You are on page 1of 45

1. ΑΠ 11/2017 (Α2' Τμήμα - ως Συμβούλιο), ΝοΒ 2017.

657

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη


(λόγω κωλύματος της Αντιπροέδρου και του αρχαιοτέρου του Αρεοπαγίτη), Αβροκόμη
Θούα- Εισηγήτρια και Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ στο Κατάστημά του, στις 30-1-2017, με την παρουσία και της γραμματέως
Μάρθας Σαμαρτζή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αιτούσας: εταιρείας με την επωνυμία «KMOIL ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία
παραστάθηκε με το νόμιμο εκπρόσωπό της Κωνσταντίνο Μπελογιάννη ο οποίος νομιμοποιεί
τον δικηγόρο Παναγιώτη Μπουφέα και
εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρίστο Φίλιο.
Της καθ’ ης η αίτηση: Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «ΜΕΝΤ ΣΗ ΤΑΝΚΕΡΣ
ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία
εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Παυλή.
Σε διαφορά μεταξύ των παραπάνω διαδίκων εκδόθηκε η 1511/2015 απόφαση του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και στη συνέχεια η 518/2016 απόφαση του Μονομελούς
Εφετείου Πειραιώς. Κατά της παραπάνω εφετειακής απόφασης η αιτούσα άσκησε το ένδικο
μέσο της αίτησης αναίρεσης, που συζητείται στο Α2' Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου
κατά τη δικάσιμο της 25-9-2017.
Με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα, (αναιρεσείοuσα) ζητά να ανασταλεί η εκτελεστότητα
της αναιρεσιβαλλόμενης υπ' αριθ. 518/2016 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς
Εφετείου Πειραιά, έως ότου εκδοθεί απόφαση του Αρείου Πάγου επί της παραπάνω αίτησης
αναίρεσης.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που ορίστηκε για τη δικάσιμο της 30-1-2017,
παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως παραπάνω αναφέρεται. Οι πληρεξούσιοι της αιτούσας
ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και δήλωσαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά. Ο
πληρεξούσιος της καθ' ης ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση, να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη
στην αιτούσα και δήλωσε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 565 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ,η προθεσμία της
αναίρεσης καθώς και η άσκησή της, δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης, ενώ κατά
την παράγραφο 2 αυτού, αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος
βλάβης, της οποίας η αποκατάσταση δεν είναι εύκολη, μπορεί να διαταχθεί με αίτηση
κάποιου από τους διαδίκους η ολική ή εν μέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης
απόφασης με τον όρο παροχής ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η
εκτέλεση της απόφασης από την παροχή εγγύησης από το διάδικο που έχει νικήσει. Για την
αίτηση αποφαίνεται, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο χωρίς υποχρεωτική κλήτευση των
διαδίκων, το αρμόδιο πολιτικό τμήμα, το οποίο συγκροτείται από τρία μέλη, στα οποία
περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο εισηγητής της υπόθεσης. Κατά την έννοια της διάταξης
αυτής, προϋπόθεση για την εφαρμογή της είναι να μην έχει αρχίσει ουσιαστικά η
αναγκαστική εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή να μην έχουν γίνει μετά την
επίδοση σε εκείνον, κατά του οποίου στρέφεται η αναγκαστική εκτέλεση, αντιγράφου του
απογράφου της απόφασης αυτής με επιταγή προς εκτέλεση, που αποτελεί κατά το άρθρο 924
παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ την πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, περαιτέρω πράξεις
εκτέλεσης, διότι τότε (αν δεν πρόκειται για άμεση εκτέλεση για την οποία προβλέπει ειδικά
το άρθρο 937 παρ. 1 εδαφ. γ' ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.
2 ν. 4335/2015) δεν υπάρχει δικονομική ανάγκη αναστολής της εκτελέσεως, αφού η απόφαση
για την ανακοπή κατά της εκτελέσεως πρέπει κατά ρητή νομοθετική επιταγή να εκδοθεί εντός
60 ημερών από τη συζήτησή της (βλ. άρθρο 933 παρ. 6 ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε με το
άρθρο 1, παρ. 2 ν. 4335/2015), δηλαδή θα εκδοθεί οπωσδήποτε πριν από την ημέρα του
πλειστηριασμού. Αν ωστόσο δεν είναι δυνατόν να τηρηθούν οι προθεσμίες αυτές, ο καθ' ου η
εκτέλεση έχει τη δυνατότητα να επιδιώξει την αναστολή με τη μορφή της προσωρινής
ρυθμίσεως καταστάσεως κατά το άρθρο 731 ΚΠολΔ, εφόσον βέβαια υπάρχει βάσιμος κατά
το άρθρο 933 ΚΠολΔ λόγος ανακοπής κατά της επιχειρούμενης εκτέλεσης και
πιθανολογείται έτσι η ευδοκίμηση της ανακοπής και η ανατροπή του εκτελεστού τίτλου. Τα
ίδια ισχύουν και επί κατασχέσεως χέρια τρίτου (άρθρα 982επ. ΚΠολΔ), η οποία συνιστά
είδος έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης και επομένως για τη δυνατότητα αναστολής μετά από
ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ εφαρμόζονται οι ανωτέρω διατάξεις (Συμβ. ΑΠ 142/2016).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η αιτούσα ζητεί με την κρινόμενη αίτησή της την
αναστολή αναγκαστικής εκτελέσεως της υπ' αριθ. 518/2016 απόφασης του Μονομελούς
Εφετείου Πειραιώς, μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί της από 16.1.2017 αιτήσεως
αναιρέσεως ιστορώντας περαιτέρω ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση υποχρεώθηκε να
καταβάλει εντόκως ' στην καθ' ης η αίτηση το ποσό των ογδόντα πέντε χιλιάδων εκατόν
εξήντα δύο ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (85. 162, 59)" από την επίδοση της αγωγής και
ότι θα μείνει ανικανοποίητη η αξίωσή της για επιστροφή του πληρωθέντος ποσού και θα
υπάρχει πραγματική αδυναμία αποκαταστάσεως των πραγμάτων στην προηγούμενη
κατάσταση, στην περίπτωση που γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, πιθανολόγουμένου
εντεύθεν κινδύνου βλάβης, της οποίας ή αποκατάσταση δεν είναι εύκολη. Ωστόσο, όπως
προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα και τη διαδικασία γενικά, συνομολογείται άλλωστε από
την αιτούσα , η καθ' ης η αίτηση, μετά την κοινοποίηση σ αυτήν αντιγράφου εξ απογράφου
εκτελεστού της 518/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με επιταγή προς
πληρωμή, προέβη σε περαιτέρω πράξεις εκτελέσεως και δη επέβαλε ήδη για την ικανοποίηση
της απαίτησής της αναγκαστική κατάσχεση της απαιτήσεώς της κατά της αιτούσας στα χέρια
των ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών με τις επωνυμίες: 1.«Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος
Α.Ε.», 2.«Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.», 3.«Alpha Bank 11/2017 - σελ.5 και 4.«Τράπεζα
Eurobank Ergasias» (βλ. σχετ. κατασχετήριο έγγραφο). Επομένως εφόσον έχει προχωρήσει η
διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης της υπ' αριθ. 518/2016 απόφασης του Μονομελούς
Εφετείου Πειραιώς, ως προς το ποσό εξήντα χιλιάδων ευρώ (60.000 €) δεν είναι πλέον
επιτρεπτή κατά τα προεκτεθέντα, η ζητούμενη αναστολή της εκτέλεσής της κατά το άρθρο
565§ 2 Κ. Πολ.Δ. και πρέπει έτσι η κρινόμενη αίτηση, (εισαχθείσα αρμοδίως, κατά την
προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων), ως προς το σκέλος αυτό να απορριφθεί
ως απαράδεκτη. Εν συνεχεία από την όλη διαδικασία πιθανολογήθηκε ότι, από την εκτέλεση
της ως άνω αποφάσεως για το πέραν των εξήντα χιλιάδων ευρώ ποσό (60.000€) στο οποίο
περιλαμβάνονται και οι νόμιμοι τόκοι, θα προκύψει κίνδυνος βλάβης για την αιτούσα, η
αποκατάσταση της οποίας δεν θα είναι ευχερής. Επομένως, πρέπει η αίτηση να γίνει εν μέρει
δεκτή, ως προς το σκέλος αυτό όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και να καταδικαστεί
η αιτούσα στη δικαστική δαπάνη της αντιδίκου της που παραστάθηκε (άρθρο 84 παρ. 2 Ν.
4194/2013 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 Ν.
4236/2014).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση της εταιρείας με την επωνυμία «KMOIL ΑΝΩΝΥΜΟΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ», για την αναστολή εκτέλεσης της 518/2016 απόφασης του
Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς για το ποσό των εξήντα χιλιάδων(60.ΟΟΟ)
ευρώ.
ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκτέλεση της 518/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς,
για το πέραν των εξήντα χιλιάδων ευρώ(60.ΟΟΟ) ποσό στο οποίο περιλαμβάνονται και οι
11/2017 - σελ.6 νόμιμοι τόκοι, έως ότου εκδοθεί απόφαση του Αρείου Πάγου για την από 16-
1-2017 αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε κατά της πιο πάνω εφετειακής απόφασης και με τον
όρο να συζητηθεί η αίτηση αυτή κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 25-9-2017. ΚΑΙ
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αιτούσα στη δικαστική. δαπάνη της καθ' ης, την οποία ορίζει στο ποσό
των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 31.1.2017

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
2. ΜΠρΑθ 5801/2017 ( 703688) (Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. Αίτηση
αναστολής του καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, λόγω της ασκηθείσας ανακοπής του. Μη νόμιμη
η υπό κρίση αίτηση, καθόσον δεν προβλέπεται με τις διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως
τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, κατά τη διαδικασία της έμμεσης αναγκαστικής
εκτέλεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, αίτηση αναστολής σε περίπτωση κατάθεσης
ανακοπής κατά της εκτέλεσης. Απορριπτέο ως νομικά αβάσιμο είναι το επικουρικό αίτημα
περί απαγόρευσης μεταβολής της πραγματικής και νομικής κατάστασης των κατασχεθέντων
λογαριασμών, δεδομένου ότι η προσφυγή στα άρθρα 731 - 732 ΚΠολΔ έρχεται σε ευθεία
αντίθεση με το γράμμα του νόμου. Απορρίπτει την αίτηση.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός αποφάσεως: 5801/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ


(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Ηλία Ξηροτύρη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίσθηκε
κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24-7-2017, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα,
για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της αιτούσας : Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «...» και με τον διακριτικό τίτλο
«....», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ... αρ. .., ΑΦΜ: .. - Δ.Ο.Υ. Αθηνών), όπως νόμιμα
εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη
Γιαννόπουλο.
Του καθ’ ου η αίτηση : .., δικηγόρου ..,κατοίκου .. Κρήτης (οδός ... αρ. ., ΑΦΜ: .. - Δ.Ο.Υ.
Ηρακλείου), ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.
Η αιτούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτησή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του
Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης ../2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου
5946/2017, προσδιορίστηκε δε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της
παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που έγινε δημόσια στο ακροατήριο αυτού του
Δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας και ο καθ’ ου η αίτηση παριστάμενος
αυτοπροσώπως ως δικηγόρος ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν
δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το άρθρο 938, που προέβλεπε δυνατότητα αναστολής της εκτελέσεως λόγω


άσκησης ανακοπής του άρθρου 933, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εκδικαζόμενης από το
δικαστήριο της ανακοπής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καταργείται με τις
νέες τροποποιήσεις. Περαιτέρω, με το νέο άρθρο 937 παρ. 1 β εδ. 3 προβλέπεται ότι στις
περιπτώσεις άσκησης ένδικων μέσων κατά της απόφασης επί της ανακοπής, η άσκησή τους
δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου πλέον,
μετά από αίτηση αυτού που το άσκησε, υποβαλλόμενη και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς
παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει
ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου.
Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση.
Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, η αίτηση αναστολής είναι απαράδεκτη, αν
δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του
πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00` το μεσημέρι της
Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού. Στην περίπτωση δε γ`της ίδιας παραγράφου
ορίζεται ότι, ειδικά στην περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, το δικαστήριο της ανακοπής μπορεί
να διατάξει την αναστολή της κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα. Υπό το μέχρι σήμερα
ισχύον δίκαιο, υπήρχε δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο
στο οποίο εκκρεμούσε η ανακοπή και μόνον μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επ’ αυτής
(άρθ. 938 παρ. 4, όπως ισχύει σήμερα, δηλαδή πριν την έναρξη ισχύος της τροποποίησης). Η
άσκηση δε ένδικου μέσου κατά απόφασης απορριπτικής της ανακοπής δεν μπορούσε να
δικαιολογήσει χορήγηση αναστολής. Ο λόγος της σχετικής πρόβλεψης σαφώς έγκειτο στην
ταχύτητα που πρέπει, ως ένα τουλάχιστον βαθμό, να διέπει τη διαδικασία της αναγκαστικής
εκτελέσεως, βασική αρχή που, ευλόγως και μετά από στάθμιση των εκατέρωθεν
συμφερόντων, θεωρήθηκε ότι δεν επιτρέπει την περαιτέρω καθυστέρηση της διαδικασίας της,
όταν υπάρχει έστω και μία πρώτη οριστική κρίση της ανακοπής από δικαστήριο. Οι νέες
διατάξεις αλλάζουν σημαντικά το τοπίο στις δίκες περί αναστολής της εκτέλεσης και ο
συνδυασμός τους οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα: Η άσκηση ανακοπής συνεχίζει να
μην αναστέλλει την εκτελεστική διαδικασία, δεν παρέχεται όμως ούτε δυνατότητα αναστολής
της εκτέλεσης κατόπιν σχετικής αιτήσεως λόγω της άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 και
εκκρεμότητάς της σε πρώτο βαθμό. Προδήλως ο νεότερος νομοθέτης θεώρησε ότι αυτό δεν
είναι καν αναγκαίο, αφού με τις προθεσμίες που έθεσε για τη συζήτηση και την έκδοση
απόφασης επί της ανακοπής σε συνδυασμό και με την προθεσμία που έθεσε για τη διενέργεια
του πλειστηριασμού, ο οποίος δεν θα μπορεί να προσδιορισθεί πριν την παρέλευση επτά
μηνών από την επιβολή της κατάσχεσης (νέο άρθρο 954 παρ. 2 ε και 993 παρ. 2), προσδοκά
να υπάρχει απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επί της ανακοπής πριν την ημέρα του
πλειστηριασμού. Εμπλοκή μπορεί να υπάρξει βεβαίως σε περίπτωση αναβολής της
συζήτησης της ανακοπής ή σε περίπτωση καθυστέρησης της έκδοσης της απόφασης επ’
αυτής, πράγμα που πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι εφαρμοστές του δικαίου. Δυνατότητα
αναστολής κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εκδικαζόμενης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών
μέτρων, παρέχεται πλέον μόνον σε δεύτερο στάδιο και συγκεκριμένα όταν ασκηθεί ένδικο
μέσο κατά της απόφασης που θα απορρίπτει την ανακοπή, οπότε και θα έχει πλησιάσει πλέον
η ημέρα του πλειστηριασμού. Γι` αυτόν ακριβώς το λόγο τέθηκαν και προθεσμίες άσκησης
της αίτησης αναστολής και έκδοσης της απόφασης από το δικαστήριο του ένδικου μέσου,
όταν επίκειται πλειστηριασμός. Αντιθέτως, επί άμεσης εκτέλεσης, οπότε και δεν τίθεται
ζήτημα μακρινού προσδιορισμού πλειστηριασμού ή εκτέλεσης με άλλο χρονοβόρο τρόπο,
παρέχεται δυνατότητα αναστολής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αμέσως μετά την άσκηση
της ανακοπής. Εξάλλου, στο άρθρο 19 του ν. 4335/2015 (Μεταβατικές διατάξεις), πέραν των
επιμέρους ζητημάτων που αναφέρονται παραπάνω για τα οποία προβλέπεται ειδικό
διαχρονικό δίκαιο (έναρξη ισχύος μετά την έκδοση πρ.δ/των), ορίζεται με γενική αφορώσα
την εκτέλεση ρύθμιση ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η
επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016. Ως κρίσιμος χρόνος για
την εφαρμογή ή μη του νέου δικαίου θα πρέπει προδήλως να θεωρείται ο χρόνος επίδοσης
της επιταγής προς εκτέλεση, που οδήγησε στη συνέχεια στην έναρξη της κύριας εκτελεστικής
διαδικασίας δια της επιβολής κατασχέσεως επί χρηματικών απαιτήσεων ή δια της διενέργειας
άμεσης εκτέλεσης και όχι τυχόν προηγούμενες επιταγές, οι οποίες επιδόθηκαν μεν, χωρίς
όμως να αρχίσει η κύρια εκτελεστική διαδικασία εντός έτους από την επίδοσή τους, και στις
οποίες δεν μπορεί κατ’ άρθρο 926 παρ. 2 να βασισθεί πλέον η έναρξή της. Αν, αντιθέτως,
έχει γίνει ή θα γίνει εντός έτους έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας βάσει επιταγής
που κοινοποιήθηκε πριν την 1η-1-2016, θα τυγχάνει εφαρμογής το μέχρι τις 31-12-2015
ισχύον δίκαιο, ενώ η τυχόν επανακοινοποίηση της επιταγής μετά την 1η-1-2016, προκειμένου
αυτή να επιστηρίξει απλώς τη συνέχιση των υπολειπομένων πράξεων της κύριας
εκτελεστικής διαδικασίας, δεν θα μεταβάλει το δίκαιο βάσει του οποίου αυτές θα
διενεργούνται και θα κρίνονται. (Ευδοξία Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το
δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015, ΕΣΔι - Σεμινάριο
Δικαστικών Λειτουργών της 1ης-12-2015). Περαιτέρω, για την ικανοποίηση των χρηματικών
αξιώσεων του δανειστή επιτρέπεται κατ’ επιλογή, σωρευτικά ή και διαδοχικά η χρήση των
εξής μέσων αναγκαστικής εκτέλεσης : 1) της κατάσχεσης, 2) της αναγκαστικής διαχείρισης
και 3) της προσωπικής κράτησης, στο μέτρο που συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις του
νόμου (1047 - 1048 ΚΠολΔ). Παράλληλα, επιτρέπεται ως οιονεί μέσο εκτέλεσης η χρήση του
βεβαιωτικού όρκου. Το άρθρο 951 § 1 ΚΠολΔ αναφέρεται στις εξής ρυθμιζόμενες
διαδικασίες κατάσχεσης : 1) στην κατάσχεση της κινητής περιουσίας του οφειλέτη (άρθρα
953 - 981 και 1017 - 1021 ΚΠολΔ), 2) στην κατάσχεση των ακινήτων του οφειλέτη (άρθρα
992 - 1016 και 1017 - 1021 ΚΠολΔ), 3) στην κατάσχεση σε χέρια τρίτου (άρθρα 982 - 991
ΚΠολΔ), και 4) στην κατάσχεση των ειδικών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (άρθρα
1022 - 1033 ΚΠολΔ). Τα παραπάνω μέσα εκτέλεσης δεν οδηγούν στην ικανοποίηση του
δανειστή με την ενέργεια μίας και μόνης πράξης εκτέλεσης, αλλά μετά από σειρά ολόκληρη
διαδικαστικών ενεργειών που οδηγούν τελικά στην αυτούσια ικανοποίησή του. Η
αναγκαστική εκτέλεση είναι έμμεση (ΜΠΛαμ 223/2016 Νόμος, Φαλτσή, - Αναγκαστική
Εκτέλεση, τομ. II, Ειδικό μέρος, § 53, II, 1, σελ. 86 - 89). Εν προκειμένω η αιτούσα, με την
υπό κρίση αίτησή της, εκθέτει ότι ο καθ’ ου της επέδωσε α) στις 10-2-2017 επιταγή προς
πληρωμή με αντίγραφο συμπληρωματικού απογράφου εκτελεστού της υπ’ αρ. 176/2011
αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, με την οποία αυτή (αιτούσα)
επιτάχθηκε να καταβάλει στον καθ’ ου η αίτηση το ποσό των 750.000 ευρώ, που αφορά σε
οφειλή της ... έναντι αυτού (καθ’ ου), το ποσό των 15.000 ευρώ ως αμοιβή του επισπεύδοντος
για τη σύνταξη της ανωτέρω επιταγής και το ποσό των 43 ευρώ για την επίδοσή της, με το
νόμιμο τόκο όπως ειδικότερα αναγράφεται σ’ αυτή (επιταγή προς πληρωμή), β) στις 22-2-
2017 το από 22-2-2017 κατασχετήριο έγγραφο περί επιβολής αναγκαστικής κατάσχεσης στα
χέρια τρίτων και δη των τραπεζών ..., του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου Ηρακλείου,
με το οποίο επέβαλε κατάσχεση στα χέρια των ως άνω νομικών προσώπων μέχρι του ποσού
των 760.000 ευρώ (α΄ κατασχετήριο), γ) στις 15-3-2017 το από 8-3-2017 κατασχετήριο
έγγραφο περί επιβολής αναγκαστικής κατάσχεσης στα χέρια τρίτων και δη των τραπεζών
«...» και ``..», με το οποίο επέβαλε κατάσχεση στα χέρια των ως άνω τραπεζών μέχρι του
ποσού των 760.000 ευρώ (β΄κατασχετήριο), και ότι αυτή (αιτούσα) άσκησε νόμιμα και
εμπρόθεσμα την από 20-3-2017 ανακοπή της για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή, ως
και τους από 22-5-2017 πρόσθετους λόγους ανακοπής, των οποίων δικάσιμος ορίσθηκε η
31η-10-2017. Ζητεί, δε, η αιτούσα να ανασταλεί χωρίς την καταβολή εγγύησης η εκτέλεση α)
της από 10-2-2017 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του συμπληρωματικού
εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 176/2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Ηρακλείου, β) του από 22-2-2017 κατασχετηρίου εγγράφου περί επιβολής αναγκαστικής
κατάσχεσης στα χέρια των τραπεζών .., του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου Ηρακλείου
(α΄ κατασχετήριο) και γ) του από 8-3-2017 κατασχετηρίου εγγράφου περί επιβολής
αναγκαστικής κατάσχεσης στα χέρια των τραπεζών «....» και «...» (β΄ κατασχετήριο), που
επισπεύδεται σε βάρος της, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ανακοπής της (ως
και επί των πρόσθετων λόγων αυτής), για το λόγο ότι η τελευταία θα ευδοκιμήσει, ενώ η
εξακολούθηση της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της, κατά τον ενδιάμεσο χρόνο, θα
προκαλέσει σ’ αυτήν ανεπανόρθωτη βλάβη. Άλλως δε και επικουρικώς ζητεί να απαγορευθεί
η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης των λογαριασμών που κατέσχεσε ο
καθ’ ου με τα ως άνω κατασχετήρια (α΄ και β΄) μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της
ανακοπής της. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί ο καθ’ ου η αίτηση στα δικαστικά της έξοδα. Με
το περιεχόμενο αυτό η υπό κρίση αίτηση παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ’ ύλη
και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 682 επ., 933 επ. ΚΠολΔ), είναι, όμως μη νόμιμη και ως εκ
τούτου πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, όπως αναλύεται στην ανωτέρω μείζονα, δεν
προβλέπεται με τις διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, κατά τη
διαδικασία της έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης επί χρηματικών απαιτήσεων αίτηση
αναστολής σε περίπτωση κατάθεσης ανακοπής κατά της εκτέλεσης. Στην προκείμενη
περίπτωση, από την επισκόπηση του δικογράφου της κρινόμενης αίτησης και της
επισυναπτόμενης ανακοπής (ως και των πρόσθετων λόγων αυτής)προκύπτει αβίαστα ότι η
ανακοπή αφορά στην ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας. Επίσης απορριπτέο ως νομικά
αβάσιμο είναι το επικουρικό αίτημα περί απαγόρευσης μεταβολής της πραγματικής και
νομικής κατάστασης των κατασχεθέντων λογαριασμών, δεδομένου ότι η προσφυγή στα
άρθρα 731 - 732 του ΚΠολΔ έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το γράμμα του νόμου (βλ. σχόλιο
Κων/νου Καλαβρού στην ΕλλΔνη 2017. 415). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση
αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Τέλος τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να
συμψηφισθούν στο σύνολό τους, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που
εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.


Απορρίπτει την αίτηση.
Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό
του στην Αθήνα στις 31-7-2017, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και ο πληρεξούσιος
δικηγόρος της αιτούσας (ο καθ’ ου ως δικηγόρος είχε παρασταθεί αυτοπροσώπως).

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

3. ΜονΠΠειρ 13/2017 (699448) (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Αίτηση αναστολής της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος πλοίου


αλλοδαπής σημαίας (Μάλτας). Εφαρμοστέο το ελληνικό δικονομικό δίκαιο διότι η
επισπευδόμενη εκτέλεση βρίσκεται εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας. Νόμιμη η
αίτηση μόνο καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης επί του
πλοίου, όχι όμως και κατά το μέρος με το οποίο ζητούνταν η αναστολή της εκτέλεσης της
επιταγής προς εκτέλεση, καθώς κατόπιν των τροποποιήσεων που επέφεραν οι συναφείς
διατάξεις του ν. 4335/2015, δεν προβλέπεται με τις διατάξεις του ΚΠολΔ κατά τη διαδικασία
της έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης επί χρηματικών απαιτήσεων αίτηση αναστολής επί
ανακοπής κατά της εκτέλεσης. Πλην εξαιρέσεων η διαταγή πληρωμής δε δημιουργεί
δεδικασμένο και επομένως με την άσκηση της ανακοπής του αρ. 933 ΚΠολΔ ο οφειλέτης δεν
εμποδίζεται να προτείνει τους ισχυρισμούς του κατά της απαίτησης. Προσαγωγή
ξενόγλωσσου εγγράφου ενώπιων δικαστηρίου. Για την ισχύ της μετάφρασης που διενήργησε
δικηγόρος απαιτείται η βεβαίωση από τον τελευταίο της επαρκούς γνώσης της γλώσσας από
και προς την οποία μετέφρασε γεγονός που στη υπό κρίση περίπτωση δε συνέτρεχε. Δέχεται
εν μέρει την αίτηση αναστολής.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως: 13/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία


ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Δεκεμβρίου 2010, χωρίς τη σύμπραξη
Γραμματέως, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: ι) Της εταιρείας με την επωνυμία «................... («..............»), η οποία
εδρεύει κατά το καταστατικό της στις Νήσους Μάρσαλ και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της
εταιρείας με την επωνυμία «..................» («.......................»), η οποία εδρεύει κατά το
καταστατικό της στη Μάλτα και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) της εταιρείας με την επωνυμία
«.............» («..........»), η οποία εδρεύει σύμφωνα με το καταστικό της στον Παναμά και
εκπροσωπείται νόμιμα, και 4) ....., κατοίκου ..................., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μπαβέα.
ΤΗΣ ΚΑΘΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «.............», ως
ειδικής διαδόχου της υπό εκκαθάριση ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία «..............», η
οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Μαρκάκη.
Οι αιτούντες, με την από 16-12-2016 αίτησή τους, που κατατέθηκε στο δικαστήριο αυτό
(αρ.εκθ.κατ. 10417/2003/16-12-2016) και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο
που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ζητούν να γίνει αυτή δεκτή.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων
ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 933 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την
τροποποίησή του με τις διατάξεις του ογδόου άρθρου του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, και οι
οποίες (νέες τροποποιημένες διατάξεις) κατά την παράγραφο 3 του άρθρου ενάτου του αυτού
άρθρου του ίδιου νόμου εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση
διενεργείται μετά τις 1.1.2016. «ι. Αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η
εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον και αφορούν την εγκυρότητα του
εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση ασκούνται
μόνο με ανακοπή, που εισάγεται στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από
το δικαστήριο αυτό, και στο μονομελές-πρωτοδικείο-σε-κάθε-άλλη περίπτωση. Αν ασκηθούν
περισσότερες ανακοπές με χωριστά δικόγραφα, με επιμέλεια της γραμματείας
προσδιορίζονται και εκδικάζονται όλες υποχρεωτικά στην ίδια δικάσιμο. Πρόσθετοι λόγοι
ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη
γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο
συντάσσεται έκθεση, και κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από
τη συζήτηση. 2. Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα (6ο)
ημέρες από την κατάθεσή της και η κλήτευση του καθ’ ου η ανακοπή γίνεται είκοσι (2θ)
ημέρες πριν από τη συζήτηση. 3· Αρμόδιο κατά τόπο είναι το δικαστήριο της περιφέρειας του
τόπου της εκτέλεσης, εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις
της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλιώς αρμόδιο είναι το δικαστήριο του άρθρου 584· 4· Αν ο
εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, οι αντιρρήσεις είναι
απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο ών Μέτρων σύμφωνα, με τα άρθρα 33°
και 633 παράγραφος 2 εδάφιο γ`, αντίστοιχα. 5· Οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση
της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται μόνο με έγγραφα ή με δικαστική ομολογία. 6. Η
απόφαση επί της ανακοπής εκδίδεται υποχρεωτικά μέσα σε προθεσμία εξήντα (6ο) ημερών
από τη συζήτησή της.». Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 934 του ίδιου Κώδικα,
όπως ισχύουν τροποποιημένες «ι. Ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι παραδεκτή: α)
Αν αφορά ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση
του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 ή την απαίτηση ή
σε περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μέχρι και την επίδοση του κατασχετήριου
εγγράφου στον καθ’ ου, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης.
Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, η ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση ασκείται μέσα
σε τριάντα (30) ημέρες από την επίδοση της επιταγής, β) Αν αφορά την εγκυρότητα της
τελευταίας πράξης της εκτέλεσης, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες αφότου η πράξη αυτή
ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα
σε τριάντα (30) ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν
πρόκειται για κινητά, και εξήντα (6ο) ημέρες αφότου μεταγράφει η περίληψη της
κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα. 2. Αν πρόκειται για εκτέλεση για την
ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τελευταία πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης
πλειστηριασμού και κατακύρωσης.». Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1011 Α του
ίδιου ως άνω Κώδικα το οποίο (άρθρο) προσετέθη με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του
Ν.4335/2015 «1. Ο πλειστηριασμός πλοίου ορίζεται την πρώτη εργάσιμη Τετάρτη μετά την
πάροδο σαράντα (40) ημερών από την κατάσχεση. 2. Οι προθεσμίες του άρθρου 934
παράγραφος ι περίπτωση α` και β` είναι τριάντα (30) ημέρες από την κατάσχεση του πλοίου
και σαράντα (4θ) ημέρες από τη σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού αντιστοίχως. Η
ανακοπή του άρθρου 954 παράγραφος 4 και ΙΙ αίτηση αναστολής του άρθρου 1000
ασκούνται με ποινή απαραδέκτου μέσα σε προθεσμία τριάντα (30)ημερών από την
κατάσχεση, δικάζονται με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. και η απόφαση δημοσιεύεται
μέχρι τις 12.00 το μεσημέρι της Δευτέρας πριν από τον πλειστηριασμό. Μέσα στην ίδια
προθεσμία και με την ίδια διαδικασία μπορεί με αίτηση του ανακόπτοντος να διαταχθεί από
το αρμόδιο κατά το άρθρο 933 δικαστήριο η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με
εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση αν κρίνεται ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα
προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογείται η ευδοκίμηση της
ανακοπής. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί
εγγύηση. 3. Με την απόφαση επί της ανακοπής του άρθρου 954 παραγράφου 4 και επί της
αίτησης αναστολής του άρθρου 1000 ορίζεται αντίστοιχα ως νέα ημέρα πλειστηριασμού η
πρώτη εργάσιμη Τετάρτη μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της
απόφασης επί της ανακοπής και η πρώτη εργάσιμη Τετάρτη μετά τη λήξη της χορηγηθείσης
αναστολής. Κατά τα λοιπά τηρούνται οι προβλεπόμενες διατυπώσεις δημοσιότητας. 4· Αν για
οποιονδήποτε λόγο ο πλειστηριασμός πλοίου δεν έγινε κατά την ημέρα που είχε οριστεί,
επισπεύδεται σύμφωνα με το άρθρο 973 και νέα ημέρα πλειστηριασμού ορίζεται η πρώτη
εργάσιμη Τετάρτη μετά την πάροδο είκοσι (2ο) ημερών μετά τη δήλωση συνεχίσεως.».
Περαιτέρω, το άρθρο 938 ΚΠολΔ, που προέβλεπε δυνατότητα αναστολής της εκτελέσεως
λόγω άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 του ίδιου Κώδικα, κατόπιν σχετικής αιτήσεως του
ανακόπτοντος, εκδικαζομένης από το δικαστήριο της ανακοπής κατά τη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων, καταργήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 1 του Ν. 4335/2015 με
έναρξη ισχύος από 1-1-2016. Πλέον, οι μόνες δυνατότητες αναστολής της αναγκαστικής
εκτέλεσης συνεπεία ασκήσεως ανακοπής κατ’ αυτής είναι οι ακόλουθες: α) Με το νέο άρθρο
937 παρ.1 β εδ. 3 ΚΠολΔ, στις περιπτώσεις άσκησης ένδικων μέσων κατά της απόφασης επί
της ανακοπής, η άσκηση των οποίων δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, το
δικαστήριο του ένδικου μέσου, μετά από αίτηση αυτού που το άσκησε, υποβαλλόμενη και
αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δύναται να διατάξει την
αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της
αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί
την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου, β) στην περίπτωση του εδ. γ` της ίδιας παραγράφου με το
οποίο ορίζεται ότι, ειδικά στην περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, το δικαστήριο της ανακοπής
μπορεί να διατάξει την αναστολή της κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα, και γ) σε περίπτωση
πλειστηριασμού πλοίου κατόπιν κατασχέσεως προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων
που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 1011Α παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Υπό το μέχρι
σήμερα ισχύον δίκαιο, υπήρχε δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης από το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο στο οποίο εκκρεμούσε η ανακοπή και μόνον μέχρι την έκδοση οριστικής
απόφασης επ`αυτής (άρθ. 938 παρ. 4 όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του). Η άσκηση δε
ένδικου μέσου κατά απόφασης απορριπτικής της ανακοπής δεν μπορούσε να δικαιολογήσει
χορήγηση αναστολής. Πλέον, η άσκηση ανακοπής κατά της επισπευδόμενης εκτέλεσης, πλην
των ανωτέρω περιπτώσεων, συνεχίζει να μην αναστέλλει την εκτελεστική διαδικασία, δεν
παρέχεται όμως δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης κατόπιν σχετικής αιτήσεως λόγω της
άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 και εκκρεμότητάς της σε πρώτο βαθμό. Τούτο διότι ο
νεότερος νομοθέτης θεώρησε ότι στον πρώτο βαθμό δεν απαιτείται η αίτηση αναστολής αφού
το Δικαστήριο της ανακοπής, στις περιπτώσεις της έμμεσης εκτέλεσης, πλην της
περιπτώσεως που αφορά σε πλειστηριασμό πλοίου, οφείλει να δημοσιεύσει την απόφαση επί
της ανακοπής, προ της διενέργειας του πλειστηριασμού (σχετικά με το λόγο κατάργησης της
αναστολής του άρθρου 938 ΚΠολΔ Χαρ. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των
βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το Ν. 4335/2015, σελ. 54 επ.). Εξάλλου, στο άρθρο
1.9 του ν. 4335/2015 (Μεταβατικές διατάξεις), πέραν των επιμέρους ζητημάτων που
αναφέρονται παραπάνω για τα οποία προβλέπεται ειδικό διαχρονικό δίκαιο (έναρξη ισχύος
μετά την έκδοση πρ.δ/των), ορίζεται με γενική αφορώσα την εκτέλεση ρύθμιση ότι οι
διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς
εκτέλεση διενεργείται μετά την ιη.ι.2010. Ως κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη του
νέου δικαίου θα πρέπει προδήλως να θεωρείται ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς
εκτέλεση, που οδήγησε στη συνέχεια στην έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας δια
της επιβολής κατασχέσεως επί χρηματικών απαιτήσεων ή δια της διενέργειας άμεσης
εκτέλεσης και όχι τυχόν προηγούμενες επιταγές, οι οποίες επιδόθηκαν μεν, χωρίς όμως να
αρχίσει η κύρια εκτελεστική διαδικασία εντός έτους από την επίδοσή τους, και στις οποίες
δεν μπορεί κατ’ άρθρο 926 παρ. 2 να βασισθεί πλέον η έναρξή της. Αν, αντιθέτους, έχει γίνει
ή θα γίνει εντός έτους έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας βάσει επιταγής που
κοινοποιήθηκε πριν την 1η-1-2016, θα τυγχάνει εφαρμογής το μέχρι τις 31-12- 2015 ισχύον
δίκαιο, ενώ η τυχόν επανακοινοποίηση της επιταγής μετά την ιη- 1-2016, προκειμένου αυτή
να επιστηρίξει απλώς τη συνέχιση των υπολειπομένων πράξεων της κύριας εκτελεστικής
διαδικασίας, δεν θα μεταβάλει το δίκαιο βάσει του οποίου αυτές θα διενεργούνται και θα
κρίνονται. (Ευδοξία Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο αναγκαστικής
εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015, ΕΣΔι - Σεμινάριο Δικαστικών
Λειτουργών της ΐης-12-2015). Ενόψει των ανωτέρω ρυθμίσεων, και ιδίως της θέσης της
δυνατότητας αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης στο άρθρο ion Α παρ.2 ΚΠολΔ, η
οποία αφορά σε πλειστηριασμό πλοίου, με ταυτόχρονη κατάργηση της διατάξεως του άρθρου
938 ΚΠολΔ, δίχως παράλληλη πρόβλεψη δυνατότητας αναστολής της αναγκαστικής
εκτέλεσης στην περίπτωση της έμμεσης εκτέλεσης σε πρώτο βαθμό, κατά την άποψη του
παρόντος Δικαστηρίου, η αίτηση αναστολής της επισπευδόμενης εκτέλεσης προς
ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης δια της εκπλειστηριάσεως πλοίου, δεν δύναται να αφορά
όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι και την επιδοθείσα επιταγή προς
εκτέλεση, παρά μόνον τις πράξεις εκείνες που οδηγούν στην εκπλειστηρίαση του πλοίου ήτοι
στην έκθεση κατάσχεσης αυτού.
Με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτούντες, ζητούν να ανασταλεί η διαδικασία
αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθής η αίτηση σε βάρος τους, δυνάμει
της από 10-11-2016 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού
απογράφου της με αριθμό 371/2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του παρόντος
Δικαστηρίου, με την οποία (διαταγή πληρωμής) διατάχθηκαν οι ήδη αιτούντες, ενεχόμενοι εις
ολόκληρον, όπως καταβάλουν στην καθής τραπεζική εταιρεία, ενόψει συμβάσεως δανείου, το
οποίο έλαβαν οι δύο πρώτες των αιτούντων και για την καλή εκπλήρωση της οποίας
(συμβάσεως δανείου) εγγυήθηκαν οι τρίτη και τέταρτος των αιτούντων, το ποσό των
πεντακοσίων χιλιάδων δολλαρίων ΗΠΑ, και ειδικώς της διαδικασίας αναγκαστικής
εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος του υπό σημαία Μάλτας πλοίου ..................(.............),
κυριότητος της δεύτερης αιτούσας δυνάμει: α) της από 18-11-2016 έγγραφης εντολής προς
εκτέλεση του πληρεξουσίου της καθής δυνάμει της οποίας παραγγέλθηκε ο δικαστικός
επιμελητής όπως προβεί σε κατάσχεση του υπό σημαία Μάλτας πλοίου ............... (..........), β)
της με αριθμό 1163/25-11-2016 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του ανωτέρω πλοίου του
δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Σπυρίδωνα Γιαννακόπουλου, και γ) του
ορισθέντος για την 11-1-2017 πλειστηριασμού του ανωτέρω πλοίου, μέχρι να εκδοθεί
τελεσίδικη απόφαση επί της από 16-12-2016 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 10394/5346/2016)
ανακοπής που άσκησαν κατά της εκτέλεσης για τους λόγους που αναφέρουν στην ανακοπή
τους. Τέλος, ζητούν να καταδικασθεί η καθής στη δικαστική τους δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αίτηση αναστολής, η οποία
αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο έχει διεθνή
δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, δεδομένου ότι η ένδικη διαφορά αφορά
διαφορά περί την εκτέλεση που επισπεύδεται στην Ελλάδα (άρθρο 933 ΚΠολΔ), επιπλέον δε,
στο παρόν Δικαστήριο είναι εκκρεμής η ανακοπή (άρθρα 1011 Α σε συνδυασμό με άρθρο
933 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο κατ’ άρθρο 1011 Α
ΚΠολΔ, προς εκδίκασή της, κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων
(άρθρα 1011 Α σε συνδυασμό με 686 επ. ΚΠολΔ), έχει δε ασκηθεί μέσα στην προθεσμία του
άρθρου 1011 Α παρ.2 ΚΠολΔ, αφού μεταξύ της ημέρας της κατάθεσής της στη γραμματεία
του Δικαστηρίου αυτού [16-12- 2016] και της ημέρας του επισπευδόμενου πλειστηριασμού
[11-1-2017] του οποίου ζητείται η αναστολή, παρεμβάλλονται πέντε [5] πλήρεις εργάσιμες
ημέρες. Περαιτέρω, και δεδομένου ότι, και όσον αφορά ειδικώς στην επισπευδόμενη
εκτέλεση σε βάρος του ανωτέρω υπό αλλοδαπή σημαία πλοίου, κρίνεται εφαρμοστέο το
Ελληνικό Δικονομικό Δίκαιο, διότι η κατ’ αυτού επισπευδόμενη εκτέλεση ευρίσκεται εντός
των ορίων της ελληνικής επικράτειας (lex fori), δεδομένου ότι και επί αναγκαστικής
εκτελέσεως επί πλοίων, το δίκαιο της Πολιτείας, στα ύδατα της οποίας ευρίσκεται το πλοίο
ρυθμίζει τη διαδικασία της εκτέλεσης και τα όργανα της ίδιας Πολιτείας έχουν δικαιοδοσία
προς διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων της εκτελέσεως, ανεξαρτήτως της σημαίας του
πλοίου, της ιθαγένειας του οφειλέτου κλπ (σχετικά ΕΘ 834/1994 ΝΟΜΟΣ), η ένδικη αίτηση
τυγχάνει νόμιμη μόνον καθό μέρος ζητείται η αναστολή της επισπευδόμενης αναγκαστικής
εκτέλεσης δυνάμει της με αριθμό 1163/25-11-2016 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του
ανωτέρω πλοίου του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Σπυρίδωνα
Γιαννακόπουλου και του ορισθέντος για την 11-1-2017 πλειστηριασμού του ανωτέρω πλοίου,
θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων ion Α σε συνδυασμό με άρθρο 933 ΚΠολΔ.
Αντίθετα, η ίδια αίτηση τυγχάνει μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα, καθό μέρος
ζητείται η αναστολή εκτέλεσης της από ιο-ιι-2016 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από
αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 371/2016 διαταγής πληρωμής του
Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, και τούτο διότι, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία
νομική σκέψη της παρούσας, δεν προβλέπεται με τις διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως ο Κώδικας
αυτός τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, κατά τη διαδικασία της έμμεσης αναγκαστικής
εκτέλεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, αίτηση αναστολής σε περίπτωση κατάθεσης
ανακοπής κατά της εκτέλεσης. Ειδικώς όσον αφορά στην δεύτερη αιτούσα, πλοιοκτήτρια του
ενδίκου πλοίου, όπου κατόπιν της επιδόσεως της ανωτέρω επιταγής ακολούθησαν και άλλες
πράξεις εκτέλεσης και δη αναγκαστική κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου και ορισμός
ημερομηνία πλειστηριασμού αυτού, η ίδια αίτηση, όσον αφορά την προαναφερομένη επιταγή
προς πληρωμή τυγχάνει μη νόμιμη διότι η θεσπισθείσα στις διατάξεις του άρθρου 1011 Α του
ΚΠολΔ δυνατότητα αναστολή, όπως ειδικότερα αναλύεται στην οικεία νομική σκέψη της
παρούσας, δεν αφορά και την επιταγή αλλά μόνον τις πράξεις που οδηγούν σε πλειστηριασμό
του πλοίου. Περαιτέρω, μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα τυγχάνει η κρινόμενη
αίτηση καθό μέρος ζητείται αναστολή εκτέλεσης της από ι8-ιι-20ΐ6 έγγραφης εντολής προς
εκτέλεση του πληρεξουσίου της καθής δυνάμει της οποίας παραγγέλθηκε ο αρμόδιος
δικαστικός επιμελητής όπως προβεί σε κατάσχεση του ανωτέρω υπό
σημαία Μάλτας πλοίου ...........(..................................), δεδομένου ότι η εν λόγω εντολή έχει
ήδη εκτελεσθεί. Τέλος, μη νόμιμο τυγχάνει και το αίτημα περί καταδίκης της καθής στα
δικαστικά έξοδα των αιτούντων (άρθρο 84 παρ.2 εδ. τελ. του Ν. 4194/2013 όπως
τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ.β του Ν. 4236/2014). Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη
αίτηση, καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, προκειμένου να
ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, δεδομένου ότι για το
παραδεκτό της συζήτησης αυτής [αίτησης αναστολής] α) έχει ολοκληρωθεί η σύνθετη
διαδικαστική πράξη της άσκησης της εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπής εντός προθεσμίας
30 ημερών από την επιβληθείσα κατάσχεση (άρθρο ιοιιΑ ΚΠολΔ), ήτοι τόσο η κατάθεση του
δικογράφου στη γραμματεία του αρμόδιου Δικαστηρίου, όσο και η επίδοση αντιγράφου της
ανακοπής προς τον επισπεύδοντα δανειστή πριν τη συζήτηση της ένδικης αίτηση (σχετικά
υπ’ αριθμ. 3994·2/ΐ9-ΐ2-20ΐ6 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου
Αθηνών Αθανασίου Γεωργαντόπουλου), και β) κατεβλήθη η νόμιμη προείσπραξη της
δικηγορικής αμοιβής των παρισταμένων δικηγόρων.
Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης και της ενσωματωμένης σε αυτήν
ανακοπής, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η με αριθμό 371/2016 διαταγή πληρωμής του
Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται σε βάρος τους η
ένδικη εκτέλεση, πάσχει ακυρότητος, δεδομένου ότι εξεδόθη δυνάμει εγγράφων που δεν
πληρούν τους όρους του άρθρου 623 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι η
προαναφερομένη διαταγή πληρωμής, εξεδόθη δυνάμει της από 16-11-2007 ιδιωτικής
σύμβασης δανείου και των από 15-4-2011, 2-5-2012 και 23-12-2013 τροποποιητικών της
αρχικής συμβάσεων, με τις οποίες η εταιρεία ....................ειδικός διάδοχος της οποίας
τυγχάνει η καθής, δάνεισε στις δύο πρώτες εξ αυτών (αιτούσες) το ποσό των 9.191.250 δολ
ΗΠΑ, αλλά και δυνάμει των από 16-11-2007 συμβάσεων εγγυήσεως, δυνάμει των οποίων
την καλή εκτέλεση της προαναφερομένης συμβάσεως δανείου εγγυήθηκαν οι τρίτη και
τέταρτος εξ αυτών (αιτούντες), καθώς και της από 26-11-2007 βεβαίωσης εκταμίευσης του
ποσού του δανείου, οι οποίες είχαν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα, και οι οποίες,
προσεκομίσθησαν με την αίτηση προς έκδοση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής σε
μετάφραση που δεν πληρεί τους όρους του νόμου και δη αφενός μεν τα ανωτέρω
ξενόγλωσσα, και δη στην αγγλική γλώσσα συντεταγμένα, έγγραφα προσεκομίσθησαν σε
αντίγραφα τα οποία δεν φέρουν το ειδικό ένσημο επικύρωσης, επιπλέον δε στις
προσκομισθείσες μεταφράσεις των εγγράφων αυτών, δεν γίνεται μνεία ότι η μεταφράσασα
αυτά (έγγραφα) δικηγόρος γνωρίζει επαρκώς τόσο την αγγλική γλώσσα στην οποία είχαν
εξαρχής διατυπωθεί τα ανωτέρω έγγραφα, όσο και την ελληνική γλώσσα στην οποία και
μεταφράσθηκαν αυτά (προσκομισθέντα προς έκδοση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής
έγγραφα).
Επί του ισχυρισμού αυτού πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 632
παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής, έχει το
δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της, να ασκήσει ανακοπή, η
οποία απευθύνεται στο δικαστήριο, το οποίο είναι καθ` ύλην αρμόδιο. Κατά δε το άρθρο 633
παρ. 1 ΚΠολΔ, αν η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα και οι λόγοι της -είναι
νόμιμοι και βάσιμοι, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής, διαφορετικά απορρίπτει
την ανακοπή και επικυρώνει τη διαταγή πληρωμής. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 933 και 934
ΚΠολΔ, οι αντιρρήσεις του καθού η εκτέλεση, που αφορούν το έγκυρο του εκτελεστού
τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με
ανακοπή, που εισάγεται στο, κατά την πρώτη των πιο πάνω διατάξεων αναφερόμενο,
δικαστήριο και είναι παραδεκτή, αν ασκήθηκε μέσα στην προθεσμία, που αναφέρονται στη
δεύτερη των παραπάνω αναφερομένων διατάξεων, σύμφωνα με τις διακρίσεις της διάταξης
αυτής (ΑΠ 720/1981, ΕΕΝ 49 (1981), 479, ΑΠ 1069/1975 ΑΝ ΚΖ (1976) 407)· Περαιτέρω,
από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 632 επ. ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η διαταγή
πληρωμής δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, με συνέπεια να μη δημιουργείται από αυτήν
δεδικασμένο, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων αναγομένων ασκηθείσης εμπρόθεσμα
ανακοπής είτε της ασκηθείσης πριν από την επίδοσή της αρνητικής αναγνωριστικής της
απαίτησης. Πάντως, οπωσδήποτε, η διαταγή πληρωμής δεν δημιουργεί δεδικασμένο στην
περίπτωση που, μετά την κοινοποίησή της, ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή κατά της
επισπευδομένης με βάση αυτήν αναγκαστικής εκτέλεσης από τον καθού στρέφεται, κατ`
άρθρο 933 ΚΠολΔ (Κονδύλης, Δεδικασμένον παρ. 6 σελ. 6ο, 6ι). Επομένως, και ενόψει των
ορισμών των άρθρων 330 και 933 παρ. 3 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης, όταν επιχειρείται
αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του, με βάση τέτοια διαταγή πληρωμής, που συνιστά τίτλο
εκτελεστό, δεν κωλύεται να προτείνει, με την ασκούμενη κατά το παραπάνω άρθρο 933
ανακοπή του, τους λόγους ακυρωτικούς της εκτέλεσης και ενστάσεις, που πλήττουν το κατ`
ουσίαν υποστατό της επιδικασθείσης απαίτησης (ΑΠ 475/74 ΝοΒ 23, 16, ΑΠ 1069/1975 ο.π.,
ΕΛ 12369/1990 ΕλλΔ 32/1984)· Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων
623, 624, 626 παρ. 2, 628 παρ. ι και 629 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι βασική προϋπόθεση
για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι η ύπαρξη απαιτήσεως αποδεικνυομένης από
δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν το προσκομιζόμενο προς απόδειξη της απαιτήσεως
έγγραφο δεν έχει συνταχθεί κατά νόμιμο αποδεικτικό τύπο, δεν εκδίδεται διαταγή πληρωμής,
αν δε τυχόν εκδοθεί, είναι άκυρη και μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή κατά τα άρθρα 632
επ. ΚΠολΔ (ΕΘ 554/2000 ΝΟΜΟΣ με εκεί παραπομπή σε ΑΠ 976/1992 ΕλλΔνη 25.1043?
ΕφΘεσ 611/1996 Αρμ ΝΑ` 517)· Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 454 ΚΠολΔ «ι.
Αν το έγγραφο που προσάγεται έχει συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, υποβάλλεται μαζί και
επίσημη μετάφρασή του επικυρωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών ή άλλο αρμόδιο κατά
το νόμο πρόσωπο ή από την πρεσβεία ή το προξενείο της Ελλάδας στη χώρα, στην περιοχή
της οποίας έχει συνταχθεί το έγγραφο ή από την πρεσβεία στην Ελλάδα ή το προξενείο της
ίδιας χώρας. Σε οποιαδήποτε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να μεταφραστεί το
έγγραφο στα ελληνικά από πραγματογνώμονα.». Όπως δε προκύπτει από το συνδυασμό των
διατάξεων του ως άρθρου 270 παρ. 2 εδ. α` και β` και 454 ΚΠολΔ, τα ξενόγλωσσα έγγραφα,
τα οποία δεν συνοδεύονται από επίσημη επικυρωμένη μετάφραση, αποτελούν μη πληρούντα
τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και λαμβάνονται υπόψη υπό τους περιορισμούς, που
προβλέπουν τα άρθρα 393 και 394 ΚΠολΔ, για το εμμάρτυρο μέσο απόδειξης (ΕφΠειρ
242/2012 ΝΟΜΟΣ, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 36 του Κώδικα Περί Δικηγόρων και υπό τον τίτλο «Περιγραφή του
έργου του δικηγόρου» «ι. ... 2. Ομοίως στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνονται: α) Η
έρευνα των βιβλίων των υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων, καθώς και η
σύνταξη των σχετικών εγγράφων ελέγχου τίτλων. Η αίτηση και η λήψη των πιστοποιητικών
και αντιγράφων δεν απαιτεί παράσταση ή διαμεσολάβηση δικηγόρου, β) Η έκδοση
επικυρωμένων αντιγράφων κάθε είδους εγγράφων. Τα αντίγραφα αυτά έχουν πλήρη ισχύ
ενώπιον οποιοσδήποτε Δικαστικής ή άλλης Αρχής, καθώς και έναντι ιδιωτών, φυσικών ή
νομικών προσώπων, γ) Η μετάφραση εγγράφων που έχουν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, καθώς
και η μετάφραση ελληνικών εγγράφων σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα. Η μετάφραση έχει
πλήρη ισχύ έναντι οποιοσδήποτε Δικαστικής ή άλλης Αρχής, εφόσον συνοδεύεται από
επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου που μεταφράστηκε και ο δικηγόρος βεβαιώνει ότι έχει
επαρκή γνώση της γλώσσας από και προς την οποία μετέφρασε, δ) Η βεβαίωση της
γνησιότητας της υπογραφής του εντολέα του, ...... Με την τελευταία ως άνω διάταξη και δη
την περίπτωση γ αυτής, προκειμένου η υπό δικηγόρου μετάφραση ξενόγλωσσου εγγράφου να
έχει πλήρη ισχύ έναντι οιασδήποτε δικαστικής αρχής πρέπει αφενός μεν να συνοδεύεται από
επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου που μεταφράστηκε, αφ’ ετέρου δε ο δικηγόρος που
διενήργησε τη μετάφραση να βεβαιώνει την επάρκεια της εκ μέρους του γνώσης τόσο της
γλώσσας από την οποία μετέφρασε όσο και την επάρκεια της γνώσης εκ μέρους του της
γλώσσας προς την οποία έκανε τη μετάφραση. Ως τέτοια βεβαίωση επάρκειας της γλώσσας,
κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, δεν δύναται να εκτιμηθεί η υπογραφή του
δικηγόρου κάτω από τη φράση ο μεταφράσας, δεδομένης της σαφούς πλέον διατυπώσεως του
νόμου (άρθρο 36 παρ. 2 περ.γ του Ν. 4194/2013) έναντι της διατύπωσης της διάταξης του
άρθρου 53 του προηγούμενου Κώδικα περί δικηγόρων (Ν.Δ. 3°26/ΐ954) κατά την οποία
«Μεταφράσεις των εν τη ξένη γλώσση συντεταγμένων εγγράφων, γενόμεναι υπό Δικηγόρου,
λαμβάνονται υποχρεωτικώς υπ` όψιν, εφ` όσον συνοδεύονται υπό του μεταφρασθέντος
εγγράφου, φέροντος επ` αυτού χρονολογημένην και ενυπόγραφον του μεταφράσαντος
δικηγόρου, βεβαίωσιν, ότι η μετάφρασις αφορά αυτό τούτο το έγγραφον. Αι μετάφρασις
ισχύουν ως τα αντίγραφα κατά το άρθρον 52.». Από τη διατύπωση και μόνον του νέου
άρθρου προκύπτει ότι ο νομοθέτης, προκειμένου η υπό δικηγόρου μετάφραση να έχει πλήρη
ισχύ, απαιτεί όπως συνοδεύεται από τη σχετική βεβαίωση.
Από την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ένορκη εξέταση των μαρτύρων των
διαδίκων ............ και ......................., και τα έγγραφα που οι διάδικοι προσεκόμισαν
πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ήδη καθής η ένδικη αίτηση
τραπεζική εταιρεία, υπέβαλε ενώπιον του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, την από ι-ιι-
20ΐ6 αίτηση, με την οποία, ως ειδική διάδοχος της υπό εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης
εταιρείας ........................ ζητούσε την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος των ήδη
αιτούντων για το ποσό των 500.000 δολ. ΗΠΑ. Προς απόδειξη της απαίτησής της, η ίδια
(καθής η ένδικη αίτηση), προσεκόμισε ενώπιον του ανωτέρω Δικαστή, μεταξύ άλλων, την
από 16-11-2007 σύμβαση δανείου και τις από 15-4-2011, 2-5-2012 και 23-12-2013
τροποποιητικές αυτής συμβάσεις, την από 26-11-2007 βεβαίωση εκταμίευσης του ποσού του
δανείου και τις από 16-11-2007 συμβάσεις εγγύησης. Όπως προκύπτει από τα αντίγραφα
των: α) από ι6-ιι- 2007 συμβάσεως δανείου β) από 15-4-2011, 2-5-2012 και 23-12-2013
τροποποιητικών αυτής συμβάσεων, και γ) από 16-11-2007 δύο (2) συμβάσεων εγγύησης, που
προσεκομίσθηκαν ενώπιον του ανωτέρω Δικαστή προς έκδοση της αιτουμένης διαταγής
πληρωμής και τα οποία προσκομίζονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, τα εν λόγω
έγγραφα είναι συντεταγμένα στην αγγλική γλώσσα, προσεκομίσθη δε προς έκδοση της
αιτουμένης διαταγής πληρωμής, αντίγραφο των ξενόγλωσσων εγγράφων με τη βεβαίωση στο
τέλος αυτών «Επικυρώνω το παρόν ως ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου/αντιπεφωνημένου
αντιγράφου του εγγράφου που ευρίσκεται στην κατοχή μου, Πειραιάς 1-11-2016 Ο Επικυρών
Δικηγόρος Αθανάσιος Μαρκάκης», επιπλέον δε μετάφραση αυτών στο τέλος των οποίων
υπάρχει βεβαίωση της μεταφράσασας δικηγόρου με το ακόλουθο περιεχόμενο «Ακριβής
μετάφραση στην Ελληνική του επισυναπτομένου και στην Αγγλική συντεταγμένου κειμένου.
Πειραιάς, ιχ Οκτωβρίου 2016 Η μεταφράσασα δικηγόρος ..................», δίχως να
συνοδεύονται από βεβαίωση της μεταφράσασας αυτά δικηγόρου, περί της υπ’ αυτής
επάρκειας γνώσεως τόσο της αγγλικής όσο και της ελληνικής γλώσσας. Όπως δε προκύπτει
από το αντίγραφο της από 26-11-2007 βεβαιώσεως εκταμίευσης του ποσού του δανείου, που
προσεκομίσθη ενώπιον του ανωτέρω Δικαστή προς έκδοση της αιτουμένης διαταγής
πληρωμής και το οποίο προσκομίζεται, το εν λόγω έγγραφο είναι συντεταγμένο στην αγγλική
γλώσσα, προσεκομίσθη δε αντίγραφο του ξενόγλωσσου εγγράφου με τη βεβαίωση στο τέλος
αυτού «Επικυρώνω το παρόν ως ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου/αντιπεφωνημένου
αντιγράφου του εγγράφου που ευρίσκεται στην κατοχή μου, Πειραιάς ΐ-ιΐ-2010 Ο Επικυρών
Δικηγόρος Αθανάσιος Μαρκάκης», επιπλέον δε μετάφραση αυτού στο τέλος της οποίας
υπάρχει βεβαίωση της μεταφράσασας δικηγόρου με το ακόλουθο περιεχόμενο «Ακριβής
μετάφραση στην Ελληνική του επισυναπτομένου και στην Αγγλική συντεταγμένου κειμένου.
Πειραιάς, ι8 Οκτωβρίου 2016 Η μεταφράσασα δικηγόρος Κατερίνα Θεοφανοπούλου», δίχως
να συνοδεύεται από βεβαίωση της μεταφράσασας αυτό δικηγόρου, περί της υπ’ αυτής
επάρκειας γνώσεως τόσο της αγγλικής όσο και της ελληνικής γλώσσας. Δυνάμει των εν λόγω
εγγράφων εξεδόθη η με αριθμό 371/2016 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του παρόντος
Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας, υποχρεώθηκαν οι ήδη αιτούντες, ενεχόμενοι εις
ολόκληρον, να καταβάλουν στην ήδη καθής τραπεζική εταιρεία το ισόποσο σε ευρώ του
ποσού των 500.000 δολ. ΗΠΑ με την τιμή αγοράς Δολαρίων που θα προκύψει από τον κατά
το χρόνο της εξόφλησης Δελτίο Τιμών Συναλλάγματος της καθής, πλέον τόκων υπερημερίας.
Ακριβές επικυρωμένο της ανωτέρω διαταγής πληρωμής μετά της από 10-11-2016 επιταγής
προς πληρωμή, επεδόθη στην ήδη δεύτερη αιτούσα, με τις με αριθμό 8756Γ/16-
11-2006 και 8776Γ/16-11-2016 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου
Αθηνών Σπυρίδωνα Γιαννακόπουλου, ακολούθως δε δυνάμει της με αριθμό 1163/25-11-2016
έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου, του ίδιου δικαστικού επιμελητή, επεβλήθη
αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος του υπό σημαία Μάλτας πλοίου ............................,
κυριότητος της δεύτερης αιτούσας, ο πλειστηριασμός του οποίου ορίσθηκε για την 11-1-
2017· Κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, προκειμένου για
ξενόγλωσσα έγγραφα, απαιτείται όπως αυτά υποβάλλονται μαζί με επίσημη μετάφρασή τους
επικυρωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών ή άλλο αρμόδιο κατά το νόμο πρόσωπο. Κατά
δε την προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 36 παρ.2 περ.γ του Κώδικα Περί Δικηγόρων (Ν.
4!94/20ΐ3) προκειμένου η διενεργηθείσα υπό δικηγόρου μετάφραση εγγράφου που έχει
συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, να έχει πλήρη ισχύ έναντι οποιοσδήποτε Δικαστικής ή άλλης
Αρχής, πρέπει όπως ο μεταφράσας δικηγόρος βεβαιώνει ότι έχει επαρκή γνώση της γλώσσας
από και προς την οποία μετέφρασε, γεγονός που εν προκειμένω δεν συντρέχει. Επιπλέον δε,
δεδομένου ότι προς έκδοση διαταγής πληρωμής απαιτείται όπως το προσκομιζόμενο προς
απόδειξη της απαιτήσεως έγγραφο δυνάμει του οποίου ζητείται η έκδοση διαταγής
πληρωμής, έχει συνταχθεί κατά νόμιμο αποδεικτικό τύπο, πιθανολογείται περαιτέρω ότι θα
γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος ανακοπής περί ακυρότητας της επισπευδόμενης, δυνάμει της εν
λόγω διαταγής πληρωμής, ένδικης αναγκαστικής εκτέλεσης, δεδομένου ότι ο λόγος αυτής
προτάθηκε εμπρόθεσμα, αφού η ένδικη ανακοπή που περιέχεται ο εν λόγω λόγος ασκήθηκε
την 16-12-2016 ενώπιον της γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου και επεδόθη κατά τα
άνω στην καθής αυθημερόν, η δε ένδικη κατάσχεση επεβλήθη την 25-11-2016. Αντίθετα, η
ίδια ανακοπή όσον αφορά στους τρίτη και τέταρτο των ήδη αιτούντων, ειδικώς όσον αφορά
στις πράξεις εκτέλεσης για τις οποίες η ένδικη αίτηση κρίθηκε νόμιμη, πιθανολογείται ότι θα
απορριφθεί ως απαράδεκτη και δη ελλείψει νομιμοποίησης (σχετικά Β. Βαθρακοκούλης,
Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ε, υπό το άρθρο 933, σελ. 392, παρ.59)> διότι αν και εγγυητές του
επιδίκου χρέους ενόψει του οποίου επισπεύδεται η ένδικη εκτέλεση, οι εν λόγω αιτούντες δεν
επικαλούνται με την ανακοπή τους ότι αποπλήρωσαν το χρέος της δεύτερης αιτούσας και
τοιουτοτρόπως απέκτησαν την ιδιότητα του δανειστή (σχετικά Μαργαρίτης, Ερμηνεία
ΚΠολΔ, τόμος 2°s, υπό το άρθρο 933, σελ. 589, παρ.41 με εκεί παραπομπή σε νομολογία).
Όμοια, όσον αφορά στην πρώτη των αιτούντων, συνοφειλέτρια του ενδίκου χρέους, η ένδικη
ανακοπή πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως απαράδεκτη και δη ελλείψει νομιμοποίησης
δεδομένου ότι ναι μεν κατά τις διατάξεις του άρθρου 487 παρ.ΐ ΑΚ «Μεταξύ τους οι
περισσότεροι συνοφειλέτες ευθύνονται κατά ίσα μέρη, εκτός εάν προκύπτει κάτι άλλο από τη
σχέση.», πλην όμως εν προκειμένω, η ίδια αιτούσα δεν δικαιολογεί, δεδομένου ότι δεν
επικαλείται προηγούμενη καταβολή του ενδίκου χρέους, το έννομο συμφέρον της προς
άσκηση της εν λόγω ανακοπής.
Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι η επίσπευση της ένδικης εκτέλεσης θα προκαλέσει
στην ανωτέρω δεύτερη αιτούσα ανεπανόρθωτη βλάβη, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η
αναστολή της επισπευδόμενης, με τις ανωτέρω πράξεις, εκτέλεσης, δίχως την καταβολή εκ
μέρους της αιτούσας εγγυήσεως, όπως ειδικότερα ορίζεται κατωτέρω. Δεδομένων των
ανωτέρω, δεν συντρέχει νόμιμος λόγος διερεύνησης των υπολοίπων λόγων ανακοπής.
Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση ως προς την πρώτη, τρίτη και
τέταρτο των αιτούντων και να γίνει δεκτή η ίδια αίτηση ως προς τη δεύτερη των αιτούντων
και να ανασταλεί η επισπευδόμενη, δυνάμει της με αριθμό 1163/25-11-2016 έκθεσης
αναγκαστικής κατάσχεσης
πλειστηριασμού, έως εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της από 16-12-2016 και με αριθμό
έκθεσης κατάθεσης 10394/5346/16-12-2016 ανακοπής, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του
παρόντος Δικαστηρίου, δικάσιμος επί της οποίας ορίσθηκε η 21-2-2017. Τέλος, η μεταξύ των
διαδίκων δικαστική δαπάνη, πρέπει να συμψηφισθεί λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων
δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι παρά την ύπαρξη του
άρθρου 84 παρ.2 εδ. τελ. του Ν. 4194/2013, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ.3 του
Ν. 4236/2014, κρίνεται ότι τυγχάνει εφαρμογής η εν λόγω διάταξη του άρθρου 179 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλίαν των διαδίκων.


