Professional Documents
Culture Documents
Αναστολή Αναγκαστικής Εκτέλεσης
Αναστολή Αναγκαστικής Εκτέλεσης
657
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
2. ΜΠρΑθ 5801/2017 ( 703688) (Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. Αίτηση
αναστολής του καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, λόγω της ασκηθείσας ανακοπής του. Μη νόμιμη
η υπό κρίση αίτηση, καθόσον δεν προβλέπεται με τις διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως
τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, κατά τη διαδικασία της έμμεσης αναγκαστικής
εκτέλεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, αίτηση αναστολής σε περίπτωση κατάθεσης
ανακοπής κατά της εκτέλεσης. Απορριπτέο ως νομικά αβάσιμο είναι το επικουρικό αίτημα
περί απαγόρευσης μεταβολής της πραγματικής και νομικής κατάστασης των κατασχεθέντων
λογαριασμών, δεδομένου ότι η προσφυγή στα άρθρα 731 - 732 ΚΠολΔ έρχεται σε ευθεία
αντίθεση με το γράμμα του νόμου. Απορρίπτει την αίτηση.
Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Ηλία Ξηροτύρη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίσθηκε
κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24-7-2017, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα,
για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της αιτούσας : Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «...» και με τον διακριτικό τίτλο
«....», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ... αρ. .., ΑΦΜ: .. - Δ.Ο.Υ. Αθηνών), όπως νόμιμα
εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη
Γιαννόπουλο.
Του καθ’ ου η αίτηση : .., δικηγόρου ..,κατοίκου .. Κρήτης (οδός ... αρ. ., ΑΦΜ: .. - Δ.Ο.Υ.
Ηρακλείου), ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.
Η αιτούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτησή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του
Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης ../2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου
5946/2017, προσδιορίστηκε δε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της
παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που έγινε δημόσια στο ακροατήριο αυτού του
Δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας και ο καθ’ ου η αίτηση παριστάμενος
αυτοπροσώπως ως δικηγόρος ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν
δεκτοί.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως: 13/2017
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 933 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την
τροποποίησή του με τις διατάξεις του ογδόου άρθρου του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, και οι
οποίες (νέες τροποποιημένες διατάξεις) κατά την παράγραφο 3 του άρθρου ενάτου του αυτού
άρθρου του ίδιου νόμου εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση
διενεργείται μετά τις 1.1.2016. «ι. Αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η
εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον και αφορούν την εγκυρότητα του
εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση ασκούνται
μόνο με ανακοπή, που εισάγεται στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από
το δικαστήριο αυτό, και στο μονομελές-πρωτοδικείο-σε-κάθε-άλλη περίπτωση. Αν ασκηθούν
περισσότερες ανακοπές με χωριστά δικόγραφα, με επιμέλεια της γραμματείας
προσδιορίζονται και εκδικάζονται όλες υποχρεωτικά στην ίδια δικάσιμο. Πρόσθετοι λόγοι
ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη
γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο
συντάσσεται έκθεση, και κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από
τη συζήτηση. 2. Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα (6ο)
ημέρες από την κατάθεσή της και η κλήτευση του καθ’ ου η ανακοπή γίνεται είκοσι (2θ)
ημέρες πριν από τη συζήτηση. 3· Αρμόδιο κατά τόπο είναι το δικαστήριο της περιφέρειας του
τόπου της εκτέλεσης, εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις
της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλιώς αρμόδιο είναι το δικαστήριο του άρθρου 584· 4· Αν ο
εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, οι αντιρρήσεις είναι
απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο ών Μέτρων σύμφωνα, με τα άρθρα 33°
και 633 παράγραφος 2 εδάφιο γ`, αντίστοιχα. 5· Οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση
της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται μόνο με έγγραφα ή με δικαστική ομολογία. 6. Η
απόφαση επί της ανακοπής εκδίδεται υποχρεωτικά μέσα σε προθεσμία εξήντα (6ο) ημερών
από τη συζήτησή της.». Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 934 του ίδιου Κώδικα,
όπως ισχύουν τροποποιημένες «ι. Ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι παραδεκτή: α)
Αν αφορά ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση
του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 ή την απαίτηση ή
σε περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μέχρι και την επίδοση του κατασχετήριου
εγγράφου στον καθ’ ου, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης.
Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, η ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση ασκείται μέσα
σε τριάντα (30) ημέρες από την επίδοση της επιταγής, β) Αν αφορά την εγκυρότητα της
τελευταίας πράξης της εκτέλεσης, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες αφότου η πράξη αυτή
ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα
σε τριάντα (30) ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν
πρόκειται για κινητά, και εξήντα (6ο) ημέρες αφότου μεταγράφει η περίληψη της
κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα. 2. Αν πρόκειται για εκτέλεση για την
ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τελευταία πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης
πλειστηριασμού και κατακύρωσης.». Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1011 Α του
ίδιου ως άνω Κώδικα το οποίο (άρθρο) προσετέθη με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του
Ν.4335/2015 «1. Ο πλειστηριασμός πλοίου ορίζεται την πρώτη εργάσιμη Τετάρτη μετά την
πάροδο σαράντα (40) ημερών από την κατάσχεση. 2. Οι προθεσμίες του άρθρου 934
παράγραφος ι περίπτωση α` και β` είναι τριάντα (30) ημέρες από την κατάσχεση του πλοίου
και σαράντα (4θ) ημέρες από τη σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού αντιστοίχως. Η
ανακοπή του άρθρου 954 παράγραφος 4 και ΙΙ αίτηση αναστολής του άρθρου 1000
ασκούνται με ποινή απαραδέκτου μέσα σε προθεσμία τριάντα (30)ημερών από την
κατάσχεση, δικάζονται με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. και η απόφαση δημοσιεύεται
μέχρι τις 12.00 το μεσημέρι της Δευτέρας πριν από τον πλειστηριασμό. Μέσα στην ίδια
προθεσμία και με την ίδια διαδικασία μπορεί με αίτηση του ανακόπτοντος να διαταχθεί από
το αρμόδιο κατά το άρθρο 933 δικαστήριο η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με
εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση αν κρίνεται ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα
προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογείται η ευδοκίμηση της
ανακοπής. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί
εγγύηση. 3. Με την απόφαση επί της ανακοπής του άρθρου 954 παραγράφου 4 και επί της
αίτησης αναστολής του άρθρου 1000 ορίζεται αντίστοιχα ως νέα ημέρα πλειστηριασμού η
πρώτη εργάσιμη Τετάρτη μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της
απόφασης επί της ανακοπής και η πρώτη εργάσιμη Τετάρτη μετά τη λήξη της χορηγηθείσης
αναστολής. Κατά τα λοιπά τηρούνται οι προβλεπόμενες διατυπώσεις δημοσιότητας. 4· Αν για
οποιονδήποτε λόγο ο πλειστηριασμός πλοίου δεν έγινε κατά την ημέρα που είχε οριστεί,
επισπεύδεται σύμφωνα με το άρθρο 973 και νέα ημέρα πλειστηριασμού ορίζεται η πρώτη
εργάσιμη Τετάρτη μετά την πάροδο είκοσι (2ο) ημερών μετά τη δήλωση συνεχίσεως.».
Περαιτέρω, το άρθρο 938 ΚΠολΔ, που προέβλεπε δυνατότητα αναστολής της εκτελέσεως
λόγω άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 του ίδιου Κώδικα, κατόπιν σχετικής αιτήσεως του
ανακόπτοντος, εκδικαζομένης από το δικαστήριο της ανακοπής κατά τη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων, καταργήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 1 του Ν. 4335/2015 με
έναρξη ισχύος από 1-1-2016. Πλέον, οι μόνες δυνατότητες αναστολής της αναγκαστικής
εκτέλεσης συνεπεία ασκήσεως ανακοπής κατ’ αυτής είναι οι ακόλουθες: α) Με το νέο άρθρο
937 παρ.1 β εδ. 3 ΚΠολΔ, στις περιπτώσεις άσκησης ένδικων μέσων κατά της απόφασης επί
της ανακοπής, η άσκηση των οποίων δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, το
δικαστήριο του ένδικου μέσου, μετά από αίτηση αυτού που το άσκησε, υποβαλλόμενη και
αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δύναται να διατάξει την
αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της
αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί
την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου, β) στην περίπτωση του εδ. γ` της ίδιας παραγράφου με το
οποίο ορίζεται ότι, ειδικά στην περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, το δικαστήριο της ανακοπής
μπορεί να διατάξει την αναστολή της κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα, και γ) σε περίπτωση
πλειστηριασμού πλοίου κατόπιν κατασχέσεως προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων
που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 1011Α παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Υπό το μέχρι
σήμερα ισχύον δίκαιο, υπήρχε δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης από το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο στο οποίο εκκρεμούσε η ανακοπή και μόνον μέχρι την έκδοση οριστικής
απόφασης επ`αυτής (άρθ. 938 παρ. 4 όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του). Η άσκηση δε
ένδικου μέσου κατά απόφασης απορριπτικής της ανακοπής δεν μπορούσε να δικαιολογήσει
χορήγηση αναστολής. Πλέον, η άσκηση ανακοπής κατά της επισπευδόμενης εκτέλεσης, πλην
των ανωτέρω περιπτώσεων, συνεχίζει να μην αναστέλλει την εκτελεστική διαδικασία, δεν
παρέχεται όμως δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης κατόπιν σχετικής αιτήσεως λόγω της
άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 και εκκρεμότητάς της σε πρώτο βαθμό. Τούτο διότι ο
νεότερος νομοθέτης θεώρησε ότι στον πρώτο βαθμό δεν απαιτείται η αίτηση αναστολής αφού
το Δικαστήριο της ανακοπής, στις περιπτώσεις της έμμεσης εκτέλεσης, πλην της
περιπτώσεως που αφορά σε πλειστηριασμό πλοίου, οφείλει να δημοσιεύσει την απόφαση επί
της ανακοπής, προ της διενέργειας του πλειστηριασμού (σχετικά με το λόγο κατάργησης της
αναστολής του άρθρου 938 ΚΠολΔ Χαρ. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των
βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το Ν. 4335/2015, σελ. 54 επ.). Εξάλλου, στο άρθρο
1.9 του ν. 4335/2015 (Μεταβατικές διατάξεις), πέραν των επιμέρους ζητημάτων που
αναφέρονται παραπάνω για τα οποία προβλέπεται ειδικό διαχρονικό δίκαιο (έναρξη ισχύος
μετά την έκδοση πρ.δ/των), ορίζεται με γενική αφορώσα την εκτέλεση ρύθμιση ότι οι
διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς
εκτέλεση διενεργείται μετά την ιη.ι.2010. Ως κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη του
νέου δικαίου θα πρέπει προδήλως να θεωρείται ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς
εκτέλεση, που οδήγησε στη συνέχεια στην έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας δια
της επιβολής κατασχέσεως επί χρηματικών απαιτήσεων ή δια της διενέργειας άμεσης
εκτέλεσης και όχι τυχόν προηγούμενες επιταγές, οι οποίες επιδόθηκαν μεν, χωρίς όμως να
αρχίσει η κύρια εκτελεστική διαδικασία εντός έτους από την επίδοσή τους, και στις οποίες
δεν μπορεί κατ’ άρθρο 926 παρ. 2 να βασισθεί πλέον η έναρξή της. Αν, αντιθέτους, έχει γίνει
ή θα γίνει εντός έτους έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας βάσει επιταγής που
κοινοποιήθηκε πριν την 1η-1-2016, θα τυγχάνει εφαρμογής το μέχρι τις 31-12- 2015 ισχύον
δίκαιο, ενώ η τυχόν επανακοινοποίηση της επιταγής μετά την ιη- 1-2016, προκειμένου αυτή
να επιστηρίξει απλώς τη συνέχιση των υπολειπομένων πράξεων της κύριας εκτελεστικής
διαδικασίας, δεν θα μεταβάλει το δίκαιο βάσει του οποίου αυτές θα διενεργούνται και θα
κρίνονται. (Ευδοξία Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο αναγκαστικής
εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015, ΕΣΔι - Σεμινάριο Δικαστικών
Λειτουργών της ΐης-12-2015). Ενόψει των ανωτέρω ρυθμίσεων, και ιδίως της θέσης της
δυνατότητας αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης στο άρθρο ion Α παρ.2 ΚΠολΔ, η
οποία αφορά σε πλειστηριασμό πλοίου, με ταυτόχρονη κατάργηση της διατάξεως του άρθρου
938 ΚΠολΔ, δίχως παράλληλη πρόβλεψη δυνατότητας αναστολής της αναγκαστικής
εκτέλεσης στην περίπτωση της έμμεσης εκτέλεσης σε πρώτο βαθμό, κατά την άποψη του
παρόντος Δικαστηρίου, η αίτηση αναστολής της επισπευδόμενης εκτέλεσης προς
ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης δια της εκπλειστηριάσεως πλοίου, δεν δύναται να αφορά
όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι και την επιδοθείσα επιταγή προς
εκτέλεση, παρά μόνον τις πράξεις εκείνες που οδηγούν στην εκπλειστηρίαση του πλοίου ήτοι
στην έκθεση κατάσχεσης αυτού.
