότερα, αλλά έχουν
μεγαλύτερο κίνδυνο ανευρυσμάτων στεφανιαίων αρτηριών. Είναι πιο συνηθισμένη στα αγόρια
από ότι στα κορίτσια. Παρόλο που οι περιπτώσεις της νόσου Kawasaki μπορούν να
διαγνωστούν οποιαδήποτε στιγμή του χρόνου, μπορεί να εμφανιστεί κατά εποχές αυξημένος
αριθμός περιπτώσεων, όπως στο τέλος του χειμώνα και την άνοιξη.

Η αιτία της νόσου Kawasaki παραμένει αδιευκρίνιστη, παρόλα αυτά υπάρχουν υποψίες ότι
λοιμογόνοι παράγοντες μπορούν να αποτελέσουν εκλυτικό παράγοντα. Μια υπερευαισθησία ή
μια διαταραγμένη ανοσολογική απάντηση , η οποία πιθανώς προκαλείται από έναν λοιμώδη
παράγοντα, μπορεί να ξεκινήσει μια φλεγμονή και βλάβη των αγγείων σε ορισμένα άτομα που
έχουν γενετική προδιάθεση.

Η νόσος Kawasaki δεν είναι κληρονομική , όμως υπάρχει υποψία για γενετική προδιάθεση.
Είναι πολύ σπάνιο να πάσχουν από αυτή τη νόσο περισσότερα από ένα μέλη μιας οικογένειας.
Δεν είναι λοιμώδης και δεν μπορεί να μεταδοθεί από ένα παιδί στο άλλο. Μέχρι στιγμής, δεν
υπάρχει καμία γνωστή πρόληψη. Είναι πιθανό, αλλά πολύ σπάνιο, να εμφανιστεί δεύτερο
επεισόδιο της νόσου στο ίδιο παιδί.

Η νόσος ξεκινάει με ανεξήγητα υψηλό πυρετό. Το παιδί είναι συνήθως πολύ ευερέθιστο. Ο
πυρετός μπορεί να συνοδεύεται ή να ακολουθείται από επιπεφυκίτιδα χωρίς πύον ή εκκρίσεις.

[25]
Το παιδί μπορεί να παρουσιάσει διάφορους τύπους δερματικού εξανθήματος, όπως της ιλαράς
ή της οστρακιάς ή σαν αλλεργικό εξάνθημα, βλατίδες κ.α. Το δερματικό εξάνθημα εμφανίζεται
κυρίως στον κορμό και στα άκρα και συχνά στην περιοχή των σπαργάνων (της πάνας),
οδηγώντας στο κοκκίνισμα και την απολέπιση του δέρματος.

Οι στοματικές αλλοιώσεις μπορεί να περιλαμβάνουν έντονα κόκκινα, σκασμένα χείλη, κόκκινη


γλώσσα και κοκκίνισμα των παλαμών και των πελμάτων. Τα δάχτυλα των χεριών και των
ποδιών μπορούν να είναι φουσκωμένα και πρησμένα. Αυτές οι εκδηλώσεις συνοδεύονται από
μια χαρακτηριστική απολέπιση του δέρματος γύρω από τις άκρες των δακτύλων των χεριών
και των ποδιών. Πάνω από τους μισούς ασθενείς θα παρουσιάσουν διόγκωση των τραχηλικών
λεμφαδένων. Συχνά διογκώνεται ένας μόνο λεμφαδένας (τουλάχιστον 1,5 εκατοστό). Η
προσβολή της καρδιάς είναι η πιο σοβαρή εκδήλωση της νόσου Kawasaki, εξαιτίας της
πιθανότητας μακροχρόνιων επιπλοκών. Μπορεί να εντοπιστούν καρδιακά φυσήματα,
αρρυθμίες και ανωμαλίες στην εξέταση με υπερήχους. Όλα τα διαφορετικά στρώματα της
καρδιάς μπορούν να παρουσιάσουν κάποιο βαθμό φλεγμονής, με αποτέλεσμα πιθανής
εμφάνισης περικαρδίτιδας, μυοκαρδίτιδας και επίσης προσβολής των βαλβίδων. Ωστόσο, το
κύριο χαρακτηριστικό της νόσου είναι η ανάπτυξη ανευρισμάτων στα στεφανιαία αγγεία. Η
βαρύτητα της νόσου ποικίλει από παιδί σε παιδί. Δεν έχει κάθε ασθενής όλες τις κλινικές
εκδηλώσεις που περιεγράφηκαν και οι περισσότεροι ασθενείς δεν θα αναπτύξουν προσβολή
της καρδιάς. Τα ανευρίσματα παρουσιάζονται μόνο σε 2 με 6 παιδιά από τα 100 παιδιά στα
οποία αρχίζει έγκαιρα η θεραπευτική αγωγή. Μερικά παιδιά παρουσιάζουν συχνά άτυπες
μορφές της νόσου, που σημαίνει ότι δεν εμφανίζουν όλες τις χαρακτηριστικές κλινικές
εκδηλώσεις, καθιστώντας έτσι πιο δύσκολη τη διάγνωση. Στα παιδιά αυτά η νόσος
διαγιγνώσκεται ως άτυπη νόσος Kawasaki. Αυτή είναι μια νόσος κατεξοχήν της παιδικής
ηλικίας, παρόλο που υπάρχουν σπάνιες αναφορές της νόσου Kawasaki σε ενήλικες. Η
διάγνωση της νόσου Kawasaki είναι κλινική. Αυτό σημαίνει ότι η διάγνωση γίνεται
αποκλειστικά με βάση την κλινική εκτίμηση του ιατρού. Η οριστική διάγνωση τίθεται αν ο
ανεξήγητα υψηλός πυρετός που διαρκεί για 5 ή παραπάνω ημέρες συνδυάζεται με 4 από τα 5
παρακάτω χαρακτηριστικά: αμφοτερόπλευρη επιπεφυκίτιδα, διογκωμένοι λεμφαδένες,
δερματικό εξάνθημα, ερυθρότητα του στόματος και της γλώσσας και οι χαρακτηριστικές
αλλοιώσεις που περιεγράφηκαν στα άκρα. Ο ιατρός πρέπει να ελέγξει αν υπάρχει ένδειξη για
κάποια άλλη νόσο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τα ίδια συμπτώματα. Μερικά παιδιά
παρουσιάζουν ατελείς μορφές της νόσου, πράγμα που σημαίνει ότι πληρούν λιγότερα κλινικά
κριτήρια, κάνοντας την διάγνωση πιο δύσκολη. Αυτές οι περιπτώσεις χαρακτηρίζονται ως
ατελής νόσος Kawasaki. Η νόσος Kawasaki είναι μια νόσος με τρία στάδια:

• Οξύ, που περιλαμβάνει τις πρώτες 2 εβδομάδες, όταν είναι παρόντες ο πυρετός και τα
άλλα συμπτώματα.

[26]
• Υποξύ, από τη δεύτερη εως την τέταρτη εβδομάδα, μια περίοδος κατά την οποία ο
αριθμός των αιμοπεταλίων αρχίζει να αυξάνεται και μπορεί να εμφανιστούν
ανευρίσματα.
• Ύφεσης, από τον πρώτο εως τον τρίτο μήνα, όταν όλα τα διαταραγμένα εργαστηριακά
ευρήματα επιστρέφουν στα φυσιολογικά επίπεδα και μερικές από τις ανωμαλίες των
αγγείων, όπως τα ανευρίσματα των στεφανιαίων αρτηριών, υποχωρούν ή μειώνονται
σε μέγεθος.

Χωρίς θεραπεία, η νόσος μπορεί να παρουσιάσει μια αυτοπεριοριζόμενη πορεία για περίπου 2
εβδομάδες, χωρίς βελτίωση των προσβεβλημένων αγγείων.

Προς το παρόν, δεν υπάρχει μια εργαστηριακή εξέταση που μπορεί να βοηθήσει οριστικά στην
διάγνωση της νόσου. Μια ομάδα εξετάσεων, όπως η αυξημένη ΤΚΕ, τα αυξημένα επίπεδα
CRP, η λευκοκυττάρωση, η αναιμία, τα χαμηλά επίπεδα αλβουμίνης και τα αυξημένα επίπεδα
ηπατικών ενζύμων μπορεί να βοηθήσουν στη διάγνωση. Ο αριθμός των αιμοπεταλίων είναι
γενικά φυσιολογικός την πρώτη εβδομάδα αλλά αρχίζει να αυξάνεται στην δεύτερη εβδομάδα,
φτάνοντας σε πολύ υψηλά επίπεδα.

Τα παιδιά πρέπει να υποβάλλονται σε περιοδικές εξετάσεις αίματος και να γίνεται αξιολόγηση


των αποτελεσμάτων μέχρι τη στιγμή που ο αριθμός των αιμοπεταλίων και η ΤΚΕ επιστρέψουν
στα φυσιολογικά επίπεδα. Ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα και ένα Υπερηχοκαρδιογράφημα
πρέπει να γίνονται στην αρχή της νόσου. Το Υπερηχοκαρδιογράφημα μπορεί να εντοπίσει
διάταση ή ανευρύσματα με την αξιολόγηση του σχήματος και του μεγέθους των στεφανιαίων
αρτηριών. Στην περίπτωση κάποιου παιδιού με βλάβες των στεφανιαίων, θα χρειαστούν
υπερηχοκαρδιογραφήματα για παρακολούθηση και περαιτέρω μελέτες και εκτιμήσεις.

Η πλειοψηφία των παιδιών με νόσο Kawasaki μπορεί να ιαθεί, όμως, κάποιοι ασθενείς
αναπτύσσουν καρδιακές επιπλοκές παρά την κατάλληλη θεραπεία. Η νόσος δεν μπορεί να
προληφθεί, αλλά ο καλύτερος τρόπος για να μειώσουμε τις στεφανιαίες επιπλοκές είναι να
γίνει έγκαιρη διάγνωση και να αρχίσει αμέσως η θεραπεία.

