Professional Documents
Culture Documents
Γερανάκης Ι.
Η κλινική ακρόαση από την εποχή του Ιπποκράτη ως τις αρχές του προηγούενου αιώνα γινόταν ε την
άεση επίθεση του αυτιού του ιατρού στον θώρακα του ασθενούς (άεση ακρόαση). Λόγοι σενοτυφίας
κυρίως, επέβαλαν την κατασκευή του στηθοσκοπίου, ενός αγωγού ετάδοσης ήχων προκειένου για τη
είωση της δυσφορίας των ασθενών. Η κατασκευή του πρώτου στηθοσκοπίου αποδίδεται στον René-
Theophile Hyacinthe Laennec (1816), έναν νέο ιατρό που, τυλίγοντας ένα φύλλο χαρτί σε ορφή
κυλινδρικού σωλήνα και παρεβάλλοντάς-το εταξύ του θώρακα του ασθενή και του αυτιού του,
αντιλήφθηκε την εξαιρετική ετάδοση των ήχων έσω του πρώτου «στηθοσκοπίου». Η έεση κλινική
ακρόαση ήταν γεγονός.
Οι όροι στηθοσκόπιο και στηθοσκόπηση επικράτησε έκτοτε, για να περιγραφεί η έεση ακρόαση, αν
και εννοιολογικά ο πρώτος όρος είναι αδόκιος, καθώς το επίθηα –σκοπιο αναφέρεται στην οπτική και όχι
στην ακουστική εντόπιση (ενίσχυση). Σε αντίθεση ε το ικροσκόπιο, τηλεσκόπιο, θωρακοσκόπιο κτλ., το
στηθοσκόπιο δεν αποτελεί έσο ετάδοσης εικόνας, αλλά ήχου.
Τα στηθοσκόπια από απλοί ονοί σωλήνες σταδιακά εξελίχθηκαν στα σύγχρονα διαυλικά
στηθοσκόπια ε κώδωνα και διάφραγα. Η ποιότητά τους καθορίζεται από την ικανότητά τους να
εταδίδουν χωρίς απώλειες όλο το φάσα των ακουστών συχνοτήτων, που παράγεται στην επιφάνεια επαφής
του διαφράγατος ή του κώδωνα.
Κοινές αρχές στη λειτουργία όλων των κλασικών στηθοσκοπίων είναι:
1. Οι αντιληπτοί από τον άνθρωπο ήχοι αφορούν ικρό εύρος συχνοτήτων (20-20.000 Hz).
2. Η χρήση του διαφράγατος είναι κατάλληλη για τη ετάδοση υψηλής συχνότητας
ήχων.
3. Η απαλή όνο επαφή του κώδωνα στο δέρα επιτρέπει την ετάδοση χαηλής
συχνότητας ήχων (πάσων), ενώ η έντονη πίεσή του σε αυτό οδηγεί στην απώλεια των
πάσων συχνοτήτων (συπεριφορά ως διάφραγα).
4. Όσο ικρότερη είναι η διάετρος της επιφάνειας επαφής, κώδωνα ή διαφράγατος,
τόσο καλύτερη η αντίληψη των υψίσυχνων ήχων και παράλληλα χειρότερη η
αντίληψη των βύθιων ήχων. Έτσι, τα παιδιατρικά –ικρής διαέτρου– στηθοσκόπια
είναι πιο «υψίσυχνα» από εκείνα των ενηλίκων, ενώ τα νεογνικά έχουν ακόα
εγαλύτερη απώλεια των χαηλής συχνότητας ήχων ε αντίληψη όνο των υψίσυχνων
ήχων.
5. Κατά κανόνα, όσο εγαλύτερο το ήκος του συνδετικού σωλήνα τόσο εγαλύτερη η
απώλεια έντασης του ήχου.
6. Πλεονέκτηα των ικρής διαέτρου κώδωνα-διαφράγατος είναι η ακριβέστερη
εντόπιση του σηείου έγιστης έντασης του ήχου και η αποφυγή κριγών στην ακρόαση
του παιδικού θώρακα.
7. Η σωστή εφαρογή της ελαίας και η ευθυγράιση του τελικού τήατος του αυλού του
στηθοσκοπίου ε τον έξω ακουστικό πόρο εξασφαλίζει την έγιστη ένταση ετάδοσης.
Τα σύγχρονα «ηλεκτρονικά» στηθοσκόπια βασίζονται στην ενίσχυση της έντασης του ήχου, η
οποία παράγεται από την επιφάνεια επαφής στηθοσκοπίου-σώατος ασθενούς, ε αποτέλεσα την
ευκρινέστερη αντίληψη των ηχητικών φαινοένων. Επιπλέον, επιτρέπουν την ψηφιακή καταγραφή και
αναπαραγωγή των ακροαστικών ευρηάτων. Όως, η ενίσχυση της έντασης δεν συνεπάγεται και καλύτερη
ποιότητα ήχου, καθώς πρέπει όλο το φάσα των συχνοτήτων να ενισχυθεί αναλογικά, κάτι που δεν
επιτυγχάνεται πάντα.
Αντίστροφα, η καρδιακή ακρόαση των παιδιών και λεπτόσωων ατόων χαρακτηρίζεται από την
ευκρινέστερη ανίχνευση ήχων φυσιολογικής λειτουργίας που σπάνια ανιχνεύονται σε ενηλίκους (π.χ.
λειτουργικά φυσήατα).
Α. Την ένταση, δηλαδή την ευκολία ε την οποία γίνεται αντιληπτός. Η συνήθης έτρηση της
έντασης του ήχου (decibel) δεν έχει εφαρογή στην υποκειενική αντίληψη των καρδιακών ήχων ε τη
χρήση κλασικού στηθοσκοπίου. Οι καρδιακοί ήχοι που χαρακτηρίζονται ως φυσήατα ταξινοούνται σε
εξαβάθια κλίακα:
• 1/6 όλις αντιληπτός,
• 2/6 χαηλής έντασης,
• 3/6 σαφώς αντιληπτός,
• 4/6 έντονος που συνοδεύεται ε απτικό αίσθηα τριγού στην ψηλάφηση (ροίζος),
• 5/6 ιδιαίτερα έντονος,
• 6/6 αντιληπτός ακόα και ε οριακή επαφή του στηθοσκοπίου.
Η κλίακα αυτή είναι σαφώς υποκειενική, αλλά γενικά η παρουσία ροίζου ταξινοεί το θόρυβο
(φύσηα) ως εγάλης έντασης.
Η ένταση κάθε ηχητικού φαινοένου, εξαρτάται, εκτός από τους παράγοντες που σχετίζονται ε τη
ετάδοση του ήχου, κυρίως από την αρχική ηχανική ενέργεια κατά την ταλάντωση ιστών ή το
στροβιλισό του αίατος. Όσο εγαλύτερη η διαφορά πίεσης εταξύ δύο κοιλοτήτων (π.χ. εγάλου αγγείου-
καρδιακής κοιλότητας ή κοιλιών-κόλπων) τόσο περισσότερο ορητική θα είναι η σύγκλειση της
διαχωριστικής τους επιφάνειας (βαλβίδας). Έτσι, σε υπέρταση, αρτηριακή ή πνευονική, η εγάλη διαφορά
πίεσης κατά τη σύγκλειση της αορτικής ή πνευονικής βαλβίδας οδηγεί στην βίαιη σύγκλεισή τους και στη
δηιουργία έντονου ήχου (καρδιακού τόνου). Η παρουσία εγάλης διαφοράς πιέσεων εταξύ αριστερής και
δεξιάς κοιλίας σε ύπαρξη επικοινωνίας εταξύ τους οδηγεί σε έντονο φύσηα. Κυαινόενης έντασης είναι
οι ήχοι σε περιπτώσεις κυαινόενης διαφοράς πίεσης (κυαινόενη ένταση ήχου σύγκλεισης των
κολποκοιλιακών βαλβίδων σε ασυνέργεια κολπικής-κοιλιακής συστολής σε πλήρη κολποκοιλιακό
αποκλεισό).
