Professional Documents
Culture Documents
Εκδόσεις Αμέθυστος
http://amethystosbooks.blogspot.com/
ΔΟΚΙΜΙΟ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ
ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
XAVIER TILLIETTE
Αρχεία Φιλοσοφίας
Ο Πασκάλ δεν είναι ωστόσο ένας στοχαστής της σκέψης. Η απολογητική του
προδιάθεση δεν αφίσταται της «τέχνης της πειθούς» και των αποθεμάτων της
διαλεκτικής. Παρότι επισημαίνει τις υποκειμενικές προδιαγραφές της πίστεως,
το αναπόδεικτο του Θεού, την αυτονόητη απόδειξη του χριστιανισμού,
απεναντίας δεν απορρίπτει την διανοητική προετοιμασία προσχώρησης στην
πίστη, ούτε τη λογική της συμμόρφωσης. Ο υποψήφιος για προσηλυτισμό που
έχει κατά νου, ο ακόλαστος, υποτίθεται ότι είναι έμπλεος αδιαφορίας και
2
περιφρόνησης. Εξ αυτού προκύπτει μια κάποια «στενότητα», όπως την
αποκαλεί ο Albert Beguin στην απολογητική του Πασκάλ. Η λογική την οποία
καταπολεμά είναι η αυταρχική λογική, μια αυτόνομη εξουσία, ριζωμένη στην
υπερηφάνεια και την ανεξαρτησία της. Και καταδικάζει τις μάταιες αξιώσεις
της: «εάν [οι φιλόσοφοι] σας πρόσφεραν ως αντικείμενο το Θεό είναι
για να εξασκήσετε την υπεροψία σας». Ο Θεός της λογικής είναι ο Θεός
του θεϊσμού, «που βρίσκεται τόσο μακριά από τον θεό της χριστιανικής
θρησκείας όσο και ο αθεϊσμός». Η βασική μομφή κατά της λογικής για τον
Πασκάλ είναι το ότι αναγνωρίζει μόνο μία από τις δύο ουσιώδεις αλήθειες, και
ότι αυτή η μονομερής γνώση είναι όχι μόνο ανεπαρκής αλλά και ολέθρια: «Η
αποδοχή μιας μόνο από αυτές τις γνώσεις γεννά… την υπεροψία των
φιλοσόφων». Τους λείπει η δυνατότητα επίσης να γνωρίσουν αυτό με το
οποίο συσχετίζεται, δηλ. την ανθρώπινη μειονεξία. Ο χριστιανισμός, δια του
Ιησού-Χριστού, συνένωσε τις δύο αδιαίρετες αλήθειες. «Χωρίς τον Ιησού-
Χριστό», η γνώση δια της «κατά φύσιν λογικής», είναι «άχρηστη και μάταιη».
Το επιχείρημα αυτού του στοιχήματος μοιάζει να προϋποθέτει επίσης
ότι η γνώση του Θεού «δια του κατά φύσιν φωτισμού» είναι
αδύνατη. «Ποιος θα τολμούσε να κατακρίνει… τους χριστιανούς, αυτούς που
επαγγέλλονται μια θρησκεία χωρίς λογική αιτία, επειδή δεν δύνανται να
αιτιολογήσουν το χρέος τους;». Είναι σαν η ύπαρξη του Θεού να παίζεται
«κορώνα, γράμματα». Αλλά το επιχείρημα του στοιχήματος είναι ad hominem
(προς τον άνθρωπον), ολόκληρο το απόσπασμα προϋποθέτει έναν συνομιλητή
σκεπτικιστή, και η παρενθετική αναφορά στη λογική είναι ρητορική. Εφ όσον
αυτός ο σκεπτικιστής, ο εμπαίζων, ο ακόλαστος δεν επιθυμεί ούτε θέλει να
δεχτεί λογικά επιχειρήματα και αποδείξεις, ας συμμεριστούμε την επιθυμία
του, ας αφήσουμε κατά μέρος τη λογική, ας προσποιηθούμε ότι
αποδεχόμαστε το παράλογο. Μήπως όμως η επιλογή αποτελεί παραλογισμό;
Ακριβώς όχι, διότι «πρέπει να αποδεχτούμε το στοίχημα… είμαστε ήδη
δεσμευμένοι». Και αφού θα πρέπει να επιλέξουμε, να διακινδυνεύσουμε, ο
υπολογισμός του ρίσκου μάς αποδεικνύει ότι είναι λογικό να αναδείξουμε με
ακρίβεια ένα προσδιορισμένο αγαθό επιδιώκοντας ένα αβέβαιο, αλλά
απροσδιόριστο όφελος. Το διακύβευμα της απώλειας δεν είναι ισάξιο.
