You are on page 1of 97

[1]

Η έναρξη του Β’ ΠΠ

Τον Ιανουάριο του 1933, ο Αδόλφος Χίτλερ ανεβαίνει στην εξουσία έχοντας ένα όνειρο.
Να ανατρέψει τις «εδαφικές» διατάξεις της συνθήκης των Βερσαλλιών που είχε συναφθεί
μετά τη λήξη του Α’ ΠΠ και να δημιουργήσει μια νέα Γερμανική Αυτοκρατορία στην
Ευρώπη. Όμως, για να γίνει αυτό έπρεπε πρώτα να συμπεριληφθούν στο «Ράιχ» όλοι οι
Γερμανόφωνοι πληθυσμοί που ζούσαν στην Αυστρία, στη Τσεχοσλοβακία και στη Πολωνία.

Η Ναζιστική Γερμανία, το Μάρτιο του


1938 (12/3/1938), εξανάγκασε την
Αυστρία στην άνευ όρων
συνθηκολόγηση και την προσάρτησε
στο Γ’ Ράιχ.
Στη συνέχεια απαίτησε από την
Πολωνία να αποκατασταθεί η
Γερμανική κυριαρχία στην πόλη του
Ντάντσιχ, το σημερινό Γκντάνσκ, και
να της δοθούν μεγαλύτερες
δυνατότητες επικοινωνίας με την Ανατολική Πρωσία.

Τον Σεπτέμβριο, υπό την απειλή πολέμου, ο Χίτλερ προσάρτησε επίσης στη Γερμανία
περιοχές της Δυτικής Τσεχοσλοβακίας (υπήρχε μια Γερμανική μειονότητα 3.500.000) και
διεκδικούσε και τη Σουδητία (Sudetenland). Η αρχή είχε γίνει!

Ο Άγγλος πρωθυπουργός, Νέβιλ Τσάμπερλεν, υποστηρικτής της πολιτικής του


κατευνασμού, δεν αντέδρασε. Απεναντίας, υπέγραψε στις 29/9/1938 με τη Γερμανία,
Ιταλία και Γαλλία τη «Συμφωνία του Μονάχου», με την οποία αναγκαζόταν η Δημοκρατία
της Τσεχοσλοβακίας να
εκχωρήσει την Σουδητία μαζί
με μερικές περιοχές στη
Ναζιστική Γερμανία, με
αντάλλαγμα να μην
προσαρτηθεί στη Γερμανία
άλλο έδαφος της
Τσεχοσλοβακίας. Ένας όρος,
που μερικούς μήνες αργότερα
αθετήθηκε με την κατάληψη
ολόκληρης της
Τσεχοσλοβακίας (Μάρτιος 1939).

[2]
Στις 14/3/1939, μετά από πίεση της Γερμανίας ανακηρύχτηκε η ανεξαρτησία της
Σλοβακίας. Ένα κράτος που κράτησε μέχρι το 1945. Επίσης, τον Απρίλιο του 1939, η
φασιστική Ιταλία εισέβαλε στην Αλβανία και την προσάρτησε στο κράτος της. Αυτό
ανησύχησε μεν τη Βρετανία, αλλά ούτε αυτό, πυροδότησε τον πόλεμο.

Ο Βος ΠΠ ξεκίνησε όταν, η Γερμανία (Γ Ράιχ), στράφηκε κατά της Πολωνίας την 1
Σεπτεμβρίου 1939 και ο γερμανικός στρατός αιφνιδιάζοντας τους Πολωνούς, προέλασε
στην χώρα τους. Είχε βέβαια προηγηθεί η συγκατάθεση της Σοβιετικής Ένωσης, με την
υπογραφή στις 22/24 Αυγούστου στη Μόσχα, του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολώτοφ περί
μη Επιθέσεως. Αυτό στην ουσία προέβλεπε τον διαμελισμό της Πολωνίας.
Εισέβαλε είπε ο Χίτλερ, για να προστατεύσει τους γερμανικής καταγωγής Πολωνούς, που
υφίσταντο δίωξη και γιατί όπως ψευδώς ανακοίνωσαν, η Πολωνία είχε σκοπό μαζί με τους
συμμάχους της, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, να πολιορκήσουν και να διασπάσουν τη
Γερμανία!

Δείτε στη σχετική φωτογραφία πως χαιρετίζουν την παρέλαση οι Γερμανόφωνοι Πολωνοί.

Αυτή η ξαφνική επίθεση, απέδειξε ην ικανότητα της Γερμανίας να εκτελεί συνδυασμένες


επιχειρήσεις στρατού ξηράς και αεροπορίας ναι να εφαρμόζει μια νέα τακτική, αυτή του
«αστραπιαίου πολέμου».

Μετά από αυτό, η Αγγλία και η Γαλλία αναγκάστηκαν στις 3/9/1939 να κηρύξουν τον
πόλεμο στη Γερμανία, αλλά δεν προέβησαν σε καμιά σοβαρή πολεμική ενέργεια.

[3]
Στις 17 Σεπτεμβρίου, η Ρωσία επίσης εισέβαλε στην Πολωνία και άρχισε να καταλαμβάνει
περιοχές των δυτικών της επαρχιών, σύμφωνα με το μυστικό πρωτόκολλο που υπήρχε.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1939 η Πολωνία παραδόθηκε και στις 8 Οκτωβρίου, η Ναζιστική
Γερμανία, προσάρτησε στο Γ’ Ράιχ τις περιοχές που κατέλαβε.

Στη συνέχεα η Γερμανία εισέβαλε στη Δανία (9 Απριλίου 1940) που παραδόθηκε την ίδια
μέρα και μετά κατευθύνθηκε προς τη Νορβηγία. Εκεί συνάντησε σθεναρή αντίσταση αλλά,
παρά την βοήθεια της Αγγλίας και Γαλλίας, οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν όλα τα
λιμάνια της και να την αναγκάσουν τελικά να υπογράψει ανακωχή στις 9 Ιουνίου 1940.
Μέχρι τη 10 Μαΐου 1940 που η Ναζιστική Γερμανία επιτέθηκε στην Γαλλία, είχαμε τον
«Γελοίο» (drôle de guerre) ή Ψεύτικο Πόλεμο (phony war), αφού ούτε η Αγγλία ούτε η
Γαλλία, δεν έπαιρνε την απόφαση να εμπλακεί σε εχθροπραξίες.

Μετά την κατάκτηση της Νορβηγίας, οι Γερμανοί στράφηκαν προς την Γαλλία
καταλαμβάνοντας διαδοχικά το Λουξεμβούργο (10/5), την Ολλανδία (παραδόθηκε 14/5),
το Βέλγιο (συνθηκολόγησε στις 27/5) και τέλος την Γαλλία που συνθηκολόγησε 25/6/40.
Ο δεύτερος ΠΠ ήταν σε πλήρη εξέλιξη!

[4]
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΧΩΡΑΣ ΓΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΕΠΕΧΠΜΕΝΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Οργάνωση Ελληνικής Αεράμυνας στις παραμονές του Β’ ΠΠ

Η χώρα μας παρακολουθούσε προσεχτικά τα τεκταινόμενα στα πολεμικά μέτωπα και ο


πρωθυπουργός 1Ιωάννης Μεταξάς επεδίωξε αφενός να διατηρήσει μια πολιτική
ουδετερότητας και αφετέρου να εξασφαλίσει την άμυνα μας σε περίπτωση εμπλοκής μας
στον πόλεμο. Σαν στρατιωτικός που ήταν, είχε προβληματιστεί από τη χρήση του
αεροπλάνου κατά τον Α’ΠΠ σαν όπλου και άρχισε να σκέφτεται τους τρόπους
αντιμετώπισης της συνεχώς διογκούμενης «αεροπορικής απειλής».

Η σωστή ενημέρωση και η εκπαίδευση του «άμαχου πληθυσμού» στην επιβίωση από μια
αεροπορική απειλή, ήταν στην κορυφή των
προτεραιοτήτων κάθε ευρωπαϊκής
κυβέρνησης από τις αρχές της δεκαετίας
του 1930. Όλα έδειχναν πως οι μελλοντικοί
πόλεμοι δεν θα κερδιζόταν μόνο στα πεδία
των μαχών, στο «μέτωπο», αλλά και στους
αστικούς και βιομηχανικούς ιστούς κάθε
κράτους. Έπρεπε λοιπόν να προσδιοριστούν
και να οριοθετηθούν οι «ζωτικές» και οι
«ευπαθείς» περιοχές κάθε χώρας, ώστε να
ληφθούν τα κατάλληλα αμυντικά μέτρα και η
δική μας κυβέρνηση εστίασε σε αυτό.

Καθ' όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, με


εξαίρεση την τετραετία 1928-1932, που η
χώρα μας υπέφερε από πολιτικά πάθη και ο
διχασμός της κοινωνίας μας δεν μας άφηνε
να δούμε με καθαρό μυαλό την
διαμορφούμενη στην Ευρώπη, πολιτική
κατάσταση.
Πραξικοπήματα, χρεοκοπία, διαφθορά στη
δημόσια διοίκηση, συμφέροντα, αιματηρές
συγκρούσεις, δολοφονίες πολιτικών
αντιπάλων και αλλεπάλληλες εκλογικές
αναμετρήσεις, δεν άφηναν περιθώρια ανάπτυξης και ευημερίας του Ελληνικού λαού. Έτσι,
δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις και οι δικαιολογίες, για να ανέλθει στην εξουσία, σε
συνεννόηση με τον βασιλέα Γεώργιο, την 4 Αυγ 1936, ο Ιωάννης Μεταξάς.

[5]
Ο «εθνικιστής» Μεταξάς, σαν στρατιωτικός και πρώην υπουργός Αμύνης, είχε ένα
όνειρο: Να δει την Ελλάδα να επιβιώνει και να μεγαλουργεί. Στην εξωτερική του πολιτική
προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ της Βρετανίας που κυριαρχούσε στη Μεσόγεια και της
Γερμανίας με την οποία είχε, σχεδόν ίδια ιδεολογία και σοβαρούς και συμφέροντες,
οικονομικούς δεσμούς. Όμως, ο Α’ΠΠ είχε δείξει σε όλο τον κόσμο, πως «νικητής» είναι,
αυτός που έχει την κυριαρχία στις θάλασσες και ο Μεταξάς το είχε εμπεδώσει.
Προσπάθησε να παραμείνει «ουδέτερος» όμως, η οικονομική μας εξάρτηση επηρέασε την
επιλογή τους. Τα κεφάλαια της Αγγλίας, Γαλλίας, Αμερικής κάλυπταν το 70 % των ξένων
κεφαλαίων στην Ελλάδα ενώ της Γερμανίας-Ιταλίας, μόνο το 9,5%.
Ο Αντιναύαρχος Κώνστας αναφέρει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του (σελ. 17): «Μόλις ο
Μεταξάς εγκαθιστά την δικτατορίαν του, στρέφει αμέριστον την προσοχήν του προς τας
ενόπλους δυνάμεις». Κατά τα τέλη Οκτωβρίου (1936), παρίσταται κατά την συνεδρίασιν
του Ανωτάτου Ναυτικού Συμβουλίου προς μελέτην του Ναυτικού προγράμματος, όπου
δράττεται της ευκαιρίας δια να δηλώσει επισήμως τα ακόλουθα. «Αυτό που θα σας είπω,
δεν θα το ανακοινώσητε εις κανένα. Προβλέπω πόλεμον μεταξύ αγγλικού και γερμανικού
συγκροτήματος. Πόλεμον πολύ χειρότερον από τον προηγούμενον. Εις τον πόλεμον αυτόν
θα κάμω ότι μπορώ δια να μην εμπλακεί η Ελλάς, αλλά τούτο δυστυχώς θα είναι αδύνατον.
Είναι περιττόν να σας είπω ακόμη ότι η θέσεις μας εις την σύρραξιν αυτήν θα είναι παρά
το πλευρόν της Αγγλίας».

Ο Μεταξάς, τα επόμενα χρόνια, εργάστηκε σκληρά και ήταν ο εμπνευστής και ο


δημιουργός της προετοιμασίας της Ελλάδας αλλά και της αντίστασης των Ελλήνων, στον
επερχόμενο πόλεμο. Με την λογική που τον διακατείχε, οργάνωσε γρήγορα, αθόρυβα και
αποτελεσματικά, την άμυνα της χώρας. Ο πρωθυπουργός μας, διαισθανόμενος τους
κινδύνους αλλά και για να αποκτήσει μια λαϊκή αποδοχή, δημιούργησε το 1936 την Εθνική
Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ), η οποία είχε καταλυτικό ρόλο στην οργάνωση και εκπαίδευση
του πληθυσμού σε θέματα αντιμετώπισης της «αεροπορικής απειλής» όπως θα δούμε πιο
κάτω.

Παθητική Αεράμυνα (ΠΑΑ)


Στην οργάνωση της ΠΑΑ των πολιτών, το κράτος, οι Ένοπλες Δυνάμεις, οι Νομάρχες, οι
Δήμαρχοι και οι Δήμοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Εκδόθηκαν βιβλία και ‘έντυπες οδηγίες
που μοιράστηκαν στον πληθυσμό. Οργανώθηκαν μαθήματα που διδασκόταν στα σχολεία,
στα πανεπιστήμια, στην ΕΟΝ, στους προσκόπους, στον Ερυθρό Σταυρό κ.α. και με τη
βοήθεια του έντυπου τύπου και του ραδιοφώνου, ενημερωνόταν ο πληθυσμός.

Σε μικρές πόλεις ή πόλεις που ήταν μακριά από τα εκπαιδευτικά κέντρα η ενημέρωση του
πληθυσμού γινόταν μέσω μιας περιοδικής έκδοσης «Οικογενειακή αεράμυνα» που
διανεμόταν κατ’ οίκον από τις Αστυνομικές Αρχές.

[6]
Από τον Φεβρουάριο του 1939 η εκπαίδευση του πληθυσμού, έγινε υποχρεωτική και
γινόταν μαθήματα σε πολίτες και των δύο φύλλων σε ομάδες των 100 ατόμων. Στον
Πειραιά η λειτουργία των Σχολείων ξεκίνησε στις αρχές Οκτωβρίου 1939 και τα
μαθήματα γινόταν σε ένα σχολείο κοντά σε κάθε Αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Η
διάρκεια των μαθημάτων αυτήν ήταν μια ώρα κάθε μέρα επί 6 μέρες. Τα ωριαία μαθήματα
παραδίδονταν χωριστά σε αγόρια και σε κορίτσια, άνω των 17 ετών. Στην Αθήνα και
Θεσσαλονίκη μαθήματα γινόταν και σε κρατικά νοσοκομεία για το προσωπικό τους και
αυτά αφορούσαν επιπλέον των εναέριων κινδύνων, την αυτοπροστασία και την πυρόσβεση
και την προστασία από χημικές ουσίες καθώς και τα υγειονομικά μέτρα στα καταφύγια και
στα ορύγματα.

Επίσης σε κάθε δήμο δημιουργήθηκαν με μέριμνα του, Αγήματα Παθητικής Αεράμυνας η


έδρα των οποίων ήταν στα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα. Το προσωπικό τους ήταν
οργανωμένο και εκπαιδευμένο στο να αντιμετωπίσουν τραυματίες, να σώσουν
εγκλωβισμένους και να ελέγχουν τη συσκότιση.

Σε όλες τις μεγάλες πόλεις, ιδιαίτερα σε αυτές που ήταν κοντά σε «στρατηγικούς
στόχους» ή σε Πανεπιστήμια, σχολές, μεγάλα σχολεία, εταιρίες, βιομηχανικές
εγκαταστάσεις, ναυπηγεία, λιμάνια και μεγάλους σταθμούς τραίνων, δημιουργήθηκαν και
οργανώθηκαν από το κράτος, καταφύγια. Ακόμα και ιδιωτικά καταφύγια προβλέφτηκε να
δημιουργηθούν αφού από το 1936 με αναγκαστικό νόμο, η δημιουργία τους ήταν
υποχρεωτική στα νεοαναγειρόμενα τριώροφα και τετραώροφα κτήρια των Αθηνών,
Πειραιώς και Θεσσαλονίκης και το μέτρο προβλεπόταν να επεκταθεί στα επόμενα χρόνια
[7]
και τα υπόλοιπα μεγάλα αστικά κέντρα. Όποιος ήθελε να χτίσει νέο κτίριο, έπρεπε
υποχρεωτικά να χτίσει με δικά του έξοδα και καταφύγιο. Χωρίς την ύπαρξη και έγκριση
του καταφυγίου από την Αεράμυνα, απαγορευόταν οποιαδήποτε ανέγερση οικοδομής.

Το μέγεθος και οι χώροι των καταφυγίων, διέφεραν κατά περίπτωση. Τα καταφύγια είχαν
ενισχυμένες πόρτες, στοές επικοινωνίας,
σύστημα αερισμού-εξαερισμού, θαλάμους
τροφίμων, δεξαμενές νερού, χώρους
υγιεινής, οχετούς αποχέτευσης,
θεραπευτήριο και χώρους παραμονής.
Ακόμη και τάφροι στους κήπους
κατοικιών είχαν ανοιχτεί. για την
προστασία του πληθυσμού από
αεροπορικές επιδρομές.
Όπου υπήρχε μεγάλη σπηλιά ή ορυχείο,
αξιοποιήθηκε. Στον Πειραιά η «σπηλιά
Αρετούσας» ή η «Σπηλιά Αμαρτίας» στον
Προφήτη Ηλία φιλοξενούσαν αρκετούς
Πειραιώτες κάθε φορά που σήμαινε
συναγερμός. Σύμφωνα με τον Στρατηγό
Παπάγο, το 1940 υπήρχαν γύρω στα 400
δημόσια καταφύγια και αρκετές
εκατοντάδες ιδιωτικά.

Όλες οι μεγάλες πόλεις λοιπόν, είχαν τα


καταφύγια τους και τακτικά γινόταν
υποχρεωτικές ασκήσεις ετοιμότητας που εντάθηκαν μετά το καλοκαίρι του 1939.
Κατά την διάρκεια των ασκήσεων αυτών οι πόλεις στην ουσία ζούσαν σε περιβάλλον
πολέμου. Μόλις σήμαινε έναρξη συναγερμού, οι γειτονιές βυθιζόταν στο απόλυτο σκοτάδι.
Οι κάτοικοι απαγορευόταν να κυκλοφορούν. Όσοι βρίσκονταν εκτός των οικιών τους
έπρεπε να κατευθυνθούν στους προκαθορισμένους ανοιχτούς χώρους (πλατείες) κοντά
στα καταφύγια τα δε αυτοκίνητα πήγαινα δεξιά στο δρόμο και ακινητοποιούνταν, ώστε να
είναι δυνατή η απρόσκοπτη διέλευση των κρατικών οχημάτων.

Σε κάθε μεγάλη πλατεία ή ψηλό κτήριο κάθε γειτονιάς και κυρίως στις ταράτσες
αστυνομικών τμημάτων, είχαν εγκατασταθεί σειρήνες συναγερμού για προειδοποίηση του
πληθυσμού σε περίπτωση αεροπορικής επιδρομής.

Ασκήσεις ετοιμότητας γινόταν περιοδικά, κατά την διάρκεια των οποίων υπήρχε μια ειδική
ομάδα που περιπολούσε για έλεγχο ορθής τήρησης των προβλεπομένων και την επί τόπου
[8]
διόρθωση των ατελειών. Όλα τα παράθυρα έπρεπε να ήταν καλυμμένα με μαύρα
κουρτινάκια ή σκούρες μπλε κόλλες.
Μια μεγάλη, η μεγαλύτερη άσκηση αεροπορικής επιδρομής, έγινε στην Αθήνα και τον
Πειραιά την 20 Ιουνίου 1939 και ο τότε Γερμανός πρέσβης Victor zu Erbach, έγραψε σε
αναφορά του προς το Βερολίνο: «Αληθινά εκπληκτική ήταν η οργάνωση και η εφαρμογή
της συσκότισης στην Αθήνα….»

Ενεργητική Αεράμυνα (ΕΑΑ)

Από τον στρατό οριοθετήθηκαν με ακρίβεια τα «ευπαθή» και τα «ζωτικά» σημεία, που
αφορούσαν τις μεγάλες πόλεις (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Βόλος, Χαλκίδα,
Λαμία, Λάρισα, Κατερίνη, Καβάλα) συμπεριλαμβανομένων των βιομηχανικών περιοχών που
θα μπορούσαν να αποτελέσουν στόχους μια αεροπορικής επιδρομής. Για την
αποτελεσματική οργάνωση της ΑΑ άμυνας και την σωστή θωράκιση της χώρας, ζητήθηκαν
μετά από τη σχετική μελέτη της Ανώτερης Διοίκησης Αντιαεροπορικής Άμυνας
(ΑΔΑΑ), 6 δισεκατομμύρια δρχ αλλά δυστυχώς διατέθηκαν μόνο 865.000.000 δρχ, ποσό
που επαρκούσε μόνο για μια υποτυπώδη οργάνωση. Έπρεπε λοιπόν η άμυνα να οργανωθεί
με τα μέσα που διέθεταν οι ένοπλες δυνάμεις και στον βαθμό που θα ήταν εφικτό.

Η αεράμυνα λοιπόν, λόγω οικονομικών δυσκολιών επικεντρώθηκε σε συγκεκριμένα αστικά


κέντρα, σε μεγάλους σιδηροδρομικούς σταθμούς, και κρίσιμες υποδομές όπως π.χ. στην
Αττική στις αποθήκες καυσίμων της Δραπετσώνα, στο ηλεκτρικό εργοστάσιο της Πάουερ,
στο ανυπεράσπιστο ως τότε υδροηλεκτρικό φράγμα στο Μαραθώνα και στα πολιτιστικά
μνημεία.

Από την «έκθεση επί της δράσεως» του ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ.679/Α/2 (σελ. 5,6 & 10) βλέπουμε
πως η χώρα μας διέθετε μόνο 43 αντιαεροπορικά πυροβόλα των 80 και 88 mm, τα οποία
μπορούσαν να πραγματοποιήσουν βολή στα μεσαία και μεγάλα ύψη, όπου συνήθως
πετούσαν τα βομβαρδιστικά, το δε Βασιλικό Ναυτικό διέθετε στα Ναυτικά οχυρά άλλα 15.
Επίσης τον Ιανουάριο του 1941, η Αγγλία έδωσε την Ελλάδα άλλα 34 Α/Α πυροβόλα των
40 και 94 mm. Αυτά ήταν όλα τα μέσα ΑΑ Αμύνης που είχαμε για όλη την Ελλάδα.

Η Οργάνωση της Παράκτιας και Αντιαεροπορικής Άμυνας.

Για την υπεράσπιση των παράκτιων περιοχών από εχθρικές επιθέσεις από αέρα και από
θάλασσα, αλλά και για την προστασία των θαλασσίων γραμμών επικοινωνιών, οι ακτές της
χώρας είχαν, από το 1926, κατανεμηθεί σε 6 ανεξάρτητες περιοχές, τις Ναυτικές
Αμυντικές Περιοχές (ΝΑΠ).Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, με απόφαση του Υπουργείο
Ναυτικών συνεστήθη η Ανωτέρα Διοίκηση Τοπικής Αμύνης (ΑΔΤΑ) στην οποία
υπήχθησαν όλες οι ΝΑΠ. Αυτές είχαν επιτελείο κυρίως από έφεδρους Αξιωματικούς με
Πλοίαρχο Διοικητή και από τότε άρχισε μια συστηματική εκπαίδευση. Οι περιοχές ήταν:

[9]
1. Δυτικής Ελλάδας (ΝΑΠ-1) με έδρα την ΠάτραΚρήτης (ΝΑΠ-2) με έδρα τα
2. Χανιά
3. Νοτίου Αιγαίου (ΝΑΠ-3) με έδρα τον Πειραιά
4. Ευβοίας (ΝΑΠ-4) με έδρα την Χαλκίδα
5. Βορείου Αιγαίου (ΝΑΠ-5) με έδρα τη Θεσσαλονίκη και
6. Ανατολικών Νήσων (ΝΑΠ-6) με έδρα τη Μυτιλήνη.

Για την καλύτερη οργάνωση αυτών, προσελήφθησαν ξένοι αξιωματικοί που υπέδειξαν τις
θέσεις εγκατάστασης πυροβολείων και των απαραιτήτων οχυρωματικών έργων τόσο για
τη θαλάσσια όσο και για την εναέρια απειλή. Στα πλαίσια αυτά, προσελήφθησαν από την
Γερμανία ο απόστρατος Αντιναύαρχος Kinzel, ο ταγματάρχης μηχανικού Habicht και ο
Πλωτάρχης πυροβολητής Mirus, οι οποίοι αφού έκαναν τις ανάλογες υποδείξεις και
προτάσεις, αποχώρησαν και άφησαν την υλοποίηση τους στους Έλληνες.
Στη συνέχεια οι έλληνες αξιωματικοί σε συνεργασία με μηχανικούς και το ΕΜΠ,
προχώρησαν στην πραγματοποίηση των σχεδίων ενώ, η Ανωτέρα Διοίκηση Τοπικής
Άμυνας (ΑΔΤΑ) μετονομάστηκε σε Ανωτέρα Διοίκηση Παρακτίου Αμύνης (ΑΔΠΑ) υπό
τον Πλοίαρχο Γρ. Μεζεβίρη και επιτελείς τον Αντιπλοίαρχο Κώστα, Αντιπλοίαρχο
Αθανασόπουλο και υπεύθυνο Παρατηρητηρίων τον Πλωτάρχη Χατζηκωνσταντή. .

[10]
Τα Ναυτικά Οχυρά
Εκτός από τα 21 μεγάλα μόνιμα Οχυρά της Γραμμής Μεταξά, που κατασκευάστηκαν από
Έλληνες την περίοδο 1936-40 στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, έγιναν επίσης και
εξοπλίστηκαν πλήρως, τα ακόλουθα μεγάλα Παράκτια Οχυρά:
1. Οχυρό Καραμπουρνού (κοντά στο Αγγελοχώρι, στο Θερμαϊκό)
2. Οχυρό Τούζλα (κοντά στη Μηχανιώνα, στο Θερμαϊκό)
3. Οχυρό Βορείου Ευβοϊκού (Γούβες Βόρειας Εύβοιας),
4. Οχυρό Νοτίου Ευβοϊκού (Αγ. Μαρίνα Μαραθώνα),
5. Βόρειο Οχυρό Αίγινας (Τούρλο Αιγίνης),
6. Νότιο Οχυρό Αίγινας (Πέρδικα Αιγίνης),
7. Οχυρό Φλεβών,
8. Οχυρό Αράξου,

Για τον εξοπλισμό των οχυρών αυτών, χρησιμοποιήθηκε το υπάρχον και διαθέσιμο υλικό
όπως π.χ. τα πυροβόλα του ΕΛΛΗ που αφαιρέθηκαν κατά την μετασκευή του, τα
πυροβόλα του θωρηκτού ΛΗΜΝΟΣ καθώς και άλλων παροπλισμένων πλοίων.

Στη Θεσσαλονίκη, χρησιμοποιήθηκαν τα ήδη υπάρχοντα στη περιοχή του Μεγάλου


Εμβόλου πυροβόλα του τουρκικού θωρηκτού «Fetih Bulent». Να υπενθυμίσουμε πως
αυτά είχαν βγει από το πλοίο που είχε προσβληθεί και βυθιστεί κατά τον Α Βαλκανικό
πόλεμο, την 18/10/1912 στο λιμάνι, από το Τορπιλοβόλο Τ-11 με κυβερνήτη τον
Υποπλοίαρχο Νικ. Βότση. Το γεγονός αυτό ήταν η πρώτη μεγάλη ναυτική επιτυχία και
ευλόγως προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στα μαχόμενα στρατεύματα αλλά και στο λαό. Μια
επιτυχία η οποία υμνήθηκε με τον ύμνο του ναυτικού «Ο ναύτης του Αιγαίου» που ακόμη
και σήμερα, παιανίζει και εμψυχώνει.

Αξίζει επίσης να μνημονευτεί πως, η μεταφορά και η εγκατάσταση των πυροβόλων αυτών
στις απόκρημνες κορυφές και ιδιαίτερα στους λόφους της βορειοανατολικής Αίγινας, παρά
τις δυσκολίες, στέφτηκε με απόλυτη επιτυχία και δικαίως θεωρήθηκε μεγάλος άθλος.
Απλά σκεφτείτε πως κάθε «δίδυμος πύργος» των πυροβόλων του ΛΗΜΝΟΣ, ζύγιζε 900
τόνους και δεν μεταφερόταν μόνο αλλά ετοποθετείτο πάνω σε ειδικά διαμορφωμένους
χώρους και συνδεόταν με τις παρελκόμενες συσκευές και μηχανήματα !

[11]
Η περιοχή του Ναυστάθμου Σαλαμίνας, του Πειραιά και της Αθήνας, για λόγους
οικονομίας, έγινε ενιαία ενώ, για την καλύτερη αποτελεσματικότητα της άμυνας,
συνεργάστηκε ο στρατός με το ναυτικό. Το ΒΝ οργάνωσε και λειτουργούσε 4
πυροβολαρχίες πρωτεύοντος πυροβολικού, ενώ ο στρατός ανέλαβε και διέθεσε τις
δευτερεύουσες, που δεν ήταν αρκετές λόγω των αναγκών του Αλβανικού μετώπου.

Αρχηγός της ΑΑ Αμύνης ορίστηκε αρχικά ένας υποστράτηγος του ΣΞ που στο επιτελείο
του δεν υπήρχε κανένας αξιωματικός του Ναυτικού (!). Αυτό ήταν πράγματι ένα μικρό
πρόβλημα που με την έναρξη του Ελληνοιταλικού πολέμου, διορθώθηκε και η διοίκηση
ανατέθηκε στον Αντιναύαρχο Οικονόμου

Στην υπόλοιπη χώρα, οι ΝΑΠ έγιναν και Διοικήσεις Αεράμυνας Περιοχής (ΔΑΠ) ενώ
στα μετόπισθεν η χώρα χωρίστηκε σε ζώνες αεράμυνας ακτίνας 80-100 χιλιομέτρων με
έδρα διοικήσεως, στο κέντρο της πλησιέστερης μεγαλύτερης πόλης.
Στη ΝΑΠ & ΔΑΠ/3, διοικητής ήταν ο Πλοίαρχος Μπακόπουλος με επιτελείς τον
Αντιπλοίαρχο Κουτρούμπα και τον Υποπλοίαρχο Μανωλάκο, τα δε γραφεία τους ήταν μέσα
στη ΣΝΔ.

Επίσης το ΓΕΝ με συνεργασία του ΓΕΣ, και τη βοήθεια του Υπ. Συγκοινωνιών που είχε
το τηλεγραφικό και τηλεφωνικό δίκτυο, της Χωροφυλακής, των τελωνείων κ.α.
δημιούργησαν ένα πυκνό δίκτυο «παρατηρητηρίων» που ονομάστηκαν «Σταθμοί
Επιτήρησης», στις περιοχές στρατηγικής σημασίας. Αυτοί ήταν χτισμένοι σε υψηλούς
πύργους για μεγαλύτερη οπτική κάλυψη και ήταν εφοδιασμένοι με ισχυρούς προβολείς για
τη νυχτερινή έρευνα.

Στο δίκτυο αυτό εντάχθηκαν και όλοι οι επιτηρούμενου φάροι.

Παράλληλα στα οχυρά, δημιουργήθηκαν υπόγεια καταφύγια και πυριτιδαποθήκες και όπου
απαιτείτο οι απαραίτητοι επίγειοι χώροι (θάλαμοι-μαγειρείαα) για το προσωπικό.

Οι επικοινωνίες, το βασικότερο κομμάτι της Διοίκησης και Ελέγχου, εξασφαλίστηκαν με


το υπάρχον τηλεφωνικό και τηλεγραφικό δίκτυο ενώ όπου δεν υπήρχε, με ασυρμάτους
σταθερούς και φορητούς, που είτε φτιάχτηκαν από την Διεύθυνση Ραδιοτηλεγραφικής
Υπηρεσίας του Ναυτικού (ΔΡΥΝ) είτε αγοράστηκαν έτοιμοι από το εξωτερικό.

Επίσης, πρέπει να αναφερθούμε πως για την Παράκτια Άμυνα, προβλεπόταν το κλείσιμο
εισόδων κρίσιμων διαύλων ή λιμένων με «ανθυποβρυχιακά φράγματα» (μεγάλα συρμάτινα
δίχτυα) και με πόντιση αμυντικών ναρκοπεδίων όπως π.χ. στις προσβάσεις του Πειραιά
στο Σαρωνικό, στο κόλπο Σούδας, στον Ευβοϊκό, στον Αμβρακικό, στο Πατραϊκό και στο
Θερμαϊκό κόλπο. Για το λόγο αυτό υπήρχε μεγάλος αριθμός μικρών πλοίων/καϊκιών για το
άνοιγμα κλείσιμο των «θυρών» ελεγχόμενης διέλευσης, για την επιτήρηση ή αλιεία-
καταστροφή των ναρκών και την κατεύθυνση/έλεγχο της κυκλοφορίας.

[12]
Τέλος δημιουργήθηκε η Υπηρεσία Επιτήρησης Συναγερμού Αέρος και Θαλάσσης
(ΥΕΣΑΘ) για συντονισμό όλων των εμπλεκομένων, που εγκαταστάθηκε στο καταφύγιο του
Λυκαβηττού (έκτασης 400 τμ), απ όπου γινόταν η παρακολούθηση και ο συντονισμός του
κοινού ασυρμάτου δικτύου που ελεγχόταν από την ΔΡΥΝ. Εκεί έφταναν όλες οι αναφορές
εντοπισμού πλοίων και αεροσκαφών και εδίδοντο οδηγίες.

Αξιοσημείωτο είναι πως τέλη του 1938 έγινε μια συνδυασμένη άσκηση των οχυρών του
Σαρωνικού με τα πλοία του Στόλου στην οποία έλαβαν μέρος και όλοι οι σταθμοί
παράκτιας άμυνας και οι αεροπορικές και στρατιωτικές δυνάμεις. Τα οχυρά
επανδρώθηκαν από τους μαθητές όλων των σχολών του ΠΝ οι οποίοι και εκπαιδεύτηκαν
στα καθήκοντα αυτά. Οι ελλείψεις που διαπιστώθηκαν αποκαταστήθηκαν μέχρι τον Απρ
του 1939 ενώ στους «Σταθμούς Επιτήρησης» (παρατηρητήρια) τοποθετήθηκαν ως
προϊστάμενοι, ανακληθέντες στην ενέργεια αξιωματικοί.

