You are on page 1of 14

Γεώργιος Χ.

Κουφογιώργος
Φιλόλογος – Ιστορικός
ΜΔΕ

Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΖΑΜΠΛΑΝΚΑ – ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1943


Συζητώντας την άνευ όρων παράδοση

Όταν οι Τσώρτσιλ και Ρούζβελτ συναντήθηκαν στην Καζαμπλάνκα, είχαν ήδη


πραγματοποιηθεί κι άλλες συμμαχικές διασκέψεις, όμως αυτήν τη φορά υπήρχαν μία
σημαντική διαφορά. Οι Σύμμαχοι δεν βρίσκονταν σε τόσο δεινή θέση, όσο στο
παρελθόν. Αντιθέτως, έβλεπαν ότι η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει υπέρ τους. Αυτή η
πεποίθηση αποτυπώθηκε εύγλωττα στο κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε στο τέλος
των εργασιών και έθεσε μία πολύ σημαντική παράμετρο για το μέλλον του πολέμου:
την άνευ όρων παράδοση των χωρών του Άξονα.
Καθώς το 1942 πλησίαζε στο τέλος του, είχαν αρχίσει να φαίνονται τα πρώτα
αισιόδοξα σημάδια στο στρατόπεδο των Συμμάχων ή οι πρώτες δυσάρεστες ενδείξεις
στο στρατόπεδο του Άξονα, ανάλογα με την οπτική γωνία που προσεγγίζει κάποιος
τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Γερμανοί είχαν φθάσει στο Στάλινγκραντ και στις
παρυφές των πετρελαϊκών κοιτασμάτων του Καυκάσου. Όμως οι υποχωρούντες
Σοβιετικοί είχαν προκαλέσει σημαντικές ζημιές στις πετρελαιοπηγές του Καυκάσου,
με αποτέλεσμα η Wehrmacht να στερηθεί πολύτιμα καύσιμα για την προσπάθειά της.
Όσον αφορά το Στάλινγκραντ, εκεί η ορμή του Άξονα άρχισε να εξανεμίζεται. Ο
πόλεμος των νηοπομπών συνεχιζόταν στον Ατλαντικό με τους Συμμάχους να
«αιμορραγούν» από τα πλήγματα των «λύκων» του ναυάρχου Νταίνιτς, αλλά
συνέχιζαν την πείσμονα προσπάθειά τους. Στον Ειρηνικό 16.000 πεζοναύτες των
ΗΠΑ αποβιβάστηκαν στο Γκουανταλκανάλ, εγκαινιάζοντας τη στρατηγική των
αλμάτων από νησί σε νησί, με τελικό φιλόδοξο στόχο τα νησιά του ιαπωνικού
αρχιπελάγους. Στη Βόρειο Αφρική οι Βρετανοί και οι σύμμαχοί τους σταμάτησαν
τους Γερμανούς στο Ελ Αλαμέιν. Ακόμη και οι συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών
άρχισαν να δρέπουν τους καρπούς των προσπαθειών τους. Ο Άξονας δεν έμοιαζε πια
τόσο άτρωτος, όσο έδειχνε κατά την αρχή του πολέμου.
Στις αρχές του 1943 καταβλήθηκε η πρώτη προσπάθεια για να συναντηθούν οι
τρεις μεγάλοι ηγέτες του συμμαχικού στρατοπέδου. Μόνο δύο ανταποκρίθηκαν στο
κάλεσμα, οι Ρούζβελτ και Τσώρτσιλ. Ο Στάλιν δεν θεώρησε απαραίτητο να
εμφανισθεί. Με αυτό τον τρόπο έδειξε και τη δυσαρέσκεια του προς τους συμμάχους
του για την καθυστέρηση που παρουσιαζόταν στο ζήτημα του «δεύτερου μετώπου».
Κατηγορώντας το Λονδίνο ότι είναι διπρόσωπο, ο Στάλιν δήλωσε δηκτικά ότι ο
Τσώρτσιλ ξεχνούσε εύκολα τις υποσχέσεις του. Το Κρεμλίνο επικρατούσε ανησυχία
μήπως οι Δυτικοί έρθουν σε συμφωνία με τον Χίτλερ και με αποτέλεσμα να
εγκαταλειφθεί μόνη της η ΕΣΣΔ. Αυτό βέβαια που δεν ανέφερε ο Γεωργιανός ηγέτης
ήταν ότι τον φόβιζαν οι πτήσεις και γι’ αυτό οι επόμενες συναντήσεις των Τριών
Μεγάλων έγιναν σε τοποθεσίες προσιτές σε χερσαία μέσα.
Η αλήθεια είναι ότι οι Αμερικανοί κατέβαλαν προσπάθεια να πείσουν τον
Στάλιν για τις καλές του προθέσεις, συναινώντας λίγους μήνες πριν τη σύνοδο στην
Καζαμπλάνκα να εφοδιάζουν γενναιόδωρα σε μηνιαία βάση την ΕΣΣΔ με οχήματα,
εκρηκτικές ύλες, σιτηρά, 15.000 τόννους κατεψυγμένου κρέατος, 10.000 τόννους
κονσέρβες κρέατος, 5.000 τόννους σαπουνιού, 10.000 τόννους φυτικού λαδιού και
12.000 τόννους χοιρινού λίπους.

1
Ο Στάλιν, επομένως, αποφάσισε να απόσχει από την πρώτη συνάντηση των
Τριών Μεγάλων, για να αφιερωθεί στην επική μάχη του Στάλινγκραντ, αλλά και για
να στείλει ένα μήνυμα δυσαρέσκειας στη Δύση. Με παρόντες μόνο τους δύο ηγέτες η
συνδιάσκεψη στην Καζαμπλάνκα, η οποία διεξήχθη μεταξύ 14 και 24 Ιανουαρίου υπό
την κωδική ονομασία «Symbol» ήταν καταδικασμένη να βρεθεί στη σκιά της
Τεχεράνης, της Γιάλτας ή του Πότσνταμ. Η απουσία του Στάλιν προκάλεσε αλλά και
έλυσε προβλήματα. Από τη μία πλευρά οι Ρούζβελτ και Τσώρτσιλ έπρεπε να
λαμβάνουν συνεχώς υπόψιν τη βούληση των Σοβιετικών, έστω κι αν αυτοί
απουσίαζαν, από την άλλη πλευρά, όμως, η συνεργασία των δύο ανδρών ήταν πιο
ειλικρινής και αυθόρμητη απ’ ό,τι θα ήταν στην περίπτωση που στις συζητήσεις
παρίστατο ο Στάλιν.
Κατά τα άλλα, η διάσκεψη αυτή αποτέλεσε κι ένα διάλειμμα για τον Ρούζβελτ
από τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η κυβέρνησή του, όπως οι
ρατσιστικές ταραχές στη Νέα Υόρκη και το Ντιτρόιτ. Όπως σχολίασε ο Χάρρυ Λόυντ
Χόπκινς, στενός συνεργάτης του Αμερικανού προέδρου που βρέθηκε μαζί του και
στην Καζαμπλάνκα, ο Ρούζβελτ χρειαζόταν ένα ταξιδάκι.

Το σκηνικό και οι πρωταγωνιστές της συνδιάσκεψης

Ο Ρούζβελτ είχε εκδηλώσει την επιθυμία να συναντηθεί με τον Τσώρτσιλ


στη Βόρειο Αφρική. Το Μαρακές είχε προταθεί ως τόπος συνάντησης από το
Τσώρτσιλ αλλά τελικά προτιμήθηκε η Καζαμπλάνκα. Χάρις τις κοινές προσπάθειες
Βρετανών και Αμερικανών η πόλη είχε μετατραπεί σε πραγματικό φρούριο. Οι
συμμετέχοντες κατέλυσαν σε μία όαση, στο προάστιο Άνφα, σε ένα συγκρότημα από
πολυτελείς κατοικίες που αναπτύσσονταν γύρω από ένα τριώροφο ξενοδοχείο, πέντε
χιλιόμετρα νοτίως της Καζαμπλάνκα. Το βρετανικό πλοίο «Bulolo», ένα
τροποποιημένο εμπορικό πλοίο 6.267 τόνων, εξοπλισμένο με συστήματα
επικοινωνιών, είχε αγκυροβολήσει κοντά στο θέρετρο της Άνφα για να διευκολύνει
την επικοινωνία με το Λονδίνο.
Τα μέτρα ασφαλείας ήταν δρακόντεια στην Καζαμπλάνκα. Οι φρουροί ήταν
οπλισμένοι με πολυβόλα, υποπολυβόλα Thompson, ακόμη και με κοντόκανες
καραμπίνες. Πυκνό συρματόπλεγμα περιέφρασε τους χώρους όπου θα διεξήγετο η
σύνοδος. Το αυτοκίνητο που μετέφερε τον Ρούζβελτ από το αεροδρόμιο είχε λάσπη
στα παράθυρα για να μην αναγνωρίζεται ο υψηλός επισκέπτης. Πάντα για λόγους
ασφαλείας, οι κύριοι συμμετέχοντες αναφέρονταν πάντα με κωδικά προσωνύμια
όπως «Δον Κιχώτης» και «Σάντσο Πάντσα». Εν μέρει για λόγους ασφαλείας, εν μέρει
ως είδος αστείου, ο Τσώρτσιλ αντιπρότεινε τους κωδικούς «Ναύαρχος Q» και
«Κύριος Ρ» για τους Ρούζβελτ και Χόπκινς, ενώ ο ίδιος αναφερόταν ως «ταξίαρχος
της Αεροπορίας Φράνκλαντ». Φαίνεται ότι ο τίτλος «Symbol» (Σύμβολο) που δόθηκε
στην σύνοδο η οποία πραγματοποιήθηκε στην Καζαμπλάνκα ήταν απόλυτα
ταιριαστός.
Ο Τσώρτσιλ έφτασε με μυθιστορηματικό τρόπο στην Καζαμπλάνκα με
αμερικανικό αεροσκάφος Consolidated Β–24 Liberator, το οποίο τον περίμενε στη
βάση της RAF, κοντά στην Οξφόρδη. Μολονότι, για προφανείς λόγους ασφαλείας, η
άφιξη του Τσώρτσιλ κρατήθηκε μυστική, ο ίδιος ο Βρετανός πρωθυπουργός και η
αυτοκινητοπομπή που τον συνόδευε του έφθασαν με θορυβώδη τρόπο στο
αεροδρόμιο, με σειρήνες να ουρλιάζουν και με φώτα που παραβίαζαν κάθε κανόνα
συσκότισης. Οι Αμερικανοί παρακολουθούσαν απορημένοι, καθώς ο πληθωρικός
Τσώρτσιλ ανέβαινε τις σκάλες. Ο διοικητής της βάσης «Θεέ μου, το μόνο λάθος που
δεν έκαναν ήταν ότι δεν το ανακοίνωσαν στις εφημερίδες!». Το αεροσκάφος του