Ένα παιδί με οριστική διάγνωση ή με υποψία νόσου Kawasaki πρέπει να νοσηλευθεί για
παρακολούθηση και διερεύνηση για πιθανή προσβολή της καρδιάς. Η θεραπευτική αγωγή
περιλαμβάνει μια υψηλή ενδοφλέβια δόση γάμμα σφαιρίνης και ασπιρίνη. Ο συνδυασμός
αυτός θα μειώσει τη φλεγμονή, εξαλείφοντας εντυπωσιακά τα οξεία συμπτώματα. Η υψηλή
δόση γάμμα σφαιρίνης αποτελεί το βασικό κομμάτι της θεραπείας, καθώς μπορεί να αποτρέψει
την εμφάνιση στεφανιαίων ανωμαλιών σε ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών. Αν και πολύ ακριβή,
για την ώρα παραμένει η πιο αποτελεσματική μορφή θεραπείας. Σε ασθενείς με ειδικούς
παράγοντες κινδύνου, μπορούν να δοθούν ταυτόχρονα κορτικοστεροειδή. Οι ασθενείς οι

[27]
οποίοι δεν ανταποκρίνονται σε μια ή δύο δόσεις ενδοφλέβιας γάμμα σφαιρίνης έχουν και άλλες
θεραπευτικές εναλλακτικές λύσεις, συμπεριλαμβανομένων των υψηλών δόσεων
κορτικοστεροειδών ενδοφλέβια και θεραπείας με βιολογικούς παράγοντες. (Pediatric
Rheumatology European Society. Έκδοση 2016)

Εικόνα 2. Νόσος Kawasaki – Επιπεφυκίτιδα.

[28]
Εικόνα 3. Νόσος Kawasaki. Στοματικές Αλλοιώσεις

III. 3 Ανοιχτό Ωοειδές Τρήμα. (PFO)

Το ‘ανοιχτό ωοειδές τρήμα’, γνωστό και σαν PFO (patient foramen ovale) είναι στην ουσία μια
πολύ μικρή Μεσοκολπική επικοινωνία, δηλαδή μια μικρή τρύπα ανάμεσα στον αριστερό και
δεξιό κόλπο. Όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι στην εμβρυική ζωή έχουν ένα ‘ανοιχτό ωοειδές
τρήμα’, δηλαδή μια Μεσοκολπική επικοινωνία, η οποία είναι απαραίτητη για την εμβρυική
κυκλοφορία και την επιβίωση του εμβρύου. Μετά τη γέννηση, χάρις στον τρόπο της
ανατομικής κατασκευής του ωοειδούς τρήματος και στην αλλαγή των πιέσεων της καρδιάς, η
μεσοκολπική αυτή επικοινωνία κανονικά κλείνει αυτομάτως. Σε πάρα πολλά άτομα όμως,
σχεδόν στο 20 – 25% του πληθυσμού, η μεσοκολπική επικοινωνία δεν κλείνει εντελώς, αλλά
παραμένει ένα μικρό άνοιγμα. Αυτό το ανοιχτό ωοειδές τρήμα είναι τόσο μικρό, ώστε η
ποσότητα αίματος που περνά μέσα από αυτό είναι ελάχιστη και δεν δημιουργεί καμία
επιβάρυνση της κυκλοφορίας και της καρδιάς, είναι δηλαδή αιμοδυναμικά κάτι ασήμαντο. Για
το λόγο αυτό, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να γίνεται καμία προσπάθεια, ούτε καν
συζήτηση, για σύγκλειση ενός ασυμπτωματικού ανοιχτού ωοειδούς τρήματος, ούτε
επεμβατικά ούτε με χειρουργείο.

Υπάρχουν όμως κάποιες, ευτυχώς σπάνιες περιπτώσεις, στις οποίες το ωοειδές τρήμα μπορεί
να ευθύνεται για ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα και τότε συζητείται η σύγκλεισή του. Στις

[29]
περιπτώσεις αυτές έχουν παρουσιαστεί ένα ή περισσότερα σοβαρά ισχαιμικά εγκεφαλικά
επεισόδια, συνήθως μάλιστα σε νεαρούς ενήλικες ή σε παιδιά, που δεν έχουν κανέναν άλλο
λόγο να πάθουν εγκεφαλικό. Τα ισχαιμικά αυτά εγκεφαλικά επεισόδια, που μπορεί να είναι
θανατηφόρα ή να αφήσουν μόνιμες βλάβες (πχ ημιπληγία, αφασία) ονομάζονται κρυπτογενή
εγκεφαλικά και θεωρείται ότι οφείλονται σε παράδοξη θρομβοεμβολή: κάποιος θρόμβος που
δημιουργείται στο φλεβικό σύστημα περνάει μέσα από το ανοιχτό ωοειδές τρήμα από τον δεξιό
προς τον αριστερό κόλπο και, παρασυρόμενος από τη ροή του αρτηριακού αίματος εμβολίζει,
δηλαδή βουλώνει μια αρτηρία στον εγκέφαλο, δημιουργώντας εγκεφαλικό επεισόδιο. Αν ο
θρόμβος δεν διαλυθεί αυτομάτως σε λίγα λεπτά, τότε δημιουργείται εγκεφαλικό ‘έμφρακτο’,
δηλαδή μόνιμη εγκεφαλικά βλάβη. Θεωρείται ότι αυτοί οι θρόμβοι μπορεί να δημιουργούνται
και πάνω ακριβώς στο μεσοκολπικό διάφραγμα όταν αυτό είναι λεπτό και χαλαρό, έχοντας τη
μορφολογία που ονομάζεται ‘ανεύρυσμα του μεσοκολπικού διαφράγματος’, επειδή στο σημείο
αυτό παρατηρείται έντονος στροβιλισμός του αίματος.

Η αρχική θεραπεία στις περιπτώσεις κρυπτογενούς εγκεφαλικού και ωοειδούς τρήματος είναι
η χορήγηση αντιπηκτικών. Επειδή όμως τα αντιπηκτικά δεν φαίνεται να έχουν πλήρη
προστασία και επειδή η επ’αόριστον χρήση τους, ιδίως σε νέα άτομα, εγκυμονεί σοβαρούς
κινδύνους αιμορραγικών επιπλοκών σε βάθος χρόνου, είναι επιθυμητή η σύγκλειση του
ωοειδούς τρήματος.

Η χειρουργική σύγκλειση, που συνιστάται για τις περιπτώσεις αυτές, είναι μέθοδος
δοκιμασμένη εδώ και περισσότερο από 50 χρόνια με τεκμηριωμένη ασφάλεια και πλήρη
αποτελεσματικότητα, αλλά συχνά οι ασθενείς την αποφεύγουν, προσπαθώντας να αποφύγουν
την όποια περιεγχειρητική ταλαιπωρία και την χειρουργική ουλή. Στα πλαίσια αυτά συνήθως
συστήνεται η διαδερμική σύγκλειση του PFO με κάποια προσθετική μεταλλική συσκευή (στην
Ελλάδα συνήθως χρησιμοποιείται η συσκευή Amplazer), αφού έτσι αποφεύγεται η
παραδοσιακή εγχείρηση.

Όμως, και η εμφύτευση αυτών των συσκευών – ‘ομπρελών’ δεν είναι αποδεδειγμένα
αποτελεσματική, δεδομένου ότι η ίδια η εμφύτευση μπορεί να συνοδεύεται από σοβαρά άμεσα
ή μακροπρόθεσμα προβλήματα. Ένα από τα προβλήματα που μπορεί να προκύψει εξαιτίας των
συσκευών αυτών είναι η εμφάνιση ισχαιμικού θρομβοεμβολικού εγκεφαλικού επεισοδίου,
λόγω σχηματισμού θρόμβων πάνω στην μεταλλική συσκευή. Μάλιστα μετά την εμφύτευση
τέτοιων συσκευών, η χορήγηση αντιπηκτικών συνεχίζεται για κάποιο διάστημα. Υπάρχει
λοιπόν το παράδοξο η προτεινόμενη θεραπεία να έχει σαν ενδεχόμενη επιπλοκή το
θρομβοεμβολικό εγκεφαλικό επεισόδιο, δηλαδή ακριβώς την επιπλοκή του ανοικτού ωοειδούς
τρήματος που η θεραπεία στοχεύει να παρεμποδίσει!

[30]
Τα αποτελέσματα της πρόσφατης διεθνούς προοπτικής πολυκεντρικής μελέτης CLOSURE I,
που δημοσιεύθηκε στο παγκοσμίου κύρους επιστημονικό περιοδικό New England Journal of
Medicine στο τεύχος της 15ης Μαρτίου, έδειξε ότι η σύγκλειση του ανοικτού ωοειδούς
τρήματος με συσκευή δεν ήταν καλύτερη ή πιο αποτελεσματική από την απλή φαρμακολογική
θεραπεία. Μάλιστα, μέσα σε δύο μόνο χρόνια από την εμφύτευση της ομπρέλας, στο 5,5% των
ασθενών (!) συνέβη προσωρινό ή μόνιμο εγκεφαλικό ή θάνατος, ποσοστό όχι στατιστικά
διαφορετικό απ ότι στους ασθενείς που απλώς έπαιρναν αντιπηκτικά.

Με βάση τη μελέτη αυτή, θα πρέπει όλοι να αναθεωρήσουν τη στάση τους σχετικά με τη


σύσταση για διαδερμική σύγκλειση PFO με ‘ομπρέλες’ σε περίπτωση κρυπτογενούς
εγκεφαλικού.

(Γιώργος Η. Σαρρής. Καρδιοχειρουργός-Παιδοκαρδιοχειρουργός 2013)

Εικόνα 4. Ανοιχτό ωοειδές τρήμα

[31]
Εικόνα 5. Σύγκλειση ανοιχτού ωοειδούς τρήματος με ‘ομπρέλα’.

III. 4 Μεσοκοιλιακή Επικοινωνία (VSD)

Η μεσοκοιλιακή επικοινωνία (Ventricular Septal Defect ή VSD) είναι μια οπή στο
μεσοκοιλιακό διάφραγμα (το τοίχωμα ανάμεσα στην αριστερή και τη δεξιά κοιλία) που
έχει δημιουργηθεί μέχρι την 8η εβδομάδα κύησης. Όταν υπάρχει μεσοκοιλιακή
επικοινωνία η αριστερή κοιλία σε κάθε σύσπαση της εκτοξεύει αίμα και προς τη δεξιά
κοιλία και τους πνεύμονες, πέρα από το κανονικό αίμα που εκτοξεύει στην αορτή. Η
ροή του αίματος προς τη δεξιά κοιλία ξεκινά ένα μήνα μετά τη γέννηση όταν η πίεση
στην πνευμονική αρτηρία και τη δεξιά κοιλία έχουν μειωθεί. Έτσι ένα μέρος του
οξυγονωμένου αίματος περνά για 2η φορά από τους πνεύμονες. Λόγω αυτού
επιβαρύνονται με περισσότερο αίμα οι πνεύμονες και η αριστερή πλευρά της καρδιάς.
Εμφανίζεται περίπου σε 1 ανά 100-350 νεογνά και αποτελεί περισσότερο από το 30%
όλων των συγγενών καρδιακών ανωμαλιών. Περίπου το 87% των μεσοκοιλιακών
επικοινωνιών είναι μικρά σε μέγεθος, το 8,5% είναι μέτρια και το 4,5% είναι μεγάλα.