ΟΙ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΜΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ Β’ ΠΠ

Σιδηροδρομικό Δίκτυο (χερσαίες μεταφορές)

Το σιδηροδρομικό μας δίκτυο ήταν υποτυπώδες που εκτός την μία μόνο κύρια γραμμή
Πειραιά- Θεσσαλονίκη τα, είχε διακλαδώσεις που εξυπηρετούσαν τις τοπικές ανάγκες.
Παραμονές του Β’ΠΠ η χώρα είχε 1.261 χιλιόμετρα γραμμών κανονικού εύρους (1,44μ).
Σε καιρό ειρήνης το σιδηροδρομικό μας δίκτυο ήταν επαρκές, αλλά σε περίπτωση πολέμου
ή ικανότητα του ήταν μειωμένη. Για μεταφορά μιας μεραρχίας από την Αθήνα στη
Θεσσαλονίκη απαιτείτο τουλάχιστο μια εβδομάδα. Επιπλέον λόγω γεωγραφίας της χώρας
μας, οι πολλές σήραγγες και γέφυρες κινδύνευαν συνεχώς από αεροπορικέ επιδρομές,
εχθρικές επιθέσεις και δολιοφθορές.
Για την ιστορία, η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή στη χώρα μας ολοκληρώθηκε το 1873 από
Θεσσαλονίκη προς Σκόπια
(243 χιλ.). Το 1882 ο όμιλος
της Deutsche Bank ανέλαβε
τη σιδηροδρομική σύνδεση
της Θεσσαλονίκης με το
Μοναστήρι (219 χιλ) που
ολοκληρώθηκε το 1894 και
που είχε μεγάλη εμπορική και
στρατιωτική σημασία. Στα
1896 το σιδηροδρομικό
δίκτυο επεκτάθηκε από τη
Θεσσαλονίκη στην ανατολική
Μακεδονία και Θράκη (Τμήμα
[13]
Θεσσαλονίκης-Ειδομένης (Ανατολής), Αλεξανδρούπολη -Ορμένιο και γραμμή Σαρακλή –
Σταυρός που ήταν 66 χιλ, στρατιωτική γραμμή και συνδέθηκε με τη γραμμή
Αλεξανδρουπόλεως-Πυθίου. Επίσης υπήρχε και μια τοπική γραμμή της Σκύδρας 50
χιλιομέτρων. Έτσι η Θεσσαλονίκη εξασφάλισε κατευθείαν σύνδεση με την
Κωνσταντινούπολη μέσω των Σερρών, Δράμας, Ξάνθης και Κομοτηνής. Μετά τους
Βαλκανικούς Πολέμους (1912- 1913) και την Απελευθέρωση της Μακεδονίας και Θράκης,
έγιναν έργα επεκτάσεως της γραμμής από το Παπαπούλι μέχρι το Πλατύ (Μάρτιος 1918)
και σύνδεσης με τους Σιδηροδρόμους Μακεδονίας και Θράκης. Έχουμε μια γραμμή
Θεσσαλονίκη-προς Γιουγκοσλαβικά σύνορα ( Σκόπια), μια προς Ελληνοβουλγαρικά Σύνορα
(προς Φιλιππούπολη), μια διακλάδωση προς Φλώρινα και μια προς τα Βουλγαρικά Σύνορα
από Στρυμώνα (προς Σόφια).
Το 1920 ιδρύθηκε η εταιρία «Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους-ΣΕΚ) στην οποία
ενσωματώθηκαν όλα τα επί μέρους σιδηροδρομικά δίκτυα γραμμών «διεθνούς» πλάτους
και ξεκίνησε η νέα ταχεία αμαξοστοιχία Αθήνα-Παρίσι. Επίσης το 1931 έγινε η
διακλάδωση της Φλωρίνης στη γραμμή Θεσσαλονίκης-Μοναστηριού.

Σε γενικές γραμμές η μεγαλύτερη γραμμή ήταν των Ελληνικών Σιδηροδρόμων, 726


χιλιόμετρα, που ξεκίναγε από τον Πειραιά, διερχόταν από Αθήνα, Θήβα, Λειβαδιά,
Λιανοκλάδι, Λάρισα, Θεσσαλονίκη και κατέληγε στο Παπούλι (στα ελληνοτουρκικά
σύνορα). Η γραμμή είχε δυο διακλαδώσεις τη Οινόη (Σχηματάρι) -Χαλκίδα (22 χιλ) και
την Λιανοκλάδι-Λαμία-Στυλίδα. (23 χιλ).
Οι άλλες γραμμές ήταν:
Οι Θεσσαλικοί σιδηρόδρομοι ξεκινούσαν από τον Βόλο έφταναν Βελεστίνο (28 χιλ) και
μετά διακλαδιζόταν σε δυό μεγάλα σκέλη. Το ένα πήγαινε βορειοδυτικά (Γραμμή 1) και
κατέληγε στη Λάρισα (60 χιλ) ενώ το άλλο δυτικά-βορειοδυτικά (γραμμή 2) περνούσε από
Φάρσαλα, Καρδίτσα, Τρίκαλα και κατέληγε στη Καλαμπάκα (161 χιλ).
Η γραμμή των Σιδηροδρόμων Πειραιώς-Αθηνών- Πελοποννήσου (ΣΠΑΠ)(742
χιλιόμετρα) ξεκινούσε από Πειραιά, περνούσε από Αθήνα, Ελευσίνα, Μέγαρα, γέφυρα
Ισθμού, Κόρινθο. Μετά έκανε περιμετρικά τον κύκλο της Πελοποννήσου και
εξυπηρετούσε όλη την Πελοπόννησο. Η βασική γραμμή ήταν 650 χιλιόμετρα και είχε 11
γραμμές. Επίσης υπήρχαν και οι Σιδηρόδρομοι Πύργου-Κατάκωλου (12,5 χιλ) που ανήκε
σε άλλη εταιρεία.
Η γραμμή των Σιδηρόδρομοι Βόρειο-Δυτικής Ελλάδος (ΣΒΔΕ) Είχε μια γραμμή Κρυονέρι,
Μεσολόγγι, Αγρίνιο (61 χιλ) και άλλη μία Αιτωλικό-Κατοχή (10 χιλ).
Το δίκτυο «Σιδηρόδρομοι Αττικής» φτιάχτηκε από την εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου
και η μια γραμμή σύνδεε την Αθήνα με την Κηφισιά (15 χιλ) ενώ η άλλη (71 χιλιόμετρων)
ξεκινούσε από Ν. Ηράκλειο και μέσω Κορωπί, Μαρκόπουλο, Κερατέα έφτανε στο Λαύριο.

Οδικό δίκτυο (Χερσαίες μεταφορές).


[14]
Το 1927 το οδικό δίκτυο της χώρας ανέρχονταν σε 10.309 χιλιόμετρα. Κατά τον
Μεσοπόλεμο κατασκευάστηκαν σημαντικές 3 εθνικές οδοί (Θεσσαλονίκης–Ξάνθης,
Ιωαννίνων–Τρικάλων, Ναυπλίου–Κατάκολου και Μεσολογγίου–Αθηνών μέσω Ναυπάκτου
και Ιτέας) και λίγα χιλιόμετρα ασφαλτοστρωμένων επαρχιακών δρόμων.

Στην πενταετή διακυβέρνηση της χώρας από τον Ιωάννη Μεταξά, λόγω του επερχόμενου
πολέμου, αναλήφθηκαν σημαντικά έργα για την περαιτέρω επέκταση του ελληνικού οδικού
δικτύου με κύριο γνώμονα την ενίσχυση της άμυνας της χώρας.
Με ένα Αναγκαστικό Νόμο το 1936, χαρακτηρίσθηκαν ως εθνικοί οδοί οι στρατιωτικού
ενδιαφέροντος δρόμοι της Μακεδονίας, της Θράκης και της Ηπείρου ενώ η συντήρηση
γινόταν δημοσία δαπάνη και επίσης κατασκευάστηκαν νέοι με πλάτη 6, 7 και αλλού 9μ.
Παρά όμως τις εργασίες αυτές, παραμονές του Β΄ΠΠ είχαμε μόνο μία ασφαλτωμένη οδό
για αυτοκίνητα από την Παλαιά Ελλάδα στην Μακεδονία μέσω Λάρισας, Ελασσόνας,
Κοζάνης προς Θεσσαλονίκη ή μέσω Κοζάνης προς Φλώρινα. Επίσης ένα σημαντικό
πρόβλημα ήταν πως η Ήπειρος δεν επικοινωνούσε με το οδικό δίκτυο της υπόλοιπης
χώρας, αλλά μόνο ακτοπλοϊκώς μέσω Πρέβεζας. Από εκεί μία μόνο οδός πήγαινε στην
Άρτα και στα Ιωάννινα.

Λιμενικό δίκτυο (Θαλάσσιες μεταφορές)


Λόγω την ανυπαρξίας σιδηροδρομικού και επαρκούς οδικού δικτύου η σύνδεση με το
Εξωτερικό από τη δεκαετία του 1920 εξασφαλιζόταν με τις ναυτικές μεταφορές που ήταν
εύκολες, γρήγορες για μετακίνηση μεγάλου όγκου προϊόντων και με λιγότερο κόστος. Ότι
πρώτες ύλες χρειαζόταν η ελληνική βιομηχανία, αλλά και των αγαθών που χρειαζόταν ο

πληθυσμός γινόταν δια θαλάσσης.


Όμως, τα περισσότερα μας λιμάνια, δεν είχαν σύγχρονα μέσα φορτοεκφορτώσεων, οι
εργασίες γινόταν με τα χέρια και επίσης δεν είχαν επαρκείς αποθηκευτικούς χώρους.
Μεγάλη αταξία υπήρχε σε όλα σχεδόν τα λιμάνια επειδή έβαζαν « φύρδην-μίγδην» τα
εφόδια και προϊόντα στα στενά πεζοδρόμια της παραλίας.

[15]
Το κυριότερο, σπουδαιότερο και μεγαλύτερο λιμάνι ήταν ο Πειραιάς, που στη συνέχεια θα
περιγράψουμε λεπτομερώς., Το λιμάνι , για να ανταπεξέλθει στις συνέχεια αυξανόμενες
ανάγκες αναδιοργανώθηκε το 1911 (διοίκηση-εποπτείαα από 15μελή επιτροπή) η δε
κυβέρνηση Βενιζέλου έφερε ειδικούς από Γερμανία (Καθηγητής Kummer) που μελέτησαν
την κατάσταση και πρότειναν μέτρα βελτίωσης των υποδομών. Το λιμάνι του Πειραιά
άρχισε να παίρνει την όψη σύγχρονου λιμένος την οκταετία 1924-1931 που έγιναν μεγάλα
έργα. Κατασκευάστηκαν τότε κρηπιδώματα από τα Ναυπηγεία Βασιλειάδη μέχρι και την
αρχή της βόρειας πλευράς της προβλήτας Τζελέπη με 115 δέστρες. Ανεγέρθηκαν επίσης
πέντε αποθήκες χωρητικότητας 56.000 τόνων και τοποθετήθηκαν 21 γερανοί μπροστά
από αυτές. Συνάμα, εγκαταστάθηκαν στην ακτή Βασιλειάδη δύο μεγάλες γερανογέφυρες
για εκφόρτωση γαιανθράκων, κρηπιδώθηκε το «Κωφό» λιμάνι, κατασκευάστηκε νηοδόχος
φορτηγίδων, επιμηκύνθηκε κατά 88 μέτρα ο λιμενοβραχίονας Θεμιστοκλέους και
κατασκευάστηκε κυματοθραύστης 726 μέτρων και αντιβραχίονας 170 μέτρων στον όρμο
του Αγίου Γεωργίου.13
Από τη Μικρασιατική καταστροφή μέχρι την άνοδο του Μεταξά στην εξουσία, διατέθηκαν
πολλά κονδύλια για τη βελτίωση των δυνατοτήτων του λιμανιού.
Τη δεκαετία του 1930 ιδρύθηκε ο ΟΛΠ (1930) και αυτό αναβάθμισε τις δυνατότητες του
λιμένα και βελτίωσε την συντήρηση και τη διαχείριση του. Η ίδρυση επίσης Ελευθέρας
Ζώνης και της κατασκευής της μεγάλης σιταποθήκης (1936) το κατέστησαν το δεύτερο
πιο πολυσύχναστο Μεσογειακό λιμάνι, συγκεντρώνοντας αρκετά πάνω από το μισό της
συνολικής ναυτιλιακής κίνησης των ελληνικών λιμένων.
Έργα επίσης έγιναν στο λιμάνι της Πάτρας, Καλαμάτας, Βόλου, Καβάλας, Πλωμαρίου,
Χαλκίδας και Στυλίδας. Από τα λιμάνια αυτά το πιο χρήσιμο σε περίπτωση πολέμου ήταν
κατά σειρά του Βόλου, Αλεξανδρουπόλεως και Καβάλας. Επίσης έγιναν 8 αποβάθρες στο
λιμάνι της Αμφίπολης και εργασίες στο Πόρτο Λάγο.
Για στρατιωτικές επιχειρήσεις έγιναν έργα στους όρμους Ελευθερών, Κεραμωτής,
Ελευθερούπολης, Κεραμωτής και Πιερίας. Βελτιωτικά έργα έγιναν επίσης και στα λιμάνια
Θεσσαλονίκης, Ισθμίων και Μεσολογγίου.
Τα Ελληνικά λιμάνια, ως ήταν αναμενόμενο, βομβαρδίστηκαν κατ’ επανάληψη κατά τη
διάρκεια του Β’ΠΠ αλλά απ’ όλα, το λιμάνι του Πειραιά υπέφερε περισσότερο.

Πλωτά νοσοκομεία (Π/Ν).

Μετά την κήρυξη του Ελληνοιταλικού πολέμου, στις 29/10/1940, το Γενικό Επιτελείο
Ναυτικού, θέτοντας σε εφαρμογή το σχέδιο «Θαλασσίων Μεταφορών», επίταξε 46
επιβατικά πλοία της ακτοπλοΐας από τα οποία, αρκετά από αυτά μετασκευάστηκαν σε
πλωτά νοσοκομεία. Τα πλοία αυτά είχαν, ευδιάκριτους μεγάλους σταυρούς τόσο στις
πλευρές τους όσο και στο κατάστρωμα για να είναι άμεσα αντιληπτά από ξηρά, θάλασσα
και αέρα και δεν έφεραν πολεμικό εξοπλισμό.
[16]
Τα πλωτά νοσοκομεία προστατεύονται από Διεθνείς συμβάσεις που τα κάνει
«απρόσβλητα» και επίθεση εναντίον πλωτού νοσοκομείου θεωρείται έγκλημα πολέμου. Τα
κατά καιρούς πλωτά νοσοκομεία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού κατά τη διάρκεια του
Β΄ΠΠ, φαίνονται στον σχετικό πίνακα.

Οι ανάγκες για περίθαλψη αλλά και διακομιδή, τραυματιών και ασθενών στρατιωτικών
ήταν πράγματι μεγάλες και πολύ ορθά επιτάξαμε και μετασκευάσαμε σε Π/Σ τόσα πολλά
εμπορικά πλοία. Στην Έκθεση της Διευθύνσεως Υγειονομικής Υπηρεσίας του ΓΕΣ
αναφέρεται συγκεκριμένα: «... Καθ' όλον το εξάμηνον διάστημα διακομίστηκαν εβδομήντα
πέντε χιλιάδες (75.000) σχεδόν τραυματίαι, παγόπληκτοι και ασθενείς ήτοι αναλυτικώς
τριάκοντα χιλιάδες (30.000) περίπου τραυματίαι, είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000)
παγόπληκτοι και είκοσι χιλιάδες (20.000) ασθενείς.»

Συμπέρασμα
Όπως πολύ εύστοχα επισήμανε ο ναύαρχος Δημήτριος Φωκάς, οι Έλληνες πριν νικήσουν
τον Ιταλό, είχαν νικήσει το χρόνο. Οι υποδομές της χώρας ήταν μεν σε χαμηλό επίπεδο,
αλλά την δεκαετία του 1930, έγιναν υπεράνθρωπες προσπάθειες για τη βελτίωση τους και
πρόλαβαν. Όσον αφορά τη θωράκιση μας εν όψει του πολέμου, η χώρα μας ήταν
θεωρητικά πολύ καλά προετοιμασμένη και οργανωμένη, ως προς την παράκτια άμυνα,
την Α/Α άμυνα και την προστασία του πληθυσμού από αεροπορικές επιθέσεις. Επίσης,
είχαν ληφθεί και μέτρα για την περίθαλψη των τραυματιών και ασθενούντων στρατιωτών.

[17]
Η ΙΤΑΛΙΑ ΣΤΟΝ Β’ ΠΠ

Η Ιταλία και η Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα

Η από το Νοέμβριο 1936 σύμμαχος της Γερμανίας Ιταλία (Άξονας Ρώμης-Βερολίνου),


μπήκε την 10 Ιουνίου 1940 στον πόλεμο κατά των Γάλλων και Άγγλων.
Με την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, ο Μουσολίνι απευθύνθηκε στις ουδέτερες χώρες
και ανακοίνωσε τα εξής: «Εγώ
δηλώνω πανηγυρικά, πως η Ιταλία
δεν σκοπεύει να συγκρουστεί με
χώρες που συνορεύουν από ξηρά ή
θάλασσα με μας. Η Ελβετία, η
Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα, η Τουρκία
και η Αίγυπτος ας λάβουν υπ’ όψιν
τους αυτά τα λόγια και πως τυχόν
εμπλοκή τους, θα εξαρτάται από
εκείνες και μόνο από εκείνες».

Φαίνεται όμως πως, άλλα έλεγε και


άλλα είχε στο μυαλό του, γιατί στις
12 Αυγούστου 1940, ο Μουσολίνι δήλωσε ότι: «Αν παραχωρούνταν στην Ιταλία, η
Κέρκυρα και η Τσαμουριά, «χωρίς να ανοίξει μύτη», δεν θα ζητούσε περισσότερα.».

Επίσης, η Ιταλία με ύπουλο τρόπο προκάλεσε την Ελλάδα, αφού συναίνεσε στον
τορπιλισμό του
καταδρομικού μας Έλλη, την
ημέρα της Παναγίας στα
νερά της Τήνου, με το
Ιταλικό υποβρύχιο
«Delfino».
Ο τορπιλισμός αυτός
λέγεται ότι έγινε κατόπιν
εντολής του στρατηγού και
μέλους του Φασιστικού
κόμματος Cesare Maria de
Vecchi.που ήταν
Στρατιωτικός Διοικητής των Δωδεκανήσων. Μια ενέργεια, που αργότερα ο Ιταλός
πρεσβευτής στην Αθήνα Grazzi, την χαρακτήρισε σαν πράξη «ντροπής και πειρατείας».
Και έπεσε σε δυσμένεια.

[18]
Την περίοδο αυτή, η Ιταλία θέλησε να δώσει προτεραιότητα στον πόλεμο της στη βόρεια
Αφρική (ήταν στην Αιθιοπία από το 1935) και αποφάσισε να κάνει την επίθεση στην
Ελλάδα, αργότερα.

Μέσα Οκτωβρίου, και μετά από διαβεβαίωση των στρατιωτικών της πως η κατάληψη της
Ελλάδας θα ήταν εύκολη, αποφασίστηκε να εκδηλωθεί η επίθεση τέλη Οκτωβρίου.

Την 28/10/1940, στις 3 παρά 10 το πρωί, ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα κόμης
Emannuele Grazzi, επέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά, στο σπίτι του στην Κηφισιά,
τελεσίγραφο που έληγε μετά από τρεις ώρες. Αυτό έλεγε μεταξύ άλλων: …Η Ιταλική
Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώση αυθωρεί εις τας
στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αυτή δυνηθή να
πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήση
αντίστασιν, η αντίστασις αυτή θα καμφθή δια των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα
έφερε τας ευθύνας, αι οποίαι ήθελον προκύψη εκ τούτου…

Οι Ιταλοί ζητούσαν να καταλάβουν μερικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους και έλεγαν
πως θα σεβαστούν την ελληνική κυριαρχία, στην υπόλοιπη επικράτεια. Όταν ο Μεταξάς
ρώτησε ποια ήταν αυτά τα σημεία, ο Grazzi δεν μπόρεσε να του απαντήσει αφού δεν είχε
καν ενημερωθεί και ως ήταν φυσικό, έλαβε την απάντηση «Alors c’ est la guerre»,
συνεπώς έχουμε πόλεμο.

Με το ξημέρωμα, οι Ιταλικές δυνάμεις με την υποστήριξη της Αλβανίας, επιτέθηκαν στην


Ελλάδα αλλά, αντί να προελαύνουν στην Ελλάδα οπισθοχωρούσαν και μάλιστα με μεγάλες
απώλειες.

Ένα μήνα μετά, την


1/11/1940, η πανίσχυρη
Μεραρχία Αλπινιστών
Τζούλια (Julia), συνετρίβει
από τους άνδρες του
Συνταγματάρχη Δαβάκη στην
Πίνδο.

Ο καιρός περνούσε και οι


επιχειρήσεις των Ιταλών,
όχι μόνο δεν έκαμπταν την
ηρωική αντίσταση των
Ελλήνων, αλλά έκαναν τον
κόσμο να θαυμάζει τους Έλληνες για την γενναιότητα και τον ηρωισμό τους και τους
Έλληνες να πηγαίνουν «με το χαμόγελο στα χείλη» και να πολεμούν με τραγούδια.

[19]
Η Βρετανική βοήθεια, ο θάνατος του Μεταξά και ο νέος πρωθυπουργός της Ελλάδας

Από τον Απρίλιο του 1939, την επομένη της κατάκτησης της Αλβανίας από την Ιταλία, η
Μεγάλη Βρετανία διακήρυξε ότι, σε περίπτωση απειλής, η Βρετανική κυβέρνηση,
δεσμευόταν να παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την διπλωμάτη-
ιστορικό Elisabeth Barker: «Αυτές οι εγγυήσεις τα Βαλκάνια δεν ήταν αποτέλεσμα
σοβαρού πολιτικού ή στρατιωτικού σχεδιασμού . Η εγγύηση αυτή στη Ελλάδα ήταν μια
απάντηση πανικού στην εισβολή της Ιταλίας στην Αλβανία».
Ότι όμως και να ήταν, η Ελλάδα ήταν χρήσιμη στη Μ. Βρετανία και ιδιαίτερα το «αβύθιστο
αεροπλανοφόρο» η Κρήτη, ήταν απαραίτητη για τις επιχειρήσεις τους στην Ανατολή, στη
Μέση Ανατολή και στην Β. Αφρική.

Η μεσόγειος, είχε εξελιχθεί σε μεγάλο θέατρο πολέμου με τους Βρετανούς να


αντιμετώπιζαν τους Ιταλούς που ήταν στη Λιβύη, στην Αιθιοπία, και στη Σομαλία.
Αν οι δυνάμεις του Άξονα έπαιρναν την Ελλάδα, τότε θα απειλείτο η Βρετανική παρουσία
στην ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.

Μετά λοιπόν την Ιταλική εισβολή, η Βρετανία αποφάσισε να ενισχύσει την Ελλάδα και
άρχισε να προσφέρει συμβουλές και στρατιωτική βοήθεια.
Τον Νοέμβριο του 1940, ήλθαν και εγκαταστάθηκαν σε Ελληνικά αεροδρόμια μερικά
Βρετανικά αεροσκάφη. Όμως, ο Πρωθυπουργός Oυίνστον Tσώρτσιλ, που θαύμαζε τους
Έλληνες, επέμενε να σταλούν περισσότερα από μία συμβολική μοίρα της RAF για να
βοηθηθεί η χώρα στον άνισο της αγώνα με τους Ιταλούς.

Οι ακόλουθοι της Βρετανικής πρεσβείας αναβαθμίστηκαν τότε, με σκοπό να υπάρξει μια


γρήγορη και αποτελεσματική αποστολή βοήθειας στην Ελλάδα και δημιουργήθηκε η
«Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή στην Αθήνα».

Το γραφείο αυτό, αντικατέστησε στην ουσία τους στρατιωτικούς ακόλουθους, με σκοπό να


παρέχει βοήθεια και συμβουλές στους Έλληνες και να μεταβιβάζει τις ανάγκες τους στο
Κάιρο και στο Λονδίνο.
Ο Ναυτικός Ακόλουθος, υποναύαρχος Rear-Admiral RN, Charles Edward Turle έγινε
επικεφαλής της αποστολής, ενώ ο Αεροπορικός Ακόλουθος Air Commodore J. H.
D'Albiac, που ήταν ακόλουθος και στην Άγκυρα, ανέλαβε διοικητής της Βρετανικής
Αεροπορίας (RAF) στην Ελλάδα. Απέκτησε δηλαδή και «επιχειρησιακή διοίκηση».
Μόνο ο συνταγματάρχης Jasper Blunt παρέμεινε στη πρεσβεία σαν ακόλουθος.

Στις 17 Νοεμβρίου 1940, ο Μεταξάς πρότεινε στην Βρετανική κυβέρνηση την ανάληψη
μιας κοινής επιθετικής δράσης στη Βαλκανική για να λήξει νικηφόρα ο Ελληνοιταλικός
πόλεμος αλλά, επειδή αυτό απαιτούσε μια μεγάλη και ισχυρή Βρετανική παρουσία, δεν

[20]
έγινε αποδεκτό. Οι Βρετανοί φοβόντουσαν ότι κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο τις
επιχειρήσεις της Κοινοπολιτείας στη Μέση Ανατολή.

Αντί όμως της αποστολής μιας


«σημαντικής» βοήθειας που ο Μεταξάς
ζητούσε, ο Βρετανός Αρχιστράτηγος και
Διοικητής όλων των Δυνάμεων της
Κοινοπολιτείας στη Μέση Ανατολή, Field
Marshal Sir Archibald Wavell, έστεινε
μικρή υλική βοήθεια όπως κάλτσες, μπότες
και λίγα ατομικά τυφέκια. Κάποια στιγμή
επίσης, έστειλε στην Ελλάδα και
κατασχεμένο Ιταλικό εξοπλισμό και
πυρομαχικά από την Αφρική, που όμως δεν
μπορούσαμε να τα αξιοποιήσουμε, γιατί τα
πυρομαχικά με τα όπλα δεν ήταν συμβατά.
Ο οπλισμός μας ήταν Γαλλικός, Τσέχικος
και Πολωνικός.

Σε κάθε επαφή με τους Βρετανούς, ο πρωθυπουργός, στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς, αφού


δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την έλευση μιας «σημαντικής» Βρετανικής δύναμης, δεν
ζητούσε πλέον βρετανικά χερσαία στρατεύματα. Ήθελε μόνο όπλα και στρατιωτικό
εξοπλισμό. Η χώρα μας δεν διέθετε αμυντική βιομηχανία παρά ένα μόνο μικρό εργοστάσιο,
του Μποδοσάκη, που έφτιαχνε τις οβίδες και τις σφαίρες για τον Ελληνικό Στρατό και το
εργοστάσιο αεροπλάνων στο Φάληρο (θέματα συντήρησης επισκευής αεροσκαφών).
Υποδομές ΔΜ (αποθήκες-ψυγείαα) δεν είχαμε, δρόμους δεν είχαμε, αξιόλογα λιμάνια και
αεροδρόμια δεν είχαμε. Οι Βρετανοί αλλά και εμείς το βλέπαμε σαν πρόβλημα. Τότε ήταν
που οι Βρετανοί θέλησαν αφενός να εκσυγχρονίσουν τα εργοστάσια και υποδομές μας και
αφετέρου να αντικαταστήσουν τον οπλισμό των Ελληνικών ΕΔ, με Βρετανικό. Όμως ο
χρόνος δεν έφτανε.

Ο Βρετανός Αρχιστράτηγος Field Marshal Sir Archibald Wavell είχε προτείνει στον
Μεταξά να στείλει μόνο «πυροβολικό» εναντίον των Ιταλών, αλλά ο Μεταξάς εκτός της
έλλειψης υποδομής για υποστήριξη του (βάσεις, ανταλλακτικά, σιδηροδρομικές γραμμές,
δρόμους) δεχόταν τα όπλα, αλλά όχι το Βρετανικό προσωπικό για να μην προκαλέσει τους
Γερμανούς. Άνδρες ικανούς έχουμε, υλικό να πολεμήσουμε δεν έχουμε, έλεγε.

Επίσης, κάθε φορά που οι Βρετανοί προσέφεραν την αποστολή «ανεπαρκών δυνάμεων», ο
Μεταξάς δεν την αποδεχόταν, φοβούμενος πως η αποδοχή της χωρίς να προσφέρουν
σοβαρή ενίσχυση στις Ελληνικές δυνάμεις και στην άμυνα μας, απλά θα προκαλούσε τους
[21]
Γερμανούς. Στη φάση αυτή πίστευε πως η Ελλάδα έπρεπε να μείνει ουδέτερη. Κανείς
όμως δεν μπήκε τότε στον κόπο, να μάθη ποια ήταν ή να προσδιορίσει τα όρια των
«επαρκών δυνάμεων»!

Στις 27 Δεκεμβρίου 1940, οι Βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών αποκωδικοποίησαν ένα


γερμανικό σήμα της German Armed Forces High Command που αναφερόταν στην
«επιχείρηση Μαρίτα», ένα σχέδιο επίθεσης κατά της Ελλάδας που είχε εκδοθεί από 13
Δεκεμβρίου 40 και που αφορούσε σε μετακινήσεις των Γερμανικών δυνάμεων. Οι
Βρετανοί είχαν πλέον ισχυρές ενδείξεις για το τι θα ακολουθούσε.

Αρχές Ιανουαρίου 1941, ο Βρετανός Αρχιστράτηγος Wavell, διετάχθη από το Λονδίνο να


μεταβεί στην Αθήνα και να προσφέρει “the maximum British assistance possible” ακόμη
και εις βάρος των δυνάμεών τους που μάχονταν στο μέτωπο της βόρειας Αφρικής.

Έτσι, την περίοδο 13-16 Ιανουαρίου 1941, έγιναν συνομιλίες μεταξύ των βρετανικών και
ελληνικών, πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, στην Αθήνα. Στις συσκέψεις αυτές, ο
Μεταξάς και ο Παπάγος ζητούσαν επιτακτικά από τους Βρετανούς 9 πλήρως
εξοπλισμένες μεραρχίες και με την αντίστοιχη αεροπορική υποστήριξη, για να συντριβεί η
Γερμανία και ταυτόχρονα η Ιταλία.
Σε απάντηση, ο Στρατηγός Sir Archibald Wavell, επέμενε πως λόγω των επιχειρήσεων
στη Μέση Ανατολή αδυνατούσε να το πράξει και πως το μόνο που μπορούσε, ήταν να
στείλει μία μικρή, συμβολική δύναμη, μικρότερη της μεραρχίας (!) Συγκεκριμένα,
αναφέρθηκε στο ότι μπορούσε να προσφέρει «μερικούς μηχανικούς, ατομικό οπλισμό
(field guns), 23 πυροβόλα (medium guns), περίπου 40 Α/Α πυροβόλα, 24 αντιαρματικά
πυροβόλα, 65 τανκς (medium and light tanks) και καμιά μονάδα πεζικού». Η «ασήμαντη»
αυτή βοήθεια, δεν έγινε αποδεκτή.

Η Βρετανία τελικά με τα πολλά ανέφερε ότι θα μπορούσε και συμφώνησε, να στείλει άλλες
τρεις Μοίρες αεροσκαφών. Επιπλέον, η Βρετανία συμφώνησε να στείλει στρατεύματα στον
κόλπο της Σούδας για προστασία, ώστε να μπορέσει να αποδεσμευτεί η Κρητική Μεραρχία
για να πάει στα βόρεια μας σύνορα. Επίσης, πρότειναν να αναδιατάξουμε τις δυνάμεις μας,
να περιοριστούμε στα σύνορα μας και να εγκαταλείψουμε ότι είχαμε κερδίσει στην Αλβανία
και η Στρατιά μας να αναπτυχθεί ανατολικότερα. Ταυτόχρονα επειδή επιμέναμε να
οργανωθούμε μαζί για να αντιμετωπίσουμε τους Γερμανούς στη «γραμμή Μεταξά»,
πρότειναν να αποσύρουμε δυνάμεις από την Θράκη για να αντιμετωπιστεί η επερχόμενη
Γερμανική επίθεση, στους ορεινούς όγκους της Γιουγκοσλαβίας, που δεν είχαν ανάγκη
οχυρωματικών έργων. Ήθελαν έλεγαν, να εκμεταλλευτούμε στο έπακρον τη γεωγραφία
της Ελλάδας και να αναδιαρθρώσουμε ριζικά τον ελληνικό Στρατό. Αυτά όμως ήθελαν να
τα κάνουμε μόνοι μας, αυτοί θα ήταν πολύ νοτιότερα. Άλλωστε, είχαν προτείνει από την

[22]
αρχή, αντί της οργάνωσης μιας μεγάλης περιοχής αμύνης, να οργανώσουμε μια μικρότερη
σε μήκος αμυντική γραμμή, στο ύψος του ποταμού Αλιάκμονα.
Η πλευρά μας είχε αντιρρήσεις σε αυτό το σχέδιο αφού πίστευε πως αφενός τα εδάφη που
καταλήφθηκαν με τόσες θυσίες δεν έπρεπε να εγκαταλειφθούν και αφετέρου πως δεν
έπρεπε να αποδυναμώσουμε τις εθνικά ευαίσθητες περιοχές, στα ανατολικά μας.

Εδώ αξίζει να αναφερθεί πως οι ΗΠΑ είχαν προσφέρει στην Ελλάδα 30 σύγχρονα
αεροσκάφη αλλά αυτό δεν ήταν επιθυμητό από τη Βρετανία και συζητούσαν τα αρνητικά
πως για να έλθουν, χρειάζεται τουλάχιστο 2 μήνες χρόνο και πως αεροπλάνα χωρίς τα
απαραίτητα ανταλλακτικά, τεχνική υποστήριξη και εκπαίδευση, δεν έχει αξία.

Οι συνομιλίες αυτές ολοκληρώθηκαν με μια ξεκάθαρη δήλωση του Μεταξά: Δεν επρόκειτο
να καλέσει σε βοήθεια τους Βρετανούς παρά μόνο εάν ο γερμανικός στρατός εισερχόταν
στη Βουλγαρία και εφόσον οι προοριζόμενες για την Ελλάδα ενισχύσεις επαρκούσαν για
την αποτελεσματική απόκρουση μιας εισβολής. Ο Βρετανός Αρχιστράτηγος στάθηκε
αδύνατο να πείσει τον Μεταξά και τον Παπάγο να αποδεχτούν (μόνο) ότι τους
προσφερόταν. Φορτικός επίσης ήταν και ο Τσόρτσιλ για το ίδιο θέμα αλλά Μεταξάς-
Παπάγος επέμεναν πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον να γίνει και δεν θα άξιζε τον κόπο,
αφού θα εξόργιζε τους Γερμανούς που θα επέσπευδαν την επίθεση τους.

Τρεις μόνο μήνες μετά το ιστορικό «Όχι» στους Ιταλούς, ο πρωθυπουργός Ιωάννης
Μεταξάς, πεθαίνει ξαφνικά στις 6 το πρωί της 29/1/1941 στο σπίτι του στην Κηφισιά.
Το ιατρικό ανακοινωθέν του θανάτου που υπέγραψαν 12 έλληνες ιατροί, ανέφερε ότι μετά
τη φλεγμονή στο φάρυγγα που εμφάνισε 10 μέρες πριν, η κατάσταση του παρουσίασε
επιπλοκές και πέθανε.

Η απώλεια του, εν τω μέσω του Ελληνοιταλικού πολέμου, ήταν πολύ σημαντική, η δε


φημολογία ότι έπεσε
θύμα «ξένων
πρακτόρων» δεν
σταμάτησε ποτέ. Ο
βασιλιάς Γεώργιος Β,
με το άκουσμα της
είδησης του θανάτου,
επέλεξε τον Ποριώτη
εξωκοινοβουλευτικό,
Αλέξανδρο Κορυζή
και του ανέθεσε απ
ευθείας την
πρωθυπουργία.
[23]
Παράλληλα διατήρησε στη θέση τους όλα τα μέλη της υπάρχουσας κυβέρνησης. Ο
Κορυζής μέχρι τότε, ήταν Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, έχαιρε εκτίμησης από όλες
τις πολιτικές παρατάξεις αλλά ήταν άπειρος στα θέματα πολέμου και μαζί με την
πρωθυπουργία ανέλαβε και όλα τα υπουργεία που ο προκάτοχος του είχε (Εξωτερικών,
Παιδείας & Θρησκευμάτων, Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας).

Οι Βρετανικές πιέσεις συνεχίστηκαν αλλά, ο Τσόρτσιλ οραματιζόμενος ένα «Βαλκανικό


μέτωπο» Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας, Τουρκίας, ενάντια τις δυνάμεις του άξονα που θα
κατέβαιναν, αποφάσισε να γίνουν νέες συνομιλίες προς αυτή τη κατεύθυνση.

Την 1η Φεβρουαρίου 1941 ο Τσόρτσιλ έδωσε εντολή στον Στρατηγό Sir Archibald
Wavell, να πείσει τους Έλληνες να δεχτούν μια Βρετανική δύναμη. «Σε περίπτωση που
αποδειχθεί αδύνατο να επιτευχθεί οποιαδήποτε συμφωνία με τους Έλληνες και να
συνταχθεί ένα πρακτικό στρατιωτικό σχέδιο [έγραψε], τότε πρέπει να προσπαθήσουμε να
σώσουμε όσα περισσότερα δυνατόν από το ναυάγιο αυτό. Πρέπει πάση θυσία να
κρατήσουμε την Κρήτη και να πάρουμε τα ελληνικά νησιά που μας χρησιμεύουν ως
αεροπορικές βάσεις».