2
Τσώρτσιλ είχε εξοπλιστεί με αυτοσχέδιο μηχανισμό θέρμανσης και με ένα στρώμα
στο πάτωμα, προκειμένου να ταξιδέψει πιο άνετα ο σημαίνων επιβάτης, τον οποίο
συνόδευε ο προσωπικός του ιατρός, λόρδος Μοράν.
Ο Ρούζβελτ έφθασε κι αυτός αεροπορικώς στην Καζαμπλάνκα, δύο ημέρες
μετά τον Τσώρτσιλ. Η πτήση του Αμερικανού προέδρου δημιούργησε μία σειρά από
πρωτιές. Μεταξύ των άλλων, αυτή ήταν το πρώτο ταξίδι του Ρούζβελτ στο εξωτερικό
από την έναρξη του πολέμου, αλλά και το πρώτο υπερατλαντικό ταξίδι του. Το ταξίδι
αυτό διήρκεσε αρκετά. Το αεροπλάνο πέρασε πρώτα από τη Βραζιλία, διέσχισε
έπειτα τον Ατλαντικό και μέσω της Γκάμπιας έφθασε στην Καζαμπλάνκα. Σε όλη τη
διάρκεια του ταξιδιού, ο Ρούζβελτ έδειξε εφηβικό ενθουσιασμό για την πρωτόγνωρη
εμπειρία. Για να κυλήσει πιο ευχάριστα ο χρόνος, ο Ρούζβελτ διάβαζε βιβλία και
περιοδικά.
Η βίλα όπου φιλοξενήθηκε ο Τσώρτσιλ ονομαζόταν «Μιραντόρ» και
εξοπλίστηκε με ράμπα για να μπορεί να είναι προσβάσιμη στο αμαξίδιο που καθόταν
ο πρόεδρος Ρούζβελτ. Περίπου πενήντα μέτρα μακριά βρισκόταν η βίλα του
Ρούζβελτ, η οποία ονομαζόταν «Σαάντα». Η πολυτέλεια της βίλας εντυπωσίασε τον
πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά το πιο αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό της ήταν μία πισίνα
που είχε μετατραπεί σε καταφύγιο από αεροπορικές επιδρομές. Όσο ειδυλλιακό κι αν
ήταν το τοπίο, οι υπεύθυνοι ασφαλείας δεν ξεχνούσαν ότι η περιοχή βρισκόταν εντός
της εμβέλειας των γερμανικών αεροσκαφών.
Η ακολουθία των δύο ηγετών ήταν κυρίως στρατιωτικοί και όχι πολιτικοί. Τα
πολιτικά ζητήματα και το μέλλον της μεταπολεμικής Ευρώπης δεν αποτελούσε μέρος
της ατζέντας. Επομένως, στην Καζαμπλάνκα δεν ταξίδεψαν πολλοί στενοί
συνεργάτες των δύο ηγετών. Για παράδειγμα, ο Άντονυ Ήντεν, υπουργός
Εξωτερικών της Βρετανίας δεν ταξίδεψε στο Μαρόκο μαζί με τον Τσώρτσιλ.
Αντιθέτως, στην Καζαμπλάνκα ήταν παρούσα σύσσωμη η στρατιωτική ηγεσία
των δύο χωρών. Από την πλευρά των Βρετανών ήταν παρόν όλο το Γενικό Επιτελείο
(Chiefs of Staff Committee - CSC). Αναλυτικά, από βρετανικής πλευράς
παρευρέθηκαν ο επικεφαλής του Αυτοκρατορικού Επιτελείου, στρατηγός σερ Άλαν
Μπρουκ, ο επικεφαλής του Royal Navy αρχιναύαρχος σερ Ντάντλεϋ Πάουντ, ο
αρχιπτέραρχος της RAF σερ Τσαρλς Πόρταλ και ο επικεφαλής των διακλαδικών
επιχειρήσεων, αντιναύαρχος λόρδος Λιούις Μαουντμπάτεν. Επίσης συμμετείχαν στις
εργασίες ο στρατάρχης σερ Τζον Ντιλ, σύνδεσμος του Βρετανικού Γενικού
Επιτελείου στην Ουάσινγκτον και ο επιτελάρχης του υπουργείου Αμύνης,
αντιστράτηγος Χέηστινγκς Λάιονελ Ίζμεϋ. Οι μόνοι πολίτες που συμμετείχαν από
βρετανικής πλευράς ήταν ο λόρδος Φρέντερικ Τζεημς Λέδερς, υπουργός Πολεμικών
Μεταφορών και ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Βρετανίας Χάρολντ Μακμίλαν, ο
οποίος μετά την απελευθέρωση της Βορείου Αφρικής είχε αναλάβει χρέη πολιτικού
αντιπροσώπου της βρετανικής κυβέρνησης στην περιοχή.
Από την πλευρά των ΗΠΑ, ήταν παρόντες ο στρατηγός Τζωρτζ Κάτλετ
Μάρσαλ ο νεώτερος, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ο αντιστράτηγος
Χένρυ Χάρλεϋ «Χαπ» Άρνολντ, επικεφαλής της USAAF, ο αντιστράτηγος Μπρέχον
Μπουρκ Σόμερβελ, επικεφαλής της νεοϊδρυθείσας Υπηρεσίας Εφοδιασμού και ο
ναύαρχος Έρνεστ Τζόζεφ Κινγκ, επικεφαλής ναυτικών επιχειρήσεων και
στρατιωτικός προϊστάμενος του US Navy. Εν ολίγοις, παρευρέθηκε σύσσωμο το
Γενικό Επιτελείο (Joint Chiefs of Staff - JSC). Το JSC και το CSC σχημάτισαν το
συμμαχικό Μικτό Επιτελείο (Combined Chiefs Of Staff).
Ο ναύαρχος Ουίλιαμ Ντάνιελ Λήχυ, επιτελάρχης του Ρούζβελτ και πρόεδρος
του Μικτού Επιτελείου είχε ασθενήσει ξαφνικά και δεν συνόδευσε τον πρόεδρο των
ΗΠΑ στην Καζαμπλάνκα. Οι πολιτικοί που συνόδευσαν τον Ρούζβελτ ήταν τρεις:

3
Χάρυ Χόπκινς, ο Ουίλιαμ Άβερελ Χάριμαν και ο Ρόμπερτ Ντάνιελ Μέρφυ. Οι δύο
πρώτοι ήταν στενοί σύμβουλοι του Αμερικανού προέδρου και ειδικοί σε ζητήματα
όπως η ΕΣΣΔ και το πρόγραμμα Δανεισμού και Εκμίσθωσης (Lend – Lease), με το
οποίο οι ΗΠΑ δάνειζαν πολεμικό υλικό στους συμμάχους τους. Ο Μέρφυ ήταν ο
έμπιστος του Ρούζβελτ για ζητήματα σχετικά με τη Βόρειο Αφρική και είχε μεγάλη
ανάμειξη στις διπλωματικές εμπιστευτικές επαφές που πραγματοποιήθηκαν με τους
Γάλλους πριν και μετά τις αποβάσεις τις Επιχείρησης «Πυρσός». Ο Μέρφυ είχε
δηλαδή αποστολή ανάλογη με αυτή του Μακμίλαν, με τον οποίο έμελλε να
συνεργαστούν στενά στην Καζαμπλάνκα.
Γενικά, οι Ρούζβελτ και Τσώρτσιλ ήταν θιασώτες της προσωπικής
διπλωματίας και βασίζονταν πολύ στην προσωπική επαφή για να επιλύσουν τα
προβλήματα που προέκυπταν. Πολλές από τις προσωπικές τους συναντήσεις
πραγματοποιήθηκαν βράδυ και διαρκούσαν έως τις πρώτες πρωινές ώρες.
Κατά τ’ άλλα, η συνδιάσκεψη ήταν μία ευκαιρία και για αναψυχή για τους δύο
ηγέτες, ένα διάλειμμα από την γεμάτη ένταση ατμόσφαιρα των κυβερνητικών
κύκλων. Ο Τσώρτσιλ διασκέδαζε πίνοντας και παίζοντας χαρτιά, ενώ ο Ρούζβελτ
επισκεπτόταν αμερικανικές μονάδες που στρατοπέδευαν στην περιοχή.

