You are on page 1of 59

ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΤΟΜΕΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ: 2015-2016

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

της Γιοβάνας Τζανάτου του Ανδρέα

Α.Μ.: 798

[Το φορολογικό απόρρητο και οι εξαιρέσεις του]

Επιβλέπoντες:

Σπυρίδων Βλαχόπουλος

Ανδρέας Τσουρουφλής

Αθήνα, 2017

1
Copyright © [Γιοβάνα Τζανάτου,2017]

Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. All rights reserved.

Απαγορεύεται η αντιγραφή, αποθήκευση και διανομή της παρούσας εργασίας, εξ


ολοκλήρου ή τμήματος αυτής, για εμπορικό σκοπό. Επιτρέπεται η ανατύπωση,
αποθήκευση και διανομή για σκοπό μη κερδοσκοπικό, εκπαιδευτικής ή ερευνητικής
φύσης, υπό την προϋπόθεση να αναφέρεται η πηγή προέλευσης και να διατηρείται
το παρόν μήνυμα.

Οι απόψεις και θέσεις που περιέχονται σε αυτήν την εργασία εκφράζουν τον
συγγραφέα και δεν πρέπει να ερμηνευθεί ότι αντιπροσωπεύουν τις επίσημες θέσεις
του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Μέρος Ά: Εισαγωγή............................................................................................ σελ. 5-6

Μέρος Β’: O χώρος της ιδιωτικότητας

Ι. Πεδίο εφαρμογής του φορολογικού απορρήτου.............................................σελ.7-11

ΙΙ. Εξαιρέσεις από το χώρο της ιδιωτικότητας

1. Εξαιρέσεις που εντάσσονται στο άρθρο 17 του Ν.4174/2013.............σελ. 12-17


2. Η διαδικασία των φορολογικών ελέγχων ως πεδίο άρσης
του φορολογικού απορρήτου.....................................................................σελ.17-18
3. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ως πεδίο άρσης του φορολογικού
απορρήτου....................................................................................................σελ. 19-21

Μέρος Γ’: Από το χώρο της ιδιωτικότητας στο χώρο της κοινωνίας

Ι. Δημοσίευση στοιχείων οφειλετών Δημοσίου

1. Το μέτρο της δημοσιοποίησης των στοιχείων οφειλετών


του Δημοσίου..............................................................................................σελ. 21-23
2. Εγγυήσεις για μία δίκαιη εξισορρόπηση
των αντιτιθέμενων δικαιωμάτων.............................................................σελ.24-36

ΙΙ. Δημοσίευση φορολογικών στοιχείων δημοσίων προσώπων

1. Η ιδιότητα του “δημοσίου προσώπου”................................................σελ. 36-39


2. Το μέτρο της δημοσίευσης των Δηλώσεων
Περιουσιακής Κατάστασης κατά το Ν.3213/2003..................................σελ. 40-49
3.Δημοσίευση στον τύπο φορολογικών πληροφοριών
δημοσίων προσώπων κατ’ενάσκηση του
δημοσιογραφικού έργου......................................................................... σελ. 50-52

Μέρος Δ’: Συμπεράσματα- Επίλογος .............................................................σελ. 53-54

Μέρος Ε’: Βιβλιογραφία – Αρθρογραφία.....................................................σελ. 55-59

3
ΜΕΡΟΣ Α’ : ΕΙΣΑΓΩΓΗ

4
Η εσωτερική διαλεκτική του χώρου της ιδιωτικότητας και του χώρου της

κοινωνίας

Κάθε άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να ζει διπλή ζωή αφενός ως ιδιώτης και

αφετέρου ως μέλος κοινωνικού συνόλου. Οι χώροι ωστόσο αυτοί δεν είναι

αυστηρώς οριοθετημένοι. Υπόκεινται στους νόμους της ανάπτυξης και οι σχέσεις

τους με τα άλλα πράγματα θα προσδιορίζουν τι, πως και πότε θα εισέλθει μέσα

σε αυτούς και κυρίως για πόσο θα παραμείνει. Η εσωτερική αυτή διαλεκτική εδώ

και έναν αιώνα, έχει εφαρμοσθεί στις φορολογικές πληροφορίες και άλλοτε μας

εντάσσει στο «χώρο της ιδιωτικότητας» και άλλοτε στο «χώρο της κοινωνίας».

Τούτο δε διότι ακόμα κι αν ένα δικαίωμα έχει αποκτήσει, λόγω συγκεκριμένων

κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, μία συγκεκριμένη αντικειμενική υφή, δεν θα

αναιρεθεί ο αρχικός υποκειμενικός χαρακτήρας του. Σκοπός δε της παρούσας

εργασίας είναι να αναδείξει τους λόγους για τους οποίους η ίδια φορολογική

πληροφορία μπορεί να μεταβαίνει από το χώρο της ιδιωτικότητας στο χώρο της

κοινωνίας.

Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, στο πρώτο μέρος της παρούσης εργασίας θα

οριοθετηθεί το πεδίο εφαρμογής του φορολογικού απορρήτου και οι εξαιρέσεις

που τάσσονται ειδικώς από τον ίδιο το νομοθέτη. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας

θα παρουσιαστεί μία ειδική περίπτωση κάμψης του φορολογικού απορρήτου, ήτοι

το μέτρο της δημοσιοποίησης στον τύπο των στοιχείων οφειλετών του Δημοσίου,

η οποία βρίσκει το δικαιολογητικό της έρεισμα στην απαξία που κρύβει η

φορολογική πληροφορία. Παράλληλα θα εξετασθούν οι εγγυήσεις που έχουν

τεθεί κυρίως από το εθνικό και ενωσιακό δίκαιο προκειμένου να μην θιγεί ο

κανονιστικός πυρήνας του δικαιώματος της προστασίας της ιδιωτικότητας και

του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος της

εργασίας, θα εξετασθούν δύο επιπλέον ειδικές περιπτώσεις κάμψης του

φορολογικού απορρήτου οι οποίες όμως εδώ βρίσκουν το δικαιολογητικό τους

έρεισμα στην ανάγκη δημόσιας λογοδοσίας των υποκειμένων που «κατέχουν»

αυτές τις πληροφορίες. Πρόκειται αφενός για το μέτρο της δημοσιοποίησης των

δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δημοσίων προσώπων και αφετέρου για

5
το μέτρο της δημοσίευσης από τον τύπο προσωπικών και εν προκειμένω

φορολογικών δεδομένων που εμπίπτουν στο έντονο ενδιαφέρον του κοινού.

Παράλληλα, και σε αυτό το μέρος θα εξεταστούν οι εγγυήσεις που τάσσονται

από τη νομολογία, εθνική και ενωσιακή, προκειμένου να λαμβάνει χώρα μία

δίκαιη εξισορρόπηση του δικαιώματος της ιδιωτικότητας και του δικαιώματος της

πληροφόρησης.

6
Μέρος Β’: Ο χώρος της Ιδιωτικότητας

Ι. Πεδίο εφαρμογής του φορολογικού απορρήτου

Το άρθρο 5 παρ. 1 και 3 του ν. 2690/1999 περί Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας

προβλέπει ότι «ο διοικούμενος δικαιούται να αποκτήσει πρόσβαση στα διοικητικά

έγγραφα υπό την θετική προϋπόθεση ότι έχει εύλογο ενδιαφέρον για τη λήψη του

εγγράφου και υπό την αρνητική προϋπόθεση ότι το έγγραφο δεν αφορά στην

ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου και δεν παραβλάπτεται απόρρητο1, το οποίο

προβλέπεται από ειδικές διατάξεις». Εν προκειμένω, το φορολογικό απόρρητο

αποτελεί ειδικότερη μορφή του υπηρεσιακού απορρήτου 2, το οποίο θεσπίζει

υποχρέωση των αρχών, όπως παραλείψουν κάθε σχετική ενέργεια, με την οποία

να δίδονται άμεσα ή έμμεσα έγγραφα ή πληροφορίες, που περιέχουν φορολογικά

στοιχεία του φορολογούμενου. Τούτο διότι, η προστασία του φορολογικού

απορρήτου συνιστά την αντιπαροχή στην οποία προβαίνει το κράτος λόγω του

καθήκοντος του φορολογούμενου να αποκαλύπτει και να δηλώνει με ακρίβεια

όλα τα περιστατικά της οικονομικής του δραστηριότητας, από τα οποία

προσδιορίζεται η φύση και η έκταση της φορολογικής αξίωσης3. Το κράτος

συνεπώς έχει υποχρέωση να προστατεύσει το φορολογούμενο από ανεπιθύμητες

υπεισελεύσεις τρίτων στις πληροφορίες που του έχουν γνωστοποιηθεί στο

πλαίσιο του ως άνω σκοπού4.

Η υποχρέωση δε τήρησης του απορρήτου απορρέει από το προστατευτικό πλαίσιο

στο οποίο εμπίπτουν τα φορολογικά δεδομένα ως πληροφορίες που αναφέρονται

σε συγκεκριμένα υποκείμενα δεδομένων. Το πλαίσιο αυτό λοιπόν συντίθεται

1 Ως απόρρητο θεωρείται κάθε γεγονός, πληροφορία ή οποιασδήποτε μορφής στοιχείο, που


ανεξάρτητα από το ποιος το κατέχει δεν είναι κοινοποιήσιμο σε οποιονδήποτε τρίτο, αλλά
παραμένει και εξυπηρετεί τις ανάγκες του κατέχοντος αυτού και μόνο, Χ. Δετσαρίδης, Το δικαίωμα
γνώσης των διοικητικών εγγράφων, Εκδ. Σάκκουλα, 2006 σελ. 141-142
2 Η υποχρέωση αυτή του φορολογικού οργάνου αρχίζει από τη στιγμή, που θα περιέλθουν σε

γνώση του τα φορολογικά στοιχεία κατά τρόπο υπηρεσιακό και όχι ιδιωτικό, Α. Κωνσταντινίδης,
Το φορολογικό απόρρητο, Π.Χρ.1989, σελ. 6 επ.
3 Χ. Δετσαρίδης, Φορολογικό απόρρητο και δημοσιοποίηση φορολογικών στοιχείων οφειλετών του

Δημοσίου υπό το πρίσμα του εθνικού και ενωσιακού νομοθέτη, Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου,
Τεύχος 4/2012, σελ. 450-458
4 Α. Τάχος, Ερμηνεία κώδικα διοικητικής διαδικασίας, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλας, 4η έκδ., 2009, σ.

247-396

7
αφενός από το «μητρικό»5 θεμελιώδες άρθρο 5 του Συντάγματος και αφετέρου

από τα άρθρα 9 και 9Α του Συντάγματος, τα οποία κατοχυρώνουν την προστασία

της ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα στην πληροφοριακή αυτοδιάθεση, και

εξειδικεύονται από το Ν. 2472/1997. Σε ενωσιακό δε επίπεδο, εμπίπτουν στο

ρυθμιστικό πεδίο των άρθρων 8 του ΧΘΔΕΕ για την προστασία των προσωπικών

δεδομένων, του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, αλλά

και το νέο Κανονισμό της ΕΕ 2016/679 για την προστασία των προσωπικών

δεδομένων.

Σύμφωνα με το ως άνω κανονιστικό πλαίσιο, η κοινωνία, μέσω των φορολογικών

διατάξεων επιβάλλει ιδιαίτερες και αυξημένες ευθύνες στα φορολογικά όργανα,

προκειμένου να τηρηθεί μυστικός ο κύκλος γεγονότων της επαγγελματικής και

ιδιωτικής ζωής των πολιτών, που συνδέεται με την προσδιορισμό και την έκταση

της φορολογικής αξίωσης6. Συγκεκριμένα, εδώ και έναν αιώνα, με το άρθρο 12

του Ν. 1043/1917, έχει καθιερώσει νομοθετικώς το φορολογικό απόρρητο ως μία

ειδικότερη πτυχή του «επαγγελματικού μυστικού» των οργάνων της

φορολογικής διοίκησης. Η εν λόγω υποχρέωση τήρησης μυστικότητας

επεκτάθηκε αρχικά στη φορολογία καθαρών προσόδων με το Ν.1640/1919 και

μεταγενέστερα σε όλους τους άμεσους και εμέσους φόρους με το άρθρο 19 του

Ν.1839/1951, καθιστώντας σαφή τη κατεύθυνση του νομοθέτη προς διεύρυνση

του πεδίου εφαρμογής του φορολογικού απορρήτου σε όλα τα φορολογητέα

στοιχεία (εισόδημα, ΦΠΑ, κληρονομιά)7. Η απαγόρευση μάλιστα ισχύει και

έναντι των διοικητικών αρχών ή υπηρεσιών, καθώς μόνο με ειδική άδεια του

Υπουργού Οικονομικών οι υπάλληλοι αυτών έχουν πρόσβαση σε στοιχεία από τα

βιβλία και τα αρχεία των φορολογικών αρχών. Με το άρθρο 69 του ΝΔ 3323/1955

«Φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων», διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής

του φορολογικού απορρήτου, προβλέποντας ότι οι φορολογικές δηλώσεις που

5 Σ. Βλαχόπουλος, Η «ωραία κοιμωμένη» του ελληνικού συνταγματικού δικαίου, ΔτΑ 66/2015, σ.


936-944
6 Χ. Δετσαρίδης, Φορολογικό απόρρητο και δημοσιοποίηση φορολογικών στοιχείων οφειλετών του

Δημοσίου υπό το πρίσμα του εθνικού και ενωσιακού νομοθέτη, Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, τ.
4/2012 σελ. 450-458
7 Katerina Pantazatou, Combating tax evasion in times of crisis in Greece, Cayman Financial Review,

January 2016,σελ 1 επ.

8
υποβάλλονται βάσει του νόμου αυτού απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν για τη

δίωξη εκείνου που τις υποβάλλει ή του προσώπου από το οποίο αυτός απέκτησε

εισόδημα8. Με τον Κ.Φ.Ε. του Ν. 2238/1994 η προστασία και ο περιορισμός του

φορολογικού απορρήτου προβλέφθηκε στο άρθρο 85 αυτού, ενώ στην παρ. 2

αυτού προσδιορίζονταν για πρώτη φορά ποια φορολογικά δεδομένα υπάγονται

στο πεδίο προστασίας του απορρήτου9. Πλέον, η προστασία του φορολογικού

απορρήτου προβλέπεται στο άρθρο 17 του νέου ΚΦΔ (Ν. 4174/2013). Σε αντίθεση,

ωστόσο, με την προγενέστερη διάταξη του άρθρου 85 του Ν. 2238/1994, όπου

προβλέπονταν ρητά τα στοιχεία που υπάγονταν στην προστασία του

φορολογικού απορρήτου, με την ισχύουσα διάταξη μεταβαίνουμε σε ένα

ευρύτερο πεδίο προστασίας καθώς κατά τις σχετικές διατάξεις προβλέπεται ότι

«κάθε στοιχείο ή πληροφορία που περιήλθε σε γνώση προσώπων που εντάσσονται ή

εντάσσονταν, με οποιονδήποτε τρόπο, στον κύκλο των προσώπων της φορολογικής

διοίκησης υπάγεται στην προστασία του φορολογικού απορρήτου». Υπό το κράτος,

βέβαια, τόσο του παλαιότερου νομικού καθεστώτος10 όσο και του ισχύοντος11 έχει

κριθεί ότι, εφόσον ένα διοικητικό έγγραφο το οποίο κατ’ αρχήν δεν είναι

απόρρητο, περιλαμβάνει φορολογικά στοιχεία, τότε εμπίπτει στην σφαίρα

προστασίας του φορολογικού απορρήτου.

Κρίσιμο δε, σε αυτό το σημείο είναι να διευκρινισθεί ποιες πληροφορίες

υπάγονται στο πεδίο προστασίας του φορολογικού απορρήτου. Oι πληροφορίες

που υπόκεινται στο φορολογικό απόρρητο είναι αφενός τα περιστατικά της

8 Δ. Αναστασόπουλος, Φορολογικά δεδομένα και προστασία φορολογικού απορρήτου, Ένωση


Ελλήνων Νομικών e-ΘΕΜΙΣ, Επίκαιρα Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου, Eκδ. Σάκκουλα 2016, σελ.
286-7
9 Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή οι φορολογικές δηλώσεις, τα φορολογικά στοιχεία εν γένει, οι

εκθέσεις, οι πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων, τα φύλλα ελέγχου, οι αποφάσεις του


προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας καθώς και κάθε άλλο στοιχείο του φακέλου
που έχει σχέση με τη φορολογία ή άπτεται αυτής είναι απόρρητα και δεν επιτρέπεται η
γνωστοποίηση τους σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από το φορολογούμενο στον οποίο αφορούν
αυτά
10 ΓνωμΝΣΚ 479/2001 κατά την οποία «Δεν είναι δυνατή η χορήγηση αντιγράφου του εισηγητικού

σημειώματος και του πρακτικού της ΚΓΕ, στα οποία έχει ενσωματωθεί το περιεχόμενο εκθέσεως
ελέγχου αρμοδίου φορολογικού οργάνου».
11 ΓνωμΝΣΚ 187/2017 ΝΣΚ κατά την οποία «Η διοίκηση δεν μπορεί να χορηγήσει σε υποψήφιο

υποτροφίας μεταπτυχιακών σπουδών του Ιδρύματος Χρ.Β. αντίγραφα δημοσίων εγγράφων στα οποία
εμπεριέχονται λεπτομερή φορολογικά στοιχεία συνυποψηφίων του, καθόσον το φορολογικό
απόρρητο ισχύει και σε περιπτώσεις που το περιεχόμενο φορολογικών στοιχείων ενσωματώθηκε σε
άλλο διοικητικό έγγραφο, το οποίο ως εκ τούτου δεν μπορεί να χορηγηθεί»

9
οικονομικής δραστηριότητας που σχετίζονται με τις φορολογικές υποχρεώσεις ή

επιχειρηματικές δραστηριότητες του ατόμου (φορολογικές δηλώσεις12, δήλωση

έναρξη επιτηδεύματος13, φύλλα ελέγχου, αποφάσεις προϊσταμένου εφορίας,

κ.α.)14 και αφετέρου τα περιστατικά εκείνα που σχετίζονται με ζητήματα

προσωπικού ή οικογενειακού χαρακτήρα (π.χ. επιχειρηματικά μυστικά, όπως

πελατολόγια, συμβάσεις, πιστωτική ικανότητα, κ.λπ., τυχόν διάσταση με σύζυγο,

κ.α.)15. Η υποχρέωση αυτή της διοίκησης μάλιστα περιλαμβάνει την κάθε είδους

πληροφόρηση, πχ περιβαλλοντική16 ή με την οποιονδήποτε τρόπο πληροφόρηση

πχ προφορική17 και δεν μπορεί να καμφθεί ούτε στην περίπτωση, που ο αιτών

επικαλείται ειδικό έννομο συμφέρον.