Οπουδήποτε υπάρχει απροσδιοριστία…, δεν τίθεται θέμα αμφιταλάντευσης, θα
πρέπει να δωθούν τα πάντα». Ο σκεπτικιστής είναι στην
πραγματικότητα ένας πεπεισμένος που θρηνεί την «αδυναμία του να
πιστέψει». Κατάσταση στην οποία ο Πασκάλ αποκρίνεται λέγοντας: «Η
αδυναμία σας να πιστέψετε, αφού η λογική σάς ενθαρρύνει…,
προέρχεται από τα πάθη σας. Μην προσπαθείτε λοιπόν να πεισθείτε δια
της διεύρυνσης των επιχειρημάτων περί του Θεού, αλλά δια του περιορισμού
των παθών σας».
3
Η υπεροψία της λογικής έχει τις ρίζες της στα πάθη. Γι’ αυτό ακριβώς
θα πρέπει «να ταπεινώσουμε αυτή την υπεροπτική δύναμη της λογικής».
Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι αντιστρόφως θα πρέπει να περιφρονήσουμε τη
λογική. Στις «υπεροπτικές εξάρσεις της λογικής» ο Πασκάλ αντιπαραθέτει την
«απλή υποταγή στη λογική». «Δύο υπερβολές: αποκλεισμός της λογικής,
απόλυτη αποδοχή της λογικής». Ο αληθινός χριστιανισμός συναντάται στην
υποταγή και τη χρήση της λογικής». Το λάθος των φιλοσόφων είναι ότι
ξεχνούν πως η λογική είναι τραυματισμένη, ότι συμμετέχει στην ανθρώπινη
μιζέρια. Επομένως η ύστατη ενέργεια της λογικής είναι να αποδεχθεί ότι
υπάρχουν αναρίθμητα πράγματα που την υπερβαίνουν». Επομένως η λογική
μπορεί να οδηγηθεί προς αυτό που την υπερβαίνει απολύτως και δεν ανήκει
στην τάξη της. Πρόκειται ασφαλώς για μιαν ακραία συγκυρία. Όταν ο Πασκάλ
γράφει ότι «σ’ αυτούς που δεν έχουν [θρησκεία] δεν μπορούμε να τους την
προσφέρουμε παρά δια της εκλογίκευσης» αναφέρεται σε μια θεμιτή, αλλά
προσωρινή διαδικασία αναμονής. Ξεχωρίζει τη λογική από την καρδιά, το
συναίσθημα με την βαθύτερη έννοια της διαισθητικής γνώσης που συγγενεύει
με την αίσθηση του αληθινού, αυτού που της ανήκει: «Η καρδιά είναι αυτή
που αισθάνεται το Θεό και όχι η λογική. Αυτό ακριβώς είναι η πίστη: Ο Θεός
που γίνεται αισθητός στην καρδιά και όχι στη λογική». Το πέρασμα από τη
λογική στην καρδιά, την πίστη, προϋποθέτει την ταπείνωση της
λογικής. Μιας λογικής που «επιθυμεί να κρίνει τα πάντα», να μας
διδάξει τα πάντα. Αλλά «είθε να μπορούσαμε προς χάριν του Θεού να μην
την έχουμε ποτέ ανάγκη, και να μπορούμε να γνωρίζουμε τα πάντα δια του
ενστίκτου ή του συναισθήματος! Αλλά η φύση μας αρνήθηκε αυτό το
αγαθό…».