Απορρίπτει την ένδικη αίτηση όσον αφορά στην πρώτη, τρίτη και τέταρτο των αιτούντων.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται την ένδικη αίτηση όσον αφορά στη δεύτερη αιτούσα.
Αναστέλλει την επισπευδόμενη, δυνάμει της με αριθμό 1163/25-11- 2016 έκθεσης
αναγκαστικής κατάσχεσης[ΤΟΟ ανωτέρω πλοίου καθώς και του ορισθέντος για την 11-1-
2017 με την ανωτέρω πράξη πλειστηριασμού του υπό σημαία Μάλτας πλοίου ............,
τύπου ........................., αριθμός .........., ΔΔΣ ............, εκτέλεση, έως εκδόσεως οριστικής
αποφάσεως επί της από 16-12-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 10394/5346/16-12-
2016 ανακοπής, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δικάσιμος επί της
οποίας ορίσθηκε η 21-2-2017.
Συμψηφίζει τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στο ακροατήριό του και σε έκτακτη
αυτού δημόσια συνεδρίαση την

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)

4. ΜονΠρΑμαλιάδας 58/2017 (704546) (Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)


Αίτηση αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης
από τον καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της
ασκηθείσας ανακοπής του αρ. 933 παρ. 1 ΚΠολΔ. Κρίση του δικαστηρίου ότι η υπό κρίση
αίτηση ήταν νόμιμη, διότι καθίσταται αναγκαία η συστηματική - τελολογική ερμηνεία του
αρ. 937 παρ. 1γ’ ΚΠολΔ, ώστε να ισχύει σε κάθε περίπτωση κύριας εκτέλεσης, άμεσης και
έμμεσης, υπό τον περιορισμό ότι επί επίκειμενου πλειστηριασμού η αίτηση ασκείται μόνο
όταν δεν είναι δυνατή η εμπρόθεσμη εκδίκαση της ανακοπής του αρ. 933 ΚΠολΔ.
Απαραίτητη η συνδρομή αμφότερων των προϋποθέσεων του καταργηθέντος αρ. 938 ΚΠολΔ
και στην αίτηση αναστολής του αρ. 937 παρ. 1γ’ ΚΠολΔ, έστω και αν δε γίνεται σχετική
αναφορά στην τελευταία διάταξη. Προϋποθέσεις αναστολής της εκτέλεσης από τον καθ’ου
με τη μορφή της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης. Δέχεται τις αιτήσεις αναστολής.

ΑΡΙΘΜΟΣ: 58/2017

(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΑΛΙΑΔΑΣ


Συγκροτήθηκε από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Αμαλιάδας Δημήτριο Νέγκα, χωρίς τη
σύμπραξη Γραμματέα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του σας 16 Φεβρουάριου 2017 για να δικάσει την
υπόθεση που εισάγεται ενώπιον του με τις εξής, απευθυνόμενες στο Δικαστήριο αυτό,
αιτήσεις:
1. Από 1/2/2017 (υπ` αρ. έκθεσης κατάθεσης ..../../17):
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ εδρεύουσας στην .... (...) ... (..), τελούσας υπό εκκαθάριση και
εκπροσωπούμενης νόμιμα από την εκκαθαρίστριά της ..., Δικηγόρο Αμαλιάδας, η οποία
παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
ΚΑΤΑ ΤΗΣ ..., κατοίκου Αμαλιάδας (...), η οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου
Δικηγόρου της Εμμανουήλ Μπιρμπίλη.
2. Από 1/2/2017 (υπ` αρ. έκθεσης κατάθεσης .../../17) :
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ εδρεύουσας στην Αμαλιάδα (...) .. (..), τελούσας υπό εκκαθάριση και
εκπροσωπούμενης νόμιμα από την εκκαθαρίστριά της .., Δικηγόρο Αμαλιάδας, η οποία
παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
ΚΑΤΑ ΤΗΣ ..., κατοίκου Αμαλιάδας (...), η οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου
Δικηγόρου της Εμμανουήλ Μπιρμπίλη.

Οι αιτήσεις, με αντικείμενο την αναστολή αναγκαστικής εκτέλεσης, κατατέθηκαν νομότυπα


στη γραμματεία του Δικαστηρίου από την ως άνω εκκαθαρίστρια της αιτούσας στις 1/2/2017
και 2/2/2017 αντιστοίχως και προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν στη δικάσιμο που
αναφέρεται στην αρχή.

Αφού άκουσε την εκκαθαρίστρια και τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της καθής.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Με τις διατάξεις του Ν. 4335/2015 επήλθαν εκτεταμένες τροποποιήσεις σε


αρκετά κεφάλαια του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μεταξύ των οποίων και σε εκείνο της
Αναγκαστικής Εκτέλεσης. Οι νέες διατάξεις, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθ. 1
άρθρου ένατου §3 του ίδιου νόμου, εφαρμόζονται στις περιπτώσεις των αναγκαστικών
εκτελέσεων επί των οποίων η σχετική επιταγή προς πληρωμή ή προς εκτέλεση διενεργείται
μετά την 1/1/2016. Εάν αντιθέτως η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση έγινε πριν από τις
2/1/2016, η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από όλες οι διατάξεις του ΚΠολΔ που ίσχυαν
έως την 1/1/2016, περιλαμβανομένου ασφαλώς και του άρθ. 938 ΚΠολΔ. Η διάταξη αυτή,
που καταργήθηκε με την § 1 του άρθρου όγδοου του άρθ. 1 Ν 4335/2015, προέβλεπε ότι "με
αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με
εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής
εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την
ευδοκίμηση της ανακοπής", αφορούσε δηλαδή κάθε είδος αναγκαστικής εκτέλεσης.
2. Ο νομοθέτης προέβη στην κατάργηση έχοντας προφανώς υπόψιν ότι, για το
βασικότερο μέσο εκτέλεσης, δηλ. την κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη με επακόλουθο
πλειστηριασμό, δεν έχει πλέον έννοια η ύπαρξη αίτησης αναστολής, αφού κατ` άρθ. 933
συνδ. 954 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκαν με την §2 του όγδοου άρθρου του άρθ. 1 Ν
4335/2015), η απόφαση επί της ανακοπής κατά της εκτέλεσης εκδίδεται πριν από τον
πλειστηριασμό, ο οποίος διενεργείται τον όγδοο μήνα από την κατάσχεση, χωρίς η άσκηση
ενδίκου μέσου να αναστέλλει την εκτέλεσή της (ΚΠολΔ 937 §1 περ.β εδ.γ, όπως η §1
αντικαταστάθηκε με την § 2 του όγδοου άρθρου του άρθ. 1 Ν 4335/2015). Περαιτέρω στο
άρθρο 937 §1 ΚΠολΔ, όπως κατά τα άνω ισχύει, προβλέπεται ότι: α) σε περίπτωση άσκησης
ενδίκου μέσου κατά της απόφασης επί της ανακοπής, μπορεί το δικαστήριο που θα δικάσει το
ένδικο μέσο, αν πιθανολογεί την ευδοκίμησή του, να διατάξει (με τη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων) την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον
κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη
στον αιτούντα (περ.β εδ.γ) και β) σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, το δικαστήριο στο οποίο
εκκρεμεί ανακοπή, μπορεί μετά από αίτηση του ανακόπτοντος που δικάζεται με τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης με παροχή ή
και χωρίς παροχή εγγύησης (περ.γ). Για τα λοιπά όμως μέσα έμμεσης εκτέλεσης δεν
προβλέπεται αντίστοιχη καθυστέρηση, όπως επί πλειστηριασμού, και είναι δυνατό αυτά να
επισπευσθούν εντός των χρονικών ορίων του άρθ. 926 ΚΠολΔ, δηλ. από την πάροδο της
τρίτης εργάσιμης ημέρας από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση και μέχρι την πάροδο
έτους από αυτή, η δε ολοκλήρωση της εκτέλεσης να συντελεστεί εντός μικρού χρονικού
διαστήματος. Στην περίπτωση π.χ. της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, η οποία σαφώς αποτελεί
έμμεση εκτέλεση, εάν δεν υπάρξει δικονομική επιπλοκή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ.
985 επ. ΚΠολΔ, ή διαδικασία μπορεί να ολοκληρωθεί σε χρόνο μικρότερο του ενός μηνός.
Εάν δε παράλληλα υπολογιστεί ο χρόνος κατά τον οποίο ενδεχομένως μπορεί να εκδοθεί
απόφαση επί της ανακοπής, αυτός πρακτικά (και ενόιμει των προθεσμιών του άρθ. 933
ΚΠολΔ) θα είναι μεγαλύτερος των τριών μηνών - συνήθως μάλιστα θα είναι αρκετά μεγαλύ-
τερος.
3. Τίθεται επομένως το ερώτημα εάν σας περιπτώσεις της έμμεσης εκτέλεσης
(πλην εκείνης της επίσπευσης πλειστηριασμού) υπάρχει πράγματι απαγόρευση αναστολής
της εκτέλεσης. Το ενδεχόμενο αυτό θα πρέπει να αποκλειστεί για τους εξής λόγους: Α) Η
αναγκαστική εκτέλεση ανέκαθεν γινόταν αντιληπτή ως δραστική παρέμβαση στην
προσωπική ή περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη και, για το λόγο αυτό, ο νομοθέτης του
ΚΠολΔ παγίως θεωρούσε ότι δεν πρέπει να επιτρέπει την έναρξη ή τη συνέχισή της, όταν ο
οφειλέτης προβάλλει λόγους οι οποίοι, μετά τη διάγνωσή τους ως βάσιμων κατά την
προσήκουσα διαδικασία, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ακύρωση της εκτέλεσης (Γέσιου
- Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως τΙ. §43 αρ.1). Β) Όμως ο εξαναγκασμός του
οφειλέτη να υποστεί εκτέλεση χωρίς να μπορεί να αμυνθεί έγκαιρα, του στερεί το δικαίωμα
της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που δικαιούται κατ` άρθ. 20 Συντ. (έτσι, και
όχι με προσφυγή στην αρχή της αναλογικότητας, Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ Ερμηνευτική -
Νομολογιακή Ανάλυση άρθ. 938 αρ.2). Στέρηση που ορισμένες φορές μπορεί να λάβει το
χαρακτήρα έντονης αδικίας, αν π.χ. ο οφειλέτης επικαλείται εξόφληση ή την υπαγωγή του σε
καθεστώς που ενέχει απαγόρευση λήψης διωκτικών μέτρων εναντίον του κλπ (μάλιστα η
κατάργηση του άρθ. 938 ΚΠολΔ έχει χαρακτηριστεί αδικαιολόγητη - βλ. Μακρίδου -
Απαλλαγάκη - Διαμαντόπουλου Πολιτική Δικονομία - Θεωρία υπό το ν. 4335/2015 σ. 39). Γ)
Υπό το πρίσμα αυτό, δύσκολα θα μπορούσε να ευσταθεί συνταγματικά η ανωτέρω εκδοχή,
καθόσον επιπλέον, ως έχει η γραμματική διατύπωση του νόμου, η προσωρινή προστασία του
οφειλέτη δεν εξαρτάται από το νομικό και ουσιαστικό βάρος των αντιρρήσεών του και την
έκταση της βλάβης που θα υποστεί, αλλά από τυχαίο γεγονός: ποιο δηλαδή μέσο ανα-
γκαστικής εκτέλεσης επισπεύδει κάθε φορά ο δανειστής ως πιο πρόσφορο για την
ικανοποίησή του. Δ) Την ανάγκη ύπαρξης σταδίου αναστολής εκτέλεσης, υπό τις ως άνω
νέες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση, έχει ήδη αναγνωρίσει και η αρεοπαγητική
νομολογία: με την υπ` αρ. Συμβ.ΑΠ 11/2017 (δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Ισοκράτης του ΔΣΑ),
που εκδόθηκε επί αιτήσεως αναστολής για εκτέλεση που ναι μεν αφορούσε πλειστηριασμό,
αλλά η ανακοπή δεν κατέστη δυνατό να εκδικαστεί πριν από αυτόν, δέχθηκε τα εξής: "Αν
ωστόσο δεν είναι δυνατόν να τηρηθούν οι προθεσμίες αυτές, ο καθ` ου η εκτέλεση έχει τη
δυνατότητα να επιδιώξει την αναστολή με τη μορφή της προσωρινής ρυθμίσεως
καταστάσεως κατά το άρθρο 731 ΚΠολΔ, εφόσον βέβαια υπάρχει βάσιμος κατά το άρθρο
933 ΚΠολΔ λόγος ανακοπής κατά της επιχειρούμενης εκτέλεσης και πιθανολογείται έτσι η
ευδοκίμηση της ανακοπής και η ανατροπή του εκτελεστού τίτλου. Τα ίδια ισχύουν και επί
κατασχέσεως χέρια τρίτου (άρθρα 982επ.ΚΠολΔ), η οποία συνιστά είδος έμμεσης
αναγκαστικής εκτέλεσης και επομένως για τη δυνατότητα αναστολής μετά από ανακοπή του
άρθρου 933 ΚΠολΔ εφαρμόζονται οι ανωτέρω διατάξεις (Συμβ.ΑΠ 142/2016)". Όμοια λύση
προτείνεται και σε Μακρίδου - Απαλλαγάκη - Διαμαντόπουλου ό.π. (όπου και εξηγείται ο
λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης έχει εκφραστεί εν προκειμένω εσφαλμένα).
4. Το παρόν Δικαστήριο έχει όμως την άποψη ότι δεν χρειάζεται καν η προσφυγή
στο θεσμό της προσωρινής ρύθμισης κατάστασης, διότι (πέραν των δογματικών
προβλημάτων περί τον χαρακτηρισμό της αναστολής εκτέλεσης ως γνήσιου ασφαλιστικού
μέτρου και της δυνατότητας εφαρμογής του άρθ. 731 ΚΠολΔ - βλ. τη σχετική προβληματική
σε Γέσιου - Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως τΙ. §43 αρ. 12 - 15), ενόψει όσων
προαναφέρθηκαν, καθίσταται αναγκαία η συστηματική - τελολογική ερμηνεία του άρθ. 937
§1 περ.γ ΚΠολΔ, ώστε να ισχύει σε κάθε περίπτωση κύριας εκτέλεσης, δηλαδή τόσο στην
άμεση όσο και στην έμμεση, υπό τον περιορισμό ότι, επί επικειμένου πλειστηριασμού, η
αίτηση ασκείται μόνο όταν δεν είναι δυνατή η εμπρόθεσμη εκδίκαση της ανακοπής του άρθ.
933 ΚΠολΔ.
5. Περαιτέρω αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ το καταργηθέν άρθ. 938 ΚΠολΔ όριζε
ως προϋποθέσεις αναστολής της εκτέλεσης ότι α) η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης
θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και β) ότι πιθανολογείται η ευδοκίμηση
της ανακοπής, ήδη το άρθ. 937 §1 ΚΠολΔ στη μεν περ. β, όταν δηλαδή η αίτηση αναστολής
κρίνεται από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, έχει επαναλάβει τις ίδιες προϋποθέσεις, στη
δε περ.γ, δηλ. τις αιτήσεις αναστολής που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, δεν γίνεται
αναφορά προϋποθέσεων. Πρέπει όμως να γίνει δεκτό ότι ισχύουν αμφότερες για την
ταυτότητα του νομικού λόγου, καθόσον υπάρχει νοηματική συνέχεια μεταξύ των δύο
διατάξεων (εξάλλου η αναγκαιότητα των προϋποθέσεων αυτών έχει παγιωθεί νομολογιακά
σε όλο το δίκαιο της αναστολής, είτε αφορά αναγκαστική εκτέλεση είτε διαταγή πληρωμής,
όπου και εκεί δεν υπάρχει ρητή διατύπωση).
6. Στην προκειμένη περίπτωση η αιτούσα, επικαλούμενη ανεπανόρθωτη βλάβη,
ζητά με τις υπό κρίση ταυτόσημου περιεχομένου αιτήσεις να ανασταλεί η εκτέλεση που
επισπεύδεται σε βάρος της από την καθής δυνάμει εκτελεστού απογράφου της υπ` αρ.
152/2013 (ειδικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, επί του οποίου
δόθηκαν δύο εντολές προς εκτέλεση, στις 5/2/2014 για ποσό € 15.093,75 και στις 25/11/2016
για ποσό € 62.350,10, βάσει των οποίων εν συνεχεία η καθής, με δύο κατασχετήρια από
26/1/2017, προέβη σε δύο κατασχέσεις απα χέρια τρίτων, ήτοι στα χέρια του εδρεύοντος στην
Αμαλιάδα (...) "Αγροτικού Συνεταιρισμού Εμπορίας Διακίνησης Αγροτικών Προϊόντων
Δήμου ...." (την οποία αφορά η 1η αίτηση) και στα χέρια του εδρεύοντος στην Αμαλιάδα (..)
"Αγροτικού Συνεταιρισμού Καλλιεργητών Δημητριακών Κηπευτικών Ζωοτροφών
Αμαλιάδας - Περιχόρων «....»" (την οποία αφορά η 2η αίτηση), μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη
απόφαση επί των αντίστοιχων ανακοπών που έχει ασκήσει κατ` άρθ. 933 §1 ΚΠολΔ ενώπιον
του παρόντος Δικαστηρίου, για τους λόγους που αναφέρει σε αυτές.
7. Με τέτοιο περιεχόμενο οι αιτήσεις παραδεκτός και αρμοδίως εισάγονται προς
συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την προκειμένη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 686 επ.) και είναι νομικά βάσιμες. Ειδικότερα, ενόψει των
χρόνων επίδοσης των εντολών προς εκτέλεση, στην πρώτη περίπτωση πριν και τη δεύτερη
μετά την 1/1/2016, βάσει όσων αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη (ανωτέρω υπό 1), η
αρμοδιότητα και το νομικά βάσιμο στηρίζονται το μεν στο άρθ. 938 §1 συνδ. 933 §§1,2
ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από την κατάργηση του άρθ. 938 και την αντικατάσταση του άρθ.
938 με το Ν 4335/2015, το δε στο άρθ. 937 §1 περ.γ συνδ. 933 §§1,3 ΚΠολΔ όπως ήδη
ισχύουν, απορριπτομένου του ισχυρισμού της καθής ότι δεν προβλέπεται εν προκειμένω
αίτηση αναστολής εκτέλεσης, για τους λόγους που αναφέρθηκαν αναλυτικά ανωτέρω
(σκέψεις 2 - 4). Πρέπει επομένως οι αιτήσεις να εξεταστούν περαιτέρω στην ουσία τους,
συνεκδικαζόμενες, κατ’ άρθ. 246 ΚΠολΔ, διότι έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και
επέρχεται μείωση των εξόδων.
8. Στο σημείο αυτό, ενόψει των ισχυρισμών των διαδίκων που θα εξεταστούν,
πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Έως το έτος 2011 ίσχυε ο νόμος 2810/2000 "Αγροτικές
Συνεταιριστικές Οργανώσεις", ο οποίος θεωρήθηκε μεν λειτουργικός, αλλά ο ιστορικός
νομοθέτης (βλ. εισηγητική έκθεση του νόμου 4015/2011) διαπίστωσε για τους αγροτικούς
συνεταιρισμούς ότι "ο κρατικισμός, η πελατειακή λογική και ο κομματισμός τους κράτησε
καθηλωμένους και ο τρόπος της διαχείρισης των πόρων, εθνικών και ευρωπαϊκών, ιδιαίτερα
την τελευταία δεκαπενταετία δημιούργησαν αξεπέραστα προβλήματα". Η μεταρρύθμιση
όμως της αγροτικής συνεταιριστικής δράσης, που επιχειρήθηκε με το Ν. 4015/2011, δεν
κρίθηκε και πάλι ικανοποιητική από το νομοθέτη, που διαπίστωσε πλέον (βλ. εισηγητική
έκθεση του νόμου 4384/2016) ότι "η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας καθιστά αναγκαία την
επιχειρηματική αποτελεσματικότητα ως όπλο για την επιβίωση και την ανάπτυξη. Η
συντήρηση, με επιδοτήσεις και προνόμια, μπορεί να ανακουφίζει προσωρινά, αλλά δεν
μπορεί να αποτελεί αναπτυξιακή στρατηγική". Κατόπιν τούτων ισχύει ήδη ο Ν 4384/2016
"Αγροτικοί Συνεταιρισμοί, μορφές συλλογικής οργάνωσης του αγροτικού χώρου και άλλες
διατάξεις". Εξ αυτών, κομβικό σημείο υπήρξε ο ενδιάμεσος νόμος 4015/2011, που
προέβλεψε απλοποίηση των συνεταιριστικών οργανώσεων σε μία κατά βάση βαθμίδα και
ευνόησε τη συγχώνευσή τους, ενώ παράλληλα πολλές από αυτές οδηγήθηκαν σε εκκαθάριση.
Με το άρθ. 4 §5 Ν 4015/2011 ορίστηκε ότι η διαδικασία εκκαθάρισης θα διενεργείται
σύμφωνα με το άρθ. 25 Ν 2810/2000 και πρέπει να ολοκληρώνεται το αργότερο εντός δύο (2)
ετών. Είναι σαφές ότι η προθεσμία αυτή, ιδίως όσον αφορά τις Ενώσεις Αγροτικών
Συνεταιρισμών (ΕΑΣ), ήταν ανεπαρκής λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών τους
δοσοληψιών και των συναφών εκκρεμών δικών. Η εν λόγω παράγραφος καταργήθηκε με το
άρθ. 34α Ν 4282/2014, πλην όμως με το άρθ. 27 §18 Ν 4384/2016 ορίζεται ότι "οι διατάξεις
του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για τις εκκαθαρίσεις των ΑΣ, ΕΑΣ, ΚΕΣΕ, ΚΑΣΟ
και ΣΕ που βρίσκονται σε εκκαθάριση κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου".
9. Κατ` αρχάς επομένως, ως προς την εκκαθάριση και κατά το μέρος που
ενδιαφέρει εδώ, ίσχυσαν οι εξής διατάξεις του άρθ. 25 Ν 2810/2000: (§1) "Οι εκκαθαριστές
έχουν υποχρέωση, μόλις αναλάβουν τα καθήκοντά τους, να κάνουν απογραφή της περιουσίας
της εκκαθαριζόμενης οργάνωσης και να συντάξουν ισολογισμό, αντίγραφο του οποίου,
υποβάλλουν στην εποπτεύουσα αρχή ... Οι εκκαθαριστές γνωστοποιούν τη λύση της
οργάνωσης με τη δημοσίευσή της σε μία ημερήσια εφημερίδα και αν δεν εκδίδεται τέτοια σε
περιοδική εφημερίδα, του νομού της έδρας της και καλούν τους πιστωτές να αναγγείλουν τις
απαιτήσεις τους". (§2) "Απαιτήσεις πιστωτών κατά της υπό εκκαθάριση οργάνωσης
παραγράφονται μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την ημερομηνία της δημοσίευσης της
λύσεώς της". (§3) "Από το προϊόν της εκκαθάρισης εξοφλούνται τα ληξιπρόθεσμα χρέη της
εκκαθαριζόμενης οργάνωσης ... Στη συνέχεια εξοφλούνται οι προαιρετικές μερίδες. Το
υπόλοιπο του ενεργητικού που απομένει διατίθεται, με απόφαση της γενικής συνέλευσης, α-
ποκλειστικά για σκοπούς συνεταιριστικούς ή κοινωνικούς. Ουδέποτε διανέμεται στα μέλη.
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομιάς". Οι
συγκεκριμένες διατάξεις ταυτίζονται (με ελάχιστες λεκτικές διαφοροποιήσεις) με αντίστοιχες
του άρθ. 27 Ν 4384/2016 και συνεπώς η εκκαθάριση ομαλώς συνεχίζεται με βάση το άρθρο
αυτό.
10.Όμως το άρθ. 27 Ν 4384/2016, που όπως προαναφέρθηκε ρυθμίζει πλέον κατά
τα λοιπά την εκκαθάριση, πέραν του ότι αναφέρεται σε περισσότερες λεπτομέρειες, εισάγει
δύο σημαντικές διαφοροποιήσεις: Α) Με την §12 ορίζεται ότι τα ληξιπρόθεσμα χρέη εξο-
φλούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι δε προαιρετικές
μερίδες εξοφλούνται μετά την ικανοποίηση των Τραπεζικών Ιδρυμάτων του Ελληνικού
Δημοσίου, των Ασφαλιστικών Ταμείων και των εργαζομένων, ενώ το άρθ. 25 §3 Ν
2810/2000 όριζε αυτοτελώς τη σειρά ως εξής: προηγείται η εξόφληση των οφειλών προς τους
εργαζόμενους και ακολουθεί η εξόφληση των λοιπών δανειστών - βέβαια και με τις δύο
εκδοχές οι εργαζόμενοι έχουν προνόμιο. Β) Με την §13 καταργεί σιωπηρά την προθεσμία
προς ολοκλήρωση της εκκαθάρισης και απλά υποχρεώνει τον εκκαθαριστή, σε περίπτωση
που το στάδιο αυτό υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, να καταρτίσει σχέδιο επιτάχυνσης και
περάτωσης της εκκαθάρισης και να ακολουθήσει τη διαδικασία που ορίζεται εκεί. Εν ολίγοις,
οι διαδικασίες εκκαθάρισης, που δεν είχαν ολοκληρωθεί πριν την εισαγωγή του Ν 4384/2016,
συνεχίζονται κανονικά μέχρι την πραγματική τους λήξη.
11. Ειδικά όσον αφορά την ικανοποίηση των δανειστών, αμφότεροι οι νόμοι, με τις
διατάξεις των άρθ. 25 §3 Ν 2810/2000 και 27 §12 Ν 4384/2016, ορίζουν ότι "από το προϊόν
της εκκαθάρισης εξοφλούνται τα ληξιπρόθεσμα χρέη". Συνεπώς οι δανειστές της
συνεταιριστικής οργάνωσης χάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά τους μέτρα και οφείλουν να
αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης, από το προϊόν της
οποίας και θα ικανοποιηθούν, είτε πλήρως είτε σε ποσοστό της αξίωσης, αναλόγως της φύσης
της και του ενεργητικού που θα επιτευχθεί. Σημειωτέον ότι το ίδιο θα ίσχυε ακόμη και εάν
δεν υπήρχε η ρητή διατύπωση των άνω νόμων, καθόσον αμφότεροι (με τα άρθ. 25 §3 και 27
§15 αντιστοίχως) παραπέμπουν, για τα θέματα που οι ίδιοι δεν ρυθμίζουν, στις διατάξεις για
τη δικαστική εκκαθάριση της κληρονομιάς (ΑΚ 1913 - 1922), όπου και εκεί γίνεται παγίως
δεκτό ότι, από τη δημοσίευση της απόφασης που διατάζει την εκκαθάριση, αναστέλλονται τα
ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των δανειστών (με εξαίρεση τους ήδη ενυπόθηκους ή
ενεχυρούχους). Δηλαδή παύει κάθε μέτρο εκτέλεσης, κάθε ασφαλιστικό μέτρο και δεν μπορεί
να αρχίσει αναγκαστική εκτέλεση, ενώ όποια είχε αρχίσει δεν μπορεί να συνεχιστεί, όσο
διαρκεί η εκκαθάριση (Παπαντωνίου Κληρονομικό Δίκαιο Δ έκδ. § 134-IV, Γεωργιάδης
Κληρονομικό Δίκαιο § 44 αρ. 52 επ., Φίλιος Κληρονομικό Δίκαιο τ.Ι. § 93-Α, Νικάς σε
Γεωργιάδη - Σταθόπουλου ΑΚ άρθ. 1914 αρ. 25 επ.), πράγμα άλλωστε που ανταποκρίνεται
και στην κοινή λογική, αφού, εάν επιτρέπονταν οι ατομικές διώξεις, η διαδικασία της
εκκαθάρισης θα έχανε το σκοπό της για δίκαιη - σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών
(Νικάς ό.π. αρ. 25) - δηλαδή θα λειτουργούσε και πάλι η αρχή της πρόληψης, που είναι φύσει
αντίθετη προς τη διαδικασία εκκαθάρισης.
12. Από την ένορκη κατάθεση του προταθέντος από την καθής μάρτυρα... του ......,
κατοίκου Αμαλιάδας, στο ακροατήριο ενώπιον του Δικαστηρίου, καθώς και από τα έγγραφα
και τα τεκμήρια που προσκομίζουν οι διάδικοι, πιθανολογούνται τα εξής: Η αιτούσα ΕΑΣ
τέθηκε σε καθεστώς εκκαθάρισης δυνάμει της υπ` αρ. ..../16-4-2014 πράξης - απόφασης της
Γενικής της Συνέλευσης, που λήφθηκε ομόφωνα. Η καθής που υπήρξε υπάλληλός της και
είχε απολυθεί από το έτος 2012, πέτυχε την έκδοση της υπ` αρ. 152/2013 (ειδικής) απόφασης
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, με την οποία η αιτούσα υποχρεώθηκε να της
καταβάλει το ποσό των € 43.977,82 ως οφειλόμενο υπόλοιπο της αποζημίωσης απόλυσης. Η
καθής επέσπευσε σε βάρος της απούσας αναγκαστική εκτέλεση αρχικά δυνάμει της από
5/2/2014 εντολής προς εκτέλεση για ποσό κεφαλαίου € 15.000 πλέον εξόδων (συνολικά €
15.093,75), το οποίο ήταν το κηρυχθέν ως προσωρινά εκτελεστό κεφάλαιο, μετά δε την
τελεσιδικία, δυνάμει της από 25/11/2016 εντολής προς εκτέλεση για όλο το ποσό κεφαλαίου
€ 43.977,82 πλέον των τόκων για όλο το επιδικασθέν ποσό και εξόδων (συνολικά €
62.350,10). Κατόπιν, τον Ιανουάριο του 2017, με δύο κατασχετήρια από 18/1/2017, προέβη
σε δύο κατασχέσεις στα χέρια τρίτων για ποσό € 62.350: α) στις 25/1/2017 στα χέρια του
εδρεύοντος στην Αμαλιάδα (....) "Αγροτικού Συνεταιρισμού Εμπορίας Διακίνησης
Αγροτικών Προϊόντων Δήμου....." και β) στις 26/1/2017 στα χέρια του εδρεύοντος στην
Αμαλιάδα (....) "Αγροτικού Συνεταιρισμού Καλλιεργητών Δημητριακών Κηπευτικών
Ζωοτροφών Αμαλιάδας - Περιχόρων «...»", οι δε τρίτοι υπέβαλαν θετική δήλωση για ποσό €
1.176,89 και € 750 αντιστοίχως και ομοίως συνετάγησαν οι υπ` αρ. 12/2-2-2017 και 16/3-2-
2017 δηλώσεις τους ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αμαλιάδας. Πιθανολογείται δηλαδή (βάσει των
υπαρχόντων εγγράφων, σε συνδυασμό με το ότι τα στοιχεία της διαδικασίας εκτέλεσης δεν
αμφισβητούνται, διότι οι διάδικοι δεν θεώρησαν σκόπιμο να προσκομίσουν αντίγραφο του
απογράφου της εκτελούμενης απόφασης, η οποία αναζητήθηκε αυτεπάγγελτα στο αρχείο του
Δικαστηρίου) ότι τελικά, όπως άλλωστε ήταν φυσικό, η καθής εγκατέλειψε την πρώτη
διαδικασία εκτέλεσης που αφορούσε το προσωρινά εκτελεστό ποσό και συνέχισε τη δεύτερη
για το σύνολο που επιδικάστηκε με την άνω υπ` αρ. 152/2013 απόφαση.
13. Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, και ενόψει όσων αναφέρθηκαν στην 11η
σκέψη, η διαδικασία αυτή εκτέλεσης, που άρχισε το έτος 2016, είναι άκυρη εξ αρχής, λόγω
της αναστολής των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των δανειστών της απούσας, της οποίας
η εκκαθάριση είχε αρχίσει από το έτος 2014, ακυρότητα που ισχύει ούτως ή άλλως και για
κάθε μεταγενέστερη πράξη εκτέλεσης. Η καθής βέβαια επικαλείται ότι η εκκαθάριση θα
πρέπει να θεωρηθεί πως έληξε από τον Απρίλιο του έτους 2016, λόγω της παρόδου της
διετίας που αναφέρει ο Ν 2810/2000. Πέραν όμως του ότι στο νόμο αυτό δεν προβλεπόταν
αυτοδίκαιη παύση των εργασιών της εκκαθάρισης, αυτή έχει ήδη καταστεί ουσιαστικά
απρόθεομη δυνάμει του άρθ. 27 Ν 4384/2016, όπως αναφέρθηκε στη 10η σκέψη.
Υπενθυμίζεται πως ούτε η πρώτη διαδικασία εκτέλεσης (για το προσωρινώς επιδικασθέν
ποσό) θα μπορούσε να συνεχιστεί για όσο διαρκεί η εκκαθάριση. Οι λοιποί ισχυρισμοί της
καθής, περί του τρόπου που διεξάγεται η εκκαθάριση, καθίστανται έτσι άνευ αντικειμένου
και γενικά δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση (ενδεχομένως, υπό προϋποθέσεις, θα
μπορούσαν να προβληθούν σε διαδικασία που θα αφορούσε την εκκαθάριση καθεαυτή),
παρότι βέβαια είναι δικαιολογημένοι, τόσο η καθής όσο και άλλοι δανειστές, να επιθυμούν
την όσο το δυνατόν σύντομη ολοκλήρωση της εκκαθάρισης. Επομένως πιθανολογείται ότι θα
γίνουν δεκτές οι από 1/2/1017 ανακοπές κατά της εκτέλεσης που έχει ασκήσει η αιτούσα (υπ`
αρ. έκθ. κατ. ..../17 και ...17 αντιστοίχως με τη σειρά που αναφέρθηκαν οι ανωτέρω
κατασχέσεις), μεταξύ των λόγων των οποίων περιλαμβάνει την αναστολή των ατομικών
καταδιωκτικών μέτρων, και η εκτέλεση θα ακυρωθεί.
14. Δεδομένου και του ότι εν προκειμένω η βλάβη της απούσας είναι αυταπόδεικτα
ανεπανόρθωτη, όχι λόγω του ύψους του ποσού (που είναι μικρό), αλλά λόγου του ότι, εάν η
εκτέλεση προχωρήσει, το ποσό αυτό δεν θα είναι δυνατό να εισαχθεί στο ενεργητικό της
εκκα
θάρισης, όπου ανήκει, πρέπει οι αιτήσεις να γίνουν δεκτές, ως βάσιμες και στην ουσία τους,
και να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την επιβολή δικαστικών
εξόδων κατά της καθής (άρθ. 84 § 2 του Κώδικα Δικηγόρων), ελλείψει αιτήματος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ` αντιμωλία.


ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις αιτήσεις.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές.
ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκτέλεση της υπ` αρ. 152/2013 (ειδικής) απόφασης του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, μέχρι την έκδοση οριστικών αποφάσεων επί των από 1/2/1017
(υπ` αρ. έκθ. κατ. ....17 και .../17) ανακοπών που έχει ασκήσει η αιτούσα κατά της καθής
ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να είναι
παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοί τους, στο ακροατήριό του στην Αμαλιάδα στις 10
Ιουλίου 2017 παρουσία και του Γραμματέα Θεοδώρου Λέντζου.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

5. ΜονΠρΛαμ 395/2017 ( 710645)


(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
ΚΕΔΕ. Ασφαλιστικά μέτρα. Αίτηση αναστολής της επισπευδόμενης αναγκαστικής
εκτέλεσης, σε βάρος των ακινήτων του τρίτου καθ’ ου από το ελληνικό δημόσιο, έως την
έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας από την αιτούσα, ανακοπής, για το λόγο ότι
επρόκειτο για ακίνητα αποκλειστικής κυριότητάς της. Στην περίπτωση της ανακοπής του αρ.
936 ΚΠολΔ - 74 ΚΕΔΕ, παρά την έλλειψη ειδικής πρόβλεψης στον ισχύοντα ΚΠολΔ, μετά
την ισχύ του ν. 4335/2015, δε θα πρέπει να αποκλείεται η βασιμότητα του ενδίκου
βοηθήματος της αναστολής και στον πρώτο βαθμό, υπό τους όρους του ισχύοντος ήδη 937
παρ. 1β ΚΠολΔ, αναλογικά εφαρμοζομένου, εφόσον δηλαδή υπάρχει βάσιμος λόγος
ανακοπής κατά της επιχειρούμενης εκτέλεσης και πιθανολογείται η ευδοκίμηση της
ανακοπής και η ανατροπή της πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας που προσβάλλεται.
Πιθανολόγηση από το δικαστήριο ευδοκίμησης του λόγου της ανακοπής, καθώς και ότι η
συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης θα επέφερε ανεπανόρθωτη βλάβη στην αιτούσα.
Δέχεται την αίτηση.

Αριθμός απόφασης: 395/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή,


Φανή Βακράτσα, Πρόεδρο πρωτοδικών, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα,
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26/10/2017 για να δικάσει την υπόθεση
μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ : ........ του ... και της ..., κατοίκου δ.δ ... Δήμου .... Φθιώτιδας, ΑΦΜ ...., η
οποία παραστάθηκε διά της πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίας Μαζιώτη,
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ : 1) Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον
Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα και εν προκειμένω, από τον
προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ ..., 2) Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), νομίμως
εκπροσωπούμενης από τον διοικητή της, οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου του
ΝΣΚ, Γρηγορίου Γιάκα, 3) ....... του ..., κατοίκου ...., Δήμου ... Φθιώτιδας, ο οποίος κατά την
εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του εκθέματος, δεν εμφανίσθηκε, ούτε
εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο
Η αιτούσα, ζητεί να γίνει δεκτή η από 2/10/2017 αίτησή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία
του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 1210/Ασφ/381/4.10.2017 προσδιορίστηκε για
να συζητηθεί στην παραπάνω δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται πιο πάνω και
ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα προφορικά ισχυρίσθηκαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ:

Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 74 του ΝΔ 356/273/5.4.74


Κωδικός Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ) δικαιούται να ασκήσει ανακοπή τρίτος κατά
της διοικητικής εκτέλεσης, εφόσον προσβάλλεται το δικαίωμα κυριότητας του επί του
αντικειμένου της εκτέλεσης. Αυτή (δηλ. η ανακοπή τρίτου) έχει αίτημα την ακύρωση της
διοικητικής εκτέλεσης, που προσβάλλεται και ειδικότερα κατατείνει στην ακύρωση της
δέσμευσης του περιουσιακού στοιχείου, στο οποίο επιβλήθηκε με την κατάσχεση του. Είναι
αυτονόητο ότι προδικαστικό ζήτημα του ακυρωτικού αιτήματος της ανακοπής αυτής του
τρίτου, είναι η διάγνωση του δικαιώματος της κυριότητας, που επικαλείται ο ανακόπτων.
Απαιτείται δηλαδή ο τρίτος να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη δικαιώματος
κυριότητάς του στο πράγμα που κατασχέθηκε (ΑΠ 506/2006). Κατά συνέπεια δικαιοδοσία
προς εκδίκαση αυτής (ανακοπή τρίτου) έχουν μόνο τα πολιτικά δικαστήρια, ανεξάρτητα από
το αντικείμενο της απαίτησης με την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση (ΑΕΔ 1/1991 ΕλΔ 1991,
1480, ΜΠρΘες 11908/2013 ΝΟΜΟΣ, βλ ήδη , ήδη δ παρ 1 του άρθρου 74 ΚΕΔΕ, όπως
προστέθηκε με το άρθρο 18 Ν.2948/2001). Ειδικά στην περίπτωση της αναστολής
εκτελέσεως τρίτου κατά το άρθρο 74§3 ΚΕΔΕ, προβλέπεται η δυνατότητα αναστολής της
εκτέλεσης, με παραπομπή, κατά την §1 του ίδιου άρθρου στις γενικές διατάξεις του Κώδικα
Πολιτικής Δικονομίας, ως προς τις ειδικότερες ρυθμίσεις του ενδίκου βοηθήματος, κατά το
μέρος που δεν ρυθμίζονται ειδικά στο άρθρο 74. Ενόψει της καταργήσεως του άρθρου 938
ΚΠολΔ, με την οποία προβλεπόταν η αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σε
πρώτο βαθμό, μετά από άσκηση ανακοπής, με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 1 του Ν.
4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23-07-2015), ο οποίος ισχύει από 01-01-2016 (παράγραφο 3 του
άρθρου 1 του άρθρου ένατου του ιδίου νόμου (ν. 4335/2015), ζήτημα δημιουργείται ως προς
την ύπαρξη ή μη δυνατότητας αναστολής επί ανακοπής του τρίτου (άρθρου 936 ΚΠολΔ),
καθόσον δεν υπήρξε ρητή νομοθετική πρόβλεψη, ως προς τις διατάξεις του ΚΕΔΕ με
αντίστοιχη κατάργηση της §3, παράλληλα με την κατάργηση του άρθρου 938 ΚΠολΔ .
Συγκεκριμένα, με το άρθρο 1 άρθρο 8ο, παρ 2 του ν. 4335/2015 με το οποίο τροποποιήθηκε
το άρθρο 937 ΚΠολΔ, διαμορφώθηκε ο θεσμός της δικαστικής αναστολής της αναγκαστικής
εκτελέσεως, που εξαρτάται πλέον είτε από την άσκηση ανακοπής εκ μέρους του οφειλέτη
στην άμεση εκτέλεση (933, 937 §1γ ΚΠολΔ) ή του τρίτου (936) ή από την άσκηση ενδίκων
μέσων κατά της αποφάσεως επί της ανακοπής στην έμμεση εκτέλεση (937§1 αρ , εδ γ-
στΚΠολΔ). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι δεν τίθεται πλέον θέμα αναστολής της
αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως προέβλεπε η παλαιά διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ, στην
περίπτωση άσκησης ανακοπής κατά εκτελεστού τίτλου για την ικανοποίηση χρηματικών
απαιτήσεων με έμμεση εκτέλεση, δεδομένου ότι μέχρι τη διενέργεια του πλειστηριασμού
(οκτώ μήνες το αργότερο από την κατάσχεση) πρέπει να έχουν εκδοθεί όλες οι αποφάσεις επί
των ενδίκων βοηθημάτων της εκτελεστικής δίκης, καθώς επίσης και των ενδίκων μέσων,
όταν αυτά προβλέπονται, εκτός αν προβλέπεται ειδικά όπως π.χ. στην άμεση εκτέλεση
(άρθρο 937 παρ. 1γ’ ΚΠολΔ-Κ. Κουτσουλέλος, Αναγκαστική Εκτέλεση, VIII, αρ. 12).
Δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης προβλέπεται κατ’ άρθρο 937§1γΚΠολΔ, μόνο για την
άμεση εκτέλεση [ήτοι για την αφαίρεση κινητού πράγματος με τη βία (941, 942 ΚΠολΔ) και
αποβολή από την κατοχή ακινήτου με τη βία (943 ΚΠολΔ), βλ. Φαλτσή Δίκαιο
Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, §3, Ι.4, αρ. 6, σ. 28] και επίσης, προβλέπεται
αίτηση δικαστικής αναστολής από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου με τους ίδιους όρους του
καταργηθέντος άρθρου 938 ΚΠολΔ [937§1βΚΠολΔ, Μούζουρα Σ., Οι σημαντικότερες
τροποποιήσεις στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης με το ν. 4335/2015, ΕλΔνη 2016, σ.
982 (987)]. H δικαστική αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως καθιερώνεται νομοθετικά
μετά από στάθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων οφειλέτη και δανειστή ή των
προσώπων αυτών και των τρίτων, στάθμιση που αποτελεί έκφραση της εφαρμογής της αρχής
της αναλογικότητας κατά τη νομοθετική καθιέρωση των μέτρων (Κατηφόρης, Δικαστική
αναστολή της εκτέλεσης, 1994,σ. 21). Αντιμετωπίζεται δε η προσωρινή δικαστική
προστασία, ως μορφή έννομης προστασίας που καθιερώνεται στο άρθρο 20Σ, στην οποία (με
συνταγματικού υποβάθρου θεμελίωση) εντάσσονται και οι αναστολές που προβλέπει ο
ΚΠολΔ, ως «δορυφόροι» των δικών περί την εκτέλεση. Έτσι, υπέρμετρος περιορισμός του
δικαιώματος αιτήσεως αναστολής ή ενδεχόμενος νομοθετικός αποκλεισμός του δικαιώματος
αιτήσεως αναστολής προσκρούει στα υπερνομοθετικής ισχύος κείμενα που ισχύουν και στην
Ελλάδα (βλ. Φαλτσή, Γνωμοδότηση ΔΕΕ, 2002, σ. 1073 επ, Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής
Εκτελέσεως, ο.π εκδ 2017, §43, Ι, αρ.2 σ. 896 ). Ως προς τη νομική φύση δε της αναστολής
εκτελέσεως, κατά την απολύτως κρατούσα σε θεωρία και νομολογία γνώμη (Μητσόπουλος,
Αρμ 1989, 429επ, Μπρίνιας, άρθρο 938, αρ. 190, σ. 539- 540, Φαλτση, π.κ, ΕφΘες 64/1991,
ΕλΔνη 1993, 1362, ΕφΘες 2333/1989, Αρμ 1989, 900), αποτελεί μέτρο προσωρινής έννομης
προστασίας, όχι όμως μέτρο ασφαλιστικό με την έννοια των άρθρων 682επ ΚΠολΔ,
δεδομένου ότι η προσωρινή άμυνα του καθ’ ου η εκτέλεση που διαμορφώνεται μέσω αυτής,
περιορίζεται από το πλαίσιο του σκοπού και των ιδιαιτεροτήτων της εκτελεστικής
διαδικασίας, με κορυφαίο σημείο της κατάσταση της βεβαιότητας που προσφέρει η ύπαρξη
εκτελεστού τίτλου (Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής εκτελέσεως, Γενικό μέρος, εκδ 1998, §43,
Ι, ΙΙΙ, αρ. 12 επ.13, σ. 794). H περιστολή της δικαστικής αναστολής της αναγκαστικής
εκτέλεσης με το ν. 4335/2015, όπως διαγράφεται στις ρυθμίσεις των άρθρων 937, την
κατάργηση του άρθρου 938 και το άρθρο 934 ΚΠολΔ, αποτελεί σαφή νομοθετική επιλογή, η
οποία καταρχήν, δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, αφού δεν περιέχει κατάργηση
της προσωρινής έννομης προστασίας στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά μόνο
περιορισμό αυτής, στο πλαίσιο της στάθμισης των αντικρουόμενων συμφερόντων των μερών.
Η δυνατότητα ανάλογης εφαρμογής των άρθρων 731 επ. ΚΠολΔ για την προσωρινή ρύθμιση
καταστάσεως στην αναστολή της εκτελέσεως, δεν φαίνεται δυνατή (Δημητρίου, Η δικαστική
αναστολή της Αναγκαστικής εκτελέσεως 1993, 79 επ, ΜΠρΑθ 16900/1990, Δ 1991, 401),
λαμβανομένου υπόψη : α) του πλαισίου θέσπισης του ως άνω νόμου (4334/2015), ήτοι το ότι
αποτελεί αποτέλεσμα της από 12.7.2015 Απόφασης της Συνόδου των Αρχηγών των κρατών -
µελών της Ευρωζώνης που κυρώθηκε µε τον υπ’ αριθ. 4334/16.7.2015 νόµο (Α΄ 80)
«Επείγουσες ρυθµίσεις και σύναψη συµφωνίας µε τον Ευρωπαϊκό Μηχανισµό Στήριξης
(Ε.Μ.Σ.), ως δέσμευση της Ελληνικής Δηµοκρατίας, µε τη σύµφωνη γνώµη των θεσµών, να
υιοθετήσει µέχρι την 22 Ιουλίου 2015 Σχέδιο Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας», β) του
σταθερού προσανατολισμού του νομοθέτη και πριν την τροποποίηση των διατάξεων περί
αναγκαστικής εκτέλεσης με το ν. 4335/2015 και νωρίτερα, με τις διατάξεις του ν. 4055/2012,
στην απλοποίηση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και την αποφυγή του
φαινομένου «να χρησιμοποιείται αυτή ως μηχανισμός τελικής ματαίωσης της δικαστικής
απόφασης που έκρινε την απόφαση στην ουσία (βλ. ΑιτΕκθ 4055/2012, ΚΝοΒ 2012, 558 επ),
γ) της ρητής νομοθετικής επιλογής περιστολής του αριθμού των ενδίκων βοηθημάτων στις
περιπτώσεις που η απαίτηση του δανειστή είναι εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο και έχει
προηγηθεί δικαστική διάγνωση της διαφοράς και της επιλογής αναστολής της εκτελεστικής
διαδικασίας, στις περιπτώσεις ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της απόφασης που εκδίδεται
επί ανακοπής, από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με αίτηση αναστολής υπό τις προϋποθέσεις
του καταργηθέντος άρθρου 938 ΚΠολΔ (βλ αιτιολογική έκθεση του νόμου 4335/2015 βλ για
τα γενικά χαρακτηριστικά των αλλαγών του ν. 4335/2015, Πλέυρης ΕλΔνη 2016, 152 επ, βλ
και Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, Β εκδ 2017, §4, ΙΙΙ, αρ.33,
σ.59, όπου αναφέρεται ως ορατή η επιδίωξη του νομοθέτη να εξοστρακίσει τις δυνατότητες
του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη που επέτρεπαν αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας,
διαιώνιση της και ματαίωση του πλειστηριασμού). δ) Σε ίδιο συμπέρασμα οδηγεί και η
άποψη που αναπτύχθηκε ως προς τη φύση της αναστολής, δηλαδή, ότι η αναστολή του
άρθρου 938 ΚΠολΔ, ως ίσχυε, δεν είναι ασφαλιστικό μέτρο. Ωστόσο, ειδικά ως προς την
ανακοπή του τρίτου (936 ΚΠολΔ), η δυνατότητα αναστολής της εκτελέσεως, δεν θα πρέπει
να αποκλειστεί. Αυτό διότι : α) το σύστημα που καθιερώνεται στον ΚΠολΔ ως ισχύει μετά το
ν. 4335/2015, προϋποθέτει διεκπεραίωση της δίκης της ανακοπής σε χρόνο σύντομο, με
τήρηση των προθεσμιών του άρθρου 933§2,§6 ΚΠολΔ, ώστε η διαδικασία της αναγκαστικής
εκτέλεσης να μην έχει προλάβει να προχωρήσει στη διενέργεια του πλειστηριασμού (954§ 2ε,
993§2α ΚΠολΔ), β) την έλλειψη ειδικής πρόβλεψης ως προς την ανακοπή του τρίτου (936
ΚΠολΔ) (βλ. Χαρούλα Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων
του ΚΠολΔ ν. 4335/2015 (2016), σ. 56 επ), γ) την έλλειψη δικαστικής διάγνωσης-ως προς
την εκτελεστική διαδικασία- σε βάρος του ουσιαστικού δικαιώματος του τρίτου. δ) Την
υπαρκτή νομοθετική διαφοροποίηση ως προς τη δυνατότητα αναστολής με βάση τη διάταξη
του άρθρου 74§3 ΚΕΔΕ και 936 ΚΠολΔ. Αλλιώς, με δεδομένη την έλλειψη ουσιαστικής
διάγνωσης και την ανυπαρξία απαίτησης εξοπλισμένης με εκτελεστό τίτλο σε βάρος του
τρίτου, η έλλειψη ενδίκου βοηθήματος, θα αποτελούσε υπέρμετρο περιορισμό του
δικαιώματος ασκήσεως αναστολής (20Σ, 6§1 ΕΣΔΑ) (βλ. Φαλτσή, ο.π εκδ 2017, §43, αρ. 15,
όπου επισημαίνεται ότι ειδικά στην περίπτωση αυτή, της ανακοπής του τρίτου (936 ΚΠολΔ),
είναι αναγκαίο να αποκλεισθεί η πιθανότητα πλειστηριασμού ενόσω διεξάγεται η
πρωτοβάθμια δίκη στην οποία αμφισβητείται το δικαίωμα του οφειλέτη). Άλλωστε στην
περίπτωση αυτή πρέπει να προστατεύεται άμεσα το δικαίωμα του αμέτοχου τρίτου που
προσβάλλεται αλλά επίσης, είναι αναγκαίο το σύστημα της αναγκαστικής εκτέλεσης να
παρέχει στους πλειοδότες εγγυήσεις για την ακίνδυνη συμμετοχή τους στη διαδικασία της
αναγκαστικής εκτέλεσης και τον αποκλεισμό περιπτώσεων διεξαγωγής πλειστηριασμού σε
αντικείμενα που δεν ανήκουν στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Συμπερασματικά, στην
περίπτωση, αυτή (936 ΚΠολΔ) - 74 ΚΕΔΕ, παρά την έλλειψη ειδικής πρόβλεψης στον
ισχύοντα ΚΠολΔ (μετά το ν. 4335/2015) από το νομοθέτη, δεν θα πρέπει να αποκλείεται η
βασιμότητα του ενδίκου βοηθήματος της αναστολής και στον πρώτο βαθμό, υπό τους όρους
του ισχύοντος ήδη 937 §1β ΚΠολΔ, αναλογικά εφαρμοζομένου, εφόσον δηλαδή υπάρχει
βάσιμος λόγος ανακοπής (κατά το άρθρο 933-936 ΚΠολΔ) κατά της επιχειρούμενης
εκτέλεσης και πιθανολογείται έτσι η ευδοκίμηση της ανακοπής και η ανατροπή της πράξεως
της εκτελεστικής διαδικασίας που προσβάλλεται. Δεδομένου ότι αντιδιαστέλλεται
εννοιολογικώς η αναστολή εκτελεστότητας από την αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής
εκτελέσεως, η δημοσίου δικαίου αξίωση του δανειστή προς διενέργεια της αναγκαστικής
εκτελέσεως, η οποία λόγω και της ύπαρξης δικαστικής διαγνώσεως ως προς το ουσιαστικό
δικαίωμα προκρίνεται από το νομοθέτη ως υπέρτερης προστασίας στην κατάργηση της
αναστολής κατ’ άρθρο 938 ΚΠολΔ, κάμπτεται στην περίπτωση αυτή (936 ΚΠολΔ 74
ΚΕΔΕ), καθώς ελλείπει το στοιχείο της διαγνώσεως ως προς το ουσιαστικό δικαίωμα του
τρίτου που προσβάλλεται στην περίπτωση αυτή. Πάντως, δεν μπορεί, γίνει δεκτή, ανάλογη
εφαρμογή των άρθρων 731επ ΚΠολΔ στην εκτελεστική διαδικασία, αφού δεν είναι δυνατό η
κρίση του δικαστηρίου της ανακοπής του 933 ΚΠολΔ να μετουσιωθεί σε ασφαλιστικό μέτρο
(βλ Φαλτσή, ο.π, εκδ 2017, σ.908, σημ. 6 (πρβλ ωστόσο και ΑΠ 11/2017 για το ζήτημα της
αναστολής εκτέλεσης επί ασκήσεως αναιρέσεως (565§2 ΚΠολΔ), όπου με βάση τη
νομολογία του ΑΠ, η διάταξη εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση της μη ενάρξεως της
εκτελέσεως, με το αιτιολογικό ότι για τις μετέπειτα πράξεις η αναστολή πρέπει να
επιδιώκεται με το 933ΚΠολΔ και το καταργημένο ήδη 938ΚΠολΔ(βλ αναλυτική παρουσίαση
σε Μηχιώτη, ΕΦΑΔ 2012, 889-890, Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΓΜ, (β εκδ)
2017, §16, ΙΧ, 51, σημ 125, σ. 299), οπότε σύμφωνα με την ως άνω απόφαση έγινε δεκτή (ως
obiter dictum) δυνατότητα εφαρμογής του 731 ΚΠολΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα, ζητεί να ανασταλεί η αναγκαστική
εκτέλεση, που επισπεύδεται σε βάρος των πέντε (5) ακινήτων του τρίτου καθ’ ου από το
ελληνικό δημόσιο, δυνάμει της υπ` αριθμ. ../2016 κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης
περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας ......., έως την έκδοση
οριστικής απόφασης επί της ανακοπής, που άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα, για το λόγο
ότι η ανακοπή θα ευδοκιμήσει αφού πρόκειται για ακίνητα της αποκλειστικής της
κυριότητας, κατά τα ειδικά εκτιθέμενα στην αίτηση και η συνέχιση της εκτέλεσης θα
προκαλέσει στην ίδια την αιτούσα ανεπανόρθωτη βλάβη. Με το περιεχόμενο αυτό, η αίτηση
παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (αρθρ.
686 επ. σε συνδυασμό με αρθρ. 937 § 1β ΚΠολΔ, ως ισχύει, αναλογικά εφαρμοζόμενου στην
περίπτωση της ανακοπής τρίτου (936) ΚΠολΔ και 74§3 ΚΕΔΕ), ενώπιον του παρόντος
Δικαστηρίου, το οποίο έχει κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη δικαιοδοσία για
την εκδίκαση της. Είναι δε το παρόν Δικαστήριο καθ` ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (αρθρ. 74,
89 ΚΕΔΕ, 937§1β σε συνδυασμό με αρθρ. 933§§1-3 ΚΠολΔ), Εξάλλου η υπό κρίση αίτηση
είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας,
ήτοι 74 ΚΕΔΕ, 937§1β ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως, να ερευνηθεί στη συνέχεια η αίτηση ως
προς την ουσιαστική της βασιμότητα, ερήμην του τρίτου καθ’ ού η εκτέλεση, ο οποίος αν και
κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (βλ. την υπ` αριθμ. ../11.10.2017 έκθεση επίδοσης του
δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας ......., από την οποία αποδεικνύεται η
νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του για την παρούσα δικάσιμο (127§1 ΚΠολΔ)], δεν
παραστάθηκε κατά τη συζήτηση, εκπροσωπείται ωστόσο από το ελληνικό δημόσιο που
παρίσταται, λόγω της μεταξύ τους αναγκαστικής ομοδικίας (αρθρ. 76 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα (.......... του ....) που νόμιμα
εξετάσθηκε στο ακροατήριο, με επιμέλεια της αιτούσας, καθώς και από όλα τα έγγραφα, τα
οποία προσκομίζουν οι διάδικοι, πιθανολογούνται τα εξής: Μετά από την υπ’ αριθ. .../2015
παραγγελία του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ ...., το ελληνικό δημόσιο, προχώρησε σε
αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη του ......... του ...., τρίτου καθ’
ου και πατέρα της αιτούσας, με ημερομηνία πλειστηριασμού την ..11.2017 (βλ .../2017 Α
επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης) μεταξύ άλλων και στα εξής γεωτεμάχια : 1)
το με αριθμό ΚΑΕΚ ..... ελαιοπερίβολο, στη θέση «......», έκτασης 6.351 τ.μ, όπως ειδικότερα
περιγράφεται στην έκθεση, αξίας, 11.000 €, 2) το με αριθμό ΚΑΕΚ ....... ελαιοπερίβολο, στη
θέση «.....», έκτασης 5.401 τ.μ, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην έκθεση, αξίας, 8.000 €, 3)
το με αριθμό ΚΑΕΚ ....... ελαιοπερίβολο, στη θέση «.....», έκτασης 7.752 τ.μ, όπως
ειδικότερα περιγράφεται στην έκθεση, αξίας, 12.000 €, 4) το με αριθμό ΚΑΕΚ ........
ελαιοπερίβολο, στη θέση «.....», έκτασης 7.387 τ.μ, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην
έκθεση, αξίας, 12.000 €, 5) το με αριθμό ΚΑΕΚ ....... ελαιοπερίβολο, στη θέση «.......»,
έκτασης 6.827 τ.μ, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην έκθεση, αξίας, 8.000€. Τα ακίνητα
αυτά ωστόσο, πιθανολογείται ότι απέκτησε κατά κυριότητα η αιτούσα με έκτακτη
χρησικτησία, δεδομένου ότι με το υπ’ αριθ. ...../4.2.1984 προσύμφωνο συστάσεως δωρεάς εν
ζωή ακινήτων και συστάσεως παροχής γονέως προς το τέκνο (1509 ΑΚ) του τ.
συμβολαιογράφου Αταλάντης .........., ο τρίτος καθ’ ου και πατέρας της αιτούσας, ενόψει του
γάμου της και υπό τον όρο τελέσεως αυτού, ο οποίος τελικώς πραγματοποιήθηκε στις
9.9.1984 (βλ. προσκομιζόμενη ληξιαρχική πράξη γάμου), υποσχέθηκε να της μεταβιβάσει
κατά κυριότητα τα παραπάνω ακίνητα, μεταξύ άλλων, παραδίδοντας της τη νομή, μετά την
τέλεση του γάμου της με τον ........, όπως και πράγματι συνέβη το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.
Σημειώνεται ότι για το υπ’ αριθ. 2 ακίνητο ειδικότερα, με ΚΑΕΚ ......., δεν πρόκειται για
ελαιοπερίβολο στη θέση «.......» όπως εσφαλμένα αναγράφηκε από το δικαστικό επιμελητή
κατά τη σύνταξη της έκθεσης κατάσχεσης, αλλά για γεωτεμάχιο εντός του συνοικισμού .....,
όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, το οποίο
ταυτίζεται εν μέρει με την υπ’ αριθ. 7 ιδιοκτησία που αναφέρεται στο προσύμφωνο που
συντάχθηκε, το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και ισόγεια αποθήκη. Έκτοτε η αιτούσα,
τόσο η ίδια ατομικά όσο και διά του συζύγου της και για χρόνο μεγαλύτερο της εικοσαετίας
ασκεί πράξεις νομής επί των ακινήτων αυτών εκμεταλλευόμενη ως κατ’ επάγγελμα
αγρότισσα τα ακίνητα. Ειδικότερα, η ίδια, καλλιεργεί, περιποιείται και οριοθετεί τα
ελαιοπερίβολα, συλλέγει τους καρπούς των ελαιοδένδρων, λαμβάνει επιδοτήσεις για τις
καλλιέργειες αυτές, όπως προκύπτει από σχετικές δηλώσεις που προσκομίζει και σταθερά
εμφανίζεται ως κυρία αυτών στις αρμόδιες φορολογικές αρχές. Στα υπ’ αριθ. 3 και 4 ακίνητα
(θέσεις «......» και «.....»), προέβη στις 8/5/1996 και 30/4/1994 στη δημιουργία συστημάτων
άρδευσης, κάνοντας ενέργειες για την ηλεκτροδότηση αυτών επ’ ονόμάτι της (βλ
προσκομιζόμενα έγγραφα), ενώ σταθερά δηλώνει τα ως άνω γεωτεμάχια στις δηλώσεις Ε9
και ΟΣΔΕ. Στο ακίνητο με αριθμό 2 ειδικότερα (στη θέση «......» κατά την έκθεση
κατάσχεσης), προέβη σε σύνταξη πράξης σύστασης καθέτων ιδιοκτησιών που μεταγράφηκε
νόμιμα, με το υπ’ αριθ. ..../20.1.1994 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αταλάντης ......, ενώ
με την υπ’ αριθ. ..../1994 πράξη καθορισμού χώρων στάθμευσης του ίδιου συμβολαιογράφου,
συνεστήθη επίσης δουλεία σταθμεύσεων στο ίδιο ακίνητο. Επί του ιδίου ακινήτου εξάλλου,
εκδόθηκε η υπ’ αριθ. .../2014 άδεια οικοδομής, η οποία αφορά σε προσθήκη ορόφου. Τα
ανωτέρω, δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι κατά την κτηματογράφηση της συγκεκριμένης
περιοχής, εμφανίζονται καταχωρημένα τα παραπάνω ακίνητα στο όνομα του δικαιοπαρόχου
της αιτούσας, με βάση του τίτλους κτήσης του, αφού όπως προκύπτει από τις
προσκομιζόμενες από 5.10.1999 δηλώσεις της αιτούσας προς τον ΟΚΧΕ, η ίδια προέβη σε
υποβολή δηλώσεων για τα ως άνω ακίνητα, πλην όμως στον τότε χρόνο δεν είχε
συμπληρωθεί ο χρόνος χρησικτησία (20 ετία), με βάση το προσύμφωνο που η ίδια κατείχε,
ενώ επίσης απαιτούνται και διορθωτικές εγγραφές (σε σχέση με τους τίτλους κτήσης του
δικαιοπαρόχου της), ενέργειες στις οποίες δεν έχει ακόμη προβεί, χωρίς πάντως να έχει
παρέλθει η προθεσμία που ορίστηκε στις υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ’
εξουσιοδότηση του ν. 2664/1998, για την άσκηση του δικαιώματός της. Ούτε άλλωστε
μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος που
προτείνει το καθ’ ου, δεδομένου ότι η παρέλευση χρόνου από την 16.6.2005, οπότε και
ορίστηκε ως χρόνος έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή των ακινήτων ως επικαλείται,
χωρίς ενέργεια εκ μέρους της αιτούσας, δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματός
της (καθόσον άλλωστε η προβλεπόμενη από το ν. 2664/1998 προθεσμία δεν έχει ακόμη
εκπνεύσει), απορριπτομένου του ισχυρισμού ως μη νομίμου. Η αιτούσα εξάλλου, άσκησε την
από 24.4.2017 ανακοπή της, κατ’ άρθρο 74 ΚΕΔΕ (αρ. κατάθεσης 484/ΤΜ/68/26.4.17) στο
Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας, η οποία εγγράφηκε εμπρόθεσμα (220 §1 ΚΠολΔ και 74§1
ΚΕΔΕ) στα κτηματολογικά φύλλα των επιδίκων ακινήτων (../ΚΓ3/2.5.2017 πιστοποιητικό
καταχώρησης εγγραπτέας πράξης του Κτηματολογικού γραφείου ...), η οποία, ανεξαρτήτως
της εισαγωγής της κατά τη μη προσήκουσα διαδικασία της τακτικής μονομελούς, αντί της
οριζομένης από την παρ. 3 του άρθρου 937 και 936§2 ΚΠολΔ (περιουσιακών διαφορών 614
επ. ΚΠολΔ), είναι δυνατό να εκδικασθεί με διάταξη του δικαστηρίου, με την προσήκουσα
διαδικασία, κατ΄ άρθρο 591§6 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή.
Παράλληλα, η αιτούσα, άσκησε και την κρινόμενη αίτηση αναστολής εκτέλεσης. Με βάση
όλα τα ανωτέρω πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει ο μοναδικός λόγος της ανακοπής, με τον
οποίο η αιτούσα ισχυρίζεται ότι τα κατασχεθέντα ακίνητα δεν ανήκουν στον οφειλέτη του
επισπεύδοντος ελληνικού Δημοσίου - τρίτου καθ’ ου, αλλά στην ίδια, η οποία τα απέκτησε
κατά κυριότητα, με νόμιμο τρόπο, ήτοι με χρησικτησία, με την άσκηση πράξεως νομής επ’
αυτών, για χρόνο μεγαλύτερο της εικοσαετίας από το Σεπτέμβριο του 1984. Περαιτέρω,
πιθανολογείται ότι η συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη
βλάβη στην αιτούσα, δεδομένου ότι τα ακίνητα έχουν κυρίως αγροτικό χαρακτήρα και από
την εκμετάλλευση αυτών προέρχεται το κύριο εισόδημα της ίδιας και της οικογενείας της,
αφού το εισόδημα του συζύγου της (από άσκηση δραστηριότητας ως υδραυλικός), έχει ήδη
συρρικνωθεί, κατά την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάσθηκε και επιβεβαιώνεται από το
εκκαθαριστικό του έτους 2016 που ήδη προσκομίζει. Δεν απαιτείται δε για τους ανωτέρω
λόγους, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση της αιτούσας, όπως προκύπτει από τα
φορολογικά στοιχεία που προσκομίζει, να εξαρτηθεί η χορήγηση αναστολής από την παροχή
εγγύησης. Συνεπώς με βάση όλα τα ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή ως
κατ’ ουσίαν βάσιμη και να καταδικαστεί η αιτούσα (αρθρ. 84§2 εδ. τελ. Ν. 4194/2013, όπως
αυτό προστέθηκε με το ν. 4236/2014) στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ελληνικού
δημοσίου, δεκτού γενομένου του παραδεκτά προταθέντος προφορικά αιτήματος του,
μειωμένα, ωστόσο, κατ’ αρθρ. 22§1 ν.3693/1957 και της κατ΄ εξουσιοδότηση αρθρ. 5§12 ν.
1738/1987 εκδοθείσης ΥΑ 134423/1992 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και
Δικαιοσύνης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Δεν επιδικάζονται έξοδα ως προς τον
τρίτο καθ’ ου (106, 176, 178 ΚΠολΔ), λόγω της ερημοδικίας του, με δεδομένο ότι δεν
υποβλήθηκε σε χωριστά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ :

Δικάζει ερήμην του τρίτου καθ’ ου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Δέχεται την αίτηση.
Αναστέλλει την αναγκαστική εκτέλεση η οποία επισπεύδεται σε βάρος του τρίτου καθ’ ου,
ως προς τα ακίνητα που περιγράφονται στο σκεπτικό της παρούσας, δυνάμει της υπ’
αριθ. .../30.6.2016 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο
Πρωτοδικείο Λαμίας ....., για την ικανοποίηση της απαίτησης της με α/α ../2015 παραγγελίας
προς εκτέλεση της προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ ..., με επίσπευση πλειστηριασμού ήδη, δυνάμει
της .../7.9.2017 Α περίληψης κατασχετήριας έκθεσης και μέχρι την έκδοση οριστικής
απόφασης επί της από 26/4/2017 (αρ.καταθ. 484/ΤΜ/68/17) ανακοπής (της αιτούσας), υπό
τον όρο συζήτησης αυτής στην ορισθείσα δικάσιμο
Καταδικάζει την αιτούσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ελληνικού δημοσίου,
το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση στη Λαμία, στις 6 Νοεμβρίου 2017.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Για τη δημοσίευση :

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

6. ΜονΠΛαμ 223/2016 (ΑΣΦ) (684337)


(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Άσκηση αίτησης αναστολής εκτελέσεως κατασχετηρίων στα χέρια τρίτου στα πλαίσια
άσκησης ανακοπής κατά επιταγής προς πληρωμή μετά την 01-01-2016 κατά την διάταξη του
άρθρου 933 ΚΠολΔ. Μη νόμιμη η άσκηση της αίτησης αναστολής του άρθρου 937 παρ. 1 εδ
β του νέου ΚΠολΔ καθόσον δεν προβλέπεται με τις διατάξεις του νέου ΚΠολΔ όπως
τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015 κατά της διαδικασίας της έμμεσης αναγκαστικής
εκτέλεσης επί χρηματικών απαιτήσεων αίτηση αναστολής σε περίπτωση κατάθεσης
ανακοπής κατά της εκτέλεσης (933 ΚΠολΔ). Η ασκηθείσα ανακοπή αφορά την ακύρωση της
εκτελεστικής διαδικασίας. Η ένδικη αίτηση αναστολής δεν αναφέρεται στην ασκηθείσα
ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής για την οποία θα ήταν νόμιμη, η άσκησή της καθόσον
με την διάταξη του άρθρου 632 περ. 3 ΚΠολΔ μπορεί κατά την διαδικασία των άρθρων
686επ να χορηγηθεί από το Δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής αναστολή με ή
χωρίς εγγύηση ώσπου να εκδοθεί οριστική απόφαση για την ασκηθείσα ανακοπή. Απορρίπτει
ως μη νόμιμη την αίτηση αναστολής. Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη, επειδή η ερμηνεία
των διατάξεων που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (179 ΚΠολΔ).
Η απόφαση αυτή εισήχθη στη ΝΟΜΟΣ με επιμέλεια του συνδρομητή μας κου Κων/νου
Μπαρουτά, δικηγόρου Λαμίας.

ΑΠΟΦΑΣΗ 223/2016

(Αριθμός Κατάθεσης αίτησης 516/Ασφ/157/2016)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ


ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Δικαστή Σοφία - Αλεξάνδρα Ζήκου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που
ορίσθηκε κατόπιν νόμιμης κλήρωσης.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 6 Οκτωβρίου 2016, χωρίς τη σύμπραξη
γραμματέα, για να δικάσει την αίτηση με αριθμό κατάθεσης 516/Ασφ/157/25-7-2016 και
αντικείμενο την αναστολή αναγκαστική εκτέλεσης μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ : 1) Ετερόρρυθμης Εταιρίας με την επωνυμία «.................», έδρα στο ..
Φθιώτιδας, με ΑΦΜ ......... ΔΟΥ ... και Αριθμό Μητρώου ....... ........... , όπως νόμιμα
εκπροσωπείται, 2) ............. και της ...., με ΑΦΜ ......... , 3) ... το γένος .............. και .............,
με ΑΦΜ .............. , 4) .............. συζύγου .................... το γένος ........ και ..... , με
ΑΦΜ ..........., κατοίκων Λαμίας, οδός ............ αριθμός ... , 5) ........... και της ..., κατοίκου ....
Λαμίας με ΑΦΜ .........., και 6) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «.........., διακριτικό τίτλο
...., έδρα στο .. με ΑΦΜ .............., τους οποίους εκπροσώπησε ο Πληρεξούσιος δικηγόρος
τους Νικόλαο Τσουκνίδά (AM ΔΣ Λαμίας 229)
ΤΟΥ ΚΑΘ` ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: ................... , κατοίκου Λαμίας, οδός .......... αρ. .. , με
ΑΦΜ ........, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Κωνσταντίνος
Κάλαντζής (AM ΔΣ Λαμίας 61).

ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης, που έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου
κατά την παραπάνω δικάσιμο κατόπιν αναβολών, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων
ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το άρθρο 938, που προέβλεπε δυνατότητα αναστολής της εκτελέσεως λόγω