Έτσι, περί τα τέλη Φεβρουαρίου 1941 έστειλε μια μεγάλη διπλωματική και στρατιωτική
αποστολή με επικεφαλείς τον Υπουργό Εξωτερικών και πολέμου Sir Anthony Eden
(Ήντεν) και τον Επιτελάρχη Στρατηγό Sir John Dill (Ντιλ).

Πρώτος σταθμός της αποστολής ήταν το στρατηγείο του Wavell στο το Κάιρο.

[24]
Αφού αλληλοενημερώθηκαν έφυγαν και πήγαν στις 22 Φεβρουαρίου με στρατιωτικό
αεροπλάνο στο Τατόι. Μαζί τους και ο αρχηγός των αεροπορικών δυνάμεων της Μέσης
Ανατολής, Air Chief Marshal Sir Arthur Longmore και εκ μέρους του Αργηγού του
Στόλου της Μεσογείου Ναυάρχου Κάνιγχαμ, ο Πλοίαρχος Dick Royer Mylius που ήταν ο
Αξκιωματικός Σχεδίων (Staff Officer, Plans & Deputy Chief of Staf, Mediterranean).
Στη σύσκεψη αυτή ήταν και ο πρέσβης Sir Michael Palairet ενώ από Ελληνικής πλευράς
ήταν ο Βασιλιάς Γεώργιος, ο νέος πρωθυπουργός Αλ. Κορυζής, ο Αρχιστράτηγος
Αλέξανδρος Παπάγος και εκπρόσωποι του Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας.

Μετά τις συνομιλίες που είχαν στο Τατόι, η αποστολή μετέβη κατά σειρά στην Άγκυρα,
στην Κύπρο και ξανά πίσω στην Αθήνα στις 2 Μαρτίου 1941 για νέα σύσκεψη.

Οι Βρετανοί στις αναφορές τους τότε, περιέγραψαν την συμπεριφορά του Παπάγου ως
«αφιλόξενη και ηττοπαθή» και πως για να τον παρακάμψουν, έπρεπε να ζητήσουν την
βοήθεια του βασιλιά Γεωργίου Β΄, ο οποίος ήταν «ήρεμος αποφασιστικός και ήσυχος».

Εν τω μεταξύ την 1η Μαρτίου ήρθε η είδηση ότι η Βουλγαρία είχε προσχωρήσει στο
Τριμερές Σύμφωνο και ότι τα γερμανικά στρατεύματα συγκεντρωνόταν στα
Ελληνοβουλγαρικά σύνορα και ότι ο Sir Anthony Eden είχε αποτύχει στην προσπάθειά
του να πείσει τους Τούρκους να ενωθούν με τους Συμμάχους.

Στη σύσκεψη αυτή, ο πρέσβης Sir Michael Palairet, ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση
να επιβεβαιώσει την πρόθεση του πρώην πρωθυπουργού Μεταξά να καλέσει τους
Βρετανούς σε βοήθεια. Αν και η απάντηση ήταν καταφατική, εν τούτοις αναφέρθηκε πάλι η
«αποστολή επαρκούς στρατιωτικής δύναμης».
Τότε, ο Γεώργιος Β΄ και ο πρωθυπουργός Κορυζής φοβούμενοι μία αρνητική αντίδραση
των Βρετανών στην περίπτωση ασυμφωνίας, πίεσαν τον Παπάγο να βρεθεί μία λύση.

Για μια ακόμη φορά, το ζητούμενο ήταν η δημιουργία ενός κοινού ελληνο-βρετανικού
μετώπου ενάντια σε μια γερμανική εισβολή, προερχόμενη από τη Βουλγαρία, η οποία

[25]
θεωρείτο βεβαία. Στη σύσκεψη αυτή ελέχθη από Αγγλική πλευρά πως ο «αστραπιαίος
πόλεμος» της Γερμανίας κατά της Ελλάδας, ήταν αναπόφευκτος.
Συζητήθηκαν σχέδια δράσεως, οι τεχνικές λεπτομέρειες και έγιναν ορισμένες προτάσεις.
Ο πρωθυπουργός Κορυζής επέμενε στη δέσμευση των βρετανών για αποστολή της
μεγαλύτερης δυνατής βοήθειας και επισήμανε πως ακόμη και μόνη της η Ελλάδα, θα
πολεμούσε στη Μακεδονία.
Μετά από πολλές έντονες συζητήσεις, αποφασίστηκε τελικά να παραμείνει ως είχε ο
στρατός μας στην Αλβανία αλλά να μεταφέραμε ενισχύσεις από την Ανατ. Μακεδονία ώστε
να οργανώσουμε την γραμμή αμύνης στο μέτωπο Καϊμακτσαλάν, Βέρμιο, Όλυμπος.

Ο Παπάγος συμφώνησε αναγκαστικά, πιέστηκε, να διχοτομηθούν οι διαθέσιμες δυνάμεις


του και να έχουμε τρεις μεραρχίες και μία ταξιαρχία στην Γραμμή Μεταξά και τρεις
μεραρχίες στην τοποθεσία Βερμίου. Ο Παπάγος εξέφρασε πολλές φορές στη σύσκεψη
αυτή τις επιφυλάξεις του, για μια μετακίνηση δυνάμεων από την Θράκη στη Μακεδονία
επειδή φοβόταν πως οι γερμανοί θα έβρισκαν τις δυνάμεις μας σε μετακίνηση και θα τις
«τσάκιζαν». Αντιθέτως ο Στρατηγός Ντίλ διαβεβαίωνε για να κάμψει τις αντιρρήσεις του,
πως οι Γερμανοί δεν θα μπορούσαν να ξεκινήσουν ακόμη μια μεγάλη επίθεση.

Τελικά ο Sir Anthony Eden δεσμεύτηκε πως, θα ετοίμαζε για αποστολή στην Ελλάδα μια
εκστρατευτική δύναμη, περίπου 100.000 στρατιωτών, με όλο τον εξοπλισμό της αφού
τώρα πια, είχαν τη δυνατότητα αποστολής ενισχύσεων του μεγέθους αυτού, λόγω της

[26]
ολοκληρωτικής ήττας των Ιταλών στη βόρειο Αφρική και στην δυνατότητα αποδέσμευσης
των στρατευμάτων από εκεί.

Στις 4 Μαρτίου 1941, ο Επιτελάρχη Στρατηγός Sir John Dill και ο Παπάγος
συμφώνησαν στο σχέδιο άμυνας, το οποίο στις 7 Μαρτίου επικυρώθηκε από τη Βρετανική
κυβέρνηση. Αποτέλεσμα λοιπόν αυτής της συμφωνίας ήταν η σχεδίαση μιας μεγάλης
επιχείρησης στρατιωτικής ενίσχυσης της Ελλάδας και η υλοποίηση της.

Όπως γράφει ο Ιάκωβος Χονδροματίδης: «Το βέβαιο είναι ότι ο Κορυζής αποδείχθηκε
συνεπέστερος αγγλόφιλος από τον προκάτοχό του και δέχθηκε αμέσως τη «συμβολική»
βρετανική βοήθεια, παρότι γνώριζε ότι η εγκατάσταση βρετανικών στρατιωτικών μονάδων
στη Βόρεια Ελλάδα θα προκαλούσε την άμεση γερμανική αντίδραση».

Ενισχύσεις στην Ελλάδα από την Κοινοπολιτεία

Για την υλοποίηση των αποφάσεων που προέκυψαν από τις αλλεπάλληλες συσκέψεις, κατά
τις οποίες προκλήθηκαν αρκετές παρεξηγήσεις ανάμεσα στις δυό σύμμαχες χώρες,
σχηματίστηκε το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα, η «Force W», που περιλάμβανε
στρατιώτες από τη Βρετανία, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία και στη δύναμη δόθηκε το
κωδικό όνομα W, από τον διοικητή της Lieutenant General, Sir Henry Maitland Wilson.
Η σύνθεση της δύναμης «W-Force» ήταν
1. Australian Imperial Force (Lt. Gen. Sir Thomas Blamey)
2. 6th Australian Division (Maj. Gen. Sir Iven Mackay)
3. 16th Australian Infantry Brigade (Brig. Arthur Allen)
4. 17th Australian Infantry Brigade (Brig. Stanley Savige)
5. 19th Australian Infantry Brigade (Brig. George Vasey)
6. 2nd New Zealand Division (Maj. Gen. Bernard Freyberg)
7. 4th Infantry Brigade (Brig. Edward Puttick)
8. 5th Infantry Brigade (Brig. James Hargest)
9. 6th Infantry Brigade (Brig. Harold Barrowclough)
10. British 1st Armoured Brigade (Brig. Harold Vincent Spencer Charrington)
11. 7th Medium Regiment, Royal Artillery
12. 64th (London) Medium Regiment, Royal Artillery
13. 2nd Heavy Anti-Aircraft Regiment, Royal Artillery
14. 106th (Lancashire Yeomanry) Light Anti-Aircraft Regiment, Royal Artillery
Για την μεταφορά λοιπόν όλων αυτών, προβλεπόταν από 4 Μαρτίου μέχρι 2 Απριλίου
1941, να μετακινηθούν από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, περίπου 62.000 στρατιώτες με όλο
τον εξοπλισμό τους, μέσα, εφόδια και πυρομαχικά, καθώς και περί τα 200 μαχητικά,
αναγνωριστικά και βομβαρδιστικά αεροπλάνα.

[27]
Στρατεύματα λοιπόν με τα εφόδια και τα πυρομαχικά τους ερχόταν με τις νηοπομπές της
επιχείρησης «Λάμψη»(Operation Lustre), οι οποίες ξεκινούσαν κάθε 3 μέρες από την
Αλεξάνδρεια και πήγαιναν προς Πειραιά (κυρίως) και Βόλο. Αυτές συνοδευόταν για
προστασία από πολεμικά πλοία της Μ. Βρετανίας, της Αυστραλίας και της Ελλάδας, υπό
τας διαταγάς του Ναυάρχου Sir Andrew Cunningham.
Ήταν οι γνωστές νηοπομπές με τον κωδικό AG (Alexandria to Greece) και η αντίστροφη
της, η GA που μεριμνούσαν για την υποστήριξη της «Force W».

Μέχρι τη μέρα που ξεκίνησε η Γερμανική εισβολή (6/4/1941), είχαν διεκπεραιωθεί στην
Ελλάδα με τις νηοπομπές αυτές, μια Μεραρχία της Νέας Ζηλανδίας, δύο ταξιαρχίες της
6ης Αυστραλιανής Μεραρχίας και η 1η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία δηλ. περίπου 58.000
στρατιώτες. Η 3η ταξιαρχία της 6ης Μεραρχίας δεν είχε φύγει καν από την Αλεξάνδρεια
ενώ η 7η Μεραρχία αποφασίστηκε από τον Wavell να μην πάει στην Ελλάδα για να
αντιμετωπίσει την προέλαση του γερμανικού Afrika Korps, με τον Erwin Rommel στη
Λιβύη. Επίσης, είχαν προωθηθεί σε αποθήκες της περιοχής Λαρίσης, τρόφιμα δύο μηνών,
καύσιμα-λιπαντικά για 38 ημέρες, πυρομαχικά για αγώνα 70 ημερών και 14.000 τόνοι
ανταλλακτικά όπλων και μέσων.
Όλα αυτά είχαν μεταφερθεί εκεί, με φορτηγά αυτοκίνητα και βαγόνια τραίνων. Είχαμε
διαθέσει στους Άγγλους μόνο 400 μόνο από τα 5.000 σιδηροδρομικά βαγόνια που
διαθέταμε, γιατί τα χρειαζόμασταν για τον εφοδιασμό του στρατού μας στο Αλβανικό
μέτωπο. Τα περισσότερα εφόδια για το Αλβανικό μέτωπο έφευγαν από τον Πειραιά
σχεδόν καθημερινά με πλοία, τραίνα και αυτοκίνητα. Ας μη μας διαφεύγει πως «οι
μεταφορές» στην Ελλάδα του 40, δεν ήταν αναπτυγμένες. Δεν διαθέταμε καλούς δρόμους
και δεν είχε όλη η χώρα δρόμους. Δεν είχαμε αεροδρόμια παντός καιρού, ούτε και λιμάνια
με καλές υποδομές, με εξαίρεση τον Πειραιά, ενώ είχαμε μόνο μία σιδηροδρομική γραμμή
[28]
προς το βορρά (Αθήνα -Θεσσαλονίκη – Φλώρινα). Οι άλλες γραμμές που είχαμε (Βόλος &
Χαλκίδας) ήταν πολύ μικρότερες, αργότερες και μικρότερης μεταφορικής ικανότητας. Τα
τραίνα της γραμμής του Βόλου χρησιμοποιούσαν ξύλα ελιάς που τους έδινε μικρότερη
ελκτική δύναμη και 40% λιγότερη μεταφορική ικανότητα.

Οι Βρετανικές Αεροπορικές δυνάμεις (RAF) στην Ελλάδα

Για τις επιχειρήσεις στην και από την Ελλάδα, ήλθαν και ήταν υπό την διοίκηση του
Αντιπτεράρχου Sir Henry Maitland Wilson, οι παρακάτω αεροπορικές δυνάμεις:
Τρείς μοίρες αεροσκαφών Blenheim της RAF, μία μοίρα Hurricane και μία μικτή
μοίρα Hurricane/Lysander στην ανατολική πτέρυγα.
Μία μοίρα με Blenheims και μία Μοίρα με Gladiators για τη Δυτική Πτέρυγα και
Δύο μοίρες Blenheim, μία μικτή με Hurricanes και Gladiators και μία Μοίρα
Wellington, για την περιοχή της Αθήνας.

Από αυτές τις 11 μοίρες


με τα 208 αεροσκάφη,
μόνο τα περίπου 80 ήταν
επιχειρησιακά εντάξει.
Τα υπόλοιπα είχαν
προβλήματα και γινόταν
σε άλλα εργασίες
επισκευής και σε άλλα
συντήρησης.

Για την εξυπηρέτηση των


αεροσκαφών αυτών,
είχαν διατεθεί τα
αεροδρόμια που
φαίνονται στον σχετικό
χάρτη που παρατίθεται.
Αρκετά από αυτά ήταν
αεροδρόμια
«εκστρατείας» και οι
διάδρομοι τους ήταν
χωμάτινοι ή είχαν
στρωμένες ειδικές
λαμαρίνες.

[29]
Το λιμάνι του Πειραιά

Ο Πειραιάς, το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, κατά την είσοδο μας στον Β’ ΠΠ, είχε
μεγάλες δυνατότητες και μπορούσε να εκφορτώνει 3.000 τόνους εμπορευμάτων την μέρα.

Στο λιμάνι υπήρχε ο οργανισμός που το διαχειριζόταν (ΟΛΠ), αλλά λόγω και του πολέμου
υπήρχαν πολλά λειτουργικά και οργανωτικά προβλήματα και πολλές εμπλεκόμενες
υπηρεσίες. Επίσης στην περιοχή του λιμένα, έδρευαν πολλές αρμόδιες υπηρεσίες, χωρίς
ένα κεντρικό έλεγχο και συντονισμό. Γενικά επικρατούσε μια «πολυαρχία» που όπως θα
δούμε στη συνέχεια, είχε ολέθριες συνέπειες.

Στο λιμάνι του Πειραιά, είχε δημιουργηθεί από τον Ιανουάριο του 41 το «Γραφείο
Θαλάσσιων Μεταφορών» (Sea Transport Office) τη διεύθυνση του οποίου είχε ο
έφεδρος Πλωτάρχης του Βρετανικού ναυτικού ( RN) John-Oswald Buckler. Αυτός
μεριμνούσε για την υποδοχή και τη γρήγορη εκφόρτωση των πλοίων, που έφεραν εφόδια
στις συμμαχικές δυνάμεις και ενισχύσεις τους Έλληνες.

Οι αποστολές Βρετανικών εφοδίων άρχισαν από το καλοκαίρι του 40 από την


Αλεξάνδρεια και PORT SAID με τις νηοπομπές AN - Alexandria to Piraeus (Aegean
Northbound & reverse- AS) και ANF - Alexandria to Piraeus (Aegean Northbound
Fast & reverse -ASF) και για την υποστήριξη της «Force W» τις νηοπομπές AG και GA.

[30]
Ταυτόχρονα ανατέθηκαν με Βασιλικό Διάταγμα, καθήκοντα «Διοικητή των Θαλασσίων
Μεταφορών» στον υφυπουργό επί των Ναυτικών (υπουργός ήταν ο Π/Θ) Αμβρόσιο
Τζίφο, που επίσης έγινε και Πρόεδρος της Ελληνοβρετανικής Επιτροπής Εφοδιασμού.

Για τις δραστηριότητες στο λιμάνι του Πειραιά, λόγο είχαν και οι παρακάτω: Υπουργός
Εμπορικής Ναυτιλίας (Ιπποκράτης Παπαβασιλείου), υπουργός Δημοσίων Συγκοινωνιών
(Άγγελος Οικονόμου με υφυπουργό τον Κων. Νικολόπουλο), ο επί των σιδηροδρόμων
υπουργός (Γεώργιος Νικολαίδης) και επίσης μια υπηρεσία του Υπ. Μεταφορών με γραφείο
στο λιμάνι και διευθυντή τον κ. Μάτση. Αυτός είχε στη διάθεση της τις βυθοκόρους και
τους πλωτούς γερανούς του λιμανιού για την εκτέλεση των εργασιών βελτίωσης του.

Για την διακίνηση των εφοδίων και τις φορτοεκφορτώσεις των πλοίων μεταφοράς
ενισχύσεων είχαν παραχωρηθεί από το ΥΕΝ στους Βρετανούς, σχεδόν όλα τα
κρηπιδώματα της ΒΔ περιοχής του λιμανιού που είχαν γερανούς και αποθήκες (θέσεις Ε-
F, F-G και G), δηλ. όλη η «Ελεύθερη Ζώνη (ΕΖ)». Σε περίπτωση δε αυξημένης κίνησης
και επείγουσας ανάγκης, μπορούσαν να διατεθούν και οι θέσεις στη περιοχή Α-Β.
Μέρα με τη μέρα όμως οι Άγγλοι, επεκτεινόταν και σε άλλες περιοχές ανάλογα με τις
ανάγκες τους, χωρίς να είναι απαραίτητη η σύμφωνη γνώμη των υπολοίπων υπηρεσιών
(ΠΝ, Λιμενικό, ΟΛΠ). Επίσης αρκετές φορές το γραφείο των Άγγλων, υπό την σκέπη του

[31]
ΥΕΝ, είχε απ ευθείας συνεννοήσεις και ενεργούσε αυτοβούλως χωρίς να ενημερώνει για
κινήσεις πλοίων και μεταφορές, τις άλλες συναρμόδιες υπηρεσίες (ΠΝ, ΛΣ, ΣΞ, ΟΛΠ).

Από την περιοχή αυτή της ΕΖ, τα εφόδια, άλλα φορτωνόταν σε φορτηγά και άλλα σε
βαγόνια στον παρακείμενο σιδηροδρομικό σταθμό, και έφευγαν για το μέτωπο. Στη ζώνη
αυτή, οι Βρετανοί, είχαν τον πλήρη έλεγχο. Σύμφωνα με τον Μόνιμο εξ εφέδρων
Υποπλοίαρχο Ι. Μελησσινό, απαγορευόταν η είσοδος ακόμη και στους Έλληνες
στρατιωτικούς και μόνο αυτοί γνώριζαν, πότε και τι πλοία θα κατέπλεαν εκεί και με τι
φορτίο. Το φορτίο των πλοίων στις περισσότερες περιπτώσεις, χαρακτηριζόταν απλά
«στρατιωτικό υλικό» και περιελάμβανε τα πάντα, από πυρομαχικά, όπλα και ανταλλακτικά
μέχρι φαρμακευτικό υλικό και τρόφιμα. Μόνο αν όλο το φορτίο ήταν ομοειδές π.χ. βενζίνη,
πετρέλαιο, γαιάνθρακες, αναγραφόταν το είδος. Στις άλλες περιπτώσεις το φορτίο
δηλωνόταν απλά και γενικά ως «military goods”.

Στην ΕΖ λόγω της ύπαρξης ηλεκτροκίνητων γερανών σε σιδηροτροχιές, η εκφόρτωση


γινόταν εύκολα και γρήγορα, γιατί τα εφόδια έμπαιναν κατευθείαν στα βαγόνια των
τραίνων και έφευγαν για το μέτωπο, ενώ στα άλλα κρηπιδώματα, έμπαιναν με τους

[32]
ατμοκίνητους γερανούς των πλοίων στις ξύλινες φορτηγίδες που τις ρυμουλκούσαν στις
περιοχές εκφόρτωσης ή αποθήκευσης, για να ξαναφορτωθούν σε βαγόνια ή φορτηγά
αυτοκίνητα ή ακόμη και σε τρίκυκλα.

Για την αποσυμφόρηση του λιμανιού, την ταχύτερη εκφόρτωση του στρατιωτικού υλικού
των Άγγλων αλλά και την ασφάλεια του, είχε προταθεί στην Βρετονική αποστολή από ΓΕΝ
και το Λιμενικό, να μεταφέρουν από τις υπάρχουσες στο το λιμάνι της
Κωνσταντινούπολης, 20 μεγάλες φορτηγίδες (σλέκια) των 500t με ρυμουλκά, ώστε να
χρησιμοποιηθούν για φόρτωση στο λιμάνι του Πειραιά και μετά να ρυμουλκούνται σε
μικρότερα λιμάνια (π.χ. Ελευσίνα) για περαιτέρω διακίνηση. Όμως, αν και το αίτημα
υιοθετήθηκε και προωθήθηκε, αυτό δεν ικανοποιήθηκε γιατί είπαν πως συνάντησε
ισχυρές αντιδράσεις από την Τουρκική πλευρά.

Επίσης για λόγους ασφαλείας, είχε προταθεί από Α/ΓΕΝ στη Βρετανική αποστολή όπως,
η εκφόρτωση επικίνδυνων υλικών (εκρηκτικά-πυρομαχικά-εύφλεκτα υλικά ) να γίνεται
στον Σκαραμαγκά ή στην Ελευσίνα, αλλά αυτό ποτέ δεν υλοποιήθηκε.

Τέλος, ο διοικητής ΝΑΠ/3 (Πλοίαρχος Μπακόπουλος), με αναφορά του από 30/1/1941,


είχε προτείνει για λόγους ασφαλείας, όπως τα πλοία που μεταφέρουν επικίνδυνα υλικά, να
πηγαίνουν για εκφόρτωση στις απομεμακρυσμένες προβλήτες της περιοχής Α-Β, ενέργεια
που ατυχώς δεν υλοποιήθηκε τη μοιραία νύχτα που θα βομβαρδίζονταν ο Πειραιάς.

[33]
Η Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα την 6 Απριλίου 1941

Η Γερμανία από το Νοέμβριο του 1940 είχε πληροφορίες για αποβίβαση Βρετανικών
στρατευμάτων και άρχισε να παρακολουθεί την κατάσταση ενώ από την 23 Νοεμβρίου που
η Ρουμανία προσχώρησε στις δυνάμεις του άξονα, άρχισε να ανησυχεί για την ασφάλεια
των πετρελαιοπηγών της, το πετρέλαιο των οποίων χρειαζόταν.

Ο Χίτλερ, αφενός για να σώσει το γόητρο της συμμάχου του Ιταλίας αλλά και για να
εξασφαλίσει τις Ρουμανικές πετρελαιοπηγές και τα νώτα του κατά την επικείμενη
επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» στη Ρωσία, εξέδωσε στις 13/12/1940 τη διαταγή
επιχειρήσεων «Επιχείρηση Μαρίτα» (Operation Marita).

Για την υποστήριξη της επιχείρησης αυτής, στις 19/1/1941 ένα γερμανικό αναγνωριστικό
αεροπλάνο, σε πάρα πολύ μεγάλο ύψος, πέταξε επί 2,5 ώρες πάνω από την Αθήνα που
προφανώς φωτογράφιζε την περιοχή. Για το θέμα αυτό πολλά γράφηκαν τότε όπως το ότι
οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν ειδικά αεροπλάνα, τα Ju-86P που πετούσαν στα 33.000μ-
39.000 πόδια, τα οποία είχαν εσφαλμένως αναγνωριστεί από τους πιλότους των
συμμαχικών Α/Φ σαν He-111 και κατασκόπευαν τα κράτη. Αυτό οι Ελληνικές αρχές, για
διπλωματικούς και δημοσίων σχέσεων λόγους, δεν το είχαν επιβεβαιώσει ούτε και
διαψεύσει. Το βλέπαμε δηλαδή αλλά το παραβλέπαμε.

Ο Χίτλερ, βλέποντας τις συνεχιζόμενες μεταφορές οπλισμού και εφοδίων των Βρετανών
στην Ελλάδα, συναντήθηκε, μυστικά τότε, με τον βασιλιά της Βουλγαρίας προσπαθώντας
να τον πείσει να κάνουν από κοινού μια επίθεση στην Ελλάδα., πράγμα που δεν κατάφερε.
Εξασφάλισε όμως την υποστήριξη και βοήθεια τους σε περίπτωση μιας επίθεσης. Έτσι,
την 1η Μαρτίου 1941 η Βουλγαρία υπέγραψε επίσημα το «Τριμερές Σύμφωνο» και έγινε
σύμμαχος της Ναζιστικής Γερμανίας, της Αυτοκρατορίας της Ιαπωνίας και του Βασιλείου
της Ιταλίας. Το ίδιο έκανε και με την Γιουγκοσλαβία που προσπαθούσε όλο αυτό τον καιρό
να διατηρήσει ένα ουδέτερο καθεστώς και η οποία τελικά ακολούθησε το παράδειγμα της
Βουλγαρίας και στις 25 Μαρτίου 1941 υπέγραψε και αυτή το «Τριμερές Σύμφωνο».
Αυτό όμως δεν άρεσε στην αντιπολίτευση της Γιουγκοσλαβίας, ούτε και στους
Αξιωματικούς της Αεροπορίας που έκαναν πραξικόπημα, ανέλαβαν την εξουσία και
κατάργησαν το Σύμφωνο.

Την Κυριακή το πρωί, 6/4/1941 στις 05:30 το πρωί, ο πρεσβευτής της Γερμανίας στην
Ελλάδα, πρίγκιπας Βίκτωρ Έρμπαχ (Viktor zu Erbach-Schönberg) συνοδευόμενος από
τον Γερμανό Στρατιωτικό ακόλουθο, αντισυνταγματάρχη Φον Κλεμ Χόκενμπουργκ, που
μιλούσε πολύ καλά ελληνικά, επισκέφτηκαν τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή για να
του επιδώσει μια διακοίνωση που έλεγε πως, σκοπός της Γερμανικής επίθεσης ήταν να
εκδιώξουν από το ελληνικό έδαφος τους 62.000 άνδρες και τα αεροπλάνα των Βρετανών

[34]
που είχαν σταλεί για ενίσχυση και πως κάθε αντίσταση στις Γερμανικές Ένοπλες
Δυνάμεις θα συντριβόταν.

Ο Κορυζής, ο πρωθυπουργός του δευτέρου όχι, απάντησε στον Γερμανό πρεσβευτή ότι η
Ελλάδα θα αντισταθεί
στην γερμανική επίθεση
με όλες της τις δυνάμεις.
Όμως, δεκαπέντε λεπτά
πριν φτάσει ο πρέσβης
στον Πρωθυπουργό μας,
οι Γερμανικές δυνάμεις
είχαν ξεκινήσει την
εισβολή στην Ελλάδα.

Η «Επιχείρηση Marita»
που δεν αφορούσε μόνο
την Ελλάδα, αλλά και τη Γιουγκοσλαβία, ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Ήταν μια επιχείρηση
ενάντια στις μόνες χώρες των Βαλκανίων, μαζί με την ουδέτερη Τουρκία, που δεν είχαν
συμμαχήσει με τις δυνάμεις του Άξονα.

Οι δυνάμεις των Ναζί, επιτέθηκαν από την Βουλγαρία στην Θράκη και από την
Γιουγκοσλαβία στην Μακεδονία, ενώ τα αεροπλάνα της 8ης αεροπορικής δύναμης της
Luftwaffe, σφυροκοπούσαν ταυτόχρονα με τις Ελληνικές δυνάμεις στα σύνορα και το
Βελιγράδι.

Πιο συγκεκριμένα, ο στρατός της Βερμαχτ, υπό τον στρατηγό Βιλχελμ Λιστ, με 24
Μεραρχίες (680.000 άνδρες) από τις οποίες τρεις ήταν τεθωρακισμένες (843 τανκς) και
δύο μηχανοκίνητες και την 8η αεροπορική δύναμη (800 αεροπλάνα) ξεκίνησαν την
εισβολή. Αυτοί θα επιχειρούσαν στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, σε ένα μέτωπο
360 χιλιομέτρων εκ των οποίων τα 170 ήταν στην γραμμή οχυρών Μεταξά.

Η «μάχη των οχυρών» όπως ονομάστηκε, είχε ξεκινήσει και η Ελλάδα με 70.000
στρατιώτες και 200 τανκς βρέθηκε να πολεμά ταυτόχρονα με τους στρατούς τριών
κρατών για να γράψει ακόμη μια λαμπρή σελίδα στην Ιστορία μας. Μια σελίδα, για την
οποία ο Χίτλερ την 4η Μαΐου του 1941 ενώπιον του Reichstag (νομοθετικό σώμα της
Γερμανίας) είχε πει: "... Η ιστορική δικαιοσύνη με υποχρεώνει να πω ότι από όλους τους
αντιπάλους τους οποίους αντιμετωπίσαμε, ο Έλλην στρατιώτης ιδίως επολέμησε με ύψιστο
ηρωισμό και αυτοθυσία...".

Ταυτόχρονα με τις πολεμικές αυτές επιχειρήσεις γινόταν και επιχειρήσεις προπαγάνδας


τόσο με μηνύματα στα ραδιόφωνα όσο και σε έντυπα μέσα που ανακοίνωναν πως, δεν

[35]
είχαν έλθει ως εχθροί της Ελλάδας, αλλά απλά ήλθαν για να εκδιώξουν το εκστρατευτικό
σώμα της Αγγλίας και της Αυστραλίας-Νέας Ζηλανδίας (ANZAC) από την Ελλάδα.

Οι εισβολείς, σάρωναν τα πάντα στο πέρασμα


τους. Μπροστά πήγαιναν τα τανκς,
ακλουθούσε το μηχανοκίνητο πεζικό και τον
δρόμο τους φρόντιζαν να εξασφαλίζουν τα
αεροπλάνα της Λουφτβάφφε που πετούσαν
χωρίς να βρίσκουν αντίσταση.

Τα Γερμανικά αεροσκάφη δεν σταμάτησαν να


πλήττουν τις γραμμές ανεφοδιασμού των
μαχομένων στρατευμάτων μας στη ξηρά και
θάλασσα και να σφυροκοπούν τα κύρια μας
λιμάνια.

Η δική μας αεροπορία με τα 68 μόνο


επιχειρησιακά ικανά αεροπλάνα (από τα 160
που διαθέταμε) και τα 80 Βρετανικά Α/Φ (από
τα 208 που είχαν μεταφέρει), δεν μπόρεσαν να
αντιμετωπίσουν τη Γερμανική Λουφτβάφφε που ήταν πανίσχυρη, δεκαπλάσια και είχε
αδιαμφισβήτητα, την αεροπορική υπεροχή.

Οι αντίπαλες μας δυνάμεις διέθεταν συνολικά 843 Γερμανικά αεροσκάφη στο νέο μέτωπο
και είχαν 160 Ιταλικά στην Αλβανία και 150 στην Ιταλία, εκ των οποίων το 40% ήταν
βομβαρδιστικά.

[36]
Η κατάσταση στο λιμάνι του Πειραιά την 6 Απριλίου, τη μέρα της εισβολής

Στον λιμάνι του Πειραιά υπήρχαν παντού, στις προβλήτες και κρηπιδώματα, στις
αποθήκες και στα υπόστεγα, οι στρατιώτες με τα εφόδια και τα υλικά τους, που είχαν
έλθει με την νηοπομπή «AG 10» το πρωί της 3 Απριλίου και της «ΑΝF 24» που είχαν
έλθει την 4η Απριλίου από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Τα στρατεύματα με τον οπλισμό, με τα λίγα μεταφορικά που διέθεταν, με τα εφόδια και τα


πυρομαχικά τους, μεταφερόταν σιγά-σιγά προς το μέτωπο με όλα τα υπάρχοντα και
διαθέσιμα μέσα. Με τραίνα, με αυτοκίνητα, με μουλάρια, ακόμη και με κάρα!

Επίσης, μέσα στο λιμάνι υπήρχαν και αρκετά πλοία από προηγούμενες νηοπομπές, που
ακόμη ξεφόρτωναν το φορτίο τους. Συγκεκριμένα υπήρχαν το φορτηγό Ευβοϊκός (4792t)

[37]
που είχε έλθει από την Αλεξάνδρεια την 15 Μαρτίου με την νηοπομπή ΑΝ 19, το
Βρετανικό City Of Roubaix (7108t) που είχε έλθει από την Αλεξάνδρεια την 22 Μαρτίου
με την νηοπομπή ΑΝ 21 και το επίσης με Βρετανική σημαία Cyprian Prince (1988t) που
είχε έλθει και αυτό από την Αλεξάνδρεια την 1 Απριλίου με την νηοπομπή ΑΝ 23.

Ανάμεσα τώρα στα νεοαφιχθέντα πλοία ήταν ένα μεγάλο φορτηγό, το Clan Fraser, που
ξεφόρτωνε στην ακτή Βασιλειάδη, εκεί που είναι το ΥΕΝ σήμερα. Για το πλοίο αυτό, το
Αγγλικό γραφείο είχε αναφέρει με σήμα του, ότι μετέφερε «στρατιωτικό υλικό» (military
stores) και είχε ζητήσει να προσδέσει στην θέση 1 της Ελεύθερης Ζώνης.
Επίσης με το ίδιο σήμα το γραφείο ζητούσε να πάνε στην Ελεύθερη Ζώνη τα πλοία της
νηοπομπής και το μεν Benrinnes να δέσει στη θέση 2, το Northern Prince στη θέση 6.
Για τα υπόλοιπα πλοία ζητούσαν να δέσουν στο κρηπίδωμα γαιανθράκων (στην ακτή
Βασιλειάδη).

Το πλοίο Clan Fraser είχε στρατιωτικά οχήματα στο κατάστρωμα και εφόδια στο αμπάρια
του, αλλά είχε και 500 τόνους τροτύλης, 6 τόνους τετρύλης και βροντώδη υδράργυρο, για
εφοδιασμό του Πυριτιδοποιείου – Καλυκοποιείου Μποδοσάκη, που έφτιαχνε τα
πυρομαχικά μας. Το είχαν υποσχεθεί οι Βρετανοί σαν βοήθεια στις συσκέψεις που έγιναν.

Λόγω της ιδιαιτερότητας του φορτίου, αυτό το γνώριζαν μόνο οι ελάχιστοι απαραίτητοι και
ίσως να μην ήταν γνωστό στις λιμενικές αρχές και υπηρεσίες του λιμανιού.

