You are on page 1of 16

Xavier Tilliette

ΔΟΚΙΜΙΟ ΜΕΤAΒΑΣΗΣ ΑΠΟ


ΤΟΝ ΘΕΟ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ
ΣΤΟΝ ΘΕO ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

Εκδόσεις Αμέθυστος
http://amethystosbooks.blogspot.com/
ΔΟΚΙΜΙΟ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ
ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

XAVIER TILLIETTE
Αρχεία Φιλοσοφίας

Το χειρόγραφο με τίτλο Memorial (του Μπλεζ


Πασκάλ) φέρει το πύρινο αποτύπωμα μιας
προσωπικής εμπειρίας, απόλυτα εσωτερικής και
πνευματικής. Μιας αδιαμφισβήτητης εμπειρίας που
καμιά ψυχή πιστού δεν μπορεί να διαψεύσει. Ο
Θεός που συναντώ μέσα στην προσευχή και
τη πίστη δεν είναι ο Θεός που προσεγγίζω με
τη σκέψη. Είναι αλήθεια ότι η σκέψη μπορεί να
ανυψωθεί ως τον στοχασμό, ακόμη και ως την
λατρεία, αλλά o θεωρητικός και ο ορθολογικός
μυστικισμός, εξ αιτίας της ίδιας της καθαρότητας και της αυτάρκειάς
του, αντιστέκεται στην διαδικασία της πίστεως, που στην μυστική χριστιανική
εμπειρία είναι πάντοτε εσωτερική υπόθεση. Υπάρχει η κατηγορία (τάξη)
της νόησης και η κατηγορία (τάξη) του ελέους, η αλήθεια της
κρίσεως και η αλήθεια της μαρτυρίας. «Πόσο μακριά από τη γνώση του
Θεού βρίσκεται η αγάπη μας προς Αυτόν !».

Το διάσημο αυτό χειρόγραφο αναδεικνύει με μοναδικό τρόπο την υπαρξιακή


προσχώρηση της πίστεως προς τον Ιησού-Χριστό. Η αντιπαράθεση που
εδραιώνει ανάμεσα στο Θεό των φιλοσόφων και το Θεό των χριστιανών
απευθύνεται κατ’ αρχήν ενάντια στην υπεροψία των φιλοσόφων και την
αλαζονεία των λογίων, που αδυνατούν να αναγνωρίσουν τον αληθινό Σωτήρα
της ανθρωπότητας – και ενδεχομένως ενάντια στο Θεό του θεϊσμού. Αλλά
περιλαμβάνει επίσης τα σπέρματα διχοτομιών που εάν δεν
υπερβληθούν οδηγούν στον αγνωστικισμό ή τον φιντεϊσμό·
αντιπαράθεση λογικής και πίστεως, λογικής και Αποκαλύψεως, φιλοσοφίας και
θρησκείας, φιλοσοφίας και χριστιανισμού, και εξ αντανακλάσεως φιλοσοφίας
και θεολογίας.

Ο Πασκάλ δεν είναι ωστόσο ένας στοχαστής της σκέψης. Η απολογητική του
προδιάθεση δεν αφίσταται της «τέχνης της πειθούς» και των αποθεμάτων της
διαλεκτικής. Παρότι επισημαίνει τις υποκειμενικές προδιαγραφές της πίστεως,
το αναπόδεικτο του Θεού, την αυτονόητη απόδειξη του χριστιανισμού,
απεναντίας δεν απορρίπτει την διανοητική προετοιμασία προσχώρησης στην
πίστη, ούτε τη λογική της συμμόρφωσης. Ο υποψήφιος για προσηλυτισμό που
έχει κατά νου, ο ακόλαστος, υποτίθεται ότι είναι έμπλεος αδιαφορίας και

2
περιφρόνησης. Εξ αυτού προκύπτει μια κάποια «στενότητα», όπως την
αποκαλεί ο Albert Beguin στην απολογητική του Πασκάλ. Η λογική την οποία
καταπολεμά είναι η αυταρχική λογική, μια αυτόνομη εξουσία, ριζωμένη στην
υπερηφάνεια και την ανεξαρτησία της. Και καταδικάζει τις μάταιες αξιώσεις
της: «εάν [οι φιλόσοφοι] σας πρόσφεραν ως αντικείμενο το Θεό είναι
για να εξασκήσετε την υπεροψία σας». Ο Θεός της λογικής είναι ο Θεός
του θεϊσμού, «που βρίσκεται τόσο μακριά από τον θεό της χριστιανικής
θρησκείας όσο και ο αθεϊσμός». Η βασική μομφή κατά της λογικής για τον
Πασκάλ είναι το ότι αναγνωρίζει μόνο μία από τις δύο ουσιώδεις αλήθειες, και
ότι αυτή η μονομερής γνώση είναι όχι μόνο ανεπαρκής αλλά και ολέθρια: «Η
αποδοχή μιας μόνο από αυτές τις γνώσεις γεννά… την υπεροψία των
φιλοσόφων». Τους λείπει η δυνατότητα επίσης να γνωρίσουν αυτό με το
οποίο συσχετίζεται, δηλ. την ανθρώπινη μειονεξία. Ο χριστιανισμός, δια του
Ιησού-Χριστού, συνένωσε τις δύο αδιαίρετες αλήθειες. «Χωρίς τον Ιησού-
Χριστό», η γνώση δια της «κατά φύσιν λογικής», είναι «άχρηστη και μάταιη».
Το επιχείρημα αυτού του στοιχήματος μοιάζει να προϋποθέτει επίσης
ότι η γνώση του Θεού «δια του κατά φύσιν φωτισμού» είναι
αδύνατη. «Ποιος θα τολμούσε να κατακρίνει… τους χριστιανούς, αυτούς που
επαγγέλλονται μια θρησκεία χωρίς λογική αιτία, επειδή δεν δύνανται να
αιτιολογήσουν το χρέος τους;». Είναι σαν η ύπαρξη του Θεού να παίζεται
«κορώνα, γράμματα». Αλλά το επιχείρημα του στοιχήματος είναι ad hominem
(προς τον άνθρωπον), ολόκληρο το απόσπασμα προϋποθέτει έναν συνομιλητή
σκεπτικιστή, και η παρενθετική αναφορά στη λογική είναι ρητορική. Εφ όσον
αυτός ο σκεπτικιστής, ο εμπαίζων, ο ακόλαστος δεν επιθυμεί ούτε θέλει να
δεχτεί λογικά επιχειρήματα και αποδείξεις, ας συμμεριστούμε την επιθυμία
του, ας αφήσουμε κατά μέρος τη λογική, ας προσποιηθούμε ότι
αποδεχόμαστε το παράλογο. Μήπως όμως η επιλογή αποτελεί παραλογισμό;
Ακριβώς όχι, διότι «πρέπει να αποδεχτούμε το στοίχημα… είμαστε ήδη
δεσμευμένοι». Και αφού θα πρέπει να επιλέξουμε, να διακινδυνεύσουμε, ο
υπολογισμός του ρίσκου μάς αποδεικνύει ότι είναι λογικό να αναδείξουμε με
ακρίβεια ένα προσδιορισμένο αγαθό επιδιώκοντας ένα αβέβαιο, αλλά
απροσδιόριστο όφελος. Το διακύβευμα της απώλειας δεν είναι ισάξιο.
Οπουδήποτε υπάρχει απροσδιοριστία…, δεν τίθεται θέμα αμφιταλάντευσης, θα
πρέπει να δωθούν τα πάντα». Ο σκεπτικιστής είναι στην
πραγματικότητα ένας πεπεισμένος που θρηνεί την «αδυναμία του να
πιστέψει». Κατάσταση στην οποία ο Πασκάλ αποκρίνεται λέγοντας: «Η
αδυναμία σας να πιστέψετε, αφού η λογική σάς ενθαρρύνει…,
προέρχεται από τα πάθη σας. Μην προσπαθείτε λοιπόν να πεισθείτε δια
της διεύρυνσης των επιχειρημάτων περί του Θεού, αλλά δια του περιορισμού
των παθών σας».