Θα πρέπει όως να τονιστεί ότι σοβαρότατες βαλβιδικές στενώσεις πορεί να ην οδηγήσουν σε
δηιουργία ήχου ικανής έντασης, εάν υπάρχει αδυναία παραγωγής κινητικής ενέργειας από την καρδιακή
αντλία (π.χ. καρδιακή ανεπάρκεια), ενώ εγάλες ενδοκαρδιακές επικοινωνίες πορεί να η συνοδεύονται
καν από αντιληπτό ήχο, εάν υπάρχει εξίσωση πιέσεων δεξιών και αριστερών κοιλοτήτων και απουσία ροής
(π.χ. σε αύξηση πιέσεων δεξιάς κοιλίας-πνευονική υπέρταση).
Β. Τη βασική του συχνότητα, η οποία τον χαρακτηρίζει ως χαηλής (πάσο, βύθιο), έσης ή
υψηλής συχνότητας (πρίο-υψίσυχνο) ήχο. Η συχνότητα αυτή καθορίζεται γενικά από τη συχνότητα
ταλάντωσης ή παλικής κίνησης της επιφάνειας ή αιατικής ροής αντίστοιχα που παράγει τον ήχο: όσο
ταχύτερη η ταλάντωση τόσο ικρότερο το ήκος κύατος και τόσο πιο υψίσυχνος ο ήχος. Μεγάλες
επιφάνειες ταλαντώνονται ε χαηλότερη συχνότητα συγκριτικά ε ικρές επιφάνειες και παράγουν
περισσότερο βύθιους ήχους. Συγκρίνοντας τη εγάλη επιφάνεια των κολποκοιλιακών (κ.κ.) βαλβίδων ε τη
ικρή επιφάνεια των αρτηριακών (αορτικής-πνευονικής), αναένουε ότι ο ήχος σύγκλεισης των
κολποκοιλιακών βαλβίδων (πρώτος τόνος) είναι περισσότερο βύθιος σε σχέση ε τον ήχο σύγκλεισης των
αρτηριακών βαλβίδων (δεύτερος τόνος). Αντίστοιχα, υψηλής ταχύτητας στροβιλώδης αιατική ροή
δηιουργεί στροβιλισούς που γίνονται αντιληπτοί ως υψίσυχνοι ήχοι (φυσήατα) σε σχέση ε χαηλής
ταχύτητας στροβιλισούς.
Γ. Τη χρονική διάρκεια. Η χρονική διάρκεια (σε sec ή msec) είναι δύσκολο να περιγραφεί στην
κλινική ακρόαση. Γενικά, τα βραχείας διάρκειας ηχητικά φαινόενα στην καρδιακή ακρόαση περιγράφονται
ως τόνος (tone) και κλαγγή (click), ενώ εκείνα που έχουν κάποια αντιληπτή διάρκεια ως φυσήατα
(murmur).
. Το χρονισό στον καρδιακό κύκλο, δηλαδή τη χρονική ταξινόηση του ηχητικού φαινοένου σε
σχέση ε τις δύο κύριες χρονικές φάσεις του καρδιακού κύκλου: τη συστολή και τη διαστολή. Έτσι, οι
καρδιακοί ήχοι περιγράφονται ως αιγώς συστολικοί, διαστολικοί ή συνεχείς. Ο σωστός χρονισός έχει
κεφαλαιώδη κλινική σηασία.
Ε. Τη διακύανση της έντασης στο χρόνο, για τους ήχους ε διάρκεια (φυσήατα). Όως, η
διάκριση θα είναι δύσκολη για τον η έπειρο ακροατή, ενώ η αξιολόγηση σχεδόν αδύνατη σε ταχυκαρδία
(που χαρακτηρίζει την παιδιατρική καρδιακή ακρόαση). Ένας ήχος ε αύξουσα ένταση χαρακτηρίζεται
crescendo, ε φθίνουσα decrescendo, και ε διαδοχικά αύξουσα και φθίνουσα ένταση crescendo-decresendo.
Ένας ήχος σταθερής έντασης στον χρόνο χαρακτηρίζεται ταινιοειδής.
ΣΤ. Την τοπική εντόπιση στο θώρακα, η οποία περιλαβάνει τη σαφή περιγραφή: α) Της θέσης
έγιστης έντασης δηλαδή του σηείου, όπου ο ήχος γίνεται αντιληπτός στη έγιστή του ένταση (punctum
maximum ή p.m.), στοιχείο εξαιρετικά σηαντικό στην κλινική διάγνωση και β) της επέκτασής του, ε την
περιγραφή των περιοχών, όπου ο ήχος γίνεται (ασθενέστερα) αντιληπτός. Όσο εντονότερο είναι το ηχητικό
φαινόενο τόσο πιθανότερο να γίνεται αντιληπτό σε εγάλη έκταση, ενώ οι εστίες επέκτασης σχετίζονται και
ε την προέλευσή του (π.χ. επέκταση στις ασχάλες σε στενώσεις πνευονικών αρτηριών, στη σφαγή σε
βαλβιδική στένωση αορτής, στη ράχη σε στένωση πνευονικής βαλβίδας κτλ.).
Οι κλασικές θέσεις καρδιακής ακρόασης είναι :
• κορυφαία αντίστοιχα ε το σηείο ψηλάφησης της καρδιακής ώσης (συνήθως στη
εσοκλειδική γραή κάτω από τη θηλή (εστία ακρόασης ιτροειδούς),
• αριστερή κατώτερη παραστερνική θέση (τέταρτο εσοπλεύριο διάστηα
αριστερά-εστία ακρόασης τριγλώχινος),
• αριστερή ανώτερη (δεύτερο εσοπλεύριο διάστηα αριστερά-εστία ακρόασης
πνευονικής) και
• δεξιά ανώτερη παραστερνική θέση (δεύτερο εσοπλεύριο διάστηα δεξιά-εστία
ακρόασης αορτικής).
Ιδιαίτερα στην παιδιατρική καρδιακή ακρόαση, δεν πρέπει να παραλείπεται η λεπτοερής
ακρόαση όλης της προκάρδιας χώρας καθώς και των υποκλείδιων περιοχών, του σφαγιτιδικού βόθρου, της
εσοωοπλατιαίας χώρας και των ασχαλών.
Η λεπτοερής περιγραφή των καρδιακών ήχων πρέπει τελικά να απαντά στο κλινικό ερώτηα:
αυτό που ακούσαε και περιγράψαε περισσότερο ή λιγότερο αναλυτικά, είναι πράγατι η συνήθης και
αναενόενη ακρόαση ιας φυσιολογικής παιδικής καρδιάς ή ία η αναενόενη (παθολογική)
καρδιακή ακρόαση που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης και παραποπής;
H γνώση της ηχανικής των φυσιολογικών και παθολογικών καρδιακών ήχων είναι σηαντική για
την κατανόηση των κλινικών ακροαστικών ευρηάτων και παρουσιάζεται στη συνέχεια.
Εικόνα 9.2
Εικόνα 9.1
Η πραγατικά θαυαστή αυτή διάταξη έχει συνέπεια ε την καρδιακή συστολή την σχεδόν
ταυτόχρονη σύγκλειση της σύστοιχης βαλβίδας εισόδου (κολποκοιλιακής) και τη διάνοιξη της βαλβίδας
εξόδου (αρτηριακής), εξασφαλίζοντας την προώθηση της ροής στα αγγεία. Αντίστροφα, στην καρδιακή
διαστολή, η επανέκπτυξη των κοιλιών στο αρχικό τους έγεθος ε τη είωση των ενδοκοιλοτικών πιέσεων
χαρακτηρίζεται ακριβώς από την αντίθετη κίνηση των βαλβίδων (διάνοιξη κολποκοιλιακών βαλβίδων και
σύγκλειση αρτηριακών). (d1, d2, d3)
Η κατανόηση του ηχανισού και του χρονισού σύγκλεισης και διάνοιξης των καρδιακών βαλβίδων
αποτελεί το θεέλιο της κατανόησης των φυσιολογικών καρδιακών ήχων και του σωστού χρονισού των
παθολογικών ήχων και των πρόσθετων ακουστικών ευρηάτων. Οι όνοι ήχοι που φυσιολογικά πορούν να
γίνουν αντιληπτοί είναι οι ήχοι σύγκλεισης των βαλβίδων, καθώς η διάνοιξη των βαλβίδων και η οαλή, η
στροβιλώδης αιατική ροή διαέσου φυσιολογικών βαλβίδων δεν συνοδεύεται από αντιληπτά ακροαστικά
ευρήατα. Ακολουθεί λεπτοερής περιγραφή των αναενόενων (φυσιολογικών) καρδιακών ήχων.