Τα κύρια προς συζήτηση θέματα

Η εξέλιξη του πολέμου κατά το 1942 φανέρωνε ότι οι συζητήσεις περί της
συμμαχικής στρατηγικής θα μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον και θα προκαλούσαν
αρκετές διαφωνίες, όχι μόνο στρατιωτικού χαρακτήρα. Επομένως, το θέμα που
φυσιολογικά κυριάρχησε ήταν η πορεία των μελλοντικών επιχειρήσεων.
Ο φάκελος με τα προβλήματα που έπρεπε να συζητηθούν στην Καζαμπλάνκα
ήταν γεμάτος. Αμέσως μετά τις αποβάσεις των συμμάχων στις ακτές της Βορείου
Αφρικής (Επιχείρηση «Torch») τον Νοέμβριο του 1942 οι Βρετανοί και οι
Αμερικανοί θεώρησαν απαραίτητο να μελετήσουν προσεκτικά τα επόμενα βήματά
τους και να χαράξουν την κύρια γραμμή της στρατηγικής τους. Αφενός, έπρεπε να
αποφασίσουν ποιος θα ήταν ο επόμενός τους στόχος, η Μεσόγειος ή η Γαλλία. Οι
επιχειρήσεις στη Βόρειο Αφρική δεν αποτελούσαν το δεύτερο μέτωπο που διακαώς
επιθυμούσε η Μόσχα και για να συνεχισθεί η αγαστή συνεργασία μαζί της χρειαζόταν
μία πιο εμφατική προσπάθεια, όπως μία απόβαση στη Γαλλία διαμέσου της Μάγχης.
Αφετέρου, οι επιχειρήσεις στην Τυνησία δεν εξελίσσονταν κατ’ ευχήν, οπότε
χρειαζόταν επαναπροσδιορισμός των στόχων της. Ένα ακόμη «ακανθώδες» ζήτημα
που σχετιζόταν με τη Βόρειο Αφρική και απαιτούσε λεπτούς χειρισμούς ήταν η
διαχείριση των γαλλικών αποικιών της περιοχής. Η συμμαχία με τους Ελεύθερους
Γάλλους δεν έπρεπε να θιχτεί, αλλά έπρεπε να βρεθεί κάποιος συμβιβασμός που να
ικανοποιεί και τους Γάλλους που δεν είχαν συνταχθεί με τους Συμμάχους και
διέθεταν αξιόλογες δυνάμεις στη Βόρειο Αφρική.
Στις αρχές του 1943 η απειλή των γερμανικών υποβρυχίων παρέμενε ζωντανή
όσο ποτέ. Μόνο τον Νοέμβριο του 1942 οι σύμμαχοι είχαν απωλέσει εμπορικά πλοία
των οποίων η χωρητικότητα υπερέβαινε τους 850.000 τόννους Έπρεπε, συνεπώς, να
βρεθεί αντίδοτο απέναντι στη γερμανική υπεροχή στον Ατλαντικό. Οι «λύκοι» τους
Νταίνιτς είχαν φθάσει πολύ κοντά στο να προκαλέσουν ασφυξία στον ανεφοδιασμό
της Βρετανίας και της ΕΣΣΔ. Δεν θα αποτελούσε υπερβολή να υποστηρίξει κάποιος
ότι η λεγόμενη Μάχη του Ατλαντικού μπορούσε σε μεγάλο βαθμό να κρίνει την
έκβαση του πολέμου συνολικά. Αυτός ήταν ο λόγος που η Μάχη του Ατλαντικού
κυριάρχησε στις συζητήσεις και απασχόλησε επτά συσκέψεις.

4
Η σπουδαιότητα του ζητήματος αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στις
συζητήσεις συμμετείχαν ενεργά οι Τσώρτσιλ – Ρούζβελτ χωρίς να αφήσουν την
πρωτοβουλία στους συμβούλους τους, όπως συνέβη σε άλλα ζητήματα. Μάλιστα, η
«μάστιγα» των υποβρυχίων αποτέλεσε θέμα και της πρώτης συνάντησης που είχαν οι
δύο ηγέτες, στις 14 Ιανουαρίου. Το ενδιαφέρον που επέδειξαν οι δύο ηγέτες για τη
Μάχη του Ατλαντικού εδράζεται και στη στενή σχέση που είχαν με τις ναυτικές
υποθέσεις κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους. Ο Ρούζβελτ διετέλεσε
υφυπουργός Ναυτικών κατά τη διάρκεια του Α΄ Π.Π., ενώ ο Τσώρτσιλ την ίδια
περίπου περίοδο διετέλεσε πρώτος λόρδος του Ναυαρχείου, δηλαδή υπουργός
Ναυτικών της Βρετανίας. Το ίδιο αξίωμα έφερε και κατά την έναρξη του Β΄ Π.Π. και
με την ιδιότητα του πρώτου λόρδου του Ναυαρχείου συνεργάστηκε με τον Ρούζβελτ
για να αντιμετωπιστεί η γερμανική απειλή στον Ατλαντικό, πριν ακόμη εισέλθουν οι
ΗΠΑ στον Β΄ Π.Π.
Μία από τις λύσεις που συζητήθηκαν στην Καζαμπλάνκα απέναντι στην
απειλή των U-Boote, ήταν η χρήση βαρέων βομβαρδιστικών εναντίον στόχων που
σχετίζονταν με τα γερμανικά υποβρύχια. Τέτοιοι στόχοι ήταν τα ενισχυμένα
υπόστεγα που φιλοξενούσαν τα γερμανικά υποβρύχια στα γαλλικά λιμάνια, όταν
αυτά δεν κυνηγούσαν τη λεία τους στον Ατλαντικό. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να
βομβαρδιστεί το σημαντικό για τα γερμανικά υποβρύχια λιμάνι της πόλης Λοριάν,
στη βορειοδυτική Γαλλία. Επίσης, οι σύμμαχοι όφειλαν να βομβαρδίσουν τις
βιομηχανικές μονάδες που σχετίζονταν με την κατασκευή και συντήρηση των U-
Boote. Επιπλέον, αποφασίστηκε να επισπευσθεί η παραγωγή πολεμικών πλοίων
συνοδείας, ώστε να προστατευθούν πιο αποτελεσματικά οι νηοπομπές. Συνοψίζοντας
τις συζητήσεις για τη Μάχη του Ατλαντικού, Βρετανοί και Αμερικανοί συμφώνησαν
ότι για να πραγματοποιηθεί η σχεδιαζόμενη συμμαχική απόβαση στην ηπειρωτική
Ευρώπη, έπρεπε πρώτα να ελεγχθεί το μέτωπο του Ατλαντικού.
Υπήρχε μια σειρά από ερωτήματα που έπρεπε να απαντηθούν πριν
καταλήξουν οι σύμμαχοι ποια στρατηγική θα ακολουθούσαν σε γενικές γραμμές. Για
παράδειγμα, το πολυσυζητημένο «Δεύτερο Μέτωπο» και η εισβολή στην Ευρώπη
απασχολούσαν περισσότερο τους συμμετέχοντες στις συσκέψεις, αλλά υπήρχε ένα
εξίσου σημαντικό μέτωπο, αυτό του Ειρηνικού, οι εξελίξεις στο οποίο βρίσκονταν σε
κρίσιμο επίσης σημείο. Δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να υποβαθμιστεί η
συμμαχική προσπάθεια στον Ειρηνικό, με σκοπό να εξοικονομηθούν πόροι για το
ευρωπαϊκό ή για το μεσογειακό θέατρο επιχειρήσεων.
Όσο για τις επιχειρήσεις στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο, οι σύμμαχοι είχαν να
απαντήσουν σε δύσκολα ερωτήματα: ποιες επιχειρήσεις θα πραγματοποιούντο στην
Αφρική και στην Ιταλία και, κυρίως, κατά πόσο ήταν εφικτό να ανοίξει το «Δεύτερο
Μέτωπο» μέσα στο 1943, όπως απαιτούσε ο Στάλιν.
Οι Βρετανοί επέμεναν ότι τη δεδομένη στιγμή οποιαδήποτε μορφή
αποβατικής ενέργειας στη Δυτική Ευρώπη τη δεδομένη στιγμή ήταν καταδικασμένη
να αποτύχει. Τα διδάγματα της Διέππης ήταν νωπά. Αντίθετα, πρότειναν τη συνέχιση
της αφρικανικής εκστρατείας μέχρι να εκδιωχθούν από εκεί οι δυνάμεις του Άξονα.
Στη συνέχεια, η φυσική εξέλιξη θα ήταν η εισβολή στη Σικελία και κατ’ επέκταση
στην Ιταλία, στο «μαλακό υπογάστριο» του Άξονα. Η αδύναμη – σε σχέση με τους
εταίρους της στον Άξονα – Ιταλία έμοιαζε ο εύκολος στόχος. Η ενίσχυσή της από
τους Γερμανούς σε περίπτωση συμμαχικής εισβολής θα ήταν δυσχερής, καθώς θα την
εμπόδιζε το φυσικό εμπόδιο των Άλπεων και γενικά το ανάγλυφο της ιταλικής
χερσονήσου. Αυτό το ανάγλυφο αποτελούσε βέβαια πρόβλημα και για τους
Συμμάχους, όμως τη δεδομένη στιγμή η καλύτερα φυλασσόμενη και ευκολότερα