Με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτούντες, ζητούν να ανασταλεί η διαδικασία
αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθής η αίτηση σε βάρος τους, δυνάμει
της από 10-11-2016 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού
απογράφου της με αριθμό 371/2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του παρόντος
Δικαστηρίου, με την οποία (διαταγή πληρωμής) διατάχθηκαν οι ήδη αιτούντες, ενεχόμενοι εις
ολόκληρον, όπως καταβάλουν στην καθής τραπεζική εταιρεία, ενόψει συμβάσεως δανείου, το
οποίο έλαβαν οι δύο πρώτες των αιτούντων και για την καλή εκπλήρωση της οποίας
(συμβάσεως δανείου) εγγυήθηκαν οι τρίτη και τέταρτος των αιτούντων, το ποσό των
πεντακοσίων χιλιάδων δολλαρίων ΗΠΑ, και ειδικώς της διαδικασίας αναγκαστικής
εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος του υπό σημαία Μάλτας πλοίου ..................(.............),
κυριότητος της δεύτερης αιτούσας δυνάμει: α) της από 18-11-2016 έγγραφης εντολής προς
εκτέλεση του πληρεξουσίου της καθής δυνάμει της οποίας παραγγέλθηκε ο δικαστικός
επιμελητής όπως προβεί σε κατάσχεση του υπό σημαία Μάλτας πλοίου ............... (..........), β)
της με αριθμό 1163/25-11-2016 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του ανωτέρω πλοίου του
δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Σπυρίδωνα Γιαννακόπουλου, και γ) του
ορισθέντος για την 11-1-2017 πλειστηριασμού του ανωτέρω πλοίου, μέχρι να εκδοθεί
τελεσίδικη απόφαση επί της από 16-12-2016 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 10394/5346/2016)
ανακοπής που άσκησαν κατά της εκτέλεσης για τους λόγους που αναφέρουν στην ανακοπή
τους. Τέλος, ζητούν να καταδικασθεί η καθής στη δικαστική τους δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αίτηση αναστολής, η οποία
αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο έχει διεθνή
δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, δεδομένου ότι η ένδικη διαφορά αφορά
διαφορά περί την εκτέλεση που επισπεύδεται στην Ελλάδα (άρθρο 933 ΚΠολΔ), επιπλέον δε,
στο παρόν Δικαστήριο είναι εκκρεμής η ανακοπή (άρθρα 1011 Α σε συνδυασμό με άρθρο
933 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο κατ’ άρθρο 1011 Α
ΚΠολΔ, προς εκδίκασή της, κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων
(άρθρα 1011 Α σε συνδυασμό με 686 επ. ΚΠολΔ), έχει δε ασκηθεί μέσα στην προθεσμία του
άρθρου 1011 Α παρ.2 ΚΠολΔ, αφού μεταξύ της ημέρας της κατάθεσής της στη γραμματεία
του Δικαστηρίου αυτού [16-12- 2016] και της ημέρας του επισπευδόμενου πλειστηριασμού
[11-1-2017] του οποίου ζητείται η αναστολή, παρεμβάλλονται πέντε [5] πλήρεις εργάσιμες
ημέρες. Περαιτέρω, και δεδομένου ότι, και όσον αφορά ειδικώς στην επισπευδόμενη
εκτέλεση σε βάρος του ανωτέρω υπό αλλοδαπή σημαία πλοίου, κρίνεται εφαρμοστέο το
Ελληνικό Δικονομικό Δίκαιο, διότι η κατ’ αυτού επισπευδόμενη εκτέλεση ευρίσκεται εντός
των ορίων της ελληνικής επικράτειας (lex fori), δεδομένου ότι και επί αναγκαστικής
εκτελέσεως επί πλοίων, το δίκαιο της Πολιτείας, στα ύδατα της οποίας ευρίσκεται το πλοίο
ρυθμίζει τη διαδικασία της εκτέλεσης και τα όργανα της ίδιας Πολιτείας έχουν δικαιοδοσία
προς διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων της εκτελέσεως, ανεξαρτήτως της σημαίας του
πλοίου, της ιθαγένειας του οφειλέτου κλπ (σχετικά ΕΘ 834/1994 ΝΟΜΟΣ), η ένδικη αίτηση
τυγχάνει νόμιμη μόνον καθό μέρος ζητείται η αναστολή της επισπευδόμενης αναγκαστικής
εκτέλεσης δυνάμει της με αριθμό 1163/25-11-2016 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του
ανωτέρω πλοίου του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Σπυρίδωνα
Γιαννακόπουλου και του ορισθέντος για την 11-1-2017 πλειστηριασμού του ανωτέρω πλοίου,
θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων ion Α σε συνδυασμό με άρθρο 933 ΚΠολΔ.
Αντίθετα, η ίδια αίτηση τυγχάνει μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα, καθό μέρος
ζητείται η αναστολή εκτέλεσης της από ιο-ιι-2016 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από
αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 371/2016 διαταγής πληρωμής του
Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, και τούτο διότι, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία
νομική σκέψη της παρούσας, δεν προβλέπεται με τις διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως ο Κώδικας
αυτός τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, κατά τη διαδικασία της έμμεσης αναγκαστικής
εκτέλεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, αίτηση αναστολής σε περίπτωση κατάθεσης
ανακοπής κατά της εκτέλεσης. Ειδικώς όσον αφορά στην δεύτερη αιτούσα, πλοιοκτήτρια του
ενδίκου πλοίου, όπου κατόπιν της επιδόσεως της ανωτέρω επιταγής ακολούθησαν και άλλες
πράξεις εκτέλεσης και δη αναγκαστική κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου και ορισμός
ημερομηνία πλειστηριασμού αυτού, η ίδια αίτηση, όσον αφορά την προαναφερομένη επιταγή
προς πληρωμή τυγχάνει μη νόμιμη διότι η θεσπισθείσα στις διατάξεις του άρθρου 1011 Α του
ΚΠολΔ δυνατότητα αναστολή, όπως ειδικότερα αναλύεται στην οικεία νομική σκέψη της
παρούσας, δεν αφορά και την επιταγή αλλά μόνον τις πράξεις που οδηγούν σε πλειστηριασμό
του πλοίου. Περαιτέρω, μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα τυγχάνει η κρινόμενη
αίτηση καθό μέρος ζητείται αναστολή εκτέλεσης της από ι8-ιι-20ΐ6 έγγραφης εντολής προς
εκτέλεση του πληρεξουσίου της καθής δυνάμει της οποίας παραγγέλθηκε ο αρμόδιος
δικαστικός επιμελητής όπως προβεί σε κατάσχεση του ανωτέρω υπό
σημαία Μάλτας πλοίου ...........(..................................), δεδομένου ότι η εν λόγω εντολή έχει
ήδη εκτελεσθεί. Τέλος, μη νόμιμο τυγχάνει και το αίτημα περί καταδίκης της καθής στα
δικαστικά έξοδα των αιτούντων (άρθρο 84 παρ.2 εδ. τελ. του Ν. 4194/2013 όπως
τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ.β του Ν. 4236/2014). Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη
αίτηση, καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, προκειμένου να
ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, δεδομένου ότι για το
παραδεκτό της συζήτησης αυτής [αίτησης αναστολής] α) έχει ολοκληρωθεί η σύνθετη
διαδικαστική πράξη της άσκησης της εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπής εντός προθεσμίας
30 ημερών από την επιβληθείσα κατάσχεση (άρθρο ιοιιΑ ΚΠολΔ), ήτοι τόσο η κατάθεση του
δικογράφου στη γραμματεία του αρμόδιου Δικαστηρίου, όσο και η επίδοση αντιγράφου της
ανακοπής προς τον επισπεύδοντα δανειστή πριν τη συζήτηση της ένδικης αίτηση (σχετικά
υπ’ αριθμ. 3994·2/ΐ9-ΐ2-20ΐ6 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου
Αθηνών Αθανασίου Γεωργαντόπουλου), και β) κατεβλήθη η νόμιμη προείσπραξη της
δικηγορικής αμοιβής των παρισταμένων δικηγόρων.
Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης και της ενσωματωμένης σε αυτήν
ανακοπής, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η με αριθμό 371/2016 διαταγή πληρωμής του
Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται σε βάρος τους η
ένδικη εκτέλεση, πάσχει ακυρότητος, δεδομένου ότι εξεδόθη δυνάμει εγγράφων που δεν
πληρούν τους όρους του άρθρου 623 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι η
προαναφερομένη διαταγή πληρωμής, εξεδόθη δυνάμει της από 16-11-2007 ιδιωτικής
σύμβασης δανείου και των από 15-4-2011, 2-5-2012 και 23-12-2013 τροποποιητικών της
αρχικής συμβάσεων, με τις οποίες η εταιρεία ....................ειδικός διάδοχος της οποίας
τυγχάνει η καθής, δάνεισε στις δύο πρώτες εξ αυτών (αιτούσες) το ποσό των 9.191.250 δολ
ΗΠΑ, αλλά και δυνάμει των από 16-11-2007 συμβάσεων εγγυήσεως, δυνάμει των οποίων
την καλή εκτέλεση της προαναφερομένης συμβάσεως δανείου εγγυήθηκαν οι τρίτη και
τέταρτος εξ αυτών (αιτούντες), καθώς και της από 26-11-2007 βεβαίωσης εκταμίευσης του
ποσού του δανείου, οι οποίες είχαν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα, και οι οποίες,
προσεκομίσθησαν με την αίτηση προς έκδοση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής σε
μετάφραση που δεν πληρεί τους όρους του νόμου και δη αφενός μεν τα ανωτέρω
ξενόγλωσσα, και δη στην αγγλική γλώσσα συντεταγμένα, έγγραφα προσεκομίσθησαν σε
αντίγραφα τα οποία δεν φέρουν το ειδικό ένσημο επικύρωσης, επιπλέον δε στις
προσκομισθείσες μεταφράσεις των εγγράφων αυτών, δεν γίνεται μνεία ότι η μεταφράσασα
αυτά (έγγραφα) δικηγόρος γνωρίζει επαρκώς τόσο την αγγλική γλώσσα στην οποία είχαν
εξαρχής διατυπωθεί τα ανωτέρω έγγραφα, όσο και την ελληνική γλώσσα στην οποία και
μεταφράσθηκαν αυτά (προσκομισθέντα προς έκδοση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής
έγγραφα).