Σύφωνα ε τη χρονική αλληλουχία των φάσεων της συστολής και της διαστολής, τα συνοδά
φυσιολογικά ακουστικά ευρήατα είναι τα ακόλουθα (Πίνακας 9.1):
Εικόνα 9.5
Πριν την περιγραφή των παθολογικών ήχων, ιδιαίτερα σηαντική είναι η εξοικείωση του ιατρού στη σωστή
χρονική εντόπιση των φάσεων της καρδιακής λειτουργίας, που αποτελεί τη βάση της ταξινόησης των
παθολογικών ήχων σε συστολικούς και διαστολικούς ή συνεχείς. Η λάθος χρονική αντιστοίχιση, σύνηθες
φαινόενο οδηγεί σε λανθασένα διαγνωστικά συπεράσατα.
Η συστολική περίοδος αρχίζει ε τον πρώτο καρδιακό τόνο και λήγει ε τον δεύτερο καρδιακό
τόνο. Η διαστολική περίοδος αρχίζει ετά τον δεύτερο καρδιακό τόνο και φτάνει ως τον πρώτο
καρδιακό τόνο. Η σωστή διάκριση των καρδιακών τόνων εταξύ τους είναι ουσιαστική, καθώς αποτελούν τα
όνα διακριτά ακουστικά σηεία χρονισού συστολής και διαστολής.
Η διαστολική περίοδος είναι εκτενέστερη της συστολικής στους ενηλίκους και στους εφήβους,
καθώς και σε περιόδους φυσιολογικής βραδυκαρδίας στα παιδιά. Έτσι, η χρονική απόσταση πρώτου και
δεύτερου καρδιακού τόνου, που ορίζει την συστολική περίοδο, είναι συντοότερη εκείνης του δεύτερου και
του πρώτου τόνου, που ορίζει την διαστολή. Με βάση την παρατήρηση αυτή, και παρακολουθώντας τις
σταδιακές αλλαγές στην ποιότητα των τόνων κατά την διαδοχική ακρόαση του θώρακα από την κορυφή προς
την βάση, πορούε να διακρίνουε τους εταξύ καρδιακούς τόνους καθώς και τη εταξύ τους συστολική
και διαστολική περίοδο.
Σε ταχυκαρδία υπάρχει βράχυνση της διαστολικής περιόδου ε αποτέλεσα ίση διάρκεια συστολής
και διαστολής. Στην περίπτωση αυτή, η διάκριση συστολής-διαστολής πορεί να γίνει όνο ε τη σύγχρονη
ψηλάφηση του σφυγικού κύατος (βραχιόνιος αρτηρία στα βρέφη). Τα ηχητικά φαινόενα σύγχρονα ε
το σφυγικό κύα είναι συστολικά, τα υπόλοιπα διαστολικά.
Στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχουν πρόσθετα ηχητικά φαινόενα, αλλά αποκλίσεις στην ένταση ή στο
χρονισό των φυσιολογικών καρδιακών τόνων. Περιλαβάνουν:
Α. Μεταβολή έντασης των καρδιακών τόνων: η εταβολή της έντασης πορεί να αφορά και τους
δύο καρδιακούς τόνους (συετρική εταβολή έντασης) ή όνο τον ένα (ασύετρη είωση ή αύξηση
έντασης). Καθώς ε το στηθοσκόπιο δεν πορούε να έχουε ια αντικειενική κλίακα έτρησης της
έντασης των τόνων, η συετρική εταβολή της έντασής τους γίνεται αντιληπτή ως δυσχερής ή ευκρινής
ακρόαση, ενώ η ασύετρη εταβολή έντασης ως διαφορική εξασθένιση ενός τόνου (π.χ. η εντονότερη
ακρόαση του δεύτερου τόνου σε σχέση ε τον πρώτο, ακόα και στην κορυφή της καρδιάς). Η διάγνωση των
αποκλίσεων της έντασης των καρδιακών τόνων είναι δύσκολη και όνο σε σοβαρές αποκλίσεις γίνεται
αντιληπτή. Η παθοφυσιολογία των διαταραχών της έντασης των καρδιακών τόνων έχει ήδη αναφερθεί.
α. Συετρική αύξηση έντασης καρδιακών τόνων: Λόγω των ικρών διαστάσεων του παιδικού
θώρακα, η ετάδοση των καρδιακών τόνων στο στηθοσκόπιο είναι άεση, δηιουργώντας την εντύπωση
έντονων καρδιακών τόνων συγκριτικά ε την καρδιακή ακρόαση ενηλίκων.
β. Συετρική είωση έντασης καρδιακών τόνων: Όπως αναφέρθηκε, σε εφυσηατικό θώρακα,
σε παρουσία περικαρδιακού υγρού, σε παχυσαρκία. ιαγνωστική παγίδα: είωση υπάρχει σε δεξιοκαρδία, εάν
επιτελούε συνήθη ακρόαση στο αριστερό ηιθωράκιο.
γ. Ασύετρη επίταση έντασης καρδιακού τόνου: Η παρουσία έντονου δεύτερου καρδιακού
τόνου, ιδιαίτερα στην εστία ακρόασης της πνευονικής, είναι ένδειξη πνευονικής υπέρτασης! Προσοχή
στην ανεύρεσή του σε παιδιά ε αποφρακτικές άπνοιες (αδενοειδείς εκβλαστήσεις), ε σοβαρό άσθα ή κυστική
ίνωση, πνευονική ίνωση από χηειοθεραπεία ή τέλος σε αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια.
δ. Κυαινόενη ένταση καρδιακών τόνων: σπάνια γίνεται αντιληπτή η κυαινόενη ένταση του
πρώτου καρδιακού τόνου σε δύο περιπτώσεις: σε ρυθική καρδιακή λειτουργία, εάν υπάρχει πλήρης ασυνέργεια
κολπικής και κοιλιακής συστολής (κολποκοιλιακός αποκλεισός) και σε άρρυθη καρδιακή λειτουργία, όπου η
πρώιη συστολή και η αέσως επόενη φυσιολογική συστολή έχουν διαφορετική από τη συνήθη ένταση
καρδιακών τόνων (λόγω ποικίλης πλήρωσης και θέσης των κολποκοιλιακών βαλβίδων κατά τις έκτακτες
συστολές).
α. Ευρύς και σταθερός διχασός του δεύτερου τόνου: H παρουσία αντιληπτού διχασού του
δεύτερου τόνου τόσο στην εισπνοή όσο και στην εκπνοή, χαρακτηρίζει τη σταθερή καθυστέρηση σύγκλεισης
της πνευονικής βαλβίδας σε σχέση ε την αορτική. Αν δεν οφείλεται σε καθυστέρηση διέγερσης δεξιάς κοιλίας
(λόγω δεξιού σκελικού αποκλεισού, που είναι εφανής στο ΗΚΓ), τότε συχνότατα οφείλεται σε αυξηένο όγκο
που διέρχεται από την δεξιά κοιλία, προερχόενος από αριστεροδεξιά διαφυγή στο επίπεδο των κόλπων (d4),
αποτελώντας ειδικό εύρηα (συχνά άλιστα και το όνο εύρηα, καθώς το φύσηα περιγράφεται ως
λειτουργικό) σε αιοδυναικά σηαντική εσοκολπική επικοινωνία (h9, h10). Η αποτυχία αναγνώρισης
του σταθερού διχασού του δεύτερου τόνου έχει ως αποτέλεσα την καθυστερηένη (κάποτε αργά στην ενήλικη
ζωή) διάγνωση της εσοκολπικής επικοινωνίας.