5
προσβάσιμη από τις γερμανικές ενισχύσεις Δυτική Ευρώπη δεν φαινόταν να είναι ο
ιδανικός τόπος για εισβολή.
Επειδή, όμως, οι Σύμμαχοι όφειλαν να αποδείξουν την καλή τους θέληση στον
Στάλιν σε ό,τι αφορούσε το άνοιγμα του περιβόητου «Δεύτερου Μετώπου», ο
Τσώρτσιλ δεν είχε αντίρρηση να πραγματοποιηθεί μία μικρής κλίμακας συμμαχική
επιχείρηση στις ακτές της Γαλλίας, με σκοπό να καταληφθούν κάποια στρατηγικά
σημεία στη χερσόνησο Κοταντέν, όπως το λιμάνι του Χερβούργου. Με βάση το
Χερβούργο ή τη Βρέστη, οι Σύμμαχοι θα είχαν ένα προγεφύρωμα για να διεξαγάγουν
επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή της Μάγχη ώστε να φθαρεί η Luftwaffe και το
Kriegsmarine και η Wehrmacht. Ο Τσώρτσιλ πίστευε ότι μία τέτοια επιχείρηση θα
ανάγκαζε τους Γερμανούς να στρέψουν αρκετές από τις μονάδες τους στα δυτικά,
μειώνοντας την πίεση στο Ανατολικό Μέτωπο. Με αυτόν τον τρόπο, οι Σοβιετικοί θα
είχαν λιγότερους λόγους για παράπονα προς τους συμμάχους τους.
Οι Αμερικανοί και Βρετανοί επιτελείς είχαν ήδη μελετήσει δύο τέτοιου είδους
επιχειρήσεις, την επιχείρηση «Sledgehammer» (Σφύρα) και την επιχείρηση
«Roundup» (Συγκέντρωση/Μάντρισμα). Αμφότερες οι επιχειρήσεις σχεδιάζονταν για
το 1943, αλλά δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, λόγω της έλλειψης ανθρώπινων πόρων
και υλικών μέσων.
Οι Αμερικανοί ήθελαν να τελειώνουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα με την
υπόθεση της Αφρικής για αν αφοσιωθούν στην απόβαση στη Δυτική Ευρώπη.
Ανάμεσά τους υπήρχαν αρκετοί υποστηρικτές επιχειρήσεων όπως η
«Sledgehammer». Ένας τέτοιος ήταν ο ίδιος ο στρατηγός Μάρσαλ, ο οποίος τηρούσε
δύσπιστη στάση απέναντι στις επιχειρήσεις που αφορούσαν στο θέατρο της
Μεσογείου.
Οι Βρετανοί είχαν ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τους συμμάχους τους σε ό,τι
αφορούσε στη χάραξη της στρατηγικής: το βρετανικό πλοίο επικοινωνιών «Bulolo».
Οι Βρετανοί είχαν φροντίσει να το εξοπλίσουν με το κατάλληλο έμψυχο και άψυχο
δυναμικό, με αποτέλεσμα να έχουν πάντα προβάδισμα απέναντι στους Αμερικανούς
ως προς το κρίσιμο ζήτημα των πληροφοριών. Για παράδειγμα, είχαν πολύ καλύτερη
εικόνα για την κατάσταση στο Ανατολικό Μέτωπο, χάρις στις πολύτιμες
αποκρυπτογραφήσεις των εχθρικών μηνυμάτων από το άκρως απόρρητο πρόγραμμα
ULTRA, το οποίο δρούσε με βάση του το Μπλέτσλεϊ Παρκ της Βρετανίας.
Ο Ρούζβελτ προτιμούσε να αφήνει τα ζητήματα στρατηγικής στους επιτελείς
του και δεν έφερνε ιδιαίτερες αντιρρήσεις στα βρετανικά σχέδια, ακόμη κι αν αυτά
ήταν πολύ φιλόδοξα, όπως πχ η προσέλκυση της υπό γερμανική επήρεια Τουρκίας
στη συμμαχική σφαίρα επιρροής. Οι Αμερικανοί δεν ενθουσιάζονταν με τα βρετανικά
σχέδια για τη Μεσόγειο. Τελικά όμως, τόσο ο στρατηγός Μάρσαλ, όσο και οι άλλοι
Αμερικανοί επιτελείς συνειδητοποίησαν κι αυτοί ότι η ιταλική χερσόνησος έπρεπε να
είναι ο επόμενος στόχος και προτιμούσαν ως χώρο πραγματοποίησης της απόβασης
τη Σαρδηνία. Οι Βρετανοί αντιπρότειναν τη Σικελία και τελικά έπεισαν και τους
Αμερικανούς. Η επιχείρηση ορίστηκε για τις 10 Ιουλίου αλλά μόνο με την
προϋπόθεση ότι η Τυνησία θα είχε επανακτηθεί έως τότε από τον εχθρό.
Σπουδαίο θέμα συζήτησης αποτελούσε ακόμη ο βέλτιστος τρόπος
εκμετάλλευσης των στρατηγικών βομβαρδιστικών. Οι σύμμαχοι όφειλαν να
εκμεταλλευθούν τον στόλο στρατηγικών βομβαρδιστικών, ένα όπλο στο οποίο η
Γερμανία υστερούσε, για να «γονατίσουν» τη γερμανική πολεμική προσπάθεια.
Επομένως, ένα ζήτημα που απασχόλησε τους συμμετέχοντες επιτελείς ήταν η
Combined Bomber Offensive (Συνδυασμένη Επιχείρηση Βομβαρδισμού) εναντίον
της Γερμανίας. Όπως αναφέρεται στο σχετικό υπόμνημα που συνέταξε το συμμαχικό
Μικτό Επιτελείο, σκοπός της επιχείρησης αυτής ήταν: «η προοδευτική καταστροφή

6
και εξάρθρωση των ενόπλων δυνάμεων, του βιομηχανικού και του οικονομικού
συστήματος της Γερμανίας, καθώς και η υπονόμευση του ηθικού του γερμανικού
λαού στο σημείο που να αδυνατίσει θανάσιμα η ικανότητά τους να παρατάξουν
ένοπλη άμυνα». Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, έπρεπε να ενορχηστρωθεί μία
γιγαντιαία επιθετική ενέργεια από την RAF και την 8η Αεροπορική Δύναμη της
USAAF, η οποία θα διεξήγαγε βομβαρδισμούς 24 ώρες το 24ωρο, ακόμη και χωρίς
κάλυψη από μαχητικά αεροσκάφη.
Οι Βρετανοί έτρεφαν αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα των Αμερικανών
να ανταποκριθούν σε ένα τόσο εχθρικό και απαιτητικό πεδίο, όπως ήταν οι
γερμανικοί ουρανοί, ειδικά αν η USAAF επέμενε να επιχειρήσει και ημερήσιες
επιδρομές. Ο άνθρωπος που έπεισε τον Τσώρτσιλ για το αντίθετο ήταν ο
υποστράτηγος Αϊρα Κλάρενς Έηκερ επικεφαλής της 8ης Αεροπορική Δύναμης, κατά
τη διάρκεια ενός δείπνου που πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιανουαρίου, στο κατάλυμα
του Τσώρτσιλ. Ο ίδιος ο Τσώρτσιλ παραδέχθηκε στα απομνημονεύματά του ότι ο
Έηκερ τον έπεισε πως το αμερικανικό σχέδιο ήταν βιώσιμο.
Ο Έηκερ, μεταπολεμικά, αποκάλυψε πως πείστηκε ο Βρετανός
πρωθυπουργός. Σύμφωνα με τον Εήκερ, ο Τσώρτσιλ τον υποδέχθηκε στις 10 το πρωί
στη βίλα του, ρωτώντας τον αν γνωρίζει ότι ο πρωθυπουργός της Βρετανίας ήταν
κατά το ήμισυ Αμερικανός. Έπειτα του ομολόγησε ότι οι τραγικές απώλειες των
αμερικανικών πληρωμάτων τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι Αμερικανοί
όφειλαν να ακολουθήσουν την τακτική των νυκτερινών αποστολών βομβαρδισμού
που εφαρμοζόταν από τη Διοίκηση Βομβαρδισμού της RAF. Ο Έηκερ απάντησε
διπλωματικά, ζητώντας από τον Τσώρτσιλ να μελετήσει το μικρό υπόμνημα που
περιείχε τα αμερικανικά επιχειρήματα, προσθέτοντας με ευγένεια ότι γνώριζε πως ο
Τσώρτσιλ δεν αποφάσιζε ποτέ για ένα θέμα, πριν ακούσει όλες τις πλευρές. Ο
Τσώρτσιλ συμφώνησε και ζήτησε από τον Εήκερ να μελετήσουν μαζί το σύντομο
υπόμνημα. Αφού τελείωσαν, ο Τσώρτσιλ δήλωσε στον Αμερικανό αξιωματικό:
«Νεαρέ, δεν με έπεισες ότι έχεις δίκιο, αλλά με έπεισες ότι πρέπει να σου δοθεί μία
ευκαιρία να αποδείξεις τις θέσεις σου. Όταν δω τον πρόεδρό σου κατά τη διάρκεια
του γεύματος, θα του πω ότι αποσύρω το αίτημά μου να συνεργαστείτε με την RAF
στους νυκτερινούς βομβαρδισμούς ώστε να αφοσιωθείτε στην προσπάθεια που
ακολουθείτε ως τώρα».
Ο Ρούζβελτ, από την πλευρά του, δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με αυτό το θέμα
και άφησε την πρωτοβουλία των κινήσεων στους στρατιωτικούς και ειδικά στον
στρατηγό Μάρσαλ. Με αυτόν τον τρόπο δικαιολογείται και η απουσία του από τη
συνάντηση του Τσώρτσιλ με τον Έηκερ. Γενικά, η διεξαγωγή διασυμμαχικών
επιχειρήσεων στρατηγικού βομβαρδισμού ήταν ένα ζήτημα που ανήκε περισσότερο
στην αρμοδιότητα των επαϊόντων στρατιωτικών και οι δύο ηγέτες προτίμησαν να
μην το ανάγουν σε μείζον ζήτημα των μεταξύ τους επαφών.
Σημαντικό ζήτημα προς συζήτησιν ήταν και το πρόσωπο του ανωτάτου
διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων, που θα διεξήγαν τις αποβατικές επιχειρήσεις
στην Ευρώπη (Supreme Allied Commander - SAC). Κατά τις συζητήσεις μεταξύ των
Βρετανών και Αμερικανών επιτελών συμφωνήθηκε καταρχήν ότι το πρόσωπο αυτό
θα ήταν Βρετανός. Αφετέρου, αποφασίστηκε ότι ο επιτελάρχης του θα είχε την ίδια
εθνικότητα, αλλά ο αναπληρωτής του θα ήταν Αμερικανός. Στο πλαίσιο αυτής της
συμφωνίας ο Βρετανός αντιστράτηγος Φρέντερικ Έντζγουορθ Μόργκαν ανέλαβε τη
θέση του επιτελάρχη της Ανώτατης Συμμαχικής Διοίκησης (Chief of Staff Supreme
Allied Command - COSSAC), ενώ αναπληρωτής του ορίστηκε ο Αμερικανός
ταξίαρχος Ρέη Μπάρκερ.