Επί του ισχυρισμού αυτού πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 632
παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής, έχει το
δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της, να ασκήσει ανακοπή, η
οποία απευθύνεται στο δικαστήριο, το οποίο είναι καθ` ύλην αρμόδιο. Κατά δε το άρθρο 633
παρ. 1 ΚΠολΔ, αν η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα και οι λόγοι της -είναι
νόμιμοι και βάσιμοι, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής, διαφορετικά απορρίπτει
την ανακοπή και επικυρώνει τη διαταγή πληρωμής. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 933 και 934
ΚΠολΔ, οι αντιρρήσεις του καθού η εκτέλεση, που αφορούν το έγκυρο του εκτελεστού
τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με
ανακοπή, που εισάγεται στο, κατά την πρώτη των πιο πάνω διατάξεων αναφερόμενο,
δικαστήριο και είναι παραδεκτή, αν ασκήθηκε μέσα στην προθεσμία, που αναφέρονται στη
δεύτερη των παραπάνω αναφερομένων διατάξεων, σύμφωνα με τις διακρίσεις της διάταξης
αυτής (ΑΠ 720/1981, ΕΕΝ 49 (1981), 479, ΑΠ 1069/1975 ΑΝ ΚΖ (1976) 407)· Περαιτέρω,
από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 632 επ. ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η διαταγή
πληρωμής δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, με συνέπεια να μη δημιουργείται από αυτήν
δεδικασμένο, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων αναγομένων ασκηθείσης εμπρόθεσμα
ανακοπής είτε της ασκηθείσης πριν από την επίδοσή της αρνητικής αναγνωριστικής της
απαίτησης. Πάντως, οπωσδήποτε, η διαταγή πληρωμής δεν δημιουργεί δεδικασμένο στην
περίπτωση που, μετά την κοινοποίησή της, ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή κατά της
επισπευδομένης με βάση αυτήν αναγκαστικής εκτέλεσης από τον καθού στρέφεται, κατ`
άρθρο 933 ΚΠολΔ (Κονδύλης, Δεδικασμένον παρ. 6 σελ. 6ο, 6ι). Επομένως, και ενόψει των
ορισμών των άρθρων 330 και 933 παρ. 3 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης, όταν επιχειρείται
αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του, με βάση τέτοια διαταγή πληρωμής, που συνιστά τίτλο
εκτελεστό, δεν κωλύεται να προτείνει, με την ασκούμενη κατά το παραπάνω άρθρο 933
ανακοπή του, τους λόγους ακυρωτικούς της εκτέλεσης και ενστάσεις, που πλήττουν το κατ`
ουσίαν υποστατό της επιδικασθείσης απαίτησης (ΑΠ 475/74 ΝοΒ 23, 16, ΑΠ 1069/1975 ο.π.,
ΕΛ 12369/1990 ΕλλΔ 32/1984)· Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων
623, 624, 626 παρ. 2, 628 παρ. ι και 629 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι βασική προϋπόθεση
για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι η ύπαρξη απαιτήσεως αποδεικνυομένης από
δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν το προσκομιζόμενο προς απόδειξη της απαιτήσεως
έγγραφο δεν έχει συνταχθεί κατά νόμιμο αποδεικτικό τύπο, δεν εκδίδεται διαταγή πληρωμής,
αν δε τυχόν εκδοθεί, είναι άκυρη και μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή κατά τα άρθρα 632
επ. ΚΠολΔ (ΕΘ 554/2000 ΝΟΜΟΣ με εκεί παραπομπή σε ΑΠ 976/1992 ΕλλΔνη 25.1043?
ΕφΘεσ 611/1996 Αρμ ΝΑ` 517)· Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 454 ΚΠολΔ «ι.
Αν το έγγραφο που προσάγεται έχει συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, υποβάλλεται μαζί και
επίσημη μετάφρασή του επικυρωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών ή άλλο αρμόδιο κατά
το νόμο πρόσωπο ή από την πρεσβεία ή το προξενείο της Ελλάδας στη χώρα, στην περιοχή
της οποίας έχει συνταχθεί το έγγραφο ή από την πρεσβεία στην Ελλάδα ή το προξενείο της
ίδιας χώρας. Σε οποιαδήποτε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να μεταφραστεί το
έγγραφο στα ελληνικά από πραγματογνώμονα.». Όπως δε προκύπτει από το συνδυασμό των
διατάξεων του ως άρθρου 270 παρ. 2 εδ. α` και β` και 454 ΚΠολΔ, τα ξενόγλωσσα έγγραφα,
τα οποία δεν συνοδεύονται από επίσημη επικυρωμένη μετάφραση, αποτελούν μη πληρούντα
τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και λαμβάνονται υπόψη υπό τους περιορισμούς, που
προβλέπουν τα άρθρα 393 και 394 ΚΠολΔ, για το εμμάρτυρο μέσο απόδειξης (ΕφΠειρ
242/2012 ΝΟΜΟΣ, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 36 του Κώδικα Περί Δικηγόρων και υπό τον τίτλο «Περιγραφή του
έργου του δικηγόρου» «ι. ... 2. Ομοίως στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνονται: α) Η
έρευνα των βιβλίων των υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων, καθώς και η
σύνταξη των σχετικών εγγράφων ελέγχου τίτλων. Η αίτηση και η λήψη των πιστοποιητικών
και αντιγράφων δεν απαιτεί παράσταση ή διαμεσολάβηση δικηγόρου, β) Η έκδοση
επικυρωμένων αντιγράφων κάθε είδους εγγράφων. Τα αντίγραφα αυτά έχουν πλήρη ισχύ
ενώπιον οποιοσδήποτε Δικαστικής ή άλλης Αρχής, καθώς και έναντι ιδιωτών, φυσικών ή
νομικών προσώπων, γ) Η μετάφραση εγγράφων που έχουν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, καθώς
και η μετάφραση ελληνικών εγγράφων σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα. Η μετάφραση έχει
πλήρη ισχύ έναντι οποιοσδήποτε Δικαστικής ή άλλης Αρχής, εφόσον συνοδεύεται από
επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου που μεταφράστηκε και ο δικηγόρος βεβαιώνει ότι έχει
επαρκή γνώση της γλώσσας από και προς την οποία μετέφρασε, δ) Η βεβαίωση της
γνησιότητας της υπογραφής του εντολέα του, ...... Με την τελευταία ως άνω διάταξη και δη
την περίπτωση γ αυτής, προκειμένου η υπό δικηγόρου μετάφραση ξενόγλωσσου εγγράφου να
έχει πλήρη ισχύ έναντι οιασδήποτε δικαστικής αρχής πρέπει αφενός μεν να συνοδεύεται από
επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου που μεταφράστηκε, αφ’ ετέρου δε ο δικηγόρος που
διενήργησε τη μετάφραση να βεβαιώνει την επάρκεια της εκ μέρους του γνώσης τόσο της
γλώσσας από την οποία μετέφρασε όσο και την επάρκεια της γνώσης εκ μέρους του της
γλώσσας προς την οποία έκανε τη μετάφραση. Ως τέτοια βεβαίωση επάρκειας της γλώσσας,
κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, δεν δύναται να εκτιμηθεί η υπογραφή του
δικηγόρου κάτω από τη φράση ο μεταφράσας, δεδομένης της σαφούς πλέον διατυπώσεως του
νόμου (άρθρο 36 παρ. 2 περ.γ του Ν. 4194/2013) έναντι της διατύπωσης της διάταξης του
άρθρου 53 του προηγούμενου Κώδικα περί δικηγόρων (Ν.Δ. 3°26/ΐ954) κατά την οποία
«Μεταφράσεις των εν τη ξένη γλώσση συντεταγμένων εγγράφων, γενόμεναι υπό Δικηγόρου,
λαμβάνονται υποχρεωτικώς υπ` όψιν, εφ` όσον συνοδεύονται υπό του μεταφρασθέντος
εγγράφου, φέροντος επ` αυτού χρονολογημένην και ενυπόγραφον του μεταφράσαντος
δικηγόρου, βεβαίωσιν, ότι η μετάφρασις αφορά αυτό τούτο το έγγραφον. Αι μετάφρασις
ισχύουν ως τα αντίγραφα κατά το άρθρον 52.». Από τη διατύπωση και μόνον του νέου
άρθρου προκύπτει ότι ο νομοθέτης, προκειμένου η υπό δικηγόρου μετάφραση να έχει πλήρη
ισχύ, απαιτεί όπως συνοδεύεται από τη σχετική βεβαίωση.
Από την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ένορκη εξέταση των μαρτύρων των
διαδίκων ............ και ......................., και τα έγγραφα που οι διάδικοι προσεκόμισαν
πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ήδη καθής η ένδικη αίτηση
τραπεζική εταιρεία, υπέβαλε ενώπιον του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, την από ι-ιι-
20ΐ6 αίτηση, με την οποία, ως ειδική διάδοχος της υπό εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης
εταιρείας ........................ ζητούσε την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος των ήδη
αιτούντων για το ποσό των 500.000 δολ. ΗΠΑ. Προς απόδειξη της απαίτησής της, η ίδια
(καθής η ένδικη αίτηση), προσεκόμισε ενώπιον του ανωτέρω Δικαστή, μεταξύ άλλων, την
από 16-11-2007 σύμβαση δανείου και τις από 15-4-2011, 2-5-2012 και 23-12-2013
τροποποιητικές αυτής συμβάσεις, την από 26-11-2007 βεβαίωση εκταμίευσης του ποσού του
δανείου και τις από 16-11-2007 συμβάσεις εγγύησης. Όπως προκύπτει από τα αντίγραφα
των: α) από ι6-ιι- 2007 συμβάσεως δανείου β) από 15-4-2011, 2-5-2012 και 23-12-2013
τροποποιητικών αυτής συμβάσεων, και γ) από 16-11-2007 δύο (2) συμβάσεων εγγύησης, που
προσεκομίσθηκαν ενώπιον του ανωτέρω Δικαστή προς έκδοση της αιτουμένης διαταγής
πληρωμής και τα οποία προσκομίζονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, τα εν λόγω
έγγραφα είναι συντεταγμένα στην αγγλική γλώσσα, προσεκομίσθη δε προς έκδοση της
αιτουμένης διαταγής πληρωμής, αντίγραφο των ξενόγλωσσων εγγράφων με τη βεβαίωση στο
τέλος αυτών «Επικυρώνω το παρόν ως ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου/αντιπεφωνημένου
αντιγράφου του εγγράφου που ευρίσκεται στην κατοχή μου, Πειραιάς 1-11-2016 Ο Επικυρών
Δικηγόρος Αθανάσιος Μαρκάκης», επιπλέον δε μετάφραση αυτών στο τέλος των οποίων
υπάρχει βεβαίωση της μεταφράσασας δικηγόρου με το ακόλουθο περιεχόμενο «Ακριβής
μετάφραση στην Ελληνική του επισυναπτομένου και στην Αγγλική συντεταγμένου κειμένου.
Πειραιάς, ιχ Οκτωβρίου 2016 Η μεταφράσασα δικηγόρος ..................», δίχως να
συνοδεύονται από βεβαίωση της μεταφράσασας αυτά δικηγόρου, περί της υπ’ αυτής
επάρκειας γνώσεως τόσο της αγγλικής όσο και της ελληνικής γλώσσας. Όπως δε προκύπτει
από το αντίγραφο της από 26-11-2007 βεβαιώσεως εκταμίευσης του ποσού του δανείου, που
προσεκομίσθη ενώπιον του ανωτέρω Δικαστή προς έκδοση της αιτουμένης διαταγής
πληρωμής και το οποίο προσκομίζεται, το εν λόγω έγγραφο είναι συντεταγμένο στην αγγλική
γλώσσα, προσεκομίσθη δε αντίγραφο του ξενόγλωσσου εγγράφου με τη βεβαίωση στο τέλος
αυτού «Επικυρώνω το παρόν ως ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου/αντιπεφωνημένου
αντιγράφου του εγγράφου που ευρίσκεται στην κατοχή μου, Πειραιάς ΐ-ιΐ-2010 Ο Επικυρών
Δικηγόρος Αθανάσιος Μαρκάκης», επιπλέον δε μετάφραση αυτού στο τέλος της οποίας
υπάρχει βεβαίωση της μεταφράσασας δικηγόρου με το ακόλουθο περιεχόμενο «Ακριβής
μετάφραση στην Ελληνική του επισυναπτομένου και στην Αγγλική συντεταγμένου κειμένου.