Τα παιδιά με μικρή μεσοκοιλιακή επικοινωνία είναι ασυμπτωματικά και η


μακροχρόνια πρόγνωση τους είναι πολύ καλή. Ευτυχώς, σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό,
περίπου στο 75% , τα μεσοκοιλιακά ελλείμματα είναι μικρά και μέτρια) κλείνουν

[32]
αυτόματα από μόνα τους, κυρίως μέχρι την ηλικία των 2 ετών και σε μικρότερο
ποσοστό και αργότερα μέχρι την ενηλικίωση.

Γενικά τα περισσότερα μεμονωμένα μεσοκοιλιακά ελλείμματα είναι μικρά και


κλείνουν αυτόματα. Πιθανότερη είναι η αυτόματη σύγκλειση στα μικρά και μέτρια
μυϊκά και στα μικρά περιμεμβρανώδη μεσοκοιλιακά ελλείμματα.

Τα μεσοκοιλιακά ελλείμματα συνήθως είναι μεμονωμένη ανωμαλία αλλά μερικές


φορές συνυπάρχουν με άλλες κατασκευαστικές ανωμαλίες στην καρδιά. Συχνότερα
συνυπάρχει με την Μεσοκολπική Επικοινωνία (οπή στο μεσοκολπικό διάφραγμα που
χωρίζει τους δυο κόλπους μεταξύ τους). Επίσης το μεσοκοιλιακό έλλειμμα είναι ένα
από τα δομικές διαταραχές της τετραλογίας του Fallot.

Η ποσότητα του αίματος που περνάει προς τα δεξιά εξαρτάται από το μέγεθος της οπής
και τις αντιστάσεις της πνευμονικής κυκλοφορίας. Αν το μεγάλο (και ίσως και το
μέτριο) μεσοκοιλιακό έλλειμμα δεν κλείσει (αυτόματα ή με ιατρική παρέμβαση), θα
προκληθεί καρδιακή ανεπάρκεια. Επιπλέον, το μεγάλο μεσοκοιλιακό έλλειμμα θα
προκαλέσει τελικά πνευμονική αρτηριακή υπέρταση λόγω βλάβης των αρτηριολίων
των πνευμόνων από τη μεγάλη ποσότητα αίματος που περνά από αυτά. Λόγω της
πνευμονικής αρτηριακής υπέρτασης, η πίεση στη δεξιά κοιλία σιγά σιγά αυξάνεται
οπότε και δημιουργείται υπερτροφία της. Όταν αυτή ξεπεράσει την πίεση της
αριστερής κοιλίας η ροή του αίματος αντιστρέφεται, από τα δεξιά προς τα αριστερά,
οπότε αρχίζει να ρέει φλεβικό αίμα στην συστηματική κυκλοφορία και έτσι έχουμε
κυάνωση. Αυτό ονομάζεται σύνδρομο Eisenmenger και εμφανίζεται περίπου στο 6-
10% των μεγάλων ελλειμμάτων που δεν έχουν επιδιορθωθεί. Εκτός της κυάνωσης
υπάρχει δύσπνοια, αύξηση του αιματοκρίτη και πληκτροδακτυλία . Όποιος
παρουσιάσει σύνδρομο Eisenmenger, έχει προσδόκιμο ζωής λιγότερο από 40 χρόνια
(μέσος όρος).

Σε όσα μεσοκοιλιακά ελλείμματα είναι μεγάλα, μετά τον 1ο μήνα της γέννησης αρχίζει
σταδιακά η καρδιακή ανεπάρκεια οπότε υπάρχει δυσκολία στην αναπνοή ιδίως κατά
τη διάρκεια και μετά τον θηλασμό. Αποτέλεσμα είναι ότι το νεογνό παίρνει λιγότερο
γάλα και τελικά στους πρώτους μήνες δεν αυξάνεται κανονικά ούτε παίρνει βάρος.
Επίσης παρουσιάζει συχνότερα αναπνευστικές λοιμώξεις.

[33]
Εικόνα 6. Μεσοκοιλιακή επικοινωνία - VSD

III. 4.1 Η αιτιολογία του ελλείματος στο μεσοκοιλιακό διάφραγμα

Η Μεσοκοιλιακή επικοινωνία οφείλεται σε γονιδιακές μεταλλάξεις και στην επίδραση


του περιβάλλοντος κατά τις πρώτες εβδομάδες της κύησης. Η συχνότητά της αυξάνεται
σε χρωμοσωμικές ανωμαλίες όπως στο σύνδρομο Down (τρισωμία 21). Επίσης
εμφανίζεται συχνότερα αν η μητέρα στις πρώτες 8 εβδομάδες της κύησης παρουσιάσει
ίωση (πχ ερυθρά, γρίπη κτλ.) ή αν παρουσιάσει Σ. Διαβήτη ή αν πίνει αλκοόλ,
μαριχουάνα ή άλλες τοξικές ουσίες ή αν καπνίζει ή αν λαμβάνει φαρμακευτικές ουσίες
όπως κορτιζόνη, Ιβοπρουφένη κτλ.

Τα παιδιά όσων έχουν μεσοκοιλιακή επικοινωνία παρουσιάζουν τριπλάσια πιθανότητα


από τον γενικό πληθυσμό να έχουν τη νόσο.

[34]
III. 4.2 Είδη των ελλειμμάτων

Τα ελλείμματα κατατάσσονται ανάλογα με τη θέση τους στο μεσοκοιλιακό διάφραγμα


σε 4 ομάδες:

Τύπου 1. Βρίσκονται αμέσως κάτω από την αορτική και πνευμονική βαλβίδα
(infundibular ή outlet) και δεν είναι συχνά (μόνο το 6%). Αυτά σπάνια κλείνουν
αυτόματα και συχνά προκαλούν πρόπτωση και ανεπάρκεια της αορτικής βαλβίδας.

Τύπου 2. Βρίσκονται στο μεμβρανώδες τμήμα του μεσοκοιλιακού διαφράγματος


(membranous ή perimembranous). Αποτελούν το 15% περίπου των ελλειμμάτων στα
νεογνά ενώ στους ενήλικες και στα μεγάλα παιδιά αποτελούν περίπου το 75%.Οι
περισσότερες εγχειρήσεις γίνονται στα μεγάλα περιμεμβρανώδη

Τύπου 3. Βρίσκονται αμέσως κάτω από τη μιτροειδή και τριγλώχινα βαλβίδα. Αυτά
αποτελούν το 5% των ελλειμμάτων και παρατηρούνται σε όσους έχουν σύνδρομο
Down. Αυτά δεν κλείνουν αυτόματα.

Τύπου 4. Βρίσκονται στο μυϊκό τμήμα του μεσοκοιλιακού διαφράγματος (muscular).


Αποτελούν το 70% περίπου των ελλειμάτων στα νεογνά ενώ στους ενήλικες αποτελούν
περίπου το 12%

Πισσαρίδης Κώστας. Καρδιολόγος. 21/01/2019 Mount Sinai Health System,


Congenital Heart Defects.

[35]
III. 5 Μεσοκολπική Επικοινωνία ASD.

Μεσοκολπική επικοινωνία αποκαλείται ένα έλλειμα στο μεσοκολπικό διάφραγμα, που


επιτρέπει τη ροή αίματος από τον αριστερό κόλπο της καρδιάς στον δεξιό. Κανονικά στη
φυσιολογική καρδιά δεν υπάρχει αυτή η επικοινωνία. Η μεσοκολπική επικοινωνία είναι μια
συχνή συγγενής καρδιοπάθεια –εμφανίζεται στο 1% του γενικού πληθυσμού και
αντιπροσωπεύει ποσοστό 10% επί του συνόλου των συγγενών καρδιοπαθειών.

Το έλλειμα συχνότερα είναι δευτερογενές, δηλαδή εντοπίζεται στην κεντρική περιοχή του
μεσοκολπικού διαφράγματος: Περιοχή του ωοειδούς βόθρου. Σπανιότερες μορφές της είναι η
πρωτογενής μεσοκολπική επικοινωνία, η οποία παρατηρείται στο κατώτερο τμήμα του
μεσοκολπικού διαφράγματος που γειτονεύει με το μεσοκοιλιακό διάφραγμα, και η
μεσοκολπική επικοινωνία τύπου φλεβώδους κόλπου, η οποία εντοπίζεται στην περιοχή του
μεσοκολπικού διαφράγματος, που βρίσκεται κοντά στην άνω κοίλη ή σπανιότερα στην κάτω
κοίλη φλέβα. Τα ελλείματα του στεφανιαίου κόλπου βρίσκονται στην περιοχή του στομίου του
στεφανιαίου κόλπου και οφείλονται στην ύπαρξη ελλείματος στο τοίχωμα που χωρίζει τον
στεφανιαίο κόλπο από τον αριστερό κόλπο.

Τα μεσοκολπικά ελλείματα μπορεί να είναι μονήρη ή πολλαπλά. Έχουν σαν συνέπεια τη


διαφυγή ποσού αίματος από τον αριστερό κόλπο προς τον δεξιό, επειδή η πίεση στον αριστερό
κόλπο είναι υψηλότερη από ότι στον δεξιό.

Αυτό προκαλεί αυξημένη φόρτιση με αίμα και επομένως αυξημένο έργο της δεξιάς κοιλίας και
αυξημένη ροή αίματος στην πνευμονική αρτηρία και την πνευμονική κυκλοφορία. Η αυξημένη
ροή αίματος στην πνευμονική κυκλοφορία σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε
μόνιμες βλάβες των πνευμονικών αρτηριδίων, με αντιδραστική υπερπλασία του τοιχώματός
τους και αύξηση των πνευμονικών αγγειακών αντιστάσεων, η οποία προκαλεί πνευμονική
υπέρταση.