3
Η υπεροψία της λογικής έχει τις ρίζες της στα πάθη. Γι’ αυτό ακριβώς
θα πρέπει «να ταπεινώσουμε αυτή την υπεροπτική δύναμη της λογικής».
Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι αντιστρόφως θα πρέπει να περιφρονήσουμε τη
λογική. Στις «υπεροπτικές εξάρσεις της λογικής» ο Πασκάλ αντιπαραθέτει την
«απλή υποταγή στη λογική». «Δύο υπερβολές: αποκλεισμός της λογικής,
απόλυτη αποδοχή της λογικής». Ο αληθινός χριστιανισμός συναντάται στην
υποταγή και τη χρήση της λογικής». Το λάθος των φιλοσόφων είναι ότι
ξεχνούν πως η λογική είναι τραυματισμένη, ότι συμμετέχει στην ανθρώπινη
μιζέρια. Επομένως η ύστατη ενέργεια της λογικής είναι να αποδεχθεί ότι
υπάρχουν αναρίθμητα πράγματα που την υπερβαίνουν». Επομένως η λογική
μπορεί να οδηγηθεί προς αυτό που την υπερβαίνει απολύτως και δεν ανήκει
στην τάξη της. Πρόκειται ασφαλώς για μιαν ακραία συγκυρία. Όταν ο Πασκάλ
γράφει ότι «σ’ αυτούς που δεν έχουν [θρησκεία] δεν μπορούμε να τους την
προσφέρουμε παρά δια της εκλογίκευσης» αναφέρεται σε μια θεμιτή, αλλά
προσωρινή διαδικασία αναμονής. Ξεχωρίζει τη λογική από την καρδιά, το
συναίσθημα με την βαθύτερη έννοια της διαισθητικής γνώσης που συγγενεύει
με την αίσθηση του αληθινού, αυτού που της ανήκει: «Η καρδιά είναι αυτή
που αισθάνεται το Θεό και όχι η λογική. Αυτό ακριβώς είναι η πίστη: Ο Θεός
που γίνεται αισθητός στην καρδιά και όχι στη λογική». Το πέρασμα από τη
λογική στην καρδιά, την πίστη, προϋποθέτει την ταπείνωση της
λογικής. Μιας λογικής που «επιθυμεί να κρίνει τα πάντα», να μας
διδάξει τα πάντα. Αλλά «είθε να μπορούσαμε προς χάριν του Θεού να μην
την έχουμε ποτέ ανάγκη, και να μπορούμε να γνωρίζουμε τα πάντα δια του
ενστίκτου ή του συναισθήματος! Αλλά η φύση μας αρνήθηκε αυτό το
αγαθό…».

Η πίστη δεν είναι ένα «δώρο της λογικής». Ο Θεός είναι «κλίση της καρδιάς»,
«κλίση της πίστεως». Και αυτή η πεποίθηση, αυτή η εσωτερική βεβαιότητα
δεν έχει ανάγκη από συλλογισμούς και αποδείξεις. Παρότι δεν αρκεί για να
«προσηλυτίσει έναν άπιστο», η αυθόρμητη πίστη δεν παύει να είναι στέρεη
και ασφαλής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η σιωπηρή ευαγγελική επιταγή
διακινδυνεύει έναν ανορθολογισμό, στην πραγματικότητα όμως αποτελεί μια
καθαρή ερμηνεία του θείου λόγου. Ο Θεός «δεν αποκαλύφθηκε στους
υπεροπτικούς σοφούς», αλλά στους μικρούς και αμαθείς. Και ο Πασκάλ
αναγνωρίζει την αξία της διανοητικής έρευνας, τη διανοητική συνεισφορά
στην αναζήτηση του Θεού: «Δύο είναι τα είδη των ανθρώπων που
γνωρίζουν: αυτοί που έχουν καρδία ταπεινωμένη και επιλέγουν την
απαξίωσή τους… και αυτοί που διαθέτουν αρκετή πνευματικότητα
για να διακρίνουν την αλήθεια, όποιες κι αν είναι οι αντιστάσεις
τους».

4
Μιλήσαμε για κάποιο είδος στενότητας των εκτιμήσεων του Πασκάλ. Αποτελεί
εγγενές στοιχείο της απολογητικής του προοπτικής που πριμοδοτεί τις ηθικές
αποδείξεις και αναδεικνύει την υπαρξιακή διαδικασία. Για τον Πασκάλ, η λογική
που περιορίζεται στην εκλογίκευση, την κατανόηση, φέρει αναπόφευκτα τα
σημάδια της υπερηφάνειας. Αρκεί οι προϋποθέσεις της – η αντίληψη της
λογικής ή το νόημα της «καρδιάς» – να λάβουν διαφορετική ερμηνεία, για να
αναδυθεί μια νέα σύγκρουση. Αλλά ιδίωμα του πνεύματος είναι το να
υπερβαίνει τα όρια μέσα στα οποία έχει εγκλωβιστεί. Η συγκλονιστική εικόνα
του ανθρώπου, η «ένδειά» του και η «δυσανάλογη» θέση του, παρόλη τη
θριαμβολογία των ανθρωπιστών, παραμένει μια ανέγκλητη, μια αδιάψευστη
διαπίστωση· και ο Πασκάλ είναι ασφαλώς αυτός που διαπιστώνει με τον
καλύτερο τρόπο ότι το ζήτημα του Θεού, όχι μόνο δεσμεύει την ανθρώπινη
ύπαρξη, αλλά συνδέεται άμεσα με το ζήτημα του ανθρώπου. Σ’ αυτή την
προοπτική, ο Κίρκεγκαρντ είναι ο άμεσος διάδοχός του: η αναγνώριση της
αμαρτωλότητας αποτελεί ομολογία πίστεως. Επιπλέον ο Πασκάλ προλαμβάνει
τα επιχειρήματα του θεϊσμού: δεν υπάρχει μια κατά κάποιο τρόπο
ουδέτερη γνώση του Θεού, πέρα από τον Ιησού-Χριστό, τον
«αληθινό Θεό των ανθρώπων». Η θεοδικία είναι ένα μέτρο χωρίς
αντικείμενο. Ο Θεός αποκαλύπτεται – παραμένοντας κρυφό αντικείμενο της
πίστης – μόνο μέσα από μια θετική αντίληψη της θρησκείας. Ο 18ος και ο 19ος
αιώνας δεν θα ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Αλλά η προσπάθεια του
Μπλοντέλ προσαρτάται σε αυτό. Η φιλοσοφία της Πράξης είναι επίσης μια
διαλεκτική της δυσαναλογίας, είναι πλήρως προσανατολισμένη προς την
είσοδο στη σφαίρα του υπερφυσικού, και προετοιμάζει «εν κενώ» την
αποδοχή του χαρίσματος της πίστης. Η φαινομενολογία της ανθρώπινης
πράξης, αν αναλυθεί, ταξινομηθεί και επεκταθεί στο έσχατο σημείο των
απαιτήσεών της, οδηγεί στη rationabile obsequium (λογική συμμόρφωση),
προσδοκά τη δωρεά του Θεού, διότι έχει ήδη αυτή τη προδιάθεση, και
αναδεικνύει με όλη τη δυνατή ακρίβεια τις προϋποθέσεις της πίστης. Να
προσθέσουμε ότι ακόμη και σήμερα οι περισσότερο
εμπεριστατωμένες μελέτες απολογητικής εμπνέονται από τον
Πασκάλ και τον Μπλοντέλ. Δεν διαθέτουμε καμία εναλλακτική απολογητική
που να παρουσιάζει ανάλογη συνοχή και να εναρμονίζεται με τις λογικές και
ενδογενείς προϋποθέσεις μιας υπερ-φυσικής θρησκείας.