7
Τα δευτερεύοντα ζητήματα

Στο περιθώριο των συζητήσεων για το μέλλον των επιχειρήσεων στην


Ευρώπη και τη Μεσόγειο, οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί συζήτησαν και την πορεία
των επιχειρήσεων στη νοτιοανατολική Ασία, μία περιοχή η οποία είχε ιδιαίτερη
σημασία για τους πρώτους, εξαιτίας της Ινδίας. Οι Αμερικανοί, με τη σειρά τους,
έβλεπαν στο πρόσωπο των Βρετανών τον μόνο τους αξιόπιστο σύμμαχο στον
Ειρηνικό. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι Αμερικανοί πρότειναν την επιχείρηση «Αnakim», με
σκοπό την ανακατάληψη της Βιρμανίας και την ανάκτηση της χερσαίας οδού
επικοινωνίας με την Κίνα.
Οι Βρετανοί δεν έδιναν στην Κίνα την ίδια σημασία με τους Βρετανούς. Για
το Λονδίνο, τα θέματα της Ασίας περιορίζονταν στην προστασία της Ινδίας και στην
ανάκτηση των αποικιών που οι Ιάπωνες είχαν αφαιρέσει από τους Βρετανούς.
Αντιθέτως, οι ΗΠΑ είχαν μεγαλύτερα σχέδια για αυτόν τον γίγαντα με πήλινα πόδια,
που λεγόταν Κίνα. Για την Ουάσινγκτον, η Κίνα θα έπρεπε να μετασχηματιστεί
μεταπολεμικά σε θεματοφύλακα της παγκόσμιας ειρήνης, μαζί με τη Βρετανία, την
ΕΣΣΔ και τις ΗΠΑ. Εκτός όμως από αυτό το μακροπρόθεσμο σχέδιο, οι ΗΠΑ
σκέπτονταν και πιο βραχυπρόθεσμα. Η Κίνα και ο Εθνικιστική Κυβέρνηση του
Τσιάνγκ Κάι Σεκ αποτελούσαν χρήσιμο σύμμαχο εναντίον των Ιαπώνων,
τουλάχιστον μέχρι να κλιμακωθεί η μεγάλη αεροναυτική εκστρατεία, με την οποία οι
Αμερικανοί φιλοδοξούσαν να φθάσουν ως τα ιαπωνικά νησιά, εκτελώντας τα
περίφημα «άλματα του βατράχου».
Ο Τσιάνγκ Κάι Σεκ είχε δυσφορήσει εξαιτίας της αντιμετώπισης που είχε η
χώρα του από τους Συμμάχους και εξέφρασε παράπονα ότι η Κίνα αντιμετωπιζόταν
ως παρίας. Για να πιέσει τους συμμάχους, είχε αφήσει να εννοηθεί ότι ίσως η χώρα
του όφειλε να επιδιώξει ειρήνη με τους Ιάπωνες, εφόσον οι Σύμμαχοι δεν βοηθούσαν
αποτελεσματικά τη χώρα. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι αεροσκάφη που
προορίζονταν αρχικά για την Κίνα κατέληξαν στη Βόρειο Αφρική, είχε εξοργίσει τη
σύζυγο του Τσιάνγκ Κάι Σεκ, η οποία χειριζόταν τα ζητήματα που αφορούσαν στην
Αεροπορία. Αναζητώντας, συνεπώς, αποδείξεις καλής θέλησης από τους Συμμάχους
οι Κινέζοι έθεσαν τις λεγόμενες «Τρεις Απαιτήσεις». Πρώτον, ζητούσαν να τους
χορηγούνται μηνιαίως 5.000 τόνοι εφοδίων μέσω του προγράμματος Δανεισμού και
Εκμίσθωσης, δεύτερον, απαίτησαν την αποστολή 500 αεροσκαφών και τρίτον, η
χερσαία οδός ανεφοδιασμού που περνούσε από τη νοτιοδυτική Κίνα έπρεπε να
ανοίξει και πάλι. Προκειμένου, λοιπόν, να ανοίξει αυτή η οδός επικοινωνία με την
επαρχία Γιουνάν, χρειαζόταν η επίχείρηση «Anakim».
Οι Αμερικανοί θα συνεισέφεραν όλα τα απαιτούμενα μέσα για την επιχείρηση
«Αnakim», οπότε οι Βρετανοί δεν έφεραν κάποιες αντιρρήσεις. Άλλωστε, η δική τους
παρουσία στο μέτωπο του Ειρηνικού και της ΝΑ Ασίας ήταν δευτερεύουσα καθώς
τον πρωταγωνιστικό ρόλο κατείχαν οι ΗΠΑ. Συνεπώς ο Τσώρτσιλ σε γενικές
γραμμές δεν έφερε αντιρρήσεις στον Ρούζβελτ, αλλά και ο τελευταίος διπλωματικά
απέφυγε να συζητήσει διεξοδικά στην Καζαμπλάνκα τα αμερικανικά σχέδια για την
μεταπολεμική Κίνα. Προς το παρόν, οι συζητήσεις περιορίστηκαν στην επιχείρηση
«Αnakim», μια επιχείρηση η οποία δημιουργούσε άγχος στους Βρετανούς επιτελείς,
οι οποίοι δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να δεσμευθούν στην Ανατολή αμφίβια
μέσα, τη στιγμή που γίνονταν προετοιμασίες για τη συμμαχική απόβαση στην ιταλική
χερσόνησο.
Σε αντίθεση με τον Ειρηνικό, η Μεσόγειος και ειδικά τα Βαλκάνια ήταν μία
περιοχή όπου οι Βρετανοί ασκούσαν παραδοσιακά μεγαλύτερη επιρροή από τους
Αμερικανούς. Δεν αποτελεί, συνεπώς, έκπληξη το γεγονός ότι στην Καζαμπλάνκα