β. ιχασός του πρώτου τόνου: Μπορεί να αποτελέσει διαγνωστική παγίδα, αφού είναι
εξαιρετικά σπάνιος ιδιαίτερα στην παιδιατρική καρδιακή ακρόαση. Σε αντίληψη φαινοενικά διπλού πρώτου
τόνου, γίνεται συνήθως σύγχυση ενός πρόσθετου ήχου χρονικά κοντά στον πρώτο καρδιακό τόνο. Όπου ο
πρώτος τόνος ακούγεται ως διπλός ήχος, το πιθανότερο είναι να συνυπάρχει φυσιολογικός ονήρης
πρώτος τόνος, που είτε ακολουθείται από πρώιη συστολική κλαγγή (click) (h5, h6) ή -σπανιότερα-
προηγείται του πρώτου τόνου [έντονος τέταρτος (όψιος διαστολικός) καρδιακός τόνος]. Τα ακουστικά αυτά
φαινόενα θα αναλυθούν στη συνέχεια.
Γ. Άρρυθη καρδιακή λειτουργία: Ο πρώτος καρδιακός τόνος (S1) ακολουθείται κανονικά από τον
δεύτερο τόνο, (S2) αλλά οι καρδιακοί κύκλοι (S1-S2) απέχουν άνισα εταξύ τους διαστήατα. Σε άρρυθη
καρδιακή λειτουργία, σηαντική είναι η διάκριση, εάν η έκτακτη συστολή (eS1-eS2) εφανίζεται νωρίτερα
(πρώιη) ή αργότερα (διαφυγής) από την αναενόενη συστολή. Επίσης, πρέπει να αναζητείται η πιθανή
παρουσία επαναληπτικότητας ή συγκεκριένου οτίβου στην εφάνιση των εκτάκτων συστολών (π.χ.
διδυία: S1-S2 / eS1-eS2 κ.ο.κ., τριδυία: S1-S2 / S1-S2/ eS1-eS2 κ.ο.κ.).
Σε κάθε περίπτωση αρρυθίας, υπάρχει κυαινόενη ένταση των καρδιακών τόνων, όπως
αναφέρθηκε, ενώ η σύγχρονη ψηλάφηση των περιφερικών σφύξεων ε την καρδιακή ακρόαση ας δίνει
πληροφορίες για τον πραγατικό όγκο παλού που ωθείται κατά την έκτακτη συστολή (ικρότερος ή και
απουσία ψηλάφησης σφυγικού κύατος).
. Έντονος και τέταρτος καρδιακός τόνος: Με προσεκτική ακρόαση είναι δυνατόν να γίνει
αντιληπτός ο ή τέταρτος καρδιακός τόνος, ως βύθιος διαστολικός ήχος, καλύτερα αντιληπτός ε τον κώδωνα
του στηθοσκοπίου στην κορυφή της καρδιάς. Παρά τις αναφορές ως συχνό εύρηα στα κλασικά
συγγράατα καρδιολογίας, η ανίχνευσή του είναι εξαιρετικά σπάνια ε τη χρήση κλασικών παιδιατρικών
στηθοσκοπίων.
Συχνά στην παιδιατρική ακρόαση:
Έπειτα από την αξιολόγηση της ρυθικότητας της καρδιακής λειτουργίας και της ποιότητας των καρδιακών
τόνων (ένταση, διχασός κτλ.), ακολουθεί η περιγραφή της παρουσίας των πρόσθετων ήχων. Τα ερωτήατα
που πρέπει να απαντηθούν εδώ είναι διαδοχικά (και κατά σειρά δυσκολίας) τα ακόλουθα:
• Υπάρχει πρόσθετος ήχος;
• Είναι ένας ή συνυπάρχουν δύο διακριτά ακουστικά φαινόενα;
• Ποια είναι η θέση έγιστης έντασης και η επέκτασή του;
• Πρόκειται για τόνο (βραχείας διάρκειας) ή φύσηα (κάποιας διάρκειας);
• Είναι συστολικός, διαστολικός ή συνεχής;
• Ποια είναι η χρονική του επέκταση στην αντίστοιχη συστολική ή διαστολική περίοδο
(ολοσυστολικός, πρώιος, εσο-, τελο-, συστολικός/διαστολικός);
• Ποια είναι η συχνότητά του (υψίσυχνος, έσης συχνότητας, χαηλής συχνότητας);
• Υπάρχει διακύανση της έντασής του στο χρόνο; Εάν όχι, είναι ταινιοειδές φύσηα,
εάν ναι, πρόκειται για crescendo, decrescendo, crescendo-decresendo διακύανση;
• Ποια είναι η πιθανή διάγνωση;
Η απάντηση σε όλα τα ανωτέρω ερωτήατα εξασφαλίζει τη εθοδική προσέγγιση σε κάθε περίπτωση
ανίχνευσης πρόσθετων ήχων. Αναλυτικότερα, η αξιολόγηση κάθε ερωτήατος ακολουθεί:
α. Το ακροαστικό εύρηα ενός συνεχούς φυσήατος, ε έγιστη ένταση στην υποκλείδια χώρα, που
πορεί να εξαφανιστεί ε πλάγια στροφή της κεφαλής, πίεση του τραχήλου σύστοιχα, ή στην ύπτια θέση, και
αλλάζει σε ένταση ε την αναπνοή, είναι τυπικό του φλεβικού βόβου, ήχου χωρίς ένδειξη περαιτέρω ελέγχου,
προερχόενου από την αργή ροή του αίατος στο φλεβικό δίκτυο του άνω ηιθωρακίου,.
β. Η παρουσία διαλειπόντως συστολικών ήχων (κλικ ή φυσήατος) που γίνονται αντιληπτά στην όρθια
στάση ή στην καθιστή θέση είναι ενδεικτικά είτε δυναικής απόφραξης της αριστερής κοιλίας (όπως στην
υπερτροφική υοκαρδιοπάθεια) είτε πρόπτωσης ιτροειδούς βαλβίδας (h11, h12). Και οι δύο
καταστάσεις είναι σπάνιες σε ικρά παιδιά, γίνονται όως συχνές στην εφηβεία. Έτσι, η ακρόαση κάθε
παιδιού πρέπει πάντα να είναι δυναική σε διάφορες θέσεις, ιδιαίτερα αν πρόκειται για άτοο ε φαινότυπο
Marfan ή αν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό υπερτροφικής υοκαρδιοπάθειας.
γ. καρδιακός ή αναπνευστικός ήχος; Ιδιαίτερα συχνό πρόβληα στην παιδική ηλικία, ιδίως σε βρέφη
είναι η διάκριση των ήχων αναπνοής από τους καρδιακούς ήχους. Όχι σπάνια, τα ταχυπνοϊκά βρέφη
δηιουργούν αναπνευστικούς ήχους αξιοθαύαστα σύγχρονους ε την καρδιακή λειτουργία, για βραχέα
διαστήατα. Η στιγιαία σύγκλειση της ύτης του βρέφους – ή καλύτερα – η προσεκτική αναονή διαφοροποιεί
την προέλευση του ήχου.
Συχνά, ανωαλίες διάπλασης της καρδιάς συνοδεύονται από περισσότερους του ενός παθολογικούς
καρδιακούς ήχους, που συχνά δεν αξιολογούνται στο σύνολό τους.
Ο σωστός χρονισός των παθολογικών καρδιακών ήχων είναι κεφαλαιώδους σηασίας και ο αρχικός ας
κλινικός στόχος. Η αρχική κλινική διαφορική διάγνωση βασίζεται στον χρονισό των ήχων, στη γνώση της
φυσιολογικής ηχανικής λειτουργίας της καρδιάς και στην κατανόηση ότι η παρουσία παθολογικού ήχου
σηαίνει ότι κάτι δεν λειτουργεί σωστά στη χρονική φάση του καρδιακού κύκλου που ο ήχος γίνεται
αντιληπτός. Περαιτέρω περιορισός των πιθανών κλινικών διαγνώσεων θα γίνει κυρίως ε βάση την
εστία έγιστης έντασης του ήχου, καθώς και – δευτερευόντως – ε τη βοήθεια της σωστής περιγραφής των
υπόλοιπων ποιοτικών χαρακτηριστικών του ήχου.