Επομένως ο Πασκάλ δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπίκαιρος σε ό,τι αφορά


τουλάχιστον την βαθύτερη του πρόθεση. Ασφαλώς δεν προέβλεψε την
εξέλιξη του ρασιοναλισμού. Αλλά η καθολική παράδοση του 19ου αιώνα,
αντιμέτωπη με τον ακραίο ρασιοναλισμό και την αναπόφευκτη αντιπαράθεση
με τον φιντεϊσμό, θεσμοθέτησε μια διαχωριστική γραμμή η οποία επικαλύπτει
τη διχοτόμηση του Πασκάλ. Την εποχή αυτή τα ντοκουμέντα του Magisterium
(Αυθεντία της καθολικής εκκλησίας) ταλαντεύονται, μέσα στο κλίμα των

5
αιρέσεων, ανάμεσα στην καταδίκη του ορθολογισμού και τη θεμιτή
υπεράσπιση της λογικής γνώσης, καταλήγοντας κατόπιν ωρίμου σκέψεως στις
επεξεργασμένες διατυπώσεις του δόγματος De fide Catholica (Περί τη
καθολικής πίστεως) της 1ης Βατικάνιας Συνόδου. Αφ’ ενός οι «προτάσεις που
υπέβαλε ο Bautain» (1835 και 1840) και αυτές που υπέβαλε ο Bonnety (1855)
υπογραμμίζουν την αξία της λογικής και της ορθολογικής θεολογίας. Αφ’
ετέρου η εγκύκλιος Qui paribus του Πίου του 9ου κατά των παρερμηνειών του
Ερμή, η εγκύκλιος Singulari quaedam (1854) κατά του Ερμή και του Gϋnter, η
επιστολή του 1862 προς τον αρχιεπίσκοπο του Μονάχου, κατά του
Frohschammer, και τέλος το Syllabus, πιστοποιούν τη φροντίδα να
αποφευχθεί η διείσδυση της λογικής στις προϋποθέσεις της πίστης. Το δόγμα
De fide catholica αναδεικνύει με διακριτικότητα την άποψη της Εκκλησίας περί
των σχέσεων της λογικής με την Αποκάλυψη. Η άποψη που κυριαρχεί είναι ότι
δεν πρέπει να υπάρξει «καμία διάσταση, καμία πραγματική διαφωνία»
ανάμεσα στη μια και τη άλλη, και τούτο «παρότι η πίστη τοποθετείται
υπεράνω της λογικής», διότι «ο ίδιος Θεός» είναι αυτός που αποκαλύπτει τα
μυστήρια της πίστης και που «εναπέθεσε στο ανθρώπινο πνεύμα το φως της
λογικής». Και όχι μόνο η λογική και η πίστη δεν μπορούν ποτέ να αφίστανται,
αλλά εμφανίζονται αλληλέγγυες: « η ορθή λογική αναδεικνύει τα θεμέλια της
πίστης· φωτιζόμενη από την πίστη συνεισφέρει στη γνώση των θείων
πραγμάτων», χωρίς όμως να μπορεί να ανασύρει πλήρως το πέπλο του
μυστηρίου που καλύπτει το status viae· αντιστρόφως, «η πίστη
απελευθερώνει και προστατεύει τη λογική από τα σφάλματα και διευρύνει το
γνωστικό πεδίο της». Σύμφωνα λοιπόν με το κείμενο της Συνόδου,
υπάρχει μια διπλή και μάλιστα ακόμη και τριπλή χρήση της λογικής: η
λογική χωρίς πίστη, ικανή να συλλάβει κατά κάποιο τρόπο τη γνώση του θεού
δημιουργού – η λογική υπό την πίστη, που είτε προσφέρεται στην έρευνα των
θεμελίων της Αποκάλυψης, και προετοιμάζει την συγκατάνευση στην πίστη,
είτε δοκιμάζει την εσωτερική λογική ορθότητα των αποκαλυπτόμενων
γνώσεων (ως διάνοια της πίστεως και θεολογική λογική) – και τέλος η
αυτόνομη λογική που ακολουθεί τη δική της τάξη, η λογική των επιστημών,
που όμως δεν της επιτρέπεται να υπερβεί αυτά τα όρια. Σε τελική ανάλυση ο
συνοδικός κανών ενεργεί σε δύο διαφορετικά πεδία: την επιστήμη και τη
φιλοσοφία – τη φυσική ή λογική θεολογία – τα προλεγόμενα της πίστης που
περιλαμβάνουν την itinerarium mentis ad Deum (τη διαδρομή του νοός προς
τον Θεό) και το ζήτημα της ομολογίας πίστεως, την απολογητική και τη
θεμελιώδη θεολογία – και την καθαυτό θεολογία, την επιστήμη της
Αποκαλύψεως. Σε όλη αυτή τη διαδικασία δεν τίθεται πουθενά θέμα ρήξης η
διαμάχης ανάμεσα στη λογική και την πίστη, τη φιλοσοφία και την
Αποκάλυψη, παρά μόνο όπου χρειάζεται να περιοριστεί η επιβολή της
αυθεντίας τους. Διαγράφεται ένας τέλειος κύκλος αναζήτησης της πίστης δια
της διάνοιας (intellectus quaerens fidem) και αναζήτησης της διάνοιας δια της

6
πίστης (fides quaerens intellectum). Η λογική οριοθετείται διαρκώς από
την πίστη. Η Αποκάλυψη περικλείει τη λογική. Το πέρασμα από το
Θεό της λογικής στο Θεό της Αποκάλυψης πραγματοποιείται εντός
της πίστης ως προαίσθημα ή ως κατάκτηση. Γεγονός που δεν
σηματοδοτεί την ανεπάρκεια ή την απόρριψη της λογικής αλλά ακριβώς το
αντίθετο. Αυτό όμως το θεμιτό δογματικό καταστάλαγμα της Εκκλησίας
οφείλει να τεθεί υπό το πρίσμα της κριτικής των χριστιανών φιλοσόφων και
των θεολόγων.