Πάντως, η εμφάνιση πνευμονικής υπέρτασης στη μεσοκολπική επικοινωνία είναι σχετικά


σπάνια (συχνότητα 5% -10%) και συνήθως συμβαίνει σε σχετικά μεγάλη ηλικία, άνω των 15-
20 ετών.

[36]
III. 5.1 Η κλινική εικόνα της μεσοκολπικής επικοινωνίας

Τα περισσότερα παιδιά και οι ενήλικες με μεσοκολπική επικοινωνία δεν έχουν συμπτώματα,


έχουν φυσιολογική ανάπτυξη και δεν εμφανίζουν εύκολη κόπωση. Η διάγνωση γίνεται
συχνότερα με αφορμή τη διερεύνηση καρδιακού φυσήματος. Μέσα στον πρώτο χρόνο της ζωής
μπορεί να συμβεί σε κάποια παιδιά αυτόματη σύγκλειση ή μείωση του μεγέθους ενός
μεσοκολπικού ελλείματος, με αποτέλεσμα να μη χρειάζεται μετέπειτα επέμβαση σύγκλεισης.

Υπάρχουν όμως και σπανιότερες περιπτώσεις μεγάλων ελλειμάτων, με εκδήλωση στην παιδική
ή και τη βρεφική ηλικία. Σπανίως μπορεί να υπάρχει και πνευμονική υπέρταση.

Η διάγνωση γίνεται με την ακρόαση, όπου ακούγεται το φύσημα, το ηλεκτροκαρδιογράφημα,


που μερικές φορές είναι χαρακτηριστικό, και το υπερηχογράφημα, που θέτει ή πιστοποιεί τη
διάγνωση και τη σοβαρότητά της. Άλλες εξετάσεις που κατά περίπτωση χρειάζονται, είναι το
διοισοφάγειο υπερηχογράφημα και η μαγνητική καρδιάς.

Η πρόγνωση είναι άριστη. Πάντως περιορίζεται η μέση ηλικία ζωής στις περιπτώσεις μη
αντιμετώπισης, ενώ στις θεραπευμένες περιπτώσεις η πρόγνωση είναι παρόμοια με αυτήν του
γενικού πληθυσμού.

Εικόνα 7. Μεσοκολπική επικοινωνία.

[37]
III.5.2 Αντιμετώπιση

Συνήθως δεν χρειάζεται καμία αντιμετώπιση. Όταν η ροή αίματος από αριστερά προς τα δεξιά
είναι μεγάλη είτε χειρουργική, με αποκατάσταση του ελλείματος στο μεσοκολπικό διάφραγμα
είτε επεμβατική.

• Σύγκλειση μεσοκολπικής επικοινωνίας διαδερμικά με συσκευή σύγκλεισης


(επεμβατική αντιμετώπιση).
• Χειρουργική θεραπεία. Εναλλακτική θεραπεία της μεσοκολπικής επικοινωνίας είναι η
χειρουργική σύγκλειση. Αυτό γίνεται κλασικά με μέση στερνοτομή και σύγκλειση του
ελλείματος με αυτόλογο περικάρδιο. Αυτό όμως έχει σαν σχετικό μειονέκτημα την
ύπαρξη μιας τομής μπροστά στο στέρνο.

Φώτιος Μητρόπουλος –Καρδιοχειρουργός Παίδων και Ενηλίκων. Αναπληρ.


Διευθυντής Καρδιοχειρουργικής Κλινικής Συγγενών Καρδιοπαθειών.
Οκτώβριος 2017

III.6 Τετραλογία του FALLOT (ToF)

Η Τετραλογία του Fallot είναι μια εκ γενετής καρδιακή κατασκευαστική ανωμαλία που
προκαλεί κυάνωση (μπλέ χρώμα στο δέρμα, χείλη, νύχια) λόγω του ότι περνά απευθείας κάποια
ποσότητα φλεβικού (μη οξυγονωμένου) αίματος από τη δεξιά κοιλία προς την αριστερή κοιλία
και την αορτή (χωρίς να έχει περάσει από τους πνεύμονες).

III.6.1 Συχνότητα

Η Τετραλογία του Fallot εμφανίζεται περίπου σε 1 ανά 2.500 νεογνά και η διάγνωσή της γίνεται
με το Υπερηχοκαρδιογράφημα.

III.6.2 Αιτιολογία

Οφείλεται σε μεταλλάξεις γονιδίων ή σε χρωμοσωμικές ανωμαλίες (πχ σύνδρομο Down,


σύνδρομο DiGeorge) ή σε λήψη ορισμένων φαρμάκων ή ουσιών από την έγκυο ή σε λοίμωξή
της από ερυθρά (ή άλλη ίωση) στις πρώτες 8 εβδομάδες της κυήσεως ή σε άγνωστες αιτίες.

[38]
III.6.3 Κατασκευαστικές Ανωμαλίες

Η τετραλογία του Fallot αποτελείται από 3 επιμέρους κατασκευαστικές ανωμαλίες και μια 4η
(την υπερτροφία της δεξιάς κοιλίας) που είναι αποτέλεσμα των 3 άλλων:

a) Στένωση στο χώρο εξόδου της δεξιάς κοιλίας και πιθανώς και στην πνευμονική
βαλβίδα. Λόγω της στένωσης περνά λιγότερο αρτηριακό αίμα προς τους πνεύμονες για
να πάρει οξυγόνο και ακολούθως να δοθεί στα κύτταρα μέσω των πνευμονικών
φλεβών.
b) Μεγάλη οπή στο μεσοκοιλιακό διάφραγμα, κάτω από την αορτή. Οπότε ποσότητα
φλεβικού αίματος περνά απευθείας από τη δεξιά στην αριστερή κοιλία και στη
συνέχεια σε όλα τα κύτταρα του σώματος. Έτσι λόγω χαμηλής οξυγόνωσης στο
αρτηριακό αίμα δημιουργείται το χαρακτηριστικό μπλέ χρώμα στο δέρμα, τα χείλη, τα
νύχια (κεντρική κυάνωση).
c) Μετακίνηση της αορτής προς τα δεξιά, πάνω από τις δύο κοιλίες οπότε υποδέχεται
αίμα και από τις δύο (αντί να υποδέχεται αίμα μόνο από την αριστερή κοιλία, όπως
είναι το φυσιολογικό).-εφιππεύει το μεσοκοιλιακό διάφραγμα

III.6.4 Η Κυάνωση

Ανάλογα με τη βαρύτητα της στένωσης, η κυάνωση μπορεί να εμφανιστεί είτε τις πρώτες
μέρες της ζωής είτε σε εβδομάδες ή μήνες (λόγω επιδείνωσης της στένωσης του χώρου εξόδου
της δεξιάς κοιλίας, από υπερτροφία, και μη φυσιολογική ανάπτυξή του) είτε μπορεί να μην
εμφανιστεί ποτέ.

(Πισσαρίδης Κώστας. Καρδιολόγος 05/01/2019.)

[39]
Εικόνα 8. Τετραλογία του Fallot (ToF)

[40]
IV. Ειδικό Μέρος

IV.1 Υλικό και Μέθοδοι

Σκοπός

Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση των αιτιών παραπομπής των βρεφών και των
παιδιών στο Παιδοκαρδιολογικό Ιατρείο.

Δείγμα της μελέτης

Το δείγμα της μελέτης αποτελούνταν από 500 βρέφη και παιδιά. Τα δεδομένα που αφορούν
στα βρέφη και στα παιδιά που παραπέμπονται για έλεγχο στο Παιδοκαρδιολογικό Ιατρείο του
ΠΓΝΠ Ρίο συλλέχθηκαν το χρονικό διάστημα από 01/03/2020 εως τις 30/08/2020. Τα στοιχεία
για τους λόγους παραπομπής και το αποτέλεσμα του ελέγχου καταγράφηκαν, όπως και τα
δημογραφικά των ασθενών από τα αρχεία του ιατρείου και τους ιατρικούς φακέλους.

Σε κάθε ασθενή πραγματοποιήθηκε πλήρης κλινική εξέταση (ακρόαση, επισκόπηση,


ψηλάφηση, μέτρηση ζωτικών σημείων) υπερηχογράφημα καρδιάς και ΗΚΓ κατόπιν ενδείξεων.

Επίσης, καταγράφηκε η παρακολούθηση των ασθενών με παθολογικά ευρήματα και η ανάγκη


για φαρμακευτική, χειρουργική ή επεμβατική αντιμετώπιση.

Θα πρέπει να αναφερθεί το γεγονός ότι δόθηκε ένα ‘έντυπο συγκατάθεσης’ στους γονείς οι
οποίοι το συμπλήρωσαν εφόσον συμφωνούσαν να συμμετάσχει το παιδί τους στη έρευνα. Το
‘έντυπο συγκατάθεσης’ παρουσιάζεται πιο κάτω:

[41]
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ - ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ

ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ – ΜΕΝΝ – ΜΕΘ ΠΑΙΔΩΝ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛ Γ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, MD, PhD

ΕΝΤΥΠΟ ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΓΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΜΕ ΤΙΤΛΟ

«Αίτια εξέτασης βρεφών και παιδιών σε τακτικό παιδοκαρδιολογικό ιατρείο''»

Αγαπητοί γονείς,

Το παιδί σας έχει παραπεμφθεί από το γιατρό του νοσοκομείου ή τον προσωπικό σας Παιδίατρο για
έλεγχο στο τακτικό Παιδοκαρδιολογικό ιατρείο ή πάσχει από κάποια μορφή συγγενούς καρδιοπάθειας
και εξετάζεται στο Παιδοκαρδιολογικό ιατρείο σε τακτική βάση. Ο έλεγχος περιλαμβάνει πλήρη φυσική
εξέταση, συλλογή δημογραφικών στοιχείων διαθωρακικό υπερηχογράφημα καρδιάς και
ηλεκτροκαρδιογράφημα. όταν αυτό χρειάζεται.

Εάν συμφωνείτε, θα μας επιτρέψετε να καταγράψουμε και να αναλύσουμε το αίτια παραπομπής του
παιδιού σας, τη διάγνωση εφόσον προκύψει κάποιο εύρημα και τον τρόπο παρακολούθησης των
παιδιών που θα επανέλθουν στο ιατρείο για επόμενα ραντεβού.

