Professional Documents
Culture Documents
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ © 2019 – 2020
Διδάσκων: Κώστας Παπαχρήστος, Δρ. Διαπολιτισμικής Εκπ/σης
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΩΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ Ή ΞΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ
1η Ενότητα: «Εισαγωγή στη διδασκαλία της γλώσσας ως δεύτερης/ξένης»
1η Συνεδρία:
«Η διδασκαλία της δεύτερης και ξένης γλώσσας:
ζητήματα ορολογίας»
1η Συνεδρία:
«Η διδασκαλία της δεύτερης και ξένης γλώσσας: ζητήματα ορολογίας»
ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΟΡΙΣΜΟΣ
1. Προέλευση Η γλώσσα που μαθαίνεις πρώτα. (Η γλώσσα με την οποία καθιερώνεις μια διαρκή
σχέση επικοινωνίας).
Α. Γονείς με διαφορετικές γλώσσες – πολιτισμικά μικτές οικογένειες.
Β. Μια γλώσσα στο σπίτι – άλλη έξω από το σπίτι.
2. Ικανότητα
Η γλώσσα που γνωρίζεις καλύτερα
3. Λειτουργία
Η γλώσσα που χρησιμοποιείς περισσότερο
2η Συνεδρία
«Ανάπτυξη γλωσσικών δεξιοτήτων στη
δεύτερη/ξένη γλώσσα»
2η
Συνεδρία:
«Η ανάπτυξη των γλωσσικών δεξιοτήτων στη δεύτερη και ξένης γλώσσα
• Όταν πρόκειται για τη διδασκαλία μιας ξένης γλώσσας, εστιάζουμε στην καλλιέργεια
τεσσάρων γλωσσικών δεξιοτήτων που αφορούν εξίσου τόσο τον προφορικό λόγο όσο και
τον γραπτό:
Προφορικός Λόγος Γραπτός λόγος
Πίνακας: Γλωσσικές
δεξιότητες (Baker, 2001)
1. Οι τέσσερεις γλωσσικές δεξιότητες
• Αν και ο παραπάνω πίνακας μας βοηθάει να κατανοήσουμε τον τρόπο που
κατανοούμε ή που παράγουμε νοήματα, στην πραγματικότητα, το τοπίο των
γλωσσικών δεξιοτήτων είναι πολύχρωμο.
• Οι τέσσερις βασικές γλωσσικές δεξιότητες δεν ορίζονται με απόλυτα μέτρα. Κάθε
γλωσσική δεξιότητα μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ανεπτυγμένη.
• Αν και η λεκτική ικανότητα κατακτάται με φυσικό τρόπο στο άμεσο μας
περιβάλλον, η δεξιότητα ανάγνωσης και γραφής δεν κατακτάται από όλους τους
ανθρώπους, παρά μόνο σε καταστάσεις εκμάθησης με οργανωμένο τρόπο σε
σχολική τάξη.
• Ακόμη και να έχει κατακτηθεί η δεξιότητα της ανάγνωσης και της γραφής,
κυμαίνεται σε διάφορα επίπεδα. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να καταλαβαίνει
μια γλώσσα όταν την ακούει σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον (π.χ. στα
καταστήματα), αλλά να μην την καταλαβαίνει σ' ένα άλλο (π.χ. σε μια ακαδημαϊκή
διάλεξη) (Δαμανάκης, 2001).
2. Το Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο …Αναφοράς (Κ.Ε.Π.Α.)για τις
Γλώσσες
• Το Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες (ΚΕΠΑ) (χ.χ.)
είναι ένα διεθνές πρότυπο βάσει του οποίου ποσοστικοποιείται και
προσδιορίζεται επακριβώς το επίπεδο γλωσσομάθειας ενός ατόμου σε
μια συγκεκριμένη γλώσσα, σύμφωνα με αυτές τις δεξιότητες.
• Ωστόσο, η περιγραφή της γλωσσικής επάρκειας, με βάση αυτήν την
προσέγγιση, αν και ενδείκνυται για την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας,
δεν αποδίδει το γλωσσικό προφίλ του μαθητή/τριας µε μεταναστευτικό
υπόβαθρο, δηλαδή του/της δίγλωσσου/ης ή εν δυνάμει δίγλωσσου/ης
μαθητή/τριας (Κούρτη-Καζούλλη, 2018).