Έναν αιώνα αργότερα, ο Λέσσινγκ (Γκότχολντ


Εφραίμ Λέσσινγκ 1729-1781) τοποθετείται στον
αντίποδα του Πασκάλ. Πριν από τον Καντ,
θεωρείται ο πλέον ευφυής και οξυδερκής
εκπρόσωπος της εποχής του Διαφωτισμού.
Δοκιμιογράφος και συγγραφέας, κριτικός της
τέχνης και θεολόγος, ερμηνευτής και φιλόσοφος,
πρόκειται για μια προσωπικότητα με λαμπερές
περγαμηνές, έναν είρωνα, άλλοτε πανούργο και
άλλοτε κρυψίνοα, περιπαιχτικό και μυστικοπαθή.
Αποστασιοποιούμαστε τώρα από το θεολογικό πνεύμα της εποχής του, καθώς
και από την εξέλιξη που γνώρισε η οποία, σύμφωνα με τον Γιακόμπι θα
μπορούσε να το οδηγήσει στον ‘σπινοζισμό’… Το ερώτημα του Πασκάλ
ήταν: πώς να προσχωρήσει κανείς στην πίστη;· και η απάντηση σε
γενικές γραμμές: υποβιβάζοντας και καθυποτάσοντας τη λογική,
καθαρίζοντάς την από τα πάθη. Το ερώτημα του Λέσσινγκ είναι το
αντίστροφο: πώς να αποκτήσει κανείς πρόσβαση στη λογική; Διότι
στο μεταξύ επεκράτησε η λογική σε βαθμό που οι Σκέψεις του Πασκάλ να
φαντάζουν υπερβολικά ανάρμοστες και ξεπερασμένες. Ο όρος Λογική
(Vernunft) εκπροσωπεί την ύψιστη ανθρώπινη αρετή, τη σοφία, το σύνδεσμο
μεταξύ των ανθρώπων, το σκοπό και τον παράγοντα μιας αδιαφιλονίκητης
προόδου καθώς και της «τελειοποίησης» (ολοκλήρωσης). Πιστός στην
εποχή του ο Λέσσινγκ δεν αμφισβητεί την αυθεντία και την ύψιστη
αξία της λογικής, αλλά ως συνεπής προτεστάντης αναζητεί την
ανταπόκριση της λογικής στην Αποκάλυψη. Ανατρέχει στο ερώτημα των
απολογητών και των θεολογούντων: πώς μπορεί να μεταβεί κανείς από τις
ενδεχόμενες ιστορικές αλήθειες στις αναγκαίες λογικές αλήθειες; Πρόκειται
ακριβώς για την συμμόρφωση προς την Αποκάλυψη. Διαφορετικά δεν
υπάρχει πρόσβαση, και επομένως ούτε και απάντηση. «Οι ενδεχόμενες
ιστορικές αλήθειες δεν δύνανται ποτέ να αποτελέσουν απόδειξη των
αναγκαίων λογικών αληθειών». Θα επρόκειτο για μια πραγματική μετάβαση.
Ο Λέσσινγκ διακρίνει εδώ ένα «βαθύ τρομαχτικό χαντάκι» (gastiger breiten
Graben), το οποίο προσπάθησε να υπερπηδήσει, εις μάτην! Οι αλήθειες της

7
Αποκαλύψεως δεν δύνανται να θεμελιώσουν της αλήθειες της
λογικής.

Το ότι η συμπόρευση της φιλοσοφίας με τη θεολογία είναι τεχνητή και


παρακινδυνευμένη, ότι η φιλοσοφία αποτελεί μεταμφίεση της (λογικής)
θεολογίας και η θεολογία παρωδία της (θρησκευτικής) φιλοσοφίας και ότι
τελικά το ζευγάρωμα φιλοσοφίας-θεολογίας καταλήγει σε μια γελοιότητα,
σκιαγραφείται με γλαφυρό και περιπαιχτικό ύφος στο «απόσπασμα διαλόγου»
που ανασύρθηκε από την Παρακαταθήκη του (Nachlass).

Α. Εξήγησέ μου λοιπόν αυτόν τον πίνακα!

Β. Είναι ο Ηρακλής και η Ομφάλη.

Α. Αυτό είναι τίτλος δεν είναι ερμηνεία.

Β. Δεν καταλαβαίνω κάτι περισσότερο.

Α. Κρίμα. Δες λοιπόν, αυτός εδώ ο αθλητής δίπλα στην ανέμη, τυλιγμένος στη
γυναικεία πορφύρα είναι…

Β. Ο Ηρακλής.

Α. Λάθος, είναι ένας ενθουσιώδης μαθητευόμενος φιλόσοφος. Και αυτή η


πανέμορφη αυταρχική νύμφη, στολισμένη μ’ αυτό τον εξαιρετικά παράδοξο
τρόπο, είναι…

Β. Η Ομφάλη.

8
Α. Πρόσεξε – είναι η αγαπητή θεολογία. Ο φιλόσοφος την τύλιξε με την
παρουσία του και της έβαλε στο χέρι ένα σωρείτη με χοντρούς κόμπους. Ο
ίδιος εγκαταστάθηκε στον πορφυρό χιτώνα, από τον οποίο ξεχειλίζει το
μυώδες κορμί του, και περιστρέφει το νήμα στην ανέμη της κυρίας.

Β. Γιατί τότε τον απειλεί με αυτόν τον χοντρό σωρείτη;

Α. Γιατί θα πρέπει να υφάνει ακόμη λεπτότερο το νήμα.