Φυσιολογικά, ο ήχος διάνοιξης της αορτικής και πνευονικής βαλβίδας δεν γίνεται αντιληπτός. Η
συνηθέστερη αιτία στένωσης των αρτηριακών βαλβίδων στην παιδική ηλικία είναι η εκ γενετής ανώαλη
κατασκευή τους και όχι η επίκτητη στένωση συνέπεια εκφύλισης ή ρευατικού πυρετού, όπως στους
ενηλίκους. Οι βαλβίδες αυτές έχουν συφύσεις εταξύ των γλωχίνων τους, πορεί να είναι δίπτυχες, να
εφανίζουν ασυετρία των γλωχίνων ή να έχουν όνο ένα κεντρικό άνοιγα. Κατά τη συστολή,
εκπτύσσονται απότοα και ατελώς έσα στον αυλό του αγγείου, ε ατελή έκπτυξη που θυίζει θόλο
εκκλησίας (doming) (d7). Η αιφνίδια λήξη της ατελούς έκπτυξης των συγκολληένων γλωχίνων οδηγεί στη
δηιουργία βραχέως υψίσυχνου ήχου (click), που ακολουθεί σύντοα ετά τον πρώτο τόνο (πρωτοσυστολικό
click-κλαγγή διανοίξεως) (h5). Η παρουσία πρωτοσυστολικού κλικ προσδιορίζει ε ασφάλεια την
αρτηριακή στένωση ως βαλβιδική (απουσία κλαγγής σε υποβαλβιδική και υπερβαλβιδική στένωση) (h6).
Συχνά στην παιδιατρική ακρόαση:
α. Όπως αναφέρθηκε, η χρονική γειτνίαση του πρωτοσυστολικού click ε τον πρώτο τόνο, γίνεται
αντιληπτή ως διχασός του πρώτου τόνου και διαφεύγει της προσοχής. Η συχνότερη σχετιζόενη ανατοική
ανωαλία είναι η παρουσία δίπτυχης αορτικής βαλβίδας, που κάποτε χαρακτηρίζεται όνο από το συστολικό
click, όταν ο βαθός στένωσης είναι ικρού βαθού, για να δηιουργήσει χαρακτηριστικό φύσηα. Και η
βαλβιδική στένωση της πνευονικής συνοδεύεται από συστολικό click, συνήθως όως παραλείπεται η
περιγραφή του, καθώς το συστολικό φύσηα (ευκολότερα αντιληπτό από της αορτικής) εντυπωσιάζει
περισσότερο.
Φυσιολογικά η ενεργητική εξώθηση αίατος δεν παράγει αντιληπτούς ήχους, καθώς η οαλή ροή
αίατος (laminar flow) χαρακτηρίζεται από χαηλών ταχυτήτων παράλληλη κίνηση των στρωάτων της
στήλης αίατος που διέρχεται έσω των αρτηριακών βαλβίδων. Σε δύο περιπτώσεις έχουε παθολογικά
φυσήατα εξώθησης:
1. Σε στένωση των αρτηριακών βαλβίδων, όταν σταθερός όγκος αίατος διέρχεται στον ίδιο χρόνο
από ένα στενότερο στόιο, η ταχύτητα της αιατικής ροής αυξάνεται και η ροή γίνεται στροβιλώδης
(turbulent). Η στροβιλώδης ροή γίνεται αντιληπτή ως συστολικό φύσηα. Το συστολικό φύσηα
στένωσης των αρτηριακών βαλβίδων αρχίζει αργότερα συγκριτικά ε το συστολικό φύσηα ανεπάρκειας
των κολποκοιλιακών βαλβίδων. Συχνά, προηγείται της έναρξης του φυσήατος συστολικό click κατά τη
διάνοιξη της στενωτικής βαλβίδας. Η χρονική διάρκεια του φυσήατος στη συστολή είναι ανάλογη της
βαρύτητας της στένωσης. Όσο σοβαρότερη η στένωση τόσο εντονότερο το φύσηα και τόσο περισσότερο
διαρκεί καθιστώντας κάποτε δυσχερή την ακρόαση του δεύτερου τόνου λόγω επέκτασής του ως αυτόν (d7,
h6, h8).
2. Σε αυξηένο όγκο αίατος που διέρχεται έσω ιας φυσιολογικής αρτηριακής βαλβίδας. Σε
σοβαρή αναιία, υπερθυρεοειδισό και εγκυοσύνη συχνά γίνονται αντιληπτά συστολικά φυσήατα
εξώθησης, χαηλής έντασης και χρονικής διάρκειας. Η παρουσία αριστεροδεξιάς διαφυγής σε επίπεδο
κόλπων (εσοκολπική επικοινωνία) οδηγεί σε αυξηένη ροή αίατος στις δεξιές καρδιακές κοιλότητες και
στη δηιουργία φυσήατος λόγω αυξηένης ροής στην πνευονική βαλβίδα, η οποία κατά τα άλλα είναι
απόλυτα φυσιολογική.
Η ανεπαρκής ολοκλήρωση του σχηατισού του τοιχώατος που χωρίζει τις αριστερές (συστηατικές) από
τις δεξιές (πνευονικές) καρδιακές κοιλότητες κατά την εβρυική ηλικία οδηγεί σε παθολογική ενδοκαρδιακή
επικοινωνία. Η επικοινωνία εντοπίζεται είτε πριν τις κολποκοιλιακές βαλβίδες κολποκοιλιακών βαλβίδων
(εσοκολπική επικοινωνία) είτε ετά από αυτές (εσοκοιλιακή επικοινωνία). Το φύσηα της εσοκολπικής
επικοινωνίας αναφέρθηκε ήδη ως συστολικό φύσηα εξώθησης στην εστία της πνευονικής βαλβίδας.
Η παρουσία εσοκοιλιακής επικοινωνίας φέρει σε άεση επικοινωνία την αριστερή ε τη δεξιά
κοιλία. Καθώς οι συστολικές πιέσεις που αναπτύσσονται στην αριστερή κοιλία είναι σηαντικά υψηλότερες
από εκείνες της δεξιάς κοιλίας, η διαφορά των πιέσεων δηιουργεί στροβιλώδη ροή από την αριστερή στη
δεξιά κοιλία και χαρακτηριστικό συστολικό φύσηα (d8, h3, h4).
Συχνά στην παιδιατρική ακρόαση:
α. Η χρονική διάρκεια του φυσήατος της εσοκοιλιακής επικοινωνίας είναι συντοότερη σε ικρές
επικοινωνίες, καθώς αυτές πορεί να κλείσουν τελείως κατά τη συστολική βράχυνση του υοκαρδίου. Προσοχή:
εγάλες επικοινωνίες, ε εξίσωση πιέσεων των δεξιών και αριστερών κοιλοτήτων, δεν δηιουργούν φυσήατa.
Τυπική είναι η περίπτωση παιδιών ε τρισωία 21 ε κολποκοιλιακό κανάλι (ευρύτατη εσοκολπική και
εσοκοιλιακή επικοινωνία) που διαφεύγουν της διάγνωσης, δυστυχώς κάποτε ως την ανάπτυξη η αντιστρεπτής
πνευονικής υπέρτασης
Κατά αντίστοιχο ηχανισό ε εκείνο της δηιουργίας στροβιλώδους ροής δια έσου στενωτικών
αρτηριακών βαλβίδων, η παρουσία στενώσεων των εγάλων θωρακικών αγγείων (κύριων κλάδων
πνευονικής αρτηρίας, ισθική στένωση αορτής) οδηγεί στη δηιουργία συστολικών φυσηάτων που
γίνονται αντιληπτά ε την προσεκτική ακρόαση όλου του θώρακα.