Η πίστη δεν είναι ένα «δώρο της λογικής». Ο Θεός είναι «κλίση της καρδιάς»,
«κλίση της πίστεως». Και αυτή η πεποίθηση, αυτή η εσωτερική βεβαιότητα
δεν έχει ανάγκη από συλλογισμούς και αποδείξεις. Παρότι δεν αρκεί για να
«προσηλυτίσει έναν άπιστο», η αυθόρμητη πίστη δεν παύει να είναι στέρεη
και ασφαλής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η σιωπηρή ευαγγελική επιταγή
διακινδυνεύει έναν ανορθολογισμό, στην πραγματικότητα όμως αποτελεί μια
καθαρή ερμηνεία του θείου λόγου. Ο Θεός «δεν αποκαλύφθηκε στους
υπεροπτικούς σοφούς», αλλά στους μικρούς και αμαθείς. Και ο Πασκάλ
αναγνωρίζει την αξία της διανοητικής έρευνας, τη διανοητική συνεισφορά
στην αναζήτηση του Θεού: «Δύο είναι τα είδη των ανθρώπων που
γνωρίζουν: αυτοί που έχουν καρδία ταπεινωμένη και επιλέγουν την
απαξίωσή τους… και αυτοί που διαθέτουν αρκετή πνευματικότητα
για να διακρίνουν την αλήθεια, όποιες κι αν είναι οι αντιστάσεις
τους».
4
Μιλήσαμε για κάποιο είδος στενότητας των εκτιμήσεων του Πασκάλ. Αποτελεί
εγγενές στοιχείο της απολογητικής του προοπτικής που πριμοδοτεί τις ηθικές
αποδείξεις και αναδεικνύει την υπαρξιακή διαδικασία. Για τον Πασκάλ, η λογική
που περιορίζεται στην εκλογίκευση, την κατανόηση, φέρει αναπόφευκτα τα
σημάδια της υπερηφάνειας. Αρκεί οι προϋποθέσεις της – η αντίληψη της
λογικής ή το νόημα της «καρδιάς» – να λάβουν διαφορετική ερμηνεία, για να
αναδυθεί μια νέα σύγκρουση. Αλλά ιδίωμα του πνεύματος είναι το να
υπερβαίνει τα όρια μέσα στα οποία έχει εγκλωβιστεί. Η συγκλονιστική εικόνα
του ανθρώπου, η «ένδειά» του και η «δυσανάλογη» θέση του, παρόλη τη
θριαμβολογία των ανθρωπιστών, παραμένει μια ανέγκλητη, μια αδιάψευστη
διαπίστωση· και ο Πασκάλ είναι ασφαλώς αυτός που διαπιστώνει με τον
καλύτερο τρόπο ότι το ζήτημα του Θεού, όχι μόνο δεσμεύει την ανθρώπινη
ύπαρξη, αλλά συνδέεται άμεσα με το ζήτημα του ανθρώπου. Σ’ αυτή την
προοπτική, ο Κίρκεγκαρντ είναι ο άμεσος διάδοχός του: η αναγνώριση της
αμαρτωλότητας αποτελεί ομολογία πίστεως. Επιπλέον ο Πασκάλ προλαμβάνει
τα επιχειρήματα του θεϊσμού: δεν υπάρχει μια κατά κάποιο τρόπο
ουδέτερη γνώση του Θεού, πέρα από τον Ιησού-Χριστό, τον
«αληθινό Θεό των ανθρώπων». Η θεοδικία είναι ένα μέτρο χωρίς
αντικείμενο. Ο Θεός αποκαλύπτεται – παραμένοντας κρυφό αντικείμενο της
πίστης – μόνο μέσα από μια θετική αντίληψη της θρησκείας. Ο 18ος και ο 19ος
αιώνας δεν θα ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Αλλά η προσπάθεια του
Μπλοντέλ προσαρτάται σε αυτό. Η φιλοσοφία της Πράξης είναι επίσης μια
διαλεκτική της δυσαναλογίας, είναι πλήρως προσανατολισμένη προς την
είσοδο στη σφαίρα του υπερφυσικού, και προετοιμάζει «εν κενώ» την
αποδοχή του χαρίσματος της πίστης. Η φαινομενολογία της ανθρώπινης
πράξης, αν αναλυθεί, ταξινομηθεί και επεκταθεί στο έσχατο σημείο των
απαιτήσεών της, οδηγεί στη rationabile obsequium (λογική συμμόρφωση),
προσδοκά τη δωρεά του Θεού, διότι έχει ήδη αυτή τη προδιάθεση, και
αναδεικνύει με όλη τη δυνατή ακρίβεια τις προϋποθέσεις της πίστης. Να
προσθέσουμε ότι ακόμη και σήμερα οι περισσότερο
εμπεριστατωμένες μελέτες απολογητικής εμπνέονται από τον
Πασκάλ και τον Μπλοντέλ. Δεν διαθέτουμε καμία εναλλακτική απολογητική
που να παρουσιάζει ανάλογη συνοχή και να εναρμονίζεται με τις λογικές και
ενδογενείς προϋποθέσεις μιας υπερ-φυσικής θρησκείας.