[38]
Στην «αυτοβιογραφία του Προδρόμου Μποδοσάκη» αναφέρεται πως, το υλικό αυτό
αποτελούσε φορτίο πρώτων υλών που προ πολλού είχαν υποσχεθεί οι Βρετανοί, ότι θα
έδιδαν στην Ελλάδα. Στις 2 Απριλίου, λέει ο Μποδοσάκης, πως ενημερώθηκε από Άγγλο
Ναυτικό ακόλουθο για την επικείμενη άφιξη και πως αυτός αμέσως επισκέφτηκε το ΓΕΣ,
για ενημέρωση και ρύθμιση λεπτομερειών. Στο ΓΕΣ συναντήθηκε με τον τμηματάρχη
Μεταφορών, Αντισυνταγματάρχη Μεταξά, στον οποίο πρότεινε να πάει το πλοίο στην
Ελευσίνα ή στο Σκαραμαγκά, για να είναι πιο κοντά στο τελικό προορισμό (Αιγάλεω, Μ.
Πεύκο). Όμως, και το ΓΕΣ και οι Βρετανικές αρχές, θεώρησαν πως θα ήταν καλύτερα και
γρηγορότερα, η εκφόρτωση να γινόταν στον Πειραιά. Άλλωστε, ο Πειραιάς διέθετε τα
καλύτερα μέσα εκφόρτωσης και επιπλέον την περίοδο εκείνη θα ήταν στο λιμάνι και
πολεμικά πλοία της Κοινοπολιτείας.

Μέσα στο λιμάνι πράγματι τη μέρα αυτή βρισκόταν αγκυροβολημένο μπροστά από την
εκκλησία του Αγ. Νικολάου, εκεί που είναι σήμερα το κτήριο του ΟΛΠ, το Αγγλικό ελαφρύ
καταδρομικό HMS CALCUTA, ενώ στο μόλο ήταν πρυμνοδετημένα και αγκυροβολημένα το
Αυστραλιανό ελαφρύ καταδρομικό HMΑS PERTH (είχε υποστεί ζημιές στη ναυμαχία του
Ματαπά στις 28/3 και επισκευαζόταν) με το Αγγλικό καταδρομικό HMS AJAX που
συνόδευαν τη νηοπομπή ΑΝF 24. Απέναντι τους και δυτικά, είχε δέσει η Αγγλική
κορβέτα/ναρκαλιευτικό (HYACINTH).
Το αυστραλιανό PERTH, το πρωί της 6/4, για άγνωστο λόγο, ίσως η 6η αίσθηση του
κυβερνήτη του, μεθορμίζει και αγκυροβολεί στο Φάληρο. Εκεί βρισκόταν ένα οπλιταγωγό
με τα δύο συνοδά πολεμικά, που το απόγευμα απέπλευσαν για να μεταφέρουν στρατεύματα
και εφόδια στα νησιά Λέσβο και Λήμνο.

[39]
Η Γερμανική εισβολή και το λιμάνι του Πειραιά

Με την έναρξη λοιπόν της Γερμανικής εισβολής στα βόρεια σύνορα μας, δόθηκε διαταγή
απόπλου των εν ενεργεία πολεμικών μας πλοίων από το Ναύσταθμο για περιπολίες στο
Σαρωνικό και για να πάνε σε θέσεις διασποράς. Ταυτόχρονα, οι Λιμενικές αρχές του
Πειραιά (ΚΛΠ) άρχισαν να εφαρμόζουν τις οδηγίες που είχαν εκδοθεί από τον Διοικητή
της ΝΑΠ/3, σχετικά με τα θέματα ασφαλείας και τις ενέργειες των εμπορικών πλοίων
τον λιμένα του Πειραιά, σε περίπτωση αεροπορικής επιδρομής.

Έτσι, ο Διευθυντής Αγκυροβολίας του λιμένος, Πλωτάρχης ΛΣ Κ. Κανακάκης, έστειλε


τους πλοηγούς κ Κουτσουδάκη και Λαμπριάδη να επισημάνουν τα θέματα αυτά στα
εμπορικά πλοία που ναυλοχούσαν και τους ανακοίνωσαν πως ορισμένα θα μεθορμούσαν
στο διπλανό όρμο στο Κερατσίνι. Να υπενθυμίσουμε πως για την εποπτεία τήρησης των
μέτρων προστασίας και αντιμετώπισης ΑΑ προσβολών στα εμπορικά πλοία, είχε ορισθεί
από το ΚΛΠ μια επιτροπή με πρόεδρο τον Αρχιπλοηγό Κουτσουδάκη και μέλη τους
πλοηγούς/πλοιάρχους Ιωάν. Λαμπριάδη, Γιαννούλη, Πίλγκο, Ευ. Κουρέντη και Ανδρέα
Φελουτζή.

Όσο αφορά τα πλοία στην Αγγλική ζώνη, ο τότε Α/ΓΕΝ Αντιναύαρχος Σακελλαρίου,
υποστήριξε πως πρότεινε στους Βρετανούς να απομακρυνθεί το Clan Fraser που
μετέφερε επικίνδυνο φορτίο, αλλά αυτοί δεν δέχθηκαν. Ίσως, επειδή θεώρησαν ότι, τα
πλοία θα ήταν πιο ασφαλή στον Πειραιά. Επίσης αναφέρθηκε πως, οι αρχές του λιμανιού
(Λιμεναρχείο – ΟΛΠ) ζήτησαν την μεθόρμιση του Clan Fraser, City Of Roubaix, Clan

[40]
Cumming και Davis, αλλά το γραφείο «Sea Transport Office» της Αγγλικής ζώνης και οι
Άγγλοι Ακόλουθοι, δεν ενέκριναν τη μετακίνηση, επειδή εκτελούσαν «επειγούσης
φύσεως» φορτοεκφορτώσεις που δεν έπρεπε να διακοπούν και επειδή αυτές δεν
μπορούσαν να συνεχιστούν σε κανένα άλλο μέρος αφού δεν υπήρχαν τα κατάλληλα μέσα
(γερανοί) για μια γρήγορη εκφόρτωση τους.

Οι πτήσεις των Γερμανικών αναγνωριστικών αεροσκαφών.

Λίγες ώρες μετά την έναρξη της εισβολής στα βόρεια σύνορα μας, στις 10:55 ακριβώς,
εμφανίστηκε στον Αττικό ουρανό ένα γερμανικό αναγνωριστικό αεροπλάνο που πέταξε
από το Γουδί προς τη Νίκαια και τον Πειραιά σε πολύ μεγάλο ύψος (7.000 – 8.000 μ).

Το αεροπλάνο κατέβηκε από το βουνό, πέρασε από Λυκαβηττό, Φάληρο, Κορυδαλλό, λιμάνι
Πειραιά, Κερατσίνι και απομακρύνθηκε. Μόλις αυτό εντοπίστηκε, οι σειρήνες σήμαναν
συναγερμό αλλά η αντιαεροπορική μας άμυνα δεν αντέδρασε επειδή ήταν εκτός
βεληνεκούς των πυροβόλων.

Το απόγευμα, στις 14:30, ένα άλλο αναγνωριστικό αεροπλάνο. ήλθε από το Σούνιο σε
ύψος 5.500-6.500 μέτρα, πέρασε την Γλυφάδα, το Φάληρο, τον Πειραιά, τον Κορυδαλλό
και χάθηκε πίσω από το βουνό προς την κατεύθυνση της Ελευσίνας.

Η αντιαεροπορική μας άμυνα το εντόπισε έγκαιρα και τα πολυβολεία του Υμηττού, της
Καστέλας, του όρους Αιγάλεω, του
Σχιστού, του Ναυστάθμου και της
Ψυτάλλειας ανταποκρίθηκαν, αλλά το
αεροσκάφος διέφυγε ελαφρά
πληγωμένο. Στην έκθεση δράσεως
του ΠΝ αναφέρεται πως «Εναντίον
του έβαλαν τα πυροβολεία Π/12
(Βρόκης, Κρούπ 88/56), Π/13
(Αιγάλεω, Κρούπ 88/56) και Π/14
(Καστέλας, 94 χιλ.). Η βολή του
Π/13 παρετηρήθη εγγύτατα του
στόχου, τον οποίον περιέβαλεν
επίσης η βολή του Π/14.
Παρετηρήθη δε ότι το αεροσκάφος
μετέβαλε σαφώς το ύψος του κατά
την διαδρομήν του.»

Λίγο αργότερα, το γερμανικό αυτό


αναγνωριστικό εντοπίστηκε στον Κορινθιακό από ένα Βρετανικό καταδιωχτικό Hurricane

[41]
της «80ης Μοίρας Δίωξης» της RAF που είχε απογειωθεί από την Ελευσίνα για να το
αναχαιτίσει. Πιλότος του ήταν ο υποσμηναγός Peter Townley Dowding, ένας «άσσος» των
αιθέρων. Όταν αυτός έφτασε κοντά
του, το κυνήγησε κατά μήκος των
ακτών και αντάλλαξαν πυρά. Το
Hurricane δέχθηκε και αυτό μερικές
σφαίρες πριν κατορθώσει να το
πλήξει σοβαρότερα, Το γερμανικό
βομβαρδιστικό Α/Φ, που αφήνοντας
καπνό έχανε ύψος, πέρασε πάνω από
τη Ναύπακτο και τελικά έπεσε στους
πρόποδες της Κλόκοβας
(Παλιοβούνα) μεταξύ των οικισμών
Ρίζης και Μαγκλαρέικα. Στην παραλία
της Ρίζας, 5 χιλ. δυτικά του
Αντιρρίου και σε απόσταση 150μ από
την θάλασσα.

Το γερμανικό αεροπλάνο ήταν ένα Ju 88D-1 (με εργοστασιακό αριθμό W.Nr 880669) το
οποίο ανήκε στο Σμήνος αναγνώρισης 2(F)/123 (4U+EK) που έδρευε στη Κατάνια της
Σικελίας.
Αυτή ήταν και η πρώτη
κατάρριψη Γερμανικού Α/Φ. Η
δεύτερη έγινε στις 5μμ στη
γραμμή Μεταξά όπου 12
Hurricanes (της 33 Μοίρας
RAF) ενεπλάκησαν σε
αερομαχία με 8 Γερμανικά Bf
109E της JG27 και αμφότεροι
οι αντίπαλοι έχασαν από δύο.

Με την πτώση του


αναγνωριστικού, ο πιλότος
(Ιπτάμενος Υπαξιωματικός
Fritz Dreyer) και ο
πολυβολητής (δεκανέας Ηαns
Hell) απανθρακώθηκαν ενώ οι
άλλοι δύο ο τηλεγραφητής

[42]
(λοχίας Heinz Windrath) και ο Επιχειρησιακός Αξιωματικός-Παρατηρητής
(Ανθυποσμηναγός Edgar Liesenborgh), τραυματίστηκαν, συνελήφθησαν από την
Χωροφυλακή και παραδόθηκαν στις Στρατιωτικές Αρχές.

Ο Διοικητής Μεσολογγίου, μετά εντολή του Αρχηγού ΝΑΠ/1, μετέβη με τον υπό τας
διαταγάς του γερμανομαθή Υπολοχαγό Ρωμαίδη, στο αεροσκάφος και παρέλαβαν τους
τραυματίες για περίθαλψη και ανάκριση. Ερεύνησε τα συντρίμμια και αφού μάζεψε ότι
χρήσιμο υπήρχε (π.χ σημειωματάρια των τραυματιών) διευθέτησε το θέμα της ταφής των
απανθρακωμένων. Στη συνέχεια, οι επιζήσαντες μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο Πατρών.
O Windrath υπέκυψε μετά από 5 μέρες στα τραύματα του (11/4/1941) ενώ ο ελαφρότερα
τραυματισμένος Ανθυποσμηναγός Liesenborgh, πήρε εξιτήριο, αιχμαλωτίστηκε και
αργότερα στα τέλη Απριλίου, μετά τη κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς,
απελευθερώθηκε.

Για το συμβάν αυτό ανεγράφησαν στην υποβληθείσα σχετική έκθεση, τα ακόλουθα:


«Εκ των ανακρίσεων του διασωθέντος
αεροπόρου απεδείχθη ότι το
καταπεσόν αεροσκάφος ήτο το
εκτελέσαν την δευτέραν υπεράνω του
Πειραιώς αναγνώρισιν κατά την 6/4
και σχετικώς ο Αρχηγός της
Αντιαεροπορικής Αμύνης
Αντιναύαρχος Οικονόμου υπέβαλε
προς το ΓΕΝ/Γ την από 8/4/41
απόρρητον του υπ΄αριθ. 224.225 εις
την δευτέραν παράγραφον της οποίας
περιλαμβάνει: «2. Το καταπεσόν εις
ΝΑΥΠΑΚΤΟΝ αεροπλάνον κατά
ομολογίαν του Γερμανού αεροπόρου
είναι το αεροπλάνον το αναφερόμενον
ες την παράγραφον 4 της Ε/111/150
αναφοράς του Α.Α.Α., βληθέν υπο των
πυροβολείον ΑΙΓΑΛΕΩ και
ΚΑΣΤΕΛΛΑΣ.»

Οι κάτοικοι της περιοχής με τις αγνές


τους ψυχές, έκαναν το Ανθρώπινο
χρέος τους προς τους
«αεροναυαγούς» εχθρούς και

[43]
εφάρμοσαν τους κανόνες του «Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου» που δεν είχε ακόμη
διαμορφωθεί (καθιερώθηκε μετά τη λήξη του πολέμου), ενώ φάνηκε πως η Ελληνική
κρατική μηχανή λειτούργησε μέσα στον πόλεμο, υποδειγματικά.

Για τους απανθρακωμένους Γερμανούς, αν και δεν προβλεπόταν αφού δεν ήταν Έλληνες
πολίτες, υπάρχουν καταχωρημένες ληξιαρχικές πράξεις θανάτου στο Ληξιαρχείο του
Δήμου Ναυπακτίας. Η αναγνώριση τους έγινε από τις μαυρισμένες μεταλλικές κονκάρδες
που είχαν στο λαιμό τους, η δε αναφορά για την καταχώρηση στο ληξιαρχείο έγινε την
9/4/1941 από τον τότε 58χρονο αυτόπτη μάρτυρα της συντριβής κ. Παναγιώτη
Καραγεώργο.

Οι Έλληνες λοιπόν, σεβάστηκαν το πλήρωμα του εχθρικού αεροσκάφους, καταχώρησαν


τον θάνατο των μελών του πληρώματος στο ληξιαρχείο και έθαψαν τους νεκρούς στο
κοιμητήριο του Αγίου Στεφάνου σύμφωνα με τα χριστιανικά έθιμα.

Στους συλληφθέντες τραυματίες, παρασχέθηκε πλήρης νοσοκομειακή περίθαλψη και


φροντίδα. Για την ιστορία, μετά μερικά χρόνια αργότερα, αρχές δεκαετίας του 50, τα οστά
των νεκρών μελών του πληρώματος, μεταφέρθηκαν στην Γερμανία από τις οικογένειες
τους.

[44]
Ο Πειραιάς και η κατάσταση του λιμανιού τη μέρα της Γερμανικής εισβολής

Προφανώς και οι δυό αυτές πτήσεις των αναγνωριστικών αεροσκαφών μάζευαν


πληροφορίες για να πλήξουν το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, τον Πειραιά, μόνο που το
δεύτερο δεν κατάφερε να δώσει τις φωτογραφίες που έβγαλε, για αξιοποίηση.

Από το γεγονός αυτό, από τα σημειωματάρια του πληρώματος που βρέθηκαν και από
αναφορές στην ανάκριση των αιχμαλωτισθέντων Γερμανών, δημιουργήθηκε η πεποίθηση
της επικείμενης αεροπορικής επιδρομής στο λιμάνι του Πειραιά που ήταν γεμάτο με τα
πλοία που έφερναν τη Βρετανική στρατιωτική βοήθεια για να προωθηθεί στη συνέχεια στα
μέτωπα, την ροή των οποίων ήθελαν να σταματήσουν οι Γερμανοί. Ένα γεγονός που
ανέφεραν και στο τελεσίγραφο που έδωσαν στον πρωθυπουργό μας.
Οι Γερμανοί λοιπόν, γνώριζαν από καιρό για τις δραστηριότητες αυτές και τις
παρακολουθούσαν. Άλλωστε, μέχρι τότε οι ακόλουθοι της πρεσβείας τους στην Αθήνα,
κυκλοφορούσαν ελεύθερα παντού και φυσικά είχαν και καλοθελητές όπως εικαζόταν.
Ακόμη, δεν είχε κηρυχτεί ο πόλεμος με την Γερμανία και οι στρατιωτικοί της ακόλουθοι
μπορούσαν και πήγαιναν όπου ήθελαν και σίγουρα επισκεπτόταν συχνά το λιμάνι του
Πειραιά. Ήξεραν με ακρίβεια, το μέγεθος των που θα ερχόταν αφού στην πραγματικότητα
είχαν έλθει μέχρι τότε 58.000 άνδρες και ο πρέσβης τους ανέφερε στο διάγγελμα που
επέδωσε, για 62.000 στρατιώτες!
Απλά οι γερμανοί χρειαζόταν τη μέρα εκείνη, μια «τελευταίας στιγμής ενημέρωση» με μια
φωτογραφία για να σιγουρέψουν μια επιτυχία.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ότι την περίοδο εκείνη, υπήρξαν αναφορές ότι δυό
πλοηγοί του Πειραιά, παρείχαν πληροφορίες στις γερμανικές αρχές, πράγμα για το οποίο
η Αστυνομία Πόλεων μετά την αεροπορική επιδρομή και κατά τη διάρκεια της κατοχής,
πραγματοποίησε εκτεταμένη έρευνα. Την έρευνα την ξεκίνησε ο Αστυνόμος Σαράντος
Αντωνάκος αλλά διεκόπη με την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Μετά την
απελευθέρωση της Ελλάδας και την αποχώρηση των γερμανών, η έρευνα συνεχίστηκε από
τον Αστυνόμο Αβραμάμ Βαλσάμη με τον Αρχιφύλακα Δουκάκη και τους αστυφύλακες
Θεολογίτη και Γεωργάτο. Από την έρευνα αυτή οι πλοηγοί Γ. Ν. ετών 40 κάτοικος
Πειραιώς και Λ.Α. κάτοικος Αθηνών, φαίνεται πως συνεργαζόταν με τις δυνάμεις
κατοχής, γιαυτό σύμφωνα με τον ιστοριοδίφη Στέφανο Μήλεση, συνελήφθησαν την
25/10/1944. Επειδή όμως δεν προέκυψαν στοιχεία ενοχής για το συγκεκριμένο
κατηγορητήριο σχετικά με την περίοδο προ του βομβαρδισμού του Πειραιά, η υπόθεση
τέθηκε στο αρχείο.

Για τις ανάγκες του λιμένα του Πειραιά σε περίπτωση ανάγκης υπήρχαν το
ναυαγοσωστικό-ρυμουλκό VIKING που υπαγόταν στη ΝΑΠ-3, τα μικρότερα ρυμουλκά Αγ.
Γεώργιος (του Βερνίκου) και Ρ/Κ Κένταυρος, 2 πετρελαιάκατοι του Συνεταιρισμού
[45]
Λεμβούχων και τα πετρελαιοκίνητα πλοιάρια της γραμμές Πειραιά-Παλούκια που
υπαγόταν στο ΚΛΠ.

Το VIKING διέθετε πλήρες σύστημα πυρόσβεσης με 7 λήψεις νερού (500 τόνοι/ώρα), με


συσκευή οξυγόνου για κόψιμο αλυσίδων ή συγκολλήσεις με 35μ ειδικού σωλήνα ενώ άλλο
ιδίων προδιαγραφών, το ναυαγοσωστικό ΜΙΜΗΣ (του εφοπλιστή Στρίγκου) που ανήκε και
αυτό στη ΝΑΠ-3, δυστυχώς την 28/3/41 εισήλθε κατά λάθος στο ναρκοπέδιο Αιγίνης-
Φλεβών, προσέκρουσε σε νάρκη και βυθίστηκε ανοικτά του Τούρλου. Τα υπόλοιπα
μικρότερα Ρ/Κ είχαν μόνο 2 μικρότερα συστήματα κατάσβεσης.

Αμέσως λοιπόν, το απόγευμα της 6 Απριλίου, με την ενημέρωση για «επικείμενο


αεροπορικό βομβαρδισμό», επισπεύστηκε η απομάκρυνση των μεγάλων πλοίων από το
λιμάνι του Πειραιά και μέχρι τη δύση του ήλιου, είχαν φύγει από το λιμάνι τα πλωτά
νοσοκομειακά ΑΝΔΡΟΣ και ΑΤΤΙΚΗ και ακολούθησαν 12 φορτηγά πλοία, τα οποία
μεθόρμισαν σε γειτονικούς όρμους.

Μέσα στο λιμάνι παρέμειναν 24 ατμόπλοια, 7 μικρότερα πλοία, αρκετά βοηθητικά και
αλιευτικά και πολλές φορτηγίδες. Αναλυτικά, τα πλοία που βρισκόταν στο λιμάνι το βράδυ
της 6 Απριλίου αλλά και αυτά που μεθόρμισαν, φαίνονται στον πίνακα που ακολουθεί.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί πως η μεθόρμιση πλοίων που έχουν ανάγκη της
«έξωθεν χορηγίας ατμού» για να λειτουργήσουν τους εργάτες ανέλκυσης αγκυρών ώστε
να ρυμουλκηθούν εκτός λιμανιού, δεν είναι ούτε εύκολη ούτε γρήγορη υπόθεση.

Επίσης να υπενθυμίσουμε πως στο εσωτερικό, στον Κωφόν λιμένα, είχε οργανωθεί μια
Στρατιωτική Βάση (Διοικητής της ο Έφεδρος εκ Μονίμων Πλοίαρχος Π. Μπουμπούλης)
στις αποθήκες της οποίας συγκεντρωνόταν όλα τα εφόδια, υλικά, καύσιμα και πυρομαχικά
που καθημερινά αναχωρούσαν με μικρότερα ατμόπλοια για το Αλβανικό Μέτωπο. Τα πλοία
αυτά έπλεαν μέσω του Ισθμού προς την κύρια βάση υποστήριξης του στρατού στην
Πρέβεζα αλλά και στη προκεχωρημένη βάση στους Αγίους Σαράντα.

Τέλος να θυμίσουμε πως όλα τα σοβαρά μηχανουργεία του Πειραιά ήταν μέσα στο λιμάνι
και πως όλα τα πλοία που χρειαζόταν συνεργειακή βοήθεια, πήγαιναν εκεί και πως η
κίνηση των πάσης φύσεως πλωτών μέσων ήταν συνέχεια αυξημένη λόγω μεταφοράς
προσωπικού συνεργείων και υλικών στα υπό επισκευή πλοία.

Στον πίνακα, όσα πλοία είναι διαγεγραμμένα και με κόκκινα γράμματα, αυτά βυθίστηκαν
και καταστράφηκαν από όπλο που έπεσε από τα βομβαρδιστικά (νάρκη ή βόμβα), όσα είναι
διαγεγραμμένα και με μαύρα έντονα γράμματα αυτά βυθίστηκαν ή καταστράφηκαν
ολοσχερώς συνεπεία πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε από πτώση φλεγόμενων αντικειμένων.
Τα υπόλοιπα πλοία επιβίωσαν του βομβαρδισμού. Επίσης, δίπλα σε κάθε ένα αναφέρεται
το αίτιο που προκάλεσε τη ζημιά.

[46]
[47]
Η επίθεση και ο βομβαρδισμός του Πειραιά

Το βράδυ της 6ης Απριλίου 1941, 20 βομβαρδιστικά Junkers Ju 88 και 11 Heinkel He


111, απογειώθηκαν από τα αεροδρόμια Flughafen Comiso και Gerbini κοντά στην Κατάνια
της Σικελίας, στους πρόποδες της Αίτνας, για να επιτεθούν στο μεγαλύτερο λιμάνι της
χώρας μας, τον Πειραιά.

Τα He 111 ήταν από τη 2η και 3η Μοίρα (ΙΙ & ΙΙΙ) της 4ης Πτέρυγας Βομβαρδισμού (KG
4) και τα Ju 88 από τη 3η Μοίρα, τη περίφημη «Αετός», της 30ης Πτέρυγας
Βομβαρδισμού (KG 30). Το σμήνος 7 (Staffeln) Ju 88, από 7 βομβαρδιστικά Α/Φ, είχαν
αρχηγό ένα από τους πιο έμπειρους σε νυκτερινές αποστολές πιλότο, τον Hajo Herrman.
Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε πως μια Γερμανική Σμηναρχία Μάχης (Gesch-wader)
είχε 3 Μοίρες (Gruppen), πως κάθε Μοίρα είχε 3 με 4 Σμήνη (Staffeln) και πως κάθε

[48]
Σμήνος είχε 9 με 16 αεροσκάφη. Επίσης οι μοίρες υποδεικνυόταν με ρωμαϊκό αριθμό (Ι,
ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV κοκ) ενώ τα Σμήνη με αραβικό (1, 2, 3, κοκ).

Όλα αυτά τα αεροπλάνα αυτά θα έκαναν την επίθεση τους σε 4 κύματα. Θα


ναρκοθετούσαν και θα βομβάρδιζαν το λιμάνι του Πειραιά, τις περιοχές που οι Βρετανοί
αποβίβαζαν τα στρατεύματα και στοίβαζαν τα εφόδια τους. Ως εναλλακτικός στόχος, τους

είχε δοθεί το λιμάνι της Σούδας όπου επίσης υπήρχαν Βρετανικά πλοία και σαν
αεροδρόμιο καταφυγής, είχε καθοριστεί το Ιταλικό αεροδρόμιο Γουδουράς στη ΝΑ πλευρά
της Ρόδου.

Με την επίθεση αυτή, οι γερμανοί ήλπιζαν πως οι νάρκες τους θα συναντούσαν και θα
βύθιζαν πλοία στις προσβάσεις του λιμανιού, ώστε να φράξουν την είσοδο του και το
λιμάνι να τεθεί εκτός λειτουργίας!

Ας ακολουθήσουμε τώρα νοερά τα αεροπλάνα του Σμήνους 7 της 3ης Μοίρας, της
επονομαζόμενης «αετός», της 30ης Πτέρυγας Βομβαρδισμού (KG 30) των οποίων την
περιγραφή της αποστολής, έγραψε σε βιβλίο του αργότερα, o Hajo Herrman.

Τα 20 αεροπλάνα Ju 88, είχαν εντολή από τον διοικητή της 3ης Μοίρας (III. Gruppe),
Σμηναγό Hauptmann Gustav-Arved Crüger, να φορτώσουν από δύο νάρκες θαλάσσης.

Η Μοίρα αυτή είχε εκπαιδευτεί σε νυκτερινές ναρκοθετήσεις και προσβολές πλοίων και
είχε αποσυρθεί από τις επιχειρήσεις κατά της Αγγλίας στις 22 Φεβρουαρίου, για να
συνδράμει τις επιχειρήσεις στα Βαλκάνια μετασταθμεύοντας από το Soesterberg της
Ολλανδίας, στη Σικελία, όπου και παρέμεινε μέχρι την 29 Μαΐου 1941.

[49]
Ο αρχηγός ενός Σμήνους (Staffeln) με 7 αεροσκάφη ναρκοθέτησης, αφού μελέτησε την
αποστολή, τις αποστάσεις, καταναλώσεις και τις μετεωρολογικές προβλέψεις, διέταξε την
ομάδα υποστήριξης του Σμήνους του να φορτώσει τα αεροπλάνα με επί πλέον, δύο βόμβες

των 250 κιλών.


Πριν όμως απογειωθούν, ο διοικητής της Μοίρας Crüger στην καθιερωμένη του βόλτα,
αντιλήφθηκε τις επιπλέον βόμβες και διέταξε την εκφόρτωση τους.

Μόλις όμως αποχώρησε, ο αρχηγός του Σμήνους ζήτησε από το προσωπικό εδάφους να
ξαναφορτώσουν το αεροπλάνο του με τις βόμβες αυτές. Θα το ρισκάριζε αφού ήταν
σίγουρος για
τους
υπολογισμού
ς του και
πίστευε πως
θα τα
κατάφερνε.

Αξίζει να
αναφερθούμ
ε στο ότι οι
Γερμανοί,
κατά τους

[50]
νυκτερινούς βομβαρδισμούς, έκαναν αλλαγές στη σύνθεση της γόμωσης της βόμβας,
προκειμένου να προκληθούν όσο το δυνατόν περισσότερες πυρκαγιές ή για «να
διευκολυνθεί το πρόβλημα της σήμανσης της περιοχής τη νύχτα. Γιαυτό κατά τους
νυχτερινούς βομβαρδισμούς χρησιμοποιούσαν 50% εκρηκτικά υψηλής ισχύος και 50%
εμπρηστικά υλικά ή ακόμη στις επιθέσεις εναντίον πλοίων χρησιμοποιούσαν βόμβες με
40% εκρηκτικά και 60% εμπρηστικά αφού μια ταυτόχρονη πυρκαγιά σε πλοίο μπορεί να
πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

Κάθε αεροπλάνο ζύγιζε 13,75 t και με βάσει τις μετεωρολογικές προβλέψεις θα έπρεπε
να επιλέξουν είτε να πετάξουν μέσα, είτε πάνω από τους «σωρείτες», είτε να κάνουν τον
γύρο της Πελοποννήσου.

Οι συνθήκες ήταν σχετικά καλές. Η σελήνη ήταν 7 ημερών, δηλ είχαν σχεδόν μισοφέγγαρο
που σημαίνει πως θα έβλεπαν αρκετά καλά, θα υπήρχαν αραιές διάσπαρτες νεφώσεις
4/10, με τη βάση τους να προβλέπεται στα 800μ, ο δε ουρανός θα καθάριζε όσο πετούσαν
ανατολικότερα. Το ύψος παγοποίησης είχε υπολογιστεί στα 2.000 μέτρα.
Τελικά προτίμησαν να πετάξουν κάτω από τα σύννεφα, περάσουν από ΝΑ άκρο
Κεφαλονιάς, Άραξο-Πάτρα, Κόρινθο, Σαλαμίνα και να φτάσουν στον στόχο τους.

Κάθε αεροπλάνο προβλεπόταν, όποτε έφτανε στο σημείο στροφής, να έριχνε μια
φωτοβολίδα που διαρκούσε για 10 δλπ, ώστε να χρησιμεύσει σαν οδηγός για το επόμενο.

Οι ομάδες των Α/Φ απογειώθηκαν λίγο πριν τη δύση του ήλιου με διαστήματα 1,5 λεπτού
και πέταξαν αρχικά
σε χαμηλό ύψος για
να μην εντοπιστούν
από το ραντάρ της
Μάλτας και μετά
ανέβηκαν στα 800
μέτρα και διέσχισαν
το Ιόνιο στα περίπου
2,400 μέτρα μέχρι
τις Ελληνικές ακτές.
Εκεί, κατέβηκαν στα
2.000μ γιατί τα σύννεφα πύκνωσαν, είχαν πολύ μεγάλο εύρος και δεν μπορούσαν να
πετάξουν πάνω από αυτά. Δεν ήθελαν επίσης να πάνε και πιο κάτω, γιατί φοβόντουσαν τα
ψηλά βουνά δεξιά και αριστερά του δρομολογίου που δεν το είχαν ξανακάνει.

Τα αεροπλάνα ήταν σε μια γραμμή, τα δε σμήνη (τα κύματα επιδρομής) ήταν σε αποστάσεις
5 -7 χιλιόμετρα το ένα πίσω από το άλλο. Έτσι διέσχισαν όλη τη διαδρομή τους
ανενόχλητα. Κανείς δεν πρόσεξε τις φωτοβολίδες που άφηναν σε κάθε σημείο στροφής,
[51]
για να δείξουν το δρόμο και την στροφή, στα επόμενα. Κανείς δεν τα είδε μέχρι την ώρα
που έφτασαν πάνω από τον στόχο. Τα αεροπλάνα πέρασαν νοτιοανατολικά της
Κεφαλονιάς, πάνω από τον Άραξο και την Πάτρα αλλά παντού υπήρχε απόλυτο σκοτάδι
λόγω της συσκότισης. Ευτυχώς που υπήρχε η σελήνη.

Όταν έφτασαν στον ισθμό της Κορίνθου, άρχισαν ανοδική πορεία και όταν βρέθηκαν πάνω
από τον Πειραιά ήταν στα 2.700 μέτρα. Προσπέρασαν το λιμάνι, εκτέλεσαν αναστροφή και
ταυτόχρονα ταχεία κάθοδο για να οριζοντιωθούν στα 300 μ και να αφήσουν τις νάρκες με
μια ταχύτητα 300 χιλιομέτρων την ώρα ώστε να μην σχιστούν τα αλεξίπτωτα τους ή
πάθουν ζημιά κατά την είσοδο τους στη θάλασσα.

Η επίθεση του
πρώτου κύματος
εκδηλώθηκε τις
21:20 με την άφεση
μαγνητικών ναρκών
(ήταν νέας
τεχνολογίας) και
μετά με
βομβαρδισμό του
λιμανιού.

Άλλα Α/Φ άφησαν


τις νάρκες στις
προσβάσεις του λιμανιού και άλλα μέσα στο λιμάνι.
Μετά την άφεση των ναρκών, τα βομβαρδιστικά κατευθύνθηκαν προς τα πλοία και άφησαν
τις βόμβες τους, λίγα μέτρα πάνω τους. Ακολούθως, πετώντας χαμηλά, πολυβολούσαν ότι
είχε φως στην περιοχή, μέχρι να έλθει η ώρα να αποχωρήσουν.
Συνολικά αφέθηκαν από το πρώτο κύμα 12 νάρκες με αλεξίπτωτο μέσα στο λιμάνι που
έπεσαν μπροστά στα κρηπιδώματα, από το ύψος του κυματοθραύστη μέχρι τις μόνιμες
δεξαμενές, ενώ οι υπόλοιπες που είχαν αφέθηκαν έξω, στις προσβάσεις του λιμανιού.
Στη συνέχεια τα αεροπλάνα αφού έκαναν στροφή 360 μοιρών, ξανάμπαιναν στο λιμάνι για
να αφήσουν τις βόμβες που είχαν σε πλοία και εγκαταστάσεις και να ρίξουν τις σφαίρες
τους.

Στις 21:35 ήχησαν οι σειρήνες του αεροπορικού συναγερμού στον Πειραιά που εκτός των
άλλων, σήμαινε και την διακοπή των φορτοεκφορτώσεων και την μετάβαση εργατών και
ναυτών στα πλησιέστερα καταφύγια. Μέσα σε 15 λεπτά από την σήμανση συναγερμού,
εμφανίστηκε άλλο ένα σμήνος, με αεροσκάφη Ju-88, που ερχόταν από την Κόρινθο. Ήταν
το Σμήνος 7./KG30, του Gpt Hans-Joachim (Hajo) Hermann.
[52]
Από τις νάρκες/βόμβες που ρίφθηκαν στο πρώτο κύμα, επλήγησαν απ ευθείας μόνο το
πλοίο CLAN FRASER που αμέσως έπιασε φωτιά, και το υπόστεγο Νο1 στην Ελεύθερη
Ζώνη. Σημειωτέον πως μέχρι την ώρα της επίθεσης είχαν ξεφορτωθεί από το CLAN
FRASER μόνο οι 300 από τους 500 τόνους και πως δίπλα του υπήρχαν δεμένες 2
φορτηγίδες γεμάτες με εκρηκτικές ύλες.

Επίσης, λίγα λεπτά μετά, ένα από τα αεροπλάνα άφησε στο παρακείμενο κόλπο του
Κερατσινίου μαγνητικές νάρκες μία εκ των οποίων έπεσε με αλεξίπτωτο, πάνω στο εκεί
ευρισκόμενο πλοίο CYPRIAN PRINCE.

Το πλοίο αυτό, είχε ξεφορτώσει από το πρωί αλλά περίμενε εκεί για να ενταχθεί σε μια
νηοπομπή και να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια. Με την έκρηξη της νάρκης σκοτώθηκαν
επί τόπου 4 μέλη του πληρώματος και το πλοίο σχεδόν καταστράφηκε. Αργότερα
ρυμουλκήθηκε στα Περιστέρια Σαλαμίνας όπου και έμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου.

Αρκετές λοιπόν βόμβες που προοριζόταν για πλοία, δεν βρήκαν το στόχο τους αλλά
έκαναν εξίσου μεγάλη ζημιά αφού οι βόμβες ήταν και εμπρηστικές και παντού υπήρχαν
πάσης φύσεως εκρηκτικά όπως όπλα, οβίδες, πυρομαχικά φορητού οπλισμού και
εύφλεκτα υλικά όπως από καύσιμα και λιπαντικά μέχρι ρούχα, κάρβουνο, μπάλες
βαμβακιού, στουπιών, ξυλεία και κάρβουνο.