Το φορολογικό απόρρητο, ωστόσο ως ελέχθη ανωτέρω, συνιστά την αντιπαροχή

στην οποία προβαίνει το κράτος λόγω του καθήκοντος του φορολογούμενου να

αποκαλύπτει και να δηλώνει με ακρίβεια όλα τα περιστατικά της οικονομικής

του δραστηριότητας. Συνεπώς, αντιτάσσεται μόνο έναντι τρίτων18 και όχι έναντι

της αρμόδιας Δ.Ο.Υ19 ή του φορολογούμενου20, στον οποίο η διοίκηση έχει

υποχρέωση να χορηγήσει όποιο σχετικό φορολογικό στοιχείο ζητηθεί 21 χωρίς

12 ΑΠ 1831/2007, ΕφΛαμ 8/2013, ΕφΑθ 2183/2010


13ΓνωμΝΣΚ 12/1991
14 Με τη ΓνωμΝΣΚ 552/95 γίνεται δεκτό ότι ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) δεν εμπίπτει

στο φορολογικό απόρρητο. Bλ. Επίσης Γνωμ ΝΣΚ 39/1989 και 552/1995
15 Α. Τάχος, Ερμηνεία κώδικα διοικητικής διαδικασίας, Εκδ. Σάκκουλα, 4η έκδ., 2009 σελ.327

16 Κατά το άρθρο 4 της ΥΑ Αριθ. Η.Π. 11764/653/2006 (ΦΕΚ, τ. Β΄, 327/2006)«Η αρμόδια αρχή προς

την οποία υποβάλλεται η αίτηση για παροχή περιβαλλοντικών πληροφοριών έχει τη δυνατότητα
απόρριψης της αίτησης προκειμένου να προστατευθεί θεμιτό οικονομικό συμφέρον,
συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου συμφέροντος για την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των
στατιστικών στοιχείων και του φορολογικού απορρήτου»
17 Η δε απόκλιση αυτή από το δίκαιο της διοικητικής διαδικασίας, δικαιολογείται στα πλαίσια της

αρχής της αυτονομίας του φορολογικού δικαίου, Ι . Αναστόπουλος - Θ. Φορτσάκης , Φορολογικό


Δίκαιο, 2003, Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 528 επ
18 ΓνωμΝΣΚ460/1999 «Εταιρεία που είναι λήπτης φορολογικών στοιχείων (αποδέκτης τιμολογίων),

δεν μπορεί να λάβει απόσπασμα της εκθέσεως ελέγχου που αναφέρεται στον εκδότη του τιμολογίου,
γιατί η έκθεση αυτή αναφέρεται στον εκδότη και δεν τον αφορά, καλυπτομένη από το φορολογικό
απόρρητο»
19 Γνωμ 32/2007 ΑΠΔΠΧ όπου εξέτασε το αίτημα της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας &

Κτηνιατρικής της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας για παροχή γνωμοδότησης από την Αρχή σχετικά
με τη νομιμότητα χορήγησης από το αρχείο της, στη ΔΟΥ Λιβαδειάς αντιγράφων των μισθωτηρίων
συμβολαίων αγροτών που αναφέρονται στις υποβληθείσες δηλώσεις τους για ορισμένη χρονική
περίοδο.
20 ΓνωμΝΣΚ 759/1978, 121/2012 και ΔΙΑΤ ΕΙΣΠΛ ΑΓΡ121/2012
21 ΓνωμΝΣΚ 193/2003 κατά την οποία «Η Διοίκηση υποχρεούται να πληροφορήσει τον αιτούντα για

τους αριθμούς πρωτοκόλλου των εγγράφων εσωτερικής αλληλογραφίας των Υπηρεσιών του
Δημοσίου, βάσει των οποίων οδηγήθηκαν να ζητήσουν πληροφορίες φορολογικού χαρακτήρα, που

10
μάλιστα, να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός από τον αιτούντα της χρήσης του

αιτούμενου φορολογικού στοιχείου22. Τρίτοι, έχει κριθεί ωστόσο, ότι δεν είναι, και

συνεπώς νόμιμα χορηγούνται σε αυτούς φορολογικά στοιχεία, ο μισθωτής

ακινήτου, εφόσον επιθυμεί να τα χρησιμοποιήσει σε δίκη για διαφορά από

εμπορική μίσθωση ακινήτου23, ο διορισθείς με δικαστική απόφαση διαχειριστής

κοινού ακινήτου24, ο πιστωτής οφειλέτη κατά το άρθρο 10 παρ.3 του Ν. 3869/201025

(Ρύθμιση Οφειλών υπερχρεωμένων) και ο εκδοχέας του άρθρου 95 του

Ν.2362/1995 (Κώδικας Δημοσίου Λογιστικού)26. Όσον αφορά δε τη δυνατότητα

πρόσβασης εταίρων σε φορολογικά στοιχεία της εταιρίας, έχει κριθεί ότι, εφόσον

τα πρόσωπα τούτα είναι υποκείμενα φορολογίας για τα κέρδη της εταιρείας, δεν

δύνανται να θεωρηθούν ως τρίτοι κατά την έννοια των διατάξεων που θεσπίζουν

το φορολογικό απόρρητο και δικαιούνται να λαμβάνουν γνώση των σχετικών

δηλώσεων και φορολογικών στοιχείων27. Αντίθετα φορολογικά στοιχεία και

ειδικότερα, φορολογικές δηλώσεις28 δεν χορηγούνται ως απόρρητα σε συγγενείς

και μη κληρονόμους του θανόντος29.

αφορούν τον αιτούντα, από τις αρμόδιες Ιταλικές Αρχές καθώς και τις Υπηρεσίες από τις οποίες
προέρχονται αυτά».
22 Α. Κωνσταντινίδης, Το φορολογικό απόρρητο, Π.Χρ. 1989 σελ. 6 επ.

23 ΓνωμΝΣΚ 330/2008,442/2008

24 ΓνωμΝΣΚ 69/1987

25 ΓνωμΝΣΚ 126/2012 κατά την οποία «Ο οικονομικός έφορος υποχρεούται, σύμφωνα με τη διάταξη
του άρθρου 10 παρ.3 του Ν. 3869/2010, να χορηγεί σε πιστωτή του οφειλέτη, κάθε πληροφορία και
στοιχείο για την περιουσιακή κατάσταση και τα εισοδήματα του οφειλέτη- φορολογούμενου,
ακόμη και αν αυτά εμπίπτουν στο φορολογικό απόρρητο, εφόσον είναι πρόσφορα για να καταστεί
δυνατός ο σχετικός περιουσιακός έλεγχος του οφειλέτη εκ μέρους του αιτούντος πιστωτή, καθόσον
το φορολογικό απόρρητο, επιτρεπτώς κάμπτεται εν προκειμένω από τη ρητή διάταξη του άρθρου
10 παρ.3 του Ν.3869/2010».
26 Α. Τάχος, Ερμηνεία κώδικα διοικητικής διαδικασίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, 4η έκδ., 2009, σ. 247επ.

27 Γνωμ397/2006 για Ομόρρυθμη εταιρία και Γνωμ550/1989 για Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης
28 5/ 1990 ΓΝΜΔ ΝΣΚ
29 Σχετ. Απόφαση 5426/2008 ΜΠΡ ΑΘ κατά την οποία «το φορολογικό απόρρητο, δεν καταλαμβάνει

τους κληρονόμους του θανόντος φορολογουμένου, οι οποίοι δικαιούνται να λαμβάνουν γνώση των
παραπάνω στοιχείων, εφόσον όμως έχουν και αποδεικνύουν έννομο προς τούτο συμφέρον. Τέτοιο
συμφέρον υπάρχει όταν το αιτούμενο προς γνώση φορολογικό στοιχείο έχει συνάφεια προς την
περιουσία την οποία απέκτησε ο κληρονόμος».

11
ΙΙ. Εξαιρέσεις από το «χώρο της ιδιωτικότητας»

1. Εξαιρέσεις που εντάσσονται στο άρθρο 17 του Ν. 4174/2013

Με τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 4174/2013, επομένως, διαμορφώνεται ένα

πολύ ευρύτερο πλαίσιο προστασίας των φορολογικών δεδομένων, στο οποίο

υπάγεται κάθε στοιχείο και πληροφορία φορολογουμένων, τα οποία περιήλθαν

σε γνώση προσώπων της φορολογικής διοίκησης κατά την άσκηση των

καθηκόντων τους καθώς και σε γνώση οποιουδήποτε προσώπου, στο οποίο

έχουν ή είχαν ανατεθεί αρμοδιότητες ή καθήκοντα της Φορολογικής Διοίκησης30.

Συνεπώς, έχουμε μεταβεί από την ειδικότερη έννοια των φορολογικών

δεδομένων στην ευρύτερη έννοια του φορολογικού απορρήτου, το οποίο καλύπτει

κάθε σχετικό στοιχείο. Η ευρύτερη ωστόσο έννοια του φορολογικού απορρήτου

δεν συνεπάγεται και την κατίσχυσή του έναντι κάθε δικαιώματος πρόσβασης.

Συνεπώς, καθίσταται αναγκαία η νομοθετική οριοθέτησή του διότι μόνο τότε

επιτυγχάνεται ασφάλεια δικαίου μέσω του κανόνα της στενής ερμηνείας των

φορολογικών διατάξεων, και εν προκειμένω των εξαιρέσεων από τον κανόνα του

φορολογικού απορρήτου. Στο πλαίσιο λοιπόν τούτο, η παρ. 1 του άρθ. 17 του Ν.

4174/2013 προβλέπει την άρση του απορρήτου αυτού για συγκεκριμένα πρόσωπα

και υπό προϋποθέσεις. Ειδικότερα προβλέπεται ότι αποκάλυψη των στοιχείων

γίνεται μόνο στα κάτωθι πρόσωπα:

Πρώτον σε άλλους υπαλλήλους της Φορολογικής Διοίκησης, μέλη του κύριου

προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και δικηγόρους του Δημοσίου

στο πλαίσιο εκτέλεσης των καθηκόντων τους. Η εξαίρεση αυτή ακολουθεί το

προγενέστερο νομικό καθεστώς31 αλλά και τη σχετική «νομολογιακή»

30 Υπό το προγενέστερο νομικό καθεστώς σχετ. ΠΟΛ. 1195/14.9.2011«Ρύθμιση θεμάτων ανάθεσης


έρευνας σε τρίτους στο πλαίσιο είσπραξης ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο» αρ. 5
σύμφωνα με το οποίο «Όσοι με οποιαδήποτε ιδιότητα συμπράττουν στην εφαρμογή των διατάξεων
του άρθρου 85 του ΚΦΕ και των άρθρων 46 και 51 του Ν. 3842/2010, όπως ισχύουν, και για το λόγο
αυτό λαμβάνουν γνώση απόρρητων φορολογικών στοιχείων, υποχρεούνται να τηρούν το φορολογικό
απόρρητο».
31
Aρ. 85 παρ.5 περ.θ όπου «Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η χορήγηση στοιχείων στα Γραφεία και τα
μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, καθώς και στους δικηγόρους του Δημοσίου για την
υποστήριξη των δικαιωμάτων του Δημοσίου ή απόκρουση των κατ` αυτού αξιώσεων τρίτων ενώπιον
των δικαστηρίων»

12
προσέγγιση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους32 σύμφωνα με την οποία

«Κάμψη του φορολογικού απορρήτου επέρχεται μόνον στις περιπτώσεις που

προβλέπονται από το νόμο, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται κατ’ αρχήν

χορήγηση φορολογικών στοιχείων των αντιδίκων προς τα μέλη του Νομικού

Συμβουλίου του Κράτους και στους δικηγόρους του Δημοσίου, προκειμένου να

υποστηρίζουν τα συμφέροντα του Δημοσίου σε δικαστήρια, με εξαίρεση, ωστόσο, τα

μέλη εκείνα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και τους δικηγόρους του

Δημοσίου που καλούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους να χειρισθούν είτε

ατομικώς είτε συλλογικώς φορολογικές υποθέσεις και οι οποίοι έχουν καθήκον

διαφυλάξεως του απορρήτου».

Δεύτερη περίπτωση άρσης φορολογικού απορρήτου συντρέχει όταν οι σχετικές

πληροφορίες αιτούνται από τις διωκτικές αρχές στο πλαίσιο διεύρυνσης ή δίωξης

αδικημάτων. Τούτο δε «τόσο στην περίπτωση κατά την οποία ενεργούν

προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, όσο

και στην περίπτωση που διενεργούν προανακριτικές πράξεις αυτεπαγγέλτως,

σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ.2 του Κ.Π.Δ., για τα αδικήματα του

άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 2713/1999» 33.

Τρίτον δεν μπορεί να αντιταχθεί ο κανόνας του φορολογικού απορρήτου ενώπιον

δικαστικών αρχών στο πλαίσιο εκδίκασης οποιασδήποτε ποινικής ή φορολογικής

υπόθεσης ή αστικής υπόθεσης με διάδικο το Δημόσιο ή Φορέα της Γενικής

Κυβέρνησης 34.

Επίσης, ως ελέχθη ανωτέρω, το φορολογικό απόρρητο αντιτάσσεται μόνο έναντι

τρίτων και όχι έναντι της φορολογικής αρχής. Ωστόσο, με τις αρμόδιες εθνικές

φορολογικές υπηρεσίες εξομοιώνονται οι φορολογικές αρχές της αλλοδαπής,

32 ΓνωμΝΣΚ 19/2009
33ΓνωμΝΣΚ96/2008
34 Υπό την ισχύ του άρθρου 85 παρ.5 είχε εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 326/2004 ΓνωμΝΣΚ σύμφωνα με την

οποία «Το φορολογικό απόρρητο κάμπτεται έναντι της δικαστικής αρχής και μόνο εάν έχει διαταχθεί
προσηκόντως κυρία ανάκριση, προανάκριση ή τουλάχιστον προκαταρκτική εξέταση».

13
σύμφωνα με το ν. 4170/2013 στον οποίο ενσωματώθηκαν οι διατάξεις της Οδηγίας

2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και

τα άρθρα 295-319 του ν. 4072/2012 (Α'86) στα οποία ενσωματώθηκαν οι διατάξεις

της Οδηγίας 2010/24/ΕΕ σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη

απαιτήσεων σχετικών με φόρους, δασμούς και άλλα μέτρα. Διευκρινίζεται

μάλιστα με το άρθρο 3 παρ. 5α’ του N. 4378/2016 ότι κάθε είδους ανταλλαγή

πληροφοριών υπόκειται στην προστασία των διατάξεων του Ν. 2472/1997 για την

προστασία των προσωπικών δεδομένων. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι η

ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων και των διοικητικών ερευνών,

γίνεται κατόπιν ειδικά αιτιολογημένης απόφασης ως προς την αναγκαιότητα και

αναλογικότητα των δεδομένων, τόσο από την αιτούσα αρχή όσο και από τη

λαμβάνουσα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 4 του Ν. 2472/199735.

Πέμπτον, ο νομοθέτης ορίζει ρητά ότι προκειμένου οι φορείς Γενικής

Κυβέρνησης να μπορούν να προσδιορίσουν τις υποχρεώσεις που έχουν οι

φορολογούμενοι προς αυτούς σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, οπλίζονται

με εξουσίες όπως η άρση του φορολογικού απορρήτου. Τούτο άλλωστε είχε

κριθεί στο πλαίσιο όμως Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου από το ΝΣΚ με

την υπ’αριθμ 509/2008 Γνωμοδότηση, σύμφωνα με την οποία «Αίρεται το

φορολογικό απόρρητο υπέρ των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. και μόνον για τα

υφιστάμενα στη Δ.Ο.Υ. στοιχεία που είναι απολύτως αναγκαία για τον έλεγχο της

κανονικής είσπραξης και απόδοσης του ειδικού τέλους επιβατών»

Επιπλέον, ο νομοθέτης λαμβάνοντας υπόψη αφενός την ανάγκη ουσιαστικής

άσκησης δημόσιας εξουσίας από δημόσια πρόσωπα υπό οργανική έννοια και

αφετέρου την ανάγκη ελέγχου διαχείρισης του κοινοτικού χρήματος εξαιρεί τους

εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους δημοσίων υπηρεσιών, Ν.Π.Δ.Δ. και δημοσίων

οργανισμών που έχουν αρμοδιότητα διαχείρισης, παρακολούθησης και ελέγχου

χρηματοδοτήσεων και ενισχύσεων ή επιδοτήσεων από εθνικούς ή ενωσιακούς

35
Δ. Αναστασόπουλος, Φορολογικά δεδομένα και προστασία φορολογικού απορρήτου, Επίκαιρα
Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου, Ένωση Ελλήνων Νομικών e-ΘΕΜΙΣ, 2016 σελ. 289

14
πόρους36 από τον κύκλο προσώπων προς τον οποίο αντιτάσσεται το φορολογικό

απόρρητο.

Επιπρόσθετα, ειδική περίπτωση κάμψης του φορολογικού απορρήτου

στοιχειοθετείται όταν τα σχετικά έγγραφα αιτούνται αφενός από διαζευγμένους

ή συζύγους σε διάσταση και αφετέρου από ανιόντες και κατιόντες, για τον

καθορισμό διατροφής κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας για τα στοιχεία που

αναγράφονται ρητά σε αυτήν. Στο πλαίσιο δε αυτό πρέπει να τονισθεί ότι η άρση

του φορολογικού απορρήτου, κατά τον κανόνα της στενής ερμηνείας των

φορολογικών διατάξεων δεν είναι κατά νόμο επιτρεπτή όταν οι αιτούμενες

πληροφορίες συμβάλλουν στον καθορισμό ύψους διατροφής άλλων προσώπων

όπως ενός εκ των γονέων εξωγάμου τέκνου 37.

Επιπλέον, σύμφωνα με την περ. η της παρ. 1 του άρθρου 17 του Ν.4174/2013 είναι

δυνατόν να αποκαλυφθούν φορολογικές πληροφορίες στην Αρχή

Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες

και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων

Περιουσιακής Κατάστασης για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της που ορίζονται

στο άρθρο 40 του ν. 3691/2008. Τούτο δε διότι η επιτυχής και αποτελεσματική

λειτουργία της εν λόγω Αρχής όσον αφορά τη διακρίβωση των σχετικών με το

«ξέπλυμα βρώμικου χρήματος εγκλημάτων»38

36 Όσον αφορά τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, υπό την ισχύ του παλαιότερου δικαίου είχε
κριθεί ότι δύνανται να χορηγηθούν φορολογικά στοιχεία εφόσον τούτα είναι απολύτως αναγκαία
για την εκπλήρωση του σκοπού τους. Σχετ. Γνωμ295/2010ΝΣΚ κατά την οποία «Κατά την εφαρμογή
των διατάξεων του άρθρου 26 του Ν 703/1977, δεν ισχύουν έναντι της Επιτροπής Ανταγωνισμού οι
διατάξεις περί φορολογικού απορρήτου του άρθρου 58 του Ν 2859/2000 (ΚΦΠΑ), δεδομένου ότι αυτή
δεν θεωρείται τρίτος κατά την έννοια του άρθρου αυτού» και Γνωμ ΝΣΚ 186/2002 κατά την οποία
«Οι διατάξεις περί φορολογικού απορρήτου δεν ισχύουν έναντι της Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής
του άρθρου 7 του Ν 2331/95, δεδομένου ότι αυτή δεν θεωρείται τρίτος κατά την έννοια του άρθρου 85
του Ν 2238/94».
37 Υπ’αριθμ. 53134/2010 ΔΙΑΤ ΕΙΣΠΛ ΑΘ

38Σύμφωνα με το άρθρο 1, ν. 3424/2005 «Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες


(ξέπλυμα βρώμικου χρήματος) είναι: Η μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας προερχόμενης από
εγκληματικές δραστηριότητες, η απόκρυψη και η συγκάλυψη της αλήθειας σχετικά με τη φύση,
προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας, η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας προερχόμενης
από εγκληματικές δραστηριότητες, η συμμετοχή, σύσταση οργάνωσης για διάπραξη, απόπειρα
διάπραξης, υποβοήθηση, υποκίνηση, παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξη η τη διευκόλυνση
τέλεσης των παραπάνω πράξεων, εν γνώσει ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές
δραστηριότητες».

15
προϋποθέτει την στήριξη του δυσχερούς έργου της από τις υπηρεσίες του

Υπουργείου Οικονομικών και ειδικότερα από τις ΔΟΥ και το ΣΔΟΕ.

Εξαίρεση από τον κανόνα του φορολογικού απορρήτου θεμελιώνει επιπρόσθετα

η προηγούμενη σχετική εισαγγελική παραγγελία, η οποία όμως πρέπει να

αιτιολογεί ειδικώς ότι δεν συντρέχει περίπτωση φορολογικού απορρήτου 39. Η

εξαίρεση αυτή μάλιστα είχε απασχολήσει ιδιαίτερα τη νομική κοινότητα υπό το

παλαιότερο νομικό καθεστώς. Κρίσιμη θεωρείται η υπ’ αριθμ. 150/2012

ΓνωμΝΣΚ σύμφωνα με την οποία «η εντολή του Εισαγγελέα για τη χορήγηση

στοιχείων προς ιδιώτες, από τις ΔΟΥ, δεν είναι δεσμευτική για τη φορολογική

αρχή, εφόσον δεν περιέχει ρητή έκφραση γνώμης περί του απορρήτου και

περαιτέρω ειδική παραγγελία του εισαγγελικού λειτουργού προς την αρμόδια


διοικητική αρχή».

Τέλος, σημαντικές εξαιρέσεις τίθενται από τις πυρ. ι έως ιδ του άρθρου 17 του Ν.

4174/2013 σύμφωνα με τις οποίες είναι δυνατόν να αποκαλυφθούν φορολογικές

πληροφορίες σε:

«ι) σε φορολογουμένους που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, κατόπιν

αιτήσεώς τους, και μόνο καθ' ο μέρος αυτό είναι απολύτως αναγκαίο, προκειμένου

να διακριβωθεί η φορολογική ή η επαγγελματική υπόσταση άλλου φορολογουμένου

που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα.