5
αιρέσεων, ανάμεσα στην καταδίκη του ορθολογισμού και τη θεμιτή
υπεράσπιση της λογικής γνώσης, καταλήγοντας κατόπιν ωρίμου σκέψεως στις
επεξεργασμένες διατυπώσεις του δόγματος De fide Catholica (Περί τη
καθολικής πίστεως) της 1ης Βατικάνιας Συνόδου. Αφ’ ενός οι «προτάσεις που
υπέβαλε ο Bautain» (1835 και 1840) και αυτές που υπέβαλε ο Bonnety (1855)
υπογραμμίζουν την αξία της λογικής και της ορθολογικής θεολογίας. Αφ’
ετέρου η εγκύκλιος Qui paribus του Πίου του 9ου κατά των παρερμηνειών του
Ερμή, η εγκύκλιος Singulari quaedam (1854) κατά του Ερμή και του Gϋnter, η
επιστολή του 1862 προς τον αρχιεπίσκοπο του Μονάχου, κατά του
Frohschammer, και τέλος το Syllabus, πιστοποιούν τη φροντίδα να
αποφευχθεί η διείσδυση της λογικής στις προϋποθέσεις της πίστης. Το δόγμα
De fide catholica αναδεικνύει με διακριτικότητα την άποψη της Εκκλησίας περί
των σχέσεων της λογικής με την Αποκάλυψη. Η άποψη που κυριαρχεί είναι ότι
δεν πρέπει να υπάρξει «καμία διάσταση, καμία πραγματική διαφωνία»
ανάμεσα στη μια και τη άλλη, και τούτο «παρότι η πίστη τοποθετείται
υπεράνω της λογικής», διότι «ο ίδιος Θεός» είναι αυτός που αποκαλύπτει τα
μυστήρια της πίστης και που «εναπέθεσε στο ανθρώπινο πνεύμα το φως της
λογικής». Και όχι μόνο η λογική και η πίστη δεν μπορούν ποτέ να αφίστανται,
αλλά εμφανίζονται αλληλέγγυες: « η ορθή λογική αναδεικνύει τα θεμέλια της
πίστης· φωτιζόμενη από την πίστη συνεισφέρει στη γνώση των θείων
πραγμάτων», χωρίς όμως να μπορεί να ανασύρει πλήρως το πέπλο του
μυστηρίου που καλύπτει το status viae· αντιστρόφως, «η πίστη
απελευθερώνει και προστατεύει τη λογική από τα σφάλματα και διευρύνει το
γνωστικό πεδίο της». Σύμφωνα λοιπόν με το κείμενο της Συνόδου,
υπάρχει μια διπλή και μάλιστα ακόμη και τριπλή χρήση της λογικής: η
λογική χωρίς πίστη, ικανή να συλλάβει κατά κάποιο τρόπο τη γνώση του θεού
δημιουργού – η λογική υπό την πίστη, που είτε προσφέρεται στην έρευνα των
θεμελίων της Αποκάλυψης, και προετοιμάζει την συγκατάνευση στην πίστη,
είτε δοκιμάζει την εσωτερική λογική ορθότητα των αποκαλυπτόμενων
γνώσεων (ως διάνοια της πίστεως και θεολογική λογική) – και τέλος η
αυτόνομη λογική που ακολουθεί τη δική της τάξη, η λογική των επιστημών,
που όμως δεν της επιτρέπεται να υπερβεί αυτά τα όρια. Σε τελική ανάλυση ο
συνοδικός κανών ενεργεί σε δύο διαφορετικά πεδία: την επιστήμη και τη
φιλοσοφία – τη φυσική ή λογική θεολογία – τα προλεγόμενα της πίστης που