Πειραιάς, ι8 Οκτωβρίου 2016 Η μεταφράσασα δικηγόρος Κατερίνα Θεοφανοπούλου», δίχως
να συνοδεύεται από βεβαίωση της μεταφράσασας αυτό δικηγόρου, περί της υπ’ αυτής
επάρκειας γνώσεως τόσο της αγγλικής όσο και της ελληνικής γλώσσας. Δυνάμει των εν λόγω
εγγράφων εξεδόθη η με αριθμό 371/2016 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του παρόντος
Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας, υποχρεώθηκαν οι ήδη αιτούντες, ενεχόμενοι εις
ολόκληρον, να καταβάλουν στην ήδη καθής τραπεζική εταιρεία το ισόποσο σε ευρώ του
ποσού των 500.000 δολ. ΗΠΑ με την τιμή αγοράς Δολαρίων που θα προκύψει από τον κατά
το χρόνο της εξόφλησης Δελτίο Τιμών Συναλλάγματος της καθής, πλέον τόκων υπερημερίας.
Ακριβές επικυρωμένο της ανωτέρω διαταγής πληρωμής μετά της από 10-11-2016 επιταγής
προς πληρωμή, επεδόθη στην ήδη δεύτερη αιτούσα, με τις με αριθμό 8756Γ/16-
11-2006 και 8776Γ/16-11-2016 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου
Αθηνών Σπυρίδωνα Γιαννακόπουλου, ακολούθως δε δυνάμει της με αριθμό 1163/25-11-2016
έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου, του ίδιου δικαστικού επιμελητή, επεβλήθη
αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος του υπό σημαία Μάλτας πλοίου ............................,
κυριότητος της δεύτερης αιτούσας, ο πλειστηριασμός του οποίου ορίσθηκε για την 11-1-
2017· Κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, προκειμένου για
ξενόγλωσσα έγγραφα, απαιτείται όπως αυτά υποβάλλονται μαζί με επίσημη μετάφρασή τους
επικυρωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών ή άλλο αρμόδιο κατά το νόμο πρόσωπο. Κατά
δε την προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 36 παρ.2 περ.γ του Κώδικα Περί Δικηγόρων (Ν.
4!94/20ΐ3) προκειμένου η διενεργηθείσα υπό δικηγόρου μετάφραση εγγράφου που έχει
συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, να έχει πλήρη ισχύ έναντι οποιοσδήποτε Δικαστικής ή άλλης
Αρχής, πρέπει όπως ο μεταφράσας δικηγόρος βεβαιώνει ότι έχει επαρκή γνώση της γλώσσας
από και προς την οποία μετέφρασε, γεγονός που εν προκειμένω δεν συντρέχει. Επιπλέον δε,
δεδομένου ότι προς έκδοση διαταγής πληρωμής απαιτείται όπως το προσκομιζόμενο προς
απόδειξη της απαιτήσεως έγγραφο δυνάμει του οποίου ζητείται η έκδοση διαταγής
πληρωμής, έχει συνταχθεί κατά νόμιμο αποδεικτικό τύπο, πιθανολογείται περαιτέρω ότι θα
γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος ανακοπής περί ακυρότητας της επισπευδόμενης, δυνάμει της εν
λόγω διαταγής πληρωμής, ένδικης αναγκαστικής εκτέλεσης, δεδομένου ότι ο λόγος αυτής
προτάθηκε εμπρόθεσμα, αφού η ένδικη ανακοπή που περιέχεται ο εν λόγω λόγος ασκήθηκε
την 16-12-2016 ενώπιον της γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου και επεδόθη κατά τα
άνω στην καθής αυθημερόν, η δε ένδικη κατάσχεση επεβλήθη την 25-11-2016. Αντίθετα, η
ίδια ανακοπή όσον αφορά στους τρίτη και τέταρτο των ήδη αιτούντων, ειδικώς όσον αφορά
στις πράξεις εκτέλεσης για τις οποίες η ένδικη αίτηση κρίθηκε νόμιμη, πιθανολογείται ότι θα
απορριφθεί ως απαράδεκτη και δη ελλείψει νομιμοποίησης (σχετικά Β. Βαθρακοκούλης,
Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ε, υπό το άρθρο 933, σελ. 392, παρ.59)> διότι αν και εγγυητές του
επιδίκου χρέους ενόψει του οποίου επισπεύδεται η ένδικη εκτέλεση, οι εν λόγω αιτούντες δεν
επικαλούνται με την ανακοπή τους ότι αποπλήρωσαν το χρέος της δεύτερης αιτούσας και
τοιουτοτρόπως απέκτησαν την ιδιότητα του δανειστή (σχετικά Μαργαρίτης, Ερμηνεία
ΚΠολΔ, τόμος 2°s, υπό το άρθρο 933, σελ. 589, παρ.41 με εκεί παραπομπή σε νομολογία).
Όμοια, όσον αφορά στην πρώτη των αιτούντων, συνοφειλέτρια του ενδίκου χρέους, η ένδικη
ανακοπή πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως απαράδεκτη και δη ελλείψει νομιμοποίησης
δεδομένου ότι ναι μεν κατά τις διατάξεις του άρθρου 487 παρ.ΐ ΑΚ «Μεταξύ τους οι
περισσότεροι συνοφειλέτες ευθύνονται κατά ίσα μέρη, εκτός εάν προκύπτει κάτι άλλο από τη
σχέση.», πλην όμως εν προκειμένω, η ίδια αιτούσα δεν δικαιολογεί, δεδομένου ότι δεν
επικαλείται προηγούμενη καταβολή του ενδίκου χρέους, το έννομο συμφέρον της προς
άσκηση της εν λόγω ανακοπής.
Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι η επίσπευση της ένδικης εκτέλεσης θα προκαλέσει
στην ανωτέρω δεύτερη αιτούσα ανεπανόρθωτη βλάβη, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η
αναστολή της επισπευδόμενης, με τις ανωτέρω πράξεις, εκτέλεσης, δίχως την καταβολή εκ
μέρους της αιτούσας εγγυήσεως, όπως ειδικότερα ορίζεται κατωτέρω. Δεδομένων των
ανωτέρω, δεν συντρέχει νόμιμος λόγος διερεύνησης των υπολοίπων λόγων ανακοπής.
Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση ως προς την πρώτη, τρίτη και
τέταρτο των αιτούντων και να γίνει δεκτή η ίδια αίτηση ως προς τη δεύτερη των αιτούντων
και να ανασταλεί η επισπευδόμενη, δυνάμει της με αριθμό 1163/25-11-2016 έκθεσης
αναγκαστικής κατάσχεσης
πλειστηριασμού, έως εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της από 16-12-2016 και με αριθμό
έκθεσης κατάθεσης 10394/5346/16-12-2016 ανακοπής, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του
παρόντος Δικαστηρίου, δικάσιμος επί της οποίας ορίσθηκε η 21-2-2017. Τέλος, η μεταξύ των
διαδίκων δικαστική δαπάνη, πρέπει να συμψηφισθεί λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων
δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι παρά την ύπαρξη του
άρθρου 84 παρ.2 εδ. τελ. του Ν. 4194/2013, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ.3 του
Ν. 4236/2014, κρίνεται ότι τυγχάνει εφαρμογής η εν λόγω διάταξη του άρθρου 179 ΚΠολΔ.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)
ΑΡΙΘΜΟΣ: 58/2017
Αφού άκουσε την εκκαθαρίστρια και τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της καθής.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ:
Δικάζει ερήμην του τρίτου καθ’ ου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Δέχεται την αίτηση.
Αναστέλλει την αναγκαστική εκτέλεση η οποία επισπεύδεται σε βάρος του τρίτου καθ’ ου,
ως προς τα ακίνητα που περιγράφονται στο σκεπτικό της παρούσας, δυνάμει της υπ’
αριθ. .../30.6.2016 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο
Πρωτοδικείο Λαμίας ....., για την ικανοποίηση της απαίτησης της με α/α ../2015 παραγγελίας
προς εκτέλεση της προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ ..., με επίσπευση πλειστηριασμού ήδη, δυνάμει
της .../7.9.2017 Α περίληψης κατασχετήριας έκθεσης και μέχρι την έκδοση οριστικής
απόφασης επί της από 26/4/2017 (αρ.καταθ. 484/ΤΜ/68/17) ανακοπής (της αιτούσας), υπό
τον όρο συζήτησης αυτής στην ορισθείσα δικάσιμο
Καταδικάζει την αιτούσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ελληνικού δημοσίου,
το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση στη Λαμία, στις 6 Νοεμβρίου 2017.
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΠΟΦΑΣΗ 223/2016
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Δικαστή Σοφία - Αλεξάνδρα Ζήκου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που
ορίσθηκε κατόπιν νόμιμης κλήρωσης.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 6 Οκτωβρίου 2016, χωρίς τη σύμπραξη
γραμματέα, για να δικάσει την αίτηση με αριθμό κατάθεσης 516/Ασφ/157/25-7-2016 και
αντικείμενο την αναστολή αναγκαστική εκτέλεσης μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ : 1) Ετερόρρυθμης Εταιρίας με την επωνυμία «.................», έδρα στο ..
Φθιώτιδας, με ΑΦΜ ......... ΔΟΥ ... και Αριθμό Μητρώου ....... ........... , όπως νόμιμα
εκπροσωπείται, 2) ............. και της ...., με ΑΦΜ ......... , 3) ... το γένος .............. και .............,
με ΑΦΜ .............. , 4) .............. συζύγου .................... το γένος ........ και ..... , με
ΑΦΜ ..........., κατοίκων Λαμίας, οδός ............ αριθμός ... , 5) ........... και της ..., κατοίκου ....
Λαμίας με ΑΦΜ .........., και 6) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «.........., διακριτικό τίτλο
...., έδρα στο .. με ΑΦΜ .............., τους οποίους εκπροσώπησε ο Πληρεξούσιος δικηγόρος
τους Νικόλαο Τσουκνίδά (AM ΔΣ Λαμίας 229)
ΤΟΥ ΚΑΘ` ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: ................... , κατοίκου Λαμίας, οδός .......... αρ. .. , με
ΑΦΜ ........, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Κωνσταντίνος
Κάλαντζής (AM ΔΣ Λαμίας 61).
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης, που έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου
κατά την παραπάνω δικάσιμο κατόπιν αναβολών, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων
ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Λαμία, στο ακροατήριό του και σε
έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στις 3 Νοεμβρίου 2016, απόντων των διαδίκων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Απόστολο Μαλακωνάκη, Ειρηνοδίκη Χανίων και από
την Γραμματέα Μαρία Φουντουλάκη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 11η Ιουλίου 2017, για να δικάσει την
υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ : ..., κατοίκου Χανίων, οδός .. αρ. .., με Α.Φ.Μ. ... - Δ.Ο.Υ. Χανίων, ο
οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Μαρίας Τσαρμπού (ατελώς λόγω
συγγενικής σχέσης).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Συνεταιριστικής Τράπεζας με την επωνυμία «...», που εδρεύει
στο Ηράκλειο, ... αρ. .., και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.
Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 16-6-2017 αίτησή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία
του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό 69/26-6-2017, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που
αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο έκθεμα.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υποθέσεως η πληρεξούσια δικηγόρος του
αιτούντος ανέπτυξε προφορικά τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα
αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στο έγγραφο σημείωμά της.