ια) σε εξουσιοδοτημένο προσωπικό της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Κοινωνικής

Ασφάλισης ΑΕ «ΗΔΙΚΑ ΑΕ» του ν. 3607/2007 (Α' 245) για σκοπούς υλοποίησης

κοινωνικών προγραμμάτων προνομιακού χαρακτήρα της Γενικής Γραμματείας

Πρόνοιας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής

Αλληλεγγύης και σχετικών προβλέψεων παροχών υγείας σε ομάδες πληθυσμού

από το Υπουργείο Υγείας και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της.

ιβ) Στον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης στο πλαίσιο ελέγχων,

39Η συγκεκριμένη Γνωμοδότηση υιοθετήθηκε εν συνεχεία και από τη διοίκηση με την ΠΟΛ
1218/2012. Επίσης βλ. Γνωμοδοτήσεις ΝΣΚ 877/1988, 710/1993, 96/1995, 94/2001, 430/2007 και
Γνωμοδότηση 7/2007 Εισ.ΑΠ

16
επιθεωρήσεων και ερευνών, που διενεργούνται από αυτόν, σε εξουσιοδοτημένους

προς τούτο υπαλλήλους του Σώματος Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης

στο πλαίσιο ελέγχων, επιθεωρήσεων και ερευνών, που διενεργούνται από αυτό, ή

κατόπιν εντολής του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, καθώς και σε

εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους των ιδιαίτερων Σωμάτων και Υπηρεσιών

Επιθεώρησης και Ελέγχου των φορέων της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 (Α'

296) στο πλαίσιο ελέγχων, επιθεωρήσεων και ερευνών, που διενεργούνται κατόπιν

εντολής του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης,

ιγ) Στα πρόσωπα και τα όργανα της παρ. 1 του άρθρου 3 και 3Α του ν. 3213/2003 (Α'

309), όπως εκάστοτε ισχύει, στο πλαίσιο ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής

κατάστασης των υπόχρεων του άρθρου 1 του ίδιου νόμου

ιδ) Σε εξουσιοδοτημένο προσωπικό της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης

της Γενικής Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού, Προγραμματισμού και

Ηλεκτρονικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων

και σε εξουσιοδοτημένο προσωπικό των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας

των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της Χώρας».

2. Η διαδικασία των φορολογικών ελέγχων ως πεδίο άρσης του φορολογικού

απορρήτου

Ειδική περίπτωση άρσης του φορολογικού απορρήτου στοιχειοθετείται κατά το

στάδιο των φορολογικών ελέγχων με στόχο την εξακρίβωση της πραγματικής

φορολογητέας ύλης και τη «σύλληψη» της φοροδιαφυγής40. Τούτο διότι για να

είναι αποτελεσματικός ο φορολογικός έλεγχος, ο νομοθέτης πρέπει να «οπλίσει»

τα ελεγκτικά όργανα με σημαντικές εξουσίες. Το εύρος, ωστόσο των εξουσιών

(άρση φορολογικού και τραπεζικού απορρήτου) δεν εξικνείται μέχρι τη μη

40 Κ. Φινοκαλιώτης, Φορολογικό δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, 5η έκδ., 2014, σελ. 622-623

17
τήρηση των εγγυήσεων υπέρ των φορολογουμένων που έχουν τεθεί για

διασφάλιση των συμφερόντων των πολιτών.

Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο αυτό έχει απασχολήσει έντονα τη νομική κοινότητα

το θέμα των προϋποθέσεων για τη νομότυπη διενέργεια φορολογικών ελέγχων

στις κατοικίες των φορολογουμένων. Το ζήτημα προέκυψε κυρίως κατόπιν της

έκδοσης της υπ’αριθμ. 256/2014 ΓνωμΝΣΚ, σύμφωνα με την οποία η είσοδος

οργάνων της φορολογικής διοίκησης στην κατοικία φορολογουμένου, για τη

διενέργεια φορολογικών ελέγχων, είναι επιτρεπτή με μόνη την εντολή του

αρμόδιου εισαγγελέα, συνεπώς χωρίς την παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής

εξουσίας κατά τη διενέργεια του ελέγχου και των ερευνών. Ευλόγως, λοιπόν,

προκλήθηκαν έντονες αντιδράσεις σχετικά με την ως άνω άποψη. Τελικώς, προς

άρση κάθε αμφισβήτησης η – καθ’ ύλην αρμόδια εν προκειμένω – Εισαγγελία του

Αρείου Πάγου με την υπ’ αρ. 6/2014 Γνωμοδότηση της απεφάνθη ότι «για τη

διασφάλιση της εγκυρότητας αποδεικτικών στοιχείων που θα βρεθούν κατά τη

διενέργεια τέτοιων ελέγχων και της δυνατότητας να χρησιμοποιηθούν ως νόμιμα

αποδεικτικά μέσα (άρθρο 19 του Συντάγματος), επιβάλλεται οι κατ’ οίκον έρευνες

που διενεργούνται στα πλαίσια αυτά, να περιβληθούν με τις ίδιες δικαιοκρατικές

εγγυήσεις που περιβάλλονται και οι ανακριτικές έρευνες, αυτές δηλαδή που

αποσκοπούν στη διακρίβωση της τέλεσης αξιόποινων πράξεων, περί των οποίων δεν

υπάρχει καμία αμφιβολία ότι διενεργούνται πάντοτε με την παρουσία δικαστικού

λειτουργού»41.

41
Σχετ. Α. Γέροντας,Α. Ψάλτης, Ερμηνεία ΚΕΔΕ, Eκδ. Σάκκουλα 3η έκδ., 2016 σελ. 319-320, Ε.
Σουφλέρη, Μη συμβατότητα των προβλέψεων των άρθρων 25 § 3 και 40 § 3 του ΚΦΔ με το άρθρο 9
του Συντάγματος [Γνωμοδότηση Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου 6/14-10-2014] σε ΔτΑ 67/2016 και
Ψυχογυιός, Προβληματισμοί για την κατ’οίκον έρευνα των διοικητικών αρχών κατά το άρθρο 9 του
Συντάγματος, Επίκαιρα Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου, 2016.

18
3. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ως πεδίο άρσης του φορολογικού απορρήτου

Τέλος, ειδική περίπτωση κάμψης του φορολογικού απορρήτου έχουμε στην

περίπτωση που την έρευνα δεν διεξάγουν οι διωκτικές αρχές για σκοπούς

πρόληψης και εξιχνίασης εγκλήματος, αλλά στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού

ελέγχου, η ίδια η Βουλή, το όργανο δηλαδή το οποίο αφενός έχει άμεση

δημοκρατική νομιμοποίηση, αφετέρου μία από τις βασικές αποστολές του είναι η

ενημέρωση του πολιτικού σώματος για τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά

ζητήματα42. Η συνταγματική κατοχύρωση, λοιπόν, του κοινοβουλευτικού

ελέγχου επιβάλλει την πρόσβαση ακόμη και σε ευαίσθητα δεδομένα, εφόσον

βέβαια η γνώση τους από τον βουλευτή είναι απαραίτητη για τη θεμελίωση του

ελέγχου. Μάλιστα, η Αρχή, σε σειρά αποφάσεων, έχει κάνει δεκτό, ενεργώντας

δικαιοπλαστικά μια και ο νόμος δεν προβλέπει τέτοια εξαίρεση, ότι δεν

απαιτείται καν να τηρηθεί η διαδικασία γνωστοποίησης του ν. 2472/1997 σε

περίπτωση διαβίβασης πληροφοριών στο Κοινοβούλιο λόγω της μοναδικής

δημόσιας αποστολής του43.

Συγκεκριμένα, με την υπ’αριθ. 90/2009 απόφαση, η Αρχή, κατόπιν ερωτήματος

Δήμου σχετικά με το αν ήταν σύμφωνο με τον ν. 2472/1997 να διαβιβάσει σε

δημοτικό σύμβουλο στοιχεία των οφειλετών του Δήμου δέχτηκε ότι οι δημοτικοί

σύμβουλοι, ως αιρετά όργανα του Δήμου, είναι εκφραστές της βούλησης του

νομικού προσώπου του Δήμου και ότι υπάρχει άμεση συνάφεια ανάμεσα στην

αιτούμενη επεξεργασία και στην εκπλήρωση των θεσμικών καθηκόντων τους,

ώστε δεν μπορεί να τους αποδοθεί καν η ιδιότητα του τρίτου προς τον οποίον

διαβιβάζονται τα δεδομένα. Ως υπεύθυνοι επεξεργασίας οι δημοτικοί σύμβουλοι

ωστόσο υπέχουν υποχρεώσεις για την ασφάλεια των δεδομένων, αλλά δεν

χρειάζεται προηγούμενη ενημέρωση των υποκειμένων των δεδομένων για να

λάβουν γνώση των εν λόγω στοιχείων44.

42
Β. Χρήστου, Το δικαίωμα στην προστασία από την επεξεργασία δεδομένων, Εκδόσεις Σάκκουλα,.,
2017, σελ.217-220

43Β. Χρήστου, Το δικαίωμα στην προστασία από την επεξεργασία δεδομένων, οπ.π

44 Β. Χρήστου, Το δικαίωμα στην προστασία από την επεξεργασία δεδομένων, οπ.π

19
Η ως άνω εξαίρεση δε, δεν αποδυναμώνει την έννοια του φορολογικού

απόρρητου, αντιθέτως καθιστά εμφανές ότι προκειμένου να καμφθεί τούτος ο

κανόνας, απαιτείται η επίκληση μιας διάταξης υπερνομοθετικής και μόνο ισχύος,

η οποία διεκδικεί εφαρμογή στο πλαίσιο της πρακτικής αρμονίας του

Συντάγματος.

Μέρος Γ’: Από το χώρο της ιδιωτικότητας στο χώρο της κοινωνίας

Ι. Δημοσίευση στοιχείων οφειλετών δημοσίου

1. Το μέτρο της δημοσιοποίησης των στοιχείων οφειλετών του Δημοσίου

Οι εξαιρέσεις, τις οποίες είδαμε μέχρι τώρα, λοιπόν, αφορούν την κάμψη του

φορολογικού απορρήτου έναντι συγκεκριμένων προσώπων ή δημοσίων αρχών

για συγκεκριμένους λόγους που ρητώς προβλέπονται από το σχετικό

κανονιστικό πλαίσιο πχ ικανοποίηση δικαιώματος δικαστικής προστασίας ή

άσκηση δημόσιας εξουσίας. Υφίσταται, όμως, μία εξαίρεση, η πρόβλεψη της

οποίας δεν θεμελιώνεται υπέρ συγκεκριμένων προσώπων για την ενάσκηση

ορισμένου δικαιώματος αλλά υπέρ του συνόλου των πολιτών, για λόγους που δεν

προβλέπονται ρητώς σε μία συγκεκριμένη διάταξη, αλλά ανάγονται στην

άσκηση φορολογικής πολιτικής και αποβλέπουν στη φορολογική συμμόρφωση

των πολιτών.

Πρόκειται, λοιπόν, για το μέτρο της δημοσιοποίησης των φορολογικών στοιχείων

των φορολογουμένων, το οποίο όμως, πρέπει να τονισθεί, ότι δεν είναι

καινοφανές αλλά προβλέπεται ήδη από το 1957. Αυτό όμως που καθιστά

αναγκαία τη μελέτη του και τη συνεχή οριοθέτησή του είναι τα σύγχρονα

τεχνολογικά δεδομένα της κοινωνίας. Τούτο διότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές,

ως τα ιδανικότερα μέσα επεξεργασίας των πληροφοριών, ναι μεν συμβάλλουν

στην αποτελεσματικότερη αξιοποίηση της αυτοματοποίησης των πληροφοριών,

ωστόσο, αν δεν εξετασθούν παράλληλα οι πιθανές επιπτώσεις του για τον

20
πολίτη45, τότε αυτός κινδυνεύει να στερηθεί το δικαίωμα του πληροφοριακού

αυτοκαθορισμού.

Το θέμα, λοιπόν, της δημοσιότητας των φορολογικών στοιχείων είχε τεθεί στην

Ελλάδα ήδη από το 1957, με το άρθρο 14 του Ν∆ 3765/1957 περί τροποποιήσεως

και συμπληρώσεως των διατάξεων του Ν∆ 3323/1955 περί φορολογίας του

εισοδήματος, το οποίο προέβλεπε τη σύνταξη ετησίως από τον αρμόδιο

οικονομικό έφορο καταλόγου φορολογουμένων, που περιείχε τα ονοματεπώνυμα

και λοιπά στοιχεία των προσώπων που υπόκειντο σε φορολογία, το καθαρό

εισόδημα καθενός τους και το φόρο που αναλογούσε στο εισόδημα αυτό επί τη

βάσει των φορολογικών δηλώσεων που είχαν υποβληθεί. Ο εν λόγω κατάλογος

προβλεπόταν να παραμένει εκτεθειμένος καθ’ όλη τη διάρκεια του οικονομικού

έτους σε κατάλληλο μέρος του καταστήματος της οικείας οικονομικής εφορίας,

ώστε να δύναται να λαμβάνει γνώση οποιοσδήποτε τρίτος. Στην ίδια κατεύθυνση

κινήθηκε ο Ν. 4045/1960, στο άρθρο 8 του οποίου, προβλεπόταν επίσης η σύνταξη

ετησίως από τον αρμόδιο οικονομικό έφορο καταλόγου φορολογουμένων «κατά

κλιμάκια καθαρού εισοδήματος». Στη συνέχεια, με τις διατάξεις του άρθρου 11

του Ν∆ 4444/1964 τροποποιήθηκαν εκ νέου οι οικείες διατάξεις της φορολογικής

νομοθεσίας σχετικά με τη σύνταξη καταλόγων φορολογουμένων και τη

δυνατότητα δημοσιοποίησης αυτών δια της ανάρτησής τους στα καταστήματα

των οικείων οικονομικών εφοριών.

Το 1979, μάλιστα, όπου σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα Κώδικα Βιβλίων και

Στοιχείων, προβλεπόταν για συγκεκριμένες φορολογικές παραβάσεις46 η

δημοσιότητα των στοιχείων των παραβατών στον ημερήσιο τύπο, το ΝΣΚ με την

υπ’αριθμ. 98/1979 Γνωμοδότησή του έκρινε ότι «η προστασία του ασφαλίζοντος τα

ιδιωτικά συμφέροντα φορολογικού απορρήτου, δεν εκτείνεται ουδέ και ήτο εύλογον

45 Α. Γέροντας, Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των πληροφοριών - Μια νέα πρόκληση, ΔιΔικ 1/1990,
σ. 22-38 και Σημίτης, Ηλεκτρονικοί υπολογιστές και νομική παιδεία. Προϋποθέσεις, επιπτώσεις,
προοπτικές, Αρμενόπουλος, 1980, σελ. 525 επ
46 Πχ η υπό του ελευθέρου επαγγελματίου μη έκδοσις θεωρημένης διπλοτύπου αποδείξεως

παροχής υπηρεσιών (άρθρον 13 παρ.12 ΚΦΣ), η υπό του μεταφορέως μη έκδοσις δια τα
μεταφερόμενα αγαθά θεωρημένης φορτωτικής κατά φορτωτήν ή παραλήπτην (άρθρον 25 παρ. 2
ΚΦΣ), η υπό του επιτηδευματίου μη έκδοσις τιμολογίου συνοδευόντος την δι αυτοκινήτου ή
τρικύκλου Ι.Χ. ενεργουμένην μεταφοράν αγαθών μέχρι του προορισμού των κλπ

21
να εκτείνεται μέχρι του σημείου ώστε να θάλπωνται πράξεις ή παραλείψεις των

φορολογουμένων, συνιστώσαι παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας». Στο

πλαίσιο τούτο, το άρθρο 17 παρ. 2 του Ν. 1828/1989 επανέλαβε την ίδια ρύθμιση

προβλέποντας ότι «ο κατάλογος των φορολογουμένων τοποθετείται σε πρόσφορη

θέση του καταστήματος όχι μόνο της Οικονομικής Εφορίας αλλά και του ∆ήμου ή

της Κοινότητας όπου εδρεύει η Οικονομική Εφορία ώστε να μπορεί να λαμβάνει

γνώση αυτού οποιοσδήποτε». Ανάλογη δε πρόβλεψη υπήρχε στο Ν. 2238/1994 ενώ

με τις διατάξεις της παρ. 20 του άρθρου 8 του ν. 3842/10 ορίζεται ο κατάλογος «θα

είναι διαθέσιμος στο διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών

Συστημάτων». Τούτο διότι, κατά τη σχετική αιτιολογική έκθεση, «η δημοσιότητα

των φορολογικών δεδομένων συγκεκριμένων κατηγοριών φορολογουμένων που –

σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία– αποφεύγουν να δηλώνουν τα πραγματικά τους

εισοδήματα, αποτελεί ένα εύλογο μέτρο αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής».

Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι με αλλεπάλληλες τροποποιήσεις επιδιώκεται η

διεύρυνση των μέσων και τρόπων δημοσιοποίησης των φορολογικών στοιχείων47,

δίχως όμως βέβαια να έχει διαπιστωθεί μία συνεπής, συνεχής κι ομοιόμορφη

εφαρμογή των ρυθμίσεων αυτών48.

Η διαφορά, εν προκειμένω, όμως, με το παρελθόν, ως ελέχθη ανωτέρω, έγκειται

αφενός στο γεγονός ότι η σύγχρονη τάξη σήμερα επικαθορίζεται από την

ταχύτατη και ανεξέλεγκτη διάδοση των πληροφοριών και αφετέρου στο ότι η

μορφή των οικονομικών σχέσεων είναι πλέον πολύπλοκη και πολυδιάστατη, με

αποτέλεσμα να τίθεται σε συνεχή δοκιμασία η ρυθμιστική αποτελεσματικότητα

των κανόνων που προστατεύουν την ιδιωτικότητα. Συνεπώς, εγείρονται

σημαντικά ζητήματα, τόσο από πλευράς ασφάλειας για το υποκείμενο των

47 Λ. Μήτρου, Η δημοσιότητα της κύρωσης ή η κύρωση της δημοσιότητας, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012
σ. 203-206
48 Σχετ. ΓνωμΑΠΔΠΧ 1/2011 και 7/2011 «Ειδικότερα, σημειώνεται, ότι από τα στοιχεία που υπέβαλε

στην ΑΠΔΠΧ το Υπουργείο Οικονομικών – ΓΓΠΣ προκύπτει ότι οι εν λόγω κατάλογοι τυπώθηκαν
κατά τρόπο περιστασιακό και αποσπασματικό (π.χ. στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, κατά τα έτη
1980 και 1983). Δεν προσκομίστηκαν στην ΑΠΔΠΧ οι σχετικές Υπουργικές Αποφάσεις για την
εκτέλεση των σχετικών διατάξεων νόμου, αλλά ενημερωτικά σημειώματα των φορολογικών αρχών
που αναφέρονται στη δημοσιοποίηση των εν λόγω καταλόγων φορολογουμένων, χωρίς να
μνημονεύουν ρητά τις σχετικές Υπουργικές Αποφάσεις. Παραμένει, επίσης, αδιευκρίνιστο, εάν οι
έντυπες εκδόσεις των εν λόγω καταλόγων φορολογουμένων κυκλοφόρησαν πραγματικά ή εάν οι
κατά τόπου εφορίες προέβησαν όντως στην ανάρτησή τους,». Μήτρου ο.π.

22
δεδομένων όσο και από πλευράς εγκυρότητας σχετικά με κάθε πληροφορία που

δίνεται στη δημοσιότητα, ιδίως δε όταν πρόκειται για πληροφορίες οικονομικής

φύσεως49.