περιλαμβάνουν την itinerarium mentis ad Deum (τη διαδρομή του νοός προς
τον Θεό) και το ζήτημα της ομολογίας πίστεως, την απολογητική και τη
θεμελιώδη θεολογία – και την καθαυτό θεολογία, την επιστήμη της
Αποκαλύψεως. Σε όλη αυτή τη διαδικασία δεν τίθεται πουθενά θέμα ρήξης η
διαμάχης ανάμεσα στη λογική και την πίστη, τη φιλοσοφία και την
Αποκάλυψη, παρά μόνο όπου χρειάζεται να περιοριστεί η επιβολή της
αυθεντίας τους. Διαγράφεται ένας τέλειος κύκλος αναζήτησης της πίστης δια
της διάνοιας (intellectus quaerens fidem) και αναζήτησης της διάνοιας δια της
6
πίστης (fides quaerens intellectum). Η λογική οριοθετείται διαρκώς από
την πίστη. Η Αποκάλυψη περικλείει τη λογική. Το πέρασμα από το
Θεό της λογικής στο Θεό της Αποκάλυψης πραγματοποιείται εντός
της πίστης ως προαίσθημα ή ως κατάκτηση. Γεγονός που δεν
σηματοδοτεί την ανεπάρκεια ή την απόρριψη της λογικής αλλά ακριβώς το
αντίθετο. Αυτό όμως το θεμιτό δογματικό καταστάλαγμα της Εκκλησίας
οφείλει να τεθεί υπό το πρίσμα της κριτικής των χριστιανών φιλοσόφων και
των θεολόγων.
7
Αποκαλύψεως δεν δύνανται να θεμελιώσουν της αλήθειες της
λογικής.
Α. Κρίμα. Δες λοιπόν, αυτός εδώ ο αθλητής δίπλα στην ανέμη, τυλιγμένος στη
γυναικεία πορφύρα είναι…
Β. Ο Ηρακλής.
Β. Η Ομφάλη.
8
Α. Πρόσεξε – είναι η αγαπητή θεολογία. Ο φιλόσοφος την τύλιξε με την
παρουσία του και της έβαλε στο χέρι ένα σωρείτη με χοντρούς κόμπους. Ο
ίδιος εγκαταστάθηκε στον πορφυρό χιτώνα, από τον οποίο ξεχειλίζει το
μυώδες κορμί του, και περιστρέφει το νήμα στην ανέμη της κυρίας.
Ας σημειώσουμε την τελική αιχμή για τους υπεροπτικούς ορθόδοξους και τους
υπόλοιπους λογίους. Ο Λέσσινγκ πρόσκειται στα σχίσματα, τις
αντιθέσεις, τα ασυμβίβαστα, σε όσα οξύνουν την ευφυΐα και
ενθαρρύνουν την έρευνα. Ρισκάρει έτσι φευγαλέα τον κίνδυνο μιας
αμφίσημης αλήθειας. Προδιαγράφει εν τούτοις με αδιόρατο και
διακριτικό ύφος μια λύση που θα περιέχει τη μοναδική «λογική
θρησκεία» μεταξύ των θρησκειών με θετικό προβάδισμα, και
προωθεί την ιδέα ενός «χριστιανισμού της λογικής». Σε αντίθεση με
αυτούς που θρηνούν «για την έλλειψη μιας λογικής θρησκείας και δι’ αυτής
μιας λογικής μετάβασης στην Αποκάλυψη», βεβαιώνει ότι «η δια της
αποκαλύψεως θρησκεία δεν προϋποθέτει κατά κανένα τρόπο την
ύπαρξη μιας λογικής θρησκείας, αλλά την εμπεριέχει». Η
αποκεκαλυμμένη θρησκεία δεν έχει ως προϋπόθεση τη λογική θρησκεία, ούτε