Βόμβες έπεφταν παντού. Σε φορτηγίδες, σε παρακείμενα γραφεία, αποθήκες και υπόστεγα


του λιμανιού και όπου έπεφταν αμέσως άρπαζε φωτιά. Ακόμη και έξη αεροπλάνα

[53]
Hurricane που ήταν σε ξύλινα κιβώτια στην άκρη του μόλου, επλήγησαν και έγιναν
παρανάλωμα πυρός.

Οι φωτιές αυτές γρήγορα επεκτάθηκαν και σε άλλα διπλανά πλοία, σε φορτηγίδες, σε


φορτηγά αυτοκίνητα και σε σιδηροδρομικά βαγόνια με κάθε λογής εμπορεύματα, εφόδια και
υλικά.

Από το πολεμικό ημερολόγιο του αρχηγού του πρώτου κύματος διαβάζουμε την αναφορά:
«Δυο νάρκες ποντίστηκαν στο λιμάνι. Ένα πλοίο πυρομαχικών εξερράγη δεχόμενο μια
βόμβα SC-250, ένα πλοίο πυρπολήθηκε, ένα πλοίο υπέστη ζημιές (αλλά δεν έχει
επιβεβαιωθεί ακόμα), μια SC-250 έπεσε στις εγκαταστάσεις της αποβάθρας, δυό
αποθήκες πυρπολήθηκαν, πολλές αποθήκες υπέστησαν σοβαρές ζημιές, εμπορικά τραίνα
πυρπολήθηκαν».

Το δεύτερο κύμα της επιδρομής εκδηλώθηκε μετά από 30 λεπτά από το πρώτο.
Το λιμάνι πλέον ήταν ορατό από τα φώτα των προβολέων της αντιαεροπορικής άμυνας και
τις πυρκαγιές που έκαιγαν. Οι ασυρματιστές και οι πίσω πολυβολητές των Ju-88A-4,
έριχναν προς τους προβολείς για να τους σβήσουν, ενώ οι βομβαρδιστές συνέχιζαν τους
υπολογισμούς του και πυροδοτούσαν τις νάρκες όταν έπρεπε. Αμέσως μετά την άφεση των
ναρκών, τα Α/Φ εκτελούσαν άνοδο με πλήρη ισχύ και ελιγμούς για να επιβιώσουν.

Τα πρώτα Α/Φ κάθε Σμήνους κατά την τελική φάση προσέγγισης για προσβολή, έριπταν
φωτοβολίδες για να
βοηθήσουν τα υπόλοιπα που
πετούσαν ψηλότερα,
δείχνοντας τους τη διαδρομή.
Το Α/Φ του αρχηγού Hajo
Herrman (4D+AR), μετά την
πόντιση των ναρκών έγινε
πιο ελαφρύ και οι ελιγμοί για
την επαναπροσέγγιση του,
προκριμένου να αφήσει τις
μεγάλες βόμβες που είχε,
έγινε πιο εύκολη.

Ο αρχηγός του σχηματισμού,


επικεντρώθηκε σε ένα
μεγάλο φορτηγό που ήταν
στην αποβάθρα της
Ελεύθερης Ζώνης και ήδη
φλεγόταν. Ήταν το Clan
[54]
Fraser που είχε προσβληθεί κατά την προηγούμενη επίθεση. Εφόρμησε λοιπόν και το
πέτυχε με ακρίβεια και με τις δυό του μεγάλες βόμβες που έφερε εξωτερικά.

Η έκρηξη που επακολούθησε ήταν τόσο ισχυρή, που το αεροπλάνο του Herrman
ανεβοκατέβηκε «σαν φύλο στον άνεμο», όπως ο ίδιος το περιέγραψε, και επίσης η έκρηξη
αυτή ανεβοκατέβασε και το παραπλεύρως ευρισκόμενο πλοίο Devis, σπάζοντας τους
κάβους πρόσδεσης του.

Ακολούθησε το τρίτο κύμα, η επιδρομή του 8ου Σμήνους (8./KG30) που πετούσε
ψηλότερα. Τα αεροπλάνα του σχηματισμού όταν ήταν πάνω από τη Σαλαμίνα και άρχισαν
να ανεβαίνουν στα 3-4.000μ, συνάντησαν κακό καιρό. Ο καιρός εκεί, στα υψηλότερα
στρώματα της ατμόσφαιρας, ήταν άσχημος και με πυκνή συννεφιά. Μόλις τα αεροπλάνα
μπήκαν μέσα στα σύννεφα, αμέσως άρχισε στις έλικες τους η παγοποίηση και
αναγκάστηκαν για λόγους ασφαλείας να απορρίψουν τις νάρκες τους. Αυτές έπεσαν στις
πλαγιές των βουνών όπου μετά από λίγο, εξεράγησαν λόγω του μηχανισμού ασφαλείας που
είχαν επειδή δεν βρέθηκαν σε νερό.

Τα αεροπλάνα συνέχισαν την επίθεση στα πλοία στο λιμάνι με ότι βόμβες είχαν και με τα
πολυβόλα τους. Μερικές από τις βόμβες που έπεσαν στο μόλο της Ελεύθερης Ζώνης
(ΕΖ), ανέτρεψαν δυό από τους μεγάλους γερανούς που υπήρχαν και οι οποίοι έπεσαν
ανάμεσα στους ιστούς και μπίγες του ήδη φλεγόμενου Clan Fraser.
Προσεβλήθη ξανά το 1ο και μετά το 2ο λιμενικό υπόστεγο της ΕΖ και τέλος τα
«Ναυπηγεία Βασιλειάδου»
στη Δραπετσώνα.
Στα ναυπηγεία αυτά, για
την ιστορία, είχε γίνει η
μετασκευή των Θωρηκτών
"Ύδρας" και "Σπετσών", οι
σιδηρόδρομοι μας και οι
μεταλλικές γέφυρες όλης
της Ελλάδας. Ήταν ένα
σημαντικό πλήγμα, αλλά η
ζημιές ήταν μέτριες.

Στο λιμάνι του Πειραιά, η


νύχτα έγινε μέρα από τις εκρήξεις, από τα φώτα των προβολέων ερεύνης και από τις
βολές των πυροβόλων της Α/Α άμυνας.

Οι ήχοι των πυροβόλων από τα πολεμικά στο λιμάνι, από τα αντιαεροπορικά του λιμανιού,
από τα Vickers της Καστέλας και τα Bofors της πλατείας Καραϊσκάκη και από τα

[55]
πυροβόλα των πυροβολείων του Αιγάλεω, του Σχιστού, του Σκαραμαγκά, της Ψυτάλλειας
και της Σαλαμίνας, ηχούσαν σε όλο τον Πειραιά και τα προάστια του.

Από την έκθεση πεπραγμένων των Υπηρεσιών προς τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας
βλέπουμε πως ο Διοικητής του Πυροβολείου Βρόκης Υποπλοίαρχος Καβούκης στην από
30/5/1941 έκθεση του αναφέρει ότι «Κατά την πρώτην νυκτερινή επιδρομή εναντίον του
Πειραιώς, καταρρίψαμε έν γερμανικό μετά των βομβών του εις θέσιν Παλαιού
Περάματος»

Μετά από 20 λεπτά εκδηλώθηκε η επίθεση του τετάρτου κύματος αεροσκαφών στο ίδιο
μοτίβο και στην επίθεση αυτή προσεβλήθη το οπλισμένο σκάφος Armed yacht SURF που
είχε κυβερνήτη τον T/Lt R. W. E. Whitton RNVR) το οποίο και βυθίστηκε μέσα στο
λιμάνι.

Η αεροπορική επιδρομή στο λιμάνι του Πειραιά, ολοκληρώθηκε στις 23.35 ενώ οι
σειρήνες σήμαναν στις 23:45 το πέρας της επίθεσης.

Τα γερμανικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη που έκαναν τη προσβολή

Όλα τα γερμανικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα, που “έσπειραν” νάρκες και έριξαν βόμβες
και σφαίρες στον Πειραιά, επέστρεψαν στη βάση τους εκτός από ένα, το 4D+AR, που
πλήγηκε από την αντιαεροπορική άμυνα στην αριστερή μηχανή και δεν θα μπορούσε να
φτάσει με ασφάλεια στη Σικελία.

Το Α/Φ αυτό με μία πλέον μηχανή κατευθύνθηκε στο εναλλακτικό αεροδρόμιο που ήταν το
Ιταλικό στρατιωτικό αεροδρόμιο στα Γαδουρά, δίπλα στον Κάλαθο της Ρόδου (Gadurra).

Το βομβαρδιστικό, φτάνοντας
εκεί συνάντησε μια σε εξέλιξη
αεροπορική επίθεση από 2
αεροπλάνα Wellinghton της 38
RAF Squadron που είχαν έλθει
από την Shaluffa της Αιγύπτου
και έτσι δεν μπορούσε να
προσγειωθεί.
Όταν τέλειωσαν τα καύσιμα του,
έκανε αναγκαστική πλέον
προσγείωση, βγήκε εκτός
διαδρόμου και σταμάτησε λίγα
μέτρα πριν από ένα κατεστραμμένο από τον βομβαρδισμό Ιταλικό αεροσκάφος S 79. Είχαν
σωθεί πλήρωμα και το αεροπλάνο 4D+AR.

[56]
Πιλότος του τυχερού αεροπλάνου ήταν ο αρχηγός του κύματος που προκάλεσε τη
μεγαλύτερη ζημιά στον Πειραιά, ο γερμανός άσσος πιλότος Hans-Joachim Herrmann.

Την περιπέτειά του αυτή όπως και τη πορεία της επίθεσης που προανέφερα, περιέγραψε
ο ίδιος στο έκτο κεφάλαιο του βιβλίου του «Φτερά αετού» (ξενόγλωσσος τίτλος:
BEWEGTES LEBEN: KAMPF UND JAGDFLIEGER 1935-1945) στην 6η ενότητα με τίτλο
«Μια μίνι Οδύσσεια, 6-7 Απριλίου 1941».

Οι φωτιές στο πλοίο CLAN FRASER και οι επακολουθήσασες εκρήξεις

Μέσα στο λιμάνι έγιναν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να σβήσουν οι φωτιές που είχαν
ξεσπάσει στο Clan Fraser και στον προβλήτα που ήταν καθώς και για να απομακρυνθούν
οι δυό μεγάλοι γερανοί του μόλου που είχαν πέσει πάνω στο πλοίο, ανάμεσα στα κατάρτια,
ώστε να καταστεί δυνατή η οδήγηση του εκτός του λιμένα. Όμως δεν τα κατάφεραν. Αλλά,
ακόμη και αν κατάφερναν να το ρυμουλκήσουν, η έξοδος του θα ήταν επικίνδυνη λόγω των
ναρκών, αφού αυτό θα μπορούσε να ανατιναχτεί και να φράξει την μοναδική είσοδο του
λιμανιού.

Το πλήρωμα του, κάποια στιγμή το εγκατέλειψε και άφησε τη φωτιά να συνεχίζει τη


καταστροφή ενώ εθελοντές προσπαθούσαν απεγνωσμένα να ασφαλίσουν και να
απομακρύνουν τις δυό φορτηγίδες, με τους 50 τόνους πυρομαχικά καθεμιά που ήταν
ακόμα δεμένες δίπλα του. Προσπαθούσαν να τις σκεπάσουν για να τις προφυλάξουν και
επίσης τις κατάβρεχαν για να πέσει η θερμοκρασία.

Στις 03:15 έγινε στο Clan Fraser μια έκρηξη που δημιούργησε μια πύρινη σφαίρα γύρω
από το πλοίο η οποία μετέδωσε τη φωτιά σε φορτηγίδες, στα παρακείμενα υπόστεγα και
αποθήκες, ακόμη και στα γραφεία. Όσοι ήταν εκεί κοντά, εγκατέλειψαν ότι έκαναν και
έτρεχαν να σωθούν. Από την έκθεση δράσεως του Υπολιμενάρχη Σαμπατζόπουλου
διαβάζουμε: «……Επί τι χρονικό διάστημα ενόμιζε τις ότι έπιπτε πύρ βροχηδόν εξ
ουρανού……. »

Το πλοίο, εκτός του νερού που έριχναν για κατάσβεση, είχε αρχίσει λόγω της έκρηξης, να
βάζει νερά και γινόταν έμπρυμνο. Σε λίγο θα καθόταν στον βυθό! Μερικοί ανέφεραν και
πως το πλοίο σκόπιμα κατακλύστηκε για να σβήσει η φωτιά, που τελικά δεν έσβηνε.

Στην επίσημη έκθεση του Δ/ΝΑΠ-3 (Πλοιάρχου Μπακόπουλου), αναφέρεται πως με την
πρώτη έκρηξη στο «Clan Fraser» διέταξε τον Αντιπλοίαρχο Κουτρούμπα, να κατέλθει
προς μεταβίβαση οδηγιών στο Νορβηγικό Ναυαγοσωστικό "Viking", προκειμένου να
σπεύσει προς ρυμούλκηση του φλεγόμενου αγγλικού σκάφους.

Το Viking, το μόνο που διέθετε πλήρες σύστημα πυρόσβεσης με 7 λήψεις, μαζί με το


ρυμουλκό Αγ. Γεώργιος και το Κεραυνός που ήλθε αργότερα (γιατί το πλήρωμα του δεν
είχε ακόμη επιστρέψει από τα καταφύγια) πλησίασαν, αλλά λόγω της μεγάλης έντασης της
[57]
φωτιάς σε συνδυασμό με τις βόμβες βυθού και χειροβομβίδες που είχαν τα Ρ/Κ, αυτά
αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν.
Κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει στα 50 μέτρα το πλοίο από τη λάβρα που εκπεμπόταν.
Μόλις το νερό έπεφτε στις λαμαρίνες του πλοίου, αυτό εξατμιζόταν και ήταν «δώρο,
άδωρο»!

Κάποια στιγμή, το Viking κατάφερε να δέσει το διπλανό του καιγόμενου Clan Fraser πλοίο,
το Devis που ήταν φορτωμένο με στρατιωτικό υλικό, και κατάφερε να το απομακρύνει
τραβώντας το αρκετά μέτρα πιο κάτω. Το πλοίο λόγω των ναρκών που είδαν να πέφτουν
μέσα στο λιμάνι, δεν μπορούσε ακόμη να απομακρυνθεί εκτός λιμένος με ασφάλεια.

Η φωτιά του Clan Fraser μεταδόθηκε γρήγορα και στο παρακείμενο City Of Roubaix
(7.100 t) που είχε έλθει στον Πειραιά με την νηοπομπή ΑΝ 21 από την Αλεξάνδρεια, στις
22 Μαρτίου και που ήταν ατυχώς φορτωμένο και αυτό, με πυρομαχικά που προοριζόταν
για Τουρκία. Μέσα σε λίγα λεπτά το πλοίο ανατινάχτηκε, κόπηκε κυριολεχτικά στα δύο και
βυθίστηκε, καταστρέφοντας και ότι υπήρχε κοντά του. Κτήρια, μηχανήματα, φορτηγίδες,
ακόμη και τον τσιμεντένιο μόλο!

Οι φορτηγίδες, σχεδόν όλες ήταν ξύλινες, των οποίων οι κάβοι κάηκαν από τη φωτιά, ή
έσπασαν από τις αναταράξεις των εκρήξεων ή που σκόπιμα κόπηκαν από το προσωπικό
για να απομακρυνιούν, παρασυρόταν φλεγόμενες στο λιμάνι και μετέδιδαν όπου πλησίαζαν,
τη φωτιά. Απανωτές εκρήξεις ακουγόταν από παντού στο λιμάνι. Ακόμη και οι σφαίρες και
τα φυσίγγια που ήταν σκορπισμένα εδώ και εκεί και έσκαγαν δημιουργούσαν μια τρομερή
και επικίνδυνη κατάσταση.

Ο Άγγλος Ναυτικός ακόλουθος και ο επικεφαλής της Βρετανικής αποστολής Charles


Edward Turle, που είχε εν τω μεταξύ κατέβει στο λιμάνι, ζήτησε από τα ρυμουλκά να
ρυμουλκήσουν τα φλεγόμενα Βρετανικά πλοία εκτός του λιμανιού, αλλά οι λιμενικές αρχές
δεν το επέτρεψαν. Είχαν πέσει πολλές μαγνητικές νάρκες μέσα
στο λιμάνι και μια τέτοια κίνηση, ίσως να βύθιζε ένα πλοίο στην
στενή είσοδο του λιμανιού και να μπλόκαρε την διέλευση των
υπολοίπων.

Η Πυροσβεστική Υπηρεσία προσπαθούσε να περιορίσει τις


φωτιές αλλά η επέμβαση της περιορίστηκε στους χώρους πίσω
από Λιμενικά υπόστεγα. Μπροστά ήταν αδύνατο να φτάσει
κανείς, ενώ κατά μήκος του μόλου υπήρχαν ρυμουλκούμενες
μεταλλικές μικρές δεξαμενές με καύσιμα που δεν πρόλαβαν να
σταλούν στο μέτωπο. Παντού υπήρχαν κίνδυνοι και παγίδες.

[58]
Από τα πυρακτωμένα αντικείμενα που εκσφενδονίστηκαν από τα 2 πλοία, μεταδόθηκε η
φωτιά σε ότι αντικείμενο έπεφταν. Μέσα σε λίγα λεπτά είχαμε πυρκαγιές στα πλοία
Ευβοϊκός, Πεταλιοί, Κυραπαναγιά, Αγάλιανη, Ακρόπολις και Πατρίς και τα οποία έπρεπε
να ρυμουλκηθούν εκτός λιμένος. Οι περισσότεροι όμως ναύτες των πλοίων, ήταν άφαντοι,
αν και προ πολλού είχε λήξει ο συναγερμός.

Εν τω μεταξύ, η φωτιά θέριευε και συνέχιζε το καταστροφικό της έργο. Οι πυροσβεστικές


αντλίες του λιμανιού και της πόλης του Πειραιά, ήταν ανήμπορες να δαμάσουν τις φωτιές.
Οι επικοινωνίες δύσκολες και όσες εκκλήσεις βοήθειας έφτασαν στην Πυροσβεστική στην
Αθήνα, έμειναν ανικανοποίητες. Μάταια ο Αρχηγός της Πυροσβεστικής που μετά την
έκρηξη του Clan Fraser κατέβηκε στο λιμάνι, προσπαθούσε να βοηθήσει και να φέρει όσα
οχήματα διέθετε η Αθήνα.

Σύμφωνα με την αναφορά του Λιμενάρχη Πλοιάρχου ΛΣ Σκαρπέτη και του Πλωτάρχη ΛΣ
Κανακάκη, ήταν ο διευθυντής αγκυροβολίας του ΚΛΠ, επανδρώθηκε το Ρ/Κ Κεραυνός με
μερικούς εθελοντές. Στο ρυμουλκό μέσα ήταν μόνο ο πλοίαρχος και ένας θερμαστής. Οι
υπόλοιποι παρά τις κλήσεις με τα σφυρίγματα του πλοίου, δεν εμφανιζόταν. Βρέθηκε
λοιπόν ένας σμηνίτης και ένας δεκανέας, που υπηρετούσαν σε γραφεία στο λιμάνι που
ανέφεραν ότι ήταν ναυτικοί και το Ρ/Κ Κεραυνός κατάφερε επιτέλους να αποπλεύσει για
να βοηθήσει. Το Ρ/Κ μαζί με τον Πλωτάρχη Κανακάκη που επέβαινε σε μια
πετρελαιάκατο, απομάκρυναν μια φλεγόμενη φορτηγίδα δίπλα από το πλοίο Ακρόπολις απ
όπου διέσωσαν τα αρχεία του ΥΠΕΞ που είχαν φορτωθεί σε αυτό. Το Ακρόπολις που είχε
δεχτεί από πριν και μια βόμβα, έβαλε νερά και επικάθησε στο βυθό.
Μετά
ρυμούλκησαν
το Πλωτό
Νοσοκομειακό
Πολικός και το
μεθόρμισαν στο
λιμένα
«Αλων». Στη
συνέχεια
ρυμούλκησαν
το βοηθητικό
του στόλου
Ζάκυνθος στην
αποβάθρα Βασ.
Κωνσταντίνου.

[59]
Τέλος διέσωσαν το Clan Cumming μεθορμίζοντας το από το κρηπίδωμα μπροστά στο σιλό
στο που ήταν πρυμνοδετημένο στην ακτή Ξαβερίου.

Στο Clan Cumming έπεσε στη γέφυρα του ένα μεγάλο σιδερένιο έλασμα (7 Χ 1 μ) και μια
πυρακτωμένη καπνοδόχος στο αμπάρι του και το πλοίο πήρε αμέσως φωτιά. Ευτυχώς η
πυρκαγιά αντιμετωπίστηκε από ένα άγημα Νεοζηλανδών στρατιωτών που έσπευσαν στο
πλοίο. Να θυμίσουμε για την ιστορία πως το πλοίο αυτό ενώ ήταν στη νηοπομπή AS 12
από Πειραιά προς Πόρτ Σάιντ της Αιγύπτου μαζί με άλλα 2 πλοία, μόλις απέπλευσε από
Πειραιά στις 19 Ιανουαρίου, τορπιλίστηκε κοντά στο Σαν Τζόρτζιο του Σαρωνικού από το
ιταλικό υποβρύχιο Neghelli και έτσι αναγκάστηκε να επιστρέψει στον Πειραιά για
επισκευή. Το πλοίο επισκευάστηκε στις αρχές Απριλίου, αποκατέστησε τις ζημιές από την
πυρκαγιά της 6 Απριλίου λόγω του βομβαρδισμού του Πειραιά και μετά το βράδυ της 14
Απριλίου αναχώρησε για την Αλεξάνδρεια. Μόλις όμως απέπλευσε έτυχε σε επιδρομή
Γερμανικών βομβαρδιστικών στο Πειραιά. Το πλοίο έγινε στόχος Γερμανικών αεροπλάνων
και γλύτωσε αλλά, από λάθος το πλοίο πέρασε μέσα από το ναρκοπέδιο μεταξύ Τούρλου
Αίγινας και Φλεβών. Τη λάθος πορεία του αντιλήφθηκε το παρατηρητήριο της Αίγινας το
οποίο προσπάθησε να το προειδοποιήσει αλλά ήταν πλέον αργά. Δεν ήταν γραφτό του να
συνεχίσει και να κάνει το ταξίδι αυτό. Προσέκρουσε σε νάρκη και βυθίστηκε. Το πλήρωμα
του διασώθηκε. Το ναυάγιο του έχει βρεθεί από Έλληνες δύτες σε βάθος 94μ και έχει
φωτογραφηθεί.

Επίσης το Ρ/Κ με τις οδηγίες του λιμενικού, μετέφεραν το ατμόπλοιο Γεώργιος που
καιγόταν μπροστά στο σιλό στη περιοχή Α-Β. Μετά μετέβησαν στη περιοχή κάτω από το
ΚΛΠ όπου ήταν πρυμνοδετημένο και καιγόταν το πλοίο Πατρίς. Αυτό, μετά που κάηκαν οι
κάβοι πρόσδεσης του, παρασύρθηκε φλεγόμενο και βρέθηκε στον απέναντι προβλήτα,
στην Ακτή Μιαούλη, όπου η Πυροσβεστική κατάφερε μεν να σβήσει τη φωτιά, αλλά το
πλοίο δεν σώθηκε. Επικάθησε στο βυθό και τέθηκε εκτός ενεργείας. Αργότερα το πλοίο
πωλήθηκε σαν σκράπ.

Αμέσως μετά μετέφεραν και το φλεγόμενο Αγάλιανη από τις δεξαμενές, στη περιοχή Α-Β.
Το πλοίο αυτό πολλές μέρες αργότερα, αρχές Ιουνίου, μεταφέρθηκε εκτός λιμένος.

Σχεδόν απέναντι από το φλεγόμενο Clan Fraser ήταν το πλοίο Ευβοϊκός που εκτός από
μια βόμβα, έπεσαν πάνω του και μεταλλικά κομμάτια από την έκρηξη του Clan Fraser τα
οποία άνοιξαν τρύπες στο σκάφος και αμέσως άναψαν φωτιές.

Το ΚυραΠαναγιά που έκανε επισκευές στη ακτή Ξαβερίου, πήρε φωτιά από πυρακτωμένα
θραύσματα του Clan Fraser και αχρηστεύτηκε εκεί που ήταν.

Το ρυμουλκό Κεραυνός που έσβηνε τη φωτιά στο Clan Fraser, ξαφνικά ανατινάχθηκε και
βυθίστηκε. Νάρκες έπλεαν παντού και όσες δεν συνάντησαν πλοίο, παρασυρόταν και

[60]
έσπερναν πανικό. Άλλες έσκαγαν μόλις πλησίαζαν φλεγόμενη περιοχή και άλλες
ανατίνασσαν πλοία που προσπαθούσαν περάσουν και να απομακρυνθούν.

Στις 03:20 σημειώθηκε μια πολύ μεγαλύτερη έκρηξη (η 3η έκρηξη) που στην κυριολεξία
σήκωσε το Clan Fraser στον αέρα και στη συνέχεια το κάθισε με την πρύμνη στο βυθό.
Έξι νεκροί και εννέα τραυματίες μεταξύ των και ο πλοίαρχος του πλοίου J.H. Ο Giles.

Μια κωπήλατος βάρκα με δύο Αυστραλούς Αξιωματικούς (Warwick Bracegirdle &


Terence Power) του καταδρομικού PERTH στην προσπάθεια τους να επιστρέψουν στο
πλοίο τους, είχε μεθορμίσει δίπλα στο Φάληρο, αντιλήφθηκαν, έδεσαν και προσπαθούσαν
να απομακρύνουν τις ξύλινες και φορτωμένες με πυρομαχικά φορτηγίδες που ήταν δίπλα
στο φλεγόμενο Clan Fraser. Την προσπάθεια τους αυτή αντιλήφθηκε το ρυμουλκό Κύκλωψ
του Ν.Σ. αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε να βοηθήσει γιατί μετά από λίγο, η πορεία τους
διακόπηκε απότομα από τη μεγάλη αυτή έκρηξη.

Με την έκρηξη επίσης αυτή, αρκετά μικρά ρυμουλκά (Ελπίς, Χιών, Ιωάννης και Ιέραξ)
μικρά βοηθητικά (υδροφόρο Γεώργιος κ.α), πετρελαιάκατοι, βενζινάκατοι και αλιευτικά
πλοιάρια που ναυλοχούσαν στον λιμένα, κλυδωνίστηκαν από το ωστικό και ανυψώθηκαν
από το παλιρροϊκό που προέκυψε από την έκρηξη, με αποτέλεσμα να σπάσουν τα σχοινιά
πρόσδεσης, να πέσουν πάνω στο μόλο και να υποστούν ζημιές. Το Ρ/Κ Γεώργιος
προσάραξε στα ρηχά δίπλα στα «σλέπια» μπροστά από τον Ωρομετρικό Σταθμό, ενώ το
Ιέραξ ανυψώθηκε και μετά βούλιαξε εκεί που ήταν. Εξήντα φορτηγίδες και 30 μικρότερα
σκάφη καταστράφηκαν ή βγήκαν εκτός λειτουργίας.
Να σημειώσουμε πως εν τω μεταξύ είχε σπεύσει από τον Ναύσταθμο Σαλαμίνας και το
ρυμουλκό Άφοβος που έδεναν τις «αδέσποτες» φορτηγίδες και τις ρυμουλκούσαν εκτός
λιμένος όλο το βράδυ μέχρι το πρωί.

Περιγραφές των ζημιών που έγιναν μετά


τη μεγάλη έκρηξη του Clan Fraser

«Ουσιαστικά σημειώθηκαν τρεις διαδοχικές


εκρήξεις. Από την έκρηξη διαλύθηκε το
Clan Fraser και τα πυρακτωμένα σίδερα
εκτοξευθέντα βύθισαν πλοία, κατέστρεψαν
κτήρια της προκυμαίας και κομμάτια
βρέθηκαν σε μεγάλες αποστάσεις. Ένα από
αυτά ήταν σφηνωμένο σε δένδρο του κήπου
παράπλευρα της εκκλησίας του Αγίου
Σπυρίδωνος, ενώ μια δέστρα προσγειώθηκε
σε μπαλκόνι της οδού Ζαννή», αναφέρει στο
βιβλίο του ο Λιμενικός Αντιναύαρχος Χρήστος Ε. Ντούνης.
[61]
Κομμάτια του πλοίου εκτοξεύτηκαν σε μεγάλες αποστάσεις. Ένα τμήμα του λέβητα έπεσε
πίσω από το Ρολόι και ένα άλλο στα ναυπηγεία Βασιλειάδη. Ένα έλασμα 5Χ1 μέτρων,
έπεσε λίγα μέτρα μακριά από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, πάνω στη στέγη της
Ένωσης Πλοιάρχων του Εμπορικού Ναυτικού.
Ένα άλλο έλασμα έπεσε στο κτήριο Μεταξά στη συμβολή των οδών Γεωργίου Α’ και
Βασιλίσσης Σοφίας (στη σημερινή Γρ. Λαμπράκη).
Μια χαλύβδινη βάση δέστρας (μπίντα) έπεσε πάνω σε μια μονοκατοικία στην οδό Ζαννή
στην Φρεαττύδα. Ένα κομμάτι της γέφυρας έπεσε και διέλυσε ένα περίπτερο 700μ μακριά.
Ένας ιστός πλοίου έπεσε στο κέντρο της πλατείας Κοραή. Ένα μεγάλο κομμάτι λαμαρίνας
έφτασε στο Πασαλιμάνι και ένα τμήμα του πλοίου βάρους 12,5 τόνων βρέθηκε 2
χιλιόμετρα μακριά. Μια πυρακτωμένη λαμαρίνα έπεσε στο υαλοστάσιο του μεσοδόμου της
Σχολής Δοκίμων και καθώς ήταν καλυμμένο με πισσόχαρτο, λόγω κάλυψης φώτων,

έπιασε φωτιά.
Ένα πυρακτωμένο αντικείμενο έπεσε σε μια αποθήκη ξυλείας στη λεωφόρο Σωκράτους
(τη σημερινή Ηρώων Πολυτεχνείου) κοντά στην Τερψιθέα και αμέσως ξέσπασε μεγάλη
φωτιά. Ο συνοικισμός μεταξύ του Χατζηκυριάκειου Ορφανοτροφείου και της Ακτής
Ξαβερίου που είχε πάνω από εκατό ξύλινα παραπήγματα και προσφυγικά σπίτια
παραδόθηκε στις φλόγες. Μεταξύ των ακινήτων που πήραν φωτιά ήταν οι γνωστές
ταβέρνες του Ξαβέρη και η μεγάλη αποθήκη οινοπνευματωδών ποτών του Καμπά που
μετέδωσε τη φωτιά στο αποστακτήριο που τα πέντε αδέλφια «5 Α Καμπά» (Ανδρέας,
Αλέξανδρος, Άγγελος, Αλκιβιάδης, Αφροδίτη) διατηρούσαν στην ακτή Ξαβερίου,
καταστράφηκε ολοσχερώς.
Επίσης φωτιά είχαν πάρει τα σπίτια της Λεωφόρου Μαρίας Χατζηκυριακού ενώ από την
δόνηση καταστράφηκε και κατέρρευσε μια μεγάλη δεξαμενή νερού, η γνωστή ως δεξαμενή
του Παπά από το όνομα του επιχειρηματία που έφερνε νερό από τον Πόρο και το διένειμε
με υδροφόρες άμαξες στον Πειραιά.

Τα 1, 2 και 3 Λιμενικά υπόστεγα και τα γραφεία στην Ελεύθερη Ζώνη κάηκαν και
ανατινάχθηκαν. Οι λιμενικές εγκαταστάσεις, τα μηχανήματα φορτο-εκφορτώσεως, τα σιλό,
οι ταινιο-διάδρομοι, οι πυλώνες με τις γραμμές ρεύματος και νερού, τα κτίρια, τα

[62]
κοντέινερ, οι αποθήκες και οι φορτηγίδες του λιμανιού, όλα μετατρεπόταν σε εστίες
φωτιάς και μετά σε άμορφες μάζες.

Τραίνα, βαγόνια , κιβώτια γεμάτα εφόδια που ήταν στους μόλους και στο Σιδηροδρομικό
σταθμό, έγιναν κομμάτια. Όλα γινόταν στάχτη και οι φωτιές ήταν πλέον αδύνατο να
σβηστούν. Τα πάντα καιγόταν στο λιμάνι. Ακόμη και η επιφάνεια της θάλασσας φλεγόταν
από τα καύσιμα που είχαν χυθεί και πήραν φωτιά.

Μερικά μέτρα πιο πέρα από το FRASER, ήταν παραβεβλημένη η Βρετανική κορβέτα HMS
HYACINTH με δυνατότητα ναρκαλιείας μαγνητικών και ακουστικών ναρκών, που το
Βρετανικό Ναυτικό μας είχε στείλει ως βοήθεια, από την Αλεξάνδρεια.

Όμως, μετά την έκρηξη των λεβήτων του Fraser, θραύσματα έπληξαν το ναρκαλιευτικό
σκοτώνοντας δύο Αξιωματικούς (τον Cdr F. Douglas-Watson που είχε αποσπαστεί από
τη Βρετανική βάση NILE (στην Ras el-Tin Point, Alexandria) και τον Lt R. Humphrey
RNVR) που ήταν έξω από το πλοίο και κατάστρεψαν τις συσκευές/μηχανήματα και
καλώδια ναρκαλιείας που ήταν στην πρύμνη.

Όσοι ήταν σε ακτίνα 25 χιλιομέτρων αισθάνθηκαν την καταστροφή σαν σεισμό. Πόρτες
και παράθυρα κτηρίων μέχρι την Αθήνα, έφυγαν από τη θέση τους. Τζάμια έσπασαν μέχρι
και το Ψυχικό, η δε έκρηξη ακούστηκε μέχρι την Θήβα, τη Χαλκίδα και τη Λαμία.