Στην προσπάθεια, λοιπόν, συγκερασμού του δημοσίου συμφέροντος αλλά και

της προστασίας της ιδιωτικότητας, η ΑΠΔΠΧ θεμελιώνει σταδιακά από 2007, και

εντονότερα από το 2011, με τις απαρχές της δημοσιονομικής κρίσης, τα κριτήρια

βάσει των οποίων θεωρείται νόμιμη η δημοσιοποίηση ονομάτων για λόγους

δημοσίου συμφέροντος:

2. Εγγυήσεις για μία δίκαιη εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων δικαιωμάτων

α)Σκοπός δημοσίου συμφέροντος ή εμπίπτοντος στην άσκηση δημοσίας

εξουσίας

Ο περιορισμός ενός ατομικού δικαιώματος και εν προκειμένω η επεξεργασία

δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι θεμιτή μόνον εάν «είναι απαραίτητη για

την εκπλήρωση έργου δημοσίου συμφέροντος ή εμπίπτοντος στην άσκηση δημοσίας

εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας ή στον τρίτο στον

οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα»50. Η «αρχή του σκοπού» μάλιστα υπόκειται σε

δύο εκφάνσεις: πρώτον, στην αρχή προσδιορισμού του σκοπού (purpose

specification) κατά την οποία ο σκοπός της επεξεργασίας πρέπει να είναι σαφής,

νόμιμος και γνωστός στο υποκείμενο των δεδομένων και δεύτερον στην αρχή

περιορισμού του σκοπού (purpose limitation ή compatibility principle)51, η οποία

συνεπάγεται τον περιορισμό του δικαιώματος52 κατά τρόπο ώστε να μην

διακυβεύεται ο πυρήνας του. Εν προκειμένω, η δημοσιοποίηση των στοιχείων των

φορολογουμένων αποβλέπει σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος

συνίσταται στον περιορισμό της φοροδιαφυγής και της καταχρηστικής

49 Δ. Αναστασόπουλος, Φορολογικά δεδομένα και προστασία φορολογικού απορρήτου, Επίκαιρα


Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου, Ένωση Ελλήνων Νομικών e-ΘΕΜΙΣ, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2016, σ.
285-301
50 Ν. 2472/1997 αρ.5 παρ. 2 περ. δ

51 Λ. Μήτρου, Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Εκδόσεις Σάκκουλα,

2017, σελ 59-60


52 ΕΔΔΑ, Peck v. the United Kingdom (Para. 62). Επίσης D. Solove, Nothing to hide: The false trade off

between privacy and security, σελ. 33 επ., σχόλιο Λ. Μήτρου, Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας
Προσωπικών Δεδομένων, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2017, σελ 59-60

23
φοροαποφυγής53 μέσω της ενίσχυσης της διαφάνειας και της φορολογικής

συμμόρφωσης, ιδίως δε σε μία εποχή ιδιαίτερα δυσμενούς πορείας των δημοσίων

οικονομικών.

Η φοροδιαφυγή, μάλιστα, και η καταχρηστική φοροαποφυγή αποτελούν

συμπεριφορές με ιδιαίτερη συνταγματική απαξία, καθ’ ότι παραβιάζουν

πολλαπλώς το Σύνταγμα. Κατ’ αρχάς, «αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 4 §

5 του Συντάγματος, και ειδικότερα στην αρχή της καθολικότητας του φόρου, που

αποτελεί συστατικό στοιχείο της φορολογικής υποχρέωσης. Παράλληλα,

παραβιάζουν τις διατάξεις του άρθρου 4 § 1 του Συντάγματος, δηλαδή τη γενική

αρχή της ισότητας, αφού λειτουργεί στην πράξη ως μηχανισμός αναδιανομής

εισοδήματος από τους ειλικρινείς φορολογούμενους στους φοροδιαφεύγοντες.

Περαιτέρω, παραβιάζουν το άρθρο 25 § 4 Συντ., το οποίο καθιερώνει την αρχή της

κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, αφού διαρρηγνύει την ελάχιστη κοινωνική

και εθνική συνοχή, που διασφαλίζεται μέσα από την εκπλήρωση των

συνταγματικών καθηκόντων και εν προκειμένω της φορολογικής υποχρέωσης.

Τέλος, παραβιάζει έμμεσα το άρθρο 25 § 1 Συντ., το οποίο καθιερώνει την αρχή του

κοινωνικού Κράτους Δικαίου, αφού στερεί από το κράτος ένα μεγάλο μέρος νόμιμων

εσόδων που προορίζονται για την υλοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων και

γενικότερα για την ικανοποίηση δημοσίων αναγκών»54.

Εν όψει των ως άνω, η εμπέδωση της φορολογικής δικαιοσύνης, η συνεπής

εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεών και η έγκαιρη είσπραξη των

δημοσίων εσόδων δημιουργούν αυξημένο συνταγματικό βάρος στους στόχους της

καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής και καθιστούν

συνταγματικώς ανεκτό τον περιορισμό της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και την

εισαγωγή των προσωπικών δεδομένων στο χώρο της “κοινωνίας ” μέσω της

ενίσχυσης της διαφάνειας, της πληροφόρησης και ενημέρωσης των πολιτών.

53C-73/16, Peter Puškár, Σκέψεις 104επ


54 Γνωμ ΑΠΔΠΧ 4/2011, Σχετ. Κ. Χριστοδούλου, Χ. Ανθόπουλος, Σ. Βλαχόπουλος, Δ.
Ζωγραφόπουλος, Γ. Παναγοπούλου, Δημοσιοποίηση στο διαδίκτυο προσωπικών δεδομένων των
οφειλετών του Δημοσίου σε ΕφΔΔ 5/2011, Λ. Μήτρου, Η δημοσιότητα της κύρωσης ή η κύρωση της
δημοσιότητας, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012 σελ. 198 και Φ. Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Η λίστα
Λαγκάρντ και τα όρια της ελευθερίας του τύπου σε ΕφΔΔ 6/2012

24
β) Διασφάλιση της τήρησης της Αρχής Νομιμότητας

Τα δικαιώματα, ωστόσο, τα οποία προβλέπονται σε μια ευνομούμενη κοινωνία

προστατεύονται και περιορίζονται κατά την αρχή της νομιμότητας. Αυτή η

συνταγματικής περιωπής αρχή καθορίζει τα όρια και το περιεχόμενο της

κρατικής δράσης55, ακόμα κι αν θεμιτώς επιδιώκεται σκοπός υπέρτερου δημοσίου

συμφέροντος. Εν προκειμένω, τα οικονομικά- φορολογικά στοιχεία, όπως έχει

ήδη κρίνει το ΕΔΔΑ με την απόφαση του ΕΔΔΑ Amann κατά Ελβετίας της 16ης

Φεβρουαρίου 200056, περιλαμβάνονται στο δικαίωμα της προστασίας της

ιδιωτικής ζωής και του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού. Ως εκ τούτου, κάθε

περιορισμός της σφαίρας προστασίας της ιδιωτικής ζωής πρέπει να τελεί υπό τις

εγγυήσεις που θέτει η εθνική και ενωσιακή έννομη τάξη57 και συγκεκριμένα η

αρχή της νομιμότητας:

Tόσο το Συμβούλιο της Επικρατείας όσο και το Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο

∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε∆∆Α) έχουν δεχθεί, ιδίως κατά την ερμηνεία του

άρθρου 8 παρ. 2 της ΕΣ∆Α, ότι οποιαδήποτε επέμβαση (περιορισμός) στην

ιδιωτική ζωή του ατόμου από τη δημόσια εξουσία πρέπει να προβλέπεται σε

νόμο, που φέρει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της προσβασιμότητας (accessibility)

και της προβλεψιμότητας των συνεπειών του (foreseeability)58. Η νομολογία αυτή

απηχεί την αρχή της νομιμότητας, που διέπει τη δράση της δημόσιας διοίκησης,

υπό την έννοια ότι η αρμοδιότητα των δημόσιων αρχών πρέπει να προβλέπεται

από νόμο και να ασκείται σύμφωνα με το νόμο. Η διάταξη, μάλιστα, η οποία

προβλέπει την παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή, θα πρέπει να είναι επαρκώς

55 Α . Τάχος , Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, όπ.π., σελ. 59 επ


56 Ι. Ιγγλεζάκης, Το δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη και οι περιορισμοί του, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014
σελ. 26
57 Η αρχή της νομιμότητας προβλέπεται στο άρθρο 6 του Γενικού Κανονισμού Προστασίας

Προσωπικών δεδομένων
58 Γνωμ ΑΠΔΠΧ 4/2011, Σχετικά Σ. Γεωργίου, Tα συνταγματικά θεμέλια του δημόσιου χώρου, Εκδ.

Σάκκουλα 2017 σελ. 209-210 και Φ. Σπυρόπουλος/ Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος/Γ. Γεραπετρίτης,


Σύνταγμα, 2017 σελ. 474-475

25
σαφής, ώστε να παρέχεται στους αποδέκτες του νόμου η δυνατότητα να

ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους59.

Εφόσον δεν πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση, ήτοι ο περιορισμός του ατομικού

δικαιώματος με συγκεκριμένο νόμο, η ΑΠΔΠΧ έχει γνωμοδοτήσει αρνητικά για

την ανάρτηση στο διαδίκτυο α) των παρανόμως απαλλαγέντων από τη

στρατιωτική θητεία60, β) των γιατρών για τους οποίους προέκυψαν φορολογικές

παραβάσεις και έχουν καταλογιστεί πρόστιμα61 και γ) των οφειλετών

ασφαλιστικών εισφορών και αγγελιοσήμου προς τον Ενιαίο Δημοσιογραφικό

Οργανισμό Επικουρικής Ασφάλισης και Περίθαλψης 62.

γ)Διασφάλιση της τήρησης της αρχής της Αναλογικότητας

Εφόσον, λοιπόν, αντικείμενο του υπό κρίση συλλογισμού είναι ένας θεμιτός

σκοπός, ο περιορισμός του οποίου έχει περιβληθεί το νομικό τύπο, νομικά κρίσιμη

πλέον είναι η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Το Συμβούλιο της

Επικρατείας έχει κρίνει ως προς τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας

(άρθρο 25 παρ. 1 του Συν/τος εδ. δ΄) ότι οι επιβαλλόμενοι από το νόμο περιορισμοί

σε συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα πρέπει να είναι πρόσφοροι και

αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού

δημόσιου συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι σε σχέση προς αυτόν.

Όσον αφορά δε τον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας των μέτρων,

που θεσπίζονται για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, ο νομοθέτης διαθέτει

ευρύ περιθώριο εκτίμησης, για τον καθορισμό των ρυθμίσεων, που αυτός κρίνει

πρόσφορες και αναγκαίες.

Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας

περιορίζεται στην κρίση για το εάν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως

απρόσφορη, είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση

59 ΕΔΔΑ απόφαση Reknenyi κατά Ουγγαρίας της 20.5.1999 Σχετ. Κ. Χριστοδούλου/Χ. Ανθόπουλος/Σ.
Βλαχόπουλος/Δ. Ζωγραφόπουλος/Γ. Παναγοπούλου,οπ.π
60 ΑΠΔΠΧ Γνωμ 6/2007

61 ΑΠΔΠΧ Γνωμ 54/2011

62 ΑΠΔΠΧ Γνωμ 2/2013

26
του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο63 ενώ κατά το ΔΕΕ αρκεί οι περιορισμοί αυτοί

να εξυπηρετούν όντως σκοπούς γενικού συμφέροντος και να μην αποτελούν, σε

σχέση με τον επιδιωκόμενο με τους εν λόγω περιορισμούς σκοπό, υπέρμετρη

παρέμβαση που θίγει την ίδια την υπόσταση των δικαιωμάτων που

προστατεύονται 64.

 Αρχή της προσφορότητας και της αναγκαιότητας

Το μέτρο της δημοσιοποίησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το ∆ημόσιο

αναλύεται στις αιτιολογικές εκθέσεις των νόμων αλλά και στις γνωμοδοτήσεις

της ΑΠΔΠΧ ως ένα μέτρο πρόσφορο για τη συμμόρφωση των οφειλετών με τις

υποχρεώσεις τους και, συνακόλουθα για την εξασφάλιση της έγκαιρης

είσπραξης των δημοσίων εσόδων και των ασφαλιστικών οφειλών. Συνεπώς,

αποβλέπει στην ικανοποίηση πρόδηλων σκοπών ιδιαιτέρως σοβαρού

συμφέροντος και δεν εξέρχεται των ορίων της προσφορότητας και της

αναγκαιότητας65. Ωστόσο, παρόλο που στο πλαίσιο της «νομολογίας» της

ΑΠΔΠΧ και των αιτιολογικών εκθέσεων των σχετικών νόμων εξετάζεται το

στάδιο της προσφορότητας, παραμένει το βασικό ερώτημα εν προκειμένω αν

πράγματι αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης των πολιτών που έχουν ληξιπρόθεσμες

οφειλές έναντι του δημοσίου, αποτελεί το μοναδικό, αναγκαίο και

αποτελεσματικό μέτρο για την επίτευξη του στόχου της είσπραξης των

οφειλών66. Άλλωστε, ναι μεν η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής αποτελεί

σκοπό που αναμφίβολα συνιστά σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο, η

διαπίστωση αυτή δεν θεμελιώνει αυτονόητα την προσφορότητα και

63 ΟλΣτΕ 3031/2008, ΟλΣτΕ 2010/2010


64 Βλ. ∆ΕΚ, Απόφαση 12/06/2003, στην υπόθεση C-112/00, Eugen Schmidberger, Internationale
Transporte und Planzüge, σκέψεις 77-82, και τις αποφάσεις που αναφέρονται στη σκέψη υπ’ αρ. 80,
Απόφαση της 16ης ∆εκεμβρίου 2008, στην υπόθεση C-73/07, Satakunnan Markkinapörssi και
Satamedia, σκέψη 53, ∆ΕΕ, Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-
92/09 και C-93/09, Schecke (C-92/09) και Eifert (C-93/09), σκέψη υπ’ αρ. 76, ∆ΕΕ, Απόφαση της 27ης
Σεπτεμβρίου 2017, στην υπόθεση C-73/16, Peter Puškár, Σκέψεις 112επ. σε ΓνωμΑΠΔΠΧ 4/2011

65ΓνωμΑΠΔΠΧ 6/2017
66Χ. Δετσαρίδης, Φορολογικό απόρρητο και δημοσιοποίηση φορολογικών στοιχείων οφειλετών του
Δημοσίου υπό το πρίσμα του εθνικού και ενωσιακού νομοθέτη, Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, τ.
4/2012 σ. 1767 επ

27
καταλληλότητα του μέτρου της δημοσιοποίησης για την επίτευξη των σκοπών

αυτών.

Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, έχει υποστηριχθεί ότι η δημοσιοποίηση των στοιχείων

των οφειλετών του δημοσίου αποτελεί μία κακόβουλη αποκάλυψη και άκαρδη

πράξη (malevolent and heartless officialdom) που έχει ως σκοπό να στιγματίσει το

άτομο καθώς η επιπλέον γνώση έχει ελάχιστη ουσιαστική κοινωνική

χρησιμότητα67. Συνεπώς, η αποκάλυψη και ο περιορισμός των μη δηλούμενων

εισοδημάτων, που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες, μπορούν να

επιτευχθούν με ηπιότερα και πιο αποτελεσματικά μέσα πχ με τη διενέργεια

ενδελεχών ελέγχων από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές ή τη διαμόρφωση του

κατάλληλου θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα αποβλέπει πρωτίστως στην

ενίσχυση των δυνατοτήτων των αρμόδιων φορολογικών αρχών να εντοπίζουν

και να ελέγχουν τη φορολογητέα ύλη. Άλλωστε, όπως είχε ήδη διαπιστώσει η

ΑΠΔΠΧ με την υπ’αριθμ. 1/2011 Γνωμοδότηση της, ελλοχεύει ο κίνδυνος τα

φορολογικά δεδομένα να τύχουν επεξεργασίας για σκοπούς ξένους προς

εκείνους, για τους οποίους αυτά έχουν συλλεγεί από τις αρμόδιες φορολογικές

αρχές (πχ χρήση των δεδομένων αυτών για τον καθορισμό τιμήματος σε

αμφοτεροβαρείς συμβάσεις όπως είναι οι πωλήσεις) με περαιτέρω συνέπεια τον

άμεσο επηρεασμό της ατομικής ελευθερίας συμμετοχής στην κοινωνική και

οικονομική ζωή της χώρας.

Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφερθούμε στη «νομολογία» της ΑΠΔΠΧ πριν την

έναρξη της περιόδου των δυσμενών δημοσιονομικών δεδομένων. Συγκεκριμένα,

με την υπ’ αριθμ. 62/2001 απόφαση η ΑΠΔΠΧ είχε κρίνει ότι «η γενική

δημοσιοποίηση των στοιχείων οφειλετών του Δήμου Αθηναίων δεν κρίνεται

αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού του ΚΕΔΕ (δηλ. για την είσπραξη

οφειλών) και δεν υπερέχει της προστασίας των προσωπικών δικαιωμάτων των

προσώπων στα οποία αναφέρονται». Αντίστοιχα στην απόφαση 51/2003 που

αφορούσε τη δημοσίευση ονομάτων φοροδιαφευγόντων σε εφημερίδα που

ωστόσο είχε ως πηγή τα κατατεθειμένα στη Βουλή στοιχεία, η ΑΠΔΠΧ είχε

67 Yale Law School, Federal Income Tax Returns – Confidetiality vs Public Disclosure, Boris Bittker σελ.2

28
αποφανθεί ότι « η ανακοίνωση των προσωπικών στοιχείων φυσικών προσώπων στη

Βουλή όπως προβλέπεται με τις προαναφερόμενες, προγενέστερες του ν. 2472/97,

υπουργικές αποφάσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι το αναγκαίο και πρόσφορο

μέσο για την επίτευξη του προαναφερόμενου σκοπού, που στη συγκεκριμένη

περίπτωση είναι η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, αφού σε τελική ανάλυση

καταλήγει σε διαπόμπευση των υποκειμένων»

 Αρχή της stricto sensu αναλογικότητας

Η ΑΠΔΠΧ, στην προσπάθεια συγκερασμού των αντίθετων προσεγγίσεων ως

προς το μέτρο της δημοσιοποίησης στοιχείων οφειλετών του δημοσίου και

επαναπροσδιορίζοντας την αναγκαιότητα του εν λόγω μέτρου σε μία εποχή

ιδιαιτέρως κρίσιμης σχετικά με τα δημοσιονομικά πλαίσια - δεδομένο που χωρίς

αμφιβολία, προσδίδει συγκεκριμένο περιεχόμενο στο δημόσιο συμφέρον και

επηρεάζει την αντίστοιχη στάθμιση - έχει θεσπίσει σταδιακά εγγυήσεις οι οποίες

συμβάλλουν στη πραγμάτωση της strictο sensu αναλογικότητας και έχουν ως

σκοπό την ελαχιστοποίηση των κινδύνων που ενδέχεται να ανακύψουν από την

εφαρμογή του εν λόγω μέτρου: Ιδίως δε αφορούν 1) τον προσδιορισμό των

οφειλών που θα καταστούν αντικείμενο δημοσιοποίησης 2) την προηγούμενη

ενημέρωση του υποκειμένου 3) το χρόνο διατήρησης των στοιχείων στο διαδίκτυο

4) την υποκειμενική συμπεριφορά του οφειλέτη 5) την οριστικοποίηση ή μη της

ενοχής 6) τα μέτρα ασφαλείας και 7) τη μελέτη επιπτώσεων.

1)Προσδιορισμός των οφειλών

Η δημοσιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το ∆ημόσιο πρέπει να αφορά

αποκλειστικά οφειλές από φόρους, δασμούς και λοιπά βάρη, για τα οποία οι

Έλληνες πολίτες υποχρεούνται, κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, να

συνεισφέρουν, χωρίς διακρίσεις, ανάλογα με της δυνάμεις τους. Τούτο διότι η

απαξία που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των φορολογικών στοιχείων

θεμελιώνεται μόνο όταν παραβιάζονται οι απορρέουσες από το άρθρο 4 του

Συντάγματος φορολογικές υποχρεώσεις. Συνεπώς, θα πρέπει να διαφοροποιηθεί

η νομική τύχη των δημοσίου δικαίου οφειλών (λ.χ. από φόρο, πρόστιμο ) εν σχέσει

29
προς τις (ιδιωτικού δικαίου) απαιτήσεις τις οποίες έχει το Δημόσιο ως fiscus, λ.χ.

από μισθώσεις των κτιρίων του, ως κληρονόμος έκτης τάξεως κατ’ ΑΚ 1824 κ.ά68.

2)Ενημέρωση του διοικούμενου

Σύμφωνα με το άρθρο 10.3 του Ν. 2472/1997, ο διοικούμενος πρέπει να

ενημερώνεται εκ των προτέρων και να του δίνεται εύλογος χρόνος, προκειμένου

να παρασταθεί στις αρμόδιες υπηρεσίες και να υποβάλει τις ενστάσεις του. Εν

προκειμένω, το Υπουργείο Οικονομικών πρέπει, πριν από τη δημοσιοποίηση, να

στείλει στον φορολογούμενο ένα αντίγραφο με τα στοιχεία που προτίθεται να

δημοσιοποιήσει, ακόμα και αν η δημοσιοποίηση των εν λόγω στοιχείων θεωρείται

κατ’ αρχήν νόμιμη69 , τούτο δε διότι το δικαίωμα της ενημέρωσης έχει αυτοτελή

χαρακτήρα.

