You are on page 1of 602

Γενική Επιμέλεια

Ολυμπία Βικάτου, Δρ Αρχαιολόγος, Προϊσταμένη ΕΦΑΑΙΤΛ


Βίβιαν Στάικου, Αρχαιολόγος MA, ΕΦΑΑΙΤΛ
Φωτεινή Σαράντη, Δρ Αρχαιολόγος ΕΦΑΑΙΤΛ

Φιλολογική Επιμέλεια
Παναγιώτης Κοντός, Καθηγητής Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών

Εκτύπωση: ΑΡΧΕ-ΤΥΠΟ – Μυταράς Ε. & ΣΙΑ ΟΕ

© 2018 ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ & ΛΕΥΚΑΔΟΣ


– ΑΙΤΩΛΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Ο τόμος τυπώθηκε με δαπάνες του ΥΠΠΟΑ και με την ευγενική υποστήριξη χορηγών.

Απαγορεύεται η με οποιαδήποτε τρόπο η αναπαραγωγή του συνόλου ή μέρους του παρόντος, με


οποιοδήποτε μέσο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτογραφικό ή άλλο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.

Οι μελέτες απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συγγραφέων. Τυχόν λάθη ή παραλείψεις βαρύ-
νουν τους ίδιους.

Φωτογραφία εξωφύλλου: Λεπτομέρεια απο ψηφιδωτό δάπεδο σε λουτρό ελληνιστικών χρόνων της
Αλίκυρνας. Επεξεργασία: Α. Αλεξάκη.
Σχέδιο σελ. 3: Πήλινος δίσκος με ανάγλυφη διακόσμηση σκηνής απο τον μύθο του Ακταίωνα. Αλί-
κυρνα, ελληνιστικοί χρόνοι.

ISBN: 978-960-386-357-1
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
& ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΑΙΤΩΛΙΚΗ
ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ
ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
& ΛΕΥΚΑΔΟΣ

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ
ΣΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
& ΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ
Πρακτικά
2 ΔΙΕΘΝOYΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟY
OY

& ΙΣΤΟΡΙΚΟY ΣΥΝΕΔΡΙΟY

Ι.Π. Μεσολογγίου, 6 – 8 Δεκεμβρίου 2013

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ 2018
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ο. Βικάτου, Προϊσταμένη ΕΦΑΑΙΤΛ, Β. Κοντός, Πρόεδρος Αιτωλικής Πολιτιστικής


Εταιρείας, Κ. Ζάχος, Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων, Ν. Καλτσάς, Επίτιμος Διευθυντής του
Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Λ. Κολώνας, Επίτιμος Γενικός Διευθυντής Αρχαιοτήτων,
Α. Μουστάκα, Καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Β.
Λαμπρινουδάκης, Ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Ι.
Παπαποστόλου, Ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,
Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Επίτιμη Έφορος Αρχαιοτήτων, Ε. Σερμπέτη, Ομότιμη καθηγήτρια
Κλασικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Ι. Τριάντη, Ομότιμη καθηγήτρια Κλασικής
Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, S. Dietz, Επίτιμος Διευθυντής Ινστιτούτου της
Δανίας, F. Lang, Prof. Dr. phil. Technische Universität Darmstadt, E-L. Schwandner, Ομότι-
μος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Winkelmann Institute, Humboldt University Berlin.

ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ο. Βικάτου, Προϊσταμένη ΕΦΑΑΙΤΛ, Β. Κοντός, Πρόεδρος Αιτωλικής Πολιτιστικής


Εταιρείας, Φ. Σαράντη, Αρχαιολόγος ΕΦΑΑΙΤΛ, Κ. Χαβέλα, Αρχαιολόγος ΕΦΑΑΙΤΛ, Β.
Στάικου, Αρχαιολόγος ΕΦΑΑΙΤΛ, Β. Τσαντήλα, Αρχαιολόγος ΕΦΑΑΙΤΛ, Α. Μακραδήμα,
Αρχαιολόγος ΕΦΑΑΙΤΛ, Δ. Γαβρίνα, Μουσειοπαιδαγωγός ΕΦΑΑΙΤΛ.
ΧΟΡΗΓΟΙ

ΔΗΜΟΣ
ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΧΟΡΗΓΙΕΣ

ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ - ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΡΑΝΙΩΤΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ

ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΕΜΠΕΛΗΣ ΧΑΡΙΛΑΟΣ

ΕΜΠΟΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΝΙΚΟΛΕΤΑΤΟΣ ΜΑΚΟΣ


Ι.Π. ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΖΑΜΠΕΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΟ – ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
ΗΛΕΚΤΡΑ ROOMS Ν. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ

ΘΕΟΔΩΡΑΚΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

ΚΑΝΙΝΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΑΚΑΝΙΚΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος Ο. Βικάτου ........................................................................................................................9
Πρόλογος Π. Κοντού .........................................................................................................................11
Χαιρετισμοί .......................................................................................................................................13
Συντομογραφίες .................................................................................................................................15

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Ολυμπία Βικάτου, Ανά την Αιτωλοακαρνανία, τη Λευκάδα και το Μεγανήσι ................................19

ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ

Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη, Οι προϊστορικές λιθοτεχνίες από τη Χερσόνησο Πλαγιάς


Αιτωλοακαρνανίας: Μία πρώτη προσέγγιση (περίληψη) ..............................................................53
Ιλεάνα Σιώρη, Οι μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι της Αιτωλοακαρνανίας και η σημασία τους ..........55
Ιωάννης Μόσχος, Υπομυκηναϊκή ή Πρώιμη Πρωτογεωμετρική Περίοδος; Το παράδειγμα της
Αιτωλοακαρνανίας (περίληψη) .........................................................................................................69
Λάζαρος Κολώνας, Χάλκινοι ταφικοί λέβητες από τη θέση «Σταθμός – Κεφαλόβρυσο»
του Πρωτογεωμετρικού νεκροταφείου της Σταμνάς Αιτωλοακαρνανίας .......................................71
Anne Sieverling, Nutrition habits in Homeric Akarnania. Dimensions of functional analysis
of pottery ...........................................................................................................................................99
Kathrin Fuchs, The Αrchaic temple of Spathari. New results (περίληψη) ..................................107
Franzeska Lang, Architektur im Kontext akarnanischer Kultorte ...............................................109
Ανθούλα Τσαρούχα, Αρχαιολογικές μαρτυρίες από το νεκροταφείο της Ποτιδάνιας Αιτωλίας .........125
Αποστολία Μακραδήμα, Το «νότιο» νεκροταφείο του αρχαίου Στράτου.
Πρώτη παρουσίαση .......................................................................................................................139
Γεώργιος Σταμάτης, Τα νεκροταφεία της αρχαίας Πλευρώνας. Πρώτη παρουσίαση ..............149
Φωτεινή Σαράντη, Αρχαία Μακύνεια. Νεότερες έρευνες και πρόσφατα συμπεράσματα .......163
Φωτεινή Σαράντη, Φραγκούλα Γεώρμα, Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα
της αρχαίας Μακύνειας. Μία πρώτη προσέγγιση ..........................................................................179
Φωτεινή Σαράντη, Κωνσταντίνος Φίλης, Οι εμπορικές σχέσεις της Μακύνειας.
Οι πρώτες ενδείξεις από το κτήριο Β ............................................................................................193
Παύλος Τριανταφυλλίδης, Γυάλινος ψυκτήρας από το Λιθοβούνι Αιτωλίας: συμβολή
στη μελέτη της υστεροκλασικής υαλουργίας του ελλαδικού χώρου (περίληψη) ...........................205
Νίκη Ράλλη, Κεραμική από το ιερό της Αρτέμιδος Επικρατείας στο Δρυμώνα Ακαρνανίας
(περίληψη) .......................................................................................................................................207
Βασιλική Τσαντήλα, Οι πήλινοι λύχνοι στην Αιτωλοακαρνανία από την κλασική έως και
τη ρωμαϊκή περίοδο. Εισαγωγές - Τοπική παραγωγή - Επιρροές. Παρατηρήσεις στην τυπολογία
και τη χρονολόγησή τους .................................................................................................................209
Κατερίνα Λεονταρίτη, Σωστικές ανασκαφές στην περιοχή του Αγρινίου. Τα αρχαιολογικά δεδο-
μένα για την κατοίκηση και τη χρήση του χώρου κατά την αρχαιότητα (περίληψη) .....................233
Γεωργία Αλεξοπούλου, Κλεάνθης Σιδηρόπουλος, Η νομισματική κυκλοφορία στη Στράτο
και τη Στρατική (περίληψη) ............................................................................................................235
Μαρία Σταυροπούλου-Γάτση, Νεότερα αρχαιολογικά δεδομένα για την Αιτωλία μέσα
από το έργο της ΛΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α. κατά τα έτη 2004-2010 ................................................................237

6
Κωνσταντούλα Χαβέλα, Αρχαιολογικές αναζητήσεις δυτικά του Αχελώου .........................263
Νίκος Καλτσάς, Αλίκη Μουστάκα, Νέες έρευνες στα Ελληνικά Βελβίνας (αρχαίο Μολύκρειο) ..275
Ισμήνη Τριάντη, Γιώργος Σμύρης, Ο ναός του Απόλλωνα στο Άκτιο. Το μνημείο και
τα ευρήματα ..................................................................................................................................285
Νικόλαος Κατσικούδης, Το ιερό του Απόλλωνος στο Άκτιο και το μνημείο του Οκταβιανού
στη Νικόπολη ως τόποι αυτοκρατορικής μνήμης ...........................................................................299
Νίκη Ράλλη, Ιωάννης Μόσχος, Ρωμαϊκές Θέρμες Αγίου Παντελεήμονα Αστακού.
Πρώτη Παρουσίαση (περίληψη) ....................................................................................................315
Βικτωρία Γερολύμου, Ρωμαϊκό ταφικό κτίσμα στο Πάμφιο ..................................................317
Ολυμπία Βικάτου, Rune Frederiksen, Ανασκαφές στο θέατρο της Καλυδώνας 2011-2013 ...331
Οlympia Vikatou, Søren Handberg, Excavations on the Lower Acropolis Plateau in Kalydon ....347
Έλενα Παρτίδα, Οι Αιτωλοί ως παράγων διαμόρφωσης του αρχιτεκτονικού τοπίου
στους Δελφούς ................................................................................................................................363
Ιωάννης Νεραντζής, Οικοπεριβάλλον αρχαίας Αιτωλίας και σηματοδοτήσεις οικωνυμίων
και τοπωνυμίων ..............................................................................................................................377
Claudia Antonetti, La attività scientifiche del Laboratorio di Epigrafia greca dell’ Università
Ca’ Foscari di Venezia sulla Grecia occidentale .............................................................................385
Λούλα Αλεξανδροπούλου, Η Kυρά - Ρήνη της Πλευρώνας ..........................................................393

ΛΕΥΚΑΔΑ – ΜΕΓΑΝΗΣΙ

Ολυμπία Βικάτου, Οι τύμβοι του Μεγανησίου ...........................................................................399


Βίβιαν Στάικου, Πρόσφατα ευρήματα της Εποχής του Χαλκού στους πρόποδες του Σκάρου.
Ένας αιώνας από τις έρευνες του Dörpfeld στην πεδιάδα του Νυδριού Λευκάδας ......................433
Νένα Γαλανίδου, Ολυμπία Βικάτου, Μαρία Σταυροπούλου-Γάτση, Αντώνης Βασιλάκης,
Βίβιαν Στάικου, Γιώργος Ηλιόπουλος, Μυρτώ Βέικου, Jeannette Forsén, Catherine Morgan,
Joanita Vroom, Χριστίνα Παπούλια, Παναγιώτης Ζερβουδάκης, Κωστής Πρασσάς,
H αρχαιολογική έρευνα επιφανείας στο Εσωτερικό Αρχιπέλαγος του Ιονίου ..................................445
Νένα Γαλανίδου, Γιώργος Ηλιόπουλος, Χριστίνα Παπούλια, Βίβιαν Στάικου,
Παλαιολιθική Λευκάδα. Πρόσφατες Έρευνες ................................................................................475
Άκης Τσώνος, Η Λευκάδα και οι σχέσεις της με τα Βαλκάνια κατά τη Νεολιθική Εποχή και
την Εποχή του Χαλκού ....................................................................................................................493
Μαρία Λαμπρινού, Λευκάδα. Τι γνωρίζουμε για την ιστορία της; ................................................509

ΜΟΥΣΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

Μαρία Λαγογιάννη, Ανεστέη Παρίση, Σαπφώ Αθανασοπούλου, Μουσειακή πολιτική


και νέα αρχαιολογικά μουσεία. Σκιαγραφώντας το παράδειγμα του νέου Αρχαιολογικού
Μουσείου Θέρμου ..........................................................................................................................521
Μόνικα Διαμαντή, Το διαχρονικό μουσείο. Παραδείγματα από τον ελλαδικό χώρο και
προοπτικές για την Αιτωλοακαρνανία (περίληψη) ........................................................................531
Σταύρος Μπένος, Αιτωλοακαρνανία. Ένας τόπος ιδανικός υλοποίησης των οραμάτων μας ........533
Βασίλης Λαμπρινουδάκης, Ολοκληρωμένη προστασία των μνημείων: Πότε, πώς, με ποιους;
Η περίπτωση της Παλαιομάνινας ....................................................................................................541

7
Δήμητρα Γαβρίνα, Προσεγγίζοντας «μουσειοπαιδαγωγικά» αρχαιότητες της Αιτωλοακαρνανίας ....551
Λάζαρος Κολώνας, Πάλαιρος, Οινιάδες, Πλευρώνα. Τρεις σημαντικές επισκέψιμες αρχαίες
πόλεις της Αιτωλοακαρνανίας, μετά τις εργασίες προστασίας, έρευνας και ανάδειξής τους .........561
Βάσια Παπούλια, Σχέδιο διαχείρισης μνημειακού χώρου. Η αρχαία πόλη της Στράτου Αιτωλοα-
καρνανίας ........................................................................................................................................577
Όλγα Γιαννακογεώργου, Από την αρχαιολογική έρευνα στην εκπαιδευτική πράξη:
Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στους αρχαιολογικούς χώρους της Νότιας Αιτωλοακαρνανίας ......585

ΣΥΝΟΨΗ

Βασίλης Λαμπρινουδάκης, Απολογισμός του έργου του συνεδρίου ............................................595


Kατάλογος Συνέδρων .....................................................................................................................598

8
Πρόλογος
εκ μέρους της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας & Λευκάδος

Η Αιτωλοακαρνανία, διαθέτοντας ένα μοναδικής ομορφιάς τοπίο, το οποίο χαρακτηρίζει η εναλλαγή


ορεινών όγκων, εύφορων εκτάσεων και το πλούσιο υδάτινο στοιχείο που συνθέτουν ποταμοί και
λίμνες, προσείλκυσε το ανθρώπινο ενδιαφέρον από τα προϊστορικά χρόνια, παρουσιάζοντας συνεχή
και αδιάλειπτη κατοίκηση διαχρονικά. Είναι περισσότερο γνωστή για τις εντυπωσιακές οχυρώσεις
και ακροπόλεις της, τα ισχυρά τείχη των οποίων στέκουν ακόμα όρθια, μάρτυρες της λαμπρής ιστο-
ρίας και της πορείας των δύο μεγάλων φύλων που έδρασαν στις δυτικές εσχατιές του ηπειρωτι-
κού κορμού της χώρας μας: «το μέγα και μάχιμον έθνος των Αιτωλών» κατά τον Θουκυδίδη και οι
Ακαρνάνες. Είναι τέτοια δε η πληθώρα των μνημείων που ορθά χαρακτηρίζεται η περιοχή ως ένα
τεράστιο υπαίθριο Μουσείο. Ωστόσο, παρά τον τεράστιο αυτό πολιτιστικό πλούτο, για δεκαετίες
παρέμεινε στο περιθώριο της αρχαιολογικής έρευνας, καθώς μόλις το 2004 ιδρύθηκε η τοπική ΛΣΤ΄
Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων με έδρα το Μεσολόγγι και η 22η Εφορεία Βυζα-
ντινών Αρχαιοτήτων με έδρα τη Ναύπακτο. Τις τελευταίες δεκαετίες υλοποιήθηκε ένα πολύ σημα-
ντικό έργο ως προς την ανάδειξη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς και σε αυτό το πλαίσιο εντάχθηκε
και η διοργάνωση συνεδρίων για τις αρχαιότητες του νομού.
Το πρώτο Αρχαιολογικό Συμπόσιο με θέμα την «Πολιτιστική Κληρονομιά της Αιτωλοακαρνα-
νίας, Προστασία και Ανάδειξη μέσα από τις τελευταίες Έρευνες» είχε πραγματοποιηθεί το έτος 2008
στην Ιερά Πόλη Μεσολογγίου, σε συνδιοργάνωση της τότε ΛΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλα-
σικών Αρχαιοτήτων και της τότε Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αιτωλοακαρνανίας. Παρά τις προ-
σπάθειες που κατεβλήθησαν, τα Πρακτικά του πρώτου αυτού συνεδρίου δεν τυπώθηκαν. Επίσης,
είχε προηγηθεί κατά τα έτη 1988 και 2002 η διοργάνωση του πρώτου και δεύτερου ιστορικού-αρχαι-
ολογικού συνεδρίου από την Ιστορική-αρχαιολογική Εταιρεία Αγρινίου σε συνεργασία με το Δήμο
και τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αιτ/νίας, τα πρακτικά των οποίων εκδόθηκαν κατά τα έτη 1991
και 2004 αντίστοιχα.
Το έτος 2013, πέντε χρόνια μετά την πρώτη διοργάνωση Συμποσίου από την ΛΣΤ΄ ΕΠΚΑ, η
πληθώρα των νέων αρχαιολογικών θέσεων και των κινητών μνημείων που ήλθαν στο φως, κυρίως
κατά την εκτέλεση των μεγάλων έργων οδοποιίας (Ιονία οδός, Παραϊόνια, Σύνδεση Ακτίου-Βόνι-
τσας), οι σωστικές ανασκαφές, οι συστηματικές έρευνες σε συνεργασία της Εφορείας με ελληνικά
και ξένα Επιστημονικά Ιδρύματα (Παν/μιο Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Δανίας, Αρχαιολο-
γική Εταιρεία) και τα έργα του προγράμματος ΕΣΠΑ της Εφορείας (Προστασία και ανάδειξη του
Ηρώου Καλυδώνας, Ανάδειξη του οικιστικού πλέγματος Λευκάδας, Ανάδειξη των Προϊστορικών
τύμβων στο Νυδρί, Οργάνωση της μόνιμης έκθεσης του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Θέρμου,
Ανάδειξη του Ιερού του Απόλλωνος στο Θέρμο), ο σχεδιασμός και η υλοποίηση εκπαιδευτικών προ-
γραμμάτων και άλλες δράσεις, αποτέλεσαν την αφορμή για τη διοργάνωση του δεύτερου Διεθνούς
Συνεδρίου, το οποίο υλοποιήθηκε σε συνδιοργάνωση της ΛΣΤ΄ΕΠΚΑ με την Αιτωλική Πολιτιστική
Εταιρεία.
Η αρχική ιδέα της υπογραφομένης για τη διοργάνωσή του, προκειμένου να παρουσιαστούν τα
αποτελέσματα της νεότερης αρχαιολογικής έρευνας στο νομό, έγινε με χαρά αποδεκτή από τους
αρχαιολόγους της Εφορείας, οι οποίοι, εργάστηκαν ακούραστα, παρά την υποστελέχωση και το
φόρτο εργασίας που καθημερινά επωμίζονται και σε συνεργασία με τον κ. Π. Κοντό, πρόεδρο της
Αιτωλικής Πολιτιστικής Εταιρείας, π. Γ.Γ. του Πανεπιστημίου Αθηνών και θερμό συμπαραστάτη του
έργου μας, καταφέραμε μέσα σε διάστημα μόλις ενός έτους να προετοιμάσουμε τη διοργάνωση του
Συνεδρίου. Η πραγματοποίησή του θα ήταν ανέφικτη χωρίς την προθυμία και τη σκληρή δουλειά
του προσωπικού της ΛΣΤ΄ΕΠΚΑ και ιδιαίτερα του επιστημονικού, μελών της Οργανωτικής επιτρο-
πής (Ο. Βικάτου, Φ. Σαράντη, Κ. Χαβέλα, Β. Στάικου, Α. Μακραδήμα, Β. Τσαντήλα, Δ. Γαβρίνα),
που ανέλαβαν εξολοκλήρου το βάρος της διοργάνωσης, αλλά και χωρίς την πολύτιμη βοήθεια της
τοπικής κοινωνίας και των χορηγών, καθώς το Συνέδριο, εν μέσω οικονομικής κρίσης, χρηματοδο-

9
τήθηκε εξολοκλήρου από τους επώνυμους και ανώνυμους χορηγούς της περιοχής Μεσολογγίου. Οι
μεγάλοι χορηγοί μας ανευρέθησαν χάρη από την οργανωτική επιτροπή, ενώ οι χορηγοί της τοπικής
κοινωνίας χάρη στην πρωτοβουλία και το συντονισμό του Γρ. Διαμαντόπουλου, που ως έκτακτος
συνεργάτης της Υπηρεσίας, έχει αφιερωθεί στο έργο της Πλευρώνας, καθώς επίσης και των αρχαι-
οφυλάκων Γ. Μάνθου και Π. Μάνθου. Όλοι, πάντα με ζήλο, ενδιαφέρον και αγάπη στηρίζουν όλες
τις δραστηριότητες της Εφορείας.
Στην πρόσκλησή μας ανταποκρίθηκαν άμεσα Έλληνες και ξένοι επιστήμονες που έχουν εργα-
στεί στην Αιτωλοακαρνανία και Λευκάδα, και υπήρξε αθρόα η συμμετοχή τους, με άκρως ενδιαφέ-
ρουσες εισηγήσεις ως προς τα αποτελέσματα των ερευνών, καθώς επίσης και των επεμβάσεων που
έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια για την προστασία και ανάδειξη των μνημείων μας,
στην Αιτωλοακαρνανία, τη Λευκάδα και το Μεγανήσι. Το Συνέδριο, που έλαβε χώρα στο Συνεδρι-
ακό κέντρο της πρώην Νομαρχίας, στην Ιερά Πόλη Μεσολογγίου, μεταξύ 6-8 Δεκεμβρίου, παρα-
κολούθησαν πολλοί άλλοι σύνεδροι, επιστήμονες, εκπρόσωποι φορέων, αλλά και απλοί πολίτες.
Επιμέρους εκδήλωση που πλαισίωσε τις εργασίες του συνεδρίου ήταν η επίσκεψη στην Πλευρώνα
και η ξενάγηση των συνέδρων από τον πρόεδρο της Επιστημονικής Επιτροπής του έργου ανάδειξης,
επίτιμο Γ. Δ/ντή Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς δρ Λ. Κολώνα. Οι εργασίες του συνε-
δρίου ολοκληρώθηκαν με τη βράβευση του E. L. Schwandner για τη συμβολή και το σημαντικό έργο
του στην αρχαιολογική έρευνα της Αιτωλοακαρνανίας. Το πρόγραμμα και το τεύχος περιλήψεων του
Συνεδρίου επιμελήθηκαν οι Ο. Βικάτου, Φ. Σαράντη και Κ. Χαβέλα.
Σε όλους εκείνους, επώνυμους και ανώνυμους, που προσέφεραν με οποιοδήποτε τρόπο στη
διοργάνωση του Συνεδρίου και συνέβαλαν ουσιαστικά στην επιτυχία του, στην Περιφέρεια, στους
Δήμους και στους χορηγούς, εκ μέρους της επιστημονικής και οργανωτικής επιτροπής εκφράζω τις
πιο βαθιές και ειλικρινείς ευχαριστίες, όπως επίσης και σε όλους τους επιστήμονες που στήριξαν με
εισηγήσεις τους το Συνέδριο.
Εξαρχής, πρόθεση της Οργανωτικής Επιτροπής ήταν η έκδοση των Πρακτικών, ως αποτίμηση
των γόνιμων αποτελεσμάτων του Συνεδρίου, η οποία έγινε εφικτή από την ενοποιημένη πλέον Εφο-
ρεία Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος, χάρη στη χρηματοδότηση του Υπουργείου
Πολιτισμού, κατά το μεγαλύτερο τμήμα και των χορηγιών που συγκεντρώθηκαν. Στον τόμο περι-
λαμβάνονται όλες οι ανακοινώσεις, καθώς και περιλήψεις των εισηγήσεων που δεν κατέστη δυνατή
η αποστολή του οριστικού κειμένου από τους συγγραφείς. Τη συγκέντρωση των εισηγήσεων και την
επικοινωνία με τους συγγραφείς ανέλαβαν αρχικά η Κ. Χαβέλα και η Β. Στάικου και στη συνέχεια
εξολοκλήρου η Β. Στάικου, η οποία με συνέπεια, υπευθυνότητα και αφοσίωση εργάστηκε ακούρα-
στα, αγνοώντας ωράρια εργασίας, για την συγκέντρωση και επιμέλεια των κειμένων και της βιβλι-
ογραφίας, ενώ καθοριστική ήταν η συμβολή της στην γραφιστική επεξεργασία και στο συντονισμό
της έκδοσης. Η φιλολογική επιμέλεια αρκετών άρθρων έγινε από τον καθηγητή κ. Π. Κοντό. Η Φ.
Σαράντη, στο τελικό στάδιο, ασχολήθηκε με την επιμέλεια των δοκιμίων και της βιβλιογραφίας. Τον
έλεγχο όλων των κειμένων, το συντονισμό και την τελική επιμέλεια της έκδοσης ανέλαβε η υπογρα-
φομένη. Όσους συμμετείχαν στην έκδοση των Πρακτικών, καθώς και το τυπογραφείο ΑΡΧΕ-ΤΥΠΟ
- Ε. Μυταράς & Σια Ο.Ε, θερμότατα ευχαριστώ για τη συνεργασία.
Στόχος μας είναι η διοργάνωση επιστημονικών συνεδρίων να καθιερωθεί και να αποτελέσει επι-
στημονικό θεσμό, που θα συμβάλει στην ανάδειξη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς του τόπου.

Δρ Ολυμπία Βικάτου
Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας & Λευκάδος

10
Πρόλογος
εκ μέρους της Αιτωλικής Πολιτιστικής Εταιρείας

Αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή και χαρά συμμετέχοντας με τον Πρόλογο αυτό στην έκδοση των Πρακτι-
κών του Β' Αρχαιολογικού Συνεδρίου Αιτωλίας και Ακαρνανίας που περιλαμβάνει και την Λευκάδα.
Το Συνέδριο οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε από την Εφορεία (Προϊστορικών-Κλασικών)
Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος στην Iερή Πόλη του Μεσολογγίου τον Δεκέμβριο
(2-3) του 2013 με την συνεργασία και της Αιτωλικής Πολιτιστικής Εταιρείας, του Δ.Σ. της οποίας έχω
την τιμή να είμαι Πρόεδρος.
Η Αιτωλοακαρνανία, λόγω της καίριας γεωστρατηγικής της θέσεως, μεταξύ Ηπείρου, Ιονίων
Νήσων, Δυτικής Πελοποννήσου, υπόλοιπης Στερεάς Ελλάδος και Δυτικής Θεσσαλίας και του εξαί-
ρετου φυσικού της περιβάλλοντος από την αρχαιότητα, ήταν πολύ σημαντική εστία του ελληνικού
ιστορικού και πολιτιστικού γίγνεσθαι. Αυτό αποδεικνύεται από το πλήθος των ιστορικών γεγονότων
που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή και το μέγα πλήθος των μνημείων του πολιτισμού που την
κοσμούν. Ενδεικτικά αναφέρουμε δύο από τις μεγαλύτερες ναυμαχίες της Ανατολικής Μεσογείου,
Ακτίου και Lepanto-Εχινάδων, την ίδρυση της Αιτωλικής Συμπολιτείας, καθώς και την καθοριστική
συμμετοχή των Αιτωλών στην ήττα και αποτυχία των Γαλατών να καταλάβουν και να λεηλατήσουν το
Ιερό των Δελφών και, φυσικά, τις πολιορκίες και την θρυλική Έξοδο του Μεσολογγίου.
Δυστυχώς τα πολιτιστικά μνημεία της Αιτωλοακαρνανίας με την απαράμιλλη παιδευτική και απο-
δεικτική τους λάμψη καθώς και όλα τα προβλήματα που έχουν σχέση με την παιδεία, κυρίως την
Ανώτατη, την ιστορία και την ανάπτυξη της περιοχής δεν αντιμετωπίστηκαν επί δεκαετίες με τον προ-
σήκοντα τρόπο από τους διαχειριστές της κεντρικής εξουσίας. Ευτυχώς με την ίδρυση της ΛΣΤ’ Εφο-
ρείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων το 2004, με έδρα την Ι. Π. του Μεσολογγίου και εν
συνεχεία της 22ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με έδρα την Ναύπακτο, που μετεξελίχθηκαν
στην ενοποιημένη Εφορεία Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος η κατάσταση στον τομέα
αυτό έχει αλλάξει ριζικά.
Το έργο της Εφορείας σε όλους τους τομείς είναι πραγματικά τεράστιο και, εκτός των άλλων, συνέ-
βαλε καθοριστικά στην ταχεία προώθηση και την ολοκλήρωση του μεγάλου έργου της Ιονίας οδού και
των λοιπών οδικών έργων της περιοχής. Πραγματοποίησε επίσης πολλές και ποικίλες ανασκαφές σε
συνεργασία και με άλλους επιστημονικούς φορείς και οργάνωσε την λειτουργία του νέου Αρχαιολο-
γικού Μουσείου Θέρμου. Επίσης, οργάνωσε επιστημονικές εκδηλώσεις αρχαιολογικού περιεχομένου
και προέβη στις αναγκαίες ενέργειες για την ίδρυση του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου του Νομού
με έδρα το Μεσολόγγι.
Η οργάνωση του Συνεδρίου για το οποίο έγινε ήδη λόγος, που είναι το μεγαλύτερο που έχει πραγ-
ματοποιηθεί στην Αιτωλοακαρνανία, καθώς και η παρούσα έκδοση των Πρακτικών του, αποτελούν
πολύ σημαντικό έργο και πολύ ουσιαστική συμβολή στη μελέτη και την προβολή των αρχαιολογικών
μνημείων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος.
Κλείνοντας τον πρόλογό μου θα ήθελα να ευχαριστήσω και να συγχαρώ τους συντελεστές της
πραγματοποίησης του Συνεδρίου και της έκδοσης των Πρακτικών του: την Διευθύντρια της Εφορείας,
Δρ Αρχαιολογίας και εκλεκτή αρχαιολόγο, κ. Ολυμπία Βικάτου, τους εισηγητές, το επιστημονικό και
λοιπό προσωπικό της, τον ομότιμο Καθηγητή Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ, διαπρεπή αρχαιολόγο και
επίτιμο δημότη Μεσολογγίου κ. Βασίλειο Λαμπρινουδάκη για τη συμμετοχή του, για τις ανασκαφές
Οινιαδών και Παλαιομάνινας και την καθοριστική συμβολή του στην ίδρυση της Εφορείας Αρχαιο-
τήτων και ακόμη το Υπουργείο Πολιτισμού και τους λοιπούς χορηγούς, χωρίς τους οποίους θα ήταν
αδύνατη η πραγματοποίηση και η έκδοση των Πρακτικών.
Εύχομαι να οργανωθεί σύντομα το Γ’ Συνέδριο έτσι ώστε με την αποδεδειγμένη «επιστημονική
και εργασιακή επάρκεια» της Εφορείας Αρχαιοτήτων να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί το «αρχαιο-
λογικό θαύμα» που έχει αρχίσει.

Παναγιώτης Ι. Κοντός
Καθηγητής Πανεπιστημίου, Πρόεδρος Δ.Σ. ΑΙ.ΠΟ.Ε.
Χαιρετισμός
Γενικής Διευθύντριας Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς ΥΠΠΟΑ

Με ιδιαίτερη χαρά χαιρετίζω την έναρξη του 2ου Διεθνούς Αρχαιολογικού και Ιστορικού Συνεδρίου
για το Αρχαιολογικό Έργο στην Αιτωλοακαρνανία και τη Λευκάδα που ξεκινά σήμερα τις εργασίες
του και φέρνει κοντά εξέχοντες ειδικούς επιστήμονες, αρχαιολόγους και ιστορικούς, οι οποίοι δρα-
στηριοποιούνται στην περιοχή της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας, στη Λευκάδα και το Μεγανήσι.
Το Συνέδριο αυτό έρχεται να συνεχίσει την παρουσίαση του αρχαιολογικού έργου από εκεί που
σταμάτησε το 2008, το 1ο Αρχαιολογικό Συμπόσιο για την Μνημειακή Πολιτιστική Κληρονομιά
και την Ιστορία της περιοχής και είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι πραγματοποιείται, όπως
γνωρίζετε, εν μέσω των αντίξοων συνθηκών της τρέχουσας δύσκολης οικονομικής συγκυρίας. Έτσι
αποκτά ιδιαίτερη αξία η διοργάνωση αυτής της υψηλού επιπέδου επιστημονικής συνάντησης από
τη ΛΣΤ΄ ΕΠΚΑ σε συνεργασία µε την Αιτωλική Πολιτιστική Εταιρεία. Αποδεικνύεται έτσι με τον
καλύτερο τρόπο ότι το Υπουργείο Πολιτισμού μέσω των Περιφερειακών Υπηρεσιών του μεριμνά µε
αίσθημα ευθύνης και συνέπειας, και με όλους τους δυνατούς τρόπους, για τα μνημεία πολιτιστικής
κληρονομιάς και φροντίζει για τη διάχυση και επικοινωνία του έργου αυτού στο ειδικό αλλά και το
ευρύ κοινό.
Το πρόγραμμα του συνεδρίου με τις συμβολές των συμμετεχόντων αποκαλύπτουν το πλήθος
και την ποικιλομορφία των δράσεων που επιτελούνται στην Αιτωλοακαρνανία και τη Λευκάδα τα
τελευταία χρόνια µε έμφαση στα νέα δεδομένα: ανασκαφικές και επιστημονικές έρευνες, παρουσι-
άσεις αρχαιολογικών ευρημάτων, ιστορικές έρευνες με διαχρονικές και διατοπικές προσεγγίσεις,
έργα συντήρησης και ανάδειξης και μουσειακά και εκπαιδευτικά προγράμματα.
Ως Γενική Διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς απευθύνω συγχαρητήρια
και ευχαριστίες σε όλους τους συντελεστές της οργάνωσης, τόσο τους οικοδεσπότες, όσο και τους
συμμετέχοντες επιστήμονες, και εύχομαι να υπάρξει συνέχεια, τόσο με την έκδοση των πρακτικών,
όσο και με μελλοντικές ανάλογες επιστημονικές συναντήσεις.

Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη
Δεκέμβριος 2013
Χαιρετισμός
Διευθύντριας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων ΥΠΠΟΑ

Αγαπητοί συνάδελφοι και φίλοι, κυρίες και κύριοι, θα ήθελα και εγώ από πλευράς της Διεύθυνσης
Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού να απευ-
θύνω έναν χαιρετισμό για την έναρξη του 2ου Διεθνούς Αρχαιολογικού και Ιστορικού Συνεδρίου με
θέμα «Το Αρχαιολογικό Έργο στην Αιτωλοακαρνανία και τη Λευκάδα». Λυπάμαι πολύ που υπηρε-
σιακές υποχρεώσεις εκτός Ελλάδος, δεν μου επέτρεψαν να συμμετέχω σε αυτό, όπως είχα προγραμ-
ματίσει και επιθυμούσα.
Αρχικά θα ήθελα να συγχαρώ ιδιαίτερα την Προϊσταμένη και το προσωπικό της ΛΣΤ΄ ΕΠΚΑ,
όπως επίσης τον Πρόεδρο και τα μέλη της Αιτωλικής Πολιτιστικής Εταιρείας για την πρωτοβουλία
της διοργάνωσης του συνεδρίου, που τείνει να γίνει θεσμός. Επίσης, συγχαίρω τα μέλη της Οργα-
νωτικής και της Επιστημονικής Επιτροπής που εργάστηκαν σκληρά για την πραγματοποίηση του
συνεδρίου, που θα δώσει την ευκαιρία σε όλους όσοι σχετίζονται επιστημονικά και υπηρεσιακά µε
το μνημειακό πλούτο της Αιτωλοακαρνανίας και της Λευκάδας να παρουσιάσουν όλοι μαζί το έργο
τους.
Από τη θέση αυτή οφείλω να τονίσω ότι η ΛΣΤ΄ ΕΠΚΑ, µία νεοσύστατη Εφορεία με εκτετα-
μένη επικράτεια και περιορισμένο αριθμητικά προσωπικό, σε µία δυσμενή οικονομικά συγκυρία
για όλους µας, εκτελεί αξιέπαινο έργο έχοντας στο «τιμόνι» της τώρα και στο παρελθόν δραστή-
ριες συναδέλφους, όπως την κα Ολυμπία Βικάτου και την προκάτοχο της κα Μαρία Γάτση. Τόσο
στη Λευκάδα όσο και στην Αιτωλοακαρνανία η Εφορεία διενεργεί πλήθος σωστικών ανασκαφών,
πραγματοποιεί έργα διαμόρφωσης, ανάδειξης και προβολής σημαντικότατων αρχαιολογικών χώρων
και μουσείων, ενώ συμβάλλει με την άμεση εκτέλεση των απαραίτητων για την προστασία της πολι-
τιστικής μας Κληρονομιάς αρχαιολογικών εργασιών και στην ολοκλήρωση Μεγάλων Έργων που
πραγματοποιούνται στην περιοχή και προωθούν την ανάπτυξη στη χώρα μας. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει
να γίνει στις Επιστημονικές Επιτροπές και ιδιαίτερα στον κ. Λάζαρο Κολώνα, επίτιμο Γενικό Διευ-
θυντή Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου μας, για το σημαντικό έργο της
ανάδειξης και αποκατάστασης εξεχουσών ιστορικών πόλεων της Αιτωλοακαρνανίας.
Επίσης, µε μεγάλη ικανοποίηση αναφέρω ότι βρίσκονται σε εξέλιξη ή έχουν ολοκληρωθεί αρχαι-
ολογικές έρευνες από Τμήματα Αρχαιολογίας ελληνικών και ξένων Πανεπιστημίων και ανασκαφικά
προγράμματα Ξένων Αρχαιολογικών Σχολών, παρουσιάσεις των οποίων θα γίνουν στο πλαίσιο του
συνεδρίου αυτού. Θα ήθελα σε όλους αυτούς τους φορείς με το αξιόλογο επιστημονικό τους προ-
σωπικό να εκφράσω την εκτίμησή μου για το έργο που επιτελούν, καθώς και τις ευχαριστίες µου για
την αγαστή συνεργασία με την ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Κλείνοντας, εύχομαι καλή επιτυχία στις εργασίες του συνεδρίου και εξαγωγή σημαντικών απο-
τελεσμάτων από αυτό.

Νικολέττα Διβάρη-Βαλάκου
Δεκέμβριος 2013
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Εκτός των καθιερωμένων αρχαιολογικών συντομογραφιών χρησιμοποιούνται επιπλέον οι ακόλου-


θες, που αφορούν στις συχνότερες παραπομπές συλλογικών έργων που χρησιμοποιούνται στον
παρόντα τόμο:

ΑΕΘΣΕ 3 Αλ. Μαζαράκης-Αινιάν (επιμ.) 2012. Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στε-
ρεάς Ελλάδας, Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης, Βόλος 12-15 Μαρτίου
2009, Βόλος.
ΑΕΘΣΕ 4 Αλ. Μαζαράκης-Αινιάν (επιμ.) 2016. Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στε-
ρεάς Ελλάδας, Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης, Βόλος 15-18 Μαρτίου
2012, Βόλος.
ΑΕΜΘ Αρχαιολογικό Έργο Μακεδονίας και Θράκης
Α΄ Συνέδριο Αγρινίου Ιω. Μέννεγκα (επιμ.) 1991. Πρακτικά Α΄ Αρχαιολογικού και Ιστορικού Συνε-
δρίου για την Αιτωλοακαρνανία, Αγρίνιο 21-23 Οκτωβρίου 1988, Αγρίνιο.
Α΄ Σύνοδος Μ. Καζάκου (επιμ.) 2006. Πρακτικά Α΄ Αρχαιολογικής Συνόδου Νότιας και
Δυτικής Ελλάδος, Πάτρα 9-12 Ιουνίου 1996, Αθήνα.
Αφιέρωμα W. Dörpfeld Χ. Παπαδάτου-Γιαννοπούλου (επιμ.) 2008. Διεθνές Συνέδριο αφιερωμένο
στον Wilhelm Dörpfeld, Πρακτικά Συνεδρίου, Λευκάδα 6-11 Αυγούστου 2006,
Πάτρα.
B΄ Συνέδριο Αγρινίου Μ. Διαμαντή – Ε. Κολοβού – Ε. Σκεντέρη (επιμ.) 2004. Πρακτικά Β΄ Διεθνούς
Ιστορικού και Αρχαιολογικού Συνεδρίου Αιτωλοακαρνανίας, Αγρίνιο 29-31
Μαρτίου 2002, Αγρίνιο.
ΕλλΚερ Επιστημονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραμική
ΕλλΚερ Αιγαίου Ελληνιστική κεραμική από το Αιγαίο, Μυτιλήνη, 1994.
ΕλλΚερ Αιτωλοακαρνανίας Β. Θεοφιλοπούλου (επιμ.), Ελληνιστική Κεραμική από την αρχαία Ήπειρο, την
Αιτωλοaκαρνανία και τα Ιόνια Νησιά, Αθήνα, 2009.
ΕλλΚερ Πελοποννήσου Λ. Κυπραίου (επιμ.), Ελληνιστική κεραμική από την Πελοπόννησο, Αίγιο 2005.
Έργο ΒΔ Ελλάδας Β. Θεοφιλοπούλου (επιμ.) 2018, Πρακτικά του Αρχαιολογικού Έργου στη
Βορειοδυτική Ελλάδα και τα νησιά του Ιονίου, Ιωάννινα 10-13 Δεκεμβρίου
2014, Αθήνα.
Έργο ΥΠΠΟ Μ. Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη (επιμ.) 2012. 2000-2010. Από το ανασκαφικό έργο
των Εφορειών Αρχαιοτήτων, Αθήνα.
ΕΣΠΕΡΟΣ M. Fotiadis – R. Laffineur – Y. Lolos – A. Vlachopoulos (επιμ.) 2017. ΕΣΠΕ-
ΡΟΣ/HESPEROS. Proceedings of the 16th International Aegean Conference,
Ioannina 18-21 May 2016, AEGAEUM 41, Leuven-Liège.
Εύβοια και Στερεά Ελλάδα A.Γ. Βλαχόπουλος (επιμ.) 2008. Αρχαιολογία, Εύβοια και Στερεά Ελλάδα,
Αθήνα.
Ιόνια Οδός Ο. Βικάτου – Φ. Σαράντη – Γ. Σταμάτης (επιμ.) 2017. Διαχρονικό ταξίδι στην
Ιόνια Οδό. Ο θησαυρός των ευρημάτων της, Μεσολόγγι.
ΝΗΡΙΚΟΣ-ΛΕΥΚΑΣ-ΚΑΣΤΡΟ Χ. Παπαδάτου-Γιαννοπούλου (επιμ.), 2016. ΝΗΡΙΚΟΣ-ΛΕΥΚΑΣ-ΚΑΣΤΡΟ.
Η μακροβιότερη πρωτεύουσα της Λευκάδας, Πρακτικά Συνεδρίου, Λευκάδα
Αύγουστος 2010, Λευκάδα.
Τριχόνειον, Άκραι, Μέταπα Φ. Ζαφειροπούλου – Μ. Σταυροπούλου-Γάτση – Γ. Σταμάτης (επιμ.) 2011.
Τριχόνειον, Άκραι, Μέταπα, Αιτωλών πόλεις, Αθήνα.
Chalkis Aitolias I S. Dietz – I. Moschos (επιμ.) 2006. Chalkis Aitolias I, The prehistoric periods,
Monographs of the Danish Institute at Athens 7, Athens.
Forschungen in Akarnanien I F. Lang – P. Funke – L. Kolonas – E.-L. Schwandner – D. Maschek (επιμ.)
2013. Interdisziplinäre Forschungen in Akarnanien, Akarnanien-Forschungen
Ι, Bonn.
Foundation and destruction J. Isager (επιμ.) 2001. Foundation and destruction. Nikopolis and northwestern
Greece. The archaeological evidence for the city destructions, the foundation
of Nikopolis and the synoecism, Monographs of the Danish Institute at Athens
3, Αarhus.
Kalydon in Aitolia I S. Dietz – M. Stavropoulou-Gatsi (επιμ.) 2011. Kalydon in Aitolia I-II, Danish/
Greek Field Work 2001-2005, Monographs of the Danish Institute at Athens 12,
1-2, Αarhus.
Lo Spazio Ionico C. Antonetti (επιμ.), 2010. Lo spazio ionico e le comunità della Grecia nord-
occidentale. Territorio, società, istituzioni. Atti del Convegno Internazionale,
Venezia 7-9 gennaio 2010, Pisa.
PDIA Proceedings of the Danish Institute at Athens
Villae Rusticae A. D. Rizakis – I. P. Touratsoglou (επιμ.) 2013. Villae rusticae. Family
and market-oriented farms in Greece under roman rule, Proceedings of an
international congress held at Patrai, 23-24 April 2010, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 68,
Athens.
Σπείρα Ευ. Μέρμηγκα (επιμ.) 2017. Σπείρα. Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης προς
τιμήν της Αγγέλικας Ντούζουγλη και του Κωνσταντίνου Ζάχου, Ιωάννινα 1-3
Νοεμβρίου 2012, Αθήνα.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

17
18
ΑNA THN ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ,
ΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ

Ολυμπία Βικάτου

Η ΛΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων μετά την ίδρυσή της το 2004
δραστηριοποιείται στην Π.Ε. Αιτωλοακαρνανίας, Λευκάδας και στο Μεγανήσι. Για όλες αυτές τις
περιοχές διαθέτει μόλις 80 υπαλλήλους μόνιμο προσωπικό, πολύ μικρός αριθμός σε σχέση με την
έκταση που ελέγχει και κυρίως με το έργο που υλοποιεί1. Όμως, παρά τις δύσκολες οικονομικές
συγκυρίες, χάρη στις σωστικές ανασκαφές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των μεγάλων έργων
οδοποιίας και στα έργα Ε.Σ.Π.Α. της Εφορείας μας, η ΛΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α. είναι μία από τις Υπηρεσίες
που προσέφερε και προσφέρει πολλές θέσεις εργασίας. Τα τελευταία επτά χρόνια εργάστηκαν
συνεχώς περίπου 170 έκτακτοι υπάλληλοι, διαφόρων ειδικοτήτων (αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες,
τοπογράφοι μηχανικοί, εργάτες, σχεδιαστές, συντηρητές κ.ά.). Με το μόνιμο και έκτακτο προσωπικό,
συντηρ›ηθηκαν καταγράφηκαν και ταξινομήθηκαν περί τα 4000 κινητά ευρήματα κατ’ έτος.
Παράλληλα, τα έτη 2011-2013 προχώρησε η κήρυξη νέων αρχαιολογικών χώρων (Οινιάδες, Σκοπάς
Οινιαδών, Παιάνιο κ.ά.), ενώ εμπλουτίζεται συνεχώς ο κόμβος ΟΔΥΣΣΕΥΣ του ΥΠ.ΠΟ.Α., από τον
οποίο απουσίαζαν τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί χώροι της Αιτωλοακαρνανίας και της Λευκάδας.

Ανασκαφικό έργο
Η έναρξη υλοποίησης των μεγάλων έργων οδοποιίας στον νομό στάθηκε η αφορμή να έλθουν στο
φως αρκετά μνημεία, όπως νέοι οικισμοί, άγνωστα νεκροταφεία, αγροτικές και εργαστηριακές
εγκαταστάσεις, ιερά πόλεων και μικρότερα αγροτικά ιερά, ναοί και δημόσια οικοδομήματα, τα οποία
έχουν ήδη αλλάξει τον αρχαιολογικό χάρτη της περιοχής, και προσφέρουν νέα στοιχεία, φωτίζοντας
ακόμη περισσότερο την ιστορία των δύο αρχαίων φύλων, των Αιτωλών και των Ακαρνάνων, που
έδρασαν στις δυτικές «εσχατιές» του ελληνικού κόσμου. Οι σημαντικότερες ανασκαφές προέκυψαν
στο πλαίσιο κατασκευής της Ιόνιας και της Παραϊόνιας οδού, αλλά και στα νέα έργα που άρχισαν
το 2011, όπως η σύνδεση περιοχής Ακτίου με τον δυτικό άξονα Β-Ν. Αξίζει να σταθεί κανείς στο
γεγονός ότι οι ανασκαφές που διενεργούνται κατά μήκος του οδικού άξονα της Ιόνιας Οδού, του
μεγαλύτερου οδικού άξονα που διασχίζει τη Δυτική Ελλάδα, είναι από τις πλέον εκτεταμένες σε όλη
τη χώρα2.

Αυτοκινητόδρομος Ιόνιας Οδού


Αν και οι εργασίες κατασκευής της Ιονίας Οδού είχαν διακοπεί για δύο περίπου έτη (Μάιος
2011 - Αύγουστος 2013), το υποέργο «Αρχαιολογικές εργασίες αρμοδιότητας ΛΣΤ΄ Εφορείας
Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων» που εκτελέστηκε από την Εφορεία μας, συνεχίζεται
χωρίς διακοπές και αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα έργα που υλοποίησε η Υπηρεσία μας,
προσφέροντας εργασία σε συνολικά 120 εργαζόμενους διαφόρων ειδικοτήτων. Στο ανασκαφικό

1 Όπως αναφέρθηκε και στον πρόλογο του παρόντος τόμου, με τον Νέο Οργανισμό του ΥΠΠΟΑ (ΦΕΚ 171/Α/28-8-2014)
η ΛΣΤ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων συγχωνεύτηκε με την 22η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων,
οπότε και δημιουργήθηκε η ενιαία Εφορεία Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος με έδρα το Μεσολόγγι και
χωρική αρμοδιότητα τις Περιφερειακές Ενότητες Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδας. Συνολική παρουσίαση του έργου
της ΛΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α. για τα έτη 2011-2013 βλ. Βικάτου 2011, 44-73. Βικάτου 2013, 146-195. Βικάτου 2014, 364-414.
2 Στο δημοσίευμα της 30-12-2012 της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ με τίτλο «Οι δέκα αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 2012» οι
ανασκαφές της Αιτωλοακαρνανίας κατατάχθηκαν στην πέμπτη θέση με υπότιτλο «Η αφύπνιση ενός νομού».

19
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

έργο συμμετείχε επίσης το μόνιμο και αορίστου χρόνου επιστημονικό, φυλακτικό και εργατοτεχνικό
προσωπικό της Εφορείας3. Στο πρώτο τμήμα της οδού (Αντίρριο - Κεφαλόβρυσο) συνεχίστηκαν
οι ανασκαφές στην περιοχή της Μακύνειας, της Καλυδώνας και της Αλίκυρνας, ενώ στο δεύτερο
τμήμα (Κουβαράς - Μενίδι) συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε η έρευνα στη θέση «Άγιοι Θεόδωροι-
Ταμπούρι» Στάνου Αμφιλοχίας.
Από τις μεγαλύτερες ανασκαφές ήταν αυτή στη θέση «Ριζό» Μακύνειας, έκτασης 32 στρεμμάτων,
που ολοκληρώθηκε το 2014 και διήρκησε τρία χρόνια4. Αποκαλύφθηκε εκτεταμένος οικισμός (εικ.
1), ο οποίος πιθανότατα ανήκε στην αρχαία Μακύνεια5. Ερευνήθηκαν κατάλοιπα 32 κτηρίων,
αναλημμάτων, κεντρικός λιθόστρωτος δρόμος, άλλες μικρότερες δίοδοι και πύργος που πιθανότατα
συνδύαζε τις ανάγκες εποπτείας και άμυνας του οικισμού, ενώ είχε χρησιμοποιηθεί και ως κατοικία.
Ανάμεσα στα κτήρια ξεχωρίζουν ορισμένα πολύχωρα με κεντρικό δωμάτιο με εστία (ο αρχαίος
οίκος) και κατάλοιπα εργαστηριακών εγκαταστάσεων. Ο οικισμός κατοικήθηκε αδιαλείπτως από
την ύστερη γεωμετρική έως και την ύστερη ελληνιστική περίοδο. Είναι πολύ πιθανό ότι στον ίδιο
χώρο είχε προηγηθεί εγκατάσταση των προϊστορικών χρόνων6.
Η δεύτερη μεγάλη ανασκαφή πραγματοποιήθηκε στη θέση «Χονδραίικα», πλησίον του στομίου
εισόδου της Σήραγγας της Καλυδώνας, σε έκταση περίπου 11 στρεμμάτων. Η θέση βρίσκεται
κοντά στο σημερινό χωριό Άγιος Γεώργιος Ευηνοχωρίου στους πρόποδες χαμηλού λόφου, ΒΑ της
οχύρωσης της αιτωλικής Καλυδώνας, σε απόσταση 1 χλμ. περίπου από την κύρια ανατολική της
πύλη7 και γειτνιάζει με την κοιλάδα του Ευήνου. Η σωστική ανασκαφική έρευνα, που ξεκίνησε το
o 2009 και ολοκληρώθηκε στο τέλος του 20118, αποκάλυψε αρχαιότητες σε διαφορετικά επίπεδα, που
οριοθετούνταν μεταξύ τους από μεταγενέστερους αναλημματικούς τοίχους (εικ. 2). Συγκεκριμένα,
ερευνήθηκαν τμήμα αναλημματικού τοίχου, θεμέλια επτά κτηρίων της ελληνιστικής εποχής, μερικά
από τα οποία επισκευάστηκαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν στα υστερορρωμαϊκά και βυζαντινά
χρόνια, δύο τάφοι της πρωτογεωμετρικής εποχής, τμήμα ελληνιστικού και υστερορρωμαϊκού
νεκροταφείου αποτελούμενου από δέκα τάφους διαφόρων τύπων, κτηριακό συγκρότημα με λουτρό
υστερορρωμαϊκών χρόνων, τμήμα αρχαίου δρόμου, τρίκλιτη μεσοβυζαντινή βασιλική και μεγάλο

3 Κατά την εκτύπωση των Πρακτικών του Συνεδρίου, το έργο της Ιόνιας Οδού είχε ολοκληρωθεί. Στο παρόν άρθρο
αναφέρονται οι ανασκαφές που ήταν σε εξέλιξη και ολοκληρώθηκαν μέχρι το έτος 2014. Τον γενικό συντονισμό και τη

l διεύθυνση όλου του ανασκαφικού έργου κατά μήκος της υπό κατασκευή οδού είχε η Προϊσταμένη της Εφορείας, Ολυμπία
Βικάτου, ενώ υπεύθυνοι ανασκαφικών τομέων ορίστηκαν αρχαιολόγοι της Εφορείας, όπως αναφέρονται παρακάτω.

s 4 Υπεύθυνη της ανασκαφής ήταν η αρχαιολόγος, Προϊσταμένη του Τμήματος Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτή-
των και Μουσείων της Εφορείας μας, κ. Φ. Σαράντη. Καθημερινή εποπτεία στην ανασκαφή είχαν οι έκτακτοι αρχαιο-
λόγοι κ.κ. Φ. Γεώρμα, Κ. Καραθανάση, Γ. Νικολοβιένη, Γ. Σιόντη και Μ. Στούμπου. Οι ίδιες ασχολήθηκαν και με την
καταγραφή, ταξινόμηση, φωτογράφηση και αποθήκευση όλου του αρχαιολογικού υλικού που προέρχεται από αυτό το
τμήμα. Ο φύλακας αρχαιοτήτων Γ. Λαγαρός είχε την εποπτεία όλων των εκσκαπτικών εργασιών στο τμήμα της Ιονίας
Οδού από Αντίρριο έως και Άνω Βασιλική και με υπευθυνότητα, ζήλο και εργατικότητα συνέβαλε ουσιαστικά στην
απρόσκοπτη υλοποίηση του έργου εντός των αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων.
5 Κολώνας 1994,79-95.
6 Σαράντη 2016, 621-625, Σαράντη, στον παρόντα τόμο, Σαράντη – Γεώρμα στον παρόντα τόμο, Σαράντη – Φίλης στον
παρόντα τόμο. Σαράντη 2010, Βικάτου – Σαράντη υπό εκτ. Βικάτου 2011, 46-47. Βικάτου 2013, 152-154. Βικάτου 2014,
365-369. Βικάτου 2016α, 22-25. εικ. 2-4. Σαράντη 2017, 15-21, όπου συγκεντρωμένη η βιβλιογραφία.
7 Kalydon in Aitolia Ι, 73-75, εικ. 51.
8 Τη διεύθυνση της ανασκαφής είχαν η πρώην Προϊσταμένη της ΛΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α., Μ. Σταυροπούλου-Γάτση και η νυν Προ-
ϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας & Λευκάδος, Ολυμπία Βικάτου. Στην ανασκαφή συμμετείχαν
οι αρχαιολόγοι Γ. Παυλίδη και †Κ. Βάτσιος. Τα σχέδια εκπονήθηκαν από τον σχεδιαστή Γ. Ράλλη. Την εποπτεία όλων
των εκσκαπτικών εργασιών στην περιοχή της Καλυδώνας, αλλά και σε όλο το τμήμα της Ιόνιας Οδού από την Καλυδώνα
έως το Κεφαλόβρυσο Αιτωλικού είχε ο αρχαιοφύλακας Γ. Μάνθος, ο οποίος με συνέπεια και ιδιαίτερο ζήλο συνέβαλε
ουσιαστικά στην έγκαιρη υλοποίηση του έργου.

20
ΑΝΑ ΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ

χριστιανικό νεκροταφείο9.
Η ανασκαφική έρευνα στη θέση «Ρηγαίικα» Μεσολογγίου αποκάλυψε περί τους 300 νέους τάφους
(εικ. 3), που απέδωσαν πλούσια κτερίσματα. Πρόκειται για το πλέον εκτεταμένο και οργανωμένο
νεκροταφείο των κλασικών - ελληνιστικών χρόνων της Αιτωλοακαρνανίας10, το οποίο χωροθετείται
ανάμεσα στις πόλεις Αλίκυρνα και Καλυδώνα, σε πολύ μικρή απόσταση από την υφιστάμενη Ε.Ο.
Αντιρρίου-Ιωαννίνων, πάνω στον κύριο οδικό άξονα που διέσχιζε την αρχαία Αιτωλία11. Ανήκει στην
πόλη της Αλίκυρνας, δεδομένου ότι βρίσκεται πλησιέστερα σε αυτήν. Οι τάφοι είναι οργανωμένοι
κατά συστάδες και διατάσσονται πάνω σε έναν ευθύγραμμο, επιμήκη άξονα με κατεύθυνση Α./ΝΑ.
- Δ./ΒΔ. καταλαμβάνοντας μήκος 1 χλμ περίπου12. Η κύρια ταφική πρακτική είναι αυτή του ενταφι-
ασμού, χωρίς ωστόσο να απουσιάζει και το έθιμο του εγχυτρισμού. Η πλειονότητα των τάφων ήταν
απλοί λακκοειδείς, ακολουθούν οι κιβωτιόσχημοι και οι κεραμοσκεπείς. Οι λακκοειδείς τάφοι ήταν
απλά ορθογώνια ορύγματα στο φυσικό έδαφος, χωρίς επένδυση των πλευρικών τους τοιχωμάτων
και κάλυψη από πλάκες ντόπιου ψαμμίτη (θραυσμένες κατά το πλείστον) ή ακανόνιστους λίθους ή
επίπεδες κεραμίδες κορινθιακού τύπου. Ωστόσο, ερευνήθηκαν και αρκετοί λακκοειδείς, οι οποίοι
δεν έφεραν καθόλου κάλυψη. Οι κιβωτιόσχημοι οριοθετούνταν είτε από κατακόρυφα τοποθετημένες
ψαμμιτικές πλάκες, είτε από επίπεδες κεραμίδες κορινθιακού τύπου (σε δύο τάφους), ενώ δε
λείπουν και οι περιπτώσεις τάφων με κτιστά τοιχώματα από μικρούς πλακοειδείς λίθους. Τέλος, οι
κεραμοσκεπείς-καλυβίτες έφεραν ως κάλυψη, επίσης, επίπεδες κεραμίδες κορινθιακού τύπου και ο
σκελετός εδραζόταν απευθείας στο έδαφος.
Οι περισσότεροι τάφοι εντοπίστηκαν σχεδόν επιφανειακά, σε πολύ μικρό βάθος από τη σημερινή
επιφάνεια του εδάφους. Στις συστάδες του νεκροταφείου που ερευνήθηκαν, απαντώνται μαζί ταφές
ενηλίκων και παιδιών, με τους παιδικούς τάφους να βρίσκονται κατά κανόνα σε υψηλότερο επίπεδο.
Ο νεκρός τοποθετείται σε ύπτια στάση με τα χέρια παράλληλα προς το σώμα (εικ. 4), ενώ σε ελά-
χιστες περιπτώσεις παρατηρήθηκε αυτή της συστολής. Σε ορισμένους σκελετούς τα άνω άκρα ήταν
λυγισμένα στο ύψος της λεκάνης. Ο κύριος προσανατολισμός των νεκρών ήταν Α.-Δ., με μικρές
αποκλίσεις να παρατηρούνται και με το κεφάλι τους να είναι τοποθετημένο στην ανατολή. Περιεί-
χαν κατά κανόνα την ταφή ενός ατόμου, όμως απαντώνται και τάφοι με δύο επάλληλες ταφές, ενώ
αρκετά συχνή είναι η συνύπαρξη ενταφιασμού με την ανακομιδή οστών.
Η πλειονότητα των τάφων του νεκροταφείου ήταν ασύλητοι και παρά το γεγονός ότι αρκετοί ήταν
ακτέριστοι, απέδωσαν πλούσιο κτερισματικό υλικό της κλασικής-υστεροκλασικής και ελληνιστικής
εποχής, όπως λήκυθοι (εικ. 5), αρκετές «ηλειακού» τύπου, άωτα σκυφίδια, σκύφοι, κάνθαροι, πυξί-
δες, οινοχοΐσκες, λυχνάρια, πινάκια κ.ά., γυάλινα αγγεία, ζωόμορφα και ανθρωπόμορφα πήλινα ειδώ-
λια (εικ. 6). Σημαντικά ήταν επίσης τα μεταλλικά κτερίσματα των τάφων (εικ. 7), μεταξύ των οποίων

9 Για τις αρχαιότητες των ιστορικών χρόνων βλ. Stavropoulou-Gatsi 2010, 84, εικ. 4a-b, Γάτση 2010, 1059-1062. Βικάτου
2011, 48. Βικάτου 2013, 154-1555. Βικάτου 2015, 633-634, εικ.1-2. Βικάτου 2016α, 25-27, εικ.6-8. Βικάτου 2017α,
33-38. Βικάτου υπό εκτ. α. Από το τέλος του 2010 τις εργασίες στην τρίκλιτη μεσοβυζαντινή βασιλική και το χριστιανικό
νεκροταφείο ανέλαβε η τότε αρμόδια 22η ΕΒΑ. Μέχρι τότε τις υλοποιούσε η Εφορεία μας, κατόπιν συνεννόησης και
λόγω έλλειψης προσωπικού της ΕΒΑ. Μετά από σχετικές γνωμοδοτήσεις του ΚΑΣ αποφασίστηκε η κατάχωση των
αρχαίων λειψάνων κατά το μεγαλύτερο τμήμα τους (λουτρικό συγκρότημα, δρόμος κ.λ.π.), ενώ ο τάφος «μακεδονι-
κού» τύπου αποσπάστηκε και τοποθετήθηκε στο διάκενο μεταξύ των αρτηριών, όπου διατηρήθηκε ορατή και η τρίκλιτη
μεσοβυζαντινή βασιλική. Για τις αρχαιότητες των βυζαντινών χρόνων, βλ. Χουλιαράς 2014. Χουλιαράς κ.ά. 2014, 181-
187. Κουμούση 2014, 87-90. Liampi 2014, 107-120. Σταυράκος 2014, 151-158. Γερολύμου – Παναγιωτόπουλος 2018..
10 Για μία πρώτη παρουσίαση του νεκροταφείου, βλ. Σταυροπούλου-Γάτση 2010, 79-88. Γάτση 2010, 1057-1058.
Σταυροπούλου-Γάτση 2012, 67. Βικάτου 2011, 50-52, εικ. 3-4. Βικάτου 2013, 157-158, εικ. 4. Βικάτου 2015, 634-635,
εικ. 3-4. Βικάτου 2016α, 30-32, εικ. 13-15. Βικάτου 2017α, 39-47. Βικάτου υπό εκτ. α. Βικάτου υπό εκτ. β.
11 Η πορεία του δρόμου που συνέδεε την Πάτρα με τη Νικόπολη κατά τη ρωμαϊκή εποχή έχει ταυτοποιηθεί με βάση την
εύρεση μιλιαρίων και εγκαταστάσεων των ρωμαϊκών χρόνων, βλ. Αξιώτη 1980, 194.
12 Η ανασκαφή του νεκροταφείου άρχισε το 2009 και ολοκληρώθηκε το 2015. Στην ανασκαφή συμμετείχαν οι αρχαιολόγοι
Ειρ. Κουτσιαύτη και Γ. Παυλίδη, ενώ τα σχέδια εκπονήθηκαν από τις σχεδιάστριες Αλ. Μετσοβίτη και Ν. Τζούμα.

21
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

συγκαταλέγονται κοσμήματα και εξαρτήματα ενδυμασίας και καλλωπισμού, όπως δώδεκα χάλκινα
κάτοπτρα, είκοσι δύο ασημένια, χάλκινα και σιδερένια δακτυλίδια, πέντε ζεύγη χάλκινων ενωτίων,
έξι περόνες και περίαπτα, κυρίως από ήλεκτρο. Επίσης, βρέθηκαν ένας χάλκινος κάδος, είκοσι δύο
χάλκινες και σιδερένιες στλεγγίδες, «χαρώνειοι» οβολοί, τοποθετημένοι στη στοματική κοιλότητα του
νεκρού, σαράντα δύο ασημένια και δύο χάλκινα νομίσματα, εβδομήντα δύο αστράγαλοι (οι σαράντα
επτά εξ’ αυτών σε έναν τάφο) κ.ά. Τα πήλινα ειδώλια, καθώς και οι αστράγαλοι, εντοπίστηκαν κυρίως
σε παιδικούς τάφους.
Στον Άγιο Θωμά Μεσολογγίου μέχρι και το 2016 ήταν σε εξέλιξη μία από τις πλέον εκτεταμένες
ανασκαφές της Υπηρεσίας μας13, πλησίον του λόφου «Χίλια Σπίτια», στον οποίο εντοπίζεται
οχυρωμένη ακρόπολη, που αποδίδεται από τους περισσότερους μελετητές στην αρχαία Αλίκυρνα14.
Εδώ έχουν έλθει στο φως εκτεταμένα οικοδομικά κατάλοιπα που ανήκουν στον οικιστικό ιστό της
αρχαίας πόλης15 (εικ. 8). Αποκαλύφθηκαν 16 μεγάλα οικιστικά συγκροτήματα της ελληνιστικής
περιόδου. Όλα τα οικοδομήματα έχουν τον ίδιο προσανατολισμό Β-Ν, φανερώνοντας ένα άρτιο
πολεοδομικό σχέδιο, οργανωμένο σύμφωνα με το Ιπποδάμειο σύστημα. Επίσης ιδίας κατεύθυνσης
είναι και μεγάλος δρόμος μήκους 48,50 μ., ο οποίος συνεχίζει και προς τις δύο κατευθύνσεις εκτός
του ανασκαμμένου μέχρι στιγμής χώρου, έχει πλάτος 4,50 μ. και οριοθετεί δύο μεγάλα συγκροτήματα.
Τα κτήρια διαθέτουν αρκετούς χώρους (από 8 έως 20), ενώ ορισμένοι από αυτούς ήταν υπαίθριοι ή
ημιυπαίθριοι αποθηκευτικοί και βοηθητικοί. Ξεχωριστή θέση κατέχει δημόσιο λουτρό, ο κεντρικός
χώρος του οποίου διακοσμείται με περίτεχνο ψηφιδωτό δάπεδο ελληνιστικών χρόνων, που φέρει
o διακόσμηση με φυτικά και θαλάσσια θέματα, το οποίο αποτελεί και το εξώφυλλο του παρόντος
τόμου. Στα κινητά ευρήματα εντάσσονται μεγάλη ποσότητα κεραμικής ελληνιστικών χρόνων, καθώς
και μικροευρήματα, ανάμεσά τους πήλινες και μολύβδινες αγνύθες, χάλκινα νομίσματα, αλλά και
πολλά σιδερένια καρφιά, μερικά από τα οποία προέρχονται από τη ξύλινη στέγη τους. Επιπλέον έχουν
βρεθεί κεραμικοί κλίβανοι, καθώς και αγωγοί αποχέτευσης και ύδρευσης.
Σε μικρή απόσταση από την πόλη ερευνήθηκε αποθέτης, από τον οποίο προήλθαν χιλιάδες
θραύσματα πήλινων αγγείων και ειδωλίων, σε λάκκο μεγ. διαστ. 6 x 7 μ. (εικ. 9). Εντυπωσιάζει η
ποσότητα των κινητών ευρημάτων, αφού έχουν καταμετρηθεί πάνω από 15.000 θραύσματα ειδωλίων
και όστρακα αγγείων των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων. Τη μεγαλύτερη ομάδα αποτελούν τα
ειδώλια, από τα οποία ελάχιστα μόνο σώζονται ακέραια (εικ. 10-11). Κυριαρχούν οι γυναικείες μορ-
φές, στους συνήθεις θεματικούς τύπους16. Πολλές κρατούν κάποια προσφορά, πτηνό, καρπούς ή ζώο.
Ξεχωριστή ομάδα αποτελούν τα ειδώλια παιδιών, σχεδόν αποκλειστικά κοριτσιών. Αρκετές μορφές
l συνδέονται ερμηνευτικά με τελετουργίες, όπως οι υδριαφόρες, και ορισμένες κυλινδρικές συμπα-
γείς μορφές που ακολουθούν έναν αρχαϊστικό κορινθιακό τύπο17. Αρκετά είναι και τα ειδώλια ζώων,
s

13 Στις εργασίες συμμετείχαν οι έκτακτοι αρχαιολόγοι Κ. Καραθανάση, Ι.-Α. Ντέμου, Κ. Λεονταρίτη και Μ. Στούμπου.
Τις σχεδιαστικές αποτυπώσεις πραγματοποίησαν οι σχεδιάστριες Β. Πατσιά, Θ. Κιφοκέρη, Φ. Μπαλάφα και Ε.
Πολιτοπούλου.
14 Η πόλη αναφέρεται από τον Πλίνιο ότι βρισκόταν, όπως και η Πλευρώνα, προς τη μεσογαία («in mediterraneo Pleuron,
Halicyrna», Pliny, H.N. IV. 6). Ο Στράβων προσθέτει την πληροφορία ότι η πόλη απέχει τριάντα στάδια από την αρχαία
Καλυδώνα («εἶθ’ ἡ Ἁλίκυρνα κώμη, ἧς ὑπέρκειται Καλυδὼν ἐν τῇ μεσογαίᾳ σταδίοις τριάκοντα», Στράβων, Γεωγραφικά
Χ, ΙΙ.21). Βασιζόμενοι στη μαρτυρία του Στράβωνα οι W. M. Leake και W. J. Woodhouse ταυτίζουν την πόλη με τα
σωζόμενα λείψανα τείχους και κτισμάτων στη θέση «Χίλια Σπίτια», η οποία βρίσκεται ΒΑ. του Μεσολογγίου και Β.
της υφιστάμενης Εθνικής Οδού Αντιρρίου-Ιωαννίνων, αλλά και της υπό κατασκευή Ιονίας Οδού, βλ. Leake 1835, 533.
Woodhouse 1897, 114. Καθώς δεν είχαν πραγματοποιηθεί συστηματικές ανασκαφές μέχρι πρόσφατα, οι γνώσεις μας
για την αρχαία πόλη περιορίζονται στα στοιχεία που έχουν προκύψει από λιγοστές σωστικές ανασκαφές, ενδεικτικά βλ.
Σταυροπούλου-Γάτση – Σταμάτης 2010, 134-136.
15 Βικάτου 2011, 49-50, εικ. 2. Βικάτου 2013, 155-156, εικ. 3. Βικάτου 2014, 370-372, εικ. 5-6. Βικάτου 2015, 635-636,
εικ. 5-7. Βικάτου 2016α, 27-28, εικ. 9-12. Βικάτου 2017α, 48-59. Βικάτου υπό εκτ. α.
16 Vikatou 2017, 155-166, taf. 63-71.
17 Αντίστοιχα παραδείγματα από την Κόρινθο χρονολογούνται στο α΄ μισό του 4ου αι. π.Χ. Stillwell 1952, 42, II 4-8, pl. 4.

22
ΑΝΑ ΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ

με πολυπληθέστερη ομάδα αυτή των περιστεριών, ειδώλια χοίρων, βοοειδών, κριών, πετεινών και
αλόγων. Τέλος, ξεχωρίζουν μάσκες θεατρικών προσωπείων, που απεικονίζουν Σατύρους και ηθοποι-
ούς, και μερικά ειδώλια Ερωτιδέων (εικ. 11). Ερμηνευτικά ανιχνεύονται στοιχεία από τους κύκλους
της Αφροδίτης και του Διονύσου και για πρώτη φορά στην περιοχή, της Δήμητρας και της Κόρης,
όπως μαρτυρούν το ειδώλια τρικέφαλου Κερβέρου και ενός ομοιώματος κοτυλίσκης, το λατρευτικό
σκεύος των ελευσινιακών μυστηρίων. Επιπλέον, μία από τις ελάχιστες ανδρικές μορφές που κρατά
δάδα και κλαδιά θα μπορούσε να αναγνωρισθεί ως μύστης (;).
Στη θέση «Τρεις Εκκλησιές» ή «Σκαλί» Μεσολογγίου διατηρείται οχύρωση των ελληνιστικών
χρόνων18, που σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη ταυτίζεται με το λιμάνι της αρχαίας Πλευρώνας,
μιας από τις σημαντικότερες αιτωλικές πόλεις, η οποία, κτισμένη σε θέση φύσει οχυρή και στρα-
τηγικής σημασίας, ήλεγχε τόσο τον χερσαίο δρόμο που συνέδεε τη νότια Ελλάδα με την Ήπειρο,
όσο και το θαλάσσιο πέρασμα μεταξύ Ιονίων νήσων και Δυτικής Στερεάς19. Τα πλοία έφθαναν στο
λιμάνι από την ανοιχτή θάλασσα μέσω διώρυγας. Σήμερα διατηρούνται ίχνη αυτού του δίαυλου, ο
οποίος χρησιμοποιήθηκε έως την Ελληνική Επανάσταση20. Στο τμήμα αυτό της οχύρωσης που ήταν
ορατό έγιναν εκτεταμένες εργασίες καθαρισμού, ενώ ήλθαν στο φως νέα τμήματά του (εικ. 12). Από
τις διερευνητικές τομές προήλθε η αναμενόμενη ελληνιστική κεραμική, ενώ σε βαθύτερα στρώματα
περισυνελέγη κεραμική, μικροαντικείμενα και λίθινα τέχνεργα της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του
Χαλκού, πιθανόν και της Μυκηναϊκής21.
Βορειότερα, στην περιοχή Στάνου Αμφιλοχίας, πλησίον των εγκαταστάσεων της Knauf, ερευνήθηκε
αρχαία αγροικία και οικισμός, η πρώτη φάση του οποίου χρονολογείται από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ.
μέχρι και τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Συγκεκριμένα, στις χαμηλές νότιες υπώρειες του όρους Θύαμος,
ανατολικά της λίμνης Αμβρακίας και πάνω στον αρχαίο δρόμο που ξεκινούσε από τον Στράτο και
συνέδεε την Ακαρνανία με την Ήπειρο, ερευνήθηκε τμήμα ατείχιστου οικισμού με διαπιστωμένη
κατοίκηση από την κλασική έως τη ρωμαϊκή εποχή (5ος αι. π.Χ. - 2ος αι. μ.Χ.)22. Από τον οικισμό ερευ-
νήθηκαν συνολικά οκτώ κτηριακά συγκροτήματα, που αναπτύσσονταν σε δύο άνδηρα ενισχυμένα με
αναλημματικούς τοίχους, ακολουθώντας τη φυσική κλίση του εδάφους (εικ. 13). Το μεγαλύτερο όγκο
των κινητών ευρημάτων αποτελεί η κεραμική, ενώ η οικοσκευή συμπληρώνεται με γυάλινα αγγεία,
κυρίως των ρωμαϊκών χρόνων, πήλινα υφαντικά βάρη από αργαλειούς, αλλά και μετάλλινα αντικεί-
μενα, όπως αγκίστρια, σιδερένια καρφιά, νομίσματα, καθώς και μικρά εργαλεία, τα οποία υποδηλώ-
νουν σαφώς την ενασχόληση των κατοίκων με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, αλλά και την αλιεία.
Σε μικρή απόσταση από τον οικισμό αποκαλύφθηκε τμήμα μεγάλης, αυτόνομης και καλά
οργανωμένης αγροικίας με πύργο και περιμετρικό οχυρωματικό περίβολο, η οποία αποτελείτο από
δεκατρείς χώρους, ορισμένοι εκ των οποίων χρησίμευαν για την προετοιμασία και παρασκευή του
φαγητού23 (εικ. 14). Φαίνεται ότι ιδρύθηκε στον 5ο αι. π.Χ., προς τα τέλη όμως του 4ου ή στις αρχές
του 3ου αι. π.Χ. ο χώρος εγκαταλείπεται, η εγκατάσταση περιορίζεται και δημιουργείται ένα είδος
οχυρωματικού περιβόλου, ο οποίος περιέκλειε την αγροικία τουλάχιστον από τις δύο πλευρές, ανατολικά

18 E. Kirsten, RE ΧΧΙ (1952), λ. Pleuron, 254, σχ. 3 υπό Fr. Noack, 261-2. Μαστροκώστας 1968, 277, πίν. 221α.
19 Κολώνας 2008.
20 Αλεξανδροπούλου 1993, 64. Αλεξανδροπούλου 2000, 45.
21 Στην ανασκαφική έρευνα συμμετείχαν οι έκτακτοι αρχαιολόγοι Γ. Σταμάτης και Γ. Παυλίδη. Για προκαταρκτική
παρουσίαση των αποτελεσμάτων της ανασκαφής, βλ. Βικάτου 2011, 53-54, εικ. 5. Βικάτου 2015, 636-637, εικ. 8-9.
Βικάτου 2016α, 32, 35, εικ. 18. Βικάτου 2017α, 60-65. Βικάτου – Σταμάτης υπό εκτ., όπου συγκεντρωμένη ενδεικτική
βιβλιογραφία.
22 Βικάτου 2013, 158-159, εικ. 5. Βικάτου 2014, 372-374, εικ. 7. Βικάτου 2016β, 60-61, εικ.4. Βικάτου 2017α, 70-75.
Βικάτου – Χαβέλα υπό εκτ. Χαβέλα στον παρόντα τόμο. Υπεύθυνη της ανασκαφής που ολοκληρώθηκε το 2014 ήταν
η αρχαιολόγος Κ. Χαβέλα και καθημερινή εποπτεία είχαν οι έκτακτοι αρχαιολόγοι Μ. Παπακωνσταντίνου, Αν. Γιγκλά
και Ειρ. Κουτσιαύτη.
23 Στην ανασκαφή συμμετείχε η αρχαιολόγος Αν. Γιγκλά. Τα σχέδια πραγματοποιήθηκαν από τη σχεδιάστρια Μ. Ντίνου,
ενώ τη συντήρηση των ευρημάτων ανέλαβε η Μ. Κατσένη.

23
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

και νότια24. Πυργόσπιτα αυτού του τύπου εμφανίζονται και σε άλλες περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας,
όπως στη Νέα Πλευρώνα και στο Αντίρριο, αλλά και στη γειτονική Λευκάδα.

Λοιπά έργα οδοποιίας


Το δεύτερο μεγάλο έργο οδοποιίας, ήταν η κατασκευή της Παραϊόνιας Οδού, κατά μήκος της οποίας
προέκυψαν εξαιρετικά σπουδαίες αρχαιότητες25. Οι πιο σημαντικές βρέθηκαν στη θέση Κεφαλόβρυσο
Σταμνάς, όπου χωροθετείται το ήδη γνωστό από παλαιότερες έρευνες εκτεταμένο νεκροταφείο της
Πρωτογεωμετρικής περιόδου26. Εδώ ερευνήθηκαν συνολικά 98 νέοι τάφοι διαφόρων τύπων (εικ.
15) και ένας τύμβος. Εξαιρετικά πλούσια και σημαντικά ήταν τα ευρήματα, που προήλθαν από τους
τάφους αυτούς. Αρκετά πήλινα αγγεία διαφόρων τύπων (εικ. 16) και μικροευρήματα όπως χάλκινα
δακτυλίδια, σιδερένιες περόνες, σιδερένιοι και χάλκινοι σφηκωτήρες, ξίφη τύπου Naue II, σιδερέ-
νια μαχαίρια, πήλινα σφονδύλια, χάλκινες αιχμές δοράτων, χάλκινες και σιδερένιες πόρπες κ.ά. (εικ.
17).
Στο έργο κατασκευής της Οδικής Σύνδεσης περιοχής Ακτίου με τον δυτικό άξονα Β-Ν
ερευνήθηκαν στη θέση «Σκοτεινή-Λινοβρόχι-Λιβαδάκου» συνολικά 102 τάφοι, κιβωτιόσχημοι
και κεραμοσκεπείς, που αποτελούν τμήμα του νότιου νεκροταφείου του αρχαίου Ανακτορίου27.
Οι κιβωτιόσχημοι τάφοι ήταν θεμελιωμένοι σε μικρό βάθος και δυστυχώς κανείς δεν διέφυγε τη
σύληση. Στο εσωτερικό τους δεν βρέθηκαν παρά μόνο ελάχιστα οστά και θραύσματα πήλινων
αγγείων. Οι κεραμοσκεπείς βρίσκονταν σε μεγαλύτερο βάθος και ήταν στην πλειονότητά τους
o ασύλητοι. Περιείχαν συνήθως μία ταφή, ενώ σε ορισμένους εντοπίστηκαν και ανακομιδές. Τις ταφές
συνόδευαν ως κτερίσματα, λιγοστά πήλινα αγγεία κατά κύριο λόγο και κοσμήματα. Σε κεντρικό
σημείο αποκαλύφθηκαν τα λείψανα ταφικού περιβόλου ορθογώνιου σχήματος διαστ. 13,50 x 8 μ.,
διαμορφωμένου σε τρία διαμερίσματα που περιέκλειαν συνολικά πέντε τάφους28 (εικ. 18). Σπο-
ραδικά επίσης, στο πλαίσιο εκτέλεσης του ίδιου έργου, αποκαλύφθηκαν οικιστικά κατάλοιπα σε
διάφορες θέσεις29.

Σωστικές ανασκαφές
Παράλληλα η Εφορεία έχει εκτελέσει και πλήθος άλλων σωστικών ανασκαφών, όπως στη Ναύπακτο
(περιοχή Κεφαλόβρυσο) που αποκαλύφθηκε μεγάλος καλοδιατηρημένος τύμβος30, στη Δάφνη
(αγροτική εγκατάσταση)31, στο Μύλο Μολυκρείου (όπου ερευνήθηκε μνημειώδης κατασκευή της

l
24 Βικάτου 2011, 54.

s 25 Γάτση 2010, 1052-1055. Βικάτου 2011, 55-56. Βικάτου 2013, 159-161, εικ. 6. Βικάτου 2015, 637, εικ. 10. Βικάτου
2017α, 66-69. Βικάτου υπό εκτ. α. Βικάτου υπό εκτ. β. Τη διεύθυνση της ανασκαφής είχε η υπογραφομένη και
καθημερινή εποπτεία η έκτακτη αρχαιολόγος Σ. Γούργαρη.
26 Κολώνας – Χριστακοπούλου 1994, 242-243. Πετρόπουλος κ.ά. 2003, 145. Χριστακοπούλου 2001. Χριστακοπούλου
2006, 511-516. Χριστακοπούλου-Σωμάκου 2009. Christakopoulou 2016, 59-76. Σταυροπούλου-Γάτση στον παρόντα
τόμο. Κολώνας στον παρόντα τόμο.
27 Το Ανακτόριο βρίσκεται στα βόρεια παράλια της Ακαρνανίας και συγκεκριμένα στο ΝΑ. μυχό του Αμβρακικού κόλπου,
στον όρμο του Αγ. Πέτρου. Τα ερείπια της αρχαίας πόλης είναι ορατά στο λόφο Καστρί και στη θέση Άγ. Πέτρος
κοντά στον σημερινό οικισμό Νέας Καμαρίνας Βόνιτσας. Είναι μία από τις τρεις σημαντικές αποικίες που ίδρυσαν οι
Κορίνθιοι επί ακαρνανικού εδάφους γύρω στο 630 π.Χ., βλ. Ley 2009, 54-57, όπου συγκεντρωμένη όλη η προγενέστερη
βιβλιογραφία.
28 Βικάτου 2011, 56-57. Βικάτου 2013, 161. Βικάτου υπό εκτ. β. Υπεύθυνη για την ανασκαφή αρχικά ήταν η αρχαιολόγος
Β. Στάικου. Μετά την αποχώρησή της, λόγω άδειας κυήσεως και λοχείας, την ανασκαφή ανέλαβε η υπογραφομένη. Την
καθημερινή εποπτεία της ανασκαφής είχε η επί συμβάσει αρχαιολόγος Μ. Γκέκα.
29 Μέχρι την έκδοση των πρακτικών η υλοποίηση του έργου ήταν σε εξέλιξη και έχουν διενεργηθεί έρευνες και σε άλλες
θέσεις.
30 Βικάτου 2013, 165-166. Saranti 2016, 443-451.
31 Βικάτου 2013, 166. Σαράντη υπό εκτ.

24
ΑΝΑ ΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ

ελληνιστικής περιόδου και με πρωιμότερη φάση στα τέλη του 6ου - αρχές 5ου αι. π.Χ.)32 και βεβαίως
στα Ελληνικά Μεσολογγίου, όπου ερευνήσαμε μεγάλο αρχαίο ναό, ο οποίος προφανώς υποδηλώνει
την ύπαρξη κάποιου οικισμού στην περιοχή, η θέση του οποίου δεν μας είναι ακόμη γνωστή. Ο
ναός, διαστ. 37 μ. (μήκος) x 16,50 μ. (πλάτος), διέθετε πρόναο, σηκό και οπισθόδομο, ενώ ο σηκός
φαίνεται ότι είχε τριμερή διαίρεση με δύο εσωτερικές κιονοστοιχίες33.
Πολλές σωστικές ανασκαφές έχουν διενεργηθεί και στην περιοχή Αγρινίου, όπου έχουν
αποκαλυφθεί αρκετά αρχαία κατάλοιπα. Παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν εργασίες εκτεταμένων
καθαρισμών και αποψιλώσεων στο μεγάλο συγκρότημα της αρχαίας αγοράς της πόλης, το οποίο είχε
ταυτιστεί από τον πρώτο ανασκαφέα Ιωάννη Μηλιάδη με στοά34 (εικ. 19). Στο πλαίσιο κατασκευής
του έργου «Ανακατασκευή της διώρυγας Δ1 και επέκταση της διώρυγας Αμβρακίας - Αμφιλοχίας
για άρδευση - ύδρευση κοινοτήτων Επαρχίας Βάλτου Ν. Αιτωλοακαρνανίας» με φορέα υλοποίησης
την ΕΥΔΕ/ΟΣΕ του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών &
Δικτύων, διενεργήσαμε σωστική ανασκαφή πλησίον του φράγματος Στράτου. Εντοπίστηκε τμήμα
του οργανωμένου νεκροταφείου της αρχαίας Στράτου πλησίον της παραποτάμιας πύλης της πόλης35
(εικ. 20). Επίσης, η σωστική ανασκαφή στο πλαίσιο του έργου «Διάνοιξη δημοτικής οδού στο
Ο.Τ. 141-142 156-157», στη θέση «Πετρωτά» στο Καινούργιο του πρώην Δήμου Θεστιέων, έχει
αποκαλύψει οικιστικά κατάλοιπα και τμήμα μεγάλου λουτρικού συγκροτήματος36.

Π.Ε. Λευκάδας

Σωστικές ανασκαφές
Το καλοκαίρι του 2012 και 2013 πραγματοποιήθηκε ανασκαφική έρευνα στο ακίνητο του Ι. Ν.
του Αγίου Κηρύκου στο Αθάνι στη νότια Λευκάδα, όπου υπήρχαν ορατά αρχαία κατάλοιπα37.
Εντοπίσθηκε εκτεταμένο συγκρότημα 500 τ.μ. περίπου στα νότια της εκκλησίας, καθώς και άλλοι
τοίχοι στα ανατολικά και βόρεια αυτής38 (εικ. 21). Το συγκρότημα, του οποίου ωστόσο η έρευνα δεν
ολοκληρώθηκε, αποκαλύφθηκε σε έκταση 30 x 17 μ. περίπου, ενώ τα όριά του δεν έχουν εντοπισθεί
πλήρως, επειδή εκτείνεται και πέραν του ανασκαφικού χώρου. Εντοπίσθηκαν δυο αναλημματικοί
τοίχοι κτισμένοι κατά το πολυγωνικό σύστημα, που σώζονται κατά τόπους σε ύψος 2,20 μ. και περι-
κλείουν το συγκρότημα στα ανατολικά και νότια. Στον χώρο, που ορίζεται από τους δυο τοίχους,
αποκαλύφθηκαν δώδεκα τουλάχιστον χώροι με εξαιρετικά επιμελημένες τοιχοποιίες από μεγάλους
ογκολίθους. Εντυπωσιακός είναι ο κεντρικός χώρος, στο μέσον του οποίου δεσπόζει τετράγωνη
εστία με μήκος πλευράς 2,50 μ. περίπου. Τα κινητά ευρήματα απαρτίζονται από κεραμική, αγνύθες,
σφονδύλια, ένα ασημένιο και δώδεκα χάλκινα νομίσματα, χάλκινα και σιδερένια καρφιά, δύο μολύ-
βδινα σταθμία, χάλκινους και σιδερένιους κρίκους, μολύβδινους συνδέσμους, πήλινα αγγεία κ.ά. Τα
αποκαλυφθέντα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα συνηγορούν ότι πρόκειται για κτήριο δημόσιου χαρακτήρα.
Οι σωστικές ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας πόλης της Λευκάδας έφεραν στο φως
αρχιτεκτονικά λείψανα κτηρίων39, ενώ ερευνήθηκε και ένα τμήμα του Βόρειου αρχαίου νεκροτα-

32 Βικάτου 2013, 166-167. Σαράντη υπό εκτ.


33 Γάτση 2008, 653-654, Βικάτου 2013, 167-169. Την ανασκαφή επέβλεψε η αρχαιολόγος Κ. Λεονταρίτη, ενώ η σχεδίαση
του μνημείου έγινε από την Μ. Ιωαννίδου.
34 Μηλιάδης 1928, 96-110. Για τις πρόσφατες εργασίες βλ. Βικάτου 2013, 171-172.
35 Βικάτου 2013, 172-173. Μακραδήμα στον παρόντα τόμο.
36 Βικάτου 2013, 173-174. Βικάτου 2014, 379-381. Υπεύθυνοι αρχαιολόγοι ανασκαφής: Ο. Βικάτου, Λ. Μακραδήμα.
Συμμετείχε και η έκτακτη αρχαιολόγος Ειρ. Κουτσιαύτη.
37 Ανδρέου 1980, 325-326.
38 Βικάτου 2013, 178-180. Βικάτου 2014, 382-384. Στις εργασίες απασχολήθηκε ως αρχαιολόγος η Β. Γκιζά, το μόνιμο
εργατοτεχνικό προσωπικό της Λευκάδας, το προσωπικό της Παλαίρου, ο μόνιμος αρχαιοφύλακας του Αγρινίου Απ.
Ζαρκαδούλας και έκτακτοι εργάτες. Η σχεδιαστική αποτύπωση έγινε από τον έκτακτο σχεδιαστή Ν. Βαγενά.
39 Βικάτου υπό εκτ. α.

25
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

φείου, όπου σώζονταν in situ επιτύμβιες βάσεις και στήλες40. Στο πλαίσιο του έργου «Αποχέτευση και
εγκατάσταση Επεξεργασίας λυμάτων του Δ. Ελλομένου Ν. Λευκάδας» ερευνήθηκαν επίσης οικιστικά
και ταφικά κατάλοιπα ελληνιστικών χρόνων41.

Μεγανήσι
Από τις σημαντικότερες ανασκαφές, που υλοποίησε η Εφορεία μας κατά το 2011 ήταν αυτή στο
Μεγανήσι, υπό τη διεύθυνση της υπογραφομένης. Στο ΝΔ. άκρο του νησιού, στη χερσόνησο
«Πόδι», ερευνήθηκαν συνολικά δεκαεπτά τύμβοι, οι οποίοι περιείχαν από έναν κιβωτιόσχημο
τάφο πολεμιστή, και στη θέση «Μυλί» ανασκάφηκε κτήριο ελλειψοειδούς κάτοψης, που ανήκε σε
οικισμό. Οι τύμβοι χρονολογούνται στο τέλος της Μυκηναϊκής εποχής και στην αρχή των Σκοτεινών
αιώνων42.

Έργα Ε.Σ.Π.Α.43
Πέντε συνολικά είναι τα αρχαιολογικά έργα που εντάχθηκαν στο Ε.Σ.Π.Α. και υλοποίησε η Εφορεία
μας δι’ αυτεπιστασίας, τα τρία στην Π.Ε. Αιτωλοακαρνανίας και τα δύο άλλα στην Π.Ε. Λευκάδας.
Ολοκληρώθηκαν όλα εντός του 2015, σύμφωνα με το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμά τους.

Π.Ε. Αιτωλοακαρνανίας
1) «Ανάδειξη-προστασία των μνημείων του ιερού του Απόλλωνος στο Θέρμο», προϋπολογισμού
o 550.000,00 €. Περιελάμβανε εργασίες αποψιλώσεων και αποχωματώσεων, αποδομήσεις νεό-
τερων οικιών εντός του χώρου, απομάκρυνση χωμάτων παλαιών ανασκαφών, μικροστερεώσεις
- συγκολλήσεις λίθων στον ναό του Απόλλωνος Θερμίου και απομάκρυνση του ανασκαφικού
στεγάστρου (εικ. 22α-β), αντικατάσταση τμήματος της παλαιάς περίφραξης, υλοποίηση απο-
στραγγιστικών έργων, δημιουργία διαδρομών επισκεπτών κ.ά44.
2) Το δεύτερο έργο είναι η «Προστασία Ηρώου Καλυδώνας», προϋπολογισμού 250.000,00 €, που
ολοκληρώθηκε το 2013. Περιελάμβανε αποψιλώσεις αποχωματώσεις, στερεώσεις και συντήρηση
δομικών στοιχείων, κατασκευή χαμηλού στεγάστρου κάλυψης, στεγάνωση και αντικατάσταση
της μεταλλικής θύρας εισόδου του ταφικού θαλάμου, κατασκευή αποστραγγιστικής τάφρου, διά-
στρωση του μνημείου με χώμα - γεωύφασμα για παθητική πυροπροστασία του, αντικατάσταση
περίφραξης και θύρας εισόδου, κατασκευή νέου φυλακίου και τοποθέτηση ενημερωτικών πινα-
κίδων45 (εικ. 23α-β).
l 3) «Αρχαιολογικό Μουσείο Θέρμου», βλ. αναλυτική αναφορά παρακάτω.

s Π.Ε. Λευκάδας

40 Στάικου 2016, 181-183.


41 Βικάτου υπό εκτ. α.
42 Στο δημοσίευμα της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ με τίτλο «Οι δέκα αρχαιολογικές αποκαλύψεις του 2011» η ανασκαφή
των προϊστορικών τύμβων του Μεγανησίου αναφερόταν στην τρίτη θέση. Η διεξαγωγή της ανασκαφικής έρευνας
υπήρξε ιδιαίτερα δύσκολη, λόγω του δύσβατου της περιοχής και των πολλών τεχνικών προβλημάτων. Τις ανασκαφές
επέβλεψαν οι αρχαιολόγοι Β. Γκιζά και Κ. Λεονταρίτη, ενώ απασχολήθηκαν οι σχεδιαστές Μ. Ιωαννίδου και Ν. Βαγε-
νάς, ο αρχαιοφύλακας Α. Ζαρκαδούλας και οι εργατοτεχνίτες Ν. Ζαβιτσάνος, Γ. Καπότης, Δ. Κονιδάρης, Σ. Κώτσης,
Ο. Ζαρκαδούλας, Π. Γκούρλιας, Δ. Αποστόλου, Χ. Γιαννοκώστας και †Κ. Μακράκης. Πολύτιμη ήταν η βοήθεια του
Δημάρχου Μεγανησίου κ. Στάθη Ζαβιτσάνου. Προκαταρκτική παρουσίαση της ανασκαφής βλ. Βικάτου 2011, 66-68.
Βικάτου 2014, 385-387, Βικάτου 2017β και αναλυτική παρουσίαση βλ. Βικάτου στον παρόντα τόμο.
43 Βικάτου 2011, 68-71. Βικάτου 2013,180-185. Βικάτου 2014, 388-401.
44 Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ακολούθησε η έκδοση δίγλωσσου ενημερωτικού φυλλαδίου, βλ. Βικάτου –
Μακραδήμα 2015.
45 Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ακολούθησε η έκδοση σύντομου δίγλωσσου αρχαιολογικού οδηγού για τα
μνημεία της πόλης και τις εργασίες ανάδειξης του Ηρώου, βλ. Βικάτου – Σαράντη 2013. Vikatou – Saranti 2013.

26
ΑΝΑ ΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ

1) Το πρώτο έργο αφορά στην «Ανάδειξη τμημάτων του οικιστικού πλέγματος Λευκάδας»
προϋπολογισμού 120.000,00 ευρώ. Εδώ αναδείχθηκε μια δημόσια στοά και συγκρότημα οικιών
μετά από εκτεταμένες εργασίες αποψιλώσεων και λήψη αποστραγγιστικών μέτρων (εικ. 24α-
β). Το έργο ολοκληρώθηκε το 2013 με τη δημιουργία διαδρομών, τοποθέτηση ενημερωτικών
πινακίδων, την έκδοση δίγλωσσου ενημερωτικού φυλλαδίου46.
2) Το δεύτερο έργο που υλοποιήθηκε είναι η «Ανάδειξη των προϊστορικών τύμβων στο Στενό Δ. Δ.
Νυδριού του Δ. Ελλομένου Λευκάδας». Πρόκειται για τους εξαιρετικά σημαντικούς προϊστορικούς
τύμβους, που είχε ανασκάψει ο Γερμανός αρχαιολόγος W. Dörpfeld στις αρχές του 20ου αι. (1908).
Πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες αποχωματώσεις για την αποκάλυψη των τύμβων (εικ. 25), σύνταξη
υδρολογικών και αποστραγγιστικών μελετών, στερεώσεις πρανών, κατασκευή κλίμακας, δημιουργία
διαδρομών, έκδοση δίγλωσσου ενημερωτικού φυλλαδίου και τριπτύχου47, τοποθέτηση ενημερωτικών
πινακίδων και οδοσήμανση.

Συστηματικές έρευνες - συνεργασίες


Μέσα από τις συστηματικές έρευνες και συνεργασίες υλοποιήθηκαν διάφορα προγράμματα, όπως η
ανασκαφή του θεάτρου (εικ. 26) και της ακρόπολης της Καλυδώνας με το Ινστιτούτο της Δανίας της
Αθήνας υπό τη διεύθυνση της υπογράφουσας, του Dr. R. Frederiksen και του Dr. Søren Handberg από
πλευράς Ινστιτούτου της Δανίας48 και το ερευνητικό πρόγραμμα επιφανειακής έρευνας στο Μεγανήσι
σε συνεργασία της ΛΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α. και του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου
Κρήτης. Η Εφορεία μας είχε επίσης την εποπτεία των ανασκαφών των επιστημονικών ιδρυμάτων στη
Βέλβινα (κ. Ν. Καλτσάς και κ. Αλ. Μουστάκα - Παν/μιο Θεσσαλονίκης), των Οινιαδών (κ. Ελ. Σερμπέτη
- Παν/μιο Αθηνών), Παλαιομάνινα (κ. Β. Λαμπρινουδάκης - Παν/μιο Αθηνών) και Άκτιο (κ. Ι. Τριάντη -
Παν/μιο Ιωαννίνων). Ιδιαίτερα σημαντικά ήταν τα αποτελέσματα όλων των παραπάνω προγραμμάτων49.
Μέσω προγραμματικών συμβάσεων με την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας και τους Δήμους
πραγματοποιήθηκαν ανασκαφικές εργασίες και εργασίες ανάδειξης στο θέατρο της Μακύνειας50, η
σύνταξη μελετών για την αποκατάσταση των θεάτρων Οινιαδών, Νέας Πλευρώνας και Στράτου51.
Παράλληλα, η Εφορεία μας προγραμματίζει την υλοποίηση προγράμματος προστασίας και ανάδειξης
του ιερού του Ασκληπιού στη Ναύπακτο (εικ. 27). Η υλοποίηση του προγράμματος άρχισε χάρη στη
συνεργασία με τον Δήμο Ναυπακτίας, που διέθεσε εργατικό προσωπικό για την εκτέλεση των εργα-
σιών. Από την ανασκαφή στο άνδηρο επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη καταλοίπων, τόσο ταφικών, από την
περίοδο που ακολούθησε την ερείπωση του ιερού, όσο και κτηριακών, από την κύρια φάση λειτουργίας
του ιερού, τα οποία θα οδηγήσουν στη μερική αποκατάσταση της μορφής του. Εργασίες ανάδειξης
πραγματοποιήθηκαν επίσης στον ναό του Διός Καραού (εικ. 28), όπου ο Δήμος Ξηρομέρου διέθεσε
εργατικό προσωπικό για τον καθαρισμό του μνημείου και του περιβάλλοντος χώρου.

Εκπαιδευτικά Προγράμματα
Ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσε η Εφορεία στα εκπαιδευτικά προγράμματα, στα μουσεία και τους αρχαιο-
λογικούς χώρους. Σε τακτά χρονικά διαστήματα υλοποιήθηκαν εκπαιδευτικά προγράμματα από την
μουσειοπαιδαγωγό της Εφορείας κ. Δ. Γαβρίνα και τους αρχαιολόγους στα Μουσεία Αγρινίου, Θυρρείου
και Λευκάδας, και σε αρχαιολογικούς χώρους, όπως τις Θέρμες του Αγίου Θωμά Μεσολογγίου,

46 Βικάτου – Χαβέλα 2013.Vikatou – Chavela 2013.


47 Βικάτου 2014. Vikatou 2014.
48 Βικάτου 2011, 61-63. Βικάτου 2013, 185-187. Βικάτου 2014α, 401-402. Vikatou κ.ά. 2014, 221-234. Vikatou – Hand-
berg 2017, 191-206.
49 Bλ. αντίστοιχα τα κείμενα των Βικάτου – Frederiksen, Vikatou – Handberg, Γαλανίδου κ.ά., Καλτσά – Μουστάκα,
Λαμπρινουδάκη, Σμύρη – Τριάντη στον παρόντα τόμο.
50 Βικάτου 2011, 63. Βικάτου 2013, 187. Σαράντη υπό εκτ. Υπεύθυνη της ανασκαφής ήταν η αρχαιολόγος Φ. Σαράντη.
51 Ιδιαίτερες ευχαριστίες απευθύνονται στους Δήμους Ναυπακτίας, Ι. Π. Μεσολογγίου και Αγρινίου και στην Περιφέρεια
Δυτικής Ελλάδος, για τη σύναψη των σχετικών Προγραμματικών Συμβάσεων.

27
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Θέρμου, και Αλυζίας, ενώ αρκετές είναι οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που σε συνεργασία με διάφορους
φορείς και Δήμους οργανώνει η Εφορεία μας, όπως οι βραδιές πανσελήνου σε Πλευρώνα, Στράτο και
Θέρμο, παρουσιάσεις βιβλίων και ανασκαφών (Καλυδώνας στο Ευηνοχώρι), η φωτογραφική έκθεση
στη Ναύπακτο σε συνεργασία με τον Δήμο Ναυπακτίας, αλλά και συμμετοχή των αρχαιολόγων σε
επιστημονικά συνέδρια52.

Μουσεία

Ξενοκράτειο53
Η έλλειψη μουσειακού χώρου στην πρωτεύουσα του νομού, που περιβάλλεται από σημαντικότατους
αρχαιολογικούς χώρους (Καλυδώνα, Ρωμαϊκές Θέρμες, Αλίκυρνα, Πλευρώνα, Οινιάδες) αποτελεί
μεγάλη εκκρεμότητα για την Π.Ε. Αιτωλοακαρνανίας, παρά το γεγονός ότι επί πολλά έτη ήταν
πάγιο αίτημα της Εφορείας Αρχαιοτήτων. Στο πρόβλημα αυτό δόθηκε λύση χάρη στη γενναιόδωρη
προσφορά του Δήμου της Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου, με την παραχώρηση του νεοκλασικού
κτηρίου «Ξενοκράτειο», στο κέντρο της πόλης, προκειμένου να δημιουργηθεί Μουσείο. Το ΥΠΠΟΑ
απεδέχθη την παραχώρηση αυτή με την έκδοση σχετικής Υπουργικής Απόφασης, κατόπιν ομόφω-
νης γνωμοδότησης του αρμοδίου Συμβουλίου Μουσείων, για τη στέγαση αρχαιολογικών συλλογών.
Έχει ήδη εγκριθεί η Μουσειολογική - Μουσειογραφική μελέτη που εκπόνησε η Εφορεία μας, καθώς
και η μελέτη αποκατάστασης του κτηρίου, που ανέθεσε ο Δήμος. Σύμφωνα με την Μουσειολογική -
o Μουσειογραφική μελέτη, η έκθεση αναπτύσσεται κατά θεματικές ενότητες και στους δύο ορόφους
του κτηρίου, ενώ παράλληλα στο ισόγειο δημιουργούνται χώροι για εκπαιδευτικά προγράμματα. Στο
ισόγειο θα φιλοξενηθεί η Συλλογή Προϊστορικών χρόνων, καθώς και η Συλλογή αρχαίων που προ-
έρχονται από ανασκαφές, κυρίως πρόσφατες, που εκτελούνται στο πλαίσιο των μεγάλων δημοσίων
έργων οδοποιίας (κυρίως της Ιονίας και της Παραϊόνιας Οδού). Στον όροφο θα παρουσιαστεί μέσα
από σημαντικά αρχαία αντικείμενα η ιστορία των δύο κοινών, των Αιτωλών και των Ακαρνάνων, με
αναφορά στις σημαντικότερες πόλεις τους, στη δημιουργία, στην ιστορική εξέλιξη των κοινών, και
εν γένει στην αρχή και το τέλος τους54.

Αρχαιολογικό Μουσείο Θέρμου55


Η κατασκευή του Μουσείου είχε ολοκληρωθεί το 2009 με την επίβλεψη της Δ/νσης Μελετών
Μουσείων και τη Δ/νση Εκτέλεσης Έργων Μουσείων. Το 2011 εντάχθηκε στο Ε.Σ.Π.Α. το έργο
l «Οργάνωση της Μόνιμης Έκθεσης του Νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Θέρμου», κατόπιν εγκρίσεως
της τελικής Μουσειολογικής-Μουσειογραφικής μελέτης. Για τη σύνταξη της μουσειολογικής
s μελέτης συστάθηκε ομάδα αποτελούμενη από τους κ.κ. Ολ. Βικάτου, Λ. Μακραδήμα, Γ. Σταμάτη, Μ.
Σταυροπούλου-Γάτση, Μ. Μούλιου και Α. Μητροπούλου. Τη δε μουσειογραφική μελέτη συνέταξε
η κ. Αν. Παρίση, αρχιτέκτων της Δ/νσης Μουσείων. Στην προετοιμασία των τευχών της μελέτης
συνέβαλε και ο τοπογράφος μηχανικός της Εφορείας μας, κ. Γ. Λώλος με τη ψηφιοποίηση φωτογραφιών
του προς έκθεση υλικού. Η υλοποίηση της έκθεσης απολογιστικά και δι’ αυτεπιστασίας και μέσω
δύο διεθνών διαγωνισμών είναι από τα σημαντικότερα έργα που πραγματοποίησε η Υπηρεσία μας
στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα
2007-2013».
Μέχρι τη διενέργεια του Συνεδρίου είχε ολοκληρωθεί η προμήθεια και εγκατάσταση του εξοπλι-

52 Βικάτου 2011, 71-73. Βικάτου 2013, 189-195. Βικάτου 2014, 405-414.


53 Βικάτου 2013, 149-151. Βικάτου 2014, 404-405.
54 Κατά την εκτύπωση του παρόντος το έργο «Μετατροπή Ξενοκρατείου σε Μουσείο και Δημιουργία Αρχα/κών Συλλο-
γών», προϋπολογισμού 3.700.000 Ευρώ, έχει ήδη ενταχθεί στο πρόγραμμα ΟΧΕ Μεσολογγίου της Περιφέρειας Δυτι-
κής Ελλάδος και υλοποιείται απο την Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Δυτικής Ελλάδας, Πελοπον-
νήσου & Νοτίου Ιονίου και την Εφορεία μας.
55 Βικάτου 2011, 70. Βικάτου 2013, 182-183. Βικάτου 2014, 393-394.

28
ΑΝΑ ΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ

σμού για τους αποθηκευτικούς χώρους και τα εργαστήρια συντήρησης (εικ. 29), τα οποία ήδη είναι
σε λειτουργία (όργανα συντήρησης, χαλκοθήκες, νομισματοθήκες, κ.λ.π.). Επίσης είχαν εξοπλιστεί
τα γραφεία διοίκησης και οι βιβλιοθήκες. Σε εξέλιξη ήταν το έργο της συντήρησης των αρχαίων
αντικειμένων, που πρόκειται να εκτεθούν. Οι προθήκες βρίσκονταν ήδη στη θέση τους (εικ. 30) και
την περίοδο του Συνεδρίου κατασκευάζονταν τα μεταλλικά στηρίγματα των προς έκθεση αντικειμέ-
νων. Πρόκειται για ένα έργο ιδιαίτερα απαιτητικό και χρονοβόρο, καθώς απαιτήθηκε η διενέργεια
διεθνών διαγωνισμών κ.ά. Στην υλοποίησή του συνέβαλαν καθημερινά η αρχαιολόγος της Εφορείας
μας κ. Λ. Μακραδήμα και ο αρχιτέκτων του έργου κ. Λ. Φραγκούλης, τους οποίους και ευχαριστώ,
καθώς και τη Δ/νση Μουσείων για την πολύ καλή συνεργασία56.
Όπως προκύπτει από την παραπάνω σύντομη παρουσίαση του έργου της ΛΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α. κατά
την τριετία 2011-2013 πραγματοποιήθηκε ένα τεράστιο, πολύπλευρο και πολυσχιδές έργο από την
Εφορεία μας, χάρη στην υλοποίηση των έργων Ε.Σ.Π.Α. και την κατασκευή των μεγάλων δημοσίων
έργων οδοποιίας, στο πλαίσιο των οποίων οι μεγάλες ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν, άλλαξαν
τον αρχαιολογικό χάρτη της περιοχής. Κυρίως όμως, χάρη στην αγαστή συνεργασία, τον ιδιαίτερο
ζήλο, την υπευθυνότητα, τη συνέπεια και την εργατικότητα όλου του μόνιμου, αορίστου χρόνου και
επί συμβάσει επιστημονικού, εργατοτεχνικού και φυλακτικού προσωπικού της Εφορείας, γεγονός
που συνέβαλε στην ολοκλήρωση των έργων εντός των αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων με υποδειγ-
ματικό τρόπο και σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Όλους τους ευχαριστώ θερμά

ABSTRACT

INVESTIGATIONS IN AITOLIA-AKARNANIA,
LEUKAS AND MEGANISI

Olympia Vikatou

The first Archaeological Conference on the Cultural Heritage of Aetolia-Akarnania was held in 2008
by the former Prefectural Administration of Aitoloakarnania in collaboration with the 36th Ephorate
of Prehistoric and Classical Antiquities.
Five years later, the great number of unknown archaeological sites and monuments which have
come to light through the construction of three major highways (Ionia motorway, Paraionia highway,
Aktion – Western Axis Connection), and other minor public or private projects, the preparation of
the New Archaeological Museum of Thermos and the various projects implemented by the Ephorate
under the NSRF aiming at the protection of several monuments, resulted in the need for a second con-
ference. Greek and foreign scientists of archaeology will present the results of their systematic exca-
vations and research, along with the various projects, excavations-research-educational programs,
ran by the Ephorate in the last years in Aitoloakarnania, Leukas and Meganisi. Unknown settlements,
cemeteries, farmhouses and workshops, urban and rural sanctuaries, temples and public buildings are
among the new data, which have already changed the archaeological map of the area.

56 Η ολοκλήρωση της έκθεσης πραγματοποιήθηκε το έτος 2015, οπότε και το Μουσείο Θέρμου άνοιξε για το κοινό. Βλ.
Βικάτου 2015. Επίσης έως την έκδοση των πρακτικών είχαν ολοκληρωθεί όλα τα προαναφερόμενα έργα ενταγμένα
στο ΕΣΠΑ.

29
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αλεξανδροπούλου 1993 Σ. Κ. Αλεξανδροπούλου, Νότια Αιτωλία. Το οδικό δίκτυο έως τα πρώτα
μετεπαναστατικά χρόνια, Αθήνα.
Αλεξανδροπούλου 2000 Σ. Κ. Αλεξανδροπούλου, Τα λιμάνια της προχριστιανικής εποχής,
Αιτωλοακαρνανικά Μελετήματα, Αθήνα, 45-46.
Ανδρέου 1980 Η. Ανδρέου, Αθάνι, ΑΔ 35, Χρονικά Β΄1, 325-326.
Βικάτου 2011 Ο. Βικάτου, Το έργο της ΛΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαι-
οτήτων κατά το έτος 2011, ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τ. 17, 44-73.
Βικάτου 2013 Ο. Βικάτου, Το έργο της ΛΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαι-
οτήτων κατά το έτος 2012, ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τ. 20, 146-195.
Βικάτου 2014 α Ο. Βικάτου, Το έργο της ΛΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαι-
οτήτων κατά το έτος 2013, ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τ. 23, 364-414.
Βικάτου 2014 β Ο. Βικάτου, Ανάδειξη προϊστορικών τύμβων στο Στενό Δ.Δ. Νυδριού Λευκάδας,
ΥΠ.ΠΟ.Α. - ΕΦΑΑΙΤΛ, Αθήνα.
Βικάτου 2015 Ο. Βικάτου, Το Ιερό του Απόλλωνος στον Θέρμο Αιτωλίας. Οδηγός Αρχαιολο-
γικού Μουσείου Θέρμου - The Sanctuary of Apollo at Thermos, ΥΠ.ΠΟ.Α. -
ΕΦΑΑΙΤΛ, Αθήνα.
Βικάτου 2016 Ο. Βικάτου, Καλυδώνα – Αλίκυρνα – Πλευρώνα – Σταμνά. Οι τελευταίες έρευ-
νες στο πλαίσιο κατασκευής της Ιόνιας και Παραϊόνιας Οδού, ΑΕΘΣΕ 4, 633-
640.
Βικάτου 2016 α Ο. Βικάτου, Ιόνια οδός (I). Ένας άγνωστος αρχαίος κόσμος. Από τη Μακύνεια
έως την Πλευρώνα, Αρχαιολογία & Τέχνες, τ. 121, 20-35.
Βικάτου 2016 β Ο. Βικάτου, Ιόνια οδός (IΙ). Πορείας συνέχεια. Διασχίζοντας τη χώρα Ακαρνά-
νων και Αμφιλόχων, Αρχαιολογία & Τέχνες, τ. 122, 58-70.
Βικάτου 2017 α Ο. Βικάτου, Είσοδος Σήραγγας Καλυδώνας, θέση «Χονδραίικα», Νεκροταφείο
o στη θέση «Ρηγαίικα Μεσολογγίου», Άγιος Θωμάς Μεσολογγίου (αρχαία Αλί-
κυρνα), Τρεις Εκκλησιές ή «Σκαλί» Μεσολογγίου, Έργο: «Παραϊόνια Οδός.
Οδικές συνδέσεις σήραγγας Αγ. Ηλία», Οικισμός και αγροικία στη θέση «Άγιοι
Θεόδωροι-Ταμπούρι» Στάνου Αμφιλοχίας, στο Ιόνια Οδός, 33-75.
Βικάτου 2017 β Ο. Βικάτου, Νέα αρχαιολογικά δεδομένα για το τέλος της Ύστερης Εποχής του
Χαλκού και τους Σκοτεινούς Αιώνες από το Μεγανήσι, στο Σπείρα, 169-184.
Βικάτου υπό εκτ. α Ο. Βικάτου, «Είσοδος σήραγγας Καλυδώνας, Χ.Θ. 23+550 έως 23+800»,
«Θέση «Ρηγαίικα» Μεσολογγίου, Χ.Θ. 26+800-26+880. Παρόδιο ταφικό μνη-
μείο», «Αρχαία Αλίκυρνα (Άγιος Θωμάς Μεσολογγίου), Χ.Θ. 28+860 έως
29+360», «Έργο: Παραϊόνια Οδός. Οδικές συνδέσεις σήραγγας Αγ. Ηλία, Χ.Θ.
27+682 έως 27+787», Αγία Μαρίνα Λευκάδας (οικόπεδο Π. Κόγκα), Περιβό-
λια Λευκάδας (οικόπεδο Ι. Βαγενά), Έργο: «Αποχέτευση και εγκατάσταση
επεξεργασίας λυμάτων Δ. Ελλομένου Ν. Λευκάδας», ΑΔ 2011-2015 Χρονικά,
υπό εκτ.
Βικάτου υπό εκτ. β Ο. Βικάτου, Από τη ζωή στον θάνατο. Ανιχνεύοντας έθιμα ταφής και πρακτι-
κές στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας με αφορμή την εκτέλεση των μεγά-
λων δημοσίων έργων οδοποιίας, στο Ε. Κουντούρη – Αν. Γκαδόλου (επιμ.),
l Τα αποτελέσματα των σωστικών αρχαιολογικών ερευνών της Αρχαιολογικής
Υπηρεσίας (Προϊστορικές και Κλασικές Αρχαιότητες). Τόμ. Ι. Τα νεκροταφεία:
Χωροταξική οργάνωση - Ταφικά έθιμα - Τελετουργίες, υπό εκτ.
s Βικάτου – Σαράντη 2013 Ο. Βικάτου – Φ. Σαράντη, Ο αρχαιολογικός χώρος και το Ηρώο της Καλυδώ-
νας, ΥΠ.ΠΟ.Α. - ΛΣΤ΄ ΕΠΚΑ, Ι. Π. Μεσολογγίου.
Βικάτου – Σαράντη υπό εκτ. Ο. Βικάτου – Φ. Σαράντη, θέση Ριζό Μακύνειας- Χ.Θ. 3+100 έως 3+700, ΑΔ
2011-2015, Χρονικά υπό εκτ.
Βικάτου – Σταμάτης υπό εκτ. Ο. Βικάτου – Γ. Σταμάτης, Το λιμάνι της αρχαίας Πλευρώνας. Τα νέα ανα-
σκαφικά δεδομένα μετά τη διέλευση της Ιόνιας Οδού, 2ο Αρχαιολογικό Έργο
στη Βορειοδυτική Ελλάδα και τα νησιά του Ιονίου, Ιωάννινα 23-26 Νοεμβρίου
2017, υπό εκτ.
Βικάτου – Χαβέλα 2013 Ο. Βικάτου – Κ. Χαβέλα, Η αρχαία πόλη της Λευκάδας. Οι οικίες και τα δημό-
σια κτήρια. Ανάδειξη τμημάτων του οικιστικού πλέγματος της αρχαίας Λευκά-
δας, ΥΠ.ΠΟ.Α.- ΛΣΤ΄ ΕΠΚΑ, Αθήνα.
Βικάτου – Χαβέλα υπό εκτ. Ο. Βικάτου – Κ. Χαβέλα, Θέση «Άγ. Θεόδωροι» Στάνου Αμφιλοχίας, Χ.Θ.
83+230 έως Χ.Θ. 83+800» και θέση «Ταμπούρι» Αμφιλοχίας, Χ.Θ. 84+650,
ΑΔ 2011-2015, Χρονικά, υπό εκτ.
Βικάτου – Μακραδήμα 2015 O. Βικάτου - Α. Μακραδήμα, Ανάδειξη - Προστασία των μνημείων του Ιερού
του Απόλλωνος στον Θέρμο - Enhancement - Protection of the monuments of
the Sanctuary of Apollo at Thermos, ΥΠ.ΠΟ.Α.- ΕΦΑΑΙΤΛ.
Γάτση 2008 Μ. Γάτση, Ελληνικά Μεσολογγίου. Δωρικός περίπτερος ναός, ΑΔ 63, Χρονι-
κά Β΄ 1, 653-654.
Γάτση 2010 Μ. Γάτση, ΑΔ 65, Χρονικά B΄1 β, θέση «Ρηγαίικα» Μεσολογγίου Χ.Θ.
27+200 - Χ.Θ. 27+530-550, 1057-1058, Έργο: Παραϊόνια Οδός. Οδικές συν-
δέσεις σήραγγας Αγ. Ηλία, Χ.Θ. 27+682 έως 27+787, 1052-1055, θέση «Χον-
δρέικα» Χ.Θ. 23+550 - Χ.Θ. 23+750, Είσοδος Σήραγγας Καλυδώνας Ιόνιας
Οδού, 1059-1062.

30
ΑΝΑ ΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ

Γερολύμου  Β. Γερολύμου – Β. Παναγιωτόπουλος, Κεραμική από το βυζαντινό νεκρο-


– Παναγιωτόπουλος 2018 ταφείο στη θέση Άγιος Γεώργιος (Δήμου Ι. Π. Μεσολογγίου), στο Έργο ΒΔ
Ελλάδας, 661-668.
Ζαφειροπούλου 1976 Φ. Ζαφειροπούλου, Αστακός, ΑΔ 31, Χρονικά Β΄ 1, 169, πίν. 121α, σχ. 7.
Κολώνας 1994 Λ. Κολώνας, Η Μακύνεια μέσα από τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες,
Ναυπακτιακά ΣΤ (1992/1993),79-95.
Κολώνας 2008 Λ. Κολώνας, Νέα Πλευρώνα, Υπουργείο Πολιτισμού - ΤΔΠΕΑΕ, Αθήνα.
Κολώνας – Χριστακοπούλου 1994 Λ. Κολώνας – Ό. Χριστακοπούλου, Σταμνά, ΑΔ 49, Χρονικά Β΄ 1, 242-243,
πίν. 75γ-δ.
Κουμούση 2014 Αν. Κουμούση, Μολύβδινο εγκαίνιο προερχόμενο από ναό μεσοβυζαντινών
χρόνων στη θέση Άγιος Γεώργιος Ευηνοχωρίου Μεσολογγίου, στο Χουλιαράς
2014 (επιμ.), 87-90.
Μαστροκώστας 1968 Ευθ. Μαστροκώστας, Πλευρών, ΑΔ 23, Χρονικά Β' 2, 277, πίν. 221α.
Μηλιάδης 1928 Ι. Μηλιάδης, Ανασκαφή Αγρινίου, ΠΑΕ 1928, 96-110.
Πετρόπουλος κ.ά. 2003 Μ. Πετρόπουλος – Φ. Σαράντη – Ό. Χριστακοπούλου, ΣΤ΄ Εφορεία Προϊ-
στορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. 2. Δυτικός Άξονας (Ιόνια Οδός), Πα-
ράκαμψη Αγρινίου, στο Αρχαιολογικές Έρευνες και Μεγάλα Δημόσια Έργα.
Αρχαιολογική Συνάντηση Εργασίας, Επταπύργιο Θεσσαλονίκης, 18-20 Σεπτεμ-
βρίου 2003, ΥΠ.ΠΟ. - Επιτροπή Παρακολούθησης Μεγάλων Έργων, Θεσσα-
λονίκη, 144-145.
Ρωμαίος 1918 Κ. Α. Ρωμαίος, Ανά την Ακαρνανία, ΑΔ 4, 105-124.
Σαράντη 2002/2003 Φ. Σαράντη, Τα αρχαία ιερά του Ασκληπιού στη Ναύπακτο και Σκάλα, Πρα-
κτικά της Γ΄ Πολιτιστικής Συνάντησης, Τα Ναυπακτιακά μνημεία του παρελθό-
ντος και η ένταξή τους στις λειτουργίες του παρόντος, Ναύπακτος, 20-21 Οκτω-
βρίου 2001, Ναυπακτιακά ΙΓ΄, 69-85.
Σαράντη 2010 Φ. Σαράντη, ΑΔ 65, Χρονικά B΄ 1β, 1063.
Σαράντη υπό εκτ. Φ. Σαράντη, ΑΔ 2011-2015 Χρονικά, υπό εκτ.
Σαράντη 2016 Φ. Σαράντη, Ευρήματα στον άξονα της Ιονίας Οδού: τμήμα Αντίρριο-Χάλ-
κεια, στο ΑΕΘΣΕ 4, 621-632.
Σαράντη 2017 Φ. Σαράντη, Μακύνεια στο Ιόνια Οδός, 14-21.
Στάικου 2016 Β. Στάικου, Νεώτερες ανασκαφικές έρευνες στα νεκροταφεία της αρχαίας
Λευκάδας, στο ΝΗΡΙΚΟΣ-ΛΕΥΚΑΣ-ΚΑΣΤΡΟ, 169-195.
Σταυράκος 2014 Χρ. Σταυράκος, Το χρυσό υπέρπυρο του αυτοκράτορα Ιωάννη Γ΄ Βατατζή
από τις ανασκαφές στον Άγιο Γεώργιο Ευηνοχωρίου Αιτωλοακαρνανίας, στο
Χουλιαράς 2014, 151-158.
Σταυροπούλου-Γάτση 2007 Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Σωστικές ανασκαφές της ΛΣΤ΄ ΕΠΚΑ Μεσολογ-
γίου στο πλαίσιο της κατασκευής δημοσίων έργων, ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τ. 9, 271-
284.
Σταυροπούλου-Γάτση 2010 Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Από την Καλυδώνα στην Αλίκυρνα: Η πορεία του
αρχαίου δρόμου και ένα άγνωστο νεκροταφείο κάτω από τη σημερινή Ιόνια
Οδό, ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τ. 15, 79-88.
Σταυροπούλου-Γάτση 2012 Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, ΛΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρ-
χαιοτήτων. Αυτοκινητόδρομος Ιόνια Οδός. Καλυδώνα - Αλίκυρνα Αιτωλίας,
στο Έργο ΥΠΠΟ, 63-68.
Σταυροπούλου-Γάτση Μ. Σταυροπούλου-Γάτση – Σταμάτης Γ., Οι αρχαιότητες του Δήμου Μεσολογ-
– Σταμάτης 2010 γίου, στο Αλτ. Κλεισοβίτης (επιμ.), Μεσολόγγι. Ιερή Πόλη, Έκδοση Κέντρου
Λόγου και Τέχνης - Μουσείου «Διέξοδος», Ι. Π. Μεσολογγίου, 126-137.
Χουλιαράς 2014 Ι. Π. Χουλιαράς (επιμ.), Το Αρχαιολογικό Έργο της Εφορείας Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων στην Αιτωλοακαρνανία και την Λευκάδα, Πρακτικά Ημερίδας,
Ναύπακτος, 20 Νοεμβρίου 2013, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού - 22η
Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Ναύπακτος.
Χουλιαράς κ.ά. 2014 Ι. Χουλιαράς – Κ. Χαμηλάκη – Κ. Κάτσικα – Γ. Γεωργίου, Οι σωστικές ανα-
σκαφές της 22ης ΕΒΑ το 2013 στο πλαίσιο των Μεγάλων Δημοσίων Έργων,
στο Χουλιαράς 2014 (επιμ.), 181-187.
Χριστακοπούλου 2001 Γ. Χριστακοπούλου, Πρωτογεωμετρικός τάφος στη Σταμνά Μεσολογγίου,
στο Ν. Χρ. Σταμπολίδης (επιμ.), Πρακτικά του Συμποσίου Καύσεις στην Εποχή
του Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, Ρόδος, 29 Απριλίου - 2 Μαΐου
1999, Αθήνα, 155-168.
Χριστακοπούλου 2006 Γ. Χριστακοπούλου, Σωστικές ανασκαφές στη Σταμνά και το Αγγελόκαστρο
Αιτωλοακαρνανίας, στο Α΄ Σύνοδος, 511-518.
Χριστακοπούλου-Σωμάκου 2009 Γ. Χριστακοπούλου-Σωμάκου, Το νεκροταφείο της Σταμνάς και η πρωτογεωμε-
τρική περίοδος στην Αιτωλοακαρνανία. αδημ. διδ. διατρ., Αθήνα.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Leake 1835 W. M. Leake, Travels in Northern Greece III, London.
Ley 2009 J. Ley, Stadtbefestigungen in Akarnanien. Ein bauhistorischer Beitrag zur
urbanen Entwicklungsgeschichte einer antiken Landschaft (Diss. Tech. Univ.
Berlin), Berlin.
Liampi 2014 Κ. Liampi, Numismatic indications of historical continuity: ancient Greek and
Roman coins from the Byzantine site of Aghios Georgios/Aitoloakarnania,

31
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

στο Χουλιαράς 2014 (επιμ.), 107-120.


Saranti 2017 F. Saranti, Prehistoric Naupaktos: A missing link on the northern shore of the
Corinthian Gulf, στο ΕΣΠΕΡΟΣ, 443-451.
Stavropoulou-Gatsi 2010 Μ. Stavropoulou-Gatsi, New Archaeological Researches in Aetolia, Akarna-
nia and Leukas, στο Lο spazio ionico, 79-96.
Stillwell 1952 A. Stillwell, The Potter’s Quarter: The terracottas. Corinth XV ii, Princeton
1952.
Vikatou 2014 O. Vikatou, The prehistoric tumuli at Nydri Leukas, Ministry of Culture &
Sports, 36th Ephorate of Antiquities of Aitoloakarnania & Leukas, Mesolonghi.
Vikatou 2017 O. Vikatou, Traces of Religious Beliefs: The Clay Figurines from Alikyrna in
Aetolia, στο H. Frielinghaus – J. Stroszeck (επιμ.), Kulte und Heiligtümer in
Griechenland. Neue Funde und Forschungen, Beiträge zur Archäologie Grie-
chenlands 4, Bibliopolis, Μöhnesee 2017, 155-166, taf. 63-71
Vikatou – Saranti 2013 O. Vikatou – F. Saranti, The archaeological site and the Heroon of Kalydon,
Ministry of Culture & Sports - 36th Ephorate of Prehistoric & Classical Anti-
quities, Mesolonghi.
Vikatou – Chavela 2013 O. Vikatou – K. Chavela, The ancient city of Leukas. Houses and public build-
ings. Enhancement of ancient Leukas city’s urban network, Ministry of Culture
& Sports - 36th Ephorate of Prehistoric & Classical Antiquities, Mesolonghi.
Vikatou κ.ά. 2014 O. Vikatou – R. Frederiksen – S. Handberg, Τhe Danish-Greek Excavations
at Kalydon, Aitolia: The Theatre. Preliminary report from the 2011 and 2012
campaigns, στο R. Frederiksen – S. Handberg (επιμ.), PDΙΑ VII, 221-234.
Vikatou – Handberg 2017 O. Vikatou – S. Handberg, The Lower Acropolis of Kalydon in Aitolia.
Preliminary report on the excavation carried out in 2013-15, στο Kr. Winther-
Jacobsen – R. Frederiksen – S. Handberg (επιμ.), PDIA VIII, 191-206.
Woodhouse 1897 W. J. Woodhouse, Aetolia. Its Geography, Topography and Antiquities, Ox-
ford.
o

32
ΑΝΑ ΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ

Εικόνα 1. Αεροφωτογραφία της ανασκαφής στη θέση «Ριζό» Μακύνειας.

Εικόνα 2. Είσοδος Σήραγγας Καλυδώνας. Αεροφωτογραφία των οικιστικών και ταφικών καταλοίπων της ελληνιστικής
και υστερορρωμαϊκής εποχής. Διακρίνεται η τρίκλιτη βασιλική της μεσοβυζαντινής περιόδου.

33
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Εικόνα 3. Άποψη συστάδας τάφων του νεκροταφείου στη θέση «Ρηγαίικα» Μεσολογγίου.

Εικόνα 4. Λακκοειδής τάφος από το νεκροταφείο στη θέση «Ρηγαίικα» Μεσολογγίου.

34
ΑΝΑ ΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ

Εικόνα 5. «Ρηγαίικα» Μεσολογγίου. Λήκυθοι με μελανόμορφες και ερυθρόμορφες παραστάσεις φτερωτής Νίκης, σκηνών
από τον γυναικωνίτη και τον διονυσιακό κύκλο (μαινάδα που κρατά θύρσο). Ο ώμος των αγγείων διακοσμείται με ανθέ-
μια ή σχηματοποιημένα γλωσσοειδή κοσμήματα.

Εικόνα 6. «Ρηγαίικα» Μεσολογγίου. Πήλινα αγγεία, λυχνάρια και ειδώλια όρθιων γυναικείων μορφών, που κρατούν
αντικείμενα, όπως περιστέρι και ρόδι ή νεβρό (μικρό ελαφάκι) και τόξο.

35
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Εικόνα 7. «Ρηγαίικα» Μεσολογγίου. Μεταλλικά κτερίσματα των τάφων (κάδος, κάτοπτρα, στλεγγίδες κ.ά.).

Εικόνα 8. Άγιος Θωμάς Μεσολογγίου (αρχαία Αλίκυρνα). Αεροφωτογραφία της ανασκαφής, στην οποία διακρίνονται
οι ανασκαφικοί τομείς εκατέρωθεν του δρόμου προς το μοναστήρι του Αγ. Συμεώνος.

36
ΑΝΑ ΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ

Εικόνα 9. Άγιος Θωμάς Μεσολογγίου (αρχαία Αλίκυρνα). Άποψη του χώρου απόθεσης των ειδωλίων.

Εικόνα 10. Άγιος Θωμάς Μεσολογγίου (αρχαία Αλίκυρνα). Γυναικείες και ανδρικές κεφαλές ειδωλίων.

37
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Εικόνα 11. Άγιος Θωμάς Μεσολογγίου (αρχαία Αλίκυρνα). Πήλινα ειδώλια από τον αποθέτη.

Εικόνα 12. «Τρεις Εκκλησιές» Μεσολογγίου. Αεροφωτογραφία της οχύρωσης των ελληνιστικών χρόνων εκατέρωθεν
της παλαιάς Ε. Ο. Αντιρρίου-Ιωαννίνων.

38
ΑΝΑ ΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ

Εικόνα 13. Στάνος Αμφιλοχίας. Αναλημματικός τοίχος συγκράτησης των ανδήρων του οικισμού.

Εικόνα 14. Στάνος Αμφιλοχίας. Αεροφωτογραφία της αγροικίας στη θέση «Ταμπούρι».

39
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Εικόνα 15. Κεφαλόβρυσο Σταμνάς. Συστάδα τάφων των πρωτογεωμετρικών χρόνων.

Εικόνα 1.6 Κεφαλόβρυσο Σταμνάς. Πήλινα αγγεία της πρωτογεωμετρικής εποχής.

40
ΑΝΑ ΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ

Εικόνα 17. Κεφαλόβρυσο Σταμνάς. Μεταλλικά όπλα και κοσμήματα (ξίφος, αιχμές δοράτων, σφηκωτήρες, δακτυλίδια,
ψέλλια, περόνες, πόρπες) της πρωτογεωμετρικής εποχής.

41
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Εικόνα 18. Ανακτόριο. Θέση «Σκοτεινή-Λινοβρόχι-Λιβαδάκου». Άποψη του ταφικού περιβόλου από δυτικά.

Εικόνα 19. Αρχαίο Αγρίνιο. Άποψη του στωικού οικοδομήματος ανασκαφής Ι. Μηλιάδη.

42
ΑΝΑ ΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ

Εικόνα 20. Στράτος. Άποψη του νεκροταφείου πλησίον της παραποτάμιας πύλης από Ν.

Εικόνα 21. Αθάνι. Άγ. Κήρυκος. Γενική άποψη του συγκροτήματος.

43
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Εικόνα 22α-β. Θέρμος. Ο ναός του Απόλλωνος Θερμίου πριν και μετά την ολοκλήρωση των εργασιών συντήρησης και
ανάδειξης.

44
ΑΝΑ ΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ

Εικόνα 23α-β. Το Ηρώο της Καλυδώνος πριν και μετα την υλοποίηση του έργου ανάδειξης.

45
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Εικόνα 24α-β. Λευκάδα. Οικία πριν και μετά την υλοποίηση του έργου ανάδειξης.

46
ΑΝΑ ΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ

Εικόνα 25. Νυδρί. Αεροφωτογραφία των τύμβων μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ανάδειξης.

Εικόνα 26. Καλυδώνα. Αεροφωτογραφία του θεάτρου.

47
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Εικόνα 27. Ναύπακτος. Γενική άποψη των καταλοίπων του Ασκληπιείου.

Εικόνα 28. Αστακός. Άποψη του ναού του Διός Καραού μετά την ολοκλήρωση των εργασιών καθαρισμού του μνημείου.

48
ΑΝΑ ΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΝΗΣΙ

Εικόνα 29. Το εργαστήριο συντήρησης του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Θέρμου.

Εικόνα 30. Αρχαιολογικό Μουσείο Θέρμου. Προθήκες της 2ης ενότητας.

49
ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
52
ΟΙ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΛΙΘΟΤΕΧΝΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟ ΤΗΣ
ΠΛΑΓΙΑΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ: ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στόχος της ανακοίνωσης είναι η παρουσίαση της μεθοδολογίας της μελέτης των προϊστορικών
λιθοτεχνιών που περισυλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας επιφανείας στη Χερσόνησο της
Πλαγιάς Αιτωλοακαρνανίας (2000-2006), η οποία διεξήχθη από την ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ και το Γερμανικό
Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, καθώς και των πρώτων αποτελεσμάτων που προέκυψαν. Η αποτίμηση
των παραπάνω δεδομένων θα γίνει στα πλαίσια του ευρύτερου γεωγραφικού και χρονοπολιτισμικού
πλαισίου της περιοχής.

ABSTRACT

THE PREHISTORIC LITHIC ASSEMBLAGES


FROM THE AITOLOAKARNANIAN PLAGHIA PENINSULA:
A PRELIMINARY APPROACH

Georgia Kourtessi-Philippaki

The purpose of this paper is to present the methodological study of the prehistoric lithic assemblages
that were collected during the Peninsula Plagia Aitoloakarnanias survey project (2000-2006) con-
ducted by the 36th Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities and the German Archaeological
Institute, as well as the first results that came up. The evaluation of these data will be placed in the
wider geographical and chrono-cultural context of the region.

53
54
ΟΙ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΙ ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ
ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

Ιλεάνα Σιώρη

Οι περισσότεροι θολωτοί τάφοι στην Αιτωλοακαρνανία βρίσκονται στον Άγιο Ηλία Ιθωρίας, περιο-
χή μεταξύ Μεσολογγίου και Αγρινίου1. Είναι τέσσερις και υπήρχε και ένας ημικατεστραμμένος
θαλαμοειδής. Η σχεδόν ισοδομική τους δόμηση έχει προκαλέσει θαυμασμό και ερωτηματικά. Και
άλλοι μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι με την ίδια τεχνική έχουν εντοπισθεί προς Βορρά. Ένας κοντά στο
χωριό Παλαιομάνινα, και άλλος κοντά στη Βόνιτσα2, αλλά είναι αδημοσίευτοι και δεν είναι γνωστό,
εάν τυχόν είχαν ευρήματα (Χάρτης εικ. 1).
Στη μελέτη των θολωτών τάφων της Αιτωλοακαρνανίας περιλαμβάνεται και ο δημοσιευμένος
θολωτός τάφος της Πάργας3, που βρίσκεται μεν στην ΄Ηπειρο (116 χλμ. προς Β. του Αγίου Ηλία),
αλλά εντάσσεται στην ίδια γεωγραφική ζώνη, δηλαδή στην παραλιακή ζώνη της Δυτικής Στερεάς
Ελλάδας. Τότε ο γεωγραφικός χώρος ήταν ενιαίος και δεν υπήρχαν οι σημερινές πολιτικοοικονομι-
κές διαιρέσεις.
Για τη μελέτη των ευρημάτων θα βασισθούμε στα πολύτιμα κτερίσματα των τάφων του Αγίου
Ηλία. Παρ’ όλη τη σύληση των τάφων ήδη από την αρχαιότητα, συνελέγησαν αρκετά κτερίσματα,
τα οποία χρονολογούνται από την ΥΕ ΙΙ Β έως και την ΥΕ ΙΙΙ Γ και έτσι γίνεται φανερό ποιά εποχή
κτίσθηκαν οι τάφοι.
Ο λόφος του Αγίου Ηλία βρίσκεται κοντά στην λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού, άρα έχει σαφώς
πρόσβαση προς τη θάλασσα. Υπάρχουν και ίχνη λιμανιού4. Ο Αχελώος5 με τις προσχώσεις του έκανε
εύφορη τη γύρω πεδινή περιοχή και γι’ αυτό κατοικήθηκε από νωρίς. Υπάρχουν πολλά νεολιθικά
ευρήματα διάσπαρτα στην περιοχή και ιδιαίτερα στην Κόκκινη Σπηλιά6, στη δυτική πλευρά του
λόφου του Αγίου Ηλία.
Oι θολωτοί αυτοί οικογενειακοί τάφοι7 (χρησιμοποιούνται συνέχεια για πολλές γενιές)8 με τα
πολύτιμα ευρήματα, υποδεικνύουν ότι στο λόφο του Αγίου Ηλία, θα υπήρχε μυκηναϊκή εγκατά-
σταση, γιατί η τοποθεσία είναι ιδανική, αφού δεσπόζει στους πεδινούς καθώς και στους ποτάμιους
και στους θαλάσσιους δρόμους. Στη βιβλιογραφία πάντως αναφέρεται και μυκηναϊκή ακρόπολη του
Αγίου Ηλία Ιθωρίας, παρ’ όλο που δεν έχει ανασκαφεί ποτέ9. Το 1963 από τον αρχαιολόγο Ευθύμιο
Μαστροκώστα10 και για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας ανασκάφηκαν τέσσερις θολωτοί
τάφοι στην πεδιάδα νοτιοδυτικά του λόφου του Αγίου Ηλία και ένας θαλαμωτός στην πλατεία του
ομώνυμου χωριού στην ίδια περιοχή προς βορράν του λόφου11.

1 Μαστροκώστας 1963α, 203-217, πίν. 163-187. Μαστροκώστας 1963β, 148. Μαστροκώστας 1963γ, 126-137. Μαστρο-
κώστας 1964, 295-300, πίν. 323-339. Daux 1964, 762-769. Megaw 1964, 14. Σιώρη 2004, 63 (χάρτης περιοχής). Pelon
1976, 253-256, αρ.45.
2 Κολώνας 1990, 140-141, πίν. 63.
3 Δάκαρης 1960 123-127, πιν. 93. Papadopoulos 1981, 7-24, πίν. 2-6, σχ. 1-3. Τάφος συλημένος με λιγοστά ευρήματα της
ΥΕ ΙΙΙ Α1 και ΥΕ ΙΙΙ Β (Μέση ή Ύστερη).
4 Μαστροκώστας 1963α, 211. Αναφέρεται η εύρεση οστράκων σε παραλιακές περιοχές και ερείπια μώλου ή νεωσοίκων.
5 Μαστροκώστας 1963α, πίν. 164.
6 Μαστροκώστας 1963α, 210, πίν. 185 β.
7 Σιώρη 2004, 64 (χάρτης με τις τοποθεσίες των τάφων στην περιοχή του Αγίου Ηλία).
8 Τσούντας 1893, 133. Wace 1932, 120. Cavanagh – Mee 1978, 31, 70.
9 Μαστροκώστας 1963α, πίν. 163 α-β.
10 Μαστροκώστας 1963α, 203-217, πίν. 163-186 και υποσ 1.
11 Σιώρη 2004, εικ.2, τοπογραφικό σχέδιο.

55
Ι. ΣΙΩΡΗ

Ο θαλαμωτός τάφος της Παναγιάς12, ημικατεστραμμένος ήδη την εποχή της ανασκαφής, δεν
σώζεται σήμερα. Έδωσε πολύτιμα ευρήματα από την ΥΕ ΙΙ Β - ΥΕΙΙΙ Α, μεταξύ αυτών και τον γνω-
στό σκαραβαίο με την δέλτο του Αμένοφι του Γ΄ (1405-1370 π.Χ. - Neb-maat-Ra)13.
Ο θολωτός τάφος Σερεμέτι14 είναι ο μεγαλύτερος όλων, με διαμ. 5,27 μ., αλλά σήμερα είναι
καταχωμένος. Περιείχε πολυτιμότατα ευρήματα της ΥΕ ΙΙ Β –ΥΕ ΙΙΙ Γ. Ήταν επενδεδυμένος στη
θόλο και στο δρόμο με πλακοειδείς λευκούς ασβεστολίθους περίπου ιδίου μεγέθους. Πωρόλιθοι
μεγαλύτερου πλάτους υπήρχαν στην κατώτατη σειρά της θόλου και στο κατώφλι (εικ. 2). Αυτό δεν
επανελήφθη στους τάφους Μαραθιά, που πρέπει να οικοδομήθηκαν πιθανότατα μετά την ΥΕ ΙΙ Β.
Οι θολωτοί τάφοι Μαραθιά 1, 2, 3 είναι μικρότεροι από τον θολωτό τάφο Σερεμέτι και σώζο-
νται ακόμη σε αρκετά καλή κατάσταση. Το μικρό μέγεθος των τάφων ήταν σύνηθες εκτός Αργολίδος
και Μεσσηνίας15. Ο θολωτός Μαραθιά 1 έχει διάμ. 4,12-4,17 μ., ο Μαραθιά 2 διάμ. 4,12-4,16 μ. και
ο Μαραθιά 3 διαμ. 3,09-3,14 μ. Έχουν κατεύθυνση από Β προς Ν με μικρές αποκλίσεις και το ύψος
τους θα ήταν περίπου ίσο ή λίγο μικρότερο από τη διάμετρό τους16. Έχουν όλοι τα ίδια χαρακτηρι-
στικά, όπως και ο θολωτός τάφος Σερεμέτι.
Α) Η θόλος και ο δρόμος (σκαμμένος στο βραχώδες έδαφος) είναι επενδυμένοι με πλακοειδείς,
λευκούς, ασβεστόλιθους17, ανισομήκεις αλλά σχεδόν ισοϋψείς, σε παράλληλες σειρές, έτσι ώστε η
εντύπωση να είναι ισοδομική. Το σχήμα των λίθων στην πίσω πλευρά είναι τριγωνικό ή τραπεζοει-
δές με μικρό βάθος, που δεν εισχωρούσε αρκετά βαθειά στο έδαφος. Για το λόγο αυτό χρησιμοποι-
ήθηκαν πολλές πέτρες και χώματα για τη στερέωση της εκφορικής κατασκευής. Υπόλοιπα τύμβου
o είναι ορατά στους τάφους Μ1 και Μ3.
Β) Οι καλυπτήριοι ογκόλιθοι που κάλυπταν το δρόμο ήσαν από τοπικό κροκαλοπαγή λίθο ανώ-
μαλου σχήματος και σχεδόν τελείως ακατέργαστοι18. Η μόνη λειασμένη πλευρά ήταν η εσωτερική.
Από το ίδιο τοπικό πέτρωμα ήταν κτισμένη η πρώτη σειρά της τοίχισης της εισόδου, που τουλάχι-
στον στον Μ1 και Μ2 έκλινε με πλάκες και όχι με ξερολιθιά19 (εικ. 3). Ο Μ2 είναι ο μόνος τάφος που
σώζει τελείως την κάλυψη του δρόμου χωρίς στένωση, το αποκαλούμενο στόμιο. To υπέρθυρο20,
βρίσκεται περίπου στο ύψος του εδάφους21, έχει καμπύλωση, αλλά οι παραστάδες είναι κατακόρυ-
φες22 και η ενδόκλιση ξεκινά από την 12η σειρά. Φαίνονται πολύ καθαρά οι εξισωτικές σειρές (ντου-
ζένια)23 (εικ. 4). Υπάρχουν δηλαδή στενότερες σειρές λίθων πάνω από το ακανόνιστου σχήματος
καλυπτήριο μονόλιθο, για να καλυφθεί η ανωμαλία στο σχήμα του υπερθύρου, που δεν είναι ορθο-
γωνισμένο και να μην διαρραγεί η παραλληλία.
Γ) Ιδιοτυπία των θολωτών τάφων του Αγίου Ηλία είναι ότι δεν υπάρχει στένωση του δρόμου προς
l τη θόλο, που να δημιουργεί το στόμιο. Στην περίπτωση αυτή στόμιο θεωρείται το καλυμμένο τμήμα
του δρόμου, από την τείχιση της εισόδου έως τη θόλο24 και αποδίδεται στο μικρό μέγεθος των τάφων
s και σε απλοποίηση του κτισίματος και όχι σε προχειρότητα.

12 Μαστροκώστας 1963α, 203-205. Κοντά στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, από όπου και το όνομα.
13 Μαστροκώστας 1963α, 204, πίν. 167β, γ, δ. (Εδώ εικ. 7).
14 Μαστροκώστας 1963α, 205-207, πίν. 167-171. (Eδώ εικ. 2).
15 Pelon 1976, 417.
16 Wace 1932, 361. Mylonas 1966, 118.
17 Μαστροκώστας 1963α, πίν. 168α, 176α, 180α,β, 183α, β. Κατά τον ανασκαφέα Ευθ. Μαστροκώστα από ασβεστόλιθους
της Κλεισούρας.
18 Μαστροκώστας 1963α, πίν. 177 α, β, 178 β για Μ1, πίν. 179 α, β , 180 α, β για Μ2, πίν. 183α για Μ3.
19 Μαστροκώστας 1963α, πίν. 178 β για Μ1, πίν.179α για Μ2.
20 Μαστροκώστας 1963α, πίν. 180 α, β (εδώ εικ. αρ. 4). Διαστ. υπερθύρου: μηκ. 1,57 μ., υψ. 0,36.
21 Αυτό γίνεται για πρακτικούς λόγους, δηλαδή για την ευκολότερη μεταφορά του ογκόλιθου στην ίδια ευθεία, βλ. Wace
1932, 362. Pelon 1976, 35.
22 Μαστροκώστας 1963α, πίν. 175β.
23 Μαστροκώστας 1963α, 180 α, β.
24 Εικ. 3 - Σχέδιο Μ1.

56
ΟΙ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΙ ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

Ταφές πολλές υπήρχαν - προφανώς επί του δαπέδου - αλλά τα οστά ήσαν συσσωρευμένα και ανα-
κατεμένα με πέτρες και χώματα25. Αδιατάρακτη ταφή υπήρξε μόνον μία. Η μελέτη της ανθρωπο-
λόγου Tina Mc George-Μαυρουδή (κυρίως σε δόντια και πολύ λίγα οστά) απέδειξε ότι τα παιδιά
θάβονταν μαζί με τους ενήλικες και όχι χωριστά. Βρέθηκαν μάλιστα και πολλά μικκύλα αγγεία
που το επιβεβαιώνουν. Επίσης, τα πολλά στελέχη κυλίκων στους δρόμους των τάφων φανερώνουν
την τέλεση νεκρικών σπονδών26.
Οι θολωτοί μυκηναϊκοί τάφοι της βόρειας Αιτωλοακαρνανίας έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με
τους τάφους του Αγίου Ηλία Ιθωρίας27. Όλοι ανεξαιρέτως ήταν συλημένοι. Βρίσκονται στη Δυτική
Ελλάδα και αρκετά κοντά στη θάλασσα, σε θέσεις που διευκόλυναν τις επαφές με άλλα μυκηνα-
ϊκά κέντρα.
Τα βασικά κοινά γνωρίσματα είναι ότι είναι σχετικά μικροί και οικοδομημένοι με τον εκφορικό
τρόπο. Φέρουν στη θόλο και στο δρόμο πλακοειδείς ασβεστόλιθους του ιδίου περίπου σχήματος
και μεγέθους, σε παράλληλες σειρές και η εντύπωση είναι ισοδομική, ακριβώς όπως και στον Άγιο
Ηλία. Επίσης δεν έχουν στένωση στο δρόμο προς την είσοδο, οπότε στόμιο καλείται το καλυμμένο
τμήμα του δρόμου.
Α) Θολωτός τάφος στη Μίλα ή Σαυρία, 250μ. δυτικά του Αχελώου, ανάμεσα στα χωριά
Παλαιομάνινα και Πεντάλοφος (Ποδολοβίτσα)28 σε απόσταση 5-6 χλμ. από τον Άγιο Ηλία. Είναι
κάπως μεγαλύτερος από όλους τους άλλους. Διάμ. 10,70 μ., μήκ. δρόμου 6,60 μ., πλ. δρόμ. 0,62-
0,74 μ. Δεν αναφέρονται ευρήματα.
Β) Θολωτός τάφος στη Μόσχοβη Λουτρακίου Κατούνας - ανατολικά της Βόνιτσας
- 37 χλμ. από τον ΄Αγιο Ηλία. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα ΠΕ τύμβου. Διάμ. 2,38 – 2,42 μ. Από
όστρακα χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙ Α29.
Γ) Θολωτός τάφος στη θέση Κίπερη. 3 χλμ. ανατολικά της Πάργας και 116 χλμ. από τον
΄Αγιο Ηλία, με προσανατολισμό Δ-Α30, σε λόφο που βλέπει προς τον παρακείμενο θαλάσσιο
κόλπο, τοποθεσία ενδεδειγμένη για επαφές με τον μυκηναϊκό κόσμο δια θαλάσσης. Διάμ. 3,75-
3,91 μ. ύψ. Α. 2,16 μ. Δρόμος 3,85 μ. χωρίς στένωση. Φέρει και εξισωτικές σειρές (ντουζένια)31
στο κάτω μέρος της θόλου, στην 4η και 7η σειρά. Χρονολογείται από τα κεραμικά ευρήματα στην
ΥΕ ΙΙΙ Α/Β.
Όλοι αυτοί οι τάφοι είναι τόσο όμοια οικοδομημένοι, που σίγουρα θα κτίσθηκαν από τα ίδια
συνεργεία. Σ’ αυτό είναι πεπεισμένοι όλοι οι αρχαιολόγοι που τους έχουν μελετήσει32. Ωστόσο και
οι τεχνίτες σε όλα αυτά τα μέρη είχαν στη διάθεση τους το ίδιο οικοδομικό υλικό. Η μελέτη του
ΙΓΜΕ33 Πρέβεζας αποδεικνύει ότι όλη η δυτική παραθαλάσσια Ελλάδα ανήκει στην ίδια τεκτονική
ζώνη, άρα είναι της ίδιας παλαιότητας, οπότε και τα πετρώματα έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά,
δηλαδή ο ασβεστόλιθος σχίζεται σε φέτες34. Η επίσκεψη στα διάφορα λατομεία στην Αιτωλοα-
καρνανία (στην Κλεισούρα και σε πολλά άλλα) και στην ΄Ηπειρο, καθώς και οι μάντρες στις ίδιες
περιοχές, το αποδεικνύουν με ασφάλεια.

25 Μαστροκώστας 1963α, θολωτός Σερεμέτι, 205, πίν. 169β, 170 α, β, 171β (η αδιατάρακτη ταφή) - Μ2, 208, πίν. 181 α, β.
26 Μαστροκώστας 1963α, 211.
27 Μαστροκώστας 1963α, 209. Wardle 1977, 162. Pelon 1976, 340, 417. Papadopoulos 1981, 9. Σουέρεφ 1991, 56. Σου-
έρεφ 2001, 124-126.
28 Μαστροκώστας 1967, 322-323, πιν. 231. Pelon 1976, 256, αρ. 46.
29 Κολώνας 1990, 140-141, πίν. 63 α, β.
30 Δάκαρης 1960, 123-127, πίν. 93. Pelon 1976, 257, αρ.48. Papadopoulos 1981, 7-24, πίν. 2-6, εικ. 1-3.
31 Papadopoulos 1981, 10.
32 Papadopoulos 1981, 7-24, πίν. 2-6. Παπαδόπουλος 1991, 35. Σουέρεφ 1991, 56. Παπαδόπουλος – Κοντορλή-Παπαδο-
πούλου 2004, 34-35.
33 Πάσχος – Ιωακείμ 2003.
34 Korres 1998, 1779, εικ. 1, 1780, εικ. 2. Οι ιδιότητες του ασβεστολίθου, καθώς και τα διάφορα είδη του πετρώματος
περιγράφονται αναλυτικά.

57
Ι. ΣΙΩΡΗ

Κεραμική: Αγγεία και όστρακα βρέθηκαν άφθονα στην ανασκαφή των τάφων του Αγίου Ηλία.
Τα περισσότερα ανήκουν σε κλειστού σχήματος αγγεία, όπως είναι σύνηθες στις ταφές, αλλά και
πολλά σε ανοικτά. Βρέθηκαν κυρίως πολλά αρτόσχημα και κυλινδρικά αλάβαστρα, πρόχοι, απιό-
σχημοι πιθαμφορείς, λιγότεροι κύαθοι, κύλικες, φλάσκες, ψευδόστομοι αμφορείς, ένα θήλαστρο,
μόνωτες φιάλες και μία μικρή λεκάνη35. Τα άφθονα ακατάγραφα όστρακα, άβαφα ή βαμμένα, είναι
από αγγεία των ίδιων σχημάτων. Υπήρχαν πολλά από πίθους και τοπικά χονδροειδή αγγεία με λιγό-
τερο καθαρό πηλό, που περιείχε άφθονα εγκλείσματα.
Ο πηλός είναι γενικά λεπτόκοκκος και καθαρός, σε πολλά χρώματα, αλλά συχνά χωρίς αντιπλα-
στικές ύλες, γι’ αυτό απολεπίζεται και θρίβεται. Πολλές φορές το αλείφωμα είναι διαφορετικό από
το χρώμα του πηλού, κάτι που χαρακτηρίζει πρώιμες εποχές.
Βαφή ερυθρόξανθη, ερυθρά, καστανή, καστανοκόκκινη και ενίοτε μαύρη. Άλλοτε στιλπνή και
κατά τόπους εξίτηλη, συχνότερα αλαμπής και άνισου πάχους.
Γενικά, τα διακοσμητικά σχέδια είναι μεν μυκηναϊκά, αλλά απρόσεκτα και γρήγορα σχεδια-
σμένα. Μερικά αγγεία πρέπει να είναι εισηγμένα από κάποιο αργολικό ή άλλο κέντρο, γιατί είναι
εμφανής η ανώτερη ποιότητα του πηλού και της βαφής, όμως άγνωστο ακριβώς από πού, χωρίς να
γίνει χημική ανάλυση36.
Αυτό που χαρακτηρίζει τα σχέδια στον Άγιο Ηλία είναι ότι οι τεχνίτες φαίνεται να γνωρίζουν
τη μυκηναϊκή θεματολογία, αλλά δεν την ακολουθούν πιστά και είναι πολύ συχνά κακή η εκτέ-
λεση. Δημιουργούν περίεργους συνδυασμούς κοσμημάτων και τοποθετούν μοτίβα σε άλλα σχή-
o ματα αγγείων από τα συνηθισμένα. Υπάρχει επιρροή στα μοτίβα κυρίως από τη Θεσσαλία και τη
Φωκίδα37.
Καλής ποιότητας αγγεία, πιθανότατα εισαγωγής και μάλλον όχι τοπικά είναι το αρτόσχημο αλά-
βαστρο της ΥΕ ΙΙ Β38 και η πρόχους της ΥΕ ΙΙΙ Α239 (εικ. 5).
Επίσης υπάρχουν και πολλά όστρακα καλής ποιότητας με καθαρό λεπτόκοκκο πηλό και στιλπνή
βαφή. Πολλά προέρχονται από κρατήρες με μυκηναϊκά άνθη και πορφύρες, ανήκουν στην ΥΕ ΙΙΙ
Β και ίσως και αυτά είναι εισαγωγή από κάποιο αργολικό κέντρο. Στην εικ. 5, (κάτω σειρά) έχουμε
δύο αρτόσχημα αλάβαστρα της ΥΕ ΙΙΙ Α140. Πιθανότατα είναι τοπικού εργαστηρίου, γιατί δεν έχουν
ευστάθεια ή σταθερή βάση, ο πηλός είναι κάπως άχρωμος, εύθριπτος και ή βαφή είναι αλαμπής και
εξίτηλη. Συχνά στα τοπικά αγγεία οι κύκλοι στη βάση καταλήγουν σε σπείρα41.
Πολλά στελέχη μονόχρωμα ή με επάλληλες ταινίες, προέρχονται από υψίποδες κύλικες. Στην
εικ. 6 υπάρχει ένα κύπελλο ιδιότυπο, με κατακόρυφα τοιχώματα, χωρίς νεύρωση και με μικρές
l λαβές. Προφανώς πρόκειται για πρώιμη μορφή κυπέλλου42. Δίπλα στο κύπελλο βρίσκεται μία πρώ-
ιμη μορφή θηλάστρου43. Στην πρόχου (άνω άκρη δεξιά) υπάρχει το μοτίβο της ρακέτας πρόχειρα
s σχεδιασμένης και κακοδιαγραμμισμένης, ενώ αντίθετα κάνει εντύπωση με πόση ελευθερία είναι
σχεδιασμένο το φυσιοκρατικό άνθος, στην άλλη πλευρά του ίδιου αγγείου και δεν είναι τυπικά
μυκηναϊκό άνθος44.

35 Μαστροκώστας 1963α, πίν. 164 β, γ, 165 α, β, γ, δ, 166 α, β, γ, δ, 172 α, β, γ , 182 β, γ, δ.


36 Wardle 1972, 98.
37 Mountjoy 1999, 740, 744, 825.
38 Μαστροκώστας 1963α, πίν. 164 β, γ. Σιώρη 2004, 65 εικ. 3α, β.
39 Μαστροκώστας 1963α, πίν. 165 δ. Σιώρη 2004, 65, εικ. 3β (εδώ εικ. 5).
40 Μαστροκώστας 1963α, πίν. 165 γ, για αλάβαστρο Μ.Α. Π 255, πίν 165β για Μ.Α. Π 249 από τον θαλαμωτό τάφο της
Παναγιάς (εδώ εικ. 5). {Βραχυγραφία Μ.Α. : αρ. κατ. Αρχ/κού Μουσείου Αγρινίου}.
41 Σιώρη 2004, 67, εικ. 5.
42 Κύπελλο Μ.Α. Π 285 της ΥΕ ΙΙΙ Α /Β1 από τον θολωτό τάφο Σερεμέτι.
43 Μαστροκώστας 1963α, πίν. 166 δ, από τον θαλαμωτό τάφο της Παναγιάς, αριστερά Μ.Α. Π 270. Mountjoy 1999, 800-
801. Με μοτίβα που συναντώνται στη Θεσσαλία, Σκόπελο ακόμη και Κορινθία.
44 Μαστροκώστας 1963α, πίν.166δ αριστερά Μ.Α. Π 265 από τον θαλαμωτό τάφο της Παναγιάς. Δημακοπούλου 1989,
144-145, ΥΕ ΙΙ Β.

58
ΟΙ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΙ ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

Στην πρόχου (κάτω αριστερά) οι κυματιστοί μίσχοι είναι τριπλοί και όχι διπλοί45. Το κυλινδρικό
αλάβαστρο, κάτω δεξιά, φέρει άλλο διακοσμητικό μοτίβο στις δύο πλευρές και διαφορετικό στην
τρίτη, κάτι όχι σύνηθες σε αγγείο της ΥΕ ΙΙΙ Β/Γ46.
Στον θολωτό τάφο Σερεμέτι βρέθηκε μόνο το πρόσθιο τμήμα από το πήλινο ομοίωμα άρματος47,
καθώς και άλλα μικρά τεμάχια παρόμοιων ειδωλίων, όπως και ένα ειδώλιο βοός48. Χαρακτηριστική
είναι η σχηματοποίηση και τυποποίηση. Τα περισσότερα παρόμοια ειδώλια χρονολογούνται στη
ΥΕ ΙΙΙ Α και ΥΕ ΙΙΙ Β. Το ειδώλιο αυτό θα μπορούσε χρονολογηθεί στην ΥΕ ΙΙΙ Β/Γ πρώιμη και να
συμπληρωθεί με δύο ή τρεις αναβάτες, είτε με, είτε χωρίς σκιάδιο49.
Στους τάφους του Αγίου Ηλία έχουν βρεθεί συνολικά εννέα σφραγιδόλιθοι. Οι σπουδαιότεροι
επτά έχουν δημοσιευθεί στo CMS50 και υπάρχουν ακόμη μερικοί ημιτελείς ή θραυσμένοι. Είναι
φακοειδείς: έξι από στεατίτη, ένας από ορεία κρύσταλλο, ένας από κροκαλοπαγές πέτρωμα και ένας
αμυγδαλοειδής από σάρδιο51.
Υπάρχουν τεμάχια από ελεφαντόδοντο52 από αντικείμενο αδιευκρίνιστου σχήματος και χρήσης.
Εάν ήταν επίμηλο ξίφους (δύσκολο να αποδειχθεί), θα πρέπει να ήταν πάρα πολύ μεγάλο, ίσως τελε-
τουργικό. Το πολύτιμο αυτό υλικό εισαγωγής από την Ανατολή, δεν φθείρεται εύκολα και δεν δίνει
από μόνο του χρονολόγηση.
Μικρό τεμάχιο ήλεκτρου53 κοκκινωπής χροιάς, από τη Βαλτική. Θα ανήκει στη δεύτερη περίοδο
εισαγωγής του στην Ελλάδα κατά την ΥΕ ΙΙΙ Γ, τότε που βρέθηκαν πολλά και μικρά τεμάχια σε πολ-
λές τοποθεσίες. Η εισαγωγή του ήλεκτρου συσχετίζεται με το εμπόριο των Μυκηναίων προς Βορρά.
Έχει χυθεί πολύ μελάνι για το ποιούς δρόμους ακολουθούσε το εμπόριο αυτό. Είτε οι δρόμοι ήταν
θαλάσσιοι, είτε πήγαιναν από την ξηρά κατά μήκος της ακτής έως την άκρη της Αδριατικής, ο Άγιος
Ηλίας πρέπει να ήταν πέρασμα και σπουδαίος σταθμός.
Αιγυπτιακά αντικείμενα: Σκαραβαίος με τη Δέλτο του Αμένοφι του Γ΄ (1405- 1370 π.Χ.) Neb-
Maat-Ra (Ο κύριος της αλήθειας του Ρα) από τον θαλαμωτό τάφο της Παναγιάς54 (εικ. 7). Tην εποχή
της 18ης Δυναστείας (1580-1320 π.Χ.) οι σχέσεις των Αιγυπτίων και των Μυκηναίων ήταν αρκετά
στενές55. Ένας σκαραβαίος με τη Δέλτο Φαραώ δεν ήταν συνηθισμένο δώρο και προσέδιδε ισχύ και
επιβολή στον φέροντα56. Επίσης, από το θολωτό τάφο Σερεμέτι προέρχεται και ένας σκαραβαίος από
κορναλίνη57.
Καθιστός πίθηκος από υαλόμαζα, στην ιερατική καθιστή στάση, από το θολωτό τάφο Σερεμέτι58
(Εικ. 7). Ο πίθηκος μπαμπουίνος προσωποποιούσε είτε τον Θεό Θώτ (προστάτη των Γραφέων), είτε

45Μαστροκώστας 1963α, 203, πίν.164β. Μαστροκώστας 1964, πίν.325β της ΥΕ ΙΙ Β από τον θαλαμωτό τάφο της Πανα-
γιάς. Mountjoy 1999, 800-801. Η πλατιά πινελιά είναι παραλλαγή θεσσαλικού και φθιωτικού μοτίβου.
46 Μαστροκώστας 1963α, 203, πίν. 166 α αριστερά Μ.Α. Π.262 της ΥΕ ΙΙΙ Β/Γ από τον θαλαμωτό της Παναγιάς. Μαστρο-
κώστας 1964, 295, πίν.324 β αριστερά.
47 Μαστροκώστας 1963α, 206, πίν. 173 β. Μαστροκώστας 1963γ, 131, εικ. 143. Μαστροκώστας 1964, πίν. 330 β, Μ.Α.
150.
48 Μαστροκώστας 1963α, 207, πίν. 173 δ. Μαστροκώστας 1964, πίν.332ε - Μ.Α. 152.
49 French 1971, 174, 176. Τα ειδώλια αυτά συχνά θεωρούνται παιχνίδια, ιδίως όταν βρεθούν σε παιδικούς τάφους, αλλά
υπάρχει και η υπόνοια ότι αποτελούν ένα είδος ευχής για καλό ταξίδι στον Άλλο Κόσμο.
50 Pini 1975, Nr. 618-627.
51 Μαστροκώστας 1963α, πίν. 167 α, β.
52 Μαστροκώστας 1963α, 207, πίν. 174 β, γ.
53 Μαστροκώστας 1963α, 210 από τον τάφο Μαραθιά 2.
54 Μαστροκώστας 1963α, 204, πίν. 167 γ, δ. Μαστροκώστας 1963γ, 128, εικ.137. Μαστροκώστας 1964, 296, πίν.325 δ,
Pini 1975, Aj. Ilias 494, Nr. 619.
55 Wace 1932, 198.
56 Andrews 1994, 52.
57 Μαστροκώστας 1963α, 207. Μαστροκώστας 1963γ, 131.
58 Μαστροκώστας 1963α, 207, πίν.173 γ.

59
Ι. ΣΙΩΡΗ

τον θεό Ήλιο, αλλά είχε σχέση και με τον Κάτω Κόσμο59. Φέρει δύο οριζόντιες οπές, γιατί προφανώς
είχε χρησιμοποιηθεί σε περιδέραιο, και μία κατακόρυφη, αλλά όχι διαμπερή οπή60.
Χάλκινα ευρήματα: Ήταν όλα πάρα πολύ οξειδωμένα και διαβρωμένα και δεν είναι δυνατόν να
γίνει ανάλυση χαλκού, για να διαπιστωθεί η προέλευσή του. Γνωστό βέβαια είναι ότι οι Μυκηναίοι
έκαναν εισαγωγή χαλκού και από την Ανατολή και από τη Δύση και συχνά ανακύκλωναν και παλαι-
ότερα αντικείμενα από διάφορες περιοχές. Υπήρχαν πολλά μαχαιρίδια μονόστομα γενικής χρήσης61.
Το είδος αυτό συναντάται σε όλη την περιοχή του Αιγαίου και της Μέσης Ανατολής κατά την ΥΕ Ι
Α-ΥΕ ΙΙΙ Β-Γ. Υπήρχε και μία λαβίδα του απλού τύπου και μία πόρπη62 του τύπου δοξαριού-βιολιού,
που θεωρείται ότι προέρχεται από το Βορρά. Επίσης, δακτύλιοι χάλκινοι, ως μονοκόμματοι κρίκοι
με ελεύθερα τα άκρα, χωρίς συγκόλληση, στο σχήμα και μέγεθος του σημερινού αρραβώνα63. Η
συνήθης χρονολόγηση για τους δακτυλίους είναι ΥΕ ΙΙΙ Β/Γ.
Λίθινα αντικείμενα υπήρχαν αρκετά. Μία κανονική τριγωνική πρισματική λεπίδα από μαύρο
στιλπνό οψιανό και μερικές μικρότερες. Ένα πολύ καλά κατεργασμένο βέλος από πυριτόλιθο και
τεμάχια πυριτόλιθου, βασικά απολεπίσματα ή φολίδες, σε πάρα πολλά χρώματα64.
Δύο τριγωνικοί χαύλιοι κάπρου από το πάνω τμήμα ενός οδοντόφρακτου κράνους65. Τέτοιου
είδους κράνη υπήρχαν συνήθως την πρώιμη εποχή από το τέλος της ΥΕ Ι έως και αρχή της ΥΕ ΙΙΙ Α.
Μία «κυνέη» ήταν συνήθως οικογενειακό κειμήλιο. Είχε μαγική συμβολική σημασία και προσέδιδε
δύναμη στον φέροντα66.
Στους τάφους του Αγίου Ηλία βρέθηκαν σε λίγα σχετικά σχήματα λίθινα67 και πήλινα κομβία ή
o σφονδύλια ή conuli (ανάλογα το μελετητή). Ενίοτε τα λίθινα είναι τόσο λειασμένα που θα πρέπει
να ανήκαν σε περιδέραιο. Αξιοπερίεργα είναι τα πολύ λεπτά με τις οπές, που δεν είναι γνωστά από
άλλες θέσεις68.
Κοσμήματα: α) Χρυσές χάνδρες υπήρχαν αρκετές69 σε γνωστά τυπικά μυκηναϊκά σχέδια και
αρκετά πρώιμα. Χάνδρες με κοκκίδωση, με μίμηση κοκκίδωσης, χάνδρες στρογγυλές απλές, άλλες
με αυλακώσεις, με ροζέτες, με σπείρα και το πολύ όμορφο διπλό φύλλο. Υπήρχαν σφηκωτήρες,
ψήφοι σε σχήμα σταριού και ροδιού, που έχει και συμβολική σημασία, και μία χρυσή ταινία αρκετά
πλατιά, χωρίς σχέδιο. Μία χρυσή ταυροκεφαλή70 τόσο φυσιοκρατική, που αυτομάτως κανείς σκέ-
πτεται ότι ίσως είναι Μινωικό έργο. Η ταυροκεφαλή ως θέμα είχε κάποτε θρησκευτική-συμβολική
σημασία που μας διαφεύγει σήμερα (εικ. 8).
β) Κορναλίνη: Συνολικά βρέθηκαν 1752 χάνδρες σε όλους τους τάφους μαζί (1435 στον θολωτό
Σερεμέτι). Οι Μυκηναίοι αγαπούσαν το χρώμα αυτό και από κορναλίνη κατασκεύαζαν συχνά τα
l

s 59 Wilkinson 1992-1994, 73. Clark 1991, 219.


60 Ίσως αρχικά να περιείχε το μαύρο υλικό Kohl, για το βάψιμο των ματιών. Τις θήκες για Kohl αγκαλιάζει συνήθως ο
θεός Bes σε μορφή πιθήκου ή αποτελεί ο ίδιος τη θήκη, βλ. Vaudier d’Abbadie 1972, αρ. 172, 173, όπου και πολλά
παραδείγματα θηκών.
61 Ιακωβίδης B΄ 1970, 342-343, όπου και βιβλιογραφία. Σιώρη 2004, 67 εικ.6.
62 Μαστροκώστας 1963α, πίν. 178 α.
63 Μαστροκώστας, αυτόθι.
64 Ντάρλας 2000, 39. Ο Αχελώος είναι κοντά και οι αποθέσεις των ποταμών δημιουργούν πετρώματα πυριτολίθου, Blegen
1928, 199. O Blegen διερωτάται μήπως χρησιμοποιούσαν τα μικρά τεμάχια πυριτολίθου για το άναμμα της φωτιάς με
τριβή.
65 Μαστροκώστας 1963α, 207, πίν. 174 β, γ από τον θολωτό τάφο Σερεμέτι.
66 Βαρβαρήγος 1981, 50. Ακριβό είδος. Για την κατασκευή ενός μόνο κράνους χρειάζονταν χαύλιοι από 30-33 κάπρους,
εάν όχι και περισσότεροι, βλ. Krzyszkowska 1990, 47-49.
67 Μαστροκώστας 1963α, 207. Πάντως γενικά φαίνεται ότι πήλινα κομβία κατασκευάζονται την ΥΕ Ι –ΙΙ και τα λίθινα
την ΥΕ ΙΙΙ.
68 Μαστροκώστας 1963α, πίν. 182 α.
69 Μαστροκώστας 1963α, 207, 209, πίν.167 ε, ζ – πίν. 173 α. Δημακοπούλου 1989, 142, αρ. 88 (εδώ εικ. 8).
70 Μαστροκώστας 1963α, 207, πίν. 173 α. Σιώρη 2004, 68, εικ. 8 β (εδώ εικ. 8 αριστ.)

60
ΟΙ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΙ ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

φυλακτά και ιδίως όσα έφεραν ταλισμανικά θέματα.


γ) Φαγεντιανή και υαλόμαζα: Από φαγεντιανή χάνδρες σφαιρικές, κυλινδρικές, βαρελόσχημες,
δακτυλιοειδείς, σιτόσχημες και ραβδωτές (segmented), ένα είδος που φαίνεται ότι έχει σχέση με το
εμπόριο του ήλεκτρου προς Β71. Εντυπωσιακή είναι και η χάνδρα σε σχήμα ταυροκεφαλής72.
Αρκετά φυσιοκρατική, δεν είναι συνηθισμένο μοτίβο σε υαλόμαζα ή φαγεντιανή και είναι η δεύ-
τερη ταυροκεφαλή που βρίσκουμε στην περιοχή του Αγίου Ηλία. Έχουν βρεθεί και πλακίδια από
κυανή σχεδόν διάφανη υαλόμαζα, σε σχήμα οκτώσχημης ασπίδας (μοτίβο μυκηναϊκό που υπάρ-
χει και στην Κρήτη, και θεωρείται και αυτό ιερό), κρεμαστής έλικας και ελικοειδούς σπείρας73. Το
κυλινδρικό στέλεχος με το τρήμα υποδεικνύει ότι ήταν περασμένα τα πλακίδια σε περιδέραιο. Το
εμπόριο της φαγεντιανής έχει συσχετισθεί επίσης με το εμπόριο του ήλεκτρου γιατί είναι υλικό που
στον Βορρά αποτελούσε εισαγωγή.
Από ορεία κρύσταλλο έχουν βρεθεί έξι ψήφοι ακέραιες σφαιρικές, τρία μισά τεμάχια άλλων σχη-
μάτων και δύο οστέινες περόνες.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Στον Άγιο Ηλία Ιθωρίας έχουν ανασκαφεί ένας θαλαμωτός και τέσσερις θολωτοί τάφοι με σχεδόν
ισοδομική τεχνική και χωρίς στένωση του δρόμου, που να δημιουργεί στόμιο (σήμερα σώζονται
μόνον οι τρεις θολωτοί) και με πολυτιμότατα ευρήματα από την ΥΕ ΙΙ Β έως και την ΥΕ ΙΙΙ Γ. Τα
περισσότερα κεραμικά ευρήματα είναι της ΥΕ ΙΙΙ Α1 και λιγότερα της ΥΕ ΙΙΙ Α2.
Και άλλοι θολωτοί τάφοι με παρόμοια χαρακτηριστικά υπήρχαν προς Βορρά. Στην Αιτωλοα-
καρνανία ο θολωτός στη Μίλα ή Σαυρία, ο θολωτός στη Μόσχοβη Λουτρακίου και στην ΄Ηπειρο ο
θολωτός της Κίπερης. Συνήθως σε περιοχές, όπου συναντώνται τάφοι με πλούσια ευρήματα, είχαν
δημιουργηθεί μικρές ηγεμονίες74.
Τα ευρήματα των τάφων του Αγίου Ηλία μαρτυρούν επαφές και με την Ανατολή (ελεφαντό-
δοντο, κορναλίνη, φαγεντιανή, χρυσός και αντικείμενα αιγυπτιακής προέλευσης, ενδεχομένως και
μινωικά), αλλά και με τον Βορρά και τη Δύση (ήλεκτρο, χρυσός και χάνδρες φαγεντιανής του τύπου
segmented-πτυχωτές).
Οι επαφές των Μυκηναίων και ενωρίτερα των Μινωιτών με την Ανατολή είναι γνωστές. Ωστόσο
δεν είναι εύκολο να αποσαφηνισθεί, εάν η επαφή των ηγεμόνων του Αγίου Ηλία γινόταν απ’ ευθείας
με τις ανατολικές χώρες ή είχαν λάβει τα αντικείμενα από κάποιο αργολικό κέντρο, είτε ως δώρα,
είτε ως ανταμοιβή για κάποια υπηρεσία, είτε ως είδος φόρου για κάποιου είδους συναλλαγή.
Η επαφή πάλι με τον Βορρά, που γίνεται φανερή βασικά από την εύρεση ήλεκτρου, επιβεβαι-
ώνει ότι ο Άγιος Ηλίας θα αποτελούσε κάποιο πέρασμα στο δρόμο από και προς Βορρά, από όπου
οι Μυκηναίοι προμηθεύονταν μέταλλα και κασσίτερο, ενδεχομένως και χρυσό και έτσι έκαναν και
εισαγωγή ήλεκτρου. Ήλεκτρο έχει βρεθεί στην Ήπειρο και στην Αλβανία75, καθώς και στην πρώην
Γιουγκοσλαβία76.
Tα πλοία που κατευθύνονταν προς τη Δύση και έρχονταν από τον Κορινθιακό - Πατραϊκό Κόλπο
(όποια διαδρομή τελικά και να ακολουθούσαν στη συνέχεια), ίσως χρησιμοποιούσαν ως τελευταίο
σταθμό το λιμάνι του Αγίου Ηλία πριν ξανοιχθούν στην ανοικτή θάλασσα, αλλά και για μεταφορτώ-
σεις. Από το λιμάνι αυτό θα γινόταν σίγουρα και το τοπικό εμπόριο για ξυλεία και διάφορα τρόφιμα
κτηνοτροφικά και άλλα. Ίσως ακόμη, κατέφευγαν στο λιμάνι τα πλοία, σε περίπτωση κακοκαιρίας.
Οι ηγεμόνες του Αγίου Ηλία διαφέντευαν ένα πολύ σημαντικό οχυρό σημείο του τόσο σπουδαίου

71 Hughes-Brock 1985, 258.΄Εχουν βρεθεί και στο Wessex της Αγγλίας και σε άλλα μέρη στην Ευρώπη, ακριβώς την ίδια
εποχή και αυτό προβληματίζει τους μελετητές.
72 Σιώρη 2004, 68, εικ.8 α. (Εδώ εικ.8 δεξιά).
73 Μαστροκώστας 1963α, πίν. 174 α, από τον θολωτό τάφο Σερεμέτι.
74 Dickinson 1977, 95. Pelon 1990, 107. Σουέρεφ 1991, 55.
75 Hughes-Brock 1993, 219, 223. Σουέρεφ 2001, 116-117.
76 Palavestra – Krstic 2006, 290, 291, 309-311.

61
Ι. ΣΙΩΡΗ

εμπορικού δρόμου προς Βορρά και πρέπει να είχαν συλλέξει, όπως δείχνουν οι τάφοι τους, αμέτρη-
τους θησαυρούς, άρα είχαν και την ανάλογη δύναμη και επιρροή.
Επειδή η τότε κοινωνικοοικονομική διάρθρωση του κόσμου ήταν τέτοια, ώστε όλα να εξαρτώ-
νται από ένα κεντρικό διοικητικό κέντρο υπό την εποπτεία του εκάστοτε ηγεμόνα, μήπως αυτοί οι
άρχοντες του Αγίου Ηλία είχαν κάποιου είδους εξουσία σε όλη την Αιτωλοακαρνανία, αφού είναι
πολύ πιθανό να ήλεγχαν - λόγω θέσης και λόγω πλούτου - το εμπόριο προς Βορρά, ειδικά κατά την
ΥΕ ΙΙΙ Α1/2 εποχή; Μήπως εκτός από την ομοιότητα των πετρωμάτων (Μελέτη ΙΓΜΕ) τα συνεργεία
με τους πολύ έμπειρους μυκηναίους τεχνίτες, ακολουθούσαν και τις οδηγίες των ηγεμόνων αυτών,
που τους όριζαν και έτσι δημιουργήθηκαν αυτοί οι τόσο ίδιοι και σχεδόν ισοδομικοί θολωτοί τάφοι;
Είναι μία πιθανότης.

ABSTRACT

o THE MYCENAEAN GRAVES IN AΙTOLOAKARNANIA


AND THEIR IMPORTANCE

Ileana Siori

The Mycenaean graves at Ayios Ilias Ithorias (near the river Acheloos between Messolonghi and
Agrinion) were excavated in 1963 by the late Ephor of Antiquities E. Mastrokostas on behalf of the
Archaeological Society at Athens.
Of those graves - all pillaged in antiquity - “the chamber” tomb Panagia and the bigger “tholos”
tomb Seremeti (diam. 5,25 m.) do not exist today, but have given very rich, valuable items dating
LH II B - LH III, even an Amenophis III (1405-1370 BC) scarab and pottery sherds with Mycenaean
designs but ineptly drawn and in peculiar combinations.
l
The three smaller “tholos” graves Marathia (diam.3-4 m.) produced few finds but are remarkably
well built, with small blocks of good quality limestone in the same rectangular shape, and the
s
impression they give is almost isodomic. No narrowing of the dromos exists but the covered part of
the low dromos with big irregular slabs is considered as “stomion”.
It is of great importance that more Mycenaean graves with these same characteristics, built in an
almost isodomic way and with stone material of equal substance (also proved by a geological report)
exist further north: in Palaiomanina (diam.10,70 m.), in Μoschovi-Loutraki near Vonitsa (diam. 2,38
m.) and as far as Kiperi near Parga (diam. 3,75 m.).
It is possible that all the afore-mentioned graves were built by the same masons. Moreover a small
piece of amber found in grave Marathia 2 make us surmise that Ayios Ilias was an important stop to
the Northern road and central Europe, where Mycenaeans went looking for metals. Consequently the
rulers of Ayios Ιlias may have gathered wealth and power and therefore may have exercised some
sort of sovereignty over the whole area.

62
ΟΙ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΙ ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Βαρβαρήγος 1981 A. Π. Βαρβαρήγος, Το οδοντόφρακτον μυκηναϊκόν κράνος, Αθήνα.
Δάκαρης 1960 Σ. Δάκαρης Μυκηναϊκός θολωτός τάφος πλησίον της Πάργας, ΠΑΕ, 123-127.
Δημακοπούλου 1989 Κ. Δημακοπούλου (επιμ.), Ο Μυκηναϊκός κόσμος, Πέντε αιώνες πρώιμου Ελλη-
νικού Πολιτισμού 1600-1100 π.X. Έκθεση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 15
Δεκεμβρίου 1988 - 31 Μαρτίου 1989, Aθήνα.
Ιακωβίδης Β΄ 1970 Σπ. E. Ιακωβίδης, Περατή, Το Νεκροταφείον, τομ. Α - Γ. Βιβλιοθήκη της εν
Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 67, Αθήνα.
Κολώνας 1990 Λ. Κολώνας, Νομός Αιτωλοακαρνανίας: Μόσχοβη Λουτρακίου Κατούνας, ΑΔ
45, Χρονικά Β'1, 140-141.
Μαστροκώστας 1963α Ε. Μαστροκώστας, Ανασκαφή Αγίου Ηλία Μεσολογγίου-Ιθωρίας, ΠΑΕ, 203-
217, Πίν. 163-187.
Μαστροκώστας 1963 β Ε. Μαστροκώστας, Ιθωρία, ΑΔ 18, Χρονικά Β’1, 148.
Μαστροκώστας 1963 γ Ε. Μαστροκώστας, Αιτωλία – Άγιος Ηλίας, Έργον, 126-137.
Μαστροκώστας 1964 Ε. Μαστροκώστας, Ανασκαφή Αγίου Ηλία – Μεσολογγίου (Ιθωρίας), ΑΔ 19,
Χρονικά, Β’2, 295-300.
Μαστροκώστας 1967 Ε. Μαστροκώστας, Σαυρία, ΑΔ 22, Χρονικά Β’2, 322-323.
Ντάρλας 2000 Α. Ντάρλας, Η Δυτική Αχαΐα στην Παλαιολιθική Εποχή, στο Α. Ριζάκης
(επιμ.), Αχαϊκό Τοπίο ΙΙ, Δύμη και Δυμαία Χώρα, Πρακτικά του Διεθνούς Συνε-
δρίου «Δυμαία – Βουπρασία», Κάτω Αχαΐα, 6-8 Οκτωβρίου 1995, ΜΕΛΕΤΗ-
ΜΑΤΑ 29, Αθήνα, 33-42.
Παπαδόπουλος Θ. Παπαδόπουλος – Σ. Παπαδοπούλου, Η Αιτωλοακαρνανία στα πλαίσια της
– Παπαδοπούλου 2004 Μυκηναϊκής Κοινής της Δυτικής Ελλάδας, στο Β΄ Συνέδριο Αγρινίου, 33-40.
Πάσχος – Ιωακείμ 2003 Π. Πάσχος – Χρ. Ιωακείμ, Γεωλογική αναγνώριση σε μυκηναϊκούς τάφους
στους νομούς Πρέβεζας και Αιτωλοακαρνανίας, Ινστιτούτο Γεωλογικών και
Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ) Περιφερειακή Μονάδα Ηπείρου, Διεύθυνση
Γεωλογίας και Γεωλογικών Χαρτογραφήσεων, Πρέβεζα.
Σιώρη 2004 Ι. Σιώρη, Οι μυκηναϊκοί τάφοι του Αγίου Ηλία Ιθωρίας, στο Β΄ Συνέδριο Αγρι-
νίου, 51-68
Σουέρεφ 1991 Κ. Σουέρεφ, Παρατηρήσεις στα μυκηναϊκά δεδομένα της Αιτωλοακαρνανίας,
στο A΄ Συνέδριο Αγρινίου, 51-57.
Σουέρεφ 2001 Κ. Σουέρεφ, Μυκηναϊκές μαρτυρίες από την Ήπειρο, Εταιρεία Ηπειρωτικών
Μελετών, Ιωάννινα.
Τσούντας 1893 Χρ. Τσούντας, Μυκήναι και μυκηναίος πολιτισμός, Αθήνα.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Andrews 1994 C. Andrews, Amulets of Ancient Egypt, London.
Beck 1974 C.W. Beck, The provenience of amber in Bronze Age Greece, BSA 69, 170-172.
Blegen 1928 C. W. Blegen, Zygouries, A Prehistoric Settlement in the Valley of Cleonae,
Cambridge, Mass.
Cavanagh – Mee 1978 W. Cavanagh – C. Mee, The Re-Use of Earlier Tombs in the LH IIIC Period,
BSA 73, 34-44.
Clark 1991 R. R.T. Clark, Myth and Symbol in Ancient Egypt, London.
Daux 1964 G. Daux, Chronique des Fouilles 1963, BCH 88, 762-769.
Dickinson 1977 O.T.K.P. Dickinson, The Origins of Mycenaean Civilisation, SIMA XLIX,
Göteborg.
French 1971 Ε. French, The Development of Mycenaean Terracotta Figurines, BSA 66, 101-
187.
Hughes-Brock 1985 H. Hughes-Brock, Amber and the Mycenaeans, JBS 16.3, 257-265.
Hughes-Brock 1993 H. Hughes-Brock, Amber in the Aegean. The Late Bronze Age: Some Problems
and Perspectives, στο C. W. Beck – J. Bouzek (επιμ.), Amber in Archaeology,
Proceedings of the Second Conference on Amber in Archaeology, Praha.
Korres 1988 M. Korres, The Geological Factor in ancient Greek Architecture, στο A.
Balkema (επιμ.), The Engineering Geology of Ancient Works, Monuments and
Historical Sites, Preservation and Protection, Proceedings of an International
Symposium organized by the Greek National Group of IAEG, Athens, 19-23
September 1988, Roterdam, 1779-1793.
Krzyszkowska 1990 O. Κrzyszkowska, Ivory and Related Materials. An illustrated guide, Institute
of Classical Studies, London.
Megaw 1964 A.H.S. Megaw, Archaeology in Greece 1963-64, Ayios Ilias, JHS 84, 14.
Mountjoy 1999 P.A. Μountjoy, Regional Mycenaean Decorated Pottery, Deutsches Archäolo-

63
Ι. ΣΙΩΡΗ

gisches Institut, Westfalen.


Mylonas 1966 G. E. Mylonas, Mycenae and the Mycenaean Age, New Jersey.
Palavestra – Krstic 2006 Al. Palavestra – V. Krstic, The Magic of Amber, Belgrade.
Papadopoulos 1981 Th. Papadopoulos, Das Mykenische Kuppelgrab von Kiperi bei Parga (Epirus),
AM 96, 7-24.
Papadopoulos 1987 Th. Papadopoulos, Tombs and burial customs in Late Bronze Age Epirus, στο
R. Laffineur (επιμ.), Thanatos. Les coutumes funéraires en Egée à l’âge du
Bronze. Actes du colloque de Liège, 21-23 avril 1986, Aegaeum 1, Liège, 137-
144.
Pelon 1976 O. Pelon, Tholoi, Tumuli et Cercles Funéraires, École Française d’Athènes,
Paris.
Pelon 1990 O. Pelon, Les tombes à tholos d’ Argolide: architecture et rituel funéraire, στο
R. Hägg – G.C. Nordquist (επιμ.), Celebrations of Death and Divinity in the
Bronze Age Argolid. Proceedings of the Sixth International Symposium at the
Swedish Institute at Athens, Stockholm, 107-112.
Pini 1975 I. Pini, Kleinere Griechische Sammlungen, Corpus der Minoischen und Myke-
nischen Siegeln, Band V,1-2, Berlin.
Vaudier d’Abbadie 1972 J. Vaudier d’Abbadie, Catalogue des Objets de Toilette Égyptiens, Musée du
Louvre: Département des Antiquités Égyptiennes. Éditions des Musées Nation-
aux, Paris.
Wace 1921-1923 A. J. B. Wace, The Tholos Tombs, BSA 2, 283-387.
Wace 1932 A. J. B. Wace, Chamber Tombs at Mycenae, Archaeologia LXXXII, Oxford.
Wardle 1972 Κ.Α. Wardle, The Greek Bronze Age West of the Pindus (αδημ. διδ. διατρ.),
London.
o Wardle 1977 K.A. Wardle, Cultural Groups of the Late Bronze and Early Iron Age in North
West Greece, Godisnjak Sarajevo 15, 153-199.
Wilkinson 1992-1994 H.R. Wilkinson, Reading Egyptian Art. A Hieroglyphic Guide to Ancient
Egyptian Painting and Sculpture, London.

64
ΟΙ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΙ ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

Εικόνα 1. Χάρτης Αιτωλοακαρνανίας και Ηπείρου, με τις τοποθεσίες, όπου έχουν ανασκαφεί οι θολωτοί τάφοι.

Εικόνα 2. Ο δρόμος του θολωτού τάφου Σερεμέτι από το Νότο.- ΠΑΕ 1963, Πιν. 168β.

65
Ι. ΣΙΩΡΗ

Εικόνα 3. Θολωτός τάφος Μαραθιά 1.


Aριστερά: Το σχέδιο του τάφου. Ο δρόμος δεν δημιουργεί στένωση. Διακρίνονται οι δύο ογκόλιθοι της κάλυψης του
«στομίου» in situ και ένας τρίτος πεσμένος στο κέντρο της θόλου, καθώς και τα υπόλοιπα του τύμβου και η κτισμένη
πρώτη σειρά της τείχισης της εισόδου.
Δεξιά: Οι λίθινες πλάκες της θύρας του τάφου. (ΠΑΕ 1963, πιν.178β).

Εικόνα 4. Θολωτός τάφος Μαραθιά 2.


Αριστερά: Η θόλος του τάφου διαμ. 4,12 - 4,16 μ. Σώζεται σε ύψος 1,75-1,90 μ.
Δεξιά. Η είσοδος του τάφου με τον ογκόλιθο του υπερθύρου που καμπυλώνεται (μηκ.1,57 μ., ύψ. 0,36 μ.) και τις εξισω-
τικές στενές σειρές (ντουζένια).

66
ΟΙ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΙ ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

Εικόνα 5. Κεραμικά αγγεία.


Άνω σειρά: αριστερά αλάβαστρο της ΥΕ ΙΙ Β και δεξιά πρόχους της ΥΕ ΙΙΙ Α2 από τον θαλαμωτό τάφο της Παναγιάς.
Κάτω σειρά: αλάβαστρα τοπικής τεχνοτροπίας (Μ.Α. Π 255 και Μ.Α. Π 249) της ΥΕ ΙΙΙ Α1 από τον ίδιο θαλαμωτό τάφο.

Εικόνα 6. Αγγεία με ιδιοτυπίες στη διακόσμηση.


Άνω σειρά α) κύπελλο της ΥΕ ΙΙΙ Α1 από το θολωτό Σερεμέτι (αριστερά). Προέλευση σχεδίου Mountjoy 1999.
β ) θήλαστρο της ΥΕ ΙΙ Β από το θαλαμωτό της Παναγιάς (στο κέντρο). Προέλευση σχεδίου Mountjoy 1999.
γ) πρόχους της ΥΕ ΙΙ Β από το θαλαμωτό της Παναγιάς (δεξιά)
Κάτω σειρά α) πρόχους της ΥΕ ΙΙ Β με θεσσαλικό μοτίβο, από το θαλαμωτό τάφο της Παναγιάς (αριστερά). Προέλευση
σχεδίου Mountjoy 1999.
β) κυλινδρικό αλάβαστρο της ΥΕ ΙΙΙ Β/Γ με διαφορετικά (δεξιά) διακοσμητικά μοτίβα στον ώμο,
από το θαλαμωτό της Παναγιάς.

67
Ι. ΣΙΩΡΗ

Εικόνα 7. Αντικείμενα aιγυπτιακής προέλευσης


Αριστερά: Σκαραβαίος από φαγεντιανή με τη Δέλτο του Αμένοφι Γ! 1405-1392 (Neb-maat-ra) από το θαλαμωτό
τάφο της Παναγιάς (αριστερά).
Δεξιά: Πίθηκος από υαλόμαζα σε ιερατική στάση, από το θολωτό τάφο Σερεμέτι (δεξιά).

Εικόνα 8. Ταυροκεφαλές
Αριστερά: Χρυσή ταυροκεφαλή από τον θολωτό τάφο Σερεμέτι (αριστερά).
Δεξιά: Ταυροκεφαλή από φαγεντιανή από το θαλαμωτό τάφο της Παναγιάς (δεξιά).

68
ΥΠΟΜΥΚΗΝΑΪΚΗ Ή ΠΡΩΙΜΗ ΠΡΩΤΟΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ;
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

Ιωάννης Μόσχος

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η ύπαρξη ή όχι της υπομυκηναϊκής περιόδου αποτελεί θέμα επιστημονικής συζήτησης για πολλά
χρόνια. Ωστόσο, η περίοδος έχει πλέον προσδιοριστεί στιλιστικά στα νεκροταφεία της μυκηναϊκής
κυρίως περιόδου και πέραν πάσης αμφιβολίας αποτελεί χρονολογική φάση σε συγκεκριμένες περιο-
χές, οι οποίες μπορούν πλέον να θεωρηθούν ως «νησίδες» της απώτερης προϊστορίας, σε έναν κόσμο
που αρχίζει να κυριαρχείται από τους φορείς του σιδήρου.
Έχω προτείνει τη χρήση των όρων τελική μυκηναϊκή ή πρώιμη υπομυκηναϊκή (κατά περίπτωση)
και υπομυκηναϊκή περίοδος, με την τελευταία να είναι σύγχρονη με την πρώιμη πρωτογεωμετρική
περίοδο. Στην Αιτωλοακαρνανία υπάρχουν όλες οι προαναφερθείσες φάσεις. Πρέπει, όμως, να είμα-
στε προσεκτικοί στην απόδοση των αρχαιολογικών στοιχείων σε κάποια από αυτές, ώστε να μην
αποδίδουμε διαφορετικά πολιτιστικά στοιχεία σε ανθρώπους που έζησαν σε μια ταραγμένη χρονικά
περίοδο. Ιδιαίτερα, είναι αδύνατο να χρονολογούμε στην υπομυκηναϊκή / πρωτογεωμετρική περί-
οδο, διότι αναφερόμαστε σε δύο διαφορετικούς πολιτισμούς.
Στην Αιτωλία, πάντως, υπάρχει μία εξαίρεση: στην περιοχή του Θέρμου ένας ορεινός πληθυσμός
που χρησιμοποιούσε την αμαυρόχρωμη κεραμική της βόρειας - κεντρικής Ελλάδας, εμφανίστηκε
κατά τη διάρκεια της τελικής μυκηναϊκής περιόδου και επιβίωσε έως την πρώιμη πρωτογεωμετρική,
αποτελώντας τη γέφυρα ανάμεσα στην προϊστορία και την ιστορία.

69
o

70
ΧΑΛΚΙΝΟΙ ΤΑΦΙΚΟΙ ΛΕΒΗΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ
«ΣΤΑΘΜΟΣ – ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ» ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΥ
ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΤΗΣ ΣΤΑΜΝΑΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

Λάζαρος Κολώνας

Είναι η πρώτη φορά στα αρχαιολογικά χρονικά που νεκροταφείο της Πρωτογεωμετρικής περιόδου
καταλαμβάνει έκταση 500 περίπου στρεμμάτων (εικ. 1). Πρόκειται για το ΠρΓ νεκροταφείο, που
τμήματά του ήλθαν στο φως κατά το χρονικό διάστημα 1998-2013 σε διάφορα σημεία της θέσης
Κεφαλόβρυσο Σταμνάς1. Του νεκροταφείου μέχρι τώρα έχουν ερευνηθεί2 600 περίπου τάφοι διαφό-
ρων τύπων3, όπως κιβωτιόσχημοι, φρεατόσχημοι, κτιστοί4, σε πίθους και σε απλούς λάκκους. Οι εν
λόγω ερευνηθέντες τάφοι καταλαμβάνουν το 1/3 της προαναφερθείσης πιο πάνω συνολικής έκτασης
του νεκροταφείου. Όταν συνεχιστεί και ολοκληρωθεί η έρευνα των τάφων που υπάρχουν στην υπό-
λοιπη ανερεύνητη έκταση, αντιλαμβάνεται κανείς τις πρωτόγνωρες και μοναδικές εκπλήξεις που θα
προκαλέσουν τα ευρήματά τους στην επιστημονική κοινότητα και ιδιαίτερα στους ασχολούμενους
με την ΠρΓ περίοδο μελετητές. Στην Αιτωλοακαρνανία, τον μεγαλύτερο σε έκταση νομό της Ελλά-
δας, μέχρι τη δεκαετία του ΄80 οι θέσεις που αποκαλύφθηκαν και ερευνήθηκαν ήταν λιγοστές και
απέδωσαν ελάχιστα ταφικά ευρήματα, τα οποία φαίνεται ότι δεν αποτέλεσαν υπολογίσιμο δεδομένο
της περιοχής για συζήτηση από τους μελετητές της ΠρΓ περιόδου. Αντίθετα οι μελετητές για άλλες
περιοχές του ελλαδικού χώρου, όπου τα αρχαιολογικά δεδομένα ήταν πολλά, προκειμένου να οδηγη-
θούν σε κάποια ασφαλή συμπεράσματα, ασχολήθηκαν με τη στυλιστική φυσιογνωμία των ευρημά-
των, τη σύγκριση και τη σχέση τους με παρόμοια άλλων περιοχών και τη σύνδεσή τους με τις προ-
ηγούμενες της ΠρΓ περιόδους (Υπομυκηναϊκή, Υστεροελλαδική) ή την επόμενη, τη Γεωμετρική.
Εκτός της κεραμικής, που αν δεν ήταν λιγοστή και ταφική θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση,
πάνω στην οποία θα εδράζονταν όλες οι απόψεις για την ΠρΓ περίοδο στην Αιτωλοακαρνανία, ούτε
οι ίδιοι ερευνηθέντες τάφοι είχαν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε ό,τι αφορά τους τύπους τους,
τη κτέριση των νεκρών, το τελετουργικό του ενταφιασμού, την οργάνωση και τη χωροθέτηση των
νεκροταφείων, τα οποία θα προσήλκυαν το ενδιαφέρον των μελετητών για συζήτηση.

1 Το όνομα της θέσης του νεκροταφείου αφορά σε πηγή με την ονομασία Κεφαλόβρυσο και στη γειτονική κοινότητα
Σταμνάς, η οποία ιδρύθηκε το 1835 και ήταν έδρα του Δήμου Ωλενίας. Σκιαδάς 1994, 185.
2 Στην παρούσα εισήγηση, που έχει πρόδρομο και ενημερωτικό της επιστημονικής κοινότητας χαρακτήρα, παρουσιάζονται
μόνον ο θολωτός και τρεις κιβωτιόσχημοι τάφοι, οι Τ587, Τ588 και Τ589, οι δε υπόλοιποι, λόγω του ότι το μεγαλύτερο
μέρος των ευρημάτων παραμένει ασυντήρητο, θα αποτελέσουν πλήρη μελέτη των δεδομένων του νεκροταφείου
στο Κεφαλόβρυσο Σταμνάς Αιτωλοακαρνανίας μετά την ολοκλήρωση των αναγκαίων για τη δημοσίευση εργασιών.
Τα ημερολόγια της ανασκαφής τήρησαν οι αρχαιολόγοι Α. Χρήστου, Μ. Διαμαντή, Σ. Γιγκλά και Γ. Σταμάτης, τη δε
ανασκαφή επόπτευσε για λογαριασμό μου κατά καιρούς η αρχαιολόγος Ο. Χριστακοπούλου. Ευχαριστώ θερμά τόσο
τους συναδέλφους όσο και το εργατοτεχνικό και φυλακτικό προσωπικό που βοήθησε στις ανασκαφές. Ιδιαίτερα δε
ευχαριστώ τον αρχαιοφύλακα της περιοχής Χρ. Καζαντζή για την άοκνη συμβολή του στην έρευνα του νεκροταφείου
και τον συνάδελφο Γ. Σταμάτη για τη βοήθειά του στα θέματα της τελικής μορφοποίησης του κειμένου της εισήγησης,
ταξινόμησης και επεξεργασίας των φωτογραφιών και ελέγχου των βιβλιογραφικών παραπομπών. Οι εργασίες που πρέπει
να γίνουν για τη δημοσίευση είναι: α) συντήρηση 1.200 και πλέον αντικειμένων, β) συντήρηση των λεβήτων, μελέτη
και έρευνα για τη διακρίβωση του αριθμού των ειδών των υφασμάτων και του τρόπου διατήρησής τους, γ) έρευνα των
λεβήτων σε ό,τι αφορά στην προέλευση του μετάλλου, στα εργαστήρια κατασκευής τους και στον τρόπο δομής τους, δ)
καταγραφή, σχεδίαση και φωτογράφηση όλων των ευρημάτων, ε) βιβλιογραφική τεκμηρίωση.
3 Χριστακοπούλου 2006, 511-516.
4 Χριστακοπούλου 2001, 155-168.

71
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

Από τις γνωστές ΠρΓ εγκαταστάσεις της Αιτωλοακαρνανίας άλλες οργανώθηκαν στις ίδιες θέσεις
των εγκαταστάσεων προγενέστερων περιόδων, όπως το Μέγαρο Β στο προϊστορικό Θέρμο5, το ΠρΓ
νεκροταφείο Κεφαλοβρύσου Σταμνάς στη μυκηναϊκή εγκατάσταση Σταμνάς, όπου ο μυκηναϊκός
θολωτός τάφος6, ενώ άλλες αποτέλεσαν το λίκνο της δημιουργίας μεταγενέστερων εγκαταστάσεων
της κλασικής εποχής, όπως η ΠρΓ Καλυδώνα, που θεωρείται το λίκνο για την αρχαϊκή και κλασική
πόλη7, η ΠρΓ Παλαιομάνινα το λίκνο για την κλασική Μητρόπολη8, η ΠρΓ Πυλήνη το λίκνο για την
κλασική πόλη Πρόσχιο9 και η ΠρΓ Γαβαλού το λίκνο για την κλασική πόλη Τριχόνειο10.
Η αποκάλυψη του τεράστιου ΠρΓ νεκροταφείου της Σταμνάς, του οποίου η συνεχιζόμενη μέχρι
τώρα έρευνα έφερε στο φως περισσότερους από 600 τάφους όλων των τύπων με πληθώρα ευρημά-
των, παρά τον μη εντοπισμό του οικισμού, προσδίδει νέα δεδομένα για την ΠρΓ περίοδο, τα οποία
μας υποχρεώνουν να αναδιατυπώσουμε τις απόψεις μας, όχι μόνο για την περιοχή της Αιτωλοα-
καρνανίας, αλλά ενδεχομένως και για άλλες περιοχές της Κεντρικής και της ΝΔ. Ελλάδας. Πρώτη
συγκριτική προσέγγιση της ΠρΓ κεραμικής της περιοχής πραγματοποίησε η αείμνηστη Ιουλία Βοκο-
τοπούλου11, η οποία μελέτησε 40 πρωτογεωμετρικά αγγεία της Συλλογής Οικονόμου, που προέρχο-
νταν από την περιοχή Αγρινίου και είχαν παραδοθεί το 1968 στο Μουσείο Ιωαννίνων. Παρά την πριν
από τη μελέτη της περιορισμένης βασικής για την ΠρΓ περίοδο βιβλιογραφίας, στην οποία οι αναφο-
ρές για την Αιτωλοακαρνανία ήταν γενικές και ελάχιστες, η αείμνηστη συνάδελφος προσδιόρισε με
σαφήνεια, τόσο τα στυλιστικά χαρακτηριστικά των πήλινων αντικειμένων της Συλλογής Οικονόμου
όσο και το χρονολογικό τους στίγμα, που το τοποθετεί στο τέλος της ΠρΓ περιόδου.
o Σημαντική ωστόσο για την ΠρΓ περίοδο στην Αιτωλοακαρνανία είναι και η μελέτη από την κ.
Σταυροπούλου-Γάτση12 συστάδας οκτώ τάφων, που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια εκσκαφής
για οικοδόμηση σε οικόπεδο στην κοινότητα Γαβαλούς Μεσολογγίου. Και η εν λόγω συνάδελφος,
παρά τον μικρό αριθμό τάφων και των εξ αυτών ευρημάτων, με τη μελέτη της συνέβαλε αποφασι-
στικά στον εμπλουτισμό των γνώσεών μας για τα στυλιστικά χαρακτηριστικά της ΠρΓ περιόδου
στην περιοχή.
Πρέπει όμως να αναφερθεί εδώ ότι για την ΠρΓ αλλά και την ΠΓ περίοδο στην Αιτωλοακαρ-
νανία, πολλές δεκαετίες πριν από την έρευνα στη Γαβαλού και τα ευρήματα της Συλλογής Οικο-
νόμου στο Μουσείο Ιωαννίνων είχαν έλθει στο φως και άλλες θέσεις με αξιόλογα ευρήματα, όπως
στην Παλαιομάνινα13, στο Καλογερικό Σταμνάς14, στη Λαγκάδα Καραπάνου και τον Σιδηροδρομικό
Σταθμό Ευηνοχωρίου15 και στην Παλαιά Πλευρώνα16. Την αδυναμία των μελετητών να προσδιορί-
σουν ελλείψει επαρκών ανασκαφικών δεδομένων το ακριβές χρονολογικό στίγμα της ΠρΓ περιόδου
l στην Αιτωλοακαρνανία, είναι βέβαιο ότι θα απαλείψουν τα συμπεράσματα από τη μελέτη των εξα-
κοσίων και πλέον τάφων που αποκαλύφθηκαν στο Κεφαλόβρυσο Σταμνάς17.
s

5 Παπαποστόλου 2008. Παπαποστόλου 2014.


6 Κολώνας 2018 υπό εκτ.
7 Woodhouse 1897, 91-106. Ρωμαίος 1926, 24-40. Dyggve κ.ά. 1934. Dyggve – Poulsen 1948. Πορτελάνος 1998, 232-
263. Kalydon in Aitolia I.
8 Heuzey 1860, 429-435. Πορτελάνος 1998, 1192-1215. Ley 2009, 87-95. Λαμπρινουδάκης 2010, 57-78. Lambrinoudakis
– Kazolias 2016, 672-681.
9 Woodhouse 1897, 138-141.
10 Σταυροπούλου-Γάτση 2004, 345-368.
11 Βοκοτοπούλου 1969, 74-94.
12 Σταυροπούλου-Γάτση 1980, 102-130.
13 Μαστροκώστας 1961-62, 184-185. Μαστροκώστας 1967, 323.
14 Μαστροκώστας 1967, 320.
15 Μαστροκώστας 1967, 320. Stavropoulou-Gatsi 2011, 279-299.
16 Δεκουλάκου 1971, 326-327. Δεκουλάκου 1982, 219-236.
17 Από το σύνολο των εν λόγω τάφων 500 έχουν περιληφθεί στην ανέκδοτη διδακτορική διατριβή της κας Γ.
Χριστακοπούλου, βλ. Χριστακοπούλου-Σωμάκου 2009.

72
ΧΑΛΚΙΝΟΙ ΤΑΦΙΚΟΙ ΛΕΒΗΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ «ΣΤΑΘΜΟΣ-ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ»

Όπως έχει ήδη επισημανθεί πρόκειται για τεράστιο νεκροταφείο, το οποίο αρχίζει από τη θέση
«Καστανόρρεμα» και φτάνει έως τη θέση «Κριθάρια». Καταλαμβάνει δηλαδή μια στενόμακρη
λωρίδα της κοιλάδας του Γαϊδουροπνίχτη, μήκους τεσσάρων χιλιομέτρων και πλάτους πεντακοσίων
έως χιλίων μέτρων (εικ. 2).
Η έρευνα αυτού του τεράστιου νεκροταφείου περιορίστηκε σε δύο επιμέρους θέσεις, ήτοι στην
«Τραγάνα»18, όπου κατά τη διάνοιξη της Παρακαμπτηρίας του Αγρινίου οδού, αποκαλύφθηκαν και
ερευνήθηκαν 500 περίπου τάφοι, και στη θέση «Κεφαλόβρυσο» και «Σιδηροδρομικός Σταθμός»
Σταμνάς, όπου κατά τη διάρκεια των σκαπτικών εργασιών αναβίωσης της σιδηροδρομικής γραμμής
Κρυονερίου-Αγρινίου αποκαλύφθηκαν σε διάφορα επίπεδα και ερευνήθηκαν 100 περίπου τάφοι.
Ορισμένοι από τους τάφους του τελευταίου άνω επιπέδου ανήκαν σε τύμβο, του οποίου δυστυχώς
διασώθηκε μόνο μικρό ημικυκλικό τμήμα του περιμετρικού κρασπέδου του (εικ. 3). Το μεγαλύτερο
τμήμα του καταστράφηκε είτε κατά την καλλιέργεια των όμορων αγροκτημάτων των ιδιοκτησιών
Κωσταδήμα και Κουσαρίδα, είτε κατά την αφαίρεση και μετακίνηση του δομικού του υλικού για
την ανέγερση το έτος 1881 των κτηριακών εγκαταστάσεων του Σιδηροδρομικού Σταθμού Σταμνάς19,
που βρίσκεται πλησίον της θέσης του τύμβου.
Το διασωθέν ημικυκλικό τμήμα του κρασπέδου είχε μήκος ± 5 μ. και ανήκε σε διπλό περίβολο
κτισμένο από ευμεγέθεις ακατέργαστους ποταμόλιθους. Μεταξύ των δύο περιβόλων μεσολαβούσε
κενό, πλάτους ± 0,70 μ., το οποίο ήταν πλήρες χώματος. Κατά την έρευνα του κενού και σε βάθος
± 0,90 μ. από την επιφάνεια του εδάφους αποκαλύφθηκαν τρία πήλινα ειδώλια, εκ των οποίων το
ένα ζωόμορφο και τα άλλα δύο ανθρωπόμορφα. Δυστυχώς το τμήμα αυτού του διπλού περιβόλου
εξαιτίας της πίεσης των ιδιοκτητών Κουσαρίδα και Κωσταδήμα, αποδομήθηκε εσπευσμένα για να
συνεχιστεί η έρευνα τάφων που υπήρχαν στα επιφανειακά στρώματα του χώρου που περιέκλειε ο
εσωτερικός περίβολος του τύμβου.
Από τη συνέχιση της έρευνας του χώρου που πιθανολογείται ότι καταλάμβανε ο καταστραφείς
τύμβος, σε βάθος περ. 1 μ. στη νοτιοανατολική πλευρά του οικοπέδου Κουσαρίδα, ήρθε στο φως
τμήμα αρθρωτής λιθοκατασκευής από τετράπλευρους ή ακανόνιστου σχήματος χώρους εμβαδού 3
έως 7,5 τ.μ. (εικ. 4). Οι χώροι αυτοί ήσαν κτισμένοι από ορθογωνίζοντες ή ακανονίστου σχήματος
γκριζοπράσινους ψαμμιτόλιθους διαφόρων μεγεθών, που λατομήθηκαν στην κορυφή του γειτνιά-
ζοντος βουνού Ψηλή Παναγιά και μεταφέρθηκαν στον χώρο του τύμβου μέσω οδών «καταγωγής»
λίθων20. Των αρθρωτών κτισμάτων διατηρήθηκαν μία έως τρεις σειρές λίθων, διαστ. 0,65 x 0,50 x
1 μ. μήκος, όλοι δε οι διαφόρων εμβαδών δημιουργούμενοι χώροι ήσαν πλήρεις καθαρού κοκκινω-
πού χώματος της περιοχής. Κατά τη σχετική έρευνα εντός των χώρων αυτών δεν αποκαλύφθηκαν
τάφοι. Υπήρχαν όμως κατάλοιπα πυρών σε διάφορα σημεία του χώρου θεμελίωσής τους και σε
δύο από τους χώρους των κτισμάτων βρέθηκαν λίγα πήλινα ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια.
Παρόμοιες κατασκευές σε τύμβους της ΠρΓ εποχής δεν γνωρίζω να έχουν αποκαλυφθεί σε άλλες
περιοχές.
Οι περιπτώσεις αρθρωτών κατασκευών στις θέσεις Βουλοκαλύβα Αλμυρού Μαγνησίας21 και
Τζαμάλα Βερμίου Βέροιας αφορούσαν σε απλούς τάφους οριοθετημένους από κροκαλοπαγείς λί-
θους και εγγεγραμμένους εντός κυκλικού περιβόλου, οριοθετούμενου επίσης από παρόμοιο δομικό
υλικό.
Κατάλοιπα μεμονωμένων ή απλών κυκλοτερών κατασκευών με λιθοσωρούς στο κέντρο τους,
παρόμοια με τα της Βουλοκαλύβας Αλμυρού Μαγνησίας και Τζαμάλας Βερμίου Βέροιας22 είχαν
αποκαλυφθεί το έτος 1998 και στα επιφανειακά στρώματα κατά τη σχετική έρευνα στην ιδιοκτησία

18 Κολώνας – Χριστακοπούλου 1994, 242-243. Κολώνας 1999, 271-272. Κολώνας – Χριστακοπούλου 2000, 330.
Κολώνας – Χριστακοπούλου 2001-2004, 72.
19 Πατρώνης 2004, 1023-1024.
20 Κορρές 1994, 34.
21 Μαλακασιώτη – Μουσιώνη 2004, 359-363. Μαλακασιώτη 2012, 153-154.
22 Κοτταρίδη 2004, 501-508. Κοτταρίδη 2012, 191.

73
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

Κωσταδήμα. Κατά την αφαίρεση αυτών των λιθοσωρών διαπιστώθηκαν μόνον ίχνη πυράς. Επομέ-
νως, κατά την άποψή μου, αυτές οι κυκλοτερείς κατασκευές με τους λιθοσωρούς στο κέντρο είχαν
σχέση με την οριοθέτηση των πυρών και την ολική κατάσβεσή τους προς αποφυγή πρόκλησης πυρ-
καγιών στο γειτνιάζον πυκνοδασωμένο βουνό Ψηλή Παναγιά.
Θα μπορούσε κανείς την αρθρωτή λιθοκατασκευή της Σταμνάς να τη συσχετίσει με την αποκα-
λυφθείσα στις Πιθηκούσες της Ιταλίας, που χρονολογείται στη Γεωμετρική περίοδο και κατά τον J.
N. Coldstream ήταν αποτεφρωτήριο23. Αλλά και αυτή η εκδοχή δεν είναι πιθανή, αφού σε έναν από
αυτούς τους αρθρωτούς χώρους και μάλιστα στο σημείο θεμελίωσής του ερευνήθηκε πυρά, η οποία
είχε προηγηθεί χρονικά της όλης λιθοκατασκευής.
Η μόνη κατά την άποψή μου ασφαλής ερμηνεία που μπορεί να διατυπωθεί για την αρθρωτή κα-
τασκευή (εσχάρα) του τύμβου της Σταμνάς είναι η ακόλουθη: Τα δυτικά πρανή του βουνού Ψηλή
Παναγιά αποτελούνται από βαθιές χαραδρώσεις, οι οποίες δημιουργήθηκαν από τις νεροσυρμές, που
διαχρονικά προκλήθηκαν από καταρρακτώδεις βροχοπτώσεις. Τα προβλήματα που είχαν δημιουρ-
γηθεί από τις πλημμύρες, οι οποίες παρέσυραν όγκους χώματος και κατέστρεφαν με τις επιχώσεις
τους και άλλα επιμέρους νεκροταφεία του Κεφαλοβρύσου Σταμνάς, οι κάτοικοι τα αντιμετώπισαν
με τη χωροθέτηση νεκροταφείων σε πλατώματα που δεν προσβάλλονταν από τις νεροσυρμές. Είκοσι
τέτοια νεκροταφεία αποκαλύφθηκαν στη θέση «Τραγάνα» κατά τη διάνοιξη της Παρακαμπτηρίας
του Αγρινίου οδού και ερευνήθηκαν υπό τη διεύθυνσή μου κατά την περίοδο 1999 - 2001.
Κατά την ΠρΓ περίοδο φαίνεται ότι ορμητικά νερά ορισμένων νεροσυρμών απείλησαν με υπο-
o σκαφή του χώρου και καταστροφή των υποκειμένων κιβωτιόσχημων τάφων. Για να αποτραπεί ο εν
λόγω κίνδυνος οι κάτοικοι επινόησαν αυτή τη βαριά αρθρωτή κατασκευή (εσχάρα), η οποία έπαιξε
ανασχετικό ρόλο στη διάβρωση από τα νερά του εδάφους, όπου σε διάφορα βάθη από -1,49 μ. έως
-4,45 μ. βρίσκονταν θεμελιωμένοι τάφοι. Η ίδια αρθρωτή κατασκευή (εσχάρα) προφανώς συνέβαλε
και στη στατικότητα του υπερκείμενου αυτής τεχνητού χωμάτινου λόφου του τύμβου, που σημειώ-
σαμε πιο πάνω.
Κατά τη διάρκεια συνέχισης σε βάθος της έρευνας στο ακίνητο Κουσαρίδα και στο τμήμα, όπου
η περιγραφείσα αρθρωτή κατασκευή, είχε αποδομηθεί παλαιότερα είτε κατά τις εργασίες ανέγερσης
των κτηριακών εγκαταστάσεων του Σιδηροδρομικού Σταθμού Σταμνάς, είτε για τις οικοδομικές
ανάγκες αγροικιών της περιοχής, διαπιστώθηκε η θεμελίωση τάφων σε διάφορα βάθη, ήτοι από
-1,49 έως -4,45 μ. Οι τάφοι ανάλογα με τα βάθη θεμελίωσής τους διακρίνονταν σε συστάδες που
αναπτύσσονταν καθ’ ύψος σε όλη την έκταση του οικοπέδου Κουσαρίδα εμβαδού 640 τ.μ. Στο τε-
l λευταίο στρώμα, όπου το φυσικό έδαφος, τριάντα έξι κιβωτιόσχημοι τάφοι ήσαν θεμελιωμένοι σε
βάθη από -3 μ. έως -4,45 μ. (εικ. 5, σχ. 1). Από τα 3 μ. και άνω έως την έδραση της αρθρωτής λιθο-
s κατασκευής σε βάθος περ. 1,40 μ., μεσολαβούσε στρώμα αποτελούμενο από λεπτές στρώσεις πυράς
και τέφρας, καθώς και φερτού κοκκινωπού χώματος. Στο εν λόγω στρώμα θεμελιώθηκαν σε διάφορα
βάθη και σε όλη την έκταση του οικοπέδου Κουσαρίδα εξήντα περίπου τάφοι όλων των τύπων, που
αναφέρονται πιο πάνω. Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας στο οικόπεδο Κουσαρίδα πραγματο-
ποιήσαμε στρωματογραφία στο ΒΑ μέτωπο του σκάμματος, που γειτνιάζει με την ιδιοκτησία Κω-
σταδήμα (εικ. 6α-β). Από τη στρωματογραφία προκύπτει με σαφήνεια η σύγκλιση προς τα άνω των
στρωμάτων που προαναφέραμε μέχρι του σημείου της αφετηρίας της βάσης του τεχνητού λόφου του
τύμβου, η οποία προφανώς τροποποιήθηκε με την κατασκευή της αρθρωτής λιθοκατασκευής. Πάνω
σ’ αυτήν τελικά εδράστηκε ο νέος τύμβος, του οποίου διατηρήθηκε μόνο το προαναφερθέν μικρό
τμήμα του κρηπιδώματός του.

Οι τάφοι με τους λέβητες


Οι τρείς κιβωτιόσχημοι τάφοι, Τ587, Τ588, Τ589, είναι κατασκευασμένοι από ασβεστολιθικές πλά-
κες της ευρύτερης περιοχής Κεφαλοβρύσου Αιτωλικού και όχι της περιοχής της Κλεισούρας. Αν και
δεν έχει εντοπιστεί η ακριβής θέση, όπου έγινε επιφανειακή απόληψη των ασβεστολιθικών πλακών

23 Coldstream 2003, 207, εικ. 73b.

74
ΧΑΛΚΙΝΟΙ ΤΑΦΙΚΟΙ ΛΕΒΗΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ «ΣΤΑΘΜΟΣ-ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ»

που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των τάφων, είναι βέβαιο ότι το Κεφαλόβρυσο Αιτωλι-
κού είναι ο χώρος όπου υπήρχε κατάλληλο πέτρωμα με δομικό υλικό, το οποίο δια της θαλάσσης
μετέφεραν με πλοιάρια στον προβλήτα Σταμνάς πλησίον του νεκροταφείου. Εξάλλου, λόγω της
καταλληλότητας του πετρώματος από την ίδια περιοχή του Κεφαλοβρύσου Αιτωλικού προήλθε και
το δομικό υλικό για την ανέγερση των μετά την απελευθέρωση παραδοσιακών σπιτιών της πόλης
του Αιτωλικού.

Τάφος 587
Κιβωτιόσχημος, διαστ. 0,98×0,86×0,90 μ., με προσανατολισμό Α.-Δ. Αποκαλύφθηκε σε βάθος 2,65
μ. Έφερε μονολιθική ασβεστολιθική καλυπτήρια πλάκα πολυγωνίζοντος σχήματος, διαστ. 1,34×1
μ., η οποία σε διάφορα σημεία ήταν θραυσμένη, ενώ περιμετρικά πλαισιωνόταν από παχιά στρώση
μαλακού αργιλώδους χώματος (πηλόχωμα) καστανωπού χρώματος. Πλησίον της νοτιοδυτικής πλευ-
ράς της καλυπτήριας πλάκας υπήρχε σε όρθια θέση αμφορέας με ταινιωτές λαβές, ελλιπής κατά το
μεγαλύτερο μέρος του χείλους του. Οι τέσσερις πλευρές του τάφου αποτελούνταν από αντίστοιχες
ασβεστολιθικές πλάκες, πάχ. 0,13 μ., κατακόρυφα τοποθετημένες και θεμελιωμένες στο έδαφος σε
μικρό βάθος. Το δάπεδο του τάφου έφερε επίσης μονολιθική ασβεστολιθική πλάκα, η οποία περιμε-
τρικά δεν εφαπτόταν στις κατακόρυφες πλάκες, αφού τοποθετήθηκε μετά την έδραση αυτών και για
την κατάβασή της εντός του τάφου έπρεπε να είναι ελαφρώς μικρότερες οι διαστάσεις της.
Ο σχεδόν ορθογώνιος κιβωτιόσχημος τάφος φιλοξενούσε τα καμένα οστά του νεκρού αξιωμα-
τούχου ή ήρωα της ΠρΓ εποχής εντός χάλκινου τριποδικού λέβητα, ο οποίος είχε σφραγιστεί με την
τοποθέτηση ανάστροφα άλλου λέβητα δίκην πώματος24 (εικ. 7-8). Ολόκληρη δε η σύνθεση των δύο
λεβήτων είχε καλυφθεί με την εναπόθεση από τους οικείους του νεκρού πέντε τουλάχιστον διαφο-
ρετικών υφάνσεων υφασμάτων25.
Τα υφάσματα καλύπτουν όλη σχεδόν την επιφάνεια του πώματος, σε ορισμένα δε σημεία κρέμο-
νται πολύ χαμηλότερα σκεπάζοντας περιμετρικά τμήμα του τριποδικού λέβητα, του οποίου τα πόδια
στήριξης, σχεδόν εξαγωνικής διατομής, έχουν ύψος 0,53 μ. και πάχος άνω 0,042 μ. και κάτω 0,039 μ.
Για τη στήριξη του λέβητα κάθε πόδι στην άνω απόληξή του φέρει επίμηκες βουκρανιόσχημο
κοίλο καρφωτό έλασμα μήκους 0,42 μ. και μέγ. πλάτος 0,12 μ., με το οποίο δίκην «αρπάγης», προ-
σαρμόζεται στα 2/3 της κυρτής εξωτερικής επιφάνειας του λέβητα από το χείλος έως το κάτω τμήμα
του σε ένα μήκος 0,42 μ. Μεταξύ των κοίλων καρφωτών ελασμάτων και των ποδιών για την καλύτε-
ρη στερέωσή τους χρησιμοποιούνται μικρά ραβδόσχημα στηρίγματα τύπου Ζ, που ενώνουν το κάθε
πόδι με το κάτω μέρος της κοιλιάς του λέβητα.
Λόγω της προηγούμενης συχνής οικιακής χρήσης του, ο λέβητας είχε αδυνατισμένα τα τοιχώμα-
τα του πυθμένα του, τα οποία εξαιτίας του βάρους του περιεχομένου του (καμένα οστά, σιδερένια
κτερίσματα κ.ά.) σε μεγάλο μέρος τους είχαν καταρρεύσει και για να μην διαλυθούν τα εναπομείνα-
ντα στη θέση τους, έγινε αφαίρεση του περιεχομένου από συντηρητή της Υπηρεσίας μετά και από
συνεννόηση με τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού.
Το περιεχόμενο του λέβητα, το οποίο αποτελείτο από μάζα των καμένων οστών του νεκρού, πε-
ριτυλιγμένο με διάφορα λεπτά υφάσματα, καθώς και τα σιδερένια κτερίσματα, το περίγραμμα των
οποίων λόγω της έντονης οξείδωσης είναι δυσδιάκριτο, τοποθετήθηκαν με μεγάλη προσοχή εντός
χάρτινου κιβωτίου και φυλάσσονται σε ειδικό ψυγείο με τον λέβητα του Τ58726.
Εντός του κιβωτιόσχημου τάφου, στον κενό χώρο μεταξύ των τοιχωμάτων του και του λέβητα,

24 Kurtz – Boardman 1971, 53. Kurtz – Boardman 1994, 44.


25 Πρόκειται για τα φάρη (νεκρικά σάβανα, σεντόνια) που αναφέρονται στην Ιλιάδα: ἐν λεχέεσσι δὲ θέντες ἑανῷ λιτὶ
κάλυψαν ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, καθύπερθε δὲ φάρεϊ λευκῷ (Σ, στίχ.352-353).
26 Κατόπιν εντολής μου και με ευθύνη του διευθυντή Συντήρησης Αρχαίων Μνημείων Ν. Μίνου, οι χάλκινοι λέβητες
με την επικάλυψη και το περιεχόμενό τους τοποθετήθηκαν σε ειδικά κατασκευασμένο ψυγείο, στο οποίο οι τιμές της
υγρασίας και της θερμοκρασίας ρυθμίστηκαν έτσι ώστε να είναι ίδιες με εκείνες που είχαν όταν αποκαλύφθηκαν εντός
των κιβωτιόσχημων τάφων.

75
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

τον νεκρό συνόδευαν ως κτερίσματα τέσσερα πήλινα αγγεία, ήτοι, τρείς τριφυλλόστομες οινοχόες
και ένας κύαθος (εικ. 9). Η μία τριφυλλόστομη οινοχόη με αρ. ανασκαφής Τ587/1 ήταν κεκλιμένη
στη βορειοανατολική γωνία του τάφου, η δεύτερη, η Τ587/2, βρισκόταν δίπλα στην Τ587/1, με μι-
κρή εισχώρηση κάτω από το σώμα του λέβητα και η τρίτη, η Τ587/4, ίδιας τυπολογίας με τις Τ587/1
και Τ587/2 οινοχόες, βρισκόταν επί της νοτιοανατολικής γωνίας του τάφου. Ο κύαθος που συμπλη-
ρώνει τον αριθμό των κτερισμάτων που υπήρχαν εντός του τάφου και έχει αρ. ανασκαφής Τ587/3
βρισκόταν οριζοντιωμένος με το σώμα του να ακουμπά στην ανατολική στενή πλευρά του τάφου.
Τ587/1: Τριφυλλόστομη οινοχόη. Λαιμός ψηλός με κοίλο περίγραμμα και πλαστικό δακτύλιο
στην ένωσή του με το σώμα, λαβή κυκλικής διατομής, κάθετη από το στόμιο έως τον ώμο. Σώμα
ωοειδές, βάση δακτυλιόσχημη. Το αγγείο είναι ολόβαφο, εξαιρουμένης μιας εδαφόχρωμης ταινίας
στο σώμα. Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,32, διάμ. στομ. 0,123, διάμ. κοιλ. 0,206, διάμ. βάσ. 0,107 μ. ΑΕΣ. 1926 (εικ. 9).
Τ587/2: Ακέραιη τριφυλλόστομη οινοχόη. Λαιμός ψηλός με διαβάθμιση στην ένωσή του με το
σώμα, λαβή κυκλικής διατομής, κάθετη από το στόμιο έως τον ώμο. Σώμα ωοειδές, βάση δακτυλι-
όσχημη-ταινιωτή. Το αγγείο είναι ολόβαφο, εξαιρουμένης εδαφόχρωμης περιθέουσας ταινίας στο
κατώτερο τμήμα του σώματος, το πλάτος της οποίας δεν είναι σταθερό σε όλη την περιφέρειά της.
Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,262, διάμ. στομ. 0,095, διάμ. κοιλ. 0,171, διάμ. βάσ. 0,099 μ. ΑΕΣ. 1927 (εικ. 9).
Τ587/3: Μόνωτος κύαθος, ακέραιος. Χείλος αποστρογγυλεμένο, λαβή κάθετη ταινιωτή. Σώμα
o αμφικωνικό, βάση ψηλή κωνική. Το αγγείο ήταν πιθανώς ολόβαφο, εξαιρουμένης μιας πλατιάς εδα-
φόχρωμης ταινίας που περιθέει εσωτερικά το χείλος και μιας αντίστοιχης περιθέουσας ταινίας στη
μέγιστη διάμετρο του σώματος. Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,108, διάμ. στομ. 0,097, διάμ. κοιλ. 0,093, διάμ. βάσ. 0,054 μ. ΑΕΣ. 1928 (εικ. 9).
Τ587/4: Ακέραιη τριφυλλόστομη οινοχόη, παρόμοια με την Τ587/1, από την οποία διαφέρει κατά
το σώμα, που είναι πιο σφαιρικό, και η μελαμβαφής περιθέουσα ταινία εντοπίζεται κάτω από τη
μέγιστη διάμετρο. Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,227, διάμ. στομ. 0,085, διάμ. κοιλ. 0,147, διάμ. βάσ. 0,08 μ. ΑΕΣ. 1929 (εικ. 9).

Τάφος 588
Ο Τ588 αποκαλύφθηκε σε απόσταση 2 μ. περίπου νοτιοανατολικά του Τ587 και σε βάθος -4,45 μ.,
ήτοι στο μεγαλύτερο βάθος έδρασης τάφου στον ερευνηθέντα χώρο. Υπερκαλύπτετο από επάλληλες
l στρώσεις πυράς από το βάθος -1,50 έως -2,85 μ., εντός των οποίων ήλθαν στο φως όστρακα χειροποί-
ητης κεραμικής ίδιου πηλού και μία εντυπωσιακή διατηρημένη κεφαλή (βουκράνιο) ειδωλίου βοει-
s δούς σε βάθος -1,85 μ. Έφερε τραπεζιόσχημη ασβεστολιθική καλυπτήρια πλάκα, διαστ. 1,35×0,95
μ., υπεράνω δε και στο μέσο αυτής επικάθετο άλλη μικρότερη τραπεζιόσχημη ασβεστολιθική πλάκα,
διαστ. 0,65×0,52 μ. Τόσο περιμετρικά αυτών όσο και στην άνω επιφάνειά τους, ως σφραγιστικό
υλικό, υπήρχε πηλόχωμα χρώματος καστανού. Ήταν κιβωτιόσχημος, σχεδόν τετράγωνος, διαστ.
1×0,92 μ. Οι πλευρές του αποτελούνταν από σχετικά μεγάλου μεγέθους μονολιθικές ασβεστολιθι-
κές πλάκες, κατακόρυφα τοποθετημένες, με προσανατολισμό Α.-Δ. Το δάπεδο ήταν επιστρωμένο
με μονολιθική ασβεστολιθική πλάκα σχεδόν τετράγωνη, διαστ. 0,92×1 μ., η οποία περιμετρικά στα
κενά που υπήρχαν από την επαφή της με τις κατακόρυφες πλευρικές πλάκες συμπληρωνόταν με
βότσαλα, που ήταν τοποθετημένα άλλοτε οριζόντια και άλλοτε κατακόρυφα. Βότσαλα χρησιμοποι-
ήθηκαν και ως σφήνες για την καλύτερη εφαρμογή των κατακόρυφων πλακών του τάφου.
Και ο εν λόγω τάφος φιλοξενούσε εντός απλού άωτου χάλκινου λέβητα (λεκάνης) τα καμένα οστά
αγαπημένου προσώπου, τα οποία είχαν τοποθετηθεί στο λέβητα μέσα σε ξυλόπλεκτο καλαθίσκο και
είχαν καλυφθεί με ποικίλων υφάνσεων υφάσματα. Λόγω της επικάλυψης του καλαθίσκου από τα
ταφικά υφάσματα δεν είναι εφικτή η διακρίβωση του είδους του ξύλου, με το οποίο αυτός πλέχθηκε.
Πιθανόν να πλέχθηκε από κλαδιά λυγαριάς ή ιτιάς ή καλάμου, φυτά τα οποία χρησιμοποιούνται
για το πλέξιμο καλαθιών ακόμη και σήμερα. Τα ταφικά υφάσματα κάλυπταν σχεδόν ολόκληρο το
σώμα του λέβητα ως τη βάση του. Εντός του τάφου τον λέβητα συνόδευαν τρία πήλινα αγγεία (κτε-

76
ΧΑΛΚΙΝΟΙ ΤΑΦΙΚΟΙ ΛΕΒΗΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ «ΣΤΑΘΜΟΣ-ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ»

ρίσματα), τα οποία ήταν απιθωμένα στη βορειοανατολική και νοτιοανατολική γωνία (εικ. 10). Επί
της βορειοανατολικής γωνίας υπήρχαν ο Τ588/1 κάνθαρος, τοποθετημένος κατακόρυφα, με τη βάση
του να ισχωρεί στο στόμιο της Τ588/2 οινοχόης, η Τ588/2 τριφυλλόστομη οινοχόη, τοποθετημένη
όρθια, με τον Τ588/1 κάνθαρο στο στόμιό της δίκην πώματος και επί της νοτιοανατολικής η Τ588/3
τριφυλλόστομη οινοχόη βρέθηκε τοποθετημένη όρθια και αντωπά με την Τ588/2.
Τ588/1: Κανθαρίσκος, ακέραιος. Χείλος αποστρογγυλεμένο έξω νεύον και λαβές κάθετες ημι-
κυκλικής διατομής. Σώμα κυλινδρικό-κωνικό, βάση κωνική διευρυμένη. Το αγγείο είναι ολόβαφο
εσωτερικά και εξωτερικά. Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,099, διάμ. στομ. 0,101, διάμ. κοιλ. 0,091, διάμ. βάσ. 0,046 μ. ΑΕΣ. 1930 (εικ. 10).
Τ588/2: Τριφυλλόστομη οινοχόη, ακέραιη. Στόμιο με παχύ τοίχωμα, λαιμός με κοίλο περίγραμμα,
κάθετη στρεπτή λαβή. Χαμηλά στον ώμο, διαμετρικά αντίθετα από το σημείο πρόσφυσης της λαβής,
σχηματίζεται ψηλή μαστοειδής απόφυση. Σώμα σφαιρικό, βάση κωνική-δακτυλιόσχημη. Τρεις ομά-
δες από τρεις εγχάρακτες περιθέουσες γραμμές κοσμούν αντιστοίχως το στόμιο εξωτερικά και το
λαιμό. Το στόμιο είναι βαμμένο εσωτερικά και εξωτερικά, το ίδιο ο λαιμός και η λαβή, καθώς και το
κατώτερο μέρος του σώματος και η βάση. Το υπόλοιπο αγγείο κοσμείται με δύο ζεύγη μελαμβαφών
ταινιών που περιθέουν το αγγείο κάτω από το λαιμό και στο κατώτερο σώμα αντίστοιχα και ζεύγος
παρόμοιων ταινιών που πλαισιώνει πλατιά μελαμβαφή περιθέουσα ταινία στη μέγιστη διάμετρο του
σώματος πάνω σε εδαφόχρωμο βάθος. Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,334, διάμ. στομ. 0,13, διάμ. κοιλ. 0,226, διάμ. βάσ. 0,111 μ. ΑΕΣ. 1931 (εικ. 10).
Τ588/3: Τριφυλλόστομη οινοχόη. Λαιμός με κοίλο περίγραμμα, κάθετη στρεπτή λαβή. Σώμα
ωοειδές, βάση δακτυλιόσχημη. Τρεις ομάδες από τρεις εγχάρακτες περιθέουσες γραμμές κοσμούν
αντιστοίχως το στόμιο εξωτερικά και το λαιμό. Το αγγείο είναι ολόβαφο, εξαιρουμένων τριών εδα-
φόχρωμων περιθεουσών ταινιών πάνω από τη μέγιστη διάμετρο. Βαφή ερυθροκάστανη.
Ύψ. 0,297, διάμ. κοιλ. 0,20, διάμ. βάσ. 0,095 μ. ΑΕΣ. 1932 (εικ. 10).

Τάφος 589
Κιβωτιόσχημος, με προσανατολισμό Α-Δ, αποκαλύφθηκε σε απόσταση 3 μ. περίπου νότια του
τάφου Τ588 και σε βάθος -3,78 μ. Έφερε ασβεστολιθική καλυπτήρια πλάκα, διαστ. 1,80×0,94×0,24
μ. Περιμετρικά της καλυπτήριας πλάκας υπήρχε αργιλώδες σφραγιστικό χώμα. Στη βόρεια πλευρά
της και σε βάθος -2,34 μ. βρέθηκε αμφορέας, σε οριζόντια θέση, τοποθετημένος παράλληλα στον
τάφο με το στόμιο προς Α. Στο χώρο μεταξύ του αμφορέα και της καλυπτήριας πλάκας περισυνελέ-
γησαν λίγα ανθρώπινα οστά.
Με την αφαίρεση της καλυπτήριας πλάκας αποκαλύφθηκε ότι ο κιβωτιόσχημος τάφος, του
οποίου οι κάθετες πλευρές αποτελούνταν από ασβεστολιθικές πλάκες, πάχ. 0,10 και εσωτ. διαστ.
1,11×0,70×0,60 (βάθος) μ., φιλοξενούσε μεγάλο χάλκινο αγγείο (λέβητα) συμπιεσμένο κατά τα δύο
ημισφαίρια του κυκλικού στομίου του για τη δημιουργία ελλειψοειδούς χώρου, διαστ. 0,90×0,53×0,33
μ., εντός του οποίου είχε τοποθετηθεί ο νεκρός σε συνεσταλμένη στάση με την κεφαλή προς Α.(εικ.
11) Στην άνω εξωτερική επιφάνεια του λέβητα αλλά και στο εσωτερικό του, κυρίως επί των οστών,
διατηρήθηκαν τμήματα υφάσματος, κατάλοιπα από το ύφασμα που κάλυπτε συνολικά το νεκρό.
Περιμετρικά του λέβητα, στο κενό μεταξύ αυτού και των τοιχωμάτων του τάφου, υπήρχαν ως
κτερίσματα 21 πήλινα αγγεία (εικ. 12), μία σιδερένια αιχμή δόρατος και ένα όστρεο, που προέρχο-
νταν από το ιζηματογενές πέτρωμα του δαπέδου του τάφου.
Τ589/1-ΟΜΑΔΑ Α: Δίωτος αμφορέας. Στόμιο ευρύ, χείλος υπερυψωμένο και σχεδόν κάθετο,
λαιμός με κοίλο περίγραμμα και διαβάθμιση στην ένωσή του με το σώμα, κάθετες στρεπτές λαβές.
Σώμα ωοειδές-αμφικωνικό, βάση κωνική-δακτυλιόσχημη. Δεν διακρίνεται η διακόσμηση, καθώς
το αγγείο, στο σύνολο της επιφάνειας του, είναι απολεπισμένο ή καλύπτεται από λεπτή μεμβράνη
χώματος που δεν μπορεί να αφαιρεθεί. Πιθανώς ήταν ολόβαφο, εξαιρουμένης εδαφόχρωμης μετό-
πης, κοσμημένης με ομάδες κάθετων τεθλασμένων γραμμών ψηλά στον ώμο, δύο ζεύγη εδαφόχρω-
μων περιθεουσών ταινιών κάτω από τη μετόπη και στο κατώτερο τμήμα του σώματος και ομάδα
τεσσάρων αντίστοιχων ταινιών στη μέγιστη διάμετρο. Βαφή καστανομέλανη.

77
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

Ύψ. 0,401, διάμ. στομ. 0,149, διάμ. κοιλ. 0,277, διαμ. βάσ. 0,131 μ. ΑΕΣ. 1933 (εικ. 12).
Τ589/1-ΟΜΑΔΑ Β: Τριφυλλόστομη οινοχόη. Λαιμός ψηλός με κοίλο περίγραμμα και διαβάθ-
μιση στην ένωσή του με το σώμα, κάθετη λαβή κυκλικής διατομής. Σώμα σφαιρικό-κωνικό, βάση
δισκοειδής. Ομάδα τεσσάρων εγχάρακτων περιθεουσών ταινιών κοσμεί το λαιμό στη μέση του
ύψους του. Το αγγείο είναι ολόβαφο, εξαιρουμένων δύο ομάδων από τέσσερις λεπτές εδαφόχρωμες
ταινίες που περιθέουν τη μέγιστη διάμετρο και το κατώτερο τμήμα του σώματος αντίστοιχα. Βαφή
καστανομέλανη.
Ύψ. 0,315, διάμ. στομ. 0,121, διάμ. κοιλ. 0,201 μ. ΑΕΣ. 1934 (εικ. 12).
Τ589/2-ΟΜΑΔΑ Β: Αμφορίσκος. Βάση κωνική, σώμα σχεδόν αμφικωνικό, χείλος επίπεδο, ταινι-
ωτό, λαβές κάθετες ταινιόσχημες με κοίλη ράχη. Το στόμιο βαμμένο εσωτερικά και εξωτερικά, εξαι-
ρουμένου του χείλους που κοσμείται με πλατιές στιγμές. Στο μεσοδιάστημα των λαβών και στη μέγι-
στη διάμετρο του σώματος δύο εδαφόχρωμες ζώνες διακοσμημένες με συνεχή τεθλασμένη γραμμή,
ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλεται πλατιά βαμμένη ταινία. Το υπόλοιπο ήμισυ του σώματος βαμ-
μένο, εξαιρουμένης ομάδας τεσσάρων λεπτών εδαφόχρωμων ταινιών που περιθέουν το κατώτερο
τμήμα του ανάμεσα στη μέγιστη διάμετρο και τη βάση και μιας μεμονωμένης ταινίας στο ύψος της
γένεσης των λαβών. Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,132, εξωτ. διάμ. βάσ. 0,0551, εξωτ. διάμ. χείλους 0,0876, εσωτ. διάμ. χείλ. 0,073 μ. (εικ.
12)
Τ589/3-ΟΜΑΔΑ Β: Αμφορίσκος. Σώμα αμφικωνικό, λαιμός χαμηλός, ελαφρώς κοίλος, χείλος
o έξω νεύον, κάθετες ταινιωτές λαβές. Το στόμιο είναι βαμμένο εσωτερικά και εξωτερικά. Στο ύψος
των λαβών εδαφόχρωμες μετόπες διακοσμημένες με οκτώ συνολικά δικτυωτά τρίγωνα. Πλατιές
κάθετες ταινίες διακόπτουν τις μετόπες κατά μήκος των λαβών. Το υπόλοιπο ήμισυ του σώματος
είναι βαμμένο, εξαιρουμένης ομάδας τριών εδαφόχρωμων ζωνών που περιθέουν το κατώτερο τμήμα
του. Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,125, εξωτ. διάμ. βάσ. 0,050, εσωτ. διάμ. βάσ. 0,037, εξωτ. διάμ. χείλ. 0,077, εσωτ. διάμ.
χείλ. 0,066 μ. (εικ. 12)
Τ589/4-ΟΜΑΔΑ Β: Μόνωτο κύπελλο. Χείλος απλό, κάθετη ταινιωτή λαβή. Το αγγείο ήταν πιθα-
νώς ολόβαφο εσωτερικά και εξωτερικά, εξαιρουμένης ομάδας τριών λεπτών εδαφόχρωμων περιθε-
ουσών ταινιών κάτω από τη μέγιστη διάμετρο. Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,101, διάμ. στομ. 0,091, διάμ. κοιλ. 0,092, διάμ. βάσ. 0,05 μ. ΑΕΣ. 1935 (εικ. 12).
Τ589/5-ΟΜΑΔΑ Β: Μόνωτο κύπελλο. Χείλος απλό, αυλάκωση στην ένωση του λαιμού με το
l σώμα, λαβή ταινιωτή, γωνιώδης και κάθετη. Σώμα έντονα αμφικωνικό, βάση στενή και επίπεδη. Το
αγγείο είναι ολόβαφο εσωτερικά και εξωτερικά, εξαιρουμένης εδαφόχρωμης μετόπης κοσμημένης
s με οριζόντια τεθλασμένη γραμμή που περιθέει το λαιμό. Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,094, διάμ. στομ. 0,095, διάμ. κοιλ. 0,112, διάμ. βάσ. 0,048 μ. ΑΕΣ. 1936 (εικ. 12).
Τ589/6-ΟΜΑΔΑ Β: Δίωτος αμφορίσκος. Χείλος έξω νεύον πεπλατυσμένο, λαιμός ψηλός με
κοίλο περίγραμμα, λαβές ταινιωτές, κάθετες. Σώμα έντονα αμφικωνικό, βάση δισκοειδής. Βαμμένο
το στόμιο εσωτερικά και εξωτερικά, καθώς και οι ράχες των λαβών. Στον ώμο αναπτύσσεται εδα-
φόχρωμη μετόπη, κοσμημένη με τρεις ομάδες τεσσάρων κάθετων οφιοειδών γραμμών ανά όψη. Η
μετόπη διακόπτεται στις λαβές από πλατιά μελαμβαφή ταινία που περιθέει τη γένεσή τους. Λεπτή
εδαφόχρωμη περιθέουσα ταινία πλαισιώνει πάνω και κάτω τη μετόπη. Το υπόλοιπο αγγείο είναι
βαμμένο, εξαιρουμένου ζεύγους ισοπαχών εδαφόχρωμων περιθεουσών ταινιών στο κατώτερο τμήμα
του σώματος. Βαφή καστανέρυθρη.
Ύψ. 0,096, διάμ. στομ. 0,072, διάμ. κοιλ. 0,081, διάμ. βάσ. 0,046 μ. ΑΕΣ. 1937 (εικ. 12).
Τ589/7-ΟΜΑΔΑ Β: Δίωτος αμφορίσκος. Στόμιο στενό, χείλος έξω νεύον πεπλατυσμένο, λαι-
μός ψηλός και στενός με κοίλο περίγραμμα, ωτόσχημες ταινιωτές λαβές. Σώμα έντονα αμφικωνικό,
βάση κωνική. Βαμμένο το στόμιο εσωτερικά και εξωτερικά, ο λαιμός και οι ράχες των λαβών. Εδα-
φόχρωμη ταινία περιθέει την ένωση του λαιμού με το σώμα. Στον ώμο αναπτύσσεται εδαφόχρωμη
μετόπη, κοσμημένη με τρία διαγραμμισμένα τρίγωνα ανά όψη, που διακόπτονται από ολόβαφα τμή-
ματα στις ρίζες των λαβών. Το υπόλοιπο αγγείο είναι ολόβαφο, εξαιρουμένης ομάδας τεσσάρων ισο-

78
ΧΑΛΚΙΝΟΙ ΤΑΦΙΚΟΙ ΛΕΒΗΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ «ΣΤΑΘΜΟΣ-ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ»

παχών εδαφόχρωμων ταινιών που περιθέει το κατώτερο τμήμα του σώματος. Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,11, διάμ. στομ. 0,059, διάμ. κοιλ. 0,091, διάμ. βάσ. 0,052 μ. ΑΕΣ. 1938 (εικ. 12).
Τ589/8-ΟΜΑΔΑ Β: Δίωτος αμφορίσκος. Στόμιο ευρύ, χείλος επιπεδόκυρτο, έξω νεύον και
πεπλατυσμένο, λαιμός ψηλός με κοίλο περίγραμμα, ωτόσχημες ταινιωτές λαβές με κοίλη ράχη,
κάθετες. Σώμα έντονα αμφικωνικό, βάση δισκοειδής. Βαμμένο το στόμιο εσωτερικά και εξωτερικά,
το χείλος, ο λαιμός και οι ράχες των λαβών. Δύο ομάδες πέντε εγχάρακτων περιθεουσών γραμμών
κοσμούν το αγγείο στη βάση του λαιμού και ψηλά στον ώμο. Εδαφόχρωμη ταινία περιθέει το αγγείο
πάνω από τη δεύτερη ομάδα εγχάρακτων γραμμών. Στον ώμο αναπτύσσεται εδαφόχρωμη μετόπη,
κοσμημένη με κάθετες οφιοειδείς γραμμές, η οποία διακόπτεται στις λαβές από πλατιά μελαμβαφή
ταινία που περιθέει τη ρίζα τους. Εδαφόχρωμη ταινία περιθέει τη μέγιστη διάμετρο του αγγείου. Το
υπόλοιπο αγγείο είναι ολόβαφο, εξαιρουμένης ομάδας από τρεις ισοπαχείς εδαφόχρωμες ταινίες που
περιθέουν το κατώτερο τμήμα του σώματος. Βαφή μελανοκάστανη.
Ύψ. 0,111, διάμ. στομ. 0,077, διάμ. κοιλ. 0,091, διάμ. βάσ. 0,046 μ. ΑΕΣ. 1939 (εικ. 12).
Τ589/9-ΟΜΑΔΑ Β: Δίωτος αμφορίσκος. Στόμιο ευρύ, χείλος αποστρογγυλεμένο έξω νεύον,
λαβές τριγωνικής διατομής, γωνιώδεις και κάθετες. Σώμα αμφικωνικό, βάση δισκοειδής. Βαμμένο
το στόμιο εσωτερικά και εξωτερικά, ο λαιμός και οι ράχες των λαβών. Στον ώμο αναπτύσσεται εδα-
φόχρωμη μετόπη, κοσμημένη με σειρά τριών διαγραμμισμένων τριγώνων ανά όψη. Η μετόπη διακό-
πτεται από μελαμβαφή ταινία που περιθέει τη ρίζα των λαβών. Το υπόλοιπο αγγείο είναι ολόβαφο,
εξαιρουμένης μιας εδαφόχρωμης περιθέουσας ταινίας κάτω από τη μετόπη του ώμου και ζεύγους
αντίστοιχων ταινιών στο κατώτερο τμήμα του σώματος. Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,092, διάμ. στομ. 0,068, διάμ. κοιλ. 0,07, διάμ. βάσ. 0,04 μ. ΑΕΣ. 1940 (εικ. 12).
Τ589/10-ΟΜΑΔΑ Β: Δίωτος αμφορίσκος. Στόμιο ευρύ, χείλος επίπεδο πεπλατυσμένο, λαιμός
με κοίλο περίγραμμα, λαβές ταινιωτές, γωνιώδεις και κάθετες. Σώμα έντονα αμφικωνικό, βάση
ψηλή κωνική διευρυμένη. Βαμμένο το στόμιο εσωτερικά, καθώς και οι ράχες των λαβών. Το χείλος
κοσμείται με επάλληλα εγκάρσια γραμμίδια. Το στόμιο εξωτερικά περιθέει εδαφόχρωμη ταινία, ενώ
στο λαιμό διαμορφώνεται εδαφόχρωμη μετόπη, κοσμημένη με οριζόντια τεθλασμένη γραμμή. Εδα-
φόχρωμη ταινία διαχωρίζει τη μετόπη του λαιμού από δεύτερη μετόπη που αναπτύσσεται στον ώμο
και κοσμείται με σειρά τεσσάρων διαγραμμισμένων τριγώνων ανά όψη. Ολόβαφα τμήματα διακό-
πτουν τη μετόπη στο ύψος των λαβών. Τέσσερις ισοπαχείς ταινίες περιθέουν το αγγείο κάτω από τη
μέγιστη διάμετρο. Το κατώτερο τμήμα του σώματος είναι ολόβαφο. Βαφή ερυθροκάστανη.
Ύψ. 0,114, διάμ. στομ. 0,084, διάμ. κοιλ. 0,099, διάμ. βάσ. 0,054 μ. ΑΕΣ. 1941 (εικ. 12).
Τ589/11-ΟΜΑΔΑ Β: Ληκυθοειδής αμφορίσκος. Στόμιο χωνοειδές, χείλος αποστρογγυλεμένο
έξω νεύον, λαιμός ψηλός με χαμηλό πλαστικό δακτύλιο στην ένωση του με το σώμα, λαβές ταινι-
ωτές, κάθετες. Δύο χαμηλές μαστοειδείς αποφύσεις σχηματίζονται στον ώμο. Σώμα ωοειδές-αμφι-
κωνικό, βάση κωνική-δακτυλιόσχημη. Βαμμένο το στόμιο εσωτερικά και εξωτερικά, οι ράχες των
λαβών και ο λαιμός, εξαιρουμένης εδαφόχρωμης μετόπης, κοσμημένης με οριζόντια τεθλασμένη
γραμμή στη μέση του ύψους του. Εδαφόχρωμη ταινία περιθέει την ένωση του λαιμού με το σώμα,
πάνω στον πλαστικό δακτύλιο. Στον ώμο αναπτύσσεται δεύτερη εδαφόχρωμη μετόπη, που κοσμεί-
ται με σειρά τριών διαγραμμισμένων τριγώνων ανά όψη. Το υπόλοιπο αγγείο είναι βαμμένο, εξαι-
ρουμένης ομάδας τριών εδαφόχρωμων περιθεουσών ταινιών κάτω από τη μετόπη του ώμου και
ομάδας τεσσάρων αντίστοιχων ταινιών στο κατώτερο τμήμα του σώματος. Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,151 , διάμ. στομ. 0,053, διάμ. κοιλ. 0,097, διάμ. βάσ. 0,048 μ. ΑΕΣ. 1942 (εικ. 12).
Τ589/12-ΟΜΑΔΑ Β: Δίωτος αμφορίσκος. Χείλος απλό έξω νεύον, λαιμός με κοίλο περίγραμμα,
ωτόσχημες ταινιωτές λαβές, κάθετες. Σώμα σφαιρικό-αμφικωνικό, βάση κωνική. Στο άνω ήμισυ
του αγγείου δεν διακρίνεται διακόσμηση, καθώς είναι σχεδόν πλήρως απολεπισμένο. Το κατώτερο
σώμα είναι ολόβαφο, εξαιρουμένης μιας λεπτής εδαφόχρωμης περιθέουσας ταινίας. Βαφή καστα-
νομέλανη.
Ύψ. 0,104, διάμ. κοιλ. 0,085, διάμ. βάσ. 0,047 μ. ΑΕΣ. 1943 (εικ. 12).
Τ589/13-ΟΜΑΔΑ Β: Προχοΐσκη. Στόμιο χωνοειδές, χείλος επικλινές, λαιμός με κοίλο περί-
γραμμα, λαβή ταινιωτή με κοίλη ράχη, κάθετη. Σώμα αμφικωνικό, βάση δισκοειδής. Το αγγείο είναι

79
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

ολόβαφο, εξαιρουμένης μιας εδαφόχρωμης μετόπης, κοσμημένης με οριζόντια τεθλασμένη γραμμή


που περιθέει τη βάση του λαιμού και ζεύγους εδαφόχρωμων ισοπαχών ταινιών που περιθέουν το
κατώτερο σώμα. Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,10, διάμ. στομ. 0,051, διάμ. κοιλ. 0,077, διάμ. βάσ. 0,043 μ. ΑΕΣ. 1944 (εικ. 12).
Τ589/14-ΟΜΑΔΑ Β: Δίωτος αμφορίσκος. Στόμιο ευρύ, χείλος επίπεδο πεπλατυσμένο, λαιμός με
κοίλο περίγραμμα, λαβές ταινιωτές με ελαφρώς κοίλη ράχη, γωνιώδεις και κάθετες. Σώμα αμφικω-
νικό, βάση διευρυμένη. Βαμμένο το στόμιο εσωτερικά και εξωτερικά, καθώς και οι ράχες των λαβών.
Το χείλος κοσμείται με επάλληλα εγκάρσια γραμμίδια. Τον λαιμό περιθέει εδαφόχρωμη μετόπη,
κοσμημένη με οριζόντια τεθλασμένη γραμμή. Εδαφόχρωμη ταινία περιθέει την ένωση του λαιμού
με το σώμα. Στον ώμο αναπτύσσεται δεύτερη μετόπη, που κοσμείται με σειρά τεσσάρων διαγραμ-
μισμένων τριγώνων ανά όψη. Από ένα μη διαγραμμισμένο τρίγωνο πλαισιώνει τη ρίζα των λαβών.
Το υπόλοιπο αγγείο είναι βαμμένο, εξαιρουμένης μιας λεπτής εδαφόχρωμης ταινίας που περιθέει
τη μέγιστη διάμετρο του αγγείου και ομάδας πέντε αντίστοιχων ταινιών στο κατώτερο τμήμα του
σώματος. Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,105, διάμ. στομ. 0,077, διάμ. κοιλ. 0,088, διάμ. βάσ. 0,05 μ. ΑΕΣ. 1945 (εικ. 12).
Τ589/15-ΟΜΑΔΑ Β: Δίωτος αμφορίσκος. Παρόμοιος με τον Τ589/14, με τη διαφορά ότι η βάση
είναι κωνική διευρυμένη, ενώ οι λαβές είναι απλές ταινιωτές, χωρίς κοίλη ράχη. Βαφή καστανομέ-
λανη.
Ύψ. 0,11, διάμ. στομ. 0,077, διάμ. κοιλ. 0,093, διάμ. βάσ. 0,053 μ. ΑΕΣ. 1946 (εικ. 12).
o Τ589/16-ΟΜΑΔΑ Β: Ληκυθοειδής αμφορίσκος. Στόμιο χωνοειδές, χείλος έξω νεύον, λαιμός
ψηλός, λαβές ταινιωτές, κάθετες. Σώμα αμφικωνικό, βάση κωνική με στενή κυλινδρική κοιλότητα
στην αθέατη πλευρά της. Το αγγείο ήταν πιθανώς ολόβαφο, εξαιρουμένης εδαφόχρωμης μετόπης,
κοσμημένης με οριζόντια τεθλασμένη γραμμή στη βάση του λαιμού και μιας εδαφόχρωμης περιθέ-
ουσας ταινίας στο κατώτερο σώμα. Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,096, διάμ. στομ. 0,037, διάμ. κοιλ. 0,067, διάμ. βάσ. 0,036 μ. ΑΕΣ. 1947 (εικ. 12).
Τ589/17-ΟΜΑΔΑ Β: Δίωτος αμφορίσκος. Στόμιο ευρύ, χείλος επικλινές και έξω νεύον, χαμηλός
πλαστικός δακτύλιος στην ένωση του λαιμού με το σώμα, λαβές ταινιωτές με ελαφρώς κοίλη ράχη,
κάθετες. Σώμα αμφικωνικό, βάση δισκοειδής με ρηχή ημισφαιρική κοιλότητα στην αθέατη πλευρά
της. Το αγγείο ήταν πιθανώς ολόβαφο, εξαιρουμένης εδαφόχρωμης μετόπης, κοσμημένης με οριζό-
ντια τεθλασμένη γραμμή κάτω από την ένωση του λαιμού με το σώμα και ζεύγους λεπτών εδαφό-
χρωμων ταινιών που περιθέουν το κατώτερο τμήμα του σώματος. Βαφή καστανομέλανη.
l Ύψ. 0,113, διάμ. στομ. 0,076, διάμ. κοιλ. 0,087, διάμ. βάσ. 0,041 μ. ΑΕΣ. 1948 (εικ. 12).
Τ589/18-ΟΜΑΔΑ Β: Δίωτος αμφορίσκος. Στόμιο ευρύ, χείλος αποστρογγυλεμένο, επικλινές και
s έξω νεύον, λαβές ταινιωτές με ελαφρώς κοίλη ράχη, κάθετες. Σώμα αμφικωνικό, βάση δισκοει-
δής. Το αγγείο είναι ολόβαφο, εξαιρουμένης μιας εδαφόχρωμης μετόπης, κοσμημένης με οριζόντια
τεθλασμένη γραμμή που αναπτύσσεται στον ώμο και εδαφόχρωμης ταινίας που περιθέει το κατώ-
τερο τμήμα του σώματος. Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,082, διάμ. στομ. 0,061, διάμ. κοιλ. 0,076, διάμ. βάσ. 0,04 μ. ΑΕΣ. 1949 (εικ. 12).
Τ589/19-ΟΜΑΔΑ Β: Δίωτος αμφορίσκος. Παρόμοιος με τον Τ589/17, με τη διαφορά ότι δεν
υπάρχει πλαστικός δακτύλιος στον λαιμό. Βαφή καστανέρυθρη.
Ύψ. 0,117, διάμ. στομ. 0,088, διάμ. κοιλ. 0,093, διάμ. βάσ. 0,052 μ. ΑΕΣ. 1950 (εικ. 12).
Τ589/20-ΟΜΑΔΑ Β: Δίωτος αμφορίσκος. Παρόμοιος με τον Τ589/17, με τη διαφορά ότι στην
ένωση του λαιμού με τη βάση υπάρχει απλή διαβάθμιση. Βαφή καστανομέλανη.
Ύψ. 0,118, διάμ. στομ. 0,075, διάμ. κοιλ. 0,092, διάμ. βάσ. 0,049 μ. ΑΕΣ. 1951 (εικ. 12).
Τ589/21-ΟΜΑΔΑ Β: Δίωτος αμφορίσκος. Παρόμοιος με τον Τ589/17, με τη διαφορά ότι δεν
υπάρχει πλαστικός δακτύλιος στο λαιμό, ενώ η βάση είναι κωνική-δισκοειδής. Βαφή καστανομέ-
λανη.
Ύψ. 0,101, διάμ. στομ. 0,066, διάμ. κοιλ. 0,081, διάμ. βάσ. 0,041 μ. ΑΕΣ. 1952 (εικ. 12).
Τ589/22-ΟΜΑΔΑ Β: Σιδερένια αιχμή δόρατος, μήκ. 0,24 μ. (ασυντήρητη).