2. Το Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο …Αναφοράς (Κ.Ε.Π.Α.)για τις Γλώσσες
Α2 βασική γνώση
Β2 καλή γνώση
Γ2 άριστη γνώση
3. Γλωσσικές δεξιότητες και ακαδημαϊκή γλωσσική Ικανότητα
• Ο Cummins (2005, 2002, 2001, 2000) αναφέρει τρεις διαστάσεις της
γλωσσικής ικανότητας
➢ για να εξηγήσει γιατί ο/η μαθητής/τρια με μεταναστευτικό υπόβαθρο,
ενώ αναπτύσσει επικοινωνιακές δεξιότητες στη γλώσσα στόχο σε λίγους
μήνες (μέχρι 2 χρόνια),
➢η απόδοσή του/της στο σχολείο βελτιώνεται μετά από 5 έως 7 χρόνια
φοίτησης.
✓ Δηλαδή, ο μαθητής/τρια κατακτά τη συνομιλιακή ευχέρεια σχετικά
γρήγορα, αλλά η εκμάθηση της «γλώσσας του σχολείου» απαιτεί χρόνο
και κόπο. Δυσκολεύεται γιατί συνεχώς κυνηγάει έναν κινούμενο στόχο,
δηλαδή τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης που προχωράνε με πιο γρήγορους
ρυθμούς.
3. Γλωσσικές δεξιότητες και ακαδημαϊκή γλωσσική Ικανότητα
• Ο/η δάσκαλος/α βλέποντας πως ότι ο/η μαθητής/τρια μπορεί
να επικοινωνεί στην ελληνική γλώσσα, αλλά εξακολουθεί να
δυσκολεύεται στα μαθήματά του, υποθέτει εύλογα ότι το
πρόβλημα δεν είναι γλωσσικό, αλλά μαθησιακό (Cummins,
2001).
• Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα συνήθως δεν είναι
μαθησιακό·
• O/η μαθητής/τρια χρειάζεται χρόνο (5-7 χρόνια) για να φτάσει
τον κινούμενο στόχο, δηλαδή την υπόλοιπη τάξη που
προχωράει.
3. Γλωσσικές δεξιότητες και ακαδημαϊκή γλωσσική Ικανότητα
• Αρχικά ο/η δάσκαλος/α πρέπει να γνωρίζει ότι ο/η μαθητής/τρια
πρέπει να αναπτύξει δύο δεξιότητες και μια ικανότητα
(Cummins, 2001):
• α. Η συνομιλιακή (επικοινωνιακή) ευχέρεια είναι η ικανότητα
διεξαγωγής μιας συνομιλίας σε περιστάσεις οικειότητας και
επαφής, πρόσωπο με πρόσωπο.
Προϋποθέσεις ανάπτυξης της ευχέρειας: λεξιλόγιο υψηλής
συχνότητας, απλές γραμματικές δομές, υποστήριξη από
εξωτερικούς δείκτες (εκφράσεις προσώπου, χειρονομίες,
επιτονισμός) (Cummins, 2001).
3. Γλωσσικές δεξιότητες και ακαδημαϊκή γλωσσική Ικανότητα
• β. Οι διακριτές γλωσσικές δεξιότητες είναι οι ειδικές φωνολογικές και
γραμματικές γνώσεις, καθώς και γνώσεις γραφής και ανάγνωσης που
αποκτώνται έπειτα από άμεση διδασκαλία και/ή εξάσκηση, επίσημη ή
ανεπίσημη (Cummins, 2001).
3η
Συνεδρία
«Ο ρόλος των ατομικών διαφορών στην
εκμάθηση της δεύτερης ή ξένης γλώσσας»
3η
Συνεδρία
«Ο ρόλος των ατομικών διαφορών στην εκμάθηση της δεύτερης ή ξένης
γλώσσας»
• Η 3η Συνεδρία της Θεματικής Ενότητας «Βασικές παράμετροι στη διδασκαλία της
δεύτερης και ξένης γλώσσας», πραγματεύεται διεξοδικά τα ατομικά και κοινωνικά
χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν όσους/ες μαθαίνουν μια δεύτερη ή ξένη
γλώσσα. Συγκεκριμένα εστιάζει στους παράγοντες:
• α) κίνητρο (motivation), β) προσωπικότητα (personality) και γ) ηλικία (age).