άσκησης ανακοπής του άρθρου 933, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εκδικαζόμενης από το
δικαστήριο της ανακοπής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καταργείται με τις
νέες τροποποιήσεις. Περαιτέρω, με το νέο άρθρο 937 παρ. 1 β εδ. 3 προβλέπεται ότι στις
περιπτώσεις άσκησης ένδικων μέσων κατά της απόφασης επί της ανακοπής, η άσκησή τους
δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου πλέον,
μετά από αίτηση αυτού που το άσκησε, υποβαλλόμενη και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς
παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει
ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου.
Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση.
Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, η αίτηση αναστολής είναι απαράδεκτη, αν
δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του
πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00` το μεσημέρι της
Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού. Στην περίπτωση δε γ` της ίδιας παραγράφου
ορίζεται ότι, ειδικά στην περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, το δικαστήριο της ανακοπής μπορεί
να διατάξει την αναστολή της κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα. Υπό το μέχρι σήμερα
ισχύον δίκαιο, υπήρχε δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο
στο οποίο εκκρεμούσε η ανακοπή και μόνον μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επ`αυτής
10 (άρθ. 938 παρ. 4, όπως ισχύει σήμερα, δηλαδή πριν την έναρξη ισχύος της τροποποίησης).
Η άσκηση δε ένδικου μέσου κατά απόφασης απορριπτικής της ανακοπής δεν μπορούσε να
δικαιολογήσει χορήγηση αναστολής. Ο λόγος της σχετικής πρόβλεψης σαφώς έγκειτο στην
ταχύτητα που πρέπει, ως ένα τουλάχιστον βαθμό, να διέπει τη διαδικασία της αναγκαστικής
εκτελέσεως, βασική αρχή που, ευλόγως και μετά από στάθμιση των εκατέρωθεν
συμφερόντων, θεωρήθηκε ότι δεν επιτρέπει την περαιτέρω καθυστέρηση της διαδικασίας της,
όταν υπάρχει έστω και μία πρώτη οριστική κρίση της ανακοπής από δικαστήριο. Οι νέες
διατάξεις αλλάζουν σημαντικά το τοπίο στις δίκες περί αναστολής της εκτέλεσης και ο
συνδυασμός τους οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα: Η άσκηση ανακοπής συνεχίζει να
μην αναστέλλει την εκτελεστική διαδικασία, δεν παρέχεται όμως ούτε δυνατότητα αναστολής
της εκτέλεσης κατόπιν σχετικής αιτήσεως λόγω της άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 και
εκκρεμότητάς της σε πρώτο βαθμό. Προδήλως ο νεότερος νομοθέτης θεώρησε ότι αυτό δεν
είναι καν αναγκαίο, αφού με τις προθεσμίες που έθεσε για τη συζήτηση και την έκδοση
απόφασης επί της ανακοπής σε συνδυασμό και με την προθεσμία που έθεσε για τη διενέργεια
του πλειστηριασμού, ο οποίος δεν θα μπορεί να προσδιορισθεί πριν την παρέλευση επτά
μηνών από την επιβολή της κατάσχεσης (νέο άρθρο 954 παρ. 2 ε και 993 παρ. 2), προσδοκά
να υπάρχει απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επί της ανακοπής πριν την ημέρα του
πλειστηριασμού. Εμπλοκή μπορεί να υπάρξει βεβαίως σε περίπτωση αναβολής της
συζήτησης της ανακοπής ή σε περίπτωση καθυστέρησης της έκδοσης της απόφασης
επ`αυτής, πράγμα που πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι εφαρμοστές του δικαίου. Δυνατότητα
αναστολής κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εκδικαζόμενης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών
μέτρων, παρέχεται πλέον μόνον σε δεύτερο στάδιο και συγκεκριμένα όταν ασκηθεί ένδικο
μέσο κατά της απόφασης που θα απορρίπτει την ανακοπή, οπότε και θα έχει πλησιάσει πλέον
η ημέρα του πλειστηριασμού. Γι` αυτόν ακριβώς το λόγο τέθηκαν και προθεσμίες άσκησης
της αίτησης αναστολής και έκδοσης της απόφασης από το δικαστήριο του ένδικου μέσου,
όταν επίκειται πλειστηριασμός. Αντιθέτως, επί άμεσης εκτέλεσης, οπότε και δεν τίθεται
ζήτημα μακρινού προσδιορισμού πλειστηριασμού ή εκτέλεσης με άλλο χρονοβόρο τρόπο,
παρέχεται δυνατότητα αναστολής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αμέσως μετά την άσκηση
της ανακοπής. Εξάλλου, στο άρθρο 1.9 του ν. 4335/2015 (Μεταβατικές διατάξεις), πέραν των
επιμέρους ζητημάτων που αναφέρονται παραπάνω για τα οποία προβλέπεται ειδικό
διαχρονικό δίκαιο (έναρξη ισχύος μετά την έκδοση πρ.δ/των), ορίζεται με γενική αφορώσα
την εκτέλεση ρύθμιση ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η
επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η.1.2016. Ως κρίσιμος χρόνος για
την εφαρμογή ή μη του νέου δικαίου θα πρέπει προδήλως να θεωρείται ο χρόνος επίδοσης
της επιταγής προς εκτέλεση, που οδήγησε στη συνέχεια στην έναρξη της κύριας εκτελεστικής
διαδικασίας δια της επιβολής κατασχέσεως επί χρηματικών απαιτήσεων ή δια της διενέργειας
άμεσης εκτέλεσης και όχι τυχόν προηγούμενες επιταγές, οι οποίες επιδόθηκαν μεν, χωρίς
όμως να αρχίσει η κύρια εκτελεστική διαδικασία εντός έτους από την επίδοσή τους, και στις
οποίες δεν μπορεί κατ’ άρθρο 926 παρ. 2 να βασισθεί πλέον η έναρξή της. Αν, αντιθέτως,
έχει γίνει ή θα γίνει εντός έτους έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας βάσει επιταγής
που κοινοποιήθηκε πριν την 1η-1-2016, θα τυγχάνει εφαρμογής το μέχρι τις 31-12-2015
ισχύον δίκαιο, ενώ η τυχόν επανακοινοποίηση της επιταγής μετά την 1η-1-2016, προκειμένου
αυτή να επιστηρίξει απλώς τη συνέχιση των υπολειπομένων πράξεων της κύριας
εκτελεστικής διαδικασίας, δεν θα μεταβάλει το δίκαιο βάσει του οποίου αυτές θα
διενεργούνται και θα κρίνονται. (Ευδοξία Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το
δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015, ΕΣΔι - Σεμινάριο
Δικαστικών Λειτουργών της 1ης-12-2015). Περαιτέρω, για την ικανοποίηση των χρηματικών
αξιώσεων του δανειστή επιτρέπεται κατ’ επιλογή, σωρευτικά ή και διαδοχικά η χρήση των
εξής μέσων αναγκαστικής εκτέλεσης : 1) της κατάσχεσης, 2) της αναγκαστικής διαχείρισης
και 3) της προσωπικής κράτησης, στο μέτρο που συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις του
νόμου (1047 - 1048 ΚΠολΔ). Παράλληλα, επιτρέπεται ως οιωνεί μέσο εκτέλεσης η χρήση
του βεβαιωτικού όρκου. Το άρθρο 951 § 1 ΚΠολΔ αναφέρεται στις εξής ρυθμιζόμενες
διαδικασίες κατάσχεσης : 1) στην κατάσχεση της κινητής περιουσίας του οφειλέτη ( άρθρα
953 - 981 και 1017 - 1021 ΚΠολΔ), 2) στην κατάσχεση των ακινήτων του οφειλέτη (άρθρα
992 - 1016 και 1017 - 1021 ΚΠολΔ), 3) στην κατάσχεση σε χέρια τρίτου (άρθρα 982 - 991
ΚΠολΔ), και 4) στην κατάσχεση των ειδικών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (άρθρα
1022 - 1033 ΚΠολΔ). Τα παραπάνω μέσα εκτέλεσης δεν οδηγούν στην ικανοποίηση του
δανειστή με την ενέργεια μίας και μόνης πράξης εκτέλεσης, αλλά μετά από σειρά ολόκληρη
διαδικαστικών ενεργειών που οδηγούν τελικά στην αυτούσια ικανοποίησή του. Η
αναγκαστική εκτέλεση είναι έμμεση (Φαλτσή, - Αναγκαστική Εκτέλεση, τομ. II, Ειδικό
μέρος, § 53, II, 1, σελ. 86 - 89).
Με την κρινόμενη αίτησή τους οι αιτούντες εκθέτουν ότι ο καθ’ ου η αίτηση τους επέδωσε α)
την από 29-6-2016 επιταγή προς πληρωμή με αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου
της με αριθμό ../2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία
επιτάχθηκαν να καταβάλλουν στον καθ’ ου η αίτηση σε ολόκληρο οι τρεις πρώτοι αιτούντες
και κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στην πρώτη οι λοιποί αιτούντες το συνολικό ποσό των
155.550 ευρώ με το νόμιμο τόκο όπως ειδικότερα αναγράφεται σ’ αυτή (επιταγή προς
πληρωμή), και β) τα από 11-7-2016 έγγραφα κατάσχεσης στα χέρια τρίτων, ανώνυμης
τεχνικής εταιρίας με την επωνυμία «.....................................» και ανώνυμης τραπεζικής
εταιρίας με την επωνυμία «..................», με τα οποία επέβαλε κατάσχεση στα χέρια των
εταιριών αυτών μέχρι του ποσού των 162.361,26 ευρώ, και ότι οι αιτούντες άσκησαν νόμιμα
και εμπρόθεσμα την από 25-7-2016 ανακοπή τους για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή.
Ζητά, δε, η αιτούσα να ανασταλεί χωρίς την καταβολή εγγύησης η εκτέλεση α) της από 29-6-
2016 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της
με αριθμό ../2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, και β) των από
11-7-2016 εγγράφων κατάσχεσης στα χέρια τρίτων, ανώνυμης τεχνικής εταιρίας με την
επωνυμία «...........» και ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία
«.................................», που επισπεύδεται σε βάρος τους, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη
απόφαση επί της ανακοπής τους, για το λόγο ότι η τελευταία θα ευδοκιμήσει, ενώ η
εξακολούθηση της αναγκαστικής εκτέλεση σε βάρος τους, κατά τον ενδιάμεσο χρόνο, θα
προκαλέσει σ’ αυτούς ανεπανόρθωτη βλάβη. Τέλος, ζητούν να καταδικαστεί ο καθ’ ου η
αίτηση στη δικαστική δαπάνη τους.
Με το περιεχόμενο αυτό η αίτηση παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ’ ύλη
και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 682 επ., 933 επ. ΚΠολΔ), είναι, όμως μη νόμιμη και πρέπει να
απορριφθεί, καθόσον, όπως αναλύεται στην ανωτέρω μείζονα, δεν προβλέπεται με τις
διατάξεις του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, κατά τη διαδικασία της
έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης επί χρηματικών απαιτήσεων αίτηση αναστολής σε
περίπτωση κατάθεσης ανακοπής κατά της εκτέλεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, από την
επισκόπηση του δικογράφου της κρινόμενης αίτησης και της συναπτόμενης ανακοπής
προκύπτει αβίαστα ότι η ανακοπή αφορά στην ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας. Προς
επίρρωση, από την επισκόπηση των εγγράφων, που καταθέτουν οι αιτούντες, προκύπτει ότι
οι τελευταίοι έχουν καταθέσει στο Δικαστήριο αυτό, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών
διαφορών, στις 21-7-2016, τη με αριθμό κατάθεσης ..../59/2016 ανακοπή κατά της ένδικης με
αριθμό ../2016 διαταγής πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου με αίτημα την
ακύρωση της τελευταίας με τους δύο πανομοιότυπους λόγους με αυτούς της ανακοπής
εκτέλεσης. Ωστόσο, δεν προκύπτει από το περιεχόμενο αλλά και από το αίτημά της ότι η
κρινόμενη αίτηση αναστολής αναφέρεται στη συγκεκριμένη ως άνω ανακοπή ακύρωσης
διαταγής πληρωμής (με αριθμό κατάθεσης .../59/2016), για την οποία θα ήταν νόμιμη,
καθόσον με τη διάταξη του άρθρο 632 § 3 ΚΠολΔ μπορεί, κατά τη διαδικασία των άρθρων
686 επ., να χορηγηθεί από το Δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής αναστολή με ή
και χωρίς εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί οριστική απόφαση για την ασκηθείσα ανακοπή. Κατ’
ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναστολής, και να
συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων επειδή η ερμηνεία των διατάξεων που
εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται
στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ τη με αριθμό κατάθεσης 516/Ασφ/157/2016 αίτηση αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ το σύνολο των δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Λαμία, στο ακροατήριό του και σε
έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στις 3 Νοεμβρίου 2016, απόντων των διαδίκων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

7. ΕιρΧανίων 554/2017 ( 704542) (Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)


Αίτηση αναστολής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση
χρηματικών απαιτήσεων. Κατάσχεση εις χείρας τράπεζας ως τρίτης. Δικαστική ρύθμιση των
οφειλών κατά τις διατάξεις του ν. 3869/2010. Σε χρόνο προγενέστερο της επίδοσης της
διαταγής πληρωμής, όχι μόνο είχε κατατεθεί και επιδοθεί από τον αιτούντα η αίτησή του για
την υπαγωγή του στις διατάξεις του ως άνω νόμου, αλλά περαιτέρω είχε εκδοθεί και
προσωρινή διαταγή, η οποία επέβαλλε την αναστολή όλων των καταδιωκτικών μέτρων σε
βάρος του οφειλέτη. Η καθ’ ης παρά το νόμο, επέδωσε στον αιτούντα την προσβαλλόμενη
επιταγή προς πληρωμή και εν συνεχεία το προσβαλλόμενο κατασχετήριο εις χείρας τρίτων,
καθώς, κατά το χρόνο έναρξης της προσβαλλόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, ίσχυε η
δυνάμει προσωρινής διαταγής αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων σε βάρος του αιτούντα.
Πιθανολόγηση της ευδοκίμησης του αντίστοιχου λόγου της ανακοπής. Δέχεται την αίτηση.
Αναστέλλει.

  
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 554/2017

(Αριθμός καταθέσεως αίτησης: 69/26-6-2017)

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ

(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Απόστολο Μαλακωνάκη, Ειρηνοδίκη Χανίων και από
την Γραμματέα Μαρία Φουντουλάκη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 11η Ιουλίου 2017, για να δικάσει την
υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ : ..., κατοίκου Χανίων, οδός .. αρ. .., με Α.Φ.Μ. ... - Δ.Ο.Υ. Χανίων, ο
οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Μαρίας Τσαρμπού (ατελώς λόγω
συγγενικής σχέσης).