80
ΧΑΛΚΙΝΟΙ ΤΑΦΙΚΟΙ ΛΕΒΗΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ «ΣΤΑΘΜΟΣ-ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ»

Η ΠρΓ εγκατάσταση της Σταμνάς με τα τεράστια νεκροταφεία της στις θέσεις «Τραγάνα» και
«Σιδηροδρομικός Σταθμός Κεφαλοβρύσου» πρέπει να λειτούργησε ως διοικητικό κέντρο όλων των
μικρότερων εγκαταστάσεων της ευρύτερης περιοχής, νεκροταφεία των οποίων ερευνήθηκαν παλαιό-
τερα στις θέσεις Καλυδώνα27, Παλαιομάνινα28, Πυλήνη29 και Γαβαλού30, αλλά και στις θέσεις Πεντά-
λοφος, από όπου παραδόθηκε ΠρΓ αμφορέας, και Στρατική γη, όπου κατά την επιφανειακή έρευνα
που διενεργήθηκε σε συνεργασία Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και ΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α. περι-
συνελέγησαν όστρακα της Πρωτογεωμετρικής Εποχής. Επίσης, μετά την αποκάλυψη του νεκροτα-
φείου Σταμνών, είναι βέβαιο πλέον ότι τα πρωτογεωμετρικά αγγεία της συλλογής Οικονόμου, που
είχαν παραδοθεί στο Μουσείο Ιωαννίνων και δημοσίευσε η αείμνηστη Ιουλία Βοκοτοπούλου31, προ-
έρχονται από τις λαθρανασκαφές του νεκροταφείου Σταμνάς.
Έχει ήδη αναφερθεί ότι η παρούσα εισήγηση αφορά μόνο στους τρεις τάφους, ήτοι τους Τ587 και
Τ588, που περιείχαν από ένα χάλκινο λέβητα, στους οποίους είχαν τοποθετήσει τα καμένα οστά του
νεκρού, και τον Τ589, όπου σε χάλκινο λέβητα είχε τοποθετηθεί ο νεκρός σε συνεσταλμένη στάση.
Τον νεκρό του Τ587 εκτός της τοποθέτησης των καμένων οστών του εντός τριποδικού λέβητα, που
ήταν σφραγισμένος με άλλο λέβητα, συνόδευαν και τέσσερα πήλινα αγγεία, που ήσαν απιθωμένα
στο δάπεδο του τάφου στο κενό μεταξύ των τοιχωμάτων του και του τριποδικού λέβητα. Οι λεπτο-
μέρειες των χαρακτηριστικών αυτών των αγγείων περιγράφονται πιο πάνω. Πρόκειται για τις τρεις
τριφυλλόστομες οινοχόες, οι οποίες διαφέρουν μόνο κατά τις διαστάσεις τους, ενώ κατά τα άλλα
χαρακτηριστικά τους (περίγραμμα, διακόσμηση, γάνωμα) είναι πανομοιότυπες και μάλλον προέρχο-
νται από το ίδιο εργαστήριο. Από το ίδιο εργαστήριο προέρχονται και οι τριφυλλόστομες με κυλιν-
δρικές και κάθετες επί του ώμου λαβές από τις θέσεις Παλαιομάνινα και Σταμνά, που είναι στην
έκθεση του Μουσείου Αγρινίου, καθώς και οι αντίστοιχες της Συλλογής Οικονόμου.
Οι τριφυλλόστομες οινοχόες του Τ587, στις οποίες κυριαρχεί το μελανό γάνωμα32, χρονολογού-
νται στη μετάβαση από την ΥΠρΓ προς την ΥποΠρΓ περίοδο. Επειδή όμως προέρχονται από το ίδιο
εργαστήριο με τις αντίστοιχες της Παλαιομάνινας, ορισμένες από τις οποίες έχουν ταινιόσχημη λαβή
που ξεκινά από το χείλος και καταλήγει κάθετα στον ώμο και χρονολογούνται στους ΠΓ χρόνους,
ενδεχομένως οι της Σταμνάς να αποτελούν τον προάγγελο της έναρξης της Γεωμετρικής περιόδου
στην περιοχή. Την άποψη αυτή ενισχύει και η χρονολογηθείσα από την κα Δεκουλάκου στους ΠΓ
χρόνους οινοχόη με αρ. ευρ. ΑΜΑ 51533. Το εν λόγω αγγείο έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις
τριφυλλόστομες οινοχόες του Τ587 και κυρίως ως προς τη μετάβαση από τον λαιμό στον ώμο με
πλαστικό δακτύλιο. Εκτεταμένη βέβαια συζήτηση για το θέμα της μετάβασης από την ΠρΓ στην ΠΓ
περίοδο, εκτός από τον Coldstream, κάνει και η Αν. Γκαδόλου στη διατριβή της34. Ως συνεύρημα με
τις τριφυλλόστομες οινοχόες του Τ587 στην ίδια περίοδο πρέπει να χρονολογηθεί και ο ΑΕΣ 1928
κύαθος35.
Οι τριφυλλόστομες οινοχόες του Τ588 με τις στρεπτές (σχοινοειδείς) λαβές και τις εγχάρακτες
περιθέουσες γραμμές, που κοσμούν εξωτερικά αντιστοίχως το στόμιο και τον λαιμό στη μέση του
ύψους του και τη βάση του, δεν έχουν μέχρι τώρα παράλληλα στην Αιτωλοακαρνανία, ούτε και στις
γειτονικές περιοχές, Αχαΐα και Φωκίδα. Η διακόσμηση όμως της αρ. Τ588/2 ΑΕΣ 1931 τριφυλλό-
στομης οινοχόης, η οποία αποτελείται από βαμμένα με καστανομέλανη βαφή: το στόμιο εσωτερικά
και εξωτερικά, το λαιμό και τη λαβή και το κατώτερο μέρος του σώματος με τη βάση, καθώς και

27 Μαστροκώστας 1967, 320. Stavropoulou-Gatsi 2011, 279-299.


28 Μαστροκώστας 1961-62, 184-185. Μαστροκώστας 1967, 323.
29 Μαστροκώστας 1967, 320.
30 Σταυροπούλου-Γάτση 1980, 102-130.
31 Βοκοτοπούλου 1969, 74-94.
32 Βοκοτοπούλου 1969, 75. Lemos 2002, 72.
33 Δεκουλάκου 1982, 224, εικ. 16. Γκαδόλου 2008, 100, εικ. 50.
34 Γκαδόλου 2008, 151-153.
35 Παρόμοιο αγγείο προέρχεται από την πόλη της Ιθάκης, βλ. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 110, πίν. 69b.

81
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

από δύο ζεύγη μελαμβαφών ταινιών, που περιθέουν το αγγείο κάτω από τον λαιμό και το κατώτερο
σώμα, αλλά και από ζεύγος παρόμοιων ταινιών, που πλαισιώνει πλατιά μελανοκάστανη ταινία, μαρ-
τυρεί ότι, αν το αγγείο δεν είναι προϊόν αττικού εργαστηρίου, είναι βέβαιο ότι τα χαρακτηριστικά
της διακόσμησής του είναι αθηναϊκά και το χρονολογούν στο τέλος της ΥΠρΓ περιόδου. Η πλησι-
έστερη διακόσμηση προς την εν λόγω οινοχόη είναι αυτή του αρ. 581 αμφορέα από τον Κεραμεικό
της ΥΠρΓ περιόδου36. Στην ίδια περίοδο χρονολογείται και η αρ. T588/3 ΑΕΣ 1932 τριφυλλόστομη
οινοχόη, που επίσης έχει κοινά χαρακτηριστικά με την προηγούμενη και ασφαλώς προέρχεται από το
ίδιο εργαστήριο.
Τον προσδιορισμό της χρονολόγησης των δύο τριφυλλόστομων οινοχοών στην ΥΠρΓ περίοδο
επιβεβαιώνει και ο αρ. 588/1 ΑΕΣ 1930 κανθαρίσκος, που είναι ολόβαφος με μελανοκάστανη βαφή,
τεχνική που χαρακτηρίζει την ΥΠρΓ περίοδο και σηματοδοτεί την έμμεση επίδραση από τον αττικό
πρωτογεωμετρικό ρυθμό37. Η κυριαρχία του μελανού γανώματος τόσο στις τριφυλλόστομες οινοχόες
του T587 όσο και στις τριφυλλόστομες οινοχόες και του κανθάρου του T588 υποδηλώνουν τη μετά-
βαση από την ΠρΓ στην ΠΓ περίοδο στην Αιτωλοακαρνανία38. Την παραπάνω άποψη επιβεβαιώνει
και η τάση του αγγειοπλάστη για την έναρξη της διεύρυνσης της διαμέτρου των βάσεων των οινο-
χοών.
Τα κτερίσματα του Τ589 διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, στην Α για τα αποκαλυφθέντα εξω-
τερικά του τάφου και στη Β για τα ευρεθέντα στο εσωτερικό, στο κενό μεταξύ του λέβητα και των
τοιχωμάτων των κάθετων πλευρών του. Εξωτερικά του τάφου στη βόρεια πλευρά της καλυπτήριας
o πλάκας σε βάθος -2,34 μ. βρέθηκε ο ΑΕΣ 1933 δίωτος αμφορέας τοποθετημένος σε οριζόντια θέση,
παράλληλα προς τον τάφο με το στόμιο στα Α. Στον χώρο μεταξύ του αμφορέα και της καλυπτήριας
πλάκας περισυνελέγησαν λίγα ανθρώπινα οστά, τα οποία προέρχονταν από το εσωτερικό του αμφο-
ρέα, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως τεφροδόχος κάλπη. Το αγγείο από την εποχή της χρήσης του κατά
την αρχαιότητα εμφάνισε ισχυρή ρηγμάτωση στην περιοχή του λαιμού και του στομίου, την οποία
οι ιδιοκτήτες του προέβησαν στη συρραφή της μέσω τεσσάρων οπών, που διανοίχθηκαν στον λαιμό
και το στόμιο. Τα κύρια χαρακτηριστικά του αμφορέα είναι οι κάθετες από τη μέση του λαιμού έως
τον ώμο στρεπτές λαβές, το χωνοειδές στόμιο, το υπερυψωμένο και σχεδόν κάθετο χείλος, ο λαιμός
με κοίλο περίγραμμα και διαβάθμιση στην ένωση του με το σώμα, η φαρδιά βάση και η δυσδιάκριτη
διακόσμηση στον ώμο και σε ολόκληρο το υπόλοιπο σώμα, που αποτελείται από ζεύγη εδαφόχρωμων
περιθεουσών ταινιών κάτω από τον ώμο και στο κατώτερο σώμα και ομάδα τεσσάρων αντίστοιχων
ταινιών στη μέγιστη διάμετρο.
l Παρόμοιος αμφορέας με στρεπτές λαβές, αδημοσίευτος προέρχεται από την περιοχή της κοινότη-
τας Πενταλόφου δυτικά του Αχελώου, όπου υπάρχει επίσης ανερεύνητο ΠρΓ νεκροταφείο39. Ο ΑΕΣ
s 1933 αμφορέας της Σταμνάς μιμείται αθηναϊκά πρότυπα και χρονολογείται στο τέλος της ΥΠρΓ περι-
όδου, προμηνύει δε την έναρξη στην περιοχή της επόμενης περιόδου, της Γεωμετρικής, της οποίας
παρόμοιος αμφορέας με στρεπτές λαβές και διακόσμηση από εδαφόχρωμες περιθέουσες ταινίες είναι
ο ευρισκόμενος στο Λονδίνο βοιωτικός της MΓ40. Παρόμοιος επίσης αμφορέας με κοινά χαρακτηρι-
στικά (κοντός λαιμός, στρεπτές λαβές, παράλληλες εδαφόχρωμες ταινίες) είναι και ο προερχόμενος
από την Ήλιδα, που όμως χρονολογείται στον 10ο αι. π.Χ.41.
Τα κτερίσματα της ομάδας Β που βρίσκονταν εντός του τάφου 589 διακρίνονται στους ακόλου-
θους τύπους:
1. Κανθαροειδείς αμφορίσκοι με γωνιώδεις από του χείλους λαβές. Πρόκειται για τους ΑΕΣ 1940,
1941, 1945, 1946 και το αρ. Τ589/2, που προέρχονται από το ίδιο εργαστήριο με τους αρ. 4577, 4578,

36 Lemos 2002, 58, πίν. 31.1.


37 Desborough 1952, 280.
38 Lemos 2002, 58.
39 Το αγγείο παραδόθηκε στον γράφοντα από κάτοικο της κοινότητας το 1993.
40 Coldstream 1968, 199, πίν. 43 a.
41 Snodgrass 2000, 65, εικ. 28.

82
ΧΑΛΚΙΝΟΙ ΤΑΦΙΚΟΙ ΛΕΒΗΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ «ΣΤΑΘΜΟΣ-ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ»

4579, 4580, 4581, 4582, 4583 αμφορίσκους της Συλλογής Οικονόμου στο Μουσείο Ιωαννίνων42.
2. Αμφορίσκοι με κάθετες επί των ώμων λαβές. Πρόκειται για τον αρ. Τ589/3 και τους ΑΕΣ 1937,
1938, 1939, 1943, 1947, 1948, 1949, 1950, 1951 και 1952, που προέρχονται και αυτοί από το ίδιο
εργαστήριο με τους αρ. 4584, 4585, 4586, 4587 της Συλλογής Οικονόμου στο Μουσείο Ιωαννίνων43.
3. Ληκυθοειδής αμφορίσκος ΑΕΣ 1942. Πρόκειται για αγγείο στον τύπο της φλάσκης44, που έλκει
την καταγωγή του από την ΥΕΙΙΙΓ περίοδο. Στην περίπτωσή μας η χρήση του είχε αμιγώς τελετουρ-
γικό χαρακτήρα. Παρόμοιος ως προς το σχήμα, αλλά και τη διακόσμηση είναι ο αρ. 16 του παιδι-
κού τάφου 3 του Κεραμεικού45, καθώς και παρόμοιος από την έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου
Αγρινίου46.
4. Μόνωτος κύαθος. Πρόκειται για το ΑΕΣ 1935 αγγείο, το οποίο είναι παντελώς όμοιο με το αρ.
4604 της Συλλογής Οικονόμου47. Μάλιστα οι ομοιότητες είναι τέτοιες σε όλα τους τα στοιχεία (περί-
γραμμα, χείλος, λαβές, βάση, διακόσμηση), που με μεγάλη ευκολία μπορεί κανείς να οδηγηθεί στο
συμπέρασμα ότι είναι δημιούργημα του ίδιου πλάστη. Στη μελέτη της η Ιουλία Βοκοτοπούλου παρα-
πέμπει και στα αντίστοιχα άλλων περιοχών, όπως της Αττικής, Βοιωτίας, Θεσσαλίας και Άργους, τα
οποία διαπραγματεύεται ο Desborough48. Η περίπτωση του κυάθου της Σταμνάς βρίσκεται πιο κοντά
με τα αντίστοιχα του Άργους και της Θεοτόκου στη Θεσσαλία49.
5. Μόνωτο κύπελλο. Πρόκειται για το ΑΕΣ 1936 αντικείμενο, όπως αυτό περιγράφεται στον σχε-
τικό κατάλογο με αρ. Τ589/5. Το κύπελλο συγκρινόμενο με δύο άλλα παρόμοια από το Καπακλί50
και το Λευκαντί51, που χρονολογούνται στην ΥποΠρΓ περίοδο, συμπαρασύρει τη χρονολόγηση και
των άλλων αγγείων-κτερισμάτων του Τ589. Την επισήμανση για τη χρονολόγηση ενισχύει και αντί-
στοιχο κύπελλο από τη γειτονική Ιθάκη52. Η επίπεδη δε βάση και η μία λαβή, όπως επισημαίνει ο
Coldstream, αποτελούν σημάδια προς τις γεωμετρικές αρχές53.
6. Προχοΐσκη. Πρόκειται για το ΑΕΣ 1944 αγγείο, όπως αυτό περιγράφεται στον σχετικό κατά-
λογο με αρ. Τ589/13. Στο εν λόγω αγγείο αν προσθέσει κανείς μία ακόμη λαβή και διευρύνει ελα-
φρώς το στόμιο, τότε θα προκύψει ένας δίδυμος αμφορίσκος του T589/19 ΑΕΣ 1950 αμφορίσκου.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα δύο αγγεία κατασκευάστηκαν από τον ίδιο πλάστη, ο οποίος τα
διακόσμησε με τεθλασμένη γραμμή στη βάση του λαιμού και ζεύγη εδαφόχρωμων ισοπαχών ται-
νιών, που περιθέουν το κατώτερο σώμα. Συγγενής με την προχοΐσκη της Σταμνάς είναι η αντίστοιχη
από το Λευκαντί54, η οποία, εκτός από τη διακόσμηση με ομόκεντρα ημικύκλια στον ώμο και τη
λαβή από το χείλος, κατά τα άλλα έχουν κοινά χαρακτηριστικά.
Η προχοΐσκη από το Λευκαντί χρονολογείται στην YΠρΓ περίοδο και της Σταμνάς με την υπε-
ραπλουστευμένη διακόσμηση (τεθλασμένη γραμμή στο λαιμό και ζεύγος εδαφόχρωμων ισοπαχών
ταινιών) πρέπει να ανήκει στη δύση της ΠρΓ περιόδου, ήτοι την ΥποΠρΓ που σηματοδοτεί και την
αφετηρία της Γεωμετρικής περιόδου.
7. Τριφυλλόστομη οινοχόη. Πρόκειται για το υπ’ αρ. Τ589/1 ΑΕΣ 1934 πήλινο αγγείο, τα χαρα-
κτηριστικά του οποίου περιγράφονται στον κατάλογο των κτερισμάτων των τάφων με την ένδειξη

42 Βοκοτοπούλου 1969, 74-94.


43 Βοκοτοπούλου 1969, 74-94.
44 Furumark 1972, εικ. 6, n. 193.
45 Kübler 1954, πίν. 15, n. 16.
46 Προθήκη 3, αρ. ευρ. 347.
47 Βοκοτοπούλου 1969, πίν. 49 β, το α.
48 Desborough 1952, πίν. 1, G82e.
49 Desborough 1952, πίν. 21 ε.
50 Βερδελής 1958, πίν. 11, αρ. 137. Lemos 2002, πίν. 63.7.
51 Desborough 1979/80, 294-295, πίν. 7 H.
52 Coldstream 1968, πίν. 49, B 778.
53 Coldstream 1968, 10.
54 Desborough 1979/80, 322, fig. 16 d.

83
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

Τ589/1 ομάδα Β. Παρά το γεγονός ότι ο Τ589 ως προς τη θεμελίωσή του (σε βάθος -3,78 μ.) διέ-
φερε κατά 0,65 μ. από τον στο μεγαλύτερο βάθος (-4,45 μ.) θεμελιωθέντα Τ588 και κατά 1,13 μ. από
τον σε μικρότερο βάθος θεμελιωθέντα Τ587 και θα ανέμενε κανείς κάποια διαφοροποίηση ως προς
το περίγραμμα και διακόσμηση των τριφυλλόστομων οινοχοών, που περιείχαν και οι τρεις τάφοι,
εντούτοις όλες είναι πανομοιότυπες και προέρχονται από το ίδιο εργαστήριο και μάλλον είναι έργα
του ίδιου πλάστη.
Διαφοροποίηση παρατηρείται μόνο στις λαβές των οινοχοών, οι οποίες στους Τ587 και Τ589
είναι κυλινδρικές, ενώ οι αντίστοιχες του Τ588 είναι σχοινοειδείς (στρεπτές). Πρόκειται για χαρα-
κτηριστικό, το οποίο έλκει την καταγωγή από την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο, εμφανίζεται στο τέλος της ΥΠρΓ
και διαρκεί καθ’ όλη τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων.
Η κυριαρχία του μελανού γανώματος και η υπεραπλούστευση της διακόσμησης, η οποία αποτε-
λείται μόνο από ομάδα τεσσάρων εγχάρακτων περιθεουσών ταινιών στη μέση του ύψους του λαιμού
και από δύο ομάδες τεσσάρων λεπτών εδαφόχρωμων ταινιών, που περιθέουν τη μέγιστη διάμετρο
και το κατώτερο τμήμα του σώματος, πέρα από το γεγονός ότι έχει κοινά διακοσμητικά στοιχεία με
τις αντίστοιχες των Τ587 και Τ588, προαναγγέλλει και αυτή την αφετηρία της επόμενης περιόδου,
της Γεωμετρικής, και χρονολογείται στην ΥποΠρΓ περίοδο.

Γενικά σχόλια επί της κεραμικής των τριών τάφων


α. Δεδομένου ότι δεν έχει εντοπιστεί ακόμη ο οικισμός της Πρωτογεωμετρικής εγκατάστασης της
o Σταμνάς, όλη η εξετασθείσα κεραμική προέρχεται από τους Τ587, Τ588 και Τ589.
β. Τα αγγεία είναι όλα τροχήλατα, μικρού μεγέθους και αποτελούν ομοιώματα αγγείων για ταφική
χρήση. Ως προς τα σχήματα υπερτερούν οι αμφορίσκοι, έπονται οι τριφυλλόστομες οινοχόες, τα
κύπελλα και ο κύαθος, η προχοΐσκη, ο κάνθαρος και ο κανονικού μεγέθους αμφορέας. Στα προ-
οριζόμενα για ταφική χρήση μικρού μεγέθους αγγεία παρά την ύστερη χρονολόγησή τους, εξα-
κολουθεί να επιβιώνει η διακόσμηση των δικτυωτών τριγώνων και της οριζόντιας τεθλασμένης
(ζιγκ-ζαγκ) γραμμής. Η επιβίωση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι τα αγγεία αυτά προορίζονταν
για ταφική χρήση και στην προκειμένη περίπτωση, ως κτερίσματα από οικείους και φίλους του
νεκρού κατά τον ενταφιασμό του. Από την έρευνα δε και άλλων τάφων στην ΠρΓ εγκατάσταση
της Σταμνάς διαπιστώθηκε ότι γι’ αυτή την ταφική αναγκαιότητα υπήρξε μαζική παραγωγή
μικρών ομοιωμάτων αγγείων με την υπεραπλουστευμένη διακόσμηση των ζιγκ-ζαγκ γραμμών
και των δικτυωτών τριγώνων. Πέρα από την υπεραπλούστευση της διακόσμησης οι αγγειοπλά-
l στες του τοπικού εργαστηρίου φαίνεται ότι είχαν αδυναμία στη χρήση του διαβήτη. Αυτό επι-
βεβαιώνεται από την πλήρη απουσία ομόκεντρων ημικυκλίων ή κύκλων στον ώμο των αγγείων.
s γ. Κ
 υριαρχεί και εδώ το σκουρόχρωμο σχήμα της διακόσμησης, που αποτελεί τη βάση του πρώιμου
Γεωμετρικού ρυθμού στην περιοχή (Παλαιομάνινα55, Πλευρώνα56).
δ. Σ τα περισσότερα αγγεία των τριών τάφων και ιδιαιτέρως στις τριφυλλόστομες οινοχόες, το περί-
γραμμα των τοιχωμάτων τους σχηματίζει διπλή καμπύλη, ήτοι κοίλη άνω και κυρτή κάτω. Πρό-
κειται για χαρακτηριστικά, τα οποία πρώτος διέκρινε ο M. Robertson57 κατά τις ανασκαφές του
στο νησί της Ιθάκης το 1948. Κατά την άποψή μου, λόγω της ύπαρξης αυτού του χαρακτηριστι-
κού σε πληθώρα αγγείων από το ΠρΓ νεκροταφείο της Σταμνάς, υποδηλώνει ότι η παραγωγή
παρόμοιων αγγείων στην Ιθάκη ενδεχομένως να επηρεάστηκε από την αντίστοιχη της Σταμνάς.

Ταφικές πρακτικές
Η γενική πρακτική του ενταφιασμού των νεκρών σε μεμονωμένες ταφές συνεχίστηκε και στους
τάφους, που αποκαλύφθηκαν στη Σταμνά. Και εδώ έχουμε κιβωτιόσχημους με επιμελημένες πλάκες,
οι οποίες εξορύχτηκαν από την περιοχή Κεφαλοβρύσου Αιτωλικού και μεταφέρθηκαν με πλοιάρια

55 Μαστροκώστας 1961-62, 184-185. Μαστροκώστας 1967, 323.


56 Δεκουλάκου 1971, 326-327. Δεκουλάκου 1982, 219-236.
57 Robertson 1948, 104.

84
ΧΑΛΚΙΝΟΙ ΤΑΦΙΚΟΙ ΛΕΒΗΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ «ΣΤΑΘΜΟΣ-ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ»

δια της λιμνοθάλασσας στον χώρο του νεκροταφείου. Έχουμε όμως και ενταφιασμούς σε πίθους, οι
οποίοι επιλέχθηκαν ως οικονομική λύση, γι’ αυτό και παρήχθησαν μαζικά για ταφική χρήση. Σε έξι
κτιστούς φρεατοειδείς τάφους είχαν τοποθετηθεί όρθια ανά ένας τεφροδόχος τριποδικός πίθος με τα
καμένα οστά του νεκρού.
Από τη στρωματογράφηση του μετώπου του σκάμματος, που προέκυψε μετά την ολοκλήρωση
της ανασκαφής στο οικόπεδο Κουσαρίδα και σε βάθος από -1,45 μ. έως -4,45 μ. (βαθύτερη έδραση
τάφων), αναγνωρίστηκαν τουλάχιστον πέντε αλλεπάλληλα στρώματα πυράς με παρεμβολή ανάμεσά
τους στρωμάτων κοκκινωπού χώματος και υπόλευκου χρώματος τέφρας, πάχους από 0,05 μ. έως
0,30 μ. Στο βαθύτερο ταφικό στρώμα από το βάθος -2,93 μ. έως -4,45 μ. είχαν θεμελιωθεί 35 κιβω-
τιόσχημοι τάφοι μεταξύ των οποίων και οι Τ587-Τ588-Τ589 με τους χάλκινους λέβητες.
Στις ταφικές πρακτικές πρέπει να συμπεριληφθεί και η χρήση του θολωτού τάφου, που αποκαλύ-
φθηκε στην ιδιοκτησία Καλανδρίκα στη θέση «Τραγάνα» (εικ. 13, σχ. 2). Του θολωτού τάφου κατά
την ΠρΓ περίοδο χρησιμοποιήθηκε ο θάλαμος, στο κέντρο του οποίου κατασκευάστηκε κιβωτιόσχη-
μος τάφος, διαστ. 1,50 x 0,61 μ. Εντός του τάφου είχε ενταφιαστεί ο νεκρός επί βοτσαλωτού δαπέ-
δου σε ύπτια ημιοκλάζουσα στάση με μόνο κτέρισμα ένα χάλκινο ταινιόσχημο δακτυλίδι στο δεξί
χέρι. Στη ΝΑ. γωνία της εξωτερικής επιφάνειας της καλυπτήριας πλάκας αποκαλύφθηκε χάλκινη
φυλλόσχημη αιχμή δόρατος, μήκ. 0,13 μ. Κατά την ίδια περίοδο πρέπει να κατέρρευσε η θόλος του
τάφου από την αφαίρεση του δομικού της υλικού για τις ανάγκες κατασκευής των φρεατόσχημων
τάφων στα επιμέρους νεκροταφεία της ΠρΓ εγκατάστασης. Έκτοτε ο τάφος χρησιμοποιήθηκε για
την επέκταση της συστάδας ΠρΓ τάφων στο οικόπεδο Καλανδρίκα. Η επέκταση έγινε τόσο ανάμεσα
στα δομικά υλικά του γκρεμισμένου τμήματος της θόλου, όσο και στον κοντό στεγασμένο δρόμο
του τάφου.
Το νεκροταφείο με τους υποκείμενους του ΠρΓ τύμβου τάφους, παρά το γεγονός ότι σε σχέση
με άλλα νεκροταφεία είχε πανομοιότυπα χαρακτηριστικά των τάφων (αρχιτεκτονική, χωροθέτηση,
δομικό υλικό, κτέριση), ωστόσο μεγάλη εντύπωση προκαλεί η μετεξέλιξη της διαδικασίας της καύ-
σης του νεκρού με την τοποθέτηση των καμένων οστών εντός χάλκινου τριποδικού και απλού λέβητα
και εν συνεχεία ο ενταφιασμός του εντός κιβωτιόσχημου τάφου. Μέχρι τώρα τα νεκροταφεία της
ΠρΓ εγκατάστασης Σταμνάς απέδωσαν: από την έρευνα στο οικόπεδο Κουσαρίδα τρεις χάλκινους
λέβητες (έναν τριποδικό σφραγισμένο με τη λεκάνη άλλου λέβητα, μια λεκάνη τριποδικού λέβητα
και μια άωτη λεκάνη), ενώ από την έρευνα στη θέση «Τραγάνα» ένα άπουν (χωρίς πόδια) λέβητα
σφραγισμένο επίσης με τη λεκάνη άλλου λέβητα. Στους παραπάνω τέσσερις χάλκινους λέβητες πρέ-
πει να προστεθεί και ένας πέμπτος, που παραδόθηκε στον Ευθ. Μαστροκώστα και μάλλον προέρχε-
ται από το ίδιο νεκροταφείο και βρίσκεται στο Μουσείο Αγρινίου, αδημοσίευτος με αρ. καταγραφής
705. Ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση προκαλεί η κάλυψη των λεβήτων των τάφων Τ587 και Τ588 με
πέντε τουλάχιστον υφάσματα διαφόρων υφάνσεων. Με λεπτοΰφαντα υφάσματα είχαν επίσης περι-
τυλιχθεί και τα καμένα οστά που είχαν τοποθετηθεί εντός του σφραγισμένου τριποδικού λέβητα του
Τ587. Για το είδος των υφάνσεων και τη χρονολόγησή τους αναφέρεται η σχετική ανάλυση των δειγ-
μάτων, που ελήφθησαν και εστάλησαν τόσο στη Δ.Σ.Α.Ν.Μ. του ΥΠ.ΠΟ.Α. για ταυτοποίηση των
ινών και προσδιορισμό της κατάστασης διατήρησης των υφασμάτων, όσο και στα Πανεπιστήμια
Άαρχους της Δανίας και της Αριζόνα (Accelerator Mass Spectrometry Laboratory) στην Αμερική,
αλλά και στο Εργαστήριο Ραδιοχρονολόγησης του Ινστιτούτου ΕΤΗ στη Ζυρίχη (Swiss Federal
Institute of Technology).
Επίσης, για την προέλευση των μετάλλων και τα εργαστήρια κατασκευής των τριπόδων αναμένο-
νται τα συμπεράσματα που θα προκύψουν από τη μελέτη δειγμάτων, που ελήφθησαν από το ΕΚΕΦΕ
Δημόκριτος και από το ΙCP-ΜSτου Γερμανικού Μουσείου Μεταλλευτικής του Bochum, καθώς και
του Ινστιτούτου Γεωεπιστημών του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης (ανάλυση LIA).
Επομένως, παρά το γεγονός ότι ο τριποδικός λέβητας του Τ587 είναι παρόμοιος με τον αρ. Β1240
από την Ολυμπία58, που χρονολογείται στο 900 π.Χ., η χρονολόγηση των τριπόδων της Σταμνάς θα

58 Willemsen 1957, 1, πίν. 1. Mallwitz 1972, 44, πίν. 42.

85
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

προσδιοριστεί από τις σχετικές αναλύσεις των μετάλλων και των εργαστηρίων κατασκευής τους.
Χρονολόγηση μπορεί να δοθεί μόνο για τον χρόνο του τελετουργικού του ενταφιασμού των νεκρών
εντός των λεβήτων με βάση τα κτερίσματα, που κατατέθηκαν και συνόδευσαν τους νεκρούς, για τα
οποία στην παρούσα εισήγηση έχει προηγηθεί σχετική συζήτηση.
Ωστόσο, στο σημείο αυτό πρέπει να εκφράσω κάποιες προκαταρκτικές σκέψεις για τους λέβητες
της Σταμνάς, όπως:
Η κάλυψη των τεφροδόχων ταφικών λεβήτων του Τ587 και του Τ588 με πέντε διαφορετικών
υφάνσεων υφάσματα, αλλά και η περιτύλιξη με αραχνοΰφαντο ύφασμα των καμένων οστών των
νεκρών των τάφων 587 και 589 αποτελούν μία από τις σπάνιες ταφικές πρακτικές της Εποχής του
Σιδήρου, η οποία εκτός από τις τελετουργικές της αξίες, φαίνεται ότι απηχεί και τις ταφικές ιεροτε-
λεστίες, που περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Σ 345-355), τόσο για τον ενταφιασμό του Πατρό-
κλου, όσο και για τον αντίστοιχο του Έκτορα (Ω 795-796).
Ο μη εντοπισμός οικισμού της ΠρΓ εγκατάστασης της Σταμνάς δημιουργεί μεγάλους προβλημα-
τισμούς για τον τόπο ή τους τόπους προέλευσης της πολυπληθούς ομάδας, που όπως διαπιστώθηκε
από την έρευνα εξακοσίων και πλέον τάφων ήρθε και κατοίκησε την περιοχή, κατά την άποψή μου,
στο τελευταίο τέταρτο της ΥΠρΓ περιόδου. Επίσης, θα διακινδυνεύσω να διατυπώσω τη σκέψη ότι
κατά την ίδια περίοδο λόγοι ενδεχομένως κλιματολογικοί (έντονο ψύχος, υψηλές θερμοκρασίες,
ανομβρία, πυρκαγιές κ.ά.) ανάγκασαν τους κατοίκους, κυρίως πολλών μεσαίων αγροτοποιμενικών
εγκαταστάσεων, να μετακινηθούν από τις ορεινές περιοχές της Θεσσαλίας και της βορειοδυτικής
o Στερεάς Ελλάδος προς τα νοτιοδυτικά για αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Για τη μετα-
κίνησή τους άλλες ομάδες χρησιμοποίησαν την κοίτη του Αχελώου, ο οποίος στην έξοδό του προς
τη θάλασσα του Ιονίου εφάπτεται της περιοχής της Σταμνάς, όπου το ΠρΓ νεκροταφείο, και άλλες
τη θάλασσα του Κορινθιακού και του Πατραϊκού και δια της εκβολής του Αχελώου ή της λιμνοθά-
λασσας του Αιτωλικού κατέληξαν στην περιοχή Κεφαλοβρύσου Σταμνάς. Η θέση ακόμη και σήμερα
θεωρείται από τις πλέον εύφορες και περιζήτητες για κατοίκηση, αφού σε σχέση με άλλες περιοχές
έχει μοναδικά συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως ήπιο κλίμα, άφθονο νερό από την πηγή Κεφαλό-
βρυσο, άφθονα αλιεύματα από τη λιμνοθάλασσα Αιτωλικού, άφθονα θηράματα από το βουνό Ψηλή
Παναγιά, και άφθονη ξυλεία από το ίδιο βουνό για ποικίλη χρήση, όπως για τις κατοικίες τους, τη
θέρμανσή τους, τις τελετουργικές τους καύσεις και την κατασκευή και επισκευή των πλοίων τους.
Μετανάστες λοιπόν οι κάτοικοι της Σταμνάς Αιτωλοακαρνανίας κατά τη διάρκεια της μετακίνη-
σής τους, αν και δεν διήλθαν από τα μεγάλα κέντρα της εποχής τους, όπως το Λευκαντί και η Αθήνα,
l ωστόσο είχαν έμμεση επίδραση από αυτά. Ενδεχομένως όμως να διήλθαν από το ιερό των Δελφών,
απ’ όπου ίσως απέσπασαν τους τρίποδες και τον λέβητα που περιγράψαμε πιο πάνω. Η μεταχείριση
s των εν λόγω λεβήτων και ιδίως του Τ589, του οποίου αφήρεσαν τα πόδια και εν συνεχεία τον συμπί-
εσαν για να δημιουργήσουν επιμήκη χώρο για τον ενταφιασμό σε συνεσταλμένη στάση του νεκρού,
δεν φανερώνει ότι όσοι κατείχαν λέβητες ανήκαν σε κάποια elite της ΠρΓ εγκατάστασης Σταμνάς.
Αν και η κτέριση και των τριών νεκρών ήταν απλή, ωστόσο το βαρύ πένθος των οικείων των νεκρών
εκφράστηκε με την εναπόθεση προσφιλών τους υφασμάτων επί των λεβήτων ή και εντός αυτών ως
περιτύλιγμα των καμένων οστών. Σίγουρα το πιο πάνω τελετουργικό, παρά το γεγονός της μη εύρε-
σης εντός των τάφων σπουδαίων κινητών ευρημάτων, που σε άλλες εποχές θα σηματοδοτούσαν την
ιδιότητα εν ζωή των νεκρών, αφορά σε αξιωματούχους της εγκατάστασης ή σε αγαπημένα πρόσωπα
που χάθηκαν.

86
ΧΑΛΚΙΝΟΙ ΤΑΦΙΚΟΙ ΛΕΒΗΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ «ΣΤΑΘΜΟΣ-ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ»

ABSTRACT

BRONZE BURIAL CAULDRONS FROM “STATHMOS –


KEPHALOVRYSO” IN THE PROTOGEOMETRIC CEMETERY
OF STAMNA IN AITOLOAKARNANIA

Lazaros Kolonas

Stamna is the first instance in archaeological history in which a Protogeometric cemetery has been
located that covers an area of 50 hectares. Rescue excavations in parts of the cemetery at Stamna
were carried out in the period 1998-2013, during the construction of private houses and in the course
of construction of major public works, such as the new motorway (Ionia odos) and the (now aborted)
reconstruction of the railway line between Kryoneri and Agrinio. Six hundred graves have been
excavated so far, belonging to various types: built-, cist- and shaft- graves, pithos burials and simple
pits. Three of those graves are briefly presented in this paper, namely cist graves nos. Τ587, Τ588
and Τ589, where the deceased had been interred inside bronze cauldrons. In grave 587 the burned
skeletal remains had been placed inside a bronze cauldron, which was covered with another, inverted,
bronze cauldron, placed like a lid. This synthesis of cauldrons was then covered by the deceased’s
relatives with five different pieces of textile. Inside the grave, in the void between the side walls and
the cauldron, four clay pots were found, 3 three-foiled oinochoae and a shallow bowl.
Grave 588 also contained the burned skeletal remains of a prominent individual of the PG period.
The remains had been placed in a plain bronze cauldron inside a wood-knitted basket and were
covered with a number of textile pieces. The cauldron was furnished with 3 clay vessels, a small
kantharos, and 2 three-foiled oinochoae. In grave Τ589 the deceased was interred in crouched position
inside a leg-less bronze cauldron. In order to fit the corpse inside the cauldron, the latter’s rim was
squeezed, thus creating an oval shape, measuring 0.90 x 0.33 x 0.3 m. Remains of textile were found
on the cauldron’s upper surface as well as inside it, covering the bones. The grave offerings, placed
around the bronze vessel comprised 21 pots and an iron spear head.
The pottery found in the graves has been dated to the transition from the Late Protogeometric
to the Sub Protogeometric period, heralding the beginning of the Geometric period in the region.
Samples for dating of the textiles and the cauldrons have been sent for analysis to laboratories in
various European institutions.
The lack of any settlement remains in the region that could be associated with such a large
cemetery, leads me to risk the assumption that Stamna was a temporary habitation site, set up by
farming incomers or immigrants. These people must have come here in search for more favorable
living conditions, driven by environmental reasons (very low and/or very high temperatures, draught,
bush fires etc) from their places of origin in mountainous areas of central Greece. Their itinerary
would follow either the course of Acheloos River or the sea route along the gulfs of Corinth and
Patras into the Aitoliko lagoon and from there to the region of Stamna.

87
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

Συντομογραφίες
ΑΕΣ Αριθμός Ευρετηρίου Σταμνάς
ΠρΓ Πρωτογεωμετρική
ΠΓ Πρώιμη Γεωμετρική
ΥΓ Ύστερη Γεωμετρική
ΥΠρΓ Ύστερη Πρωτογεωμετρική
ΥποΠρΓ Υποπρωτογεωμετρική

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Βερδελής 1958 Ν. Μ. Βερδελής, Ο πρωτογεωμετρικός ρυθμός της Θεσσαλίας, Βιβλιοθήκη της
εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ. 42, Αθήνα.
Βοκοτοπούλου 1969 Ι. Βοκοτοπούλου, Πρωτογεωμετρικά αγγεία εκ της περιοχής του Αγρινίου, ΑΔ
24, Μελέται, 74-94.
Γκαδόλου 2008 Αν. Γκαδόλου, Η Αχαΐα στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους: κεραμική παρα-
γωγή και έθιμα ταφής, Αθήνα.
Δεκουλάκου 1982 Ιφ. Δεκουλάκου, Κεραμεική 8ου και 7ου αι. π.Χ. από τάφους της Αχαΐας και
της Αιτωλίας, ASAtene LX.N.S. XLIV, 219-236.
Δεκουλάκου 1971 Ιφ. Δεκουλάκου, Πλευρών, ΑΔ 26, Χρονικά Β΄ 2, 326-327.
Κολώνας 2018 υπό εκτ. Λ. Κολώνας, Ομοιότυποι θολωτοί τάφοι Μυκηναίων τοπαρχών της Νοτιοδυ-
o
τικής Αιτωλοακαρνανίας, στο Τιμητικός τόμος για τον Καθηγητή Γ. Στ. Κορρέ,
υπό εκτ.
Κολώνας 1999 Λ. Κολώνας, Σταμνά, ΑΔ 54, Χρονικά Β΄1, 271-272.
Κολώνας Λ. Κολώνας – Ό. Χριστακοπούλου, Σταμνά, ΑΔ 56-59, Χρονικά Β΄2, Στερεά
– Χριστακοπούλου 2001-2004 Ελλάδα - Θεσσαλία, 72.
Κολώνας – Χριστακοπούλου 2000 Λ. Κολώνας – Γ. Χριστακοπούλου, Σταμνά, ΑΔ 55, Χρονικά Β΄1, 330.
Λ. Κολώνας – Ό. Χριστακοπούλου, Σταμνά, ΑΔ 49, Χρονικά Β΄1, 242-243.
Κορρές 1994 Μ. Κορρές, Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα, Αθήνα.
Κοτταρίδη 2012 Αγγ. Κοτταρίδη, Ευρύτερη περιοχή Βεροίας, στο Έργο ΥΠΠΟ, 191.
Κοτταρίδη 2004 Αγγ. Κοτταρίδη, Η ανασκαφή στη Τζαμάλα Βερμίου το 2001. Μεγάλα έργα
και αρχαιότητες, ΑΕΜΘ 16, 501-508.
Kurtz – Boardman 1994 D. Kurtz – J. Boardman, Έθιμα ταφής στον αρχαίο ελληνικό κόσμο (μτφρ. Ουρ.
Βιζυηνού – Θ. Ξένος), Αθήνα.
Λαμπρινουδάκης 2010 Κ. Λαμπρινουδάκης, Το ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Αθηνών
στην Παλαιομάνινα Ακαρνανίας, ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τεύχ. 15ο, Ιούλιος-Δεκέμ-
l βριος 2010, Αθήνα, 57-78.
Μαλακασιώτη 2012 Ζ. Μαλακασιώτη, Αλμυρός, Έργο ΥΠΠΟ, Αθήνα, 153-154.
s Μαλακασιώτη – Μουσιώνη 2004 Ζ. Μαλακασιώτη – Ά. Μουσιώνη, Νέα ευρήματα της Ύστερης Εποχής του
Χαλκού και της Εποχής του Σιδήρου στην Άλο, στο Χρ. Σταμπολίδης - Α.
Γιαννικουρή (επιμ.), Το Αιγαίο στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, Πρακτικά του
Διεθνούς Συμποσίου, Ρόδος, 1-4 Νοεμβρίου 2002, Αθήνα, 353-368.
Μαστροκώστας 1967 Ευθ. Μαστροκώστας, Παλαιομάνινα, ΑΔ 22, Χρονικά Β΄2, 323, πίν. 231β.
Μαστροκώστας 1961-62 Ευθ. Μαστροκώστας, Ναύπακτος, ΑΔ 17, Χρονικά Β΄, 183-184.
Παπαποστόλου 2014 Ι. Α. Παπαποστόλου, Το Ιερό του Θέρμου στην Αιτωλία. Ιστορία - Μνημεία -
Περιήγηση του χώρου, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας
αρ. 291, Αθήνα.
Παπαποστόλου 2008 Ι. Α. Παπαποστόλου, Θέρμος. Το Μέγαρο Β και το πρώιμο Ιερό. Η ανασκαφή
1992-2003, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ. 261,
Αθήνα.
Πατρώνης 2004 Κ. Πατρώνης, Οι σταθμοί της σιδηροδρομικής γραμμής Αγρινίου-Κρυονερίου,
στο Β’ Συνέδριο Αγρινίου, 1023-1028.
Πορτελάνος 1998 Α. Κ. Πορτελάνος, Οι αρχαίες Αιτωλικές οχυρώσεις, αδημ. διδ. διατριβή,
Αθήνα.
Ρωμαίος 1926 Κ. Α. Ρωμαίος, Αι ελληνοδανικαί ανασκαφαί της Καλυδώνος, ΑΔ 10, Παράρ-
τημα, 24-40.
Σκιαδάς 1994 Ε. Γ. Σκιαδάς, Ιστορικό διάγραμμα των Δήμων της Ελλάδος 1833-1912. Σχημα-
τισμός - σύσταση - εξέλιξη - πληθυσμός - εμβλήματα, Αθήνα.
Σταυροπούλου-Γάτση 2004 Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Έρευνες στο Τριχόνειο Αιτωλίας, στο Β’ Συνέδριο
Αγρινίου, 345-368.

88
ΧΑΛΚΙΝΟΙ ΤΑΦΙΚΟΙ ΛΕΒΗΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ «ΣΤΑΘΜΟΣ-ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ»

Σταυροπούλου-Γάτση 1980 Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Πρωτογεωμετρικό νεκροταφείο Αιτωλίας, ΑΔ 35,


Μελέτες, 102-130.
Χριστακοπούλου-Σωμάκου 2009 Γ. Χριστακοπούλου-Σωμάκου, Το νεκροταφείο της Σταμνάς και η πρωτογεωμε-
τρική περίοδος στην Αιτωλοακαρνανία, αδημ. διδ. διατρ., Αθήνα.
Χριστακοπούλου 2006 Γ. Χριστακοπούλου, Σωστικές ανασκαφές στη Σταμνά και το Αγγελόκαστρο
Αιτωλοακαρνανίας, στο Α΄ Σύνοδος, 511-518.
Χριστακοπούλου 2001 Γ. Χριστακοπούλου, Πρωτογεωμετρικός τάφος στη Σταμνά Μεσολογγίου, στο
Ν. Χρ. Σταμπολίδης (επιμ.), Πρακτικά του Συμποσίου Καύσεις στην Εποχή του
Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, Ρόδος, 29 Απριλίου-2 Μαΐου 1999,
Αθήνα, 155-168.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Coldstream 2003 J. N. Coldstream, Geometric Greece. 900 - 700 BC., Second Edition, London
and New York.
Coldstream 1968 J. N. Coldstream, Greek Geometric Pottery. A survey of ten local styles and
their chronology, London.
Desborough 1952 V. R. d’ A. Desborough, Protogeometric pottery, Oxford.
Desborough 1979/80 V. R. d’ A. Desborough, The Dark Age Pottery (SM-SPGIII) from settlement
and cemeteries, στο M. R. Popham – L. H. Sackett – P. G. Themelis (επιμ.),
Lefkandi I. The Iron Age. The Settlement, BSA Suppl 11, Oxford, 281-354.
Dyggve κ.ά 1934 E. Dyggve – Fr. Poulsen – K. A. Rhomaios, Das Heroon von Kalydon,
København.
Dyggve – Poulsen 1948 E. Dyggve – Fr. Poulsen, Das Laphrion. Der Tempelbezirk von Kalydon,
København.
Furumark 1972 A. Furumark, Mycenaean Pottery I. Analysis and Classification, Stockholm.
Heuzey 1860 L. Heuzey, Le mont Olympe et l’ Acarnanie, Paris.
Kübler 1954 K. Kübler, Die Nekropole des 10. bis 8. Jahrhunderts, Kerameikos V, 1, Berlin.
Kurtz – Boardman 1971 D. Kurtz – J. Boardman, Greek Burial Customs, Thames and Hudson, Great
Britain.
Lemos 2002 I. S. Lemos, The Protogeometric Aegean. The Archaeology of the Late Eleventh
and Tenth Centuries BC, Oxford.
Lambrinoudakis – Κazolias 2016 V. Lambrinoudakis – E. Kazolias, Recent Research in Palaiomanina, Acarnania
στο R. Frederiksen – S. Müth – P. I. Schneider (επιμ.), Focus on Fortifications.
New Research on Fortifications in the Ancient Mediterranean and the Near
East, Monographs of the Danish Institute at Athens, vol. 18, 2016, Aarhus, 672-
681.
Ley 2009 J. Ley, Stadtbefestigungen in Akarnanien. Ein bauhistorischer Beitrag zur
urbanen Entwicklungsgeschichte einer antiken Landschaft (Diss. Techn. Univ.
Berlin).
Mallwitz 1972 A. Mallwitz, Olympia und seine Bauten, München.
Robertson 1948 M. Robertson, Excavations in Ithaka, V: The Geometric and Later Finds from
Aetos, BSA 43, 1-124.
Snodgrass 2000 A. M. Snodgrass, The Dark Age of Greece. An Archaeological Survey of the
Eleventh to the Eighth Centuries B.C., Edinburgh.
Souyoudzoglou-Haywood 1999 Chr. Souyoudzoglou-Haywood, The Ionian Islands in the Bronze Age and
Early Iron Age, 3000-800 BC, Liverpool.
Stavropoulou-Gatsi 2011 M. Stavropoulou-Gatsi, Thirty Protogeometric Vases from Kalydon in Aitolia,
στο Kalydon in Aitolia I, 279-299.
Willemsen 1957 Fr. Willemsen, Dreifußkessel von Olympia. Alte und Neue Funde, Berlin.
Woodhouse 1897 W. J. Woodhouse, Aetolia. Its geography, topography and antiquities, Oxford.

89
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

Eικόνα 1. Απόσπασμα χάρτη της Αιτωλοακαρνανίας, όπου σημειώνεται η έκταση του ΠΓ νεκροταφείου Σταμνάς, η θέση
του τύμβου και η πηγή Κεφαλόβρυσο.

Eικόνα 2. Ο μυχός της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού με την ακρόπολη του Αγίου Ηλία και τη θέση του ΠΓ νεκροτα-
φείου Σταμνάς.

90
ΧΑΛΚΙΝΟΙ ΤΑΦΙΚΟΙ ΛΕΒΗΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ «ΣΤΑΘΜΟΣ-ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ»

Eικόνα 3. Σταμνά. Θέση «Σταθμός». Οικ. Κουσαρίδα - Κωσταδήμα. Το σωζόμενο τμήμα του κρηπιδώματος του τύμβου.

Eικόνα 4. Σταμνά. Θέση «Σταθμός». Οικ. Κουσαρίδα - Κωσταδήμα. Τμήμα αρθρωτής λιθοκατασκευής τετράπλευρων
χώρων.

91
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

Eικόνα 5 - Σχέδιο 1. Σταμνά. Θέση «Σταθμός». Οικ. Κουσαρίδα - Κωσταδήμα. Άποψη των υποκείμενων του τύμβου
τάφων στο βαθύτερο ταφικό στρώμα (επεξεργασία σχεδίου Μαρίνα Μπιζά).

Eικόνα 6α. Σταμνά. Θέση «Σταθμός». Οικ. Κουσαρίδα - Κωσταδήμα. Στρωματογραφία, στην οποία αποτυπώνονται
πέντε επάλληλα στρώματα χρήσης του χώρου (κιβωτιόσχημος τάφος, πυρές, λίθοι περιβόλων).

92
ΧΑΛΚΙΝΟΙ ΤΑΦΙΚΟΙ ΛΕΒΗΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ «ΣΤΑΘΜΟΣ-ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ»

Eικόνα 6β. Σταμνά. Θέση «Σταθμός». Οικ. Κουσαρίδα - Κωσταδήμα. Στρωματογραφία στο ΒΑ. μέτωπο του σκάμματος.

Eικόνα 7. Σταμνά. Θέση «Σταθμός». Οικ. Κουσαρίδα - Κωσταδήμα. Ο τάφος 587.

93
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

Eικόνα 8. Σταμνά. Θέση «Σταθμός». Οικ. Κουσαρίδα - Κωσταδήμα. Ο τριποδικός σφραγισμένος λέβητας του τάφου
587 με την υφασμάτινη επικάλυψή του (σχέδιο Μ. Μπιζά).

Eικόνα 9. Σταμνά. Θέση «Σταθμός». Οικ. Κουσαρίδα - Κωσταδήμα. Τα πήλινα αγγεία του τάφου 587.

94
ΧΑΛΚΙΝΟΙ ΤΑΦΙΚΟΙ ΛΕΒΗΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ «ΣΤΑΘΜΟΣ-ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ»

Eικόνα 10. Σταμνά. Θέση «Σταθμός». Οικ. Κουσαρίδα - Κωσταδήμα. Ο χάλκινος λέβητας και τα πήλινα αγγεία του
τάφου 588 (σχ. Θεανώ Βούρτση).

Eικόνα 11. Σταμνά. Θέση «Σταθμός». Οικ. Κουσαρίδα - Κωσταδήμα. Ο κιβωτιόσχημος τάφος 589 και ο χάλκινος λέβη-
τάς του (σχ. Μαρίνα Μπιζά).

95
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

Eικόνα 12. Σταμνά. Θέση «Σταθμός». Οικ. Κουσαρίδα - Κωσταδήμα. Τα πήλινα αγγεία του τάφου 589.

Eικόνα 13. Σταμνά. Θέση «Τραγάνα». Οικ. Καλανδρίκα. O θολωτός τάφος μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφής του.

96
ΧΑΛΚΙΝΟΙ ΤΑΦΙΚΟΙ ΛΕΒΗΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ «ΣΤΑΘΜΟΣ-ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ»

Σχέδιο 2. Σταμνά. Θέση «Τραγάνα». Οικ. Καλανδρίκα. Κάτοψη του θολωτού με τον ΠρΓ κιβωτιόσχημο τάφο στον
θάλαμό του (σχ. Μαρίνα Μπιζά).

97
98
NUTRITION HABITS IN HOMERIC AKARNANIA
DIMENSIONS OF FUNCTIONAL ANALYSIS OF POTTERY

Anne Sieverling

Nutrition and the proper components of different foodstuffs are indispensable to life for creatures,
animals, as well as humans. In contrast to animals, the nutrition of humans is not only a physical
need; the kind, variety and amount of foodstuffs and the way of consuming them is an important
indicator of culture, status, ecological environment and economy of the individual1. This is why
phrases like “you are what you eat” exist. The kind and composition of foodstuffs are reliant on the
social and cultural environment. Therefore, nutrition and consumption of food are complex parts of
human life, no matter if we are aware of it, intentionally using it to show a special kind of culture
and status, or not.2
In ancient times especially in the countryside of Greece in the Early Iron Age (about 1050-700
BC), subsistence farming and animal husbandry were conducted to produce edible plants and animal
products that were needed to survive3. To plant, harvest and process the crops as well as to breed
animals, to milk, slaughter them and process the milk and meat was a labor-intensive duty as we know
from Hesiod’s descriptions of the works and days of a farmer4. The production of foodstuffs was
consequently a time-consuming and hard work. Even if not everybody was a farmer, the processing
and preparation of foodstuffs necessary to turn them into ingredients and meals took a long time
span of the day, because under usual conditions prefabricated ingredients or foodstuffs like flour or
even bread were not available like nowadays. As well in contrast to today, in early historic times the
nutrition of the population was reliant to the regional environment. They were eating the foodstuffs
which they produced of the plants and animals that grew and lived in the region. Even if some goods
like e.g. special kinds of wine were traded and gifts were exchanged5, most foodstuffs and especially
staple foods were produced within the region itself and mostly by means of subsistence economy6.
But not only the food, also the way of preparation and consumption was reliant on the region and
connected to the manner of education and socialization7.
Aspects of nutrition habits of ancient people can be examined of various different sources and
methods, but most of them are inappropriate when it comes to analyzing important regional aspects

1 Twiss 2012 360, 368-369.


2 Hamilakis 2000, 57-58.
3 Sallares 1981, 298-314. Runnels – van Andel 1987, 326. Isager – Skydsgaard 1992, 20-43. Zangger et al. 1997, 593-594.
Curtis 2001, 275-276. Morris 2008, 231-235. Douzougli – Papadopoulos 2010, 10-11, 13.
4 Hes. op. 382-616. Isager – Skydsgaard 1992, fig.11.1: shows an overview of the calendar of Hesiod.
5 Hes. op. 588, 673. Semon. 20. Sherratt 2004, 321, 324-325. Morris 2008, 235.
6 The so-called genre-figurines give a good impression of the different domestic labors, even if they more likely show ritu-
als in a sacrificial context: Sparkes 1981, 176, pl. 4. Higgins 1986, 85-90 figs. 89-95. Jeammet 2003, 98-102. Jeammet
2010, 53. Pisani 2003.
7 Curtis 2001, 289. Twiss 2012, 362-363, Homer mentioned the consumption of bread and later sources mentioned also
diverse kind of breads from different regions (e. g. Hom. Od. 1, 139-149).

99
Α. SIEVERLING

and/or an Early Iron Age or even earlier context8. On these grounds, this paper will present a method
of nutrition evaluation allowing the examination of regional aspects without consulting cost-intensive
methods of laboratory examination, like residue analysis9.
In nearly every excavation and survey pottery constitutes the largest group of findings. In most
find spots, pottery is of regional production and was fabricated also in prehistoric and during ancient
times until today. But how can nutrition get examined by potsherds without methods of laboratory
analysis? First of all, it is necessary to notice that pots, as Braun mentioned, are tools or more precisely
containers to hold human goods10. Some of them were made to contain non-food items like toiletry,
jewelry or fuel, but the majority of pottery comprehended liquid and solid food. Aside from a few
multifunctional containers, the different vessel shapes are not suitable for every usage in a household,
every foodstuff or aggregation state11. This is why it seems likely that, the potter had in mind a special
kind of use, while producing the vessel. The potter shaped the vessel, used a special composition of
clay and temper and treated the surface in a specific way to facilitate the intended function12. Vessels
with the same or a similar form, size, ware and surface treatment had similar capacity, stability,
accessibility and transportability and can therefore be classified in the same functional class13.
Almost in every early Greek household context are appearing the same functional classes which
can be named by their function like drinking, eating, pouring, mixing, preparing, transporting, storing
and cooking vessels14. The distribution of these functional classes within one context is showing the
quality and quantity of different aspects of the nutrition: If a special functional class appears more
o often than others, it is showing that the people’s demand for this class was greater and that the
function was of particular importance. The kind of vessel within a certain functional class is also
remarkable, e.g. if there are many decorated vessels, the class could have a representative meaning
and special shapes within a class possibly needed to contain special liquids or solid food. Within
one context, the interdependence of the functional classes should also be analyzed, thus it enables
the reconstruction of the nutrition habits by different vessels which were used for different states of
food processing or handling. The more differentiated vessel shapes are constituted for a specialized
function, the more the nutrition habits seem to be refined and evolved15.
But for the distribution analysis one must keep in mind that some vessels were used individually
and others contained food for more than one person, maybe for all commensals. Accordingly,
individually used vessels or functional classes will appear in higher numbers than commonly used
classes. The distribution of functional classes can also be distorted by some vessel shapes or even
l

s 8 Written sources are an informative source for examining many aspects of nutrition. Ancient authors described meals,
foodstuffs, their preparation and production, ingredients, recipes, social aspects of nutrition, etc., but regional aspects,
cannot be determined. Investigations about the time span before 800 BC are also difficult due to the lack of ancient litera-
ture: e.g. Isager – Skydsgaard 1992, 4, 20. Sherratt 2004, 301-337. A similar problem persists for the figurative sources
which show nutrition aspects, like figurines (see above), vase paintings, wall paintings, mosaics, coins or seals, which
were normally not produced in the investigation area and/or do not exist during the investigated period: e.g. Sparkes 1962,
122. Sparkes 1981, 172-178. Baumann 2000, 24-29, 32-33, 38-45, 50-51, 54-57, 64-65.
9 About the method and possibilities of residue analysis of pottery: Heron – Evershed 1993, 256-259. Barker et al. 2011,
407-439. Roffet-Salque et al. 2017.
10 Braun 1983, 107-108.
11 Rice 1987, 209 Abb. 7.1. Wijngaarden 1999, 10.
12 Braun 1983, 108. Hally 1986, 267-268. Rice 1987, 207. Tournavitou 1992, 182. Duistermaat 2007, 225. Skibo 2013,
27-28, 56: in addition to the techno-function there are also socio-cultural, economic and ecological influences on the
production of pottery, see also Crielaard 1999, 53.
13 Hally 1984, 46-64. Hally 1986, 275. Rice 1987, 224-226. Skibo 1992, 33-38. Lesure 1998, 20. Wilson – Rodning 2002,
29. Duistermaat 2007, 225-257.
14 e.g. Catling et al. 1990, 9-11. Jarosch-Reinhold 2009, 47-53. Lynch 2011, 69-73.
15 Hamilakis 2000, 59.

100
NUTRITION HABITS IN HOMERIC AKARNANIA

whole functional classes which were made of other materials than clay, like stone, metal, faience,
wood, or other organic material, which for several reasons do not anymore appear in the contexts16.

Keeping these factors in mind, the functional analysis of the pottery of a certain find spot can offer
some important information about nutrition habits:
• the way the food could be stored, transported, prepared, cooked, served and consumed in/with the
vessels
• which vessels and functional classes are highly adapted to the intended use, which are multifunctional
and the reasons for that state or maybe development
• the kind of vessels and functional classes, which were made to facilitate different states of the same
nutrition issue
• which kind of nutrition aspect seems to have a great importance and which usually known aspects
are not noticeable

This method was applied in my dissertation about the pottery of the ancient polis Stratos and its
hinterland the Stratiké,17 about 10 km westward of Agrinion, situated in the ancient district of
Akarnania in western Greece18. The analysis covers the period of the first half of the first millennium
BC, from the Early Iron Age until the end of the Archaic Period. The nutrition of the people of Stratos
and the Stratiké was examined according to the function of the pottery as described above, with
material from Stratos, a find spot in the Stratiké, and the sanctuary on the Spathari-hill. The basis
for the functional analysis was the identification of the original shapes of the fragmented material
by finding analogies to better or completely preserved pots from the surrounding areas, like Aitolia,
Ithaka and Achaea19. By researching the shapes, capacity, ware and surface treatment, the criteria of
the functional classes of this region were established and the pottery was classified into the above-
mentioned intended functional classes (fig. 1). By putting this method into practice complex aspects
of nutrition were worked out, such as the way of food preparation in Stratos and the Stratiké, the way
of presentation and consumption of food, find spot-related distribution, development of functional
classes and nutrition habits throughout the examination period.
To supplement the pottery related nutritional aspects with the food products, which appear in the
examination area, archeozoological and -botanical analyses of the same find spot and the surrounding
area were interpreted. The archeozoological analysis of Stratos shows, that in the Early Iron Age and
archaic layers bones of pigs, sheep/goat, cattle, wild deer and horse occur, which lived, were bred
and hunted in this area20. It seems also likely, that the Stratiotes ate the meat of these animals and
that they bred sheep and goats to milk them and produce cheese like the shepherds in Akarnania do
nowadays21. The examination of pollen of Akarnania and Aitolia gives an impression of the edible
fruits like walnuts, olives, grain, grapes and maybe also acorn. These could be consumed either in
raw state like nuts and grapes or could be processed into pickled olives, raisins, oil, wine, juice, flour,

16 Hally 1986, 270-271. Crielaard 1999, 50. Baumann 2000, 66. Duistermaat 2007, 225. Verdan 2013, 159 pl. 106.447; 160
pl. 107.456; 165 pl. 112.507-510: some examples for vessels made of other materials than clay.
17 Sieverling 2018 in press.
18 Forschungen in Akarnanien I. Schwandner 2000 - 2001, 9-18. Lang 2001, 205-217. Funke 2001, 189-203. Schwandner
2006, 533-540. Στάικου – Λεονταρίτη 2014.
19 e.g. Βοκοτοπούλου 1969, 74-94. Μαστροκώστας 1961/1962, 184-185. Δεκουλάκου 1973, 15-29. Σταυροπούλου-Γάτση
1980, 102-130. Dietz κ.ά. 1998, 233-317. Souyoudzoglou-Haywood 1999. Χριστακοπούλου 2009. Χριστακοπούλου
2001, 155-168. Γκαδόλου 2008. Deoudi 2008. Kalydon in Aitolia Ι.
20 Prust 2013, 54-56 fig. 3-4. Vickery 1980, 29: the horse does not seem to be a common animal for slaughter. In classical
times Xenophon also described the huge flocks of cattle and horses near Stratos: Xen. hell. 4.6.6.
21 Curtis 2001, 315-316. Hom. Od. 4.88-89. Hom. Od. 9.219-233; 5.903-904: Homer mentioned that balm from figs was
used to produce cheese.

101
Α. SIEVERLING

etc.22. In addition to that, the people in Stratos and the Stratiké likely prepared bread, porridge, stew
and gruel, like the Kykeion first mentioned by Homer which was made of barley flour, wine, honey
and grated goat cheese23 or made τραχανάς (trachanas) from charred lumps of boiled cereals and
μουσταλευριά (moustalevria), a sweet desert of grape juice (μούστος) and flour, like nowadays24.
The correlation of the animal products and edible plants with pottery function brought to light many
new aspects of the nutrition habits of the people in and around Stratos. For further examination more
settlement pottery assemblages should be published in Akarnania and elsewhere and archeozoological
and macrobotanical analyses should be conducted during the excavations.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΟΜΗΡΙΚΗ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑ

Η διατροφή είναι ένα από τα πολυσυζητημένα θέματα του καιρού μας, όμως και οι διατροφικές
συνήθειες των αρχαίων λαών υπήρξαν σύνθετες και ενδιαφέρουσες. Η αρχαία διατροφή μπορεί να
εξεταστεί από τα κεραμικά ευρήματα, επειδή τα σχήματα των αγγείων, σε συνδυασμό με τον πηλό
και την επιφάνεια τους, δίνουν ενδείξεις για την χωρητικότητα, τη σταθερότητα, την προσβασιμό-
τητα και την μεταφορά των αγγείων, ώστε να διευκολυνθούν λειτουργικές κατηγορίες όπως η πόση,
η τροφή, το μαγείρεμα κ.α. Η κατανομή και η σύνθεση των λειτουργικών κατηγοριών αντανακλούν
την διατροφική στρατηγική. Οι αλλαγές των σχημάτων των αγγείων ή και ολόκληρων λειτουργι-
κών κατηγοριών, δείχνουν, μεταξύ άλλων, τροποποίηση στις διατροφικές συνήθειες. Επιπλέον η
σύγκριση της κεραμικής από διαφορετικά συμφραζόμενα προσφέρει την δυνατότητα μιας συνολικής
εξέτασης των σχημάτων, της λειτουργίας τους και των ειδικών διατροφικών μοτίβων των διαφορε-
τικών τοποθεσιών.
Στη διατριβή μου ανάλυσα τις λειτουργικές κατηγορίες της κεραμικής, που βρέθηκε στην αρχαία
πόλη Στράτο και την περιοχή της Στρατικής. Με τα δοχεία που χρησιμοποιούνταν για να περιέχουν
υγρή και στερεή τροφή, καθόρισα τις διατροφικές συνήθειες, την εξέλιξή τους και την προετοιμασία
του φαγητού στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και την Αρχαϊκή περίοδο στην περιοχή της Στράτου
και της Στρατικής. Για την ανάλυση των οικονομικών και περιβαλλοντικών παραγόντων στην δια-
τροφή, ερμηνεύτηκαν τα αρχαιοζωολογικά και βοτανικά κατάλοιπα σχετικά με την διατροφική τους
αξία, ώστε να συμπληρώσουν τα αποτελέσματα και να παρέχουν μια ισορροπημένη εικόνα των δια-
τροφικών μοτίβων των κατοίκων της Στράτου από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου μέχρι την Αρχα-
ϊκή περίοδο.

22 Bottema 1982, 257-289. Jahns 2007, 179-190. Jahns 2009, 5-26.


23 Hom. Il. 11.623-643. Hom. Od. 10.233-236. Sherratt 2004, 327-328.
24 Valamoti 2009, 32-33: Lumps of barley that maybe were an early form of trachanas were found in Archondiko, Armeno-
chori, Angelochori and in Bulgaria.

102
NUTRITION HABITS IN HOMERIC AKARNANIA

BIBLIOGRAPHY
GREEK
Βοκοτοπούλου 1969 I. Βοκοτοπούλου, Πρωτογεωμετρικά αγγεία εκ της περιοχής Αγρινίου, AΔ 24,
Μελέτες, 74-94.
Γκαδόλου 2008 Α. Γκαδόλου, Η Αχαΐα στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους. Κεραμική παρα-
γωγή και έθιμα ταφής, Αθήνα.
Δεκουλάκου 1973 Ι. Η. Δεκουλάκου, Γεωμετρικοί ταφικοί πίθοι εξ Αχαΐας, AΕ 112, 15-29.
Μαστροκώστας 1961/1962 E. Μαστροκώστας, AΔ 17, Χρονικά, 184-185.
Στάικου – Λεονταρίτη 2014 Β. Στάικου – K. Λεονταρίτη, Στρατική Ακαρνανίας. Νέα ευρήματα μέσα από
το αρδευτικό έργο Οζερού, ΑΕΘΣΕ 3, 773-782.
Σταυροπούλου-Γάτση 1980 M. Σταυροπούλου-Γάτση, Πρωτογεωμετρικό νεκροταφείο Αιτωλίας, AΔ 35,
Μελέτες, 102-130.
Χριστακοπούλου 2001 Γ. Χριστακοπούλου, Πρωτογεωμετρικός τάφος στη Σταμνά Μεσολογγίου,
στο Ν. Χ. Σταμπολίδης (επιμ.), Καύσεις στην εποχή του Χαλκού και την Πρώ-
ιμη Εποχή του Σιδήρου, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Ρόδος 29 Απριλίου – 2
Μαΐου 1999, Αθήνα, 155-168.
Χριστακοπούλου-Σωμάκου 2009 Ο. Γ. Χριστακοπούλου-Σωμάκου, Το Νεκροταφείο της Σταμνάς και η Πρωτογε-
ωμετρική περίοδος στην Αιτωλοακαρνανία, αδ. διδ. διατρ., Αθήνα.

LATIN
Barker et al. 2011 A. Barker – B. Venables – S. Stevens – K. Seeley – P. Wang – S. Wolverton, An
optimized approach for protein residue extraction and identification from ceramics
after cooking, Journal of Archaeological Method and Theory 19.3, 407-439.
Baumann 2000 H. Baumann, Pflanzenbilder auf griechischen Münzen, München.
Bottema 1982 S. Bottema, Palynological investigations in Greece with special reference to pollen
as an indicator of human activity, Palaeohistoria 24, 257-289.
Braun 1983 D. P. Braun, Pots as tools, in J. A. Moore (ed.), Archaeological hammers and theo-
ries, New York, 107-134.
Catling et al. 1990 R. W. V. Catling – I. S. Lemos – M. R. Popham, Lefkandi II,1. The Protogeometric
building at Toumba. Lefkandi, BSA Suppl. 22, London.
Curtis 2001 R. I. Curtis, Ancient Food Technology, Leiden / Boston / Köln.
Deoudi 2008 M. Deoudi, ΙΘΑΚH. Die Polis-Höhle, Odysseus und die Nymphen, Thessaloniki.
Dietz et al. 1998 S. Dietz – L. Kolonas – I. Moschos – S. Houby-Nielsen (eds), Surveys and exca-
vations in Chalkis, Aitolia 1995-1996. First preliminary report, PDIA 2, Aarhus,
233-317.
Douzougli – Papadopoulos 2010 A. Douzougli – J. K. Papadopoulos, Liatovouni. A Molossian cemetery and settle-
ment in Epirus, JdI 125, 1-88.
Duistermaat 2007 K. Duistermaat, The pots and potters of Assyria. Technology and organization of
production, ceramics sequence and vessel function at Late Bronze Age Tell Sabi
Abyad, Syria (Diss. Leiden Universität).
Funke 2001 P. Funke, Acheloos Homeland. New historical-archaeological research on the
ancient polis Stratos, in Foundation and destruction, 189-203.
Hally 1984 D. J. Hally, Vessel assemblages and food habits: a comparison of two aboriginal
southeastern vessel assemblages, Southeastern Archaeology 3, 46-64.
Hally 1986 D. J. Hally, The identification of vessel function. A case study from Northwest
Georgia, American Antiquity 51.2, 267-295.
Hamilakis 2000 Y. Hamilakis, The anthropology of food and drink consumption in the Aegean
Archaeology, in S. J. Vaughan (ed.), Palaeodiet in the Aegean. Papers from a col-
loquium held at the 1993 meeting of the Archaeological Institute of America in
Washington D.C, Wiener Laboratory monograph 1, Oxford, 55-63.
Heron – Evershed 1993 C. Heron – R. P. Evershed, The analysis of organic residues and the study of pot-
tery use, in M. B. Schiffer (ed.), Archaeological method and theory, Arizona, 247-
284.
Higgins 1986 R. Higgins, Tanagra and the figurines, London.
Isager – Skydsgaard 1992 S. Isager – J. E. Skydsgaard, Ancient Greek agriculture. An introduction, London.
Jahns 2007 S. Jahns, Pollenanalytische Untersuchungen am Voulkaria-See zur Erforschung
der Vegetations- und Umweltgeschichte der Plaghiá-Halbinsel, AA 2007/1, 179-
190.
Jahns 2009 S. Jahns, The Holocene history of vegetation and environment of Northern Akar-
nania, Western Greece, in T. Mattern – A. Vött (eds), Mensch und Umwelt im
Spiegel der Zeit. Aspekte geoarchäologischer Forschungen im östlichen Mittel-
meergebiet, Wiesbaden, 5-26.
Jarosch-Reinhold 2009 V. Jarosch-Reinholdt, Die geometrische Keramik von Kap Kolonna. Ägina-Kol-

103
Α. SIEVERLING

onna. Forschungen und Ergebnisse, Contributions to the Chronology of the East-


ern Mediterranean 24, Wien.
Jeammet 2003 V. Jeammet, Tanagra. Mythe et archéologie. Catalogue de l’ exposition organisée
par le musée du Louvre et la Réunion des musées nationaux, en collaboration avec
le Musée des beaux-arts de Montréal, musée du Louvre, 15 septembre 2003-5 jan-
vier, Paris.
Jeammet 2010 V. Jeammet, Tanagras. Figurines for life and eternity, the Musée du Louvre’s col-
lection of Greek figurines. Exhibition catalogue, Valencia.
Lang 2001 F. Lang, The dimensions of the material topography, in Foundation and destruc-
tion, 205-217.
Lesure 1998 R. G. Lesure, Vessel form and function in an Early Formative ceramic assemblage
from coastal Mexico, Journal of Field Archaeology 15, 19-36.
Lynch 2011 K. M. Lynch, The symposium in context. Pottery from a late archaic house near the
Athenian Agora, Hesperia Suppl. 46, Princeton, New Jersey.
Morris 2008 I. Morris, Early Iron Age Greece, in W. Scheidel – I. Morris – R. Saller (eds), The
Cambridge economic history of the Greco-Roman world, Cambridge, 211-241.
Pisani 2003 M. Pisani, Vita quotidiana nel mondo Greco tra il VI e il V secolo a.C. Un contrib-
uto per la classificazione delle rappresentazioni fittili, Bolletino d’ Arte 123, 3–24.
Prust 2013 A. Prust, Faunal remains from Stratos, Acarnania, in Akarnanien-Forschungen 1,
49-61.
Rice 1987 P. M. Rice, Pottery analysis. A source book, Chicago.
Roffet-Salque et al. 2017 M. Roffet-Salque – J. Dunne – D.T. Altoft – E. Casanova – L. J. E. Cramp – L.
J. Smyth – J. H. Whelton – R. P. Evershed, From the inside out: Upscaling organic
residue analyses of archaeological ceramics, Journal of Archaeological Science:
o Reports, 16, 627-640.  
Runnels – van Andel 1987 C. T. Runnels – T. van Andel, The evolution of settlement in the southern Argolid,
Greece. An economic explanation, Hesperia 56, 303-334.
Sallares 1981 R. Sallares, The ecology of the ancient Greek world, London.
Schwandner 2000-2001 E.-L. Schwandner, Akarnanien, die unbekannte Landschaft Griechenlands. Feld-
forschungen Stratos und Palairos, NüBlA 17, 8-22.
Schwandner 2006 E.-L. Schwandner, Die Ausgrabung in der antiken Stadt Stratos (Aitoloakarnania)
und der Survey des Staatsgebietes “Stratike”, in Α ́ Σύνοδος, 531-540.
Sherratt 2004 S. Sherratt, Feasting in Homeric epic, Hesperia 73, 301-337.
Sieverling 2018 in press A. Sieverling, Ernährung in der Frühen Eisenzeit und Archaik in Stratos und der
Stratiké. Möglichkeiten der Funktionsanalyse von Keramik, Akarnanien-Forschun-
gen 3 – Ακαρνανία Έρευνες 3, Bonn, in press.
Skibo 1992 J. M. Skibo, Pottery function. A use-alteration perspective, New York, London.
Skibo 2013 J. M. Skibo, Understanding pottery function. Manuals in archaeological method,
theory and technique, New York.
Souyoudzoglou-Haywood 1999 C. Souyoudzoglou-Haywood, The Ionian Islands in the Bronze Age and Early Iron
l
Age. 3000-800 BC., Liverpool.
Sparkes 1962 B. A. Sparkes, The Greek kitchen, JHS 82, 121-137.
s Sparkes 1981 B. A. Sparkes, Not cooking, but baking, Greece and Rome 28, 172-178.
Tournavitou 1992 I. Tournavitou, Practical use and social function. A neglected aspect of Mycenaean
pottery, BSA 87, 181-210.
Valamoti 2009 S. M. Valamoti, Plant food ingredients and ‘recipes’ from Prehistoric Greece. The
archaeobotanical evidence, in J.-P. Morel – A. M. Mercuri (eds), Plants and cul-
ture. Seeds of the cultural heritage of Europe, Bari, 25-38.
Verdan 2013 S. Verdan, Le sanctuaire d’Apollon Daphnéphoros à l’Époque Géométrique, Ere-
tria 22.2, Gollion.
Twiss 2012 K. Twiss, The archaeology of food and social diversity, Journal of Archaeological
Research 20, 357-395.
Vickery 1980 K. F. Vickery, Food in early Greece, Chicago.
Wijngaarden 1999 G. J. van Wijngaarden, The complex past of pottery. An introduction, in J. P. van
Crielaard – V. Stissi – G. J. van Wijngaarden (eds), The complex past of pottery.
Production, circulation and consumption of Mycenaean and Greek pottery (six-
teenth to early fifth centuries BC), Proceedings of the ARCHON international con-
ference, Amsterdam, 8-9 Nov. 1996, Amsterdam, 1-19.
Wilson – Rodning 2002 G. D. Wilson – C. R. Rodning, Boiling, baking, and pottery breaking. A functional
analysis of ceramic vessels from Coweeta Creek, Southeastern Archaeology 21,
29–35.
Zangger et al. 1997  E. Zangger – M. E. Timpson – S. B. Yazvenko – F. Kuhnke – J. Knauss, The Pylos
regional archaeological project 2. Landscape evolution and site preservation, Hes-
peria 66, 549-641.

104
NUTRITION HABITS IN HOMERIC AKARNANIA

Fig. 1. Samples of the pottery from Stratos and the Stratiké. 1-6 drinking vessels, 7 eating vessel, 8 mixing vessel,
9-10 preparation vessels, 11-12 transportation- and storage vessels, 13-15 pouring vessels, 16 cooking vessel.

105
o

106
THE ARCHAIC TEMPLE OF SPATHARI – NEW RESULTS

Kathrin Fuchs

ABSTRACT

In my speech I would like to present the results of my ongoing Phd project with the subject: the
archaic temple of Spathari. The extra urban sanctuary is situated in the northwest of the ancient city
Stratos, close to the modern village Lepenou. It was discovered during the survey of the Stratike in
the early 90ties and excavated in the following years in a cooperation of the German Archaeological
Institute in Berlin and the ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ. During the excavation an 11 x 17 m. temple was uncovered.
The chronological frame is given by parts of two ceramic roofs. The earlier one dates after the
analyses of the architect L. Schwandner to the time of 550/540 B.C., while the other one dates to the
2nd or 1st century B.C. The focus of my thesis is to check if this chronologic frame is also visible in
the inventory of the pottery or if we can even find earlier pottery, which shows that the site was even
earlier used as a sanctuary. I would also like to give answers to questions like, if there were phases
which are maybe richer presented through the quality or quantity of pottery, if there is any change in
consuming during the feasts through the centuries. Interesting will be also to show if there are many
imports and from which regions, as well as to point out the importance of the local pottery.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο ΑΡΧΑΪΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΣΠΑΘΑΡΗΣ - ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Στα πλαίσια της ομιλίας μου θα ήθελα να παρουσιάσω τα καινούργια αποτελέσματα των ερευνών
της διατριβής μου με θέμα: Ο αρχαϊκός ναός της Σπάθαρης. Το αγροτικό ιερό βρίσκεται βορειοδυ-
τικά της αρχαίας πόλης Στράτος, κοντά στο σύγχρονο χωριό Λεπενού. Ανακαλύφτηκε στις αρχές της
δεκαετίας του ΄90 κατά την διάρκεια του Survey στην περιοχή της Στρατικής και ανασκάφτηκε τα
επόμενα χρόνια σε συνεργασία του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου με την ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ.
Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής αποκαλύφτηκε ναός με διαστάσεις 11 x 17 μ. Η χρονολόγηση του
δίδεται από τμήματα δύο διαφορετικών ειδών στέγης. Η παλαιότερη χρονολογείται κατά την γνώμη
του αρχιτέκτονα Λ. Σβάντνερ γύρω στο 550/540 π.Χ., ενώ η νεότερη στο 2ο ή 1ο αιώνα π.Χ. Στόχο
της διατριβής αποτελεί η διερεύνηση του χρονολογικού αυτού πλαισίου σε σχέση με την κεραμική,
καθώς μπορεί να αποδεικνύει τη χρήση του χώρου σαν ιερό και πρωιμότερα. Θα ήθελα επίσης να
απαντήσω σε ερωτήματα όπως π.χ. αν υπήρξαν φάσεις, στις οποίες μπορεί να διαπιστώσει κανείς
από την ποσότητα και την ποιότητα της κεραμικής, αλλαγές στον πλούτο ή στην κατανάλωση κατά
τις γιορτές διαμέσου των αιώνων. Ενδιαφέρον είναι επίσης να εξεταστεί η ύπαρξη εισαγμένης κερα-
μικής και από ποιες περιοχές, καθώς και να επισημανθεί η σημασία της τοπικής κεραμικής.

107
108
ARCHITEKTUR IM KONTEXT AKARNANISCHER KULTORTE

Franziska Lang

In den religionsarchäologischen Forschungen werden im Vergleich zu überregionalen Heiligtümern


die religiösen Phänomene innerhalb lokaler und regionaler Kontexte vermehrt in den Fokus genom-
men. Dieser Perspektivenwechsel berücksichtigt den Umstand, dass die örtlichen Kulte unmittelbar
im Alltag der Menschen und in ihrer Lebenspraxis integriert waren und daher quantitativ überwo-
gen. Es lassen sich individuelle von kollektiven Kulten und unmittelbare Handlungen (Rituale) vom
Ort der Handlungen scheiden. In allen Bereichen ergaben sich im Laufe der Zeit Veränderungen.
Rituale wurden ortsindividuell neu eingeführt, modifiziert oder aufgegeben; durch eine räumliche
Koppelung wirkte dies auch direkt auf den Ort. Die Einrichtung der antiken Kultstätten basierte auf
einem kollektiven Einverständnis, dem Ritual einen Raum zu geben, was einen entsprechend sozio-
politischen Rahmen voraussetzte. Standortwahl, Größe, Gestaltung und Ausstattung unterlagen den
jeweiligen Entscheidungen, einen zweckmäßigen und die Gemeinschaft repräsentierenden Begeg-
nungsraum zu schaffen wie auch den Aufwand zu definieren, mit dem dies geschehen sollte. Die
Gestaltungsformen von Kultstätten reichen von einfachen Opferplätzen bis zu Monumentalanlagen.
Die Architektur wird zum Medium und ist in das sakrale Konzept eingebunden. In diesen Handlungs-
feldern oszillieren die Möglichkeiten, sakrale Orte zu formen, und durch mikrohistorische Forschun-
gen zu lokalen und regionalen Kulten lässt sich deren Vielfalt wie auch Differenz zu benennen.
Dieser Beitrag wird einen Überblick bieten, wie das räumliche Umfeld von Kultstätten in Akar-
nanien gestaltet wurde (Abb. 1). Dass das Pantheon mit vielen lokalen Varianten in Akarnanien ver-
ehrt wurde, ist durch epigraphische und numismatische Quellen belegt. Durch die zahlreichen Gra-
bungen und Surveys der vergangenen Jahre hat sich die Zahl archäologischer Zeugnisse vervielfacht.
Diese ungeheuren Mengen an neuen Funden (Keramik, Terrakotten u.ä.) wird es zukünftig ermögli-
chen, die regionalspezifische Ritualpraxis auf einer breiten Basis zu rekonstruieren. Da die Auswer-
tungen noch nicht abgeschlossen sind, richtet sich im Folgenden der Blick auf die Gestaltungs- und
Wirkungsräume, also die architektonisch gefassten Kultorte. Viele von ihnen wurden früh entdeckt
und selten systematisch erforscht. Gleichwohl zeugen sie von der Varianz der Sakralarchitektur in
Akarnanien.
In der südlichsten Polis Akarnaniens, Oiniadai, wurde ein Oikostempel ausgegraben (Abb. 1,1.
2) . Er steht am nördlichen Rand der Stadt auf einer Anhöhe gegenüber den Schiffshäusern unmit-
1

telbar hinter einem Tor auf der Innenseite der Stadtmauer. Es handelt sich um einen Tempel von
11,5*6,19 m. mit Pronaos, Cella und Opisthodom. Der Bau besaß im Osten wie auch im Westen
je eine Tür. In der Cella fand sich eine Basis, vielleicht für das Kultbild. Einige Meter östlich des
Tempels verband man zwei Felsen durch eine Mauer. Eine weitere Mauer lag im Norden. Vielleicht
waren es Anlagen, um vom Wasser zum Tempel zu gelangen2. Südlich dieser Mauer hatte man zwei
Vertiefungen in das anstehende Gestein gearbeitet, deren Funktion unklar ist. Vermutlich bildeten
diese Installationen gemeinsam mit dem Tempel das Temenos. Fragmente von Ziegeln und Marmor-
stücken, wohl von einer Statue, sind die wenigen Überreste der ehemaligen Ausstattung, nachdem
dieser Ort Opfer von Raubgrabungen wurde.
In der antiken Stadt Astakos wurden Architekturteile gefunden, die von einem Tempel stammen
könnten3. Ungefähr 200 m. westlich außerhalb der Stadt ist ein Tempel freigelegt worden (Abb.
1,2. 2). Dieser Tempel lag auf einer die Stadt überragenden Anhöhe, wo die Fundamente und Kapi-

1 Powell 1904. Murray 1988, 42-43 Abb. 6.


2 Murray 1988, 43.
3 Heuzey 1860, 419-420. Noack o.J., 122-123. Murray 1988, 73.

109
F. LANG

telle eines dorischen Kultbaus (23,47*12,71 m.) erhalten sind und eine Inschrift aus dem 2.Jh. v.Chr.
belegt, dass hier Zeus Karaos verehrt wurde4. Der Tempel wird als hexastyler Amphiprostylos rekon-
struiert und gehört zu einem Tempelgrundriss, der generell in Griechenland nicht weit verbreitet ist5.
In Stratos (Abb. 1,5. 3), das über lange Zeit die Bundeshauptstadt des akarnanischen Bundes
war, steht der größte Tempel Akarnaniens (34,12*18,32 m.) auf einem isolierten Hügel im Westen
der Stadt, der die große Ebene Stratiké dominierte. Der peripterale Zeustempel (6*11 Säulen)
wurde in spätklassischer Zeit auf einem (archaischen?) Vorgängerbau errichtet. Der Tempel stand
auf einem hohen Podium, das nach Westen bastionsartig die Stadtmauer durchbrach und so in den
Kurtinenverlauf eingebunden wurde. Die Cella war von einem Pronaos und einem Opisthodom mit
je 2 Säulen in antis eingefasst. Man hatte sich entschlossen, die Außenseite in dorischer Ordnung
und die Cella in ionischer Ordnung auszuführen6. Die unfertigen Bauteile lassen vermuten, dass der
Tempel nie fertiggestellt wurde7. Vor seiner östlichen Front steht ein Monumentalaltar (22,85*9,5 m.),
der vielleicht in archaischer Zeit gebaut wurde. Bislang wurden nur wenige Funde wie Inschriften
und Figurinen vorgelegt. Die Funde belegen einen Nutzungszeitraum von archaischer Zeit bis in das
2.Jh. n.Chr8. Eine Abgrenzung des Tempelhügels von der Stadt durch eine Temenosmauer konnte
bislang nicht nachgewiesen werden.
Ungefähr 6 km Luftlinie nordwestlich von Stratos wurde ein Oikos- oder Antentempel auf dem
Charvatihügel9 in der Flur Spathari ausgegraben (Abb. 1,7. 4). Der 17*11,5 m. große Tempel besaß
ein Pronaos, eine Cella und ein Adyton. Südwestlich des Tempels liegt ein vorarchaischer Apsisbau,
o dessen Funktion noch zu klären ist10. Während der Ausgrabungen wurden neben großen Mengen
von Kleinfunden sowie Keramik auch Dachziegel gefunden, die von archaischer bis hellenistischer
Zeit datiert werden. Für die zweite Hälfte des 6. Jhs. v. Chr. lässt sich ein Dach mit einer der ältesten
Löwenkopf-Anthemien-Sima rekonstruieren. Nach Reparaturphasen in klassischer Zeit wurde der
Tempel abgetragen, das Gelände planiert und in hellenistischer Zeit wurde ein Tempel mit neuem
Dach versehen wieder aufgebaut11. Auf der Nordseite des Baus wurden insgesamt sechs runde Ein-
lassungen paarweise aus dem Kalksteinfelsen gearbeitet, die sicher Stützen für ein Vordach aufnah-
men. An dieser Stelle gibt es einen tiefen Schlund im Kalkfelsen, der eine unterirdische Verbindung
zu dem Adyton aufwies. Ob hier rituelle Handlungen vollzogen wurden, die in Verbindung mit dem
Adyton stehen, ist unklar. Der Schlund war weitgehend fundleer, so dass mögliche Opferhandlun-
gen mit ephemeren Materialien stattgefunden haben könnten. Insgesamt belegen tausende von Kera-
mikfragmenten nicht nur die Nutzungsphase des Platzes, sondern auch die rituelle Praxis, die beim
l derartigen Kenntnisstand vor allem Trank- und Speiseopfer belegen12. Der Tempel stand auf einem
Hügelplateau, so dass man ihn in der Stratiké auch aus großer Entfernung sehen konnte. Das Hügel-
s
4 Ρωμαίος 1918, 117-120. Ζαφειροπούλου 1976, 169 πίν. 121α. 170 εικ. 7. Wacker 1996, 101.
5 Svenshon 2001 (vgl. Apollontempel III in Delos 35 Abb. 3).
6 Courby – Picard 1924. Bankel 1984. Schwandner – Kolonas 1996 mit älterer Literatur. Bautypologisch gehört dieser
Tempel zu Beispielen dorischer und ionischer Peripteraltempel mit 6*11 Säulen, die im 4.Jh. v.Chr. errichtet wurden, z.B.
der Dionysostempel in Eretria (allerdings ohne Opisthodom), Auberson – Hurst 1976, 59. Wurster 1973.
7 Zur Diskussion, ob die unfertigen Bauteile Hinweise auf eine Nichtvollendung des Baus oder intendierte Schmuckformen
(Kalpaxis) waren s. Schwandner – Kolonas 1996, 187 Anm. 3.
8 Courby – Picard 1924, 101-102.
9 Der Charvatihügel liegt in einer Kalksteinzone und hier wurde das Baumaterial für den Zeustempel in Stratos gebrochen,
wie die Rohlinge von Architekturgliedern beweisen, Schwandner 1992, 670. Stratos hingegen liegt in einer Flyschzone
(Sandmergel).
10 Vielleicht handelt es sich um einen kommunal genutzten Speiseraum, vgl. die Befunde in Eretria.
11 Schwandner 1996. Schwandner 2013, 234-235. In den Grabungen kam nicht nur prähistorische Keramik zutage, die
möglicherweise mit apsidalen Grundrissen um den Tempel zu verbinden sind, sondern auch wenige römische Funde,
deren Verbindung zum Kult noch nicht geklärt ist.
12 Archäozoologische Untersuchungen der Knochenfunde durch N. Benecke (Deutsches Archäologisches Institut Berlin,
mündliche Mitteilung) ergaben, dass die Knochen von Schlacht- und nicht von Opfertieren stammten.

110
ARCHITEKTUR IM KONTEXT AKARNANISCHER KULTORTE

plateau bot ausreichend Platz für größere Kultfeiern.


Ungefähr 5 km östlich von Mytikas wurde eine Kultstätte mit Tempel in der Flur Drymonas
Archontochori ausgegraben (Abb. 1, 10. 5). Der Tempel stand auf einem Plateau unmittelbar an
einem steilen Hang. Zum Hang hin befand sich eine tiefe Felsspalte, die mit Funden, darunter Sta-
tuenfragmente, gefüllt war. Westlich des Tempels schloss sich ein ummauerter Hof an. Innerhalb
der Temenosmauer fanden sich auch etliche Fragmente von Altären teils mit Inschriften, eine davon
nennt Artemis Epikrateias13. Marmorstatuen und tausende Fragmente von Keramik und Terrakotten
bezeugen die Weihepraxis an dieser Kultstätte, die seit frühklassischer Zeit genutzt wurde und ihren
Höhepunkt in hellenistischer Zeit erreichte; noch im 2. nachchristlichen Jahrhundert wurden hier
Opfer dargebracht. Südlich und außerhalb des Temenos entdeckte man einen sehr fundreichen Platz
mit Keramik, Terrakotten, Statuen, Münzen, Altären wie auch korinthische Strotere mit dem Stempel
„ΑΛΥΖΕΙΩΝ“14.
Im Süden der Insel Leukas steht das Kloster Ag. Ioannis Rodakis nahe der Ortschaft Vasiliki
(Abb. 1, 12. 5). Dieses Kloster überdeckt einen antiken Tempel, der als Peripteros (17,2*32,7 m)
rekonstruiert wird15. Der Tempel stand auf einem weithin sichtbaren Plateau. Ein dorisches Kapitell
aus dem 6.Jh. v.Chr. setzt einen ersten chronologischen Anhaltspunkt. Der Platz wurde bis in römi-
sche Zeit genutzt, ob als Kultort sei dahingestellt. Weitere Mauerzüge auf der Insel könnten von
Kultstätten stammen, wie das umliegende Material etwa beim Hügel Palaiovoros nahelegt16. Am Kap
Dukato im Süden der Insel Leukas befindet sich das historisch überlieferte Heiligtum des Apollon
Leukatas. Reste eines Tempels sind vielleicht die Fundamente nahe und unter dem Leuchtturm, die
in archaische Zeit datiert wurden (Abb. 1, 13)17.
30 Gehminuten westlich oberhalb der antiken Stadt Palairos befindet sich ein ca. 5000 qm großes
Plateau mit einem Heiligtum (Abb. 1, 14. 6)18. Indizien für einen gänzlich zerstörten Tempel sind ein
großer Steinhaufen in der Mitte des Plateaus, Kapitelle und Dachterrakotten. Dorische Säulentrommeln
wurden in einer nachantike Kapelle verbaut19. Dieser dorische Tempel hatte eine archaische und eine
klassische Phase. Aufgrund des ruinösen Zustandes sind keine Aussagen zu Größe und Gestaltung
möglich20. Nördlich der Tempelruine sind die Fundamente eines Monumentalaltars von ca. 1,9*15,6
m. (Altaroberbau) erhalten, der im ausgehenden 5. oder vor der Mitte des 4. Jhs. v.Chr. entstand21.
Aufgrund der Bauteile wird ein Stufenaltar rekonstruiert. Die Altarwangen waren mit einem Giebel
bekrönt.
Die heute sichtbaren Reste im Apollonheiligtum von Aktion (Abb. 1, 16. 5) stammen von einem
römischen Tempel (Länge 24,15 m.). Die aktuellen Grabungen konnten nachweisen, dass der römische
Tempel auf den hellenistischen Vorgängerbau gesetzt wurde, wobei die vielleicht archaische (Kult?)
Basis und ein hellenistisches Kieselmosaik in den Neubau integriert wurden22. Die Funde bezeugen
die Kontinuität des Heiligtums von archaischer bis in römische Zeit23. Von dem ehemals bedeutenden

13 Kολώνας 2004, Abb.18


14 Κολώνας 1993. Kολώνας 1995. Kολώνας 1996. Kολώνας 2004, 269-270.
15 Sicher nachgewiesen ist eine Cella mit Vorhalle von 23,7*8,2 m., s. Dörpfeld 1927, 263-265. Zάχος – Ντούζουγλη 2003,
102-103.
16 Fiedler 1996, 165.
17 Dörpfeld 1927, 271ff. 325 Abb. 32. Zάχος – Ντούζουγλη 2003, 104-105.
18 In der Antike führte ein Prozessionsweg von der Stadt auf den Berg, Bertele 2000.
19 Noack ο.J. 149 Säulendurchmesser: 0,8 m.
20 Noack o.J. 148-150. Er schreibt Glieder eines kolossalen Fingers der Kultstatue zu. Hinsberger 2013. Schwandner 2013,
234.
21 Faisst – Kolonas 1990.
22 Trianti 2013.
23 Champoiseau 1892, 93-94. Hier fand man zwei Kouroi (Richter 1960, 66-67, 85-86) und während der aktuellen Grabung
archaische Dachziegel und ein dorisches Kapitelfragment.

111
F. LANG

und internationalen Heiligtum fehlen derzeit weitere Spuren. Diese Kultstätte war seit hellenistischer
Zeit das Bundesheiligtum des akarnanischen Bundes24 und hier wurden die international bekannten
Spiele zu Ehren des Apollon Aktios veranstaltet, die nach der Gründung von Nikopolis nach 31
v.Chr. von Aktion nach Nikopolis transferiert wurden.
Bei Agrilovouni befindet sich eine ummauerte antike Siedlung, die mit der akarnanischen
Gerichtsstätte Olpai gleichgesetzt wird (Abb. 1, 8). Innerhalb der Stadtmauer waren die Fundamente
eines Peripteros (32*14,7 m.) zu erkennen. Der Tempel gliederte sich in Pronaos, Cella und
Opisthodom und war in dorischer Ordnung ausgeführt25.
Neben den bisher überlieferten Tempelbauten wurden an verschiedenen Orten in Akarnanien
Mauerreste und Architekturglieder gefunden, die weitere Tempelbauten wahrscheinlich machen.
Auf der Akropolis von Koronta dokumentierte man Fundamente eines Gebäudes26, das als Tempel
identifiziert und aufgrund der umliegenden Funde in das 6. und 5. Jh. v.Chr. datiert wurde (Abb. 1,
3)27. Im Nordosten von Vliziana nahe der Kirche Ag. Devtera stand ein dorischer Peripteraltempel,
von dem Triglyphen- und Säulenfragmente sowie Teile des Tondaches bekannt sind (Abb. 1, 9)28.
Die Lage im Sattel einer Hochebene, von wo aus gute Sichtverbindungen in die Täler bestehen,
eignet sich bestens als Passheiligtum.
Zwischen dem Zeustempel von Stratos und dem Tempel Spathari entdeckte der Stratiké-Survey
in der Flur Gkionia Keramik und tausende Terrakottafragmente auf der Oberfläche (Abb. 1, 6).
Die anschließende Notgrabung durch die Ephorie erbrachte einige Mauerzüge und einen Bothros
o gefüllt mit Keramik, Ziegeln, Asche und Terrakotten aus archaisch-klassischer Zeit. Zwei große
Orthostatenplatten und eine große Menge an Dachziegeln gehörten vielleicht zu einem Tempel,
der an diesem Kultort stand29. Die Mauerreste bei Magoula in der Nähe von Vonitsa (Abb. 1,17)30,
(archaisch-hellenistische) Architekturglieder bei der Kirche Ag. Andreas31 (Abb. 1, 11) südlich von
Alyzeia gelegen und in Medeon (bei Katouna)32 (Abb. 1,18 ) sowie bemalte Dachterrakotten in
Anaktorion (Abb. 1, 15) sind weitere Indizien für je einen Tempel33.
Folgende Beispiele veranschaulichen weitere Varianten, einen Kultort in Akarnanien zu gestalten.
Außerhalb der Stadt im Nordwesten von Palairos liegt in einer Senke ein Artemisheiligtum, das
durch Inschriften bezeugt wird, von denen eine auf einen privaten Kultverein hinweist (Abb. 1,6).
Statuetten, Basen, eine große Menge an Gefäßen und Terrakotten sind Indizien für einen regen
Kultbetrieb seit archaischer Zeit34. Die Mauerreste gehören nicht zu einem Tempel. Am östlichen

l
24 Habicht 1957.
25 Ρωμαίος 1918, 115-116.
s
26 In dessen Nähe war eine runde Felsgrube ca. 2m eingetieft.
27 Heuzey 1860, 368. Noack o.J., 76. Ley 2009, 74. Hinsichtlich der Dimension des Baus gibt es abweichende Angaben:
Noack gibt die Maße eines Peripteraltempels von 9,8*18,45 m. an, während N. Zapheiropoulos laut BCH 1957, 581
einen Bau mit 9,6*7,6 m. ausgegraben hat. Ob es sich um zwei Gebäude handelt, oder falsche Maße angegeben wurden,
ist noch offen.
28 Heuzey 1860, 363-364. Oberhummer 1887, 38. Μαστροκώστας 1967, 323-4.
29 Daux 1959, 663. Schwandner 1995. Lang 2004. Nagel 2008.
30 Pritchett 1992, 97. Ρωμαίος 1916, 50: 21,20*8,2 m. mit Pronaos, Cella und Opisthodom. Σταυροπούλου-Γάτση – Αλε-
ξοπούλου 2002, 82.
31 Ley 2009, 49 Anm. 5.
32 Ley 2009, 86. Schwandner 1989, 651: dorische Architekturglieder des 4.Jhs. v.Chr. und ein Horostein für ein
Asklepeiostemenos.
33 Schwandner 2013, 233. 235 Anm. 2; Kirsten erwähnt die Fundamente eines Tempels (?), s.a. Kirsten 1941, 105.
Zwischen Anakatorion und Aktio (bei Arapis) grub Rhomaios Fundamente eines kleinen (6,25*4,1 m.) «ναίσκος» aus,
s. Ρωμαίος 1916, 50. Σταυροπούλου-Γάτση – Αλεξοπούλου 2002, 82 Abb 1.
34 Ρωμαίος 1916, 49. Dörpfeld 1927, 133f. 325f. Taf. 78b; RE XVIII 2 (1942) 2465 s.v. Palairos (Kirsten). Wacker 1996,
97-98. Ley 2009, 111. Summa 2010. Auch aus Thyrreion ist ein Kultverein bekannt (IG IX I2 2, 252).

112
ARCHITEKTUR IM KONTEXT AKARNANISCHER KULTORTE

Ufer des Acheloos gegenüber von Stratos grub man am Westabhang eines befestigten antiken Ortes,
Palaiokastro/ Spoleita, eine mehrräumige Anlage mit Bothros aus35. Die Funde in dem Bau, die
von archaischer bis hellenistischer Zeit datiert werden, lassen an ihrem kultischen Kontext keinen
Zweifel.
Die gestalterische Vielfalt der vorgelegten Kultstätten ist als adäquate Architektur für die jeweiligen
örtlichen Erfordernisse zu verstehen (Abb. 7). Altar und Tempel waren die beiden ausgewählten
Bauformen. Drei Tempeltyen wurden errichtet: Peripteraltempel (Stratos, Leukas Rodakis), Oikos-
oder Antentempel (Aktion, Drymonas, Oiniadai, Spathari) und Amphiprostylos (Astakos). Auch in
ihren Dimensionen unterscheiden sie sich, wobei die Tempel mit Säulen tendenziell größer sind.
Ungewöhnlich ist der Stratostempel insofern, als er auf einem Podium errichtet wurde, das Teil der
Stadtmauer war. Diese Konstruktion verbindet ihn mit dem klassischen Artemistempel in Kalydon.
Dort wurde nach einer umfassenden Neugestaltung, bei der das Heiligtum auch ein massives
Bollwerk erhielt, ein dorischer Peripteros ebenfalls auf einem Podium errichtet36. Einer anderen
Form architektonischer Gestaltung begegnet man in Palaiokastro, wo ein mehrräumiger Bau und ein
Bothros zur Ausstattung gehörten37.
Monumentalaltäre wurden in Stratos und auf dem Tempelplateau in Palairos errichtet, wobei nur
für den Altar in Stratos ein direkter Bezug zum Tempel besteht. Der Erhaltungszustand des Tempels
in Palairos lässt keinerlei Aussagen über das Verhältnis von Altar und Tempel zu. Kleine Altäre teils
mit Inschriften wurden in Drymonas gefunden, dank derer Artemis als verehrte Gottheit überliefert
ist.
Hinsichtlich der Materialwahl verbaute man meistens das lokal vorhandene Material, was nicht
zuletzt Kosten und Aufwand minimierte. Umso klarer in ihrer Botschaft sind Entscheidungen, auf
ortsfremdes Material zurückzugreifen. An zwei Tempeln lässt sich die Intention einer differenzierten
Materialwahl feststellen. In Stratos entschloss man sich, die sichtbaren Architekturglieder in
Kalkstein auszuführen, während die nicht sichtbaren (etwa Fundamente) Teile aus dem anstehenden
Flysch gewonnen wurden38. Kalkstein zeigt sich in frisch gebrochenem Zustand strahlend weiß,
so dass der Tempel von seiner erhöhten Position aus für eine gewisse zeitlang eine besonders
auffällige Fernwirkung erzielte. In Aktion wurde der Tempel nach 31. v.Chr. am selben Standort
in opus reticulatum umgebaut. In diesen Fällen spielte der Kostenfaktor allem Anschein nach eine
untergeordnete Rolle, die semantische Botschaft überwog.
Über die Finanzierung all dieser Bauprojekte sind wir kaum detailliert informiert. Die
architektonische Verräumlichung von Kultorten waren zumeist lokale Kollektivprojekte, bei denen
Planung, Bauausführung, Arbeitskräfte und Finanzmitteln organisiert und bereit gestellt werden
mussten. Einen Einblick in den immensen finanziellen Aufwand, ein Heiligtum zu betreiben, gibt
der Vertrag zur Übergabe des unter Verwaltung von Anaktorion stehenden Heiligtums von Aktion an
den Akarnanischen Bund39. Die Bedeutung von (privaten) Kultvereinen (Palairos, Thyrreion) bei der
Finanzierung und dem Betrieb von Kultstätten ist für Akarnanien derzeit schwer einschätzen.
Neben der Gestaltung der sakralen Orte lassen sich hinsichtlich der Standortwahl weitere
Differenzen erkennen. Die wenigsten bekannten Tempel in Akarnanien standen in urbanem
Kontext (Koronta, Oiniadai, Olpai, Stratos, Astakos? (intra muros). Alle weiteren Beispiele hatten
eigenständige Ortslagen, die den Bewohnern der Umgebung selbstverständlich bekannt waren, und
wo man dennoch durch eine geschickte Positionierung der Bauten ihre Sichtbarkeit beeinflusste.
Felsvorsprünge (Leukas Apollon Leukatas), erhöhte Hügel (Ag. Andreas, Astakos (exrtra muros),

35 Noack o.J, 80-83. Κολώνας 2004.


36 Dyggve – Poulsen 1948. An beiden Orten waren die Cellae in ionischer Ordnung ausgeführt.
37 Der Grundriss ist nicht vollständig erhalten. Vielleicht standen in Palairos Artemisheiligtum und Palaiokastro
mehrräumige Bauten, wie sie aus dem Asklepeion von Gavalou bekannt sind, s. Τριχόνειον, Άκραι, Μέταπα, 31.
38 Diese Praxis lässt sich an weiteren öffentlichen Bauten der Stadt beobachten.
39 Habicht 1957. Corsten 2006.

113
F. LANG

Spathari, Leukas Rodakis) oder eine Passsituation (Vliziana) sicherten eine exponierte Lage. An
Abhängen (Drymonas, Palaiokastro) waren die Tempel dann von weitem zu sehen, wenn sie nicht durch
Vegetation verdeckt waren. Die exponierte Lage von Tempel und Altar auf dem hohen Tempelplateau
bei Palairos bietet eine sehr gute Sicht weit über die östliche Plaghia-Halbinsel und die Ebene im
Südosten wie auch auf das nördliche ionische Meer (Aktion, Nikopolis). Aber interessanterweise
besteht kein Sichtkontakt zum nächsten Ort, der Stadt Palairos. Ebenso ungewöhnlich ist es, dass in
der Stadt selbst, deren Territorium vollständig erfasst ist, bislang kein Tempel nachgewiesen werden
konnte40. Hier hatte man sich für eine andere Art religiöser Praxis entschieden, was ich an anderer
Stelle ausgeführt habe41. Eine Erklärung für diese Auffälligkeit steht noch aus. Die (organisatorische)
Verbindung zwischen der Stadt und dem Tempelplateau wurde über einen Prozessionsweg hergestellt.
Inwieweit die innerstädtischen Kultbauten in Akarnanien von außen zu sehen waren, lässt sich nur
für Stratos sicher sagen. Der Tempel hatte aufgrund seiner ungewöhnlichen Position einen klaren
Signalcharakter nach innen wie nach außen. Demgegenüber war der Hafentempel in Oiniadai durch
die nördliche Stadtmauerkurtine nach außen abgeschirmt.
Aufgrund der religiösen Durchdringung des antiken Lebens besaß die rituelle Praxis
selbstverständlich ihren Anteil im Alltag und der Tempel bot, auch als Manifestation kollektiver
Identität, einen räumlich gefassten Anlaufpunkt. Folglich hatten die Tempel zuallererst lokale
Bedeutung42. Über die Betreiber und Verantwortlichen der Tempel sind wir nur in wenigen Fällen
informiert. In den Städten standen sie wohl unter der Kontrolle der örtlichen Magistrate. Daneben gab
o es offenbar (private) Kultvereine, die in den Kultstätten aktiv waren, wie in Palairos und Thyrreion
epigraphisch nachgewiesen ist43. Der Vertrag von 216 v.Chr. zur Neuregelung des Heiligtums von
Aktion dokumentiert einen Statuswechsel von der Verantwortung einer Polis (Anaktorion) in die
übergeordnete Organisation des Akarnanischen Bundes44. Dieses Heiligtum ist bisher das einzig
bekannte in Akarnanien, das international ausgerichtet war. Die Vertragsregelungen sind hinsichtlich
des Funktionsspektrums, das nicht auf das rein Religiöse beschränkt war, aufschlussreich, weil
sie dokumentieren, dass Aktion ebenfalls Marktort war, wo u.a. Sklavenhandel betrieben wurde45.
Der Vertrag selbst veranschaulicht, dass Kultstätten Treffpunkte des Informationsaustauschs,
mannigfacher Interaktionen und zu fokalen Orten politischer Handlungsmacht werden konnten.
Die Relevanz der Kultorte Palaiokastro und Vliziana dürfte mit ihrer topographischen Situation
in Zusammenhang stehen. Palaiokastro liegt am gegenüberliegenden Ufer von Stratos und hier
befindet sich eine der wenigen Furten, an denen man den Acheloos passieren konnte. Vielleicht war
l Palaiokastro ein Furtheiligtum. Die Lage von Vliziana spricht für ein Passheiligtum.
Hinweise auf die rituelle Praxis in den Heiligtümern geben die Funde, die mittlerweile
s massenweise aus den verschiedenen Grabungen geborgen wurden, und deren Vorlage einen tiefen
Einblick in die Übereinstimmung oder Differenz ritueller Praktiken in Akarnanien geben wird.
Doch auch die räumliche Situation, wie die zur Verfügung stehende Freifläche um den Tempel,
erlauben hierfür nur vorsichtige Einschätzungen, etwa wie viele Menschen direkt im Tempelbereich
an Festen teilnehmen konnten. So fanden die Besucher etwa auf dem Tempelplateau von Palairos
reichlich Platz. In Stratos, das aufgrund seines Status als Bundeshauptstadt politisch überlokal
vernetzt war, bot die Hügelkuppe selbst wenig Raum, um eine große Menge an Menschen bei Feiern

40 Es handelt sich allerdings nicht um eine einzigartige Situation. Weder in Kassope noch in Orraon stand intra muros
ein Tempel und ob die Tatsache, dass in Leukas bislang keine Tempel gefunden wurden, die historische Überlieferung
bestätigt, in der nur Kultorte außerhalb der Stadt beschrieben werden, muss durch weitere archäologische Untersuchun-
gen geprüft werden, s. Fiedler 1992/93, 75.
41 Lang 2016
42 Zur Diskussion über Stammes- und Bundeskulte s. Corsten 2006.
43 Haake u. a. 2007, 115 Anm. 12. Summa 2010, 387-390.
44 Habicht 1957. Corsten 2006.
45 Blavatskaja 1974.

114
ARCHITEKTUR IM KONTEXT AKARNANISCHER KULTORTE

aufzunehmen. Möglicherweise wurde die ebene Fläche im Osten unterhalb des Tempelhügels bei
Festen einbezogen. Ungewiss ist derzeit, inwiefern dieser Ort in die kultischen Wettkämpfe für
Acheloos und in die jährliche Versammlung der akarnanischen Heeresführer integriert war46. Feste
konnten mit Prozessionen verbunden sein, für die in Palairos ein entsprechender Weg nachgewiesen
wurde47. Schriftlich sind im Rahmen des Festes für Apollon Leukatas auf Leukas zwei eigenartige
Riten überliefert: der jährliche Sprung eines Gefangenen von den hohen Klippen des Kap48 und ein
Rinderopfer, um lästige Fliegen zu vertreiben49.
Unter einer zeitlichen Perspektive ergeben sich Indizien für ritualdynamische Prozesse, die
man aus Kontinuität und Wandel von Kultorten und rituellen Praktiken erschließen kann. Dabei
besteht ein grundlegender Unterschied im Aufwand, Rituale oder Architektur als Gehäuse für den
Kult zu ändern. Letztere erfordern viel höhere Investitionen (Planung, Finanzen, Arbeitskräften
etc.) und daher unterliegt Architektur langsameren Prozessen des Wandels als etwa die Votivpraxis.
Das bedeutet, dass die Geschwindigkeit der Änderung unterschiedlich sein konnte und man etwa
modifizierte Rituale im unveränderten architektonischen Kontext durchführte. Vielleicht war aber die
Tempelarchitektur vergleichsweise neutral und für viele verschiedene Formen ritueller Handlungen
geeignet, so dass über Jahrhundert ein Kultbau existieren konnte. Die bauliche Ausgestaltung
akarnanischer Heiligtümer reicht in das 6.Jh. v.Chr. zurück und in der Mehrzahl lagen sie nicht
in einer Stadt50. Im 4.Jh. v.Chr. wurden neue Tempel in Astakos und Vliziana errichtet, was der
Neueinrichtung von Kulten gleichkam.
Veränderungen in der Architektur konnten bislang an vier Orten nachgewiesen werden, die
zugleich zwei Modi der Umgestaltung belegen. Zum einen ist der Neubau eines Monumentalaltars in
Palairos auf dem Tempelplateau im 4. Jh. v.Chr. ein Indiz auf Modifizierungen in der rituellen Praxis.
Zum anderen wurden in Stratos (4.Jh.), am Spathari (hellenistisch) und in Aktion (kaiserzeitlich)
die bereits bestehenden Tempel umgestaltet, bzw. neugebaut. In keinem dieser Orte ließen sich
Zerstörungsschichten nachweisen, die die Maßnahmen begründen könnten. Vielmehr steht die
Neugestaltung für eine Intention, mit dem Alten zu brechen.
Im Einzelnen sind die Motive, die diesen Entscheidungen zugrunde lagen, unbekannt. Mögliche
Erklärungsmodelle wären, dass im Zuge der Modernisierung des Heiligtums neben dem alten Tempel
der Platz fehlte, dass man den Tempel – vielleicht wegen Baufälligkeit des alten – modernisieren
wollte, oder dass man trotz der Erneuerung die Kontinuität des Ortes bewahren wollte, weswegen
der Altbau weichen musste. Der Wandel könnte sich aber auch in einer Transformation bisheriger
oder der Schaffung neuer Rituale begründen. Bei der Erneuerung des Spatharitempel wurde im
Hellenismus das aufwendige bemalte archaisch-klassische Dach mit Löwenkopf-Anthemien-Sima
durch einen zeitgenössischen Dachschmuck, einer Traufe mit Antefixen, ersetzt. In Aktion ging der
Akt der „schöpferischen Zerstörung“51 mit einer neuen Bautechnik einher. Den Umbau führte man in
opus reticulatum aus52. Diese neue Bautechnik ist eine klare Manifestation der neuen – römischen –
Architektursprache und steht für die semantische Bedeutung von Material im sakralen Kontext. Trotz
der baulichen Veränderung bestand an allen Kultstätten eine Kontinuität im Ort. In Aktion können
wir zudem eine Änderung im Kultgeschehen nachweisen. Auch wenn sich die neue römische Macht
im Apollonheiligtum engagierte – was vielleicht als Zeugnis der Ehrerbietung gegenüber der langen
Tradition des Ortes gewertet werden könnte –, wurde das zentrale Element in Aktion, die aktischen

46 Oberhummer 1887, 231-232. Corsten 2006, 162-164.


47 Bertele 2000.
48 Strabo 10, 9.
49 Ähnliches ist für Olympia und Alipheira überliefert, s. Nilsson 1906, 441.
50 Es ist nicht auszuschließen, dass die quantitative Diskrepanz zwischen intra und extra urbanen Heiligtümern den Forsc-
hungsstand spiegelt.
51 Lang 2013, 148.
52 Trianti 2013 und s. den Beitrag von N. Katsikoudis in diesem Band.

115
F. LANG

Spiele, in die neue Stadt des Kaiser Augustus, Nikopolis, transferiert53. Hier ist die unmittelbare
Verflechtung zwischen Politik und Religion greifbar, bei der alte Kulte in neuen römischen Städten
angesiedelt wurden. Vergleichbares ist für Kalydon überliefert, von wo der Kult der Artemis Laphria
nach Patras überführt wurde, das unter Augustus nach einem Synoikismos entstand54.
Die architektonische Ausgestaltung religiöser Orte verweist auf eine kollektive Entscheidung und
war Bestandteil des sakralen Konzeptes dieser Gemeinschaften. Eingebettet in die soziopolitischen und
kulturellen Kontexte waren diese Orte keine statischen Gebilde, sondern wurden gemäß der jeweiligen
Notwendigkeiten von Kontinuität, Transformation und Wandel angepasst. Innerhalb dieser Prozesse
zeigen die Beispiele in Akarnanien verschiedene Modi mit Kultort und Architektur umzugehen.
Die Sakralarchitektur gehörte zum symbolischen Kapital, dem eine hohe Zeichenhaftigkeit zukam.
Gleichwohl war sie nur ein Teil des Sakralkonzepts einer Gemeinschaft, den anderen Teil stellte die
Votiv- und Ritualpraxis. In der Kombination beider Komponenten bildeten sich die je spezifischen
Kultorte heraus. Nach Vorlage aller Teile können durch einen Vergleich der akarnanischen Kultorte
Differenzen und Übereinstimmung der rituellen Praktiken, deren Traditionen und Brüche in der
Sakrallandschaft Akarnanien beschrieben werden.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΠΩΝ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

Η μελέτη τοπικών και περιφερειακών λατρειών έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Σε αντίθεση με τα πανενθικά ιερά, δίνεται μέσω των τοπικών ιερών πρόσβαση στην μικροϊστορία
των χώρων λατρείας, οι οποίοι ήταν άμεσα ενταγμένοι στην πρακτική και καθημερινή ζωή των
ανθρώπων. Σε αυτό το άρθρο παρουσιάζεται η αρχιτεκτονική διαμόρφωση τόπων λατρείας στην
αρχαία Ακαρνανία, οι οποίοι δίνουν μια πρώτη εικόνα στη αντίληψη του χώρου λατρευτικής
πρακτικής της Ακαρνανίας και της ποικιλίας του καθώς και της διαφοράς του. Γνωστοί είναι οι
κοινοί τύποι ναών. Εκτός όμως από αυτούς, οικοδομήθηκαν επίσης μνημειώδεις βωμοί και
εγκαταστάσεις πολλών δωματίων. Τα κτήρια κατασκευάστηκαν κατά κύριο λόγο από τοπικό λίθο.
Ακόμη πιο ενδιαφέροντα είναι τα μέρη, στα οποία χρησιμοποιήθηκε συνειδητά μη τοπικό υλικό. Η
εσκεμμένη αυτή απόφαση συνδέεται πιθανώς με μια ιδιαίτερη επιθυμία αντιπροσωπευτικότητας.
Στην επιλογή του χώρου παρατηρείται ότι τα περισσότερα παραδείγματα είναι μη αστικά, ενώ
εκάστοτε απουσιάζουν αποδεδειγμένα οι ναοί εντός των πόλεων. Με βάση τα επιγραφικά στοιχεία
αποδεικνύεται η πολυλειτουργική σημασία των τόπων λατρείας, οι οποίοι, παράλληλα με την
λατρευτική, είχαν και οικονομική λειτουργία. Τέλος, αποτύπωνεται στην αρχιτεκτονική η απόφαση
κατά ποιόν τρόπο γινόταν η διαχείριση του λατρευτικού τόπου στο πέρασμα του χρόνου. Συνέχεια,
μεταμόρφωση και μεταβολή επιβεβαιώνουν την δυναμική ενός τόπου και αποδεικνύουν, ότι η
λατρευτική αρχιτεκτονική αποτελούσε μέρος ενός συμβολικού κεφαλαίου με ανάλογο συμβολισμό. Η
λατρευτική αντίληψη μιας κοινότητας είναι στενά συνδεδεμένη με τις κοινωνικοπολιτικές της δομές,
έτσι ώστε οι αλλαγές της να επηρέασαν επίσης την συνέχεια και την μεταβολή της θρησκευτικής
πρακτικής.

53 Nilsson 1906, 218-219. Strauch 1996, 295.


54 Pausanias 7, 18. 8-9.

116
ARCHITEKTUR IM KONTEXT AKARNANISCHER KULTORTE

LITERATUR
GRIECHISCH
Ζαφειροπούλου 1976 Φ. Ζαφειροπούλου, Αστακός, AΔ 31, Χρονικά Β’1, 169.
Ζάχος – Ντούζουγλη 2003 Κ. Ζάχος – Α. Ντούζουγλη, Λευκάδα. Ιστορική-Αρχαιολογική Επισκόπηση μέσα
από τα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου, Αθήνα.
Κολώνας 1993 Λ. Κολώνας, Δρύμωνας Αρχοντοχωρίου, AΔ 48, Χρονικά Β’1, 140.
Kολώνας 1995 Λ. Κολώνας, Δρύμωνας Αρχοντοχωρίου, AΔ 50, Χρονικά Β’1, 242-243.
Kολώνας 1996 Λ. Κολώνας, Δρύμωνας Αρχοντοχωρίου, AΔ 51, Χρονικά Β’1, 241.
Kολώνας 2004 Λ. Κολώνας, Τα αγροτικά ιερά της Αιτωλοακαρνανίας, στο Β΄ Συνέδριο Αγρι-
νίου, 267-292.
Lang 2004 F. Lang, Ελληνογερμανικές επιφανειακές έρευνες στην Ακαρνανία, στο Β΄
Συνέδριο Αγρινίου, 175-191.
Μαστροκώστας 1967 Ευθ. Ι. Μαστροκώστας, Ακαρνανία, AΔ 22, Χρονικά Β’2, 322-324
Ρωμαίος 1916 K. A. Ρωμαίος, AΔ 2 , Χρονικά, 47-51.
Ρωμαίος 1918 K. A. Ρωμαίος, Ανά την Ακαρνανία, AΔ 4, 14-124.
Σταυροπούλου M. Σταυροπούλου-Γάτση – Γ. Aλεξοπούλου, Aνακτóριo - Άκτιo Aκαρνα-
-Γάτση – Αλεξοπούλου 2002 νίας. Συμβoλή στη μελέτη της oχύρωσης της πóλης τoυ Aνακτoρίoυ και στην
τoπoγραφία της ευρύτερης περιoχής, Eυλιμένη 3, 75-94.


FREMDSPARCHIG
Auberson – Hurst 1976 P. Auberson – A. Hurst, Le temple de Dionysos, A. Hurst (Hrsg.), Ombres de
l’Eubée?, Eretria 5, Bern.
Bankel 1984 H. Bankel, Moduli an den Tempeln von Tegea und Stratos? Grenzen der
Fussmassbestimmung, AA 99, 413-430.
Berktold 1996 P. Berktold (Hrsg.), Akarnanien. Eine Landschaft im antiken Griechenland,
Würzburg.
Bertele 2000 M. Bertele, Die Heilige Straße von Palairos zum Prophitis Elias, Acheloos 2.
Blavatskaja 1974 T.-V. Blavatskaja, Über den Sklavenmarkt am Aktion, Klio 56, 497-500.
Champoiseau 1892 Ch. Champoiseau, L’emplacement du sanctuaire d’Apollon à Actium, in
Comptes rendus des séances de l’Académie des Inscriptions et Belles-Lettres,
36e année, N. 2. URL: http://www.persee.fr/web/revues/home/prescript/
article/crai_0065-0536_1892_num_36_2_70101.
Corsten 2006 T. Corsten, Stammes- und Bundeskulte in Akarnanien, in K. Freitag – P. Funke
– M. Haake (Hrsg.), Kult - Politik – Ethnos. Überregionale Heiligtümer im
Spannungsfeld von Kult und Politik. Kolloquium, Münster, 23. - 24. November
2001, Historia Einzelschriften 189, Stuttgart, 157-167.
Courby – Picard 1924 F. Courby – Ch. Picard, Recherches archéologiques à Stratos d’Acarnanie,
Paris.
Daux 1959 G. Daux, Chronique des fouilles et découvertes archéologiques en Grèce en
1958, BCH 83.2, 567-793.
Dörpfeld 1927 W. Dörpfeld, Alt-Ithaka, München.
Dyggve – Poulsen 1948 E. Dyggve – F. Poulsen, Das Laphrion. Der Tempelbezirk von Kalydon,
Kobenhavn.
Faisst – Kolonas 1990 G. Faisst – L. Kolonas, Ein monumentaler Stufenaltar bei Palairos in
Akarnanien, AA 105, 379-395.
Fiedler 1992/93 M. Fiedler, Topographie von Leukas in der Antike (unpublizierte
Magisterarbeit), Freien Universität Berlin.
Fiedler 1996 M. Fiedler, Zur Topographie der Polis Leukas, in Berktold 1996, 157-168.
Haake u. a. 2007 M. Haake – L. Kolonas – S. Scharff, Fragment einer metrischen
Strategenweihung an Aphrodite Stratagis aus dem hellenistischen Thyrreion,
Chiron 37, 113-121.
Habicht 1957 C. Habicht, Eine Urkunde des akarnanischen Bundes, Hermes 85, 86-122.
Heuzey 1860 L. A. Heuzey, Le mont Olympe et l’Acarnanie, Paris.
Hinsberger 2013 T. Hinsberger, Die Dachterrakotten vom Tempelplateau bei Palairos, in
Forschungen in Akarnanien I, 65-80.
Kirsten 1941 E. Kirsten, Bericht über eine Reise in Aitolien und Akarnanien, AA 56, 99-119.
Lang 2013 F. Lang, Differenzanlayse städtischer Praxis in Akarnanien, in Forschungen in
Akarnanien I, 137-161.
Lang 2016 F. Lang, Felsen und Steine – Mutmassungen über an-Ikonische Kultstätten in
Akarnanien, in Μ. Γιαννοπούλου - Χ. Καλλίνη (επιμ.), Ἠχάδιν Ι, Τιμητικός
Τόμος για τη Στέλλα Δρούγου, Αthens, 739-758.
Ley 2009 J. Ley, Stadtbefestigungen in Akarnanien: Ein bauhistorischer Beitrag zur

117
F. LANG

urbanen Entwicklungsgeschichte einer antiken Landschaft, Berlin.


Murray 1988 W. M. Murray, The coastal sites of western Akarnania. A topographical-
historical survey. Disseration 1982, Ann Arbor.
Nagel 2008 Α. Nagel, Searching for the gods at ancient Akarnania: New evidence from a
ritual deposit near Stratos, Cult and sanctuary through the ages. Proceedings
of the international symposium, Trnava 16.11. - 19.11.2007, Anodos, Studies of
the ancient world 6/7, 2006/2007, Trnava, 293-301.
Nilsson1906 M. P. Nilsson, Griechische Feste von religiöser Bedeutung mit Ausschluss der
Attischen, Leipzig.
Noack o.J. F. Noack, Akarnanien. (Abschrift des unveröffentlichen Manuskript).
Oberhummer 1887 E. Oberhummer, Akarnanien, Ambrakia, Amphilochien, Leukas im Altertum,
München.
Powell 1904 B. Powell, Oeniadae: III. The small temple, AJA 8, 202-206.
Pritchett 1992 W. K. Pritchett, Studies in ancient Greek topography 8, Amsterdam.
Richter 1960 G. Richter, Kouroi: Archaic greek youths, London.
Schwandner 1992 E. L. Schwandner, Jahresbericht 1991 des Deutschen Archäologischen Insti-
tuts, Akarnanien, AA 107, 669-670.
Schwandner 1996 E. L. Schwandner, Spáthari. Tempel ohne Säule und Gebälk?, in E.-L. Schwand-
ner (Hrsg.), Säule und Gebälk. Zu Struktur und Wandlungsprozess griechisch-
römischer Architektur, Berlin vom 16. bis 18. Juni 1994, Diskussionen zur
archäologischen Bauforschung 6, Mainz , 48-54.
Schwandner 2013 E. L. Schwandner, Notizen zum westgriechischen Regionalstil archaischer
Dachterrakotten, in Forschungen in Akarnanien I, 232-237.
Schwandner – Kolonas 1996 E.-L. Schwandner – L. Kolonas, Beobachtungen am Zeusheiligtum von Stra-
o tos, IstMitt 46, 187-196.
Strauch 1996 D. Strauch, Römische Politik und griechische Tradition. Die Umgestaltung
Nordwest-Griechenlands unter römischer Herrschaft, München.
Summa 2010 D. Summa, Una nuova lista culturale per Artemide, in Lo spazio ionico, 385393.
Svenshon 2001 H. Svenshon, Studien zum hexastylen Prostylos archaischre und klassischer
Zeit, URL: http://tuprints.ulb.tu-darmstadt.de/epda/000202/Hexastyler_Pros-
tylos.pdf
Trianti 2013 I. Trianti, Das Heiligtum des Apollon in Aktion, in Forschungen in Akarnanien
I, 279-292.
Wacker 1996 C. Wacker, Astakos, in Berktold 1996, 99-103.
Wurster 1973 W. W. Wurster, Dorische Peripteraltempel mit gedrungenem Grundriss, AA 88,
200-211.

118
ARCHITEKTUR IM KONTEXT AKARNANISCHER KULTORTE

Abb. 1. Akarnanien.

119
F. LANG

Abb. 2. Oinidai: stadtplan und Tempel (unten links); Astakos.

120
ARCHITEKTUR IM KONTEXT AKARNANISCHER KULTORTE

Abb. 3. Stratos.

Abb. 4. Spathari: Gruntdriβplan; hellenistiches Antefix (oben); archaische Löwenkoprf-Artemien-Sima.

121
F. LANG

Abb. 5: oben: Drymons; Mitte: Leukas, Rodakis ; unten: Aktion

Abb. 6 Palairos – Stadtplan; Luftfoto Tempelplateau; Altar

122
ARCHITEKTUR IM KONTEXT AKARNANISCHER KULTORTE

Abb. 7 Tempel im Vergleich

123
124
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
ΤΗΣ ΠΟΤΙΔΑΝΙΑΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ1

Ανθούλα Τσαρούχα

Η πόλη του αιτωλικού έθνους των Αποδωτών, Ποτιδανία είναι γνωστή μέσα από λιγοστές φιλολογι-
κές πηγές και αρχαιολογικές μαρτυρίες. Ο Θουκυδίδης εξιστορώντας τον Πελοποννησιακό πόλεμο
και ειδικότερα την εκστρατεία του Αθηναίου στρατηγού Δημοσθένη κατά των Αιτωλών το 426 π.Χ.,
αναφέρει την Ποτιδανία ως την πρώτη από τις αιτωλικές κώμες που κυρίευσε ο Αθηναίος στρατη-
γός2.
Αργότερα ο Τίτος Λίβιος αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια του Α΄ Μακεδονικού πολέμου, η Ποτι-
δανία και η Απολλωνία υπέστησαν τα δεινά των επιδρομών του Φιλίππου Ε΄ στη χώρα των Αιτω-
λών (208 π.Χ.)3. Σημαντική στιγμή για την εξέλιξη της πόλης ήταν στα μέσα του 3ου αι. π.Χ., όταν
η Ποτιδανία ως πόλη-μέλος του Αιτωλικού Κοινού προχώρησε στην έκδοση χάλκινου νομίσματος
στον οπισθότυπο του οποίου αποδίδονται ορισμένα από τα αρχικά του εθνικού ΠΟ-(Δ;)ΑΝ4. Επί-
σης, το όνομα της πόλης το 2ο αι. π.Χ. περιλαμβάνεται στον κατάλογο των θεαροδόκων στο Ιερό του
Απόλλωνα στους Δελφούς5.
H ταύτιση της Ποτιδανίας6 με τα ερείπια του αρχαίου οικισμού που είχαν εντοπιστεί σε μικρή
απόσταση νοτιοανατολικά του Κάμπου Δωρίδας ήδη από τα τέλη του 19ου αι.7, έγινε από τον
Klaffenbach με βάση μια απελευθερωτική επιγραφή8 του 2ου αι. π.Χ. στην οποία γίνεται επίκληση
στην εν Ποτειδανία Πυργία Αθηνά και εντοπίστηκε στo εκκλησάκι του Άγιου Νικολάου.
Η Ι΄ ΕΠΚΑ μετά από απόπειρες λαθρανασκαφής, στις θέσεις Βλισίδια και Καραούλι, κοντά στην
εκκλησία του Άγιου Νικολάου, το 1987 και το 1997 σε ένα εκτεταμένο χώρο προχώρησε σε καθα-
ρισμό των ορατών αρχιτεκτονικών λειψάνων και σε ανασκαφική έρευνα,9 η οποία απέδειξε ότι πρό-
κειται για τμήμα του οργανωμένου νεκροταφείου της αρχαίας Ποτιδανίας10 (εικ. 1).
Η έρευνα έφερε στο φως ορθογώνια ταφικά μνημεία με επεξεργασμένους λίθους και αδρές
πέτρες, που προφανώς συγκρατούσαν τύμβο και στο εσωτερικό τους διαμορφώνονται κιβωτιόσχη-
μοι τάφοι με τοιχώματα κατασκευασμένα είτε από μονολιθικές πλάκες είτε χτισμένα από αδρά επε-
ξεργασμένες λιθόπλινθους σε επάλληλους δόμους. Η ταφική αρχιτεκτονική της Ποτιδανίας ακολου-

1 Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στην Επίτιμη Προϊσταμένη Ι΄ ΕΠΚΑ κα Δέσποινα Σκορδά για την παραχώρηση του υλι-
κού. Επίσης, ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλονται στην κα Αθ. Ψάλτη, Προϊσταμένη της Ι΄ ΕΠΚΑ, στην αρχαιοφύλακα κα
Άννα Πέτσα και στο φυλακτικό προσωπικό του Αρχαιολογικού Μουσείου Άμφισσας για τις από μέρους τους διευκολύν-
σεις και τη βοήθεια κατά τη μελέτη του υλικού. Η φωτογράφηση των αντικειμένων έγινε από το Γιάννη Κουλελή και τα
σχέδια των αγγείων φιλοτέχνησε ο Γιάννης Θεοδοσίου.
2 Θουκυδίδης ΙΙΙ, 96, 2. Pritchett 1991, 49-52.
3 Livy 28.8.7-10. Pritchett 1991, 75-76.
4 Λιάμπη 1996,159-160.
5 Plassart 1921, 23, 58.
6 Bommeljé κ.ά. 1987, 87, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία. Για την ταύτιση της πόλης έχουν διατυπωθεί και άλλες
απόψεις, όπως του Ι. Νεραντζή, ο οποίος ταυτίζει την αρχαία Ποτιδανία με το σημερινό Τείχιον, βλ. Νεραντζής 2003,
184-185.
7 Woodhouse 1897, 648.
8 Klaffenbach 1935, 695-699.
9 Οι ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν με επικεφαλής την αρχαιολόγο Δέσποινα Σκορδά, το 1987 στην ανασκαφή συμμετεί-
χαν η αρχαιολόγος Θεοδότα Λουλοπούλου και ο συντηρητής Γιώργος Μπρέλλας, ενώ το 1997 υπεύθυνη για την τήρηση
του ημερολογίου ήταν η αρχαιολόγος Ευτυχία Φιλιππίδου.
10 Σκορδά 1989, 215. Σκορδά 1997, 447-448.

125
Α. ΤΣΑΡΟΥΧΑ

θεί τα πρότυπα των μακεδονικών τάφων, όπως των τάφων στο Δερβένι11 ή στην Αιανή Κοζάνης12
και συχνά επιχωριάζουν στην Αιτωλία13 αλλά και τη Δυτική Λοκρίδα14. Συνολικά ερευνήθηκαν τρι-
άντα δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι, εκ των οποίων σε κανέναν δεν διαπιστώθηκε η κατά χώρα ταφή και
μόνο σε ορισμένους εντοπίστηκαν αναμοχλευθέντα οστά. Επίσης, καθώς στους περισσότερους οι
καλυπτήριες πλάκες δεν βρέθηκαν στη θέση τους και η έρευνα, τόσο της εσωτερικής επίχωσης των
τάφων, όσο και των περιβόλων απέδωσε λιγοστά κτερίσματα, επιβεβαιώνεται η δράση των τυμβω-
ρύχων στο παρελθόν. Στον παρόν άρθρο παρουσιάζονται τα ευρήματα που αποτελούν τα καλύτερα
διατηρημένα δείγματα κεραμικής και μικροαντικείμενα που ήρθαν στο φως από τους τάφους Α, Ε,
Ζ, Η, Ι, Μ, Ξ, Ρ, Τ, Υ, Ω, από τον τάφο 3 και από τον συμβατικό ονομαζόμενο «ο τάφος με το κρά-
νος» και είναι ουσιαστικά ό,τι διασώθηκε από τη δράση των τυμβωρύχων.
Από τα κτερίσματα του τάφου Α διασώθηκε ένα λυχνάρι με βάση το οποίο η ταφή μπορεί να χρο-
νολογηθεί στο α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ.
1) Μελαμβαφής λύχνος15 (ΑΜΔ 17891).Υψ. 0,029 μ., μήκ. 0,098 μ., διάμ. β. 0,04 μ. Ακέραιος.
Πηλός κιτρινέρυθρος (5YR/7.6), μελανό εξίτηλο γάνωμα κατά τόπους. Βάση δισκόμορφη με κοι-
λότητα στην κάτω επιφάνεια της, σώμα πεπλατυσμένο, μυκτήρας βραχύς, στο δίσκο οπή πλήρωσης
που ορίζεται με αβαθή εγχάραξη και στον ώμο πλαστικό «ωτίο».
Ο τάφος Ε περιείχε ταφή κτερισμένη τουλάχιστον με δύο λυχνάρια (1,2) που χρονολογούνται στα
τέλη του 3ου αι. π.Χ.
1) Λύχνος μελαμβαφής (ΑΜΔ 17888). Υψ. 0,023 μ., διάμ. β. 0,04 μ., μήκ. 0,102 μ. Συγκολλη-
o μένος και συμπληρωμένος. Πηλός καστανέρυθρος (5YR/6.6), μελανό γάνωμα σε ελάχιστα σημεία.
Βάση δισκόμορφη, σώμα αμφικωνικό με γωνιώδες περίγραμμα, γύρω από την οπή πλήρωσης αβα-
θής αυλάκωση, μυκτήρας βραχύς και στον ώμο μικρός λοβός. Ανάλογα λυχνάρια του τελευταίου
τέταρτου του 3ου αι. π. Χ. έχουν εντοπιστεί σε τάφους των ελληνιστικών χρόνων στην αιτωλική Χαλ-
κίδα16 και στη Δημητριάδα17.
2) Λύχνος μελαμβαφής (ΑΜΔ 17889). Υψ. 0,035 μ., διάμ. β. 0,032 μ., μήκ. 0,087 μ. Συγκολλημέ-
νος και συμπληρωμένος. Πηλός καστανέρυθρος (5YR/6.6), μελανό γάνωμα κατά τόπους. Βάση με
ελαφρώς κοίλη επιφάνεια έδρασης, σώμα πεπιεσμένο, μυκτήρας βραχύς, στο δίσκο οπή πλήρωσης
που ορίζεται με αβαθή αυλάκωση και στον ώμο συμπαγής λοβός. Παρουσιάζει κοινά στοιχεία με τα
λυχνάρια από το Κάλλιο, που ανήκουν στον τύπο α΄ και χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του
3ου αι. π.Χ.
Στον τάφο Ζ εντοπίστηκε ένα άωτο μελαμβαφές σκυφίδιο (ΑΜΔ 17883). Υψ. 0,034 μ., διάμ. β.
l 0,035 μ., διάμ. χ. 0,064 μ. Συγκολλημένο και συμπληρωμένο. Πηλός καστανέρυθρος (5YR/6.6), ίχνη
μελανού γανώματος. Βάση κωνική, χαμηλή με απόφυση στο κέντρο της κάτω επιφάνειας, σώμα
s ευρύ και χείλος απλό. Ανάλογο σκυφίδιο εντοπίστηκε σε τάφο πρώιμων ελληνιστικών χρόνων στην
Αλίκυρνα Αιτωλίας18.
Στον τάφο Η εντοπίστηκαν ένα δαχτυλίδι (1) και ένα ζευγάρι ενωτίων (2), κτερίσματα που φανε-
ρώνουν ότι φιλοξενούσε μια παιδική ταφή των ελληνιστικών χρόνων.
1) Χρυσό δαχτυλίδι (ΑΜΔ 13950). Διάμ. 0,017 μ. Ακέραιο. Αποτελείται από ταινιωτό έλασμα
που απολήγει σε ελεύθερα στρογγυλεμένα άκρα και ελλειψοειδή σφενδόνη, η οποία φέρει παρά-
σταση αιχμής δόρατος (εικ. 2). Ανάλογο ως προς το σχήμα δαχτυλίδι έχει εντοπιστεί και σε τάφο των

11 Θέμελης – Τουράτσογλου 1997, 135 κ.ε.


12 Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2009, 63.
13 Τριχόνειον - Άκραι - Μέταπα, 38.
14 Raptopoulos κ.ά.. 2007, 101-110.
15 Ανήκει στον τύπο 28Β, βλ. Howland 1958, 93, πίν.14, 41.
16 Eiring 2004, 129-130, εικ. 48.
17 Μπάτζιου-Ευσταθίου – Τριανταφυλλοπούλου, 2003-2009, 229, εικ. 40.
18 Δεκουλάκου 1971, 325, πίν. 301 ζ.

126
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΙΟ ΤΗΣ ΠΟΤΙΔΑΝΙΑΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ

ελληνιστικών χρόνων στη αιτωλική Χαλκίδα19. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απεικόνιση της
αιχμής δόρατος, δεδομένου ότι τα νομίσματα που εκδόθηκαν τον 3ο αι. π. Χ. από τις πόλεις – μέλη
του αιτωλικού κοινού, όπως και η Ποτιδανία, έφεραν στον οπισθότυπο ένα κοινό εικονογραφικό
τύπο που περιλάμβανε και την αιχμή του δόρατος20.
2) Ζεύγος χρυσών ενωτίων (ΑΜΔ 13950α-β). Διάμ. 0,011 μ. Αποτελούνται από καμπύλο στριφτό
στέλεχος, το ένα άκρο του οποίου απολήγει σε περίοπτη λεοντοκεφαλή αδρά διαμορφωμένη και το
άλλο άκρο του μειώνεται σταδιακά και απολήγει μυτερό. Στο ένα από τα δύο ενώτια, η λεοντοκε-
φαλή κοσμείται με πλαστικούς δακτυλίους και στεφάνη με τριγωνικές απολήξεις. Τα ενώτια αυτά
ανήκουν σε τύπο ιδιαίτερα διαδεδομένο σε όλο τον αρχαίο κόσμο από τον όψιμο 4ο έως το 2ο αι.
π.Χ21. Η ύπαρξη αυτού του τύπου έχει συνδεθεί με την παρουσία των Μακεδόνων στις περιοχές που
εντοπίζονται δεδομένου ότι ο τύπος αυτός απαντάται συχνότερα στην Μακεδονία22.
Η έρευνα στον τάφο Ι απέδωσε ένα μυροδοχείο (1), έναν κάνθαρο (2) και ένα λυχνάρι (3) τα
οποία χρονολογούν την ταφή στο α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ.
1) Ατρακτόσχημο μυροδοχείο (ΑΜΔ 17884).Υψ. 0,085 μ., διάμ. β. 0,018 μ., διάμ. χ. 0,017 μ.
Συμπληρωμένο. Πηλός τεφροκάστανος (5YR/5.2). Βάση δισκόμορφη που διακρίνεται από το βραχύ
πόδι με χάραξη και χείλος λοξότμητο. Ανάλογο παράδειγμα από την Επίδαυρο23.
2) Κάνθαρος (ΑΜΔ 17885). Υψ. 0,053 μ., διάμ. β. 0,03 μ., διάμ. χ. 0,052 μ. Συγκολλημένος και
συμπληρωμένος. Πηλός καστανέρυθρος (5YR/6.6), απολεπισμένο μελανό γάνωμα. Βάση χαμηλή
κωνική με μικρή απόφυση στο κέντρο της κάτω επιφάνειας, σώμα βαθύ ημισφαιρικό, που απολήγει
σε απλό χείλος, κάτω από το οποίο ξεκινούν οι ταινιωτές κάθετες λαβές που φέρουν στην άνω επι-
φάνειά τους διακοσμητικό ταινιωτό επίθεμα. Ανάλογος κάνθαρος από το Λιθοβούνι Μακρυνείας24,
χρονολογείται στο α΄ μισό 3ου αι. π. Χ. Ο τύπος αυτός είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος και συναντάται
και στην Καλυδώνα25, στη Ναύπακτο26 και στην αιτωλική Χαλκίδα27.
3) Λύχνος μελαμβαφής (ΑΜΔ 17887). Υψ. 0,03 μ., διάμ. β. 0,036 μ., μήκ. 0,085 μ. Ακέραιος.
Πηλός καστανέρυθρος (5YR/6.6), μελανό γάνωμα κατά τόπους. Βάση δισκόμορφη χαμηλή με ελα-
φρώς κοίλη επιφάνεια έδρασης, σώμα γωνιώδες πεπλατυσμένο, δίσκος μικρός με περιφέρεια που
δηλώνεται με στενή αυλάκωση γύρω από την οπή πλήρωσης και μυκτήρας βραχύς.
Από τα κτερίσματα του τάφου Μ, διέφυγαν τη σύληση και περισυλλέχθηκαν δύο σκυφίδια (1,2),
δύο λυχνάρια (3,4), ένας αρυτήρας (5), δύο πώματα αγγείων (6,8), ένας σκύφος (7) και δύο νομί-
σματα (9,10).
1) Άωτο μελαμβαφές σκυφίδιο (ΑΜΑ 4986). Υψ. 0,03 μ., διάμ. β. 0,03 μ., διάμ. χ. 0,06 μ. Λείπει
τμήμα της βάσης. Πηλός κιτρινέρυθρος (7.5YR/7.6), μελανό γάνωμα κυρίως στο εσωτερικό του.
Βάση δακτυλιοειδής με απόφυση στην επιφάνεια της, σώμα ημισφαιρικό με χείλος που στρέφεται
προς τα μέσα.
2) Μόνωτο μελαμβαφές σκυφίδιο (ΑΜΑ 4987). Υψ. με λαβή 0,059 μ., ύψ. 0,052 μ., διάμ. β.
0,05 μ., διάμ. χ. 0,085 μ. Συγκολλημένο. Πηλός καστανέρυθρος (5YR/6.6), καστανομέλανο γάνωμα
κυρίως στο εσωτερικό. Βάση δακτυλιοειδής με μικρή απόφυση στην επιφάνεια της, σώμα ημισφαι-
ρικό και πεταλόσχημη λαβή. Ανάλογο σκυφίδιο από τάφο των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων στην

19 Eiring 2004, 141, εικ. 63.


20 Λιάμπη 1996, 157. Δαχτυλίδι με έκτυπη αιχμή δόρατος έχει εντοπιστεί και σε τάφο στην Πάτρα, βλ. Παπαποστόλου
1990, 125.
21 Μπέσιος – Τσιγαρίδα 2000, 183.
22 Πετρόπουλος 2005, 69.
23 Προσκυνητοπούλου 2011, 179, αρ. Ε 49.
24 Ζαφειροπούλου – Γεωργιάδου 2010, 58.
25 Παπαποστόλου 1972, 435-436, πίν. 366.
26 Μαστροκώστας 1961-1962, 183-184, πίν.210. Σαράντη 2011, 164-165, πίν.67.
27 Eiring 2004, 141, εικ. 63.

127
Α. ΤΣΑΡΟΥΧΑ

Αλίκυρνα28, τον Στράτο29 και την αιτωλική Χαλκίδα30.


3) Λύχνος μελαμβαφής (ΑΜΑ 4988). Υψ. 0,034 μ., διάμ. β. 0,044 μ., μήκ. 0,093 μ. Συγκολλη-
μένος. Λείπει η οριζόντια ταινιωτή λαβή. Πηλός καστανέρυθρος (5YR/6.6), απολεπισμένο μελανό
γάνωμα. Βάση δισκόμορφη και σώμα καμπύλο. Χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι – αρχές 3ου αι.
π.Χ. Ανάλογα λυχνάρια έχουν εντοπιστεί στην αιτωλική Χαλκίδα31, στην Αλίκυρνα32 και στους Δελ-
φούς33.
4) Λύχνος μελαμβαφής (ΑΜΑ 4989). Υψ. 0,032 μ., διάμ. β. 0,043 μ., μήκ. 0,083 μ. Ακέραιος.
Πηλός κιτρινέρυθρος (5YR/7.6),μελανό απολεπισμένο γάνωμα. Βάση δισκόμορφη, με ελαφρώς
κοίλη επιφάνεια έδρασης, γωνιώδες περίγραμμα και μαστοειδή απόφυση στον ώμο.
5) Αρυτήρας (ΑΜΑ 4990). Υψ. 0,07 μ., διάμ. χ. 0,064 μ. Συγκολλημένος και ελλιπής. Πηλός
καστανέρυθρος (5YR/6.6). Βάση χωρίς ιδιαίτερη διαμόρφωση, σώμα σφαιρικό, χείλος κάθετο και
λαβή κάθετη, ταινιωτή, συμφυής με το χείλος. Ιδιαίτερα διαδεδομένος τύπος αγγείου που συναντά-
ται για μεγάλο χρονικό διάστημα από τον 4ο αι. έως και το 2ο αι. π.Χ.
6) Πώμα αγγείου με δακτυλιόσχημη λαβή που κοσμείται με εγχαράξεις (ΑΜΑ 4991). Υψ. 0,05,
διάμ. χ. 0,194 μ. Συγκολλημένο και ελλιπές. Πηλός καστανέρυθρος (5YR/ 6.6), φθαρμένο μελανό
γάνωμα. Παρουσιάζει κοινά στοιχεία με ανάλογο κάλυμμα από την Έδεσσα34, που χρονολογείται
στο α΄ τέταρτο του 3ου αι. π.Χ.
7) Μελαμβαφές σκυφίδιο (ΑΜΑ 4992). Υψ. 0,053 μ., διάμ. β. 0,07 μ., διάμ. χ. 0,135 μ. Συγκολ-
λημένο και ελλιπές στο χείλος και το σώμα. Πηλός καστανέρυθρος (5YR/6.6). Βάση δακτυλιό-
o σχημη, σώμα ευρύ, ημισφαιρικό και χείλος που νεύει προς τα μέσα. Ανάλογο παράδειγμα από την
Κόρινθο35 χρονολογείται γύρω στο 250 π.Χ.
8) Μελαμβαφές πώμα πυξίδας (ΑΜΑ 4993). Σωζ. ύψ. 0,045 μ., διάμ. 0,09 μ. Ελλιπές. Πηλός
ανοιχτόχρωμος καστανός (7.5YR/6.4). Στην κορυφή του ασπιδόμορφου θόλου διατηρείται τμήμα
της λαβής.
9) Αργυρό νόμισμα Σικυώνας (ΑΜΑ 4997). Ελλιπές και φθαρμένο. Στον οπισθότυπο διατηρείται
παράσταση περιστεριού που ίπταται. Διαμ. 0,0079 μ. Βάρος 0,02 γρ.
10) Χάλκινο νόμισμα του Κοινού των Φωκέων, 357-346 π.Χ. (ΑΜΑ 4977), διάμ. 0,015 μ36. Στον
εμπροσθότυπο κεφαλή ταύρου και στο οπισθότυπο φθαρμένη επιγραφή ΦΩ και στεφάνι ελιάς.
Στον Τάφο ξ το νεκρό κοσμούσαν ένα ενώτιο (1) και ένα χρυσό εξάρτημα περιδεραίου (2) και τον
συνόδευαν ένα μικρογραφικό αγγείο (3), δύο σκυφίδια (4,5), δύο λυχνάρια (6,7), τέσσερα μυροδο-
χεία (8-11) και μια δανάκη (12).
l 1) Χρυσό ενώτιο με μορφή ερωτιδέα (ΑΜΑ 3675, εικ. 3α). Υψ. ±0,011 μ. Συγκολλημένο. Πρό-
κειται για κρίκο από στριφτό σύρμα, στο παχύτερο άκρο του οποίου προσαρμόζεται μορφή ερωτι-
s δέα χωρίς ιδιαίτερη απόδοση λεπτομερειών. Ο τύπος αυτός εμφανίστηκε στον όψιμο 4ο αι., επιβίωσε
για μικρό χρονικό διάστημα μέσα στον 3ο αι. και τα περισσότερα παραδείγματα προέρχονται από τη
Μακεδονία37. Ανάλογα παραδείγματα στη Μεδεώνα38 και το Λιθοβούνι Μακρυνείας39 χρονολογού-

28 Δεκουλάκου 1971, 325, πίν. 301 α.


29 Σταυροπούλου-Γατση – Τσαντήλα 2009, 250, εικ.5.
30 Eiring 2004, 119.
31 Μοschos 2000, 299, εικ.71-72.
32 Δεκουλάκου 1971, 325, πίν. 301στ.
33 Perdrizet 1908, 187.
34 Χρυσοστόμου 2013,128.
35 Edwards 1975, 31, αρ.15, πίν. 43.
36 Ανάλογα χάλκινα νομίσματα του Κοινού των Φωκέων εντοπίστηκαν και σε θησαυρό στην Άμφισσα, βλ. Κραβαρτό-
γιαννος 1992, 108.
37 Μπέσιος – Τσιγαρίδα 2000, 181.
38 Vatin κ.ά. 1976, 117, εικ. 204.
39 Ζαφειροπούλου – Γεωργιάδου 2010, 55-56.

128
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΙΟ ΤΗΣ ΠΟΤΙΔΑΝΙΑΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ

νται στα τέλη του 4ου αι. μέχρι τα μέσα του 3ου αι. π.Χ.
2) Χρυσό διάλιθο εξάρτημα περιδεραίου σε σχήμα ηράκλειου κόμβου (ΑΜΑ 3676, εικ.3β). Μήκ.
0,014 μ. Ακέραιο. Αποτελείται από δύο αντιθετικά συμπλεκόμενες θηλιές από κοχλιωτό σύρμα και
στο κέντρο κοσμείται με ημιπολύτιμο λίθο. Ανάλογο κόσμημα έχει βρεθεί σε θησαυρό ελληνιστικών
κοσμημάτων στη Θήβα40 και σε τάφο στην ΄Αμβροσσο41, που χρονολογείται από τα τέλη του 4ου αι.
έως και το 2ο αι. π.Χ.
3) Μικρογραφικό άωτο αγγείο (ΑΜΑ 4979). Υψ. 0,023 μ., διάμ. χ. 0,022 μ., διάμ. β. 0,028 μ.
Ακέραιο με λιγοστές αποκρούσεις στην επιφάνεια. Πηλός ανοιχτόχρωμος καστανός (10YR/7.3).
Βάση επίπεδη, σώμα ευρύ στο κάτω μέρος και χείλος που κλείνει προς τα έξω. Παρόμοια αγγεία από
τη Δήλο42, την Αμβρακία43 και την Κόρινθο44, το οποίο χρονολογείται στο β΄ μισό του 3ου αι. π.Χ.,
4) Άωτο μελαμβαφές σκυφίδιο (ΑΜΑ 4980). Υψ. 0,029 μ., διάμ. χ. 0,049 μ., διάμ. β. 0,038 μ.
Ακέραιο. Πηλός ροδόχρωμος (7.5YR/7.4), μελανό απολεπισμένο γάνωμα. Βάση δακτυλιόσχημη
με μικρή απόφυση και σώμα ημισφαιρικό με χείλος καμπύλο που στρέφεται προς τα μέσα (εικ. 4).
5) Άωτο μελαμβαφές σκυφίδιο (ΑΜΑ 4981). Υψ. 0,032 μ., διάμ. χ. 0,06 μ., διάμ. β. 0,033 μ. Λεί-
πει τμήμα της βάσης. Πηλός κιτρινέρυθρος (7.5YR/7.6), φθαρμένο μελανό γάνωμα. Βάση δακτυλιό-
σχημη με μικρή απόφυση. Σώμα ημισφαιρικό βαθύ με χείλος καμπύλο που στρέφεται προς τα μέσα.
Τα παραπάνω άωτα σκυφίδια ανήκουν σε ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο τύπο αγγείων που παράγονται
στην Αθήνα45 από το β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ. και συνεχίζουν και στους ελληνιστικούς χρόνους.
6) Λύχνος (ΑΜΑ 4982). Υψ. 0,029 μ., διάμ. β. 0,04 μ. Ακέραιος. Πηλός κιτρινέρυθρος (5YR/7.6),
εξίτηλο μελανό γάνωμα κατά τόπους. Βάση δισκόμορφη, σώμα με ελαφρά γωνιώδες περίγραμμα,
βραχύς μυκτήρας, η επιφάνεια του δίσκου επίπεδη, ορίζεται με εγχάραξη και στον ώμο συμπαγές
«ωτίο». Παρουσιάζει κοινά στοιχεία με τον τύπο δ΄ των λύχνων της Καλλίπολης, που χρονολογείται
κυρίως στο γ΄ τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.- β΄ τέταρτο του 3ου αι. π.Χ46.
7) Λύχνος μελαμβαφής (ΑΜΑ 3693). Υψ. 0,031 μ., διάμ. β. 0,035 μ., μήκ. 0,08 μ. Πηλός κιτρι-
νέρυθρος (7.5YR/7.6), μελανό γάνωμα με λιγοστές φθορές. Βάση δισκόμορφη ελαφρά κοίλη, σώμα
«φακοειδές» και στον ώμο «ωτίο». Ανάλογα παραδείγματα από την Αθήνα47 και τη Δημητριάδα48.
8) Ατρακτόσχημο μυροδοχείο49, β΄ μισό του 2ου αι. π.Χ. (ΑΜΑ 4984, εικ. 5α, 6β). Υψ. 0,113 μ.,
διάμ. β. 0,017 μ., διάμ. χ. 0,021 μ. Συγκολλημένο. Πηλός ανοιχτός καστανός (10 YR/6.3). Βάση
δισκόμορφη που διακρίνεται από το πόδι με χάραξη και χείλος λοξότμητο.
9) Ατρακτόσχημο μυροδοχείο (ΑΜΑ 3695, εικ. 5β). Υψ. 0,125 μ., διάμ. β. 0,018 μ. Συγκολλη-
μένο, συμπληρωμένο και ελλιπές. Πηλός τεφρός-καστανός. Βάση δισκοειδής με περιμετρική εγχά-
ραξη στο σημείο ένωσης του ποδιού και βάσης. Ανάλογο παράδειγμα από την Επίδαυρο χρονολο-
γείται στο β΄ μισό του 2ου αι. π.Χ50.
10) Ατρακτόσχημο μυροδοχείο (ΑΜΑ3697, εικ. 5γ). Υψ. 0,095 μ., διάμ. β. 0,017 μ., διάμ. χ. 0,014 μ.
Συγκολλημένο. Πηλός καστανός. Βάση δισκοειδής που ορίζεται με εγχάραξη και χείλος λοξότμητο.
Ανάλογο παράδειγμα από την Επίδαυροχρονολογείται στο β΄ μισό του 2ου αι. π.Χ51.

40 Κουντούρη 2001, 224.


41 Ντάσιος 1993, 222, πίν. 71 α.
42 Ζαφειροπούλου – Χατζηδάκης 1994, 245, πίν. 201β.
43 Ανδρέου – Ανδρέου 2000, 306, πίιν.152γ.
44 Blegen κ.ά. 1964, 293-294, τάφος 498:9-10, πίν. 78.
45 Rotroff 1997, 167, 79.
46 Μπαζιωτοπούλου-Βαλαβάνη 1994, 49, πίν. 17 α.
47 Ανήκει στον τύπο 29 των αττικών λύχνων και χρονολογείται από τα τέλη του 4ου αι. έως το β΄ τέταρτο του 3ου αι. π.Χ.,
βλ.Howland 1958, 94-97.
48 Νικολάου 2004, 54, πιν. 9, ΒΕ 16743, όπου αναφέρονται και άλλα γνωστά παραδείγματα.
49 Προσκυνητοπούλου 2011, Ε 93, 89.
50 Προσκυνητοπούλου 2011, Ε 102, 190-191.
51 Προσκυνητοπούλου 2011, Ε 94, 189.

129
Α. ΤΣΑΡΟΥΧΑ

11) Μυροδοχείο ατρακτόσχημο (ΑΜΑ 4983, εικ. 5δ, 6α) Υψ. 0,141 μ., διάμ. β. 0,025 μ., διάμ.
χ. 0,025 μ. Συγκολλημένο. Πηλός τεφρός-καστανός (10YR/6.2). Βάση δισκοειδής που ορίζεται με
εγχάραξη και λοξότμητο χείλος. Ανάλογο λυχνάρι από την Επίδαυρο χρονολογείται στο β΄ μισό του
2ου αι. π.Χ52.
12) Αργυρή δανάκη ή νομισματόμορφο σύμβολο των Εσπεριών Λοκρών53, πιθανόν 3ου αι. π.Χ.
(ΑΜΑ 4998). Διάμ. 0,0011 μ., Βάρος 0,005 γρ. Στον εμπροσθότυπο απεικονίζεται δεκαεξάκτινο
αστέρι σε στικτό κύκλο και στον οπισθότυπο περιστέρι. Υιοθετούν τον τύπο του οβολού των Οπου-
ντίων Λοκρών και των νομισμάτων της Σικυώνας. Μπορεί να θεωρηθεί λαλούν σύμβολο των Εσπε-
ρίων Λοκρών και να επιβεβαιώνει τη μαρτυρία του Στράβωνα (Φωκικά Γ 1-2) ότι οι Εσπέριοι Λοκροί
έχουν στη δημόσια σφραγίδα τους τον «έσπερον αστέρα».
Στον τάφο Ρ εντοπίστηκε ένας αργυρός οβολός Σικυώνας, 340-320 π.Χ (ΑΜΑ 4999). Διάμ. 0,010
μ. Βάρος 0,005 γρ. Εμπρόσθια όψη: κεφαλή Απόλλωνος σε κατά τομή προς τα δεξιά. Οπίσθια όψη:
Περιστέρι ιπτάμενο προς τα δεξιά. Ανάλογο νόμισμα έχει εντοπιστεί και στο Λιθοβούνι Τριχωνί-
δας54.
Από τον τάφο Τ περισυλλέχθηκε ένας ακόμη αργυρός οβολός Σικυώνας, 340-320 π.Χ. (ΑΜΑ
5000). Διάμ. 0,0095 μ., Βάρος 0,003 γρ.
Από τον τάφο Υ προέρχεται ένα χρυσό ενώτιο (ΑΜΑ 3674, εικ. 7). Υψ. ± 0,015 μ. Ακέραιο.
Αποτελείται από χρυσό σύρμα που δημιουργεί τόξο και σε αυτό στερεώνεται η φτερωτή μορφή ενός
ερωτιδέα που κρατά φιάλη. Ανάλογο ενώτιο στο οποίο όμως στερεώνεται πτηνό, προέρχεται από
o τάφο στο Αιγίνιο που χρονολογείται στο α΄ τέταρτο του 3ου αι. π.Χ55.
Στον «τάφο με το κράνος» εντοπίστηκαν ένα χάλκινο κράνος (1) και θραύσματα χάλκινων ελα-
σμάτων (2,3).
1) Χάλκινο κράνος ψευδοαττικού ή αττικού τύπου με γείσο56 (ΑΜΑ 4900). Πιθανόν πρόκειται
για μακεδονικό λάφυρο και χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. - αρχές 3ου αι. π.Χ.
2) Χάλκινο έλασμα με ορθογώνια οπή και οπές για εφήλωση (ΑΜΑ 5182). Διαστ. 0,06 x 0,04 μ.
Πρόκειται για εξάρτημα προσαρμοσμένο σε ξύλινο κιβωτίδιο.
3) Θραύσματα χάλκινων ελασμάτων με ανάγλυφη παράσταση πλοχμού (ΑΜΑ 5183). Ανάλογες
διακοσμητικές ταινίες και στο Κωρύκειο Άντρο57 και στους Δελφούς58.
Στον τάφο 3 εντοπίστηκε ένα ατρακτόσχημο μυροδοχείο (ΑΜΑ 3696). Υψ. 0,09 μ., διάμ. β.
0,019 μ., διάμ. χ. 0,013 μ. Ακέραιο. Πηλός καστανός-τεφρός. Βάση δισκοειδής που ορίζεται με εγχά-
ραξη, βραχύσωμο σώμα και λοξότμητο χείλος. Ανάλογο παράδειγμα από την Επίδαυρο59 χρονολο-
l γείται στο β΄ μισό του 3ου αι. π.Χ.

s Ευρήματα εκτός τάφων


1) Μελαμβαφής οινοχόη (ΑΜΑ 5001, εικ.8). Υψ. 0,205 μ., διάμ. β. 0,054 μ. Συγκολλημένη και
συμπληρωμένη. Πηλός καστανέρυθρος (5YR/ 6.6), μελανό φθαρμένο γάνωμα. Βάση βαθμιδωτή,
σώμα ωοειδές με διακόσμηση από γλωσσοειδή κοσμήματα με έντυπους ομόκεντρους κυκλίσκους.
Λαβή ταινιωτή υπερυψωμένη και ραμφόστομο χείλος διακοσμημένο με ομφαλούς. Το συγκεκριμένο
αγγείο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον με δεδομένο ότι και από εργαστήρια της Αιτωλίας και της

52 Προσκυνητοπούλου 2011, Ε 103, 191.


53 Η ταύτιση της αργυρής δανάκης πραγματοποιήθηκε από τον συνάδελφο αρχαιολόγο-νομισματολόγο του Νομισματικού
Μουσείου κ. Αλέξανδρο Ανδρέου, στον οποίο οφείλω ιδιαίτερες ευχαριστίες.
54 Παπαποστόλου 1978, 166. Τριχόνειον - Άκραι - Μέταπα, 128.
55 Μπέσιος – Τσιγαρίδα 2000, 185.
56 Σκορδά 2005, 235-240.
57 Rolley 1984, 273, εικ. 26, αρ. 53 a-c.
58 Perdrizet 1908, 104, εικ. 357-359.
59 Προσκυνητοπούλου 2011, Ε 63, 182.

130
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΙΟ ΤΗΣ ΠΟΤΙΔΑΝΙΑΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ

Ακαρνανίας παράγονταν αγγεία του λεγόμενου «ηλειακού» τύπου60.


1) Αρυτήρας61, τέλη 4ου αι. π.Χ. (ΑΜΔ 17886). Σωζ. ύψ. με λαβή 0,045 μ., διάμ. β. 0,05 μ. Συγκολ-
λημένος, ελλιπής. Πηλός πορτοκαλόχρωμος (7.5YR/6.4). Βάση χωρίς ιδιαίτερη διαμόρφωση, σώμα
σχεδόν σφαιρικό, χείλος που στρέφεται ελαφρά προς τα έξω, κάθετη ταινιωτή λαβή, συμφυής στο
χείλος του αγγείου.
2) Πυραμιδοειδής αγνύθα με μια οπή ανάρτησης (ΑΜΑ 5184).Υψ. 0,058 μ., πλ. β. 0,03 μ.
3) Πυραμιδοειδής αγνύθα με μια οπή ανάρτησης (ΑΜΑ 5185). Υψ.0,08 μ., πλ. β. 0,05 μ.
Με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα και παρά τη διαταραγμένη κατάσταση των τάφων, από τα
ευρήματα του νεκροταφείου διαπιστώνεται η παρουσία ποικίλων διαδεδομένων τύπων πήλινων
αγγείων, χάλκινων αντικειμένων, νομισμάτων και κοσμημάτων. Τα πήλινα αγγεία, κυρίως μυροδο-
χεία, λύχνοι, σκυφίδια και οι σκύφοι αποτελούν τη βασική κατηγορία κτερισμάτων, ανήκουν σε κοι-
νούς τύπους αγγείων της ελληνιστικής περιόδου και δίνουν μια αντιπροσωπευτική εικόνα της κερα-
μικής στην περιοχή στους ελληνιστικούς χρόνους. Η ομοιογένεια στον πηλό, η μέτρια και ατελής
όπτηση, χωρίς την τεχνική αρτιότητα, που καθιστά τον πηλό μαλακό και εύθρυπτο, το γάνωμα στα
περισσότερα αγγεία ανομοιόμορφο, εξίτηλο και θαμπό, συνηγορούν στην ύπαρξη τοπικών εργαστη-
ρίω,τα οποία σε γενικές γραμμές αντλούν τα πρότυπά τους από την Αττική και την Κόρινθο και στο
πλαίσιο της κοινής ελληνιστικής παραγωγής παράγουν προϊόντα με μικρές παραλλαγές των γνω-
στών τύπων.
Από την εξέταση της κεραμικής είναι σαφείς τόσο η ομοιογένεια που παρατηρείται με άλλα
κέντρα της Αιτωλίας όπως η Καλλίπολη, η Χαλκίδα, η Αλίκυρνα και η Καλυδώνα, όσο και οι επιρ-
ροές από τα κέντρα της Στερεάς Ελλάδας όπως η Μεδεών. Έτσι στo πλαίσιο της άσκησης ενός περι-
φερειακού εμπορίου κεραμικών προϊόντων που έχει διαπιστωθεί στην Αιτωλία και της ανεύρεσης
κεραμικού κλιβάνου στη Ναύπακτο και μητρών για την κατασκευή ανάγλυφων σκύφων62, τα κτερί-
σματα του νεκροταφείου της Ποτιδανίας θα μπορούσαν πιθανότατα να προέρχονται από ένα τοπικό
ελληνιστικό εργαστήριο με τα χαρακτηριστικά του πρώιμου ελληνιστικού εργαστηρίου της Ναυπά-
κτου63.
Τα ευρήματα του νεκροταφείου της Ποτιδανίας, επιβεβαιώνουν την πληροφορία του γεωγράφου
και ιστορικού Αγαθαρχίδη του Κνιδίου ότι οι Αιτωλοί «περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους
είναι τόσο πιο έτοιμοι να πεθάνουν όσο και να ζήσουν στην πολυτέλεια»64 και αποτελούν μια μικρή
συμβολή στην εικόνα μιας σχετικά άγνωστης ευημερούσας ελληνιστικής πόλης που ανήκε στα
γεωγραφικά όρια της Επικτήτου Αιτωλίας65 και άκμασε στο πλαίσιο της Αιτωλικής Συμπολιτείας.
Μάλιστα, σε συνδυασμό με την προσπάθεια των μικρών πόλεων της Αιτωλικής Συμπολιτείας να
αναπτυχθούν και να δραστηριοποιηθούν ως πολιτικές οντότητες με την έκδοση των χάλκινων νομι-
σμάτων που είναι προϊόντα μιας κοινωνίας που διευρύνεται πολιτικά και οικονομικά66, συμβάλλουν
στη σύνθεση της ιστορικής οντότητας της πόλης των Αιτωλών.

60 Τριχόνειον - Άκραι - Μέταπα, 60.


61 Sparkes – Talcott 1970, 334, αρ.1403, πίν.45. Καλτσάς 1983, 9, 31, σχ. 3, πίν. 9γ.
62 Γραβάνη 2009, 57.
63 Σαράντη 2011, 165.
64 Τριχόνειον - Άκραι - Μέταπα, 12.
65 Κατωπόδης 1990, 22-23, 59.
66 Λιάμπη 1996, 163.

131
Α. ΤΣΑΡΟΥΧΑ

ABSTRACT

ARCHAEOLOGICAL EVIDENCES
FROM THE CEMETERY OF POTIDANIA, AETOLIA

Αnthoula Tsaroucha

Close to the church of St. Nicolas in the mountainous village of Kampos, municipality of Dorida the
existence of the ancient habitation had already been ascertained since the late 19th century. It was
identified by scholars with the ancient aetolian city of Apodotοi, Potidania.
In Vlissidia, Kampos near St. Nicolas church, after attempts of illegal excavations in the area,
10th Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities fulfilled a clearance of the visible architectural
remains and the excavation proved the existence of the organized cemetery of the ancient habitation.
The excavations shed light to a section of the cemetery which dates back to the late 4th century
BC – early 3rd century BC. The findings (tomb stones, jewellery, vessels, spear-heads and coins)
constitute valuable evidence of life in the city and, together with the issuing of coins by the small city
in the middle of the 3rd century BC prove the prosperity of the city.

132
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΙΟ ΤΗΣ ΠΟΤΙΔΑΝΙΑΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Α.Μ.Δ Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών
Α.Μ.Α Αρχαιολογικό Μουσείο Άμφισσας

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Ανδρέου – Ανδρέου 2000 Ι. Ανδρέου – Η. Ανδρέου, Τα μικρογραφικά αγγεία ως ιδιαίτερη παραγωγή των
ελληνιστικών εργαστηρίων της Αμβρακίας, στο Ε΄ ΕλλΚερ, Χανιά 1997, Πρα-
κτικά, Αθήνα, 301-310.
Γραβάνη 2009 Κ. Γραβάνη Η ελληνιστική κεραμικής της Βορειοδυτικής Ελλάδας, στο ΕλλΚερ
Αιτωλοακαρνανίας, 47-65.
Δεκουλάκου 1971 Ι. Δεκουλάκου, Αλίκυρνα, ΑΔ 26, Χρονικά Β'2, 325-326.
Ζαφειροπούλου – Χατζηδάκης 1994 Φ. Ζαφειροπούλου – Π. Χατζηδάκης, Δήλος – Κεραμική Β. του ανδήρου των
Λεόντων, στο Γ΄ ΕλλΚερ, Θεσσαλονίκη 1991, Πρακτικά, Αθήνα, 235-248.
Ζαφειροπούλου – Γεωργιάδου 2010 Φ. Ζαφειροπούλου – Α. Γεωργιάδου, Λιθοβούνι Μακρυνείας Νεκροταφείο κλα-
σικής και ελληνιστικής εποχής και ευρήματα μυκηναϊκού τάφου, Θεσσαλονίκη.
Θέμελης – Τουράτσογλου 1997 Π. Θέμελης – Ι. Τουράτσογλου, Οι τάφοι του Δερβενίου, Αθήνα.
Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2009 Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Αιανή, Αρχαιολογικοί χώροι και Μουσείο, Αιανή
Κοζάνης.
Κατοπώδης 1990 Γ. Κατωπόδης Αιτωλική Συμπολιτεία, Αγρίνιο.
Κουντούρη 2001 Έλ. Κουντούρη, «Θησαυρός» κοσμημάτων ελληνιστικών χρόνων, ΑΔ 56,
Μελέτες, 221-236.
Κραβαρτόγιαννος 1993 Δ. Κραβαρτόγιαννος, Εύρημα Αμφίσσης του β΄ αιώνα π.Χ. χιλίων περίπου
νομισμάτων, Φωκικά Χρονικά 5, 74-139.
Λιάμπη 1996 Κ. Λιάμπη, Η νομισματική παραγωγή της Ποτιδανίας, πόλεως των Αποδωτών,
στο ΧΑΡΑΚΤΗΡ. Αφιέρωμα στη Μάντω Οικονομίδου, Αθήνα, 157-164.
Μαστροκώστας 1961-1962 Ε. Μαστροκώστας, Ναύπακτος, ΑΔ 17, Χρονικά Β’, 183-184.
Μπαζιωτοπούλου-Βαλαβάνη 1994 Ε. Μπαζιωτοπούλου-Βαλαβάνη, Από την ελληνιστική κεραμική της αιτωλικής
Καλλιπόλεως, στο Γ΄ ΕλλΚερ, Θεσσαλονίκη 1991, Πρακτικά, Αθήνα, 46-55.
Μπάτζιου-Ευσταθίου Α. Μπάτζιου-Ευσταθίου – Π. Τριανταφυλλοπούλου, Από τα νεκροταφεία της
– Τριανταφυλλοπούλου 2003-2009 αρχαίας Δημητριάδας –Παγασών, ΑΔ 58-64, Μελέτες, 211-324.
Μπέσιος – Τσιγαρίδα 2000 Μ. Μπέσιος – Ε.-Μπ. Τσιγαρίδα, Χρυσά κοσμήματα από το νεκροταφείο του
Αιγινίου, κοντά στην αρχαία Πύδνα, στο Π. Αδάμ-Βελένη (επιμ.), ΜΥΡΤΟΣ.
Μνήμη Ιουλίας Βοκοτοπούλου, Θεσσαλονίκη, 179-197.
Νεραντζής 2003 Ι. Νεραντζής, Η χώρα των Αιτωλών, Αγρίνιο.
Νικολάου 2000 Ελ. Νικολάου, Οι πήλινοι λύχνοι από το βόρειο νεκροταφείο της αρχαίας
Δημητριάδας, στο ΣΤ΄ ΕλλΚερ, Βόλος 2000, Πρακτικά, Αθήνα, 47-60.
Ντάσιος 1993 Φ. Ντάσιος, Δίστομο-Γήπεδο, ΑΔ 48, Χρονικά Β’1, 222.
Παπαποστόλου 1972 Ι. Παπαποστόλου Καλυδών, ΑΔ 27, Χρονικά Β’2, 434-436.
Παπαποστόλου 1978 Ι. Παπαποστόλου, Ανασκαφικές εργασίες - Λιθοβούνι Τριχωνίδας (αρχ.
Άκραι), ΑΔ 33, Χρονικά Β΄1, 165-166.
Παπαποστόλου 1990 Ι.Α. Παπαποστόλου, Κοσμήματα Πατρών και Δύμης, ΑΕ 1990, 83-140.
Πετρόπουλος 2005 Μιχ. Πετρόπουλος, Το βόρειο νεκροταφείο των αρχαίων Πατρών: Οικόπεδο
οδού Πουκεβίλ, στο ΕλλΚερ Πελοποννήσου, 59-72.
Προσκυνητοπούλου 2011 Ρ. Προσκυνητοπούλου, Αρχαία Επίδαυρος. Εικόνες μιας αργολικής πόλης από
την προϊστορική εποχή έως την ύστερη αρχαιότητα, Αθήνα.
Σαράντη 2011 Ε. Σαράντη, Ταφικά σύνολα ελληνιστικής κεραμικής από το οικόπεδο Φρά-
γκου- Πανταζή στη Ναύπακτο, στο Ζ΄ ΕλλΚερ, Αίγιο 2005, Πρακτικά, Αθήνα,
159-168.
Σκορδά 1989 Δ. Σκορδά, Κάμπος Δωρίδας, ΑΔ 44, Χρονικά Β’1, 215.
Σκορδά 1997 Δ. Σκορδά, Κάμπος Δωρίδας, ΑΔ 52, Χρονικά Β’2, 447-448.
Σκορδά 2002-2005 Δ. Σκορδά, Χάλκινο κράνος από την Ποτιδάνια της αρχαίας Αιτωλίας, ΑΑΑ
35-38, 235-240.
Χρυσοστόμου 2013 Αν. Χρυσοστόμου, Αρχαία Έδεσσα. Τα Νεκροταφεία, Βόλος.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Blegen κ.ά. 1964 C. Blegen – H. Palmer – R. S. Young, The North Cemetery. Corinth XIII, N.
Jersey.
Bommeljé κ.ά. 1987 S. Bommeljé – P. K. Doorn – M. Deylius – J.A.C. Vroom – Y. Bommeljé –
R.P. Fagel – H.van Wijngaarden, Aetolia and the Aetolians. Towards an
Interdisciplinary Study of a Greek Region (Studia Aetolica 1), Utrecht.
Edwards 1975 G.R. Edwards, Corinthian Hellenistic pottery. Corinth VII, III Princeton.

133
Α. ΤΣΑΡΟΥΧΑ

Eiring 2004 J. Eiring, Death in Aetolia, The Hellenistic Graves at Aetolian Chalkis. The
Greek-Danish Excavations in Aetolian Chalkis 1999-2001. Third Preliminary
Report, PDIA 4, Athens, 93-165.
Howland 1958 R. H. Howland, Greek lamps and their Survivals. The Athenian Agora IV,
Princeton.
Klaffenbach 1935 G. Klaffenbach, Reise durch Mittelgriechenland und die Ionischen Inseln,
SBBerlin, 695-699.
Moschos 2000 I. Moschos, The Cemetery of Ancient Chalkis. Recent Rescue Excavations,
PDIA 3, Athens, 291-301.
Perdrizet 1908 P. Perdrizet, Monuments figures petits bronzes, terres-cuites, antiquités
diverses. Fouilles de Delphes V, Paris.
Plassart 1921 A. Plassart, Inscriptions de Delphes. La liste des Théorodoques, BCH 45, 23,
58.
Pritchett 1991 W.K. Pritchett, Studies in ancient Greek topography, part VII, Amsterdam.
Raptopoulos κ.ά. 2007 S.Y. Raptopoulos – A. Tsaravopoulos – G. Fragou, Three Monumental Tombs
from Western Locris and Aitolia (Central Greece) (Late Classical/Early
Hellenistic - Roman Imperial periods), Acta Terrae Septemcastrensis VI. 1,
101-110.
Rolley 1984 Cl. Rolley, Autres objets de metal, BCH Suppl IX, 273.
Rotroff 1997 S.I. Rotroff, Hellenistic Pottery. Athenian and Imported Wheelmade Table
Ware and Related Material. The Athenian Agora XXIX, Princeton, New Jersey.
Vatin κ.ά. 1976 C. Vatin – Ph.Bruneau – Cl.Rolley – H.Hackens, Tombes hellenistiques, objets
de metal-monnaies. Médéon de Phocide V, Paris.
Woodhouse 1897 W.J. Woodhouse, Aetolia. Its Geography, Topography and Antiquities, Oxford.
o

134
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΙΟ ΤΗΣ ΠΟΤΙΔΑΝΙΑΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ

Εικόνα 1. Ποτιδανία. Κάτοψη ανασκαφής.

Εικόνα 2. Π
 οτιδανία. Τάφος Η. Εικόνα 3. Ποτιδανία. Τάφος Μ. Χρυσό ενώτια, α) ΑΜΑ 3675. β) ΑΜΑ 3676.
Χρυσό
δαχτυλίδι, ΑΜΔ 13950.

Εικόνα 4. Ποτιδανία, Τάφος Ξ. Άωτο σκυφίδιο ΑΜΑ


4980.

135
Α. ΤΣΑΡΟΥΧΑ

Εικόνα 5. Ποτιδανία. Τάφος Ξ. Μυροδοχεία α) ΑΜΑ 4984, β) ΑΜΑ 3695, γ) ΑΜΑ 3697, δ) ΑΜΑ 4983.

Εικόνα 6. Ποτιδανία α) ΑΜΑ 4983, β) ΑΜΑ 4984.

136
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΙΟ ΤΗΣ ΠΟΤΙΔΑΝΙΑΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ

Εικόνα 7. Ποτιδανία. Τάφος Υ. Χρυσό ενώτιο, ΑΜΑ 3674. Εικόνα 8. Ποτιδανία. Οινοχόη. ΑΜΑ 5001.

137
138
ΤO “NOTIO” ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ*

Λίνα Μακραδήμα

Ο Στράτος1, η μεγίστη2 πόλις των Ακαρνάνων, βρίσκεται πλησίον της πόλης του Αγρινίου, βόρεια του
σημερινού ομώνυμου οικισμού και σε καίρια στρατηγική θέση, λόγω της γειτνίασης του με τον Αχε-
λώο ποταμό, που κατά την αρχαιότητα μέχρι το σημείο αυτό ήταν πλωτός. Ο Στράτος, οργανώνεται
ως πόλη – κράτος τον 6ο αι. π.Χ3, ενώ η μεγάλη του ακμή παρατηρείται τον 4ο αι. π.Χ, όταν γίνεται
η πρώτη πρωτεύουσα του Κοινού των Ακαρνάνων, και ιδίως μετά το 314 π.Χ., όταν με την υποστή-
ριξη του Μακεδόνα Βασιλιά, Κάσσανδρου, ο Στράτος επεκτείνεται με το συνοικισμό των όμορων
οικισμών. Το 252 π.Χ καταλαμβάνεται από τους Αιτωλούς και το 31 π.Χ. οι κάτοικοί του αναγκά-
ζονται να εγκατασταθούν στη Νικόπολη, όπως και ο υπόλοιπος πληθυσμός των αρχαίων πόλεων
της Αιτωλοακαρνανίας. Ωστόσο, οι πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι η περιοχή δεν ερημώνεται, όπως
αναφέρουν οι αρχαίες πηγές, αλλά η ζωή συνεχίζεται έως τα βυζαντινά χρόνια4.
Από τον 5ο αι. π.Χ. μία ισχυρή και εντυπωσιακή οχύρωση5 περιέτρεχε την πόλη, καθιστώντας
την μία από τις καλύτερα οχυρωμένες ακαρνανικές πόλεις. Εσωτερικό διατείχισμα6 τη χωρίζει σε
δύο τμήματα, κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα, των περισσοτέρων ακαρνανικών πόλεων. Άγνωστος
όμως, παραμένει ο λόγος κατασκευής του. Ως προς την χρονολόγησή του, μία επιγραφή σε δεύτερη
χρήση μας παρέχει το terminus post quem, του 4ο - 3ο αι π.Χ7. Οι 55 πύργοι και οι 22 πυλίδες εξα-
σφάλιζαν την επικοινωνία με τη Στρατική επικράτεια8, που εκτεινόταν νότια της πόλεως, μέχρι και
τη σημερινή λίμνη του Οζερού.

* Ευχαριστώ θερμά την Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων κα Ολυμπία Βικάτου και την Επίτιμη Διευθύντρια
Αρχαιοτήτων κα Μαρία Σταυροπούλου-Γάτση για την παραχώρηση της άδειας μελέτης και δημοσίευσης του υλικού.
Ευχαριστίες οφείλονται στην αρχαιολόγο της ΕΦΑ Αχαΐας Δρ Γ. Αλεξοπούλου για την ταύτιση των νομισμάτων, στους
φίλους και συναδέλφους κ. Γ. Σταμάτη για την συνεργασία μας στο αρχικό στάδιο της ανασκαφής, κα Κ. Χαβέλα για τις
χρήσιμες συζητήσεις μας και τον κ. Γ. Λώλο, Τοπογράφο-Μηχανικό για την τοπογραφική αποτύπωση της ανακαφής. Επί-
σης, στο μόνιμο και επί συμβάσει επιστημονικό και εργατοτεχνικό προσωπικό της Υπηρεσίας μας, στους αρχαιοφύλακες
κ. Α. Ζαρκαδούλα και κα Α. Σαφαρίκα, η οποία υπήρξε η «ψυχή» της ανασκαφής. Την ευχαριστώ θερμά για την κάθε
είδους υποστήριξη και βοήθεια που παρείχε, τόσο κατά την διάρκεια της ανασκαφής, όσο και κατά την διάρκεια της
μελέτης του υλικού. Η συντήρηση των ευρημάτων πραγματοποιήθηκε από τους συντηρητές κα Μ. Κατσένη και κ. Ι.
Κουθούρη και τα σχέδια από τις σχεδιάστριες κα Γ. Καρτσακλή και κα Κ. Στασινού.
1 Heuzey 1860, 332. Courby – Picard 1924, 96-99. Schwandner 1994, 459-465.
2 Θουκ. 2.80.8.
3 Σταυροπούλου – Schwandner 2008, 426. Σταυροπούλου – Τσαντήλα 2009, 245.
4 Πετρόπουλος 1991, 93-125. Schwander 1994, 459-465. Lang 2004, 175. Μακραδήμα 2016 υπο εκτ.
5 Πορτελάνος 1998,1224.
6 Πορτελάνος όπ.π.
7 Funke 2001, 192.
8 Πολύβιος 5.96.3.

139
Λ. ΜΑΚΡΑΔΗΜΑ

Εντός των τειχών αναπτύσσεται η πόλη με την αγορά, το θέατρο και το ναό του Στρατίου Διός.
Εκτός των τειχών οριοθετούνται τα νεκροταφεία9 της αρχαίας πόλης, το «δυτικό»10 στη θέση
«Ασπροκλησιά» και το «νότιο», εκατέρωθεν της παλαιάς Ε.Ο Αγρινίου – Ιωαννίνων, αλλά και της
αρχαίας κεντρικής οδού που ξεκινούσε από την νότια και κεντρική πύλη του Στράτου και οδηγούσε
στην κεντρική Ακαρνανία11 (Εικ.1).
Κατά την διάρκεια αρχαιολογικών εργασιών12, στις θέσεις «Αγροσυκιά» και «Φούρνοι» εντοπί-
στηκαν τμήματα του ήδη γνωστού «νότιου» νεκροταφείου. Ερευνήθηκαν συνολικά 104 τάφοι δια-
φόρων τύπων, κεραμοσκεπείς, λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι. Με βάση τα κινητά ευρήματα, όπως,
πήλινα αγγεία, μετάλλινα αντικείμενα, κοσμήματα, χάλκινα και ασημένια νομίσματα και ειδώλια,
που προήλθαν από την ανασκαφή των τάφων, προκύπτει ότι η χρήση του νεκροταφείου διήρκησε
από τις αρχές του 4ου αι π.Χ. έως την ύστερη αρχαιότητα.
Στη θέση «Αγροσυκιά», εντός του ρέματος «Ρύακα», το οποίο διέρχεται δυτικά της αρχαίας πόλης,
πάνω σε κοινό ευθύγραμμο επιμήκη άξονα, με κατεύθυνση Β-Ν (Σχεδ.1), ερευνήθηκαν σαράντα
οκτώ (48) τάφοι13, ορισμένοι εξ’ αυτών, ιδίως στο Β και Ν τμήμα της ανασκαφής, οργανωμένοι σε
συστάδες. Υπερτερούν οι κιβωτιόσχημοι (Εικ.2), 26 στον αριθμό, 19 οι κεραμοσκεπείς -καλυβίτες,
ως επί το πλείστον- ενώ οι λακκοειδείς περιορίζονται σε τρεις. Όλοι είχαν προσανατολισμό Β-Ν και
οι νεκροί ήταν τοποθετημένοι σε στάση εκτάδην, με το κρανίο στους περισσότερους τάφους προς
βόρεια. Οι περισσότεροι περιείχαν μία κύρια ταφή, ενώ μόνο σε πέντε περιπτώσεις παρατηρήθηκε
από μία δευτερογενής ταφή, των οποίων τα οστά είχαν τοποθετηθεί στο βόρειο ή νότιο τμήμα του
τάφου αντίστοιχα. Η διάταξη όμως των ευρημάτων στο εσωτερικό των τάφων δεν επιτρέπει, σε
όλες τις προαναφερθείσες πέντε περιπτώσεις, τον ασφαλή συσχετισμό των ταφών με τα κτερίσματα
τους και εν γένει μια ασφαλή χρονολόγησή τους. Οι κιβωτιόσχημοι τάφοι ήταν κατασκευασμένοι
από ορθογώνιες λευκές ασβεστολιθικές πλάκες, προερχόμενες από την γειτονική περιοχή της Λεπε-
νούς14, οι οποίες φέρουν εγκοπή για την καλύτερη μεταξύ τους εφαρμογή. Στις μακρές πλευρές χρη-
σιμοποιούνταν μία ή δύο πλάκες και στις στενές μία. Παρόμοια παραδείγματα συναντούμε στο Τρι-
χόνειο και στην Αμβρακία15. Οι κεραμοσκεπείς τάφοι (Εικ.3), αποτελούνταν από λακωνικού τύπου
κεραμίδες, στρωτήρες και καλυπτήρες και οι λακκοειδείς από αβαθή ορύγματα στο φυσικό έδαφος,
οριοθετούμενα από αργούς λίθους. Στο βόρειο τμήμα της ανασκαφής εντοπίστηκαν, επίσης, δύο
πυρές, πιθανόν εναγικές, ως προσφορές – σπονδές στους γειτονικούς τάφους.

9 Για τα νεκροταφεία του Στράτου βλ. Courby – Picard 1924, 100. Funke 2001, 195, και σχετικές αναφορές στα χρονικά
του ΑΔ από το 1960 και εξής. Επίσης, βόρεια της αρχαίας πόλης κατά την διάρκεια της επιφανειακής έρευνας της Στρα-
τικής επικράτειας, έχουν εντοπισθεί στοιχεία (ταφικοί περίβολοι και επιτύμβιες στήλες τύπου «Δυτικής Ελλάδος»), που
υποδηλώνουν την ύπαρξη ενός ακόμη νεκροταφείου.
10 Αποτελεί συμβατική γεωγραφική ονομασία. [Η περιοχή του «δυτικού» νεκροταφείου ερευνήθηκε αρχικά στα μέσα
της δεκαετίας του ‘70 (βλ. σχτ. Ζαφειροπούλου 1973-74, 533-536) και έπειτα το 2003-2006, στο πλαίσιο του έργου
«Αρδευτικό Έργο Οζερού, όπου και αποκαλύφθηκαν τμήματα (59 τάφοι) του «δυτικού» νεκροταφείου, που χρονολο-
γείται από τον 5ο αι π.Χ. έως και την ύστερη αρχαιότητα]. Στάικου – Λεονταρίτη 2012, 773-775.
11 Κατά κανόνα τα οργανωμένα νεκροταφεία αναπτύσσονται εκτός των τειχών και κατά μήκος οδικών αρτηριών, προκει-
μένου να είναι εύκολα προσβάσιμα.
12 Η αρχαιολογική έρευνα του νότιου νεκροταφείου πραγματοποιήθηκε από τον Δεκέμβριο του 2009 και συνεχίστηκε με
διακοπές έως και τον Μάιο του 2013 στο πλαίσιο του έργου «Ανακατασκευή της διώρυγας Δ1 και επέκταση της διώρυ-
γας Αμβρακίας – Αμφιλοχίας για άρδευση – ύδρευση κοινοτήτων επαρχίας Βάλτου Ν. Αιτωλοακαρνανίας» με φορέα
υλοποίησης την ΕΥΔΕ/ΟΣΕ του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών & Δικτύων.
13 Ο τάφος 49 ερευνήθηκε παραπλεύρως της Ε.Ο. Αγρινίου – Αντιρρίου και πλησίον της εκκλησίας του οικισμού του
Στράτου. Κατά το παρελθόν, στην ίδια περιοχή, έχουν επίσης ερευνηθεί τάφοι του νότιου νεκροταφείου (βλ. σχ. Κολώ-
νας 1985, 139).
14 Funke 2001, 195.
15 Μηλιάδης 1926, 64. Σταυροπούλου 2004, 352.

140
ΤΟ «ΝΟΤΙΟ» ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

Η πλειονότητα των ευρημάτων προήλθε κυρίως από την έρευνα του εσωτερικού των τάφων,
ωστόσο ορισμένα βρέθηκαν εξωτερικά αυτών και πολύ λιγότερα από την μεταξύ των τάφων περι-
οχή16. Οι τάφοι κατά κύριο λόγο περιείχαν πήλινα αγγεία, ενώ δεν λείπουν τα κοσμήματα, όπως χάλ-
κινα δαχτυλίδια, τα εξαρτήματα ένδυσης και καλλωπισμού - περόνες, χάλκινα κάτοπτρα και τριχο-
λαβίδες - ασημένια και χάλκινα νομίσματα, αλλά και πήλινα ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια.
Στα πήλινα αγγεία κυριαρχούν τα αγγεία πόσεως, οι σκύφοι αττικού τύπου και bolsal, αρυτήρες,
κάναστρα, κοτύλες και τα σκυφίδια, τα οποία υπερέχουν αριθμητικά. Ακολουθούν οι πυξίδες, αλλά
και οι λήκυθοι, τόσο αυτές που ανήκουν στη λεγόμενη ομάδα Αγρινίου17 και έχουν βρεθεί σε πολλά
σημεία κατά μήκος της δυτικής και βορειοδυτικής Ελλάδας18 (Στράτο, Λευκάδα, Δουρούτη Ιωαννί-
νων, Αμβρακία), όσο και των ηλειακών19. Δεν λείπουν επίσης και οι πολύ χαρακτηριστικοί στον 4ο αι
π.Χ. τύποι ληκυθίων, διακοσμημένοι με λευκές επίθετες στιγμές και μελανές τεμνόμενες γραμμές,
δημιουργώντας ουσιαστικά πλέγμα20, με το ερυθρόμορφο ανθέμιο21, αλλά και με μαύρες επίθετες
πυκνές στιγμές22.
Το δεύτερο τμήμα του νότιου νεκροταφείου του Στράτου εντοπίστηκε πλησίον της ΝΑ πύλης
της αρχαίας πόλης, της λεγόμενης παραποτάμιας, κατά την διάρκεια δοκιμαστικών τομών23. Ταφι-
κός περίβολος, αμελούς κατασκευής, οριοθετούσε τον χώρο, όπου απεκαλύφθησαν πενήντα πέντε
(55) τάφοι (Εικ.4, Σχεδ.2). Κυριαρχούν οι απλοί κεραμοσκεπείς, που αποτελούνταν από λακωνικού
τύπου κεραμίδες, ενώ λιγότεροι είναι οι κτιστοί κιβωτιόσχημοι24 και ακόμα λιγότεροι οι λακκοει-
δείς, μέσα σε αβαθή ορύγματα, οριοθετούμενα από ποταμίσιες πέτρες και με επικάλυψη χώματος
ή κεραμίδων. Οι περισσότεροι τάφοι είχαν προσανατολισμό Β-Ν ή ΒΑ-ΝΔ, με μία ταφή τοποθετη-
μένη, άλλοτε σε στάση εκτάδην και άλλοτε σε ύπτια εκτεταμένη και το κρανίο των περισσότερων
στο νότιο τμήμα του τάφου.
Ωστόσο, η ποιότητα και η ποσότητα των κτερισμάτων (250 αγγεία, μυροδοχεία, λυχνάρια,
κύπελλα και οινοχόες, 250 πήλινα αντικείμενα, εκ των οποίων, 200 αγνύθες και τα υπόλοιπα τμή-
ματα ειδωλίων, 80 μετάλλινα αντικείμενα -ήλοι, χάλκινα δαχτυλίδια- ασημένια και χάλκινα νομί-
σματα, χρυσά και ασημένια μικροευρήματα) δεν συνάδει πάντα με τον τύπο των τάφων, που χρονο-
λογούνται από την μέση ελληνιστική περίοδο έως την ύστερη αρχαιότητα.
Άξιοι μνείας είναι οι τάφοι VII και VIIΙ (Εικ.5), που βρέθηκαν στο ανατολικό τμήμα της ανα-

16 Η σωστική ανασκαφή του νεκροταφείου στη θέση «Αγροσυκιά» πραγματοποιήθηκε μέσα σε δύσκολες και ενίοτε
αντίξοες καιρικές συνθήκες, ενώ το γεγονός ότι το νεκροταφείο βρέθηκε εντός του ρέματος δυσκόλεψε ακόμα
περισσότερο τις αρχαιολογικές έρευνες.
17 McPhee 1979, 159-162.
18 Σταυροπούλου-Γάτση – Τσαντήλα 2009, 248-249. Εκεί και η σχετική βιβλιογραφία για τα ληκύθια της Ομάδας Αγρινίου.
Ανδρέου 2009, 137. Αγγέλη 2016, 53-76. Παλαιοθόδωρος 2016α. Παλαιοθόδωρος 2016β.
19 Σταυροπούλου-Γάτση – Τσαντήλα 2009, 248-249.
20 Olynthus V, 474. Olynthus XIII, 107-108. Άκανθος Ι, 248.
21 Olynthus XIII,146.
22 Κουρούτα 2014, 587-588.
23 Η μελέτη του έργου «Ανακατασκευή της διώρυγας Δ1 και επέκταση της διώρυγας Αμβρακίας – Αμφιλοχίας για άρδευση
– ύδρευση κοινοτήτων επαρχίας Βάλτου Ν. Αιτωλοακαρνανίας», που κατατέθηκε στη Υπηρεσία μας, πρότεινε αρχικά
την αποξήλωση της υφιστάμενης και την κατασκευή νέας διώρυγας στην θέση της παλαιάς. Η Εφορεία μας, λόγω της
άμεσης γειτνίασης της υφιστάμενης διώρυγας με την αρχαία παραποτάμια Πύλη του Στράτου και την άμεση επαφή
της με το αρχαίο τείχος, έκρινε απαραίτητη την διενέργεια δοκιμαστικών τομών, κατάντη της Διώρυγας, προκειμέ-
νου να ανευρεθεί νέα λύση που θα εξασφάλιζε την μετατόπιση της υφιστάμενης. Κατά την διενέργεια των δοκιμα-
στικών τομών εντοπίστηκαν αρχαία κατάλοιπα σε βάθος 3 μ. από την επιφάνεια του εδάφους και η Εφορεία ξεκίνησε
την σωστική ανασκαφή, σε σκάμμα διαστάσεων 45 μ. x 25 μ., φέρνοντας στο φώς ένα ακόμη οργανωμένο τμήμα του
«νότιου» νεκροταφείου του αρχαίου Στράτου.
24 Όσον αφορά τους κιβωτιόσχημους στο τμήμα αυτό του νεκροταφείου, παρατηρείται ο τύπος του κτιστού από ντόπιο
ψαμμόλιθο, αλλά και από κορινθιακές κεραμίδες.

141
Λ. ΜΑΚΡΑΔΗΜΑ

σκαφής. Πρόκειται για δύο κτιστούς κιβωτιόσχημους τάφους, οι οποίοι είναι κατασκευασμένοι από
λίθους διαφόρων μεγεθών με επιμελημένη την εσωτερική τους πλευρά και επιχρισμένοι με κονίαμα,
που έχει διατηρηθεί κατά τόπους. Το υλικό κατασκευής τους είναι ο τοπικός ψαμμόλιθος. Οι τάφοι
είχαν προσανατολισμό ΒΑ-ΝΔ, οριοθετημένοι στις δύο μακρές πλευρές τους από μερικό σωζόμενο
ταφικό περίβολο αμελούς κατασκευής και είσοδο στην νότια στενή πλευρά τους. Ο κοινός διαχωρι-
στικός τοίχος χώριζε τους δύο ταφικούς θαλάμους, εντός των οποίων απεκαλύφθησαν δύο κτιστές
κλίνες κατά μήκος της δυτικής και ανατολικής πλευράς, αντίστοιχα25.
Ο τάφος VII περιείχε δύο τεφροδόχα αγγεία, μία χάλκινη στλεγγίδα και χρυσοκλωστές, ενώ ο
τάφος VIIΙ, σύμφωνα με τα ευρήματά του (μυροδοχεία, πυξίδα, λυχνάρι, χάλκινος κάδος, χάλκινο
κάτοπτρο, ασημένια πόρπη και ζωόμορφο ειδώλιο) περιείχε μία γυναικεία ταφή, της οποίας τα λιγο-
στά σκελετικά κατάλοιπα βρέθηκαν πάνω στη νεκρική κλίνη.
Στη ΒΑ γωνία της ανασκαφής και εκτός των ορίων του νεκροταφείου εντοπίστηκε τμήμα κερα-
μικού κλιβάνου, που δεν διασώζει την εσχάρα του, ωστόσο εντός του θαλάμου καύσεως βρέθηκε
μεγάλη ποσότητα από αποθέσεις οστράκων. Δεν αποκλείεται η μεγάλη ποσότητα αγνύθων, που
βρέθηκε στο χώρο του νεκροταφείου, να αποτελεί προϊόν παραγωγής του συγκεκριμένου κλιβάνου.
Βορειοανατολικά του κλιβάνου, εντοπίστηκε και ερευνήθηκε τμήμα πλακόστρωτου δρόμου, τα
όρια του οποίου, όμως δεν ήταν δυνατόν να αποκαλυφθούν και να ερευνηθεί περισσότερο, καθώς
συνεχίζει στον εκτός ανασκαφής χώρο. Ο δρόμος πιθανόν συνέδεε μέσω της Παραποτάμιας Πύλης
την πόλη με τον χώρο του αρχαίου νεκροταφείου ή την πόλη με τον ποταμό Αχελώο.
Από την ανασκαφική έρευνα στις περιοχές Αγροσυκιά και Φούρνοι προήλθαν και 40 νομίσματα
εκ των οποίων τα 39 χρονολογούνται από το α΄μισό του 4ου αι. έως και τα μέσα του 2ου αι. π.Χ και
ένα στα ρωμαϊκά χρόνια. Τα 17 προέρχονται από την θέση Αγροσυκιά και χρονολογούνται από το
α΄μισό του 4ου αι. έως το τελευταίο τέταρτο του 3ου αι. π.Χ. Πρόκειται για νομίσματα της γειτονι-
κής Μεδεώνος, Οινιαδών, Λευκάδος, Αιτωλικής Συμπολιτείας, Μεγαλόπολης, Λαμίας, Οπουντίων
Λοκρών, Κορίνθου, Αμφιπόλεως, Αιγείρας και Σικυώνος, τα οποία υπερτερούν και αριθμητικά. Τα
υπόλοιπα 23 νομίσματα, από την θέση Φούρνοι, χρονολογούνται από το α' μισό του 4ου αι. π.Χ. έως
τα ρωμαικά χρόνια και πρόκειται για νομίσματα της Αιτωλικής Συμπολιτείας, Στράτου, Σικυώνος,
Μεδεώνος ή Φοιτιών, Λευκάδος, Αργους Αμφιλοχικού, Χαλκίδος, Φωκίδας και Μακεδονίας.
Από την μέχρι τώρα μελέτη του υλικού μπορούμε να προχωρήσουμε σε κάποιες προκαταρκτι-
κές παρατηρήσεις, που αφορούν στην χωροταξική διάταξη των νεκροταφείων και τη σχέση τους με
τον αστικό ιστό της πρωτεύουσας των Ακαρνάνων. Τα νεκροταφεία δεν ξεφεύγουν από τον γενικό
κανόνα που θέλει να αναπτύσσονται ακριβώς έξω από τις πύλες της πόλης (Νότια, Βόρεια και Παρα-
ποτάμια (ΝΔ)). Από τα κινητά ευρήματα, πήλινα αγγεία, μετάλλινα αντικείμενα, κοσμήματα, νομί-
σματα και ειδώλια, που προήλθαν από την ανασκαφή, προκύπτει ότι η χρήση του νότιου νεκροτα-
φείου διήρκησε από τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. έως και τα παλαιοχριστιανικά χρόνια, χρονολόγηση
που συμφωνεί με τα αποτελέσματα των πρόσφατων ερευνών, σύμφωνα με τα οποία, η περιοχή δεν
ερημώνεται μετά την αναγκαστική μετοίκηση των κατοίκων στην Νικόπολη, αλλά η ζωή συνεχίζε-
ται με διαφορετικό χαρακτήρα πλέον.
Το βασικό έθιμο ταφής που κυριαρχεί στο νεκροταφείο είναι αυτό του ενταφιασμού. Η πλειονό-
τητα των τάφων του 4ου αι. π.Χ χαρακτηρίζεται από μία σαφή προτίμηση στους μεγάλους κιβωτιό-
σχημους, από μονολιθικές (στις περισσότερες περιπτώσεις) ασβεστολιθικές πλάκες του γειτονικού
λατομείου της Λεπενούς. Αντιθέτως, καθώς περνάμε στον επόμενο αιώνα, ο συγκεκριμένος τύπος
τάφου εκλείπει εντελώς και επικρατούν οι κεραμοσκεπείς ή οι κιβωτιόσχημοι με άλλου είδους όμως,
πλέον υλικό (ψαμμίτης), σαφώς πιο φθηνό, που ωστόσο, δεν τυχαίνουν της ίδιας φροντίδας και επι-
μέλειας26, που είχαν οι παλαιότεροι.

25 Παρόμοιοι τάφοι, κτιστοί κιβωτιόσχημοι με κτιστή κλίνη και είσοδο στη στενή πλευρά έχουν ερευνηθεί τα τελευταία
χρόνια στον αρχαιολογικό χώρο της Νέας Πλευρώνας, στο πλαίσιο του έργου: «Προστασία, έρευνα και ανάδειξη τριών
(3) αρχαίων πόλεων του Ν. Αιτωλοακαρνανίας: Πλευρώνα, Οινιάδες, Πάλαιρος» (βλ. Σταμάτης, στον παρόντα τόμο).
26 Με εξαίρεση τους τάφους VII και VIII στην θέση «Φούρνοι».

142
ΤΟ «ΝΟΤΙΟ» ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

Σε ό,τι αφορά τα κτερίσματα παρατηρούμε μία προτίμηση στα αγγεία συμποσίου και λιγότερο
στα προσωπικά αντικείμενα27. Τον 4ο αι π.Χ. κυριαρχούν τα μελαβαφή σκυφίδια, οι κάνθαροι, τα
κύπελλα, τα ληκύθια, οι πυξίδες και τα ειδώλια, ενώ τους επόμενους αιώνες τα κτερίσματα που απα-
ντούν περισσότερο είναι τα μυροδοχεία, οι οινοχόες, οι λύχνοι, τα πινάκια και σχήματα αυτών που
συναντούμε στην κοινή ελληνιστική κεραμική. Η ποιότητα ωστόσο της κεραμικής του 4ου αι. π.Χ
είναι σαφώς ανώτερη σε σχέση με αυτή του 3ου και 2ου αι. π.Χ. Από τη μέχρι τώρα μελέτη του υλικού,
σε συνδυασμό και με την εξέταση των υπολοίπων ευρημάτων (νομίσματα) διαφαίνονται οι πρώ-
τες ενδείξεις εμπορικών και πολιτισμικών σχέσεων που ανέπτυξε ο Στράτος με τον έξωθεν κόσμο
(Αιτωλία, Λευκάδα, Δουρούτη, Αμβρακία, Ηλεία, Μακεδονία). Επίσης, χαρακτηριστικό του νότιου
νεκροταφείου είναι ότι η ποιότητα και η ποσότητα των κτερισμάτων δεν συνάδει πάντα με τον τύπο
των τάφων. Για παράδειγμα στην περίπτωση των ταφών του 4ου αι. π.Χ. (στη θέση «Αγροσυκιά»),
αν και παρουσιάζουν επιμελημένη κατασκευή (κιβωτιόσχημοι), η ποσότητα των κτερισμάτων, εφό-
σον δεν πρόκειται για επαναχρησιμοποιημένο τάφο, είναι περιορισμένη. Αντιθέτως, στους τάφους
του 3ου και 2ου αι π.Χ. (στη θέση «Φούρνοι»), μολονότι παρατηρούμε μία σχετική ένδεια ως προς την
κατασκευή τους (με εξαίρεση τον διπλό κτιστό κιβωτιόσχημο στη θέση «Φούρνοι» (Παραποτάμια
Πύλη), η ποσότητα των κτερισμάτων είναι αρκετά πιο αυξημένη σε σχέση με αυτών του 4ου αι. π.Χ.
Δεδομένου ότι, πρόκειται για μία προκαταρκτικού χαρακτήρα ανακοίνωση, ευελπιστούμε, ότι η
ολοκλήρωση της μελέτης της κεραμικής θα αποδώσει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την υιο-
θέτηση, επικράτηση και εξελικτική πορεία των σχημάτων των αγγείων ανά χρονική περίοδο, ενώ σε
συνδυασμό με την μελέτη και των υπολοίπων ευρημάτων (νομίσματα, ειδώλια, μικροτεχνία) και των
ταφικών εθίμων των κατοίκων της πόλης, ανά χρονική περίοδο, θα ερμηνευθούν οι εν γένει κοινω-
νικές και οικονομικές συνθήκες που επικράτησαν στην Στρατική γη.

ABSTRACT
THE “SOUTHERN” CEMETERY OF STRATOS.
A FIRST PRESENTAΤION

Lina Makradima

During the project “Reconstruction of canal D1 and expansion of the canal Amvrakias - Amfilochias
for irrigation - water marsh communities province Aitoloakarnania”, south of EO Antirrion –
Ioannina, parts of the already known southern cemetery of the ancient city of Stratos were found at
the “Agrosykia” location, within the stream of “Ryakas”, which runs west of the ancient city and at
“Fournoi” location near the ancient riverside gate.
This paper concerns a first presentation of the material from the excavation of the cemetery, from
which 104 different types of tombs, were investigated. Their finds consist mainly of pottery, metal
objects, jewelry, bronze and silver coins, figurines and other ceramic objects. The use of the cemetery
is estimated from the second half of the 4th century B.C. to late antiquity.

27 Γενικά, η ποικιλία των σχημάτων έγκειται στην εξυπηρέτηση των αντίστοιχων αναγκών του νεκρού στον Κάτω Κόσμο.

143
Λ. ΜΑΚΡΑΔΗΜΑ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αγγέλη 2016 Α. Αγγέλη, H ερυθρόμορφη κεραμική της Αμβρακίας. Η περίπτωση της «Ομά-
δας του Αγρινίου», Ήχάδιν I, Τιμητικός τόμος για τη Στέλλα Δρούγου, Αθήνα,
53-75.
Ανδρέου 2009 Α. Ανδρέου, Κεραμική από το νεκροταφείο Δουρούτης Ιωαννίνων, ΕλλΚερ
Αιτωλοακαρνανίας, 123-144.
Ζαφειροπούλου 1973-1974 Φ. Ζαφειροπούλου, Στράτος, ΑΔ 29, Χρονικά Β΄2, 533-536.
Κουρούτα 2014 Ο. Κουρούτα, Σύνολο κεραμικής από το ανατολικό νεκροταφείο της Αμβρα-
κίας, στο Η’ ΕλλΚερ, Ιωάννινα 2009, Πρακτικά, Αθήνα, 581-588.
Κολώνας 1985 Λ. Κολώνας 1985, Στράτος, ΑΔ 40, Χρονικά, 139.
Lang 2004 F. Lang, Ελληνογερμανικές επιφανειακές έρευνες στην Ακαρνανία, Β΄ Συνέ-
δριο Αγρινίου, 175-192.
Μακραδήμα υπο εκτ. Λ. Μακραδήμα, Έργο «Ανακατασκευή διώρυγας Δ1 και επέκταση διώρυγας
Αμβρακίας για άρδευση - ύδρευση κοινοτήτων επαρχίας Βάλτου Ν. Αιτωλ/
νίας ΑΔ (2016), Χρονικά, υπό εκτ.
Μηλιάδης 1926 Γ. Μηλιάδης, Αμβρακίας τάφοι, ΑΔ 10, 63-77.
Παλαιοθόδωρος 2016α Δ. Παλαιοθόδωρος, Τρία αδημοσίευτα αγγεία στο Αθανασάκειο Μουσείο
Βόλου από την Νότια Ιταλία και τη Βορειοδυτική Ελλάδα, ΑΕΘΣΕ 4, τ. ΙΙ,
237-244.
Παλαιοθόδωρος 2016β Δ. Παλαιοθόδωρος, H ομάδα του Αγρινίου, στο Θ’ ΕλλΚερ, Θεσσαλονικη 2012,
Πρακτικά, Αθήνα, 379-387.
Πετρόπουλος 1991 Μ. Πετρόπουλος, Η Αιτωλοακαρνανία κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, στο Α΄ Συνέ-
δριο Αγρινίου, 93-125.
Πορτελάνος 1998 Αν. Πορτελάνος, Οι αρχαίες αιτωλικές οχυρώσεις, αδημ. διδ. διατρ., Αθήνα.
Στάικου – Λεονταρίτη 2012 Β. Στάικου – Κ. Λεονταρίτη, Στρατική Αιτωλοακαρνανίας: Νέα ευρήματα
μέσα από το αρδευτικό έργο Οζερού, ΑΕΘΣΕ 3, 773-782.
Σταυροπούλου-Γάτση 2004 Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Έρευνες στο Τριχόνειο Αιτωλίας, στο Β΄ Συνέδριο
Αγρινίου, 345-368.
Σταυροπούλου – Schwandner 2008 Μ. Σταυροπούλου – E. L. Schwandner, Στράτος. Η πρώτη πρωτεύουσα του
Κοινού των Ακαρνάνων, στο Εύβοια και Στερεά Ελλάδα, 426-429.
Σταυροπούλου-Γάτση Μ. Σταυροπούλου-Γάτση – Β. Τσαντήλα, Ταφικά σύνολα από τον Στράτο της
– Τσαντήλα 2009 Ακαρνανίας, ΕλλΚερ Αιτωλοακαρνανίας, 245-258.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Courby – Picard 1924 F. Courby – Ch. Picard, Recherches archéologiques á Stratos d’ Acarnanie,
Paris.
Funke 2001 P. Funke, Acheloos’ Homeland. New Historical - Archaeological Reaserch on
the Ancient Polis Stratos, στο Foundation and Destuction, 189-203.
Heuzey 1860 L. Ηeuzey, Le mont Olympe et l’ Acarnanie, Paris.
McPhee 1979 I. McPhee, The Agrinion Group, BSA 74, 159-162.
Schwandner 1994 E.L. Schwandner, Stratos am Acheloos, η πόλις φάντασμα?, Φηγός, Τιμητικός
τόμος για τον καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη, Ιωάννινα 1994, 459-465.

144
ΤΟ «ΝΟΤΙΟ» ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

Εικόνα 1. Χάρτης περιοχής Αρχαίου Στράτου.

Εικόνα 2. Νότιο Νεκροταφείο Στράτου, θέση «Αγροσυκιά» και θέση «Φούρνοι». Λήψη από Ν.

145
Λ. ΜΑΚΡΑΔΗΜΑ

Εικόνα 3. Κεραμοσκεπής τάφος. (Τφ XVII). Νότιο Νεκροταφείο Αρχαίου Στράτου, θέση «Αγροσυκιά», Λήψη από A.

Εικόνα 4. Νότιο Νεκροταφείο Στράτου, θέση «Φούρνοι». Λήψη από BA.

146
ΤΟ «ΝΟΤΙΟ» ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

Εικόνα 5. Νότιο Νεκροταφείο Αρχαίου Στράτου, θέση «Φούρνοι». Τφ VII & VIII. Λήψη από B/BΔ.

Σχέδιο 1. Σχεδιαστική κάτοψη ανασκαφής νότιου νεκροταφείου στη θέση «Ρύακας».

147
Λ. ΜΑΚΡΑΔΗΜΑ

Σχέδιο 2. Σχεδιαστική κάτοψη ανασκαφής νότιου νεκροταφείου Αρχαίου Στράτου στη θέση «Φούρνοι».

Σχέδιο 3. Σχεδιαστική κάτοψη Τφ VII & VII, θέση «Φούρνοι».

148
ΤA NEΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΠΛΕΥΡΩΝΑΣ.
ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ*

Γεώργιος Σταμάτης

Αφιερώνεται στη μνήμη του φίλου και


συναδέλφου Κωνσταντίνου Βάτσιου

Η αρχαία Πλευρώνα1 βρίσκεται στις χαμηλές νότιες υπώρειες της οροσειράς του Αρακύνθου στην
παραλιακή ζώνη της Αιτωλίας, ακριβώς πάνω στον μοναδικό παράκτιο δρόμο που συνέδεε κατά την
αρχαιότητα και συνδέει ακόμη και σήμερα την Πελοπόννησο με την Ήπειρο. Οι παλαιότεροι χρονολο-
γικά τάφοι ανήκουν στην Πρωτογεωμετρική εποχή (10ος - 9ος αι. π.Χ.). Πρόκειται για τέσσερις τάφους,
οι οποίοι ήλθαν στο φως στις αρχές της δεκαετίας του ’70 στο λόφο Γυφτόκαστρο ή Ασφακοβούνι, και
ήταν απλοί κιβωτιόσχημοι κτερισμένοι με πήλινα αγγεία2. Από τις νότιες υπώρειες του λόφου Γυφτό-
καστρο προέρχεται επίσης σπουδαία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη που χρονολογείται στην κλασική
εποχή (γύρω στο 470-460 π.Χ.) και παριστάνει κόρη στραμμένη προς τα δεξιά3. Το νεαρό κορίτσι
φοράει αχειρίδωτο πέπλο με κόλπο και απόπτυγμα ζωσμένο στη μέση, που αφήνει ακάλυπτα τα χέρια.
Με το ελαφρά ανασηκωμένο αριστερό χέρι κρατάει ενδεχομένως πυξίδα (κοσμηματοθήκη).
Στην ελληνιστική εποχή και συγκεκριμένα μετά την καταστροφή της Παλαιάς Πλευρώνας το
235/4 π.Χ. από τον Δημήτριο Β΄ τον Μακεδόνα, τον αποκαλούμενο και Αιτωλικό (Στράβων, Γεω-
γραφικά, 10.ΙΙ.4), ιδρύεται στην τοποθεσία που είναι γνωστή σήμερα με την ονομασία «Κάστρο της
Κυρα-Ρήνης» μία από τις πιο σημαντικές και εκτεταμένες πόλεις της Αιτωλίας, η Νέα Πλευρώνα, με
εντυπωσιακή διατήρηση της οχύρωσής της, με διαπιστωμένο τον χώρο της αγοράς, μικρό θέατρο και
μεγάλη στον φυσικό βράχο λαξευμένη δεξαμενή, οργανωμένο πολεοδομικό ιστό, καθώς και εκτετα-
μένα νεκροταφεία εκτός των τειχών της (εικ. 1).
Τα νεκροταφεία της αρχαίας πόλης αναπτύσσονται κατά μήκος κεντρικών δρόμων που οδηγούσαν

* Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται προς τον Επίτιμο Γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του
Υπουργείου Πολιτισμού, Δρ Αρχαιολογίας Λάζαρο Κολώνα, Πρόεδρο από το 2002 των Επιστημονικών Επιτροπών του
έργου: «Προστασία, έρευνα, ανάδειξη τριών (3) αρχαίων πόλεων του Νομού Αιτωλοακαρνανίας: Πλευρώνα, Οινιάδες,
Πάλαιρος», για την ευγενική παραχώρηση της άδειας μελέτης του υλικού, τη Δρ Αρχαιολογίας Ολυμπία Βικάτου, Προ-
ϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος, για τις διευκολύνσεις που μου παρείχε καθ’ όλη
τη διάρκεια μελέτης του, την κα Μαρία Σταυροπούλου-Γάτση, Επίτιμη Διευθύντρια Αρχαιοτήτων, για τις γόνιμες και
εποικοδομητικές συζητήσεις μας. Τα σχέδια οφείλονται στις σχεδιάστριες Μαρία Ιωαννίδου και Αλεξάνδρα Μετσοβίτη,
η συντήρηση των πήλινων ευρημάτων στις συντηρήτριες Μαρία Κατσένη και Μαρίνα Κατσιπάνου, των νομισμάτων στη
συντηρήτρια Σταυρούλα Πολονύφη, η σύνταξη του τοπογραφικού διαγράμματος στον τοπογράφο μηχανικό Γεώργιο
Λάμπρου, η επεξεργασία-επιμέλεια του τοπογραφικού στην αρχιτέκτονα-μηχανικό Μαρίνα Μπιζά, η ταύτιση των νομι-
σμάτων στην αγαπητή συνάδελφο Γεωργία Αλεξοπούλου. Σε όλους θα ήθελα να απευθύνω και από τη θέση αυτή τις πιο
θερμές μου ευχαριστίες για την πολύτιμη βοήθειά τους. Η παρούσα ανακοίνωση αποτελεί προκαταρκτική παρουσίαση
των νεκροταφείων της αρχαίας Πλευρώνας, καθώς μεγάλο μέρος του υλικού δεν έχει ακόμη συντηρηθεί και σχεδιαστεί.
1 Κολώνας 2008, Κολώνας – Σταμάτης 2016, όπου συγκεντρωμένη όλη η προγενέστερη βιβλιογραφία για την αρχαία
πόλη.
2 Δεκουλάκου 1971, 326-327, πίν. 302. Δεκουλάκου 1982, 219-236.
3 Μαστροκώστας 1960, 195. Πρόκειται για παλαιό εύρημα της δεκαετίας του ’50, το οποίο παραδόθηκε στον τότε Έφορο
Αρχαιοτήτων Νικόλαο Ζαφειρόπουλο από τον κ. Ιωάννη Τσώλο, κάτοικο του οικισμού Νέων Υδραγωγείων Μεσολογ-
γίου. Σύντομη ανασκαφική έρευνα στη θέση εύρεσης της στήλης δεν απέδωσε στοιχεία για τυχόν ύπαρξη ταφικού μνη-
μείου, στο οποίο ενδεχομένως ανήκε. Σήμερα φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αγρινίου με αρ. ευρ. 57.

149
Γ. ΣΤΑΜΑΤΗΣ

σε αυτήν μέσω πυλών. Η παρουσίασή τους θα ξεκινήσει από το νότιο, όπου στο πλαίσιο των πρόσφα-
των εργασιών ανάδειξης της αρχαίας πόλης από το Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε., ανατάχθηκε σχεδόν στο σύνολό του
μνημειώδης ταφικός περίβολος (εικ. 2α)4 και παράλληλα καθαρίστηκαν συλημένοι και ερευνήθηκαν
νέοι ασύλητοι τάφοι, οι οποίοι μας προσέφεραν σημαντικές πληροφορίες για την αρχιτεκτονική τους,
το είδος των κτερισμάτων και τα ταφικά έθιμα των κατοίκων της πόλης. Ο περίβολος, διαστ. 15,30
μ. x 7,50 μ., βρίσκεται πλησίον της κεντρικής πύλης Α, είναι θεμελιωμένος στον φυσικό βράχο, έχει
πιόσχημη κάτοψη και το ύψος του ανέρχεται στα 2,60 μ. Για την κατασκευή του έχουν χρησιμοποι-
ηθεί δουλεμένοι ογκόλιθοι από τοπικό ασβεστόλιθο κτισμένοι κατά το ισόδομο σύστημα δόμησης.
Η ευθυντηρία του μνημείου ακολουθεί τη διαμόρφωση του φυσικού βράχου, ο οποίος παρουσιάζει
κλίση από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Οι γωνιόλιθοί του φέρουν λαξευμένη ταινία και στην άνω
επιφάνειά τους υπάρχουν τα αυλάκια για τη μολυβδοχόηση και οι τόρμοι για τους μεταλλικούς συνδέ-
σμους. Σε δύο τουλάχιστον σημεία της στέψης, της οποίας οι λίθοι εξέχουν ελαφρώς από εκείνους των
υποκείμενων σειρών, ταυτίστηκε η ακριβής θέση τουλάχιστον δύο επιτυμβίων στηλών, ενώ πιθανή
πρέπει να θεωρείται η ύπαρξη δύο ακόμη. Επιβλητική είναι η μεγάλη επιτύμβια στήλη που σώζει την
επιγραφή ΑΝΑΞΩ και έχει ύψος 2,60 μ. και το πλάτος της κυμαίνεται από 0,86 μ. έως 0,96 μ. (εικ. 3).
Ο ταφικός περίβολος περικλείει στο εσωτερικό του έναν ακόμη ταφικό περίβολο αμελέστερης
κατασκευής και δύο θαλαμωτούς τάφους (εικ. 2β). Ο μεγαλύτερος εξ αυτών διαθέτει προθάλαμο
επιχρισμένο με κονίαμα και δύο πλευρικούς θαλάμους5. Η οροφή όλων των θαλάμων είναι επίπεδη.
Η είσοδος του τάφου βρίσκεται στη βόρεια πλευρά και αποτελείται από δύο μονολιθικές πλάκες.
o Δυστυχώς ο τάφος βρέθηκε συλημένος και από τις νεκρικές κλίνες που ήταν εντελώς κατεστραμμένες
σώζονταν μόνον τμήματά τους6. Από το εσωτερικό του ταφικού περιβόλου περισυνελέγησαν θραύ-
σματα πήλινων ειδωλίων, ανθρωπόμορφων, αλλά και ζωόμορφων, καθώς επίσης δύο συνανήκοντα
τμήματα ενεπίγραφης επιτύμβιας στήλης και λίθινο απότμημα θύρας με ανάγλυφη διακόσμηση εφη-
λίδων παρόμοια με εκείνη της θύρας από τον τάφο «μακεδονικού» τύπου στο Ηρώο της Καλυδώνας7
(εικ. 8). Τάφοι αυτού του τύπου έχουν αποκαλυφθεί επίσης στον Άγιο Θωμά Μεσολογγίου8, στην
αρχαία Καλυδώνα9, στη Βελβίνα Ναυπακτίας10, στην ίδια την πόλη της Ναυπάκτου11.

4 Οι εργασίες ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2007 και ολοκληρώθηκαν την άνοιξη του 2008. Στην ανάταξη του μνημείου
καθοριστική ήταν η συμβολή του αρχιτεχνίτη του έργου Γρηγόρη Διαμαντόπουλου, αλλά και του έμπειρου εργατοτεχνι-
κού προσωπικού αορίστου χρόνου Σπ. Γκάιδα, Χρ. Δούνη, Όθ. Ζαρκαδούλα, Φ. Καλαμάκη, Νικ. Κοντοδήμα, Φ. Μπέ-

l κου, Χρ. Σαράκη, Ι. Ταταράκη, Νικ. Τριφιάτη, Θ. Τσώλου και Θ. Χονδρογιάννη, οι οποίοι επέδειξαν ιδιαίτερο ζήλο και
εργατικότητα. Όλους τους ευχαριστώ θερμά. Για μνημειώδεις ταφικούς περιβόλους της ΒΔ. Ελλάδας βλ. Ανδρέου 1994,

s 77-98.
5 Εργασίες καθαρισμού και σχεδίασης του τάφου είχαν πραγματοποιηθεί για πρώτη φορά το 1993 από την τότε αρμόδια
ΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α. Πατρών σε συνεργασία με το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, βλ. Κολώνας 1993, 140.
Pariente 1994, 729, εικ. 28. Αυτός ο τύπος τάφου μας είναι γνωστός και από άλλα νεκροταφεία αιτωλικών πόλεων, βλ.
Αλεξοπούλου 1989, 139, σχέδ. 13, πίν. 87-88.
6 Αρκετά τμήματα των λίθινων κλινών του τάφου φυλάσσονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αγρινίου και προέρ-
χονται από τις πρώτες εργασίες καθαρισμού του τάφου το 1993.
7 Dyggve κ.ά. 1934, 395, πίν. VI. Τμήματα μονολιθικών θυρών από ασβεστόλιθο διακοσμημένων με ανάγλυφες εφηλίδες
έχουν εντοπιστεί επίσης σε ταφικό μνημείο από τη Ναύπακτο, βλ. Σαράντη 2002, 87-88, εικ. 22-23.
8 Αλεξοπούλου 1989, 139, σχέδ. 13, πίν. 87-88.
9 Αδημοσίευτος τάφος με προθάλαμο και δύο πλευρικούς θαλάμους. Μου τον υπέδειξε ο ακούραστος φύλακας αρχαιοτή-
των Καλυδώνας και Πλευρώνας Γεώργιος Μάνθος, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά. Πρόσφατα στο πλαίσιο σωστικής
ανασκαφής πλησίον του θεάτρου της Καλυδώνας ήλθε στο φως ταφικός περίβολος, ο οποίος στο εσωτερικό του περιέ-
κλειε κτιστό θαλαμωτό τάφο με προθάλαμο και έναν κυρίως θάλαμο, βλ. Βικάτου 2011, 59-60.
10 Παπαποστόλου 1981, 171, πίν. 106α-β.
11 Κόλια – Σαράντη 1998, 282-283, σχέδ. 11, πίν. 108 α. Σαράντη 2002, 87-88, εικ. 22-23 (στην περίπτωση αυτή το
ταφικό μνημείο χωριζόταν σε επιμήκη προθάλαμο και τρεις μικρούς ισομεγέθεις θαλάμους, οι οποίοι έκλειναν με μονο-
λιθικές θύρες από ασβεστόλιθο).

150
ΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΠΛΕΥΡΩΝΑΣ. ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Από μία άλλη συστάδα τάφων που ήλθε στο φως εξωτερικά της κεντρικής Πύλης Α, όπου βρί-
σκεται πεσμένο το δομικό υλικό υπέργειου ταφικού μνημείου, ερευνήθηκαν συνολικά δεκαπέντε
τάφοι διαφόρων τύπων, οι περισσότεροι συλημένοι. Ο τάφος 3, κιβωτιόσχημος με κτιστά τοιχώ-
ματα από μικρούς πλακοειδείς λίθους, διέθετε κτιστή κλίνη στη μία μακρά πλευρά και είσοδο στη
στενή, καθώς επίσης δύο μικρές κόγχες, ενδεχομένως για την τοποθέτηση κτερισμάτων. Περικλείε-
ται από κτιστό περίβολο αμελούς κατασκευής. Στον ίδιο τύπο ανήκει και ο κιβωτιόσχημος τάφος 4.
Δυστυχώς βρέθηκε συλημένος, ωστόσο απέδωσε πληθώρα ευρημάτων στον χώρο μεταξύ της κλί-
νης και της νότιας μακράς πλευράς του, όπως πήλινα μυροδοχεία και λυχνάρια διαφόρων τύπων, εκ
των οποίων ξεχωρίζει ένα με καρδιόσχημη λαβή και ένα από γκριζωπό πηλό με ψηλό περιχείλωμα
(«κολάρο») περιμετρικά της οπής πληρώσεως, το οποίο βρίσκει παράλληλα σε λυχνάρια από το
βόρειο νεκροταφείο της αρχαίας Δημητριάδας που χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 2ου -
αρχές 1ου αι. π.Χ.12, άωτος μελαμβαφής σκύφος13, θαλάσσιο όστρεο, σιδερένιο δακτυλίδι, η σφενδόνη
του οποίου φέρει ημιπολύτιμο πορτοκαλόχρωμο λίθο με έγγλυφη παράσταση αίγας ανασηκωμένης
στα πίσω πόδια, ενώ τα μπροστινά ακουμπούν πιθανόν σε κλαδί σχηματοποιημένου δέντρου. Από το
εσωτερικό του τάφου περισυνελέγησαν επίσης πέντε χάλκινα νομίσματα, κακής διατήρησης, δύο εξ
αυτών ταυτίζονται με ασφάλεια στο β΄ μισό του 3ου αι. π.Χ. και πρόκειται για κοπές της Αιτωλικής
Συμπολιτείας.
Στην κατηγορία των κτιστών κιβωτιόσχημων τάφων με κτιστή κλίνη και είσοδο στην μία στενή
πλευρά ανήκει και ο τάφος 9. Βρέθηκε συλημένος, ωστόσο θα πρέπει να ήταν πλούσια κτερισμένος,
εάν λάβει κανείς υπόψη ότι από το εσωτερικό του προήλθαν σαράντα εννέα πήλινα αγγεία, δέκα χάλ-
κινα αντικείμενα, τρεις κρίκοι, τέσσερα καρφιά, δίσκος κατόπτρου και δεκαέξι σιδερένια αντικείμενα,
μεταξύ των οποίων δακτυλίδι, καρφιά, τμήματα μιας ή περισσοτέρων στλεγγίδων. Στα καλύτερα
σωζόμενα πήλινα αγγεία του τάφου συγκαταλέγονται: αμφορίσκος «μακεδονικού» τύπου, το σχήμα
του οποίου με το κυλινδρικό σώμα μπορεί να χρονολογηθεί στα μέσα του 2ου αι. π.Χ.14, λάγυνος με
ψηλό κυλινδρικό λαιμό και σχεδόν σφαιρικό σώμα15, κάνθαρος με δακτυλιόσχημη βάση, σφαιρικό
σώμα, κάθετες λαβές με κυλινδρικά εξάρματα (πηνιόσχημα) και χείλος που κλίνει λοξά προς τα έξω,
χρονολογημένος στη στροφή από τον 2ο στον 1ο αι. π.Χ.16, πινάκια, φιάλη, μυροδοχεία και λυχνάρια
διαφόρων τύπων που χρονολογούνται στο β΄ μισό του 2ου αι. π.Χ. Στα πρωιμότερα αγγεία του τάφου
ανήκουν δύο μελαμβαφείς κάνθαροι με καλυκόσχημο ραδινό σώμα και ψηλή κωνική βάση, οι οποίοι
φέρουν στη ζώνη του λαιμού διακόσμηση «δυτικής κλιτύος» με γεωμετρικά και φυτικά θέματα (εικ.
4) και μπορούν να χρονολογηθούν με βάση πλησιέστερα παράλληλα από το Αίγιο17 και την Πάτρα18
στο β΄ μισό του 3ου - α΄ μισό του 2ου αι. π.Χ. Στην ίδια εποχή φαίνεται ότι ανήκει και ο ανάγλυφος σκύ-
φος με την παράσταση τεσσάρων σχηματοποιημένων λιονταριών, ενώ στα χρυσά μικροαντικείμενα
του τάφου συγκαταλέγονται κλωστές και εικοσιοκτώ αμφικωνικές χάντρες περιδεραίου.
Στο δυτικό νεκροταφείο σώζεται το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τάφου «μακεδονικού»
τύπου19 (εικ. 5). Επιμήκης δρόμος οδηγεί στην είσοδο του τάφου, η οποία φραζόταν με μονολιθική
πλάκα. Τα πλευρικά τοιχώματα του δρόμου ήταν εν μέρει κτιστά, ενώ υπήρχαν αναβαθμοί-σκαλο-
πάτια λαξευμένα στον φυσικό βράχο που διευκόλυναν την πρόσβαση στον τάφο. Ο προθάλαμος έχει

12 Νικολάου 2004, 56, πίν. 11.


13 Παρόμοιος ως προς το σχήμα σκύφος από τη νεκρόπολη της Ρόδου χρονολογείται στο β΄ μισό του 2ου αι. π.Χ., βλ.
Γιαννικουρή – Πατσιαδά 1994, 112, εικ. 8.
14 Αραπογιάννη 2005, 88, εικ.8.
15 Μπανάκα-Δημάδη 2005, 137, εικ. 11.
16 Κόλια 2000, 389, πίν. 205:3.
17 Παπακώστα 2011, 42, πίν. 3β.
18 Δεκουλάκου 2011, 35, πίν. 1β.
19 Μαστροκώστας 1960, 195. Ζαφειροπούλου 1976, 169, πίν. 119α. Για τον σχετικό ορισμό, βλ. Παντερμαλής 1972, 147,
σημ. 3. Gossel 1980. Mangoldt 2012. Για τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των τάφων «μακεδονικού» τύπου από την
Κεντρική Ελλάδα, βλ. Huguenot 2003, 899-913.

151
Γ. ΣΤΑΜΑΤΗΣ

επίπεδη οροφή και στη μία του πλευρά εφάπτεται ορθογώνια κατασκευή χωρισμένη στο μέσο σε δύο
χώρους, η οποία μπορεί ενδεχομένως να ερμηνευθεί ως ταφική θήκη. Ο κυρίως νεκρικός θάλαμος
έχει καμαρωτή οροφή, ενώ οι δύο πλευρές του καλύπτονται με νεκρικές κλίνες. Μέχρι πρόσφατα
σώζονταν στη θέση τους και τα λίθινα μαξιλάρια των κλινών αυτών, των οποίων τα άκρα ήταν
λαξευμένα με περίτεχνο τρόπο, ώστε να μιμούνται αντίστοιχες ξύλινες κατασκευές. Το μοναδικό
εύρημα από το εσωτερικό του τάφου είναι ένας συμπαγής αργυρός Σιληνός, παλαιό εύρημα του αεί-
μνηστου Ευθ. Μαστροκώστα της δεκαετίας του ’6020, ενώ μόλις πρόσφατα, το 2012, εντοπίστηκε
αμέσως εξωτερικά του ταφικού περιβόλου τμήμα επιτύμβιας στήλης με αετωματική επίστεψη, η
οποία φέρει περίτεχνη ανάγλυφη φυτική διακόσμηση αμέσως κάτω από την στέψη και μέσα σε
χαμηλό έξεργο την επιγραφή ΔΡΑΚΩΝ ΕΥΑΝΔΡΟΥ ΧΑΙΡΕ. Επιτύμβιες στήλες με τις βάσεις τους,
ορισμένες γνωστές από παλιά21, είναι διάσπαρτες σε όλη την έκταση του δυτικού νεκροταφείου22.
Τη δεκαετία του ’80 ερευνήθηκαν πάλι από το ίδιο νεκροταφείο με αφορμή θρασύτατη αρχαι-
οκαπηλική δραστηριότητα δύο θαλαμωτοί τάφοι και ένας κτιστός κιβωτιόσχημος με επιμελημένα
τοιχώματα. Συγκεκριμένα οι δύο πρώτοι περικλείονται από πειόσχημο κτιστό περίβολο επιμελη-
μένης κατασκευής, στο εσωτερικό του οποίου αποκαλύφθηκαν επίσης δύο απλοί κιβωτιόσχημοι
τάφοι. Ο νεκρικός θάλαμος ΙΙ βρέθηκε ασύλητος23. Μονολιθική πλάκα έφραζε την είσοδο και στη
βόρεια πλευρά του εφάπτεται η νεκρική κλίνη (εικ. 6). Πάνω σε αυτήν είχε εναποτεθεί ο σκελετός
με ορισμένα από τα κτερίσματα, ενώ τα υπόλοιπα βρέθηκαν στο δάπεδό του. Πρόκειται για τέσσερα
πήλινα αγγεία (αμφορέας24, δύο πινάκια και λύχνος), σιδερένια λαβή αγγείου, σιδερένια στλεγγίδα,
o καθώς και ασημένια σκυφοειδή κύλικα χωρίς πόδι25. Ακριβώς ίδια προέρχεται από πλούσια κτε-
ρισμένο τάφο από το αρχαίο Τριχόνειο (σημερινή Γαβαλού), ενώ ο τύπος αυτός του αγγείου είναι
κοινός στην αττική μελαμβαφή κεραμική του ύστερου 4ου - αρχών 3ου αι. π.Χ.26. Παρατηρούμε ότι η
χρονολόγηση της ασημένιας κύλικας παρουσιάζει μια σχετική διαφοροποίηση από τη χρονολόγηση
των πήλινων αγγείων του τάφου (2ος αι. π.Χ.- α΄ μισό 1ου αι. π.Χ.). Η θέση της σε αυτόν θα μπο-
ρούσε να ερμηνευθεί ως κειμήλιο, αφού μέσα στον τάφο δεν βρέθηκε άλλη παλαιότερη ταφή. Εντός
του ταφικού περιβόλου ερευνήθηκε επίσης απλός κιβωτιόσχημος τάφος, ενώ εντοπίστηκε τμήμα
επιτύμβιας στήλης, που φέρει αετωματική επίστεψη και την επιγραφή [Α]ΡΤΕΜΙΔΩΡΕ ΧΑΙΡΕ.
Ο κτιστός κιβωτιόσχημος τάφος με επιμελημένα τοιχώματα27, του οποίου η είσοδος φραζό-
ταν με μονολιθική πλάκα, περιείχε ατρακτόσχημα και βολβόσχημα μυροδοχεία28, πινάκια, λάγυνο,

l 20 Μαστροκώστας 1967, 321, πίν. 228 β.


21 Ζαφειροπούλου 1976, 169, πίν. 119 β.

s 22 Μόσχος 1999, 272.


23 Σωτηρίου 1989, 139-141, σχέδ. 14, πίν. 89α.
24 Παρόμοιος αμφορέας έχει βρεθεί σε τάφο από την αρχαία Αρσινόη (σημερινό Αγγελόκαστρο), ο οποίος χρονολογείται
με βάση συγκριτικά παράλληλα από την Κόρινθο και την Ερέτρια πριν από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., βλ. Τσαντήλα 2011,
179, πίν. 71γ, 76α. Παρόμοιος ως προς το σχήμα αμφορέας, αλλά μικρότερων διαστάσεων, προέρχεται επίσης από το
νεκροταφείο των αρχαίων Οινιαδών (β΄ μισό του 2ου αι. - α΄ μισό του 1ου αι. π.Χ.), βλ. Σερμπέτη κ.ά. 2009, 259-60, εικ.
2 (Π 1277). Για την Πάτρα, βλ. Κυριακού-Ζαφειροπούλου 2011, 68, πίν. 27 β (Π 4020). Για την Κόρινθο, βλ. Edwards,
1975, 112, πίν. 23, 60, αρ. 630, ο οποίος επίσης χρονολογείται πριν από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ.
25 Αρκετά συχνή είναι η παρουσία ασημένιων αγγείων σε τάφους της Αιτωλίας, όπως π.χ. από το αρχαίο Τριχόνειο (σημε-
ρινός οικισμός Γαβαλούς), όπου έχουν ερευνηθεί δύο πλούσιοι επιμελημένης μορφής τάφοι των ελληνιστικών χρόνων
με ποικιλία ασημένιων αγγείων και χρυσών αντικειμένων, βλ. Τριχόνειον - Άκραι - Μέταπα, 44-53, 80-93, αρ. κατ.
16-36. Ασημένια αγγεία έχουν επίσης εντοπιστεί σε τάφους από τη νεκρόπολη των αρχαίων Άκρων (σημερινό Λιθο-
βούνι), βλ. Ζαφειροπούλου – Γεωργιάδου 2010, 54, πίν. 34, αρ. 2 και 58, πίν. 38, αρ.1.
26 Ζαφειροπούλου 2000, 325, πίν. 164γ.
27 Κολώνας 1988, 173.
28 Τα βολβόσχημα μυροδοχεία (bulbous unguentaria) στην πλειονότητα των παραδειγμάτων τους οριοθετούνται χρονικά
από το β΄ μισό του 1ου α. π.Χ. έως το α΄ μισό του 1ου αι. μ.Χ. και αποτελούν συχνό κτέρισμα σε τάφους των ύστερων
ελληνιστικών χρόνων.

152
ΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΠΛΕΥΡΩΝΑΣ. ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

λύχνους διαφόρων τύπων, χάλκινο αρύβαλλο και χάλκινη στλεγγίδα άριστης διατήρησης, χρυσή
δανάκη, στη μία επιφάνεια της οποίας απεικονίζεται έκτυπο περιστέρι προς τα δεξιά με ανοιχτά
φτερά. Επίσης, βρέθηκε αργυρό νόμισμα Σικυώνος χρονολογούμενο περ. 400-350 π.Χ.29, και χάλ-
κινο ημιόβολο Αιτωλικής Συμπολιτείας που χρονολογείται το διάστημα 220-205 π.Χ.30. Ο τάφος με
βάση τα πήλινα κτερίσματα χρονολογείται από τα μέσα του 2ου έως τα μέσα του 1ου αι. π.Χ. Πρό-
σφατα ήλθε στο φως από το ίδιο νεκροταφείο μονοθάλαμος καμαροσκεπής τάφος «μακεδονικού»
τύπου, ο οποίος περικλείεται από κτιστό ταφικό περίβολο. Εξωτερικά του περιβόλου εντοπίστηκε
επιτύμβια στήλη με αετωματική επίστεψη, η οποία φέρει την επιγραφή ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ ΠΕΛΛΑ-
ΝΑΣ και λίγο μακρύτερα βάση επιτύμβιας στήλης διακοσμημένης στη μία στενή πλευρά με ανά-
γλυφο φύλλο κισσού.
Από το βόρειο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης, από το οποίο είναι ορατοί ταφικοί περίβολοι,
τάφοι, καθώς επίσης επιτύμβιες στήλες με τις βάσεις τους, προς το παρόν έχει ερευνηθεί ένας συλη-
μένος τάφος «μακεδονικού» τύπου (εικ. 7), ο οποίος περικλείεται από πειόσχημο ταφικό περίβολο.
Ο κυρίως νεκρικός θάλαμος είχε καμαρωτή οροφή και λίθινη κλίνη λαξευμένη απευθείας στον
φυσικό βράχο. Ο τάφος ήταν συλημένος, ωστόσο από το εσωτερικό του περισυνελέγησαν πλη-
θώρα πήλινων αγγείων, τρία αργυρά και δέκα χάλκινα νομίσματα, καθώς επίσης δύο χρυσά φυλλά-
ρια ελιάς, τα οποία ενδεχομένως είχαν χρησιμοποιηθεί, εάν όχι για στεφάνι, ως επιρράματα, καθώς
φέρουν στο ένα τους άκρο από δύο μικρές οπές, τρία κυλινδρικά στελέχη με παράλληλες ραβδώσεις
από λεπτό έλασμα χρυσού και δύο όμοια χρυσά περίαπτα, τα οποία ενδεχομένως εικονίζουν φτερω-
τές μορφές. Με βάση την πλειονότητα των πήλινων αγγείων και τα ασημένια νομίσματα, ο τάφος
μπορεί να χρονολογηθεί στον ύστερο 2ο - 1ο αι. π.Χ. Η παρουσία χάλκινων νομισμάτων Αιτωλικής
Συμπολιτείας του β΄ μισού του 2ου αι. π.Χ. ενδεχομένως αποτελεί ένδειξη ότι ο τάφος είχε χρησιμο-
ποιηθεί πολλές φορές.
Από την περιοχή της αρχαίας Αιτωλίας τάφοι «μακεδονικού» τύπου, εκτός από τη Νέα Πλευ-
ρώνα, έχουν αποκαλυφθεί στην αρχαία Καλυδώνα31 και στη Γραμμένη Οξυά της ορεινής Ναυπα-
κτίας32. Αντίθετα από την περιοχή της Ακαρνανίας μας είναι γνωστός μόνον ένας τάφος αυτού του
τύπου από την αρχαία Στράτο33. Τα περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά ως προς την αρχιτεκτονική
τους παρουσιάζουν οι τάφοι της Πλευρώνας και της Καλυδώνας (εικ. 8). Μνημειακής κατασκευής
ταφικοί περίβολοι έχουν αποκαλυφθεί όχι μόνο στην περιοχή της Αιτωλίας34 και της Ακαρνανίας35,
αλλά επίσης στην Πρέβεζα και συγκεκριμένα στο χωριό Μιχαλίτσι36 και στη γειτονική Αμβρακία
(σημερινή Άρτα)37.

29 Πρόκειται για τριταρτημόριον (1/3 του οβολού) που ως εμπροσθότυπο έχει Απόλλωνα γονατιστό προς τα δ. με το αρι-
στερό χέρι να κρατάει τόξο και βέλος και με το δεξί να ξεκουράζεται και ως οπισθότυπο έχει τα αρχικά ΣΕ μέσα σε
στεφάνι. Πρβλ. Walker 2006, 79, 267-271.
30 Ως εμπροσθότυπο έχει κεφαλή Απόλλωνος δ. και ως οπισθότυπο επιδορατίς και σιαγόνα κάπρου δ., στο μέσον [ΣΤΑ]Υ
και αρ. επί του πεδίου και κάτω τσαμπί σταφύλι, επάνω [ΑΙΤΩ], κάτω [ΛΩΝ]. Λόγω φθοράς δεν διακρίνεται το εθνικό.
Για τον τύπο, βλ. Tsangari 2007, 133-135 (κοπή 60), πίν. 42.
31 Dyggve κ.ά. 1934, 395, πίν. VI.
32 Πρόκειται για καμαροσκεπή τάφο τετράγωνης κάτοψης με μήκος πλευράς 3,05 μ. και μέγ. ύψος 2,50 μ. Δρόμος, πλά-
τους 1,15 μ. οδηγεί στην είσοδο του τάφου, πλάτους 0,90 μ. Τα τοιχώματα είναι κατασκευασμένα κατά το ψευδοϊσό-
δομο σύστημα δόμησης, οι δε αρμοί των λίθων τονίζονται με λοξή περιτένεια. Βλ. σχετ. Παπαδάκις 1920-21, 153.
Βοκοτόπουλος 1969, 242-243. Αλεξοπούλου 2001, 74, εικ.7-8. Κατσαρός 2002- 2003, 131-162.
33 Κολώνας 1996, 241. Schwandner 1997, 510, Schwandner 1998, 525.
34 Ενδεικτικά αναφέρω μνημειώδη οικογενειακό ταφικό περίβολο, ο οποίος ήλθε στο φως στο πλαίσιο κατασκευής του
αυτοκινητόδρομου της Ιόνιας Οδού κοντά στην περιοχή της αρχαίας Αλίκυρνας, βλ. Σταυροπούλου-Γάτση 2010, 84-87.
35 Δάκαρης 1953-54, 77-88. Δάκαρης 1955, 16-22.
36 Δάκαρης 1961-62, 187-194. Δάκαρης 1964, 305-309. Βοκοτοπούλου 1968, 295. Βοκοτοπούλου 1970, 308-310, σχέδ. 1,
πίν. 268δ. Βοκοτοπούλου 1972, 450-452, της ιδίας 1970, 41-45. Βοκοτοπούλου 1973, 220-223. Γραβάνη 1997, 79-93.
37 Ανδρέου 1986, 103-105, πίν. 96γ, 97. Ανδρέου 1994, 78-79, σχέδ. 3, εικ.2-4.

153
Γ. ΣΤΑΜΑΤΗΣ

Συνοψίζοντας τα δεδομένα που μας έχει προσφέρει η έως σήμερα ανασκαφική έρευνα στα νεκρο-
ταφεία της Νέας Πλευρώνας38, μπορεί κανείς να καταλήξει στα εξής συμπεράσματα. Απαντώνται οι
εξής τύποι τάφων: (1) απλοί λακκοειδείς. Πρόκειται για την απλούστερη μορφή τάφων, στους οποίους
ο νεκρός τοποθετείται σε φυσικές κοιλότητες του βράχου, (2) απλοί κιβωτιόσχημοι, των οποίων τα
πλευρικά τοιχώματα ορίζονται από κατακόρυφες ασβεστολιθικές πλάκες, (3) κεραμοσκεπείς - καλυβί-
τες, (4) κιβωτιόσχημοι με κτιστά τοιχώματα κατασκευασμένα με μικρούς πλακοειδείς λίθους, είσοδο
στη μία στενή πλευρά που φράσσεται από μονολιθική πλάκα, κτιστή κλίνη κατά μήκος της μιας μακράς
πλευράς του κιβωτίου και δύο τουλάχιστον κόγχες που ανοίγονται στα πλευρικά τοιχώματα. Ωστόσο,
δεν απουσιάζουν και οι περιπτώσεις τάφων με κτιστά τοιχώματα και είσοδο στη μία στενή πλευρά,
χωρίς κλίνη στο εσωτερικό τους, (5) θαλαμωτοί με επιμελημένα κτιστά τοιχώματα, με ή χωρίς κλίνη
στο εσωτερικό τους, των οποίων ολόκληρη η μία στενή πλευρά, όπου και η είσοδος φράσσεται με
μονολιθική πλάκα, (6) μνημειακής μορφής θαλαμωτοί, μονοθάλαμοι ή διθάλαμοι, με επίπεδη ή καμα-
ρωτή οροφή του λεγόμενου «μακεδονικού» τύπου39. Ο τύπος του μονοθάλαμου καμαροσκέπαστου
τάφου αντιπροσωπεύεται και στα τρία νεκροταφεία της Νέας Πλευρώνας. Στους μεγάλους τάφους
«μακεδονικού» τύπου υπάρχει συνήθως προθάλαμος, ο οποίος δεν περιέχει συνήθως ταφές, ενώ σε
μία περίπτωση τέτοιου τάφου υπάρχει λίθινη κατασκευή με εσωτερικό χώρισμα που ενδεχομένως είχε
χρησιμοποιηθεί ως ταφική θήκη. Στους πλευρικούς θαλάμους υπάρχουν κλινοειδείς κατασκευές για
την εναπόθεση του νεκρού και των κτερισμάτων40. Σε μνημειώδη τάφο «μακεδονικού» τύπου από το
δυτικό νεκροταφείο υπάρχουν σε αυτές λίθινα μαξιλάρια, ενώ τα άκρα τους φέρουν περίτεχνες ανά-
o γλυφες διακοσμήσεις μιμούμενες τα πόδια ξύλινων κλινών. Οι κλίνες αυτές είτε αποτελούν συμπαγείς
κατασκευές που ορίζονται με μονολιθικές πλάκες, είτε έχουν κτιστά τοιχώματα και η άνω τους επιφά-
νεια είναι στρωμένη με ακανόνιστες πλάκες διαφόρων μεγεθών, είτε είναι λαξευμένες στον ίδιο τον
φυσικό βράχο. Σε μία περίπτωση τάφου δρόμος που ορίζεται εν μέρει από κτιστά τοιχώματα οδηγούσε
στην είσοδο του προθαλάμου του, και διέθετε επίσης λαξευμένα στον φυσικό βράχο σκαλοπάτια,
ενώ σε άλλον υπήρχαν λαξευμένα στον φυσικό βράχο σκαλοπάτια στον προθάλαμο που οδηγεί στον
κυρίως νεκρικό θάλαμο. Οι θύρες των πλευρικών θαλάμων στους τάφους αυτού του τύπου διαθέτουν
κατώφλι και υπέρθυρο που εδράζεται στις κατακόρυφες παραστάδες. Η θύρα ήταν από μονολιθική
πλάκα που εξωτερικά έφερε ανάγλυφα στοιχεία μιμούμενα τα μεταλλικά στοιχεία (εφηλίδες) ξύλινων
θυρών. Σε μία περίπτωση τάφου η θύρα που οδηγεί στον κυρίως νεκρικό θάλαμο είχε τοξωτή διαμόρ-
φωση. Το δάπεδο όλων των τάφων ήταν λαξευμένο στον ίδιο τον φυσικό βράχο. Στους μεγάλους θαλα-
μωτούς τάφους με επίπεδη οροφή οι πλάκες της κάλυψης ήταν σφραγισμένες στους αρμούς με κονί-
l αμα. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των ειδών των τάφων που απαντώνται και στα τρία νεκροταφεία
της Νέας Πλευρώνας αποτελεί η ύπαρξη ταφικού περιβόλου. Είναι ορατοί μνημειακής μορφής κτιστοί
s περίβολοι, αλλά και απλούστεροι. Μεταξύ των λίθων της στέψης υπάρχουν συνήθως οι βάσεις για την
τοποθέτηση των επιτυμβίων στηλών, στις οποίες ήταν χαραγμένα τα ονόματα των νεκρών. Στο εσω-
τερικό τους περικλείονται ένας ή και περισσότεροι του ενός τάφοι, όχι απαραίτητα του ίδιου τύπου.
Τα πήλινα αγγεία αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα των κτερισμάτων. Τα περισσότερα
βρέθηκαν σπασμένα εξαιτίας της σύλησης των τάφων και ανήκουν σε κοινούς τύπους αγγείων της

38 Η έρευνα αυτή έχει σωστικό χαρακτήρα, αφού πραγματοποιείται είτε μετά από αρχαιοκαπηλική δραστηριότητα είτε
στο πλαίσιο των εργασιών ανάδειξης της αρχαίας πόλης που υλοποιούνται τα τελευταία χρόνια από το Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε.
39 Ο όρος «μακεδονικού» τύπου έχει επικρατήσει να χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις τάφων νεκροταφείων αιτω-
λικών πόλεων που έχουν είτε επίπεδη είτε καμαρωτή οροφή. Το σωστό είναι να χρησιμοποιείται ο όρος αυτός μόνο στις
περιπτώσεις τάφων με καμαρωτή στέγη, ενώ για τους υπόλοιπους ο όρος θαλαμωτός. Το κοινό χαρακτηριστικό τους
είναι η ύπαρξη ταφικού περιβόλου που τους περικλείει, στοιχείο που τους διαφοροποιεί από τους αντίστοιχους τάφους
της Μακεδονίας. Ίσως λοιπόν θα πρέπει πλέον να υιοθετηθεί ένας νέος όρος για αυτούς τους τάφους με καμαρωτή
οροφή, τους οποίους συναντάμε μόνο σε περιοχές εντός αιτωλικής επικράτειας, μία μόνο περίπτωση τέτοιου τάφου
είναι γνωστή από την περιοχή της Ακαρνανίας, ενώ απουσιάζουν εντελώς από την απέναντι ακτή της Πελοποννήσου.
Ενδεχομένως ο όρος «αιτωλικού» τύπου να είναι ο καταλληλότερος.
40 Για κλίνες και κλινοειδείς κατασκευές σε μακεδονικούς τάφους, βλ. Σισμανίδης 1997.

