You are on page 1of 3

Ο Φλαμπώ φώναξε με χαρά.

«Αληθινά, είσαι τόσο καλός όσο μια κωμωδία τριών πράξεων», αναφώνησε. «Ναι, γογγύλι,
είμαι αρκετά σίγουρος. Είχα την διαίσθηση να φτιάξω ένα διπλότυπο του σωστού πακέτου,
και τώρα φίλε μου, εσύ έχεις το διπλότυπο κι εγώ τα κοσμήματα. Παλιός ελιγμός, Πατέρα
Μπράουν, πολύ παλιός ελιγμός».

«Ναι», είπε ο Πατέρας Μπράουν και πέρασε το χέρι του από τα μαλλιά του με την ίδια
παράξενη κενότητα. «Ναι, το έχω ακουστά».

Ο κολοσσός του εγκλήματος έγειρε στον μικρό χωριάτη ιερέα με ένα κάπως ξαφνικό
ενδιαφέρον.

«Το έχεις ξανακούσει;», ρώτησε. «Που το’χεις ξανακούσει;».

«Δεν μπορώ να σου πω το όνομά του, φυσικά», είπε ο ανθρωπάκος λιτά. «Ήταν
μεταμελημένος, ξέρεις. Είχε ζήσει ευκατάστατα για περίπου είκοσι χρόνια μέσω των
διπλότυπων καφέ πακέτων χαρτιού. Και έτσι βλέπεις όταν άρχισα να σε υποπτέυομαι,
σκέφτηκα τον τρόπο αυτού του καημένου να το κάνει με την πρώτη».

«Άρχισες να με υποπτεύεσαι;», επανέλαβε ο παράνομος με αυξημένη ένταση. «Είχες


αλήθεια το θάρρος να με υποπτεύεσαι απλά επειδή σε έφερα σ’αυτόν τον έρημο, χέρσο
τόπο;

«Όχι, όχι», είπε ο Μπράουν με έναν αέρα απολογίας. «Βλέπεις, σε υποπτεύθηκα μόλις
πρωτογνωριστήκαμε. Είναι αυτό το μικρό φούσκωμα στο μανίκι, εκεί που εσείς φορούσατε
το βραχιόλι με τα καρφιά».

«Πώς στο διάβολο», αναφώνησε ο Φλαμπώ, «άκουσες για το βραχιόλι με τα καρφιά;»

«Α, ξέρεις, το ποίμνιο!», είπε ο Πατέρας Μπράουν, σηκώνοντας τα φρύδια του


ανέκφραστα. «Όταν ήμουν εφημέριος στο Χάρτλπουλ, υπήρχαν τρεις απ’αυτούς με
βραχιόλια με καρφιά. Έτσι, επειδή σε υποπτεύθηκα από την αρχή, σιγούρεψα ότι ο
σταυρός θα πήγαινε με ασφάλεια, έτσι κι αλλιώς. Σε παρακολουθούσα, ξέρεις. Έτσι, τελικά
σε είδα να αλλάζεις τα πακέτα. Ύστερα τα άλλαξα εγώ ξανά και έτσι άφησα πίσω το
σωστό».

«Το άφησες πίσω;», επανέλαβε ο Φλαμπώ και για πρώτη φορά υπήρχε ένας διαφορετικός
τόνος από τον θρίαμβο στη φωνή του.

«Ε, ήταν κάπως έτσι», είπε ο μικρός ιερέας, μιλώντας με τον ίδιο ανεπηρέαστο τρόπο.
«Πήγα πίσω σ’αυτό το κάτεργο, ρώτησα αν είχα αφήσει ένα πακέτο και τους άφησα μια
συγκεκριμένη διεύθυνση αν τυχόν εμφανιζόταν. Λοιπόν, γνώριζα ότι δεν το’χα κάνει, αλλά
όταν έφυγα, το έκανα. Έτσι, αντί να με κυνηγήσει με αυτό το πολύτιμο πακέτο, το είχαν
στείλει κατευθείαν σ’ένα φίλο μου στο Γουεστμίνστερ». Ύστερα πρόσθεσε μάλλον
λυπημένα: «Το έμαθα κι αυτό από έναν τύπο στο Χάρτλπουλ. Συνήθιζε να το κάνει με
ταξιδιωτικές τσάντες χειρός που έκλεβε από σιδηροδρομικούς σταθμούς, αλλά τώρα είναι
σε ένα μοναστήρι. Ο καθένας μαθαίνει, ξέρεις», πρόσθεσε, ξύνοντας το κεφάλι του με την
ίδια απελπισμένη έκφραση απολογίας. «Δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά, είμαστε
ιερείς. Ο κόσμος έρχεται και μας λέει αυτά τα πράγματα».