η λογική θρησκεία εδράζεται στην αποκεκαλυμμένη θρησκεία, αλλά μια θετική
θρησκεία λειτουργεί ως επικάλυψη της θρησκείας του πνεύματος και της
λογικής. Η Παιδεία του ανθρώπινου γένους θεσμοθετεί μια βαθμιαία
αποκάλυψη – «η παιδεία είναι αποκάλυψη» – που είναι η αποκάλυψη της
λογικής, η έλευση ή η σταδιακή ένταξη της θρησκείας στη λογική. Με
οποιεσδήποτε συνθήκες ιστορικής προέλευσης και μεταλλάξεων το
αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Υπάρχουν αντιφάσεις στις ευαγγελικές μαρτυρίες,
(ο Λέσσινγκ έχει ανασύρει αρκετές από τις περιγραφές της Αναστάσεως),
υπάρχουν τα απόκρυφα και πολλές άλλες ενδείξεις, και είναι σχετικά εύκολο
να αποστομώσει κανείς όσους υπηρετούν το γράμμα, αλλά «μικρή σημασία
έχει ο σοφός, οι καρποί είναι εξαίσιοι»… Ανώφελο είναι να μακρηγορήσει
κανείς για τα θαύματα, τις αποδείξεις· θα πρέπει να προσεχθεί το δόγμα γιατί
αυτό μόνο δίνει αξία στα κείμενα. Ο ναός της Αρτέμιδος της Εφέσου
οικοδομήθηκε πάνω σε ένα στρώμα ορυκτού άνθρακα, δεν παύει όμως να
είναι θεσπέσιος. Είναι γνωστή η παραβολή των τριών δαχτυλιδιών στον Νάθαν
το Σοφό. Η θρησκείες έχουν άδικο να κονταροχτυπιούνται και να
αλληλοαναθεματίζονται. Το αυθεντικό δαχτυλίδι είτε χάθηκε, είτε δεν υπήρξε
ποτέ. Εν τη σοφία του ο Πατήρ θέλησε κανένας από τους γιούς του να μην
μπορεί να καρπωθεί το προνόμιο της αλήθειας. Τα δαχτυλίδια είναι επομένως
δυσδιάκριτα και εναλλάξιμα, χάνοντας έτσι την αξιοπιστία τους. Είναι
9
σημαντικό να υπάρχει ανεκτικότητα και η θρησκεία των ανθρώπων να
τοποθετείται πάνω από ζηλόφθονες και ανούσιες αντιπαραθέσεις. Στο ίδιο
πνεύμα βρίσκεται και η περιγραφή του ανακτόρου, στο Wolffenbüttler
Fragmente, που το εσωτερικό του είναι ωραίο, λαμπερό και αρμονικό, ενώ
εξωτερικά παράδοξο με περίπλοκες και δυσεύρετες εισόδους. Χλευάζει τους
«κατόχους των σχεδίων» που είναι πεπεισμένοι ότι εξωτερικά έχουν σεβαστεί
την αρχική πρόθεση του αρχιτέκτονα, και μόλις διαδίδεται η είδηση της
πυρκαγιάς, αντί να δημιουργήσουν μια αλυσίδα διαφυγής, ορμούν στους
παπύρους τους και αρχίζουν να διαπληκτίζονται για την αιτία του συμβάντος.
Στο μεταξύ το ανάκτορο μοιάζει να φλέγεται. Ευτυχώς επρόκειτο για
λανθασμένο συναγερμό. Και το αποκορύφωμα της ειρωνείας είναι ότι οι
νυχτοφύλακες ξεγελάστηκαν από το αντιφέγγισμα στα παράθυρα του κτιρίου
που προκάλεσε το βόρειο σέλας, νομίζοντας ότι επρόκειτο για λάμψεις από
φλόγες πυρκαγιάς.