154
ΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΠΛΕΥΡΩΝΑΣ. ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

ελληνιστικής εποχής που συναντάμε σε όλα σχεδόν τα γνωστά νεκροταφεία των αιτωλικών πόλεων.
Ωστόσο, δεν λείπουν και οι κατηγορίες διακοσμημένης κεραμικής, όπως «μεγαρικοί» σκύφοι ή μελαμ-
βαφή αγγεία με διακόσμηση «δυτικής κλιτύος». Από τα κτερίσματα δεν απουσιάζουν επίσης οι πήλι-
νοι λύχνοι διαφόρων τύπων, οι στλεγγίδες, οι χάλκινοι δίσκοι κατόπτρων, δηλωτικά του φύλου και
της ιδιότητας του νεκρού/-ής. Επίσης, δεν λείπουν τα χάλκινα και αργυρά νομίσματα, οι χρυσές
δανάκες, ορισμένα από τα οποία ταυτίζονται με τον χαρώνειο οβολό. Στα κοσμήματα συγκαταλέ-
γονται χρυσά ενώτια, χρυσές χάντρες περιδεραίων, χρυσές κλωστές ή λεπτά χρυσά ελάσματα από
νεκρικά στεφάνια, που συνόδευαν συνήθως γυναικείες ταφές. Οι επιτύμβιες στήλες διακρίνονται
είτε σε απλές ορθογώνιες είτε σε αετωματικές, που είναι και ο συνηθέστερος τύπος. Σε αυτές χαράσ-
σονται τα ονόματα των νεκρών είτε σε πτώση γενική είτε συνοδεύονται από το πατρώνυμο, ενώ σε δύο
από αυτές τα ονόματα συνδυάζονται με τη συνήθη προσφώνηση ΧΑΙΡΕ.
Καθώς οι περισσότεροι τάφοι βρέθηκαν συλημένοι ελάχιστες είναι οι πληροφορίες που έχουμε
στη διάθεσή μας για τη στάση των νεκρών και τη διευθέτηση των κτερισμάτων μέσα σε αυτούς. Στις
περιπτώσεις τάφων με κλινοειδείς κατασκευές οι νεκροί και τα κτερίσματα τοποθετούνται πάνω σε
αυτές. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις ταφών τοποθετούνται απευθείας πάνω στον φυσικό βράχο, που
αποτελεί και το δάπεδό τους. Τη συνηθέστερη στάση φαίνεται ότι αποτελεί η εκτεταμένη με τα χέρια
προσκολλημένα κατά μήκος των πλευρών. Αρκετά συχνό είναι τέλος το φαινόμενο της ανακομιδής,
να παραμερίζονται δηλ. τα οστά παλαιότερων ταφών, προκειμένου να γίνει ο νέος ενταφιασμός. Η
ολοκλήρωση της μελέτης των αρχαιολογικών δεδομένων από τα νεκροταφεία της αρχαίας Πλευρώ-
νας θα διαφωτίσει άγνωστες πτυχές των ταφικών εθίμων και τελετουργικών πρακτικών των κατοίκων
της αρχαίας πόλης, αλλά και της Αιτωλίας γενικότερα.

ΑΒSTRACT

THE CEMETERIES OF ANCIENT PLEVRON.


A FIRST PRESENTATION

George Stamatis

Ancient Plevron, which is mentioned for the first time by Homer in the list of the Greek ships that
participated in the Trojan War, is one of the most important Aetolian cities built on naturally fortified
position of considerable strategic importance. It occupies two hills on the southern slopes of the
Arakynthos (Zygos) mountain range and it is one of the largest cities of Aetolia with impressively
preserved fortification walls, agora, a small theater of the 3rd century BC, a large reservoir carved in
the bedrock, organized town planning, as well as extensive cemeteries outside the city walls.
The cemeteries are organized along the main roads leading to the ancient city through the gates.
So far we have identified three cemeteries, the north, west and south. They consist of elaborate
funerary monuments, cist tombs and large underground chamber tombs of “Macedonian” type,
which are enclosed by burial enclosures of very good conservation with a variety of architectural
features. Unfortunately many tombs have been looted or destroyed time from time, so that not only
a considerable number of their architectural features have been lost, but also many of the burial
customs of the city’s inhabitants. This paper presents representative tombs of the three cemeteries of
the ancient city with their offerings and it will examine issues related to funerary architecture, shapes
and frequency of clay and metal grave offerings. Furthermore the comparative study of the material
of other ancient cities will show the effects that they accept and particularities that they exhibit.

155
Γ. ΣΤΑΜΑΤΗΣ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αλεξοπούλου 1989 Γ. Ζ. Αλεξοπούλου, Άγιος Θωμάς, ιδ. Νικ. Γκλεζάκη, ΑΔ 44, Χρονικά Β΄1, 139.
Αλεξοπούλου 2001 Γ. Αλεξοπούλου, Γραμμένη Οξυά. Θέση Χωνοκλησιά, ΑΔ 56, Χρονικά Β΄2,
74.
Ανδρέου 1986 Ηλ. Ανδρέου, Άρτα. Οδός Κομμένου (οικόπεδο Χαρίτου-Μανάρα), ΑΔ 41,
Χρονικά, 103-105.
Ανδρέου 1994 Ι. Ανδρέου, Μνημειακοί ταφικοί περίβολοι της ΒΔ. Ελλαδος, ΦΗΓΟΣ, Τιμητι-
κός τόμος για τον καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη, Ιωάννινα, 77-98.
Αξιώτη 1980 Κ. Αξιώτη, Ρωμαϊκοί δρόμοι της Αιτωλοακαρνανίας, ΑΔ 35, Μελέτες, 186-
205.
Αραπογιάννη 2005 Ξ. Αραπογιάννη, Οι ελληνιστικοί τάφοι της Φιγάλειας, στο ΕλλΚερ Πελοπον-
νήσου, 83-94.
Βικάτου 2011 Ο. Βικάτου, Το έργο της ΛΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαι-
οτήτων κατά το έτος 2011, ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τεύχος 17ο, Ιούλιος-Δεκέμβριος
2011, Αθήνα, 44-73.
Βικάτου 2013 Ο. Βικάτου, Το έργο της ΛΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιο-
τήτων κατά το έτος 2012, ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τεύχος 20ο, Ιανουάριος-Ιούνιος 2013,
Αθήνα, 146-195.
Βοκοτόπουλος 1969 Π. Βοκοτόπουλος, Χωνοκκλησιά Γραμμένης Οξυάς Ναυπακτίας, ΑΔ 24, Χρο-
νικά Β΄2, 242-243.
Βοκοτοπούλου 1968 Ι. Βοκοτοπούλου, ΑΔ 23, Χρονικά, 295.
Βοκοτοπούλου 1970 Ι. Βοκοτοπούλου, ΑΔ 25, Χρονικά Β΄2, 308-310.
Βοκοτοπούλου 1970 Ι. Βοκοτοπούλου, Νέα ευρήματα εξ Ηπείρου, ΑΑΑ ΙΙΙ. 1, 41-45.
o Βοκοτοπούλου 1972 Ι. Βοκοτοπούλου, ΑΔ 27, Χρονικά, 450-452.
Βοκοτοπούλου 1973 Ι. Βοκοτοπούλου, Αρχαιολογικαί ειδήσεις εξ Ηπείρου ΑΑΑ IV. 2, 215-226.
Γιαννικουρή – Πατσιαδά 1994 Α. Γιαννικουρή – Β. Πατσιαδά, Σύνολα κεραμικής από τη νεκρόπολη της
Ρόδου. Συμβολή στην ελληνιστική κεραμική, στο ΕλλΚερ Αιγαίου, 102-125.
Γραβάνη 1997 Κ. Γραβάνη, Τοπογραφικά Κασσωπαίας, στο Αφιέρωμα στον N.G. L. Hammond,
Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Παράρτημα Μακεδονικών, αρ. 7, Θεσσαλο-
νίκη, 79-93.
Δάκαρης 1953-54 Σ. Ι. Δάκαρης, Εκ του αρχαίου νεκροταφείου του Ανακτορίου, ΑΕ 1953-54,
μέρος 3ον, 77-88.
Δάκαρης 1955 Σ. Ι. Δάκαρης, Ταφικός περίβολος του Ανακτορίου, ΑΕ 1955, Παράρτημα,
16-22.
Δάκαρης 1961-62 Σ. Δάκαρης, Μιχαλίτσι, ΑΔ 17, Χρονικά, 187-194.
Δάκαρης 1964 Σ. Δάκαρης, Μιχαλίτσι, ΑΔ 19, Χρονικά Β΄3, 305-309.
Δεκουλάκου 1971 Ιφ. Δεκουλάκου, Πλευρών, ΑΔ 26, Χρονικά Β΄2, 326-327.
Δεκουλάκου 1984 Ιφ. Δεκουλάκου, Κεραμική 8ου και 7ου αι. π.Χ. από τάφους της Αχαΐας και της
l Αιτωλίας, στο Atti del convegno internazionale, Grecia, Italia e Sicilia nell’
VIII e VII sec. Α.C, Atene 15-20 ottobre 1979, ASAtene LX N.S., XLIV, 219-
236.
s Δεκουλάκου 2011 Ιφ. Δεκουλάκου, Ελληνιστική κεραμική από την Κερύνεια Αχαΐας, στο Ζ΄
ΕλλΚερ, Αίγιο 2004, Πρακτικά, Αθήνα, 35-36.
Κατσαρός 2002-2003 Β. Κατσαρός, Ο τάφος της «Γονοκλησιάς» στα όρια Αρτοτίνας-Γραμμένης
Οξυάς. Ένας παραμελημένος μακεδονικός τάφος στα Βαρδούσια, Ναυπακτι-
ακά ΙΓ΄, 131-162.
Κόλια - Σαράντη 1998 Ε. -Ί. Κόλια – Φ. Σαράντη, Ναύπακτος. Οδός Θέρμου και Αθανασοπούλου
(οικ. Αφών Κωτσόπουλου), ΑΔ 53, Χρονικά Β΄1, 282-3.
Κόλια 2000 Ε. Κόλια, Κλειστό σύνολο ελληνιστικής κεραμικής από το οικόπεδο Ι. Κολι-
γλιάτη στο Άργος, στο Ε΄ ΕλλΚερ, Χανιά 1997, Πρακτικά, Αθήνα, 387-392.
Κολώνας 1988 Λ. Κολώνας, Νέα Πλευρώνα, ΑΔ 43, Χρονικά Β΄1, 173.
Κολώνας 1993 Λ. Κολώνας, ΑΔ 48, Χρονικά Β΄ 1, 140.
Κολώνας 1996 Λ. Κολώνας, Στράτος, ΑΔ 51, Χρονικά Β΄1, 241.
Κολώνας 2008 Λ. Κολώνας, Νέα Πλευρώνα, Υπουργείο Πολιτισμού, Ταμείο Διαχείρισης
Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων, Αθήνα.
Κολώνας – Σταμάτης 2016 Λ. Κολώνας – Γ. Σταμάτης, Πλευρώνα - Οινιάδες - Πάλαιρος. Προστασία,
έρευνα και ανάδειξη τριών αρχαίων πόλεων του νομού Αιτωλοακαρνανίας,
ΥΠ.ΠΟ.Α. - ΕΦΑΑΙΤΛ, Αθήνα 2016.
Κυριάκου-Ζαφειροπούλου 2011 Δ. Κυριακού-Ζαφειροπούλου, Ελληνιστική κεραμική από τα νεκροταφεία της
Πάτρας. Τυπολογική εξέλιξη, στο Ζ΄ ΕλλΚερ, Αίγιο 2004, Πρακτικά, Αθήνα,
57-74.
Μαστροκώστας 1960 Ευθ. Μαστροκώστας, Αιτωλία, ΑΔ 16, 195.

156
ΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΠΛΕΥΡΩΝΑΣ. ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Μαστροκώστας 1967 Ευθ. Μαστροκώστας, Πλευρών, ΑΔ 22, Χρονικά Β΄2, 321.


Μπανάκα-Δημάδη 2005 Δ. Μπανάκα-Δημάδη, Ελληνιστική κεραμική από το Άργος, στο ΕλλΚερ Πελο-
ποννήσου, 126-142.
Μόσχος 1999 Ι. Μόσχος, Πλευρώνα, ΑΔ 54, Χρονικά Β΄1, 272.
Νικολάου 2004 Ε. Νικολάου, Οι πήλινοι λύχνοι από το βόρειο νεκροταφείο της αρχαίας Δημη-
τριάδας, στο ΣΤ΄ ΕλλΚερ, Βόλος 2000, Πρακτικά, Αθήνα, 47-60.
Παπαδάκις 1920-21 Ν. Γ. Παπαδάκις, ΑΔ 6, Παράρτημα, 153.
Παπακώστα 2011 Λ. Παπακώστα, Το ελληνιστικό νεκροταφείο της Αγίας Κυριακής στο Αίγιο,
στο Ζ΄ ΕλλΚερ, Αίγιο 2004, Πρακτικά, Αθήνα, 37-46.
Παπαποστόλου 1981 Ι. Α. Παπαποστόλου, Βελβίνα Ναυπακτίας, οικ. Κωνστ. Νασοπούλου, ΑΔ 36,
Χρονικά Β΄1, 171.
Παντερμαλής 1972 Δ. Παντερμαλής, Ο νέος μακεδονικός τάφος της Βεργίνας, Μακεδονικά 12,
149-182.
Πορτελάνος 1998 Αν. Πορτελάνος, Οι αρχαίες αιτωλικές οχυρώσεις, αδημ. διδ. διατρ., Αθήνα.
Σαράντη 2002 Φ. Σαράντη, Ναύπακτος. Θέση Ελαιοστάσι (οικ. Μαραγιάννη), ΑΔ 57, Χρο-
νικά Β΄ 2 , 87-88.
Σερμπέτη κ.ά. 2009 Ελ. Σερμπέτη – Τ. Πανάγου – Αλ. Ευσταθόπουλος, Κεραμική από το νεκροτα-
φείο των Οινιαδών, στο ΕλλΚερ Αιτωλοακαρνανίας, Αθήνα, 259-266.
Σισμανίδης 1997 Κ. Σισμανίδης, Κλίνες και κλινοειδείς κατασκευές των μακεδονικών τάφων,
Αθήνα.
Σταυροπούλου-Γάτση 2004 Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Έρευνες στο Τριχόνειο Αιτωλίας, στο Β΄ Συνέδριο
Αγρινίου, 345-368.
Σταυροπούλου-Γάτση 2010 Σταυροπούλου-Γάτση Μ., Από την Καλυδώνα στην Αλίκυρνα: Η πορεία του
αρχαίου δρόμου και ένα άγνωστο νεκροταφείο κάτω από τη σημερινή Ιόνια
Οδό, ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τεύχος 15ο, Ιούλιος-Δεκέμβριος, Αθήνα, 79-88.
Σωτηρίου 1989 Α. Σωτηρίου, Νέα Πλευρών, ΑΔ 44, Χρονικά Β΄1, 139-141.
Τσαντήλα 2011 Β. Τσαντήλα, Ταφικά σύνολα από τα ελληνιστικά νεκροταφεία της Αρσινόης
(σημερινό Αγγελόκαστρο) Αιτωλοακαρνανίας, στο Ζ΄ ΕλλΚερ, Αίγιο 2004,
Πρακτικά, Αθήνα, 169-186.
Ζαφειροπούλου 1976 Φ. Ζαφειροπούλου, Πλευρώνα, ΑΔ 31, Χρονικά Β΄1, 169.
Ζαφειροπούλου 2000 Φ. Ζαφειροπούλου, Τάφοι στο Τριχόνιο Αιτωλίας, στο Ε΄ ΕλλΚερ, Χανιά 1997,
Πρακτικά, Αθήνα, 323-328.
Ζαφειροπούλου – Γεωργιάδου 2010 Φ. Ζαφειροπούλου – Αν. Γεωργιάδου, Λιθοβούνι Μακρυνείας. Νεκροταφείο
κλασικής και ελληνιστικής εποχής και ευρήματα μυκηναϊκού τάφου, Θεσσαλο-
νίκη.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Dyggve κ.ά. 1934 Dyggve Ε. – Fr. Poulsen – K. Rhomaios, Das Heroon von Kalydon, København.
Edwards 1975 G. R. Edwards, Corinthian Hellenistic Pottery, Corinth, vol. VII, part III,
Princeton.
Gossel 1980 B. Gossel, Makedonische Kammergräber, München.
Huguenot 2003 C. Hugeunot, Caractéristiques architecturales des tombes de type Macédonien
en Grèce Centrale, στο 1o Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας,
Βόλος 27.2-2.3.2003, Πρακτικά, Βόλος, 899-913.
Mangoldt 2012 H. v. Mangoldt, Makedonische Grabarchitektur: Die Makedonischen
Kammergräber und ihre Vorläufer, Tübingen.
Pariente 1994 A. Pariente, Chronique des fouilles et découvertes archéologiques en Grèce en
1993, BCH 118, 729.
Schwandner 1997 E.-L. Schwandner, Stratos – Stratiké, AA 112, 509-510.
Schwandner E.-L. Schwandner, Stratos – Stratiké, AA 113, 525-526.
Tsangari 2007 D. I. Tsangari, Corpus des monnaies d’or, d’argent et de bronze de la
confederation étolienne, Athènes.
Walker 2006 A.S. Walker, Coins of the Peloponnesos : The BCD Collection, Zürich.
Woodhouse 1897 W. J. Woodhouse, Aetolia. Its Geography, Topography and Antiquities, Oxford.

157
Γ. ΣΤΑΜΑΤΗΣ

Εικόνα 1. Τοπογραφικό διάγραμμα της Νέας Πλευρώνας με τη θέση των νεκροταφείων της (σύνταξη - επιμέλεια: Γ.
Λάμπρου, Μ. -Ε. Μπιζά).

158
ΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΠΛΕΥΡΩΝΑΣ. ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Εικόνα 2α. Νότιο νεκροταφείο. Άποψη του ταφικού περιβόλου πλησίον της κεντρικής πύλης Α και του πύργου 36 από Α.
Εικόνα 2β. Το εσωτερικό του ταφικού περιβόλου με τους δύο θαλαμωτούς τάφους από Δ.

159
Γ. ΣΤΑΜΑΤΗΣ

Εικόνα 3. Νότιο νεκροταφείο. Φωτορεαλιστική και σχεδιαστική απόδοση της αρχικής θέσης της επιτύμβιας στήλης επί
του ταφικού περιβόλου (σχ. Μ. Ιωαννίδου, φωτορεαλιστική απόδοση Μ. - Ε. Μπιζά).

Εικόνα 4. Νότιο νεκροταφείο. Πήλινα αγγεία από τον τάφο 9 (σχ. Αλ. Μετσοβίτη).

160
ΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΠΛΕΥΡΩΝΑΣ. ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Εικόνα 5. Δυτικό νεκροταφείο. Τάφος «μακεδονικού» τύπου.

Εικόνα 6. Δυτικό νεκροταφείο. Πήλινα και μεταλλικά κτερίσματα δύο θαλαμωτών και ενός κιβωτιόσχημου τάφου (σχ.
Ανδρ. Σωτηρίου).

161
Γ. ΣΤΑΜΑΤΗΣ

Εικόνα 7. Βόρειο νεκροταφείο. Τάφος «μακεδονικού» τύπου.

Εικόνα 8. Τάφοι «μακεδονικού» τύπου από την Καλυδώνα (Ηρώο) και τη Νέα Πλευρώνα.

162
ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΥΝΕΙΑ:
ΝΕΟΤΕΡΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ*

Φωτεινή Σαράντη

Στην περιοχή που εκτείνεται αμέσως δυτικά της Ναυπάκτου τα αρχαία κείμενα αναφέρονται μόνο
σε δύο πόλεις, το Μολύκρειο και τη Μακύνεια. Η δεύτερη από αυτές τοποθετείται από το Στράβωνα
δυτικά του Μολυκρείου και συνδέεται στενά με το αρχαίο όρος Ταφιασσό, τη μεταγενέστερη Κλό-
κοβα (χάρτης )1. Το γεγονός αυτό, σε συσχετισμό με τα διαθέσιμα αρχαιολογικά δεδομένα οδήγησε
από νωρίς στην απόδοση του Μολυκρείου στο Ελληνικό Βελβίνας και της Μακύνειας στο λόφο του
Παλαιοκάστρου βορειοδυτικά του Αντιρρίου. Οι ταυτίσεις αυτές, αν και έχουν δεχθεί αμφισβητή-
σεις, θεωρούνται σήμερα σχετικά ασφαλείς2.
Η ταύτιση της θέσης της Μακύνειας και η γεωγραφική της σχέση με το Μολύκρειο απασχόλησε
για πολλά χρόνια την έρευνα, περισσότερο από την ίδια την πόλη. Παλαιότεροι μελετητές έμειναν
σε σύντομες περιγραφές της ανέκαθεν ορατής ακρόπολης και σε διαπιστώσεις για την έντονα ερει-
πωμένη κατάστασή της3, εφόσον δεν υπάρχει σχεδόν καμία αρχαία περιγραφή για την πόλη και
απουσίαζαν έως τις μέρες μας οποιαδήποτε ανασκαφικά δεδομένα. Χαρακτηριστική είναι η ρητή
δήλωση του Bazin το 19ο αι. ότι «η Μακύνεια δεν είχε ιστορία»4.
Η θέση ήταν ανερεύνητη έως την τελευταία τριακονταετία, ενώ έως πρόσφατα παρέμενε άγνωστο
και το αρχαιότερο παρελθόν της. Σήμερα πλέον τα δεδομένα έχουν εμπλουτιστεί μέσα από ποικίλες
έρευνες. Η ανέκαθεν ορατή αρχαία ακρόπολη δέχθηκε τις πρώτες παρεμβάσεις από τον Λ. Κολώνα.
Εκτός από εκτεταμένους καθαρισμούς και τοπογράφηση του χώρου, εντοπίστηκε και ερευνήθηκε
μεταξύ των ετών 1985-89 το αρχαίο θέατρο της πόλης5. Το 1993 έγινε δοκιμαστική έρευνα κτηρίων
στο εσωτερικό της ακρόπολης6, ενώ το 1998 πραγματοποιήθηκε μελέτη του θεάτρου και της γεω-

* Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον τοπογράφο μηχανικό της Εφορείας Γ. Λώλο για τη βοήθειά του στη δημιουργία του
χάρτη της περιοχής. Επίσης ευχαριστώ για μία ακόμη φορά τους στενούς μου συνεργάτες του Αρχαιολογικού Κλιμακίου
της Ναυπάκτου, στους οποίους οφείλεται μεγάλο μέρος αυτής της μελέτης: τους τεχνίτες ανασκαφών Δ. Ζησιμοπούλου,
Κ. Τσαρούχη και Ηρ. Πασσαπόρτη τη συντηρήτρια Β. Πολονύφη και κυρίως τον αρχαιοφύλακα Γ. Λαγαρό. Δυστυχώς
από το κλιμάκιο της Ναυπάκτου λείπει πλέον ένα από τα πιο ικανά και αγαπητά μέλη του, που είχε δουλέψει για πολλά
χρόνια στις ανασκαφές της περιοχής Μακύνειας, ο τεχνίτης ανασκαφών Γιάννης Τυροπάνης, που «έφυγε» πρόωρα το
2013.
1 Το αρχαίο όνομα του όρους θεωρείται προ-ελληνικό. Βλ. σχετικά Haley 1928, 144. Ο Στράβων (10.2.4, 451) αρχικά
αναφέρει: «Ταφιασσόν και Χαλκίδα, ὄρη ἱκανῶς ὑψηλά, ἐφ οἷς πολίχνια ἵδρυτο Μακυνία τε και Χαλκίς, ὁμώνυμος τῷ ὄρει
ἥν και Ὑποχαλκίδα καλοῦσι». Όπως σημειώνει ο Oldfather (1930, 817), η αρχική αυτή αναφορά ότι η πόλη βρισκόταν
πάνω στον Ταφιασσό ήταν λανθασμένη και στη συνέχεια διατυπώνεται από το Στράβωνα σωστότερα (10.2.4, 460): «εἶθ’
ὁ Ταφιασσός το ὄρος, εἶτα Μακυνία πόλις, εἶτα Μολύκρεια καί πλησίον τό Ἀντίρριον τό τῆς Αἰτωλίας ὃριον και τῆς Λοκρί-
δος, εἰς ὃ ἀπὸ τοῦ Εὐήνου στάδιοι περὶ ἑκατὸν εἴκοσιν.….».
2 Η ταύτιση της Μακύνειας στο Παλαιόκαστρο θεωρείται γενικά πιο ασφαλής από αυτή του Μολυκρείου, η οποία παρου-
σιάζει περισσότερα προβλήματα και έχει αμφισβητηθεί από τους Lerat (1952, 189-191) και Oldfather (1933, 36 – λ.
Molykria), κυρίως λόγω της μεγάλης απόστασης από το ακρωτήριο του Μολυκρικού Ρίου (Αντίρριο). Βλ. σχετικά και
Pouqueville 1820, III, 213-214. Leake 1835, 111. Ο Φαράκλας (2004, 48, 77-8), αντίθετα, ταυτίζει την ακρόπολη του
Παλαιοκάστρου με το Μολύκρειο.
3 Woodhouse 1897, 326. Στεργιόπουλος 1939, 113-115. Lerat 1952, I, 189-191.
4 Bazin 1864, 364: “Macynie n’a pas d’histoire”.
5 Κολώνας 1994. Το μνημείο αναφέρεται λανθασμένα από την Ολλανδική Αρχαιολογική Σχολή (Bommeljé – Doorn 1987,
95) ως μη εντοπισμένο κατά το έτος 1987.
6 Σαράντη 1993, 141-143.

163
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ

μετρίας του από το Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών7. Το 2006 πραγματο-
ποιήθηκε από τη ΣΤ΄ ΕΠΚΑ έργο ανάδειξης του χώρου, που εκτός άλλων περιελάμβανε απαραίτη-
τους εντατικούς καθαρισμούς σε όλη την έκταση του λόφου8. Από το 2010 ξεκίνησε μία νέα φάση
έρευνας για την ανάδειξη του θεάτρου, στο πλαίσιο Προγραμματικής Σύμβασης με το Δήμο Αντιρ-
ρίου (πλέον Ναυπακτίας)9. Τέλος μία σειρά από σωστικές έρευνες και τυχαία ευρήματα στην γύρω
περιοχή, με αποκορύφωση τις πρόσφατες σωστικές ανασκαφές που διενεργήθηκαν στο πλαίσιο της
κατασκευής της Ιόνιας Οδού, έφεραν στο φως εκτεταμένα κατάλοιπα του αρχαίου οικισμού.
Η θέση της πόλης αποδίδεται στη μικρή ακρόπολη που είναι γνωστή ως Παλαιόκαστρο10 (εικ.
1), σε απόσταση τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων βορειοδυτικά του Αντιρρίου, απ΄ όπου κανείς επο-
πτεύει ολόκληρο σχεδόν τον γύρω πεδινό και θαλάσσιο χώρο και τις απέναντι ακτές. Βρίσκεται σε
υψόμετρο 187 μ. και σε απόσταση περίπου 1.200 μ. από τη θάλασσα. Ο πολυγωνικός ή ελλειψοει-
δής περίβολος της ακρόπολης ήταν ενισχυμένος με οκτώ τετράπλευρους πύργους και δύο αμυντι-
κές γωνιώδεις προεξοχές. Είχε τέσσερις πύλες, μία από τις οποίες εντοπίστηκε στην έρευνα του Λ.
Κολώνα. Το τείχος είναι κτισμένο κατά το ισόδομο σύστημα, με λιθόπλινθους κυρίως ορθογώνιες
τραπεζιόσχημες, με όψη λατομείου, και διατηρείται καλύτερα στο νοτιοδυτικό τμήμα της ακρόπο-
λης11.
Το όνομα της πόλης αναφέρεται ως Μακυνία12, Μακυνέα13 ή Μάκυνα14, διαφοροποιήσεις που
μπορεί να οφείλονται στις αλλαγές κυριάρχων, ενώ σήμερα έχει επικρατήσει κατά το νεότερο η ονο-
μασία Μακύνεια15, όπως αναφέρεται από τον Στέφανο Βυζάντιο, την οποία έχει υιοθετήσει και το
o σύγχρονο χωριό16. Από τον Πλίνιο αναφέρεται επίσης και βουνό Μακύνιον17. Στο τέλος του 3ου αι.
π.Χ. η πόλη εκθειάζεται από τον ποιητή Αρχύτα από την Άμφισσα18 ως στεφανωμένη με αμπέλια
και ευωδιαστή, σε αντίθεση με τη φήμη των Οζολών Λοκρών, που, κατά την επικρατέστερη άποψη
χαρακτηρίζονταν για τη δυσοσμία τους, ή τη δυσοσμία που ανέδιδε η περιοχή τους19. Ο Bazin θεω-
ρεί ότι τα αμπέλια της πόλης θα ήταν φυτεμένα στις υπώρειες του Ταφιασσού και ότι η γοητεία της

7 Stiros κ.ά. 2005.


8 Σαράντη 2001-2004, 84.
9 Η Προγραμματική Σύμβαση υπογράφηκε το 2010 μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού και του πρώην Δήμου Αντιρρίου
μετά από πρωτοβουλία του μη Κερδοσκοπικού Σωματείου Διάζωμα. Στο πλαίσιο αυτής έγινε συμπληρωματική έρευνα

l του θεάτρου, συμπληρωματικές σχεδιαστικές και φωτογραφικές αποτυπώσεις, ενώ από το Διάζωμα εν συνεχεία ανατέ-
θηκε και εκπονήθηκε αρχιτεκτονική μελέτη αποκατάστασης και γεωτεχνική μελέτη με χορηγία της ΓΕΦΥΡΑ Α.Ε.

s 10 Η θέση είναι γνωστή και ως Μαμμάκου, ονομασία που οφείλεται στο χωριό των νεότερων χρόνων, όπως λεγόταν ως
και το 19ο αι. Βλ. σχετικά Χαραλαμπόπουλος 2005, 77-79.
11 Περιγραφή και σχέδιο της οχύρωσης έδωσε ο Lerat (1952, I, 82-84), ενώ ο Woodhouse (1897, 326-331) έκανε μία
σύντομη μόνο περιγραφή. Περισσότερα στοιχεία εντοπίστηκαν από τον Λ. Κολώνα (Κολώνας 1994), ενώ την αποτύ-
πωσή της συμπλήρωσε αργότερα ο Πορτελάνος (1998, 304-311). Ο Philippson (Philippson – Kirsten 1958 II, 2, 610,
αρ. 9) παραβάλλει το μικρό οχυρωματικό της περίβολο με αυτόν του αρχαίου Παιανίου. Βλ. επίσης σχετικά και Scran-
ton 1941, 171, 185, που διακρίνει δύο συστήματα δόμησης, τραπεζιόσχημο ισόδομο με όψη λατομείου (κατηγορία C
- ομάδα 5), και με αργολιθοδομή εν ξηρώ (κατηγορία Ε).
12 Στράβ. 10.2.4, 451 και 460. Plin. Nat. Hist. IV. 6: «dein macynia, molycria, cuius a tergo chalcis mons et Taphiassus”.
13 Για σχετική αναφορά σε ψήφισμα βλ. σχετικά Bourguet 1899, 356.
14 Από τον ποιητή Αρχύτα. Βλ. σχετικά παρακάτω, σημ. 19.
15 Στεφ. Βυζ. 429.9-10:. «Μακύνεια, πόλις Αἰτωλίας. Στράβων δεκάτῃ. Τό ἐθνικόν Μακυνεύς τῷ κοινῷ τύπῳ».
16 Για την ονομασία της πόλης βλ. σχετικά Lerat 1952, I, 34.
17 Plin. Nat. Hist. IV. 3. 1.: «montes clari in dodone tomarus, in ambracia crania, in acarnania aracynthus, in aetolia
achaton, panaetolium, macynium». Βλ. σχετικά και Χαραλαμπόπουλος 2005, 66-67.
18 Εξάμετρό του έχει διασώσει ο Πλούταρχος στα Ελληνικά: «την βοτρυοστέφανον μυρίπνουν Μάκυναν ἐρράνην».
19 Για τις διάφορες ερμηνείες του ονόματος βλ. Παυσ. 10.38.1-4. Lerat 1952, II, 3, 7. Φαράκλας 2004, 9-10. Για την αντί-
θετη άποψη, ότι το προσωνύμιο των Λοκρών οφειλόταν στην οσμή των λουλουδιών βλ. Oldfather 1926, 1162-1164.

164
ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΥΝΕΙΑ: ΝΕΟΤΕΡΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

οφειλόταν στην καλλιέργεια της πεδιάδας που επόπτευε και στην ύπαρξη οπωρώνων και κήπων20.
Η πόλη αποτέλεσε για πολλούς αιώνες τμήμα της δυτικής Λοκρίδας, βρισκόμενη μάλιστα σε
άμεση σχέση με το δυτικό όριό της, τον Ταφιασσό. Η εποχή της ίδρυσής της δεν είναι ακριβώς γνω-
στή. Ο Στράβων θεωρεί ότι ιδρύθηκε μετά την «κάθοδο των Ηρακλειδών» και αναφέρεται στον
Ελλάνικο που την συγκαταλέγει μαζί με το Μολύκρειο ανάμεσα στις αρχαιότερες πόλεις21. Ο Bur-
sian θεώρησε πιθανό να ήταν και αυτή κορινθιακή αποικία22, άποψη που ακολούθησε και ο Wood-
house, προτείνοντας ως πιθανή την ίδρυσή της μετά την κατάκτηση της Χαλκίδας, με σκοπό τον
έλεγχο του Αντιρρίου23. Στον Πελοποννησιακό πόλεμο δεν αναφέρεται αν η Μακύνεια έπεσε στα
χέρια των Αθηναίων, όπως το Μολύκρειο και η Ναύπακτος, αν και είναι πολύ πιθανό24. Στη συνέχεια
περιήλθε στους Αιτωλούς, μπορεί μάλιστα να ήταν η πρώτη πόλη της δυτικής Λοκρίδας που κατέλα-
βαν, γεγονός που πιθανότερα τοποθετείται προς τα μέσα του 4ου αι. π.Χ.25, εφόσον το 329/8 φαίνεται
ότι ήταν πλέον ήδη στα χέρια τους, αλλά και συγκροτημένη πόλη, όπως δείχνει δελφικό ψήφισμα
που αναφερόταν σε έναν «Αἰτωλό ἐκ Μακυνέας»26. Στα ρωμαϊκά χρόνια, σύμφωνα με το Στράβωνα
και τον Πλίνιο, είχε πλέον υποβιβαστεί σε πολίχνη, ενώ δεν υπάρχει καμία πληροφορία για το αν
αποδόθηκε και αυτή στην αποικία της Πάτρας27.
Για πολλά χρόνια οι περισσότερες φάσεις της πόλης παρέμεναν ουσιαστικά άγνωστες. Εκτός
από την ακρόπολη, οικιστικά κατάλοιπα εντοπίζονταν επιφανειακά κυρίως στο πλάτωμα στα βόρειά
της, όπως και στις βορειοδυτικές παρυφές του σύγχρονου χωριού, ουσιαστικά όμως δεν ήταν τίποτε
γνωστό από τον οικιστικό της ιστό28. Τα σημερινά αρχαιολογικά δεδομένα, αντίθετα, καλύπτουν
πλέον ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα και μας παρέχουν μία καλή εικόνα της γενικής διάταξης και των
φάσεων ζωής της πόλης. Τα πλουσιότερα στοιχεία απέδωσε η πρόσφατη έρευνα μεγάλου τμήμα-
τος του αρχαίου οικισμού στα νοτιοανατολικά της ακρόπολης, αλλά και η ανασκαφή μεμονωμένων
άλλων θέσεων γύρω της29. Σύμφωνα με αυτά, περιορισμένα κατάλοιπα υποδηλώνουν την ύπαρξη
προϊστορικής εγκατάστασης στην περιοχή της μετέπειτα πόλης, από το τέλος ήδη της Πρώιμης Eπο-
χής του Χαλκού, ενώ κεραμική και κτηριακά κατάλοιπα αυτών των χρόνων έχουν εντοπισθεί και
σε δύο τουλάχιστον γειτονικές θέσεις30. Στην ύστερη γεωμετρική περίοδο ανήκουν κτηριακά κατά-
λοιπα στην περιοχή του κυρίως οικισμού, τα οποία μάλιστα εμφανίζουν ομαλή συνέχεια προς την
αρχαϊκή περίοδο και συνδέονται με γραπτή κεραμική καλής ποιότητας31. Ο οικισμός των κλασικών
χρόνων, σε αναλογία με άλλες πρώιμες εγκαταστάσεις, εμφανίζεται χωρίς οργανωμένο πολεοδομικό
σχέδιο32. Στην ακόλουθη, ελληνιστική φάση του, παρατηρείται σημαντική ανάπτυξη και επέκταση

20 Bazin 1864, 364. Βλ. και Woodhouse 1897, 161.


21 Στράβ. 10.2.6. «Ἑλλάνικος δ᾽ οὐδὲ τὴν περὶ ταύτας ἱστορίαν οἶδεν, ἀλλ᾽ ὡς ἔτι καὶ αὐτῶν οὐσῶν ἐν τῇ ἀρχαίᾳ καταστάσει
μέμνηται, τὰς δ᾽ ὕστερον καὶ τῆς τῶν Ἡρακλειδῶν καθόδου κτισθείσας Μακυνίαν καὶ Μολύκρειαν ἐν ταῖς ἀρχαίαις κατα-
λέγει, πλείστην εὐχέρειαν ἐπιδεικνύμενος ἐν πάσῃ σχεδόν τι τῇ γραφῇ».
22 Bursian 1862-1868, 145.
23 Woodhouse 1897, 330-331. Ο ίδιος υποδεικνύει ως χαρακτηριστική αυτού την ομοιότητα των τειχών της με τη Χαλ-
κίδα. Σημειώνει ότι οι κορινθιακοί οικισμοί σε αυτή την παράλια περιοχή ιδρύθηκαν μάλλον από τον Κύψελο και τους
διαδόχους του ως αντιστάθμισμα για την αποστασία της Κέρκυρας, με σκοπό τον έλεγχο της αιτωλικής και λοκρικής
πειρατείας, που πιθανώς έπληττε το κορινθιακό εμπόριο τον 7ο αι. π.Χ.
24 Σημειώνεται και η εύρεση εισηγμένης αττικής κεραμικής κλασικών χρόνων στην πρόσφατη ανασκαφή του οικισμού.
25 Bourguet 1899, 356. Κατ΄ άλλους είχε περιέλθει από τον 5ο αιώνα π.Χ. Στεργιόπουλος 1938, 113-115. Lerat 1952, II,
61. Freitag κ.ά.. 2004, 384. Rousset 2004, 391.
26 Την εποχή αυτή ήταν άρχοντας ο Βαθύλλος, Bourguet όπ.π.
27 Rizakis 1996, 277-278.
28 Βλ. Woodhouse 1897, 326-327. Κολώνας 1987, 182.
29 Βλ. σχετικά Σαράντη 2016. Σαράντη – Γεώρμα 2018. Των ίδιων, στον παρόντα τόμο.
30 Σαράντη 2001-2004, 77. Της ίδιας 2010. Της ίδιας 2017.
31 Εμφανίζει χαρακτηριστικές ομοιότητες με την κεραμική που έχει εντοπιστεί στο Κρυονέρι βλ. Benton 1931-32, 239,
εικ. 20.
32 Όπως για παράδειγμα η Αθήνα, η Κόρινθος, τα Μέγαρα, η Ερέτρια, το Άργος και η Σπάρτη.

165
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ

του μεγέθους των σπιτιών, που προφανώς υποδηλώνει αύξηση πληθυσμού, ενώ το σχέδιο της πόλης
παραμένει ακανόνιστο. Στα ρωμαϊκά χρόνια, τέλος, αν και μεμονωμένες αγροτικές εγκαταστάσεις
κάνουν την εμφάνισή τους στις παρυφές της, ανάμεσα στις οποίες και μία παραλιακή έπαυλη με
λουτρό στην κοντινή ακτή (villa maritima), ο κυρίως οικισμός, τουλάχιστον στο τμήμα που ανασκά-
φηκε, δεν ξανακατοικείται33.
Στα δημόσια κτήρια της πόλης ανήκουν το θέατρο και ένας ναός που βρίσκονται στις βορειοα-
νατολικές υπώρειες της τειχισμένης ακρόπολης, εκτός των τειχών (εικ. 2). Συμπληρωματική έρευνα
του θεάτρου διενεργήθηκε μεταξύ των ετών 2011-2014 στο πλαίσιο της Προγραμματικής Σύμβασης
με το Δήμο Ναυπακτίας. Το θέατρο έχει θαυμάσια χωροθέτηση και θέα προς το Αντίρριο και είναι
κατασκευασμένο σε πλαγιά για λόγους εξοικονόμησης εργασίας. Είναι μικρών διαστάσεων, χωρίς
διάζωμα, κλίμακες και εύριπο στην ορχήστρα34. Εμφανίζει σημαντικές ιδιαιτερότητες, που αφορούν
στο γενικότερο σχήμα του, τη διάταξη του κοίλου35 και των προεδριών. Παρουσιάζει κατασκευα-
στικές ομοιότητες με το θέατρο της Καλυδώνας36 ως προς το δομικό υλικό, τις διαστάσεις και τη
γενικότερη μορφή των εδωλίων (εικ. 3), καθώς και ως προς την κάθετη διάταξη των προεδριών της
βόρειας πλευράς σε σχέση με το κοίλο και την ορχήστρα37. Κατά τις πρόσφατες έρευνες συμπληρώ-
θηκε η συνολική εικόνα του οικοδομήματος με την πλήρη αποκάλυψη της σκηνής του, για την οποία
μέχρι τότε υπήρχε η εικόνα ότι είχε καταρρεύσει στην πλαγιά. Διαπιστώθηκε ότι το σκηνικό οικοδό-
μημα, όπως και το σύνολο του θεάτρου, έχει ιδιόμορφη κάτοψη και εμφανίζει αποκλίσεις από την
τυπική γεωμετρία, με το κέντρο του κοίλου να μην βρίσκεται στον άξονα συμμετρίας της σκηνής και
o τον άξονα συμμετρίας του κοίλου να μην είναι κάθετος στη σκηνή38. Εκτός από το πρόσθιο τμήμα
του, που αποτελούσε το προσκήνιο39, το υπόλοιπο του οικοδομήματος απαρτιζόταν από τρεις κυρίως
χώρους, που ήταν θεμελιωμένοι σε χαμηλότερο επίπεδο λόγω της εδαφικής κλίσης, ενέχοντας ταυ-
τόχρονα και αναλημματικό ρόλο40.
Κατά την έρευνα του μνημείου ήρθαν στο φως αρχιτεκτονικά μέλη, κυρίως τμήματα αρράβδω-
των κιόνων με συμφυή βάση, τα οποία ανήκαν στη στοά του προσκηνίου, ο συνολικός αρχικός
αριθμός των οποίων δεν μπορεί προς το παρόν να εκτιμηθεί, όπως και λίθινη βάση παραστάδας, η
οποία είχε διατηρηθεί στη θέση της και μας παρέχει με σαφήνεια το επίπεδο του στυλοβάτη της ίδιας
στοάς. Άλλα στοιχεία που έφερε στο φως η νεότερη έρευνα ήταν ο εντοπισμός τόρμων στη νότια

33 Σαράντη 2001-2004, 90-92. Σταυροπούλου-Γάτση – Σαράντη 2013. Σαράντη 2016, 554-555.

l 34 Η ύπαρξη οχετού πιθανότατα δεν ήταν απαραίτητη σε ένα τόσο μικρό θέατρο, με έντονη εδαφική κλίση.
35 Το κοίλο διατηρεί 14 σειρές εδωλίων, τα οποία δεν σχηματίζουν κανονικό ημικύκλιο. Οι θεατές μπορεί να κάθονταν

s εκτός άλλων σε ξύλινα ίκρια ή και απευθείας στο γύρω χωμάτινο πρανές, όπως π.χ. και στο θέατρο των Οινιαδών το
οποίο θεωρείται ότι έφερε ξύλινα καθίσματα στο δυτικό του ήμισυ. Κατά την πρόσφατη έρευνα καθαρίστηκαν στο
κατώτερο τμήμα του κοίλου τρία συμμετρικά κενά μεταξύ των εδωλίων, στα οποία πιθανώς ήταν τοποθετημένα καθί-
σματα από διαφορετικό υλικό.
36 Frederiksen 2015, 89-93.
37 Για τις προεδρίες γενικότερα Dilke 1948, 165-181.
38 Ανήκει σε μία ομάδα μικρών θεάτρων με ακανόνιστο ή και μοναδικό σχήμα, όπως τα θέατρα του Θορικού, του Αμφιά-
ρειου Ωρωπού, των Τραχώνων στην Αττική, του αρκαδικού Ορχομενού, της Χαιρώνειας (2η φάση) και του Φλειούντος
στην Αργολίδα, τα περισσότερα από τα οποία θεωρούνται γενικά πρώιμα. Βλ. σχετικά Frederiksen 2000, 141, 167, 173.
Του ίδιου 2015, 82-84. Sokolicek 2015, 98-100. Για το θέατρο Θορικού βλ. ειδικότερα και Palyvou 2001, 45-58, που
θεωρεί ότι ιδιότυπο σχήμα οφείλεται στο ότι σχεδιάστηκε εξαρχής για να εξυπηρετεί ταυτόχρονα διαφορετικές λει-
τουργίες. Για την κατασκευή των θεάτρων από τρία διαφορετικά κέντρα βλ. τα αναφερόμενα από το Βιτρούβιο (5.7.1).
39 Το προσκήνιο είναι στοιχείο που εισάγεται γενικά στον 3ο αι. π.Χ. ως εξέλιξη που επιβλήθηκε από τις απαιτήσεις της
Νέας Κωμωδίας του ύστερου 4ου και του 3ου αι. π.Χ. Ενίοτε βέβαια προστίθενται προσκήνια και σε παλαιά θέατρα,
οπότε και στην περίπτωση της Μακύνειας θα πρέπει να αποσαφηνιστεί εάν είναι σύγχρονο με την αρχική φάση του
μνημείου.
40 Σημειώνεται ότι σε ορισμένα θέατρα όπως του Ωρωπού, της Ερέτριας, της Κορίνθου και της Σικυώνας η ορχήστρα και
το σκηνικό οικοδόμημα ήταν βυθισμένα κάτω από τη φυσική επιφάνεια του εδάφους.

166
ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΥΝΕΙΑ: ΝΕΟΤΕΡΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

πάροδο του μνημείου, οι οποίοι μαρτυρούν την ύπαρξη ελαφρού θυρώματος, στοιχείου που συνδέε-
ται άμεσα με τη χρήση του ως θεάτρου41. Η γενικότερη διαμόρφωση αυτής της πλευράς του δείχνει
ότι πάροδος αυτή κατείχε σημαντικό λειτουργικό ρόλο στα δρώμενα42.
Η έρευνα του οικοδομήματος απέδωσε κεραμική και άλλα ευρήματα, που πρόκειται να μελετη-
θούν μετά τη συντήρησή τους, η οποία δυστυχώς δεν έχει ξεκινήσει, ώστε να αποσαφηνιστεί πλήρως
η χρονολόγηση του μνημείου, που τοποθετείται γενικά στον 3ο αι. ή και στα τέλη του 4ου αι. π.Χ.43.
Ο γειτονικός ναός εμφανίζεται ως αμφιπρόστυλος44 και αταύτιστος ως προς τη λατρευόμενη θεό-
τητα, η θέση του όμως στην ακρόπολη, δείχνει ότι θα αποτελούσε τόπο λατρείας κάποιας πολιούχου
θεότητας, ενώ προφανώς συνδέεται και με το θέατρο, από το οποίο απέχει μόλις δέκα μέτρα45. Δεν
είναι άλλωστε τυχαίο ότι τα κτήρια αυτά βρίσκονται αμέσως έξω από την κύρια, ανατολική πύλη
της οχύρωσης, ενώ τις υπόλοιπες τρεις εισόδους της ακρόπολης αποτελούσαν μικρότερες πυλίδες.
Ο χώρος αυτός ενδεχομένως αποτελούσε μία λιτή αγορά46, με την πρωταρχική έννοια του όρου,
ως χώρου συγκέντρωσης47. Από το χώρο απουσιάζουν εξέδρες, βωμοί, ή άλλες κατασκευές, δεν
αποκλείεται όμως τα ορατά ίχνη κτηρίων βόρεια της ακρόπολης, να κρύβουν και άλλα στοιχεία.
Ο ανατολικός εξάλλου προσανατολισμός κεντρικής πύλης και δημόσιων κτηρίων, εκτός άλλων,
υποδεικνύει την κύρια οδό επικοινωνίας της ακρόπολης με την κάτω πόλη, η οποία γινόταν μέσω
μονοπατιού, μήκους περίπου 350 μ., που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα. Το μονοπάτι αυτό ακο-
λουθεί την ανατολική όχθη του Νυφορέματος, που διέρχεται κάτω από την ακρόπολη, ενώ στις ανα-
τολικές υπώρειές της ακρόπολης στρέφεται δυτικά, και μέσω φυσικών ζωνών βράχου, φτάνει κάτω
από το θέατρο. Στο σημείο αυτό πρόσφατα εντοπίστηκαν μάλιστα άγνωστα ίχνη κτηρίων, τα οποία
δεν έχουν μέχρι τώρα ερευνηθεί.
Κατά τα άλλα δεν υπάρχει καμία πληροφορία για ιερά ή λατρείες της πόλης, αρκετά στοιχεία
όμως υποδηλώνουν κτήρια λατρευτικού χαρακτήρα, στα οποία θα αναφερθούμε περιληπτικά. Το
έτος 2000, στην κορυφή υψώματος σε απόσταση 800 περίπου μέτρων ανατολικά της ακρόπολης,
εντοπίστηκαν αρχαία κατάλοιπα που ανήκουν σε άγνωστο αρχαίο ιερό, πιθανώς του 4ου αι. π.Χ., το
οποίο παραμένει μέχρι σήμερα ανερεύνητο. Ανάμεσα στα ευρήματα ήταν κεραμίδες κορινθιακού
τύπου, καθώς και τμήμα σίμης που καταλήγει σε λεοντοκεφαλή48. Επίσης, στη θέση Μάρμαρα, σε
απόσταση περίπου 800 μ. νοτιοδυτικά της Μακύνειας, στο πλαίσιο των εργασιών κατασκευής της
Ιόνιας Οδού εντοπίστηκε το 2009 άφθονο αρχαίο οικοδομικό υλικό εντοιχισμένο σε σύγχρονο ανά-
λημμα. Αφορούσε σε λιθόπλινθους από ασβεστόλιθο και ψαμμίτη, καθώς και σφονδύλους κιόνων
από πωρόλιθο και ασβεστόλιθο και πιθανότατα υποδηλώνει τη θέση ενός ναού άγνωστης χρονολό-
γησης στη γύρω περιοχή49. Τέλος, το 2012 στην αριστερή όχθη του χειμάρρου Χαλούλ-αγα εντο-

41 Το μνημείο είναι πιθανό ότι χρησιμοποιούνταν και ως βουλευτήριο, αφού και άλλες περιπτώσεις θεάτρων, ιδίως σε
μικρές επαρχιακές πόλεις, εξυπηρετούσαν πολλαπλές λειτουργίες. Η ύπαρξη θυρώματος ωστόσο σχετίζεται σαφώς με
τη θεατρική λειτουργία του χώρου. Τέτοιου είδους θυρώματα, γνωστά από τα θέατρα της Επιδαύρου, της Πριήνης και
της Δήλου, ένωναν επιφανειακά και όχι οργανικά το κοίλο με τη σκηνή, βλ. Dinsmoor 1975, 318-319.
42 Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι από την ίδια περιοχή προσφερόταν δίοδος επικοινωνίας με την πόλη, η οποία εκτεινόταν
χαμηλότερα.
43 Για τις σχετικές παραπομπές βλ. Stiros κ.ά. 2005, 300.
44 Η έρευνα του μνημείου δεν έχει ολοκληρωθεί. Από επιφανειακά στοιχεία μπορεί ωστόσο να θεωρηθεί πιθανή η ύπαρξη
πτερού, κάτι που θα πρέπει να επιβεβαιωθεί ανασκαφικά στο μέλλον. Βλ. σχετικά και Χατζηδάκης 2016, 9.
45 Είναι γνωστή η σύνδεση των θεάτρων με ιερά ή ναούς του Διονύσου, ιδίως στην Αθήνα (θέατρο Διονύσου) και Αττική
(θέατρο Θορικού). Γενικότερα βλ. και Kolb 1981.
46 Για την ύπαρξη απλών αγορών σε σχέση με τα θέατρα κάποιων αττικών δήμων (Ραμνούντας, Θορικός) βλ. Wycherley
1981,163 με αναφορά στη σχετική βιβλιογραφία. Kolb 1981, 62-78.
47 Μartin 1951, 280.
48 Σαράντη 2000, 344-345 (Μακύνεια, θέση Ανεμόλακκα).
49 Βλ. σχετικά και Oldfather 1930, 816, που σημειώνει 100 μ. βόρεια από μεμονωμένο πύργο που βρίσκεται στην περιοχή
αυτή κατάλοιπα ενός μεγάλου οικοδομήματος.

167
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ

πίστηκε μεγάλο αρχαίο κτήριο δημόσιου χαρακτήρα, σχεδόν τετράγωνης κάτοψης, η χρήση του
οποίου δεν έχει προς το παρόν ταυτιστεί με ασφάλεια. Η κύρια φάση του ανήκει στην ελληνιστική
περίοδο και κυρίως στο 2ο αι. π.Χ., απέδωσε όμως στοιχεία που ανάγονται στα τέλη του 6ου - αρχές
5ου αι. π.Χ., ανάμεσα στα οποία και ένας σημαντικότατος αρχαίος ενεπίγραφος όρος, που βρέθηκε
ενσωματωμένος σε δεύτερη χρήση μπροστά από το κατώφλι της νότιας εισόδου του. Περισσότερα
στοιχεία θα αποδώσει η πλήρης μελέτη του επιγραφικού κειμένου.
Σημειώνεται τέλος ότι, ενώ διαθέτουμε πλούσια πλέον δεδομένα από τον αρχαίο οικισμό, από
τα νεκροταφεία της πόλης αντίθετα απουσιάζουν εντελώς ευρήματα και πιθανότατα έχουν υποστεί
έντονες καταστροφές και συλήσεις. Από τα ελάχιστα διαθέσιμα στοιχεία συνάγεται η θέση δύο του-
λάχιστον νεκροταφείων στην περιφέρειά της: στα νοτιοδυτικά πρανή της ακρόπολης, όπου εντοπίζο-
νται μεμονωμένα ίχνη τάφων, καθώς και στα νοτιοανατολικά αυτής, στην αρχή του μονοπατιού που
οδηγούσε στην ακρόπολη, όπου είναι ορατοί τρεις τουλάχιστον μεγάλοι ταφικοί περίβολοι (εικ. 4)50.
Σύμφωνα λοιπόν με τα σημερινά αρχαιολογικά δεδομένα η Μακύνεια αποτέλεσε μία μικρή πόλη,
όπως ήταν άλλωστε οι περισσότερες ελληνικές, και μάλιστα οι αιτωλικές, πόλεις51. Ο πληθυσμός
της, με βάση τον τειχισμένο χώρο της ακρόπολης, την έκταση που καταλαμβάνουν τα ερευνημένα
κατάλοιπα του οικισμού, στην οποία περιλαμβάνονται και διώροφα σπίτια, καθώς και οικογένειες
που θα διέμεναν σε αγροκτήματα εκτός της πόλης, μπορεί να υπολογιστεί κατά την ελληνιστική
φάση ακμής της, το μέγιστο σε 500-1000 άτομα52. Σε αυτό συγκλίνουν εκτός άλλων και διάφορα
άλλα στοιχεία, μεταξύ των οποίων η χωρητικότητα του θεάτρου53, η οποία έχει εκτιμηθεί σε 700
o άτομα, όσο και τεχνικοί υπολογισμοί που έχουν γίνει πρόσφατα σε σχέση με το υδρευτικό και απο-
χετευτικό της σύστημα54.
Επιπλέον η Μακύνεια αναδεικνύεται πλέον και ως ένας από τους αρχαιότερους οικισμούς της
περιοχής, γεγονός που έρχεται να επιβεβαιώσει την άποψη του Ελλάνικου55. Ως οικισμός στην ίδια
θέση μαρτυρείται τουλάχιστον από την ύστερη γεωμετρική περίοδο, ενώ κεραμική και άλλα ευρή-
ματα υποδηλώνουν ότι στον ίδιο χώρο προϋπήρξε προϊστορική εγκατάσταση, χωρίς όμως στοιχεία
αδιάλειπτης συνέχειας σε σχέση με τις μεταγενέστερες φάσεις. Ο χρόνος ίδρυσης της πόλης δεν μπο-
ρεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, θα πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη η καθυστέρηση αστικοποίησης
στην Αιτωλία, όπου πόλεις εμφανίζονται ουσιαστικά από τον 4ο αι. π.Χ.56. Οι κατασκευές που δηλώ-
νουν δημόσια οργάνωση του οικισμού εμφανίζονται ήδη από την κλασική, αφορούν όμως κυρίως
στην ελληνιστική της φάση.
Ο οικισμός φαίνεται ότι παρέμεινε ατείχιστος σε όλα τα χρόνια και ότι η ακρόπολη πιθανότατα
l χρησίμευε κυρίως ως καταφύγιο σε περίπτωση κινδύνου57. Η κεραμική που έχει βρεθεί στο χώρο
της ανήκει κυρίως στους ελληνιστικούς χρόνους, ενώ η χρονολόγηση της οχύρωσης με βάση το
s

50 Η Ολλανδική Αρχαιολογική Σχολή (Bommeljé - Doorn 1987, 95) αναφέρει επίσης μεγάλους ογκόλιθους και πιθανά
λείψανα αρχαίων τάφων 300 μ. ΒΑ της θέσης Μανγκλαρέικο, καθώς και 200 μ. ΒΑ του σύγχρονου χωριού της Μακύ-
νειας, που ωστόσο προφανώς ανήκουν σε άλλη εγκατάσταση.
51 Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις δεν ξεπερνούσαν τους 5.000 κατοίκους και ήταν γενικά μικρές. Βλ. σχετικά Wycher-
ley 1981, 13-14. Θεωρείται ότι ο πληθυσμός μίας συνηθισμένης πόλης έφτανε τους 133-800 πολίτες. Βλ. σχετικά
Ruschenbusch 1985. Για την Καλυδώνα, η οποία θεωρείται ότι ανήκει στις μικρές πόλεις, όπως και η Πλευρώνα, βλ.
σχετικά Kalydon in Aitolia I, 67. Για την αιτωλική Χαλκίδα βλ. και Dietz 2016, 50-52, ο οποίος πλέον καταλήγει ότι δεν
επρόκειτο για πόλη, αλλά για εμπορείο.
52 Γενικά υπολογίζονται 200-300 άτομα κατά μέσο όρο ανά εκτάριο (10.000 τ.μ.). Η ακρόπολη της Μακύνειας έχει μέγι-
στη έκταση 1,275 εκτάρια, ενώ το τμήμα του οικισμού που ανασκάφηκε 0,419 εκτάρια.
53 Stiros κ.ά. 2005, 307. Στους υπολογισμούς έχει συμπεριληφθεί και η πιθανή ύπαρξη ξύλινων καθισμάτων.
54 Kollyropoulos κ.ά. 2017 (παράρτημα 2).
55 Βλ. σχετική αναφορά παραπάνω.
56 Βλ. σχετικά Funke 1987. Του ίδιου 1997. Η Μακύνεια φαίνεται - από το προξενικό ψήφισμα που ήδη αναφέρθηκε
(Bourguet 1899, 356) - ότι τον 4ο αι. π.Χ. ήταν ήδη πόλη.
57 Βλ. σχετικά Πορτελάνος 1998, 310-311, 1456-1457.

168
ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΥΝΕΙΑ: ΝΕΟΤΕΡΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

σύστημα δόμησης των τειχών δεν είναι ασφαλής. Ο Woodhouse συγκρίνει την κατασκευή τους με
αυτών της αιτωλικής Χαλκίδας, που χρονολογούνται στον 4ο αι. π.Χ., ενώ από άλλους έχουν χρονο-
λογηθεί μεταξύ του 5ου και 3ου αι. π.Χ.58. Η ερειπιώδης κατάσταση της ακρόπολης έχει κατά καιρούς
ερμηνευθεί ως εικόνα καταστροφής από επιχειρήσεις του Φιλίππου Γ΄ (;), του Ε΄59 ή και ως αποτέ-
λεσμα σεισμού60, η ίδια εικόνα όμως δεν επιβεβαιώνεται από τα κατάλοιπα του οικισμού. Το τέλος
του φαίνεται ότι σημειώθηκε στον 1ο αι. π.Χ., όταν και εγκαταλείφθηκε με την ίδρυση της Νικόπο-
λης. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η εικόνα ορισμένων σπιτιών, που πιθανώς απογυμνώθηκαν από
το περιεχόμενό τους. Όπως έχει διαπιστωθεί και σε άλλες πόλεις της περιοχής, για παράδειγμα στην
Καλυδώνα, τα πρώτα ίχνη επανακατοίκησης ανήκουν κυρίως στο 2ο αι. μ.Χ. και αφορούν σε αγρο-
τικές εγκαταστάσεις στα περίχωρά της61.
Το τμήμα του οικισμού που ανασκάφηκε διακρίνεται από λιτότητα και έλλειψη πολυτέλειας.
Κεραμική και κινητά ευρήματα μαρτυρούν ότι η πόλη πιθανότατα ήταν αυτάρκης, αλλά σίγουρα
όχι απομονωμένη62, ενώ μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τις δραστηριότητες των κατοίκων,
προσδιορίζοντας το χαρακτήρα του τμήματος αυτού της πόλης, όπου φαίνεται ότι κυριαρχούσαν
σαφώς οι εμπορο-βιοτεχνικές63, σε σχέση με τις αγροτο-κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Φαίνεται
μάλιστα ότι κατά την περίοδο της ακμής της αποτελούσε σημαντικό βιοτεχνικό κέντρο, όπως δείχνει
η ύπαρξη πέντε κεραμικών κλιβάνων, που ανήκουν στην τελευταία φάσης ζωής της, πολυάριθμα
στηρίγματα για τη στήριξη αγγείων στο εσωτερικό τους, τρεις πήλινες μήτρες για την κατασκευή
ελληνιστικών λύχνων, καθώς και μία σφραγίδα για την διακόσμηση ανάγλυφων αγγείων64. Ιδιαίτερα
αξιοσημείωτος είναι επίσης ο συνολικά τεράστιος αριθμός υφαντικών βαρών και εργαλείων ποικί-
λων τύπων, που δείχνουν ότι η υφαντική και η νηματουργία ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένες μέσα στα
όρια του οικισμού. Αυτά ανέρχονται συνολικά σε περίπου 2.450 αντικείμενα, που αντιπροσωπεύουν
όλες τις χρονικές φάσεις του και αποτελούν θέμα ξεχωριστής μελέτης που βρίσκεται σε εξέλιξη65.
Άλλα ευρήματα αποτελούν πήλινα επιτραπέζια, αποθηκευτικά και μαγειρικά αγγεία και σκεύη
διαφόρων ειδών, πώματα και στηρίγματα αγγείων, όπως και ενσφράγιστες λαβές εμπορικών αμφο-
ρέων. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν μολύβδινα σταθμία και βάρη για το ζύγισμα προϊόντων, μυλό-
πετρες, πήλινα ειδώλια διαφόρων τύπων, χάλκινα εξαρτήματα θυρών και ιπποσκευής, καθώς και
χάλκινα αγκίστρια ψαρέματος. Η ανασκαφή απέδωσε επίσης συνολικά 380 νομίσματα, μεταξύ των
οποίων περιλαμβάνονται δύο θησαυροί ασημένιων νομισμάτων που μελετώνται από τους συναδέλ-
φους Γ. Αλεξοπούλου και Κλ. Σιδηρόπουλο66.
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η Μακύνεια όφειλε την πολιτική και οικονομική ανάπτυξή της
στη θέση της. Ποια όμως ήταν αυτή σε σχέση με το γεωγραφικό χώρο που καταλάμβανε ; Είναι

58 Ο Oldfather (1926, 1148) τα χρονολογεί στον 5ο ή 4ο αι. π.Χ. Για τη χρονολόγηση στον 4ο-3ο αι. π.Χ. βλ. επίσης Freitag
κ.ά. 2004, 384.
59 Βλ. σχετικά Woodhouse 1897, 329. Μανικάρου 1999, 84. Κολώνας 1994, 80. Χαραλαμπόπουλος 2005, 59-63. Stiros
κ.ά. 2005, 300. Κολώνας κ.ά. 2009, 15. Η σύνδεση με το Φίλιππο οφείλεται σε παρερμηνεία επιγράμματος του Αλκαίου
από τη Μεσσήνη (2ος αι. π.Χ.), όπου η λέξη μακύνου θεωρήθηκε ως γενική του ονόματος της πόλης, αντί για προστα-
κτική ρήματος. Βλ. σχετικά και Momigliano 1982, 39. Eίναι επίσης γνωστό ότι οι Αχαιοί έκαναν επιδρομές κατά τη
διάρκεια του Συμμαχικού πολέμου στην περιοχή μεταξύ Ναυπάκτου και Καλυδώνας, δεν γνωρίζουμε όμως αν περιε-
λάμβαναν και την περιοχή της Μακύνειας (Πολ. 5. 95): «ἅμα δὲ τούτοις ὁ ναύαρχος τῶν ̓Αχαιῶν ποιησάμενος ἀποβάσεις
πλεονάκις εἴς τε τὴν Καλυδωνίαν καὶ Ναυπακτίαν τήν τε χώραν κατέσυρε καὶ τὴν βοήθειαν αὐτῶν συνέτριψε δίς».
60 Ράπτης 1955, 63-64.
61 Σταυροπούλου-Γάτση – Σαράντη 2013.
62 Βλ. σχετικά Σαράντη – Φίλης και Σαράντη – Γεώρμα στον παρόντα τόμο.
63 Για τη Χαλκίδα βλ. Dietz 2016, 50-51.
64 Αναφέρουμε επίσης μολύβδινο έλασμα με ανάγλυφη ανθρώπινη μορφή, το οποίο είναι πιθανό να χρησίμευε για την
προστασία μήτρας (για την κατασκευή κοσμημάτων ;) από τα κτυπήματα. Βλ. σχετικά Δεσποίνη 1996, 20-21.
65 Σαράντη 2017, 19. Saranti − Nikolovieni υπό εκτ. και Σαράντη – Νικολοβιένη υπό εκτ.
66 Αλεξοπούλου – Σιδηρόπουλος 2012.

169
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ

λογικό να υποθέσουμε ότι βρισκόταν πάνω ή πολύ κοντά στην κύρια διαχρονική αρτηρία που ξεκι-
νούσε από το Αντίρριο και οδηγούσε βόρεια διερχόμενη από τον Ταφιασσό67. Ο δρόμος αυτός στην
περιοχή της πόλης θα περνούσε κοντά στα υψώματα, καθώς είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι Έλληνες,
σε αντίθεση με τους Ρωμαίους, δεν θυσίαζαν πεδιάδες για την κατασκευή μεγάλων δρόμων. Πιθα-
νότατα διερχόταν περίπου 200 μ. βόρεια της σημερινής εθνικής οδού, δηλαδή μεταξύ αυτής και της
Ιόνιας Οδού. Ενισχυτική μάλιστα αυτής της υπόθεσης είναι η ύπαρξη πύργου στη θέση Λουτρό με
ενσωματωμένο αρχαίο δομικό υλικό (εικ. 5)68, όπως και η διάταξη των ελληνιστικών και ρωμαϊκών
αγροικιών που έχουν ερευνηθεί βορειοδυτικά της πόλης πάνω στον ίδιο περίπου άξονα. Η Μακύνεια
θα πρέπει να αποτελούσε σημαντικό εμπορικό σταθμό επί του χερσαίου αυτού δρόμου, όπως υπο-
δηλώνει μέρος των ευρημάτων, που πιστοποιούν τις εμπορικές σχέσεις με άλλες πόλεις και περιο-
χές. Παράλληλα, αν και ο οικισμός είναι μεσόγειος, η απόσταση από τη θάλασσα είναι τόσο μικρή,
χωρίς φυσικά εμπόδια, ώστε δεν αποκλείεται η ύπαρξη επινείου κατά μήκος της νότιας ακτής. Αυτό
πιθανότατα μπορεί να τοποθετηθεί στη θέση Κεραμιδάκι ή Κεραμιδάκια, όπου υπάρχουν βυθισμένα
ερείπια μέσα στη θάλασσα και όπου επίσης έχει εντοπιστεί μεγάλη παραθαλάσσια έπαυλη (villa
maritima) ρωμαϊκών – παλαιοχριστιανικών χρόνων στη θέση αρχαιότερης εγκατάστασης69.
Η περιοχή της πόλης, έκτασης μικρότερης των 10 τετ. χιλ., στην οποία εντάσσονται και άλλες
επιμέρους εγκαταστάσεις που έχουν εντοπιστεί στην περίμετρό της, κυρίως προς τα δυτικά, είναι
ασφαλές να δεχθούμε ότι εκτεινόταν ως τις υπώρειες του Ταφιασσού, ο οποίος αποτελούσε ισχυρό
φυσικό όριο70. Τα βόρεια και νότια όρια πάλι είναι σαφώς καθορισμένα από λοφοσειρές και τη
o θάλασσα αντίστοιχα. Άγνωστο αντίθετα παραμένει το ανατολικό όριο της χώρας της πόλης, το οποίο
τη χώριζε από τη Μολυκρία. Αν πάντως λάβουμε υπόψη μας ότι τα περισσότερα κείμενα τοποθε-
τούν τη Μολυκρία δυτικά του Αντιρρίου και εφόσον η ταύτιση της Μακύνειας στο Παλαιόκαστρο
είναι ορθή, το φυσικό όριο μεταξύ των περιοχών των δύο πόλεων θα μπορούσε να είναι ο χείμαρρος
Χαλουλ-αγά ή Λογγιές71, ο οποίος οριοθετεί από ανατολικά τον αρχαίο οικισμό που ερευνήθηκε στη
θέση Ριζό72. Είναι ο μεγαλύτερος της περιοχής, με πλούσια ορμητικά νερά, που το χειμώνα σχημα-
τίζουν βορειότερα ακόμη και καταρράκτες. Ο χείμαρρος έχει στη δεξιά του όχθη τη Μακύνεια και
τα ιαματικά λουτρά του Αγραπιδόκαμπου73, ενώ στην αριστερή το Ελληνικό της Βελβίνας (Μολύ-
κρειο;). Σημειώνεται μάλιστα ότι η συντομότερη οδός επικοινωνίας του Ελληνικού (Μολύκρειο;)
με το Αντίρριο είναι μέσω του Αγραπιδόκαμπου, στοιχείο που ενισχύει σημαντικά τις πιθανότητες
αυτής της ταύτισης.

67 Pouqueville 1821, III, 210-212.


68 Woodhouse 1897, 328. Gell 1819, 292. Lerat 1952, I, 84. Ράπτης 1955, 63-64. Bommelje – Doorn 1987, 95.
69 Σαράντη 2001-2004, 90-92. Σταυροπούλου-Γάτση – Σαράντη 2013, 681. Για τη θέση Κεραμιδάκια βλ. και Ράπτης
1955, 63-64. Άλλες πιθανές θέσεις ελλιμενισμού στην ίδια ακτή αναφέρονται στο Σοποτό, στους νοτιοανατολικούς
πρόποδες του Ταφιασσού (Χαραλαμπόπουλος 2005, 71, 74-75), ενώ οι Liritzis κ.ά. (1983) έχουν εντοπίσει από αερο-
φωτογραφίες βυθισμένο αρχαίο φυσικό λιμάνι στην περιοχή αμέσως δυτικά του ακρωτηρίου του Αντιρρίου, το οποίο
είναι πιθανότερο να ανήκε στην περιοχή του Μολυκρικού Ρίου.
70 Ας σημειωθεί ότι ο Φαράκλας (2004, 48, 77-78) είναι ο μόνος που, ταυτίζοντας το Μολύκρειο στο Παλαιόκαστρο, τοπο-
θετεί την περιοχή της πόλης Μακύνειας δυτικά του Ταφιασσού.
71 Το πρώτο όνομα οφείλεται στην ύπαρξη ομώνυμου χωριού – φέουδου του Χαλούλ-αγά, βλ. Χαραλαμπόπουλος 2005,
76-77.
72 Στην περίπτωση αυτή το δημόσιο κτήριο που ερευνήθηκε στην αριστερή του όχθη θα ανήκε στη μολυκρική επικράτεια.
73 Πρόκειται για λεκανοπέδιο 800 περίπου στρεμμάτων με θειούχο ιαματική πηγή. Βλ. σχετικά Χαραλαμπόπουλος 2005,
79-80.

170
ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΥΝΕΙΑ: ΝΕΟΤΕΡΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

ABSTRACT

ANCIENT MAKYNEIA:
RECENT EXPLORATION AND CONCLUSIONS

Fotini Saranti

The  place of ancient Makyneia, originally a city of western Lokris and later of Aetolia, is most
probably identified with a small citadel at Palaiokastron, at a distance of about four km. NE of
Antirrhion. Extensive building remains of the main settlement, as well as many other installations
at its perimeter have come to light through rescue excavations, which took place in the region of the
city during the construction of the “Ionian Highway”.
The uncovering of successive building phases of the settlement, that represent a long and probably
uninterrupted life duration, dating from the later Geometric until the late Hellenistic period, as well
as of a few earlier prehistoric pottery, provides a fairly good picture of its historical development.
A preliminary study of the available evidence, briefly presented in this paper, leads to some general
conclusions concerning the character of the city, its layout, extent and population size.

171
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αλεξοπούλου  Γ. Ζ. Αλεξοπούλου - Κ.Θ. Σιδηρόπουλος, Νομισματικά ευρήματα Μολυκρικού
– Σιδηρόπουλος 2012 Ρίου και Μακύνειας (σημ. Αιτωλοακαρνανία), ανακοίνωση τοίχου στο ΑΕΘΣΕ
3 (δεν περιελήφθηκε στα Πρακτικά).
Δεσποίνη 1996 Αικ. Δεσποίνη, Ελληνική Τέχνη, Αρχαία χρυσά κοσμήματα, Εκδοτική Αθηνών,
Αθήνα.
Κολώνας 1987 Λ. Κολώνας, Μακύνεια Ναυπακτίας, ΑΔ 42 (1987), Χρονικά Β'1, 182.
Κολώνας 1988 Λ. Κολώνας, Κολώνας, Καθαρισμοί αρχαιολογικών χώρων. Μακύνεια (;), ΑΔ
43 (1988), Χρονικά Β1, 181.
Κολώνας 1989 Λ. Κολώνας, Καθαρισμοί αρχαιολογικών χώρων, ΑΔ 44, Χρονικά Β'1, 145.
Κολώνας 1994 Λ. Κολώνας, Η Μακύνεια μέσα από τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες,
Ναυπακτιακά ΣΤ (1992/1993), 79-95.
Κολώνας κ.ά 2009 Λ. Κολώνας - Μ. Σταυροπούλου-Γάτση - Γ. Σταμάτης, Τα αρχαία θέατρα της
Αιτωλοακαρνανίας, Αθήνα, 15-17.
Μανικάρου 1999 Μ. Μανικάρου, Αρχαία θέατρα. Μύθοι – θεοί – ήρωες, Αγρίνιο.
Πορτελάνος 1998 Αν. Κ. Πορτελάνος, Οι αρχαίες αιτωλικές οχυρώσεις, αδημ. διδ. διατρ. Αθήνα..
Ράπτης 1955 Γ.Ε. Ράπτης, Περιγραφή της επαρχίας Ναυπακτίας, Νέα Υόρκη.
Σαράντη 1993 Φ. Σαράντη, Μακύνεια, ΑΔ 48, Χρονικά Β1, 141-143.
Σαράντη 2000 Φ. Σαράντη, Μακύνεια. Θέση Ανεμόλακκα, ΑΔ 55, Χρονικά, 344-345.
Σαράντη 2001-2004 Φ. Σαράντη, Μακύνεια. οικ. Τρωγάδα-Κατσούδα, ΑΔ 56-59, Χρονικά Β’1, 77,
84, 90-92.
Σαράντη 2010 Φ. Σαράντη, Τμήμα 1ο, Αντίρριο - Κεφαλόβρυσο, περιοχή από Αντίρριο έως
Καλυδώνα, Θέση «Μάμαλη», περιοχής Μολυκρείου, Χ.Θ. 2+750, Κλόκοβα,
o θέση «Ταμπούρι», ΑΔ 65, Χρονικά Β’ 1β, 1062-1063, 1065-1066.
Σαράντη 2016 Φ. Σαράντη, Ευρήματα στον άξονα της Ιόνιας Οδού: τμήμα Αντίρριο – Χάλ-
κεια, στο ΑΕΘΣΕ 4, 621-632.
Σαράντη 2017 Φ. Σαράντη, Μακύνεια, στο Ιόνια Οδός, 14-21.
Σαράντη – Γεώρμα 2018 Φ. Σαράντη – Φ. Γεώρμα, Αρχαία Μακύνεια Αιτωλίας: η πολεοδομική οργά-
νωση ενός οικισμού μέσα από τα αρχιτεκτονικά του κατάλοιπα, στο Έργο ΒΔ
Ελλάδας, 531-538.
Σαράντη – Νικολοβιένη 2018 Φ. Σαράντη – Γ. Ι. Νικολοβιένη, Εργαλεία υφαντικής από τον οικισμό της
αρχαίας Μακύνειας: πρώτη προκαταρκτική .παρουσίαση, στο Έργο ΒΔ Ελλά-
δας, 539-544.
Σταυροπούλου-Γάτση Μ. Σταυροπούλου-Γάτση – Φ. Σαράντη, Εγκαταστάσεις στην ύπαιθρο της
– Σαράντη 2013 Αιτωλοακαρνανίας κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, στο Villae rusticae, 656-681.
Στεργιόπουλος 1939 Κ.Δ. Στεργιόπουλος, Η αρχαία Αιτωλία, Αθήνα.
Φαράκλας 2004 Ν. Φαράκλας, Για την Εσπερία Λοκρίδα, Ρίθυμνα (Πανεπιστήμιο Κρήτης), αρ.
19, 1-160.
l Χαραλαμπόπουλος 2005 Χ. Δ. Χαραλαμπόπουλος, Του Δήμου Αντιρρίου τα χωριά, Αθήνα.
Χατζηδάκης 2016 Ν. Χατζηδάκης, Μελέτη αποκατάστασης του αρχαίου θεάτρου της Μακύνειας
Αιτωλοακαρνανίας, Αθήνα.
s

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Bazin 1864 M. Bazin, Memoire sur l’Etolie, στο Archives des Missions Scientifiques et lit-
téraires, I, IIe ser., Paris.
Benton 1931-2 S. Benton, The Ionian islands, BSA 32, 213-246.
Bommeljé – Doorn 1987 L.S. Bommeljé – P.K. Doorn (επιμ.), Aetolia and the Aetolians. Towards the
inter-disciplinary study of a Greek region, Studia Aetolica 1, Utrecht.
Bourguet 1899 E. Bourguet, Inscriptions de Delphes sur trois archontes de IVe siècle, BCH 23,
353-369.
Bursian 1862-1868 C. Bursian, Geographie von Griechenland, Leipzig.
Dietz 2016 S. Dietz, Changing space and habitation pattern, στο S. Dietz – L. Kolonas
(επιμ.), The Emporion. Fortification systems at Aghia Triada and the Late Clas-
sical and Hellenistic habitation in AREA III. The fortifications at Pangali, Mon-
ographs of the Danish Institute at Athens, 7.3, Aarhus, 45-52.
Dilke 1948 O.A.W. Dilke, The Greek Theatre Cavea, BSA XLIII, 125-192.
Dinsmoor 1975 W. B. Dinsmoor, The architecture of Ancient Greece, Batsford.
Freitag κ.ά. 2004 K. Freitag – P. Funke – N. Moustakis, Aitolia, στο M.H. Hansen, An inventory
of Archaic and Classical poleis. An investigation conducted by the Copenha-
gen Polis Centre for the Danish National Research Foundation, Oxford, 379-
390.

172
ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΥΝΕΙΑ: ΝΕΟΤΕΡΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Frederiksen 2000 R. Frederiksen, Typology of the Greek theatre building in Late Classical and
Hellenistic Times, PDIA III, Aarhus, 135-175.
Frederiksen 2015 R. Frederiksen, Early Greek architecture: Monumentalised koila before and
after the invention of the semicircular design, στο R. Frederiksen - E. R. Geb-
hard - A. Sokolicek (επιμ.), The architecture of the ancient Greek theatre,
Monographs of the Danish Institute at Athens 17, Aarhus, 81-95.
Funke 1987 P. Funke, Zur Ausbildung städtischer Siedlungszentren in Aitolien, στο E. Ols-
hausen - H. Sonnabend (επιμ.), Stuttgarter Kolloquium zur historischen Geo-
graphie des Altertums, Geographica Historica 5, Bonn, 313-332.
Funke 1997 P. Funke, Polisgenese und Urbanisierung in Aitolien im 5. und 4. Jh.v. Chr., στο
M.H Hansen (επιμ.), The polis as an urban centre and as a political community
(Symposium Aug. 1996), Acts of the Copenhagen Polis Centre 4, Copenhagen,
145-173.
Gell 1819 W. Gell, Itinerary of Greece, containing one hundred routes in Attica, Boeotia,
Locris and Thessaly, London.
Haley 1928 J. B. Haley, The coming of the Greeks: I. The geographical distribution of pre-
Greek place-names, AJA 32, 2, 141-145.
Kolb 1981 F. Kolb, Agora und Theater, Volks und Festversammlung, Archäologische For-
schungen 9, Berlin.
Kollyropoulos κ.ά. 2017 K. Kollyropoulos - F. Georma - F. Saranti - N. Mamassis - I. K. Kalavrouz-
iotis, Urban planning and water management in ancient Aetolian Makyneia,
Western Greece, IWA Publishing, Water Science & Technology: Water Supply
17.3, 621-631.
Leake 1835 W. M. Leake, Travels in northern Greece, vol. I, London.
Lerat 1952 L. Lerat, Les Locriens de l’Ouest, Paris.
Liritzis κ.ά. 1983  Y. Liritzis – P. Miserlis – R. Rigopoulos, Aerial photography of some Greek
coastal regions and its archaeological implications, IJNA 12, 191-202.
Oldfather 1926 W.A. Oldfather, RE XIII, 1, 1135-1288, λ. Lokris.
Oldfather 1930 W.A. Oldfather, RE XIV, 1, λ. Makynia.
Palyvou 2001 C. Palyvou, Notes on the geometry of the ancient theatre of Thoricos, AA 2001,
1, 45-58.
Philippson – Kirsten 1958 Α. Philippson – E. Kirsten, Die griechischen Landschaften, Band II, Der Nord-
westen der griechischen Halbinsel, Teil II, Das westliche Mittelgriechiehen-
land und die westgriechischen Inseln, Frankfurt am Main.
Pouqueville 1820 F.C.H.L. Pouqueville, Voyage dans la Grèce, vol. III, Paris.
Rizakis 1996 Α.D. Rizakis, Les colonies romaines des côtes occidentales grecques. Popula-
tions et territoires, DHA, Vol. 22 / 1, 255-324.
Rousset 2004 D. Rousset, West Lokris, στο M.H. Hansen (επιμ.), An inventory of Archaic and
Classical poleis. An investigation conducted by the Copenhagen Polis Centre
for the Danish National Research Foundation, Oxford, 391-398.
Ruschenbusch 1985 E. Ruschenbusch, Die Zahl der griechischen Staaten und Arealgrösse und
Bürgerzahl der «Normalpolis”, Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik 59,
253-263.
Saranti – Nikolovieni υπό εκτ. F. Saranti − M. Nikolovieni, Textile tools from ancient Makyneia: the case of
Buildings A and B, στο VI Purpureae Vestes International Symposium, Textiles
and Dyes in the Mediterranean Economy and Society (October 20-22 -2016),
Padua, υπό εκτ.
Scranton 1941 R.L. Scranton, Greek walls, Cambridge Massachussetts.
Socolicek 2015 Α. Socolicek, Form and function of the earliest Greek theatres, στο R. Frederik-
sen - E. R. Gebhard - A. Sokolicek (επιμ.), The architecture of the ancient
Greek theatre, Monographs of the Danish Institute at Athens 17, Aarhus,
97-102.
Stiros κ.ά. 2005 S.C. Stiros – P.A. Psimoulis - Ch. L. Kolonas, The theatre of Aitolian Maky-
neia, BSA 100, 299-313.
Momigliano 1982 A. Momigliano, New Paths of Classicism in the Nineteenth Century, History
and Theory 21, 4, Beih.21, 33-48.
Wycherley 1981 R.E. Wycherley, How the Greeks built cities, London 1981 (2η έκδοση 1962,
ανατύπωση 1981).
Woodhouse 1897 W.J. Woodhouse, Aetolia. Its geography, topography and antiquities, Oxford.

173
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ

174
Χάρτης 1. Απόσπασμα χάρτη Γ.Υ.Σ. με την ευρύτερη περιοχή της πόλης.

s
o

l
ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΥΝΕΙΑ: ΝΕΟΤΕΡΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Εικόνα 1. Η ακρόπολη του Παλαιοκάστρου (Μαμμάκου), από ΒΑ.

Εικόνα 2. Θεμέλιο αρχαίου ναού βορειοανατολικά της ακρόπολης στη θέση Παλαιόκαστρο.

175
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ

Εικόνα 3. Λεπτομέρεια του κοίλου του αρχαίου θεάτρου Μακύνειας.

176
ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΥΝΕΙΑ: ΝΕΟΤΕΡΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Εικόνα 4. Ταφικοί περίβολοι του νοτιοανατολικού (;) νεκροταφείου της πόλης.

Εικόνα 5. Μεσαιωνικός (;) πύργος με ενσωματωμένο αρχαίο υλικό.

177
o

178
ΤΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ.
ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Φωτεινή Σαράντη Φραγκούλα Γεώρμα

Με την έναρξη της κατασκευής του Αυτοκινητόδρομου της Ιόνιας Οδού κατά το 2009 αποκαλύ-
φθηκαν εκτεταμένα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στη θέση Ριζό πλησίον του σύγχρονου οικισμού της
Μακύνειας, στα βορειοδυτικά του Αντιρρίου, σε περιοχή όπου υπήρχαν ήδη εντοπισμένες επιφα-
νειακές ενδείξεις. Η μεγάλης κλίμακας σωστική ανασκαφή που ακολούθησε, αποτέλεσε απαιτητικό
έργο, καθώς τα αρχαιολογικά κατάλοιπα κάλυπταν μεγάλη έκταση, αλλά και βάθος. Ολοκληρώθηκε
οριστικά το φθινόπωρο του 20131, έχοντας φέρει στο φως συνολικά τριάντα-ένα κτήρια διαφόρων
φάσεων και διατήρησης και πολυάριθμες άλλες χαρακτηριστικές κατασκευές ενός ατείχιστου οικι-
σμού, που ανήκε κατά μεγάλη πιθανότητα στην ομώνυμη αρχαία πόλη Μακύνεια2.
Η θέση εκτείνεται σε απόσταση 560-1100 μ. νοτιοανατολικά της αρχαίας ακρόπολης που αποδί-
δεται στην αρχαία πόλη, μεταξύ του Νυφορέματος και του χειμάρρου Χαλούλ-αγά, οι οποίοι απο-
τελούσαν σημαντικούς φυσικούς πόρους που εξασφάλιζαν τη βιωσιμότητα και διάρκειά του3. Το
τμήμα αυτό του οικισμού αναπτυσσόταν κατά μήκος μίας εδαφικής βαθμίδας εμβαδού 32 περίπου
στρεμμάτων στους πρόποδες του υψώματος Κοκορέτσα (ύψ. 253 μ.), σε απόλυτο υψόμετρο +38,53
έως +57,58 μ. (σχ. 1). Η συνολική έκταση στην οποία ανασκάφηκαν πυκνά κατάλοιπα, υπολογίζε-
ται σε 4.190 τ.μ., ενώ υπήρχαν ενδείξεις συνέχειας του οικισμού και σε ανώτερο επίπεδο, προς τα
βόρεια, εκτός των ορίων απαλλοτρίωσης του έργου.
Ο οικισμός εκτείνεται χρονικά κυρίως από την ύστερη γεωμετρική / πρώιμη αρχαϊκή έως την
ύστερη ελληνιστική περίοδο, ενώ στον ανατολικό τομέα, ανάμεσα σε ελληνιστικά κτήρια αποκα-
λύφθηκε μικρή ποσότητα κεραμικής της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού, η οποία δεν
συνδέεται σαφώς με αντίστοιχα κτηριακά κατάλοιπα. Σε όλη τη διάρκεια ζωής του ακολουθείται
ακανόνιστο σχέδιο, με κτίσματα διατεταγμένα σε συστάδες και σε επάλληλα άνδηρα, σε αναλογία
με άλλους γνωστούς πρώιμους οικισμούς4. Αυτό τουλάχιστον ισχύει για το τμήμα που ερευνήθηκε,

1 Τη διεύθυνση της ανασκαφής έως το τέλος του 2010 είχε η τότε Προϊσταμένη της ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ κ. Μ. Σταυροπούλου-
Γάτση και στη συνέχεια έως την ολοκλήρωσή της η Προϊσταμένη Δρ Ολ. Βικάτου με επιβλέπουσα την υπογράφουσα Φ.
Σαράντη. Στην ανασκαφή συμμετείχαν, εκτός από την συνυπογράφουσα Φ. Γεώρμα, σε συνεργασία με την οποία πραγ-
ματοποιείται η μελέτη και δημοσίευση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων του αρχαίου οικισμού, οι αρχαιολόγοι Α. Καρα-
θανάση, Μ. Νικολοβιένη, Γ. Σιόντη και Μ. Στούμπου, καθώς και πολυάριθμο εργατοτεχνικό προσωπικό. Η σχεδιαστική
αποτύπωση οφείλεται στις σχεδιάστριες Φ. Μπαλάφα, Θ. Κιφοκέρη και Ευ. Πολιτοπούλου, ενώ την τοπογραφική απο-
τύπωση της ανασκαφής στον τοπογράφο Θ. Μπακέλα. Τη συντήρηση των ευρημάτων της ανασκαφής επωμίστηκε έως
τη συνταξιοδότησή της η μόνιμη συντηρήτρια της Εφορείας Β. Πολονύφη, κυρίως όμως η συντηρήτρια Β. Νικολοβιένη
από την αρχή της ανασκαφής μέχρι την ολοκλήρωσή της.
2 Για την αρχαία πόλη γενικότερα βλ. Κολώνας 1994, καθώς και Σαράντη στον παρόντα τόμο. Προκαταρκτικές εκθέσεις
των ανασκαφών περιλαμβάνονται στα χρονικά του Αρχαιολογικού Δελτίου των ετών 2009-2013. Για τη σωστική ανα-
σκαφή στο πλαίσιο της κατασκευής του έργου βλ. αναφορές στα Βικάτου 2011, 46-47. Της ίδιας 2013, 152-154. Της
ίδιας 2014, 365-369. Για τον αρχαίο οικισμό βλ. αναλυτικότερα Σαράντη 2016. Της ίδιας 2017, καθώς και Σαράντη –
Γεώρμα 2018.
3 Kollyropoulos κ.ά. 2017.
4 Για παράδειγμα η Αθήνα και άλλοι οικισμοί της Αττικής (Θορικός, Αλαί Αιξωνίδες) (βλ. συνοπτικά Hoepfner 2005, 241-
272, με αναφορές σε ειδικότερη βιβλιογραφία) ή η Κολοφώνα (Holland 1944). Ειδικότερα σημειώνονται οι αναλογίες με
οικισμούς της Αττικής που αφορούν στη γενικότερη διάταξη τους σε πυκνούς οικιστικούς πυρήνες, την ύπαρξη πύργων
ενσωματωμένων εντός των ορίων τους και με ορισμένα ιδιότυπα θέατρα, όπως του Θορικού, με αυτό της Μακύνειας.
Βλ. σχετικά Σαράντη στον παρόντα τόμο.

179
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ, Φ. ΓΕΩΡΜΑ

όπου η φυσική γεωμορφολογία δεν προσφερόταν για την εφαρμογή ορθογώνιου συστήματος. Δεν
αποκλείεται βέβαια συνέχειά του και χαμηλότερα, σε πιο ομαλό έδαφος, όπου ενδεχομένως θα ήταν
δυνατή η υιοθέτηση κανονικότερου σχεδίου, σύμφωνα και με τα δεδομένα που είναι γνωστά από
άλλους ερευνημένους οικισμούς της Αιτωλίας5, όπως το Κάλλιο6, η Νέα Πλευρώνα7, η Αλίκυρνα8, η
Καλυδώνα9, η Ναύπακτος10, καθώς και το Αντίρριο11, όπου είχε εφαρμοστεί ορθογώνιο σύστημα, με
δίκτυο κάθετα διασταυρούμενων δρόμων, τουλάχιστον στα πεδινά ή επίπεδα τμήματά τους.
Τα κτήρια που ερευνήθηκαν ήταν πολύχωρα, οκτώ – δέκα δωματίων, και φαίνεται ότι αποτελού-
σαν γενικά οικίες, κάποιες από τις οποίες ενδεχομένως στέγαζαν και εργαστηριακές λειτουργίες.
Μερικές, όπως η μεγάλη ελληνιστική οικία Δ (εικ. 1), εμφανίζουν πιο επιμελημένη κατασκευή, που
υποδηλώνει την οικονομική ευμάρεια του ιδιοκτήτη, όπως άλλωστε και το μέγεθος και η θέση της
δίπλα σε κεντρικό δρόμο της πόλης12. Γενικότερα όμως ο οικισμός δεν περιλαμβάνει μνημειώδη κτί-
σματα που μπορεί να είχαν δημόσια χρήση, πλην ενός πύργου κατασκευασμένου με λιθόπλινθους,
ο οποίος είχε πολλαπλή λειτουργία, χρησιμεύοντας για την άμυνα σε περιπτώσεις επιδρομών, ως
οίκος, αλλά και για τις ανάγκες εποπτείας της ευρύτερης περιοχής13.
Ο οικισμός είχε ιδανικό, νότιο προσανατολισμό14. Οι τοίχοι των σπιτιών ήταν γενικά προσανα-
τολισμένοι στα σημεία του ορίζοντα, ενώ αναλήμματα και περίβολοι ακολουθούσαν πιο ελεύθερη
διάταξη, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εδάφους. Τα κτήρια του οικισμού, λόγω της φυσικής νότιας
κατωφέρειας, παρουσίαζαν είτε τη στενή είτε τη μακρά πλευρά τους στραμμένη προς αυτή την κα-
τεύθυνση. Οι είσοδοι πιθανότατα ήταν τοποθετημένες στα πλαϊνά σημεία, κυρίως δε στην ανατολική
o πλευρά τους, και σπανιότερα νότια. Δυστυχώς λόγω των κλίσεων, αλλά και της σύγχρονης καλλιέρ-
γειας του χώρου, πολλά από τα κτήρια, ιδίως αυτά του βόρειου τμήματος, ήταν κατεστραμμένα προς
Νότο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποκατασταθεί με πληρότητα η κάτοψή τους.
Τα κτήρια είναι λιτά και απέριττα σε όλες τις φάσεις ζωής του οικισμού, σε αναλογία με τα αθη-
ναϊκά σπίτια της κλασικής περιόδου15 και τα δεδομένα άλλων πόλεων της βορειο-δυτικής Ελλάδας,
ενώ δεν ακολουθείται ένας μόνο τύπος σπιτιού16. Απουσιάζουν επιμελημένα κατώφλια, παραστάδες
ή αρχιτεκτονικά μέλη, καθώς τα περισσότερα θα πρέπει να ήταν από ξύλο, ενώ γενικά δεν σώθηκαν
κατάλοιπα επιχρισμάτων ή χρωμάτων. Δύο τουλάχιστον από τα κτήρια, τα Δ και Υ, εμφάνισαν σα-
φείς ενδείξεις ύπαρξης ορόφου. Άλλα σπίτια μπορεί να είχαν τμήματά τους διώροφα, ενώ πολυώρο-

5 Για τις πόλεις της Ακαρνανίας Πάλαιρο, Οινιάδες, Στράτο και Τορύβεια, βλ. αντίστοιχα κυρίως Lang 2013, 137-161.

l 6 Themelis 1979. Θέμελης 2005.


7 Κολώνας 2008. Κολώνας – Σταμάτης 2016, 83-90.

s 8 Βικάτου 2013, 155-156. Της ίδιας 2014, 370-372. Της ίδιας 2017, 49-55.
9 Βλ. Dietz 2011.
10 Στη Ναύπακτο αυτό συνάγεται από τον όμοιο προσανατολισμό πολλών δρόμων που έχουν ανασκαφεί στο πεδινό τμήμα
της και μελετήθηκαν από την υπογράφουσα Φ. Σαράντη στο πλαίσιο εκπόνησης διδακτορικής διατριβής για την τοπο-
γραφία της πόλης (Σαράντη 2018, 320-338).
11 Σαράντη 2001-2004, 88-90. Στον οικισμό στη θέση Δραγατσιά Αντιρρίου υπήρξε προσαρμογή στο ορθογώνιο σύστημα,
κατά την ελληνιστική του φάση.
12 Η μορφή της οικίας εμφανίζει σημαντικές ομοιότητες με την οικία IV του Καλλίου, όπου εντοπίστηκε το αρχείο της
πόλης. Themelis 1979. Θέμελης 2005, 451-456.
13 Για τον πύργο και τη σχετική βιβλιογραφία βλ. ειδικότερα Σαράντη 2016, 623-624. Βλ. επίσης Rousset 1999, 59-69 και
ειδικότερα για τους πύργους της περιοχής Δωρίδας, Φωκίδας και ανατολικής Οζολαίας Λοκρίδας.
14 Βλ. σχετικά Αριστοτέλη Πολιτικά1330α για την ιδανική χωροθέτηση μίας πόλης: «τὴν δὲ πόλιν ὅτι μὲν δεῖ κοινὴν εἶναι
τῆς ἠπείρου τε καὶ τῆς θαλάττης καὶ τῆς χώρας ἁπάσης ὁμοίως ἐκ τῶν ἐνδεχομένων, εἴρηται πρότερον: αὐτῆς δὲ προσάντη
τὴν θέσιν εὔχεσθαι δεῖ κατατυγχάνειν πρὸς τέτταρα βλέποντας, πρῶτον μὲν ὡς ἀναγκαῖον πρὸς ὑγίειαν (αἵ τε γὰρ πρὸς ἕω
τὴν ἔγκλισιν ἔχουσαι καὶ πρὸς τὰ πνεύματα τὰ πνέοντα ἀπὸ τῆς ἀνατολῆς ὑγιεινότεραι, δεύτερον δ᾽ αἱ κατὰ βορέαν: εὐχεί-
μεροι γὰρ αὗται μᾶλλον). Ο προσανατολισμός στο Νότο γενικεύτηκε ευρύτερα από τον 4ο αι. π.Χ.
15 Για τα σπίτια της Αθήνας, βλ. γενικά Wycherley 1981, 175 και Hoepfner 2005, 251-256.
16 Για τους γνωστούς τύπους σπιτιών βλ. συνοπτικά Wycherley 1981, 175-197.

180
ΤΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ. ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

φο κτίσμα ήταν οπωσδήποτε και ο πύργος. Περίβολοι που όριζαν τα κτήρια, συνήθως από τις τρεις
πλευρές τους, δυτική, βόρεια και ανατολική, ανήκαν τόσο στην κλασική, όσο και στην ελληνιστική
περίοδο, πιθανότατα για προστασία από τις επιχώσεις του παρακείμενου λόφου, εφόσον διαπιστώ-
νονται κυρίως στα βορειότερα κτήρια.
Η πλειονότητα από αυτά που ερευνήθηκαν αναπτύσσονταν οριζόντια, ενώ αυτά που αποκαλύ-
φθηκαν στον κεντρικό κυρίως τομέα της ανασκαφής ανήκαν σε επάλληλες οικοδομικές φάσεις, δια-
φορετικών περιόδων και είχαν πυκνή διάταξη (εικ. 2). Έτσι, τα κτήρια Ρ, Φ, Ψ και ΑΓ της ελληνιστι-
κής περιόδου, κτίστηκαν πάνω από τα κτήρια Ω και ΑΑ της κλασικής περιόδου και αυτά με τη σειρά
τους πάνω από τα κτήρια ΑΒ, ΑΔ και ΑΣΤ της ύστερης γεωμετρικής / πρώιμης αρχαϊκής περιόδου.
Η διατήρηση αυτή των πρώιμων καταλοίπων πιθανότατα ευνοήθηκε από την έντονη κοιλότητα του
φυσικού εδάφους στο τμήμα αυτό, που επέτρεψε την κατάχωση των προηγούμενων φάσεων, την
ανύψωση της στάθμης και την κατασκευή νέων κτηρίων. Ομοίως και η παρουσία αρχιτεκτονικών
στοιχείων κλασικής και γεωμετρικής περιόδου στο δυτικό άκρο της περιοχής, στα κτήρια Α και
Β, όπου επίσης το φυσικό έδαφος συναντάται σε μεγαλύτερο βάθος, ίσως να μην είναι τυχαία. Η
παρουσία αναλημματικών τοίχων για τη διαμόρφωση ανδήρων συνηγορεί στο συμπέρασμα αυτό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ισχυρός Τχ20, συνολικού μήκους 35 μέτρων, στις διάφορες
κατασκευαστικές του φάσεις, που διαχωρίζει το βόρειο από το νότιο τμήμα στη Χ.Θ.3+300 (σχ.2).
Ρόλος του ήταν να συγκρατήσει τις βόρειες επιχώσεις ήδη από την πρώιμη κλασική περίοδο, προ-
κειμένου να κτιστούν τα κτήρια Ω και ΑΑ την περίοδο αυτή, καταργώντας τα κτήρια ΑΒ και ΑΔ της
προηγούμενης φάσης. Ο Τχ20 παρέμεινε ορατός, ενισχύθηκε, ανυψώθηκε και τελικά ενσωματώθηκε
στα κτήρια της ελληνιστικής περιόδου. Αντίθετα, στα υπόλοιπα τμήματα του οικισμού το φυσικό
έδαφος εντοπίζεται ψηλότερα και η απουσία πρωιμότερων καταλοίπων πιθανώς οφείλεται στην ισο-
πέδωσή τους από την αρχαιότητα για την ανοικοδόμηση.
Τα οικοδομήματα είναι κατασκευασμένα από ντόπιο ψαμμίτη, ο οποίος είναι αρκετά εύθρυπτος
και ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την κακή διατήρησή τους. Η προετοιμασία του ως οικοδομικού
υλικού είναι ελάχιστη, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ενσωματώνονται στην τοιχοποιία ολόκληροι
βράχοι. Αυτό παρατηρείται κυρίως στην ελληνιστική φάση, όπου διαπιστώνεται και η χρήση τμη-
μάτων κεράμων στην κατασκευή των τοίχων ως βυσμάτων. Αντίθετα, οι τοιχοποιίες στα κτήρια των
πρωιμότερων φάσεων είναι πιο επιμελημένες, σφιχτές, χωρίς κεράμους, και, ιδίως στην κλασική
φάση, εμφανίζουν τάση προς το πολυγωνικό κτίσιμο. Το μέγιστο ύψος διατήρησης φτάνει τα 1,80
μ., ενώ το πλάτος των τοίχων δεν διαφοροποιείται, είτε πρόκειται για εσωτερικά χωρίσματα, είτε
για εξωτερικούς τοίχους. Χαρακτηριστική είναι επίσης η χρήση μεγάλων οπτόπλινθων, κυρίως στην
ύστερη φάση του ελληνιστικού οικισμού, στοιχείο που εντοπίζεται και σε άλλους ερευνημένους
οικισμούς της βορειοδυτικής Ελλάδας σε συμπληρωματικές χρήσεις17. Σε ό,τι αφορά στις ανωδομές
των κτηρίων, στρώματα ωμόπλινθων έχουν αποκαλυφθεί τουλάχιστον στο κτήριο Β, που χρονο-
λογείται στους κλασικούς χρόνους, όπου και διατηρήθηκαν λόγω της καύσης, ενώ οι στέγες, όπου
έχουν σωθεί στρώματα καταστροφής, ήταν από κεραμίδια λακωνικού τύπου. Πιθανότατα, λόγω του
μεγάλου μεγέθους των κτηρίων, να μην ήταν ενιαίες, αλλά να υπήρχε διαφορετική στέγαση κατά
τμήματα.
Η προϊστορική φάση του οικισμού αντιπροσωπεύεται εξαιρετικά περιορισμένα στο ανατολικό
ανασκαμμένο τμήμα και συγκεκριμένα ανάμεσα στα κτήρια Ν και Ξ, που ανήκουν στην ελληνιστική
περίοδο. Πρόκειται αποκλειστικά για κεραμική που χρονολογείται στην Πρώιμη και Μέση Εποχή
του Χαλκού και δεν συνδέεται με αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Πιθανώς πρόκειται για υλικό από φερ-
τές επιχώσεις, ενώ σε κανένα άλλο σημείο της ερευνημένης έκτασης δεν ταυτίστηκαν κατάλοιπα της
φάσης αυτής18.

17 Hoepfner − Schwandner 1994, 161. Οι οπτόπλινθοι είναι σε χρήση στην περιοχή ήδη από τον 3ο αι. π.Χ. σε γωνίες,
θύρες, παράθυρα ή σε κατώφλια.
18 Μικρή ποσότητα χονδροειδούς προϊστορικής κεραμικής εντοπίστηκε και στην περιοχή του κτηρίου Τ, στον κεντρικό
τομέα.

181
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ, Φ. ΓΕΩΡΜΑ

Τα πρωϊμότερα κτίσματα, που ανήκουν προφανώς στο λοκρικό παρελθόν της πόλης, αντιπροσω-
πεύονται και αυτά αποσπασματικά, αλλά έχουν ιδιαίτερη σημασία γιατί ανήκουν σε σπάνια δείγματα
της ύστερης γεωμετρικής και αρχαϊκής περιόδου. Η πρώτη χρονολογική προσέγγιση στα κτήρια
και στις κατασκευές της ανασκαμμένης περιοχής έδειξε στοιχεία αυτής της περιόδου στον κεντρικό
τομέα του οικισμού στα κτήρια ΑΒ και ΑΕ, ενώ η φάση αυτή αντιπροσωπεύεται επίσης στο Χώρο 1
του κτηρίου Α και τον Χώρο 1 του κτηρίου Β, στον δυτικό τομέα. Στη φάση αυτή τα κτήρια εμφανί-
ζονται μικρότερα, κυρίως δε μονόχωρα, τουλάχιστον στο βαθμό που διατηρούνται.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το αψιδωτό κτήριο ΑΣΤ, της πρώιμης αυτής περιόδου, το
οποίο αποκαλύφθηκε κάτω από τα κτήρια Ψ, ΑΓ και ΑΔ στο κεντρικό τμήμα της ανασκαφής, με
διεύθυνση ΝΑ-ΝΔ (εικ. 3). Έχει διατηρηθεί μόνο το βόρειο ήμισυ, το οποίο παρουσιάζει την αψι-
δωτή κάτοψη, με εσωτερική διάμετρο 5,30 μ. (και εξωτερική διάμετρο 6,10 μ.), καθώς το υπόλοιπο
καταστράφηκε κατά την κατασκευή του αναλημματικού Τχ23, της κλασικής φάσης του οικισμού. Το
σωζόμενο τμήμα του εμφάνισε στο εσωτερικό του έντονο στρώμα πυράς, μέγιστου πάχους 0,20 μ.,
που μάλλον οφείλεται στην αιτία της καταστροφής του. Σώζεται σε ύψος μίας μόνο σειράς δόμων,
με μέγιστο ύψος 0,20 μ., ενώ και οι δύο πλευρές τους, εσωτερική και εξωτερική, εμφανίζονται δου-
λεμένες. Η θύρα του πιθανότατα βρισκόταν στη ΝΔ πλευρά.
Στην κλασική περίοδο χρονολογούνται η κύρια φάση των κτηρίων Α και Β στο δυτικό τομέα19,
όπως και τα αποσπασματικά σωζόμενα κτήρια Ι και Κ και τα κτήρια Ω, ΑΑ και ΑΔ στον κεντρικό
τομέα. Στην ίδια επίσης φάση εντάσσονται τα κτήρια Λ και Π στον ανατολικό τομέα, καθώς και η
o πρώτη κατασκευαστική φάση του κτηρίου Υ. Πρόκειται γενικά για οικίες μεγάλων διαστάσεων και
χώρων, με μικρές αυλές και ενίοτε ευδιάκριτο οίκο. Ως προς το μέγεθός τους ενδεικτικά αναφέρουμε
ότι το κτήριο Α της κλασικής περιόδου καλύπτει 101 τ.μ., ενώ το κτήριο Π απλώνεται σε 135 τ.μ.
Στην ελληνιστική φάση της πόλης σημειώνεται σημαντική ανάπτυξη και αύξηση σπιτιών, σε
αναλογία και με την υπόλοιπη Αιτωλία. Σε αντίθεση ωστόσο με οικισμούς της υπόλοιπης Ελλάδας,
όπου η πολυτέλεια αυξάνει κατά την περίοδο αυτή, στη Μακύνεια δεν υπάρχει εμφανής διαφοροποί-
ηση σε σχέση με τα πρωιμότερα κτίσματα, πλην του μεγαλύτερου μεγέθους, ενώ οι κατασκευές είναι
αντίθετα πιο πρόχειρες. Τα κτήρια αυτής της φάσης είναι πολύχωρα και το μέγεθός τους ποικίλει από
τα 77 τ.μ. του κτηρίου Η, έως το κτήριο Τ με τους δύο διαφορετικούς τομείς και συνολική έκταση
230 τ.μ. Διαπιστώνονται τουλάχιστον δύο διαφορετικές κατασκευαστικές φάσεις, που ξεκινούν πι-
θανότατα από το τέλος του 4ου αι. π.Χ και διαρκούν έως τον ύστερο 2ο αι. π.Χ. Στη φάση αυτή του
κτηρίου Υ υπήρχε στοά κατά μήκος της ανατολικής πλευράς, μήκους 14,30 μ. από την οποία είχαν
l διατηρηθεί εννέα βάσεις στύλων. Άνοιγε προς τα ανατολικά σε έναν χώρο πλάτους 2,75 μ. στρωμένο
με κονίαμα, που φαίνεται ότι αποτελούσε εσωτερική αυλή. Προφανώς αποτελούσε ένα υπόστεγο
s που στέγαζε τμήμα της αυλής αυτής για προστασία από τη βροχή και τον ήλιο και λειτουργούσε ως
χώρος εργασίας.
Η ταύτιση της χρήσης των χώρων των κτηρίων δεν είναι πάντα εύκολη με πρώτη ματιά και χωρίς
την ολοκλήρωση της συστηματικής μελέτης των ευρημάτων. Περισσότερα στοιχεία διαθέτουμε για
τα σπίτια της ελληνιστικής περιόδου, στα οποία έχουν αποκαλυφθεί δωμάτια καθημερινής διαβίω-
σης με σταθερές εστίες, ορθογώνιας ή τετράγωνης κάτοψης (οίκοι), όπως άλλωστε και σε ορισμένα
από τα κλασικά σπίτια, αποθηκευτικοί χώροι με σημαντικό αριθμό πίθων, μικρές εσωτερικές αυλές
(κτήρια Θ, Χ), ένα τουλάχιστον λουτρό σε υπαίθριο ή ημι-υπαίθριο χώρο πλησίον του πύργου20
(εικ. 4), ενώ μπορούμε πιθανώς να ταυτίσουμε τουλάχιστον δύο ανδρώνες σε χώρους με δάπεδα
από ασβεστοκονίαμα και επιμελημένη τοιχοποιία (κτήρια Θ και Ρ). Ξεχωρίζουν επίσης δωμάτια που
λειτουργούσαν ως ιστεώνες εντός των σπιτιών (όπως π.χ. στα κτήρια Α, Β, Η, Π, Ρ, Ω και ΑΖ), όπου

19 Για το συγκρότημα αυτό βλ. περισσότερα στο Σαράντη 2016, 622, καθώς και Σαράντη − Φίλης στον παρόντα τόμο.
20 Βλ. αντίστοιχο παράδειγμα στη Λευκάδα, όπου ένα λουτρό στεγαζόταν με υπόστεγο στην αυλή. Fiedler 2005α, 436-
440 (οικόπεδο Α).

182
ΤΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ. ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

και έχουν αποκαλυφθεί μεγάλα σύνολα υφαντικών βαρών21. Σε αρκετούς χώρους έχει αποκαλυφθεί
δίκτυο αγωγών που ίσως σχετίζονται με εργαστηριακή χρήση (π.χ. κτήρια Η και Ρ). Στην ύστερη
άλλωστε φάση της πόλης ανήκουν κατάλοιπα πέντε κεραμικών κλιβάνων, που αποκαλύφθηκαν στον
κεντρικό και ανατολικό τομέα. Είχαν εγκατασταθεί μετά από μετασκευές και καταργήσεις χώρων
εντός παλαιότερων κτηρίων ή σε άμεση γειτνίαση με αυτά22. Αφορούν δηλαδή στη μετατροπή κατοι-
κιών σε εργαστήρια, γεγονός που δείχνει την ύπαρξη εξειδικευμένων επαγγελματιών και την άνθηση
της οικιακής βιοτεχνίας, τουλάχιστον στα ύστερα χρόνια ζωής του οικισμού.
Άλλα στοιχεία πολεοδομικής συγκρότησης δεν ταυτίζονται με ευκολία, καθώς η μορφολογία του
εδάφους έχει επιβάλει τους δικούς της κανόνες. Έτσι, τα κτήρια απλώνονται σε εδαφικές βαθμίδες,
ενώ η μεταξύ τους σύνδεση διευκολύνεται σε ορισμένες περιπτώσεις από στενά μονοπάτια, όχι πλέ-
ον εύκολα διακριτά. Λιθόστρωτο μονοπάτι περιέβαλε και συνέδεε τα κτήρια Ω, ΑΑ και ΑΔ μεταξύ
τους σε μία ενιαία ενότητα. Παρόμοια ήταν η κατάσταση ανάμεσα στα κτήρια Α και Β της κλασικής
περιόδου, με πλακόστρωτη δίοδο που κατέληγε σε κλίμακα και ένα δεύτερο λιθόστρωτο δυτικά του
Α. Σε δύο επίσης σημεία, στην εξωτερική ΒΑ γωνία του Κτηρίου ΣΤ και ανάμεσα στα κτήρια Ρ
και ΑΓ, που παρουσίαζαν έντονη ανωφέρεια, αποκαλύφθηκαν κλίμακες πρόχειρης κατασκευής, με
μικρό αριθμό βαθμίδων, για την διευκόλυνση της κυκλοφορίας των κατοίκων. Κεντρικός, λίθινος
αγωγός ανάμεσα στα κτήρια Ρ και Φ, διέτρεχε κατά μήκος τη δυτική πλευρά ενός μονοπατιού που
εξυπηρετούσε εκτός άλλων τις ανάγκες παροχέτευσης των όμβριων υδάτων (εικ. 5)23. Οι καλυ-
πτήριες πλάκες του αγωγού ήταν μάλιστα χαρακτηριστικά λειασμένες από τη χρήση. Από τα πιο
ενδιαφέροντα εξάλλου στοιχεία ήταν η αποκάλυψη κεντρικού ανηφορικού λιθόστρωτου δρόμου στο
κεντρικό τμήμα του οικισμού (εικ. 1). Αποκαλύφθηκε σε δύο τμήματα, συνολικού μήκους 47,50 μ.
με κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ, σε σημείο του χώρου με έντονη φυσική κλίση, την οποία και ακολουθεί.
Σε ό,τι αφορά τέλος στην ύδρευση, αποχέτευση και γενικότερα τη διαχείριση των υδάτων του
οικισμού αναφέρουμε την ύπαρξη τριών φρεάτων με κτιστά τοιχώματα, τα οποία εντοπίζονται στο
ανατολικό τμήμα του (δύο βόρεια του Πύργου και ένα στο κτήριο Υ), καθώς και μίας μεγάλης
ορθογώνιας λιθόκτιστης δεξαμενής ομβρίων (ανατολικά του κτηρίου Υ) (εικ. 6). Είχε πεντάβαθμη
κλίμακα καθόδου στη νότια πλευρά, υπολογιζόμενη χωρητικότητα 21,6 κ.μ., και, όπως συνάγεται
από το μέγεθός της, προοριζόταν για την κάλυψη οικιακών αναγκών. Η ύπαρξη οργανωμένου απο-
χετευτικού δικτύου στην ελληνιστική φάση του οικισμού, εκτός από το μεγάλο λιθόκτιστο πλακο-
σκεπή αγωγό που ήδη αναφέρθηκε, υποδηλώνεται και από μικρότερα δίκτυα αγωγών, που δείχνουν
μέριμνα για την απορροή των υδάτων σύμφωνα με τις φυσικές κλίσεις24.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο οικισμός της Μακύνειας αποτελεί ένα ενδιαφέρον πα-
ράδειγμα για πολλούς λόγους, τόσο λόγω των διαδοχικών φάσεων που αντιπροσωπεύονται στα κα-
τάλοιπά του και το πλούσιο αρχαιολογικό υλικό που προήλθε από την ανασκαφή τους, όσο και για
την καλή διατήρηση χαρακτηριστικών οικιών και άλλων κτισμάτων, όπως ο πύργος και το οδικό
δίκτυό του. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία ο οικισμός εμφανίζει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με άλλες

21 Για τα σύνολα αυτά βλ. συνοπτικά Σαράντη 2017, καθώς και στον παρόντα τόμο. Επίσης Σαράντη − Νικολοβιένη 2018
και Saranti − Nikolovieni υπό εκτ.
22 Ανάλογο φαινόμενο παρατηρείται και στην Κασσώπη, όπου από το τέλος του 3ου αι. π.Χ. πολλά σπίτια επεκτάθηκαν και
στέγασαν βιοτεχνικές δραστηριότητες. Βλ. συνοπτικά Κοντογιάννη 2006, 52.
23 Παρόμοιες αποχετευτικές δίοδοι (περιστάσεις) είναι κοινές σε πολλούς οικισμούς, όπως στο Όρραον και στην Κασ-
σώπη. Βλ. σχετικά Δάκαρης 1986, 112-3, 131-3. Αγγέλη 2005, 40. Hoepfner − Schwandner 1994,124. Hoepfner κ.ά.
2005, 391-392. Επίσης στην Αμβρακία (Andreou 1993, 94), στην Όλυνθο (Hoepfner − Schwandner 1994, 79. Των ίδιων
2005, 280, 391-392), τη Λευκάδα (Fiedler 2005β, 101), την Αιανή (Καραμήτρου-Μεντεσίδη, 2008, 35-43), τα Γίτανα
Θεσπρωτίας (Κάντα-Κίτσου 2008, 43), αλλά και τη Ναύπακτο (Σαράντη 2018, 335-336, 344).
24 Τα στοιχεία αυτά αποτελούν αντικείμενο μελέτης που διενεργείται από τις γράφουσες σε συνεργασία με τη Σχολή Θετι-
κών Επιστημών και Τεχνολογίας του Ανοικτού Πανεπιστημίου Πατρών και τον καθ. Ι. Καλαβρουζιώτη. Βλ. Kollyro-
poulos κ.ά. 2017.

183
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ, Φ. ΓΕΩΡΜΑ

κοντινές περιοχές25, όπως τους οικισμούς της Kαλυδώνας26, της Κασσώπης27, του Όρραου28, του
Καλλίου29, της Αμβρακίας30 και της Λευκάδας31. Τα στοιχεία αυτά αφορούν στη χρήση ποικιλίας
τύπων σπιτιών, όπως αυτός με κεντρικό οίκο με μεγάλη σταθερή εστία (Herdraumhaus), ο οποίος
έχει θεωρηθεί από τους Hoepfner και Schwandner χαρακτηριστικός της ΒΔ Ελλάδας λόγω του ψυ-
χρού κλίματος32, τη χρήση οπτόπλινθων σε δευτερεύουσες κατασκευές (εστίες, γωνίες κ.λ.π.)33 και
την ύπαρξη μικρών εσωτερικών αυλών34. Παράλληλα, ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιστοιχία που
εμφανίζει ο οικισμός με την χρονολογική ακολουθία της αιτωλικής Χαλκίδας, όπου μετά την προϊ-
στορική φάση φαίνεται να ακολουθεί χάσμα κατοίκησης κατά τη διάρκεια των «Σκοτεινών αιώνων»
και επανακατοίκηση στα τέλη της γεωμετρικής με αρχές της αρχαϊκής περιόδου35. Περισσότερες
διαπιστώσεις απαιτούν βέβαια τη συστηματική μελέτη του υλικού, η οποία θα ακολουθήσει.

25 Βλ. γενικά Δάκαρης 1986. Hoepfner − Schwandner 1994, 160-161. Hoepfner 2005, 429-430.
26 Vikatou - Handberg 2017, 192-201.

l 27 Hoepfner − Schwandner 1994, 114-161 και ιδίως 145-158. Schwandner 2001. Hoepfner κ. ά. 2005, 392-401. Κοντο-
γιάννη 2006.

s 28 Hoepfner 2005, 402-430 και ειδικότερα 424-426.


29 Themelis 1979, 245-279. Θέμελης 2005, 450-462.
30 Andreou 1993. Ανδρέου 1997.
31 Πλιάκου 2001, 30. Fiedler 2005α, 431-446.
32 Για τον τύπο με κεντρικό οίκο με κτιστή εστία βλ. Hoepfner − Schwandner 1994, 146-154, 323, 328. Είναι γνωστός από
τα αρχαϊκά και κλασικά ήδη χρόνια στη Βίτσα. Η ύπαρξη κεντρικής εστίας καθιστούσε απαραίτητη την ύπαρξη ικα-
νού χώρου γύρω από αυτή για τον αερισμό και τη διοχέτευση του καπνού και συνήθως τα σπίτια αυτά ήταν διώροφα.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα με σημαντικές ομοιότητες με σπίτια της Μακύνειας είναι η οικία Θ της Βίτσας που
χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ. (Βοκοτοπούλου 1994, 196-7, 199) και διακρίνεται από ένα κεντρικό τετράγωνο καθη-
μερινό δωμάτιο (οίκος) που περιβάλλεται στις τρεις πλευρές από άλλα δωμάτια. Για άλλα παραδείγματα βλ. επίσης της
ίδιας 1972, 444 κ.ε. (Γραμμένο Ιωαννίνων). Βλ. σχετικά Hoepfner 2005, 151, 352. Ο τύπος συναντάται στη Λευκάδα
(Fiedler 2005β, 113-114. Βικάτου 2013β), στις Πέτρες Φλώρινας (Αδάμ-Βελένη 1997, 10-11), καθώς και στην Αιανή
(Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2008, 35-43). Τμήμα οικίας παρόμοιου τύπου έχει ερευνηθεί και στο εσωτερικό της ακρόπο-
λης της Μακύνειας (Σαράντη 1993, σχ. 13), όπως και στη Ναύπακτο (Σαράντη 2018, 350-353, 374-375).
33 Αναφέρουμε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα εστία στο εσωτερικό του πύργου, με τοιχώματα κατασκευασμένα με οπτό-
πλινθους. Για παράλληλο βλ. Hoepfner − Schwandner 1994, 159 (από την οικία 1 της Κασσώπης).
34 Βλ. σχετικά Σαράντη 2016.
35 Houby-Nielsen − Moschos 2004.

184
ΤΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ. ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

ABSTRACT

ARCHITECTURAL REMAINS FROMA ANCIENT MAKYNEIA:


A FIRST APPROACH

F. Saranti F. Georma

During the construction of the “Ionian Highway” extensive remains of an ancient settlement were
uncovered at the locality Rizo, southeast of the citadel that is widely attributed to ancient Makyneia.
They represent a broad chronological spectrum, from late Geometric/ early Archaic to the late Hel-
lenistic period, while a small quantity of prehistoric pottery testifies the existence of an earlier settle-
ment at the same site.
The town planning and layout of the settlement were strongly determined by the natural geomor-
phology, as it was built at the south slope of a hill. A few building remains of its late Geometric / early
Archaic phase were preserved, which yielded a considerable amount of diagnostic pottery. The Clas-
sical period is represented by remains of many buildings which were connected through a network
of paths in between. During the Hellenistic period the settlement finally reached its highest point in
terms of size and presents evidence of communal organization, amongst which is a central road. The
function of rooms and spaces of the buildings of this phase can be easier discerned on the basis of
architectural elements and characteristic finds.

185
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ, Φ. ΓΕΩΡΜΑ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αγγέλη 2005 Α. Αγγέλη, Όρραον. Συνοπτικός οδηγός του αρχαιολογικού χώρου, Ιωάννινα.
Αδάμ-Βελένη 1997 Π. Αδάμ-Βελένη, Πέτρες Φλώρινας: Δώδεκα χρόνια ανασκαφής, ΑΕΜΘ 10Α,
1996, Θεσσαλονίκη, 1-22.
Ανδρέου 1997 Ι. Ανδρέου, Οικιστική οργάνωση, στο Μ. Σακελλαρίου (επιμ.), ΉΠΕΙΡΟΣ –
4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Αθήνα, 94-104.
Βικάτου 2011 Ολ. Βικάτου, Το έργο της ΛΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαι-
οτήτων κατά το 2011, ΤA AΙΤΩΛΙΚΑ, τ. 17, 44-73.
Βικάτου 2013α Ολ. Βικάτου, Το έργο της ΛΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαι-
οτήτων κατά το έτος 2012, ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τ. 20 (2013), 146-195.
Βικάτου 2013β Ολ. Βικάτου, Η αρχαία πόλη της Λευκάδας. Οι οικίες και τα δημόσια κτήρια.
Ανάδειξη τμημάτων του οικιστικού πλέγματος της αρχαίας Λευκάδας, ΥΠΠΟΑ –
ΕΦΑΑΙΤΛ
Βικάτου 2014 Ολ. Βικάτου, Το έργο της ΛΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαι-
οτήτων κατά το έτος 2013, ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τ. 23, 364-414.
Βικάτου 2017 Ολ. Βικάτου, Άγιος Θωμάς Μεσολογγίου (αρχαία Αλίκυρνα), στο Ιόνια Οδός,
49-55.
Βοκοτοπούλου 1972 Ι. Βοκοτοπούλου, 1972, Γραμμένον Ιωαννίνων, ΑΔ, Χρονικά, Β2, 446-8.
Βοκοτοπούλου 1994 Ι. Βοκοτοπούλου, Η τελευταία οικία της μολοσσικής κώμης στη Βίτσα Ζαγο-
ρίου, στο ΦΗΓΟΣ, Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη, Ιωάν-
νινα, 189-220.
Δάκαρης 1986 Σ.Ι. Δάκαρης, Το Όρραον. Το σπίτι στην αρχαία Ήπειρο, ΑΕ 1986, 108-146.
Fiedler 2005α M. Fiedler, Λευκάδα. Τρόπος κατοίκησης και καθημερινή ζωή σε μία πόλη της
o βορειοδυτικής Ελλάδας, στο Hoepfner 2005, 431-446.
Hoepfner 2005 W. Hoepfner (επιμ.), Ιστορία της Κατοικίας, 5000 π.Χ. - 500 μ.Χ. (Π. Αδάμ-
Βελένη, επιμέλεια ελληνικής έκδοσης, μετάφραση Η. Τσιριγκάκης), Θεσσαλο-
νίκη.
Hoepfner κ.ά. 2005 W. Hoepfner − Σ. Δάκαρης − Κ. Γραβάνη − E.-L, Schwandner, Κασσώπη. Μία
πόλη με ζώνες της ύστερης κλασικής εποχής στη βορειοδυτική Ελλάδα, στο
Hoepfner 2005, 385-401.
Θέμελης 2005 Π. Θέμελης, Ανασκαφές στην Καλλίπολη (Ανατολική Αιτωλία), στο Hoepfner
2005, 447-462.
Κάντα-Κίτσου 2008 Α. Κάντα-Κίτσου (επιμ.), Γίτανα Θεσπρωτίας. Αρχαιολογικός οδηγός, Αθήνα.
Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2008 Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Αιανή, Αρχαιολογικοί χώροι και μουσείο, Αρχαιο-
λογικός οδηγός, Αιανή, 35-43.
Κολώνας 1994 Λ. Κολώνας, Η Μακύνεια μέσα από τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες,
Ναυπακτιακά ΣΤ (1992 / 1993), 79-95.
Κολώνας 2008 Λ. Κολώνας, Νέα Πλευρώνα, Αθήνα.
l Κολώνας – Σταμάτης 2016 Λ. Κολώνας − Γ. Σταμάτης, Πλευρώνα – Οινιάδες – Πάλαιρος. Προστασία,
έρευνα και ανάδειξη τριών αρχαίων πόλεων του νομού Αιτωλοακαρνανίας,
Αθήνα.
s Κοντογιάννη 2006 Θ. Κοντογιάννη, Κασσώπη, Συνοπτικός οδηγός του αρχαιολογικού χώρου,
Ιωάννινα.
Πλιάκου 2001 Γ. Πλιάκου, Η αρχαία πόλη Λευκάς: το άστυ και η ευρύτερη περιοχή της, στα
Πρακτικά Δ΄ Συμποσίου Οι πρωτεύουσες της Λευκάδας. Αρχαία Λευκάδα –
Νήρικος, Κάστρο Αγ. Μαύρας, Αμαξική, Λευκάδα 6-8 Αυγούστου 1999, Αθήνα,
21-43.
Σαράντη 1993 Φ. Σαράντη, Μακύνεια, ΑΔ 48, Χρονικά, Β1, 141-143.
Σαράντη 2001-2004 Φ. Σαράντη, Αντίρριο, Έργο: Οδοί Πρόσβασης Ζεύξης Ρίου-Αντιρρίου, ΑΔ
56-59 (2001-2004), Χρονικά, Β2, 88-90.
Σαράντη 2016 Φ. Σαράντη, Ευρήματα στον άξονα της Ιόνιας Οδού: τμήμα Αντίρριο – Χάλ-
κεια, στο ΑΕΘΣΕ 4, 621-632.
Σαράντη 2017 Φ. Σαράντη, Μακύνεια, στο Ιόνια Οδός, 14-21.
Σαράντη 2018 Φ. Σαράντη, Ναύπακτος. Τοπογραφική εξέλιξη του άστεως και της χώρας από
την προϊστορική εποχή έως την ύστερη αρχαιότητα, αδημοσίευτη διδ. διατρ.,
Ιωάννινα.
Σαράντη – Γεώρμα 2018 Φ. Σαράντη – Φ. Γεώρμα, Αρχαία Μακύνεια Αιτωλίας: Η πολεοδομική οργά-
νωση ενός οικισμού μέσα από τα αρχιτεκτονικά του κατάλοιπα, στο Έργο ΒΔ
Ελλάδας, 531-538.
Σαράντη – Νικολοβιένη 2018 Φ. Σαράντη – Γ. Ι. Νικολοβιένη, Εργαλεία υφαντικής από τον οικισμό της
αρχαίας Μακύνειας: πρώτη προκαταρκτική .παρουσίαση, στο Έργο ΒΔ Ελλά-
δας, 539-544.

186
ΤΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ. ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Andreou 1993 I. Andreou, Ambracie, une ville ancienne se reconstitue peu à peu par les
recherches, στο P. Cabanes (επιμ.), L’Illyrie méridionale et l’Epire dans
l’antiquité II, Actes du IIe Colloque International de Clermont-Ferrand (25-
27/10/1990), Paris, 91-101.
Dietz 2011 S. Dietz, The city – Inside and outside the walls, στο Kalydon in Aitolia I,
77-81.
Fiedler 2005β M. Fiedler, Houses at Leukas in Akarnania: A case study in ancient household
organization, στο B.A. Ault − L.C. Nevett, Ancient Greek houses and house-
holds. Chronological, regional, and social diversity, Philadelphia, 99-118.
Hoepfner − Schwandner 1994 W. Hoepfner − E.-L. Schwandner, Haus und Stadt im klassischen
Griechenland, München.
Holland 1944 L. Holland, Colophon, Hesperia 13, 91-171.
Houby-Nielsen − Moschos 2004 S.Houby-Nielsen – I. Moschos, Excavations on the hill of Hagia Triada, Greek-
Danish excavations at Aetolian Chalkis 1999-2001. Third Preliminary Report,
PDIA IV, Aarhus, 175-188.
Kollyropoulos κ.ά. 2017 K. Kollyropoulos − F. Georma − F. Saranti − N. Mamassis − I.K. Kalavrouziotis,
Urban planning and water management in Ancient Aetolian Makyneia, Western
Greece, IWA Publishing, Water Science & Technology: Water Supply 17.3, 621-
631.
Lang 2013 F.F. Lang, Differenzanalyse städtischer Praxis in Akarnaniens, στο Forschun-
gen in Akarnanien Ι, 137-161.
Rousset 1999 D. Rousset, Centre urbain, frontière et espace rural dans les cites de Grèce cen-
trale, στο M. Brunet (επιμ.), Territoires de cites grecques. Actes de la Table
Ronde Internationale organisée par l’École française d’Athènes, 31 oct.- 3
nov. 1991, BCH Suppl. 34, 35-77.
Saranti – Nikolovieni υπό εκτ. F. Saranti − M. Nikolovieni, Textile tools from ancient Makyneia: the case of
Buildings A and B, στο VI Purpureae Vestes International Symposium, Textiles
and Dyes in the Mediterranean Economy and Society, October 20-22 2016,
Padua, υπό εκτ.
Vikatou – Handberg 2017 Ο. Vikatou − S. Handberg, The lower acropolis of Kalydon in Aitolia. Prelimi-
nary report on the excavations carried out in 2013-15, PDIA VIII, 191-206.
Themelis 1979 P. Themelis, Ausgrabungen in Kallipolis (Ost – Aetolien) 1977-1979, AAA XII,
2, 245-279.
Wycherley 1981 R.E. Wycherley, How the Greeks built cities, London 1981 (1949).

187
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ, Φ. ΓΕΩΡΜΑ

Σχέδιο 1. Γενικό τοπογραφικό σχέδιο της ανασκαφής.

188
s
o

l
ΤΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ. ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Εικόνα 1. Η οικία Δ αμέσως νότια κεντρικού λιθόστρωτου δρόμου.

Εικόνα 2. Μερική άποψη του κεντρικού τομέα της ανασκαφής, από νότια.

189
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ, Φ. ΓΕΩΡΜΑ

Εικόνα 3. Μερική άποψη του κτιρίου ΑΣΤ στον κεντρικό τομέα.

Εικόνα 4. Χώρος λουτρού στην περιοχή του πύργου.

190
ΤΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ. ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Εικόνα 5. Πλακοσκεπής υπόνομος ανάμεσα στα κτήρια Ρ και Φ.

Εικόνα 6. Λιθόκτιστη δεξαμενή ανατολικά του κτιρίου Υ.

191
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ, Φ. ΓΕΩΡΜΑ

Σχέδιο 2. Σχεδιαστική τομή του τοίχου 20 (Χ.Θ. 3+300).

192
s
o

l
ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΤΗΡΙΟ Β

Φωτεινή Σαράντη Κώστας Φίλης

Η έρευνα μεγάλου τμήματος αρχαίου οικισμού, που πιθανότατα ανήκε στην αρχαία Μακύνεια1 και
πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 2009-2013 στο πλαίσιο κατασκευής της Ιόνιας Οδού στη θέση
Ριζό Μακύνειας, απέδωσε πλήθος κεραμικής και κινητών ευρημάτων, αντιπροσωπευτικών των διαφό-
ρων φάσεων ζωής, του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων, αλλά και των εξωτερικών επαφών της πόλης.
Το αρχαιολογικό υλικό που προήλθε από την ανασκαφή βρίσκεται πλέον, μετά την ολοκλήρωση του
μεγαλύτερου μέρους της συντήρησής του, στη διαδικασία της μελέτης. Στο στάδιο αυτό δεν είναι σκό-
πιμη ή εφικτή μία συνολική παρουσίαση των ευρημάτων του οικισμού, καθώς αυτά προέρχονται από
ένα σύνολο τριάντα - ένα αρχαίων κτηρίων, που αντιπροσωπεύουν επάλληλες οικοδομικές φάσεις. Μία
προκαταρκτική μελέτη των παλαιότερων δεδομένων της ανασκαφής έχει ωστόσο ήδη αναδείξει ορι-
σμένα ενδιαφέροντα στοιχεία για την επικοινωνία του οικισμού με άλλες περιοχές, τα οποία παρουσι-
άζονται στο πλαίσιο της παρούσας ανακοίνωσης.
Ενδεικτική καταρχήν είναι η εικόνα από τα αρχαία νομίσματα της ανασκαφής, η οποία παρουσι-
άζεται στον πίνακα ανά χρονική φάση (εικ. 1). Αφορά σε 106 μόνο από τα 380 συνολικά νομίσματα,
τα οποία μελετήθηκαν σε ένα πρώτο στάδιο από τους συναδέλφους Γ. Αλεξοπούλου και Κλ. Σιδηρό-
πουλο2. Αυτά είναι στην πλειονότητά τους χάλκινα, ενώ 21 είναι ασημένια. Στο σύνολο αυτό κυριαρ-
χούν φυσικά νομίσματα του Αιτωλικού Κοινού από την ελληνιστική φάση του οικισμού, που αποτελεί
και την περίοδο ακμής και μέγιστης ανάπτυξής του. Παράλληλα όμως απεικονίζονται και πρωιμότερες
επαφές με πόλεις της ανατολικής Λοκρίδας και της Πελοποννήσου, κυρίως στην περίμετρο του Κοριν-
θιακού, αλλά και με πιο μακρινές περιοχές, όπως τη Θεσσαλία, την Αίγινα, ακόμη και την Ιωνία. Περι-
ορισμένη αντίθετα είναι η παρουσία νομισμάτων της Μακεδονίας, όπως και της Ακαρνανίας, στοιχείο
που πρέπει να σημειωθεί. Πιο ολοκληρωμένη εικόνα της νομισματικής κυκλοφορίας στο πλαίσιο των
οικονομικών σχέσεων του οικισμού θα μας προσφέρει η μελέτη του συνόλου των νομισμάτων, η οποία
βρίσκεται σε εξέλιξη.
Ανάμεσα στα πρώτα κτήρια που ερευνήθηκαν στην αρχική φάση της ανασκαφής ήταν το χαρακτη-
ριστικό πρώιμο συγκρότημα των κτηρίων Α και Β, στο δυτικό τομέα, στη X.Θ. 3+600 του κατασκευα-
ζόμενου άξονα της Ιόνιας οδού (εικ. 2). Ήταν κατασκευασμένο στη ρίζα της νότιας πλαγιάς του λόφου
Κοκορέτσα, σε κλιμακωτά επίπεδα που υποστηρίζονταν από ισχυρούς αναλημματικούς τοίχους. Το
συγκρότημα αποτελείται από δύο συμπλέγματα χώρων, τα οποία ορίζονται από έναν ενδιάμεσο στενό
ανηφορικό δρομίσκο, που καταλήγει σε κλίμακα και ένα δεύτερο σε επαφή με τη δυτική πλευρά του
κτηρίου Α. Ως κτήριο Β ονομάστηκε το ανατολικό σύμπλεγμα, συνολικής έκτασης περίπου 39 τ.μ., το
οποίο αποτελείται από δύο κύριους χώρους (Β1, Β2) με ξεχωριστές εισόδους και δύο μικρότερους στα
ανατολικά τους. Οι δύο δυτικοί χώροι εμφάνισαν κοινή φάση καταστροφής και πιθανότατα είχαν κοινή
στέγη (εικ. 3).
Από αυτούς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε η ανασκαφή του μικρού χώρου Β2, διαστάσεων 4 Χ
5 μ. περίπου, ο οποίος είχε είσοδο από το δρόμο. Αρχικά αποκαλύφθηκε έντονο στρώμα καταστροφής
που περιελάμβανε ίχνη καύσης, κομμάτια καμένου ξύλου, κεράμους λακωνικού τύπου και ωμόπλιν-
θους από την ανωδομή του. Το στρώμα αυτό είχε σφραγίσει ένα ενδιαφέρον σύνολο ευρημάτων, που
βρέθηκαν κυρίως συγκεντρωμένα στη ΒΑ γωνία και κατά μήκος του βόρειου τοίχου του χώρου και

1 Για την αρχαία πόλη βλ. Κολώνας 1994. Σαράντη στον παρόντα τόμο. Για την ανασκαφή στη θέση αυτή βλ. Σαράντη
2015. Της ίδιας 2017. Σαράντη − Γεώρμα 2018 και των ίδιων στον παρόντα τόμο.
2 Αλεξοπούλου − Σιδηρόπουλος (αδημοσίευτη ανακοίνωση).

193
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ, Κ. ΦΙΛΗΣ

περιελάμβαναν σκεύη χονδροειδούς οικιακής, αλλά και καλής ποιότητας κεραμικής, καθώς και άλλα
ευρήματα (εικ.4).
Τα αγγεία που είχαν σωθεί in situ ήταν δύο υδρίες, ένας εμπορικός αμφορέας, ένας «επιτραπέζιος»
αμφορέας, μία μελαμβαφής όλπη, ένα οικιακό αποθηκευτικό σκεύος και τέσσερα πώματα αγγείων.
Πάνω σε αυτά βρέθηκαν πολλά ακόμη σκεύη και αντικείμενα, τα οποία πιθανότατα είχαν πέσει από
ψηλότερα. Ανάμεσά τους ήταν μία ερυθρόμορφη λήκυθος με παράσταση έφιππης αμαζόνας, άβαφη
οινοχόη, ερυθροβαφής αμφορίσκος, μόνωτη φιάλη, αρυτήρας, δύο κορινθιακές κοτύλες, καθώς και μία
μικκύλη οινοχόη, η οποία περιείχε σπάνιο θησαυρό δεκαεπτά ασημένιων ημιώβολων Αίγινας, που χρο-
νολογούνται από το 550 έως το 480 π.Χ. Βρέθηκαν ακόμη θραύσματα πολλών άλλων αγγείων, όπως
για παράδειγμα μιας μελαμβαφούς αττικής κύλικας τύπου C, καθώς και 59 συνολικά αγνύθες διαφόρων
σχημάτων, οι περισσότερες από τις οποίες έφεραν εγχάρακτα ή εμπίεστα σύμβολα και συνιστούσαν
σύνολο ενός αργαλειού3.
Όπως είναι φανερό πρόκειται για μία ομάδα ευρημάτων που εμφανίζει ποικιλία σχημάτων αγγείων,
αλλά και άλλων αντικειμένων (εργαλεία υφαντικής, μυλόλιθοι και τριπτήρες) και καλύπτει ένα χρονο-
λογικό φάσμα από το τελευταίο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. μέχρι τα μέσα περίπου του 5ου αι. π.Χ., οπότε
και φαίνεται ότι το σύμπλεγμα καταστράφηκε από φωτιά και έκτοτε εγκαταλείφθηκε οριστικά.
Θα σταθούμε ιδιαίτερα στην παρουσία των εμπορικών αμφορέων, καθώς αυτοί αποτελούν τη
βασική πηγή για το αρχαίο εμπόριο αγροτικών προϊόντων, αλλά και άλλων αγαθών4. Θραύσματα, αλλά
και σχεδόν ακέραιοι εμπορικοί αμφορείς των ύστερων αρχαϊκών χρόνων έχουν εντοπισθεί σε διάφορα
o σημεία του οικιστικού συμπλέγματος της αρχαίας Μακύνειας. Η παρουσία τους είναι δείκτης της έντα-
σης ή της ύφεσης των εμπορικών επαφών του οικισμού και εκτός των άλλων σχετίζονται με τις ιδιαίτε-
ρες καταναλωτικές προτιμήσεις των κατοίκων του κατά τους πρώιμους αυτούς χρόνους.
Αρκετά στενές φαίνεται να είναι οι εμπορικές σχέσεις των κατοίκων της Μακύνειας με την Κόρινθο.
Άλλωστε, το γειτονικό Μολύκρειον και η Χαλκίδα αναφέρονται από τον Θουκυδίδη ως κορινθιακές
αποικίες (Ι.108 και ΙΙΙ.102)5. Χωρίς να είμαστε ακόμη σε θέση να δώσουμε ακριβές ποσοστό, αρκετοί
από τους εμπορικούς αμφορείς που έχουν εντοπισθεί σε διάφορα σημεία του οικιστικού συμπλέγματος,
ανήκουν κυρίως στον τύπο Α των κορινθιακών αμφορέων και χρονολογούνται στα τέλη του 6ου αι. π.Χ.
(εικ. 5)6. Πρόκειται για τύπο αμφορέα με μεγάλη διάδοση, κυρίως προς τη Δύση, γεγονός που οφείλεται
στον, για πολλούς λόγους, δυτικό προσανατολισμό των εμπορικών δραστηριοτήτων των Κορινθίων7.
Είναι γενικώς αποδεκτό ότι οι κορινθιακοί αμφορείς τύπου Α μετέφεραν λάδι, δεν αποκλείεται όμως
να χρησιμοποιούνταν και για μεταφορά μιας ευρείας κλίμακας προϊόντων υγρών, αλλά και στερεών8.
l Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εμπορικοί αμφορείς του λεγόμενου «κορινθιακού
τύπου Β»9, που βρέθηκαν στο χώρο Β - δωμάτιο 2, καθώς και σε άλλα σημεία του οικισμού. Οι δύο
s σχεδόν ακέραιοι εμπορικοί αμφορείς, από τους οποίους έχει συντηρηθεί πλήρως μόνο ο ένας, κρίνο-
ντας από τον τρόπο που βρέθηκαν, ήταν τοποθετημένοι πιθανότατα γεμάτοι με το όποιο περιεχόμενό
τους στις γωνίες των δωματίων. Λειτουργούσαν δηλαδή ως αποθηκευτικά αγγεία.

3 Η μελέτη των ιδιαίτερα πολυάριθμων υφαντικών εργαλείων του οικισμού διενεργείται από τη γράφουσα Φ. Σαράντη, σε
συνεργασία με την αρχαιολόγο Μ. Νικολοβιένη. Βλ. προκαταρκτικά Σαράντη 2017, καθώς και Σαράντη – Νικολοβιένη
2018 και Saranti − Nikolovieni υπό εκτ.
4 Γενικά για το θέμα του περιεχομένου των αμφορέων, βλ. Panagou 2016, 312-334. Lawall 2011, 23-33. Lawall 1995,
1-27. Koehler 2000, 323-337, κυρίως 326-330. Garlan 2000, 83-91. Για τα διάφορα προϊόντα που έχουν εντοπισθεί σε
αμφορείς, βλ. Parker 1992, 92-93. Bertucchi 1992, 189-190. Frey 1982, 5. Swiny − Katzev 1973, 339-355. Carlson 2003,
587-590. Carlson 2004, 13-18. Για αναλύσεις οργανικών καταλοίπων σε αμφορείς βλ. Kotsonas κ.ά. 2017, 9-19. Foley
κ.ά. 2012, 389-398.
5 Βλ. σχετικά και Σαράντη στον παρόντα τόμο.
6 Koehler 1978, 9-32. Koehler 1981, 449-458. Φίλης 2011, 141-147.
7 Koehler 1978, 3, 72. Munn-Zimmerman 1983, 186-211. Pratt 2016, 195-213.
8 Koehler 1978, 5-6. Koehler 1992, 277-278. Corinth VII.3, 144-146. Agora XII, 207. Φίλης 2011, 144.
9 Koehler 1978, 33-49. Koehler 1981, 449-458. Koehler 1992, 277-278. Φίλης 2011, 150-156.

194
ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ

Ο συντηρημένος ύστερο-αρχαϊκός αμφορέας από το δωμάτιο Β2 (αρ. ευρ. ΙΑ 1946) έχει κοντό-
χοντρες αναλογίες (εικ. 6). Οι διαστάσεις του είναι: ύψος 46 εκ., διάμετρος χείλους 15 εκ., μέγιστη
διάμετρος σώματος 39,5 εκ. και διάμετρος βάσης 6,7 εκ. Η χωρητικότητά του υπολογίζεται γύρω στα
25 λίτρα. Ο πηλός του είναι ανοιχτός κιτρινοκάστανος εσωτερικά και καστανός στην εξωτερική του
επιφάνεια (10 YR 6/4 light yellowish brown). Περιέχει αρκετές ασβεστιτικές κυρίως προσμίξεις, ορι-
σμένες μικρές και μεσαίου μεγέθους καστανόμαυρου χρώματος προσμίξεις και σχεδόν καθόλου μαρ-
μαρυγία.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι το παχύ δακτυλιόσχημο χείλος, ελλειψοειδούς δια-
τομής. Ο κυλινδρικός λαιμός του είναι σχετικά κοντός και ευρύς. Στο σημείο ένωσης του λαιμού με το
χείλος σχηματίζεται ένας χαρακτηριστικός πλαστικός δακτύλιος. Το σώμα είναι ευρύ ωοειδές και κατα-
λήγει σε χαμηλή κυλινδρική βάση με μικρή ακμή στην περίμετρό της. Οι δακτυλιόσχημες κοντές λαβές
του είναι ελλειψοειδούς διατομής. Ξεκινούν από το ύψος του πλαστικού δακτυλίου και με τοξωτή δια-
μόρφωση καταλήγουν σχεδόν κατακόρυφα στον ώμο.
Στην κάτω επιφάνεια της βάσης διακρίνονται ίχνη από dipinto ερυθρού χρώματος. Επιπλέον, graf-
fiti υπάρχουν στο μεγαλύτερο μέρος του ώμου, αλλά και στο λαιμό και το χείλος του αμφορέα και όλα
έχουν γίνει μετά την όπτηση (εικ.7). Πρόκειται για συνδυασμό από αλφαβητικά και αριθμητικά graf-
fiti και εμπορικά σύμβολα. Το ιδιαίτερα εκτενές αλφαβητικό graffiti που βρίσκεται στον ώμο της μιας
πλευράς, αν και παρουσιάζει πρόβλημα στην ανάγνωσή του, πιθανότατα σχετίζεται με το όνομα του
ιδιοκτήτη του αμφορέα (ΜΟΝΦΕΑ?). Στη μία όψη του λαιμού υπάρχει ακόμη ένα μονόγραμμα Α μαζί
με ένα σταυρόσχημο μοτίβο, ενώ παράλληλες λοξές γραμμές, μάλλον αριθμητικά σύμβολα, διακρίνο-
νται στην άλλη πλευρά του ώμου κι ένα σταυρόσχημο μοτίβο υπάρχει και στο χείλος.
Σε αντίθεση με τους κορινθιακούς αμφορείς του τύπου Α και Α’, που σχεδόν απουσιάζουν τα χαράγ-
ματα,10 στους τύπου Β είναι αρκετά συχνά11. Στους πρώιμους αμφορείς όμως συνήθως απαντούν πιο
απλά χαράγματα με μονογράμματα ή συντομογραφίες τοποθετημένα κυρίως στο λαιμό12. Η Koehler
αναφέρει επίσης ότι σε ορισμένους πρώιμους αμφορείς του τύπου Β απαντούν και σφραγίσματα με
γράμματα13. Υπάρχουν μόνο δύο εκτενή graffiti ανάλογα με αυτό που συναντούμε στον ώμο του αμφο-
ρέα της Μακύνειας. Σε έναν αμφορέα του 5ου αι. π.Χ. από την Ολυμπία απαντά η λέξη ΣΑΜΟ τοπο-
θετημένη στο κάτω μέρος του σώματος14 και σε ένα ακόμη θραύσμα από την Κόρινθο η επιγραφή //
ΔΑΛΚΑΜ.15
Σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση της Koehler ο αμφορέας της Μακύνειας ανήκει στον «τύπου Β
των κορινθιακών». Η παραγωγή τους ξεκινά γύρω στο 525 π.Χ. και φθάνει μέχρι τα τέλη του 3ου ή τις
αρχές του 2ου αι. π.Χ., ακολουθώντας την εξέλιξη που παρατηρείται στους περισσότερους ελληνικούς
αμφορείς από κοντόχοντρες σε επιμήκεις αναλογίες. Πάντως, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά και η
ίδια «στις αρχές του τελευταίου τετάρτου του 6ου αι. π.Χ. η κορινθιακή παραγωγή εμπορικών αμφο-
ρέων γίνεται αρκετά περίπλοκη. Συγχρόνως με την παραγωγή των αμφορέων του τύπου Α, εμφανίζεται
ένας άλλος αρκετά διαφορετικός ως προς το σχήμα και τη σύσταση του πηλού, ο τύπος Β»16.
Όμως παρόμοιοι αμφορείς φαίνεται ότι παράγονταν και σε άλλες περιοχές17. Ειδικότερα, η V. Grace
ήταν η πρώτη ερευνήτρια που είχε αποδώσει διστακτικά τέτοιους αμφορείς στην Κέρκυρα,18 στηριζό-
μενη σε ένα απόσπασμα του Αριστοτέλη που αναφέρεται σε εμπόρους από την Αδριατική, οι οποίοι

10 H Koehler αναφέρει μόνο τέσσερα παραδείγματα, βλ. Koehler 1978, 65-71, 168-169.
11 Koehler 1978, 65-71, 327-361.
12 Koehler 1978, 65.
13 Koehler 1978, 56.
14 Gauer 1975, κυρίως 124, εικ. 9.1.
15 Campbell 1938, 605, εικ. 28, αριθ. 195.
16 Koehler 1981, 452.
17 Whitbread 1995, 278-285.
18 Grace 1953, 108-109, αριθ. 166.

195
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ, Κ. ΦΙΛΗΣ

μετέφεραν κερκυραϊκούς αμφορείς στο βόρειο Αιγαίο,19 καθώς και στον τύπο των σφραγισμάτων στις
λαβές ορισμένων, που εικονίζουν ένα επτάκτινο ή οκτάκτινο αστέρι μέσα σε κύκλο, παρόμοιο με τον
οπισθότυπο των νομισμάτων της Κέρκυρας20. Τα ευρήματα των κεραμικών κλιβάνων στο Φιγκαρέτο της
Κέρκυρας ήρθαν να επιβεβαιώσουν την υπόθεση της Grace21. Ακόμη, όπως φαίνεται από νεώτερα ευρή-
ματα, ο τύπος αυτός παράγονταν και σε άλλες περιοχές κατά μήκος των ακτών της Δυτικής Ελλάδας και
της Αλβανίας, όπως για παράδειγμα στο Βουθρωτό και την Απολλωνία22.
Επιπλέον, ο τύπος χρησιμοποιούνταν ευρέως κατά μήκος τόσο των ανατολικών, όσο και των δυτι-
κών ακτών της νότιας Ιταλίας, απέναντι από το Ιόνιο και την Αδριατική και αναφέρεται με το γενικό όρο
νοτιοϊταλικός «ιωνικός» (Sourisseau Forme 1α και Forme 2)23. Φαίνεται πως τα ελληνικά κέντρα του
Νοτίου Ιονίου της περιοχής της Καλαβρίας υιοθέτησαν σταδιακά αυτή τη μορφή αμφορέα, καθώς και
ορισμένοι ελληνικοί οικισμοί στην Καμπανία, συμπεριλαμβανομένων της Ποσειδωνίας. Ο τύπος απα-
ντά ιδιαίτερα συχνά στη νεκρόπολη Rifriscolaro της Καμάρινας24.
Σίγουρη επίσης θεωρείται η παραγωγή του σε ακόμη πιο μακρινές περιοχές, όπως στη Μασσαλία και
αναφέρεται στην βιβλιογραφία ως “Ιωνικός-μασσαλιώτικος” (Bertucchi τύπος 1)25. Ο Gras υποστηρίζει
ότι η Κόρινθος, όπως και η Μασσαλία, μιμήθηκαν προφανώς έναν τύπο αμφορέα κρασιού της ανατο-
λικής Ελλάδας που κυκλοφορούσε ευρέως στις αγορές, τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης26. Αυτός
ο τύπος, που ήρθε από την Ιωνία και κυκλοφόρησε στη Δύση στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., δεν εντοπίζε-
ται όμως στην ανατολική Ελλάδα. Ωστόσο διατυπώνεται η άποψη ότι έχει ως πιθανή προέλευση την
Φώκαια ή την Έφεσο27. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι οι αμφορείς του τύπου Β αποτελούν έναν “extra-
regional type”, με ιδιαίτερα μεγάλη απήχηση κυρίως στη δυτική Μεσόγειο. Σε αντίθεση με τους κορινθι-
ακούς αμφορείς τύπου Α, που θεωρείται ότι περιείχαν λάδι,28 οι αμφορείς του τύπου Β μάλλον περιείχαν
κρασί,29 χωρίς όμως να αποκλείεται και η μεταφορά άλλων αγροτικών προϊόντων.
Ο αμφορέας της Μακύνειας είναι πρωιμότερος από τα ευρήματα των κεραμικών εργαστήριων στο
Φιγκαρέτο της Κέρκυρας, που χρονολογούνται κυρίως από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., ενώ τα ευρήματα
από τις άλλες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας, του Βουθρωτού και της Απολλωνίας, χρονολογούνται από
τον 4ο αι. π.Χ. και ύστερα. Η στενή μορφολογική συγγένεια του αμφορέα μας κυρίως με τα ευρήματα
από τη νότια Ιταλία, καθώς και η σύσταση του πηλού του (μέχρι να ολοκληρωθούν και οι πετρογραφικές
αναλύσεις μας), που δεν ταιριάζει, τουλάχιστον μακροσκοπικά, με την περιγραφή που δίνει η Koehler
για τα αντίστοιχα κορινθιακά παραδείγματα, μας κάνει να στραφούμε προς τα εκεί για το υποψήφιο
κέντρο παραγωγής του. Τελευταία, μάλιστα έχει προταθεί και η περίπτωση της Σύβαρης ως κέντρου

19 Αριστοτέλης, Περί θαυμασίων ακουσμάτων 839b.8.


20 SNG Danish National Museum 12. Άλλοι τύποι σφραγισμάτων που απαντούν στους κανονικούς κερκυραϊκούς αμφο-
ρείς κυρίως του 3ου αι. π.Χ. είναι τα διάφορα μονογράμματα και σύμβολα όπως το κηρύκειο, ο αμφορέας, το σταφύλι,
το ρόπαλο, το κισσόφυλλο, βλ. Κουρκουμέλης 1990, 17, εικ. 6-11.
21 Preka-Alexandri 1992, 50. Πρέκα-Αλεξανδρή 2010, 76-77. Κουρκουμέλης 1990, 15.
22 Göransson 2007, 96-97. Gassner 2011, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: “The difficulties of understanding the situation
are increased by the fact that according to our experience the region in question shows raw materials with very simi-
lar characteristics so that in some cases it even may be difficult to distinguish nearby production sites by clay analyses
alone”. Για την πιθανότητα κατασκευής τέτοιων αμφορέων ακόμη και στον Φάρο της Κροατίας, υπόθεση που όμως
στηρίζεται στην ανεύρεση ενός μόνο θραύσματος, βλ. Katic 2005, 75-80.
23 Sourisseau 2011, 184-185 και 189-190. Sacchetti − Sourisseau 2013, 643-664, κυρίως 644-647.
24 Sourisseau 2011, εικ. 8-12.
25 Bertucchi 1992.
26 Gras 1985, 287-323. Gras 1987, 41-50.
27 Gras 1987, 31-50, κυρίως 42-43.
28 Whitbread 1995, 257 (με βιβλιογραφία). Koehler 1978, 5-6. Koehler 1981, 452. Brun 2004, 87. Λώλος 2009, 117. Πανά-
γου 2010, 243.
29 Whitbread 1995, 260 (με βιβλιογραφία). Koehler 1981, 452. Λώλος 2009, 117-118.

196
ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ

παραγωγής τέτοιων αμφορέων30. Άλλωστε οι ιδιαίτερες σχέσεις της ΒΔ Πελοποννήσου, που συμμετείχε
ενεργά στον αποικισμό της Κ. Ιταλίας, δεν αποκλείει την πιθανότατα οι αμφορείς αυτού του τύπου να
έφθασαν στην Μακύνεια στο πλαίσιο των εμπορικών ανταλλαγών που λάμβαναν χώρα ανάμεσα στις
δύο περιοχές.
Το ακριβές ποσοστό των εισαγόμενων εμπορικών αμφορέων στον οικισμό της αρχαίας Μακύνειας
δεν έχει ακόμη υπολογισθεί, καθώς δεν έχει ολοκληρωθεί η μελέτη όλου του υλικού. Είναι γεγονός ότι
η ανάγκη για εισαγωγή εμπορικών αμφορέων δημιουργείται όταν η τοπική παραγωγή λαδιού, οίνου ή
άλλων αγροτικών προϊόντων δεν καλύπτει τις διατροφικές ανάγκες των κατοίκων. Η εισαγωγή τους
όμως θα μπορούσε να είναι και αποτέλεσμα της επιθυμίας των κατοίκων της για περισσότερο φημι-
σμένα προϊόντα απ’ αυτά που παράγονταν σε τοπικό επίπεδο. Σε συνδυασμό με την παρουσία των αση-
μένιων νομισμάτων της Αίγινας31, δεν αποκλείεται οι εμπορικοί αμφορείς να έφθασαν εδώ από τους
φημισμένους Αιγινήτες εμπόρους, που ως γνωστόν διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στις επαφές με την
Ιταλική χερσόνησο και τη δυτική Μεσόγειο γενικότερα32. Μας είναι γνωστό άλλωστε και το όνομα του
πιο διάσημου από αυτούς, του Σώστρατου, που θεωρείτο μάλιστα από τους πιο πλούσιους33. Η θέση του
οικισμού της Μακύνειας, ως ενδιάμεσου σταθμού ανάμεσα στο δίαυλο επικοινωνίας από τον Κορινθι-
ακό κόλπο προς το Ιόνιο πέλαγος και την Αδριατική, αναμφίβολα συνέβαλε στην ανάπτυξή του και την
οικονομική του ευμάρεια34.

ABSTRACT

THE COMMERCIAL RELATIONS OF MAKYNEIA –


THE FIRST INDICATIONS FROM BUILDING B

F. Saranti K. Filis

The recent excavation of a part of the settlement of ancient Makyneia in the locality Rizo near Antirrion
brought to light a large amount of pottery and other finds, which indicate the standard of living, as well
as the external relations of the city. The preliminary study of part of the first evidence has yielded some
interesting points concerning the commercial communication of the settlement with other regions.
Among the pottery of the settlement there were fragments, as well as some almost complete
commercial amphoras of the Late Archaic period. Their presence is indicative of commercial contacts
of the settlement and is related to the particular consuming preferences of his residents during these
early years. The place of the settlement, on the channel of communication through the Corinthian Gulf
towards the Ionian sea and the West in general, obviously contributed to its growth and economic
prosperity. Especially interesting are the commercial amphoras of the so called “Corinthian type
B” from House B - room 2, which were found together with a group of vessels of imported pottery
including mainly banquet vessels (black - glazed kylix of type C, Corinthian type skyphoi, oinochoai)
of the end of 6th c. B.C.

30 Sourisseau 2011, 204-206.


31 Ό.π. σημ. 1.
32 Ειδικότερα, οι Χιώτες και Αιγινήτες έμποροι αναφέρονται από τον Αριστοτέλη (Πολιτεία 1291b.24.) ως υπόδειγμα
εμπόρων.
33 Ηρόδοτος IV.152.13-14. Ο Johnston μάλιστα υποστηρίζει ότι μια σειρά από graffiti με τα αρχικά ΣO που βρίσκονται
αρκετά συχνά κυρίως σε μελανόμορφα αττικά αγγεία (περίπου 95), αλλά και σε έναν λακωνικό εμπορικό αμφορέα που
χρονολογούνται ανάμεσα στο 535-505 π.Χ., θα μπορούσαν να σχετίζονται με το γνωστό αιγινήτη έμπορο Σώστρατο,
βλ. Johnston 1972, 416-423. Johnston 1987, 125-140.
34 Βλ. σχετικά και Σαράντη στον παρόντα τόμο.

197
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ, Κ. ΦΙΛΗΣ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αλεξοπούλου – Σιδηρόπουλος Γ. Ζ. Αλεξοπούλου – Κ.Θ. Σιδηρόπουλος, Νομισματικά ευρήματα Μολυκρικού
Ρίου και Μακύνειας (σημ. Αιτωλοακαρνανία), ανακοίνωση τοίχου στο AΕΘΣΕ
4 (δεν περιελήφθηκε στα Πρακτικά).
Κολώνας 1994 Λ. Κολώνας, Η Μακύνεια μέσα από τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες,
Ναυπακτιακά ΣΤ (1992 / 1993), 79-95.
Κουρκουμέλης 1990 Δ. Κουρκουμέλης, Τυπολογία αμφορέων. Οι κερκυραϊκοί αμφορείς, Ενάλια ΙΙ
– 1/2, 14-19.
Λώλος 2009 Γ. Λώλος, Η οινοπαραγωγή στην Κορινθία κατά την αρχαιότητα (Κόρινθος,
Σικυών, Κλεωναί), στο Α. Πίκουλας (επιμ.), Οίνον ιστορώ IΧ: Πολυστάφυλος
Πελοπόννησος, Αθήνα, 115-132.
Πανάγου 2010 Τ. Μ. Πανάγου, Η σφράγιση των αρχαίων ελληνικών εμπορικών αμφορέων:
Κέντρα παραγωγής και συνθετική αξιολόγηση, αδημ. διδ. διατρ., Αθήνα.
Πρέκα-Αλεξανδρή 2010 Κ. Πρέκα-Αλεξανδρή, Οι αρχαιότητες της Κέρκυρας, Αθήνα 2010.
Σαράντη 2015 Φ. Σαράντη, Ευρήματα στον άξονα της Ιόνιας Οδού: τμήμα Αντίρριο – Χάλ-
κεια, στο ΑΕΘΣΕ 4, Τόμος ΙΙ, 621-632.
Σαράντη 2017 Φ. Σαράντη, Μακύνεια, στο Ιόνια Οδός, 14-21.
Σαράντη – Γεώρμα 2018 Φ. Σαράντη – Φ. Γεώρμα, Αρχαία Μακύνεια Αιτωλίας: η πολεοδομική οργά-
νωση ενός οικισμού μέσα από τα αρχιτεκτονικά του κατάλοιπα, στο Έργο ΒΔ
Ελλάδος, 531-538.
Σαράντη – Νικολοβιένη 2018 Φ. Σαράντη – Γ. Ι. Νικολοβιένη, Εργαλεία υφαντικής από τον οικισμό της
αρχαίας Μακύνειας: πρώτη προκαταρκτική .παρουσίαση, στο Έργο ΒΔ Ελλά-
δος, 539-544.
o Φίλης 2011 K. Φίλης, Εμπορικοί αμφορείς από την αρχαία Άκανθο και το τοπικό εργαστή-
ριο, αδημ. διδ. διατρ., Θεσσαλονίκη.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Agora XII B. Sparkes – L. Talcott, Black and plain pottery of the 6th, 5th, and 4thcenturies
B.C. The Athenian Agora, Vol. XII, Princeton 1970.
Brun 2004 J.-P. Brun, Archéologie du vin et d’huile de la préhistoire a l’époque
hellénistique, Paris.
Bertucchi 1992 G. Bertucchi, Les amphores et le vin de Marseille, Paris.
Campbell 1938 G. Bertucchi, A well of the black-figured period at Corinth, Hesperia 7 (1992),
557-611.
Carlson 2003 D. N. Carlson, The Classical Greek shipwreck at Tektaş Burnu, Turkey, AJA
l 107, 581-600.
Carlson 2004 D. N. Carlson, Cargo in Context: The morphology, stamping and origins of the
s amphoras from fifth-century B.C. Ionian shipwreck, αδημ. διδ. διατρ., Texas.
Corinth VII.3 G.R. Edwards, Corinthian Hellenistic pottery, Corinth, Vol. VII, part III,
Princeton.
Foley κ.ά. 2012 B. P. Foley – M. C. Hansson – D. P. Kourkoumelis – Th. Α. Theodoulou,
Aspects of ancient Greek trade re-evaluated with amphora DNA evidence,
JASc 39, 389-398.
Frey 1982 D. Frey, Shipwrecks, surveys, and Turkish sponge divers, INA Newsletter 9.1,
1-5.
Garlan 2000 Y. Garlan, Amphores et timbres amphoriques grecs. Entre érudition et idéolo-
gie, Paris.
Gassner 2011 V. Gassner, Amphorae production of the Ionic-Adriatic region, στο FACEM
(έκδοση 06/06/2011) http://www.facem.at/projectpapers.php.
Gauer 1975 W. Gauer, Die Tongefässe aus dem Brunnen unterm Stadion-nordwall und in
südost-Gebiet, OlForsch 8, 119-132.
Grace 1953 V. Grace, Wine jars, στο C. Boulter (επιμ.), Pottery of the mid-fifth century
from a well in Athenian Agora, Hesperia 22, 59-115.
Gras 1985 M. Gras, Trafics tyrrhéniens archaïques, Paris – Rome.
Gras 1987 M. Gras, Amphores commerciales et histoire archaïque, DdA 5 (2), 41-50.
Göransson 2007 K. Göransson, The transport amphorae from Euesperides. The maritime trade
of a Cyrenaican city 400-250 BC, Stockholm.
Johnston 1972 A.W. Johnston, The rehabilitation of Sostratos, PP 27, 416-423.
Johnston 1987 Α.W. Johnston, Amasis and the vase trade, στο Papers on the Amasis painter

198
ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ

and his world. Colloquium sponsored by the Getty Center for the History of Art
and the Humanities and symposium sponsored by the J. Paul Getty Museum,
Malibu, 125-140.
Katic 2005 M. Katic, The production of late Corinthian B amphoras in Pharos, στο P.
Cabanes – J.-L. Lamboley (επιμ.), L’Illyrie Méridionale et l’Épire dans
L’antiquité IV. Actes du IVe colloque international de Grenoble (10-12 octobre
2002), Paris, 75-80.
Koehler 1978 C. Koehler, Corinthian A and B transport amphoras, αδημ. διδ. διατρ.,
Princeton.
Koehler 1981 C. Koehler, Corinthian developments in the study of trade in the 5th c., Hesperia
50, 449-458.
Koehler 1992 C. Koehler, A brief typology and chronology of Corinthian transport amphoras.
Αγγλική μετάφραση στην ιστοσελίδα του Amphoras Project: http://www.
chass.utoronto.ca/amphoras/corab92.htm/ από το άρθρο στα ρωσικά στο S.
Monachov – B. Kats (επιμ.), Grecheskie amfory, Saratov, 265-279.
Koehler 2000 C. Koehler, Wine amphoras in ancient Greek trade, στο P. E. McGovern −
S. J. Fleming − S. H. Katz (επιμ.), The origins and ancient history of wine,
Amsterdam, 323-337.
Kotsonas κ.ά. 2017 A. Kotsonas – E. Kiriatzi – X. Charalambidou – M. Roumpou – N. Suzanne
Muller – M. Bessios, Transport Amphorae from Methone: An Interdisciplinary
Study of Production and Trade ca. 700 BCE, στο J. Strauss Clay – I. Malkin –
Y. Z. Tzifopoulos (επιμ.), Panhellenes at Methone. Graphe in Late Geometric
and Protoarchaic Methone, Macedonia (ca. 700 BCE), Berlin / Boston, 9-19.
Lawall 1995 Μ. L. Lawall, Transport amphoras and trademarks: Imports to Athens and
economic diversity in the fifth century B.C., αδημ διδ. διατρ., Michigan.
Lawall 2011 M. L. Lawall, Socio-economic conditions and the contents of amphorae, στο
C. Tzochev − T. Stoyanov − A. Bozkova, (επιμ.), Production and trade of
amphorae in the Black Sea. Vol. II, Acts of the International Round-Table held
in Kiten, Nessebar and Sredetz, September 26-30, Sofia, 23-33.
Munn-Zimmerman 1983 Μ.L.Munn-Zimmerman, Corinthian trade with the West in the Classical
Period, αδημ. διδ. διατρ., Ann Arbor.
Panagou 2016 T. Panagou, Transport amphoras and their contents, στο Μ. Γιαννοπούλου &
Χ. Καλλίνη (επιμ.), Ήχαδιν II. Τιμητικός τόμος για τη Στέλλα Δρουγου, Αθήνα,
312-334.
Parker 1992 A. J. Parker, Cargoes, containers, and stowage: The ancient Mediterranean,
IntJNautA 21, 89-100.
Pratt 2016 C. Pratt, Greek commodities moving west: comparing Corinthian and Athenian
amphorae in early Archaic Sicily, στο S. Demesticha – A. Bernard Knapp,
Maritime Transport Containers in the Bronze-Iron Age Aegean and Eastern
Mediterranean, Uppsala, 195-213.
Preka-Alexandri 1992 K. Preka-Alexandri, A ceramic workshop in Figareto, Corfu, στο F. Blondé −
J. Y. Perreault (επιμ.), Les ateliers du potiers dans le monde Grec aux époques
Géométrique, Archaϊque et Classique, BCH Suppl. 23 1992, 41-52.
Sourisseau 2011 J.-C. Sourisseau, La diffusion des vins grecs d’Occident du VIIIe au IVe s. av.
J.C., sources ecrités et documents archéologiques, στο La vigna di Dionisio.
Vite, vino e culti in Magna Grecia, Atti del XLIX Convegno di Studi sulla
Magna Grecia (Taranto 2009), Taranto, 145-252.
Sacchetti − Sourisseau 2013 F. Sacchetti − J.-C. Sourisseau, Sur les importations d’amphores en contextes
hallstattiens : regards croisés depuis le Midi de la Gaule et le bassin nord-
adriatique, στο A. Colin − F. Verdin (επιμ.), L’âge du Fer en Aquitaine et sur
ses marges. Mobilité des hommes, diffusion des idées, circulation des biens
dans l’espace européen a l’âge du Fer. Actes du 35e Colloque international de
l’AFEAF (Bordeaux, 2-5 juin 2011), Bordeaux, 643-664.
Saranti – Nikolovieni υπό εκτ. F. Saranti − M. Nikolovieni, Textile tools from ancient Makyneia: the case of
Buildings A and B, στο VI Purpureae Vestes International Symposium, Textiles
and Dyes in the Mediterranean Economy and Society (October 20-22 2016),
Padua, υπό εκτ.
Swiny − Katzev 1973 H.W. Swiny − M.L. Katzev, The Kyrenia shipwreck: A fourth-century B.C.
Greek merchant ship, στο D. J. Blackman (επιμ.), Marine Archaeology, London,
339-355.
Whitbread 1995 I. K. Whitbread, Greek transport amphorae: a petrological and archaeological
study, Athens.

199
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ, Κ. ΦΙΛΗΣ

ΠΟΛΕΙΣ / ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΕΣ ΑΡΙΘΜΟΣ


ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗ
ΚΟΠΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ

Μέσα 7ου – μέσα 5ου αι. π.Χ. ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ Αίγινα 17


ΚΟΛΠΟΣ
5oς αι. π.Χ. ΦΩΚΙΔΑ Ομοσπονδιακή κοπή 1

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ Κόρινθος 1

4ος αι. π.Χ. ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ Κόρινθος, Πελλήνη, Άργος, Τροιζήνα 7

ΘΕΣΣΑΛΙΑ Λαμία, Λάρισα 2

ΦΩΚΙΔΑ Ομοσπονδιακή κοπή 2

ΛΟΚΡΙΔΑ Οπούντιοι Λοκροί 1

ΒΟΙΩΤΙΑ Ομοσπονδιακή κοπή 1

ΑΤΤΙΚΗ Αθήνα 1

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Αλέξανδρος Γ΄ 1

ΙΩΝΙΑ Μυούς 1

3ος αι – 2ος αι. π.Χ. ΑΙΤΩΛΙΑ Ομοσπονδιακή κοπή 33


o
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Αντίγονος Γονατάς, Φίλιππος Ε΄ 3

ΕΥΒΟΙΑ Χαλκίδα 3

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ Σικυώνα, Δύμη, Επίδαυρος 3

ΛΟΚΡΙΔΑ Οπούντιοι Λοκροί 1

ΑΚΑΡΝΑΝΙΑ Άργος Αμφιλοχικόν 1

Αδιάγνωστα - - 27

ΣΥΝΟΛΟ 106

l Εικόνα 1. Οι νομισματικές μαρτυρίες από τον οικισμό της Μακύνειας. Πίνακας ταυτισμένων νομισμάτων.

200
ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ

Εικόνα 2. Μακύνεια. Γενική άποψη του κτηριακού συγκροτήματος.

Εικόνα 3. Μακύνεια. Οι χώροι Β1 και Β2.

201
Φ. ΣΑΡΑΝΤΗ, Κ. ΦΙΛΗΣ

Εικόνα 4. Μακύνεια. Στρώμα καταστροφής του χώρου Β2.

Εικόνα 5. Θραύσματα κορινθιακών αμφορέων τύπου Α. Δεύτερο μισό 6ου αι. π.Χ.

202
ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ

Εικόνα 6. Αμφορέας τύπου Β. Τέλη 6ου αι. π.Χ.

Εικόνα 7. Graffiti τοποθετημένα στον ώμο και τον λαιμό του αμφορέα τύπου Β.

203
204
ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΨΥΚΤΗΡΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΛΙΘΟΒΟΥΝΙ ΑΙΤΩΛΙΑΣ:
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΟΚΛΑΣΙΚΗΣ ΥΑΛΟΥΡΓΙΑΣ
ΤΟΥ ΕΛΛΑΔΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Παύλος Τριανταφυλλίδης

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Σε σωστική ανασκαφή στην ευρύτερη περιφέρεια του σημερινού Λιθοβουνίου Αιτωλίας, αποκαλύ-
φθηκε το 1976 ένα εξαιρετικά σπάνιο σύνολο γυάλινων αγγείων που χρονολογείται σύμφωνα με τα
ταφικά συνευρήματα στο τέλος του 4ου αι. π. Χ.
Πρόκειται για ένα τριμερές γυάλινο διαφανές σκεύος και μια γυάλινη φιαλίσκη, κατασκευα-
σμένα εν θερμώ με χύτευση, που χρησιμοποιήθηκαν για τη διατήρηση σε ψυχρή κατάσταση πολύ-
τιμων ουσιών, χωρίς να αποκλείεται και η χρήση τους ως σκεύη συμποσίου.
Στην παρούσα ανακοίνωση εξετάζεται το θέμα της εργαστηριακής προέλευσης των γυάλινων
αγγείων, επισημαίνοντας επιδράσεις και σχέσεις με τα μεγάλα ελλαδικά κέντρα υαλουργίας και
παράλληλα αναπτύσσεται το θέμα της διακίνησης και εμπορίας του διαφανούς πολύτιμου γυαλιού
κατά τον 4ο αι. π. Χ.

205
206
ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΣΤΟ ΔΡΥΜΩΝΑ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

Νίκη Ράλλη

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Το ιερό της Αρτέμιδος Επικρατείας βρίσκεται σε βραχώδη περιοχή στη δυτική απόληξη των Ακαρ-
νανικών Ορέων, στην περιφέρεια του Δρυμώνα. Πρόκειται για αγροτικό ιερό της αρχαίας Αλυζίας, η
οποία βρισκόταν σε αρκετή απόσταση από το ιερό. Ερευνήθηκε τη δεκαετία του 1990, ύστερα από
εκτεταμένη λαθρανασκαφή, που κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά τη στρωματογραφία. Η χρήση
του ιερού ξεκίνησε τον 4ο αι. π.Χ. και διήρκεσε έως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η περίοδος ακμής
τοποθετείται στον 3ο – αρχές 2ου αι. π.Χ.
Από τον αποθέτη και τις σπηλαιώδεις ρωγμές του ιερού ήρθαν στο φως χιλιάδες πήλινα ειδώ-
λια και αγγεία. Τα συνηθέστερα σχήματα των αγγείων είναι τα μυροδοχεία διαφόρων μεγεθών και
τύπων, τα κυάθια, τα λυχνάρια και τα ληκύθια. Βεβαίως, υπάρχει μεγάλη ποικιλία σχημάτων, όπως
πυξίδες, αρύβαλλοι, πινάκια, προχοΐσκες, εξάλειπτρα κ.ά., η μελέτη των οποίων θα συνεισφέρει στη
γνώση της τοπικής ακαρνανικής κεραμικής και θα αποκωδικοποιήσει τους συρμούς της λατρείας
στις διαφορετικές χρονικές περιόδους, ανάλογα με τη συχνότητα, την εμφάνιση και την εξαφάνιση
συγκεκριμένων σχημάτων.
Τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται έχουν προσωρινό χαρακτήρα, καθώς η μελέτη του υλικού
βρίσκεται σε εξέλιξη.

207
208
ΟΙ ΠΗΛΙΝΟΙ ΛΥΧΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ – ΤΟΠΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ – ΕΠΙΡΡΟΕΣ
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ
ΚΑΙ ΤΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥΣ*

Βασιλική Τσαντήλα

Πήλινοι λύχνοι έχουν βρεθεί, όπως είναι φυσικό, σε όλες τις αρχαίες πόλεις της Αιτωλοακαρνανίας1.
Ωστόσο, μέχρι σήμερα, έχει δημοσιευτεί μόνον ένας μικρός, σχετικά, αριθμός τους, περί τους εκατό
(100), που χρονολογούνται στην πλειονότητά τους από τον πρώιμο 5ο αι. π.Χ. έως και τον 3ο αι.
μ.Χ., και προέρχονται ως επί το πλείστον2, από δεκατέσσερις πόλεις (Χάρτης 1): Ναύπακτο3, Καλυ-
δώνα4, Καλλίπολη-Κάλλιο5, Αγγελόκαστρο-Αρσινόη6, Λιθοβούνι-Άκρες (;)7, Γαβαλού-Τριχόνειο8,

* Θερμές ευχαριστίες οφείλω στον Δρ Λ. Κολώνα (Επίτιμο Γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονο-
μιάς) για την άδειά του να παρουσιάσω ορισμένους από τους λύχνους που βρέθηκαν στη ρωμαϊκή νεκρόπολη των νεώ-
σοικων των Οινιάδων και τη Δρ Ολ. Βικάτου για την άδεια της να δημοσιεύσω τους δυο λύχνους του Αρχαιολογικού
Μουσείου Θυρρείου. Επίσης, στους Δρ Μ. Πετρόπουλο (πρώην Έφορο Αρχαιοτήτων) και Δρ Φ. Σαράντη (Αναπληρώ-
τρια Προϊσταμένη της ΕΦΑ Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδας) για τις παρατηρήσεις τους στο τελικό κείμενο.
1 Στις περισσότερες ανασκαφές οι λύχνοι αποτελούν τα συνηθέστερα ευρήματα, αλλά και τα ασφαλέστερα -μετά από τα
νομίσματα- χρονολογούμενα αντικείμενα, που μας προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες -μεταξύ άλλων- για τη μυθολο-
γία, θρησκεία, τέχνη, ιδιωτική και δημόσια ζωή, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί ολόκληρος κλάδος («λυχνολογία»).
Η παρούσα μελέτη αφορά κυρίως σε δημοσιευμένους λύχνους από την Αιτωλοακαρνανία και αποσκοπεί στην τυπολο-
γική τους κατάταξη-ταξινόμηση και στη δημιουργία χρονολογικών πλαισίων για την ένταξή τους σε αυτά. Δηλαδή, στη
δημιουργία «βάσης» για τη συστηματική τους μελέτη, που θα αναδείξει περαιτέρω τις μορφολογικές συγγένειες και
επιδράσεις τους και θα συμβάλει στην εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την παραγωγή των τοπικών εργαστηρίων.
Επιπλέον να προσφέρει (με τα χρονολογικά όρια που δίδονται για κάθε τύπο) έναν οδηγό για τη χρονολόγηση των
λύχνων της περιοχής, στις περιπτώσεις που αυτοί ανευρίσκονται σε διαταραγμένα στρώματα. Ως εκ τούτου, ελπίζω πολύ
γρήγορα η προτεινόμενη τυπολογία να σχολιαστεί, να ελεγχθεί συγκριτικά με μη δημοσιευμένους παλαιούς λύχνους ή με
λύχνους από μελλοντικές ανασκαφές, να διευρυνθεί και να διορθωθεί, όπου χρειαστεί. Όσον αφορά στις χρονολογήσεις,
ορισμένες από αυτές είναι πιθανό να επιβεβαιωθούν και άλλες να διορθωθούν.
2 Υπάρχουν επίσης ελάχιστοι ακόμη λύχνοι, από άλλες θέσεις της Αιτωλοακαρνανίας, οι οποίοι ελήφθησαν υπόψη και
αναφέρονται σποράδην στην παρούσα μελέτη, όπως: Δαφνιάς Αγρινίου, βλ. Τριχόνειον – Άκραι – Μέταπα, 112, αρ. 72
(ΑΜΑ 1919, 1920 και 1921, θέση «Δραγατσούλα», ελληνιστικοί), Κάτω Μακρυνού Αγρινίου, βλ. Τριχόνειον – Άκραι –
Μέταπα, 134, αρ. 99 (ΑΜΑ 2903, ελληνιστικός), κ.ά.
3 Μαστροκώστας 1961-62, 183. Αλεξοπούλου 1994, 244. Κόλια 2006, 535-536 και 539-540. Σταυροπούλου-Γάτση –
Σαράντη 2009, 271-272. Σαράντη 2011, 160, 163.
4 Dyggve κ.ά. 1934, 134 και 138. Παπαποστόλου 1972, 434-435. Βollen 2011, 480-481, 505-508. Βollen – Eiring 2011 β,
404, 421, 431, 444-445 και 449-450. Βollen – Eiring 2011 α, 351.
5 Μπαζιωτοπούλου-Βαλαβάνη 1994, 48-49 (πέντε τύποι).
6 Πέτσας 1971, 321-322. Τσαντήλα 2011 α, 172-173, 175, 179.
7 Zαφειροπούλου – Γεωργιάδου 2010, 57, 59, 61, 65-67, 69-70, 99.
8 Ζαφειροπούλου 2000, 324. Τριχόνειον – Άκραι – Μέταπα, 97 και 106. Σταυροπούλου-Γάτση 2011, 148, 150 και 151.

209
Β. ΤΣΑΝΤΗΛΑ

Χαλκίδα9, Νέα Πλευρώνα10, Παππαδάτες-Φύταιο (;)11, Αλίκυρνα12, Σιταράλωνα-Παμφία13, Οινιάδες14,


Θύρρειο15 και Στράτο16.
Ιδιαίτερα αξιοποιήσιμοι για τη μελέτη, η οποία έλαβε ως βάση τους λύχνους από τους νεώσοικους
των Οινιάδων17, υπήρξαν αφενός μεν όσοι λύχνοι διασώζουν ικανό τμήμα του σώματός τους, ώστε
να μπορούν να ενταχθούν με βεβαιότητα σε κάποιον τύπο και αφετέρου οι μόλις εικοσιτέσσερις
(24) λύχνοι, που προέρχονται από «κλειστά»-καλά χρονολογημένα ταφικά σύνολα των Οινιάδων,
Ναυπάκτου, Αγγελοκάστρου, Λιθοβουνίου, Χαλκίδας και Στράτου.
Θα πρέπει να σημειωθεί εξαρχής ότι η τυπολογία της παρούσας μελέτης αφορά αποκλειστικά τους
λύχνους της ελληνιστικής περιόδου, αφού ελάχιστοι είναι οι δημοσιευμένοι κλασικοί λύχνοι (από τον
πρώιμο 5ο αι. π.Χ. έως και την υστεροκλασική-πρώιμη ελληνιστική περίοδο)18, ενώ ο αντίστοιχος
αριθμός λύχνων της ρωμαϊκής περιόδου είναι πολύ μικρός. Ωστόσο, ελπίζουμε πολύ σύντομα, με
τη δημοσίευση των νέων ευρημάτων της περιοχής να εμπλουτιστούν οι γνώσεις μας και για τις
συγκεκριμένες περιόδους19.
Για τη χρονολόγηση των προτεινόμενων τύπων των ελληνιστικών λύχνων -στην περίπτωση που
δεν εντοπίστηκαν αντίστοιχα τυπολογικά παράλληλα από την Αιτωλοακαρνανία ή τις γειτονικές της
περιοχές (όπως Λευκάδα20, Πάτρα21, Ήλιδα22, Λουσούς23, κ.λπ.)- λαμβάνονται υπόψη τα χρονολο-
γικά όρια από τα λοιπά, μικρά και μεγάλα ελλαδικά κέντρα παραγωγής, κυρίως δε από την Αττική

9 Moschos 2000, 299. Eiring 2004, 126-132. Bollen 2016, 135-136.


10 Σταυροπούλου-Γάτση – Σταμάτης 2014, 610.
11 Σταυροπούλου-Γάτση 2009 β, 270. Σταυροπούλου-Γάτση – Σταμάτης 2014, 610.
12 Δεκουλάκου 1971, 325-326. Σταυροπούλου-Γάτση – Σταμάτης 2014, 610.
13 Για τους ρωμαϊκούς λύχνους από τα Σιταράλωνα βλ. παρακάτω στο κείμενο.
14 Οι λύχνοι από τους Οινιάδες προέρχονται από την αγορά της πόλης, το ανατολικό νεκροταφείο και τους νεώσοικους. Για
τους πρώτους βλ.Σερμπέτη 2001, 141. Για τους δεύτερους βλ. Σερμπέτη κ.ά 2009, 261-263. Σερμπέτη κ.ά. 2014, 126-
128. Για τους λύχνους των νεώσοικων βλ. παρακάτω στο κείμενο.
15 Σταυροπούλου-Γάτση 2009α, 232-233.
16 Σταυροπούλου-Γάτση – Τσαντήλα 2009, 251. Για τους ρωμαϊκούς λύχνους από τον Στράτο βλ. παρακάτω στο κείμενο.
17 Οι λύχνοι αυτοί μελετήθηκαν στο πλαίσιο εκπόνησης της διδακτορικής μου διατριβής. Βλ. Τσαντήλα 2011 β, τόμος Α΄,
50-51, 56 κ.εξ.
18 Οι μέχρι σήμερα δημοσιευμένοι λύχνοι των κλασικών χρόνων από την Αιτωλοακαρνανία συγκροτούν μια πολύ μικρή
ομάδα και προέρχονται κυρίως: από τη Χαλκίδα: Eiring 2004, 126-132 (5ος έως πρώιμος 3ος αι. π.Χ.). Bollen 2016, 135-
136 (4ος αι. π.Χ.). Από την Καλυδώνα: Βollen 2011, 505 (κλασικής περιόδου). Βollen – Eiring 2011 β, 410-411 και 422
(κλασική και κλασική - ελληνιστική περίοδο). Από το Τριχόνειο: Ζαφειροπούλου 2000, 324 («πιθανότατα κορινθιακού
εργαστηρίου», β΄μισό 4ου ή τέλη 4ου - αρχές 3ου αι. π.Χ.). Από διάφορες άλλες θέσεις: Σταυροπούλου-Γάτση 2005, 469
(Καστριώτισσα, υστεροκλασικός - πρώιμος ελληνιστικός). Σταυροπούλου-Γάτση 2008α, 648-650 (Αγ. Κωνσταντίνος
Αγρινίου, πιθανόν υστεροκλασικός). Οι περισσότεροι από αυτούς τους λύχνους, με εξαίρεση ίσως ορισμένους από
την Καλυδώνα και τη Χαλκίδα, είναι ενδεχομένως εισηγμένοι από τα μεγάλα κέντρα παραγωγής αυτής της περιόδου
(Αττική και Κόρινθο).
19 Τ
 α νέα ευρήματα ήλθαν στο φως κατά τις εργασίες κατασκευής της Ιόνιας Οδού και ανήκουν κυρίως, στην ύστερη αρχα-
ϊκή - πρώιμη κλασική, ύστερη κλασική και κλασική-ελληνιστική φάση, βλ. Ιόνια Οδός, 17, 30, 39 και 49-53 αντίστοιχα.
20 Ανδρέου 1994. Φάκλαρη 2014. Γκιζά 2014. Στάικου κ.ά. 2014.
21 Κυριακού 1994.
22 Για την τυπολογία των ηλειακών λύχνων βλ. Rogl 1996, 161-178, πίν. 1-2 (επτά τύποι) και Georgiadou 2005, 90-94, εικ.
30 στη σελ. 91 (έντεκα τύποι). Για τα λυχνάρια της Ήλιδας βλ. επιπλέον: Ηλιόπουλος – Κανελλόπουλος 2011, 739-742.
Βασιλάκης – Κουτσουμπελίτη 2011, 737-738.
23 Schauer 2014.

210
ΟΙ ΠΗΛΙΝΟΙ ΛΥΧΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ

(αθηναϊκή Αγορά24 και Κεραμεικό25), την Κόρινθο26, τη Μακεδονία (Πέλλα27) και τη Θεσσαλία28 και
ενίοτε από τη Δήλο, το Άργος, τα Ίσθμια, την Αίγινα, το Θορικό29 και τέλος, από τον κατάλογο του
Βρετανικού Μουσείου30.
Όσον αφορά στους μελετημένους λύχνους των Οινιάδων, φαίνεται ότι αυτοί συγκροτούν μια
ολιγάριθμη, αλλά αντιπροσωπευτική ομάδα μέσα στο σύνολο της τοπικής παραγωγής (0,04%)31 και
καλύπτουν κυρίως το χρονικό διάστημα από τον 3ο αι. π.Χ. έως και τον 1ο αι. π.Χ.32. Είναι σχεδόν
όλοι τροχήλατοι33, ενώ οι περισσότεροι (ποσοστό πάνω από 90%) φέρουν ίχνη χρήσης (καύσης). Το
72% αυτών είναι τοπικής παραγωγής και το 28% εισηγμένοι34. Το 83% των λύχνων τοπικής παρα-
γωγής, με βάση τα κοινά μορφολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά τους (και κυρίως το
σχήμα-περίγραμμα σώματος35, αλλά και τον πηλό και την ποιότητα του γανώματος), εντάχτηκε σε έξι
τύπους (τύποι 1-6, Πιν. 4), ενώ οι υπόλοιποι λύχνοι (χαρακτηρίζονται ως μεμονωμένοι ή «ποικίλοι»),
έχουν σχετικά μικρή αντιπροσώπευση στη συγκεκριμένη πόλη (ποσοστό 17%)36 και πιθανόν και στην
υπόλοιπη Αιτωλοακαρνανία.
Από τη μελέτη των λοιπών λύχνων της περιοχής της ίδιας περιόδου, διαπιστώθηκε ότι η τυπολογία των
οινιαδίτικων λύχνων, συμπίπτει grosso modo με αυτήν ολόκληρης της Αιτωλοακαρνανίας. Επιπλέον,
διαπιστώθηκε ότι, οι σφαιρικοί (τύποι 1 α, 1 β και 2), οι φακοειδείς (τύπος 3) και οι αμφικωνικοί
λύχνοι (τύποι 4 α και 4 β) είναι οι πιο δημοφιλείς στους Οινιάδες (Γραφήματα 2-3) και ότι, οι τύποι
λύχνων 1-6 αποτελούν τοπικές απομιμήσεις ή παραλλαγές γνωστών αττικών, κορινθιακών, ηλειακών
και πατρινών τύπων και δεν βρίσκουν ακριβή τυπολογικά παράλληλα, παρά μόνο σε ορισμένες άλλες
αιτωλοακαρνανικές πόλεις. Ο πηλός είναι συνήθως καστανόχρωμος ή πορτοκαλόχρωμος, με καθαρή
-χωρίς προσμείξεις- σύσταση, με επίχρισμα που παρουσιάζει διάφορες χρωματικές διαβαθμίσεις.
Το γάνωμά τους είναι καστανομέλανο ή ερυθρωπό (θαμπό και σχετικά εξίτηλο) και σπάνια σχετικά
στιλπνό μελανό.

24 Αgora IV. Στη χρονολόγηση των αττικών παραδειγμάτων γίνονται αποδεκτές και χρησιμοποιούνται οι αναχρονολογή-
σεις της Scheibler (Kerameikos XI, 189-193).
25 Kerameikos XI. Kerameikos XVI.
26 Corinth IV.II.
27 Δρούγου 1992. Λιλιμπάκη-Aκαμάτη 1994.
28 Τα τελευταία χρόνια οι πήλινοι λύχνοι της Θεσσαλίας έχουν μελετηθεί διεξοδικά και έχουν παρουσιαστεί σε μια σειρά
άρθρων: Δουγλέρη-Ιντζεσίλογλου 1994, 363-388 (Φερές). Παπακωνσταντίνου 2000, 333-344 (Εχίνος). Νικολάου
2004, 47-60 (Δημητριάδα). Μαλακασιώτη 2004, 89-109 (Άλου). Επίσης βλ. κυρίως: Παπακωνσταντίνου κ.ά. 2004,
609-618 (τυπολογία όλων των θεσσαλικών λύχνων και χρονολόγηση τους).
29 Βλ. αντίστοιχα: Délos ΧΧVΙ. Βovon 1966 και Bruneau 1970. Isthmia III. Bailey 1991, 32-68. Blondé 1983.
30 Bailey 1975. Bailey 1988.
31 Κατά τη διάρκεια της μελέτης καταμετρήθηκαν περίπου 190 ακέραιοι και αποσπασματικά σωζόμενοι λύχνοι,
μελετήθηκαν συνολικά 95 και καταλογραφήθηκαν 50.
32 Τα συγκεκριμένα χρονολογικά όρια αφορούν στους τύπους 1-6 και δεν συμπεριλαμβάνουν τους μεμονωμένους ή «ποι-
κίλους» λύχνους («miscellaneous types» στη διεθνή βιβλιογραφία), που χρονολογούνται από τον 4ο αι. π.Χ. έως και τον
1ο αι. π.Χ./1ο αι. μ.Χ., ούτε τους λύχνους της ρωμαϊκής νεκρόπολης των νεώσοικων (β΄ μισό 1ου αι. π.Χ. έως 3ο αι. μ.Χ.).
33 Με εξαίρεση κυρίως τους ρωμαϊκούς λύχνους.
34 Κυρίως από τα μικρασιατικά εργαστήρια της Κνίδου και της Εφέσου (και ενδεχομένως και από τη Δήλο).
35 Η τυπολογική κατάταξη των λύχνων μέχρι την ελληνιστική περίοδο, πραγματοποιείται με βάση το γενικό τους σχήμα,
το περίγραμμά τους (τροχήλατοι). Για τους μαζικά κατασκευασμένους λύχνους με μήτρα (από αρχές 3ου / 2ο αι. π.Χ. και
κατά την ρωμαϊκή περίοδο) η τυπολογία στηρίζεται στη άνω όψη του λύχνου (διακόσμηση ώμου και δίσκου) και στη
μορφή του μυκτήρα. Οι δύο τεχνικές κατασκευής (τροχός και μήτρα) συνυπάρχουν έως τον πρώιμο 1ο αι. π.Χ., οπότε
και κυριαρχεί η δεύτερη. Πινγιάτογλου 2005, 18, 62, 81, 94.
36 Η αντιπροσώπευση των μεμονωμένων ή «ποικίλων» λύχνων στην υπόλοιπη Αιτωλοακαρνανία είναι άγνωστη, ενώ
ορισμένοι από αυτούς δεν αποκλείεται, όπως και στην περίπτωση των Οινιάδων, να είναι εισηγμένοι.

211
Β. ΤΣΑΝΤΗΛΑ

Από τους σφαιρικούς λύχνους, οι τύποι 1 α και 1 β (Πιν. 4) συσχετίζονται με τον κορινθιακό
τύπο Χ37 και τον αττικό 3938 (β΄ μισό 3ου-2ος αι. π.Χ.). Ο τύπος 2 κυρίως με τον κορινθιακό τύπο Χ39
που χρονολογείται γενικά επίσης στην ίδια περίοδο. Και στους τρείς αυτούς τύπους παρατηρούνται
διαφοροποιήσεις στα επιμέρους χαρακτηριστικά τους, καθώς το σχήμα τους αποδίδεται παραλλαγμένο
ή απλουστευμένο σε σχέση με τους συγκρινόμενους τύπους40. Αποτελούν επομένως απλοϊκές τοπι-
κές παραλλαγές-απομιμήσεις των κορινθιακών και αττικών τύπων που απαντώνται (ακριβώς όμοιες
ή ελαφρώς παραλλαγμένες), εκτός από τους Οινιάδες41 και σε άλλες πόλεις της Αιτωλοακαρνανίας

37 Για τον τύπο 1 α βλ. Corinth IV. II, 49-51, αρ. 39 στην εικ. 14, 145, αρ. 163, πίν. IV, 145, αρ. 157 και 160, εικ. 71-72
(β΄μισό 3ου-2ος αι. π.Χ.). Για τον τύπο 1 β βλ. Corinth IV.II, 49-51, αρ. 40 στην εικ. 14, 145, αρ. 163, πίν. IV (τύπος Χ,
β΄μισό 3ου-2ος αι. π.Χ.).
38 Για τον τύπο 1 α βλ. Agora ΙV, 124-125, αρ. 516, πίν. 19 και 45 (τύπος 39, 120-90 π.Χ.). Βλ. επίσης Κerameikos XI,
92-97, αρ. 579, πίν. 84-85 (εισηγμένος λύχνος, α΄μισό του 2ου αι. π.Χ.). Για τον τύπο 1 β βλ.: Agora ΙV, 74-77, αρ. 332,
πίν. 11 και 38-39 (τύπος 25 Β Prime, γ΄τέταρτο 4ου-β΄τέταρτο 3ου αι. π.Χ.), 93-94, αρ. 401, πίν. 14 και 41 (τύπος 28 Β,
290-210 π.Χ.) και 124-125, αρ. 515, πίν. 19 και 45 (τύπος 39, 120-90 π.Χ.). Κerameikos XI, 95, αρ. 585, πίν. 84-85 (3ος
αι. π.Χ.), 95, αρ. 581, πίν. 84-85 (β΄μισό 3ου αι. π.Χ.), 30-33, αρ. 131, πίν. 24-25 (τύπος RSL 5, 420-290 π.Χ.) και 35,
αρ. 158-162, πίν. 28-29 (τύπος RSL 6, 330-250 π.Χ.). Για τυπολογικά παράλληλα του τύπο 1 α βλ. επίσης: Αγγέλη 2000,
314, αρ. ΒΕ 4534, πίν. 158 α (Αμβρακία, τέλη 2ου αι. π.Χ.). Κυριακού 1994, 187, αρ. 4774, πίν. 128 (Πάτρα, τύπος 3,
τέλος 2ου-αρχές 1ου αι. π.Χ.) Zαφειροπούλου – Γεωργιάδου 2010, 57 και 99, αρ. 2, τάφος 51, πίν. 37 (Άκρες-Λιθοβούνι,
α΄μισό 3ου αι. π.Χ.). Παπακωνσταντίνου κ.ά. 2004, 611, πίν. 1 (Φερές Θεσσαλίας, τύπος ΦΕ2, α΄μισό 2ουαι. π.Χ.). Για
τυπολογικά παράλληλα του τύπου 1 β βλ. επίσης: Rogl 1996, 167-168 και 175, αρ. L37, ομάδα 6/τύπος SSL 2, πίν. 1
(Ήλιδα, τελευταίο τέταρτο 3ου-2ος αι. π.Χ.). Κυριακού 1994, 187, αρ. 5830, πίν. 128 (Πάτρα, τύπος 1, β΄ τέταρτο 3ου αι.
π.Χ.). Για παρόμοιους και με τους δυο τύπους λύχνους βλ. Georgiadou 2005, 91, εικ. 30 και 92, τύπος 5 (Ήλιδα, β΄μισό
3ου αι. π.Χ.). Schauer 2014, 674, αρ. L1/04, L3/04, πίν. 224, 225 a (Λουσοί Αρκαδίας). Μπαζιωτοπούλου-Βαλαβάνη
1994, 48-49, αρ. 11738 και 11712, πίν. 17 ε, 17 ς (Καλλίπολη, τύποι α και γ, τελευταίο τέταρτο 3ου αι. και β΄μισό 3ο αι.
π.Χ. αντίστοιχα).
39 Corinth IV.II, 49-51, αρ. 40 στην εικ. 14 και 146, αρ. 167, εικ. 73 (τύπος Χ, β΄μισό 3ου-2ος αι. π.Χ.). Για όμοιους με τον
τύπο 2 λύχνους βλ. επίσης Κerameikos XI, 95, αρ. 585, πίν. 84-85 (3ος αι. π.Χ.). Agora ΙV, 80-82, αρ. 361, πίν. 12 και 39
(τύπος 25 Variants, α΄μισό 3ου αι. π.Χ.). Rogl 1996, 167-168 και 175 (ομάδα 6/τύπος SSL 2), αρ. L37, πίν. 1, εικ. 4 a-b
(Ήλιδα, τελευταίο τέταρτο 3ου-2ος αι. π.Χ.). Ανδρέου 1994, 200-201, πίν. 145 β (Λευκάδα, ο λύχνος κάνω δεξιά, χωρίς
χρονολόγηση). Γκιζά 2014, 618, πίν. 203 (Λευκάδα, πρώιμοι ελληνιστικοί - τέλη 2ου/αρχές 1ου αι. π.Χ.). Αγγέλη 2000,
314 και 319, αρ. ΒΕ 4522, πίν. 158 γ (Αμβρακία, τέλη 2ου-αρχές 1ου αι. π.Χ.). Για παρόμοιους με τον τύπο 2 λύχνους
βλ.: Corinth IV.II, 47-49, αρ. 38 στην εικ. 14, 49 και 144, αρ. 149, πίν. IV και 144, αρ. 152, εικ. 70 (τύπος ΙΧ, 3ος αι.
π.Χ.). Agora ΙV, 72-75, αρ. 301-302, 305 και 313, πίν. 10 και 38 (τύπος 25 Β, 350-250 π.Χ.) και 74-77, αρ. 332, πίν. 11
και 38 (τύπος 25 Β Prime, 350-250 π.Χ.). Παπακωνσταντίνου κ.ά. 2004, 612, πίν. 2 (Εχίνος, τύπος ΕΧ3, 2ος αι. π.Χ.).
Georgiadou 2005, 91, εικ. 30, 92-93, τύπος 6 / ο κάτω λύχνος (Ήλιδα, β΄μισό 3ου- α΄μισό 2ου αι. π.Χ.). Κυριακού 1994,
187, αρ. 5832, πίν. 128 (Πάτρα, τύπος 2, α΄ μισό 2ου αι. π.Χ.).
40 Η βάση τους είναι επίπεδη, σχεδόν αδιαμόρφωτη ή ελάχιστα διακρινόμενη, το σώμα συνηθέστερα περισσότερο πεπιε-
σμένο, το περιχείλωμά τους (πότε με τη μορφή «κορδονιού» και πότε στενό ταινιωτό) αποδίδεται συνήθως πλατύτερο,
ενώ ο τριγωνικός ή σχεδόν τοξωτός μυκτήρας εμφανίζεται σχετικά βραχύς με μικρή οπή καύσης.
41 Στους νεώσοικους έχουν βρεθεί λύχνοι και των δυο τύπων, ενώ στο ανατολικό νεκροταφείο μόνο ο τύπος 1 β: Σερμπέτη
κ.ά. 2009, 261, αρ. Π1282, εικ. 6 (3ος-α΄μισό 1ου αι. π.Χ.).

212
ΟΙ ΠΗΛΙΝΟΙ ΛΥΧΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ

(Αρσινόη42, Στράτο43, Θύρρειο44, Καλυδώνα45 και Ναύπακτο46), όπως και στη Λευκάδα47. Με
βάση τους καλά χρονολογημένους λύχνους από τους «κλειστούς» τάφους της Αρσινόης48 και του
Στράτου49 οι τύποι 1 α και 1 β χρονολογούνται στην Αιτωλοακαρνανία με ασφάλεια στο β΄ μισό του
2ου αι. π.Χ.50, ενώ ο τύπος 2, συγκρινόμενος με όμοιους λύχνους από διαταραγμένους τάφους του
Θυρρείου51, της Ναυπάκτου52 και της Καλυδώνας53, γενικά στον 3ο-2ο αι. π.Χ.54.
Οι φακοειδείς λύχνοι του τύπου 3, με παραπλήσια μορφολογικά χαρακτηριστικά με τους
σφαιρικούς λύχνους του τύπου 1, αλλά με αρκετά πιο πεπιεσμένο σώμα από αυτούς (αλλά και από
τους σφαιρικούς του τύπου 2), συγκεντρώνουν μορφολογικά χαρακτηριστικά επίσης των τύπων ΙΧ
και Χ της Κορίνθου55 και 39 της αθηναϊκής Αγοράς56 που χρονολογούνται γενικά στον 3ο-2ο αι. π.Χ.
Όμοιοι και ελαφρώς παρόμοιοι λύχνοι απαντώνται τουλάχιστον σε επτά πόλεις της Αιτωλοακαρνανίας

42 Για τον τύπο 1 α βλ.: Tσαντήλα 2011 α, 173, ΑΜΑ 1468-1469, πίν. 69 β και 74 β (μέσα 2ου αι. π.Χ.) και 179, ΑΜΑ 1979,
πίν. 71 γ και 76 α (β΄μισό ή τελευταίο τέταρτο του 2ου αι. π.Χ.). Για τον τύπο 1 β βλ.: Tσαντήλα 2011 α, 173, ΑΜΑ 1472-
1473, πίν. 69 β και 74 β (μέσα 2ου αι. π.Χ.).
43 Για τους τύπους 1 α και 1 β, βλ. Σταυροπούλου-Γάτση – Τσαντήλα 2009, 251, ΑΜΑ 2631, εικ. 7 (β΄μισό του 2ου αι.
π.Χ.).
44 Για τους τύπους 1 α και 1 β, βλ. Σταυροπούλου-Γάτση 2009α, 232-233, αρ. 53, εικ. 1 (ύστερος 3ος-πρώϊμος 2ος αι. π.Χ.).
45 Μόνο ο τύπος 1 β: Παπαποστόλου 1972, 434-435, αρ. 9, πίν. 365 α, 435, αρ. 5, πίν. 366 α / ο δεύτερος, ο τρίτος και ο
πέμπτος λύχνος από τα αριστερά και 435, αρ. 2, πίν. 366 ε (όλοι αρχές 3ου αι. π.Χ.).
46 Μόνο ο τύπος 1 β: Σταυροπούλου-Γάτση – Σαράντη 2009, 271-272, ΑΜΑ 2061, 2616, 2621, 2622, εικ. 5 (τέλη 2ου-1ος
αι. π.Χ.). Παρόμοιος: Κόλια 2004, 535-536, αρ. ΣΝ 248 και 249, πίν. 257 α (τέλη 4ου-αρχές 3ου αι. π.Χ.).
47 Για τον τύπο 1 α βλ. Ανδρέου 1994, 200-201, πίν. 147 α (Λευκάδα, οι δυο λύχνοι πάνω δεξιά, χωρίς χρονολόγηση).
Φάκλαρη 2014, 614, πίν. 200 β (Λευκάδα, χωρίς χρονολόγηση). Γκιζά 2014, 618, πίν. 203 (Λευκάδα, από τα πρώιμα
ελληνιστικά χρόνια έως τα τέλη του 2ου/αρχές του 1ου αι. π.Χ.). Για τον τύπο 1 β βλ. και Στάικου κ.ά. 2014, 626, αρ.
4515, πίν. 207 α (Λευκάδα, τέλος 4ου-μέσα 3ου αι. π.Χ.).
48 Tσαντήλα 2011 α, 173, ΑΜΑ 1468-1469, πίν. 69 β και 74 β (μέσα 2ου αι. π.Χ.).
49 Σταυροπούλου-Γάτση – Τσαντήλα 2009, 251, ΑΜΑ 2631, εικ. 7 (β΄ μισό 2ου αι. π.Χ.).
50 Παρόμοιοι με τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του τύπου 1 α είναι ορισμένοι λύχνοι από την Ήλιδα και τη Πάτρα:
Georgiadou 2005, 91, εικ. 30, 92, τύπος 5 (Ήλιδα, β΄μισό 3ου αι. π.Χ.). Κυριακού 1994, 187, αρ. 4774, πίν. 128 (Πάτρα,
τύπος 3, τέλος 2ου-αρχές 1ου αι. π.Χ.). Παρόμοιοι με τον τύπο 1 β είναι και ορισμένοι λύχνοι από τους Λουσούς Αρκαδίας:
Schauer 2014, 674, αρ. L2/04, πίν. 224, 225 a.
51 Σταυροπούλου-Γάτση 2009α, 232-233, αρ. 51-52 και 54, εικ. 1 (β΄μισό 3ου-2ος αι. π.Χ.).
52 Σταυροπούλου-Γάτση – Σαράντη 2009, 271-272, ΑΜΑ 2061, 2616, 2621, 2622, εικ. 5 (τέλος 2ου-1ος αι. π.Χ.).
53 Παπαποστόλου 1972, 434-435, αρ. 8, πίν. 365 α (αρχές 3ου αι. π.Χ.).
54 Παρόμοιοι με τον τύπο 2 είναι τρείς λύχνοι από διαταραγμένους τάφους της Αλίκυρνας (Σταυροπούλου-Γάτση –
Σταμάτης 2014, 610, μέσα 2ου-μέσα 1ου αι. π.Χ.), τέσσερις από το νεκροταφείο των Λιθοβουνίου (Zαφειροπούλου –
Γεωργιάδου 2010, 59 και 98, αρ. 3 και 5, τάφος 54, 61, αρ. 1, τάφος 56 και 70, αρ. 8, «αντίγραφα» του κορινθιακού
τύπου VI, α΄μισό 3ου αι. π.Χ.) και ένας εισηγμένος κορινθιακός λύχνος από το Τριχόνειο με φαρδύτερο περιχείλωμα
και σαφώς διαμορφωμένη βάση (Ζαφειροπούλου 2000, 324, πίν. 163 γ, β΄μισό 4ου ή τέλη 4ου - αρχές 3ου αι. π.Χ.). Στην
Καλλίπολη συγγενή μορφολογικά χαρακτηριστικά με τον τύπο 2 απαντάμε στο τύπο β΄: Μπαζιωτοπούλου-Βαλαβάνη
1994, 48-49, αρ. 11751, πίν. 17 ς (πρώιμος 2ος αι. π.Χ.).
55 Corinth IV.II, 47-49, αρ. 38 στην εικ. 14, 49 και 144, αρ. 146, πίν. IV και 144, αρ. 152, εικ. 70 (τύπος ΙΧ, 3ος αι. π.Χ.)
και 49-51, αρ. 39 στην εικ. 14, 145, αρ. 163, πίν. IV, 145, αρ. 157 και 160, εικ. 71-72 (τύπος Χ, β΄μισό 3ου-2ος αι. π.Χ.).
56 Agora ΙV, 124-125, αρ. 515, πίν. 19 και 45 (τύπος 39, 150-80 π.Χ.). Για παρόμοιους από την αττική βλ. επίσης Agora
ΙV, 70-71, αρ. 290, πίν. 10 και 38 (τύπος 25 Α Prime, 275-225 π.Χ.). Κerameikos XI, 95, αρ. 585, πίν. 84-85 (εισηγμένος
λύχνος, 3ος αι. π.Χ.), 51-52, αρ. 279, πίν. 48-49 (τύπος FSL 1, 330-220 π.Χ.).

213
Β. ΤΣΑΝΤΗΛΑ

(Οινιάδες57, Καλυδώνα58, Καλλίπολη59, Αρσινόη60, Ναύπακτο61, Άκρες-Λιθοβούνι62 και Χαλκίδα63).


Η προτεινόμενη χρονολόγηση του τύπου 3 (β΄ μισό 3ου-2ος αι. π.Χ.) στηρίζεται στους «κλειστούς»
τάφους από την Αρσινόη, τη Ναύπακτο και το Λιθοβούνι, αλλά και στη σύγκριση των μορφολογικών
του χαρακτηριστικών με εκείνα του τύπου α΄ της Καλλίπολης64 και κυρίως του τύπου 1 της Πάτρας65.
Ο αμφικωνικός τύπος 4 α συγκρίνεται εύκολα με τον κορινθιακό τύπο λύχνου ΧΙΙ66, ο οποίος,
όμως, φέρει συνήθως καλύτερα διαμορφωμένη, επίπεδη επιφάνεια έδρασης (τέλος 3ου-πρώϊμος 2ος αι.
π.Χ.). Ο τύπος είναι γνωστός και χαρακτηριστικός και στην περιοχή της Ήλιδας (όπου χρονολογείται
κυρίως στον 3ο και στο α΄ μισό του 2ου αι. π.Χ.)67. Τυπολογικά παράλληλά του (εκτός από τους
Οινιάδες) από την λοιπή Αιτωλοακαρνανία δεν έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα. Επομένως, με βάση
τα παράλληλα του από τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο (κυρίως την Κόρινθο και τη γειτονική Ήλιδα),
είναι δυνατό να χρονολογηθεί από το τέλος 3ου-α΄μισό 2ου αι. π.Χ. Ο σχεδόν αρτόσχημος τύπος 4 β
με το πεπιεσμένο, πλατύ σώμα και τη μέγιστη διάμετρο του στην επίπεδη και σχεδόν αδιαμόρφωτη
βάση, απαντάται στους Οινιάδες, αλλά επίσης δεν βρίσκει ακριβή τυπολογικά παράλληλα εντός
και εκτός Αιτωλοακαρνανίας. Η απουσία αυτή, πιθανόν να σημαίνει πως πρόκειται για μια τοπική
«δημιουργία», έναν κατ’ εξοχήν οινιαδίτικο τύπο λύχνου68 (όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον

57 Σερμπέτη κ.ά. 2009, 262, αρ. Π1287, εικ. 9 (χωρίς χρονολόγηση). Όμοιοι λύχνοι έχουν βρεθεί και στους νεώσοικους.
58 Dyggve κ.ά. 1934, 134 και 138, αρ. 58, εικ. 152 (Ηρώο Καλυδώνας, μελαμβαφής λύχνος που χαρακτηρίζεται εισηγμέ-
νος, χρονολογείται γενικά στον 3ο-2ο αι. π.Χ.). Και παρόμοιος: Παπαποστόλου 1972, 435, αρ. 5, πίν. 366 α / ο πρώτος
και ο τέταρτος λύχνος από τα αριστερά (τάφος ΙΙ, αρχές 3ου αι. π.Χ.).
59 Μπαζιωτοπούλου-Βαλαβάνη 1994, 48-49, αρ. 11738, πίν. 17 ε (τύπος α΄, τελευταίο τέταρτο 3ου αι. π.Χ.).
60 Tσαντήλα 2011 α, 173, ΑΜΑ 1472, πίν. 69 β και 74 β (από τον «κλειστό» τάφο 2, μέσα 2ου αι. π.Χ.) και 179, ΑΜΑ 1979,
πίν. 71 γ και 76 α (από τον διαταραγμένο τάφο 4, β΄μισό ή τελευταίο τέταρτο του 2ου αι. π.Χ.).
61 Σαράντη 2011, 163, αρ ΣΝ 290 και 294, πίν. 66 β και 68 α («κλειστός» τάφος ΙΙ, αρχές 3ου αι. π.Χ.). Κόλια 2004, 540,
αρ. ΣΝ 267, πίν. 261 γ («κλειστός»(;) τάφος 8, α΄μισό 3ου αι. π.Χ.).
62 Zαφειροπούλου – Γεωργιάδου 2010, 98-99 και 67, αρ. 3 («κλειστός» τάφος 67, β΄τέταρτο 3ου αι. π.Χ.), 69, αρ. 1 (β΄
τέταρτο 3ου αι. π.Χ.).
63 Eiring 2004, 126-132, αρ. 17, εικ. 45, 48 (τάφος GR.3, πρώιμος 3ος αι. π.Χ.).
64 Βλ. παραπάνω υποσημ. 59.
65 Κυριακού 1994, 187, αρ. 5830, πίν. 128 (τύπος 1, β΄ τέταρτο 3ου αι. π.Χ.). Σχεδόν όμοιοι λύχνοι με τον τύπο 3 εντοπίζο-
νται επίσης στη Βέροια και την Ακραιφία: Αλλαμανή – Tζαναβάρη 1990, 152-153, πίν. 79 β, αρ. 2 (τέλη 3ου-αρχές 2ου αι.
π.Χ.) και αρ. 4 (Βέροια, β΄μισό 2ου αι. π.Χ.). Χαραμή – Βλαχογιάννη 2004, 477-478, αρ. ΒΕ 32539, πίν. 219 (Ακραιφία,
ομάδα 3, λίγο πριν τα μέσα του 3ου-αρχές 2ου αι. π.Χ.). Για παρόμοιους λύχνους με τον τύπο 3 βλ. επίσης: Georgiadou
2005, 91, εικ. 30, 90-92, τύπος 3 (β΄ τέταρτο 3ου-τέλος 3ου αι. π.Χ.) και τύπος 5 (Ήλιδα, 3ος αι. π.Χ.). Rogl 1996, 165
και 174, αρ. L11, ομάδα 4/τύπος FSL, πίν. 1 (Ήλιδα, 260-230 π.Χ.). Νικολάου 2004, 54-55, τύπος «Δημητριάδα 3» στο
διάγραμμα 2, αρ. ΒΕ 16473, πίν. 9 α (τέλη 4ου έως τέλη 2ου αι. π.Χ.). Παπακωνσταντίνου κ.ά. 2004, 612, πίν. 2 (Εχίνος,
τύπος ΕΧ1, 3ος και κυρίως α΄μισό 2ου αι. π.Χ.). Δρούγου 1992, 49-53, αρ. 91, εικ. 6 (Πέλλα, τύπος ΠΛ5, 3ος-2ος αι. π.Χ.).
66 Corinth IV.II, 52-53, αρ. 45 στην εικ. 14, 147-148, αρ. 184, εικ. 74, 148, αρ. 188, πίν. IV (τύπος ΧΙΙ, τέλος 3ου-πρώϊμος
2ος αι. π.Χ.), 52-53, αρ. 46 στην εικ. 14, 148, αρ. 188, πίν. IV και 148, αρ. 191, εικ. 75 (τύπος ΧΙΙΙ, τέλος 3ου-πρώϊμος
2ος αι. π.Χ.).
67 Rogl 1996, 165-167 και 174 (ομάδα 5/τύπος SSL 1), αρ. L12, πίν. 1, εικ. 1 a-b (Ήλιδα, πρώιμη-μέση ελληνιστική περί-
οδος). Georgiadou 2005, 91, εικ. 30 (πίνακας τυπολογίας), 92-93, τύπος 6 (Ήλιδα, β΄μισό 3ου- α΄μισό 2ου αι. π.Χ.). Για
σχεδόν όμοιους λύχνους με τον τύπο 4 α βλ. επίσης: Κerameikos XI, 54, αρ. 293-295, πίν. 50-51 (τύπος SSL 1, 220-
140 π.Χ.) και 95, αρ. 587, πίν. 84-85 (περί το 150 π.Χ.). Χαραμή – Βλαχογιάννη 2004, 478-479, πίν. 220 (Ακραιφία,
ομάδα 4, τέλη 3ου-μέσα 2ου αι. π.Χ.). Για παρόμοιους λύχνους με τον τύπο 4 α βλ.: Agora ΙV, 100-102, αρ. 439, πίν. 15
και 41 (τύπος 33 Α, τελευταίο τέταρτο 3ου-πρίν το 150 π.Χ.) και 104-106, αρ. 445, 452, 455, πίν. 16 και 42 (τύπος 34
Α, τελευταίο τέταρτο 3ου-γ΄τέταρτο 2ου αι. π.Χ.). Δρούγου 1992, 60-62, αρ. 186, εικ. 11, πίν. 48 (Πέλλα, τύπος ΠΛ10,
β΄μισό 2ου αι. π.Χ.).
68 Πολύ κοντά είναι μόνον ένας λύχνος από την Αρσινόη: Τσαντήλα 2011 α, 175, ΑΜΑ 2162, πίν. 70 γ και 75 (β΄μισό
2ου αι. π.Χ.).

214
ΟΙ ΠΗΛΙΝΟΙ ΛΥΧΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ

τύπο 6 α - 6 β). Παρουσιάζει ορισμένα μόνον κοινά μορφολογικά στοιχεία με τους τύπους ΧΙΙ της
Κορίνθου69, 34 Β της αθηναϊκής Αγοράς70, SSL3 του Κεραμεικού71 και την ομάδα 6 της Ήλιδας72. Οι
συγκρίσεις με αυτούς τους λύχνους μας οδηγούν σε μια χρονολόγηση στο τέλος του 3ου-2ο αι. π.Χ.
Ο σφαιρικός τύπος 5 με το εξέχον περιχείλωμα στην περιφέρεια του δίσκου του συγκρίνεται
εύκολα με τους τύπους XIV της Κορίνθου73 και 33 Α της αθηναϊκής Αγοράς74, αλλά και με τον εισηγ-
μένο λύχνο αρ. 580 από τον Κεραμεικό75. Στην Αιτωλοακαρνανία απαντάται μόνο στους Οινιάδες
και μια ακόμη φορά, σε έναν διαταραγμένο τάφο από τη Ναύπακτο76, και επομένως η χρονολόγηση
του τύπου (τελευταίο τέταρτο 3ου-1ος αι. π.Χ.), βασίζεται κυρίως στα προαναφερθέντα τυπολογικά
παράλληλα της Κορίνθου και της Αθήνας, αλλά και στη χρονολόγηση δυο όμοιων λύχνων που
βρέθηκαν στην Κεφαλονιά77.
Ο τύπος 6, με το άλλοτε σχεδόν σφαιρικό (τύπος 6 α) και άλλοτε σχεδόν κυλινδρικό σώμα
(τύπος 6 β), το υπερυψωμένο περιχείλωμα και την κάθετη ταινιωτή λαβή, συσχετίζεται κυρίως με
τον τύπο ΧV της Κορίνθου78, ενώ φαίνεται πως ήταν πολύ αγαπητός και διαδεδομένος στη Ήλιδα
(τύπος 11 της Γεωργιάδου79 και ομάδα 7 της Rogl)80 όπου χρονολογείται στο τέλος του 2ου αι. π.Χ. (ο
αντίστοιχος τύπος του 6 α) ή από το τέλος του 2ου έως και τον 1ο αι. π.Χ. (ο αντίστοιχος τύπος του 6
β). Ο ίδιος τύπος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και στα πατρινά εργαστήρια, όπου λύχνοι με αντίστοιχα
μορφολογικά χαρακτηριστικά με του τύπου 6 α χρονολογούνται στον 1ο αι. π.Χ.81 και με σχεδόν
όμοια χαρακτηριστικά (λίγο ψηλότερο περιχείλωμα, σχεδόν παντελής απουσία βάσης) με αυτά του

69 Corinth IV.II, 52-53, αρ. 45 στην εικ. 14, 147-148, αρ. 184, εικ. 74 και 148, αρ. 188, πίν. IV (τύπος ΧΙΙ, τέλος 3ου-πρώϊμος
2ος αι. π.Χ.).
70 Agora ΙV, 106, αρ. 457, πίν. 16 και 42 (τύπος 34 Β, τελευταίο τέταρτο 3ου-γ΄τέταρτο 2ου αι. π.Χ.).
71 Κerameikos XI, 55-56, αρ. 303 και 306-308, πίν. 52-53 (τύπος SSL 3, 140-50 π.Χ.).
72 Rogl 1996, 167-168 και 175 (ομάδα 6/τύπος SSL 2), αρ. L37, πίν. 1, εικ. 4 a-b (Ήλιδα, τελευταίο τέταρτο 3ου - 2ος αι.
π.Χ.).
73 Corinth IV.II, 55, αρ. 48 στην εικ. 14, 149, αρ. 193, πίν. V (τύπος XIV, πριν τα μέσα του 2ου αι. π.Χ.).
74 Agora ΙV, 101-103, αρ. 441, πίν. 15 και 42 (τύπος 33 Α, 220-150 π.Χ.).
75 Κerameikos XI, 94, αρ. 580, πίν. 52-53 (εισηγμένος λύχνος, α΄μισό 2ου αι. π.Χ.).
76 Αλεξοπούλου 1994, 244, πίν. 77 β (χωρίς χρονολόγηση).
77 Καμουλάκου 2014, δυο λύχνοι στις εικ. 6 α και 6 β (1ος αι. π.Χ.-1ος αι. μ.Χ.). Για παρόμοιους λύχνους με τον τύπο 5 βλ.
επίσης: Κυριακού 1994, 188, αρ. 4750, πίν. 129 (Πάτρα, τύπος 6, 50 π.Χ.). Νικολάου 2004, 56 και 58, τύπος «Δημητρι-
άδα 5» στο διάγραμμα 1 (2ος - α΄μισό 1ου αι. π.Χ.).
78 Corinth IV.II, 55-56, αρ. 49 στην εικ. 14, 149, αρ. 195, πίν. V (τύπος XV, α΄ μισό 2ου αι. π.Χ.).
79 Georgiadou 2005, 91, εικ. 30, 94, τύπος 11, βλ. κυρίως τον αρ. 204.17 (Ήλιδα, 1ος αι. π.Χ.).
80 Rogl 1996, 168-170 και 176, αρ. L62, ομάδα 7/τύπος KRL, πίν. 2 και εικ. 5 a-b (Ήλιδα, τέλος 2ου-1ος αι. π.Χ.). Για τους
τύπους 6 α και 6 β της Ήλιδας βλ. επιπλέον: Βασιλάκης – Κουτσουμπελίτη 2011, 737-738 και πίν. 298 δ-ε. Ηλιόπουλος
– Κανελλόπουλος 2011, 739-742, πίν. 299-302.
81 Κυριακού 1994, 188, αρ. 4778, 3805, 2090, πίν. 129 (Πάτρα, τύπος 5, 1ος αι. π.Χ.). Για όμοιους με τον τύπο 6 α λύχνους
βλ. επίσης: Schauer 1994, 180, αρ. Κ 4398, πίν. 123γ (Ολυμπία, τέλος 2ου αι. π.Χ.). Schauer 1997, 28-29, αρ. Κ 4674,
Κ4673, Κ4675, πίν. 16 a-c (Ολυμπία, τέλος 2ου αι. π.Χ.). Καλτσάς 1983, 49-51, αρ. 1667, σχέδ. 13, πίν. 6 α-β, αρ. 1668,
σχέδ. 16, πίν. 6 γ-δ και αρ. 1757, σχέδ. 16, πίν. 32 ε-στ (Πύλος, στη στροφή από το 2ο στον 1ο αι. π.Χ.). Για παρόμοιους
με τον τύπο 6 α λύχνους βλ. επίσης: Κerameikos XI, 96, αρ. 592, πίν. 86-87 (εισηγμένος λύχνος, πρώιμος 1ος αι. π.Χ.).
Παπακωνσταντίνου 2000, 339-340, αρ. Κ 5436, πίν. 168 β (Εχίνος, τύπος ΕΧ4, α΄μισό 1ου αι. π.Χ.-α΄τέταρτο 1ου αι.
μ.Χ. ή και αργότερα). Δρούγου 1992, 60-62, αρ. 169, εικ. 10 και αρ. 186, εικ. 11 (Πέλλα, ΠΛ10, πριν το τέλος του 2ου
αι. π.Χ.).

215
Β. ΤΣΑΝΤΗΛΑ

τύπου 6 β82, λίγο οψιμότερα (μέσα ή τέλος 1ου αι. π.Χ.-αρχές του 1ου αι. μ.Χ.). Από την υπόλοιπη
Αιτωλοακαρνανία λύχνοι των τύπων 6 α και 6 β δεν έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα. Επομένως, η
προτεινόμενη χρονολόγηση των δυο τύπων, ακολουθεί εν πολλοίς αυτή των ηλειακών και πατρινών
εργαστηρίων και είναι, για τον τύπο 6 α το τέλος του 2ου-α΄μισό του 1ο αι. π.Χ. και για τον τύπο 6 β
ο 1ος αι. π.Χ. γενικά.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι οι τύποι λύχνων 1, 2 και 3, οι οποίοι είναι και σχετικά πρωιμότεροι
χρονολογικά (3ος ή β΄ μισό 3ου-2ος αι. π.Χ.), είναι οι πολυπληθέστεροι στους Οινιάδες (ποσοστό
76%)83 και -σύμφωνα με το δημοσιευμένο υλικό που μελετήσαμε- οι περισσότερο διαδεδομένοι
στην Αιτωλοακαρνανία (Γραφήματα 2-3, Πιν. 4). Πρόκειται κυρίως για σφαιρικούς λύχνους (με
«κορδόνι» γύρω από την οπή πλήρωσης), που παρουσιάζουν μορφολογικές ομοιότητες με τους
αντίστοιχους αττικούς και κορινθιακούς τύπους84, χωρίς όμως να τους αντιγράφουν πιστά, ενώ
δεν βρίσκουν ακριβή τυπολογικά παράλληλα, παρά μόνο σε ορισμένες άλλες αιτωλοακαρνανικές
πόλεις. Ο τύπος 1 α απαντάται στην Πάτρα, στη Λευκάδα και στους Λουσούς, ενώ ο τύπος 1 β μόνο
στους Λουσούς. Ο τύπος 2 απαντάται μόνο στη Λευκάδα (ένας σχεδόν όμοιός του απαντάται και
στην Ήλιδα) και ο 3 μόνο στην Πάτρα.
Oι σχετικά υστερότεροι χρονολογικά τύποι 4, 5 και 6 (τέλος 3ου-1ος αι. π.Χ.), δηλαδή οι αμφικωνικοί,
οι αρτόσχημοι και οι κυλινδρικοί λύχνοι (με απλό περιχείλωμα ή υπερυψωμένο περιχείλωμα γύρω
από την οπή πλήρωσης), αντιπροσωπεύουν ένα σχετικά μικρό ποσοστό στην τοπική παραγωγή των
Οινιάδων (24%) και δεν απαντώνται στην υπόλοιπη Αιτωλοακαρνανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι
σχετίζονται μορφολογικά με τους αντίστοιχους ηλειακούς και πατρινούς τύπους λύχνων, χωρίς να
τους αντιγράφουν πιστά. Αναλυτικότερα, οι τύποι 4 α, 6 α και 6 β απαντώνται και στην Ήλιδα. Ο
τύπος 6 α βρίσκει αντίστοιχό του στην Πάτρα και ο 6 β σχεδόν όμοιό του στην ίδια πόλη. Ο τύπος 4
β, όπως προαναφέραμε, από όλους τους οινιαδίτικους τύπους λύχνων, είναι ίσως ο μόνος ο οποίος
μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατεξοχήν τοπική «δημιουργία». Τέλος, ο τύπος 5 απαντάται μόνο
σε μια περίπτωση στην Αιτωλοακαρνανία (ένας αχρονολόγητος λύχνος στη Ναύπακτο), ωστόσο
αποτελεί κι αυτός γνωστό τύπο των πατρινών εργαστηρίων.
Όσον αφορά στους οινιαδίτικους και γενικότερα στους λύχνους της Αιτωλοακαρνανίας,
ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, οι βασικές ιδιαιτερότητες που παρατηρούνται
σε αυτούς είναι η συχνή ανυπαρξία σαφώς διαμορφωμένης βάσης και η απουσία από όλους τους
τύπους -με εξαίρεση τους 5 και 6- λαβών ή ωτίων, πρακτική που χαρακτηρίζει και την τοπική παρα-
γωγή λύχνων της Ήλιδας85. Η ομοιότητα των πατρινών λύχνων με τους αντίστοιχους ηλειακούς έχει
επισημανθεί από παλιά86. Ωστόσο, οι πατρινοί λύχνοι, όπως και οι λύχνοι ορισμένων νησιών του
Ιονίου87 -αντίθετα με τους ηλειακούς, οινιαδίτικους και αιτωλοακαρνανικούς- φέρουν πολύ συχνά

82 Κυριακού 1994, 188, αρ. 5834, πίν. 129 (Πάτρα, τύπος 5, τέλος 1ου αι. π.Χ.-αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Για παρόμοιους με τον
τύπο 6 β λύχνους βλ. επίσης: Agora ΙV, 118-120, αρ. 500, πίν. 18 και 44 (τύπος 37 Β, 130-50 π.Χ.). Νικολάου 2004, 56
και 58, τύπος «Δημητριάδα 5» στο διάγραμμα 1, αρ. ΒΕ 15809, πίν. 11 και αρ. ΒΕ 16027, πίν. 12 α (2ος-α΄μισό 1ου αι.
π.Χ.). Καλτσάς 1983, 49-51, αρ. 1667, σχέδ. 13, πίν. 6 α-β, αρ. 1668, σχέδ. 16, πίν. 6 γ-δ και αρ. 1757, σχέδ. 16, πίν. 32
ε-στ (Πύλος, στροφή από το 2ο στον 1ο αι. π.Χ.). Δρούγου 1992, 62-74, αρ. 175, εικ. 10 (ΠΛ10, πριν το τέλος του 2ου αι.
π.Χ.) και αρ. 190, 199, εικ. 11 και αρ. 202, εικ. 12 (Πέλλα, ΠΛ11, μέσα 2ου αι. π.Χ.).
83 Τα συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία, αν και αφορούν στους λύχνους από τους νεώσοικους των Οινιάδων, είναι ενδει-
κτικά και μπορούν να αποτελέσουν στοιχείο σύγκρισης για την υπόλοιπη Αιτωλοακαρνανία.
84 Βλ. και Γραβάνη 2009, 53-54.
85 Από τους έντεκα τύπους της Ήλιδας (τυπολογία της Γεωργιάδου) μόνο ο αρ. 11 έφερε λαβή. Βλ. Georgiadou 2005, 91,
εικ. 30 (πίνακας τυπολογίας) και σελ. 109. Το ίδιο παρατηρούμε και στην τυπολογία της Rogl (1996, 173-178, πίν. 1-2),
όπου μόνο η έβδομη και τελευταία ομάδα λύχνων φέρει λαβή.
86 Κυριακού 1994, 186-188.
87 Της Λευκάδας φέρουν οριζόντια και ταινιωτή, πεπιεσμένη πάνω στο σώμα τους λαβή και της Κέρκυρας επίσης οριζό-
ντια λαβή. Βλ. σχετικά Ανδρέου 1994, 200-201 και Γραβάνη 2009, 54 και υποσημ. 76.

216
ΟΙ ΠΗΛΙΝΟΙ ΛΥΧΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ

λαβές88. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα άλλα κοινά χαρακτηριστικά, πιστεύω ότι επιβεβαι-
ώνουν για άλλη μια φορά την ιδιαίτερη σχέση Οινιάδων/Αιτωλοακαρνανίας-Ηλείας, αλλά και την
«πολιτιστική συγγένεια» της ευρύτερης περιοχής της Δυτικής Ελλάδας. Ελληνιστικές μήτρες για την
κατασκευή λύχνων έχουν βρεθεί στη Μακύνεια89, ωστόσο παραγωγή λύχνων υπήρχε ασφαλώς και
σε άλλες πόλεις, όπως για παράδειγμα στους Οινιάδες, όπου μάλιστα οι λύχνοι κατασκευάζονταν
από το ίδιο τοπικό εργαστήριο που κατασκεύαζε και τους ανάγλυφους σκύφους90. Ενδεικτική για τη
λειτουργία τοπικών εργαστηρίων είναι και οι κλίβανοι91 που έχουν βρεθεί στην περιοχή.
Για τους ρωμαϊκούς λύχνους της Αιτωλοακαρνανίας υπάρχουν ελάχιστες δημοσιεύσεις92,
παρόλο που, σύμφωνα με πρόσφατα ανασκαφικά δεδομένα, κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ορισμένες
μεγάλες πόλεις «διατηρούν ορισμένα ίχνη κατοίκησης, ενώ η Ναύπακτος παρέμεινε αξιόλογο
αστικό κέντρο»93, ρωμαϊκές εγκαταστάσεις (κυρίως επαύλεις πλούσιων γαιοκτημόνων) κτίζονται σε
παραθαλάσσιες θέσεις, ενώ ιδιαίτερη άνθιση διαπιστώνεται στην Αιτωλοακαρνανία και πάλι από το
2ο αι. μ.Χ.94. Επιπλέον, υπάρχουν αρκετοί αδημοσίευτοι λύχνοι στις αποθήκες και τα Μουσεία της
περιοχής95.
Οι περισσότεροι δημοσιευμένοι και μελετημένοι ρωμαϊκοί λύχνοι προέρχονται από τον Στράτο,
τα Σιταράλωνα και πολύ λιγότερο από τους Οινιάδες. Από την πρώτη θέση εξετάστηκαν 390
μικρά θραύσματα από την πόλη και τη νότια νεκρόπολη της και διαπιστώθηκε ότι είναι εισηγμένοι
από την Πάτρα, γεγονός απόλυτα φυσιολογικό αφού ο Στράτος βρισκόταν τους δυο πρώτους
μεταχριστιανικούς αιώνες στη σφαίρα επιρροής των δυο κοντινών σημαντικών ρωμαϊκών κέντρων
(Πάτρας και Νικόπολης96). Ωστόσο, την ίδια περίοδο κατασκευάζονται και απομιμήσεις τους: πρό-
κειται για λύχνους σε γενικές γραμμές κατώτερους ποιοτικά, χωρίς υπογραφή, με πολύ παρόμοια
όμως μορφολογικά, διακοσμητικά και τεχνικά χαρακτηριστικά με εκείνους της Πάτρας97.
Στα Σιταράλωνα Θέρμου (αρχαία κώμη Παμφία) οι λύχνοι βρέθηκαν μέσα σε κλίβανο98, και
έχει διατυπωθεί η άποψη ότι, ταυτόχρονα με την εισαγωγή, κατασκευάζονταν επί τόπου λύχνοι, σε

88 Κυριακού 1994, 186-187.


89 Σαράντη 2018, 478.
90 Βλ. σχετικά Τσαντήλα 2011 β, τόμος Α΄, 305 (εργαστήριο Α).
91 Βλ. Τσαντήλα 2011 β, τόμος Α΄, 61-62. Οι θέσεις εύρεσης κλιβάνων έχει αυξηθεί από το 2011 κ.εξ.
92 Όπως και στην περίπτωση της κλασικής περιόδου, η συστηματική δημοσίευση των νέων ανασκαφών της περιοχής
αναμένεται να εμπλουτίσει τις γνώσεις μας για τη ρωμαϊκή περίοδο. Βλ. Σταυροπούλου-Γάτση 2010α, 1059-1062, κ.α.
Ιόνια Οδός, 30, 33, κ.α.
93 Σταυροπούλου-Γάτση – Σαράντη 2013, 658-660. Για τις ρωμαϊκές θέσεις στην Αιτωλοακαρνανία βλ. επίσης Πετρόπου-
λος 1991, 93-125. Πετρόπουλος 2007, 198-202. Και πιο πρόσφατα: Σαράντη – Στάικου 2013, 718-733 (Ναυπακτία).
Στάικου – Λεονταρίτη 2013, 704-717 (περιοχή Αγρινίου). Για τους ρωμαϊκούς λύχνους που έχουν βρεθεί στη Ναύπακτο
βλ. ενδεικτικά Σαράντη 2018, 474-475 (όπου σημειώνεται ότι εκτός από μήτρες, έχουν βρεθεί λύχνοι πατρινών και
κορινθιακών εργαστηρίων).
94 Τσαντήλα 2011 β, τόμος Α΄, 44 (με βιβλιογραφία).
95 Οι λύχνοι αυτοί προέρχονται από σωστικές ανασκαφές, παραδόσεις και κατασχέσεις και ενίοτε απεικονίζονται στα
Χρονικά του ΑΔ.
96 Ορισμένες από τις πλησιέστερες θέσεις όπου εξάγονταν πατρινοί λύχνοι κατά τον Πετρόπουλο (1999, 126-129) είναι η
Ναύπακτος (αδημοσίευτοι), η Λευκάδα και η Νικόπολη.
97 Pandelidis 2009, 97-98. Οι υπογραφές που απαντώνται στον Στράτο είναι: ΠΩΣΦΟΡΟΥ, ΛΟΥΚΙΟΥ, ΝΕΙΚΙΠΟΥ και
μια αδιάγνωστη: / ΟΛ / ΩΝΟ(Υ). Βλ. Pandelidis 2009, 91-95. Τη λειτουργία τοπικών κεραμικών εργαστηρίων στον
Στράτο τεκμηριώνει και η εύρεση κεραμικού κλιβάνου (βλ. παραπάνω υποσημ. 91).
98 Γερολύμου 2013, 693-702. Εκτός από τους συγκεκριμένους, βρέθηκαν και άλλοι ρωμαϊκοί λύχνοι από την ανασκαφή
διαφόρων θέσεων στην περιοχή των Σιταραλώνων το 2007. Όλοι ανήκουν στον τύπο XXVII στην ομάδα C του Broneer
και χρονολογούνται από το 2ο-4ο αι. μ.Χ. Σταυροπούλου-Γάτση 2007, 678, εικ. 22. Σταυροπούλου Γάτση 2010 β, 1052.
Σταυροπούλου-Γάτση – Σαράντη 2013, 678, θέση αρ. 23. Γερολύμου 2013, 701.

217
Β. ΤΣΑΝΤΗΛΑ

τοπικά παραρτήματα πατρινών εργαστηρίων (όπως του ΠΡΕΙΜΟΥ και του ΝΙΚΙΠΟΥ99) από τα μέσα
του 2ου έως τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. Εκτός από τους εύκολα αναγνωρίσιμους λύχνους, φαίνεται πως
οι τοπικοί τεχνίτες ενίοτε αναμείγνυαν υπογραφές και θέματα των πατρινών και των κορινθιακών
εργαστηρίων, χρησιμοποιώντας άναρχα τα δυο τμήματα των μητρών που προμηθεύονταν από την
Πάτρα.
Οι λύχνοι από τη μικρή ρωμαϊκή νεκρόπολη των Οινιάδων100 (Πιν. 5) είναι εισηγμένοι και
προέρχονται από τα πατρινά εργαστήρια, πρόκειται δηλαδή για προϊόντα των λυχνοποιών ή τεχνιτών
ΠωCΦΟΡΟΥ (αρ. 46)101 και πιθανόν ΟΝΗCΙΜΟΥ (αρ. 44-45, με εγχάρακτο κλαδί ως υπογραφή στη
βάση τους)102. Δυο εισηγμένοι λύχνοι σώζουν ερωτικά συμπλέγματα στο δίσκο τους (αρ. 49103 και
43104) και μπορούν να αποδοθούν με επιφύλαξη στους πατρινούς ΕΛΛΑΔΙΟ105 ή ΠΡΕΙΜΟ106. Ένας

99 Η υπογραφή ΝΙΚΙΠΟΥ / ΝΕ[ΙΚ]ΙΠΟΥ, η οποία είναι άγνωστη στην Κόρινθο, έχει βρεθεί, εκτός από την Πάτρα
(Πετρόπουλος 1999, 110) και στον Στράτο (Pandelidis 2009, 92 και 95, Signatur 05, 2ος αι. μ.Χ.).
100 Η ρωμαϊκή νεκρόπολη βρισκόταν στη θέση των σημερινών νεώσοικων, στο λιμάνι της πόλης. Για τα λυχνάρια που
προήλθαν από την ανασκαφή της βλ. Τσαντήλα 2011 β, τόμος Α΄, 313-315 (Παράρτημα 1).
101 Για τυπολογικά παράλληλα του αρ. καταγρ. 46 (τέλη 2ου-αρχές 3ου αι. μ.Χ.) βλ.: Πετρόπουλος 1999, 157, αρ. Β9-Β 11,
πίν. 19, 21, 57, 62, 68 (ΠωCΦΟΡΟΥ, τέλη 2ου-αρχές 3ου αι. μ.Χ.). Agora VII, 94, αρ. 272, πίν. 8 (εισηγμένος κορινθια-
κός λύχνος, πρώιμος 3ος αι. μ.Χ.). Για παρόμοια ως προς τη διακόσμηση του δίσκου βλ.: Πετρόπουλος 1999, 170-171,
αρ. Μ133, Μ139, πίν. 37, 38, 66, 69 (ΛΟΥΚΙΟΥ και ΟΚΤΑΒΙΟΥ, μέσα 2ου αι. μ.χ. ή λίγο νωρίτερα και τέλη 2ου αι.
μ.Χ. αντίστοιχα). Corinth XVIII.II, 13-17 και 28-29, αρ. 21 και 23, πίν. 2 (ο δεύτερος με την υπογραφή OTPABI/OY,
3ος αι. μ.Χ.). Για το εργαστήριο του ΠωCΦΩΡΟΥ βλ.: Πετρόπουλος 1999, 93, 99, 123-124, 157 και εξής. Η συγκε-
κριμένη υπογραφή, εκτός από την Κόρινθο, έχει βρεθεί επίσης στο Κάλλιο (Πετρόπουλος 1999, 123), αλλά και τον
Στράτο (Pandelidis 2009, 92-93, Signatur 01).
102 Για τη συγκεκριμένη υπογραφή (κλαδάκι) και το εργαστήριο του ΟΝΗCΙΜΟΥ βλ. Πετρόπουλος 1999, 118-120,
166-167, 171-172, αρ. Μ 235, Μ 237, Μ 257, πίν. 66 (τέλη 2ου-αρχές 3ου αι. μ.Χ.). Στην Πάτρα το εγχάρακτο
κλαδί, εμφανίζεται είτε μόνο του, είτε μαζί με την υπογραφή του συγκεκριμένου τεχνίτη, ο οποίος θεωρείται ο
παραγωγικότερος της πόλης. Η υπογραφή ΟΝΗCΙΜΟΥ ωστόσο απαντάται και στην Κόρινθο και την Αθήνα, ενώ
όμοια έχει βρεθεί και στα Σιταράλωνα (Γερολύμου 2013, 694, αρ. Π8, εικ. 6). Για το εγχάρακτο κλαδί ως υπογραφή
τεχνίτη, έμβλημα εργαστηρίου ή μαγικό σύμβολο γενικά βλ. Πετρόπουλος 1999, 118-120 και Karivieri 1996, 77-78.
Για τυπολογικά παράλληλα του αρ. καταγρ. 44 (τέλη 2ου-αρχές 3ου αι. μ.Χ.) ως προς τη διακόσμηση του δίσκου βλ.
Πετρόπουλος 1999, 163, αρ. Β111, πίν. 29 (α΄μισό 2ου αι. μ.Χ.), 166, αρ. Μ9, πίν. 33, 36, 71 (α΄μισό 2ου αι. μ.Χ. ή στα
μέσα του αιώνα). Corinth XVIII.II, 13-17 και 28, αρ. 18, πίν. 1 και αρ. 19, εικ. 1, πίν. 2 (α΄μισό 2ου αι. μ.Χ.). Ακριβή
τυπολογικά παράλληλα ως προς τη διακόσμηση του δίσκου του αρ. καταγρ. 45 (τέλη 2ου-αρχές 3ου αι. μ.Χ.) δεν βρέ-
θηκαν, ωστόσο έχει τον ίδιο πηλό και φέρει το ίδιο γάνωμα με τον αρ. καταγρ. 44.
103 Για τυπολογικά παράλληλα του αρ. καταγρ. 49 (β΄ μισό 2ου- 3ος αι. μ.Χ.) βλ.: Πετρόπουλος 1999, 90, 166-167, αρ.
Μ 10, πίν. 33, 36, 64 (ΕΛΛΑΔΙΟΣ, τέλη 3ου αι. μ.Χ.), 176, αρ. Μ 309 και Μ 318, πίν. 44-45, 70 (ΠΡΕΙΜΟΣ, β΄
μισό 2ου-αρχές 3ου αι. μ.Χ.). Bussière – Lindros Wohl 2017, 249-250, αρ. 353 (ύστερος 3ος αι. μ.Χ.). Για παρόμοιες
παραστάσεις σε ρωμαϊκούς ιταλικούς λύχνους βλ. πρόχειρα Bailey 1980, 69, αρ. Q916, Q924, Q1079, fig. 71, pl. 15,
16, 37.
104 Για τυπολογικά παράλληλα του αρ. καταγρ. 43 βλ. ιταλικούς λύχνους: Bailey 1980, 65, αρ. Q1407- Q1408, fig. 68,
pl. 84 και 70, αρ. Q1353, fig. 71, pl. 78. Menzel 1954, 57, no 321, no 12 in abb. 47. Παρόμοιο: Agora V, 75, αρ. L12,
πίν. 45 (υπογραφή ΠΙΡΕΙΘΟΥ, β΄ μισό 3ου αι. μ.Χ.). Λύχνος με όμοια παράσταση βρέθηκε και στα Σιταράλωνα (βλ.
παρακάτω υποσημ. 112).
105 Από τον πατρινό τεχνίτη ΕΛΛΑΔΙΟ έχει βρεθεί μόνο ένας λύχνος με ερωτική παράσταση. Παράγει στο β΄μισό του 3ου
αι. μ.Χ. και είναι άγνωστος εκτός Πατρών. Πετρόπουλος 1999, 112-114.
106 Ο ΠΡΕΙΜΟΣ θεωρείται ένας από τους παραγωγικότερους πατρινούς τεχνίτες και μάλιστα αντιγράφονταν και από
έτερο πατρινό εργαστήριο πολύ κατώτερης ποιότητας. Ωστόσο το ίδιο όνομα απαντάται και στην Κόρινθο και ως εκ
τούτου, από ορισμένους άλλους μελετητές θεωρείται Κορίνθιος. Πετρόπουλος 1999, 120-123, 162, 166, 169 και 174-
177.

218
ΟΙ ΠΗΛΙΝΟΙ ΛΥΧΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ

λύχνος σώζει εγχάρακτο πτηνό ως υπογραφή στη βάση του (αρ. 48)107, ενώ χαρακτηριστική είναι η
λαβή εισηγμένου λύχνου (αρ. 47) που μιμείται μεταλλικό και χρονολογείται από το β΄μισό του 1ου
αι. π.Χ έως το α΄μισό 1ου αι. μ.Χ.108. Ισχυρές ενδείξεις για τοπική παραγωγή ρωμαϊκών λύχνων δεν
διαπιστώνονται στη συγκεκριμένη πόλη.
Στο Μουσείο Θυρρείου εκτίθενται δυο ρωμαϊκοί λύχνοι (Πιν. 6) με τις υπογραφές ΠωCΦOΡΟΥ109
και ONHCI|MOY με εγχάρακτο κλαδί στη βάση του110 και είναι πιθανότατα εισηγμένοι από τα πατρινά
εργαστήρια. Θραύσματα ρωμαϊκών λύχνων έχουν βρεθεί επίσης στο «κτήριο με το περιστύλιο»,
εσωτερικά της δυτικής πύλης της Καλυδώνας111, ένας ακέραιος με την υπογραφή ΚΑΛΙCΤΟY112
σε αγροικία στο Καινούργιο, ενώ ένας αδημοσίευτος λύχνος από την περιοχή της Πλαγιάς σώζει
μυθολογική παράσταση με τον Αινεία113.
Εκτός από τον Στράτο και τα Σιταράλωνα, όπου διαπιστώθηκε τοπική παραγωγή, μήτρες για την
κατασκευή ρωμαϊκών λύχνων έχουν βρεθεί στη Μακύνεια114 και τη Ναύπακτο115. Ωστόσο, και άλλες
πόλεις με σημαντική παρουσία κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, όπως για παράδειγμα το Θύρρειο116, φαί-
νεται αδύνατο να μην είχαν παραγωγή.

107 Ακριβή τυπολογικά παράλληλα για τη συγκεκριμένη «υπογραφή» δεν βρέθηκαν. Για παρόμοια ανάγλυφα πτηνά
(κύκνους και περιστέρια πάνω σε κλαδί), που απεικονίζονται στο δίσκο ρωμαϊκών ιταλικών λύχνων βλ. ενδεικτικά
Bailey 1980, 82, 323-324, 330, αρ. Q1277 και Q1310, fig. 94, pls. 67, 70 (90-140 μ.Χ. και α΄μισό 2ου αι. μ.Χ. αντί-
στοιχα). Σύμφωνα με τον Bailey (ό.π.), το μοτίβο “bird-on-bough’’ είναι πολύ δημοφιλές στα λυχνάρια διαφόρων
τύπων του 1ου και 2ου αι. μ.Χ. στις περισσότερες περιοχές της αυτοκρατορίας. Ο συγκεκριμένος λύχνος δεν συνανή-
κει με τον αρ. καταγρ. 49, ωστόσο, επειδή ο πηλός τους είναι όμοιος, αποδίδεται με επιφύλαξη στο ίδιο εργαστήριο.
108 Οι πήλινες απομιμήσεις μεταλλικών λύχνων απαντώνται και σε άλλες περιοχές. Βλ. ενδεικτικά: Agora VII, 74, αρ. 19,
πίν. 1 (εισηγμένος λύχνος, α΄ μισό 1ου αι. μ.Χ.). Αδάμ-Βελένη κ.ά. 2000, 282, αρ. 195, πίν. 146 γ-αρ. 4 (αγορά Θεσ-
σαλονίκης, β΄μισό 1ου αι. π.Χ.-αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Bussière – Lindros Wohl 2017, 113, αρ. 157 (Μουσείο Getty, 1ος αι.
μ.Χ.). Πινγιάτογλου 2005, 95.
109 Πρόκειται για τους λύχνους Α.Μ.ΘΥΡ. 12 και Α.Μ.ΘΥΡ. 11 που προέρχονται από το αρχαίο Θύρρειο και το Δρυμό
Βόνιτσας αντίστοιχα (από παραδόσεις ιδιωτών). Για τον πρώτο λύχνο βλ. Πετρόπουλος 1999, 157, αρ. Β 10-Β11,
πίν. 19, 57, 62, 68 (ΠωCΦΟΡΟΥ, τέλη 2ου-αρχές 3ου αι. μ.Χ.). Παρόμοια ως προς τη διακόσμηση του δίσκου: Corinth
XVIII.II, 13-17 και 28, αρ. 18, πίν. 1 και αρ. 19, εικ. 1, πίν. 2 (α΄μισό 2ου αι. μ.Χ.).
110 Γ
 ια την υπογραφή του συγκεκριμένου λύχνου βλ. παραπάνω υποσημ. 102. Για παρόμοια ως προς τη διακόσμηση του
δίσκου βλ. Πετρόπουλος 1999, 157, αρ. Β12 πίν. 19, 62, 68 (ΠωCΦΟΡΟΥ, τέλη 2ου-αρχές 3ου αι. μ.Χ.), 165-166, αρ.
Μ6, πίν. 33, 64, 69 (α΄μισό 3ου αι. μ.Χ.), 171, Μ140, Μ159, πίν. 19, 38, 57, 62, 66, 68 (τέλη 2ου-α΄μισό 3ου αι. μ.Χ.),
172-173, αρ. Μ264, πίν. 38, 39, 66 (τέλη 2ου-αρχές 3ου αι. μ.Χ.), 173, αρ. Μ269, πίν. 38, 60, 68 (α΄μισό 3ου αι. μ.Χ.).
Corinth XVIII.II, 13-17 και 28-29, αρ. 21 και 23, πίν. 2 (3ος αι. μ.Χ.).
111 Βλ. Σταυροπούλου-Γάτση – Σαράντη 2013, 665 και υποσημ. 43 (με βιβλιογραφία).
112 Στάικου – Λεονταρίτη 2013, 713-716 (3ος αι μ.Χ.) και υποσημ. 37. Λύχνος με την υπογραφή ΚΑΛΙCΤΟY στη βάση
του (ΑΜΑ 4046) βρέθηκε και στα Σιταράλωνα: Γερολύμου 2013, 698, β΄μισό 2ου-α΄μισό 3ου αι. μ.Χ. και παραπάνω
υποσημ. 104. Ο Κάλλιστος θεωρείται Κορίνθιος τεχνίτης και η υπογραφή του δεν απαντάται στα πατρινά εργαστήρια
(Πετρόπουλος 1999, 101, 175-176).
113 Ο λύχνος (ΑΜΑ 4044, 2ο αι. μ.Χ.) απεικονίζει τον Αινεία να μεταφέρει στους ώμους του τον πατέρα του Αγχίση, ενώ
κρατά από το χέρι τον γιό του Ασκάνιο, εγκαταλείποντας την Τροία. Lang κ.α. 2007, 165. Σταυροπούλου-Γάτση –
Σαράντη 2013, 675, αρ. 7. Η παράσταση είναι αρκετά συχνή στα πατρινά εργαστήρια. Πετρόπουλος 1999, 95.
114 Σαράντη 2010, 1065 (μήτρα για την κατασκευή λύχνων, τέλη 3ου - αρχές 4ου αι. μ.Χ.). Ιόνια Οδός, 14-21, 29-32.
Σαράντη 2018, 478.
115 Σ
 αράντη 2018, 474-475 και 620, αρ. 103 (πήλινη μήτρα με παράσταση όρθιας μορφής-Ηρακλή (;), τέλη 3ου-α΄μισό 4ου
αι. μ.Χ.). Για την ακμή της Ναυπάκτου, ως αστικό κέντρο προσαρτημένο στην αποικία της Πάτρας, κατά τη ρωμαϊκή
περίοδο βλ. Πετρόπουλος 2007, 202. Σαράντη 2018, 44, 184, 194 κ.εξ., 389 κ.εξ., 488.
116 Μετά το 167 π.Χ. το Θύρρειο γίνεται πρωτεύουσα της Ακαρνανίας και από το 94 π.Χ. civitas foederata της Ρώμης
γνωρίζοντας μεγάλη άνθηση. Τσαντήλα 2011β, τόμος Α΄, 43-44.