Παθολογικά διαστολικά φυσήατα, εταξύ άλλων θα έχουε, όταν για κάποιο λόγο:
Η διάνοιξη των κ.κ. βαλβίδων (ιτροειδούς, τριγλώχινας) ακολουθεί χρονικά στη διαστολή τη σύγκλειση των
αρτηριακών βαλβίδων. Κατά συνέπεια, τα φυσήατα που οφείλονται στην ατελή τους διάνοιξη (στένωση)
εφανίζονται αργότερα στη διαστολική περίοδο (εσο-τελοδιαστολικά). Καθώς η διαφορά πίεσης
κόλπων-κοιλιών σε στένωση των κ.κ. βαλβίδων είναι χαηλή, αντίστοιχα χαηλής έντασης είναι και τα
συνοδά διαστολικά φυσήατα (σε αντίθεση ε τα φυσήατα στένωσης των αρτηριακών βαλβίδων που πορεί
να έχουν εγάλη ένταση λόγω εγάλων διαφορών πίεσης). Έτσι, γίνονται αντιληπτά συνήθως όνο στην
εστία ακρόασης της αντίστοιχης βαλβίδας, ε τη χρήση του κώδωνα του στηθοσκοπίου. Καθώς σε
παρουσία φλεβοκοβικού ρυθού η διαστολική πλήρωση των κοιλιών γίνεται σε δύο φάσεις (πρώιη-
παθητική και όψιη-κολπική συστολή), το συνοδό διαστολικό φύσηα πορεί να έχει (όχι όως πάντα) ια
επίταση της έντασής του προσυστολικά (d10).
Οι χρονικές αυτές φάσεις της διαστολής δηιουργούν τον τρίτο και τέταρτο τόνο που, όπως αναφέρθηκε, ενώ
θεωρούνται φυσιολογικά φαινόενα σε νέους ενηλίκους, στην πράξη ανευρίσκονται σπάνια ε τη χρήση των
κοινών παιδιατρικών στηθοσκοπίων. Η έντονη παρουσία τους οδηγεί σε καλπαστικό ρυθό, παθολογικό
ακροαστικό φαινόενο που η αιτιολογία του χρήζει άεσα διερεύνησης, καθώς είναι χαρακτηριστικό
συνήθως καρδιακής κάψης.
Για τη δηιουργία ενός συνεχούς ήχου απαιτείται η παρουσία σταθερής διαφοράς πίεσης εταξύ δύο
αγγειακών δοών που συνδέονται εταξύ τους. Τυπικά, συνεχής διαφορά πίεσης υπάρχει εταξύ της αορτής
και της πνευονικής αρτηρίας, καθώς τόσο η συστολική όσο και η διαστολική πίεση είναι υψηλότερες στην
αορτή σχετικά ε την πνευονική αρτηρία. Η παραονή ανοικτού αρτηριακού (βοτάλειου πόρου), που
συνδέει φυσιολογικά τα δύο αγγεία στην ενδοήτριο ζωή, οδηγεί στη δηιουργία συνεχούς
συστολοδιαστολικού φυσήατος (φύσηα ατοηχανής) (d11, h13).
Η ένταση περιγράφει την ευκολία ε την οποία ο ήχος γίνεται αντιληπτός. Τα φυσήατα ταξινοούνται
γενικά σε εξαβάθια κλίακα (1/6 όλις αντιληπτός, 2/6 χαηλής έντασης, 3/6 σαφώς αντιληπτός, 4/6
έντονος που συνοδεύεται ε απτικό αίσθηα τριγού στην ψηλάφηση (ροίζος), 5/6 ιδιαίτερα έντονος, 6/6
αντιληπτός ακόα και ε οριακή επαφή του στηθοσκοπίου). Η κλίακα αυτή είναι σαφώς υποκειενική, αλλά
γενικά, η παρουσία ροίζου ταξινοεί το θόρυβο (φύσηα) ως εγάλης έντασης. Γενικά, η ένταση του
φυσήατος είναι ανάλογη της κινητικής ενέργειας της στροβιλώδους αιατικής ροής και αυτή ε τη σειρά της
εξαρτάται από τον όγκο που διέρχεται στη ονάδα του χρόνου και από το άνοιγα της στενωτικής επιφάνειας.
Μεγαλύτερος όγκος δηιουργεί φύσηα, ακόα και όταν διέρχεται δια έσου φυσιολογικής βαλβίδας (π.χ.
αναιία, λειτουργική στένωση), ενώ ια ικρή επικοινωνία (εσοκοιλιακή) πορεί να δηιουργεί εντονότερο
φύσηα από ια εγάλη, στην οποία το φύσηα πορεί να απουσιάζει, όταν το έγεθός της είναι τέτοιο που
επιτρέπει εξίσωση πιέσεων. Τέλος, ακόα και σε παρουσία σοβαρότατης καρδιαγγειακής δυσπλασίας, εάν η
καρδιακή παροχή δεν είναι ικανή να δηιουργήσει στροβιλισό αιατικής ροής, τότε δεν υπάρχει φύσηα
(τυπική διαγνωστική παγίδα σε νεογνά ε καρδιακή ανεπάρκεια λόγω βαρύτατης καρδιοπάθειας). Έτσι, ενώ η
ένταση του φυσήατος και η βαρύτητα της υποκείενης καρδιοπάθειας συσχετίζονται, η σχέση αυτή δεν είναι
πάντα σταθερή.
Ανάλογα ε τη βασική συχνότητα οι παθολογικοί ήχοι διακρίνονται σε χαηλής (πάσοι-βύθιοι), έσης και
υψηλής συχνότητας (πρίοι-υψίσυχνοι). Η συχνότητα καθορίζεται από την ταχύτητα ταλάντωσης ή παλικής
κίνησης: όσο ταχύτερη η ταλάντωση τόσο πιο υψίσυχνος ο ήχος. Η ίδια ανατοική ανωαλία πορεί να
οδηγήσει στην παραγωγή φυσηάτων διαφόρων συχνοτήτων ανάλογα ε το έγεθός της και τη διαφορά
πιέσεων εκατέρωθεν της στένωσης ή της επικοινωνίας. Υψίσυχνα φυσήατα γίνονται καλύτερα αντιληπτά ε
το διάφραγα του στηθοσκοπίου, χαηλής συχνότητας ε τον κώδωνα.
Ακολουθούν ερικά παραδείγατα φυσηάτων διαφόρων συχνοτήτων:
Υψίσυχνο φύσηα
• ικρή εσοκοιλιακή επικοινωνία,
• περιφερικές στενώσεις πνευονικής,
• ανεπάρκεια αορτικής, πνευονικής και
• ανεπάρκεια ιτροειδούς, τριγλώχινας.
Μέσης συχνότητας
• βαλβιδική στένωση αορτικής, πνευονικής,
• έσου εγέθους εσοκοιλιακή επικοινωνία και
• στένωση ισθού αορτής.
Χαηλής συχνότητας
• στένωση κολποκοιλιακών βαλβίδων.
Η περιγραφή της χρονικής διακύανσης της έντασης είναι δύσκολη, διαγνωστικά όως ιδιαίτερα χρήσιη. Τα
φυσήατα ταξινοούνται ως:
• σταδιακά αυξανόενης έντασης: crescendo,
• σταδιακά ειούενης έντασης: decrescendo,
• σταδιακά αυξανόενης & ειούενης έντασης: crescendo-decresendo,
• σταθερής έντασης στον χρόνο: ταινιοειδές.
Οι εταβολές της έντασης του φυσήατος είναι αντίστοιχες των εταβολών των σχέσεων των
πιέσεων εκατέρωθεν της βαλβιδικής στένωσης, ανεπάρκειας ή παθολογικής επικοινωνίας. Συγκεκριένα:
Α. Crescendo-Decrescendo: στένωση αρτηριακής βαλβίδας (πνευονικής-αορτικής)
Η εξώθηση του αίατος έσα από ια στενωτική αρτηριακή βαλβίδα χαρακτηρίζεται
από σταδιακά αυξανόενη ταχύτητα ροής, που αφού φθάσει ια έγιστη ταχύτητα
(ανάλογη ε το βαθό στένωσης), ειώνεται στη συνέχεια ως την παύση της ροής,
σύγχρονα ε τη σύγκλειση της βαλβίδας στο τέλος της συστολής. Κατ’ αυτόν τον
τρόπο, το φύσηα έχει ια σταδιακή αύξηση έντασης ως ένα έγιστο και ετά ια
σταδιακή είωση έντασης (d7,h6,h8).