3)Χρόνος διατήρησης των στοιχείων στο διαδίκτυο

Επόμενο κριτήριο για την stricto sensu αναλογικότητα της επάχθειας του μέσου

είναι ο ακριβής προσδιορισμός του χρονικού διαστήματος που αφορά η

δημοσίευση. Τούτο διότι, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ελαχιστοποίησης θα

πρέπει να διασφαλίζεται ότι το διάστημα αποθήκευσης των δεδομένων

προσωπικού χαρακτήρα περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατό. Ο Γενικός

Κανονισμός Προσωπικών Δεδομένων μάλιστα στην παρ. 1 του άρθρου 5

καθιερώνει ρητά την αρχή του «περιορισμού της περιόδου αποθήκευσης»

προσδιορίζοντας ως νόμιμο χρονικό όριο διατήρησης των προσωπικών

δεδομένων το διάστημα που απαιτείται για την επίτευξη των σκοπών που θέτει ο

νόμος70.Υπό το πρίσμα αυτό, είναι αναγκαίο να ορίζεται επακριβώς το χρονικό

68 Κ. Χριστοδούλου/Χ. Ανθόπουλος/Σ. Βλαχόπουλος/Δ. Ζωγραφόπουλος/Γ. Παναγοπούλου,


Δημοσιοποίηση στο διαδίκτυο προσωπικών δεδομένων των οφειλετών του Δημοσίου, ΕφημΔΔ
5/2011
69 Απόφαση 78/2012 ΑΠΔΠΧ

70 Λ. Μήτρου, Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Εκδόσεις Σάκκουλα,

2017, σελ 64-65

30
διάστημα που αφορά η δημοσίευση, διότι αλλιώς η επάχθεια του μέτρου θα είναι

χρονικώς απεριόριστη71.

Στο πλαίσιο τούτο, κρίσιμη είναι η απόφαση Google Spain SL, Google Inc. κατά

Agencia Española de Protección de Datos (AEPD) κατά την οποία το Δικαστήριο

της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιλήφθηκε του θέματος της ύπαρξης η μη δικαιώματος

στη λήθη υπό την εκδοχή της διαγραφής προσωπικών δεδομένων από το

διαδίκτυο. Το Δικαστήριο, λοιπόν, ορμώμενο από τις διατάξεις 7 και 8 του Χάρτη

Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και λαμβάνοντας υπόψη τους

ιδιαίτερους κινδύνους που εγκυμονεί το διαδίκτυο, αναγνώρισε το δικαίωμα του

υποκειμένου να «να ζητήσει να πάψει η επίμαχη πληροφορία να τίθεται στη

διάθεση του ευρέως κοινού λόγω της εμφάνισής της στον προαναφερθέντα

κατάλογο αποτελεσμάτων». Τούτο διότι «αν υιοθετήσουμε την άποψη ότι κάποιος

έχει το δικαίωμα να επεξεργάζεται, απεριόριστα και χωρίς κανένα φραγμό,

δεδομένα τρίτου προσώπου και να αποφασίζει αυτός πώς θα χρησιμοποιήσει τα

προσωπικά δεδομένα του τρίτου, αποτελεί μια θεώρηση που δεν συμβαδίζει με την

ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του υποκειμένου των δεδομένων, την

«μήτρα» όλων των ειδικότερων ελευθεριών»72. Αν και το Δικαστήριο στην εν λόγω

υπόθεση αποφαίνεται επί διαφορετικού θέματος, ήτοι αν το υποκείμενο

προσωπικών δεδομένων έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη διαγραφή προσωπικών

δεδομένων που κατ’αρχήν νομίμως δημοσιεύονται, διαφαίνεται η «πεποίθηση»

του Δικαστηρίου, ότι η μη χρονική οριοθέτηση της εν λόγω δημοσίευσης

εγκυμονεί ιδιαίτερους κινδύνους λόγω της ιδιαιτερότητας του διαδικτύου να

ανασύρει κάθε «θραύσμα» πληροφορίας, συλλέγοντας όλα τα αποσπάσματα και

προσφέροντας εν τέλει «μία επασυναρμολογημένη και ετερογενή εικόνα ενός

71H διάσταση της αναλογικότητας ως προς το χρόνο διατήρησης των δεδομένων αναδεικνύεται και στην
απόφαση S. and Marper v. UK, με την οποία το ΕΔΔΑ απεφάνθη ότι η διατήρηση των δεδομένων
απαιτείται να είναι ανάλογη του σκοπού για τον οποίο έχουν συλλεγεί και χρονικά περιορισμένη
(απόφαση της 4/12/2008) σε Λ. Μήτρου, Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων,
Εκδόσεις Σάκκουλα, 2017, σελ 64-65

72
ΔΕΕ της 13.5.2014, C-131/12, Google Spain SL, Google Inc. κατά Agencia Española de Protección de
Datos (AEPD), Mario Costeja González, ΔιΔικ 3/2014, σχόλιο: Βλαχόπουλος, σ. 831-856

31
προσώπου»73, η οποία κείται πέρα των σκοπών για τους οποίους θεωρείται

επιβεβλημένος ο εν λόγω περιορισμός της προστασίας της ιδιωτικής ζωής.

4) Υποκειμενική συμπεριφορά του οφειλέτη

Σημαντικό στοιχείο για την εφαρμογή της αρχής της ελαχιστοποίησης κατά την

επιβολή του επίμαχου μέτρου αποτελεί η νομοθετική πρόβλεψη σχετικά με το

εάν η δημοσίευση εξαρτάται από τη συμπεριφορά του οφειλέτη και τυχόν

πρόσθετη απαξία αυτής λ.χ. υπαιτιότητα ή δόλος. Τούτο διότι μόνο στην

περίπτωση της υπαίτιας καθυστέρησης στοιχειοθετείται θεμιτώς η αποδοκιμασία

που επιφυλάσσει η έννομη τάξη στους οφειλέτες μέσω της δημοσιοποίησης και

εξαλείφεται ο κίνδυνος της αναίτιας έκθεσης των φορολογικών δεδομένων στη

βορά της απλής περιέργειας τρίτων74. Στο ίδιο πλαίσιο, ήτοι της δημοσιοποίησης

στοιχείων με σκοπό τη φορολογική συμμόρφωση κινείται η ακόλουθη επιταγή:

Δεν θα πρέπει να δημοσιεύονται ονόματα οφειλετών χρεών που είναι ανεπίδεκτα

είσπραξης, κατά την έννοια του νέου άρθρου 82Α του ΚΕ∆Ε. Τούτο δε διότι η

δημοσιοποίηση των ονομάτων των οφειλετών (που δεν έχουν την οικονομική

δυνατότητα να καταβάλουν τα χρέη τους) δεν εμφανίζει καμία προσφορότητα

για την επίτευξη των σκοπών της φορολογικής συμμόρφωσης και της επίτευξης

φορολογικής δικαιοσύνης, συνιστά δε μέσο προς γενικοπροληπτικό

παραδειγματισμό και διαπόμπευση του υποκειμένου των δεδομένων 75.

5) Οριστικοποίηση της ενοχής

Δεδομένης της επάχθειας του μέτρου της δημοσιότητας των στοιχείων οφειλετών

και της μη αναστρεψιμότητας των συνεπειών της, καθίσταται αναγκαία η

προϋπόθεση της οριστικοποίησης της φορολογικής ενοχής η οποία επέρχεται

είτε με την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής

73 Λ. Μήτρου, Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Εκδόσεις Σάκκουλα,


2017, σελ. 131-132
74 Χριστοδούλου/Χ. Ανθόπουλος/Σ. Βλαχόπουλος/Δ. Ζωγραφόπουλος/Γ. Παναγοπούλου,
Δημοσιοποίηση στο διαδίκτυο προσωπικών δεδομένων των οφειλετών του Δημοσίου, ΕφημΔΔ
5/2011, σ. 678-689
75 Κ. Χριστοδούλου/Χ. Ανθόπουλος/Σ. Βλαχόπουλος/Δ. Ζωγραφόπουλος/Γ. Παναγοπούλου,

Δημοσιοποίηση στο διαδίκτυο προσωπικών δεδομένων των οφειλετών του Δημοσίου, ΕφημΔΔ
5/2011, σ. 678-689

32
κατά της πράξης καταλογισμού φόρου, είτε με την έκδοση τελεσίδικης

δικαστικής απόφασης, σχετικά με την ύπαρξη και το ύψος της οφειλής 76 . Τούτο

διότι, προτού επιβληθεί το επαχθές μέτρο της δημοσιοποίησης στοιχείων

οφειλετών δημοσίου, πρέπει να έχει διακριβωθεί πράγματι η νομιμότητα

επιβολής του συγκεκριμένου δημοσίου εσόδου και συνακόλουθα η “ιδιότητα του

οφειλέτη δημοσίου”. Σε διαφορετική περίπτωση, η επιβολή του μέτρου

δημοσιοποίησης, για όσο χρόνο ο διοικούμενος μπορεί να επιτύχει τη δικαστική

αμφισβήτηση του επιβληθέντος φόρου, στην ουσία θα περιόριζε σε σημαντικό

βαθμό το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα της δικαστικής προστασίας,

με την έννοια ότι θα ισοδυναμούσε με επιβολή κύρωσης, σε πράξη, η

νομιμότητα της οποίας, βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της δικαστικής

αμφισβήτησης.

6) Μέτρα ασφαλείας

Σύμφωνα με το άρθρο 10.3 του Ν. 2472/1997 «Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει

να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των

δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία

απώλεια,αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή

αθέμιτης επεξεργασίας. Αυτά τα μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο

ασφάλειας ανάλογο προς τους κινδύνους που συνεπάγεται η επεξεργασία και η

φύση των δεδομένων που είναι Αντικείμενο της επεξεργασίας». Ο ΓΚΠΔ μάλιστα

αναγνωρίζει μία εξέχουσα θέση στην ασφάλεια, εντάσσοντας ρητά στις «αρχές

της επεξεργασίας» την ακεραιότητα και την εμπιστευτικότητα (άρθρο 5 παρ. 1

στ)77.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η υπ’αριθμ. 98/2013 απόφαση της Αρχής επιβλήθηκε

πρόστιμο στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων ως υπεύθυνη

επεξεργασίας, διότι παραβίασε την υποχρέωση λήψης των κατάλληλων μέτρων

ασφάλειας κατά το άρθρο 10 παρ. 3 ν. 2472/1997, γεγονός που οδήγησε από το

έτος 2000 έως και το έτος 2012 σε μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση και επεξεργασία

76 Γνωμ 4/2011 ΑΠΔΠΧ, Σπ. Βλαχόπουλος, ∆ιαφάνεια της κρατικής δράσης και προστασία των
προσωπικών δεδομένων, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σελ. 325-326 , 339-342.
77 Λ. Μήτρου, Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1η

έκδ., 2017, σελ 108-109

33
από τρίτους ιδιαίτερα μεγάλου όγκου προσωπικών δεδομένων ων απλών και

ευαίσθητων, τα οποία στην πλειονότητά τους υπόκεινται στο φορολογικό

απόρρητο78. Παράλληλα ορίστηκαν τα μέτρα που έπρεπε να λάβει η ΓΓΠΣ σε όλα

τα πληροφοριακά συστήματα που βρίσκονται υπό την ευθύνη της και θα

μπορούσαν να εφαρμοσθούν αναλογικά σε όλους τους υπεύθυνους

επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων. Πρόκειται για την ολοκληρωμένη μελέτη

ανάλυσης επικινδυνότητας και ευπαθειών, την αναθεώρηση της υφιστάμενης

πολιτικής ασφάλειας, την σταδιακή διερεύνηση του ενδεχομένου λήψης

πιστοποίησης σε θέματα διαδικασιών ασφάλειας και τέλος, τον έλεγχο από

ανεξάρτητο οργανισμό, σε τακτική βάση της ασφάλειας των συστημάτων και

διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της αποτίμησης των εφαρμοζόμενων

μέτρων ασφάλειας. Συνεπώς, καθίσταται σαφές ότι κατά την επιβολή του εν

λόγω μέτρου, οι υπεύθυνοι επεξεργασίας οφείλουν να λαμβάνουν τα κατάλληλα

οργανωτικά και τεχνικά μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι το επίπεδο

ασφάλειας των προσωπικών δεδομένων είναι ανάλογο προς τους κινδύνους που

συνεπάγεται η επεξεργασία και η φύση των δεδομένων.

7) Mελέτη επιπτώσεων

Ενδιαφέρον σημείο εισήχθη με την υπ’ αριθμ. 6/2017 Γνωμοδότηση της ΑΠΔΠΧ η

οποία απεφάνθη θετικώς στο ζήτημα εάν συνάδει με την προστασία του ατόμου

από την επεξεργασία δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα η δημοσιοποίηση

από την Ανεξάρτητη Αρχή ∆ημοσίων Εσόδων, ως υπεύθυνο επεξεργασίας,

ονοματεπωνύμων οφειλετών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τον Ενιαίο Φορέα

Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του

άρθρου 9 του Ν. 3943/2011.

Η ιδιαίτερη, ωστόσο, σημασία αυτής της γνωμοδότησης έγκειται στο ότι δεν

περιορίστηκε στη διαπίστωση της εκ των προτέρων της προσφορότητας του εν

λόγω μέτρου αλλά επέβαλε στον υπεύθυνο επεξεργασίας να αποδείξει με

78Χ. Φατούρου, Υποχρέωση λήψης από μέρους της Γ.Γ.Π.Σ. κατάλληλων μέτρων ασφάλειας κατά
το άρθρο 10 παρ. 3 ν. 2472/1997, προς αποφυγή μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και επεξεργασίας
από τρίτους ιδιαίτερα μεγάλου όγκου προσωπικών δεδομένων [ΑΠΔΠΧ 98/2013], ΔτΑ 66/2015, σ.
911 επ.

34
αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία ότι διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της

αναλογικότητας και συγκεκριμένα ότι η κρίσιμη επεξεργασία δεδομένων

προσωπικού χαρακτήρα των ενδιαφερομένων προσώπων είναι αναγκαία και

πρόσφορη για την πλήρωση των προβαλλόμενων σκοπών επεξεργασίας. Η Αρχή

φρονεί ότι τα στοιχεία αυτά πρέπει να αποτυπώνουν μία ουσιαστική αποτίμηση

σε βάθος χρόνου του μέτρου της δημοσιοποίησης οφειλετών ληξιπρόθεσμων

οφειλών έτσι ώστε να προκύπτει επαρκώς η συμβολή της εν λόγω επεξεργασίας

στην επίτευξη του έργου δημοσίου συμφέροντος, ήτοι στην πλήρωση των σκοπών

της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της συνεπούς εκπλήρωσης των

φορολογικών υποχρεώσεων.

Η εισαγωγή αυτού του στοιχείου, μάλιστα, αναδύει την τάση του ενωσιακού

νομοθέτη για λογοδοσία των δημοσίων φορέων η οποία συνοδεύεται από την

υιοθέτηση νέων υποχρεώσεων και «εργαλείων». Κρίσιμο «εργαλείο» λοιπόν σε

αυτό το πλαίσιο θεωρείται η εκτίμηση αντίκτυπου στην προστασία προσωπικών

δεδομένων, ως πυρήνας εξορθολογισμού των αποφάσεων αναφορικά με

πολιτικές και προγράμματα που είτε είναι αμφιλεγόμενα είτε πιθανολογείται ότι

οι επιπτώσεις τους θα προκαλέσουν αντιδράσεις και θα υπονομεύσουν την

εφαρμοσιμότητα και την αποδοχή τους79. Σκοπός δε της εκτίμησης αντίκτυπου

είναι να εκτιμηθεί η πιθανότητα και η σοβαρότητα του υψηλού κινδύνου

λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την έκταση, το πλαίσιο και τους σκοπούς της

επεξεργασίας και τις πηγές του κινδύνου. Ο Κανονισμός, μάλιστα, αναφέρεται

στο «ελάχιστο περιεχόμενο» μιας εκτίμησης αντικτύπου, στο οποίο

περιλαμβάνεται α) η συστηματική περιγραφή των προβλεπόμενων πράξεων

επεξεργασίας και των σκοπών της επεξεργασίας, β) η εκτίμηση της

αναγκαιότητας και της αναλογικότητας των πράξεων επεξεργασίας σε

συνάρτηση με τους σκοπούς, γ) η εκτίμηση των κινδύνων για τα δικαιώματα και

τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων και τέλος δ) τα προβλεπόμενα

79Λ. Μήτρου, Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Εκδόσεις Σάκκουλα


2017, σελ.100-101

35
μέτρα αντιμετώπισης των κινδύνων, περιλαμβανομένων των εγγυήσεων, των

μέτρων και μηχανισμών ασφάλειας (άρθρο 34 παρ. 7).

Παρατηρούμε λοιπόν ότι το φορολογικό απόρρητο ναι μεν αποτελεί έναν

νομοθετικά οριοθετημένο κλειστό χώρο ιδιωτικότητας, οι εξαιρέσεις του οποίου

υπόκεινται στον κανόνα της στενής ερμηνείας των φορολογικών διατάξεων,

ωστόσο, τούτο « δεν εκτείνεται ουδέ και ήτο εύλογον να εκτείνεται μέχρι του

σημείου ώστε να θάλπωνται πράξεις ή παραλείψεις των φορολογουμένων,

συνιστώσαι παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας». Tούτο διότι η φορολογική

πληροφορία σε αυτή την περίπτωση «ενσαρκώνει» μία πράξη με ιδιαίτερη

συνταγματική απαξία, συνεπώς μεταβάλλεται η φύση της. Αυτή η μεταβολή,

λοιπόν, της φύσης του αντικειμένου προστασίας είναι εκείνο το στοιχείο που

δικαιολογεί την άρση του εμπιστευτικού χαρακτήρα της πληροφορίας και τη

μεταφορά της από το χώρο της ιδιωτικότητας στο χώρο της κοινωνίας,

τηρουμένων βέβαια των εγγυήσεων που έχουν τεθεί από το πλέγμα του εθνικού

και ενωσιακού δικαίου.

ΙΙ. Δημοσιοποίηση φορολογικών πληροφοριών δημοσίων προσώπων

1. Η ιδιότητα του «δημοσίου προσώπου»

Παρατηρούμε ωστόσο ότι η φορολογική πληροφορία εντάσσεται σε διαφορετικό

πλαίσιο όχι μόνο όταν μεταβάλλεται η φύση της και αποδίδει μία φορολογική

παράβαση αλλά και όταν το υποκείμενό της δεν είναι απλώς ένας πολίτης ο

οποίος διεκδικεί την ανωνυμία του μέσα από το δικαίωμα του πληροφοριακού

αυτοκαθορισμού αλλά ένα δημόσιο πρόσωπο. Σε αυτό το πλαίσιο ιδιαίτερα

διαφωτιστική είναι η έννοια περί ιδιωτικότητας από το δικαστή Richard Posner.

Ο Aμερικανός λοιπόν δικαστής, αναλύοντας την ιδιωτικότητα ρεαλιστικά μέσα

από το πρίσμα του ατομισμού, την αναπαριστά ως το παραπέτασμα εκείνο, πίσω

από το οποίο το υποκείμενο αποκρύπτει τις αληθινές αλλά επιβλαβείς

δραστηριότητές του από τον έλεγχο του δημόσιου χώρου, ώστε να καταστεί

πεδίο εξαίρεσης των εν λόγω δραστηριοτήτων από τη δημόσια λογοδοσία.

Υπάρχει δηλαδή ένας χώρος για κάθε άνθρωπο όπου κυρίαρχο στοιχείο είναι η

36
επιλογή να επιδιώξει το προσωπικό του καλό, κρατώντας σε απόσταση από τους

άλλους πληροφορίες ή συγκεκριμένα ζητήματα και περιστατικά που τον

αφορούν, εκτός βεβαίως από εκείνους με τους οποίους έχει επιλέξει να μοιραστεί

την επιδίωξή του80.