Από την υπ’ αριθμ. .../5-7-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του
Εφετείου Κρήτης (με έδρα το Πρωτοδικείο Χανίων) ..., την οποία επικαλείται και
προσκομίζει ο αιτών, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινομένης αιτήσεως, με πράξη
ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή
της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια του αιτούντος, στην καθ’
ης η αίτηση. Η τελευταία όμως δεν παραστάθηκε στη δικάσιμο αυτή κατά την οποία η
υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του εκθέματος και ως εκ τούτου πρέπει να δικαστεί
ερήμην (άρθρ. 271 §1 και 2 εδ. α` ΚΠολΔ). Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει
στην εκδίκαση της υπόθεσης σαν να ήταν παρούσα, διότι, κατά την κρατούσα άποψη, η
ερημοδικία οποιουδήποτε διαδίκου (αιτούντος ή καθ’ ου) στη δίκη των ασφαλιστικών
μέτρων δεν συνεπάγεται βλαπτικές συνέπειες γι’ αυτόν, λόγω της ισχύος του ανακριτικού
συστήματος, και ο απών διάδικος δικάζεται σαν να είναι παρών (άρθρα 696 παρ. 1 και 699
ΚΠολΔ, ΕφΑθ 10801/1990 ΕλΔνη 32.1072, ΠΠρΑθ 6961/1990 Αρμ 1991.63, ΜΠρΑιγίου
10/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑγρ 66/1991 ΕλλΔνη 1991.840, ΕιρΑθ 2129/1994 ΑρχΝ
1996.344, Τζίφρας, Ασφαλιστικά Μέτρα κατά τον ΚΠολΔ, 1985, σελ. 50).
Το άρθρο 938, που προέβλεπε δυνατότητα αναστολής της εκτελέσεως λόγω
άσκησης ανακοπής του άρθρου 933, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εκδικαζόμενης από το
δικαστήριο της ανακοπής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καταργήθηκε με τις
τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/2015 στον ΚΠολΔ. Περαιτέρω, με το νέο άρθρο 937
παρ. 1 β εδ. 3 προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις άσκησης ένδικων μέσων κατά της απόφασης
επί της ανακοπής, η άσκησή τους δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το
δικαστήριο του ένδικου μέσου πλέον, μετά από αίτηση αυτού που το άσκησε, υποβαλλόμενη
και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διατάξει την
αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της
αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί
την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η
αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή
πλειστηριασμού, η αίτηση αναστολής είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε
(5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να
δημοσιεύεται έως τις 12:00`το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού.
Στην περίπτωση δε γ` της ίδιας παραγράφου ορίζεται ότι, ειδικά στην περίπτωση άμεσης
εκτέλεσης, το δικαστήριο της ανακοπής μπορεί να διατάξει την αναστολή της κατά τα
ειδικότερα προβλεπόμενα. Υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, υπήρχε δυνατότητα αναστολής της
εκτέλεσης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στο οποίο εκκρεμούσε η ανακοπή και μόνον
μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επ’ αυτής (άρθ. 938 παρ. 4, όπως ίσχυε, πριν την
κατάργησή του με την παρ. 1 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015). Η
άσκηση δε ένδικου μέσου κατά απόφασης απορριπτικής της ανακοπής δεν μπορούσε να
δικαιολογήσει χορήγηση αναστολής. Ο λόγος της σχετικής πρόβλεψης σαφώς έγκειτο στην
ταχύτητα που πρέπει, ως ένα τουλάχιστον βαθμό, να διέπει τη διαδικασία της αναγκαστικής
εκτελέσεως, βασική αρχή που, ευλόγως και μετά από στάθμιση των εκατέρωθεν
συμφερόντων, θεωρήθηκε ότι δεν επιτρέπει την περαιτέρω καθυστέρηση της διαδικασίας της,
όταν υπάρχει έστω και μία πρώτη οριστική κρίση της ανακοπής από δικαστήριο. Οι νέες
διατάξεις αλλάζουν σημαντικά το τοπίο στις δίκες περί αναστολής της εκτέλεσης και ο
συνδυασμός τους οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα: Η άσκηση ανακοπής συνεχίζει να
μην αναστέλλει την εκτελεστική διαδικασία, δεν παρέχεται όμως ούτε δυνατότητα αναστολής
της εκτέλεσης κατόπιν σχετικής αιτήσεως λόγω της άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 και
εκκρεμότητάς της σε πρώτο βαθμό. Προδήλως ο νεότερος νομοθέτης θεώρησε ότι αυτό δεν
είναι καν αναγκαίο, αφού με τις προθεσμίες που έθεσε για τη συζήτηση και την έκδοση
απόφασης επί της ανακοπής σε συνδυασμό και με την προθεσμία που έθεσε για τη διενέργεια
του πλειστηριασμού, ο οποίος δεν θα μπορεί να προσδιορισθεί πριν την παρέλευση επτά
μηνών από την επιβολή της κατάσχεσης (νέο άρθρο 954 παρ. 2 ε και 993 παρ. 2), προσδοκά
να υπάρχει απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επί της ανακοπής πριν την ημέρα του
πλειστηριασμού. Εμπλοκή μπορεί να υπάρξει βεβαίως σε περίπτωση αναβολής της
συζήτησης της ανακοπής ή σε περίπτωση καθυστέρησης της έκδοσης της απόφασης επ’
αυτής, πράγμα που πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι εφαρμοστές του δικαίου. Δυνατότητα
αναστολής κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εκδικαζόμενης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών
μέτρων, παρέχεται πλέον μόνον σε δεύτερο στάδιο και συγκεκριμένα όταν ασκηθεί ένδικο
μέσο κατά της απόφασης που θα απορρίπτει την ανακοπή, οπότε και θα έχει πλησιάσει πλέον
η ημέρα του πλειστηριασμού. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τέθηκαν και προθεσμίες άσκησης
της αίτησης αναστολής και έκδοσης της απόφασης από το δικαστήριο του ένδικου μέσου,
όταν επίκειται πλειστηριασμός. Αντιθέτως, επί άμεσης εκτέλεσης, οπότε και δεν τίθεται
ζήτημα μακρινού προσδιορισμού πλειστηριασμού ή εκτέλεσης με άλλο χρονοβόρο τρόπο,
παρέχεται δυνατότητα αναστολής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αμέσως μετά την άσκηση
της ανακοπής (Ευδοξία Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο αναγκαστικής
εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015, ΕΣΔι - Σεμινάριο Δικαστικών
Λειτουργών της 1ης-12-2015).
Τίθεται όμως το ερμηνευτικό ζήτημα αν αποκλείεται η δυνατότητα παροχής
αναστολής και στην περίπτωση της κατάσχεσης χρηματικών απαιτήσεων εις χείρας τρίτου
ενόψει της διαφορετικής διαμορφώσεως της διαδικασίας σε σχέση με την κατάσχεση κινητών
και ακινήτων (άρθρ. 982 επ.). Ο νόμος δεν προσέδωσε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην
άσκηση της ανακοπής στην παραπάνω περίπτωση, ούτε εισήγαγε θεσμό που εκπληρώνει τη
λειτουργία της άλλοτε αιτήσεως αναστολής του άρθρ. 938. Σε σχέση με την κατάσχεση
απαιτήσεων εις χείρας τρίτου ο ν. 4335/2015 επέφερε μία αλλαγή. Συμπεριέλαβε την πράξη
αυτή στην προθεσμία ανακοπής του άρθρ. 934. Έως τότε δεν υπήρχε σχετική ειδική αναφορά
(άρθρ. 996 ΚΠολΔ/1968, άρθρ. 934 ΚΠολΔ 1971). Αν υφίσταται ελάττωμα από την σύνταξη
της επιταγής προς εκτέλεση ή την απαίτηση μέχρι και την επίδοση του κατασχετηρίου
εγγράφου στον καθ’ ου, η προθεσμία ανακοπής είναι σαράντα πέντε (45) ημέρες από την
ημέρα της κατάσχεσης. Με την πρώτη προσέγγιση τείνει κάποιος να αποδεχθεί τη θέση ότι ο
νομοθέτης με τη συμπερίληψη της κατασχέσεως απαιτήσεως εις χείρας τρίτων στο άρθρ. 934
ρύθμισε και ως προς αυτή το θέμα της αναστολής υπό την έννοια ότι δεν ισχύει πλέον. Ιδίως,
δεν προκύπτει από τη διάταξη του αρθρ. 934 ότι αναφέρεται μόνο στην περίπτωση που
περιεχόμενο της απαιτήσεως είναι η μεταβίβαση κυριότητας κινητού (άρθρ. 982 παρ. 1 α)
μετά τη δήλωση του τρίτου ότι έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα (άρθρ. 988 παρ. 2
εδ. 1). Υπό το πρίσμα αυτό, η νομολογία υιοθέτησε αρχικά την άποψη ότι με τις διατάξεις
του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, δεν προβλέπεται κατά τη διαδικασία
της έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης επί χρηματικών απαιτήσεων αίτηση αναστολής σε
περίπτωση κατάθεσης ανακοπής κατά της εκτέλεσης, συνεπώς ούτε και επί κατασχέσεως στα
χέρια τρίτου (άρθρα 982 επ. ΚΠολΔ), η οποία συνιστά είδος έμμεσης αναγκαστικής
εκτέλεσης (ΜΠρΛαμ 223/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια όμως ο Άρειος Πάγος, αφού
διαπίστωσε την ανάγκη παροχής έννομης προστασίας σε σχέση με αντικείμενο κατασχέσεως
που δεν καταλήγει σε πλειστηριασμό, όπως συμβαίνει με την κατάσχεση χρηματικών
απαιτήσεων εις χείρας τρίτου, έκρινε ότι ο καθ’ ου η εκτέλεση έχει τη δυνατότητα να
επιδιώξει την αναστολή με τη μορφή της προσωρινής ρυθμίσεως καταστάσεως κατά το
άρθρο 731 ΚΠολΔ, εφόσον βέβαια υπάρχει βάσιμος κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ λόγος
ανακοπής κατά της επιχειρούμενης εκτέλεσης και πιθανολογείται έτσι η ευδοκίμηση της
ανακοπής και η ανατροπή του εκτελεστού τίτλου [ΑΠ 11/2017, ΑΠ 142/2016 (Α2 Τμήμα -
Ως Συμβούλιο)]. Η μεταστροφή αυτή της νομολογίας δικαιολογείται απόλυτα και μάλιστα
θεωρείται επιβεβλημένη με βάση τις ακόλουθες σκέψεις: Σε αντίθεση με την κατάσχεση
κινητών ή ακινήτων στην κατάσχεση χρηματικών απαιτήσεων εις χείρας τρίτου δεν
ακολουθεί άλλη πράξη που διενεργείται με πρωτοβουλία του δανειστή και η οποία είναι
κρίσιμη για την ενδεχόμενη ικανοποίηση του επισπεύδοντος. Δημιουργείται βεβαίως η
υποχρέωση του τρίτου να δηλώσει αν υφίσταται η αξίωση του καθ’ ου εναντίον του, κάτι που
αποτελεί τμήμα της όλης διαδικασίας. Σε περίπτωση καταφατικής δηλώσεως εκ μέρους του
επέρχεται εκ του νόμου εκχώρηση της απαιτήσεως από τον καθ’ ου στον κατασχόντα εντός
οκτώ ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η
εκτέλεση (άρθρ. 985 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρ. 988 παρ. 1, 722 παρ. 2). Η κατάσχεση εις
χείρας τρίτου εξελίσσεται και περατούται ιδιαιτέρως γρήγορα. Αυτό που για την κατάσχεση
κινητών ή ακινήτων είναι ο πλειστηριασμός και η κατακύρωση, είναι για την κατάσχεση
απαιτήσεων η ίδια η πράξη αυτή (ΕφΑθ 8886/1979 ΝοΒ 28.1507). Ολοκληρώνεται με την
επίδοση του κατασχετηρίου στον οφειλέτη και στον τρίτο, αδιαφόρως της υπάρχουσας
διαφωνίας αν η επίδοση στον καθ’ ου η εκτέλεση αποτελεί προϋπόθεση του υποστατού ή
απλώς του κύρους της εκτελέσεως, αν και η νέα ρύθμιση του άρθρ. 934 ενισχύει τη θέση ότι
για την ολοκλήρωση της κατασχέσεως απαιτείται και η επίδοση στον καθ’ ου, αφού η
προθεσμία του εν λόγω άρθρου οροθετείται με την επίδοση του κατασχετηρίου στον καθ’ ου.
