You are on page 1of 4

ΥΛΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ 12.1.

22

ΤΙΤΛΟΣ : Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ :

Στρατής Τσίρκας, «Ο Καβάφης και η σύγχρονη Αίγυπτος», Επιθεώρηση Τέχνης, Δεκέμβριος


1963, σελ. 549-565 και 740-742.

Αρχές του Ιουνίου 1906, μια βρετανική μονάδα δραγόνων κατεβαίνει από το Κάιρο προς
την Αλεξάντρεια. Όλοι οι αστυνομικοί σταθμοί του Δέλτα έχουν πάρει διαταγές να
περιμένουν και ν’ αναφέρουν το πέρασμά της. Στις 13 Ιουνίου οι Άγγλοι στρατοπεδεύουν
πάνω στη διώρυγα Μπαγκουρία, κοντά στο χωριό Τάλα, της μουδιρίας (νομός) Μενουφία.
Το μεσημέρι, πέντε αξιωματικοί ξεκινούν με τ’ άλογά τους, πιο κάτω οι τέσσερις τα
παρατούν κι ανεβαίνουν σ’ αμάξια, κι ύστερα από μερικά μίλια φτάνουν σ’ ένα χωριουδάκι,
το Ντενσουάι. Εκεί χωρίζονται σε δυο ομάδες κι αρχίζουν να ντουφεκάνε τα ήμερα
περιστέρια που ανατρέφαν οι φελάχοι στους περιστερώνες τους. Όταν έφταναν, ένας γέρος
προεστός του χωριού, τους ειδοποίησε με το δραγουμάνο τους, πως και πέρυσι είχαν
κατασκοτώσει τα περιστέρια των ανθρώπων κι αυτό είχε κακοφανεί στους φελάχους. Μα οι
Εγγλέζοι δεν του δώσανε σημασία. Ύστερα από είκοσι λεπτά βάλανε φωτιά σ’ ένα αλώνι με
άχερα και στο γειτονικό σπίτι, και πληγώσανε βαριά μια μάνα με παιδί, την Ομ Μοχάμετ, 26
χρονώ. Τότε τους ρίχτηκαν οι φελάχοι με πλίθους και ρόπαλα (ναμπούτια). Οι Άγγλοι,
αμυνόμενοι, ξαναπυροβόλησαν και πλήγωσαν τέσσερις άντρες. Μα οι φελάχοι
κατόρθωσαν να τους αφοπλίσουν, οι Άγγλοι τρέξανε ν’ ανεβούνε στ’ αμάξια, οι φελάχοι
τους κατεβάσανε και συνέχισαν τον ξυλοδαρμό. Ένας αξιωματικός, που ήταν και γιατρός
του τάγματος, ξέφυγε και ρίχτηκε κολυμπώντας στη διώρυγα για να φέρει ενισχύσεις. Στο
μεταξύ, οι υπόλοιποι είχαν βρει τ’ άλογά τους και γύρισαν. Ένας μόνο, ο κάπταιν Μπουλ,
άντρας 31 χρονώ, παλαίμαχος του πολέμου εναντίον των Μπόερς, πληγωμένος με πέτρα
στον κρόταφο, έκανε πεζός όλη την απόσταση μέσα στον καύσωνα του μεσημεριού, με 42
βαθμούς έπαθε ηλίαση, και φτάνοντας στο στρατόπεδο, πέθανε. Ο γιατρός του τάγματος
και φίλος του διαπίστωσε την ηλίαση, τη διαπίστωσε και ο Αιγύπτιος κυβερνητικός γιατρός
που φέρανε για την άδεια του ενταφιασμού, είκοσι ώρες ύστερα από το θάνατο. Στο
μεταξύ, οι Άγγλοι, αποθηριωμένοι, ξεχύθηκαν στο γειτονικό χωριό Σερσένα και σκότωσαν
ένα φελάχο συντρίβοντάς του το κρανίο.