Τα δημόσια πρόσωπα, λοιπόν, πράγματι, έχουν επιλέξει να μοιραστούν με την

κοινωνία την επιδίωξη συμμετοχής στο δημόσιο βίο, καθώς ανέλαβαν εκουσίως

την άσκηση δημοσίων αξιωμάτων. Συνεπώς, συναίνεσαν στο να εκτεθούν σε ένα

ευρύτερο έλεγχο της ιδιωτικής και οικονομικής τους ζωής81, προκειμένου ο

πολίτης, στο πλαίσιο της δημοκρατίας της διαφάνειας και της ενημέρωσης, να

ελέγχει ουσιαστικώς όσους ασκούν κρατική εξουσία και έχουν υποχρέωση

λογοδοσίας σε αυτόν.

Το «λαϊκό»,τούτο, «αίτημα» για λογοδοσία έχει τις ρίζες της στο Ηνωμένο

Βασίλειο, στον 11ο αιώνα και στην καταχώριση της περιουσίας του βασιλιά

William I, σε περιουσιολόγιο, στα περίφημα Domesday Books82, ενώ σήμερα στη

δική μας εθνική έννομη τάξη κατοχυρώνεται στη δημοκρατική αρχή και στη

διάταξη του άρθρ. 29 παρ. 2 Σ περί της διαφάνειας στα οικονομικά των

κομμάτων, των βουλευτών, των υποψηφίων βουλευτών και των υποψηφίων στην

τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και σε διεθνή κείμενα. Μάλιστα, στη Σύμβαση των

Ηνωμένων Εθνών κατά της ∆ιαφθοράς, η οποία έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με

το ν. 3666/2008 (ΦΕΚ 113/Α΄/18.06.2008), γίνεται αναφορά στην αρχή της

διαφάνειας ως μέσου πρόληψης της διαφθοράς, τόσο στο προοίμιο όσο και σε

επιμέρους διατάξεις (άρ. 5 παρ. 1, 7 παρ. 1) και προβλέπεται ότι τα κράτη μέρη

«θα προσπαθήσουν να υιοθετήσουν, να διατηρήσουν και να ενισχύσουν συστήματα

80 R.A. POSNER, The Economics of Justice , Harvard University Press, Cambridge, MA 1981, σ. 234 και
Posner, «The Right of Privacy», University of Chicago Law School Chicago Unbound, 1977
81 Τούτο είναι σύμφωνο και σε αντιστοιχία με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου των

∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο επιλύοντας τη σύγκρουση του δικαιώματος στην ελευθερία
της έκφρασης και αυτού της προστασίας της ιδιωτικής ζωής δέχεται ότι είναι ανεκτή η επέμβαση
σε πτυχές της ιδιωτικής ζωής δημοσίων προσώπων προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της
ενημέρωσης του κοινού (βλ. ενδεικτικά von Hanover v. Germany, απόφαση της 24.6.2004).
82 Μ . J. Dubnick/B. S. Romz ek , Accountability and the Centrality of Expectations in American Public

Administration, Research in Public Administration 1993, σ. 37 – 78 σχόλιο Χ. Ακριβοπούλου/Μ.


Ασπρούδη, Λογοδοσία και δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων δημοσίων αξιωματούχων
από τη σκοπιά του εθνικού και συγκριτικού δικαίου, ΕφημΔΔ 5/2013, σ. 687-703

37
που προάγουν τη διαφάνεια και προλαμβάνουν τη σύγκρουση συμφερόντων» (άρ. 7

παρ. 4)83.

Ως «δημόσια πρόσωπα», λοιπόν, τα οποία οφείλουν κατ’ αρχήν να ανέχονται το

ενδιαφέρον του κοινού ακόμα και για στοιχεία της ιδιωτικής ζωής θεωρούνται τα

πρόσωπα στα οποία έχει αποδοθεί δημοσία εξουσία, νοούνται επίσης όσα

συνδέονται με την άσκηση δημοσίου λειτουργήματος ή τη διαχείριση

συμφερόντων τρίτων84. Ειδικότερα, ως πρόσωπο που κατέχει δημόσιο

λειτούργημα θα πρέπει να θεωρηθεί εκείνο που κατέχει θέση ύστερα από

διορισμό και είναι συνδεόμενο με την εκτελεστική, νομοθετική ή δικαστική

εξουσία85 ενώ πρόσωπο που σχετίζεται με τη διαχείριση συμφερόντων τρίτων θα

πρέπει να θεωρηθεί εκείνο που κατέχει θέση στο δημόσιο τομέα με την ευρύτερη

έννοια του όρου, υπολαμβάνοντας στην περίπτωση αυτή την έννοια του

λειτουργικού κριτηρίου86. Η ιδιότητα δε του δημοσίου προσώπου ωστόσο δεν

επαρκεί προκειμένου να αιτιολογήσει από μόνη της τη βάση για την πρόκληση

δημοσίου συμφέροντος. Απαιτείται δηλαδή να προκύπτει κάθε φορά η

απαραίτητη εσωτερική συνάφεια μεταξύ του ρόλου του δημοσίου προσώπου στο

πλαίσιο της εξουσίας που ασκεί η διαχειρίζεται και του γεγονότος που εμπίπτει

στο δημόσιο συμφέρον87. Aν δηλαδή, το γεγονός χαρακτηρίζεται ως μία ιδιωτική

πρακτική ή συνήθεια του υποκειμένου, σημαίνει συνεκδοχικά ότι αυτή δεν

πρέπει να αποκαλυφθεί στο δημόσιο χώρο. Αντίθετα, ο χαρακτηρισμός της ως

δημόσιας παρέχει τη δυνατότητα αποκάλυψής της στο δημόσιο χώρο. Έτσι,

εφόσον συντρέχει η συνδρομή της ιδιότητας του δημοσίου προσώπου υπό

οργανικό ή λειτουργικό κριτήριο και υπάρχει δικαιολογημένο ενδιαφέρον του

κοινού για το συγκεκριμένο γεγονός, ένα δημόσιο πρόσωπο δεν μπορεί να

83 AΠΔΠΧ 7/2011
84 Η ως άνω διάκριση υφίσταται εδώ και χρόνια στις ΗΠΑ όπου η νομολογία του Supreme Court
διακρίνει τους ασκούντες δημόσιο λειτούργημα (public officials) και τα πρόσωπα που λόγω της
θέσης που κατέχουν είτε λόγω τυχαίων συμβάντων βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος
της κοινής γνώμης (public figures), Ν. Αλιβιζάτος Η ιδιωτική ζωή των δημοσίων προσώπων, Το
Βήμα, 7.9.2017
85 Π. Αρμαμέντος- Β. Σωτηρόπουλος, Προσωπικά δεδομένα, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008 σ. 244 επ.

86 Π. Αρμαμέντος- Β. Σωτηρόπουλος, Προσωπικά δεδομένα, σ. 244 επ. και Ιγγλεζάκης, Ευαίσθητα

Προσωπικά δεδομένα, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2003 σ.249 επ


87 Α. Τσέβας, Η προστασία του ιδιωτικού βίου των δημοσίων προσώπων έναντι των μέσων

ενημέρωσης κατά την ΕΣΔΑ, ΔιΜΕΕ2005, 353 επ.

38
απολαμβάνει καμία ιδιωτικότητα88, ακόμα στο αυστηρό πλαίσιο του φορολογικού

απορρήτου.

Όσον αφορά δε τα συγγενικά πρόσωπα των δημοσίων προσώπων, πρέπει και εδώ

να τονισθεί ότι βασική εκδήλωση της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, όπως

κατοχυρώνεται από το άρθρο 2 παρ.1 του Συντάγματος, είναι η αρχή του

αυτοπροσδιορισμού του ατόμου, η οποία υποχρεώνει την ανεξάρτητη και

αυτοτελή εξέταση της δραστηριότητας κάθε προσώπου και όχι στην ετερόνομη

εξέτασή του, που θα το καθιστούσε απλό παρακολούθημα του βίου και της

δράσης του δημοσίου προσώπου89. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις, όπου το

δικαιολογημένο ενδιαφέρον καλύπτει ακόμα και πράξεις μη δημοσίων

προσώπων, όπως οι κοντινοί συγγενείς του ελεγχόμενου δημοσίου προσώπου,

όταν αυτές ενδιαφέρουν, λόγω της φύσης τους και της άμεσης συνάφειάς τους με

την ελεγχόμενη συμπεριφορά του δημοσίου προσώπου. Έτσι ο έλεγχος της

περιουσιακής κατάστασης τέκνου ανώτατου δικαστή στο μέτρο που έχει απόλυτη

συνάφεια με τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης αυτού, είναι ζήτημα που

ενδιαφέρει τη δημόσια γνώμη και μπορεί να συνδέεται με το ευρύτερο πρόβλημα

λειτουργίας του θεσμού της δικαιοσύνης. Επομένως κριτήριο για την εξ

αντανακλάσεως απόκτηση της ιδιότητας του δημοσίου προσώπου είναι να

έχουμε ζήτημα που ενδιαφέρει τη δημόσια γνώμη και μπορεί να συνδέεται με

ευρύτερο πρόβλημα λειτουργίας των θεσμών.

Στην ενότητα αυτή, θα εξεταστεί, λοιπόν, πως η εθνική έννομη τάξη,

οριοθετούμενη από το ως άνω πλαίσιο, έχει θεσπίσει αποκλίσεις από την

προστασία της οικονομικής ζωής των δημοσίων προσώπων α) μέσω της

δημοσιοποίησης των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης στον τύπο αλλά και

β) μέσω της δημοσιοποίησης φορολογικών πληροφοριών δημοσίων προσώπων

κατ’ ενάσκηση του δημοσιογραφικού έργου.

88
Χ. Ακριβοπούλου, Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012, σ. 69-77
89Ιωάννης Καράκωστας, Όροι και Προυποθέσεις δημοσίευσης προσωπικών δεδομένων που
αφορούν πρόσωπο της επικαιρότητας, ΔιΜΕΕ 1/2005 σελ 28

39
2. Το μέτρο της δημοσιοποίησης των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης
κατά το Ν.3213/2003

Με το ν. 4351/1964 «περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου»,

καθιερώθηκε η υποχρέωση υποβολής ετήσιας δήλωσης περιουσιακής

κατάστασης από κατηγορίες κρατικών λειτουργών. Η ισχύς του εν λόγω νόμου

επεκτάθηκε, δυνάμει της, μεταβατικού χαρακτήρα, διάταξης του άρθρου 66 του

ν. 12/1975 και μετά την αποκατάσταση του ελεύθερου πολιτικού βίου. Ο ν.

4351/1964 καταργήθηκε από το ν. 1738/1987. Με τις διατάξεις του ν. 1738/1987,

όπως αντικαταστάθηκαν από τις αντίστοιχου περιεχομένου διατάξεις του ν.

2429/1996 (Α΄ 155) θεσπίστηκε εκ νέου η υποχρέωση υποβολής ετήσιας δήλωσης

περιουσιακής κατάστασης από κατηγορίες κρατικών λειτουργών αλλά και

δημοσίων υπαλλήλων και λοιπών υπόχρεων90 προς τούτο προσώπων,

ενισχύθηκαν οι αρμοδιότητες ελέγχου και επαλήθευσης των δηλώσεων αυτών91

και προβλέφθηκε η δυνατότητα δημοσίευσης τους στον τύπο92. Σήμερα, η

υποχρέωση υποβολής ετήσιας δήλωσης περιουσιακής κατάστασης επιβάλλεται

δυνάμει των διατάξεων του ν. 3213/2003 (Α΄309), όπως τροποποιήθηκε με το

άρθρο 3 του ν. 4065/201293. Προκύπτει, συνεπώς, ότι ο νομοθέτης, με το ως άνω

90
H υποχρέωση δημοσιοποίησης επεκτάθηκε στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς,
γενικούς γραμματείς περιφερειών, προέδρους διευρυμένων νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, τους
νομάρχες, τους προέδρους νομαρχιακών επιτροπών, τους περιφερειακούς διευθυντές, τους
υπεύθυνους για τη διαχείριση των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων, τους διοικητές,
υποδιοικητές, γενικούς διευθυντές και αναπληρωτές γενικούς διευθυντές πιστωτικών ιδρυμάτων,
στα φυσικά πρόσωπα, καθώς και προέδρους, διοικητές, υποδιοικητές, γενικούς διευθυντές,
αναπληρωτές και μέλη του συλλογικού οργάνου διοίκησης νομικών προσώπων, τα οποία
μετέχουν με ποσοστό τουλάχιστον 5% στο μετοχικό κεφάλαιο ελληνικών τραπεζών, στους
μετόχους κάθε μορφής εταιρειών, οι οποίες κατέχουν άδεια τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού σταθμού,
καθώς και τα μέλη της διοίκησής τους, στα φυσικά πρόσωπα, ιδιοκτήτες ημερήσιων ή περιοδικών
εντύπων πανελλήνιας ή τοπικής κυκλοφορίας, στους μετόχους κάθε μορφής εταιρειών
αντίστοιχης εκδοτικής δραστηριότητας, καθώς και τα μέλη της διοίκησης, στους δημοσιογράφους.

91 Οι δηλώσεις των πολιτικών προσώπων δεν θα ελέγχονται πλέον από τον Αντιπρόεδρο της
Βουλής αλλά από διακομματική επιτροπή ελέγχου, η οποία μπορεί να αναθέτει τη διενέργεια
ελεγκτικών πράξεων σε ορκωτούς ελεγκτές, δηλαδή επιστήμονες με ειδικές γνώσεις που
απαιτούνται για την εξακρίβωση της ακρίβειας των δηλώσεων.

92 Χ. Ακριβοπούλου/Μ. Ασπρούδη, Λογοδοσία και δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων


δημοσίων αξιωματούχων από τη σκοπιά του εθνικού και συγκριτικού δικαίου, ΕφΔΔ 5 (2013)
93 Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 1 του

παρόντος αναρτώνται στο διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής
του άρθρου 3 21 του ν. 3023/2002 (Α` 146), όπως ισχύει, ο οποίος καθορίζει τη μορφή, τον τύπο, τα

40
σχετικό νομοθετικό πλαίσιο επεδίωξε τον περιορισμό της διαφθοράς στο δημόσιο

βίο και την πάταξη των αθέμιτων συναλλαγών επί ζημία του δημοσίου από

κρατικούς λειτουργούς και δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι, κατέχοντες

κρίσιμες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, δύνανται, επωφελούμενοι της ιδιότητάς

τους, να προσπορίσουν στον εαυτό τους ή σε τρίτους αθέμιτο περιουσιακό

όφελος94.

Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Κώδικας Δεοντολογίας των βουλευτών του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει αντίστοιχες ρυθμίσεις προβλέποντας ότι οι

ευρωπαίοι βουλευτές οφείλουν να δηλώνουν δημόσια και ηλεκτρονικά κάθε τους

επαγγελματική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια των τριών προηγούμενων της

εκλογής τους ετών, καθώς και κάθε ιδιότητα μέλους συμβουλίου εταιριών, ΜΚΟ

και οργανώσεων κατά την περίοδο εκείνη ή την τρέχουσα. Σε επίπεδο δε

ευρωπαϊκών χωρών, σχεδόν κάθε χώρα έχει κάποια μορφή υποχρέωσης

δημοσιοποίησης των οικονομικών στοιχείων των δημοσίων λειτουργών στο

πλαίσιο της πάταξη της διαφθοράς των πολιτικών και των δημοσίων

αξιωματούχων. Σύμφωνα, μάλιστα, με έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας το

2006, από τις 147 χώρες που λαμβάνουν βοήθεια από τη Παγκόσμια Τράπεζα, οι

101 υποχρεώνουν τους κυβερνητικούς αξιωματούχους να δηλώνουν το εισόδημα

ή και τα περιουσιακά τους στοιχεία εκ των οποίων οι 31 απαιτούν οι δηλώσεις ή η

περίληψή τους να είναι προσβάσιμες στο κοινό95. Συγκεκριμένα, στο Ηνωμένο

Βασίλειο, η Βουλή των Κοινοτήτων, σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας (Code

of Conduct) του 201296, έχει δύο διακριτούς αλλά επικαλυπτόμενους και

αλληλοεξαρτώμενους μηχανισμούς για την αποτροπή οικονομικής

προς δημοσίευση στοιχεία, τη χρονική διάρκεια της ανάρτησης και κάθε άλλη αναγκαία
λεπτομέρεια. Η δημοσίευση στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης των δηλώσεων περιουσιακής
κατάστασης που υποβάλλουν τα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 1 επιτρέπεται υπό την
προϋπόθεση ότι δημοσιεύεται ολόκληρο το κείμενο τους. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι επιτρεπτή η
επιλεκτική δημοσιοποίηση ονομαστικών στοιχείων. Κάθε παράβαση της διάταξης αυτής
τιμωρείται πέραν της προβλεπόμενης ποινής φυλάκισης από το άρθρο 7 παρ. 2 έξι (6) μηνών
τουλάχιστον και με χρηματική ποινή από 5.000 μέχρι 100.000 ευρώ».
94 Ε. Μπάλτα, Ο θεσμός του δημοσίου υπολόγου στο ελληνικό δημοσιονομικό σύστημα, Εκδόσεις

Σάκκουλα, 2016, σελ. 169-170


95 Χ. Ακριβοπούλου/Μ. Ασπρούδη, Λογοδοσία και δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων

δημοσίων αξιωματούχων από τη σκοπιά του εθνικού και συγκριτικού δικαίου, ΕφημΔΔ 5/2013, σ.
687-703
96
ΑΠΔΠΧ 7/2011

41
εκμετάλλευσης της δημόσιας θέσης του βουλευτή α) την καταγραφή των

οικονομικών συμφερόντων των βουλευτών σε μητρώο που είναι ελεύθερα

προσβάσιμο στο κοινό και β. τη δήλωση οικονομικών συμφερόντων από κάθε

βουλευτή κατά τη διάρκεια συζήτησης στη Βουλή.

Οι Σκανδιναβικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ισλανδίας, διαθέτουν

ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα διαφθοράς, ενώ, αντίστοιχα, το επίπεδο της

διαφάνειας της εμπιστοσύνης των πολιτών στη δημόσια διοίκηση είναι υψηλό και

τα συστήματα δημοσιοποίησης περιουσιακών στοιχείων εδράζονται στις κοινά

αποδεκτές αρχές της διαφάνειας και της δημοκρατικής, δίκαιης και

αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Η δημοσιοποίηση οικονομικών στοιχείων

απαιτείται για όλους τους ανώτερους δημόσιους υπαλλήλους και αιρετούς

αξιωματούχους στο σύνολο των σκανδιναβικών χωρών. Πράγματι, οι κρατικοί

αξιωματούχοι, οι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι υποχρεούνται να

υποβάλλουν δηλώσεις για την οικονομική τους κατάσταση όταν αναλαμβάνουν

δημόσια υπηρεσία, καθώς και σε κάθε περίπτωση αλλαγής των οικονομικών τους

στοιχείων, με την Ισλανδία να είναι η τελευταία που εισήγαγε τέτοιες απαιτήσεις

για τους υπουργούς και τα μέλη του κοινοβουλίου, την άνοιξη του

200997.Αντίστοιχες, είναι οι τάσεις που καταγράφονται και στις άλλες ηπείρους,

στην Ασία, στην Αφρική98 όπου σχετικές ρυθμίσεις υιοθετούνται ήδη σταδιακά

από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, στο πλαίσιο ιδίως του εκδημοκρατισμού των

χωρών του αναπτυσσόμενου κόσμου.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι ρυθμίσεις που υιοθετούνται στις Ηνωμένες

Πολιτείες της Αμερικής . Το 1978 το Κογκρέσο θέσπισε τη γνωστή ως Ethics Act

(Ethics in Government Act) , η οποία επιβάλλει λεπτομερή δημοσιοποίηση των

οικονομικών στοιχείων των υψηλά ιστάμενων αξιωματούχων της ομοσπονδιακής

κυβέρνησης. Η Ethics Αct απαιτεί την ετήσια γνωστοποίηση οικονομικών

97 OECD Survey on Integrity, OECD, Paris, 2009, σ. 74. σχόλιο Χ. Ακριβοπούλου/Μ. Ασπρούδη,
Λογοδοσία και δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων δημοσίων αξιωματούχων από τη
σκοπιά του εθνικού και συγκριτικού δικαίου, ΕφημΔΔ 5/2013, σ. 687-703
98 Recommendation of the Council on Guidelines for Managing Conict of Interest in the Public Service,

σ. 10 - 11, σχόλιο Χ. Ακριβοπούλου/Μ. Ασπρούδη, Λογοδοσία και δημοσιοποίηση των περιουσιακών


στοιχείων δημοσίων αξιωματούχων από τη σκοπιά του εθνικού και συγκριτικού δικαίου, ΕφημΔΔ
5/2013, σ. 687-703

42
στοιχείων από τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο, τα μέλη του Κογκρέσου, τους

ομοσπονδιακούς δικαστές, κυβερνητικά στελέχη και υπαλλήλους που διαθέτουν

υψηλό πλαφόν αμοιβής ή ασκούν σημαντικές αρμοδιότητες χάραξης πολιτικής.