[63]
Ο Αρχηγός του Στόλου, Αντιναύαρχος Καββαδίας, στο βιβλίο του αναφέρει:
«Μεταξύ των βληθέντων εντός του λιμένος Πειραιώς πλοίων, ήτο και το μέγαν Αγγλικό
φορτηγόν Κλαν Φρέιζερ, 10.000 τόνων, προσδεδεμένο παρά το 1ο Λιμενικό υπόστεγο,,
αριστερά τω εισπλέοντι και πλησίον τοε εσωτερικού στομίου του λιμένος. Η βόμβα ήτο
πιθανώτατα εμπρηστική και τα σπεύσαντα προς κατάσβεση της πυρκαιάς αγήματα ως και
η Πυροσβεστική Υπηρεσία δεν ανεύρον το πλήρωμα του πλοίου και υπέθεσαν ότι
εθεώρησε καλόν να εξέλθει των εις την ξηρά καταφυγίων, όπου θα είχε μεταβεί κατά τον
βομβαρδισμόν. Επειδή υπήρχε ο φόβος να επεκταθεί εις πλοία και κτίρια, ο Πλοίαρχος
Μπακόπουλος και ο Λιμενάρχης Πλοίαρχος Σπαρπέτης (έκαστος χωριστά) διέταξαν ο
μεν το εις την υπηρεσίαν του Νορβηγικό ναυαγοσωστικό Βίκιγκ, ο δε τα ρυμουλκά Αγ.
Γεώργιος και Κεραυνός, να το ρυμουλκήσουν εκτός του λιμένος. Εν τω μεταξύ όμως,
ανεφέρθη εις τον Μπακόπουλον εκ του παρατηρητηρίου ναρκών του έναντι του καιομένου
πλοίου Ωρονομικού σταθμού, ότι έχει σημειωθεί πτώσις ναρκών μεταξύ της πρώρας του
φορτηγού και του δεξιού λιμενοβραχίονος. Επειδή, κατόπιν τούτου υπήρχε πιθανότης
κατά την ρυμούλκησιν άνωθεν της νάρκης να εκραγεί αύτη και να φραχθή η είσοδος του
λιμένος υπο του βυθιζόμενου πλοίου, ο Μπακόπουλος λαβών και την έγκρισιν του ΓΕΝ,
ανέστειλε την απομάκρυνσιν». Για τους Βρετανούς σχετικά με την υπόθεση αναφέρει:
«Τότε όμως, τότε μόλις, παρουσιάστηκαν αι ως τότε σιωπώσαι και άφανται Αγγλικαί
Αρχαί και ανέφερον ότι εντός του καιόμενου πλοίου υπήρχον, άνω των 400 τόννων
τροτύλης προοριζομένης δια το Ελληνικόν Πυριτιδοποιείον. Δεν κατόρθωσα να μάθω,
παρ’όλας τας προσπάθειας μου, ποιος εξ αυτών έλαβε το θάρρος να ομολογήσει την
εγκληματικήν αύτην αμέλειαν και τι του είπον. Εγένετο άλλη απόπειρα να απομακρυνθεί το
πλοίον αλλά ούτε ήτο δυνατή η προσέγγισις εις αυτό, ενταθείσης της πυρκαιάς και λόγω
δεύτερης βόμβας, ήτις ως φαίνεται, έπεσεν επ΄αυτού κατά τινα νέαν επίθεσιν, ούτε και η
εκ της ξηράς αποκοπή των συρμάτων δι΄ών ήτο προσδεδεμένον, διότι πάντα τα πέριξ
υπόστεγα εκαίγοντο. Βύθισις του πλοίου δεν ήταν δυνατή διότι το μέρος ήταν αβαθές ,
φαίνεται δε ότι εκτιναχθέντων μερικών ελασμάτων της πρύμνης είχε ήδη επικαθήσει εις
τον βυθόν. Επιβάλλετο να απομακρυνθώσι το ταχύτερον όλοι από το πλοίον και το
μοιραίον επήλθε την 3:33 πρωινήν, ότε πλέον ο βομβαρδισμός είχεν προ πολλού λήξει».
Περιγράφει δε την έκρηξη του CLAN FRASER, ως εξής:
«Η λάμψις και η έκρηξης υπήρξαν τρομεραί. Το κλάιν Φρέιζερ εν ακαρεί διελύθη και τα
πεπυρακτωμένα τεμάχια του εξετινάχθησαν εις απίστευτους αποστάσεις. Ευρέθησαν εξ
αυτών εις το δημοτικόν θέατρον, το ναυπηγείο Βασιλειάδη και το Πασαλιμάνι. Τινά
μάλιστα μετέδωσαν και πυρκαιάς εις πλησίον σημεία της πόλεως ως και επί των πλοίων,
ενώ πάσαι αι περί τον λιμέναν οικίαι και λιμενικαί εγκαταστάσεις κατεστρέφοντο…….»

Οι κάτοικοι του Πειραιά, μέσα σε αυτή την κατάσταση, έπαιρναν ότι θεωρούσαν χρήσιμο,
το έβαζαν μέσα σε σεντόνια και με τον «μπόγο» τους στην πλάτη έπαιρναν τους δρόμους
[64]
για να απομακρυνθούν από τον Πειραιά. Τεράστιες ουρές παντού. Στην παραλιακή, στην
Πειραιώς, στη Θηβών, στο Σχιστό. Παντού μακριές σειρές τρομαγμένων ανθρώπων.

Παντού έβλεπες κάθε είδους μεταφορικό μέσο, αυτοκίνητο, τρίτροχο, δίτροχο, κάρο,
καροτσάκι, ακόμη και αυτοσχέδια μεταφορικά μέσα να τραβούν ή να σπρώχνουν, τα
λιγοστά υπάρχοντα των τρομαγμένων Πειραιωτών. Ο Σταθμός του «ηλεκτρικού»
απροσπέλαστος. Η αστυνομία ανήμπορη να ελέγξει τα πλήθη. Σκηνές λες και ήταν από
κινηματογραφική ταινία παντού στον Πειραιά. Τσακωμοί και διαπληκτισμοί για αγορά ή
έστω ενοικίαση, ενός μεταφορικού μέσου.

Η κατάσταση του λιμανιού μετά τη προσβολή και την ανατίναξη των πλοίων.

Οι επικοινωνίες, ο ηλεκτροφωτισμός και η υδροδότηση, διεκόπησαν. Απόλυτο σκοτάδι


παντού. Δύσκολο ήταν παντού στον Πειραιά, να περιθάλπεις τραυματίες στο σκοτάδι και
ακόμη πιο δύσκολο, να κινείσαι για να αποκαθιστάς ή να προλαμβάνεις ζημιές στο λιμάνι.
Στην ΕΖ είχαν κατεδαφιστεί τελείως 2 υπόστεγα με το 3ο μισογκρεμισμένο και με τα
συντρίμμια παντού. Αποτέλεσμα να μην μπορούν να ενεργήσουν πάνω από 4 πυροσβεστικά
οχήματα ελλείψει χώρου και νερού (αναφορά αρχηγού Πυροσβεστικής κ. Βρόνη).

Οι υπηρεσίες των οποίων τα γραφεία κατεδαφίστηκαν δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν


για να συνεννοηθούν και να συντονιστούν ή να ζητήσουν βοήθεια. Ο Διοικητής ΝΑΠ/3 με
το ξημέρωμα αναγκάστηκε να ξεκινήσει με το αυτοκίνητο και να πάει στο ΓΕΝ (Πλατεία
Κλαυθμώνος) για να ενημερώσει ως προς το μέγεθος της καταστροφής και να λάβει
οδηγίες, ενώ ταυτόχρονα το ΓΕΝ για να σχηματίσει εικόνα της κατάστασης, έστειλε τον
Αντιπλοίαρχο Λαζαρίμο να μεταβεί στον Πειραιά.

Ο Λαζαρίμος κατέβηκε και πήγε αρχικά στην έδρα της ΝΑΠ/3 που ήταν στη Σχολή
Ναυτικών Δοκίμων. Εκεί αντίκρισε μόνο, φωτιές να καίνε παντού. Ότι ήταν ξύλινο
καιγόταν. Πόρτες, παράθυρα, θρανία. Έξω από το καταφύγιο της Σχολής συνάντησε τον
Διοικητή ΣΝΔ, έφεδρο Υποναύαρχο Ζωϊόπουλο, ο οποίος του είπε ότι 3 ώρες μετά την
λήξη του συναγερμού, άκουσαν και αισθανθήκαν μια μεγάλη έκρηξη σαν σεισμό που ρήμαξε
τα πάντα. Δεν είχε εικόνα του τι ακριβώς συνέβη. Οι αξιωματικοί της ΝΑΠ είχαν κατέβει
στο λιμάνι.

Έφυγε από τη ΣΝΔ και κατευθύνθηκε προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά, που
στεγαζόταν στο Μέγαρο των αδελφών Βάττη, στο κέντρο του Λιμανιού. Στη Λεωφόρο
Χατζηκυριάκου έβλεπε το ξύλινα σπίτια στη προσφυγική συνοικία να καίγονται και στο
λιμάνι είδε τα Βρετανικά πλοία να εξέρχονται. Συντρίμμια και σίδερα σκόρπια παντού.

Μπροστά από το Λιμεναρχείο, συνάντησε τον Λιμενάρχη και άλλους αξιωματικούς.


Ενημερώθηκε πως η έκρηξη οφείλονταν στο πλοίο Clan Fraser που μετέφερε εφόδια και

[65]
πυρομαχικά. Μάλιστα ο Λιμενάρχης του έδειξε και ένα μεγάλο κομμάτι σίδερο που έπεσε
κοντά στο Λιμεναρχείο
ευτυχώς χωρίς να σκοτώσει
κανένα.
Ανέβηκαν στη ταράτσα του
Λιμεναρχείου απ όπου είδαν
την έκταση της καταστροφής.
Τα περισσότερα από τα πλοία
του λιμανιού καίγονταν. Οι
αποθήκες και τα γραφεία του
ΟΛΠ καιγόταν και αυτά.
Παντού πυροσβεστικές
αντλίες προσπαθούσαν να
σβήσουν και να περιορίσουν τη φωτιά.

Στη συνέχεια ο Αντιπλοίαρχος κατευθύνθηκε προς τον Κωφό λιμένα, όπου υπήρχε το
Ναυτικό Κλιμάκιο που είχε την ευθύνη μεταφοράς των πυρομαχικών, καυσίμων και
εφοδίων, στο Αλβανικό μέτωπο. Ήταν στο εσωτερικό λιμάνι, κοντά στους Σταθμούς
Αθηνών - Πειραιώς και Πελοποννήσου. Ο αξιωματικός που συνάντησε εκεί, ένας έφεδρος
Υποπλοίαρχος, του ανέφερε ότι όλο το προσωπικό προσπαθούσε να σβήσει τις γειτονικές
πυρκαγιές και πως ο Διοικητής της Βάσης, έφεδρος Πλοίαρχος Π. Μπούμπουλης, ήταν
στην πυρκαγιά που έκαιγε στην Ακτή Τζελέπη. Πήγε εκεί για να τον συναντήσει και τον
βρήκε τραυματισμένο στο πόδι να προσπαθεί με άλλους να απομακρύνουν μια φορτηγίδα
που είχε αρπάξει φωτιά από τα εκσφενδονισμένα κομμάτια, με μια μαούνα.
Στην ενημέρωση που ακολούθησε, αναφέρθηκε χαρακτηριστικά πως, ο Πειραιάς στάθηκε,

[66]
μέσα στην ατυχία του, τυχερός γιατί η Ναυτική Βάση Πειραιά, ήταν επίσης γεμάτη
πυρομαχικά και απ έξω είχε αρκετά καύσιμα-λιπαντικά!

Με το πρώτο φως τα Βρετανικά πολεμικά που ήταν στο λιμάνι, HMS CALCUTTA και
HMS AJAX παρά το φόβο των ναρκών, κατάφεραν και εξήλθαν με ασφάλεια, ενώ οι
στρατιωτικές αρχές εκτελούσαν εκκαθάριση των προσβάσεων του, από τις νάρκες.

Τα αποτελέσματα της Γερμανικής επιδρομής την 6 Απριλίου 1941, στον Πειραιά.

Από τον βομβαρδισμό αυτό του Πειραιά το βράδυ της 6 Απριλίου, το λιμάνι έπαθε
μεγάλες ζημιές. Καταστράφηκαν ή υπέστησαν σημαντικές ζημιές 7 από τις 12 περιοχές
φορτοεκφορτώσεως, βυθίστηκαν 11 πλοία, ενώ άλλα 85 ελαφρά σκάφη και αλιευτικά
καταστράφηκαν κατά την έκρηξη του “Clan Fraser” χωρίς να καταγραφούν.

Τα βυθισθέντα πλοία ήταν τα Βρετανικά φορτηγά SS Clan Fraser(7529t), City of


Roubaix (7108t), Cyprian Prince (1988t), το με σημαία Μάλτας Πατρίς (1706t) και τα
Ελληνικά Ευβοϊκός (4793t), Στυλιανή (3256t), Ακρόπολις (1393), διασωστικό Viking
(386t), επίτακτο γιωτ/περιπολικό Surf (496t), καΐκι Αλυκών (99 t) και το μεταγωγικό
[67]
Πεταλιοί (6565t) που λόγω πυρκαγιάς ρυμουλκήθηκε εκτός του λιμένος όπου
ανατινάχτηκε και βυθίστηκε.

Μικρότερες ζημιές υπέστησαν τα πλοία Cingalese Prince (8474τ), Clan Cumming


(7264τ), Devis (6054τ) που είχε και 1 νεκρό, Goalpara (5314τ), Κωνσταντίνος
Λουλούδης (4697τ), Katie Moller (3100τ) και Αγαλιανή (1656τ) ενώ το ελληνικό
βοηθητικό Γεώργιος (146τ) και το ρυμουλκό Ελπίς (250τ) λόγω των εκτεταμένων ζημιών
από την φωτιά τέθηκαν εκτός ενεργείας.

Πανικός, φόβος και απογοήτευση παντού. Όπου και να κοίταζες έβλεπες ερείπια και
φλεγόμενα πλοία και το μόνο που σκεφτόσουν ήταν: Κρίμα. Τόσα πυροβόλα να βάλουν και
να μην ρίξουν ούτε ένα αεροπλάνο!

Το λιμάνι έκλεισε για επισκευές για 10 μέρες και τα πλοία που είχαν προορισμό τον
Πειραιά κατευθυνόταν σε μικρότερα γειτονικά λιμάνια. Πήγαιναν στην Ελευσίνα, Χαλκίδα,
Στυλίδα και Βόλο.

Η επόμενη μέρα και η επίσκεψη των αρχών στο λιμάνι

Με το χάραμα της 7ης Απριλίου και με τη βοήθεια των υπαρχόντων ρυμουλκών, έξι
φλεγόμενα πλοία (Πεταλιοί, Στυλιανή, Ευβοϊκός, Αγάλλιανη, Αθήναι και Πολικός) για να
μην ανατιναχτούν μέσα στο λιμάνι, ρυμουλκήθηκαν και οδηγήθηκαν στα Σελήνια όπου και
αγκυροβόλησαν. Τελικά τα 3 πρώτα καταστράφηκαν ολοσχερώς ενώ τα υπόλοιπα
υπέστησαν μεγάλες ζημιές.

Λίγο πριν το μεσημέρι, ο πρωθυπουργός Αλ. Κορυζής με τον Υφυπουργό Εμπορικής


ναυτιλίας, τον Υφυπουργό Δημόσιας Ασφάλειας, τον Α/ΓΕΝ και τον αρχηγό της
Πυροσβεστικής
κατέβηκαν στον
Πειραιά, για να
διαπιστώσουν
«ιδίοις όμμασι»
το μέγεθος της
καταστροφής.

Εκεί έκπληκτοι
είδαν την
αποδιοργάνωση
όλων των
κρατικών
υπηρεσιών και
τον πανικό που

[68]
επικρατούσε παντού. Στρατιωτικοί (Έλληνες & Άγγλοι), λιμενικοί, πυροσβέστες,
υπάλληλοι και εργάτες του ΟΛΠ, πρόσκοποι, μέλη της νεολαίας Μεταξά (ΕΟΝ), ιερείς και
εθελοντές, εργαζόταν πυρετωδώς. Όλοι προσπαθούσαν αλλά δεν ήξεραν τι να
πρωτοκάνουν. Πολλοί ήταν «οι αρμόδιοι» και ο ένας έμπλεκε στα πόδια του άλλου. Όλοι
ήθελαν να είναι διευθυντές!. Όλοι έδιναν εντολές, πολλές εντολές αλλά η δουλειά δεν
προχωρούσε.
Κατά την προσπάθεια απομακρύνσεως ενός φλεγόμενου πλοίου, το ρυμουλκό-
ναυαγοσωστικό VIKING, στις 11:00, προσέκρουσε σε νάρκη και βυθίστηκε αύτανδρο
μπροστά στα μάτια όλων των επισήμων που είχαν κατέβει στο λιμάνι.

Ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί που τον συνόδευαν, δεν είχαν ξαναδεί νάρκη να σκάει.
Τότε την είδαν, την άκουσαν και την αισθάνθηκαν και τότε ήταν που ο πρωθυπουργός
βλέποντας το χάος, το μπλέξιμο αρμοδιοτήτων και την αποδιοργάνωση όλων των
κρατικών και λιμενικών αρχών, πήρε μια απόφαση και υπέγραψε επί τόπου τη διαταγή
δημιουργίας «Ανωτέρας Διοίκησης Πειραιά» που υπαγόταν απ ευθείας σε αυτόν και
ανήκαν σε αυτή όλες οι κρατικές (πολιτικές & στρατιωτικές) και δημοτικές υπηρεσίες.
Πρώτος διοικητής τοποθετήθηκε ο Πλοίαρχος Πετρόπουλος με υποδιοικητή τον Έφεδρο
Υποπλοίαρχο Μελησσινό και βοηθό του τον Σημαιοφόρο Τ. Λούη. Επειδή το λιμάνι ήταν
εκτός λειτουργίας, η πρώτη διαταγή που δόθηκε ήταν για την οργάνωση και το
συντονισμό των αρχών ώστε να μπει μια τάξη και να επαναλειτουργήσει το ταχύτερο το
λιμάνι. Μερικές ώρες αργότερα η τοποθέτηση του διοικητού τροποποιήθηκε και διοικητής
ανέλαβε ο Πλοίαρχος Πετρόπουλος, ο οποίος έθεσε προτεραιότητα «το σβήσιμο των
πυρκαγιών» που μαινόταν στους χώρους του λιμανιού και την εξουδετέρωση των ναρκών
που είχαν πέσει μέσα στο λιμάνι. Ταυτόχρονα ο αρχηγός της Πυροσβεστικής διέταξε να
κατέλθουν στον Πειραιά, όλες οι διαθέσιμες μονάδες από την Αθήνα. Επίσης, τότε
αντικαταστάθηκε και ο λιμενάρχης Πειραιά και καθήκοντα ανέλαβε ο Πλοίαρχος ΛΣ Αντ.
Μπάχας.

Οι φωτιές στα πλοία, ήταν πλέον αδύνατον να αντιμετωπιστούν από την πυροσβεστική και
έτσι τα πλοία αφέθηκαν στην τύχη τους, ενώ όσα ήταν δυνατόν να προσδεθούν για να
ρυμουλκηθούν, οδηγήθηκαν εκτός του λιμένος. Την απομάκρυνση αυτή των πλοίων
ανέλαβαν ο Υποπλοίαρχος Μελισσηνός και ο Σημαιοφόρος Τιμολέων Λούης που
κατάφεραν μέχρι την επόμενη μέρα (8/4) να ρυμουλκήσουν εκτός τα φλεγόμενα πλοία
Αθηνά Σ, Μόσχα Γουλανδρή, Πολικός, Σίφνος, Στυλιανή.

Κατά τη ρυμούλκηση του Στυλιανή (8/4), αποκόπηκαν τα ρυμούλκια λόγω κυματισμού και
το πλοίο προσάραξε στην Κυνοσούρα. Το ίδιο συνέβη και με το Αγάλιανη (9/4) που το
προσάραξαν στα Σελήνια. Επίσης και κατά την ρυμούλκηση του Πεταλιοί (9/4)
αποσκόπησαν τα ρυμούλκια, το πλοίο παρασύρθηκε από τα κύματα και βυθίστηκε ανοικτά

[69]
της Αίγινας. Την ίδια μέρα πάλι λόγω κυματισμού, αποσκόπησαν οι άγκυρες του Ευβοϊκός
(9/4) και το πλοίο με τη βοήθεια ρυμουλκών προσάραξε στα Σελήνια της Σαλαμίνας.

Εκκαθάριση λιμένος και προσβάσεων του από τις νάρκες.

Ο Β΄ΠΠ βρήκε το ναυτικό μας με ελάχιστα πλοία ναρκοπολέμου και αυτά ήταν, όλα παλιά
αλιευτικά ή βοηθητικά σκάφη, μετασκευασμένα σε ναρκαλιευτικά. Αυτά όμως τα πλοιάρια,
μπορεί να ήταν αποτελεσματικά για τις μέχρι τότε γνωστές νάρκες επαφής
(αγκυροβολημένες ή παρασυρόμενες), αλλά δεν ήταν κατάλληλα για να εξουδετερώσουν
τις νέας τεχνολογίας
νάρκες επιδράσεως
(μαγνητικές), που οι
Γερμανοί άρχισαν ευρέως
να χρησιμοποιούν από τότε.

Επειδή από την αρχή του


πολέμου είχαν ποντιστεί
αμυντικά ναρκοπέδια (στενό
Κέρκυρας, Πρέβεζα,
Πατραϊκό, Σαρωνικό, Ευβοϊκό, Τρίκερι, Θερμαϊκό και Σούδα), το ναυτικό είχε φροντίσει
να επιτάξει αρκετά μικρά σκάφη που τα είχε κοντά στις ναρκοθετημένες περιοχές και στις
περιοχές που ποντιζόταν φράγματα. Επίσης, διέθετε και ένα μεγάλο αριθμό μικρών
ρυμουλκών, αλιευτικών και πετρελαιακάτων που επιτηρούσαν τα ναρκοπέδια,
ανοιγόκλειναν τις πόρτες των φραγμάτων και που καθοδηγούσαν τα πλοία στους ασφαλείς
διαύλους. Σε αυτά τα σκάφη είχαν μπεί μηχανικοί γρίποι και πολυβόλα.
Τα πλοιάρια αυτά ναυλοχούσαν στους πλησιέστερους όρμους, όπως στη περίπτωση του
Πειραιά στον όρμο Αγ, Γεωργίου, στο Κερατσίνι, στα Παλούκια, στη Βουλιαγμένη και στην
Αίγινα.

Αυτά όλα τα σκάφη, με τις μικρο-αλλαγές που τους έγιναν και τις κατάλληλες οδηγίες που
τους δόθηκαν, κατάφεραν να αντιμετωπίσουν την νέα απειλή που τα Γερμανικά
βομβαρδιστικά έφεραν. Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν όπως είδαμε ευρέως τις
«μαγνητικές» νάρκες. Νάρκες που εκρήγνυνται όταν τις πλησίαζε ένα πλοίο, λέγω της
μεταβολής του μαγνητισμού. Τα μόνα λοιπόν που θα μπορούσαν να τις πλησιάσουν ήταν τα
«ξύλινα» αλιευτικά ή ξύλινες μαούνες ή οι βενζινάκατου του Λιμενικού και της Πλοηγικής
υπηρεσίας. Επίσης υπήρχαν και ειδικά ναρκαλιευτικά που μπορούσαν να εξουδετερώσουν
(με έκρηξη) τις νάρκες επιδράσεως με τους ειδικούς μηχανισμούς (καλώδια για τις
μαγνητικές & σφύρες για τις ακουστικές) που ήταν εφοδιασμένα. Εμείς δεν είχαμε, αλλά
είχαμε ζητήσει να μας δώσουν και την προηγούμενη μέρα είχε καταπλεύσει στο Πειραιά η
Βρετανική κορβέτα-ναρκαλιευτικό HMS HYAKINTH που είχε προσδέσει λίγο πιο πέρα
[70]
από το φορτηγό Clan Fraser με τα πυρομαχικά. Μετά τον βομβαρδισμό, την πυρκαγιά που
ξέσπασε και τις εκρήξεις που έγιναν, το ωστικό κύμα και τα θραύσματα που έπεσαν, η
κορβέτα υπέστη καταστροφές και τα καλώδια - συρματόσχοινα ναρκαλιείας,
καταστράφηκαν.

Μπροστά στην κατάσταση αυτή αξιοποιήθηκαν όλα τα μικρά σκάφη που μετατράπηκαν σε
αυτοσχέδια ναρκοθηρευτικά, τα οποία προπορευόταν των πλοίων ή των ρυμουλκών που
τα ρυμουλκούσαν. Κάθε τόσο, περίπου ανά 15 δλπ, πολυβολούσαν από τη πλώρη τους
προς τα εμπρός και προς το βυθό και επίσης έριχναν και μια χειροβομβίδα, μήπως και
πετύχουν ή ενεργοποιήσουν, κάποια νάρκη. Στη περίπτωση αυτή ο μόνος κίνδυνος θα
ήταν η πιθανή βύθιση της προπορευόμενης βενζινακάτου/αλιευτικού.

Παράλληλα με ένα συνεργείο από το Ναύσταθμο Σαλαμίνας υπό τον Έφεδρο εκ μονίμων
Πλωτάρχη Μ. Ματθαίο της Διεύθυνσης Τορπιλών και Ναρκών, έριχναν χειροβομβίδες
και Βόμβες Βυθού στις περιοχές που θέλαμε να είναι ασφαλείς και στα σημεία που τα
παρατηρητήρια ανέφεραν πως είδαν νάρκες να πέφτουν.

Επίσης την επομένη το απόγευμα ήλθε από την Αίγυπτο ένας Άγγλος, ειδικός σε θέματα
ναρκοπολέμου για βοήθεια. Με τον τρόπο αυτό καταφέρανε μέσα σε δυό μέρες να
ανοίξουμε ένα ασφαλή δίαυλο για διέρχονται τα πλοία. Υπήρχαν πολλά πλοία στο λιμάνι,
που έπρεπε να απομακρυνθούν για να μην βουλιάξουν μέσα.

Για την πλήρη εξασφάλιση και αποκατάσταση του λιμανιού απαιτήθηκαν δέκα μέρες, ο δε
εφοδιασμός της Ελλάδας και η αποστολή εφοδίων στα μέτωπα, γινόταν από άλλα λιμάνια
(Βόλος, Χαλκίδα, Ελευσίνα, Στυλίδα). Η κίνηση των πλοίων προς Ναύσταθμο, Σκαραμαγκά
και Ελευσίνα, γινόταν δια μέσω του στενού Φανερωμένης-Μεγάρων.

Λόγω των αναγκών αυτών ο Α/ΓΕΝ ζήτησε από τον Ναύαρχο Cunningham βοήθεια και
αυτός ανταποκρίθηκε άμεσα και θετικά. Την επόμενη εβδομάδα (14/4)ήλθαν από την
Αλεξάνδρεια η Βρετανική κορβέτα – ναρκαλιευτικό Salvia από το 10th Corvette Group
και το ναρκαλιευτικό της Νότιας Αφρικής Muroto από την Minesweeping Group 91

Τα πλοία αυτά μαζί με την κορβέτα Hyakinth (και αυτή από το Minesweeping Group 91),
που εν τω μεταξύ επισκευάστηκε, ανέλαβαν τη συστηματική εκκαθάριση των προσβάσεων
του λιμανιού στο Σαρωνικό.
[71]
Η κατάληψη μας από τους Γερμανούς, τα συμβάντα και η αποδημία του Στόλου

Η τακτική του «αστραπιαίου πολέμου» που επιτυχώς εφαρμόστηκε στη δυτική Ευρώπη,
εφαρμόστηκε και στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία και επιβεβαίωσε την
αποτελεσματικότητά της. Η προέλαση των πεζοπόρων και μηχανοκίνητων στρατευμάτων
με τα προπορευόμενα τεθωρακισμένα και την πλήρη αεροπορική υποστήριξη, ήταν
γρήγορη και σταθερή.

Τις επόμενες μέρες, 7 και 8 Απριλίου, οι


Γερμανοί έδωσαν σκληρές μάχες στη Γραμμή
Μεταξά ενώ ο αριθμός των αεροπλάνων στις
γερμανικές αεροπορικές επιθέσεις μειώθηκε
γιατί είχε δοθεί μεγαλύτερο βάρος στις
επιχειρήσεις της Γιουγκοσλαβίας.

Τα Γερμανικά αεροπλάνα επικεντρώθηκαν


στο λιμάνι του Πειραιά, στο Βόλο,
Ναύσταθμο Σαλαμίνας, Ισθμό Κορίνθου και
στα περάσματα των Θαλασσίων Γραμμών
Επικοινωνιών (SLOC). Αν επιτύγχαναν τους
στόχους τους, η αποχώρηση των Βρετανικών
και των δυνάμεων ANZAC θα ήταν, αν όχι
αδύνατη, εξαιρετικά δύσκολη.

Στις 9 Απριλίου το πρωί Γερμανικά «στούκας» και Do 17Ζ σφυροκοπούν τα οχυρά της
γραμμής Μεταξά και επίσης τα στρατεύματα μας στη Νάουσα. Η 72η Γερμανική Μεραρχία
Πεζικού κατέλαβε το Οχυρό Εχίνος και διέσπασε τη Γραμμή Μεταξά ενώ τα γερμανικά
στρατεύματα εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη.

Στις 10 Απριλίου, νωρίς το πρωί, βομβαρδίστηκαν όλα τα οχυρά της γραμμής Μεταξά
από τα αεροπλάνα. Η αντίσταση στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη,
σταμάτησε ενώ ξεκίνησε η σύμπτυξη των δυνάμεων μας για να έχουν μια συντεταγμένη
υποχώρηση.

Οι απώλειες και στις δύο πλευρές ήταν μεγάλες. Οι δυνάμεις μας είχαν 1.000 νεκρούς και
τραυματίες ενώ οι Γερμανικές 555 νεκρούς, 2.134 τραυματίες και 170 αγνοούμενους.
Αριθμοί που φανερώνουν το μέγεθος της Ελληνικής αντίστασης. Από την έκθεση
Πεπραγμένων Υπηρεσιών προς τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης βλέπουμε πως μόνο την
περίοδο από 6 μέχρι 10 Απριλίου, έγιναν 6 νυκτερινές και 2 ημερήσιες αεροπορικές
επιδρομές για ναρκοθέτηση και βομβαρδισμό του λιμένα Πειραιά.

[72]
Από τις συχνές αυτές αεροπορικές επιθέσεις, βλέπουμε πως η παραμονή των πολεμικών
πλοίων στο Ναύσταθμο και στα αγκυροβόλια διασποράς στην Ελευσίνα ήταν επισφαλής.
Επίσης είδαμε και πως, ο «πλήρως μηχανοκίνητος» στρατός προχωρούσε πολύ γρήγορα
στους στόχους του. Μετά από αυτά, συγκλήθηκε το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο (ΑΝΣ)
για να συζητήσει το θέμα των Πολεμικών μας πλοίων και της αποδημίας του Στόλου.
Στο συμβούλιο αυτό αποφασίστηκε ότι ο στόλος πρέπει να κατευθυνθεί σε μια κατάλληλη
βάση, θα προσδιοριζόταν μελλοντικά, για να συνεχίσει τον αγώνα του σε συνεργασία με
τους Συμμάχους. Μέχρι δε να βρεθεί αυτή η «κατάλληλη βάση» αποφασίστηκε τα πλοία
μας να πάνε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η απόφαση του ΑΝΣ τέθηκε υπ όψη του
πρωθυπουργού Κορυζή για έγκριση και μετά εκδόθηκε η διαταγή που έλεγε «όλα τα
αντιτορπιλικά και υποβρύχια, καθώς και ένας αριθμός επίτακτων και βοηθητικών πλοίων,
θα πρέπει να είναι συνεχώς έτοιμα για άμεσο απόπλου και πλήρως εφοδιασμένα σε
καύσιμα, πυρομαχικά και τρόφιμα». Η διαταγή λοιπόν εκδόθηκε αλλά η εκτέλεση του
«απόπλου» των πλοίων του Στόλου, καθυστερούσε να υλοποιηθεί για πολλούς λόγους!.
Κύρια αιτία ήταν η αναποφασιστικότητα και η σύγχυση που επικρατούσε στην τότε
πολιτική ηγεσία, για τον χρόνο που θα επιβιβαζόταν η κυβέρνηση για να μεταφερθεί στην
νέα βάση, γεγονός που δημιούργησε αργότερα προβλήματα όπως θα δούμε.

11 Απριλίου, γερμανικά αεροπλάνα Ju 88 (από Σμήνος III./KG 30) και He 111 (από
Μοίρα 2./KG 4) προσπάθησαν να ναρκοθετήσουν την είσοδο του λιμανιού του Βόλου αλλά
αναχαιτίστηκαν από Hurricane της 33ης SQN της RAF τα οποία κατέρριψαν δύο Ju 88
(τα 4D+JR και 4D+FS) της 8 Μοίρας του Σμήνους III./KG 30.
Το βράδυ της 11 Απριλίου αεροπλάνα Ju 88 από την Σικελία εκμεταλλεύτηκαν την
πανσέληνο και βομβάρδισαν σε δύο κύματα το λιμάνι του Πειραιά που είχε πάνω από 20
μεγάλα εμπορικά πλοία. Πιο συγκεκριμένα, 29 αεροπλάνα Ju 88A της Σμηναρχίας LG 1
έφυγαν στις 18.00 από το αεροδρόμιο της Catania και 16 Ju 88 του Σμήνους III./KG 30
έφυγαν λίγο μετά τα μεσάνυκτα από το αεροδρόμιο του Gerbini. Από τις επιδρομές αυτές
βυθίστηκαν 4 εμπορικά πλοία και το Δανέζικο Marie Maersk. Επίσης βυθίστηκε και το
πλωτό νοσοκομείο ΑΤΤΙΚΗ.

12 Απριλίου. Τη προηγούμενη νύχτα διετάχθησαν οι Βρετανικές δυνάμεις (ΧΙΙ & 20


Μεραρχία) να συμπτυχθούν για να υποχωρήσουν, ενώ αργά το βράδυ τα πρώτα Ελληνικά
στρατεύματα (ΤΣΔΜ & ΤΣΗ) με τη σύμφωνη γνώμη του Στρατάρχη Παπάγου, άρχισαν να
αποσύρονται. Βομβαρδιστικά γερμανικά αεροπλάνα σε επιδρομή τους, βύθισαν κοντά στις
Φλέβες στο Σαρωνικό το εμπορικό φορτηγό SS Retriever (674 τ).

Στις 13 Απριλίου είκοσι γερμανικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα Ju 88 του Σμήνους I/LG 1,


βομβάρδισαν το λιμάνι του Βόλου όπου προξένησαν σημαντικές ζημιές και κατέστρεψαν
ένα Βρετανικό φορτηγό πλοίο (City of Karachi-7100t) και ένα Νορβηγικό πετρελαιοφόρο

[73]
(Brattdal-5000t) που ήταν μέσα. Τα αεροπλάνα συνεπλάκησαν με καταδιωχτικά της 33
SQN της RAF και στη συμπλοκή κατερρίφθησαν δύο γερμανικά Ju 88 (τα L1+UH και
L1+EN).
Όλη τη μέρα, Γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν στόχους από τις Σέρρες και Πρέσπες
μέχρι Πτολεμαΐδα και ο Στρατηγός Ουίλσον αποφάσισε να αποσύρει όλες τις Βρετανικές
δυνάμεις στον ποταμό Αλιάκμονα και στη συνέχεια στις Θερμοπύλες.
Τα αντιτορπιλικά μας διατάχτηκαν να είναι κατά ζεύγη στις θέσεις διασποράς στον
Σαρωνικό και να είναι κοντά στη πρωτεύουσα.

Την νύχτα 13/14, το αντιτορπιλικό ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ-με το ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ


που είναι σε διασπορά στο κόλπο του Σοφικού, δέχονται αεροπορική επίθεση από ομάδα
«στούκας» Το ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ επλήγη σοβαρά αλλά ο Κυβερνήτης του πλοίου
Αντ/ρχος Πύρρος Λάππας κατάφερε με πολλές δυσκολίες, γιατί το πλοίο είχε πάρει
μεγάλη κλίση, να φτάσει στο ναύσταθμο, να ανέβει στη δεξαμενή και να αρχίσουν οι
επισκευές που θα διαρκούσαν 45 μέρες.

Στις 14 Απριλίου, η 9η Μεραρχία Πάντσερ, κατέλαβε τη Κοζάνη και καταδιώκοντας τους


Βρετανούς, έφτασε στην κατεστραμμένη γέφυρα του Αλιάκμονα.
Το απόγευμα, Γερμανικά αεροσκάφη (Ju 88 και Bf 110) εκτέλεσαν μια επιδρομή στο λιμάνι
του Πειραιά. Ο Σμηναγός Georg Sattler LG 1 βομβάρδισε ένα φορτηγό πλοίο 6.000 τα
στο λιμάνι του Πειραιά το οποίο η έκρηξη, το πέταξε πάνω στο θρυμματισμένο
κρηπίδωμα. Η αεράμυνα απογείωσε επτά Βρετανικά αεροσκάφη (3 Hurricane από την 80
RAF SQN και 4 Blemheim από την 30 RAF SQN). Τα Blemheim δεν κατάφεραν να
έλθουν σε επαφή, ενώ ένα από τα Hurricane κατά την συμπλοκή προσβλήθηκε και έκανε
αναγκαστική προσγείωση.

Αμέσως μετά, εκδηλώθηκε μια νέα επίθεση στο Ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Ευτυχώς
όμως τα εν ενεργεία πλοία ήταν σε θέσεις διασποράς και στο ναύσταθμο ήταν μόνο τα
παλιά θωρηκτά Λήμνος και Κιλκίς. Όμως, στη πλωτή δεξαμενή υπήρχε το αντιτορπιλικό
Βασιλεύς Γεώργιος, που είχε έλθει νωρίς το πρωί για επισκευές.