Εδώ δίνω το λόγο στον Αιγύπτιο εθνικό ηγέτη Μουστάφα Κάμελ. Μεταφράζω από το άρθρο
του «Προς το Αγγλικό Έθνος και τον Πολιτισμένο Κόσμο» που δημοσιεύτηκε στο «Φιγκαρό»
του Παρισιού, της 11 Ιουλίου 1906, σημειώνοντας μόνο πως τις πληροφορίες του τις
διασταύρωσα με την ειδησεογραφία της «Ετζύπτιαν Γκαζέτ» και με τα επίσημα πραχτικά
της δίκης που δημοσίεψε το Φόρεϊν Όφις(5).

«Το Υπουργείο Εσωτερικών, με διαταγή του Άγγλου συμβούλου Μίστερ Μάτσελ, μια
βδομάδα πριν από τη δίκη, δημοσίεψε επίσημο ανακοινωθέν, που κατασύντριβε τους
υπόδικους κάτω από τις κατηγορίες, και πίεζε ανοιχτά τους δικαστές και την κοινή γνώμη.
Μια εφημερίδα της Κατοχής, έσπρωξε την περιφρόνηση της δικαιοσύνης ως το σημείο να
δημοσιέψει την είδηση ότι οι αγχόνες είχαν ήδη σταλεί στο Ντενσουάι. Ο λαός
τρομοκρατημένος, ρωτιόταν τι λογής απόφαση θ’ ακολουθούσε τέτοια επίδειξη. Και είναι
κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες που συνέρχεται το δικαστήριο στις 24 Ιουνίου. Αλλά τι
δικαστήριο! Ένα έκτακτο που δεν έχει κώδικα, μήτε νόμο, και που οι διαταγές του μπορούν
να καταδικάσουν σ’ όποια ποινή φανταστεί ο νους. Ένα δικαστήριο που η πλειοψηφία του
ανήκει στους Εγγλέζους και δεν επιτρέπει έφεση, μήτε χάρη! Το διάταγμα που το ίδρυσε
στα 1895 – κάτω από την πίεση του Λόρδου Κρόμερ, που δεν ανέχεται από την πλευρά της
χεδιβικής διοίκησης την παραμικρή αντίσταση – το διάταγμα αυτό δίνει σ’ όποιον το
διαβάζει την εντύπωση πως ο Βρετανικός στρατός – που η Αγγλία του εμπιστεύτηκε την
αποστολή να επαναφέρει την τάξη στην Αίγυπτο – βρίσκεται ο ίδιος σ’ αδιάκοπο κίνδυνο
και γι’ αυτό χρειάζεται τέτοιο δικαστήριο, ή μάλλον τέτοιο όργανο τρομοκράτησης!

Το δικαστήριο αυτό βάζει τρεις μέρες για να εξετάσει την υπόθεση. Φαίνεται καθαρά πως
είναι οι Άγγλοι αξιωματικοί που προκάλεσαν τους φελάχους κυνηγώντας μέσα στις
ιδιοκτησίες τους και τραυματίζοντας μια γυναίκα, και πως οι φελάχοι επιτεθήκανε στους
Άγγλους γιατί ήτανε λαθροθήρες και όχι γιατί ήτανε Βρετανοί αξιωματικοί. Άγγλοι γιατροί,
μεταξύ άλλων κι ο Δρ Μόλαν, ο επίσημος γιατρός των δικαστηρίων, αναγνώρισαν μπροστά
στο δικαστήριο πως ο κάπταιν Μπουλ πέθανε από ηλίαση και πως μόνα τους τα τραύματά
του δεν θα έφταναν για να προκαλέσουν το θάνατο.

Το δικαστήριο δίνει μόνο τριάντα λεπτά σε πάνω από πενήντα κατηγορούμενους για να
κάνουν τις καταθέσεις τους. Αρνείται ν’ ακούσει ένα χωροφύλακα που βεβαιώνει πως οι
Άγγλοι αξιωματικοί πυροβόλησαν εναντίον των φελάχων και βασίζει την απόφασή του
μόνο στις καταθέσεις των αξιωματικών που προκάλεσαν τη συμπλοκή!