Ας σημειώσουμε την τελική αιχμή για τους υπεροπτικούς ορθόδοξους και τους
υπόλοιπους λογίους. Ο Λέσσινγκ πρόσκειται στα σχίσματα, τις
αντιθέσεις, τα ασυμβίβαστα, σε όσα οξύνουν την ευφυΐα και
ενθαρρύνουν την έρευνα. Ρισκάρει έτσι φευγαλέα τον κίνδυνο μιας
αμφίσημης αλήθειας. Προδιαγράφει εν τούτοις με αδιόρατο και
διακριτικό ύφος μια λύση που θα περιέχει τη μοναδική «λογική
θρησκεία» μεταξύ των θρησκειών με θετικό προβάδισμα, και
προωθεί την ιδέα ενός «χριστιανισμού της λογικής». Σε αντίθεση με
αυτούς που θρηνούν «για την έλλειψη μιας λογικής θρησκείας και δι’ αυτής
μιας λογικής μετάβασης στην Αποκάλυψη», βεβαιώνει ότι «η δια της
αποκαλύψεως θρησκεία δεν προϋποθέτει κατά κανένα τρόπο την
ύπαρξη μιας λογικής θρησκείας, αλλά την εμπεριέχει». Η
αποκεκαλυμμένη θρησκεία δεν έχει ως προϋπόθεση τη λογική θρησκεία, ούτε
η λογική θρησκεία εδράζεται στην αποκεκαλυμμένη θρησκεία, αλλά μια θετική
θρησκεία λειτουργεί ως επικάλυψη της θρησκείας του πνεύματος και της
λογικής. Η Παιδεία του ανθρώπινου γένους θεσμοθετεί μια βαθμιαία
αποκάλυψη – «η παιδεία είναι αποκάλυψη» – που είναι η αποκάλυψη της
λογικής, η έλευση ή η σταδιακή ένταξη της θρησκείας στη λογική. Με
οποιεσδήποτε συνθήκες ιστορικής προέλευσης και μεταλλάξεων το
αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Υπάρχουν αντιφάσεις στις ευαγγελικές μαρτυρίες,
(ο Λέσσινγκ έχει ανασύρει αρκετές από τις περιγραφές της Αναστάσεως),
υπάρχουν τα απόκρυφα και πολλές άλλες ενδείξεις, και είναι σχετικά εύκολο
να αποστομώσει κανείς όσους υπηρετούν το γράμμα, αλλά «μικρή σημασία
έχει ο σοφός, οι καρποί είναι εξαίσιοι»… Ανώφελο είναι να μακρηγορήσει
κανείς για τα θαύματα, τις αποδείξεις· θα πρέπει να προσεχθεί το δόγμα γιατί
αυτό μόνο δίνει αξία στα κείμενα. Ο ναός της Αρτέμιδος της Εφέσου
οικοδομήθηκε πάνω σε ένα στρώμα ορυκτού άνθρακα, δεν παύει όμως να
είναι θεσπέσιος. Είναι γνωστή η παραβολή των τριών δαχτυλιδιών στον Νάθαν
το Σοφό. Η θρησκείες έχουν άδικο να κονταροχτυπιούνται και να
αλληλοαναθεματίζονται. Το αυθεντικό δαχτυλίδι είτε χάθηκε, είτε δεν υπήρξε
ποτέ. Εν τη σοφία του ο Πατήρ θέλησε κανένας από τους γιούς του να μην
μπορεί να καρπωθεί το προνόμιο της αλήθειας. Τα δαχτυλίδια είναι επομένως
δυσδιάκριτα και εναλλάξιμα, χάνοντας έτσι την αξιοπιστία τους. Είναι

9
σημαντικό να υπάρχει ανεκτικότητα και η θρησκεία των ανθρώπων να
τοποθετείται πάνω από ζηλόφθονες και ανούσιες αντιπαραθέσεις. Στο ίδιο
πνεύμα βρίσκεται και η περιγραφή του ανακτόρου, στο Wolffenbüttler
Fragmente, που το εσωτερικό του είναι ωραίο, λαμπερό και αρμονικό, ενώ
εξωτερικά παράδοξο με περίπλοκες και δυσεύρετες εισόδους. Χλευάζει τους
«κατόχους των σχεδίων» που είναι πεπεισμένοι ότι εξωτερικά έχουν σεβαστεί
την αρχική πρόθεση του αρχιτέκτονα, και μόλις διαδίδεται η είδηση της
πυρκαγιάς, αντί να δημιουργήσουν μια αλυσίδα διαφυγής, ορμούν στους
παπύρους τους και αρχίζουν να διαπληκτίζονται για την αιτία του συμβάντος.
Στο μεταξύ το ανάκτορο μοιάζει να φλέγεται. Ευτυχώς επρόκειτο για
λανθασμένο συναγερμό. Και το αποκορύφωμα της ειρωνείας είναι ότι οι
νυχτοφύλακες ξεγελάστηκαν από το αντιφέγγισμα στα παράθυρα του κτιρίου
που προκάλεσε το βόρειο σέλας, νομίζοντας ότι επρόκειτο για λάμψεις από
φλόγες πυρκαγιάς.

Ο Λέσσινγκ ξεσπάθωσε εναντίον του σεκταρισμού, της στενότητας πνεύματος


και της ανοησίας, και δεν γνωρίζουμε να συνάντησε κανένα αντίπαλο του
ύψους του. Αλλά η θρησκεία που υπερηφανεύεται ότι κατέστησε
οικουμενική είναι μόνο κατ’ όνομα θρησκεία. Η λογική της είναι η
λογική του Διαφωτισμού, αυτής που χαρακτηρίζει έναν αιώνα ο
οποίος ξέχασε ή απέκρυψε προσωρινά την ανθρώπινη άβυσσο και
στηρίχθηκε σε ουτοπίες. Απαίτησε την κατάργηση της ιδιαιτερότητας της
κάθε θρησκείας και επομένως την ίδια την εξαφάνισή της. Στη μετάβαση από
τη λογική στην Αποκάλυψη αντιπαραθέτει μιαν «ένσταση περί του
απαράδεκτου»· σε ότι αφορά δε το πέρασμα από το Θεό των χριστιανών στο
Θεό των φιλοσόφων δεν τίθεται καν θέμα, αφού ο Θεός της λογικής
θρησκείας, της μόνης καθαρής και οικουμενικής, δεν ανήκει σε καμιά
συγκεκριμένη θρησκεία· πρόκειται για πραγματική τύφλωση, για την
εμπάθεια οπαδών που επιδιώκουν να σφετεριστούν τον αληθινό Θεό. Η
αυθεντική Αποκάλυψη είναι μια αποκάλυψη με μια πολύ ευρεία έννοια που
συγχέεται με τη διαφώτιση της λογικής.

Το φιλοσοφικό σύστημα του Χέγκελ αποτελεί


αυτούσιο παράδειγμα της ένταξης της
φιλοσοφίας στη θεολογία, ή της θεολογίας
στη φιλοσοφία. Η αρχική θεολογική παιδεία του
Χέγκελ προδιέθετε την επιτυχία αυτής της
αλληλοδιείσδυσης η οποία μετά την επανεμφάνιση
των παλαιών εντάσεων και την επανάκαμψη
επουλωμένων ρηγμάτων, έδωσε λαβή στις
αντιφατικές ερμηνείες που γνωρίζουμε. Ο Χέγκελ
ξεκίνησε καταπολεμώντας τις δυαλιστικές τάσεις που εξέφραζαν συνήθως τις

10
αντιθέσεις γνώση-πίστη, και φιλοσοφία ή μη-φιλοσοφία, και διεκδίκησε το
Απόλυτο για τη γνώση, όχι όμως εντονότερα από τον Φίχτε, τον Σέλινγκ και
λίγο αργότερα τον Σλαϊερμάχερ (που υπήρξε και εχθρός του εξ αιτίας της
θέσης που παραχώρησε στην ατομικότητα): η γνώση του Απόλυτου είναι η
απόλυτη γνώση. Επανέλαβε επίσης την άποψη του Σέλινγκ ότι το
απόλυτο αυτοαναδεικνύεται, ότι δηλαδή η αποκάλυψη βρίσκεται
στην ουσία του Απόλυτου. Η πρωτοτυπία του επομένως εντοπίζεται
μάλλον στην ιστορικότητα του Απόλυτου και όχι στην
υποκειμενικότητά του. Το Απόλυτο έχει μια ιστορία, το Απόλυτο είναι
ιστορία. Η ύψιστη μορφή της παρουσίας του είναι η επιστήμη ή η
φιλοσοφία, και καθώς η φιλοσοφία είναι «κατανοητή θρησκεία»,
μπορούμε να πούμε ότι το χεγκελιανό σύστημα είναι ολοκληρωτικά
θρησκευτικό, ότι αξιοποιεί πλήρως την οντολογική επαλήθευση, διότι
το πνεύμα γίνεται χρόνος, η έννοια γίνεται ύπαρξη. Το όλο σύστημα
οικοδομείται πάνω σε μια τριαδική σχηματοποίηση, και η Ενσάρκωση, το
ιστορικό Απόλυτο, το πραγματικό σημείο επαφής του Αιώνιου και του
πεπερασμένου, συνιστά τον κεντρικό πυρήνα, ενώ ο θάνατος στον Σταυρό,
η απόλυτη αντίφαση, είναι η στιγμή της μετουσίωσης του πεπερασμένου, η
απόδειξη της αλήθειας ότι ο Θεός είναι πνεύμα και ζωή.