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Συνεταιριστικής Τράπεζας με την επωνυμία «...», που εδρεύει
στο Ηράκλειο, ... αρ. .., και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.
Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 16-6-2017 αίτησή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία
του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό 69/26-6-2017, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που
αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο έκθεμα.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υποθέσεως η πληρεξούσια δικηγόρος του
αιτούντος ανέπτυξε προφορικά τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα
αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στο έγγραφο σημείωμά της.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ’ αριθμ. .../5-7-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του
Εφετείου Κρήτης (με έδρα το Πρωτοδικείο Χανίων) ..., την οποία επικαλείται και
προσκομίζει ο αιτών, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινομένης αιτήσεως, με πράξη
ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή
της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια του αιτούντος, στην καθ’
ης η αίτηση. Η τελευταία όμως δεν παραστάθηκε στη δικάσιμο αυτή κατά την οποία η
υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του εκθέματος και ως εκ τούτου πρέπει να δικαστεί
ερήμην (άρθρ. 271 §1 και 2 εδ. α` ΚΠολΔ). Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει
στην εκδίκαση της υπόθεσης σαν να ήταν παρούσα, διότι, κατά την κρατούσα άποψη, η
ερημοδικία οποιουδήποτε διαδίκου (αιτούντος ή καθ’ ου) στη δίκη των ασφαλιστικών
μέτρων δεν συνεπάγεται βλαπτικές συνέπειες γι’ αυτόν, λόγω της ισχύος του ανακριτικού
συστήματος, και ο απών διάδικος δικάζεται σαν να είναι παρών (άρθρα 696 παρ. 1 και 699
ΚΠολΔ, ΕφΑθ 10801/1990 ΕλΔνη 32.1072, ΠΠρΑθ 6961/1990 Αρμ 1991.63, ΜΠρΑιγίου
10/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑγρ 66/1991 ΕλλΔνη 1991.840, ΕιρΑθ 2129/1994 ΑρχΝ
1996.344, Τζίφρας, Ασφαλιστικά Μέτρα κατά τον ΚΠολΔ, 1985, σελ. 50).
Το άρθρο 938, που προέβλεπε δυνατότητα αναστολής της εκτελέσεως λόγω
άσκησης ανακοπής του άρθρου 933, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εκδικαζόμενης από το
δικαστήριο της ανακοπής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καταργήθηκε με τις
τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/2015 στον ΚΠολΔ. Περαιτέρω, με το νέο άρθρο 937
παρ. 1 β εδ. 3 προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις άσκησης ένδικων μέσων κατά της απόφασης
επί της ανακοπής, η άσκησή τους δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το
δικαστήριο του ένδικου μέσου πλέον, μετά από αίτηση αυτού που το άσκησε, υποβαλλόμενη
και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διατάξει την
αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της
αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί
την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η
αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή
πλειστηριασμού, η αίτηση αναστολής είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε
(5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να
δημοσιεύεται έως τις 12:00`το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού.
Στην περίπτωση δε γ` της ίδιας παραγράφου ορίζεται ότι, ειδικά στην περίπτωση άμεσης
εκτέλεσης, το δικαστήριο της ανακοπής μπορεί να διατάξει την αναστολή της κατά τα
ειδικότερα προβλεπόμενα. Υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, υπήρχε δυνατότητα αναστολής της
εκτέλεσης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στο οποίο εκκρεμούσε η ανακοπή και μόνον
μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επ’ αυτής (άρθ. 938 παρ. 4, όπως ίσχυε, πριν την
κατάργησή του με την παρ. 1 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015). Η
άσκηση δε ένδικου μέσου κατά απόφασης απορριπτικής της ανακοπής δεν μπορούσε να
δικαιολογήσει χορήγηση αναστολής. Ο λόγος της σχετικής πρόβλεψης σαφώς έγκειτο στην
ταχύτητα που πρέπει, ως ένα τουλάχιστον βαθμό, να διέπει τη διαδικασία της αναγκαστικής
εκτελέσεως, βασική αρχή που, ευλόγως και μετά από στάθμιση των εκατέρωθεν
συμφερόντων, θεωρήθηκε ότι δεν επιτρέπει την περαιτέρω καθυστέρηση της διαδικασίας της,
όταν υπάρχει έστω και μία πρώτη οριστική κρίση της ανακοπής από δικαστήριο. Οι νέες
διατάξεις αλλάζουν σημαντικά το τοπίο στις δίκες περί αναστολής της εκτέλεσης και ο
συνδυασμός τους οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα: Η άσκηση ανακοπής συνεχίζει να
μην αναστέλλει την εκτελεστική διαδικασία, δεν παρέχεται όμως ούτε δυνατότητα αναστολής
της εκτέλεσης κατόπιν σχετικής αιτήσεως λόγω της άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 και
εκκρεμότητάς της σε πρώτο βαθμό. Προδήλως ο νεότερος νομοθέτης θεώρησε ότι αυτό δεν
είναι καν αναγκαίο, αφού με τις προθεσμίες που έθεσε για τη συζήτηση και την έκδοση
απόφασης επί της ανακοπής σε συνδυασμό και με την προθεσμία που έθεσε για τη διενέργεια
του πλειστηριασμού, ο οποίος δεν θα μπορεί να προσδιορισθεί πριν την παρέλευση επτά
μηνών από την επιβολή της κατάσχεσης (νέο άρθρο 954 παρ. 2 ε και 993 παρ. 2), προσδοκά
να υπάρχει απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επί της ανακοπής πριν την ημέρα του
πλειστηριασμού. Εμπλοκή μπορεί να υπάρξει βεβαίως σε περίπτωση αναβολής της
συζήτησης της ανακοπής ή σε περίπτωση καθυστέρησης της έκδοσης της απόφασης επ’
αυτής, πράγμα που πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι εφαρμοστές του δικαίου. Δυνατότητα
αναστολής κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εκδικαζόμενης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών
μέτρων, παρέχεται πλέον μόνον σε δεύτερο στάδιο και συγκεκριμένα όταν ασκηθεί ένδικο
μέσο κατά της απόφασης που θα απορρίπτει την ανακοπή, οπότε και θα έχει πλησιάσει πλέον
η ημέρα του πλειστηριασμού. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τέθηκαν και προθεσμίες άσκησης
της αίτησης αναστολής και έκδοσης της απόφασης από το δικαστήριο του ένδικου μέσου,
όταν επίκειται πλειστηριασμός. Αντιθέτως, επί άμεσης εκτέλεσης, οπότε και δεν τίθεται
ζήτημα μακρινού προσδιορισμού πλειστηριασμού ή εκτέλεσης με άλλο χρονοβόρο τρόπο,
παρέχεται δυνατότητα αναστολής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αμέσως μετά την άσκηση
της ανακοπής (Ευδοξία Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο αναγκαστικής
εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015, ΕΣΔι - Σεμινάριο Δικαστικών
Λειτουργών της 1ης-12-2015).
Τίθεται όμως το ερμηνευτικό ζήτημα αν αποκλείεται η δυνατότητα παροχής
αναστολής και στην περίπτωση της κατάσχεσης χρηματικών απαιτήσεων εις χείρας τρίτου
ενόψει της διαφορετικής διαμορφώσεως της διαδικασίας σε σχέση με την κατάσχεση κινητών
και ακινήτων (άρθρ. 982 επ.). Ο νόμος δεν προσέδωσε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην
άσκηση της ανακοπής στην παραπάνω περίπτωση, ούτε εισήγαγε θεσμό που εκπληρώνει τη
λειτουργία της άλλοτε αιτήσεως αναστολής του άρθρ. 938. Σε σχέση με την κατάσχεση
απαιτήσεων εις χείρας τρίτου ο ν. 4335/2015 επέφερε μία αλλαγή. Συμπεριέλαβε την πράξη
αυτή στην προθεσμία ανακοπής του άρθρ. 934. Έως τότε δεν υπήρχε σχετική ειδική αναφορά
(άρθρ. 996 ΚΠολΔ/1968, άρθρ. 934 ΚΠολΔ 1971). Αν υφίσταται ελάττωμα από την σύνταξη
της επιταγής προς εκτέλεση ή την απαίτηση μέχρι και την επίδοση του κατασχετηρίου
εγγράφου στον καθ’ ου, η προθεσμία ανακοπής είναι σαράντα πέντε (45) ημέρες από την
ημέρα της κατάσχεσης. Με την πρώτη προσέγγιση τείνει κάποιος να αποδεχθεί τη θέση ότι ο
νομοθέτης με τη συμπερίληψη της κατασχέσεως απαιτήσεως εις χείρας τρίτων στο άρθρ. 934
ρύθμισε και ως προς αυτή το θέμα της αναστολής υπό την έννοια ότι δεν ισχύει πλέον. Ιδίως,
δεν προκύπτει από τη διάταξη του αρθρ. 934 ότι αναφέρεται μόνο στην περίπτωση που
περιεχόμενο της απαιτήσεως είναι η μεταβίβαση κυριότητας κινητού (άρθρ. 982 παρ. 1 α)
μετά τη δήλωση του τρίτου ότι έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα (άρθρ. 988 παρ. 2
εδ. 1). Υπό το πρίσμα αυτό, η νομολογία υιοθέτησε αρχικά την άποψη ότι με τις διατάξεις
του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, δεν προβλέπεται κατά τη διαδικασία
της έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης επί χρηματικών απαιτήσεων αίτηση αναστολής σε
περίπτωση κατάθεσης ανακοπής κατά της εκτέλεσης, συνεπώς ούτε και επί κατασχέσεως στα
χέρια τρίτου (άρθρα 982 επ. ΚΠολΔ), η οποία συνιστά είδος έμμεσης αναγκαστικής
εκτέλεσης (ΜΠρΛαμ 223/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια όμως ο Άρειος Πάγος, αφού
διαπίστωσε την ανάγκη παροχής έννομης προστασίας σε σχέση με αντικείμενο κατασχέσεως
που δεν καταλήγει σε πλειστηριασμό, όπως συμβαίνει με την κατάσχεση χρηματικών
απαιτήσεων εις χείρας τρίτου, έκρινε ότι ο καθ’ ου η εκτέλεση έχει τη δυνατότητα να
επιδιώξει την αναστολή με τη μορφή της προσωρινής ρυθμίσεως καταστάσεως κατά το
άρθρο 731 ΚΠολΔ, εφόσον βέβαια υπάρχει βάσιμος κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ λόγος
ανακοπής κατά της επιχειρούμενης εκτέλεσης και πιθανολογείται έτσι η ευδοκίμηση της
ανακοπής και η ανατροπή του εκτελεστού τίτλου [ΑΠ 11/2017, ΑΠ 142/2016 (Α2 Τμήμα -
Ως Συμβούλιο)]. Η μεταστροφή αυτή της νομολογίας δικαιολογείται απόλυτα και μάλιστα
θεωρείται επιβεβλημένη με βάση τις ακόλουθες σκέψεις: Σε αντίθεση με την κατάσχεση
κινητών ή ακινήτων στην κατάσχεση χρηματικών απαιτήσεων εις χείρας τρίτου δεν
ακολουθεί άλλη πράξη που διενεργείται με πρωτοβουλία του δανειστή και η οποία είναι
κρίσιμη για την ενδεχόμενη ικανοποίηση του επισπεύδοντος. Δημιουργείται βεβαίως η
υποχρέωση του τρίτου να δηλώσει αν υφίσταται η αξίωση του καθ’ ου εναντίον του, κάτι που
αποτελεί τμήμα της όλης διαδικασίας. Σε περίπτωση καταφατικής δηλώσεως εκ μέρους του
επέρχεται εκ του νόμου εκχώρηση της απαιτήσεως από τον καθ’ ου στον κατασχόντα εντός
οκτώ ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η
εκτέλεση (άρθρ. 985 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρ. 988 παρ. 1, 722 παρ. 2). Η κατάσχεση εις
χείρας τρίτου εξελίσσεται και περατούται ιδιαιτέρως γρήγορα. Αυτό που για την κατάσχεση
κινητών ή ακινήτων είναι ο πλειστηριασμός και η κατακύρωση, είναι για την κατάσχεση
απαιτήσεων η ίδια η πράξη αυτή (ΕφΑθ 8886/1979 ΝοΒ 28.1507). Ολοκληρώνεται με την
επίδοση του κατασχετηρίου στον οφειλέτη και στον τρίτο, αδιαφόρως της υπάρχουσας
διαφωνίας αν η επίδοση στον καθ’ ου η εκτέλεση αποτελεί προϋπόθεση του υποστατού ή
απλώς του κύρους της εκτελέσεως, αν και η νέα ρύθμιση του άρθρ. 934 ενισχύει τη θέση ότι
για την ολοκλήρωση της κατασχέσεως απαιτείται και η επίδοση στον καθ’ ου, αφού η
προθεσμία του εν λόγω άρθρου οροθετείται με την επίδοση του κατασχετηρίου στον καθ’ ου.
Για το λόγο αυτό με τη συρρίκνωση των δύο πρώτων σταδίων εκτελέσεως σε ένα από
πλευράς προθεσμίας (άρθρ. 934) υφίσταται εν προκειμένω μία μόνο προθεσμία ανακοπής
που καλύπτει εγκυρότητα του τίτλου, προδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως, κατασχετήριο,
απαίτηση (άρθρ. 934 παρ. 1 α). Η διαφορά της κατασχέσεως χρηματικών απαιτήσεων από
την κατάσχεση κινητών ή ακινήτων καθίσταται περισσότερο εμφανής αν ήθελε υποτεθεί ότι
η κατάσχεση εις χείρας τρίτου αφορά αξίωση για μεταβίβαση της κυριότητας κινητού. Τότε
σε περίπτωση καταφατικής δηλώσεως και απόδοσης του πράγματος από τον τρίτο
δρομολογείται πλειστηριασμός με βάση τις γενικές διατάξεις (άρθρ. 988 παρ. 2 ). Επομένως,
η προστασία που παρέχεται στην κατάσχεση κινητών ή ακινήτων κατά την επιδίωξη του
νομοθέτη με τον καθορισμό απώτερου χρόνου διεξαγωγής του πλειστηριασμού στον
ανακόπτοντα οφειλέτη, θα πρέπει να παρασχεθεί με άλλο τρόπο σε σχέση με την κατάσχεση
απαιτήσεων και την υποχρέωση του τρίτου να προβεί σε δήλωση εντός οκτώ ημερών από την
επίδοση του κατασχετηρίου στον καθ’ ου. Αυτό που επέρχεται με τον πλειστηριασμό κινητών
ή ακινήτων συντελείται εδώ με τη δήλωση του τρίτου ως συνέπεια του κατασχετηρίου με τη
σημαντική διαφορά ότι τα χρονικά όρια είναι σημαντικώς στενότερα στην κατάσχεση
απαιτήσεως. Στην κατάσχεση εις χείρας τρίτου δεν υφίστανται οι προθεσμίες που υπάρχουν
για την κατάσχεση κινητών και ακινήτων και διασφαλίζουν κατά την παράσταση του
νομοθέτη προστασία από τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων. Εδώ δεν υπάρχει η πράξη
του πλειστηριασμού που θα διεξαχθεί επτά ή οκτώ μήνες μετά την κατάσχεση. Αν υπάρξει
καταφατική δήλωση του τρίτου, τότε συντελείται εντός της προθεσμίας του άρθρ. 988 παρ. 1
εκχώρηση της κατασχεθείσας απαιτήσεως. Ότι υπάρχει συνεπώς ανάγκη προσωρινής
προστασίας δυσχερώς μπορεί να αμφισβητηθεί. Στη βάση του προγενέστερου δικαίου
προστασία παρείχετο μέσω της αναστολής του άρθρ. 938. Η ανάγκη προστασίας είναι
συνάρτηση των συνεπειών της τυχόν καταφατικής δηλώσεως του τρίτου. Επέρχεται ex lege
εκχώρηση της απαιτήσεως, πράγμα που σημαίνει ότι ο κατασχών μπορεί να εισπράξει την
απαίτηση. Αν ευδοκιμήσει η ανακοπή και ακυρωθεί η κατάσχεση, θα πρέπει ο καθ’ ου η
εκτέλεση να αναζητήσει το ποσό που εισπράχθηκε κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού
δικαίου (ΑΚ 904, 914, 940 παρ. 3 ΚΠολΔ) με αβέβαια αποτελέσματα λόγω ενδεχόμενης
αφερεγγυότητας ή απροθυμίας του κατασχόντος να επιστρέψει το εισπραχθέν ποσό. Δεν
αποκλείεται επίσης να προσβάλει την απόφαση που ακυρώνει την κατάσχεση με ένδικα μέσα
(άρθρ. 937 παρ. 1 β). Η ανάγκη προστασίας υφίσταται σε σχέση με τον κατασχόντα και όχι
σε σχέση με τον τρίτο (άρθρ. 984 παρ. 4). Ακόμη, δεν αποκλείεται ο οφειλέτης να υποστεί
στην επιχειρηματική του δραστηριότητα μια δυσκόλως επανορθώσιμη ζημία στερούμενος
την κατασχεθείσα απαίτηση. Είναι ιδίως μη αποδεκτό να υποστεί ο οφειλέτης τις συνέπειες
της αναγκαστικής εκτέλεσης ενώ έχει λ.χ. αποσβεσθεί η απαίτηση λόγω καταβολής ή
διατηρεί ανταξίωση κατά του επισπεύδοντος, που μπορεί να προβληθεί με ανακοπή με τη
μορφή ενστάσεως επισχέσεως ή συμψηφισμού. Δεν αποκλείεται επίσης η απαίτηση να είναι
ακατάσχετη. Δημιουργείται περιπλοκή αν ο τρίτος προβεί σε καταφατική δήλωση και
καταβολή παρά τον περιορισμό που έθεσε για τα πιστωτικά ιδρύματα η διάταξη του άρθρου
985 παρ. 1 εδ. 2 όπως ισχύει. Το ακατάσχετο χρήζει προβολής με ανακοπή. Προκειμένου για
πρόσωπα, που αναπτύσσουν επαγγελματική δραστηριότητα, η κατάσχεση εις χείρας τρίτου,
ιδίως η επιβαλλόμενη εις χείρας πιστωτικών ιδρυμάτων, μπορεί ως μέτρο αυτό καθ’ εαυτό να
έχει ιδιαιτέρως δυσμενείς επιπτώσεις. Είναι οι επιπτώσεις στις τρέχουσες συναλλαγές, στη
μισθοδοσία των εργαζομένων, στην καθ’ όλου λειτουργία της επιχειρήσεως και της
επαγγελματικής δραστηριότητας, στην πιστοληπτική της ικανότητα, στη φήμη της εταιρείας
(ΣτΕ 215/1982 Δ13.881 επομ.). Δεν είναι τυχαίο ότι ο νομοθέτης καθόρισε την ύπαρξη ενός
ακατάσχετου λογαριασμού (ν. 4161/2013). Η μη παροχή δυνατότητας αναστολής της
εκτελέσεως οδηγεί σε τετελεσμένα γεγονότα, που η ανατροπή τους σε περίπτωση
ευδοκιμήσεως της ανακοπής απαιτεί ενδεχόμενα νέο δικαστικό αγώνα κατά του
επισπεύσαντος την αναγκαστική εκτέλεση με αβέβαια αποτελέσματα. Ο κίνδυνος που
συνεπάγεται η εκχώρηση είναι βεβαίως μη υφιστάμενος στο βαθμό που ο κατασχών δεν
εισέπραξε το ποσό της απαιτήσεως από τον τρίτο. Σε περίπτωση αποδοχής της ανακοπής θα
πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απαίτηση επανεκχωρείται εκ του νόμου στον καθ’ ου όπως
συμβαίνει και με την εκχώρηση ως αποτέλεσμα της θετικής δηλώσεως. Η προσωρινή
προστασία είναι αναγκαία έως την επέλευση της εκχωρήσεως. Αν επέλθει εκχώρηση, τότε
συντελέσθηκε η κρίσιμη πράξη και θέμα προσωρινής προστασίας δεν τίθεται. Καίτοι δηλαδή
η προθεσμία ανακοπής είναι 45 ημέρες από την κατάσχεση (άρθρ. 934 παρ. 1 α), ανάγκη
αναστολής υφίσταται μέχρι την εκχώρηση. Περαιτέρω σημαντικό είναι το στοιχείο ότι
προσωρινή προστασία παρέχεται σε σχέση με την κατάσχεση απαιτήσεων εις χείρας τρίτων
που γίνεται με βάση τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Προβλέπεται η δυνατότητα
αναστολής (άρθρ. 228 σε συνδ. με άρθρ. 217). Μάλιστα κατά την υφιστάμενη πρακτική η
παρεχόμενη προστασία είναι κατ’ αποτέλεσμα εκτεταμένη. Δεν περιορίζεται στο
παραδοσιακό περιεχόμενο της αναστολής εν τη εννοία της μη προόδου της περαιτέρω
διαδικασίας. Επεκτείνεται και στη δυνατότητα αποδεσμεύσεως της κατασχεθείσας
απαιτήσεως. Το δεσμευθέν ποσό τίθεται πρακτικώς στην ελεύθερη διάθεση του οφειλέτη.
Είναι μη ικανοποιητικό και τυχαίο να παρέχεται επίσης προσωρινή προστασία στον οφειλέτη
όταν η εκτέλεση επισπεύδεται με βάση τον ΚΕΔΕ (άρθρ. 73 παρ. 3) και να μην παρέχεται
όταν επισπεύδεται με βάση τον ΚΠολΔ καίτοι μάλιστα τα ένδικα βοηθήματα μπορούν να
κρίνονται και στις δύο περιπτώσεις από τα πολιτικά δικαστήρια (ΣτΕ 3778/2015 ΕλλΔνη
2016.1200-1201). Κατόπιν τούτων, ορθότερη εμφανίζεται η άποψη ότι υφίσταται σε σχέση
με την κατάσχεση χρηματικών απαιτήσεων εις χείρας τρίτου ένα ακούσιο κενό, μία αντίθετη
προς το κανονιστικό πρόγραμμα του νομοθέτη ατέλεια του νόμου. Οι προπαρασκευαστικές
εργασίες του ν. 4335/2015 με τη μορφή της αιτιολογικής εκθέσεως είναι σαφείς. Ο
νομοθέτης, όπως προκύπτει από τα παραπάνω αναφερθέντα, ήθελε να ρυθμίσει μόνο την
περίπτωση της κατασχέσεως και πλειστηριασμού κινητών και ακινήτων με τρόπο που δεν θα
απαιτούσε πλέον το ένδικο βοήθημα της δικαστικής αναστολής. Το κανονιστικό πρόγραμμα
του νομοθέτη ήταν επίσης σαφές. Επιδιώχθηκε η συγκέντρωση όλων των δυνατών
παραπόνων κατά της εκτελεστικής διαδικασίας σε ένα πρώιμο στάδιο, η έγκαιρη εκδίκασή
τους και η δημιουργία μίας κατά το δυνατό σαφούς πραγματικής και νομικής καταστάσεως
πριν από τον πλειστηριασμό. Γι’ αυτό και η πράξη τοποθετείται επτά ή οκτώ μήνες μετά την
επιβολή της κατασχέσεως. Δεν ήταν στον σκοπό του νόμου και στη βούληση του νομοθέτη
να μην παρασχεθεί προσωρινή έννομη προστασία στην περίπτωση της κατάσχεσης
χρηματικών απαιτήσεων εις χείρας τρίτου. Αυτή διέλαθε του κανονιστικού ορίζοντα του
νομοθέτη που επικεντρώθηκε στην κατάσχεση και πλειστηριασμό κινητών και ακινήτων. Το
πρόγραμμα του νομοθέτη αφορά μόνο την κατάσχεση και πλειστηριασμό κινητών και
ακινήτων. Δεν αφορά και δεν προσήκει στην κατάσχεση απαιτήσεων εις χείρας τρίτου και
στην κατάσχεση χρημάτων, ως προς τις οποίες δεν ακολουθεί πλειστηριασμός. Επίσης, η ίδια
η ρύθμιση του νόμου για την κατάσχεση και τον πλειστηριασμό κινητών και ακινήτων δεν
είναι ερμηνευτέα ως καταργούσα την προστασία της αναστολής στο πεδίο εφαρμογής της.
Δεν αναγνωρίζεται τέτοια προστασία μέσω αιτήσεως αναστολής ακριβώς επειδή δεν είναι
αναγκαία. Η παροχή της διασφαλίζεται με άλλο τρόπο. Ο απώτερος χρόνος διεξαγωγής του
πλειστηριασμού κατοχυρώνει την προστασία που παρείχε άλλοτε η διάταξη του άρθρ. 938.
Σχετικές και επιβεβαιωτικές είναι οι ρυθμίσεις των άρθρ. 937 παρ. 1 γ και 1011 Α. Ως προς
αυτές δεν υφίσταται επίσης ένδειξη, ρητή ή συναγόμενη, για χρήση του εξ αντιδιαστολής
επιχειρήματος, ότι δηλαδή αναστολή παρέχεται μόνο στις περιπτώσεις αυτές.
Ωστόσο, η προκριθείσα από τον Άρειο Πάγο όψιμη λύση για ευθεία εφαρμογή των
διατάξεων των άρθρ. 731-732 για την προσωρινή ρύθμιση καταστάσεως ως μέσου παροχής
προσωρινής έννομης προστασίας στην αναγκαστική εκτέλεση δεν εμφανίζεται πειστική. Η
έως τώρα κρατούσα γνώμη τόσο στη νομολογία όσο και τη θεωρία υποστηρίζει την άποψη
ότι ο θεσμός της προσωρινής ρύθμισης καταστάσεως δεν εφαρμόζεται ως τρόπος παροχής
προσωρινής προστασίας στις δίκες περί την εκτέλεση, καθώς η προσωρινή ρύθμιση
προϋποθέτει ως ασφαλιστικό μέτρο έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου. Υπογραμμίζεται
ότι η επιδιωκόμενη με τα ασφαλιστικά μέτρα ένδικη προστασία είναι πρωτογενής με την
έννοια της δημιουργίας το πρώτον εκτελεστού τίτλου, ενώ η προσωρινή προστασία στη
διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως είναι δευτερογενούς φύσεως, προϋποθέτουσα την
ύπαρξη εκτελεστού τίτλου. Προβάλλεται η θέση ότι θα ήταν περιττή η ρύθμιση του άρθρ.
938 αν η ανάγκη μπορούσε να καλυφθεί με τις διατάξεις των άρθρ. 731-732 (ΜΠρΚεφ
146/2012 ΕλλΔνη 2013.823, ΜΠρΑθ 9184/2006 Δ 38.336, 1056/2003 ΕλλΔνη 2005.286,
3977/2002 ΝοΒ 2002.2035, 1368/1995 Δ 27.204, 5112/1988 Δ 20.589, 11256/1987 ΕλλΔνη
1989.846, 6672/1987 Δ 20.97, 18729/1986 Δ 18.143, ΜΠρΠειρ 2030/1979 Δ 10.574,
Μητσόπουλος, Η φύση του «σημειώματος» περί αναστολής της αναγκαστικής εκτελέσεως
κατ’ άρθρον 938 παρ. 1 ΚΠολΔ, Αρμ 1989, 429 (433 επομ.), Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο
αναγκαστικής εκτελέσεως, Γενικό μέρος, παρ. 43, αριθ. 13, Δημητρίου, Η δικαστική
αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως, 1993, σελ. 77-78, Καλαβρός, Η παράλειψη παροχής
προσωρινής δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο πολιτικής δίκης, στον τόμο: Η δραστικότητα
της προσωρινής δικαστικής προστασίας, υποσ. 37, Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση
των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το ν. 4335/2015, 2016, σελ. 56). Οι ίδιες
επιφυλάξεις εμποδίζουν και την ανάλογη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων (Μητσόπουλος,
Αρμ 1989, 429 (433 υποσ. 29). Εν προκειμένω συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την πλήρωση
του κενού με αναλογία νόμου και πολύ περισσότερο με αναλογία δικαίου. Η ρύθμιση του
άρθρ. 1011 Α παρ. 2 εδ. 3 για τη δυνατότητα δικαστικής αναστολής σε σχέση με την
κατάσχεση και πλειστηριασμό πλοίου διεκδικεί εφαρμογή στην αρρύθμιστη περίπτωση της
κατάσχεσης απαιτήσεων εις χείρας τρίτου. Το αντικείμενο της κατασχέσεως μπορεί στην
περίπτωση της κατάσχεσης απαιτήσεων εις χείρας τρίτου, ως προς την οποία υφίσταται κενό
νόμου, να είναι διαφορετικό, όμως ο κίνδυνος και η ανάγκη διασφαλίσεως έγκαιρης και
αποτελεσματικής προσωρινής έννομης προστασίας είναι τα στοιχεία που προσδίδουν την
ομοιότητα στις δύο περιπτώσεις. Η ανάγκη αποφυγής του πλειστηριασμού πλοίου ως
ρυθμισμένη περίπτωση διεκδικεί ως αξιολογική προσέγγιση του νομοθέτη εφαρμογή, και
μάλιστα με αμεσότερο τρόπο, στην επίμαχη αρρύθμιστη περίπτωση. Το ίδιο ισχύει για την
άμεση εκτέλεση και τη διάταξη του άρθρ. 937 παρ. 1 γ ως περαιτέρω θεμέλιο για την κατ’
ανάλογη εφαρμογή παροχή προσωρινής έννομης προστασίας. Κρίσιμο δεν είναι το
διαφορετικό είδος της αξιώσεως, αλλά η αξιολόγηση του νομοθέτη για παροχή προσωρινής
έννομης προστασίας. Η ρύθμιση του άρθρ. 938 παρείχε ακριβώς προσωρινή προστασία
αδιαφόρως του είδους της εκτελούμενης αξιώσεως. Αν προστατεύεται ο οφειλέτης σε σχέση
με την αξίωση για παράδοση ή απόδοση πράγματος, τότε τίθεται το ερώτημα γιατί να μην
υπάρχει προστασία σε σχέση με την κατάσχεση απαιτήσεων εις χείρας τρίτου, όταν μάλιστα
εδώ οι συνέπειες είναι περισσότερο δυσαναπλήρωτες σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της
ανακοπής. Παράλληλα όμως, συντρέχουν οι προϋποθέσεις και για την αναλογία δικαίου με
την άντληση από τις υπάρχουσες διατάξεις της γενικής αρχής για παροχή προσωρινής
έννομης προστασίας στο πεδίο της αναγκαστικής εκτελέσεως. Από τις διατάξεις των άρθρων
1011 Α για την αναστολή στα πλοία, 937 παρ. 1 γ για την άμεση εκτέλεση, 937 παρ. 1 β εδ. 3
για την αναστολή στη βαθμίδα των ενδίκων μέσων αλλά και τη διάταξη του άρθρ. 954 παρ. 2
ε προκύπτει η γενική αρχή παροχής προσωρινής έννομης προστασίας. Στην κατάσχεση και
πλειστηριασμό κινητών και ακινήτων η γενική αρχή εκφράζεται ακριβώς μέσω της νέας
διαμορφώσεως της διαδικασίας που διασφαλίζει, άρα επιτυγχάνει τον ίδιο σκοπό με τη
δικαστική αναστολή, την μη επέλευση βλάβης στον οφειλέτη. Έως τον πλειστηριασμό θα
έχει κριθεί η βασιμότητα της ανακοπής. Πρόκειται για μία κατ’ εξοχήν περίπτωση συνδρομής
προϋποθέσεων για αναλογία δικαίου. Η αναστολή παρέχεται μετά από αίτηση, με εξέταση
της πραγματικής και νομικής βασιμότητας των λόγων ανακοπής, με τη συνδρομή των
στοιχείων της ανεπανόρθωτης βλάβης και ενδεχόμενα υπό την προϋπόθεση της παροχής
εγγυήσεως από τον αιτούντα ή τον επισπεύδοντα. Η παραπομπή και των τριών ρυθμίσεων
(937 παρ. 1 β εδ. 3 και παρ. 1 γ, 1011 Α) στη διαδικασία των άρθρ. 686 επομ. περιλαμβάνει
και τη διάταξη του άρθρ. 691 Α για την προσωρινή διαταγή. Επιτελεί εν προκειμένω
λειτουργία όπως αυτή που επιτελούσε η διάταξη του άρθρ. 938 παρ. 2 για το σημείωμα περί
αναστολής εκτελέσεως, χωρίς η αίτηση αναστολής να καθίσταται ασφαλιστικό μέτρο. Η
λύση της δικαστικής αναστολής στη βάση αιτήσεως αναστολής είναι η πιο πρόσφορη.
Ανταποκρίνεται στη δικονομική θεώρηση και παράδοση όπως και στη δικαστηριακή
πρακτική ενώ αποφεύγεται ο δυϊσμός στο πεδίο παροχής προσωρινής έννομης προστασίας σε
σχέση με την αναγκαστική εκτέλεση. Αποφεύγεται δηλαδή η περίπτωση όπου η προσωρινή
έννομη προστασία παρέχεται και με δικαστική αναστολή (1011 Α, 937 παρ. 1 γ και 937 παρ.
1 β) και με προσωρινή ρύθμιση καταστάσεως (άρθρ. 731-732) [Γ. Ορφανίδης, Η αναστολή
εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μετά το Ν. 4335/2015 (από τη σειρά
Δημοσιεύματα ΕΠολΔ 6), έκδ. 2017, σελ. 83-85].
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση αναστολής, όπως αυτή
εκτιμάται ως προς το περιεχόμενο και τα αιτήματά της, ο αιτών, ζητεί να ανασταλεί η σε
βάρος του επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει: α) της από 18-4-2017 επιταγής
προς εκτέλεση που περιέχεται κάτω από το αντίγραφο εξ απογράφου της υπ’ αριθμ. ..../2017
διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Χανίων και β) του από 23-5-2017 κατασχετηρίου της
καθ’ ης η αίτηση με το οποίο η τελευταία επέβαλε κατάσχεση εις χείρας των ανωνύμων
τραπεζικών εταιρειών «....», «...», «...», «...», «....» και του πιστωτικού συνεταιρισμού «...»,
μέχρι του ποσού των 8.650,87 ευρώ, έως την έκδοση απόφασης επί της από 15-6-2017 και με
αριθμό κατάθεσης .../26-6-2017 ανακοπής που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Χανίων,
για το λόγο ότι η ανακοπή αυτή πρόκειται να ευδοκιμήσει, ενώ ο ίδιος θα υποστεί
ανεπανόρθωτη βλάβη εάν εξακολουθήσει κατά τον ενδιάμεσο χρόνο η σε βάρος του
επισπευδόμενη εκτέλεση. Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί η καθ’ ης η αίτηση στην δικαστική
του δαπάνη.
Με το ως άνω περιεχόμενο η ένδικη αίτηση, η οποία στρέφεται κατά του
επισπεύδοντος την εκτέλεση συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «....»,
παραδεκτά και αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), κατόπιν εμπροθέσμου
ασκήσεως της σχετικής ανακοπής, και είναι νόμιμη, ερειδομένη κατ’ αναλογία δικαίου στις
διατάξεις των άρθρων 1011 Α, 937 παρ. 1 β εδ. 3 και 937 παρ. 1 γ ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα
διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί
περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 6 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 περί
«ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις», ως ίσχυε πριν
την τροποποίησή του με το νόμο 4161/2013, φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική
ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων
χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που
προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και
απαλλαγή. Για την έναρξη της παραπάνω διαδικασίας ο οφειλέτης καταθέτει αίτηση στο
γραμματέα του αρμόδιου δικαστηρίου, η δε υποβολή της αίτησης της παραγράφου 1 του
άρθρου 4 δεν επιφέρει αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη,
αλλά μετά την υποβολή της αίτησης ο οφειλέτης ή κάθε άλλος που έχει έννομο συμφέρον
μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο που δικάζει κατά τη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας κατά του οφειλέτη, η δε
αναστολή χορηγείται έως την έκδοση της οριστικής απόφασης επί του σχεδίου διευθέτησης
εάν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του
αιτούντος και ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση, ενώ η χορήγηση της αναστολής επάγεται
αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Επίσης
κατά το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. β, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 85 Ν. 3996/2011 (ΦΕΚ Α
170/5.8.2011), είναι δυνατή κατά άρθρο 781 ΚΠολΔ προσωρινή διαταγή. Περαιτέρω, κατά
τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με
το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4161/2013 (ΦΕΚ Α 143/14.6.2013), με την κατάθεση της αίτησης
προσδιορίζεται και η ημέρα επικύρωσης κατά την οποία είτε θα επικυρωθεί ο ενδεχόμενος
προδικαστικός συμβιβασμός από τον Ειρηνοδίκη, είτε θα συζητηθεί ενδεχόμενο αίτημα για
την έκδοση προσωρινής διαταγής. Η ημέρα επικύρωσης προσδιορίζεται υποχρεωτικώς δυο
μήνες μετά την κατάθεση της αίτησης. Μέχρι την ημέρα επικύρωσης δεν επιτρέπεται η λήψη
καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, καθώς και η μεταβολή της πραγματικής και
νομικής κατάστασης της περιουσίας του. Κατά το άρθρο 5 παρ. 2 εδάφιο α΄του νόμου
3869/2010 όπως διαμορφώθηκε μετά το Ν. 4161/2013, αν δεν επέλθει συμβιβασμός και
επικύρωση, ο Ειρηνοδίκης αποφασίζει κατά την ημέρα επικύρωσης, κατόπιν αιτήματος του
οφειλέτη ή πιστωτή ή αυτεπαγγέλτως, για κάθε ζήτημα που χρήζει προσωρινής ρυθμίσεως
σύμφωνα με τα άρθρα 745, 751 και 781 ΚΠολΔ και ιδίως για την αναστολή των
καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη, τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής
κατάστασης της περιουσίας του και το ύψος των μηνιαίων δόσεων που ο οφειλέτης οφείλει
να καταβάλλει προς τους πιστωτές που έχουν συμπεριληφθεί στην αίτηση. Η χρονική ισχύς
των ασφαλιστικών αυτών μέτρων καθορίζεται στην απόφαση του Ειρηνοδίκη. Κατά πάσα
περίπτωση η διάρκεια φθάνει μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως. Έτσι με τις
τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4161/2013 το ακαταδίωκτο του οφειλέτη εκ μέρους των
πιστωτών του επέρχεται εκ του νόμου με την κατάθεση της αιτήσεως και όχι ως συνέπεια
κάποιου ασφαλιστικού μέτρου. Δεν εμπίπτει, ωστόσο, στην ως άνω απαγόρευση λήψης
καταδιωκτικών μέτρων (είτε με απόφαση ασφαλιστικών είτε με προσωρινή διαταγή είτε εκ
του νόμου), όπως ισχύει και στην περίπτωση της πτώχευσης, η υποβολή αίτησης για την
έκδοση διαταγής πληρωμής και η έκδοση αυτής καθ’ εαυτής της διαταγής πληρωμής,
καθόσον η αίτηση και η έκδοση διαταγής πληρωμής δεν αποτελούν επιθετικές πράξεις, όπως
η έγερση αγωγής, αλλά απλά αποσκοπούν στην κτήση εκτελεστού τίτλου, ενώ επίσης δεν
αποτελούν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης (έναρξη ή συνέχιση αυτής). Από την άλλη δε η
περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου (λήψη απογράφου) δεν σηματοδοτεί την έναρξη της
διαδικασίας εκτέλεσης, αλλά απλά αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη της, ενώ αντιθέτως
πράξη εκτέλεσης (επιθετική πράξη) αποτελεί η επίδοση της διαταγής πληρωμής αφού έχει
λάβει τον εκτελεστήριο τύπο κατ’ άρθρ. 924 εδ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή όταν επιδίδεται με επιταγή
προς πληρωμή και εκτέλεση (βλ. Βενιέρη/Κατσά, Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα
υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 3η έκδοση, 2016, σελ. 290-291, ΕφΘεσ 2230/2008
ΕπισκΕμπΔ 2009. 160, ΠΠρΑθ 4630/1974 ΝοΒ 23. 778, ΜΠρΠειρ 558/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ,
ΜΠρΛαμ 11/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΘεσ 958/2014 ΕλλΔνη 2014. 1145, ΜΠρΘεσ
1990/2014 Αρμ 2015. 646, ΜΠρΘεσ 13340/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜΠρΘεσ 9050/2013 ΤΝΠ
Νόμος, ΜΠρΛαμ 457/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΠειρ 1084/2011 [Ασφ. Μέτρων] ΔΕΕ 2011.
572).
Από την εκτίμηση των εγγράφων που προσκομίζει με επίκληση ο αιτών,
πιθανολογούνται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα: Η καθ’ ης η αίτηση
κοινοποίησε στις 31-5-2017 (βλ. σχετ. επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο
Πρωτοδικείο Χανίων ...) στον αιτούντα το από 23-5-2017 κατασχετήριο εις χείρας των
ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών «...», «...», «....», «..» και του πιστωτικού συνεταιρισμού
«...», ως τρίτων, δυνάμει του οποίου επισπεύδει σε βάρος του ίδιου του αιτούντος
αναγκαστική εκτέλεση, κατόπιν εκδόσεως σε βάρος του της με αριθ. .../2017 διαταγής
πληρωμής του Ειρηνοδικείου Χανίων και της παρά πόδα αυτής από 18-4-2017 επιταγής προς
πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού τίτλου (της ανωτέρω
διαταγής πληρωμής), η οποία του επιδόθηκε στις 28-4-2017 και με την οποία επιτάσσεται να
καταβάλλει στην καθ’ ης το ποσό των 8.650,87 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση
της τελευταίας προερχόμενη από την υπ’ αριθμ. .../2001 σύμβαση πίστωσης. Κατά των
πράξεων εκτέλεσης της ως άνω διαταγής πληρωμής, ήτοι της από 18-4-2017 επιταγής προς
πληρωμή και του από 23-5-2017 κατασχετηρίου, ο αιτών έχει ασκήσει εμπρόθεσμα (βλ. την
υπ’ αριθμ. .../27-6-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Κρήτης ...)
και νόμιμα, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, την από 15-6-2017
και με αριθ. καταθ. .../26-6-2017 ανακοπή ζητώντας την ακύρωσή τους για τους λόγους που
εκθέτει σ’ αυτή. Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, το κείμενο της οποίας είναι
ενσωματωμένο αυτούσιο στο δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης, ο ανακόπτων (νυν αιτών)
ισχυρίζεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης τυγχάνουν άκυρες
καθώς παραβιάζουν το περιεχόμενο της εκδοθείσας στα πλαίσια του άρθρου 5 παρ. 2 εδάφιο
α΄του νόμου 3869/2010 από 23-1-2017 προσωρινής διαταγής της Δικαστού Υπηρεσίας του
Ειρηνοδικείου Χανίων, με την οποία απαγορεύεται η λήψη κάθε καταδιωκτικού μέτρου κατά
του αιτούντος καθώς και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της
περιουσίας του, αλλά και γιατί η ενέργεια αυτή της καθ’ ης υπερβαίνει τα όρια που
επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικό - οικονομικός σκοπός του
δικαιώματος, αφού η άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης να επισπεύσει αναγκαστική
εκτέλεση μοναδικό σκοπό είχε την επιδίωξη πλήρους ικανοποίησης της απαίτησής της πριν
προλάβει να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι ο
αιτών στις 31-12-2015 κατέθεσε στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Χανίων κατά όλων των
πιστωτών του, μεταξύ των οποίων και η καθ’ ης, την από 29-12-2015 και με αριθμό έκθεσης
κατάθεσης .../31-12-2015 αίτησή του, για την υπαγωγή του στις διατάξεις του ν. 3869/2010
για την ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, η συζήτηση της οποίας
προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 5-12-2024, ενώ η ημερομηνία επικύρωσης του
προδικαστικού συμβιβασμού και συζήτησης αιτήματος προσωρινής διαταγής προσδιορίστηκε
στη δικάσιμο της 23-1-2017, οπότε και συζητήσεως γενομένης η Δικαστής Υπηρεσίας έκανε
δεκτό το αίτημα προσωρινής διαταγής και αποφάσισε την αναστολή των καταδιωκτικών
μέτρων και τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης των αναφερομένων στην
αίτηση περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος μέχρι την 22-1-2018, οπότε ορίσθηκε να λάβει
χώρα επανασυζήτηση της προσωρινής διαταγής, με τους εκεί αναφερόμενους όρους, ήτοι την
καταβολή μηνιαίως, από 01-02-2017, ποσού 250 ευρώ, προς τους αναφερόμενους στην
αίτηση πιστωτές του αιτούντος, συμμέτρως κατανεμόμενου. Την ανωτέρω αίτηση ο αιτών
κοινοποίησε στην καθ’ ης στις 13-1-2016 με την υπ’ αριθμ. .../13-1-2016 έκθεση επίδοσης
της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης ..., ενώ κατά τη συζήτηση του
αιτήματος χορήγησης προσωρινής διαταγής μετά την διαπίστωση της αποτυχίας του
προδικαστικού συμβιβασμού, στις 23-1-2017, η καθ’ ης παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας
δικηγόρου της, Χριστιάννας Τσιγάλογλου, λαμβάνοντας έτσι γνώση του περιεχομένου της
χορηγηθείσης προσωρινής διαταγής. Συνεπώς, σε χρόνο προγενέστερο της επίδοσης της υπ’
αριθμ. ../2017 διαταγής πληρωμής με την προσβαλλόμενη από 18-4-2017 επιταγή προς
πληρωμή, όχι μόνο είχε κατατεθεί από τον αιτούντα και επιδοθεί στην καθ’ ης, η από 29-12-
2015 αίτησή του για την υπαγωγή του στις διατάξεις του ν. 3869/2010, αλλά, στα πλαίσια του
άρθρου 5 παρ. 2 εδάφιο α΄ του ως άνω νόμου και μετά την διαπίστωση της αποτυχίας του
προδικαστικού συμβιβασμού, είχε εκδοθεί και η από 23-1-2017 προσωρινή διαταγή της
Δικαστού Υπηρεσίας του Ειρηνοδικείου Χανίων, η οποία επέβαλλε την αναστολή όλων των
καταδιωκτικών μέτρων σε βάρος του οφειλέτη τουλάχιστον μέχρι τις 22-1-2018. Ως εκ
τούτου, κατά το χρόνο έναρξης της προσβαλλόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, ίσχυε η
δυνάμει της ως άνω προσωρινής διαταγής αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων σε βάρος
του αιτούντος. Η καθ’ ης, επομένως, παρά το νόμο, επέδωσε στον αιτούντα την
προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή και εν συνεχεία το επίσης προσβαλλόμενο
κατασχετήριο εις χείρας τρίτων, επιδιώκοντας με την επίσπευση εις βάρος του αναγκαστικής
εκτέλεσης την πλήρη ικανοποίηση της απαίτησής της, πριν προλάβει να υπαχθεί στις
ευνοϊκές ρυθμίσεις του ανωτέρω νόμου, και άρα πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός και ως
κατ’ ουσία βάσιμος ο δεύτερος λόγος της ανακοπής. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω,
πιθανολογούμενης της ευδοκίμησης του ανωτέρω λόγου της σχετικής ανακοπής και
παρελκούσης της έρευνας ως προς την πιθανολόγηση ευδοκίμησης και των λοιπών λόγων
αυτής (ανακοπής), πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η κρινομένη αίτηση και
να ανασταλεί μέχρις εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της με αριθ. κατάθ. .../26-6-2017
ανακοπής η επισπευδόμενη εις βάρος του αιτούντος αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας
τρίτου, πιθανολογηθέντος και του κινδύνου βλάβης του αιτούντος από την πρόοδο της υπ’
όψη διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως. Η δικαστική δαπάνη του αιτούντος, κατόπιν
σχετικού αιτήματός του, βαρύνει την καθ’ ης η αίτηση λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και
191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της καθ’ ης η αίτηση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται από την καθ’ ης σε βάρος του
αιτούντος δυνάμει: α) της από 18-4-2017 επιταγής προς εκτέλεση που περιέχεται κάτω από
το αντίγραφο εξ απογράφου της υπ’ αριθμ. ../2017 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου
Χανίων και β) του από 23-5-2017 κατασχετηρίου εις χείρας των ανωνύμων τραπεζικών
εταιρειών «...», «...», «...», «...», «....» και του πιστωτικού συνεταιρισμού «...», ως τρίτων,
μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της από 15-6-2017 και με αρ. κατάθ. δικ. .../26-6-
2017 ανακοπής του αιτούντος.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος της καθ’ ης η αίτηση τα δικαστικά έξοδα του αιτούντος, τα οποία
ορίζει σε πενήντα (50,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια


συνεδρίαση στα Χανιά, την 1η Αυγούστου 2017.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

8. ΕιρΚομοτ 138/2016 ( 705578) (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)


Αίτηση αναστολής 632 και 937 ΚΠολΔ κατά διαταγής πληρωμής, απαράδεκτη ως προς το
σκέλος που στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 937 ΚΠολΔ, διότι, εφόσον από 1.1.2016
εφαρµόζονται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης οι νέες διατάξεις του ν.
4335/2015, δεν παρέχεται η δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 937 ΚΠολΔ,
κατόπιν σχετικής αιτήσεως, λόγω της άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 και εκκρεµότητάς
της σε πρώτο βαθµό. Η διαταγή πληρωμής, βέβαια, μπορεί να εκδοθεί με βάση συνδυασμό
περισσότερων εγγράφων, εφόσον από αυτά αποδεικνύονται τα παραπάνω γεγονότα και η
απαίτηση. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ, συνάγεται ότι
για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε
από το όργανο που το διοικεί το οποίο να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της εξουσίας του, κατά
τους όρους της συστατικής πράξεως ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο
οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που
έχει καταρτισθεί επ΄ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει
εξουσία εκπροσωπήσεως δεν το δεσμεύει. Απαιτείται, δηλαδή, να προσκομίζονται και τα
νομιμοποιητικά έγγραφα του εκπροσώπου του ν.π. σε περίπτωση έκδοσης διαταγής
πληρωμής κατά νομικού προσώπου, δυνάμει ιδιωτικού εγγράφου Μη νόμιμο είναι και το
αίτημα των αιτούντων για καταδίκη του καθ’ ού στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων,
καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 2 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», όπως
τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 του Ν. 4236/2014, επί αιτήσεως χορήγησης αναστολής
εκτέλεσης επιδικάζονται πάντοτε σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα του καθού,
ανεξαρτήτως της ευδοκίμησης ή απόρριψης της αίτησης.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 138/2016