Η πολυεπίπεδη προσέγγιση του Αμερικανικού συστήματος δημοσιοποίησης δεν

περιορίζεται στους εργαζομένους σε ομοσπονδιακό επίπεδο, αλλά επιβάλλει

αντίστοιχες υποχρεώσεις αποκάλυψης οικονομικών στοιχείων και στους

δημόσιους λειτουργούς των 50 πολιτειών των ΗΠΑ, ενώ κάθε πολιτεία διαθέτει

και ειδικότερο δικό της σύστημα δημοσιοποίησης οικονομικών στοιχείων των

πολιτειακών αξιωματούχων99. Στη Λατινική Αμερική , ένα από τα πιο πρώιμα

διεθνή κείμενα που προέβλεψε τη δημοσιοποίηση των δηλώσεων των δημοσίων

υπαλλήλων είναι η Διαμερικανική Σύμβαση κατά της Διαφθοράς που

υιοθετήθηκε το 1996100η οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να

θεσπίσουν inter alia «συστήματα για την καταχώριση του εισοδήματος, των

περιουσιακών στοιχείων και των χρεών των προσώπων που κατέχουν θέσεις

δημοσίων λειτουργών, όπως προσδιορίζονται από τον νόμο, και όπου κρίνεται

κατάλληλο για τη δημοσιοποίηση αυτών των καταχωρίσεων»101

Στην Αυστραλία , ο νέος νόμος για τη διευκόλυνση αποκάλυψης πληροφοριών

δημοσίου συμφέροντος και την έρευνα περιπτώσεων αδικοπραξιών και

κακοδιαχείρισης στον δημόσιο τομέα της Κοινοπολιτείας, Public Inter est

Disclosure Act, ετέθη σε ισχύ στις 15 Ιουλίου 2013. Στους σκοπούς του νόμου

παρατίθενται: α. η προώθηση της ακεραιότητας και λογοδοσίας των στελεχών

του δημόσιου τομέα, β. η προτροπή και διευκόλυνση των δημοσίων

99 R. Messick , Income and Assets Declarations: Issues to Consider in Developing a Disclosure Regime,
AntiCorruption Research Centre U4 (www.U4.no), 2009, σ. 11, σχόλιο Χ. Ακριβοπούλου/Μ. Ασπρούδη,
Λογοδοσία και δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων δημοσίων αξιωματούχων από τη
σκοπιά του εθνικού και συγκριτικού δικαίου, ΕφημΔΔ 5/2013, σ. 687-703
100 Interamerican Convention Against Corruption, 29.3.1996. σε Χ. Ακριβοπούλου/Μ. Ασπρούδη,
Λογοδοσία και δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων δημοσίων αξιωματούχων από τη
σκοπιά του εθνικού και συγκριτικού δικαίου, οπ.π.
101 Άρθρα 3 παρ. 4 της Διαμερικανικής Σύμβασης κατά της Διαφθοράς, διαθέσιμο σε:

http://www.oas.org/juridico/english/treaties/b-58.html., οπ.π

43
αξιωματούχων να προβαίνουν σε αποκαλύψεις στοιχείων με στόχο την

προστασία του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος102.

Στο πλαίσιο, λοιπόν της εθνικής έννομης τάξης, η δημοσίευση στον Tύπο των

δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης που υποβάλλουν ετησίως τα πρόσωπα που

ορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 1 περιπτώσεις α΄- ε΄ του Ν.3213/2003103, επιτρέπεται

υπό την προϋπόθεση ότι δημοσιεύεται ολόκληρο το κείμενο τους. Ο σχετικός

έλεγχος διενεργείται από την Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής κατά το άρθρο 21

του ν. 3023/2002 κατ’ υλοποίηση της σχετικής συνταγματικής επιταγής του

άρθρου 29 παρ. 2 Σ. Πρέπει δε να τονισθεί ότι, με τις διατάξεις του άρθρου 3 του

Ν. 4065/2012, είναι δυνατόν, πλέον, να προσδιορισθούν και ενδεχομένως να

περιορισθούν τα προς «δημοσίευση» στοιχεία από το περιεχόμενο των

υποβληθεισών δηλώσεων, είτε στο σύνολό των υποχρέων είτε σχετικά με τις

κατηγορίες των υπαγομένων στην υποχρεωτική υποβολή δηλώσεων

περιουσιακής καταστάσεως κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων104. Ωστόσο,

μέχρι την έκδοση της σχετικής απόφασης, όπως έκρινε η ΑΠΔΠΧ με την

υπ’αριθμ 5/2012 Γνωμοδότηση, δεν αποκλείεται η ανάρτηση στο διαδικτυακό

τόπο της Βουλής ολοκλήρου του κειμένου των δηλώσεων των προσώπων των

κατηγοριών α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, για τα

οποία το ενδιαφέρον του κοινού για την τήρηση της αρχής της διαφάνειας των

οικονομικών τους πόρων είναι ιδιαίτερα έντονο. Η δημοσιότητα ωστόσο των

δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης δεν επεκτείνεται και στα αντίγραφα των

φορολογικών δηλώσεων. Τούτο δε διότι η γνωστοποίηση αυτή περιορίζεται στα

πρόσωπα που είναι αρμόδια να επιληφθούν για την επιβολή κυρώσεων, εν

προκειμένω από τον αρμόδιο αντιπρόεδρο της Βουλής και τον αντεισαγγελέα του

Αρείου Πάγου. Αντιθέτως, το φορολογικό απόρρητο εξακολουθεί να ισχύει για

κάθε τρίτο που είναι ξένος με τον ανωτέρω έλεγχο πχ είτε σε πολίτες είτε στους

102
Χ. Ακριβοπούλου/Μ. Ασπρούδη, Λογοδοσία και δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων
δημοσίων αξιωματούχων από τη σκοπιά του εθνικού και συγκριτικού δικαίου, ΕφημΔΔ 5/2013, σ.
687-703
103 Ο πρωθυπουργός, οι αρχηγοί κομμάτων που εκπροσωπούνται στο εθνικό ή το ευρωπαϊκό

κοινοβούλιο, οι υπουργοί, οι αναπληρωτές υπουργοί και οι υφυπουργοί, οι βουλευτές και οι


ευρωβουλευτές, και οι διαχειριστές των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων
104 ΑΠΔΠΧ 5/2012

44
εκπροσώπους τύπου εκτός, βέβαια, αν οι βουλευτές στη δήλωση περιουσιακής

κατάστασης παραπέμπουν συνολικά ή μερικά στη δήλωση φόρου εισοδήματος.

Το σχετικό νομοθέτημα, ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνο στη διεύρυνση της

διαφάνειας και της οικονομικής λογοδοσίας των πολιτικών προσώπων αλλά και

στον εντοπισμό της διαπλοκής τους με άλλες εξουσίες, όπως για παράδειγμα τα

ΜΜΕ και τον τύπο105. Τούτο διότι αναφέρεται σε μια διευρυμένη σφαίρα

προσώπων (πχ ιδιοκτήτες εταιρειών που κατέχουν άδεια λειτουργίας ή εν γένει

έχουν την εκμετάλλευση τηλεοπτικών σταθμών ή δημοσιογράφους μέλη των

οικείων ενώσεων συντακτών), που ξεπερνούν το πεδίο της πολιτικής και

εισέρχονται στο πεδίο της ιδιωτικής και επιχειρηματικής δράσης.

Αντίστοιχο θέμα είχε απασχολήσει το ΔΕΕ, το οποίο κλήθηκε να κρίνει κατά

πόσον η δημοσιοποίηση ονομάτων και μισθών υπαλλήλων της κρατικής

ραδιοφωνίας (υπόθεση Osterreichischer Rundfunk) για λόγους διαφάνειας, ήταν

συμβατό με το ευρωπαϊκό δίκαιο μέτρο. To Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ’όψη τη

θέση που είχε εκφράσει η Αυστριακή Κυβέρνηση, σύμφωνα με την οποία η

προβλεπόμενη παρέμβαση αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ορθής και

πρόσφορης χρησιμοποιήσεως των δημοσίων πόρων εκ μέρους της δημοσίας

διοικήσεως, έκρινε ότι εναπόκειται στα αιτούντα δικαστήρια να εξακριβώσουν,

εάν μια τέτοια δημοσιότητα είναι τόσον αναγκαία όσο και ανάλογη προς τον

σκοπό της διατήρησης των μισθών εντός ευλόγων ορίων ιδίως δε, αν ληφθεί

υπόψη, ότι δεν αποκλείεται τα άτομα αυτά να θίγονται λόγω των αρνητικών

επιπτώσεων της δημοσιότητας των επαγγελματικών τους εισοδημάτων, κυρίως

σε σχέση με τις προοπτικές τους για εύρεση εργασίας σε άλλους δημόσιους ή

ιδιωτικούς φορείς106.

105 Χ. Ακριβοπούλου/Μ. Ασπρούδη, Λογοδοσία και δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων


δημοσίων αξιωματούχων από τη σκοπιά του εθνικού και συγκριτικού δικαίου, ΕφημΔΔ 5/2013, σ.
687-703
106 Λ. Μήτρου, Η δημοσιότητα της κύρωσης ή η κύρωση της δημοσιότητας, Εκδ. Σάκκουλα, 2012 σελ.

208 επ.

45
Σε παρόμοια κατεύθυνση κινήθηκε το ΔΕΕ στην υπόθεση Volker und Markus

Schecke GbR und Hartmut Eifert v. Land Hessen (2009) η οποία αφορούσε τη

δημοσιοποίηση ονομάτων ληπτών γεωργικών ενισχύσεων προς το σκοπό του

δημοσίου ελέγχου της χρήσης των κοινοτικών πόρων. Αν και οι λήπτες

γεωργικών ενισχύσεων δεν είναι δημόσια πρόσωπα, αποκτούν οιονεί δημόσιο

χαρακτήρα λόγω κατοχής κοινοτικού χρήματος και συνεπώς ενέχουν

υποχρέωση λογοδοσίας.Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνει ότι η

δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών αποβλέπει στη βελτίωση της

διαφάνειας όσον αφορά τη χρήση των κοινοτικών κονδυλίων στο πλαίσιο της

Κοινής Γεωργικής Πολιτικής ενώ παράλληλα συμβάλλει στη χρηστή

δημοσιονομική τους διαχείριση. Ωστόσο, δέχθηκε ότι η πρόβλεψη της

δημοσιοποίησης των πληροφοριών των δικαιούχων είναι ανίσχυρη στο μέτρο που

οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν τη δημοσιοποίηση, χωρίς να διακρίνουν ανάλογα

με τα σχετικά κριτήρια τη συχνότητα ή ακόμη το είδος και τη σημασία αυτών107.

Κοινό έδαφος λοιπόν τόσο του εθνικής έννομης τάξης καθώς και της ενωσιακής

νομολογίας αποτελεί η διαπίστωση ότι λόγω της βαρύτητας των επιδιωκόμενων

στόχων δικαιολογείται, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και την

ανάγκη προστασίας των προσωπικών δεδομένων, να θεσπιστούν διατάξεις για

τη γενική δημοσίευση των σχετικών πληροφοριών, εφόσον όμως η δημοσίευση

αυτή αφενός δεν υπερβαίνει τα όρια που θέτει μια δημοκρατική κοινωνία και

αφετέρου θέτει εγγυήσεις προκειμένου να μη θιγεί ο κανονιστικός πυρήνας του

δικαιώματος της προστασίας της ιδιωτικής ζωής.

Η επέμβαση στη σφαίρα της ιδιωτικότητας των δημοσίων προσώπων μέσω της

δημοσιότητας των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης πρέπει να τονισθεί ότι

παρουσιάζει σημαντικές διαφορές σε σχέση με τη δημοσιότητα στοιχείων

οφειλετών δημοσίου, για τους εξής λόγους: H δημοσιότητα των οφειλών

λαμβάνει χώρα μόνο εφόσον έχει διαπιστωθεί και μάλιστα, όπως απαιτεί η

ΑΠΔΠΧ, έχει οριστικοποιηθεί η παράβαση προκειμένου μέσω του εν λόγω

107
Λ. Μήτρου, Η δημοσιότητα της κύρωσης ή η κύρωση της δημοσιότητας, Εκδ. Σάκκουλα, 2012
σελ. 208 επ.

46
μέτρου να αποδοθεί η συνταγματική απαξία της ήδη τελεσθείσης παραβατικής

συμπεριφοράς. Αντιθέτως, η δημοσιότητα των δηλώσεων περιουσιακής

κατάστασης διευκολύνει τη λογοδοσία των δημοσίων προσώπων και βρίσκει το

δικαιολογητικό της έρεισμα όχι στο αντικείμενο της δημοσιοποίησης, αλλά στο

υποκείμενο της το οποίο ενέχει υποχρέωση λογοδοσίας. Στο πλαίσιο λοιπόν

τούτο, καθίσταται απαραίτητο να τεθούν αν όχι περισσότερες τουλάχιστον

κάποιες διαφορετικές εγγυήσεις προκειμένου να εφαρμοσθεί και σε τούτο τον

περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων η αρχή της αναλογικότητας και

ειδικότερα η αρχή της ελαχιστοποίησης της επάχθειας του μέτρου.

-Ως προς το χρόνο διατήρησης των στοιχείων στο διαδίκτυο

Η Αρχή επιλήφθηκε του θέματος της οριοθέτησης του ευλόγου χρόνου

ανάρτησης στο διαδίκτυο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης.

Συγκεκριμένα, με την υπ’αριθμ. 7/2011 γνωμοδότηση δέχτηκε ότι η επί ένα μήνα

διατήρηση στο διαδίκτυο των ανωτέρω δηλώσεων δεν εξέρχεται των ορίων του

ευλόγου χρόνου της εκθέσεως των προσωπικών δεδομένων στο δημόσιο έλεγχο

προς ικανοποίηση του σκοπού της διαφάνειας ενώ, μάλιστα, η πρόβλεψη δήλης

ημέρας για την ανάρτηση θα συνέτεινε στην επίτευξη του σκοπού της

επεξεργασίας. Η διαμόρφωση άλλωστε ενός σχετικά μικρού χρονικού

διαστήματος, ήτοι ενός μηνός έχει ως σκοπό να περιορίσει τους κινδύνους που

απορρέουν από τη μη ελεγχόμενη και πολλαπλασιαστική διάδοση της

πληροφορίας. Ωστόσο, διατυπώθηκε και η άποψη ότι η αποδοχή του χρονικού

διαστήματος του ενός μηνός ως ευλόγου χρόνου, αναιρεί στην πράξη τη

δυνατότητα εκπλήρωσης του σκοπού της δημόσιας λογοδοσίας και της

διαφάνειας του δημοσίου βίου των πολιτικών προσώπων καθώς είναι πιθανό η

ανάγκη ελέγχου να προκύψει σε χρόνο μεταγενέστερο.

-Ως προς το Επίπεδο Ασφάλειας

Ως ελέχθη ανωτέρω, τα μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας

ανάλογο προς τους κινδύνους που συνεπάγεται η επεξεργασία και η φύση των

δεδομένων. Συνεπώς, λόγω της φύσης του διαδικτύου απαραίτητο είναι να

47
ληφθούν μέτρα που περιορίζουν τη δυνατότητα αυτοματοποιημένης συσχέτισης

των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης με άλλα στοιχεία που είναι διαθέσιμα

στο διαδίκτυο για τα ίδια πρόσωπα. Τούτο δε όπως διαπίστωσε η ΑΠΔΠΧ108

μπορεί να επιτευχθεί με διάφορους τρόπους: πχ με μορφότυπο τέτοιο που

καθιστά δυσχερή την εξαγωγή πληροφοριών από τις δηλώσεις περιουσιακής

κατάστασης, χρήση κρυφών αναγνωριστικών στοιχείων, κρυπτογράφηση των

περιεχομένων των αρχείων και τέλος με αξιοποίηση μηχανισμών καθοδήγησης

μέσω των οποίων εξασφαλίζεται αφενός η αυθεντικότητα των δηλώσεων και

αφετέρου η αποφυγή αυτοματοποιημένης επεξεργασίας από μηχανές

αναζήτησης και από τρίτους.

-Ως προς το περιεχόμενο των δηλωθέντων

Tο περιεχόμενο των σχετικών περιουσιακών δηλώσεων, λόγω της ανάγκης

απόδοσης της πραγματικής περιουσιακής κατάστασης των δημοσίων προσώπων

είναι εξαιρετικά περιεκτικό καθώς περιλαμβάνει «έσοδα προερχόμενα από κάθε

πηγή, ακίνητα, εμπράγματα δικαιώματα, μετοχές, ομόλογα, χρηματοοικονομικά

προϊόντα κάθε είδους, καταθέσεις, οχήματα ή πλωτά σκάφη, συμμετοχή σε κάθε

είδους επιχείρηση και δραστηριότητα, καθώς και δήλωση κάθε νέου στοιχείου

επαύξησης ή εκποίησης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων109».

Στο πλαίσιο, λοιπό, τούτο, απασχόλησε ιδιαίτερα το Συμβούλιο της Επικρατείας

αλλά και την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων αν τα πρόσθετα

οικονομικά στοιχεία που κατά το άρθρο 173 του Ν.4389/2016 αποτελούν πλέον

μέρος των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης αποτελεί μέτρο σύμφωνο με

τους εθνικούς και ενωσιακούς κανόνες δικαίου. Τα προς δημοσίευση στοιχεία

συγκεκριμένα αφορούν «μετρητά χρήματα (πλην καταθέσεων), των οποίων το

ποσό υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ καθώς και άλλων κινητών αντικείμενων τα οποία

φυλάσσονται είτε σε θυρίδες τραπεζών ή, κατά κανόνα, στην κατοικία των

υπόχρεων, εφόσον η αξία τους υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ

συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. ανά κινητό». Το ΣτΕ έκρινε ότι τα ως άνω στοιχεία

108
ΓνωμΑΠΔΠΧ 7/2011
109 Άρθρο 2 του Ν. 3213/2003

48
δεν αποτελούν πρόσφορα μέτρα για τη διαπίστωση της περιουσιακής

κατάστασης του υπόχρεου. Τούτο, προεχόντως διότι δεν είναι δυνατόν να

ελεγχθεί η ακρίβεια της δήλωσης ως προς την κατοχή ή μη μετρητών χρημάτων

και του ακριβούς ύψους τους, εφόσον η Δ.Π.Κ. περιλαμβάνει τα περιουσιακά

στοιχεία του υπόχρεου κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγουμένου της δήλωσης

έτους, ο δε έλεγχός της θα γίνει σε χρόνο προφανώς μεταγενέστερο της

ημερομηνίας αυτής. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι ο μόνος δυνατός τρόπος

ελέγχου από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο, ειδικώς για την εξακρίβωση του

ακριβούς ύψους των φυλασσομένων στην οικία των υπόχρεων μετρητών

χρημάτων, θα ήταν η κατ’ οίκον έρευνα, η οποία, πραγματοποιούμενη για τον

σκοπό απλώς της διαπίστωσης αν είναι ακριβής ή όχι δήλωση περί της

περιουσιακής κατάστασης υπόχρεου, θα αντέκειτο στη διάταξη του άρθρου 9

παρ. 1 του Συντάγματος110.

To κριτήριο άλλωστε της απόδειξης της πραγματικής αξίας είχε ήδη διατυπωθεί

με την υπ’αριθμ . 6/2016 Γνωμοδότηση της ΑΠΔΠΧ σύμφωνα με την οποία «η

συλλογή τους είναι νόμιμη μόνον για τις περιπτώσεις που υπάρχει αποδεικτικό της

αξίας αυτών, όπως παραστατικό αγοράς ή πράξη φορολογικής αρχής για την

επιβολή φόρου αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής, ή ασφαλιστική σύμβαση σε

περίπτωση ασφάλισής τους κ.λπ. και εφόσον δεν πρόκειται περί οικογενειακών

κειμηλίων που έχουν συνήθως από διαθέσεως αξία για τους υπόχρεους».