Σκοπός:
• Σκοπός της 3ης συνεδρίας είναι να αντιληφθούν οι επιμορφούμενοι/ες τη
σημασία των ατομικών διαφορών των μαθητών/τριών τους στην εκμάθηση της
δεύτερης γλώσσας, και ειδικότερα του κινήτρου, της προσωπικότητας και της
ηλικίας, ώστε να μπορούν να τις λαμβάνουν υπόψη στην εκπαιδευτική τους πράξη
προσαρμόζοντας το μάθημά τους.
1. Ατομικές διαφορές στην εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας Ι
• ΒΑΣΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ:
• Σε μια τάξη είναι εύκολο για τον/την εκπαιδευτικό να συνειδητοποιήσει ότι άλλοι/ες
μαθητές/τριες μαθαίνουν πιο γρήγορα και άλλοι/ες πιο αργά.
• Δεν έχουν δηλαδή όλοι/ες τον ίδιο ρυθμό μάθησης, καθώς επίσης και δεν
πετυχαίνουν όλοι/ες με την ίδια διαδρομή το ίδιο ακριβώς γλωσσικό επίπεδο
(Υψηλάντης & Μουτή, 2015).
• Ο λόγος για τον οποίο φαίνεται ότι ορισμένοι/ες μαθητές/τριες που μαθαίνουν μια
δεύτερη γλώσσα επιδεικνύουν ταχύτατη και λιγότερο κοπιαστική πρόοδο, ενώ
άλλοι/ες προχωρούν με πιο αργούς ρυθμούς συναντώντας μεγαλύτερες
δυσκολίες, είναι ότι δεν υπάρχει ομοιογένεια στους ανθρώπους. Ο καθένας/η
καθεμιά μαθαίνει με τον δικό του/της τρόπο τη γλώσσα και υπάρχει ένα σύνολο
παραγόντων που συνδυαστικά επηρεάζουν τον ρυθμό της κατάκτησης της
δεύτερης γλώσσας (Zafar & Meenakshi, 2012).
1. Ατομικές διαφορές στην εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας Ι
Εσωτερική
Παρόρμηση
(innerdrive) ➢ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΜΕΝΗ ΠΡΑΞΗ
ή
Ανάγκη
(need)
1.1. Το Κίνητρο
❖Τα κίνητρα διακρίνονται περαιτέρω σε εσωτερικά και εξωτερικά.
• Τα εσωτερικά κίνητρα, μπορεί να αφορούν την ίδια τη διαδικασία εκμάθησης με
διαφορετικούς τρόπους. Μπορεί, δηλαδή, το άτομο να απολαμβάνει τη διαδικασία της
μάθησης, να χαίρεται με το ότι μαθαίνει ή μπορεί να απολαμβάνει το ότι καταφέρνει να
μαθαίνει, με το ότι μαθαίνει με επιτυχία. Η επιτυχία, δηλαδή, στη διαδικασία της
εκμάθησης αποτελεί επίσης εσωτερικό κίνητρο. Έτσι, το άτομο οδηγείται να καταβάλλει
μεγαλύτερη προσπάθεια στη διαδικασία της εκμάθησης (Skehan, 1989).
• Η εκτίμηση που έχει για τον εαυτό του ως προς την ικανότητά του
να αντεπεξέρχεται σε συγκεκριμένες (π.χ. να γράφει ένα γράμμα).
γ
1.2. Η Προσωπικότητα
• Ακόμη, ο τύπος της προσωπικότητας του/της μαθητή/τριας με αναφορά στον βαθμό
εσωστρέφειας ή εξωστρέφειάς του/της επιδρά σημαντικά τόσο στη διαδικασία όσο και
στο τελικό αποτέλεσμα της γλωσσικής εκμάθησης.
• Άλλοι παράγοντες, όπως:
• το άγχος του/της ομιλητή/τριας (anxiety),
• η τάση να ρισκάρει (risk-taking),
• η ευαισθησία για τυχόν απόρριψη (sensitivity to rejection),
• οι αναστολές (inhibition),
• η ανεκτικότητά του στην αμφισημία (tolerance for ambiguity) και
• η ενσυναίσθηση, δηλαδή, η ικανότητά του να συμμετέχει συναισθηματικά
(empathy), αποτελούν σημαντικές πτυχές της προσωπικότητας του ατόμου.