Η αιτιολογική συσχέτιση των crescendo-decrescendo φυσηάτων (ακουστικό
Εικόνα 9.8 φαινόενο) ε την εξώθηση του αίατος έσω στενωτικής βαλβίδας
(παθοφυσιολογικός ηχανισός) έχει οδηγήσει στην περιγραφή τους ως φυσήατα
εξώθησης. Εννοιολογικά, ια τέτοια περιγραφή δεν είναι σωστή, καθώς δεν πρέπει να υπάρχει σύγχυση της
περιγραφής του τι ακριβώς ακούε ε το τι νοίζουε ότι είναι η υποκείενη πάθηση που το προκαλεί, όπως
δεν είναι επιθυητό να θέτουε την ακτινολογική διάγνωση της πνευονίας στην ακτινογραφία θώρακος
αλλά όνο την περιγραφή της πύκνωσης (ή ακτινοσκιερότητας). εν πρέπει να λησονούε ότι η διάγνωση
είναι πάντα υποθετική και όνο το εύρηα αντικειενικό. (Εικόνα 9.8)
Οι συνήθεις θέσεις καρδιακής ακρόασης των καρδιακών βαλβίδων δεν ταυτίζονται απόλυτα ε την
ανατοική θέση των βαλβίδων στο θώρακα. Η χωροταξική θέση της καρδιάς στο θώρακα είναι τέτοια που ο
ήχος κάθε βαλβίδας εταδίδεται καλύτερα σε επιλεγένες θέσεις του θωρακικού τοιχώατος, στις εστίες
ακρόασης, ανάλογα ε την φορά ροής του αίατος. Έτσι, ενώ η στροβιλώδης ροή στένωσης της αορτικής
βαλβίδας εταδίδεται κατά ήκος της ανιούσης αορτής και γίνεται αντιληπτή στο ανώτερο δεξιό
παραστερνικό χείλος ως και τον σφαγιτιδικό βόθρο, η ανεπάρκεια της ίδιας βαλβίδας οδηγεί σε παλίνδροο
στροβιλισό στην κοιλότητα της αριστερής κοιλίας, ε το διαστολικό φύσηα να γίνεται αντιληπτό στο
κατώτερο αριστερό παραστερνικό χείλος ως την κορυφή της καρδιάς.
Η στερνική εντοή (σηείο ένωσης λαβής και σώατος στέρνου) γίνεται εύκολα αντιληπτή
ψηλαφητικά, αντιστοιχεί στην πρόσφυση της δεύτερης πλευράς στο στέρνο και αποτελεί οδηγό σηείο
εύρεσης των λοιπών εσοπλεύριων διαστηάτων. Η θέση της έγιστης έντασης του φυσήατος (p.m.)
καθορίζεται ε προσεκτική παρακολούθηση των αλλαγών της έντασης του ήχου, ε τη ετακίνηση του
στηθοσκοπίου στο θώρακα και εντοπίζεται εύκολα, εάν συνυπάρχει ψηλαφητικά ροίζος .
Ακολουθεί η περιγραφή των κλασικών εστιών καρδιακής ακρόασης και πρόσθετων θέσεων της
παιδιατρικής ακρόασης.
1.κορυφή καρδιάς
ανεπάρκεια ιτροειδούς,
στένωση ιτροειδούς,
κλικ πρόπτωσης ιτροειδούς,
κλικ αορτικής και
τρίτος, τέταρτος καρδιακός τόνος.
2.χαηλά- αριστερά παραστερνικά (τέταρτο εσοπλεύριο διάστηα παραστερνικά)
ανεπάρκεια τριγλώχινας και
λειτουργικό φύσηα.
3.ενδιάεσα-αριστερά παραστερνικά (τρίτο εσοπλεύριο διάστηα παραστερνικά)
ανεπάρκεια αορτικής, πνευονικής,
εσοκοιλιακή επικοινωνία και
λειτουργικό φύσηα.
4.υψηλά αριστερά παραστερνικά (δεύτερο εσοπλεύριο διάστηα παραστερνικά)
στένωση πνευονικής και
λειτουργικό φύσηα.
5.υψηλά-δεξιά παραστερνικά (δεύτερο εσοπλεύριο. διάστηα)
στένωση αορτικής.
6.σφαγιτιδικός βόθρος
στένωση αορτικής και
ισθική στένωση,
φλεβικός βόβος.
7.υποκλείδια χώρα (αριστερά)
βοτάλειος πόρος, ισθική στένωση.
8.ασχαλιαία χώρα
περιφερικές στενώσεις πνευονικής.
Ιδιαίτερα χρήσιoς στην καρδιακή ακρόαση είναι ο καθορισός της επέκτασης του φυσήατος, που
καθορίζεται από την πορεία της παθολογικής αιατικής ροής. Φυσήατα από βαλβιδοπάθειες της δεξιάς
κοιλίας εταφέρονται κατά ήκος της δεξιάς κοιλίας-πνευονικής αρτηρίας και κλάδων της (κατά ήκος του
αριστερού χείλους του στέρνου και στις ασχάλες), ενώ φυσήατα από παθήσεις της αριστερής κοιλίας-
βαλβίδων εταφέρονται κατά άξονα που περνάει από την κορυφή της καρδιάς, το δεξιό άνω χείλος στέρνου
(εστία ακρόασης αορτικής) και επεκτείνεται ως το σφαγιτιδικό βόθρο. (Εικόνες 9.11 & 9.12)
Ανακεφαλαιώνοντας, σε κάθε ανίχνευση πρόσθετου, η αναενόενου ήχου στην καρδιακή ακρόαση, πρέπει
να περιγράψουε αρχικά, εάν πρόκειται για τόνο ή φύσηα. Στη συνέχεια, ο συνδυασός της χρονικής του
εντόπισης στον καρδιακό κύκλο και του σηείου έγιστης έντασης στο θώρακα περιορίζει σηαντικά τις
πιθανές διαγνώσεις. Με την ακριβή περιγραφή και των υπόλοιπων ποιοτικών χαρακτηριστικών του ήχου,
πορούε να προσεγγίσουε ε εγάλη ακρίβεια την τελική διάγνωση.
Στην καθηερινή παιδιατρική πράξη, οι ικανότητες αυτές καθορίζουν και την κλινική
αποτελεσατικότητα του ιατρού στο χειρισό παιδιών ε φυσήατα, καθώς εγάλη σηασία έχει η διάκριση
των λειτουργικών φυσηάτων από τα παθολογικά φυσήατα που χρήζουν περαιτέρω παραποπής.
Ακολουθεί αναλυτική παρουσίαση των χαρακτηριστικών των λειτουργικών φυσηάτων.
Εικόνα 9.13
Η εντόπιση και ο χαρακτήρας των λειτουργικών φυσηάτων σε εγαλύτερα παιδιά και εφήβους
πορεί να διαφέρει, ε βέλτιστη θέση ακρόασης υψηλότερα, αριστερά, παραστερνικά και λιγότερο σαφή
ουσικό χαρακτήρα. Καθώς η διάκριση ενός λειτουργικού φυσήατος από ένα παθολογικό συστολικό
φύσηα χαηλής έντασης δεν είναι πάντα εύκολη, η παρουσία πρόσθετων παθολογικών ήχων (click,
εταβολών έντασης δεύτερου τόνου κτλ.), η σαφής αλλαγή του χαρακτήρα του κατά τη δυναική ακρόαση
(h11), καθώς και η παρουσία συπτωάτων συβατών ε καρδιαγγειακή νόσο είναι ιδιαίτερα σηαντικά
στοιχεία, που αυξάνουν την πιθανότητα ο ήχος που ακούε να ην είναι λειτουργικό φύσηα.
Η φυσική εξέταση πρέπει πάντα να περιλαβάνει εκτός από την καρδιακή ακρόαση:
• έτρηση αρτηριακής πίεσης (ε σωστή περιχειρίδα για έγεθος παιδιού),
• ψηλάφηση ηριαίων αρτηριών (για αποκλεισό ισθικής στένωσης αορτής),
• αξιολόγηση πιθανότητας παρουσίας συνδρόου Marfan (φαινότυπος),
• η καρδιακή ακρόαση πρέπει να γίνεται σε διάφορες θέσεις (δυναική καρδιακή
ακρόαση),
• ανίχνευση φυσήατος και διάκριση εταξύ λειτουργικού και παθολογικού
φυσήατος,
• περιγραφή παρουσίας αρρυθίας ή πρόσθετων παθολογικών καρδιακών ήχων.
ΑΤΟΜΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
1. Θωρακικό άλγος-δυσφορία στην κόπωση,
• Έχει ποτέ παραπονεθεί το παιδί σας για πόνο ή δυσφορία στο θώρακα κατά τη
διάρκεια σωατικής άσκησης ή σύντοα ετά από αυτήν;
2. Ανεξήγητη συγκοπή-παρολίγον συγκοπή,
• Έχει ποτέ λιποθυήσει το παιδί σας, χάσει τις αισθήσεις του ή εφανίσει επεισόδιο
σπασών;
3. Εύκολη κόπωση / δύσπνοια κατά την άσκηση,
• Κουράζεται ευκολότερα το παιδί σας κατά την άσκηση, συγκριτικά ε τα άλλα
παιδιά ή έχει παραπονεθεί για δύσπνοια και αδυναία να πάρει αέρα κατά την άσκηση;
4. Ιστορικό άρρυθης καρδιακής λειτουργίας ή παλών,
• Έχει ποτέ το παιδί σας παραπονεθεί για «χτυπήατα» ή άρρυθη λειτουργία της
καρδιάς του; Έχει ελεγχθεί ποτέ για αρρυθία;
5. Προηγούενη διαπίστωση φυσήατος,
• Γνωρίζετε εάν έχει διαπιστωθεί η παρουσία καρδιακού φυσήατος από τον παιδίατρο
ή κάποιον γιατρό στο παιδί σας;
• Έχει ελεγχθεί από καρδιολόγο το παιδί σας για φύσηα ως τώρα;
6. Ιστορικό υπέρτασης,
• Έχει το παιδί σας γνωστή υπέρταση;
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
7. Πρώιο καρδιακό επεισόδιο ή θάνατος (αιφνίδιος) σε ηλικία ικρότερη των 55
ετών (άνδρες) και 65 ετών (γυναίκες),
• Υπάρχει στην οικογένειά σας (γονείς, παππούδες, αδέρφια) ιστορικό καρδιακού
επεισοδίου ή καρδιακού (αιφνίδιου) θανάτου σε άτοα ικρότερα των ηλικιών αυτών;
8. Γνώση ύπαρξης ειδικότερων καρδιαγγειακών προβληάτων σε έλη της
οικογένειας, όπως υπερτροφική ή διατατική υοκαρδιοπάθεια, σύνδροο LQT ή
Brugada, Marfan ή κλινικά σηαντικές αρρυθίες ή στεφανιαία νόσο.
• Πάσχει έλος της οικογένειάς σας από κάποιο από τα παραπάνω νοσήατα;
Πρόσθετες παρακλινικές εξετάσεις ετά τη λήψη ενός αναλυτικού ιστορικού και φυσικής εξέτασης
του καρδιαγγειακού συστήατος δεν χρειάζονται, εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις περαιτέρω ελέγχου. Στην
Ευρώπη συνίσταται η επιτέλεση ηλεκτροκαρδιογραφήατος δώδεκα απαγωγών σε κάθε νέο αθλητή
(άνω των 12 ετών) που συετέχει σε ανταγωνιστική άθληση (όχι ήπια άθληση στα πλαίσια του
σχολείου). Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται όως, σε περιπτώσεις επιτέλεσης ηλεκτροκαρδιογραφήατος στα
παιδιά, να ληφθούν υπόψη οι σηαντικές διαφορές του από το ηλεκτροκαρδιογράφηα των ενηλίκων,
γεγονός που επιβάλει πρόσθετη εκπαίδευση για τη σωστή του αξιολόγηση.
Σε προηγούενο κεφάλαιο, έγινε λόγος για τη δύσκολη κλινική αξιολόγηση των νεογνών και τα συχνά
αποπροσανατολιστικά αποτελέσατα της καρδιακής ακρόασης. Αρκετά συχνά γίνονται αντιληπτά ήπια
φυσήατα λόγω των φυσιολογικών προσαρογών της εβρυικής στην εξωήτρια κυκλοφορία (π.χ. ανοικτός
βοτάλειος, στενώσεις κλάδων πνευονικής αρτηρίας).
Αντίθετα, ιδιαίτερα σηαντική είναι η κατανόηση ότι οι σοβαρότερες καρδιοπάθειες στα νεογνά
που απειλούν άεσα την ζωή τους ε τη σύγκλειση των εβρυϊκών ενδοκαρδιακών (ωοειδές τρήα) και
εξωκαρδιακών συνδέσεων (βοτάλειος πόρος) συνήθως δεν συνοδεύονται από καρδιακό φύσηα αλλά ε
ανεξήγητη κλινική αποδιοργάνωση, οξέωση, υπόταση και shock. Παράλληλα, καθώς κυάνωση ε
διαδερικό κορεσό της τάξης 85%-90% που χαρακτηρίζει πολλές σοβαρές ΣΚ σε νεογνά, δεν γίνεται
εύκολα αντιληπτή ε απλή επισκόπηση, πάσχοντα νεογνά συχνά εξέρχονται αδιάγνωστα από το αιευτήριο.
Σε κάθε νεογνό δεν πρέπει να παραλείπεται η ψηλάφηση των ηριαίων αρτηριών και η έτρηση του
διαδερικού κορεσού, ενώ σε κάθε περίπτωση ανεξήγητης κλινικής αποδιοργάνωσης τα πρώτα 24ωρα της
ζωής η παρουσία ΣΚ πρέπει να αποκλείεται άεσα από εξειδικευένο παιδοκαρδιολόγο. Η χορήγηση ειδικής
φαρακευτικής υποστήριξης (διατήρηση βοτάλειου πόρου ε χορήγηση προσταγλανδίνων) πρέπει να
ξεκινάει όως άεσα, ακόα και ε την υποψία παρουσίας σοβαρής νεογνικής καρδιοπάθειας.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Καρδιακή ακρόαση-εκπαίδευση
Germanakis, Ioannis, and Maria Kalmanti. "Paediatric cardiac auscultation teaching based on digital
phonocardiography." Medical education 43.5 (2009): 489-489.
Germanakis, Ioannis, et al. "Skills of primary healthcare physicians in paediatric cardiac auscultation." Acta
Paediatrica 102.2 (2013): e74-e78. doi: 10.1111/apa.12062.
McFee, Robin B., and Rachel Boykan. "Clinical auscultation skills in pediatric residents." Pediatrics 108.6
(2001): 1388-1389.
Michael, S. Yi, et al. "Evaluation of heart murmurs in children: cost-effectiveness and practical implications."
The Journal of pediatrics 141.4 (2002): 504-511.
Tavel, Morton E. "Cardiac Auscultation A Glorious Past—But Does It Have a Future?." Circulation 93.6
(1996): 1250-1253.
Καρδιακή ακρόαση-έλεγχος αθλητών
Archery, Basketball Baseball, et al. "Medical conditions affecting sports participation." Pediatrics 94.5
(1994): 757-760.
Campbell, Robert M., and Stuart Berger. "Preventing pediatric sudden cardiac death: where do we start?."
Pediatrics 118.2 (2006): 802-804.
Corrado, Domenico, et al. "Cardiovascular pre-participation screening of young competitive athletes for
prevention of sudden death: proposal for a common European protocol." European heart journal 26.5
(2005): 516-524.
Γερανάκης, Ιωάννης, Παπαγιάννης Ιωάννης. και Βαρλάης Γεώργιος. «Πιστοποιητικά υγείας παιδικής
ηλικίας. Καρδιολογικός έλεγχος από παιδίατρο: κατευθυντήριες οδηγίες.» Παιδιατρική 71 (2008):
417-425.
Maron, Barry J., et al. "Recommendations and considerations related to preparticipation screening for
cardiovascular abnormalities in competitive athletes: 2007 Update a scientific statement from the
American Heart Association Council on nutrition, physical activity, and metabolism: Endorsed by the
American College of Cardiology Foundation." Circulation 115.12 (2007): 1643-1655.
Corrado, Domenico, et al. "Trends in sudden cardiovascular death in young competitive athletes after
implementation of a preparticipation screening program." Jama 296.13 (2006): 1593-1601.