219
Β. ΤΣΑΝΤΗΛΑ

Οι παραπάνω αποδόσεις των λύχνων σε εργαστήρια πραγματοποιήθηκαν αποκλειστικά με μακρο-


σκοπική παρατήρηση του πηλού τους117. Ως εκ τούτου, θα ήταν επισφαλές να γίνουν περαιτέρω
παρατηρήσεις σχετικά με την τοπική παραγωγή (βιοτεχνικές ικανότητες και τυχόν ιδιαιτερότητες)
κάθε πόλης και το δίκτυο διακίνησης (εμπορικές και οικονομικές σχέσεις) που σχετίζονταν με αυτά
τα τόσο σημαντικά για τους αρχαίους αντικείμενα118. Διαπιστώνεται ωστόσο ότι, η προέλευση και
η αντίστοιχη χρονολόγηση των λύχνων της Αιτωλοακαρνανίας από τους κλασικούς έως και τους
ρωμαϊκούς χρόνους (3ο αι. μ.Χ.), συμβαδίζει εν πολλοίς με την ιστορική της πορεία119 και το εμπόριο
της ευρύτερης περιοχής, που ασφαλώς επηρέασαν τις συνθήκες της τοπικής παραγωγής κεραμικών
προϊόντων και λύχνων. Στην κλασική και πρώιμη ελληνιστική περίοδο εντοπίζονται εισαγωγές
από τα μεγάλα κέντρα της εποχής120, τη «μητροπολιτική» Κόρινθο121 και την Αθήνα, πόλεις που τη
συγκεκριμένη περίοδο βρισκόταν στη μέγιστη ακμή τους και κατέκλυζαν με τα προϊόντα τους τις
αγορές της οικουμένης, ενώ ενδεχομένως δημιουργούνται και τοπικοί τύποι λύχνων-απομιμήσεις
τους122. Όπως έχει επισημανθεί, πρόκειται κυρίως για αντιγραφή γνωστών τύπων από τα μεγαλύτερα
κέντρα «χωρίς ιδιαίτερες τάσεις πρωτοτυπίας-καινοτομίας»123. Η επίδραση των συγκεκριμένων
κέντρων συνεχίζεται και κατά την ελληνιστική περίοδο (3ο και 2ο αι. π.Χ.), όπου εμφανίζονται νέα
σχήματα, τοπικές παραλλαγές που έχουν ως πρότυπό τους αντίστοιχους κορινθιακούς και αττικούς
λύχνους, που «σταδιακά επικρατούν και εξελίσσονται»124. Όπως είδαμε, για τα συγκεκριμένα
λυχνάρια (κυρίως οι τύποι 1-3 και 5, 3ος-2ος αι. π.Χ.), δεν εντοπίζονται εύκολα ή καθόλου τυπολογικά
παράλληλα στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, χαρακτηρίζονται από την απλοποίηση των χαρακτηριστι-
κών των αρχικών τύπων125, συνθέτοντας έτσι την ιδιαίτερη φυσιογνωμία-τυπολογία της περιοχής.
Στους Οινιάδες δημιουργούνται τοπικές παραλλαγές λύχνων (τύποι 4 και 6, τέλος 3ου-1ος αι. π.Χ.)
που έχουν ως πρότυπό τους ηλειακούς και πατρινούς τύπους λύχνων126. Στη ρωμαϊκή περίοδο (μέχρι
και τον 3ο α. μ.Χ.), με την επιβληθείσα Pax Romana, οι φιλορωμαικές περιοχές που ευνοήθηκαν από
τους Ρωμαίους, το εμπόριο127 και την περαιτέρω επέκταση της παγκοσμιοποιημένης αγοράς τους,

117 Δηλαδή δεν πραγματοποιήθηκε ορυκτολογική-πετρογραφική ανάλυση, ενώ αντίστοιχη βάση δεδομένων πηλού δεν
έχει καταρτιστεί ακόμη για την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας.
118 Οι λύχνοι, εκτός από την καθημερινή-οικιακή, είχαν και λατρευτική χρήση (αναθήματα σε ιερά), ενώ χρησίμευαν κι
ως προσφορά στους νεκρούς (κτερίσματα σε τάφους). Πινγιάτογλου 2005, 75, 113-122.
119 Λιάμπη 2009, 24-30 (για Ακαρνανία). Σαράντη 2008, 390-397 και Σταυροπούλου-Γάτση 2008β, 398-407 και 414-425
(για Αιτωλία και Ακαρνανία).
120 Βλ. και Σαράντη 2018, 428 και 45.
121 Ορισμένες αιτωλοακαρνανικές πόλεις (Ανακτόριο, Σόλλιον, Χαλκίδα, Μολύκρειο, κ.ά.) ιδρύθηκαν από τους Κορίνθι-
ους την εποχή του πρώτου αποικισμού (7ος αι. π.Χ.).
122 Βλ. παραπάνω τις υποσημ. 18 και 54.
123 Βλ. και Γραβάνη 2009, 50-53.
124 Γραβάνη 2009, 50.
125 Τσαντήλα 2011α, 185 και υποσημ. 183.
126 Η περίπτωση αυτή είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, δεδομένου ότι, έρχεται σε αντίθεση με τη διατυπωθείσα άποψη
(Γραβάνη 2009, 58) ότι στην ελληνιστική κεραμική της Ακαρνανίας διαπιστώνονται περισσότερες αντιστοιχίες με τη
Λευκάδα και την Αμβρακία, ενώ αυτή της Αιτωλίας παρουσιάζει μεγαλύτερη συγγένεια με τη δυτική Πελοπόννησο,
τη Λοκρίδα και τη Φωκίδα.
127 Αρχαιολογικά ευρήματα όπως νομίσματα και ενσφράγιστες λαβές αμφορέων, επιβεβαιώνουν την άποψη της συνεχι-
ζόμενης ανθρώπινης δραστηριότητας και του ακμάζοντος ναυτιλιακού εμπορίου στην περιοχή κατά την περίοδο αυτή.
Επιπλέον, ευρήματα όπως για παράδειγμα οι ανάγλυφοι σκύφοι από τους νεώσοικους των Οινιάδων, επιβεβαιώνουν
την ύπαρξη εμπορικών σχέσεων από την Ιταλία μέχρι τη Μικρά Ασία.

220
ΟΙ ΠΗΛΙΝΟΙ ΛΥΧΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ

γνωρίζουν σχετική ακμή128. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι εισαγωγές λύχνων -κυρίως από τα ιδιαίτερα
ακμάζοντα γειτονικά εργαστήρια της Πάτρας- αυξάνονται, ενώ ορισμένες αιτωλοακαρνανικές πόλεις
κατασκευάζουν απομιμήσεις τους.

ABSTRACT

CLAY LAMPS IN AITOLOAKARNANIA FROM THE CLASSICAL


TO THE ROMAN PERIOD. LOCAL PRODUCTION – INFLUENCES
– IMPORT. REMARKS ON TYPOLOGY AND CHRONOLOGY

Vasiliki Tsantila

The paper focuses on previously published lamps from Aitoloacarnania in an attempt to categorize
them according to types and to determine their chronological limits. It also addresses issues of origin
(local or imported), as well as external influences from other production workshops.
It is noted that the published lamps of Classic period are few in number and most of them are
imported (Corinth, Athens). However, local imitations of these well-known types may also be produced
(without any originality).
Τhe published wheelmade Hellenistic lamps (3rd-1st c.BC) from Aitoloakarnania are about 100 and
come mainly from Oiniades, Nafpaktos, Kalydon, Κallipoli-Κallion, Angelokastro-Arsinoe, Litho-
vouni-Akrai, Gavalou-Τrichonio, Chalkis, New Pleuron, Therryon, Pappadates-Fyteio, Stratos and
Sitaralona-Pamfia. As a basis for their study lamps from ship-sheds of Oiniades were used. They fall
into six types, based on the common morphological and structural characteristics (body shape, clay,
paint and smear quality). Their dating was based on “well” dated lamps from “closed” burial sets. They
are local imitations of Attic or Corinthian lamps (types 1-3 and 5, 3rd-2nd c. BC). For these types we can-
not find typological parallels, except in certain other Aetoloacarnanian cities. They are characterized
by the simplification of the characteristics of the original types, thus composing the particular physi-
ognomy-typology of the area. In the city of Oiniades local imitations are created (types 4 and 6, end of
3rd-1st c. BC), which have as their model-prototype the Elian and Patraic lamp types.
Moldmade manufactured lamps of the Roman period (1st - 3rd c AD) have already been published
mainly from Stratos, Sitaralona and Oiniades, while we present for the first time two lamps from Thyr-
reion (imported from the very prosperous neighboring workshops of Patra, of the lamps makers or
craftsmen ΠωCΦΟΡΟ and ΟΝΗCΙΜΟ). In Stratos and Sitaralona, along with the imported lamps,
from the workshops of Patras (ΠΩΣΦΟΡΟΥ, ΛΟΥΚΙΟΥ, ΝΕΙΚΙΠΟΥ, ΟΝΗCΙΜΟΥ, ΠΡΕΙΜΟΥ) and
Corinth (ΚΑΛΙCΤΟΥ), local imitations have been established. In Oiniades, the lamps (ΠΩΣΦΟΡΟΥ,
and possibly ΟΝΗCΙΜΟΥ, ΕΛΛΑΔΙΟΥ and ΠΡΕΙΜΟΥ) appear to come exclusively from the work-
shops of Patra. Local production of Roman lamps, except for Stratos and Sitaralona, has also been
established with certainty in Makyneia and Nafpaktos, where the molds for their manufacture were
found.

128 Σε αυτό συνετέλεσαν ασφαλώς η τοπική θαλάσσια διαδρομή που ξεκινούσε από τη Νικόπολη και περνούσε κατά
μήκος των παράλιων ακτών της Αιτωλοακαρνανίας, φτάνοντας μέχρι τη Ναύπακτο (Σαράντη 2018, 249, υποσημ. 798
με βιβλιογραφία), η χερσαία οδός της Αιτωλοακαρνανίας (Πετρόπουλος 1991, 104-105. Πετρόπουλος 2007, 198-204.
Tsantila 2014, 1229-1239), η επαφή τους με τα δυο μεγάλα κέντρα της περιοχής (Πάτρα και Νικόπολη), αλλά και
οι επιβεβαιωμένες μετακινήσεις ρωμαϊκών στρατευμάτων (Σαράντη 2018, 452). Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούν, όπως
συνέβαινε ήδη από την αρχαϊκή έως και την ελληνιστική περίοδο, τις ακτές και τα λιμάνια της περιοχής για την
επίτευξη οικονομικής ευημερίας και των στρατηγικών-πολιτικών τους επιδιώξεων.

221
Β. ΤΣΑΝΤΗΛΑ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αγγέλη 2000 Α. Αγγέλη, Λάγυνοι από το ελληνιστικό νεκροταφείο της Αμβρακίας, Ε΄
ΕλλΚερ, 311–320.
Αδάμ-Βελένη κ.ά. 2000 Π. Αδάμ-Βελένη – Π. Γεωργάκη – Β. Καλαβρία – Κ. Μπόλη, Κλειστά σύνολα
ελληνιστικών χρόνων από την αγορά της Θεσσαλονίκης, Ε΄ ΕλλΚερ, 275-297.
Αλεξοπούλου 1994 Γ. Αλεξοπούλου, Ναύπακτος, Ανώνυμη δημοτική οδός (Ο.Τ. 187), οικόπεδο
Δημ. Σπυρόπουλου, ΑΔ 49, Χρονικά Β΄1, 244.
Αλλαμανή – Tζαναβάρη 1990 Β. Αλλαμανή – Κ. Tζαναβάρη, Πήλινες πυξίδες από τη Βέροια. Χρονολογικές
ενδείξεις, Β΄ ΕλλΚερ, 151-159.
Ανδρέου 1994 Ι. Ανδρέου, Σύνολα ελληνιστικής κεραμικής από τα νεκροταφεία της αρχαίας
Λευκάδος, Γ΄ ΕλλΚερ, 196-204.
Βασιλάκης – Κουτσουμπελίτη 2011 Ν. Βασιλάκης – Λ. Κουτσουμπελίτη, Ελληνιστική κεραμική από το ΝΔ τμήμα
της Αγοράς της Ήλιδας, Ζ΄ ΕλλΚερ, 729-738.
Γ΄ ΕλλΚερ Γ΄ Επιστημονική Συνάντηση για την Eλληνιστική Kεραμική, Θεσσαλονίκη, 1991,
Αθήνα 1994.
Γερολύμου 2013 Β. Γερολύμου, Αγροικία στα Σιταράλωνα Αιτωλοακαρνανίας: αγροτική και
εργαστηριακή παραγωγή, στο Villae Rusticae, 682-703.
Γκιζά 2014 Β. Γκιζά, Ένας κιβωτιόσχημος τάφος από το νότιο νεκροταφείο της Λευκάδας,
Η΄ ΕλλΚερ, 617-622.
Γραβάνη 2009 Κ. Γραβάνη, Η ελληνιστική κεραμική της Βορειοδυτικής Ελλάδας, ΕλλΚερ
Αιτωλοακαρνανίας, 47-65.
Δ΄ ΕλλΚερ Δ΄ Επιστημονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραμική, Χρονολογικά Προ-
βλήματα, Κλειστά Σύνολα-Εργαστήρια, Μυτιλήνη 1994, Αθήνα 1997.
o Δεκουλάκου 1971 Ιφ. Δεκουλάκου, Αλίκυρνα, ΑΔ 26 (1971), Χρονικά Β΄ 2, 325-326.
Δουγλέρη-Ιντζεσίλογλου 1994 Αργ. Δουγλέρη-Ιντζεσίλογλου, Τα ελληνιστικά λυχνάρια των Φερών, Γ΄
ΕλλΚερ, 363-388.
Δρούγου 1992 Στ. Δρούγου, Ανασκαφή Πέλλας 1957-1964. Οι πήλινοι λύχνοι, Αθήνα.
Ε΄ ΕλλΚερ Ε΄ Επιστημονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραμική, Χανιά 1997, Αθήνα
2000.
Ζ΄ ΕλλΚερ Ζ΄ Επιστημονική Συνάντηση για την Eλληνιστική Kεραμική, Αίγιο 2005, Αθήνα
2011.
Ζαφειροπούλου 2000 Φ.Ν. Ζαφειροπούλου, Τάφοι στο Τριχόνιο της Aιτωλίας, Ε΄ ΕλλΚερ, 323-328.
Zαφειροπούλου – Γεωργιάδου 2010 Φ. Ζαφειροπούλου – Αν. Γεωργιάδου, Λιθοβούνι-Άκραι, Θεσσαλονίκη.
Η΄ ΕλλΚερ Η΄ Επιστημονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραμική, Ιωάννινα 2009,
Αθήνα 2014.
Ηλιόπουλος – Κανελλόπουλος 2011 Δ. Ηλιόπουλος – Δ. Κανελλόπουλος, Ελληνιστικά λυχνάρια από την πόλη της
Ήλιδας, Ζ΄ ΕλλΚερ, 739-746.
Καλτσάς 1983 Ν. Καλτσάς, Από τα ελληνιστικά νεκροταφεία της Πύλου, ΑΔ 38, Α΄ - Μελέ-
l τες, 1-77.
Καμουλάκου 2014 Μ. Καμουλάκου, Ελληνιστική κεραμική από νεκροταφεία της Λειβαθούς
Κεφαλληνίας, Η΄ ΕλλΚερ, 635 (περίληψη αδημοσίευτης ανακοίνωσης τοίχου,
s τα στοιχεία αντλήθηκαν από το πόστερ που αναρτήθηκε κατά τη διάρκεια διε-
ξαγωγής του Συνεδρίου).
Κόλια 2004 Ε.-Ί. Κόλια, Ταφικά σύνολα από τη Ναύπακτο, ΣΤ΄ ΕλλΚερ, 535-546.
Κολώνας 1985 Λ. Κολώνας, Γαβαλού, ΑΔ 40, Χρονικά Β΄, 138.
Κυριακού 1994 Δ. Κυριακού, Ελληνιστική κεραμική από τα νεκροταφεία της Πάτρας, Γ΄
ΕλλΚερ, 185-195.
Λιάμπη 2009 Κ. Λιάμπη, Πολιτική ιστορία της Ηπείρου, της Ακαρνανίας και των νησιών
του Ιονίου πελάγους κατά την ελληνιστική περίοδο, ΕλλΚερ Aιτωλοακαρνα-
νίας, 11-45.
Λιλιμπάκη-Ακαμάτη 1994 Μ. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, Λαξευτοί θαλαμωτοί τάφοι της Πέλλας, Αθήνα.
Μαλακασιώτη 2004 Ζ. Μαλακασιώτη, Ελληνιστικά λυχνάρια της Άλου, ΣΤ΄ ΕλλΚερ, 89-109.
Μαστροκώστας 1961-62 Ε. Μαστροκώστας, Ναύπακτος, ΑΔ 17, Χρονικά Β΄, 183-184.
Μπαζιωτοπούλου-Βαλαβάνη 1994 Έ. Μπαζιωτοπούλου-Βαλαβάνη, Από την ελληνιστική κεραμική της αιτωλι-
κής Καλλιπόλεως, Γ΄ ΕλλΚερ, 46-55.
Νικολάου 2004 Ε. Νικολάου, Οι πήλινοι λύχνοι από το βόρειο νεκροταφείο της αρχαίας Δημη-
τριάδας, ΣΤ΄ ΕλλΚερ, 47-60.
Παπακωνσταντίνου 2000 Μ.-Φ. Παπακωνσταντίνου, Τα ελληνιστικά λυχνάρια του Εχίνου, Ε΄ ΕλλΚερ,
333-344.
Παπακωνσταντίνου κ.ά. 2004 Μ.-Φ. Παπακωνσταντίνου – Αργ. Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου – Z. Μαλακασι-
ώτη – Ελ. Νικολάου, Λύχνοι Φερών, Εχίνου, Άλου, Δημητριάδος: Ανασκό-
πηση, κωδικοποίηση και αξιολόγηση των δεδομένων της μελέτης των τρο-
χήλατων ελληνιστικών λύχνων από τέσσερις πόλεις του νοτιοανατολικού

222
ΟΙ ΠΗΛΙΝΟΙ ΛΥΧΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ

τμήματος της αρχαίας Θεσσαλίας, ΣΤ΄ ΕλλΚερ, 609-618.


Παπαποστόλου 1972 Ι. Παπαποστόλου, Καλυδών, ΑΔ 27, Χρονικά Β΄, 434-436.
Πετρόπουλος 1991 Μ. Πετρόπουλος, Η Αιτωλοακαρνανία κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, στο Α΄
Συνέδριο Αγρινίου, 93-125.
Πετρόπουλος 1999 Μ. Πετρόπουλος, Τα εργαστήρια των ρωμαϊκών λυχναριών της Πάτρας και το
Λυχνομαντείο, Αθήνα.
Πετρόπουλος 2007 Μ. Πετρόπουλος, Νικόπολις-Πάτρα μέσω Αιτωλοακαρνανίας, στο Κ.Λ. Ζάχος
(επιμ.), Νικόπολις Β΄, Πρακτικά 2ου Διεθνούς Συμποσίου για τη Νικόπολη
2002, Πρέβεζα, 198-202.
Πέτσας 1971 Φ. Πέτσας, Αγρίνιο, ΑΔ 26, Χρονικά Β΄2, 321-323.
Πινγιάτογλου 2005 Σ. Πινγιάτογλου, Δίον. Το ιερό της Δήμητρος, Οι λύχνοι, Θεσσαλονίκη.
Σαράντη 2008 Φ. Σαράντη, Αιτωλία. Από τον Εύηνο έως τον Μόρνο, στο Εύβοια και Στερεά
Ελλάδα, 390-397.
Σαράντη 2010 Φ. Σαράντη, Έργο: «Αυτοκινητόδρομος Δυτικής Ελλάδας - Ιόνια Οδός» - Β)
Τμήμα 1ο Αντίρριο – Κεφαλόβρυσο, Περιοχή από Αντίρριο έως Καλυδώνα -
6.Θέση Λουτρό κοντά στη Μακύνεια (Χ.Θ. 4 + 750 έως 760)», ΑΔ 65, Χρο-
νικά Β΄1 β, 1064-1065.
Σαράντη 2011 Φ. Σαράντη, Tαφικά σύνολα ελληνιστικής κεραμικής από τα οικόπεδα Φρά-
γκου-Πανταζή στη Ναύπακτο, Ζ΄ ΕλλΚερ, 159-168.
Σαράντη 2018 Φ. Σαράντη, Ναύπακτος: τοπογραφική εξέλιξη του άστεως και της χώρας από
την προϊστορική εποχή έως την ύστερη αρχαιότητα, αδημ. διδ. διατρ., Ιωάν-
νινα.
Σαράντη – Στάικου 2013 Φ. Σαράντη – Β. Στάικου, Αγροικίες ρωμαϊκών χρόνων στην περιοχή δυτικά
της Ναυπάκτου, στο Villae Rusticae, 718-733.
Σερμπέτη 2001 Ελ. Σερμπέτη, Οινιάδες: Δημόσια οικοδομήματα από την Αρχαία Αγορά,
Αθήνα.
Σερμπέτη κ.ά. 2009 Ελ. Σερμπέτη – Τ. Πανάγου – Αλ. Ευσταθόπουλος, Κεραμική από το νεκροτα-
φείο των Οινιαδών, ΕλλΚερ Αιτωλοακαρνανίας, 259-266.
Σερμπέτη κ.ά. 2014 Ελ. Σερμπέτη – Τ. Πανάγου – Αλ. Ευσταθόπουλος, Ελληνιστική κεραμική
από το νεκροταφείο των Οινιαδών, Η΄ ΕλλΚερ, 125-132.
ΣΤ΄ ΕλλΚερ ΣΤ΄ Επιστημονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραμική, Βόλος 2000,
Αθήνα 2004.
Στάικου – Λεονταρίτη 2013 Β. Στάικου – Κ. Λεονταρίτη, Ρωμαϊκές αγροικίες στην ευρύτερη περιοχή του Αγρινίου
στο Villae Rusticae, 704-717.
Στάικου κ.ά. 2014 Β. Στάικου – Β. Γκιζά – Κ. Λεονταρίτη, Ελληνιστική κεραμική από τη Λευ-
κάδα: Στρώμα κατάχωσης κτιρίου στον πυρήνα του νότιου νεκροταφείου, Η΄
ΕλλΚερ, 623-630.
Σταυροπούλου-Γάτση 2005 Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Επαρχία Βάλτου – Διάνοιξη Ε.Ο. Μαρλέσιου
-Καστριώτισσας, ΑΔ 60, Χρονικά Β΄, 469.
Σταυροπούλου-Γάτση 2007 Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Αναμόρφωση αρδευτικού δικτύου Τ.Ο.Ε.Β. Παμ-
φίας Τριχωνίδας - Πάμφιο, θέση ΄΄Ράχη΄΄, ΑΔ 62, Χρονικά Β΄, 678.
Σταυροπούλου-Γάτση 2008α Μ. Σταυροπούλου-Γάτση 2008, Άγιος Κωνσταντίνος Αγρινίου. - Ε.Ο. Αντιρ-
ρίου - Ιωαννίνων και Αναπαύσεως, ΑΔ 63, Χρονικά Β΄, 648-650.
Σταυροπούλου-Γάτση 2008β Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Αιτωλία. Από τον Εύηνο έως τον Αχελώο και το
Παναιτωλικό. Από τα Βαρδούσια έως τον Μόρνο και Ακαρνανία. Ιστορικό και
αρχαιολογικό περίγραµµα, στο Εύβοια και Στερεά Ελλάδα, 398-407 και 414-
425 αντίστοιχα.
Σταυροπούλου-Γάτση 2009α Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Ελληνιστικά ταφικά σύνολα από το Θύρρειο της
Ακαρνανίας, ΕλλΚερ Αιτωλοακαρνανίας, 231-244.
Σταυροπούλου-Γάτση 2009β Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Παπαδάτες. Οικόπεδο Γ. Δασκαλάκη - Κ. Βιδάλα,
ΑΔ 54, Χρονικά Β΄1, 270.
Σταυροπούλου-Γάτση 2010α Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Έργο: «Αυτοκινητόδρομος Δυτικής Ελλάδας -
Ιόνια Οδός - Α) Τμήμα 1Ο Αντίρριο – Κεφαλόβρυσο, περιοχές από αρχαία
Καλυδώνα έως αρχαία Πλευρώνα - 7. Θέση ΄΄Χονδρέικα΄΄ (Χ.Θ. 23+550 –
Χ.Θ. 23+750) Είσοδος Σήραγγας Καλυδώνας Ιόνιας Οδού», ΑΔ 65 (2010),
Χρονικά Β΄1 β, 1059-1062.
Σταυροπούλου-Γάτση 2010β Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, «Αναμόρφωση αρδευτικού δικτύου Τ.Ο.Ε.Β. Παμ-
φίας Τριχωνίδας - 2. Τομέας Κ17, Σιταράλωνα», ΑΔ 65 (2010), Χρονικά Β΄1
β, 1052.
Σταυροπούλου-Γάτση 2011 Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Σύνολα ελληνιστικής κεραμικής από το νεκροτα-
φείο του αρχαίου Τριχονείου Αιτωλίας, Ζ΄ ΕλλΚερ, 147-158.
Σταυροπούλου-Γάτση  Μ. Σταυροπούλου-Γάτση – Φ. Σαράντη, Ελληνιστική κεραμική από το οικό-
– Σαράντη 2009 πεδο Β. Κούκουνα στη Ναύπακτο, ΕλλΚερ Ηπείρου, Αιτωλοακαρνανίας,
Ιονίων νησιών, 267-278.

223
Β. ΤΣΑΝΤΗΛΑ

Σταυροπούλου-Γάτση Μ. Σταυροπούλου-Γάτση – Φ. Σαράντη, Εγκαταστάσεις στην ύπαιθρο της


– Σαράντη 2013 Αιτωλοακαρνανίας κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, στο Villae Rusticae, 656-681.
Σταυροπούλου-Γάτση Μ. Σταυροπούλου-Γάτση – Γ. Σταμάτης, Ελληνιστική κεραμική από κλειστά
– Σταμάτης 2014 ταφικά σύνολα πόλεων της παράκτιας και κεντρικής Αιτωλίας, Η΄ ΕλλΚερ,
610 (περίληψη αδημοσίευτης ανακοίνωσης τοίχου, τα στοιχεία αντλήθηκαν
από το πόστερ που αναρτήθηκε κατά τη διάρκεια διεξαγωγής του Συνεδρίου).
Σταυροπούλου-Γάτση Μ. Σταυροπούλου-Γάτση – Β. Τσαντήλα, Ταφικά σύνολα από τον Στράτο της
– Τσαντήλα 2009 Ακαρνανίας, ΕλλΚερ Αιτωλοακαρνανίας, 245-258.
Τσαντήλα 2011α Β. Τσαντήλα, Ταφικά σύνολα από τα ελληνιστικά νεκροταφεία της αρχαίας
Αρσινόης (σημερινό Αγγελόκαστρο) Αιτωλίας, Ζ΄ ΕλλΚερ, 169-186.
Τσαντήλα 2011β Β. Τσαντήλα, Η Ελληνιστική ανάγλυφη κεραμική από τους νεώσοικους των
ακαρνανικών Οινιαδών. Συμβολή στη μελέτη της ελληνιστικής κεραμικής
της Δυτικής Ελλάδας, αδημ. διδ. διατρ., Ιωάννινα (Ιδρυματικό Αποθετή-
ριο «Ολυμπιάς» Πανεπιστημίου Ιωαννίνων: http://olympias.lib.uoi.gr/jspui/
handle/123456789/5434).
Φάκλαρη 2014 Υπ. Φάκλαρη, Ελληνιστική κεραμική από τάφους του αρχαίου νεκροταφείου
της Λευκάδας, Η΄ ΕλλΚερ, 611-615.
Χαραμή – Βλαχογιάννη 2004 Α. Χαραμή – Έ. Βλαχογιάννη, Ελληνιστική κεραμική από το νεκροταφείο της
Ακραιφίας στη Βοιωτία, ΣΤ΄ ΕλλΚερ, 473-486.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αgora ΙV R.H. Howland, Greek Lamps and their survivals, The Athenian Agora IV,
Princeton, New Jersey.
Αgora V H. Robinson, Pottery of the Roman period, The Athenian Agora V, Princeton.
Αgora VΙΙ J. Perlzweig, Lamps of the Roman Period, First to Seventh Century after
Christ, The Athenian Agora VII, Princeton.
Bailey 1980 D. M. Bailey, A Catalogue of the Lamps in the British Museum, Vol. 2. Roman
Lamps made in Italy, London .
Bailey 1988 D. M. Bailey, A Catalogue of the Lamps in the British Museum, Vol. 3. Roman
Provincial Lamps, London.
Bailey 1991 D. Bailey, Aegina, Aphaia-Tempel. XIV. The Lamps, AA 1991, 32-68.
Blondé 1983 F. Blondé, Greek Lamps from Thorikos, Miscellanea Graeca 1, Gent.
Βollen 2011 Ε. Bollen, Pottery, lamps and miniatures from the Central Acropolis, στο Kaly-
don in Aitolia I, 455-518.
Bollen 2016 E. Bollen, Τhe Pottery in AREA III, στο S. Dietz – L. Kolonas (επιμ.), Chalkis
Aitolias III, The Emporion. Fortification systems at Aghia Triada and the Late
Classical and Hellenistic habitation in AREA III. The fortifications at Pangali,
Μonographs of the Danish Institute at Athens, vol. 7.3, Denmark, 108-233.
Βollen – Eiring 2011 α Ε. Bollen – J. Eiring, Lamps of Kalydon, στο Kalydon in Aitolia I, 350-353.
Βollen – Eiring 2011 β Ε. Bollen – J. Eiring, Pottery, lamps and thymiateria from the Lower Town,
στο Kalydon in Aitolia I, 399-453.
Βovon 1966 Α. Βovon, Lampes d’ Argos, Études péloponnésiennes V, Paris.
Bruneau 1970 Ph. Bruneau, Tombes d’Argos, BCH 94, 437-531.
Bussière – Lindros Wohl 2017 J. Bussière – B. Lindros Wohl, Ancient Lamps in the J. Paul Getty Museum,
The Paul Getty Museum, Los Angeles.
Corinth IV.II O. Broneer, Terracotta Lamps, Corinth IV.ΙΙ, Cambridge, Massachusetts.
Corinth XVIII.II K.W. Slane, The Sanctuary of Demeter and Kore: The Roman Pottery and
Lamps, Corinth XVIII.II, Princeton, New Jersey.
Delos XXVI Ph. Bruneau, Les lampes, Délos ΧΧVΙ, Paris.
Dyggve κ.ά. 1934  E. Dyggve – F. Poulsen – K. Rhomaios, Das Heroon von Kalydon, Kopenha-
gen.
Eiring 2004 J. Eiring, Death in Aetolia. The Hellenistic Graves at Aetolian Chalkis, στο J.
Eiring – J. Mejer (επιμ.), PDΙA IV, Aarhus, 93-132.
Georgiadou 2005 A. Georgiadou, Totenkult und elische Grabkeramik spatklassischer und hel-
lenistscher Zeit, Thessaloniki.
Isthmia III O. Broneer, The Terracotta Lamps, Isthmia III, Princeton, New Jersey 1977.
Karivieri 1996 A. Karivieri, The Athenian Lamp Industry in Late Antiquity, Helsinki.
Kerameikos ΧΙ I. Scheibler, Die Griechischen Lampen, Kerameikos ΧΙ, Berlin 1976.
Kerameikos ΧVI B.Böttger, Die Kaiserzeitlichen Lampen von Kerameikos, Kerameikos XVI,
München 2002.
Lang κ.ά. 2007 F. Lang – E. L. Schwandner – P. Funke – L. Kolonas – S. Jahns – A. Vött,
Interdisziplinäre Landschaftsforschungen im westgriechischen Akarnanien.
Berichte zu den Surveykampagnen 2000-2002 sowie zu den paläobotanischen
und paläogeographischen Forschungen auf der Plaghiá-Halbinsel, ΑΑ 2007,

224
ΟΙ ΠΗΛΙΝΟΙ ΛΥΧΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ

95-213.
Menzel 1954 H. Menzel, Antike Lampen im Römisch-Germanischen Zentralmuseum zu
Mainz, Mainz.
Moschos 2000 I. Moschos, Τhe cemetery of Ancient Chalkis (Aitolia). Recent Rescue Exca-
vation, στο S. Isager – I. Nielsen (επιμ.), PDΙA III, Athens, 291-301.
Pandelidis 2009 G. Pandelidis, Romische Lampen aus Stratos in Akarnanien, Magisterarbeit,
Institut fur Kunst- und Kulturwissenschaften, Philosophischen Fakultat III,
Humboldt-Universitat zu Berlin.
Rogl 1996 Ch. Rogl, Öllampen aus der Stadt Elis, ÖJh 65, 161-178.
Schauer 1994 Ch. Schauer, Εin späthellenistisches Fundkomplex aus Olympia, Γ΄ ΕλλΚερ,
174-184.
Schauer 1997 Ch. Schauer, Ein hellenistischer Brunnen in Olympia, Δ΄ ΕλλΚερ, 24-31.
Schauer 2014 Ch. Schauer, Ein Votivdepot in Lousoi (Nordarkadien), Η΄ ΕλλΚερ, 669-676.
Tsantila 2014 V. Tsantila, Greek and Roman Baths in Aitoloakarnania. The relation of the
Roman baths to the main road (via publica Romana) and the commercial sea
routes, στο Ι.Κ. Κalavrouziotis – A.N. Angelakis (επιμ.), Regional Sympo-
sium on Water, Wastewater and Environment: Traditions and Culture, ΙWA –
International Water Association & Hellenic Open University, Patras, Greece,
22-24 March, 1229-1239.

225
Β. ΤΣΑΝΤΗΛΑ

226
Χάρτης 1: Απόσπασμα χάρτη με σημειωμένες τις θέσεις της Αιτωλοακαρνανίας από τις οποίες προέρχονται δημοσιευμένοι λύχνοι.
ΟΙ ΠΗΛΙΝΟΙ ΛΥΧΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ

Γράφημα 2: Ποσοστά εμφάνισης των λύχνων (κατά τύπο) στους Οινιάδες.

Γράφημα 3: Ποσοστά εμφάνισης των λύχνων (κατά σχήμα και τύπο) στους Οινιάδες.

227
Β. ΤΣΑΝΤΗΛΑ

Πίνακας 4: Τυπολογία των λύχνων της ελληνιστικής περιόδου από τους Οινιάδες και την υπόλοιπη Αιτωλοακαρνανία.

228
ΟΙ ΠΗΛΙΝΟΙ ΛΥΧΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ

Πίνακας 4 (συνέχεια απο τη σελ. 228) : Τυπολογία των λύχνων της ελληνιστικής περιόδου από τους Οινιάδες και την
υπόλοιπη Αιτωλοακαρνανία.

229
Β. ΤΣΑΝΤΗΛΑ

Πίνακας 5: Αντιπροσωπευτικά δείγματα λύχνων ρωμαϊκής περιόδου από τους νεώσοικους των Οινιάδων.

230
ΟΙ ΠΗΛΙΝΟΙ ΛΥΧΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ

Πίνακας 6: Ρωμαϊκοί λύχνοι από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θυρρείου.

231
232
ΣΩΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ.
ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
ΚΑΙ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Κατερίνα Λεονταρίτη

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Τις δύο τελευταίες δεκαετίες η συστηματική εποπτεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στάθηκε
αφορμή να πραγματοποιηθούν αρκετές σωστικές ανασκαφές στην σύγχρονη πόλη του Αγρινίου,
φέρνοντας στο φως νέα στοιχεία για την κατοίκησή της από την προϊστορική εποχή μέχρι και την
ύστερη αρχαιότητα. Στην πλειονότητά τους αφορούν σε οικιστικά και ταφικά κατάλοιπα των υστε-
ροκλασικών-ελληνιστικών χρόνων και των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, που έχουν εντοπιστεί
σποραδικά στο κέντρο της πόλης αλλά και την ευρύτερη περιοχή της. Αν και ιδιαίτερα αποσπασμα-
τικά και κακής διατήρησης, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς προσφέρουν νέα δεδομένα
για την τοπογραφία της περιοχής και τις χρήσεις του χώρου κατά την αρχαιότητα.

ΑΒSTRACT

RESCUE EXCAVATIONS IN THE AGRINION AREA.


ARCHAEOLOGICAL EVIDENCE ON RESIDENTIAL ACTIVITIES
AND THE USE OF SPACE IN ANTIQUITY

Katerina Leontariti

Over the last two decades a number of rescue excavations have been conducted by the Archaeological
Service in the modern city of Agrinion, bringing to light new data dating from prehistoric times
until late antiquity. In most cases they consist of residential remains dated to the late Classic –
Hellenistic periods and the first centuries A.D, found in the center of the city as well as in its greater
area. Although the uncovered remains were scattered and poorly preserved, they contribute to our
knowledge on the topography of the area and the residential activities in antiquity.

233
234
Η ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ
ΣΤΗ ΣΤΡΑΤΟ ΚΑΙ ΤΗ ΣΤΡΑΤΙΚΗ

Κλεάνθης Σιδηρόπουλος Γεωργία Αλεξοπούλου

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η ιστορία της κατοίκησης στη θέση της αρχαίας Στράτου αποτελεί μία από τις πληρέστερες επιτομές
της συνολικής πορείας στο χρόνο των οικισμών της Αιτωλοακαρνανίας. Συγκροτημένη ως πόλη ήδη
από τον 6ο αι. π.Χ. γίνεται η έδρα του Κοινού των Ακαρνάνων από τη σύστασή του τον 5ο αι. έως το
272 π.Χ. για να περάσει στα χέρια των αντιπάλων Αιτωλών μερικές δεκαετίες μετά. Συμπεριλαμβά-
νεται στους οικισμούς που έπεσαν θύματα του συνοικισμού της Νικόπολης μετά το Άκτιο (31 π.Χ.)
και απογυμνωμένη δημογραφικά βιώνει μια παρατεταμένη παρακμή. Άσημη ως τη μεσοβυζαντινή
περίοδο, αναγεννάται τον 9ο αι., ίσως με το όνομα Αχελώος αρχικά, αργότερα βεβαιωμένα ως ρεμέ-
νικο χωριό Gerovilia (1436) ή Σο(υ)ροβίγλι (1804) έως την κοντινή μας δεκαετία του 1960, οπότε
και διαλύθηκε για χάρη των μνημείων του παρελθόντος της.
Στο σώμα των πληροφοριών που έχει συγκροτήσει η ως τώρα έρευνα γύρω από τον χώρο και
τους ανθρώπους του διαχρονικά, με βάση τα αρχαιολογικά και φιλολογικά τεκμήρια, η παρουσία της
Νομισματικής ήταν περιορισμένη. Οι εκδόσεις του νομισματοκοπείου της Στράτου (5ος – 4ος αι. π.
Χ.), εξ ονόματος του Κοινού ή αυτόνομες ή ακόμα με τους δόκιμους κορινθιακούς τύπος, γνωστές
από μουσειακά παραδείγματα περιμένουν υπομονετικά μια αναλυτική μελέτη.
Η εισήγηση στοχεύει σε μια επιγραμματική παρουσίασής τους, ώστε να κατανοηθεί κατόπιν η
αναλυτικότερη περιγραφή της νομισματικής κυκλοφορίας στην πόλη και ευρύτερα στη Στρατική,
όπως αυτή στοιχειοθετείται μέσα από αρκετές εκατοντάδες μελετημένων νομισματικών ευρημά-
των. Κοπές από κάθε πιθανή ή ασυνήθιστη μεταλλική σύνθεση (χρυσός, άργυρος, χαλκός, κρά-
ματα-νόμιμα ή κίβδηλα) διατρέχουν άλλοτε γοργά με μικρά ποσοστά, άλλοτε σημειωτόν με πυκνή
αντιπροσώπευση όλες τις επιμέρους περιόδους της οικονομικής ζωής του τόπου, είτε αποτελούν
προϊόντα επίπονης ανασκαφικής έρευνας (École Française d’Athènes, Αρχαιολογική Εταιρεία, ΣΤ΄
ΕΠΚΑ, Deutsches Archäeologisches Institut), γενναιόδωρων παραδόσεων ή και νομίμων κατασχέ-
σεων.
Κατά κύριο λόγο μεμονωμένα ευρήματα και λιγότερο θησαυρικά σύνολα καθρεπτίζουν το πλέγμα
των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων στους ταραγμένους ελληνιστικούς χρόνους των αντιπαρα-
θέσεων και συμπράξεων με τους ισχυρούς της εποχής (Αθήνα, Μακεδόνες, Αιτωλοί, Αχαιοί, Ρώμη),
καθώς νομίσματα από όλο τον ελλαδικό κορμό σε διαφοροποιημένες ποσοστώσεις συμπεριλαμβά-
νονται στο υπάρχον υλικό. Φτωχοί οι αριθμοί της ρωμαιοκρατίας και της πρώιμης βυζαντινής περιό-
δου ως τον 6o αι. μ.Χ., με το γνώριμο νομισματικό κενό των Σκοτεινών Χρόνων (7ος – 9ος αι. μ.Χ.),
ανθίζουν στο κατοπινό διάστημα με βυζαντινά, φράγκικα και βενετικά παραδείγματα έως και τον
15ο αι. της τουρκικής κατάκτησης. Στον περιορισμένο αριθμό των οθωμανικών κοπών αντιπαρατί-
θενται υψηλά ποσοστά εκείνων από τα χρόνια της Ανεξαρτησίας -19ου αι. και εξής.
Από τον κορινθιακό στατήρα των αρχών του 5ου αι. π. Χ. στο ασσάριο της ρωμαϊκής Δημοκρα-
τίας και στα τεταρτηρά των Κομνηνών ως του τούρκικους αχτσέδες και τις νεοελληνικές κοπές, η
ζωή του οικισμού, στον ίδιο χώρο, στο αέναο του χρόνου φαίνεται να κυλάει στους ακανόνιστους
κύκλους των νομισμάτων και της Ιστορίας.

235
ΑBSTRACT

THE NUMISMATIC CIRCULATION AT STRATOS AND STRATIKI

K. Sidiropoulos G. Alexopoulou

The history of inhabitation in the location of ancient Stratos forms one of the most concise groups of
the settlements of Akarnania and Aetolia during the course of time. Organized as a city already from
the 6th century BC, Stratos becomes the capital of the Akarnanian Confederation (Koinon), already
from its formation in the 5th century BC until 272 BC. A few decades later, it will fall into the hands
of its Aetolian adversaries. It is included in the settlements which fell victims of the synoecism of
Nikopolis after the naval-battle of Actium (31 BC). As a result, it is reduced in terms of population
and enters a long term period of decrease. Away from the centre of historical events up to the Middle-
Byzantine period, it is reborn in the 9th century AD, perhaps initially with the name Acheloos and
later on based certified data as the remenico village Gerovilia (1436) or So(u)rovigli (1804) until the
1960’s, where it was finally destroyed.
The compiled via research archeological and literary evidence throughout the years concerning
the area and its inhabitants, reveals that the presence of numismatic was limited.
The numismatic emissions of Stratos (5th - 4th century BC), either in the name of the Akarnanian
Koinon or autonomous, or even with the standard Corinthian types, are already known from museum
specimen, and patiently await a further analytical study.
Our present study aims to their general presentation, in order to make a more analytical description
of the numismatic circulation within the city itself and in the wider Stratiki, as this is articulated
through the several hundreds studied numismatic finds, clearer. Coins from every possible or non
ordinary metal composition (gold, silver, bronze, mixes-authentic or illegal) are present - in smaller
or larger quantities at times - displaying a more dense representation, through all the periods of the
financial life of the area, whether they are products of intensive excavation research (École Française
d’Athènes, Archaeological Society, 6th Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities, Deutches
Archäologisches Institut), voluntarily delivered or even products of legal confiscation.
Majorly isolated finds and less hoard coins reflect the frame of the political and economical
relations throughout the turmoil of the Hellenistic period, which was marked by the confrontations
and co-operations between the powerful of the time (Athens, Macedonians, Aetolians, Achaeans,
Rome). Coins from all over the Greek world in various quantities are incorporated in the presented
material.
The number of coins from the Roman and the Early Byzantine period until the 6th century AD
is small, followed by the common numismatic gap of the Dark Ages (7th - 9th century AD). The
numbers rise in the following period with Byzantine, Frankish and Venetian specimens, up to the
Turkish Occupation in the 15th century. Furthermore, large in percentages amounts of coins from the
period of Greek Independence -19th century and on - prevail over the limited number of Ottoman
emissions.
From the Corinthian Stater of the beginning of the 5th century BC to the assarium of the Roman
Democracy and to the Tetartira of the Comnenians, until the Turkish achtses and up to the Neohellenic
emissions, the life of the settlement in the same area seems to flow in time through the non canonical
circles of coins, and of history itself.

236
ΝΕΩΤΕΡΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΤΩΛΙΑ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ
ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΤΗ 2004-2010

Μαρία Σταυροπούλου-Γάτση

Με την έναρξη της λειτουργίας της το 2004 η νεοσύστατη ΛΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλα-
σικών Αρχαιοτήτων με έδρα το Μεσολόγγι και αρμοδιότητα στους Νομούς Αιτωλοακαρνανίας και
Λευκάδας όφειλε να επιτελέσει ένα πολύπλευρο και δύσκολο έργο σε πολλούς τομείς της δραστη-
ριότητάς της1. Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε, όπως είναι φυσικό, το ανασκαφικό έργο, καθώς αυτό μάλι-
στα συνδεόταν με την εκτέλεση επειγόντων δημοσίων, αλλά και ιδιωτικών έργων. Το πλήθος των
νέων ευρημάτων που ήλθαν στο φως κατά το διάστημα της θητείας της γράφουσας 2004-2010 ως
πρώτης Προϊσταμένης της Υπηρεσίας, καλύπτουν όλη σχεδόν τη γεωγραφική έκταση της περιοχής
αρμοδιότητάς της (Αιτωλοακαρνανία και Λευκάδα), αλλά και ένα ευρύτατο χρονολογικό φάσμα από
τη Νεολιθική εποχή έως την Ύστερη Αρχαιότητα, είχαν δε σαν αποτέλεσμα την πλήρη αλλαγή του
αρχαιολογικού χάρτη2.
Στην παρούσα ανακοίνωση θα αναφερθούμε πολύ συνοπτικά και προκαταρκτικά στις πιο σημα-
ντικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στην Αιτωλία, καθώς κάθε μία από αυτές συμβάλλει με
διαφορετικό τρόπο στην καλύτερη γνώση της περιοχής προάγοντας συνολικά την έρευνά της. Ανα-
γνωρίζοντας απόλυτα το ιδιαίτερα σημαντικό έργο που έχει επιτελεστεί, τόσο από τους προκατόχους
μας (πριν το 2004) σε ολόκληρη την Αιτωλοακαρνανία και τη Λευκάδα, όσο και από ελληνικά και
ξένα πνευματικά ιδρύματα (το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις συνεχίζεται), συμπεριλαμβανομένων
και έργων προστασίας - ανάδειξης πολλών μνημείων3, ωστόσο οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι
με την έναρξη της νέας αυτοτελούς Υπηρεσίας εντατικοποιήθηκαν οι έρευνες διεξαγόμενες εκ του
σύνεγγυς και με αυτοτελή χρηματοδότηση. Ευτυχής συγκυρία υπήρξε η εκτέλεση μεγάλων δημο-
σίων έργων, Ιόνια και Παραϊόνια οδός, Αρδευτικά, τα οποία αποτέλεσαν την αφορμή για την απο-
κάλυψη του πλήθους των νέων αρχαιοτήτων, η ανασκαφή των οποίων συνεχίστηκε και μετά την
αποχώρησή μας στο τέλος του 20104. Τα ευρήματα παρουσιάζονται χρονολογικά, κατά εποχές της
αρχαιότητας.

Α. Μεσοελλαδική (1900 - 1600 π.Χ.) και Μυκηναϊκή - Υπομυκηναϊκή εποχή (1600 - 1050 π.Χ.).
Στη Μεσοελλαδική εποχή ανήκουν τέσσερεις νέοι οικισμοί, οι οποίοι ήρθαν στο φως: α) στον
μυχό του Αιτωλικού κόλπου κοντά στο Κεφαλόβρυσο (Παραλία Σταμνάς), β) κοντά στο ρέμα της
Ερμίτσας παρά τη λίμνη Λυσιμαχεία στην περιοχή του Άη Γιάννη Ριγανά Αγρινίου, γ) στο ΝΑ. άκρο
της λίμνης Τριχωνίδας κοντά στον Μαραθιά και δ) στη Γαβρολίμνη κοντά στα νότια παράλια της
Αιτωλίας. Όλοι βρίσκονται σε εύφορες περιοχές, κατάλληλες για τη δημιουργία εγκατάστασης και
συγχρόνως σε καίριες θέσεις που αποτελούν και περάσματα - δρόμους επικοικωνίας. Τα ευρήματά
τους επιβεβαίωσαν ότι η Μεσοελλαδική και ειδικότερα το τέλος της υπήρξε εποχή ακμής για την
Αιτωλία γενικότερα, και όχι μόνον για τον Θέρμο, ο οποίος είναι γνωστός για τον μόνιμο οικισμό

1 Από τη θέση αυτή θα ήθελα να εκφράσω για μία ακόμη φορά τις ευχαριστίες μου και την ευγνωμοσύνη μου σε όλο το
προσωπικό της Εφορείας, μόνιμο και ωρομίσθιο, το οποίο κυριολεκτικά υπερέβαλε εαυτόν ειδικότερα στα πρώτα χρόνια
λειτουργίας της Υπηρεσίας, προσφέροντας τα μέγιστα από τη θέση του ο καθένας και η κάθε μία.
2 Το έργο της νεοσύστατης ΛΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α. αποτυπώνεται συνολικά στις κατ’ έτος εκθέσεις των πεπραγμένων μας στους
τόμους των Χρονικών του Αρχαιολογικού Δελτίου από το έτος 2004 έως και το έτος 2010. Ακόμη βλ. Σταυροπούλου-
Γάτση 2007, 271-284. Σταυροπούλου-Γάτση 2012α, 749-761. Σταυροπούλου-Γάτση 2012β, 63-65.
3 Κολώνας – Σταμάτης 2016.
4 Βικάτου 2016, 633-640.

237
Μ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΓΑΤΣΗ

του. Στην περίπτωση του Θέρμου μάλιστα ο οικισμός διατηρείται και κατά την ΥΕ (Μυκηναϊκή)
περίοδο με έντονη την επίδραση της μεσοελλαδικής παράδοσης5, όπως και εκείνος του Μαραθιά
(βλ. πιο κάτω).
Ο νέος οικισμός κοντά στην Παραλία Σταμνάς, που ήλθε στο φως στο πλαίσιο κατασκευής της
Παραϊόνιας Οδού, αποκάλυψε δύο ευμεγέθη αψιδωτά κτήρια (κτήρια 1 και 2) καλοδιατηρημένα,
κτισμένα από μικρές ποταμίσιες πέτρες (σχ. 1). Η κάτοψη του κτηρίου 1, εσωτ. διαστ. 11 x 5 μ. πε-
ρίπου, διαγράφεται καλύτερα, καθώς σώζεται τόσο ο τοίχος της στενής ευθύγραμμης πλευράς του,
όσο και εγκάρσιος στο εσωτερικό του. Περιείχαν άφθονη κεραμική, ειδικότερα το κτήριο 2 (εικ. 1),
που συγκρίνεται με κεραμική άλλων περιοχών της κεντρικής Ελλάδας και της Μακεδονίας. Ανάμεσα
στα ευρήματα αρκετά είναι αποθηκευτικά πιθάρια, από τα οποία ξεχωρίζει πιθάρι με ύψος περ. 1.10
μ., που φέρει πλατύ χείλος και σχοινοειδή διακόσμηση στον ώμο. Πολλά ήταν χειροποίητα ντόπιας
παραγωγής, αγγεία οικιακής χρήσης από σκούρο γκρίζο ή φαιό πηλό, αλλά και από καστανέρυθρο με
περισσότερο ή λιγότερο λειασμένη ή στιλπνή επιφάνεια (εικ. 2). Ξεχωρίζει ένα κλειστού σχήματος
αγγείο, αμφορέας, από ανοιχτόχρωμο πηλό με πολύ πεπιεσμένο σώμα, δύο οριζόντιες λαβές και ψηλό
πόδι, φέρει δε χαρακτηριστική αμαυρόχρωμη διακόσμηση από τεθλασμένες γραμμές και τρίγωνα.
Σε εξίσου εύφορη, προνομιούχα θέση με αυτήν του προαναφερθέντος, βρέθηκε και ο οικισμός,
παραλίμνιος, στο ΝΑ άκρο της λίμνης Τριχωνίδας στη θέση «Κεραμίδι» Παμφίου - Μαραθιά,
λίγα μόλις χιλιόμετρα νότια του Θέρμου, όπου βρίσκεται το Ιερό του Απόλλωνος και ο προϊστορικός
οικισμός της Μεσοελλαδικής και πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής. Η περιοχή του Παμφίου - Μαραθιά
o ήταν ήδη γνωστή για τα ελληνιστικά της ευρήματα, στα οποία πρόσφατα προστέθηκαν και άλλα
(ελληνιστικό ταφικό συγκρότημα και ρωμαϊκός ταφικός θάλαμος)6. Ο νέος άγνωστος οικισμός που
ανήκει στην Μεσοελλαδική και Υστεροελλαδική εποχή, αναπτύσσεται κοντά στους πρόποδες του
όρους Αγριλιά και ειδικότερα στη ρίζα βραχώδους πρανούς και ήταν διατεταγμένος σε περισσότερα
διαφορετικά επίπεδα. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που προς το παρόν αποκαλύφθηκαν, είναι λίγα
και αποσπασματικά και ανήκουν σε περισσότερα του ενός κτήρια (εικ. 3), κτισμένα από πλακοει-
δείς λίθους, ενώ ένα από αυτά είναι αψιδωτό, συγκρινόμενο με τα κτήρια του οικισμού του Θέρμου,
στον οποίο κυριότερο είναι το μέγαρο Α, που ξεχωρίζει για το μέγεθός του κτισμένο ήδη στο τέλος
της μεσοελλαδικής εποχής. Η κεραμική που συγκεντρώθηκε, όστρακα, είναι άφθονη και μπορεί να
παραλληλιστεί με εκείνη του Θέρμου, αν και δεν έχει ακόμη μελετηθεί στο σύνολό της. Ανάμεσα στα
χαρακτηριστικά δείγματά της είναι οι γωνιώδεις ή διχαλωτές λαβές, που ανήκουν σε αγγεία ντόπιας
χειροποίητης παραγωγής Mεσοελλαδικής και Yστεροελλαδικής εποχής, ανάλογα με εκείνα του Θέρ-
l μου ή της Χαλκίδας (σημερινή Κάτω Βασιλική), όστρακα που ανήκουν σε χονδροειδή καστανόφαια
αγγεία, ή σε πιο λεπτά μυκηναϊκά χωρίς όμως διακόσμηση, πορτοκαλόχρωμου ή κίτρινου πηλού (εικ.
s 4). Η χαρακτηριστική για τον Θέρμο ντόπια αμαυρόχρωμη κεραμική μεσοελλαδικής παράδοσης (η
οποία συνυπάρχει με τη μυκηναϊκή κεραμική έως την ΥΕ ΙΙ εποχή)7 φαίνεται ότι εμφανίζεται και
στην περίπτωση του οικισμού του Παμφίου - Μαραθιά, π.χ. βάση από κύλικα και άλλα όστρακα.
Δεν λείπουν, αν και ελάχιστα, τα όστρακα που ανήκουν στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (ΠΕΣ),
και τα οποία στον Θέρμο σχετίζονται με το Μέγαρο Β, που κτίζεται αμέσως μετά το τέλος της ΥΕ
ΙΙΙΓ περιόδου και σηματοδοτεί τη νέα εποχή, που επιφέρει μεγάλες αλλαγές (11ος αι. π.Χ.) και ειδικά
στον Θέρμο συνδέεται με τον ΒΔ. πολιτισμικό χώρο (Δυτική Μακεδονία, Ήπειρο)8. Τα ελάχιστα αυτά
δείγματα της ΠΕΣ από το Πάμφιο θα πρέπει να συσχετιστούν με περισσότερα για την ασφαλέστερη
χρονολόγησή τους. Σε κάθε περίπτωση πάντως σημασία έχει η νέα θέση του προϊστορικού οικισμού
ΜΕ και ΥΕ εποχής που εντοπίστηκε εδώ, και προφανώς δεν είναι η μόνη εκτός Θέρμου ευρισκόμενη
στην άμεση περιοχή του, αφού μαρτυρείται από τον Κ. Α. Ρωμαίο η ύπαρξη ενός ακόμη οικισμού,
παλαιά πληροφορία την οποία εκ νέου αναφέρει ο Ι. Α. Παπαποστόλου, θεωρώντας ότι ο οικισμός

5 Παπαποστόλου 2014, 90.


6 Γάτση 2010, 1050-1052.
7 Παπαποστόλου 2008, 151.
8 Παπαποστόλου 2008, 58, εικ. 28. Παπαποστόλου 2014, 92, 102.

238
ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ 2004-2010

αυτός βρισκόταν στη θέση «Παναγούλα», όπου σήμερα έχουν διασωθεί ελάχιστα κατάλοιπα9.
Τα λίγα επίσης κατάλοιπα του οικισμού της ίδιας εποχής κοντά στον Άη Γιάννη Ριγανά10 συ-
μπληρώνουν την εικόνα μας για τις παραλίμνιες περιοχές της Τριχωνίδας και της Λυσιμαχείας, ενώ ο
ακμαίος οικισμός στη Γαβρολίμνη στα νότια παράλια της Αιτωλίας έχει μελετηθεί και παρουσιαστεί
αλλού από τη συνάδελφο Φωτεινή Σαράντη, μαζί με άλλα ευρήματα της ίδιας εποχής από τη Ναυ-
πακτία11.
Αμιγώς Mυκηναϊκής εποχής είναι ο νέος οικισμός που αποκαλύφθηκε μεταξύ της Σταμνάς και
του Αγγελοκάστρου σε απόσταση μόλις 1-2 χλμ. από την αριστερή όχθη του Αχελώου ποταμού
στο πλαίσιο κατασκευής της Ιόνιας Οδού. Εκτείνεται σε πλάτωμα στην κορυφή χαμηλού λόφου που
δεσπόζει πεδιάδας. Δυστυχώς οι συνεχείς επιφανειακές καλλιέργειες είχαν αφανίσει τα περισσότερα
αρχιτεκτονικά στοιχεία του, τα οποία περιορίζονταν σε υπόλοιπα τοιχαρίων και θεμελίων κτηρίων
(σχ. 2), χωρίς ωστόσο να συνθέτουν ολοκληρωμένους χώρους, πολύ δε περισσότερο κατόψεις κτηρί-
ων, ώστε να πληροφορηθούμε για την οικιστική οργάνωσή του. Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο
είναι η διαπίστωση παραγωγικής δραστηριότητας, καθώς είχαν διασωθεί λείψανα δύο κλιβάνων και
άφθονη κεραμική διάσπαρτη σε όλη την έκταση του λόφου. Μεγάλες ποσότητες άβαφης χρηστικής,
αλλά και γραπτής κεραμικής χαρακτηριστικής της ΥΕ ΙΙΙΑ-Β περιόδου έχουν ήδη αναγνωριστεί (εικ.
5). Η διάρκεια ζωής και ο χαρακτήρας του οικισμού (π.χ. επαφές με άλλες περιοχές) θα προκύψουν
από τη συστηματικότερη μελέτη του υλικού.
Ο οικισμός του Αγγελοκάστρου εντάσσεται σε μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή γύρω από τον
μυχό του Αιτωλικού κόλπου και κοντά στον Αχελώο ποταμό, στην οποία παρατηρούνται συγκεντρω-
μένα τα περισσότερα μυκηναϊκά κατάλοιπα της Αιτωλοακαρνανίας12. Τουλάχιστον οι έξι από τους
έντεκα γνωστούς θολωτούς τάφους και ο ένας από τους δύο θαλαμοειδείς, βρίσκονται στην εύφορη
πεδινή έκταση γύρω από τον λόφο του Αγ. Ηλία, όπου τοποθετείται η ακρόπολη της αρχαίας πόλης
Ιθωρίας. Επιπλέον, διαθέτουμε ενδείξεις για δύο οικισμούς στη θέση «Παλαιοσταμνά» του σημερινού
οικισμού Σταμνάς και στην ακρόπολη του Αγ. Ηλία αντίστοιχα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός επίσης,
ότι ο οικισμός του Αγγελοκάστρου βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τη θέση «Μίλα» Παλαιομάνινας
στη δεξιά όχθη του Αχελώου ποταμού, όπου το 1967 ο Ευθ. Μαστροκώστας ανέσκαψε τον μεγαλύτε-
ρο σε διαστάσεις θολωτό τάφο που μέχρι σήμερα έχει βρεθεί στην περιοχή13. Ακόμη, κοντά στον μυχό
του Αιτωλικού κόλπου, γύρω από το Κεφαλόβρυσο Σταμνάς έχει ερευνηθεί ένα πολύ εκτεταμένο και
πλούσιο πρωτογεωμετρικό νεκροταφείο (βλ. πιο κάτω), ενώ στην Παλαιομάνινα έχουν επίσης ερευ-
νηθεί πρωτογεωμετρικοί και γεωμετρικοί τάφοι14. Η ευρύτερη αυτή περιοχή, στην οποία κυριαρχεί το
υγρό στοιχείο και ο ποταμός Αχελώος, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις θαλάσσιες και ποτάμι-
ες επικοινωνίες, καθίσταται μία από τις πιο σημαντικές περιοχές για την ιστορία και αρχαιολογία της
Αιτωλοακαρνανίας, και μάλιστα σε ό,τι αφορά στους προϊστορικούς και πρωτο-ιστορικούς χρόνους.
Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε επιγραμματικά στον τάφο του «Μυκη-
ναίου» πολεμιστή, όπως αρχικά τον ονομάσαμε, τάφο πολεμιστή του 11ου αι. π.Χ.15, που αποκαλύ-
φθηκε στο πλαίσιο κατασκευής του ίδιου δημόσιου έργου λίγα χιλιόμετρα βορειότερα, στο ύψωμα
«Ραχούλι» Κουβαρά, σε επίσης εύφορη περιοχή και κοντά σε αρχαίο χερσαίο πέρασμα που οδηγεί
από την ενδοχώρα της Ακαρνανίας στον Αμβρακικό κόλπο. Πρόκειται για απλό κιβωτιόσχημο τάφο,
διαστ. 1,50 x 0,60 μ., κατασκευασμένο από ασβεστολιθικές πλάκες (σχ. 3), όχι μεμονωμένο εύρη-
μα, καθώς περί τα 150 μ. βορειότερα ανασκάφηκαν τέσσερεις ακόμη τάφοι της Yπομυκηναϊκής

9 Παπαποστόλου 2008, 151, υποσημ. 349, εικ. 42-43.


10 Σταυροπούλου-Γάτση 2001-2004, 111.
11 Σαράντη 2010, 259-267. Σαράντη 2012, 621-632.
12 Σταυροπούλου-Γάτση 2008, 378. Σταυροπούλου-Γάτση 2013, 257-270.
13 Μαστροκώστας 1967, 322-323, πίν. 231γ.
14 Μαστροκώστας 1967, 323.
15 Αναλυτικότερα στοιχεία για το σύνολο του τάφου βλ. Γάτση 2007, 678-681, Σταυροπούλου-Γάτση κ.ά. 2012, 247-264,
Jung κ.ά. 2017, 81-110.

239
Μ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΓΑΤΣΗ

περιόδου. Ο εξαιρετικός πλούτος του τάφου του πολεμιστή με τα σπάνια έως και μοναδικά - πολύ-
τιμα ευρήματά του άνοιξε νέους δρόμους για την έρευνα τόσο της απομακρυσμένης αυτής περιοχής
και της Αιτωλοακαρνανίας γενικότερα, όσο και της εποχής στην οποία εντάσσεται, υποδηλώνοντας
έντονο συμβολισμό με κοινωνικοπολιτική διάσταση. Εκτός από τέσσερα πήλινα γραπτά αγγεία (με-
γάλο αμφορέα με αγκύλες λαβές, σκυφοειδή κρατήρα, μικρό δίωτο αμφορέα και πρόχου), τον νεκρό
συνόδευαν ακόμη χρυσή κύλικα (εικ. 6α), χάλκινος τριποδικός λέβητας (εικ. 6β), επιθετικός και αμυ-
ντικός οπλισμός που περιελάμβανε δύο χάλκινα ξίφη, ένα διμεταλλικό μαχαίρι, μία αιχμή δόρατος,
βέλος, ζεύγος κνημίδων (εικ. 6γ). Η χρυσή κύλικα, με σχήμα που παραπέμπει στις γραπτές πήλινες
κύλικες της ΥΕ ΙΙΙΓ περιόδου, πρέπει να θεωρηθεί κειμήλιο. Ο τριποδικός λέβητας έχει τα χαρακτη-
ριστικά των υστερομυκηναϊκών (τύπος 8 κατά τον Matthäus), αλλά μορφολογικά έχει ομοιότητες με
πήλινα ομοιώματα της πρώιμης ΠΓ περιόδου από τον Κεραμεικό. Από τα χάλκινα ξίφη το ένα μήκους
42 εκ. με ελεφαντοστέινη λαβή ανήκει στον τύπο F (κατά την τυπολογία της Sandars), ενώ το δεύ-
τερο ανήκει στην ομάδα Naue II με ασυνήθιστα μεγάλο μήκος (93,7 εκ.) και φέρει σπάνια περίτεχνη
διακόσμηση - περιέλιξη χρυσού σύρματος γύρω από τη λαβή για τη συγκράτηση του φθαρτού υλικού
της. Ανήκει στον τύπο Allerona και μάλιστα πρόκειται για εισηγμένο αντικείμενο από την Ιταλία. Το
ζεύγος των κνημίδων φέρει συρμάτινες απολήξεις για τη στερέωση στο πόδι και ανήκει στον γνωστό
τύπο που απαντά από την Καλαβρία της Ιταλίας έως την Έγκωμη της Κύπρου. Το διμεταλλικό μαχαίρι
έχει σιδερένια λεπίδα, χάλκινη λαβή και απολήγει σε χελιδονοουρά με ελεφαντοστέινη επένδυση, η
οποία έχει δακτυλιόσχημη απόληξη. Ανήκει στον ιταλικό τύπο Matrei και πιθανότατα είναι επίσης
o εισηγμένο από την Ιταλία, όπως έδειξαν χημικές και ισοτοπικές αναλύσεις. Ο τρόπος απόκτησης όλων
των παραπάνω πολύτιμων αντικειμένων από τον κάτοχό τους πολεμιστή που τάφηκε στην ενδοχώρα
της Ακαρνανίας, παραμένει προς το παρόν απροσδιόριστος. Ωστόσο, τα ίδια τα αντικείμενα αντικατο-
πτρίζουν ορισμένες ιδεολογίες της εποχής: η κύλικα παραπέμπει σε ένα παρελθόν με πλούτο, ενώ ταυ-
τόχρονα μαζί με τον λέβητα υποδηλώνουν κοινωνική υπεροχή. Τέλος, ο ποικίλος οπλισμός ανάμεσα
στους πιο πλούσιους της εποχής του φανερώνει ηγετική, στρατιωτική και πολιτική δύναμη16.

Β. Πρωτογεωμετρική - Γεωμετρική περίοδος (1000 - 700 π.Χ.)


Στην περιοχή της παραλίας Σταμνάς στον μυχό του Αιτωλικού κόλπου στο πλαίσιο κατασκευής της
Παραϊόνιας οδού είχε εντοπιστεί και ερευνηθεί πριν από το 2004 ένα από τα μεγαλύτερα ΠρΓ νεκρο-
ταφεία της δυτικής Ελλάδας διατεταγμένο σε πολλές συστάδες και αριθμώντας περί τους 600 τάφους
στα χαμηλά πρανή λόφων που περιβάλλουν τον μυχό17. Η θέση είναι ιδανική για την ίδρυση μόνιμης
l εγκατάστασης χάρις στην παρουσία της λιμνοθάλασσας, των εύφορων πεδινών εκτάσεων και του πο-
ταμού Αχελώου, χαρακτηριστικά στα οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω, τονίζοντας την ιδιαίτερη ση-
s μασία της περιοχής στη μυκηναϊκή, την πρωτογεωμετρική και γεωμετρική εποχή και μετέπειτα στους
ελληνιστικούς χρόνους, όπως μαρτυρεί η παρουσία πολυάριθμων οχυρώσεων. Τη σημασία της περιο-
χής διαχρονικά συμπληρώνουν και αρχαιότερα ευρήματα, όπως η νεολιθική κατοίκηση στην «Κόκκινη
Σπηλιά» και ο πρόσφατα ερευνηθείς μεσοελλαδικός οικισμός (βλ. πιο πάνω). Με τη νέα ανασκαφή υπό
την εποπτεία μας ερευνήθηκαν εβδομήντα τάφοι του ΠρΓ νεκροταφείου στο πλαίσιο κατασκευής του
έργου «Παραϊόνια οδός. Οδικές συνδέσεις σήραγγας Αγ. Ηλία»18.
Στο νεκροταφείο συνυπάρχουν ταφικά πιθάρια και κιβωτιόσχημοι τάφοι σε μικρές συστάδες που
καλύπτονται πολλές φορές από λιθοσωρούς (εικ. 7). Οι τάφοι δεν έχουν κοινό προσανατολισμό, τα
πιθάρια είναι τοποθετημένα οριζόντια στο έδαφος ή ελαφρώς κεκλιμένα, στηρίζονται περιμετρικά με
μικρές πέτρες, ενώ το στόμιό τους φράσσεται με πλακοειδή λίθο και πέτρες (σχ. 4α-β). Οι κιβωτιόσχη-
μοι τάφοι από απλές πλάκες έχουν συχνά στο ένα στενό τους άκρο εξωτερικά ένα πήλινο αγγείο κατα-
κόρυφα τοποθετημένο και τον πυθμένα τους εσωτερικά στρωμένο με βότσαλα. Υπερτερούν τα πιθάρια

16 Ετοιμάζεται η συστηματική και πλήρης δημοσίευση του συνόλου.


17 Χριστακοπούλου-Σωμάκου 2009. Βλ. και ανακοίνωση Λ. Κολώνα στον παρόντα τόμο.
18 Γάτση 2010, 1052-1055. Για τη συνέχιση της ανασκαφής μετά την αποχώρησή μας βλ. παρουσίαση Ολ. Βικάτου στον
παρόντα τόμο.

240
ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ 2004-2010

διαφόρων μεγεθών και με ποικιλία στους τύπους, η δε χρήση τους απηχεί νέα ήθη και έθιμα. Οι ταφές
σε πίθους περιλαμβάνουν και τα περισσότερα πήλινα αγγεία ως κτερίσματα, σε αντίθεση με τους κιβω-
τιόσχημους, όπου υπερτερούν τα μεταλλικά κοσμήματα. Απαντούν τα γνωστά τροχήλατα σχήματα και
διακοσμητικά μοτίβα (εικ. 8), όπως τα γνωρίζουμε στη δυτική Ελλάδα και από άλλες περιοχές, όπως
την Αχαΐα και την Κεφαλονιά - Ιθάκη19. Δεν λείπουν τα μεγαλύτερου μεγέθους αγγεία, αλλά και τα χει-
ροποίητα της κατηγορίας της αμαυρόχρωμης κεραμικής, που έχει βορειοδυτική επίδραση και συναντά-
με και σε περιοχές της Αιτωλίας20, αλλά και στον Θέρμο (εκεί σε συνάφεια με τον οικισμό του μεγάρου
Β που ανήκει στην ΠΕΣ, όπως προαναφέραμε). Τα χειροποίητα αγγεία συνυπάρχουν με τα τροχήλατα.
Στους κιβωτιόσχημους τάφους που απηχούν συνήθειες παλαιότερων εποχών (της Mεσοελλαδικής
και της Mυκηναϊκής), απαντούν μεταλλικά κοσμήματα κυρίως και λίγα όπλα ανάμεσά τους μάλιστα και
χάλκινο ξίφος τύπου Naue II (εικ. 9), που παραπέμπει στη μυκηναϊκή εποχή. Στην υπομυκηναϊκή εποχή
παραπέμπουν πήλινος ψευδόστομος αμφορέας και ολόβαφη πρόχους (εικ. 10) ενός άλλου κιβωτιόσχη-
μου τάφου. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι τα μέλη της κοινωνίας, στην οποία ανήκει το νεκροταφείο,
διατηρούν την ανάμνηση και χρήση παλαιότερων συνηθειών, ωστόσο κύριο γνώρισμά τους είναι τα νέα
ήθη και έθιμα που σηματοδοτούν τη νέα εποχή, με κύριο χαρακτηριστικό τα πιθάρια για ταφική χρήση
και τα τροχήλατα γραπτά αγγεία με νέες μορφές διακόσμησης. Το σημαντικότατο ΠρΓ νεκροταφείο της
Σταμνάς απαιτεί μια βαθύτερη ιστορική ερμηνεία και ίσως θα πρέπει σ’ αυτό να αναγνωρίσουμε μία
από τις ρίζες του αιτωλικού έθνους, θεωρώντας δεδομένο ότι στον αντίποδα, στον μακρινό και ορεινό
Θέρμο βρίσκεται μία άλλη ρίζα του, που συνδέεται με τον οικισμό της ΠΕΣ.
Το εκτεταμένο νεκροταφείο της Σταμνάς δεν είναι το μοναδικό της εποχής αυτής στην Αιτωλία, κα-
θώς έχουν ήδη ερευνηθεί τάφοι της ίδιας περιόδου παλαιότερα, αλλά πολύ λιγότεροι στον αριθμό, όπως
στην περιοχή της Παλαιομάνινας, της Γαβαλούς, της Παλαιάς Πλευρώνας και της Καλυδώνας21. Στην
ευρύτερη περιοχή της Καλυδώνας ωστόσο στο πλαίσιο κατασκευής της Ιόνιας οδού ήλθαν πρόσφατα
στο φως και ανασκάφηκαν δύο ακόμη τάφοι στη θέση «Στουμπέικα» και ένας στη θέση «Χονδρέικα»
που περιείχαν λίγα πήλινα αγγεία και λίγα μεταλλικά αντικείμενα22. Τα ευρήματα της γεωμετρικής περι-
όδου υπήρξαν μάλλον λιγότερα εντοπιζόμενα στην περιοχή της Καλυδώνας και προέκυψαν κυρίως από
τη συστηματική έρευνα της πόλης και της ακρόπολης23. Ακόμη από την ευρύτερη περιοχή προέρχονται
από παράδοση τρία πήλινα αγγεία και στο γειτονικό Κρυονέρι ανασκάφηκε νεκροταφείο των ύστερων
γεωμετρικών - πρώιμων αρχαϊκών χρόνων (τέλη 8ου - αρχές 7ου αι. π.Χ.)24. Αξίζει στο σημείο αυτό να
αναφέρουμε ότι από την περιοχή της Καλυδώνας προέρχονται παραδοθέντα από ιδιώτη μέσω του φύ-
λακα αρχαιοτήτων της περιοχής τρία πήλινα γεωμετρικά αγγεία.

Γ. Αρχαϊκή - Κλασική, Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδος (700 π.Χ. - 4ος αι. μ.Χ.)
Στην παρούσα ενότητα θα αναφερθούμε επιλεκτικά σε ορισμένα μόνον από το πλήθος των ευρημάτων
που προέκυψαν, τα οποία συμβάλλουν στην προαγωγή της καλύτερης γνώσης της περιοχής, στην οποία
εντάσσονται. Πρόκειται για τις περιοχές Βουκατίου, Παλαιάς και Νέας Πλευρώνας, Ρηγαίικων - Αλί-
κυρνας και Καλυδώνας. Στο πλαίσιο κατασκευής του έργου «Αναμόρφωση Αρδευτικού Δικτύου ΤΟΕΒ
Παραβόλας Τριχωνίδας» είχαμε την ευκαιρία να εντοπίσουμε την πορεία του νότιου σκέλους της
οχύρωσης μιας από τις σημαντικότερες αιτωλικές πόλεις, εκείνης του Βουκατίου25. Τα ερείπιά της και

19 Για την Αχαΐα βλ. Γκαδόλου 2008, 92-109, για την Αχαΐα και Αιτωλία βλ. Δεκουλάκου 1982, 219-236, για την Κεφαλο-
νιά και την Ιθάκη βλ. Souyoudzoglou-Haywood 1999.
20 Π.χ. στο νεκροταφείο της Γαβαλούς, βλ. Σταυροπούλου-Γάτση 1980, 102-130.
21 Για τα ευρήματα της Παλαιομάνινας βλ. Μαστροκώστας 1961-62, 184-185. Μαστροκώστας 1967, 323. Για της Γαβα-
λούς βλ. Σταυροπούλου-Γάτση 1980, 102-130, της Παλαιάς Πλευρώνας, βλ. Δεκουλάκου 1982, 219-236 και της Καλυ-
δώνας βλ. Stavropoulou-Gatsi 2011, 279-299.
22 Γάτση 2010, 1058-1059.
23 Κalydon in Aitolia Ι, 239-240.
24 Σταυροπούλου-Γάτση 2005, 473-474, εικ. 7.
25 Noack 1916, 237. Πορτελάνος 1998, 359-455. Γάτση 2006, 583-584.

241
Μ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΓΑΤΣΗ

ειδικότερα η ισχυρή και εκτεταμένη οχύρωσή της βρίσκονται στον σημερινό οικισμό της Παραβόλας.
Η ακρόπολή της καταλαμβάνει την κορυφή μεμονωμένου λόφου που υψώνεται εντός του σημερινού
οικισμού. Η οχύρωση της πόλης, ορατή στο μεγαλύτερο τμήμα της, περικλείει το ύψωμα αυτό και
στη συνέχεια με τα δύο σκέλη, το ανατολικό και το δυτικό, κατέρχεται προς την πεδιάδα και τη λίμνη
Τριχωνίδα. Άγνωστη παρέμενε η πορεία του νότιου σκέλους της με το οποίο έκλεινε ο περίβολος προς
την πλευρά της λίμνης. Το κενό αυτό καλύφθηκε με την έρευνα κατά την εκτέλεση του αρδευτικού
έργου. Συγκεκριμένα εντοπίστηκε το μεγαλύτερο μέρος του νότιου σκέλους στο πεδινό τμήμα της
πόλης, πλην όμως ευρισκόμενο κάτω από το κατάστρωμα σύγχρονης αγροτικής οδού και κάτω από
τις παρακείμενες ιδιοκτησίες. Παρακολουθήσαμε την πορεία του με τομές που πραγματοποιήθηκαν
κατά διαστήματα. Εκτείνεται σε μήκος μεγαλύτερο των 210 μ. Είναι κτισμένο κατά το ψευδοϊσόδομο
τραπεζιόσχημο σύστημα δόμησης. Το μέγιστο ερευνηθέν ύψος του είναι 3,40 μ. Αποκαλύφθηκαν τρεις
δόμοι με καλοδουλεμένη την όψη τους. Το πλάτος του είναι 3 μ. και το γέμισμά του αποτελείται από
αργούς κροκαλοπαγείς λίθους. Κατά διαστήματα ερευνήθηκαν τρεις ορθογώνιοι πύργοι, ένας ημικυκλι-
κός (εικ. 11) και πιθανόν ένας ακόμη πολύ κατεστραμμένος με μεταξύ τους απόσταση 33 μ. περίπου.
Διαστάσεις των ορθογωνίων 3,30 x 7 και 3 x 7 μ. και η μετρηθείσα χορδή τόξου του ημικυκλικού είναι
4,50 μ. (εσωτερικά) και 7,20 μ. (εξωτερικά)26.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι και η οχύρωση στις Τρεις Εκκλησιές της περιοχής Νέας Πλευρώνας
Μεσολογγίου. Η οχύρωση αυτή, γνωστή στη βιβλιογραφία27 και ορατή κατά το μεγαλύτερο μέρος του
μήκους της, αποτελείται από ένα ευθύγραμμο σκέλος, το οποίο με διεύθυνση Α.-Δ. ξεκινά από το βο-
o ρειότερο σημείο του υψώματος της Νέας Πλευρώνας και απολήγει στην πεδινή έκταση κάτω από αυτό.
Σύμφωνα με ορισμένες μελετητές ταυτίζεται με την οχύρωση του λιμανιού της Νέας Πλευρώνας. Κα-
θώς ένα μέρος του είχε παλαιότερα αποδομηθεί (δεκαετία 1960) για τις ανάγκες της διέλευσης από το
σημείο αυτό της σημερινής οδού Αντιρρίου-Ιωαννίνων και ένα ακόμη μικρότερο για τις ανάγκες διέ-
λευσης αποστραγγιστικής τάφρου, αυτό σήμερα διατηρείται, διακοπτόμενο, σε τρία τμήματα. Καθαρί-
στηκε το νοτιότερο ορατό σωζόμενο μήκους 120 μ. τμήμα του. Αποκαλύφθηκαν οι δύο λίθινες παρειές
του, διαπιστώθηκε μάλιστα η ενίσχυσή του με έναν πύργο ορθογώνιας κάτοψης. Επίσης, καθαρίστηκε,
ανασκάφηκε και αποτυπώθηκε και το μεσαίο τμήμα του διατηρούμενο πάνω σε νησίδα εδάφους μεταξύ
σημερινής οδού και αποστραγγιστικής τάφρου (εικ. 12)28.
Η οχύρωση στους δύο παρακείμενους λόφους Γυφτόκαστρο ή Ασφακοβούνι και Πετροβούνι παρά
τον σημερινό οικισμό Νέα Υδραγωγεία Μεσολογγίου, που ταυτίζεται με την ομηρική πόλη Παλαιά
Πλευρώνα, η οποία αναφέρεται μαζί με τέσσερεις ακόμη, Καλυδώνα, Χαλκίδα, Ώλενο και Πυλήνη
l στην Ιλιάδα (Β, 637-644) είναι γνωστή στις φιλολογικές πηγές. Περιγραφή των ορατών λειψάνων του
ωοειδούς σχήματός της μας παρέχουν κυρίως ο W. Woodhouse29 και ο Αν. Πορτελάνος30. Ο οχυρωματι-
s κός περίβολος, περιμέτρου 1.340 μ. περίπου, περικλείει έκταση 156 στρεμμάτων. Ίσως είναι κτισμένος
σε διαφορετικές χρονικές φάσεις, ασφαλώς πολύ πριν το 235/4 π.Χ., οπότε καταστράφηκε από τον
Δημήτριο Β΄ τον Μακεδόνα. Είναι δομημένος κατά το πολυγωνικό, το τραπεζιόσχημο ψευδοϊσόδομο
σύστημα δόμησης, αλλά και κατά τόπους με λογάδες πλακοειδείς λίθους. Διερευνήθηκαν σημεία τόσο
του κυρίως οχυρωματικού περιβόλου, όσο και του διατειχίσματος και της ακρόπολης συμβάλλοντας
στην καλύτερη γνώση της μορφής του31. Η διενέργεια τομών κατά διαστήματα απέδωσε κεραμική των
κλασικών χρόνων, πλην όμως δεν βοήθησε καθοριστικά στη διάκριση των χρονικών φάσεων κατα-
σκευής του. Οι έρευνές μας αποκάλυψαν ένα τμήμα του ανατολικού σκέλους, μήκους 44 μ., με καμπύλη
πορεία εδραζόμενο εν μέρει στο φυσικό βράχο. Το πάχος του για τεχνικούς λόγους δεν εξακριβώθηκε.

26 Η παρουσία ημικυκλικών πύργων στην οχύρωση του Βουκατίου ανήκει στις σπάνιες ανάλογες περιπτώσεις στην Αιτω-
λία και την Ακαρνανία.
27 Kirsten 1952, 254, σχ. 3 υπό Fr. Noack. Μαστροκώστας 1968, 277, πίν. 221α.
28 Γάτση 2010, 1055-1056. Οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο κατασκευής της Ιόνιας Οδού.
29 Woodhouse 1897, 127 κ.ε.
30 Πορτελάνος 1998, 175-183, σχ. 25.
31 Γάτση 2007, 671-676.

242
ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ 2004-2010

Ερευνήθηκε επίσης τμήμα του διατειχίσματος (εικ. 13), μήκους 80 μ., που σώζεται πλησιέστερα
προς το ανατολικό σκέλος της οχύρωσης, με διεύθυνση Α-Δ. και παρουσιάζει δύο πύργους (ή γωνιώδεις
προεξοχές;) και μία πυλίδα. Είναι δομημένο με μεγάλες ασβεστολιθικές λιθοπλίνθους κατά το ακανό-
νιστο τραπεζιόσχημο σύστημα δόμησης και έχει μέγιστο πλάτος 2,30 μ. Ίσως ανήκει στις πρωιμότερες
φάσεις δόμησης της οχύρωσης μαζί με τον νοτιοανατολικό πύργο του οχυρωματικού περιβόλου, τον
οποίο επίσης ερευνήσαμε μερικώς. Ο πύργος αυτός κατά τη νότια πλευρά του έχει μήκος 6,50 μ., ενώ
κατά την ανατολική αποκαλύφθηκε μόνο σε μήκος 4,60 μ. Πρόκειται για πολύ ισχυρή κατασκευή, στα
βορειοανατολικά της οποίας διακρίνεται πύλη. Όχι μακριά από την περιοχή είναι ορατό αρχαίο λατο-
μείο. Η ακρόπολη σώζεται στην κορυφή του λόφου και εκτός από τον κεντρικό πυρήνα της διαθέτει
δεύτερο διευρυμένο προς Ν. περίβολο. Έχει συνολική περίμετρο 370 μ. περίπου και περικλείει έκταση
6-7 στρεμμάτων. Δυστυχώς σε πολλά σημεία έχει καταπέσει, ενώ κατά τόπους διακρίνεται μόνον η
εξωτερική παρειά του (δόμηση δια λογάδων πλακοειδών λίθων). Στο ανατολικό άκρο της υπάρχει η
μοναδική είσοδος με πύλη, πλάτους 1,30 μ., η οποία βρίσκεται μεταξύ δύο πύργων σωζομένων σε ύψος
2-3 δόμων.
Το άγνωστο έως τον εντοπισμό και την ανασκαφή του πλούσιο νεκροταφείο κλασικών και ελλη-
νιστικών χρόνων στη θέση «Ρηγαίικα» Μεσολογγίου μας αποκαλύφθηκε ως ο καθρέφτης μιας οργα-
νωμένης κοινωνίας με υψηλό πολιτιστικό επίπεδο. Εκτείνεται στην εύφορη πεδιάδα μεταξύ των πόλεων
της Αλίκυρνας στα βόρεια (εικ. 14) και της Καλυδώνας στα νότια, και σύμφωνα με τους υπολογισμούς
μας πρέπει να αποτελούσε το κύριο νεκροταφείο της πρώτης εκ των δύο, δηλαδή της Αλίκυρνας. Είναι
χωρίς υπερβολή το μεγαλύτερο έως σήμερα ανεσκαμμένο οργανωμένο νεκροταφείο της Αιτωλίας. Οι
τάφοι του διατάσσονται σε κοινό ευθύγραμμο άξονα που πλευρίζει αρχαίο δρόμο, ο οποίος επίσης για
πρώτη φορά έρχεται στο φως στη θέση αυτή και αποτελούσε την κύρια οδό επικοινωνίας των αιτωλι-
κών πόλεων μεταξύ τους (και όχι μόνον). Το τμήμα του νεκροταφείου που ερευνήθηκε τα έτη 2009-
201032 στο πλαίσιο κατασκευής της Ιόνιας Οδού, περιλαμβάνει 245 τάφους σε μήκος 350 μ. με κατεύ-
θυνση από Δ./ΒΔ. προς Α./ΒΑ., ενώ παρακολουθείται η πορεία του σε άλλο τόσο μήκος περίπου, όπου
οι τάφοι είναι αραιότεροι. Αποτελείται από κιβωτιόσχημους και λακκοειδείς τάφους, που περιλαμβά-
νουν ταφές τόσο ενηλίκων όσο και παιδικές και βρεφικές. Στον πυκνό πυρήνα του και πάνω από παλαι-
ότερους τάφους κτίστηκε τον 3ο αι. π.Χ. ένας πολύ επιβλητικής μορφής περίβολος σε σχήμα Π (με
δύο οικοδομικές φάσεις), διαστ. 16 x 6,50 x 1,50 μ. (ύψος), κτισμένος από καλοδουλεμένους ντόπιους
ψαμμιτόλιθους (εικ. 15). Στο εσωτερικό του βρέθηκαν 6 κιβωτιόσχημοι τάφοι, πρωιμότεροι και μετα-
γενέστεροι, καθώς και ένας με κτιστά επιμελημένα τοιχώματα και εσωτ. διαστ. 2,15 x 1,50 x 1,50 μ.
(ύψος). Η κάλυψή του ήταν ιδιαίτερα επιβλητική, στη στενή βόρεια πλευρά βρισκόταν η είσοδός του
και στο εσωτερικό του κτιστή κλίνη με λίγα ευρήματα (κυρίως λυχνάρια και μυροδοχεία) του 3ου - 2ου
αι. π.Χ. Προς το νότιο άκρο του νεκροταφείου ήλθε στο φως μνημειώδης τάφος «μακεδονικού τύπου»
με κτιστά τοιχώματα από καλοδουλεμένους λίθους. Από το σύνολο των τάφων που χρονολογούνται
στον 5ο - 3ο αι. π.Χ. και περιείχαν ποικίλα κτερίσματα, αξίζει να σταθούμε σε ένα κιβωτιόσχημο με
πλούσια κτερισμένη ταφή μικρού κοριτσιού, που χρονολογείται στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Πρόκειται
για σύνολο από αξιόλογα χρυσά κοσμήματα, όπως κόσμημα από δύο ημικυκλικά στελέχη που βρέθηκε
στην κορυφή της κεφαλής, οπότε, είτε διακοσμούσε αυτήν, είτε χρησίμευε για τη στερέωση της κόμης
ή κάποιου καλύμματός της, χρυσά κουμπιά, ένα περίαπτο, ένα περιδέραιο από αλυσίδα που απολήγει
σε λεοντοκεφαλές, δύο ωραιότατα ενώτια (σκουλαρίκια) με ερωτιδείς που ιππεύουν δελφίνια από ημι-
πολύτιμο λίθο33, δύο δαχτυλίδια, δύο ψέλια με κεφαλές αιγάγρων (εικ. 16), αλλά και ένα ενδιαφέρον
σύνολο από πήλινα και ασημένια σκεύη και ένα ειδώλιο34 (εικ. 17). Ένας τάφος περιείχε χρυσά ενώτια

32 Γάτση 2010, 1057-1058. Σταυροπούλου-Γάτση 2010, 79-88.


33 Για τον τύπο βλ. Κουντούρη 2001, 223.
34 Πρόκειται για μυροδοχείο, κάνθαρο, κυάθιο, σκύφο κ.λ.π. Το ειδώλιο ανήκει στον τύπο της καθιστής νεαρής γυναικείας
μορφής σε βράχο με ερμαϊκή στήλη στο πλάι της, βλ. Αχειλαρά 2005, 338-339. Ανάμεσα στα ασημένια σκεύη υπάρχει
και σκυφοειδής κύλικα παρόμοια με εκείνη από τάφο του αρχαίου Τριχονείου (σημ. Γαβαλού), βλ. Τριχόνειον, Άκραι,
Μέταπα 53, εικ. 36.

243
Μ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΓΑΤΣΗ

που απολήγουν σε λεοντοκεφαλές, ευρύτατα διαδεδομένο είδος κοσμήματος του β΄ μισού του 4ου και του
3ου αι. π.Χ.35. Ανάμεσα στα κτερίσματα των τάφων ξεχωρίζουν επίσης ερυθρόμορφες λήκυθοι με παρα-
στάσεις γνωστές κυρίως από τα αττικά εργαστήρια, όπως παράσταση νεανικής μορφής που πλησιάζει σε
ταφικό μνημείο ή βωμό, παράσταση κενταύρου ή παράσταση από τη ζωή των γυναικών. Στους τάφους
της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας σπανίζουν έως σήμερα ερυθρόμορφες λήκυθοι αυτού του τύπου. Ελά-
χιστα παραδείγματα μας είναι γνωστά από άλλες θέσεις, όπως π.χ. από το Λιθοβούνι στην κεντρική ημι-
ορεινή Αιτωλία36.
Η μορφή του νεκροταφείου στα «Ρηγαίικα» παραπέμπει ευθέως στα χαρακτηριστικά και τον τρόπο
οργάνωσης των νεκροταφείων των μεγάλων πόλεων του λοιπού αρχαίου ελληνικού κόσμου, που από
πολύ ενωρίς είχαν διαμορφωθεί σε αστικά κέντρα. Ανάλογη λοιπόν είναι και η περίπτωση του νεκρο-
ταφείου στα «Ρηγαίικα». Πρώιμης εποχής είναι ασφαλώς και οι πυρήνες των νεκροταφείων στη Ναύ-
πακτο37 ή στο νεκροταφείο του Λιθοβουνίου, αν και στο τελευταίο οι τάφοι διατάσσονται σε συστάδες
και όχι σε κοινό άξονα38. Παρόμοια χαρακτηριστικά βρίσκουμε και στα νεκροταφεία της ακαρνανικής
Στράτου39 και σε μικρότερο βαθμό σε εκείνα της γειτονικής Καλυδώνας40, τα οποία ωστόσο βρίσκονται
πλησιέστερα προς τις πύλες εξόδου από αυτήν. Στο ανατολικό νεκροταφείο των Οινιαδών οι τάφοι ανα-
πτύσσονται σε συστάδες και κατά μήκος αρχαίου δρόμου έξω από την ανατολική πύλη41.
Σε ό,τι αφορά την κύρια δημόσια οδό που διέσχιζε την νότια Αιτωλία διερχόμενη μέσα από το νεκρο-
ταφείο στα «Ρηγαίικα» ήδη από τα κλασικά χρόνια, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι ήταν κατασκευα-
σμένη από πατημένο χώμα και χαλίκι, το δε πλάτος της καθόρισαν τα κτηριακά κατάλοιπα που βρέθηκαν
o στην αντίθετη του νεκροταφείου παρόδια πλευρά και ανήκαν σε αγροτικές - βιοτεχνικές εγκαταστάσεις.
Σε ό,τι αφορά στη μικρότερη σε μέγεθος από την Καλυδώνα αρχαία πόλη Αλίκυρνα, στην οποία πιθα-
νότατα ανήκει το νεκροταφείο, τα έως πρόσφατα γνωστά ορατά στοιχεία της βρίσκονταν κυρίως στο
ύψωμα «Χίλια Σπίτια» του Αγίου Θωμά Μεσολογγίου42. Το νεκροταφείο που ερευνήσαμε, καθώς επίσης
τμήματα του οικιστικού πλέγματός και αποθέτης ιερού, που ανασκάφηκαν από την Ολυμπία Βικάτου,
μας προσέφεραν αναμφίβολα νέα δεδομένα γι’ αυτήν43. Τα δεδομένα αυτά σε συνδυασμό με τα επίσης
νέα πρόσφατα δεδομένα για τη Μακύνεια, το οικιστικό πλέγμα της οποίας ανέσκαψε η Φωτεινή Σαρά-
ντη, μαζί με ευάριθμες αγροικίες στην ευρύτερη περιοχή, αποτελούν ουσιαστική συμβολή στη γνώση
μας για την παράλια και νότια Αιτωλία44.
Θα κλείσουμε την παρουσίαση των ανασκαφικών δεδομένων με αναφορά μας στην Καλυδώνα, την
κυριότερη από τις αιτωλικές πόλεις, γνωστή τόσο για το μυθολογικό της υπόβαθρο, όσο και για τα ήδη
ανεσκαμμένα μνημεία της: το ιερό του Λαφρίου Απόλλωνος45, το οποίο είναι το δεύτερο σημαντικότερο
l ιερό της Αιτωλίας ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια μετά από εκείνο του Θέρμου, και το Ηρώο46. Πρόσφατα
επίσης ερευνήθηκε μέσω πενταετούς προγράμματος ελληνοδανικής συνεργασίας τμήμα από το οικι-
s στικό πλέγμα στο εσωτερικό της οχύρωσής της, οπότε προέκυψαν νέα στοιχεία για τη χωροταξική της
οργάνωση, καθώς και ένα κτήριο με περιστύλιο κοντά στην εσωτερική πλευρά της δυτικής πύλης, το

35 Για τον τύπο βλ. Πετρόπουλος 2005, 69.


36 Ζαφειροπούλου – Γεωργιάδου 2010, 113. Οι λήκυθοι αυτές δεν πρέπει να συγχέονται με την κατηγορία των ληκύθων
που είναι γνωστές ως «η ομάδα του Αγρινίου», βλ. σχετ. Σταυροπούλου-Γάτση 2014, 117-124, πίν. 33-36.
37 Για το ανατολικό και το δυτικό νεκροταφείο βλ. Κόλια – Σαράντη 2004, 31 κ.ε.
38 Ζαφειροπούλου – Γεωργιάδου 2010, 9-16. Για τα νεκροταφεία της Νέας Πλευρώνας βλ. ανακοίνωση Γ. Σταμάτη στον
παρόντα τόμο.
39 Σταυροπούλου-Γάτση – Τσαντήλα 2009, 245-258.
40 Παπαποστόλου 1972, 434-436, πίν. 364α, 365-366.
41 Σερμπέτη κ.ά. 2009, 259-266.
42 Συνοπτικά για τα αρχαιολογικά δεδομένα της Αλίκυρνας βλ. Σταυροπούλου-Γάτση – Σταμάτης 2011, 134-136.
43 Βικάτου 2011, 49-50. Βικάτου 2013, 155-156. Βικάτου 2014, 370-372.
44 Βλ. ανακοινώσεις των ιδίων στον παρόντα τόμο.
45 Dyggve – Poulsen 1948.
46 Dyggve κ.ά. 1934. Charatzopoulou 2006, 63-87.

244
ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ 2004-2010

οποίο σχετίζεται με ιδιωτική παλαίστρα ή λέσχη και παρουσιάζει ομοιότητες με το Ηρώον47. Έρευνες
πραγματοποιήθηκαν επίσης στο θέατρο48, στην Ακρόπολη και σε κτήρια στο εσωτερικό της, καθώς επί-
σης στην περιοχή της ανατολικής πύλης49, η οποία ήταν και η κύρια είσοδος της πόλης, που οδηγούσε
στους αγρούς, στον Εύηνο ποταμό και κατέληγε στο επίνειό της, το Κρυονέρι.
Η νέα ανασκαφή στη θέση «Χονδρέικα» Ευηνοχωρίου πραγματοποιήθηκε στα βορειοανατολικά
της ακρόπολης και σε απόσταση 1 χλμ. από την κύρια ανατολική πύλη, η οποία δια του Ευήνου οδη-
γούσε στο επίνειο, όπως ήδη αναφέραμε50. Πρόκειται λοιπόν για την εύφορη προς τον ποταμό ζωτικής
σημασίας ύπαιθρο χώρα της Καλυδώνας, τμήμα της οποίας για πρώτη φορά είχαμε την ευκαιρία να ερευ-
νήσουμε ανασκαφικά. Σημειώνουμε ότι η ανασκαφή, έκτασης 12 στρεμμάτων περίπου, πραγματοποιή-
θηκε στο πλαίσιο επίσης της κατασκευής της Ιόνιας οδού και συγκεκριμένα του στομίου της Σήραγγας
της Καλυδώνας. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα διατάσσονται σε περισσότερα διαφορετικά μεταξύ τους
επίπεδα (άνδηρα) και καλύπτουν τις χρονικές περιόδους από τα ελληνιστικά έως τα υστερορρωμαϊκά και
τα μεταβυζαντινά χρόνια (εικ. 18). Ανάμεσα στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα ξεχωρίζει ο αρχαίος δρόμος
λαξευμένος στο φυσικό πέτρωμα με ανηφορική διαμόρφωση για εξουδετέρωση της υψομετρικής διαφο-
ράς του εδάφους που είναι ήπιο πρανές (εικ. 19). Ο δρόμος αυτός πιθανότατα συνέδεε την πόλη με το
επίνειό της, χρησιμοποιείται δε και τις επόμενες εποχές. Στα δυτικά του ερευνήθηκε τμήμα ελληνιστικού
και ρωμαϊκού νεκροταφείου, στο οποίο ξεχωρίζει κτιστός «κιβωτιόσχημος μακεδονικού τύπου» επιμε-
λημένης μορφής και με πλούσια ευρήματα. Πολύ κοντά στους τάφους αυτούς βρέθηκε τρίκλιτη βασιλική
μεσοβυζαντινής περιόδου και εκτεταμένο χριστιανικό νεκροταφείο (τα οποία στη συνέχεια ερευνήθηκαν
από την αρμόδια 22η Ε.Β.Α.51). Σε μόλις χαμηλότερο επίπεδο αποκαλύφθηκε πυκνό συγκρότημα από
επτά διαφορετικά κτήρια, ένα τουλάχιστον ελληνιστικής εποχής με ευρείς χώρους, χωρίς να διαπιστω-
θεί με ακρίβεια η χρήση του. Τα κτήρια ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου σχετίζονται με εργαστηρια-
κές εγκαταστάσεις, όπως έδειξε η παρουσία αγωγών και δεξαμενών. Ένα ακόμη συγκρότημα ανήκε σε
λουτρική εγκατάσταση ρωμαϊκής εποχής με ιδιαίτερα επιμελημένης μορφής και καλά διατηρούμενους
χώρους των υποκαύστων (εικ. 20).
Η πυκνότητα των περιγραφέντων αρχιτεκτονικών λειψάνων μέσα σε μικρή σχετικά έκταση σε συν-
δυασμό με τη χρονική αλληλουχία τους φανερώνουν τη σημασία που είχε για τη ζωή της πόλης το τμήμα
αυτό της υπαίθρου χώρας, οφειλόμενη στην παρουσία του Ευήνου ποταμού, σε σχέση με άλλα τμήματα,
όπου τα κατάλοιπα φαίνεται να είναι αραιότερα. Στην ίδια πάντοτε πλευρά της υπαίθρου χώρας αρκετά
βορειότερα από τη θέση της ανασκαφής είναι ορατά κατάλοιπα αγροικίας και ίσως πύργου (δεν έχουν
ακόμη ανασκαφεί), ενώ χαμηλότερα στην πεδιάδα ερευνήθηκε ευμεγέθης κεραμικός κλίβανος εξαιρετι-
κής μεν διατήρησης, χωρίς ωστόσο κινητά ευρήματα, γι’ αυτό και σύμφωνα με τη μορφή και τα χαρα-
κτηριστικά του πιθανότατα χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους52.

47 Για τις ανασκαφές μέσω του προγράμματος συνεργασίας βλ. Kalydon in Aitolia Ι.
48 Dietz κ.ά. 2007, 44-47. Vikatou κ.ά. 2014, 221-234, ανακοίνωση της ιδίας με R. Frederiksen στον παρόντα τόμο.
49 Kalydon in Aitolia Ι, 65-76, εικ. 51.
50 Γάτση 2010, 1059-1062. Stavropoulou-Gatsi 2010, 79-96.
51 Χουλιαράς 2014.
52 Η συνολική θεώρηση των δεδομένων της ρωμαϊκής εποχής σε ολόκληρη την Αιτωλοακαρνανία με έμφαση στις νέες
θέσεις των τελευταίων ετών που συμπληρώνουν την εικόνα μας σε σχέση με εκείνη πριν από 30 περίπου χρόνια (Πετρό-
πουλος 1991, 93-125), διαφοροποιεί πλέον σημαντικά τις παλαιότερες απόψεις που βασίζονταν κυρίως στις πηγές και
ανέφεραν παρακμή της περιοχής. Για το θέμα βλ. Σταυροπούλου-Γάτση – Σαράντη 2013, 656-681, Γερολύμου 2013,
682-703, Στάικου – Λεονταρίτη 2013, 704-717, Σαράντη – Στάικου 2013, 718-733.

245
Μ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΓΑΤΣΗ

ΑΒSTRACT

NEW ARCHAEOLOGICAL DATA ABOUT AITOLIA THROUGH


THE EXCAVATIONS OF 36TH EPHORATE OF PREHISTORIC
AND CLASSICAL ANTIQUITIES IN 2004-2010

M. Stavropoulou-Gatsi

The 36th Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities, located in Messolongi, was founded in
February 2004 including the Prefectures of Aitoloakarnania and Lefkas. Aitoloakarnania is located
upon important land and sea routes, occupying a crucial and strategic position in the Greek mainland.
Although there are numerous archaeological sites and isolated monuments in the area, it continues to
be among the least excavated and investigated ones of Greece. However, over the past thirty years,
there has been a revival of scholarly interest and various research projects have been conducted
–systematic excavations, survey projects, programs of conservation and displays of monuments,
rescue excavations (on the occasion of private or public construction projects), changing the picture
and contributing to the better understanding of the history and archaeology of the region.
In this paper we present a preliminary account of the rescue excavations undertaken during the
years 2004-2010 in Aetolia, which revealed new sites and new data to be added to the already known,
dating from the prehistoric to the late Roman periods. They concern five settlements of MH and LH
period (by Stamna and Angelokastro near Acheloos river, by Marathia near Trichonis lake, by Agios
Ioannis Riganas near Lysimachia lake and by Gavrolimni near the south coast. The cist grave of
the “Mycenaean warrior” at Kouvaras with its extremely rich grave goods indicates the high social
status of the buried man. The great already known PG cemetery near Stamna, at which we excavated
seventy graves with interesting pottery, weapons and jewellery contributed to our better knowledge
and the origins of the Aitolian “Ethnos”.
The investigations on parts of the fortification walls at three sites (Voukation by Paravola, Tris
Ekklisies by New Plevron and Old Plevron) contribute to their topography. The uncover of the public
ancient road passing through south Aitolia, the late Classical - early Hellenistic cemetery by site
Rigaiika, which belongs to the town of Alikyrna and the excavation of a complex of buildings at the
eastern site of Kalydon territory contribute also to a better study of the region.

246
ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ 2004-2010

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αχειλαρά 2005 Λ. Αχειλαρά, Η κοροπλαστική της Λέσβου, Μυτιλήνη.
Βικάτου 2016 Ο. Βικάτου, Καλυδώνα-Αλίκυρνα-Πλευρώνα-Σταμνά. Οι τελευταίες έρευνες
στο πλαίσιο κατασκευής της Ιόνιας και Παραϊόνιας Οδού, στο ΑΕΘΣΕ 4, 633-
640.
Βικάτου 2014 Ο. Βικάτου, Το έργο της ΛΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιο-
τήτων κατά το έτος 201», ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τ. 23, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2014, 364-
414.
Βικάτου 2013 Ο. Βικάτου, Το έργο της ΛΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιο-
τήτων κατά το έτος 2012, ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τ. 20, Ιανουάριος-Ιούνιος 2013, 146-
195.
Βικάτου 2011 Ο. Βικάτου, Το έργο της ΛΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαι-
οτήτων κατά το έτος 2011, ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τ. 17, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2011,
44-73.
Γάτση 2010 Μ. Γάτση, Νομός Αιτωλοακαρνανίας. Ανασκαφικές εργασίες, ΑΔ 65 (2010),
Χρονικά Β΄1β, 1050-1062.
Γάτση 2007 Μ. Γάτση, Νομός Αιτωλοακαρνανίας, Ανασκαφικές εργασίες, ΑΔ 62 (2007),
Χρονικά Β΄1, 670-681.
Γάτση 2006 Μ. Γάτση, Νομός Αιτωλοακαρνανίας, Ανασκαφικές εργασίες, ΑΔ 61 (2006),
Χρονικά Β΄1, 574-586.
Γερολύμου 2013 B. Γερολύμου, Αγροικία στα Σιταράλωνα Αιτωλοακαρνανίας: αγροτική και
εργαστηριακή παραγωγή, στο Villae Rusticae, 682-703.
Γκαδόλου 2008 Αν. Γκαδόλου, Η Αχαΐα στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους: κεραμική παρα-
γωγή και έθιμα ταφής, Αθήνα.
Δεκουλάκου 1982 Ιφ. Δεκουλάκου, Κεραμεική 8ου και 7ου αι. π.Χ. από τάφους της Αχαΐας και της
Αιτωλίας, ASAtene LX.N.S. XLIV, 219-236.
Ζαφειροπούλου  Φ. Ζαφειροπούλου – Αν. Γεωργιάδου, Λιθοβούνι Μακρυνείας. Νεκροταφείο
– Γεωργιάδου 2010 κλασικής και ελληνιστικής εποχής και ευρήματα μυκηναϊκού τάφου, Θεσσαλο-
νίκη.
Κόλια – Σαράντη 2004 Ερ. Κόλια – Φ. Σαράντη, Τα νεκροταφεία της κλασικής και ελληνιστικής Ναυ-
πάκτου, Β’ Συνέδριο Αγρινίου, 230-241.
Κολώνας – Σταμάτης 2016 Λ. Κολώνας – Γ. Σταμάτης, Πλευρώνα - Οινιάδες - Πάλαιρος. Προστασία,
έρευνα και ανάδειξη τριών αρχαίων πόλεων του Νομού Αιτωλοακαρνανίας,
Αθήνα.
Κουντούρη 2001 Ελ. Κουντούρη, «Θησαυρός» κοσμημάτων ελληνιστικών χρόνων από τη
Θήβα, ΑΔ 56, Μελέτες, 221-236.
Μαστροκώστας 1968 Ευθ. Μαστροκώστας, Πλευρών, ΑΔ 23, Χρονικά, 277.
Μαστροκώστας 1967 Ευθ. Μαστροκώστας, Σαυρία, ΑΔ 22, Χρονικά Β΄2, 322-323.
Μαστροκώστας 1961-62 Ευθ. Μαστροκώστας, Ναύπακτος, ΑΔ 17, Χρονικά Β΄, 183-184.
Παπαποστόλου 2014 Ι. Α. Παπαποστόλου, Το Ιερό του Θέρμου στην Αιτωλία. Ιστορία - Μνημεία -
Περιήγηση του χώρου, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας
αρ. 291, Αθήνα.
Παπαποστόλου 2008 Ι. Α. Παπαποστόλου, Θέρμος. Το Μέγαρο Β και το πρώιμο Ιερό. Η ανασκαφή
1992-2003, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ. 261,
Αθήνα.
Παπαποστόλου 1972 Ι. Α. Παπαποστόλου, Καλυδών, ΑΔ 27, Χρονικά Β΄ 2, 434-436.
Πετρόπουλος 2005 Μ. Πετρόπουλος, Το βόρειο νεκροταφείο των αρχαίων Πατρών: οικόπεδο
οδού Πουκεβίλ 25-27, στο ΕλλΚερ Πελοποννήσου, 59-72.
Πετρόπουλος 1991 Μ. Πετρόπουλος, Η Αιτωλοακαρνανία κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, στο Α΄ Συνέ-
δριο Αγρινίου, 93-125.
Πορτελάνος 1998 Α. Κ. Πορτελάνος, Οι αρχαίες αιτωλικές οχυρώσεις, αδημ. διδ. διατρ., Αθήνα.
Σαράντη 2016 Φ. Σαράντη, Ευρήματα στον άξονα της Ιόνιας Οδού: τμήμα Αντίρριο - Χάλ-
κεια, στο ΑΕΘΣΕ 4, 621-632.
Σαράντη 2010 Φ. Σαράντη, Νέοι οικισμοί της Μέσης Εποχής του Χαλκού στην επαρχία Ναυ-
πακτίας, Mesoelladika: La Grèce continentale au Bronze Moyen, BCH Suppl.
52, 259-267.
Σαράντη – Στάικου 2013 Φ. Σαράντη – Β. Στάικου, Αγροικίες ρωμαϊκών χρόνων στην περιοχή δυτικά
της Ναυπάκτου, στο Villae Rusticae, 718-733.
Σερμπέτη κ.ά. 2009 Ελ. Σερμπέτη – Τ. Πανάγου – Αλ. Ευσταθόπουλος, Κεραμική από το νεκροτα-
φείο των Οινιαδών, ΕλλΚερ Αιτωλοακαρνανίας, 259-266.
Στάικου – Λεονταρίτη 2013 Β. Στάικου – Αικ. Λεονταρίτη, Ρωμαϊκές αγροικίες στην ευρύτερη περιοχή του
Αγρινίου, στο Villae Rusticae, 704-717.
Σταυροπούλου-Γάτση 2014 M. Σταυροπούλου-Γάτση, Ερυθρόμορφες λήκυθοι υστεροκλασικών - πρώιμων
ελληνιστικών χρόνων σε τάφους της Αιτωλοακαρνανίας. Πρώτη παρουσίαση,
Η΄ ΕλλΚερ, Ιωάννινα 2009, Πρακτικά, Αθήνα, 117-124, πίν. 33-36.
Σταυροπούλου-Γάτση 2013 Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Νεότερα μυκηναϊκά δεδομένα Ακαρνανίας και Λευ-
κάδας, στο F. Lang – P. Funke – L. Kolonas – E.-L. Schwandner – D. Maschek
(επιμ.), Interdisziplinär Forschungen in Akarnanien/Διεπιστημονικές έρευνες
στην Ακαρνανία, Bonn, 257-270.

247
Μ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΓΑΤΣΗ

Σταυροπούλου-Γάτση 2012α Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Το έργο της ΛΣΤ΄ ΕΠΚΑ στο Νομό Αιτωλοακαρνα-
νίας κατά τα έτη 2004-2008 στο ΑΕΘΣΕ 3, 749-761.
Σταυροπούλου-Γάτση 2012β Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, ΛΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαι-
οτήτων. Αιτωλοακαρνανία, στο Έργο ΥΠΠΟ, 63-68.
Σταυροπούλου-Γάτση 2010 Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Από την Καλυδώνα στην Αλίκυρνα: Η πορεία του
αρχαίου δρόμου και ένα άγνωστο νεκροταφείο κάτω από τη σημερινή Ιόνια
Οδό, ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τ. 15, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2010, Αθήνα, 79-88.
Σταυροπούλου-Γάτση 2008 Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Τοπωνυμικές επιβιώσεις για την ομηρική Ιθάκη
στην Αιτωλοακαρνανίας και αρχαιολογικά τεκμήρια για την μυκηναϊκή εποχή
στο Αφιέρωμα W. Dörpfeld, 373-388.
Σταυροπούλου-Γάτση 2007 Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Σωστικές ανασκαφές της ΛΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α. Μεσολογ-
γίου στο πλαίσιο κατασκευής δημοσίων έργων, ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τεύχος 9, Ιού-
λιος - Δεκέμβριος 2007, Αθήνα, 271-284.
Σταυροπούλου-Γάτση 2005 Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Κρυονέρι, θέση «Σπηλιές». Οικόπεδο Φ. Γουργολί-
τσα, ΑΔ 60, Χρονικά Β΄ 1, 473-474.
Σταυροπούλου-Γάτση 2001-2004 Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Νομός Αιτωλοακαρνανίας. Ανασκαφικές εργασίες,
ΑΔ 56-59, Χρονικά Β΄ 5. Στερεά Ελλάδα - Θεσσαλία, 109-113.
Σταυροπούλου-Γάτση 1980 M. Σταυροπούλου-Γάτση, Πρωτογεωμετρικό νεκροταφείο Αιτωλίας, ΑΔ 35,
Μελέτες, 102-130.
Σταυροπούλου-Γάτση Μ. Σταυροπούλου-Γάτση – Φ. Σαράντη, Εγκαταστάσεις στην ύπαιθρο της
– Σαράντη 2013 Αιτωλοακαρνανίας κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, στο Villae Rusticae, 656-681.
Σταυροπούλου-Γάτση κ.ά. 2012 Μ. Σταυροπούλου-Γάτση – R. Jung – M. Mehofer, Τάφος «Μυκηναίου» πολε-
μιστή στον Κουβαρά Αιτωλοακαρνανίας. Πρώτη παρουσίαση, στο N. Chr.
Stampolidis – A. Kanta – A. Giannikouri (επιμ.), ATHANASIA. The Earthly, the
Celestial and the Underworld in the Mediterranean from the Late Bronze and
the Early Iron Age. International Archaeological Conference, Rhodes 2009,
Ηράκλειο, 247-264.
Σταυροπούλου-Γάτση  Μ. Σταυροπούλου-Γάτση – Γ. Σταμάτης, Οι αρχαιότητες του Δήμου Μεσολογ-
– Σταμάτης 2011 γίου, στο Αλτ. Κλεισοβίτης (επιμ.), Μεσολόγγι. Ιερή Πόλη, Μεσολόγγι, 126-
137.
Σταυροπούλου-Γάτση  Μ. Σταυροπούλου-Γάτση – Β. Τσαντήλα, Ταφικά σύνολα από τον Στράτο
– Τσαντήλα 2009 Ακαρνανίας, στο ΕλλΚερ Αιτωλοακαρνανίας, 245-258.
Χουλιαράς 2014 Ι. Π. Χουλιαράς (επιμ.), Το Αρχαιολογικό Έργο της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαι-
οτήτων στην Αιτωλοακαρνανία και την Λευκάδα, Πρακτικά Ημερίδας, Ναύπα-
κτος, 20 Νοεμβρίου 2013, ΥΠ.ΠΟ.Α. - 22η Ε.Β.Α., Ναύπακτος.
Χριστακοπούλου-Σωμάκου 2009 Γ. Χριστακοπούλου-Σωμάκου, Το νεκροταφείο της Σταμνάς και η πρωτογεωμε-
τρική περίοδος στην Αιτωλοακαρνανία, αδημ. διδ. διατρ., Αθήνα.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Charatzopoulou 2006 C. Charatzopoulou, L’ héroon de Kalydon revisité, στο A. M. Guimier-Sorbets
– M. B. Hatzopoulos –Y. Morizot (επιμ.), Rois, Cités, Nécropoles. Institutions,
rites et monuments en Macédoine, Meletemata 45, Athènes, 63-87.
Dietz κ.ά. 2007 S. Dietz – L. Kolonas – Ι. Moschos – Μ. Stavropoulou-Gatsi, Archaeological
field work in ancient Kalydon 2001-2004. First preliminary report, PDIA V,
Athens, 25-60.
Dyggve κ.ά. 1934 E. Dyggve – Fr. Poulsen – K. A. Rhomaios, Das Heroon von Kalydon, Køben-
havn.
Dyggve – Poulsen 1948 E. Dyggve – Fr. Poulsen, Das Laphrion. Der Tempelbezirk von Kalydon,
København.
Jung κ.ά. 2017 R. Jung – M. Mehofer – M. Stavropoulou-Gatsi, Das Kriegergrab des elften
Jahrhunderts v. u. Z. von Kouwarás in Ätoloakarnanien, Das Altertum 62, 2,
81-110.
Kirsten 1952 E. Kirsten, RE ΧΧΙ, λ. Pleuron, 239-268.
Noack 1916 F. Noack, Befestigte griechische Städte in Aetolien und Akarnanien, AA XXI,
227 κ.ε.
Souyoudzoglou-Haywood 1999 Chr. Souyoudzoglou-Haywood, The Ionian Islands in the Bronze Age and
Early Iron Age, 3000-800 BC, Liverpool.
Stavropoulou-Gatsi 2011 M. Stavropoulou-Gatsi, Thirty Protogeometric Vases from Kalydon in Aitolia,
στο Kalydon in Aitolia I, 279-299.
Stavropoulou-Gatsi 2010 Μ. Stavropoulou-Gatsi, New Archaeological Researches in Aetolia, Akarnania
and Leukas, στο Lο spazio ionico, 79-96.
Vikatou κ.ά. 2014 O. Vikatou – R. Frederiksen – S. Handberg, The Danish-Greek Excavations
at Kalydon, Aitolia: The Theatre. Preliminary report from the 2011 and 2012
campaigns, στο R. Frederiksen – S. Handberg (επιμ.), PDIA VII, 221-234.
Woodhouse 1897 W. J. Woodhouse, Aetolia. Its geography, topography and antiquities, Oxford.

248
ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ 2004-2010

Εικόνα 1. Παραϊόνια οδός. Το αψιδωτό κτήριο 2 της Mεσοελλαδικής εποχής στην Παραλία Σταμνάς.

Εικόνα 2. Χειροποίητα αγγεία του ΜΕ οικισμού στην Παραλία Σταμνάς.

249
Μ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΓΑΤΣΗ

Εικόνα 3. Λείψανα κτηρίων της Mεσοελλαδικής - Yστεροελλαδικής εποχής από τον οικισμό του Παμφίου-Μαραθιά στη
θέση «Κεραμίδι».

Εικόνα 4. Κεραμική της Mεσοελλαδικής - Yστεροελλαδικής εποχής από τον οικισμό του Παμφίου-Μαραθιά στη θέση
«Κεραμίδι».

250
ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ 2004-2010

Εικόνα 5. Ιόνια οδός. Ευρεία Παράκαμψη Αγρινίου. Προϊστορικός οικισμός Αγγελοκάστρου. Γραπτή τροχήλατη κεραμική.

Εικόνα 6α-γ. Ιόνια οδός. Ευρεία Παράκαμψη Αγρινίου. Κουβαράς. Ο τάφος του «Μυκηναίου πολεμιστή». α. η χρυσή
κύλικα β. ο χάλκινος τριποδικός λέβητας γ. ο χάλκινος επιθετικός και αμυντικός οπλισμός.

251
Μ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΓΑΤΣΗ

Εικόνα 7. Παραϊόνια οδός. Συστάδα τάφων (πιθάρια, κιβωτιόσχημοι) από το ΠρΓ νεκροταφείο στο Κεφαλόβρυσο Σταμνάς.

Εικόνα 8. Παραϊόνια οδός. Αγγεία από τάφους του ΠρΓ νεκροταφείο στο Κεφαλόβρυσο Σταμνάς.

252
ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ 2004-2010

Εικόνα 9. Παραϊόνια οδός. Κιβωτιόσχημος τάφος από το ΠρΓ νεκροταφείο στο Κεφαλόβρυσο Σταμνάς.

Εικόνα 10. Παραϊόνια οδός. Ολόβαφη πρόχους και ψευδόστομος αμφορέας από κιβωτιόσχημο τάφο του ΠρΓ νεκροτα-
φείου στο Κεφαλόβρυσο Σταμνάς.

253
Μ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΓΑΤΣΗ

Εικόνα 11. Παραβόλα. Αρδευτικό έργο. Νότιο σκέλος της οχύρωσης. Ημικυκλικός πύργος.

Εικόνα 12. Ιόνια οδός. Μικρό τμήμα της οχύρωσης με αγωγό απορροής των ομβρίων υδάτων στη θέση «Τρεις Εκκλη-
σιές».

254
ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ 2004-2010

Εικόνα 13. Παλαιά Πλευρώνα. Λεπτομέρεια του διατειχίσματος.

Εικόνα 14. Ιόνια οδός. Αεροφωτογραφία του νεκροταφείου της Αλίκυρνας (;) και του αρχαίου δρόμου στη θέση «Ρηγαί-
ικα» Μεσολογγίου.

255
Μ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΓΑΤΣΗ

Εικόνα 15. Ιόνια οδός. «Ρηγαίικα» Μεσολογγίου. Άποψη τμήματος του νεκροταφείου, στο οποίο δεσπόζει μνημειώδης
ταφικός περίβολος.

Εικόνα 16. Ιόνια οδός. «Ρηγαίικα» Μεσολογγίου. Τα χρυσά κοσμήματα της πλούσιας ταφής νεαρού κοριτσιού.

256
ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ 2004-2010

Εικόνα 17. Ιόνια οδός. «Ρηγαίικα» Μεσολογγίου. Πήλινα αγγεία, ειδώλιο και αργυρή σκυφοειδής κύλικα των ύστερων
κλασικών - ελληνιστικών χρόνων.

Εικόνα 18. Ιόνια οδός. Άποψη της ανασκαφής στην περιοχή Σήραγγας Καλυδώνας.

257
Μ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΓΑΤΣΗ

Εικόνα 19. Ιόνια οδός. Αρχαίος δρόμος στην περιοχή Σήραγγας Καλυδώνας.

Εικόνα 20. Ιόνια οδός. Υστερορρωμαϊκό λουτρό στην περιοχή Σήραγγας της Καλυδώνας.

258
ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ 2004-2010

Σχέδιο 1. Παραϊόνια οδός. Κάτοψη των αψιδωτών κτηρίων της μεσοελλαδικής εποχής στην Παραλία Σταμνάς (σχ. Γ.
Καρτσακλή).

259
Μ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΓΑΤΣΗ

Σχέδιο 2. Ιόνια οδός. Ευρεία Παράκαμψη Αγρινίου. Προϊστορικός οικισμός Αγγελοκάστρου. Κάτοψη μέρους της ανα-
σκαφής (σχ. Γ. Ράλλης).

Σχέδιο 3. Ιόνια οδός. Ευρεία Παράκαμψη Αγρινίου. Κουβαράς. Κάτοψη του τάφου του «Μυκηναίου πολεμιστή» (σχ. Γ.
Ράλλης).

260
ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ 2004-2010

Σχέδιο 4α. Παραϊόνια οδός. Προοπτικό σχέδιο συστάδας τάφων του ΠρΓ νεκροταφείου στο Κεφαλόβρυσο Σταμνάς (σχ.
Αλ. Μετσοβίτη).

Σχέδιο 4β. Παραϊόνια οδός. Ταφικός πίθος από το ΠρΓ νεκροταφείο στο Κεφαλόβρυσο Σταμνάς (σχ. Γ. Καρτσακλή).

261
262
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΔΥΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ *

Κωνσταντούλα Χαβέλα

Τα τελευταία χρόνια οι ανασκαφές που πραγματοποιούνται τόσο στο πλαίσιο των μεγάλων έργων,
όπως η ΙΟΝΙΑ ΟΔΟΣ, όσο και μικρότερων έργων που εκτελούνται μέσω Ε.Σ.Π.Α., μας έδωσαν τη
δυνατότητα να ερευνήσουμε νέες, καθώς και ήδη γνωστές θέσεις κατοίκησης δυτικά του Αχελώου, μία
περιοχή σχετικά ανεξερεύνητη. Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης δεν είναι η εκτενής παρουσίαση
των αρχαιολογικών δεδομένων, αλλά μια προσπάθεια κατανόησης της αρχαίας τοπογραφίας της
περιοχής. Ο συνδυασμός νέων αρχαιολογικών ευρημάτων με τις μαρτυρίες των γραπτών πηγών μας
επιτρέπουν να δούμε με διαφορετικό τρόπο θέματα που αφορούν στην οργάνωση και στη χρήση του
χώρου από τα κλασικά μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια.
Στη θέση Ταμπούρι, στην περιοχή Στάνος 5 χλμ. νοτίως της Αμφιλοχίας, κατά τις εργασίες
διάνοιξης της ΙΟΝΙΑΣ ΟΔΟΥ ανασκάφτηκε οικοδόμημα των ύστερων κλασικών – πρώιμων
ελληνιστικών χρόνων (εικ. 1-2)1. Με την ανασκαφή που ακολούθησε αποκαλύφθηκε μεγάλη αγροι-
κία, κατάβορος και μη ισοπλατής, ορθογώνια με το μεγαλύτερο άξονα Α-Δ. Πρόκειται για αυτό-
νομο, καλά οργανωμένο συγκρότημα με σωζόμενη έκταση 1 στρ. Είναι κτισμένο στο μεγαλύτερό
του τμήμα με ακατέργαστους λίθους. Όσον αφορά στην ανωδομή των τοίχων τα δεδομένα δεν είναι
αρκετά για να έχουμε μία πιο σαφή εικόνα. Οι στέγες ήταν κεραμοσκεπείς με κεράμους λακωνικού
τύπου και οι ξύλινες πόρτες θα άνοιγαν με μεγάλα σιδερένια κλειδιά ομηρικού τύπου.
Η είσοδος του συγκροτήματος βρίσκεται στα νότια, απ’ όπου μέσω στενού στεγασμένου χώρου
μπορούσε κανείς να περάσει στην ορθογώνια αυλή, που δέσποζε στο κέντρο του συγκροτήματος.
Ανατολικά και δυτικά αυτής αναπτύσσονται ομάδες δωματίων με ποικίλη χρήση. Στα δυτικά υπήρχαν
τουλάχιστον επτά δωμάτια, ενώ στα ανατολικά ένα μεγάλο ορθογώνιο. Αριστερά της εισόδου το
σύμπλεγμα δύο τετράγωνων δωματίων με ιδιαίτερα ενισχυμένους τοίχους, το πάχος των οποίων
κυμαίνεται από 0,80-1,10 μ., είναι ο πύργος που προστάτευε την αγροικία.
Στο συγκρότημα διαπιστώθηκαν δύο οικοδομικές φάσεις. Στην πρώτη, η οποία τοποθετείται προς
τα τέλη του 5ου αι. π.Χ., η αγροικία φαίνεται ότι είχε μεγαλύτερη έκταση, καθώς εκτεινόταν προς τα
νοτιοδυτικά. Μέσα στον 4ο αι. π.Χ., ο χώρος αυτός εγκαταλείπεται και η εγκατάσταση περιορίζεται.
Δίπλα στην είσοδο τοποθετείται πύργος, ενώ δημιουργείται και ένα είδος οχυρωματικού περιβόλου,
ο οποίος περιέκλειε την αγροικία τουλάχιστον από τα ανατολικά και τα νότια (εικ. 1-2). Το πλάτος
του κυμαίνεται από 1,5-2,00 μ. Περιμετρικά ορίζεται από μεγάλες πέτρες και εσωτερικά υπάρχει
γέμισμα από μικρούς αργούς λίθους. Το νότιο τμήμα του περιβόλου απέληγε ανατολικά στον τοίχο
του πύργου.
Τα περιορισμένα κινητά ευρήματα της ανασκαφής μέσα στους χώρους δυσκολεύουν τον
προσδιορισμό της χρήσης των περισσοτέρων εξ αυτών. Ο χώρος Γ (εικ. 2), δυτικά της αυλής, ίσως
θα μπορούσε να ταυτιστεί με τον «οίκο», κυρίως εξαιτίας της παρουσίας της τετράγωνης βάσης, στο

* Το παρόν άρθρο είναι αφιερωμένο στον πατέρα μου Ευθύμιο Χαβέλα στον οποίο, πέρα από όλα τα άλλα, οφείλω την
αγάπη μου και την περαιτέρω ενασχόλησή μου με την αρχαιολογία. Ήταν και εξακολουθεί να είναι πάντα δίπλα μου
όταν τον χρειάζομαι.
1 Τη διεύθυνση της ανασκαφής είχε η Προϊσταμένη της Εφορείας Ολ. Βικάτου, με επιβλέπουσα στο τμήμα Κουβαράς –
Μενίδι την υπογράφουσα. Στις ανασκαφές στη θέση «Ταμπούρι» εργάστηκαν οι αρχαιολόγοι Μ. Παπακωνσταντίνου και
Α. Γιγκλά, τα σχέδια πραγματοποιήθηκαν από τη Μ. Ντίνου, ενώ τη συντήρηση των ευρημάτων ανέλαβε η Μ. Κατσένη.
Οι ανασκαφικές φωτογραφίες και τα σχέδια προέρχονται από το αρχείο της ΕΦ.Α.ΑΙΤ.Λ.

263
Κ. ΧΑΒΕΛΑ

εσωτερικό της οποίας είχαν τοποθετηθεί θραύσματα πίθου. Η θέση της εστίας κοντά στη νοτιοανα-
τολική γωνία και όχι στο κέντρο είναι γνωστή και από άλλες οικίες των κλασικών χρόνων, όπως η
αγροικία στη Βάρη2. Το δωμάτιο νότια του οίκου, χώρος Δ (εικ. 2) θα μπορούσε να είναι το οπτάνιο,
όπως τουλάχιστον προκύπτει από την ανεύρεση εδώ λοπάδων, αλλά και χυτροειδών αγγείων, με ίχνη
καύσης. Ο χώρος βόρεια του οίκου από την άλλη, πρέπει να ήταν αποθηκευτικός, όπως μαρτυρεί η
παρουσία θραυσμάτων μεγάλων αποθηκευτικών πίθων.
Το μεγαλύτερο όγκο των ευρημάτων καταλαμβάνει, όπως ήταν αναμενόμενο η κεραμική, η οποία
στην πλειονότητά της ήταν αβαφής, χωρίς όμως να απουσιάζει η καλής ποιότητας μελαμβαφής
κεραμική, αλλά και η ερυθρόμορφη. Στην περίπτωση της αβαφούς κεραμικής συναντούμε αγγεία
σχετικά μεγάλων διαστάσεων, όπως αμφορείς, πίθους, λεκάνες, ιγδία κ.ά. Η μελαμβαφής κεραμική
αντιπροσωπεύεται από σκύφους τύπου Α, σκυφίδια, πινάκια, κάναστρα, ηθμούς, αλλά και ηλειακές
ληκύθους3, οινοχόες και άλλα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ερυθρόμορφη κεραμική που
εντοπίστηκε στην αγροικία. Πρόκειται για όστρακα καλυκωτών κρατήρων, εκ των οποίων ορισμένοι
αττικοί. Μεμονωμένο είναι το παράδειγμα της πυξίδας, που χρονολογείται στο πρώτο μισό του 4ου
αι. π.Χ. (εικ. 3).
Όσον αφορά στη νομισματική μαρτυρία, 20 χάλκινα και δύο ασημένια νομίσματα μας προσφέρουν
ένα σαφές χρονολογικό πλαίσιο λειτουργίας και εγκατάλειψης της αγροικίας από τον 4ο μέχρι
και τις αρχές του 3ου αι. π.Χ., το οποίο άλλωστε προκύπτει και από τη μαρτυρία της κεραμικής.
Αντιπροσωπεύονται νομίσματα του αιτωλικού4 και ακαρνανικού Κοινού5, καθώς και πόλεων της
o ευρύτερης περιοχής, όπως οι Οινιάδες6, η Μεδεώνα7 και το Αμφιλοχικό Άργος (εικ. 4)8.
Η αγροικία με πύργο στη λίμνη Αμβρακία έρχεται να προστεθεί σε μία σειρά ανάλογων αγροικιών
,που έχουν εντοπιστεί τόσο στον κυρίως ελλαδικό χώρο (Λευκάδα9, Ασπροβάλτα10, Πλαταμώνας11,
Λείβηθρα Πιερίας12, Βάρη13, Δέμα Αττικής14), όσο και στη Μ. Ασία και τον Εύξεινο Πόντο15,
και χρονολογούνται στα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια16. Βέβαια η αγροικία της Αμβρακίας
παρουσιάζει μία ιδιαιτερότητα που έγκειται στην παρουσία του οχυρωματικού περιβόλου.
Στην ίδια περιοχή στο δρόμο για Αμφιλοχία, νότια της αγροικίας, εντοπίστηκαν τα κατάλοιπα
ατείχιστου αρχαίου οικισμού – η μέχρι τώρα ερευνημένη έκταση αυτού φτάνει τα 4,5 στρ (εικ.
5). Η νομισματική μαρτυρία μας προσφέρει ένα χρονολογικό πλαίσιο από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ.

2 Jones κ.ά. 1973, 370.

l 3 Για τις ηλειακές ληκύθους, βλ. Georgiadou 2005, 78-80. Ζαφειροπούλου – Γεωργιάδου 2010, 88-92.
4 Στον εμπροσθότυπο φέρει κεφαλή νεαρού άνδρα και στον οπισθότυπο ΑΙΤΩ- ΛΩΝ πάνω και κάτω από την επιδορατίδα,

s βλ. Gardner 1883, 197 αρ. 41. Για τα χάλκινα νομίσματα του Αιτωλικού Κοινού, βλ. Liampi 1995-1996, 83-109, πίν. 1.
5 Στον εμπροσθότυπο φέρουν αγένεια κεφαλή Ηρακλή με λεοντή και στον οπισθότυπο γενειοφόρο κερασφόρο κεφαλή
Αχελώου (αρχές 3ου αι. π.Χ.), βλ. Gardner 1883, 169 αρ. 20, πίν. XXVII, αρ. 7. SNG Cop., 422.
6 Στον εμπροσθότυπο φέρουν παράσταση γενειοφόρου δαφνοστεφούς Διός και στον οπισθότυπο, κάτω από την επιγραφή
ΟΙΝΙΑΔΑΝ, γενειοφόρο κερασφόρο κεφαλή Αχελώου (3ος αι. π.Χ.), βλ. SNG Cop, 400-403.
7 Στον εμπροσθότυπο φέρουν κεφαλή Αθηνάς προς τα δεξιά και στον οπισθότυπο τρίποδα (350-300 π.Χ.), βλ. Gardner
1883, 188, πίν. ΧΧΙΧ.9. SNG Cop., 397.
8 Στον εμπροσθότυπο φέρουν ανδρική κεφαλή (Ερμή) προς τα αριστερά και στον οπισθότυπο την επιγραφή ΑΡΓΕΙΩΝ
επάνω από το σκύλο Άργο στραμμένο στα δεξιά, στο έξεργο επιδορατίδα, βλ. Anson 1911, πίν. XIX. 1064. Grose 1926,
288, πίν. 193.9-10. SNG Cop., 318.
9 Morris 2001, 291-310.
10 Βελένη 2003, 101-107.
11 Πουλάκη 2003, 56-62.
12 Πουλάκη 2003, 63-70.
13 Jones κ.ά. 1973, 355-452.
14 Jones κ.ά. 1962, 75-114.
15 Saprykin 1994.
16 Pečirka 1973, 113-147.

264
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΔΥΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ

μέχρι και το 2ο αι. μ.Χ. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι εντοπίστηκαν νομίσματα Κορίνθου17, Στράτου18,
Φιλίππου Β΄19, καθώς και Φαυστίνας ΙΙ20 από τη φάση του 2ου αι. μ.Χ. (εικ. 6). Η κεραμική από
την άλλη μας επιτρέπει και μία πιο πρώιμη χρονολόγηση μέσα στον 5ο αι. π.Χ., αν όχι και στις
αρχές αυτού. Η κατοίκηση του χώρου, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα ενδείξεις, δεν είναι συνεχόμενη,
καθώς φαίνεται να εγκαταλείπεται στον 3ο αι. π.Χ. και να επαναχρησιμοποιείται σε πιο περιορισμένη
έκταση κατά τη διάρκεια του 2ου αι. μ.Χ.
Ο οικισμός αναπτύχθηκε σε άνδηρα σε μία αμφιθεατρική θέση στις υπώρειες του όρους Θύαμος
(σημερινός Πεταλάς), ακριβώς πάνω από τη λίμνη Αμβρακία. Αν και η θέση μοιάζει ιδανική,
κατακρημνίσεις βράχων ήδη από την αρχαιότητα φαίνεται να κατέστρεψαν ένα τμήμα αυτού,
κυρίως στα βόρεια (εικ.7). Αυτές δεν αποκλείεται να οφείλονται και σε κάποιο σεισμό, αν μάλιστα
λάβουμε υπόψη μας και το γεγονός ότι η εν λόγω θέση, όπως προκύπτει από το σεισμοτεκτονικό
χάρτη της Ελλάδας, βρίσκεται ακριβώς επάνω στο λεγόμενο ρήγμα της Αμφιλοχίας. Η καταστροφή
του οικισμού από κατολισθήσεις, σε συνδυασμό με τα ιστορικά γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στα
τέλη του 4ου με αρχές 3ου αι. π.Χ. στην ευρύτερη περιοχή, πρέπει να οδήγησε στην εγκατάλειψη του
οικισμού.
Όσον αφορά στα ευρήματα η ποικιλία τους υποδηλώνει όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας
των κατοίκων, όπως η ενασχόλησή τους με την αλιεία (αγκίστρια και μολύβδινα βαρίδια διχτυών), οι
τροφοπαρασκευαστικές και αποθηκευτικές διαδικασίες (χυτροειδή σκεύη, ιγδία και ηθμοί, πιθάρια
και αμφορείς), η παραγωγή υφασμάτων (αγνύθες και σφονδύλια), ακόμη και η τέλεση συμποσίων
(μελαμβαφή και ανάγλυφα αγγεία), αλλά και οικιακών λατρευτικών διαδικασιών (πήλινα ειδώλια),
τόσο κατά τη διάρκεια των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, όσο και κατά τη δεύτερη φάση
κατοίκησης στον 2ο αι. μ.Χ.
Η επιλογή της θέσης πάνω από τη λίμνη κάθε άλλο παρά τυχαία μπορεί να θεωρηθεί, καθώς η
λίμνη της Αμβρακίας, όπως και οι άλλες λίμνες της Ακαρνανίας (Βουλκαρία, Μελίτη) δεν ήταν μία
ασήμαντη λεπτομέρεια στη ζωή των Ακαρνάνων. Στην αρχαιότητα το όνομά της δεν ήταν Αμβρακία.
Το βορειότερο άκρο της βρίσκεται στο χωριό Στάνος και το νοτιότερο πλησιάζει το χωριό Άγ. Στέ-
φανος – Ρίβιο, ωστόσο κατά την αρχαιότητα δεν αποκλείεται να έφθανε μέχρι τις παρειές του λόφου
της ακρόπολης στην Αμφιλοχία. Από τη λίμνη όλη η περιοχή εκαλείτο Λιμναία. Η πρώτη αναφορά
στην αρχαία Λιμναία γίνεται από τον Θουκυδίδη, ο οποίος περιγράφοντας την πορεία του Σπαρτιάτη
Κνήμου από την Αμβρακία προς τον Στράτο αναφέρει: «καί διά τῆς Ἀργείας ἱόντες Λιμναίαν κώμην,
ἀτείχιστον ἐπόρθησαν»21. Η επόμενη αναφορά του ιστορικού στην πόλη της Λιμναίας γίνεται με
αφορμή τα γεγονότα του 426/425 π.Χ., όταν ο Σπαρτιάτης Ευρύλοχος εισβάλει στην Ακαρνανία,
σπεύδοντας να βοηθήσει τη σύμμαχο πόλη Αμβρακία που είχε καταλάβει τις Όλπες: «καί διελθόντες
τήν Στρατίων γῆν ἐχώρουν διά τῆς Φυτίας καί αὕθις Μεδεῶνος παρ’ ἒσχατα, ἒπειτα διά Λιμναίας»22.

17 Πρόκειται για αργυρό κορινθιακό στατήρα. Στον εμπροσθότυπο φέρει πήγασο προς τα δεξιά και το κόππα κάτω από τα
μπροστινά πόδια του φτερωτού αλόγου. Στον οπισθότυπο φέρει κεφαλή Αθηνάς με κορινθιακό κράνος προς τα δεξιά
και γλαύκα με διπλό σώμα πίσω από το κράνος της θεάς. Χρονολογείται στα τέλη του 5ου με μέσα 4ου αι. π.Χ. (405-345
π.Χ.), βλ. Ravel 1938, 619. Calciati 1990, 161.
18 Αργυρό νόμισμα με τον Αχελώο προς τα δεξιά στον εμπροσθότυπο και το γράμμα Σ στον οπισθότυπο, βλ. Imhoof-
Blumer 1878, 162-163, αρ. 7.
19 Πρόκειται για μεταθανάτια κοπή του Φιλίππου Β΄, που χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Στον
εμπροσθότυπο φέρει κεφαλή Απόλλωνα στεφανωμένου προς τα δεξιά και στον οπισθότυπο ιππέα πάνω από τον οποίο
υπάρχει η επιγραφή ΦΙΛΙΠΠΟΥ. Για αργυρές μεταθανάτιες κοπές Φιλίππου Β΄, βλ. LeRider 1977.
20 Πρόκειται για αργυρό δηνάριο Φαυστίνας ΙΙ (161-175 μ.Χ.), στον εμπροσθότυπο του οποίου έχει απεικονιστεί η
Φαυστίνα προς τα δεξιά και φέρει την επιγραφή FAUSTINAAUGUSTA, ενώ στον οπισθότυπο έχει απεικονιστεί η
Ήρα με σκήπτρο στο αριστερό της χέρι και πάτερα στο δεξί, με την οποία ταΐζει παγώνι και φέρει την επιγραφή IVNO,
βλ. Robinson 1971, 8. Seaby – Sear 1982, 120.
21 Θουκ. 2.80.8.
22 Θουκ. 3.106.

265
Κ. ΧΑΒΕΛΑ

Μέσα στον 4ο αι. π.Χ. οι αναφορές στην αρχαία Λιμναία προέρχονται από στήλες θεωροδόκων: μία
από την Επίδαυρο όπου αναφέρεται ως Λιμναίαι Θωπίνας Αριστολάου, την οποία ο Klaffenbach
χρονολογεί μετά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ.23 και μία δεύτερη, αυτή των θεωροδόκων των αγώνων της
Νεμέας, που χρονολογήθηκε από τον Miller το 323/322 π.Χ.24. Σε αυτήν αναφέρονται κάτω από τον
τίτλο «Ἐν Ἀκαρνανίαι» οι θεωροδόκοι των πόλεων της Ακαρνανίας, στις οποίες περιλαμβάνεται
και η Λιμναία: «Ἐν Λίμναις. Φίλιστος Ἁριστομάχου Δρωξίας Ἁριστομάχου»25. Στον 3ο αι. π.Χ.
αναφέρεται από τον Πολύβιο, που περιγράφει την εκστρατεία του Φιλίππου Ε΄ το 219 π.Χ. εναντίον
των Αιτωλών. Στη Λιμναία φαίνεται να αγκυροβολούν τα πλοία του Μακεδόνα βασιλιά πριν αυτός
κινηθεί εναντίον του Θέρμου: «Διανύσας δέ καί καθορμισθείς βραχύ πρό ἡμέρας πρός τήν καλουμένη
Λιμναία»26 και «οὐδενός δ’ἐπεξιέναι τολμῶντος, αὕθις ἀρξάμενος ἐκίνει τούς πρώτους ποιούμενος
τήν πορείαν ὡς ἐπί τήν Λιμναίαν καί τάς ναῦς»27. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων των σχετικών με
την Αιτωλορωμαϊκή συμμαχία, τον πόλεμο μεταξύ Περσέα και Ρωμαίων, καθώς και αυτόν μεταξύ
Αντιόχου και Ρωμαίων δεν υπάρχει αναφορά στη Λιμναία, όπως επίσης και κατά τη διάρκεια της
σύγκρουσης μεταξύ Καίσαρα και Πομπηίου. Μετά τη ναυμαχία στο Άκτιο το 31 π.Χ. και το συνοικι-
σμό της Νικόπολης φαίνεται λογικό η Λιμναία να ακολούθησε την τύχη των υπόλοιπων ακαρνανικών
πόλεων και οι κάτοικοί της να μετοίκησαν στη νέα πόλη.
Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζουν οι γραπτές πηγές την αρχαία Λιμναία είχε σαν αποτέλεσμα
τη διατύπωση διαφορετικών προσεγγίσεων για την ταύτιση της θέσης της. Ο Leake28 αρχικά και
στη συνέχεια ο Heuzey29 ταύτισαν την οχύρωση, που δεσπόζει πάνω από τη σημερινή πόλη της
o Αμφιλοχίας, με την αρχαία Λιμναία. Την άποψή τους ασπάζεται και ο Ρωμαίος30, αλλά και σύγχρονοι
ερευνητές, όπως η Σαραγά31, η οποία όμως εξαιτίας της έλλειψης επιγραφικών μαρτυριών διατηρεί
τις επιφυλάξεις της. Αντίθετα ο Oberhummer32, ο Bursian33, οι Philippson–Kirsten34, ο Συριόπουλος35,
αλλά και ο Κατωπόδης36 θεωρούν ότι η Λιμναία βρίσκεται κοντά στο χωρίο Στάνος, ενώ την οχύρωση
της Αμφιλοχίας ταυτίζουν με την αρχαία Ηράκλεια37.
Τα αρχαιολογικά δεδομένα από την περιοχή της λίμνης Αμβρακίας μας προσφέρουν τη δυνατότητα
να ερμηνεύσουμε, όσο αυτό είναι εφικτό, τις μαρτυρίες των γραπτών πηγών για την περιοχή
αποφεύγοντας στεγανά του παρελθόντος, ενώ παράλληλα μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε
τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσαν και οργάνωναν το χώρο, τουλάχιστον από τα κλασικά
μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια.
Η ατείχιστη κώμη της λίμνης Αμβρακίας, η οποία κατοικείται τουλάχιστον από τις αρχές του
5ου αι. π.Χ. έρχεται να επιβεβαιώσει μία παλιά συνήθεια Αιτωλών και Ακαρνάνων, να κατοικούν σε
l

s
23 Klaffenbach 1929, 95.
24 Miller 1988, 162.
25 Το όνομα του πατέρα Αριστόμαχος είναι γνωστό από το Θύρρειο, καθώς και το όνομα του πρώτου γιού Φίλιστος από τα
Κόροντα, ενώ αυτό του δεύτερου γιού Δρώξιος, αποτελεί καινούργια προσθήκη στην αρχαία ελληνική προσωπογραφία,
βλ. Miller 1988, 148, 156.
26 Πολύβ. 5.5.14
27 Πολύβ. 5.14.2-3.
28 Leake 1835, 243-244.
29 Heuzey 1860, 319-328.
30 Ρωμαίος 1918, 107.
31 Σαραγά 1991, 207.
32 Oberhummer 1887, 38, 212.
33 Bursian 1862, 110.
34 Philippson – Kirsten 1958, 331.
35 Συριόπουλος 1968, 8.
36 Κατωπόδης 2000, 51.
37 Για την αρχαία Ηράκλεια, βλ. Gehrke – Wirbelauer 2004, 359-360 λ. 120.

266
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΔΥΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ

μικρές ατείχιστες κώμες, όπως άλλωστε μας πληροφορεί και ο Θουκυδίδης38. Μπαίνουμε έτσι στον
πειρασμό να θεωρήσουμε ότι η εγκατάσταση πάνω από τη λίμνη πρέπει να είναι ή να αποτελεί τμήμα
της Λιμναίας ατείχιστης κώμης του Θουκυδίδη, την οποία και συνάντησε ο Ευρύλοχος ερχόμενος
από τον Στράτο, κοντά στα σύνορα της Μεδεώνας, πριν περάσει στη χώρα των Αγραίων και από κει
στη χώρα των Αμφιλόχων.
Η εξιστόρηση από την άλλη του Ξενοφώντα39 για την εκστρατεία του Λακεδαιμόνιου Αγησίλαου
το 389 π.Χ. εναντίον των Ακαρνάνων και η αναφορά σε μάχη που έδωσε «ἐπί τήν λίμνην περί ἥν τά
βοσκήματα τῶν Ἀκαρνάνων», η οποία σύμφωνα με τον Schoch40 πρέπει να είναι η λίμνη Αμβρακία,
σε συνδυασμό με την πληροφορία πάντα του Ξενοφώντα ότι «πάντες μέν οἱ ἐκ τῶν ἀγρῶν Ἀκαρνάνες
ἒφυγον εἰς τά ἂστη», αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπήρχε ήδη μία οχυρωμένη θέση στην περιοχή
της λίμνης από τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. Άλλωστε η λίμνη Αμβρακία φαίνεται να είναι η μοναδική
στην περιοχή αυτή, καθώς σύμφωνα με παλυνολογικές έρευνες η λίμνη του Οζερού δεν υπήρχε
κατά την αρχαιότητα41.Τα πρόσφατα μάλιστα ευρήματα από το αρχαίο νεκροταφείο της Λιμναίας
ενισχύουν την παραπάνω διαπίστωση, καθώς από μία πρώτη ματιά προκύπτει ότι το νεκροταφείο
ήταν ήδη σε χρήση από τα μέσα του 4ο αι. π.Χ.42
Το γεγονός ότι στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. στη στήλη των θεωροδόκων της πόλης της Επιδαύρου
και προς τα τέλη του ίδιου αιώνα στη στήλη των θεωροδόκων των αγώνων της Νεμέας η πόλη
αναφέρεται στον πληθυντικό, ίσως να υποκρύπτει τη συνύπαρξη τόσο της ατείχιστης, όσο και της
οχυρωμένης πόλης με το ίδιο όνομα.
Οι συνεχόμενοι πόλεμοι μέσα στον 4ο αι. π.Χ., αλλά και η προτροπή του Κασσάνδρου43, ο οποίος
«συναγών δέ τούς Ἀκαρνάνας εἰς κοινήν ἐκκλησίαν και διελθών ὃτι πόλεμον ἒχουσιν ὃμορον ἐκ
παλαιῶν χρόνων, συνεβούλευεν ἐκ τῶν ἀνοχύρων καί μικρῶν χωρίων εἰς ὀλίγας πόλεις μετοικῆσαι»44,
τους αναγκάζουν να καταφύγουν σε οχυρωμένες θέσεις, στις οποίες και παραμένουν μέχρι και την
ίδρυση της Νικόπολης, όταν πλέον διαλύονται τα αστικά κέντρα και ο πληθυσμός αραιώνει εξαιτίας
της αναγκαστικής ή και οικειοθελούς μετοίκησης στη νέα πόλη45. Αυτήν την εποχή οι κάτοικοι
εγκαταλείπουν σταδιακά το μικρό οικισμό, προτιμώντας την ασφάλεια της οχυρωμένης πόλης που
πρέπει να υπήρχε ήδη μέσα στον 4ο αι. π.Χ. Με την εγκατάλειψη του οικισμού και την ερήμωση
της περιοχής, δεν αποκλείεται να σχετίζονται και οι μετατροπές στην αγροικία. Ο περιορισμός της
έκτασής της και η προσθήκη πύργου δίπλα στην είσοδο, αλλά κυρίως η κατασκευή του οχυρωματικού
περιβόλου υποδηλώνει, αν μη τι άλλο, την αυξημένη ανάγκη των κατοίκων της για προστασία.
Βέβαια μέσα στον 3ο αι. π.Χ. και αυτή εγκαταλείπεται.
Η μαρτυρία του Πολύβιου46 από την άλλη ότι ο Φίλιππος το 219 π.Χ. φθάνει στον Αμβρακικό
Κόλπο και αγκυροβολεί μπροστά στη Λιμναία, παραπέμπει το δίχως άλλο σε μία παραθαλάσσια
πόλη.
Οι αποστάσεις ανάμεσα στις δύο θέσεις είναι αρκετά μικρές, περίπου 5 χλμ., γεγονός που δεν θα
δικαιολογούσε την παρουσία δύο ανεξάρτητων πόλεων, της Λιμναίας και της Ηράκλειας, ιδιαίτερα

38 Θουκ. Ι,5, 1: «καί προσπίπτοντες πόλεσιν ἀτειχίστοις καί κατά κώμας οἰκουμένοις».
39 Ξεν. Ελλ. IV 6.6
40 Schoch 1997, 45-47.
41 Jahns 2013, 81-86.
42 Στις πρόσφατες έρευνες του αρχαίου νεκροταφείου της Λιμναίας, στο πλαίσιο των εργασιών της Ιόνιας Οδού,
εντοπίστηκαν τάφοι οι οποίοι περιείχαν ληκύθους της γνωστής Ομάδας του Αγρινίου, που χρονολογούνται ανάμεσα στο
340-320 π.Χ. Για το νεκροταφείο της αρχαίας Λιμναίας βλ. Βικάτου – Χαβέλα υπό εκτ. Για τις ληκύθους της Ομάδας
του Αγρινίου γενικά, βλ. σχετικά McPhee 1979, 159-162. Παλαιοθόδωρος 2012, 231-233.
43 Για το ρόλο του Κασσάνδρου στη διαμάχη Ακαρνάνων και Αιτωλών, βλ. Berktold 1996, 117-123. Dany 1999, 42-56.
44 Διοδ. Σικ. 19.67.3-6.
45 Για τη μετοίκηση των κατοίκων των αιτωλικών και ακαρνανικών πόλεων στη Νικόπολη, βλ. Purcell 1987, 71-90.
Kirsten 1987, 91-98.
46 Πολύβ. 5.5.14

267
Κ. ΧΑΒΕΛΑ

από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι η επικράτεια μίας πόλης δεν περιορίζεται στο στενό πλαίσιο της
κατοικημένης περιοχής, αλλά επεκτεινόταν και στη λεγόμενη χώρα. Τόσο ο οικισμός της λίμνης,
καθώς και η όμορη αγροικία, όσο και η οχυρωμένη πόλη στη σημερινή Αμφιλοχία φαίνεται ότι
εντάσσονται σε μία ευρύτερη χωρική ενότητα, τη Λιμναία χώρα, στην οποία από τα τέλη του 4ου αι.
π.Χ. κυριαρχεί η οχυρή θέση στη σημερινή Αμφιλοχία.
Όταν πλέον, κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων, η Pax Romana έχει διασφαλίσει την
ηρεμία στην περιοχή, παρατηρείται μία επιστροφή στις παλιές κοιτίδες, τόσο στην Ακαρνανία, όσο
και στην Αιτωλία, καθώς δημιουργούνται μικροί οικισμοί σε πεδινά εύφορα μέρη κατά μήκος των
κοιλάδων, των ποταμών, αλλά και περιμετρικά των λιμνών, ιδιαίτερα κατά το 2ο αι. μ.Χ.47. Σε αυτήν
την κατηγορία ανήκει και η εγκατάσταση του 2ου αι. μ.Χ. στη λίμνη Αμβρακία, στην προϋπάρχουσα
θέση του οικισμού των κλασικών χρόνων.
Η κατοίκηση της συγκεκριμένης θέσης κατά τον 2ο αι. μ.Χ. σε συνδυασμό με την ήδη γνωστή
αγροικία της ίδιας περιόδου στα Όχθια48, κοντά στην κοίτη του Αχελώου, φαίνεται να ενισχύει την
άποψη του Λ. Κολώνα, ότι υπήρχε δρόμος που ξεκινούσε από το Αγγελόκαστρο και μέσω Στράτου
κατευθυνόταν προς την Αμφιλοχία. Άλλωστε και η Αξιώτη49, στην αναζήτηση των ρωμαϊκών δρόμων
της Αιτωλοακαρνανίας, παρατηρεί ότι τα σημαντικότερα περάσματα από την κεντρική λεκάνη του
Αχελώου στον Αμβρακικό προσφέρονται από τις παράλληλες κοιλάδες βόρεια της λίμνης Αμβρακίας
προς την Αμφιλοχία.

ABSTRACT

ARCHAEOLOGICAL INVESTIGATIONS
WEST OF THE ACHELOOS RIVER

Konstantoula Chavela

The excavations that have been undertaken in recent years within the context of major technical
projects such as IONIA ODOS, as well as minor projects that are being carried out via NSRF, have
enabled us to investigate both new and already known sites to the west of the Acheloos River, which
is a relatively unexplored area. The purpose of this paper is not to extensively present archaeological
data, but an attempt to understand the ancient topography of the region. The combinations of new
archaeological data with the testimonies of the written sources allow us to see matters differently,
regarding the organisation and the use of the area from the Classical to the Roman times.
The discovery of a fairly extensive un-walled settlement in the Stanos Amphilochia region, pre-
cisely above the Amvrakia Lake and at the foot of Mount Thyamos, has cast a new light on the debate
concerning ancient Limnaia, an Acarnanian city. On the other hand the country-house with a tower
dating to the Classical and early Hellenistic period that was investigated to the north of the settlement
provides an introductory picture to habitation in the rural country as well as the context of life there.

47 Πετρόπουλος 1991, 93-125. Γάτση-Σταυροπούλου – Σαράντη 2013, 656-681.


48 Κολώνας 1987, 175-176, πίν. 87.
49 Αξιώτη 1980, 186-205.

268
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΔΥΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αδάμ-Βελένη 2003 Π. Αδάμ-Βελένη, Ασπροβάλτα. Θέση «Λιοτόπι Ρουτσχέλη». Αγροικία κλασι-
κών-ελληνιστικών χρόνων, στο Αδάμ-Βελένη κ.ά. 2003, 101-107.
Αδάμ-Βελένη κ.ά. 2003 Π. Αδάμ-Βελένη – Ε. Πουλάκη – Κ. Τζαναβάρη, Αρχαίες αγροικίες σε σύγχρο-
νους δρόμους, Αθήνα.
Αξιώτη 1980 Κ. Αξιώτη, Ρωμαϊκοί δρόμοι της Αιτωλοακαρνανίας, ΑΔ 35, Μελέτες, 186-
205.
Βικάτου – Χαβέλα υπό εκτ. Ο. Βικάτου – Κ. Χαβέλα, Θέση «Παραζαριά» Χ.Θ. 93+833, ΑΔ 2011-2015,
Χρονικά υπό εκτ.
Ζαφειροπούλου – Γεωργιάδου 2010 Φ. Ζαφειροπούλου – Α. Γεωργιάδου, Λιθοβούνι Μακρυνείας, Θεσσαλονίκη.
Ζάχος 1987 Κ. Ζάχος (επιμ.) Νικόπολις Α΄. Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συμποσίου για τη
Νικόπολη, 23-29 Σεπτεμβρίου 1984, Πρέβεζα.
Κατωπόδης 2000 Γ. Σ. Κατωπόδης, Αρχαία Ακαρνανία, Αθήνα.
Κολώνας 1987 Λ. Κολώνας, Κοίτη Αχελώου παρά τα Όχθια, ΑΔ 42, 175-176.
Παλαιοθόδωρος 2012 Δ. Παλαιοθόδωρος, Τρία αδημοσίευτα αγγεία στο Αθανασάκειο Μουσείο
Βόλου, ΑΕΘΣΕ 4, 229-236.
Πετρόπουλος 1991 Μ. Πετρόπουλος, Η Αιτωλοακαρνανία κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, στο Α΄ Συνέ-
δριο Αγρινίου, 93-125.
Πουλάκη 2003 Ε. Πουλάκη, Αγροικίες της περιοχής Φίλας – Ηρακλείου και Λειβήθρων του
Μακεδονικού Ολύμπου, στο Αδάμ-Βελένη κ.ά. 2003, 53-70.
Ρωμαίος 1918 Κ.Α. Ρωμαίος, Ανά την Ακαρνανία, ΑΔ 4, 14-124.
Σαραγά 1991 Ν. Σαραγά, Η αρχαία Λιμναία, στο Α΄ Συνέδριο Αγρινίου, 206-220.
Σταυροπούλου-Γάτση M. Σταυροπούλου-Γάτση – Φ. Σαράντη, Αγροικίες και αγροτικές εγκαταστά-
– Σαράντη 2013 σεις της Αιτωλοακαρνανίας κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, στο Villae Rusticae,
656-681.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Anson 1911 L. Anson, Numismatica graeca: Greek coin-types, London.
Berktold 1996 P. Berktold, Kassandros contra Antigonos: Akarnanien zwischen 323 und 311
v.Chr., στο P. Berktold – J. Schmid – C. Wacker (επιμ.), Akarnanien. Eine
Landschaft im antiken Griechenland, München, 117-123.
Bursian 1862 C. Bursian, Geographie von griechenland, I, Leipzig.
Calciati 1990 R. Calciati, Pegasi, Mortatra.
Dany1999 O. Dany, Akarnanien im Hellenismus Geschichte und Völkerrecht in Nordwest
Griechenland, München.
Gardner 1883 P. Gardner, A Catalogue of the Greek Coins in British Museum: Thessaly to
Aetolia, London.
Gehrke – Wirbelauer 2004 H.-J. Gehrke – E. Wirbelauer, Akarnania and adjacent areas, στο M. H. Hansen
– T. H. Nielsen (επιμ.), An inventory of Archaic and Classical Poleis, Oxford,
351-390.
Georgiadou 2005 A. Georgiadou, Totenkult und elische Grabkeramik spätklassischer und hel-
lenistischer Zeit, Thessaloniki.
Grose1926 S. M. Grose, Catalogue of Greek coins in the Mc Clean collection of Greek
coins, Cambridge.
Heuzey 1860 L. Heuzey, Le mont Olympe et l’ Acarnanie, Paris.
Imhoof-Blumer 1878 F. Imhoof-Blumer, Die Münzen Akarnaniens, Wien.
Jahns 2013 S. Jahns, Palynologische Untersuchungen an Sedimenten des Ozeros- Sees,
στο Forschungen in Akarnanien 1, 81-86.
Jones κ.ά. 1962 J.E. Jones – A.J. Graham – L.H. Sackett, The Dema House in Attica, BSA 57,
75-114.
Jones κ.ά. 1973 J.E. Jones – A.J. Graham – L.H. Sackett, An attic country house below the
cave of Pan at Vari, BSA 68, 355-452.
Kirsten 1987 E. Kirsten, The origins of the first inhabitants of Nikopolis, στο Ζάχος 1987,
91-98.
Klaffenbach 1929 G. Klaffenbach, Inscriptiones Epidauri, IG IV². 1, Berlin.
Leake 1835 W. M. Leake, Travels in Northern Greece, I-IV, London.
Le Rider 1977 G. Le Rider, Le Monnayage d’argent et d’or de Philip II frappé en Macédoine
de 359 à 294, Paris.
Liampi 1995–1996 K. Liampi, On the Chronology of the Bronze Coinages of the Aetolian League
and its Μembers (Spearhead and Jawbone Types), ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ 9, 83–
109.

269
Κ. ΧΑΒΕΛΑ

McPhee 1979 I. Mc Phee, The Agrinion Group, BSA 74, 159-162.


Miller 1988 St. G. Miller, The Theorodokoi of the Nemean Games, Hesperia 57, 147-63.
Morris 2001 S.P. Morris, The towers of ancient Leukas: Results of a topographic Survey,
1991-1992, Hesperia 70, 285-347.
Oberhummer 1887  Eug. Oberhummer, Akarnanien, Ambrakia, Amphilochien, Leukas in Altertum,
München.
Philippson – Kirsten 1956 A. Philippson – E. Kirsten, Die griechischen Landschaften, 2,2, Frankfurt am
Main.
Pečirka 1973 J. Pečirka, Homestead Farms in Classical and Hellenistic Hellas, στο M.I. Fin-
ley (επιμ.), Problèmes de la terre en Grèce ancienne, Paris-La Haye, 113-147.
Purcell 1987 N. Purcell, The Nicopolitan synoeicism and Roman policy, στο Ζάχος 1987,
71-90.
Ravel 1938 O. Ravel, Les “poulains” de Corinthe: monographie des statères corinthiens,
Basel.
Robinson 1971 A.S. Robinson, Roman Imperial coins in the Hunter Coins Cabinet II. Trajan
to Commodus, London.
Saprykin 1994 S. J. Saprykin, Ancient farms and land-plots on the Khora of Khersonesos Tau-
rike (research in the Herakleian peninsula 1974-1990), Amsterdam.
Schoch 1997 M. Schoch, Beiträge zur Topographie Akarnaniens in klassischer und hellenis-
tischer Zeit, Würzburg.
SNG Cop. Sylloge Nummorum Graecorum Copenhagen, The Royal Collection of Coins
and Medals. Danish National Museum XII. Epirus – Acarnania, Copenhagen
1943.
Seaby – Sear 1982 H. A. Seaby – D. R. Sear, Roman Silver Coins VIII, Petrinax to Balbinus and
o Pupiens, London.

270
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΔΥΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ

Εικόνα 1. Γενική άποψη αγροικίας

Εικόνα 2. Κάτοψη αγροικίας

271
Κ. ΧΑΒΕΛΑ

Εικόνα 3. Δείγματα κεραμικής, διακοσμημένης και αβαφούς, από την αγροικία.

Εικόνα 4. α. Χάλκινο νόμισμα Αιτωλικού κοινού, β. χάλκινο νόμισμα Ακαρνανικού Κοινού, γ. Χάλκινο νόμισμα Οινια-
δών, γ. χάλκινο νόμισμα Μεδεώνος, δ. χάλκινο νόμισμα Αμφιλοχικού Άργους.

272
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΔΥΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ

Εικόνα 5. Γενική άποψη τμήματος του αρχαίου οικισμού.

Εικόνα 6. α. αργυρός κορινθιακός στατήρας, β. αργυρή μεταθανάτια κοπή Φιλίππου Β΄, γ. αργυρό δηνάριο Φαυστίνας ΙΙ.

273
Κ. ΧΑΒΕΛΑ

Εικόνα 7. Πεσμένοι βράχοι πάνω από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του οικισμού.

274
ΝEEΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΒΕΛΒΙΝΑΣ
(ΑΡΧΑΙΟ ΜΟΛΥΚΡΕΙΟ)

Νικόλαος Καλτσάς Αλίκη Μουστάκα

Η ανασκαφή στο χώρο του αρχαίου Μολυκρείου ή της Μολυκρείας, συμπλήρωσε εφέτος την όγδοη
περίοδό1 της, μικρής βέβαια διάρκειας -μόλις τριών εβδομάδων- αφού έτσι επιβάλλει πλέον η
γενικευμένη οικονομική δυσπραγία.
Ο αρχαιολογικός χώρος, για τον οποίο θα γίνει λόγος, βρίσκεται στη θέση Ελληνικά Βελβίνας,
σε ένα μικρό οροπέδιο στην κορυφή ενός βουνού με υψόμετρο 510 μ., περίπου 15 χιλιόμετρα
βορειοδυτικά της Ναυπάκτου και σε αξονική περίπου σχέση με το πέρασμα Ρίου- Αντιρρίου.
Η θέση ήταν ήδη γνωστή από τον 19ο αιώνα, με αναφορές σε αυτήν από τον Woodhouse2 και
τον Leake3 και αργότερα το 1915 από τον Κ. Ρωμαίο4. Στην ταύτιση αυτής της θέσης με το αρχαίο
Μολύκρειο είχε προβεί ο Leake με βάση τις πηγές κυρίως το Θουκυδίδη5, τον Παυσανία6 και τον
Πλούταρχο7.
Την πρώτη ανασκαφική έρευνα στο χώρο αυτό πραγματοποίησε το 1924 ο Α. Ορλάνδος8, ο
οποίος και εκπόνησε το πρώτο τοπογραφικό σχέδιο και αποτύπωσε πάνω σε αυτό όλα τα τότε ορατά
και εν μέρει αποκαλυφθέντα λείψανα κτηρίων, περιλαμβανομένου και του περιβόλου.
Το ενδιαφέρον του Ορλάνδου επικεντρώθηκε στο μεγάλο ναό και ιδιαίτερα στην αποκάλυψη της
κρηπίδας, προκειμένου να διερευνηθεί αν ήταν τριβαθμιδωτή ή δίβαθμη, όπως είχε υποστηρίξει ο
Ρωμαίος. Εκτός από την επιβεβαίωση της τρίβαθμης κρηπίδας, ο Ορλάνδος ερεύνησε και το εσω-
τερικό του ναού και στο τέλος ήταν σε θέση να δώσει μια πλήρη αποτύπωση και να προβεί σε μια

1 Οι ανασκαφές ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 2006 από τους υπογράφοντες και με σταθερή χρηματική υποστήριξη του
Ιδρύματος Ψύχα, καθώς και περιοδική του Α.Π.Θ., του ΥΠΠΟ, του Ιδρύματος Καζίνο Λουτρακίου, του Ιδρύματος Gerda
Henkel, καθώς και στην ευγενική χορηγία ιδιώτη. Σε όλους τους προαναφερθέντες οφείλουμε θερμές ευχαριστίες. Την
ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ και στις Προϊστάμενες κ.κ. Μ. Γάτση-Σταυροπούλου και Ο. Βικάτου και την αρχαιολόγο της ίδιας Εφο-
ρείας κ. Φ. Σαράντη ευχαριστούμε για την πολύπλευρη υποστήριξη καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνάς μας έως τώρα.
Ιδιαιτέρως θα θέλαμε να επισημάνουμε την πολύτιμη βοήθεια που μας παρέχει από την πρώτη μέρα της ανασκαφής ο
αρχιφύλακας Ναυπάκτου κ. Γ. Λαγαρός, χωρίς τον οποίο η έρευνά μας δεν θα ήταν δυνατό να φθάσει στο σημείο που
βρίσκεται σήμερα. Επίσης, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε όλο το εργατικό προσωπικό με ιδιαίτερη έμφαση στη συμμε-
τοχή και στήριξη των Σπ. Σταυρόπουλου, Ι. Τυροπάνη† και Β. Χαραλαμπόπουλου. Στις επτά ανασκαφικές περιόδους
έλαβαν μέρος πολυάριθμοι προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές, καθώς και οι υποψήφιοι διδάκτορες του Τμήματος
Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, όπως και αλλοδαποί φοιτητές του προγράμματος Erasmus, οι περισσότεροι εκ των
οποίων σε περισσότερες των δύο ανασκαφικές περιόδους. Tην τοπογράφηση του χώρου με βάση τις συντεταγμένες της
ΓΥΣ ανέλαβε ο τοπογράφος Η. Birk. Στην ανασκαφή συμμετείχαν ως τώρα και η αρχαιολόγος της ΔΙΠΚΑ κ. Μ. Γερα-
νίου και ο συντηρητής κ. Β. Γαλανάκος. Αρχιτέκτων της ανασκαφής είναι ο καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυ-
τεχνείου κ. Μανώλης Κορρές.
2 Woodhouse 1897, 324-330.
3 Leake, 1830, 150.
4 Ρωμαίος 1916, 46.
5 Θουκ. II 84,4.
6 Παυσ. IX 31,6.
7 Πλούτ. mor.162 Ε.
8 Ορλάνδος 1922-1925, 55-64. Πρόσφατα το ιερό περιλήφθηκε και στο Λεξικό ThesCRA IV (2005) 8-9 αρ. 10 (U. Sinn).

275
N. KAΛΤΣΑΣ, Α. ΜΟΥΣΤΑΚΑ

σχεδιαστική αποκατάσταση της κάτοψης.


Ο ναός9, με ασυνήθιστο προσανατολισμό από Β προς Ν, έχει διαστάσεις στην ευθυντηρία 14,37
x 31,45 μ. και ήταν σχεδιασμένος να έχει πρόναο και οπισθόδομο με δυο κίονες εν παραστάσι και να
φέρει 6 x 13 κίονες στο περιστύλιο.
Η απουσία μελών της ανωδομής του κτηρίου οδήγησε τον Ορλάνδο στη διατύπωση της, μάλλον
ορθής, άποψης ότι ο ναός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Μια γωνιακή τρίγλυφος και μισός σπόνδυλος
κίονα που βρέθηκαν, θεωρήθηκαν ότι αποτελούσαν παραδείγματα για την κατασκευή των υπολοίπων
μελών.
Ανατολικά του ναού ο Ορλάνδος αποκάλυψε επίσης τη θεμελίωση τοίχων και τις βάσεις πεσσών
ή κιόνων μιας διπλής στοάς. Η θέση της, ακριβώς δίπλα και σε επαφή σχεδόν με το κρηπίδωμα του
ναού, τον οδήγησε στο να τη χαρακτηρίσει ως χώρο εργοταξιακό για την οικοδόμησή του.
Η δική μας έρευνα αρχικά επικεντρώθηκε στο μικρό κτήριο πάνω στο άνδηρο στο νότιο τμήμα
του ιερού, το οποίο δεν ερεύνησε ο Ορλάνδος. Σημείωσε βεβαίως την ύπαρξή του, αλλά είπε χαρα-
κτηριστικά ότι δυσκολεύεται να το ονομάσει ναό. Πολύ σύντομα διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για
έναν δεύτερο ναό, τον οποίο ονομάσαμε συμβατικά Ναό Α.
Kατά την διάρκεια των δύο πρώτων ανασκαφικών περιόδων ο ναός είχε πλήρως αποκαλυφθεί
(εικ. 1). Έχει κανονικό προσανατολισμό Α-Δ και είναι πολύ μικρότερος από τον ήδη γνωστό μεγάλο
ναό, με διαστάσεις του κυρίως ναού μαζί με το σηκό και τον πρόναο 10,25 x 5 μ.. Κατά την απο-
κάλυψή του βρέθηκε η θεμελίωση των τοίχων και μια σειρά μεγάλων λίθων, που ενέχουν τη θέση
o ορθοστατών, πάνω στους οποίους ήταν χτισμένοι οι τοίχοι προφανώς από πλίνθους.
Στο βάθος του σηκού αποκαλύφτηκε στη θέση του το βάθρο του λατρευτικού αγάλματος με
δυο λαξεύματα στην ανώτερη βαθμίδα για τη στερέωση χάλκινου αγάλματος, που πιθανότατα ήταν
φυσικού μεγέθους.
Τον κυρίως ναό περιβάλλει ορθογώνια κατασκευή διαστάσεων 16 x 11 μ., με λιθοδομή σχεδόν
όμοια με αυτήν του σηκού και θα ήταν ένα είδος κλειστής στοάς, με ανοιχτή την ανατολική της
πλευρά με τρεις κίονες ή πεσσούς, των οποίων οι λίθινες βάσεις βρέθηκαν στη θέση τους.
Στο στρώμα καταστροφής, όπως αυτό αποκαλύφτηκε σε όλη την έκταση του κτηρίου βρέθηκαν
λακωνικού και κορινθιακού τύπου κεραμίδες, πράγμα που δηλώνει ότι η στέγη του ναού είχε μεικτή
κεράμωση.
Η πενία κινητών ευρημάτων δεν μας έχει διαφωτίσει ακόμα σχετικά με τη θεότητα στην οποία
ήταν αφιερωμένος ο ναός.
l Για τη χρονολόγηση αυτής της φάσης του κτηρίου έναν terminum ante quem αποτελεί ο θησαυ-
ρός αργυρών νομισμάτων που βρέθηκαν κοντά στη ΝΔ γωνία του βάθρου του αγάλματος. Πρόκει-
s ται για κοπές ποικίλων προελεύσεων, όπως αθηναϊκά, αιτωλικά, φωκικά, ένα Οπουντίων Λοκρών,
καθώς και τρία ασημένια τετράδραχμα Μ. Αλεξάνδρου, μεταθανάτιες κοπές, τα οποία είναι και τα
πιο ενδεικτικά για τη χρονολογία ανίδρυσης του αγάλματος, πριν τις αρχές του 3ου αι. π.Χ.
Ορισμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι πιθανότατα στο χώρο αυτό
υπήρχαν και προγενέστερα κτίσματα. Πρόκειται για μια σειρά από πλάκες σε ελλειψοειδή διάταξη,
που αποκαλύφτηκαν μεταξύ του τοίχου του σηκού και του τοίχου της περίστασης στο ύψος της ευθυ-
ντηρίας του σηκού. Άλλα σαφή αρχιτεκτονικά στοιχεία που να σχετίζονται με αυτές τις πλάκες δεν
επισημάνθηκαν ως τώρα, αλλά θα πρέπει μάλλον να θεωρηθεί βέβαιο ότι ανήκαν σε ένα προγενέ-
στερο κτήριο, ίσως από τα πρωιμότερα του ιερού.
Δυο τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις διαπιστώνονται άλλωστε στο κτήριο και συγκεκριμένα στη
θεμελίωση της περίστασης με το πολύ μεγάλο πλάτος, του 1 μ. και 40 εκ., καθώς και στους τοί-
χους της, όπου έχουν χρησιμοποιηθεί κάποιοι λίθοι διαφορετικοί από τους υπόλοιπους. Διακρίνονται
σαφώς για μια πιο επιμελημένη εργασία, είναι απολύτως ορθογώνιοι και φέρουν αναθύρωση.
Στους τοίχους του σηκού επίσης χρησιμοποιήθηκαν και ορισμένοι λίθοι από διαφορετικό υλικό,
έναν λευκό μαλακό πωρόλιθο, όμοιοι με τα αρχιτεκτονικά μέλη που βρίσκονται στη θεμελίωση του

9 Για το ναό αυτό βλ. επίσης Dinsmoor 1975, 169, 220. Tomlinson 1963, 143. Knell 1973, 448-461.

276
ΝΕΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΒΕΛΒΙΝΑΣ (ΑΡΧΑΙΟ ΜΟΛΥΚΡΕΙΟ)

σηκού του μεγάλου ναού, και προέρχονται από ένα πολύ πρωιμότερο κτήριο, πιθανότατα από τον
αρχαϊκό ναό.
Ανατολικά του ναού αποκαλύφτηκε ο βωμός μήκους 11 μ. αλλά δεν έγινε συστηματική ανασκα-
φική έρευνα, λόγω της δυσκολίας που δημιουργεί η άναρχη συσσώρευση των δόμων, οι οποίοι είναι
στο μέλλον εύκολο να αναταχθούν και εν μέρει να αναστηλωθούν (εικ. 2). Τότε θα είναι δυνατή μια
ανασκαφική έρευνα, η οποία και θα δείξει αν υπήρχαν προγενέστερες φάσεις του10.
Ο μεγάλος αριθμός του σωζόμενου δομικού υλικού είχε από την αρχή επιτρέψει στο Μ. Κορρέ να
προβεί σε μια πρώτη αναπαράσταση του μνημείου. Σε απόσταση λίγων μέτρων από το βωμό βρέθη-
καν και τμήματα από τους αετωματικούς κρατευτές με ανθεμωτά ακρωτήρια.
Βωμό θεώρησε ο Ορλάνδος μια μικρή λίθινη κατασκευή στα βόρεια του ναού, η οποία τελικώς
αποδείχτηκε ότι ήταν ένα βάθρο αγάλματος με τρεις βαθμίδες.
Στη μεγάλη έκταση ανάμεσα στους δυο ναούς και λίγο ανατολικότερα ανασκάψαμε ένα σχετικά
μεγάλο ορθογώνιο κτήριο μήκους 14,35 μ. και πλάτους 9,20 μ., που το ονομάσαμε κτήριο Γ (εικ. 3).
Η είσοδός του βρίσκεται στη βόρεια πλευρά, όπου αποκαλύφτηκε το μονολιθικό κατώφλι με τους
τόρμους για τους μηχανισμούς της ξύλινης πιθανότατα πόρτας. Με εσωτερικούς τοίχους λεπτότε-
ρους από τους εξωτερικούς, χωρίζεται σε έξι δωμάτια τα τέσσερα από τα οποία δίνουν σε έναν επι-
μήκη χώρο, που θα αποτελούσε το χώρο υποδοχής στον εισερχόμενο. Στα δυο μεγαλύτερα δωμάτια
βρέθηκαν πιθάρια και σιδερένια εργαλεία αγροτικής φύσεως.
Στο δάπεδο του μικρού γωνιακού δωματίου, στο κατώφλι του οποίου είναι χαραγμένα τα γράμ-
ματα ΕΥ βρέθηκαν περί τις 100 αγνύθες διαφόρων τύπων (εικ. 4), μολύβδινα σταθμία, καθώς και
διάφορα κομμάτια από μολύβι για κατεργασία.
Στο χώρο υποδοχής μια λίθινη κατασκευή στρωμένη με κεραμίδες αποτελούσε ένα είδος πάγκου
εργασίας ή ίσως χρησίμευε για την εναπόθεση αγγείων και άλλων αντικειμένων, ενώ ένας παρό-
μοιος πάγκος υπάρχει και στην ανατολική πλευρά του επόμενου δωματίου.
Το Νοτιοανατολικό γωνιακό δωμάτιο, τέλος, χρησίμευε ως λουτρό. Εκτός από την ύπαρξη ενός
περιρραντηρίου και ενός πήλινου λουτηρίου, η χρήση αυτή επιβεβαιώθηκε και από το δάπεδό του,
που διαφέρει από τα χωμάτινα δάπεδα των υπόλοιπων δωματίων, με επάλληλες στρώσεις από κρο-
κάλες, μικρά βοτσαλάκια και, τέλος, κορινθιακές κεραμίδες.
Από την αρχή ήταν σαφές ότι το κτήριο αυτό ήταν ένα «κοσμικό» κτήριο, που εξυπηρετούσε διά-
φορες λειτουργικές ανάγκες του ιερού. Ωστόσο, μας προβλημάτισε κάπως η ύπαρξη του λουτρού,
αλλά στις απορίες μας ήρθε να δώσει απάντηση μια ανεπάντεχη ανακάλυψη πριν από δυο χρόνια.
Στο τοπογραφικό του Ορλάνδου είχαμε παρατηρήσει ότι είχε σημειωθεί μια ευθεία γραμμή στα ανα-
τολικά του ανδήρου χωρίς όμως να γίνεται κάποια σχετική αναφορά.
Το ότι επρόκειτο για κάποιον τοίχο ήταν βέβαιο και το 2011 επιχειρήσαμε να τον εντοπίσουμε
μέσα σε δέντρα, ψηλούς θάμνους και βάτους, όπου πράγματι εντοπίστηκε μια σειρά από λίθους.
Καθώς βρισκόταν στο μισό σχεδόν του ύψους του πρανούς του ανδήρου, θεωρήσαμε αρχικά ότι
πρόκειται για έναν αναλημματικό τοίχο. Επειδή όμως, σε κανένα άλλο σημείο του ανδήρου δεν
παρατηρήθηκε κάτι παρόμοιο, δεν είμαστε πεπεισμένοι και γι αυτό προχωρήσαμε λίγο περισσό-
τερο το ξεκαθάρισμα, με αποτέλεσμα να βρεθεί μια δεύτερη σειρά λίθων. Αφού αποψιλώθηκε ο
χώρος μέχρι τον ανατολικό περίβολο, κατέστη δυνατόν να προχωρήσουμε στην έρευνα, η οποία
μας έδωσε ένα στάδιο με λίθινες κερκίδες (εικ. 5).
Την αφετηρία του σταδίου11 σχηματίζει μια σειρά από λίθινες πλάκες, πάνω στις οποίες
διακρίνεται καθαρά η βαλβίδα, μονή στην περίπτωσή μας με μια αύλακα, που παραπέμπει στις
αφετηρίες των σταδίων του 5ου αι. π.Χ. Ανά 1,40 μ. υπάρχουν βαθείς ορθογώνιοι τόρμοι πλευράς
10 εκ., στους οποίους ήταν τοποθετημένοι οι ξύλινοι πάσσαλοι του μηχανισμού της ύσπληγας με τα
σχοινιά για την εκκίνηση των δρομέων.

10 Κοντινότερο παράλληλο στο βωμό των Ελληνικών μπορεί να αναφερθεί ο βωμός στην Πάλαιρο της Ακαρνανίας. βλ.
Faisst – Kolonas 1990, 379-395.
11 Σχετικά με τις αφετηρίες των σταδίων βλ. Rieger 2004.

277
N. KAΛΤΣΑΣ, Α. ΜΟΥΣΤΑΚΑ

Η έρευνα το 2012 και το 2013 έδειξε ότι λίθινες κερκίδες υπήρχαν σε ένα μόνο τμήμα του
σταδίου, από την αφετηρία ως το σημείο που τελειώνει το πρανές ανατολικά του βωμού, στο
σημείο δηλαδή που η φυσική διαμόρφωση προσφερόταν για μια τέτοια κατασκευή. Έχουν μήκος
32 μ. και αποτελούνται από 4 σειρές λίθινων βαθμίδων, που προορίζονταν για τους αξιωματούχους
των αγώνων και τους επίσημους θεατές. Ανά 10 μ. διακόπτονται από 3 λίθινες κλίμακες, ενώ δυο
ακόμα υπάρχουν στην αρχή και στο πέρας των κερκίδων.
Οι περισσότεροι λίθοι των κερκίδων έχουν υποστεί καθιζήσεις, αλλά η οριστική τους θέση
υπαγορεύεται από ένα βράχο, που βρίσκεται στη θέση του και τον οποίο οι αρχαίοι τεχνίτες
εκμεταλλεύτηκαν λαξεύοντας πάνω σε αυτόν ένα τμήμα από τα καθίσματα. Το σημείο αυτό
αποτελεί ένα σταθερό οδηγό για την πιθανή μελλοντικά αναστήλωση του σταδίου.
Κάτω από την πρώτη κλίμακα, στην αρχή των κερκίδων, ένας μεγάλος λίθος που εισχωρεί
κάτω από την τρίτη σειρά των καθισμάτων, φέρει σε δυο ελαφρώς δουλεμένες πλευρές του την
επιγραφή ΑΒΑΤΟΝ στη μια και στην άλλη συγκεκομμένη τη λέξη ΑΒΑ. Οι υποψίες μας για την
ύπαρξη ενός άβατου ιερού χώρου δίπλα στο στάδιο δεν επαληθεύτηκαν προς το παρόν. Εκτός και
αν με την επιγραφή αυτή σηματοδοτείται το, ούτως ή άλλως, άβατον του σταδίου για το γυναικείο
φύλο.
Με την αποψίλωση και της περιοχής στο βόρειο τμήμα του ιερού, αποκαλύφτηκαν προς
μεγάλη μας ικανοποίηση και οι περισσότεροι λίθοι του τέρματος, με παρόμοιους τόρμους για
τους αντίστοιχους πασσάλους. Μπορέσαμε έτσι να οριοθετήσουμε τον στίβο και να μετρήσουμε
o με ακρίβεια το μήκος του σταδίου, που είναι 184 μέτρα και 60 εκατοστά, όσο δηλαδή ένα αττικό
στάδιο, πράγμα που σημαίνει ότι χρησιμοποιήθηκε ο αττικός πους ως μονάδα μέτρησης.
Το αν στην περιοχή του τέρματος διαμορφωνόταν μια κανονική σφενδόνη δεν είναι ακόμα
σαφές, καθώς στο σημείο αυτό το έδαφος παρουσιάζει καθιζήσεις και χρειάζεται να γίνει
συστηματική έρευνα ως τον περίβολο.
Με την ανακάλυψη του σταδίου δικαιολογείται εν πολλοίς και η ύπαρξη του κτηρίου Γ με το
λουτρό, που πιθανότατα εξυπηρετούσε τους αθλητές ως χώρος αποδυτηρίων.
Επίσης, γίνεται τώρα πλέον φανερό ότι με το στάδιο θα πρέπει να σχετίζεται και η μεγάλη
στοά, η πρόσοψη της οποίας είναι παράλληλη και βρίσκεται σχεδόν σε επαφή με το στίβο και δεν
θα πρέπει να ισχύει η άποψη του Ορλάνδου, ότι είχε κατασκευαστεί για να χρησιμεύσει ως εργο-
ταξιακός χώρος του μεγάλου ναού.
Κατά την τελευταία ανασκαφική περίοδο, τον Σεπτέμβριο του 2013, αποκαλύφτηκε και ανα-
l σκάφθηκε ένα ακόμα κτήριο νότια της στοάς, μήκους 12,15 μ. και πλάτους 6 μ. (εικ. 6). Μπρο-
στά στη νότια στενή πλευρά, όπου και η είσοδος, μεγάλες πλάκες θα αποτελούσαν το δάπεδο
s ενός είδους προστώου. Ορθογώνιοι τόρμοι κατά διαστήματα, συνηγορούν στο ότι ο χώρος αυτός
έκλεινε με ένα είδος κιγκλιδώματος ή με κάποια άλλη παρόμοια κατασκευή.
Εσωτερικά, κατά μήκος και σε επαφή με τους τοίχους, υπάρχουν κατά κανονικά διαστήματα
λίθινες βάσεις, στις οποίες θα πατούσαν είτε ξύλινα στηρίγματα της οροφής, κίονες ή πεσσοί, ή
θα μπορούσαν ακόμα να αποτελούν τη βάση για ξύλινους πάγκους περιμετρικά των τοίχων, χρή-
σιμους για πιθανές συναθροίσεις ή και συνεστιάσεις.
Ο ακριβής προορισμός και η λειτουργία αυτού του κτηρίου παραμένει ακόμα προβληματικός,
αν και η γειτνίαση με το στάδιο θα μπορούσε να το συνδέσει με ανάλογες δραστηριότητες.
Τα αποτελέσματα των οκτώ ανασκαφικών περιόδων, που στο σύνολό τους διήρκησαν είκοσι
έξι μόνον εβδομάδες, έχουν φέρει στο φως αρκετά οικοδομικά λείψανα και κινητά ευρήματα, τα
οποία όμως, δυστυχώς, δεν οδηγούν ακόμη ικανοποιητικά στις επιθυμητές απαντήσεις σε ζητή-
ματα όπως: αν ο χώρος σχετίζεται με το αρχαίο Μολύκρειο και ποια ήταν η θεότητα στην οποία
ήταν αφιερωμένο το ιερό.
Ο Ορλάνδος είχε υποστηρίξει ότι ο μεγάλος λίθινος ναός ήταν αφιερωμένος στον Ποσειδώνα,
βασιζόμενος στη μαρτυρία του Παυσανία, ο οποίος αναφέρει ότι σε έναν ναό του Ποσειδώνα στο
Μολύκρειο είχαν καταφύγει αναζητώντας άσυλο οι φονείς του Ησιόδου. Για να αποδεχτεί όμως
κανείς κάτι τέτοιο, θα πρέπει να δεχτεί πρώτα ότι πράγματι ο χώρος αυτός σχετίζεται με το Μολύ-

278
ΝΕΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΒΕΛΒΙΝΑΣ (ΑΡΧΑΙΟ ΜΟΛΥΚΡΕΙΟ)

κρειο12.
Μέσα στο ναό ο ανασκαφέας είχε βρει την πάνω γωνία ενός βάθρου αγάλματος με υπολείμ-
ματα επιγραφής. Πρόκειται για την κατάληξη ενός γυναικείου ονόματος (ΣΙΑ), π.χ. Διονυσία,
Αρτεμισία13 ή κάτι παρόμοιο, ενώ τα γράμματα ΝΑΙ θα πρέπει να είναι η κατάληξη σε δοτική
του ονόματος της θεάς Αθηνάς. Ενδεχομένως λοιπόν, το άγαλμα που ήταν στημένο πάνω σ’ αυτό
το βάθρο είχε αφιερωθεί από κάποια γυναίκα στην Αθηνά. Παρότι η επιγραφική μαρτυρία είναι
αρκετά ισχυρή, ο Ορλάνδος επέμενε στον Ποσειδώνα, αναφέροντας την πιθανότητα η Αθηνά να
ήταν μια δεύτερη θεότητα που λατρευόταν στο ίδιο ιερό. Πράγματι δεν είναι καθόλου απίθανο να
συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Τα κινητά ευρήματα που προήλθαν από τις έρευνές μας, επίσης δεν βοηθούν ιδιαίτερα μέχρι
τώρα στην οριστική επίλυση αυτού του ζητήματος, ούτε οι λιγοστές επιγραφικές μαρτυρίες. Στο
μεγαλύτερο και πληρέστερο κείμενο χαραγμένο σε ένα χάλκινο έλασμα, που βρέθηκε μπροστά
στο ναό Α, ένα τιμητικό ψήφισμα του κοινού των Αιτωλών προς τιμήν του Νίκωνα του Τριχώνιου,
αναφέρονται και άλλα ονόματα γνωστά της περιοχής, αλλά τίποτα σε σχέση με τη λατρεία.
Κάποιες άλλες ενδείξεις θα μας επέτρεπαν για την ώρα την υπόθεση της διπλής λατρείας, όπως
άλλωστε τεκμηριώνεται από τους δύο ναούς. Τα θραύσματα από πήλινα γυναικεία ειδώλια πεπλο-
φόρων του β' τετάρτου του 5ου αι., που βρέθηκαν μπροστά στον βωμό καθιστούν πιθανή την ύπαρξη
λατρείας μιας γυναικείας θεότητας, ενώ από την άλλη πλευρά, τα σιδερένια και χάλκινα όπλα, όπως
οι σαυρωτήρες και οι αιχμές από δόρατα, αν όλα είναι αναθήματα και δεν σχετίζονται με κάποια
πολεμική δραστηριότητα στο χώρο, θα μπορούσαν να συνδεθούν με κάποια ανδρική θεότητα όπως
ο Ποσειδώνας ή ο Δίας.
Ορισμένα μεμονωμένα ευρήματα, όπως τμήματα χάλκινων ελασμάτων με έκτυπη διακόσμηση
πολλαπλού πλοχμού, που προέρχονται πιθανότατα από ασπίδα, καθώς και η αποσπασματικά σωζό-
μενη, αναθηματική μάλλον, επιγραφή στο χείλος μιας πήλινης λεκάνης, που βρέθηκε επιφανειακά
στα ανατολικά του βωμού, βεβαιώνουν ότι στο χώρο υπήρχε δραστηριότητα τουλάχιστον από τα
μέσα του 6ου αι. π.Χ.
Ελπίζουμε οι ανασκαφικές έρευνες που πρόκειται να ακολουθήσουν να μας δώσουν περισσότερα
στοιχεία για την ταύτιση ή όχι του χώρου με το αρχαίο Μολύκρειο, καθώς και για τις λατρείες, πλου-
τίζοντας τις γνώσεις μας για το ιερό αυτό, το οποίο δεν φαίνεται να ήταν ένα πολύ μικρό τοπικό ιερό
περιορισμένης εμβέλειας, αλλά ίσως να είχε μια μεγαλύτερη ακτινοβολία, όπως υποδεικνύει πλέον
η αποκάλυψη του σταδίου με πανοραμική θέα προς τον Κορινθιακό κόλπο.

12 Για το Μολύκρειο βλ. Freitag 2000, 58-67. Φαράκλας 2004, 77-81. Freitag κ.ά. 2004, 385.
13 Ορλάνδος 1922-25, 63 εικ. 16.

279
N. KAΛΤΣΑΣ, Α. ΜΟΥΣΤΑΚΑ

ABSTRACT

RECENT RESEARCH AT HELLENIKA IN VELVINA


(ANCIENT MOLYKREION)

Nikolaos Kaltsas Aliki Moustaka

Systematic excavation at the acropolis of Molykreion since 2006 has –during the last four years–
brought to light interesting new evidence, which fundamentally changed the image of the site. The
two buildings already known from the research of Orlandos in 1925 –the great temple and the stoa–
have been supplemented by a second smaller temple, the high altar and another building (building C)
which probably served the operational needs of the sanctuary.
During the 2011-2013 excavation seasons another building (Building D) was investigated, while
the stadium came to light, perhaps the most important monument of the site, extending almost to the
entire eastern section of the sanctuary, and directly adjacent to the enclosure wall. So far the starting-
point and the finishing post, as well as four tiers of stone seats were uncovered in a length of 30 m.
It is almost certain that both the Building C and the great stoa, next to the great temple, are related to
the stadium and the athletic events that took place there. Indeed, the stoa’s one long side runs parallel
to the stadium’s track.
The small finds from the site, which reveal an activity in the area since at least the 6th century BC,
unfortunately, still do not confirm the worship of Poseidon mentioned by ancient sources, although
it is quite probable. It may be equally possible that a female deity was worshipped in the same
sanctuary, perhaps Athena, as evidenced by the clay female figurines of peplophoroi found next to
the great altar.

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Ορλάνδος 1922-1925 Α. Ορλάνδος, Ἀνασκαφαί ἐν Μολυκρείω της Αἰτωλίας, ΑΔ 1922-1925 Παράρ-
τημα, 55-64.
Ρωμαίος 1916 Κ. Ρωμαίος, AΔ 1916 Παράρτημα, 46
Φαράκλας 2004 Ν. Φαράκλας, Για την Εσπερία Λοκρίδα. Ρίθυμνα: Θέματα Κλασικής Αρχαιο-
λογίας, Αρ. 19, Ρέθυμνο.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Dinsmoor 1950 W. B. Dinsmoor, The Architecture of Ancient Greece, New York.
Faisst – Kolonas 1990 G. W. Faisst – L. Kolonas, Ein Monumentaler Stufenaltar bei Palairos in Akar-
nanien, AA 1990, 379-395.
Freitag 2000 Κ. Freitag, Der Golf von Korinth. Historisch-topographische Untersuchungen
von der Archaik bis in das 1. Jh. v. Chr, Μünchen.
Freitag κ.ά. 2004 K. Freitag – P. Funke – N. Moustakis, Aitolia στο M. H. Hansen – Th. H.
Nielsen (επιμ.), An Inventory of Archaic and Classical Poleis, Oxford, 379-
390.
Knell 1973 H. Knell, Der Artemistempel in Kalydon und der Poseidontempel in Molykreion,
AA 88, 1973, 448-461.
Leake 1830 W.M. Leake, Travels in the Morea II, London.
Rieger 2004 B. Rieger, Von der Linie (grammé) zur Hysplex, Weidmann, Hildesheim.
ThesCRA Thesaurus Cultus et Rituum Antiquoroum
Tomlinson 1963 R. A. Tomlinson, The Doric order. Hellenistic critics and criticism, JHS 83,
133-145.
Woodhouse 1897 W. J. Woodhouse, Aitolia. Its Geography, Topography and Antiquities, Oxford.

280
ΝΕΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΒΕΛΒΙΝΑΣ (ΑΡΧΑΙΟ ΜΟΛΥΚΡΕΙΟ)

Εικόνα 1. Ο ναός Α.

Εικόνα 2. Δόμοι και τμήμα της ευθυντηρίας του μεγάλου βωμού ανατολικά του ναού Α.

281
N. KAΛΤΣΑΣ, Α. ΜΟΥΣΤΑΚΑ

Εικόνα 3. Το κτήριο Γ.

Εικόνα 4. Πήλινες αγνύθες από το κτήριο Γ.

282
ΝΕΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΒΕΛΒΙΝΑΣ (ΑΡΧΑΙΟ ΜΟΛΥΚΡΕΙΟ)

Εικόνα 5. Άποψη του σταδίου με τις λίθινες κερκίδες.

Εικόνα 6. Το κτήριο Δ.

283
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΤΟ ΑΚΤΙΟ.
ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Ισμήνη Τριάντη Γιώργος Σμύρης

A. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ (Γιώργος Σμύρης)


Σε χαμηλό έξαρμα, το μοναδικό σε ολόκληρη την χερσόνησο του Ακτίου, έχει εντοπιστεί και ανα-
σκάπτεται συστηματικά ο ρωμαϊκός ναός του Ακτίου Απόλλωνος. Ο ναός, ο οποίος παρουσιάζει δύο
σαφείς προγενέστερες οικοδομικές φάσεις, την πρωιμότερη αρχαϊκή και την νεώτερη ελληνιστική,
εδράζεται σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν στα αρχαιότερα κατάλοιπα και ακολουθεί τις βασικές χαράξεις
τους1.
Το οικοδόμημα, του οποίου η ανασκαφή δεν έχει ολοκληρωθεί, βρίσκεται κάτω από τον βορει-
οδυτικό προμαχώνα ενός χωμάτινου οχυρού του Αλή Πασά, μέσα σε ιδιωτική «μαρίνα». Ο προσα-
νατολισμός του είναι ανατολικά- δυτικά, όπως εξάλλου και της αρχικής φάσης του. Η βόρεια, νότια
και δυτική πλευρά διασώζονται ικανοποιητικά (εικ. 1). Στην ανατολική πλευρά οι τοιχοποιίες έχουν
αναμοχλευτεί ήδη από την ανασκαφή του Francois Noël Champoiseau, που είχε ανασκάψει εν μέρει
το μνημείο από το 1867, για να συνεχιστεί η καταστροφή από τον Αλή πασά, στο πλέον εκτεθειμένο
τμήμα του μνημείου, και ενδεχομένως ακόμη και από νεότερες επεμβάσεις2.
α. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχει το αδιατάρακτο τμήμα του, ο ρωμαϊκός ναός ακολουθεί
την γεωμετρία των προγενέστερων. Προς τεκμηρίωση της διαπίστωσης αυτής επισημαίνουμε δύο
στοιχεία, τους δύο εγκάρσιους τοίχους του αρχαϊκού ναού, που απολήγουν στην εσωτερική παρειά
των ρωμαϊκών μακρών πλευρών (Α και Β εικ.1), καθώς επίσης την ύπαρξη πλακόστρωτης περίστα-
σης που συνδέεται με την αρχαϊκή φάση του μνημείου και βρίσκεται σε επαφή με την εξωτερική
παρειά των ρωμαϊκών τοίχων (Γ.1, Γ.2, Γ.3, Γ.4, εικ.1). Από την ελληνιστική οικοδομική φάση του
ναού διασώζεται χυτό δάπεδο διακοσμημένο με βότσαλα3 (Δ εικ.1). Οι τοίχοι του αρχαϊκού ναού
έχουν πάχος 90 εκ., ενώ του ρωμαϊκού 75 εκ. Για την πλήρωση του κενού, που δημιουργείται λόγω
της διαφοράς των διαστάσεων και με δεδομένο ότι η εξωτερική παρειά των ρωμαϊκών και των αρχα-
ϊκών τοίχων ταυτίζονται, έχει γίνει εσωτερικά συμπλήρωση με χύτευση κονίας σε όλη σχεδόν την
εσωτερική περίμετρο, στο σημείο συμβολής του ελληνιστικού δαπέδου με τις κάθετες ρωμαϊκές τοι-
χοποιίες4.
Ο δυτικός εξωτερικός τοίχος του ρωμαϊκού ναού εδράζεται στην ευθυντηρία που συνέδεε τις δύο
παραστάδες, ή τα άκρα των μακρών τοίχων του οπισθοδόμου του αρχαϊκού ναού. Στην υπόθεση
αυτή συνηγορούν η ύπαρξη της πλακόστρωτης περίστασης σε επαφή με το ρωμαϊκό δυτικό τοίχο και
η διατήρηση, σε πολύ μικρή απόσταση, του δυτικού αρχαϊκού τοίχου. (Γ.1, Β, εικ.1)
Ο ρωμαϊκός ναός είναι ένα επίμηκες οικοδόμημα διαστάσεων 24,15 x 9,20 μ., με πρόναο βάθους
4,20 και σηκό 19,20 μ. περίπου. Ο πρόναος επικοινωνούσε με το σηκό μέσω θυραίου ανοίγματος
πλάτους 3,43 μ., με παραστάδες προς το σηκό. Ο διαχωριστικός αυτός τοίχος συμπλέκεται με τις

1 Τριάντη 2007, 49-56, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.


2 Τριάντη 2007, 50-51.
3 Στην ευρύτερη περιοχή του μνημείου, δάπεδα ελληνιστικών χρόνων από κονίαμα με ένθετα διακοσμητικά βότσαλα εντο-
πίστηκαν στην αρχαία Λευκάδα, βλ. Ντούζουγλη 1993, 297. Fiedler 1999, 421. Σχετικά με το βοτσαλωτό δάπεδο βλ. και
παρακάτω Ι. Τριάντη.
4 Η καθαίρεση της ανωδομής του ελληνιστικού ναού έγινε μέχρι κάποιο βάθος κάτω από το χυτό εσωτερικό δάπεδο καθώς
και κάτω από την αρχαϊκή περίσταση. Έτσι επιτυγχάνεται ισχυρή θεμελίωση επάνω στην θεμελίωση του αρχαϊκού ναού
(solidum), απαραίτητη για την ισχυροποίηση της ανωδομής του ρωμαϊκού ναού. Για τις θεμελιώσεις, βλ. Adam 1984,
115-117, 137. Βλ. και υποθετική αναπαράσταση εικ. 2.

285
Ι. ΤΡΙΑΝΤΗ, Γ. ΣΜΥΡΗΣ

κατά μήκος τοιχοποιίες και κατασκευάστηκε με τη δημιουργία αυστηρά χαραγμένης τάφρου θεμελί-
ωσης, στο σώμα του χυτού ελληνιστικού δαπέδου5.
Η φροντίδα για την προστασία του ελληνιστικού χυτού δαπέδου από τη ρωμαϊκή επέμβαση φαί-
νεται ότι αποτέλεσε προτεραιότητα κατά την κατασκευή του ναού. Με ορατό το ελληνιστικό δάπεδο
και την περίσταση ανεγέρθηκε μέχρι ενός ύψους ο ρωμαϊκός ναός. Προστέθηκαν, προς τα ανατο-
λικά και σε ευθυγραμμία με τις παραστάδες του πρόναου, δύο ανεξάρτητες κτιστές βάσεις κιόνων,
οι οποίες είναι κατασκευασμένες με το ίδιο σύστημα δομής (3,3.1, εικ. 1)6. Κατά τη διάρκεια της
κατασκευής, πιθανώς και με αλλαγή του σχεδιασμού, διαμορφώθηκε στο εσωτερικό του ναού ένα
δάπεδο «αμελές», σε στάθμη υψηλότερη του ελληνιστικού, κατά 0,90 μ. στο σηκό και κατά 0,70 μ.
στον πρόναο. Επίχωση πραγματοποιήθηκε παράλληλα και περιμετρικά του ναού, με τελική στάθμη
ισοϋψή εκείνης του πρόναου (εικ. 3). Η εσωτερική επίχωση, που ακολουθεί την τριμερή λεπτομερή
διαδικασία όπως την περιγράφει ο Βιτρούβιος7, επικαλύφθηκε με λίθινο πλακόστρωτο, το οποίο
έχει αφήσει τα ίχνη του στην άρμοση του στις περιμετρικές τοιχοποιίες εσωτερικά. Είναι η «ακατά-
στατη» αύλακα, η οποία είναι σαφές ότι κατασκευάστηκε εκ των υστέρων στην εσωτερική παρειά
των μακρών τοίχων (εικ. 4). Για επίτευξη του εγχειρήματος φαίνεται ότι έγιναν οι οπές αποστράγ-
γισης, που διακρίνονται στο ελληνιστικό δάπεδο, χωρίς όμως να καταστρέψουν την διακοσμητική
ταινία με τους ρόμβους. Για την συγκράτηση της επίχωσης του σηκού, αλλά και για την δημιουργία
αναβαθμού στο θυραίο άνοιγμα, το κατώτερο τμήμα του κλείστηκε με χυτή ακανόνιστη τοιχοποιία,
πλατύτερη από το πάχος του μεσότοιχου, ώστε να συμπεριλάβει και τις παραστάδες ( 5 εικ. 1).
o Εξωτερικά, προκειμένου να συγκρατηθεί η επίχωση, κατασκευάστηκε ισχυρός περιμετρικός ανα-
λημματικός τοίχος διατομής Γ(4.1,4.2,4.3,4.4,4.5 εικ. 1)8. Ο αναλημματικός ρωμαϊκός αυτός τοίχος
είναι ορατός στη νότια, βόρεια και δυτική πλευρά, ενώ υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι υπήρχε και
ανατολικά, περικλείοντας και τις δύο ανεξάρτητες βάσεις κιόνων. Διαμορφώνεται επομένως περιμε-
τρική υψηλότερη οριοθετημένη στάθμη, σε ίδιες αποστάσεις από το μνημείο, που προσδίδει σε αυτό
ρωμαϊκή εικόνα9.

β. Ολόκληρος ο ναός είναι κατασκευασμένος με το σύστημα τοιχοποιίας opus reticulatum, από


κυβόλιθους τοπικού αμμοπαγούς λίθου, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε και στις απολήξεις των τοίχων
και των παραστάδων με την μορφή μεγαλύτερων λαξευτών πλακοειδών πλίνθων (εικ. 5, 6)10. Επι-
σκευές στο σώμα της τοιχοποιίας εντοπίζονται πάνω από την στάθμη του ρωμαϊκού δαπέδου, με
διαφορετικά υλικά κυρίως οπτοπλίνθους. Οι επισκευές είναι κατά τόπους εκτεταμένες, όπως τεκ-
l μηριώνεται από μεγάλα συμπαγή σωζόμενα τμήματα των πεσμένων τοιχοποιιών. Υπάρχουν επίσης
ενδείξεις για επιχρισμένα τμήματα του ναού (εικ. 7).
s Στο εσωτερικό του ναού, στο βάθος του σηκού, κατασκευάστηκε ένα ισχυρότατο δομικά, υπερυ-
ψωμένο, ορθογώνιο βάθρο με διαστάσεις 5,15 x 2,25 μ., σε απόσταση 2,95 μ. από το δυτικό τοίχο, το

5 Το ελληνιστικό δάπεδο καλύπτει ουσιαστικά ολόκληρο το χώρο μεταξύ των περιμετρικών ρωμαϊκών τοιχοποιιών. Προς
τα δυτικά παρουσιάζει αναβαθμό ύψους 0,18 μ. Η επίχωση για τη δημιουργία του ρωμαϊκού δαπέδου, κάλυψε ολοκλη-
ρωτικά την κατασκευή αυτή.
6 Με ανεξάρτητη θεμελίωση που φθάνει σε ικανό βάθος, σχεδόν στην ίδια στάθμη με την αρχαϊκή θεμελίωση.
7 Η επίχωση, που επιχειρήθηκε για τη δημιουργία του ρωμαϊκού δαπέδου, αποτελείται από τρεις στρώσεις διαφορετικών
υλικών με την κατάλληλη τεχνητή συμπύκνωση. Η κατώτερη στρώση αποτελείται από αργιλική άμμο με αραιά πρόσμι-
κτα θαλάσσιας κροκάλας, η μεσαία από θαλάσσια κροκάλα μικρής διατομής, εμπλουτισμένη με χαλαρή άσβεστο και
αργιλική άμμο και η ανώτερη από καθαρή αργιλική άμμο. Στην συνέχεια διαστρώθηκε το ασβεστoκονίαμα (rudus), επί
του οποίου τοποθετήθηκαν οι πλάκες του δαπέδου. Παραπλήσιος τρόπος κατασκευής δαπέδων περιγράφεται από τον
Βιτρούβιο. Βιτρούβιος, Περί Αρχιτεκτονικής, 87 και σημ. 7.24.
8 Πλήρης διατομή Γ διαπιστώνεται μόνον στη νότια κεραία του αναλημματικού τοίχου, ενώ στις υπόλοιπες πλευρές έχει
σωθεί μόνον η κατακόρυφη κεραία του.
9 Von Hesberg 2009, 120.
10 Για την χρήση του συστήματος δόμησης στην ευρύτερη περιοχή, βλ. ενδεικτικά Malacrino 2007, 371-387.

286
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΤΟ ΑΚΤΙΟ. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

οποίο εδράζεται απευθείας στο ελληνιστικό δάπεδο (1 εικ. 1)11. Η τεχνική κατασκευής είναι ίδια με
εκείνη του υπόλοιπου κτιρίου, δηλαδή κατά το σύστημα opus reticulatum. Σε άλλη φάση, πιθανώς
και με κατάργηση ή μείωση του ύψους του βάθρου, κατασκευάστηκε σε επαφή με την εσωτερική
όψη του δυτικού τοίχου του ναού, ισχυρός τοίχος πλάτους 1,75 μ. (2 εικ. 1). Ο τοίχος είναι κατα-
σκευασμένος με το σύστημα opus testaceum και περιλαμβάνει στην ορατή του όψη προς το σηκό
κλίμακες ανόδου από το ρωμαϊκό δάπεδο και για τρεις τουλάχιστον βαθμίδες (εικ. 3)12.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο ρωμαϊκός ναός ακολουθεί τη γεωμετρία των προγενέστερων, με μεγα-
λύτερες όμως συνολικά διαστάσεις, επιβεβαιώνοντας την αναφορά του Σουητώνιου, ότι ο Αύγου-
στος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου ίδρυσε τη νέα πόλη της νίκης, τη Νικόπολη, και ampliato vetere
Apollinis templo13. Και ο Δίων Κάσσιος αναφέρει επίσης ότι ο Αύγουστος Τῷ τε Ἀπόλλωνι τῷ Ἀκτίῳ
ναὸν μείζῳ ᾡκοδόμησεν14.

Β. ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ (Ισμήνη Τριάντη15)


Ο ρωμαϊκός ναός στο Άκτιο, τον οποίο ανοικοδόμησε και μεγέθυνε ο Αύγουστος16, είναι αυτός που
διατηρείται (εικ. 8) όπως ήδη αναφέρθηκε προηγουμένως. Δύο από τις προηγούμενες φάσεις του,
που σώζονται όμως πολύ αποσπασματικά, αναγνωρίστηκαν με βεβαιότητα: α) υπολείμματα από τον
αρχαϊκό ναό17, από τον οποίο αποκαλύφθηκαν δυο εγκάρσιοι τοίχοι μέσα στο σηκό και το δάπεδο
με μεγάλες πλάκες γύρω από τον σωζόμενο ρωμαϊκό ναό και β) η ελληνιστική φάση, από την οποία
διατηρείται το βοτσαλωτό δάπεδο στο σηκό και τον πρόναο. Οι τρεις αυτές βασικές φάσεις του μνη-
μείου, η αρχαϊκή, η ελληνιστική και η ρωμαϊκή, μαρτυρούνται και από τα ευρήματα.
Από τα αρχαϊκά χρόνια πολλά όστρακα κορινθιακών αγγείων βρέθηκαν αρχικά κατά την απο-
χωμάτωση με μηχανικό εκσκαφέα του προμαχώνα του χωμάτινου οχυρού του Αλή Πασά, ο οποίος
κάλυπτε το ναό18. Κατά την ανασκαφή του 2011 στην ανατολική πλευρά του κτηρίου βρέθηκαν

11 Το μη εμφανές τμήμα του βάθρου, από τη στάθμη του ελληνιστικού δαπέδου μέχρι το ρωμαϊκό δάπεδο, αποτελείται
από την θεμελίωση στο 1/3 του ύψους του και opus reticulatum ψηλότερα. Για την θεμελίωση, βλ. Adam 1984, 115-
117, 137.
12 Φαίνεται ότι ο τοίχος ήταν ορατός από τη στάθμη του πλακόστρωτου ρωμαϊκού δαπέδου και άνω. Το μη εμφανές τμήμα
του, από την στάθμη του ελληνιστικού δαπέδου μέχρι το ρωμαϊκό δάπεδο, αποτελείται από την θεμελίωση στο 1/3
του ύψους του και opus testaceum ψηλότερα. Η θεμελίωση αυτή, όσο και της προηγούμενης κατασκευής, δομείται με
ακανόνιστους λίθους και άφθονο κονίαμα. Ενδεικτικά για το σύστημα δομής, βλ. Dodge 1987, 106-116.
13 Suet. Aug. 18.2.
14 Δίων Κάσσιος 51.1.2.
15 Θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου, πρώτα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και κατόπιν στους συναδέλφους της
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας το Λάζαρο Κολώνα, το Μιχάλη Πετρόπουλο, τη Μαρία Σταυροπούλου-Γάτση, τη Γεωργία
Αλεξοπούλου και τη σημερινή Προϊσταμένη της Εφορείας Ολυμπία Βικάτου. Όλοι συμπαραστάθηκαν εκθύμως στο
έργο. Το ίδιο και η αλησμόνητη Φραγκίσκα Κεφαλλωνίτου. Να αναφέρω επίσης ότι οικονομικοί πόροι για την ανα-
σκαφή, εκτός από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, προσεφέρθηκαν από την πρώην Νομαρχία Αιτωλοακαρνανίας και το
Δήμο Βόνιτσας, το Ίδρυμα Γιάννη Λάτση, το Ίδρυμα Ιωσήφ και Εσθήρ Γκανή, την Alpha Bank και για τη συντήρηση
των ευρημάτων από το Ίδρυμα Ψύχα.
16 Η ενέργεια του Αυγούστου στο Άκτιο για την ανοικοδόμηση του ναού συγχέεται πολλές φορές με τις δραστηριότητές
του στην απέναντι ηπειρωτική ακτή την ίδρυση της Νικόπολης και του βωμού του (π.χ. στο Κleine Pauly στη λ. σελ.
416 ‘Zur Erinnerung an den Sieg weihte Octavianus zehn Schiffe in eine Werft nach Aktion, die aber bald verbrannten,
vergrösserte (oder erneuerte) den bestehenden Tempel und setzte eine monumentale Weihinschrift…’ ωσάν η μνημειώ-
δης επιγραφή του μνημείου του Αυγούστου της Νικόπολης να είχε σχέση με το ναό του Αυγούστου στο Άκτιο).
17 Το ιερό ανήκε στην πόλη Ανακτόριον αποικία των Κορινθίων, η οποία ιδρύθηκε γύρω στο 630 π. Χ. όταν οι Κορίνθιοι
επί των τυράννων Κυψέλου και Περιάνδρου, ίδρυσαν στη δυτική Ελλάδα τις πόλεις Ανακτόριο, Αμβρακία, Λευκάδα,
Κέρκυρα και Απoλλωνία. Ήταν λοιπόν φυσικό οι άποικοι να ιδρύσουν ναό για να τιμήσουν το θεό της μητρόπολης, ο
οποίος λόγω της θέσης του ιερού στην Ακτή πήρε την προσωνυμία Άκτιος.
18 Trianti κ.ά. 2013, 279-286.

287
Ι. ΤΡΙΑΝΤΗ, Γ. ΣΜΥΡΗΣ

κορινθιακά αγγεία και ένας αρύβαλλος κορινθιακός ακέραιος (εικ. 9 αριστερά) με φολιδωτή δια-
κόσμηση σε όλο το σώμα και ταινιωτή λαβή, που χρονολογείται γύρω στα 625 π.Χ., δηλαδή ακρι-
βώς τα χρόνια ίδρυσης της αποικίας του Ανακτορίου από τους Κορινθίους, όπως μαρτυρείται από
τις πηγές19.
Στο δεύτερο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. χρονολογούνται οι δύο γνωστοί κούροι του Ακτίου στο
Μουσείο του Λούβρου, οι οποίοι βρέθηκαν από το Γάλλο πρόξενο στα Γιάννενα F. N. Champoiseau
ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, έσκαψε στο μνημείο και την περιοχή το 186720. Η ανάθεση δύο φυσικού
μεγέθους μαρμάρινων αγαλμάτων στο ιερό δείχνει ότι ήταν ευρύτερα γνωστό.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η βάση μιας αττικής ερυθρόμορφης κύλικας, στο tondo της
οποίας εικονίζεται μια εταίρα με λουτήρα (εικ. 9 μέσον). Η παράσταση θυμίζει παρόμοιες σε κύλι-
κες του ζωγράφου του Χαιρίου, που βρέθηκαν στην αρχαία Αγορά της Αθήνας και χρονολογούνται
γύρω στα 510 π. Χ.21. Βρέθηκε στη ΒΔ πλευρά πάνω στο εξωτερικό δάπεδο το στρωμένο με πλάκες
του αρχαϊκού ναού.
Για τη ζωή του ιερού στα ελληνιστικά χρόνια, δίνει πολύτιμες πληροφορίες το ψήφισμα ανάμεσα
σε Ανακτοριείς και Ακαρνάνες, το οποίο έχει αναγραφεί σε μια αετωματική στήλη που βρέθηκε στην
αρχαία Ολυμπία και αποτελεί αντίγραφο της πρωτότυπης, που θα είχε στηθεί στο Άκτιο22. Σύμφωνα
με το ψήφισμα, το ιερό από τοπικό ιερό των Ανακτοριέων γίνεται ιερό του κοινού των Ακαρνάνων.
Η επιγραφή σε 74 στίχους αναφέρει λεπτομέρειες για τους αγώνες, τα Άκτια23, που ετελούντο στο
ιερό, για τη συντήρηση του ναού του Απόλλωνα, για τις οικονομικές συναλλαγές. Η επιγραφή έχει
o χρονολογηθεί το 216 π.Χ. Τότε, το δάπεδο σηκού και προνάου θα επιστρώθηκε με μικρά χρωματιστά
βότσαλα της θάλασσας σε ροζ κονίαμα, το οποίο διασχίζει στο μέσο κατά την έννοια του μήκους,
δηλαδή ανατολικά-δυτικά, ένα κεντρικό ορθογώνιο με ρόμβους, οι οποίοι περιγράφονται από μεγα-
λύτερα βότσαλα. Opus signinum από τον Βιτρούβιο24 αποκαλούσαν παλιότερα αυτό το είδος διακό-
σμησης δαπέδου, τώρα απλά mortar pavements. Παρόμοια δάπεδα με διακόσμηση ρόμβων έχουν
βρεθεί στην περιοχή της Μεσογείου25. Τα περισσότερα είναι με ψηφίδες και όχι με βότσαλα.
Δεν είναι χωρίς σημασία η αναφορά στην επιγραφή τρεις φορές σε εργασίες επισκευής του ναού.
Στο στίχο 27 συνεχώρησαν οἱ Ἀνακτοριεῖς ἐπὶ τοῖσδε, ὣστε ἐπισκευάζειν τοὺς Ἀκαρνάνας τὸ ἱερόν,
στο στίχο 52 κ. ε. ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ κοινῷ τῶν Ἀκαρνάνων, τὰν τε πόλιν τῶν Ἀνακτοριέων ἐπαι-
νέσαι καὶ συναύξειν τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ἀκτίου και στο στ. 59 χρήματα εἰς τὰν ἐπανόρθωσιν
τοῦ ἱεροὺ, μὴ καταναλίσκειν τοὺς ταμίας μηδὲ τοὺς ἄρχοντας εἰς ἄλλο μηδὲν, ἀλλ ᾽εἰς ἐπισκευὰν τοῦ
ἱεροῦ καὶ ἀναθέματα τῷ θεῷ. Στις επισκευές των Ακαρνάνων θα μπορούσαν να αποδοθούν οι πήλι-
l νοι ανθεμωτοί ηγεμόνες καλυπτήρες εννεάφυλλοι με δύο ζεύγη σιγμοειδών ελίκων στη βάση (εικ.

s
19 Θουκ. Α 55, Δ 49. Στράβ. 1, 452. Παυσ. Ε 23, 3. Στεφ. Βυζ. στη λ. Ανακτόριον. Δάκαρης, 1953/54, 77-88. Kleine Pauly
στη λ. Ανακτόριο (Daniel Strauch), Σταυροπούλου-Γάτση – Αλεξοπούλου, 2002 75-90. Trianti, κ.ά. 2013, 279-286.
20 Collignon 1886, 235-243. Richter 1960, 66-67, αριθ. 40, εικ. 154-156 και 85-86, αριθ. 74 εικ. 255-257. Ηamiaux 1992,
76-79, αριθ. 71-72. Σαμαρά-Kάουφμαν 2001, 124 και 322 αριθ. 7. Για τις πρώτες έρευνες στο χώρο, βλ. Τριάντη 2007,
49-56. Έκτοτε, εκτός από το ναό έχει προχωρήσει και η αποκάλυψη ενός μεγάλου ρωμαϊκού λουτρού.
21 Moore 1997, 345, πίν. 150 και 147, αριθ. ευρ. P 23165 και P 24102. Η κύλικα του Ακτίου μοιάζει περισσότερο με την
P 23165. Επίσης βλ. Stähli 2013, 18, εικ. 13.
22 Habicht 1957, 86-122.
23 Για τους αγώνες γίνεται μνεία για πρώτη φορά σε ένα χρηστήριο πινάκιο από τις ανασκαφές της Δωδώνης του 4ου αι. π.
Χ., στο οποίο είναι χαραγμένη η επιγραφή: δεν έκλεψε η Βοστρύχα του Δόρκωνα τα χρήματα, τα οποία έχασε ο Δίωνας
κατά τα εφετινά Άκτια, ω Δία Νάιε και Διώνη, βλ. Lhôte, 2006, 251 αριθ. 122, ο οποίος το χρονολογεί 4ο - 3ο αι. π. Χ.
24 Vitruvius, De arch. 5.11, 4, 8.7 (6). 14 (with opus) and 2. 4. 3 (signinum alone). Το φόντο είναι ροζ κονίαμα.
25 Guimiers-Sorbets, 2001, 43. Landstãtter – Scheibelreiter 2010, εικ. 27-28. Στην Ελλάδα έχουν βρεθεί παρόμοιας τεχνι-
κής δάπεδα στη Δήλο στο σπίτι των Φούρνων, τα οποία ο Bruneau θεωρεί «ιταλίζοντα», βλ. Bruneau 1972, 23. αρ. 8.
326, 327, 339, 113-114, 305 κ. ε. εικ. 11, 279, 280. Στη Νάουσα, σε υστεροελληνιστικό ή πρώιμο ρωμαϊκό κτήριο στον
αγρό Βαλαβάνη, βλ. Αλλαμανή – Μισαηλίδου 1995, 208-211 εικ. 3. Τέλος ένα παρόμοιο σε κτήριο στην Ακρόπολη της
Καλυδώνας χρονολογείται επίσης το 2ο αι. π. Χ., βλ. Dietz – Tang 2011, 243, εικ. 170-172.

288
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΤΟ ΑΚΤΙΟ. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

10). Η Α. Λαμπάκη26 τους χρονολογεί στα τέλη της ελληνιστικής ή στην πρώιμη αυτοκρατορική
περίοδο.
Όταν ο Αύγουστος μετά τη νίκη του στη ναυμαχία αποφάσισε να ανοικοδομήσει το ναό του
Απόλλωνα ο παλιότερος ναός ισοπεδώθηκε ως τα θεμέλια και πάνω συνεχίστηκαν με τη ρωμαϊκή
οικοδομική τοιχοποιία opus reticulatum οι τοίχοι του ρωμαϊκού οικοδομήματος, λίγο πιο στενοί (βλ.
παραπάνω Σμύρης) που σώζονται σε ικανό ύψος.
Τη ρωμαϊκή παρουσία στο ιερό ήδη από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. βεβαιώνουν δύο ρωμαϊκά νομί-
σματα: ένα αργυρό δηνάριο με κεφαλή Ρώμης κρανοφόρου προς δεξιά στον εμπροσθότυπο και
έφιππους Διόσκουρους στον οπισθότυπο. O τύπος είναι του 2ου αι. π.Χ. (εικ. 11 πάνω)27. Ένα δεύ-
τερο χάλκινο της Diana Nemorensis (εικ. 11 κάτω)28. Στον εμπροσθότυπο απεικονίζεται γυναικεία
κεφαλή προς δεξιά, ενώ στον οπισθότυπο τρεις αρχαϊστικές μορφές και στο βάθος τρία κυπαρίσσια.
Οι μορφές θεωρείται ότι απεικονίζουν την Άρτεμη, την Εκάτη και τη Σελήνη, δηλαδή τρεις ιδιότητες
της ίδιας θεότητας. Η κοπή χρονολογείται το 43 π. Χ.
Από τον 1ο αι. π.Χ. προέρχεται και ένα ρωμαϊκό αγγείο με κοκκιδωτές ταινίες που σχηματίζουν
καμπύλες στην κοιλιά29. Βρέθηκε στο βάθος του σηκού (εικ. 9 δεξιά). Ως πιθανός τόπος παραγωγής
τέτοιων αγγείων θεωρείται η Κεντρική Ιταλία, κατά την εποχή του Αυγούστου.
Τη μεγαλοπρέπεια του ναού υποδηλώνουν περισσότερο από τα άλλα ευρήματα οι δύο μαρμάρι-
νες κολοσσικές κεφαλές και τα θραύσματα από τα λατρευτικά αγάλματα που βρέθηκαν στο βάθος
του σηκού το 2009.
Η κεφαλή A (εικ.12) έχει ύψος 47 εκ., ενώ με το λαιμό και το έμβολο φτάνει τα 74. Έχει μια
μικρή κλίση και μια ελάχιστη στροφή προς τα δεξιά. Τα μάτια είναι ορθάνοιχτα και έχουν στη θέση
της κόρης βαθυσμένο επίπεδο για την προσθήκη της από άλλη ύλη. Η μύτη είναι επιδιορθωμένη,
όπως δείχνει λοξή επίπεδη επιφάνεια προς το δεξιό ρουθούνι με οπή με υπολείμματα σιδερένιου στε-
λέχους στο μέσον. Ήταν δουλεμένη και αυτή σε χωριστό κομμάτι μαρμάρου και προσετίθετο στο
άγαλμα. Παρόμοιο είδος εμβόλου για την ένθεση, έχουν συνήθως τα ακρόλιθα αγάλματα30.
Η κεφαλή Α, η οποία όταν αποκαλύφθηκε θεωρήθηκε ότι απεικονίζει την Άρτεμη, παρουσιάζει
μια κόμμωση παλιομοδίτικη, με τους πίσω μακριούς βόστρυχους δεμένους σε δυο παχιές πλεξούδες
που ξεκινούν από τον αυχένα, σταυρώνουν και δένονται μπροστά. Το είδος της κόμμωσης συναντιέ-
ται σε αγάλματα ανδρικά αυστηρορρυθμικά, όπως π.χ. ο ξανθός έφηβος της Ακρόπολης ή ο Ποσει-
δώνας του Αρτεμισίου, αλλά και σε γυναικεία αγάλματα, όπως π. χ. η κεφαλή της Άρτεμης του Πρα-
ξιτέλη στην Ακρόπολη της Αθήνας31.
Η κεφαλή Β (εικ. 13) είναι λίγο μεγαλύτερη. Έχει ύψος 50 εκ., ενώ με το λαιμό και το έμβολο
φτάνει τα 80 εκ. Θα ήταν πρόσθετη σε άγαλμα, όπως δείχνει το κωνικό έμβολο στο κάτω μέρος.
Το πρόσωπο, με μεγάλα πλατιά μάγουλα στενεύει μαλακά προς το σαγόνι. Τα μαλλιά, με χωρίστρα
στη μέση, πέφτουν δεξιά κι αριστερά με κυματοειδείς βοστρύχους, σχηματίζοντας στο μέτωπο οξεία
κορυφή. Πίσω από τα αυτιά ξεκινούν δύο στριφτοί βόστρυχοι, που πλαισιώνουν τον λαιμό, ενώ οι

26 Trianti κ.ά. 2013, 279-286. Πρβ. Le Roy 1967, 174-187, πίν. 76-80. Βλαχοπούλου-Οικονόμου 1986, 165-173.
Schwandner 1996, 51, εικ. 5. Badie – Billot 2001, 95 κ.ε.
27 Crawford 1974, 200, αρ. 116, 1α, 209, αρ. 132, 2. Γούναρη 2010. 217-219 {138 π. Χ.}.
28 Simon 1984, αρ. 177 και 193. Alföldi, 1960, 137-144. Alföldi 1963, 47-56. Parrault 1969, 2, 425-471. Simon 1990, 52,
εικ. 61, 55 εικ. 69, 57. Simon 1998, 146, εικ. 141, 148.
29 Την ιδιαιτερότητά του μου επισήμανε η συνάδελφος Βάσω Παππά, στην οποία οφείλω και τη βιβλιογραφία, βλ. Α.
Ricci 1985, 234 και 323, πίν. 104, 4. Για τη Δήλο, βλ. Ζαφειροπούλου – Χατζηδάκης 1994, 32, αριθ. 6. Peignard-Giros
2000, 134, πίν. 80 c, 1-2. Για την αρχαία Αγορά Αθήνας, βλ. Thompson 1934, 370, εικ. 78. Robinson 1959, 14, αριθ. F
24, πίν. 1.
30 Π.χ. η κεφαλή του Απόλλωνα Αλαίου από το Ciro, την αρχ. Κρίμισα, βλ. Häger-Weigel 1997,259, αριθ. 1, πίν. 1-2.
Despinis 2004, 274-276. Για το ακρόλιθο άγαλμα από την Καλυδώνα, βλ. Tae Jensen 2011, 137-141, εικ. 115-118.
31 Despinis 1994, 173-198. Pasquier-Martinez 2007, 103, 126-127, αρ. 24, εικ. 24. Καλτσάς – Δεσπίνης 2007, 62-65,
88-89, αρ. 13.

289
Ι. ΤΡΙΑΝΤΗ, Γ. ΣΜΥΡΗΣ

υπόλοιποι δένονται σε κρωβύλο στον αυχένα. Ότι εικονίζει τον Απόλλωνα αναγνωρίζεται από τον
τύπο της κεφαλής, ο οποίος ανακαλεί τύπους Απόλλωνα32.
Ότι τα δύο κεφάλια έχουν διαφορετική τεχνοτροπική αντίληψη είναι νομίζω φανερό. Την κεφαλή
Α διακρίνει μια αβρότητα στο πλάσιμο, τόσο στις λεπτομέρειες του προσώπου, όσο και στην από-
δοση της περίπλοκης κόμμωσης, η κεφαλή Β του Απόλλωνα έχει πιο αυστηρή δομή, με σκληρά
χαρακτηριστικά. Συνάμα, είναι εμφανής η διαφορετική εποχή κατασκευής τους. Παρ’ όλα ταύτα,
είναι γεγονός ότι τα δυο αγάλματα συνυπήρχαν μέσα στο ναό κατά τα χρόνια της καταστροφής του,
όπως δηλώνει η ανεύρεσή τους στο βάθος του σηκού, πεσμένα το ένα δίπλα στο άλλο.

o
ABSTRACT

THE TEMPLE OF APOLLO AT AKTIO


THE MONUMENT AND THE FINDS

Ismini Trianti Giorgos Smyris

The campaign of the University of Ioannina at the sanctuary of Apollo at Action unearthed the Roman
temple of Apollo, which according to the literary sources was rebuild by Octavian Augustus after
his victory in the naval battle against Marc Antony in 31 B.C. During the excavations were found
remains of the earlier periods of the monument i. e. the Archaic and the Hellenistic temple, showing
l that the Roman one was built just over the foundations of the previous building.
Finds of pottery, sculptures, architectural fragments, an inscription and coins help to reconstruct
s the history of the sanctuary of Apollo and especially of the temple. Two colossal marble heads found
in the sekos of the temple belong to the cult statues of the God. The older (head A) is acrolithic and
was erected by the Acarnanians in the late hellenistic period, the second (head B) in the Roman
period.

32 Είναι ίδιος τύπος με την κεφαλή του κιθαρωδού Απόλλωνα με μπούκλες εκατέρωθεν του λαιμού, όπως εικονίζεται ο
θεός με τη μητέρα του τη Λητώ και την αδελφή του την Άρτεμη στο ανάγλυφο με αριθ. Ευρ. 3917 του Εθνικού Μου-
σείου του 4ου αι. π. Χ., βλ. Palagia, 1980, 19, αρ. 1, εικ. 18. Έχει επίσης περίπου το ίδιο χτένισμα και την ίδια αυστηρή
δομή του προσώπου με τον Απόλλωνα του Κassel, βλ. Schmidt 1966, πίν. 8-11.

290
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΤΟ ΑΚΤΙΟ. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αλλαμανή – Μισαηλίδου 1995 B. Αλλαμανή – Β. Μισαηλίδου, Ανασκαφικές έρευνες στην αρχαία “Μίεζα”,
ΑΕΜΘ 6 (1992), Θεσσαλονίκη, 203-211.
Βλαχοπούλου-Οικονόμου 1986 Α. Βλαχοπούλου-Οικονόμου, Ηγεμόνες και κορυφαίες κέραμοι με διακόσμηση
από την Ήπειρο. Τύπος «Άνθους λωτού-Ελίκων», Ιωάννινα.
Γούναρη 2010 Ε. Γ. Γούναρη, Η εικονογραφία της Ρώμης στην αρχαία τέχνη, Θεσσαλονίκη.
Δάκαρης 1953/54 Σ. Δάκαρης, Εκ του αρχαίου νεκροταφείου του Ανακτορίου, ΑE 1953/54, τ. Γ΄,
77-88.
Ζαφειροπούλου – Χατζηδάκης 1994 Φ. Ζαφειροπούλου – Π. Χατζηδάκης, Αγορά των Ιταλών, κόγχη Ποπλίου
Σατρικανίου στο ΕλλΚερ Aιγαίου, 46-73.
Καλτσάς – Δεσπίνης 2007 Ν. Καλτσάς – Γ. Δεσπίνης, Πραξιτέλης. Κατάλογος της Έκθεσης. Εθνικό Αρχαι-
ολογικό Μουσείο, 25 Ιουλίου-31 Οκτωβρίου 2007, Αθήνα.
Ντούζουγλη 1993 Α. Ντούζουγλη, Νομός Λευκάδας, Θέση «Κουλούρι του Τσάντου» περιοχής
Καλλιγονίου (οικ. Σπ. Λογοθέτη), ΑΔ 48, Χρονικά Β΄1, 296-300.
Σταυροπούλου-Γάτση M. Σταυροπούλου-Γάτση – Γ. Αλεξοπούλου, Ανακτόριο-Ακτιο Ακαρνανίας.
– Αλεξοπούλου 2002 Συμβολή στη μελέτη της οχύρωσης της πόλης του Ανακτορίου και στην τοπο-
γραφία της ευρύτερης περιοχής, Ευλιμένη 3, 75-94.
Σαμαρά-Καουφμαν 2001 Α. Σαμαρά-Kαουφμαν, Ελληνικές Αρχαιότητες στο Μουσείο του Λούβρου,
Αθήνα.
Τριάντη 2007 Ι. Τριάντη, O Charles François Noël Champoiseau στο Άκτιο, στο Πρακτικά Β΄
Διεθνούς Συμποσίου για τη Νικόπολη, Πρέβεζα, 49-56.
von Hesberg 2009 H. von Hesberg, Ρωμαϊκή αρχιτεκτονική (επιμ. ελληνικής έκδοσης Θ. Στεφανί-
δου-Τιβερίου), Θεσσαλονίκη.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αdam 1984 J.P. Adam, La construction Romaine. Materiaux et techniques, Paris.
Alföldi 1960 Α. Alföldi, Diana Nemorensis, ΑJA 64, 137-144.
Alföldi 1963 Α. Alföldi, Early Rome and the Latins, University of Michigan Press.
Badie – Billot 2001 Α. Badie – M.F. Billot, Le décor des toits de Grèce du Ie av. au Ier s. ap. J-C.,
ΒCH Suppl. 39.
Collignon 1886 M. Collignon, Τorses archaiques en marbre provenant d’Actium (Musée du
Louvre) GazArch 11, 235-243.
Crawford 1974 Μ. Η. Crawford. Roman Republican Coinage, Cambridge University Press.
Despinis 1994 G. Despinis, Neues zum einem alten Fund, AM 109, 173-198.
Despinis 2004 G. Despinis, Ζu Akrolithstatuen griechischer und römischer Zeit, Nachrichten
der Akademie der Wissenschaften zu Göttingen 8, 245-301.
Dietz – Tang 2011 S. Dietz – B. Tang (συμβάλλων), The occupation on the Acropolis in Hellenistic
and Early Roman Times, στο Κalydon in Aetolia, 241-246.
Dodge 1987 H. Dodge, Brick Construction in Roman Greece and Asia Minor, στο S.
Macready – H.F.H Thompson (επιμ.), Roman architecture in Greek World,
London, 106-116.
Fiedler 2003 Μ. Fiedler, Antike Häuser in Lefkas. Wohnausarchitektur und Fundmaterial
aus einer nordwestgriechischen Stadt des 6. bis 1. Jh.v.Chr., unpublished Diss.,
Berlin.
Fiedler 2005 Μ. Fiedler, Leukas. Wohn und Altagskultur in einer nordwestgriechischen
Stadt, στο W. Hoepfner (επιμ.), Geschichte des Wohnens, Band I. 5000 v.Chr. –
500 n.Chr. Vorgeschichte, Frühgeschichte, Antike, Stuttgart, 412-426.
Guimiers-Sorbets 2001 A.-M. Guimiers-Sorbets, Le décor des sols en Grèce du IIe s. av. au Ier s. ap.
J. -C., Paris.
Habicht 1957 Chr. Habicht, Eine Urkunde des Akarnnischen Bundes, Hermes 85, 86-122.
Häger-Weigel 1997 E. Häger-Weigel, Griechische Akrolith-Statuen des 5. und 4.Jhs. v. Chr., Berlin.
Ηamiaux 1992 Μ. Ηamiaux, Musée du Louvre. Les Sculptures, I, Paris.
Ladstãtter – Scheibelreiter 2010 S. Ladstãtter – V. Scheibelreiter, Städtische Wohnen im östlichen Mittelmeer-
raum, 4. Jh. v.-1. Jh. v. Ch., Wien.
Le Roy 1967 Ch. Le Roy, Les Terres Cuites Architecturales, FdD II, Paris.
Lhôte 2006 É. Lhôte, Les lamelles oraculaires de Dodone, Droz.
Malacrino 2007 G. C. Malacrino, Il Monumento di Ottaviano a Nicopoli e l’ Opera reticolata
in Grecia: Diffusione, caratteristiche, significato, στο Πρακτικά Β΄ Διεθνούς
Συμποσίου για τη Νικόπολη, Πρέβεζα, 371-387.

291
Ι. ΤΡΙΑΝΤΗ, Γ. ΣΜΥΡΗΣ

Moore 1997 Μ. Moore, Attic red-figured and white-ground Pottery. The Athenian Agora
XXX, Princeton.
Palagia 1980 Ο. Palagia, Euphranor, Leiden.
Parrault 1969 F.-H. Parrault, Diana Nemorensis. Déesse Latine, Déesse hellénisée, MEFRA
81. 2, 425-471.
Pasquier – Martinez 2007 Α. Pasquier-J. – L. Martinez (επιμ.), Praxitèle, Musée du Louvre, 23 Mars – 18
Juin 2007, Paris.
Peignard-Giros 2000 A. Peignard-Giros, La céramique trouvée dans les fosses du péribole Est du
sanctuaire d’Apollon à Délos, στο Ε΄ ΕλλΚερ, Χανιά 1997, Πρακτικά, Αθήνα,
131-136.
Ricci 1985 Α. Ricci, Ceramica a parete sottili στο Atlante delle forme ceramiche II.
Ceramica fine Romana nel Bacino Mediterraneo (Tardo Hellenismo e Primo
Impero), EAA suppl., Rome, 231-357.
Richter 1960 G. M. A. Richter, Kouroi. Archaic Greek Youths. A study of the development of
the Kouros type in Greek sculpture, London.
Robinson 1959 H. Robinson, Pottery of the Roman Period. The Athenian Agora V, Princeton.
Schmidt 1966 E.-M. Schmidt, Der Kasseler Apollon und seine Repliken, AntPlastik V, Berlin.
Schwandner 1996 Ε.-L. Schwandner, Spathari-Tempel ohne Säule und Gebälk?, στο Ε.-L. Sch-
wandner (επιμ.) Säule und Gebälk, München, 48-54.
Simon 1984 Ε. Simon, Artemis /Diana, LIMC II. 1, 792-849.
Simon 1990 Ε. Simon, Die Götter der Römer, München.
Simon 1998 E. Simon, Die Götter der Griechen, München.
Stähli 2013 A. Stähli, Women Bathing, στο S. K. Lucore – M. Trümper (επιμ.), Greek Baths
and Bathing Culture. New discoveries and approaches, Babesch Suppl. 23,
o 11-22.
Thompson 1934 Η. Thompson, Two centuries of hellenistic pottery, Hesperia 3, 311-476.
Tae Jensen 2011 J. Tae Jensen, Catalogue of marble sculpture and other ritual objects in the cult
room, στο Κalydon in Aetolia Ι, 137-151.
Trianti κ.ά. 2013 I. Trianti – A. Lambaki – A. Zambiti, Das Heiligtum des Apollon in Aktion, στο
Forschungen in Akarnanien I, 279-291.

292
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΤΟ ΑΚΤΙΟ. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Εικόνα 1. Ο ναός. Κάτοψη (Σεπτέμβριος 2012).

Εικόνα 2. Υποθετική αναπαράσταση της θεμελίωσης των ρωμαϊκών τοίχων στην ΝΑ γωνία του ναού.

293
Ι. ΤΡΙΑΝΤΗ, Γ. ΣΜΥΡΗΣ

Εικόνα 3. Η εσωτερική επίχωση και το ρωμαϊκό δάπεδο. Κάτω διακρίνεται ο εγκάρσιος αρχαϊκός τοίχος, στο βάθος ο
τοίχος με opus testaceum και οι κλίμακες στα άκρα.

l
Εικόνα 4. Ο βόρειος τοίχος του ναού. Διακρίνεται η «ακατάστατη» αύλακα, συναρμογής του ρωμαϊκού δαπέδου με τις
περιμετρικές τοιχοποιίες.
s

Εικόνα 5. Τμήμα τοιχοποιίας με το opus reticulatum.

294
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΤΟ ΑΚΤΙΟ. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Εικόνα 6. Η διαμόρφωση των ανοιγμάτων και τα άκρα των παραστάδων του προνάου.

Εικόνα 7. Επισκευές στην τοιχοποιία. Διακρίνεται το “αμελές” ρωμαϊκό δάπεδο.

295
Ι. ΤΡΙΑΝΤΗ, Γ. ΣΜΥΡΗΣ

Εικόνα 8. Άκτιο. Ο ναός από Α. (πάνω) από ΝΔ (κάτω).

296
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΤΟ ΑΚΤΙΟ. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Εικόνα 9. Άκτιο. Ναός. Ο αρύβαλλος (αριστερά), πυθμένας αττικής κύλικας με εταίρα (στο μέσον), ρωμαϊκό ποτήρι με
κοκκιδωτή διακόσμηση (δεξιά).

Εικόνα 10. Άκτιο. Ναός. Ανθεμωτοί ηγεμόνες καλυπτήρες. Εικόνα 11. Άκτιο. Ναός. Ρωμαϊκό νόμισμα με κεφαλή Ρώμης
και έφιππους Διόσκουρους (πάνω). Ρωμαϊκό νόμισμα της
Diana nemorensis (κάτω).

297
Ι. ΤΡΙΑΝΤΗ, Γ. ΣΜΥΡΗΣ

Εικόνα 12. Άκτιο. Ναός. Κεφαλή λατρευτικού αγάλματος Α.

Εικόνα 13. Άκτιο. Ναός. Κεφαλή λατρευτικού αγάλματος Β.

298
Ο NAOΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΣΤΟ ΑΚΤΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
ΤΟΥ ΟΚΤΑΒΙΑΝΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΣΤΗ ΝΙΚΟΠΟΛΗ
ΩΣ ΤΟΠΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Νικόλαος Κατσικούδης

Ο ναός του Ακτίου Απόλλωνος στο ομώνυμο ιερό και το Τρόπαιο Νίκης του Οκταβιανού στη Νικόπολη
αποτελούν δύο σημαντικά παραδείγματα μνημειακών χώρων, όπου η αυτοκρατορική παρέμβαση επε-
νέργησε στην επαναδιατύπωση της τοπικής ιστορίας και στην ανάδειξη ποικίλων μηνυμάτων μνήμης.
Ο Οκταβιανός, ο προστατευόμενος του Απόλλωνος, έκτισε νέους και ανακαίνισε παλαιούς ναούς στη
Ρώμη στο πλαίσιο της προγραμματικής πολιτικής που αφορούσε τη θρησκευτική ανανέωση. Ήδη το 29
π.Χ. με εντολή που έλαβε από τη Σύγκλητο ως «ιδρυτής και ανακαινιστής όλων των ιερών», επεδίωξε
με το πρόγραμμα της θρησκευτικής παλινόρθωσης1 «να μην αισθάνονται πλέον οι ναοί το βάρος του
χρόνου» (Οβίδιος, Fasti 2,61). Στο αρχαίο ιερό του Ακτίου, στην ευφορία της νίκης, ανακαίνισε μεγε-
θύνοντας τον ναό του Απόλλωνος2 (Εικ. 1). Η αρχιτεκτονική μορφή και τα δομικά υλικά του οικοδομή-
ματος ακολουθούν τη ρωμαϊκή παράδοση και εκφράζουν με σαφήνεια τη βούληση του νέου ευεργέτη
του ιερού. Η παρέμβαση του Οκταβιανού στο Άκτιο3 αφορά την ανακαίνιση ενός παλαιού ναού, στον
οποίο διαπιστώνονται ανασκαφικά δύο προγενέστερες οικοδομικές φάσεις4. Ο ρωμαϊκός ναός (Εικ. 2)
μολονότι διατηρεί εν μέρει την κάτοψη του αρχαίου οικοδομήματος, ωστόσο δεν ακολουθεί το ύφος του
προϋπάρχοντος κτηρίου, ένδειξη που πιστοποιεί ότι ο ευσεβής ηγεμόνας καθόρισε το πλαίσιο με την
προτίμηση υλικών και το σύστημα δόμησης. Το χυτό υλικό (opus caementicium) με την αρχιτεκτονική
μορφή, το οποίο είναι κτισμένοι οι τοίχοι του ναού, επενδύεται με μικρούς πυραμιδοειδούς σχήματος
ψαμμιτικούς λίθους σφηνωμένους σε σκληρό κονίαμα κατά το δικτυωτό μοτίβο του opus reticulatum5.
Στις εξωτερικές γωνίες κατά τόπους στο βόρειο και νότιο τοίχο (Εικ. 3) και στον εγκάρσιο τοίχο του
προνάου (Εικ. 4), παρεμβάλλονται ζώνες με οριζόντιες στρώσεις από οπτοπλίνθους που έχουν μεγάλος

1 Λίβιος 4,20,7: templorum omnium conditorem aut restitutorem. Aug., Res Gestae 20: “Duo et octoginta templa deum in
urbe consul sextum ex auctoritate senatus refeci nullo praetermisso quod eo tempore refici debebat.” («κατά την έκτη
υπατεία μου [28 π.Χ.] αποκατέστησα κατ’ εντολή της Συγκλήτου 82 ναούς των θεών στην πόλη, χωρίς να παραμελήσω
κανέναν που χρειαζόταν τότε ανακαίνιση»). Οι ναοί εκτός από τόποι λατρευτικής πρακτικής, λειτουργούσαν πια και ως
μνημεία τα οποία συντηρούσαν το ιστορικό παρελθόν, κατηύθυναν τη μνήμη των πολιτών στο πρόσωπο το οποίο επιμε-
λήθηκε της ανακαίνισης και στο ιστορικό γεγονός το οποίο είχε συσχετιστεί με αυτούς. Βλ. Orlin 2016, 120.
2 Σουητώνιος, Divus Augustus 18.2: “ampliato vetere Apollinis templo locum castrorum, quibus fuerat usus.” Δίων Κάσιος,
51.1.2: «τῷ τε Ἀπόλλωνι τῷ Ἀκτίῳ ….. ναὸν μείζω ᾠκοδόμησεν».
3 Ο Πλίνιος (N.H. 4.5) αναφέρεται στην πόλη της Νικόπολης – civitas libera- και στην αποικία του Ακτίου, όπου και ο
ναός του Απόλλωνος.: . . . et in ore ipso colonia Augusti Actium cum templo Apollinis nobili ac civitate libera Nicopoli-
tana. Ο Lange 2009, 99-106, ιδιαίτερα 104, σημειώνει ότι “…. it cannot be entirely excluded that there might have been
a colony in that area [at Actium] ” και συγκεφαλαιώνοντας υποθέτει την ύπαρξη ρωμαϊκής αποικίας στην περιοχή “…..
Octavian founded not only the Greek city of Nicopolis, but also a Roman colony on the south side of the strait.” Η περι-
οχή του Ακτίου Βόνιτσας ερευνάται ανασκαφικά από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας
Αρχαιολογίας Ι.Α. Τριάντη και τη συνεργασία του υπογραφόμενου και του αρχιτέκτονα Γ. Σμύρη. Για τις εξελισσόμενες
ανασκαφικές έρευνες στο ιερό του Ακτίου, βλ. Τριάντη 2007.
4 Σχετικά, βλ Trianti κ.ά. 2013, 279-280. Trianti 2016, 179-181. Τριάντη – Σμύρης στον παρόντα τόμο.
5 Πρόκειται για reticula με δύο διαφορετικές διαστάσεις, εντούτοις δεν δίνουν την εντύπωση του ακανόνιστου δικτυωτού
μοτίβου δόμησης και ακολουθώντας τον Malacrino το εκλαμβάνουμε ως opus reticulatum, βλ. Malacrino 2006, 141-142,
147-151. Malacrino 2007, 371-83, εικ. 1-5. Για το ακανόνιστο δικτυωτό σύστημα γνωστό ως opus quasi reticulatum ή
το κανονικό δικτυωτό μοτίβο του opus reticulatum, βλ. Marta 1985, 21-23. Adam 1999, 254-267. Hesberg 2009, 30, 31
εικ. 4ζ. Malacrino 2010, 125-127.

299
Ν. ΚΑΤΣΙΚΟΥΔΗΣ

πάχος6 ή και λεπτότερες οπτοπλίνθους σε επάλληλες σειρές (opus testaceum)7. Ορισμένοι οπτόπλινθοι
φέρουν σε ορθογώνιο πλαίσιο το σφράγισμα ΑΚΤΙΟΝ, στοιχείο που υποδηλώνει την εγχώρια κατα-
σκευή8, πιθανώς υπό την καθοδήγηση εξειδικευμένων τεχνιτών από την Ιταλία9. Η τεχνική του opus
reticulatum εισήχθη στον ελλαδικό χώρο την εποχή της ίδρυσης του Μνημείου του Αυγούστου στη
Νικόπολη και χρησιμοποιήθηκε σε δημόσια και ιδιωτικά οικοδομήματα10. Οι τοίχοι του ναού του Απόλ-
λωνος έφεραν επίχρισμα κονιάματος11 ερυθρού χρώματος (Εικ. 5), γεγονός που τεκμηριώνει τη σημα-
σία που έδιναν οι Ρωμαίοι στην καλαίσθητη όψη της τοιχοποιίας, ώστε να πληροί ορισμένες αισθητι-
κές προδιαγραφές αναδεικνύοντας παράλληλα και το στέρεο δομικό σύστημα12. Η τεχνική του opus
reticulatum αποτελεί σύμβολο της romanitas και διαδικασία προσαρμογής σε ρωμαϊκά πρότυπα στο
πλαίσιο ενσωμάτωσης της Ελλάδας στο σύστημα της αυτοκρατορίας13. Η αρχιτεκτονική κάτοψη και τα

6 Οι πρώιμοι ρωμαϊκοί οπτόπλινθοι έχουν σημαντικό πάχος, όπως για παράδειγμα οι οπτόπλινθοι των τοιχωμάτων σε κτι-
στούς κιβωτιόσχημους τάφους στην Πάτρα, που κυμαίνονται στα 7-9 εκ. και χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 1ου
αι. π.Χ., βλ. Παπαποστόλου 1980, 188 και Malacrino 2010, 131. Η χρήση των οπτοπλίνθων στη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική

o καθιερώνεται στους χρόνους του Αυγούστου, βλ. Anderson 1997, 151-165 (σχετικά με τη χρήση, κατασκευή και εμπό-
ριο των οπτοπλίνθων).
7 Πρόκειται για ένα σύστημα δόμησης opus mixtum που συνδυάζει το opus reticulatum και το opus testaceum, βλ. Mala-
crino 2010, 135-136.
8 Trianti κ.ά. 2013, 282. Αναλύσεις οπτοπλίνθων του τείχους της Νικόπολης τεκμηρίωσαν τη χρήση τοπικού πηλώδους
υλικού, βλ. Ζάχος 2007α, 281 σημ. 41.
9 Σύμφωνα με επιγραφική μαρτυρία από τη Zaragoza (Salduba Caesarea Augusta) της Ισπανίας τεχνίτες μετακινούνταν
από τη Ρώμη προς την περιφέρεια, βλ. Richmond 1931, 94.
10 Το opus reticulatum απαντάται στη Νικόπολη στο Τρόπαιο του Αυγούστου, στο θέατρο, στη σκηνή του Ωδείου, στα
λουτρά του Προαστείου, αλλά και σε ιδιωτικά κτήρια, όπως στην έπαυλη του Μάνιου Αντωνίνου και σε ταφικά οικοδο-
μήματα, βλ. Malacrino 2006, 141-142, 147-151. Malacrino 2007, 371-83, εικ. 1-5. Οι Ζάχος και Παυλίδης το εκλαμβά-
νουν ως opus quasi reticulatum, λόγω του διαφορετικού μεγέθους που έχουν τα reticula, βλ. Ζάχος 2001. Ζάχος 2007 α.

l Zachos – Pavlidis 2010. Στην υπόλοιπη Ελλάδα απαντάται στον Βουθρωτό, στην Κόρινθο, στην Αθήνα και στην Ολυ-
μπία, βλ. Malacrino 2007, 384-387, εικ. 6, 7, 9, 10. Malacrino 2010, 125-126. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και

s η Αedes Αugustalium στην Πάτρα, βλ. Παπαποστόλου 1986, 262 πίν. 1.2. Για παραδείγματα στην ανατολική Μεσόγειο,
βλ. Deichmann 1979, 474 κ.ε. Torelli 1980, 154 με σημ. 90. Medri 2001. Malacrino 2006, 143-145. Malacrino 2010, 126.
11 Η ανασκαφική έρευνα του ναού δεν έχει ολοκληρωθεί και είναι πρόωρο να ειπωθεί αν το επίχρισμα ανήκει στη φάση της
ανακαίνισης του ναού στα χρόνια του Αυγούστου ή αφορά μεταγενέστερη επέμβαση. Επίχρισμα έφερε και ο αναλημμα-
τικός τοίχος του κάτω ανδήρου του τροπαίου της Νίκης στη Νικόπολη. Ο Malacrino δεν είναι βέβαιος αν το επίχρισμα
τοποθετήθηκε στην αρχική φάση της κατασκευής ή μεταγενέστερα, βλ. Malacrino 2006, 142. Σημειωτέον ότι και το
δίχρωμο opus reticulatum στο Καπιτώλιο της Τερρακίνας ήταν καλυμμένο με γυψοκονίαμα και το μοτίβο του ζατρικίου
με ανοιχτόχρωμα και σκουρόχρωμα reticula δεν ήταν ορατό, βλ. Hesberg 2009, 29 με σημ. 28 (σχετική βιβλιογραφία).
12 Hesberg 2009, 31-32.
13 Νεότερες έρευνες έδειξαν ότι οι Ρωμαίοι δεν αντιμετώπισαν με ενιαίο τρόπο τη ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας κατά τα
πρώτα χρόνια της ρωμαιοκρατίας (πολεμικές συγκρούσεις, μετοικεσίες πληθυσμών, ίδρυση αποικιών, αναδασμός γης,
μεταφορά λατρείας και λατρευτικών αγαλμάτων). Η Alcock διερεύνησε τον αντίκτυπο που είχε η ρωμαϊκή κατάκτηση
στην ελληνική ύπαιθρο χώρα, βλ. Alcock 1993. Rousset 2004. Επιφυλάξεις ως προς την περιοδολόγηση της Alcock διατυ-
πώνει ο Rousset, ο οποίος εξετάζει τις σχετικές ιστορικές μαρτυρίες υπό το φως των νέων δεδομένων στην Πελοπόννησο,
την κεντρική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου, βλ. Rousset 2008. Σχετικά με τον «εκρωμαϊσμό», ακόμη και «ελεύθερων»
ελληνικών πόλεων, όπως η Αθήνα, βλ. Alcock 1997, 1 κ.ε. Stephanidou 2008, 11-40. Ο “εκρωμαϊσμός” είναι ένας προ-
βληματικός ως προς το περιεχόμενό του όρος και ανεπαρκής ως προς το εύρος των αντιδράσεων και των πολιτιστικών
αλλαγών των τοπικών κοινοτήτων. Bergemann 1998, 117-123. Huskinson 2000, 20-23. MacMullen 2000, 1-29.

300
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΣΤΟ ΑΚΤΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΟΚΤΑΒΙΑΝΟΥ

δομικά υλικά δείχνουν τις σαφείς οδηγίες που είχαν δοθεί από την κεντρική εξουσία14, ότι δηλαδή ο ναός
έπρεπε να αποκτήσει ρωμαϊκή μορφή15. Σημειωτέον ότι και η Νικόπολη, μια ελληνική πόλη, σχεδιάστηκε
σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση, τις τεχνικές καινοτομίες και τις αισθητικές προτιμήσεις16. Ο ναός του
Αυγούστου απέκτησε ένα ηθελημένο μνημειακό χαρακτήρα και συνδέεται με σαφείς προθέσεις και φιλο-
δοξίες, με μια «επιθυμία για ένα εντυπωσιακό και διαρκές μνημονικό αποτέλεσμα»17.
Στην ανακαίνιση του ναού χρησιμοποιήθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη και από προγενέστερες οικοδομικές
φάσεις του κτηρίου, όπως οι μαρμάρινοι κίονες και το υπέρθυρο. Η επαναχρησιμοποίηση αρχιτεκτονικών
μελών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως ένδειξη οικονομίας. Η ορθογώνια βάση εντός του σηκού του
ναού ενσωματωμένη στο βοτσαλωτό δάπεδο (Εικ. 6) διατηρήθηκε και στη ρωμαϊκή φάση της ανοικοδό-
μησης από τον Οκταβιανό Αύγουστο και υποδεικνύει το «φορτισμένο» με σπουδαία λατρευτική σημασία
ιερό του Απόλλωνος18. Εκφράζει την επιθυμία του Οκταβιανού να συνεχιστεί η λατρευτική παράδοση στην
περιοχή και αναδεικνύει την ευσέβειά του, που κατέστη το κυρίαρχο μοτίβο του αυγούστειου κράτους19.