10
αντιθέσεις γνώση-πίστη, και φιλοσοφία ή μη-φιλοσοφία, και διεκδίκησε το
Απόλυτο για τη γνώση, όχι όμως εντονότερα από τον Φίχτε, τον Σέλινγκ και
λίγο αργότερα τον Σλαϊερμάχερ (που υπήρξε και εχθρός του εξ αιτίας της
θέσης που παραχώρησε στην ατομικότητα): η γνώση του Απόλυτου είναι η
απόλυτη γνώση. Επανέλαβε επίσης την άποψη του Σέλινγκ ότι το
απόλυτο αυτοαναδεικνύεται, ότι δηλαδή η αποκάλυψη βρίσκεται
στην ουσία του Απόλυτου. Η πρωτοτυπία του επομένως εντοπίζεται
μάλλον στην ιστορικότητα του Απόλυτου και όχι στην
υποκειμενικότητά του. Το Απόλυτο έχει μια ιστορία, το Απόλυτο είναι
ιστορία. Η ύψιστη μορφή της παρουσίας του είναι η επιστήμη ή η
φιλοσοφία, και καθώς η φιλοσοφία είναι «κατανοητή θρησκεία»,
μπορούμε να πούμε ότι το χεγκελιανό σύστημα είναι ολοκληρωτικά
θρησκευτικό, ότι αξιοποιεί πλήρως την οντολογική επαλήθευση, διότι
το πνεύμα γίνεται χρόνος, η έννοια γίνεται ύπαρξη. Το όλο σύστημα
οικοδομείται πάνω σε μια τριαδική σχηματοποίηση, και η Ενσάρκωση, το
ιστορικό Απόλυτο, το πραγματικό σημείο επαφής του Αιώνιου και του
πεπερασμένου, συνιστά τον κεντρικό πυρήνα, ενώ ο θάνατος στον Σταυρό,
η απόλυτη αντίφαση, είναι η στιγμή της μετουσίωσης του πεπερασμένου, η
απόδειξη της αλήθειας ότι ο Θεός είναι πνεύμα και ζωή.
11
κατηγορίες του – την υποκειμενικότητα, το άτομο, τα στάδια, το
παράδοξο, την επανάληψη, την εξαίρεση – προκειμένου να
αντιμετωπίσει το χεγκελιανό σύστημα.
12
στη θεωρητική θεολογία, δεν θα είχε ανάγκη να αναζητήσει τόσο επίμονα τη
μετάβαση. Αλλά στόχος του ήταν να διαφυλάξει την αυτονομία της
φιλοσοφίας. Στην πραγματικότητα οι ίδιες αρχές διέπουν την αρνητική
φιλοσοφία και τη θετική φιλοσοφία. O Σέλινγκ σε πρώτη φάση ανέδειξε
κυρίως το μεγαλείο του Γεγονότος, και παραδόξως του Γεγονότος της
Αποκάλυψης, του οποίου η αλήθεια επιβάλλεται έτσι ώστε να είναι
αδύνατον να παραμεριστεί εκ των προτέρων – και συνακόλουθα την
αδυναμία των ορθολογιστών να αναδειχθούν στο ύψος του
Γεγονότος. Μήπως λοιπόν η φιλοσοφία θα πρέπει να παραδεχτεί την ήττα
της; Ασφαλώς όχι, αλλά υπό τον όρο ότι θα αλλάξει πορεία, θα παραβιάσει τα
υπάρχοντα σύνορά της. Θα πρέπει να αποκτήσει την τόλμη τής
μετάβασης στο χώρο του δια-λογικού και του υπερ-εμπειρικού,
προκειμένου να ανακαλύψει εκ νέου, με μια καθοδική κίνηση, μια
συμφυή με το εμπειρικό στοιχείο κατανόηση, που θα υποστηρίζεται
και θα επαληθεύεται από τα κατάλληλα και αυθεντικά κείμενα. Το
κίνητρο γι’ αυτή την διαδικασία είναι η πίστη, αλλά όχι αυτή που στηρίζεται
στην αθεμελίωτη γνώση· η πίστη που μετά από κοπιώδη προσπάθεια της
σκέψης, καταλήγει στην ανάπαυση και την ασφάλεια του πνεύματος, ενώ
ξεκινά ως πίστη στη γνώση, εμπιστοσύνη στη σκέψη. Μια πίστη που απαιτεί
«κουράγιο», γενναιοδωρία, το «θάρρος του στοχασμού»: «η Αποκάλυψη
απευθύνει μιαν έκκληση στον άνθρωπο: πίστευε μόνο, πίστευε μόνο, δηλαδή
τόλμησε να αποδεχτείς κάτι ως αληθινό· με αυτή την έννοια και η ίδια η
επιστήμη, μόλις διεισδύσει στο ανώτερο επίπεδο, διεκδικεί την πίστη, δηλαδή
το θάρρος και την ικανότητα να υποδέχεται ακόμη και το εξωπραγματικό,
στην περίπτωση που κάτι τέτοιο εμφανιστεί. Τα magnalia Dei ξεπερνούν
απολύτως την ανθρώπινη αντίληψη και απαιτούν για την κατανόησή τους
υπεράνθρωπες προσπάθειες. Αυτό είναι όμως το τίμημα που θα πρέπει να
καταβάλει το ανθρώπινο πνεύμα για να ικανοποιήσει την αναζήτησή του.