Ο Φλαμπώ έσκισε ένα καφέ πακέτο χαρτιού από την εσωτερική του τσέπη, κάνοντάς το
κομμάτια. Δεν έμεινε τίποτα άλλο, παρά χαρτί και ράβδοι μολύβδου μέσα του. Σηκώθηκε
στα πόδια του με μια γιγάντια χειρονομία και αναφώνησε:

«Δε σε πιστεύω. Δεν πιστεύω ότι ένας βλάχος σαν κι εσένα θα μπορούσε να τα καταφέρει
όλα αυτά. Πιστεύω ότι έχεις ακόμα το πράγμα πάνω σου και αν δεν το παραδώσεις... Ε
τοτε, μόνοι μας είμαστε εδώ, θα στο πάρω με τη βία!».

«Όχι», είπε ο Πατέρας Μπράουν λιτά και σηκώθηκε κι αυτός. «Δε θα το πάρεις με τη βία.
Πρώτον, γιατί, αλήθεια, δεν το έχω ακόμη. Και δεύτερον, γιατί δεν είμαστε μόνοι μας».

Ο Φλαμπώ σταμάτησε στο μπροστινό του βήμα.

«Πίσω από αυτό το δέντρο», είπε ο Πατέρας Μπράουν δείχνοντας «βρίσκονται δύο δυνατοί
αστυνομικοί και ο καλύτερος ντετέκτιβ εν ζωή. Πώς ήρθαν εδώ, ρωτάς; Ε λοιπόν, εγώ τους
έφερα. Πώς το έκανα; Ε λοιπόν, θα σου πω αν θέλεις! Δόξασοι ο Θεός, πρέπει να
γνωρίζουμε είκοσι τέτοια πράγματα, όταν δουλεύουμε ανάμεσα στις τάξεις των κακοποιών.
Δεν ήμουν σίγουρος ότι ήσουν κλέφτης και δε θα έφτανε αυτό για να δημιουργηθεί ένα
σκάνδαλο εναντίον ενός απ’τον δικό σου κλήρο. Έτσι, απλά σε δοκίμασα για να δω αν κάτι
σε έκανε να αποκαλυφθείς. Ένας άντρας συνήθως κάνει μια μικρή σκηνή, αν γευτεί αλάτι
μέσα στον καφέ του. Αν δεν βρει, έχει ένα λόγο να μείνει σιωπηλός. Άλλαξα το αλάτι και τη
ζάχαρη και εσύ έμεινες σιωπηλός. Ένας άντρας θα αντισταθεί αν του έρθει ο λογαριασμός
τρεις φορές μεγαλύτερος απ’το συνηθισμένο. Αν τον πληρώσει, τότε έχει το κίνητρο να
περάσει απαρατήρητος. Εγώ σου άλλαξα τον λογαριασμό και εσύ τον πλήρωσες».

Όλος ο κόσμος φαινόταν να αναμένει απ’τον Πατέρα Μπράουν να κάνει άλμα σαν τίγρη.

Αλλά έμεινε κοκκαλωμένος, σαν από ξόρκι. Ήταν ξαφνιασμένος και γεμάτος περιέργεια.

«Λοιπόν», συνέχισε ο Πατέρας Μπράουν, με διάυγεια, «αφού δεν άφηνες κανένα ίχνος για
την αστυνομία, κάποιος έπρεπε να το κάνει. Σε κάθε μέρος που πηγαίναμε, φρόντιζα να
κάνω κάτι, το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα να μιλάνε για μας για την υπόλοιπη μέρα. Δεν
έκανα κάτι φοβερό, έναn πιτσιλισμένο τοίχο, κομμένα μήλα, ένα σπασμένο παράθυρο...
Αλλά κράτησα τον σταυρό, αφού ο σταυρός πάντα θα σώζεται. Θα βρίσκεται ήδη στο
Γουεστμίνστερ αυτή τη στιγμή. Προτιμώ να αναρωτιέμαι ότι δε θα το σταματήσεις με το
Σφύριγμα του Γαϊδάρου».

You might also like