Δεν έχουμε την πρόθεση να σκιαγραφήσουμε το κραταιό οικοδόμημα του


Χέγκελ. Σε ό,τι αφορά το θέμα μας, γίνεται αυτονόητο ότι ο Θεός των
φιλοσόφων είναι ο αποκεκαλυμμένος Θεός, ο Θεός του χριστιανισμού. Δεν
διαφαίνεται όμως καμιά μετάβαση, και επομένως το ερώτημα αφορά σ’ αυτή
τη θεωρητική θεολογία, η οποία δεν οριοθετείται από την πίστη. Η πίστη που
έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά στη λογική, είναι ακόμη πίστη; Πού
τοποθετούνται τα κριτήριά της; Ασφαλώς ούτε στις αυθεντίες, ούτε
στην κοινωνία των πιστών. Είναι η ίδια που κατέχει την
αυτοκατανόησή της και συνεπώς εμφανίζεται σαν μια λογική μετάθεση. Ο
χριστιανισμός επιθυμεί επομένως να γίνει κατανοητός με τον τρόπο
που αυτός ο ίδιος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του. Η καθολική Εκκλησία
δεν πήρε φυσικά θέση απέναντι στον Χέγκελ, καταδίκασε όμως τον
χεγκελιανισμό του Günter και του Frohschammer. Η χεγκελιανή φιλοσοφία
της θρησκείας όμως επιτρέπει ασφαλώς λιγότερο αρνητικές ερμηνείες. Δεν
είναι πάντως τυχαίο ότι από ιστορική άποψη καταλήγει στον Feuerbach και
τον Strauss. Σε γενικές γραμμές, παρά τις προσπάθειες αποκατάστασης από
τους οπαδούς της, έγινε δεκτή σαν μια φιλοσοφία αποδόμησης της θρησκείας.
Στον πρόλογο του Athanasius, o Gorrès περιλαμβάνει μια σπινθηροβόλο
παρωδία του χεγκελιανού «Πιστεύω». Και το έργο του Κίρκεγκαρντ αποτελεί
μια παθιασμένη διαμαρτυρία, πολύ πιο διεισδυτική και περισσότερο
«μετασχηματιστική» από ότι είχε αρχικά θεωρηθεί, εναντίον του ιστορικο-
κοσμικού Χέγκελ· ο δανός στοχαστής ορθώνει και οικοδομεί τις

11
κατηγορίες του – την υποκειμενικότητα, το άτομο, τα στάδια, το
παράδοξο, την επανάληψη, την εξαίρεση – προκειμένου να
αντιμετωπίσει το χεγκελιανό σύστημα.

Αλλά και ο ώριμος Σέλινγκ συνέγραψε επίσης τη Φιλοσοφία της


Αποκάλυψης ενάντια στον Χέγκελ – όπως επίσης και όλη την ύστερη
φιλοσοφία του – έχοντας πάντα στο στόχαστρο τον Χέγκελ. Δεν θα
καταγράψουμε εδώ την δαιδαλώδη διαδρομή του, κατά την οποία το νόημα
των αντιθέσεων φιλοσοφία-θρησκεία ή πίστη-γνώση μεταλλάσσεται. Θα
ξεκινήσουμε από το σημείο στο οποίο κατέληξε, από την φιλοσοφία δηλαδή
την οποία ονόμασε θετική. Άξονας της κριτικής του ρασιοναλισμού είναι
το ερώτημα περί του Θεού, περί της υπάρξεώς του και των
γνωρισμάτων του. Η παρακμή της σύγχρονης φιλοσοφίας – στην οποία
εντάσσει και την προηγούμενη δική του – συνίσταται στην αποτυχία της
απέναντι στο ερώτημα περί του Θεού· αδυνατεί να προσεγγίσει τον Θεό της
κατήχησης, της παράδοσης, της «κοινής πίστης»· με άλλα λόγια δεν μπορεί
να μεταβεί από τον Θεό ως σύλληψη της λογικής, ως Απόλυτο, ως
Αρχέτυπο (Urwesen), δηλαδή ως Πρόσωπο και ως Πρόνοια – στον
αποκεκαλυμμένο Θεό του χριστιανισμού. Μόνο μια ριζικά
μεταμορφωμένη φιλοσοφία που «διευρύνεται», ή ακόμη και αλλάζει
προσανατολισμό, θα μπορούσε να το πετύχει. Σε τί συνίσταται αυτή η
μεταμόρφωση – αυτή η διεύρυνση ή ο αναπροσανατολισμός – που
χαρακτηρίζουν μια θετική φιλοσοφία; Κατ’ αρχήν σε ένα συστηματικό
διαχωρισμό από την ορθολογική ή αρνητική φιλοσοφία, διαχωρισμό ο οποίος
σχηματοποιήθηκε εκ των υστέρων – και στη συνέχεια σε ένα εμπειρικό
προσανατολισμό, που αναγνωρίζει την πρωτοκαθεδρία του γεγονότος
και παραπέμπει κάθε ύπαρξη σε έναν προαιώνιο χρόνο, και κάθε
ενέργεια σε μια ανεξιχνίαστη ελευθερία: η θετική φιλοσοφία με αυτή την
έννοια γίνεται μια φιλοσοφία της δημιουργίας – σε τελική ανάλυση και στα
πλαίσια μιας ομολογίας πίστεως, μιας πίστεως στη νοημοσύνη του
υπερφυσικού – γίνεται ένα στιβαρό crede ut intelligas (πίστη στη νοημοσύνη).
Παρότι ο Σέλινγκ οραματίστηκε συχνά μια μεγαλύτερη διεύρυνση, η
θετική φιλοσοφία περιορίζεται σε μια φιλοσοφία της θρησκείας, ή
μάλλον των θρησκειών και καταλήγει να είναι μια προσπάθεια
κατανόησης του παγανισμού και του χριστιανισμού.