Στόχος μας είναι να εκτιμήσουμε τα αίτια παραπομπής παιδιών στο Παιδοκαρδιολογικό ιατρείο, τη
συχνότητα και τους τύπους των καρδιακών παθήσεων και να εξάγουμε συμπεράσματα για την
ορθολογική παραπομπή των παιδιών σε παιδοκαρδιολόγο

Εφόσον συμφωνείτε να λάβετε μέρος παρακαλούμε να το δηλώσετε εγγράφως. Οι πληροφορίες θα


συλλεχθούν ανώνυμα και συνεπώς κανείς δεν θα μπορεί να αναγνωρίσει εσάς ή το παιδί σας

Συμφωνώ

[42]
Μητέρα  Πατέρας 

Υπεύθυνη γιατρός

Αγγελική Καρατζά

Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παιδιατρικής-Παιδοκαρδιολογίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ, 26 504, ΡΙΟ, ΠΑΤΡΑ

ΤΗΛ.: 2610 999.466, 2610 999.544

FAX: 2610 994.683, 2610 944.533

e-mail: gdimitriou@med.upatras.gr

[43]
ΙV.2 Στατιστική Ανάλυση

Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με τη χρήση του στατιστικού πακέτου SPSS. Τα


δεδομένα αρχικά πρέπει να σημειωθεί πως τροποποιήθηκαν στην κατάλληλη μορφή ώστε να
είναι εφικτή η επεξεργασία τους. Τα δεδομένα των παραπομπών και διαγνώσεων περάστηκαν
με τη μορφή των πολλαπλών ανταποκρίσεων (Multiple Response). Τα δεδομένα και τα
ευρήματα της μελέτης παρουσιάζονται με τη βοήθεια πινάκων και γραφημάτων (πίτες,
ραβδογράμματα). Λόγω της μεγάλης ύπαρξης παραπομπών και διαγνώσεων αναφέρονται οι
πλέον συνήθεις βάση της συχνότητας παρουσίασης τους στους πίνακες και γραφήματα.

ΙV.3 Περιορισμοί της Μελέτης

Ένας περιορισμός της παρούσας μελέτης είναι το γεγονός ότι υπάρχει ένα Παιδοκαρδιολογικό
Ιατρείο στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδας σε νοσοκομείο και
έτσι υπάρχει μικρός αριθμός στοιχείων.

Επιπλέον τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν αφορούν σε δεδομένα ενός εξαμήνου, από


01/03/2020 εως 30/08/2020.

ΙV.4 Ανάλυση δεδομένων

Αναφορικά με το φύλο των παιδιών του δείγματος, παρατηρήθηκε πως το 53% του δείγματος
ήταν αγόρια και το 47% του δείγματος ήταν κορίτσια.

[44]
Φύλο Ασθενών
MALE FEMALE
54
53%
53

52

51

50

49

48
47%
47

46

45

44
MALE FEMALE

Ραβδόγραμμα 1: Παρουσίαση των συχνοτήτων με χρήση ραβδογράμματος όσον αφορά στο


φύλο των ασθενών

[45]
Φύλο Ασθενών
MALE FEMALE

47%

53%

Γράφημα πίτας 1.Παρουσίαση του φύλου των ασθενών με χρήση εκατοστιαίων ποσοστών

[46]
Αναφορικά με το αν τα παιδιά επισκέπτονταν το Παιδοκαρδιολογικό ιατρείο για
Πρώτη φορά ή είχαν ξανά επισκεφθεί τον Παιδοκαρδιολόγο τα αποτελέσματα ήταν
τα εξής: Το 62% των παιδιών επισκέπτονταν το ιατρείο για πρώτη φορά (first visit), το
35% των ασθενών είχαν ξανά επισκεφθεί το ιατρείο (recurrent visit) –χωρίς να
διευκρινίζουμε το πλήθος των επισκέψεων- και το 3% των ασθενών βρέθηκε χωρίς
δεδομένα (no data) είτε γιατί δεν θυμόντουσαν να μας πούν είτε γιατί δεν ήταν σε θέση
να συνεννοηθούν λόγω πχ αλλόγλωσσοι.

Επισκέψεις παιδιών στο ιατρείο απο 1ος


μηνός - 17 ετων
first visit recurent visit

no data

3%

35%

62%

Γράφημα πίτας 2. Παρουσίαση των εκατοστιαίων συχνοτήτων των επισκέψεων των


ασθενών στο Παιδοκαρδιολογικό ιατρείο.

[47]
Επισκέψεις παιδιών στο ιατρείο απο
1ος μηνός - 17 ετων

first visit recurent visit no data

70

62%
60

50

40
35%

30

20

10

3%

0
first visit recurent visit no data

Ραβδόγραμμα 2: Παρουσίαση των συχνοτήτων των επισκέψεων των ασθενών με χρήση


ραβδογράμματος

[48]
Όσον αφορά τα αίτια παραπομπής στο σύνολό τους παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα.
Βλέπουμε ότι το συχνότερο αίτιο παραπομπής είναι το φύσημα (murmur) σε ποσοστό 30%
δηλαδή 150 παιδιά. Αμέσως μετά ακολουθεί ο καρδιολογικός έλεγχος στα πλαίσια κάποιου
αθλήματος (sport control) σε ποσοστό 10,8% δηλαδή 54 παιδιά. Ακολουθεί η μεσοκοιλιακή
επικοινωνία (VSD) σε ποσοστό 5,8% με 29 άτομα. Ακολουθεί η μεσοκολπική επικοινωνία
(ASD) ποσοστό 5% με 25 άτομα.

Στην συνέχεια βλέπουμε ακολουθούν τα χειρουργημένα παιδιά (operated) με ποσοστό 4,6%


δηλαδή 23 ασθενείς.

Κατά φθίνουσα σειρά παρατηρούμε:

• Νόσος Kawasaki σε ποσοστό 3,6% με 18 ασθενείς


• Προκάρδιο άλγος (chest pain) σε ποσοστό 3% με 15 ασθενείς
• Διγλώχινα Αορτική Βαλβίδα (BiCAo) σε ποσοστό 2,2 % με 11 ασθενείς
• Ανοιχτό Ωοειδές (PFO) τρήμα σε ποσοστό 2% με 10 ασθενείς
• Στένωση πνευμονικής Βαλβίδας (PVS) σε ποσοστό 1,6% με 8 περιστατικά
• Ανεπάρκεια Αορτικής Βαλβίδας (AR) σε ποσοστό 1,6% με 8 περιστατικά

Ακολουθούν αίτια παραπομπής σε πολύ μικρότερα ποσοστά όπως το Ραβδομύωμα (1,2%), η


Περικαρδίτιδα (1,2%), η συνύπαρξη Μεσοκοιλιακής επικοινωνίας και Ανοιχτού Ωοειδούς
τρήματος (1,2%), η Υπέρταση (1,2%), η Ταχυκαρδία (1%), η συνύπαρξη Στένωσης
Πνευμονικής Αρτηρίας και Ανοιχτού Ωοειδούς τρήματος(1%), η Λιποθυμία (fainting) (0,8%),
η καθυστέρηση αύξησης (0,8%), η Απώλεια Συνείδησης (0,8%) και η συνύπαρξη Ανοιχτού
Αρτηριακού πόρου με το Ανοιχτό Ωοειδές τρήμα (0,8%)

Σημείωση: Εντοπίσαμε και άλλες Καρδιολογικές νόσους οι οποίες επειδή βρίσκονταν σε


εξαιρετικά μικρά ποσοστά δεν έχουν συμπεριληφθεί στο παρόντα πίνακα. Ακολουθεί η
περιγραφή τους σε δεύτερο στάδιο και σε ξεχωριστό πίνακα.

[49]
Αίτια παραπομπής παιδιών

REASONS PERSONS PERCENTAGE %


Murmur 150 30%
Sport Control 54 10,80%
VSD 29 5,80%
ASD 25 5%
Operated 23 4,60%
Kawasaki 18 3,60%
Chest Pain 15 3%
BiCao 11 2,20%
PFO 10 2%
PVS 8 1,60%
AR 8 1,60%
Rabdomyoma 6 1,20%
Pericarditis 6 1,20%
VSD+PFO 6 1,20%
Hypertation 6 1,20%
Tahycardia 5 1%
PPAST+PFO 5 1%
Fainting 4 0,80%
Failure to thive 4 0,80%
Loss of consiousness 4 0,80%
PDA+PFO 4 0,80%
Σύνολο 80,20%

[50]
Στη συνέχεια έχουν καταγραφεί τα συχνότερα αίτια παραπομπής παιδιών σε
Παιδοκαρδιολογικό ιατρείο από το σύνολο των αιτίων παραπομπής.

Παρατηρούμε ότι το συχνότερο αίτιο είναι το Φύσημα (murmur) σε ποσοστό 30% και
ακολουθεί ο Προ-αθλητικός Καρδιολογικός έλεγχος (sport control) σε ποσοστό10,8%. Στη
συνέχεια παρατηρούμε τη Μεσοκοιλιακή επικοινωνία(VSD) σε ποσοστό 5,8% και την
Μεσοκολπική επικοινωνία (ASD) σε ποσοστό 5%. Ακολουθούν τα χειρουργημένα
περιστατικά (operated) σε ποσοστό 4,6% ,η νόσος Kawasaki σε ποσοστό 3,6%, το προκάρδιο
άλγος (chest pain) σε ποσοστό 3%, η Διγλώχινα αορτική βαλβίδα (BiCAo) σε ποσοστό 2,2%,
to Ανοιχτό Ωοειδές τρήμα (PFO) σε ποσοστό 2%, η Στένωση πνευμονικής βαλβίδας (PVS) σε
ποσοστό 1,6% και τέλος η Ανεπάρκεια Αορτικής Βαλβίδας (AR) σε ποσοστό 1,6%.

