• γεώτρηση: το άνοιγμα βαθιάς τρύπας στο έδαφος για τη θεμελίωση τεχνικών
έργων ή για την εξόρυξη κοιτασμάτων του υπεδάφους (π.χ. πετρελαίου). • γηπεδούχος: η αθλητική ομάδα που αγωνίζεται στην έδρα της, στο δικό της γήπεδο. • επίγειος: αυτός που βρίσκεται πάνω στη γη, καθώς και αυτός που σχετίζεται µε τον υλικό κόσμο (π.χ. επίγεια ζωή). • γεώμηλο: η πατάτα. • υδρόγειος: αυτός που αποτελείται από γη και νερό’ υδρόγειος (σφαίρα) είναι η Γη. • γεώδης: αυτός που έχει τη σύσταση ή το χρώμα του εδάφους. • ισόγειο: αυτό που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο µε το έδαφος. • γεωλόγος: ο επιστήμονας που ασχολείται µε τη φυσική ιστορία της Γης, τη σύστασή της, καθώς και µε τις μεταβολές που έχουν συμβεί ή εξακολουθούν να συμβαίνουν σ' αυτή. • γήινος: αυτός που ανήκει ή που σχετίζεται µε τον πλανήτη Γη. • γεωπόνος: ο επιστήμονας που ασχολείται µε τον προγραμματισμό της καλλιέργειας της γης και μελετά τρόπους για τη βελτίωση της γεωργικής παραγωγής. • γεωγραφία: η επιστήμη που ασχολείται µε την επιφάνεια της Γης (στεριές και θάλασσες), τα φαινόμενα που εμφανίζονται σε αυτήν, καθώς και τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά μιας περιοχής. • γηγενής: αυτός που γεννήθηκε στον τόπο στον οποίο κατοικεί, ο ντόπιος. • γαιότοιχος: ειδικής κατασκευής τοίχος από λάσπη, ο μαντρότοιχος. • γεωμετρία: κλάδος των μαθηματικών που μελετά το χώρο και ασχολείται µε τις ιδιότητες, τη μέτρηση και τις σχέσεις των διαφόρων σωμάτων µε το χώρο. • απόγειος: ο αέρας που πνέει από την ξηρά. • γαιάνθρακας: ο ορυκτός άνθρακας, όπως ο λιγνίτης, ο ανθρακίτης κ.ά.