8
αποφασίστηκε πως το Λονδίνο θα ήταν υπεύθυνο για να διεξαγάγει τις
διαπραγματεύσεις με την Τουρκία. Οι Βρετανοί θεωρούσαν την ένταξη της Τουρκίας
στους κόλπους της συμμαχίας ως ένα σημαντικό απόκτημα. Κατά τη γνώμη τους, η
Τουρκία δεν έπρεπε να περάσει στη γερμανική σφαίρα επιρροής, διότι η θέση της
ΕΣΣΔ θα καθίστατο ακόμη πιο δυσχερής. Όμως, οι Βρετανοί σκέφτονταν και με
υστεροβουλία, αναφορικά με τη μεταπολεμική κατάσταση των πραγμάτων. Ο
έλεγχος των Στενών και της Μεσογείου θα ήθελαν να περάσει στα χέρια του
Λονδίνου.
Ελλείψει άλλων επειγόντων ζητημάτων οι Ρούζβελτ – Τσώρτσιλ
ασχολήθηκαν με τη διευθέτηση των ζητημάτων που σχετίζονταν με τη Γαλλία. Μετά
τον θάνατο του Νταρλάν, στην οποία αναμίχθηκαν οι Βρετανοί, άνοιγε ο δρόμος για
την προσέγγιση Γάλλων στρατηγών Σαρλ ντε Γκωλ και Ανρί Ζιρώ. Ο Ζιρώ, ο οποίος
είχε την υποστήριξη των Αμερικανών, διατήρησε σχέσεις με αξιωματούχους που
είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς και είχαν επιδείξει αντισημιτική συμπεριφορά.
Οι δύο στρατηγοί έριζαν για την ηγεσία των ελεύθερων γαλλικών δυνάμεων,
οι οποίες πολεμούσαν εναντίον του Άξονα. Ο ντε Γκωλ ήταν πιο γνωστός από τον
Ζιρώ αν και στην πραγματικότητα είχε μόνο τον βαθμό του ταξιάρχου, έχοντας
προσωρινά προαχθεί σε στρατηγό. Μεταξύ των δύο ανδρών σοβούσε διαμάχη από
την αρχή του Β΄ Π.Π. πάνω σε ζητήματα τακτικής. Παρόλα αυτά, ο Ζιρώ δήλωνε
βέβαιος ότι η συνεργασία του με τον ντε Γκωλ θα ήταν αγαστή.
Ο Ρούζβελτ προτιμούσε ως λύση τον Ζιρώ, με τον οποίο θεωρούσε ότι μπορεί
να συνεργαστεί πιο εύκολα ή να τον χειριστεί πιο άνετα. Σε αυτό το ζήτημα ήταν
έτοιμος να διαφωνήσει ανοικτά με τον Τσώρτσιλ, χαρακτηρίζοντας μάλιστα
«προβληματικό» τον ντε Γκωλ. Ο Τσώρτσιλ από την πλευρά του προτιμούσε τον ντε
Γκωλ, διότι θεωρούσε ότι ο Ζιρώ δεν είχε ως προσωπικότητα το απαραίτητο
βεληνεκές για να αναλάβει τις τύχες της Γαλλίας. Βέβαια, δεν είχε αντίρρηση να
συνεχίσει και χωρίς αυτόν, αν παρίστατο ανάγκη. Το πρόβλημα ήταν ότι ο ντε Γκωλ
αρχικά αρνήθηκε να συνεργαστεί και να μεταβεί στην Καζαμπλάνκα και να
διαπραγματευθεί με τον Ζιρώ.
Ο Τσώρτσιλ και ο Ρούζβελτ βρήκαν λύση για να λυγίσουν τον ντε Γκωλ.
Απλώς του θύμισαν ποιοι πληρώνουν τα έξοδα των Ελεύθερων Γάλλων και του
κατέστησαν σαφές ότι η βρετανική κυβέρνηση θα διέκοπτε τη χρηματοδότησή του,
εφόσον ο ντε Γκωλ επέμενε στην άρνησή του. Επίσης τον προειδοποίησαν ότι δεν
είχαν πρόβλημα να προχωρήσουν σε λύση του προβλήματος χωρίς την παρουσία του.
Με διπλωματικό τρόπο ο ντε Γκωλ «ανέκρουσε πρύμναν» και δέχθηκε να μεταβεί
στην Καζαμπλάνκα για να γνωρίσει – όπως δήλωσε – από κοντά τον Ρούζβελτ και
για να καταθέσει τα παράπονά του για την απουσία γαλλικών δυνάμεων από τις
επιχειρήσεις στη Βόρειο Αφρική.
Όταν έφθασε στην Καζαμπλάνκα, ο ντε Γκωλ άρχισε να παραπονείται σχεδόν
για τα πάντα: για το γεγονός ότι η ασφάλεια των εγκαταστάσεων δεν είχε ανατεθεί σε
Γάλλους, για την παρουσία αξιωματούχων που είχαν σχέσεις με το καθεστώς του
Βισύ, για την, κατά τη γνώμη του, «εισβολή» των Αμερικανών και των Γάλλων σε
μία περιοχή η οποία παραδοσιακά ανήκε στη γαλλική σφαίρα επιρροής, κλπ.
Κατά βάθος, οι σύμμαχοι της Γαλλίας – ειδικά οι Αμερικανοί – δεν είχαν
καμία διάθεση να παλινορθώσουν μεταπολεμικά τη γαλλική αποικιακή ισχύ και αυτό
ήταν ένα σημείο τριβής τόσο με τον ντε Γκωλ όσο και με τον Πεταίν. Γενικά, το
ζήτημα της αποικιοκρατίας έδειχνε ότι θα εξελισσόταν σε «αγκάθι» στους κόλπους
της συμμαχίας, όχι μόνο σε σχέση με τις γαλλικές κτήσεις, αλλά και με τις
βρετανικές. Σε αυτό το ζήτημα, τα συμφέροντα Ουάσιγκτον – Λονδίνου δεν
συμβάδιζαν.

9
Το θέμα ήταν ότι ο ντε Γκωλ δεν έδειχνε τόσο πρόθυμος όσο ο Ζιρώ για να
κάνει το βήμα προς την συνεργασία Λονδίνου (ντε Γκώλ) – Αλγερίας (Ζιρώ). Όμως,
μετά από επιμονή του Ρούζβελτ συμφώνησε και ο Τσώρτσιλ σε αυτό τον «γάμο». Στη
μάχη για να πεισθούν οι δύο Γάλλοι ηγέτες και να συνεργαστούν ενεπλάκησαν
προσωπικά οι Ρούζβελτ και Τσώρτσιλ, με τον δεύτερο ειδικά να έχει επιστρατεύει
ακόμη και απειλές για να πείσει τον ντε Γκωλ. Τελικά, η συνάντηση μεταξύ των δύο
Γάλλων επιτεύχθηκε μετά από μεγάλη παρασκηνιακή πίεση από τους Τσώρτσιλ και
Ρούζβελτ και οι δύο Γάλλοι ηγέτες αντάλλαξαν δημόσια την περίφημη χειραψία τους.
Μάλιστα, οι πηγές αναφέρουν ότι όταν οι δυο Γάλλοι ηγέτες συμφώνησαν να
ανταλλάξουν δημόσια χειραψία, ο Ρούζβελτ αναφώνησε: «Εμπρός! Φωτογραφίες!».
Μέχρι να απαθανατιστεί αυτό το διάσημο στιγμιότυπο, χρειάστηκε να
υπερβάλουν εαυτούς οι Αμερικανοί διπλωμάτες. Όπως διηγείται ο Χάρολντ Μακ
Μίλαν, ο Τσώρτσιλ του είχε ξεκαθαρίσει με τον ξεχωριστό, γλαφυρό του τρόπο, ότι ο
«γάμος» έπρεπε να γίνει, έστω κι αν ο «γαμπρός» (ντε Γκωλ) και η «νύφη» (Ζιρώ)
έφεραν αντιρρήσεις. «Εσύ και ο (Ρόμπερτ Ντάνιελ) Μέρφυ κανονίστε απλώς τη
διαδικασία της τελετής» είπε στον Μακ Μίλαν ο Τσώρτσιλ.
Στην πραγματικότητα, η χειραψία και το κοινό ανακοινωθέν που τη
συνόδευσε ήταν παρά μία επίδειξη δημοσίων σχέσεων για τον Τύπο. Οι άνδρες
συμφωνούσαν κυρίως στο ότι διαφωνούσαν μεταξύ τους, αλλά οι Ρούζβελτ και
Τσώρτσιλ τους ξεκαθάρισαν – με αρκετή δόση γαλατικής ευγένειας – ότι κανείς τους
δεν θα είχε την υποστήριξη της Βρετανίας και των ΗΠΑ, εφόσον δεν
συμμορφωνόταν με τις υποδείξεις. Επίσης, κατέστη σαφές στους Γάλλους ότι η
Βόρειος Αφρική θα τελούσε υπό βρετανική – αμερικανική επίβλεψη μέχρι να
τελειώσει ο πόλεμος. Πάντως, τόσο ο Τσώρτσιλ όσο και ο Ρούζβελτ
εντυπωσιάστηκαν από τον αγέρωχο ντε Γκωλ. Ο Τσώρτσιλ σχολίασε ότι ο Γάλλος
ηγέτες είχε όση αυτοπεποίθηση θα είχε ο Στάλιν με 200 μεραρχίες να υποστηρίζουν
τις θέσεις του.
Ένα ομιχλώδες ζήτημα, το οποίο δεν έχει διευκρινισθεί αν συζητήθηκε στην
Καζαμπλάνκα και σε ποιο βαθμό, είναι η ανταλλαγή τεχνογνωσίας σχετικά με την
κατασκευή ατομικών όπλων. Οι Αμερικανοί δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να
μοιραστούν με τους Βρετανούς συμμάχους τους την τεχνογνωσία που είχε
συγκεντρώσει το άκρως απόρρητο πρόγραμμα «Manhattan», το οποίο είχε αναλάβει
την έρευνα για την ανάπτυξη ατομικών όπλων. Οι Βρετανοί άσκησαν γενικά πίεση
στις ΗΠΑ για το θέμα αυτό, αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι το ζήτημα αυτό
τέθηκε στις συζητήσεις μεταξύ Τσώρτσιλ και Ρούζβελτ στην Καζαμπλάνκα.

Οι αποφάσεις της Συνδιάσκεψης και η άνευ όρων παράδοση

Το βράδυ της 24ης Ιανουαρίου, οι Τσώρτσιλ και Ρούζβελτ ενέκριναν το


κείμενο μίας επιστολής, η οποία συνόψιζε τις αποφάσεις στις οποίες κατέληξαν μετά
το πέρα των συνομιλιών. Αποδέκτες της επιστολής ήταν τα επιτελεία των ενόπλων
δυνάμεων ΗΠΑ και Βρετανίας. Το περιεχόμενό της μπορεί να συνοψιστεί σε τέσσερα
σημεία:
- Οι νηοπομπές προς τη Βόρειο Ρωσία πρέπει να συνεχιστούν πάση θυσία
- Οι συμμαχικές αεροπορικές δυνάμεις στην Κίνα πρέπει να ενισχυθούν
- Η απόβαση στη Σικελία είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί το καλοκαίρι
του 1943
- Πρέπει να επιταχυνθεί η συγκέντρωση αμερικανικών δυνάμεων στη
Βρετανία, ώστε να είναι πιο ευνοϊκές οι συνθήκες για επιχείρηση κάποιας
μορφή απέναντι από τη Μάγχη, έως τον Αύγουστο του 1943.