[74]
Λόγω όμως της Γερμανικής προέλασης και της αδυναμίας έγκαιρης επισκευής, ο
κυβερνήτης, προκειμένου να μη γίνει λεία πολέμου, διέταξε τη ταχεία βύθιση της
δεξαμενής μαζί με το πλοίο που όμως δεν είχε το αποτέλεσμα που ήθελε. Η δεξαμενή δεν
βυθίστηκε εντελώς λόγω του μικρού βάθους της περιοχής. Το πλοίο μετά την κατάληψη
της Ελλάδας, περιήλθε στους Γερμανούς, επισκευάστηκε και υπηρέτησε το Γερμανικά
Ναυτικό.
Στο πλοίο αυτό επέβαινε ο διοικητής αντιτορπιλικών Πλοίαρχος Μεζεβίρης ο οποίος,
μετά τη προσωρινή αχρήστευση του πλοίου, μετέβη στο αντιτορπιλικό ΑΕΤΟΣ (την 18
Απριλίου) και αργότερα τη Δευτέρα του Πάσχα, στο ΥΔΡΑ (την 21 Απριλίου 1941)..
Τέλος την ημέρα αυτή, πέντε Ιταλικά αεροπλάνα εκτελούν αεροπορική επιδρομή στο
λιμάνι της Πρέβεζας και η ΑΑ άμυνα κατέρριψε ένα.

Στις 15 Απριλίου, εικοσιπέντε αεροπλάνα Ju 88A από το Σμήνος I./KG 51 και I./LG 1,
βομβάρδισαν το λιμάνι της Χαλκίδας όπου κάθε μοίρα έχασε και από ένα αεροσκάφος Ju
88. Τα αεροπλάνα στις 08:45 αναχαιτίστηκαν πάνω από ην Αθήνα από 10 αεροπλάνα (6
Hurricane της 80 RAF SQN και 4 Blemheim της 30 RAF SQN). Από την αερομαχία
καταρρίφτηκε ένα Βρετανικό Hurricane και 6 γερμανικά βομβαρδιστικά.
Στις 09:30 σμήνος από δέκα Ju 88 εντοπίστηκε σε ύψος 12.000 ποδιών πάνω από την
Αθήνα και αναχαιτίστηκε από αεροσκάφη της 30 RAF SQN. Τα αεροπλάνα κατευθυνόταν
πάλι στο λιμάνι του Πειραιά. Στην αερομαχία που ακολούθησε, ένα γερμανικό αεροσκάφος
από το I./KG 51 κατερρίφθη (LI+SK). Κατά την επιδρομή αυτή ένα Ju 88A (4I+JK)
εντόπισε και προσέβαλε ένα εμπορικό πλοίο έξω από το λιμάνι. Ήταν το Clun Cumming το
οποίο είχε προσβληθεί στον Πειραιά, κατά τον βομβαρδισμό της 6/7 Απριλίου. Είχε τότε
επισκευαστεί και τώρα είχε μόλις αναχωρήσει για την Αλεξάνδρεια. Το πλοίο γλύτωσε από
τις βόμβες του γερμανικού αεροπλάνου αλλά ήταν άτυχο. Στον πανικό του πέρασε μέσα
από το αμυντικό ναρκοπέδιο ανατολικά της Αίγινας, προσέκρουσε σε νάρκη και βυθίστηκε.

[75]
Τα γερμανικά αεροπλάνα, συνέχισαν προς το κόλπο της Ελευσίνας όπου βομβάρδισαν 2
πλοία, το Goalpara που είχε ξανα-βομβαρδιστεί στον Πειραιά το βράδυ της 6/7 Απριλίου
και το Quilloa (7.765 t). Τα πλοία μετά την προσβολή προσάραξαν για να μην βυθιστούν
ενώ τα αεροσκάφη συνέχισαν και προσέβαλαν ανεπιτυχώς το αεροδρόμιο Ελευσίνας.
Από τα γερμανικά αυτά αεροσκάφη δύο με ελαφρές ζημιές προσγειώθηκαν στη
Θεσσαλονίκη και τρία με σοβαρότερες ζημιές κατά την αναγκαστική τους προσγείωση
καταστράφηκαν. Το ένα στο αεροδρόμιο της Κοζάνης (βλάβη στη μηχανή), ένα στη
Θεσσαλονίκη και ένα στη βάση τους στο Krumovo της Βουλγαρίας.
Στις 10:00 Γερμανικά αεροπλάνα Bf 109 αναχαιτίστηκαν πάνω από τη Λάρισα από
Βρετανικά τα οποία απογειώθηκαν από τον Αλμυρό. Γενικά Γερμανικά βομβαρδιστικά
σφυροκοπούσαν τις δυνάμεις μας από τη Λάρισα μέχρι τα Γιάννενα.

Την 16 Απριλίου το πρωί, περίπου 20 αεροπλάνα Ju 88 από το Σμήνος I(K)/LG 1 και το


Σμήνος I/KG 51 αναχαιτίστηκαν επιτυχώς από 2 αεροπλάνα της 80 RAF SQN, πάνω από
το λιμάνι της Χαλκίδας. Ένα αεροπλάνο της KG 51 κατέπεσε στα Πολιτικά Ευβοίας
(9Κ+FM) και ένα άλλο της LG 1 βλήθηκε από την Α/Α άμυνα και έπεσε στη θάλασσα της
Χαλκίδας (L1+HL). Σε ένα άλλο Ju 88 ο πιλότος κατά την τελική του βύθιση εγκατέλειψε
και το Α/Φ έπεσε στη θάλασσα, ενώ άλλα δύο που είχαν πληγεί από τα ΑΑ πυρά, έκαναν
αναγκαστική προσγείωση, το ένα στο αεροδρόμιο Θεσσαλονίκης (40% ζημιές) και το άλλο
στη βάση του στο Krumovo της Βουλγαρίας.
Τέλος το βράδυ, έγινε μια επιδρομή Ju 88 και από Do 17 της Geschwaderstab KG 2 σε
ένα εργοστάσιο κοντά στην Ελευσίνα. Τα Γερμανικά αναχαιτίστηκαν από Hurricane της
80ης SQN της RAF κατά δε την επακολουθήσασα συμπλοκή, προσβλήθηκαν τρία
γερμανικά (τα U5+BA, U5+DA και U5+GA) εκ των οποίων δύο έπεσαν κοντά στο στόχο
τους στην Ελευσίνα και ένα στη περιοχή της Λάρισας.
Τη μέρα αυτή, ο Ουίλσον ενημέρωσε τον στρατηγό Παπάγο ότι έλαβε την απόφαση να
αποσύρει τις δυνάμεις του, από τις Θερμοπύλες.

Στο θωρηκτό ΑΒΕΡΩΦ, ήταν η έδρα του Αρχηγού Στόλου (ΑΣ), επικρατούσε σύγχυση
γιατί κανείς δεν γνώριζε ποια θα ήταν η τύχη του πλοίου. Λόγω της παλαιότητάς του, της
μειωμένης μαχητικής ικανότητας του αλλά και λόγω των αλληλοαναιρούμενων διαταγών
που υποχρέωναν το πλήρωμα να αποβιβάζει και να επιβιβάζει πολυβόλα, οπλισμό, αρχεία
κλπ υπήρχε μεγάλη ένταση στο πλήρωμα.
Όταν ο ΑΣ μαζί με το επιτελείο του αποβιβάστηκε από το πλοίο χωρίς να ενημερώσει
κανένα, προκλήθηκε αναταραχή επειδή το πλήρωμα νόμισε πως το εγκατέλειψε η φυσική
του ηγεσία. Όμως, όταν ο πλοίαρχος Βλαχόπουλος ανέλαβε κυβερνήτης, η κατάσταση
εξομαλύνθηκε, η τάξη επανήλθε και το πλήρωμα ξεκίνησε τις προετοιμασίες για τον
απόπλου του.

[76]
Την 17 Απριλίου, Είκοσι επτά Γερμανικά αεροπλάνα Bf 109 από τα Σμήνη Stab, II και
III/JG 77 εκδήλωσαν επιθέσεις σε πλοία και σε αεροδρόμια κοντά στον Βόλο. Στην
επιδρομή αυτή, βυθίστηκε ένα εμπορικό και καταστράφηκαν 2 Βρετανικά αεροπλάνα στο
έδαφος. Από τα ΑΑ πυρά της αεράμυνας, επλήγη ένα γερμανικό αεροσκάφος του Σμήνους
III/JG 77 το οποίο έκανε αναγκαστική προσγείωση στο αεροδρόμιο του Dojransko,
κοντά στη λίμνη Δοϊράνης (60% βλάβες).
Επίσης, κατά την αεροπορική επιδρομή στο λιμάνι του Πειραιά, βυθίστηκε το εμπορικό
πλοίο Πετράκης Νομικός (7020 τ) και καταρρίφτηκε ένα αεροπλάνο Do 17Z του Σμήνους
1./KG 2.

Στο ΑΒΕΡΩΦ, είχαμε πάλι φασαρίες, όταν ο Κυβερνήτης του (Ανπχος Βλαχόπουλος)
αναχώρησε για να πάει στο ΓΕΝ προκειμένου να αποσαφηνίσει τις προθέσεις των
ανωτέρων του και να ζητήσει έκδοση διαταγής απόπλου. Δημιουργήθηκε ξανά σύγχυση
στο πλήρωμα, που αυτή τη φορά επαναστάτησε. Θεώρησε ότι ή ο κυβερνήτης εγκατέλειψε
το πλοίο για να περιέλθει στους Γερμανούς ή ότι το πλοίο επρόκειτο να αυτοβυθιστεί.
Τελικά εν µέσω αποδοκιμασιών, προπηλακίσεων και πυροβολισμών, αποβιβάσθηκαν τα
μέλη του πληρώματος που δεν επιθυμούσαν να παραμείνουν στο πλοίο και το πλοίο
απέπλευσε για την Κρήτη, αλλά χωρίς τον κυβερνήτη του. Ο κυβερνήτης του «Αβέρωφ»
επιστρέφοντας έμαθε τα νέα και τάχιστα επιβιβάστηκε σε μια πετρελαιάκατο και
κατευθύνθηκε προς το πλοίο που μόλις είχε αποπλεύσει. Το πρόλαβε στο ύψος των
Φλεβών, επέβη στο πλοίο και το πλοίο συνέχισε τον πλου για να συνεχίσει τον αγώνα.
[77]
Στις 18 Απριλίου, Ο Στρατηγός Γεώργ. Τσολάκογλου ξεκίνησε συνομιλίες με τον διοικητή
του 12 German Army για την παράδοση των δυνάμεων μας. Οι συνομιλίες αυτές
ολοκληρώθηκαν την 21 Απριλίου.
Όλη τη μέρα γινόταν αεροπορικές επιθέσεις στη κεντρική και τη Βόρεια Ελλάδα.
Το πρωί, ο πρωθυπουργός μας Αλ. Κορυζής αυτοκτόνησε στο σπίτι του.
Μετά την αυτοκτονία του Κορυζή, ο Βρετανός πρεσβευτής Πάλερετ συμβούλεψε τον
Βασιλέα Γεώργιο να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας, όμως ο βασιλιάς
αποφάσισε να ασκήσει αυτός προσωρινά τα καθήκοντα του προέδρου της κυβέρνησης με
αντιπρόεδρο τον Κων. Κοτζιά. Λίγο αργότερα, ανατέθηκε στον Κοτζιά ο σχηματισμός
κυβέρνησης. Ήταν ο μόνος που ήταν αντίθετος στην αναχώρηση του Βασιλιά Γεωργίου και
της κυβέρνησης από την Αθήνα, ήταν αγαπητός από το λαό και στη φάση αυτή ο λαός
χρειαζόταν μια τόνωση ηθικού. Επίσης, τη μέρα αυτή για τόνωση του ηθικού, πέταξαν 16
αεροπλάνα από την 33 και 80 SQN της RAF και έκαναν υπερπτήσεις στην Αθήνα.

Τελικά ο Κοτζιάς δεν μπόρεσε να σχηματίσει κυβέρνηση, γιατί κανείς πολιτικός δεν
δέχτηκε τη συμμετοχή του στη κυβέρνηση. Τότε εδόθη εντολή στον Στρατηγό (εα)
Αλέξανδρο Μαζαράκη-Αινιάν, ο οποίος όταν απέκτησε εικόνα της πραγματικής
κατάστασης της χώρας, κατέθεσε την εντολή και ανέφερε πως η καλύτερη λύση ήταν η
εκκένωση της Ελλάδας από τα συμμαχικά στρατεύματα.

Τέλος την μέρα αυτή ξεκίνησε και ο απόπλους των υποβρυχίων από το Ναύσταθμο
Σαλαμίνας για την Αλεξάνδρεια.

Στις 19 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στη Λάρισα και κατέλαβαν το


αεροδρόμιο της, ενώ επίσης κατελήφθησαν και τα Ιωάννινα.

Στην Αθήνα έγιναν αρκετές αεροπορικές επιθέσεις κατά τις οποίες καταρρίφτηκαν πέντε
Do 17 της KG 2 και δύο Ju 88 της I./LG 1

Το μεσημέρι, κλήθηκε από τον βασιλιά ο Θεόδωρος Πάγκαλος για να αναλάβει την
διακυβέρνηση της χώρας, αλλά αυτός αρνήθηκε λέγοντας πως «Ο Ελληνικός Στρατός
είναι ένα πτώμα. Δε χρειάζεται τώρα ηγέτη, αλλά έναν ιερέα» [ΓΕΣ/ΔΙΣ (1985)].

Μετά από αυτή την εξέλιξη ορκίστηκε αντιπρόεδρος ο Ναύαρχος Σακελλαρίου και
Πρόεδρος της Κυβέρνησης, υπουργός Εξωτερικών, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας,
ο Εμμ. Τσουδερός. Ο Κρητικής καταγωγής Τσουδερός ήταν μεν «Βενιζελικός» αλλά ήταν
πιστός στα ανάκτορα και φίλια προσκείμενος στους Βρετανούς.

20 Απριλίου, Την Κυριακή του Πάσχα, 20/4/41, ο Βουλγαρικός Στρατός εισέβαλε στη
Θράκη, ενώ το απόγευμα στο χωριό Βοτονόσι των Ιωαννίνων ο Στρατηγός Τσολάκογλου
υπέγραψε με τον διοικητή της LSSAH Ζεπ Ντίντριχ, πρωτόκολλο ανακωχής, με το οποίο
σταματούσε κάθε εχθροπραξία μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας με ισχύ από το απόγευμα

[78]
στις 6μμ. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αυτό καθορίζονταν και οι όροι των ελληνικών και
ιταλικών στρατευμάτων, ως εξής: «τη νύκτα της 20ής προς 21η Απριλίου, με επέμβαση
του Γερμανού αρχιστράτηγου, θα γινόταν ανακωχή, ο Ελληνικός Στρατός θα αποσυρόταν
εντός δέκα ημερών στην ελληνοαλβανική μεθόριο, ενώ ο Ιταλικός δεν θα εισχωρούσε σε
ελληνικό έδαφος με τα γερμανικά στρατεύματα να παρεμβάλλονται μεταξύ Ελλήνων και
Ιταλών. Επιπρόσθετα, οι Έλληνες στρατιώτες θα αποστρατεύονταν, καθώς θα παρέδιδαν
τον οπλισμό τους και έπειτα θα μπορούσαν να μεταβούν στις εστίες τους, ενώ οι
αξιωματικοί δεν θα θεωρούνταν αιχμάλωτοι πολέμου και θα διατηρούσαν των οπλισμό
τους τιμητικώς». Όμως οι Γερμανοί δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους!

Η μάχη της Αθήνας (20 Απριλίου 1941)


Επίσης, τη μέρα αυτή του Πάσχα, διεξήχθησαν στον Αττικό ουρανό συνεχόμενες μεγάλες
αερομαχίες μεταξύ της Λουφτβάφε και της ΡΑΦ που έμειναν στην ιστορία ως η «Μάχη της
Αθήνας».
Από τις 05:50 μέχρι 06:50, τριανταέξι αεροπλάνα Bf 109E από το Σμήνος II & III/JG
77, εκτέλεσαν μια αεροπορική επιδρομή εναντίον πλοίων στο λιμάνι του Πειραιά
βυθίζοντα δύο πλοία, ένα 3.000t και ένα 1.500 t. Ένα αεροπλάνο του Σμήνους III/JG
77 κατευθύνεται προς το Μενίδι και προσβάλει το αεροδρόμιο καταστρέφοντας μερικά
αεροπλάνα της 216 Μοίρας της ΡΑΦ. Μια ώρα αργότερα εμφανίζεται πάλι στο αεροδρόμιο
ένας άλλος σχηματισμός αεροσκαφών Bf 110. Συνολικά κατέστρεψαν στο αεροδρόμιο 9
αεροπλάνα Blenheim της 211 & 84 SQN.
Στις 09:45 δύο αεροπλάνα Hurricane της 80 RAF SQN απογειώθηκαν για να
αναχαιτίσουν γερμανικά 3 Bf 109E του Stab/JG 27 που προσέβαλαν το λιμάνι της
Χαλκίδας. Τα γερμανικά πρόλαβαν και βύθισαν το πλοίο Μόσχα Γουλανδρή ( 5.199 τ) πριν
εμπλακούν σε αερομαχία με τα Βρετανικά. Ένα Βρετανικό αεροπλάνο καταρρίφτηκε κοντά
στη Τανάγρα ενώ το άλλο επέστρεψε στην Ελευσίνα με σοβαρές ζημιές.
Στις 14:00 εικοσι εννέα Bf 109E του ΙΙ και ΙΙΙ Σμήνους της JG 77 εμφανίστηκαν πάνω
από την Ελευσίνα και Τανάγρα. Ένα Hurricane της 33 RAF SQN κατέριψε ένα Γερμανικό
ενώ ένα άλλο έκανε αναγκαστική προσγείωση κοντά στη Λάρισα. Οιν πιλότοι της JG 77
ανέφεραν πως κατέστρεψαν στο έδαφος 13 Βρετανικά.
Στις 13:33 αεροπλάνα Bf 109E του ΙΙ Σμήνους της JG 27, επιτέθηκαν στο αεροδρόμιο
της Ελευσίνας και κατέστρεψαν 4 Hurricane της 33 RAF SQN. Ένα Γερμανικό Bf 109
καταρρίφτηκε πάνω από το αεροδρόμιο. Επίσης, λίγο αργότερα στις 15:41, ένα αεροπλάνο
της 33 RAF SQN που έκανε περιπολία εντόπισε και κατέρριψε ένα Ju 88
Στις 16:45 εντοπίστηκε ένας σχηματισμός με πάνω από 100 βομβαρδιστικά Ju 88 και Do
17 που συνοδευόταν από αεροσκάφη Bf 109 και Bf 110, να πλησιάζει την Αθήνα. Από
αυτά, δεκαπέντε Ju 88 του Σμήνους Ι/LG 1, κατευθύνθηκαν προς το λιμάνι του Πειραιά

[79]
και αναχαιτίστηκαν από 15 (9+6) αεροπλάνα της 33 RAF SQN τα οποία κατέρριψαν τρία
βομβαρδιστικά.
Μετά λίγα λεπτά εμφανίστηκαν άλλα 30 αεροπλάνα Ju 88 που συνεπλάκησαν με τα
Βρετανικά αεροπλάνα δίωξης. Από αυτά το Ju 88 (L1+ZH) κατέπεσε κοντά στην Αθήνα,
το L1+UK προσβλήθηκε και από ΑΑ άμυνα και κατέπεσε κοντά στο Καλαμάκι, ενώ το
L1+UH καταρρίφτηκε και αυτό από ένα Hurricane, πριν προλάβει να αφήσει τις βόμβες
του. Όμως το Hurricane αυτό προσβλήθηκε κατά την ανταλλαγή πυρών αλλά κατάφερε να
προσγειωθεί στη βάση του στην Ελευσίνα. Κατά την επιστροφή, ένα Ju 88 λόγω βλάβης
έπεσε στις Καρυές του Αγ. Όρους, ενώ ένα άλλο πάλι λόγω ζημιών από την αερομαχία,
επέστρεψε στο αεροδρόμιο του, στο Krumovo της Βουλγαρίας, έκανε αναγκαστική
προσγείωση και καταστράφηκε.
Ανακεφαλαιώνοντας, κατά την ημέρα αυτή τα Γερμανικά αεροπλάνα ανέφεραν πως
κατέστρεψαν 21 Βρετανικά αεροπλάνα, 3 στο Αγρίνιο, 6 στην Τανάγρα, 5 στο Μενίδι και 7
στην Ελευσίνα, ενώ έχασαν μόνο 14 (4 Do 17Z, 2 Ju 88A, 3 Bf 110 και 5 Bf 109 E). Από
την πλευρά τους τα Βρετανικά Hurricane ανέφεραν την κατάρριψη 20 αεροσκαφών (1 Do
17Z, 5 Ju 88A, 8 Bf 110, 5 Bf 109 E και 1 Fw 187)).

Μετά από την «Μάχη των Αθηνών» τα Βρετανικά αεροπλάνα άρχισαν να ετοιμάζουν την
αποχώρηση τους και τη μεταστάθμευση ρους στη Κρήτη και Αίγυπτο. Τα πολεμικά μας
πλοία λόγω των ασταμάτητων αυτών αεροπορικών επιδρομών είναι συνέχεια εν πλώ στην
περιοχή του Αργολικού και Σαρωνικού κόλπου. Μόνο όταν χρειαζόταν ανεφοδιασμό ή
καύσιμα, πήγαιναν τη νύχτα στη Σκάλα Μεγάρων για ανεφοδιασμό. Τέλος, τα γερμανικά
αεροπλάνα εντόπισαν το αντιτορπιλικό ΨΑΡΑ στο κόλπο Μεγάρων, το προσέβαλαν και το
βύθισαν κοντά στη Ρεβυθούσα.

Στις 21 Απριλίου ορκίστηκε πρωθυπουργός ο Τσουδερός και ελήφθη η τελική απόφαση


για την αποχώρηση όλων των Βρετανικών δυνάμεων από την Ελλάδα για να μεταφερθούν
στη Κρήτη και την Αίγυπτο καθώς και της Ελληνικής κυβερνήσεως. Ο βασιλιάς γνώριζε
[80]
ότι στην Κρήτη που σκόπευε να μεταφερθεί δεν ήταν ευπρόσδεκτος, γι΄αυτό ο Κρητικής
καταγωγής Τσουδερός με το κύρος του θα μπορούσε να προλάβει τυχόν δυσάρεστες
καταστάσεις.
Οι Ελληνικές δυνάμεις στη Λάρισα, παραδόθηκαν στον στρατάρχη Λίστ, ενώ οι Γερμανικές
δυνάμεις κατέλαβαν το Βόλο. Ένας αγώνας δρόμου για την αποχώρηση των
ελληνοβρετανικών δυνάμεων από την ηπειρωτική Ελλάδα, ξεκίνησε και η Γερμανική
αεροπορία προσβάλει συστηματικά στόχους σε όλη την Ελλάδα. Σε μια από τις επιδρομές,
τα Γερμανικά αεροπλάνα εντόπισαν και βύθισαν τα τορπιλοβόλα ΘΥΕΛΛΑ και ΔΩΡΙΣ.
Επίσης, στο λιμάνι της Πάτρας εντοπίστηκε από τα Γερμανικά αεροπλάνα το Πλωτό
Νοσοκομείο ΕΛΛΗΝΙΣ που το προσέβαλαν, Όμως το πλήρωμα κατάφερε να το
προσαράξει στην ακτή, αφού εκκενώθηκε,
Από 07:00 και για 30 λεπτά εκδηλώνεται αεροπορική επιδρομή στο αεροδρόμιο Ελευσίνας
από 20 αεροπλάνα Ju 87 (stukas) που συνοδευόταν από αεροπλάνα Bf 109E. Τα
αεροπλάνα κατέστρεψαν δύο Hurricane και μερικά εκπαιδευτικά αεροσκάφη. Η ΑΑ άμυνα
ανέφερε πως κατέρριψε 2 Γερμανικά.
Στις 11:00 δώδεκα αεροπλάνα Bf 109E ακολουθούμενα και από Bf 110 προσέβαλαν το
αεροδρόμιο Μενιδίου και κατέστρεψα ένα Blenheim και ένα άλλο που επισκευάστηκε ενώ
κατά την επιστροφή τους προσέβαλαν και το αεροδρόμιο του Αγρινίου καταστρέφοντας 2
αεροπλάνα. Αργότερα στις 14:45, τριανταένα αεροσκάφη Bf 109E προσβάλουν το λιμάνι
του Πειραιά βυθίζοντας ένα πλοίο . Η ΑΑ άμυνα κατέρριψε ένα Γερμανικό.
Την υπόλοιπη μέρα οι προσβολές των Γερμανικών αεροσκαφών επικεντρώθηκαν σε πλοία
που ήταν στη περιοχή από τον κόλπο Μεγάρων μέχρι τη Σαλαμίνα και Πειραιά, εκεί που
υπήρχαν συγκεντρώσεις των στρατευμάτων που αποχωρούσαν. Ένα ζεύγος Ju 87
(stukas), εντόπισαν και βύθισαν στο Κορινθιακό, κοντά στα Αντίκυρα, το πετρελαιοφόρο
Θεοδώρα (1300 τ) που κατεστράφη από τη πυρκαγιά και το μικρότερο Theodol 2 (657t)
που ανατινάχτηκε και βυθίστηκε. Τέλος αδρανοποιήθηκε στην ίδια περιοχή και το
φορτηγό ΘΡΑΚΗ.

Την 22 Απριλίου, τριανταένα αεροπλάνα Bf 109 του II και III Σμήνους της JG 77
επιτίθενται στο αεροδρόμιο Μενιδίου όπου κατέστρεψαν αριθμό Α/Φ Blenheim.
Μετά την αναχώρηση των περισσοτέρων πλοίων του Στόλου για τη Σούδα, είχαν μείνει
στην ευρύτερη περιοχή του Σαρωνικού μόνο τέσσερα αντιτορπιλικά, τα ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
ΟΛΓΑ, στην οποία επέβαινε ο Αρχηγός του Στόλου, το ΥΔΡΑ, το ΠΑΝΘΗΡ και το
ΙΕΡΑΞ. Τα πλοία αυτά έπλεαν συνεχώς κοντά στα νησάκια της περιοχής προσπαθώντας
να καλυφτούν από τις βραχονησίδες και να μην γίνουν αντιληπτά από τα πληρώματα των
Γερμανικών αεροπλάνων που συνεχώς πετούσαν στον ουρανό.

[81]
Το αντιτορπιλικό
ΥΔΡΑ, ενώ έπλεε
από την περιοχή
του Ισθμού που
ήταν σε διασπορά
προς τις Φλέβες για
να συναντήσει στις
19:00 το πλοίο
ΜΑΡΙΜΕΣΚ που
είχε φορτώσει τα
πυρομαχικά του
Στόλου, και να το
συνοδεύσει μαζί με
το υποβρύχιο
Παπανικολής, στη Σούδα, εντοπίστηκε. Ενώ βρισκόταν δίπλα στις Λαγούσες της Αίγινας,
δέχτηκε μια σφοδρή αεροπορική επιδρομή από περίπου 80 αεροπλάνα Ju 87 (stukas), με
αποτέλεσμα να βυθιστεί και να μην προλάβει να πάει μετά την αποστολή του αυτή στην
Αλεξάνδρεια για να συναντήσει τα υπόλοιπα πλοία.

Το βράδυ επιβιβαστήκαν στο Α/Τ Βασίλισσα Όλγα, ήταν στο κόλπο Μεγάρων, οι υπουργοί,
ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Κυριάκος Βαρβαρέσος και ο υποδιοικητής της
Γεώργιος Μαντζαβίνος και πήγαν στη Σούδα, όπου κατέπλευσαν την επομένη το πρωί. Να
θυμίσουμε πως η μεταφορά του αποθέματος του χρυσού της χώρας που ανερχόταν σε
ουγγιές καθαρού καθ’ υπολογισμό βάρους 610.796 και 431/000, έγινε με πλοία του ΠΝ
(Α/Τ Βασ. Γεώργιος και Βασ. Όλγα). Οι ανώτεροι υπάλληλοι της Τράπεζας Λαζαρίδης,
Λεβής και Κοσμίδης, που θα ακολουθούσαν την κυβέρνηση στη Κρήτη, πήγαν στον
Μαραθώνα για να επιβιβαστούν σε ένα εμπορικό πλοίο που είχε επιταχθεί αλλά το πλοίο
αυτό είχε εν τω μεταξύ βυθιστεί από τα γερμανικά Στούκας και έτσι επέστρεψαν και
έφυγαν το βράδυ από τον Πειραιά, με ένα επιταγμένο οπλιταγωγό.

Την 23 Απριλίου, Γερμανικά αεροσκάφη κάθετης εφορμήσεως (Ju 87-Στούκας του 8ου
αεροπορικού Σώματος) πραγματοποίησαν άλλη μια επίθεση εναντίον του Ναυστάθμου
Σαλαμίνας και προξένησαν σημαντικές ζημιές.
Την ίδια μέρα στα Γιάννενα, έγινε η επίσημη παράδοση των Ελληνικών δυνάμεων που ήταν
στο Αλβανικό μέτωπο, και στους Γερμανούς και στους Ιταλούς, επειδή το ζήτησε
προσωπικά ο Μουσολίνι από τον Χίτλερ.
Επίσης, το απόγευμα ο Βασιλιάς Γεώργιος και ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός
αναχώρησαν από το Σκαραμαγκά για να μεταβούν στα Χανιά με υδροπλάνο μας για να
συνεχιστεί ο αγώνας και να υπερασπιστούν τα Ελληνικά συμφέροντα.
[82]
Την 24 Απριλίου, πραγματοποιήθηκαν δύο ακόμα επιθέσεις στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας,
οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα, πέρα από τις υλικές ζημιές, τη βύθιση των
παροπλισμένων θωρηκτών ΚΙΛΚΙΣ και ΛΗΜΝΟΣ.
Οι Γερμανοί επιτέθηκαν στις εν μετακινήσει δυνάμεις της Κοινοπολιτείας στις
Θερμοπύλες που υποχώρησαν προς τη Θήβα, ενώ από το Πόρτο Ράφτη έφυγαν με πλοία
περίπου 5.200 στρατιώτες τους. Επίσης ότι μοίρες της RAF είχαν απομείνει στην Ελλάδα,
αναχώρησαν για Κρήτη και Αίγυπτο.

Για την αποχώρηση των


Βρετανών Αυστραλο-
νεοζηλανδών (Operation
DEMON) τέθηκαν υπό την
διοίκηση του Αντινατάρχοτ
Wippel όλα τα διαθέσιμα εύδρομα
και αντιτορπιλικά. Πιο
συγκεκριμένα χρησιμοποιήθηκαν
4 εύδρομα, 3 μικρά
αντιαεροπορικά εύδρομα, περί τα
20 αντιτορπιλικά, 3 βοηθητικά,
19 μεταγωγικά, καθώς και
διάφορα μικρά πλωτά μέσα που
ήταν αναγκαία για την μεταφορά
των στρατιωτών από τη στεριά
στα πλοία. Η επιβίβαση άρχιζε μια
ώρα πριν σκοτεινιάσει και ως επί
το πλείστον έγινε σε ανοικτούς
όρμους της Αττικής και της
Πελοποννήσου. Συνολικά
εκκενώθηκαν με επιτυχία από το
Ναύπλιο και τα Μέγαρα περίπου
10.200 Αυστραλοί στρατιώτες.

Στον κόλπο Ναυπλίου κατέπλευσαν το πρωί 3 πλοία φορτωμένα με πυρομαχικά, τα


Νικολάου Γεώργιος (Ελληνική σημαία-4108 τ) και τα Βρετανικά Cavallo (2269t) και
Santa Clara Valley (4665t) που είχε και περίπου 500 μουλάρια. Ένα σμήνος αεροσκαφών
Ju 87 (stukas) τα εντόπισε, τους επιτέθηκε στις 11:00 βυθίζοντας αμέσως το Santa
Clara ενώ μια ώρα αργότερα βυθίστηκε και το Cavallo. Ένα άλλο ελληνικό εμπορικό
(1500τ) που ήταν στο λιμάνι προσβλήθηκε και ανατινάχτηκε προξενώντας ζημιές στα
παραπλεύρως κτίρια. Επίσης ένα άλλο σμήνος Ju 87 (stukas) εντόπισε δύο επιταγμένα
[83]
νοσοκομειακά πλοία τα Πολικός (875τ) στα Μέθανα και το Άνδρος στο Λουτράκι, που
τους επιτέθηκαν και τα βύθισαν.

Στις 25 Απριλίου, αεροπλάνα Bf 109 E του Σμήνους ΙΙΙ/JG 77 από την Τανάγρα
φορτωμένα με βόμβες προσέβαλαν στο κόλπο του Ναυπλίου το Ulster Prince το οποίο
ανεφλέγη και ανετράπη δίπλα στην παραλία. Επίσης βυθίστηκε στο λιμάνι του Πειραιά το
Γεώργιος Δρακούλης (1750τ).

Στις 26 Απριλίου περίπου 30 γερμανικά στούκας προσπάθησαν να βομβαρδίσουν πολλές


φορές τις γέφυρες στον Ισθμό, για να αποκόψουν τις Βρετανικές δυνάμεις που
υποχωρούσαν. Στις επιθέσεις αυτές συνάντησαν ισχυρή ΑΑ άμυνα από τη ξηρά και από τα
βρετανικά αεροσκάφη

Στις 27 Απριλίου 1941, μπήκαν οι πρώτοι Γερμανοί στην Αθήνα, το μεσημέρι


σχηματίστηκε η «κατοχική» κυβέρνηση υπό τον Στρατηγό Γ. Τσολάκογλου, ενώ μετά από
δυό μέρες είχε καταληφθεί όλη η Πελοπόννησος.

Κατά τις επιχειρήσεις εκκένωσης, μεταφέρθηκαν συνολικά 50.672 άνδρες. Δεν πρόλαβαν
να μεταφερθούν περίπου 6.000 στρατιώτες, οι οποίοι συνελήφθηκαν αιχμάλωτοι στην
Καλαμάτα γιατί το λιμάνι αυτό καταλήφθηκε από τους Γερμανούς πριν αρχίσει η επιβίβαση
τους σε πλοία.

Μέχρι την κατάληψη της Ελλάδας, ο Πειραιάς δέχτηκε συνολικά 55 αεροπορικές


επιθέσεις δηλ. 2-3 επιθέσεις την ημέρα. Από τις
επιθέσεις αυτές, 20 από τις 35 κύριες μονάδες
του Πολεμικού Ναυτικού προσβλήθηκαν στα
αγκυροβόλια διασποράς και επλήγησαν σοβαρά,
ενώ τα πλοία μας «Βασιλεύς Γεώργιος», «Ύδρα»
και «Ψαρά» βυθίστηκαν στο Σαρωνικό από τις
βόμβες της Λουφτβάφφε. Τα πλοία μας είχαν
εντολές να παραμένουν στην περιοχή μέχρι να
ολοκληρωθεί η μεταφορά της Κυβέρνησης στην
Κρήτη. Αφού λοιπόν τα πλοία μας μετέφεραν
πολλά από τα στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης
και της Τράπεζας της Ελλάδας και το χρυσό της
Τραπέζης της Ελλάδος στην Κρήτη,
κατευθύνθηκαν προς την Αίγυπτο.

Μέχρι την 2 Μαΐου είχαν καταπλεύσει στην Αλεξάνδρεια, 16 πλοία του Στόλου μας και
συγκεκριμένα τα θωρηκτό ΑΒΕΡΩΦ, τα αντιτορπιλικά ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ,
ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ, ΣΠΕΤΣΑΙ, ΠΑΝΘΗΡ, ΑΕΤΟΣ και ΙΕΡΑΞ, τα τορπιλοβόλα

[84]
ΑΣΠΙΣ, ΣΦΕΝΔΟΝΗ και ΝΙΚΗ, τα υποβρύχια ΝΗΡΕΥΣ, ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ,
ΤΡΙΤΩΝ,ΚΑΤΣΩΝΗΣ και ΓΛΑΥΚΟΣ καθώς επίσης και το πλωτό συνεργείο
ΗΦΑΙΣΤΟΣ.