Για το λόγο αυτό με τη συρρίκνωση των δύο πρώτων σταδίων εκτελέσεως σε ένα από
πλευράς προθεσμίας (άρθρ. 934) υφίσταται εν προκειμένω μία μόνο προθεσμία ανακοπής
που καλύπτει εγκυρότητα του τίτλου, προδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως, κατασχετήριο,
απαίτηση (άρθρ. 934 παρ. 1 α). Η διαφορά της κατασχέσεως χρηματικών απαιτήσεων από
την κατάσχεση κινητών ή ακινήτων καθίσταται περισσότερο εμφανής αν ήθελε υποτεθεί ότι
η κατάσχεση εις χείρας τρίτου αφορά αξίωση για μεταβίβαση της κυριότητας κινητού. Τότε
σε περίπτωση καταφατικής δηλώσεως και απόδοσης του πράγματος από τον τρίτο
δρομολογείται πλειστηριασμός με βάση τις γενικές διατάξεις (άρθρ. 988 παρ. 2 ). Επομένως,
η προστασία που παρέχεται στην κατάσχεση κινητών ή ακινήτων κατά την επιδίωξη του
νομοθέτη με τον καθορισμό απώτερου χρόνου διεξαγωγής του πλειστηριασμού στον
ανακόπτοντα οφειλέτη, θα πρέπει να παρασχεθεί με άλλο τρόπο σε σχέση με την κατάσχεση
απαιτήσεων και την υποχρέωση του τρίτου να προβεί σε δήλωση εντός οκτώ ημερών από την
επίδοση του κατασχετηρίου στον καθ’ ου. Αυτό που επέρχεται με τον πλειστηριασμό κινητών
ή ακινήτων συντελείται εδώ με τη δήλωση του τρίτου ως συνέπεια του κατασχετηρίου με τη
σημαντική διαφορά ότι τα χρονικά όρια είναι σημαντικώς στενότερα στην κατάσχεση
απαιτήσεως. Στην κατάσχεση εις χείρας τρίτου δεν υφίστανται οι προθεσμίες που υπάρχουν
για την κατάσχεση κινητών και ακινήτων και διασφαλίζουν κατά την παράσταση του
νομοθέτη προστασία από τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων. Εδώ δεν υπάρχει η πράξη
του πλειστηριασμού που θα διεξαχθεί επτά ή οκτώ μήνες μετά την κατάσχεση. Αν υπάρξει
καταφατική δήλωση του τρίτου, τότε συντελείται εντός της προθεσμίας του άρθρ. 988 παρ. 1
εκχώρηση της κατασχεθείσας απαιτήσεως. Ότι υπάρχει συνεπώς ανάγκη προσωρινής
προστασίας δυσχερώς μπορεί να αμφισβητηθεί. Στη βάση του προγενέστερου δικαίου
προστασία παρείχετο μέσω της αναστολής του άρθρ. 938. Η ανάγκη προστασίας είναι
συνάρτηση των συνεπειών της τυχόν καταφατικής δηλώσεως του τρίτου. Επέρχεται ex lege
εκχώρηση της απαιτήσεως, πράγμα που σημαίνει ότι ο κατασχών μπορεί να εισπράξει την
απαίτηση. Αν ευδοκιμήσει η ανακοπή και ακυρωθεί η κατάσχεση, θα πρέπει ο καθ’ ου η
εκτέλεση να αναζητήσει το ποσό που εισπράχθηκε κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού
δικαίου (ΑΚ 904, 914, 940 παρ. 3 ΚΠολΔ) με αβέβαια αποτελέσματα λόγω ενδεχόμενης
αφερεγγυότητας ή απροθυμίας του κατασχόντος να επιστρέψει το εισπραχθέν ποσό. Δεν
αποκλείεται επίσης να προσβάλει την απόφαση που ακυρώνει την κατάσχεση με ένδικα μέσα
(άρθρ. 937 παρ. 1 β). Η ανάγκη προστασίας υφίσταται σε σχέση με τον κατασχόντα και όχι
σε σχέση με τον τρίτο (άρθρ. 984 παρ. 4). Ακόμη, δεν αποκλείεται ο οφειλέτης να υποστεί
στην επιχειρηματική του δραστηριότητα μια δυσκόλως επανορθώσιμη ζημία στερούμενος
την κατασχεθείσα απαίτηση. Είναι ιδίως μη αποδεκτό να υποστεί ο οφειλέτης τις συνέπειες
της αναγκαστικής εκτέλεσης ενώ έχει λ.χ. αποσβεσθεί η απαίτηση λόγω καταβολής ή
διατηρεί ανταξίωση κατά του επισπεύδοντος, που μπορεί να προβληθεί με ανακοπή με τη
μορφή ενστάσεως επισχέσεως ή συμψηφισμού. Δεν αποκλείεται επίσης η απαίτηση να είναι
ακατάσχετη. Δημιουργείται περιπλοκή αν ο τρίτος προβεί σε καταφατική δήλωση και
καταβολή παρά τον περιορισμό που έθεσε για τα πιστωτικά ιδρύματα η διάταξη του άρθρου
985 παρ. 1 εδ. 2 όπως ισχύει. Το ακατάσχετο χρήζει προβολής με ανακοπή. Προκειμένου για
πρόσωπα, που αναπτύσσουν επαγγελματική δραστηριότητα, η κατάσχεση εις χείρας τρίτου,
ιδίως η επιβαλλόμενη εις χείρας πιστωτικών ιδρυμάτων, μπορεί ως μέτρο αυτό καθ’ εαυτό να
έχει ιδιαιτέρως δυσμενείς επιπτώσεις. Είναι οι επιπτώσεις στις τρέχουσες συναλλαγές, στη
μισθοδοσία των εργαζομένων, στην καθ’ όλου λειτουργία της επιχειρήσεως και της
επαγγελματικής δραστηριότητας, στην πιστοληπτική της ικανότητα, στη φήμη της εταιρείας
(ΣτΕ 215/1982 Δ13.881 επομ.). Δεν είναι τυχαίο ότι ο νομοθέτης καθόρισε την ύπαρξη ενός
ακατάσχετου λογαριασμού (ν. 4161/2013). Η μη παροχή δυνατότητας αναστολής της
εκτελέσεως οδηγεί σε τετελεσμένα γεγονότα, που η ανατροπή τους σε περίπτωση
ευδοκιμήσεως της ανακοπής απαιτεί ενδεχόμενα νέο δικαστικό αγώνα κατά του
επισπεύσαντος την αναγκαστική εκτέλεση με αβέβαια αποτελέσματα. Ο κίνδυνος που
συνεπάγεται η εκχώρηση είναι βεβαίως μη υφιστάμενος στο βαθμό που ο κατασχών δεν
εισέπραξε το ποσό της απαιτήσεως από τον τρίτο. Σε περίπτωση αποδοχής της ανακοπής θα
πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απαίτηση επανεκχωρείται εκ του νόμου στον καθ’ ου όπως
συμβαίνει και με την εκχώρηση ως αποτέλεσμα της θετικής δηλώσεως. Η προσωρινή
προστασία είναι αναγκαία έως την επέλευση της εκχωρήσεως. Αν επέλθει εκχώρηση, τότε
συντελέσθηκε η κρίσιμη πράξη και θέμα προσωρινής προστασίας δεν τίθεται. Καίτοι δηλαδή
η προθεσμία ανακοπής είναι 45 ημέρες από την κατάσχεση (άρθρ. 934 παρ. 1 α), ανάγκη
αναστολής υφίσταται μέχρι την εκχώρηση. Περαιτέρω σημαντικό είναι το στοιχείο ότι
προσωρινή προστασία παρέχεται σε σχέση με την κατάσχεση απαιτήσεων εις χείρας τρίτων
που γίνεται με βάση τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Προβλέπεται η δυνατότητα
αναστολής (άρθρ. 228 σε συνδ. με άρθρ. 217). Μάλιστα κατά την υφιστάμενη πρακτική η
παρεχόμενη προστασία είναι κατ’ αποτέλεσμα εκτεταμένη. Δεν περιορίζεται στο
παραδοσιακό περιεχόμενο της αναστολής εν τη εννοία της μη προόδου της περαιτέρω
διαδικασίας. Επεκτείνεται και στη δυνατότητα αποδεσμεύσεως της κατασχεθείσας
απαιτήσεως. Το δεσμευθέν ποσό τίθεται πρακτικώς στην ελεύθερη διάθεση του οφειλέτη.
Είναι μη ικανοποιητικό και τυχαίο να παρέχεται επίσης προσωρινή προστασία στον οφειλέτη
όταν η εκτέλεση επισπεύδεται με βάση τον ΚΕΔΕ (άρθρ. 73 παρ. 3) και να μην παρέχεται
όταν επισπεύδεται με βάση τον ΚΠολΔ καίτοι μάλιστα τα ένδικα βοηθήματα μπορούν να
κρίνονται και στις δύο περιπτώσεις από τα πολιτικά δικαστήρια (ΣτΕ 3778/2015 ΕλλΔνη
2016.1200-1201). Κατόπιν τούτων, ορθότερη εμφανίζεται η άποψη ότι υφίσταται σε σχέση
με την κατάσχεση χρηματικών απαιτήσεων εις χείρας τρίτου ένα ακούσιο κενό, μία αντίθετη
προς το κανονιστικό πρόγραμμα του νομοθέτη ατέλεια του νόμου. Οι προπαρασκευαστικές
εργασίες του ν. 4335/2015 με τη μορφή της αιτιολογικής εκθέσεως είναι σαφείς. Ο
νομοθέτης, όπως προκύπτει από τα παραπάνω αναφερθέντα, ήθελε να ρυθμίσει μόνο την
περίπτωση της κατασχέσεως και πλειστηριασμού κινητών και ακινήτων με τρόπο που δεν θα
απαιτούσε πλέον το ένδικο βοήθημα της δικαστικής αναστολής. Το κανονιστικό πρόγραμμα
του νομοθέτη ήταν επίσης σαφές. Επιδιώχθηκε η συγκέντρωση όλων των δυνατών
παραπόνων κατά της εκτελεστικής διαδικασίας σε ένα πρώιμο στάδιο, η έγκαιρη εκδίκασή
τους και η δημιουργία μίας κατά το δυνατό σαφούς πραγματικής και νομικής καταστάσεως
πριν από τον πλειστηριασμό. Γι’ αυτό και η πράξη τοποθετείται επτά ή οκτώ μήνες μετά την
επιβολή της κατασχέσεως. Δεν ήταν στον σκοπό του νόμου και στη βούληση του νομοθέτη
να μην παρασχεθεί προσωρινή έννομη προστασία στην περίπτωση της κατάσχεσης
χρηματικών απαιτήσεων εις χείρας τρίτου. Αυτή διέλαθε του κανονιστικού ορίζοντα του
νομοθέτη που επικεντρώθηκε στην κατάσχεση και πλειστηριασμό κινητών και ακινήτων. Το
πρόγραμμα του νομοθέτη αφορά μόνο την κατάσχεση και πλειστηριασμό κινητών και
ακινήτων. Δεν αφορά και δεν προσήκει στην κατάσχεση απαιτήσεων εις χείρας τρίτου και
στην κατάσχεση χρημάτων, ως προς τις οποίες δεν ακολουθεί πλειστηριασμός. Επίσης, η ίδια
η ρύθμιση του νόμου για την κατάσχεση και τον πλειστηριασμό κινητών και ακινήτων δεν
είναι ερμηνευτέα ως καταργούσα την προστασία της αναστολής στο πεδίο εφαρμογής της.
Δεν αναγνωρίζεται τέτοια προστασία μέσω αιτήσεως αναστολής ακριβώς επειδή δεν είναι
αναγκαία. Η παροχή της διασφαλίζεται με άλλο τρόπο. Ο απώτερος χρόνος διεξαγωγής του
πλειστηριασμού κατοχυρώνει την προστασία που παρείχε άλλοτε η διάταξη του άρθρ. 938.
Σχετικές και επιβεβαιωτικές είναι οι ρυθμίσεις των άρθρ. 937 παρ. 1 γ και 1011 Α. Ως προς
αυτές δεν υφίσταται επίσης ένδειξη, ρητή ή συναγόμενη, για χρήση του εξ αντιδιαστολής
επιχειρήματος, ότι δηλαδή αναστολή παρέχεται μόνο στις περιπτώσεις αυτές.