10
Στην καταληκτική συνέντευξη Τύπου, στις 24 Ιανουαρίου, ο πρόεδρος
Ρούζβελτ επεφύλασσε μία έκπληξη για τους παρευρισκομένους. Αναφερόμενος στον
στρατηγό και πρόεδρο των ΗΠΑ Οδυσσέα Γκραντ επικαλέστηκε τη φράση του περί
«άνευ όρων παραδόσεως» των Νοτίων κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο και δήλωσε ότι οι
Σύμμαχοι δεν θα δέχονταν τίποτα λιγότερο από τις χώρες του Άξονα από την
ολοκληρωτική παράδοση αυτών. Επί λέξει, ο Ρούζβελτ ανέφερε «…η ειρήνη θα
επικρατήσει στην υφήλιο μόνο μέσω της ολοκληρωτικής εξόντωσης της γερμανικής και
ιταλικής πολεμικής μηχανής, με την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας, της Ιταλίας
και της Ιαπωνίας.».
Ο όρος «άνευ όρων παράδοση» δεν ήταν φυσικά άγνωστος Ο Τσώρτσιλ
συναίνεσε δημοσίως με αυτή τη θέση, την οποία είχε ήδη συζητήσει με τον Ρούζβελτ,
πριν αυτή ανακοινωθεί δημόσια, αν και ενοχλήθηκε επειδή η ανακοίνωση έγινε με
αυτόν τον τρόπο. Το ενδεχόμενο μιας δημόσιας τοποθέτησης με ανάλογο
περιεχόμενο είχε ήδη συζητηθεί από τις 18 Ιανουαρίου μεταξύ των Ρούζβελτ,
Τσώρτσιλ και των επιτελών τους, απλώς ο Τσώρτσιλ διαφωνούσε με τη διατύπωση
που χρησιμοποίησε ο Αμερικανός πρόεδρος και όχι με την προοπτική της άνευ όρων
παραδόσεως. Η ανακοίνωση αυτή είχε σκοπό να διαβεβαιώσει και την ΕΣΣΔ ότι οι
δυτικοί της σύμμαχοι δεν θα σταματούσαν να πολεμούν, πριν εξοντώσουν πλήρως
την απειλή του Άξονα. Οι πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας υποστηρίζουν
κατηγορηματικά ότι ο Ρούζβελτ είχε προσχεδιάσει τα λόγια που χρησιμοποίησε για
την άνευ όρων παράδοση, πριν ακόμη ταξιδέψει στην Καζαμπλάνκα.
Βέβαια, ο Τσώρτσιλ κατά βάθος διαφωνούσε, διότι γνώριζε ότι αφενός
μετριοπαθείς Γερμανοί που επεξεργάζονταν σενάρια συνεννόησης με τους
Συμμάχους τώρα θα έρχονταν σε δύσκολη θέση, ενώ αφ’ ετέρου, οι ακραίες τάσεις
στη Γερμανία δικαιώνονταν σε ό,τι αφορά στο αίτημά τους για διεξαγωγή
ολοκληρωτικού πολέμου. Επίσης, ο Τσώρτσιλ θα προτιμούσε να μην περιληφθεί η
Ιταλία στην ανακοίνωση περί «άνευ όρων παραδόσεως». Το καθεστώς του
Μουσσολίνι βρισκόταν σε δύσκολη θέση και μία τέτοια ανακοίνωση θα ενίσχυε τους
σκληροπυρηνικούς οπαδούς του. Εν όψει της συμμαχικής απόβασης στην Ιταλία, ο
Τσώρτσιλ θα προτιμούσε οι Ιταλοί να γνωρίζουν ότι οι Σύμμαχοι θα επεδείκνυαν
διαλλακτικότητα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε στην Ιταλία. Αντιθέτως, η «άνευ
όρων παράδοση» θα έκανε τους Ιταλούς αντικαθεστωτικούς πιο επιφυλακτικούς σε
σχέση με τις προθέσεις των Συμμάχων.
Αρκετοί από τους Βρετανούς συνοδούς του Τσώρτσιλ «πάγωσαν» στο
άκουσμα της φράσης, την οποία εξεστόμισε ο Ρούζβελτ αυθόρμητα, σύμφωνα με τα
λεγόμενά του. Για παράδειγμα, ο υποστράτηγος σερ Στιούαρτ Μένζις, επικεφαλής
της βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών, θεωρούσε την ιδέα καταστροφική. Όμως
και οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έτρεφαν τα ίδια συναισθήματα. Ο Αϊζενχάουερ τη
θεωρούσε ανόητη, διότι αντιλαμβανόταν ότι η δήλωση αυτή θα αύξανε την
αποφασιστικότητα των Γερμανών να αντισταθούν και θα γαλβάνιζε την ενότητά
τους.
Σε γενικές γραμμές, οι σχέσεις μεταξύ Τσώρτσιλ και Ρούζβελτ ήταν καλές,
αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι δύο πλευρές δίστασαν να εκφράσουν τις αντιρρήσεις
τους όταν θίγονταν τα συμφέροντά τους. Ούτε οι δύο ηγέτες άφησαν την προσωπική
τους σχέση να επηρεάσει την εκπροσώπηση των εθνικών τους συμφερόντων. Όσες
φορές χρειάστηκε να διαφωνήσουν για κάποιο ζήτημα, εξέφρασαν τις αντιρρήσεις
τους χωρίς ενδοιασμό. Εννοείται ότι κάθε πλευρά θεωρούσε ότι είχε την
πρωτοκαθεδρία στη συμμαχία εναντίον του Άξονος. Ο Ρούζβελτ είχε εκμυστηρευθεί
στον Χάριμαν ότι ήλπιζε πως οι Βρετανοί θα αντιληφθούν ότι δεν είναι οι κύριοι
μέτοχοι στη συμμαχία.

11
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι φιλικοί δεσμοί μεταξύ ΗΠΑ και Βρετανίας
ατόνησαν. Αντιθέτως, η σχέση Τσώρτσιλ – Ρούζβελτ έγινε πιο εγκάρδια και
σχηματίστηκαν αρκετά «δίδυμα» συνεργασίας μεταξύ Λονδίνου και Ουάσινγκτον,
όπως αυτό των Μακ Μίλαν – Μέρφυ, το οποίο ανέλαβε τη διευθέτηση του γαλλικού
προβλήματος. Μάλιστα, μετά το τέλος της συνόδου, στις 23/1, οι δύο ηγέτες
ταξίδεψαν πέντε ώρες με αυτοκίνητο μέχρι την πολυτελή βίλα του Αμερικανού
υποπροξένου στο Μαρακές. Το τοπίο όπου βρισκόταν η βίλα Τέιλορ χαρακτηρίστηκε
«παραμυθένιο» από τον Τσώρτσιλ, αλλά μάγεψε εξίσου και τον Ρούζβελτ. Εκεί οι
δύο ηγέτες πέρασαν δύο ημέρες, διασκεδάζοντας μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες,
χωρίς να παραλείψουν να συντάξουν ένα μήνυμα οκτώ σημείων προς τον Στάλιν. Οι
Ρούζβελτ και Τσώρτσιλ συνδύασαν έτσι το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Ο Τσώρτσιλ
έμεινε κι άλλες ημέρες στο Μαρόκο, ασχολούμενος μεταξύ των άλλων και με τη
ζωγραφική, ενώ ο Ρούζβελτ επέστρεψε στις ΗΠΑ.

Συμπεράσματα

Οι αποφάσεις που ελήφθησαν στην Καζαμπλάνκα στις αρχές του 1943


επηρέασαν τις τύχες του πολέμου καθ΄ όλη τη διάρκεια αυτού του έτους. Δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι οι Βρετανοί αναδείχθηκαν νικητές στην άτυπη μάχη για την χάραξη
της συμμαχικής πολιτικής. Οι δικές τους θέσεις υπερίσχυσαν σε μεγαλύτερο βαθμό
απέναντι στις αμερικανικές. Ένα θέμα, όμως, που όφειλαν να λάβουν σοβαρά υπόψιν
τους οι σύνεδροι ήταν οι αντιδράσεις της Μόσχας απέναντι στις αποφάσεις που
ελήφθησαν στην Καζαμπλάνκα. Η συμμαχική απόβαση στη Σικελία και η υπόσχεση
για την πραγματοποίηση αμφίβιας επιχείρησης στη Γαλλία δεν συνιστούσαν ακριβώς
το «Δεύτερο Μέτωπο» που διακαώς απαιτούσαν οι Σοβιετικοί. Δικαίως η ΕΣΣΔ
αναζητούσε κάποια μέτρα με πιο άμεσα αποτελέσματα, καθώς η κατάσταση στο
Ανατολικό Μέτωπο βρισκόταν σε οριακό σημείο.
Στις 26 Ιανουαρίου οι Ρούζβελτ και Τσώρτσιλ ενημέρωσαν με κοινή
ανακοίνωσή τους τον Στάλιν για τις αποφάσεις στις οποίες κατέληξε η σύνοδος στην
Καζαμπλάνκα. Ο Τσώρτσιλ αναφέρει στα απομνημονεύματά του ότι διαβεβαίωσαν
τον Στάλιν ότι οι σύμμαχοι «πιστεύουμε ότι αυτές οι επιχειρήσεις (εννοεί στη
Μεσόγειο, τη βορειοδυτική Γαλλία και αλλού) σε συνδυασμό με τη δική σας ισχυρή
επίθεση έχουν πιθανότητες να γονατίσουν τη Γερμανία μέσα στο 1943».
Από την πλευρά του, ο Στάλιν δεν θα μπορούσε να αρνηθεί ότι τα μέτρα που
αποφασίσθηκαν στην Καζαμπλάνκα είχαν σκοπό να βοηθήσουν την πολεμική
προσπάθεια της ΕΣΣΔ απέναντι στη Wehrmacht. Η εξάρθρωση της γερμανικής
πολεμικής βιομηχανίας θα είχε αντίκτυπο στο Ανατολικό Μέτωπο, διότι οι Γερμανοί
επιτελείς δεν θα είχαν αρκετό πολεμικό υλικό για να ενισχύσουν τις μονάδες τους που
θα πολεμούσαν εκεί. Αντιθέτως, οι Σύμμαχοι ήταν αποφασισμένοι να κρατήσουν
ανοικτή την αρτηρία ανεφοδιασμού της ΕΣΣΔ που περνούσε από τα λιμάνια του
αρκτικού κύκλου, όπως ήταν το Μουρμάνσκ και ο Αρχάγγελος. Αυτό σήμαινε ότι οι
Σοβιετικοί μπορούσαν να στηριχθούν στο πολεμικό υλικό που έφθανε εκεί μέσω του
προγράμματος Δανεισμού και Εκμίσθωσης.
Επίσης, η απόβαση στη Σικελία και η σχεδιαζόμενη αποβατική επιχείρηση
στις γαλλικές ακτές θα απασχολούσαν πολλές γερμανικές μονάδες, με αποτέλεσμα να
μην είναι αυτές διαθέσιμες για το Ανατολικό Μέτωπο. Μάλιστα, στην καλύτερη
περίπτωση, οι Γερμανοί θα απέσυραν μονάδες από το Ανατολικό Μέτωπο για να
αναχαιτίσουν τις συμμαχικές αποβάσεις στη Δύση.
Ήδη τα γεγονότα έτρεχαν με μεγάλη ταχύτητα. Λίγες ημέρες έπειτα από το
πέρας της Συνόδου στην Καζαμπλάνκα, στις 31 Ιανουαρίου του 1943, o στρατάρχης