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ

Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον δόκιμο Ειρηνοδίκη Κομοτηνής Ορέστη Καραφωτιά και τη


γραμματέα Ευαγγελία Γεωργιάδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 7η-11-2016, για να δικάσει την παρακάτω
υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «......................................» που
εδρεύει στην .................... (1ο χλμ. ...............) με ΑΦΜ .................. που εκπροσωπείται
νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά της πληρεξουσίας της δικηγόρου Μαρίκας
Πουρνάρα (ΑΜΔΣ Ροδόπης 316).
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: ................................, εκμεταλλευτή ψυγείων «......................»
που εδρεύει στην ............................................... με ΑΦΜ .............................
ΔΟΥ ...................., ο οποίος δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο
δικηγόρο.
Η αιτούσα, με την υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ........../14-10-2016 αίτησή της, που απευθύνεται στο
Δικαστήριο τούτο ζητά να γίνει δεκτή για όσους λόγους επικαλείται σ’ αυτήν. Για την
συζήτηση της παραπάνω αίτησης ορίσθηκε δικάσιμος η 24-10-2016 και, κατόπιν αναβολής, η
αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης η πληρεξουσία δικηγόρος της αιτούσας ανέπτυξε
προφορικά το περιεχόμενο της αίτησης και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα
πρακτικά και το έγγραφο σημείωμά της.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την με αριθμ ..................../18-10-2016 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού


Επιμελητή του ................................................. που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η
αιτούσα προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης με πράξη
προσδιορισμού δικασίμου και κλήση για εμφάνιση κατά τη συζήτησή της, επιδόθηκε νόμιμα
και εμπρόθεσμα στον καθ’ ου η αίτηση (άρθρ. 686 παρ. 1, 2 και 4 ΚΠολΔ και 126 παρ. 1,
129 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εφόσον αυτός δεν εμφανίστηκε στην παραπάνω δικάσιμο κατά την
οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση με τη σειρά της από το σχετικό έκθεμα, η συζήτηση της
υποθέσεως πρέπει να γίνει ως να ήταν παρών ο καθ’ ου (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ),
καθόσον στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν ισχύει το τεκμήριο σιωπηρής
ομολογίας των περιεχομένων στην αίτηση πραγματικών περιστατικών, συναγόμενο από την
απουσία τους, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 699 και 696 παρ.
1 ΚΠολΔ.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ ο οφειλέτης κατά
του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες
ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο εκδόσαν τη
διαταγή πληρωμής Ειρηνοδικείο ή Μονομελές Πρωτοδικείο. Σύμφωνα με την παράγραφο 3
του άρθρου 632 ΚΠολΔ η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής
πληρωμής. Το δικαστήριο όμως που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής μπορεί, κατά τη
διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, να χορηγήσει αναστολή με εγγύηση ή χωρίς
εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για την ανακοπή. Από τις διατάξεις αυτές
προκύπτει ότι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αναστολής είναι α) η εμπρόθεσμη άσκηση
της, κατ’ αυτής, ανακοπής, η οποία ασκείται με κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου
στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου αυτής προς τον καθ’ ου στρέφεται εντός
δέκα πέντε (15) εργασίμων ημερών από την επομένη της επιδόσεως της διαταγής πληρωμής
(ΑΠ 448/2006, ΕλλΔ/νη 2006, 778, ΑΠ 888, 887/2003, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 695/2003, ΝΟΜΟΣ)
και β) η πιθανολόγηση ευδοκίμησης ενός τουλάχιστον λόγου της ασκηθείσας ανακοπής (ΑΠ
448/2006, ό.π., ΜΠρΘεσ 32922/2003, Αρμ. 2204, 1142, ΜπρΛαρ 1021/2000, ΑρχΝ 2000,
686, ΜΠρΣπαρτ 81/1999, ΔΕΕ 1999, 1037, Τζίφρας ό.π., σελ. 489-490).
Με το νέο άρθρο 937 § 1 β εδ. 3 προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις άσκησης
ένδικων µέσων κατά της απόφασης επί της ανακοπής, η άσκησή τους δεν αναστέλλει την
πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου µέσου πλέον, µετά από αίτηση
αυτού που το άσκησε, υποβαλλόµενη και αυτοτελώς, δικάζοντας µε τη διαδικασία των
ασφαλιστικών µέτρων, διατάξει την αναστολή, µε παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης,
εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη
βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίµηση του ένδικου µέσου. Επίσης µπορεί να
διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται
η αναστολή πλειστηριασµού, η αίτηση αναστολής είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το
αργότερο πέντε (5) εργάσιµες ηµέρες πριν από την ηµέρα του πλειστηριασµού. Η απόφαση
πρέπει να δηµοσιεύεται έως τις 12:00΄ το µεσηµέρι της ?ευτέρας που προηγείται του
πλειστηριασµού. Υπό το µέχρι σήµερα ισχύον δίκαιο, υπήρχε δυνατότητα αναστολής της
εκτέλεσης από το πρωτοβάθµιο δικαστήριο στο οποίο εκκρεµούσε η ανακοπή και µόνον
µέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επ’ αυτής (πρώην άρθ. 938 § 4, όπως ίσχυε πριν την
έναρξη ισχύος της τροποποίησης). Η άσκηση δε ένδικου µέσου κατά απόφασης απορριπτικής
της ανακοπής δεν µπορούσε να δικαιολογήσει χορήγηση αναστολής. Ο λόγος της σχετικής
πρόβλεψης σαφώς έγκειτο στην ταχύτητα που πρέπει, ως ένα τουλάχιστον βαθµό, να διέπει
τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, βασική αρχή που, ευλόγως και µετά από
στάθµιση των εκατέρωθεν συµφερόντων, θεωρήθηκε ότι δεν επιτρέπει την περαιτέρω
καθυστέρηση της διαδικασίας της, όταν υπάρχει έστω και µία πρώτη οριστική κρίση της
ανακοπής από δικαστήριο. Πλην, όµως σύµφωνα µε τις νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, που
τέθηκε σε ισχύ από 1.1.2016, η άσκηση ανακοπής συνεχίζει να µην αναστέλλει την
εκτελεστική διαδικασία, δεν παρέχεται όµως ούτε δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης
κατόπιν σχετικής αιτήσεως λόγω της άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 και εκκρεµότητάς
της σε πρώτο βαθµό. Προδήλως ο νεότερος νοµοθέτης θεώρησε ότι αυτό δεν είναι καν
αναγκαίο, αφού µε τις προθεσµίες που έθεσε για τη συζήτηση και την έκδοση απόφασης επί
της ανακοπής σε συνδυασµό και µε την προθεσµία που έθεσε για τη διενέργεια του
πλειστηριασµού, ο οποίος δεν θα µπορεί να προσδιορισθεί πριν την παρέλευση επτά µηνών
από την επιβολή της κατάσχεσης (νέο άρθρο 954 § 2 ε και 993 § 2), προσδοκά να υπάρχει
απόφαση του πρωτοβαθµίου δικαστηρίου επί της ανακοπής πριν την ηµέρα του
πλειστηριασµού. δυνατότητα αναστολής κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εκδικαζόµενης κατά τη
διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων, παρέχεται πλέον µόνον σε δεύτερο στάδιο και
συγκεκριµένα όταν ασκηθεί ένδικο µέσο κατά της απόφασης που θα απορρίπτει την ανακοπή
(άρθρο 937 ΚΠολΔ).
Στην προκειµένη περίπτωση µε την κρινόµενη αίτηση η αιτούσα ζητεί για τους
αναφερόμενους στην αίτησή της λόγους, την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης εις
χείρας τρίτου, που επισπεύδεται από τον καθ’ ου η αίτηση σε βάρος της ομόρρυθμης εταιρίας
με την επωνυμία «......................................» που εδρεύει στην ........................ (1ο
χλμ. ............................) με ΑΦΜ ..........................., για την ικανοποίηση της αναφερόμενης
απαίτησης που διατηρεί ο καθ’ ου έναντι αυτής, με βάση τα από 6-10-2016 κατασχετήρια
έγγραφα συνταχθέντα από την πληρεξούσια δικηγόρο του καθ’ ου η αίτηση εις χείρας της
Τράπεζας .... που εδρεύει στην Αθήνα (......) και εις χείρας της Τράπεζας .................. που
εδρεύει στην Αθήνα (....................), επιδοθέντα σε αυτές, ως τρίτες, αυθημερόν, σε εκτέλεση
της υπ’ αριθμ. ../2016 Διαταγής Πληρωμής της Ειρηνοδίκη του ...........................................
και της από 22-9-2016 επιταγής προς πληρωμή, που έχει τεθεί κάτω από το αντίγραφο του
πρώτου εκτελεστού απογράφου της άνω διαταγής πληρωμής, και το οποίο επιδόθηκε μόνο
στην ΟΕ και όχι και στους ομόρρυθμους εταίρους αυτής, έως την έκδοση οριστικής
αποφάσεως επί της από 14-10-2016 ασκηθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού
(ενσωματωμένης στην αίτηση) ανακοπής κατά της εκτέλεσης, την οποία έχει ασκήσει
νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή,
σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 632 παρ. 1 και 933 του ΚΠολΔ, για τους λόγους που
αναφέρει στην ανακοπή της, με την οποία (ανακοπή) ζητείται η ακύρωση των ανωτέρω
αναφερθέντων κατασχετηρίων εις χείρας τρίτου και η αναγνώριση της ακυρότητας της
επισπευδόμενης εις βάρος της εκτέλεσης, επικαλούμενη την ευδοκίμηση των αναφερόμενων
λόγων της ανακοπής της, καθώς και ότι, διαφορετικά, θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη και
την καταδίκη του καθ’ του η αίτηση στη δικαστική της δαπάνη.
Η αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου
κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (αρθρ. 686 επ. ΚΠολΔ) στηριζόμενη στις
διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 2 και 937 ΚΠολΔ, εφόσον στην από 14-10-2016 ανακοπή
σωρεύεται τόσο ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, όσο και ανακοπή κατά της επιταγής
προς πληρωμή, είναι όμως νόμιμη μόνο ως προς το σκέλος που στηρίζεται στις διατάξεις του
άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη ως προς το σκέλος που
στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 937 ΚΠολΔ, διότι, εφόσον από 1.1.2016 εφαρµόζονται
στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης οι νέες διατάξεις του ν. 4335/2015, δεν
παρέχεται η δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 937 ΚΠολΔ, κατόπιν σχετικής
αιτήσεως, λόγω της άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 και εκκρεµότητάς της σε πρώτο
βαθµό. Δυνατότητα αναστολής κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εκδικαζόμενης κατά τη
διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων, παρέχεται πλέον µόνον σε δεύτερο στάδιο και
συγκεκριμένα όταν ασκηθεί ένδικο µέσο κατά της απόφασης που θα απορρίπτει την
ανακοπή. Επίσης μη νόμιμο είναι και το αίτημα της αιτούσας για καταδίκη του καθ’ ού στην
πληρωμή των δικαστικών της εξόδων, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 2 του Ν.
4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 του Ν.
4236/2014, επί αιτήσεως χορήγησης αναστολής εκτέλεσης επιδικάζονται πάντοτε σε βάρος
του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα του καθού, ανεξαρτήτως της ευδοκίμησης ή απόρριψης της
αίτησης. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ ουσίαν.
Σύμφωνα με το άρθ. 443 ΚΠολΔ, για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό
έγγραφο, πρέπει να φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη. Ως εκδότης, κατά την έννοια
του άρθρου αυτού, θεωρείται εκείνος, που αναλαμβάνει υποχρέωση από το έγγραφο. Τα
τιμολόγια, που στις συναλλαγές εκδίδονται από τους εμπόρους για φορολογικούς κυρίως
λόγους δεν έχουν αποδεικτική δύναμη, για εκείνον στο όνομα του οποίου έχουν εκδοθεί,
εφόσον δεν φέρουν την υπογραφή του. Με μόνα τα τιμολόγια δεν είναι δυνατή, συνεπώς, η
έκδοση διαταγής πληρωμής, γιατί δεν αποδεικνύεται από αυτά η κατάρτιση της σύμβασης,
που αποτελεί το γενεσιουργό λόγο και την αιτία της χρηματικής απαίτησης. Η διαταγή
πληρωμής, βέβαια, μπορεί να εκδοθεί με βάση συνδυασμό περισσότερων εγγράφων, εφόσον
από αυτά αποδεικνύονται τα παραπάνω γεγονότα και η απαίτηση. Εξάλλου, από τις διατάξεις
των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ, συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο
από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί το οποίο
να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξεως ή
του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το
όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτισθεί επ` ονόματι
νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσωπήσεως δεν το
δεσμεύει. Απαιτείται, δηλαδή, να προσκομίζονται και τα νομιμοποιητικά έγγραφα του
εκπροσώπου του ν.π. σε περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής κατά νομικού προσώπου,
δυνάμει ιδιωτικού εγγράφου (ΑΠ 1913/2013 ΧΡΙΔ 2014.419, ΜΠρΑιγίου 31/2016
ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε με το άρθρο 249 παρ. 1 Ν. 4072/2012, ομόρρυθμη είναι η εταιρεία με
νομική προσωπικότητα που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για τα χρέη της οποίας ευθύνονται
παράλληλα όλοι οι εταίροι απεριόριστα και εις ολόκληρον.
Από την επ’ ακροατηρίω ένορκη εξέταση της μάρτυρα της αιτούσας κατά τη
συζήτηση της παρούσης, .............................................., γεννηθείσα στην ...........................
όπου και κατοικεί, επί της οδού ......................., 33 ετών, λογίστρια της ΟΕ, από όλα τα
νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς
συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά από τα οποία (έγγραφα) μνημονεύονται ειδικότερα,
χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, και από όλη
γενικά τη διαδικασία πιθανολογήθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά: ο καθ’ ου στην από 5-9-2016 αίτησή του, δυνάμει της οποίας
εκδόθηκε η με αριθμό ../19-9-2016 διαταγή πληρωμής, αναφέρει ότι την 15-8-2015 εξέδωσε
το με αριθμό .. τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών ποσού 12.000,00 € με το οποίο παρέλαβε από
την καθ’ ης η διαταγή ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «.....................................», 301
παλέττες κεράσια, κατέψυξε στα ψυγεία του και παρέδωσε ανεπιφύλακτα στην ανωτέρω ΟΕ
όλες τις άνω παλέττες από φρούτα κεράσια τοις μετρητοίς προς 39,87 ευρώ την κάθε παλέττα
με την συμφωνία να εξοφλεί το τίμημα αμέσως με την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου.
Δεδομένης δε της έλλειψης υπογραφής εκ μέρους της εταιρίας επί του τιμολογίου, ο καθ’ου
προσκόμισε τα με αριθμούς ../6-7-2015, ../7-7-2015, ../8-7-2015, ../9-7-2015, ../10-7-
2015, ../12-7-2015, ../11-7-2015, ../13-7-2015, ../13-7-2015, ../14-7-2015, ../17-7-2015 και
../17-7-2015 δελτία αποστολής, τα οποία όμως δεν φέρουν σφραγίδα της εταιρίας, ούτε
στοιχεία του υπογράφοντος για λογαριασμό της. H δε ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής
αναφέρει ότι «το προσκομιζόμενο τιμολόγιο, το οποίο φέρει την υπογραφή του νομίμου
εκπροσώπου και διαχειριστή της καθ΄ ης κατά την παραλαβή». Από τα έγγραφα που
προσκομίστηκαν προς έκδοση της προσβαλλομένης δεν προκύπτει ποιός υπέγραψε τα δελτία
αποστολής επί τη βάσει των οποίων εκδόθηκε διαταγή πληρωμής, δεδομένου ότι δεν
υφίσταται σφραγίδα της εταιρίας, ούτε το ονοματεπώνυμου εκείνου που υπογράφει για
λογαριασμό της εταιρίας. Σε κάθε δε περίπτωση θα έπρεπε ο καθ’ ου η αίτηση αναστολής να
έχει προσκομίσει καταστατικό της εταιρίας, ως ίσχυε κατά το χρόνο υπογραφής των δελτίων
αποστολής, ώστε να αποδεικνύεται εγγράφως η ιδιότητα του υπογράφοντος. Συνεπώς, η
ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε αν και τα δελτία αποστολής δεν φέρουν
σφραγίδα της εταιρίας, δεν προσδιορίζεται σε κανένα σημείο αυτής το ποιός υπέγραψε ως
νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρίας παρά μόνο στη θέση «ΠΑΡΑΛΑΒΩΝ»
φέρουν μια μονογραφή και συνακόλουθα δεν αποδεικνύεται εγγράφως, όπως απαιτείται εκ
του νόμου, ότι ο καθ΄ ου η αίτηση είναι δικαιούχος εκκαθαρισμένης και ληξιπρόθεσμης
απαίτησης που αναφέρεται στο τιμολόγιο ../15-8-2015, αναγνωρισμένης δια της υπογραφής
εκπροσώπου της εταιρίας της αιτούσας. Πιθανολογήθηκε, μετά από αυτά ότι θα γίνει δεκτός
ως βάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος ανακοπής της αιτούσας, ενώ παρέλκει η εξέταση των
λοιπών λόγων της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του καθ’ ου η αίτηση.


ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση αναστολής της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που
επισπεύδεται σε βάρος της αιτούσας με την από 22-9-2016 επιταγή προς εκτέλεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.
ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ χωρίς εγγύηση την εκτέλεση της υπ’ αριθμ. 52/2016 Διαταγής Πληρωμής
της Ειρηνοδίκη του Ειρηνοδικείου .................., μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της από 14-10-
2016 (αριθμ. καταθ. 188/2016) ανακοπής που άσκησε η αιτούσα και υπό τον όρο εκδίκασής
της κατά την ορισθείσα υπό του αρμοδίου Γραμματέως δικάσιμο της 23-01-2017.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Κομοτηνή και στο ακροατήριο του
Ειρηνοδικείου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 23-11-2016, απόντων των διαδίκων.

Ο ΔΟΚΙΜΟΣ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

9. ΜονΠΚω 166/2016, Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ  


Αναγκαστική εκτέλεση. Διαχρονικό δίκαιο. Εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν κατά το
χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση. Οι νέες διατάξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης
ισχύουν εφόσον η επιταγή επιδόθηκε μετά την 1η-1-2016. Εν προκειμένω δεν εφαρμόζεται η
νέα διάταξη για τη διεξαγωγή πλειστηριασμού σε διάστημα επτά μηνών από την κατάσχεση.
Πρόγραμμα πλειστηριασμού. Δεν τίθεται ως προϋπόθεση εγκυρότητας της περίληψης
κατασχετήριας έκθεσης η μνεία των δημοσιεύσεων της παρ.3 του αρ.999 ΚΠολΔ. Δεν
πιθανολογήθηκαν βάσιμοι οι λόγοι.

ΑΠΟΦΑΣΗ: 166/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΩ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Σοφία Λυμπεριάδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, χωρίς


Γραμματέα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στην Κω την 5η Ιουλίου 2016, για να δικάσει
την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) …2), κατοίκων Κω, που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους
δικηγόρου Κω, Μιχαήλ Εκατομμάτη (ΑΜΔΣ Κω 64), ο οποίος κατέθεσε σημείωμα.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ
… Α.Ε» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του
πληρεξουσίου της δικηγόρου Κω Κωνσταντίνου Ασλάνη (ΑΜΔΣ Κω 82), ο οποίος κατέθεσε
σημείωμα.
Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 22.6.2016 αίτησή τους που κατατέθηκε στη
Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 172/64/24.6.2016 και
προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των


διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησε να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση, οι αιτούντες με την κρινόμενη αίτησή τους,


επικαλούμενοι έννομο συμφέρον τους και ισχυριζόμενοι ότι θα υποστούν ανεπανόρθωτη
βλάβη, ζητούν ν’ ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως που επισπεύδεται σε
βάρος της ακίνητης περιουσίας τους από την καθ’ ης η αίτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ.
2056/8.6.2016 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων και της υπ’ αριθ. 2057/13-6-
2016 περίληψης αυτής, που συνέταξε ο δικαστικός επιμελητής στο Πρωτοδικείο Κω …,
μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, που
άσκησαν νομοτύπως κατά της επισπευδομένης εκτελέσεως, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα
στο δικόγραφο.
Η αίτηση ασκήθηκε εμπροθέσμως (άρθρο 938§3 εδ.β’ ΚΠολΔ), αρμοδίως δε καθ’
ύλην και κατά τόπον φέρεται για να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό με την προκειμένη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ (άρθρ. 938§3 εδ.α’
ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ σε συνδυασμό
και μ’ εκείνη του άρθρου 933 του ίδιου κώδικα, όπως οι ανωτέρω διατάξεις ίσχυαν και
εφαρμόζονται εν προκειμένω πριν την τροποποίησή τους με το ν.4335/2015, ενόψει του
χρόνου επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση που διενεργήθηκε την 15.12.2015, πλην του
αιτήματος να διαταχθεί η αναστολή έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της
ασκηθείσας ανακοπής, το οποίο είναι μη νόμιμο, καθόσον σύμφωνα με τη διάταξη του
άρθρου 938§4 ΚΠολΔ η αναστολή μπορεί να διαταχθεί μόνον ώσπου να εκδοθεί η οριστική
απόφαση για την ανακοπή. Επομένως, η αίτηση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από την εκτίμηση των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι
διάδικοι, από όσα ανέπτυξαν προφορικώς στο ακροατήριο και με το σημείωμά τους οι
πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, σε συνδυασμό και με όλη γενικά τη διαδικασία,
πιθανολογήθηκαν τα εξής: Η καθ’ ης η αίτηση επέσπευσε εις βάρος των αιτούντων
αναγκαστική εκτέλεση, δυνάμει πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. 165/8.7.2013
διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω, για το ποσό των
416.252,18 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, που εκδόθηκε από σύμβαση χορήγησης πίστωσης
με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Στις 15.12.2015 κοινοποιήθηκε στους αιτούντες - καθ’
ων η εκτέλεση οφειλέτες, αντίγραφο εξ απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής, με
την από 11.12.2015 επιταγή προς πληρωμή, δυνάμει της οποίας επιτάχθηκαν να καταβάλουν
εις ολόκληρο στην καθ’ ης η αίτηση, το ποσό των 416.252,18 ευρώ για επιδικασθέν
κεφάλαιο, πλέον τόκων και εξόδων (βλ. τις υπ’ αριθ. 11627Γ/15.12.2015 και
11628Γ/15.12.2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Κω …).
Στη συνέχεια η καθ’ ης αίτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ.2056/8.6.2016 έκθεσης αναγκαστικής
κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας και της υπ’ αριθ. 2057/13.6.2016 περίληψης αυτής, που
συνέταξε ο δικαστικός επιμελητής στο Πρωτοδικείο Κω …, (η πρώτη εκ των οποίων
επιδόθηκε στους αιτούντες την 9.6.2016 και η δεύτερη την 15.6.2016), κατέσχεσε την,
αναφερόμενη στην ανωτέρω έκθεση, ακίνητη περιουσία των αιτούντων και ορίστηκε ως
ημέρα του πλειστηριασμού η 27.7.2016. Κατά της ανωτέρω διαδικασίας εκτελέσεως και δη
κατά της προαναφερθείσας υπ’ αριθ. 2056/8.6.2016 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης
ακίνητης περιουσίας και της υπ’ αριθ. 2057/13.6.2016 περίληψης αυτής, οι αιτούντες
άσκησαν παραδεκτώς ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την υπ’ αριθ. καταθέσεως 148/ΜΕΙ
30/16.6.2016 ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, που επιδόθηκε στην καθ’ ης η αίτηση την
21.6.2016 (βλ. την υπ’ αριθ. 7097Δ/21.6.2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή
στο Πρωτοδικείο αυτό …), η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο της 25.10.2016.
Ταυτοχρόνως με την εν λόγω ανακοπή άσκησαν την κρινόμενη αίτηση αναστολής
εκτελέσεως, σύμφωνα με την προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ. Η ασκηθείσα
ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ως βάλλουσα κατά της κατασχετήριας έκθεσης και της
περίληψης αυτής, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, μέσα στην προθεσμία του άρθρου
934 §1 εδ.β ΚΠολΔ, όπως ίσχυε και εφαρμόζεται εν προκειμένω πριν την τροποποίησή του
με το ν. 4335/2015, αφού ασκήθηκε πριν την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, ήτοι
πριν την σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού. Με τον 1ο λόγο της ανακοπής τους οι αιτούντες-
ανακόπτοντες ζητούν να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης, ισχυριζόμενοι ότι
από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης που έλαβε χώρα την 9.6.2016 μέχρι και την
ορισθείσα ημέρα του πλειστηριασμού την 27.7.2016, δεν μεσολαβούν επτά μήνες όπως
ορίζεται στην διάταξη του άρθρου 954 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει μετά την
αντικατάστασή της από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 ΦΕΚ A 87/23.7-
2015, που άρχισε να ισχύει από 1.1.2016. Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί
ως μη νόμιμος, πρωτίστως διότι σύμφωνα με το άρθρο ένατο του ν. 4335/2015 ορίζεται στην
παρ. 3 αυτού ότι «οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση
της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016», πλην όμως η επίδοση από την
καθ’ ης η αίτηση της ένδικης επιταγής προς πληρωμή στους αιτούντες-καθ’ ων η εκτέλεση,
έλαβε χώρα, όπως ήδη προαναφέρθηκε, την 15.12.2015 και συνεπώς δεν τυγχάνουν
εφαρμογής εν προκειμένω οι νέες διατάξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης (που τέθηκαν σε
εφαρμογή με το ν. 4335/2015 και ισχύουν από 1.1.2016 όταν η επίδοση της επιταγής προς
εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016) και συνεπώς ούτε και η διάταξη του άρθρου 954
παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο
παρ. 2 του Ν. 4335/2015 ΦΕΚ A 87/23.7-2015. Με το 2° επικουρικά προβαλλόμενο λόγο της
ανακοπής τους οι ανακόπτοντες-αιτούντες, ζητούν την ακύρωση της περίληψης της
κατασχετήριας έκθεσης για το λόγο ότι αυτή ουδέν αναφέρει για τις κατά νόμο διατυπώσεις
δημοσιότητας που προβλέπονται στο άρθρο 999 παρ. 3 ΚΠολΔ. Όμως και ο λόγος αυτός
πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως μη νόμιμος. Ειδικότερα στο άρθρο 999 ΚΠολΔ, που
εφαρμόζεται εν προκειμένω όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το ν. 4335/2015
ενόψει του χρόνου επίδοσης της επιταγής προς πληρωμής που διενεργήθηκε την 15.12.2015,
στην μεν παρ. ι αυτού ορίζεται ότι η περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης περιέχει
συνοπτική περιγραφή του ακινήτου που κατασχέθηκε κατά το είδος, τη θέση, τα όρια και την
έκτασή του, με τα συστατικά και όσα παραρτήματα συγκατάσχονται, καθώς και μνεία των
υποθηκών ή προσημειώσεων που υπάρχουν επάνω στο ακίνητο, το ονοματεπώνυμο του
υπέρ’ ου και του καθ’ ου η εκτέλεση, το όνομα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, τον
τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, την τιμή της πρώτης προσφοράς και τους
όρους του πλειστηριασμού που θέτει τυχόν ο υπέρ ου η εκτέλεση και που γνωστοποιήθηκαν
στο δικαστικό επιμελητή με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927, στη δε παρ. 3 αυτού
του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι απόσπασμα της περίληψης αυτής, που περιέχει τα ανωτέρω
στοιχεία δημοσιεύεται σε Ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμού του Δελτίου
Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου
Ανεξάρτητα Απασχολούμενων, καθώς και σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας που
εκδίδεται στο δήμο όπου βρίσκεται ο τόπος του πλειστηριασμού και, αν, δεν εκδίδεται τέτοια
εφημερίδα, δημοσιεύεται σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας, που εκδίδεται στην
περιφερειακή ενότητα, διαφορετικά στην έδρα της περιφέρειας, όπου υπάγεται ο δήμος,
δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Σύμφωνα
λοιπόν με τα οριζόμενα στο ως άνω άρθρο, ουδόλως τίθεται ως προϋπόθεση εγκυρότητας της
περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης, η αναφορά - μνεία στην τελευταία (περίληψη) των
δημοσιεύσεων που επιτάσσονται στην παρ. 3 του άρθρου 999 ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα
ισχυρίζονται οι αιτούντες.
Επομένως και εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος με την ανακοπή, εκτός από τους
ανωτέρω, των οποίων δεν πιθανολογήθηκε η ευδοκίμηση, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να
απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστούν οι αιτούντες, που ηττήθηκαν, στα
δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η αίτηση, κατά παραδοχή του νόμιμου αιτήματος της (άρθ. 176
και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.


ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αιτούντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η
αίτηση, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Κω, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο
ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους
στις 12 Ιουλίου 2016.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

You might also like