ΣΥΧΝΟΤΕΡΑ ΑΙΤΙΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ %


35%

30%
Murmur
25% Sport Control
VSD
20% ASD
Operated
15%
Kawasaki
Chest Pain
10%
BiCao

5% PFO
PVS
0% AR

Ραβδόγραμμα 3: Παρουσίαση των συχνοτήτων με χρήση ραβδογράμματος των συχνότερων


αιτίων παραπομπής των ασθενών

[51]
ΣΥΧΝΟΤΕΡΑ ΑΙΤΙΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ %

1,60%

2,20%
2%

3% Murmur
Sport Control
3,60% VSD
ASD
30%
Operated
4,60%
Kawasaki
Chest Pain

5% BiCao
PFO
PVS
5,80% AR

10,80%

Γράφημα πίτας 3: Παρουσίαση των συχνότερων αιτίων παραπομπής των ασθενών στο ιατρείο
με χρήση εκατοστιαίων ποσοστών

[52]
Στο παρακάτω ραβδόγραμμα παρουσιάζονται τα λιγότερο συχνά εμφανιζόμενα αίτια
παραπομπής των παιδιών στο Παιδοκαρδιολογικό ιατρείο, έτσι όπως καταγράφηκαν.
Παρατηρούμε ότι το ραβδομύωμα παρουσιάζεται σε ποσοστό 1,2% καταμετρώντας έξι (6)
ασθενείς, η Περικαρδίτιδα 1,2% με 6 ασθενείς, η συνύπαρξη Μεσοκοιλιακής επικοινωνίας
(VSD) με Ανοιχτό Ωοειδές τρήμα (PFO) 1,2% με 6 ασθενείς, η Υπέρταση 1,2% με 6 ασθενείς,
η Ταχυκαρδία 1% με 5 ασθενείς.

Ακολουθούν η συνύπαρξη περιφερικής Στένωσης Πνευμονικής Αρτηρίας (PPAST) με το


Ανοιχτό Ωοειδές τρήμα (PFO) σε ποσοστό 1% με πέντε (5) ασθενείς, η απώλεια συνείδησης
με ποσοστό 0,8% με τέσσερις (4) ασθενείς, η καθυστέρηση αύξησης (failure to thrive) με
ποσοστό 0,8% με τέσσερις (4) ασθενείς, η Απώλεια Συνείδησης (loss of consciousness) με
ποσοστό 0,8% με τέσσερα (4) περιστατικά και τέλος η συνύπαρξη Ανοιχτού Αρτηριακού
Πόρου με το Ανοιχτό Ωοειδές τρήμα (PDA και PFO) σε ποσοστό 0,8% με τέσσερα (4) άτομα
να νοσούν.

Σημείωση: Τα ευρήματα που προ-αναφέρθηκαν εξετάζονται σε ξεχωριστό ραβδόγραμμα και


πίτα ποσοστών εξαιτίας της πολύ μικρής συχνότητας εμφάνισής τους στο δείγμα των
πεντακοσίων (500) ασθενών που ελέγχθηκαν.

Λιγότερο Συχνά αίτια παραπομπής

9
8
7
6
5
4 Persons
3 %
2
1
0

[53]
Ραβδόγραμμα 4: Παρουσίαση των συχνοτήτων με χρήση ραβδογράμματος των λιγότερο
συχνών αιτίων παραπομπής των ασθενών στο ιατρείο

0,8% 1,2% Ραβδομύωμα


Περικαρδίτιδα
0,8%
1,2% VSD & PFO
Υπέρταση
0,8%
1,2% Ταχυκαρδία
PPAST & PFO
1%
1,2% Failure to Thrive
1%
Απώλεια συνείδησης
PDA & PFO

Γράφημα πίτας 4: Παρουσίαση των λιγότερο συχνών αιτίων παραπομπής των ασθενών στο
ιατρείο με χρήση εκατοστιαίων ποσοστών

[54]
Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται τα ευρήματα όσον αφορά στα αίτια παραπομπής στο
μικρότερο ποσοστό.

Παρατηρούμε λοιπόν τα εξής:

• Υπερτροφική Καρδιομυοπάθεια σε ποσοστό 0,6% με τρία (3) περιστατικά


• Προδιέγερση των κοιλιών (WPW) 0,6% με τρία (3) περιστατικά
• Στένωση Αορτικής Βαλβίδας και Μεσοκολπική επικοινωνία σε ποσοστό 0,6% με τρία
(3) περιστατικά
• Σύνδρομο Marfan σε ποσοστό 0,6% με τρία (3) περιστατικά
• Άπνοια σε ποσοστό 0,4% με δύο (2) περιστατικά
• Ανεπάρκεια Μιτροειδούς βαλβίδας και Τριγλώχινας σε ποσοστό 0,4% με δύο (2)
περιστατικά
• Μυοκαρδίτιδα σε ποσοστό 0,4% με δύο (2) περιστατικά
• Στένωση Πνευμονικής βαλβίδας και Μεσοκολπική επικοινωνία σε ποσοστό 0,4% με
δύο (2) περιστατικά
• Ανεπάρκεια Τριγλώχινας βαλβίδας (TR) σε ποσοστό 0,4% με δύο (2) περιστατικά
• Μεγαλοκαρδία με ποσοστό 0,4% με δύο (2) περιστατικά
• Β-Θαλασσαιμία σε ποσοστό 0,4% με δύο (2) περιστατικά
• Ρευματικός Πυρετός σε ποσοστό0,4% με δύο (2) περιστατικά
• Βραδυκαρδία σε ποσοστό 0,4% με δύο (2) περιστατικά
• Θετικό οικογενειακό ιστορικό σε ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Κρίσεις Επιληψίας σε ποσοστό 0,2 % με ένα (1) περιστατικό
• Προ-εγχειρητικός έλεγχος σε ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Μυκεταιμία σε ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Ανοιχτό Ωοειδές τρήμα και Διγλώχινα Αορτική βαλβίδα σε ποσοστό 0,2% με ένα (1)
περιστατικό
• Νευροβλάστωμα με ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Μυκοπολυσακχαρίδωση με ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Μεσοκαρδία με ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Αιμαγγείωμα με ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Αναιμία με ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Σύνδρομο Turner με ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Ενδοκαρδίτιδα με ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Υπογλυκαιμία με ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Νεογνό από Διαβητική μητέρα με ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Αίσθημα παλμών με ποσοστό 0,2 % με ένα (1) περιστατικό

[55]
• Τοξοπλάσμωση με ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Τετραλογία του Fallot με ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Ταχύπνοια με ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Κόπωση (fatigue) σε ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Ρευματοειδής Αρθρίτιδα σε ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Χημειοθεραπεία σε ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Θρομβοκυττάρωση σε ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Στασιμότητα Βάρους σε ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Πνευματοκήλη σε ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό

ΑΙΤΙΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟ ΠΟΣΟΣΤΟ


REASON PERSONS %
Υπερτροφική Καρδιομυοπάθεια 3 0,6
Προδιέγερση των κοιλιών(WPW) 3 0,6
Στένωση Αορτικής Βαλβίδας & Μεσοκολπική Επικοινωνία 3 0,6
Σύνδρομο Marfan 3 0,6
Άπνοια 2 0,4
Ανεπάρκεια Μιτροειδούς & Τριγλώχινας 2 0,4
Μυοκαρδίτιδα 2 0,4
Στένωση Πνευμονικής Βαλβίδας & Μεσοκολπική Επικοινωνία 2 0,4
Ανεπάρκεια Τριγλώχινας Βαλβίδας 2 0,4
Μεγαλοκαρδία 2 0,4
Β-Θαλασσαιμία 2 0,4
Ρευματικός Πυρετός 2 0,4
Βραδυκαρδία 2 0,4
Οικογενειακό Ιστορικό 1 0,2
Επιληψία 1 0,2
Προ εγχειρητικός Έλεγχος 1 0,2
Μυκεταιμία 1 0,2
Ανοιχτό Ωοειδές Τρήμα& Διγλώχινα Αορτική Βαλβίδα 1 0,2
Νευροβλάστωμα 1 0,2
Μυκοπολυσακχαρίδωση 1 0,2
Μεσοκαρδία 1 0,2
Αιμαγγείωμα 1 0,2

[56]
Αναιμία 1 0,2
Σύνδρομο Turner 1 0,2
Ενδοκαρδίτιδα 1 0,2
Υπογλυκαιμία 1 0,2
Νεογνό από διαβητική Μητέρα 1 0,2
Αίσθημα Παλμών 1 0,2
Τοξοπλάσμωση 1 0,2
Τετραλογία του Fallot 1 0,2
Ταχύπνοια 1 0,2
Κόπωση 1 0,2
Ρευματοειδής Αρθρίτιδα 1 0,2
Χημειοθεραπεία 1 0,2
Θρομβοκυττάρωση 1 0,2
Στασιμότητα Βάρους 1 0,2
Πνευματοκήλη 1 0,2

ΙV.4.1 Διαγνώσεις

Σε αντίθεση με τα αίτια παραπομπής-όπου το πιο συχνό αίτιο είναι το φύσημα (murmur) – στις
διαγνώσεις σαν πιο συχνή διάγνωση παρουσιάζονται τα ‘φυσιολογικά’ παιδιά σε ποσοστό 57%
με 285 άτομα. Ακολουθεί το Ανοιχτό Ωοειδές τρήμα σε ποσοστό 7,2% με 36 ασθενείς, η
Μεσοκοιλιακή επικοινωνία (VSD) σε ποσοστό 6% με 30 ασθενείς, η Μεσοκολπική
επικοινωνία (ASD) σε ποσοστό 5,8% με 29 ασθενείς, τα χειρουργημένα περιστατικά (operated)
σε ποσοστό 4,4% με 22 χειρουργημένα παιδιά, η Στένωση Πνευμονικής βαλβίδας (PVS) σε
ποσοστό 4,2% με 21 περιστατικά, η Διγλώχινα Αορτική βαλβίδα (BiCAo) σε ποσοστό 3,6%
με 18 περιστατικά. Τέλος παρατηρούμε το φύσημα (murmur) σε ποσοστό 2,4% με 12
περιστατικά και τον Ανοιχτό Αρτηριακό πόρο (PDA) σε ποσοστό 2,4% με 12 ασθενείς.

Όσον αφορά στη μεγάλη διαφορά στη συχνότητα εμφάνισης του φυσήματος (murmur)
ανάμεσα στα αίτια παραπομπής και στις διαγνώσεις ( αίτια παραπομπής: 30% και
διαγνώσεις:2,4%) οδηγούμαστε στο εξής συμπέρασμα: Αν και οι παιδίατροι ‘εντοπίζουν’

[57]
κάποιο φύσημα κατά την φυσική εξέταση -150 παιδιά- εντούτοις μόνο ένα μικρό ποσοστό -12
παιδιά- πάσχει τελικά από οργανικό φύσημα σύμφωνα με τα ευρήματα του Παιδοκαρδιολόγου.
Έτσι εξηγείται και ο μεγάλος αριθμός από ‘φυσιολογικές διαγνώσεις’ που βλέπουμε -57%. Τα
παιδιά τα οποία παραπέμφθηκαν για φύσημα τελικά ήταν φυσιολογικά.