Ωστόσο, η προκριθείσα από τον Άρειο Πάγο όψιμη λύση για ευθεία εφαρμογή των
διατάξεων των άρθρ. 731-732 για την προσωρινή ρύθμιση καταστάσεως ως μέσου παροχής
προσωρινής έννομης προστασίας στην αναγκαστική εκτέλεση δεν εμφανίζεται πειστική. Η
έως τώρα κρατούσα γνώμη τόσο στη νομολογία όσο και τη θεωρία υποστηρίζει την άποψη
ότι ο θεσμός της προσωρινής ρύθμισης καταστάσεως δεν εφαρμόζεται ως τρόπος παροχής
προσωρινής προστασίας στις δίκες περί την εκτέλεση, καθώς η προσωρινή ρύθμιση
προϋποθέτει ως ασφαλιστικό μέτρο έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου. Υπογραμμίζεται
ότι η επιδιωκόμενη με τα ασφαλιστικά μέτρα ένδικη προστασία είναι πρωτογενής με την
έννοια της δημιουργίας το πρώτον εκτελεστού τίτλου, ενώ η προσωρινή προστασία στη
διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως είναι δευτερογενούς φύσεως, προϋποθέτουσα την
ύπαρξη εκτελεστού τίτλου. Προβάλλεται η θέση ότι θα ήταν περιττή η ρύθμιση του άρθρ.
938 αν η ανάγκη μπορούσε να καλυφθεί με τις διατάξεις των άρθρ. 731-732 (ΜΠρΚεφ
146/2012 ΕλλΔνη 2013.823, ΜΠρΑθ 9184/2006 Δ 38.336, 1056/2003 ΕλλΔνη 2005.286,
3977/2002 ΝοΒ 2002.2035, 1368/1995 Δ 27.204, 5112/1988 Δ 20.589, 11256/1987 ΕλλΔνη
1989.846, 6672/1987 Δ 20.97, 18729/1986 Δ 18.143, ΜΠρΠειρ 2030/1979 Δ 10.574,
Μητσόπουλος, Η φύση του «σημειώματος» περί αναστολής της αναγκαστικής εκτελέσεως
κατ’ άρθρον 938 παρ. 1 ΚΠολΔ, Αρμ 1989, 429 (433 επομ.), Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο
αναγκαστικής εκτελέσεως, Γενικό μέρος, παρ. 43, αριθ. 13, Δημητρίου, Η δικαστική
αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως, 1993, σελ. 77-78, Καλαβρός, Η παράλειψη παροχής
προσωρινής δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο πολιτικής δίκης, στον τόμο: Η δραστικότητα
της προσωρινής δικαστικής προστασίας, υποσ. 37, Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση
των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το ν. 4335/2015, 2016, σελ. 56). Οι ίδιες
επιφυλάξεις εμποδίζουν και την ανάλογη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων (Μητσόπουλος,
Αρμ 1989, 429 (433 υποσ. 29). Εν προκειμένω συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την πλήρωση
του κενού με αναλογία νόμου και πολύ περισσότερο με αναλογία δικαίου. Η ρύθμιση του
άρθρ. 1011 Α παρ. 2 εδ. 3 για τη δυνατότητα δικαστικής αναστολής σε σχέση με την
κατάσχεση και πλειστηριασμό πλοίου διεκδικεί εφαρμογή στην αρρύθμιστη περίπτωση της
κατάσχεσης απαιτήσεων εις χείρας τρίτου. Το αντικείμενο της κατασχέσεως μπορεί στην
περίπτωση της κατάσχεσης απαιτήσεων εις χείρας τρίτου, ως προς την οποία υφίσταται κενό
νόμου, να είναι διαφορετικό, όμως ο κίνδυνος και η ανάγκη διασφαλίσεως έγκαιρης και
αποτελεσματικής προσωρινής έννομης προστασίας είναι τα στοιχεία που προσδίδουν την
ομοιότητα στις δύο περιπτώσεις. Η ανάγκη αποφυγής του πλειστηριασμού πλοίου ως
ρυθμισμένη περίπτωση διεκδικεί ως αξιολογική προσέγγιση του νομοθέτη εφαρμογή, και
μάλιστα με αμεσότερο τρόπο, στην επίμαχη αρρύθμιστη περίπτωση. Το ίδιο ισχύει για την
άμεση εκτέλεση και τη διάταξη του άρθρ. 937 παρ. 1 γ ως περαιτέρω θεμέλιο για την κατ’
ανάλογη εφαρμογή παροχή προσωρινής έννομης προστασίας. Κρίσιμο δεν είναι το
διαφορετικό είδος της αξιώσεως, αλλά η αξιολόγηση του νομοθέτη για παροχή προσωρινής
έννομης προστασίας. Η ρύθμιση του άρθρ. 938 παρείχε ακριβώς προσωρινή προστασία
αδιαφόρως του είδους της εκτελούμενης αξιώσεως. Αν προστατεύεται ο οφειλέτης σε σχέση
με την αξίωση για παράδοση ή απόδοση πράγματος, τότε τίθεται το ερώτημα γιατί να μην
υπάρχει προστασία σε σχέση με την κατάσχεση απαιτήσεων εις χείρας τρίτου, όταν μάλιστα
εδώ οι συνέπειες είναι περισσότερο δυσαναπλήρωτες σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της
ανακοπής. Παράλληλα όμως, συντρέχουν οι προϋποθέσεις και για την αναλογία δικαίου με
την άντληση από τις υπάρχουσες διατάξεις της γενικής αρχής για παροχή προσωρινής
έννομης προστασίας στο πεδίο της αναγκαστικής εκτελέσεως. Από τις διατάξεις των άρθρων
1011 Α για την αναστολή στα πλοία, 937 παρ. 1 γ για την άμεση εκτέλεση, 937 παρ. 1 β εδ. 3
για την αναστολή στη βαθμίδα των ενδίκων μέσων αλλά και τη διάταξη του άρθρ. 954 παρ. 2
ε προκύπτει η γενική αρχή παροχής προσωρινής έννομης προστασίας. Στην κατάσχεση και
πλειστηριασμό κινητών και ακινήτων η γενική αρχή εκφράζεται ακριβώς μέσω της νέας
διαμορφώσεως της διαδικασίας που διασφαλίζει, άρα επιτυγχάνει τον ίδιο σκοπό με τη
δικαστική αναστολή, την μη επέλευση βλάβης στον οφειλέτη. Έως τον πλειστηριασμό θα
έχει κριθεί η βασιμότητα της ανακοπής. Πρόκειται για μία κατ’ εξοχήν περίπτωση συνδρομής
προϋποθέσεων για αναλογία δικαίου. Η αναστολή παρέχεται μετά από αίτηση, με εξέταση
της πραγματικής και νομικής βασιμότητας των λόγων ανακοπής, με τη συνδρομή των
στοιχείων της ανεπανόρθωτης βλάβης και ενδεχόμενα υπό την προϋπόθεση της παροχής
εγγυήσεως από τον αιτούντα ή τον επισπεύδοντα. Η παραπομπή και των τριών ρυθμίσεων
(937 παρ. 1 β εδ. 3 και παρ. 1 γ, 1011 Α) στη διαδικασία των άρθρ. 686 επομ. περιλαμβάνει
και τη διάταξη του άρθρ. 691 Α για την προσωρινή διαταγή. Επιτελεί εν προκειμένω
λειτουργία όπως αυτή που επιτελούσε η διάταξη του άρθρ. 938 παρ. 2 για το σημείωμα περί
αναστολής εκτελέσεως, χωρίς η αίτηση αναστολής να καθίσταται ασφαλιστικό μέτρο. Η
λύση της δικαστικής αναστολής στη βάση αιτήσεως αναστολής είναι η πιο πρόσφορη.
Ανταποκρίνεται στη δικονομική θεώρηση και παράδοση όπως και στη δικαστηριακή
πρακτική ενώ αποφεύγεται ο δυϊσμός στο πεδίο παροχής προσωρινής έννομης προστασίας σε
σχέση με την αναγκαστική εκτέλεση. Αποφεύγεται δηλαδή η περίπτωση όπου η προσωρινή
έννομη προστασία παρέχεται και με δικαστική αναστολή (1011 Α, 937 παρ. 1 γ και 937 παρ.
1 β) και με προσωρινή ρύθμιση καταστάσεως (άρθρ. 731-732) [Γ. Ορφανίδης, Η αναστολή
εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μετά το Ν. 4335/2015 (από τη σειρά
Δημοσιεύματα ΕΠολΔ 6), έκδ. 2017, σελ. 83-85].
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση αναστολής, όπως αυτή
εκτιμάται ως προς το περιεχόμενο και τα αιτήματά της, ο αιτών, ζητεί να ανασταλεί η σε
βάρος του επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει: α) της από 18-4-2017 επιταγής
προς εκτέλεση που περιέχεται κάτω από το αντίγραφο εξ απογράφου της υπ’ αριθμ. ..../2017
διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Χανίων και β) του από 23-5-2017 κατασχετηρίου της
καθ’ ης η αίτηση με το οποίο η τελευταία επέβαλε κατάσχεση εις χείρας των ανωνύμων
τραπεζικών εταιρειών «....», «...», «...», «...», «....» και του πιστωτικού συνεταιρισμού «...»,
μέχρι του ποσού των 8.650,87 ευρώ, έως την έκδοση απόφασης επί της από 15-6-2017 και με
αριθμό κατάθεσης .../26-6-2017 ανακοπής που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Χανίων,
για το λόγο ότι η ανακοπή αυτή πρόκειται να ευδοκιμήσει, ενώ ο ίδιος θα υποστεί
ανεπανόρθωτη βλάβη εάν εξακολουθήσει κατά τον ενδιάμεσο χρόνο η σε βάρος του
επισπευδόμενη εκτέλεση. Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί η καθ’ ης η αίτηση στην δικαστική
του δαπάνη.