Το πέρασμα (Übergang), από την αρνητική ή λογική φιλοσοφία στη θετική


φιλοσοφία αντιστοιχεί επομένως στη μετάβαση από το Θεό της λογικής
θρησκείας στον αληθινό και προσωπικό Θεό του χριστιανισμού, στο Θεό
δημιουργό και λυτρωτή. Ο Σέλινγκ διατύπωσε πολλές ερμηνείες, οι οποίες
όμως αλληλεπικαλύπτονται διότι υπάρχει μια συνεχής επικάλυψη απόψεων. Ας
απλοποιήσουμε κατά το δυνατόν το λόγο του. Αν ο Σέλινγκ είχε περιοριστεί

12
στη θεωρητική θεολογία, δεν θα είχε ανάγκη να αναζητήσει τόσο επίμονα τη
μετάβαση. Αλλά στόχος του ήταν να διαφυλάξει την αυτονομία της
φιλοσοφίας. Στην πραγματικότητα οι ίδιες αρχές διέπουν την αρνητική
φιλοσοφία και τη θετική φιλοσοφία. O Σέλινγκ σε πρώτη φάση ανέδειξε
κυρίως το μεγαλείο του Γεγονότος, και παραδόξως του Γεγονότος της
Αποκάλυψης, του οποίου η αλήθεια επιβάλλεται έτσι ώστε να είναι
αδύνατον να παραμεριστεί εκ των προτέρων – και συνακόλουθα την
αδυναμία των ορθολογιστών να αναδειχθούν στο ύψος του
Γεγονότος. Μήπως λοιπόν η φιλοσοφία θα πρέπει να παραδεχτεί την ήττα
της; Ασφαλώς όχι, αλλά υπό τον όρο ότι θα αλλάξει πορεία, θα παραβιάσει τα
υπάρχοντα σύνορά της. Θα πρέπει να αποκτήσει την τόλμη τής
μετάβασης στο χώρο του δια-λογικού και του υπερ-εμπειρικού,
προκειμένου να ανακαλύψει εκ νέου, με μια καθοδική κίνηση, μια
συμφυή με το εμπειρικό στοιχείο κατανόηση, που θα υποστηρίζεται
και θα επαληθεύεται από τα κατάλληλα και αυθεντικά κείμενα. Το
κίνητρο γι’ αυτή την διαδικασία είναι η πίστη, αλλά όχι αυτή που στηρίζεται
στην αθεμελίωτη γνώση· η πίστη που μετά από κοπιώδη προσπάθεια της
σκέψης, καταλήγει στην ανάπαυση και την ασφάλεια του πνεύματος, ενώ
ξεκινά ως πίστη στη γνώση, εμπιστοσύνη στη σκέψη. Μια πίστη που απαιτεί
«κουράγιο», γενναιοδωρία, το «θάρρος του στοχασμού»: «η Αποκάλυψη
απευθύνει μιαν έκκληση στον άνθρωπο: πίστευε μόνο, πίστευε μόνο, δηλαδή
τόλμησε να αποδεχτείς κάτι ως αληθινό· με αυτή την έννοια και η ίδια η
επιστήμη, μόλις διεισδύσει στο ανώτερο επίπεδο, διεκδικεί την πίστη, δηλαδή
το θάρρος και την ικανότητα να υποδέχεται ακόμη και το εξωπραγματικό,
στην περίπτωση που κάτι τέτοιο εμφανιστεί. Τα magnalia Dei ξεπερνούν
απολύτως την ανθρώπινη αντίληψη και απαιτούν για την κατανόησή τους
υπεράνθρωπες προσπάθειες. Αυτό είναι όμως το τίμημα που θα πρέπει να
καταβάλει το ανθρώπινο πνεύμα για να ικανοποιήσει την αναζήτησή του.
Tentandum et experiendum est.

Αργότερα ο Σέλινγκ επανήλθε στις προϋποθέσεις της θετικής διαδικασίας και


διευκρίνισε την προβληματική της λογικής. Πρόκειται για μια λογική
«εκστατική», που ακινητοποιείται αποστομωμένη και εμβρόντητη, στο
κατώφλι της θετικής φιλοσοφίας. Διότι αναγνωρίζει τη δική της «άβυσσο»,
δηλαδή την αναγκαία και απροϋπόθετη ύπαρξη, που ο Σέλινγκ αποκαλεί
επίσης το Προαιώνιο (Unfordenkliches), το απόλυτο Πρότερον – και
συγκεκριμένα την καθαυτό ύπαρξη, που είναι ασύλληπτη στη σκέψη. Πώς
μπορεί να αποδράσει από αυτή την ελεατική σιωπή, πώς να
απαλείψει τη γοητεία του προαιώνιου; Με μια αναδρομή, με μια
αντιστροφή της διαδικασίας, προσπαθώντας να αποδείξει, ή μάλλον να
επαληθεύσει, ότι το απόλυτο Πρότερον είναι Θεός…· αλλά ανάμεσα στο
απόλυτο Πρότερον, το έσχατο, την «ασύλληπτη σύλληψη» της λογικής και

13
την θεότητα αυτού του Προτέρου, υπάρχει το ρήγμα της ελευθερίας της
πράξης. Το απόλυτο Πρότερον μπορεί να είναι ο Θεός, το αναγκαίο ον
είναι ο Θεός, εάν συγκατανεύσει, δηλαδή αν ο ίδιος ο Θεός θέλησε να
ανυψωθεί στον Εαυτό του, να συντρίψει το μυστήριο της προαιώνιας
ύπαρξής του, και να αποκαλυφθεί στον κόσμο δια της δημιουργίας.
Στο σημείο αυτό ο Σέλινγκ επανακάμπτει στην προηγούμενη φιλοσοφία του, ή
μάλλον προσχωρεί στο «σύστημα της ελευθερίας» του. Ίσως να διακινδυνεύει
έτσι την αυτονομία της θεολογικής του φιλοσοφίας. Αλλά το πέρασμα από το
λογικό στο υπέρλογο δεν γίνεται αυτόματα. Η λογική δεν αποφασίζει από
μόνη της να μεταβεί στο «ανώτερο επίπεδο». Ωθείται από μια πρακτική, και
υπαρξιακή συνθήκη: Πρόσωπο αναζητεί Πρόσωπο (Person sucht Person).
Η προσχώρηση στην θετική φιλοσοφία ανταποκρίνεται σε μια προσωπική
πρόσκληση, και αποτελεί καθαυτή ανταπόκριση σε μια κλήση, το
συναπάντημα μιας «ισάξιας καρδιάς» με την προσδοκία μιας ανθρώπινης
καρδιάς. Ο Σέλινγκ το συγκρίνει αβίαστα με το πέρασμα από το Νόμο στο
Ευαγγέλιο, από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη.

Η αξία της συμβολής του Σέλινγκ είναι σημαντική


αν αναλογιστούμε την προηγούμενη ιδεαλιστική
τοποθέτησή του, την επίμονη επισήμανση τού
αδιεξόδου του ορθολογισμού και την ασυνήθιστη
ακρίβεια με την οποία υπογράμμισε τη σχέση
συνέχειας και ρήξης ανάμεσα στο χριστιανισμό και
τη φιλοσοφία. Διότι η Φιλοσοφία της Αποκαλύψεως
αναγνωρίζει και σέβεται συνειδητά τον υπερφυσικό
χαρακτήρα της χριστιανικής θρησκείας, και
δύναται θα θεωρηθεί συνολικά ως θεολογία επικεντρωμένη
αποκλειστικά στη θεία οικονομία, μια θεολογία αρκετά ιδιόμορφη, που
όμως διατηρεί τον τίτλο της, αν την απομονώσουμε από το σύστημα στο
οποίο μοιάζει εγκλωβισμένη. Οφείλουμε όμως να αποδώσουμε στον Σέλινγκ
την ευθύνη ενός σημαντικού σφάλματος που συνίσταται στο ότι για την
ερμηνεία του φαινομένου του χριστιανισμού, επέλεξε αρχές και κατηγορίες
που προορίζονταν για άλλου είδους χρήση, διακινδυνεύοντας την
αποδυνάμωση του μυστηριακού και του απόλυτα καινοφανούς χαρακτήρα
του. Χρησιμοποιώντας όμως σε τελική ανάλυση μια πολύ πιο ορθή προσέγγιση
(Ansatz), επανέρχεται στην «κατανοητή θρησκεία» του Χέγκελ και προτείνει
μια ‘συμμαχία’ του χριστιανισμού με την επιστήμη, που θα αποκαλέσει
θρησκεία του πνεύματος, θρησκεία οικουμενική, ιωαννίκεια εκκλησία,
Ευαγγέλιο της αιωνιότητας – άποψη που προϋποθέτει την κατάργηση
του χριστιανισμού. Μπορούμε να αποδεχτούμε το γεγονός ότι αποστολή
της φιλοσοφίας είναι να συμπεριλάβει τα πάντα, ακόμη και τή θρησκεία. Αλλά
η αναζήτηση μιας φιλοσοφίας του χριστιανισμού, διαφορετικής από τη