Tentandum et experiendum est.
13
την θεότητα αυτού του Προτέρου, υπάρχει το ρήγμα της ελευθερίας της
πράξης. Το απόλυτο Πρότερον μπορεί να είναι ο Θεός, το αναγκαίο ον
είναι ο Θεός, εάν συγκατανεύσει, δηλαδή αν ο ίδιος ο Θεός θέλησε να
ανυψωθεί στον Εαυτό του, να συντρίψει το μυστήριο της προαιώνιας
ύπαρξής του, και να αποκαλυφθεί στον κόσμο δια της δημιουργίας.
Στο σημείο αυτό ο Σέλινγκ επανακάμπτει στην προηγούμενη φιλοσοφία του, ή
μάλλον προσχωρεί στο «σύστημα της ελευθερίας» του. Ίσως να διακινδυνεύει
έτσι την αυτονομία της θεολογικής του φιλοσοφίας. Αλλά το πέρασμα από το
λογικό στο υπέρλογο δεν γίνεται αυτόματα. Η λογική δεν αποφασίζει από
μόνη της να μεταβεί στο «ανώτερο επίπεδο». Ωθείται από μια πρακτική, και
υπαρξιακή συνθήκη: Πρόσωπο αναζητεί Πρόσωπο (Person sucht Person).
Η προσχώρηση στην θετική φιλοσοφία ανταποκρίνεται σε μια προσωπική
πρόσκληση, και αποτελεί καθαυτή ανταπόκριση σε μια κλήση, το
συναπάντημα μιας «ισάξιας καρδιάς» με την προσδοκία μιας ανθρώπινης
καρδιάς. Ο Σέλινγκ το συγκρίνει αβίαστα με το πέρασμα από το Νόμο στο
Ευαγγέλιο, από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη.
14
«χριστιανική φιλοσοφία» με τις επιμέρους σημασίες της, (προσδιορισμός που
ο Σέλινγκ αρνείται ρητά), προσκρούει σε ακανθώδεις δυσχέρειες· παράδειγμα
οι πρόσφατες κριτικές που συνόδευσαν το έργο του H. Dumery. Ακόμη και ο
Frédérik Schlegel, ένθερμος ζηλωτής και φιλόσοφος πολύ κατώτερος του
Σλέγκελ, δεν κατόρθωσε να παραμείνει μέσα σε λελογισμένα όρια, παρότι
επεχείρησε να καταστήσει τη Φιλοσοφία της Ιστορίας του αντιπροσωπευτικό
έργο μιας χριστιανικής φιλοσοφίας.
15
θεολογικής λογικής. Τί σημαίνει «δια της πίστης φωτιζόμενη λογική»;
Υπάρχει ικανοποιητική ερμηνεία της θεολογικής χρήσης της λογικής;
Τί σημαίνει η ratio theologica στην οποία αναφέρεται η παπική εγκύκλιος
Humani generis η οποία αναμένει την κριτική της; Δεν μπορεί να αφορά μόνο
στη συλλογιστική λογική των «θεολογικών συμπερασμάτων»…
ΤΕΛΟΣ
16