14 Γραπτές πηγές (Joseph. A.J. 16.146), μαρτυρούν τη συμβολή του Ηρώδη του Μεγάλου στην ανοικοδόμηση δημόσιων
κτηρίων, ίσως και στη Νικόπολη. Είναι πολύ πιθανό ο Ηρώδης, που υπήρξε υποστηρικτής του Αντωνίου, να επεδίωκε την
χορηγία δημόσιων οικοδομημάτων, προκειμένου να αποκτήσει την εύνοια του Οκταβιανού Αυγούστου, βλ. Gurval 1995,
83. Roller 1998, 228-229. Επίσης, δεν αποκλείεται και η συμβολή της τοπικής ελίτ δεδομένης της επικοινωνίας μεταξύ
του αυτοκράτορα και των Σπαρτιατών, που συμμάχησαν με τον Οκταβιανό εναντίον του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας. Ο
Σπαρτιάτης Ευρυκλής, γιος του Λάχαρη, διακρίθηκε στη ναυμαχία του Ακτίου και ο Αύγουστος τον τίμησε ανακηρύσσο-
ντάς τον Ρωμαίο πολίτη και παραχωρώντας του το αξίωμα του επιστάτη, δηλαδή ηγεμόνα, των Λακεδαιμονίων, βλ. Δίων,
54.7.2, Πλούταρχος, Αντώνιος, 67. Ο Ευρυκλής χορήγησε την ανοικοδόμηση δημόσιων κτηρίων σε πόλεις της Ελλάδας.
Σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες η διοίκηση των Ακτίων τα πρώτα χρόνια της οργάνωσης, όταν δεν υπήρχαν οι υποδο-
μές στη Νικόπολη, είχε ανατεθεί στους Σπαρτιάτες και στους Ηλείους αποίκους της περιοχής της Κασσωπαίας βλ. Bower-
sock 1961, 112. Δάκαρης 1987, 11-12. Ζάχος 2008, 33-35.
15 Ο ναός σε αυτή την οικοδομική φάση ήταν επιμήκης, κάτι που δεν ήταν σύνηθες σε ρωμαϊκό ναό. Μετατροπές δέχτηκε ο ναός
του Ολυμπίου Διός, που απέκτησε τη μορφή ενός ρωμαϊκού ναού, όπου λατρευόταν η Τριάδα του Καπιτωλίου–Δίας, Ήρα,
Αθηνά- πιθανώς στη θέση του σημερινού Παντοκράτορος στην Πάτρα, βλ. Παπαποστόλου 1991, 307. Πετρόπουλος 2007, 179.
16 Zachos 2003, 66. Ζάχος 2007α, 294. Αλλά και η εικονογραφία που καθιερώνεται μετά την απόδοση του τιμητικού τίτλου
Αύγουστος το 27 π.Χ., αναδεικνύει το νέο ηγεμονικό ύφος και ανταποκρίνεται στην αυτοσυνειδησία του ηγεμόνα, χωρίς
ωστόσο να εμπλέκεται άμεσα ο ίδιος στην προώθησή τους, βλ. Zanker 1987, 103-106. Ο Bowersock επισημαίνει ότι ο
«εκρωμαϊσμός» δεν υποκρύπτεται στην ίδρυση της Νικόπολης, βλ. Bowersock 1965, 93-95.
17 Coulton 1977, 30, σχετικά με τη μνημειακή αρχιτεκτονική.
18 Άλλωστε, η ανακαίνιση των ιερών αποτελεί την ευγενέστερη και σημαντικότερη των εργασιών του νέου ηγεμόνα, βλ.
Sherk 1969, αρ. 61. Oliver 1973, 193. Culley 1975, 223. Roddaz 1984, 427-429 (για το πρόγραμμα ανοικοδόμησης).
Στην Αττική ανακαινίστηκαν με χορηγίες 52 τεμένη και ιερά (12 στην Αθήνα, 17 στον Πειραιά, 13 στην Αττική και 10
στη Σαλαμίνα) αναμφίβολα με τη συναίνεση και την οικονομική στήριξη του Αυγούστου. Βόρεια του Ωδείου κατασκευ-
άστηκε ναός αφιερωμένος στον Άρη, που επανασυναρμολογήθηκε κατά τους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους από αρχαίο
ναό του 5ου αι. π.Χ. που βρισκόταν αρχικά στον δήμο Παλλήνης και ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά, βλ. Mc Allister 1959.
Ανακατασκευές έγιναν και σε οικοδομήματα στη Μεσσήνη, στη Μαντίνεια, στη Μεγαλόπολη, βλ. Strauch 1996, 94-95
(παραδείγματα και βιβλιογραφία).
19 Μ
 ετά τη νίκη του στο Άκτιο στην εικαστική γλώσσα κυριαρχούσαν οι εικόνες, που έδειχναν με σαφήνεια την ευσέβεια
του νέου ηγεμόνα, βλ. Zanker 1987, 108-140. Το άγαλμα του Ακτίου Απόλλωνος στο τέμενος στον Παλατίνο λόφο έστεκε
πάνω σε υψηλό βάθρο διακοσμημένο με έμβολα αιγυπτιακών πλοίων, όπως συνάγεται από την παράσταση σε δηνάριο του
Γαΐου Αντιστίου Βετέρου το 16 π.Χ. Ο Άκτιος Απόλλων εικονιζόταν όρθιος ως κιθαρωδός μπροστά σε βωμό, κρατώντας
τη σπονδική φιάλη στο δεξιό χέρι βλ. Picard 1957, 261. Sutherland – Carson 1984, 365-366 πίν. 6. Zanker 1987, 91 εικ.
68. Διαφορετικά ο Cahn, αντί για έμβολα αιγυπτιακών πλοίων τα Σιβυλλικά βιβλία, βλ. Cahn 1944, 203-208. Ανασκευή
της πρότασης του Cahn διατύπωσε ο Jucker, ο οποίος δεν συνδέει τον εικονιζόμενο θεό με το ναό του Απόλλωνος στον
Παλατίνο˙ εισηγείται την παράσταση του σπένδοντος θεού με απεικόνιση του Απόλλωνος, που ανακαλεί άγαλμα, το οποίο
έστησε ο Αύγουστος στο πεδίο της μάχης στο Άκτιο, βλ. Jucker 1982. Τα αρχαιολογικά δεδομένα από το ναό του Απόλλω-
νος στο Άκτιο φαίνεται να ενισχύουν την υπόθεση του Jucker, βλ. Ι. Τριάντη στον παρόντα τόμο.

301
Ν. ΚΑΤΣΙΚΟΥΔΗΣ

Οι κορμοί δύο κούρων, που βρέθηκαν στο ιερό και σήμερα εκτίθενται στο Μουσείο του Λούβρου20
δείχνουν ότι δεν μεταφέρθηκαν όλα τα παλαιότερα αναθήματα στη Νικόπολη. Εξίσου παρόντα ήταν
τα αρχαία αναθήματα με τα νέα αγάλματα του Απόλλωνος21, που βρέθηκαν εντός του σηκού του ναού
και πιστοποιούν τη συγχώνευση του αρχαϊκού παρελθόντος με το σύγχρονο παρόν22. Επιπλέον, μαρτυ-
ρούν την έμπρακτη αναγνώριση εκ μέρους του Αυγούστου της ιστορίας και της σημασίας του ακαρνα-
νικού ιερού του Ακτίου Απόλλωνος, ενώ στην περίπτωση του ιερού της Αρτέμιδος στην Καλυδώνα η
σχετική λατρεία και το άγαλμα μεταφέρθηκαν στην Πάτρα (Παυσανίας 7,18.8-9). Αυτή η συνύπαρξη
εξασφάλιζε τη μνήμη του παρελθόντος, αμβλύνοντας όποια αίσθηση απώλειας βίωνε ο πληθυσμός που
είχε μετακινηθεί από την ευρύτερη περιοχή στη νέα πόλη23. Η μεταφορά των λατρειών που είχαν στις
πόλεις-κοιτίδες τους οι κάτοικοι καταδεικνύει την απόλυτη δύναμη του κατακτητή24 και ταυτόχρονα
εκλαμβάνεται ως «συμβολική ταπείνωση» των κοινοτήτων25, αφού μετατοπίζει την προσοχή στο νέο
κέντρο, τη Νικόπολη26.
Στο πρόγραμμα της ευσέβειας (pietas) που αποτέλεσε το σημαντικότερο προγραμματικό σημείο
στην πολιτιστική πολιτική του Αυγούστου, εντάχθηκαν και τα Άκτια που αναβίωσε ο Αύγουστος, πιθα-
νώς το 27 π.Χ., και συναριθμεί τους αγώνες μεταξύ των πιο σημαντικών επιτευγμάτων της ηγεμονίας
του. Οι περιοδικοί αγώνες των Ακτίων αποτελούν τυπικό μετασχηματισμό της μνήμης. Επίκεντρο των
εκδηλώσεων αναδείχθηκε το ιερό άλσος του Προαστείου στη βόρεια πλευρά της Νικόπολης, όπου
ιδρύθηκαν τα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα για τις ανάγκες των εορταστικών εκδηλώσεων. Τα Νέα
Άκτια ήταν αγώνας ιερός, πεντετηρικός και ισολύμπιος ως προς τις τιμές και περιελάμβαναν αγω-
o νίσματα γυμνικά, ιπποδρομικά, μουσικά (καλλιτεχνικά)27. Ο Στράβων (7.7.5–6) αξιολόγησε θετικά
την πρωτοβουλία του Αυγούστου, επειδή η πράξη αυτή προσέδωσε μεγαλύτερη αίγλη στους αγώνες.
Είναι πιθανό ότι τα Νέα Άκτια τελούνταν για μικρό χρονικό διάστημα στο ιερό του Απόλλωνος στο

20 Μουσείο Λούβρου Μa 687 και 688. Richter 1960, 66-67 αρ. 40 εικ. 154-156, 85-86 αρ. 74 εικ. 255-257. Σαμαρά-
Κάουφμαν 2001, 88, 124 πίν. 7, 322.
21 Οι πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες στο ιερό του Ακτίου Απόλλωνος έφεραν στο φως δύο μαρμάρινες ανδρικές κεφα-
λές και τμήματα από τον κορμό και τα μέλη του σώματος που ανήκουν σε δύο αγάλματα τα οποία αποδίδουν τον Απόλ-
λωνα, σχετικά βλ. Trianti 2016 και Τριάντη – Σμύρης στον παρόντα τόμο.
22 Η απομάκρυνση λατρευτικών αγαλμάτων από ιερά με εξέχουσα σημασία στη θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων
l επέφερε ισχυρό πλήγμα στην αντίληψη για την ιστορία και την ανεξαρτησία των τοπικών κοινοτήτων, όπως για παρά-
δειγμα η «απαγωγή» του λατρευτικού αγάλματος από το ιερό της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα που απομάκρυνε ο «βασι-
s λεὺς μὲν δὴ Αὔγουστος …….τῆς Ἀθηνᾶς τὸ ἂγαλμα τῆς Ἀλέας ἐς τὴν ἀγορὰν τὴν ὑπὸ Αὐγούστου ποιηθεῖσαν, ἐς ταύτην
ἐστίν ἰόντι» (Παυσανίας 8, 46.5). Πρβλ. Alcock 1993, 177.
23 Όπως έδειξε ο Purcell Ρωμαίοι παλαίμαχοι εγκαταστάθηκαν στη Νικόπολη, βλ. Purcell 1987, 89, σημ. 78. Για μία δια-
φορετική άποψη, βλ. Sarikakis 1970, 91-96. Για την εγκατάσταση κατοίκων των περιοικίδων πόλεων στη Νικόπολη,
βλ. Kirsten 1987, 91-94. Για διπλό χαρακτήρα της πόλης με Ρωμαίους παλαίμαχους κάνει λόγο και η Ruscu, την οποία
αντικρούει ο Lange, βλ. Ruscu 2006. Lange 2009, 99-106.
24 Η αποστέρηση μιας πόλης από τα λατρευτικά της αγάλματα και τους πίνακες ισοδυναμούσε με την απομάκρυνση των
θεών, περίπου με τον ίδιο τρόπο που η επίκληση στους θεούς από τους Ρωμαίους αφαιρούσε τη δύναμη του θείου από
τους εχθρούς και την απέδιδε στους Ρωμαίους, βλ. Gordon 1979, 13 σημ. 26.
25 Για συμβολική βία, «symbolic violence», σχολιάζει η Alcock, και αναφέρεται στις «εκτοπισμένες» λατρείες, για παρά-
δειγμα η λατρεία της Αρτέμιδος Λαφρίας που μεταφέρθηκε από την Καλυδώνα σε προϋπάρχοντα ναό της Αρτέμιδος
στην Πάτρα, βλ. Alcock 1993, 140-141, 175-180. Osanna 1996, 81-82.
26 Η Alcock σημειώνει για ανάλογες πρακτικές: «η μετατόπιση της λατρείας παρουσιάζεται ως ένα παράδειγμα ανακατεύ-
θυνσης, καθώς επαναπροσδιόριζε τις τοπικές εξαρτήσεις στην περιοχή και εξέτρεπε την προσοχή σε νέα αυτοκρατορικά
κέντρα βάρους», βλ. Alcock 2011, 93. Για λατρείες που μεταφέρθηκαν στη Νικόπολη, βλ. Καραμεσίνη-Οικονομίδου
1975, 8. Τζουβάρα-Σούλη 1987, 169-170. Tzouvara-Souli 2001, 244-245.
27 Gagé 1936. Tidman 1950. Σαρικάκης 1965. Rieks 1970. Lämmer 1986/87. Gurval 1995, 74-81. Strauch 1996, 161-163.
Παυλογιάννης – Αλμπανίδης 2007. Ζάχος 2008, 24-60. Pavlogiannis κ.ά. 2009, ιδιαίτερα 84-102.

302
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΣΤΟ ΑΚΤΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΟΚΤΑΒΙΑΝΟΥ

Άκτιο, μέχρι να ολοκληρωθούν οι εγκαταστάσεις στη Νικόπολη28. Οι κωπηλατικοί αγώνες (πλοίων


ἃμιλλα) πρέπει να συνδεθούν με την περιοχή του Ακτίου ως ξεχωριστή εκδήλωση κατά τη διάρκεια
των Νέων Ακτίων ή ως εκδήλωση άλλων τοπικών αγώνων που τελούνταν κάθε δύο έτη29. Δέκα πλοία
που αφιέρωσε ο Αύγουστος στο ιερό μετά τη νίκη του, αποτέλεσαν ένα είδος υπαίθριου μουσείου30.
Ωστόσο, εξαιτίας της διοργάνωσης των νέων αγώνων στη Νικόπολη, η λατρεία στο παλαιό ιερό απο-
δυναμώνεται από μια δυναμική και σημαντική εκδήλωση. Η διοργάνωση εξατομικεύεται από τον
Οκταβιανό Αύγουστο, αφού η τέλεση υπενθυμίζει τη ναυμαχία και η αγωνοθεσία τους παραχωρείται
αρχικά στους Σπαρτιάτες, συμμάχους του Οκταβιανού στον αγώνα του εναντίον του Αντωνίου και της
Κλεοπάτρας31. Η ανανέωση των αγώνων εκ μέρους του Οκταβιανού, ο οποίος σημειωτέον δεν έδειχνε
κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους αθλητικούς αγώνες32, απέβλεπε στην οικονομική ενδυνάμωση
της περιοχής καθιστώντας τη Νικόπολη και τα Άκτια σημαντικό οικονομικό και θρησκευτικό κέντρο
μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής, ταυτόχρονα όμως επιθυμούσε να ανταγωνιστεί τον αντίπαλό του
Αντώνιο, λάτρη του ελληνικού πολιτισμού και των αθλητικών εκδηλώσεων33. Έτσι, οι Ακαρνάνες34
χάνουν όχι μόνο τις εορτές, αλλά δημεύεται και η μνήμη με τη νέα νοηματοδότηση που αποκτούν οι
αγώνες. Το Ανακτόριο απώλεσε την κύρια πηγή εσόδων από τα τέλη και τους φόρους της πανηγύ-
ρεως. Ασφαλώς εξακολούθησε ο λιμένας να εξυπηρετεί τις εμπορικές λειτουργίες της Νικόπολης35.
Ο συσχετισμός ανάμεσα στην ευσέβεια και τη νίκη καταδεικνύεται στο υπαίθριο ιερό του Απόλ-
λωνος, που κατασκευάστηκε στον λόφο βόρεια της Νικόπολης, όπου είχε εγκαταστήσει ο Οκταβιανός

28 Pavlogiannis κ.ά. 2009, 86.


29 Gardner 1881, 93, 96. Σαρικάκης 1965, 152, σημ. 6. Επιφυλακτικός εμφανίζεται ο Lämmer, βλ. Lämmer 1986/1987, 32.
Ο Παυλογιάννης εκτιμά ότι η λεμβοδρομία διεξαγόταν στο ιερό του Απόλλωνος στο Άκτιο.
30 Isager 1998, 403-5. Pavlogiannis κ.ά. 2009, 101.
31 Σαρικάκης 1965, 147, 153. Δάκαρης 1987, 11-12. Lämmer 1986/1987, 33. Spawforth 1989, 100.
32 Lämmer 1986/87, 34-35.
33 Pavlogiannis κ.ά. 2009, 94 σημ. 62 (βιβλιογραφική αναφορά).
34 Με τη συμφωνία που συνήψε η συνομοσπονδία των Ακαρνάνων με το Ανακτόριο (IX12, 2.583), η συνομοσπονδία ανέ-
λαβε το ιερό του Ακτίου. Το ψήφισμα χρονολογείται γύρω στο 216 π.Χ. και αναφέρεται σε σημαντικές ρυθμίσεις, οι
οποίες αφορούν φόρους και αμοιβές, που εισπράττονταν κατά τη διάρκεια των αγώνων και της εορταστικής πανηγύ-
ρεως. Μεταξύ άλλων δεσμεύσεων το κοινό ανέλαβε τη δαπάνη για την επισκευή και τη συντήρηση του ναού του Απόλ-
λωνος, βλ. Habicht 1957. Το ψήφισμα μολονότι είναι λεπτομερές σε θέματα που αφορούν υλικές παραμέτρους σχετικές
με το ιερό και τους αγώνες των Ακτίων, αποσιωπά ζητήματα σχετικά με τις λατρευτικές τελετές, με εξαίρεση βεβαίως
δευτερεύουσες διαδικασίες. Γίνεται μόνο αναφορά στη σειρά της πομπής κατά την οποία μεταφερόταν το λατρευτικό
άγαλμα του Απόλλωνος από το ιερό στο Ανακτόριο. Η πρακτική αυτή ήταν συνήθης σε ανάλογες εορταστικές εκδη-
λώσεις, ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί σε μια συμφωνία σχετικά με το θέμα της λατρείας. Το ψήφισμα
στους στίχους 41-43 είναι ελλιπές και ο Sokolowski συμπληρώνει τη σειρά της πομπής, στην οποία προηγείται η βουλή,
ακολουθεί ο αγωνοθέτης, που προέρχεται από τους πολίτες του Ανακτορίου, έπονται οι απεσταλμένοι του Ακτίου, που
έχουν οριστεί από τον ιεραπόλο του ιερού του Απόλλωνος, μεταφέροντας το λατρευτικό άγαλμα του θεού και άλλα
αντικείμενα, βλ. Sokolowski 1959, 215-221, ιδιαίτερα 217-219. Από τη συμπλήρωση αυτή είναι φανερό ότι οι Ανακτο-
ριείς και οι εκπρόσωποι του ιερού του Ακτίου διατηρούν την προνομιακή θέση στην πομπή, μολονότι οι εορταστικές
εκδηλώσεις εποπτεύονται από την συνομοσπονδία των Ακαρνάνων. Επιπλέον, αναφέρεται ότι οι ιερείς του Απόλλωνος
θα είχαν μακριά κόμη.
35 Την ίδρυση από τον Αύγουστο ρωμαϊκής αποικίας στο Άκτιο δεν αποκλείει ο Lange, βλ. Lange 2009, 99-106 (με κριτικό
σχολιασμό της προγενέστερης για το θέμα βιβλιογραφίας). Οι συνεχιζόμενες ανασκαφικές έρευνες στο Άκτιο αποκά-
λυψαν ρωμαϊκό λουτρό και οικοδομικά κατάλοιπα κοντά στον ναό του Απόλλωνος. Το Άκτιο συνέδεε τη Νικόπολη με
την Πάτρα, βλ. Αξιώτη 1980, 186-205.

303
Ν. ΚΑΤΣΙΚΟΥΔΗΣ

το στρατηγείο του (praetorium)36. O Στράβων (7.7.6) αναφέρει τη θέση ως ιερό λόφο του Απόλλωνος,
αφού η ίδρυση του Τροπαίου καθαγίασε τον λόφο και υπό αυτή την έννοια το μνημείο «σηματοδοτεί
τον χώρο όπου πραγματοποιήθηκαν τα γεγονότα που υπενθυμίζουν και έλκουν την ιερότητά τους από τις
τοποθεσίες τους˙ ανακηρύσσουν εκείνη τη θέση ιστορική και διευρύνουν τη σημασία της. Έτσι, ενσαρ-
κώνουν τον ‘μύθο της θέσης’»37. Το υπαίθριο ιερό του Απόλλωνος αναπτύσσεται σε δύο κλιμακωτά
άνδηρα, που πλαισιώνεται με στοές και επιμήκη βωμό στην πλατεία μεταξύ των στοών38 (Εικ. 7). Στο
κάτω άνδηρο η πρόσοψη του πρώτου αναλημματικού τοίχου είναι κατασκευασμένη με μικρούς κυβό-
λιθους συνδεδεμένους κατά το σύστημα του opus reticulatum39. Ο δεύτερος αναλημματικός τοίχος εν
είδει ποδίου με πειόσχημη κάτοψη φέρει στην πρόσοψη επένδυση με αγκυρόσχημες λαξεύσεις (Εικ.
8) για την τοποθέτηση των τριάντα έξι, κατά πάσα πιθανότητα, ορειχάλκινων εμβόλων, που προέρχο-
νταν από τα πλοία του στόλου του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας40. Το υλικό της πρόσοψης προέρχε-
ται από την κρηπίδα μιας ή περισσότερων μνημειωδών κατασκευών γειτονικής πόλης, πιθανώς από
την Αμβρακία, όπως τεκμηριώνουν λίθοι με επιγραφές σε κορινθιακό αλφάβητο41.
Η λατινική επιγραφή στην ανωδομή της πρόσοψης του δεύτερου αναλημματικού τοίχου μνημο-
νεύει τους θεούς που συνέδραμαν στη νίκη του Οκταβιανού, δηλαδή τον Άρη και τον Ποσειδώνα42.
Σε ελεύθερη απόδοση στη νεοελληνική διαβάζουμε: «Ο αυτοκράτωρ στρατηγός Καίσαρ, γιος του θεϊ-
κού Ιουλίου, μετά τη νικηφόρα έκβαση του πολέμου που διεξήγαγε υπέρ της δημοκρατίας σε αυτή την
περιοχή, όταν ήταν ύπατος για πέμπτη φορά και στρατηγός για έβδομη, μετά την εδραίωση της ειρήνης
στη στεριά και τη θάλασσα, αφιέρωσε στον Άρη και τον Ποσειδώνα το στρατόπεδο από όπου εφόρμησε
o κατά του εχθρού, το οποίο τώρα κοσμείται με λάφυρα των πλοίων». Ο μνημειακός χαρακτήρας της επι-
γραφής απέδιδε αναγεγραμμένο ολόκληρο το όνομα του Οκταβιανού και όχι μόνο τη βραχυγραφία,
καθώς και τα αξιώματά του. Το μεγάλο ύψος των ψηφίων και η τεχνική τους43, που λαξεύονται βαθιά
στο μάρμαρο και χρωματίζονται για να φαίνονται λαμπερά, υπαινίσσονται τη χρυσή εποχή44. Η επι-
γραφή απευθυνόταν τόσο στους εκλεκτούς, που ήταν σε θέση να την αναγνώσουν (Ρωμαίοι, τοπική
ελίτ, πεπαιδευμένοι), όσο και στον μέσο πολίτη, υπό την έννοια ότι εξέπεμπε το μήνυμα της πολιτι-
κής κυριαρχίας. Κυρίως όμως η αναγραφή στα λατινικά είχε ως αποδέκτη τη Ρώμη45, υπό την έννοια
ότι η νίκη στο Άκτιο εξυμνούσε την εδραίωση της ειρήνης στη στεριά και τη θάλασσα, δημιουργούσε

36 Murray – Petsas 1989. Συνήθης πρακτική των Ρωμαίων ήταν τα μνημεία νίκης να ιδρύονται στο πεδίο της μάχης, όμως
ο χώρος που ήταν ιερός για τον Απόλλωνα και η σύσταση του υπεδάφους υπαγόρευσαν την ανίδρυση του Τροπαίου της

l Νίκης του Αυγούστου στην κορυφή του λόφου του Μιχαλιτσίου, βλ. Gagé 1936, 75-76. Zachos 2001, 31. Σύμφωνα με
τον Rose «Triumphal monuments are rarely intended to exist in isolation …… and the paths that lead to the monuments

s usually bind them to others in the same vicinity», βλ. Rose 2005, 58. Σε κάποιες περιπτώσεις θριαμβικά μνημεία στήνο-
νται στην ύπαιθρο, βλ. Hölscher 2006, 32-34.
37 Για το παράθεμα, βλ. Azaryahu 1993, 85. Η Alcock εκτιμά ότι τα πεδία των πολεμικών συγκρούσεων έχουν ένα «ιδιαί-
τερο συναισθηματικό φορτίο …. και απαιτούν πιο έντονη και εστιασμένη παρατήρηση, και αποπνέουν μια πιο έντονη και
εστιασμένη εμπειρία», βλ. Alcock 2011, 135.
38 Ζάχος 2001. Zachos 2003. Ζάχος 2007. Zachos – Pavlidis 2010, 144-146.
39 O Zάχος το χαρακτηρίζει opus quasi reticulatum, ενώ ο Malacrino opus reticulatum, βλ. Ζάχος 2001. Ζάχος 2007α.
Zachos – Pavlidis 2010. Malacrino 2006, 143-145.
40 Ζάχος 2001, 34 εικ. 15, 37 εικ. 16.
41 Λιθόπλινθοι οικοδομημάτων της ελληνιστικής εποχής χρησιμοποιήθηκαν επίσης στο Θέατρο, στα τείχη, βλ. Ζάχος
2007α, 292.
42 Murray – Petsas 1989, 62-77, εικ. 32-46. Ζάχος 2001, 40-42. Zachos 2001, 33. Zachos 2003, 74-76.
43 Το ύψος των ψηφίων είναι αρκετά μεγάλο και μετρά 0,30 μ. Μεγάλα ψηφία έχουν και οι επιγραφές στα μνημεία του
Αυγούστου στη La Turbie (37 εκ.), στο Forum Romanum (26 εκ.) και στο ναό του Άρη-Εκδικητή (23 εκ.), βλ. Alföldy
2003, 11.
44 Alföldy 1991, 289-324. Για τη χρυσή εποχή, βλ. Feeney 2007, 108-137.
45 Όπως σχολιάζει ο Lange: “This was a Roman monument for Romans, built onsite, and thus of course also given a Greek
context”, βλ. Lange 2009, 117.

304
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΣΤΟ ΑΚΤΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΟΚΤΑΒΙΑΝΟΥ

στενό δεσμό μεταξύ του ηγεμόνα και του μνημείου διαπαντός και επαύξανε τη μνήμη προσθέτο-
ντας έναν χαρακτήρα επίμονης δημοσιότητας46. Ο χορηγός του μνημείου είναι ο ίδιος ο Οκταβιανός
Αύγουστος, σύμφωνα με την ανάθεση που τονίζει ποιος είναι ο νόμιμος κυρίαρχος της οικουμένης, ο
σωτήρ47 ο οποίος έβαλε τέλος στους εμφύλιους πολέμους και εδραίωσε δια της νίκης του την ειρήνη48.
Η ύπαρξή του αποτελούσε ευεργέτημα και η παρουσία του στην εξουσία ταυτιζόταν με την ειρηνική
πορεία του κόσμου. Η νίκη στο Άκτιο έβαλε τέλος στον πόλεμο και η αποσιώπηση στην επιγραφή
των ηττημένων αποτελεί ένα είδος damnatio memoriae των αντιπάλων.
Στο κέντρο του υπαίθριου χώρου του άνω ανδήρου, εκεί όπου στήθηκε η σκηνή του Οκταβιανού,
ανεγέρθηκε ο μνημειώδης βωμός του τεμένους, το αναφερόμενο από τον Δίωνα Κάσσιο ἕδος του
Απόλλωνος, που αναδείχθηκε προστάτης του Αυγούστου και κατέλαβε κεντρική θέση στο ρωμαϊκό
πάνθεο. Η οπτική σύνδεση από το κέντρο του βωμού με το αρχαίο ιερό του Απόλλωνος στο Άκτιο
είναι σε συνθήκες ατμοσφαιρικής διαύγειας εμφανής. Ο γλυπτός διάκοσμος του βωμού προέρχεται
από τις ζωφόρους, οι οποίες κοσμούσαν το μνημείο και απεικονίζουν πομπή ρωμαϊκού θριάμβου49
κατευθυνόμενη προς τα αριστερά και στην οποία εικονίζεται ο Αύγουστος επάνω σε άρμα ακολου-
θούμενος από συγκλητικούς. Η πομπή αναφέρεται στον τριπλό θρίαμβο που διοργάνωσε ο Οκταβια-
νός τον Αύγουστο του 29 π.Χ. στη Ρώμη για τη νίκη επί της Ιλλυρίας και της Αιγύπτου και για την
κατίσχυσή του στο Άκτιο50. Επιπλέον, απεικονίζονται οπλισμός και ολόκληρα πλοία ή εξαρτήματα
πλοίων, πλούσιος φυτικός διάκοσμος, που εκφράζει την αφθονία της φύσης και την ευημερία της επο-
χής του Αυγούστου, καθώς και σκηνές Αμαζονομαχίας. Η εικονογραφία συνθέτει ρωμαϊκά στοιχεία
(θρίαμβος, ο Ρέμος και ο Ρωμύλος, η λύκαινα) και ελληνικά (Αμαζονομαχία)51. Ο συνδυασμός του
υπαίθριου μνημείου με τον βωμό και της ανάθεσης των εμβόλων ενισχύουν την άποψη ότι το μνη-
μείο απευθύνεται στους Έλληνες και στους Ρωμαίους. Είναι μνημείο που αναφέρεται στη νίκη και
στη συνακόλουθη ελευθερία και στην ειρήνη, σύμφωνα με την επίσημη ιδεολογία του αυγούστειου
κράτους52.
Είναι γνωστό ότι στα ιστορικά ανάγλυφα αντανακλώνται ενίοτε γεγονότα όχι μόνο όπως συνέβη-
σαν, αλλά και όπως θα έπρεπε να είχαν συμβεί53. Στην ζωφόρο του βωμού παρουσιάζεται ένα ιστο-
ρικό γεγονός, όμως η εικαστική του σύλληψη λαμβάνει υπόψη τις διάφορες παραμέτρους που υπο-

46 Lange 2009, 114-117. Λατινική επιγραφή έφερε και ο χάλκινος έφιππος ανδριάντας του Αιμιλίου Παύλου στους Δελ-
φούς, βλ. CIL 12 622. Flower 2006, 62-63.
47 Ο Veyne αναδεικνύει την έννοια του αυτοκράτορα ο οποίος ως σωτήρ (εσφαλμένα μεταφράζεται ως σωτήρας) αποτελεί
το εχέγγυο της τάξης, της ειρήνης και της ευημερίας που διατηρεί (servare), αποτρέποντας την κατάρρευση, βλ. Veyne
2013, 283-284.
48 Ο Αύγουστος θεωρούσε ότι μετά από τη νίκη του επί του Σέξτου Πομπηίου στη ναυμαχία κοντά στον Ναύλοχο (36
π.Χ.) και επί του Αντωνίου στο Άκτιο (RG 25.2) έβαλε τέλος στους εμφύλιους πολέμους, RG 3.1 : Bella terra et mari
civilia externaque, και RG 34.1: In consulatu sexto et septimo, postquam bella civilia extinxeram, . . . Το Άκτιο αποτέ-
λεσε το τέλος των εμφυλίων πολέμων, που ξεκίνησαν το 49 π.Χ. και έληξαν το 29 π.Χ., βλ Woodman 1983, 291. Για τη
ναυμαχία του Ακτίου ως εμφυλίου πολέμου βλ. Lange 2009, 82-90, 111-114 (για τη σημασία της νίκης και τη λατινική
επιγραφή σε ένα μνημείο που συνδυάζει ελληνιστικά και ρωμαϊκά χαρακτηριστικά).
49 Για τον ρωμαϊκό θρίαμβο, βλ. Versnel 1970. Itgenshorst 2005. Beard 2007.
50 de Delmateis, ex Actio και ex Aegypto: App. Illyr. 28,83. Cass. Dio 51,216 κ.ε.
51 Πρόκειται για μνημείο που συνδυάζει ελληνικά και ρωμαϊκά στοιχεία. Για το θέμα βλ. Ζάχος 2007. Lange 2009, 111-
114.
52 Lange 2009, 120-123. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί η αποτίμηση και η συνακόλουθη παραβολή της νίκης με τους
αγώνες των Αθηναίων κατά των Αμαζόνων και των Περσών. Ο Αύγουστος αναπαρέστησε το 2 π.Χ. τη ναυμαχία της
Σαλαμίνας σε τεχνητή λίμνη, υπενθυμίζοντας τον αντίπαλο, που είναι η βαρβαρότητα της Ανατολής, βλ. Schneider
1986, 64 (με σχετική βιβλιογραφία).
53 Οι καλλιτεχνικές εικόνες είναι διανοητικές κατασκευές, και, στον βαθμό που αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα,
η επιλογή των θεμάτων και των μοτίβων ανταποκρίνονται στον σκοπό που υπηρετούν και ενισχύουν την εκφραστική
δύναμη των εν λόγω θεμάτων. Κατασκευή αποτελεί και η πραγματικότητα, αλλά και η αντίληψη της πραγματικότητας,
βλ. Hölscher 1995.

305
Ν. ΚΑΤΣΙΚΟΥΔΗΣ

δηλώνουν τις πολιτικές προεκτάσεις54. Το Τρόπαιο της Νίκης στη Νικόπολη ανεγέρθηκε ως τεκμήριο
της αυτοκρατορικής κυριαρχίας στην Ανατολή και επιδεικνύει τη δημόσια μεγαλοπρέπεια (publica
magnificentia)55. Ο Αύγουστος είναι ο χαρισματικός ηγέτης56, που εγγυάται την ευταξία και την
ειρήνη, αποφεύγει την υπερβολική μεγαλοπρέπεια και υπερασπίζεται τα συμφέροντα του καθεστώ-
τος, που θα ονομάζεται μέχρι τέλους δημοκρατία (res publica)57. Πρόκειται για σύμβολο νίκης και
ισχύος και υπαινίσσεται την επανένωση του δυτικού και ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας58.
Η δύναμη των εικόνων στο Τρόπαιο της Νίκης επιβεβαιώνει το αυτοκρατορικό χάρισμα, το οποίο δεν
στοχεύει να πείσει και δεν χρειάζεται να είναι αναγνώσιμο από το σύνολο των θεατών, μολονότι η
συνολική εικονογραφία δεν είναι περίπλοκη, εν προκειμένω αρκεί η συνολική εντύπωση. Η θριαμ-
βική πομπή δεν εξυμνεί μόνο το πρόσωπο του νέου ηγεμόνα αλλά και την αποστολή του και ασκεί
ψυχολογική επίδραση και έξαρση του πλήθους για τον αδιαμφισβήτητο ηγεμόνα. Ο θρίαμβος αποτε-
λεί την τελευταία πράξη σε μια σκηνή πολέμου, που έβαλε τέλος στον φόβο, τη βία και τον θάνατο,
στην πολιτική αστάθεια59. Αρκεί μια γενική παρατήρηση από τον περαστικό θεατή για να αντιληφθεί
το μεγαλείο του ηγεμόνα, που εκφράζεται δια των εικόνων σε μια γλώσσα αρμόζουσα στο αξίωμά
του. Η απεικόνιση του θριάμβου αποτελεί μια «αντικειμενική» πραγματικότητα, η οποία, μολονότι
είναι μακριά από την εμπειρία του θεατή του Τροπαίου της Νικόπολης, συμβάλλει ωστόσο στην
κατανόηση του μηνύματος της παράστασης, αναδεικνύοντας τις αρετές που στήριζαν τη ρωμαϊκή
αυτοκρατορία60. Το γενικό θέμα το προσλάμβαναν όλοι, τα μέλη της πομπής όμως, αν και εμφανίζουν
φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, πιθανώς να μην ήταν αναγνωρίσιμα παρά μόνο από τους ίδιους τους
o εικονιζόμενους και τα μέλη του γένους (gens) τους61.
Το μήνυμα του Τρόπαιου της Νίκης φαίνεται ότι ήταν μια άκρως καθοδηγούμενη μετάδοση των
αναμνήσεων62. Οι Ρωμαίοι θεωρούσαν ότι η ελληνική ταυτότητα παρέμενε ανυπότακτη και ότι αυτή
συνιστούσε τον πραγματικό τους αντίπαλο63. Ο Gilbert Dagron γράφει ότι «ακόμη και αν υπήρξε προ-
σχώρηση των Ελλήνων στη Ρώμη, δεν υπήρξε, ωστόσο, αφομοίωση˙ η εξουσία παρέμεινε ρωμαϊκή και
ο πολιτισμός ελληνικός» διακρίνοντας την «εξοικείωση της ελληνικής Ανατολής με τη ρωμαϊκή εξου-
σία» και την «εναντίωσή» της στον εκρωμαϊσμό64. Ασφαλώς το μνημείο συμβολίζει και τη συμφιλί-
ωση ανάμεσα στην Ελλάδα και τον Οκταβιανό, μιας και οι περισσότερες ελληνικές πόλεις ήταν φιλι-
κές προς τον Αντώνιο, όπως η ρωμαϊκή αποικία της Πάτρας. Σύμφωνα με τον Σουητώνιο (Aug. 18.2)
το τρόπαιο ανιδρύθηκε για να επεκτείνει τη φήμη της νίκης και να διαιωνίσει τη μνήμη της: «quoque

l 54 Ο Paul Zanker, αναλύοντας τα συμβολικά σημεία της νίκης του Ακτίου, έδειξε τη δυσκολία που είχε η εικαστική
γλώσσα στην εξύμνησή της, επειδή έπρεπε να αποφεύγεται η υπόμνηση του αντιπάλου, βλ. Zanker 1987, 88-90.

s 55 Ο Veyne σχετικά με τη μεγαλοπρέπεια σχολιάζει: «Το ζητούμενο, ωστόσο, από τη μεγαλοπρέπεια είναι να είναι μεγαλο-
πρεπής, πομπώδης: δεν χρειάζεται να είναι αναγνώσιμη σαν προκήρυξη», βλ. Veyne 2013, 454.
56 Ο Max Weber εισάγει την έννοια του χαρισματικού ηγέτη, ο οποίος ενσαρκώνει την προσδοκία για το νέο σε μια πολι-
τική κατάσταση και αποτελεί το μεταίχμιο μεταξύ δύο κόσμων. Ορίζει το χάρισμα ως τον δυναμικό παράγοντα μιας
ισχυρής προσωπικότητας, που εισβάλλει στην ιστορία και οικοδομεί ένα νέο σύστημα αξιών που αλλάζει τον κόσμο,
βλ.Weber 2005, 275-276, 279-280, 465. Για τις αρετές που ενσωματώνει ο αυτοκράτορας, βλ.Wallace-Hadrill 1981.
Hölscher 1995, 45-46. Hölscher 2003, 16-17.
57 Béranger 1953, 272. Για τους θεσμούς της δημοκρατίας (υπατεία, στρατηγία, αντιστρατηγία, σύγκλητος), που κυριαρ-
χούσαν στο πνεύμα των αυτοκρατόρων, αλλά και των Ρωμαίων, βλ. Bleicken 1981, 84.
58 Zachos 2003, 65. Hölscher 2006, 34.
59 Galinsky 1996, 288.
60 Hölscher 1980.
61 Η πρόσληψη των εικόνων είναι διαφορετική από τον αγράμματο και αδαή θεατή συγκριτικά με τη σύλληψή τους από
τον ιδεώδη θεατή (ideal Betrachter), που τον συγκροτεί η πεπαιδευμένη ελίτ και οι καλλιτέχνες, βλ. Zanker 2000, 220-
221.
62 Hölscher 2006, 39-45.
63 Veyne 2013, 238.
64 Dagron 1968, 74, 82 και σημ. 284, 202.

306
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΣΤΟ ΑΚΤΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΟΚΤΑΒΙΑΝΟΥ

Actiacae victoriae memoria celebratior et in posterum esset». Αυτή η μαρτυρία αποτελεί μια σαφή
αναφορά στο τι επεδίωξε ο Αύγουστος. Η Ρώμη και οι Ρωμαίοι όφειλαν να ενθυμούνται το Άκτιο και
το μνημείο της Νίκης συνέδραμε αυτόν τον στόχο. Το ιερό του Απόλλωνος στο Άκτιο, η Νικόπολη
και το Τρόπαιο της Νίκης συντονίζουν τη φωνή τους στον καθολικό έπαινο του Οκταβιανού και απο-
βλέπουν στο «να διαιωνίσουν στη μνήμη του μέλλοντος τον Αύγουστο»65, ο οποίος έσωσε με τη νίκη
του την πολιτεία (res publica) και υποσχόταν μια χρυσή εποχή.

ABSTRACT

THE SANCTUARY OF APOLLO AT ACTIUM


AND THE MONUMENT OF OCTAVIAN IN NICOPOLIS
AS EMPEROR’S LOCI MEMORIAE

Νikolaos Katsikoudis

Octavian rebuilt and enlarged the temple of Apollo at Actium, which acquired a monumental char-
acter connected with the desire for a striking and lasting memory effect. The reconstruction and the
way it was refurbished, provides us sufficient information for the promotion of Octavian in a man-
ner acceptable, not only by the local population, but by the Romans as well. At the temple there was
a marble statue of the god portrayed probably as Kitharodos. The ancient sanctuary emerges as the
central shrine of the god in this region and Apollo won over as guarantor of the new spirit of peace.
On the edge of «Proasteio» of ancient Nicopolis, on the hill which is mentioned in the sources as
the sacred hill of Apollo, the Victory Monument of Octavian at the naval battle of Actium in 31 B.C.
was erected. The architectural composition of the monumental ensemble combines the Roman rostra
with the great stoas of the Hellenistic times. The frieze of the altar directs the historical reality and
tells a fact as it should have been and in this sense produces the event. Form and content, demonstrate
that the superiority of the winners of Actium was a result of their religious devotion. The Victory
Monument is a symbolic storytelling medium, which forges with clear connotations, a strong sense
of cohesion among the Greek population and the Romans. The Actian Games and their re-foundation
by Octavian sought to establish permanent commemorations of the victory at Actium and honour his
protector, the God Apollo. Without Actium there could be no restoration.

65 Η αναφορά από τον Brunt σχετικά με τη μακροσκελή επιγραφή και το κείμενο των Res gestae του Αυγούστου, βλ.
Brunt 1990, 448.

307
Ν. ΚΑΤΣΙΚΟΥΔΗΣ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αξιώτη 1980 Κ. Α. Αξιώτη, Ρωμαϊκοί δρόμοι στην Αιτωλοακαρνανία, ΑΔ 35, Μελέτες, 186-
205.
Alcock 2011 S.E. Alcock, Αρχαιολογίες του ελληνικού παρελθόντος. Τοπία, μνημεία και
αναμνήσεις, Αθήνα.
Δάκαρης 1987 Σ. Δάκαρης, Ρωμαϊκή πολιτική στην Ήπειρο, στο Χρυσός 1987, 11-21.
Ζάχος 2001 Κ. Ζάχος, Το Μνημείο του Οκταβιανού Αυγούστου στη Νικόπολη. Το τρόπαιο
της ναυμαχίας του Ακτίου, Αθήνα.
Ζάχος 2007 Κ. Ζάχος (επιμ.), Νικόπολις Β΄. Πρακτικά του Δευτέρου Διεθνούς Συμποσίου για
τη Νικόπολη, 11-15 Σεπτεμβρίου 2002, Πρέβεζα.
Ζάχος 2007α Κ. Ζάχος, Η οχύρωση και η πολεοδομική οργάνωση της ρωμαϊκής Νικόπολης,
στο Ζάχος 2007, 272-298.
Ζάχος 2007β Κ. Ζάχος, Τα γλυπτά του βωμού στο Μνημείο του Οκταβιανού Αυγούστου στη
Νικόπολη: Μία πρώτη προσέγγιση, στο Ζάχος 2007, 411-434.
Ζάχος 2008 Κ. Ζάχος, Άκτια. Αθλητικοί αγώνες των αυτοκρατορικών χρόνων στη Νικόπολη
της Ηπείρου, Αθήνα, 33-35.
Hesberg 2009 H. von Hesberg, Ρωμαϊκή Αρχιτεκτονική, Θεσσαλονίκη.
Καραμεσίνη-Οικονομίδου 1975 Μ. Καραμεσίνη-Οικονομίδου, Η Νομισματοκοπία της Νικοπόλεως, Αθήνα.
Παπαποστόλου 1980 Ι.Α. Παπαποστόλου, Οδός Κανακάρη 84-86, ΑΔ 35, Χρονικά Β1, 188.
Παπαποστόλου 1986 Ι.Α. Παπαποστόλου, Αedes Augustalium στην Πάτρα, Δωδώνη ΙΕ τχ. 1, 261-
284.
Παπαποστόλου 1991 Ι.Α. Παπαποστόλου, Θέματα τοπογραφίας και πολεοδομίας των Πατρών κατά
τη ρωμαιοκρατία, στο Α. Δ. Ριζάκης (επιμ.), Αρχαία Αχαΐα και Ηλεία. Aνακoι-
o νώσεις κατά τo Πρώτo Διεθνές Συμπóσιo, Aθήνα 19 - 21 Mαΐoυ 1989, ΜΕΛΕ-
ΤΗΜΑΤΑ 13, Αθήνα, 305-320.
Παυλογιάννης – Αλμπανίδης 2007 Ο. Παυλογιάννης – Ε. Αλμπανίδης, Τα Άκτια της Νικοπόλεως, νέες προσεγγί-
σεις, στο Ζάχος 2007, 57-76.
Πετρόπουλος 2007 Μ. Πετρόπουλος, Νικόπολις-Πάτρα μέσω Αιτωλοακαρνανίας, στο Ζάχος
2007, 175-211.
Σαμαρά-Κάουφμαν 2001 Α. Σαμαρά-Κάουφμαν, Ελληνικές Αρχαιότητες στο Μουσείο του Λούβρου,
Αθήνα.
Σαρικάκης 1965 Θ.Χ. Σαρικάκης, Άκτια τα εν Νικοπόλει, ΑΕ 1965, 145-162.
Τζουβάρα-Σούλη 1987 Χρ. Τζουβάρα-Σούλη, Λατρείες στη Νικόπολη, στο Χρυσός 1987, 169-196.
Τριάντη 2007 Ι. Τριάντη, Ο Charles François Noël Champoiseau στο Άκτιο, στο Ζάχος 2007,
49-56.
Veyne 2013 P. Veyne, Η Ελληνορωμαϊκή Αυτοκρατορία, Αθήνα.
Weber 2005 M. Weber, Οικονομία και Κοινωνία, Ι, Κοινωνιολογικές έννοιες, Αθήνα.
Χρυσός 1897 Ευ. Χρυσός (επιμ.), Νικόπολις Α΄. Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Συμποσίου για τη
l Νικόπολη, 14 Σεπτεμβρίου 1984, Πρέβεζα.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
s Adam 1999 J.P. Adam, Roman Building. Materials and Techniques, London / New York.
Alcock 1993 S.E. Alcock, Graecia capta. The landscapes of Roman Greece, Cambridge.
Alcock 1997 S.E. Alcock, The problem of romanization, the power of Athens, στο M.C.
Hoff – S. I. Rotroff (επιμ.), The romanization of Athens:  proceedings of an
international conference held at Lincoln, Nebraska, (April 1996), Oxford.
Alföldy 1991 G. Alföldy, Augustus und die Inschriften: Tradition und Innovation. Die
Geburt der imperialen Epigraphik, Gymnasium 98, τ. 4, 289-324.
Alföldy 2003 G. Alföldy, Die Representation der Kaiserlichen Macht in den Inschriften
Roms und des Imperium Romanum, στο P. Erdkamp – O. Hekster – G. de
Kleijn – S. Mols – L. de Blois (επιμ.), The Representation and Perception
of Roman Imperial Power. Proceedings of the Third Workshop of the
International Network Impact of Empire (Roman Empire, c. 200 B.C. - A.D.
476), Amsterdam, 3-19.
Anderson 1997 J.C. Anderson Jr, Roman Architecture and Society, Baltimore.
Azaryahu 1993 Μ. Azaryahu, From remains to relics: Authentic monuments in the Israeli
landscape, History and Memory, 5 (2), 82-103.
Beard 2007 M. Beard, The Roman Triumph, Harvard.
Béranger 1953 J. Béranger, Recherches sur l’aspect idéologique du principat, Basel.
Bergemann 1998 J. Bergemann, Die römische Kolonie von Butrint und die Romanisierung
Griechenlands, München.
Bleicken 1981 J. Bleicken, Verfassungs und Sozialgeschichte des römischen Kaiserreiches, I,
Paderborn.

308
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΣΤΟ ΑΚΤΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΟΚΤΑΒΙΑΝΟΥ

Bowersock 1961 G.W. Bowersock, Eurycles of Sparta, JRS 51, 112-118.


Bowersock 1965 G.W. Bowersock, Augustus and the Greek World, Oxford.
Brunt 1990 P.A. Brunt, Roman Imperial Themes, Oxford.
Cahn 1944 H. Cahn, Zu einem Münzbild des Augustus, MusHelv 1/4, 203-208.
CIL1² Inscriptiones Latinae antiquissimae ad C. Caesaris, Corpus Inscriptionum
Latinarum 1².
Coulton 1977 J.J. Coulton, Ancient Greek architects at work: problems of structure and
design, Oxford.
Culley 1975 G.R. Culley, The restoration of sanctuaries in Attica. IG II², 1035, Hesperia
44, 207-223.
Dagron 1968 G. Dagron, L’empire romain d’Orient au IVe siècle et les traditions politiques
de l’hellénisme. Le témoignage de Thémistios, Paris.
Deichmann 1979 F. W. Deichmann, Westliche Bautechnik im römischen und rhomäischen
Osten, RM 86, 473-527.
Feeney 2007 D.C. Feeney, Caesar’s Calendar: Ancient Time and the Beginnings of History,
Berkeley.
Flower 2006 H. Flower, The Art of Forgetting. Disgrace and Oblivion in Roman Political
Culture, Chapel Hill.
Gagé 1936 J. Gagé, Actiaca, Mélanges d’ archéologie et d’ histoire, 53, 37-100.
Galinsky 1996 K. Galinsky, Augustan Culture: An Interpretive Introduction, Princeton.
Gardner 1881 P. Gardner, Boat-races among the Greeks, JHS 2, 90-97.
Gordon 1979 R. Gordon, The real and the imaginary: production and religion in the Graeco-
Roman world, Art History 2, 5-34.
Gurval 1995 R. A. Gurval, Actium and Augustus. The politics and emotions of civil war,
Ann Arbor.
Habicht 1957 Chr. Habicht, Eine Urkunde des akarnanischen Bundes, Hermes, 86-122.
Hölscher 1980 Τ. Hölscher, Die Geschichtsauffassung in der römischen Representationskunst,
JdI 95, 265-321.
Hölscher 1995 T. Hölscher, Formen der Kunst und Formen des Lebens, στο T. Hölscher –
R. Lauter (επιμ.), Formen der Kunst und Formen des Lebens. Ästhetische
Betrachtungen als Dialog. Von der Antike bis zur Gegenwart und wieder
zurück I, Frankfurt/Main, 11-45.
Hölscher 2003 T. Hölscher, Images of war in Greece and Rome: Between military practice,
public memory, and cultural symbolism, JRS 93, 1-17.
Hölscher 2006 T. Hölscher, The Transformation of Victory into Power: from Event to
Structure, στο S. Dillon – K.E. Welch (επιμ.), Representation of war in ancient
Rome, Cambridge, 27-48.
Huskinson 2000 J. Huskinson, Experiencing Rome : Culture, identity and power in the Roman
Empire, London.
Isager 1998 J. Isager, Propertius and the monumenta of Actium (IV, 6 as a topographical
source), στο S. Dietz – S. Isager (επιμ.), PDIA II, Athens, 399-411.
Itgenshorst 2005 T. Itgenshorst, Tota illa pompa. Der Triumph in der römischen Republik,
Göttingen.
Jucker 1982 H. Jucker, Apollo Palatinus und Apollo Actius auf augusteischen Münzen,
MusHelv 39 82-100.
Kirsten 1987 E. Kirsten, The origins of the first inhabitants of Nikopolis, στο Χρυσός 1987,
91-98.
Lange 2009 C.H. Lange, Res Publica Constituta. Actium, Apollo and the Accomplishment
of the Triumviral Assignment, Leiden-Boston.
Lämmer 1986/1987 M. Lämmer, Die Aktischen Spiele von Nikopolis, Stadion XII/XIII, 27-38.
Mc Allister 1959 M.H. McAllister, The Tempel of Ares at Athens, Hesperia 28 (1959), 1-64.
MacMullen 2000 R. MacMullen, Romanization in the time of Augustus, New Haven and London.
Malacrino 2006 C. G. Malacrino, Ex his venustius est reticulatum. Diffusione e significato
dell’ opera reticolata a Nicopoli d’ Epiro, στο F. Costabile (επιμ.), Polis. Studi
interdisciplinari sul mondo antico, 02, 137-156.
Malacrino 2007 C. G. Malacrino, Il Monumento di Ottaviano a Nicopoli e l’opera reticolata in
Grecia: Diffusione, caratteritische, significato, στο Ζάχος 2007, 371-391.
Malacrino 2010 C. G. Malacrino, Constructing the ancient world: Architectural techniques of
the Greeks and Romans, Los Angeles.
Marta 1985 R. Marta, Technica Construttiva Romana, Roma.
Medri 2001 M. Medri, La diffusione dell’opera reticolata. Considerazioni a partire dal caso
di Olimpia, στο J. Ch. Moretti – J.Yv. Marc (επιμ.), Construction publiques et
programmes édilitaires en Grèce, BCH Suppl. 39, 15-40.
Murray – Petsas 1989 W. M. Murray – Ph. M. Petsas, Octavian’s campsite memorial for the Actian
war, Transactions of the American Philosophical Society, New Series, Vol. 79,
No. 4.

309
Ν. ΚΑΤΣΙΚΟΥΔΗΣ

Oliver 1973 J. H. Oliver, On the Hellenic policy of Augustus and Agrippa in 27 B.C., AJPh
93, 190-197.
Osanna 1996 M. Osanna, Santuari e culti dell‘ Acaia antica, Napoli.
Picard 1957 G. Ch. Picard, Les trophées romains : Contribution à l’histoire de la Religion
et de l’Art triomphale de Rome, Paris.
Purcell 1987 N. Purcell, The Nicopolitan Synoecism and Roman Urban Policy, στο Χρυσός
1987, 71-90.
Pavlogiannis κ.ά. 2009 O. Pavlogiannis – E. Albanidis – M. Dimitriou, The Aktia of Nikopolis: New
approaches, NIKEPHOROS 22, 79-102.
Richmond 1931 I.A. Richmond, Five town-walls in Hispania Citerior, JRS 118, 86-100.
Richter 1960 G.M.A. Richter, Kouroi, Archaic Greek Youths, London - New York.
Rieks 1970 R. Rieks, Sebasta und Aktia, Hermes 98, 96-116.
Roddaz 1984 J. M. Roddaz, Marcus Agrippa, Rome.
Roller 1998 D. W. Roller, The building program of Herod the Great, Berkeley, Los Angeles
and London.
Rose 2005 C. B. Rose, The Parthians in Augustan Rome, AJA 109.1, 21-75.
Rousset 2004 D. Rousset, La cité et son territoire dans la province d’Achaïe et la notion de
«Gréce romaine», Annales. Histoire, Sciences Sociales, τεύχ. 2 (Mar. - Apr.),
363-383.
Rousset 2008 D. Rousset, The city and its territory in the province of Achaea and «Roman
Greece», Harvard Studies in Classical Philology, 104, 303-337.
Ruscu 2006 L. Ruscu, Actia Nicopolis, ZPE 157, 247-255.
Sarikakis 1970 T. Sarikakis,  Nicopolis d’Epire était-elle une colonie romaine ou une ville
grecque?, BalkSt 11, 91-96.
Schneider 1986 R.M. Schneider, Bunte Barbaren Orientalenstatuen aus farbigen Marmor in
o der römischen Repräsentationskunst, Worms.
Sherk 1969 R.K. Sherk, Roman documents from the Greek East:  senatus consulta and
epistulae to the age of Augustus, Baltimore.
Sokolowski 1959 F. Sokolowski, From the history of the worship of Apollo at Actium, The
Harvard Theological Review, 52/4, 215-221.
Spawforth 1989 A.J.S. Spawforth, Roman Sparta, στο P. Cartledge – A. Spawforth (επιμ.),
Hellenistic and Roman Sparta. A tale of two cities, London – New York, 93-
211.
Stephanidou 2008 Th. Stephanidou-Tiveriou, Tradition and romanization in the monumental
landscape of Athens, στο Στ. Βλίζος (επιμ.), Η Αθήνα κατά τη Ρωμαϊκή
εποχή: πρόσφατες ανακαλύψεις, νέες έρευνες, Αθήνα, 11-40.
Strauch 1996 D. Strauch, Römische Politik und Griechische Tradition. Die Umgestaltung
Nordwest-Griechenlands unter römischer Herrschaft, München.
Sutherland – Carson 1984 C.H.V. Sutherland – R. Carson, Roman Imperial Coinage, Vol. 1.2 , London.
Tidman 1950 B. Tidman, On the Foundation of the Actian Games, ClQ 44, 123-125.
l Torelli 1980 M. Torelli, Innovazioni nelle tecniche edilizie romane tra it I sec. a.C. e il I sec.
d.C., Technologia, Economia e Societa nel mondo Romano, Como.
Τrianti κ.ά. 2013 I. Trianti – A. Lambaki – A. Zampiti, Das Heiligtum des Apollon in Aktion,
s στο Akarnanien Forshungen I, 279-291.
Trianti 2016 I. Trianti, Aktium: Le Temple et les Statues de Culte, RA, 61/1, 179-186.
Tzouvara-Souli 2001 Ch. Tzouvara-Souli, The Cults of Apollo in Northwestern Greece, στο
Foundation and Destruction, 233-255.
Versnel 1970 H.S. Versnel, Triumphus. An inquiry into the origin, development and meaning
of the Roman triumph, Leiden.
Wallace-Hadrill 1981 A. Wallace-Hadrill, The emperor and his virtues, Historia Zeitschrift für Alte
Geschicte 30, 298-323
Woodman 1983 A.J. Woodman, Velleius Paterculus. The Caesarian and Augustan Narrative
(2.41–93), Cambridge.
Zachos 2001 K. Zachos, Excavations at the Actian Tropaeum at Nikopolis. A preliminary
report, στο Foundation and Destruction, 29-39.
Zachos 2003 K. Zachos, The Tropaeum of the Sea-Battle of Actium at Nikopolis: Interim
Report, JRA 16, 65-92.
Ζachos – Pavlidis 2010 Κ. Ζachos – Ε. Pavlidis, Nikopolis, die Siegesstadt bei Actium. Die
Forschungsergebnisse der letzten Jahre στο H. Frielinghaus – J. Stroszeck
(επιμ.) Neue Forschungen zu griechischen Städten und Heiligtümern.
Festschrift für Burkhardt Wesenberg zum 65. Geburtstag, Möhnesee, 139-160.
Zanker 1987 P. Zanker, Augustus und die Macht der Bilder, München.
Zanker 2000 P. Zanker, Bild-Räume und Betrachter im kaiserzeitlichen Rom: Fragen und
Anregungen für Interpreten, στο A. H. Borbein – T. Hölscher – P. Zanker
(επιμ.), Klassische Archäologie: Eine Einführung, Berlin, 205-226.

310
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΣΤΟ ΑΚΤΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΟΚΤΑΒΙΑΝΟΥ

Eικόνα 1. Ο ναός του Απόλλωνος στο Άκτιο. Γενική άποψη.

Eικόνα 2. Κάτοψη του ναού του Απόλλωνος. Η ρωμαϊκή φάση (υπό Γ. Σμύρη).

311
Ν. ΚΑΤΣΙΚΟΥΔΗΣ

o
Eικόνα 3. Μερική άποψη του ναού του Απόλλωνος από ΝΔ.

Eικόνα 4. Ο πρόναος του ναού του Απόλλωνος, μερική άποψη.

312
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΣΤΟ ΑΚΤΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΟΚΤΑΒΙΑΝΟΥ

Eικόνα 5. Κατάλοιπα επιχρίσματος στην εσωτερική παρειά του βόρειου τοίχου του ναού του Απόλλωνος.

Eικόνα 6. Το βοτσαλωτό δάπεδο του ναού του Απόλλωνος.

313
Ν. ΚΑΤΣΙΚΟΥΔΗΣ

Eικόνα 7. Σχεδιαστική αναπαράσταση του Μνημείου του Οκταβιανού Αυγούστου στη Νικόπολη κατά προσέγγιση (Κ.
Ζάχος).

Eικόνα 8. Το Μνημείο του Οκταβιανού Αυγούστου από νότια. Μερική άποψη.

314
ΡΩΜΑΪΚΕΣ ΘΕΡΜΕΣ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ ΑΣΤΑΚΟΥ
ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Ιωάννης Μόσχος Νίκη Ράλλη

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στον υπήνεμο όρμο του Αγίου Παντελεήμονα, ανάμεσα στον Κόλπο του Δραγαμέστου – Αστακού
και στο λιμένα του Πλατυγιαλίου και δίπλα ακριβώς από τον αιγιαλό, ήσαν από ετών ορατά τα οικο-
δομικά λείψανα ρωμαϊκού κτίσματος, δάπεδο του οποίου κοσμούσε ψηφιδωτό δάπεδο με γεωμε-
τρικά θέματα. Τα κατάλοιπα αυτά είχαν ταυτιστεί με τα ερείπια ρωμαϊκής βίλας.
Πρόσφατη σωστική ανασκαφή αποκάλυψε ότι τα εκτεταμένα θεμέλια ανήκουν σε δημόσιο
λουτρικό συγκρότημα των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων, από το οποίο ερευνήθηκε το μεγαλύτερο
τμήμα του χώρου των θερμών λουτρών, το caldarium. Αποκαλύφθηκαν έξι ορθογώνιες θερμαινό-
μενες αίθουσες – κάτω από τα δάπεδα των οποίων υπήρχαν χαμηλοί υπόγειοι χώροι (υπόκαυστα)
με πλίνθινους πεσσίσκους ή στυλίσκους για τη στήριξη των δαπέδων και την κυκλοφορία του θερ-
μού αέρα – μία δεξαμενή συγκέντρωσης νερού, καθώς και χώρος θέρμανσης του ύδατος (κάμινος ή
praefurnium).
Οι θέρμες κατασκευάστηκαν πιθανότατα το 2ο ή στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. και η χρήση τους,
μέσω οικοδομικών επισκευών και μετατροπών, φαίνεται να διήρκεσε έως και τον 5ο αι. μ.Χ. Η
παρουσία δημόσιων ρωμαϊκών λουτρών στην περιοχή του Αστακού μεταβάλλει την εικόνα μας για
τη ρωμαϊκή περίοδο στη συγκεκριμένη περιοχή και πάντως πιστοποιεί, ότι η ιδιωτική ζωή στην
Ακαρνανία συνεχίστηκε ομαλά κατά την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο.

315
316
ΡΩΜΑΪΚΟ ΤΑΦΙΚΟ ΚΤΙΣΜΑ ΣΤΟ ΠΑΜΦΙΟ

Βικτωρία Γερολύμου

Το φυσικό ανάγλυφο
Κατά τη διάρκεια κατασκευής του αρδευτικού έργου Παμφίας Τριχωνίδας στο ΝΑ τμήμα της λίμνης
Τριχωνίδας1 εντοπίστηκε και ερευνήθηκε ρωμαϊκό κτίσμα. Βρίσκεται στη θέση ‘Κεραμίδι’ στα όρια
των σημερινών χωριών Μαραθιά και Παμφίου, στις υπώρειες λόφου και σε ένα περιβάλλον ιδιαί-
τερα πλούσιο σε βλάστηση και εύφορο, που λίγο πρέπει να έχει μεταβληθεί από την αρχαιότητα2.
Αξίζει να σημειωθεί η γειτνίασή του με το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο των Αιτωλών, τον
Θέρμο. Στην περιοχή (εικ.1), εκτός από την πεδινή παράκτια ζώνη, υψώνονται επίσης οι κατάφυτοι
ορεινοί όγκοι της Αγριελιάς στα ανατολικά και Δαφνιά στα δυτικά3.

Η ρωμαϊκή παρουσία στην Αιτωλία


Η παρουσία των Ρωμαίων χρονολογείται από τα τέλη του 3ου αι. π.Χ., όταν το 212 π.Χ. οι Αιτωλοί
συμμαχούν με τους Ρωμαίους, ως αντίδραση στη συμμαχία που είχε συνάψει ο Φίλιππος ο Β΄ με
τους Καρχηδόνιους. Ακολουθεί νέα συμμαχία των Αιτωλών με τους Ρωμαίους κατά τη διάρκεια του
Α´ και Β´ Μακεδονικού πολέμου αντίστοιχα (215-205 π.Χ. και 200-196 π.Χ.). Στη συνέχεια οι Αιτω-
λοί στρέφονται εναντίον των Ρωμαίων και ακολουθεί ο Συριακός πόλεμος (192-191 π.Χ.), ο οποίος
κατέληξε σε ήττα του Αντιόχου και των συμμάχων του Αιτωλών και κατάληψη της Αιτωλικής Ναυ-
πάκτου από τους Ρωμαίους. Το 191 π.Χ. η Αιτωλία υποκύπτει οριστικά στους Ρωμαίους και χάνει
όλες τις κτήσεις της. Οι Αιτωλοί συμμαχούν με τους Ρωμαίους πάλι κατά τον Γ´ Μακεδονικό πόλεμο
(171-168 π.Χ.). Μετά το 146 π.Χ. η Ακαρνανία προσαρτάται στην επαρχία της Μακεδονίας και
αργότερα, επί Καίσαρος και Αυγούστου, στην επαρχία της Αχαΐας, στην οποία ανήκε ήδη η Αιτω-
λία. Από επιγραφή στην Καλυδώνα του 84 π.Χ.4 φαίνεται ότι υπάρχει ακόμη το Kοινό των Αιτωλών.
Τα γεγονότα ωστόσο, που σηματοδότησαν τη ρωμαϊκή παρουσία στην Αιτωλία, ήταν η ναυμαχία
του Ακτίου και η συνακόλουθη ίδρυση το 30 π.Χ. της Νικόπολης. Αργότερα, περίπου το 14 π.Χ.,
ιδρύεται η αποικία της Πάτρας με την αποστολή παλαιμάχων-βετεράνων των δύο ρωμαϊκών λεγεώ-
νων5. Η ίδρυση των ανωτέρω πόλεων σήμανε και την τυπική κατάργηση των Kοινών των Αιτωλών
και Ακαρνάνων. Στις νεοϊδρυθείσες αποικίες αποδίδονται οι περιοχές της Αιτωλίας και Ακαρνανίας,
ενώ πραγματοποιείται παράλληλη μετακίνηση πληθυσμών. Ειδικότερα, και σύμφωνα με τις αναφο-
ρές του Παυσανία, η Ναύπακτος μαζί με τις ακτές της Αιτωλίας (νότιο τμήμα περιλαμβανομένης

1 Οφείλω θερμές ευχαριστίες στην πρώην Έφορο της ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ κ. Μ. Σταυροπούλου-Γάτση για την άδεια μελέτης
του υλικού της ανασκαφής, καθώς και για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε στην παρουσίασή του. Ευχαριστώ ιδιαίτερα
επίσης τον κ. Αθ. Ριζάκη για την συμβολή του στη χρονολόγηση της λατινικής επιγραφής που βρέθηκε στο χώρο. Την
ανασκαφή επέβλεπε η μόνιμη αρχαιολόγος Κυριακή Καλλιγά, την οποία ευχαριστώ ιδιαίτερα για τις χρήσιμες οδηγίες και
επισημάνσεις της. Στο χώρο, εκτός από τη γράφουσα, εργάστηκε και η αρχαιολόγος Σ. Γούργαρη. Tα σχέδια επιμελήθηκε
η σχεδιάστρια του έργου Θεανώ Βούρτση. Το έργο χρηματοδοτήθηκε από το Γ´ ΚΠΣ και πραγματοποιήθηκε κατά τα
έτη 2006-2009.
2 Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Πολύβιου V. 7-8.
3 Οι όγκοι αυτοί ανήκουν στο όρος Ζυγός, που στην αρχαιότητα ονομαζόταν Αράκυνθος.
4 SIG II 1960, 744, αρ. 732. Παυσανίας VII 16.10. Πετρόπουλος 1991, 96, όπου παρατίθενται και άλλες πηγές.
5 Rizakis 1996, 267-273. Πετρόπουλος 1999, 41.

317
Β. ΓΕΡΟΛΥΜΟΥ

της Καλυδώνας) και της δυτικής Λοκρίδος περιήλθαν στην αποικία της Πάτρας6. Επίσης, τμήμα του
πληθυσμού της Αιτωλίας μετακινήθηκε στη Νικόπολη και την Άμφισσα7. Το 67 μ.Χ. η Αχαΐα κηρύ-
χθηκε ελεύθερη από το Νέρωνα και της αποδόθηκε το σύνολο της αιτωλικής πλευράς, πιθανότατα
και της πόλης του Θέρμου8.

Τα ρωμαϊκά κατάλοιπα στην περιοχή του ταφικού κτίσματος


Στο πλαίσιο του αρδευτικού έργου στην πεδινή παράκτια ζώνη και κοντά στο ταφικό κτίσμα εντο-
πίστηκαν τα ακόλουθα ρωμαϊκά κατάλοιπα: α. αγροικία με κλίβανο στα Σιταράλωνα9, β. κιβωτιό-
σχημος τάφος με λυχνάρια στην είσοδο του σημερινού χωριού Πάμφιο και υστερορωμαϊκό κτίσμα
με δεξαμενή (Τομέας Κ6). Σε κοντινή επίσης απόσταση βρίσκεται και το γνωστό από παλιότερα
πλινθόκτιστο κτίσμα ‘Βαένι’10. Οι παραπάνω θέσεις, με εξαίρεση το “Βαένι”, δεν ήταν γνωστές από
τις πηγές. Στην περιοχή συναντώνται κοντινές οχυρές ελληνιστικές θέσεις, όπως η οχυρωμένη ακρό-
πολη στο Λιθοβούνι, η οποία ταυτίζεται με την αιτωλική κώμη Άκραι, η οχύρωση στην Καψορράχη
που ταυτίζεται με την πόλη Μέταπα και η οχύρωση στα Σιταράλωνα που ταυτίζεται με την πόλη
Παμφία11.

Οδικό δίκτυο
Τόσο το υπέργειο ταφικό κτίσμα, όσο και τα υπόλοιπα οικιστικά κατάλοιπα που αναφέρθηκαν, βρί-
σκονται πολύ κοντά στο σύγχρονο δρόμο που συνδέει την ευρύτερη αυτή περιοχή με τον Θέρμο. Η
o οδική αρτηρία η οποία διασχίζει παραλίμνια την Μακρυνεία και καταλήγει στον Θέρμο, υπάρχει ήδη
στα ελληνιστικά χρόνια. Χαρακτηριστικά ο Πολύβιος αναφέρει την πορεία του Φιλίππου του Β´ το
218 π.Χ. προς τον Θέρμο12. Στη ρωμαϊκή εποχή πιθανότατα αποτελούσε έναν δευτερεύοντα δρόμο13
παράλληλο στον κεντρικό, τη Via Publica του Τραϊανού, η οποία διέσχιζε την Αιτωλοακαρνανία
συνδέοντας την Πάτρα με την Νικόπολη και ήταν σε χρήση από το 2ο έως τον 4ο αι. μ.Χ.14. Η άποψη
αυτή ενισχύεται από τα ρωμαϊκά κατάλοιπα, που βρέθηκαν στις Παπαδάτες, το Τριχόνειο, το Λιθο-
βούνι, στην περιοχή του Μαραθιά Παμφίου, στα Σιταράλωνα και την περιοχή του Θέρμου15. Πρέπει
να χρησιμοποιήθηκε τόσο για την επικοινωνία των ανωτέρω περιοχών, όσο και ως σημείο ελέγχου
των οδών από τη ΝΑ πλευρά της Αιτωλίας προς την Ναύπακτο.

l 6 Παυσανίας Χ 38.9. Kahrstedt 1950, 549-561. Rizakis 1989, 182. Rizakis 1996, 255-324. Rizakis 1996, 276. Kantirea
2007, 13, όπου σημειώνεται ότι η αναδιάρθρωση της επαρχίας της Αχαΐας αφορούσε το νότιο μέρος της Ηπείρου,

s Αιτωλίας και ΒΔ Πελοποννήσου.


7 Παυσανίας XXXVIII, 4,2.
8 Kirsten 1941, 99-119. Kahrstedt 1950, 558. Ο Ριζάκης εκφράζει την ίδια άποψη με τον Kirsten και θεωρεί ότι η
διεύρυνση αυτή μάλλον έγινε σε βάρος της Νικόπολης, η οποία διατήρησε μόνο το έδαφος του αρχαίου κοινού των
Ακαρνάνων. Επιπλέον, η διεύρυνση της Αχαΐας πιθανόν περιέλαβε και την πόλη του Θέρμου, βλ. Rizakis 1996, 276-285.
Το γεγονός αυτό θα εξηγούσε την αναφορά της δυαρχίας σε δύο πράξεις απελευθέρωσης, που βρέθηκαν στην περιοχή,
βλ. Πετρόπουλος 1999, 41 με σχετική αναφορά και βιβλιογραφία για το έτος ίδρυσης της αποικίας από το Νέρωνα.
9 Τομέας Κ17, βλ. Γερολύμου 2013, 702-723 (τομέας Κ17).
10 Woodhouse 1897, 241-242. Σύμφωνα με τον Kahrstedt πρόκειται για αγροικία, βλ. Kahrstedt 1950, 55.
11 Η αναφορά είναι ενδεικτική και αφορά μόνο στις κοντινές οχυρές ελληνιστικές θέσεις. Για το Λιθοβούνι, βλ. Wood-
house 1897, 259-260. Πορτελάνος 1998, 542-544. Η ταύτιση δεν έχει επιβεβαιωθεί επιγραφικά. Για την Καψορράχη,
βλ. Woodhouse 1897, 236-237. Kirsten 1941, 1147. Πορτελάνος 1998, 534-539. Για τα Σιταράλωνα, βλ. Wοοdhouse
1897, 241-242. Πορτελάνος 1998, 520. IG IX12,I, επιγραφή 105.
12 Πολύβιος IV.63.4, V. 7-14, 8.1.
13 Ο Leake αναφέρει δρόμο που διασχίζει τη Μακρυνεία με κατεύθυνση προς τον Θέρμο μέσω του χωριού Παπαδάτες
χωρίς να μπορεί να τον χρονολογήσει, βλ. Leake 1967, 122. Πετρόπουλος 2007, 204.
14 Αξιώτη 1980, 189 -193. Πετρόπουλος 1991, 116-119. Πετρόπουλος 2007, 204.
15 Πετρόπουλος 1991, 99-122.

318
ΡΩΜΑΪΚΟ ΤΑΦΙΚΟ ΚΤΙΣΜΑ ΣΤΟ ΠΑΜΦΙΟ

Το ρωμαϊκό ταφικό κτίσμα


Πρόκειται για κτίσμα αποτελούμενο από δύο (2) χώρους (εικ.2). Στο χώρο A χαρακτηριστικό στοι-
χείο αποτελεί ο βόρειος τοίχος (τοίχος 1), ο οποίος στην πρόσοψή του φέρει διακόσμηση opus
reticulatum (εικ.3). Αυτό το σύστημα κτισίματος, όπως και το opus quasi reticulatum, ήταν διαδε-
δομένα από το 55 π.Χ. έως τον 1ο αι. μ.Χ.16. Ο τοίχος έχει κατεύθυνση Α-Δ, σώζεται σε μήκος 6.5μ.,
έχει πλάτος 70 εκ., μέγιστο ύψος 60 εκ. και βρίσκεται σε βάθος 1 μ. κάτω από το σημερινό επίπεδο
του εδάφους. Στο ανατολικό άκρο του εφάπτεται με το αντίστοιχο δυτικό του ελληνιστικού περι-
βόλου και στα δυτικά πιθανότατα εφάπτονταν ή αποτελούσε ενιαίο τοίχο με τον αντίστοιχο υπέρ-
γειο του χώρου Β. Σε κοντινή απόσταση εντοπίστηκε λίθινο κατώφλι με κυκλικό τόρμο στην μια
πλευρά για τη στερέωση θύρας17. Επίσης, στα βόρεια εντοπίστηκε στρώμα καταστροφής πάχους 30
εκ. αποτελούμενο από υλικά χυτής τοιχοποιίας προερχόμενα από την ανωδομή του και ακολούθως
σε χαμηλότερο στρώμα αποκαλύφθηκαν κηλίδες καύσης με ταυτόχρονη παρουσία καμένων οστών
ζώων και οστράκων αγγείων καθημερινής χρήσης. Πρόκειται πιθανότατα για υπολείμματα ταφικών
πυρών και προσφορών στους νεκρούς κατά την τέλεση νεκρόδειπνων18. Ο χώρος Α έχει διαστάσεις
7 x 2.5 μ. Δεν εντοπίστηκε κάποιος τοίχος στα ανατολικά του και συνεπώς δεν μπορούμε να υποστη-
ρίξουμε με ασφάλεια αν ο χώρος αυτός ήταν κλειστός. Θα μπορούσε να λειτουργεί ως περίβολος
που περίκλειε τον χώρο Β.
Ο χώρος Β είναι περίπου ορθογώνιος, διαστάσεων 5.5 x 4 μ. Χαρακτηριστικό του στοιχείο απο-
τελεί ο υπέργειος τοίχος (τοίχος 2) αποτελούμενος από χυτή τοιχοποιία opus caementicium (εικ.2, 4,
7, 8). Σώζεται σε ύψος σχεδόν 2 μ. Η χυτή τοιχοποιία ξεκινά στη Ρώμη από το 121 π.Χ. και είναι σε
χρήση στη ρωμαϊκή επικράτεια, κυρίως τον 1ο μ.Χ. έως και τον 3ο αι. μ.Χ. περίπου19. Από το εσω-
τερικό μέτωπο του τοίχου βρέθηκε ίχνος ερυθρού και λευκού επιχρίσματος, ενδεικτικό στοιχείο της
εσωτερικής διακόσμησής του. Το έδαφος στο οποίο έχει οριοθετηθεί είναι επικλινές και βραχώδες
και μάλιστα ο δυτικός τοίχος του έχει εδραστεί στα νότια σε βράχο. Βραχώδη εξάρματα υπάρχουν
και στο εσωτερικό του χώρου. Στο νότιο ανώτερο τμήμα έχουν σωθεί ίχνη κονιάματος και πήλι-
νων πλακών, που ίσως αποτελούν τμήμα του δαπέδου στο σημείο αυτό, διαστάσεων 4 x 2 μ. Στο
βόρειο κατωφερές τμήμα βρέθηκε διαταραγμένο υλικό, που αποτελούνταν από μάζες κονιάματος
και πήλινες πλάκες επιχρισμένες με κονίαμα. Ο χώρος Β ίσως να μην ήταν εξαρχής θάλαμος, εφό-
σον ο τοίχος που τον περικλείει στα βόρεια και στα ανατολικά, αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη
ή συμπλήρωση, καθώς δεν είναι οργανικά δεμένος με το δυτικό τοίχο, ενώ τμήμα του εντοιχίσθηκε
στις πλίνθους του κτιστού τάφου 2, κλείνοντας έτσι την είσοδο επικοινωνίας με το χώρο και απομο-
νώνοντάς τον. Δεν σώζονται ίχνη που να φανερώνουν τη στέγαση του χώρου, ωστόσο σε υπέργεια
κτίσματα ανάλογου ύψους συνήθως απαντάται καμαρωτή στέγη20.
Ο τύπος του ταφικού κτίσματος που συναντάμε στο Πάμφιο φαίνεται ότι ανήκει στον τύπο του
περιβόλου με θάλαμο. Ο περίκλειστος με τοιχοποιία ύψους 2 μ. (τοίχος 1) χώρος Β ήταν ο θάλα-
μος και ο χώρος Α πιθανότατα λειτουργούσε ως περίβολος. Το σωζόμενο ύψος των τοιχοποιιών του
πιθανού περιβόλου είναι 0.50 μ. Ταφικοί περίβολοι μεμονωμένοι ή με έναν ή δύο θαλάμους απο-
τελούν κοινό τύπο ταφικών κτισμάτων και χρονολογούνται από το τέλος του 1ου αιώνα έως τον 3ο

16 Marta 1985, 21-23. Γεωργίου 2002, 312.


17 Η απόσταση που βρέθηκε ήταν 60 εκ. Λίθινα κατώφλια έχουν βρεθεί κατά χώραν σε ταφικούς θαλάμους στην Πάτρα,
βλ. Γάτση 1988, 162 στην οδό Πατρών και Κλάους 1 ταφικός θάλαμος Χ.
18 Αντίστοιχο παράδειγμα από την Νικόπολη, βλ. Γεωργίου 2002, 309.
19 Marta 1985, 11-15.
20 Πετρόπουλος 1997, 289-291.

319
Β. ΓΕΡΟΛΥΜΟΥ

αι μ.Χ.21. Συναντώνται στα κοντινά μεγάλα κέντρα της Νικόπολης22 και της Πάτρας23 σε πιο ανα-
πτυγμένες βέβαια και ολοκληρωμένες μορφές, καθώς αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα της
ρωμαϊκής ταφικής αρχιτεκτονικής στον ελλαδικό χώρο. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι περίβολοι
και οι θάλαμοι απαντώνται σε χώρους οργανωμένων νεκροταφείων. Στο Πάμφιο αντίθετα το κτίσμα
και οι τάφοι που εμπεριέχονται είναι μεμονωμένοι και καλύπτουν τις ανάγκες μιας πιθανής κοντινής
αγροικίας24.

Οι τάφοι
Εντός του κτίσματος, στο χώρο Β εντοπίστηκαν τρεις κτιστοί κιβωτιόσχημοι τάφοι (εικ. 2, 7) με
προσανατολισμό Α-Δ. Οι πλευρές τους έχουν κτιστεί με οπτοπλίνθους σε επάλληλες σειρές και τα
τοιχώματά τους ήταν επιχρισμένα (στον τάφο 1 τουλάχιστον) από σκούρο ερυθρό χρώμα. Στοιχεία
της στέγασης δεν διασώθηκαν, όμως μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο τάφος 2 είχε κτιστή καμαρο-
σκεπή κάλυψη25, καθώς διασώζεται τμήμα της ανωδομής του. Από τους αποσπασματικά σωζόμε-
νους τάφους 2 και 3 διατηρήθηκε μόνο τμήμα της κτιστής τοιχοποιίας τους. Για το λόγο αυτό ο
μοναδικός τάφος που ερευνήθηκε ήταν ο τάφος 1 (εξωτ. διαστ. 2 x 0.70 μ.), ο οποίος καλυπτόταν
από κεραμίδες στρωτήρες κορινθιακού τύπου, καθώς πολλές από αυτές συλλέχθηκαν στον περιβάλ-
λοντα χώρο. Εντός του τάφου βρέθηκαν τρία (3) πήλινα αγγεία αποσπασματικά σωζόμενα, θραύσμα
γυάλινου αγγείου και οστά προερχόμενα πιθανότατα από μικρό πτηνό, γεγονός που φανερώνει ότι η
ταφή ήταν διαταραγμένη. Το δάπεδο αποτελείτο από ασβεστολιθικές πλάκες.
o
Ο ελληνιστικός περίβολος
Το ρωμαϊκό ταφικό κτίσμα στο ανατολικό του τμήμα εφάπτεται με τον ελληνιστικό ταφικό περίβολο
(εικ.2, 3, 8), με διαστάσεις 6 x 2 μ. και προσανατολισμό Α-Δ. Οι ακραίες πλευρές του έχουν υπο-
στεί καταστροφή και διακρίνεται μόνο τμήμα της δυτικής του γωνίας. Εντός του είναι ενσωματω-
μένοι δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι, οι οποίοι διατάσσονται σε σχήμα Γ και έχουν προσανατολισμό Α-Δ
και Β-Ν. Δεν έφεραν καλυπτήριες πλάκες, περιείχαν λίγα θραύσματα οστών και όστρακα, καθώς
και κατακείμενο δομικό υλικό του περιβόλου. Σε παρακείμενη θέση, νότια και εκτός του περιβό-
λου, ερευνήθηκε ένας τρίτος κιβωτιόσχημος τάφος. Ο τύπος του περιβόλου που περικλείει κιβωτι-
όσχημους τάφους, συναντάται κατά την ελληνιστική περίοδο σε κοντινές ελληνιστικές θέσεις στην
Μακρυνεία, όπως στην Καψορράχη, αλλά και στον Θέρμο26. Πολύ συχνά όμως στην Αιτωλία περι-
κλείει υπόγειους θαλαμωτούς τάφους «μακεδονικού» τύπου, όπως στην Καλυδώνα και την Πλευ-
l ρώνα27.

s Κεραμική
Η κεραμική που συλλέχθηκε από το χώρο του ρωμαϊκού ταφικού κτίσματος και του ελληνιστικού

21 Dekoulakou 2009, 178.


22 Ζάχος κ.ά. 2008, 109-119.
23 Στο βόρειο νεκροταφείο της πόλης (οδός Θερμοπυλών και Αρχιεπισκόπου Μακαρίου) ερευνήθηκε ταφικός περίβολος
με ορθογώνιο θάλαμο, βλ Αλεξοπούλου 2001-2004, 505-508. Δύο εφαπτόμενα ταφικά κτήρια εντοπίστηκαν στην οδό
Σάμου και Αριστομένους, βλ. Πετρόπουλος 2001-2004, 508. Στο ανατολικό νεκροταφείο της πόλης (οδός Πατρών και
Κλάους 1) ερευνήθηκε συγκρότημα, αποτελούμενο από τέσσερις ταφικούς θαλάμους, βλ. Γάτση 1988, 162. Στην Ακτή
Δυμαίων 21 εντοπίστηκε συγκρότημα με τέσσερις ταφικούς θαλάμους υστερορωμαϊκών χρόνων, βλ. Κωτσάκη 1988,
161-2, πίν.91β.
24 Αντίστοιχο παράδειγμα ταφικών περιβόλων που ανήκουν σε κοντινή αγροικία είναι γνωστό και από την Αχαΐα, βλ.
Πετρόπουλος 1997, 289-291. Για άλλα παραδείγματα τύπων ταφικών κτισμάτων, βλ. Dekoulakou 2009, 163-210. Για
ταφικά κτίσματα με θαλάμους, βλ. Πετρόπουλος 2007, 175-205.
25 Πετρόπουλος 1997, 289-291, με αντίστοιχο παράλληλο στη θέση Κάμπος στο Ίσωμα Φαρών Αχαΐας.
26 Μαστροκώστας 1967, 319. Σωτηρίου 1989, 139.
27 Για την Πλευρώνα, βλ. Σωτηρίου 1989, 139-141. Κολώνας 2008, 31.

320
ΡΩΜΑΪΚΟ ΤΑΦΙΚΟ ΚΤΙΣΜΑ ΣΤΟ ΠΑΜΦΙΟ

ταφικού περιβόλου, φαίνεται να είναι ενδεικτική της μετάβασης από την ελληνιστική στη ρωμαϊκή
παράδοση, ενώ παράλληλα μας βοηθά να καθορίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια το χρονικό διά-
στημα χρήσης του χώρου. Για το λόγο αυτό η παρούσα δημοσίευση περιλαμβάνει την αναφορά σε
κάποια ενδεικτικά δείγματα προς αξιολόγηση.
Από τον ελληνιστικό τάφο 5 προέρχονται θραύσματα «μεγαρικού» σκύφου με τη διακόσμηση
των ομόκεντρων ημικυκλίων («μακεδονική ασπίδα») με στρόβιλο στο εσωτερικό τους ή στρόβιλο
και ανάγλυφες κουκίδες. Η διάρκεια της παραγωγής τους στον ελλαδικό χώρο οριοθετείται από το
α´ τέταρτο του 2ου και τον πρώιμο 1ο αι. π.Χ.28. Πρόκειται για τύπο που συναντάται στην Αιτωλία,
κυρίως στους Οινιάδες και την Πλευρώνα29. Από τον ελληνιστικό τάφο 4 προέρχεται δίωτο κανθα-
ρόσχημο κύπελλο με βαφή ερυθρή, εξίτηλη και έντονα απολεπισμένη. Το σώμα είναι ημισφαιρικό
με λεπτά τοιχώματα και ταινιωτό κάθετο χείλος, ισχυρά καμπτόμενο προς τα μέσα. Φέρει κάθετη
ελλειπτικής διατομής λαβή. Πρόκειται για τύπο που εμφανίζεται το α´ μισό του 1ου αι. μ.Χ. και απο-
τελεί εξέλιξη των ελληνιστικών αντίστοιχων του 1ου αι. π.Χ., τα οποία έχουν μικρότερο χείλος και
υψηλή βάση30.
Από τον ρωμαϊκό κτιστό κιβωτιόσχημο τάφο 1 προέρχεται το σφαιρικό σώμα οινοχόης με πορ-
τοκαλόχρωμο γάνωμα, που σώζει στον ώμο το σημείο ένωσης της λαβής. Στον 1ο και το 2ο αι. μ.Χ.
υπάρχει μια κατηγορία αγγείων (κυρίως οι οινοχόες), που παρουσιάζει ένα είδος γανώματος, το
οποίο προσδίδει στιλπνότητα και μιμείται μεταλλικό πρότυπο. Ο τύπος ξεκινά την εμφάνισή του από
το β´ μισό του 1ου αι. π.Χ.31.
Από το εσωτερικό του ταφικού κτίσματος και συγκεκριμένα από τον χώρο Β προέρχεται θραύ-
σμα πινακίου terra sigillata, αρρετινού τύπου, με επίθετο ανθέμιο (εικ. 5α). Τα επίθετα κοσμήματα
συνήθως τοποθετούνταν σε τακτά διαστήματα στο χείλος του πινακίου. Χρονολογείται στο β’ μισό
του 1ου αι. μ.Χ.32. Επίσης, από τον ίδιο χώρο περισυλλέχθηκαν όστρακα terra sigillata (εικ. 5β), η
παρουσία των οποίων γενικεύεται στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 1ου και του 2ου αι. μ.Χ33.
Από τον περιβάλλοντα χώρο προέρχονται όστρακα με κιτρινωπό πηλό, πιθανότατα από κύπελλα
(εικ. 5γ). Η διακόσμησή τους περιλαμβάνει τριγωνικές στιγμές και λοξές διαγραμμίσεις34. Αντί-
στοιχο κοντινό παράλληλο αποτελεί δίωτο κύπελλο με την ίδια διακόσμηση από τον ταφικό περί-
βολο στην οδό Θερμοπυλών και Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Πάτρα, το οποίο χρονολογείται
στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ.35. Από τον ίδιο χώρο επίσης περισυλλέχθηκε αποσπασματικά σωζόμενο
λυχνάρι, ο ώμος του οποίου διακοσμείται με σειρά λοξών εμπίεστων ωοειδών φύλλων, πιθανώς
ελιάς (αρ. Π76, Π89). Η βαφή είναι καστανέρυθρη και έντονα απολεπισμένη. Το σχήμα του δίσκου
και η διακόσμηση του ώμου χρονολογούνται από τα μέσα του 1ου έως τα μέσα 2ου αι. μ.Χ.36. Αντί-
στοιχο δείγμα από το Αγγελόκαστρο εκτίθεται στο Μουσείο Αγρινίου και παράλληλα έχουν βρεθεί
στην Πάτρα37.
Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Hayes38, στους πρώιμους αυτοκρατορικούς χρόνους στις περι-
οχές του ελληνορωμαϊκού κόσμου διατηρούνται στις τοπικές παραγωγές αγγείων χαρακτηριστικά

28 Rotroff 1982, 91, αρ. 400, εικ.68. Edwards 1975, 173, 183-184. Callagham 1978, 58.
29 Για τους Οινιάδες και την αναλυτική σχετική βιβλιογραφία, βλ. Τσαντήλα 2004, 316.
30 Robinson 1959, 22, 30, αρ. G81, πίν.4. Για τον αντίστοιχο πρωιμότερο ελληνιστικό τύπο, βλ. Rotroff 1997, 272, αρ.
300, πίν. 30.
31 Hayes 1997, 12.
32 Hayes 1997, 41.
33 Hayes 1997, 12.
34 Robinson 1959, 10-11, F22, εικ.1. Η παρουσία τους στην αθηναϊκή αγορά χρονολογείται στο β´ μισό του 1ου αι. π.Χ. και
συμπίπτει με την κεραμική παραγωγή στο τέλος της ελληνιστικής περιόδου.
35 Αλεξοπούλου 2001-2004, 505-507, πίν.127.
36 Πετρόπουλος 1999, 149 -151.
37 Πετρόπουλος 1999, 149-151, με αναλυτική βιβλιογραφία και παράλληλα του τύπου.
38 Hayes 1997, 12.

321
Β. ΓΕΡΟΛΥΜΟΥ

της ύστερης ελληνιστικής περιόδου. Ουσιαστικά, συνεχίζεται η ελληνιστική παράδοση στα πρώτα
πενήντα χρόνια της αυτοκρατορικής εποχής. Η κεραμική που προέρχεται από το ελληνιστικό και το
ρωμαϊκό ταφικό μνημείο του Παμφίου φαίνεται πως επιβεβαιώνει την ανωτέρω επισήμανση.

Επιτύμβια επιγραφή
Συμπληρωματικά με την αρχιτεκτονική και την κεραμική του μνημείου παρουσιάζεται μια αποσπα-
σματικά σωζόμενη επιτύμβια επιγραφή (εικ.6) διαστάσεων 17x15 εκ., η οποία βρέθηκε πλησίον
(στα βόρεια) του τοίχου 1. Σώζει τρεις σειρές λατινικών γραμμάτων και το κείμενό της είναι το
εξής:
΄L V I
ATVS
ΙN.V

Πρόκειται για πολύ επιμελημένη γραφή, η χρονολόγηση της οποίας τοποθετείται στις αρχές του
2ου αι. μ.Χ39. Το ανωτέρω εύρημα μπορεί να υποδηλώνει τον εκρωμαϊσμό της περιοχής του Παμφίου
σε συνάρτηση με τον γρήγορο εκρωμαϊσμό της κοντινής αποικίας της Πάτρας, όπως αυτή αποκα-
λύπτεται από το πλήθος των λατινικών επιγραφών και την υιοθέτηση κατ’ επέκταση της λατινικής
γλώσσας από τους Ρωμαίους αποίκους και τους βετεράνους στρατιωτικούς, που εγκαταστάθηκαν
στην πόλη και τα περίχωρά της40.
o
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ταφικού κτίσματος
Είναι ταφικό κτήριο καθαρά ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής και χαρακτήρα. Γίνεται χρήση ρωμαϊκού
οικοδομικού συστήματος, όπως το opus reticulatum, ρωμαϊκών δομικών υλικών, όπως οπτόπλινθων
και ασβεστοκονιάματος, που συναντώνται τόσο σε δημόσια, όσο και σε ταφικά κτήρια. Πρόκειται
δηλαδή, για τυπική κατηγορία ρωμαϊκού ταφικού μνημείου, αποτελούμενο από ένα υπέργειο μνη-
μειώδες ταφικό κτίσμα μικρού μεγέθους.
Καθώς δεν εντοπίστηκαν άλλα κτίσματα ή τάφοι στον παρακείμενο χώρο, που να υποδεικνύουν
οργανωμένο νεκροταφείο, υποθέτουμε ότι προοριζόταν για οικογενειακού τύπου ταφές, δηλ. ένα ιδι-
ωτικό νεκροταφείο αγροικίας. Το γεγονός αυτό αποτελεί βάσιμη ένδειξη για την ύπαρξη μιας ακόμη
βίλας ή αγροικίας στην περιοχή, μέσα στα όρια της οποίας εντάσσεται το μικρό ιδιωτικό νεκροτα-
φείο που εξυπηρετεί τις ανάγκες της. Το καθαρά ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής ταφικό κτήριο και η ιδι-
l αίτερη κοινωνική θέση των ανθρώπων που ενταφιάστηκαν σε αυτό, υποδηλώνει την πιθανή παρου-
σία βετεράνων Ρωμαίων στην περιοχή. Κάτι αντίστοιχο παρατηρείται στη γειτονική Πάτρα, όπου η
s διανομή γης στους βετεράνους είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών αγροικιών περιφερειακά
της πόλης, στα όρια των οποίων κατασκευάστηκαν μικρά ιδιωτικά νεκροταφεία41.
Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, η συνύπαρξη ελληνιστικών και ρωμαϊκών καταλοίπων, όμοιας
χρήσης (ταφικής) στην περιοχή του Παμφίου είναι μοναδική (εικ. 2, 3, 8). Ένα παράδειγμα αποτελεί
το οικογενειακό ηρώο στην Καλυδώνα, η αρχική κατασκευή του οποίου χρονολογείται προς το τέλος
του 2ου ή τις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Στη συνέχεια φαίνεται ότι ανακαινίσθηκε και χρησιμοποιήθηκε
τον 2ο αι. μ.Χ. από κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι επέστρεψαν από την Νικόπολη42. Είναι ενδει-
κτικό ότι και στην περίπτωση του κτίσματος στο Πάμφιο, το ρωμαϊκό ταφικό κτίσμα δομείται όχι
πάνω, αλλά σε συνέχεια του αντίστοιχου ελληνιστικού. Η συνύπαρξη αυτή υποδηλώνει μια ομαλή
μετάβαση και απόλυτη συνέχεια στα ταφικά έθιμα και τις παραδόσεις, η οποία επιβεβαιώνεται και

39 Οι παρατηρήσεις και η χρονολόγηση της επιγραφής οφείλονται στον κ. Α. Ριζάκη.


40 Dekoulakou 2009, 203. Πετρόπουλος 2007, 193-194.
41 Στην οδό Σάμου ερευνήθηκε ταφικό μνημείο με δύο θαλάμους και ενεπίγραφη εντοιχισμένη πλάκα η οποία αναφέρεται
σε μια οικογένεια Ρωμαίων βετεράνων αποίκων της πρώτης γενιάς και ιδρυτών του ταφικού μνημείου κοντά στην
αγροικία που υπήρξαν ιδιοκτήτες, βλ. Dekoulakou 2009, 203. Πετρόπουλος 2007, 193-194.
42 Βικάτου – Σαράντη 2013, 22-30.

322
ΡΩΜΑΪΚΟ ΤΑΦΙΚΟ ΚΤΙΣΜΑ ΣΤΟ ΠΑΜΦΙΟ

από την κεραμική.


Παρατηρούμε ότι δημιουργείται μια εστία θέσεων, που δηλώνει έντονη και διαρκή ρωμαϊκή
παρουσία στο ΝΑ τμήμα της Τριχωνίδας. Η αρχιτεκτονική και η κεραμική μας υποδεικνύουν ανθρώ-
πινη παρουσία στην περιοχή του Παμφίου από τον 2ο αι. π.Χ. (ελληνιστική κατοίκηση) έως τουλά-
χιστον και τον 2ο αι. μ.Χ. Τα γειτονικά κατάλοιπα, όπως ο θησαυρός ρωμαϊκών νομισμάτων του
1ου αι. μ.Χ. από το Ασκληπιείο της Γαβαλούς43, η ρωμαϊκή αγροικία στα Σιταράλωνα (2ος έως 4ος αι.
μ.Χ.)44, ο κτιστός κιβωτιόσχημος τάφος στο Πάμφιο με λυχνάρια του 2ου αι. και εξής, η παρουσία
με βάση τις επιγραφές δυαρχίας σε δύο πράξεις απελευθέρωσης που βρέθηκε στην Αγία Σοφία στον
Θέρμο χρονολογείται επίσης τον 2ο αι. μ.Χ.45, αποτελούν αρχαιολογικές μαρτυρίες που επιβεβαιώ-
νουν την παραπάνω θέση. Τα δεδομένα αυτά μπορεί να οφείλονται στη συστηματική έρευνα που
πραγματοποιήθηκε σε ορισμένες περιοχές, ωστόσο αποτελούν στοιχεία που συμπληρώνουν το ιστο-
ρικό κενό, όχι απλά για τη ρωμαϊκή παρουσία στην Αιτωλία, αλλά για τη συνεχή και πυκνοκατοικη-
μένη ρωμαϊκή κατοίκηση στην συγκεκριμένη περιοχή.
Η αδιάλειπτη ρωμαϊκή παρουσία υποδηλώνει επίσης μεγάλη οικειότητα με τη ρωμαϊκή παρά-
δοση και επικοινωνία με το κοντινό κέντρο, την Πάτρα. Στην αγροικία στα Σιταράλωνα το εργαστή-
ριο παραγωγής λυχναριών παρήγαγε πατρινά λυχνάρια. Άλλωστε, η αγροτική, αλιευτική και βιοτε-
χνική δραστηριότητα που προσέφερε η περιοχή αποτελούσαν σημαντικούς λόγους εγκατάστασης.
Κάτι αντίστοιχο, σύμφωνα με το Στράβωνα, συνέβη και με τον έλεγχο της λίμνης της Καλυδώνας46.
Τέλος, στην Νικόπολη η πόλη χτίζεται εξ αρχής από Ρωμαίους και η οργάνωσή της γίνεται με
βάση τα ρωμαϊκά πρότυπα. Στην Πάτρα, σύμφωνα με τις επιγραφικές μαρτυρίες, μεγάλος αριθμός
βετεράνων Ρωμαίων αποίκων των δύο ρωμαϊκών λεγεώνων εγκαθίσταται και μεταφέρει τον 1ο αι.
μ.Χ. τα έθιμά του στην πόλη47. Την ίδια περίοδο απόμαχος πολεμιστής της λεγεώνας που συμμετείχε
στην ίδρυση της Πάτρας, αναφέρεται σε επιτύμβια επιγραφή στη Ναύπακτο48. Επίσης, η ανακάλυψη
ενός τάφου βετεράνου της XII λεγεώνας Fulminata στην Καλυδώνα αποτελεί ένδειξη ότι η εγκα-
τάσταση αποίκων στην περιοχή έγινε κατά τη διεύρυνση της αποικίας49. Ο Αύγουστος εγκατέστησε
στις αποικίες δικούς του βετεράνους, που ήταν φυσικά Ρωμαίοι πολίτες. Αυτό έγινε, είτε εκδιώκο-
ντας ολοκληρωτικά τους παλιούς κατοίκους, είτε εγκαθιστώντας τους Ρωμαίους αποίκους στις ήδη
οργανωμένες κοινότητες των αυτοχθόνων. Η διοργάνωση της τοπικής οικονομίας και η διασφά-
λιση των εμπορικών δρόμων αποτελούσαν σίγουρα λόγους εγκατάστασης στη νότια και ανατολική
πλευρά της Τριχωνίδας. Επομένως, μπορεί πλέον να υποστηρίξει κανείς με επιχειρήματα ότι όσοι
ενταφιάστηκαν στο Πάμφιο και ενστερνίστηκαν τη ρωμαϊκή παράδοση τόσο νωρίς είναι δύσκολο
να ήταν Έλληνες.

43 Alexopoulou 2000, 23-35.


44 Γερολύμου 2013, 702-723.
45 Ρωμαίος 1922-1925, 4-7. Rizakis 1989, 182. Rizakis 1996, 285-286.
46 Στράβων Χ.2, 21.
47 Rizakis 1996, 273. Πετρόπουλος 2007, 194.
48 Πετρόπουλος 1991, 113.
49 Rizakis 1996, 277-278, με σχετική βιβλιογραφία.

323
Β. ΓΕΡΟΛΥΜΟΥ

ΑΒSTRACT

ROMAN FUNERARY BUILDING IN PAMPHIO

Victoria Gerolymou

The rescue excavations conducted under the project “The Adjustment of the Irrigation network of
Pamphia in Trichonida” brought to light the architectural remains of a Roman funerary building
in the homonymous village and along the modern provincial road that leads to Thermo. In the site
‘Keramidi’, the fragmentary salvaged building contained one cist grave and it lay close to a Hellenistic
funerary monument. Its position can be associated with Roman antiquities found in the area under the
project (a stand-alone cist-grave nearby in the same settlement which contained five Roman lamps,
remain of a building contained wine production workshops and tombs, a farmhouse which produced
agricultural and craft products in Sitaralona) and the known from the earlier times building of Vaeni.
Our presentation focuses on the study of the typology of tombs (Hellenistic and Roman), ceramics
and other findings found within and in their surroundings. The key points of the present study regard
the following: a. the typology, the decoration, the use of the tomb and its correlation with other
parallels, b. its correspondence with other Roman sites, c. its spatial importance and its connection
with possible routes of people and trade market, d. the dating of the monument, and e. the relation
o
with the neighbouring Hellenistic ones like Thermos which was Aetolia’s political and ritual center.
The material research will enrich our knowledge of both the presence of native or Roman
population in the southeastern side of Trichonida lake and generally in Aetolia in Roman times and
its identity as this funerary building may have not been part of an organized cemetery, but probably
contained burials of a small number of people, perhaps some owners of a latifundium or a nearby
smaller farmhouse.

s
BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αλεξοπούλου 2001-2004 Γ. Αλεξοπούλου, Οδός Θερμοπυλών και Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ΑΔ 56-59,
Χρονικά Β΄1, 505-508.
Αξιώτη 1980 Κ. Αξιώτη, Ρωμαϊκοί δρόμοι της Αιτωλοακαρνανίας, ΑΔ 35, Μελέτες, 186-
205.
Βικάτου – Σαράντη 2013 Ο. Βικάτου – Φ. Σαράντη, Ο αρχαιολογικός χώρος και το Ηρώο της Καλυδώνας,
Μεσολόγγι.
Γερολύμου 2013 Β. Γερολύμου, Αγροικία στα Σιταράλωνα Αιτωλοακαρνανίας: αγροτική και
εργαστηριακή παραγωγή, στο Villae Rusticae, 702-723.
Γάτση-Σταυροπούλου 1988 M. Σταυροπούλου-Γάτση, Ανατολικό Νεκροταφείο οδός Πατρών-Κλάους 1,
ΑΔ 43, Χρονικά Β΄1, 162.
Γεωργίου 2007 A. Γεωργίου, Βόρεια νεκρόπολη της Νικόπολης. Οργάνωση και ταφική
αρχιτεκτονική, στο Ζάχος κ.ά. 2007, 307-323.
Ζάχος κ.ά. 2007 Κ. Ζάχος – Λ. Καράμπελας – Δ. Νίκος – M. Stork (επιμ.), Νικόπολις Β΄.
Πρακτικά του Δευτέρου Διεθνούς Συμποσίου για τη Νικόπολη 11-15 Σεπτεμβρίου
2002, Πρέβεζα.
Ζάχος κ.ά. 2008 Κ. Ζάχος – K. Κύρκου – Δ. Καλπάκης – Χ. Κάππα – Θ. Κύρκου, Νικόπολη.
Αποκαλύπτοντας την πόλη της νίκης του Αυγούστου. Αθήνα.
Κολώνας 2008 Λ. Koλώνας, Νέα Πλευρώνα, Αθήνα.

324
ΡΩΜΑΪΚΟ ΤΑΦΙΚΟ ΚΤΙΣΜΑ ΣΤΟ ΠΑΜΦΙΟ

Κωτσάκη 1988 Μ. Kωτσάκη, Οδός Ακτής Δυμαίων 21, ΑΔ 43, Χρονικά Β1, 161-162.
Μαστροκώστας 1967 Ε. Μαστροκώστας, Αρχαιότητες και Μνημεία στην Αιτωλοακαρνανία, ΑΔ 22,
Xρονικά, 319.
Παπαποστόλου 1978 Ι. Παπαποστόλου, Αρχαιότητες και μνημεία Αιτ/νίας: Ναύπακτος, Κ.
Μακρινού Τριχωνίδας, Καψορράχη Τριχωνίδας, Λιθοβούνι Τριχωνίδας,
Γαβαλού, Παπαδάτες, Θύρρειο, ΑΔ 33, Xρονικά, 165.
Πετρόπουλος 1991 Μ. Πετρόπουλος, Η Αιτωλοακαρνανία κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, στο Α΄
Συνέδριο Αγρινίου, 93-125.
Πετρόπουλος 1997 Μ. Πετρόπουλος, Ίσωμα Φαρών, θέση Κάμπος, ΑΔ 52, Χρονικά, 289-291.
Πετρόπουλος 1999 Μ. Πετρόπουλος, Τα εργαστήρια των Ρωμαϊκών λυχναριών της Πάτρας και το
Λυχνομαντείο, Αθήνα.
Πετρόπουλος 2001-2004 Μ. Πετρόπουλος, Οδός Σάμου και Αριστομένους, ΑΔ 56-59, Χρονικά Β΄1,
508.
Πετρόπουλος 2007 Μ. Πετρόπουλος, Νικόπολις-Πάτρα μέσω Αιτωλοακαρνανίας, στο Ζάχος κ.ά.
2007, 175-205.
Πορτελάνος 1998 Α. Πορτελάνος, Οι Αρχαίες Αιτωλικές Οχυρώσεις, αδημ. διδ. διατρ., Αθήνα.
Ρωμαίος 1922-1925 Κ. Ρωμαίος, Θέρμος και γειτονικοί τόποι, ΑΔ 9, 4-7.
Σωτηρίου 1989 Α. Σωτηρίου, Κοινότητα Αγίας Σοφίας Θέρμου, θέση Κάτω Μύλος, Νέα
Πλευρών, ΑΔ 44, Χρονικά Β΄1, 139-141.
Τσαντήλα 2004 Β. Τσαντήλα, Ανάγλυφοι σκύφοι από την ανασκαφή των νεώσοικων των
Οινιαδών, στο Β΄ Συνέδριο Αγρινίου, 311-332.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Alexopoulou 2000 G. Alexopoulou, Un tesoretto di monete bronze da Gavalou di Etolia, στο A.
Sacocci (επιμ.), Inspecto Nummo, Ommaggio a Giovanni Gorini, Padova, 23-
35.
Baladié 1980 R. Baladié, Le Peloponnése de Strabon, Paris.
Callaghan 1978 P. J. Callaghan, Μacedonian Shields, “shield bowls” and Corinth: A fixed
point in Hellenistic chronology?, ΑΑΑ ΧΙ, 53-60.
Dekoulakou 2009 I. Dekoulakou, Monumenti delle Necropoli di Patrasso durante il dominio
Romano, στο Patrasso Colonia di Augusto, Atti del Convegno internazionale,
Πάτρα, 163-210.
Edwards 1975 G. R. Edwards, Corinthian Hellenistic pottery. Corinth VII.III, Princeton.
Hayes 1997 J. W. Hayes, Handbook of Mediterranean Roman Pottery, London.
Kahrstedt 1950 U. Kahrstedt, Die Τerritorien von Patrai und Nicopolis in der Kaiserzeit,
Historia I, 549-561.
Kantirea 2007 M. Kantirea, Les Dieux et les Dieux Augustes. Le culte imperial en Grèce sous
les Julio claudiens et les Flaviens: études épigraphiches et archèologiques.
ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 50, Αθήνα.
Kirsten 1941 E. Kirsten, Bericht über eine Reise in Aetolien und Akarnanien, AA 56, 99-
119.
Leake 1835 M. W. Leake, Travels in Northern Greece, I, London.
Marta 1985 R. Marta, Technica Construttiva Romana, Roma.
Rizakis 1986 A. D. Rizakis, Les colonies romaines des côtes occidentales grecques;
populations et territories, DHA 22/1, 255-324.
Rizakis 1989 A.D. Rizakis, La colonie romaine de Patras en Αchaie: le témoignage
épigraphicque, στο S. Walker – Av. Cameron (επιμ.), The Greek Renaissance
in the Roman Empire, Papers from the Tenth British Museum Classical
Colloquium, BICS 55, University of London, London, 182.
Robinson 1959 H. Robinson, Pottery of the Roman Period. The Athenian Agora V, Princeton.
Rotroff 1982 S. Rotroff, Hellenistic Pottery, Athenian and Imported moldmade bowls. The
Athenian Agora XXII, Princeton.
Rotroff 1997 S. Rotroff, Hellenistic Pottery, Athenian and Imported wheelmade table ware
and related material. The Athenian Agora ΧΧΧΙΧ, Princeton.
Tοynbee 1996 J.M. Toynbee, Death and Burial in the Roman World, London.
Woodhouse 1897 J. W. Woodhouse, Aetolia. Its geography, topography and antiquities, Oxford

325
Β. ΓΕΡΟΛΥΜΟΥ

Eικόνα 1. Ο περιβάλλων χώρος του ταφικού κτίσματος.

Eικόνα 2. Κάτοψη τομέα Κ21/82-83 (ελληνιστικό και ρωμαϊκό ταφικό κτίσμα).

326
ΡΩΜΑΪΚΟ ΤΑΦΙΚΟ ΚΤΙΣΜΑ ΣΤΟ ΠΑΜΦΙΟ

Eικόνα 3. Τοιχοποιία opus reticulatum. Στα Α ο ελληνιστικός ταφικός περίβολος.

Eικόνα 4. Όψεις τοίχου 2.

327
Β.

Eικόνα 5. 5α. Όστρακα terra sigilata από το ταφικό κτίσμα 5β. Όστρακο με επίθετο ανθέμιο 5γ. Κεραμική από τον περι-
βάλλοντα χώρο.

Eικόνα 6. Η λατινική επιγραφή.

328
ΡΩΜΑΪΚΟ ΤΑΦΙΚΟ ΚΤΙΣΜΑ ΣΤΟ ΠΑΜΦΙΟ

Eικόνα 7. Το εσωτερικό του χώρου Β (ταφικός θάλαμος;).

Eικόνα 8. Ο χώρος της ανασκαφής (άποψη από Δ).

329
330
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΛΥΔΩΝΑΣ, 2011-2013

Ολυμπία Βικάτου Rune Frederiksen

Η συστηματική ανασκαφή της αρχαίας Καλυδώνας, μιας από τις σημαντικότερες πόλεις της Αιτωλίας, η
οποία σύμφωνα με τον Όμηρο συμμετείχε στην Τρωική Εκστρατεία και μυθολογικά συνδέεται με έναν
από τους πιο γνωστούς μύθους, αυτόν της θήρας του Καλυδωνίου κάπρου, άρχισε στις αρχές του 20ου
αιώνα και είναι μία από τις παλαιότερες ανασκαφές στην Αιτωλοακαρνανία1. Κορυφαίο γεγονός στην
αρχαιολογική έρευνα της αρχαίας πόλης αποτελεί η αποκάλυψη τη δεκαετία του ’60 από τον Έφορο των
Αρχαιοτήτων Ευθύμιο Μαστροκώστα τμήμα του κοίλου «βουλευτηρίου», όπως αρχικά είχε υποτεθεί
τότε, το οποίο ήλθε στο φως με αφορμή τις εργασίες διάνοιξης της Εθνικής Οδού Αντιρρίου-Ιωαννίνων2.
Η ανασκαφή του κατά τα έτη 2001-2003 έφερε στο φως τμήμα του σκηνικού οικοδομήματος (εικ. 1) και
πλέον ταυτίστηκε ότι το οικοδόμημα είχε χρησιμοποιηθεί ως θέατρο, τουλάχιστον την περίοδο που χρο-
νολογείται η σκηνή3, το οποίο μάλιστα λόγω των κατασκευαστικών ιδιαιτεροτήτων του (ορθογωνισμένη
ορχήστρα, ορθογωνισμένο το κατώτερο τμήμα του κοίλου), που θα παρουσιαστούν στη συνέχεια,
αποτελεί αντικείμενο μελέτης και έρευνας των τελευταίων δεκαετιών.
Το θέατρο αναπτύσσεται στη νότια πλαγιά του λόφου του Λαφρίου, την κορυφή του οποίου κατα-
λαμβάνει το Ιερό της Αρτέμιδος4. Η ιδιαιτερότητά του, η οποία προκαλεί γενικά το ενδιαφέρον των
μελετητών, αφορά κυρίως στο σχήμα της ορχήστρας που έχει τετράπλευρη κάτοψη, αλλά και στο
πιόσχημο κοίλο (εικ. 2), το οποίο αποτελεί το μοναδικό έως σήμερα γνωστό παράδειγμα θεάτρου με
παρόμοιο σχήμα5. Οι κατώτερες εννέα σειρές του κοίλου ακολουθούν το περίγραμμα της κατά τις τρεις
πλευρές, με αποτέλεσμα το κατώτερο τμήμα να είναι πιόσχημο και οι κεραίες του να συγκλίνουν σε

1 Πρώτος ο Γεώργιος Σωτηριάδης το 1908 πραγματοποίησε μικρής έκτασης ανασκαφή στο πλάτωμα του Λαφριαίου ανα-
ζητώντας το ναό της Αρτέμιδος Λαφρίας, καθώς επίσης στην ακρόπολη και στο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης με σημα-
ντικά ευρήματα, βλ.. Σωτηριάδης 1908, 99-100. Ακολούθησε το διάστημα από το 1925 έως το 1938 η συστηματική ανα-
σκαφή του Λαφριαίου και του Ηρώου από Έλληνες και Δανούς αρχαιολόγους, βλ. Dyggve κ.ά. 1934. Dyggve – Poulsen
1948. Μετά από διακοπή πολλών ετών, η ελληνοδανική συνεργασία αναβίωσε και πάλι από το 2001 έως το 2005. Οι
νεότερες έρευνες πραγματοποιήθηκαν από το Ινστιτούτο της Δανίας, αρχικά σε συνεργασία με την Εν Αθήναις Αρχαι-
ολογική Εταιρεία (2001-2002) και στη συνέχεια με τις αρμόδιες ΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α. (2003) και ΛΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α. (2004-2005).
Συνδιευθυντές των ανασκαφών ήταν οι Dr Søren Dietz από πλευράς Ινστιτούτου της Δανίας και Δρ Λάζαρος Κολώνας
για το έτος 2002 και Μαρία Σταυροπούλου-Γάτση για τα έτη 2004-2005 από πλευράς Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, βλ.
Kalydon in Aitolia Ι, όπου συγκεντρωμένη όλη η προγενέστερη βιβλιογραφία. Η ανασκαφή της αιτωλικής Καλυδώνας
βρίσκεται ακόμη και σήμερα σε εξέλιξη στο πλαίσιο ενός νέου προγράμματος ελληνοδανικής συνεργασίας, που εγκαι-
νιάστηκε το 2011 ανάμεσα στην Εφορεία μας και το Ινστιτούτο της Δανίας στην Αθήνα. Τη διεύθυνση των ανασκαφών
έχει από πλευράς Υπουργείου Πολιτισμού η Δρ Ολυμπία Βικάτου ως Διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτωλο-
ακαρνανίας και Λευκάδος και από πλευράς Ινστιτούτου της Δανίας ο πρώην διευθυντής Dr Rune Frederiksen, με τον
οποίο μας διέπει μια άριστη και αγαστή συνεργασία, βλ. Vikatou κ.ά. 2014, 221-234. Από πλευράς Υπηρεσίας είχε συμ-
μετάσχει επίσης ο Ιωάννης Μόσχος.
2 Μαστροκώστας 1967, 320, πίν. 229α.
3 Dietz κ.ά. 2007, 44-47.
4 Dyggve κ.ά. 1934. Βικάτου – Σαράντη 2013, 17-19.
5 Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το θέατρο του Θορικού στην Αττική (Hackens 1967, 75-96. Hackens 1968, 105-18) και
το μικρό θέατρο της γειτονικής Μακύνειας (Κολώνας 1992/1993, 83-4. Stiros κ.ά. 2005, 299-313), Σαράντη στον παρόντα
τόμο. Σε κανένα όμως από τα θέατρα αυτά δεν έχει σχεδιαστεί με τόση ακρίβεια το παραλληλόγραμμο κοίλο, όπως συμ-
βαίνει στην περίπτωση του θεάτρου της Καλυδώνας. Επομένως το τελευταίο ασφαλώς θα παίξει σημαντικό ρόλο στη συζή-
τηση για την εξέλιξη του κοίλου του ελληνικού θεάτρου στο σχήμα του ημικυκλίου, όπως το γνωρίζουμε από πολλά παρα-
δείγματα θεάτρων στον ελλαδικό, και όχι μόνο, χώρο, βλ. Dörpfeld – Reisch 1896. Bieber 1961. Frederiksen κ.ά. 2015.

331
O. BIKATOY, R. FREDERIKSEN

ορθή γωνία (εικ. 3). Οι υπόλοιπες 21 σειρές των εδωλίων έχουν μεν ευθύγραμμη διάταξη, αλλά δεν
σχηματίζουν ορθές γωνίες στη συμβολή των πλευρών του κοίλου. Εκεί υπάρχουν ελλειψοειδείς δόμοι,
που στις ανώτατες σειρές δημιουργούν κανονικό κοίλο θεάτρου (εικ. 4).
Τα εδώλια είναι κατασκευασμένα από επιμήκεις ψαμμιτόλιθους, αδρά επεξεργασμένους, οι οποίοι
εδράζονται στον κατάλληλα διαμορφωμένο φυσικό βράχο, είτε σε υπόβαση από αργούς λίθους. Από το
κοίλο σώζονται κυρίως οι χαμηλότερες σειρές των εδωλίων και μεγάλο τμήμα της βορειοανατολικής
γωνίας του, ενώ είναι ορατά και μεγάλα τμήματα του διαμορφωμένου φυσικού βράχου. Αρκετά από
αυτά βρέθηκαν μετακινημένα προς την κατωφέρεια, ενώ μεγάλη καταστροφή στο σωζόμενο τμήμα
προκλήθηκε κατά τη διάνοιξη της Εθνικής Οδού, όταν ο μηχανικός εκσκαφέας αφαίρεσε εδώλια και
προχώρησε χαμηλότερα αφαιρώντας ακόμη και φυσικό βράχο (εικ. 5). Στο ίδιο σημείο του κοίλου,
ψηλότερα της 22ης σειράς και έως την 30η, σώζονται στη θέση τους ελάχιστα εδώλια, μετακινημένα
και κατακερματισμένα, ενώ διατηρείται ο διαμορφωμένος φυσικός βράχος και τμήματα της θεμελίωσής
τους. Το ίδιο παρατηρείται στις σωζόμενες σειρές των εδωλίων κατά μήκος της δυτικής και ανατολικής
πλευράς της ορχήστρας. Αξίζει να σημειωθεί ότι προς την ανατολική πλευρά του κοίλου είχαν γίνει επι-
χωματώσεις πάνω στον φυσικό βράχο για να γίνει η θεμελίωση των εδωλίων.
Το σκηνικό οικοδόμημα κατασκευάστηκε σε μεταγενέστερη οικοδομική φάση και αποτελεί τυπικό
δείγμα σκηνής της ελληνιστικής περιόδου. Αποτελείται από προσκήνιο, σκηνή και κεκλιμένα επίπεδα
ανόδου - ράμπες, εκατέρωθεν αυτής. Στη δυτική πάροδο, η ράμπα σώζεται σε ύψος έως και 1 μ., ενώ στην
ανατολική στο ύψος της θεμελίωσης. Σε καλή κατάσταση διατηρήθηκε ο στυλοβάτης του προσκηνίου,
o ενώ αρχιτεκτονικά μέλη από την ιωνική κιονοστοιχία επιτρέπουν ως ένα βαθμό την αναπαράστασή του.
Μια άλλη ιδιοτυπία του θεάτρου αποτελεί η κατασκευή των λίθινων εδωλίων. Ενώ συνήθως διαθέτουν
επίπεδη ή κοίλη πρόσοψη, στην περίπτωση του θεάτρου της Καλυδώνας αυτά είναι κατασκευασμένα από
στενόμακρους ημικατεργασμένους λίθους, χαμηλού ύψους, περί τα 0,25 μ., πλάτους 0,50 - 0,70 μ. και
μήκους που κυμαίνεται από 1 έως 2 μ.6. Στο χαμηλό ύψος των εδωλίων οφείλεται η τρίτη ιδιαιτερότητα
του θεάτρου, που είναι η απουσία κλιμάκων, καθώς φαίνεται ότι τα ίδια τα εδώλια χρησιμοποιούνταν
και ως βαθμίδες7. Στο κεντρικό τμήμα του κοίλου διατηρείται το γέμισμα που αποτέλεσε την υπόβαση
του κοίλου, εφόσον στο σημείο αυτό απουσιάζει ο φυσικός βράχος. Το γέμισμα αυτό αποτελείται από
αργούς λίθους και χώμα, ενώ κατά τόπους διακρίνονται σειρές από αργούς λίθους που αποτελούν τη
θεμελίωση των εδωλίων. Στη βορειοανατολική γωνία του κοίλου έχει αποκαλυφθεί σε μεγάλη έκταση
ο φυσικός βράχος, ενώ απουσιάζουν εντελώς τα λίθινα εδώλια, εκτός από τις εννέα κατώτερες σειρές.
Τα σωζόμενα εδώλια είναι κατασκευασμένα από τοπικό ψαμμίτη. Οι πλαϊνές πλευρές (πλευρές ώσεως)
l φέρουν αναθύρωση με αποτέλεσμα την καλή συνάφεια στους κατακόρυφους και στους οριζόντιους
αρμούς. Τα εδώλια εδράζονται είτε απευθείας στον βράχο με τη βοήθεια σφηνών, όπως στη δυτική
s πλευρά του κοίλου, είτε σε σειρές αργών λίθων. Η τελευταία σειρά εδωλίων που εντοπίστηκε είναι η
32η, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο να υπήρχαν και άλλες σειρές ψηλότερα. Δεν αποδείχθηκε
επίσης ανασκαφικά η ύπαρξη διαζώματος.
Από τους αναλημματικούς τοίχους του κοίλου ο δυτικός σώζεται σε μήκος 5 μ. περίπου και ο
ανατολικός σε μήκος 2,5 μ. Οι λίθοι του δυτικού αναλημματικού τοίχου είναι ημικατεργασμένοι και
εδράζονται στον φυσικό βράχο, ο οποίος παρουσιάζει κατωφέρεια προς την ορχήστρα. Η όψη του δεν
είναι επιμελημένη και δεν παρουσιάζει την εικόνα ενός ισχυρού αναλήμματος. Και οι δύο αναλημματικοί
τοίχοι του κοίλου βρίσκονται στην προέκταση της πρώτης σειράς των εδωλίων.

6 Τα εδώλια του θεάτρου της Καλυδώνας δεν έχουν τις ίδιες διαστάσεις που έχουν συνήθως τα εδώλια σε άλλα ελληνικά
θέατρα, δηλ. ύψος 0,35 μ. περίπου και πλάτος 0,70 μ. περίπου. Επιπλέον πρόκειται για απλά εδώλια (“simple type” of
seating), πιθανόν ένδειξη αρχαιότητας ή επαρχιωτισμού, βλ. Frederiksen 2000, 145-146.
7 Στη μελέτη του Dr. R. Frederiksen, που αφορά στα βασικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά 98 αρχαίων ελληνικών θεά-
τρων, κλίμακες ή τουλάχιστον κεκλιμένα επίπεδα (ράμπες) εμφανίζονται ως καθολικό φαινόμενο, βλ. Frederiksen 2000,
135-175.

332
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΛΥΔΩΝΑΣ, 2011-2013

Η ορχήστρα του θεάτρου της Καλυδώνας είναι παραλληλόγραμμη με διαστάσεις 16,10 μ. κατά τον
άξονα Α.-Δ. και 14,80 μ. κατά τον άξονα Β.-Ν. (εικ. 6α-β). Καταλαμβάνει δε χώρο έκτασης 238 τ.μ.
περίπου. Παρόμοια διαμόρφωση παρουσιάζει η ορχήστρα του θεάτρου του Ευωνύμου στους Τράχωνες
Αλίμου στην Αθήνα8. Το δάπεδό της ορχήστρας του δικού μας θεάτρου αποτελείται από σκληρό, καλά
πατημένο χώμα, το οποίο περιέχει μικρές πέτρες και εδράζεται στο επίπεδο βραχώδες υπέδαφος. Είναι
λοιπόν σαφές ότι για τη διαμόρφωση του δαπέδου έγιναν επιχωματώσεις με αργούς λίθους και χώμα9.
Διερευνητική ανασκαφική τομή στο παραπάνω τμήμα αποκάλυψε στα βαθύτερα στρώματα τα θεμέλια
και τις σχηματισθείσες επιχώσεις των ύστερων αρχαϊκών και των πρώιμων κλασικών χρόνων, που
προέρχονταν από οικιστική εγκατάσταση στην περιοχή, η οποία προϋπήρχε πριν από την ανέγερση του
θεάτρου. Περιμετρικός αγωγός συλλογής και απορροής των ομβρίων υδάτων δεν υπήρχε. Είναι πολύ
πιθανό ότι στην απομάκρυνσή τους συνέβαλε η κλίση του εδάφους προς τα ΝΑ.
Το σκηνικό οικοδόμημα αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, χαρακτηριστικό δείγμα σκηνής της
ελληνιστικής εποχής. Απαρτίζεται από το προσκήνιο, τη σκηνή και δυο κεκλιμένα επίπεδα ανόδου
(ράμπες) εκατέρωθεν (εικ. 7). Το προσκήνιο, διαστ. 12,20 x 2,40 μ., βρίσκεται μεταξύ της ορχήστρας και
του μπροστινού τοίχου της σκηνής. Σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση διατηρείται ο στυλοβάτης του, πάνω
στον οποίο εδράζονταν 10 ιωνικοί ημικίονες, συμφυείς με πεσσούς (εικ. 8). Αποτελείται από στενόμα-
κρους λίθους, οι οποίοι στο κέντρο και κατά μήκος φέρουν χαμηλή εξοχή. Παρόμοια διαμόρφωση συνα-
ντάμε στα θέατρα της Στράτου10, του Ωρωπού και της Θάσου. Κάθε αρμός των λίθων του στυλοβάτη
αντιστοιχεί στη βάση ενός ημικίονα, όπου έχει λαξευτεί τετραγωνική εγκοπή για την τοποθέτηση των
ξύλινων εμπολίων. Στην εσωτερική πλευρά του στυλοβάτη έχουν λαξευτεί μικρές κυκλικές εγκοπές για
τη στήριξη των ξύλινων πινάκων που αποτελούσαν το σκηνογραφικό φόντο των παραστάσεων. Στο
κεντρικό μετακιόνιο διάστημα οι εγκοπές διατηρούν ίχνη περιστροφής, τα οποία προφανώς οφείλονται
στην ύπαρξη θυρόφυλλων, ομοίων με τα ακραία μετακιόνια. Οδηγούμεθα στο συμπέρασμα ότι υπήρχε
μία κεντρική θύρα και δύο πλαϊνές, όπως στο θέατρο των Οινιαδών11. Οι βάσεις των ιωνικών ημικιόνων,
διαμ. 30 εκ., είναι κατασκευασμένες από πωρόλιθο και επιχρισμένες με ασβεστοκονίαμα.
Λιγοστά τμήματα των κιόνων εντοπίστηκαν κατά την τελευταία ανασκαφή, καθώς επίσης και δύο
ιωνικά κιονόκρανα, ένα εκ των οποίων ανήκει στο γωνιακό δυτικό κίονα και διατηρεί τους τρεις έλικες,
χρονολογούμενα πιθανόν στον 3ο αι. π.Χ. Το ύψος των κιόνων δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ασφάλεια.
Με μία όμως πρώτη εκτίμηση μπορεί να έφθανε τα 2 μ. Αρχιτεκτονικά μέλη από πωρόλιθο που βρέθηκαν σε
ανασκαφική τομή στην ανατολική πάροδο, ανήκουν σε αρράβδωτους ημικίονες, που κοσμούσαν πιθανόν
το προσκήνιο προηγούμενης οικοδομικής φάσης, είτε αποτελούσαν μέλη της διακόσμησης θυρώματος
των παρόδων. Από το επιστύλιο δεν εντοπίστηκαν τμήματα, ενώ κάποια θραύσματα αρχιτεκτονικών
μελών από πωρόλιθο, επιχρισμένα είναι πιθανό να ανήκουν στο γείσο του προσκηνίου. Ανευρέθησαν
επίσης αρκετά τμήματα δοκών από ψαμμίτη που χρησιμοποιούνταν για τη στήριξη του ξύλινου δαπέδου
του λογείου. Παρόμοιες δοκοί βρέθηκαν στο θέατρο της Νέας Πλευρώνας12, ενώ άλλα παραδείγματα
λίθινων δοκών προέρχονται από τα θέατρα Ωρωπού, Θάσου και Πριήνης. Από τα κινητά ευρήματα στον
χώρο του προσκηνίου ξεχωρίζει μικρός χάλκινος κύλινδρος με τρεις συμφυείς οδοντωτούς τροχούς,
πιθανόν εξάρτημα για την κίνηση και αλλαγή των κινητών σκηνικών.
Κατά μήκος του στυλοβάτη προς την πλευρά της ορχήστρας υπάρχει πήλινος αγωγός (εικ. 9), του
οποίου η λειτουργία παραμένει ακόμη ασαφής, και απολήγει ανατολικά και δυτικά σε δύο μικρά κτιστά
φρεάτια-δεξαμενές, που δεν έχουν διέξοδο απορροής. Είναι επιχρισμένα ως τον πυθμένα με υδραυ-
λικό κονίαμα. Η χρήση τους είναι αβέβαιη μέχρι τώρα, αν και είναι σίγουρο πως δεν εξυπηρετούσαν
αποχετευτικές λειτουργίες του θεάτρου. Αυτό που φαίνεται σίγουρο είναι ότι νερό ή κάποιο άλλο υγρό

8 Tzaxou-Alexandri 1999, 420-423.


9 Παρόμοια διαμόρφωση του δαπέδου της ορχήστρας έχει διαπιστωθεί σε λίγες περιπτώσεις θεάτρων, όπως π.χ. στο θέα-
τρο της Σολούς στη βόρεια ακτή της Σικελίας ή στο θέατρο της Κορίνθου.
10 Schwandner 2006, 533-537. Κολώνας κ.ά. 2009, 49, εικ. 42.
11 Γώγος 2004, 157-174, σχ. 19, 21.
12 Fiechter 1931, 21-23, πίν. 10. Κολώνας – Σταμάτης 2016, 122-129, σχ. 41.

333
O. BIKATOY, R. FREDERIKSEN

κατέληγε στη δυτική δεξαμενή και όταν γέμιζε ξεχείλιζε άνοιγμα σε χαμηλότερο επίπεδο, καταλήγοντας
στον πήλινο αγωγό, παράλληλο με το προσκήνιο. Κατά την έρευνα του πήλινου αγωγού το 2011 διαπιστώ-
θηκε πως κατέληγε στη δεύτερη δεξαμενή ανατολικά. Στην τελευταία δεν εντοπίστηκε κάποιο άνοιγμα
για την εκροή του υγρού, σημαντικό στοιχείο για την ερμηνεία της χρήσης του. Και οι δύο λουτήρες ήταν
κατασκευασμένοι από αδρά επεξεργασμένους λίθους και επιχρισμένοι με κονίαμα εσωτερικά. Τμήμα του
δαπέδου του προσκηνίου διατηρήθηκε στη δυτική πλευρά του, αποτελούμενο από οπτόπλινθους πλήρεις
ή μισές και μια λίθινη πλάκα.
Πίσω από το προσκήνιο διαμορφώνεται η σκηνή, εσωτ. διαστ. 12,25 x 3,50 μ., η οποία επικοινωνεί
με το προσκήνιο μέσω μικρού ανοίγματος στον βόρειο τοίχο της (εικ. 10). Ο νότιος τοίχος της σκηνής,
που έχει αποκαλυφθεί σε μήκος 14,70 μ., αποτελεί τον αναλημματικό τοίχο του όλου οικοδομήματος.
Διατηρείται σε ύψος πέντε δόμων μαζί με την ευθυντηρία και έχει μεγαλύτερο μήκος από το υπάρχον
σκηνικό οικοδόμημα. Προφανώς αποτελούσε μέρος της τοιχοδομίας της παλαιότερης σκηνής, η οποία
είχε μεγαλύτερο μήκος και ενσωματώθηκε στο νέο συγκρότημα κατά τις εργασίες προσθήκης του πρώτου
ορόφου. Στο εσωτερικό της σώζεται η θεμελίωση πεσσοστοιχίας τεσσάρων ελεύθερων πεσσών και δυο
ακραίων σε επαφή με τους πλαϊνούς τοίχους, οι οποίοι χώριζαν τη σκηνή σε δυο κλίτη και στήριζαν το
δάπεδο του ορόφου (εικ. 11). Η πεσσοστοιχία κατασκευάστηκε είτε συγχρόνως με τη σκηνή είτε σε
μεταγενέστερη οικοδομική φάση. Εξωτερικά της σκηνής αποκαλύφθηκε κατασκευή, διαστ. 1,70 x 3,30
μ., που πιθανόν ταυτίζεται με υποδομή κλίμακας ανόδου στο ισόγειο της (εικ. 10). Η κατασκευή της κλί-
μακας υπαγορεύτηκε λόγω της απότομης κατωφέρειας και μεγάλης κλίσης του εδάφους στο σημείο αυτό.
o Ανατολικά και δυτικά του σκηνικού οικοδομήματος αποκαλύφθηκαν οι επικλινείς ράμπες, πλάτους
4,50 μ., που οδηγούσαν στον πρώτο όροφο της σκηνής, δηλαδή το λογείο. Αποτελούνται από δύο παράλ-
ληλους τοίχους με εσωτερικό γέμισμα από χώμα και λιθορριπή (εικ. 12). Η όψη τους προς τις παρόδους
είναι ιδιαιτέρως επιμελημένη, όπως φαίνεται στον τοίχο της δυτικής ράμπας, που είναι και η καλύτερα
διατηρημένη. Μέλη από πωρόλιθο αποτελούσαν την επίστεψη της κεκλιμένης επιφάνειας. Οι τοίχοι των
ραμπών δεν είναι παράλληλοι με τους τοίχους της σκηνής, αλλά αποκλίνουν προς το Νότο. Από την κλίση
της δυτικής ράμπας οδηγηθήκαμε στη διαπίστωση, ότι ο πρώτος όροφος της σκηνής βρισκόταν σε ύψος
3 μ. περίπου από το επίπεδο της ορχήστρας.
Από την μέχρι τώρα εξέταση του μνημείου έχουν αναγνωριστεί δύο κύριες οικοδομικές φάσεις. Η
πρώτη αφορά στο κοίλο, στις θεμελιώσεις των αναλημματικών τοίχων του και στην ορχήστρα και η
δεύτερη στη σκηνή. Φαίνεται ότι αρχικά κατασκευάστηκαν οι κατώτερες σειρές των εδωλίων και λίγο
αργότερα προστέθηκαν οι υπόλοιπες. Υπολογίζεται ότι οι σειρές των εδωλίων ήταν 32, χωρίς ωστόσο να
l αποκλείεται η ύπαρξη και άλλων ψηλότερα. Η χωρητικότητα του θεάτρου υπολογίζεται σε 6.400 θεατές
με πλάτος 45 εκ. ανά θεατή. Φαίνεται λοιπόν ότι είναι μεγαλύτερο από το θέατρο των Οινιαδών και της
s Νέας Πλευρώνας.
Η δεύτερη οικοδομική φάση αφορά στο σκηνικό οικοδόμημα και στις ράμπες. Το αρχικά ισόγειο
σκηνικό οικοδόμημα της κλασικής περιόδου απέκτησε στα ελληνιστικά χρόνια όροφο και προσκήνιο με
κιονοστοιχία. Για τον όροφο της σκηνής δεν διαθέτουμε επαρκή στοιχεία. Πιθανότατα διαμορφωνόταν
με θυρώματα, όπως τα παράλληλα θέατρα των Οινιάδων και της Στράτου και θα καλυπτόταν με δίρριχτη
η τετράρριχτη στέγη.
Παλαιότερα είχε διατυπωθεί η άποψη ότι οι εννέα κατώτερες σειρές των εδωλίων, που στις γωνίες
συγκλίνουν σχηματίζοντας ορθή γωνία, πιθανόν να αποτελούσαν μέρος βουλευτηρίου προγενέστερου του
θεάτρου13, το κοίλο του οποίου στη συνέχεια επεκτάθηκε ψηλότερα για να καλύψει τις ανάγκες θέασης
ενός θεάτρου. Η επικρατέστερη άποψη μετά και την ολοκλήρωση της νεότερης ανασκαφικής έρευνας14

13 Μαστροκώστας 1967, 320.


14 Μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφής του θεάτρου, με χορηγεία του σωματείου ΔΙΑΖΩΜΑ, συντάχθηκε μελέτη απο-
κατάστασης και ανάδειξής του από τον αρχιτέκτονα Ν. Χατζηδάκη. Οι προτάσεις της αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης
αποτέλεσαν προϊόν συλλογικής εργασίας της ομάδας μελέτης και προέκυψαν έπειτα από συζητήσεις με την υπογραφο-
μένη, η οποία είχε και την επιστημονική ευθύνη της ανασκαφής του θεάτρου, και τον υπεύθυνο από πλευράς Ινστιτού-
του της Δανίας, αρχαιολόγο Dr. Rune Frederiksen.

334
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΛΥΔΩΝΑΣ, 2011-2013

δεν συμφωνεί με την παραπάνω υπόθεση, καθώς η κατασκευή ενός θεάτρου απαιτεί ολοκληρωμένο
σχεδιασμό με μεγάλης κλίμακας επιχώσεις και αντιστηρίξεις, που θα ήταν απίθανο να γίνουν μετά την
αρχική κατασκευή των κατώτερων σειρών των εδωλίων ακολουθώντας την ίδια κλίση. Ομοιότητες
αναγνωρίζονται με το θέατρο της Μακύνειας ως προς το υλικό κατασκευής, τη διαμόρφωση των εδωλίων
και του κοίλου, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, δεν παρουσιάζει το τυπικό κυκλικό σχήμα των αρχαίων
θεάτρων, αλλά ένα συνδυασμό ελλειψοειδούς και ευθύγραμμου σχήματος, και επιπλέον δεν διαθέτει
κλίμακες.
Ο δε συνδυασμός ορθογωνισμένων και ελλειψοειδών εδωλίων στο κατώτερο και το ανώτερο τμήμα
του κοίλου αντίστοιχα, ενδεχομένως μπορεί να ερμηνευθεί ως εξής: σε αντίθεση με το ημικυκλικό κοίλο
ενός θεάτρου, το οποίο δίνει τη δυνατότητα σε όλους τους θεατές να κοιτούν προς το κέντρο της ορχήστρας
και με την ίδια γωνία, το ίδιο δεν συμβαίνει σ’ ένα θέατρο με ορθογώνιο κοίλο, στο οποίο, εάν κάποιος
θεατής επιλέξει να καθίσει κοντά στα σημεία που γωνιάζουν η μεγάλη πλευρά με τις δύο μικρότερες,
είναι προφανές ότι δεν βλέπει κατευθείαν προς το κέντρο της ορχήστρας. Ωστόσο, αυτό δεν δημιουργεί
ιδιαίτερα προβλήματα στις κατώτερες σειρές, αλλά στις περιπτώσεις που το κοίλο διαθέτει πολλές σειρές
εδωλίων, τότε οι θεατές που κάθονται στις δύο στενές πλευρές του κοίλου και στα ψηλότερα εδώλια,
δεν θα έβλεπαν καθόλου προς την ορχήστρα, αλλά θα έπρεπε να στρέψουν το σώμα τους, προκειμένου
να έχουν καλύτερη οπτική με τα δρώμενα στην ορχήστρα και το λογείο του σκηνικού οικοδομήματος.
Επομένως, ίσως αυτός είναι ένας λόγος, ανεξαρτήτως εάν το οικοδόμημα έχει κατασκευαστεί σε δύο
φάσεις ή όλο μαζί ταυτόχρονα, για τον οποίο επελέγη οι κατώτερες σειρές των εδωλίων να σχηματίζουν
ορθές γωνίες, ενώ οι ανώτερες να ακολουθούν τη συνήθη καμπύλη διάταξη. Επομένως, η επιλογή του
σχήματος του κοίλου φαίνεται ότι έχει άμεση σχέση με το μέγεθος του θεάτρου. Στην αρχή της ιστορίας
του ελληνικού θεάτρου, όταν τα κτίσματα ήταν μικρότερα από τα μεταγενέστερα μεγαλύτερα, δεν
αποτελούσε ιδιαίτερο πρόβλημα να χρησιμοποιούνται παραλληλόγραμμα ή άλλα ιδιόμορφα σχήματα
για το κοίλο και την ορχήστρα. Προς τα μέσα όμως του 4ου αι. π.Χ. με την αύξηση του ποσοστού των
θεατών και της δημοτικότητας του αρχαίου δράματος, γεννήθηκε η ανάγκη του ημικυκλικού κοίλου, το
οποίο εξασφαλίζει καλύτερη και απρόσκοπτη θέαση προς το κέντρο της ορχήστρας.
Από τα έως τώρα ανασκαφικά δεδομένα και τη μελέτη των κινητών ευρημάτων έχει διαπιστωθεί, ότι
η χρήση του θεάτρου διαρκεί από τον 4ο αι. π.Χ. έως το τέλος της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου. Στον
χώρο της σκηνής και κυρίως στα τμήματα των παρόδων έχουν αποκαλυφθεί οικοδομικά κατάλοιπα μιας
ακόμα μεταγενέστερης φάσης από αυτής του θεάτρου, που δείχνουν ότι η χρήση του χώρου συνεχίστηκε
τουλάχιστον μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η ανασκαφική έρευνα στο χώρο του θεάτρου15 (εικ. 13)
απέδωσε περίπου 25.000 όστρακα κεραμικής, χωρίς να υπολογίζουμε τις κεράμους. Επιπλέον βρέθηκαν
και 290 μετάλλινα αντικείμενα και αρκετά αρχιτεκτονικά μέλη. Εκτός των τμημάτων των κιόνων από
το προσκήνιο που αναφέραμε πιο πάνω, εντοπίστηκε κι ένας σημαντικός αριθμός λίθινων θραυσμάτων

15 Ευχαριστίες οφείλονται στο ίδρυμα Carlsberg για τη χρηματοδότηση του ανασκαφικού προγράμματος, στους Δημάρ-
χους της Ι. Π. Μεσολογγίου, Παναγιώτη Κατσούλη και Νικόλαο Καραπάνο, στον αγαπητό φίλο και συνάδελφο Γιάννη
Μόσχο, στους αρχαιολόγους Νίκη Ράλλη και Γεώργιο Σταμάτη, που επέβλεπαν καθημερινά τις εργασίες πεδίου, στον
τοπογράφο-μηχανικό της Εφορείας μας, κ. Γεώργιο Λώλο, στον αρχιτέκτονα μηχανικό Νικόλαο Χατζηδάκη, στους
αρχιτεχνίτες της Εφορείας μας Αποστόλη Ζαρκαδούλα και Γρηγόρη Διαμαντόπουλο, στον φύλακα αρχαιοτήτων Γεώρ-
γιο Μάνθο, σε όλους τους Δανούς φοιτητές και τις φοιτήτριες που συμμετείχαν όλα αυτά τα χρόνια στην ανασκαφή του
θεάτρου, καθώς επίσης στον Πρόεδρο, Σπύρο Ζαρκάδα, και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Πολιτιστικού
Συλλόγου Ευηνοχωρίου, «Η αρχαία Καλυδώνα», στον Πρόεδρο, Πάνο Δασκαλάκη, και στα μέλη του Διοικητικού Συμ-
βουλίου του Πολιτιστικού Συλλόγου Ευηνοχωρίου «Άγιος Ιωάννης», καθώς και στους κατοίκους της τοπικής κοινότη-
τας Ευηνοχωρίου, οι οποίοι έχουν αγκαλιάσει αυτήν την προσπάθεια. Το ενδιαφέρον τους αποδείχθηκε έμπρακτα με τη
θέρμη που έδειξαν σε εκδήλωση παρουσίασης των αποτελεσμάτων της ανασκαφής που πραγματοποιήθηκε το καλο-
καίρι του 2012 στην κεντρική πλατεία του χωριού. Τέλος ευχαριστούμε τον Πρόεδρο του Σωματείου «ΔΙΑΖΩΜΑ», κ.
Σταύρο Μπένο, για την συμπαράστασή του όλα αυτά τα χρόνια της ανασκαφής του θεάτρου, αλλά και για την εκδή-
λωση που διοργάνωσε στο Μέγαρο Μουσικής στην Αθήνα, στις 02.06.2016, όπου η υπογράφουσα παρουσίασε τα απο-
τελέσματα της ανασκαφής.

335
O. BIKATOY, R. FREDERIKSEN

από ασβεστόλιθο σε κακή κατάσταση διατήρησης, τα οποία συνελέγησαν από την έρευνα του σκηνικού
οικοδομήματος. Αρκετά από αυτά έφεραν επεξεργασία στις τρεις πλευρές και διατηρούν ίχνη κονιάμα-
τος. Αυτά τα μικρότερα κομμάτια πιθανόν να προέρχονται από το θριγκό του προσκηνίου.
Η πλειονότητα των συντηρημένων οστράκων ανήκει σε αγγεία πόσεως (σκύφοι και κάνθαροι),
εκχύσεως (υδρίες), αποθήκευσης και μεταφοράς (αμφορείς), ενώ εντοπίστηκε ένας σημαντικός αριθμός
οστράκων από μαγειρικά σκεύη, 197 περίπου στον αριθμό, που προέρχονται από χύτρες και λοπάδια.
Όλες οι κατηγορίες της κεραμικής ανήκουν σε κοινούς τύπους αγγείων που μπορούν να χρονολογηθούν
στην πρώιμη ελληνιστική εποχή, δηλ. τέλη 4ου - αρχές 3ου αι. π.Χ. Η μεγάλη ποσότητα των μαγειρικών
σκευών, σε συνδυασμό με την αποκάλυψη αποσπασματικά σωζόμενων τοιχοποιιών αμελούς κατασκευής
από οικία, μας παρέχουν περισσότερες ενδείξεις, ότι η δυτική πλευρά του θεάτρου χρησιμοποιήθηκε
μεταγενέστερα για οικιακή ή επαγγελματική χρήση. Υπολείμματα εστίας, όπως κάρβουνο, βρέθηκαν
στο μέσο περίπου της δυτικής παρόδου, ενώ σε χαμηλότερο επίπεδο εντοπίστηκαν ίχνη κονιάματος,
που προέρχονται από την εξωτερική όψη του τοίχου της παρόδου. Επιπλέον, η εύρεση ενός λίθινου
γουδιού (ιγδίου) ενισχύει την άποψη αυτή16. Ο χώρος μάλιστα της δυτικής παρόδου φαίνεται ότι ήταν
στεγασμένος, όπως υποδηλώνει η εύρεση αρκετών ήλων στο σημείο αυτό.
Η ανασκαφή του θεάτρου της αιτωλικής Καλυδώνας, προϊόν αγαστής συνεργασίας της Εφορείας
Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος και του Ινστιτούτου της Δανίας στην Αθήνα, στόχο έχει
αφενός την αποκάλυψη και συστηματική έρευνα αυτού του σημαντικού μνημείου της αρχαίας πόλης, που
καταδεικνύει το υψηλό πολιτιστικό επίπεδο των κατοίκων της, αφετέρου να διαφωτίσει αρχαιολογικά
o ζητήματα που σχετίζονται με την ιδιαιτερότητά του ως προς τη μορφή της ορχήστρας και του κοίλου,
τις κατασκευαστικές φάσεις και την ακριβέστερη χρονολόγησή τους. Η οριστική δημοσίευση των
αποτελεσμάτων της ανασκαφής του μνημείου αναμένεται να συμβάλει στην αποσαφήνιση των θεμάτων
αυτών, ενώ ταυτόχρονα η υλοποίηση της μελέτης αποκατάστασης και ανάδειξής του σε συνδυασμό και
με τις πρόσφατες εργασίες ανάδειξης ενός ακόμη σπουδαίου μνημείου της πόλης, του Ηρώου, θα προσ-
δώσει στην πόλη την εικόνα ενός οργανωμένου επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου, ενταγμένου στο
δίκτυο των επισκέψιμων μνημείων και χώρων της παράλιας Αιτωλίας (Μακύνεια, Χαλκίδα, Ρωμαϊκές
Θέρμες Αγίου Θωμά, Πλευρώνα).

16 Ένα παρόμοιο ιγδίο βρέθηκε σε οικία στην Καλλίπολη της Αιτωλίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε οτι ιγδία μας είναι επίσης
γνωστά από παραστάσεις αγγείων, στις οποίες γυναίκες αποφλοίωναν καλαμπόκι με γουδοχέρι.

336
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΛΥΔΩΝΑΣ, 2011-2013

ΑΒSTRACT

EXCAVATIONS OF THE THEATRE AT KALYDON, 2011-2013

Οlympia Vikatou Rune Frederiksen

The Danish Institute at Athens and the 36th Ephorate in Mesolonghi have been working together since
2011 on the excavation of the ancient theatre at Kalydon. The theatre was found by E. Mastrokostas
in 1963 in connection with construction work for the then new road going between Nafpaktos and
Mesolonghi. Only very little excavation was done back then and only a few lines entered the Deltion.
The Greek-Danish excavations in 2001-3 exposed great parts of the theatre, but it was not before our
present synergasia that we are beginning to see the end of this fairly huge undertaking.
In the campaign of 2013 the theatre was almost completely excavated, most of it drawn, and in
2014 we will begin the intensive studies of the excavated structures and finds, both the architecture
and all the various categories of other finds.
The theatre at Kalydon is interesting because it has a koilon and orchestra of rectangular form,
a design only rarely found in ancient Greek theatre architecture, and never before in so perfect
preservation as the one in Kalydon. The scene building, with its Ionic proskenion and sloping ramps,
as we know them from Stratos, is more conventional.
The excavations have disclosed many interesting details about the construction of the theatre
and the individual architectonical elements. There may have been two phases in the planning of the
orchestra and perhaps in the construction of the koilon.
Preliminary studies of the pottery point towards a construction of the scene building around 300
BC and the theatre perhaps seized to be a theatre in the 2. half of the 2. cent. BC, where apparently
a number of houses and a possible workshop were built in the area of the parodoi and in the scene
building.

337
O. BIKATOY, R. FREDERIKSEN

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Βικάτου – Σαράντη 2013 Ο. Βικάτου – Φ. Σαράντη, Ο αρχαιολογικός χώρος και το Ηρώο Καλυδώνας,
YΠ.ΠΟ.Α.-ΛΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α., Ι. Π. Μεσολογγίου.
Γώγος 2004 Σ. Γώγος, Το αρχαίο θέατρο των Οινιαδών, Αθήνα
Κολώνας 1992/1993 Λ. Κολώνας, Η Μακύνεια μέσα από τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες,
Ναυπακτιακά ΣΤ΄ ,79-95.
Κολώνας κ.ά. 2009 Λ. Κολώνας – Μ. Σταυροπούλου-Γάτση – Γ. Σταμάτης, Τα αρχαία θέατρα της
Αιτωλοακαρνανίας, Αθήνα.
Κολώνας – Σταμάτης 2016 Λ. Κολώνας – Γ. Σταμάτης, Πλευρώνα - Οινιάδες - Πάλαιρος. Προστασία,
έρευνα και ανάδειξη τριών αρχαίων πόλεων του νομού Αιτωλοακαρνανίας,
ΥΠ.ΠΟ.Α. - ΕΦΑ Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος, Αθήνα.
Μαστροκώστας 1967 Ευθ. Μαστροκώστας, Καλυδών, ΑΔ 22, Μέρος Β΄2 - Χρονικά, 320.
Σωτηριάδης 1908 Γ. Σωτηριάδης, Ἀνασκαφαί ἐν Αἰτωλίᾳ καὶ Ἀκαρνανίᾳ, ΠΑΕ 1908, 96-100.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Bieber 1961 M. Bieber, The History of the Greek and Roman Theater, Princeton.
Dietz κ.ά. 2007 S. Dietz – L. Kolonas – I. Moschos – M. Stavropoulou-Gatsi, Archaeologi-
cal field work in ancient Kalydon 2001-2004: first preliminary report, στο E.
Hallager – J. T. Jensen (επιμ.), PDIA, vol. V, Athens, 35-60.
Dörpfeld – Reisch 1896 W. Dörpfeld – E. Reisch, Das griechische Theater, Athens.
Dyggve κ.ά. 1934 E. Dyggve – Fr. Poulsen – K. A. Rhomaios, Das Heroon von Kalydon,
Kοpenhagen.
o Dyggve – Poulsen 1948 E. Dyggve – Fr. Poulsen, Das Laphrion. Der Tempelbezirk von Kalydon,
Kopenhagen.
Fiechter 1931 E. Fiechter, Die Theater von Oiniadai und Neu Pleuron. Antike griechische
Theaterbauten II, Stuttgart.
Frederiksen 2000 R. Frederiksen, Typology of the Ancient Greek Theatre Building in Late Clas-
sical and Hellenistic Times, στο S. Isager – I. Nielsen (επιμ.), PDIA, vol. III,
Athens, 135-175.
Frederiksen κ.ά. 2015 R. Frederiksen – E. Gebhard – A. Sokolicek (επιμ.), The Architecture of the
Ancient Greek Theatre. Conference at the Danish Institute at Athens, 27-30
January 2012, Monographs of the Danish Institute at Athens, vol. 17, Aarhus.
Frederiksen 2015 R. Frederiksen, Early Greek Theatre Architecture: Monumentalized koila
before and after the invention of the semicircular design, στο R. Frederiksen
κ.ά. 2015, 81-95.
Hackens 1968 T. Hackens στο H. F. Mussche (επιμ.), Thorikos I, Gent, 105-118.
Hackens 1967 T. Hackens στο H.F. Mussche (επιμ.), Thorikos III, Gent, 75-96.
l Junker 2004 K. Junker, Vom Theatron zum Theater, AK 47, 10-33.
Schwandner 2006 E.-L. Schwandner, Die Ausgrabung in der antiken Stadt Stratos (Aitoloakarna-
s nia) und der Survey des Stadtgebietes “Stratike, στο Α΄ Σύνοδος, 531-540.
Stiros κ.ά. 2005 S. Stiros – P. Psimoulis – C. Kolonas, The Theatre of Aitolian Makyneia, BSA
100, 299-313.
Tzaxou-Alexandri 1999 O. Tzaxou-Alexandri, The Original Plan of the Greek Theatre Reconsidered:
the theatre at Evonymon of Attica στο R. F. Docter – E. M. Moorman (επιμ.),
Proceedings of the XVth International Congress of Classical Archaeology,
Amsterdam, July 12-17, 1998: classical archaeology towards the Third Millen-
nium: reflections and perspectives, Amsterdam, 420-423.
Vikatou κ.ά. 2014 O. Vikatou – R. Frederiksen – S. Handberg, The Danish-Greek Excavations
at Kalydon, Aitolia: The Theatre. Preliminary report from the 2011 and 2012
campaigns, στο R. Frederiksen – S. Handberg (επιμ.), PDIA, vol. VII, Athens,
221-234.

338
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΛΥΔΩΝΑΣ, 2011-2013

Eικόνα 1. Αεροφωτογραφία του θεάτρου μετά την ολοκλήρωση της α΄ φάσης ανασκαφής του το 2003.

Eικόνα 2. Αεροφωτογραφία του θεάτρου μετά την ολοκλήρωση της β΄ φάσης ανασκαφής του το 2013.

339
O. BIKATOY, R. FREDERIKSEN

Eικόνα 3. Λεπτομέρεια των εδωλίων από το κατώτερο τμήμα του κοίλου.

Eικόνα 4. Εδώλια από το ανώτερο τμήμα του κοίλου.

340
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΛΥΔΩΝΑΣ, 2011-2013

Eικόνα 5. Τμήμα του κοίλου, όπου λείπουν σειρές εδωλίων από τις εργασίες εκσκαφής για την κατασκευή της Εθνικής
Οδού Αντιρρίου-Ιωαννίνων.

Eικόνα 6α. Αεροφωτογραφία του θεάτρου μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφής το 2013.

341
O. BIKATOY, R. FREDERIKSEN

Eικόνα 6β. Κάτοψη του θεάτρου (σχ. Ν. Χατζηδάκης).

Eικόνα 7. Γενική άποψη του θεάτρου από Δ.

342
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΛΥΔΩΝΑΣ, 2011-2013

Eικόνα 8. Άποψη του σκηνικού οικοδομήματος από Α.

Eικόνα 9. Ο πήλινος αγωγός κατά μήκος του στυλοβάτη του προσκηνίου.

343
O. BIKATOY, R. FREDERIKSEN

Eικόνα 10. Άποψη του σκηνικού οικοδομήματος από Δ.

Eικόνα 11. Το εσωτερικό της σκηνής.

344
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΛΥΔΩΝΑΣ, 2011-2013

Eικόνα 12. Γενική άποψη της δυτικής ράμπας του σκηνικού οικοδομήματος από B.

Eικόνα 13. Γενική άποψη του θεάτρου μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφής του από Ν.

345
o

346
EXCAVATIONS ON THE LOWER ACROPOLIS PLATEAU
IN KALYDON

Olympia Vikatou Søren Handberg

Since 2013, a Danish-Greek collaborative project has carried out archaeological investigations on the
so-called Lower Acropolis of Kalydon in Aitolia1. The framework of the project includes excavations
in two different locations on the Lower Acropolis plateau, and a full topographical survey of the
whole area of the ancient city. In this article, we present some of the preliminary results of the
investigations carried out through four campaigns.
The project’s initial aim was to obtain more detailed knowledge of the early phases of the history
of the city, primarily the Geometric and Archaic periods. Previous archaeological investigations
in Kalydon had primarily revealed traces of the Hellenistic city, such as the Heroon excavated in
the 1920-30s and the possible Hellenistic palace on the Central Acropolis, as well as the Peristyle
House and the theatre in the Lower City2. The excavations carried out in the 1920-30s, and again
during the first decade of the 21st century, have only revealed a few traces of the early city: from the
extra-urban sanctuary of Artemis Laphria and a possible ritual deposit on the Central Acropolis3.
The acropolis of Kalydon covers approximately 3.5 hectares (35.000 m2) and is surrounded by a
substantial fortification wall (fig. 1). Before the excavations undertaken by the current project, the
date of construction of this fortification wall was uncertain, but it was thought to be earlier than the
city’s outer fortifications that encircle most of the city4. Therefore, it was decided to carry out limited
excavations at the fortification wall to ascertain the date of construction (Area II), and to excavate
another area in search of traces of the early city (Area I). Since 2015, another aim of the project has
been to map all the visible ancient remains in the area to create a complete topographical map of the
entire archaeological area. Although this project is not yet complete, some promising results have
already been achieved.

The acropolis fortification wall in Area II


In 2014 a trench measuring 5x5 m. (H30) was excavated in Area II on top of, and directly behind,
the fortification wall that encircles the edge of the Lower Acropolis plateau (fig. 2). The main aim of
exploring this area was to obtain evidence for the time of construction of the fortification wall.
The excavation in Trench H30, which overlapped with the fortification wall, revealed that the
Acropolis Wall was an approximately 3.6 m. thick, double-faced construction with a rubble and
earth fill between an exterior and interior wall. Five courses of ashlar blocks built in the isodomic
style, and reaching a total height of 2.2 m., are preserved in the exterior facade of the wall (fig.

1 The authors wish to thank the Greek Ministry of Culture and Sports for granting permission to carry out the fieldwork at
Kalydon. We are grateful to all participants in the project, but would especially like to thank Chr. Kaniou (field supervi-
sor 2013), G. Stamatis (field supervisor 2014–2016) and S. Barfoed (responsible for the registration of finds 2013-2016).
The fieldwork was made possible by financial support from the Carlsberg Foundation.
2 For previous work at Kalydon, see the following main publications: Poulsen – Rhomaios 1927. Dyggve et al. 1934.
Kalydon in Aitolia I. Vikatou et al. 2014. Frederiksen 2015, 89-91. Barfoed 2017. Frederiksen in this volume. Another
preliminary report of the excavations on the Lower Acropolis in Kalydon in 2013-2015, has been published in Vikatou
– Handberg 2017.
3 For Archaic remains on the Central Acropolis of Kalydon, see Dietz 2011b.
4 Dietz 2011a, 78.

347
O. VIKATOU, S. HANDBERG

3)5. Traces of the inner wall face, in the form of a single row of smaller blocks, running parallel to
the outer wall, were found in the approximate middle of the trench. The inner wall had been much
disturbed, and, at most, three courses may be recognized (fig. 4). Even though the interior wall of the
fortification is not well-preserved, the line of the wall represents the northern extent of the structure.
This is clearly seen in the profile of the eastern baulk of the trench, where the division between the
rubble fill of the wall and a fill layer north of, and behind, the interior wall is clearly demarcated.
The fill consists of a layer of darker soil tightly packed with stones of various sizes. To the north in
the profile, a completely different layer is clearly visible. This layer (Layer 3) is of a pale brownish
colour and does not include any stones. The layer is confined to the area north of the inner wall, and
did not continue into the rubble fill. The complete section of the acropolis wall is therefore clearly
visible in the eastern baulk in Trench H30. Layer 3 continues underneath the inner wall and seems
to represent a deliberate dumping of soil in the area prior to the construction of the fortification wall.
The layer contained a large amount of pottery, and other objects, dating to the Archaic period (fig. 5).
Both the fill-layer of the wall and the levelling fill behind the wall contained numerous fragments of
the so-called monochrome Akhaian-style kantharoi (fig. 5d-f)6. The preliminary study suggests that
the excavated fragments may originally have come from around ten individual kantharoi with low
bases and incurving upper bodies, which have been dated to the early Archaic period7. A fragment of
a kantharos, which might also be classified as belonging to the “Western Greek Kantharoi”, is known
from the previously mentioned Archaic deposit on the Central Acropolis of Kalydon8. Another
o fragment from a kantharos similar to the ones found at the fortification wall has been published
from a late Geometric-Archaic site that has been identified at Kryoneri at the foot of the Varassova
mountain, approximately 6 km. southeast of Kalydon9. Similar kantharoi dated to the late Geometric-
early Archaic period have been found at nearby Chalkis10.
Considering the large amount of very fragmented pottery found in these fill layers, it is likely that
their deposition was connected with a reorganization and clean-up of the Lower Acropolis plateau,
and that the finds should belong to an earlier phase of activity in this area.
An area measuring approximately 2x2 m in the eastern part of the fill layer between the exterior
and interior walls (Trench H30A) was excavated down to a depth of c. 0.60 m. A substantial amount
of pottery was also recovered from this trench. A preliminary study of the pottery suggests that all
fragments should be dated within a chronological period running from the late 8th to the early 5th
century BC. The latest pottery fragment that can be securely dated appears to be a rim fragment of an
l Attic black glossed cup-skyphos with concave rim, that can be dated to the early 5th century BC (fig.
6)11. The ceramic evidence therefore provides us with a terminus post quem in the late Archaic period
s for the construction of the Lower Acropolis fortification wall.

5 No excavation was carried out on the exterior side of the wall, so the total number of preserved courses therefore remains
unknown.
6 For an overview of the Akhaian kantharoi, see Papadopoulos 2001, with references.
7 The morphological distinction between an earlier and a later type is based on kantharoi from Olympia, see Gauer 1975,
but see also Papadopoulos 2001, 397-401.
8 Bollen 2011, 476, cat no. 29, 511 pl. 46, 2.
9 See Benton 1931/1932, 239, fig. 20.1. The precise findspot of the pottery published by Benton, as well as the ancient walls
identified by Poulsen and Rhomaios (1927, 50-51, taf. LIII) on the slope of the Varassova remains unknown, but they are
likely to belong to the same site/settlement(?) as the one that was partly excavated during rescue excavations in 2004, see
Stavropoulou-Gatsi 2005, 473-474.
10 See Dietz 1998, 289-291, fig. 26, no. 3; 295-296, fig. 28 nos. 3-4 (not published as kantharoi). A full publication and
discussion of the kantharoi from Chalkis, will be published by Sanne Houby-Nielsen in the forthcoming publication
Chalkis Aetolias II (cf. II.1.3.2 Western Greek-class kantharoi).
11 Cf. Sparkes – Talcott 1970, cat. no. 578, fig. 6.

348
EXCAVATIONS ON THE LOWER ACROPOLIS PLATEAU IN KALYDON

A Hellenistic house in Area I


The results of a previous geophysical survey, which was conducted on the plateau in 2001-2005,
revealed the existence of substantial architectural remains of what appeared to be a private house of
the Classical or Hellenistic period in this area12. During four excavation seasons in the years 2013-
2016, a house of the prostas type dating to the Hellenistic period was completely excavated in Area
I, which is located south of the eastern edge of the Central Acropolis, roughly in the middle of the
slightly sloping plateau (fig. 7).
The house complex covers ca. 161 m2 and consists of four rooms located in the eastern part of
the house, and a courtyard area in the western part. The entrance to the courtyard is located towards
the south and the entrance into the rooms was through a small porch from where there was access to
both Rooms 2 and 4. The roof of the porch was probably supported by a wooden pillar, which had
a large Corinthian pan tile as a base. The walls of the house were constructed with a combination of
larger, almost square, blocks and smaller irregularly shaped stones of sandstone. The walls are better
preserved in the northern part of the house, especially in the northwestern corner, where six courses
reaching a height of 1.5 m. have been preserved.

The rooms in the eastern part of the house


Room 1 in the northwestern corner of the house contained a debris-layer, which contained a large
amount of terracotta roof tiles of the Laconian type. The layer clearly represents the remains of a
collapsed roof structure (fig. 8). Several complete and semi-complete ceramic vessels were found in
situ underneath, and partly mixed in, with the many fragments of roof tiles. From the preliminary
study of the finds from the room, it is possible to identify the following vessels: a deep Hellenistic
lekane, a larger jug, a terracotta grill, a saucer, an unguentarium, a krater and an oil lamp (fig. 9).
These objects were certainly part of the original inventory of the room, when the roof collapsed.
The jug, the krater, the terracotta grill and the oil lamp were found together in the southeastern corner
of the room, where they had possibly been stored on a shelf, a table or in a wooden cupboard. The
lekane on the other hand was found facing upside down on a sloping outcrop of the bedrock, which
was exposed along the northern wall of the room. It possibly fell from a shelf during the destruction
of the house.
The krater and the terracotta oil lamp suggest a date sometime in the first half of the 2nd century
BC for the collapse of the roof. The krater has close typological parallels to the latest series of
kraters produced in Athens13. The oil lamp is typologically closest to Howland Type 43B, which R.
H. Howland dated to the second half of the 3rd century BC, or slightly later14. Hundreds of fragments
of painted stucco were found in the thick debris layer of the room, and an apparent lack of similar
stucco fragments in other parts of the house suggest that only Room 1 was decorated in this way15.
Room 2, located west of Room 1, included a rectangular hearth framed by elongated stones and a
built-up cooking stand situated against the back wall of the house (fig. 10). The floor area south of the
cooking stand and east of the hearth was covered by a thick layer of ash, which most likely represents
the continuous clean out of the hearth. A larger Corinthian pan tile was placed on top of the cooking
stand, no doubt to make a flat surface where food could be prepared. The cooking stand is located
on top of a raised platform and is framed by two mortar blocks. Between the cooking stand and the
mortar block to the left, several cooking ware pots were found. These vessels had been preserved
in situ because they were covered by roof tiles that had fallen on top on them when the house was
destroyed. Room 2 certainly seems to have been the kitchen of the house16. A door-opening that

12 Smekalova 2011.
13 Rotroff 2006, 105-107. Typologically, the krater from Room 1 is especially similar to cat. nos. 208 and 214.
14 Howland 1958, 134-135; the lamp from Room 1 is particularly similar to cat. no. 546.
15 See Vikatou – Handberg 2017 for additional information on the finds from Room 1.
16 See Foxhall 2007 for the difficulties with identifying kitchens in the ancient Greek world.

349
O. VIKATOU, S. HANDBERG

connected the kitchen with the porch was located close to the southwestern corner of the room, but
this opening was subsequently covered up.
The floor level of Room 3 to the south of Room 1 lies approximately half a metre lower than the
level of the floor in Room 1. To facilitate access between the two rooms, Room 3 had a staircase in
the northwestern corner (fig. 11). A tile layer covered much of Room 3, especially in the northern part
of the room. An ash layer was found situated on top of this tile layer. The composition of the finds,
which included larger pieces of pottery, bronze and iron objects, as well as numerous animal bones,
suggest that the deposit was a dump of refuse material which was deliberately placed in the room.
The dividing wall between Rooms 3 and 4 is much disturbed, but a door opening that connected
the two rooms most likely existed in antiquity. Room 4 could be entered from the porch area, but no
in situ assemblages of objects were identified in this room.

The courtyard
Several interesting features and structures were uncovered in the courtyard area in the western part
of the house (fig. 12). On the exterior of the western wall of Room 2 a small L-shaped structure was
identified. The structure abuts the western wall of Room 2, and three courses of stones are visible in
its best-preserved part. The northern part of the structure is still partly covered by wall debris from
the collapsed back wall of the house and its function remains uncertain. It might have served as a
support for the western wall of Room 2, as the foundation for a small shed or indeed as a base for a
o staircase, although this seems unlikely considering its location.
The most impressive structure in the courtyard is a round stone structure in the northwestern
corner of the courtyard. The structure measures ca. 2.6 m. in diameter and up to six courses of low
stone slabs have been preserved. The structure incorporates the bedrock in its foundation in the
western part, where the level of the bedrock is higher. The top of the structure is covered by several
larger terracotta slabs, which form a somewhat circular surface area. A few of the ca. 8 cm thick
terracotta plaques covering the round structure were removed during our fieldwork, and a small part
of the interior of the structure was excavated during the 2016 campaign (fig. 13). Inside the structure,
a ca. 20 cm. deep soil-layer was excavated, below which bedrock was reached. The soil excavated
from inside the structure contained very few finds, which consisted of a mixture of marine shells,
and smaller fragments of tile and pottery. The pottery, although difficult to date precisely, suggest
that the structure was constructed in the Hellenistic period. Similar round structures are known from
l other ancient sites in the Mediterranean, and it has been proposed that such round structures were
granaries17. This interpretation is supported by the recent publication of a similar, albeit smaller,
s structure from nearby Chalcis, where the structure was found in association with mill stones for
grinding grain18.
Immediately south of our round structure, two partly superimposed ovens were found. The upper
parts of the two ovens had been partly destroyed by several smaller stones from the adjacent wall,
that had fallen on top of them. The ovens are constructed of clay and show discoloration caused by
exposure to fire on the interior sides. A patch of dark soil to the east of the ovens was saturated with ash
and pieces of charcoal, and it most likely represents the cleanout of the kilns. An almost completely
preserved transport amphora was found overlying the southern oven. At the time of the collapse of
the oven, the amphora must have been standing up against it. The shape of the amphora is similar
to Hellenistic productions of northern Peloponnesian origin. The low neck, the short cylindrical
handles and the ovoid form of the body is close to the common Sikyonian AI-type, the production of

17 Guzzo 2013, who discusses the identification and presents evidence from Megara Hyblaea, Selinous, Himera and
Lefkandi. Other similar structures from Magna Graecia have been identified at Saturio (Lippolis et al. 2014) and
L’Amastuola (Crielaard – Burgers 2012, fig. 4, 8-9). On the Greek mainland, examples are known, for instance from
Halai (Coleman et al. 1992, 274-275).
18 Dietz – Bollen 2016, 94, figs. 61-62; Dietz 2016.

350
EXCAVATIONS ON THE LOWER ACROPOLIS PLATEAU IN KALYDON

which seems to have begun in Sikyon after the sack of Corinth in 146 BC19. Typologically, however,
the shape most likely drew on an earlier development, perhaps from Corinth. A preliminary date of
around the middle of the 2nd century BC for the amphora in the courtyard, fits the other evidence from
the house.
Approximately 1 m. southeast of the ovens, a rectangular structure made of smaller stones was
found. The structure measures 113.5 x 65.3 cm. and consists of a rectangular frame of two courses
of stones. The interior was filled with soil, and five smaller stones were used to cover the top of the
structure. The excavation of the interior of the structure produced very few finds, the chronology of
which remains to be determined. In the area surrounding the structure, at the original ground level of
the courtyard, several pieces of glass and fragments of Roman terra sigillata pottery were found. The
original function of this structure remains unclear, but it is possible that it might originally have been
a child grave, although no human remains were retrieved from the area.
In the southwestern corner of the courtyard an area covered with mortar was identified (fig. 14).
The mortar was attached to the two walls, and could be traced for a distance of ca. 1 m. A drain
running underneath the southern wall was likewise constructed of mortar. Even though the mortar
was only preserved along the walls, it seems that some sort of a mortar platform had originally
covered the southwestern corner of the courtyard. The purpose of the platform is not entirely clear,
but it was probably related to the use of water, which could be fed out of the courtyard area through
the drain. Pottery from the excavated layer beneath the mortar platform should, when studied in more
detail, provide a terminus post quem for its construction.
The original floor level of the courtyard can be estimated based on the lower levels of the ovens,
the rectangular structure, and the large Corinthian type pan tile used as a pillar support in the porch.
These measurements show that the level of the original ground surface was ca. 29 cm. higher at
the Corinthian pan tile in the eastern end of the courtyard, compared to the area at the ovens. It
seems, therefore, that the original surface of the courtyard sloped gently downwards towards the
southwestern corner of the courtyard.
This prostas house on the Lower Acropolis plateau is the first of its kind so far identified in
Kalydon. The future study and publication of the finds will provide us with a valuable chronological
fix-point for the local pottery sequence. In a broader sense, the house will, when studied in relation to
other monuments in the city, provide additional evidence for the reconstruction of life in Kalydon at
a time when the power of the Aitolian League was declining after the Roman conquest.

The topographical survey


In 2015 a comprehensive topographical survey of the ancient city was initiated. The aim of the
survey is to record all visible ancient monuments within the archaeological area of Kalydon, with the
purpose of creating a complete topographic map of the ancient city. Ancient structures and features
in the landscape were recorded and mapped through a combination of ground survey, with the aid of
a high-precision GPS system (Leica CS25 tablet with an accuracy of 1 cm.), and aerial photographs
of the site. The GPS coordinates of the structures are stored in a database and, through the application
of GIS-software, are plotted on a topographic map of the area.
So far, more than 200 individual structures, primarily wall-sections, have been recorded, measured
and plotted on the map. With this mapping of the visible ancient structures in the area, it is now
possible to identify a series of large terrace walls as well as several street sections in the eastern part
of the city. In 2016 a piece of the floor of a house constructed using the opus spicatum technique,
was found in the eastern part of the city. These finds strongly indicate the existence of a house of
the Roman period in the vicinity. A possible metal workshop area was also identified in the eastern
part of the city, which suggest that there were industrial areas in both the western and eastern parts

19 For the Sikyonian type, see Trainer – Stone 2015, 106-108 and Lawall et al. 2010, 396-397, both with further references.

351
O. VIKATOU, S. HANDBERG

of the city, since a pottery workshop is known from the western part of the city20. When the survey
is completed, the results can be combined with previous geophysical maps of the city, as well as the
excavated monuments, to produce a more comprehensive and reliable map of ancient Kalydon.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΣΤΗΝ


ΚΑΤΩΤΕΡΗ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΛΥΔΩΝΟΣ

Από το έτος 2013 και εξής στο πλαίσιο της δανο-ελληνικής συνεργασίας διενεργήθηκαν συστημα-
τικές ανασκαφές στην Κατώτερη Ακρόπολη της Καλυδώνος, με στόχο την ευρύτερη τοπογραφική
διερεύνηση της περιοχής και τον εντοπισμό καταλοίπων της αρχαϊκής πόλης.
Μια διερευνητική τομή διανοίχθηκε στο οχυρωματικό τείχος που περιβάλλει την ακρόπολη, με
σκοπό να καθοριστεί η χρονική φάση κατασκευής του. Η ανασκαφή έδειξε πως πρόκειται για τείχος
διπλής όψης με γέμισμα από χαλίκι, πλάτους 3.6 μ. Το γέμισμα περιείχε μεγάλες ποσότητες κεραμι-
κής που χρονολογείται από την ύστερη γεωμετρική έως την ύστερη αρχαϊκή περίοδο, και μας δίνει
ένα terminus post quem γύρω στο 480 π.Χ. για την κατασκευή του τείχους.
Επιπλέον, μια καλά διατηρημένη ελληνιστική οικία του τύπου με προστάδα ερευνήθηκε στο πλά-
τωμα της Κατώτερης Ακρόπολης. Η οικία διαθέτει τέσσερα δωμάτια και αύλειο χώρο στο δυτικό
της τμήμα. Ένα δωμάτιο περιείχε εστία και ένα μεγαλύτερο έδρανο κουζίνας. Στο βορειοανατολικό
δωμάτιο, ένα παχύ στρώμα καταστροφής από κεραμίδες στέγης είχε καλύψει το περιεχόμενο του χώ-
ρου. Μεταξύ άλλων αντικειμένων, στο δωμάτιο βρέθηκε κρατήρας και λύχνος που χρονολογούνται
στο πρώτο μισό του 2ου αι. π.Χ, ενώ στον αύλειο χώρο εντοπίσθηκαν τα θεμέλια μιας σιταποθήκης
και δυο ιπνοί.

20 For the kiln, see Ljung 2011.

352
EXCAVATIONS ON THE LOWER ACROPOLIS PLATEAU IN KALYDON

BIBLIOGRAPHY
Barfoed 2017 S. Barfoed, The cults of Kalydon. Reassessing the miniaturized votive objects, in Kr.
Winther-Jacobsen – R. Frederiksen – S. Handberg (eds), PDIA VIII, Aarhus, 131-148.
Bollen 2011 E. Bollen, 8.2 Pottery, lamps and miniatures from the Central Acropolis, in Kalydon
in Aitolia I, 455-518.
Coleman et al. 1992  J.E. Coleman – K. O’Neill – M. Pomeroy – K.E. Carr – A. Heafitz, Excavations at
Halai, 1990-1991, Hesperia 61.3, 265-289.
Crielaard – Burgers 2012 J. P. Crielaard – G.-J. Burgers, Greek colonists and indigenous populations at
L’Amastuola, southern Italy II, BABESCH 87, 69-106.
Dietz 1998 S. Dietz, A Catalogue of Selected Finds from the Excavations at Haghia Triadha,
1996, in S. Dietz – S. Isager (eds), PDIA II, Aarhus, 287-311.
Dietz 2011a S. Dietz, 1.5 The city – Inside and outside the walls, in Kalydon in Aitolia I, 77-81
Dietz 2011b S. Dietz, 1.5 The Archaic and Classical occupation on the Central Acropolis, in Kaly-
don in Aitolia I, 239-240.
Dietz 2016 S. Dietz, Millstones and an olive press from Chalkis Aitolias, in S. Dietz – L. Kolonas
(eds), Chalkis Aitolias III - The Archaic Period, Monographs of the Danish Institute
at Athens, vol. 7.3, Aarhus, 251-254.
Dietz – Bollen 2016 S. Dietz – E. Bollen, General Stratigraphy, in S. Dietz – L. Kolonas 2016 (eds), Chal-
kis Aitolias III - The Archaic Period, Monographs of the Danish Institute at Athens,
vol. 7.3, Aarhus, 77-97.
Dyggve et al. 1934 E. Dyggve – F. Poulsen – K. Rhomaios, Das Heroon von Kalydon, Kopenhagen.
Foxhall 2007 L. Foxhall, House Clearance: Unpacking the ‘Kitchen’ in Classical Greece, British
School at Athens Studies, vol. 15, 233-242.
Gauer 1975 W. Gauer, Die Tongefässe aus den Brunnen unterm Stadion-Nordwall und im Südost-
Gebiet (Olympische Forschungen VIII), Berlin.
Frederiksen 2015 R. Frederiksen, Early Greek Theatre Architecture: Monumentalised Koila Before and
After the Invention of the Semicircular Design, in R. Frederiksen – E. R. Gebhard –
A. Sokolicek (eds), The Architecture of the Ancient Greek Theatre. Acts of an Interna-
tional Conference at the Danish Institute at Athens 27-30 January 2012, Monographs
of the Danish Institute at Athens, vol. 17, 81-91.
Guzzo 2013 P.G. Guzzo, Caronda e coloro che si nutrono dallo stesso granaio. Ipotesi sulle strut-
ture circolari di Megara Hyblea, Selinunte e Himera, AM, Römische Abteilung, 119,
33-42.
Howland 1958 R. H. Howland, Greek Lamps and Their Survivals. The Athenian Agora IV, Princ-
eton.
Lawall et al. 2010 M.L. Lawall – N.A. Lejpunskaja – P.D. Diatroptov – T.L. Samojlova, Transport
amphoras, in N.A. Lejpunskaja – P.G. Bilde – J.M. Højte – V.V. Krapivina – S.D.
Kryžickij (eds), The Lower City of Olbia (Sector NGS) in the 6th Century BC to the
4th Century AD, Vols. 1-2. (Black Sea Studies 13). Aarhus, 355-406.
Lippolis 2014 E. Lippolis – C.M. Marchetti – V. Parisi, Saturo (TA). Campagne di scavo 2007-2013,
Scienza Dell’Antichità 20.1, 73-104.
Ljung 2011 E. Ljung, The Kiln. Excavations in area VII, in Kalydon in Aitolia I, 157-197.
Papadopoulos 2001 J.K. Papadopoulos, Magna Achaea: Akhaian Late Geometric and Archaic Pottery in
South Italy and Sicily, Hesperia 70.4, 373-460.
Poulsen – Rhomaios 1927 F. Poulsen – K. A. Rhomaios, Erster vorläufiger Bericht über die dänisch-griechi-
schen Ausgrabungen von Kalydon, Kopenhagen.
Rotroff 2006 S. Rotroff, Hellenistic Pottery : The plain wares. The Athenian Agora XXXIII, Prin-
ceton.
Smekalova 2011 T. Smekalova, Magnetic surveys in Kalydon, in Kalydon in Aitolia I, 47-58.
Sparkes – Talcott 1970 B.A. Sparkes – L. Talcott, Black and plain pottery of the 6th, 5th, and 4th centuries
B.C. The Athenian Agora XII, Princeton.
Stavropoulou-Gatsi 2005 M. Stavropoulou-Gatsi, Κρυονέρι, θέση Σπηλιές, oικ. Φ. Γουργολίτσα, AΔ 60,
Χρονικά B’1, 468-475.
Trainer – Stone 2015 C.P. Trainer – P.J. Stone, Winners, Losers, and Survivors of Roman imperialism. A
Case Study from the Northern Peloponnese, in G. Walter – G. Klebinder-Gauss – C.
von Rüden (eds), The Transmission of Technical Knowledge in the Production of An-
cient Mediterranean Pottery: Proceedings of the International Conference at the Aus-
trian Archaeological Institute at Athens, 23rd - 25th November 2012, Sonderschriften
des Österreichischen Archäologischen Institutes 54, Vienna, 97-113.
Vikatou – Handberg 2017 O. Vikatou – S. Handberg, The Lower Acropolis of Kalydon in Aitolia: Preliminary
report on the excavations carried out in 2013–5, in Kr. Winther-Jacobsen, R. Frederik-
sen, S. Handberg (eds), PDIA VIII, Aarhus, 191-206.
Vikatou et al. 2014 O. Vikatou – R. Frederiksen – S. Handberg, The Danish-Greek excavations at Kaly-
don, Aitolia: the theatre. Preliminary report from the 2011 and 2012 campaigns, in R.
Frederiksen – S. Handberg (eds), PDIA VII, Αarhus, 221-234.

353
O. VIKATOU, S. HANDBERG

Figure 1. Plan of the ancient city of Kalydon.

Figure 2. Trench H30 at the acropolis fortification wall. Photographed from the North.

354
EXCAVATIONS ON THE LOWER ACROPOLIS PLATEAU IN KALYDON

Figure 3. The exterior wall of the acropolis fortifications with Trench H30 visible behind the wall.

Figure 4. East profile of Trench H30. 1) The inner fortification wall; 2) the rubble fill.

355
O. VIKATOU, S. HANDBERG

Figure 5. Examples of Archaic pottery from the levelling fill behind the inner fortification wall.

Figure 6. Rim fragment of a cup-skyphos from the fill between the outer and inner walls of the acropolis fortification wall.

356
EXCAVATIONS ON THE LOWER ACROPOLIS PLATEAU IN KALYDON

Figure 7. Plan of the house on the Lower Acropolis plateau with indication of room numbers.

Figure 8. Room 1 with stone and tile debris.

357
O. VIKATOU, S. HANDBERG

Figure 9. Krater (no. 1) and terracotta oil lamp (no. 2) found the debris layer in Room 1. Not to scale.

Figure 10. Cooking stand and hearth in Room 2.

358
EXCAVATIONS ON THE LOWER ACROPOLIS PLATEAU IN KALYDON

Figure 11. Staircase leading from Room 3 to Room 1 to the north. Part of the tile layer is visible east of the
staircase.

Figure 12. The courtyard in the western part of the house.

359
O. VIKATOU, S. HANDBERG

Figure 13. The interior of the round structure after excavation in 2016.

Figure 14. The mortar “platform” in the south-western corner of the courtyard.

360
EXCAVATIONS ON THE LOWER ACROPOLIS PLATEAU IN KALYDON

Figure 15. Topographic map of the north-eastern part of the city. Light grey lines represent structures that were
surveyed in 2015-2016.

361
362
ΟΙ ΑΙΤΩΛΟΙ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ
ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ

Έλενα Κ. Παρτίδα

Κατά τη διάρκεια μελέτης μας1 για τον αντικατοπτρισμό πολιτικών δυνάμεων στο δομημένο θρη-
σκευτικό τοπίο2, έγινε αντιληπτό ότι κατά τον 3ο αι. π.Χ. η αρχιτεκτονική στους Δελφούς παρουσιά-
ζει μια ιδιαίτερη «πνοή»3, μια δυναμική στην οποία συμβάλλουν δραστικά οι Αιτωλοί, ως αναθέτες
και όχι μόνο. Ας ξεκινήσουμε όμως από τον 5ο π.Χ., όταν στο δελφικό ιερό εμφανίζεται ένας πρω-
τοποριακός αρχιτεκτονικός τύπος, ο τριγωνικός στύλος, ως ανάθημα των Μεσσηνίων και Ναυπα-
κτίων. Κρίνοντας από τα σημεία ανεύρεσης των μελών του, το ύψους 8,30 μ. μνημείο πιθανότατα
ορθωνόταν στο νότιο περίπατο του ναού του Απόλλωνα (Άτλας *348)4. Εφαρμόζοντας την οπτική
διόρθωση της μείωσης ή εκλέπτυνσης καθ’ ύψος, ο τριγωνικός κορμός στεκόταν σε βάση ιωνικού
ρυθμού και ήταν δουλεμένος σε λευκό πεντελικό μάρμαρο5. Ως επίστεψη εικάζεται χάλκινος τρίπο-
δας6, ενώ η βάθυνση στο κορυφαίο μέλος7 θα μπορούσε να παραπέμπει σε μαρμάρινη αγαλματική
μορφή, ενδεχομένως Νίκης8 ή αετού9. Ζεύγη κυκλικών χάλκινων ασπίδων ήταν εφηλωμένα στις
κάθετες επιφάνειες των κορυφαίων σπονδύλων του πρίσματος10, ενώ διερευνάται η ύπαρξη γραπτής
διακόσμησης με ανθέμιο11. Είναι ευτύχημα ότι σώζεται σχεδόν πλήρης η ακολουθία των σπονδύλων
(εικ. 1-2), καθιστώντας εφικτή την ανάταξή τους. Από άποψη οικοδομικής τεχνολογίας, ενδιαφέρον
παρουσιάζουν οι τριγωνικοί τόρμοι για γόμφους ανάλογου σχήματος12.
Κρίνοντας από τα αποσπασματικά σωζόμενα κείμενα13 που είχαν χαραχθεί στις επιφάνειές του
και το αναθηματικό επίγραμμα ΜΕΣΣΑΝΙΟΙ ΚΑΙ ΝΑΥΠΑΚΤΙΟΙ ΑΝΕΘΕΣΑΝ ΑΠΟ ΚΑΛΥΔΩΝΙΩΝ ΔΕΚΑΤΑΝ
ΤΩΙ ΑΠΟΛΛΩΝΙ, το πρίσμα υπομνημάτιζε νίκη των Μεσσηνίων και Ναυπακτίων κατά της Καλυδώ-
νας. Δεν πρόκειται, όμως για μια συμβατική συμμαχία. Το επίγραμμα φωτίζει τις τότε πολιτικές
συνθήκες, συμπληρώνοντας τα ιστορικά στοιχεία που, με τη σειρά τους, βοηθούν ουσιωδώς στη

1 Η Ι´ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και η Γαλλική Σχολή Αθηνών σταθερά και πρόθυμα στηρίζουν
την έρευνά μου στους Δελφούς, επί σειρά ετών. Τους ευχαριστώ θερμά, όπως επίσης τους διοργανωτές του παρόντος
συνεδρίου.
2 Παρτίδα 2016.
3 Partida 2015.
4 Hansen – Algreen-Ussing 1975, *348.
5 Laroche – Jacquemin 1982, 191-204. Partida 2009, 274-275, 278, 281-282, 288, 293, 286-300.
6 Η διάταξη των ορθογώνιων τόρμων δεν ανταποκρίνεται στις κορυφές ενός ισοσκελούς τριγώνου. Πάντως το βάθος τους
(για τα υποτιθέμενα στελέχη του τρίποδα) επιτρέπει να υποθέσουμε ένα βαρύ, ευμέγεθες σκεύος. Ίσως πρόκειται για
διαδοχικές επεξεργασίες. Για τα ίχνη επισκευής στο κιονόκρανο με μορφή επικράνου παραστάδας, βλ. Laroche – Jac-
quemin 1982, εικ. 2.
7 Laroche – Jacquemin 1982, εικ 5-6. Partida 2009, πίν 10, 18.
8 Partida 2009, πίν. 17. Το ανάθημα των Δεινομενιδών (Συρακουσίων τυράννων) με καρυάτιδες που φέρουν αργυρούς τρί-
ποδες, ενδεχομένως αποτέλεσε πρότυπο για τους Μεσσηνίους και Ναυπακτίους.
9 Laroche – Jacquemin 1982, 193. Επειδή η βάθυνση φαίνεται ρηχή, ο αετός μοιάζει καταλληλότερη επίστεψη.
10 Laroche – Jacquemin 1982, 195.
11 Jacquemin 1999, nr 362. Σε εξέλιξη βρίσκεται έρευνα της γράφουσας, σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Didier
Laroche, για τα χρωματικά κατάλοιπα στη δελφική αρχιτεκτονική.
12 Partida 2009, 278, 293.
13 Colin 1930, 1-28. Laroche – Jacquemin 1982, εικ. 4.

363
E. K. ΠΑΡΤΙΔΑ

χρονολόγηση του μνημείου14. Για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν μεταξύ του καταστροφικού
σεισμού της Σπάρτης (464 π.Χ.) και του τέλους του Πελοποννησιακού πολέμου μαθαίνουμε από τον
Θουκυδίδη (Ι,101 και Ι,103) και τον Παυσανία (IV, 24). Το 454 π.Χ. οι Αθηναίοι εγκατέστησαν στη
Ναύπακτο τους Μεσσηνίους είλωτες15 που εκπατρίστηκαν16, όταν –με την ευκαιρία του σεισμού-
επαναστάτησαν κατά του καθεστώτος υποδούλωσης που τους είχαν επιβάλλει οι Λακεδαιμόνιοι.
Στο διάστημα του μισού αιώνα που έμειναν εκεί, θεωρείται17 πως οι Μεσσήνιοι εξυπηρέτησαν τα
συμφέροντα των Αθηναίων και τις επεκτατικές τους διαθέσεις προς τη δυτική Ελλάδα. Πάντως, ο
συνασπισμός που αναφέρεται στο παραπάνω επίγραμμα ακυρώνει τυχόν εικασία, ότι οι αυτόχθο-
νες Ναυπάκτιοι μετανάστευσαν ύστερα από τη δημογραφική αλλοίωση του 454 π.Χ., που υποτίθε-
ται εξελίχθηκε σε Μεσσηνιακή κυριαρχία. Προς επίρρωση αυτού, ας σημειωθεί ότι Ναυπάκτιοι και
Μεσσήνιοι -πάλι από κοινού- ύψωσαν στην Ολυμπία τριγωνικό κίονα18 όμοιο με τον δελφικό, όπου
το αναθηματικό επίγραμμα19, χωρίς να κατονομάζει τους αντιπάλους, αφορά μια άλλη κοινή νίκη
των αναθετών, αυτή τη φορά κατά των Οινιαδών Ακαρνανίας (Παυσανίας V, 26.1).
Κατάλοιπα ενός δεύτερου τριγωνικού στύλου στους Δελφούς (Άτλας *349)20, από σκούρο γκρίζο,
σχεδόν μελανό ασβεστόλιθο, ανήκουν σε παρόμοιο και σχεδόν ίσων διαστάσεων μνημείο21 που στε-
κόταν πλησίον του *348 στο νότιο περίπατο. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε τον αναθέτη. Τριγωνικοί
κορμοί δεν μας είναι γνωστοί σε άλλα ιερά. Ωστόσο, με ανδριάντα επί τριγωνικού στύλου θα τιμήσει
αργότερα η αιτωλική πόλη Πλευρώνα τον Λύκο από την Καλυδώνα, εγείροντας το μνημείο του στο
Θέρμο22, θρησκευτική κοιτίδα της αιτωλικής συμπολιτείας. Τυπολογικά, παρατηρούμε ότι ο τριγω-
o νικός κορμός προηγήθηκε του ορθογωνίου που, στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, επικράτησε
ως βάθρο ηγεμονικών πορτρέτων23.
Ο 4ος αι. π.Χ. έφερε στους Δελφούς οικοδομική έκρηξη24 και μια ριζική ανακαίνιση μετά την
καταστροφή του 373 π.Χ. και τον Γ´ ιερό πόλεμο. Με τέτοιο μέτρο σύγκρισης, θα περίμενε κανείς

14 Οι Μεσσήνιοι έμειναν στη Ναύπακτο μεταξύ 454 και 404 π.Χ., οπότε, με τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου, εκδι-
ώχθηκαν για άλλη μία φορά από τους Λακεδαιμονίους (Παυσ. IV, 26.2 ).
15 Πρόκειται (Θουκ. Ι,101) για απογόνους των Μεσσηνίων, που είχαν υποδουλωθεί παλαιότερα από τους Λακεδαιμονίους
και εξεγέρθηκαν μαζί με τους περιοίκους το 464 π.Χ.
16 Αναγκάστηκαν σε αποχώρηση «υπόσπονδοι», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Θουκυδίδης (Ι,103) και ο Παυσανίας (IV,
25.1).

l 17 Γκιόλιας 1992/93, 41-49.


18 Το άγαλμα Νίκης στην κορυφή υπογράφει ο γλύπτης Παιώνιος, δυνητικά υπεύθυνος και για το δελφικό μνημείο.

s 19 ΜΕΣΣΑΝΙΟΙ ΚΑΙ ΝΑΥΠΑΚΤΙΟΙ ΑΝΕΘΕΝ ΔΙΙ ΟΛΥΜΠΙΩΙ ΔΕΚΑΤΑΝ ΑΠΟ ΤΩΜ ΠΟΛΕΜΙΩΝ. Κατά τον Παυσα-
νία (V, 26.1), σκοπίμως δεν αναγράφηκε το όνομα των εχθρών.
20 Hansen – Algreen-Ussing 1975, *349.
21 Laroche – Jacquemin 1982, 205-207. Jacquemin 1999, nr 639. Partida 2009, 282. Ελαφρώς μεταγενέστερο και όχι
δίδυμο του *348, θεωρείται πελοποννησιακής τεχνοτροπίας, βάσει των κυματίων του, βλ. Bommelaer – Laroche 1991,
233-234. Αντιθέτως το *348 συζητείται ως αθηναϊκού εργαστηρίου, ίσως εξ αιτίας του δομικού του υλικού (πεντελικό
μάρμαρο).
22 Daux – Salac 1932, 120. Jacquemin 1985, 34. Partida 2009, 288, 296.
23 Χαρακτηριστικός είναι ο πεσσός του βασιλιά Προυσία της Βιθυνίας και το πρίσμα του Μακεδόνα βασιλιά Περσέα, το
οποίο αποτελείωσε και οικειοποιήθηκε ο ρωμαίος Αιμίλιος Παύλος, μετά την καθοριστική μάχη της Πύδνας. Αμφότερα
μνημεία στέκονταν εγγύτατα στην είσοδο του ναού του Απόλλωνα. Ας σημειωθεί ότι ο ψηλός πεσσός για τον Προυσία,
πιθανότατα με έφιππο ανδριάντα στην κορυφή, κι ένας πανομοιότυπος για τον Ευμένη Β´ της Περγάμου ανεγέρθηκαν
το 182 π.Χ. από Αιτωλούς (με τοιχοποιΐα μικρασιατικού τύπου), προς τιμήν των δύο μοναρχών, βλ. Παρτίδα 2016, 879.
24 Το ιερό της Προναίας Αθηνάς αναμορφώνεται δια κτίσεως της θόλου και του νέου ασβεστολιθικού ναού. Στο κυρίως
ιερό ανοικοδομείται ο μαντικός ναός του Απόλλωνα ενώ, σε απόσταση λίγων μέτρων, υψώνεται ο ακανθωτός κίονας με
τις χορεύτριες και το άρμα των Ροδίων. Στα οικοδομικά προγράμματα του ίδιου αιώνα εντάσσονται επίσης οι τελευταίοι
θησαυροί, η επισκευή του περιβόλου του Απολλώνειου τεμένους, η ίδρυση του Ερμείου και η ανέγερση της ξυστής
στοάς στο Γυμνάσιο.

364
ΟΙ ΑΙΤΩΛΟΙ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ

ότι η αρχιτεκτονική εκπροσώπηση του 3ου αιώνα ήταν πτωχή. Και όμως, έχει να παρουσιάσει νέα
μορφολογικά και σχεδιαστικά στοιχεία. Ο αιώνας «των πολεμιστών», όπως γενικά αποκαλείται ο 3ος
λόγω των στρατιωτικών επελάσεων και αναμετρήσεων Γαλατών, Αιτωλών, Μακεδόνων κ.ά., συνο-
δεύεται από αλλαγές στο δελφικό ιερό25 - αλλαγές που συνίστανται σε στοιχεία Kleinarchitektur,
δηλ. οικοδομήματα μικρής κλίμακας (εξέδρες και κόγχες), αλλά επίσης σε σπάνιους έως μοναδικούς
μορφότυπους (δικιόνια), χωρίς να λείπουν τα μνημειώδη έργα (στοές). Στον 3ο αι. π.Χ. ξεκινά να
διαμορφώνεται το άνδηρο των Περγαμηνών, όπου εφαρμόστηκαν νέα στοιχεία οικοδομικής τεχνο-
λογίας (θολίτες λίθοι, θολοδομία) και «σκηνογραφίας». Ήδη οι Αιτωλοί είχαν προηγηθεί διασπείρο-
ντας στο δελφικό ιερό ποικίλα αφιερώματα, ιδιωτικά και ως συμπολιτεία. Δεν θα ήταν υπερβολή να
πούμε ότι εμπλούτισαν τη μνημειακή μορφολογία και το αρχιτεκτονικό τοπίο, ανιδρύοντας εξέδρα
με ηρωίδες (Άτλας *215)26, με στρατηγούς μεταξύ θεών (πλησίον του οπισθοδόμου), πιθανότατα τη
μεγάλη δυτική στοά, καθώς και τρόπαιο με την προσωποποιημένη Αιτωλία27. Το γλυπτό αυτό, στα
δυτικά του δελφικού ναού, ξεχωρίζει μεταξύ των δημοσίων ή συλλογικών αιτωλικών αναθημάτων,
που μαρτυρούνται στη γραπτή παράδοση, και μάλιστα δάνεισε το εικονογραφικό του θέμα στη νομι-
σματική28. Αναπαριστώμενη ως γυναίκα, η Αιτωλία καθόταν πάνω σε σωρό όπλων, λαφύρων από
τους Γαλάτες, σμιλεμένων σε ασβεστολιθική βάση περίπου εξαγωνικού σχήματος (εικ. 3-5). Αντί-
στοιχο μνημείο είχε αφιερωθεί στο Θέρμο29, σε ανάμνηση του ίδιου επεισοδίου απόκρουσης των
Γαλατών το 279 π.Χ. Έχουμε, λοιπόν, μια περίπτωση διττής ανάθεσης. Εικονογραφικά θα λέγαμε
ότι το τρόπαιο τούτο αποτελεί πρόδρομο ή πηγή έμπνευσης της ανάγλυφης ζωφόρου με όπλα, που
κοσμούσε το τοξωτό πρόπυλο της ρωμαϊκής Αγοράς στην Κόρινθο, επί του δρόμου προς το Λέχαιο30.
Η ανάγλυφη απόδοση κενών πανοπλιών μπορεί να αναχθεί στην ελληνιστική παράδοση, με αντι-
προσωπευτικό παράδειγμα το θωρακείο από το τέμενος Αθηνάς στην Πέργαμο31 (εποχής Ευμένους
Β´) και τις μαρμάρινες πλάκες με ανάγλυφο οπλισμό που επένδυαν πιθανότατα ηρώο32, επίσης στην
Πέργαμο. Η θεματολογία όπλων ως διακοσμητικών στην ελληνιστική αρχιτεκτονική συνηθίζεται
περισσότερο εντός εσχατολογικού πλαισίου33. Για το λόγο αυτό, τα μέλη με ανάγλυφη περικεφα-
λαία, ασπίδα και δόρυ, που βρέθηκαν στο θέατρο του Λητώου (2ου αι. π.Χ., στον Ξάνθο Λυκίας),
θεωρήθηκαν άσχετα με το σκηνικό οικοδόμημα34 και αποδόθηκαν σε ταφικό μνημείο.
Ανάμεσα στις ευάριθμες προσφορές των Αιτωλών στον Απόλλωνα των Δελφών, ιδιότυπα είναι
ορισμένα ιδιωτικά αναθήματά τους, που δεν μνημονεύονται από τον Παυσανία, όμως εκφράζουν
αφενός την εξέλιξη του ιωνικού ρυθμού, αφετέρου την τόλμη των κατασκευαστών από άποψη
στατικής μηχανικής, δεδομένου του ύψους τους σε επικλινές έδαφος. Πρόκειται για τα λεγόμενα

25 Partida 2015.
26 Hansen – Algreen-Ussing 1975, *215.
27 Παυσ. X, 18.7. Reinach 1911, 177-240. Courby 1927, 288-291, εικ. 236 (υποθετική σχεδιαστική αναπαράσταση).
Nachtergael 1977, 201-204. Jacquemin 1985, 28, nr 4. Partida 2009, 296. Και στη Μεσσήνη ο Παυσανίας (IV, 31.10)
αναφέρει άγαλμα της πόλης Θήβας.
28 Παπαχατζής 1981, 362, εικ. 399, 400.
29 Θραύσμα εκείνου του τροπαίου βρέθηκε στην Αγορά του Θέρμου, βλ. Παπαποστόλου 1991, 141.
30 Edwards 1994, 286-295.
31 Webb 1996, πίν. 18-19.
32 Απεικονίζονται ξίφη, περικεφαλαία, θώρακας. Ενδεχομένως πρόκειται για μνημείο αφηρωισμού των ηγεμόνων, βλ.
Radt 1988, 282-284.
33 Απαντά επίσης σε ιδιωτικά μνημεία. Σε τάφο πρώιμου 3ου αι. π.Χ. στη Βεργίνα η ανδρική μορφή, καθισμένη σε σωρευ-
μένες ασπίδες ερμηνεύεται ως θεός Άρης, Πόλεμος ή Μέγας Αλέξανδρος, βλ. Jacquemin 1985, 30. Πάντως, σε τοιχο-
γραφίες μακεδονικών και ετρουσκικών τάφων η επισώρευση όπλων δε σηματοδοτεί μόνο τη θητεία του εκλιπόντος ως
πολεμιστή, αλλά ιδίως τις νικηφόρες μάχες του, βλ. Edwards 1994, 290.
34 Badie κ.ά. 2004, 172-174, εικ. 31-32.

365
E. K. ΠΑΡΤΙΔΑ

δικιόνια μνημεία35, αναθήματα οικογενειών εξ Αιτωλίας. Είναι δίστυλες (ίσως και μία τρίστυλη)
κατασκευές από μάρμαρο ή ασβεστόλιθο, όπου ζεύγος κιόνων γεφυρώνεται με κοινό στυλοβάτη
και επιστύλιο, το οποίο έφερε αγάλματα. Ενεπίγραφο ήταν συνήθως το επιστύλιο ή και ο στυλο-
βάτης κι έτσι μπορούμε να ταυτοποιήσουμε τους αναθέτες: Χαρίξενος Κυδρίωνος, Αρισταινέτα
(με τον υιό της Τιμόλαο), Πλείσταινος, Λαμπρίδας, Λύκος Διοκλέους και οι γυναίκες της οικογέ-
νειάς του36. Την υψηλή θέση της γυναίκας στην κοινωνική ιεραρχία υποδηλώνει και το βάθρο των
Αιτωλών ηρωίδων Λάνασσας, Ἀριστονόας και Δάμαινας (Άτλας *215)37. Επιπλέον, τα ενεπίγραφα
θραύσματα βοηθούν να υπολογίσουμε το μήκος του επιστυλίου ή το εύρος του μεταξονίου δια-
στήματος και ενδεχομένως τον αριθμό των αγαλμάτων στην επίστεψη. Εκτιμάται πως έξι μνημεία
τέτοιου τύπου είχαν ανεγερθεί στους Δελφούς. Την αρχική τους θέση υποδεικνύει η αντίστοιχη
συγκέντρωση μελών τους. Tο δικιόνιο του στρατηγού Χαρίξενου υψωνόταν πλησίον του άρμα-
τος Ροδίων όμως, με την πάροδο των αιώνων, σπόνδυλοί του κύλησαν ως την Άλω. Κοντά στην
είσοδο του Απολλώνειου ναού αναγνωρίζεται η ευθυντηρία του μνημείου της Αρισταινέτας, ενώ
η σειρά κυβικών βάθρων στην Άλω πιθανώς υποστήριζε τρίστυλη κατασκευή. Το 1914 ο Εmile
Bourguet πρότεινε38 συσχέτιση των βάθρων αυτών με το μαρμάρινο θριγκό, όπου ήταν χαραγμένα
τα ονόματα των γυναικών της οικογένειας του Λύκου Διοκλέους. Η οικογένεια είχε τότε θεωρη-
θεί εντόπια, όμως η καταγωγή της από την Αιτωλία τεκμηριώνεται επιγραφικά: ας θυμηθούμε
τον (προαναφερθέντα) πλούσιο Λύκο από την Καλυδώνα, γιο του Διοκλή, τον οποίον η αιτωλική
πόλη Πλευρώνα είχε τιμήσει με ανδριάντα επί τριγωνικού στύλου στο Θέρμο39. Άγαλμα του επί-
o σης Αιτωλού στρατηγού Ευρύδαμου40 είδε ο Παυσανίας (Χ, 16.4) στα ανατολικά του ναού εν Δελ-
φοίς41. Ο υιός του, Πλείσταινος, είχε αφιερώσει δικιόνιο μνημείο εδώ.
Η μελέτη των δικιόνιων έχει επιπτώσεις και σε άλλα δελφικά μνημεία. Για παράδειγμα, επανε-
ξετάζεται ο συσχετισμός του ιωνικού κιονοκράνου στη στροφή της Ιεράς Οδού42 με την εσωτερική
κιονοστοιχία του ναού και ελέγχεται η απόδοσή του σε δικιόνιο. Σε μια υπαίθρια έκθεση43 το 2008
ομαδοποιήσαμε μέλη δικόνιων και ανατάξαμε τμήμα της ανωδομής του μνημείου Αρισταινέτας,
προκειμένου να εξοικειώσουμε τους επισκέπτες μ’ αυτήν τη σπάνια κατηγορία αναθήματος. Ο
ανάγλυφος με ανθέμια θριγκός (εικ. 6) θυμίζει την κορύφωση του ιωνικού ρυθμού στους αρχα-
ϊκούς Δελφούς, εκφρασμένη πρωτίστως δια των θησαυρών. Αυτό το δικιόνιο, της Αρισταινέτας,
θεωρείται το παλαιότερο της σειράς (270 π.Χ.). Τελευταίο ήταν ίσως του Χαρίξενου (240 π.Χ.),
λόγω της λιτής του μορφής, ενώ του Λύκου τοποθετείται ενδιαμέσως και υποτίθεται πως αντιπρο-
σωπεύει την υφολογική ωρίμανση του τύπου. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο ιωνικός ρυθμός επανέρχεται
l δυναμικά στους Δελφούς κατά τον 3ο π.Χ., μετά το απόγειό του διά των αρχαϊκών θησαυρών.
Στην Ολυμπία δύο μνημεία παρεμφερή των δικιονίων, και πάλι σε ιωνικό ρυθμό που επιτρέπει
s αυξημένο ύψος, χρονολογούνται επίσης στον 3ο π.Χ. Στο μνημείο Πτολεμαίου και Αρσινόης οι
κορμοί συνδέονται με ένα βάθρο ή πόδιο από ορθοστάτες, δίχως όμως θριγκό. Άλλο ιωνικό δικι-
όνιο, υπολογιζόμενου ύψους 6 μ. (κοντά στο Φιλιππείο και δίπλα στο μνημείο του Καλλικράτη)
ανατέθηκε από τους δυνάστες της Αλικαρνασσού στη στροφή του 4ου προς τον 3ο αι. π.Χ., όπως

35 Partida 2009, 281-300. Τουλάχιστον έξι μνημεία τέτοιου τύπου στους Δελφούς έχουν μελετηθεί από τους P. Amandry
και R. Martin. Τη σχετική δημοσίευση ετοιμάζουν οι D. Laroche και A. Jacquemin.
36 Κάτω από γεισίποδες, στο ταινιωτό επιστύλιο, ήταν χαραγμένα τα ονόματα των αναθετών: Πρωτομάχα Λέαινα Σκύλλα
Λύκου Διοκλέος Ἀπόλλωνι, βλ. Daux – Salac 1932, 119-121.
37 Hansen – Algreen-Ussing 1975, *215.
38 Bourguet 1914, 149 n.1.
39 Partida 2009, 288.
40 Partida 2009, 288, 295-296.
41 Υπολογίζεται σε πλεονεκτική θέση, πέριξ του βωμού, βλ. Jacquemin 1985, 28, nr 3. Jacquemin 1999, nr 293.
42 Partida 2009, 274-275, 290.
43 Παρτίδα 2014, 1087-1097.

366
ΟΙ ΑΙΤΩΛΟΙ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ

υποδηλώνει η μορφή των κιονοκράνων44. Τη μεσαία κεραία του Τ-σχημου θεμελίου κατελάμβανε
τέθριππο.
Έχουμε διαπιστώσει ότι ορισμένα από τα δελφικά δικιόνια προδίδουν στοιχεία κυκλαδικού
σχεδιασμού45. Η εναλλαγή κυρτής και κοίλης καναλίδας στις δύο όψεις του ίδιου κιονοκράνου
θυμίζει τους αρχαϊκούς ιωνικούς περίπτερους ναούς του βορείου Αιγαίου, που εντάσσονται στην
καλλιτεχνική κοινή Κυκλάδων, Θράκης και Μικράς Ασίας. Επίσης ο ολόγυρα ανάγλυφος εχίνος,
ακόμη και κάτω από το προσκεφάλαιο, συνιστά ιδίωμα που απαντά στο Αιγαίο και σε περιοχές επη-
ρεασμένες από τις Κυκλάδες. Εφαρμόστηκε, δε, από τον ίδιο τον Σκόπα τον Πάριο στο βωμό της
Αρτέμιδος στην Έφεσο. Μάλλον δεν είναι σύμπτωση πως την εποχή ανέγερσης των δικιόνιων, περί
το 260 π.Χ., οι Δελφοί με τιμητικά ψηφίσματα εκχωρούν προνόμια σε Παρίους. Επίσης δεν φαίνε-
ται τυχαίο πως στο τρόπαιο της προσωποποιημένης Αιτωλίας έχουν αναγνωρισθεί στοιχεία της σχο-
λής του Σκόπα46. Μήπως, λοιπόν, βρισκόμαστε ενώπιον σύγκλισης Ανατολής και Δύσης, με Ίωνες
αρχιτέκτονες ή λιθοξόους να συμμετέχουν στη φιλοτέχνηση αναθημάτων των Αιτωλών; Σε κάθε
περίπτωση, μολονότι στους κλασικούς Δελφούς το προβάδισμα έχει ο δωρικός ρυθμός, τόσο στη
ναοδομία όσο και στα στωικά κτήρια47, στον 3ο αι. π.Χ. τα ιωνικά δικιόνια φέρνουν τη ρυθμολο-
γική ισορροπία, το αντιστάθμισμα. Έχει ενδιαφέρον πως την ίδια εποχή το προαναφερθέν δικιόνιo
αφιέρωμα των δυναστών της Αλικαρνασσού στην Ολυμπία, απηχεί στοιχεία της λεγόμενης Ιωνικής
αναγέννησης48 και συγκρίνεται με έργα του Σκόπα στη Μικρά Ασία και την Πελοπόννησο. Είναι και
αυτό μια ένδειξη της κινητικότητας των καλλιτεχνών στη μετακλασική περίοδο. Παρατηρούμε και
μια επιπλέον ιδιαιτερότητα, τεχνικής φύσεως. Τα κιονόκρανα δύο τουλάχιστον δικιονίων στους Δελ-
φούς φέρουν στον άβακα ελαφρώς έκκεντρη εγκοπή για ανυψωτικό μηχανισμό (λύκο)49, κάτι που
απαντά στον ανατολικό από τους δύο χορηγικούς κίονες πάνω από το μνημείο του Θρασύλλου (στη
νότια κλιτύ Ακροπόλεως), οι οποίοι κατασκευάστηκαν στις αρχές της ελληνιστικής εποχής.
Έχει θεωρηθεί πως η Αιτωλική συμπολιτεία, δια των αναθημάτων της στους Δελφούς, υπερτό-
νισε τη συμβολή της στην εκδίωξη των Γαλατών από την κεντρική Ελλάδα. Στο Θέρμο δεν φαίνεται
να υψώθηκαν ανάλογα μνημεία ούτε ποσοτικά, ούτε τυπολογικά. Ίσως δεν έχουν βρεθεί ακόμη. Ας
μην ξεχνάμε την ολοσχερή καταστροφή του ιερού από τον Φίλιππο Ε´ το 218 π.Χ., που πρέπει να
εξάλειψε κάποια στοιχεία. Το απομονωμένο ιερό του Θέρμιου Απόλλωνα, ιδρυμένο στη γεωμετρική
εποχή, ήταν ταυτόχρονα και πολιτική Αγορά της συμπολιτείας, χώρος πανηγύρεων και αρχαιρεσιών.
Από την άλλη, οι Δελφοί ήταν χώρος διεθνούς προβολής και υστεροφημίας.
Η δυτική στοά των Δελφών (εικ. 7) με τον μνημειώδη σπονδυλωτό λίθινο αγωγό της, συζητού-
μενη και ως οπλοθήκη50 του 4ου π.Χ., είναι πολύ πιθανό να κτίστηκε από τους Αιτωλούς ύστερα από
την περιφανή απόκρουση των Γαλατών, τη διάσωση του μαντείου και την πανηγυρική εισδοχή τους
στο συμβούλιο της Αμφικτυονίας. Οι Αιτωλοί κατείχαν το στωικό αρχιτεκτονικό τύπο, όπως διαπι-
στώνουμε από αλυσίδα στοών στο Θέρμο μεταξύ β´ μισού 4ου και α´ μισού 3ου αι. π.Χ. Είναι δύσκολο
να τους προσδώσουμε δομικά στοιχεία της δελφικής δυτικής στοάς, έστω και αν η τείχιση των πλευ-

44 Mallwitz 1972, 104-105.


45 Partida 2013, 488-490.
46 Partida 2013, 490 n. 96.
47 Βλ. τη μεγάλη δυτική στοά, τη στοά Αττάλου, τον προ-ρωμαϊκό ξυστό, όλους τους δελφικούς ναούς και τη θόλο.
48 Pedersen 2013, 269-286.
49 Ποιος ο λόγος να ανυψώσεις ένα block με ελαφριά κλίση αντί σε απόλυτα οριζόντια θέση; Ένα αιωρούμενο μέλος είναι
εξαιρετικά δύσκολο να «καθίσει» απ’ ευθείας στην τελική του θέση. Απαιτούνται μανούβρες και ώθηση με λοστούς,
ελαχιστοποιώντας βεβαίως την τριβή. Η ανύψωση από το πλάι σχετικά ελαττώνει το βάρος κι επιτρέπει μεγαλύτερο
έλεγχο και ακρίβεια, επειδή το μέλος θα χαμηλώσει σταδιακά, ώσπου να πατήσει στην άκρη, κι έπειτα θα κατευθυνθεί
στη σωστή θέση με λοστούς, σκοινιά γύρω από τους αγκώνες και, αν χρειαστεί, τροχαλία.
50 Amandry 1978, 571-586. Déroche – Rizakis 1984, 861-866. Bousquet 1985, 717-726. Lerat 1985, 261-264. Perrier
2011, 39-56. Για μια επανεξέταση του κτηρίου, υπό το πρίσμα ενδεχόμενης συμμετοχής Αιτωλών σχεδιαστών ή τεχνι-
τών, βλ. Παρτίδα 2014, 877-878. Partida 2015, 37-38.

367
E. K. ΠΑΡΤΙΔΑ

ρικών απολήξεων παραπέμπει σε δυτικοελλαδικό εργαστήριο. Άλλωστε λείπουν σημαντικά στοι-


χεία της ανωδομής, όπως η κιονοστοιχία. Εξίσου δύσκολο είναι να αποφανθούμε αν πρόκειται για
μνημείο του 4ου ή του 3ου αι. π.Χ. Όμως, αν στραφούμε στη διάρθρωση του χώρου, τη χωρορρυθμία
(κατά την ορολογία του Ιω. Παπαποστόλου), παρατηρούμε ότι η δυτική στοά ακολουθεί τάσεις των
Αιτωλών πρωτο-εφαρμοζόμενες ως εγχώρια σύλληψη στο Θέρμο και την Καλυδώνα. Στο Θέρμο οι
στοές στρέφουν τις στενές πλευρές τους προς το ναό (όπως και η δυτική στοά στους Δελφούς), ενώ
οι μακροί άξονές τους πλαισιώνουν την πορεία προς το βουλευτήριο. Πλέον οι στοές δεν τετραγω-
νίζουν χώρους διαμορφώνοντας κλειστά, αυτόνομα σύνολα – όπως έκαναν στον 4ο αι. π.Χ. Στην
περίπτωση του Θέρμου μάλλον επιχειρούν να υπογραμμίσουν και να οπτικοποιήσουν τη σύνδεση
του θρησκευτικού πυρήνα με τον πολιτικό. Σε ανάλογη γραμμική σύνθεση, η δελφική δυτική στοά
μοιάζει να προεκτείνει το μακρό άξονα του ναού Απόλλωνος. Στην Καλυδώνα ο μακρός άξονας της
στοάς πλαισιώνει δρόμο που οδηγεί στο πρόπυλο του ιερού της Λαφρίας Αρτέμιδος, ενώ διατάσσε-
ται εγκάρσια στο ναό. Αναλόγως στους Δελφούς, κρίνοντας από τη χωροθέτηση του ανδήρου της
δυτικής στοάς, και από τμήμα πιθανού κρασπέδου δρόμου που εντοπίζουμε δυτικότερα, εκτιμάμε
ότι μια αρχαία οδός διερχόταν νοτίως της στοάς, με κατεύθυνση προς το τέμενος. Το γεγονός ότι η
στοά τούτη αναπαράγει ή υιοθετεί μια νεωτεριστική γεωμετρική σύλληψη, δηλαδή τη στενομήκη51
στωική πλαισίωση και τη γραμμική/αξονική σύνθεση, που εκτελέστηκε ως οικοδομικό πρόγραμμα
της κραταιάς Αιτωλικής συμπολιτείας52, συντείνει στο να τη θεωρήσουμε όχι μόνο ανάθημα των
Αιτωλών, αλλά και δικό τους σχέδιο.
o Ένα άλλο αρχιτεκτονικό στοιχείο στους Δελφούς, που συμπίπτει με την ακμή των Αιτωλών, είναι
οι εξέδρες53. Ημικυκλικές εξέδρες στην Άλω (Εικ. 8) γειτνιάζουν με ορθογώνιες εμπρός από τη στοά
των Αθηναίων, ενώ άλλες ορθογώνιες εμπρός από τους τρίποδες των Δεινομενιδών «βλέπουν» την
είσοδο του ναού. Τέλος, επιμήκη εξέδρα κοντά στον οπισθόδομο ανέθεσαν οι ίδιοι οι Αιτωλοί54.
Ευάριθμες είναι οι εξέδρες και στο Θέρμο, χρονολογούμενες πριν την καταστροφή του ιερού από
τους Μακεδόνες το 218 π.Χ., ενώ απαντούν επίσης στην αιτωλική Καλλίπολη και στον Φύσκο (σημ.
Μαλανδρίνο)55. Ανάλογες κατασκευές στην Ολυμπία, εμπρός από την Επτάηχο στοά και το μνημείο
του Πτολεμαίου,56 εντάσσονται επίσης στον 3ο αι. π.Χ. Ως μορφότυπος «μικρής αρχιτεκτονικής» η
εξέδρα εμφανίζεται σε ολόκληρη την Ελλάδα σχεδόν σαν συρμός του 3ου αιώνα, όμως αμφιλεγό-
μενη παραμένει η σκοπιμότητά της. Στο Θέρμο θα μπορούσαν να εξυπηρετούν συνελεύσεις, αφού
το ιερό του Απόλλωνα φιλοξενούσε επίσης το πολιτικο-διοικητικό κέντρο της συμπολιτείας. Όμως,
σε αμιγώς θρησκευτικά πλαίσια, όπως οι Δελφοί και η Ολυμπία, οι συγκεκριμένες κατασκευές αρμό-
l ζουν περισσότερο σε τελετουργικές πομπές, αφού μάλιστα δεν έχουμε ενδείξεις για ύπαρξή τους στο
Γυμνάσιο - συγκρότημα που, κατά την ελληνιστική εποχή, επιτέλεσε ρόλο ιδρύματος διανόησης. Η
s χωροθέτηση, η διάταξη και το μέγεθος των δελφικών εξεδρών πιστεύουμε εξηγεί το ρόλο τους. Η
συγκέντρωσή τους στην Άλω και τον περίπατο του ναού τις συσχετίζει με δρώμενα και συναθροί-
σεις. Ειδικότερα οι εξέδρες με λαξευτά άκρα ή ανάγλυφη διακόσμηση μπορούν να ερμηνευθούν ως
θρόνοι ή προεδρίες (όπως η προεδρία των ελλανοδικών στο Στάδιο) για το ιερατείο και το διοικη-
τικό-λατρευτικό προσωπικό του μαντείου, άρχοντες και αξιωματούχους. Ίσως λοιπόν τα δρώμενα,
οι πομπές και οι τελετουργίες αιτιολογούν την ύπαρξη αυτού του απλού και σχετικά ολιγοδάπανου,
χρηστικού τύπου Kleinarchitektur.

51 Για την ορολογία, βλ. Παπαποστόλου 1994, 514, 516-517.


52 Μάλιστα σήμανε την αρχή μιας χωρορρυθμίας που έμελλε να επηρεάσει τα fora της Ρώμης, βλ. Παπαποστόλου 1994,
513, 516-517.
53 Χρονολογούνται με κριτήρια τυπολογικά και επιγραφικά, βάσει του terminus ante quem που θέτουν τα εγχάρακτα
ψηφίσματα στις λίθινες επιφάνειες των εξεδρών, βλ. Partida 2015, 39-46.
54 Messelière – Courby 1926, 107-123. Partida 2009, 295. Για παλαιότερες ανάλογες κατασκευές στους Δελφούς, βλ.
Παρτίδα 2016, 878.
55 Lerat – Chamoux 1947/48, 75, εικ. 11. Partida 2015, 39,42.
56 Von Thüngen 1994, 164, 166.

368
ΟΙ ΑΙΤΩΛΟΙ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ

Σεισμός το 227 π.Χ.57 προκαλεί ζημιές στην οχύρωση του Κυτινίου, στην ευρύτερη ζώνη του
ρήγματος Αταλάντης. Αν είχε αντίκτυπο στους Δελφούς, πιθανώς μπορούμε να τον θεωρήσουμε
υπαίτιο για τις επισκευές που ανιχνεύουμε58 στο δικιόνιο του Χαρίξενου, ανεγερθέν το 240 π.Χ.
Αντικρυστοί τόρμοι στο αντίθημα του επιστυλίου του υποδηλώνουν μάλλον πύκνωση των στύλων,
με άλλα λόγια, σύντμηση του μετακιονίου. Τούτο ερμηνεύουμε είτε ως τροποποίηση του αρχικού
σχεδίου, είτε ως επισκευή. Οι μαρμάρινοι σπόνδυλοι των κιόνων του, με βαθιές άρρεις, είναι σπα-
σμένοι λοξά, αριθμημένοι με τεκτονικά σημεία και φέρουν πολλαπλές υποδοχές για γόμφους, άρα
συνηγορούν στην υπόθεση μιας επισκευής. Σε αποσπασματικά σωζόμενους οικοδομικούς λογαρια-
σμούς του 3ου αι. π.Χ. καταγράφονται δαπάνες επί Αιτωλών ιερομνημόνων, χωρίς να διευκρινίζεται
αν πρόκειται για επισκευές. Γίνεται μνεία π.χ. στέγασης ναού, ο οποίος τοποθετείται υποθετικά στο
ιερό της Ανθήλης/Θερμοπυλών59, το έτερο σημείο συνεδρίασης της Αμφικτυονίας.
Η αποκατάσταση του βωμού των Χίων έχει αποτελέσει αντικείμενο αρκετών μελετών60. Ενδια-
φέρον είναι το πρόσθετο (δεύτερο) σύστημα τεκτονικών σημείων και η αφθονία συνδέσμων στους
λίθους του βωμού, που ερμηνεύεται ως αρχαία επισκευή. Ο βωμός ανατέθηκε από τους Χιώτες. Το
προνόμιο της προμαντείας τους, που αναγραφόταν σε λίθο του βωμού, ανανεώθηκε κάποια στιγμή
στον 3ο αι. π.Χ. (βάσει της παλαιογραφίας του σχετικού εγχάρακτου κειμένου)61. Έτσι η ανακαίνιση
του μνημείου σχετίσθηκε με την ανανέωση της προμαντείας. Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η θέση
της Χίου στην Αμφικτυονία στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. Ήταν μια θέση που αποκτήθηκε χάρις στους
Αιτωλούς62, οι οποίοι προώθησαν την εκπροσώπηση του νησιού στο συμβούλιο περί το 245 π.Χ.,
αποβλέποντας στην απόκτηση πρόσβασης και ναυτικής βάσης στο Αιγαίο. Οι Αιτωλοί αναζήτησαν
έρεισμα και σε άλλα μέρη, στην Ήπειρο και την Κεφαλονιά, όμως η Χίος ήταν από τους πρώτους
που αποδέχθηκε τα Σωτήρια63, αγώνες που αναδιοργάνωσαν οι Αιτωλοί στους Δελφούς το 245 π.Χ.
Σε διπλωματικό επίπεδο η αποδοχή των Σωτηρίων σήμαινε αναγνώριση της νέας τάξης πραγμάτων,
δηλ. της αιτωλικής «κυριαρχίας». Κατά γενική ομολογία, η συμπολιτεία ήλεγχε το Αμφικτυονικό
συμβούλιο και προσάρμοσε τη σύνθεσή του στα δικά της συμφέροντα και συμμαχίες – κάτι που
συνέβη στον υπέρτατο βαθμό αργότερα, με πρωτοβουλία των Ρωμαίων. Θα αρκεστούμε να το χαρα-
κτηρίσουμε διπλωματική κίνηση, μολονότι ομολογουμένως η θητεία του Χιώτη ιερομνήμονα από τα
μέσα 3ου π.Χ. σχεδόν ως το τέλος του αιώνα είχε εξωφρενική διάρκεια64. Μια τεχνική λεπτομέρεια
σε λίθους του βωμού επιβεβαιώνει την παραπάνω συγκυρία, δηλ. την ανακαίνιση ή επισκευή του
βωμού στον 3ο αι. π.Χ. Η χρήση τετράγωνων γόμφων και συνδέσμων Π με μικρό τετράγωνο έμβολο
αποτελεί τεχνική που παρατηρείται μόνο σε μνημεία 3ου αι. π.Χ., ανατεθειμένα από Αιτωλούς και
Περγαμηνούς65. Τετράγωνες υποδοχές γόμφων διακρίνουμε επίσης στους σπονδύλους του μνημείου
του Χαρίξενου.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η ανάμειξη των Αιτωλών στα δελφικά πράγματα δεν
περιορίστηκε στο ρυθμιστικό ρόλο τους στην Αμφικτυονία, μα επεκτάθηκε σε αρχιτεκτονικές ανα-
θέσεις. Κρίνοντας, δε, από την τυπολογική σπανιότητα έως μοναδικότητα των αναθημάτων τους
(τριγωνικοί στύλοι, τρόπαιο, δικιόνια), από την απουσία τους σε άλλα ιερά και από τη χωροθέτηση
της δυτικής στοάς, θεωρούμε πολύ πιθανή τη συμμετοχή αιτωλικού εργαστηρίου ή Αιτωλών σχεδια-
στών, οι οποίοι συνεργάστηκαν με ντόπιους και προσκεκλημένους τεχνίτες εν Δελφοίς.
Θα θέλαμε να ανακαλύψουμε αν η αναδιοργάνωση των Σωτηρίων αγώνων από τους Αιτωλούς το

57 Για την αρχαιολογική τεκμηρίωση του συμβάντος, βλ. Partida 2015, 45-47.
58 Partida 2009, 285, 295, 299.
59 Bousquet 1989, nr 125.
60 Ειδικότερα για την αναστήλωση του μνημείου, βλ. Stikas 1979, 479-500.
61 Bommelaer – Laroche 1991, 174.
62 Για μία αναλυτικότερη προσέγγιση, βλ. Partida 2015, 47-48.
63 Nachtergael 1977, 436-440. Sánchez 2001, 270, 287-298, 300, 308.
64 Laroche 1991, 106.
65 Amandry 1986, 215, εικ. 12. Laroche 1991, 105-107.

369
E. K. ΠΑΡΤΙΔΑ

245 π.Χ. συμπεριέλαβε και ανακαίνιση των αθλητικών εγκαταστάσεων στους Δελφούς. Ολόκληρη
η λιθοδομή του Σταδίου (εδώλια, κλίμακες, θολωτή κρήνη, τόξα, σφενδόνη) αποδίδεται στον μαι-
κήνα Ηρώδη Αττικό66, μεταξύ 166 και 177 μ.Χ. Ωστόσο, μολονότι η τοξωτή θριαμβική είσοδος είναι
μοναδική για τα δεδομένα των ελληνικών σταδίων (ασχέτως των ενδείξεων ημιτέλειάς της), μορφο-
λογικά το μνημείο προβάλλει τις λιτές, απλές και καθαρές γραμμές της ελληνικής αρχιτεκτονικής,
δίχως περίπλοκα κυμάτια ή ανάγλυφα παραπέτα. Μιλάμε, λοιπόν, για ελληνική αρχιτεκτονική εν
μέσω αυτοκρατορικής περιόδου67. Ο P. Aupert δέχεται68 πως «βγαίνοντας από τον 3ο αι. π.Χ. αρχίζει
η επίσημη ιστορία του δημόσιου αυτού μνημείου». Αξίζει να εξετάσουμε αν μέρη του Σταδίου μπο-
ρούν να ενταχθούν σ’ ένα ακόμη οικοδομικό εγχείρημα των Αιτωλών, που θα εδραίωνε περαιτέρω
την βαρύνουσα πολιτική (και καλλιτεχνική, πλέον) υπόσταση του έθνους-συμπολιτείας.

ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΑΙΤΩΛΩΝ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ


Η συνολική προσέγγιση των μνημείων που ανατέθηκαν από Αιτωλούς στο τέμενος του Απόλλωνα
Δελφών από τον 5ο έως τον 3ο αι. π.Χ., επιτρέπει να παρατηρήσουμε ορισμένα ιδιόμορφα χαρακτηρι-
στικά από άποψη τυπολογίας, σχεδιασμού και χωρορρυθμίας. Μέχρι σήμερα η παρουσία των Αιτω-
λών στους Δελφούς, συχνά αναφερόμενη ως «κυριαρχία», συνδεόταν αποκλειστικά με την ισχυρή
τους θέση στα πολιτικά πράγματα και την επιρροή -αν όχι χειραγώγηση- που ασκούσαν στο συμβού-
λιο της Αμφικτυονίας. Όμως οι ενδείξεις που συλλέγουμε από το πεδίο και συγκεκριμένα από την
αρχιτεκτονική, επιτρέπουν να διαμορφώσουμε πληρέστερη εικόνα για το προφίλ των αρχαίων Αιτω-
λών. Η στρατιωτική τους επιτυχία στην απώθηση των Γαλατών από το μαντείο το 279 π.Χ. τους
εξασφάλισε όχι μόνο διάκριση, αλλά και έδαφος για να διακηρύξουν αυτήν την επιτυχία μέσω έργων
τέχνης. Η προτίμηση που έδειξαν στο πολυσύχναστο μαντικό ιερό αντί του δικού τους ομοσπονδια-
κού ιερού στο Θέρμο, για να υψώσουν τα αναθήματά τους, αντανακλά ακριβώς την επιθυμία να δια-
δώσουν τη φήμη της υπεροχής τους. Μέσα από ποικιλόμορφα ιδιωτικά και συμπολιτειακά αναθή-
ματα συνεισέφεραν ουσιωδώς στην εξέλιξη του ιερατικού τοπίου των Δελφών και εμπλούτισαν την
αρχιτεκτονική εκπροσώπηση ιδίως του 3ου αι. π.Χ. Μελετώντας αυτά τα αναθήματα υπό το πρίσμα
της εγχώριας αιτωλικής παράδοσης, σκιαγραφούμε τους Αιτωλούς όχι μόνο ως ανδρείους και αξιό-
μαχους πολεμιστές (που υμνούνται από τον Όμηρο και το Θουκυδίδη), αλλά επίσης ως αρχιτέκτο-
νες, σχεδιαστές, λιθοξόους. Κάποιες νεωτεριστικές φόρμες μαζί με λεπτομέρειες χωροθέτησης μας
οδηγούν να προτείνουμε ότι Αιτωλοί τεχνίτες μετείχαν στα εργοτάξια των Δελφών - και όχι άπαξ.
Επιπροσθέτως, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα άλλων μνημείων του δελφικού ιερού αποκαλύπτουν
μια αλυσίδα δράσεων και αντιδράσεων, διπλωματικών κινήσεων και οικοδομικών έργων που ενερ-
γοποιήθηκαν εμμέσως από τους Αιτωλούς. Καταδεικνύουν, δε, πως τα οικοδομικά προγράμματα
ήταν άρρηκτα δεμένα με τις πολιτικές συγκυρίες. Σ’ ένα τέτοιο κλίμα εντάσσεται η είσοδος της Χίου
στην Αμφικτυονία, που μάλλον δεν είναι άσχετη με μία επισκευή ή ανακαίνιση του βωμού των Χίων.

66 Σύμφωνα με την Περιήγηση του Παυσανία και τους Βίους Σοφιστών του Φιλόστρατου, βλ. Aupert 1979, 92-93, 123,
174, 178. Bommelaer – Laroche 1991, 215-216.
67 Σχεδόν όπως στην περίπτωση του θεάτρου στη Μασσαλία, βλ. Badie – Moretti 2008, 255.
68 Aupert 1979, 180.

370
ΟΙ ΑΙΤΩΛΟΙ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ

ABSTRACT

THE AETOLIANS AS A CO-EFFICIENT IN THE ARCHITECTURAL


DEVELOPMENT OF THE DELPHI SANCTUARY

Elena C. Partida

A collective approach of the monuments offered by the Aetolians in the temenos of Apollo at Delphi
from the 5th to the 3rd ct BC allows us to observe certain innovations in typology and design, as well
as in spatial layout and site-planning. So far the presence of the Aetolians at Delphi, often described
as ‘domination’, was related exclusively to their prominent status in political affairs and their influ-
ence on (or patronizing of) the Amphictyonic council. From the architectural evidence, however, we
glean more comprehensive information. The Aetolians’ military success in expelling the Gauls from
the oracle in 279 BC earned them not only distinction but also grounds to manifest their success via
tangible works of art. Their choice to set up their ex-votos in the panhellenic oracular sanctuary,
rather than their confederation sanctuary at Thermon, reflects their desire to spread the reputation
of their supremacy. By their private and state dedications, of variant morphology, they contributed
significantly to the evolution of votive landscape at Delphi and they enriched the architectural rep-
resentation especially of the 3rd ct BC. By studying these dedications through the lens of the Aeto-
lians’ homeland tradition, we learn to view this nation not only as tough, brave soldiers and military
commanders but also as architects, site-planners, stone-cutters. Some innovative forms, along with
details in spatial arrangement, delineate the profile of the Aetolians also as craftsmen/artisans, who
probably participated in workforces at Delphi more than once. In addition, physical remains of mon-
uments other than their own dedications disclose a chain of political moves and building operations
indirectly geared by the Aetolians. Such was the admission of Chios in the Amphictyony, plausibly
related to repairs or a refurbishment of the Chian altar. We reach the conclusion that building pro-
grams were tightly-knit with politics.

371
E. K. ΠΑΡΤΙΔΑ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Γκιόλιας 1992/93 Μ. Γκιόλιας, Οι Μεσσήνιοι της Ναυπάκτου, ο Θουκυδίδης και οι Ευρυτάνες,
Ναυπακτιακά ΣΤ, 35-67.
Παπαποστόλου 1991 Ι. Παπαποστόλου, Η ανασκαφή του Θέρμου 1897-1987, στο Α´ Συνέδριο Αγρι-
νίου, 139-143.
Παπαποστόλου 1994 Ι. Παπαποστόλου, Η ελληνιστική διαμόρφωση του Ιερού και της Αγοράς στο
Θέρμο, στο Φηγός, Τιμητικός Τόμος Σωτήρη Δάκαρη, Ιωάννινα, 509-522.
Παπαποστόλου 2008 Ι. Παπαποστόλου, Θέρμος. Η νέα ανασκαφή του πρώιμου ιερού, Μέντωρ 88,
73-96.
Παπαχατζής 1981 N. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Βοιωτικά – Φωκικά, Αθήνα.
Παρτίδα 2014 Ε. Παρτίδα, Υπαίθριες Εκθέσεις στους Δελφούς: μια προσπάθεια ανασύστα-
σης μνημείων και κοινωνίας της αρχαιότητας, ΑΕΘΣΕ 3, 1087-1097.
Παρτίδα 2016 Ε. Παρτίδα, H διαδοχή πολιτικών δυνάμεων στους Δελφούς και η επιρροή τους
στην αρχιτεκτονική διαμόρφωση του ιερατικού τοπίου, ΑΕΘΣΕ 4, 877-882.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Amandry 1978 P. Amandry, Consécration d’armes Galates à Delphes, BCH 102, 571-586.
Amandry 1986 P. Amandry, Chios and Delphi, στο J. Boardman – C. E. Vaphopoulou-Richard-
son (επιμ.), Chios: A conference on the Homereion at Chios, Oxford, 205-232.
Aupert 1979 P. Aupert, Le Stade, FD II, Paris.
Badie κ.ά. 2004 A. Badie – S. Lemaitre – J. Ch. Moretti, Le theatre du Letoon de Xanthos. Έtat
o des recherches, Anatolia Antiqua XII, 145-186.
Badie – Moretti 2008 Α. Badie – J. Ch. Moretti, Le théâtre de Marseille: un théâtre grec d’époque
augustéenne, στο A. Bouet (επιμ.), D’Orient et d’Occident, Mélanges offerts à
P. Aupert, Ausonius éditions, Mémoires 19, Bordeaux, 245-256.
Bommelaer – Laroche 1991 J. F. Bommelaer – D. Laroche, Guide de Delphes, Le Site, Paris.
Bourguet 1914 E. Bourguet, Les Ruines de Delphes, Paris.
Bousquet 1985 J. Bousquet, L’hoplothèque de Delphes, BCH 109, 717-726.
Bousquet 1989 J. Bousquet, Les comptes, CID II, Paris.
Colin 1930 G. Colin, Inscriptions de la terrasse du temple et de la region Nord du sanc-
tuaire: monuments de Messéniens, de Paul-Émile et de Prusias, FD III, 4,
Paris.
Courby 1927 F. Courby, La terrasse du temple, FD II, Paris.
Daux – Salac 1932 G. Daux – A. Salac, Inscriptions depuis le trésor des Athéniens jusqu’aux bases
de Gélon, FD III, 3, Paris.
Déroche – Rizakis 1984 V. Déroche – Y. Rizakis, Delphes: Portique Ouest, BCH 108, 861-866.
l Edwards 1994 Ch.M. Edwards, The arch over the Lechaion road at Corinth and its sculpture,
Hesperia 63.3, 263-308.
Hansen – Algreen-Ussing 1975 E. Hansen – G. Algreen-Ussing, Topographie et architecture. Sanctuaire d’
s
Apollon. Atlas. Fouilles de Delphes II.1, Paris.
Jacquemin 1985 A. Jacquemin, Aitolia et Aristaineta: Offrandes monumentales Étoliennes à
Delphes au IIIe s. av. J.C., Ktéma 10, 27-35.
Jacquemin 1999 A. Jacquemin, Offrandes Monumentales à Delphes, B.E.F.A.R. 304, Paris.
Katsonopoulou – Stewart 2013 D. Katsonopoulou – A. Stewart (επιμ.), Skopas of Paros and his world, 3rd Int.
Conference on the Archaeology of Paros and the Cyclades, Paros 2010, Athens.
Laroche 1991 D. Laroche, L’autel d’Apollon à Delphes: elements nouveaux, στο R. Etienne
– M. T. Le Dinahel (επιμ.), L’espace sacrificiel dans les civilisations mediter-
ranéennes de l’Antiquité, Paris, 103-107.
Laroche – Jacquemin 1982 D. Laroche – A. Jacquemin, Notes sur trois piliers delphiques, BCH 106, 191-
218.
Lerat 1985 L. Lerat, Les Énigmes de Marmaria, BCH 109, 255-264.
Lerat – Chamoux 1947/48 L. Lerat – Fr. Chamoux, Voyage en Locride occidentale, BCH 71/72, 47-80.
Mallwitz 1972 A. Mallwitz, Olympia und seine Bauten, München.
Messelière – Courby 1926 P. de la Coste-Messelière – F. Courby, Monument Étolien de la place de
l’opisthodome à Delphes, BCH 50, 107-123.
Nachtergael 1977 G. Nachtergael, Les Galates en Grèce et les Sôtéria de Delphes: recherches
d’histoire et d’épigraphie hellénistiques, Brussels.
Partida 2009 E. Partida, From hypaethral depots to hypaethral exhibitions, casting light on
architecture and society in 4th-3rd BC Delphi, AM 124, 273-324.
Partida 2013 E. Partida, Parian creators and a new find of the age of Skopas at Delphi, στο

372
ΟΙ ΑΙΤΩΛΟΙ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ

Katsonopoulou – Stewart 2013, 477-498.


Partida 2015 E. Partida, Architectural elements and historic circumstances that shaped the
sanctuary of Delphi during the so-called “Age of the Warriors”, στο J. Des
Courtils (επιμ.), L’architecture grecque au IIIe siècle av. J.-C., Ausonius,
Bordeaux, 29-50.
Pedersen 2013 P. Pedersen, Skopas the architect: Architectural relations between the 4th ct BC
Ionian Renaissance and Mainland Greece, στο Katsonopoulou – Stewart 2013,
269-286.
Perrier 2011 A. Perrier, Le portique dit des Étoliens à Delphes. Bilan et perspectives,
PALLAS 2011, 39-56.
Radt 1988 W. Radt, Pergamon. Geschichte und Baute, Funde und Erforschung einer
antiken Metropole, Köln.
Reinach 1911 A.J. Reinach, Un monument delphien. L’Étolie sur les trophées gaulois de
Kallion, JIAN 13, 177-240.
Sánchez 2001 P. Sánchez, L’Amphictionie des Pyles et de Delphes: recherches sur son rôle
historique, des origins au IIe msiècle de notre ère, HISTORIA Einzelschriften
148.
Stikas 1979 E. Stikas, La restauration de l’autel d’Apollon à Delphes, BCH 103, 479-500.
Von Thüngen 1994 S. Von Thüngen, Die freistehende griechische Exedra, Von Zabern, Mainz.
Webb 1996 P. A. Webb, Hellenistic Architectural Sculpture: figural motifs in western Ana-
tolia and the Aegean Islands, Wisconsin.

373
E. K. ΠΑΡΤΙΔΑ

Εικόνα 1. Σ πόνδυλοι του τριγωνικού κίονα Μεσσηνίων και Ναυπακτίων.

Εικόνα 2. Σ πόνδυλοι του τριγωνικού κίονα Μεσσηνίων και Ναυπακτίων.

374
ΟΙ ΑΙΤΩΛΟΙ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ

Εικόνα 3. Τ ο λεγόμενο τρόπαιο της Εικόνα 4. Τ ο λεγόμενο τρόπαιο της Εικόνα 5. Τ ο λεγόμενο τρόπαιο της
Αιτωλίας. Αιτωλίας. Αιτωλίας.

Εικόνα 6. Τμήματα θριγκού του μνημείου Αρισταινέτας.

375
E. K. ΠΑΡΤΙΔΑ

Εικόνα 7. Κ
 άτοψη του ιερού Απόλλωνα Δελφών (κατά G. Roux, La terrasse d’Attale, FD II, Paris 1987, plan I).

Εικόνα 8. Ημικυκλική εξέδρα στην Άλω.

376
ΟΙΚΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ
ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΟΙΚΩΝΥΜΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ

Ιωάννης Γ. Νεραντζής

Στην αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία, στις αρχαίες αιτωλικές επιγραφές (βλ. IG IX, Ι2, 1),
στους μύθους τούς αναφερομένους ειδικά στην Αιτωλία, καθώς και στα αρχαιολογικά ντοκουμέντα,
διασώζονται τοπωνύμια και οικωνύμια (= ονόματα κατοικημένων τόπων και εν ταυτώ εθνικά των
“τοπικών φυλών”/κωμών) των Αιτωλών.
Σε αυτόν τον γνωστικό επωνυμικό κύκλο, με επιλεγμένη μέθοδο την Ιστορικογενετική (Ερμηνευ-
τική) σε συνδυασμό με την Αναλυτικοσυνθετική, αναζητώ το έτυμον της επωνυμικής λέξης, καλύ-
τερα το αίτιον της επιλογής της συγκεκριμένης επωνυμίας. Αναλυτικά πραγματεύομαι τα εξής:
Πρώτον, ότι η σημασία, το σημαινόμενον της επωνυμίας αυτών των αιτωλικών τοπωνυμίων,
οικωνυμίων και εθνικών, ανάγει ευθέως στην οικογεωγραφία και το οικοπεριβάλλον της ‘‘Αιτωλίδος
χώρης’’ (Ηρόδοτος VI,127), με ό,τι αυτό εμπερικλείει ως μικροπεριβάλλον σε πηγές, βοσκοτόπια,
αγρούς, δάση, ποτάμια, λοφοσειρές, βουνά, πανίδα και χλωρίδα σχετιζόμενη με ορισμένα αυτοφυή
φυτά, είτε βρώσιμα (δημητριακά1, όσπρια, χορταρικά, λαχανικά, φρούτα), είτε κτηνοτροφικά, είτε
υφαντικά, είτε φαρμακευτικά, στα οποία συγκαταλέγονταν και τα ψυχότροπα. Αυτό, κατά την κρίση
μου, σημαίνει ότι, τις γνώσεις τους2 περί του οικιστικού τους περιβάλλοντος οι Αιτωλοί ήθελαν και
να τις σηματοδοτούν με λογότυπον που να είναι τροποντινά δίσημος: δηλαδή, το σημαινόμενον
αυτού να λειτουργεί ταυτοχρόνως και ως σήμα του οικισμού και ως σήμα του τοπίου.
Το δεύτερον που προκύπτει εκ της έρευνάς μου είναι πως ορισμένα άλλα τοπωνύμια και οικωνύ-
μια, ως σήματα τόπου παραπέμπουν ευθέως άλλοτε σε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του γεωφυσι-
κού αναγλύφου της Αιτωλίας και άλλοτε σε ορισμένες αστρικές παρατηρήσεις των Αιτωλών.
Τρίτον, έτερα αιτωλικά τοπωνύμια και οικωνύμια, ως ‘‘σήματα τόπου’’ παραπέμπουν ευθέως σε
σημαινόμενον που έχει να κάνει είτε με τις αρχέγονες γονιμικές τελετουργίες της βλάστησης, είτε με
τις αρχέγονες θρησκευτικές λαϊκές δοξασίες της φυλετικής κοινωνίας των Αιτωλών3.
Οι απαντήσεις στα εγειρόμενα ερωτήματα καθίστανται πιο ανιχνεύσιμες έχοντας υπόψη μας ότι:
η εξαιρετικά λεπτομερής γνώση του τόπου κατοικίας του και των φυσικών του πόρων4 ήταν ανα-
γκαία στον Αιτωλό χωρικό, γιατί ήταν ταυτόχρονα καλλιεργητής, κτηνοτρόφος, αμπελουργός και
κυνηγός5. Εξ ανάγκης πάλι, μαθαίνει, παράλληλα, να παρατηρεί τα φυσικά και αστρικά φαινόμενα6,
για να μαντέψει τις διαθέσεις της Φύσεως7. Αυτές οι πολιτισμικές συνιστώσες επιδρούν καθοριστικά
τόσο στον τρόπο ζωής –διαιτᾶσθαι– των Αιτωλών, όσο και στον τρόπο της σκέψης τους8, καθώς ανα-
πτύσσουν δεσμούς συγγενείας με τον χώρο που τους συντηρεί. Αισθάνονται το ιδιαίτερο δέσιμό τους
με τη γη, αλλά και την εξάρτηση της καθημερινής διαβίωσης από τη διαρκή εναλλαγή των εποχών.
Τεκμηρίωση κατά περίπτωση:

1 Νεραντζής 2000, σποράδην. Νεραντζής 2003, σποράδην. Θεοχάρης 1981, 16. Childe 1971, σποράδην. Clark – Piggot
1980, σποράδην. Λουκόπουλος 1938, σποράδην.
2 Bronowski 1987. Δημητρίου 1993. Gimbutas 2001. Κοκκινίδου – Νικολαΐδου 1993, σποράδην.
3 Περί της φυλετικής κοινωνίας των Αιτωλών, βλ. Νεραντζής, 2000. Cabanes 1985. Kirsten 1942.
4 Για τη σχέση ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, βλ. Nilsson 1979, 1-19. Χουρμουζιάδης κ.ά. 1982, 11-29. Ζιάκας
1987, 71-73. Παπαθανασόπουλος 1996, σποράδην. Παχής 1998, 15-18. Λέτσας 1949/1952/1957, σποράδην. Thomson
1959, σποράδην.
5 Νεραντζής 2006, 44-52. Νεραντζής 2013α, 211-241. Δαράκη 1994. Παχής 1998. Faure 2002, 158.
6 Ζιάκας 1996, 71-73.
7 Nilsson 1966, 4. Thomson 1959, σποράδην.
8 Rudgley 2000, 12-17.

377
I. NΕΡΑΝΤΖΗΣ

Μια περίπτωση σχετίζεται με το εθνικόν ‘‘Βωμιής’’, αναφερόμενον από τον Θουκυδίδη (3,96): «καί
οἱ ἔσχατοι Ὀφιονέων οἱ πρός τόν Μηλιακόν κόλπον καθήκοντες Βωμιής καί Καλλιής ἐβοήθησαν».
Ο Στέφανος Βυζάντιος διασώζει και το τοπωνύμιον και το εθνικόν: «Βωμοί, λόφοι Αἰτωλίας. οἱ
κατοικοῦντες Βωμιῆς..». Θεωρώ ότι, στο σημαινόμενον της επωνυμίας αμφοτέρων, τοπωνυμίου και
οικωνυμίου, αποτυπώνεται η μετατροπή του φυσικού τοπίου σε ανθρωπογενές τοπίο. Αποτυπώνεται
δηλαδή η ανθρώπινη δραστηριότητα/επέμβαση, προκειμένου να αποβεί το έδαφος που εκτεινόταν
στις πλαγιές των χωμάτινων λόφων, κατάλληλο για ορεινές καλλιέργειες, να αποβεί δηλαδή ουσιώ-
δης κοινωνικο-οικονομική συνιστώσα της περιοχής. Συγκεκριμένα, η δραστηριότητα αυτή είχε δι-
συπόστατον σκοπόν: ο ένας ήταν να δημιουργήσουν με ξερολιθιές αλεπάλληλες «πεζούλες», δηλαδή
χωράφια κλιμακωτά με αναληματική αναβαθμίδα από ξερολιθιά στη μία πλευρά του χωραφιού, στις
κακοτράχαλες πλαγιές (κλιτύες) των βουνών, δίκην «βωμών», ώστε να αποτρέψουν τη διάβρωση
των επικλινών βουνίσιων και παρόχθιων καλλιεργήσιμων εδαφών από τη βροχή και ιδίως από το
βροχόνερο που έπεφτε κατά τη διάρκεια ξαφνικών καταιγίδων, που είναι περισσότερο καταστρεπτι-
κές, παρά ευεργετικές για τις κηποκαλλιέργειες και τις αγροκαλλιέργειες9.
Έτερη χαρακτηριστική περίπτωση ταυτωνυμίας διαγνώσκω στην αναφορά του Πολυβίου (V.
8,3-4) στον Θέρμον Αιτωλίας, όπου και το θρησκευτικο-πολιτικό κέντρο τών Αιτωλών: «[Φίλιππος
(Ε΄)] ἧκε πολλῆς ὣρας ἐπὶ τό Θέρμον· καὶ καταστρατοπεδεύσας, ἀφῆκε τὴν δύναμιν τάς τε περιοικί-
δας κώμας πορθεῖν, καὶ τὸ τῶν Θερμίων πεδίον ἐπιτρέχειν, ὁμοίως δὲ καὶ τὰς οἰκίας τὰς ἐν αὐτῷ τῷ
Θέρμῳ διαρπάζειν». Θεωρώ ότι, αυτή η τοπωνυμική καταδήλωση, «τὸ τῶν Θερμίων πεδίον», έχει
o δύο σημαινόμενα: αφενός έχει τη σημασία τοπωνυμίου διά του οποίου ονοματίζεται ολόκληρο το
οροπέδιο, «τὸ τῶν Θερμίων πεδίον». Μάλιστα, ότι πρόκειται για «πεδίον» προσδιορίζεται υπό τού
Πολυβίου διά του ρήματος «ἐπιτρέχειν». Αφετέρου έχει και τη σημασία οικωνυμίου, δηλαδή οικι-
σμένου χώρου με την επωνυμία «Θέρμος». Με αυτή ειδικά τη δεύτερη έννοια αναφέρεται από τον
Στέφανο Βυζάντιο: «Θέρμος, πολίχνιον Αἰτωλίας, ὡς Πολύβιος· τὸ ἐθνικόν Θέρμιος». Αυτή η κατα-
δήλωση λειτουργεί για εμάς ως τεκμήριον ότι όντως η επωνυμία «Θέρμος» είναι στον Πολύβιο
δίσημη, ως προκύπτει από την απόδοση του αποσπάσματος στη νεοελληνική: «[Ὁ Φίλιππος Ε΄]
μετά ἀπό πολλή ὥρα ἔφθασε στόν Θέρμον. Καὶ ἀφοῦ ἔστησε τὸ στρατόπεδόν του, ἄφησε ἐλεύθερη τή
στρατιωτική δύναμη πού εἶχε μαζί του καὶ τίς περιοικίδες κῶμες [ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ πεδίου τῶν Θερμίων]
νά ἐκπορθοῦν, καὶ νά τρέχουν πάνω κάτω στό πεδίον τῶν Θερμίων, δηλαδή στό πεδίον πού ἦταν διά-
σπαρτο μέ Θέρμους10, (με Λούπινα, ‘‘Lupinus’’11)».
Τοιουτοτρόπως, θεωρώ ότι, αμφότερα -τοπωνύμιον και οικωνύμιον- ερμηνεύονται12 ιστορικο-
l γεωγραφικά, ανάγοντας την επωνυμική προέλευσή τους στην ιδιαίτερη χλωρίδα την ενυπάρχουσα
ως σήμερα στο οροπέδιο όπου ήταν εγκαθιδρυμένο το πόλισμα αυτό: αυτό το οροπέδιο δηλαδή, θα
s είχε, κατά τεκμήριον, αυτή την επωνυμία, -Θέρμος ή Θέρμον ή Θέρμα (τά) -, επειδή θα ήταν κατά-
σπαρτο, με το σπουδαίο φυτό, (o) Θέρμος13 (Lupinus, Λούπινον), ένα είδος οσπρίου, που στην αρχαι-
ότητα πανελλαδικά γνώριζαν ότι χρησίμευε ως αντίδοτο κατά της μέθης14 (Αλεξ. εν Ολ. 1.11, εν
Αδήλ. 9. -Θεόφραστος. Ι. Φ. 8.11,2, -Ανθ. Παλ. 11.413, -Πολυδ. ς΄ 45. -Διοσκ. Β΄, ρλβ΄, ρλγ΄). Αλλά
αυτή η επιλογή ονοματοδοσίας έγινε όχι μόνο γι’ αυτή τη φαρμακευτική ιδιότητα τού φυτού, αλλά
και για τη σύνολη σπουδαία διατροφική αξία του Θέρμου (Λούπινου), τόσο για τον άνθρωπο όσο και

9 «Ανάβαση»-Περιηγητικός Χάρτης 8/9 Βόρειας Αιτωλίας (Αγρίνιο – Θέρμο – Άνω Χώρα), 2000: Βλ τη σχετική μετά τοy
χάρτου μπροσούρα.
10 Γεννάδιος 1914 [1997], 419-421, λ.: «Θέρμος (Lupinus)… Θέρμος ο λευκός είναι το κοινώς ονομαζόμενον Λυμπούσι,
Λουπιναριά ή Πικροκουκκιά, ο κατεξοχήν Θέρμος τών αρχαίων (η Λυσιλαΐς παρά Λάκωσι κατ’ Αθήναιον)».
11 Κλήμης 2006, 41.
12 Δες εκτενώς την περίπτωση, Νεραντζής 2000, 61-62.
13 Γεννάδιος 1914 [1997], 419-421.
14 Δες σχετ.: Αλεξ. εν Ολ. 1.11, εν Αδήλ. 9. Θεόφρ. Ι. Φ. 8.11,2. Ανθ. Παλ. 11.413. Πολυδ. ς΄ 45. Διοσκ. Β΄, ρλβ΄, ρλγ΄.
Πρβλ.: Liddell – Scott 1843, λ. “θέρμος (ο)”.