14
«χριστιανική φιλοσοφία» με τις επιμέρους σημασίες της, (προσδιορισμός που
ο Σέλινγκ αρνείται ρητά), προσκρούει σε ακανθώδεις δυσχέρειες· παράδειγμα
οι πρόσφατες κριτικές που συνόδευσαν το έργο του H. Dumery. Ακόμη και ο
Frédérik Schlegel, ένθερμος ζηλωτής και φιλόσοφος πολύ κατώτερος του
Σλέγκελ, δεν κατόρθωσε να παραμείνει μέσα σε λελογισμένα όρια, παρότι
επεχείρησε να καταστήσει τη Φιλοσοφία της Ιστορίας του αντιπροσωπευτικό
έργο μιας χριστιανικής φιλοσοφίας.

Η φαρμακερή αμφισβήτηση του Κίρκεγκαρντ οδηγεί σε σκέψεις. Μήπως η


ορμή που ωθεί τους φιλοσόφους προς τον χριστιανισμό, όπως τον
Σέλινγκ, ή τον Σέλερ, ενέχει κάποιο μοιραίο στοιχείο που τους
εμποδίζει να παραμείνουν; Μήπως και οι θεολόγοι που προσεταιριστήκαν
την φιλοσοφία δεν μολύνθηκαν από το ίδιο πνεύμα; Όπως κάποιοι από τους
συγχρόνους μας, μεταξύ των οποίων ο Bultmann και ο Buri. Ή μήπως θα
πρέπει να ενστερνιστούμε μια διπλή ζωή και μια διπλή σκέψη όπως ο
Lachelier; Μήπως να ξαναζωντανέψουμε τη διαμάχη όπως έκαναν, ο καθένας
από τη σκοπιά του, ο Γιάσπερς και ο Καρλ Μπαρτ; Ασφαλώς όχι, αλλά η
αμοιβαία δυσπιστία είναι ιδιαίτερα επίμονη. Ένας φλογερός πιστός και
φιλόσοφος όπως ο Blondel που δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει τον όρο
«καθολική φιλοσοφία», συνάντησε σοβαρά εμπόδια. Το ίδιο και οι θεολόγοι,
όπως ο Laberthonnière, που αναζήτησαν μέσα σε ένα εχθρικό κλίμα, τη
σύνδεση με τη σύγχρονη σκέψη. Είναι επίσης αλήθεια ότι η καταδίκη των
εκκλησιαστικών κύκλων δεν εμπόδισε τον Μπεργκσόν να προσεγγίσει ακόμη
περισσότερο τον χριστιανισμό.

Παρουσιάσαμε συνοπτικά κάποιους επιλεγμένους εκπροσώπους της


αμφιλεγόμενης σχέσης φιλοσοφία-χριστιανισμός. Η συμφιλίωση είναι εξίσου
προβληματική με τη ρήξη. Μας θυμίζει το στίχο του Σίλερ που αγάπησε ο
Σέλινγκ: αυτοί που αενάως αναζητούν τον εαυτό τους είναι αυτοί που
αενάως τον αποφεύγουν. Οι απόψεις διαφέρουν ανάλογα με το αν ο «Θεός
των φιλοσόφων» είναι θεός του ‘ντεϊσμού’ ή του θεϊσμού, το Εν και το Παν,
το καθαρό Απόλυτο, ο Θεός εν εξελίξει, ο ηθικός Νόμος, ο Θεός Τριάδα, ο
Ιησούς Χριστός… και σύμφωνα με τις υπάρχουσες θεωρητικές ή θεολογικές
προϋποθέσεις, νομίζω ότι ο δρόμος που μας ανοίχθηκε από τον Πασκάλ και
τον Μπλοντέλ, μέσα από την οντολογική ανεπάρκεια και τη φυσική επιθυμία
για το υπερφυσικό, είναι περισσότερο επίκαιρος από ποτέ, ακόμη και αν
χρειάζεται να τον απαλλάξουμε από την αντίστροφη απαίτηση σύμφωνα με
την οποία ο Θεός εμφανίζεται επίσης «σε ό,τι πιο βαθύ διαθέτει ο άνθρωπος»
(Bonhoeffer). Τόσο η αδυναμία όσο και η δύναμη της λογικής είναι γνωστές
στον Πασκάλ! Η φιλοσοφία της θέλησης συνοδεύεται πάντοτε από μια
φιλοσοφία της λογικής. Η έρευνα επομένως θα πρέπει να κατευθυνθεί όχι
προς την αναζήτηση μιας λογικής βάσης του υπερφυσικού, αλλά μιας

15
θεολογικής λογικής. Τί σημαίνει «δια της πίστης φωτιζόμενη λογική»;
Υπάρχει ικανοποιητική ερμηνεία της θεολογικής χρήσης της λογικής;
Τί σημαίνει η ratio theologica στην οποία αναφέρεται η παπική εγκύκλιος
Humani generis η οποία αναμένει την κριτική της; Δεν μπορεί να αφορά μόνο
στη συλλογιστική λογική των «θεολογικών συμπερασμάτων»…

Ο πειρασμός του φιλοσόφου, όσο και του θεολόγου είναι να εγκατασταθεί


στις θέσεις του: «Εγώ θα υπηρετήσω το Θεό μου κι’ εσείς το δικό σας.
Πρόκειται για δύο κραταιούς Θεούς». Αλλά η συναλλαγή πίστης και λογικής,
θεολογίας και φιλοσοφίας δεν απαλείφεται. Ίσως πρόκειται για ένα χρέος που
θα συνοδεύει κάθε νέα εποχή. Και αποτελεί αποδεδειγμένα ένα
οικουμενικό χρέος αφού είναι γνωστό ότι οι θεολογικές
αντιπαραθέσεις αναδεικνύουν φιλοσοφικές τάσεις. Το λανθάνον
κίνητρο του καθηγητή Castelli ο οποίος πρότεινε τη διοργάνωση σεμιναρίου
με θέμα το «Όνομα του Θεού» ήταν να αφυπνίσει το ενδιαφέρον μας σχετικά
με αυτή την οικουμενική πτυχή. Να επιχειρήσουμε δηλαδή μια υγιή
αντιμετώπιση της συνθήκης που ο Hamann αποκαλούσε splendida miseria
(υπέροχη δυστυχία) της γλώσσας μας.

ΤΕΛΟΣ

16

You might also like