12
Φρίντριχ φον Πάουλους, διοικητής της γερμανικής 6η Στρατιάς παραδόθηκε μαζί με
το επιτελείο του στο Στάλινγκραντ, ενώ στον Ειρηνικό, οι τελευταίοι Ιάπωνες
εγκατέλειψαν το νησί του Γκουανταλκανάλ. Στις αρχές Φεβρουαρίου οι Σύμμαχοι
εισήλθαν στο έδαφος της Τυνησίας, ενώ παράλληλα άρχισαν συστηματικοί
βομβαρδισμοί στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ. Συνολικά ο Β΄ Παγκόσμιος
Πόλεμος μπήκε σε νέα τροχιά.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) Anne Armstrong, UNCONDITIONAL SURRENDER: THE IMPACT OF THE


CASPABLANCA POLICY UPON WW II, Rutgers University Press, USA,
1961.
2) John L. Chase, UNCONDITIONAL SURRENDER RECONSIDERED,
Political Science Quarterly 70.2, New York, 1955.
3) Winston S. Churchill, THE SECOND WORLD WAR, τόμος 4, Mariner Books,
USA, 1986
4) Simon Appleby, SYMBOL – CHURCHILL, ROOSEVELT AND THE
CASABLANCA CONFERENCE, JANUARY 1943, Bookswarm.co.uk, 1998.
5) Jonathan Fenby, ALLIANCE – THE INSIDE STORY OF HOW ROOSVELT,
STALIN AND CHURCHILL WON ONW WAR AND BEGUN ANOTHER,
MacAdam / Cage, USA, 2007.
5) Jean Lacouture, DE GAULLE: THE REBEL, 1890–1944, W. W. Norton &
Company, USA, 1990.
6) Mark Stoler, ALLIES AND ADVERSARIES, THE JOINT CHIEFS OF STAFF,
THE GRAND ALLIANCE AND U.S. STRATEGY IN WORLD WAR II,
University of North Carolina Press, USA,2003.
7) Alan F. Wilt, THE SIGNIFICANCE OF THE CASABLANCA DECISIONS,
JANUARY 1943," Journal of Military History 55, USA, 1991.
8) Κάρολος ντε Γκωλ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, 1940 -1946,
εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 1967.

ΛΕΖΑΝΤΕΣ

1) O Ρούζβελτ κατά τη διάρκεια του αεροπορικού ταξιδιού προς τη Βόρεια


Αφρική.
2) Οι δύο ηγέτες και τα επιτελεία τους φωτογραφίζονται ομαδικά σε ένα
διάλειμμα των διμερών επαφών.
3) Ο Ρούζβελτ επιθεωρεί Αμερικανούς στρατιώτες στην Καζαμπλάνκα.
4) Οι Ρούζβελτ και Τσώρτσιλ φωτογραφίζονται στις 22 Ιανουαρίου με μέλη
της μαροκινής βασιλικής οικογένειας.
5) Το ενδιαφέρον του Τύπου για τη συνδιάσκεψη ήταν αναμενόμενα έντονο.
6) Το ξενοδοχείο Άνφα, έδρα της συνδιάσκεψης.
7) Το συμμαχικό Μικτό Επιτελείο σε συνεδρίαση. Αριστερά οι Αμερικανοί,
με πρώτον από αριστερά τον ναύαρχο Έρνεστ Κινγκ και δεύτερο τον
στρατηγό Τζορτζ Μάρσαλ. Αριστερά του Μάρσαλ διακρίνεται ο
αντιστράτηγος Χένρυ «Χαπ» Άρνολντ. Στο κέντρο της βρετανικής
αντιπροσωπείας βρίσκεται – με τα γυαλιά – ο στρατηγός σερ Άλαν

13
Μπρουκ. Εκατέρωθεν του Μπρουκ κάθονται ο αρχιπτέραρχος σερ Τσαρλς
Πόρταλ και ο αρχιναύαρχος σερ Ντάντλεϋ Πάουντ.
8) Ο Χάρυ Χόπκινς ήταν από τους λίγους πολιτικούς που συνόδευσαν τον
Ρούζβελτ στην Καζαμπλάνκα. Εδώ οι δύο άνδρες φωτογραφίζονται το
1938.
9) Ο Χάρολντ Μακμίλαν είχε αναλάβει χρέη πολιτικού αντιπροσώπου της
βρετανικής κυβέρνησης στην περιοχή της Βορείου Αφρικής.
10) Η προσέγγιση των Γάλλων στρατηγών Σαρλ ντε Γκωλ και Ανρί Ζιρώ ήταν
ένα από τα κεντρικά θέματα που απασχόλησαν τις διαπραγματεύσεις της
συνδιάσκεψης. Στη φωτογραφία οι δύο Γάλλοι φωτογραφίζονται στην
Καζαμπλάνκα με τους Ρούζβελτ και Τσώρτσιλ.
11) Μέχρι οι Ζιρώ και ντε Γκωλ να ανταλλάξουν την ιστορική αυτή χειραψία
χρειάστηκε πολλές παρασκηνιακές διαβουλεύσεις και πιέσεις.
12) Βιβλίο επισκεπτών από τη συνδιάσκεψη στην Καζαμπλάνκα, το οποίο
φέρει τις υπογραφές των περισσότερων από τους πρωταγωνιστές της.
Μεταξύ των άλλων έχουν υπογράψει οι Ρούζβελτ, Τσώρτσιλ, Ζιρώ,
Χόπκινς, Μέρφυ και ο σουλτάνος του Μαρόκου.
13) Οι Ρούζβελτ και Τσώρτσιλ φωτογραφίζονται την τελευταία ημέρα των
εργασιών της συνδιάσκεψης.
14) Γελοιογραφία του Τζέρι Ντόιλ το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
«Philadelphia Record». Η γελοιογραφία σχολιάζει την άνευ όρων
παράδοση ως απαράβατο όρο για την ειρήνη. Οι Ζιρώ και ντε Γκωλ
εικονίζονται εξιδανικευμένα συμφιλιωμένοι, ενώ ο Τσώρτσιλ
παρακολουθεί με περισσότερη ικανοποίηση απ’ όση ένιωσε όταν ο
Ρούζβελτ ανακοίνωσε την απαίτηση για άνευ όρων παράδοση. Τα
υψωμένα χέρια του Χίτλερ δηλώνουν ότι παραδίδεται και σχηματίζουν το
γράμμα «V», το οποίο αντιστοιχεί στη λέξη victory (νίκη).
15) Μετά το πέρας της συνδιάσκεψης, οι Τσώρτσιλ και Ρούζβελτ βρήκαν
χρόνο για αναψυχή στο Μαρακές.
16) Ο Ρούζβελτ γευματίζει με τους Χόπκινς και Πάττον, αλλά και με άνδρες
της αμερικανικής 3ης ΜΠ στο νέο στρατιωτικό νεκροταφείο της Μεχντία,
140 χλμ βορειοανατολικά της Καζαμπλάνκα.
17) Πρωτοσέλιδο των «New York Times», με ημερομηνία 27 Ιανουαρίου,
αφιερωμένο στη συνδιάσκεψη της Καζαμπλάνκα.
18) Βομβαρδιστικά Β-17 της 381 Σμηναρχίας Βαρέων Βομβαρδιστικών.
Σημαντικές αποφάσεις ελήφθησαν στην Καζαμπλάνκα, αναφορικά με τις
συμμαχικές επιχειρήσεις στρατηγικού βομβαρδισμού.
19) Σχέδιο της επιχείρησης «Roundup». Η συγκεκριμένη επιχείρηση ήταν μία
προσπάθεια των Δυτικών να ανοίξουν ένα δεύτερο μέτωπο, ώστε να
αποφορτισθεί η γερμανική πίεση εναντίον της ΕΣΣΔ.
20) Tο πλοίο επικοινωνιών «Bulolo» έδωσε κρίσιμο προβάδισμα στη
βρετανική πλευρά κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, καθώς οι
Αμερικανοί δεν διέθεταν κάτι ανάλογο.

14

You might also like