1.3. Η Ηλικία
4η
Συνεδρία
«Περιγραφή των ατομικών διαφορών κατά
την εκμάθηση της δεύτερης ή ξένης
γλώσσας»
4η
Συνεδρία
«Περιγραφή των ατομικών διαφορών κατά την εκμάθηση της δεύτερης ή
ξένης γλώσσας»
• Με βάση την έρευνα των Peterson et al. (2009: 518, όπ. αναφ. σε Υψηλάντη
& Μουτή, 2015) που προσπάθησαν να συγκεντρώσουν απόψεις ερευνητών
του πεδίου για θέματα ορολογίας, μέτρησης και μελλοντικών προοπτικών
για τον χώρο των γνωστικών στιλ και των στιλ μάθησης, βρήκαν ότι τα
γνωστικά στυλ είναι «σταθερά, εγγενή και άμεσα συνδεδεμένα με
υποκείμενους μηχανισμούς επεξεργασίας των πληροφοριών».
• Από την άλλη πλευρά, τα στυλ μάθησης γίνονται αντιληπτά ως
«μεταβλητά, εξαρτώμενα από το περιβάλλον και περιγράφονται ως προς
την επίδοσή τους στη μαθησιακή συμπεριφορά και όχι στη γνωστική
επεξεργασία».
1.1 Γνωστικό και μαθησιακό στυλ
• Σημαντική διάκριση που αναγνωρίζουν οι ερευνητές/τριες είναι ανάμεσα:
α) στον τρόπο μάθησης που είναι ανεξάρτητος από το πεδίο (field
independence style) και δίνει τη δυνατότητα στον/στη μαθητή/τρια να
διαχωρίζει τα μέρη από το σύνολο, να επικεντρώνεται σε μια
δραστηριότητα και να μπορεί να αναλύει διαφορετικές μεταβλητές, και
• β) ο τρόπος μάθησης που εξαρτάται από το πεδίο (field dependence style)
και δίνει τη δυνατότητα στον/στη μαθητή/τρια να κατανοεί το σύνολο, να
συλλαμβάνει τη γενικότερη ιδέα και να βλέπει την ευρύτερη εικόνα των
πραγμάτων.
➢ Η διάκριση αυτή φαίνεται να αντιστοιχεί σε εκείνη ανάμεσα στον
σφαιρικό (global) και τον αναλυτικό (analytical) τρόπο εκμάθησης
(Scarcella&Oxford, 1992, όπ. αναφ. σε Βαρλοκώστα & Τριανταφυλλίδου,
2005).
1.1 Γνωστικό και μαθησιακό στυλ
• Αναλυτικοί/ές & Σφαιρικοί/ές μαθητές/τριες
•Μεταγνωστικές (metacognitive)
α
•Γνωστικές (cognitive)
β
δ. Επαγωγική ικανότητα
γ. Μηχανική ικανότητα
εκμάθησης γλώσσας=
εκμάθησης = ικανότητα να
ικανότητα επαγωγής των
συνδέει ήχους και σημασίες
κανόνων από το γλωσσικό υλικό
γρήγορα και αποτελεσματικά
που έχει στη διάθεσή του.
1.3 Κλίση
Πώς μετριέται η Κλίση;
• Η κλίση μετριέται με διάφορα τεστ (languageaptitudetests) που
σχεδιάστηκαν κυρίως στις δεκαετίες του 1950 και ’60.
• Αρκετοί/ές ερευνητές/τριες, έχουν υποστηρίξει ότι τα τεστ γλωσσικής
κλίσης δεν αποτελούν αξιόπιστους δείκτες της έμφυτης κλίσης για γλωσσική
επάρκεια, καθώς μετρούν αποκλειστικά τη γνώση της γραμματικής ή των
φθόγγων μιας γλώσσας.
• Η γλωσσική επάρκεια δεν περιορίζεται μόνο στη γνώση της γραμματικής
αλλά και στη γενικότερη επικοινωνιακή ικανότητα, η οποία, όμως δεν
αξιολογείται από αυτά τα τεστ (Ellis, 1985, όπ. αναφ. σε Βαρλοκώστα &
Τριανταφυλλίδου, 2005).
Συνεδρία 4η