378
ΟΙΚΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ

για τα ζώα (πρόβατα)15. Εκ του χαρακτηριστικού τούτου ονόματος του πεδίου, καλύτερα του οροπε-
δίου, έλαβε το όνομά του και ο εις αυτό οικισμένος «Θέρμος, πολίχνιον Αἰτωλίας, ὡς Πολύβιος· τὸ
ἐθνικόν Θέρμιος», (κατά την προαναφερθείσα αναφορά του Στεφάνου Βυζαντίου στα Ἐθνικά του).
Αυτή η συσχέτιση της ονομασίας τοπωνυμίου και οικωνυμίου από το φυτό «Θέρμος», ένεκα
ακριβώς της εμπράγματης οικονομικής-παραγωγικής αξίας του φυτού, -θεωρώ πως- αποτυπώνε-
ται ντετερμινιστικά και στο ιδεολογικό εποικοδόμημα της φυλετικής κοινωνίας τών Αιτωλών: το
λατρευτικό επίθετο του Απόλλωνος με το οποίο λατρευόταν σε αυτό ακριβώς το θρησκευτικο-πολι-
τικό κέντρο των Αιτωλών, τον Θέρμον, ήταν «Θέρμιος Ἀπόλλων».16 Αν συσχετίσουμε τον υπάρχοντα
στο τέμενος αυτό ναόν του «Θερμίου Ἀπόλλωνος» με τον υπάρχοντα στο ίδιο Ιερό ναόν της Αρτέ-
μιδος, μιάς κατεξοχήν θεότητας των Αιτωλών, -που στη Μυτιλήνη λατρευόταν με το ίδιο επίθετο,
«Θερμία Άρτεμις»17 -, τότε τεκμαίρεται –κατ’ εμέ– ότι ο ως άνω ναός της Αρτέμιδος στον Θέρμον
Αιτωλίας θα πρέπει να ήταν αφιερωμένος στην Άρτεμι με αυτή ακριβώς την επωνυμία: Θερμία.
Τούτο μας αναγάγει τεκμαρτά στο να θεωρήσουμε ότι είναι αρχέγονη η ταύτιση τού τοπωνυμίου
«Θέρμος» μετά του φυτού Θέρμος, αφού η επίκληση «Θερμία Άρτεμις» σημαίνει τη φυτική επιφά-
νεια του θείου18, μεθύστερη εξέλιξη του φυτοδαίμονος.19 Πάντως, η Άρτεμις που αναμετράται σε
δύναμη με τον Δία είναι μάλλον η πρώιμη μητριαρχική θεά παρά η δίδυμη αδελφή του Απόλλωνος,
η παρθένα κυνηγός.20 Με βάση την επισήμανση αυτή, αυτό το κοινό επίθετο Αρτέμιδος και Απόλ-
λωνος, Θερμία // Θέρμιος, παραπέμπει στην προαπολλώνεια λατρεία στο Θέρμιο Ἱερό τῶν Αἰτωλῶν:
ήτοι σε λατρεία αφιερωμένη πρωταρχικά στην Θερμία Ἄρτεμι, την οποία –λατρεία– μεθύστερα σφε-
τερίστηκε ο Απόλλων, όταν το θέρμιον ἱερό ορίστηκε ως το θρησκευτικό-πολιτικό κέντρο του ‘‘Κοι-
νού των Αιτωλών’’.
Έτερη θεωρητική πρότασή μου αιτιολογεί τεκμαρτά την ονοματοδοσία δύο ομηρικών πόλεων
των Αιτωλών, της Καλυδώνος (Ἰλιάς Β 640, και Ι 530, 531, 577, και Ν 217, και Ξ 116) και της Χαλ-
κίδος21 (Ἰλιάς Β 537, 640), εκ του οικοπεριβάλλοντος αυτών και πιο συγκεκριμένα εκ της χλωρίδος
του οικισμένου μικροπεριβάλλοντος αυτών. Αναλυτικότερα: στην Αιτωλία αναφέρονται: αφενός,
βουνό «Καλυδών» δίπλα στον ποταμό Αχελώο από τον Ψευδο-Πλούταρχο, Περὶ ποταμῶν καὶ ὀρῶν
ἐπωνυμίας καὶ τῶν ἐν αὐτοῖς εὑρισκομένων (έκδ. TLG 22,422,4). Επισημαίνω σχετικώς ότι η ομη-
ρική Καλυδών ταυτίζεται με παραποτάμια πόλη οικισμένη στη δεξιά πλευρά του ποταμού Ευήνου
(Λυκόρμα). Αφετέρου, αναφέρεται βουνό με επωνυμία «Χαλκίς (η)» ή «Χαλκία22 (η)» από τον Στρά-
βωνα σε δύο αντίστοιχα χωρία του: «10.2.4. ὑπὲρ δὲ τῆς Μολυκρείας Ταφιασσὸν καὶ Χαλκίδα, ὂρη
ἱκανῶς ὑψηλά, ἐφ’ οἷς πολίχνια ἳδρυτο Μακυνία τε καί Χαλκίς, ὁμώνυμος τῷ ὂρει, ἧν καὶ Ὑποχαλκίδα
καλοῦσι»23. Θεωρώ πως το οικοπεριβαλλοντικόν σημαινόμενον αυτών των γεωγραφικών ονομάτων
προκύπτει αν αυτά συναρτηθούν με την αρχαιοβοτανική και δη με τα φυτά, «Ὗδνον» και «Χαλ-
κίς» ή «Χάλκεια». Συγκεκριμένα, ως πιθανότερη εκδοχή για την ετυμολογική προέλευση, καλύτερα

15 Liddell – Scott, λ. “θέρμος (ο)”.


16 IG IX I (2), 1, επιγραφή 69. Περί του Ιερού βλ. Παπαποστόλου 2008.
17 Ο Ν. Παπαχατζής γράφει ότι «ο Απόλλων θέρμιος της Ολυμπίας σχετίστηκε με τη Δήμητρα θερμασία τής Ερμιονίδας
Τροιζηνίας (Παυσαν 2,34,6), τον Απόλλωνα θέρμιο τής Αιτωλίας, ..., και με την Άρτεμη θερμία ή θερμαία που ήταν η
επιφανέστερη θεότητα τής Μυτιλήνης», βλ. Παπαχατζής 1979, 273-274, σημ. 3. Διαφωνώ με την ερμηνεία για την
καταγωγή του επιθέτου θέρμιος/θερμία που δίνει ο Παπαχατζής στη συνέχεια της υποσημείωσης αυτής, δηλ. ως έχον
το επίθετο σχέση με τη θερμότητα.
18 Νεραντζής 2013β. Eliade 1981, 21-22, 29-30, 115-135, 233-235, 283-291.
19 Harrison 1991, 587, 624, 657. Eliade 1981, παράγραφ. 102, 264-266.
20 Graves 1979, 104, παράγρ. 117.2.
21 Αναφορά σε αιτωλική πόλη με επωνυμία Χαλκίς ή Υποχαλκίς έχουμε και από τον Στράβωνα (68 ή 54 π.Χ. - 21 μ.Χ.),
στα Γεωγραφικά του, 9.4.8, και 10.1.9, και 10.2.4-5.
22 Στράβωνος Γεωγραφικά 10.2.21: «μετά δέ τόν Εύηνον τό όρος η Χαλκίς, ην Χαλκίαν είρηκεν Αρτεμίδωρος». Πρβλ. Νερα-
ντζής 2007, σποράδην.
23 Επίσης, Στράβων 10.2.21.

379
I. NΕΡΑΝΤΖΗΣ

για τον ντετερμινισμό ονοματοθεσίας ειδικά της επωνυμίας “Καλυδών”, επωνύμου και της πόλεως
και του βουνού, θεωρώ αυτή που έχει να κάνει με την παραποτάμια χλωρίδα της περιοχής, τόσον
της παρευήνιας όπου η πόλις Καλυδών, όσον και της Παραχελωίτιδος, όπου τοποθετεί ο Ψευδο-
Πλούταρχος το βουνό Καλυδών: Συγκεκριμένα, η ετυμολογική ρίζα της λέξης “Καλυδών” θεωρώ
ότι έχει να κάνει με το φυτό «Ύδνον»24 («Ύτανον», Τρούφες): Η επωνυμία δηλαδή του βουνοῦ και
της πόλεως θεωρώ, κατά τεκμήριον, ότι είναι σύνθετη λέξη που προκύπτει από τις λέξεις: καλόν
+ Ὗδνον > Καλυδών. Τεκμηριώνω δε τούτο εκ του εξής: το έδαφος στην περιοχή αυτή θα ήταν
“καλόν” για να ευδοκιμήσει εκεί το αυτοφυές Ύδνον, φυτό με σπουδαία θρεπτική δύναμη για τον
άνθρωπο, όταν λαμβάνεται ως τροφή, όπως γράφει ο Συμεών ο Σήθ.25 Και όντως το έδαφος τόσον
της παρΕυήνιας Καλυδωνίας, όσον και της Παραχελωίτιδος είναι “καλόν” για να φυτρώνει εκεί το
Ύδνον. Τεκμαίρεται τούτο από τον Αθήναιον (Δειπνοσοφισταί, 2.60.1) που γράφει ότι, «τό ὕδνον
φυτρώνει σέ τόπους ἀμμώδεις».26 Και η γεωσύσταση του εδάφους τόσον της παραποτάμιας Καλυδω-
νίας, λόγω των προσχώσεων του Ευήνου ποταμού, όσον και της Παραχελωίτιδος (= εκβολικό τμήμα
Αχελώου), λόγω των προσχώσεων του Αχελώου ποταμού, έχει αυτό το “αμμώδες” χαρακτηριστικό.
Συνεπώς, και η μία και η άλλη περιοχή θα ήταν “κάλυδνα”, “καλή” για τα «Ὗδνα». Συνακόλουθα,
αυτό το όνομα του τόπου, το τοπωνύμιον “Κάλυδνα” θα επιλέχθηκε και ως οικωνύμιον κατά την
ονοματοδοσία τής πόλεως: θα την ονόμασαν και αυτή “Κάλυδνα” > “Καλυδών”: πόλις οικισμένη
σε τόπο “καλόν” για τα ‘‘ύδνα’’. Ότι η ονοματοδοσία αυτή είναι των πρωτοϊστορικών ελληνικών
χρόνων τεκμαίρεται από το ότι ο C. Blegen27 ανάγει τα οικωνύμια Καλυδών και Μυκᾶναι (Μυκῆναι)
o στην Πρωτοελλαδική περίοδο (3200-2000 π.Χ.).
Στην άλλη περίπτωση είναι πλέον εμφανέστερον και τεκμαρτόν ότι η ονοματοδοσία είτε του
βουνού ως «Χαλκίς» ή ως «Χαλκία», είτε της πόλεως ως «Χαλκίς» ή ως «Ὑποχαλκίς», συναρτάται,
κατά τεκμήριον, πιθανότατα με τη χλωρίδα που φύτρωνε στις πλαγιές του. Γιατί μόνον τοιουτοτρό-
πως εξηγείται γιατί το βουνό και η πόλις που είναι χτισμένη στην πλαγιά του, δηλ. η Υποχαλκίς,
έχουν το ίδιο όνομα με το θεραπευτικό φυτό Χαλκίς, που αναφέρει ο Διοσκουρίδης28. Αλλά και ο
άλλος λογότυπος της επωνυμίας του ιδίου βουνού, δηλαδή ως Χαλκία, έχει τον αντίστοιχό του στην
αρχαιοχλωρίδα, αφού ο Θεόφραστος αναφέρει φυτό «Χάλκειος».29 Μάλιστα, και η παράλληλη ονο-
μασία της πόλεως ως Ὑποχαλκίς, που ονοματικά συνδέει απολύτως την πόλιν με το βουνό, θα μπο-
ρούσαμε να πούμε ότι εκεί ακριβώς παραπέμπει: Σε πόλις χτισμένη στους πρόποδες του βουνού στο
οποίο φύτρωνε το φυτό (η) Χαλκίς. Αλλά και η αιτωλική πόλις, Χάλκεια, που αναφέρει ο Πολύβιος30
τον 2ο π.Χ. αι., θεωρεί η Sanne Houby-Nielsen31 ότι είναι η αυτή με τη Χαλκίδα. Σε κάθε περίπτωση,
l πάντως, και αυτό το τοπωνύμιο -Χάλκεια- παραπέμπει πάλι σε τοποθεσία όπου θα φύτρωνε το ομώ-

24 Liddell – Scott. λ. ύδνον (το), κοινώς “ύτανον”. Θεόφρ. π. Φυτ. Ιστ., 1.1.11 (διάφ. γραφ. οίδνον), 1.6.5, καθώς και Θεό-
φραστος, απόσπ. 167 και άλλα παραθέματα στην Επιτομή, 62α. Αλλά και ο Αθήναιος, 2.60.1-34, αναφέρεται αναλυτικά
στα ΄Υδνα. Περί της δυνάμεως του ύδνου, όταν λαμβάνεται ως τροφή, γράφει ο Συμεών ο Σήθ (ή Συμεών Σηθής), Περί
τροφών δυνάμεων, 108-9, (έκδ. Lang). Δες και Γεννάδιος 1914 [1997], 973-984. «Πάντα τα εις την οικογένειαν ταύτην
υπαγόμενα φυτά ονομάζονται συνεκδοχικώς ΄Υδνα. ... Είναι κοινώς γνωστά κατά τόπους υπό τα ονόματα ΄Ιτανα, ΄Ιτνα,
΄Υκνα, ΄Υχνα και Χοιρόψωμο ή Χοιρόχορτα».
25 Συμεών ο Σήθ (ή Συμεών Σηθής) 108-9. Δες και Dalby 2001, 142.
26 Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 2.60.1-34. Πρβλ. Dalby 2001, 142.
27 Blegen 1928, 145-154. Στεργιόπουλος 1939, 28. Page 1968, σποράδην.
28 Διοσκουρίδου, Περί ύλης ιατρικής (recenciones e codd. Vindob.), 4.85RV: φυτό Χαλκίς. Πρβλ.: - Διοσκουρίδου, Περί
ύλης ιατρικής: -5.98.1-4: Χαλκανθές, & -5.99.1-4: Χαλκίτις, και -4.58RV.1-10: Χρυσάνθεμον ή Χάλκας ή Χαλκίτις ή
Χάλκανθον ή Χαλκανθέμον). Δες και Ψευδο-Πεδανίου Διοσκορίδου, Περί δηλητηρίων φαρμάκων και της αυτών προφυ-
λακής και θεραπείας: -23.13: “Χαλκού άνθος”, και -32.8: “Χαλκάνθω”.
29 Επίσης βλ. Θεοφράστου, Περί φυτών ιστορίας, 6.4.3.13: φυτό Χάλκειος. Γεννάδιος 1914 [1997], 1025, λ. Χάλκειος.
30 Πολύβιος, απόσπασμα V.94.7-8: «… αύθις δ’ υποστρέψας, έπλευσε πρός Χάλκειαν. ...».
31 Houby-Nielsen 1998, 240.

380
ΟΙΚΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ

νυμο ακανθώδες φυτό32 Χάλκειος που αναφέρει ο Θεόφραστος (Περί φυτῶν ἱστορίας, 6.4.3.13).
Μια ακόμη πιο εύγλωττη, ως προς τον ντετερμινισμό τής ονοματοδοσίας, ταυτωνυμία τοπω-
νυμίου και φυτωνυμίου, την τεκμηριώνω ερειδόμενος στον Ψευδο-Πλούταρχο, Περὶ ποταμῶν καὶ
ὀρῶν ἐπωνυμίας καὶ τῶν ἐν αὐτοῖς εὐρισκομένων (έκδ. TLG), 8.3-4), που γράφει ότι πλάι στην όχθη
του ποταμού Ευήνου υψώνεται βουνό ονομαζόμενο «Ἂλφιον» που μετονομάσθηκε αργότερα σε
«Μύηνον». Θεωρώ ότι, κατά τεκμήριον, η επωνυμία «Ἂλφιον» θα δόθηκε στο βουνό, γιατί στις πλα-
γιές του θα φύτρωνε το φυτό Ἂλφιον, το αγριοκρίθαρο, σπουδαίας διατροφικής αξίας, κυρίως ως
πολτός ή παξιμάδι.33 Μάλιστα, ούτε και οι πλούσιοι περιφρονούσαν το κριθάρι, ειδικά ως «μάζα».
Εκ παραλλήλου, ο Ησύχιος στό έργο του, Συναγωγή πασῶν λέξεων κατά στοιχεῖον (Λεξικόν),
αναφέρει αφενός φυτωνύμιον, αφετέρου τοπωνύμιον, που η ετυμολογική τους συνάφεια παραπέμπει
ευθέως σε ντετερμινιστική σχέση μεταξύ του τοπωνυμίου και της χλωρίδος του οικοπεριβάλλοντος:
«<Μίμας> ὂρος Αἰτωλίας». «<Μίμαστα> . ἂγρια λάχανα». Η ντετερμινιστική συσχέτιση ευνόητη:
Το βουνό έγεμε με αυτοφυή άγρια λάχανα: το χαρακτηριστικό τούτο του τοπίου σημασιοδότησε και
την επωνυμία του όρους.
Ερχόμενοι στον γεωγράφο Στράβωνα (10.2.22), διαβάζουμε ότι στην Αιτωλία η λίμνη η επονο-
μαζόμενη ‘‘Ὓδρα’’ μετονομάσθηκε σε “Λυσιμαχία”. Ως την πλέον εξηγήσιμη αιτία που προτιμήθηκε
η δεύτερη επωνυμία -“Λυσιμαχία”- για το τοπωνυμικό αυτό, θεωρώ αυτή που παραπέμπει εμφανώς
στην ενδημική χλωρίδα, την αναπτυσσομένη περιφερειακά της ομώνυμης λίμνης, ήτοι στο φαρμα-
κευτικό φυτό “Λυσιμάχειος βοτάνη” (λέγεται και [η] “Λυσιμάχειος πόα”, και [η] ‘‘Λυσιμάχιος’’,
και [το] ‘‘Λυσιμάχιον’’, και [το] ‘‘Λυσιμάχειον’’.34 Το βότανον αυτό ήταν απαραίτητο στη θερα-
πεία πολλών και διαφόρων ασθενειών του σώματος, ως αναφέρουν γιατροί της αρχαιότητας και του
Μεσαίωνα. Αυτό το βότανο θα φύτρωνε τουλάχιστον στην πλευρά της λίμνης όπου ήταν οικισμένη
και η ταυτώνυμη πόλις ‘‘Λυσιμαχία’’ ή ‘‘Λυσιμάχεια’’, που την αναφέρουν ο Πολύβιος 5.7.7 και ο
Στράβων 10.2.22. Η ονομασία, λοιπόν, τόσον της λίμνης, όσον και της πόλεως θεωρώ πως έχουν να
κάνουν με το οικοπεριβάλλον, όπου θα φύτρωνε το σπουδαίο φαρμακευτικό φυτό «Λυσιμάχειος
βοτάνη» ή «Λυσιμάχειον».
Γενικεύοντας, το «κλειδί» για να αποκωδικοποιήσουμε και να μεθερμηνεύσουμε την αιτιοκρατία
που διέπει την ονοματοθεσία ορισμένης ‘‘τοπικής φυλής’’ (= κοινότητας, κώμης) και πόλεως των
Αιτωλών, ειδικά εκ τής χλωρίδος του οικοπεριβάλλοντος αυτής, μας το δίνει ο Mircea Eliade, όπου
γράφει χαρακτηριστικά πως αυτού του είδους ταυτωνυμίες τοπωνυμίου και φυτωνυμίου θα μπορού-
σαμε να τις ορίσουμε ως «μυστικιστική σχέση φυτού και ανθρώπου»35. Η πιο κατηγορηματική από
τις απόκρυφες αυτές σχέσεις φαίνεται να είναι η προέλευση των φυλών από κάποιο φυτό. Δηλαδή,
το Ύδνον, το Λυσιμάχιον, η Χαλκίς, η Παιωνία, εθεωρείτο ως ο μυθικός πρόγονος της αντίστοι-
χης ατωλικής ‘‘τοπικής φυλής’’, των Καλυδωνίων, των Χαλκιδέων, των Λυσιμαχέων. Στην αρχαϊκή

32 Πρβλ Γεννάδιος 1914 [1997], 1025, λ. Χάλκειος.


33 Dalby 2001, 36.
34 Στις σπουδαίες και για πολλές μάλιστα περιπτώσεις ιαματικές ιδιότητες του φυτού, “Λυσιμάχιον” ή “Λυσιμάχειος
πόα”, δες: Πεδανίου Διοσκουρίδου Αναζαρβέως (ιατρός, α΄ αι. μ.Χ.): Περί ύλης ιατρικής,(έκδ. T.L.G.), 4.3.1.1-11:
«Λυσιμάχειος ... πόα». Του ιδίου, Περί ύλης ιατρικής, (recenciones e codd. Vindob.), (έκδ. T.L.G.), 4.3 RV: «Λυσιμά-
χειος». Ευπόριστα (Περί απλών φαρμάκων), 1.154.2.10 και 2.29.1.10 και 2.87.1..9 και 2.88.2.3: «Λυσιμάχειος πόα ...»,
καθώς και 2.54.2.8 και 2.132.1.6: «Λυσιμάχειος ...». Γαληνός (Κλαύδιος) (130-199;/201; μ.Χ.), Περί απλής κράσεως
φαρμάκων και ευπορίας, I 12.64.12-18: «[κα΄ Περί λυσιμαχίου.] Λυσιμάχιος...». Ορειβάσιος (ιατρός, 4ος μ.Χ. αι.),
Ιατρικαί συνταγαί, (έκδ. T.L.G.), 11.18. «Λυσιμάχειος [η] ...», και 14.61.1.11: «... το Λυσιμάχειον βοτάνιον, ...», και
15.1:11.25.1: «Λυσιμάχειος [η] ...», και 15.1:11.27: «Λυσιμάχειον [το] ...». Αέτιος (πρώτο μισό 6ου αι. μ.Χ.), Τετρά-
βιβλον (Iatricorum), βιβλίον i, σ. 266: «σξβ Λυσιμάχιος», και βιβλίον i 262.1-5: «Λυσιμάχιος...». Παύλος ο Αιγινίτης
(ιατρός, 7ος μ.Χ. αι.), Διδασκαλία σύντομος (= Επιτομή ιατρικής σε επτά βιβλία), (έκδ. T.L.G.), 7.3.11.154: «Λυσιμάχιον
[το] ...». Ησύχιος, Λεξικόν, λ. «Λυσιμάχειος βοτάνη».
35 Eliade 1981, 283.

381
I. NΕΡΑΝΤΖΗΣ

αυτή αντίληψη ο Eliade36 παρατηρεί την αλληλεγγύη ανάμεσα στον άνθρωπο και σε κάποιο φυτικό
είδος, αλληλεγγύη που έγινε καταληπτή ως συνεχές κύκλωμα ανάμεσα στο ανθρώπινο επίπεδο και
το φυτικό.

ABSTRACT

THE HOME ENVIRONMENT OF ANCIENT AETOLIA


AND THE ALLOTTING OF NAMES TO HOMES AND PLACES

Ioannis Nerantzis

The purpose of my research is to substantiate that the natural self-existence of a place, with whatever
o is involved as a micro-environment in flora and fauna, springs, pastures, fields, woods, rivers, hills
and mountains, to a certain extent forms its name, its place name. That is, the place determines its
name as a place, its place name. The place itself, or rather the physiognomy of the place, lends its
name, gives the meaning of its place name.
In particular, both ancient Greek literature and the ancient Aetolian inscriptions, as well as the
preserved myths referring to Aetolia, give us immediate information as much about the edible and
pharmaceutical flora of the land of Aetolia, as about its fauna. They mainly, of course, give the names
of edible plants (cereals, pulses, green vegetables, vegetables, fruit) or of medicinal plants or even
hallucinatory plant substances and herbs which grew in the geographical area of ancient Aetolia, as
well as indirect references to the use of these hallucinatory substances and herbs in the fertility rites
to nature in the tribal society of Aetolia.
What is of particular interest to our subject is the fact that in the above mentioned sources, place
l names and national names (names of villages and towns of Aetolia) are referred to with exactly the
name they have been given, whether from species of Aetolian fauna or species of Aetolian flora and
s indeed medicinal herbs.
This naming co-incidence means that: with the knowledge of the home environment of their
country, the Aetolians referred to it with a corresponding place logo which they chose either to show
a certain place name, or to name a village or town of theirs.

36 Ό. π. 284

382
ΟΙΚΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Bronowski 1987 J. Bronowski, Η εξέλιξη του ανθρώπου, μτφρ. Μάριος Βερέττας, Αθήνα.
Γεννάδιος 1914 [1997] Π. Γ. Γεννάδιος, Λεξικόν Φυτολογικόν, φωτομηχανική ανατύπωση έκδοσης
του 1914, Αθήνα.
Childe 1971 V. Gordon Childe, Ο άνθρωπος πλάθει τον εαυτό του, μτφρ. Λ. Θεοδωρακό-
πουλος, Αθήνα.
Graves 1979 R. Graves, Οι Ελληνικοί μύθοι, (τίτλος πρωτοτ.: The Greek Myths, 1955), τ. 4,
Αθήνα.
Clark – Piggott 1980 Gr. Clark – St. Piggott, Προϊστορικές Κοινωνίες, (τίτλος πρωτοτ.: Prehistoric
Societes, 1965), μτφρ. Αγγέλα Ταμβάκη, Aθήνα.
Dalby 2001 A. Dalby, Σειρήνεια δείπνα - Ιστορία τής διατροφής και τής γαστρονομίας στήν
Ελλάδα, (τίτλος πρωτοτ.: Siren Feasts,  A History of Food and Gastronomy
1996) μτφρ. Έλ. Πατρικίου, Ηράκλειο.
Δαράκη 1994 Μ. Δαράκη, Ο Διόνυσος και η θεά Γη, (τίτλος πρωτοτ.: Dionysos te la deesse
terre, 1985),Αθήνα.
Δημητρίου 1993 Σ. Δημητρίου, Η εξέλιξη του ανθρώπου, (τόμοι 3), Παλαιολιθική Εποχή τ. 3ος,
Αθήνα.
Eliade 1981 M. Eliade, Πραγματεία πάνω στην Ιστορία των Θρησκειών, (τίτλος πρωτοτ.:
Traite΄ d’ histoire des religions 1964), μτφρ. Έλση Τσούτη, Αθήνα.
Gimbutas 2001 Μ. Gimbutas, Η επιστροφή της Μεγάλης Θεάς, (τίτλος πρωτοτ.: The living
Goddesses, 1999), μτφρ. Ντίνα Σιδέρη, Θεσσαλονίκη.
Ζιάκας 1987 Γρ. Δ. Ζιάκας, Τα θρησκεύματα του Θιβέτ και της Κίνας, Θεσσαλονίκη.
Ζιάκας 1996 Γρ. Δ. Ζιάκας, Η θρησκεία των προϊστορικών κοινωνιών και των αρχαίων
λαών, Θεσσαλονίκη (ανατύπ.).
Θεοχάρης 1981 Δ. Θεοχάρης, Νεολιθικός Πολιτισμός, Μ.Ι.Ε.Τ., Aθήνα.
UNESCO 1966 UNESCO, Ιστορία της ανθρωπότητος, τ. 12, Αθήνα.
UNESCO 1972 UNESCO, Λεξικό Κοινωνικών Επιστημών, Αθήνα.
Κλήμης 2006 Γ. Κλημης, Βότανα και φάρμακα στην αρχαία Ελλάδα, Αθήνα.
Κοκκινίδου – Νικολαΐδου 1993 Δ. Κοκκινίδου – Μ. Νικολαΐδου, Η αρχαιολογία και η κοινωνική ταυτότητα του
φύλου: Προσεγγίσεις στην Αιγαιακή Προϊστορία, Θεσσαλονίκη.
Λέτσας 1949/1952/1957 Α. Λέτσας, Μυθολογία της γεωργίας, (τόμοι τρείς, Α΄ 1949, Β΄ 1952, Γ΄ 1957),
Θεσσαλονίκη.
Λουκόπουλος 1938 Δ. Λουκόπουλος, Γεωργικά της Ρούμελης, Αθήνα, 126-127.
Νεραντζής 2000 Ι. Νεραντζης, Προϊστορικές Φυλετικές Λατρείες Αιτωλών και Αγραίων, Αθήνα.
Νεραντζής 2003 Ι. Νεραντζης, Η χώρα των Αιτωλών, Αγρίνιο.
Νεραντζής 2006 Ι. Νεραντζης, Ιερός γάμος και τελετουργίες γονιμότητας στην αρχαία Αιτωλία,
Αρχαιολογία & Τέχνες, 101, 44-52.
Νεραντζής 2007 Ι. Νεραντζής, Ιστορική Αρχαιολογία Ναυπάκτου, Αγρίνιο.
Νεραντζής 2013α Ι. Νεραντζής, Οικωνύμιον ‘‘Παιάνιον’’ και οικοπεριβάλλον αρχαίας Αιτωλίας:
η ετυμολογική τους συνάφεια, ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ 20, 211-241.
Νεραντζής 2013β Ι. Νεραντζής, Εσχάρα-βωμός στο ιερό Λαφρίας Αρτέμιδος στην Καλυ-
δώνα, Αρχαιολογία & Τέχνες, δικτυακή πηγή : https://www.archaiologia.gr/
blog/2013/05/27/
Nilsson 1966 M. Nilsson, Ελληνική λαϊκή θρησκεία, μτφρ. Ι. Θ. Κακριδής, Αθήνα.
Nilsson 1979 M. Nilsson, Η Μυκηναϊκή προέλευση της Ελληνικής Μυθολογίας, μτφρ. Ι. Κ.
Μαζαράκης Αινιάν, Αθήνα.
Page 1968 D. L. Page, Η Ιλιάς και η Ιστορία, (τίτλ. πρωτοτ.: History and the Homeric
Iliad, 1963), μτφρ. Κρ. Πανηγύρης, Αθήνα.
Παπαθανασόπουλος 1996 Γ. Παπαθανασόπουλος (επιμ.), Νεολιθικός πολιτισμός στην Ελλάδα, Ίδρυμα Ν.
Π. Γουλανδρή–Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα.
Παπαποστόλου 2008 Ι. Παπαποστόλου, Θέρμος: το Μέγαρο Β και το πρώιμο Ιερό – Η ανασκαφή
1992-2003. Βιβλιοθήκη τής εν Αθήναις Αρχαιολ. Εταιρείας, αρ. 261, Αθήνα.
Παπαχατζής 1979 Ν. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, τ. 3ος, Μεσσηνιακά-Ηλιακά,
Αθήνα.
Παχής 1998 Π. Παχής, Δήμητρα καρποφόρος: Θρησκεία και αγροτική οικονομία του αρχαι-
οελληνικού κόσμου, Αθήνα.
Rudgley 2000 R. Rudgley, Ιερά Μέθη. Ψυχότροπες ουσίες και πολιτισμική αλχημεία, (τίτλ.
πρωτοτ. The Alchemy of Culture: Intoxicants in Society, 1993), μτφρ. Γρηγ.
Κονδύλης, Αθήνα.
Στεργιόπουλος 1939 Κ. Στεργιόπουλος, Η Αρχαία Αιτωλία, Αθήνα.
Τhomson 1959 G. Thomson, Η Αρχαία Ελληνική Κοινωνία. Το Προϊστορικό Αιγαίο, β΄ έκδοση,
Αθήνα.
Faure 2002 P. Faure, Η καθημερινή ζωή στην Κρήτη την Μινωϊκή εποχή, (τίτλ. πρωτοτ.: La

383
I. NΕΡΑΝΤΖΗΣ

vie quotidienne en Crete au temps de Minos), μτφρ. Έ. Ι. Αγγέλου, Αθήνα.


Χουρμουζιάδης κ.ά 1982 Γ. Χουρμουζιάδης – Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά – Κ.Α. Μακρής, Μαγνησία:
το χρονικό ενός πολιτισμού, Αθήνα.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Blegen 1928 C. Blegen, The coming of the Greeks, AJA 32, 146-154.
Cabanes 1985 P. Cabanes, Le pouvoir localau sein des etats federaux: Épire, Acarnanie, Éto-
lie, στο Colloque international du C.N.R.S. sur la Beotie antique, Lyon-Saint
- Etienne, 16-20 mai 1983, Paris, 343-357.
Harrison 1991 J. E. Harrison, Prolegomena to the study of Greek religion, Princeton.
Houby-Nielsen 1998 S. Houby-Nielsen, Chalkis in Aetolia in Ancient Written Sources and Early
Modern Travel Accounts. A Survey, PDIA, τ. 2, 238-257.
Kirsten 1942 Ε. Kirsten, λ. “Paianion”, RE, τ. 18.1.2, στήλη 2363.
Lidell – Scott 1843 H. G. Lidell – R. Scott, A Greek - English Lexicon, United Kingdom.

384
LE ATTIVITÀ SCIENTIFICHE DEL LABORATORIO
DI EPIGRAFIA GRECA DELL’ UNIVERSITÀ CA’FOSCARI
DI VENEZIA SULLA GRECIA OCCIDENTALE

Claudia Antonetti

La costituzione, a partire dal 1999, dell’archivio di Epigrafia greca presso il nascente Laboratorio
Epigrafico del Dipartimento di Scienze dell’Antichità e del Vicino Oriente, ora Dipartimento di Studi
Umanistici (DSU)1, è stata voluta con il duplice obiettivo di sviluppare un’attività di ricerca di livello
europeo e di favorire la formazione alla ricerca, offrendo agli studenti un’esperienza pratica del
lavoro dell’epigrafista che li metta in grado di operare presso istituzioni museali e culturali nel settore
antiquario ed archeologico.
In quindici anni di attività si è arrivati alla formazione completa dei primi giovani esperti in grado
sia di trasmettere le proprie competenze sia di diventare responsabili in prima persona di progetti
di ricerca e di collaborazione tecnica. Il risultato, che può ad un occhio esterno apparire modesto,
è in realtà importante, se si considera che, nell’ambito degli studi classici, ormai solo l’Italia offre
insegnamenti universitari specifici di Epigrafia del mondo antico - e solo in poche Università -,
mentre la Comunità Europea già dal varo dei programmi Socrates si preoccupava di promuovere, con
mirate azioni di mobilità, la diffusione dell’insegnamento di discipline specialistiche per le quali vi
era e vi è carenza di docenti a livello europeo. Il Master Europeo “The Archaeology and Dynamics
of Writing” che ho coordinato nei 3 anni accademici dal 1997-1998 al 1999-2000 è stata una prima
risposta a questa esigenza2.
La formazione, com’è ovvio, per essere efficace non può essere generica, e nel nostro caso si àncora
all’esperienza di ricerca in tre ambiti specifici, la Grecia occidentale (Sterea Hellas e Messenia),
la Venetia e la Sicilia3. Un aspetto di particolare interesse, all’interno della documentazione del
Laboratorio di Epigrafia greca, è rappresentato dalla sua collezione di calchi cartacei, quasi 600, di
provenienza prevalentemente greca metropolitana, che lo rendono un unicum nel panorama delle
istituzioni analoghe, in particolare italiane. Spiccano per importanza i calchi delle iscrizioni del
santuario di Thermon in Etolia, che rappresentano uno degli esempi più alti di scrittura epigrafica
pubblica del III sec. a. C. A parte il suo valore intrinseco, questo tipo di documentazione può consentire
un’esperienza analoga alla ricognizione autoptica, laddove questa sia difficile o impossibile (ad
esempio nel caso di iscrizioni perdute, danneggiate o divenute col tempo illeggibili), costituendo
in molti casi l’unica prova documentaria di letture controverse e permettendo inoltre il controllo
costante delle stesse.

1. Le attività epigrafiche riguardanti la Grecia occidentale (Etolia, Acarnania)


La storia degli studi epigrafici relativi alle due principali regioni antiche nelle quali si articolava
la Grecia centro-occidentale, l’Etolia e l’Acarnania, è indissolubilmente legata all’opera di un
maestro della scienza epigrafica del XX secolo, Günter Klaffenbach, vissuto fra il 1890 ed il 1972 e
responsabile scientifico dal 1953 del progetto Inscriptiones Graecae dell’Accademia delle Scienze di
Berlino. E’ del 1932 il volume delle Inscriptiones Graecae che raccoglie le iscrizioni dell’Etolia (IG
IX I2 1) cui fece seguito nel 1957 il secondo, dedicato all’Acarnania (IG IX I2 2).
Dopo una lunga pausa negli studi di settore, solo dall’inizio degli anni ’80 l’epigrafia di queste
regioni è tornata ad essere oggetto di un interesse scientifico non episodico, soprattutto da parte

1 http://www.unive.it/nqcontent.cfm?a_id=127252.
2 C. Antonetti, European Socrates Master (CDA) The Archaeology and Dynamics of Writing (Code 29189-IC-1-IT-
ERASMUS-EPS-1): http://venus.unive.it/arabic/mastr2it.htm.
3 Per i dettagli di queste attività cfr.: http://www.unive.it/nqcontent.cfm?a_id=83597.

385
C. ANTONETTI

di studiosi italiani e tedeschi, oltre che, naturalmente, greci. Negli anni ’80 io ho compiuto varie
campagne di studio in Etolia e in Acarnania, finalizzate alla ricognizione globale delle iscrizioni
etoliche ed acarnane conservate nei Musei di Agrinio, Thyrreion, Thermon, Patrasso, nel deposito di
antichità di Naupatto, nel Lapidario di Delfi e nelle aree archeologiche delle due antiche regioni, il tutto
grazie alla generosa collaborazione degli Efori alle Antichità di Patrasso, prima I. Papapostolou poi
L. Kolonas e i loro predecessori, N. Zapheiropoulos†, Ph. Petsas†, Ph. Zapheiropoulou, P. Themelis.
In quegli anni, grazie ad una sistematica opera di ricerca principalmente sulle iscrizioni inedite o
pubblicate successivamente ai corpora del Klaffenbach, è nato il mio archivio, ora conservato presso
il Laboratorio Epigrafico e costituito dalle schede epigrafiche autografe, dai calchi, dai disegni e
dalle foto – ora digitalizzate - delle iscrizioni. Alcuni esempi, tratti dalle numerose iscrizioni etoliche
ed acarnane che ho pubblicato a partire dal 1986, danno un’idea delle varie tipologie attestate: il
complesso di testi proveniente dall’Asclepieo del sito acarnano di Drymos Vonizas, con l’importante
rinvenimento del miliare intitolato a Massimino il Trace e a suo figlio Massimo (236-238 d. C.)4;
quello, molto caratteristico anche dal punto di vista tipologico, delle iscrizioni funerarie degli
Aperanti5; testimonianze dell’epigrafia pubblica del santuario di Thermon, fra le quali spicca il
decreto federale del 165/4 per un Acheo di Dime che offre a tutt’oggi l’esempio più esteso del
formulario di concessione di diritti e privilegi da parte della Lega Etolica6; espressioni epigrafiche del
periodo della romanizzazione della regione7. Con Edoardo Cavalli abbiamo realizzato una rassegna
dell’alfabeto arcaico etolico e l’edizione scientifica di due importanti iscrizioni funerarie di VII/VI
o secolo (rinvenute a Vlachomandra, Etolia meridionale)8; con Damiana Baldassarra abbiamo infine
portato a termine e pubblicato un aggiornamento archeologico-epigrafico complessivo dell’Etolia e
dell’Acarnania fino c. al 20009.
Il Prof. Peter Funke, Direttore del Seminar für Alte Geschichte della Westfälische Wilhelms-
Universität Münster, è, dai primi anni ’90, uno dei coordinatori del progetto storico-topografico
Historische Landeskunde des antiken Griechenland, iniziativa che ha realizzato finora, in Acarnania,
lo Stratikè Research Project e il Palairos Research Project10. Egli ha pubblicato, con H.-J. Gehrke
e L. Kolonas, un decreto di prossenia del Koinon acarnano per il legato romano Gn. Baebius del
167 a. C.11 mentre due suoi collaboratori, Klaus Freitag e Daniel Strauch, nel 1996 e 1997 hanno
compiuto sopralluoghi epigrafici presso i Musei di Thyrrreion ed Agrinio al fine di creare un archivio
epigrafico delle due collezioni museali12, archivio speculare a quello veneziano, conservato prima
presso l’Università di Münster ed ora passato alla collezione delle Inscriptiones Graecae a Berlino.
l All’inizio degli anni 2000 Peter Funke ed io abbiamo dunque intrapreso, con la collaborazione
della VI Eforia alle Antichità Preistoriche e Classiche di Patrasso (dal 2003 divenuta la  XXXVI Efo-
s ria alle Antichità Preistoriche e Classiche dell’Etolakarnania e di Leucade), un progetto per l’infor-
matizzazione delle iscrizioni greche conservate nei Musei di Agrinio e di Thyrreion: esso ha avuto
come primo scopo la creazione di due gruppi di lavoro di giovani collaboratori, corresponsabili nella
gestione del programma, al fine di garantire loro un percorso formativo nell’ambito della ricerca epi-
grafica. Le due équipes sono state così costituite: quella italiana da Damiana Baldassarra, Edoardo
Cavalli, Francesca Crema con la collaborazione di Andrea Guadagnini e Melissa Berlini; quella tede-
sca da Klaus Freitag, Matthias Haake, Sebastian Scharff, con la collaborazione di Gabriela Weiler e

4 Antonetti 1986.
5 Antonetti 1987a.
6 Antonetti 1994.
7 Antonetti 1996a.
8 Antonetti – Cavalli 2004.
9 Antonetti – Baldassarra 2004.
10 Cfr. Funke 2001.
11 Funke et al. 1993.
12 Cfr. Freitag 2001.

386
LE ATTIVITÀ SCIENTIFICHE DEL LABORATORIO DI EPIGRAFIA GRECA

Daniel Strauch, poi di Katarina Knäpper. Con il progetto Edizione di iscrizioni greche della Grecia
nord-occidentale, coordinato congiuntamente da Peter Funke e da me, le due équipes hanno goduto
nel 2000 e nel 2001 del patrocinio e del finanziamento della Commissione italo-tedesca del Pro-
gramma Vigoni, voluto dalla Conferenza dei Rettori delle Università Italiane (CRUI) e dal Deutscher
Akademischer Austauschdienst (DAAD). L’integrazione del lavoro delle due équipes è stata resa
possibile da una serie di incontri periodici dei due gruppi nelle rispettive sedi universitarie, Venezia e
Münster, incontri durante i quali sono state messe a punto le basi metodologiche di riferimento, quali
il modello comune di scheda epigrafica per la catalogazione e i criteri per le citazioni e le abbrevia-
zioni, si è confrontata e ampliata la bibliografia generale, si sono armonizzati i due archivi scientifici.
Tutti i materiali comuni prodotti sono bilingui, in italiano per Venezia, in tedesco per Münster, e sono
stati trasferiti su supporto elettronico. I risultati dei primi 2 anni di collaborazione sono stati resi noti
alla comunità scientifica internazionale nel corso del XII Convegno Internazionale di Epigrafia Greca
e Latina di Barcellona (3-8/9/2002) con la presentazione del Poster Inscriptions from North-Western
Greece. Research on the Epigraphic Material of the Museums of Thyrreion and Agrinion, realizzato
da D. Baldassarra13.
Si sono così poste tutte le premesse per arrivare ad un’edizione complessiva e coordinata dell’e-
pigrafia etolica e acarnana: le collezioni epigrafiche dei Musei archeologici di Agrinio e Thyrreion,
ora in corso di stampa nella nuova serie Akarnanien-Foschungen diretta da Franziska Lang presso
l’editore Dr. Rudolf Habelt di Bonn. Il progetto è stato presentato con due Poster al XIV Convegno
Internazionale di Epigrafia Greca e Latina di Berlino (27-31/8/2012) da D. Baldassarra, E. Cavalli,
F. Crema, S. Scharff, K. Knäpper, Michael Tieke14.
Le collezioni epigrafiche di Agrinio e Thyrreion ammontano a 188 iscrizioni la prima, 299
la seconda, per un totale di 60% di iscrizioni funerarie la prima, 75% la seconda. La collezione
di Agrinio raccoglie testi etolici (ma non di Thermon) e dell’Acarnania meridionale per un arco
cronologico prevalentemente di III/II secolo a. C. con rari esempi di epoca arcaica ed imperiale; la
collezione di Thyrreion assembla iscrizioni dell’Acarnania settentrionale appartenenti generalmente
alla stessa epoca ma con una buona rappresentatività anche del IV secolo a. C.
Mentre i luoghi di provenienza delle epigrafi etoliche sono distribuiti su tutto il territorio regionale,
anche se con una prevalenza dell’area a sud del lago di Triconide, i testi acarnani presentano una netta
concentrazione a Thyrreion e nell’ area a nord del paese. Le iscrizioni funerarie risalenti per la maggior
parte all’età ellenistica sono spesso di squisita fattura sia sotto l’aspetto morfologico sia sotto quello
della tecnica scrittoria: per valorizzare al massimo questa consistente messe di epigrafia funeraria è
stato necessario dedicarle approfondite indagini tipologiche e onomastiche che prefigurano risultati
utili per la storia sociale ed istituzionale (così è stato fatto nel caso della stele acarnana di Tynnicha
da Komboti Katounas15). Il rimanente gruppo di epigrafi censite è di varia tipologia: liste di membri
di associazioni cultuali, rare iscrizioni votive e un cospicuo instrumentum domesticum e publicum. In
questa significativa minoranza meritano attenzione alcuni testi di notevole importanza storica: uno di
questi, rinvenuto a Thyrreion nel 1963, è il frammento che completa il trattato tra Roma e Thyrreion
del 94 a. C. già noto per via epigrafica (IG IX I2 2, 242). La nuova epigrafe era stata presentata da
Peter Funke e Klaus Freitag in anteprima a Venezia nell’ottobre del 2005, in occasione della Giornata
di studi epigrafici in ricordo di F. Broilo e in quella sede è stata pubblicata per la prima volta16.

2. La collaborazione con le IG di Berlino


Soprattutto durante le fasi più recenti del loro lavoro le équipes veneziana e münsterana si

13 http://www.unive.it/nqcontent.cfm?a_id=83740.
14 http://www.congressus2012.de/kalender/poster.html.
Cfr. http://www.unive.it/nqcontent.cfm?a_id=133607.
15 Antonetti et al. 2010.
16 Freitag 2007.

387
C. ANTONETTI

sono giovate della collaborazione costante degli studiosi delle Inscriptiones Graecae della Berlin-
Brandeburgische Akademie der Wissenschaften, in particolare di quella del Prof. Klaus Hallof,
responsabile scientifico delle IG, e della Dr. Daniela Summa. Poiché l’Istituto berlinese sta portando
avanti l’aggiornamento dei corpora del Klaffenbach relativi alla Grecia centrale, settentrionale
e alle Isole ioniche (IG IX I2, 4-6), è previsto che la collaborazione fra il Laboratorio Epigrafico
veneziano e le Inscriptiones Graecae prosegua per tutti gli ambiti scientifici per i quali si disponga
di documentazione primaria.
Un ulteriore motivo di collaborazione scientifica è dato dall’interesse per la documentazione
epigrafica greca originaria delle Isole ioniche: importanti esemplari della stessa confluirono infatti
in storiche collezioni antiquarie veneziane, in particolare la Collezione Nani di San Trovaso, e
passarono poi a far parte del Lapidario di Villa Contarini-Simes a Piazzola sul Brenta (Padova). Al
fine di aggiornare tanto l’archivio veneziano quanto quello berlinese con i calchi, le fotografie e le
schede delle epigrafi greche di questo significativo lapidario veneto nel 2005 si è realizzata a Piazzola
sul Brenta una missione congiunta17.

3. Il ‘fondo Petsas’
Il 20 novembre 1981 il Prof. Photios Petsas† mi concesse il permesso di studiare le iscrizioni da lui
rinvenute a Thermon durante gli anni della sua direzione dell’Eforia alle Antichità Preistoriche e
Classiche di Patrasso (1969 – agosto 1972): dopo averne pubblicate due nel corso degli anni18, con
la collaborazione di Edoardo Cavalli l’edizione dei restanti 24 testi ha visto recentemente la luce
e si configura oggi come un omaggio postumo alla figura dell’archeologo scomparso. Si tratta di
3 dediche, 17 decreti e 4 d’incerta tipologia, tutti esempi di epigrafia pubblica fra la più antica del
Koinon etolico, poiché si pone fra il IV e il III secolo a. C. Si nota per la prima volta la presenza di
alcuni esempi che documentano un’impaginazione della scrittura epigrafica chiaramente ispirata allo
stoichedon (T 4, T 21). L’edizione di questi testi, purtroppo estremamente frammentari, contribuirà
ad una ridefinizione della cronologia delfica19.

4. Gli studi storici


Parallelamente alle indagini epigrafiche io e i miei collaboratori abbiamo coltivato anche quelle
storiche e storiografiche. Ricorderò qui solo la realizzazione più recente ed importante, il convegno
internazionale tenutosi a Venezia (7-9 gennaio 2010): Lo spazio ionico e le comunità della Grecia
nord-occidentale. Territorio, società, istituzioni, pubblicato alla fine dello stesso anno (2010)
e che raccoglie importanti studi archeologici, storici, epigrafici e numismatici sulla Grecia nord-
occidentale20. Si tratta del primo volume della nuova collana che dirigo, Diabaseis, una serie che
intende accogliere in particolare ricerche sulle relazioni tra la Grecia occidentale e l’Occidente
greco. Dopo il primo volume, anche i seguenti, specialmente il secondo21 e il terzo22, contengono
studi direttamente interessanti l’Etolia, l’Acarnania, l’Epiro e le Isole ioniche, mentre il quarto apre
prospettive storiche fra la Grecia e gli empori padani del Nord dell’Adriatico23.

5. Digitalizzazione dell’archivio dei calchi epigrafici


Desidero infine segnalare un importante lavoro condotto nell’ultimo anno dalla nostra équipe, in
particolare da Michela Socal: la digitalizzazione completa dell’archivio fotografico e dei calchi

17 http://www.unive.it/nqcontent.cfm?a_id=83878.
18 Antonetti 1994b e Antonetti 1999.
19 Antonetti – Cavalli 2012.
20 Antonetti 2010c.
21 De Sensi Sestito – Intrieri 2011.
22 Breglia et al. 2011.
23 Baldassarra 2013.

388
LE ATTIVITÀ SCIENTIFICHE DEL LABORATORIO DI EPIGRAFIA GRECA

del Laboratorio di Epigrafia greca che, come sopra indicato, si riferisce per il 90% a monumenti
epigrafici della Grecia occidentale. Le schede del catalogo dei calchi e delle foto sono state condotte
tenendo presenti le norme ICCD (RA, Ministero Italiano per i Beni e le Attività Culturali) con lo
scopo di arrivare a una pubblicazione on-line dell’archivio: una sperimentazione della messa in rete
avverrà entro il 2014. Il progetto è stato presentato, con D. Baldassarra e M. Socal, alla Ca’ Foscari
Digital Week del 10 maggio 201324.

6. Conclusioni e prospettive
Concluderò con qualche considerazione sulla funzione di richiamo e di apertura all’esterno che
un Laboratorio epigrafico attrezzato può svolgere, se messo in condizioni di funzionare come
struttura stabile. L’esperienza che abbiamo acquisita comincia ad essere conosciuta nell’ambiente
scientifico: negli ultimi anni ho registrato con piacere la richiesta, da parte di alcuni colleghi, della
nostra consulenza e del nostro intervento in occasione di visite scientifiche alle locali collezioni
epigrafiche. Contemporaneamente arrivano proposte di collaborazione e richieste di consulenza su
documentazione edita ma soprattutto inedita appartenente ai contesti storico-archeologici più diversi,
vista la diffusione dell’ellenismo nel bacino del Mediterraneo: speriamo di poter rispondere a tutte le
richieste positivamente, ma molto dipenderà dal reclutamento di giovani epigrafisti e dal futuro dei
primi, già formati.

ABSTRACT

RESEARCH ACTIVITY OF THE GREEK EPIGRAPHY


LABORATORY CA’ FOSCARI UNIVERSITY OF VENICE

The Laboratory for Greek Epigraphy was founded in 1999 at Ca’ Foscari University of Venice,
Department of Humanities, by Prof. Claudia Antonetti (http://www.unive.it/nqcontent.cfm?a_
id=83597). During the last ten years the main target of the Laboratory has been historical-epigraphical
research on North-Western Greece, through the following international projects: the (now imminent)
edition of the epigraphical collections of the Museums in Thyrio and Agrinio, thanks to the generosity
of the 36th Hellenic Ephorate of Antiquities and in tandem with the Seminar für Alte Geschichte of
the University of Münster, directed by Prof. Peter Funke; the updating of the corpora of Western
Greece, in collaboration with the Inscriptiones Graecae of the Brandenburgische Akademie - Berlin,
in concert with Prof. P. Funke and K. Hallof; the edition of the inscriptions found in Thermo by Prof.
Ph. Petsas† in the 1970s. We will present the work of a very young research unit, whose members are
Stefania De Vido, Damiana Baldassarra, Edoardo Cavalli, Francesca Crema, Silvia Palazzo.

24 Cfr. http://www.digitalweek.it e http://www.digitalweek.it/2013/04/digitalizzazione-didattica-e-ricerca-l’archivio-di-


calchi-del-laboratorio-di-epigrafia-greca/.

389
C. ANTONETTI

Bibliografia dei componenti del Laboratorio di Epigrafia greca dell’Università Ca’ Foscari di
Venezia relativamente all’Etolia e all’Acarnania
Antonetti 1986 C. Antonetti, L’Acarnania in epoca imperiale: contributi epigrafici, Epigraphica 48,
39-71.
Antonetti 1987a C. Antonetti, Le popolazioni settentrionali dell’Etolia: difficoltà di localizzazione
e problema dei limiti territoriali, alla luce della documentazione epigrafica, στο P.
Cabanes (ed.), L’Illyrie méridionale et l’ Épire dans l’Antiquité, Actes du Colloque
International de Clermont Ferrand, 22-25 octobre 1984, Clermont Ferrand,
ADOSA, 95-113.
Antonetti 1987b C. Antonetti, AGRAIOI e AGRIOI (Montagnards et bergers: un prototype
diachronique de sauvagerie), DialHistAnc 13, 199-236.
Antonetti 1988 C. Antonetti, Problemi di topografia storica del territorio etolo-acarnano: appunti
sulla base di nuove testimonianze epigrafiche, in P. Janni – E. Lanzillotta (eds),
Geographia. Atti del Secondo Convegno Maceratese su Geografia e Cartografia
Antica, Roma, G. Bretschneider, 11-38.
Antonetti 1988a C. Antonetti, Il santuario apollineo di Termo in Etolia, in M.M. Mactoux – E. Gény
(eds), Mélanges Pierre Lévêque (Annales Littéraires de l’Université de Besançon),
Paris – Besançon, Les Belles Lettres, IV, 1-27.
Antonetti 1990 C. Antonetti, Les Étoliens: image et religion (Centre de Recherches d’Histoire
Ancienne de Besançon, 92), Besançon – Paris.
Antonetti 1994a C. Antonetti, Strabone e il popolamento originario dell’ Etolia, in A. M. Biraschi
(ed.), Strabone e la Grecia, Napoli, Edizioni Scientifiche Italiane, 119-136.
Antonetti 1994b C. Antonetti, Un decreto etolico inedito del 165/4 a.C. per un acheo di Dime, ZPE
101, 127-135.
o Antonetti 1995 C. Antonetti, Alcmane e l’occidente greco (nota al fr. 24 Calame), Hesperìa 5,
25-35.
Antonetti 1996a C. Antonetti, La diffusione dei nomi romani in Etolia e in Acarnania e la presenza
romana nella regione, in A.D. Rizakis (ed.), Roman Onomastics in the Greek East.
Social and Political Aspects. Proceedings of the International Colloquium organized
by the Finnish Institute and the Centre for Greek and Roman Antiquity, Research
Centre for Greek and Roman Antiquity, National Hellenic Research Foundation,
Athens, 149-155.
Antonetti 1996b C. Antonetti, I Driopi e alcune antiche tradizioni eraclidi della Grecia centrale, in E.
Olshausen – H. Sonnabend (eds), Geographica Historica 8, 267-274.
Antonetti 1997a C. Antonetti, Aetolian file (rev.), in P.M. Fraser - E. Matthews (eds), Lexicon of
Greek Personal Names, III 1, Oxford.
Antonetti 1997b C. Antonetti – Rev. of P. Berktold – J. Schmid – Ch. Wacker (eds), Akarnanien. Eine
Landschaft im antiken Griechenland (Würzburg, Oberhummer-Gesellschaft e. V.
München 1996), Epigraphica 59, 425-429.
Antonetti 1999 C. Antonetti, Termo (Etolia): scoperte epigrafiche degli anni 1969-72, in S. Panciera
l
(ed.), Atti dell’XI Congresso Internazionale di Epigrafia greca e latina, Roma, 301-
309.
s Antonetti 2000a C. Antonetti, Verso l’ Occidente sulle orme di Esiodo, in M. Alganza Roldan – J.M.
Camacho Rojo – P.P. Fuentes Gonzalez – M. Villena Ponsoda (eds), EPIEIKEIA,
Studia graeca in memoriam Jesús Lens Tuero, Homenaje al Profesor Jesús Lens
Tuero, Granada, Athos-Pergamos, 19-25.
Antonetti 2000b C. Antonetti, Παρατηρήσεις επί των αιτωλικών ανθρωπονυμίων, in J.
Velissaropoulou-Karakosta – S. Τroianos – Κ. Bourdara – Μ. Stathopoulos – Ν.
Klamaris (eds), ΤΙΜΑΙ Ιωάννου Τριανταφυλλόπουλου, Αthens - Komotini, 173-179.
Antonetti 2005 C. Antonetti, La tradizione eolica in Etolia, in A. Mele – M. L. Napolitano – A.
Visconti (eds), Eoli ed Eolide tra madrepatria e colonie, Napoli, Luciano, 55-70.
Antonetti 2010a C. Antonetti, Il koinon etolico di età classica: dinamiche interne e rapporti
panellenici, in Antonetti 2010c, 163-180.
Antonetti 2010b C. Antonetti, I diversi aspetti di una koine socio-culturale nelle Grecia nord-
occidentale di epoca ellenistica, in Antonetti 2010c, 301-326.
Antonetti 2010c C. Antonetti (ed.), Lo spazio ionico e le comunità della Grecia nord-occidentale.
Territorio, società, istituzioni. Atti del Convegno Internazionale, Venezia, 7-9
gennaio 2010 (= Diabaseis 1), Pisa, ETS.
Antonetti 2011a C. Antonetti, Un Italiota ad Argo di Anfilochia, in G. De Sensi Sestito – M. Intrieri
(eds), Sulla rotta verso la Sicilia: l’Epiro, Corcira e l’Occidente (= Diabaseis 2),
Pisa, ETS, 391-410.
Antonetti 2011b C. Antonetti, La madrepatria ritrovata. Corinto e le poleis della Grecia nord-
occidentale, in L. Breglia – A. Moleti – M.L. Napolitano (eds), Ethne, identità e
tradizioni: la “terza” Grecia e l’Occidente (= Diabaseis 3) Pisa, ETS, 53-71.

390
LE ATTIVITÀ SCIENTIFICHE DEL LABORATORIO DI EPIGRAFIA GRECA

Antonetti 2012a C. Antonetti, Il trattato fra Sparta e gli Etoli Erxadiei: una riflessione critica, in S.
Cataldi (ed.), Salvare le poleis. Costruire la concordia, progettare la pace (= Fonti
e studi di storia antica), Convegno internazionale di Storia greca, Torino, Archivio
di Stato, 5-7 aprile 2006, Alessandria, 193-208.
Antonetti 2012b C. Antonetti, Aitolos and Aitolia: ethnic identity per imagines in K. Tausend (ed.),
Identitätsbildung und Identitätsstiftung in griechischen Gesellschaften: Vorträge
gehalten im Rahmen eines Symposiums von 28-29. Jänner 2010 (= A.R.G.E.I.A., 1)
hrsg. v. M. Offenmüller, Graz, Grazer Universitätsverlag, 183-200.
Antonetti 2013 C. Antonetti, Venitian and Italian research on Akarnania and adjacent areas, in
Forschungen in Akarnanien I, 7-14.
Antonetti – Baldassarra 2004  C. Antonetti – D. Baldassarra, Aggiornamento archeologico-epigrafico e nuove
prospettive di ricerca per l’Etolia e l’Acarnania, Epigraphica 56, 9-35.
Antonetti et al. 2010 C. Antonetti – D. Baldassarra – E. Cavalli – F. Crema, Tynnicha per Elaine:
un “piccolo” contributo, in R. Catling – F. Marchand – M. Sasanow (eds),
Onomatologos. Studies in Greek Personal Names presented to Elaine Matthews,
Oxford University Press, 312-319.
Antonetti – Cavalli 2004 C. Antonetti – E. Cavalli, La composita facies culturale dell’Etolia meridionale
in epoca arcaica, in P. Cabanes – J.-L. Lamboley (eds), L’ Illyrie Méridionale et
l’ Épire dans l’Antiquité, IV, Actes du Colloque International de Grenoble, Paris,
93-112.
Antonetti – Cavalli 2012 C. Antonetti – E. Cavalli, Il Fondo epigrafico Petsas presso l’Università Ca’ Foscari
Venezia. Iscrizioni di Termo (Etolia), ZPE 180, 173-201.
Antonetti – Cavalli 2013 C. Antonetti – E. Cavalli, s.vv. Aitolian League; Dikaiarchos, Aitolian; Skopas,
Aitolian, in R.S. Bagnall – K. Brodersen – C. Champion – A. Erskine – S. Huebner
(eds), The Encyclopedia of Ancient History, New-York - Oxford, 251-256, 2094,
6278-6279.
Antonetti – Matijašić 2013 C. Antonetti – I. Matijašić, s.vv. Epidamnos / Dyrrhachion, Skerdilaidas, in R.S.
Bagnall – K. Brodersen – C. Champion – A. Erskine – S. Huebner (eds), The
Encyclopedia of Ancient History, New York - Oxford, 2442-2443, 6275-6276.
Baldassarra 2010 D. Baldassarra, Le liste cultuali della Grecia nord-occidentale: tipologie,
protagonisti e fenomenologia rituale, in Antonetti 2010c, 341-371.
Baldassarra 2013 D. Baldassarra, Dal Saronico all’Adriatico. Iscrizioni greche su ceramica del
Museo Archeologico Nazionale di Adria (= Diabaseis 4) Pisa, ETS.
Baldassarra – Ruggeri 2010 D. Baldassarra – A. Ruggeri, Intorno al sacrificio: aozos e hierophoros, in Antonetti
2010c, 373-384.
Biagetti 2011 C. Biagetti, Fra Eveno e Tafiasso: leggende, territorio e storia ai confini dell’Etolia,
in Breglia et al. 2011, 518-541.
Breglia et al. 2011 L. Breglia – A. Moleti – M.L. Napolitano (eds), Ethne, identità e tradizioni: la
«terza» Grecia e l’Occidente (= Diabaseis 3), Pisa, ETS.
Bugin 2010 E. Bugin, Asylia sotto gli occhi di Artemide: considerazioni a partire da un decreto
di Calidone, in Antonetti 2010c, 395-407.
Cavalli 2010 E. Cavalli, Hos agathon ouk apolole areta. Storia e gloria nell’età dei Diadochi, in
Antonetti 2010c, 409-428.
Crema 2010 F. Crema, Pritania e spazio civico, in Antonetti 2010c, 201-223.
Criveller 2010 E. Criveller, Epigrammi funerari di Etolia e Acarnania tra III e II sec. a.C., in
Antonetti 2010c, 429-457.
De Sensi Sestito – Intrieri 2011 G. De Sensi Sestito – M. Intrieri (eds), Sulla rotta verso la Sicilia: l’Epiro, Corcira
e l’Occidente (= Diabaseis 2), Pisa ETS.
De Vido 2010 S. De Vido, Istituzioni, magistrature, politeiai: frammenti di documentazione e
spunti di ricerca in Antonetti 2010c, 257-272.
Freitag 2001 K. Freitag, Some News about Inscriptions from Northwestern Greece: Preliminary
Remarks on Recent Epigraphical Work in the Museums of Thyrion and Agrinion,
in Foundation and Destruction, 225-228.
Freitag 2007 K. Freitag, Der Symmachievertrag zwischen Rom und Thyrrheion aus dem Jahre
94 v. Chr. Ein neues Fragment zu IG IX I2 2, 242, in G. Cresci Marrone – A.
Pistellato (eds), Studi in ricordo di F. Broilo, Atti del convegno, Venezia, 14-15
ottobre 2005 (Padova, SARGON 2007), 341-352.
Funke 2001 P. Funke, Acheloos´ Homeland. New Historical-Archaeological Research on the
Ancient Polis Stratos, in Foundation and Destruction, 189-203.
Funke et al. 1993 P. Funke – H. J. Gehrke – L. Kolonas, Ein neues Proxeniedekret des Akarnanischen
Bundes, Klio 75, 131-144.
Matijašić 2010 I. Matijašić, Magistrati militari in Grecia nord-occidentale? Riflessioni su alcune
istituzioni cittadine, in Antonetti 2010c, 225-244.
Pietragnoli 2010 L. Pietragnoli, I probouloi nel pensiero politico e nella pratica istituzionale: un
tentativo di sintesi, in Antonetti 2010c, 245-256.

391
392
Η ΚΥΡΑ – ΡΗΝΗ ΤΗΣ ΠΛΕΥΡΩΝΟΣ

Σ.Κ. Αλεξανδροπούλου

«Ο βίος διετήρησε παλαιοτάτας δοξασίας και μύθους


και λατρείας και συνηθείας ανατρεχούσας
και μέχρι αυτής της ομηρικής αρχαιότητος»
Στίλπων Κυριακίδης

Σ΄ ένα βραχώδη όγκο του κεντρικού Αρακύνθου, η νοτιοαιτωλική φαντασία συνέδεσε, με τα επιβλητικά
ερείπια της νεωτέρας αρχαίας Πλευρώνος, τον μύθο της Κυρα-Ρήνης. Καταγεγραμμένος σε δύο παρα-
δόσεις από τον Ν. Πολίτη, ο ενιαίος μύθος αναφέρεται σε μια πολύ όμορφη «Κυρά», την Κυρα-Ρήνη,
η οποία εξουσίαζε το βουνό, όπου, για το κτίσιμο του κάστρου της και την κατάκτηση της καρδιάς της,
αγωνίστηκαν δύο βασιλόπουλα, ο Γυφτάκης κι΄ ο Ανήλιαγος, με νικητή τον δεύτερο, που έγινε και ερα-
στής της. Ηγεμών του Τρίκαρδου (αρχαίων Οινιαδών) ο Ανήλιαγος, που δεν έπρεπε να τον ιδή ο ήλιος,
γιατί θα πέθαινε, για να επισκεφθεί την αγαπημένη του, άφηνε κάθε νύχτα το υπόγειο παλάτι του κι΄ επέ-
στρεφε σ΄ αυτό πριν ξημερώσει. Η Κυρα-Ρήνη, επιχειρώντας μ΄ένα τέχνασμα να τον κρατήσει περισσό-
τερο, προκάλεσε τον θάνατό του.
Στον ανωτέρω μύθο αφιέρωσε εκτενές ποίημα ο Μεσολογγίτης ποιητής Γ. Δροσίνης, αλλά και άλλοι
τον αναφέρουν σε στίχους τους, όπως οι Κ. Παλαμάς, Τ. Γιανναράς, Γ. Νικάνθης, ενώ ο Ι. Πολέμης
έγραψε τρίπρακτο θεατρικό έργο.
Έλληνες λόγιοι αλλά και ξένοι επισκέπτες διετύπωσαν διάφορες ερμηνείες, ανάγοντας την γένεση
του μύθου είτε στην αρχαιότητα είτε στους χριστιανικούς χρόνους, με επικρατέστερες απόψεις την ταύ-
τιση της Ρήνης με ιστορικό πρόσωπο του Βυζαντίου, αυτοκράτειρα ή πριγκήπισσα, αλλά και με την
Αιτωλικιώτισσα αιχμάλωτη του Ιμπραήμ Τασούλα Κουρκουμέλη. Ιστορικό υπόβαθρο στους προχρι-
στιανικούς χρόνους αναζητήθηκε και για τον Ανήλιαγο. Υπάρχουν και οι πιστεύοντες ότι το πρόβλημα
δεν έχει λυθεί.
Σήμερα, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η λαϊκή φαντασία, εντυπωσιασμένη από τα πλέον επιβλητικά
αρχαία ερείπια της περιοχής μας, Πλευρώνος νεωτέρας και Οινιαδών, τα συνέδεσε, πλάθοντας δεσμό
μεταξύ των αρχόντων τους.
Αντιθέτως, η Ρήνη της παραδόσεως έχει τα χαρακτηριστικά προσώπου, το οποίο ανήκει στις λαϊκές
δοξασίες:
1) Η Ρήνη δεν έχει τίτλο ευγενείας, κάτι που θα αναφέρετο απαραιτήτως, εάν επρόκειτο π.χ. για βυζα-
ντινή αυτοκράτειρα ή πριγκήπισσα, αν μάλιστα λάβωμε υπ΄όψιν την προτίμηση που δείχνουν οι
λαϊκές παραδόσεις και τα παραμύθια για βασιλιάδες, βασίλισσες και βασιλοπούλες, πρίγκηπες και
πριγκήπισσες.
2) Η Ρήνη απλώς είναι μια «Κυρά» πάρα πολύ όμορφη.
3) Το κύριο χαρακτηριστικό της ηρωϊδος είναι η ερωτική της φύση και ελευθεριότης, «παίζει ένα
παιχνίδι» με δύο άνδρες-αντεραστές, δεν παντρεύεται τον Ανήλιαγο, όπως είχε υποσχεθεί, ζει ως
ερωμένη του.
4) Η Ρήνη γίνεται κυρία της ζωής του ερωμένου της, γι΄ αυτόν ο έρωτάς της αποβαίνει μοιραίος.
5) Πριν αποκτήση το κάστρο, η Ρήνη έχει την έδρα της (καθόταν) στην ύπαιθρο, είναι πνεύμα της
εξοχής, εξουσιάζει το βουνό (πρόκειται για το όρος Αράκυνθος, όπως δικό της γίνεται αργότερα
και το κάστρο του βουνού.
6) Η λέξη «Κυρά» συνοδεύει πάντοτε το όνομά της, αποκαλύπτοντάς μας την φύση της, διότι η
λέξη, στις λαϊκές παραδόσεις, συνοδεύει τις Νεράιδες, «Κυράδες» και «Καλοκυράδες» στις λαϊκές
παραδόσεις. Όπως και η Ρήνη, οι Νεράιδες κατοικούν στην εξοχή, σε βουνό, κάμπο ή θάλασσα.
Στις νεοελληνικές παραδόσεις διατηρείται η επιβίωση των αρχαίων δοξασιών περί των Νυμφών.
Η Ρήνη, η οποία «καθόταν» επάνω στο βουνό, θυμίζει τις αρχαίες βουνίσιες Νύμφες, τις Ορειάδες
ή Ορεστιάδες.

393
Σ.Κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ

Και στην αρχαιότητα, οι Νύμφες, πνεύματα της υπαίθρου, ελατρεύοντο σε σπηλιές και κοντά σε πηγές,
λόγω των σχέσεών τους με το νερό, η ευεργετική επίδραση του οποίου εξασφάλιζε την άφθονη αγροτική
συγκομιδή, ήσαν πολύ όμορφες κατώτερες θεότητες, συχνά συνοδοί μεγάλης θεότητος, αλλά με ξεχωρι-
στή θέση στην λαϊκή λατρεία και πίστη, ως προσωποποιήσεις της γονιμότητος. Συχνά πρωταγωνιστούν σε
ερωτικούς μύθους με εραστές αρσενικά πνεύματα της φύσεως, συχνά και μεγάλους θεούς. Από αυτές τις
ενώσεις γεννιούνται ήρωες.
Και στις νεοελληνικές παραδόσεις, τις Νεράιδες των πηγών και των τρεχούμενων νερών η λαϊκή φαντα-
σία έπλασε όμορφες, συνήθως ευμενείς απέναντι των ανθρώπων, αλλά και προξένους κακών, όταν τις ενο-
χλούν, προστάτιδες του πρωταρχικού στοιχείου ζωής, του νερού, χαρίζουν μ΄ αυτό την ζωή σε ανθρώπους,
ζώα, φυτά. Οι Νεράιδες «παίρνουν τη ζωή» όσων θνητών, ακόμη και ως εραστών, τις πλησιάσουν. Στην
περίπτωση και της Ρήνης, ο άντρας που κερδίζει τον έρωτά της είναι θνητός και θύμα της.
Άξιον ιδιαιτέρας προσοχής είναι και ένα παλαιό ερωτικό δημοτικό τραγούδι, διαδεδομένο από τα νότια
παράλια της Αιτωλοακαρνανίας, την αρχαία Αιολίδα, μέχρι την ορεινή Ναυπακτία και τα σύνορα της
Φωκίδος, τον χώρο των αρχαίων Λοκρών. Τραγουδιέται ακόμη με πολλές παραλλαγές, την εκτενέστερη
και χαρακτηριστικότερη τραγουδάει η Βενετία Ι. Μάνθου, στο Ευηνοχώρι και αρχίζει ως εξής:

«Στη Σκάλα του Ανταιλικού καθόταν μια Σουλτάνα


Είχε ταχείλι κόκκινο…..»,

o μ΄ ένα φίλημα του οποίου μεταδίδει τον ερωτισμό της σε όλη την πλάση, έμψυχη και άψυχη, με διαδικα-
σία περιγραφόμενη λεπτομερώς στους υπολοίπους στίχους1. Το τραγούδι τοποθετεί μια επιθυμητή, όμορφη
γυναίκα με εξουσιαστική δύναμη («καθόταν», «Σουλτάνα») στην «Σκάλα του Ανταιλικού». Πρόκειται για
το σημερινό τοπωνύμιο «Σκαλί» Μεσολογγίου, στην άκρη των αφθόνων νερών (τα «μάτια» της Φοινι-
κιάς), όπου η επιστημονική έρευνα έχει τοποθετήσει το λιμάνι της αρχαίας Πλευρώνος και αποκαλύπτει
τώρα η διενεργούμενη ανασκαφή από την Δρα κυρία Ολυμπία Βικάτου.
Στην παράδοση και στο τραγούδι, Ρήνη και Σουλτάνα, οι οποίες τοποθετούνται στον ίδιο χώρο, την
αρχαία Πλευρώνα, ταυτίζονται, είναι η ίδια η Νεράιδα με τα ίδια γνωρίσματα, ομορφιά και σαγήνη. Όπως
και οι αρχαίες θεότητες της βλαστήσεως και της γονιμότητος, η Νεράιδα της Πλευρώνος χαρίζει απλόχερα
τον έρωτα, ο οποίος ενεργεί ως γονιμοποιός δύναμη σε όλη τη φύση και δηλώνεται μεταφορικώς με το
κόκκινο χρώμα, με το φιλί που παίρνει ο θνητός από τα κόκκινα χείλη της αθάνατης γυναίκας, πανάρχαια
πίστη στην αναγεννητική του δύναμη.
l Το κόκκινο, ανέκαθεν εθεωρείτο χρώμα της χαράς και του έρωτα, παίζει τον ίδιο ρόλο και κατά την
αρχαιότητα, όπως π.χ. σε σκηνή της Οδύσσειας (λ 243-244), όπου ως ποταμός ο Ποσειδών τυλίγει στα κόκ-
s κινα κύματά του την ερωτική του ένωση με την Θεσσαλή νύμφη Τυρώ2. Παραπλήσια εικόνα ανακαλεί και
το θεσσαλικό δημοτικό τραγούδι.

1 « …είχε ταχείλι κόκκινο, με το φαρσί βαμμένο,


Έσκυψα και το φίλησα κι’ έβαψε το δικό μου.
Μ’ εννιά μαντήλια το σφίγγω και τα εννιά εβάψαν,
Ξεχύνοντας οι ποταμοί, εβάψαν τα χορτάρια,
Βοσκώντας και τα πρόβατα, εβάψαν τα μαλλιά τους,
Κουρεύοντας οι μπιστικοί εβάψαν τα ψαλίδια τους – και τα δαχτυλίδια τους –
και χαιρετώντας τις καλές βάψαν τα δάχτυλά τους».
Σημ: φαρσί: πιθανώς παραφθορά της βυζαντινής λέξεως «βαρτζί» - το αρωματικό φυτό βάλσαμο, βλ. Φ. Κουκουλές, Βυζα-
ντινός Βίος και Πολιτισμός, εκδ. Παπαζήση, τ. Β., 206.
2 « ...γαιόχος ἐννοσίγαιος
ἐν προχοῆς ποταμοῦ παρελέξατοωδινήεντος
πορφύρεον δ’ ἅρα κῦμα. Περιστάθη οűρεϊ ἲσον,
κυρτωθέν, κρύψεν δε θεόνθνητήν τε γυναῖκα.»

394
Η ΚΥΡΑ-ΡΗΝΗ ΤΗΣ ΠΛΕΥΡΩΝΑΣ

«Ποταμέ… πάρε με στα κύματά σου…».

Φαίνεται ορθή η γνώμη Λιθουανής αρχαιολόγου3 ότι οι μυθικές εικόνες, βαθιά ριζωμένες στον
ανθρώπινο ψυχισμό, ζουν επί χιλιετίες, δεν έχουν πεθάνει. Διατηρούνται πιο δυνατές στα λαϊκά στρώ-
ματα των αγροτικών κοινωνιών, οι οποίες δέχονται τις λιγότερες ξένες επιδράσεις και η περιοχή μας και
στην περίπτωση του μύθου της Ρήνης. Οι καταβολές είναι αρχαιότατες και θ΄ αναζητηθούν στην αρχαία
παράδοση.
Στον «Νεών Κατάλογο» της Ιλιάδος, ενσωματωμένο αυτούσιο κομμάτι παλαιότερο της μυκηναϊκής
εποχής, στην απαρίθμηση των Ελλήνων ηγετών της τρωϊκής εκστρατείας, αναφέρονται και δύο γιοί του
Λοκρού Οϊλέως, ο Αίας και ο νόθος υιός του Μέδων

«ἀλλά Μέδων κόσμησεν Ὀϊλῆος νόθος υἱός,


τον ρ΄έτεκεν Ρήνη υπ΄Ολιήι πτολιπόρθω»

Ο μύθος της ομηρικής Ρήνης επιζεί στον ίδιο χώρο με αυτόν της νεοελληνικής παραδόσεως.
Στο λιγοστό πρωτογενές υλικό άλλων ομηρικών στίχων, ο Οϊλεύς, εραστής της Ρήνης και πατέρας
του νόθου υιού της, αποκαλείται «δίος» (=θείος, θεϊκός). Η έρευνα απέδειξε ότι είναι ποτάμια θεότης
καταγόμενη από τον Βορρά, συγκεκριμένα από την περιοχή της Πίνδου, χώρο εγκαταστάσεως και συμ-
βιώσεως του κυρίου όγκου των εθνικών ομάδων της ελληνικής προϊστορίας, των Πρωτοελλήνων, ήδη
από τα τέλη της 3ης π.Χ. χιλιετίας. Εκεί θα διαμορφώθηκε, εξ αρχής συνδεδεμένος με τον Λοκρό Οϊλέα,
και ο μύθος της Ρήνης, που υποκρύπτει ένα ιερό ζευγάρωμά της με θεότητα. Η Ρήνη, με κύριο χαρακτη-
ριστικό την άτακτη ερωτική ζωή, χωρίς κανένα προσδιοριστικό, οδηγεί σε πρόσωπο πολύ γνωστό στους
αρχαίους και σημαντικό, καθώς ο Όμηρος, αναφέροντας τους 44 αρχηγούς της τρωϊκής εκστρατείας,
μόνον για τους 6 κάνει αναφορά και στις μητέρες τους, μία των οποίων είναι η Ρήνη, εξαίρεση ασφαλώς
υπαγορευόμενη από ξεχωριστή θέση της στην παλαιότερη μυκηναϊκή μυθολογία. Η ιερά ιστορία της
Ρήνης αντανακλά και στον υιό της, η ιδιότητα του νόθου δεν φαίνεται μειωτική, αντιθέτως είναι η μόνη
που αναφέρεται, τονίζεται και επαναλαμβάνεται κάθε φορά που ο Μέδων αναφέρεται στο Έπος.
Κατά βάσιν ο μύθος της Ρήνης είναι λοκρικός, γεννημένος σε προγενέστερη του Έπους εποχή και σε
κοινό χώρο κατοικήσεως συγγενών πρωτοελληνικών φύλων, των Λοκρών και των Αιτωλών, τους οποί-
ους ακολουθεί στην κάθοδό τους προς Νότον μέχρι της οριστικής εγκαταστάσεώς τους σε γειτονικούς
χώρους, όπου επεκάθισαν και στα ίδια προελληνικά φύλα. Τα συγγενή φύλα, Λοκρών και των Αιτωλών,
διατήρησαν ισχυρούς τους μεταξύ τους δεσμούς καθόλη την αρχαιότητα, όπως Οζολοί Λοκροί στην
επίκτητο Αιτωλία, λατρεία Αιτωλών ηρώων στην λοκρική Άμφισσα και εκεί καταφυγή των Αιτωλών
επί ρωμαιοκρατίας, όμοια μυστηριακή λατρεία (Στράβων), κοινό κτήμα τους και ο μύθος της Ρήνης ως
τοπικής νύμφης.
Η νεοελληνική παράδοση για την Ρήνη κράτησε το όνομά της ίδιο από την εποχή του Ομήρου, την
ομορφιά και την ελευθεριότητά της. Οι επιβιώσεις αυτές αποτελούν απόδειξη ότι η προφορική παρά-
δοση, οι θρύλοι, επιμένουν να κρατούν, στο πέρασμα του χρόνου, ζωντανές παλαιές δοξασίες σε αγρο-
τοποιμενικές κοινωνίες, όπως η αιτωλική.
Πνεύμα του φυσικού κόσμου, η Ρήνη ανήκει στις φυσικές προσωποποιήσεις των φυσικών δυνάμεων,
κατατασσόμενη στις ευεργετικές δυνάμεις της φύσεως. Ο μύθος της Κυρα-Ρήνης της Πλευρώνος ανή-
κει στις επιβιώσεις του απωτάτου παρελθόντος, ιερά παράδοση της αρχαίας Λοκρίδας και Αιτωλίας, την
οποία διεφύλαξε μέχρι σήμερα, εστία συγγενούς φύλου, η όμορος νότια Αιτωλία.

3 Μ. Gimbutas, The language of the goddess, Thames, and Hudson, London, 1974, 338.

395
396
ΛΕΥΚΑΔΑ - ΜΕΓΑΝΗΣΙ

397
398
ΟΙ ΤΥΜΒΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

Ολυμπία Βικάτου

Εισαγωγή - Ιστορικό της έρευνας.


Το Μεγανήσι, ευρισκόμενο μεταξύ Λευκάδας, Ιθάκης και δυτικών ακαρνανικών ακτών, ανήκει στο νησιω-
τικό σύμπλεγμα της Λευκάδας1, που περιλαμβάνει και μικρότερες βραχώδεις, ακατοίκητες νησίδες2, διά-
σπαρτες γύρω από τα τρία μεγαλύτερα και κατοικημένα νησιά, Μεγανήσι, Κάλαμο και Καστό, καθώς επί-
σης και τις Εχινάδες νήσους νοτιότερα. Η έκταση του νησιού είναι 22,35 τ. χλμ., ενώ ο πληθυσμός του
ανέρχεται σήμερα στους 1300 περίπου κατοίκους. Στο βόρειο τμήμα διαμορφώνονται καλλιεργήσιμες εκτά-
σεις και ο πλούσιος οριζόντιος διαμελισμός των ακτών δημιουργεί πέντε μεγάλους όρμους (Σπήλια, Βαθύ,
Μπάλου, Αμπελάκι και Αθερινού) και εκατοντάδες μικρούς, σχεδόν φιόρδ (εικ. 1). Οι όρμοι αυτοί καθι-
στούσαν τους μικρούς φυσικούς λιμένες ασφαλή καταφύγια και ναυτικούς σταθμούς. Το νότιο, ακατοίκητο
τμήμα αποτελεί η χερσόνησος «Πόδι», μήκους 6,5 χλμ., που χαρακτηρίζεται από το τραχύ γεωμορφολογικό
ανάγλυφο και λίγες ελαιόφυτες εκτάσεις, τοπίο που υποδηλώνει τον σκληρό τρόπο διαβίωσης3. Μόνο στη
θέση Μυλί, στη δυτική ακτή, υπάρχει μικρή έκταση, που διαθέτει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για δημι-
ουργία οικιστικής εγκατάστασης. Το ανάγλυφο του νησιού συνέβαλε στην ανάπτυξη κτηνοτροφικών, γεωρ-
γικών και αλιευτικών δραστηριοτήτων, εξασφαλίζοντας τη διατροφική επάρκεια και την κάλυψη αναγκών
των κατοίκων ήδη από την αρχαιότητα.
Το Μεγανήσι, εκτός από γνωστός ανερχόμενος τουριστικός προορισμός, έως το έτος 2010 δεν παρουσί-
αζε κάποιο ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον, καθώς πενιχρά αρχαιολογικά ευρήματα προέρχονταν από
το βόρειο κατοικημένο τμήμα του4, όπως από το λεγόμενο «Σπήλαιο του Κύκλωπα»5, από το Σπαρτοχώρι6
και από την παραλία Λειμωνάρι7. Κατά τα έτη 2010-2011 πραγματοποιήθηκε το ερευνητικό πρόγραμμα
«Επιφανειακή Έρευνα Μεγανησίου» σε συνεργασία του Παν/μίου Κρήτης (Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας)
και της τότε ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ. Από την έρευνα αυτή προέκυψαν ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία, κυρίως για την
Παλαιολιθική περίοδο8.

1Γεωλογικά πιθανόν αποτελεί συνέχεια της Λευκάδας, που το μεταξύ τους εγκάρσιο ρήγμα έχει δημιουργήσει κενό 900 μ.
σχηματίζοντας δίαυλο, από τη μία πλευρά του οποίου υψώνεται το βουνό του Πόρου (στη Λευκάδα) και στην πλευρά του
Μεγανησίου οι Ράχες, μικρός ορεινός όγκος, ύψους 300 μ. με κατεύθυνση Β-Ν. Για το γεωλογικό και τεκτονικό υπόβαθρο
της Λευκάδας βλ. Γαλανίδου κ.ά. στον παρόντα τόμο.
2 Είναι τα νησάκια Κυθρός, Θηλιά, Πεταλού και Αλαφονήσι Μεγανησίου, Φορμίκουλα Καλάμου, Πρασονήσι και Προβάτι
Καστού, τα «Πριγκιπόννησα» Λευκάδας (Σκορπιός, Σκορπίδι, Σπάρτη, Μαδουρή, Χελώνη και Τσοκάρι), βλ. Βικάτου
2017, 169. Επίσης, Γαλανίδου κ.ά. στον παρόντα τόμο.
3 Βικάτου 2017, 170.
4 Βικάτου 2017, 169-170.
5 Από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας είχε διεξαχθεί ανασκαφική έρευνα στο «Σπήλαιο του Κύκλωπα»,
που βρίσκεται στο Σπαρτοχώρι, τα αποτελέσματά της οποίας παραμένουν αδημοσίευτα. Ωστόσο, από νωρίς η S. Benton
επισημαίνει ότι στο σπήλαιο, ανάμεσα στην ανευρεθείσα κεραμική κλασικής και ελληνιστικής περιόδου, υπάρχει και
προϊστορικών χρόνων, βλ. Benton 1934, 230. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 19. Βικάτου 2017, 169-170. Vikatou 2017, 369.
6 Πλησίον του Σπαρτοχωρίου έχει εντοπιστεί ημικατεστραμμένος τάφος ρωμαϊκών χρόνων, βλ. Ντούζουγλη 1989, 279.
Επίσης, η S. Benton αναφέρει ότι νότια του Σπαρτοχωρίου εντόπισε θέση, την οποία όμως δεν σημειώνει επακριβώς, όπου
μεταξύ των άλλων ανευρέθησαν θραύσματα πίθων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, τμήμα κύλικας, λαιμός πρόχου και
βάση κρατήρα, βλ. Benton 1934, 232. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 19.
7 Πήλινα πλακίδια και ειδώλια ανευρέθησαν στην παραλία, βλ. Ζάχος – Ντούζουγλη 1993, 304. Γκιζά 2017, 185 κ.ε. Βικάτου
2017, 169. Vikatou 2017, 369.
8 Το πρόγραμμα υλοποιήθηκε υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας του Παν/μίου Κρήτης Δρ Ν. Γαλανίδου και εκ μέρους
της ΛΣΤ΄ ΕΠΚΑ υπό τη διεύθυνση των Προϊσταμένων Μ. Σταυροπούλου-Γάτση και Ολ. Βικάτου και τη συμμετοχή της
αρχαιολόγου Β. Στάικου. Η έρευνα του προγράμματος επικεντρώθηκε κυρίως στον εντοπισμό και καταγραφή παλαιολιθικών
θέσεων, βλ. Galanidou 2014, 3882-3888 και Γαλανίδου κ.ά. στον παρόντα τόμο. Βικάτου 2017, 170. Vikatou 2017, 369.

399
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Οι τύμβοι
Τα σημαντικότερα ωστόσο αποτελέσματα αρχαιολογικής έρευνας στο νησί, προέκυψαν το έτος 2011,
στη χερσόνησο «Πόδι», όταν ο Δημ. Πολίτης9, υπέδειξε στην υπογραφομένη επτά λιθοσωρούς που βρί-
σκονταν στις θέσεις Καλινικάτα, Κωνοταφιό και Τουρκόμνημα. Αναγνωρίζοντας άμεσα ότι πρόκειται
περί τύμβων άρχισε σωστική ανασκαφή, με αποτέλεσμα να εντοπιστούν και άλλοι, που ερευνήθηκαν στη
συνέχεια. Οι περίφημοι τύμβοι αποτελούν τμήμα μιας ιδιότυπης νεκρόπολης, που απλώνεται σε διάφορα
σημεία, κυρίως στο κεντρικό τμήμα της Χερσονήσου (εικ. 1, 19). Σε σύντομες ανασκαφικές περιόδους
που ακολούθησαν κατά τα έτη 2013 και 201410 ερευνήθηκαν συνολικά δέκα επτά τύμβοι, εκ των οποίων
μόλις τρεις ασύλητοι, που εντοπίζονται κυρίως στην περιοχή της «Μεσογαλιάς» (εικ. 2). Συγκεκριμένα,
ανά θέσεις ανασκάφησαν: ένας τύμβος στο Καλλινικάτο, ένας στο Κωνοταφιό, δύο στο Τουρκόμνημα,
ένας στον Ανεμόμυλο, ένας στο Μυλί, και ένδεκα στα Μπαΐρια.
Από Β προς Ν, η χερσόνησος «Πόδι» διαρθρώνεται σε μικρότερες γεωμορφολογικά ενότητες: τη
«Μεσογαλιά», αποτελούμενη από δύο ομαλά ελαιόφυτα υψώματα στις θέσεις «Τουρκόμνημα» και «Ανε-
μόμυλος»11, τον χαμηλότερο όγκο του «Ζυγού», τον απόκρημνο και δύσβατο όγκο του «Τούρλου» και
το «Κεφάλι» στο νοτιότερο άκρο της12 (εικ. 2-3). Στο τελευταίο, το έδαφος είναι ομαλότερο, ενώ κατά
μήκος της κορυφογραμμής σχηματίζονται δύο ρηχές λεκάνες με αποθέσεις ερυθρογής (terra rossa), που
περιέχουν λιθοτεχνία, τυπική της Μέσης Παλαιολιθικής περιόδου13. Στη χερσόνησο Πόδι, έως το 2010,
οπότε και διανοίχθηκε δρόμος προσπέλασης14 (εικ. 2), η πρόσβαση γινόταν από δύσβατο μονοπάτι, που
ξεκινούσε από τον όρμο της Αψιδιάς και κατέληγε στο ναό του Αγ. Γρηγορίου στο Κεφάλι15. Παρακάτω
o περιγράφονται οι τύμβοι, όπως αυτοί ερευνήθηκαν ανά θέση.

Καλλινικάτο
Ο πρώτος τύμβος στη θέση «Καλλινικάτο» βρίσκεται κοντά στον οικισμό του Σπαρτοχωρίου και είναι
ο μόνος που εντοπίστηκε στο βόρειο, κατοικημένο τμήμα του νησιού (εικ. 1). Έχει μήκος 8 μ. κατά τον
άξονα Α-Δ και πλάτος από 6 έως 8 μ. κατά τον άξονα Β-Ν. Η ακανονίστου ελλειψοειδούς σχήματος
κάτοψη, προφανώς έχει προκύψει από αλλοίωση του τύμβου. Ο λιθοσωρός του αποτελείται από μικρούς
και μεγάλους λίθους, με λίγο χώμα ανάμεσά τους, χωρίς να οριοθετείται από κρηπίδα και είναι θεμελιω-
μένος στο χώμα, σε αντίθεση με τους περισσότερους που συνήθως θεμελιώνονται στο βράχο. Στο κέντρο
του ο κιβωτιόσχημος τάφος (διαστ. 0,87-0,99 x 1,40 μ. και βάθος 1,10 μ.) βρέθηκε συλημένος, χωρίς τις
καλυπτήριες πλάκες του (εικ. 4), ενώ από το εσωτερικό του προέρχεται ένα ψευδοστόμιο, όστρακα, πυρι-
τολιθικά τέχνεργα και μία πορφύρα.
l
Κοινοταφιό ή Κωνοταφιό ή Κονιοταφιό
s

9 Χωρίς την επιμονή του Μεγανησιώτη αρχαιολόγου Δ. Πολίτη, η ανασκαφική έρευνα δεν θα είχε υλοποιηθεί. Έχοντας
υποδείξει και στο παρελθόν τα μνημεία, συνέβαλε καθοριστικά στην ανασκαφική έρευνα της Εφορείας, παρέχοντας
παράλληλα πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία και τοπογραφία του νησιού.
10 Για τις δυσκολίες της έρευνας και τους συνεργάτες που συμμετείχαν σε αυτή, τους οποίους όλους θερμότατα ευχαριστώ
βλ. Βικάτου 2017, 172 σημ. 10. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλονται στον τότε Δήμαρχο Μεγανησίου κ. Στάθη Ζαβιτσάνο
για τις διευκολύνσεις που μας παρείχε, στο πλαίσιο των περιορισμένων δυνατοτήτων του Δήμου.
11 Στη ΝΔ ακτή της υπάρχουν τα δύο σπήλαια, του Γιοβάνη και Παπανικολή.
12 Βικάτου 2017, 170. Για τα τοπωνύμια και τη σημασία της ονομασίας τους βλ. Πάλμος 1992, 72, 75, 108.
13 Γαλανίδου κ.ά. στον παρόντα τόμο. Στο Κεφάλι διατηρούνται ερείπια από τα λιθόκτιστα καταλύματα που
χρησιμοποιούσαν παλαιότερα γεωργοί και βοσκοί, ενώ υπάρχει και ναΐσκος αφιερωμένος στον Αγ. Γρηγόριο, κτισμένος
στα θεμέλια παλαιοχριστιανικού ναού.
14 Η μεγαλύτερη έκταση της χερσονήσου έχει αγοραστεί από την εταιρεία GAMX Investment Corporation Limited με
σκοπό την υλοποίηση τουριστικής επένδυσης ήπιας ανάπτυξης.
15 Προφανώς πρόκειται για το ίδιο μονοπάτι που εξυπηρετούσε επί αιώνες τους κατοίκους του νησιού. Αξιοσημείωτο
είναι ότι οι τύμβοι εντοπίζονται κατά μήκος και εκατέρωθεν του μονοπατιού αυτού, γεγονός που υποδηλώνει ότι
χρησιμοποιείτο και κατά την αρχαιότητα.

400
OI TYMBOI ΤΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

Πρόκειται για μικρό πλάτωμα σε υψηλό λόφο, με απεριόριστη θέα προς το Ιόνιο, που εποπτεύει τον
μεγάλο όγκο της Μεσογαλιάς (εικ. 2), ο οποίος ξεκινάει αμέσως μετά και έχει άμεση οπτική επαφή με
το Τουρκόμνημα, που βρίσκεται νοτιότερα. Στην κορυφή του πλατώματος εντοπίστηκε ο μεγαλύτερος
τύμβος με διάμετρο 11 μ., δυστυχώς αρκετά κατεστραμμένος, καθώς διατηρήθηκαν μόνον τμήματα της
κυκλικής λιθόκτιστης κατασκευής, από αδρά δουλεμένους λίθους, που τον περιβάλλει. Στο εσωτερικό
του ο λιθοσωρός, αποτελούμενος ως επί το πλείστον από μεγάλους, ακατέργαστους λίθους με λίγο χώμα
ανάμεσά τους, είχε αφαιρεθεί, ή κατρακυλήσει, κατά το μεγαλύτερο τμήμα του, ενώ φαίνεται ότι είχαν γί-
νει επεμβάσεις λαθρανασκαφέων πολλές φορές κατά το παρελθόν. Από την ελάχιστη επίχωση προήλθαν
λίγα όστρακα και απολεπίσματα πυριτόλιθου, χωρίς ωστόσο να εντοπιστεί ο τάφος στο εσωτερικό του,
λόγω των πολλαπλών συλήσεων και της αφαίρεσης του λιθοσωρού του.

Τουρκόμνημα (τύμβοι 1 και 2)


Στη θέση αυτή ερευνήθηκαν δύο τύμβοι16, εκ των οποίων ο πρώτος (στο νότιο τμήμα) έχει διάμετρο 9
μ. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε ο φυσικός βράχος, αλλά και μεγάλοι λίθοι, προκειμένου να
διαμορφωθεί η λίθινη, κυκλική κρηπίδα του. Το εσωτερικό του γέμισμα είναι από μεγάλες, ακανονί-
στου σχήματος, πέτρες με ελάχιστο χώμα ανάμεσά τους. Στο μέσον του υπήρχε κιβωτιόσχημος τάφος,
προσανατολισμού ΒΑ/ΝΔ, ο οποίος βρέθηκε συλημένος και σχεδόν διαλυμένος, διατηρώντας μόνο την
ανατολική στενή πλευρά, καθώς και τμήματα των δύο μακρών πλευρών (1,15 x 0,43 μ. και βάθος 0,62 μ.).
Ο δεύτερος τύμβος (βόρειο τμήμα) έχει εξωτερική διάμετρο 7 μ. και καλύπτεται σε όλη την επιφάνειά
του από μεγάλο λιθοσωρό. Είναι όμοια κατασκευασμένος με τον προηγούμενο και στο μέσον του εντοπί-
στηκε ο συλημένος κιβωτιόσχημος τάφος, διατηρημένος κατά το ήμισυ (1,25 x 0,66 x 0,75 μ.), προσανα-
τολισμού σχεδόν ΒΑ/ΝΔ. Από την ανασκαφή των δύο συλημένων τύμβων προήλθαν δύο χάλκινα ενώτια
και χάλκινο δακτυλίδι, καθώς και τμήμα χάλκινου αδιάγνωστου αντικειμένου, όστρακα, οστά και δόντια.

Ανεμόμυλος
Η θέση δεσπόζει στην περιοχή, καθώς βρίσκεται στο μέσον και στο υψηλότερο σημείο της Μεσογαλιάς,
με απόλυτη ορατότητα και στις δύο πλευρές του νησιού (εικ. 5). Ο τύμβος που ερευνήθηκε εδώ, από τους
μεγαλύτερους, με διάμετρο 10 μ., καταλαμβάνει μικρό βραχώδες πλάτωμα και βρίσκεται παραπλεύρως
του αγροτικού δρόμου. Κατά μήκος του κεντρικού του άξονα είχε κατασκευαστεί σύγχρονη ξερολιθιά, ως
όριο όμορων ιδιοκτησιών, που έτεμνε τον τύμβο ακριβώς στο κέντρο του και διήρχετο πάνω από τον κι-
βωτιόσχημο τάφο, τον οποίο είχε καλύψει. Μεγάλοι λίθοι, ακανονίστου σχήματος, εντασσόμενοι και στο
φυσικό βράχο, σχημάτιζαν την σχεδόν κυκλική κρηπίδα, ενώ ο λιθοσωρός αποτελείται από μεγάλους και
μικρότερους λίθους, ακανονίστου σχήματος, με ελάχιστο ανάμεσά τους χώμα. Ο κιβωτιόσχημος τάφος
στο μέσον αυτού, κατεύθυνσης Β/ΒΑ-Ν/ΝΔ, βρέθηκε συλημένος (διαστ. 1,05 x 0,48 x 0,68 μ.), με τις κα-
λυπτήριες πλάκες πεσμένες παραπλεύρως. Τα τοιχώματά του αποτελούν κάθετες ασβεστολιθικές πλάκες.
Τα ευρήματα που διέφυγαν τη σύληση ήταν όστρακα, ψευδόστομος αμφορίσκος, πυριτολιθικά τέχνεργα,
όστρεο και μία χάλκινη φυλλόσχημη αιχμή δόρατος (εικ. 9).

Μπαΐρια, τύμβος 1
Στη θέση Μπαΐρια17, που καταλαμβάνει σχεδόν το κεντρικό τμήμα της χερσονήσου ερευνήθηκε η εκτενέ-
στερη συστάδα τύμβων (συνολικά 11, εικ. 1, 19). Ο πρώτος, διαμέτρου 8,50 μ. αποτελείται από λιθοσω-
ρό, στα δυτικά του οποίου έχει μεγάλους ογκολίθους που απέτρεψαν την ολοκλήρωση του κύκλου (εικ.
6). Ο κιβωτιόσχημος τάφος βρέθηκε στο κέντρο του (1 x 0,68 x 1,42 μ.) και τα τοιχώματά του ορίζουν οι
συνήθεις κάθετες πλάκες μόνο στο κατώτερο τμήμα τους, το ύψος των οποίων κυμαίνεται από 0,49 έως
0,80 μ. Το ανώτερο τμήμα είναι κτιστό από αδρούς πλακοειδείς αργόλιθους σε μέγιστο σωζόμενο ύψος
0,88 μ. Βρέθηκε συλημένος και οι καλυπτήριες πλάκες του εντοπίστηκαν παραπλεύρως. Εντός του κιβω-

16 Οι τύμβοι στο Καλλινικάτο, Κοινοταφιό και Τουρκόμνημα ήταν οι πρώτοι που υπεδείχθησαν από τον κ. Δ. Πολίτη.
17 Αρκετά συνηθισμένο τοπωνύμιο που χρησιμοποιείται για τα εγκαταλελειμμένα κτήματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε το
ίδιο τοπωνύμιο και στο ΥΜ νεκροταφείο τύμβων στα Μάρμαρα, βλ. Δακορώνια 1987, 25.

401
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

τίου βρέθηκαν οστά ζώου, όστρακα (ανάμεσά τους ένα ψευδοστόμιο), χάλκινος ήλος, χάλκινο περίαπτο,
λίθινο αντικείμενο και τμήματα χάλκινου κυλινδρικού στελέχους, κυλινδρικής διατομής.

Μπαΐρια, τύμβος 2
Σε απόσταση περίπου 50 μ. ΝΑ του προαναφερθέντος τύμβου, στην άκρη του ορύγματος του διανοιχθέ-
ντος δρόμου προς το «Κεφάλι» βρέθηκε ο δεύτερος τύμβος της συστάδας, συλημένος. Έχει και αυτός
τη μορφή πυκνού λιθοσωρού διαμέτρου 7-8 μ., ενώ ακολουθεί την κατηφορική κλίση της πλαγιάς προς
Α (προς τη θάλασσα). Ο κιβωτιόσχημος τάφος, από τους καλύτερα διατηρημένους (εικ. 7), προσανα-
τολισμού Β/Ν, βρίσκεται περίπου στο μέσον (1,20 x 0,70 μ. και βάθος 0,99 μ.). Οι μακρές πλευρές του
αποτελούνται από μια κάθετη ασβεστολιθική πλάκα, ενώ οι στενές επενδύονται με κάθετες πλάκες μόνο
στο κατώτερο τμήμα τους, καθώς ψηλότερα είναι χτιστές. Από αυτόν προέρχονται τμήματα χάλκινων και
σιδερένιων αντικειμένων, δόντια, όστρακα, μεταξύ αυτών και ένα ψευδοστόμιο αμφορέα, οστά κ.ά.

Μπαΐρια, τύμβος 3
Ο τύμβος με απόλυτη εποπτεία προς το Ιόνιο, είναι θεμελιωμένος πάνω σε χώμα και ο λιθοσωρός του έχει
διάμετρο 5,20 μ. Ο κιβωτιόσχημος τάφος στο κέντρο του, συλημένος κατά το παρελθόν, ήταν ημικατε-
στραμμένος, αφού διατηρήθηκαν μόνο οι κάθετες πλάκες της Β και Δ πλευράς (0,78 x 0,78 μ.). Βρέθηκαν
μόνον λίγα όστρακα και τμήμα σιδερένιου αντικειμένου.

o Μπαΐρια, τύμβος 4
Βρίσκεται στα δυτικά του διανοιγμένου δρόμου προς Κεφάλι, σε απόσταση μόλις 10 μ. από αυτόν. Έχει
διάμετρο 5,60μ. και έχει κατασκευαστεί σε μικρό βραχώδες πλάτωμα, από μικρούς και μεγάλους, ακανο-
νίστου σχήματος λίθους, χωρίς να είναι διακριτά τα όριά του. Ο κιβωτιόσχημος τάφος (1,12 x 0,57 x 065
μ.), περίπου στο μέσον του λιθοσωρού, βρέθηκε συλημένος με προσανατολισμό σχεδόν Β/Ν. Από αυτόν
προήλθαν όστρακα, σιδερένιο κομβίο και τμήματα σιδερένιων αντικειμένων.

Μπαΐρια, τύμβος 5
Ο πέμπτος τύμβος της συστάδας έχει διάμετρο 5,80 μ., είναι θεμελιωμένος σε βράχο και σε χώμα και κα-
τασκευασμένος κατά τον ίδιο τρόπο με τους υπόλοιπους. Ο κιβωτιόσχημος τάφος (1,09 x 0,61 x 0,82 μ.),
στο μέσον του λιθοσωρού που τον κάλυπτε, έχει προσανατολισμό σχεδόν Β-Ν, με μικρή απόκλιση προς
Α. Βρέθηκε συλημένος και διαλυμένος. Οι πλευρές του επενδύονται με ασβεστολιθικές πλάκες, ενώ πάνω
l σε αυτήν της δυτικής μακράς πλευράς του διατηρήθηκε και μια σειρά πλακοειδών λίθων. Τα ευρήματα
συνίστανται σε όστρακα, τμήματα σιδερένιων αντικειμένων και δύο πήλινα σφονδύλια.
s
Μπαΐρια, τύμβος 6
Ο τύμβος αποτελείται από πυκνό λιθοσωρό αργολίθων, διαφόρων διαστάσεων και έχει κατασκευαστεί
στις δυτικές πλαγιές της Μεσογαλιάς, όπως και οι τύμβοι 3, 4 και 5, ακολουθώντας την έντονη κατηφο-
ρική κλίση του εδάφους. Στο μέσον του, ο κιβωτιόσχημος τάφος (0,92 x 0,60 x 0,63 μ.), κατεύθυνσης
σχεδόν Β/Ν, με μικρή απόκλιση προς Α (όπως οι τύμβοι 2, 4 και 5), εντοπίστηκε σε βάθος 1 μ. από την
άνω σωζόμενη επιφάνεια του λιθοσωρού. Τα τοιχώματά του αποτελούν μονολιθικές ασβεστολιθικές πλά-
κες και στις τέσσερις πλευρές του. Βρέθηκε ανοιχτός και ημικατεστραμμένος, κυρίως από τα δέντρα που
είχαν φυτρώσει στο εσωτερικό του. Παρά το γεγονός ότι βρέθηκε διαταραγμένος, απέδωσε τα σπουδαι-
ότερα ευρήματα και λίγα σκελετικά κατάλοιπα (εικ. 8). Τα ευρήματα είναι: δύο ψευδόστομοι αμφορείς
σπασμένοι και ελλιπείς, όστρακα, ενώ ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα χάλκινα ευρήματα: δύο ακέραιες αιχ-
μές δοράτων (4607, 4619, εικ. 9) που βρέθηκαν στη ΝΔ γωνία του κιβωτίου, πόρπη (4609) με σχοινοειδές
τόξο και περόνη (4608, εικ. 10), που εντοπίστηκαν στη βόρεια στενή πλευρά. Κατά μήκος της ανατολικής
πλευράς του κιβωτιόσχημου τάφου υπήρχε ξίφος τύπου Naue II (4606, εικ. 8, 9), καθώς και 43 μολύβδινα
βαρίδια. Τα ευρήματα του τάφου αυτού, που αποτελούν τον βασικό πολεμικό εξοπλισμό, είναι εκείνα που
οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι τύμβοι φιλοξενούσαν ταφές πολεμιστών.

402
OI TYMBOI ΤΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

Μπαΐρια, τύμβος 7
Σε απόσταση 25 μ. Ν. του τύμβου 4, σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο, εντοπίστηκε ο έβδομος τύμβος της
συστάδας, κατασκευασμένος από αργόλιθους και χώμα, ο οποίος διατηρήθηκε σε μέγιστο ύψος 0,70 μ. Η
κάτοψή του δεν σχηματίζει κανονικό κύκλο και η διάμετρός του κυμαίνεται 7,70 x 6,70 μ., με κατεύθυνση
ΒΑ/ΝΔ. Η θέση του προς Β/ΒΑ ορίζεται από βράχους ύψους άνω του 1μ., ενώ στα Ν/ΝΔ έχει θεμελιωθεί
σε φυσικό βραχώδες έδαφος. Η ανατολική του πλευρά είναι διαλυμένη από μεγάλη ελιά και χάνεται η
περιφέρεια του λιθοσωρού. Ο κιβωτιόσχημος τάφος στο κέντρο του (1,19 x 0,74 x 0,85 μ.) έχει κατεύ-
θυνση ΒΔ /ΝΑ. Οι κάθετες πλευρές του είναι επενδυμένες με ασβεστολιθικές πλάκες, πάνω στις οποίες
εδράζονται σειρές λίθων (κτιστοί). Το δάπεδό του αποτελούσε μαλακό χώμα. Από την ανασκαφή του
τύμβου προήλθαν λίγα όστρακα, οστά, πήλινο σφονδύλι, χάλκινο ομοίωμα τροχού (4616, εικ. 10), τμήμα
χάλκινου δακτυλιδιού, συνανήκοντα σιδερένια στελέχη και τμήμα χάλκινου αδιάγνωστου αντικειμένου.
Αρκετά όστρακα ανευρέθησαν και στο λιθοσωρό, που προφανώς προήλθαν από τη σύληση του τάφου.

Μπαΐρια, τύμβος 8
Ο τύμβος 8 είναι ο δεύτερος που βρέθηκε ασύλητος και βρίσκεται περίπου 80 μ. ΝΑ του τύμβου 7. Ξε-
χωρίζει λόγω της μορφής, του τρόπου κατασκευής και της θέσης του κιβωτιόσχημου τάφου18 (εικ. 11). Ο
τύμβος είναι επιμήκους, σχεδόν ελλειψοειδούς σχήματος, μέγ. διαστάσεων 5 x 3,18 μ., και το ύψος του
φθάνει στα 0,60 μ. Όπως και ο τύμβος 7, είναι κατασκευασμένος από αργόλιθους και χώμα, θεμελιωμέ-
νος στο χώμα και όχι σε βράχο. Διαφοροποιείται επίσης από τους υπόλοιπους, επειδή ο κιβωτιόσχημος
τάφος (0,80 x 0,70 x 0,64 μ.) δεν βρίσκεται στο μέσον του, αλλά στην «κορυφή» του, στο Β/ΒΑ τμήμα
του με κατεύθυνση ΒΑ/ΝΔ19. Τα τρία κάθετα τοιχώματα είναι επενδυμένα με ασβεστολιθικές πλάκες και
το τέταρτο είναι κτιστό με πλακοειδείς λίθους, όπως και το ανώτερο τμήμα όλων. Οι δύο μεγάλες καλυ-
πτήριες ασβεστολιθικές πλάκες βρέθηκαν στη θέση τους, καθώς ο τάφος ήταν ασύλητος. Ο νεκρός ήταν
σε συνεσταλμένη στάση, στραμμένος προς το βουνό, ενώ δίπλα στο κεφάλι του υπήρχαν συσσωρευμένα
οστά δεύτερης ταφής20. Πάνω στο νεκρό είχαν τοποθετηθεί δύο πήλινοι αμφορείς (4617, 4618, εικ. 12),
στα χέρια του βρέθηκε μια χάλκινη τριχολαβίδα, ενώ στο κεφάλι του υπήρχε χάλκινο αντικείμενο, που
αρχικά θεωρήσαμε έμβολο ομφαλίου (μήκους 4,4 εκ.). Επειδή όμως διαφέρει από ανάλογα γνωστά αντι-
κείμενα, και από το έμβολο ομφαλίου που ανευρέθη στον τάφο «Μπαΐρια 9» (βλ. παρακάτω), λόγω της
θέσης του πίσω από το κεφάλι του νεκρού, θα μπορούσε να είναι απόληξη στην κορυφή κράνους21. Από
το εσωτερικό του τάφου περισυνελέγησαν επίσης λιγοστά όστρακα.

Μπαΐρια, τύμβος 9
Σε απόσταση 90 μ. από τον τύμβο 8, εντοπίστηκε ο 9ος της συστάδας, ο οποίος βρίσκεται στο ανατολικό
πρανές του αγροτικού δρόμου που οδηγεί στο Κεφάλι. Δεδομένου ότι τμήμα του είχε καταπέσει κατά τις
εργασίες διάνοιξης της οδού, χωρίς όμως να θιγεί το κιβώτιό του, προσέφερε μια σχεδιαστική τομή22. Ο
τύμβος είχε θεμελιωθεί στο χώμα και ο λιθοσωρός του είχε χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή καλύβας23,
που είναι ορατή 2 μ. νοτιότερα. Σήμερα διατηρείται κατά το ήμισυ η θεμελίωση του λίθινου τύμβου, η
διάμετρος του οποίου υπολογίζεται ότι έφθανε τα 5 μ. Το κιβώτιό του, με κατεύθυνση Β-Ν (1,44 x 0,68
μ.), βρισκόταν σε βάθος 1,40 μ. από την επιφάνεια και τα τοιχώματά του ήταν κτιστά πάνω από τις κάθε-
τες πλάκες του. Αν και ημικατεστραμμένο, διατήρησε τμήμα της καλυπτήριας πλάκας και βρέθηκε ασύ-

18 Βικάτου 2017, 177 (αναλυτική περιγραφή του τύμβου).


19 Τόσο η κάτοψη του τύμβου, όσο και η θέση του κιβωτιόσχημου τάφου, πιθανόν να οφείλονται στο γεγονός ότι ο τύμβος
δεν διατηρήθηκε ολόκληρος.
20 Βικάτου 2017, 177.
21 Βικάτου 2017, 176, εικ. 9. Για ανάλογα παραδείγματα από τη Δύση βλ Iaia ‒ Pacciarelli 2012, 345, εικ. 3, το αρ. 2. Επί-
σης, βλ. και παρακάτω σχετικά σχόλια σελ. 409 και υποσημ. 77.
22 Βικάτου 2017, 175-177 με αναλυτική περιγραφή του τάφου.
23 Κατά το πρόσφατο παρελθόν οι λιθόκτιστες καλύβες βοσκών ή γεωργών συνηθίζονται στην περιοχή, όπως και στα υπόλοιπα
νησιά του Ιονίου (Λευκάδα, Κεφαλονιά), αλλά και άλλες περιοχές, π.χ. Ήπειρο, βλ. Ανδρέου – Ανδρέου 1999, 79.

403
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

λητο (εικ. 13). Τα σκελετικά κατάλοιπα ήταν σχεδόν διαλυμένα, ενώ στα κτερίσματα συγκαταλλέγονται
χάλκινα αντικείμενα, όπως δύο πόρπες (4595, 4596 εικ. 14), αγκίστρι (4599)24, κρίκος, τμήματα τριών
αντικειμένων, δύο αιχμές δοράτων (4597, 4598) και ομφάλιο ασπίδας (4601, μέγ. διάμ. 14,2 εκ. εικ. 15),
από το οποίο διατηρείται τμήμα μόνο του ελάσματος της κατώτερης περιφέρειάς του, που διακοσμείται
με κυκλικές αποφύσεις. Πάνω στο ομφαλωτό υψώνεται κυλινδρικό έμβολο μήκους 3 εκ., ενώ στην κοίλη
οπίσθια επιφάνεια υπάρχει μικρή λαβή για την πρόσδεση του ομφαλίου. Επιπλέον βρέθηκαν όστρακα
αγγείων, εκ των οποίων συγκολλήθηκαν έξι ψευδόστομοι αμφορείς (4610-4615, εικ. 16), ψήφος από
υαλόμαζα (4603) και μία από στεατίτη (4604), καθώς και σφονδύλι από στεατίτη (4605).

Μπαΐρια, τύμβος 10
Περίπου 50 μ. δυτικά του προηγούμενου τύμβου, και δυτικά του διανοιγμένου δρόμου προς το Κεφάλι,
εντοπίστηκε ο δέκατος τύμβος της συστάδας. Ο λιθοσωρός, που αποτελείται από μεγάλου και μικρού
μεγέθους αργολίθους και πλακοειδείς λίθους, έχει διάμετρο 6,50 -7 μ. περίπου. Ο κιβωτιόσχημος τάφος
(μήκους 1,02 μ.) βρίσκεται στο μέσον, με κατεύθυνση Β-Ν και ήταν συλημένος. Στο εσωτερικό του
εντοπίσθηκαν λιγοστά οστά, ένας αστράγαλος και όστρακα.

Μπαΐρια, τύμβος 11.


Ανατολικά τύμβου 9, εντοπίστηκε ο ενδέκατος τύμβος της συστάδας στα Μπαΐρια. Είναι κατασκευα-
σμένος κατά τον ίδιο τρόπο με τους υπόλοιπους και έχει διάμετρο 6 μ., Στα Β και Α ο λιθοσωρός του
o οριοθετείται από ογκολίθους, που έχουν ενσωματωθεί στον κύκλο του τύμβου. Ο κιβωτιόσχημος τάφος
(0,65 x 0,80 μ.), αρκετά κατεστραμμένος, έχει κατεύθυνση Β/ΒΔ-Ν/ΝΑ και δεν βρίσκεται ακριβώς στο
κέντρο. Είναι μεικτού τύπου, καθώς έχει κατασκευαστεί από μια κάθετη ασβεστολιθική πλάκα στα
Β-ΒΔ, ενώ οι υπόλοιπες πλευρές είναι κτιστές. Λόγω της σύλησης δεν ανευρέθησαν κτερίσματα.

Τύμβος στο Μυλί


Παράλληλα με τους τύμβους, την ίδια περίοδο η Εφορεία μας ανέσκαψε και τμήμα οικισμού στη θέση
Μυλί (εικ. 17, βλ. παρακάτω). Σε απόσταση μόλις 25 μ. ανατολικά των οικιστικών καταλοίπων, εντο-
πίστηκε τύμβος25, διαμέτρου 5 μ. (εικ. 18). Ο κιβωτιόσχημος τάφος στο κέντρο του (1,20 x 0,85 μ. και
βάθους 1,00 μ.) είναι μεικτού τύπου, με κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ. Οι μακρές πλευρές του ορίζονται από
μεγάλων διαστάσεων αργολίθους. Βρέθηκε συλημένος και συγκεντρώθηκε μόνον ελάχιστη κεραμική,
λίγα οστά, μεταξύ των οποίων και δόντια, δύο τμήματα σιδερένιων αντικειμένων και ένα λίθινο αντι-
l κείμενο. Ως δάπεδο του τάφου είχαν χρησιμοποιηθεί μεγάλων διαστάσεων λίθοι.
Εκτός από τους τύμβους, εντοπίστηκαν και μεμονωμένοι κιβωτιόσχημοι τάφοι της ιδίας περιόδου.
s Πλησίον των τύμβων 9 και 11 ερευνήθηκαν τέσσερις μεμονωμένοι τάφοι, που παρά τη σύλησή τους
απέδωσαν ενδιαφέροντα ευρήματα, όπως κεραμική (από τα όστρακα συγκολλήθηκαν ψευδόστομοι
αμφορείς και πρόχους), χάλκινη κεκαμμένη αιχμή δόρατος26, σφονδύλια, κ.ά.

Σχολιασμός27
Αρχιτεκτονική τύμβων
Η ανασκαφή στο Μεγανήσι διεξήχθη κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, καθώς τα ταφικά μνημεία

24 Για την τοποθέτηση αγκιστριών ως κτερισμάτων, βλ. Βικάτου 2009, 784-785, με βιβλιογραφία. Ενδεικτικώς για
γειτονικές περιοχές, βλ. Χριστακοπούλου-Σωμάκου 2009, 1304 (ένα χάλκινο και ένα σιδερένιο αγκίστρι που βρέθηκαν
σε τάφους της ύστερης πρωτογεωμετρικής περιόδου στη Σταμνά Αιτωλίας, διαφορετικού ωστόσο τύπου από αυτό του
Μεγανησίου).
25 Κατόπιν υποδείξεως του κ. Δ. Πολίτη.
26 Εικονίζεται στην Vikatou 2017, pl. CXXX, d.
27 Οι πρώτες αυτές διαπιστώσεις αναφέρονται και στα άρθρα: Βικάτου 2017, 172, 181-182. Vikatou 2017, 370 κ.ε.
Επαναλαμβάνονται εν μέρει στο παρόν άρθρο, με εμπλουτισμένη βιβλιογραφία, προς ολοκλήρωσή του και προς
διευκόλυνση του αναγνώστη.

404
OI TYMBOI ΤΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

εντοπίστηκαν σε δύσβατα σημεία, μακριά από το κατοικημένο τμήμα του νησιού, και απαιτήθηκαν
εκτεταμένες εργασίες αποψίλωσης, προκειμένου να αποκαλυφθούν. Επιπλέον, το ριζικό σύστημα
των μεγάλων δένδρων που είχαν φυτρώσει τόσο στους λιθοσωρούς, όπου υπήρχε χώμα, όσο και εντός
των κιβωτιόσχημων τάφων, αφενός είχαν προκαλέσει καταστροφή, αφετέρου δυσχέραιναν πολύ την
ανασκαφή, προκαλώντας μεγάλες καθυστερήσεις28. Δεδομένων των ανασκαφικών εκκρεμοτήτων,
ακόμα και στους ερευνηθέντες τύμβους, του αποσπασματικού χαρακτήρα της έρευνας, αλλά και
των πολλαπλών συλήσεων των τάφων, δεν υπάρχουν σαφή και επαρκή στοιχεία σύγκρισης με
ανάλογα ταφικά μνημεία άλλων περιοχών. Παρόλα αυτά, βασιζόμενοι στα μέχρι τώρα ανασκαφικά
δεδομένα, ως προς την αρχιτεκτονική και την τοπογραφία των τύμβων, μπορούμε να διατυπώσουμε
προκαταρκτικές παρατηρήσεις, που θα οριστικοποιηθούν ή αλλάξουν εν μέρει με την ολοκλήρωση
της μελέτης29.
Προφανώς το τραχύ γεωμορφολογικό ανάγλυφο της χερσονήσου «Πόδι» και η αφθονία του ασβε-
στόλιθου, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επιλογή του συγκεκριμένου τύπου ταφής, καθορίζοντας τη
μορφή των ταφικών μνημείων30. Πρόκειται για λίθινους, ατομικούς τύμβους, που έχουν τη μορφή
λιθοσωρού, οι οποίοι στο κέντρο τους διαθέτουν κιβωτιόσχημο τάφο31. Κατασκευάζονται σε μικρά
βραχώδη πλατώματα, που συνήθως οριοθετούνται από φυσικούς βραχώδεις σχηματισμούς (εικ. 4-7,
11, 18). Αν και το σχήμα τους προσεγγίζει τον κύκλο, τα όριά τους δεν είναι πάντοτε σαφή και ευδι-
άκριτα, καθώς η περιφέρειά τους δεν ορίζεται από οποιαδήποτε τεχνητή κατασκευή (περίβολο)32. Η
διάμετρός τους κυμαίνεται από 5,20 μ. έως 11 μ. (Κωνοταφιό), ενώ το μεγαλύτερο σωζόμενο ύψος
τους σήμερα είναι 1,20 μ. (τύμβοι 3, 6). Σε δύο περιπτώσεις ο λιθοσωρός είναι ελλειψοειδούς σχή-
ματος (τύμβοι Καλλινικάτου, Μπαΐρια 8). Επισημαίνεται ότι οι διαστάσεις αυτές προκύπτουν από
τη σημερινή κατάσταση διατήρησης των τύμβων, όπως έχει διαμορφωθεί μετά από τις φθορές του
χρόνου και τις ανθρώπινες επεμβάσεις. Αναμφίβολα στην αρχαιότητα το ύψος τους ήταν μεγαλύ-
τερο, αφού μεγάλο τμήμα των λιθοσωρών τους είτε έχει κυλήσει χαμηλότερα στις πλαγιές, επειδή
οι περισσότεροι βρίσκονται σε επικλινές έδαφος, είτε έχει αφαιρεθεί από τους κατοίκους (π.χ. για να
κατασκευαστούν καλύβες, ξερολιθιές κ.ά.).
Στο σύνολο των 17 ερευνηθέντων τύμβων διακρίνονται δύο τρόποι κατασκευής. Στους περισ-
σότερους (δώδεκα) ο λιθοσωρός αποτελείται από μεγάλους ή μικρούς αργόλιθους, ακανονίστου
σχήματος, με λίγο χώμα ανάμεσά τους, ενώ στους υπόλοιπους το γέμισμα αποτελούν μικροί, σχε-
δόν στρογγυλοί λίθοι και περισσότερο χώμα. Ως προς τον τρόπο κατασκευής τους δεν βρίσκουν
ακριβή παράλληλα στον ελλαδικό χώρο, ενώ πολλές φορές ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τους ξεχω-
ρίσει κανείς από τους λιθοσωρούς των αγροτικών δραστηριοτήτων33. Θα μπορούσαν να ενταχθούν

28 Για το λόγο αυτό επιθυμώ να εκφράσω τις βαθιές μου ευχαριστίες σε όλο το προσωπικό που συμμετείχε (επιστημο-
νικό, εργατικό, φυλακτικό), το οποίο υπερέβη εαυτόν για να ανταπεξέλθει στις αντίξοες συνθήκες, φέρνοντας εις πέρας
μία από τις δυσκολότερες ανασκαφές. Το επίπονο και δύσκολο έργο του εντοπισμού των τύμβων ανάμεσα στην πυκνή
βλάστηση είχε αναλάβει ο αρχαιοφύλακας Α. Ζαρκαδούλας, που χάρη στο ζήλο, το ενδιαφέρον και την προσοχή του,
κατάφερε να εντοπίσει αρκετά από τα ταφικά μνημεία που ερευνήθηκαν.
29 Η μελέτη του υλικού των τύμβων, αλλά και του προερχόμενου από τον οικισμό στο Μυλί είναι σε εξέλιξη από την
υπογραφομένη.
30 Όπως συνήθως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, βλ. Merkouri – Kouli 2011, 203-2044.
31 Βικάτου 2017, 172 κ.ε. Vikatou 2017, 369 κ.ε.
32 Oikonomidis κ.ά. 2011, 196, όπως και στους τύμβους της Ηπείρου. Γενικά για συγκεντρωμένα παραδείγματα χωμάτινων
και λίθινων τύμβων και την τυπολογία τους βλ. συγκεντρωμένη βιβλιογραφία στη Δακορώνια 1987, 49 κ.ε. Ελαφρώς
διαφορετικοί οι τύμβοι με λιθομανδύα, χρονολογούμενοι στο τέλος της Μυκηναϊκής και στη Γεωμετρική περίοδο, που
περιείχαν καύσεις στον κεντρικό λάκκο και γύρω από αυτόν αναπτύσσονταν άλλοι λάκκοι με πυρές, έχουν ερευνηθεί
και στον Πλάτανο Αλμυρού, βλ. Μαλακασιώτη κ.ά. 2016, 187 κ.ε., με αναφορά και σε άλλους τύμβους στη Θεσσαλία.
33 Όπως ακριβώς συμβαίνει και στους τύμβους στα νησιά της κεντρικής Δαλματίας, κατά μήκος της παράλιας ακτής της
Κροατίας, που κατασκευαστικά αποτελούν και το πλησιέστερο παράλληλό τους. Όπως αναφέρεται (BarBarić 2011, 145
κ.ε ) και σε αυτούς ήταν δύσκολος ο εντοπισμός τους σε σχέση με τους λιθοσωρούς που δημιουργούσαν οι γεωργοί.

405
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

στη γενική κατηγορία των λίθινων τύμβων με έναν κιβωτιόσχημο τάφο σχεδόν στο κέντρο τους34, ο
οποίος έχει κατασκευαστεί σε κενό που διαμορφώνεται στο φυσικό βράχο. Ως επί το πλείστον είναι
αμελούς κατασκευής με κάθετα τοποθετημένες πλάκες στα τοιχώματά τους, ενώ σε ορισμένες περι-
πτώσεις συνεχίζονται χτιστά πάνω από αυτές (εικ. 7). Ο μεικτός τύπος κιβωτιόσχημου εμφανίζεται
στους τύμβους στη θέση Μπαΐρια (με αρ. 1, 2, 7, 8, 9) και στο Μυλί35. Το μήκος τους κυμαίνεται
από 0,87 μ. έως 1,40 μ., το πλάτος τους από 0,43 μ. έως 0,70 μ., ενώ το ύψος τους φθάνει το 1,10 μ.
Σε μια περίπτωση (Μπαΐρια 3) ο τάφος είναι τετράγωνου σχήματος (0,78 x 0,78 μ.). Καλύπτονταν
με μεγάλες ασβεστολιθικές πλάκες, που στις περισσότερες περιπτώσεις βρέθηκαν σπασμένες δίπλα,
δεδομένου ότι είχαν κατ’ επανάληψη συληθεί. Οι νεκροί τοποθετούνταν απευθείας στο βραχώδες
έδαφος σε πλάγια συνεσταλμένη στάση36.
Εκτός του πρώτου τύμβου στο Καλλινικάτο, που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού κοντά
στον οικισμό Σπαρτοχωρίου, οι υπόλοιποι εντοπίζονται στη Μεσογαλιά, δηλαδή στο βορειότερο
τμήμα της χερσονήσου «Πόδι»37 (εικ. 1, 19). Είναι διάσπαρτοι κοντά στην κορυφογραμμή, ενώ
τέσσερις βρίσκονται σε μικρά πλατώματα στα ψηλότερα σημεία αυτής (Κοινοταφιό, Ανεμόμυλος,
Τουρκόμνημα, Μπαΐρια 1), εποπτεύοντας και τις δύο πλευρές του νησιού με απεριόριστη θέα στο
αρχιπέλαγο του Ιονίου και στις ακαρνανικές ακτές38. Επισημαίνεται δε ότι αυτοί ακριβώς οι τύμβοι
έχουν και τις μεγαλύτερες διαστάσεις. Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κιβωτιόσχημοι τάφοι τους
έχουν όμοιο προσανατολισμό (Α-Δ), σε αντίθεση με τους τάφους των άλλων τύμβων (των «πλα-
γιών») που διευθετούνται σε άξονα σχεδόν Β-Ν, αλλά και την επίπονη προσπάθεια που απαιτήθηκε
o για την κατασκευή τους, καθώς επίσης και το γεγονός ότι βρίσκονται σε σημεία δύσκολα προσβά-
σιμα ακόμα και σήμερα, οδηγούμεθα στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν τυχαία η επιλογή των θέσεων
τους. Επιπλέον, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι οι μεγαλύτεροι στα ψηλότερα σημεία, οι οποίοι
μάλιστα έχουν απόλυτη ορατότητα μεταξύ τους, προορίζονταν για τους «επιφανείς πολεμιστές». Η
διασπορά των μεγαλιθικών ταφικών μνημείων σε τόσο μεγάλη έκταση, προκαλεί προβληματισμούς
αφενός ως προς την οργάνωση και την έκταση του νεκροταφείου39, αφετέρου ως προς τη θέση του
οικισμού που ανήκαν40 (εικ. 17), ενώ δυσχερής είναι η ανίχνευση ταφικών εθίμων, λόγω της κατ’
επανάληψη σύλησής τους στο παρελθόν41.

34 Γ
 ενικώς για την προέλευση των τύμβων, την τυπολογία και την διασπορά τους, που δεν αναλύεται όμως στο παρόν άρθρο,
βλ. ενδεικτικώς βιβλιογραφία: Pelon 1976, 73 κ.ε. με κατάλογο. Sakellariou 1980, 90 κ.ε. και Δακορώνια 1987, 49 κ.ε.
l 35 Ο κιβωτιόσχημος αποτελεί συνήθης τυπολογία τάφου σε όλη την Εποχή του Χαλκού και την εποχή του Σιδήρου, βλ.
ενδεικτικώς βιβλιογραφία στην Δακορώνια 1987, 61 κ.ε., για κτιστούς κιβωτιόσχημους, σ. 66 και μεικτούς (κάποιες
s πλευρές κτιστές και κάποιες με πλάκες), σ. 67 με βιβλιογραφία. Sakellariou 1980, 99 κ.ε. Ο μικτός τύπος δεν απαντάται
ιδιαίτερα, ενώ στην ΥΜ και ΠΓ εποχή εκλείπουν. Μία περίπτωση αναφέρεται στις Μυκήνες (Δακορώνια 1987, 67).
36 Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής απλώς εντοπίστηκε η θεμελίωση των τοιχωμάτων τους. Δεν μπορούμε επομένως να
είμαστε βέβαιοι για το τελικό βάθος της ταφής και ενδεχομένως οι νεκροί να μην τοποθετούνταν απευθείας πάνω στο
βράχο. Στην περίπτωση του Μπαΐρια 8, του δεύτερου ασύλητου τάφου, ο νεκρός είχε τοποθετηθεί σε χώμα. Ωστόσο ο
τύμβος αυτός είναι από τους λίγους που δεν έχει κατασκευαστεί μεταξύ βράχων.
37 Λιθοσωροί ωστόσο έχουν εντοπιστεί από την υπογραφομένη και στο βόρειο τμήμα του νησιού, οι οποίοι χρήζουν έρευ-
νας, προκειμένου να διαπιστωθεί αν πρόκειται για τύμβους ή κατάλοιπα καλυβών ή λιθιών.
38 Χαρακτηριστικό των τύμβων στα Βαλκάνια είναι το μεγάλο υψόμετρο που εντοπίζονται, σχετικώς βλ. Porcic 2011, 135
κ.ε. Codacci-Terlević 2011, 153. Oikonomidis κ.ά. 2011, 191 (Αλβανία). Τσώνος στον παρόντα τόμο. Για τους τύμβους
στον ελλαδικό χώρο σε υψώματα, βλ. Merkouri – Kouli 2011, 203 κ.ε. Δακορώνια 1987, 49 (Μάρμαρα). Dakoronia
2011, 579 κ.ε.
39 Σχετικά με τη διασπορά των τύμβων στην Ελλάδα, την οργάνωσή τους σε νεκροταφεία κ.λ.π. βλ. Merkouri – Kouli
2011, 204, με αναφορά και σε περιπτώσεις που συνυπάρχουν με άλλους τύπους τάφων (π.χ. θολωτούς τάφους, πίθους,
κιβωτιόσχημους κ.ά.).
40 Ο εντοπισμένος οικισμός στη θέση «Μυλί» βρίσκεται σε ικανή απόσταση από τους περισσότερους τύμβους.
41 Επισημαίνεται ότι σε κανέναν τάφο δεν εντοπίστηκαν ίχνη καύσης. Για το έθιμο καύσης γενικότερα στους τύμβους βλ.
συγκεντρωμένα παραδείγματα στις Merkouri – Kouli 2011, 205.

406
OI TYMBOI ΤΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

Τα ευρήματα42
Η απομονωμένη θέση των τύμβων στη χερσόνησο όπου δεν είχαν αναπτυχθεί οικισμοί, αλλά πάντα
υπήρχε ανθρώπινη δραστηριότητα (κτηνοτροφία, αλιεία, γεωργία) και το γεγονός ότι ήταν πάντα
ορατοί, είχαν ως αποτέλεσμα να παραμένουν για αιώνες στο έλεος των λαθρανασκαφέων. Όπως
προαναφέρθηκε, από τους δέκα επτά τύμβους, μόνον οι τρεις βρέθηκαν ασύλητοι. Η έρευνά τους
απέδωσε ελάχιστα διαλυμένα σκελετικά κατάλοιπα και λιγοστά κτερίσματα, τα οποία όμως φανε-
ρώνουν ότι οι τύμβοι φιλοξενούσαν πλούσιες και σημαντικές ταφές. Από τα όστρακα που προήλθαν
από τους τάφους συγκολλήθηκαν κυρίως μεγάλοι αμφορείς και μικροί ψευδόστομοι αμφορίσκοι, οι
οποίοι λόγω της χαμηλής ποιότητας πηλού και της κακής διατήρησης, δεν διέσωσαν τη διακόσμησή
τους, παρά μόνο ίχνη. Από τους δύο μεγάλους αμφορείς του τύμβου 8 (Μπαΐρια), ο πρώτος (4617,
ύψ. 31 εκ.) με κάθετες λαβές στο λαιμό, πιθανόν ήταν ολόβαφος, όπως μαρτυρούν τα κατά τόπους
ίχνη διατήρησης της βαφής (εικ. 12)43 και ο δεύτερος (4618, ύψ. 41 εκ.) έχει οριζόντιες λαβές στην
κοιλιά και δύο πλαστικές αποφύσεις στον ώμο (εικ. 12). Στη διακοσμητική ζώνη του ώμου διακρίνο-
νται σε ένα μόνον σημείο ενάλληλα τρίγωνα και τμήμα ορθογώνιας μετόπης με τεθλασμένη γραμμή.
Το σχήμα και τα διακοσμητικά θέματα βρίσκουν ακριβή παράλληλα στην Αχαΐα44 και Ηλεία45, όπου
κατά την ΥΕ ΙΙΙ Γ ύστερη περίοδο ο μεγάλος δίωτος ή τετράωτος αμφορέας αποτελεί χαρακτηρι-
στικό σχήμα, το οποίο ωστόσο συνεχίζει να εμφανίζεται στην Υπομυκηναϊκή46 και στην Πρωτογε-
ωμετρική περίοδο47. Στις ίδιες περιοχές εντοπίζονται αντίστοιχα παράλληλα για τους ψευδόστομους
αμφορείς (4610, 4611, 4612, 4613, 4614, εικ. 16), που χρονολογούνται στην προχωρημένη ΥΕ ΙΙΙ
Γ ύστερη και στην Υπομυκηναϊκή περίοδο48, οι οποίοι διαθέτουν κωνικό ή ελαφρώς σφαιρικό σώμα
και έντονη απόφυση στο δίσκο. Η κεραμική του Μεγανησίου εμπίπτει στα τυπικά σχήματα της «Δυ-
τικής Κοινής» που κυριαρχούν στις περιοχές της Αχαΐας, Ηλείας, Ιονίων νήσων και Αιτωλοακαρνα-
νίας κατά την τελευταία φάση της Μυκηναϊκής και Υπομυκηναϊκής Εποχής49. Επιπλέον, οι σχέσεις
κυρίως με την Ηλεία διαπιστώνονται και στη γειτονική Ήπειρο50.
Τα σπουδαιότερα ευρήματα των τύμβων είναι τα χάλκινα αντικείμενα, που διέφυγαν της προ-
σοχής των λαθρανασκαφέων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται κοσμήματα (δακτυλίδια, ενώτια),
συμπληρώματα ενδυμασίας ή καλλωπισμού (τρεις πόρπες: 4603, 4605, 4609 και μια περόνη: 4608,
εικ. 10, 14)51, τροχός από ομοίωμα άρματος (4616, εικ. 10), κυρίως όμως τα όπλα: ένα ξίφος τύπου
Naue II μήκους 52,6 εκ. (4606) και έξι αιχμές δοράτων (4593, 4597, 4598, 4607, 4613, 4619) από
τους τάφους των τύμβων στον Ανεμόμυλο, στα Μπαΐρια 6, 8, 9 κι έναν μεμονωμένο κιβωτιόσχημο
(εικ. 9, 15).

42 Για μία πρώτη παρουσίαση των ευρημάτων βλ. Βικάτου 2017, 174 κ.ε. και Vikatou 2017, 370 κ.ε.
43 Σχέδιό του βλ. στην Vikatou 2017, πίν. CXXXΙΙ, a.
44 Ενδεικτικώς βλ. Mountjoy 1999, 430-432, εικ. 152.
45 Βικάτου 2009, 498-503. Vikatou 2017, 371.
46 Ως προς το σχήμα, παράλληλα της Υπομυκηναϊκής περιόδου εντοπίζονται κυρίως στις περιοχές της Ηλείας και
Αιτωλοακαρνανίας. Για την Ήλιδα βλ. Eder 2001, 57-63, πίν. 10α. και για τον Κουβαρά Αιτωλοακαρνανίας,
Σταυροπούλου-Γάτση κ.ά. 2012, 250, εικ. 3α.
47 Για την Αιτωλοακαρνανία, που αποτελεί χαρακτηριστικό σχήμα της περιόδου, βλ. Χριστακοπούλου-Σωμάκου 2009,
1118-1119. Γενικότερα βλ. Ιακωβίδης 1969-1970, 590 (ΠΓ περίοδο).
48 Βικάτου 2009, 417. Vikatou 2017, 371, πίν. CXXIX, CXXXI c-e, όπου και σχέδια των ψευδόστομων αμφορίσκων.
49 Γενικώς για τη Δυτική Κοινή βλ. ενδεικτικώς Papadopoulos 1995, 201-208. Βικάτου 2009, 839-841.
50 Ανδρέου – Ανδρέου 1999, 86 (Μυκηναίοι άποικοι από την Ηλεία είχαν εγκατασταθεί στα ηπειρωτικά παράλια του
Ιονίου).
51 Παρόμοια ευρήματα (κεραμική, όπλα, μαχαίρια, χάντρες, βιολόσχημες πόρπες, περόνες και ξίφη) περιείχαν και οι ταφές
της ιδίας περιόδου σε τύμβους της Αλβανίας και της Ηπείρου, βλ. Oikonomidis κ.ά. 2011, 191, 195.

407
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Η ψηλή τοξωτή πόρπη με σχοινοειδές τόξο του τύμβου Μπαΐρια 6 (εικ. 10) διαθέτει χαρακτηρι-
στικά μυκηναϊκά στοιχεία52. Η χάλκινη περόνη (4608, εικ. 10) διακοσμημένη με ανάγλυφους δακτυλί-
ους και ατρακτοειδή εξόγκωση στην κεφαλή53, η οποία προέρχεται από τον τάφο Μπαΐρια 6 που περι-
είχε και το ξίφος Naue II54, βρίσκει παράλληλα σε διάφορες περιοχές55. Παρόμοιοι τροχοί με αυτόν
του τύμβου Μπαΐρια 756 (εικ. 10), που οι ακτίνες τους σχηματίζουν Π, προέρχονται από την Αχαΐα, και
συγκεκριμένα από τα νεκροταφεία των Πορτών (οστέινος)57 και Βούντενης58 το τείχος Δυμαίων (μολύ-
βδινος)59, καθώς επίσης από τις Μυκήνες και το Άργος60. Οι τροχίσκοι αυτοί χρονολογούνται στην ΥΕ
ΙΙΙ Γ περίοδο. Γενικά η χρήση των αντικειμένων αυτών δεν είναι σαφής, καθώς έχουν ερμηνευτεί ως
ομοιώματα πραγματικών τροχών, που τοποθετήθηκαν στους τάφους ως υποκατάστατα αρμάτων, ή ως
ηλιακά σύμβολα, ή ήταν διακοσμητικά στοιχεία, κοσμήματα, κεφαλές περονών, ακόμα και σφραγίδες
για αγγεία κ.ά. Πιθανόν η καταγωγή τους θα πρέπει να αναζητηθεί στη ΒΔ Ευρώπη61.
Το πιο σημαντικό εύρημα της πολεμικής εξάρτησης είναι το ανευρεθέν στον τύμβο Μπαΐρια 6,
ξίφος (4606, εικ. 9), το οποίο αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό αντικείμενο κύρους (insignia dignita-
tis), που συνοδεύει τις ταφές πολεμιστών και κατά τον 12ο αι. π.Χ. Το συγκεκριμένο ανήκει στην κατη-
γορία C Νaue II62 και διαθέτει τη διπλή χάραξη στην κόψη της λεπίδας, ένα ιδιαίτερο τυπολογικό χαρα-

o
52 Βικάτου 2017, 174-175. Vikatou 2017, 371. Όμοια από Νέα Ιωνία, βλ. Μπάτζιου – Ευσταθίου 1999, 121-2, 126 (μετά-
βαση προς ΠΓ χρόνια). Οι τοξωτές πόρπες εμφανίζονται στην ΥΕΙΙΙ Γ, ενώ ο τύπος τους συνεχίζει και στους ιστορικούς
χρόνους, βλ. Ιακωβίδης 1969-1970, 276-277. Για τοξωτές πόρπες στην ΥΕΙΙΙΓ και Υπομυκηναϊκή περίοδο, βλ. Eder
2001, 89-92, πίν. 14 α (παρόμοιες από Ήλιδα, ΥΜ). Βικάτου 2009, 718. Χριστακοπούλου-Σωμάκου 2009, 1271 (Στα-
μνά Αιτ/νίας, ΠΓ). Παρόμοιες από το Λευκαντί χρονολογούνται στην ΥΜ και ΠΓ περίοδο, βλ. Popham κ.ά. 1980, 236
και από τον Κεραμεικό στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙ Γ, Müller-Karpe 1962, εικ. 3, 4, 5.
53 Βικάτου 2017, 175. Vikatou 2017, 370.
54 Για περόνες σε τάφους πολεμιστών, καθώς και συζήτηση για τη χρήση τους, βλ. Βικάτου 2009, 735-37.
55 Η εμφάνιση αυτού του τύπου περόνης εντοπίζεται στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙ Γ, και κυρίως στην ΥΜ και ΠΓ εποχή, ανάλογα
στις περιοχές, βλ. Killian-Dirlmeier 1984, πίν. 6. Donder 1999, 93-94 (τύπος Α 2, YM χρόνων, Κεραμεικός, Πωγώνι,
Λευκαντί). Μπάτζιου-Ευσταθίου 1999, 120-121 (ΠΓ χρόνων).
l 56 Βικάτου 2017, 174-175. Vikatou 2017, 371.
57 Αδημοσίευτος, βλ. Jung κ.ά. υπό εκδ.
s 58 Αδημοσίευτος, βλ. Jung κ.ά., υπό εκδ.
59 Μαστροκώστας 1967, 163. Οικονομίδης 2006, 143 κ.ε.
60 Ξενάκη-Σακελλαρίου 1985, 155, πίν. 55:2646, οστέινος από Μυκήνες. Kilian-Dirlmeier 1979, 267, taf. 110, 6-8. Από
Άργος βλ. Deshayes 1966, 60, 203, πίν. XXIV:8, τέλος ΥΕ ΙΙΙ Γ (το θεωρεί εισηγμένο από Ιταλία). Επίσης, Δημακο-
πούλου 1988, 267.
61 Βλ. σχετικά σχόλια στην Δημακοπούλου 1988, 267, που αναφέρεται ότι παρόμοια δείγματα προέρχονται από περιοχές
της Ιταλίας, τα οποία θεωρούνται απομιμήσεις βορειότερων τύπων. Φαίνεται ότι ντόπιοι μυκηναίοι τεχνίτες εμπνεύ-
στηκαν από δυτικά πρότυπα.
62 Για συγκεντρωμένο κατάλογο θέσεων στις οποίες έχουν βρεθεί ξίφη τύπου Naue II, τη διάδοσή τους και βιβλιογραφία
βλ. Kilian-Dirlmeimer 1993, 94-99. Eder – Jung 2005, 494 κ. ε., πίν. 107-108. Jung 2005, πίν. 106. Deger-Jalkotzy
2006, 166 κ.ε. πίν. 9,1, 9.2, και 170 κ.ε. πίν. 9.3. Jung κ.ά. 2008, 86, 91 με αναφορά σε νέα δείγματα και βιβλιογραφία.
Moschos 2009α, 352-353, 356, 360, 365, 369 κ.ε., 386 κ.ε. (με κατάλογο θέσεων στην Αχαΐα, η οποία έχει αποδώσει
και τον υψηλότερο αριθμό των ξιφών αυτού του τύπου). Moschos 2009β, 253. Βλαχόπουλος 2012, 60-66, 77-78,
259-263 με βιβλιογραφία για όλες τις θέσεις (όπλα και ταφές πολεμιστών). Για την Ήπειρο βλ. ενδεικτικώς Σουέρεφ
2001, 102-103. Κλείτσας 2013, 130-131, 133, 135. Κλείτσας 2017, 252, 256, 258, 260 με βιβλιογραφία. Για την Αιτ/
νία βλ. Χριστακοπούλου-Σωμάκου 2009, 1236-1240 (από το ΠΓ νεκροταφείο Σταμνών προέρχονται εννέα σιδερένια
και χάλκινα ξίφη, ιδιαίτερα σημαντικά για τη διατήρηση και την εξέλιξη του τύπου στα ΠΓ χρόνια) και Βικάτου στον
παρόντα τόμο.

408
OI TYMBOI ΤΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

κτηριστικό που εμφανίζεται κυρίως στη δυτική Ελλάδα και στην Ιταλία63. Ως εκ τούτου, το Μεγανήσι
είναι η τέταρτη γνωστή περιοχή, που αποδίδει τέτοια δείγματα, καταδεικνύοντας παράλληλα επαφές
και σχέσεις με την ΒΔ Πελοπόννησο (Ηλεία-Αχαΐα), την Ιταλική Χερσόνησο, αλλά και το Βορρά64,
γεγονός αναμενόμενο λόγω της γεωγραφικής του θέσης.
Οι έξι αιχμές δοράτων που προήλθαν από τους τάφους65, εξαιρετικής κατάστασης διατήρησης, οι
οποίες είναι φυλλόσχημες, βορείου τύπου με ολόχυτο αυλό66, ενώ η μία μάλιστα βρέθηκε κεκαμμένη
στην αιχμή, κατά το ταφικό έθιμο της σκόπιμης αχρήστευσης της λόγχης67. Παράλληλά τους εντοπί-
ζονται στην Αλβανία68. Συγκεκριμένα, όμοια με την 4607 (εικ. 9, η πρώτη) του τύμβου Μπαΐρια 6,
προέρχεται από τον τάφο 65 του τύμβου Ι στο Barç69. Η λόγχη 4598 του τύμβου Μπαΐρια 9 (εικ. 15),
επίσης βρίσκει παράλληλα στο Pazhok70, ενώ ανάλογη προέρχεται από τον τάφο 9 του τύμβου I στο
Dukat71. Επίσης από τον τάφο 19 του τύμβου Ι στο Dukat, προέρχεται λόγχη παρόμοια με την 4619
λόγχη του τύμβου Μπαΐρια 6 (εικ. 9)72.
Τα ομφάλια ασπίδας αποτελούν κτερίσματα που συνήθως συνοδεύουν ταφές πολεμιστών. Για το
ομφάλιο από τον τύμβο 9 (εικ. 15)73, παράλληλα εντοπίζονται σε διάφορες περιοχές74, ενώ όμοιο προ-
έρχεται από την Αλβανία και συγκεκριμένα από τον τάφο 13 του τύμβου ΙΙ στο Dukat75. Από τον τύμβο
8 προέρχεται κι ένα ενδιαφέρον εύρημα που αρχικά θεωρήσαμε ως ομφάλιο ασπίδας76. Ωστόσο, εκτός
από το σχήμα, λαμβάνοντας υπόψη και ότι ανευρέθη πίσω από το κρανίο, θα μπορούσε να αποδοθεί
και σε κράνος77.

63 Βικάτου 2017, 174-175. Vikatou 2017, 370, πίν. CXXX b-c, όπου και σχέδιο του ξίφους από τον R. Jung. Οι βαθμίδες
ξεκινούν από την αιχμή και σβήνουν προς τα πάνω στην λεπίδα στα 12 εκ. η πρώτη και στα 17 εκ. η δεύτερη. Δείγματα
του τύπου αυτού προέρχονται κυρίως από Αχαΐα (τάφος 4 Νικολέικων) και το Βένετο, και χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙ
Γ Προχωρημένη προς Ύστερη και ΙΙΙ Γ Ύστερη, βλ. Jung κ.ά 2008, 91-92 με σχόλια και συγκεντρωμένη βιβλιογραφία.
Ένα ξίφος του ίδιου τύπου προέρχεται από την Ηλεία (τάφος 7 Μάγειρα, ΥΕΙΙΙ Γ), βλ. Vikatou 2012, 304-305. Βικάτου
υπό εκδ. α.
64 Oikonomidis κ.ά. 2011, 191 (ξίφος τύπου Naue II, της ΥΕ περιόδου από τύμβους της Αλβανίας).
65 Βικάτου 2017, 174-175. Vikatou 2017, 370.
66 Για ολόχυτες λόγχες στην Ιταλία, Pacciarelli 2006. Για παρόμοιες από Ήπειρο βλ. Σουέρεφ 2001, 103 κ.ε., 172, 223 ΙΙ:
β, γ, 225 ΙΙ. Κλείτσας 2013, 136-140.
67 Η συνήθεια αυτή παρατηρείται σε διάφορες περιοχές από την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο και συνεχίζεται έως και τον
12ο αι. π.Χ. βλ. σχετική αναφορά Βλαχόπουλος 2012, 62 με βιβλιογραφία.
68 Την βιβλιογραφία για τις λόγχες οφείλω στο συνάδελφο R. Jung, τον οποίο και θερμώς ευχαριστώ.
69 Βλ. Andrea 1985, 31. 270 πίν. 9,V65,1. Σύμφωνα με την περιγραφή η λόγχη έχει μήκος 20,7 εκ. και μέγιστο πλάτος
της λεπίδας 5 εκ. Βρέθηκε μαζί με ολόβαφο σκύφο (πίν. 9,2) και φαίνεται ότι είναι της ιδίας περιόδου με την εδώ ανα-
φερόμενη.
70 Bodinaku 1995, 266 εικ. 5,2.
71 Ҫeka 1975, 146. 160 πίν. VI, V9.
72 Ceka 1975, 146. 160 πίν. VI, V19.
73 Βικάτου 2017, 175-176. Vikatou 2017, 370, πίν. CXXXI a.
74 Ενδεικτικά αναφέρουμε τα προερχόμενα από Αχαΐα, βλ. Papadopoulos 1979, 162-163, εικ. 315b, 348c. Πετρόπου-
λος 2000, 68, 76, εικ. 42 (Σπαλιαρέικα, ΥΕ ΙΙΙ Γ). Giannopoulos 2008, 183-185, πίν. 35:57, 51:57. Μόσχος 1997, 293
(Πόρτες, ΥΕ ΙΙΙ Γ). Κολώνας 1993, 123 (Βούντενη, ΥΕ ΙΙΙΓ). Επίσης, Χριστακοπούλου-Σωμάκου 2009, 1254-56 (δύο
ομφάλια από δύο πρωτογεωμετρικούς τάφους Σταμνάς Αιτ/νίας). Κλείτσας 2013, 23. Κλείτσας 2017, 256 (Λιατοβούνι).
75 Πρβλ. Bodinaku 2002, 32. 82 πίν. VI,3. Συμπληρωματικά αναφέρουμε ότι οι πόρπες του ίδιου τάφου (Bodinaku 2002,
82 πίν. VI,1–2) μοιάζουν με τύπους της ιταλικής Τελικής Εποχής του Χαλκού (Bronzo finale) 2–3, που χρονολογικά
αντιστοιχούν στην περίοδο από την Υπομυκηναϊκή έως την Πρώιμη Πρωτογεωμετρική.
76 Εικονίζεται στην Vikatou 2017, 371, πίν. CXXXI.
77 Βικάτου 2017, 176-177. Vikatou 2017, 371. Όπως αυτά που εικονίζονται στους Ιaia – Pacciarelli 2012, 344-345, 348,
εικ. 3, 7 και προέρχονται από τάφους της κεντρικής Τυρρηνίας, ενώ ο τύπος είναι ιδιαίτερα γνωστός στην ηπειρωτική
Ευρώπη και κυρίως στην περιοχή του Δούναβη (σ. 345), μεταξύ του 11ου και 10 αι. π.Χ.

409
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Ο πολεμικός αυτός εξοπλισμός που προήλθε από τους ασύλητους τάφους, ως υλικό σύμβολο δύνα-
μης και ένδειξη οικονομικής, στρατιωτικής και πολιτικής ανωτερότητας, όπως προαναφέρθηκε, οδή-
γησε στο συμπέρασμα ότι στους τύμβους είχαν ενταφιαστεί νεκροί πολεμιστές. Άλλωστε η συνεύρεση
ξίφους και λόγχης προσδιορίζει το ανώτερο στρατιωτικό κύρους του νεκρού, ενώ η ανεύρεση εξαρτη-
μάτων αλιείας, όπως μολύβδινα βαρίδια78 και χάλκινο αγκίστρι79, δεν αναιρούν την πολεμική ιδιότητα
των νεκρών.
Οι τάφοι Πολεμιστών, που αποτελούν ένα από τα χαρακτηριστικά της Δυτικής Κοινής80, παρουσι-
άζουν ραγδαία αύξηση στην ΥΕ ΙΙΙ Γ Μέση και Ύστερη81, κυρίως στην Αχαΐα. Συνοδεύονται με ξίφη
τύπου Naue II82, τα οποία συνευρίσκονται με χαυλιόδοντες κάπρου, χάλκινα ελάσματα πανοπλίας, αιχ-
μές δοράτων, ξυρούς, μαχαίρια, περικνημίδες, ομφαλούς ή «φάλαρα» κ.ά., οτιδήποτε δηλαδή φανερώ-
νει τη σχέση του νεκρού με τον πόλεμο83.

Χρονολόγηση
Τα μέχρι τώρα ανασκαφικά δεδομένα, η κεραμική και τα χάλκινα αντικείμενα, επιτρέπουν σε αυτό το
προκαταρκτικό στάδιο μελέτης μια γενική χρονολόγηση των τάφων στο τέλος της Μυκηναϊκής-Υπο-
μυκηναϊκής περιόδου84. Στοιχεία πρωιμότητας ωστόσο αποτελούν η κτιστή κατασκευή των κιβωτίων
και η έντονα συνεσταλμένη στάση ταφής των νεκρών85. Είναι εξαιρετικά δύσκολο προς το παρόν να
αποσαφηνιστούν τα όρια της μεταβατικής αυτής περιόδου, αλλά και η σχέση της με την τελευταία
Μυκηναϊκή περίοδο και την Πρωτογεωμετρική σε μία περιοχή όπως το Μεγανήσι, στην περιφέρεια
o του μυκηναϊκού κόσμου86.
Η μυκηναϊκή παρουσία στο νησί επιβεβαιώνεται και σε άλλα σημεία της χερσονήσου, καθώς έχει
εντοπιστεί λιγοστή κεραμική της Μυκηναϊκής – Υπομυκηναϊκής περιόδου στα πλέον απόκρημνα

l 78 Βρέθηκαν στον τάφο «Μπαΐρια 6». Παρόμοια με μολύβδινα βαρίδια για δίχτυα από την Περατή, βλ. Ιακωβίδης 1969-
70, Β΄, 355.
s 79 Βρέθηκε στον ασύλητο τάφο «Μπαΐρια 9».
80 Moschos 2009 β, 241. Βικάτου 2009, 839-845. Βικάτου υπό εκδ. α.
81 Η στροφή γίνεται αντιληπτή και στην εικονιστική κεραμική, όπου πληθαίνουν οι παραστάσεις πολεμιστών, βλ.
Papazoglou-Manioudaki 1994, 186. Kontorli-Papadopoulou 1999, 331-339. Hiller 1999, 319-330. Deger-Jalkotzy
2006, 152, 168, 172. Moschos 2009 α, 360-1, 367.
82 Papazoglou-Manioudaki 1994, 186, 200. Cavanagh ‒ Mee 1998, 111. Papadopoulos 1999, 267-268, 272. Papadopoulos
– Kontorli-Papadopoulou 2001, 134. Moschos 2009 α, 352-353, 356 κ.ε., 386-387. Deger-Jalkotzy 2006, 152. Βλαχό-
πουλος 2012, 65-66.
83 Papadopoulos 1999, 268-273. Deger-Jalkotzy 2006, 169, 172. Moschos 2009α, 350 κ.ε. Σε κάποιες περιπτώσεις οι
ταφές πολεμιστών δύσκολα διακρίνονται από εκείνες των κυνηγών, εφόσον οι διαφορές ανάμεσα στα πολεμικά και
κυνηγετικά όπλα είναι δύσκολα ανιχνεύσιμες: Cavanagh ‒ Mee 1998, 73. Papadopoulos 1999, 267. Papadopoulos –
Kontorli 2001, 128. Βλαχόπουλος 2012, 66.
84 Βικάτου 2017, 182. Vikatou 2017, 372.
85 Μπάτζιου-Ευσταθίου 1999, 118. Επίσης, η ανεύρεση ελάχιστων σιδηρών, αδιάγνωστων αντικειμένων δεν σημαίνει απα-
ραίτητα τη μεταγενέστερη χρονολόγηση των τάφων, καθώς η χρήση του σιδήρου αρχίζει νωρίτερα και στις αρχές του
12ου αι. π. Χ. γίνεται περισσότερο προσιτός, βλ. Ιακωβίδης 1969-1970, Β, 376-378 και Μπάτζιου-Ευσταθίου 1999, 128.
86 Γενικώς οι επιρροές σε μακρινές περιοχές της περιφέρειας του μυκηναϊκού κόσμου, φτάνουν με κάποια καθυστέρηση,
βλ. σχετικώς Dakoronia 2011, 579 κ.ε.

410
OI TYMBOI ΤΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

σημεία, στις θέσεις «Καστρί»87, «Τούρλο»88 και «Σαμάρια»89 (εικ. 1, 3). Τέλος, η σύντομη διερευνη-
τική ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε στη θέση «Μυλί»90, επίμηκες ευλίμενο πλάτωμα (μέγ. δια-
στάσεων 2,50 x 0,70 μ. περίπου), χαμηλότερα προς τη θάλασσα, στις ανατολικές πλαγιές του Ζυγού
(εικ. 17), έφερε στο φως τμήμα οικισμού της ιδίας περιόδου. Στο βόρειο τμήμα του εντοπίστηκε κτή-
ριο ελλειψοειδούς κάτοψης, κατεύθυνσης σχεδόν Β/Ν, συνολικών διαστάσεων 7 x 4,20 μ. με κυκλική
εστία στο κέντρο του 91 (εικ. 20, 21). Επίσης σε δοκιμαστικές τομές εντοπίστηκε τμήμα ενός τοίχου,
που πιθανόν ανήκει σε άλλο κτήριο ελλειψοειδούς κάτοψης, ενώ σε απόσταση 50 μ. νοτιότερα αποκα-
λύφθηκαν διαλυμένα λείψανα ενός ακόμη κτηρίου92. Είναι προφανές ότι ο οικισμός που αναπτύχθηκε
εδώ σχετίζεται με την ύπαρξη των λίθινων ταφικών μνημείων, όπως συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις
όπου οικισμοί έχουν εντοπιστεί πλησίον τύμβων93.

Παράλληλα τύμβων
Το ταφικό έθιμο ανέγερσης τύμβων και η εξέλιξή του κατά μήκος του ιόνιου - αδριατικού τόξου απα-
σχολεί εδώ και δεκαετίες την Προϊστορική αρχαιολογία94. Όπως συνάγεται από τα προαναφερθέντα,

87 Το «Καστρί» είναι χαμηλή βραχώδης κορυφή στο βορειότερο πέρας του υψώματος του Ζυγού, σε απόσταση περίπου 50
μ. από τον τελευταίο προς Ν ερευνηθέντα τύμβο. Πρόκειται για άνδηρο πλ. 8,50 μ. που τη μια πλευρά του ορίζει τοίχος
από αργολιθοδομή, ύψ. έως 1,80 μ. και μήκ. 28-30 μ. Βλ. Βικάτου 2017, 180-181.
88 Επιφανειακή κεραμική συλλέχθηκε και από μικρά πλατώματα στην κορυφή και τις απότομες πλαγιές του Τούρλου,
στοιχεία που αποτελούν ενδείξεις, άγνωστης προς το παρόν, χρήσης του χώρου κατά την περίοδο κατασκευής των τύμ-
βων. Βικάτου 2017, 180.
89 Αξιοπερίεργη είναι η ύπαρξη μυκηναϊκών οστράκων (4636, 4637) στη θέση «Σαμάρια», που είναι το πιο στενό σημείο
της χερσονήσου. Πρόκειται για βραχώδη λωρίδα γης, απόκρημνη και μακριά από το μονοπάτι, που αναμφίβολα διερ-
χόταν από τα χαμηλότερα, ομαλά, ανατολικά της πρανή. Από τη θέση έχει κανείς εποπτεία και των δύο πλευρών του
νησιού, ωστόσο είναι αδύνατη η θεμελίωση και του πλέον πρόχειρου κτίσματος. Τα όστρακα ανευρέθησαν μέσα σε
μικρές κοιλότητες στο βράχο. Βικάτου 2017, 179-180.
90 Όπως μας πληροφόρησε ο Δ. Πολίτης, η ονομασία «Μυλί» (μικρός μύλος) δόθηκε σε αντιδιαστολή με το τοπωνύμιο
Ανεμόμυλο, όπου λειτουργούσε μύλος μεγαλύτερων διαστάσεων.
91 Βικάτου 2017, 180-181. Vikatou 2017, 372. Στα ευρήματα που προέρχονται από το κτήριο, των οποίων η συντήρηση
δεν έχει ολοκληρωθεί, περιλαμβάνονται μεγάλες ποσότητες κεραμικής κακής σχετικά ποιότητας, που μπορεί να χρονο-
λογηθεί στο τέλος των Μυκηναϊκών Χρόνων (κύλικες, αλάβαστρα, αμφορίσκοι, μεγάλοι αμφορείς και τμήματα πίθων,
ενώ δεν λείπουν και χειροποίητα αγγεία), πολλά οστά ζώων, πήλινα και λίθινα σφονδύλια και θαλάσσια όστρεα.
92 Η έρευνα στο Μυλί, δυστυχώς έμεινε σε αρχικό στάδιο. Είναι πάντως σαφές ότι στο πλάτωμα αυτό αναπτύχθηκε οικι-
σμός, δεδομένου ότι αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη θέση για κατοίκηση στην περιοχή, καθώς είναι προστατευμένη
από τους δυνατούς ανέμους, διαθέτει μικρές εκτάσεις για καλλιέργεια και εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα, ενώ παράλ-
ληλα βρίσκεται στις παρυφές του Τούρλου, που όπως και στους νεότερους χρόνους, σίγουρα και στην αρχαιότητα
απετέλεσε ένα ασφαλές, σχεδόν απρόσιτο για τους επιδρομείς καταφύγιο. Για παρόμοιες κυκλικές, πεταλόσχημες και
ωοειδείς κατασκευές που εντοπίζονται και στους οικισμούς της Ηπείρου, ενδεικτικώς βλ. Ανδρέου – Ανδρέου 1999, 78
κ.ε. Κλείτσας 2013, 15-16. Κλείτσας 2017, 256 (Λιατοβούνι). Για την Κεφαλονιά βλ. Βασιλάκης 2018 (αναφορά στο
ελλειψοειδές «μέγαρο» της ΥΕ ΙΙ Α-ΙΙΙΑ και το αψιδωτό της ΥΕ ΙΙΙ Β περιόδου, στη θέση Κατσιβελάτα πλησίον του
θολωτού τάφου στα Τζαννάτα Πόρου).
93 Ιδιαίτερη αναφορά για τους συσχετισμούς ανάπτυξης οικισμών και τύμβων στα κεντρικά Βαλκάνια γίνεται στον Porcic
2011, 135-143. Oikonomidis κ.ά. 2011, 191 κ.ε., 195 (Αλβανία, Ήπειρος, χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ηπείρου).
Merkouri – Kouli 2011, 204.
94 Για τη διασπορά τους από τη βόρεια Αδριατική έως το νότιο Ιόνιο βλ. Τσώνος στον παρόντα τόμο, με βιβλιογραφία (ΒΑ
Ιταλία, Μαυροβούνιο, Κροατία, Αλβανία, Χαλκιδική, Λευκάδα, Αιτ/νία, Θήβα, Αχαΐα, Ολυμπία, Μεσσηνία). Για την
προέλευση του εθίμου ανέγερσης τύμβων, το χρονολογικό του εύρος από την Α. και κεντρική Ευρώπη σε όλο σχεδόν
τον αιγαιακό χώρο, και κυρίως κατά μήκος του ιόνιου-αδριατικού τόξου και στα Βαλκάνια, καθώς και η σύνδεσή του
με συγκεκριμένες πολιτισμικές ομάδες βλ. άρθρα στο Borgna – Müller-Celka (επιμ.) 2011. Γενικώς για τη διάδοση του
τύμβου και τη σημασία του, το συμβολισμό και το ιδεολογικό περιεχόμενο ως κάλυμμα του σώματος και κατοικία της
ψυχής βλ. ενδεικτικώς Harding 2011, 21-29 με βιβλιογραφία. Για τελετουργικούς τύμβους βλ. Weiberg 2007, 153-187.
Για τους τύμβους στον ελλαδικό χώρο βλ. Müller 1989. Pelon 1976.

411
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

μπορεί στον ελλαδικό χώρο να μην έχουμε ακριβές παράλληλο αντίστοιχης εικόνας τέτοιων ταφικών
μνημείων (λίθινοι τύμβοι με κιβωτιόσχημο τάφο στο κέντρο), ωστόσο όμοια εντοπίζεται στο κεντρικό
νησιωτικό σύμπλεγμα Δαλματίας, σε τέσσερις νησίδες και την κοντινή ηπειρωτική ακτή95. Αν και οι πε-
ρισσότεροι από αυτούς τους τύμβους βρέθηκαν συλημένοι, από τους μελετητές εντάσσονται στην Εποχή
του Χαλκού, αναγνωρίζοντας ωστόσο διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο από αυτό που, την ίδια περίο-
δο αλλά και πρωιμότερα, απαντάται στην Αλβανία96, Κροατία, ιδιαίτερα στην Ίστρια97, κυρίως στις ακτές
της Αδριατικής98, στη λεκάνη των Καρπαθίων99 και στα κεντρικά Βαλκάνια (Σερβία)100. Λίθινοι τύμβοι
εντοπίζονται επίσης στη βόρεια Ιταλία101, αλλά και στη νότια102. Αξιοσημείωτο είναι ότι γεωμορφολο-
γικά η εικόνα του Μεγανησίου είναι παρόμοια με τις ηπειρωτικές, αλβανικές και δαλματικές ακτές103.
Στον ελλαδικό χώρο επίσης είναι λίγο διαφορετική η εικόνα των κατά πολύ όμως πρωιμότερων τύμ-
βων στην κεντρική Μακεδονία104 και βεβαίως στη γειτονική Ήπειρο, Εφύρα και Πωγώνι105 (ίδια περίο-
δος με το Μεγανήσι). Τέλος, οι τύμβοι του Νυδριού, οι οποίοι βρίσκονται σε ελάχιστη απόσταση απέ-

95 Βικάτου 2017, 182. Vikatou 2017, 372. Εντοπίστηκαν 672 λιθοσωροί, παρόμοιοι με αυτούς του Μεγανησίου, εκ των
οποίων οι 166 ήταν τύμβοι με κιβωτιόσχημο τάφο, ενώ αρκετοί θεωρήθηκαν ως κενοτάφια. Barbarić 2011, 146 κ.ε.
(με αναφορά και για παρόμοιους τύμβους στην κεντρική Δαλματία). Potrebica 2011, 172-174 (συσχετισμός με τον
πολιτισμό Cetina). Τσώνος 2016, 641 (Μαυροβούνιο).
96 Ο τύμβος στην Αλβανία αποτελεί τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο ταφής κατά την 2η χιλιετία, με ιδιαίτερη συγκέντρωση

o σε κοιλάδες ποταμών, βλ. Oikonomidis κ.ά. 2011, 185 κ.ε. με βιβλιογραφία. Τσώνος 2016, 641. Τσώνος στον παρόντα
τόμο, με βιβλιογραφία. Σύμφωνα με τους μελετητές, οι τύμβοι αυτοί χρονολογούνται από την ΠΕ και ΜΕ εποχή έως
και την ελληνιστική περίοδο, εξαπλώνονται όμως ραγδαία κατά την ΥΕ, που εκτός της κεντρικής ταφής υπάρχουν και
περιφερειακές, οι οποίες συνδυάζουν ταφές και καύσεις.
97 Codacci-Terlević 2011, 153 κ.ε., 160, με βιβλιογραφία για Ίστρια και ΒΑ Ιταλία. Potrebica 2011, 174-178. Mihovilić
κ.ά. 2011, 367 κ.ε. (λίθινοι τύμβοι στην Ίστρια. Αρκετές είναι οι ομοιότητες με τον τύμβο αρ. 6 που έχει έναν κιβωτιό-
σχημο τάφο στο κέντρο).
98 Barbarić 2011. Τσώνος στον παρόντα τόμο, με βιβλιογραφία.
99 Sachsse 2011, 128-132.
100 Porcic 2011, 135-144. Γενικά για τη διάδοση των τύμβων στα Βαλκάνια κατά την 4η και κυρίως 3η χιλιετία π. Χ. (Ρου-
μανία, Βουλγαρία, Σερβία και Ουγγαρία) βλ. Heyd 2011, 535 κ.ε.
101 Τσώνος 2016, 641 και του ιδίου στον παρόντα τόμο. Λίθινοι τύμβοι με μία ταφή στο κέντρο εντοπίζονται και στην

l περιοχή της Vicenza (ΒΑ Ιταλία), βλ. Bianchin – Citton – Bsalista 2011, 506 κ.ε. Για την περιοχή του Trento βλ.
Endrizzi κ.ά. 2011, 511 κ.ε. (χρονολογούμενοι στην Εποχή του Χαλκού) και Mottes κ.ά, 2011, 523-532. Για την ΒΑ

s Ιταλία και κυρίως για το Friuli βλ. και Borgna ‒ Càssola Guida 2007, 193-195. Càssola Guida 2011, με συγκεντρωμένη
βιβλιογραφία. Βorgna 2011, 281 κ.ε.
102 Onnis 2011, 493 κ.ε., με αναφορά στο μοναδικό παράδειγμα λίθινου τύμβου στη Ν. Ιταλία (Torre S. Sabina), που περι-
είχε αρκετές ταφές και χρονολογικά εντάσσεται στο β΄μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η μελετήτρια συσχετίζει (αρχιτε-
κτονική και ευρήματα) τόσο με τις δαλματικές και αλβανικές ακτές, όσο και με την Ήπειρο, Αιτωλοακαρνανία και τα
νησιά του Ιονίου (Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά).
103 Oikonomidis κ.ά. 2011, 186 (Ήπειρος, Αλβανία)
104 Ενδεικτικώς βλ. Asouhidou 2011, 383 κ.ε. (στο Κριαρίτσι Συκιάς, που ωστόσο χρονολογούνται στην ΠΕ περίοδο), με
βιβλιογραφία και άλλες θέσεις στη Μακεδονία (Πηγή Αθηνάς, Βάλτος Λεπτοκαρυάς, Πολύμυλος Κοζάνης).
105 Tartaron ‒ Zachos 1999, 61, 71 (αναφορά στις μυκηναϊκές επιρροές στην Ήπειρο από Ν. Ελλάδα (Αιτωλοακαρνανία)
και Ιόνια νησιά. Ανδρέου ‒ Ανδρέου 1999, 77 κ.ε. (χωμάτινοι και λίθινοι τύμβοι, που περιείχαν πάνω από ένα τάφο.
Σουέρεφ 2001, 126 (Ξυλόκαστρο), 130, 138-141 (αναφορά στα κοινά στοιχεία ανάμεσα στην Ήπειρο και τα Ιόνια
νησιά ως προς την κεραμική και τα μεταλλικά αντικείμενα). Oikonomidis κ.ά. 2011, 192 κ.ε. Κλείτσας 2013, 20. Το
έθιμο ταφής σε τύμβους, ευρύτατα διαδεδομένο στη Β. Ήπειρο και βορειότερα, διεισδύει σταδιακά και στη νότια
Ήπειρο ως επείσακτο βόρειο ή μυκηναϊκό στοιχείο κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο. Στην αυγή της Εποχής του Σιδήρου
το έθιμο ταφής σε συλλογικούς τύμβους, χωμάτινους ή με λίθινους πυρήνες, μανδύες και εσωτερικούς περιβόλους,
που περιείχαν κιβωτιόσχημους τάφους σε ακτινωτή διάταξη, επικρατεί και στη Ν. Ήπειρο (Εφύρα, νεκροταφεία κοι-
λάδας του Γορμού: Παλιόπυργος, Κάτω Μερόπη, Κεφαλόβρυσο, κ.ά.), βλ. ενδεικτικώς Σακελλαρίου 1997, 45.

412
OI TYMBOI ΤΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

ναντι από το Μεγανήσι και είναι κατά μία και πλέον χιλιετία πρωιμότεροι, αν και δεν παρουσιάζουν
μεγάλες κατασκευαστικές ομοιότητες, αντανακλούν κοινές επιλογές ιδιαίτερων ταφικών τύπων.
Η ανέγερση τύμβων που συνηθίζεται τόσο στη βόρεια περιοχή (δαλματικές-αλβανικές ακτές, βαλ-
κάνια), στα νησιά (Λευκάδα, Μεγανήσι, Κεφαλονιά), αλλά και στις ηπειρωτικές ακτές, πιθανόν ενέχει
ιδιαίτερη σημασία για τις τοπικές κοινωνίες. Στη διάσταση αυτή του φαινομένου του τύμβου, με ευρεία
διάδοση στο χώρο και στο χρόνο, που αν και δεν είναι ομοιογενές, εξαπλώνεται σε όλο το αδριατικό-βαλ-
κανικό τόξο, οι τύμβοι του Μεγανησίου, προσθέτουν μία ψηφίδα ακόμη. Όπως και οι τύμβοι της Ηπεί-
ρου χρονολογούμενοι στο τέλος της Μυκηναϊκής εποχής, αποτελούν συνέχεια μιας ταφικής πρακτικής
που γνώρισε ιδιαίτερη διάδοση στην Αδριατική και το Ιόνιο ήδη από την τρίτη χιλιετία. Οι κατασκευ-
αστικές ομοιότητες υποδηλώνουν, αφενός την κοινή αντίληψη των όμορων πληθυσμιακών ομάδων ως
προς τα ταφικά έθιμα, αφετέρου τις σχέσεις με την Αδριατική και το Βορρά γενικότερα, αποτέλεσμα των
εμπορικών επαφών και της διεισδύσεως των Μυκηναίων στα βόρεια Ιόνια νησιά και στα παράλια της ΝΔ
Ηπείρου, όπου οι όρμοι ευνοούσαν την εγκατάσταση και δημιουργία ναυτικών βάσεων.

Τάφος - Τάφιοι
Το Μεγανήσι, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, έχει συνδεθεί κατά καιρούς με τους περίφημους Ταφί-
ους106. Στην αρχαιότητα το σύμπλεγμα των νήσων νοτίως της Λευκάδας, πλην των Εχινάδων, ονομαζό-
ταν Τάφιοι ή Τηλεβοΐδες νήσοι (Στράβων), ενώ το Μεγανήσι από νωρίς ταυτίστηκε με τη νήσο Τάφο και
αυτό ήταν και το πρώτο όνομά του. Αργότερα ονομάστηκε και Ταφιούσα, παραλλαγή του ονόματος Τά-
φος, που απαντά στις ομηρικές και μεθομηρικές παραδόσεις, ως πατρίδα πειρατών και εμπόρων (Οδύσ.
α 180-181, ο 427, ο 450, π 426). Το νησί έλαβε το σημερινό του όνομα τους τελευταίους αιώνες, λόγω
του μεγέθους του σε σχέση με τα υπόλοιπα μικρά νησιά της Λευκάδας. Σε παλιούς χάρτες οι Πορτολά-
νοι το αναφέρουν ως «Μεγάλο Νησί», ενώ σε βενετσιάνικο χάρτη του 1686 αναγράφεται ως Ταφία107.
Προφανώς κατά τα ιστορικά χρόνια το Μεγανήσι ακολούθησε τη μοίρα και την πορεία της Λευκάδας,
ενώ κατά την βυζαντινή περίοδο και την Φραγκοκρατία δεχόταν πειρατικές επιδρομές, όπως και τα
υπόλοιπα νησιά του αρχιπελάγους, καθώς στην περιοχή ήκμασε η πειρατεία108.
Σύμφωνα με την παράδοση η νήσος Τάφος οφείλει την ονομασία της στον Τάφιο, τον πρώτο βασιλιά
των Ταφίων109. Οι Τάφιοι ήταν Λέλεγες ή Φοίνικες, ανατολικής καταγωγής, που έφτασαν με τον Κάδμο.
Το όνομά τους υποδηλώνει ότι συνδέονται με τόπο που σχετίζεται με το θάνατο, επειδή παραμόνευαν
σε στενά θαλάσσια περάσματα, σε μικρά νησιά, ληστεύοντας και σκοτώνοντας τους διερχόμενους ναυ-
τικούς110. Από το έπος της Οδύσσειας πληροφορούμαστε ότι βασιλιάς τους ήταν και ο Μέντης γιος
του συνετού Αγχίαλου, φίλου του Οδυσσέα (Οδ. α΄180-181) και οι Τάφιοι (ξ 461, ο 427, ο 450, π 428)
χαρακτηρίζονται πειρατές111. Φαίνεται όμως ότι ήταν και δεινοί έμποροι και ναυτικοί, αφού διέσχιζαν
τη Μεσόγειο και συναγωνίζονταν ακόμα και τους Φοίνικες (Οδ. ο 427).
Το μυστήριο γύρω από τον λαό των Ταφίων και την ακριβή θέση της νήσου Τάφου, παραμένει αδι-
ευκρίνιστο λόγω της ασάφειας με την οποία αναφέρονται σε αυτούς ο Όμηρος και οι αρχαίοι συγγρα-
φείς (Στράβων, Πλίνιος ο Πρεσβύτερος κ. ά), αλλά και λόγω της έλλειψης πληροφοριών και ανασκαφι-
κών δεδομένων. Αναπόφευκτα λοιπόν την αναζήτηση της Ιθάκης ακολούθησε η προσπάθεια ταύτισης

106 Σύντομη αναφορά βλ. Βικάτου 2017, 169, 182 και Vikatou 2017, 369. Βικάτου υπό έκδ. β.
107 Πάλμος 1992, 13, 16.
108 Για την περίοδο Φραγκοκρατίας, Τουρκοκρατίας, το κτηματολόγιο (1720), το ιδιοκτησιακό καθεστώς στα νεώτερα
χρόνια, φορολογία και προνόμια, την έλευση νέων κατοίκων από Ακαρνανία, Θιάκι, Κεφαλονιά, Λευκάδα, τη δράση
Αρματωλών και Κλεφτών κατά την Ελληνική Επανάσταση, τον στρατηγό Δήμο Τσέλιο και γενικότερα τη νεώτερη και
σύγχρονη ιστορία του Μεγανησίου βλ. Πάλμος, 18-31.
109 Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές (Στράβωνας, Παυσανίας, Ηρόδοτος) ο βασιλιάς Τάφιος ήταν αδελφός του Τηλεβόα και
γιός του Ποσειδώνα και της Ιπποθόης. Ο Στράβωνας αναφέρει ότι οι Τάφιοι κυριαρχούσαν και στην Ακαρνανία πριν
έλθουν οι Κεφαλλήνες (Στράβων I, κεφ. Β΄24, 461). Πάλμος 1992, 11-12.
110 Κουτελάκης 2008, 470.
111 Στο έπος αναφέρονται «φιλήρετμοι» και «ληίστορες».

413
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

της Τάφου. Άλλοι την τοποθετούν στην Κεφαλονιά, άλλοι στο Μεγανήσι και άλλοι στον Κάλαμο,
με αποτέλεσμα η ταύτιση της νήσου των Ταφίων να παραμένει αβέβαιη στην μέχρι τώρα έρευνα. Η
μαρτυρία του Στράβωνα ότι όλη η Κεφαλονιά ονομαζόταν Τάφος πριν έλθουν οι Κεφαλλήνες και το
τοπωνύμιο Ταφιός στην Παλική που διατηρείται μέχρι τις μέρες μας, αποτελεί ένα ισχυρό επιχείρημα.
Δυστυχώς στο χώρο αυτό δεν έχουν γίνει ανασκαφικές έρευνες, ενώ δεν έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα
της περιόδου112.
Ωστόσο, η διατύπωση των θεωριών ως προς και η ταύτιση της νήσου δεν αποτελεί αντικείμενο
μελέτης του παρόντος άρθρου113. Η αναφορά όμως γίνεται επειδή για πρώτη φορά, σε ένα από αυτά
τα νησιά που σχετίζονται με τους Ταφίους, υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα που θα μπορούσαν να
συνδεθούν με αυτούς. Τα αποτελέσματα της ανασκαφικής έρευνας στο Μεγανήσι, διαφωτίζουν πολ-
λές πτυχές του προβλήματος, ενώ η συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας και η τελική δημοσίευση,
ενδεχομένως δώσει περισσότερες απαντήσεις. Προς το παρόν, ως μία πρώτη προσέγγιση στο ζήτημα,
θα μπορούσε να διατυπωθεί η άποψη ότι οι Τάφιοι, ως πειρατικός και εμπορικός λαός, που δραστηρι-
οποιείτο στο Ιόνιο και στις ακαρνανικές ακτές, διέπλεαν όλη την περιοχή του αρχιπελάγους, ενώ σε
κάποια σημεία θα είχαν μόνιμους σταθμούς και ορμητήρια.
Όσον αφορά στο Μεγανήσι, πέραν των ανασκαφικών δεδομένων και των ευρημάτων που συνδέ-
ονται με ταφές πολεμιστών, διαθέτει πλεονεκτήματα που αναμφίβολα προσείλκυσαν το ενδιαφέρον
ενός εμπορικού-πειρατικού λαού. Εκτός από τους πέντε μεγάλους όρμους στο βόρειο τμήμα του, έχει
πολλά φυσικά λιμάνια σε πολλά σημεία των ακτών, τα οποία αποτελούν ιδανικό τόπο για ελλιμενισμό
o ή να κρυφτούν πλοία, ενώ οι όρμοι του είναι ιδανικοί για την εγκατάσταση και δημιουργία ναυτικών
βάσεων. Παράλληλα, αποτελούν θαλάσσιους δρόμους και λιμάνια που ανοίγουν διεξόδους προς το
υπόλοιπο Ιόνιο πέλαγος, αλλά και προς τον Αμβρακικό και τις ακαρνανικές και ηπειρωτικές ακτές.
Επειδή προς το παρόν δεν έχει ολοκληρωθεί και η μελέτη του υλικού που προέρχεται από τον οικισμό
στο Μυλί, προκειμένου να διαπιστωθεί η πρωιμότερη φάση κατοίκησης, παραμένοντας μόνο στους
τύμβους, φαίνεται ότι, στο τέλος τουλάχιστον της Μυκηναϊκής εποχής και στην αρχή των Σκοτεινών
Χρόνων, το ορμητήριο των Ταφίων ήταν στο Μεγανήσι, και πιθανότατα οι τύμβοι φιλοξενούσαν
κάποιους από τους γενναίους θαλασσοπόρους114.

Πρώτα Συμπεράσματα
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, φαίνεται ότι οι τύμβοι του Μεγανησίου αποτελούν μία ιδιαίτερη
περίπτωση, με λιγοστά ακριβή κατασκευαστικά παράλληλα στις δαλματικές ακτές. Διάσπαρτοι σε
l μεγάλη έκταση, υψώνονται στις πλέον απόκρημνες πλαγιές και κορυφές της χερσονήσου, γεγονός
που υποδηλώνει ότι κατά την αρχαιότητα ήταν ορατοί από όσους διέπλεαν τη θαλάσσια περιοχή
s ανάμεσα στη Λευκάδα, την Ιθάκη, την Κεφαλονιά και τις ακαρνανικές ακτές, αποτελώντας τηλε-
φανή σήματα για τους ναυτιλομένους115. Ως τέτοια διακήρυσσαν το κλέος των νεκρών, συνδέοντας

112 Η θέση βρίσκεται στη δυτική ακτή της Παλικής, στο χώρο όπου σήμερα υπάρχουν τα ερείπια της Μονής της Αγ. Παρα-
σκευής που υπάγεται στην Ι.Μ. Κηπουραίων. Επίσης, στην περιοχή του Πόρου υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη
αντίστοιχων μνημείων, όπως διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια αυτοψίας της υπογραφομένης, που πραγματοποιήθηκε
το διάστημα κατά το οποίο εκτελούσε χρέη αναπληρώτριας Προϊσταμένης στην τότε ΛΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών-
Κλασικών Αρχαιοτήτων (Ιούλιος-Οκτώβριος 2014) και στη μετέπειτα Εφορεία Αρχ/των Κεφαλληνίας (Μάιος 2015
και εξής). Vikatou 2017, 372.
113 Ακολουθεί άλλο άρθρο από την υπογραφομένη με τίτλο «Η περιπλάνηση των Ταφίων στο Ιόνιο», το οποίο πρόκειται
παρουσιάστηκε στο ΙΑ΄Διεθνές Πανιόνιο Συνέδριο, στην Κεφαλονιά τον Μάιο του 2018, και θα δημοσιευτεί στα Πρα-
κτικά του Συνεδρίου, βλ. Βικάτου υπό εκδ. α.
114 Επιπλέον, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ακόμα και στους σημερινούς κατοίκους του νησιού είναι έντονη η
παράδοση των Ταφίων.
115 Η συνύπαρξη στα ομηρικά έπη του ονόματος των Ταφίων με την κυριολεκτική χρήση της λέξης «ταφή», μας επιτρέπει
την υπόθεση ότι το νησί συνδέεται με τάφους. Στα έπη άλλωστε τα ακρωτήρια και μικρά νησιά σε θαλάσσια περάσματα
συνδέονται με νεκρούς ήρωες, βλ. Κουτελάκης 2008. Codacci-Terlević 2011, 160. Oikonomidis κ.ά. 2011, 192.

414
OI TYMBOI ΤΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

παράλληλα την τοπική κοινωνία με το ένδοξο παρελθόν. Γι΄ αυτό το λόγο άλλωστε επελέγησαν τα
ψηλότερα σημεία του νησιού για την κατασκευή τους, ως ταφικά ιδεολογικά μνημεία ενθύμησης116.
Το Μεγανήσι κατέχει νευραλγική θέση στις θαλάσσιες διαδρομές (εικ. 22), καθώς ευρισκόμενο
στο κέντρο των νησιών του Ιονίου αποτέλεσε γέφυρα προς το αδριατικό-βαλκανικό τόξο. Παράλ-
ληλα, λόγω της γειτνίασης με την Ακαρνανία, εξασφάλιζε την επικοινωνία προς τις απέναντι ηπειρω-
τικές ακτές. Προφανώς, προς το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής, αποτελεί ενδιάμεσο σταθμό προς τη
Δύση, διαθέτοντας αρκετά, φυσικά, απάνεμα λιμάνια117. Οι τύμβοι και τα ευρήματα (κυρίως οι αιχ-
μές δοράτων) φανερώνουν σαφείς σχέσεις με την Ιταλική χερσόνησο (μεταλλοτεχνία) και το Βορρά,
περιοχές με τις οποίες είχε αναπτύξει διαπολιτισμικές σχέσεις. Ως εκ τούτου, το Μεγανήσι θα μπο-
ρούσε να ενταχθεί στο διαμορφωμένο εμπορικό δίκτυο που διακινεί εργαλεία και όπλα, κατά μήκος
του ναυτικού δρομολογίου προς Αδριατική και Ιταλία118.
Από την ανασκαφική έρευνα του Μεγανησίου, παρά τον αποσπασματικό της χαρακτήρα119, προέ-
κυψαν εξαιρετικά σημαντικά στοιχεία, καθώς εντοπίστηκε μία νέα αρχαιολογική θέση, η οποία περι-
λαμβάνει μια εκτεταμένη νεκρόπολη και μία εγκατάσταση, που χρονολογούνται στο τέλος της Μυκη-
ναϊκής –Υπομυκηναϊκής περιόδου και στους λεγόμενους Σκοτεινούς αιώνες, μία ιδιαίτερη κρίσιμη
και άγνωστη για την περιοχή περίοδο. Η μεταβατική αυτή περίοδος παραμένει άγνωστη ακόμα στη
γειτονική Λευκάδα, όπου τα τελευταία μόλις χρόνια ήλθαν στο φως δεδομένα της τελευταίας μυκη-
ναϊκής περιόδου120. Η σπουδαιότητα της θέσης επιβάλλει τη συνέχιση των ανασκαφικών ερευνών
και την ολοκλήρωση της μελέτης του υλικού, προκειμένου να διαμορφωθεί σαφέστερη εικόνα και να
εξαχθούν ασφαλέστερα συμπεράσματα, τόσο για την περίοδο, όσο και για την ευρύτερη περιοχή που
γεωγραφικά και πολιτιστικά εντάσσεται το Μεγανήσι.

116 Οι τύμβοι, με τη μορφή των επιβλητικών εξαρμάτων δεσπόζουν στον περιβάλλοντα χώρο τους, αποτελώντας
ταυτόχρονα ένα εξωστρεφές μνημείο-σύμβολο και φορέα της κοινωνικής μνήμης, χρησιμοποιώντας την «οπτική
γλώσσα» για την μετάδοση μηνύματος μέσα από την περίοπτη θέση και την ανθεκτική φύση τους, βλ. σχετικώς Wei-
berg 2007, 165, 176-182.
117 Βικάτου 2017, 182. Vikatou 2017, 372. Γενικώς για τους θαλάσσιους δρόμους επικοινωνίας στη Δυτική Ελλάδα, τα
Ιόνια νησιά, την Αλβανία και την Αδριατική κατά την Εποχή του Χαλκού βλ. Τσώνος 2000, 191 κ.ε., όπου και εκτε-
νής συζήτηση.
118 Συνδέεται και με τη «μεταλλουργική κοινή», καθώς βρίσκεται στους δρόμους διακίνησης των αντικειμένων από Ιτα-
λία σε Ελλάδα.
119 Στο παρόν άρθρο γίνεται μία συνοπτική περιγραφή των ταφικών μνημείων και του υλικού που προήλθε από αυτά.
Θα ακολουθήσει η αναλυτική, τελική δημοσίευση, που προετοιμάζεται από την υπογραφομένη. Από την ίδια, κατά τη
διάρκεια της έρευνας στο νησί έχουν εντοπιστεί πολλοί άλλοι λιθοσωροί που χρήζουν έρευνας.
120 Σταυροπούλου-Γάτση 2013, 259, 261.

415
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

ABSTRACT

THE TUMULI OF MEGANISI

Olympia Vikatou

During short excavations conducted by the local Ephorate of Antiquity from 2011 until 2014 at Me-
ganisi a number of funerary monuments were investigated. The resulted evidence was quite impress-
ing, providing new archaeological data dated in the end of the Mycenaean Times and the Dark Ages.
At Myli location, nearby the coast, architectural remains of some buildings came to light, while 17
tumuli dated to the Submycenaean period and the Early Iron Age were uncovered. The tumuli are sit-
uated in the SE part of the island, at the “Podi” peninsula. They consist of an almost circular mound
of rough stones raising over a single cist grave centrally situated. All but three were found without
their cover and it seems that they had been looted several times in the past, perhaps even in antiquity.
From their locations, close to the summits of rocky hills, one could oversee the Ionian sea, while their
finds suggest that they were warrior tombs, that could be connected with the Tafioi the pirates and
traders according to the Homeric tradition. Meganisi, a small island located on the crossroad of the
sea routes of the Ionian Sea, it is clear that it accepts influences and has developed contacts with the
South (NE Peloponnese, Ionian islands), the continental coasts (Etoloakarnania-Epirus, Albania), the
o
North (Dalmatian coasts) and the West (BE Italy), such as the findings suggest (mainly the weapons),
but also the burial custom of tumulus erection.

416
OI TYMBOI ΤΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Ανδρέου – Ανδρέου 1999 Η. Ανδρέου – Ι. Ανδρέου, Η κοιλάδα του Γορμού στο Πωγώνι της Ηπείρου. Κέντρο
ζωής και ανάπτυξης κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς
Διεπιστημονικού Συμποσίου: Η περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία, 25-29 Σε-
πτεμβρίου 1994, Λαμία, 77-90.
Βασιλάκης 2018 Α. Βασιλάκης, Νέα στοιχεία για την υστεροελλαδική περίοδο στην Κεφαλονιά από την
ανασκαφή ελλειψοειδούς μεγάρου στα Τζαννάτα Πόρου, στο Γ΄ Διεθνές Διεπιστημονι-
κό Συμπόσιο Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Πρόσφατα ευρήματα και πορίσμα-
τα της έρευνας, Λαμία 18-21 Μαΐου 2018, Πρόγραμμα-περιλήψεις, 24-25.
Βικάτου 2009 Ο. Βικάτου, Το μυκηναϊκό νεκροταφείο της Αγίας Τριάδας-Ηλείας, αδημ. διδ. διατριβή,
Ιωάννινα.
Βικάτου 2017 Ο. Βικάτου, Νέα αρχαιολογικά δεδομένα για το τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού
και τους Σκοτεινούς Αιώνες από το Μεγανήσι, στο Σπείρα, 169-184.
Βικάτου υπό έκδ. α Ο. Βικάτου, Τάφοι Μυκηναίων Πολεμιστών στον Μάγειρα Ολυμπίας, στο Έλ. Κου-
ντούρη, Αν. Γκαδόλου (επιμ.), Τα αποτελέσματα των σωστικών αρχαιολογικών ερευνών
της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας (Προϊστορικές και Κλασικές Αρχαιότητες). Τόμ. Ι. Τα νε-
κροταφεία: Χωροταξική οργάνωση - Ταφικά έθιμα - Τελετουργίες, υπό έκδ.
Βικάτου υπό έκδ. β Ο. Βικάτου, Η περιπλάνηση των Ταφίων στο Ιόνιο, Πρακτικά του ΙΑ’ Διεθνούς Πανιό-
νιου Συνεδρίου, Κεφαλονιά, 21-25 Μαΐου 2018, υπό έκδ.
Βλαχόπουλος 2012 Α. Βλαχόπουλος, Η Υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ Περίοδος στη Νάξο. Τα ταφικά σύνολα και οι
συσχετισμοί τους με το Αιγαίο, τόμος Β, Η Νάξος και ο Μυκηναϊκός Κόσμος της Μετανα-
κτορικής περιόδου, Αθήνα.
Γκιζά 2017 Β. Γκιζά, Πήλινα ανάγλυφα πλακίδια από τη Λευκάδα και το Μεγανήσι, στο Σπείρα,
185-196.
Δακορώνια 1987 Φ. Δακορώνια, Μάρμαρα. Τα υπομυκηναϊκά νεκροταφεία των τύμβων, Αθήνα.
Δημακοπούλου 1988 Κ. Δημακοπούλου (επιμ.), Ο Μυκηναϊκός Κόσμος - Πέντε Αιώνες πρώιμου Ελληνικού
Πολιτισμού 1600 - 1100 π.Χ. (Κατάλογος Έκθεσης ΕΑΜ), ΥΠΠΟ-ΙCOM, Αθήνα.
Ζάχος ‒ Ντούζουγλη 1993 Κ. Ζάχος ‒ Α. Ντούζουγλη, Μεγανήσι, ανατολική ακτή, ΑΔ 48, Β 1 Χρονικά, 304.
Ιακωβίδης 1969-70 Σπ. Ιακωβίδης, Περατή. Το νεκροταφείο, τόμ. Α-Γ, Αθήνα.
Jung κ.ά. 2008 R. Jung – I. Μόσχος – M. Mehofer, Φονεύοντας με τον ίδιο τρόπο: Οι ειρηνικές επα-
φές για τον πόλεμο μεταξύ δυτικής Ελλάδας και Ιταλίας κατά τη διάρκεια των όψιμων
μυκηναϊκών χρόνων, στο Σ. Α. Παϊπέτης – Χ. Γιαννοπούλου (επιμ.), Πολιτισμική Αλ-
ληλογονιμοποίηση Νότιας Ιταλίας και Δυτικής Ελλάδας μέσα από την Ιστορία, Πρακτικά
Συνεδρίου Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα, 85-107.
Κλείτσας 2013 Χρ. Κλείτσας, Η μεταλλοτεχνία της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Ήπειρο: Οι θησαυ-
ροί και τα εργαλεία, (αδημ. διδ. διατρ.) Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Κλείτσας 2017 Χρ. Κλείτσας, Δύο νέοι τάφοι «πολεμιστών» της Ύστερης Χαλκοκρατίας από την Ήπει-
ρο, στο Σπείρα, 251-264.
Κολώνας 1993 Λ. Κολώνας, Βούντενη Πατρών, ΑΔ 48, Χρονικά Β΄1, 122-123.
Κουτελάκης 2008 Χ. Κουτελάκης, Το μυστήριο των Ταφίων, τα νησιά Τάφοι και η περίπτωση της Κέρου.
Ο χώρος ως σύμβολο λατρείας, στο Αφιέρωμα W. Dörpfeld, 469-492.
Μαστροκώστας 1967 Ευθ. Μαστροκώστας, Τείχος Δυμαίων, Έργον 1966, 156-165.
Μαλακασιώτη κ.ά. 2016 Ζ. Μαλακασιώτη – Γ. Βήτος – Μ. Πανάγου, Τύμβοι με καύσεις νεκρών στον αγρό
Δεσποτόπουλου στη θέση Βουλοκάλυβα Πλατάνου - Αλμυρού (Ν. Μαγνησίας), στο
ΑΕΘΣΕ 4, 187-200.
Μόσχος 1997 Ι. Μόσχος, Πόρτες, ΑΔ 52, Χρονικά Β΄1, 292-293.
Μπάτζιου-Ευσταθίου 1999 Α. Μπάτζιου-Ευσταθίου, Το νεκροταφείο της Νέας Ιωνίας (Βόλου) κατά τη μετάβαση
από την ΥΕ ΙΙΙΓ στην ΠΓ Εποχή, Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Διεπιστημονικού Συμπο-
σίου: Η περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία, 25-29 Σεπτεμβρίου 1994, Λαμία,
117-130.
Ντούζουγλη 1989 Αγγ. Ντούζουγλη, Νομός Λευκάδος, ΑΔ 44, Χρονικά - Β΄2, 279.
Ξενάκη-Σακελλαρίου 1985 Α. Ξενάκη-Σακελλαρίου, Οι θαλαμωτοί τάφοι των Μυκηνών, Paris.
Οικονομίδης 2006 Σ. Οικονομίδης, Ευρήματα της εποχής του Χαλκού ιταλικής προέλευσης στην Αχαΐα,
ΑΑΑ 39, 139-150.
Πάλμος 1992 K. Πάλμος, Μεγανησιώτικα, Αθήνα.
Πετρόπουλος 2000 M. Πετρόπουλος, Μυκηναϊκό νεκροταφείο στα Σπαλιαρέικα των Λουσικών, στο A.
D. Rizakis (επιμ.), Paysages d’ Achaïe II, Dymé et Son Territoire, Actes du colloque
international: Dymaia et Bouprasia, Katô Achaïa, 6-8 οctobre 1995 / Αχαϊκό Τοπίο ΙΙ:
Δύμη και Δυμαία Χώρα, Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Δυμαία-Βουπρασία, Κάτω
Αχαΐα, 6-8 Οκτωβρίου 1995, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 29, Αθήνα, 65-92.
Σακελλαρίου 1997 M. Σακελλαρίου (επιμ.), Ήπειρος. 4000 χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού,
Αθήνα.

417
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Σταυροπούλου Μ. Σταυροπούλου-Γάτση – R. Jung – M. Mehofer, Τάφος “Μυκηναίου” πολεμιστή στον


-Γάτση κ.ά. 2012 Κουβαρά Αιτωλοακαρνανίας. Πρώτη παρουσίαση, στο N. Chr. Stampolidis, A. Kanta,
A. Giannikouri (επιμ.), ATHANASIA. The Earthly, the Celestial and the Underworld
in the Mediterranean from the Late Bronze and the Early Iron Age. International
Archaeological Conference, Rhodes 2009, Ηράκλειο 2012, 247-264.
Σταυροπούλου-Γάτση 2013 M. Σταυροπούλου-Γάτση, Νεότερα μυκηναϊκά δεδομένα Ακαρνανίας και Λευκάδας,
στο Forschungen in Αkarnania I, 257-270.
Σουέρεφ 2001 K. Σουέρεφ, Μυκηναϊκές μαρτυρίες από την Ήπειρο, Ιωάννινα.
Τσώνος 2000 Α. Τσώνος, Θαλάσσιοι δρόμοι και επικοινωνία στις ακτές της Δυτικής Ελλάδας, στην
Αλβανία, στα Ιόνια νησιά και στην Αδριατική κατά τη Νεολιθική Εποχή και κατά την
Εποχή του Χαλκού, Ηπειρωτικά Χρονικά, Τ. 34, Ιωάννινα, 179-237.
Τσώνος 2016 Α. Τσώνος, Πολιτιστικές σχέσεις και αλληλεπιδράσεις της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας με
τα Βαλκάνια κατά την Εποχή του Χαλκού, στο ΑΕΘΣΕ 4, 641-656.
Χριστακοπούλου Γ. Χριστακοπούλου-Σωμάκου, Το νεκροταφείο της Σταμνάς και η Πρωτογεωμετρική πε-
-Σωμάκου 2009 ρίοδος στην Αιτωλοακαρνανία, (αδημ. διδ. διατριβή), Αθήνα.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Andrea 1985 Z. Andrea, Kultura ilire e tumave në pellgun e Korçës, Tirana.
Asouhidou 2011 S. Asouhidou, The Early Bronze Age Burial Mounds at Kriaritsi-Sykia (Central Mace-
donia, Greece), στο Borgna – Müller-Celka 2011, 383-389.
BarBarić 2011 V. BarBarić, Tumulus or cairn? The case of the central Dalmatian islands, στο Borgna –
Müller-Celka 2011, 145-152.
Benton 1934 S. Benton, The Ionian Islands, BSA XXXII (1931-2), 213-246.
Bianchin-Citton Ε. Bianchin-Citton – Cl. Bsalista, I tumuli funerarii dell’ età del Rame di Sovizzo-Lo-
– Bsalista 2011 calità S. Daniele (Vicenza). Aspetti costruttivi, cronologici e culturali, στο Borgna –
Müller-Celka 2011, 503-510.
Bodinaku 1995 N. Bodinaku, The Late Bronze Age Culture of Albania and the Relations with the Bal-
canic and Aegean-Adriatic Areas, στο B. Hänsel (επιμ), Handel, Tausch und Verkehr im
bronze- und früheisenzeitlichen Südosteuropa. Prähistorische Archäologie in Südosteu-
ropa 11, München, Berlin, 259-268.
Bodinaku 2002 N. Bodinaku, Varreza tumulare e Dukatit në rrethin e Vlorës (Gërmime të viteve 1973-
74), Iliria XXX, 1-2 (2001-2002), 9-100.
Borgna 2011 E. Borgna, Individual Burial and Communal Rites. The Manifold uses of monumental
architecture in the North Adriatic Bronze Age, στο Borgna – Müller-Celka 2011, 279-
289.
Borgna E. Borgna – P. Càssola Guida, At the Fringe of the Tumulus, Culture: Bronze Age Tu-
– Càssola Guida 2007 muli of north-eastern Italy between Europe and the Aegean στο I. Galanaki – H. Tomas
– Y. Galanakis – R. Laffineur (επιμ.), Between the Aegean and the Baltic Seas: Prehis-
tory across Borders, Proceedings of the International Conference held at the University
of Zagreb, 11-14 April 2005, Aegaeum 27, Liège-Austin 2007, 191-201.
Borgna – Müller-Celka 2011 E. Borgna – S. Müller-Celka (επιμ.), Ancestral Landscapes. Burial Mounds in the Cop-
per and Bronze Ages (Central and Eastern Europe - Balkans - Adriatic - Aegean, 4th-
2nd millennium B.C.), Proceedings of the International Conference, Udine, May 15th
- 18th 2008, Travaux de la Maison de l’ Orient et de la Méditerranée. Série recherché
archéologiques 58, Lyon.
Càssola Guida 2011 P. Càssola Guida, The Early Bronze Age in North Eastern Italy. The making of a monu-
mental landscape, στο Borgna – Müller-Celka 2011, 269-277.
Cavanagh – Μee 1998 W. Cavanagh – C. Mee, A Private Place: Death in Prehistoric Greece, SIMA 124, Jon-
sered.
Çeka 1975 N. Çeka, Un tumulus à Dukat, Iliria III, 139-161.
Codacci-Terlević 2011 G. Codacci-Terlević, La scoperta della sepoltura a tumulo di Barbariga (Istria, Croazia).
Novità e Riscontri in relazione ai tumuli dell’ Età del Bronzo rinvenuti nella penisola
Istriana e nell’ Italia Nord-orientale, στο Borgna – Müller-Celka 2011, 153-162.
Dakoronia 2011 F. Dakoronia, Τhe Marmara Tumuli. Their contribution to Greek Prehistory, στο Borgna
– Müller-Celka 2011, 579-583.
Deger-Jalkotzy 2006 S. Deger-Jalkotzy, Late Mycenaean Warrior tomb, στο S. Deger – I. S. Lemos (επιμ.),
Ancient Greece: from the Mycenaean palaces to the Age of Homer, Edinburgh, 151-
179.
Deshayes 1966 J. Deshayes, Argos. Les fouilles de la Deiras, Études Péloponnésiennes IV, Paris.
Donder 1999 H. Donder, Pin-types of the Late Helladic and the Early Iron Age in North and Central
Greece, Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Διεπιστημονικού Συμποσίου: Η περιφέρεια του Μυκη-
ναϊκού Κόσμου, Λαμία, 25-29 Σεπτεμβρίου 1994, Λαμία, 91-98.
Eder 2001 B. Eder, Die Submykenischen und Protogeometrischen Gräber von Elis, Athen.
Eder – Jung 2005 B. Eder – R. Jung, On the Character of Social Relations between Greece and Italy in

418
OI TYMBOI ΤΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

the 12th/11th cent. B.C, στο R. Laffineur – E. Greco (επιμ.), EMPORIA: Aegeans in
the Central and Eastern Mediterranean. Proceedings of the 10th International Aegean
Conference/10e Rencontre Égéenne Internationale, Athens, Italian School of Archaeol-
ogy, 14-18 April 2004, Aegaeum 25, Liège, 485-495.
Endrizzi κ.ά. 2011 L. Endrizzi – E. Mettes – F. Nicolis – N. Degasperi, New Evidence of Ancestral Land-
scape in Trentino in the Copper and Bronze Age. The Ritual Sites of Cles-Campi Neri
and la Vela di Trento, στο Borgna – Müller-Celka 2011, 511-522.
Galanidou 2014 N. Galanidou, Ιnner Ionian Sea Archipelago: Archaeological Survey, στο C. Smith
(επιμ.), Encyclopedia of Global Archaeology, New York, 3882-3888.
Giannopoulos 2008 Th. G. Giannopoulos, Die letzte Elite der mykenischen Welt. Achaia in mykenischer Zeit
und das Phänomen der Kriegerbestattungen im 12.-11. Jahrhundert v. Chr., (Universi-
tätsforschungen zur prähistorischen Archäologie 152), Bonn.
Harding 2011 A. Harding, The Tumulus in European Prehistory: Covering the Body, Housing the
Soul, στο Borgna – Müller-Celka 2011, 21-30.
Heyd 2011 V. Heyd, Yamnaya groups and tumuli west of the Black Sea, στο Borgna – Müller-Celka
2011, 535-555.
Jung 2005 R. Jung, Πότε? Quando? Wann? Quand? When? Translating Italo-Aegean Synchro-
nisms, στο R. Laffineur – E. Greco (επιμ.), EMPORIA: Aegeans in the Central and
Eastern Mediterranean. Proceedings of the 10th International Aegean Conference/10e
Rencontre Égéenne Internationale, Athens, Italian School of Archaeology, 14-18 April
2004, Aegaeum 25, Liège, 473-484.
Jung κ.ά. υπό έκδ. R. Jung – I. Moschos – M. Mehofer (επιμ.), Krieg und Frieden zwischen Italien und
Westgriechenland. Importe und Einflösse aus Italien im mykenischen Achaia, in Ätolien
und auf Kefalonia, Wien, υπό έκδ.
Iaia – Pacciarelli 2012 C. Iaia – M. Pacciarelli, La cremazione in area mediotirrenica tra bronzo finale e primo
ferro, στο M. C. Rovira-Hortalà – F. J. López Cachero – F. Mazière (επιμ.), Les necrò-
polis d’incineració entre l’ Ebre i el Tíber (segles IX-VI aC): metodologia, pràctiques
funeràries i societat, Monografies 14, MAC, Barcelona, 341-356.
Kilian-Dirlmeier 1979 I. Kilian-Dirlmeier, Anhänger in Griechenland von der mykenischen bis zur spätgeome-
trischen Zeit (Griechisches Festland, Ionische Inseln, dazu Albanien und Jugoslawisch
Mazedonien), Prähistorische Bronzefunde IX, 2.
Kilian-Dilmeier 1984 I. Kilian-Dilmeier, Nadeln der frühelladischen bis archaischen Zeit von der Peloponnes,
Prähistorische Bronzefunde XIII, 8.
Kilian-Dirlmeier 1993 I. Kilian-Dirlmeier, Die Schwerter in Griechenland (auβerhalb der Peloponnes), Bul-
garien und Albanien, Prähistorische Bronzefunde IV, 12, Stuttgart.
Kontorli  Kontorli-Papadopoulou L., Fresco Fighting-Scenes as Evidence for Warlike Activities in
-Papadopoulou 1999 the LBA Aegean, στο R. Laffineur (επιμ.), POLEMOS II, Le contexte guerrier en ΄Égée
à l’ Age du Bronze, Aegaeum 19, 331-338.
Merkouri – Kouli 2011 Chr. Merkouri – M. Kouli, The Spatial Distribution and Location of Bronze Age Tumuli
in Greece, στο Borgna – Müller-Celka 2011, 203-217.
Mihovilić κ.ά. 2011 Kr. Mihovilic – B. Hänsel – D. Matošević – B. Teržan, Burial Mounds of the Bronze
Age at Mušego near Monkodonja. Results of Excavations 2006-2007, στο Borgna –
Müller-Celka 2011, 367-381.
Moschos 2009α Ι. Moschos, Evidence of Social Re-Organization and Reconstruction in Late Helladic
III C Achaea and modes of contacts and exchange via the Ionian and Adriatic Sea, στο
E. Borgna – P. Càssola Guida (επιμ.), Dall’Egeo all’Adriatico: organizzazioni sociali,
modi di scambio e interazione in età postpalaziale (XII-XI sec. a.C.) / From the Aegean
to the Adriatic: Social Organizations, Modes of Exchange and Interaction in Postpa-
latial Times (12th-11th B.C.), Atti del Seminario internazionale (Udine, 1–2 dicembre
2006) / International Workshop (Udine, December 1st–2nd 2006), Studi e ricerche di
protostoria mediterranea 8, Rome, 345-414.
Moschos 2009β Ι. Moschos, Western Achaea during the succeeding LHIII C Period - The Final My-
cenaean phase and the Submycenaean Period, στο S. Deger-Jalkotzy – A. Ε. Bächle
(επιμ.), LH III C Chronology and Synchronisms III. LH IIIC Late and the Transition
to the Early Iron Age, Proceedings of the International Workshop held at the Austrian
Academy of Sciences at Vienna, February 23rd and 24th, 2007, Wien, 235-288.
Mottes κ.ά. 2011 Ε. Mottes – Μ. Bassetti – Ε. Silvestri, The Bronze Age Tumuli of Gardolo di Mezzo
(Trento, Italy) in the Adige Valley, στο Borgna – Müller-Celka 2011, 523-532.
Mountjoy 1999 P. Mountjoy, Regional Mycenaean Decorated Pottery, Vol. I-II, Rahden.
Müller-Karpe 1962 Η. Müller-Karpe, Die Metallbeigaben der früheisenzeitlichen Kerameikos-Gräber, JdI
77, 59-129.
Müller 1989 S. Müller, Les Tumuli Helladiques: où? quand? comment?, BCH 113/1, 1-42.
Oikonomidis κ.ά. 2011 S. Oikonomidis – A. Papayiannis – A. Tsonos, The Emergence and the Architectural
Development of the Tumulus Burial Customs in NW Greece (Epirus and the Ionian
Islands) and Albania and its Connections to Settlement Organization, στο Borgna –

419
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Müller-Celka 2011, 185-201.


Onnis 2011 E. Onnis, The Torre S. Sabina Tumulus (Brindisi, Italy) in the Context of Trasmarine
Relations during the 14th century B.C., στο Borgna – Müller-Celka 2011, 493-502.
Pacciarelli 2006 M. Pacciarelli, Sull’evoluzione dell’armamento in Italia peninsulare e Sicilia nel Bronzo
Tardo, στο Studi di protostoria in onore di Renato Peroni, Firenze, 246-260.
Papadopoulos 1979 Th. J. Papadopoulos, Mycenaean Achaea, SIMA 55:1-2, Göteborg.
Papadopoulos 1995 Th. Papadopoulos, A Late Mycenaean Koine in Western Greece and the adjacent Ionian
Islands, στο C. Morris (επιμ.), Klados: Essays in Honour of J. N. Coldstream, Bulletin
of the Institute of Classical Studies (ΒΙCS), Suppl. 63, London, 201-208.
Papadopoulos 1999 Th. Papadopoulos, Warrior-Graves in Achaean Mycenaean Cemeteries, στο R. Laf-
fineuer (επιμ.). POLEMOS, Le context guerrier en Egee a l’ age du Bronze. Actes de la
7e recontre egeenne internationale, Universite de Liege, 14-17 avril 1998, Aegaeum 19,
Liege 267-274.
Papadopoulos – Th. Papadopoulos – L. Kontorli-Papadopoulou, Death, Power and Troubles in Late
Kontorli-Papadopoulou 2001 Mycenaean Peloponnese. The Evidence of Warrior-Graves, στο P. Fischer (επιμ.) Con-
tributions to the Archaeology and History of the Bronze and Iron Ages in the Eastern
Meditterranean, Studies in Honour of Paul Astrom, Wien, 127-138.
Papazoglou L. Papazoglou-Manioudaki, A Mycenaean warrior’s tomb at Krini near Patras, BSA 89,
-Manioudaki 1994 171-200.
Pelon 1976 O. Pelon, Tholoi, Tumuli et cercles funéraires, Paris.
Popham κ.ά. 1980 M. R. Popham – L. H. Sackett – P. Themelis (επιμ.), Lefkandi I: The Iron Age Settle-
ment. The Cemeteries, London.
Potrebica 2011 H. Potrebica, Burial Mounds in Croatia: Landscapes of Continuity and Transformation,
στο Borgna – Müller-Celka 2011, 171-184.
Porcic 2011 M. Porcic, Interpreting the Vertical Distribution of Bronze Age Tumuli in the Central
Balkans, στο Borgna – Müller-Celka 2011, 135-144.
Sachsse 2011 C. Sachsse, Burial Mounds in the Baden Culture: Aspects of Local Developments and
Outer Impacts, στο Borgna – Müller-Celka 2011, 127-134.
Sakellariou 1980 M. Sakellariou, Les Proto-Grecs, Athens.
Souyoudzoglou  Chr. Souyoudzoglou-Haywood, The Ionian Islands in the Bronze and Early Iron Age
-Haywood 1999 3000-800 BC, Liverpool.
Tartaron – Zachos 1999 Th. Tartaron – K. Zachos, The Mycenaeans and Epirus, Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Διε-
πιστημονικού Συμποσίου: Η περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία, 25-29 Σεπτεμ-
βρίου 1994, Λαμία, 57-76.
Weiberg 2007 Ε. Weiberg, Thinking the Bronze Age. Life and Death in Early Helladic Greece, Up-
psala.
Vikatou 2012 Ο. Vikatou, Olympia Katalog I, Das Heiligtum, Sein Umfeld und Seine historische einb-
indung” στον κατάλογο της έκθεσης Olympia, Mythos, Kult und Spiele, Berlin, Katalog,
293-331.
Vikatou 2017 Ο. Vikatou, Meganissi Lefkada. A new site of the end of the Mycenaean era at the cross-
roads of the maritime routes of the Ionian Sea, στο ΕΣΠΕΡΟΣ, 369-374.

420
OI TYMBOI ΤΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

Εικόνα 1. Χάρτης Μεγανησίου με σημειωμένες τις θέσεις των τύμβων.

421
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Εικόνα 2. Η χερσόνησος Πόδι πριν τη διάνοιξη του αγροτικού δρόμου. ‘Αποψη της Μεσογαλιάς, από τη θέση Κωνοτα-
φιό. Διακρίνονται οι θέσεις Τουρκόμνημα, Ανεμόμυλος και Κεφάλι.

Εικόνα 3. Η χερσόνησος Πόδι από τη θέση Κεφάλι (από Νότο). Σημειώνονται οι θέσεις Σαμάρια, Μυλί, Τούρλος και
Μεσογαλιά.

422
OI TYMBOI ΤΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

Εικόνα 4. Ο τύμβος στο Καλινικάτο.

Εικόνα 5. Ο τύμβος στον Ανεμόμυλο.

423
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Εικόνα 6. Μπαΐρια, τύμβος 1.

Εικόνα 7. Μπαΐρια. Ο κιβωτιόσχημος τάφος του τύμβου 2.

424
OI TYMBOI ΤΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

Εικόνα 8. Μπαΐρια, Ο κιβωτιόσχημος τάφος του τύμβου 6 κατά την ανασκαφή.

Εικόνα 9. Ευρήματα από τον τύμβο 6 και από τον τύμβο στον Ανεμόμυλο: χάλκινο ξίφος τύπου Naue II (4606), δύο
χάλκινες αιχμές δοράτων (4607, 4619) απο τον τύμβο 6 και μία από τον Ανεμόμυλο).

425
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Εικόνα 10. Ευρήματα από τον τύμβο 6 : περόνη (4608), πόρπη (4609). Τροχός (4616) απο τον τύμβο 7.

Εικόνα 11. Ο τύμβος Μπαΐρια 8.

426
OI TYMBOI ΤΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

Εικόνα 12. Οι δύο αμφορείς από τον τύμβο 8 στα Μπαΐρια (4617, 4618).

427
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Εικόνα 13. Ο κιβωτιόσχημος τάφος του τύμβου 9 στα Μπαΐρια κατά την ανασκαφή του. Τα ευρήματα in situ.

Εικόνα 14. Πόρπες από τον τύμβο Μπαΐρια 9 (4595, 4596).

428
OI TYMBOI ΤΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

Εικόνα 15. Χάλκινα ευρήματα απο τον τύμβο Μπαϊρια 9. Δύο λόγχες (4597, 4598) και ομφάλιο ασπίδας (4601).

Εικόνα 16. Ψευδόστομοι αμφορίσκοι από τον τύμβο Μπαΐρια 9.

429
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Εικόνα 17. Γενική άποψη της θέσης Μυλί σε σχέση με τις θέσεις Μεσογαλιά και Καστρί.

Εικόνα 18. Ο τύμβος στο Μυλί.

430
OI TYMBOI ΤΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

Εικόνα 19. Γενική άποψη της χερσονήσου Πόδι, όπου σημειώνεται η διασπορά των τύμβων του Μεγανησίου.

Εικόνα 20. Το κτήριο στο Μυλί.

431
Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ

Εικόνα 21. Η κυκλική εστία στο κέντρο του κτηρίου στο Μυλί.

Εικόνα 22. Η απόληξη της χερσονήσου Πόδι.

432
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΣΚΑΡΟΥ.
ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΤΟΥ W. DÖRPFELD
ΣΤΗΝ ΠΕΔΙΑΔΑ ΤΟΥ ΝΥΔΡΙΟΥ ΛΕΥΚΑΔΑΣ*

Βίβιαν Στάικου

Αφιερώνεται στη μνήμη του φίλου Ιωάννη Τυροπάνη,


ο οποίος υπηρέτησε με ήθος και μεράκι την αρχαιολογία,
ως εργατοτεχνίτης στο αρχ/κο κλιμάκιο Ναυπάκτου

Στις αρχές του 20ου αιώνα ο γερμανός αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος W. Dörpfeld, ξεκίνησε ανα-
σκαφικές έρευνες στην πεδιάδα του Νυδριού, αναζητώντας την oμηρική Ιθάκη1. Κατά τη διάρκεια
των ερευνών του έφερε στο φως ένα σημαντικό σύνολο πρωτοελλαδικών τύμβων με πλούσια κτε-
ρίσματα, τους λεγόμενους τύμβους R. Κοντά στους τύμβους αυτούς ερεύνησε επίσης τον μεσο-
ελλαδικό ορθογώνιο ταφικό περίβολο F, που περιέκλειε δέκα τάφους, οι οποίοι, σύμφωνα με τον
Dörpfeld, ανήκαν στα μέλη μιας οικογένειας. Λίγο βορειότερα, εντόπισε τον μεσοελλαδικό τύμβο
S, που οριζόταν από λίθινη κρηπίδα και περιείχε μια κεντρική ταφή και δεκατρείς δευτερεύουσες.
Ο Dörpfeld χαρακτήρισε τον τύμβο S «οικογενειακό» και τους φτωχά κτερισμένους νεκρούς του,
κοινούς θνητούς. Ο τύμβος S βρέθηκε στους πρόποδες του Σκάρου, βουνού ύψους 650 μέτρων,
που υψώνεται βόρεια της πεδιάδας του Νυδριού, το οποίο ο Dörpfeld είχε ταυτίσει με το ομηρικό
όρος Νήϊον.
Έκτοτε πέρασε ένας αιώνας και παρότι τις τελευταίες δεκαετίες οι εκσκαφικές εργασίες εκτελού-
νταν με επίβλεψη, μέχρι πρόσφατα δεν είχε βρεθεί κανένα κατάλοιπο της προϊστορικής περιόδου
στην πεδιάδα του Νυδριού2. Η απογοητευτική εικόνα έμελε να αλλάξει το έτος 2008, όταν κατά τη
διάρκεια εκτέλεσης του έργου της περιφερειακής οδού Περιγιαλίου εντοπίστηκαν στις νότιες υπώ-
ρειες του Σκάρου – και συγκεκριμένα στη θέση «Μπολέικα» - τάφοι και αρχαιολογικά στρώματα

* Ευχαριστίες για τις χρήσιμες συζητήσεις κατά την διάρκεια μελέτης του υλικού οφείλονται στους Ν. Γαλανίδου, Αναπλη-
ρώτρια Καθηγήτρια Αρχαιολογίας Παν/μίου Κρήτης, Σ. Βουτσάκη, Καθηγήτρια Ελληνικής Αρχαιολογίας, University
of Groningen και R. Jung, Δρ Αρχαιολόγο Österreichische Akademie der Wissenschaften, O.R.E.A. Επιπλέον θα ήθελα
να ευχαριστήσω τους Β. Γκιζά, Β. Μάλλιου, Κ. Σιώζου, Σ. Κώτση, Δ. Κονιδάρη και Σ. Ζαβιτσάνο, για τη βοήθεια που
μου παρείχαν κατά την παραμονή μου στις αποθήκες και το Αρχαιολογικό Μουσείο Λευκάδας. Τέλος, θα ήθελα να
ευχαριστήσω τον Κ. Πρασσά, Μηχανολόγο μηχανικό MPhil, αναλυτή Σ.Γ.Π., για τη δημιουργία και διάθεση του χάρτη.
Οι ανασκαφικές φωτογραφίες προέρχονται από το φωτογραφικό αρχείο της ΕΦ.Α.ΑΙΤ.Λ. Η βραχυγραφία ΜΛ αναφέρε-
ται στο βιβλίο καταγραφής ευρημάτων του Μουσείου Λευκάδας.
1Για τα πορίσματα της έρευνάς του βλ. Dörpfeld 1927. Σχετικά με τα προϊστορικά ευρήματα των ανασκαφών του Dörpfeld
στην πεδιάδα του Νυδριού βλ. Kilian-Dirlmeier 2005. Για τους πρωτοελλαδικούς τύμβους στο Στενό βλ. επίσης Bικά-
του 2014.
2 Ειδικά από το 2004, έτος ίδρυσης της τότε αρμόδιας ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ, ο έλεγχος υπεδάφους επεκτάθηκε πέρα από τον
κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο του Νυδριού, σε όλα τα δημοτικά διαμερίσματα που απάρτιζαν τον Δ. Ελλομένου. Ως εκ
τούτου ελέγχθηκαν οι εκσκαφές σε εκατοντάδες ακίνητα της πεδιάδας, ενώ υπό παρακολούθηση εκτελέστηκαν και οι
εκσκαφικές εργασίες διαφόρων δημόσιων έργων. Η αδυναμία εντοπισμού προϊστορικών ευρημάτων προκαλεί έκπληξη
και αποτελεί σαφή απόδειξη της οξυδέρκειας του γερμανού επιστήμονα. Αρκεί να λάβουμε υπόψη πως οι διερευνητικές
τομές που διάνοιξε ο Dörpfeld έγιναν με χειρωνακτική εργασία, ενώ σήμερα τα εκσκαφικά μηχανήματα μας επιτρέπουν
να ελέγξουμε γρήγορα και σε μεγάλο βάθος το υπέδαφος.

433
B. ΣΤΑΪΚΟΥ

των Πρωτοελλαδικών και Μεσοελλαδικών χρόνων3 (εικ.1). Το σημείο εντοπισμού των αρχαίων βρί-
σκεται σε απόσταση 740 μ. ανατολικά - νοτιοανατολικά από τον τύμβο S και μόλις 50 μ. από το χεί-
μαρρο Δημοσάρι, τις εκβολές του οποίου ο Dörpfeld ταύτιζε με τον Ρείθρον, τον μικρό λιμένα που
αναφέρεται στην Οδύσσεια.

Η ανασκαφική έρευνα στο προϊστορικό νεκροταφείο


Οι ανασκαφικές εργασίες κατέλαβαν έκταση διαστάσεων 20 x 13 μ. περίπου, που καλυπτόταν αφενός
από το αλλουβιακό ριπίδιο που σχηματίζει στο πεδινό τμήμα ο χείμαρρος, αφετέρου από φερτές λατύ-
πες, που κατρακύλησαν από το λόφο στα ΒΔ. Ερευνήθηκαν επτά κιβωτιόσχημοι τάφοι χωρίς συγκε-
κριμένο προσανατολισμό, παρεμφερούς κατασκευής με τους τάφους του Τύμβου S. Επιπλέον, στο
νότιο τμήμα του σκάμματος, βρέθηκε και μία λακκοειδής ταφή καλυμμένη με τμήμα πίθου (εικ.2).
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας διπλός κιβωτιόσχημος τάφος, που εντοπίστηκε στο
ΝΑ άκρο της ανασκαφής4 (εικ.3). Οι καλυπτήριες πλάκες βρέθηκαν θραυσμένες και πεσμένες στο
εσωτερικό των δυο τάφων, που είχε γεμίσει με καστανό χώμα και μικρές πέτρες. Ο Τφ.1 περιείχε οστά
ενός τουλάχιστον ενήλικου ατόμου, και παρόλο που η ταφή βρέθηκε διαταραγμένη, κατέστη δυνατό
να συμπεράνουμε πως ο νεκρός είχε ενταφιαστεί σε συνεσταλμένη στάση με το κρανίο στα δυτικά.
Μαζί με τα οστά βρέθηκαν μετατοπισμένα από την αρχική τους θέση αρκετά κτερίσματα.
Τα κεραμικά ευρήματα περιορίζονται σε ένα χειροποίητο κάνθαρο από μελανότεφρο πηλό, αποσπα-
σματικά σωζόμενο (MΛ 4537). Έχει σφαιρικό σώμα, έξω νεύον χείλος και γωνιώδες περίγραμμα,
o χαρακτηριστικά που απαντούν και σε άλλα μεσοελλαδικά αγγεία από τη Λευκάδα5 (εικ. 4α). Η μικρή
χάλκινη σμίλη (ΜΛ4538) που βρέθηκε στον Τφ.1 μοιάζει αρκετά με αντίστοιχες από τον τύμβο S6,
αλλά και με μια σμίλη από το Σέσκλο Θεσσαλίας7 (εικ. 4β). Ακόμη, βρέθηκε ένα χάλκινο μονόστομο
μαχαίρι (ΜΛ 4539), με κόψη ελαφρώς καμπύλη, σπασμένο εν μέρει κατά μήκος της πλευράς κοπής
(εικ. 5α). Στη βάση σώζει, σε οριζόντια διάταξη, δυο μικρούς ήλους για τη στερέωση της λαβής,
θυμίζοντας το μαχαίρι D119/1 από τον τύμβο S8. Είναι επίσης τυπολογικά συγγενές με ένα χάλκινο
μαχαίρι από το Σταυρό Ιθάκης και με ευρήματα από το Σέσκλο. Ανάλογο μαχαίρι βρέθηκε σε μεσο-
ελλαδικό τάφο πολεμιστή στη Θήβα, καθώς και στην Ασίνη, σε τάφο που περιείχε σκελετό νεαρού
άντρα9.

3 H ανασκαφική έρευνα ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2008 και ολοκληρώθηκε με ενδιάμεσες διακοπές τον Δεκέμβριο του

l ίδιου έτους, βλ. Γάτση – Στάικου 2008 και Σταυροπούλου-Γάτση 2014, 42-43. Στο έργο απασχολήθηκε ως αρχαιολόγος
η Κ. Καραθανάση και αυξομειούμενος αριθμός εργατών. Το μόνιμο εργατοτεχνικό προσωπικό της Λευκάδας συνέδραμε

s στις εργασίες, όποτε ήταν αναγκαίο, ενώ για μικρό χρονικό διάστημα τις υπηρεσίες τους προσέφεραν ο φύλακας αρχαι-
οτήτων Α. Ζαρκαδούλας και ο εργατοτεχνίτης Κ. Μακράκης†. Τα σχέδια της ανασκαφής οφείλονται στον κ. Ν. Βαγενά.
Την εποπτεία της ανασκαφής είχαν από κοινού η γράφουσα και η Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Επίτιμη Έφορος Αρχαιοτή-
των, την οποία ευχαριστώ για την παραχώρηση της άδειας μελέτης και δημοσίευσης του υλικού της ανασκαφής.
4 Πρόκειται ουσιαστικά για δύο τάφους, που εφάπτονται και έχουν κοινή τη μια μακρά πλευρά τους. Ο Τφ. 1 προς Β. είναι
πλατύτερος με μέγιστες εξωτερικές διαστάσεις 1,45 x 1.15 μ. Ο Τφ. 2 έχει μήκος 1.50 μ. και το πλάτος του δεν ξεπερνά
τα 0.75 μ. Ένας τάφος παρεμφερούς κατασκευής, με κτιστή όμως την κοινή πλευρά, μας είναι γνωστός από το μεσοελ-
λαδικό νεκροταφείο της Ασίνης, βλ. Dietz 1980, 26, εικ.14.
5 Η γωνίωση σχηματίζεται στο ύψος των λαβών, που δεν σώζονται και το χείλος είναι έντονα έξω νεύον. Παρεμφερές είναι
το αγγείο αρ. 3 από τον Τφ. S8, βλ. Dörpfeld 1972, τ. 2, πίν.72.
6 Για

τη σμίλη αρ. 3 από τον τύμβο S4 και τη σμίλη αρ.10 από τον S8, βλ. Kilian-Dirlmeier 2005, 130, πίν. 43,3 και 49,10
αντίστοιχα.
7 Τσούντας 1908, 140, πίν. 4.12.
8 Πρόκειται

για χαρακτηριστικά προϊόντα του αιγαιακού χώρου κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού, βλ. σχετικά
Souyoudzoglou-Haywood 1999, 33-34.
9 Για το μαχαίρι από την Ιθάκη, που ίσως είναι πιο ύστερο βλ. Waterhouse 1952, 241, εικ.11, αρ.35, για το μαχαίρι από τη
Θήβα βλ. Κασίμη-Σούτου 1980, 97, σχ. 5, για το μαχαίρι από το Σέσκλο βλ. Τσούντας 1908, 138, πίν. 5.16. Για το μαχαίρι
από την Ασίνη βλ. Dietz 1980, 59, εικ. 67, 68.

434
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΣΚΑΡΟΥ

Στο μέσον περίπου του τάφου βρέθηκαν έντεκα πυριτολιθικές αιχμές βελών (ΜΛ 4551-4561) με
κοίλη βάση. Είχαν εναποτεθεί ως δέσμη, είτε ελεύθερα, είτε εντός φαρέτρας φτιαγμένης από οργα-
νικό υλικό, του οποίου δεν διασώθηκαν ίχνη (εικ.6). Οι αιχμές φέρουν επίπεδη αμφιπρόσωπη καλύ-
πτουσα επεξεργασία εξαιρετικής ποιότητας, που μαρτυρά την απόλυτη εξοικείωση του λιθοξόου με
την τεχνικής της πίεσης. Δεδομένου ότι πολλές λίθινες αιχμές της Εποχής του Χαλκού έχουν βρεθεί
μέσα σε τάφους, θεωρείται πως συμβόλιζαν την ανδρεία και τα πολεμικά ή κυνηγετικά κατορθώματα
του νεκρού κατόχου τους10. Οι αιχμές αυτές, γνωστές και ως «χελιδονοουρές»11, έχουν ευθύγραμμες
πλευρές με πτέρυγες και σχεδόν οξυκόρυφη (σε σχήμα Λ) εγκοπή στειλέωσης στη βάση. Απαντούν
κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο, κυρίως στη δυτική Ελλάδα, ενδεχομένως λόγω της καταγωγής τους
από τη ΝΔ Πελοπόννησο. Χαρακτηριστικά δείγματα έχουν βρεθεί σε διάφορες θέσεις της Πελο-
ποννήσου (Κόρινθο, Μεσσηνία, Αργολίδα), στην Εύτρηση Βοιωτίας και στον Αφιώνα Κέρκυρας12.
Ένας μεγάλος αριθμός αιχμών συνόδευε επίσης μεμονωμένες ταφές ανδρών στους τάφους S4 και S8
της Λευκάδας13, οι οποίες παρουσιάζουν εμφανείς ομοιότητες με τις αιχμές του Τφ.1. Τα νέα αυτά
ευρήματα έρχονται να ενισχύσουν την υπόθεση που είχε προταθεί παλαιότερα, για τη λειτουργία ενός
αυτόνομου κέντρου λιθοτεχνίας στη Λευκάδα αυτή την περίοδο14.
Τέλος, στον τάφο βρέθηκαν δυο χάλκινα ψέλλια (ΜΛ 4540, 4541), κατασκευασμένα από σύρμα
κυλινδρικής διατομής διπλής περιέλιξης (εικ.7). Οι περίτεχνες σπειροειδείς απολήξεις του ενός παρα-
πέμπουν σε βαλκανικά ή κεντροευρωπαϊκά παράλληλα15.
H συνύπαρξη των όπλων και των χάλκινων κοσμημάτων θέτει ερωτήματα για τον αριθμό και το
φύλο των ενοίκων του τάφου, και γι’ αυτό έχει δρομολογηθεί η μορφολογική εξέταση του οστεολο-
γικού υλικού, τα αποτελέσματα της οποίας αναμένονται με ενδιαφέρον16.
Σε αντίθεση με τον Τφ1, στον Τφ.2 δεν βρέθηκαν κτερίσματα, παρά μόνο τα οστά ενός ενήλικα, ο
οποίος είχε επίσης τοποθετηθεί σε συνεσταλμένη στάση με το κρανίο στα ΒΔ. Οι καλυπτήριες πλά-
κες είχαν υποχωρήσει στο εσωτερικό του τάφου και η ταφή ήταν αρκετά διαταραγμένη, ενδεχομένως
συλημένη. Πιθανόν να υπάρχουν και οστά που ανήκουν σε δεύτερο νεκρό, υπόθεση που θα ελεγχθεί
κατά την μορφολογική εξέταση των οστών.
Πολύ κοντά στον Τφ.1, εντός δοκιμαστικής τομής, βρέθηκαν διάσπαρτα οστά και λίγα κτερί-
σματα, που κατά πάσα πιθανότητα απορρίφθηκαν στο σημείο αυτό, κατά τη σύληση κάποιου τάφου
(ίσως του διπλού κιβωτιόσχημου). Μαζί με τα οστά βρέθηκαν τρεις λίθινες αιχμές βελών (ΜΛ 4542-
4544) και ένα χάλκινο εγχειρίδιο με τρεις οπές για τη στερέωση της λαβής στη βάση (ΜΛ 4545).
Τυπολογικά το χάλκινο εύρημα πλησιάζει το εγχειρίδιο που βρέθηκε μέσα σε μεσοελλαδικό λακκο-
ειδή τάφο πολεμιστή στην Κολώνα της Αίγινας17. Παρατηρούμε ωστόσο πως το εγχειρίδιο της Λευ-
κάδας έχει πιο λεπτή κεντρική νεύρωση (εικ. 5β).
Κατεστραμμένοι βρέθηκαν σε κοντινή απόσταση τρείς ακόμη κιβωτιόσχημοι τάφοι (Τφ.3, Τφ.4
και Τφ.6)18. Σε επαφή με τον Τφ.4 αποκαλύφθηκε ο μικρών διαστάσεων κιβωτιόσχημος τάφος Τφ.5,

10 Έχει προταθεί μάλιστα ότι οι αιχμές πιθανώς χρησιμοποιούνταν πριν την κηδεία σε κάποιο τελετουργικό κυνήγι προς τιμήν
του θανόντος και εν συνεχεία τοποθετούνταν στον τάφο με άλλα σύνεργα και με τη λεία του κυνηγιού, βλ. Μοrris 1990.
11 Κaro 1932, 208.
12 Για πλήρη βιβλιογραφική τεκμηρίωση σε ότι αφορά τη γεωγραφική διασπορά των αιχμών βλ. Κουρτέση-Φιλιππάκη
2008, 175. Ματζάνας 2010, 23-24.
13 Oι τάφοι αυτοί χρονολογούνται στην Μεσοελλαδική ΙΙ, Kilian-Dirlmeier 2005,149.
14 Κουρτέση-Φιλιππάκη 2008, 174.
15 Gimbutas 1965, 71-75.
16 Την

μορφολογική μελέτη των οστών του νεκροταφείου έχει αναλάβει ο φοιτητής του Τμήματος Γεωλογίας του Παν/
μίου Πατρών, Π. Σιάνης, στο πλαίσιο της πτυχιακής του εργασίας, με επιβλέποντα τον Επίκουρο καθηγητή Παλαιοντο-
λογίας – Στρωματογραφίας Γ. Ηλιόπουλο.
17 Kilian-Dirlmeier 1997, 50-53.
18 Παρόλο που ο Τφ. 6 ήταν κατεστραμμένος τουλάχιστον κατά το ήμισυ, στο εσωτερικό του βρέθηκαν λιγοστά θραυ-
σμένα οστά.

435
B. ΣΤΑΪΚΟΥ

ο οποίος ήταν αδιατάρακτος, καλυμμένος με θραυσμένη ασβεστολιθική πλάκα. Στο εσωτερικό του
βρέθηκε σκελετός παιδιού, που είχε τοποθετηθεί σε ελαφρώς συνεσταλμένη στάση, με το κρανίο στα
νότια, χωρίς κτερίσματα. Σημειώνουμε πως στους μεσοελλαδικούς τάφους της Λευκάδας, είχαν βρε-
θεί ελάχιστες παιδικές ταφές και είχε προταθεί το ενδεχόμενο ενταφιασμού των ανήλικων παιδιών
intra muros19.
Ένας ακόμη τάφος, ο Τφ.7, κιβωτιόσχημος με κτιστές τις μακρές πλευρές του, βρέθηκε στο πρα-
νές, στο νοτιοδυτικό όριο του ανασκαφικού χώρου, καλυμμένος με χαμηλό λιθοσωρό. Στο εσωτερικό
του αποκαλύφθηκε σκελετός ενήλικα, ο οποίος ενταφιάστηκε σε ισχυρά συνεσταλμένη στάση με το
κρανίο στα δυτικά. Δεν βρέθηκαν κτερίσματα, πέρα από μερικές φολίδες πυριτόλιθου και ένα εργα-
λείο λαξευμένου λίθου, που ίσως είχε χρησιμοποιηθεί ως πλευρικό ξέστρο.
Εκτός από τους κιβωτιόσχημους τάφους, στο νότιο άκρο του σκάμματος βρέθηκε σκελετός,
πιθανόν ενήλικα, καλυμμένος με μεγάλο τμήμα πίθου. Ο νεκρός είχε τοποθετηθεί με το κεφάλι προς
τα δυτικά, χωρίς κτερίσματα, γεγονός που δυσχεραίνει την ακριβέστερη χρονολόγηση της ταφής.
Ανάμεσα στους τάφους ερευνήθηκαν υπόλοιπα λίθινων κατασκευών, καμπύλων, ευθύγραμμων
και ακανόνιστων, χωρίς ωστόσο, να διαφανεί άμεση συνάρτησή τους με τους τάφους. Επιπλέον, η
αμελής κατασκευή και η αποσπασματική διατήρησή τους δεν βοήθησε να διαπιστωθεί αν ανήκουν
σε περιβόλους ή «τοιχώματα» τύμβων, κατ’ αναλογία με τα ευρήματα του Dörpfeld στην περιοχή.
Στον εκτενή χώρο βόρεια των τάφων ερευνήθηκαν φερτές επιχώσεις, κυμαινόμενου πάχους
από μερικά εκατοστά έως και 1.5 μ. περίπου, που περιείχαν εκτός από πέτρες και χώμα, κερα-
o μική και αποκρούσματα λαξευμένων λίθων. Το μεγαλύτερο µέρος των πήλινων ευρημάτων αποτε-
λούν τα όστρακα χονδροειδούς κεραμικής από χειροποίητα µαγειρικά σκεύη και πιθοειδή αγγεία.
Ο πηλός τους είναι ακάθαρτος με πολλές προσμείξεις και συχνά κακοψημένος. Στην πλειονότητά
τους τα πήλινα ευρήματα χρονολογούνται στη Μεσοελλαδική περίοδο. Ξεχωρίζει τμήμα χειροποί-
ητου αγγείου με δαχτυλιόσχημη βάση και πλατιά κάθετη ταινιωτή λαβή, που βρίσκει ομοιότητες
σε μεσοελλαδικά αγγεία της Λευκάδας (ΜΛ 4546). Εκτός από τη χειροποίητη κεραμική βρέθηκαν
σε μικρή ποσότητα και όστρακα τροχήλατων αγγείων από γκριζωπό ή κιτρινωπό πηλό, αλλά και
όστρακα των ιστορικών χρόνων. Ορισμένα αγγεία διακοσμούνται με εγχάρακτα ή εμπίεστα γραμ-
μικά μοτίβα, με επίθετες ταινίες, απλές ή σχοινοειδείς, διακόσμηση, που γενικότερα απαντά στην
πρωτοελλαδική κεραμική του Νυδριού, αλλά εξακολουθεί και στους Μεσοελλαδικούς χρόνους.
Ανάμεσά τους αναγνωρίζεται ένα όστρακο με επίθετη σχοινοειδή διακόσμηση που μπορεί να χρο-
νολογηθεί στην πρώιμη χαλκοκρατία20 (ΜΛ 4548). Γενικότερα, θα λέγαμε πως ανιχνεύεται ένα
l πρωϊμότερο υπόβαθρο, όπως μαρτυρά ένα ακόμη όστρακο, με εμπίεστη διακόσμηση στο χείλος
(ΜΛ 4549), που βρίσκει παράλληλα στην κεραμική από τους πρωτοελλαδικούς τύμβους21.
s Οι λαξευμένοι λίθοι συνίστανται κυρίως σε πρωτογενή προϊόντα κατάτμησης από γηγενή πρώτη
ύλη αδρόκοκκου και λεπτόκοκκου πυριτόλιθου, διάφορων αποχρώσεων (κυρίως μπεζ, καφέ, λαδί,
ανοιχτό γκρι). Βρέθηκε μόνο ένας εξαντλημένος πυρήνας, μικρών διαστάσεων, βιολετί χρώμα-
τος. Οι φολίδες είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους με ή χωρίς πατίνα. Έχουν κοφτερές ακμές,
αρκετές είναι φλοιώδεις πρώτης σειράς, μερικές είναι καμένες και όλες έχουν λείες φτέρνες. Ανά-
μεσά τους υπάρχει μια φολίδα ιανός, καθώς και ένα τεχνικό απόκρουσμα, που θυμίζει τις φολίδες
debortant της Mέσης Παλαιολιθικής. Οι λεπίδες είναι συγκριτικά ελάχιστες, έχουν αποσπασθεί
με την τεχνική της άμεσης κρούσης και έχουν λείες φτέρνες. Τα εργαλεία είναι λιγοστά, κυρίως
ξέστρα: ένα μικρό ξέστρο σε υπόβαθρο φολίδας, που πλησιάζει τον τύπο του thumbnail, ένα πλευ-
ρικό ξέστρο από κερατόλιθο, με φυσική ράχη, ένα ξέστρο σε υπόβαθρο παχιάς φολίδας, εν μέρει
φλοιώδους στην άνω όψη, από ανοιχτό γκρι πυριτόλιθο με λεπτή στρώση πατίνας και λεία πλατιά
φτέρνα, ένα ξέστρο με φυσική ράχη και πολυεδρική φτέρνα και ένα ξέστρο σε υπόβαθρο παχιάς
φολίδας με οδοντωτή επεξεργασία. Επίσης βρέθηκαν δυο διατρητικά εργαλεία, ένα εργαλείο με

19 Souyoudzoglou-Haywood 1999, 32.


20 Bρίσκει ακριβές παράλληλο σε πρωτοελλαδικό όστρακο από τον τύμβο R1b, βλ. Kilian-Dirlmeier 2005, πίν. 1, αρ. 8.
21 Kilian-Dirlmeier 2005, πίν. 40, αρ. 44.

436
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΣΚΑΡΟΥ

κολόβωση και μια φολίδα που έχει δεχτεί απότομη επεξεργασία. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, τέλος,
και τρία στοιχεία δρεπανιών, που φέρουν αμφιπρόσωπα στίλβη χρήσης, ορατή μακροσκοπικά.
Τα λίθινα ευρήματα που προέκυψαν από τις επιχώσεις της ανασκαφής δεν ήταν εντυπωσιακά, μαρ-
τυρούσαν ωστόσο την ανάπτυξη λιθοξοϊκής δραστηριότητας στην περιοχή.

Ένα εφήμερο «εργαστήριο» λιθοτεχνίας


Η παραπάνω υπόθεση επιβεβαιώθηκε με τον καλύτερο τρόπο δυο χρόνια αργότερα, το έτος 2010,
όταν χρειάστηκε να δημιουργηθεί μια ράμπα πρόσβασης σε ακίνητο που έχει όψη στη νέα περιφε-
ρειακή οδό, 100 μ. βορειότερα από τη θέση του νεκροταφείου22. Η μικρής χρονικής διάρκειας ανα-
σκαφική έρευνα έφερε στο φως δυο παράλληλα τοιχάρια αμελούς κατασκευής από μικρούς αργό-
λιθους, με διεύθυνση Β-Ν.
Η κεραμική ήταν περισσότερο ομοιογενής, εν συγκρίσει με την κεραμική από τις επιχώσεις του
νεκροταφείου. Συγκεντρώθηκαν λίγες ομάδες από χειροποίητα όστρακα χρηστικών και αποθηκευ-
τικών αγγείων. Ξεχωρίζουν όστρακα διακοσμημένα με εγχάρακτη ή εμπίεστη διακόσμηση, που με
επιφύλαξη χρονολογούνται στους Μεσοελλαδικούς χρόνους. Το εγχάρακτο μοτίβο σε ένα από αυτά
(ΜΛ 4547) γνωρίζει ομοιότητες με όστρακο που βρέθηκε στον τύμβο S23.
Τα ανασκαφικά στρώματα ήταν πλούσια σε πυριτολιθικό υλικό, όπου αντιπροσωπεύονται διά-
φορα στάδια της εγχειρηματικής αλυσίδας, από την πρόσκτηση των πρώτων υλών μέχρι τη διαμόρ-
φωση των εργαλείων, τη χρήση και την απόρριψή τους. Ως πρώτη ύλη επιλέγεται ο γηγενής πυριτό-
λιθος, διαφόρων χρωματισμών, σε σχήμα κροκάλας ή πλακέτας, ενώ ελάχιστα ευρήματα είναι από
κερατόλιθο, ψαμμίτη και ασβεστόλιθο. O oψιανός απουσιάζει και εδώ, όπως και από τις επιχώσεις
του νεκροταφείου, αλλά και τον τύμβο S, δεδομένο που συνεξετάζεται για τη χρονολόγηση του
αρχαιολογικού στρώματος24.
Βρέθηκαν μόνο τρεις πυρήνες φολίδων, οι δυο εξ αυτών καμένοι. Μεγάλο μέρος του υλικού
αφορά σε άμορφα αποκρούσματα, και φολίδες μικρών και μεγάλων διαστάσεων, προϊόντα της
αποφλοίωσης και προετοιμασίας του πυρήνα. Πολλές φολίδες είναι φλοιώδεις με απλή ή φλοιώδη
φτέρνα. Δεν έχουν ιδιαίτερη πατίνα, ενώ σε πολλές διακρίνεται το ατύχημα της αναστροφής. Επι-
πλέον βρέθηκαν και δυο φολίδες ανανέωσης του πυρήνα. Οι λεπίδες είναι είτε χονδροειδείς άμεσης
ή έμμεσης κρούσης, είτε είναι λαξευμένες με την πιο εξελιγμένη τεχνική της πίεσης και φέρουν
παράλληλες ή υπο-παράλληλες νευρώσεις. Οι φτέρνες τους είναι λείες, γραμμικές ή στιγμοειδείς.
Σημειώνεται δε και η παρουσία ελάχιστων μικρολεπίδων.
Τα εργαλεία ανέρχονται σε είκοσι. Ξεχωρίζει μια ομάδα διατρητικών εργαλείων (ένας οπέας,
ένα μπεκ και ένα σύνθετο). Επίσης βρέθηκε μια σπασμένη γλυφίδα με ίχνη στίλβης κατά μήκος της
αριστερής πλευράς και ένα μηνοειδές εργαλείο, που θυμίζει τους γεωμετρικούς μικρόλιθους. Στο
πρανές της ανασκαφής βρέθηκε μια επιμήκης λεπίδα σπασμένη στο άνω άκρο, το αρχικό μήκος της
οποίας εκτιμούμε πως ήταν περί τα 14-15 εκ. Η επιφάνεια της καλύπτεται με βαριά πατίνα και φέρει
οδοντωτή επεξεργασία κατά μήκος της αριστερής πλευράς (ΜΛ 4550) (εικ.8α). Υπάρχουν ακόμα
μερικές φολίδες και μια λεπίδα με επεξεργασία, καθώς και δυο μαχαίρια με φυσική ράχη. Ενδιαφέ-
ρον παρουσιάζει ένα ξέστρο σε υπόβαθρο παχιάς φολίδας, που θυμίζει τα καρινωτά ξέστρα της Επο-
χής του Λίθου. Αξίζει τέλος να αναφέρουμε και την παρουσία ενός σφηνίσκου.
Κοντά στη νότια απόληξη των λίθινων κατασκευών βρέθηκαν δέκα ποταμίσιες ασβεστολιθι-
κές κροκάλες σε προχωρημένο στάδιο εξαλλοίωσης, συγκεντρωμένες η μια δίπλα στην άλλη, ενώ
τρεις ακόμη βρέθηκαν σε κοντινή απόσταση (εικ.8β). Οι κροκάλες έχουν παρεμφερές μέγεθος και
εικάζουμε πως επιλέχθηκαν από τον παρακείμενο χείμαρρο Δημοσάρι, προκειμένου να χρησιμο-

22 Βλ. Στάικου 2010. Την ανασκαφή πραγματοποίησε υπό την επίβλεψη της γράφουσας ο συμβασιούχος αρχαιολόγος Θ.
Κολύβας.
23 Kilian–Dirlmeier 2005, πίν. 51, αρ. 3α, 3β.
24 Η διακοπή προμήθειας μηλιακού οψιανού αποτελεί αδιάψευστη μαρτυρία για σημαντικές αλλαγές στις σχέσεις της
Λευκάδας με τον περίγυρό της κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο, βλ. Kouρτέση-Φιλιππάκη 2008, 174-175.

437
B. ΣΤΑΪΚΟΥ

ποιηθούν ως κρουστήρες. Στην επιφάνεια ορισμένων διακρίνονται μικροφθορές, που ενδεχομένως


προέκυψαν από κρούσεις. Το εύρημα αυτό μας επιτρέπει να ταυτίσουμε τη θέση με ένα χώρο επιτό-
πιας κατεργασίας του πυριτόλιθου, ένα εφήμερο «εργαστήριο» λιθοξόων της Εποχής του Χαλκού. Ο
μεγάλος αριθμός άμορφων αποκρουσμάτων σε συνδυασμό με το μικρό αριθμό εργαλείων επιβεβαι-
ώνει την ίδια υπόθεση. Η ελάχιστη ύπαρξη πυρήνων εξάλλου οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι προϊ-
στορικοί τεχνίτες εγκαταλείποντας το σημείο πήραν μαζί τους όσους πυρήνες δεν είχαν εξαντλήσει.
Η αναλυτική μελέτη και καταγραφή των λίθινων ευρημάτων από το χώρο, βοήθησε στη διάκριση
πολλών συνόλων φολίδων που αποσπάστηκαν με αλλεπάλληλες κρούσεις από τον ίδιο πυρήνα.
Σε μία περίπτωση μάλιστα, κατέστη δυνατή η ανασύνθεση ενός μέρους της εν λόγω διαδικασίας με
τη συναρμογή τριών διαδοχικά αποσπασμένων φολίδων (refitting).

Επίλογος
Η έρευνα του νεκροταφείου και του χώρου επιτόπιας κατεργασίας λαξευμένου λίθου σε συνδυασμό
με τα παλαιότερα ευρήματα του Dörpfeld, επιβεβαιώνουν την έντονη ανθρώπινη δράση στο βόρειο
άκρο της πεδιάδας του Νυδριού, κατά την Πρωτοελλαδική και τη Μεσοελλαδική περίοδο. Αρχιτε-
κτονικά κατάλοιπα, που να παραπέμπουν στον οικιστικό ιστό, δεν προέκυψαν από την έρευνά μας,
ωστόσο είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε πως ο οικισμός πιθανότατα χωροθετείται στις υπώρειες
του Σκάρου25, καθώς οι έρευνες του Dörpfeld στα υψώματα βόρεια από τον τύμβο S είχαν φέρει στο
φως ορισμένους τοίχους, που πιθανόν σχετίζονται με οικιστικές δομές.
o Τα στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα του νεκροταφείου, αναδεικνύουν στενές αναλογίες
και σχέσεις με ευρήματα από τη Βοιωτία, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο και παρέχουν πληρο-
φορίες για την επικοινωνία και τις διασυνδέσεις του νησιού με την υπόλοιπη Ελλάδα κατά τη Μεσο-
ελλαδική περίοδο.
Η εξέταση του οστεολογικού υλικού, που βρίσκεται σε εξέλιξη, αναμένεται να μας δώσει αρκετές
πληροφορίες για τους ένοικους των τάφων, ενώ η διεξοδικότερη μελέτη των λίθινων ευρημάτων που
προέκυψαν από τις δυο ανασκαφές μπορεί να εμπλουτίσει τις γνώσεις μας για τις εργαλειοτεχνίες
πελεκημένου λίθου της Εποχής του Χαλκού στα νησιά του Ιονίου.

25 Dőrpfeld 1927, 164.

438
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΣΚΑΡΟΥ

ABSTRACT

RECENT BRONGE AGE FINDS ON THE


SLOPES OF MT. SCAROS. A CENTURY SINCE W. DÖRPFELD’S
EXCAVATIONS IN THE NIDRI PLAIN, LEFKAS

Vivian Staikou

At “Boleika” site, which lies on the southern slopes of Mt. Skaros, in the Nidri plain, an excavation,
carried out in 2008, brought to light part of a cemetery, that probably dates to the Middle Helladic
period. This paper presents the graves and their goods and examines the cemetery’s location and
its connection to the nearby Middle Helladic tumulus S, discovered by the German archaeologist
W. Dörpfeld.  
Additionally, the paper refers to another excavation, conducted in 2010 in an adjacent area. A layer
containing prehistoric handmade pottery was unearthed, as well as a large number of chipped stone
tools, that represent different stages of the “chaîne opératoire”. Since the excavated area is actually
a knapping floor, it enriches our knowledge concerning the Early and Middle Bronze age chipped
stone tool industry in the Ionian islands region. 

439
B. ΣΤΑΪΚΟΥ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Bικάτου 2014 Ο. Βικάτου, Ανάδειξη προϊστορικών τύμβων στο Στενό δ.δ. Νυδριού Λευκάδας, ΥΠ.ΠΟ.Α.,
ΕΦ.Α.ΑΙΤ.Λ.
Γάτση – Στάικου 2008 Μ. Γάτση – Β. Στάικου, Έργο περιφερειακής οδού Περιγιαλίου, Νυδρί, θέση Μπολέικα,
ΑΔ 63, Χρονικά Β´ 1, 669-670.
Κασίμη-Σούτου 1980 Μ. Κασίμη-Σούτου, Μεσοελλαδικός τάφος πολεμιστή από τη Θήβα, ΑΔ 35, Μελέτες,
88-101.
Κουρτέση  Γ. Κουρτέση-Φιλιππάκη, Τα λίθινα στο έργο του W. Dörpfeld. Προσεγγίσεις και ερμη-
-Φιλιππάκη 2008 νείες, στο Αφιέρωμα W. Dörpfeld, 167-188.
Ματζάνας 2010 Χ. Ματζάνας, Η εξέλιξη των αιχμών βελών αποκρουσμένου λίθου κατά την Εποχή του
Χαλκού με ιδιαίτερη έμφαση στην Υστεροελλαδική περίοδο, ΑΔ 57, Μελέτες (2002),
Αθήνα, 1-52.
Στάικου 2010 Β. Στάικου, Περιφερειακή οδός Νυδριού - Περιγιαλίου, οικ. Δ. Βερυκίου ΑΔ 65, Χρο-
νικά B´1, 1074.
Σταυροπούλου  Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Νεότερα αρχαιολογικά δεδομένα του Νομού Λευκάδας. Συμ-
-Γάτση 2014 βολή στην ιστορία και την τοπογραφία της περιοχής, Πρακτικά Θ’ Πανιόνιου Συνέδριου,
Παξοί 26-30 Μαΐου 2010, Παξοί, 41-58.
Τσούντας 1908 Χ. Τσούντας, Αι προϊστορικαί aκροπόλεις Διµηνίου και Σέσκλου, Βιβλιοθήκη της εν Αθή-
ναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, Αθήναι.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Dietz 1980 S. Dietz, Asine II, Results of the excavations east of the Acropolis 1970-1974. The Μiddle
o Ηelladic cemetery. The Μiddle Ηelladic and Εarly Μycenaean deposits, Stockholm.
Dörpfeld 1927 W. Dörpfeld, Alt-Ithaka : ein beitrag zur Homer-Frage, Studien und Ausgrabungen aus
der insel Leukas-Ithaka, München.
Gimbutas 1965 M. Gimbutas, Bronze age cultures in central and eastern Europe, The Hague, Netherlands.
Karo 1932 G. Karo, Die Schachtgräber von Mykenai, München.
Κilian-Dirlmeier 1997 Ι. Κilian-Dirlmeier, Das Μittel-Βronzezeitliche Schachtgrab von Ägina, Alt-Ägina IV, 3,
Mainz.
Κilian-Dirlmeier 2005 Ι. Kilian-Dirlmeier, Die Βronzezeitlichen gräber bei Nidri auf Leukas: Ausgrabungen
von W. Dörpfeld 1903-1913, Mainz.
Morris 1990 C.E. Morris, In pursuit of the white tusked boar: Aspects of hunting in mycenaean society,
στο R. Haegg – G. C. Nordquist (επιμ.), Celebrations of death and divinity in the Βronze
Αge Argolid, Proceedings of the sixth international symposium at the Swedish Institute at
Athens, 11-13 June, 1988, Stockholm, 149-156.
Souyoudzoglou  Ch. Souyoudzoglou-Haywood, The Ionian islands in the Βronze Αge and Εarly Ιron Αge
-Haywood 1999 3000-800 ΒC, Liverpool.
l Waterhouse 1952 E. Waterhouse, Excavations at Stavros, Ithaca, in 1937, BSA 47, 227-242.