ΠΙΟ ΣΥΧΝΕΣ ΔΙΑΓΝΩΣΕΙΣ


300

250

200

150

100 Άτομα
%
50

Ραβδόγραμμα 5: Παρουσίαση των συχνοτήτων με χρήση ραβδογράμματος των πιο συχνών


διαγνώσεων

[58]
ΠΙΟ ΣΥΧΝΕΣ ΔΙΑΓΝΩΣΕΙΣ

2,4%
2,4% Φυσιολογικά
3,6%

4,2% Ανοιχτό ωοειδές Τρήμα

4,4% Μεσοκοιλιακή
Επικοινωνία(VSD)

5,8% Μεσοκολπική
Επικοινωνία

Χειρουργημένα
6% 57%
Στένωση Πνευμονικής
Βαλβίδας(PVS)
7,2%
Διγλώχινα Αορτική
βαλβίδα(BiCAo)

Φύσημα(Myrmur)

Ανοιχτός Αρτηριακός
Πόρος(PDA)

Γράφημα πίτας 5: Παρουσίαση των πιο συχνών διαγνώσεων με χρήση εκατοστιαίων ποσοστών

[59]
Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι λιγότερο συχνές διαγνώσεις έτσι όπως καταγράφηκαν από
την έρευνά μας.

Παρατηρούμε λοιπόν κατά φθίνουσα σειρά τα εξής:

• Ανεπάρκεια Αορτικής βαλβίδας (AR) σε ποσοστό 1,8% με εννέα (9) ασθενείς


• Στένωση Πνευμονικής αρτηρίας (PPAST) σε ποσοστό 1,6% με οκτώ (8) ασθενείς
• Ανεπάρκεια Μιτροειδούς βαλβίδας (MR) σε ποσοστό 1,4% με επτά (7) ασθενείς
• Ραβδομύωμα σε ποσοστό 1% με πέντε (5) περιστατικά
• Προδιέγερση των κοιλιών (WPW) σε ποσοστό 0,8% με τέσσερα (4) περιστατικά
• Περικαρδίτιδα σε ανάρρωση σε ποσοστό 0,8% με τέσσερα (4) περιστατικά
• Μεγαλοκαρδία σε ποσοστό 0,6% με τρία (3) περιστατικά
• Μυοκαρδίτιδα σε ανάρρωση σε ποσοστό 0,4% με δύο (2) περιστατικά
• Νόσος Kawasaki σε ποσοστό 0,4% με δύο (2) περιστατικά
• Υπερτροφική Καρδιομυοπάθεια σε ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Πρόπτωση Μιτροειδούς βαλβίδας (MVP) σε ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό
• Τετραλογία του Fallot σε ποσοστό 0,2% με ένα (1) περιστατικό

ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΣΥΧΝΕΣ ΔΙΑΓΝΩΣΕΙΣ

10
9
8
7
6
5
4
3 Άτομα

2 %
1
0

[60]
Ραβδόγραμμα 6: Παρουσίαση των συχνοτήτων με χρήση ραβδογράμματος των λιγότερο
συχνών διαγνώσεων

Ακολουθεί και η απεικόνισή τους και σε διάγραμμα πίτας.

ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΣΥΧΝΕΣ
Ανεπάρκεια Αορτικής
ΔΙΑΓΝΩΣΕΙΣ Βαλβίδας(AR)
Στένωση Πνευμονικής
Αρτηρίας(PPAST)
0,2% Ανεπάρκεια Μιτροειδούς
0,2% Βαλβίδας(MR)
0,2%
Ραβδομύωμα
0,4% 1,8%
0,4% Προδιέγερση των
Κοιλιών(WPW)
0,6% Περικαρδίτιδα σε Ανάρρωση

Μεγαλοκαρδία
0,8%
1,6%
Μυοκαρδίτιδα σε Ανάρρωση
0,8%
Νόσος Κawasaki

1% 1,4% Υπερτροφική
Καρδιομυοπάθεια
Πρόπτωση Μιτροειδούς
Βαλβίδας(MVP)
Τετραλογία του Fallot

Γράφημα πίτας 6: Παρουσίαση των λιγότερο συχνών διαγνώσεων με χρήση εκατοστιαίων


ποσοστών

[61]
Πιο κάτω παρουσιάζεται η συχνότητα εμφάνισης του φυσήματος ανά ηλικιακές ομάδες.
Παρατηρούμε ότι στην ηλικιακή ομάδα από ενός (1) μηνός εως ενός (1) έτους έχουμε το
μεγαλύτερο ποσοστό της τάξεως του 55,3% που αντιστοιχεί σε 83 παιδιά από τα 150 που
παραπέμφθηκαν για φύσημα.

Ακολουθούν:

• 1 έτους εως 3 ετών με ποσοστό 14,6% με 22 ασθενείς


• 3 ετών εως 6 ετών με ποσοστό 15,3% με 23 ασθενείς
• 6 ετών εως 9 ετών με ποσοστό 6% με 9 ασθενείς
• 9 ετών εως 12 ετών με ποσοστό 6% με 9 ασθενείς
• 12 ετών εως 15 ετών με ποσοστό 2,6% με 4 ασθενείς
• Στην ηλικιακή ομάδα 15 ετών εως 18 ετών δεν παρατηρούμε καμία παραπομπή για
φύσημα.

Το συμπέρασμα το οποίο προκύπτει είναι ότι το φύσημα συνήθως διαγιγνώσκεται στα παιδιά
από την ηλικία του 1 μηνός μέχρι την ηλικία του ενός (1) έτους και λιγότερο σε μεγαλύτερες
ηλικίες. Αυτό πιθανώς συμβαίνει διότι οι παιδίατροι είναι ευαισθητοποιημένοι όσον αφορά τα
παιδοκαρδιολογικά νοσήματα και διενεργούν προσεκτική ακρόαση κατά την φυσική εξέταση.

[62]
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΦΥΣΗΜΑΤΟΣ
/ΗΛΙΚΙΑ
90

80

70

60

50

40

30

20

10

0
1m-1y 1y-3y 3y-6y 6y-9y 9y-12y 12y-15y 15y-18y

ΑΤΟΜΑ %

Γράφημα Διασποράς 1: Απεικόνιση της συχνότητας εμφάνισης του φυσήματος ανά ηλικία

Πιο κάτω απεικονίζεται η συχνότητα εμφάνισης της Μεσοκοιλιακής επικοινωνίας


(VSD) σε σχέση με την ηλικία.

Παρατηρούμε:

• 1 μηνός – 1 έτους με ποσοστό 48,27% με 14 ασθενείς


• 1 έτους -3 ετών με ποσοστό 17,24% με 5 ασθενείς
• 3 ετών – 6 ετών με ποσοστό 6,89% με 2 ασθενείς
• 6 ετών – 9 ετών με ποσοστό 6,89% με 2 ασθενείς
• 9 ετών – 12 ετών με ποσοστό 3,44% με 1 ασθενή
• 12 ετών – 15 ετών με ποσοστό 6,89% με 2 ασθενείς
• 15 ετών – 18 ετών με ποσοστό 6,89% με 2 ασθενείς

[63]
Παρατηρώντας την πιο κάτω καμπύλη αντιλαμβανόμαστε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό
εμφάνισης Μεσοκοιλιακής επικοινωνίας εντοπίζεται στην ηλικία από ενός (1) μηνός
εως ενός (1) έτους -48,27%.

Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Μεσοκοιλιακή επικοινωνία (VSD) εντοπίζεται
πολύ νωρίς στη ζωή του παιδιού σχεδόν στους πρώτους μήνες. Μάλιστα εντυπωσιακό
είναι το γεγονός ότι όλα τα παιδιά με μεσοκοιλιακή επικοινωνία (ακόμα και αυτά που
ήταν στην ηλικία του 1 μηνός) ήταν ήδη διαγνωσμένα με την πάθηση και δεν
επισκέπτονταν το ιατρείο πρώτη φορά. Είχαν διαγνωσθεί στον πρώτο μήνα της ζωής
τους και είχαν έρθει για επανέλεγχο.

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΜΕΣΟΚΟΙΛΙΑΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ


(VSD)/ΗΛΙΚΙΑ
60

50

40
ΑΤΟΜΑ
30 %

20

10

0
1m-1y 1y-3y 3y-6y 6y-9y 9y-12y 12y-15y 15y-18y

Γράφημα Διασποράς 2: Απεικόνιση της συχνότητας εμφάνισης της μεσοκοιλιακής


επικοινωνίας σε σχέση με την ηλικία

[64]
Παρακάτω παρουσιάζεται η συχνότητα εμφάνισης της μεσοκολπικής επικοινωνίας
(ASD) σε σχέση με την ηλικία.

Έτσι παρατηρούμε:

• 1 μηνός – 1 έτους με ποσοστό 24% με 6 ασθενείς


• 1 έτους – 3 ετών με ποσοστό 40% με 10 ασθενείς
• 3 ετών – 6 ετών με ποσοστό 12% με 3 ασθενείς
• 6 ετών – 9 ετών με ποσοστό 8% με 2 ασθενείς
• 9 ετών – 12 ετών με ποσοστό 8% με 2 ασθενείς
• 12 ετών -15 ετών με ποσοστό 0% με κανέναν ασθενή
• 15 ετών – 18 ετών με ποσοστό 8% με 2 ασθενείς

Σε αντίθεση με την Μεσοκοιλιακή επικοινωνία (VSD) στην οποία η μεγαλύτερη


συχνότητα εμφάνισης εντοπίζεται στην ηλικία 1 μηνός – 1 έτους (48,27%), στην
Μεσοκολπική επικοινωνία (ASD) η μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης εντοπίζεται στο
ηλικιακό φάσμα μεταξύ 1 έτους και 3 ετών με ποσοστό 40% (10 ασθενείς).

Επίσης, όλα τα παιδιά με Μεσοκολπική επικοινωνία (ASD) ήταν ήδη διαγνωσμένα


όταν ήρθαν στο ιατρείο και διεξήχθει επανέλεγχος.

Αυτά τα στοιχεία μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τόσο το μεσοκοιλιακό όσο και το
μεσοκολπικό έλλειμμα στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, διαγιγνώσκονται από τους
πρώτους μήνες της γέννησης του παιδιού.