Με το ως άνω περιεχόμενο η ένδικη αίτηση, η οποία στρέφεται κατά του
επισπεύδοντος την εκτέλεση συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «....»,
παραδεκτά και αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), κατόπιν εμπροθέσμου
ασκήσεως της σχετικής ανακοπής, και είναι νόμιμη, ερειδομένη κατ’ αναλογία δικαίου στις
διατάξεις των άρθρων 1011 Α, 937 παρ. 1 β εδ. 3 και 937 παρ. 1 γ ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα
διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί
περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 6 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 περί
«ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις», ως ίσχυε πριν
την τροποποίησή του με το νόμο 4161/2013, φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική
ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων
χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που
προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και
απαλλαγή. Για την έναρξη της παραπάνω διαδικασίας ο οφειλέτης καταθέτει αίτηση στο
γραμματέα του αρμόδιου δικαστηρίου, η δε υποβολή της αίτησης της παραγράφου 1 του
άρθρου 4 δεν επιφέρει αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη,
αλλά μετά την υποβολή της αίτησης ο οφειλέτης ή κάθε άλλος που έχει έννομο συμφέρον
μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο που δικάζει κατά τη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας κατά του οφειλέτη, η δε
αναστολή χορηγείται έως την έκδοση της οριστικής απόφασης επί του σχεδίου διευθέτησης
εάν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του
αιτούντος και ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση, ενώ η χορήγηση της αναστολής επάγεται
αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Επίσης
κατά το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. β, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 85 Ν. 3996/2011 (ΦΕΚ Α
170/5.8.2011), είναι δυνατή κατά άρθρο 781 ΚΠολΔ προσωρινή διαταγή. Περαιτέρω, κατά
τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με
το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4161/2013 (ΦΕΚ Α 143/14.6.2013), με την κατάθεση της αίτησης
προσδιορίζεται και η ημέρα επικύρωσης κατά την οποία είτε θα επικυρωθεί ο ενδεχόμενος
προδικαστικός συμβιβασμός από τον Ειρηνοδίκη, είτε θα συζητηθεί ενδεχόμενο αίτημα για
την έκδοση προσωρινής διαταγής. Η ημέρα επικύρωσης προσδιορίζεται υποχρεωτικώς δυο
μήνες μετά την κατάθεση της αίτησης. Μέχρι την ημέρα επικύρωσης δεν επιτρέπεται η λήψη
καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, καθώς και η μεταβολή της πραγματικής και
νομικής κατάστασης της περιουσίας του. Κατά το άρθρο 5 παρ. 2 εδάφιο α΄του νόμου
3869/2010 όπως διαμορφώθηκε μετά το Ν. 4161/2013, αν δεν επέλθει συμβιβασμός και
επικύρωση, ο Ειρηνοδίκης αποφασίζει κατά την ημέρα επικύρωσης, κατόπιν αιτήματος του
οφειλέτη ή πιστωτή ή αυτεπαγγέλτως, για κάθε ζήτημα που χρήζει προσωρινής ρυθμίσεως
σύμφωνα με τα άρθρα 745, 751 και 781 ΚΠολΔ και ιδίως για την αναστολή των
καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής
κατάστασης της περιουσίας του και το ύψος των μηνιαίων δόσεων που ο οφειλέτης οφείλει
να καταβάλλει προς τους πιστωτές που έχουν συμπεριληφθεί στην αίτηση. Η χρονική ισχύς
των ασφαλιστικών αυτών μέτρων καθορίζεται στην απόφαση του Ειρηνοδίκη. Κατά πάσα
περίπτωση η διάρκεια φθάνει μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως. Έτσι με τις
τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4161/2013 το ακαταδίωκτο του οφειλέτη εκ μέρους των
πιστωτών του επέρχεται εκ του νόμου με την κατάθεση της αιτήσεως και όχι ως συνέπεια
κάποιου ασφαλιστικού μέτρου. Δεν εμπίπτει, ωστόσο, στην ως άνω απαγόρευση λήψης
καταδιωκτικών μέτρων (είτε με απόφαση ασφαλιστικών είτε με προσωρινή διαταγή είτε εκ
του νόμου), όπως ισχύει και στην περίπτωση της πτώχευσης, η υποβολή αίτησης για την
έκδοση διαταγής πληρωμής και η έκδοση αυτής καθ’ εαυτής της διαταγής πληρωμής,
καθόσον η αίτηση και η έκδοση διαταγής πληρωμής δεν αποτελούν επιθετικές πράξεις, όπως
η έγερση αγωγής, αλλά απλά αποσκοπούν στην κτήση εκτελεστού τίτλου, ενώ επίσης δεν
αποτελούν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης (έναρξη ή συνέχιση αυτής). Από την άλλη δε η
περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου (λήψη απογράφου) δεν σηματοδοτεί την έναρξη της
διαδικασίας εκτέλεσης, αλλά απλά αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη της, ενώ αντιθέτως
πράξη εκτέλεσης (επιθετική πράξη) αποτελεί η επίδοση της διαταγής πληρωμής αφού έχει
λάβει τον εκτελεστήριο τύπο κατ’ άρθρ. 924 εδ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή όταν επιδίδεται με επιταγή
προς πληρωμή και εκτέλεση (βλ. Βενιέρη/Κατσά, Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα
υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 3η έκδοση, 2016, σελ. 290-291, ΕφΘεσ 2230/2008
ΕπισκΕμπΔ 2009. 160, ΠΠρΑθ 4630/1974 ΝοΒ 23. 778, ΜΠρΠειρ 558/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ,
ΜΠρΛαμ 11/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΘεσ 958/2014 ΕλλΔνη 2014. 1145, ΜΠρΘεσ
1990/2014 Αρμ 2015. 646, ΜΠρΘεσ 13340/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜΠρΘεσ 9050/2013 ΤΝΠ
Νόμος, ΜΠρΛαμ 457/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΠειρ 1084/2011 [Ασφ. Μέτρων] ΔΕΕ 2011.
572).
Από την εκτίμηση των εγγράφων που προσκομίζει με επίκληση ο αιτών,
πιθανολογούνται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα: Η καθ’ ης η αίτηση
κοινοποίησε στις 31-5-2017 (βλ. σχετ. επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο
Πρωτοδικείο Χανίων ...) στον αιτούντα το από 23-5-2017 κατασχετήριο εις χείρας των
ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών «...», «...», «....», «..» και του πιστωτικού συνεταιρισμού
«...», ως τρίτων, δυνάμει του οποίου επισπεύδει σε βάρος του ίδιου του αιτούντος
αναγκαστική εκτέλεση, κατόπιν εκδόσεως σε βάρος του της με αριθ. .../2017 διαταγής
πληρωμής του Ειρηνοδικείου Χανίων και της παρά πόδα αυτής από 18-4-2017 επιταγής προς
πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού τίτλου (της ανωτέρω
διαταγής πληρωμής), η οποία του επιδόθηκε στις 28-4-2017 και με την οποία επιτάσσεται να
καταβάλλει στην καθ’ ης το ποσό των 8.650,87 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση
της τελευταίας προερχόμενη από την υπ’ αριθμ. .../2001 σύμβαση πίστωσης. Κατά των
πράξεων εκτέλεσης της ως άνω διαταγής πληρωμής, ήτοι της από 18-4-2017 επιταγής προς
πληρωμή και του από 23-5-2017 κατασχετηρίου, ο αιτών έχει ασκήσει εμπρόθεσμα (βλ. την
υπ’ αριθμ. .../27-6-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Κρήτης ...)
και νόμιμα, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, την από 15-6-2017
και με αριθ. καταθ. .../26-6-2017 ανακοπή ζητώντας την ακύρωσή τους για τους λόγους που
εκθέτει σ’ αυτή. Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, το κείμενο της οποίας είναι
ενσωματωμένο αυτούσιο στο δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης, ο ανακόπτων (νυν αιτών)
ισχυρίζεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης τυγχάνουν άκυρες
καθώς παραβιάζουν το περιεχόμενο της εκδοθείσας στα πλαίσια του άρθρου 5 παρ. 2 εδάφιο
α΄του νόμου 3869/2010 από 23-1-2017 προσωρινής διαταγής της Δικαστού Υπηρεσίας του
Ειρηνοδικείου Χανίων, με την οποία απαγορεύεται η λήψη κάθε καταδιωκτικού μέτρου κατά
του αιτούντος καθώς και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της
περιουσίας του, αλλά και γιατί η ενέργεια αυτή της καθ’ ης υπερβαίνει τα όρια που
επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικό - οικονομικός σκοπός του
δικαιώματος, αφού η άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης να επισπεύσει αναγκαστική
εκτέλεση μοναδικό σκοπό είχε την επιδίωξη πλήρους ικανοποίησης της απαίτησής της πριν
προλάβει να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι ο
αιτών στις 31-12-2015 κατέθεσε στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Χανίων κατά όλων των
πιστωτών του, μεταξύ των οποίων και η καθ’ ης, την από 29-12-2015 και με αριθμό έκθεσης
κατάθεσης .../31-12-2015 αίτησή του, για την υπαγωγή του στις διατάξεις του ν. 3869/2010
για την ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, η συζήτηση της οποίας
προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 5-12-2024, ενώ η ημερομηνία επικύρωσης του
προδικαστικού συμβιβασμού και συζήτησης αιτήματος προσωρινής διαταγής προσδιορίστηκε
στη δικάσιμο της 23-1-2017, οπότε και συζητήσεως γενομένης η Δικαστής Υπηρεσίας έκανε
δεκτό το αίτημα προσωρινής διαταγής και αποφάσισε την αναστολή των καταδιωκτικών
μέτρων και τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης των αναφερομένων στην
αίτηση περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος μέχρι την 22-1-2018, οπότε ορίσθηκε να λάβει
χώρα επανασυζήτηση της προσωρινής διαταγής, με τους εκεί αναφερόμενους όρους, ήτοι την
καταβολή μηνιαίως, από 01-02-2017, ποσού 250 ευρώ, προς τους αναφερόμενους στην
αίτηση πιστωτές του αιτούντος, συμμέτρως κατανεμόμενου. Την ανωτέρω αίτηση ο αιτών
κοινοποίησε στην καθ’ ης στις 13-1-2016 με την υπ’ αριθμ. .../13-1-2016 έκθεση επίδοσης
της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης ..., ενώ κατά τη συζήτηση του
αιτήματος χορήγησης προσωρινής διαταγής μετά την διαπίστωση της αποτυχίας του
προδικαστικού συμβιβασμού, στις 23-1-2017, η καθ’ ης παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας
δικηγόρου της, Χριστιάννας Τσιγάλογλου, λαμβάνοντας έτσι γνώση του περιεχομένου της
χορηγηθείσης προσωρινής διαταγής. Συνεπώς, σε χρόνο προγενέστερο της επίδοσης της υπ’
αριθμ. ../2017 διαταγής πληρωμής με την προσβαλλόμενη από 18-4-2017 επιταγή προς
πληρωμή, όχι μόνο είχε κατατεθεί από τον αιτούντα και επιδοθεί στην καθ’ ης, η από 29-12-
2015 αίτησή του για την υπαγωγή του στις διατάξεις του ν. 3869/2010, αλλά, στα πλαίσια του
άρθρου 5 παρ. 2 εδάφιο α΄ του ως άνω νόμου και μετά την διαπίστωση της αποτυχίας του
προδικαστικού συμβιβασμού, είχε εκδοθεί και η από 23-1-2017 προσωρινή διαταγή της
Δικαστού Υπηρεσίας του Ειρηνοδικείου Χανίων, η οποία επέβαλλε την αναστολή όλων των
καταδιωκτικών μέτρων σε βάρος του οφειλέτη τουλάχιστον μέχρι τις 22-1-2018. Ως εκ
τούτου, κατά το χρόνο έναρξης της προσβαλλόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, ίσχυε η
δυνάμει της ως άνω προσωρινής διαταγής αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων σε βάρος
του αιτούντος. Η καθ’ ης, επομένως, παρά το νόμο, επέδωσε στον αιτούντα την
προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή και εν συνεχεία το επίσης προσβαλλόμενο
κατασχετήριο εις χείρας τρίτων, επιδιώκοντας με την επίσπευση εις βάρος του αναγκαστικής
εκτέλεσης την πλήρη ικανοποίηση της απαίτησής της, πριν προλάβει να υπαχθεί στις
ευνοϊκές ρυθμίσεις του ανωτέρω νόμου, και άρα πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός και ως
κατ’ ουσία βάσιμος ο δεύτερος λόγος της ανακοπής. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω,
πιθανολογούμενης της ευδοκίμησης του ανωτέρω λόγου της σχετικής ανακοπής και
παρελκούσης της έρευνας ως προς την πιθανολόγηση ευδοκίμησης και των λοιπών λόγων
αυτής (ανακοπής), πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η κρινομένη αίτηση και
να ανασταλεί μέχρις εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της με αριθ. κατάθ. .../26-6-2017
ανακοπής η επισπευδόμενη εις βάρος του αιτούντος αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας
τρίτου, πιθανολογηθέντος και του κινδύνου βλάβης του αιτούντος από την πρόοδο της υπ’
όψη διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως. Η δικαστική δαπάνη του αιτούντος, κατόπιν
σχετικού αιτήματός του, βαρύνει την καθ’ ης η αίτηση λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και
191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται από την καθ’ ης σε βάρος του
αιτούντος δυνάμει: α) της από 18-4-2017 επιταγής προς εκτέλεση που περιέχεται κάτω από
το αντίγραφο εξ απογράφου της υπ’ αριθμ. ../2017 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου
Χανίων και β) του από 23-5-2017 κατασχετηρίου εις χείρας των ανωνύμων τραπεζικών
εταιρειών «...», «...», «...», «...», «....» και του πιστωτικού συνεταιρισμού «...», ως τρίτων,
μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της από 15-6-2017 και με αρ. κατάθ. δικ. .../26-6-
2017 ανακοπής του αιτούντος.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος της καθ’ ης η αίτηση τα δικαστικά έξοδα του αιτούντος, τα οποία
ορίζει σε πενήντα (50,00) ευρώ.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
ΑΠΟΦΑΣΗ: 166/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΩ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