440
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΣΚΑΡΟΥ

Εικόνα 1. Χάρτης της πεδιάδας του Νυδριού με σημειωμένες τις προϊστορικές θέσεις που αναφέρονται στο κείμενο.

Εικόνα 2. Αεροφωτογραφία του ανασκαφικού χώρου. Λήψη από Ν.

441
B. ΣΤΑΪΚΟΥ

Εικόνα 3. Οι κιβωτιόσχημοι τάφοι αρ. 1 και 2.

Εικόνα 4α. Σχεδιαστική απόδοση του αγγείου ΜΛ4537.


Εικόνα 4β. Η χάλκινη σμίλη ΜΛ4538.

442
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΣΚΑΡΟΥ

Εικόνα 5α. Το χάλκινο μονόστομο μαχαίρι ΜΛ4539.


Εικόνα 5β. Το χάλκινο εγχειρίδιο ΜΛ4545.

Εικόνα 6. Πυριτολιθικές αιχμές βελών με κοίλη βάση.

443
B. ΣΤΑΪΚΟΥ

Εικόνα 7. Τα χάλκινα βραχιόλια ΜΛ4540 και ΜΛ4541.

Εικόνα 8α. Το πυριτολιθικό εργαλείο ΜΛ4550.


Εικόνα 8β. Ποταμίσιες ασβεστολιθικές κροκάλες (κρουστήρες).

444
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ
ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

Νένα Γαλανίδου, Ολυμπία Βικάτου,


Μαρία Σταυροπούλου-Γάτση, Αντώνιος Βασιλάκης,
Βίβιαν Στάικου, Γιώργος Ηλιόπουλος,
Μυρτώ Βέικου, Jeannette Forsén,
Catherine Morgan, Joanita Vroom,
Χριστίνα Παπούλια, Παναγιώτης Ζερβουδάκης,
Κωστής Πρασσάς

Ερευνητικό αντικείμενο
Το Ιόνιο πέλαγος μετρά δύο αρχιπελάγη. Στο πρώτο ανήκουν τα μεγάλα νησιά του επτανησι-
ακού συμπλέγματος, και στο δεύτερο, το «εσωτερικό αρχιπέλαγος», ανήκουν τα μικρότερα
νησιά και οι νησίδες ανάμεσα στα Επτάνησα και την ηπειρωτική Ελλάδα. Το εσωτερικό αρχι-
πέλαγος οριοθετείται από τη Λευκάδα προς Βορρά, την Ιθάκη και τη βόρεια Κεφαλονιά στα
δυτικά και από την ακαρνανική ακτή στα ανατολικά (εικ. 1). Περιλαμβάνει δύο νησιωτικά
συμπλέγματα, ένα στα βορειοδυτικά κοντά στη Λευκάδα και ένα στα νοτιοανατολικά κοντά
στις εκβολές του ποταμού Αχελώου. Ο εξαιρετικής ποιότητας πυριτόλιθος, οι παράκτιοι υγρό-
τοποι και τα καρστικά έγκοιλα αποτέλεσαν τα πρώτα φυσιογεωγραφικά χαρακτηριστικά που
προσέλκυσαν την επιστημονική μας ομάδα σ’ αυτή την αρχαιολογικά ανεξερεύνητη γωνιά της
δυτικής Ελλάδας. Αντικείμενο του προγράμματος ήταν να εντοπιστούν τα αρχαιολογικά κατά-
λοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας στο περίκλειστο νησιωτικό περιβάλλον του βορειοδυ-
τικού συμπλέγματος (εικ. 2) από την Παλαιολιθική Εποχή μέχρι τους νεότερους χρόνους1. Η
συγκριτική αξιολόγηση των ευρημάτων αποτελεί συμβολή στην ιστορία του πολυνήσου και
της σχέσης που ανέπτυξε με τη δυτική ηπειρωτική Ελλάδα και τα μεγάλα νησιά του Ιονίου. Το
πρόγραμμα έχει διεπιστημονική ταυτότητα· στηρίζεται σε έναν αμιγώς αρχαιολογικό πυλώνα,
που εστιάζει στον εντοπισμό και την ερμηνεία των υλικών καταλοίπων του παρελθόντος και σ’
έναν ιστορικό και ανθρωπολογικό πυλώνα, που εστιάζει στην ιστορία του ανθρωπογενούς και
φυσικού περιβάλλοντος.
Από μια διαχρονική οπτική γωνία, στο μεγάλο ανάπτυγμα του χρόνου στο οποίο εγγράφεται
η έρευνα2, το Εσωτερικό Αρχιπέλαγος του Ιονίου προσφέρει τη μεθοδολογική πρόκληση για
μια υβριδική νησιωτική αρχαιολογία. Το τοπίο του εναλλασσόταν από ηπειρωτικό σε νησιω-
τικό και από στεριανό σε θαλασσινό, άλλοτε ως τόπος εγκατάστασης και άλλοτε ως θαλάσσιο
πέρασμα. Τα τελευταία 2,56 εκατομμύρια χρόνια οι κυκλικές εναλλαγές του κλίματος, από
ψυχρές και ξηρές παγετώδεις περιόδους σε θερμές και υγρές μεσοπαγετώδεις περιόδους3, προ-
καλούσαν δυναμικές αλλαγές στον λόγο της έκτασης της χέρσου προς τη θάλασσα. Η ακολου-

1 Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το Πανεπιστήμιο Κρήτης και τον Δήμο Μεγανησίου. Θερμές ευχαριστίες οφείλουμε
στους Στάθη Ζαβιτσάνο, τέως δήμαρχο Μεγανησίου, και Πάνο Κονιδάρη, τέως πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου,
καθώς και σε όλη τη δημοτική αρχή Μεγανησίου της περιόδου 2010-2014, για την ηθική και υλική στήριξη του ερευνη-
τικού προγράμματος. Επίσης, οφείλουμε ευχαριστίες στους καπετάνιους Ανδρέα Μάλαμα και Πάνο Κονιδάρη, οι οποίοι
μετέφεραν με ασφάλεια τις ομάδες εργασίας στα νησιά, υπέδειξαν σημεία ενδιαφέροντος στις ακτές και τον βυθό του
αρχιπελάγους και αγνόησαν ωράρια εργασίας και αργίες κατά τη συμμετοχή τους στις εξορμήσεις στο πεδίο.
2 Για την έρευνα βλ. επίσης Galanidou 2014α, 2014β.
3 Σήμερα διανύουμε μια μεσοπαγετώδη περίοδο. Στη γεωλογική ιδιόλεκτο ονομάζεται Ολόκαινος Εποχή και ξεκίνησε πριν
από 11.700 χρόνια. Η εποχή που προηγήθηκε ονομάζεται Πλειστόκαινος. Ξεκίνησε πριν από 2,56 εκατομμύρια χρόνια.

445
΄
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ κ.α.

θία θερμών και ψυχρών κύκλων επέφερε μεταβολές στη φυσική γεωγραφία και τους πόρους,
που είχαν στη διάθεσή τους οι κοινότητες της πρώιμης προϊστορίας στην παράκτια ζώνη του
Ιονίου πελάγους4. Τα νησιά του εσωτερικού αρχιπελάγους (εικ. 1, 2) είναι σπαράγματα –τα
υψηλότερα σημεία– του πλειστοκαινικού τοπίου, μεγάλο μέρος του οποίου σήμερα είναι κατα-
ποντισμένο. Η μικρή απόσταση ανάμεσα στις ακτές τους και τις γειτονικές δυτικές και ανα-
τολικές ακτές, σε συνδυασμό με τη ρηχή θάλασσα ενδιάμεσα, δημιουργούσαν τις προϋποθέ-
σεις, ώστε κατά τις παγετώδεις περιόδους, όταν η θαλάσσια στάθμη υποχωρούσε, τα νησιά να
συνδέονται τόσο μεταξύ τους, όσο και με τις μεγάλες στεριές, αλλά κατά τις μεσοπαγετώδεις
περιόδους να αποκόπτονται, καθώς ανέβαινε η θαλάσσια στάθμη εξαιτίας της τήξης των παγε-
τώνων στο βόρειο ημισφαίριο. Ακριβώς στην ίδια περιοχή όπου οι ομάδες των παλαιολιθικών
κυνηγών-τροφοσυλλεκτών έβλεπαν στεριά κατά τις παγετώδεις περιόδους, οι γεωργοκτηνο-
τροφικές ομάδες της προϊστορίας και των ιστορικών χρόνων έβλεπαν θάλασσα, όπως κι εμείς
σήμερα. Η ακτογραμμή στο κεντρικό Ιόνιο απέκτησε τη σημερινή της μορφή μόνο μετά το
5000 cal BC5, προσφέροντας στις κοινότητες της Νεολιθικής Εποχής, της Εποχής του Χαλ-
κού, των αρχαίων, των μεσαιωνικών και των νεότερων χρόνων σταθερούς νησιωτικούς προ-
ορισμούς για ελλιμενισμό, προσωρινή ή μόνιμη παρουσία, αξιοποίηση των φυσικών πόρων,
κατοίκηση, ενταφιασμό και τελετουργική δραστηριότητα.
Η Άτοκος δέσποζε και δεσπόζει μόνη στο μέσο του εσωτερικού Ιονίου (εικ. 1). Με την
o αρχαιολογική έρευνα στο νησί και τη θαλάσσια γεωφυσική έρευνα στον βυθό γύρω του επιχει-
ρήθηκε να διαφωτιστεί περαιτέρω η επιστημονική συζήτηση για τις πρώιμες θαλάσσιες μετα-
κινήσεις κατά την Παλαιολιθική Εποχή6. Όπως προκύπτει από τη χαρτογράφηση του βυθού, η
Άτοκος ήταν για τελευταία φορά ενωμένη με την ηπειρωτική χώρα πριν από περίπου 250 χιλιά-
δες χρόνια, κατά τη διάρκεια του Ισοτοπικού Σταδίου 87. Από το Ισοτοπικό Στάδιο 7 και μετά,
και μέχρι σήμερα, όλα τα στοιχεία συγκλίνουν στο ότι παρέμεινε νησί. Ο νησιωτικός της χαρα-
κτήρας κατά το μεγαλύτερο μέρος –ενδεχομένως και καθ’ όλη τη διάρκεια– της ΜΠΕ καθιστά
την Άτοκο ιδανικό τόπο για την εξερεύνηση της σχέσης του ανθρώπου του Νεάντερταλ με τη
θάλασσα8. Το ενδεχόμενο παρουσίας του στην Άτοκο σχετίζεται με τον ιδιαίτερο γεωγραφικό
χώρο του αρχιπελάγους, που οριοθετείται από τις μεγαλύτερες στεριές που το περιβάλλουν και
το προστατεύουν, λειτουργώντας πιθανώς ως χώρος εξοικείωσης με το υδάτινο στοιχείο και
l ως πεδίο διερεύνησης ικανοτήτων και απαιτούμενων τεχνικών προς ένα επιτυχημένο πέρασμα
από τη μία σε άλλη κοντινή στεριά. Το ερώτημα εδώ διατυπώθηκε ως εξής: Λειτούργησε το
s αρχιπέλαγος ως «εργαστήριο πειραματισμού» για μια μικρής κλίμακας μετακίνηση διά θαλάσ-
σης από τον άνθρωπο του Νεάντερταλ ή όχι9;

4 Σύμφωνα με την αστρονομική θεωρία του κλίματος, αυτές οι εναλλαγές οφείλονται σε περιοδικές μεταβολές της τροχιάς
της Γης γύρω από τον Ήλιο και στην κλίση του άξονά της, στοιχεία που επηρεάζουν την ποσότητα ηλιακής ενέργειας,
που φτάνει στα βόρεια γεωγραφικά πλάτη το καλοκαίρι και που είναι απαραίτητη για να λιώσουν οι πάγοι. Κατά τις
παγετώδεις περιόδους, οι παγετώνες κάλυπταν μεγάλες εκτάσεις στη βόρεια Ευρώπη και τη βόρεια Αμερική, ενώ κατά
τις μεσοπαγετώδεις περιόδους υποχωρούσαν.
5 Σύμφωνα με τους Lambeck κ.ά. 2014, κατά την Ολόκαινο Εποχή η θαλάσσια στάθμη ανεβαίνει και φτάνει στο σημερινό
της επίπεδο μεταξύ 5000 και 4000 cal BC. Βλ. επίσης Sakellariou – Galanidou 2016, 2017 για μια συνδυαστική μελέτη
τοπογραφίας και βαθυμετρίας του κεντρικού Ιονίου και για μια συζήτηση σχετικά με τους παράγοντες που επηρεάζουν
τις δυναμικές αλλαγές των ακτογραμμών του στο πέρασμα του χρόνου.
6 Ferentinos κ.ά. 2012.
7 Zavitsanou κ.ά. 2015 υπό κρίση.
8 Γαλανίδου 2016. Galanidou κ.ά. 2016. Galanidou υπό έκδ.
9 Βλ. επίσης συζήτηση στο Papoulia 2016, 2017. Galanidou υπό έκδ.

446
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

Ιστορικό της έρευνας


Η σύλληψη και σχεδίαση του προγράμματος ξεκίνησε το 2009 από το Πανεπιστήμιο Κρήτης,
στο πλαίσιο της ερευνητικής και εκπαιδευτικής του αποστολής. Στο Μεγανήσι κάλεσε την
ομάδα μας η υπεύθυνη αρχαιολόγος της περιοχής Βίβιαν Στάικου, η οποία σε αυτοψία στις
αρχές του χρόνου είχε εντοπίσει παλαιολιθικά κατάλοιπα στο τότε δυσπρόσιτο νότιο τμήμα
του νησιού10. Στην επόμενη αναγνωριστική εξόρμηση στο νησιωτικό σύμπλεγμα, τον Σεπτέμ-
βριο του 2009, συμμετείχαν οι Νένα Γαλανίδου, Βαρβάρα Γκιζά, Κατερίνα Λεονταρίτη, Χρι-
στίνα Παπούλια και Βίβιαν Στάικου11.
Το πρόγραμμα αδειοδοτήθηκε ως «συνεργατική έρευνα» και υλοποιήθηκε σε συνεργασία
με τη Μαρία Σταυροπούλου-Γάτση (2010) και την Ολυμπία Βικάτου (2011-2012), εφόρους
Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων σε Αιτωλοακαρνανία-Λευκάδα, καθώς και με τον
Αντώνη Βασιλάκη (2011-2012), Έφορο Αρχαιοτήτων στην Κεφαλονιά12. Με εντατική έρευνα
επιφανείας στο Μεγανήσι, τη Θηλειά, τον Κυθρό, την Πεταλού, τα Νησόπουλα (το Αλαφο-
νήσι και τη μικρή Νησοπούλα), το σύμπλεγμα των νησιών Φορμίκουλα13, τη Μαδουρή, το
Τσοκάρι, τη Σπάρτη14, την Άτοκο και το Αρκούδι και με λιγοστές ανασκαφικές τομές μικρής
κλίμακας στο Μεγανήσι, τον Κυθρό και τη Θηλειά, εντοπίστηκε, αποκαλύφθηκε και τεκμηρι-
ώθηκε η αρχαιολογική κληρονομιά του βορειοδυτικού τμήματος του αρχιπελάγους. Η ιστορία
του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος εγγράφηκε στην ιστορία του φυσικού περιβάλλοντος. Ιδι-
αίτερη έμφαση δόθηκε στη μελέτη της νησιωτικής πανίδας και των υγροτόπων του αρχιπελά-
γους, μιας και τα μικρά νησιά αποτελούν εργαστήρια βιοποικιλότητας15, ενώ επιπλέον πτυχή
αποτέλεσε η καταγραφή και μελέτη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Για την υλοποίηση
του ερευνητικού πολυπτύχου, τον πυρήνα της αρχαιολογικής ομάδας συνέδραμαν ειδικοί από
τα πεδία της αρχιτεκτονικής, της βιολογίας, των γεωεπιστημών, της εθνοαρχαιολογίας και της
κοινωνικής ανθρωπολογίας16.
Δουλεύοντας σε πολύ μικρά νησιά σ’ ένα γεωλογικά ενεργό μέρος του κόσμου, είχαμε
επίγνωση ότι η διατήρηση και ορατότητα των αρχαιολογικών θέσεων εξαρτώνται σε μεγάλο
βαθμό από τον ευστατισμό, τις τεκτονικές κινήσεις (συμπεριλαμβανομένης της ανύψωσης ή
υποχώρησης της ακτής και των τοπικών ρυθμών αλλαγής της θαλάσσιας στάθμης), την ισο-
στασία, καθώς και φυσικά φαινόμενα υψηλής ενέργειας. Η έρευνα πεδίου ξεκίνησε στη στεριά

10 Από τότε, χάρη στον ζήλο και την αφοσίωσή της στην προϊστορική αρχαιολογία, και χάρη στο σπάνιο πνεύμα συνεργα-
σίας που διαθέτει, η Βίβιαν Στάικου αποτελεί πολύτιμη συνεργάτιδα και συνοδοιπόρο στις παλαιολιθικές έρευνες του
Πανεπιστημίου Κρήτης στη δυτική Ελλάδα.
11 Εκείνος ο πρώτος θαλάσσιος περίπλους στο Μεγανήσι, τον Κυθρό και τον Καστό πραγματοποιήθηκε με χορηγία του
Πάνου Κονιδάρη. Για να προσεγγίσουμε και να περπατήσουμε τα δυσπρόσιτα μέρη των νησιών, χρειάστηκε να επι-
στρατεύσουμε αναρριχητικές ικανότητες, αγγίζοντας τα όρια της φυσικής αντοχής μας.
12 Τα νησιά που ερευνήθηκαν ανήκουν στην περιοχή ευθύνης δύο ξεχωριστών υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού,
της ΕΦΑ Κεφαλληνίας (με αρμοδιότητα σε Άτοκο και Αρκούδι) και της ΕΦΑΑΙΤΛ (με αρμοδιότητα στα υπόλοιπα
νησιά).
13 Τη Μικρή και Μεγάλη Φερμέκουλα, όπως αποκαλούνται από τους ντόπιους.
14 Για την ετυμολογία των ονομασιών των Πριγκηπονήσων ή Τηλεβοΐδων νήσων βλ. Πάλμος 1992, 117-119.
15 Ο πλούτος σε παράκτιους και θαλάσσιους και φυσικούς πόρους οδήγησε στην υπαγωγή της μοναδικής αυτής περιο-
χής στο πρόγραμμα προστασίας Natura 2000, http://natura2000.eea.europa.eu/Natura2000/SDF.aspx?site=GR2220003.
16 Επιστημονικοί συνεργάτες στην έρευνα, πλην αυτών που υπογράφουμε την παρούσα μελέτη, ήταν οι: Ανδρέας Καπετά-
νιος, Δρ εθνοαρχαιολογίας, αρχαιολόγος στο Υπουργείο Πολιτισμού, Λεωνίδας Κουτσουμπός, λέκτορας αρχιτεκτονι-
κής στο ΕΜΠ, Ανδρέας Μαγγανάς, καθηγητής ορυκτολογίας στο ΕΚΠΑ, και Δέσποινα Νάζου, Δρ κοινωνικής ανθρω-
πολογίας, διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

447
΄
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ κ.α.

το 201017 και από το 2014 απλώθηκε και στην υφαλοκρηπίδα του κεντρικού Ιονίου, προσεγγίζοντάς
την ως μέρος του προϊστορικού τοπίου και χαρτογραφώντας την18.

Μέθοδοι
Οι αποστολές στην ύπαιθρο έγιναν σε μικρή γεωχωρική κλίμακα, οριοθετημένη από την ακτο-
γραμμή και το ανάγλυφο κάθε νησιού. Η επιφανειακή έρευνα διενεργήθηκε από εξαμελείς ομά-
δες, που αποτελούνταν από πέντε εκπαιδευόμενους φοιτητές και φοιτήτριες και μία/έναν έμπειρο
αρχαιολόγο-συντονιστή. Οι διακριτές αρχαιολογικές θέσεις ορίστηκαν με γνώμονα τα τρία κριτή-
ρια που είχε διατυπώσει η πρωτοποριακή έρευνα των Cherry, Davis, Μαντζουράνη και Whitelaw
στην Κέα19: την υψηλή πυκνότητα τεχνέργων, τη συνεχή διασπορά τους σε ενιαία έκταση και τη
δυνατότητα διάκρισης – δηλαδή να καταγράφεται τέτοια πυκνότητα ευρημάτων στην περιοχή, που
να μειώνεται αισθητά πέρα από τα όριά της.
Στα μεγαλύτερα νησιά, το Μεγανήσι, το Αρκούδι, την Άτοκο, τον Κυθρό και τη Θηλειά, η επι-
φάνεια διαιρέθηκε σε παραλληλόγραμμες γεωγραφικές ενότητες αναφοράς με εμβαδό 600 τ.μ.,
που συμβατικά τις ονομάσαμε «τετράγωνα» (εικ. 3α, β). Σε κάθε τετράγωνο, τα μέλη των ομάδων
κινήθηκαν σε ευθείες διαδρομές μήκους 100 μέτρων, με αποστάσεις 12 μέτρων ανάμεσα σε κάθε
άτομο, διαγράφοντας τεθλασμένη πορεία, προκειμένου να σαρώσουν ολόκληρη την επιφάνεια και
να συλλέξουν όλα τα ορατά τέχνεργα. Η πυκνή βλάστηση, το γεωανάγλυφο, αλλά και η ύπαρξη ιδι-
οκτησιών κυρίως στο βόρειο τμήμα του Μεγανησίου δεν επέτρεπαν την ισοκατανομή των τετρα-
o γώνων στο σύνολο του νησιού. Οι μικρότερες νησίδες αποτέλεσαν μια ξεχωριστή γεωγραφική ενό-
τητα αναφοράς. Τα ευρήματα προσδιορίζονταν χωρικά, ανάλογα με τη διαδρομή κατά την οποία
συλλέχθηκαν (εικ. 4), ενώ όπου η ορατότητα, η βλάστηση, οι περιφράξεις ή το γεωανάγλυφο δεν
επέτρεπαν διαδρομές σε διάταξη, περισυλλέχθηκαν με τυχαία δειγματοληψία (εικ. 5). Μετά την
κάλυψη ενός αριθμού ενοτήτων, οι ομάδες σταματούσαν για να αξιολογήσουν τη σοδειά τους και οι
συντονιστές κρατούσαν ημερολόγιο, σχεδίαζαν σκαριφήματα των αξιοσημείωτων δομών και αρχι-

17 Σ
 τις έρευνες στο πεδίο και το εργαστήριο έλαβαν μέρος και εκπαιδεύτηκαν φοιτητές και φοιτήτριες του Πανεπιστημίου
Κρήτης, του Πανεπιστημίου Πάτρας, του ΕΚΠΑ και του Πανεπιστημίου York. Το 2010 συμμετείχαν οι μεταπτυχιακοί/ές
Νίκος Γκιόκας, Παναγιώτης Ζερβουδάκης, Πόπη Κουκουράκη, Μαριανίκη Κουτσούκου, Κατερίνα Λεονταρίτη, Στέφα-
νος Λιγκοβανλής, Χριστίνα Παπούλια, Βίβιαν Στάικου, Όλγα Τζωρτζακάκη και οι προπτυχιακοί/ές Στέλλα Ανδρουλάκη,
Ρέτα Ατσικνούδα, Αντώνης Βρατσάλης, Αγγελική Γαρίδη, Άννα Γυπαράκη, Δέσποινα Ζαραϊδώνη, Μαρία Ζουριδάκη,
l
Χριστίνα Καριοφυλλάκη, Έλλη Καρκαζή, Δημήτρης Κοκκινάκος, Μάγδα Λιονουδάκη, Φαίδων Μουδόπουλος, Θάνος
Ρούσσης, Μαρία Σιγάλα και Κώστας Στεφανάκος. Το 2011 συμμετείχαν οι μεταπτυχιακοί/ές Νίκος Γκιόκας, Πανα-
s
γιώτης Ζερβουδάκης, Πόπη Κουκουράκη, Χριστίνα Παπούλια, Βίβιαν Στάικου, Όλγα Τζωρτζακάκη, Στέφανος Φωτεί-
νης, Πέτρος Χατζημπαλόγλου, Ελένη Χρειαζομένου, οι προπτυχιακοί/ές Δημήτρης Βακάλογλου, Αντώνης Βρατσάλης,
Μαρία Ζουριδάκη, Alex Jasiński, Δημήτρης Κοκκινάκος, Ηλίας Κούσης, Αλεξάνδρα Κρήτη, Μάγδα Λιονουδάκη, Δήμη-
τρα Μαμάκα, Φαίδων Μουδόπουλος, Θάνος Ρούσσης, Μαρία Σμπόνια, RoyWaterston και η απόφοιτη Μαριανίκη Κου-
τσούκου. Το 2012 συμμετείχαν οι μεταπτυχιακοί/ές Παναγιώτης Ζερβουδάκης, Πόπη Κουκουράκη, Χριστίνα Παπού-
λια και οι προπτυχιακές Ναταλία Πούλιου και Ειρήνη Σαλούστρου. Το 2013 συμμετείχαν οι μεταπτυχιακοί/ές Έλλη
Καρκαζή, Μάγδα Λιονουδάκη, Χριστίνα Παπούλια, Θάνος Ρούσσης, Βίβιαν Στάικου και Κώστας Στεφανάκος. Μέρος
των αρχαιολογικών ευρημάτων αποτελεί τον πυρήνα της υπό εκπόνηση διδακτορικής διατριβής της Χριστίνας Παπού-
λια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης με τίτλο Pleistocene sea crossings and submerged terrestrial routes: The view from the
Inner Ionian Archipelago. Η βιολόγος Όλγα Τζωρτζακάκη εκπόνησε μεταπτυχιακή εργασία α´ κύκλου στο Πανεπιστή-
μιο Πάτρας με τίτλο Ποικιλότητα της εδαφοπανίδας του Μεγανησίου και των δορυφορικών νησίδων (2012), ο γεωλόγος
Πέτρος Χατζημπαλόγλου εκπόνησε μεταπτυχιακή εργασία α´ κύκλου στο ΕΚΠΑ με τίτλο Κερατόλιθοι και πυριτικά προ-
ϊστορικά τέχνεργα από το Μεγανήσι Λευκάδος (2014) και η γεωλόγος Αλεξάνδρα Ζαβιτσάνου εκπόνησε μεταπτυχιακή
εργασία α´ κύκλου στο ΕΚΠΑ με τίτλο Παλαιογεωγραφική αναπαράσταση του βόρειου Εσωτερικού Ιονίου Αρχιπελάγους
σε περιόδους χαμηλής στάθμης θάλασσας μέσα στο Ανώτερο Τεταρτογενές (2016).
18 http://honorfrostfoundation.org/?s=Galanidou. Zavitsanou κ.ά. 2015, Zavitsanou κ.ά. υπό κρίση.
19 Cherry κ.ά. 1991.

448
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

τεκτονικών λειψάνων και προχωρούσαν στη διαλογή των ευρημάτων. Δεδομένου ότι τη μερίδα του
λέοντος στα κινητά ευρήματα κατείχαν τα πυριτολιθικά τέχνεργα, ήταν απαραίτητη η διάκριση των
φυσικών αποκρουσμάτων από τα λαξευμένα, μιας και οι μαθητευόμενοι αρχαιολόγοι δεν ήταν σε
θέση να τα διακρίνουν κατά την επιφανειακή σάρωση. Κάτω από ένα δέντρο ή και κάτω απ’ τον
ήλιο, τα διαλείμματα για επιθεώρηση, διαλογή των ευρημάτων και εκτίμηση των αρχαιολογικών
θέσεων αποτελούσαν ευκαιρία ώστε να εντρυφήσουν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες στα διακριτικά
χαρακτηριστικά των λαξευμένων αντικειμένων, στις βασικές αρχές της επιφανειακής έρευνας και
στις τεχνικές της δειγματοληψίας.
Όσο προχωρούσε η επιφανειακή σάρωση, οι γεωγραφικές και αρχαιολογικές πληροφορίες για
τέχνεργα, αρχαιολογικές θέσεις και μνημεία ενσωματώνονταν σταδιακά στο Σύστημα Γεωγραφι-
κών Πληροφοριών. Πληροφορίες για τοπωνύμια, χαρακτηριστικά του αναγλύφου, υγρότοπους,
γεωλογικούς σχηματισμούς (π.χ., δολίνες, σπήλαια) και νεότερες αγροτικές δομές (π.χ. αλώνια,
μαντριά, στέρνες, ανεμόμυλους), που συλλέχθηκαν από την επιτόπια έρευνα ή τοπικούς πληροφο-
ριοδότες, χαρτογραφήθηκαν και αποτυπώθηκαν20.
Το έργο της γεωγραφικής υποστήριξης και τεκμηρίωσης του προγράμματος, τόσο στο πεδίο όσο
και στο εργαστήριο, διακρίνεται σε τρεις άξονες: α) ανάπτυξη και διαχείριση Συστήματος Γεωγρα-
φικών Πληροφοριών, β) υποστήριξη των ομάδων στην εργασία υπαίθρου, και γ) εξαγωγή στοιχείων
και γεωγραφικών συσχετισμών για την ποσοτική, ποιοτική, στατιστική και γεωχωρική ανάλυση των
ευρημάτων. Παρακάτω γίνεται αναφορά στους δύο πρώτους άξονες.
Το Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών περιλαμβάνει πολλαπλά θεματικά επίπεδα χαρτογρα-
φικών πληροφοριών, σε μορφή τοπογραφικών (1:5.000), ιστορικών, γεωλογικών χαρτών και δορυ-
φορικών εικόνων, που εξυπηρετούσαν ως σημεία αναφοράς την έρευνα στο πεδίο. Καρπός συνερ-
γασίας αρχαιολόγου και γεωγράφου, αποτελείται από: α) ένα βελτιωμένο τοπογραφικό υπόβαθρο
του Δήμου Μεγανησίου, β) τη γεωγραφική βάση δεδομένων των κινητών ευρημάτων και δομών
που αναπτύχθηκε σε περιβάλλον ArcGIS 9.3, γ) τη χαρτογραφική αποτύπωση, και δ) δέκτες GPS
χειρός με λογισμικό ArcPAD 8.
Στον σχεδιασμό του συστήματος λήφθηκαν υπόψη, αφενός οι απαιτήσεις του προγράμματος
για ακριβή τεκμηρίωση των γεωχωρικών δεδομένων και αφετέρου το εύρος των ευρημάτων που θα
καταχωρίζονταν στη βάση. Το γεωγραφικό υπόβαθρο περιλαμβάνει τις ακτογραμμές του νησιωτικού
συμπλέγματος του Δήμου Μεγανησίου, τις ισοϋψείς, τα τριγωνομετρικά σημεία, το οδικό δίκτυο,
τους οικισμούς, τα ρέματα, τους υδροβιότοπους, τα σπήλαια και τα τοπωνύμια· τα στοιχεία αυτά
αποτελούν απλές κλάσεις, που οργανώθηκαν σε διακριτά θεματικά επίπεδα σε αρχεία shapefiles.
Στη σύνθεση χρησιμοποιήθηκαν χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (ΓΥΣ) 1:5.000 και
1:50.000 (ισοϋψείς, τριγωνομετρικά, τοπωνύμια), υπάρχοντα ψηφιακά δεδομένα του Δήμου (ισοϋ-
ψείς, οδικό δίκτυο, ρέματα) και δορυφορικές φωτογραφίες IKONOS του 2009. Ύστερα από αυτο-
ψίες επικαιροποιήθηκαν και κατηγοριοποιήθηκαν οι πληροφορίες για το οδικό δίκτυο (αγροτικό,
δασικό, άσφαλτος, πεζόδρομος), ενώ σε δεύτερο χρόνο καταγράφηκαν στοιχεία και δομές του νεό-
τερου πολιτισμού και της φυσικής ιστορίας σε Μεγανήσι, Κυθρό, Θηλειά. Για όλα τα στοιχεία ως
σύστημα αναφοράς επιλέχθηκε το ΕΓΣΑ ’87.
Η γεωχωρική βάση δεδομένων σχεδιάστηκε έτσι ώστε να υποστηρίξει και να τεκμηριώσει τη
μεθοδολογία πεδίου, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε στο τοπίο το ανθρώπινο δυνα-
μικό και σαρώθηκε η επιφάνεια του εδάφους σε διάταξη παράλληλων διαδρομών. Αποτελείται από
δύο κλάσεις στοιχείων: στην πρώτη περιλαμβάνονται τα γεωχωρικά δεδομένα κάθε τετραγώνου
(ορατότητα, βλάστηση, έδαφος, περιοχές πρόσβασης, ταφικές ή αρχιτεκτονικές δομές κλπ.) και στη
δεύτερη οι ποσότητες των ευρημάτων που προκύπτουν από τις αντίστοιχες διαδρομές.
Οι πληροφορίες κάθε ενότητας συμπληρώνονταν στη «φόρμα καταγραφής τετραγώνου» από
τον συντονιστή της ομάδας, ενώ τα στοιχεία που αφορούν την καταμέτρηση, κατηγοριοποίηση
και χρονολόγηση των διαγνωστικών ευρημάτων που προήλθαν από τις έξι διαδρομές συμπληρώ-

20 Koutsoumpos – Galanidou 2015.

449
΄
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ κ.α.

νονταν στη «φόρμα καταγραφής ευρημάτων» από τον υπεύθυνο καταγραφής. Τα όρια διακριτών
αρχαιολογικών θέσεων ή η ακριβής θέση των ευρημάτων αποτυπώνονταν σε δεύτερο στάδιο,
πριν αποχωρήσει η ομάδα από το πεδίο, με τη βοήθεια δέκτη GPS χειρός.
Με ζητούμενα τον καλύτερο προσανατολισμό στο πεδίο και τη μεγαλύτερη δυνατή κάλυψη
της περιοχής, οι υπεύθυνοι των αρχαιολογικών ομάδων εξοπλίζονταν με ορθοφωτοχάρτες των
γεωγραφικών ενοτήτων (τετραγώνων), πυξίδα, χάρτη και δέκτες GPS χειρός. Τα δεδομένα του
Συστήματος Γεωγραφικών Πληροφοριών μεταφέρονταν σ’ αυτές τις φορητές συσκευές, με απο-
τέλεσμα οι ομάδες να έχουν εικόνα της θέσης τους σε πραγματικό χρόνο – σε συνδυασμό με
το λογισμικό ArcPAD 8 κατά μέσο όρο παρεχόταν ακρίβεια θέσης 3 μ. (PDOP). Επιπλέον, οι
δέκτες GPS αξιοποιήθηκαν και για την αποτύπωση θέσεων, δομών ή μεγάλων συγκεντρώσεων
ευρημάτων. Τέλος, προκειμένου να διευκολυνθεί και το έργο της γεωλογικής ομάδας εργασίας
στο πεδίο, έγινε ψηφιοποίηση και γεωαναφορά γεωλογικών χαρτών, οι οποίοι εμφανίζονταν ως
υπόβαθρο στη φορητή συσκευή, επίσης σε πραγματικό χρόνο. Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκαν
σχετικές κλάσεις στοιχείων (δολίνες, πετρώματα, ρήγματα), που αποτελούν αντικείμενο επε-
ξεργασίας από την ομάδα, ώστε να ενσωματωθούν στο Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών
του έργου.

Αποτελέσματα της έρευνας


Παρά την αρχική φιλοδοξία μας να καλύψουμε μεγαλύτερη έκταση21, η εντατική επιφανειακή
o έρευνα αναπτύχθηκε σε περίπου 7 τ.χλμ. Κύρια εμπόδια αποδείχτηκαν η κατά τόπους πολύ
πυκνή βλάστηση, το απόκρημνο ανάγλυφο με ακόμη και κατακόρυφες κλίσεις, η δύσκολη προ-
σβασιμότητα ορισμένων σημείων, πολλές φορές μέσα από παμπάλαια και για χρόνια απάτητα
μονοπάτια22 (εικ. 6α), καθώς και οι βιότοποι πτηνών σε παραλίες και βραχονησίδες, όπως στην
Πεταλού. Αν και οι συντονιστές μελετούσαν από την προηγούμενη μέρα τη μορφολογία του
εδάφους και τις συνθήκες πρόσβασης στην υπό σάρωση περιοχή, συχνά οι –αρκετά πρόσφατες–
δορυφορικές απεικονίσεις του αναγλύφου αποδεικνύονταν παραπλανητικές. Aλλού η υπερβο-
λική αύξηση της βλάστησης23 (εικ. 6β), αλλού η εντατική οικοδομική δραστηριότητα και η διά-
νοιξη δρόμων (κατά μήκος της ακτογραμμής του Μεγανησίου) είχαν επιφέρει δραστικές αλλαγές
στο τοπίο. Σε μικρότερα νησιά που καλύπτονταν από πυκνή και ακανθώδη βλάστηση και σε
βραχονησίδες, όπως στη Φορμίκουλα, η έρευνα τις περισσότερες φορές μπορούσε να διεξαχθεί
μόνο κατά μήκος μονοπατιών, που είχαν δημιουργηθεί από τη βοσκή των αιγοπροβάτων ή τη
l διάβρωση του εδάφους.
Συνολικά εντοπίστηκαν τριάντα αρχαιολογικές θέσεις και συλλέχθηκαν περίπου είκοσι χιλιά-
s δες κινητά ευρήματα, που χρονολογούνται από τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή (ΜΠΕ) έως τον 20ό
αιώνα και υποδεικνύουν ένα διάστημα περιορισμένης ή ιδιότυπης κατοίκησης κατά τον Μεσαί-
ωνα. Τον κύριο όγκο αποτελούν εργαλεία και αποκρούσματα λαξευμένου πυριτόλιθου και κερα-
τόλιθου, από την Παλαιολιθική, τη Νεολιθική και την Εποχή του Χαλκού. Τα κεραμικά είναι
πολύ λιγότερα· ξεκινούν από τη Νεολιθική Εποχή (ΝΕ) και καλύπτουν την Εποχή του Χαλκού
(ΕΧ), την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (ΠΕΣ), τους αρχαϊκούς, τους κλασικούς, τους ελληνιστι-
κούς και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους, αλλά ενδιάμεσα με αρκετές ασυνέχειες. Συγκριτικά
πολύ περισσότερα είναι τα άβαφα χρηστικά όστρακα, που όμως μπορούν να χρονολογηθούν με
δυσκολία. Επίσης, αξιοσημείωτος είναι και ο αριθμός εφυαλωμένων οστράκων και γενικότερα
κεραμικών του ύστερου Μεσαίωνα και των νεότερων χρόνων.
Προκειμένου να εξεταστεί και να αξιολογηθεί το υλικό, η ομάδα διευρύνθηκε με ειδικούς

21 Η συνολική έκταση του Εσωτερικού Αρχιπελάγους του Ιονίου είναι 75,4 τ.χλμ. Από αυτά, 57 τ.χλμ. καταλαμβάνει το
βορειοδυτικό σύμπλεγμα και τα υπόλοιπα οι Εχινάδες νήσοι.
22 Ιδιαίτερα το 2010, πριν τη διάνοιξη του δρόμου προς την τοποθεσία Κεφάλι, η πρόσβαση στο νότιο τμήμα του Μεγανη-
σίου ήταν εφικτή μόνο από ένα δύσβατο μονοπάτι, που ξεκινούσε από τη Μισογαλιά και διέσχιζε τον Τούρλο.
23 Η δυτική Ελλάδα συγκεντρώνει τα μεγαλύτερα ύψη βροχής σε όλη τη χώρα.

450
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

στην κεραμική διαφόρων περιόδων. Στη συνέχεια παρουσιάζονται συνοπτικά τα πορίσματα από
την προκαταρκτική μελέτη των κινητών ευρημάτων, ενώ η λεπτομερής ανάλυσή τους βρίσκεται
σε εξέλιξη. Η παρουσίαση γίνεται κατά ιστορική περίοδο και κατηγορία ευρημάτων, αποτυπώ-
νοντας τη συμβολή των επιμέρους συνεργατών του προγράμματος στο μεγαλύτερο εγχείρημα
για τη συγγραφή μιας ιστορίας του αρχιπελάγους.

Λιθοτεχνίες της Παλαιολιθικής και Μεσολιθικής Εποχής


Στον Κυθρό και τη Μεσογή του Μεγανησίου εντοπίστηκαν οι πρωιμότερες ενδείξεις ανθρώπινης
παρουσίας (εικ. 7α). Πρόκειται για πυρηνικά εργαλεία μεγάλου μεγέθους, καθώς και για εργα-
λεία κατασκευασμένα σε χοντρές φολίδες κερατόλιθου ή αδρόκοκκου πυριτόλιθου. Το αντιπρο-
σωπευτικότερο δείγμα βρέθηκε στον Κυθρό (εικ. 8), ενώ ακόμη δύο εργαλεία κατασκευασμένα
σε μεγάλες, χοντρές φολίδες εντοπίστηκαν στη Σχίζα, στο κεντρικό Μεγανήσι. Από την απουσία
συνευρημάτων που εγγράφονται στην Κατώτερη Παλαιολιθική Εποχή, η υπόθεση εργασίας για
τα αντικείμενα αυτά είναι ότι πιθανώς ανήκουν σε μια πρώιμη μέση παλαιολιθική λιθοτεχνία.
Ο μεγαλύτερος αριθμός λίθινων ευρημάτων χρονολογείται στη ΜΠΕ (εικ. 7α). Στον
ελλαδικό χώρο οι λιθοτεχνίες της ΜΠΕ αποδίδονται στον άνθρωπο του Νεάντερταλ (Homo
neanderthalensis)24. Αποκρούσματα και εργαλεία της περιόδου εντοπίζονται σχεδόν σε όλο το
Μεγανήσι και τις γύρω νησίδες. Το κεντρικό Μεγανήσι –σε Μεσογή και Σχίζα–, το νότιο Μεγα-
νήσι –σε Κεφάλι, Μεσογαλιά, Μακρυχώραφο, Αψιδιά–, το δυτικό Μεγανήσι –σε Δρυμιά, Αζώ-
ηρα, Βίγλα, Χωραφάκι, Ελληνικό, Ράχες, Αγριλιά– και ο Κυθρός έχουν αποδώσει πολυάριθμα
ευρήματα, όπως δισκοειδείς πυρήνες, μονά ξέστρα, διπλά ξέστρα, συγκλίνοντα ξέστρα, ξέστρα
τύπου Quina, καθώς και πυρήνες και εργαλεία που παράχθηκαν με την τεχνική Levallois (εικ. 9).
Λιγότερα ευρήματα της ΜΠΕ εντοπίζονται στο ανατολικό Μεγανήσι – σε Λιμονάρι, Κακοπέτρι,
Χουχλιό, Μακρυκωνσταντή, Ακόνια, Ελιά.
Ανάμεσα στα πολυάριθμα εργαλεία, τους πυρήνες και τα αποκρούσματα που βρέθηκαν στο
μεγάλο πλάτωμα της Ατόκου, ορισμένα χρονολογούνται στην Πλειστόκαινο Εποχή. Λίγα από
αυτά εγγράφονται στη ΜΠΕ, όπως για παράδειγμα δύο αιχμές Levallois (εικ. 10α). Το μικρό
μεσοπαλαιολιθικό σύνολο είναι ιδιαίτερα φθαρμένο, γεγονός που μπορεί να συνδέεται με την
παλαιότητά του ή απλώς με την αποθετική του ιστορία. Αν είναι σωστή η πρώτη υπόθεση, τότε
πρώιμοι Νεάντερταλ θα έφταναν στο νησί πριν από 250 χιλιάδες χρόνια, όταν αυτό ενωνόταν με
τις κοντινές στεριές με χερσαίες γέφυρες. Αν όμως το υλικό προέρχεται από την Ανώτερη Πλει-
στόκαινο Εποχή, τότε αποτελεί αδιάσειστο τεκμήριο ότι κάποιοι Νεάντερταλ διέσχισαν τη μικρή
θαλάσσια απόσταση, ώστε να προσεγγίσουν την Άτοκο, όταν πλέον είχε παγιωθεί ο νησιωτικός
της χαρακτήρας, έχοντας κατασκευάσει κάποιο πλωτό μέσο. Η ολοκλήρωση της μελέτης του
υλικού, που βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς και η χρονολόγηση των αποθέσεων του μεγάλου πλα-
τώματος θα απαντήσουν στο ερώτημα.
Η εικόνα από το Αρκούδι, το οποίο θα μπορούσε να προσεγγιστεί από χερσαίες γέφυρες
σε περιόδους υποχώρησης της θαλάσσιας στάθμης κατά το τέλος της Μέσης Πλειστοκαίνου
και κατά την Ανώτερη Πλειστόκαινο Εποχή25, είναι διαφορετική. Ένας σημαντικός αριθμός από
εργαλειακούς τύπους της ΜΠΕ, όπως ξέστρα και αιχμές (εικ. 10β), δισκοειδείς πυρήνες και
πυρήνες για την κατασκευή αιχμών και αποκρουσμάτων με την τεχνική Levallois εντοπίζεται
κυρίως στο νότιο πλάτωμα του νησιού.
Το αρχαιολογικό σύνολο της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (ΑΠΕ) στα νησιά του αρχι-
πελάγους είναι αριθμητικά πιο περιορισμένο από εκείνο της προηγούμενης περιόδου (εικ. 7β).
Χαρακτηριστικά εργαλεία της ΑΠΕ έχουν εντοπιστεί σε πολλές περιοχές του Μεγανησίου:
δυτικά –σε Σπήλαιο Γεραλή, Κουτελάδες, Ράχες, Κονοταφιό, Δρυμιά–, κεντρικά –σε Μεσογή
και Σχίζα–, νότια –σε Μακρυχώραφο, Τούρλο, Κεφάλι, Μεσογαλιά– και ανατολικά –σε Αϊ-Λια,

24 Βλ. Galanidou 2004. Darlas 2007. Γαλανίδου – Ευστρατίου 2014.


25 Zavitsanou κ.ά. 2015, Zavitsanou κ.ά. υπό κρίση.

451
΄
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ κ.α.

Κακοπέτρι, Μακρυκωνσταντή, Ελιά, Αλαφομύτη. Τα περισσότερα ευρήματα, περίπου εκατό,


προέρχονται από τον Κυθρό, όπου καταγράψαμε μεταξύ άλλων τροπιδωτά ξέστρα, γλυφίδες και
μαχαίρια με ράχη. Επίσης, η πρωιμότερη περίοδος αντιπροσωπεύεται από λιγοστές Ωρινιάκιες
λεπίδες και ξέστρα. Στο Αρκούδι εντοπίστηκαν λεπίδες και πυρήνες λεπίδων, καθώς και τα χαρα-
κτηριστικά τερματικά ξέστρα και οι μικρολεπίδες με ράχη. Λεπίδες, μικρολεπίδες με ράχη, τερ-
ματικά και τροπιδωτά ξέστρα βρέθηκαν και στην Άτοκο. Εκτός από την πληθώρα πυρήνων φολί-
δων, από την Άτοκο προέρχεται και ένας αρκετά μεγάλος αριθμός πυρήνων για την κατασκευή
λεπίδων, χαρακτηριστικό που γενικότερα απουσιάζει από το Μεγανήσι, τη Θηλειά, τον Κυθρό
και τις υπόλοιπες μικρές νησίδες. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα νησιά,
εδώ αδιαμφισβήτητα παρατηρείται εντονότερο το αρχαιολογικό αποτύπωμα του Ανατομικά Σύγ-
χρονου Ανθρώπου σε σχέση με το αποτύπωμα του ανθρώπου του Νεάντερταλ.
Τέλος, ελάχιστα εργαλεία και κυρίως πυρήνες από το Αρκούδι, την Άτοκο, τη Θηλειά, αλλά
και μεμονωμένα αντικείμενα από ακόμη λίγες θέσεις του Μεγανησίου θα μπορούσαν να αποδο-
θούν στη Μεσολιθική Εποχή (εικ. 11α).

Λιθοτεχνίες της Νεολιθικής Εποχής και της Εποχής του Χαλκού


Εργαλεία, πυρήνες και αποκρούσματα λαξευμένου λίθου που ανάγονται στη Νεολιθική Εποχή
και την Εποχή του Χαλκού (ΝΕ/ΕΧ) απαντούν σε πολλές θέσεις του εσωτερικού αρχιπελάγους
και με πληθώρα ευρημάτων (εικ. 11β). Σε πολλές περιπτώσεις, πέρα από τα τεχνολογικά και
o μορφολογικά χαρακτηριστικά τους, αναγνωρίζονται και από την απουσία επιφανειακής αλλοίω-
σης και τις σχετικά φρέσκιες και κοφτερές ακμές τους. Δεδομένου ότι πρόκειται για επιφανειακό
υλικό, αρκετά συχνά είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδοθεί με ακρίβεια στη Νεολιθική ή στην
Εποχή του Χαλκού. Στη Μεσογή του κεντρικού Μεγανησίου –στις θέσεις Μεσογή 1, Μεσογή
2, Μεσογή 3, Μεσογή 4– εντοπίζονται πυρήνες, φολίδες μεγάλου μεγέθους και κεντροφερούς
κατάτμησης με κοφτερές ακμές, ξέστρα, φολίδες με εγκοπές ή κολοβώσεις, και διατρητικά εργα-
λεία. Επίσης, περισυλλέχθηκαν αρκετά μαχαίρια με φυσική ράχη, καθώς και ελάχιστες γλυφίδες
και σφηνίσκοι. Στον εργαλειακό εξοπλισμό συγκαταλέγονται και νεολιθικές αιχμές βελών και
δοράτων με αμφιπρόσωπη επεξεργασία (εικ. 12), που βρίσκουν ακριβή παράλληλα στη γειτο-
νική Κεφαλονιά, αλλά και στα σπήλαια Φράγχθι της Ερμιονίδας και Κίτσου της Λαυρεωτικής26.
Στο δυτικό Μεγανήσι, αποκρούσματα και εργαλεία της ΝΕ/ΕΧ απαντούν σε Ράχες, Κονοταφιό,
Αζώηρα και Αγριλιά. Από τα ευρήματα του Αζώηρα ξεχωρίζουν εννέα εργαλεία με αμφιπρόσωπη
l επεξεργασία, το ένα από τα οποία είναι ημίεργη φυλλόσχημη αιχμή. Στην Αγριλιά συλλέχθηκαν
λίγες λεπίδες και μικρολεπίδες και κάποια χαρακτηριστικά εργαλεία με αρχόμενη αμφιπρόσωπη
s επεξεργασία, ανάμεσά τους μία αμυγδαλόσχημη αιχμή.
Στο νότιο Μεγανήσι –στις θέσεις Τουρκόμνημα 1 και Τουρκόμνημα 2– σε συνάφεια με δύο
μεγαλιθικά ταφικά μνημεία27 εντοπίστηκαν ξέστρα σε υπόβαθρο λεπίδας και αιχμές με επιμελη-
μένη επεξεργασία. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν δύο αιχμές δοράτων, μία τριγωνική και μία φυλ-
λόσχημη από το Τουρκόμνημα 1. Στον βραχώδη και απόκρημνο Τούρλο, το φυσικό οχυρό που
δεσπόζει πάνω από το Μυλί, περισυλλέχθηκαν δύο μονοεδρικοί και ένας διεδρικός πυρήνας φολί-
δων, καθώς και ένας εξαντλημένος πρισματικός πυρήνας λεπίδων. Εδώ εντοπίστηκαν φολίδες και
ορισμένες λεπίδες με πατίνα σε διάφορους βαθμούς, και ακόμη δώδεκα ξέστρα και φολίδες με
γραμμική επεξεργασία. Τέλος, από τo Κεφάλι προέρχονται ελάχιστες φολίδες και λεπίδες της ΝΕ/
ΕΧ, τρία πλευρικά ξέστρα, ένα μαχαίρι με φυσική ράχη, μία λεπίδα με επεξεργασία, ένας σφηνί-
σκος, μία μικρή αιχμή βέλους με μίσχο κι ένα εργαλείο με αμφιπρόσωπη επεξεργασία.
Στον Κυθρό εντοπίστηκε μια λιθοτεχνία φολίδων και λεπίδων, ενώ περισυλλέχθηκαν πολύ
περισσότεροι πυρήνες απ’ ό,τι στο Μεγανήσι. Είκοσι εννέα πυρήνες φολίδων διαφόρων τύπων,

26 Στάικου 2013. Για την Κεφαλονιά βλ. Μεταξάς 2018 κ.ά., υπό εκτ. Για το σπήλαιο Φράγχθι βλ. Perlés 1981. Για το
σπήλαιο Κίτσου βλ. Perlés 2004.
27 Βικάτου, παρών τόμος.

452
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

μονοεδρικοί, πολυεδρικοί, κωνικοί και δισκοειδείς, λαξευμένοι σε πυριτόλιθο χρώματος καφέ και
μπεζ, καταγράφηκαν στις θέσεις Κυθρός 2 και Κυθρός 3. Στην πρώτη θέση βρέθηκαν επίσης
αρκετά ξέστρα, οδοντωτά, καθώς και διατρητικά εργαλεία, ενώ στη δεύτερη πολλές μικρολεπίδες.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στη νησίδα αυτή είναι η έντονη παρουσία αιχμών δοράτων διαφόρων
τύπων με αμφιπρόσωπη επεξεργασία, όπως και άλλων εργαλείων με αμφιπρόσωπη επεξεργασία,
που ανάλογα με τη χρήση τους δηλώνουν είτε κυνηγετική, είτε τελετουργική δραστηριότητα.
Στην Άτοκο εντοπίστηκαν μεγάλα γεωμετρικά εργαλεία, που ίσως παράχθηκαν κατά τη ΝΕ/
ΕΧ, καθώς και πολυάριθμες λεπίδες, τρυπάνια (τύπου slug) και διάφορα είδη αιχμών (με μίσχο
ή με ώμο, για παράδειγμα). Ξεχωρίζουν δύο λίθινα στελέχη δρεπανιών με στίλβη, κατασκευα-
σμένα στον ντόπιο λεπτόκοκκο πυριτόλιθο. Στο Αρκούδι συλλέχθηκαν τμήματα λεπίδων, που φαί-
νεται πως χρησιμοποιήθηκαν ως στελέχη δρεπανιών κατά τη ΝΕ/ΕΧ, αν και δεν έχουν καταγραφεί
μακροσκοπικά ίχνη στίλβης. Αιχμές με ώμο, με μίσχο, οβάλ και επιμήκεις φυλλόσχημες εντοπί-
ζονται κυρίως στο βόρειο πλάτωμα της νησίδας, όπου προφανώς εκείνη την περίοδο εντατικοποι-
ήθηκε η κυνηγετική δραστηριότητα. Άξιo αναφοράς είναι και σύνολο από δεκαπέντε τέχνεργα
κατασκευασμένα σε οψιανό. Περιέχει τμήματα λεπίδων, μικρολεπίδων, φολίδων και εργαλεία σε
λεπίδες και φολίδες (εγκοπή και σφηνίσκος). Τέλος, μικρός αριθμός αποκρουσμάτων και εργα-
λείων της ΝΕ/ΕΧ βρέθηκε και στη Θηλειά 1, στη μικρή ομώνυμη νησίδα μεταξύ Λευκάδας και
βορειοδυτικού Μεγανησίου.

Κεραμική από την Εποχή του Χαλκού έως την Ύστερη Ρωμαϊκή Εποχή
Η μελέτη της κεραμικής επικεντρώθηκε στη δραστηριότητα στην ύπαιθρο, εξετάζοντας μακρο-
χρόνιες τάσεις κατοίκησης, λειτουργίας του χώρου και οργάνωσης των εκμεταλλεύσεων, μέσω της
κατανομής και της λειτουργικής κατηγοριοποίησης των αντικειμένων.
Κατά την Εποχή του Χαλκού ξεχωρίζουν τρεις θέσεις στο Μεγανήσι, και οι τρεις στο νότιο
τμήμα του νησιού (εικ. 13α, β). Το Μυλί, το Καστρί και ο Τούρλος διαθέτουν ικανή ποσότητα
κεραμικής που χρονολογείται στην Πρώιμη, Μέση και/ή Ύστερη Εποχή του Χαλκού (ΠΕΧ, ΜΕΧ,
ΥΕΧ αντίστοιχα). Επιπλέον, λίγο βορειότερα, στο Τουρκόμνημα, βρέθηκαν δύο όστρακα από
σώμα αγγείου που ίσως ανήκουν στην ΠΕΧ. Στην περίπτωση αυτή, τα μόνα χρονολογήσιμα κρι-
τήρια ήταν ο πηλός και η επιφανειακή τους επεξεργασία.
Από τις ομάδες κεραμικής της ΠΕΧ και ΜΕΧ (εικ. 14α, β), τρία όστρακα μπορούν να χρονολο-
γηθούν σε συγκεκριμένη υποπερίοδο, και ειδικότερα στην ΠΕΧ ΙΙ, καθώς δεν είναι τοπικής παρα-
γωγής και μοιάζουν με τη νότια ηπειρωτική κεραμική. Δύο προέρχονται από το Μυλί και ένα από
τον Τούρλο, ενώ το καθένα αντιπροσωπεύει διαφορετικό τύπο λαβής, μια οριζόντια, μια κάθετη
ταινιωτή και μια λαβή κοχλιαρίου. Οι δύο πρώτες, από το Μυλί, διατηρούσαν κατάλοιπα πρωτο-
βερνικωτής ή σκούρας βαφής, ενώ εκείνη από τον Τούρλο δεν έφερε ίχνη της αρχικής επιφάνειας.
Το Μυλί έχει δώσει επίσης και κατάλοιπα της ΥΕΧ, που αντιπροσωπεύονται από τη λεγόμενη πορ-
τοκαλέρυθρη κεραμική. Ο Τούρλος φαίνεται πως περιλαμβάνει τεκμήρια δραστηριότητας τόσο
κατά τη ΜΕΧ, όσο και κατά την ΥΕΧ (εικ. 14γ-στ).
Σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους στο νότιο Μεγανήσι, αυτές οι δύο θέσεις κατοικήθηκαν σχε-
δόν αδιάκοπα από την ΠΕΧ έως τουλάχιστον τα τέλη της ελληνιστικής περιόδου, παρέχοντας μια
πλήρη οικοσκευή με αγγεία μεταφοράς, αποθήκευσης, παρασκευής και κατανάλωσης τροφίμων.
Κατά την ΥΕΧ η κατοίκηση επικεντρώθηκε σ’ αυτή την περιοχή. Στο υπόλοιπο νησί βρέθηκαν
μόνο τρία μεμονωμένα όστρακα, στον Ανεμόμυλο, την Αμυγδαλιά και τη Σχίζα στα βορειοανατο-
λικά.
Από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (ΥΕΧ) έως την Ύστερη Ρωμαϊκή Εποχή (ΥΡΕ), οι εισα-
γωγές άλλων αγγείων, εκτός από εμπορικούς αμφορείς, είναι σπάνιες. Κατά τους ύστερους ρωμαϊ-
κούς χρόνους γίνεται φανερή, με μακροσκοπικά κριτήρια, μια ποικιλία πηλών σε μαγειρικά σκεύη
και αμφορείς. Με εξαίρεση δύο πιθανές γεωμετρικές εισαγωγές από την Ιθάκη και λίγα κορινθιακά
αρχαϊκά-κλασικά παραδείγματα, σε γενικές γραμμές η κεραμική αντικατοπτρίζει τις επαφές με τη
Λευκάδα και την ηπειρωτική χώρα.

453
΄
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ κ.α.

Η μετάβαση στην πρώιμη Εποχή του Σιδήρου αντιπροσωπεύεται καλά στη σημαντική ταφική
θέση Τουρκόμνημα (εικ. 15, 17α), και με ένα μεμονωμένο όστρακο στη Μεσογή 3, στη βόρεια
κεντρική περιοχή του Μεγανησίου. Μόνο το Μυλί παρουσιάζει συνεχή ακολουθία σε όλη την
περίοδο, ωστόσο από τα τέλη του 8ου αιώνα αναβιώνει η δραστηριότητα στον Τούρλο, ενώ ιδρύε-
ται κι ένας νέος σημαντικός οικισμός στη βορειοανατολική ακτή, στο Χουχλιό. Από την αρχαϊκή
έως την ελληνιστική περίοδο (εικ. 16α), και ιδιαίτερα από την ύστερη κλασική και μετά, μεμο-
νωμένα ευρήματα σε Ανεμόμυλο, Λιμονάρι και ακρωτήρι Λαγκάδα, κυρίως εμπορικοί αμφορείς,
κλειστά αγγεία, λεκάνες και χύτρες, πιθανώς υποδεικνύουν εκμετάλλευση της υπαίθρου που
οργανώθηκε από το Χουχλιό (εικ. 17β-δ). Παρόμοια δραστηριότητα μικρής κλίμακας εμφανίζε-
ται στην Άτοκο και τον Κυθρό.
Αυτό το πρότυπο κατοίκησης τελειώνει στους ύστερους ελληνιστικούς και πρώιμους ρωμαϊ-
κούς χρόνους. Ασφαλή τεκμήρια της πρώιμης και μέσης ρωμαϊκής περιόδου28 είναι πενιχρά. Αν
εξαιρέσουμε τα εισηγμένα ρωμαϊκά αντικείμενα σε Τουρκόμνημα και Μεσογή, που είναι σύγ-
χρονα με τα τελευταία στάδια της ελληνιστικής ακολουθίας, μεμονωμένα όστρακα του 1ου και
2ου μ.Χ. αιώνα εντοπίστηκαν στο Χουχλιό, τη Μεσογή και τη Μισογαλιά σε τόσο μικρό αριθμό,
που δεν επιτρέπουν να τα χαρακτηρίσουμε ως τεκμήρια αδιάλειπτης κατοίκησης (εικ. 17ε). Η
εικόνα αυτή βρίσκεται σε αντίθεση προς εκείνη από τη νότια Λευκάδα ακριβώς την ίδια περί-
οδο, και μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι οι κάτοικοι του γειτονικού νησιού δραστηριοποιούνταν
ευκαιριακά μόνο στο Μεγανήσι29. Όμως, με την αναβίωση της δραστηριότητας στους ύστερους
o ρωμαϊκούς χρόνους, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα δείχνουν μια πολύ διαφορετική δομή κατοίκη-
σης (εικ. 16β). Μικρές διάσπαρτες ομάδες αμφορέων και μαγειρικών σκευών, κλειστά τα περισ-
σότερα, και δείγματα οικοσκευής αμελούς κατασκευής βρέθηκαν σε δεκαπέντε θέσεις σε όλο το
Μεγανήσι και σε δύο στα γύρω νησιά, με πολλές καινούριες τοποθεσίες δραστηριότητας, όπως
το Κεφάλι και οι Ράχες, πέρα από τα ήδη εντοπισμένα κέντρα (εικ. 17στ, ζ). Πάντως, ενδείξεις
για κάποιο μεγάλο οικιστικό κέντρο ή για ιεράρχηση οικισμών δεν υπάρχουν. Η γενικά χαμηλή
πυκνότητα υλικού σε μια περίοδο όπου οι υψηλότερες θερμοκρασίες όπτησης επιτυγχάνουν άρι-
στη διατήρηση των οστράκων, εγείρει ερωτήματα αναφορικά με την κλίμακα και την οργά-
νωση της δραστηριότητας. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα από το Μεγανήσι είναι διαφορετικά από
εκείνα, λόγου χάρη, από τη βόρεια Ιθάκη, όπου η έρευνα στην κοιλάδα του Σταυρού αποκάλυψε
ακμή της δραστηριότητας κατά την Ύστερη Ρωμαϊκή Εποχή30.

l Μεσαιωνική και νεότερη κεραμική


Τα υπόλοιπα κεραμικά ευρήματα υποδεικνύουν οικιστικές θέσεις της βυζαντινής, μεταβυζαντι-
s νής και νεότερης περιόδου στο Μεγανήσι, σε Άγιο Κωνσταντίνο, Αμυγδαλιά, Αναπαυτήρια, Ανε-
μόμυλο, Βίγλα, Κεφάλι, Μεσογή, Ράχες, Τούρλο, τον Κυθρό, το Αρκούδι και το Τσοκάρι (εικ.
18α). Κατά τη βυζαντινή περίοδο (7ο-13ο αιώνα), με βάση τα τεκμήρια του υλικού πολιτισμού,
παρατηρείται σημαντική απομόνωση του νησιού από το ευρύτερο βυζαντινό περιβάλλον. Η
ανθρώπινη παρουσία φαίνεται περιορισμένη και επιλεκτική, ενώ η κεραμική είναι αποκλειστικά

28 Υπάρχει ασυμφωνία σχετικά με τα χρονικά όρια της πρώιμης, μέσης και ύστερης ρωμαϊκής περιόδου (ΠΡ, ΜΡ και ΥΡ
αντίστοιχα), και οι διαφορετικές προσεγγίσεις που υιοθετούνται από ομάδες που μελετούν ευρήματα από επιφανειακή
έρευνα μπορεί να έχουν σημαντική επίδραση στην ερμηνεία των δεδομένων (Stewart 2013, 120). Εδώ χρονολογούμε
την ΠΡ μεταξύ περίπου 31 π.Χ. και 200 μ.Χ., τη ΜΡ μεταξύ περίπου 200 και 400 μ.Χ., και την ΥΡ μεταξύ περίπου 400
και 600 μ.Χ. Στο υλικό μας υπάρχουν όστρακα από το σώμα αμφορέων της ΥΡ1 και/ή ΥΡ2. Τα αντικείμενα αυτά δεν
είναι δυνατόν να τοποθετηθούν με ακρίβεια στο διάνυσμα του χρόνου (μάλιστα η ΥΡ1 θα μπορούσε να συνεχίζει στον
7ο μ.Χ. αιώνα). Η τελική χρονολόγηση που προτείνουμε για την ΥΡ αντανακλά ακριβώς αυτήν την αβεβαιότητα. Κατα-
τάσσουμε τα ευρήματα στην ΥΡ, επισημαίνοντας ότι δεν υπάρχουν άλλα στο κεραμικό σύνολο δυνάμει τόσο ύστερα.
Από την άποψη αυτή, η επικάλυψη με την πρώιμη Βυζαντινή Εποχή δεν είναι προβληματική.
29 Pliakou 2001.
30 Pentedeka κ.ά. 2014, 777-778. Για την κεραμική της νότιας Ιθάκης (Βαθύ) βλ. Livitsanis 2013, 106-114.

454
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

χρηστική και τοπικής παραγωγής. Κατά τον ύστερο Μεσαίωνα (13ο-16ο αιώνα), η κατοίκηση
δείχνει πως αναπτύσσεται, αν και το νησί παραμένει απομονωμένο από τα μεγάλα οικιστικά
δίκτυα της περιοχής. Οι επαφές του Μεγανησίου με τον ελλαδικό χώρο και τη Δύση αποκαθί-
στανται κατά την επόμενη χρονική περίοδο (16ο-18ο αιώνα) και κυρίως στα νεότερα χρόνια (19ο-
20ό αιώνα). Οι μεσαιωνικές οικιστικές θέσεις παρέμειναν σε χρήση και τον 19ο και 20ό αιώνα,
σύμφωνα με την ερμηνεία των ίδιων ευρημάτων, ενώ καταγράφονται και αποκλειστικά σύγχρο-
νες οικιστικές θέσεις τόσο στο Μεγανήσι –σε Αϊ-Λια, Αϊ-Γιάννη, Ακόνια, ακρωτήρι Λαγκάδα,
Αλαφομύτη, Αψιδιά, Χωραφάκι, Χερνιάδες, Χερομούσι, Ελιά, Κακοπέτρι, Κονοταφιό, Κουτε-
λάδες, Μακρυχώραφο, Μακρυκωνσταντή, Μεσογαλιά, Μυλί, Σχίζα, ανατολικά του όρμου Σπή-
λια, Δρυμιά και Τουρκόμνημα– όσο και στα γειτονικά νησιά Άτοκο, Φορμίκουλα, Μαδουρή,
μεγάλη Νησοπούλα και Θηλειά.
Τα 380 σύνολα κεραμικών ευρημάτων που μελετήθηκαν, κατατάσσονται ως εξής: α) 24
σύνολα περιείχαν κεραμική της βυζαντινής/μεσαιωνικής ή μεταβυζαντινής περιόδου (7ου-18ου
αιώνα), β) 39 σύνολα περιείχαν μόνο μεταβυζαντινή κεραμική (16ου-18ου αιώνα), γ) 302 σύνολα
περιείχαν νεότερη και σύγχρονη κεραμική (19ου-20ού αιώνα), ενώ δ) τα υπόλοιπα 15 σύνολα περι-
είχαν αδιάγνωστη κεραμική.
Όσον αφορά την προέλευση των αγγείων, όλα τα βυζαντινά/μεσαιωνικά ή μεταβυζαντινά
σύνολα της πρώτης κατηγορίας περιείχαν κεραμική τοπικής παραγωγής, με μόνη εξαίρεση ένα
εισηγμένο είδος, πιθανώς βυζαντινό αμφορέα. Αντίθετα, από τα 39 μεταβυζαντινά σύνολα της
δεύτερης κατηγορίας, μόνο 12 περιείχαν κεραμική τοπικής παραγωγής, 26 περιείχαν κεραμική
εισηγμένη εν μέρει από την Ιταλία και τη νότια Γαλλία, ενώ ένα σύνολο περιείχε ανάμεικτη
(τοπική και εισηγμένη) κεραμική. Τέλος, στην τρίτη κατηγορία, και τα 302 σύνολα σύγχρονης
κεραμικής περιείχαν αποκλειστικά εισηγμένα είδη.
Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν πως τον 7ο-15ο αιώνα στην περιοχή του
αρχιπελάγους υπήρχε τοπική παραγωγή κεραμικής (όπως και στην απέναντι ακτή)31, η οποία
κορυφώθηκε τον 16ο-18ο αιώνα (εικ. 19α) και σταμάτησε εντελώς τον 19ο-20ό αιώνα (εικ. 18β).
Οι εισαγωγές κατά τη βυζαντινή περίοδο ήταν περιορισμένες, ωστόσο στα μεταβυζαντινά χρόνια
αυξήθηκαν, και μέχρι τον 19ο αιώνα είχαν κυριαρχήσει στην τοπική αγορά (εικ. 19β, γ)32. Τους
τελευταίους δύο αιώνες οι εισαγωγές αφορούσαν είδη επιτραπέζιας κεραμικής, που κατασκευά-
ζονταν στη νότια και δυτική Ευρώπη (εικ. 19δ)33 και λιγότερο στην Ελλάδα (εικ. 20α-γ)34, καθώς
και καλής ποιότητας επιτραπέζια, μαγειρικά και αποθηκευτικά σκεύη εκλεκτών παραγωγών από
άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου (εικ. 20δ).

Σύνοψη
Στη μελέτη αυτή περιγράψαμε το αντικείμενο, το μεθοδολογικό πολύπτυχο, το ιστορικό, καθώς
και τα κύρια πορίσματα της εντατικής επιφανειακής έρευνας στο Εσωτερικό Αρχιπέλαγος του
Ιονίου, που με μικρές εξαιρέσεις35 αποτελούσε τόπο ανεξερεύνητο. Εστιάσαμε στα κινητά ευρή-
ματα που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας και προσφέρουν το υλικό για συζήτηση
και ερμηνεία των προϊστορικών και ιστορικών δεδομένων μιας περίκλειστης αλλά απομονωμέ-
νης νησιωτικής περιοχής. Εφόσον εξεταστούν στη γεωγραφική και αρχαιολογική τους συνάφεια,
παρέχουν ένα σύνολο τεκμηρίων για παρατήρηση και σύγκριση. Λειτουργούν αυτοτελώς, ώστε
να κατανοηθεί η παρουσία και η απουσία των ανθρώπινων ομάδων στα νησιά, ο χρόνος και
ο χρονισμός της, ο τόπος και το ανάγλυφο, οι ιδιαιτερότητες της ανθρώπινης δραστηριότητας
στο νησιωτικό περιβάλλον. Αν συγκριθούν με ομόλογο υλικό που αποκάλυψαν οι συστηματικές

31 Veikou 2012, 218-232, 259-260.


32 Vroom 2014, 184-185.
33 Όπ.π., 188-189.
34 Όπ.π., 172-175, 192-193.
35 Just 1992. Ντούζουγλη 1993. Γκιζά 2017.

455
΄
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ κ.α.

εντατικές έρευνες επιφανείας στην παράκτια ζώνη και την ενδοχώρα της Αιτωλοακαρνανίας και
της Ηπείρου36, συμβάλλουν ώστε να χτιστεί μια γέφυρα γνώσης για την ιστορία και τον πολιτι-
σμό της δυτικής Ελλάδας ένθεν και ένθεν.
Μόνο κατά τη ΜΠΕ η κατοίκηση του αρχιπελάγους έχει περισσότερες ομοιότητες παρά δια-
φορές με το πρότυπο κατοίκησης στη Λευκάδα και τη δυτική ηπειρωτική Ελλάδα. Από τότε που
αποκτά τον νησιωτικό του χαρακτήρα, κατά τη διάρκεια της ΝΕ, και μέχρι τον 20ό αιώνα, το
βόρειο πολύνησο του εσωτερικού Ιονίου αναδεικνύεται ως προορισμός με ασυνεχή κατοίκηση
και ειδικές χρήσεις. Η μικρή κλίμακα και η περιορισμένη φέρουσα ικανότητα για καλλιέργεια
και αυτάρκη οικονομία, σε συνδυασμό με το εν γένει δυσπρόσιτο και βραχώδες τοπίο, αναδύο-
νται ως παράγοντες που υπαγορεύουν αυτή τη διαφορετική ιστορική πορεία.

ΑΒSTRACT

THE ARCHAEOLOGICAL SURVEY


IN THE INNER IONIAN SEA ARCHIELAGO

N. Galanidou, O. Vikatou, M. Stavropoulou-Gatsi, A. Vasilakis,


V. Staikou, G. Iliopoulos, M. Veikou, J. Forsén, C. Morgan,
J. Vroom, Ch. Papoulia, P. Zervoudakis. K. Prassas
l In this paper, we present the research questions that guided archaeological investigations in the
north cluster of islands and islets of the Inner Ionian Sea between 2010 and 2012. We describe our
s field methods and the preliminary results of the study of portable finds recovered during the intensive
survey. Through a collaboration between researchers coming from different archaeological sub-fields,
we are able to follow the history of the hominin and human presence in the region from the early
prehistoric to modern times and examine the relationship between the islands of the archipelago with
both the rest of the Ionian islands and the mainland of western Greece. With the sole exception of
the Middle Palaeolithic period, when the settlement pattern has close affinities to that of Akarnania,
Epirus and Lefkas, the Inner Ionian Archipelago emerges as a destination of specialized uses and
an area of different carrying capacity from those recorded archaeologically in the larger landmasses
around it.

36 Για τα πορίσματα των επιφανειακών ερευνών στην Ήπειρο βλ. Bailey κ.ά. 1997, στην Πρέβεζα βλ. Wiseman – Zachos
2003, και στη λεκάνη του ποταμού Κωκυτού βλ. Forsén 2009, Forsén – Tikkala 2011, Forsén κ.ά. 2016. Για την παλαι-
ολιθική Λευκάδα βλ. Γαλανίδου 2016, Galanidou κ.ά. 2016, Γαλανίδου κ.ά., παρών τόμος.

456
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Γαλανίδου 2016 Ν. Γαλανίδου, Πριν από την Αρχαία Νήρικο τι; Παλαιολιθικά ευρήματα από τους Καρυ-
ώτες Λευκάδας, στο ΝΗΡΙΚΟΣ-ΛΕΥΚΑΣ-ΚΑΣΤΡΟ, 83-111.
Γαλανίδου Ν. Γαλανίδου – Ν. Ευστρατίου, Νεάντερταλ στη Μακεδονία, στο Ε. Στεφανή – Ν.
– Ευστρατίου 2014 Μερούσης – Α. Δημουλά (επιμ.), Εκατό χρόνια αρχαιολογικής έρευνας στην προϊστορική
Μακεδονία, Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, 22-24
Νοεμβρίου 2012, Θεσσαλονίκη, 181-194.
Γκιζά 2017 Β. Γκιζά, Πήλινα ανάγλυφα πλακίδια από τη Λευκάδα και το Μεγανήσι, στο Σπείρα,
185-196.
Μεταξάς κ.ά. 2018 Ο. Μεταξάς – Γ. Στρατούλη – Ε. Κοτζαμποπούλου, Ανιχνεύοντας κοινωνικούς θεσμούς
υπό εκτ. στο νεολιθικό Ιόνιο: Η μαρτυρία από τις βλητικές αιχμές του σπηλαίου Δράκαινα στην
Κεφαλονιά, στο Έργο ΒΔ Ελλάδας, 745-756, υπό εκτ.
Ντούζουγλη 1993 A. Ντούζουγλη, Μεγανήσι, ανατολική ακτή, ΑΔ 48, Χρονικά B´1, 304.
Πάλμος 1992 Κ. Πάλμος, Μεγανησιώτικα, Αθήνα.
Στάικου 2013 Β. Στάικου, Λίθινες αιχμές στην προϊστορική Ελλάδα: Μια διαχρονική προσέγγιση στην
τεχνολογία και τυπολογία τους, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία πρώτου κύκλου,
Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο.
Just 1992 R. Just, Τα όρια της συγγένειας: Συγγένεια και κοινωνικό φύλο σε ένα νησί του Ιονίου,
στο Ε. Παπαταξιάρχης – Θ. Παραδέλης (επιμ.), Ταυτότητες και φύλο στη σύγχρονη
Ελλάδα, Αθήνα, 313-343.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Βailey κ.ά. 1997 G. Bailey – T. Cadbury – N. Galanidou – E. Kotzabopoulou, Rockshelters and Οpen-
Αir Sites. Survey strategies and regional site distributions, στο G. Bailey (επιμ.), Klithi:
Palaeolithic settlement and Quaternary landscapes in Northwest Greece, Volume 2:
Klithi in its local and regional setting, Cambridge, 521-537.
Cherry κ.ά. 1991 J.F. Cherry – J.L. Davis – E. Mantzourani – T.M. Whitelaw, The survey methods, στο
J.F. Cherry – J.L. Davis – E. Mantzourani (επιμ.), Landscape Archaeology as Long-term
History: Northern Keos in the Cycladic Islands from Earliest Settlement until Modern
Times, Monumenta Archaeologica 16, Los Angeles, 13-35.
Darlas 2007 A. Darlas, Le Moustérien de Grèce à la lumière des récentes recherches, L’anthropologie
111, 346-366.
Ferentinos κ.ά. 2012 G. Ferentinos – M. Gkioni – M. Geraga – G. Papatheodorou, Early seafaring activity in
the Southern Ionian Islands, Mediterranean Sea, Journal of Archaeological Science 39,
2167-2176, http://doi.org/10.1016/j.jas.2012.01.032
Forsén 2009 B. Forsén (επιμ.), Thesprotia Expedition I: Towards a Regional History, Papers and
Monographs of the Finnish Institute at Athens XV, Helsinki.
Forsén – Tikkala 2011 B. Forsén – E. Tikkala (επιμ.), Thesprotia Expedition II: Environment and Settlement
Patterns, Papers and Monographs of the Finnish Institute at Athens XVI, Helsinki.
Forsén κ.ά. 2016 B. Forsén – N. Galanidou – E. Tikkala (επιμ.), Thesprotia Expedition III: Landscapes
of Nomadism and Sedentism, Papers and Monographs of the Finnish Institute at Athens
XXII, Helsinki.
Galanidou 2004 N. Galanidou, Human presence in the Balkans during the Palaeolithic, στο H.J. Griffiths –
J. Reed – B. Kristufek (επιμ.), Balkan Biodiversity: Pattern and Process in the European
Hotspot, Dordrecht, 157-175.
Galanidou 2014α N. Galanidou, Archaeological survey on the Inner Ionian Sea Archipelago, στο C. Smith
(επιμ.), Encyclopaedia of Global Archaeology, New York, 3882-3888.
Galanidou 2014β N. Galanidou, Seascape survey on the Inner Ionian Sea Archipelago, στο M. Carver – B.
Gaydarska – S. Mondon-Subias (επιμ.), Field Archaeology from Around the World: Ideas
and Approaches, NewYork, 101-106.
Galanidou κ.ά. 2016 N. Galanidou – G. Iliopoulos – C. Papoulia, The Palaeolithic settlement of Lefkas:
Archaeological evidence in a palaeogeographic context, Journal of Greek Archaeology
1, 1-32.
Galanidou υπό έκδ. N. Galanidou, Parting the waters: Palaeolithic archaeology in the Central Ionian Sea,
Journal of Greek Archaeology 3, υπό έκδ.
Koutsoumpos L. Koutsoumpos – N. Galanidou, Catching water: Traditional water-collecting and
– Galanidou 2015 storing structures at Meganisi, Biocultural International Conference on Sustainability in
Architectural Cultural Heritage, Cyprus, 9-19.
Lambeck κ.ά. 2014 K. Lambeck – H. Rouby – A. Purcell – Y. Sun – M. Sambridge, Sea level and global ice
volumes from the Last Glacial Maximum to the Holocene, Proceedings of the National
Academy of Sciences 111(43), 15296-15303.
Livitsanis 2013 G. Livitsanis, The archaeological work of the 35th Ephorate for Prehistoric and Classical

457
΄
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ κ.α.

Antiquities at Ithaca, στο G.J. van Wijngaarden – A. Sotiriou (επιμ.), Archaeology in the
Southern Ionian Islands, Pharos 19(1), Leuven, 95-126.
Papoulia 2016 C. Papoulia, Late Pleistocene to Early Holocene sea-crossings in the Aegean: Direct,
indirect and controversial evidence, στο M. Ghilardi (επιμ.), Géoarchéologie des îles de
Méditerranée, Paris, 33-46.
Papoulia 2017 C. Papoulia, Seaward dispersals to the NE Mediterranean islands in the Pleistocene: The
lithic evidence in retrospect, Quaternary International 431, 64-87.
Pentedeka κ.ά. 2014 A. Pentedeka – C. Morgan – A. Sotiriou, Patterns of local pottery production on Late
Roman Ithaca: Preliminary remarks on the coarse and cooking ware fabrics, στο N.
Poulou-Papadimitriou – E. Nodarou – V. Kilikoglou (επιμ.), LRCW 4: Late Roman Coarse
Wares, Cooking Wares and Amphorae in the Mediterranean – The Mediterranean: Α
Market Without Frontiers, vol. 1, BAR S2616, Oxford, 777-785.
Perlès 1981 C. Perlès, Les industries lithiques de la grotte de Kitsos, στο Ν. Lambert (επιμ.), La
Grotte Préhistorique de Kitsos (Attique): Missions 1968-1978, Paris, 129-222.
Perlès 2004 C. Perlès, Les industries lithiques taillées de Franchthi (Argolide, Grèce) – Tome III: Du
Néolithique Ancien au Neolithique Final, Bloomington Indianapolis.
Pliakou 2001 G. Pliakou, Leukas in the Roman Period, στο Foundation and Destruction, 147-161.
Sakellariou D. Sakellariou – N. Galanidou, Pleistocene submerged landscapes and Palaeolithic
– Galanidou 2016 archaeology in the tectonically active Aegean region, στο J. Harff – G. Bailey – F. Lueth
(επιμ.), Geology and Archaeology: Submerged Landscapes of the Continental Shelf,
Geological Society London Special Publications 411, London, 145-178 [πρώτη δημοσί-
ευση 6 Ιούλιου 2015, doi:10.1144/SP411.9].
Sakellariou  D. Sakellariou – N. Galanidou, Aegean Pleistocene landscapes above and below sea-
– Galanidou 2017 level: Palaeogeographic reconstruction and hominin dispersals, στο G. Bailey – J. Harff
o – D. Sakellariou (επιμ.), Under the Sea: Archaeology and Palaeolandscapes of the
Continental Shelf, Coastal Research Library 20, Cham, 335-359.
Stewart 2013 D. Stewart, Rural sites in Roman Greece, Archaeological Reports 60, 117-132.
Veikou 2012 M. Veikou, Byzantine Epirus, a Topography of Transformation: Settlements of the
Seventh-Twelfth Century in Southern Epirus and Aetoloacarnania, Greece, The Medieval
Mediterranean 95, Leiden – Boston.
Vroom 2014 J. Vroom, Byzantine to Modern Pottery in the Aegean. An Introduction and Field Guide,
Turnhout [πρώτη έκδοση 2005, Utrecht].
Wiseman – Zachos 2003 J. Wiseman – K. Zachos (επιμ.), Landscape Archaeology in Southern Epirus, Greece 1:
The Nikopolis Project, Hesperia Supplement 32, Athens.
Zavitsanou κ.ά. 2015 A. Zavitsanou – D. Sakellariou – G. Rousakis – P. Georgiou – N. Galanidou,
Paleogeographic reconstruction of the Inner Ionian Sea during Late Pleistocene low sea
level stands: Preliminary results, Proceedings of the 11th Panhellenic Symposium on
Oceanography and Fisheries, Mytilene 13-17 May 2015, Mytilene, Greece, 997-1000.
Zavitsanou κ.ά.  A. Zavitsanou – D. Sakellariou – G. Rousakis – P. Georgiou – N. Galanidou – I.
υπό κρίση Alexopoulos, Palaeogeographic reconstruction of the Νorthern Inner Ionian Sea
l
Archipelago (Western Greece) during Late Quaternary low sea level periods, Quaternary
Science Reviews, υπό κρίση.
s

458
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

Εικόνα 1. Χάρτης του Εσωτερικού Αρχιπελάγους του Ιονίου.

459
΄
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ κ.α.

Εικόνα 2. Πανοραμική άποψη του Εσωτερικού Αρχιπελάγους του Ιονίου από τα βορειοδυτικά, την κορυφή του όρους
Σκάρος στη Λευκάδα. Φωτογραφία: Κώστας Ζήσης.

Εικόνα 3. Ένα παράδειγμα γεωχωρικής συσχέτισης και ονομασίας τετραγώνων και διαδρομών στη Θηλειά και την απέ-
ναντι ακτή του Μεγανησίου: (α) Η αρίθμηση των τετραγώνων είναι αύξουσα, ξεκινώντας από τον αριθμό 1, και κάθε
τετράγωνο υποδιαιρείται σε πέντε διαδρομές. (β) Τα τετράγωνα που σαρώθηκαν (ανοιχτό γκρι) και τα μη προσβάσιμα
τετράγωνα που δεν ερευνήθηκαν εξαιτίας της μεγάλης κλίσης ή της πυκνής βλάστησης (σκούρο γκρι).

460
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

Εικόνα 4. Ένα παράδειγμα της μοναδικής ονομασίας που λαμβάνει κάθε διαδρομή. Αποτελείται από τον αριθμό του
τετραγώνου, τη διαδρομή (Α, Β, Γ, κλπ.· ΤΔ: Τυχαία δειγματοληψία· ΧΠ: Χωρίς πρόσβαση), έναν αριθμό που προσδιο-
ρίζει το σημείο της διαδρομής (1: για το πρώτο μισό διαδρομής· 2: για το δεύτερο μισό· 0: για ολόκληρη τη διαδρομή),
και το έτος. Η σύνθετη αυτή ονομασία λειτουργεί ως στοιχείο ταυτότητας (προέλευσης) των ευρημάτων που εντοπίστη-
καν στον χώρο μιας διαδρομής. Με σκούρο γκρι υποδηλώνονται τα μη προσβάσιμα τετράγωνα ή τμήματα τετραγώνων.

Εικόνα 5. Ομάδα εργασίας στο νότιο Μεγανήσι σαρώνει αποθέσεις ερυθρογής σε δολίνη.

461
΄
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ κ.α.

Εικόνα 6. (α) Άποψη του αναγλύφου και της ακτογραμμής από τον Τούρλο του νότιου τμήματος του Μεγανησίου. Στο
βάθος δεξιά ο Κυθρός. (β) Η ακτογραμμή και η βλάστηση στο νοτιότερο άκρο του Μεγανησίου και στο βάθος αριστερά
ο Κυθρός.

462
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

463
Εικόνα 7. Χαρτογράφηση της επιφανειακής κατανομής των λίθινων ευρημάτων από (α) τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή, (β) την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή.
΄
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ κ.α.

Εικόνα 8. Διπλό λιάνιστρο από το κεντρικό πλάτωμα του Κυθρού: (α) μπροστινή και (β) πίσω όψη.

s Εικόνα 9. Σχέδια ευρημάτων της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής από τον Κυθρό και το Μεγανήσι: (α) πυρήνας Levallois
(Κυθρός), (β) ξέστρο Quina (Κεφάλι), (γ) πλαγιοσυγκλίνον ξέστρο (Μακρυχώραφο), (δ) διπλό ξέστρο (Αψιδιά), (ε) μονό
πλευρικό ξέστρο (Μεσογή). Σχέδια: Χριστίνα Παπούλια.

Εικόνα 10. Αιχμές Levallois της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής: (α) Άτοκος, (β) Αρκούδι.

464
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

465
Εικόνα 11. Χαρτογράφηση της επιφανειακής κατανομής των λίθινων ευρημάτων από (α) τη Μεσολιθική Εποχή, (β) τη Νεολιθική/Εποχή Χαλκού.
΄
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ κ.α.

Εικόνα 12. Αμφιπρόσωπες αιχμές της Νεολιθικής Εποχής: (α) Μεσογή 1, (β) Κυθρός 2, (γ) Μεσογή 1, (δ) Αγριλιά.

466
Εικόνα 13. Χαρτογράφηση της επιφανειακής κατανομής των κεραμικών ευρημάτων από (α) τη Νεολιθική/Εποχή Χαλκού, (β) την ύστερη Εποχή του Χαλκού.
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

467
΄
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ κ.α.

Εικόνα 14. Κεραμική από την Εποχή του Χαλκού: (α) βάση ΤΝ-ΠΕΧ, μεσόκοκκη ερυθρή κεραμική ύλη με τεφρό πυρήνα
(Μυλί), (β) χείλος πιθοειδούς ΠΕΧ, λεπτόκοκκη ερυθρή κεραμική ύλη με τεφρό πυρήνα και ερυθρό επίχρισμα (μελανό-
ερυθρό ποικιλόχρωμο εσωτερικό) (Τούρλος), (γ) υπομυκηναϊκός σκύφος ΥΕIIIΓ (Τούρλος), (δ) κύλικα κυαθόμορφη ΥΕII/
IIIA1 (Τούρλος), (ε) κύλικα ΥΕIIIB-Γ (Τούρλος), (στ) Ύστερος Μυκηναϊκός ψευδόστομος αμφορέας (Τούρλος).

468
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

Εικόνα 15. Χαρτογράφηση της επιφανειακής κατανομής των κεραμικών ευρημάτων από την Εποχή του Σιδήρου (πρώ-
ιμη/τέλος πρώιμης).

469
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ κ.α.
΄

470
Εικόνα 16. Χαρτογράφηση της επιφανειακής κατανομής των κεραμικών ευρημάτων από (α) την Αρχαϊκή-Ελληνιστική περίοδο, (β) την Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο.

s
o

l
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

Εικόνα 17. Κεραμική από την Πρώιμη Εποχή Σιδήρου έως την Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο: (α) πρώιμη πρωτογεωμετρική
κύλικα (Τουρκόμνημα), (β) ύστερο αρχαϊκό κύπελλο με πόδι (Μυλί), (γ) κλασικός ψυκτήρας ή κρατήρας (Τούρλος), (δ)
κλασικός εμπορικός αμφορέας με προέλευση το Βόρειο Αιγαίο, ίσως τη Θάσο (Χουχλιό), (ε) πρώιμος ρωμαϊκός λύχνος
του 1ου αιών. μ.Χ. (Χουχλιό), (στ) ύστερος ρωμαϊκός εμπορικός αμφορέας τύπου LR1 (Αμυγδαλιά), (ζ) ύστερο ρωμαϊκό
μαγειρικό σκεύος ηπειρωτικής παραγωγής (Αμυγδαλιά).

471
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Ο. ΒΙΚΑΤΟΥ κ.α.
΄

Εικόνα 18. Χαρτογράφηση της επιφανειακής κατανομής των κεραμικών ευρημάτων από (α) τη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή περίοδο, (β) τον 19ο και 20ό αιώνα.

472
s
o

l
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

Εικόνα 19. Κεραμικά ευρήματα της βυζαντινής, μεταβυζαντινής και νεότερης περιόδου: (α) βυζαντινό ή μεταβυζαντινό
όστρακο χρηστικού αγγείου τοπικής παραγωγής, (β, γ) μεταβυζαντινά όστρακα επιτραπέζιων σκευών πολυτελείας, εισηγμέ-
νων από την Ιταλία, (δ) νεότερα όστρακα επιτραπέζιων σκευών πολυτελείας εισηγμένων από τη νότια και δυτική Ευρώπη.

Εικόνα 20. Εισηγμένη κεραμική της νεότερης περιόδου από άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου: (α, β) όστρακα από
κεραμικές πίπες καπνίσματος, (γ) όστρακα επιτραπέζιου αγγείου από πορσελάνη, (δ) όστρακο μαγειρικού σκεύους
(χύτρας).

473
o

474
ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΛΕΥΚΑΔΑ:
ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ

Νένα Γαλανίδου, Γιώργος Ηλιόπουλος


Χριστίνα Παπούλια, Βίβιαν Στάικου

Εισαγωγή
Η Λευκάδα είναι ένα ορεινό νησί με απότομη δυτική ακτογραμμή στο ανοιχτό Ιόνιο πέλαγος και
ομαλή βόρεια και ανατολική ακτογραμμή στο εσωτερικό Ιόνιο πέλαγος (εικ. 1)1. Στη βορειοανα-
τολική πλευρά της, ο αβαθής κόλπος του Δρεπάνου εκτείνεται στον δίαυλο με τις μικρές λιμνοθά-
λασσες των αλυκών του Αλεξάνδρου και της Λευκάδας, λειτουργώντας συνάμα ως σύνορο και ως
γέφυρα με την απέναντι ηπειρωτική περιοχή. Χάρη στην πλούσια τεκτονική της ιστορία, που την
προίκισε με ιδιαίτερο ανάγλυφο και φυσικούς πόρους τόσο στην παράκτια, όσο και την ορεινή ζώνη,
η Λευκάδα υπήρξε ιδιαίτερα ελκυστική για τις παλαιολιθικές κοινότητες της δυτικής Ελλάδας. Εδώ
και πάνω από είκοσι πέντε χρόνια αρχαιολογικές έρευνες έχουν φέρει στο φως τεκμήρια, κυρίως της
Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής (ΜΠΕ)2, αναδεικνύοντας το νησί –μαζί με τα μικρότερα νησιά και τις
νησίδες του εσωτερικού αρχιπελάγους, καθώς και τις γειτονικές ηπειρωτικές ακτές του κεντρικού
Ιονίου– ως τη δεύτερη περιοχή στην Ελλάδα μετά τη χερσόνησο της Μάνης με τόσο έντονο αρχαι-
ολογικό αποτύπωμα του Ανθρώπου του Νεάντερταλ.
Ο πρώτος σπόρος των ερευνών στα Ιόνια Νησιά και τη βορειοδυτική Ακαρνανία έπεσε κατά τη
διάρκεια της δεκαετίας του 1960, όταν ο Αύγουστος Σορδίνας, στο πλαίσιο της διδακτορικής δια-
τριβής που εκπονούσε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, διεξήγαγε έρευνες πεδίου για να εντοπίσει
θέσεις της Εποχής του Λίθου, να τις χρονολογήσει και να μελετήσει την ιστορία των μετακινήσεων
μεταξύ Αδριατικής και Ιονίου πελάγους μέσω του στενού του Οτράντο3. Στη συνέχεια, στο πρώτο
«Συνέδριο για την Παλαιολιθική Αρχαιολογία στην Ελλάδα και τις Γειτονικές Περιοχές», που πραγ-
ματοποιήθηκε στα Ιωάννινα τον Ιούλιο του 1994, η τότε έφορος της ΙΒ’ Εφορείας Προϊστορικών και
Κλασικών Αρχαιοτήτων Αγγέλικα Ντούζουγλη έβαλε δυναμικά τη Λευκάδα στον χάρτη της πρώ-
ιμης αρχαιολογίας της Βαλκανικής Χερσονήσου4. Η δουλειά της αποτελεί απτό παράδειγμα της
γόνιμης αλληλεπίδρασης ξένων και Ελλήνων αρχαιολόγων, με δυναμικό αντίκτυπο στην παλαιολι-
θική έρευνα στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1990. Αρχαιολόγος με ειδίκευση στη Νεολιθική Εποχή,

1 Η παρούσα έρευνα πραγματοποιήθηκε χάρη στη χρηματοδότηση που έλαβε αρχικώς από το MacDonald Institute for
Archaeological Research του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ και αργότερα από τον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευ-
νας του Πανεπιστημίου Κρήτης (Κ.Α. 3632). Θερμές ευχαριστίες οφείλουμε στους διευθυντές αρχαιοτήτων Αγγέλικα
Ντούζουγλη και Κώστα Ζάχο για την ευγενική παραχώρηση του υλικού και των πληροφοριών σχετικά με την αρχαιολο-
γική του συνάφεια, καθώς και στις Μαρία Σταυροπούλου-Γάτση και Ολυμπία Βικάτου για την υποδειγματική συνεργα-
σία κατά τη μελέτη του. Ο Κωστής Πρασσάς και η Νικολέτα Ντόλια συνέδραμαν την ομάδα μας με την οπτικοποίηση
των εμπειρικών δεδομένων, δημιουργώντας όλο το χαρτογραφικό υλικό και σχεδιάζοντας τα λίθινα εργαλεία αντίστοιχα,
ενώ η αρχαιολόγος Βαρβάρα Γκιζά και οι αρχαιοφύλακες Βαρβάρα Μάλιου και Κατερίνα Σιώζου μερίμνησαν ώστε να
πραγματοποιηθούν σε ιδιαίτερα φιλόξενο περιβάλλον οι μελέτες του υλικού, που φυλασσόταν στο Αρχαιολογικό Μου-
σείο Λευκάδας και την αποθήκη της οδού Πεφανερωμένης.
2 Στο νότιο ελλαδικό χώρο, τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιόδου συνδέονται με παλαιοανθρωπολογικά κατάλοιπα των
Homo neanderthalensis, βλ. Γαλανίδου – Ευστρατίου 2014, όπου και βιβλιογραφία. Η αρχαιολογία της ΜΠΕ στον ελλα-
δικό χώρο αναφέρεται συμβατικά στο εξαφανισμένο αυτό είδος που έζησε στην Ευρασία πριν από τους Homo sapiens κι
εξαφανίστηκε πριν από περίπου 40 χιλιάδες χρόνια.
3 Sordinas 1969. Σορδίνας 1970.
4 Dousougli 1999.

475
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Γ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, Χ. ΠΑΠΟΥΛΙΑ, Β. ΣΤΑΪΚΟΥ

όχι μόνο πρόσφερε θερμή φιλοξενία στις διεθνείς αποστολές, που ξεκινούσαν από το Αρχαιολογικό
Μουσείο Ιωαννίνων τις εξερευνήσεις τους στην παλαιολιθική Ήπειρο, όχι μόνο συνομιλούσε και
συνεργαζόταν με Αμερικανούς, Βρετανούς και Έλληνες ειδικούς, αλλά και είχε ενεργό ρόλο σε
έρευνες εντοπίζοντας και δημοσιεύοντας η ίδια την παλαιολιθική Λευκάδα5. Η επιστημονική ανα-
κοίνωσή της στο συνέδριο των Ιωαννίνων υπήρξε το «εναρκτήριο σάλπισμα» για έρευνες που ανα-
πτύχθηκαν ή βρίσκονται ακόμα σε εξέλιξη στο πεδίο και το εργαστήριο, με αντικείμενο την πρώιμη
προϊστορία του νησιού, των γειτονικών μικρότερων νησιών και νησίδων, των ακαρνανικών ακτών,
καθώς και των καταποντισμένων τοπίων στο κεντρικό Ιόνιο6. Σ’ αυτό συνέβαλαν η παραχώρηση του
παλαιολιθικού υλικού από την Αγγέλικα Ντούζουγλη στην ομάδα του Πανεπιστημίου Κρήτης στα
μέσα της δεκαετίας του 1990 και η πρόσκληση από τη Βίβιαν Στάικου, αρχαιολόγο του ΥΠΠΟ υπεύ-
θυνη για το νησί, να πραγματοποιήσουμε συνεργατική έρευνα πεδίου σε Λευκάδα και Μεγανήσι,
αναζητώντας το παλαιολιθικό απόθεμα της περιοχής το 2009.
Στην εργασία αυτή παρουσιάζουμε ευρήματα για την παλαιολιθική κατοίκηση στη Λευκάδα, που
εντοπίστηκαν σε υπαίθριες θέσεις από την Αγγέλικα Ντούζουγλη και τον Κώστα Ζάχο και εμπλου-
τίστηκαν περαιτέρω κατά τις σωστικές ανασκαφές της Εφορείας υπό την επίβλεψη της Βίβιαν Στάι-
κου7. Πρόκειται για σύνολα εργαλείων, πυρήνων και αποκρουσμάτων λαξευμένου λίθου κατασκευ-
ασμένα στους τοπικά διαθέσιμους κερατόλιθους και πυριτόλιθους. Ξεκινάμε με μια επισκόπηση του
γεωλογικού και γεωτεκτονικού υποβάθρου του νησιού και πάνω σ’ αυτό εγγράφουμε τις παλαιολι-
θικές θέσεις, προκειμένου να εξετάσουμε τη γεωχωρική τους κατανομή και να ερμηνεύσουμε τόσο
o τα γεωγραφικά τους χαρακτηριστικά, όσο και τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, που προσέλ-
κυαν τους ανθρωπίδες της ΜΠΕ. Ακολούθως, περιγράφουμε με συνοπτικό τρόπο τα τεχνολογικά και
μορφολογικά χαρακτηριστικά των λιθοτεχνιών από την εκτεταμένη θέση στους Καρυώτες (οικόπεδα
Ζαβιτσάνου, Χαλικιά, Λογοθέτη, Βλάχου και Γεωργάκη), τις δίδυμες θέσεις στο ακρωτήρι Δουκάτο,
τους Τσουκαλάδες, την Εγκλουβή και το Μαραντοχώρι, αναζητώντας ομοιότητες και διαφορές. Η
μελέτη ολοκληρώνεται με τη σύγκριση των ευρημάτων της Λευκάδας με εκείνα από τη δυτική ηπει-
ρωτική Ελλάδα και τα μικρότερα νησιά του κεντρικού Ιονίου πελάγους.

Το γεωλογικό και γεωτεκτονικό υπόβαθρο


Στη Λευκάδα, όπως και σε όλα τα νησιά του Ιονίου, συναντάμε γεωλογικούς σχηματισμούς που ανή-
κουν στις δύο πιο εξωτερικές γεωτεκτονικές ζώνες του ελληνικού χώρου, την Ιόνια Ζώνη και την
Ζώνη των Παξών, η οποία και περιορίζεται μόνο στα νοτιοδυτικά του νησιού. Τεκτονικά η Ιόνιος
l βρίσκεται επωθημένη πάνω στη Ζώνη των Παξών (εικ. 2).
Έχοντας υπόψη το γεωτεκτονικό πλαίσιο του Ιονίου πελάγους, μπορούμε να συμπεράνουμε
s ότι κυριαρχούν η ζώνη καταβύθισης στα δυτικά, όπου η αφρικανική πλάκα βυθίζεται κάτω από
την ευρασιατική, και το ρήγμα οριζόντιας μετατόπισης της Κεφαλονιάς8. Αυτοί οι δύο παράγοντες
συντελούν στη δημιουργία ενός συμπιεστικού καθεστώτος στην περιοχή, καθορίζοντας τη γεωλο-
γική δομή, τη γεωμορφολογία και το ανάγλυφο της Λευκάδας.
Στο νησί αναγνωρίζονται δύο φάσεις συμπιεστικής τεκτονικής παραμόρφωσης και μία φάση
εφελκυστικής παραμόρφωσης. Η πρώτη φαίνεται πως έδρασε κατά την Κατώτερη-Μέση Μειόκαινο,
έχοντας ως αποτέλεσμα την πρόκληση μεγαπτύχωσης με άξονα διεύθυνσης βορειοδυτικό-νοτιοα-
νατολικό9, και η δεύτερη κατά την Ανώτερη Μειόκαινο, όταν δημιουργήθηκε το μέτωπο της Ιόνιας

5 Όπ.π. Ντούζουγλη – Ζάχος 1994.


6 Galanidou 2014, 2015. Γαλανίδου κ.ά. παρών τόμος. Zavitsanou κ.ά. 2015. Zavitsanou κ.ά. υπό κρίση.
7 Μέχρι το 2004 η Λευκάδα ανήκε στην περιοχή ευθύνης της IB’ ΕΠΚΑ με έδρα τα Ιωάννινα. Από το 2004 εγγράφεται
στη ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ με έδρα το Μεσολόγγι, η οποία το 2014 μετονομάζεται σε Εφορεία Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας
και Λευκάδος. Παρακολούθημα αυτής της διοικητικής διαδρομής είναι και η φύλαξη μέρους του αρχαιολογικού υλικού
από το νησί στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων.
8 Louvari κ.ά. 1999. Bathrellos κ.ά. 2009.
9 Μπορνόβας 1964. Λέκκας κ.ά. 2001. Bathrellos κ.ά. 2009.

476
ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΛΕΥΚΑΔΑ: ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ

Επώθησης. Η εφελκυστική και πιο πρόσφατη φάση τεκτονισμού έδρασε κατά το Ανώτερο Νεογε-
νές-Τεταρτογενές και σχετίζεται με τη διαστολή του φλοιού στην περιοχή του Αιγαίου, με άξονα
Βορρά-Νότο, η οποία δείχνει να επικαλύπτει τις προηγούμενες συμπιεστικές δομές10. Αυτή η φάση
είναι υπεύθυνη και για τη δημιουργία των κύριων πρόσφατων ιζηματογενών λεκανών της Λευκά-
δας11. Σε γενικές γραμμές, θα λέγαμε ότι το δυτικό και νότιο τμήμα του νησιού ανυψώνεται, ενώ το
βορειοανατολικό βυθίζεται.
Στους σχηματισμούς και των δύο ζωνών που εμφανίζονται στο νησί κυριαρχούν ασβεστολιθικά
πετρώματα Μεσοζωικής ηλικίας, ενώ στην ανατολική πλευρά συναντάμε κυρίως κλαστικά Καινο-
ζωικά πετρώματα φλυσχικού και μολασικού τύπου12 (εικ. 2). Σε κάποια απ’ αυτά, όπως στον σχημα-
τισμό της Βίγλας της Ιονίου Ζώνης, υπάρχουν άφθονες ενδιαστρώσεις και κόνδυλοι κερατολίθων,
που πρόσφεραν την πρώτη ύλη για τη λάξευση εργαλείων καθ’ όλη τη διάρκεια της Εποχής του
Λίθου, αλλά και αργότερα.
Εκτός από το τεκτονικό καθεστώς της περιοχής, σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του αναγλύ-
φου έχει παίξει και η καρστικοποίηση των εκτεταμένων ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Το φαινόμενο
παρατηρείται εντονότερα στους παχυστρωματώδεις ασβεστόλιθους του σχηματισμού του Παντο-
κράτορα, οι οποίοι έχουν μεγάλη εξάπλωση στο νησί. Οι τέσσερις πόλγες (δύο στο Μαραντοχώρι,
μία στο Λιβάδι και μία στην Εγκλουβή) και αρκετές δολίνες εντοπίζονται σ’ αυτά τα πετρώματα.

Οι παλαιολιθικές θέσεις
Καρυώτες
Το μεγαλύτερο σύνολο ευρημάτων της Παλαιολιθικής Εποχής προέρχεται από το αλλουβιακό ριπί-
διο στους Καρύωτες, στον μυχό του κόλπου του Δρεπάνου και δίπλα στις αλυκές του Αλεξάνδρου.
Μαζί με το ριπίδιο της πόλης της Λευκάδας, δεσπόζουν στο πεδινό και ήπιο ανάγλυφο του βορει-
οανατολικού μέρους του νησιού, συγκροτώντας μια ιδιαίτερη ζώνη για την παλαιολιθική αρχαιο-
λογία13. Το ριπίδιο των Καρυωτών είναι επίμηκες με κατεύθυνση βόρεια βορειοανατολική-νότια
νοτιοδυτική και οφείλει τη γένεσή του στην τεκτονική ιστορία της Λευκάδας. Πρόκειται για μια
αρχαιολογική «μεγα-θέση», που κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε ανασκαφικής εργασίας αποδίδει
πολυάριθμα παλαιολιθικά εργαλεία, πυρήνες και αποκρούσματα λαξευμένου λίθου. Αυτά βρίσκο-
νται σε δευτερογενή απόθεση, σε βάθη μέχρι και 2,70 μ., έχοντας μεταφερθεί από τα ανάντη του ριπι-
δίου είτε χάρη στη δράση του νερού, είτε χάρη σε ροές βαρύτητας. Ως πηγή τροφοδοσίας θεωρούμε
τις νότιες πλαγιές του Κούλμου. Σύμφωνα με τα ημερολόγια των ανασκαφών, τα λίθινα τέχνεργα
εντοπίστηκαν στην παράκτια ζώνη του νότιου νεκροταφείου της αρχαίας Λευκάδας, σε κιτρινέρυθρο
στρώμα με ασβεστολιθικά αποτρίμματα μέσα και γύρω από τάφους του 5ου-2ου αι. π.Χ., καθώς και
στον οικιστικό ιστό, μέσα στα τείχη της αρχαίας πόλης, στο στρώμα θεμελίωσης οικιών του 5ου-2ου
αι. π.Χ., που στο οικόπεδο Βλάχου είχε πάχος 1,10 μ. Η περιοχή συνιστά ένα αρχαιολογικό παλίμ-
ψηστο, μιας και πάνω στην εκτενή προϊστορική θέση άφησε το δικό της ξεχωριστό μνημειακό –οικι-
στικό και ταφικό– αποτύπωμα η δραστηριότητα της κλασικής εποχής (εικ. 3).
Από τη μελέτη δείγματος 472 τεχνέργων, που επιλέχθηκε με στρατηγική συστηματικής δειγμα-
τοληψίας, προκύπτει ότι στην εν λόγω λιθοτεχνία αντιπροσωπεύονται όλα τα μέρη μιας εγχειρημα-
τικής αλυσίδας για τη λάξευση εργαλείων: από τα πρώτα στάδια της συλλογής ακατέργαστης πρώ-
της ύλης και επιλογής κατάλληλου κρουστήρα, τα ενδιάμεσα ή και προχωρημένα στάδια παραγωγής
πυρήνων και αποκρουσμάτων, που άλλοτε θα χρησιμοποιηθούν ως υπόβαθρα για περαιτέρω επεξερ-
γασία και άλλοτε είναι απλώς απορρίμματα διαχείρισης του όγκου της πρώτης ύλης ή μορφοποίησης
ενός πυρηνικού εργαλείου, μέχρι τα ολοκληρωμένα και χρησιμοποιημένα εργαλεία. Η λιθοτεχνία
από τους Καρυώτες περιλαμβάνει αντικείμενα που έχουν παραχθεί με δύο διαφορετικές στρατηγικές

10 Brooks κ.ά. 1988. Clews 1989.


11 Brooks κ.ά. 1988.
12 Μπορνόβας 1964.
13 Γαλανίδου 2016. Galanidou κ.ά. 2016α.

477
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Γ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, Χ. ΠΑΠΟΥΛΙΑ, Β. ΣΤΑΪΚΟΥ

λάξευσης. Η πρώτη, με ισχνή αντιπροσώπευση, αποσκοπούσε στη διαμόρφωση πυρηνικών εργα-


λείων και η δεύτερη στην παραγωγή υποβάθρων για τη μετασκευή τους σε εργαλεία.
Η παρουσία πυρηνικών εργαλείων στο λιθοτεχνικό σύνολο είναι αξιοσημείωτη. Πρόκειται για
τρία λιάνιστρα, ένα ασύμμετρο αμφιπρόσωπο εργαλείο με ράχη, και ένα μεγάλο κοπτικό εργαλείο
(εικ. 4)14.
Όσον αφορά την επιλογή των πρώτων υλών, κυρίως εντοπίστηκαν τέχνεργα κατασκευασμένα
στον εξαιρετικής ποιότητας τοπικό λεπτόκοκκο πυριτόλιθο, ο οποίος απαντά σε ποικιλία χρωμάτων,
ενώ σε μικρότερες ποσότητες καταγράφηκαν εργαλεία κατασκευασμένα σε αδρόκοκκο πυριτόλιθο
με εγκλείσματα και σε κερατόλιθο. Σε ασβεστόλιθο είναι κατασκευασμένη μόνο μία φολίδα. Επί-
σης, λόγω των ποιοτικών χαρακτηριστικών των πρώτων υλών, τα μικρότερα αποκρούσματα είναι
κατασκευασμένα στον λεπτόκοκκο πυριτόλιθο, ενώ όλα τα αξιοσημείωτα μεγάλα αποκρούσματα,
τα πυρηνικά εργαλεία και ο μεγαλύτερος πυρήνας του συνόλου15 είναι κατασκευασμένα είτε σε
αδρόκοκκο πυριτόλιθο, είτε σε κερατόλιθο.
Η χρήση σκληρού κρουστήρα για την κατάτμηση της πρώτης ύλης πιστοποιείται τόσο από τις
φτέρνες των αποκρουσμάτων, όσο και από την παρουσία μιας κροκάλας με μακροσκοπικώς ορατά
ίχνη κρουστικής χρήσης, που ερμηνεύουμε ως κρουστήρα, στο οικόπεδο Ζαβιτσάνου. Οι φτέρνες
μαρτυρούν πως σε μικρότερο ποσοστό γινόταν χρήση και μαλακού κρουστήρα.
Μία στις τρεις φολίδες είναι κατασκευασμένη με την τεχνική Levallois. Οι προετοιμασμένοι
πυρήνες που φέρουν κεντροφερή αρνητικά απόκρουσης αποτελούν διακριτή ενότητα και στην πλει-
o ονότητά τους είναι δισκοειδείς και Levallois. Ανάμεσά τους, ωστόσο, υπάρχουν και ορισμένοι με
μονοπολικά ή αμφιπολικά παράλληλα αρνητικά.
Ως προς τα εργαλειακά είδη, υπερτερούν τα ξέστρα και τα οδοντωτά, ενώ ακόμη εντοπίστηκαν
αρκετοί οπείς, ορισμένες γλυφίδες, εγκοπές, μαχαίρια με φυσική ράχη, λίγες κολοβώσεις και αρκετά
σύνθετα εργαλεία. Τα περισσότερα ξέστρα έχουν μεγάλες ή/και επιμήκεις φολίδες Levallois για υπό-
βαθρο, ενώ ανάμεσα στα εργαλεία υπάρ-
χουν τέσσερις αιχμές Levallois16 και Τύπος εργαλείου Ν %
τρεις αιχμές pseudo-Levallois με επε- Ξέστρο 46 14
ξεργασία (πίν. 1). Η μεγαλύτερη ομάδα Οδοντωτό 35 10,7
εργαλείων συνίσταται σε φολίδες με επε- Εγκοπή 9 2,8
ξεργασία μη συστηματική. Αιχμή Levallois 4 1,2
Το 2009, κατά τη διάρκεια σωστι- Αιχμή pseudo-Levallois με επεξεργασία 3 0,9
l κής ανασκαφικής έρευνας στο οικόπεδο Φολίδα Levallois με επεξεργασία 31 9,5
ιδιοκτησίας Αγγελικής Γεωργάκη στη
Φολίδα με επεξεργασία 85 25,8
s θέση «Καπάσα» στους Καρυώτες, ήρθε
Λεπίδα με επεξεργασία 13 3,9
στο φως μεγάλος αριθμός λαξευμένων
Απόκρουσμα με επεξεργασία 6 1,8
πυριτολιθικών ευρημάτων της ΜΠΕ,
που βρίσκονταν ανάμεσα σε τάφους των Μαχαίρι με φυσική ράχη 8 2,4
ύστερο-αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Τερματικό ξέστρο 26 7,9
Η λιθοτεχνία περιλαμβάνει πυρήνες, Μαχαίρι με ράχη 2 0,6
αποκρούσματα και εργαλεία που έχουν Γλυφίδα 9 2,8
παραχθεί με την τεχνική Levallois (εικ. Κολόβωση 4 1,2
5) και αποτελεί αντικείμενο μελέτης που Οπέας 19 5,7
είναι σε εξέλιξη από την ομάδα μας. Οι Σύνθετο εργαλείο 28 8,5
δοκιμαστικές τομές πραγματοποιήθηκαν Σύνολο 329 100
χειρωνακτικά ανάμεσα στους τάφους και
Πίνακας 1. Αριθμός ευρημάτων και ποσοστά ανά εργαλειακό
έδειξαν πως τα λίθινα ευρήματα σταμα-
τύπο από τους Καρυώτες.

14 Βλ. και Γαλανίδου 2016, εικ. 7.


15 Όπ.π., εικ. 5.
16 Γαλανίδου 2016, εικ. 9.

478
ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΛΕΥΚΑΔΑ: ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ

τούσαν σε βάθος 1,60 μ. από την επιφάνεια του εδάφους17.


Το 2017 πραγματοποιήσαμε στο ίδιο οικόπεδο ανασκαφική τομή με μηχανικό μέσο, προκειμένου
να διερευνήσουμε τη στρωματογραφική ακολουθία κάτω από το επίπεδο των τάφων. Το κατώτερο
τμήμα αποτελείται από σκουρόχρωμες πηλιτικές αποθέσεις Άνω Πλειστοκαινικής ηλικίας, ενώ το
ανώτερο αποτελείται από πηλιτικές αποθέσεις Ολοκαινικής ηλικίας, που περιέχουν κεραμική και
λίθινα τέχνεργα. Εκεί ενταφιάστηκαν οι νεκροί των ιστορικών χρόνων. Οι αποθέσεις αυτές συνι-
στούν τμήμα του αλλουβιακού ριπιδίου των Καρυωτών.
Σε βάθος 2,70 μ. περίπου, στο πηλιτικό στρώμα της Ανώτερης Πλειστοκαίνου εντοπίστηκε μια
φολίδα Levallois με σύντομη ανάστροφη επεξεργασία, λαξευμένη σε ημιδιάφανο μπεζ πυριτόλιθο
με διαβαθμίσεις (εικ. 6). Το ότι δε φέρει επιφανειακή αλλοίωση (πατίνα) ή φθορές και έχει «φρέ-
σκιες» ακμές, υποδηλώνει πως μεταφέρθηκε από την αρχική θέση απόρριψης και ενσωματώθηκε
στο αποθετικό περιβάλλον του ριπιδίου σχετικά γρήγορα.
Το μεγαλύτερο μέρος της λιθοτεχνίας λαξευμένου λίθου από τους Καρυώτες εγγράφεται στην
τεχνολογική παράδοση της ΜΠΕ. Αποτελείται από πυρήνες και αποκρούσματα κατασκευασμένα με
τη γραμμική ή την επαναλαμβανόμενη τεχνική Levallois, καθώς και από αιχμές κατασκευασμένες
με τη συγκλίνουσα τεχνική Levallois. Το ασύμμετρο εργαλείο με ράχη και αμφιπρόσωπη επεξερ-
γασία συνηγορεί υπέρ της παρουσίας της Μικόκιας παράδοσης στη δυτική Ελλάδα18. Παράλληλα,
λιγοστά πυρηνικά εργαλεία από τους Καρυώτες θα μπορούσαν να συνδέονται με ανθρωπίδες της
Κατώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (ΚΠΕ) ή της πρώιμης ΜΠΕ. Στη δεύτερη περίπτωση, πρέπει να
παραμείνει ανοιχτό το ενδεχόμενο της παρουσίας μιας πρώιμης μεσοπαλαιολιθικής λιθοτεχνίας με
τεχνολογία και μορφολογικούς τύπους που απαντούν και στην ΚΠΕ.
Πέρα από τα στοιχεία της τεχνολογικής παράδοσης της ΜΠΕ, στους εργαλειακούς τύπους από
τους Καρυώτες καταγράψαμε και την τάση για κατασκευή οπέων ή ξέστρων με μυτερή απόληξη,
κάτι που θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί χαρακτηριστικό της Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής (ΑΠΕ).
Ομοίως, στην ίδια περίοδο και τεχνοπολιτισμική παράδοση θα μπορούσαν να αναχθούν και οι γλυ-
φίδες και τα εργαλεία με ολική ή μερική κολόβωση. Η μελέτη μας δεν έχει καταλήξει αν πρόκειται
για χρονολογικό χαρακτηριστικό, δηλαδή αν συνδέεται με μια «λανθάνουσα» λιθοτεχνία της ΑΠΕ,
το αποτύπωμα της οποίας δεν είναι ευκρινές στο δείγμα που μελετήσαμε, ή αν αφορά δραστηριότη-
τες που ανέπτυσσαν οι μεσοπαλαιολιθικές ομάδες. Η αμφιβολία μας οφείλεται στους περιορισμούς
που απορρέουν από την αποθετική ιστορία της θέσης. Τα υπό μελέτη ευρήματα δεν προέρχονται από
κλειστές ομάδες, όπως και η συντριπτική πλειονότητα των ευρημάτων από υπαίθριες παλαιολιθικές
θέσεις στη δυτική Ελλάδα· αντίθετα, εντοπίζονται σε αποθέσεις που συμπυκνώνουν άγνωστο χρο-
νικό διάνυσμα και αριθμό χρήσεων του χώρου στον Κούλμο και τις υπώρειές του, πριν μεταφερθούν
στο αλλουβιακό ριπίδιο των Καρυωτών.
Στο άμεσο μέλλον προγραμματίζεται ανασκαφή, με αντικείμενο την αποτύπωση της στρωματο-
γραφικής διάρθρωσης των τεταρτογενών αποθέσεων και τη δειγματοληψία των ιζημάτων των κατώ-
τερων οριζόντων στους οποίους βρέθηκαν μόνο λίθινα τέχνεργα, προκειμένου να διακριβωθούν τα
λιθολογικά τους χαρακτηριστικά και με Οπτικώς Διεγειρόμενη Φωταύγεια να προσδιοριστεί η ηλι-
κία τους.

Ακρωτήρι Δουκάτο
Τα παλαιολιθικά ευρήματα στο ακρωτήρι Δουκάτο, στο νοτιοδυτικό τμήμα της Λευκάδας, εντοπί-
ζονται σε αποθέσεις ερυθρογής που συσσωρεύτηκαν σε δολίνες παχυστρωματωδών ασβεστολίθων
της Ζώνης των Παξών (εικ. 7). Η λιθοτεχνία προέρχεται από δύο θέσεις, το νότιο και το βόρειο
Δουκάτο. Η πρώτη απέδωσε 13 τέχνεργα και η δεύτερη πολυάριθμα, από τα οποία με στρατηγική
συστηματικής δειγματοληψίας ξεχωρίσαμε και μελετήσαμε τα 240. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι
η έντονη λευκή πατίνα, που εμφανίζεται σχεδόν σε όλα τα εργαλεία και αποκρούσματα. Κρίνοντας

17 Στάικου 2016, 178.


18 Galanidou κ.ά. 2016α, εικ. 13.

479
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Γ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, Χ. ΠΑΠΟΥΛΙΑ, Β. ΣΤΑΪΚΟΥ

από τα τεχνολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά των λιγοστών αντικειμένων, που κατ’ εξαί-
ρεση δε φέρουν αλλοίωση της επιφάνειάς τους, θεωρούμε ότι αποτελούν συστατικό του λιθοτε-
χνικού συνόλου μεταγενέστερο της Παλαιολιθικής Εποχής. Η παρουσία της λευκής πατίνας στην
περιοχή σχετίζεται άμεσα με την πρώτη ύλη που χρησιμοποιήθηκε, τον λεπτόκοκκο πυριτόλιθο, σε
συνδυασμό με τη γεωλογική απόθεση μέσα στην οποία εντοπίστηκαν τα ευρήματα, την ερυθρογή.
Από τη μελέτη του φλοιού και των ακμών συμπεραίνουμε πως τα εργαλεία δε φέρουν ίχνη κύλι-
σης, αν και πολλά διατηρήθηκαν σε ιδιαίτερα κακή κατάσταση, ενώ ορισμένα φέρουν ίχνη φθοράς
από έκθεση σε υψηλές θερμοκρασίες (φωτιά). Από το σύνολο των 253 εργαλείων, μόνο επτά είναι
κατασκευασμένα σε κερατόλιθο, γεγονός που διαφοροποιεί πολύ τη λιθοτεχνία από το Δουκάτο σε
σχέση με εκείνη από τους Καρυώτες.
Το νότιο Δουκάτο απέδωσε τέσσερις φολίδες, ένα τμήμα πυρήνα και οκτώ εργαλεία, ένα από
τα οποία (μια λεπίδα με γραμμική επεξεργασία) είναι κατασκευασμένο σε κερατόλιθο. Ως προς
τους τύπους τους, καταγράφηκαν ξέστρα, τερματικά ξέστρα, μία εγκοπή και δύο σύνθετα εργα-
λεία. Η λιθοτεχνία από το βόρειο Δουκάτο αποτελείται κυρίως από απλές φολίδες (34,6%) και
φολίδες Levallois (12,5%), εργαλεία (26,3%) και πυρήνες (23,7%). Επίσης, υπάρχουν δύο λεπίδες
(0,8%) και πέντε τεχνικά αποκρούσματα (2,1%). Οι φτέρνες των αποκρουσμάτων κυρίως είναι
λείες, ωστόσο εντοπίζονται και αρκετές πολυεδρικές και διεδρικές, που δηλώνουν προετοιμασία
του πυρήνα19.
Οι περισσότεροι πυρήνες είναι λαξευμένοι σε λεπτόκοκκο πυριτόλιθο, ενώ σε κερατόλιθο είναι
o λαξευμένοι μόνο τρεις από το βόρειο Δουκάτο και ο μοναδικός από το νότιο Δουκάτο20. Έχουν
σημαντικά μικρότερες διαστάσεις από αυτούς που μελετήσαμε στο λιθοτεχνικό σύνολο από τους
Καρυώτες (πίν. 2) και στην πλειονότητά τους φέρουν αρνητικά κεντροφερούς απόκρουσης. Κατα-
γράφηκαν πυρήνες Levallois και λεπτοί δίσκοι, ένας από τους οποίους μπορεί να ταξινομηθεί
ως Μουστέριος δίσκος. Ακόμη, δε λείπουν οι πυρήνες με τα παράλληλα αρνητικά, μονοπολικά
και αμφιπολικά, όπως και οι δισκοειδείς. Τόσο στο Δουκάτο όσο και στους Καρυώτες η δισκοει-
δής κατεργασία του λίθου πιστοποιείται από την έντονη παρουσία των χαρακτηριστικών φολίδων
débordant.

Καρυώτες Δουκάτο
Μήκος Πλάτος Πάχος Μήκος Πλάτος Πάχος
Min 39 34 13 24 28 10
l Max 95 74 52 73 66 51
Median 67 54 32,5 48,5 47 30,5
s
Πίνακας 2. Σύγκριση μέσων διαστάσεων των πυρήνων από τους Καρυώτες και το ακρωτήρι Δουκάτο.

Ως προς τους εργαλειακούς τύπους, και εδώ υπερτερούν τα ξέστρα (31%), συμπεριλαμβανο-
μένων δύο ξέστρων τύπου Quina21. Όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες παρουσιάζουν πολύ μικρότερο
αριθμό ευρημάτων, εκτός από τις φολίδες με μη συστηματική επεξεργασία, που καταλαμβάνουν
μεγάλο μέρος του συνόλου (27% και 8%). Αιχμές Levallois με ή χωρίς επεξεργασία καταγράφο-
νται σε ποσοστό 6% (εικ. 8), ενώ επιπροσθέτως εντοπίζονται οδοντωτά, γλυφίδες, ένας οπέας, ένα
σύνθετο εργαλείο, ένα μαχαίρι με φυσική ράχη, μία ράσπα και μία ημισέληνος (πίν. 3). Μάλιστα,
το εργαλείο αυτό έχει σημαντικά λιγότερη επιφανειακή αλλοίωση και φέρει απότομη επεξεργα-
σία στη ράχη του. Τυπολογικά μοιάζει με δείγματα της τελικής Ανώτερης Παλαιολιθικής, όπως
αυτά του Ούριακου της Λήμνου22. Η συνολική εικόνα από τη μελέτη της μεσοπαλαιολιθικής λιθο-

19 Βλ. και Galanidou κ.ά. 2016α, εικ. 16-19.


20 Όπ.π., εικ. 20, 23.
21 Όπ.π., εικ. 24, 25.
22 Ευστρατίου – Κυριακού 2011. Efstratiou κ.ά. 2013.

480
ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΛΕΥΚΑΔΑ: ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ

τεχνίας από το ακρωτήρι Δουκάτο Τύπος εργαλείου Ν %


διαφέρει από την αντίστοιχη από
Ξέστρο 19 31
τους Καρυώτες, όπου απουσιά-
Οδοντωτό 3 5
ζουν τα ξέστρα με επεξεργασία
Αιχμή Levallois 4 6
τύπου Quina.
Αιχμή με αμφιπρόσωπη επεξεργασία 1 2
Εγκλουβή Φολίδα Levallois με επεξεργασία 5 8
Το οροπέδιο της Εγκλουβής είναι Φολίδα με επεξεργασία 17 27
μια από τις τέσσερις πόλγες της Λεπίδα με επεξεργασία 1 2
ορεινής Λευκάδας. Διαμορφώ- Απόκρουσμα με επεξεργασία 1 2
θηκε από την καρστικοποίηση των Raclette 1 2
παχυστρωματωδών ασβεστολί- Μαχαίρι με φυσική ράχη 1 2
θων του σχηματισμού του Παντο- Τερματικό ξέστρο 3 5
κράτορα. Από τα 34 εργαλεία που Γλυφίδα 3 5
συλλέχθηκαν από αποθέσεις ερυ- Οπέας 1 2
θρογής στο οροπέδιο, έξι είναι
Ημισέληνος (γεωμετρικό εργαλείο) 1 2
κατασκευασμένα σε κερατόλιθο,
Σύνθετο εργαλείο 1 2
τρία σε αδρόκοκκο πυριτόλιθο και
Σύνολο 62 100
τα υπόλοιπα σε λεπτόκοκκο πυρι-
τόλιθο. Όλα φέρουν ίχνη επιφα- Πίνακας 3. Αριθμός ευρημάτων και ποσοστά ανά εργαλειακό τύπο από
νειακής αλλοίωσης, εκτός από ένα το ακρωτήρι Δουκάτο.
μικρό εργαλείο κατασκευασμένο
σε διαφανή γκρι πυριτόλιθο, το οποίο πιθανώς χρονολογείται στην Ολόκαινο Εποχή.
Το ένα τρίτο (35,3%) των ευρημάτων από την Εγκλουβή είναι πυρήνες. Ο μεγαλύτερος έχει δια-
στάσεις 3,3x3,5x2,2 εκ. και ο μικρότερος 1,13x0,72x0,51 εκ., το γεγονός δε ότι διατηρεί το 50%
του φλοιού του, υποδηλώνει πως κατασκευάστηκε σε κόνδυλο πολύ μικρών διαστάσεων. Μόνο ένας
από τους πυρήνες μπορεί να χαρακτηριστεί Levallois, ενώ οι περισσότεροι είναι τυχαίου σχήματος,
χωρίς προετοιμασία. Αντίστοιχα, οι φολίδες έχουν κυρίως λείες φτέρνες. Το εργαλειακό σύνολο της
θέσης περιλαμβάνει ένα σύνθετο εργαλείο κατασκευασμένο σε φολίδα κερατόλιθου με διεδρική
φτέρνα, τρία ξέστρα και ένα οδοντωτό23.

Τσουκαλάδες
Στους Τσουκαλάδες, από τρία σημεία με αποθέσεις ερυθρογής συσσωρευμένες σε καρστικές δομές
παχυστρωματωδών ασβεστολίθων του Παντοκράτορα συλλέχθηκαν 58 αντικείμενα, από τα οποία
τα 21 εντάσσονται στην τεχνολογική παράδοση της ΜΠΕ24. Όλα είναι κατασκευασμένα σε λεπτό-
κοκκο πυριτόλιθο, εκτός από μία φολίδα κατασκευασμένη σε κερατόλιθο. Το πιο χαρακτηριστικό
μεσοπαλαιολιθικό αντικείμενο είναι ένας πυρήνας Levallois, που φέρει έντονη λευκή πατίνα και δια-
τηρεί λιγότερο από 25% του φλοιού στο κάτω τμήμα του. Επίσης, εντοπίστηκε μία σπασμένη φολίδα
Levallois και δύο επιμήκεις φολίδες/λεπίδες με έντονη πατίνα. Τα εργαλεία περιλαμβάνουν κατά
βάση φολίδες με μη συστηματική επεξεργασία και μόνο ένα ξέστρο με ρύγχος. Σε γενικές γραμμές,
αν και το εργαλειακό σύνολο από τους Τσουκαλάδες περιλαμβάνει στοιχεία μέσης παλαιολιθικής
λιθοτεχνίας, η φύση του είναι αδιάγνωστη25.

Μαραντοχώρι
Στο Μαραντοχώρι, σε αποθέσεις ερυθρογής εντοπίστηκαν 26 λίθινα τέχνεργα λαξευμένα σε πυρι-

23 Βλ. και Galanidou κ.ά. 2016α, εικ. 26-28.


24 Όπ.π., εικ. 29-32.
25 Η μελέτη μας επιβεβαιώνει την παρατήρηση της Dousougli 1999.

481
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Γ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, Χ. ΠΑΠΟΥΛΙΑ, Β. ΣΤΑΪΚΟΥ

τόλιθο26. Οκτώ εργαλεία φαίνεται πως αποτελούν μέρος μιας μεσοπαλαιολιθικής λιθοτεχνίας – ανά-
μεσά τους ένα με μη συστηματική επεξεργασία, κατασκευασμένο σε φολίδα Levallois με διεδρική
φτέρνα, και δύο με παρόμοιες διαστάσεις, που μάλλον λειτούργησαν ως οπείς ή ξέστρα με ρύγχος.
Το ένα απ’ αυτά είναι κατασκευασμένο σε φολίδα με πολυεδρική φτέρνα. Αντίθετα, τα εργαλεία που
συλλέχθηκαν από τη δεύτερη τοποθεσία της περιοχής αντιπροσωπεύουν ένα μείγμα με χαρακτηρι-
στικά της ΜΠΕ αλλά και υστερότερων περιόδων. Σ’ αυτά περιλαμβάνεται ένα οδοντωτό, ένα εργα-
λείο με κολόβωση και μία σπασμένη απόληξη αιχμής Levallois.

Συζήτηση
Η πλειονότητα των παλαιολιθικών ευρημάτων από τη Λευκάδα χρονολογείται στη ΜΠΕ και εντο-
πίζεται σε υπαίθριες θέσεις. Οι περισσότερες απ’ αυτές είναι ορατές στο τοπίο ως αποθέσεις ερυ-
θρογής μέσα σε καρστικές δομές, πόλγες ή δολίνες, παχυστρωματωδών ασβεστολίθων του Παντο-
κράτορα (Μαραντοχώρι, Τσουκαλάδες, Εγκλουβή) ή της Ζώνης των Παξών (ακρωτήρι Δουκάτο).
Συγκροτούν την πρώτη κατηγορία παλαιολιθικών θέσεων του νησιού και παρουσιάζουν ομοιότητες
ως προς τη γεωγραφία και την αρχαιολογία με τις υπαίθριες θέσεις της δυτικής Ελλάδας27, οι οποίες
ξεπερνούν συνολικά σε αριθμό τις θέσεις σε σπήλαια και βραχοσκεπές.
Η δεύτερη κατηγορία παλαιολιθικών θέσεων εντοπίζεται σε αποθέσεις αλλουβιακών ριπιδίων,
όπως το ριπίδιο στους Καρυώτες και το ριπίδιο της Λευκάδας. Στην περίπτωση των Καρυωτών, η
αρχική θέση απόθεσης δε μας είναι γνωστή και υποθέτουμε ως πιθανότερη περιοχή παλαιολιθικής
o δραστηριότητας τον Κούλμο. Στην περίπτωση της Λευκάδας, τα αντικείμενα προέρχονται από τη
Χοιροσπηλιά, στα ανάντη του ριπιδίου. Το σπήλαιο δημιουργήθηκε από την καρστικοποίηση μαργα-
ϊκών ασβεστολίθων της Μειοκαίνου. Η ανασκαφή στον περιβάλλοντα χώρο του αποκάλυψε λίθινα
τέχνεργα της ΜΠΕ28.
Στη μεγαλύτερη παλαιολιθική θέση του νησιού, στους Καρυώτες, ήρθε στο φως μια ευρεία γκάμα
από εργαλειακούς τύπους και τεχνικές για την κατάτμηση του πυρήνα, υποδηλώνοντας διαχρονική
παρουσία ομάδων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που ξεκινά από τα πρώτα στάδια της ΜΠΕ και εκτεί-
νεται έως την Ολόκαινο Εποχή. Η εύρεση ενός ασύμμετρου αμφιπρόσωπου εργαλείου με ράχη, μας
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ένα τουλάχιστον συστατικό της λιθοτεχνίας από τους Καρυώτες πρέπει
να συνδέεται με τη Μικόκια παράδοση, η οποία επιχωριάζει στην κεντρική Ευρώπη29. Το εργαλείο
αυτό μπορεί να προστεθεί σε δύο όμοια από το Μεγάλο Καρβουνάρι Θεσπρωτίας30 και σε άλλα όμοια
ευρήματα από τον Κοκκινόπηλο31· όλα μαζί τεκμηριώνουν την παρουσία της παράδοσης αυτής σε
l υπαίθριες θέσεις της δυτικής Ελλάδας.
Το βόρειο Δουκάτο προσφέρει υλικό από διαφορετική υποπερίοδο της ΜΠΕ σε σχέση με τους
s Καρυώτες· περιλαμβάνει λιγότερα και μικρότερα εργαλεία, ωστόσο πρόκειται για τη δεύτερη σε
μέγεθος και αριθμό ευρημάτων θέση της παλαιολιθικής Λευκάδας. Η λιθοτεχνία του μπορεί να χαρα-
κτηριστεί ως η περισσότερο διαγνωστική της ΜΠΕ στο νησί, μιας και παρουσιάζει σημαντικές ομοι-
ότητες και με τα δημοσιευμένα ευρήματα από τις υπαίθριες θέσεις της Ηπείρου32 και της Αιτωλοα-
καρνανίας33. Για παράδειγμα, τα δύο ξέστρα τύπου Quina από το Δουκάτο θυμίζουν δύο αντίστοιχα
ξέστρα που φέρουν αμφιπρόσωπη επεξεργασία από το Μεγάλο Καρβουνάρι, που μαζί με το Μικρό

26 Βλ. και Galanidou κ.ά. 2016α, εικ. 30, 33, 34.


27 Bailey κ.ά. 1997. Papaconstantinou – Vassilopoulou 1997. Papagianni 2000. van Andel – Runnels 2005. Ligkovanlis
2011. Papoulia 2011. Λιγκοβανλής 2014. Galanidou κ.ά. 2016α.
28 Ζάχος – Ντούζουγλη 2003.
29 Jöris 2006. Ruebens 2013, 2014.
30 Galanidou κ.ά. 2016β, εικ. 4-5 και 7-8.
31 Tourloukis κ.ά. 2015, εικ. 10b.
32 Bailey κ.ά. 1999. Papaconstantinou – Vassilopoulou 1997. Papagianni 2000. Ligkovanlis 2011. Papoulia 2011. Λιγκο-
βανλής 2014. Galanidou κ.ά. 2016b.
33 Στάικου 2018.

482
ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΛΕΥΚΑΔΑ: ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ

Καρβουνάρι αποτελούν έναν άλλο «δίδυμο» υγρότοπο στη Θεσπρωτία34. Ομοιότητες εντοπίζονται
ακόμη στη βαθμιδωτή επεξεργασία των πλευρικών ξέστρων35, αλλά και στην παρουσία πυρήνων
Levallois σχετικά μικρών διαστάσεων36, καθώς και μουστέριων δίσκων37. Τέτοιοι πυρήνες βρέθηκαν
πρόσφατα στην υπαίθρια παλαιολιθική θέση Μαίανδρος Αρτοτίβας, σε υψόμετρο 215 μ. στις όχθες
του ποταμού Εύηνου38.
Στη Λευκάδα, ο υλικός πολιτισμός των ομάδων Νεάντερταλ εντοπίζεται στις περιοχές που διαθέ-
τουν πλούτο φυσικών πηγών, τόσο στην ενδοχώρα, όσο και στις παράκτιες θέσεις, από τον Βορρά
ως τον Νότο. Τα ευρήματα από την Εγκλουβή ερμηνεύονται ως ενδεικτικά μιας πιο περιορισμέ-
νης παρουσίας τους στις πόλγες της ενδοχώρας, ενώ λιγότερα συμπεράσματα μπορούμε να εξαγά-
γουμε από τα ευρήματα στους Τσουκαλάδες και το Μαραντοχώρι. Εδώ η εύρεση πυρήνων, αιχμών ή
αποκρουσμάτων Levallois παραπέμπει σε σποραδική παρουσία των Νεάντερταλ στους αντίστοιχους
υγρότοπους. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα εργαλεία είναι κατασκευασμένα σε υλικά τοπικώς διαθέ-
σιμα.
Η μελέτη των εργαλειακών τύπων δε μας επιτρέπει να διατυπώσουμε συμπεράσματα σχετικά
με εξειδικευμένη δραστηριότητα ή χρήση του χώρου σε κάποια από τις θέσεις. Αντίθετα, φαίνεται
πως υπήρχε ποικιλία θηρευτικής δραστηριοτήτας και πολλών άλλων εργασιών στο ιδιαίτερο οικοσύ-
στημα που συγκροτούν οι καρστικοί υγρότοποι του νησιού. Σε όλη τη διάρκεια του χρόνου ή κατά
διαστήματα –ανάλογα με το μέγεθος της λεκάνης και τη φέρουσα ικανότητά της– πρόσφεραν πηγές
νερού και ένα εύρος χλωρίδας και πανίδας, που προσείλκυαν ανθρωπίδες της ΜΠΕ, θηράματα και
θηρευτές. Σημαντικό πόλο έλξης αποτελούσε επίσης και η αφθονία και ποικιλία λίθινης πρώτης ύλης
υψηλής ποιότητας για τη δημιουργία εργαλειακού εξοπλισμού. Από τη μελέτη μας προκύπτει πως το
κατά τόπους μέγεθος και η ποιότητά της επηρέαζε τα χαρακτηριστικά των αντίστοιχων λιθοτεχνιών.
Το ανάπτυγμα των ερευνών μας στο πεδίο και πέρα από τα όρια της Λευκάδας επιβεβαιώνει την
επίμονη παρουσία του ανθρώπου του Νεάντερταλ στο κεντρικό Ιόνιο. Στα μικρότερα νησάκια μεταξύ
Λευκάδας και Ακαρνανίας εντοπίστηκε σημαντικός αριθμός πυρήνων, αποκρουσμάτων και εργα-
λείων κατασκευασμένων κατά τη ΜΠΕ. Ορισμένα απ’ αυτά, από το κεντρικό Μεγανήσι και τον
Κυθρό (εικ. 1, 2), φαίνεται πως ανήκουν σε μια πρώιμη φάση που ενδεχομένως σχετίζεται με την
αντίστοιχη ομάδα πρώιμων εργαλείων από τους Καρυώτες39.
Η εκμετάλλευση των υψωμάτων γύρω από το αλλουβιακό ριπίδιο στους Καρυώτες και των καρ-
στικών θέσεων, που χωρίζονται σε δύο κατηγορίες υποβάθρων (ασβεστόλιθοι Παντοκράτορα σε
Εγκλουβή, Τσουκαλάδες και Μαραντοχώρι και λατυποπαγείς ασβεστόλιθοι του Ανώτερου Κρητιδι-
κού στο ακρωτήρι Δουκάτο) επιβεβαιώνει ότι οι Νεάντερταλ είχαν μεγάλη εξοικείωση με το σύνθετο
ανάγλυφο και τους φυσικούς πόρους της Λευκάδας. Ιδιαίτερη προτίμηση έδειχναν στο πεδινό βορει-
οανατολικό τμήμα της με τους παράκτιους υγρότοπους, τα αβαθή θαλάσσια νερά, τα αλίπεδα, τους
χαμηλούς λόφους με εξαιρετική εποπτεία του τοπίου και τα σπήλαια. Σ’ αυτό το φυσικό περιβάλλον
διαμόρφωναν το δικό τους ανθρωπογενές περιβάλλον, ψηφίδες του οποίου συνεχίζει να αναζητά
η ομάδα μας, με τα εργαλεία της εντατικής έρευνας επιφανείας στο Εσωτερικό Αρχιπέλαγος του
Ιονίου, της χαρτογράφησης των καταποντισμένων Πλειστοκαινικών τοπίων και της ανασκαφής του
κατακρημνισμένου σπηλαίου στη βόρεια βραχώδη ακτή του Κυθρού.

34 Galanidou κ.ά. 2016α, εικ. 24a-b και Galanidou κ.ά. 2016β, εικ. 10b, 11 και 13g.
35 Dousougli 1999, εικ. 26.3e και Galanidou κ.ά. 2016β, εικ. 18.
36 Galanidou κ.ά. 2016α, εικ. 23h-j και Galanidou κ.ά. 2016β, εικ. 16f.
37 Papoulia 2011, εικ. 26.
38 Στάικου 2018, εικ. 3
39 Γαλανίδου κ.ά. παρών τόμος, εικ. 7α, 8, 9.

483
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Γ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, Χ. ΠΑΠΟΥΛΙΑ, Β. ΣΤΑΪΚΟΥ

ΑΒSTRACT

PALΑEOLITHIC LEFKAS:
RECENT RESEARCH

N. Galanidou, G. Iliopoulos, Ch. Papoulia, V. Staikou

Lefkas is a mountainous island. It has a steep western coastline facing the open Ionian Sea and a
smooth northern and eastern coastline lying within the Inner Ionian Sea. The latter constitutes both
a barrier and a bridge with the opposing landmass and the archipelago of the inner sea. Due to its
rich tectonic history, Lefkas is endowed with a singular terrain and natural resources -high quality
flints and cherts, wetlands, and karstic features- in the coastal and mountainous areas. The island was
particularly attractive to the Middle Palaeolithic communities of western Greece. Archaeological
research on the island, conducted now for more than a quarter of a century, offers robust evidence for
recurring Neanderthal settlement. This study examines the Palaeolithic archaeology recovered from
Lefkas, places it in its geological and palaeogeographic setting and presents new material recovered
from the extensive site of the Karyotes alluvial fan.

484
ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΛΕΥΚΑΔΑ: ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Γαλανίδου 2016 Ν. Γαλανίδου, Πριν από την Αρχαία Νήρικο τι; Παλαιολιθικά ευρήματα από τους Καρυ-
ώτες Λευκάδας, στο ΝΗΡΙΚΟΣ-ΛΕΥΚΑΣ-ΚΑΣΤΡΟ, 83-111.
Γαλανίδου Ν. Γαλανίδου – Ν. Ευστρατίου, Νεάντερταλ στη Μακεδονία, στο Ε. Στεφανή – Ν.
– Ευστρατίου 2014 Μερούσης – Α. Δημουλά (επιμ.), Εκατό Χρόνια Αρχαιολογικής Έρευνας στην Προϊστο-
ρική Μακεδονία, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης,
22-24 Νοεμβρίου 2012, Θεσσαλονίκη, 181-194.
Ευστρατίου Ν. Ευστρατίου – Δ. Κυριακού, Στα ίχνη των τελευταίων κυνηγών και τροφοσυλλεκτών
– Κυριακού 2011 της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, Ανάσκαμμα 5, 53-74.
Ζάχος – Ντούζουγλη 2003 Κ. Ζάχος – Α. Ντούζουγλη, Λευκάδα. Ιστορική-Αρχαιολογική Επισκόπηση μέσα από τα
Εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου, Αθήνα.
Λέκκας κ.ά. 2001 Ε. Λ. Λέκκας – Γ. Δ. Δανάμος – Σ. Γ. Λόζιος, Νεοτεκτονική δομή και εξέλιξη της νήσου
Λευκάδας. 9ο Διεθνές Συνέδριο της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας, Δελτίο Ελληνικής
Γεωλογικής Εταιρίας ΧΧΧΙV(1), 157-163.
Λιγκοβανλής 2014 Σ. Λιγκοβανλής, Ανθρώπινη Δραστηριότητα και Τεχνολογική Συμπεριφορά κατά τη Μέση
και την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή στη Βορειοδυτική Ελλάδα: Οι Μαρτυρίες των Λιθο-
τεχνιών Λαξευμένου Λίθου από το Μ. Καρβουνάρι, τη Μολόνδρα και το Ελευθεροχώρι 7,
αδημ. διδ. διατρ., Ρέθυμνο.
Μπορνόβας 1964 Ι. Μ. Μπορνόβας, Η Γεωλογία της Νήσου Λευκάδος, (Γεωλογικαί και Γεωφυσικαί Μελέ-
ται Χ 1), Αθήνα.
Ντούζουγλη – Ζάχος 1994 Α. Ντούζουγλη – Κ. Ζάχος, Αρχαιολογικές έρευνες στην Ήπειρο και τη Λευκάδα: 1989-
1990, Ηπειρωτικά Χρονικά 31, 12-14.
Σορδίνας 1970 Α. Σορδίνας, Λίθινα εργαλεία από την προϊστορική Ζάκυνθο, Κερκυραϊκά Χρονικά 15,
122-130.
Στάικου 2016 Β. Στάικου, Νεότερες ανασκαφικές έρευνες στα νεκροταφεία της αρχαίας Λευκάδας,
στο ΝΗΡΙΚΟΣ-ΛΕΥΚΑΣ-ΚΑΣΤΡΟ, 169-195.
Στάικου 2018  Β. Στάικου, Ακολουθώντας τους Νεάντερταλ στις όχθες του Εύηνου ποταμού, στο Έργο
ΒΔ Ελλάδας, 509-520.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Bailey κ.ά. 1997 G. Bailey – T. Cadbury – N. Galanidou – E. Kotzabopoulou, Rockshelters and Οpen-
Αir Sites. Survey strategies and regional site distributions, στο G. Bailey (επιμ.), Klithi:
Palaeolithic Settlement and Quaternary Landscapes in Northwest Greece, Volume 2:
Klithi in its Local and Regional Setting, Cambridge, 521-537.
Bathrellos κ.ά. 2009 G.D. Bathrellos – V.E. Antoniou – H.D. Skilodimou, Morphotectonic characteristics of
Lefkas Island during the Quaternary (Ionian Sea, Greece), Geologica Balcanica 38 (1-3),
23-33.
Brooks κ.ά. 1988 M. Brooks – J. E. Clews – N. S. Melis - J. R. Underhill, Structural development of
Neogene basins in western Greece, Basin Research 1(3), 129-138.
Clews 1989 J.E. Clews, Structural controls on basin evolution: Neogene to Quaternary of the Ionian
zone, Western Greece, Journal of the Geological Society of London 146, 447-457.
Dousougli 1999 A. Dousougli, Palaeolithic Leukas, στο G. N. Bailey – E. Adam – E. Panagopoulou
– C. Perlès – C. K. Zachos (επιμ.), The Palaeolithic of Greece and Adjacent Areas.
Proceedings of the ICOPAG Conference, Ioannina (September 1994), (British School at
Athens Studies 3), Athens, 288-292.
Efstratiou κ.ά. 2013 N. Efstratiou – P. Biagi – P. Karkanas – E. Starnini, A late Palaeolithic Site at Ouriakos
(Island of Limnos, Greece) in the north-eastern Aegean Sea, Antiquity 87(335) (Project
Gallery) http://antiquity.ac.uk/projgall/efstratiou335
Galanidou 2014 N. Galanidou, Archaeological survey on the Inner Ionian Sea Archipelago, στο C. Smith
(επιμ.), Encyclopaedia of Global Archaeology, New York, 3882-3888.
Galanidou 2015 Ν. Galanidou, Seascape survey on the Inner Ionian Sea Archipelago, στο M. Carver – B.
Gaydarska – S. Monton-Subias (επιμ.), Field Archaeology from Around the World. Ideas
and Approaches, New York, 101-106.
Galanidou κ.ά. 2016α N. Galanidou – G. Iliopoulos – C. Papoulia, The Palaeolithic settlement of Lefkas.
Archaeological evidence in a palaeogeographic context, Journal of Greek Archaeology
1, 1-32.
Galanidou κ.ά. 2016β N. Galanidou – C. Papoulia – S. Ligkovanlis, The Middle Palaeolithic bifacial tools
from Megalo Karvounari, στο B. Forsén – N. Galanidou – E. Tikkala (επιμ.), Thesprotia
Expedition III. Landscapes of Nomadism and Sedentism, (Papers and Monographs of the
Finnish Institute at Athens XXII), Helsinki, 29-58.
Jöris 2006 O. Jöris, Bifacially backed knives (Keilmesser) in the Central European Middle
Palaeolithic, στο N. Goren-Inbar – G. Sharon (επιμ.), Axe Age: Acheulian Tool-making
from Quarry to Discard, London, 287-310.

485
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Γ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, Χ. ΠΑΠΟΥΛΙΑ, Β. ΣΤΑΪΚΟΥ

Louvari κ.ά. 1999 E. Louvari – A. A. Kiratzi – B. C. Papazachos, The Cephalonia transform fault and its
extension to western Lefkada Island (Greece), Tectonophysics 308 (1-2), 223-236.
Papaconstantinou  E. Papaconstantinou – D. Vassilopoulou 1997, στο G. Bailey (επιμ.), Klithi: Palaeolithic
– Vassilopoulou 1997 Settlement and Quaternary Landscapes in Northwest Greece, Volume 2: Klithi in its
Local and Regional Setting, Cambridge, 459-480.
Papagianni 2000 D. Papagianni, Middle Palaeolithic Occupation and Technology in Northwestern Greece:
The Evidence from Open-air Sites, (BAR IS 882), Oxford.
Papoulia 2011 C. Papoulia, Mikro Karvounari in context: The new lithic collection and its implications
for Middle Palaeolithic hunting activities, στο B. Forsén – E. Tikkala (επιμ.), Thesprotia
Expedition II. Environment and Settlement Patterns, (Papers and Monographs of the
Finnish Institute at Athens XVI), Helsinki, 123-158.
Ruebens 2013 K. Ruebens, Regional behaviour among late Neanderthal groups in Western Europe: A
comparative assessment of late Middle Palaeolithic bifacial tool variability, Journal of
Human Evolution 65 (4), 341-362.
Ruebens 2014 K. Ruebens, Late Middle Palaeolithic bifacial technologies across northwest Europe:
Typo-technological variability and trends, Quaternary International 350, 130-146.
Tourloukis κ.ά. 2015 V. Tourloukis – P. Karkanas – J. Wallinga. Revisiting Kokkinopilos: Middle Pleistocene
radiometric dates for stratified archaeological remains in Greece, JAS 57, 355-369.
van Andel – Runnels 2005 Tj. H. van Andel – C. N. Runnels, Karstic Wetland Dwellers of Middle Palaeolithic
Epirus, Greece, Journal of Field Archaeology 30, 367-384.
Zavitsanou κ.ά. 2015 A. Zavitsanou – D. Sakellariou – G. Rousakis – P. Georgiou – N. Galanidou,
Paleogeographic reconstruction of the Inner Ionian Sea during Late Pleistocene low sea
level stands: Preliminary results, Proceedings of the 11th Panhellenic Symposium on
Oceanography and Fisheries, Mytilene Greece 13-17 May 2015, Mytilene, 997-1000.
o Zavitsanou κ.ά.  A. Zavitsanou – D. Sakellariou – G. Rousakis – P. Georgiou – N. Galanidou – I.
υπό κρίση Alexopoulos, Palaeogeographic reconstruction of the northern Inner Ionian Sea
Archipelago (Western Greece) during Late Quaternary low sea level periods, Quaternary
Science Reviews, υπό κρίση.

486
ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΛΕΥΚΑΔΑ: ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ

Εικόνα 1. Χάρτης της Λευκάδας με τις αρχαιολογικές θέσεις που αναφέρονται στο κείμενο. Με βούλα σημειώνονται οι
υπαίθριες θέσεις και με τρίγωνο οι θέσεις σε σπήλαια.

487
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Γ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, Χ. ΠΑΠΟΥΛΙΑ, Β. ΣΤΑΪΚΟΥ

Εικόνα 2. Απλοποιημένος γεωλογικός χάρτης της Λευκάδας. Απεικονίζονται οι κύριοι γεωλογικοί σχηματισμοί που
εμφανίζονται στο νησί και οι αρχαιολογικές θέσεις που αναφέρονται στο κείμενο.

488
ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΛΕΥΚΑΔΑ: ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ

Εικόνα 3. Η εκτεταμένη παλαιολιθική θέση στους Καρυώτες, πάνω στην οποία αναπτύχθηκε η αρχαία πόλη και το
νεκροταφείο της Λευκάδας. Με βούλα σημειώνονται οι ιδιοκτησίες όπου αποκαλύφθηκαν παλαιολιθικά κατάλοιπα.

489
Ν. ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ, Γ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, Χ. ΠΑΠΟΥΛΙΑ, Β. ΣΤΑΪΚΟΥ

Εικόνα 4. Μεγάλο κοπτικό εργαλείο από τους Καρυώτες (οικόπεδο Χαλικιά).

Εικόνα 5. Ευρήματα της ΜΠΕ από την ανασκαφή στους Καρυώτες, οικόπεδο Γεωργάκη. Παράχθηκαν με την τεχνική
Levallois: (α) πυρήνας, (β) πυρήνας, (γ) φολίδα, (δ) αιχμηρή φολίδα.

490
ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΛΕΥΚΑΔΑ: ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ

Εικόνα 6. Φολίδα Levallois από τους Καρυώτες,


οικόπεδο Γεωργάκη. Εντοπίστηκε σε βάθος 2,70
μ. σε σκουρόχρωμο πηλιτικό στρώμα της Ανώτε-
ρης Πλειστοκαίνου Εποχής.

Eικόνα 7. Το ακρωτήρι Δουκάτο: (α) Ανάμεσα στη χαμηλή βλά-


στηση ξεχωρίζει η ερυθρογή, ενώ κάτω δεξιά φαίνονται οι ασβε-
στόλιθοι της Ζώνης των Παξών, (β) πυριτολιθική πρώτη ύλη και
τέχνεργα ορατά στην επιφάνεια της ερυθρογής που πληρώνει τη
δολίνη στο βόρειο Δουκάτο.

Εικόνα 8. Αιχμές Levallois από το ακρωτήρι Δου-


κάτο.

491
o

492
H ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΚΑΤΑ
ΤΗΝ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ*

Άκης Τσώνος

Η Λευκάδα (294,4 χλμ.2) είναι το τέταρτο σε μέγεθος νησί της Επτανήσου μετά την Κεφαλονιά,
την Κέρκυρα και την Ζάκυνθο και αυτό που βρίσκεται εγγύτερα στο δυτικό κορμό της ηπειρωτι-
κής Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζει στενός ισθμός, που ενώνει το ΒΑ τμήμα του νησιού με τη
χερσόνησο της Πλαγιάς και τον κόλπο του Δρεπάνου στην Ακαρνανία. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα
ορεινό νησί (όρος Ελάτη 1180 μ.), υπάρχουν όμως και αρκετές εύφορες πεδιάδες, όπως της Χώρας
στο βορρά, του Νυδριού στα δυτικά και της Βασιλικής στα νότια. Η ανατολική ακτή διαθέτει έντονο
ανάγλυφο και αρκετά σημεία ελλιμενισμού, σε αντίθεση με τη δυτική που είναι αλίμενη και οι
ακτές της απότομες και ορεινές. Η παρουσία μιας σειράς μικρότερων νησιών και νησίδων (Μεγα-
νήσι, Κάλαμος, Καστός, Αρκούδι, Εχινάδες νήσοι) ανάμεσα στην Λευκάδα και την ακαρνανική ακτή
δημιουργεί ένα ζωντανό σύστημα επικοινωνίας, ένα μικρό αρχιπέλαγος που συμμετέχει ενεργά στη
διαμόρφωση της πολιτιστικής ταυτότητας της Λευκάδας και της απέναντι περαίας ακτής (εικ. 1)1.
H γεωμορφολογία καθορίζει διαχρονικά την πολιτιστική εξέλιξη της Λευκάδας ως προς τις αλλη-
λεπιδράσεις και επιρροές που προκύπτουν μέσα από την επιμέρους μελέτη του υλικού πολιτισμού.
Η περιγραφή των ιδιαίτερων σχέσεων, που αναπτύσσονται με τα Δ. Βαλκάνια, αποτελεί μία ενδιαφέ-
ρουσα πτυχή της έρευνας, που αναδεικνύει εναργώς την πολυπλοκότητα της αλληλεπίδρασης διαφο-
ρετικών πολιτιστικών οριζόντων2. Η Λευκάδα, αποτελώντας σταθμό ενός βαθμιδωτού προς Β πλου
του Ιονίου πελάγους, αποτέλεσμα της τοποθέτησης των Ιονίων νησιών με κατεύθυνση Β-Ν, επηρε-
άζεται άμεσα από τις σύγχρονες εξελίξεις στα Βαλκάνια και είναι το σημείο συνάντησης αιγαιακού
και βαλκανικού πολιτιστικού ορίζοντα.
Επιβεβαιωμένες σχέσεις ανάμεσα στην Λευκάδα και τις βόρειες ηπειρωτικές και βαλκανικές
περιοχές εντοπίζονται ήδη από την Νεολιθική περίοδο και ιδιαίτερα από τα μέσα της 7ης χιλιετίας
π.Χ., οπότε στην Αλβανία ξεκινά η τοπική Πρώιμη Νεολιθική, που διαρκεί μέχρι και τα μέσα της
6ης χιλιετίας π.Χ.3 Από τη φάση Ι του σπηλαίου Χοιροσπηλιά, στο νότιο τμήμα του νησιού, προέρ-
χεται ομάδα ανοιχτών, κυρίως, αγγείων με εμπίεστη και εγχάρακτη διακόσμηση επάνω στο νωπό
καλοψημένο πηλό, ο οποίος επιχρίεται πολλές φορές με ερυθρό χρώμα4. Αυτός ο τύπος διακόσμησης
βρίσκει ακριβή τεχνικά, τεχνοτροπικά και τυπολογικά παράλληλα σε σειρά θέσεων του ιόνιου και
αδριατικού τόξου, όπως στο σπήλαιο της Καστρίτσας και στην Ασφάκα στην Ήπειρο5, στο Σιδάρι

* Θερμές ευχαριστίες απευθύνω στον Διευθυντή του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας των Τιράνων, καθηγητή Luan Përzhita, για
την άδεια δημοσίευσης των εικόνων του παρόντος άρθρου. Επίσης, ευχαριστώ το συνάδελφο και φίλο Άρη Παπαγιάννη
για την ψηφιακή επιμέλεια του εποπτικού υλικού.
1 Όλες οι θέσεις που αναφέρονται στο κείμενο υποδεικνύονται στο χάρτη της εικ. 1 και στο υπόμνημά του. Επίσης, όλες
οι πληροφορίες που αναφέρονται στην Αλβανία προέρχονται από την διδακτορική διατριβή του υπογράφοντος με τίτλο:
«Αιγαιακές επιδράσεις στην Αλβανία και στα ΝΔ Βαλκάνια κατά τη Μέση και Ύστερη Εποχή του Χαλκού», η οποία εγκρί-
θηκε από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, το Μάιο του 2015.
2 Dörpfeld 1927. Branigan 1975. Hammond 1974. Kilian-Dirlmeier 2005. Müller 1989. Souyoudzoglou-Haywood 1999,
19-35. Ζάχος – Ντούζουγλη 2003. Ντούζουγλη κ.ά. 2008. Tsonos 2016, 261-274.
3 Καλείται περίοδος Vashtemi - Podgori I από τις ομώνυμες θέσεις στην πεδιάδα της Κορυτσάς και είναι σύγχρονη των
φάσεων Προσέκλο και Πρωτοσέσκλο της θεσσαλικής αρχαιότερης Νεολιθικής και της πρώτης φάσης Σέσκλου της
μέσης Νεολιθικής. Για τη Νεολιθική περίοδο στην Αλβανία και τις τοπικές φάσεις, βλ. ενδεικτικά Korkuti 1995. Prendi
1976. Prendi 1979. Lera κ.ά. 2016.
4 Dörpfeld 1927, Beilage 83b. Ντούζουγλη κ.ά. 2008, 132-133, εικ. 3-4.
5 Douzougli – Zachos 2002, 116-9, εικ. 1-2.

493
A. TΣΩΝΟΣ

της Κέρκυρας της Μέσης Νεολιθικής6, στις θέσεις Vashtemi, Podgori I, Burimas, Katundas, Barc
I, στο σπήλαιο Κonispol III της τοπικής Αρχαιότερης Νεολιθικής της Αλβανίας και στον οικισμό
Cakran των αρχών της τοπικής Μέσης Νεολιθικής7, αλλά και σε θέσεις των δύο ακτών της Αδρια-
τικής8 (εικ. 2Α).
Η επόμενη κεραμική ομάδα που παρουσιάζει ομοιότητες με τα ΝΔ Βαλκάνια προέρχεται, επίσης,
από τη Χοιροσπηλιά και αφορά στην πολύχρωμη γραπτή κεραμική με ερυθρή, μελανή ή αμαυρή
διακόσμηση σε υπόλευκο επίχρισμα με γραμμικογεωμετρικά, αβακωτά, τριγωνικά, καμπύλα και
φλογόσχημα μοτίβα επάνω σε ανοιχτά αγγεία με στιλβωμένη λεία επιφάνεια9. Το γεωγραφικό εύρος
διάδοσής της περιλαμβάνει το Σπήλαιο Αγίου Νικολάου Ακαρνανίας10, το Σπήλαιο της Δράκαινας
στην Κεφαλονιά11, τις Γούβες στην Ήπειρο12, το σπήλαιο Velçë στον κόλπο της Αυλώνας στη ΝΑ
Αλβανία, τη φάση Barç ΙΙ από τον ομώνυμο οικισμό στην κοιλάδα της Κορυτσάς, το σπήλαιο του
Katundas και τον οικισμό του Kamnik13. Χρονολογείται στην Τελική Νεολιθική, φάση σύγχρονη της
τοπικής Ύστερης Νεολιθικής και Ενεολιθικής της Αλβανίας, που αντιπροσωπεύεται με τις φάσεις
Maliq Ι-ΙΙ και Barç ΙΙ (εικ. 2Β-Γ). Η κεραμική αυτή συνιστά ένα σύνολο παραγωγής προϊόντος
υψηλής ποιότητας τόσο από πλευράς επιλογής πρώτης ύλης και όπτησης, όσο και λόγω της ιδιαί-
τερα λεπτότεχνης κατασκευής της. Ξεπερνάει δηλαδή το επίπεδο της απλής και συνήθους χρηστικής
κεραμικής, υποδεικνύει ειδική χρήση και μαρτυρεί δραστήρια τοπική παραγωγή, η οποία αντιπα-
ραβάλλεται τρόπον τινά στους γραπτούς κεραμικούς ρυθμούς της Θεσσαλίας. Δημιουργεί επίσης
ένα ενδιαφέρον, κεραμικό τουλάχιστον, ισοδύναμο με τη σύγχρονη παραγωγή στον αιγαιακό χώρο,
o δηλώνοντας μία διακριτή πολιτιστική ταυτότητα του ιόνιου τόξου, της οποίας η Λευκάδα αποτελεί
κομβικό συντελεστή.
Επιπλέον, οι επιρροές από τα ΝΔ Βαλκάνια φαίνονται και από τον εντοπισμό στα σπήλαια Χοι-
ροσπηλιά και Ασβότρυπα οστράκων που ανήκουν σε αγγεία ειδικής χρήσης, όπως τα αγγεία-ρυτά
ή σκεύη με ζωόμορφα στελέχη με εγχάρακτη διακόσμηση σε ερυθρότεφρη επιφάνεια14. Αποτελούν
τυπικό προϊόν παραγωγής των κεντροδυτικών Βαλκανίων με ιδιαίτερη διάδοση στην τοπική Μέση
Νεολιθική στην Αλβανία και στους οικισμούς Dunavec, Cakran, Katundas, Kolsh II15, αλλά και
στη φάση Danilo της A Αδριατικής16. Στην Ελλάδα απαντούν και στο Σπήλαιο της Δράκαινας στην
Κεφαλονιά, καθώς και σε άλλες θέσεις της Πελοποννήσου και της Θεσσαλίας17 (εικ. 2Δ).
Είναι εμφανές, επομένως, ότι ήδη από την Νεολιθική περίοδο αναπτύσσεται πολιτιστική
αλληλεπίδραση ανάμεσα στην Λευκάδα και στα Δ Βαλκάνια, η οποία μπορεί να κωδικοποιηθεί ως
εξής:
l

s
6 Αρβανίτου-Μεταλληνού 2007α, 41, εικ. 7-8.
7 Vashtëmi: Korkuti 1995, 50-52, πίν. XIV-XV, πίν. 11. Podgori: Lera 1983. Lera 2002, 98-99, εικ. 3. Korkuti 1995, πίν.
8: 1-6. Burimas: Korkuti 1995, 75, πίν. 24: 1-10. Katundas: Korkuti 1995, 89, πίν. LXIX-LXX, πίν. 30: 1-7. Barç 1:
Lera 1993, 12-14, πίν. III, VIII. Konispol III: Korkuti 2003, 214-215, πίν. III. Cakran: Korkuti 1995, 145, πίν. LVI.
8 Ιταλία: Tiné 2007, 99-100, εικ. 4-5. Κροατία: Marković ̶ Minichreiter 2003, 140-142, πίν. 3.
9 Dörpfeld 1927, εικ. 88a. Ντούζουγλη κ.ά. 2008, 135-136, εικ. 3: 6-9, 4: 5-9. Ντούζουγλη 1996, 118, 119, 253, εικ. 98.
10 Benton 1946-1947, 171-172, 175-176, πίν. 29-30.
11 Στρατούλη 2007, 115-116, εικ. 19-25.
12 Douzougli – Zachos 2002, 121-124, πίν. 4.
13 Velçë: Hammond 1967α, 293-294, εικ. 9. Korkuti 1995, 198-199, πίν. 81: 7-11. Barç II: Lera 2009, 68-69, πίν. XXX,
XXXII. Korkuti 1995, 184-185, πίν. 72. Katundas: Korkuti 1995, 197, πίν. 79-80. Kamnik: Korkuti 1995, 195, πίν. 78.
14 Ντούζουγλη κ.ά. 2008, 136, εικ. 3: 13, 5: 4-5.
15 Lera κ.ά. 2016, 20, εικ. 6a. Podgori II: Korkuti 1995, 169, πίν. 66: 17-19. Dunavec II: Korkuti 1995, 115-116, πίν.
XXXVI. Cakran: Korkuti 1995, 149, πίν. LX. Katundas: Korkuti 1995, 165, πίν. LXVIII: 14-18. Kolsh II: Korkuti
1995, 160-161, πίν. 61: 1-5.
16 Ντούζουγλη κ.ά. 2008, 136, εικ. 5.4, όπου υπάρχει και η βιβλιογραφία για τη διάδοση των αγγείων.
17 Στρατούλη 2007, 118, εικ. 29-30.

494
Η ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

1. Η εντατική χρήση των σπηλαίων σε εποχικό ή μονιμότερο χαρακτήρα αποτελεί βασικό


χαρακτηριστικό του ιόνιου και αδριατικού τόξου, ενώ επεκτείνεται και στο συμβολικό ή
ιδεολογικό επίπεδο. Ρυτά, τοπική κεραμική υψηλής ποιότητας, ανοιχτά αγγεία και γειτνίαση
των σπηλαίων με την ακτή συνιστούν ένα ζωντανό πλαίσιο μετακίνησης πληθυσμών και
τεχνοτροπιών, που διαμορφώνει κοινό πολιτιστικό γίγνεσθαι στον ιόνιο και αδριατικό χώρο,
εξίσου δραστήριο με τις σύγχρονες φάσεις του αιγαιακού χώρου.
2. Η τοποθέτηση της Λευκάδας στο χάρτη διάδοσης της εμπίεστης διακόσμησης την καθιστά μέρος
της ευρύτερης διαδικασίας νεολιθικοποίησης της Κεντρικής Μεσογείου και της επικράτησης του
νεολιθικού κοινωνικού προτύπου μέσα και από τις κοινές κεραμικές τεχνοτροπίες. Παρατηρείται
δηλαδή συμμετοχή της Λευκάδας και στις πολιτιστικές ζυμώσεις της νεολιθικής Εσπερίας.
3. Η Λευκάδα αναπτύσσει κοινά στοιχεία, όχι μόνο με την απέναντι περαία ακτή και τα υπόλοιπα
νησιά του Iονίου, αλλά και με την ενδοχώρα της Ηπείρου και της Αλβανίας και τα λεκανοπέδια
των Ιωαννίνων και της Κορυτσάς, μέσω ενός πυκνού δικτύου χερσαίας επικοινωνίας,
που στηρίζεται στις ποτάμιες κοιλάδες και στη διαπερατότητα των ορεινών αυχένων. Οι
τοπικοί πληθυσμοί δεν μένουν απομονωμένοι, αλλά χρησιμοποιούν τα πλεονεκτήματα της
γεωμορφολογίας, προκειμένου να ενώσουν απομακρυσμένες περιοχές.
Η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, η 3η δηλαδή χιλιετία π.Χ., αποτελεί για την Λευκάδα την περίοδο
με τα σημαντικότερα αρχαιολογικά δεδομένα. Οι ανασκαφές του W. Dörpfeld έχουν τροφοδοτήσει
για έναν αιώνα περίπου την έρευνα και ακόμη και σήμερα υπάρχουν πτυχές χρήζουσες περαιτέρω
διερεύνησης18. Το νεκροταφείο τύμβων R στο Στενό, στην πεδιάδα του Νυδριού, συνιστά ένα πολυ-
επίπεδο και πολύτιμο σύνολο αρχαιολογικών πληροφοριών, οι οποίες στις λεπτομέρειές τους φανε-
ρώνουν σαφείς επιρροές -μεταξύ άλλων- και από τα Βαλκάνια19.
Αρχικά, το νεκροταφείο R αποτελεί ένα από τα λίγα παραδείγματα τύμβων στον ευρύτερο αιγαι-
ακό χώρο, που χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (ΠΕΙΙ-ΙΙΙ). Το ταφικό έθιμο των
τύμβων με τις κατά τόπους κατασκευαστικές παραλλαγές του διαδίδεται τη συγκεκριμένη περί-
οδο κατά μήκος της ιόνιας και αδριατικής ακτής με τη Λευκάδα να βρίσκεται σχεδόν στο μέσον
αυτού του δρόμου. Η διασπορά του από τη Β. Αδριατική έως το Ν. Ιόνιο έχει ως εξής: Selvis di
Remancazzo, San Odorico, Campoformido, San Osvaldo στη ΒΑ Ιταλία20, τύμβοι του Μαυροβου-
νίου στις θέσεις Velika Gruda, Mala Gruda, Gruda Boljevica21, τύμβοι στα όρη Biokovo της Κροα-
τίας22, τύμβοs 6 του Shtoj, τύμβος του Shkrel στη Β Αλβανία και Μεγάλος Τύμβος του Pazhok στην
κεντρική Αλβανία23, τύμβος στη Μόσχοβη Λουτρακίου Ακαρνανίας24, Πόρτες Αχαΐας25, τύμβος στην
Ολυμπία στη θέση του Νέου Μουσείου26, τύμβοι στον Άγιο Ιωάννη Παπουλίων, στα Καστρούλια
και στη Βοϊδοκοιλιά της Μεσσηνίας27. Εκτός της περιοχής αυτής, χαρακτηριστικές περιπτώσεις τύμ-
βων είναι οι σύνθετης μορφής τύμβοι στο Κριαρίτσι Χαλκιδικής28 και ο πλίνθινος τύμβος επάνω στο

18 Dörpfeld 1927.
19 Hammond 1974. Branigan 1975. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 20-30. Kilian-Dirlmeier 2005. Kilian-Dirlmeier 2008.
20 Borgna – Càssola Guida 2007, 193-195. Càssola Guida 2011, όπου συμπυκνώνεται το σύνολο της βιβλιογραφίας για
την περιοχή.
21 Primas 1992. Primas 1996. Baković – Govedarica 2010. Baković 2011, εικ. 9-11. Della Casa 2011.
22 Olujić 2010.
23 Shtoj: Koka 1990. Koka 2012. Govedarica 2016. Shkrel: Jubani 1995. Pazhok: Hammond 1967β. Bodinaku 1999,
12-13.
24 Κολώνας 2008, 390-391. Σταυροπούλου-Γάτση 2008α, 415, εικ. 730.
25 Μόσχος 2012, εικ. 598-599.
26 Πρόκειται για τύμβο συμβολικού χαρακτήρα, βλ. Müller 1989, 16-18. Rambach 2004. Οικονομίδης κ.ά. υπό δημ.
27 Οι τύμβοι αυτοί καλύπτουν και την ΜΕ Ι, βλ. Κορρές 1980, 326-32. Borgna ̶ Càssola Guida 2007, 192-194. Oikono-
midis κ.ά. 2011, 187-189. Rambach 2007. Rambach 2011.
28 Asouhidou 2011.

495
A. TΣΩΝΟΣ

λόφο του Αμφείου στη Θήβα29. Είναι ξεκάθαρο, επομένως, ότι η Λευκάδα συμμετέχει ενεργά στις
κοινωνικές διαδικασίες, που λαμβάνουν χώρα στην Κεντρική Μεσόγειο τη 3η χιλιετία π.Χ. και εκδη-
λώνονται μέσα από την ανάγκη δημιουργίας συλλογικών νεκροταφείων, που έχουν ως κύρια κοινά
κατασκευαστικά τους στοιχεία τις κεντρικές ταφές, την επίχωση που εξασφαλίζει την καθ’ ύψος
ανάδειξη του μνημείου και το λίθινο δακτύλιο που συγκρατεί την επίχωση.
Πιο συγκεκριμένα, η ύπαρξη στο νεκροταφείο R κεντρικών ή μη κτιστών υπόγειων θαλάμων
ή κτιστών κιβωτιόσχημων τάφων που καλύπτονται στη συνέχεια από κεντρικό λίθινο πυρήνα30,
αποτελεί επιλογή σε θέσεις της Αδριατικής31 και μάλιστα στην Λευκάδα συνδέεται και με τους δύο
μεγαλύτερους τύμβους του νεκροταφείου R, οι οποίοι κτερίζονται με ποικίλα κεραμικά, λίθινα και
μεταλλικά ευρήματα32. Ενδιαφέρουσες για την επικράτηση κοινών ταφικών εθίμων είναι οι πυρές
που σχετίζονται είτε με καύση οστών, είτε με μεταθανάτιες τελετές, είτε με προσφορές ζώων. Η
καύση δεν διαθέτει παράλληλα στον αιγαιακό χώρο της ΠΕ περιόδου, αλλά δραστηριότητες που
αφορούν στη χρήση πυράς εντοπίζονται σε πολλούς τύμβους της Αλβανίας και της Ελλάδας, που
χρονολογούνται και σε υστερότερες περιόδους33, ιδιαίτερα στα τέλη της Ύστερης Εποχής του
Χαλκού. Μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις υπάρχουν και διακριτές περιοχές – αποτεφρωτήρια μέσα
και έξω από τους τύμβους που προορίζονται για αυτή τη χρήση34. Τονίζεται ιδιαίτερα ο εντοπισμός
σκελετού βοοειδούς επάνω από την κεντρική ταφή του τύμβου του Pazhok, καθώς αποτελεί τη
μοναδική προσφορά-ταφή ολόκληρου ζώου35.
Άλλη μία ομοιότητα σχετίζεται με την ύπαρξη τάφων ή κατασκευών πλήρως κενών από οστά και
o κτερίσματα, πιθανών κενοταφίων, όπως ορισμένων από τους τύμβους της Krumë και του Prodan
στην Αλβανία36, του διώροφου τάφου 1 του νεκροταφείου R37, της κατασκευής στο λεγόμενο τύμβο
των Κοκκολάτων της Κεφαλονιάς38, αλλά και στον τύμβο του Αγίου Ιωάννη Παπουλίων39. Τέλος,
αξιοσημείωτη για τη σημασία του εθίμου είναι η επιλογή των σημείων ανέγερσής τους σε κρίσιμα
γεωγραφικά οροθέσια, όπως οι ποτάμιες κοιλάδες και οι πεδινές εκτάσεις, οι οποίες προφανώς
συνδέονται με φυσικές οδούς επικοινωνίας και με τη δυνατότητα εκμετάλλευσης των φυσικών
πόρων από τις τοπικές πληθυσμιακές ομάδες, που, ενταφιάζοντας τους νεκρούς σε εντυπωσιακά
ταφικά μνημεία, υποδηλώνουν τα συλλογικά δικαιώματά τους επί του εδάφους40.
Το έθιμο των συλλογικών νεκροταφείων συνεχίζεται στην Λευκάδα και κατά την Μέση Εποχή
του Χαλκού μέσα από τα οικογενειακά νεκροταφεία S και F του Σκάρου και του Νυδριού, όπου
παρατηρείται η κυριαρχία του κιβωτιόσχημου τάφου41, του κυριότερου ταφικού τύπου σε όλους

l
29 Weinberg 2007, 156-157, 166. Aravantinos – Psaraki 2011, 405, 408-410.
s 30 Dörpfeld 1927, 223-225, 238-240, 243-246. Kilian-Dirlmeier 2005, εικ. 5, 8, 34-35, 43-44.
31 Friuli: Borgna – Càssola Guida 2007, 193-195, πίν. XLVI. Piskovë (Ν Αλβανία): Bodinaku 1999, εικ. 1-2. Vodhinë,
Bodrishtë, N Αλβανία: Prendi 1993, εικ. 9-10. Barç (ΝΑ Αλβανία): Andrea 1985, εικ. 2-8. Prendi 1993, 21, εικ. 8-9.
Krumë: Jubani 1982, πίν. II. Pazhok: Bodinaku 1982, εικ. 2, 4, 7. Bodinaku 1999, 13, εικ. 5. Koka 1985, εικ. 11. Shtoj:
Koka 1990, 31. Koka 2012, εικ. 28, 51. Bodinaku 1999, 15, εικ. 9. Govedarica 2016.
32 Kilian-Dirlmeier 2005, πίν. 1-3, 29-30, 34.
33 Souyoudzoglou-Haywood 1999, 22. Kilian-Dirlmeier 2005, 27, 43-44, 67-70, 72, εικ. 43-45, όπου μέσα στον κεντρικό
κτιστό τάφο R26C εντοπίστηκαν οστά ζώων, πιθανώς προϊόν κατανάλωσης ή προσφοράς.
34 Οικονομίδης κ.ά. υπό δημ. Barç: Andrea 1985, 16. Vajzë: Prendi 1957, 92, 95. Prodan: Aliu 1984, 28. Άγιος Ιωάννης
Παπουλίων: Μαρινάτος 1960, 254.
35 Bodinaku 1999, 13, εικ. 3.
36 Krumë: Jubani 1995, εικ. 7. Prodan: Aliu 1984, εικ. 5.
37 Dörpfeld 1927, 223-224. Kilian-Dirlmeier 2005, 5-8, εικ. 5-7.
38 Καββαδίας 1912, 247, εικ. 1. Παπαδόπουλος ̶ Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003, 229-230, εικ. 278. Μόσχος 2007, 239-
241. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 59.
39 Κορρές 1980, 328, εικ. 1. Κορρές 2012, εικ. 898. Cavanagh – Mee 1998, 199, εικ. 5.7.
40 Σχετικά με τις ερμηνευτικές πτυχές του εθίμου του τύμβου σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, βλ. Borgna – Müller-Celka 2011.
41 Dörpfeld 1927, 207-217. Kilian-Dirlmeier 2005, εικ. 51-68.

496
Η ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

τους σύγχρονους τύμβους της Αλβανίας42. Αξίζει να σημειωθεί ότι μία από τις βασικές διαφορές στα
ταφικά έθιμα των τύμβων R της Λευκάδας με τους αντίστοιχους των Βαλκανίων είναι η χρήση των
πίθων, στοιχείο που στην Αλβανία παρατηρείται μόνο στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού43.
Εκτός από τα ταφικά έθιμα, υπάρχουν και συγκεκριμένες κατηγορίες ευρημάτων της Πρώιμης
και Μέσης Εποχής Χαλκού, που υποδηλώνουν σαφείς σχέσεις της Λευκάδας με την ιόνια και
αδριατική βαλκανική ακτή. Από τον Άγιο Σωτήρο και από τους χώρους πυράς και τους τάφους του
νεκροταφείου R ενδιαφέρουσα είναι ομάδα οστράκων από ανοιχτά, κυρίως, αγγεία με εγχάρακτη
στιγμωτή διακόσμηση και τριγωνικά ή γεωμετρικά μοτίβα, που πραγματοποιούνται με λεπτό μυτερό
εργαλείο44 (εικ. 3Α). Η τεχνική θυμίζει έντονα κεραμικές παραδόσεις των ΒΔ και Κεντρικών
Βαλκανίων της Πρώιμης Εποχής Χαλκού και συγκεκριμένα της φάσης Baden – Kostolac, η οποία
παρουσιάζει ιδιαίτερη διάδοση στον οικισμό του Maliq και στο σπήλαιο του Nezir της Αλβανίας
και φυσικά συνδέεται με την ισχυρή νεολιθική διακοσμητική παράδοση45, ενώ δεν λείπει από τον
Αφιώνα και τους Έρμονες της Κέρκυρας46 και το σπήλαιο Πόλη της Ιθάκης47.
Αναφορικά με την Μέση Εποχή του Χαλκού, ιδιαίτερη σημασία έχει η χειροποίητη «ψευδομι-
νυακή» κεραμική από τα νεκροταφεία F και S, η οποία δίνει έμφαση στη λειασμένη, πολλές φορές
στιλβωμένη και καλά οπτημένη επιφάνεια του αγγείου, με αποτέλεσμα τη σχεδόν στιλπνή εμφάνισή
του48 (εικ. 3Β). Πρόκειται για τοπική παραλλαγή της μινυακής ΜΕ τεχνικής, ευρύτατα διαδεδομέ-
νης στην ιόνια και αδριατική ακτή, με τη Λευκάδα να παίζει κομβικό ρόλο στη μετάδοση της συγκε-
κριμένης τεχνοτροπίας. Είναι γνωστή ως μελανή ή μελανοκάστανη κεραμική ή κατηγορία ΙΙΙ κατά
Δάκαρη στην Ήπειρο49, η οποία επιβιώνει και στην τοπική Ύστερη Εποχή του Χαλκού, ως mottled
gray ware στην Κέρκυρα50 και ως ψευδομινυακή στην Αλβανία, όπου και αντιπροσωπεύεται κυρίως
από κανθάρους καλής ποιότητας με καρινωτό και ημισφαιρικό σώμα από τους τύμβους του Dukat,
της Vajzë, της Vodhinë και τους οικισμούς του Nezir και του Sovjan51. Παρόμοια τυπολογία απαντά
και στους κιβωτιόσχημους ΜΕ τάφους στα Κοκκολάτα της Κεφαλονιάς52 και στα Πηλικάτα της Ιθά-

42 Oikonomidis κ.ά. 2011, 189-191, 195-196. Vodhinë: Prendi 1993, εικ. 9. Shtoj: Koka 1990, εικ. 13. Vajzë: Prendi 1957,
εικ. 21. Barç: Andrea 1985, εικ. 24, 29-30. Krumë: Jubani 1982, πίν. II-V. Kënetë: Jubani 1983, εικ. 11.
43 Kilian-Dirlmeier 2005, εικ. 5-7, 12-14, 20-24, 26-28, 32-34, 36, 40-43, 50. Patos: Korkuti 1981, 31-32.
44 Dörpfeld 1927, εικ. 61b: 11-15, 75a. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 28. Kilian-Dirlmeier 2005, 97-99, πίν. 27, 36-37,
38: 23-27, 39: 38-42. Επίσης, παρόμοια κεραμική προέρχεται από το Σκάρο, τη Χοιροσπηλιά και την περιοχή Κολόνι.
45 Prendi 1995, 245, πίν. 4. Andrea 2002, 166-168, πίν. 3-4.
46 Bulle 1934, 174-194, εικ. 7-11. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 11, 28, 98-99. Metallinou 2004, 49-50, εικ. 11-12.
47 Souyoudzoglou-Haywood 1999, 98-99.
48 Dörpfeld 1927, 311-314, 316-317, εικ. 72-73. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 32-33. Kilian-Dirlmeier 2005, 128-129,
132-133, πίν. 47-48, 52-53, 55, 67-68.
49 Εντοπίζεται σε σειρά θέσεων της ηπειρωτικής ενδοχώρας, όπως η Καστρίτσα, η Δωδώνη, το Μαζαράκι, ο Ελαφότοπος,
αλλά και προσφάτως σε θέσεις της θεσπρωτικής ακτής. Για τη διασπορά της βλ. Δάκαρης 1955, 369-373. Hammond
1967α, 298-303, 308-310. Παπαδόπουλος 1976, 281-282. Wardle 1977, 181-182, εικ. 11-12. Σουέρεφ 2001, 80-81, εικ.
17: Ι-ΙΙ. Λάζαρη 2007, 162-166, εικ. 3.
50 Προέρχεται κυρίως από τον οικισμό των Ερμόνων και από το Κεφάλι, αλλά και από τους Οθωνούς. Sordinas 1969, 412-
414. Σορδίνας 1974, 92. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 11-12. Παπαδέα – Γεωργιάδου 2007, 136-137. Γιαγκούδη –
Σακκάς 2008, 202-203, εικ. 6-10. Αρβανίτου-Μεταλληνού 1996, 213-218. Metallinou 2004, 49, εικ. 7. Mεταλληνού
2010, 1018-1021.
51 Γενικά για την κεραμική της Μέσης Εποχής Χαλκού στην Αλβανία βλ. Koka 1985, εικ. 24, 25, 28. Prendi 2002, εικ. 1.
Prendi 1982, εικ. 5. Dukat: Βodinaku 2002, 31, 38, 45-46, πίν. IV: 2, 3, V: 2, IX: 8, XV: 2-3. Vajzë: Prendi 1957, 88,
εικ. 6a. Vodhinë: Prendi 1956, 185-186, εικ. IV: 5. Nezir: Andrea 1990, 31-32, πίν. XIII: 14, 15. Korkuti 2003, 240-
241. Maliq: Prendi 1966, 266, πίν. XVI. Prendi 1977-78, πίν. V. Sovjan: Lera - Touchais 2004, 27-37. Gori – Krapf
2016, 107-109.
52 Souyoudzoglou-Haywood 1999, 32-3, 48, πίν. 51b, 51a3-4. Τσώνος 2016, 642, εικ. 4α.

497
A. TΣΩΝΟΣ

κης53. Αξιοσημείωτη είναι η τεχνική και τεχνοτροπική ομοιότητα, ιδιαίτερα στην τοποθέτηση της
λαβής, ανάμεσα σε λεκανοειδές αγγείο από τον τάφο 10 του νεκροταφείου F, με ελαφρώς καρινωτό
σώμα και υπερυψωμένη λαβή, εκφυόμενη και απολήγουσα ταυτόχρονα στο χείλος, σχηματίζοντας
ελαφρώς αμβλεία γωνία με το υπόλοιπο τμήμα του αγγείου54 και σε αντίστοιχα παραδείγματα από
τις θέσεις Vodhinë, Çukë και Bajkaj της Αλβανίας55. Τέλος, ο εντοπισμός διχαλωτής λαβής στη Χοι-
ροσπηλιά τοποθετεί την Λευκάδα στο χάρτη διάδοσης ενός τύπου λαβής που χαρακτηρίζει το βορει-
οελλαδικό και νοτιοβαλκανικό χώρο56 και ενδυναμώνει την αντίληψη ότι κατά την Μέση και Ύστερη
Εποχή του Χαλκού αναδεικνύεται μία τοπική κεραμική παραγωγή, που μεταφέρει αιγαιακά πρότυπα
σε ολόκληρο το μήκος της ιόνιας και αδριατικής ακτής.
Η μεταλλοτεχνία από τους τύμβους της Λευκάδας, όπως έχει εμβριθώς αποδείξει πρόσφατα
η Imma Kilian-Dirlmeier, αποτελεί έναν τομέα που πραγματικά αναδεικνύει το νησί σε σημείο
συνάντησης βαλκανικών, αιγαιακών, κρητικών, ηπειρωτικών και κυκλαδικών παραδόσεων,
αντικατοπτρίζοντας παράλληλα και μία διαστρωματωμένη κοινωνία με μία ανώτερη τάξη ιδιαίτερα
πλούσια57. Στην κατηγορία των όπλων η επιρροή είναι κυρίως αιγαιακή, ενώ στις κατηγορίες των
εργαλείων και των κοσμημάτων παρουσιάζονται έντονες επιδράσεις από βαλκανικές τεχνοτροπίες.
Από τα όπλα ξεχωρίζουν τα δύο ξίφη, πιθανώς τύπου A κατά Sandars, από τους τύμβους R58, τα
εγχειρίδια με κεντρική νεύρωση59 και οι λόγχες τύπου Σέσκλου ή τύπου A κατά Avila60, καθώς
αντιπροσωπεύουν χαρακτηριστικούς τύπους κυκλαδικής, αιγαιακής και κρητικής επιρροής, με
ακριβή παράλληλα από τύμβους της Αλβανίας, του Κοσσυφοπεδίου και των υπόλοιπων Βαλκανίων61,
o γεγονός που υποδηλώνει ότι η Λευκάδα συμμετείχε στη διάδοση αυτών των πρώιμων αιγαιακών
τύπων προς Β. Αντίστροφα, παραλλαγές δίστομων μαχαιριών-ξυρών από τους τύμβους R έχουν
προέλευση από τα Βαλκάνια και συγκεκριμένα από τους τύμβους της Mala Gruda62, ενώ σαφής είναι
και η παρουσία μονόστομων μαχαιριών τύπου 6b κατά Sandars ή τύπου ΒΔ Ελλάδας, με ιδιαίτερη

53 Souyoudzoglou-Haywood 1999, 101.


54 Dörpfeld 1927, εικ. 73: 10. Kilian-Dirlmeier 2005, 132-133, πίν. 58: 1, 68: 6.
55 Korkuti 1990, πίν. II: 5, 7-8. Prendi 1977-78, πίν. VI: 2, 5. Prendi 1982, εικ. 5: 3, 4. Prendi 1995, πίν. 7: 1-2. Prendi

l 2002, εικ. 2: 10, 12.


56 Ιόνια νησιά: Metallinou 2004, 49, εικ. 8-10. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 12, 32, 102. Γιαγκούδη - Σακκάς 2008,

s 202. Ήπειρος: Hammond 1967α, 303-305. Αλβανία: Maliq: Prendi 1966, πίν. XVII: 21-22. Nezir: Andrea 1990, 33,
πίν. XV: 5. Prodan: Aliu 1984, πίν. IX: 116-118. Maligrad: Lera κ.ά. 2014, 160, εικ. 16. Για τη διάδοση της διχαλωτής
λαβής στην Ηπειρωτική Ελλάδα, βλ. Chalkis Aitolias I, 54.
57 Souyoudzoglou-Haywood 1999, 24-25. Kilian-Dirlmeier 2005, 152-164. Kilian-Dirlmeier 2008.
58 Dörpfeld 1927, 292, εικ. 62: 14. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 28. Kilian-Dirlmeier 2005, 107-108, πίν. 10, 26.
59 Dörpfeld 1927, 292-293, εικ. 62: 8-9, 63a. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 28-29. Kilian-Dirlmeier 2005, 108-112, πίν.
23: 2-3, 56: 1.
60 Dörpfeld 1927, 315-316, εικ. 73: 16, 74a. Kilian-Dirlmeier 2005, 108-112, πίν. 56: 2. Για τη διασπορά του τύπου αυτού,
βλ. Avila 1983, 6-8, πίν. 1.
61 Στην Αλβανία έχουν εντοπιστεί έως σήμερα σε τύμβους τρία χάλκινα ξίφη τύπου Α, οκτώ χάλκινα εγχειρίδια τύπου Ι
κατά Παπαδόπουλο, δύο χάλκινες λόγχες τύπου Ι κατά Avila και μία λόγχη κυκλαδικού τύπου. Για αυτά τα ευρήματα,
βλ. Koka 1985, εικ. 16, 17, 51. Prendi 1982, 214, εικ. 6: 1-5, 11-12. Prendi 1995, πίν. 8: 1, 4, 6, 9. Prendi 2002, εικ.
2: 1-6. Υπάρχει διασπορά ιδιαίτερα ξιφών τύπου Α και στο Κοσσυφοπέδιο και στα υπόλοιπα κεντρικά Βαλκάνια, βλ.
χαρακτηριστικά Kilian-Dirlmeier 1993, 9: 6, πίν. 1: 6. Sîrbu ̶ Schuster 1999, 36-40, εικ. 2-4. Luci 2007, 357, εικ. 21.
Γενικά για τη διασπορά των μεταλλικών αυτών τύπων, βλ. Avila 1983, 6-8, πίν. 1. Kilian-Dirlmeier 1993, 17-37, πίν.
1-9. Papadopoulos 1998, 4-9, πίν. 1.
62 Dörpfeld 1927, 293, Beilage 62. Primas 1996, 97-98, εικ. 7.1, abb 7.5. Kilian-Dirlmeier 2005, 113-114, πίν. 3, πίν. 7:
1-2, πίν. 11: 2.

498
Η ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

διάδοση στην Ήπειρο και την Αλβανία63. Τέλος, σημαντικός είναι ο εντοπισμός στο νεκροταφείο R
και στους τύμβους του Μαυροβουνίου χρυσών δακτυλιδιών που θεωρούνται τοπικής παραγωγής
της Λευκάδας64, στοιχείο που ξεκάθαρα υποδεικνύει την εξελιγμένη διακίνηση και αλληλεπίδραση
τεχνοτροπιών ανάμεσα στην Λευκάδα και την Αδριατική (εικ. 4).
Η Ύστερη Εποχή του Χαλκού, που συμπίπτει με την ακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού, μέχρι
στιγμής αντιπροσωπεύεται από ελάχιστα ευρήματα, από τα οποία ωστόσο προκύπτουν ενδιαφέρουσες
διαπιστώσεις:
1. Ο εντοπισμός του θολωτού τάφου στον Άγιο Νικήτα65 και οι τεχνικές και τεχνοτροπικές
ομοιότητες με τους θολωτούς της Αιτωλοακαρνανίας66 και της Κίπερης της Πάργας67, υποδηλώνουν
ότι την Ύστερη Εποχή του Χαλκού συνεχίζει να υφίσταται μία σχέση ανάμεσα στη Λευκάδα και
τη βόρεια ιόνια ακτή, η οποία θα μπορούσε να επεκτείνεται έως τη μετακίνηση τοπικών τεχνιτών
ειδικευμένων στην κατασκευή θολωτών τάφων και γενικότερα μνημειακών κατασκευών.
2. Ο χάλκινος διπλός πέλεκυς από τα Χαραδιάτικα68 ανήκει στον τύπο Ερμόνων, ο οποίος, με
βασικά του χαρακτηριστικά το κωνικό περιχείλωμα στο ένα στόμιο της οπής και το ιδιαίτερα πλατύ
σώμα, επιχωριάζει ως προϊόν τοπικών εργαστηρίων στη ΒΔ Ελλάδα, τα Ιόνια Νησιά, την Ήπειρο
και την Αλβανία και η διάδοσή του φθάνει μέχρι την περιοχή του Κάτω Δούναβη69, γεγονός που
καθιστά για ακόμη μια φορά την μεταλλοτεχνία κορυφαίο παράγοντα αλληλεπιδράσεων στην ιόνια
και αδριατική ακτή.
Συμπερασματικά, η Λευκάδα συγκροτεί την πολιτιστική της ταυτότητα, τόσο κατά τη Νεολι-
θική περίοδο, όσο και κατά την Εποχή του Χαλκού, εκμεταλλευόμενη απολύτως τη γεωγραφική
της θέση και πάντοτε σε διαλεκτική σχέση με την απέναντι περαία ακτή, αλλά και με το σύνολο της
ιόνιας και αδριατικής ακτής. Είναι προφανές ότι, ιδιαίτερα κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, ο
ρόλος της στη διάδοση της μεταλλοτεχνίας και η κοινωνική διαστρωμάτωση που αντικατοπτρίζεται
στην τυπολογική ποικιλία των ευρημάτων των τύμβων, όσο και από την συμμετοχή της στην εμφά-
νιση του συγκεκριμένου εθίμου στον ελλαδικό χώρο, συνιστούν ένα ξεχωριστό, με έντονα τοπικά
χαρακτηριστικά, πολιτιστικό ορίζοντα που βρίσκεται στα όρια του αιγαιακού και του βαλκανικού ή
αδριατικού πολιτιστικού διαλόγου. Η Λευκάδα αποτελεί την επιτομή της αιγαιακής επίδρασης στον
ιόνιο χώρο και ευρύτερα στον αδριατικό και ταυτόχρονα την πύλη εισόδου βαλκανικών τεχνοτρο-
πιών στον ευρύτερο αιγαιακό ηπειρωτικό ή νησιωτικό χώρο, χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει ότι
ετεροκαθορίζεται.

63 Dörpfeld 1927, 293, σχ. 63. Kilian-Dirlmeier 2005, 130, πίν. 48: 9, πίν. 50: 1, 51: 1. Ήπειρος - Ιόνια νησιά: Παπαδό-
πουλος 1976, 294-295, πίν. 11. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 33, 108. Σουέρεφ 2001, 92-94, πίν. 18, 50, 51:ΙΙ. Παπα-
δόπουλος ̶ Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003, 212, εικ. 43, 270. Αλβανία: Bodinaku 1995, 268, εικ. 3. Prendi 1982, 224,
εικ. 6. Prendi 1995, 249, πίν. 8. Prendi 2002, εικ. 4.
64 Dörpfeld 1927, 288-289, Beilage 60: 4. Primas 1996, 30, 77, εικ. 6. Kilian-Dirlmeier 2005, 118-121, εικ. 88, πίν. 6: 8,
πίν. 19: 4.
65 Σταυροπούλου-Γάτση 2008β.
66 Παπαδόπουλος – Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2003, 43-46. Παπαδόπουλος – Κοντορλή-Παπαδοπούλου 2004.
67 Papadopoulos 1981. Papadopoulos 1987, 138-139. Σουέρεφ 2001, 124-126.
68 Dörpfeld 1927, σχ. 79. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 34.
69 Σχετικά με τη διάδοση του τύπου Ερμόνων, βλ. Wardle 1977, 106-107. Souyoudzoglou-Haywood 1999, 34. Prendi
1982, 220, εικ. 10: 7. Prendi 2002, 93, εικ. 4: 11. Σουέρεφ 2001, 109-110. Bunguri 2013, 13. 19-20, 35, πίν. III, πίν. V:
4-5.

499
A. TΣΩΝΟΣ

ABSTRACT

THE ISLAND OF LEUKAS AND ITS CULTURAL RELATIONS


TO THE BALKANS DURING THE NEOLITHIC AND BRONZE AGE

The geographical position of Leukas at the N opening of the Patraic Gulf and its proximity to
the opposite Ionian shoreline defines its vital role to the sea and continental network of exchange
and communication in the course of the Neolithic and Bronze Age. Within this system and this
chronological frame, the goal of this presentation is to examine the relations of Leukas to the cultural
horizons of SW Balkans and especially of Albania, already, although partly, underlined by many
scholars during the last century (N.G.L. Hammond, K. Branigan, S. Müller, I. Kilian-Dirlmeier, C.
Souyoudzoglou-Haywood, Κ. Zachos, Α. Douzougli, Ε. Vassileiou) and especially since the period
of W. Dörpfeld’s excavations, which emerged a large quantity of archaeological data that still need
further, persistent and multi-disciplinary approach in order to unfold the diverse cultural views of
the island.
The most detailed study of many, already known or new-excavated, sites from Ιonian and Αdriatic
coast (Dalmatia, Albania, Ionian Islands, Epirus, Aitoloakarnania, Western Peloponnese) could track
specific pottery groups dated to the Neolithic Age, like impressed and incised ware, bichrome-
polychrome painted ware, rhyta of Danilo type and to the Early and Middle Bronze Age like
handmade grey/pseudominyan ware, ware with impressed and incised decoration, wishbone handles,
architectural details of tumuli and tholos tombs, classifications of metal and minor objects (gold
rings of local production, bronze swords, daggers, knives and double axes), the distribution of which
enlarged the map of the cultural and reciprocal influences in SW Balkans and place Leukas almost
in the middle of these cultural networks. Based on the above archaeological data, the conclusions
connected to the folds of the cultural identity of Leukas extend to a brief description of the social
development through the emergence of a possible local elite and through the impact either of the
Aegean palatial system or of the “Balkan”, more “collective” equivalent relied on the clan and tribal
division.

500
Η ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αρβανίτου-Μεταλληνού 1996 Γ. Αρβανίτου-Μεταλληνού, Οικισμός της Εποχής Χαλκού στους Έρμονες Κέρκυρας,
ΑΔ 44-46, Μελέτες, 209-221.
Αρβανίτου-Μεταλληνού 2007α  Γ. Αρβανίτου-Μεταλληνού, Η Προϊστορική Έρευνα στην Κέρκυρα και η συμβολή
του Αύγουστου Σορδίνα. Θεωρητικές προσεγγίσεις – προοπτικές, στο Αρβανίτου-
Μεταλληνού 2007β, 35-47.
Αρβανίτου-Μεταλληνού 2007β  Γ Αρβανίτου-Μεταλληνού (επιμ.), Η Προϊστορική Κέρκυρα και ο ευρύτερος περίγυρός
της, Προβλήματα-Προοπτικές. Πρακτικά Ημερίδας τιμητικής στον Αύγουστο Σορδίνα,
Κέρκυρα 17 Δεκεμβρίου 2004, Κέρκυρα.
Βλαχόπουλος 2012 Α. Βλαχόπουλος (επιμ.), Αρχαιολογία Πελοπόννησος, Αθήνα.
Γιαγκούδη ̶ Σακκάς 2008 Ελ. Γιαγκούδη ̶ Δ. Σακκάς, Η ανασκαφή του Wilhelm Dörpfeld στο Κεφάλι της Κέρκυ-
ρας, στο Αφιέρωμα W. Dörpfeld, 199-225.
Δάκαρης 1955 Σ. Δάκαρης, Ανασκαφή εις Καστρίτσαν Ιωαννίνων, ΠΑΕ, 355-386.
Δακορώνια 1999 Φ. Δακορώνια (επιμ.), Η περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου. Πρακτικά Α΄ Διεθνούς
Διεπιστημονικού Συμποσίου, Λαμία, 25-29 Σεπτεμβρίου 1994, Υπουργείο Πολιτισμού,
ΙΔ΄ ΕΠΚΑ, Λαμία.
Ζάχος – Ντούζουγλη 2003 Κ. Ζάχος – Α. Ντούζουγλη, Λευκάδα. Ιστορική-Αρχαιολογική Επισκόπηση μέσα από τα
εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου, Αθήνα.
Καββαδίας 1912 Γ. Καββαδίας, Περί των εν Κεφαλληνία ανασκαφών, ΠΑΕ, 247-268.
Kilian-Dirlmeier 2008 I. Kilian-Dirlmeier, Βασιλείς της Λευκάδας; W. Dörpfeld και οι ταφικοί τύμβοι του
Νυδρίου, στο Αφιέρωμα W. Dörpfeld, 151-166.
Κολώνας 2008 Λ. Κολώνας, Οι θολωτοί τάφοι στο Λουτράκι Κατούνας και η σχέση τους με τη Λευκάδα,
στο Αφιέρωμα W. Dörpfeld, 389-406.
Κορρές 1980 Γ. Κορρές, Έρευναι και ανασκαφαί ανά τὴν Πυλίαν, ΠAE, 323-360.
Κορρές 2012 Γ.Σ. Κορρές, Μεσσηνία, Ιστορικό και αρχαιολογικό περίγραμμα: Προϊστορικοί χρόνοι,
στο Βλαχόπουλος 2012, 426-439.
Λάζαρη 2007 Κ. Λάζαρη, Η Χαλκοκρατία στη Θεσπρωτία μέσα από το εκθεσιακό πρόγραμμα του
Αρχαιολογικού Μουσείου Ηγουμενίτσας, στο Αρβανίτου-Μεταλληνού 2007β, 161-170.
Lera κ.ά. 2016 P. Lera – Στ. Οικονομίδης ̶ Ά. Παπαγιάννης – Ά. Τσώνος, Βαλκανικές γεωγραφικές
αντιστοιχίες: ενδεικτικές σχέσεις μεταξύ της Νοτιοανατολικής Αλβανίας και της
Θεσσαλίας μέσα από τη νεολιθική κεραμική, ΑΕΘΣΕ 4, 17-28.
Μαρινάτος 1960 Σπ. Μαρινάτος, Ανασκαφαί εν Πύλω, ΠΑΕ, 245-255.
Μεταλληνού 2010 Γ. Μεταλληνού, Η Μέση Χαλκοκρατία στα άκρα: η περίπτωση της Κέρκυρας, στο A.
Philippa-Touchais ̶ G. Touchais ̶ S. Voutsaki ̶ J. Wright (επιμ.), Mesohelladika, BCH
Supplement 52, Athens, 1013-1023.
Μόσχος 2007 Ι. Μόσχος, Η περιοχή των Πρόννων και η ανατολική ακτή της Κεφαλονιάς πριν από
την ιστορία. Τοπογραφία της νήσου, Κατάλογος των θέσεων και Συμπεράσματα, στο
Συνέδριο για τα Γράμματα, την Ιστορία και την Λαογραφία της περιοχής Πρόννων, Πόρος
Κεφαλονιάς, 8-11 Σεπτεμβρίου 2005, Δήμος Ελειού – Πρόννων, Πόρος – Κεφαλονιά,
227-324.
Μόσχος 2012 Ι. Μόσχος, Αχαΐα. Ιστορικό και Αρχαιολογικό Περίγραμμα: Προϊστορικοί χρόνοι, στο
Βλαχόπουλος 2012, 300-307.
Ντούζουγλη 1996 Α. Ντούζουγλη. Κεραμική. Ήπειρος – Ιόνια νησιά, στο Παπαθανασόπουλος 1996, 117-
119.
Ντούζουγλη κ.ά. 2008 Α. Ντούζουγλη – Κ. Ζάχος – Ελ. Βασιλείου, Οι Νεολιθικοί κεραμικοί ρυθμοί του σπη-
λαίου της Χοιροσπηλιάς στη Λευκάδα, στο Αφιέρωμα W. Dörpfeld, 131-150.
Οικονομίδης κ.ά. Στ. Οικονομίδης – Ά. Παπαγιάννης – Ά. Τσώνος, Η εξέλιξη του ταφικού εθίμου του τύμ-
υπό δημ. βου κατά μήκος της Ιόνιας και Αδριατικής ακτής: Πολιτιστικές σχέσεις στον ευρύτερο Ιόνιο
χώρο (Δαλματική ακτή, Αλβανία, Ήπειρος, Ιόνια Νησιά, Αιτωλοακαρνανία, Δυτική Πελο-
πόννησος), υπό δημ.
Παπαδέα ̶ Γεωργιάδου 2007  Γ. Παπαδέα ̶ Α. Γεωργιάδου, Προϊστορικοί Οθωνοί: οι πρόσφατες έρευνες, στο Αρβανί-
του-Μεταλληνού 2007β, 135-140.
Παπαδόπουλος 1976 Θ. Παπαδόπουλος, Η Eποχή του Χαλκού στην Ήπειρο, Δωδώνη 5, 272-338.
Παπαδόπουλος – Κοντορλή  Θ. Παπαδόπουλος – Λ. Κοντορλή-Παπαδοπούλου, Προϊστορική Αρχαιολογία Δυτικής
-Παπαδοπούλου 2003 Ελλάδας - Ιόνιων Νησιών, Ιωάννινα.
Παπαδόπουλος – Κοντορλή Θ. Ι. Παπαδόπουλος ̶ Σπ. Κοντορλή-Παπαδοπούλου, Η Αιτωλοακαρνανία στα πλαίσια
-Παπαδοπούλου 2004 της Μυκηναϊκής Κοινής της Δυτικής Ελλάδας, στο Β´ Συνέδριο Αγρινίου, 33-40.
Παπαθανασόπουλος 1996 Γ. Α. Παπαθανασόπουλος (επιμ.), Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, Αθήνα.
Σορδίνας 1974 Αυγ. Σορδίνας, Προϊστορικά Ευρήματα στα Διαπόντια Νησιά, ΒΔ της Κέρκυρας, Κερκυ-
ραϊκά Χρονικά ΧΙΧ, 88-93.
Σουέρεφ 2001 Κ. Ι. Σουέρεφ, Μυκηναϊκές Μαρτυρίες από την Ήπειρο, Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών,
Ιωάννινα.
Σταυροπούλου-Γάτση 2008α Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Ακαρνανία, Ιστορικό και Αρχαιολογικό περίγραμμα, στο
Εύβοια και Στερεά Ελλάδα, 414-425.
Σταυροπούλου-Γάτση 2008β  Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Μυκηναϊκός θολωτός τάφος στον Άγιο Νικήτα Λευκάδας, στο

501
A. TΣΩΝΟΣ

Αφιέρωμα W. Dörpfeld 534-535.


Στρατούλη 2007 Γ. Στρατούλη, Ανιχνεύοντας το νεολιθικό πολιτισμό στο Ιόνιο. Η συμβολή των ανασκαφών
στο σπήλαιο Δράκαινα στον Πόρο της Κεφαλονιάς, στο Αρβανίτου-Μεταλληνού 2007β,
105-126.
Τσώνος 2016  Α. Τσώνος Πολιτιστικές σχέσεις και αλληλεπιδράσεις της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας με τα
Βαλκάνια κατά την Εποχή του Χαλκού, ΑΕΘΣΕ 4, 641-656.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Aliu 1984 Sk. Aliu, Tuma e Prodanit, Iliria XIV, 1, 1984, 27-67.
Alram-Stern 2004 E. Alram-Stern (επιμ), Die Ägäische Frühzeit 2. Serie, 2. Band, Forschungsbericht
1975-2002, Die Frühbronzezeit in Griechenland mit ausnahme von Kreta, Wien.
Andrea 1985 Zh. Andrea, Kultura ilire e tumave në pellgun e Korçës, Akademia e Shkençave e RPS
të Shqipërisë, Qendra e Kërkimeve Arkeologjike, Tiranë.
Andrea 1990 Zh. Andrea, Vendbanimi shpellor i Nezirit, Iliria XXI, 2, 1990, 5-65.
Andrea 2002 Zh. Andrea, Des éléments balkaniques dans la Culture du Bronze Ancien en Albanie,
στο Touchais  ̶ Renard 2002, 163-70.
Aravantinos – Psaraki 2011 V. Aravantinos ̶ K. Psaraki, Mounds over dwellings: the transformation of domestic
spaces into community monuments in EH II Thebes, Greece, στο Borgna – Müller-
Celka 2011, 401-414.
Asouhidou 2011 S. Asouhidou, The Early Bronze Age Burial Mound at Kriaritsi – Sykia (Central
Macedonia, Greece), στο Borgna – Müller-Celka 2011, 383-390.
Avila 1983 R. A. Avila, Bronzene Lanzen- und Pfeilspitzen der griechischen Spätbronzezeit, PBF
V1, München.
Baković – Govedarica 2010 M. Baković ̶ Bl. Govedarica, Finds from the Princely Burial Mound Gruda Boljevića in
Podgorica, Stratum plus 2, Montenegro, 269-279.
o Baković 2011 M. Baković, The princely tumulus Gruda Boljevića Podgorica, Montenegro, στο Borgna
– Müller-Celka 2011, 375-381.
Benton 1946-1947 S. Benton, Hagios Nikolaos near Astakos in Akarnania, BSA 42, 156-183.
Bodinaku 1982 N. Bodinaku, Varreza tumulare e Pazhokut (Gërmime të vitit 1973), Iliria XII. 1, 49-101.
Bodinaku 1995 N. Bodinaku, The Late Bronze Age Culture of Albania and the Relation with the
Balkanic and Aegean-Adriatic Areas, στο Hänsel 1995, 259-268.
Bodinaku 1999 N. Bodinaku, Some tumulus burials of Early Bronze Age in Albania (Problems of
Migrations), στο Cabanes 1999, 11-17.
Bodinaku 2002 N. Bodinaku, Varreza tumulare e Dukatit në rrethin e Vlorës (Gërmime të viteve 1973-
74), Iliria XXX, 1-2, 2001-2002, 9-100.
Borgna ̶ Càssola Guida 2007  E. Borgna ̶ P. Càssola Guida, At the fringe of the tumulus culture: Bronze Age Tumuli of
North-Eastern Italy between Europe and the Aegean, στο Galanaki κ.ά. 2007, 191-201.
Borgna ̶ Müller-Celka 2011 E. Borgna ̶ S. Müller-Celka (επιμ.), Ancestral Landscapes, Burial Mounds in the
Copper and Bronze Ages (Central and Eastern Europe – Balkans – Adriatic – Aegean,
4th-2nd millennium B.C.), Proceedings of the International Conference, Udine, May
15th-18th 2008, Travaux de la Maison de l’ Orient et de la Méditerranée 58, Lyon.
l Branigan 1975 K. Branigan, The Round Graves of Levkas reconsidered, BSA 70, 37-49.
Bulle 1934 H. Bulle, Ausgrabungen bei Aphiona auf Korfu, AM 59, 147-240.
s Bunguri 2013 Α. Bunguri, Sëpatat dyshe prej bronzi në Shqipëri (Bronze Double axes from Albania),
Iliria XXXVI, 7-33.
Cabanes 1993 P. Cabanes (επιμ.), L’Illyrie méridionale et l’Épire dans l’Antiquité II, Actes du IIe
colloque international, Clermont-Ferrand, 25-27 Octobre 1990, Paris.
Cabanes 1999 P. Cabanes (επιμ.), L’Illyrie méridionale et l’Épire dans l’Antiquité, Actes du IIIe
colloque international Chantilly, 16-19 Octobre 1996, Paris.
Cabanes ̶ Lamboley 2004 P. Cabanes ̶ J.L Lamboley (επιμ.), L’Illyrie meridionale et l’ Epire dans l’Antiquite –IV,
Actes du Ive colloque International, Grenoble, 10-12 Octobre 2002, Paris.
Càssola Guida 2011 P. Càssola Guida, The Early Bronze Age in North Eastern Italy: The Making of a
Monumental Landscape, στο Borgna – Müller-Celka 2011, 269-277.
Cavanagh – Mee 1998 W. Cavanagh ̶ Chr. Mee, A Private Place: Death in Prehistoric Greece, SIMA 125,
Jonsered.
Della Casa 2011 Ph. Della Casa, Mythical Voyages and Ancestral Monuments, Tales on Knowledge and
Leadership in Prehistoric Europe, στο Borgna - Müller-Celka 2011, 61-72.
Dörpfeld 1927 W. Dörpfeld, Alt – Ithaka, ein Betrag zur Homer – Frage, Studien und Ausgrabungen
auf der Insel Leukas-Ithaka, München.
Douzougli – Zachos 2002 An. Douzougli – K. Zachos, L’Archéologie des zones montagneuses: Modéles et inter-
connexions dans le Néolithique de l’Épire et de l’Albanie méridionale, στο Touchais –
Renard 2002, 111-143.
Galanaki κ.ά. 2007 I. Galanaki – H. Tomas – Y. Galanakis – R. Laffineur (επιμ.), Between the Aegean and
Baltic Seas, Prehistory Across Borders. Proceedings of the International Conference
Bronze and Early Iron Age Interconnections and Contemporary Developments between
the Aegean and the Regions of the Balkan Peninsula, Central and Northern Europe,

502
Η ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

University of Zagreb, 11-14 April 2005, Aegaeum 27, Liège.


Grammenos 2003 D.V. Grammenos (επιμ.), Recent Research in the Prehistory of the Balkans, Publications
of the Archaeological Institute of Northern Greece, Nr 3, Thessaloniki.
Gori – Krapf 2016 M. Gori – T. Krapf, The Bronze and Iron Age pottery from Sovjan, Iliria XXXIX (2015),
91-135.
Govedarica 2016 Bl. Govedarica, The stratigraphy of Tumulus 6 in Shtoj and the appearance of the violin
idols in burial complexes of the south Adriatic region, Godisnjak Jahrbuch 45, 5-34.
Hammond 1967α N.G.L. Hammond, Epirus: the geography, the ancient remains the history and the
topography of Epirus and adjacent areas, Oxford.
Hammond 1967β N.G.L Hammond, Tumulus burial in Albania, the Grave Circles of Mycenae and the
Indo-Europeans, ΒSA 62, 76-105.
Hammond 1974 N.G.L. Hammond, The Tumulus-burials of Leucas and their connections in the Balkans
and Northern Greece, BSA 69, 129-144.
Ηänsel 1982 B. Hänsel (επιμ.), Südosteuropa zwischen 1600 und 1000 v. Chr., Prähistorische
Archäologie in Südosteuropa Band 1, Berlin.
Hänsel 1995 B. Hänsel (επιμ.), Handel Tausch und Verkehr in Bronze und Früheisenzeitlichen Südos-
teuropa, Südosteuropa-Schriften Band 17, Prähistorische Archäologie in Südosteuropa
Band 11, München-Berlin.
Jubani 1982 B. Jubani, Tumat e Krumës (Rrethi i Kukësit), Iliria XII, 2, 147-195.
Jubani 1983 B. Jubani, Tumat ilire të Kënetës, Iliria XIII. 2, 77-134.
Jubani 1995 B. Jubani, Kultura e Bronzit të Hershëm në tumat e Shkrelit, Iliria XXV. 1-2, 53-90.
Kilian-Dirlmeier 1993 I. Kilian-Dirlmeier, Die Schwerter in Griechenland (außerhalb der Peloponnes),
Bulgarien und Albanien, PBF IV 12, Stuttgart.
Kilian-Dirlmeier 2005 I. Kilian-Dirlmeier, Die Bronzezeitlichen Gräber bei Nidri auf Leukas, Ausgrabungen
von W. Dörpfeld 1903-1913, Verlag des Römisch - Germanisches Zentralmuseums in
Kommission bei Dr. Rudolph Habelt GMBH- Bonn, Mainz.
Koka 1985 Ar. Koka, Kultura ilire parahistorike në Shqipëri, Akademia e Shkençave e RPS të
Shqipërisë, Qendra e Kërkimeve Arkeologjike, Tiranë.
Koka 1990 Ar. Koka, Tuma nr 6 e varrezës së Shtojit, Iliria XX. 1, 27-62.
Koka 2012 Ar. Koka, Kultura Ilire e tumave të Shtojit, Shkodër, Qendra e Studimëve Albanologjike,
Instituti i Arkeologjisë, Tiranë.
Korkuti 1981 M. Korkuti, Tuma e Patosit, Iliria XI. 1, 7-55.
Korkuti 1990 M. Korkuti, Një kushtim i epokës së bronzit në Çukë, Ιliria XX. 1, 75-83.
Korkuti 1995 M. Korkuti, Neolithikum und Chalkolithikum in Albanien, Heidelberger Akademie der
Wissenschaften. Internationale Interakademische Kommission für die Erforschung der
Vorgeschichte des Balkans, Monographien Bd. IV, Verlag Philipp von Zabern, Mainz am
Rhein.
Korkuti 2003 M. Korkuti, Researches and studies of Prehistory in Albania, στο Grammenos 2003,
205-255.
Lamboley ̶ Castiglioni 2010 J.L Lamboley ̶ M.P. Castiglioni (επιμ.), L’Illyrie meridionale et l’Epire dans l’Antiquite
V, Actes du Ve Colloque Ιnternational, Grenoble, 8-11 octobre 2008, Paris.
Lera 1983 P. Lera, Dy vendbanime prehistorike në Podgorie, Iliria XIII. 1, 51-77.
Lera 1987 P. Lera, Vendbanimi i neolitit të vonë në Barç (faza Barç II), Iliria XVII. 1, 25-49.
Lera 1993 P. Lera, Vendbanimi i neolitit te hershëm në Barç (Barçi I), Iliria ΧΧΙΙΙ. 1-2, 5-31.
Lera 2002 P. Lera, Les rapports culturels entre l’Albanie du Sud-Est, l’Égée et l’Europe du Sud-Est
à l’époque néolithique, στο Touchais – Renard 2002, 97-110.
Lera 2009 P. Lera, Vendbanimet e Neolitit të vonë në Dërsnik dhe Barç, Dy faza suksesive në
procesin e zhvillimit autokton të neolitit të vonë në pellgun e Korçës, Qendra e Studimeve
Albanologjike, Instituti i Arkeologjise, Korçë.
Lera κ.ά. 2016 P. Lera ̶ St. Oikonomidis ̶ A. Papayiannis ̶ Ak. Tsonos, with Appendix by Ar. Oikono-
mou -– An. Gkotsinas, The Greek-Albanian Archaeological Expedition at Prespa: 2009-
2013. The most recent results, στο L. Përzhita ̶ I. Gjipali ̶ G. Hoxha ̶ B. Muka (επιμ.),
Proceedings of the International Congress of Albanian Archaeological Studies, Tiranë,
21-22.11.2013, Center of Albanological Studies, Institute of Archaeology, Tirane, 153-
74.
Luci 2007 K. Luci, Dating the Donja Brnjica Culture Based on Metal Finds, στο Todorova κ.ά.
2007, 347-358.
Marković – Minichreiter 2003  Z. Marković – K. Minichreiter, Investigation of Prehistoric Sites in Croatia from 1990 to
2002, στο Grammenos 2003, 129-175.
Metallinou 2004 G. Metallinou, Hermones: A Bronze Age Settlement in W. Corfu, στο Cabanes ̶ Lam-
boley 2004, 45-52.
Müller 1989 S. Müller, Les tumuli helladiques: où? quand? Comment?, BCH 113, 1-41.
Oikonomidis κ.ά. 2011 St. Oikonomidis ̶ Ar. Papayiannis ̶ Ak. Tsonos, The emergence and the architectural de-
velopment of the Tumulus Burial Custom in NW Greece (Epirus and the Ionian Islands)
and Albania and its connections to settlement organization, στο Borgna ̶ Müller-Celka
2011, 185-201.

503
A. TΣΩΝΟΣ

Olujić 2010 B. Olujić, Two Bronze Age Drystone Burial Mounds at the base of Biokovo Mountain,
στο Lamboley ̶ Castiglioni 2010, 53-64.
Papadopoulos 1981 Ath. Papadopoulos, Das mykenische Kuppelgrab von Kiperi bei Parga (Epirus), AM 96, 7-24.
Papadopoulos 1987 Th. Papadopoulos, Tombs and burial customs in Late Bronze Age Epirus, στο R.
Laffineur (επιμ.), Thanatos. Les coutoumes funéraires en Egée à l’âge du Bronze. Actes
du colloque de Liège, 21-23 avril 1986, Aegaeum 1, Liège, 137-143.
Papadopoulos 1998 Th. Papadopoulos, The Late Bronze Age Daggers of the Aegean I, The Greek Mainland,
PBF VI, 11, Stuttgart.
Prendi 1956 Fr. Prendi, Mbi rezultatet e gërmimeve në fshatin Vodhinë, te rrethit të Gjirokastrës,
Buletin për Shkenca Shoqerore 1, 180-189.
Prendi 1957 Fr. Prendi, Tumat në fushën e fshatit Vajzë, Buletin për Shkenca Shoqerore 2, 76-110.
Prendi 1966 Fr. Prendi, La civilisation prehistorique de Maliq, Studia Albanica III, 1, 255-280.
Prendi 1976 Fr. Prendi, Neoliti dhe eneoliti në Shqipëri, Iliria VI, 21-99.
Prendi 1977-1978 Fr. Prendi, Epoka e Bronzit në Shqipëri, Iliria VII-VIII, 5-25.
Prendi 1979 Fr. Prendi, The Prehistory of Albania, CAH III, 187-211.
Prendi 1982 Fr. Prendi, Die Bronzezeit und der Beginn der Eisenzeit in Albanien, στο Hänsel 1982,
203-230.
Prendi 1993 Fr. Prendi, La Chaonie préhistorique et ses rapports avec les régions de l’Illyrie du Sud,
στο Cabanes 1993, 17-28.
Prendi 1995 Fr. Prendi, L’âge du Bronze Ancien et Moyen en Albanie et ses rapports avec les régions
avoisinantes, στο Hänsel 1995, 243-257.
Prendi 2002 Fr. Prendi, Les relations entre l’Albanie et l’Egee a travers la prehistoire, στο Touchais ̶
Renard 2002, 85-96.
Prendi – Andrea 1981 Fr. Prendi – Zh. Andrea, Të dhëna të reja mbi neolitin në Shqipëri, Iliria XI. 2, 15-40.
Prendi – Bunguri 2014 Fr. Prendi – A. Bunguri, Studime për prehistorinë e Shqipërisë, Qendra e Studimeve
o Albanologjike, Instituti i Arkeologjisë, Tiranë.
Primas 1992 M. Primas, Velika Gruda. Ein Grabhügel des 3. und 2. Jahrtausends v. Chr. in Montene-
gro, ArchKorrBl 22, 47-55.
Primas 1996 M. Primas, Velika Gruda I. Hügelgräber des frühen 3. Jahrtausends v. Chr. im Adriage-
biet – Velika Gruda, Mala Gruda und ihr Kontext, Universitätsforschungen zur Prähis-
torischen Archäologie 32, Bonn.
Rambach 2004 J. Rambach, Olympia im ausgehenden 3. Jahrtausend V. Chr.: Bindeglied zwischen zen-
tralem und östlichem Mittelmeerraum, στο Alram-Stern 2004, 1199-1254.
Rambach 2007 J. Rambach, Investigations of two MH I Burial Mounds at Messenian Kastroulia (Near
Ellinika, Ancient Thouria), στο F. Felten – W. Gauss - R. Smetana (επιμ.), Middle Hel-
ladic Pottery and Synchronisms, Proceedings of the International Workshop held at
Salzburg, October 31st – November 2nd, 2004, Österreichische Akademie der Wissen-
schaften Band XLII (Wien 2007), 137-150.
Rambach 2011 J. Rambach, Die Ausgrabung von zwei Mittelhelladisch I zeitlichen grabtumuli in der
flur Kastroulia bei Ellinika (Alt - Thouria) in Messenien, στο Borgna – Müller-Celka
2011, 463-474.
l Sîrbu ̶ Schuster 1999 V. Sîrbu ̶ C. Schuster, Mykenische Importe und Einflüße im Donau-Karpaten-Schwarz-
meerraum. Ein Überblick, στο Δακορώνια 1999, 35-46.
s Sordinas 1969 Aug. Sordinas, Investigations of the Prehistory of Corfu during 1964-1966, Balkan Stud-
ies 10, 393-424.
Souyoudzoglou-Haywood 1999 Ch. Souyoudzoglou-Haywood, The Ionian Islands in the Bronze Age and Early Iron
Age, 3000-800 B.C., Liverpool.
Tiné 2007 V. Tiné, Favella vs Sidari or a Neolithic wave of advance in the Mediterranean Sea, στο
Αρβανίτου-Μεταλληνού 2007β, 97-103.
Todorova κ.ά 2007 H. Todorova ̶ M. Stefanovich ̶ G. Ivanov (επιμ.), The Struma/Strymon River Val-
ley in Prehistory, Proceedings of the International Symposium Strymon Prehistoricus,
Kjustendil-Blagoevgrad, Serres-Amphipolis, 27.09 -01.10.2004, In the Steps of James
Harvey Gaul, Vol 2, Sofia.
Touchais ̶ Renard 2002 G. Touchais ̶ J. Renard (επιμ.), L’ Albanie dans L’ Europe prehistorique, Actes du Col-
loque de Lorient, organise par l’ École Francaise d’Athènes et l’Universite de Bretagne-
Sud, Lorient, 8-10 juin 2000, BCH Suppl. 42, Recherches franco-albanaises I, Paris.
Tsonos 2016 A. Tsonos, The importance of the Ionian and Albanian coast for maritime communica-
tion during the Bronze Age, στο Ev. Papadopoulou-Chrysikopoulou ̶ V. Chrysikopoulos
̶ G. Christakopoulou (επιμ.) Achaeos. Studies Presented to Prof. Thanassis Papadopou-
los, Oxford, 261-274.
Wardle 1977 K.A.Wardle, Cultural Groups of the Late Bronze and Early Iron Age in North-West
Greece, Godisnjak XV, 153-199.
Weinberg 2007  E. Weinberg, Thinking the Bronze Age. Life and Death in Early Bronze Age Greece,
Stockholm.

504
Η ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

Εικόνα 1. Χάρτης της Δυτικής Ελλάδας, των Ιονίων νησιών, της Ηπείρου, της Αλβανίας και των Δαλματικών ακτών με τις
αναφερόμενες στο κείμενο θέσεις (Χάρτης βάσης: http://www.maps-for-free.com/, επιμέλεια χάρτη: Άρης Παπαγιάννης).
1. Biokovo 18. Katundas 35. Έρμονες
2. Velika Gruda 19. Velçë 36. Σπήλαιο Αγίου Νικολάου Ακαρνανίας
3. Mala Gruda 20. Kolsh 37. Μόσχοβη Λουτρακίου Κατούνας
4. Gruda Boljevica 21. Kamnik 38. Στενό και Σκάρος
5. Shkrel 22. Dunavec 39. Χοιροσπηλιά
6. Shtoj 23. Krumë 40. Σπήλαιο Ασβότρυπα
7. Nezir 24. Vodhinë 41. Πηλικάτα
8. Pazhok 25. çukë 42. Σπήλαιο Πόλης
9. Sovjan 26. Bajkaj 43. Σπήλαιο Δράκαινα
10. Maliq 27. Prodan 44. Κοκκολάτα
11. Vashtemi 28. Konispol 45. Πόρτες Αχαΐας
12. Podgori 29. Ασφάκα 46. Ολυμπία, Νέο Μουσείο
13. Barç 30. Καστρίτσα 47. Παπούλια, Άγιος Ιωάννης
14. Vajzë 31. Γούβες 48. Βοϊδοκοιλιά Μεσσηνίας
15. Dukat 32. Κίπερη 49. Καστρούλια Μεσσηνίας
16. Burimas 33. Σιδάρι 50. Άγιος Νικήτας
17. Cakran 34. Αφιώνας 51. Χαραδιάτικα

505
A. TΣΩΝΟΣ

Εικόνα 2. A. Κεραμική με εμπίεστη και εγχάρακτη διακόσμηση της Πρώιμης Νεολιθικής από το σπήλαιο Katundas της
Αλβανίας (Prendi and Andrea 1981, Tab. IV· Prendi and Bunguri 2014, tab. XVI.)
B-Γ. Κεραμική με πολύχρωμη, γραπτή (dark on light) διακόσμηση της Νεώτερης Νεολιθικής από το Σπήλαιο Velçë (B)
(Prendi and Bunguri 2014, tab. LXXXVI: 1-5) και τον οικισμό Barç II (Γ) της Ν Αλβανίας (Lera 1987, tab. III-IV). Δ.
Θραύσματα ρυτών τύπου Danilo με εγχάρακτη διακόσμηση της Μέσης Νεολιθικής από τον οικισμό Dunaveç της ΝΑ
Αλβανίας (Prendi and Bunguri 2014, tab. LXX).

Εικόνα 3. Α. Κεραμική με εγχάρακτη και στιγμωτή διακόσμηση βαλκανικής προέλευσης από θέσεις της Ν Αλβανίας
(Prendi and Bunguri 2014, tab. X). B. Χειροποίητη μελανότεφρη κεραμική μινυακού τύπου από την Αλβανία (Prendi
1977-1978, tab. V-VI).

506
Η ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

Εικόνα 4. Ευρήματα αιγαιακής προέλευσης από την Αλβανία (Prendi 1977-1978, tab. VII, XIII).

507
508
ΛΕΥΚΑΔΑ. ΤΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ;

Μαρία Λαμπρινού

H εξειδικευμένη ιστοριογραφία για τη Λευκάδα είναι σχετικά πρόσφατη και βασίζεται κυρίως στα
πλούσια ευρήματα συστηματικών και σωστικών ανασκαφών, που έγιναν από τις αρχές του 20ου
αιώνα μέχρι σήμερα. Η ιστορία του νησιού μοιάζει να έχει αποτυπωθεί στο έδαφος για να αποκαλύ-
πτεται σταδιακά.
Από την βιβλιογραφία κυρίως των Wilhelm Dörpfeld1 και Πάνου Ροντογιάννη στο παρελθόν2,
αλλά και των αρχαιολόγων Αγγέλικα Ντούζουγλη και Κωνσταντίνου Ζάχου3, Ιωάννας Ανδρέου4,
Γεωργίας Πλιάκου5, Manuel Fiedler6, Franziska Lang7, του αρχιτέκτονα και αρχαιολόγου Ernst-
Ludwig Schwandner8 και του γεωφυσικού Απόστολου Σαρρή9 στα νεότερα χρόνια, γνωρίζουμε ότι
στον κάμπο της Λευκάδας και στο θαλάσσιο χώρο του πορθμού, διασώζονται πολλά οικοδομικά
κατάλοιπα της αρχαιότητας, αρκετά από τα οποία έχουν ήδη εντοπιστεί και μελετηθεί.
Όπως είναι γνωστό, η αρχαία πόλη ιδρύθηκε τον 7ο π.Χ αιώνα από Κορίνθιους άποικους σε
στρατηγικό σημείο στον πορθμό της Λευκάδας. Η ακρόπολη κατείχε δεσπόζουσα θέση στην χερ-
σαία και θαλάσσια ζώνη του πορθμού και από κει είχε πολύ καλό έλεγχο στην έξοδο του Κορινθι-
ακού κόλπου προς το κεντρικό Ιόνιο Πέλαγος. Η πόλη οργανώθηκε στους πρόποδες των λόφων. Η
ομαλή κλίση του εδάφους διευκόλυνε την κίνηση των ανθρώπων και των εμπορευμάτων προς το
λιμάνι, αλλά και την φυσική απορροή των νερών της βροχής προς τη θάλασσα. Έξω από τα όρια
της πόλης, στον εύφορο κάμπο της Λευκάδας και της απέναντι ακαρνανικής ακτής, αναπτύχθηκαν
μικρές αυτοτελείς αγροτικές και βιοτεχνικές μονάδες.
Αραιά κατάλοιπα οικοδομημάτων αναφέρονταν ήδη σε κείμενα ή η θέση τους σημειώνονταν σε
σχέδια του 17ου-18ου αιώνα10, όπως το σχέδιο με μολύβι (εικ. 1) του Ενετού δημόσιου γεωμέτρη
Santo Semitecolο11. Στο σχέδιο αποτυπώνεται το περίγραμμα των τειχών (mure antiche), η ακρό-
πολη στα δυτικά, στο κέντρο της οποίας σημειώνεται ο ναός του Αγίου Βλάσιου (Santo Blagio),
στα βόρειο - δυτικά ο συνοικισμός Ζερβάτα (villa Zervata). Στα νότια, εκτός των τειχών της οχυ-
ρωμένης πόλης, σημειώνεται η θέση της πηγής «Σπασμένη Βρύση» (Fontana rotta). Το τμήμα των
τειχών από τον οικισμό Ζερβάτα μέχρι τη θάλασσα διαμορφώθηκε, ήδη πριν από το 1724, σε αγωγό
νερού, που εφοδίαζε δύο υδρόμυλους, που απεικονίζονται στο σχέδιο δίπλα στο χωριό Καλιγώνι
(villa Caligoni). Παράκτιο τείχος δεν σημειώνεται. Σήμερα παραμένουν ανάμεσα στα βάτα, τα ερεί-
πια των δύο ενετικών υδρόμυλων με τις φτερωτές τους, ενώ το τμήμα του τείχους που φιλοξενούσε
τον υδραύλακα, έχει επιχωματωθεί και δε διακρίνεται.

1 Dörpfeld 1927.
2 Ροντογιάννης 1980.
3 Zάχος – Ντούζουγλη 2003.
4 Ανδρέου 2008, 251-273.
5 Πλιάκου 2001, 21-43.
6 Fiedler 2008, 275-298. Fiedler 2009, 38-46.
7 Lang 2008, 227-250.
8 Schwandner 2008, 407-418.
9 Sarris κ.ά. 2008, 7-84.
10 Λαμπρινού 2002, 332-335. Στο σχέδιο κτηματολογίου της πόλης της Λευκάδας του 1723 από τον Santo Semitecolo,
σημειώνεται η θέση «botteche antiche» στον ελαιώνα της Λευκάδας. Πρόκειται μάλλον για το αγροτικό συγκρότημα,
που ανασκάφτηκε στον ελαιώνα της Λευκάδας κατά τη διαπλάτυνση της οδού Φιλοσόφων.
11 Ο Santo Semitecolo έφτασε στην Λευκάδα με την ανακατάληψη του νησιού από τους Βενετούς το 1717. Εργάστηκε ως
δημόσιος γεωμέτρης μέχρι τον θάνατό του το 1738.

509
M. ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ

Ο ενετός μηχανικός Santo Semitecolo σχεδιάζει τον παράλληλο προς την δυτική ακτή του πορ-
θμού δρόμο (strada), που αποτελούσε τον κυριότερο οδικό άξονα του νησιού. O δρόμος διέσχιζε
την οχυρωμένη πόλη από τη βόρεια στη νότια πύλη και οδηγούσε νότια στην ενδοχώρα και βόρεια
στην ανοικτή θάλασσα του Ιονίου. Από την βόρεια ακτή του νησιού συνέχιζε ανατολικά προς τον
ισθμό της Γύρας, μέσω του οποίου η Λευκάδα επικοινωνούσε με την Στερεά Ελλάδα. Η χρήση του
δρόμου είναι συνεχής από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Δίπλα σ’ αυτό το δρόμο αναπτύσσονταν οι
καθημερινές δραστηριότητες των Λευκαδίων, όπως το εμπόριο, οι μεταφορές αγαθών, η μεταποίηση
της γεωργικών προϊόντων, η βιοτεχνική παραγωγή κ.λ.π12.
Από τα υποθαλάσσια ευρήματα στην περιοχή του πορθμού διαπιστώθηκε η διπλή προσπάθεια
γεφύρωσης της αρχαίας πόλης με την απέναντι ακτή, με την προκυμαία του αρχαίου λιμανιού, μή-
κους 570 μέτρων και με τη γέφυρα, 750 μέτρων, που οδηγούσε στο κέντρο της παράκτιας πλευράς
της αρχαίας πόλης, όπου θα υπήρχε η πύλη της θάλασσας13. Στο μέσο περίπου του σχεδίου του
Semitecolo, σημειώνεται η θέση του ναού Αγίου Γεωργίου14. Πρόκειται για τον ερειπωμένο σήμερα
ναό, που, σύμφωνα με σχέδιο του 1701, ιδρύθηκε το 1678 και ήταν αφιερωμένος στη λατρεία του
Αγίου Γεωργίου15. Ο ναός είναι κατασκευασμένος από ογκώδεις λαξευμένους λίθους σε δεύτερη
χρήση. Θα ήταν σημαντικό για την ιστορία του τόπου να εξακριβωθεί με αρχαιολογική διερεύνηση,
αν ο ναός αυτός είχε κατασκευαστεί σε κρηπίδωμα αρχαίου ιερού16, καθώς από αρχειακή πηγή πλη-
ροφορούμαστε, ότι στην περιοχή βρίσκονταν ναός του Απόλλωνα, με αξιόλογα μωσαϊκά δάπεδα.
Στην ίδια πηγή αναφέρονται επίσης «ερείπια της αρχαίας Λευκάδας περικυκλωμένης από ευρύ περί-
o βολο από μεγάλους υπέροχους λίθους, τοποθετημένους εν ξηρώ»17. Η περιγραφή ταιριάζει στην εικό-
να τμήματος του δυτικού τείχους δομημένου με ορθογώνιους έξεργους λίθους, που αποκαλύφθηκε
σε σωστικές ανασκαφές, στη διασταύρωση του δρόμου Λευκάδας – Νικιάνας με τον νέο δρόμο από
την παραλία των παλαιών αλυκών προς το Καλιγώνι.
Σε όλους τους χάρτες της περιόδου της Ενετοκρατίας και της Αγγλοκρατίας, αναφέρεται η θέση
της αρχαίας πρωτεύουσας ως τοπωνύμιο με ιστορικό και γεωγραφικό προσδιορισμό, υποδηλώνο-
ντας την ιδιαίτερη σημασία που της αποδόθηκε στην αντίστοιχη χρονική περίοδο.
Κατάλοιπα κτηρίων αμυντικού, θρησκευτικού και κοσμικού χαρακτήρα εντοπίζονται επίσης
εκτός της τειχισμένης πόλης και τα περισσότερα βρίσκονται κατά μήκος των ορθογώνιων χαράξεων
του οδικού δικτύου, που ανιχνεύεται στην πεδιάδα της Λευκάδας και αποτελούν τμήματα ενός ευρύ-
τερου πλέγματος βασικών αξόνων. Δύο από τους άξονες αυτούς εντοπίστηκαν και αποτυπώθηκαν
από τον λοχαγό R.N. Smydt, σε σχέδιο του 181918. Οι άξονες του οδικού συστήματος συμπίπτουν
l με τους κύριους δρόμους της σύγχρονης πόλης, όπως ο κεντρικός δρόμος της σημερινής πόλης Λευ-
κάδας με κατεύθυνση Ανατολής – Δύσης, που οδηγεί πέρα από τον οικισμό της Απόλπαινας προς τα
s

12 Η χρήση του δρόμου κατά την μεσαιωνική εποχή δεν έχει μέχρι τώρα τεκμηριωθεί. Ενδέχεται δε, στην εποχή αυτή να
καταστράφηκε τμήμα του από υπερχειλίσεις του παρακείμενου χειμάρρου ή από άλλα φυσικά αίτια και να μην αποκα-
ταστάθηκε.
13 Αργότερα, όταν το 1564/65, επί οθωμανικής κατοχής, κατασκευάστηκε υδραγωγείο που έφερνε το νερό της Σπασμένης
Βρύσης στο φρούριο της Αγίας Μαύρας, χρησιμοποιήθηκε ο αρχαίος δρόμος για την διέλευση του αγωγού. Την ίδια
όδευση ακολουθούσε το υδραγωγείο μέχρι τον 19ο αιώνα, όπως φαίνεται σε σχέδιο της Αγγλοκρατίας, που φυλάσσεται
στο Ιστορικό αρχείο Λευκάδας.
14 Λαμπρινού 2006, 47-54.
15 Λαμπρινού 2004, 181. Σχέδιο του Ενετού Emiglio Alberghetti και του Άγγλου Cox of Kelson, μηχανικών, που εργά-
στηκαν το 1701-1705 στη Λευκάδα για λογαριασμό της Βενετίας, Μαρκιανή Βιβλιοθήκη Βενετίας (ΙΤ VI492 (10061)
n. 18)
16 Στην περιοχή αυτή φαίνεται ότι βρισκόταν η αρχαία αγορά.
17 Λαμπρινού 2006, 386.
18 Capt.Smyth, χάρτης του 1864, που περιλαμβάνεται στην πραγματεία του στρατιωτικού γιατρού W. Goodisson, A His-
torical and Topografical Essay upon the Islands of Corfu, Leucadia, Cephalonia Ithaca and Zante, London 1822 έκδοση
του 1835, ιδιωτική συλλογή Τ. Χαραμόγλη.

510
ΛΕΥΚΑΔΑ. ΤΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ;

ορεινά χωριά. Η νοητή προέκτασή του προς τα βορειοανατολικά, διέρχεται από τη βορειοανατολική
γωνία του φρουρίου19 και συναντά στην είσοδο του λιμανιού Δέματα, κοντά στο ναό του Αγίου Νικο-
λάου, στο σημείο, όπου σε χάρτη του 1930, αναφέρεται το τοπωνύμιο «κολώνα» και το ίδιο σημείο
αναφέρεται ως «οβελίσκος», στο σχέδιο του Smyth20.
Ο κεντρικός άξονας τέμνεται κάθετα από δύο παράλληλους μεταξύ τους δρόμους την οδό Φι-
λοσόφων και ανώνυμη. Οι δύο παράλληλοι δρόμοι έχουν κατεύθυνση Βορά - Νότου, ξεκινούν από
τον κόλπο Αγίου Ιωάννη Ατζούση και από το γερμανικό πυροβολείο, κάτω από την οικία Σταύρου,
και φτάνουν στην περιοχή Καλιγώνι, όπου συναντούν το επιχωματωμένο σήμερα τείχος της αρχαίας
Λευκάδας, προφανώς στη βόρεια πύλη της οχυρωμένης πόλης. Αντίστοιχα οδικά πλέγματα, ιπποδά-
μειου συστήματος, εφαρμόστηκαν στην κλασική αρχαιότητα μέχρι και στη ρωμαϊκή εποχή και δι-
ευκόλυναν την ισομερή κατάτμηση της εύφορης πεδιάδας σε «κτηματομερίδια», για να αποδοθούν
αρχικά στους κορίνθιους εποίκους και αργότερα σε Ρωμαίους, που πολέμησαν για την κατάκτηση
του νησιού.
Οι χαράξεις αυτές είχαν άμεση σχέση με την οργάνωση του ευρύτερου χώρου της Λευκάδας,
και κατ’ επέκταση με τη χωροθέτηση σε κομβική θέση ακόμα και νεότερων σημαντικών δημόσιων
κτηρίων, όπως ο ναός της Παναγίας της Γύρας, το οχυρό Τεκές, το οχυρό Κωνσταντίνου21 και το
φρούριο Αγίου Γεωργίου στην Πλαγιά Ακαρνανίας, στη θέση αρχαίας πόλης (εικ. 2).
Σημαντική για την κατανόηση της διάρθρωσης του τοπίου και της ιστορικής συνέχειας του
είναι η παρατήρηση ότι νεότερα εμβληματικά κτήρια, καταλαμβάνουν κομβικές θέσεις στο πλέγμα
κατάτμησης της περιοχής και βρίσκονται σε αποστάσεις πολλαπλάσιες της μονάδας υποδιαίρεσης
αγροτικών εκτάσεων, το actus22. Η εμπεριστατωμένη έρευνα των αρχαίων χαράξεων στη Λευκά-
δα μπορεί να οδηγήσει σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα, καθώς στην πολεοδομική οργάνωση της
αρχαίας Λευκάδας παρουσιάζονται ομοιότητες ως προς άλλες αρχαίες πόλεις, όπως η Όλυνθος, η
Ρόδος και η Πέλλα, στις οποίες ανασκάφτηκε το μεγαλύτερο μέρος του πολεοδομικού ιστού τους.
Η ραγδαία οικοδομική ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων προκάλεσε την σημαντική αύξηση
του αριθμού σωστικών ανασκαφών, οι οποίες απέφεραν πολλές νέες και αξιόλογες πληροφορίες
για την ιστορία του νησιού. Τα αποτελέσματα όμως είναι πάντα αποσπασματικά, καθώς αποδίδουν
μόνο μέρος του πλούτου πληροφοριών για την ιστορία μας. Αντίθετα τα σχέδια, που αναπαριστού-
σαν ιστορικές στιγμές πολεμικών αντιπαραθέσεων μεταξύ Ενετών και Οθωμανών στην περιοχή του
πορθμού Λευκάδας αποδίδουν με πολλές λεπτομέρειες τα χαρακτηριστικά του τοπίου, αλλά και
πολιτιστικών και στρατιωτικών ιδιαιτεροτήτων των δύο λαών (εικ. 3). Επίσης οι περιηγητές και οι
ξένοι «επισκέπτες», ήδη από τον 15ο αιώνα, κατέγραφαν σε λεπτομερείς χάρτες με σχόλια για όλες
τις τότε γνωστές θέσεις με αρχαιότητες, αλλά και για την κάθε σχετική πληροφορία ή θρύλο.
Σήμερα, που διαθέτουμε τεχνολογία υψηλού επιπέδου (αεροφωτογράφιση, ηλεκτρομαγνητική
διασκόπηση κ.λ.π.), είμαστε σε θέση, χωρίς μεγάλη δαπάνη και με ασφάλεια, να εντοπίσουμε και
να χαρτογραφήσουμε όλες τις περιοχές ιδιαίτερου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος της χώρας. Μια

19 Λαμπρινού 2006, 381-401.


20 Girolamo Delanges, χάρτης του 1757 με τίτλο Topografia dell’ isola di Leucada e scogli addiacenti alla mede(si)
ma, come pure parte del Xeromero in Terra Ferma col suo littorale da Sta Sofia a Zaverda sino a Demata et à scali,
parimente della linea di Voniza, e Prevesa parte del Combotti unindosi ad Argo Amfilochio non che del territorio d’
Arta, Rogus e Luro, col littorale di Agrapidià sin la bocca di Prevesa e dell’ interno Ambrascio. di tutte le peschiere,
fiumi e sorgenti, cosi di varie antichità, e situazioni di ville e monasteri, σημ. 19. Η ονομασία «Οβελίσκος» συνδέεται
πιθανόν με τη διαμόρφωση της εισόδου στον λιμένα Αγίου Νικολάου, όπου πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένα τεχνικά
έργα για την υποδοχή του στόλου του Αντωνίου και Κλεοπάτρας πριν από την ναυμαχία στο Άκτιο, το 31 π.Χ.
21 Λαμπρινού 2005, 37-108. Το οχυρό βρίσκεται στη θέση όπου η αρχαιολογική έρευνα του Dörpfeld εντόπισε κατάλοιπα
ρωμαϊκής γέφυρας.
22 Caniggia 1976, 175. Το actus αντιστοιχεί σε 35,52 x 35,52 τ.μ. και διαφοροποιείται από τον κάναβο 120 x 30 μ. που
αναφέρει η Ανδρέου, γεγονός που σημαίνει ότι πρόκειται για μετρικό σύστημα προγενέστερο των ρωμαϊκών χαράξεων,
βλ. Ανδρέου 2008, 256.

511
M. ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ

τέτοια χαρτογράφηση θα προσφέρει την δυνατότητα εντοπισμού και διάγνωσης αρχαιολογικών κα-
ταλοίπων στο υπέδαφος. Βάσει αυτής της τεκμηρίωσης, ο καθορισμός των ορίων εντός των οποίων
θα γίνονται επεμβάσεις στα μεγάλα έργα θα είναι αποτελεσματικότερος. Επίσης θα στοιχειοθετού-
νται οι όροι ελέγχου των επιπτώσεων, που θα προκαλέσει η υλοποίησή τους στο περιβάλλον και στο
ιστορικό τοπίο. Πρόκειται για μεθοδολογία που θα συμβάλλει στον προγραμματισμό των ενεργειών
για την προστασία και την αποκατάσταση των μνημείων και για τη διαχείριση της πολιτιστικής
κληρονομίας με άμεση εξασφάλιση ανταποδοτικών πόρων από αναπτυξιακά προγράμματα. Μέσω
της διαδικασίας αυτής αποκτά νόημα το 1ο άρθρο της συνθήκης της Βαλέτα, όπου αναφέρεται ότι
ο σκοπός της Συμβάσεως είναι η προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς ως πηγής της ευρω-
παϊκής συλλογικής μνήμης και ως μέσου για την ιστορική και επιστημονική μελέτη. Στοιχεία της
αρχαιολογικής κληρονομιάς θεωρούνται όλα τα κατάλοιπα και τα αντικείμενα, καθώς και άλλα ίχνη
ανθρώπινης υπάρξεως από το παρελθόν, γιατί η διαφύλαξη και η μελέτη επιτρέπει την ανάπλαση
της ιστορίας του ανθρώπου και της σχέσεως του με το φυσικό περιβάλλον και γιατί οι κύριες πη-
γές πληροφορίας είναι οι ανασκαφές, οι ανακαλύψεις, αλλά και κάθε άλλη μέθοδος έρευνας του
ανθρώπινου γένους και του περιβάλλοντός του. Στην αρχαιολογική κληρονομιά περιλαμβάνονται
κατασκευές, οικοδομήματα, αρχιτεκτονικά σύνολα, οργανωμένοι χώροι και τόποι, κινητά αντικεί-
μενα, μνημεία πάσης φύσεως μαζί με το πλαίσιο, στο οποίο εντάσσονται, είτε αυτά βρίσκονται στη
γη, είτε μέσα στο νερό.
Με το άρθρο αυτό ο νομοθέτης προστατεύει ακριβώς τις περιπτώσεις που η ιστορία αποκαλύ-
πτεται μέσα από την έρευνα και προλαμβάνει την διατήρηση της αυθεντικότητας του τοπίου, που
αποτελεί ίσως το σημαντικότερο μέσο για τη τεκμηρίωση της. Δυστυχώς στο όνομα της ανάπτυξης,
ίσως μετά από μία βιαστική θεώρηση της ιστορικότητα της περιοχής, παραγράφονται αρκετές σελί-
δες ιστορίας. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση του περιβάλλοντος χώρου της αρχαίας πρωτεύ-
ουσας της Λευκάδας και των μνημείων του πορθμού γενικότερα. Η σημερινή πραγματικότητα έχει
προκαλέσει σοβαρή αλλοίωση του πολιτιστικού και ιστορικού περιβάλλοντος των μνημείων του
πορθμού, που αποτελεί την κοιτίδα της ιστορίας της Λευκάδας, σε βαθμό που να διακινδυνεύεται η
αναγνώριση της ιστορίας της.
Σαν παράδειγμα αναφέρεται η μεταβολή που έχει υποστεί το άμεσο περιβάλλον του φρουρίου
Αγίας Μαύρας από το 1900 μέχρι σήμερα. Η μεταβολή αυτή θα φέρει σε δύσκολη θέση τον ξεναγό
του μέλλοντος, όταν θα προσπαθεί να πείσει τους αρχαιόφιλους για την ιδιοφυή στρατηγική του
Φραγκίσκου Μοροζίνι, στην πολιορκία του φρουρίου της Λευκάδας23. Η στρατηγική του, όπως
διαβάζουμε στο ημερολόγιο του, που συμπληρώνεται με λεπτομερέστατα σχέδια για τα γεωγρα-
φικά δεδομένα της εποχής, βασίστηκε κυρίως στην εκμετάλλευση, προς όφελός του, των φυσικών
ιδιαιτεροτήτων του τοπίου. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του τοπίου του πορθμού και ιδιαίτερα
του περιβάλλοντος του φρουρίου δεν θα ανταποκρίνονται πλέον στις σχετικές περιγραφές των ιστο-
ρικών κειμένων και των σχεδίων, όπως διαπιστώνεται και από το συσχετισμό της σημερινής κατά-
στασης και του σχεδίου της αναπτυγμένης μορφής, που είχε πάρει το φρούριο τον 18ο αιώνα (εικ.
4). Το εγγύς μέλλον προβλέπεται ακόμα περισσότερο δυσοίωνο, όταν υλοποιηθεί η υποθαλάσσια
σύνδεση της Λευκάδας με την Αιτωλοακαρνανία.
Η υποθαλάσσια ζεύξη Λευκάδας - Αιτωλοακαρνανίας, σε συνδυασμό με τη διαπλάτυνση του
διαύλου, αναμένεται να αυξήσει την επισκεψιμότητα του νησιού και την τουριστική κίνηση στη
Λευκάδα. Για το λόγο αυτό επιβάλλεται η εκ παράλληλου εκτέλεση εργασιών στερέωσης και ανά-
δειξης στα μνημεία της περιοχής, που θα συμβάλλουν στην ποιοτική και ποσοτική ανάπτυξη του
τουρισμού και τελικά στην καλυτέρευση των συνθηκών προστασίας του πολιτιστικού και φυσικού
πλούτου μας.
Η περιοχή του φρουρίου, αλλά και η ευρύτερη έκταση του πορθμού αποτελεί σήμερα αρχαιο-
λογικό χώρο απολύτου προστασίας, με μοναδικά οχυρωματικά και δημόσια έργα κατασκευασμένα

23 Λαμπρινού 2004, 197-193, 198.

512
ΛΕΥΚΑΔΑ. ΤΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ;

από την αρχαιότητα μέχρι τον 19ο αιώνα24. Η αποκατάσταση αυτών των μνημείων και η ανάδειξη
τους ταυτόχρονα με τα τεχνικά έργα θα μπορούσε να συμβάλουν, ώστε η διαπλάτυνση του διαύλου
να συνδυαστεί αρμονικά με τη διατήρηση της ιστορίας του τοπίου και της κλίμακας των μνημείων.
Μόνο με την αξιοποίηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ιστορικού τοπίου και των πολιτι-
στικών αγαθών της περιοχής, θα ήταν δυνατόν να επανενταχθεί, με τρόπο ασφαλή, το φρούριο της
Αγίας Μαύρας, στο νέο αναβαθμισμένο περιβάλλον του.
Αξιοπρόσεκτο είναι όμως, ότι στα σχέδια των μελετών διαπλάτυνσης του διαύλου Λευκάδας
και κατασκευής της υποθαλάσσιας σύνδεσης του νησιού με την Ακαρνανία, δεν αποτυπώνονται τα
ζωτικά τμήματα της οχύρωσης, του μεγάλου ανατολικού προτειχίσματος έργο του 1732, το οποίο
σήμερα τελεί υπό κατάληψη, ούτε και το νότιο τμήμα της οχύρωσης με την επωνυμία «baluardo del
Cimiterio» στα ενετικά έγγραφα, ονομασία που οφείλεται στη χρήση της θέσης ως μουσουλμανικό
νεκροταφείο πριν το 1684.
Υπενθυμίζουμε ακόμα ότι η μελέτη αποκατάστασης και ανάδειξης του φρουρίου και η μερική
αποκατάσταση του είχε ενταχθεί παλαιότερα - με ιδιαίτερα χαμηλή επιχορήγηση - στο 2ο Πλαίσιο
στήριξης και στο Interreg ΙΙ. Η έρευνα για την αξιοποίηση του φρουρίου και η μελέτη του υπεδά-
φους αποτέλεσαν αντικείμενο δύο ερευνητικών προγραμμάτων του Μετσόβιου Πολυτεχνείου25 και
του Πανεπιστημίου Πατρών, σε συνεργασία με το ΥΠΠΟ. Η ιστορική εξέλιξη του φρουρίου αποτέ-
λεσε αντικείμενο διδακτορικής διατριβής της γράφουσας στο ΕΜΠ. Η προμελέτη προστασίας και
ανάδειξης των ενετικών αλυκών της Λευκάδας26 βραβεύτηκε το 1999 με ειδική διάκριση σε διεθνή
διαγωνισμό υπό την αιγίδα της UNESCO (εικ. 5). Επισημαίνεται τέλος, ότι τα μνημεία του πορθμού
αποτελούν έργα επώνυμων μηχανικών από την Ιταλία, την Αγγλία, την Γερμανία, την Τουρκία, την
Ρωσία και την Ελλάδα. Η βλάβη ή η απώλεια τους θα προκαλούσε αντιδράσεις στις διεθνείς οργα-
νώσεις για την προστασία των μνημείων και των ιστορικών τοπίων.