[65]
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΜΕΣΟΚΟΛΠΙΚΗΣ
45
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (ASD) / ΗΛΙΚΙΑ

40

35

30

25
ΑΤΟΜΑ
%
20

15

10

0
1m-1y 1y-3y 3y-6y 6y-9y 9y-12y 12y-15y 15y-18y

Γράφημα Διασποράς 3: Απεικόνιση της συχνότητας εμφάνισης μεσοκολπικής


επικοινωνίας σε σχέση με την ηλικία

[66]
Ακολουθεί η απεικόνιση της ηλικιακής κατανομής της νόσου Kawasaki στα 18
παιδιά που παραπέμφθηκαν με τη νόσο.

Παρατηρούμε:

• 1 μηνός – 1 έτους με ποσοστό 0% με κανέναν ασθενή


• 1 έτους – 3 ετών με ποσοστό 61,1% με έντεκα (11) ασθενείς
• 3 ετών – 6 ετών με ποσοστό 22,2 % με τέσσερις (4) ασθενείς
• 6 ετών – 9 ετών με ποσοστό 11,1 % με δυο (2) ασθενείς
• 9 ετών – 12 ετών με ποσοστό 5,5% με έναν (1) ασθενή
• 12 ετών – 15 ετών με ποσοστό 0% με κανέναν ασθενή
• 15 ετών – 18 ετών με ποσοστό 0% με κανέναν ασθενή

Συμπέρασμα: Η νόσος Kawasaki συναντάται πιο συχνά στο ηλικιακό φάσμα από ενός
(1) έτους εως τριών (3) ετών με ποσοστό 61,1%. Πριν το 1 έτος η νόσος Kawasaki έχει
μηδενική επίπτωση (όσον αφορά στο δείγμα μας).Το ίδιο ισχύει και για το ηλικιακό
φάσμα από 12 ετών εως 18 ετών – μηδενική επίπτωση με κανένα περιστατικό σε αυτές
τις ηλικίες.

[67]
70
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΝΟΣΟΥ
KAWASAKI/ΗΛΙΚΙΑ
60

50

40

30
ΑΤΟΜΑ
%
20

10

0
1m-1y 1y-3y 3y-6y 6y-9y 9y-12y 12y-15y 15y-18y

Γράφημα Διασποράς 4: Απεικόνιση της συχνότητας εμφάνισης νόσου Kawasaki σε


σχέση με την ηλικία

Ακολουθεί η απεικόνιση της συχνότητας προ-αθλητικού ελέγχου (Sport Cardiac


Control) ανά ηλικιακή ομάδα στα 54 παιδιά που ελέγχθηκαν.

• 1 μηνός – 1 έτους με ποσοστό 3,7% με δυο (2) παιδιά


• 1 έτους – 3 ετών με ποσοστό 1,89% με ένα (1) παιδί
• 3 ετών – 6 ετών με ποσοστό 16,7% με εννέα (9) παιδιά
• 6 ετών – 9 ετών με ποσοστό 42,5% με είκοσι τρία (23) παιδιά
• 9 ετών – 12 ετών με ποσοστό 22,2% με δώδεκα (12) παιδιά
• 12 ετών – 15 ετών με ποσοστό 12,9% με επτά (7) παιδιά
• 15 ετών – 18 ετών με ποσοστό 0% με κανένα παιδί

Συμπέρασμα: Ο προ-αθλητικός έλεγχος(Sport Cardiac Control) παρουσιάζει την


μεγαλύτερη συχνότητα στο ηλικιακό φάσμα από 6 ετών – 9 ετών με ποσοστό

[68]
42,5%.Στις ηλικίες αυτές τα παιδιά ξεκινούν τις εξωσχολικές δραστηριότητες και τον
αθλητισμό. Έτσι δικαιολογείται η μεγάλη συχνότητα του προ-αθλητικού ελέγχου.

Σημείωση: Από τα 54 παιδιά που εξετάστηκαν για προ-αθλητικό έλεγχο (Sport Cardiac
Control) τα 49 παιδιά ήταν φυσιολογικά (Normal) και τα 5 παιδιά παρουσίασαν
καρδιολογικές ανωμαλίες.

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΠΡΟ-ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ


ΕΛΕΓΧΟΥ/ΗΛΙΚΙΑ
45

40

35

30
ΑΤΟΜΑ
25
%
20

15

10

0
1m-1y 1y-3y 3y-6y 6y-9y 9y-12y 12y-15y 15y18y

Γράφημα Διασποράς 5: Απεικόνιση της συχνότητας διεξαγωγής προ-αθλητικού


ελέγχου σε σχέση με την ηλικία

[69]
V. Συμπεράσματα
Κυριότερα ευρήματα της παρούσας μελέτης είναι πως οι πιο συνήθεις λόγοι
παραπομπής των βρεφών και των παιδιών στο παιδοκαρδιολογικό ιατρείο κατά το
τελευταίο εξάμηνο, ήταν το φύσημα (30%),ο προ-αθλητικός έλεγχος (10,8%),η
μεσοκοιλιακή επικοινωνία VSD (5,8%), η μεσοκολπική επικοινωνία ASD (5%),
τα χειρουργημένα παιδιά (4,6%), η νόσος Kawasaki (3,6%), το προκάρδιο άλγος
(3%), η Διγλώχινα αορτική βαλβίδα (2,2%) και τέλος το Ανοιχτό ωοειδές τρήμα
PFO (2%).

Ως προς τις διαγνώσεις, οι κυριότερες ήταν-αν εξαιρέσουμε τα υγιή παιδιά (57%)-


το ανοιχτό ωοειδές τρήμα PFO (7,2%), η μεσοκοιλιακή επικοινωνία VSD (6%), η
μεσοκολπική επικοινωνία ASD (5,8%), τα χειρουργημένα παιδιά (4,4%), η
στένωση πνευμονικής βαλβίδας PVS (4,2%), η Διγλώχινα αορτική βαλβίδα
(BiCAo) (3,6%), το φύσημα (2,4%) και τέλος ο ανοιχτός αρτηριακός πόρος PDA
(2,4%).

Ένα σημαντικό συμπέρασμα που προέκυψε από την παρούσα έρευνα είναι ότι το
φύσημα συνήθως διαγιγνώσκεται στα παιδιά από την ηλικία του ενός (1) μηνός
μέχρι την ηλικία του ενός (1) έτους και λιγότερο στις μεγαλύτερες ηλικίες. Αυτό
πιθανώς συμβαίνει διότι οι παιδίατροι είναι ευαισθητοποιημένοι όσον αφορά στα
παιδοκαρδιολογικά νοσήματα και διενεργούν προσεκτική ακρόαση κατά την
φυσική εξέταση.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό συμπέρασμα που προέκυψε είναι ότι το 30% των
παιδιών παραπέμφθηκαν από τον παιδίατρο με την υποψία φυσήματος. Εντούτοις,
μόνο το 2,4% των παιδιών διαγνώστηκε τελικά από τον παιδοκαρδιολόγο με
φύσημα.

Ένα ακόμα στοιχείο που προέκυψε από την έρευνα είναι ότι όλα τα παιδιά με
μεσοκολπική επικοινωνία ASD και μεσοκοιλιακή επικοινωνία VSD προσήλθαν
στο ιατρείο στα πλαίσια επανεξέτασης και όχι σαν ‘πρώτη επίσκεψη’. Το γεγονός
αυτό φανερώνει ότι οι δυο αυτές καρδιακές ανωμαλίες διαγιγνώσκονται στην
πλειοψηφία τους κατά τις πρώτες ημέρες ή και εβδομάδες από τη γέννηση του
παιδιού καθώς υπάρχουν συμπτώματα στον ασθενή. Σε κανένα παιδί δεν έγινε
πρώτη διάγνωση Μεσοκολπικής ή Μεσοκοιλιακής επικοινωνίας καθώς ήταν ήδη
διαγνωσμένα ακόμα και στην ηλικία του ενός (1) μηνός.

[70]
Επίσης, στην ηλικία από έξι (6) ετών εως εννέα (9) ετών αναβρέθηκαν τα
μεγαλύτερα ποσοστά προ-αθλητικού καρδιολογικού ελέγχου πιθανόν γιατί σε
αυτό το ηλικιακό φάσμα αρχίζουν τα παιδιά τις εξωσχολικές αθλητικές
δραστηριότητες. Από τα 54 παιδιά που εξετάστηκαν, τα 49 παιδιά ήταν
φυσιολογικά ενώ τα 5 παιδιά παρουσίασαν καρδιολογικές ανωμαλίες.

Τέλος, όσον αφορά στη νόσο Kawasaki, συναντάται πιο συχνά στο ηλικιακό
φάσμα από ενός (1) έτους εως τριών (3) ετών με ποσοστό 61,1%. Πριν το ένα (1)
έτος η νόσος έχει μηδενική επίπτωση –όσον αφορά στο δείγμα μας. Το ίδιο ισχύει
και για το ηλικιακό φάσμα από δώδεκα (12) ετών εως δεκαοκτώ (18) ετών όπου
δεν ανευρίσκεται κανένα περιστατικό νόσου Kawasaki.

[71]
VI. Βιβλιογραφία

1. Δημήτρης Α. Δασκαλόπουλος, Παιδοκαρδιολόγος. 26 Δεκεμβρίου 2011


2. Διαγνωστικό Κέντρο ‘Γυναίκας Υγεία’
3. Alfred Blalock, John Heysham Gibbon Jr, C. Walton Lilehei, John W. Kirklin
4. Παναγιώτης Σφυρίδης -Παιδοκαρδιοχειρουργός-Ιούλιος 2014. Όμιλος HHG
5. (Ελευθέριος Κολομτσάς. Ειδικός Καρδιολόγος – Εντατικολόγος
6. Smythe et al
7. Pediatric Rheumatology European Society. Έκδοση 2016
8. Eirini Kostopoulou, Gabriel Dimitriou and Ageliki Karatza. Current Pediatric Reviews,
2019
9. Πισσαρίδης Κώστας. Καρδιολόγος. 21/01/2019 Mount Sinai Health System,
Congenital Heart Defects.
10. Φώτιος Μητρόπουλος –Καρδιοχειρουργός Παίδων και Ενηλίκων. Αναπληρ.
Διευθυντής Καρδιοχειρουργικής Κλινικής Συγγενών Καρδιοπαθειών. Οκτώβριος
2017
11. Heart Disease in Children. Richard U. Garcia, MD, Stacie B. Peddy , MD (2018)

[72]
[73]

You might also like