3. Δημοσίευση στον τύπο φορολογικών πληροφοριών δημοσίων προσώπων


κατ’ ενάσκηση του δημοσιογραφικού έργου

Ενδιαφέρον παρουσιάζει σε αυτό το σημείο ο έλεγχος με το εθνικό και ενωσιακό

δίκαιο σχετικά με το εάν η δημοσιοποίηση στοιχείων δημοσίων προσώπων που

περιλαμβάνουν φορολογικά στοιχεία μπορεί να λάβει χώρα νομίμως για

δημοσιογραφικούς λόγους. Στο πλαίσιο αυτό κρίσιμες είναι οι διατάξεις της παρ.

2 του άρθρου 7 του Ν. 2472/1997 κατά τις οποίες «Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται η

συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και

110
ΣτΕ Ολ. 2649/2017

49
λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή

περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: ζ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα

δημοσίων προσώπων, εφόσον αυτά συνδέονται με την άσκηση δημοσίου

λειτουργήματος ή τη διαχείριση συμφερόντων τρίτων, και πραγματοποιείται

αποκλειστικά για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Η άδεια της

αρχής χορηγείται μόνο εφόσον η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την

εξασφάλιση του δικαιώματος πληροφόρησης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος

καθώς και στο πλαίσιο καλλιτεχνικής έκφρασης και εφόσον δεν παραβιάζεται καθ’

οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής»

Από την ρύθμιση του άρθρου 7 § 2 περ. ζ΄ του ν. 2472/97, η οποία εφαρμόζεται

κατ’ αναλογία και επί απλών προσωπικών δεδομένων, περιλαμβανομένων των

φορολογικών, θεσμοθετείται η επεξεργασία τούτων, υπό ορισμένες

προϋποθέσεις, κατ’ ενάσκηση του δημοσιογραφικού έργου. Τούτο διότι καθήκον

του τύπου είναι να ενημερώνει το κοινό για υποθέσεις γενικού ενδιαφέροντος

πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για πρόσωπα της δημόσιας ζωής ή θέματα

δημοσίου ενδιαφέροντος πχ ύψος των αποδοχών δημοσίων λειτουργών ή

διαχείριση δημοσίου χρήματος. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει

το ρόλο των δημοσιογράφων ως δημόσιων φρουρών (“public watchdogs”), οι

κοποίοι στηλιτεύουν τα κακώς κείμενα με τη δημοσιοποίηση και δημόσια κριτική

τους, με τρόπο, ωστόσο, που να συνυπάρχουν, στο βαθμό που είναι αναγκαίο, τα

δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης αφενός και

το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης αφετέρου.

Στο πλαίσιο λοιπόν τούτο και επί τη βάσει των προαναφερθεισών διατάξεων

τίθενται για το επιτρεπτό της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, στα

οποία εμπίπτουν και τα φορολογικά, οι εξής προϋποθέσεις: α) η επεξεργασία να

αφορά δεδομένα δημοσίων προσώπων, εφόσον αυτά συνδέονται με την άσκηση

δημοσίου λειτουργήματος ή τη διαχείριση συμφερόντων τρίτων, β) η επεξεργασία

να πραγματοποιείται αποκλειστικά για δημοσιογραφικούς σκοπούς, γ) η

επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την εξασφάλιση του δικαιώματος

πληροφόρησης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος και τέλος δεν

50
παραβιάζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και

οικογενειακής ζωής.

Συνεπώς, καθίσταται σαφές ότι πρέπει να λάβει χώρα μία ad hoc στάθμιση των

αντιτιθέμενων συμφερόντων κατά τις αρχές της πρακτικής αρμονίας και της

αναλογικής εξισορρόπησης των συνταγματικών δικαιωμάτων, με τέτοιον τρόπο

ώστε τα προστατευόμενα αγαθά να διατηρήσουν την κανονιστική τους

εμβέλεια111. Κρίσιμο μέγεθος για την εν λόγω στάθμιση αποτελεί η κρίση αν η

συγκεκριμένη επεξεργασία εξυπηρέτησε το συμφέρον της πληροφόρησης της

κοινής γνώμης, όσο και στο κατά πόσο η εξεταζόμενη προσβολή ήταν στο

πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας αναγκαία για την άσκηση του

δικαιώματος πληροφόρησης112.Η Αρχή, μάλιστα, έχει ήδη κρίνει (απ. 24, 25,

26/2005) ότι ακόμα και αν είναι παράνομος ο τρόπος συλλογής των στοιχείων

τούτων, κρίσιμο μέγεθος και πάλι για το νόμιμο ή μη της δημοσιοποίησης

αποτελεί η κρίση υπερέχει (ή όχι) στην κρινόμενη περίπτωση το δικαίωμα του

κοινού στην πληροφόρηση.

Τούτων λεχθέντων, η ύπαρξη δημοσίου ενδιαφέροντος, το δικαίωμα δηλαδή του

κοινού στην πληροφόρηση και το αντίστοιχο δημοσιογραφικό καθήκον προς

ενημέρωση δικαιολογεί, κατ’ αρχήν, αν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις

του νόμου, τη δημοσιοποίηση φορολογικών στοιχείων δημοσίων προσώπων

όταν με αυτά τίθεται θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος που δικαιολογημένα

ενδιαφέρει το κοινό. Τούτο δε είναι σύμφωνο με τη «νομολογία» της ΑΠΔΠΧ, η

οποία σε τρεις διαδοχικές αποφάσεις της αναφορικά με τις αποκαλύψεις

σκανδάλων στη Δικαιοσύνη και την Εκκλησία, αποφάνθηκε ότι σε περιπτώσεις

δημοσίων προσώπων, των οποίων πιθανολογείται η παραβατικότητα,

επιτρέπεται η μετάδοση προσωπικών δεδομένων, ακόμα και όταν αυτά είναι

ευαίσθητα113 , εφόσον η προβολή των στοιχείων αυτών εξυπηρετεί αποκλειστικά

τους σκοπούς της πληροφορήσεως.

111Α. Γέροντας, Η προστασία του πολίτη από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών
δεδομένων, Εκδ. Σάκκουλα, 2002, σ. 209
112 ΑΠΔΠΧ 100/2000

113 Βλ. ΑΠΔΠΧ. Αποφάσεις 24,25,26/2005

51
Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα ως άνω κριτήρια, καταλήγουμε στο

συμπέρασμα ότι όσον αφορά τις πληροφορίες που σχετίζονται με γεγονότα που

αφορούν τη διαχείριση και τον έλεγχο δημοσίου χρήματος ή ακόμα και την

επιβολή σχετικών κυρώσεων, προκρίνεται το κριτήριο της εύλογης προσδοκίας

πληροφόρησης του κοινού και ελέγχου της κοινής γνώμης, ακόμα και αν τούτα

τα στοιχεία περιλαμβάνουν φορολογικά δεδομένα. Τούτο δε υπό την

προϋπόθεση ότι η λειτουργία του τύπου ως δημοσίου φύλακα έχει ως όριο την

προστασία της υπόληψης των άλλων και την παροχή αξιόπιστων πληροφοριών

πρόσφορων να συμβάλλουν σε ένα θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος.

52
Επίλογος

Tο φορολογικό απόρρητο αποτελεί στάθμιση αντικρουόμενων δικαιωμάτων,

ήτοι του δικαιώματος της ιδιωτικότητας και του δικαιώματος της πληροφόρησης.

Κρίσιμο εδώ είναι ότι ο νομοθέτης δεν άφησε στον εφαρμοστή του δικαίου τη

στάθμιση των αντιτιθεμένων συμφερόντων που προκύπτει κάθε φορά ανάλογα

με τις ειδικότερες συνθήκες αλλά όρισε ρητώς τις περιπτώσεις όπου υπερέχει το

δικαίωμα της πληροφόρησης έναντι του δικαιώματος της ιδιωτικότητας. Τούτο

διότι όχι επειδή ήθελε να περιορίσει το κανονιστικό περιεχόμενο του

φορολογικού απορρήτου αλλά επειδή πρωταρχικός σκοπός του ήταν η

διασφάλιση της «παραμονής» των φορολογικών πληροφοριών στο χώρο της

ιδιωτικότητας μέσω του κανόνα της στενής ερμηνείας των περιπτώσεων κάμψης

του φορολογικού απορρήτου.

Υπάρχουν ωστόσο, όπως είδαμε κάποιες εξαιρέσεις οι οποίες δεν τάσσονται υπέρ

συγκεκριμένων προσώπων για την ικανοποίηση ορισμένου δικαιώματος αλλά

τάσσονται υπέρ της κοινωνίας προκειμένου μέσω της διαφάνειας και της

ενημέρωσης να πραγματωθεί ο σκοπός της δημόσιας λογοδοσίας. Και εδώ

αναδύεται ίσως πιο έντονα η διαπάλη των αντικρουόμενων δικαιωμάτων. Τούτο

διότι ενώ οι κάμψεις του φορολογικού απορρήτου που ορίζονται ρητώς από το

νομοθέτη έχουν συγκεκριμένο υποκειμενικό, αντικειμενικό και χρονικό πλαίσιο,

η κύρωση της δημοσιότητας επαφίεται ως προς την έκταση και τις συνέπειές της

αφενός στην κοινωνία114 και αφετέρου στη μη ελέγξιμη διάδοση της

πληροφορίας, στοιχεία δε που μπορούν να μεταλλάξουν τόσο την αντίληψη περί

ηπιότερου μέσου όσο και την αντίληψη για τις «εύλογες προσδοκίες» των ατόμων

ως προς την προστασία των δικαιωμάτων τους115. Συνεπώς ο νομοθέτης πρέπει

να περιβάλλει τον περιορισμό με εκείνες τις εγγυήσεις οι οποίες δεν θα

καταστήσουν το υποκείμενο των φορολογικών δεδομένων , είτε είναι δημόσιο

114
Λ. Μήτρου, Η δημοσιότητα της κύρωσης ή η κύρωση της δημοσιότητας, Εκδόσεις Σάκκουλα,
2012, σελ.224
115 Λ. Μήτρου, Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Εκδόσεις Σάκκουλα

2017 σελ 49-51

53
πρόσωπο είτε όχι, αντικείμενο ενός αέναου κοινωνικού στιγματισμού.Τούτο

άλλωστε απορρέει από την ίση τυπική ισχύ των δικαιωμάτων η οποία επιβάλλει

όχι το αφηρημένο προβάδισμα του ενός δικαιώματος έναντι του άλλου, αλλά την

πρακτική εναρμόνισή τους με βάση την αρχή της ελαχιστοποίησης της επάχθειας

του μέτρου. Η αναζήτηση δε της δίκαιης ισορροπίας θα πραγματωθεί μέσα από

την ad hoc προσέγγιση των ειδικών συνθηκών, του δημοσίου συμφέροντος, του

δικαιώματος του κοινού για πληροφόρηση αλλά και των εγγυήσεων που, ως

ελέχθη ανωτέρω, πρέπει να θεσπίσει ο νομοθέτης προκειμένου να μη θιγεί ο

κανονιστικός πυρήνας του θιγόμενου δικαιώματος της προστασίας της

ιδιωτικότητας και του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού.

54
ΜΕΡΟΣ Ε’: BIΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. Βιβλιογραφία

1. Π. Αρμαμέντος- Β. Σωτηρόπουλος, Προσωπικά δεδομένα - Ερμηνεία κατ’


άρθρο, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2008

2. Σπ. Βλαχόπουλος, ∆ιαφάνεια της κρατικής δράσης και προστασία των


προσωπικών δεδομένων, Εκδ. Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2007

3. Α. Γέροντας, Η προστασία του πολίτη από την ηλεκτρονική επεξεργασία


προσωπικών δεδομένων, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη,2002

4. Α. Γέροντας,Α. Ψάλτης, Ερμηνεία ΚΕΔΕ, Eκδ. Σάκκουλα3η έκδ., Αθήνα-


Θεσσαλονίκη, 2016

5. Σ. Γεωργίου, Tα συνταγματικά θεμέλια του δημόσιου χώρου, Εκδ.


Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη,2017

6. Ι. Ιγγλεζάκης, Το δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη και οι περιορισμοί του,


Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2014

7. Ιγγλεζάκης, Ευαίσθητα Προσωπικά δεδομένα, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-


Θεσσαλονίκη, 2003

8. Ε. Μπάλτα, Ο θεσμός του δημοσίου υπολόγου στο ελληνικό


δημοσιονομικό σύστημα, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη,2016

9. Λ. Μήτρου, Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων,


Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη,2017

10. Λ. Μήτρου, Η δημοσιότητα της κύρωσης ή η κύρωση της δημοσιότητας,


Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη,2012

11. Α.Τάχος , Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-


Θεσσαλονίκη, 9η Έκδοση, 2009

55
12. Β. Χρήστου, Το δικαίωμα στην προστασία από την επεξεργασία
δεδομένων, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη,2017

13. Α. Τάχος, Ερμηνεία κώδικα διοικητικής διαδικασίας, 4η έκδ, Εκδ.


Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2009

14. Κ. Φινοκαλιώτης, Φορολογικό δίκαιο, 5η έκδ., Εκδ. Αντ. Σάκκουλας ,2014

Β.Αρθρογραφία

1. Δ. Αναστασόπουλος, Φορολογικά δεδομένα και προστασία φορολογικού


απορρήτου σελ. 289, Ένωση Ελλήνων Νομικών e-ΘΕΜΙΣ, Επίκαιρα
Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου, 1η έκδ., 2016

2. Χ. Ακριβοπούλου/Μ. Ασπρούδη, Λογοδοσία και δημοσιοποίηση των


περιουσιακών στοιχείων δημοσίων αξιωματούχων από τη σκοπιά του
εθνικού και συγκριτικού δικαίου, ΕφημΔΔ 5/2013

3. Χ. ΑκριβοπούλουΤο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, Το Σύνταγμα, τεύχ.


2/2011

4. Αλιβιζάτος Ν. Η ιδιωτική ζωή των δημοσίων προσώπων, Το Βήμα, 7.9.2017

5. Α. Γέροντας, Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των πληροφοριών - Μια νέα


πρόκληση, ΔιΔικ 1/1990

6. Σ. Βλαχόπουλος, Η «ωραία κοιμωμένη» του ελληνικού συνταγματικού


δικαίου, ΔτΑ 66/2015

7. ΔΕΕ της 13.5.2014, C-131/12, Google Spain SL, Google Inc. κατά Agencia
Española de Protección de Datos (AEPD), Mario Costeja González, ΔιΔικ
3/2014 με σχόλιο Σπ. Βλαχόπουλου

8. Χ. Δετσαρίδης, Φορολογικό απόρρητο και δημοσιοποίηση φορολογικών


στοιχείων οφειλετών του Δημοσίου υπό το πρίσμα του εθνικού και
ενωσιακού νομοθέτη, Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 4 (2012)

9. Ι. Καράκωστας, Όροι και Προϋποθέσεις δημοσίευσης προσωπικών


δεδομένων που αφορούν πρόσωπο της επικαιρότητας, ΔιΜΕΕ 1/2005

56
10. Α. Κωνσταντινίδης, Το φορολογικό απόρρητο, Π.Χρ.1989

11. Φ. Παναγοπούλου-Κουτνατζή, Η λίστα Λαγκάρντ και τα όρια της


ελευθερίας του τύπου σε ΕφΔΔ 6/2012

12. Σημίτης, Ηλεκτρονικοί υπολογιστές και νομική παιδεία. Προϋποθέσεις,


επιπτώσεις, προοπτικές, Αρμενόπουλος, 1980

13. Ε. Σουφλέρη, Μη συμβατότητα των προβλέψεων των άρθρων 25 § 3 και 40


§ 3 του ΚΦΔ με το άρθρο 9 του Συντάγματος [Γνωμοδότηση Εισαγγελέα
του Αρείου Πάγου 6/14-10-2014] σε ΔτΑ 67/2016

14. Α. Τσέβας, Η προστασία του ιδιωτικού βίου των δημοσίων προσώπων


έναντι των μέσων ενημέρωσης κατά την ΕΣΔΑ, ΔιΜΕΕ2005

15. Χ. Φατούρου, Υποχρέωση λήψης από μέρους της Γ.Γ.Π.Σ. κατάλληλων


μέτρων ασφάλειας κατά το άρθρο 10 παρ. 3 ν. 2472/1997, προς αποφυγή
μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και επεξεργασίας από τρίτους ιδιαίτερα
μεγάλου όγκου προσωπικών δεδομένων [ΑΠΔΠΧ 98/2013], ΔτΑ 66/2015

16. Κ. Χριστοδούλου/Χ. Ανθόπουλος/Σ. Βλαχόπουλος/Δ. Ζωγραφόπουλος/Γ.


Παναγοπούλου, Δημοσιοποίηση στο διαδίκτυο προσωπικών δεδομένων
των οφειλετών του Δημοσίου σε ΕφΔΔ 5/2011

17. Θ. Ψυχογυιός, Προβληματισμοί για την κατ’οίκον έρευνα των διοικητικών


αρχών κατά το άρθρο 9 του Συντάγματος, Ένωση Ελλήνων Νομικών e-
ΘΕΜΙΣ, Επίκαιρα Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου, 1η έκδ., 2016

Γ) Ξένη Αρθρογραφία

1. Μ . J. Dubnick/B. S. Romz ek , Accountability and the Centrality of


Expectations in American Public Administration, Research in Public
Administration 1993

2. Katerina Pantazatou, Combating tax evasion in times of crisis in Greece,


Cayman Financial Review, January 2016

3. R. Pοsner, The E conomics of Justice , Harvard University Press, Cambridge,


MA 1981, σ. 234

57
4. Posner, «The Right of Privacy», University of Chicago Law School Chicago
Unbound, 1977

5. R. Messick , Income and Assets Declarations: Issues to Consider in


Developing a Disclosure Regime, AntiCorruption Research Centre U4
(www.U4.no), 2009

6. Yale Law School, Federal Income Tax Returns – Confidetiality vs Public


Disclosure, Boris Bittker

Δ. Γνωμοδοτήσεις Νομικού Συμβουλίου του Κράτους

Υπ. Αριθμ. 759/1978, 39/1989, 69/1987, 877/1988, 550/1989, 5/ 1990 , 12/1991 ,


710/1993, 96/1995, 552/1995 , 460/1999, 479/2001, 186/2002, 193/2003, 397/2006 ,
430/2007, 96/2008, 330/2008, 442/2008, 19/2009 , 94/2001, 121/2012, 126/2012 ,187/2017

Ε. Αποφάσεις Εθνικών Δικαστηρίων

ΣτΕ. Ολ 3031/2008 και 2649/2017, ΑΠ 1831/2007, ΕφΑθ 2183/2010, ΕφΛαμ 8/2013,


5426/2008 ΜΠΡ ΑΘ

ΣΤ. Γνωμοδοτήσεις και Διαταγές Εισαγγελέων

1. Γνωμοδότηση 7/2007 Εισαγγελέως Αρείου Πάγου


2. Διαταγή Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών53134/2010
3. Διαταγή Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αγρινίου121/2012

Z. Γνωμοδοτήσεις της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων

ΓνωμΑΠΔΠΧ 24/2005
ΓνωμΑΠΔΠΧ 25/2005
ΓνωμΑΠΔΠΧ 26/2005
Γνωμ ΑΠΔΠΧ 6/2007
ΓνωμΑΠΔΠΧ 1/2011
ΓνωμΑΠΔΠΧ 7/2011
ΓνωμΑΠΔΠΧ 54/2011
ΓνωμΑΠΔΠΧ 78/2012
Γνωμ ΑΠΔΠΧ 2/2013
Γνωμ ΑΠΔΠΧ 6/2016
ΓνωμΑΠΔΠΧ 6/2017

58
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΔΔΑ

1. Peck v. the United Kingdom


2. Reknenyi v. Ουγγαρίας
3. S. and Marper v. UK

Η. Αποφάσεις του Δικαστηρίου Ευρωπαικής Ένωσης

1. C-73/16, Peter Puškár, C-112/00, 2. Eugen Schmidberger, Internationale Transporte


und Planzüge 3. C-73/07, Satakunnan Markkinapörssi και Satamedia, 4. C-92/09 5. C-
93/09, Schecke (C-92/09) 6, Eifert (C-93/09) 7. Google Spain SL, Google Inc. κατά
Agencia Española de Protección de Datos (AEPD), Mario Costeja González

59

You might also like