ABSTRACT

LEFKAS: WΗΑΤ DO WE KNOW


ABOUT THE HISTORY OF THE ISLAND ?

Μaria Labrinou

History often has no author. It is often hidden in the ground and read by the excavators and researchers.
In such cases the conservation of the landscape’s authenticity results in the most important instrument
for its documentation, as is the case of the Lefkas lagoon area and its surroundings.

24 Λαμπρινού 1997, 64-70.


25 Φίλιππα-Αποστόλου 2001, 125-138.
26 Λαμπρινού – Μητσάκου 2001, 165-182.

513
M. ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Ανδρέου 2008 I. Ανδρέου, Αρχαία Λευκάδα (πόλη), στο Αφιέρωμα W. Dörpfeld, 251-273.
Ζάχος – Ντούζουγλη 2003 Κ. Ζάχος – Α. Ντούζουγλη, Λευκάδα. Ιστορική-Αρχαιολογική Επισκόπηση μέσα από τα
εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου, Αθήνα.
Λαμπρινού 1997 Μ. Λαμπρινού, Οχυρωματική και κοινωφελής δραστηριότητα στο στενό της Λευκάδας
από το 14ο μέχρι το 19ο αιώνα, Πρακτικά Συμποσίου για την Τοπική παράδοση και τον
πολιτισμικό τουρισμό, Αθήνα, 63-71.
Λαμπρινού 2002 Μ. Λαμπρινού, Αμαξική: ένα μεσαιωνικό προάστιο γίνεται πρωτεύουσα της Λευκάδας,
Πρακτικά Στ΄ Διεθνούς Πανιόνιου Συνεδρίου, Ζάκυνθος 23-27 Σεπτεμβρίου 1997, Αθήνα,
327-338.
Λαμπρινού 2004 Μ. Λαμπρινού, Τα υδάτινα σύνορα δύο κόσμων και ο παράκτιος έλεγχος για την προστα-
σία της μεθορίου, στο Πρακτικά Ζ΄ Πανιόνιου Συνεδρίου, Λευκάδα 26-30 Μαΐου 2002,
Πρακτικά τ. Β΄, Αθήνα, 173-200.
Λαμπρινού 2005 Μ. Λαμπρινού, Τρία μνημεία στον πορθμό της Λευκάδας: Φρούριο Αγίας Μαύρας, Ναός
Αγίου Γεωργίου, Ενετικές Αλυκές, Επετηρίς Λευκαδικών Μελετών, τεύχος Ι΄, Αθήνα,
37-108.
Λαμπρινού 2006 Μ. Λαμπρινού, Χάρτης Φυσικών πόρων και Αρχαιοτήτων Λευκάδας και περιχώρων του
έτους 1797, Ηπειρωτικά Χρονικά 40, Ιωάννινα, 382-401.
Λαμπρινού Μ. Λαμπρινού – Ε. Μητσάκου, Οι αλυκές στου Καρυώτη, στο Σκλαβενίτης – Σκλαβενί-
– Μητσάκου 2001 της 2001, 165-182.
Πλιάκου 2001 Γ. Πλιάκου, Η αρχαία πόλη «Λευκάς». Το άστυ και η ευρύτερη περιοχή του, στο Σκλα-
βενίτης – Σκλαβενίτης 2001, 21-43.
Ροντογιάννης 1980 Π. Ροντογιάννης, Ιστορία της Λευκάδας, Αθήνα.
o Σκλαβενίτης  Δ. Χ. Σκλαβενίτης – Τ. Ε. Σκλαβενίτης (επιμ.), Οι πρωτεύουσες της Λευκάδας, Αρχαία
– Σκλαβενίτης 2001 Λευκάδα-Νήρικος, Κάστρο Αγίας Μαύρας, Αμαξική, Πρακτικά Δ΄ Συμποσίου Λευκάδα 6-8
Αυγούστου 1999, Αθήνα.
Fiedler 2009 M. Fiedler, Η αρχαία Λευκάδα και τα σπίτια της, Αρχαιολογία & Τέχνες 112, 38-46.
Φίλιππα-Αποστόλου 2001 Μ. Φίλιππα-Αποστόλου, Η μεσαιωνική πρωτεύουσα της Λευκάδας. Στρατηγικοί στόχοι
και συμπεράσματα μιας διεπιστημονικής έρευνας στο ΕΜΠ, στο Σκλαβενίτης – Σκλα-
βενίτης 2001, 125-138.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Dörpfeld 1927 W. Dörpfeld, Alt Ithaka, München.
Caniggia 1976 G. F. Caniggia, Struture dello Spazio Antropico, Uniedit, Firenze.
Fiedler 2008 M. Fiedler, Nicht nur Homer: Wilhelm Dorpfelds Forschungen zum antiken Leukas, στο
Αφιέρωμα W. Dörpfeld, 275-298.
Lang 2008 F. Lang, Die andere Seite- Horizontalstratigraphische Forschung am östlichen Sund von
l Lefkas, στο Αφιέρωμα W. Dörpfeld, 227-250.
Sarris κ.ά 2008 A. Sarris – S. Topouzi – F. Triantafyllidis – S. Soetens – G. Pliakou, Application of
s Near-Surface Geophysical Tools and GIS for Mapping the Ancient City of Lefkas,
στο Y. Facorellis (επιμ.), Proceedings of the 4th Symposium of the Hellenic Society for
Archaeometry, BAR International Series 1746, 2008, 7-84.
Schwandner 2008 E. -L. Schwandner, Nerikos und die akarnanische Peraia der Leukadier, στο Αφιέρωμα
W. Dörpfeld, 407-418.

514
ΛΕΥΚΑΔΑ. ΤΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ;

Εικόνα 1. Σχέδιο αρχαίας Λευκάδας Santo Semitecolo, 1723.

Εικόνα 2. Ο πορθμός Λευκάδας σε απεικόνιση ανώνυμου του 1737. Ενδεικτικά σημειώθηκαν στον χάρτη αυτό τα σημα-
ντικότερα μνημεία της περιοχής περιόδου 13ου-19ου αιώνα: Α: Φρούριο Αγίας Μαύρας, Β: πόλη της Λευκάδας, C: Ι.Ν.
Παναγίας Γύρας, D: Ι.Ν. Αγίου Ιωάννη Ατζούση, F: Φρούριο Αγίου Γεωργίου, G: Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου στο Παλιοχαλιά, Η:
Ι.Ν. Αγίου Νικολάου, Ι: ενετικό λοιμοκαθαρτήριο, Κ: Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής, Μ: ερείπια ναού Αγίου Γεωργίου στο Καλιγώνι,
Ν: Φρούριο Τεκέ , Ρ: παλαιές αλυκές Λευκάδας, R: ναός Παναγίας Οδηγήτριας, S: ερείπια αρχαίας πρωτεύουσας Λευκά-
δας, U: Νέες ενετικές αλυκές Καρυώτη, Χ: οχυρό Κωνσταντίνου, Ζ: υδρόμυλος και σιταποθήκες κοντά σε μόλο ενετικών
χρόνων.

515
M. ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ

516
Εικόνα 3. Το σχέδιο δημοσιεύεται στο περ. Αρχαιολογία, Δεκ τ. 97, 124.

s
o

l
ΛΕΥΚΑΔΑ. ΤΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ;

517
Εικόνα 4. Σχεδιαστική απόπειρα ανασύστασης του ιστορικού τοπίου στο άμεσο περιβάλλον του φρουρίου, σύμφωνα με σχέδια του 18ου αιώνα.
M. ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ

Εικόνα 5. Ειδικός έπαινος της Organization des Nations pour l’ Education, la Science et la Culture, Prix international
Melina Mercouri pour la sauvegarde et la gestion des paysages culturels (UNESCO-Greece), 1999 για την προμελέτη
αποκατάστασης προστασίας και ανάδειξης των ενετικών αλυκών της Λευκάδας.

518
ΜΟΥΣΕΙΑ ΚΑΙ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

519
520
ΜOYΣΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΟΥΣΕΙΑ.
ΣΚΙΑΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΘΕΡΜΟΥ

Μαρία Λαγογιάννη, Ανεστέη Παρίση, Σαπφώ Αθανασοπούλου

Τα αρχαιολογικά μουσεία αποτελούν την πολυπληθέστερη κατηγορία μουσείων στη χώρα μας. Ανατρέ-
χοντας στην ιστορική εξέλιξη των αρχαιολογικών μουσείων ως θεσμού στην Ελλάδα, από τις αρχές του
19ου αιώνα έως τη σύγχρονη εποχή, εύλογα διαπιστώνει κανείς ότι η πολιτική ίδρυσης και λειτουργίας
τους ανέκαθεν αντανακλούσε -σε μεγάλο βαθμό- τις επιλογές και τις προτεραιότητες, τόσο της ελλη-
νικής κοινωνίας, όσο και της κρατικής μέριμνας για τα μουσεία. To παρελθόν (μέσα 19ου έως α΄ μισό
20ού αιώνα) σηματοδοτεί τον αγώνα μιας ολόκληρης εποχής για την περισυλλογή, διάσωση και φύλαξη
των αρχαιοτήτων σε χώρους συγκεκριμένους -πρωτίστως- δημοσίου χαρακτήρα και σε ολιγάριθμα μου-
σεία. Η τελευταία εικοσαετία του 20ου αιώνα διακρίνεται από έντονη δραστηριότητα αναφορικά με την
ανέγερση ή την αναβάθμιση μεγάλου αριθμού αρχαιολογικών μουσείων, επιδιώκοντας συγχρόνως τη
διαμόρφωση ενός συγκροτημένου σχεδίου ανάπτυξης και διαχείρισης των μουσείων. Ωστόσο, η βαθιά
τομή στο σχεδιασμό συστηματοποιημένης, σύγχρονης μουσειακής πολιτικής συντελείται αργά, αλλά
σταθερά, εδώ και δύο δεκαετίες. Ορόσημο για το μουσειακό τομέα στην Ελλάδα αποτελούν οι αρχές
του 21ου αιώνα, με τη νομοθετική θέσπιση πλαισίου συγκεκριμένων, σταθερών αρχών που διέπουν την
ίδρυση και λειτουργία των μουσείων και τις υπηρεσίες τους προς το κοινό και θέτουν κριτήρια για τη
βιωσιμότητά τους. Αναφερόμαστε κυρίως στο νέο αρχαιολογικό νόμο Ν. 3028/2002 και στην Από-
φαση περί ίδρυσης και αναγνώρισης μουσείου κατ΄εξουσιοδότηση του άρθρου 45 του Ν. 3028/2002
(ΦΕΚ2385/Β΄/26-10-2011).
Το έργο της χάραξης και εφαρμογής ενιαίας μουσειακής πολιτικής υλοποιείται με κοπιώδεις προ-
σπάθειες από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, με οδηγό
τη βαθιά επιστημονική εμπειρία και κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και αξιοποιώντας
συστηματικά τα τελευταία χρόνια, τη διεθνή εμπειρία εν γένει στο μουσειακό τομέα. Στο πλαίσιο αυτό
και με καθοριστικές τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις των Β΄ και Γ΄ Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης και
του ΕΣΠΑ 2013-2017 στον τομέα του πολιτισμού και ειδικότερα για την παραγωγή και διαχείριση του
μουσειακού έργου, εκσυγχρονίζονται και αναβαθμίζονται υφιστάμενες μουσειακές υποδομές, οργανώ-
νονται επανεκθέσεις, ανεγείρονται νέα μουσεία και σχεδιάζονται νέες εκθέσεις. Ποικίλα, λοιπόν, μου-
σειακά έργα που έχουν ολοκληρωθεί ή βρίσκονται σε εξέλιξη, εντάσσονται σε προγράμματα διαφόρων
τύπων αρχαιολογικών μουσείων, όπως είναι τα μουσεία «εθνικής εμβέλειας» (ενδεικτικά αναφέρουμε
τις μεγάλες επανεκθέσεις του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, του Βυζαντινού και Χριστιανικού
Μουσείου, του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου), τα μουσεία μεγάλων πόλεων ή πρωτευουσών
νομών (όπως, το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, το νέο Μουσείο Πατρών, το νέο Αρχαιολογικό
Μουσείο Χανίων, το Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας, το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας στην Καλα-
μάτα), θεματικά μουσεία (όπως, το Νομισματικό Μουσείο, η Επιγραφική Συλλογή Ρόδου και Επι-
γραφική Συλλογή Ασκληπιείου Κω), τοπικά ή περιφερειακά μουσεία (όπως, τα Αρχαιολογικά Μου-
σεία Άρτας, Θήβας, το Βυζαντινό Μουσείο Διδυμοτείχου) και μουσεία αρχαιολογικών χώρων (Ήλιδας,
Μυκηνών, Τεγέας, Πέλλας, Φιλίππων, Νικόπολης). Σήμερα λειτουργούν στην Ελλάδα τουλάχιστον 205
Αρχαιολογικά Μουσεία και Συλλογές, ενώ ο αριθμός τους αυξάνει συνεχώς (αναμένεται ακόμη η περά-
τωση των υπό κατασκευή ή σε αναμονή λειτουργίας μουσείων).
Η Διεύθυνση Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων, αρμόδια Υπηρεσία στον
τομέα ανάπτυξης των αρχαιολογικών μουσείων, συμβάλλει με το επιτελικό της έργο, με την παροχή
τεχνογνωσίας, αλλά και με την επιστημονική υποστήριξη ποικίλων τέτοιων προγραμμάτων ανά την
επικράτεια, στην ανάδειξη του σύγχρονου και συνεχώς μεταβαλλόμενου μουσειακού τοπίου της χώρας
μας. Η έμφαση δίνεται, όχι μόνο στην ανάπτυξη εξελιγμένων μουσειακών υποδομών, αλλά και στην
ενθάρρυνση για συνειδητό άνοιγμα των μουσείων προς την κοινωνία (τοπική και ευρύτερη), στην ενί-

521
Μ. ΛΑΓΟΓΙΑΝΝΗ, Α. ΠΑΡΙΣΗ, Σ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

σχυση της συμμετοχικότητας και της εμπλοκής του κοινού στη μουσειακή εμπειρία, στην επαφή με
την πολιτιστική κληρονομιά μέσα από ποικίλες μουσειακές δράσεις, όπως είναι οι θεματικές εκθέσεις,
που παρουσιάζονται παράλληλα με τη λειτουργία των μόνιμων εκθέσεων των μουσείων, τα εκπαιδευ-
τικά προγράμματα για νέους και ενήλικες, οι δράσεις ευαισθητοποίησης του κοινού στην προστασία
του πολιτιστικού και φυσικού πλούτου της χώρας («Πράσινες Πολιτιστικές Διαδρομές») που εναρμο-
νίζονται με το εκάστοτε φυσικό περιβάλλον και την κατά τόπους ιστορική και πολιτιστική παράδοση.
Από την Περιφερειακή Ενότητα της Αιτωλοακαρνανίας δύο νέα μουσειακά έργα προστίθενται στο
μουσειακό χάρτη της χώρας. Το πρώτο έργο αφορά στη δρομολογημένη την τελευταία διετία δημιουρ-
γία του Αρχαιολογικού Μουσείου Μεσολογγίου στο «Ξενοκράτειο» κτήριο, το οποίο παραχωρήθηκε
από το Δήμο της Ιεράς Πόλεως του Μεσολογγίου στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού το 2012,
με σκοπό να στεγαστούν οι αρχαιολογικές συλλογές, και το δεύτερο μουσειακό έργο αφορά στην ανέ-
γερση του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Θέρμου. Η δεύτερη περίπτωση σκιαγραφείται εδώ ως θετικό
παράδειγμα στενής συνεργασίας της Διεύθυνσης Εκθέσεων, Μουσείων και Εκπαιδευτικών Προγραμ-
μάτων με τη ΛΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, στο πλαίσιο της οργάνωσης
του εκθεσιακού προγράμματος ενός νέου αρχαιολογικού μουσείου με ιδιαίτερη πνοή και προοπτικές
ανάπτυξης σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο.
Η Διεύθυνση Μουσείων συμμετείχε με ρόλο καθοδηγητή στην διαμόρφωση της μουσειολογικής
μελέτης, η οποία εκπονήθηκε από τη ΛΣΤ΄ ΕΠΚΑ, καθώς και ανέλαβε εξ ολοκλήρου το μουσειογρα-
φικό σχεδιασμό της μόνιμης έκθεσης του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Θέρμου.
o Το Μουσείο συνδέεται άμεσα με τον αρχαιολογικό χώρο του Ιερού του Θερμίου Απόλλωνος, κέντρο
θρησκευτικό και μετέπειτα πολιτικό (έδρα της Αιτωλικής Συμπολιτείας). Εκθεσιακό και αρχαιολογικό
πλαίσιο αναφοράς συλλειτουργούν, προβάλλοντας, την ιδιαίτερη ιστορία της περιοχής και των μνη-
μείων του αρχαιολογικού χώρου.

ΜΟΥΣΕΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
Το σύγχρονο κτήριο του Μουσείου βρίσκεται στις παρυφές του οικισμού του Θέρμου. Πρόκειται για
οικοδόμημα που αποτελείται από ισόγειο μέρος, όπου και έχουν προβλεφθεί η κύρια είσοδος, οι χώροι
υποδοχής και οι εκθεσιακοί χώροι, με μερικό υπόγειο, το οποίο εγγράφεται στο ήμισυ σχεδόν της κάτο-
ψης και φιλοξενεί εργαστήρια και βοηθητικές λειτουργίες. Μικρή παράπλευρη της έκθεσης αίθουσα
του ισογείου είναι προορισμένη για επικουρικές προς αυτή μουσειακές λειτουργίες. Το οικοδόμημα
ολοκληρώθηκε το 2010. Είναι κτισμένο σε παράλληλη θέση προς τον αρχαιολογικό χώρο, σε απόσταση
l 200 μ. και σε ανώτερη στάθμη από αυτόν, χωρίς δυστυχώς να εξασφαλίζεται η οπτική επαφή του από
το κτήριο του Μουσείου. Ο δημοτικός δρόμος που παρεμβάλλεται μεταξύ των εγκαταστάσεων του
s μουσείου και του αρχαιολογικού χώρου εξασφαλίζει τη σύνδεση με το σύγχρονο οικισμό του Θέρμου.
Ο εκθεσιακός χώρος εμβαδού 350 μ. περίπου είναι ενιαίος, αλλά κυμαινόμενου ύψους, με ψηλότερη
τη μεσαία και ευρύτερη περιοχή, και ταπεινότερες τις εκατέρωθεν αυτής περιοχές. Η προς το ύψος αυτή
διαβάθμιση του χώρου, ουσιαστικά φαίνεται να διαιρεί την ενιαία εκθεσιακή αίθουσα σε τρία άνισα και
ασύμμετρα κλίτη.

ΤΑ ΕΚΘΕΜΑΤΑ
Το προς έκθεση αρχαιολογικό υλικό, αδημοσίευτο σε μεγάλο βαθμό, με όποια δυσκολία αυτό συνε-
πάγεται ως προς τη χωρική και την εν γένει ερμηνεία του, προέρχεται τόσο από το Ιερό του Θερμίου
Απόλλωνος, όσο και από την ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Αιτωλίας. Συγκεκριμένα περιλαμβάνει:
Λίθινες επιγραφές
Κεραμική, η οποία διατρέχει τους προϊστορικούς, γεωμετρικούς έως και ελληνιστικούς χρόνους
Όπλα και εργαλεία αυτών των χρονικών περιόδων
Βάσεις αγαλμάτων και ελάχιστα κατάλοιπά τους
Νομίσματα και αντικείμενα μικροτεχνίας
Ζωγραφικά έργα υψηλής καλλιτεχνικής αξίας
Εντούτοις, ο κύριος όγκος του υλικού αποτελείται από αρχιτεκτονικά μέλη στεγών, ταυτισμένα η μη,

522
ΜΟΥΣΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΟΥΣΕΙΑ

με κατονομασμένα κτήρια του ιερού του Θερμίου Απόλλωνος και άλλων κοντινών αιτωλικών ιερών.
Οι συνθήκες συντήρησης και έκθεσης των αυθεντικών έργων, όπως αυτές ορίστηκαν από τους συντη-
ρητές της Εφορείας, υπαγόρευσαν την έκθεση της κεραμικής, της μικροτεχνίας, των νομισμάτων και
των μεταλλικών αντικειμένων εντός προθηκών, ενώ οι λίθινες επιγραφές και τα αρχιτεκτονικά μέλη
από κτήρια, καθώς και τα ζωγραφικά έργα παρουσιάζονται ελεύθερα στο χώρο, ασφαλώς καθηλωμένα
ή αναρτημένα σε θύλακες με τις δέουσες συνθήκες ασφαλείας. Αποκλείστηκε κάθε τύπου διάτρηση ή
τραυματισμός αυθεντικού εκθέματος για οποιονδήποτε λόγο. Επίσης, εξ αρχής αποκλείστηκαν ως ερμη-
νευτικά μέσα κάθε τύπου αναπαραστάσεις ή χρήση αντιγράφων για την εκφορά του μουσειογραφικού
λόγου.
Με αυτά τα δεδομένα επιχειρήσαμε να υπηρετήσουμε χωρικά τη μουσειολογική αφήγηση, στο
βαθμό που η μέχρι σήμερα αρχαιολογική έρευνα παρέχει τα στοιχεία για να συντεθεί.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ


Τόσο στην οριστική μουσειογραφική μελέτη όσο και στο πλαίσιο της μελέτης εφαρμογής μελετήθηκαν
διεξοδικά και εξειδικευμένα από την Α. Παρίση για το συγκεκριμένο έργο, το σύνολο των εκθεσιακών
κατασκευών και εξαρτημάτων (δηλ. των προθηκών, των θυλάκων φιλοξενίας αρχαίων, των ικριωμάτων
ανάρτησής τους κ.λπ.).
Η λογική που διατρέχει το σχεδιασμό των εκθεσιακών κατασκευών στο σύνολό τους δεν είναι αυτή
της αυτοανάδειξής τους, αλλά της διακριτικής συνοδείας και υποστήριξης, τόσο των αντικειμένων, όσο
και της ερμηνείας τους. Προς την κατεύθυνση αυτή στοιχήθηκε και η μελέτη του φωτισμού της έκθε-
σης, η οποία εκπονήθηκε κατά σημείο από τον εξειδικευμένο μελετητή κ. Ηλία Κωνσταντακόπουλο.
Σημαντικά συνεισέφερε με τη συνεργασία της η αρχιτέκτων κ. Αγλαϊα Σκούρα, η οποία ανέλαβε
το έργο της ψηφιακής σχεδίασης, αλλά και ο αρχιτέκτων κ. Λεωνίδας Φραγκούλης, ο οποίος αποτελεί
έως σήμερα πολύτιμο συνεργάτη στην πορεία της εφαρμογής της μελέτης και ευήκοο συνομιλητή. Από
αυτή τη θέση τους ευχαριστούμε θερμά.

ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΚΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΣΤΗ ΧΩΡΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ


Τα μνημεία της Αιτωλίας, αλλά κυρίως αυτά που συναποτελούν το ιερό του Θέρμου, αφηγούνται τον
τρόπο με τον οποίο βιώθηκε διαχρονικά η ανάγκη των ανθρώπων της να οργανώνουν τη ζωή τους σε
κοινότητες. Η ανάγκη τους αρχικά ήταν να επιβιώσουν και να επικοινωνήσουν συλλογικά με τους
θεούς τους, ενώ στη συνέχεια συσπειρώνονται και συγκροτούν αμυντικούς μηχανισμούς έναντι των
έξωθεν απειλών. Τα παραπάνω, αλλά και η γεωγραφική θέση και το φυσικό περιβάλλον της περιοχής,
καθώς και οι συγκυρίες από την προϊστορική εποχή και σε συνέχεια, τα γεγονότα των ιστορικών χρό-
νων ως τους ρωμαϊκούς χρόνους, όπως τα έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη και μελέτη, αποτέλε-
σαν τα γενεσιουργά στοιχεία της διαχρονικής ανάδειξης του Θέρμου, σε τόπο σημαντικό, ιερό, κέντρο
της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Όλα αυτά οδήγησαν στο σχεδιασμό της μουσειακής εμπειρίας στο Θέρμο
σε τρεις σταθμούς :
Α. την αρχαιολογική έκθεση στο μουσείο
Β. τον αρχαιολογικό χώρο
Γ. την αίθουσα διάδρασης, συμπληρωματικής πληροφόρησης και αμφίδρομης επικοινωνίας
επισκεπτών-Μουσείου (σε χώρο παράπλευρο του εκθεσιακού).
Με όχημα το προς έκθεση αρχαιολογικό υλικό οργανώθηκε η αφήγηση της έκθεσης (δηλ. ο σταθμός
Α), στον οποίο θα επικεντρωθούμε σήμερα, σε έξι ενότητες:

1) ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ
Παρουσιάζονται η εισαγωγή στη δομή της έκθεσης, το φυσικό περιβάλλον και η γεωγραφική θέση
του Θέρμου ως παράγοντες της ιστορικοκοινωνικής του εξέλιξης, οι ανασκαφείς του ιερού και οι ανα-
σκαφές τους, παράλληλα χρονολόγια τοπικών και υπερτοπικών γεγονότων, καθώς και αρχαιολογικός
χάρτης.
2) ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ

523
Μ. ΛΑΓΟΓΙΑΝΝΗ, Α. ΠΑΡΙΣΗ, Σ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Παρουσιάζονται στοιχεία για τον προϊστορικό οικισμό του ιερού, το εξέχον κτήριο Α και η προϊστο-
ρική οικία Β.
3) ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΡΙΤΗ
Επιχειρείται να φωτιστεί η αναβίωση του οικισμού μετά την καταστροφή και το μυστηριώδες και
εξέχον κτήριο Β.
4) ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΕΤΑΡΤΗ
Παρουσιάζεται το ιερό του Θερμίου Απόλλωνα με τα στοιχεία που απέδωσε η μέχρι τώρα αρχαιο-
λογική έρευνα, ο φερώνυμος ναός διαχρονικά και άλλα κτήρια του χώρου.
5) ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΕΜΠΤΗ
Παρουσιάζονται και άλλα ιερά γύρω από τον Θέρμο.
6) ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΚΤΗ
Φωτίζονται στοιχεία για την Αιτωλική Συμπολιτεία, τις πόλεις της, την ακμή και την πτώση της.

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΤΕΘΗΣΑΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΧΩΡΙΚΗΣ


ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΤΟΣΟ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΕΚΘΕΜΑΤΩΝ, ΟΣΟ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ
ΤΙΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥΣ
Έπρεπε να αναζητηθούν λύσεις επεξηγηματικές της λειτουργίας του αυθεντικού υλικού στην αρχική
στέγη με τρόπο που να παραπέμπει σε αυτήν. Παράλληλα σε ό,τι αφορά στο αποσπασματικό υλικό από
στέγες διαφόρων κτηρίων του ιερού, έπρεπε να βρεθεί τρόπος παρουσίασής του, έτσι ώστε να παρα-
πέμπει, αφενός μεν στην αυτοτέλεια των αντίστοιχων οικοδομημάτων προέλευσης του, αφετέρου δε να
δηλώνεται το πλήθος των κτηρίων προέλευσης.
Έπρεπε να αναζητηθεί χωρική λύση, η οποία να συμπυκνώνει την έννοια των δύο φάσεων του Ναού
του Απόλλωνα, το ορθογώνιο σχήμα του, αλλά και το γεγονός ότι κρύβει μέσα του το κτήριο Β. Επίσης
έπρεπε να αναζητηθεί λύση, η οποία να αναδεικνύει το ζωγραφικό του διάκοσμο με τρόπο διακριτικό,
ως προς την αμηχανία που έχουμε για τη χρήση των γραπτών πλακών που τον αποτελούν. Παράλληλα
θα έπρεπε να παρατεθεί σε εγγύτητα προς τα παραπάνω ο σωζόμενος ζωγραφικός διάκοσμος που προ-
έρχεται από το ναό του Λυσείου Απόλλωνος, συνοδευόμενος από τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά κατά-
λοιπά του. Θα έπρεπε να εκτεθούν, έτσι ώστε να συσχετίζονται και να παρέχουν ικανή και συνολική
πληροφορία, τόσο για τη μνημειακή ζωγραφική της περιόδου, όσο και για τη λειτουργία της.
Επίσης, μέρος των εκθεμάτων που φωτίζουν την περίοδο της Αιτωλικής Συμπολιτείας έπρεπε να
εκτεθεί έτσι, ώστε να αποδίδει την ακμή και την ακτινοβολία της, ενώ ένας άλλος αριθμός εκθεμάτων
να εκτεθεί έτσι, ώστε να δηλώνεται η καταστροφή στο ιερό και η πτώση της Συμπολιτείας.
Επιπλέον, πέραν των όσων επιγραφών προβλεπόταν να εκτεθούν, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να απο-
δοθεί το πλήθος τους, και κυρίως η ιδιαίτερη λειτουργία του ιερού ως αρχείου.
Τέλος, για τη διάχυση της πληροφορίας, κειμενικής ή άλλης, έπρεπε να σταθμιστεί ένας ρυθμός με
ξεκάθαρη σήμανση, επαναλαμβανόμενη κατά τον αυτό τρόπο, για την επισήμανση όμοιων-ισοβαρών
νοημάτων, με δυνατότητα ιεράρχησής της σε αναγκαία και συμπληρωματική, που να διατρέχει συνο-
λικά και ομοιόμορφα την έκθεση. Παραδείγματος χάρη, οι έξι νοηματικές ενότητες της έκθεσης εισά-
γονται με ομοιόμορφες αυτόφωτες πινακίδες.
Με τα παραπάνω δεδομένα οδηγηθήκαμε στον τελικό σχεδιασμό που συνοπτικά παρουσιάζεται στις
εικόνες που ακολουθούν (εικ.1-8) και που ελπίζουμε με την υλοποίηση του μουσείου να δικαιώσει τις
προσδοκίες μας.

Ευχαριστούμε όλους τους συνεργαζόμενους φορείς, συναδέλφους και συνεργάτες που συνέβα-
λαν και συμβάλλουν στην υλοποίηση του μουσειακού έργου.

524
ΜΟΥΣΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΟΥΣΕΙΑ

ABSTRACT

MUSEUM POLICY AND NEW MUSEUMS.


OUTLINING THE EXAMPLE
OF THE NEW ARCHAEOLOGICAL MUSEUM AT THERMOS

Maria Lagogianni, Anestei Parissi, Sapfo Athanasopoulou

The Directorate of Museums, Exhibitions and Educational Programmes, as competent Service in


the field of development of archaeological museums, has been contributing with an advisory way,
providing expertise and scientific support to various such programs across the country, due to the
emergence of the modern and constantly changing museum landscape in Greece. The emphasis is
not only on the development of the museum infrastructure, but in encouraging conscious opening of
the state museums to society (local and wider), in strengthening of participation and involvement of
the public in the museum experience, in contacting with cultural heritage through various museum
activities.
A typical example is the collaboration of the Directorate of Museums with the 26th Ephorate
of Antiquities within the framework of the organization of the permanent exhibition of the new
Archaeological Museum at Thermos, Aitoloakarnania. The Directorate of Museums participated
with the lead role in shaping the museological study, which has been done by the 26th Ephorate of
Antiquities, as also it carried out the museographical design of the exhibition.
The Museum is directly linked to the archaeological site of the Sanctuary of Apollo Thermios.
The exhibition and archaeological context function together highlighting the particular history of
the area and the monuments of the archaeological site. In museography design were considered
important parameters, such as ensuring accessibility for all, securing means for experiential approach
of exhibits with the method of interaction, ensuring comfort and safety conditions during the visit, the
creation of the exhibition environment with scattered foci of interest, the «carving» of the exhibition
by exploiting the full potential it provides. Many of the exhibits are unique examples of early ancient
painting and architecture and can variously activate the creative inspiration of visitors.

525
Μ. ΛΑΓΟΓΙΑΝΝΗ, Α. ΠΑΡΙΣΗ, Σ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Εικόνα 1. Το «Ξενοκράτειο» κτήριο εντός της πόλης του Μεσολογγίου.

Εικόνα 2. Το νέο αρχαιολογικό μουσείο Θέρμου κοντά στο αρχαιολογικό χώρο.

526
ΜΟΥΣΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΟΥΣΕΙΑ

Εικόνα 3. Γενικές απόψεις του εκθεσιακού χώρου του νέου αρχαιολογικού μουσείου Θέρμου.

Εικόνα 4. Το αρχαιολογικό υλικό. Εκθέματα του νέου μουσείου αρχαιολογικού μουσείου Θέρμου.

527
Μ. ΛΑΓΟΓΙΑΝΝΗ, Α. ΠΑΡΙΣΗ, Σ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Εικόνα 5. Διάγραμμα της μουσειακής εμπειρίας στο νέο αρχαιολογικό μουσείο Θέρμου.

Εικόνα 6. Σχεδιασμός της έκθεσης του νέου μουσείου αρχαιολογικού μουσείου Θέρμου (κάτοψη των εκθεσιακών
χώρων με τις κατασκευές).

528
ΜΟΥΣΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΟΥΣΕΙΑ

Εικόνα 7. Ενότητες της έκθεσης του νέου μουσείου αρχαιολογικού μουσείου Θέρμου – πορεία του επισκέπτη.

Εικόνα 8. Αξονομετρική αναπαράσταση των εκθεσιακών κατασκευών στο χώρο της έκθεσης του νέου αρχαιολογικού
μουσείου Θέρμου.

529
530
ΤΟ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
Μόνικα Διαμαντή
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το άρθρο επιχειρεί να προσεγγίσει την έννοια του Διαχρονικού Μουσείου στην Ελλάδα, με παραδείγ-
ματα, τόσο από εν λειτουργία μουσεία, όσο και από μουσεία που έχουν δρομολογηθεί και βρίσκονται σε
φάση υλοποίησης. Το Διαχρονικό Μουσείο αποτελεί ένα σχετικά νέο είδος για τα ελληνικά δεδομένα,
που σταδιακά κερδίζει έδαφος. Το είδος αυτό συνήθως σχετίζεται και εξαρτάται άμεσα από μια καθορι-
σμένη γεωγραφική περιοχή. Ανάλογα με το εύρος της μπορεί να έχει καθαρά αστικό χαρακτήρα, όπως τα
Μουσεία Πόλης, ή περιφερειακό, να καλύπτει δηλαδή μια ευρύτερη γεωγραφική ενότητα, όπως νομός ή
περιφέρεια.
Η σημαντική διαφοροποίηση στα Διαχρονικά Μουσεία είναι ότι αντιμετωπίζουν το παρελθόν ως ενι-
αίο σύνολο και δίνουν τη δυνατότητα στον επισκέπτη να γνωρίσει την ιστορική εξέλιξη από την αρχαιό-
τητα έως τα νεότερα χρόνια. Κάποια μουσεία του εξωτερικού προχωρούν ακόμα παραπέρα: ενσωματώ-
νουν στις συλλογές τους τεκμήρια από το πρόσφατο παρελθόν, για μελλοντική χρήση σε εκθέσεις, αλλά
και ως μέσο προσέλκυσης και διάδρασης με το κοινό στο οποίο απευθύνονται. Στην Ελλάδα, η μετάβαση
αυτή από τις έως τώρα αυστηρά χρονολογικά καθορισμένες συλλογές (αρχαιολογικά – βυζαντινά – λαο-
γραφικά μουσεία) σηματοδοτεί μια ευρύτερη αλλαγή προς μια συνολική θεώρηση του παρελθόντος. Στο
νομό Αιτωλοακαρνανίας η δημιουργία ενός Διαχρονικού Μουσείου θα κάλυπτε ένα σημαντικό κενό στο
μουσειακό τοπίο της περιοχής. Θα συνέβαλε καθοριστικά στην παρουσίαση μιας ολοκληρωμένης εικόνας
για το ιστορικό παρελθόν για τους κατοίκους και τους επισκέπτες. Παράλληλα, θα συνέβαλε στη διαμόρ-
φωση και την ανάδειξη της τοπικής ταυτότητας.

ABSTRACT

TΗΕ DIACHRONIC MUSEUM.


EXAMPLES FROM GREECE
AND PERSPECTIVES FOR AITOLOAKARNANIA
Μοnika Diamanti
The paper attempts to approach the concept of the Diachronic Museum in Greece, with examples from
both existing institutions and museums that are at the implementation stage. The Diachronic Museum
is a relatively new type of museum for the Greek standards, which is gradually gaining ground. This
type is defined by the association to a specified geographical area and not to a set chronological period.
Depending on the geographical range it can have a purely urban character, such as City Museums, or a
regional one, i.e. to cover a wider geographical unit, such as a prefecture or a region.
The significant differentiation in Diachronic Museums is that they present the past as a whole and
allow the visitor to experience the historical evolution from antiquity to modern times. Some museums
abroad go even further: they incorporate in their collections evidence and records from the recent past,
for future use in their exhibitions, but also as a means to attract and interact with the target audience. In
Greece, the shift from the hitherto strictly chronologically defined collections (Archaeological - Byzantine
- Folklore museums) signals a broader change towards a comprehensive interpretation of the past. In
the region of Aitoloakarnania the creation of a Diachronic Museum would cover a significant gap in the
museum landscape of the area. It would contribute decisively in the presentation of a comprehensive view
of the historical past for the inhabitants and the visitors. At the same time it would also contribute in the
shaping and promotion of the local identity.

531
532
ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ: ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΙΔΑΝΙΚΟΣ
ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΟΡΑΜΑΤΩΝ ΜΑΣ

Σταύρος Μπένος

Το κεντρικό μοντέλο διοίκησης της χώρας, το οποίο παρουσιάζει έντονα τα χαρακτηριστικά του
κρατισμού, επηρέασε αρνητικά μεταξύ άλλων και τα κινήματα πολιτών, τα οποία και οδήγησε στο
«φαινόμενο του εκκρεμούς». Με αυτό τον τρόπο διαμορφώθηκε ένα προβληματικό περιβάλλον δρά-
σης των πρωτοβουλιών των πολιτών, είτε με την πρόσδεσή τους, μέσω των επιχορηγήσεων, στο
κράτος, είτε με την εκτίναξή τους στο άλλο άκρο του εκκρεμούς, δηλαδή στον ακτιβισμό.
Εμείς, στο «ΔΙΑΖΩΜΑ», ανιχνεύσαμε ένα καινούργιο δρόμο που στηρίζεται στο δόγμα: «Μη
κοιτάς τι μπορεί να κάνει η πατρίδα σου για σένα, αλλά τι μπορείς να κάνεις εσύ για την πατρίδα
σου». Τι είναι όμως το «ΔΙΑΖΩΜΑ»;
Το «ΔΙΑΖΩΜΑ» είναι μια Κίνηση Πολιτών, μια μεγάλη κοινωνική συμμαχία, η οποία έχει θέσει
ως στόχο της την υποβοήθηση των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών και των ειδικών επιστημόνων
στον τομέα της έρευνας, προστασίας, αποκατάστασης, ανάδειξης και προβολής των αρχαίων χώρων
θέασης και ακρόασης. Η Κίνηση αυτή, η οποία ιδρύθηκε στις 8 Ιουλίου του 2008, διανύει σήμερα
το έκτο έτος λειτουργίας της και λειτουργεί πάντοτε σε ένα περιβάλλον απόλυτης συνέργειας με το
κράτος. Μέλη της είναι πάνω από εξακόσια άτομα: επιστήμονες, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, άνθρω-
ποι της αυτοδιοίκησης, αλλά και απλοί, ευαισθητοποιημένοι όμως, πολίτες.
Από την αρχή της ίδρυσής του το «ΔΙΑΖΩΜΑ» έθεσε ως βασικό πυρήνα της λειτουργίας του τη
διαμόρφωση κοινωνικών συμμαχιών και την ανάπτυξη συνεργειών με τους θεσμούς του κράτους, με
απώτερο στόχο την ανάδειξη των αρχαίων θεατρικών οικοδομημάτων. Για να λειτουργήσει αποτελε-
σματικά η προσπάθεια αυτή, δόθηκε μεγάλη βαρύτητα σε δύο βασικές προϋποθέσεις: στη διαφάνεια
και την αθωότητα αφενός, στο σχέδιο και την αποτελεσματικότητα αφετέρου. Στο παραπάνω πλαί-
σιο όλες οι οικονομικές και διοικητικές πράξεις του σωματείου μας αναρτώνται στο διαδίκτυο και
όλοι οι λειτουργικοί του πόροι προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα.
Ο οραματικός και ιδεολογικός πυρήνας της δράσης του Διαζώματος είναι μια αμφίπλευρη ματιά,
αφενός προς την κοινωνία των πολιτών, αφετέρου προς την αειφορία και τη βιώσιμη ανάπτυξη της
χώρας. Επιδιώκουμε δηλαδή αφενός μεν τα μνημεία και η αρχαιολογική κοινότητα να συμφιλιωθούν
με την κοινωνία, αφετέρου δε να γίνουν το όχημα και οι πρωταγωνιστές για τη βιώσιμη ανάπτυξη
της χώρας.
Από την πρώτη ημέρα της ίδρυσής μας, προκειμένου να επιτύχουμε τους παραπάνω στόχους,
ξετυλίγουμε και εφαρμόζουμε ένα ρωμαλέο επιχειρησιακό σχέδιο, το οποίο στηρίζεται σε δύο πυλώ-
νες: την τεκμηρίωση αρχαίων χώρων θέασης και ακρόασης και την εναλλακτική χρηματοδότηση.

1. Τεκμηρίωση αρχαίων χώρων θέασης και ακρόασης:


Αρχικά, με στόχο την προβολή του έργου του σωματείου, αλλά και τη δημοσιοποίηση της σχετικής
με τα μνημεία αυτά πληροφορίας, κρίθηκε σκόπιμο να δημιουργηθεί μια ηλεκτρονική ιστοσελίδα
(www.diazoma.gr), η οποία καθημερινά επικαιροποιείται.
Από τα πρώτα βήματα που έγιναν, επίσης, στον τομέα της τεκμηρίωσης των αρχαίων μνημείων
ήταν η σύνταξη του ενός «Πανοράματος Χώρων Θέασης και Ακρόασης», το οποίο αποτελεί μια
πλήρη καταγραφή των σωζόμενων αρχαίων χώρων θέασης και ακρόασης στον ελλαδικό χώρο. Για
κάθε μνημείο δηλώνεται η διοικητική περιφέρεια στην οποία ανήκει, ο Καλλικρατικός δήμος και η
θέση του. Τέλος επισημαίνεται και η Εφορεία Αρχαιοτήτων, στην περιοχή ευθύνης της οποίας βρί-
σκεται κάθε μνημείο. Για την πληρέστερη παρουσίαση της εικόνας των μνημείων τοποθετείται και
μια μικρή φωτογραφία τους και αναγράφεται η κατάσταση διατήρησής τους.
Εν συνεχεία, με στόχο την τεκμηρίωση κάθε μνημείου ξεχωριστά το σωματείο κατέληξε στη

533
Σ. ΜΠΕΝΟΣ

διαμόρφωση ενός συγκεκριμένου τύπου επιστημονικού δελτίου, το οποίο περιλαμβάνει προκαθορι-


σμένες υποενότητες. Εδώ συμπυκνώνεται όλη η αρχαιολογική, ιστορική και ειδική πληροφορία για
κάθε μνημείο. Στη συνέχεια τα στοιχεία αυτά αναρτώνται σε ενιαία πλατφόρμα στην ιστοσελίδα του
σωματείου, μαζί με τη σήμανση κάθε μνημείου επάνω σε χάρτη. Μέχρι σήμερα έχουν συγκροτηθεί
επιστημονικά δελτία για 72 αρχαίους χώρους θέασης και ακρόασης.
Επίσης, το σωματείο έχει ήδη προχωρήσει σε εννέα έντυπες και έξι φιλμογραφικές εκδόσεις, οι
οποίες αφορούν σε διάφορα αρχαία θέατρα (Πίνακας 1).
Τέλος, στον τομέα της τεκμηρίωσης των μνημείων, το «Διάζωμα», σε στενή συνεργασία με το
Υπουργείο Πολιτισμού και με τη συνδρομή της εταιρείας APT, αξιοποιώντας την ευγενική χορη-
γία του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος», δημιούργησαν το EasyGuideApp, μια καινοτόμο εφαρμογή
ξενάγησης για «έξυπνες» κινητές συσκευές.
Ήδη, οι δυο πρώτες εφαρμογές ξενάγησης για την αρχαία Μεσσήνη και το Ασκληπιείο της Επι-
δαύρου διατίθενται δωρεάν στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα. Οι χρήστες των εφαρμογών
μπορούν να περιηγηθούν με τη συσκευή τους, είτε μέσα στον αρχαιολογικό χώρο είτε εικονικά και
να απολαύσουν πλούσιο περιεχόμενο σε κείμενα, εικόνες, βίντεο, τρισδιάστατες αναπαραστάσεις,
αφηγήσεις ή ξεναγήσεις από τους συντελεστές των ανασκαφών και των αναστηλώσεων και να παρα-
κολουθήσουν αποσπάσματα από τις εργασίες συντήρησης. Σε εξέλιξη είναι και η δημιουργία τρίτης
εφαρμογής, της ηλεκτρονικής ξενάγησης για τον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών, η οποία θα είναι
σύντομα διαθέσιμη στην ελληνική, αγγλική και γαλλική γλώσσα, έναντι μικρού χρηματικού ποσού.
o
2. Εναλλακτική χρηματοδότηση αρχαίων χώρων θέασης και ακρόασης:
Όπως ήδη αναφέρθηκε ένας άλλος βασικός στόχος του σωματείου ήταν εξαρχής η εξασφάλιση της
απαραίτητης χρηματοδότησης για την προστασία και ανάδειξη αυτών των μνημείων. Για την επί-
τευξη του στόχου αυτού χρησιμοποιούνται αφενός οι ήδη υπάρχοντες κρατικοί πυλώνες χρηματοδό-
τησης (κρατικοί πόροι και πόροι προερχόμενοι από την Ευρωπαϊκή Ένωση - πρόγραμμα Ε.Σ.Π.Α.).
Αφετέρου το «Διάζωμα» ανοίγει τρεις πυλώνες χρηματοδότησης, οι οποίοι απευθύνονται:
1. στην τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση που μπορεί να συνεισφέρει οικονομικά μέσω προ-
γραμματικών συμβάσεων, οι οποίες υπογράφονται μεταξύ των δήμων ή των περιφερειών και του
Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού,
2. στις οικονομικές δυνάμεις της χώρας, που μπορούν να γίνουν «Χορηγοί», μέσω του Χορηγικού
Νόμου και
l 3. στους πολίτες, οι οποίοι μπορούν να συνεισφέρουν οικονομικά, μέσω των ξεχωριστών τραπεζικών
λογαριασμών, «κουμπαράδες», οι οποίοι έχουν ανοιχτεί για 55 αρχαία θέατρα.
s
Ενδεικτικά αναφέρω ότι μέχρι και σήμερα έχει εξασφαλιστεί για πενήντα και πλέον αρχαία θεα-
τρικά οικοδομήματα συνολική χρηματοδότηση, ύψους 39.726.116,88 ευρώ (Πίνακας 2).
Πιο συγκεκριμένα έχουν υπογραφεί 25 Προγραμματικές Συμβάσεις, με τις οποίες εξασφαλίστηκε
χρηματοδότηση ύψους 8.591.942 ευρώ, τρεις Χορηγικές Συμβάσεις, με τις οποίες συγκεντρώθηκε
το ποσό των 4.045.354,00 ευρώ. Με 17 διαφορετικά έργα (εκτελούμενα σε αρχαίους θεατρικούς
χώρους), τα οποία συγχρηματοδοτούνται από τους Ευρωπαϊκούς Πόρους, αξιοποιείται το ποσό των
26.016.892,00 ευρώ, ενώ μέσω των Εθνικών Πόρων διατίθεται το ποσό των 500.000,00 ευρώ.
Το πιο συγκινητικό, όμως, από όλα είναι το ποσό 571.928,88 ευρώ που έχει συγκεντρωθεί στους
ηλεκτρονικούς τραπεζικούς, που έχει ανοίξει το σωματείο «ΔΙΑΖΩΜΑ» για 55 διαφορετικά αρχαία
θέατρα (Πίνακας 3). Το παραπάνω ποσό δείχνει τη μεγάλη δυναμική που έχει λάβει το κίνημα της
εθελοντικής συμβολής απλών πολιτών, εταιρειών, τοπικών συλλόγων, αλλά και μαθητικών κοινοτή-
των στην ανάδειξη των αρχαίων θεατρικών χώρων.
Με τις παραπάνω χρηματοδοτήσεις κατέστη δυνατό να συνεχιστούν ή και να ξεκινήσουν ακόμη
εργασίες σε 51 αρχαία θεατρικά οικοδομήματα. Στον πίνακα 4 που επισυνάπτεται φαίνονται «ΜΕ
ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ» οι εργασίες που υλοποιούνται σήμερα σε 51 αρχαία θέατρα ή ωδεία.

534
ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ: ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΙΔΑΝΙΚΟΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΟΡΑΜΑΤΩΝ ΜΑΣ

Ας περάσουμε όμως ειδικότερα στην Αιτωλοακαρνανία.


Η Αιτωλοακαρνανία για το «ΔΙΑΖΩΜΑ» δεν είναι απλά ένα σπουδαίο δίκτυο αρχαίων θεάτρων,
αλλά ένα πεδίο εφαρμογής όλων των σχεδίων και των ονείρων που συνοδεύουν την πορεία μας.
Είναι παράλληλα, ένα πρόγραμμα ολιστικό, επειδή αναφέρεται στο σύνολο των πέντε αρχαίων θεά-
τρων της. Μα το πιο σπουδαίο είναι ότι έχει διαμορφωθεί μια κοινωνική συμμαχία που περιλαμβάνει
την αρχαιολογική υπηρεσία, την τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση, την επιχειρηματική κοινό-
τητα μέσω των χορηγιών και τους απλούς πολίτες. Η κοινωνική αυτή συμμαχία έχει ήδη διαμορφώ-
σει μια σπουδαία συνέργεια με το κράτος μας κι ένα πρόγραμμα δυναμικό, το οποίο σε έναν ορίζο-
ντα πενταετίας θα έχει αποδώσει σπουδαίους καρπούς:
Στο αρχαίο θέατρο της Μακύνειας έχουμε τη συνέργεια της εταιρείας «ΓΕΦΥΡΑ Α.Ε.» με τον
τοπικό Δήμο Ναυπακτίας για την ολοκλήρωση της ανασκαφής, καθώς και των μελετών αποκατά-
στασης του μνημείου. Στα αρχαία θέατρα Πλευρώνας και Οινιαδών έχουμε τη στήριξη της Περιφέ-
ρειας Δυτικής Ελλάδας για την ολοκλήρωση των μελετών τους. Στο αρχαίο θέατρο της Καλυδώνας
έχουμε μια ωραία επιστημονική συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων με το Αρχαιολογικό Ινστι-
τούτο της Δανίας για την ολοκλήρωση των ανασκαφών. Αμέσως μετά, θα ακολουθήσει η ανάθεση
των μελετών από τον «κουμπαρά» του «ΔΙΑΖΩΜΑΤΟΣ». Στο αρχαίο θέατρο Στράτου έχουμε τη
σπουδαία συμμετοχή και στήριξη του Δήμου Αγρινίου στη μελέτη αποκατάστασης του μνημείου.

Πιο αναλυτικά:
• Αρχαίο θέατρο της Πλευρώνας:
Για το αρχαίο θέατρο της Πλευρώνας έχει υπογραφεί Προγραμματική Σύμβαση, με τίτλο: «Έρευνα
και μελέτη αποκατάστασης αρχαίων θεάτρων Πλευρώνας και Οινιαδών», ύψους 125.000 ευρώ
μεταξύ της τέως Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αιτωλοακαρνανίας – νυν Περιφέρεια Δυτικής Ελλά-
δας (Περιφερειακή Ενότητα Αιτωλοακαρνανίας) και του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού
για τη μελέτη αποκατάστασης των θεάτρων Οινιαδών και Πλευρώνας. Η ενεργοποίηση της Προ-
γραμματικής Σύμβασης πραγματοποιήθηκε και η ανασκαφική έρευνα, η οποία είναι προϋπόθεση για
την εκπόνηση της μελέτης, έχει ήδη ολοκληρωθεί.
Ταυτόχρονα υπεγράφη και η τροποποίησή της, σύμφωνα με την οποία η έρευνα και η μελέτη
αποκατάστασης των αρχαίων θεάτρων Πλευρώνας και Οινιαδών θα εκπονηθεί και θα παραδοθεί
στις 30 Ιουνίου του 2014. Το «ΔΙΑΖΩΜΑ» έχει, επίσης, ανοίξει «κουμπαρά» - ηλεκτρονικό τραπε-
ζικό λογαριασμό για τις ανάγκες του αρχαίου θεάτρου της Πλευρώνας.

• Αρχαίο θέατρο της Οινιαδών:


Έχει υπογραφεί Προγραμματική Σύμβαση, με τίτλο: «Έρευνα και μελέτη αποκατάστασης αρχαίων
θεάτρων Πλευρώνας και Οινιαδών», ύψους 125.000 ευρώ μεταξύ της τέως Νομαρχιακής Αυτοδι-
οίκησης Αιτωλοακαρνανίας – νυν Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας (Περιφερειακή Ενότητα Αιτωλο-
ακαρνανίας) και του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού για τη μελέτη αποκατάστασης των
θεάτρων Οινιαδών και Πλευρώνας. Η ενεργοποίηση της Προγραμματικής Σύμβασης πραγματοποι-
ήθηκε, ενώ παράλληλα υπεγράφη και η τροποποίησή της.
Με την υπογραφή της τελευταίας η έρευνα και η μελέτη αποκατάστασης των αρχαίων θεάτρων
Πλευρώνας και Οινιαδών θα εκπονηθεί και θα παραδοθεί στις 30 Ιουνίου του 2014.
Η ανασκαφική έρευνα, η οποία είναι προϋπόθεση για την εκπόνηση της μελέτης, είναι σε εξέ-
λιξη.

• Αρχαίο θέατρο Μακύνειας:


Ο Δήμος Αντιρρίου διαθέτει χρηματοδότηση, ύψους 70.000,00 ευρώ, μέσω Προγραμματικής Σύμ-
βασης που έχει συνάψει με το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, για την προστασία και ανά-
δειξη  του αρχαίου θεάτρου της Μακύνειας. Οι εργασίες, οι οποίες επικεντρώθηκαν στη συμπλη-
ρωματική έρευνα του σκηνικού οικοδομήματος, των παρόδων και των αναλημματικών τοίχων του
κοίλου του θεάτρου, είναι σε εξέλιξη.

535
Σ. ΜΠΕΝΟΣ

Παράλληλα η Εταιρεία «Γέφυρα Α.Ε.» έχει διαθέσει χορηγία, ύψους 19.200 ευρώ για την ενί-
σχυση του κουμπαρά του μνημείου, τον οποίο άνοιξε το «ΔΙΑΖΩΜΑ». Με τα χρήματα που συγκε-
ντρώνονται στον κουμπαρά του μνημείου ανατέθηκε από το «ΔΙΑΖΩΜΑ» η μελέτη αποκατάστα-
σης του μνημείου στον αρχιτέκτονα-μηχανικό, κο Νίκο Χατζηδάκη, καθώς και η γεωτεχνική μελέτη
στον κο Γιώργο Ντουνιά και την Εταιρεία «Έδαφος Μηχανικοί Α.Ε».

• Αρχαίο θέατρο Στράτου:


Για το αρχαίο θέατρο Στράτου έχει υπογραφεί προγραμματική σύμβαση, ύψους 80.000,00 ευρώ,
μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσ-
σαλονίκης, της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας και του Δήμου Αγρινίου για το έργο: «Έρευνα και
μελέτη αποκατάστασης – αναστήλωσης αρχαίου θεάτρου Στράτου». Τη χρηματοδότηση διαθέτει ο
Δήμος Αγρινίου. Η σύμβαση έχει ως στόχο την έρευνα και τη μελέτη αποκατάστασης – αναστή-
λωσης του αρχαίου θεάτρου Στράτου, προκειμένου να διαφυλαχθεί και να αναδειχθεί η τεράστια
αρχαιολογική και πολιτιστική του αξία. Το «ΔΙΑΖΩΜΑ», τέλος, συγκεντρώνει χρήματα σε ειδικό
τραπεζικό λογαριασμό - κουμπαρά, που θα χρηματοδοτήσουν τις συμπληρωματικές εργασίες στο
μνημείο αυτό.

• Αρχαίο θέατρο Καλυδώνας:


Οι ανασκαφικές εργασίες στο αρχαίο θέατρο της Καλυδώνας, οι οποίες χρηματοδοτήθηκαν για τα
έτη 2011 - 2013 από το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Δανίας, με το ποσό των 200.000,00 € έχουν
σχεδόν ολοκληρωθεί. Το «ΔΙΑΖΩΜΑ» με τη σειρά του θα διαθέσει τα χρήματα  που συγκεντρώνο-
νται στον κουμπαρά (ηλεκτρονικό τραπεζικό λογαριασμό) του μνημείου για την ανάθεση της μελέ-
της αποκατάστασης του θεάτρου. 
Επιπλέον, για όλα τα αρχαία θέατρα της Αιτωλοακαρνανίας αξίζει να αναφερθεί η αγαστή συνερ-
γασία του «ΔΙΑΖΩΜΑΤΟΣ» με διάφορους φορείς κρατικούς (όπως για παράδειγμα με την Εθνική
Λυρική Σκηνή), με απώτερο στόχο την ανάδειξή τους.

Τέλος, ένα μεγάλο έργο που υλοποιεί την περίοδο αυτή το «ΔΙΑΖΩΜΑ» είναι η «Πολιτιστική
Διαδρομή στα Αρχαία Θέατρα της Ηπείρου». Πρόκειται για μια κορυφαία στιγμή στην πορεία του
Διαζώματος, καθώς όλο το συσσωρευμένο επιστημονικό και βιωματικό «συλλογικό κεφάλαιό του»
επενδύθηκε στη διαμόρφωση της πρότασης για τη δημιουργία της πρώτης επώνυμης πολιτιστικής
διαδρομής της χώρας, με επίκεντρο τα αρχαία θέατρα της Ηπείρου.
Ύστερα από μακρά διαβούλευση δύο ετών, στην οποία συμμετείχαν τρία Υπουργεία (Ανάπτυ-
ξης, Πολιτισμού και Τουρισμού) και η Περιφέρεια Ηπείρου, διαμορφώθηκε και υποβλήθηκε στα
αρμόδια κοινοτικά όργανα το πιλοτικό πρόγραμμα «Πολιτιστική Διαδρομή στα Αρχαία Θέατρα της
Ηπείρου», που είναι μια έμπρακτη απόδειξη του πρωταγωνιστικού ρόλου των μνημείων στη βιώσιμη
ανάπτυξη.
Το όραμά μας, όμως, δε σταματά στην περιοχή της Ηπείρου. Αντίθετα, προχωρά και στην Αιτω-
λοακαρνανία. Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε και για την Αιτωλοακαρνανία τη δική της πολι-
τιστική διαδρομή, με επίκεντρο τα αρχαία θέατρά της, σε συνδυασμό με το εξαιρετικό φυσικό της
περιβάλλον.
Συνεπώς, η Αιτωλοακαρνανία για μας είναι υπόδειγμα συνεργασίας με την αρχαιολογική κοινό-
τητα και την τοπική κοινωνία και ταυτόχρονα εφαλτήριο παραγωγής ιδεών και εφαρμογής οραμα-
τικών σχεδίων.
Σας ευχαριστώ θερμά.
Σταύρος Μπένος

536
ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ: ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΙΔΑΝΙΚΟΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΟΡΑΜΑΤΩΝ ΜΑΣ

ABSTRACT

AITOLOAKARNANIA: AN IDEAL PLACE


FOR THE REALIZATION OF OUR VISION

Stavros Benos

The Non-Profit Association “DIAZOMA” (www.diazoma.gr) was established in 2008 in order to


contribute to the research, study, protection, enhancement and, where possible, the reuse of ancient
theaters.
“DIAZOMA”, open to active citizens, has already more than 600 Regular Members. From the
first day of its foundation implements a well-organized business plan, based on two pylons:
- Documentation of ancient places of performance.
- Alternative financing.
By exploiting the results of the absolute cooperation between citizens, institutions, local and
prefectural Authorities, sponsors and European funding programs, “DIAZOMA” proposes the
implementation of new programs, such as Cultural Routes and Archaeological Parks, whose aim
is on the one side monuments’ maintenance and restoration, on the other side their connection with
sustainability and sustainable development.
The Regional Authority of Aitoloakarnania is an ideal field, where an holistic program of Cultural
Route can be realized, focusing not only at the ancient theaters of Kalydon, Makyneia, Stratos,
Pleuron and Oiniades, but also at the most important cultural and environmental resources of this
region.

537
Σ. ΜΠΕΝΟΣ

Α. ΕΝΤΥΠΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
1. «Διάζωμα» κίνηση πολιτών για την ανάδειξη των αρχαίων θεάτρων
2. Τα αρχαία θέατρα της Αιτωλοακαρνανίας
3. Εργασίες αποκατάστασης στο θέατρο του Διονύσου
4. Τα θέατρα της Μεσσήνης
5. Πανόραμα χώρων θέασης και ακρόασης
6. Τα αρχαία θέατρα της Θεσσαλίας
7. Τα αρχαία θέατρα της Ηπείρου
8. Τα αρχαία θέατρα της Μακεδονίας
9. Τα αρχαία θέατρα της Στερεάς Ελλάδας

B. ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
1. Τα αρχαία θέατρα της Αιτωλοακαρνανίας
2. Τα αρχαία θέατρα της Ηπείρου
3. Αρχαίο θέατρο Άργους: Εδώλια Σκαλισμένα στο βράχο
o 4. Από το μηδέν στο είναι: ένα ταξίδι στους χώρους θέασης και ακρόασης της Αρχαίας
Μεσσήνης
5. Δελφοί: μια άλλη ματιά
6. Τέσσερα Χρόνια «ΔΙΑΖΩΜΑ»
Πίνακας 1. Οι εκδόσεις του «ΔΙΑΖΩΜΑΤΟΣ».

Ι. Προγραμματικές συμβάσεις 8.591.942,00 €


ΙΙ. Χορηγικές συμβάσεις 4.045.354,00 €
ΙΙΙ. Κουμπαράδες 571.928,88 €
ΙV. Ε.Σ.Π.Α. - ΥΠ.ΠΟ.Τ. 26.016.892,00 €
V. Εθνικοί πόροι 500.000,00 €
Σύνολο 39.726.116,88 €
Πίνακας 2. Συνολική χρηματοδότηση για αρχαία θέατρα.

538
ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ: ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΙΔΑΝΙΚΟΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΟΡΑΜΑΤΩΝ ΜΑΣ

1. Αρχαίο Θέατρο Σικυώνος 11.700,00 €


2. Αρχαίο Θέατρο Αρκαδικού Ορχομενού 43.918,76 €
3. Αρχαίο Θέατρο Δήλου 105.162,28 €
4. Αρχαίο Θέατρο Δελφών 104.806,54 €
5. Αρχαίο Θέατρο Κασσώπης 2.065,00 €
6. Αρχαίο Θέατρο Αβδήρων 650,00 €
7. Αρχαίο Θέατρο Σπάρτης 1.000,00 €
8. Αρχαίο Θέατρο Καρθαίας Κέας 1.150,00 €
9. Αρχαίο Θέατρο Χερσονήσου 200,00 €
10. Αρχαίο Θέατρο Γόρτυνας 1.024,90 €
11. Αρχαίο Θέατρο Απτέρας 250,00 €
12. Αρχαίο Θέατρο Βεργίνας 400,00 €
13. Αρχαίο Θέατρο Μακύνειας 19.300,00 €
14. Αρχαίο Θέατρο Καλυδώνας 15.275,00 €
15. Αρχαίο Θέατρο Νέας Πλευρώνας 250,00 €
16. Αρχαίο Θέατρο Οινιαδών 300,00 €
17. Αρχαίο Θέατρο Στράτου 100,00 €
18. Αρχαίο Θέατρο Αμφιλοχικού Άργους 300,00 €
19. Ωδείο Ηρώδου του Αττικού 100,00 €
20. Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου 100,00 €
21. Ρωμαϊκό Ωδείο Επιδαύρου 600,00 €
22. Αρχαίο Θέατρο Φθιωτίδων Θηβών 7.650,00 €
23. Αρχαίο Θέατρο Γιτάνων 2.650,00 €
24. Αρχαίο Θέατρο στο Κουφονήσι 200,00 €
25. Αρχαίο Θέατρο Μυτιλήνης 385,00 €
26. Αρχαίο Θέατρο Αχαρνών 23.353,00 €
27. Αρχαίο Θέατρο Μεγαλόπολης 1.400,00 €
28. Αρχαίο Θέατρο Θήρας 200,00 €
29. Αρχαίο Θέατρο Ορχομενού Βοιωτίας 163.357,50 €
30. Αρχαίο Θέατρο Θορικού 600,00 €
31. Αρχαίο Θέατρο Μεσσήνης 6.920,80 €
32. Αρχαίο Θέατρο Αιγείρας 200,00 €
33. Αρχαίο Θέατρο Τραχώνων (Άλιμος) 1.100,00 €
34. Ελληνιστικό Θέατρο Άργους 3.080,00 €
35. Αρχαίο Θέατρο Μήλου 3.000,00 €
36. Αρχαίο Θέατρο Φερών 3.110,00 €
37. Αρχαίο Θέατρο Ερέτριας 26.880,00 €
38. Ρωμαϊκό Θέατρο Νικόπολης 400,00 €
39. Αρχαίο Θέατρο Αμφιαρείου 1.230,10 €
40. Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης 450,00 €
41. Αρχαίο Θέατρο Διονύσου 600,00 €
42. Αρχαίο Θέατρο Λευκάδας 200,00 €
43. Αρχαίο Θέατρο Αμφίπολης 200,00 €
44. Αρχαίο Θέατρο Διονύσου Ικαρίας Αττικής 1.850,00 €
45. Αρχαίο Θέατρο Αίπυος (Πλατιάνα) 3.470,00 €
46. Αρχαίο Θέατρο Μίεζας 350,00 €
47. Αρχαίο Θέατρο Λίνδου 150,00 €
48. Αρχαίο Θέατρο Καβιρείου 3.590,00 €
49. Αρχαίο Θέατρο Γυθείου 550,00 €
50. Αρχαίο Θέατρο & Αρχαιολογικό πάρκο Σάμου 350,00 €
51. Αρχαίο Θέατρο Ιεράπετρας 100,00 €
52. Αρχαίο Θέατρο Λάρισας (μικρό) 100,00 €
53. Αρχαίο Θέατρο Σαμοθράκης 5.000,00 €
54. Μικρό Θέατρο Αμβρακίας 100,00 €
55. Αρχαίο Θέατρο Λάρισας Α’ 500,00 €
Σύνολο 571.928,88 €
Πίνακας 3. Συνολική κίνηση των κουμπαράδων.

539
ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΠΕΝΟΣ

Πίνακας 4. «ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ» οι εργασίες που υλοποιούνται σήμερα σε 51 αρχαία θέατρα ή ωδεία.

540
ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ:
ΠΟΤΕ, ΠΩΣ, ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ;
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΜΑΝΙΝΑΣ

Βασίλειος Κ. Λαμπρινουδάκης

Λυπούμαι γιατί δεν έχω να παρουσιάσω εφέτος στο Συνέδριο έργο, που να έχει συντελεσθεί κατά τα
δύο τελευταία έτη. Θεώρησα όμως χρήσιμο να μοιρασθώ με τους συνέδρους τον προβληματισμό που
θέτει η διαχείριση των μνημείων της Παλαιομάνινας, μια και σκοπός του Συνεδρίου είναι, πιστεύω,
όχι μόνο η γνωστοποίηση του τί κάναμε για τα μνημεία, αλλά και οι επισημάνσεις για το τί πρέπει
ακόμη να κάνουμε γι’ αυτά, και πώς.
Πολύ σύντομα θα υπενθυμίσω τη σημασία και την δυναμική των μνημείων στην Παλαιομάνινα.
Η σημασία της επιβλητικής αρχαίας, σχετικά καλά σωζόμενης οχύρωσης στην πλαγιά του υψώματος
πάνω στο οποίο είναι χτισμένη στη δυτική όχθη του Αχελώου η σημερινή κωμόπολη επισημάνθηκε
πολύ νωρίς από δυο σημαντικούς Γερμανούς ερευνητές της αρχαιότητας. Τον 19ο ήδη αιώνα ο
Habbo Lolling, ταξίδεψε στην Ελλάδα και συνέγραψε ένα πλουσιότατο σε οξυδερκείς πληροφο-
ρίες ταξιδιωτικό οδηγό, ο οποίος δυστυχώς έλαβε έντυπη μορφή μόλις πρόσφατα, μετά ένα και
πλέον αιώνα1. Και στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα ο Ferdinand Noack μελέτησε,
και αυτός με αυτοψίες, συστηματικότερα την οχύρωση της Παλαιομάνινας και κατέστησε γνωστά
σημαντικά της στοιχεία στη διεθνή σχετική βιβλιογραφία2. Ευρήματα σημαντικά για την ιστορία
του τόπου3, που έρχονταν κατά καιρούς στο φως, έμειναν χωρίς αξιοποίησή τους για την έρευνα
του τόπου. Παραλείποντας πολλές αναφορές στη βιβλιογραφία, στις οποίες αναπαράγονται τα
στοιχεία που ήταν γνωστά “μακροσκοπικά”, θα μνημονεύσω δυο πρόσφατες σοβαρές ερευνητικές
προσεγγίσεις των οχυρώσεων στην Παλαιομάνινα. Είναι οι διδακτορικές διατριβές των μηχανικών
Τάσου Πορτελάνου4 και Judith Ley5, οι οποίες μελέτησαν χωρίς καθαρισμούς ή ανασκαφική έρευνα,
συστηματικά όμως, την οχύρωση της Παλαιομάνινας.
Από το τέλος του 2006 Ερευνητική Ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με την
ΛΣΤ’ ΕΠΚΑ άρχισε συστηματική έρευνα των μνημείων της Παλαιομάνινας, με αποψιλώσεις, καθα-
ρισμούς και ανασκαφικές εργασίες. Τέσσερις μόλις ερευνητικές περίοδοι, των είκοσι περίπου ημε-
ρών η κάθε μία, έδωσαν πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα σχετικά με την ιστορία του τόπου και τις
αρχαίες εγκαταστάσεις σ’ αυτόν. Τα αποτελέσματα αυτά αποτελούν ενδείξεις που υπόσχονται πολλά
για την περαιτέρω έρευνα. Αναλυτικές παρουσιάσεις τους έγιναν στις Ημέρες Πολιτισμού για την
Ελλάδα στη Φρανκφούρτη το 2007, σε συνέδριο στο Darmstadt το 20096, στο περιοδικό Αιτωλικά
το 20107 και σε συνέδριο του Δανικού Ινστιτούτου στην Αθήνα το 20128.
Αναφέρω εδώ συνοπτικά τα σπουδαιότερα από τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας:
1) Αποδεικνύεται ήδη με βεβαιότητα ότι στο χώρο της Παλαιομάνινας υπήρξε συνεχής ανθρώπινη
παρουσία από τους προϊστορικούς χρόνους (εικ. 1).
2) Φάνηκε επίσης ότι η κυρίως αρχαία πόλη εκτεινόταν στο υψίπεδο αμέσως στα νοτιοδυτικά

1 Lolling 1989, ccxiv.


2 Noack 1897, 80-83. Noack 1916, 215-239. Αδημοσίευτο σχετικό κείμενό του είναι κατατεθειμένο στο Γερμανικό Αρχαι-
ολογικό Ινστιτούτο στο Βερολίνο.
3 Μαστροκώστας 1961/62, 184-185. Μαστροκώστας 1967, 322-323. Παπαποστόλου 1979, 208. Κολώνας 1987, 183.
4 Πορτελάνος 1998, 1192.
5 Ley 2009, 87-95, Katalog, 137-167.
6 Lambrinoudakis 2013, 127-136.
7 Λαμπρινουδάκης 2010, 57-77.
8 Lambrinoudakis – Kazolias 2015, 652-661. Πρβλ. Lambrinoudakis υπό έκδ.

541
Β. Κ. ΛΑΜΠΡΙΝΟΥΔΑΚΗΣ

της κλασικής οχύρωσης και περιβαλλόταν από τους χρόνους ήδη περί το 600 π.Χ. από ένα πρώιμο
τείχος (εικ. 2), του οποίου εντοπίσθηκαν αρκετά τμήματα (εικ. 3). Η κλασική οχύρωση φαίνεται ότι
αποτέλεσε, κυρίως, ένα ισχυρά προστατευμένο καταφύγιο σε περιόδους πολέμου.
3) Οι διαπιστώσεις αυτές βοηθούν στην ορθή κατανόηση του κειμένου του Πολυβίου που ανα-
φέρεται στην εκστρατεία του Φιλίππου του Ε΄ στην Αιτωλία και Ακαρνανία το 219 π.Χ. και χρησι-
μοποιείται για τη διερεύνηση του ονόματος της αρχαίας πόλης στην Παλαιομάνινα. Η αφήγησή του,
ότι ο Φίλιππος επιτέθηκε στην κατεχόμενη τότε από τους Αιτωλούς Μητρόπολη, και κατέλαβε και
έκαψε την πόλιν, αλλά – προφανώς στη στρατηγικά βιαστική του προέλαση – δεν κατέβαλε ιδιαί-
τερη προσπάθεια για να διώξει την αιτωλική φρουρά από την άκραν αυτής της πόλης, φαίνεται τώρα
να ταιριάζει πολύ καλά με την ασθενώς προστατευόμενη πόλη στο πλάτωμα και την δύσκολη για
να πορθηθεί οχύρωση δίπλα της στην απότομη πλαγιά προς τον Αχελώο, έτσι ώστε η ταύτιση της
Παλαιομάνινας με την αρχαία Μητρόπολη να ενισχύεται ουσιαστικά.
4) Σε χαρακτηριστικά σημεία των τειχών (εικ. 4) αποκάλυψε η ανασκαφή στη θέση τους τις
κατώτερες στρώσεις παρειών των κλασικών τειχών που είχαν κρημνισθεί, καθώς και μεγάλο μέρος
των πεσμένων δόμων, γεγονός που κάνει δυνατή την μερική αλλά εποπτική αποκατάστασή τους.
5) Ήρθαν στο φως ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες της ζωής στην αρχαία πόλη. Μια από αυτές είναι
η αφιέρωση στο Δία μιας από τις πλησιέστερες προς την πόλη εισόδους στην κλασική οχύρωση9.
Από τα παραπάνω φαίνεται ήδη η μεγάλη πολιτιστική δυναμική που έχουν τα μνημεία της
Παλαιομάνινας. Η μόλις εντοπισθείσα πόλις της Παλαιομάνινας / Μητρόπολης μπορεί ακόμη να
o ερευνηθεί σε ελεύθερα από δόμηση σημεία της και να αποκαλύψει μεγάλο μέρος της διαχρονι-
κής ταυτότητάς της. Οι κάτοικοι υποδεικνύουν ήδη χώρους στους οποίους έχουν αναφανεί παλαιό-
τερα οικιστικά κατάλοιπα (εικ. 5). Χαρακτηριστικά τμήματα του κλασικού τείχους, όπως το 80 μ.
μήκους τμήμα με τους πύργους του στα άκρα, που εφάπτεται σχεδόν με τον σημερινό οικισμό, και
η οχυρωμένη ποτάμια πύλη, μπορούν να αναστηλωθούν και να αποτελέσουν ένα εξαιρετικό δείγμα
των οχυρώσεων της δυτικής Ελλάδας (εικ. 6). Αναδεικνυόμενες κατάλληλα, τόσο οι επιβλητικές
οχυρώσεις, όσο και οι άλλες ιδιαίτερης ιστορικής σημασίας, όπως αποδεικνύεται, αρχαιότητες της
Παλαιομάνινας, σε συνδυασμό με τη βλαχική παράδοση, της οποίας ο σύγχρονος οικισμός αποτελεί
κέντρο, μπορούν να αποτελέσουν ένα μοναδικά ελκυστικό τουριστικό προορισμό, στου οποίου την
αξία προστέθηκε τώρα και η διέλευση σε απόσταση αναπνοής της Ιόνιας Οδού με τη γέφυρα του
Αχελώου.
Ιδιαίτερα σημαντική λοιπόν και δυναμική η αρχαία πολιτισμική κληρονομιά στην Παλαιομάνινα.
l Πώς πρέπει να την προστατεύσουμε και να την αναδείξουμε όπως της αξίζει;
Στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Βαλέτας για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς
s του 1992, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα το 2005, περιγράφεται η ολοκληρωμένη προστασία
των μνημείων. Εκεί, μεταξύ άλλων, προβλέπεται “ο συνδυασμός των αντίστοιχων αναγκών της
αρχαιολογίας και του αναπτυξιακού σχεδιασμού”, της σύγχρονης δηλαδή δραστηριότητας και ζωής,
και “η ευαισθητοποίηση του κοινού … με σκοπό την αφύπνιση και την ανάπτυξη της συνειδήσεως της
κοινής γνώμης γύρω από την αξία της αρχαιολογικής κληρονομιάς για τη γνώση του παρελθόντος,
καθώς και γύρω από τους κινδύνους που απειλούν αυτή την κληρονομιά”. Βασική λοιπόν παράμετρος
της σύγχρονης έννοιας προστασίας των μνημείων είναι η ένταξή τους στην καθημερινή ζωή, η
συνειδητοποίηση των αξιών που αντιπροσωπεύουν από τις κοινότητες στις οποίες ανήκουν, και η
συνέργεια επιστημόνων, πολιτείας και κοινού για τη συντήρηση και την ανάδειξή τους, καθώς και
για την αξιοποίησή τους για τη βιώσιμη ανάπτυξη μιας περιοχής.
Στην περίπτωση της Παλαιομάνινας η συνειδητοποίηση της αξίας του μνημειακού της πλούτου
από τους ντόπιους προϋπήρξε του δικού μας προγράμματος ή καλύτερα ήταν κινητήρια δύναμη για
την έναρξή του. Η Εταιρεία Φίλων των Μνημείων της Παλαιομάνινας είχε ιδρυθεί ήδη το 1997, και
εύστοχα σχετικά δημοσιεύματα υπογράμμιζαν συχνά τη σημασία των μνημείων του τόπου και την

9 Lambrinoudakis υπό έκδ.

542
ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ

ανάγκη φροντίδας τους10. Η Εταιρεία αυτή, μαζί με τον τότε Γενικό Γραμματέα του Πανεπιστημίου
Αθηνών καθηγητή Παναγιώτη Κοντό, ήταν εκείνη η οποία ώθησε στη δημιουργία του προγράμματός
μας καταβάλλοντας το πρώτο χρηματικό ποσό για την έναρξη των εργασιών. Η στιγμή λοιπόν, το
πότε, για την έναρξη ενός σοβαρού προγράμματος ανάδειξης των μνημείων της περιοχής, ήταν το
2006 κατάλληλη, οι προϋποθέσεις συνέργειας πολιτείας, επιστημόνων και κοινότητας φαίνονταν
εξασφαλισμένες.
Πράγματι, με τη συνεργασία της τοπικής Εφορείας Αρχαιοτήτων, η οποία διέθεσε ικανότατο
αρχιτεχνίτη, με τη χρηματοδότηση από το πρόγραμμα “Θησέας” της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος
και με μικρότερες ενισχύσεις από την Εταιρεία της Γέφυρας Ρίου Αντιρρίου και το Ίδρυμα Ωνάση,
προχώρησε το πρόγραμμα με τα αποτελέσματα που ανέφερα. Η τοπική κοινωνία ευαισθητοποιήθηκε
ακόμη περισσότερο, η Κοινότητα Παλαιομάνινας διέθεσε χώρους για την εξυπηρέτηση του
προγράμματος, δημιουργήθηκε μια εξειδικευμένη ομάδα ντόπιων εργατών για την έρευνα, και
κάτοικοι με περιουσίες κοντά στα τείχη διευκόλυναν τις ενέργειες για την ανάδειξή τους, όπως η
οικογένεια Νάκα, η οποία δέχθηκε να κατεδαφισθεί μεγάλη καλύβη ιδιοκτησίας της, πολύ κοντά στο
τείχος για την ανάδειξή του (εικ. 7).
Το επόμενο ερώτημα του τίτλου μου είναι το πώς μπορεί να επιτύχει ένα απαραίτητο πρόγραμμα
προστασίας και ανάδειξης ενός τόσο σημαντικού μνημειακού συνόλου. Η κρίση, που δεν διαφαινόταν
κατά την έναρξη του προγράμματός μας, έχει μειώσει δραματικά τη δυνατότητα χρηματοδότησης
των προγραμμάτων πολιτισμού, όχι μόνο από την πλευρά της πολιτείας, αλλά και από εκείνη των
μεγάλων Κοινωφελών Ιδρυμάτων. Στα μαθήματα για τη διαχείριση κινδύνων κατά την εκτέλεση
αρχαιολογικών έργων που κάνουμε στο Πανεπιστήμιο, λέμε ότι η επίδραση επιβράδυνσης από τη
μείωση του προϋπολογισμού στα έργα είναι ανάλογη με το μέγεθός του. Στο πρόγραμμά μας, σχετικά
μικρού στο στάδιο αυτό προϋπολογισμού, η επιβράδυνση αυτή έχει επέλθει. Όμως, το πως μπορεί να
πραγματοποιηθεί το πρόγραμμα επιβάλλει να γίνουν γρήγορες ενέργειες. Ποιες είναι αυτές; Για το
προσεχές διάστημα διαφαίνεται ότι επαρκείς χρηματοδοτήσεις για προγράμματα απαιτήσεων, όπως
αυτό της ανασκαφικής έρευνας και αποκατάστασης των μνημείων της Παλαιομάνινας, θα υπάρξουν
μόνο μέσω των σχετικών ευρωπαϊκών κονδυλίων. Για να ενταχθεί όμως ένα τέτοιο πρόγραμμα στις
χρηματοδοτήσεις αυτές είναι απαραίτητο να είναι ώριμο, να έχουν δηλαδή εκπονηθεί οι σχετικές
μελέτες. Υπάρχει λοιπόν ένα αναγκαστικό στάδιο προετοιμασίας, που έχει προχωρήσει και πρέπει
να ολοκληρωθεί με ίδιες δυνάμεις και σχετικά μικρότερα ποσά.
Στο στάδιο αυτό αναφέρεται το τρίτο ερώτημα του τίτλου μου, με ποιούς. Η Ερευνητική μας
Ομάδα σε συνεννόηση με την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων ενεργεί με ένταση για την εξασφάλιση
χρηματοδοτήσεων, αλλά και συνεργασιών που θα αυξήσουν τις δυνατότητες των επεμβάσεων. Στο
στάδιο όμως αυτό πρέπει και η Τοπική Αυτοδιοίκηση να μην αδρανήσει ή ολιγωρήσει και να συμβά-
λει ουσιαστικά, βοηθώντας ένα έργο προφανώς ευεργετικό για την περιοχή. Δεν εννοώ να συμβάλει
μόνο με χρηματοδοτήσεις. Ένας τομέας στον οποίο η συμβολή της θα είναι σωτήρια, είναι η διατή-
ρηση του χώρου καθαρού από τη βλάστηση, ιδίως τώρα που η έλλειψη χρημάτων αραιώνει τις δικές
μας περιόδους εργασιών. Η εικόνα σήμερα – και αυτό έχει επαναληφθεί και στο παρελθόν – είναι ότι
οι απαραίτητες για τις ακριβείς αποτυπώσεις εκτενείς και επίπονες αποψιλώσεις που γίνονται από
την Ομάδα μας, και που αποτελούν το υπόβαθρο οποιασδήποτε μελέτης, ακυρώνονται γρήγορα από
την μη ελεγχόμενη φύση και πρέπει να επαναληφθούν. Η απασχόληση δύο εργατών που θα διαθέτει
ο Δήμος κατά τακτά διαστήματα, αλλά σε μόνιμη βάση, για να ελέγχουν τη βλάστηση μετά από την
ετήσια περίοδο εργασιών μας δεν θα κοστίζει περισσότερο από 10.000 ευρώ το χρόνο και θα σώσει
αφάνταστα πολύτιμο χρόνο και χρήμα.
Είναι η στιγμή της συντονισμένης κοινής προσπάθειας επιστημόνων, Τοπικής Αυτοδιοίκησης,
Τοπικών Συλλόγων και γενικότερα φορέων που στηρίζουν τον πολιτισμό, εάν θέλουμε η μέριμνα
για το μνημειακό αυτό σύνολο να μεταφρασθεί σε αποτελεσματική προστασία. Εάν κατορθώσουμε
σύντομα, εντός των δύο επομένων ετών που λήγει η πενταετία του προγράμματός μας, να έχουμε

10 Βλ. π.χ. Στεργίου 1996.

543
Β. Κ. ΛΑΜΠΡΙΝΟΥΔΑΚΗΣ

έτοιμη την μελέτη που θα περιλαμβάνει την πλήρη και αναλυτική τεκμηρίωση των τειχών και των
λοιπών γνωστών καταλοίπων και προτάσεις για στοχευμένες και εφικτές επεμβάσεις αποκάλυψης,
συντήρησης, αποκατάστασης, ανάδειξης και ουσιαστικής απόδοσης στο κοινό, το μέλλον των
μνημείων της Παλαιομάνινας εμφανίζεται αισιόδοξο.
Και για να επιστρέψω τελειώνοντας στο πώς. Οραματίζομαι την εφαρμογή της μελέτης αυτής με
την ένταξη της Παλαιομάνινας στο προσεχές μέλλον σε ένα σοβαρά και ομαλά χρηματοδοτούμενο
πρόγραμμα πολιτιστικής διαδρομής, με κύριο άξονα το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των αρχαιοτήτων
της Αιτωλίας και Ακαρνανίας, τις εκπληκτικές οχυρωμένες πόλεις της. Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα
αναδείξει ευρύτερα τον πολιτισμό της περιοχής, θα ενισχύσει ουσιαστικά την οικονομία της και,
ενεργοποιώντας τα μνημεία στον κύκλο της οικονομίας, θα εξασφαλίσει τη βιώσιμη προστασία τους.

ABSTRACT

INTEGRATED PROTECTION OF MONUMENTS:


WHEN, HOW, WITH WHOM? THE CASE OF PALAIOMANINA

Vasileios K. Lamprinoudakis

The ancient acropolis at Palaiomanina attracted the interest of Greek and foreign archaeologists and
historians since the 19th century. The University of Athens carried out in collaboration with the 36th
Ephorate of Antiquities a systematic investigation there in four campaigns (2006-2010) with note-
l worthy results: The place was constantly inhabited since the 3rd millennium B.C. The settlement
occupied since at least the 6th c. B.C. the plateau immediately southwest of the acropolis, encircled
s in a primitive wall, while the Classical acropolis served rather as a refuge of the population in times
of war. New evidence corroborates the identification of the monuments in Palaiomanina with the
ancient Acarnanian city of Metropolis. There appear possibilities for enhancement and presenta-
tion of these highly characteristic for the history of the region monuments and some thoughts are
expressed referring as to how we can meet this challenge in the long period of economic crisis Greece
is going through.

544
ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Κολώνας 1987 Λ. Κολώνας, Παλαιομάνινα, ΑΔ 42, Χρονικά Β΄1, 183.
Λαμπρινουδάκης 2010 Β. Λαμπρινουδάκης, Το ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Αθηνών στην
Παλαιομάνινα Ακαρνανίας, Αιτωλικά 15, 57-77.
Μαστροκώστας 1961/1962 Ε. Μαστροκώστας, Αρχαιότητες και Μνημεία Αιτωλοακαρνανίας, ΑΔ 17, Χρονικά Β΄,
182-185.
Μαστροκώστας Ε. Μαστροκώστας, Αρχαιότητες και Μνημεία Αιτωλοακαρνανίας, ΑΔ 22, Χρονικά Β΄2,
318-324.
Παπαποστόλου 1979 Ι. Α. Παπαποστόλου, Αρχαιότητες και Μνημεία Αιτωλοακαρνανίας, ΑΔ 34, Χρονικά
Β΄1, 208.
Πορτελάνος 1998 Α. Πορτελάνος, Οι αρχαίες Αιτωλικές οχυρώσεις (αδ. διδ. διατρ.) Aθήνα.
Στεργίου 1996 Δ. Στεργίου, Παλαιομάνινα. Από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα, Αθήνα.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Lambrinoudakis 2013 V. Lambrinoudakis, Das archäologische Projekt Palaiomanina στο Forschungen in
Akarnanien Ι, 127-136.
Lambrinoudakis V. Lambrinoudakis, Stadt und Festung von Metropolis (Palaiomanina). Zeuskult an
υπό εκδ. einer Pforte στο J. Stroszeck (επιμ.), Kolloquium: Kulte und Heiligtümer im Bereich von
Stadtmauern und Toren Athen, DAI 7.-8. April, υπό έκδ.
Lambrinoudakis  V. Lambrinoudakis – Ev. Kazolias, Recent research in Palaiomanina, Acarnania, στο R.
– Kazolias 2015 Frederiksen – S. Müth – P. Schneider – M. Schnelle (επιμ.), Focus on Fortification:
New Research on Fortifications in the Ancient Mediterranean and the Near East, Fokus
Fortifikation Studies no. 2, Monograph of the Danish Institute at Athens vol. 18, Oxford,
652-661.
Ley 2009 J. Ley, Stadtbefestigungen in Akarnanien (Diss. Techn. Univers. Berlin), Berlin.
Lolling 1989 H. G. Lolling, Reisenotizen aus Griechenland 1876 und 1877, Berlin.
Noack 1897 F. Noack, Bericht in der Archäologischen Gesellschaft vom März 1897, AA 1897, 80-83.
Noack 1916 F. Noack, Bericht auf der Winckelmannsitzung vom 9. Dezember 1916, AA 1916, 215-
239.

545
Β. Κ. ΛΑΜΠΡΙΝΟΥΔΑΚΗΣ

Εικόνα 1. Πρωτοελλαδική, μυκηναϊκή και γεωμετρική κεραμική από την περιοχή της πυλίδας στη νότια πλευρά του τεί-
χους της ‘Κάτω ακρόπολης’ της Παλαιομάνινας.

Εικόνα 2. Με γκρι χρώμα: α. Διορθώσεις της διαδρομής των κλασικών τειχών της Παλαιομάνινας μετά τις εργασίες
καθαρισμού και ακριβούς τους αποτύπωσης. β. Τμήματα του αρχαϊκού τείχους που εντοπίσθηκαν και ερευνήθηκαν στην
περίμετρο του χαμηλού εξάρματος αμέσως ΝΔ της κλασικής οχύρωσης, στο οποίο βρίσκεται η σημερινή κωμόπολη. –
Με διακεκομμένη μαύρη γραμμή: Η διαδρομή του αρχαϊκού τείχους.
546
ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ

Εικόνα 3. Τμήμα του αρχαϊκού τείχους ενσωματωμένο σε σύγχρονο άνδηρο στις δυτικές παρυφές της κωμόπολης.

Εικόνα 4. Αποκάλυψη του θεμελίου της εξωτερικής παρειάς του κλασικού τείχους στη νότια πλευρά της ‘Κάτω ακρόπο-
λης’ και των πεσμένων μπροστά του λίθων της ανωδομής του. Αποτύπωση του τμήματος αυτού του τείχους.

547
Β. Κ. ΛΑΜΠΡΙΝΟΥΔΑΚΗΣ

Εικόνα 5. Αριθμοί 1-7: Περιοχές οι οποίες προσφέρονται για ανασκαφική έρευνα εντός της κλασικής οχύρωσης και σε
ελεύθερους χώρους εντός της κωμόπολης. Γράμματα Α-Β: Περιοχές της κλασικής οχύρωσης, όπου κατά προτεραιότητα
πρέπει να πραγματοποιηθούν αναστηλώσεις.

Εικόνα 6. Πάνω: Η περιοχή της εισόδου στην ‘Άνω ακρόπολη’ και του πύργου της με το συνεχόμενο προς τα ανατολικά
νότιο τείχος της ‘Κάτω ακρόπολης’. Κάτω: Ενδεικτική δυνατότητα αναστήλωσης του τμήματος αυτού της οχύρωσης.

548
ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ

Εικόνα 7. Η απομάκρυνση της καλύβας μπροστά από το νότιο τείχος της ‘Κάτω ακρόπολης.

549
550
ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ «ΜΟΥΣΕΙΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ»
ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ.

Δήμητρα Γαβρίνα

Ξεκινώντας από την παραδοχή ότι η ιστορία υπάρχει παντού γύρω μας, γίνεται εύκολα αντιληπτό
πως ο ρόλος του μουσείου, από χώρος συλλογής και έκθεσης αντικειμένων, έχει εξελιχθεί στις μέρες
μας σε κάτι πολύ ευρύτερο: σε ένα ανοιχτό πανεπιστήμιο, σε ένα μνημείο πολιτικής και πολιτιστι-
κής κληρονομιάς. Ως ένας νέος χώρος έρευνας, μάθησης και ψυχαγωγίας, στρέφεται προς τους επι-
σκέπτες και αναζητά νέους τρόπους προσέγγισης και επικοινωνίας μαζί τους, επισημαίνοντάς τους
ότι τα μουσεία υπάρχουν για να τους θυμίζουν οτιδήποτε είναι ωραίο και ανθεκτικό στο χρόνο,
όπως είναι ο πολιτισμός, η ελευθερία σκέψης και οι αρχές ενός λαού, ενώ παράλληλα διδάσκουν και
δίνουν σε χαρά σε όσους τα χρησιμοποιούν ως πηγή γνώσης και εκπαίδευσης.
Τον νέο αυτό ρόλο του μουσείου στην κοινωνία ήρθε να καλύψει σε μεγάλο βαθμό η επιστήμη
της Μουσειοπαιδαγωγικής Εκπαίδευσης1.
Αντικείμενο αυτής της νέας επιστήμης αποτελεί η Μουσειακή Εκπαίδευση, που στηρίζεται στα
δεδομένα της παιδαγωγικής επιστήμης, της τέχνης, της αισθητικής και του πολιτισμού, η οποία
μελετά, ερευνά και προάγει την επικοινωνία και τη μάθηση μέσα στο εμπλουτισμένο εκπαιδευτικό
περιβάλλον του Μουσείου. Η Μουσειοπαιδαγωγική Εκπαίδευση είναι το διεπιστημονικό πεδίο που
συσχετίζει την εκπαίδευση με τον πολιτισμό. Συνδυάζει την θεωρία με την πράξη2. Προσεγγίζει διά-
φορα θέματα βιωματικά και ψυχαγωγικά, χωρίς να ανήκει στην τυπική εκπαίδευση και, έχοντας την
φυσιογνωμία της μη τυπικής μάθησης, ακολουθεί ένα συγκεκριμένο εκπαιδευτικό σχεδιασμό. Συν-
δέεται άμεσα με την ιστορία του μουσείου και έχει μορφωτικό χαρακτήρα απέναντι στο κοινωνικό
σύνολο. Η όλη διαδικασία της καλλιεργεί την ελευθερία της εκλογής και της συμμετοχής, καθώς και
το σεβασμό στις ομαδικές εργασίες, σε ένα διαφορετικό περιβάλλον από εκείνο του σχολείου. Το
ρόλο του διαμεσολαβητή, αλλά και του εμψυχωτή, που γεφυρώνει την καθοριστική σχέση μουσείου
σχολείου, τον διαδραματίζει ο μουσειοπαιδαγωγός, ο οποίος καλείται να σχεδιάζει εκπαιδευτικά
προγράμματα, να παράγει εκπαιδευτικό υλικό και να υλοποιεί εργαστήρια επιμόρφωσης εκπαιδευτι-
κών σε θέματα Μουσειακής Εκπαίδευσης. Όλα αυτά βέβαια επιτυγχάνονται με τον καλύτερο τρόπο-
θέτοντας στόχους-καλλιεργώντας αίσθημα ασφάλειας στο χώρο του μουσείου-χρησιμοποιώντας τα
κατάλληλα εκπαιδευτικά εργαλεία-συνδέοντας την επίσκεψη με την καθημερινή ζωή των παιδιών
- μιλώντας τους με λόγια απλά για πράγματα οικεία- ενεργοποιώντας τη σκέψη τους με τις κατάλλη-
λες ερωτήσεις- και δείχνοντας ευελιξία στις αντιδράσεις τους. Και όλα αυτά, χωρίς να ξεχνά ποτέ ο
μουσειοπαιδαγωγός πως τα παιδιά είναι οι πρωταγωνιστές, ενώ ο ίδιος απλά ο συντονιστής.
Πώς θα μπορούσε λοιπόν η επιστήμη αυτή να μη βρει εφαρμογή στην Περιφερειακή Ενότητα
Αιτωλοακαρνανίας, που είναι κατάσπαρτη από αρχαιότητες και έναν πολιτισμό, που έντονα διαχέε-
ται και επιβεβαιώνεται από την κατοίκηση του τόπου από τους παλαιολιθικούς ήδη χρόνους, ταξιδεύ-
οντάς μας από το παρελθόν στο παρόν; Η ΛΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων,
από τις λίγες Εφορείες, διαθέτει μόνιμη θέση μουσειοπαιδαγωγού από το Γενάρη του 2012, συμμε-
τέχοντας σε εκπαιδευτικές δράσεις και εορτασμούς του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού,
που κατά καιρούς εκδηλώνονται σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους της εποπτείας της, δίνο-

1 Το πρώτο Τμήμα πανεπιστημιακών προπτυχιακών σπουδών λειτούργησε στην Ελλάδα το 1998 στο Πανεπιστήμιο Θεσ-
σαλίας, με διάρκεια φοίτησης τα πέντε έτη.
2 Βλ. σχετικά : Ν. Νικονάνου, Μουσειοπαιδαγωγική. Από τη θεωρία στην πράξη, Αθήνα.

551
Δ. ΓΑΒΡΙΝΑ

ντας έτσι έμφαση στην εξέλιξη της επικοινωνιακής σχέσης των μουσείων με το κοινό τους3. Μέσα
από τις καλά οργανωμένες μουσειοπαιδαγωγικές δράσεις της Εφορείας, οι μαθητές αφού έρθουν σε
επαφή με το χώρο και τα αντικείμενα, διοχετεύουν εικόνες, παραστάσεις και συναισθήματα. Μπορεί
να μην υπάρχει ακόμη έντυπο υλικό λόγω έλλειψης χρηματοδότησης ή χορηγιών, όμως μαρκαδόροι,
ξυλομπογιές, μολύβια, εκπαιδευτικά φύλλα, συνειρμικά παιχνίδια, σταυρόλεξα, ακροστιχίδες και
λαβύρινθοι συνηγορούν στο να ενισχυθούν οι σχέσεις μουσείου και μαθητικού κοινού. Μέσω αυτών
οι μαθητές κινητοποιούνται να επικοινωνήσουν με το πολιτισμικό αγαθό, αλλά και με τα υπόλοιπα
μέλη της ομάδας, εκπληρώνοντας τον κοινωνικό ρόλο του μουσείου. Έτσι, σύνολα κεραμικής, χάλ-
κινα όπλα, λύχνοι, πιθάρια, ειδώλια και κοσμήματα από τη νεολιθική εποχή έως τα ύστερα ρωμαϊκά
χρόνια γίνονται εργαλεία μάθησης, αναδεικνύοντας τον αρχαιολογικό πλούτο της Παλαιομάνινας,
της Σταμνάς, του Στράτου, του Λιθοβουνίου και της Ναυπάκτου, μέσα από μια σειρά εκπαιδευτικών
προγραμμάτων, που έχουν λάβει χώρα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αγρινίου (εικ. 1). Το ίδιο συμ-
βαίνει με την μαρμάρινη θύρα μακεδονικού τύπου από το Ηρώο του Λέοντος στη Καλυδώνα, καθώς
και με τα ακρωτήρια από το Ηρώο της Αλυζίας, διεγείροντας τη φαντασία για μύθους, θρύλους, αλή-
θειες, ιστορία και πραγματικότητα (εικ. 2).
Η παραπάνω διαδικασία επιτυγχάνεται με την συμμετοχή της ΛΣΤ΄ ΕΠΚΑ σε επετειακές εκδη-
λώσεις των εορτασμών για τις Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς, τη Διεθνή Ημέρα
Μουσείων, τη Διεθνή Ημέρα Μνημείων, τη δράση «Περιβάλλον και Πολιτισμός», τις Πράσινες
Πολιτιστικές Διαδρομές, αλλά και σε κάθε κάλεσμα εκπαιδευτικής μονάδας που έχει εκδηλώσει
o ενδιαφέρον να παραστεί σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο χώρο του μουσείου ή του αρχαιολογικού
χώρου. Όπως έχει συμβεί με το γυμνάσιο Γαβαλούς με σημείο αναφοράς το Ασκληπιείο Γαβαλούς,
στο πλαίσιο της εργασίας τους «Αρχαία Ιατρική-Ασκληπιεία», το 5ο Δημοτικό σχολείο Ναυπάκτου
με εκπαιδευτική δράση στην αρχαία Πλευρώνα, κατασκευάζοντας προσωπεία και ζωγραφίζοντας
σκηνικά αρχαίου θεάτρου, με δημοτικά σχολεία της Ναυπάκτου εκπονώντας εκπαιδευτικά προγράμ-
ματα στο Φετιχιέ Τζαμί, με νηπιαγωγεία των Οχθίων, Δοκιμίου, 1ο και 4ο Νεάπολης, Στράτου, Και-
νούριου, Καμαρούλας, 1ου, 4ου και 6ου, 17ου Αγρινίου και πολλά άλλα σχολεία του Αγρινίου και Μεσο-
λογγίου και των διευρυμένων δήμων τους4, που επιδίωξαν την πρώτη τους μουσειακή επαφή και
επικοινωνία με τον πολιτισμό του τόπου τους.
Πιο συγκεκριμένα, η Διεθνής Ημέρα Μουσείων το 2012 γιορτάστηκε στο Μουσείο Αγρινίου με
πρόγραμμα που έφερε τον τίτλο «Νέες Προκλήσεις, νέες Εμπνεύσεις», ενώ στο Μουσείο Λευκάδας
με το πρόγραμμα «Πώς τα αντικείμενα προκαλούν και εμπνέουν», ακολουθώντας τον γενικότερο
l τίτλο του ICOM«ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΕ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΕΙ». Το πρόγραμμα παρακολού-
θησαν μαθητές Δημοτικών σχολείων Αγρινίου, Μεσολογγίου και Λευκάδας5. Η μεγάλη πρόκληση
s για την Εφορεία μας ήταν πως στη δράση μας συμμετείχαν 18 μαθητές του ΕΛΕΠΑΠ Αγρινίου, που
με μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό επικοινώνησαν με τα αρχαία αντικείμενα, γεγονός που εξασφάλισε
και επόμενες επισκέψεις τους στο αρχαιολογικό μουσείο Αγρινίου.
Η πανελλαδικής εμβέλειας δράση «Περιβάλλον και πολιτισμός» με θέμα «Παντέχνου Πυρός
Σέλας- Λαμπερές Ιστορίες φωτιάς», γιορτάστηκε στο μουσείο Αγρινίου με το εκπαιδευτικό πρό-
γραμμα «Μαγικό λυχνάρι λάμπει» (εικ. 3), το οποίο πέρα από το τετραήμερο εορτασμού του,
11-14 Οκτωβρίου, επαναλήφθηκε πολλές φορές κατά το ακαδημαϊκό έτος 2012-2013 σε μαθητές της
Δ΄ τάξης Δημοτικού, λόγω μεγάλης εκδήλωσης ενδιαφέροντος των εκπαιδευτικών μονάδων.
Το 2012 έκλεισε με χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις, στα αρχαιολογικά μουσεία Αγρινίου και
Λευκάδας, όπου τα παιδιά έφτιαξαν μόνα τους τα δικά τους στολίδια και έγραψαν τις ευχές τους,
βιώνοντας την επίσκεψη στο μουσείο ως μια ευχάριστη εμπειρία.

3 Μόνιμες θέσεις μουσειοπαιδαγωγού στο ΥΠΠΟΑ διαθέτουν εκτός από την ΕΦΑΑΙΤΛ, η ΕΦΑ Πέλλας, η ΕΦΑ Μαγνη-
σίας και το Νομισματικό Μουσείο Αθήνας.
4 1ο, 2ο, 3ο, 5ο, 7ο, 17ο Δημοτικά σχολεία Αγρινίου, 1ο και 2ο δημοτικό Αγίου Κωνσταντίνου Αγρινίου, ΕΛΕΠΑΠ Αγρινίου,
Οχθίων, 1ο και 3ο Δημοτικό σχολείο Μεσολογγίου, 1ο Δημοτικό σχολείο Κατοχής.
5 4ο Δημοτικό Λευκάδας και Δημοτικό Μαραντοχωρίου Λευκάδας.

552
ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ «ΜΟΥΣΕΙΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ» ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ

Κατά το 2013 η Διεθνής Ημέρα σχολείων γιορτάστηκε στο μουσείο Αγρινίου με θέμα «το Ηρώο
της Αρχαίας Καλυδώνας», απευθυνόμενο σε μαθητές Γ΄Δημοτικού. Η Νύχτα Μουσείων - 18
Μαΐου - που συνέπιπτε χρονικά με την Διεθνή Ημέρα Μουσείων, γιορτάστηκε από την ΛΣΤ΄ ΕΠΚΑ
για πρώτη φορά στο ίδιο μουσείο, με οργάνωση παιδικής έκθεσης ζωγραφικής που έφερε τον τίτλο
«Ζωγραφίζοντας στο Μουσείο», κατά την οποία οι μικροί μαθητές, και όχι μόνο, καλούνταν να δουν
με συνοδεία των γονιών τους τις καλλιτεχνικές τους δημιουργίες, από τις 20:00 έως τις 22:00 (εικ.
4).
Οι Πράσινες Πολιτιστικές Διαδρομές (3-9 Ιουνίου 2013) αποτελούν ένα καινοτόμο πρόγραμμα
του Υπουργείου Πολιτισμού, στο πλαίσιο του οποίου συνδιοργανώσαμε με το Κέντρο Περιβαλλο-
ντικής Εκπαίδευσης Μεσολογγίου - Θέρμου την επιμορφωτική δράση «Μεσολόγγι: Λιμναίες Δια-
δρομές σε αρχαίες πολιτείες». Σκοπός της εκπαιδευτικής δράσης μας ήταν η σύνδεση μαθητών,
εκπαιδευτικών και πολιτών με τους αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής Μεσολογγίου, καθώς και
τον πολιτιστικό και περιβαλλοντικό πλούτο της. Κατά τον εορτασμό της Πράσινης Πολιτιστικής
Διαδρομής «Καλυδώνα - Αλίκυρνα - Πλευρώνα - Οινιάδες» (εικ. 5), σχολεία της Ι.Π. Μεσολογγίου
επισκέφτηκαν τις αντίστοιχες αρχαίες πόλεις, όπου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με τις έννοιες πολι-
τισμός, αρχαιολογία, συντήρηση, περιβάλλον. Αφού προσέγγισαν την περιοχή, ανίχνευσαν αντιλή-
ψεις, αξίες, αρχές και πρακτικές ως προς τον τρόπο που οι αρχαίοι διαχειρίζονταν το φυσικό τους
περιβάλλον, όπου ανέπτυξαν τις πόλεις τους και τις δραστηριότητές τους. Αφού οι μαθητές πλοη-
γήθηκαν μέσω προβολής power-point στους ανωτέρω αρχαιολογικούς χώρους μέσα στον χώρο του
σχολείου τους, οδηγήθηκαν σε αυτούς και, αφού ξεναγήθηκαν, επιδόθηκαν σε ομαδικές δραστηριό-
τητες συμπληρώνοντας έντυπο με ακροστιχίδες, λαβύρινθους και ασκήσεις γνώσεων, καθώς και σε
αυτοσχέδια θεατρικά δρώμενα, προσεγγίζοντας τα μνημεία όπως αυτά διαμορφώθηκαν στο φυσικό
τους περιβάλλον. Ο συνδυασμός εκπαιδευτικού προγράμματος, ξενάγησης και παρακολούθησης
ανασκαφής, οδήγησε σε μια ευχάριστη βιωματική δράση μουσειοπαιδαγωγικής, αλλά και περιβαλ-
λοντικής Εκπαίδευσης, τα αποτελέσματα της οποίας παρουσιάστηκαν σε διημερίδα στο Τρικούπειο
Πολιτιστικό Κέντρο Ι.Π. Μεσολογγίου.
Ένα άλλο εκπαιδευτικό πρόγραμμα που έφερε τον τίτλο «Χθες - Σήμερα - Αύριο. Τα αγγεία
μας ταξιδεύουν στο χρόνο» οργανώθηκε, με αφορμή τον εορτασμό των Ευρωπαϊκών Ημερών
Πολιτιστικής Κληρονομιάς τον Σεπτέμβριο του 2013, απευθυνόμενο σε μαθητές Δημοτικού (εικ.
6). Οι κρατήσεις των ενδιαφερομένων γίνονται πάντα μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με τη ΛΣΤ΄
ΕΠΚΑ, κατόπιν έγγραφης ενημέρωσης από πλευράς μας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια
Εκπαίδευση Π.Ε. Αιτωλοακαρνανίας. Ο μέγιστος αριθμός συμμετεχόντων, ανά επίσκεψη, είναι 25
μαθητές και το εκπαιδευτικό πρόγραμμα εκπονείται στον προκαθορισμένο χώρο από Τρίτη έως
Παρασκευή, κατά τις πρωινές ώρες, με διάρκεια παρακολούθησης - ανά σχολικό τμήμα - 1 ώρα και
30 λ. περίπου.
Ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα μπορεί να σχεδιαστεί από προσωπικό του μουσείου (μουσειοπαι-
δαγωγό, αρχαιολόγο, ιστορικό), αλλά και από εκπαιδευτικούς, υπό τη μορφή ερωτηματολογίου,
φύλλων εργασίας, εποπτικού υλικού, διαδραστικών πολυμέσων, εικαστικών εργαστηρίων και δρώ-
μενων και συνήθως έχει 3 στάδια:
Α. Προετοιμασία στο σχολείο Β. επίσκεψη στο μουσείο- αρχαιολογικό χώρο
Γ. δραστηριότητες στην τάξη μετά την επίσκεψη και σκοπός του είναι:
- η εξοικείωση με την πολιτιστική κληρονομιά
- η κατανόηση σχέσεων αλληλεξάρτησης με αυτή
- η ευαισθητοποίηση του κοινού και η ενεργοποίηση στην κατεύθυνση της διαφύλαξής της.
Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται, όχι μόνο μέσα από τη γνώση, αλλά και μέσα από τη χαρά της
παρατήρησης, της συνεργασίας και της δημιουργίας. Για αυτό το λόγο ο σχεδιασμός εκπαιδευτικών
προγραμμάτων, ακολουθεί συγκεκριμένη μεθοδολογία γύρω από κάποιους κύριους άξονες όπως:
θεματικός πυρήνας, στοχοθεσία, δημιουργική έκφραση κ.ά.
Με λίγα λόγια, οι έννοιες «εκπαίδευση» και «πολιτισμός» βρίσκονται σε συνεχή διάλογο, καθώς
μέσα από την υλοποίηση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος αναδεικνύονται διάφορα πολιτισμικά

553
Δ. ΓΑΒΡΙΝΑ

στοιχεία, όπως η γεωγραφία , ο πληθυσμός, η κοινωνική οργάνωση, ιδεολογίες, ήθη, έθιμα, παραδό-
σεις, θρησκείες, γλώσσα, διατροφικές συνήθειες, επαγγέλματα, παιχνίδια, μουσική, αρχιτεκτονικά
δημιουργήματα, τοπική ιστορία (εικ. 7).
Και στο πιθανό ερώτημα «σε τι βοηθάει η ενασχόληση των παιδιών με τα έργα της πολιτιστικής
κληρονομιάς», η απάντηση είναι ότι μαθαίνουν να σκέπτονται, γιατί τα έργα πολιτιστικής κληρο-
νομιάς είναι ορατά, απτά, ερεθίζουν το μάτι και το συναίσθημα και μπορούν με απλούς χειρισμούς
να συνδεθούν με το σήμερα. Η προσφορά γίνεται μεγαλύτερη, αν μάλιστα οι μαθητές καταλήξουν
στις αξίες που αναδύονται από αυτά τα έργα, που είναι πολλαπλές, όπως η αξία της υλικότητας, της
αυθεντικότητας, του αντικειμένου -ως φορέα πληροφοριών- και η αισθητική αξία. Βέβαια τα αντι-
κείμενα του παρελθόντος μπορεί να αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών, αλλά αυτό από μόνο
του δεν αρκεί, καθώς είναι αποκομμένα από το αρχικό τους περιβάλλον. Για να μετασχηματιστούν οι
πληροφορίες σε γνώσεις, θα πρέπει να τεθούν οι κατάλληλες ερωτήσεις σχετικά με τις φυσικές τους
ιδιότητες, τη χρήση, τη κατασκευή και την ιστορική τους πορεία, που ξεκινάει από την στιγμή της
δημιουργίας τους και καταλήγει στη φύλαξη ή την έκθεσή τους στο μουσείο. Μέσα από τη μελέτη
τους, οι μαθητές αναπτύσσουν κριτική ικανότητα και ποικίλες δεξιότητες. Βάσει αυτών των αντικει-
μένων, ορίζεται και το θέμα ενός συγκεκριμένου εκπαιδευτικού προγράμματος.
Όλες αυτές οι μουσειοπαιδαγωγικές αρχές, θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην εφαρμοστούν στα
νέα τρέχοντα εκπαιδευτικά προγράμματα που σχεδιάζει η Εφορεία μας και που αφορούν στο Νέο
Αρχαιολογικό Μουσείο Θέρμου, τα οποία θα υποστηρίζονται με έντυπο υλικό και σε συνδυασμό με
o εκπαιδευτικές ψηφιακές εφαρμογές, θα βοηθούν τα παιδιά στο να οδηγηθούν στη μάθηση μέσω της
διασκέδασης και της ψυχαγωγίας στον μουσειακό χώρο, χώρο μη τυπικής εκπαίδευσης. Τα συγκε-
κριμένα εκπαιδευτικά προγράμματα θα αφορούν στις σχολικές βαθμίδες της πρωτοβάθμιας και δευ-
τεροβάθμιας εκπαίδευσης και είναι τα εξής:
1. «Γράφοντας σύμβολα και ήχους» για μαθητές νηπιαγωγείου, Α΄ και Β΄ Δημοτικού, αναφε-
ρόμενο σε επιγραφές και αγγεία από τον Θέρμο.
2. «Λατρεύοντας τον θεό Απόλλωνα: Μετόπες και μύθοι στο Ιερό του Θέρμου», για μαθητές
Δημοτικού, εστιάζοντας στο Ιερό του Απόλλωνος Θερμίου.
3. «Μικροί αρχιτέκτονες σε δράση…» για μαθητές Γυμνασίου, που πραγματεύεται όρους
όπως σίμη, θριγκός, αέτωμα, υδρορρόη, καθώς και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία κτηρίων
του προϊστορικού οικισμού, αλλά και του Παναιτωλικού Ιερού στον Θέρμο.

l Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί πως ο συνολικός αριθμός των περίπου 2300 μαθητών που έχουν
συμμετάσχει τα τελευταία δύο χρόνια σε εκπαιδευτικές μας δράσεις, όχι μόνο στο μουσείο Αγρινίου
s και τους αρχαιολογικούς χώρους εποπτείας μας (όπου εκπονούνται εκπαιδευτικά προγράμματα από
την υπογράφουσα), αλλά και στα αρχαιολογικά μουσεία Θυρρείου και Λευκάδας6, αποτελεί ερέθι-
σμα για την Εφορεία μας για περαιτέρω σχεδιασμό και εκπόνηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων,
ακολουθώντας τις προτάσεις και τις ιδέες που κατά καιρούς συμπληρώνουν οι εκπαιδευτικοί στα
φύλλα αξιολόγησης των προγραμμάτων μας, που τους διανέμουμε. Γεγονός που ενδυναμώνει την
έμπνευση και το ζήλο μας στο να ενισχύουμε την αλληλένδετη σχέση μουσείου - σχολείου, πάντα
με γνώμονα τον πολιτισμό. Έπαθλο της δράσης μας θεωρείται αδιαμφισβήτητα, το πλατύ χαμόγελο
των παιδιών και η ικανοποίηση στο βλέμμα τους, αναμένοντας κάθε φορά την επόμενη επίσκεψή
τους στο μουσείο ή στον χώρο/μνημείο, με στόχο πάντα την παραγωγή γνώσης αλλά και ψυχαγω-
γίας τους (εικ. 8).

6 Στα οποία εκπονούνται επετειακές εκπαιδευτικές δράσεις από τις υπεύθυνες των μουσείων αρχαιολόγους, κα Β. Τσα-
ντήλα και κα Β. Στάικου αντίστοιχα.

554
ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ «ΜΟΥΣΕΙΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ» ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ

ABSTRACT

APPROACHING “MUSEUM - PEDAGOGICALLY”


ANTIQUITIES OF AITOLOAKARNANIA.

Dimitra Gavrina

Considering that the significance of the museum today is defined by a special educational character,
it is a fact that several educational actions are taking place in that, fostering its relation with school.
A new science which approaches theoretically and practically the application of the educational
programmes with the form of unwritten learning, within the field of the museum or the archaeological
place-this is the Museum-Pedagogical Education. Into the museums under the scope of 36th Ephorate
of Prehistoric and classical Antiquities, educational programmes are achieved, following museum-
pedagogical principles. Students from nursery and primary school are being aware of the richness
of the cultural legacy of their country, combining successfully learning and entertaining. The
participation of our Ephorate in anniversary celebrations of the Ministry of Culture and Sports and
the planning of new up current educational programmes for the Museum of Thermo, are targeting the
best possible cooperation of culture and education.

555
Δ. ΓΑΒΡΙΝΑ

EΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Gr. Black Το ελκυστικό μουσείο: Μουσεία και επισκέπτες, Αθήνα.
N. Γαλανίδου Μιλώντας στα παιδιά για το παρελθόν. Μια διεπιστημονική προσέγγιση,
– L.V. Dommasnes (επιμ.) Αθήνα.
Α. Γκαζή Από τις μούσες στο μουσείο: η ιστορία ενός θεσμού διά μέσου των αιώνων,
Αρχαιολογία και Τέχνες 70, 39-45.
Σ. Γκότσης Το μουσείο στη δίνη της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας,
ILISSIA 03,40-51.
Γ. Δάλκος Σχολείο και Μουσείο, Αθήνα.
Αικ. Ζαφειράκου (επιμ.) Μουσεία και σχολεία, Αθήνα.
E.Hooper-Greenhill Σκέψεις για τη μουσειακή εκπαίδευση και επικοινωνία στη μεταμοντέρνα
εποχή, Αρχαιολογία και Τέχνες 72, 47-49.
Γ. Κακούρου-Χρόνη Μουσείο-Σχολείο. Αντικριστές πόρτες στη γνώση, Αθήνα.
Δ. Καλεσοπούλου (επιμ.) Παιδί και Εκπαίδευση στο μουσείο. Θεωρητικές αφετηρίες, παιδαγωγικές προε-
κτάσεις, Αθήνα.
Ρ. Καλούρη-Αντωνοπούλου Το μουσείο μέσο τέχνης και αγωγής, Αθήνα.
– Χ. Κάσσαρης
Γ. Κόκκινος – Ε. Αλεξάκη (επιμ.) Διεπιστημονικές προσεγγίσεις στη μουσειακή αγωγή, Αθήνα.
Δ. Κολιόπουλος Διδακτική προσέγγιση του μουσείου των Φυσικών Επιστημών, Αθήνα.
Ά. Κοντογιάννη Μουσεία και σχολεία. Δεινόσαυροι και αγγεία, Αθήνα.
Α. Κουβέλη Η σχέση των μαθητών με το μουσείο. Θεωρητική προσέγγιση, έρευνα στην
Αθήνα και στην Ικαρία. Εκπαιδευτικά προγράμματα, Αθήνα.
ΥΠΕΠΘ-ΥΠΠΟ-ICOM Μουσείο και Σχολείο. Πρακτικά 6ου Περιφερειακού Σεμιναρίου, Καβάλα
20-22/9/2002, Αθήνα.
o Ει. Νάκου Μουσεία: εμείς, τα πράγματα και ο πολιτισμός, Αθήνα. 
Ει. Νάκου – Μ. Βέμη (επιμ.) Μουσεία και Εκπαίδευση – γενικός απολογισμός, κριτική αποτίμηση και προο-
πτικές, Αθήνα.
Ν. Νικονάνου – Κ. Κασβίκης Εκπαιδευτικά ταξίδια στο χρόνο. Εμπειρίες και ερμηνείες του παρελθόντος,
Αθήνα.
Ν. Νικονάνου Μουσειοπαιδαγωγική. Από τη θεωρία στην πράξη, Αθήνα. 
Μ. Σκαλτσά (επιμ.) 3 Μέρες για τα Μουσεία. Σειρά Μουσεία - 04 (Εκπαιδευτικό Συμπόσιο 7-9
Μαΐου 2004), Θεσσαλονίκη.
ICOM Πρακτικά CECA. Ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία εκπαιδευτικών τμημάτων σε
μουσεία, Αθήνα.
Σ. Τζιαφέρη Το σύγχρονο μουσείο στην ελληνική εκπαίδευση μέσα από το παράδειγμα των
εκπαιδευτικών προγραμμάτων, Θεσσαλονίκη – Αθήνα.

l
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
s Αρχαιολογία και Τέχνες 1985 Παιδί και μουσείο, Αρχαιολογία και Τέχνες 16.
Αρχαιολογία και Τέχνες 1991 Εκπαιδευτικές μουσειοσκευές, Αρχαιολογία και Τέχνες 38.
Αρχαιολογία και Τέχνες 1994 Οι εκπαιδευτικοί μιλούν για την ακρόπολη, Αρχαιολογία και Τέχνες 52.

556
ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ «ΜΟΥΣΕΙΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ» ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ

Εικόνα 1. Eκπαιδευτικό πρόγραμμα «Μαθαίνω να αγαπώ τα αρχαία» στο αρχαιολογικό μουσείο Αγρινίου.

Εικόνα 2. Εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Θεοί και ήρωες» στο αρχαιολογικό μουσείο Αγρινίου.

557
Δ. ΓΑΒΡΙΝΑ

Εικόνα 3. «Μαγικό Λυχνάρι λάμπει» εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο αρχαιολογικό μουσείο Αγρινίου, στο πλαίσιο δράσης
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ.

Εικόνα 4. «Ζωγραφίζοντας στο Μουσείο» έκθεση παιδικής ζωγραφικής στο αρχαιολογικό μουσείο Αγρινίου, ΔΙΕΘΝΗΣ
ΝΥΧΤΑ ΜΟΥΣΕΙΩΝ.

558
ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ «ΜΟΥΣΕΙΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ» ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ

Εικόνα 5. Αρχαίο θέατρο Οινιάδων, Πράσινες Πολιτιστικές Διαδρομές 2013.

Εικόνα 6. «Χθες-Σήμερα-Αύριο. Τα αγγεία μας ταξιδεύουν στον χρόνο», ΕΗΠΚ 2013.

559
Δ. ΓΑΒΡΙΝΑ

Εικόνα 7. «Φτιάχνω το δικό μου προσωπείο», στο θέατρο Πλευρώνας.

Εικόνα 8. Γνώση και ψυχαγωγία, παράγωγα της μουσειοπαιδαγωγικής εκπαίδευσης.

560
ΠΑΛΑΙΡΟΣ – ΟΙΝΙΑΔΕΣ – ΠΛΕΥΡΩΝΑ.
ΤΡΕΙΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ, ΕΠΙΣΚΕΨΙΜΕΣ ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ
ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ,
ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗΣ ΤΟΥΣ

Λάζαρος Κολώνας*

Η Αιτωλοακαρνανία (εικ. 1), ένα από τα σημαντικότερα τμήματα του ελλαδικού χώρου, για πολλά
χρόνια έμεινε στο περιθώριο της ιστορικής και αρχαιολογικής έρευνας. Ίσως το απόμερο της περι-
οχής ή το γεγονός ότι βρέθηκε έξω από τους μεγάλους θορύβους της ιστορίας συνετέλεσε σ’ αυτήν
την περίεργη ερευνητική μοναξιά.
Οι μέχρι τη δεκαετία του 1980 κατά διάφορες χρονικές περιόδους διενεργηθείσες αρχαιολογικές
έρευνες στον νομό δεν στάθηκαν ικανές, ώστε να απαλλάξουν την περιοχή από την άποψη ότι στα
αρχαιολογικά θέματα παραμένει terra incognita. Ωστόσο, αποτελεί καθήκον μας να μνημονεύσουμε
και από εδώ τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλαν στα θέματα έρευνας και προστασίας της μνη-
μειακής κληρονομιάς του νομού οι κατά καιρούς αρμόδιοι Έφοροι Αρχαιοτήτων: Γ. Σωτηριάδης, Κ.
A. Ρωμαίος, Ευθ. Μαστροκώστας, Φ. Πέτσας, Φ. Ζαφειροπούλου, Π. Θέμελης, Ιφ. Δεκουλάκου, Ι.
Α. Παπαποστόλου, Λ. Κολώνας, Μ. Πετρόπουλος, Μ. Σταυροπούλου-Γάτση και η νυν Διευθύντρια
της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος, Ολ. Βικάτου. Επίσης δεν πρέπει
κανείς να παραβλέψει τις προσπάθειες προς την ίδια κατεύθυνση σειράς ελληνικών και ξένων επι-
στημονικών φορέων που δραστηριοποιήθηκαν και δραστηριοποιούνται στην περιοχή ιδίως κατά
την τελευταία εικοσιπενταετία: το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο με τους Ε.-L. Schwandner
και Fr. Lang (αρχαία Στράτος, Στρατική γη και Χερσόνησος Πλαγιάς), το Ινστιτούτο της Δανίας
στην Αθήνα με τους S. Dietz (Κάτω Βασιλική και Καλυδώνα), R. Frederiksen και S. Handberg
(Καλυδώνα), η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία με τον καθηγητή Ι. Α. Παπαποστόλου (Ιερό
Απόλλωνος Θερμίου), το Πανεπιστήμιο Αθηνών με τους καθηγητές Ελ. Σερμπέτη (Οινιάδες) και
Β. Λαμπρινουδάκη (Παλαιομάνινα), το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων με τους καθηγητές Αθ. Παλιούρα
(Αγία Τριάδα Κάτω Βασιλικής, σπήλαιο Αγίου Νικολάου Βαράσοβας και Αγία Τριάδα Μαύρικα
Αγρινίου) και Ισμ. Τριάντη (Άκτιο), το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Εθνικό Αρχαιολογικό
Μουσείο με την καθηγήτρια Αλ. Μουστάκα και τον Επίτιμο Διευθυντή του Μουσείου Ν. Καλτσά
(Βελβίνα Ναυπακτίας).
Η Αιτωλοακαρνανία είναι μία περιοχή του ελλαδικού χώρου, στην οποία τα αρχαία μνημεία δεν
καταστράφηκαν, ούτε αφανίστηκαν, όπως αλλού. Σε περισσότερες από 150 θέσεις1 συναντά κανείς
επιβλητικές οχυρώσεις, που προστάτευαν αρχαίες πόλεις, των οποίων σήμερα διατηρούνται πολλά
από τα αμυντικά και οικιστικά τους χαρακτηριστικά2.
Η πυκνότητα αυτή των αρχαίων οχυρώσεων στην περιοχή και τα εντυπωσιακά τους στοιχεία, μας
οδήγησαν στη σκέψη να προβούμε στην ανάδειξη τριών από τις πιο σημαντικές αρχαίες πόλεις του
νομού. Πρόκειται για τις πόλεις της αρχαίας Παλαίρου, των Οινιαδών και της Νέας Πλευρώνας, οι
οποίες, αφενός μεν είναι χωροθετημένες σχεδόν σε ολόκληρο το παράκτιο γεωγραφικό μήκος της
περιοχής, αφετέρου δε διασώζουν πλούσια τεκμήρια, τόσο της αμυντικής αρχιτεκτονικής (τείχη,
πύργοι), όσο και της ειρηνικής διαβίωσης (δημόσια κτήρια, αγορές, θέατρα, νεκροταφεία, κ.τ.λ.)
των κατοίκων τους κατά την αρχαιότητα.

* Επίτιμος Γενικός Διευθυντής Αρχαιοτήτων & Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Πρόεδρος της Ε.Ε. του Έργου: «Προστασία,
Έρευνα και ανάδειξη τριών αρχαίων πόλεων του νομού Αιτωλοακαρνανίας: Πλευρώνα - Οινιάδες - Πάλαιρος».
1 Leake 1835, 106-174. Heuzey 1860, 223-463. Oberhummer 1887. Woodhouse 1897, 115-124. Noack 1916α, 137-173.
2 Noack 1916β, 215-244. Adam 1982, 223-228. Πορτελάνος 1998.

561
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

Κι όμως η περιοχή αυτή, που προσείλκυσε το ενδιαφέρον των ανθρώπων και κατοικήθηκε
αδιάκοπα από την παλαιολιθική εποχή και που εκτός της πλούσιας μνημειακής κληρονομιάς
διαθέτει και σπάνιες φυσικές ομορφιές, πλην του Θέρμου, δεν είχε κανένα άλλο οργανωμένο
επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο. Αναγνωρίζοντας το κενό αυτό, ως Γενικός Διευθυντής Αρχαιοτήτων
και Πολιτιστικής Κληρονομιάς και μετά από ενθάρρυνση και του Καθηγητή Αρχαιολογίας κ. Β.
Λαμπρινουδάκη, πρότεινα την ένταξη στο Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε. των τριών σημαντικών αρχαίων πόλεων
που αναφέραμε πιο πάνω, προκειμένου να αναδειχθούν και να μετεξελιχθούν σε οργανωμένους
επισκέψιμους αρχαιολογικούς χώρους. Το ΥΠ.ΠΟ. έκανε δεκτή την πρότασή μου και με απόφαση
του Κ.Α.Σ. ενέταξε την ανάδειξη αυτών των πόλεων στο Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για
την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων. Οι εργασίες, οι οποίες ξεκίνησαν τον Μάιο του 2002 και
ολοκληρώθηκαν τον Ιούνιο του 2009, υλοποιήθηκαν με πιστώσεις του Γ´ Κοινοτικού Πλαισίου Στή-
ριξης στο πλαίσιο του Π.Ε.Π. Δυτικής Ελλάδος 2000-2006, υπό την εποπτεία ειδικής Επιστημονικής
Επιτροπής3.
Συνοπτικά οι εργασίες που έγιναν για την ανάδειξη των τριών αρχαίων πόλεων, μετά από σύνταξη
και έγκριση από το Κ.Α.Σ. των αναγκαίων μελετών, περιελάμβαναν4: εκτεταμένους και σχολαστι-
κούς καθαρισμούς από την άγρια βλάστηση των ερειπίων των αρχαίων πόλεων, τοποθέτηση περι-
φράξεων, απαραίτητων για τον αποκλεισμό της διακίνησης και της παραμονής εντός των χώρων των
πάσης φύσεως κοπαδιών (αιγοπροβάτων, βοδιών και γουρουνιών), που ευθύνονται για μεγάλες κατα-
στροφές των μνημείων, εργασίες συντήρησης, στερέωσης και ανάταξης σε ετοιμόρροπα τμήματα
o της οχύρωσής τους και των άλλων ορατών κτηριακών εγκαταστάσεων, αποσυμφόρηση πυλών από
το πεσμένο δομικό υλικό, καθαρισμό και ανάταξη ταφικών περιβόλων, διαμόρφωση διαδρομών
κίνησης επισκεπτών, τοποθέτηση πληροφοριακών πινακίδων σε αναδεδειγμένα μνημεία για την
ενημέρωση του κοινού, δημιουργία χώρων στάθμευσης οχημάτων, ανέγερση κτηρίων υποδοχής και
εξυπηρέτησης του κοινού και εγκατάσταση δικτύων ηλεκτροδότησης και υδροδότησης. Επίσης, στις
πόλεις αυτές, κατά τη διάρκεια των εργασιών ανάδειξης έγιναν μικρής έκτασης ανασκαφικές έρευνες,
συντήρηση ευρημάτων που προήλθαν από αυτές, καθώς επίσης φωτογραφική και σχεδιαστική
τεκμηρίωση.

Πιο αναλυτικά, οι επεμβάσεις μας στις αρχαίες πόλεις απέδωσαν τα ακόλουθα αποτελέσματα:

ΠΑΛΑΙΡΟΣ
l Η αρχαία Πάλαιρος (εικ. 2) βρίσκεται στο δυτικό άκρο της Ακαρνανίας, απέναντι από τη Λευκάδα,
πάνω στο βραχώδες ύψωμα με την ονομασία «Κεχροπούλα» σε απόσταση 15 χλμ. περίπου νοτιοδυ-
s τικά από τη Βόνιτσα5. Η τοποθεσία δεσπόζει στη γύρω πεδιάδα και τη μεγάλη λίμνη της Βουλκαριάς
(Μυρτούντιον στην αρχαιότητα), γεγονός που υποδηλώνει τη σημασία της ως στρατηγικού σημείου
κατά την αρχαιότητα για τον έλεγχο, τόσο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής, όσο και
του μοναδικού πεδινού δρόμου που συνέδεε τις περιοχές του Αμβρακικού κόλπου και της Ηπείρου
με τη νότια Ελλάδα. Προσφέρει επίσης απεριόριστη θέα προς νότο στο Ιόνιο Πέλαγος στο τμήμα
της παράλιας ζώνης της Ζαβέρδας (σύγχρονη ονομασία Πάλαιρος), που ονομάζεται «Ποταμάκι» και
προς βορρά στη λίμνη Βουλκαριά, ενώ η μορφολογία του εδάφους (έντονες βραχώδεις εξάρσεις)

3 Η επιτροπή απαρτίζεται από τον γράφοντα, ως πρόεδρο και τους Β. Λαμπρινουδάκη, Π. Θέμελη, Ομότιμους Καθηγη-
τές Αρχαιολογίας, Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Αρχαιολόγο, Επίτιμη Διευθύντρια Αρχαιοτήτων, Β. Χανδακά, τέως Γενικό
Διευθυντή της Γ.Δ.Α.Μ.Τ.Ε. του ΥΠ.ΠΟ, Δ. Ζιρώ, Διευθυντή Αναστήλωσης του ΥΠΠΟ, Ν. Μίνω, Διεύθυνση Συντήρη-
σης Αρχαίων του ΥΠ.ΠΟ, ως μέλη και Ι. Μόσχο, αρχαιολόγο της ΕΦΑ Αχαΐας, ως γραμματέα.
4 Κολώνας 2002, 95-96. Κολώνας 2003, 103. Κολώνας 2004, 1-3. Κολώνας 2006α, 144-145. Κολώνας 2006β, 339-343.
Κολώνας 2008α, 96-101. Κολώνας 2008β. Κολώνας 2008γ. Κολώνας 2008δ. Kolonas 2009α. Kolonas 2009β. Kolonas
2009γ.
5 Wacker 1996, 91-98.

562
ΠΑΛΑΙΡΟΣ - ΟΙΝΙΑΔΕΣ - ΠΛΕΥΡΩΝΑ

προσφέρει σημαντική φυσική προστασία σ’ αυτήν6.


Ο λόφος, πάνω στον οποίο χτίστηκε η πόλη, είναι χαμηλός και βραχώδης (υψόμετρο 170-210 μ.),
με απότομη έξαρση προς τα ανατολικά, όπου βρίσκεται η ακρόπολη (υψόμετρο 230-260 μ.). Από
τη δυτική, την ανατολική και τη νότια πλευρά ο λόφος κατηφορίζει με σχετικά απότομη κλίση και
δύσβατες βραχώδεις πλαγιές προς την πεδιάδα και τη λίμνη.
Την πρώτη ιστορική μαρτυρία για την πόλη μας την παρέχει ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης7,
που αναφέρει ότι κατά τις εχθροπραξίες του Πελοποννησιακού πολέμου, το 431 π.Χ., οι Αθηναίοι
παρέδωσαν στην Πάλαιρο το λιμάνι Σόλλιον, για να την ενισχύσουν ως σύμμαχό τους. Ιστορικά
στοιχεία μας παρέχουν επίσης πλήθος επιγραφών8 της ελληνιστικής εποχής, σύμφωνα με τις οποίες
στην Πάλαιρο, μεταξύ άλλων, πρέπει να υπήρχαν και σημαντικά ιερά της Αρτέμιδος και του Διός.
Η πόλη εγκαταλείφθηκε, κατά πάσα πιθανότητα, μετά τη ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ., κατά τη
διάρκεια του συνοικισμού που διέταξε ο αυτοκράτορας Αύγουστος με σκοπό την ίδρυση της αρχαίας
Νικόπολης9.
Η Πάλαιρος αποτελεί ένα από τα καλύτερα σωζόμενα παραδείγματα αρχαίων πόλεων της κλασι-
κής-υστεροκλασικής περιόδου στην Ακαρνανία. Από την αρχαία πόλη διατηρούνται σε πολύ καλή
κατάσταση μεγάλα τμήματα της οχύρωσης10, που φτάνουν σε ύψος και τα 10 μέτρα, με χαρακτηρι-
στικές ορθογώνιες και τοξωτές μνημειώδεις πύλες, ορθογώνιους πύργους και κλίμακες ανόδου σε
αυτούς και στον περίδρομο του τείχους, καθώς και κατάλοιπα του οικιστικού ιστού της, που είναι
διατεταγμένος σύμφωνα με το Ιπποδάμειο σύστημα. Από τα δημόσια οικοδομήματα πιο χαρακτηρι-
στική είναι η αρχαία αγορά, στο χώρο της οποίας σώζονται τα θεμέλια δύο αντικριστών στοών και
βάσεις βάθρων μπροστά από αυτές. Εκτός των τειχών της αρχαίας πόλης αναπτύσσονται τα εκτε-
ταμένα νεκροταφεία της, το νότιο προς την πλευρά της σύγχρονης Παλαίρου και το βόρειο προς τη
λίμνη Βουλκαριά. Δυστυχώς και τα δύο έχουν υποστεί σημαντικές φθορές, τόσο από τις γεωργικές
εργασίες, όσο και από την έντονη αρχαιοκαπηλική δραστηριότητα.
Οι σημαντικότερες παρεμβάσεις στα μνημεία της αρχαίας πόλης ήταν οι ακόλουθες:
Οχύρωση: ολοκληρώθηκαν οι εργασίες μερικής αποσυμφόρησης από το κατακείμενο δομικό
υλικό στη βορειοδυτική γωνία και στο δυτικό σκέλος της οχύρωσης, η αποσυμφόρηση του χώρου
της κύριας πύλης Α (εικ. 3) από το πεσμένο δομικό υλικό, με στόχο την αποκατάσταση της πρόσβα-
σης στο εσωτερικό της πόλης και η αποσυμφόρηση από τις πεσμένες λιθοπλίνθους της περιοχής
των πυλών Β (εικ. 4) και Γ στο βόρειο σκέλος της οχύρωσης. Επίσης, ολοκληρώθηκαν εργασίες
στερέωσης και ανάταξης των εσωτερικών παρειών του τείχους, εκατέρωθεν της τοξωτής πύλης Β,
περιλαμβανομένων και των κλιμάκων πρόσβασης προς τις επάλξεις, καθώς επίσης εργασίες ανάτα-
ξης πεσμένων λιθοπλίνθων στην περιοχή της πύλης Γ και στα παρακείμενα τμήματα του τείχους.
Αγορά: διενεργήθηκε ανασκαφική τομή με σκοπό την τμηματική αποκάλυψη της βόρειας στοάς
της αγοράς στο ύψος του στυλοβάτη του κτηρίου.
Δεξαμενές υδροδότησης: καθαρίστηκε το εσωτερικό της δίδυμης δεξαμενής στο βόρειο άκρο της
πόλης από τη βλάστηση και ανακατασκευή του στεγάστρου προστασίας, που υπάρχει στο σημείο
αυτό.
Αρχαίοι δρόμοι: αποκαλύφθηκε τμήμα του λαξευμένου στον βράχο καταστρώματος της οδού
που οδηγούσε προς την κύρια πύλη και διερευνήθηκε η συνέχεια της πορείας της εσωτερικά της
κεντρικής πύλης προς την «άνω πόλη».
Η λεπτομερής σχεδιαστική και φωτογραφική αποτύπωση όλων των ορατών μνημείων, εντός και
εκτός της αρχαίας πόλης, υλοποιήθηκε με την καθοριστική συνδρομή του DAI, υπό τη διεύθυνση
των Ε.-L. Schwandner και Fr. Lang.

6 Kolonas – Faist 1992, 561-572.


7 Θουκ. 2.30.1.
8 Camp 1977, 277-281.
9 Wacker 1999.
10 Πορτελάνος 1998, 1357-1382.

563
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

ΟΙΝΙΑΔΕΣ
Οι αρχαίοι Οινιάδες βρίσκονται στις εκβολές του Αχελώου ποταμού, κοντά στη σημερινή Κατοχή,
σε απόσταση 20 χλμ. περίπου από το Μεσολόγγι11. Οι Οινιάδες ήταν ίσως η σημαντικότερη πόλη
της Παραχελωΐτιδας, καθώς ήλεγχε τις εκβολές του ποταμού και την είσοδο του Πατραϊκού κόλ-
που. Η στρατηγική της θέση οδήγησε μεν την πόλη σε οικονομική και πολιτισμική ακμή, έφερε
όμως προ των τειχών της πολλούς επίζηλους κατακτητές, αρκετοί από τους οποίους κατάφεραν
τελικά να περάσουν τις πύλες της. Ήδη τον 5ο αι. π.Χ. ήταν μια πόλη με ισχυρή οχύρωση, ενώ κατά
τον Πελοποννησιακό πόλεμο χρησιμοποιήθηκε ως ναυτική βάση των Αθηναίων.
Το τείχος της12, που σε πολλά σημεία διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, είναι κτισμένο
κατά το πολυγωνικό σύστημα, ακολουθεί τη γεωμορφολογία του εδάφους και έχει μήκος 5,5 χλμ.
περίπου. Οι πολλαπλές στροφές του συνετέλεσαν στο να μην απαιτηθεί στο αρχικό πρόγραμμα
για την ενίσχυσή του η οικοδόμηση πύργων, οι οποίοι προστέθηκαν αργότερα. Χαρακτηριστικό
τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο λεγόμενος «κοκκινόπυργος», πλησίον της τοξωτής κεντρικής πύλης
(«Αυλόπορτα»), που διατηρείται σε ύψος 10,6 μ. (εικ. 5 ). Πρόκειται για μεταγενέστερη προσθήκη
και αντικατοπτρίζει την προσπάθεια ενίσχυσης του οχυρού, πριν ίσως από τις βελτιώσεις και επι-
σκευές του κατακτητή Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας, ο οποίος κατά την καταστροφική εισβολή του
το 220/219 π.Χ., κατέσκαψε το γειτονικό Παιάνιο και χρησιμοποίησε το δομικό υλικό για τη βελ-
τίωση της οχύρωσης των Οινιαδών.
Μνημείο μοναδικό στην περιοχή αποτελούν οι νεώσοικοι13 (εικ. 6), η πρώτη ανασκαφή των
o οποίων έγινε στις αρχές του 20ου αιώνα από τον Αμερικανό αρχαιολόγο Benjamin Powell. Νεότε-
ρες ανασκαφές, κατά τη δεκαετία του 1990, ήρθαν να ολοκληρώσουν την έρευνα του μνημείου,
αποσαφηνίζοντας τη μορφή και την ιστορική του εξέλιξη14. Οι νεώσοικοι βρίσκονται στα δυτικά
του αρχαίου λιμένα και περιβάλλονται στις τρεις πλευρές από τείχος. Πρόκειται για χώρο λαξευ-
μένο στον βράχο, διαστ. 41 x 47 μ., στεγασμένο με πτυχωτή στέγη, που στηριζόταν σε πέντε κιο-
νοστοιχίες. Δημιουργούνταν έτσι έξι ισόχωρα κλίτη, το λαξευμένο στον βράχο έδαφος των οποίων
ήταν επικλινές προς τον πλωτό στο σημείο αυτό Αχελώο. Εντός αυτών ανελκύονταν τα σκάφη.
Κατά τον 3ο αι. π.Χ. οι κιονοστοιχίες για άγνωστο λόγο κατέρρευσαν και το οικοδομικό υλικό τους
κατέκλυσε τις ράμπες. Η δυτικότερη από αυτές καθαρίστηκε και περιτοιχίστηκε με υλικό που προ-
ήλθε από το κτιστό στόμιο των υπολοίπων και ο χώρος χρησιμοποιήθηκε πάλι ως την έλευση των
Ρωμαίων.
Το αρχαίο θέατρο15 της πόλης (εικ. 7) υποδηλώνει αναμφισβήτητα ότι οι κάτοικοι της περιο-
l χής είχαν αναπτύξει σπουδαίο πολιτισμό. Η ανασκαφή του θεάτρου ξεκίνησε στις αρχές του 20ου
αιώνα, αλλά ολοκληρώθηκε μόλις στο τέλος της δεκαετίας του 1990. Το ανατολικό τμήμα του είναι
s λαξευμένο στον βράχο, ενώ το υπόλοιπο είναι κτισμένο με ασβεστόλιθο. Σήμερα διατηρούνται
είκοσι επτά σειρές εδωλίων, που καταλαμβάνουν έντεκα κερκίδες. Η αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητά
του συνίσταται στο γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκαν τρία διαφορετικά κέντρα για την κατασκευή
της ορχήστρας, του κοίλου και των κλιμάκων.
Από την αρχαία πόλη16 διατηρούνται ακόμα κατάλοιπα του οικιστικού της ιστού, τα θεμέλια
της αγοράς και των οικοδομημάτων γύρω από αυτήν17, ίχνη δρόμων και σειρά κτηρίων με ποικιλία
χρήσεων (τέτοια ήταν το λεγόμενο «κτήριο του λόφου»18 και ο «μικρός ναός»19). Εκτός των τειχών

11 Powell 1904α 137-173.


12 Πορτελάνος 1998, 1114-1192.
13 Sears 1904, 227-237.
14 Κολώνας 1989-90, 153-158. Κολώνας 2006γ, 483-492.
15 Powell 1904β, 174-201. Fiechter 1931. Γώγος – Κολώνας 1995/96, 305-312. Γώγος 2004. Κολώνας κ.ά. 2009, 40-43.
16 Σερμπέτη 1989-90, 161-165.
17 Σερμπέτη 2001.
18 Powell 1904δ, 207-215.
19 Powell 1904γ, 202-206.

564
ΠΑΛΑΙΡΟΣ - ΟΙΝΙΑΔΕΣ - ΠΛΕΥΡΩΝΑ

των Οινιαδών έχουν ερευνηθεί μερικοί τάφοι του πλούσιου (ανατολικού) νεκροταφείου20.
Οι σημαντικότερες παρεμβάσεις στα μνημεία της αρχαίας πόλης έχουν ως εξής:
Θέατρο: Στο αρχαίο θέατρο εργασίες έγιναν στους αναλημματικούς τοίχους και των δύο
παρόδων. Στη βόρεια πάροδο ανατάχθηκαν και στερεώθηκαν με αγκύρια οι λιθόπλινθοι των
ανώτερων δόμων του αναλημματικού της τοίχου, ενώ στον αναλημματικό τοίχο της νότιας παρόδου
ανατάχθηκαν οι ακανόνιστοι ογκόλιθοι. Επίσης, διερευνήθηκε και αποφράχθηκε ο αποχετευτικός
αγωγός περιμετρικά της ορχήστρας του θεάτρου.
Νεώσοικοι: ανασκάφηκε η επίχωση που έφραζε τις δύο πυλίδες (βόρεια και νότια) που οδηγού-
σαν στο εσωτερικό των νεωσοίκων.
Λουτρό: αποκαλύφθηκε σε όλη του την έκταση το συγκρότημα των λουτρών στο νότιο άκρο
του λιμανιού (γνωστό ήδη από τις ανασκαφές του B. Powell21).
Οχύρωση: στην οχύρωση του λιμανιού έγινε αποσυμφόρηση τμημάτων της από το κατακείμενο
δομικό υλικό και ανάταξη λιθοπλίνθων στις παρειές του τείχους εκατέρωθεν της τοξωτής πύλης,
καθώς και στις εσωτερικές παρειές της πύλης. Επίσης έγινε στερέωση του υπερθύρου της «νέας
πύλης», η οποία αποκαλύφθηκε κοντά στη βορειοδυτική γωνία της οχύρωσης του λιμανιού σε
απόσταση περίπου 100 μ. βόρεια των νεωσοίκων.

ΝΕΑ ΠΛΕΥΡΩΝΑ
Η αρχαία Πλευρώνα (εικ. 8-9) καταλαμβάνει βραχώδες ύψωμα γνωστό στους ντόπιους με την ονο-
μασία «Κάστρο της κυρα-Ρήνης», που βρίσκεται σε απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων βόρεια,
βορειοδυτικά της πόλης του Μεσολογγίου22. Η τοποθεσία, όπου βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας
πόλης (της τελευταίας φάσης των ελληνιστικών χρόνων), δεσπόζει στη γύρω πεδιάδα, τη λιμνοθά-
λασσα και τις αλυκές του Μεσολογγίου, γεγονός που υποδηλώνει τη σημασία της ως στρατηγικού
σημείου κατά την αρχαιότητα, για τον έλεγχο, τόσο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιο-
χής, όσο και του μοναδικού πεδινού παράκτιου δρόμου που συνέδεε τις περιοχές του Αμβρακικού
κόλπου και της Ηπείρου με τη νότια Ελλάδα, αλλά και του θαλάσσιου περάσματος μεταξύ Ιονίων
νήσων και Δυτικής Στερεάς. Συνεπώς, ελέγχει όχι μόνο τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, αλλά
ολόκληρο το δυτικό τμήμα του Πατραϊκού κόλπου και την είσοδο προς το Ιόνιο πέλαγος, καθώς
και τα περάσματα από την Ήπειρο προς τη νότια Ελλάδα, διαμέσου της ενδοχώρας της Ακαρνα-
νίας και της Αιτωλίας.
Η πόλη κτίστηκε στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. μετά την καταστροφή της παλαιάς Πλευρώνας (θέση
Ασφακοβούνι ή Γυφτόκαστρο) από του «Δημητρίου του επικληθέντος Αιτωλικού»23. Η καινούργια
πόλη κτίστηκε σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα και ακολουθήθηκε ένα ενιαίο σχέδιο και μια πολεο-
δομική διάταξη ανάλογη με εκείνη πολλών άλλων γνωστών ελληνιστικών πόλεων. Ο λόφος, πάνω
στον οποίο κτίστηκε η νέα πόλη, είναι χαμηλός και βραχώδης (υψόμετρο 195-280 μ.) με απότομη
έξαρση προς τα βόρεια, όπου βρίσκεται η οχυρωμένη ακρόπολη (υψόμετρο 365 μ.).
Το ισχυρό τείχος της πόλης24, κτισμένο κατά το ψευδοϊσόδομο τραπεζιόσχημο σύστημα τοι-
χοδομίας, συνολικού μήκους 2.360 μ. με 36 πύργους, 7 πύλες και μία πυλίδα στον πύργο του θεά-
τρου, προστάτευε τους κατοίκους της από επίδοξους κατακτητές. Εντός της οχύρωσης είναι ορατά
δημόσια κτήρια, όπως το θέατρο25 (εικ. 10), του οποίου το κοίλο έχει εν μέρει λαξευτεί στον φυσικό
βράχο και αποτελείται από 16 σειρές εδωλίων, η αγορά, στον χώρο της οποίας διατηρούνται τα
θεμέλια στοάς διαστ. 63 Χ 12 μ. και πληθώρα βάθρων για τη στήριξη αγαλμάτων, ορισμένα εκ των
οποίων έχουν τη μορφή της ημικυκλικής εξέδρας. Επίσης, εντυπωσιακή είναι η μεγάλη, λαξευμένη

20 Σερμπέτη 2006, 541-546.


21 Sears 1904, 216-226.
22 Leake 1835, 115-118. Heuzey 1860, 409. Woodhouse 1897, 115-124. Kirsten 1952, 239-268.
23 Στράβων, Χ. 451.
24 Πορτελάνος 1998, 192-217.
25 Fiechter 1931, 19-24, πίν. 7-10. Κολώνας κ.ά. 2009, 29-33.

565
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

στον φυσικό βράχο, δεξαμενή, διαστ. 33 x 22 μ., με κτιστά εσωτερικά χωρίσματα, κτιστά άνδηρα-
εξέδρες άλλων δημοσίων κτηρίων, κατάλοιπα του οικιστικού ιστού της πόλης με πλακόστρωτες
οδούς. Από την οχύρωση χαρακτηριστική είναι η εντυπωσιακή κεντρική πύλη Α με το υπερμέγεθες
μονολιθικό υπέρθυρο (εικ. 11), η τοξωτή πύλη Β, καθώς και οι ορθογώνιοι πύργοι με τις κλίμακες
ανόδου σε αυτούς, οι οποίες σώζονται σε σημαντικό ύψος.
Οι σημαντικότερες παρεμβάσεις στα μνημεία της αρχαίας πόλης είναι οι ακόλουθες:
Οχύρωση: Έγινε αποσυμφόρηση του χώρου της κύριας πύλης Α από το πεσμένο δομικό υλικό,
με σκοπό τη διάνοιξη της πρόσβασης προς το εσωτερικό της αρχαίας πόλης. Παράλληλα, έγιναν
εκτεταμένες εργασίες απομάκρυνσης των πεσμένων λιθοπλίνθων εξωτερικά του τείχους και ανά-
ταξης στην αρχική τους θέση εκείνων που κρίθηκε αναγκαίο, εκατέρωθεν της πύλης Α, προς τον
πύργο 3 στα βόρεια και προς τον πύργο 34 στα ανατολικά, συνολικού μήκος 320 μ. Στο πλαίσιο των
ίδιων εργασιών έγιναν στερεώσεις-ανατάξεις λιθοπλίνθων σε πέντε πύργους της οχύρωσης (πύργοι
1, 2, 3, 34, 35 και 36).
Θέατρο: Έγιναν οι ακόλουθες εργασίες: στερέωση - ανάταξη των εδωλίων του κοίλου και των
μετακινημένων λίθων εκατέρωθεν της κλίμακας που διατρέχει το άνω κοίλο του θεάτρου από την
11η έως την 15η σειρά των εδωλίων (επιθέατρο), αποκάλυψη των τοίχων που οριοθετούν προς Ν.
και προς Α. το κοίλο. Επίσης, έγινε ανάταξη και στερέωση των αναλημματικών τοίχων των δύο
παρόδων του θεάτρου και αποσυμφόρηση της νότιας παρόδου από το πεσμένο δομικό υλικό.
Αγορά: Οι εργασίες περιελάμβαναν μερική αποκατάσταση με βάση το σωζόμενο υλικό ενός
o αψιδωτού βάθρου μπροστά από τη Στοά, ανάταξη των πεσμένων λίθων της τετράγωνης προεξοχής
και τμημάτων του βορειοανατολικού τοίχου της Στοάς. Επίσης, έγινε απομάκρυνση των νεότερων
επιχώσεων, που κάλυπταν το εσωτερικό του κτηρίου.
Πολεοδομικός ιστός: Συνολικά έχουν πραγματοποιηθεί μικροστερεώσεις και ανατάξεις λιθοδο-
μών σε 17 εξέδρες-αναλήμματα του οικιστικού ιστού της πόλης και έχουν γίνει εργασίες ανάταξης
και στερέωσης τριών κλιμάκων αρχαίων δρόμων και των παρόδιων τοίχων που σώζονται εκατέ-
ρωθεν αυτών. Διερευνήθηκε η πορεία δύο οδών, που οδηγούν από την περιοχή της πύλης Α και
του θεάτρου προς τα ανώτερα τμήματα πόλης και την περιοχή της αγοράς, ενώ παράλληλα πραγ-
ματοποιήθηκε μικρής έκτασης ανασκαφική διερεύνηση των οικοδομικών λειψάνων των παρόδιων
κτισμάτων, εκατέρωθεν της μεγάλης αρχαίας οδού που διασχίζει διαγώνια τη δυτική πλαγιά της
πόλης και οδηγεί στη μεγάλη δεξαμενή και στην αγορά. Στο πλαίσιο της έρευνας αποκαλύφθη-
καν τα θεμέλια οικοδομικών τετραγώνων του οικιστικού καννάβου, ο οποίος ήταν οργανωμένος
l σύμφωνα με το Ιπποδάμειο σύστημα με οριζόντιους και κάθετους δρόμους, που διασταυρώνονται
μεταξύ τους.
s Νεκροταφεία: Πραγματοποιήθηκαν εργασίες ανάταξης των πεσμένων λιθοπλίνθων μνημειώ-
δους ταφικού περιβόλου από το νότιο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης, το οποίο εκτείνεται εξωτε-
ρικά της κεντρικής πύλης Α (εικ. 12). Οι εργασίες αφορούσαν στην ανάταξη ολόκληρης της νότιας
όψης και τη μερική ανάταξη της ανατολικής και δυτικής όψης του περιβόλου και τοποθέτηση των
λίθων της στέψης του. Επίσης, έγιναν εργασίες καθαρισμού 22 συλημένων τάφων και ανασκαφή
ενός παιδικού κιβωτιόσχημου στο νότιο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης, με αφορμή αρχαιοκαπη-
λική δραστηριότητα που σημειώθηκε εκεί.
Λουτρό: Μετά από εργασίες απομάκρυνσης του επιφανειακού λατυπικού υλικού στη δυτική
πλαγιά της αρχαίας πόλης με σκοπό την αποσαφήνιση των θεμελίων ιδιωτικών και δημόσιων οικο-
δομημάτων, αποκαλύφθηκαν τα λείψανα μικρού λουτρού των ύστερων ελληνιστικών χρόνων και
ορθογώνια δεξαμενή νερού στα νότιά του.
Δεξαμενή: Διενεργήθηκαν πέντε δοκιμαστικές τομές στο εσωτερικό της μεγάλης δεξαμενής
υδροδότησης της αρχαίας πόλης.
Οι παραπάνω εργασίες, που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, υλοποιήθηκαν το διάστημα 2002-
2009 με πιστώσεις του Γ΄ Κ.Π.Σ., που διαχειρίστηκε το Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την
Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων, υπό τη διεύθυνση του υπογράφοντος. Από το 2011 και έως την
ημερομηνία διεξαγωγής του συνεδρίου (2013) βρίσκονται σε εξέλιξη περαιτέρω εργασίες ανάδει-

566
ΠΑΛΑΙΡΟΣ - ΟΙΝΙΑΔΕΣ - ΠΛΕΥΡΩΝΑ

ξης του αρχαιολογικού χώρου της Νέας Πλευρώνας, οι οποίες θα παρουσιαστούν αναλυτικά σε
ειδική έκδοση που θα ακολουθήσει μετά την ολοκλήρωσή τους.

ABSTRACT

PALAIROS, OINIADAI, PLEVRON.


THREE IMPORTANT VISITED SITES IN AITOLOAKARNANIA
AFTER THE PROTECTION, INVESTIGATION
AND ENHANCEMENT WORKS

Lazaros Kolonas

Aitoloakarnania, one of the most important regions of Greece, remained for many years on the margin
of historical and archaeological research. Although impressive fortifications are preserved at more
than 120 sites, where many of their defensive and residential features are still visible, only in a few
archaeological sites systematic excavations have been carried out in order to promote and develop
them into organised archaeological sites that could be visited by the public.
The location and historical importance of the three ancient cities, Plevron, Oiniadai and Palairos,
were the main reasons for extensive works for enhancement of these important archaeological sites.
Initially the Finance Management Fund for Archaeological Projects and after that the Directorate of
Prehistoric and Classical Antiquities of the Hellenic Ministry of Culture and Sports, was responsible
for the execution of the protection, research and promotion works, under the supervision of a special
Scientific Committee. The projects were funded from the 3rd Community Support Frame and from
2011 with NSRF credits.
In brief, the following works, which were carried out were: cleaning works of wild vegetation,
construction of parking spaces and reception and service buildings for the convenience of the visitors,
installation of strong fences, installation of electricity and water supply networks, conservation
and reconstruction of visiting parts of the fortification walls, as also the building remains of the
visible monuments of the ancient cities, such as the agora, the theatres, and other unidentified
complexes, reconstruction of selected towers and gates, cleaning of looted tombs and reconstruction
of monumental funerary peribolos in Plevron, pathways arranged for the circulation of the visitors
and panel with information was set at certain monuments. Also, excavation of a limited area was
completed. The finds from the above works underwent conservation and all works and finds were
carefully documented.

567
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Γώγος 2004 Σ. Γώγος, Το αρχαίο θέατρο των Οινιαδών, Αθήνα.
Γώγος – Κολώνας 1995/96 Σ. Γώγος – Λ. Κολώνας, Περί του θεάτρου των Οινιαδών, Αρχαιογνωσία 9,
305-312.
Κολώνας 1989/90 Λ. Κολώνας, Ανασκαφή των Οινιαδών. Τα νεώρια, Αρχαιογνωσία 6, 153-158.
Κολώνας 2002 Λ. Κολώνας, Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε., Ε.Ε. Έργου «Προστασία, έρευνα και ανάδειξη
τριών αρχαίων πόλεων του νομού Αιτωλοακαρνανίας: Πλευρώνα, Οινιάδες,
Πάλαιρος», Πλευρώνα, ΑΔ 57, 95-96.
Κολώνας 2003 Λ. Κολώνας, Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε., Ε.Ε. Έργου «Προστασία, έρευνα και ανάδειξη
τριών αρχαίων πόλεων του νομού Αιτωλοακαρνανίας: Πλευρώνα, Οινιάδες,
Πάλαιρος», Πλευρώνα, ΑΔ 58, 103.
Κολώνας 2004 Λ. Κολώνας, Ανάδειξη μνημείων Αιτωλοακαρνανίας, ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τεύχ. 3,
1-3.
Κολώνας 2006α Λ. Κολώνας, Αρχαιολογικές ειδήσεις από την Αιτωλοακαρνανία, ΤΑ
ΑΙΤΩΛΙΚΑ, τεύχ. 6ο, 144-145.
Κολώνας 2006β Λ. Κολώνας, Το έργο της Ε.Ε. «Προστασίας, Έρευνας και Ανάδειξης τριών
αρχαίων πόλεων του Νομού Αιτωλοακαρνανίας: Πάλαιρος, Οινιάδες,
Πλευρώνα», στο Β. Λαμπρινουδάκης (επιμ.), Το Έργο των Επιστημονικών
Επιτροπών Αναστήλωσης, Συντήρησης και Ανάδειξης Μνημείων, Υπουργείο
Πολιτισμού, Αθήνα, 339-343.
Κολώνας 2006γ Λ. Κολώνας, Οινιάδες. Θέατρο και νεώσοικοι. Οι πρόσφατες ανασκαφές, στο
Α΄ Σύνοδος, 483-492.
Κολώνας 2008α Λ. Κολώνας, Το έργο της Ε.Ε. «Προστασίας, Έρευνας και Ανάδειξης τριών
o αρχαίων πόλεων του Νομού Αιτωλοακαρνανίας: Πάλαιρος, Οινιάδες,
Πλευρώνα», στο Συντήρηση, Αναστήλωση. Ανάδειξη. Το έργο των επιστημονικών
επιτροπών, Αθήνα, 96-101.
Κολώνας 2008β Λ. Κολώνας, Νέα Πλευρώνα, Αθήνα.
Κολώνας 2008γ Λ. Κολώνας, Αρχαίοι Οινιάδες, Αθήνα.
Κολώνας 2008δ Λ. Κολώνας, Αρχαία Πάλαιρος, Αθήνα.
Κολώνας κ.ά. 2009 Λ. Κολώνας – Μ. Σταυροπούλου-Γάτση – Γ. Σταμάτης, Τα αρχαία θέατρα της
Αιτωλοακαρνανίας, Αθήνα.
Πορτελάνος 1998 Αν. Πορτελάνος, Οι αρχαίες αιτωλικές οχυρώσεις, αδημ. διδ. διατρ., Αθήνα.
Σερμπέτη 1989-90 Ελ. Σερμπέτη, Ανασκαφή Οινιαδών. Η πόλη Α΄, Αρχαιογνωσία 6, 161-165.
Σερμπέτη 2001 Ελ. Σερμπέτη, Οινιάδες. Δημόσια οικοδομήματα από την αρχαία Αγορά, Αθήνα.
Σερμπέτη 2006 Ελ. Σερμπέτη, Η ανασκαφή του Πανεπιστημίου Αθηνών στους Οινιάδες, στο
Α΄ Σύνοδος, 541-546.

l
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
s Adam 1982 J. P. Adam, L’architecture militaire Grecque, Paris.
Camp 1977 J. Camp, Inscriptions of Palairos, Hesperia 46, 277-281.
Fiechter 1931 E. Fiechter, Die Theater von Oiniadai und Neu Pleuron. Antike griechische
Theaterbauten II, Stuttgart.
Heuzey 1860 L. Heuzey, Le mont Olympe et l’Acarnanie, Paris.
Kirsten 1952 E. Kirsten, Pleuron, RE 21.1, 239-268.
Kolonas – Faist 1992 L. Kolonas – G. W. Faist, Eine neuntdeckte Akropole in Akarnanien, Vorläufiger
Bericht, AA 1992, 561-572.
Kolonas 2009 α L. Kolonas, Nea Pleuron, Athens.
Kolonas 2009 β L. Kolonas, Ancient Oiniadai, Athens.
Kolonas 2009 γ L. Kolonas, Ancient Palairos, Athens.
Leake 1835 W. M. Leake, Travels in Northern Greece, I, London (επανατύπωση Amster-
dam, 1967).
Noack 1916 α Fr. Noack, Untersuchungen in Aetolien und Akarnanien, AA XXXI, 137-73.
Noack 1916 β Fr. Noack, Befestigte griechische Städte in Aetolien und Akarnanien, AA
XXXI, 215-244.
Oberhummer 1887 E. Oberhummer, Akarnanien, Ambrakia, Amphilochien, Leukas im Altertum,
München.
Powell 1904 α B. Powell, Oeniadae I. History and Topography, AJA 8, 137-173.
Powell 1904 β B. Powell, Oeniadae II. The Theatre, AJA 8, 174-201.
Powel 1904 γ B. Powell, Oeniadae III. The small Temple, AJA 8, 202-206.
Powel 1904 δ B. Powell, Oeniadae IV. The Building on the Hill, AJA 8, 207-215.

568
ΠΑΛΑΙΡΟΣ - ΟΙΝΙΑΔΕΣ - ΠΛΕΥΡΩΝΑ

Sears 1904 J. M. Sears, Oeniadae V-VI. The Ship-Sheds, AJA 8, 227-237.


Wacker 1996 C. Wacker, Die antike Stadt Palairos auf der Plagia-Halbinsel in Nordwest-
Akarnanien, στο P. Berktold – J. Schmid – C. Wacker (επιμ.), Akarnanien. Eine
Landschaft im antiken Griechenland, Würzburg, 91-98.
Wacker 1999 C. Wacker, Palairos. Eine historische Landeskunde der Halbinsel Plagia in
Akarnanien, München.
Woodhouse 1897 W. J. Woodhouse, Aetolia. Its Topography and Antiquities, Oxford
(επανατύπωση New York, 1973).

569
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

Εικόνα 1. Χάρτης του νομού Αιτωλοακαρνανίας, στον οποίο σημειώνεται η θέση των τριών αρχαίων πόλεων, Πλευρώ-
νας, Οινιαδών και Παλαίρου.

Εικόνα 2. Πάλαιρος. Αεροφωτογραφία της αρχαίας πόλης μετά τις εργασίες ανάδειξης.

570
ΠΑΛΑΙΡΟΣ - ΟΙΝΙΑΔΕΣ - ΠΛΕΥΡΩΝΑ

Εικόνα 3. Πάλαιρος. Η πύλη Α μετά τις εργασίες ανάδειξης.

Εικόνα 4. Πάλαιρος. Η πύλη Β μετά τις εργασίες ανάδειξης.

571
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

Εικόνα 5. Οινιάδες. Άποψη της οχύρωσης του λιμανιού με τον «Κοκκινόπυργο» στα αριστερά και την τοξωτή πύλη
(«Αυλόπορτα») στα δεξιά.

Εικόνα 6. Οινιάδες. Αεροφωτογραφία των νεωσοίκων.

572
ΠΑΛΑΙΡΟΣ - ΟΙΝΙΑΔΕΣ - ΠΛΕΥΡΩΝΑ

Εικόνα 7. Οινιάδες. Το θέατρο.

Εικόνα 8. Πλευρώνα. Αεροφωτογραφία της αρχαίας πόλης πριν τις εργασίες ανάδειξης.

573
Λ. ΚΟΛΩΝΑΣ

Εικόνα 9. Πλευρώνα. Αεροφωτογραφία της αρχαίας πόλης μετά τις εργασίες ανάδειξης.

Εικόνα 10. Πλευρώνα. Το θέατρο μετά τις εργασίες ανάδειξης.

574
ΠΑΛΑΙΡΟΣ - ΟΙΝΙΑΔΕΣ - ΠΛΕΥΡΩΝΑ

Εικόνα 11. Πλευρώνα. Η πύλη Α μετά τις εργασίες ανάδειξης.

Εικόνα 12. Πλευρώνα. Μνημειώδης ταφικός περίβολος πλησίον της κεντρικής πύλης Α (μετά τις εργασίες ανάταξης -
στερέωσης του πεσμένου δομικού υλικού των τοίχων του).

575
576
ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΥ ΧΩΡΟΥ –
Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

Βάσια Παπούλια

Το θέμα της παρούσας ανακοίνωσης είναι η διαχείριση ενός από τους σημαντικότερους αρχαιολο-
γικούς χώρους της Ελλάδος, αυτού της αρχαίας Στράτου στην Αιτωλοακαρνανία. Σκοπός της μελέ-
της είναι η κατανόηση του μνημειακού χώρου της αρχαίας πόλης της Στράτου και η διατύπωση ενός
βιώσιμου σχεδίου διαχείρισης.

Α´ μέρος
Η Πόλη της Αρχαίας Στράτου
Η πόλη των Στρατίων αναφέρεται ήδη από το Θουκυδίδη ως περιβεβλημένη με τείχη και ως η μεγί-
στη πόλη των Ακαρνάνων (Β, 80-81). Η περιοχή της εκαλείτο «Στρατική ή Στρατίων γη» και ήταν
ονομαστή για τα δημητριακά της και τα φημισμένα της άλογα1. Ήταν κτισμένη στα σύνορα με την
Αιτωλία, σε υπερυψωμένη θέση πολύ κοντά στη δυτική όχθη του Αχελώου. Οι πρόσφατες έρευνες
επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η σημαντική αυτή πόλη υπάρχει ήδη από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ.2.
Λόγω της προνομιούχου θέσεώς της, η αρχαία Στράτος γρήγορα κατέστη η κυριότερη πόλη της
Ακαρνανίας και η πρώτη έδρα του «Κοινού των Ακαρνάνων», από της συστάσεως του Κοινού στα
τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. έως τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ.3.
Η ακμή της ανάγεται κυρίως στον 4ο αιώνα π.Χ., καθώς υποστηρίχθηκε ιδιαίτερα από το Μακε-
δόνα βασιλιά Κάσσανδρο, ο οποίος αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός «αντίβαρου» στους κατοί-
κους της αντίπερα όχθης του Αχελώου, τους πολεμοχαρείς Αιτωλούς. Δημιουργείται συνοικισμός
των όμορων οικισμών και περί το 314 π.Χ. η πόλη επεκτείνεται σημαντικά4.
Το 272 π.Χ. η πρωτεύουσα του Ακαρνανικού Κοινού μεταφέρεται στη Λευκάδα και περί τα μέσα
του 3ου αιώνα π.Χ. οι Αιτωλοί κατακτούν τη Στράτο. Την ίδια εποχή κεντρικό ιερό του Κοινού γίνε-
ται το ιερό του Απόλλωνος στο Άκτιο. Λόγω της στρατηγικής της θέσης, η Στράτος εξακολουθεί
να ανθεί και να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, ως μέλος της Αιτωλικής Συμπολιτείας, πράγμα που
συμβαίνει και αργότερα, στους ρωμαϊκούς χρόνους5.
Σύμφωνα με τις πηγές, το 30 π.Χ. οι κάτοικοι εγκαταλείπουν έκοντες άκοντες τη Στράτο για να
εγκατασταθούν στη νεοϊδρυθείσα Νικόπολη. Η πόλη και η ευρύτερη περιοχή αποκτούν και πάλι
σημασία στα υστερορωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. αποτελεί επισκοπική έδρα με
το όνομα Αχελώος. Το 19ο αιώνα -επάνω στα αρχαία ερείπια- κτίζονται τα σπίτια του χωριού Σουρο-
βίγλι, που κατοικείται από Βλάχους της Ηπείρου. Τη δεκαετία του 1960 ο οικισμός απαλλοτριώθηκε
και μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση, με το όνομα Στράτος6.
Καταλαμβάνοντας μία μεγάλη έκταση 750 στρεμμάτων, η αρχαία πόλη της Στράτου συγκατα-
λέγεται στις μεγαλύτερες αρχαίες πόλεις της δυτικής Ελλάδας7. Διαθέτει επιμήκη τείχη, ακρόπολη,
αγορά, θέατρο, τον περίφημο ναό του Στρατίου Διός και το νεότερο αρχιτεκτονικό-πολεοδομικό
σύνολο του Σουροβιγλίου.

1 Νεραντζής 1994, 202.


2 Σταυροπούλου-Γάτση – Schwandner 2008, 426.
3 Νεραντζής 1997, 56-57.
4 Σταυροπούλου-Γάτση – Schwandner 2008, 426.
5 Σταυροπούλου-Γάτση 2008, 112-113.
6 Σταυροπούλου-Γάτση – Schwandner 2008, 428.
7 Funke 2001, 192.

577
B. ΠΑΠΟΥΛΙΑ

Μνημειακές Αξίες
Η πόλη της Στράτου είναι από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους στην Αιτωλοακαρνα-
νία. Στο παρόν κεφάλαιο θα γίνει μία προσπάθεια ένταξής της στο σύστημα των μνημειακών αξιών.
Επιστημονική Αξία
Η παρούσα αξία είναι πρωταρχικής σημασίας για την αρχαιολογική επιστήμη. Τα πρώτα ίχνη
εγκατάστασης στην περιοχή ανάγονται στη νεολιθική περίοδο και φθάνουν έως τους νεώτερους χρό-
νους. Παράλληλα, η επιστημονική αξία του χώρου δεν έγκειται μόνο στην παλαιότητα και τη δια-
χρονικότητα της εγκατάστασης, αλλά και στις πληροφορίες που δίνει ο χώρος για την αρχιτεκτονική,
την οργάνωση ζωής και την κοινωνία της περιφέρειας του ελληνικού κόσμου κατά την αρχαιότητα.
Ιστορική Αξία
Η μακραίωνη χρήση της περιοχής, καθώς και η κοπή νομίσματος μας παρέχουν σημαντικά στοι-
χεία για την ιστορία της πόλης, του Ακαρνανικού Κοινού και εν γένει της βορειοδυτικής Ελλάδος.
Περιβαλλοντική-Αισθητική Αξία
Η Στράτος είναι ένας αρχαιολογικός χώρος που συνδυάζει τον πλούτο της ιστορικής πληροφό-
ρησης με το φυσικό κάλλος, χάρη στην γειτνίασή της με την πανέμορφη ακαρνανική πεδιάδα και με
τον πλουσιότερο σε ύδατα ποταμό της Ελλάδος, τον Αχελώο.
Διδακτική Αξία
Η τοπογραφία της Στράτου, την καθιστά πηγή πληροφόρησης/εκπαίδευσης των επισκεπτών σχε-
τικά με τις οχυρωματικές πρακτικές, την πολεοδομική διάταξη, τις λατρευτικές τελετές και γενικά
o την καθημερινή ζωή μίας εξέχουσας αρχαίας πόλης.
Κοινωνική Αξία
Ο επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος της Στράτου έχει πρωταρχική σημασία για την τοπική κοι-
νωνία. Παράλληλα, αποτελεί σημείο αναφοράς για όλο τον κόσμο που επιθυμεί να ανακαλύψει τις
ομορφιές ενός μέχρι τώρα άγνωστου νομού. Τα μνημεία μελετώνται από τους αρχαιολόγους, μα
συνεχίζουν να γράφουν την ιστορία τους όταν καθίστανται κτήμα όλων, ένα πολιτισμικό-κοινωνικό
αγαθό.

Β´ μέρος
Στόχοι
Στην παρούσα εργασία εργαστήκαμε για ένα βασικό στόχο, που αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι
επισκέπτες θα προσλαμβάνουν την είσοδό τους σε μία αρχαία πόλη. Θα πρέπει λοιπόν να καταλά-
l βουν την ιστορία, τα όρια, τα κτίσματα και τον τρόπο λειτουργίας αυτής της αρχαίας κοινωνίας.
Ειδικότερα, αποσκοπούμε στα εξής: (α) τη βελτίωση της υποδομής, την αναβάθμιση των παρεχό-
s μενων υπηρεσιών στους επισκέπτες, με ενέργειες τόσο στο αισθητικό επίπεδο (εξωραϊσμός - ευπρεπι-
σμός), όσο και στο λειτουργικό (υπηρεσίες υποδοχής, πληροφόρησης, εξυπηρέτησης των επισκεπτών)/
(β) τη λειτουργική και αντιληπτική ένταξη του αρχαιολογικού χώρου, είτε στον άμεσα γειτνιάζοντα με
αυτόν φυσικό χώρο, είτε στη σχέση και αλληλεπίδρασή του με το δομημένο περιβάλλον/ (γ) την παρου-
σίαση των επιμέρους στοιχείων του αρχαίου χώρου, ώστε να γίνουν κατανοητά ως φορείς ιστορικών,
τεχνικών και καλλιτεχνικών αξιών/ (δ) την προώθηση της δυναμικής ανάπλασης του χώρου με προ-
γράμματα κοινωνικής συμμετοχής σε επίπεδο τοπικών και περιφερειακών προγραμμάτων πολιτιστι-
κής δραστηριότητας/ (ε) την αντιστροφή της αντίληψης που θέλει τον αρχαιολογικό χώρο να συνδέεται
με λειτουργία «μουσειακού τύπου», αποκομμένη από τη σύγχρονη ζωή και την κοινωνική συμμετοχή8.

Αρχές
Στην παρούσα παράγραφο αναφέρονται όλες οι αρχές, βάσει των οποίων επελέγησαν οι προτεινό-
μενες επεμβάσεις προστασίας και ανάδειξης της αρχαίας Στράτου και οι οποίες είναι: (i) Προστασία
του φυσικού περιβάλλοντος, (ii) Τα μνημεία κατανοητά ως φορείς αξιών, (iii) Αποκατάσταση της
αρχαίας τοπογραφίας, (iv) Διεπιστημονική προσέγγιση, (v) Το μνημείο ως πηγή ιστορικών πληρο-

8 Γεωργοπούλου-Ντ’ Αμίκο 2002, 59.

578
ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΥ ΧΩΡΟΥ – Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΟΥ

φοριών, (vi) Αποκατάσταση μνημείων με προηγούμενη μελέτη της αρχικής τους μορφής, (vii) Ανα-
στρεψιμότητα, (viii) Χρήση των κατάλληλων υλικών, (ix) Ανάδειξη όλων των ιστορικών φάσεων,
(x) Παλαιές και νέες χρήσεις του αρχαιολογικού χώρου, (xi) Υποδομές εξυπηρέτησης κοινού, (xii)
Δημιουργία σημείων ενδιαφέροντος, (xiii) Εξέταση ποικίλων παραμέτρων του ευρύτερου περιβάλ-
λοντος, (xiv) Αναβάθμιση της περιοχής και (xv) Σεβασμός του εντόπιου πληθυσμού.

Κηρύξεις – Ζώνες Προστασίας


Σε ισχύ βρίσκεται μόνο η κήρυξη του αρχαιολογικού χώρου. Στις περιοχές άμεσου ενδιαφέροντος
-δηλαδή εντός των ορίων του κηρυχθέντος αρχαιολογικού χώρου- προτείνουμε τη θέσπιση Ζώνης
Προστασίας Α για τη ρητή απαγόρευση της δόμησης. Αντίστοιχα στις περιμετρικές ζώνες προτεί-
νουμε τη θέσπιση Ζώνης Προστασίας Β για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος9 και την
αποφυγή οπτικών οχλήσεων10.

Πρόταση Διαχείρισης – Ανάδειξης


Σύγχρονη Στράτος
Σήμερα το χωριό της Στράτου είναι ένα σημείο στάσης, ένα πέρασμα προς τα μνημεία. Η οικονο-
μική δυσπραγία και ο ολοένα μειούμενος πληθυσμός δημιουργούν μία εικόνα εγκατάλειψης, συνη-
θισμένη στην ελληνική περιφέρεια. Μεγάλα έργα και ποικίλων ειδών δράσεις θα συμβάλλουν στην
ανάπτυξη της περιοχής. Οι προτάσεις μας λοιπόν αφορούν την άμεση έναρξη των αρχαιολογικών
έργων, τη χρήση της κεντρικής πλατείας για εκδηλώσεις που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το μνη-
μειακό χώρο11 και τη δημιουργία τουριστικής υποδομής για τη μετατροπή της Στράτου σε προορισμό
εναλλακτικού τουρισμού.

Αρχαιολογικός Χώρος Στράτου


Για τον αμιγώς αρχαιολογικό χώρο της Στράτου, οι προτάσεις μας επικεντρώνονται στη συνεχή
προστασία και φύλαξη του χώρου, την εφαρμογή προγράμματος παρακολούθησης της κατάστασης
διατήρησης και συντήρησης των μνημείων, την πρόσληψη εποχικού, μα εξειδικευμένου εργατοτε-
χνικού προσωπικού και τον περιορισμό στη χρήση της λειτουργούσας εκκλησίας του Σουροβιγλίου.
Οι σχεδιαζόμενες εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης του κοινού περιλαμβάνουν την τοποθέτηση δύο
ειδών πινακίδων (κατεύθυνσης και ενημερωτικές)12, τη δημιουργία τεσσάρων στάσεων ανάπαυσης-
θέασης, τη διεύρυνση του ωραρίου λειτουργίας, τη μίσθωση δημοτικού λεωφορείου για μεταφορά
των επισκεπτών, τη διαμόρφωση άνετου χώρου στάθμευσης και την κατασκευή νέου χώρου υποδο-
χής κοινού με εκδοτήριο εισιτηρίων, πωλητήριο, αναψυκτήριο και σύγχρονες εγκαταστάσεις υγιει-
νής.

9 Με δεδομένο το μη ανανεώσιμο χαρακτήρα των μνημείων, όλοι οι αρχαιολογικοί και ιστορικοί τόποι θα πρέπει να θεω-
ρούνται όχι μόνο περιοχές πολιτιστικού ενδιαφέροντος, αλλά και περιοχές υψηλής περιβαλλοντικής σημασίας. Υπό αυτό
το πρίσμα, η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς συνιστά ταυτόχρονα και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος,
βλ. Mendoni 2004, 187-221.
10 Ν. 3028/2002, Άρθρα 13 & 17.
11 Οι πλατείες αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο ενός χωριού και διαδραματίζουν σημαντικό, σύνθετο και πολλαπλό ρόλο
μέσα σε αυτό. Αποτελούν χώρους όπου εκτυλίσσονται διάφορα κοινωνικά γεγονότα, βοηθούν στον προσανατολισμό
μέσα στον οικισμό, ενώ οι άνθρωποι που κινούνται μέσα σε αυτόν έχουν την ευκαιρία να έρχονται σε επαφή με τα στοι-
χεία του. Ως χώροι κίνησης–στάσης των κατοίκων έχουν συνδετικό ρόλο μέσα στο πλέγμα των δραστηριοτήτων, των
κτηρίων, των σημείων και των ροών του δομημένου περιβάλλοντος. Είναι χώροι κίνησης και στάσης, χώροι συνάντη-
σης, διαμαρτυρίας, γιορτής ή επανάστασης, βλ. Τζώρτζη 2010, 85-94.
12 Η σκοπιμότητα των ενημερωτικών πινακίδων είναι η βοήθεια για την αντίληψη του χώρου ως ένα ενιαίο αρχαιολογικό
σύνολο και του κάθε μνημείου ως κάτοψη, λειτουργικότητα και τρίτη διάσταση. Όλες οι ενημερωτικές πινακίδες θα
αφιερώνουν ένα τμήμα τους στην ιστορία του χώρου και του εκάστοτε μνημείου. Με αυτόν τον τρόπο το αρχαιολογικό
υλικό γίνεται ιστορικός λόγος –εντάσσεται δηλαδή μέσα στην ιστορία- και κατόπιν καθίσταται ένα κοινωνικό αγαθό.

579
B. ΠΑΠΟΥΛΙΑ

Σε όλα τα ανωτέρω συμπεριλαμβάνονται η μέριμνα για το νυκτερινό φωτισμό13 και τις μαζικές
επισκέψεις, η διενέργεια εκπαιδευτικών προγραμμάτων, οι επιστημονικές πρωτοβουλίες με σημείο
αναφοράς την αρχαία Στράτο, η προσπάθεια εξεύρεσης χορηγών ανάμεσα σε μεγάλες εταιρείες και
μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στην περιοχή και τέλος, η εφαρμογή ενός
στοχευμένου σχεδίου προβολής της αρχαίας Στράτου με μία σειρά πολιτιστικών και κοινωνικών
δράσεων.

Αρχαία & Νεώτερα Μνημεία


Στο παρόν κεφάλαιο θα αναλύσουμε τις επεμβάσεις που προτείνουμε για τα αρχαία και τα νεότερα
μνημεία στο χώρο της αρχαίας Στράτου. Οι επεμβάσεις χωρίζονται ανά ομάδες, καθώς η επίτευξη
του στρατηγικού μας στόχου αναλύεται στους εξής άξονες:
(i) Απαλλοτριώσεις (Τμήμα Αρχαίων Τειχών – Κεντρική Αρχαία Πύλη, Ακρόπολη, Ναός Στρατίου
Διός)
Για την υλοποίηση του έργου της ανάδειξης της αρχαίας Στράτου απαιτείται μία μεγαλύτερη
έκταση της ήδη απαλλοτριωμένης, ώστε να διευρυνθεί ο αρχαιολογικός χώρος και να συμπεριλάβει
μνημεία που θα ανασκαφούν και θα αναδειχθούν.
(ii) Ανασκαφικές Εργασίες (Τμήμα Αρχαίων Τειχών - Κεντρική Αρχαία Πύλη, Αρχαία Αγορά, Ακρό-
πολη, Ναός Στρατίου Διός)
Στα πλαίσια του σχεδίου διαχείρισης εντάσσεται η πρόοδος των προηγούμενων ανασκαφικών
o εργασιών, καθώς και η έναρξη νέων. Τα παραπάνω οφείλουν να υλοποιηθούν σύμφωνα με το στρα-
τηγικό στόχο της παρούσας μελέτης, δηλαδή την ανάδειξη της αρχαίας πόλης της Στράτου.
(iii) Επιστημονική Τεκμηρίωση (Αρχαία Αγορά, Αρχαίο Θέατρο, Νεώτερες Οικίες Σουροβιγλίου)
Μία ανασκαφή τεκμηριώνει με επιστημονικό τρόπο τα ερωτήματα που έχουν τεθεί πριν την
έναρξή της. Η ενδελεχής μελέτη του υλικού προσφέρει και άλλα πολύτιμα στοιχεία. Οδηγούμαστε
λοιπόν στην εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων για τον τύπο, την πολεοδομική διάταξη, τα κτί-
σματα, τη θρησκεία, και το πολιτικοοικονομικό σύστημα μίας αρχαίας πρωτεύουσας.
(iv) Στερεωτικές – Αναστηλωτικές Επεμβάσεις (Τμήμα Αρχαίων Τειχών - Κεντρική Αρχαία Πύλη,
Αρχαίο Θέατρο, Ναός Στρατίου Διός, Νεώτερες Οικίες Σουροβιγλίου)
Για τη διατήρηση και ανάδειξη των μνημείων που βρίσκονται στον αρχαιολογικό χώρο της Στρά-
του είναι σημαντικό να πραγματοποιηθούν στερεωτικές και αναστηλωτικές επεμβάσεις. Οι στόχοι
μας συμπυκνώνονται στην προσπάθεια αποκατάστασης των μνημείων, στο βαθμό που επιτρέπει το
l σωζόμενο αρχαίο υλικό και της περιορισμένης χρήσης νέου, μέχρι του σημείου στο οποίο η αρχική
μορφή τους γίνεται κατανοητή στο ευρύ κοινό.
s (v) Επανάχρηση – Νέες Χρήσεις (Τμήμα Αρχαίων Τειχών - Κεντρική Αρχαία Πύλη, Αρχαίο Θέατρο,
Νεώτερες Οικίες Σουροβιγλίου14)
Οι ήδη υπάρχουσες χρήσεις εντοπίζονται στο γεγονός ότι έχουμε έναν επισκέψιμο αρχαιολογικό
χώρο, ο οποίος διαθέτει σχεδιαστήριο, κέντρο συντήρησης ευρημάτων και τη δυνατότητα φιλοξε-

13 Ο νυκτερινός φωτισμός ενός αρχαιολογικού χώρου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ένα στοιχείο που δρα υπέρ του
πολιτισμού. Σε έναν τέτοιο χώρο δοκιμάζεται η χρονική μας συνείδηση. Αυτό που είναι συναρπαστικό είναι το ερειπι-
ώδες, το ατημέλητο. Ο νυκτερινός λοιπόν φωτισμός μπορεί να προσδώσει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στα μνημεία, μία
διαπνέουσα μυστηριακή ατμόσφαιρα, βλ. Χρηστίδης – Παϊσίδης 2003, 133-134.
14 Προϋπόθεση για την εξέλιξη του πολιτισμού είναι η συλλογική μνήμη των ατόμων και η διάσωση των επιτευγμάτων
τους. Η διατήρηση της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς είναι ένα από τα βασικότερα στοιχεία προς αυτή την κατεύ-
θυνση, βλ. Πατρώνης 1988, 579. Η ολοκληρωμένη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς αποτελεί μια δυναμική
μορφή προστασίας, που δεν αποσκοπεί μόνο στη διάσωση του εξωτερικού κελύφους των παλαιών οικιστικών συνόλων,
αλλά και στη διαφύλαξη της ολότητας των λειτουργιών και των αξιών τους. Στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης διατή-
ρησης πραγματοποιούνται επιμέρους επεμβάσεις, όπως αναβίωση, επανάχρηση, εξυγίανση, ανάπλαση, ανανέωση και
ανάδειξη ευρύτερων οικιστικών συνόλων, μεμονωμένων κτηρίων ή ομάδων κτηρίων, βλ. Μαλλούχου-Tufano 2004,
6-7.

580
ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΥ ΧΩΡΟΥ – Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΟΥ

νίας επιστημονικών ομάδων. Σε συνδυασμό με τις παλαιές, θα αποδοθούν στο χώρο και κάποιες
σημαντικότατες, νέες χρήσεις: (i) αναβίωση της λειτουργίας του αρχαίου θεάτρου, με την καθιέ-
ρωση μικρού αριθμού αυστηρά επιλεγμένων παραστάσεων, (ii) μουσειακή/εκθεσιακή χρήση ενός
νεώτερου πολεοδομικού συνόλου (Σουροβίγλι), (iii) διενέργεια εκπαιδευτικών προγραμμάτων, (iv)
παροχή βελτιωμένων υπηρεσιών στους επισκέπτες, (v) δημιουργία ενός ολοκληρωμένου αρχαιολο-
γικού πάρκου/πάρκου αναψυχής, με παρεμβάσεις ήπιου χαρακτήρα.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οι προτεινόμενες επεμβάσεις έχουν ως στόχο την ανάδειξη της αρχαίας πόλης, κατά τρόπο που να
παρέχει στους επισκέπτες τη δυνατότητα ευχερούς πρόσβασης στο χώρο, τη διευκόλυνση της άνετης
και ασφαλούς διακίνησης εντός αυτής και πάνω από όλα την παροχή έγκυρης ενημέρωσης για την
ιστορία των μνημείων15. Με την ανάδειξη τμήματος των τειχών, της κεντρικής πύλης, του ναού, της
αγοράς και του θεάτρου θα προβληθεί ένα σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας των αρχαίων
Στρατίων.
Η επιτυχία των όποιων πρωτοβουλιών ή επεμβάσεων στην αρχαία Στράτο έγκειται στην εξα-
σφάλιση των απαραίτητων χρηματικών πόρων. Το χαμηλό λειτουργικό κόστος σε συνδυασμό με τα
κόμιστρα του λεωφορείου, το εισιτήριο εισόδου στο χώρο, την εξεύρεση χορηγών και τη συμβολή
του δήμου μπορούν να διασφαλίσουν την επιτυχία του συγκεκριμένου πλάνου διαχείρισης.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η θέση του ιστορικού περιβάλλοντος στη ζωή μας είναι σημαντική, καθώς αποκαθιστά τη συνέ-
χεια της ιστορίας. Η ανάδειξή του είναι μία πολυσήμαντη οντότητα, που από την ιστορική συνέ-
πεια μετουσιώνεται σε κοινωνική αναγκαιότητα16. Τα μνημεία και οι αρχαιότητες αποτελούν μια
ανάσα μέσα στον αστικό ιστό, παραμένοντας ωστόσο μια νεκρή ζώνη φυλασσόμενη και αποκομ-
μένη από αυτόν. Χρειάζονται λοιπόν προτάσεις για μίαν ορθότερη διαμόρφωση, ώστε να πετύχουμε
την ενεργό συμμετοχή τους στο δομημένο περιβάλλον. Τα ίδια τα μνημεία και η σωστή ένταξή τους
θα βοηθούσαν στην επαναφορά της ζεστασιάς, της ανθρώπινης κλίμακας, της οικειότητας και της
ιστορικής μνήμης17.
Αρχικός μας στόχος είναι η δημιουργία ενός πόλου έλξης επισκεπτών για τη στήριξη μιας ξεχα-
σμένης τοπικής κοινωνίας. Ο αμέσως επόμενος στόχος είναι δυσκολότερος και αφορά την κατά-
σταση του αρχαιολογικού χώρου σε πόλο έλξης της ίδιας της τοπικής κοινωνίας. Η αρχαία Στράτος
θα μπορούσε να μετατραπεί σε ζωντανό πολιτιστικό κύτταρο, το οποίο να δημιουργεί διάφορες πολι-
τιστικές δράσεις, που θα απευθύνονται στην τοπική κοινωνία, θα δημιουργούνται για αυτή και -όταν
αυτό καθίσταται δυνατό- θα προέρχονται από αυτή18.
Ο τόπος δεν ορίζεται μόνο από την τοπογραφική του διάσταση, αλλά και από τη μνήμη και
έκφραση της κοινωνίας που τον κατοικεί. Αν και ο περαστικός επισκέπτης αρκείται στο εξωτερικό,
το γραφικό, ο Στράτιος για να νιώσει ότι ανήκει εκεί, χρειάζεται κάτι βαθύτερο: να θυμηθεί ταξιδεύ-
οντας στο χρόνο. Για να πετύχει αυτό το ταξίδι χρειάζονται σημεία αναφοράς, που δεν είναι άλλα
από τα μνημεία. Τέτοια στοιχεία διακρίνουν έναν τόπο με προσωπικότητα – σεβασμός και μνήμη για
το παρελθόν, όραμα κι ελπίδα για το μέλλον…19.

15 Κολώνας 2006, 339.


16 Κρεμέζη 1994, 84.
17 Παντελεάκης 1994, 54.
18 Λούβη 2008, 5.
19 Φιλιπποπούλου-Μιχαηλίδου 2003, 184-187.

581
B. ΠΑΠΟΥΛΙΑ

ABSTRACT

MANAGEMENT PLAN OF ANCIENT STRATOS IN


AITOLOAKARNANIA

Vassia Papoulia

The announcement theme is the management of ancient Stratos, in the region of Aitoloakarnania,
one of the most important archaeological sites in Greece. The purpose of our study is to comprehend
the site of the ancient city of Stratos and to display its monuments by formulating a sustainable
management plan. The announcement is divided in three parts. In the first part we designate the
historical and archaeological documentation for the comprehension of the site, in the second all the
parameters concerning the site and its wider region, while the third part contains our suggestion for
the management and the display of ancient Stratos.

582
ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΥ ΧΩΡΟΥ – Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΟΥ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αραβαντινός κ.ά. 2004 Α. Αραβαντινός – Φ. Καρασσαβίδου-Κανάκη – Ν. Γαλάνη – Δ. Καψάνης – Α. Μαρκο-
πούλου – Η. Μπεριάτος – Δ. Οικονόμου – Γ. Πολύζος – Γ. Πυργιώτης (Επιστ. Επιτρ.),
Η αισθητική των πόλεων και η πολιτική των παρεμβάσεων. Συμβολή στην αναγέννηση
του αστικού χώρου. Πρακτικά επιστημονικού συνεδρίου, Αθήνα, 13-14 Οκτωβρίου 2003,
Αθήνα.
Αυγερινού-Κολώνια Σ. Αυγερινού-Κολώνια – Γ. Λάββας (επιμ.), Νέες πόλεις πάνω σε παλιές. Το παράδειγμα
– Λάββας 1994 της Σπάρτης, Επιστημονικό Συνέδριο, Σπάρτη 18-20 Φεβρουαρίου 1994, Αθήνα.
Γεωργοπούλου-Ντ’Αμίκο Ι. Γεωργοπούλου-Ντ’ Αμίκο, Θεωρητική προσέγγιση και πρακτική του προγράμματος
2002 «Κάστρων Περίπλους», στο Τα παράκτια οχυρά και η άμυνα των λιμανιών. Πρακτικά
Ημερίδας, Θεσσαλονίκη 25 Σεπτεμβρίου 1998, ΤΑθήνα, 59-66.
Κολώνας 2006 Λ. Κολώνας, Το έργο της επιτροπής προστασίας-έρευνας και ανάδειξης τριών αρχαίων
πόλεων του νομού Αιτωλοακαρνανίας: Πάλαιρος – Οινιάδες - Πλευρώνα, στο Β.
Λαμπρινουδάκης (επιμ.), Το έργο των επιστημονικών επιτροπών αναστήλωσης-συντήρη-
σης και ανάδειξης μνημείων, Αθήνα, 339-351.
Κρεμέζη 1994 Κ. Κρεμέζη, Σύγχρονη αρχιτεκτονική και πολεοδομικές παρεμβάσεις σε ιστορικούς
οικισμούς, στο Αυγερινού-Κολώνια – Λάββας 1994, 83-87.
Λούβη 2008 Α. Λούβη, Περιφερειακά μουσεία και τοπικές κοινωνίες, στο ICOM – Ενημερωτικό Δελ-
τίο, τεύχ. 5, 4-6.
Μαλλούχου-Tufano 2004 Φ. Μαλλούχου-Tufano, Προστασία και διαχείριση μνημείων. Ιστορικές και θεωρητικές
προσεγγίσεις από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας, Αθήνα.
Νεραντζής 1994 Ι. Νεραντζής, Η εγκαθίδρυση νεώτερου οικισμού (χωριό Σωροβίγλι) επί της αρχαίας
πόλης της Στράτου Ακαρνανίας, στο Αυγερινού-Κολώνια – Λάββας 1994, 201-211.
Νεραντζής 1997 Ι. Νεραντζής, Η αρχαία Στρατική Ακαρνανίας: Μνημειακή Τοπογραφία – Επιγραφές –
Αρχαιολογικά Ευρήματα, Αγρίνιο.
Παντελεάκης 1994 Π. Παντελεάκης, Οι αρχαιότητες και η συμμετοχή τους στην εικόνα της σύγχρονης
πόλης, στο Αυγερινού-Κολώνια – Λάββας 1994, 53-56.
Πατρώνης 1991 Κ. Πατρώνης, Η εξέλιξη της αρχιτεκτονικής κατά τους νεώτερους χρόνους στο Αγρίνιο.
Προστασία και αξιοποίηση διατηρητέων κτισμάτων, στο Α´ Συνέδριο Αγρινίου, 577-580.
Σταυροπούλου  Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Τα αρχαιολογικά μνημεία της Αιτωλοακαρνανίας και ο Αχε-
-Γάτση 2008 λώος, στο Π. Κοντός – Μ. Κοτίνης – Γ. Καρύτσας – Μ. Κουβέλης – Χ. Κορέλας – Λ.
Καρατζογιάννης – Δ. Μπερερής (επιμ.), Αχελώος. Χθες Σήμερα Αύριο; Συμβολή στην
προστασία του περιβάλλοντος και του πολιτισμού στο νομό Αιτωλοακαρνανίας, Πρακτικά
επιστημονικού συνεδρίου, Μεσολόγγι 17 Μαΐου 2008, 104-124.
Σταυροπούλου-Γάτση Μ. Σταυροπούλου-Γάτση – E.-L. Schwandner, Στράτος. Η πρώτη πρωτεύουσα του Κοι-
– Schwandner 2008 νού των Ακαρνάνων, στο Εύβοια και Στερεά Ελλάδα, 426-429.
Τζώρτζη 2010 Ν. Τζώρτζη, Ο δημόσιος χώρος στην αρχαία Ελλάδα, στο Ε. Μανωλάς (επιμ.), Το φυσικό
περιβάλλον στην αρχαία Ελλάδα, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμήμα Δασολο-
γίας - Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων, Ορεστιάδα, 85-94.
Φιλιπποπούλου Ε. Φιλιπποπούλου-Μιχαηλίδου, Αρχιτεκτονική της διάρκειας. Μνημεία του χθες και του
-Μιχαηλίδου 2004 αύριο, στο Αραβαντινός κ.ά. 2004, 184-187.
Χρηστίδης – Παϊσίδης Χ. Χρηστίδης – Γ. Παϊσίδης, Η πόλη τη νύχτα, στο Αραβαντινός κ.ά. 2004, 133-134.
2004

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Funke 2001 Ρ. Funke, Acheloos’ homeland. New historical and archaeological research on the ancient
polis Stratos, στο Foundation and Destruction, 189-203.
Mendoni 2004 L. Mendoni, The protection and presentation of archaeological sites in connection with
sustainable development: the archaeological site of Karthaia, στο P. Doukellis – L.
Mendoni (επιμ.), Perception and evaluation of cultural landscapes, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 38,
Athens, 187-221.

583
584
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ: ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ
ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

Όλγα Γιαννακογεώργου

Τις τελευταίες δεκαετίες ένας νέος κλάδος της εκπαίδευσης αναπτύσσεται και εφαρμόζεται στην
εκπαιδευτική πράξη, η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση1. Η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση (ΠΕ) είναι η
επιστήμη που κυοφορήθηκε την τελευταία αυτή χρονική περίοδο της ιστορίας της ανθρωπότητας,
που θα ιστοριογραφηθεί ως εποχή της μεγάλης περιβαλλοντικής κρίσης, ακριβώς στοχεύοντας στην
αντιμετώπισή της.
Η ΠΕ είναι καρπός της συνειδητοποίησης του οικολογικού προβλήματος και του κοινωνικού
αιτήματος για επίλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Παρά τις όποιες διαφωνίες και συγκρού-
σεις, διαμάχες, διαφορετικές αντιλήψεις και ιδεολογίες που συνθέτουν το περιβαλλοντικό σκηνικό,
όλοι συγκλίνουν στην αδήριτη ανάγκη της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης των πολιτών, η οποία
θεωρήθηκε ως ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέσα για την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης2.
Μάλιστα, με την ενσωμάτωση στο εννοιολογικό της πλαίσιο της έννοιας της αειφορίας, που έδωσε
έμφαση όχι μόνο σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, αλλά ισότιμα και σε κοινωνικούς και οικονομι-
κούς3, η Εκπαίδευση για την Αειφόρο Ανάπτυξη (ΕΑΑ), όπως μετονομάστηκε η ΠΕ, κρίθηκε ως ο
σημαντικότερος θεσμός που διαθέτει η κοινωνία, προκειμένου να σχεδιάσει, να δρομολογήσει και
να στηρίξει την Αειφόρο Ανάπτυξη4. Πέρα από μια εκπαιδευτική διαδικασία η ΕΑΑ έγινε το νέο
οργανωτικό πλαίσιο της εκπαίδευσης, αλλά και γενικότερα της μάθησης, διεκδικώντας η αειφορία
το ρόλο της κεντρικής ρυθμιστικής έννοιας σε ένα σύνολο από συνδυαστικές και συμπληρωματι-
κές άλλες ρυθμιστικές έννοιες, όπως η δημοκρατία και η δικαιοσύνη και γενικότερα έννοιες που
συνάδουν με το ανθρωπιστικό ιδεώδες, οι οποίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ασφαλιστικές
δικλίδες για την εκπαίδευση5.
Εκπαίδευση για την Αειφόρο Ανάπτυξη είναι η «εκπαίδευση που επιτρέπει στο άτομο να αναπτύ-
ξει γνώσεις, αξίες και δεξιότητες, ώστε να αντιληφθεί την πολυπλοκότητα του κόσμου που ζει και να
συμμετάσχει σε αποφάσεις για τα σημαντικά ζητήματα του πλανήτη, ατομικά ή συλλογικά, τοπικά ή
ευρύτερα, με σκοπό ένα βιώσιμο μέλλον»6. Είναι η εκπαίδευση που μελετά το περιβάλλον στο σύνολό
του – και ως φυσικό αλλά και ως δημιουργούμενο από τον άνθρωπο: κοινωνικό, πολιτισμικό, ηθικό,
αισθητικό, ιστορικό, πολιτικό, τεχνολογικό7.
Σαν εκπαιδευτική διαδικασία, η ΕΑΑ δε θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια δεδομένη έννοια την
οποία οφείλουμε να μεταδώσουμε με τη μορφή κατήχησης στους εκπαιδευόμενους, ώστε να την
εφαρμόσουν. Δεν είναι μηχανισμός επιβολής συγκεκριμένων ιδεών, απόψεων και αξιών που σχετί-
ζονται με την αειφορία, αλλά διαδικασία συνεχούς αναζήτησης, ανακάλυψης, διερεύνησης, θέσπι-
σης προτεραιοτήτων και στόχων, τους οποίους πρέπει να συνδέσουμε με αξίες και αλληλοσυγκρου-

1 Φλογαΐτη 2009, 27.


2 Φλογαΐτη 1998, 15-16.
3 Λιαράκου – Φλογαΐτη, 2007, 156-157.
4 UNCED, 1992.
5 Λιαράκου – Φλογαΐτη 2007, 159-160.
6 Sterling 1998, 3.
7 UNCED 1992.

585
Ο. ΓΙΑΝΝΑΚΟΓΕΩΡΓΟΥ

όμενα συμφέροντα, πράγμα που εμπεριέχει δημοκρατικές διαπραγματεύσεις και αποφάσεις8. Αυτό
σημαίνει ότι, ως εκπαιδευτική διαδικασία δεν μπορεί να έχει εξαρχής προκαθορισμένο αποτέλεσμα,
καθώς είναι δυνατό να οδηγήσει σε μια νέα διαπραγμάτευση και τελικά στον επαναπροσδιορισμό
της έννοιας9. Βασικός σκοπός της ΕΑΑ είναι να εφοδιαστούν οι πολίτες με ικανότητες, αξίες και
οράματα, ώστε να διαπραγματεύονται και να σχεδιάζουν σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο τους
κοινωνικούς όρους της αειφορίας και τελικά να της προσδίδουν συναινετικά και δημοκρατικά περι-
εχόμενο. Επιδιώκεται η διάπλαση πολιτών ικανών όχι να προσαρμόζονται σε επιταγές άλλων, αλλά
να διαμορφώνουν το δικό τους παρόν και μέλλον, προστατεύοντας τα δικαιώματα των γενεών που
θα ακολουθήσουν, με βάση τις αρχές της κοινωνικής και οικολογικής αλληλεγγύης στο χώρο και στο
χρόνο, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δημοκρατίας10.
Βασική επιταγή της ΠΕ και της ΕΑΑ, όπως αυτή υπαγορεύεται από όλες τις παγκόσμιες συνθή-
κες είναι η συμβολή της στην προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς. Η UNESCO, θεωρώντας ως
πρώτη προτεραιότητα την αναγκαιότητα να διατηρηθεί η ανθρώπινη και πολιτισμική κληρονομιά,
καθώς και οι ιδιαιτερότητες των διαφόρων πολιτισμών, υπαγορεύει ειδικά στην ΠΕ την εισαγωγή
και υιοθέτηση στα διδακτικά της αντικείμενα θεμάτων σχετικών με την πολιτισμική κληρονομιά.
Η ΠΕ προτρέπεται να συμβάλει, εκτός των άλλων, στη συνειδητοποίηση και σε τρόπους συμπερι-
φοράς που αποσκοπούν στην προστασία της πολιτισμικής και φυσικής κληρονομιάς – των ιερών
χώρων, των χώρων ιστορικού ενδιαφέροντος, των έργων τέχνης, των τοπίων και των μνημείων, του
ανθρώπινου και φυσικού περιβάλλοντος11.
o Η διερεύνηση θεμελιωδών εννοιών της ΠΕ και της ΕΑΑ, όπως δημοκρατία, δικαιοσύνη, ιδιότητα
του πολίτη κ.λ.π. και επίσης η αναζήτηση και μελέτη περιβαλλοντικών αντιλήψεων και κοινωνικών
αξιών, έρχεται να συναντήσει στα πλαίσια αυτής της εργασίας την αρχαιολογική έρευνα, η οποία
μελετώντας τα κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας και του ανθρώπινου περιβάλλοντος της
αρχαιότητας, έχει ως κύριο στόχο να ανασυνθέσει τη ζωή του παρελθόντος και να αποκαλύψει τα
μηνύματα της αρχαιότητας12. Απώτερος σκοπός της αρχαιολογίας, όπως γνωρίζουμε, είναι η διάχυση
του μηνύματος των μνημείων στο κοινό, επιδιώκοντας την ενεργό συμμετοχή του στην προστασία
των μνημείων και της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσα από τα μονοπάτια της εκπαίδευσης, της γνώ-
σης και της συμμετοχής13. Ακριβώς εδώ η ΠΕ, στο πλαίσιο της διεπιστημονικότητας, που αποτελεί
το βασικότερο χαρακτηριστικό της14, έρχεται να συνεργαστεί με την αρχαιολογική έρευνα προκει-
μένου να διαμορφώσει έναν κώδικα αξιών και αντιλήψεων, η υιοθέτηση του οποίου θα οδηγήσει σε
διαμόρφωση στάσεων, που θα συμβάλουν στη διαχείριση των περιβαλλοντικών ζητημάτων. Διότι,
l κάθε προσπάθεια υιοθέτησης μιας επιθυμητής φιλο-περιβαλλοντικής συμπεριφοράς και γενικότερα
η διαμόρφωση του περιβαλλοντικά υπεύθυνου και ενεργού πολίτη περνάει μέσα από τη ζύμωση
s των αξιών15. Η ίδια η ΠΕ μάλιστα, μέσα από τις μεθοδολογικές της προσεγγίσεις, λειτουργεί ως ένα
σύστημα αναγνώρισης των ιστορικών, αισθητικών και κοινωνικών αξιών των μνημείων, καθώς οι
αξίες βρίσκονται στο επίκεντρο της εκπαιδευτικής της διαδικασίας16.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ως καθαρά βιωματική εκπαίδευση, η ΠΕ καθώς υλοποιείται μέσα στους
ίδιους τους αρχαιολογικούς χώρους, φέρνει σε άμεση επαφή τους εκπαιδευόμενους με τα αρχαία
μνημεία και ό,τι αυτά αντιπροσωπεύουν, οικειώνοντας την κοινωνία με την πολιτιστική κληρονομιά

8 Λιαράκου – Φλογαΐτη 2007, 163-164.


9 Λιαράκου – Φλογαΐτη 2007, 164.
10 Φλογαΐτη 2009, 163.
11 UNESCO 1977.
12 Πετράκης 2013, 14.
13 Γαλανίδου 2012, 13.
14 UNESCO 1977. Λιαράκου – Φλογαΐτη 2007, 167.
15 UNECE 2005, 3-13, 15.
16 Λιαράκου – Φλογαΐτη 2007, 169.

586
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

που είναι κοινός στόχος για την ΠΕ και την Αρχαιολογία17. Η ΠΕ μάλιστα, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση
και πρώτιστα στην έννοια του τοπικού18, αναδεικνύει τα μνημεία αυτά σε σύμβολα και κύρια στοι-
χεία της πολιτισμικής ταυτότητας, της παράδοσης και της ιστορικής συνέχειας της περιοχής όπου
βρίσκονται. Στο επίπεδο αυτό η ΠΕ λειτουργεί ως μηχανισμός κοινωνικής διάχυσης των μηνυμάτων
των αρχαιοτήτων, τόσο σε μαθητές και εκπαιδευτικούς μέσα από την υλοποίηση Προγραμμάτων
Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης για τις σχολικές μονάδες, όσο και σε ομάδες πολιτών στο πλαίσιο
της Δια Βίου Μάθησης Ενηλίκων. Η εμπειρία από την υλοποίηση του προγράμματος «ΠΡΑΣΙΝΕΣ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ»19 στους αρχαιολογικούς χώρους της νότιας Αιτωλοακαρνανίας με
τίτλο «Λιμναίες διαδρομές σε αρχαίες πολιτείες», που υλοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Κέντρου
Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Μεσολογγίου-Θέρμου σε συνεργασία με τη ΛΣΤ΄ ΕΠΚΑ είναι πολύ
σημαντική και ενθαρρύνει προς την υλοποίηση προγραμμάτων ΠΕ στους αρχαιολογικούς χώρους.
Οι ανθρώπινες παρεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον είναι κοινό γνώρισμα κάθε εποχής – και
αυτό καθαυτό δεν κρίνεται αρνητικά, αφού όλοι οι οργανισμοί διεκδικούν το περιβαλλοντικό τους
μερίδιο. Σήμερα ωστόσο, είναι εντελώς διαφορετικός, τόσο ο βαθμός παρέμβασης στο φυσικό περι-
βάλλον, όσο και ο τρόπος που αντιλαμβάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος το φυσικό περιβάλλον. Η
διερεύνηση των αντιλήψεων της αρχαιότητας για το περιβάλλον, εποχής κατά την οποία η περιβαλ-
λοντική προστασία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ιερότητα της φύσης και εκδηλωνόταν με τη
θεοποίηση των φυσικών φαινομένων και των στοιχείων της φύσης, σήμερα είναι εξαιρετικά χρήσι-
μες και ενδιαφέρουσες, καθώς η περιβαλλοντική κρίση γνωρίζουμε πως είναι πρώτιστα κρίση αντι-
λήψεων και αξιών.
Πέρα από τις γενικότερες αντιλήψεις της αρχαιότητας για το περιβάλλον, στο πλαίσιο υλοποί-
ησης ενός προγράμματος ΠΕ αναδεικνύονται μια σειρά από περιβαλλοντικές αντιλήψεις και πρα-
κτικές της αρχαιότητας που αφορούν στους αρχαιολογικούς χώρους και εύκολα γίνονται αντιλη-
πτές μέσα από μια «περιβαλλοντική ανάγνωση» των μνημείων αυτών, αντιλήψεις που παραπέμπουν
κατευθείαν στις αρχές της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης, που είναι σήμερα το μεγάλο ζητούμενο.
Ενδεικτικά, προχωρώντας σε μια τέτοιου είδους «περιβαλλοντική ανάγνωση» μνημείων μπο-
ρούμε να υποστηρίξουμε ότι, στην περίπτωση των αρχαιολογικών χώρων της νότιας Αιτωλοακαρ-
νανίας, η μελέτη των αρχαίων καταλοίπων αναδεικνύει πως τα μνημεία αυτά ήταν ενταγμένα στο
φυσικό χώρο, κατά τρόπο ώστε να αξιοποιούνται στο μέγιστο τα γεωμορφολογικά πλεονεκτήματα
του φυσικού περιβάλλοντος. Για παράδειγμα, η τοποθεσία όπου βρίσκεται η πόλη της Νέας Πλευ-
ρώνας δεσπόζει στη γύρω πεδιάδα, τη λιμνοθάλασσα και τις Αλυκές Μεσολογγίου, γεγονός που
υποδηλώνει τη σημασία της κατά την αρχαιότητα ως στρατηγικού σημείου για τον έλεγχο τόσο των
πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής όσο και των θαλάσσιων και χερσαίων δρόμων20. Επίσης,
η αρχαία πόλη των Οινιαδών, κτισμένη στην όχθη του ποταμού Αχελώου, κατείχε στρατηγική θέση,
από την οποία ελεγχόταν τόσο η είσοδος προς τον Πατραϊκό κόλπο, όσο και η θαλάσσια αρτηρία
μεταξύ Ακαρνανίας και νησιών, Λευκάδας, Ιθάκης και Κεφαλονιάς. Παράλληλα βρισκόταν κοντά
στις εκβολές του Αχελώου και ως εκ τούτου σε θέση κατάλληλη για δημιουργία λιμανιού και για

17 Πετράκης 2013, 31.


18 Φλογαΐτη 1998, 202.
19 Στο πλαίσιο της εκπόνησης του Εθνικού Σχεδίου Δράσης σχετικά με την Εκπαίδευση για την Αειφόρο Ανάπτυξη, η
Διεύθυνση Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων διοργάνωσε το 2012 τη δράση Πράσινες Πολι-
τιστικές Διαδρομές. Στόχος της διοργάνωσης υπήρξε η ανάδειξη της πολιτιστικής ταυτότητας και της ιστορικής παρά-
δοσης, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας, η ενεργοποίηση όσο το δυνατόν περισσότε-
ρων κοινωνικών ομάδων πολιτών και η προαγωγή της τουριστικής ανάπτυξης, μέσα από εκδηλώσεις που ποικίλλουν
και εναρμονίζονται με το εκάστοτε φυσικό περιβάλλον και την κατά τόπους ιστορική και πολιτιστική παράδοση. Οι
Πράσινες Πολιτιστικές Διαδρομές προέκυψαν μέσα από τη συνεργασία φορέων της Γενικής Γραμματείας Πολιτισμού,
του Τομέα Παιδείας, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και φορέων με περιβαλλοντική δράση. (http://www.yppo.gr/3/g32.
jsp?obj_id=53032)
20 Κολώνας 2008 α, 7.

587
Ο. ΓΙΑΝΝΑΚΟΓΕΩΡΓΟΥ

εμπορική δραστηριότητα, δεδομένα που ερμηνεύουν τη μεγάλη οικονομική και πολιτιστική δραστη-
ριότητα που ανέπτυξε21.
Στην περίπτωση των αρχαίων μνημείων της Αιτ/νίας διαπιστώνεται ότι, έχουμε άριστη αξιοποί-
ηση των γεωφυσικών και μορφολογικών στοιχείων του περιβάλλοντος για την κάλυψη των ανθρώ-
πινων αναγκών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι Νεώσοικοι των Οινιαδών (4ος αι. π.Χ.),
ένα μνημείο μοναδικό και από τα επιβλητικότερα της αρχαιότητας. Η ανατολική του πλευρά, το
δάπεδο και οι ράμπες, μέσα στις οποίες σύρονταν τα πλοία για να μπουν στο στεγασμένο οικοδό-
μημα, ήταν λαξευμένα πάνω σε φυσικό βράχο, αξιοποιώντας αποτελεσματικά τη γεωμορφολογία
της περιοχής για την ανέλκυση και καθέλκυση των πλοίων22. Χαρακτηριστικό επίσης παράδειγμα
αποτελούν τα αρχαία θέατρα που είναι κτισμένα στις πλαγιές λόφων, τα οποία εξακολουθούν να
αποτελούν ένα δημιούργημα της αρχαίας αρχιτεκτονικής με τέλεια εργονομική μορφή, που παρέ-
μεινε αναλλοίωτη στο χρόνο και επαναλαμβάνεται στις σύγχρονες ανά τον κόσμο πανομοιότυπες
παραλλαγές της, όπως τα ολυμπιακά στάδια, τα ποδοσφαιρικά γήπεδα κλπ. Και είναι κοινή διαπί-
στωση πως παρά τις περιβαλλοντικές διαταραχές που σημειώνονται από την ανθρώπινη δράση για
την κατασκευή αυτών των έργων, οι φυσικές διεργασίες παραμένουν αδιατάρακτες στο σύνολό τους
και ο άνθρωπος εξακολουθεί να συμβιώνει αρμονικά με τη φύση23.
Μια ακόμα σημαντική διαπίστωση στη μελέτη των αρχαίων μνημείων είναι πως οι οικισμοί και
οι πόλεις δομούνται με κριτήριο την ύπαρξη και την εγγύτητα των φυσικών πόρων. Καταρχήν η καί-
ρια και στρατηγικής σημασίας θέση ολόκληρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας στον ελλαδικό χώρο,
o καθώς βρίσκεται πάνω σε σημαντικούς χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους επικοινωνίας, υπήρξε η
αιτία για την αδιάκοπτη κατοίκησή του από τα παλαιολιθικά χρόνια. Το ενδιαφέρον στράφηκε από
την αρχή στις παράλιες και παραποτάμιες περιοχές, που δέχονταν και ποικίλες επιδράσεις και όπου
η ανάπτυξη υπήρξε ταχύτερη. Ο πολύ αντιπροσωπευτικός μύθος του Αχελώου και η πάλη του με
τον Ηρακλή, που μας χαρίζει το κέρας της Αμάλθειας -δηλαδή της αφθονίας-, αποδίδει πολύ χαρα-
κτηριστικά τον πλούτο των φυσικών πόρων που χάριζε το ποτάμι σε όλη την περιοχή. Ένα ακόμα
παράδειγμα έρχεται από τη λαμπρή περίοδο της μυκηναϊκής περιόδου, που βρίσκει πέντε πόλεις της
Nότιας Αιτωλοακαρνανίας (Καλυδώνα, Πλευρώνα, Χαλκίδα, Ώλενο και Πυλήνη) να λαμβάνουν
μέρος με σαράντα πλοία στον Τρωικό πόλεμο. Η ναυτική ανάπτυξη την περίοδο αυτή οφείλεται
ακριβώς στην ύπαρξη του φυσικού πόρου, που αποτελεί το χαρακτηριστικότερο στοιχείο του τοπι-
κού φυσικού περιβάλλοντος: της λιμνοθάλασσας.
Η σπουδαιότητα των αρχαιολογικών μνημείων στη σύνδεσή τους με το φυσικό περιβάλλον στο
l οποίο εντάσσονται, έρχεται να προσδιοριστεί επιπλέον και μέσα από ένα σύνολο αξιών που προκύ-
πτουν ως βασικές παράμετροι του τρόπου ζωής της αρχαιότητας, αλλά και ως φορέας πολιτισμού της
s διαχρονικής και αδιάκοπτης παρουσίας του ανθρώπου στην περιοχή.
Βασική αξία είναι η οικονομία της ύλης σε συνδυασμό με την αρχή της αυτάρκειας. Κατευθυ-
ντήριος άξονας της οικονομικής σκέψης των αρχαίων ήταν η πεποίθηση ότι προείχε η φυσική τάξη.
Κάθε απόκλιση από αυτή αποτελούσε «ύβριν» και άσκοπη ενέργεια για την οικονομία. Άρα, ορθολο-
γική συμπεριφορά συνιστούσε η εναρμόνιση των ανθρώπινων ενεργειών προς τη φύση για την επί-
τευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος με τη λιγότερη δυνατή σπατάλη πόρων, με στόχο την
κάλυψη αναγκών του πληθυσμού σε ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης, επίπεδο αυτάρκειας, αλλά
ποτέ πολυτέλειας24. Ακριβώς αυτή είναι η ουσία της βιώσιμης ανάπτυξης και οι αρχαίοι Έλληνες την
είχαν συλλάβει αιώνες πριν. Αντιπροσωπευτικό εδώ όσο και ιδιαιτέρως εντυπωσιακό, είναι το παρά-
δειγμα των δεξαμενών της Νέας Πλευρώνας. Τόσο η μεγάλη δεξαμενή, όσο και οι πολλές ακόμα
μικρότερες που βρίσκονται στα όρια της αρχαίας πόλης, είναι κατασκευασμένες από τοπικό ασβε-

21 Κολώνας 2008 β, 5.
22 Κολώνας 2008β, 17-19.
23 Σκαναβή – Σακελλάρη 2010, 4-5.
24 Βαλλερά – Κορμά 1990, 48-52.

588
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

στόλιθο, όπως επίσης και τα οχυρωματικά έργα25. Το εντυπωσιακό στην περίπτωση των δεξαμενών
είναι ότι κατασκευάστηκαν σε προϋπάρχοντα, ενδεχομένως υλοτομικά ορύγματα που δημιουργήθη-
καν σε διάφορα σημεία εντός των τειχών της αρχαίας πόλης, προκειμένου να αντληθούν πέτρες για
το χτίσιμο των τειχών και των υπολοίπων οικοδομημάτων. Τα ανοίγματα αυτά, με μία σοφία αξιο-
θαύμαστη που καταδεικνύει ορθολογική διαχείριση του περιβάλλοντος και οικονομία της ύλης και
των φυσικών πόρων, τα χρησιμοποίησαν στη συνέχεια για δεξαμενές.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη των διασωθέντων σήμερα μνημείων, η αισθητική του τοπίου
αποτελεί βασικό κριτήριο χωροθέτησης και κατασκευής των κτισμάτων. Οι πόλεις χτίζονται σε περι-
οχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Η θέα προς τη λιμνοθάλασσα που έχουν οι αρχαίες πόλεις της
νότιας Αιτ/νίας είναι μοναδική, με ξεχωριστή και ιδιαίτερη αυτήν της πόλης της Νέας Πλευρώνας.
Ιδιαίτερη φροντίδα μάλιστα έδειχναν και στην επιλογή της θέσης των αρχαίων θεάτρων. Για παρά-
δειγμα το αρχαίο θέατρο της Νέας Πλευρώνας, που θεωρείται ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θέατρα
της Αιτωλίας, συν τοις άλλοις και λόγω της μοναδικής θέας που προσφέρει προς την πεδινή παραλι-
ακή ζώνη στα δυτικά του Μεσολογγίου26.
Ιδιαίτερη αξία δινόταν από τους αρχαίους στη χωροταξία και τη ρυμοτομία των πόλεων, δημι-
ουργώντας οικισμούς και πόλεις με ευδιάκριτες ζώνες, που οριοθετούν τις χρήσεις γης κατά τομείς
για την καλύτερη δυνατή λειτουργικότητα της πόλης. Υπήρχαν τα τείχη της πόλης, οι ναοί και τα
ιερά, οι αγορές και τα δημόσια κτήρια, οι κατοικίες και τα εργαστήρια, τα νεκροταφεία, οι κρήνες
και τα άλση. Χαρακτηριστικό του σεβασμού των αρχαίων Ελλήνων προς το περιβάλλον είναι το
γεγονός ότι, στη χωροθέτηση των οικισμών τους κύριο μέλημά τους ήταν η επιλογή υγιεινής τοπο-
θεσίας, δεύτερο η επιλογή οχυρής τοποθεσίας και τρίτο η επιλογή πλούσιας τοποθεσίας27.
Η αρμονία στις κατασκευές, τόσο ως προς την επιλογή των υλικών, όσο και ως προς τις διαστά-
σεις των κτισμάτων αποτελεί μέγιστη επίσης αξία, καθώς ανθρώπινα έργα και φυσικό περιβάλλον
συμπλέκονται σε ένα οργανικό σύνολο, που δε διαταράσσει την αρμονία του φυσικού περιβάλλο-
ντος. Ως προς τη χρήση των υλικών, αυτά προέρχονται από το ίδιο το φυσικό περιβάλλον στο οποίο
είναι ενταγμένα τα μνημεία, που σημαίνει μικρή δαπάνη ενέργειας για τη μεταφορά αλλά και αυτάρ-
κεια σε δομικά υλικά.
Σε ένα άλλο επίπεδο, που εκπορεύεται και πάλι από αυτή τη μοναδική έννοια και αίσθηση του
μέτρου, εξαιρετική εντύπωση μας κάνει η εναρμόνιση της κλίμακας των κτηρίων με το φυσικό περι-
βάλλον. Όχι μόνο τα μεγάλα δημόσια κτήρια αλλά και τα μικρά έργα και τα ιδιωτικά σπίτια και τα
εργαστήρια θεωρούνταν αυτονόητο ότι έπρεπε να υποτάσσονται στην κλίμακα του χώρου, να εντάσ-
σονται στην αισθητική διαμόρφωση του περίγυρου, να υπακούουν στις επιταγές του μέτρου και της
ισορροπίας. Δηλαδή, να συντελούν στην υλοποίηση ενιαίου αισθητικού αποτελέσματος. Η αίσθηση
του μέτρου δεν είναι μόνο θέμα αισθητικής, αλλά και κανόνας ηθικής και πολιτικής συμπεριφοράς.
Η ίδια αίσθηση του μέτρου, οι ίδιες αισθητικές και ηθικές αξίες διέπουν τη δημιουργία των καθη-
μερινών αντικειμένων, των ρούχων και των επίπλων, αλλά και την καθημερινή συμπεριφορά των
πολιτών28.
Ένα ακόμα στοιχείο, που προκύπτει από την «περιβαλλοντική ανάγνωση» των αρχαιολογικών
μνημείων και χώρων, αφορά στη διαχείριση του νερού. Τόσο αναφορικά με τη διαχείριση της λιμνο-
θάλασσας, που οδηγεί στην ανάπτυξη των λιμανιών, της ναυτικής τέχνης και των θαλάσσιων δρό-
μων επικοινωνίας, όσο και αναφορικά και με τη διαχείριση του γλυκού νερού εντός των πόλεων,
όπου εκμεταλλεύονται τις υδατοπτώσεις και αναπτύσσουν μια σειρά από διάφορα υδροδοτικά
συστήματα και συστήματα αποθήκευσης του νερού, καθώς και λουτρικά και αποχετευτικά συστή-
ματα, που πιστοποιούν τη φροντίδα του αρχαίου κόσμου για τη διαχείριση του νερού. Μπορούμε να
αναφέρουμε το παράδειγμα της Πλευρώνας, όπου θα συναντήσουμε τον αρχαίο αγωγό υδροδότησης

25 Κολώνας 2008 α, 24-27.


26 Κολώνας 2008α, 27.
27 Βαλλερά – Κορμά 1990, 48-52.
28 Βαλλερά – Κορμά 1990, 48-52.

589
Ο. ΓΙΑΝΝΑΚΟΓΕΩΡΓΟΥ

της πόλης, που ξεκινάει από τα Ρέτσινα, διανύει τον Αράκυνθο και υδροδοτεί την Πλευρώνα, μετα-
φέροντας το νερό στις δεξαμενές εντός της πόλεως. Σε όλη την έκταση της αρχαίας πόλης θα συνα-
ντήσουμε επίσης πολλές δεξαμενές, πηγάδια, λουτρά, κ.λ.π.29.
Μέγιστη αξία στη ζωή των κατοίκων της νότιας Αιτωλοακαρνανίας κατά την αρχαιότητα υπήρξε
επίσης η ανάπτυξη και η καλλιέργεια της ιδιότητας του πολίτη, που ασκείται στην αρχαία αγορά και
στα δημόσια οικοδομήματα που την πλαισίωναν. Ενδεικτικά αναφέρουμε την αρχαία Αγορά των
Οινιαδών και την Αγορά της Νέας Πλευρώνας. Στην αγορά γίνονταν όλες οι δημόσιες συζητήσεις
και παίρνονταν οι αποφάσεις, που είχαν σχέση με την πολιτική ζωή της πόλης ή εκλέγονταν άρχο-
ντες. Η αγορά ήταν το πολιτικό και διοικητικό κέντρο της πόλης. Και ήταν τόσο πολύ ανεπτυγμένη
η έννοια του πολίτη στις αιτωλικές πόλεις, ώστε πολύ πρώιμα συγκροτήθηκαν σε ομοσπονδιακό
κράτος, στην περίφημη «Αιτωλική Συμπολιτεία», ένα περίπλοκο πολιτικό και διοικητικό σύστημα,
που δημιουργήθηκε από τη σύναψη πολιτικής και στρατιωτικής συμμαχίας των πόλεων-κρατών της
Αιτωλίας, με κύρια χαρακτηριστικά την ισοπολιτεία και την ταυτόχρονη αυτονομία των μελών της.
Κι όλα αυτά τόσο παλιά, ενώ στην εποχή μας ο επιδιωκόμενος σκοπός για να ξεπεραστεί η περιβαλ-
λοντική κρίση είναι η εκπαίδευση των πολιτών, ώστε να έχουμε όλοι μας τη δυνατότητα να συμμε-
τέχουμε ενεργά στη λήψη αποφάσεων, ασκώντας το δικαίωμά μας στην επιλογή30.
Είναι βέβαιο ότι ο άνθρωπος ανήκει στο περιβάλλον και εξαρτάται από αυτό, ενώ παράλληλα
επεμβαίνει δραστικά στη διαμόρφωσή του. Η ανθρώπινη ζωή χωρίς το περιβάλλον δεν έχει πιθανό-
τητα συνέχειας, αλλά ακόμη σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι η ποιότητα της ανθρώπινης ζωής
καθορίζεται από την ποιότητα του περιβάλλοντος. Οι ανθρώπινες παρεμβάσεις στο περιβάλλον
σήμερα, για να καλυφθούν οι μεταβαλλόμενες ανάγκες μας, διαφοροποιήθηκαν. Από «ανώδυνες»
ανθρώπινες δράσεις, που αφομοιώνονταν από το περιβάλλον, μετατράπηκαν σε μεγάλης κλίμακας
επεμβάσεις. Οι επεμβάσεις αυτές κατέληξαν να υπερβούν τους φυσικούς νόμους, να διαταράξουν
την αρχική ισορροπία, να αλλοιώσουν τις φυσικές διεργασίες και να απειλούν την ίδια την ποιότητα
της ανθρώπινης ζωής.
Η κυρίαρχη αντίληψη που συνέβαλε στην αλλοίωση και διατάραξη των φυσικών οικοσυστημά-
των είναι ότι ο άνθρωπος βρίσκεται ιεραρχικά σε ανώτερη θέση από τα υπόλοιπα είδη ζωής, θέτο-
ντάς τα στην απόλυτη κυριαρχία του, δικαιολογώντας την αλόγιστη εκμετάλλευσή τους. Η ανθρω-
ποκεντρική και αποσπασματική αυτή αντίληψη του κόσμου, που τοποθετεί τον άνθρωπο κυρίαρχο
των φυσικών συστημάτων και αγνοεί την αλληλεξάρτηση και τις αλληλεπιδράσεις που υπάρχουν
μεταξύ τους, οδήγησε στην υπερεκμετάλλευση της φύσης και των φυσικών πόρων, που θεωρήθη-
καν ως «ανεξάντλητα» καταναλωτικά αγαθά, οδήγησε στην αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος
και γενικότερα στη γένεση σοβαρών περιβαλλοντικών προβλημάτων. Η λύση των περιβαλλοντικών
προβλημάτων εντοπίζεται σε μια αλλαγή θέασης του κόσμου, από την τρέχουσα ανθρωποκεντρική
προς μια βιοκεντρική, όπου με ταπεινοφροσύνη η ανθρωπότητα θα αναγνωρίζει ότι είναι ανάγκη να
συμπορεύεται με τον πλανήτη παρά να κυριαρχεί σε αυτόν31. Η γνώση αυτή για μας είναι οικεία,
καθώς αναγνωρίζεται στις αντιλήψεις της αρχαιότητας και αποτελεί κομμάτι του πολιτισμού μας
,που αναγνωρίζεται μέσα στους αρχαιολογικούς μας χώρους.

29 Κολώνας 2008α, 20-27.


30 Σκαναβή – Σακελλάρη 2010, 1.
31 Γεωργόπουλος – Τσαλίκη 1998.

590
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

ΑBSTRACT

FROM THE ARCHAEOLOGICAL RESEARCH IN EDUCATTIONAL


PRACTICE: ENVIRONMENTAL EDUCATION
AT THE ARCHAEOLOGICAL SITES
OF SOUTHERN AITOLOAKARNANIA

Olga Giannakogeorgou

The human intervention in the natural environment is a common characteristic of each era and it
cannot be judged since all the organisms are claiming their environmental share. Today however,
is quite different the degree of intervention in the natural environmental, and the way the modern
man perceives the natural environment. In antiquity environmental protection was closely linked
to the sacredness of nature, it was manifested in the deification of the phenomena and the elements
of nature. Today these perceptions are extremely useful and interesting, as we understand that the
environmental crisis is primarily a cultural crisis, crisis of values.
In the context of this thesis we will attempt to approach the man and his action on the natural
environment during the years of antiquity in general and then focus on how the man acted in relation
to the natural environment in the antiquities in our region.
This thesis aims to become a dual function that can occur in the archaeological sites: Environmental
Education can act as a means of highlighting the cultural heritage and also the archaeological sites and
monuments could cater for the Environmental Education with the knowledge of the environmental
issues, approaches and management in earlier times.

591
Ο. ΓΙΑΝΝΑΚΟΓΕΩΡΓΟΥ

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Βαλλερά – Κορμά 1990 Ε. Βαλλερά – Μ. Κορμά, Το Περιβάλλον και η Αρχαιότητα, Αρχαιολογία 35, Αθήνα,
48-52.
Γαλανίδου 2012 Ν. Γαλανίδου, Η συγκρότηση της δημόσιας αρχαιολογίας σε πεδίο επιστημονικής μελέ-
της, στο Ν. Γαλανίδου – L. H. Dommasnes (επιμ.), Μιλώντας στα παιδιά για το παρελ-
θόν. Μια διεπιστημονική προσέγγιση. Δημόσια Αρχαιολογία 1, Αθήνα, 13-20.
Γεωργόπουλος  Α. Γεωργόπουλος – Ε. Τσαλίκη, Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, Αρχές, Φιλοσοφία, Μεθο-
– Τσαλίκη 1998 δολογία, Παιχνίδια & Ασκήσεις, Αθήνα.
Κολώνας 2008α Λ. Κολώνας, Νέα Πλευρώνα, Αθήνα.
Κολώνας 2008β Λ. Κολώνας, Αρχαίοι Οινιάδες, Αθήνα.
Λιαράκου Γ. Λιαράκου – Ε. Φλογαΐτη, Από την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στην Εκπαίδευση για
– Φλογαΐτη 2007 την Αειφόρο Ανάπτυξη, Αθήνα.
Πετράκης 2013 Π. Πετράκης, Η Διαχείριση της Πολιτισμικής Κληρονομιάς, Αθήνα.
Σκαναβή  Κ. Σκαναβή – Μ. Σακελλάρη, Στα δέντρα κατοικούσαν οι Μυθικές Δρυάδες…, στο Ι.
– Σακελλάρη 2010 Μανωλάς (επιμ.), Το φυσικό περιβάλλον στην Αρχαία Ελλάδα, Τμήμα Δασολογίας και
Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Φλογαΐτη 1998 Ε. Φλογαΐτη, Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, (θ έκδ.), Αθήνα.
Φλογαΐτη 2009 Ε. Φλογαΐτη, Εκπαίδευση για το Περιβάλλον και την Αειφορία, Αθήνα.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Sterling 1998 S. Sterling, Education for Sustainable Development in the Schools Sector, (Report of
o Panel for Education for Sustainable Development), Reading, Council for Environmental
Education.
UNCED 1992 Agenda 21: Programme of Action for Sustainable Development, Rio Declaration on
Environment and Development, UNCED, Rio de Janeiro, Brazil.
UNECE 2005 Education for sustainable development in the UNECE region, http://www.unece.org/
env/esd/Strategy&Framework.htm
UNESCO 1977 UNESCO Conference intergouvernementale sur l’education relative a l’environnement,
Rapport final, Tiblissi, 14-16 octobre 1977, Paris1977, ED/MD/49, P. 27-56.

592
ΣΥΝΟΨΗ
ΕΡΓΑΣΙΩΝ
ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

593
594
Η παρουσίαση της προόδου της αρχαιολογικής και ιστορικής έρευνας στην Αιτωλοακαρνανία κατά
το Β΄ Διεθνές Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε τις τρεις αυτές ημέρες (6-8.12.2013) με αυτό το
θέμα, υπήρξε παραπάνω από εντυπωσιακή. Η γνώση που συγκεντρώθηκε τα πέντε χρόνια που
πέρασαν μετά από την πραγματοποίηση του Α΄ Συνεδρίου δικαιώνει με τον πλούτο και την ποιό-
τητα του αντικειμένου της τη φράση “η αφύπνιση ενός Νομού” με την οποία χαρακτηρίσθηκε, και
την οποία εγώ, παραλλάσσοντάς την, θα την επαναδιατυπώσω ως “το ξύπνημα ενός ευγενούς”,
υπαινισσόμενος έτσι την άδικη ως πρόσφατα υποτίμηση του αρχαίου πολιτισμού της περιοχής, που
οφειλόταν στην άγνοιά μας.
Η εκτέλεση των μεγάλων αναπτυξιακών έργων στο Νομό και η έντονη κατασκευαστική δρα-
στηριότητα γενικότερα, αποτέλεσαν ένα καθοριστικό παράγοντα για την εκτεταμένη διερεύνηση
των υλικών πολιτισμικών καταλοίπων του τόπου, τα οποία χωρίς αυτόν τον παράγοντα θα ήταν
αδύνατο να αποκαλυφθούν σε τόσο σύντομο χρόνο και σε τόση έκταση. Η επάρκεια, επιστημονική
και εργασιακή, της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων μετέτρεψε την ευκαιρία αυτή σε πραγματικό
αρχαιολογικό θαύμα:
Ήλθαν στο φως από όλο το χρονικό φάσμα της γνωστής αρχαιότητας πόλεις και οικισμοί, ιερά,
εκτεταμένα νεκροταφεία, αγροτικές και άλλες εγκαταστάσεις, που φωτίζουν μια εντελώς νέα εικόνα
της αρχαίας Αιτωλίας και της αρχαίας Ακαρνανίας και δίνουν την ευκαιρία επιστημονικών συνθέ-
σεων, που εμβαθύνουν στην ιστορία και τη ζωή στην περιοχή από τους παλαιολιθικούς χρόνους
μέχρι και την ύστερη αρχαιότητα. Η παράλληλη εργασία ερευνητών από ελληνικά και ξένα πανε-
πιστήμια και άλλα επιστημονικά ιδρύματα πλούτισε ακόμη περισσότερο την εντυπωσιακή αυτή
συγκομιδή γνώσης.
Παρουσιάστηκαν εξαιρετικά πλούσια και σημαντικά οικιστικά σύνολα: Αποκαλύφθηκε μεγάλο
μέρος της αρχαίας Μακύνειας, με λείψανα προϊστορικής κατοίκησης και πλούσια τεκμηριωμένη
ζωή από τη γεωμετρική μέχρι και την ελληνιστική περίοδο, με καλά διατηρημένα σπίτια και δρό-
μους στην υστερότερη φάση της, που παρέχουν ένα σπάνιο ως τώρα εκτεταμένο και λεπτομερές
δείγμα αστικού ιστού στην περιοχή. Τα ευρήματα επιτρέπουν ήδη διερεύνηση των σχέσεων της
πόλης με άλλες περιοχές και ματιές στην καθημερινή της ζωή, όπως π.χ. τα σχετικά με εμπορικές
συναλλαγές χαράγματα επάνω σε αγγεία. Άλλο ιδιαίτερα ενδιαφέρον δείγμα πόλης της ελληνιστι-
κής εποχής αποκτήθηκε στην Αλίκυρνα, όπου τεκμηριώνεται το ιπποδάμειο σύστημα στην περι-
οχή, αλλά αποκαλύφθηκαν και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως ο αποθέτης με πλούσιο υλικό
από λατρεία της Δήμητρας και της Κόρης. Στην Καλυδώνα φάνηκε ότι η συνέχεια της έρευνας στις
ελληνιστικές οικίες της “Κάτω ακρόπολης” υπόσχεται πολλά. Στη Ναύπακτο οι σωστικές ανασκα-
φές συνέβαλαν ουσιαστικά στη γνώση της τοπογραφίας της αρχαίας πόλης. Στη Λευκάδα είδαμε
ότι αναδεικνύεται το οικιστικό πλέγμα της πόλης και έρχονται στο φως σημαντικές αρχαίες κατα-
σκευές, όπως το εντυπωσιακό κτήριο που αποκαλύπτεται στο Αθάνι. Μικρότερης κλίμακας οικι-
στικά κατάλοιπα, όχι όμως λιγότερο σημαντικά για τη γνώση της δομής διαχρονικά της αρχαίας
κατοίκησης της Αιτωλοακαρνανίας, εντοπίσθηκαν ή ερευνήθηκαν σε πολλά μέρη, όπως στην ευρύ-
τερη περιοχή του Αγρινίου και τον Στάνο στην Αμβρακία, όπου ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει
η αγροικία με πύργο, που τεκμηριώνει την ύπαρξη και στην περιοχή αυτή του τύπου των αγροικιών
της κλασικής και ελληνιστικής εποχής που γνωρίζουμε από άλλα μέρη του ελληνικού χώρου.
Η γνώση των ιερών χώρων της Αιτωλίας και Ακαρνανίας πλουτίσθηκε επίσης με νέα σημα-
ντικά ευρήματα, όπως ο ναός στα Ελληνικά του Μεσολογγίου ή με την έρευνα και τη μελέτη γνω-
στών ήδη θέσεων. Η αποκάλυψη του σταδίου στο Ελληνικό Βελβίνας (Μολύκρειο) και η έρευνα
και ερμηνεία άλλων οικοδομημάτων του ιερού αποτελούν ένα από τα πιο σημαντικά βήματα προ-
όδου στον τομέα αυτό. Αποκαλυπτικές όμως είναι και οι παρατηρήσεις που έγιναν για τη διαδοχή
των φάσεων στο ναό του Απόλλωνος Ακτίου, για τη συνειδητή διατήρηση εμφανών στοιχείων της
παλαιότερης φάσης στη νεότερη, καθώς και για τον πολιτικό συμβολισμό επιλογής θέσης και υλι-
κών, συνδυασμού λατρευτικών αγαλμάτων και περιεχομένου επιγραφών στο ναό της εποχής του
Αυγούστου και στο μνημείο της νίκης του στο Άκτιο. Με άλλες ανακοινώσεις στο συνέδριο προ-
άγεται η γνώση της λατρείας σε άλλες περιοχές, όπως με τη μελέτη της κεραμικής από το ιερό της

595
Β. ΛΑΜΠΡΙΝΟΥΔΑΚΗΣ

Αρτέμιδος Επικρατείας στον Δρυμώνα και από το ναό στη θέση « Σπάθαρη».
Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι και τα αποτελέσματα των ερευνών στο θέατρο της Καλυδώνας.
Τόσο η μελέτη της μορφής και της χρονολογίας του συντιθέμενου από κατώτερο τετράγωνο και
ανώτερο καμπύλο τμήμα κοίλου, όσο και η σπουδή της τετράγωνης ορχήστρας και η χρονολόγηση
του προσκηνίου συμβάλλουν και θα συμβάλλουν σημαντικά στη γνώση γενικότερα της εξέλιξης
του θεάτρου.
Μια άλλη κατηγορία μνημείων, τα ταφικά μνημεία και σύνολα, πλουτίσθηκε δραματικά.
Οι θολωτοί τάφοι του Αγίου Ηλία, της Μίλας, της Βόνιτσας και της Πάργας αποκαλύπτουν την
ύπαρξη ισχυρών ευγενών οικογενειών κατά τη μυκηναϊκή περίοδο. Οι εκπληκτικοί τύμβοι του
Μεγανησιού, εντελώς διαφορετικοί από τους γνωστούς και τα οικιστικά κατάλοιπα από το τέλος
των μυκηναϊκών χρόνων στο νησί, μας γνωρίζουν ένα τραχύ, αλλά ανοιχτό, πληθυσμό, που ζούσε
από τη θάλασσα με εμπόριο και πειρατεία και που εύστοχα η ανασκαφέας τον συνδέει με τους Ομη-
ρικούς Ταφίους. Τα πρωτογεωμετρικά νεκροταφεία της Σταμνάς και του Κεφαλόβρυσου παρέχουν
πλουσιότατο υλικό για τη μελέτη των ταφικών εθίμων, αλλά και της τέχνης της εποχής και των
ευρύτερων σχέσεών της. Οι τάφοι με τους χάλκινους τρίποδες από το Κεφαλόβρυσο προσφέρουν
εκτός των άλλων πληροφοριών και το ιδιαίτερο στοιχείο των υφασμάτινων καλυμμάτων, τα οποία
όταν θα συντηρηθούν θα προστεθούν στα ελάχιστα τεκμήρια για τα ταφήια φάρεα (σάβανα), αλλά
και πιθανώς άλλες κατηγορίες υφασμάτων που χρησιμοποιούνταν για την περιποίηση των λειψά-
νων του νεκρού. Στη γνώση των ταφικών εθίμων κλασικής και πρώιμης ελληνιστικής εποχής συμ-
o βάλλει ιδιαίτερα η έρευνα του νεκροταφείου με τους 245 τάφους στα Ρηγαίικα, του “μεγαλύτερου
γνωστού οργανωμένου ταφικού συγκροτήματος στην περιοχή”, όπως το χαρακτήρισε η ανασκα-
φέας του, ενώ μοναδικά δείγματα μνημειωδών τάφων με τους θαλάμους τους σε διδακτική διατή-
ρηση παρέχουν οι περίβολοι των νεκροταφείων της Πλευρώνας. Σημαντικές πληροφορίες δίνουν
και οι έρευνες στα υστεροκλασικά-ελληνιστικά νεκροταφεία της αιτωλικής Ποτιδάνιας και του
νότιου νεκροταφείου της Στράτου. Η έρευνα επίσης του ρωμαϊκού ταφικού κτίσματος στο Πάμφιο
και η συσχέτισή του με την κατοίκηση της εποχής σε μεμονωμένες αγροτικές εγκαταστάσεις συμ-
βάλλει στη μελέτη των συνθηκών της ζωής στην ευρύτερη περιοχή της Αιτωλίας και Ακαρνανίας
σ’ αυτά τα χρόνια.
Η έρευνα περαιτέρω άλλων κατασκευών, όπως τα λουτρικά συγκροτήματα στον Άγιο Παντε-
λεήμονα Αστακού και στο Καινούριο Αγρινίου, πλουτίζουν τον αρχαιολογικό χάρτη του Νομού και
αναδεικνύουν την ύπαρξη αρχαίας ζωής εκεί που ως τώρα ήταν άγνωστη. Στον τομέα αυτό συνέ-
l βαλαν και οι επιφανειακές έρευνες στο Εσωτερικό Αρχιπέλαγος του Ιονίου, όπου εντοπίσθηκαν
θέσεις της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής και της Εποχής του Χαλκού, και στη χερσόνησο της Πλα-
s γιάς, όπου συλλέχθηκαν και μελετώνται προϊστορικές λιθοτεχνίες.
Στο Συνέδριο παρουσιάσθηκαν όμως και σημαντικές συμβολές στη μελέτη και την αξιολό-
γηση των ευρημάτων, ακινήτων και κινητών. Οι συμβολές αυτές είναι:
– Η αξιολόγηση παλαιών και νέων ευρημάτων της Εποχής του Χαλκού στην πεδιάδα του
Νυδριού Λευκάδας. – Η έρευνα των σχέσεων της Λευκάδας με τα Βαλκάνια κατά τη Νεολιθική
εποχή και την Εποχή του Χαλκού, που εστιάζει στο ταφικό έθιμο του τύμβου. – Η διερεύνηση πολι-
τισμικών φάσεων και ομάδων στην Αιτωλία και Ακαρνανία κατά την μετάβαση από τους μυκηνα-
ϊκούς στους πρωτογεωμετρικούς χρόνους. – Η ιστορική αξιοποίηση τη κυκλοφορίας νομισμάτων
στη Στρατική από την κλασική εποχή μέχρι τους νεότερους χρόνους. – Η διερεύνηση των τροφι-
κών συνηθειών στη Στράτο με εργαλείο την αποσκοπούμενη χρήση των αγγείων. – Η ένταξη σε
τύπους και χρονική ακολουθία των λύχνων στην Αιτωλία. – Η διεισδυτική συνεξέταση των ιερών
στην Αιτωλία και Ακαρνανία και η ανάδειξη ενός ιδιαίτερου χαρακτήρα θρησκευτικής πρακτικής,
δηλαδή του ρόλου και του χαρακτήρα του συμβολισμού και τη λατρείας λίθων. – Η ανάδειξη της
επίδραση των Αιτωλών στο αρχιτεκτονικό γίγνεσθαι του ιερού των Δελφών τον 3ο π.Χ. αιώνα. – Η
πολύτιμη εργασία που γίνεται στο εργαστήριο Ελληνικής Επιγραφικής στη Βενετία για την έκδοση
και επικαιροποίηση παλαιοτέρων εκδόσεων των επιγραφών της περιοχής. – Οι προτάσεις σύνδεσης
τοπωνυμίων και εθνικών ονομάτων με στοιχεία της αιτωλοακαρνανικής φύσης. – Και τέλος η δια-

596
ΣΥΝΟΨΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

χρονική, λαογραφική-θρησκειολογική διερεύνηση του μύθου τη Κυρα-Ρήνης και η συσχέτισή του


με την ομηρική Ρήνη.
Τα ποιοτικά δείγματα φροντίδας, οι προβληματισμοί, οι ιδέες και οι προτάσεις που παρουσιά-
σθηκαν κατά την τελευταία συνεδρία σχετικά με την ανάδειξη της πολιτισμικής κληρονομιάς της
περιοχής, συνιστούν ένα πολύ χρήσιμο οδηγό για σχετικές δράσεις στο άμεσο και το απώτερο μέλ-
λον. Η μουσειακή πολιτική και τα εκπαιδευτικά προγράμματα της τοπικής Εφορείας Αρχαιοτήτων
και άλλων φορέων αποδίδουν ήδη καρπούς. Οι προτάσεις θέτουν γενικά στόχους που θα συμπλη-
ρώσουν σύντομα την ενεργοποίηση των πολιτισμικών αγαθών του τόπου για τη βίωσή τους από το
ευρύ κοινό.
Ο αμητός του Συνεδρίου είναι ιδιαίτερα πλούσιος και σημαντικός. Αναμένουμε να τον δούμε
σύντομα κατατεθειμένο στην έκδοση των Πρακτικών του Συνεδρίου.

Β. Κ. Λαμπρινουδάκης
Μεσολόγγι, 8.12.2013

597
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΕΔΡΩΝ
Σαπφώ Αθανασοπούλου Jeannette Forsén
Αρχαιολόγος-Msc Μουσειολόγος, Δρ Αρχαιολόγος, Department of Historical Studies
Διεύθυνση Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών – Classical Archaeology and Ancient Culture,
Προγραμμάτων, ΥΠΠΟΑ University of Gothenburg
sathanasopoulou@culture.gr jeannetteforsen@hotmail.co.uk

Σπυριδούλα Κ. Αλεξανδροπούλου Rune Frederiksen


Συνταξιούχος εκπαιδευτικός Δρ Αρχαιολόγος,
Πτυχ. Ιστ. – Αρχαιολ. Ε.Κ.Π.Α. Head of Collections - ΝΥ Carlsberg Glyptotek
- Τέως Επιμελήτρια Αρχαιοτήτων runfr@glyptoteket.dk

Kathrin Fuchs
Γεωργία Αλεξοπούλου PhD-Student at the University of Darmstadt
Δρ Αρχαιολόγος, ΕΦΑ Αχαιας kfuchs@gmx.de
gzkap@yahoo.gr
Παναγιώτης Ζερβουδάκης
Claudia Antonetti Αρχαιολόγος ΜΑ
Καθηγήτρια Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας panoszervoudakis@yahoo.gr
του Πανεπιστημίου Ca’ Foscari της Βενετίας.
Διευθύντρια του εργαστηρίου Ελληνικής Γιώργος Ηλιόπουλος
Επιγραφικής του Τμήματος Eπίκουρος καθηγητής Παλαιοντολογίας
Ανθρωπιστικών Σπουδών και Στρωματογραφίας, Πανεπιστήμιο Πάτρας
cordinat@unive.it iliopoulosg@upatras.gr

Αντώνης Βασιλάκης Søren Handberg


Δρ Αρχαιολόγος, Associate Professor, Dept. of Archaeology,
Επίτιμος Διευθυντής Αρχαιοτήτων ΥΠΠΟΑ Conservation and History, University of Oslo
andonis.vasilakis@gmail.com shhandberg@hotmail.com

Ολυμπία Βικάτου Νικολαος Καλτσάς


Δρ Αρχαιολόγος, Προϊσταμένη ΕΦΑΑΙΤΛ Δρ Αρχαιολόγος, Επίτιμος Διευθυντής
olvikatou@yahoo.gr του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
nikals@yahoo.gr
Μυρτώ Βεΐκου
Δρ Αρχαιολόγος, ερευνητική εταίρος, Νικόλαος Κατσικούδης
University of Uppsala Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
myrto.veikou@lingfil.uu.se nkatsiku@uoi.gr

Δήμητρα Γαβρίνα Λάζαρος Κολώνας


Μουσειοπαιδαγωγός ΕΦΑΑΙΤΛ Δρ. Αρχαιολόγος
dgavrina@culture.gr Επίτιμος Γενικός Διευθυντής Αρχαιοτήτων
& Πολιτιστικής Κληρονομιάς
Νένα Γαλανίδου lkolonas@gmail.com
Aναπληρώτρια καθηγήτρια Προϊστορικής
Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης Γεωργία Κουρτέση-Φιλιππάκη
galanidou@uoc.gr Επίκουρη Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας
Ε.Κ.Π.Α.
Βικτωρία Γερολύμου gkphil@arch.uoa.gr
Αρχαιολόγος
vgerolimou77@yahoo.gr Μαρία Λαγογιάννη
Δρ Αρχαιολόγος
Φραγκούλα Γεώρμα Διευθύντρια Ε.Α.Μ.
Δρ Αρχαιολόγος, ΕΦΑ Κέρκυρας mlagogianni@culture.gr
frag_georma@yahoo.gr
Μαρία Λαμπρινού
Όλγα Γιαννακογεώργου Δρ Αρχιτέκτων ερευνήτρια – αναστηλώτρια
Φιλόλογος, Μsc Περιβαλλοντική Εκπαίδευση marialamprinou52@gmail.com
olgagiannak@otenet.gr
Βασίλειος Λαμπρινουδάκης
Μόνικα Διαμαντή Ομότιμος Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας
Αρχαιολόγος - Μουσειολόγος ΜΑ Πανεπιστημίου Αθηνών
Υποψήφια διδάκτωρ Ιονίου Πανεπιστημίου labrin@otenet.gr
diamanti@gmail.com
Franziska Lang
Prof. Dr., Klassische Archäologie - Technische
Universität Darmstadt
flang@klarch.tu-darmstadt.de

598
Κατερίνα Λεονταρίτη Anne Sieverling
Αρχαιολόγος PhD of Classical Archaeology
terileon@gmail.com - University of Darmstadt
asieverling@klarch.tu-darmstadt.de
Λίνα Μακραδήμα
Αρχαιολόγος ΕΦΑΑΙΤΛ Ιλεάνα Σιώρη
amakradima@culture.gr Αρχαιολόγος-
ileanax@otenet.gr
Αλίκη Μουστάκα
Καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας Γιώργος Σμύρης
του Αριστοτελείου Παν/μίου Θεσσαλονίκης Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος
amoust@hist.auth.gr Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης,
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Catherine Morgan gsmiris@cc.uoi.gr
Senior research fellow, All Souls College, professor
of Classics and Archaeology, University of Oxford Βίβιαν Στάικου
catherine.morgan@all-souls.ox.ac.uk Αρχαιολόγος ΜΑ, ΕΦΑΑΙΤΛ
vivianstaikou@gmail.com
Ιωάννης Μόσχος
Αρχαιολόγος, ΕΦΑ Αχαΐας Γεώργιος Σταμάτης
imoschos@culture.gr Αρχαιολόγος ΜΑ
stamatgiorgos@gmail.com
Σταύρος Μπένος
Πρόεδρος του Σωματείου «ΔΙΑΖΩΜΑ» Mαρία Σταυροπούλου-Γάτση
benos@otenet.gr Επίτιμη Διευθύντρια Αρχαιοτήτων
maria_gatsi@yahoo.gr
Ιωάννης Γ. Νεραντζής
Δρ Ιστορικής Γεωγραφίας Παύλος Τριανταφυλλίδης
(Σ.Σ. Φιλολόγων) Δρ Αρχαιολόγος, Προϊστάμενος ΕΦΑ Λέσβου
neranion@gmail.com ptriantafillidis@culture.gr

Βάσια Παπούλια Ισμήνη Τριάντη


Αρχαιολόγος - Μ.Δ.Ε. στη Διαχείριση Μνημείων Ομότιμη Καθηγήτρια Παν/μίου Ιωαννίνων
vasiapapoulia@hotmail.com isminitrianti@gmail.com

Χριστίνα Παπούλια Βασιλική Τσαντήλα


Αρχαιολόγος ΜΑ Δρ Αρχαιολόγος, ΕΦΑΑΙΤΛ
christina_papoulia@hotmail.com Μ.Sc. Δημόσια Διοίκηση
vtsantila@gmail.com
Ανεστέη Παρίση
Αρχιτέκτων - Μηχανικός - ΕΦΑ Δυτ. Αττικής Ανθούλα Τσαρούχα
aparisi@culture.gr Αρχαιολόγος, ΕΦΑ Φωκίδος
anthtsar@gmail.com
Έλενα Κ. Παρτίδα
Δρ Αρχαιολόγος, ΕΦΑ Αχαΐας Άκης Τσώνος
elpartida@gmail.com Δρ Αρχαιολόγος, Εκπαιδευτικός, Γραμματέας
Ινστιτούτου Διαβαλκανικής Πολιτισμικής Συνεργασίας
Kων/νος Πρασσάς (Ι.ΔΙ.ΠΟ.Σ.), μέλος της Ελληνοαλβανικής
Μηχανολόγος μηχανικός MPhil Αρχαιολογικής Αποστολής
αναλυτής Σ.Γ.Π. στο αλβανικό τμήμα της Μεγάλης Πρέσπας
kprassas@gmail.com akis.tsonos2000@gmail.com

Νίκη Ράλλη Joanita Vroom


Αρχαιολόγος Professor, Faculty of Archaeology,
rallikini@yahoo.gr University of Leiden
j.a.c.vroom@arch.leidenuniv.nl
Φωτεινή Σαράντη
Δρ Αρχαιολόγος, ΕΦΑΑΙΤΛ Κώστας Φίλης
efi_saranti@yahoo.gr Δρ Αρχαιολόγος, ΕΦΑ Αχαΐας
kfilis1@yahoo.gr
Κλεάνθης Σιδηρόπουλος
Αρχαιολόγος, ΕΦΑ Μεσσηνίας Κωνσταντούλα Χαβέλα
klesid@yahoo.gr Δρ Αρχαιολόγος, ΕΦΑ Αχαΐας
konha71@gmail.com

599

You might also like