Στις 27 Ιουνίου βγαίνει η απόφαση: Τέσσερις Αιγύπτιοι καταδικάζονται σε απαγχονισμό,


δυο σε ισόβια καταναγκαστικά, ένας σε 15 χρόνια καταναγκαστικά, έξι σε επτά χρόνια
καταναγκαστικά, τρεις σε φυλάκιση ενός χρόνου και τέλος πέντε σε δημόσια μαστίγωση
δίχως φυλακή, ο καθένας τους από πενήντα κουρμπατσιές (μαστίγιο με πέντε λουριά!).

Η απόφαση αυτή όριζε την εκτέλεση για την επαύριο. Έτσι, μόνο δεκαπέντε μέρες είχαν
περάσει από τα γεγονότα ως την εκτέλεση!

Στις τέσσερις η ώρα το πρωί, Τετάρτη 27 Ιουνίου, οι τέσσερις θανατοποινίτες και οι οχτώ
καταδικασμένοι σε μαστίγωση μεταφέρονται από το Σιμπίν, πρωτεύουσα της επαρχίας της
Μενουφία, στο χωριό Σοχαντά, τέσσερα χιλιόμετρα από το Ντενσουάι. Εκεί επί εννέα ώρες,
περίμεναν την τρομερή εκδίκηση. Στη μια το απόγευμα της Πέμπτης 28 Ιουνίου τους
μεταφέρουν στο Ντενσουάι. Οι Άγγλοι κυβερνήτες θέλησαν να γίνει η εκτέλεση την ίδια
ώρα και στο ίδιο μέρος της συμπλοκής»(6).

Το ποίημα

Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί έβαλε ο Καβάφης στον τίτλο «27 Ιουνίου» και όχι 28 που
γίνηκε η εκτέλεση. Ο ποιητής, από τα 1918, στη διάλεξη του κ. Αλέκου Σεγκόπουλου, μας
εξήγησε πως σ’ ορισμένα του ποιήματα, ο τίτλος κάποτε φωτίζει τη στάση του ποιητή δίχως
να δεσμεύει την ευθύνη του και κάποτε είναι ένα σχόλιο στα γινόμενα του ποιήματος. Με
τον τίτλο αυτόν ο Καβάφης, προφυλαγμένος πίσω από έναν κατ’ επίφαση αντικειμενισμό,
καταγγέλλει την απάνθρωπη Απόφαση του Έκτακτου Δικαστηρίου.

Και τώρα το ποίημα. Είναι αυτονόητο πως σε άλλον ανήκε το δικαίωμα και η τιμή ν’
ανακοινώσει αυτό το εντελώς άγνωστο κι αποκαλυπτικό ντοκουμέντο, να σχολιάσει την
τραγική δύναμη και την τρομερή ομορφιά του. Γι’ αυτό εκφράζω κι από δω την
ευγνωμοσύνη μου τόσο στο φίλο κ. Γ. Π. Σαββίδη, που μου επέτρεψε να μιλήσω πρώτος για
ένα δικό του συγκλονιστικό εύρημα, όσο και στον κληρονόμο του ποιητή, κ. Αλέκο
Σεγκόπουλο, που πολύ ευγενικά έδωσε την άδεια της ανακοίνωσης.

«27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.»

Σαν το ’φεραν οι Xριστιανοί να το κρεμάσουν


το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαφτά χρόνια μοναχά με τα ’ζησες, παιδί μου».
Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας
κι επέρασάν το το σκοινί και το ’πνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κ’ ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα·
«Δεκαφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα, παιδί μου».

ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ :

https://www.miet.gr/userfiles/b43b6205-bc09-4b97-8795-a6b100f44a81/allilografia-tsirka-
savvidi-2015-miet.pdf
ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΛΕΤΗΣ :

You might also like