Τα πλοία του ναυτικού μας, ποτέ δεν υπέστειλαν τη σημαία τους και δεν παραδόθηκαν
στον εχθρό. Έπλευσαν περήφανα σε γειτονική χώρα, συνέχισαν τον αγώνα τους και στο
τέλος περιελήφθησαν στις νικήτριες δυνάμεις του Β’ΠΠ.

Τα πλοία μας και τα πληρώματα τους ήταν τόσο ταλαιπωρημένα που ο ναύαρχος
Κάνινγκχαµ, αρχηγός του Στόλου της Μεσογείου, υπό τις διαταγές του οποίου τέθηκαν,
δεν τα χρησιμοποίησε στις επιχειρήσεις της μάχης της Κρήτης αλλά τα άφησε στην
Αίγυπτο να επισκευαστούν, να εκσυγχρονιστούν και να οργανωθούν για μπορέσουν να
ανταπεξέλθουν σε σύγχρονες μορφές πολέμου για να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Οι
περισσότερες εργασίες έγιναν στα συνεργεία της Βομβάης και της Καλκούτας των Ινδιών,
όπου τα πλοία μας μετέβαιναν διαδοχικά.

[85]
Διαπιστώσεις-συμπεράσματα

Από την νύχτα της 6ης Απριλίου 1941, φάνηκε ο πόλεμος είχε περάσει σε μια νέα φάση.
Το αεροπλάνο άλλαξε τον «κλασικό» τρόπο πολέμου και απεδείχθη ένα ισχυρότατο όπλο
που σε συνδυασμένες επιχειρήσεις με τα τεθωρακισμένα φέρνουν γρήγορα τη νίκη
(αστραπιαίος πόλεμος). Τα αεροπλάνα πλέον δεν εκτελούσαν τις συνήθεις αποστολές,
αλλά μαζικές επιδρομές με τεράστιο αριθμό αεροπλάνων και αυτό είχε μεγάλη ψυχολογική
επίδραση και στο ηθικό των μαχόμενων αλλά αμάχων πολιτών.

Πριν από κάθε επίθεση, οι Γερμανοί έστελναν αναγνωριστικά αεροπλάνα που πετούσαν
σε μεγάλο ύψος (πάνω από 33.000 πόδια) και έπαιρναν αεροφωτογραφίες για την
σχεδίαση της επερχόμενης επίθεσης. Επίσης, στα πλαίσια της σωστής σχεδίασης και
προετοιμασίας μια επιχείρησης βομβαρδισμού, συγκέντρωναν από νωρίς τις σχετικές
πληροφορίες. Υπήρχαν υπόνοιες για συγκέντρωση στοιχείων κίνησης λιμένων από τα μέσα
Ιανουαρίου. Επίσης το ότι στις 19/1/41 το γερμανικό φωτογραφικό αεροπλάνο πέταξε σε
πολύ μεγάλο ύψος σημαίνει πως οι Γερμανοί είχαν την τεχνογνωσία και την δυνατότητα
για να το κάνουν. Το να ανέβουν σε τέτοιο ύψος τα Α/Φ σημαίνει πως είχαν δυνατότητες
συμπίεσης - αποσυμπίεσης και είχαν κατάλληλες φωτογραφικές μηχανές-φακούς.

Το να διανύσουν τα γερμανικά βομβαρδιστικά 900 περίπου χιλιόμετρα (500 χιλ. πάνω


από θάλασσα), χωρίς ραντάρ και μόνο με μια πυξίδα, ένα χρονόμετρο, ένα εξάντα, ένα
ταχύμετρο και ένα υψόμετρο, ακόμη και με ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, μπορεί να
θεωρηθεί άθλος. Ως γνωστό τα ραντάρ αρχές του 1941 μπήκαν δοκιμαστικά σε γερμανικό
Α/Φ (Lichtenstein B/C - FuG 202) και χρησιμοποιηθούν επιχειρησιακά, δυό χρόνια μετά
(Lichtenstein, C-1 - FuG 212). Η Γερμανική λοιπόν αεροπορία, η Λούφτβαφφε, απέδειξε
πως ήταν μια υπερσύγχρονη για την
εποχή της αεροπορία, με καλά
αεροσκάφη και έμπειρα πληρώματα
που επιχειρούσαν εξ ίσου καλά και
μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.

Από την δική μας τώρα πλευρά, το


να διασχίσουν ανεντόπιστα τα
βομβαρδιστικά τόση απόσταση,
περνώντας κοντά από 21 φάρους
(είχαν ενταχθεί και στο δίκτυο
παρατηρητηρίων), πάνω από την
έδρα της Ναυτικής Αμυντικής
Περιοχής Δυτικής Ελλάδας (ΝΑΠ-
1) στην Πάτρα και δίπλα από δύο
[86]
αεροδρόμια (Άραξος- Ελευσίνα) και να μην τα δεί κανείς, δεν είναι κακοτυχία αλλά έλλειψη
προσοχής. Κρίμα η προετοιμασία και οι ασκήσεις που είχαν γίνει προ του πολέμου. Αν δε
λάβουμε υπ όψη πως στα 3 σημεία στροφής (Σκάλα Κεφαλονιάς, Άραξο και Ισθμό) άφησε
κάθε αεροπλάνο από μια φωτοβολίδα, αυτό κάνει την κατάσταση τραγική. Τα
βομβαρδιστικά εντοπίστηκαν από τα παρατηρητήρια περιοχής Πειραιά, μόνο στην τελική
φάση και πολύ σωστά εκτιμήθηκε πως, έδειχναν το δρόμο στα επόμενα.

Η παράκτια άμυνα είχε οργανωθεί πάρα πολύ καλά αλλά ο «εισβολέας» δεν ήλθε από την
θάλασσα αλλά από τον αέρα. Η χώρα μας αντιμετώπισε έναν εχθρό με συντριπτική
υπεροχή ισχύος και δεχόταν πλήγματα, χωρίς να διαθέτει κατάλληλα μέσα άμυνας.
Η ανεπάρκεια της αντιαεροπορικής μας άμυνας φάνηκε από τον πρώτο αεροπορικό
βομβαρδισμό. Τα αντιαεροπορικά μας πυροβολεία στη ξηρά με τα πυροβόλα τους, ήταν
τελείως ανεπαρκή στο να αποκρούσουν το πλήθος των γερμανικών βομβαρδιστικών.
Το ίδιο και την ΑΑ άμυνα των πλοίων τα ΑΑ πυροβόλα των οποίων ήταν λίγα, παλιάς
τεχνολογίας (όχι πολύκανα) και με προβλήματα επάρκειας πυρομαχικών. Τα αντιτορπιλικά
είχαν διαταχθεί να βάλλουν κατά των εχθρικών αεροπλάνων μόνον για αυτοάμυνα και αν
είχαν πρώτα απειληθεί.

Από τις επιθέσεις αυτές των γερμανικών Α/Φ φάνηκε καθαρά, πως αυτά είχαν εστιάσει
την προσοχή τους στα Βρετανικά πλοία που βρισκόταν στην Ελεύθερη ζώνη του λιμανιού
και στις πλησίον τους αποθήκες. Στόχος τους ήταν ο Πειραιάς και μεταφορές
ενισχύσεων.

[87]
Το να κάνουν τόσα αεροπλάνα επί δυόμιση ώρες, 4 επιδρομές και να επιτύχουν μόνο ένα
πλοίο και ένα υπόστεγο στην πρώτη επιδρομή και 5 πλοία και άλλα δύο υπόστεγα στις
υπόλοιπες, είναι απογοητευτικό και ίσως να δείχνει και ένα φόβο που οι χειριστές είχαν.
Αν η αποστολή δεν είχε την τύχη να προσβάλει το CLAN FRASER που είχε ακόμη
πυρομαχικά στα αμπάρια του, τότε τα αποτελέσματα της μεγάλης αυτής επιδρομής, θα
ήταν πενιχρά. Επίσης, το ότι το Cyprian Prince στο Κερατσίνι, επλήγη από νάρκη που
έπεσε με αλεξίπτωτο πάνω του, σημαίνει πως ή νάρκη για αλλού προοριζόταν ή ο πιλότος
ήταν βιαστικός και αγχωμένος.

Παρά το ότι από τον Πειραιά μέχρι την Ελευσίνα και Μέγαρα, υπήρχαν παρατηρητήρια και
πυροβολεία, η αντιαεροπορική μας άμυνα αποδείχτηκε ανεπαρκής. Το να υπάρχουν 37
κάνες αντιαεροπορικών πυροβόλων στα συμμαχικά πλοία που ναυλοχούσαν στο λιμάνι και
24 στον Φαληρικό όρμο, το να υπάρχουν τόσα πολεμικά πλοία στον Αργολικό κόλπο,
κόλπο Μεγάρων και Σαρωνικό και να μην σημειωθεί καμιά κατάρριψη Α/Φ είναι
απογοητευτικό. Βεβαίως το ότι τα ελληνικά πολεμικά δεν είχαν τα κατάλληλα πυροβόλα
ούτε και επάρκεια Α/Α πυρομαχικών, είχαν σαφείς οδηγίες να βάλουν κατά αεροσκαφών
μόνο για αυτοάμυνα, δεν δικαιολογεί τίποτε.
Επίσης, στο Ναύσταθμο ήταν το θωρηκτό Αβέρωφ και άλλα πλοία και στην Ελευσίνα είχε
εγκατασταθεί από τον
Ιανουάριο του 41
(συμφωνία Παπάγου-
Βρετανών) μια Αγγλική
αντιαεροπορική
πυροβολαρχία και στο
αεροδρόμιο υπήρχαν 4
μοίρες Βρετανικών
αεροσκαφών που
αποστολή είχαν την
προστασία της Αθήνας και
του Πειραιά. Το βράδυ
της 6 Απριλίου απογειώθηκαν 6 αεροπλάνα από την Ελευσίνα αλλά δυστυχώς δεν
πρόλαβαν να εμπλακούν σοβαρά με τα Γερμανικά.
Από το βιβλίο «Φτερά Αετού» που έγραψε ο αρχηγός του Σχηματισμού του πρώτου
κύματος βομβαρδιστικών Hajo Herrmann, επισημαίνουμε τη σχετικά με την Α/Α άμυνα
του Πειραιά την σχετική παράγραφο (σελ. 196): «Η έκπληξή μας υπήρξε ακόμη
μεγαλύτερη όταν είδαμε πως οι προβολείς γύρω από το λιμάνι και κατά μήκος της ακτής
ήταν στραμμένοι ίσια πάνω στον ουρανό. Δεν έριχνε ούτε ένα πυροβόλο. Και άλλες
εκρήξεις ακολούθησαν αυτό το χτυπημένο πλοίο και από το φορτίο που είχε ξεφορτώσει
[88]
στην αποβάθρα, και λευκές πυρακτωμένες μάζες τινάζονταν στα ύψη. Πήραμε βαθιές
ανάσες και παρακολουθούσαμε το θέαμα. Τι είχε συμβεί; Αύξησα την ισχύ στους
κινητήρες και σκαρφαλώσαμε υψηλότερα. Η αεράμυνα έδειχνε να έχει παραδώσει το
πνεύμα. Επιστρέψαμε στην σκηνή του εγκλήματος για να παρατηρήσουμε προσεκτικά και
δίχως παρέμβαση. Αυτό που είδαμε το καταγράψαμε αργότερα στις αναφορές μάχης μας:
«Δύο νάρκες ποντίστηκαν στο λιμάνι. Ένα πλοίο πυρομαχικών εξερράγη δεχόμενο μια
βόμβα SC 250, ένα πλοίο πυρπολήθηκε, ένα πλοίο υπέστη ζημιές, μια SC 250 έπεσε στις
εγκαταστάσεις της αποβάθρας, δύο αποθήκες υπέστησαν σοβαρές ζημιές, εμπορικά τρένα
πυρπολήθηκαν».
Από την αναφορά αυτή συμπεραίνουμε πως κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού σχεδόν
όλοι είχαν καταφύγει στα πλησιέστερα καταφύγια για προφύλαξη. Κοντά στην Ελεύθερη
Ζώνη που ήταν το Clan Frazer, υπήρχε ένα πολύ μεγάλο καταφύγιο στην Ακτή Κονδύλη,
εκεί που σήμερα δένουν τα πλοία της ΛΑΝΕ.

Για την σωστή θωράκιση της χώρας είχαν προϋπολογιστεί και αιτηθεί 6 δισεκατομμύρια
δρχ αλλά ευτυχώς διατέθηκαν μόνο 865.000.000 δρχ, και έτσι τα Ναυτικά οχυρά
εξοπλίστηκαν με τα μέσα
που διέθεταν οι ένοπλες
δυνάμεις. Μπορεί τα
συνεργεία του Ναυτικού
και το προσωπικό να
κατέβαλαν υπεράνθρωπες
προσπάθειες και να
πραγματοποίησαν ένα
άθλο. Μπορεί να
ναρκοθετήθηκαν οι
προσβάσεις του
Σαρωνικού και να
δαπανήθηκαν χιλιάδες ανθρωποώρες αλλά, το αποτέλεσμα ήταν πως μέχρι το τέλος του
πολέμου τα πυροβόλα δεν είχαν καμιά εμπλοκή ούτε και οι εκατοντάδες νάρκες κάποια
επιτυχία.
Στο ναρκοπέδιο Τούρλου-Φλεβών βυθίστηκαν 4 μόνο πλοία και αυτά από κατά λάθος
είσοδο τους. Μπορούμε να πούμε πως και τα 4 ήταν τις χρονικές στιγμές που βυθίστηκαν
«φίλια» αφού το ένα ήταν ελληνικό (Ρ/Κ Μίμης), το άλλο Βρετανικό (Clan Cumming)και τα
άλλα δύο (Γερμανικό Υ/Β U-133 & Ιταλικό A/T Cutratone).

[89]
Η αεροπορική επίθεση στον Πειραιά το βράδυ της 6 Απριλίου 1941 δεν προξένησε
μεγάλες καταστροφές όμως, οι συνεπακόλουθες πυρκαγιές και εκρήξεις στα πλοία και
εγκαταστάσεις του λιμανιού ήταν καταστροφικές. Ο Αρχηγός του Στόλου της Μεσογείου
ναύαρχος Κάνινγκαμ , δήλωσε πως ο βομβαρδισμός του λιμένα του Πειραιά ήταν ένα
«συντριπτικό πλήγμα». Μέσα σε μια βραδιά, το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας τέθηκε
τελείως εκτός λειτουργίας για 2 μέρες και σε περιορισμένη χρήση για 10 μέρες, ενώ
στέρησε από τους συμμάχους το μοναδικό λιμάνι εφοδιασμού τους και μεταφοράς εφοδίων
και οπλισμού τους στο μέτωπο.
Σύμφωνα με την έκθεση των υπηρεσιών του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς,
«η αποτίμησις των καταστροφών εις προπολεμικάς δραχμάς ανέρχεται εις 325.000.000,
εξ αυτών 55.000.000 δρχ αναλογούν εις ζημίας κτηρίων, 112.000.000 δρχ των
κρηπιδωμάτων, μόνιμων δεξαμενών και κυματοθραυστών,18.000.000 δρχ λιμενικών
χώρων υπαίθρου, δικτύου υδρεύσεως κλπ,140.000.000 δρχ εις ζημίας του μηχανικού
εξοπλισμού».

Το λιμάνι του Πειραιά ήταν το πιο καλά εξοπλισμένο για φορτοεκφορτώσεις πλοίων
(γερανοί, γερανογέφυρες, φορτηγίδες) και το πιο πρόσφορο για την προώθηση του φορτίου
στη Β. Ελλάδα. Η σιδηροδρομική γραμμή του Πειραιά ήταν πλεονεκτικότερη για πολλούς
λόγους και για ότι τα τραίνα της γραμμής χρησιμοποιούσαν για καύσιμη ύλη κάρβουνο που
το έπαιρναν από το δίπλα προβλήτα ενώ π.χ. τα τραίνα της γραμμής Βόλου
χρησιμοποιούσαν ξύλα ελιάς. Αυτό τους έδινε μικρότερη ελκτική δύναμη και συνεπώς 40%
λιγότερη μεταφορική ικανότητα. αυτή που είχε το μεγαλύτερο μερίδιο στις μεταφορές.
Γιαυτό και ο Πειραιάς πήρε όλο το βάρος της μεταφοράς των Βρετανικών δυνάμεων.

Τα μέσα ρυμούλκησης (ρυμουλκά, συρματόσχοινα, αλυσίδες, κάβοι) στο λιμάνι του Πειραιά
ήταν ελάχιστα και αποδείχτηκαν τελείως ανεπαρκή. Το ίδιο ισχύει και για τα
πυροσβεστικά μέσα αντιμετώπισης πυρκαγιών σε πλοία (Αντλίες, Μάνικες, Ακροφύσια),
τα οποία συνήθως είναι τοποθετημένα στα ρυμουλκά – ναυαγοσωστικά. Το ρυμουλκό
ΜΙΜΗΣ που είχε 9 αντλίες δυστυχώς στις 27/3/41 είχε προσκρούσει σε νάρκη
ανατολικά της Αίγινας και είχε βυθιστεί ενώ αιτήματα προς Ναύσταθμο Σαλαμίνας για
αποστολή μέσων λόγω καταστροφής τηλεφωνικών γραμμών καθυστερούσαν να
διαβιβαστούν.

Η κίνηση στο λιμάνι του Πειραιά ήταν μεγάλη. Υπήρχαν ακόμη και αγκυροβολημένα πλοία
που δεν είχαν λόγο να είναι μέσα στο λιμάνι. Από τον Μάρτιο ήταν συνέχεια γεμάτο με
στρατιώτες, στρατιωτικό εξοπλισμό, πολεμοφόδια, πυρομαχικά, καύσιμα-λιπαντικά ,
τρόφιμα και ρουχισμό. Συνεπώς, η χρησιμοποίηση αποκλειστικά σχεδόν του λιμανιού του
Πειραιά, λόγω των μεγαλύτερων δυνατοτήτων φορτοεκφόρτωσης και γειτνίασης με
σιδηροδρομική γραμμή, για την μεταφορά των ενισχύσεων, απέβη καταστροφική. Το

[90]
περιστατικό αυτό υποχρέωσε,, όπως ανέφερε αργότερα ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, τους
συμμάχους μας να χρησιμοποιούν μικρά και περιφερειακά λιμάνια για την εκφόρτωση του
πολεμικού υλικού και όχι τους κύριους και ζωτικούς για μια περιοχή λιμένες.

Οι ζημιές από το βομβαρδισμό και τις επακολουθήσασες πυρκαγιές, επέφεραν τον φόβο
και τον πανικό στο προσωπικό, που κατά την διάρκεια του βομβαρδισμού μπορεί να
δικαιολογηθεί στους ιδιώτες και εργάτες του λιμανιού, αλλά δεν μπορεί να δικαιολογηθεί
μετά τη λήξη του συναγερμού. Το υπηρετούν στρατιωτικό προσωπικό επέδειξε καθ όλη τη
διάρκεια του συναγερμού και μετά, αυτοθυσία, υπέρμετρο ζήλο και επαγγελματισμό.

Το να γίνονται και να συνεχίσουν να γίνονται, φορτοεκφορτώσεις πυρομαχικών μέσα


στο κυριότερο λιμάνι της χώρας ενώ υπήρχαν ενδείξεις αεροπορικής προσβολής και είχε
διαταχθεί και η μεθόρμιση πλοίων, είναι μια αλόγιστη και τελείως ανεύθυνη ενέργεια.
Εκτός από τις Βρετανικές αρχές,
μερίδιο ευθύνης έχουν και οι
Ελληνικές γιατί έπρεπε να
επιμείνουν στην απομάκρυνση
του πλοίου. Επίσης μεγάλη
ευθύνη έχει και το Βρετανικό
«Γραφείο Θαλάσσιων
Μεταφορών (Sea Transport
Office)», στο λιμάνι, αφού όπως
αποδείχτηκε, υπήρχαν στο λιμάνι
δυό πλοία με πυρομαχικά ( Clan
Fraizer και City of Roubaix) και
δεν είχαν ενημερώσει ως έπρεπε
τις Ελληνικές αρχές, αλλά και
δεν έλαβαν τα προσήκοντα
μέτρα. Θεωρούσαν πως το γραφείο τους ήταν ο άρχοντας του λιμανιού και το πλήρωσαν
όλοι ακριβά!

Η καλή συνεργασία μεταξύ Ελλήνων και Βρετανών αξιωματικών ήταν πρωταρχικής


σημασίας και αυτή δεν αφορούσε μόνο την εκπαίδευση των Ελληνικών μονάδων ή τον
συντονισμό των μεταφορών ενισχύσεων αλλά και στην εκτέλεση πολεμικών επιχειρήσεων.
Μια καλή συνεργασία προϋποθέτει καλή οργάνωση, πλήρη καταμερισμό αρμοδιοτήτων
χωρίς επικάλυψη καθηκόντων, ύπαρξη αμοιβαίας εκτίμησης και σεβασμού και κυρίως
πνεύματος στενής και ειλικρινούς συνεργασίας. Η απόκρυψη στοιχείων σε αυτούς που
πρέπει να πάρουν μια απόφαση είναι «εγκληματική» και αυτό το πληρώσαμε όλοι στον
βομβαρδισμό του Πειραιά. Όλα τα θέματα μπορούν να επιλυθούν αρκεί να μην υπάρχει

[91]
εγωισμός, υπεροψία και αυταρχικότητα. Με ειλικρίνεια και με από κοινού προσπάθεια
επίλυσης των προβλημάτων, όλα τα θέματα επιλύονται γρήγορα και σωστά.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της επίθεσης αλλά και την επόμενη μέρα, υπήρχε πλήρης
αποσυντονισμός, έλλειψη επικοινωνίας και πολυαρχία στο λιμάνι. Στις επιχειρήσεις
αντιμετώπισης της απειλής και αποκατάστασης ζημιών, ενεπλάκησαν εκτός των
Υπουργείων Αμύνης, Ναυτικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Ασφάλειας, Συγκοινωνιών,
Ναυτιλίας και του Πυροσβεστικού Σώματος, οι παρακάτω Στρατιωτικές και Λιμενικές
Αρχές: ΓΕΝ, ΓΕΣ, ΓΕΑ, ΑΛΣ, ΑΝΑΠ, Υπηρεσία Επιτήρησης Συναγερμού Αέρος &
Θαλάσσης (ΥΕΣΑΘ), ΑΔΠΑ (Ανωτ. Δκση Παρακτ. Άμυνας (ΑΔΠΑ), ΝΑΠ-3, Διοίκηση
Θαλασσίων Μεταφορών (ΔΘΜ) υπό τον Υπουργό Ναυτιλίας, Στρ. Βάση Πειραιά (ΣΒΠ),
Διοίκηση Ναυτικών Οχυρών Σαρωνικού, Αρχηγείο ΑΑ Άμυνας (ΑΑΑ), ΝΣ, ΚΛΠ, ΟΛΠ,
Παρατηρητήρια και πολυβολεία καθώς και το Αγγλικό Γραφείο Θαλάσσιων Μεταφορών
(Sea Transport Office).

Μετά την επίθεση και την μεγάλη αυτή καταστροφή, έγιναν άμεσες ενέργειες για
αναδιοργάνωση των υπηρεσιών και χώρων του λιμένα ώστε, αφενός να βελτιωθεί ο
συντονισμός μεταξύ ελληνικών, αλλά και μεταξύ Ελληνικών και αγγλικών αρχών, και
αφετέρου να διαμορφωθούν και άλλες περιοχές φορτο-εκφορτώσεως πλοίων, από τον
Πειραιά μέχρι την Ελευσίνα.
Επίσης, βλέποντας τα πλοία να μην έχουν πληρώματα να αντιμετωπίσουν τις ζημιές λόγω
φόβου και πλημμελούς εκπαίδευσης-ενημέρωσης, εξεδόθη οδηγία όπως, κατά τη διάρκεια
των συναγερμών να παραμένει στα πλοία, το άγημα αντιμετώπισης πυρκαγιάς.

‘Η υπάρχουσα υποδομή επικοινωνιών δεν λειτούργησε αποτελεσματικά. Βασίστηκε


αποκλειστικά στα τηλεφωνικά δίκτυα και όπως είδαμε, με τις πρώτες ανατινάξεις κατά
τον βομβαρδισμό του Πειραιά, αυτές τέθηκαν εκτός. Ελάχιστα ήταν τα τηλέφωνα που
λειτουργούσαν ενώ, χρήση ασύρματων επικοινωνιών δεν αναφέρθηκε σε καμία επίσημη
αναφορά. Απ εναντίας αναφέρθηκε στις εκθέσεις που οι υπηρεσίες συνέταξαν μετά, πως
αξιωματικοί πήγαιναν με τα πόδια από μέρος σε μέρος για ενημέρωση. Αρκετές φορές,
είδαμε από τις περιγραφές που αναφέραμε, πως Διοικητές μετέβησαν με αυτοκίνητο στις
προϊστάμενες αρχές για ενημέρωση και λήψη διαταγών ή την αποστολή αγγελιαφόρων για
αλληλοενημέρωση.

Την εποχή εκείνη στην γειτονική του λιμένα του Πειραιά περιοχή υπήρχαν δύο ναυπηγικά
συγκροτήματα, μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις [το εργοστάσιο Λιπασμάτων και
Χημικών προϊόντων (από 1909), το εργοστάσιο Τσιμέντων ΑΓΕΤ Ηρακλής (από 1911),

[92]
η μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος ΑΗΣ Αγίου Γεωργίου (από 1929), οι
αλευρόμυλοι Αγ. Γεωργίου (από 1917)], οι αποθήκες σιτηρών (σιλό 20.000 t από το
1936) και κάρβουνου με 2 γερανογέφυρες γαιανθράκων μέσα στο λιμάνι, ο σιδηροδρομικός
σταθμός και πλήθος μικρότερων βιοτεχνιών και συνεργείων και δεν επλήγη τίποτε από
αυτά εκτός των ναυπηγείων Βασιλειάδη και το πλοίο Cyprian Prince στο Κερατσίνι που
δέχθηκε μια νάρκη.

Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε πως στόχος της επίθεσης δεν ήταν οι υποδομές
του Πειραιά ή η οικονομική ζωή της χώρας, αλλά η αδρανοποίηση του λιμανιού, η
διακοπή μεταφοράς Βρετανικών ενισχύσεων και η καταστροφή των Βρετανικών πλοίων
που ήταν στο λιμάνι με τις εγκαταστάσεις που τα εξυπηρετούσαν (ΕΖ). .
Από τότε που ήχησαν οι σειρήνες, 15 λεπτά μετά την εκδήλωση της επίθεσης, και για όση
ώρα διαρκούσε ο βομβαρδισμός οι εργάτες και οι φύλακες του λιμανιού πήγαν στα
καταφύγια και δεν έβγαιναν έξω. Όταν ο συναγερμός έληξε, πάλι οι εργάτες και τα
πληρώματα των πλοίων δεν πήγαιναν να σβήσουν τις φωτιές λόγω του φόβου και της
σαστιμάρας που επικρατούσε. Οι μόνοι που αγωνιωδώς προσπαθούσαν ήταν οι
στρατιωτικοί, οι πυροσβέστες, οι λιμενικού και αρκετοί εθελοντές από τα πληρώματα των
πλοίων.

Το Πυροσβεστικό Σώμα είχε οργανωθεί για Αθήνα Πειραιά από το 1935, είχε υπαχθεί
στο Υπουργείο Εσωτερικών. Το 1937 οργανώθηκε καλύτερα, απέκτησε αρκετά υδροφόρα
οχήματα (Federal) και μερικά υδροφόρα - κλιμακοφόρα (Magirus) και επίσης
δημιουργήθηκε ο «Λιμενικός Πυροσβεστικός Σταθμός» του Πειραιά που εξοπλίστηκε με
φορητές αντλίες και πλωτά μέσα που τα διέθετε το Λιμενικό. Εν τούτοις, το βράδυ του
βομβαρδισμού δεν παρατηρήθηκε καμιά δράση των πλωτών αυτών, τα δε 60 υδροφόρα και
οι λιγοστές φορητές αντλίες νερού δεν απέδωσαν, αφού το δίκτυο ύδρευσης είχε
καταστραφεί με τους βομβαρδισμούς. Δεξαμενές αποθήκευσης νερού δεν υπήρχαν
πουθενά στο λιμάνι ενώ οι μάνικες που τα υδροφόρα είχαν δεν επαρκούσαν για να πάρουν
νερό από άλλο μέρος. Όμως, νερό υπήρχε άφθονο, θαλασσινό νερό, αλλά δυστυχώς δεν
[93]
υπήρχε πρόβλεψη γι ύπαρξη και χρήση των κατάλληλων αντλιών. Τελικά, το θαλασσινό
νερό χρησιμοποιήθηκε αλλά από το ένα μεγάλο (το VIKING), τα τρία μικρότερα
(Κεραυνός-Κένταυρος, Αγ. Γεώργιος) και τα ρυμουλκά που είχαν έλθει από το Ναύσταθμο
Σαλαμίνας.
Η Πυροσβεστική της Αθήνας ενημερώθηκε με καθυστέρηση ενώ του Πειραιά ήταν
απασχολημένη στις φωτιές της πόλης (βιομηχανίες, βιοτεχνίες, μαγαζιά, αποθήκες και
σπίτια) και η παρουσία της στο λιμάνι ήταν πολύ μειωμένη. Οι εκρηκτικές και εύφλεκτες
ύλες σε απόθεση στο λιμάνι, που δεν θα έπρεπε να είναι, έκαναν το έργο τους. Τα
πυροσβεστικά μέσα (μόνιμα δίκτυα πυρόσβεσης και αντλίες) του λιμανιού ήταν πενιχρά και
γιαυτό η καταστροφή ούτε αποφεύχθηκε, ούτε περιορίστηκε.

Παρά του ότι τα πλωτά νοσοκομεία προστατεύονται από Διεθνείς συμβάσεις που τα βάζει
στο «απυρόβλητο» και του ότι επίθεση εναντίον ενός πλωτού νοσοκομείου θεωρείται
έγκλημα πολέμου, εν τούτοις όλα τα πλωτά μας νοσοκομεία δέχτηκαν βομβαρδισμούς από
τα γερμανικά αεροσκάφη και καταστράφηκαν. Αυτό μπορεί να σημαίνει πως ή είχαν πάθος

[94]
και μίσος που τους τύφλωνε και δεν έβλεπαν ή δεν έβλεπαν ή δεν είχαν καλή ορατότητα
ιδίως αν ήταν αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως (στούκας).

Οι υπηρεσίες του Ναυτικού και του Ναυτικού Νοσοκομείο Πειραιά λειτούργησαν


ικανοποιητικά. Αξίζει να αναφερθούμε στη σχετική περιγραφή του αυστραλού αξιωματικού
στο βιβλίο του: «…Τελικά η βάρκα μας άρχισε να βυθίζεται κοντά σε μια ελληνική
μηχανότρατα ζητήσαμε βοήθεια και μας έριξαν ένα σκοινί. Εγώ βρέθηκα να σκαρφαλώνω
στην αλυσίδα της άγκυρας και από εκεί με τράβηξαν πάνω στο κατάστρωμα. Μας
μετέφεραν στην ξηρά σε ένα αυτοκίνητο γεμάτο τραυματίες. Μερικοί όμως ήταν ήδη
νεκροί. Μας οδήγησαν στο Ελληνικό Ναυτικό νοσοκομείο για να μας καθαρίσουν από τα
πετρέλαια και μας τακτοποίησαν σε ένα κρεβάτι στο θάλαμο των αξιωματικών. Σεντόνια
και μαξιλάρια ήταν καλυμμένα με θραύσματα τζαμιών, λόγω της έκρηξης που είχε γίνει
κάπου δύο μίλια μακριά. Δίπλα στο κρεβάτι βρήκα τα χρυσά μου μανικετόκουμπα που τα
είχαν αφαιρέσει από το σκισμένο μου πουκάμισο και το είχαν τοποθετήσει σε ένα κουτάκι
σπίρτα.»

Οι δυνατότητες ναρκαλιείας του ναυτικού μας ήταν περιορισμένες οι δε δυνατότητες


εξουδετέρωσης ναρκών επιδράσεως, ήταν ανύπαρκτες. Παρ όλα αυτά η εφευρετικότητα
του προσωπικού, αποδείχτηκε σωτήρια και επιτυχής. Κατάφεραν μέσα σε δυό μέρες να
επαναλειτουργήσει το λιμάνι και μέσα σε 10 μέρες να εξασφαλιστούν οι προσβάσεις του
λιμανιού.

Αν δεν ανατινασσόταν τα πλοία που μετέφεραν πυρομαχικά (Clan Frazer & City of
Robaix) η επιτυχία της επιδρομής θα ήταν ασήμαντη. Παρά το μέγεθος των εκρήξεων
που ακολούθησαν και των υλικών ζημιών, οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές ήταν συνολικά
μόνο 27 άτομα. Από τις βόμβες και νάρκες μόνο 12 πλοία επλήγησαν ενώ τα υπόλοιπα
υπέστησαν ζημιές από τα πυρωμένα κομμάτια των πλοίων, ιδίως του Clan Frazer, που
εκσφενδονίστηκαν.

Ως ήταν αναμενόμενο, το μέγεθος της καταστροφής του λιμανιού από τον βομβαρδισμό,
έτυχε εκμετάλλευσης από την Ιταλική προπαγάνδα, σε μια περίοδο που το ηθικό τους
ήθελε τόνωση. Έτσι, στις 2 Ιουνίου του 1941, δύο σχεδόν μήνες μετά την καταστροφή του
λιμανιού, ένα συνεργείο της ιταλικής εταιρείας Luce, ιστορική συνέχεια της οποίας ήταν η
γνωστή Cinecitta, τα γουέστερν της οποίας ήταν διάσημα μεταπολεμικά, κατέγραψε σε
ταινία τα αποτελέσματα της επιδρομής των Γερμανών στον Πειραιά και τα προέβαλλε
διεθνώς. Αρκετές από τις φωτογραφίες που περιέχονται είναι παρμένες από την ταινία
αυτή.

Τέλος, αν οι Βρετανικές δυνάμεις ερχόταν αμέσως μετά την Ιταλική εισβολή και όπως
ζητούσε η Ελληνική πλευρά, ίσως η έκβαση του πολέμου να ήταν πολύ διαφορετική.

[95]
Βιβλιογραφία-Πηγές
 Beevor, Antony (2014). The Second World War. Phoenix.ISBN 978-1-7802-2564-7.
 Brian Cull and Nicola Malizia, Air war for Yugoslavia, Greece and Crete, Christopher
Shores, 1987, London, ISBN 0-948817-07-0
 Christopher Montague Woodhouse, Το δράμα της γραμμής Αλιάκμονα, Ομιλία στο Διεθνές
Συμπόσιο για τα 50 χρόνια από το Έπος 1940-41, Πρακτικά Ελληνικής Επιτροπής Στρατιωτικής
Ιστορίας, Αθήνα, 1991, σελ. 42-47.
 Christopher Montague Woodhouse, The Struggle for Greece 1941-1949, Publisher: Ivan
R. Dee (November 6, 2002)
 Christopher Shores and Giovanni Massimello with Russell Guest, A History of the
Mediterranean Air War 1940-1945: Volume One, London, 2012,
 Craig Stockings and Eleanor Hancock, Swastika over the Acropolis: Re-interpreting the
Nazi Invasion of Greece in World War II, Brill, Leiden, 2013.
 David Horner, Britain and the Campaigns in Greece and Crete in 1941, National Institute
for Defense Studies (NIDS), Tokyo- Japan,
 Davies, Norman, Europe: A History. Pimlico .ISBN 9780712666336.
 Elisabeth Barker, British Policy in South-East Europe in the Second World War,
Macmillan, London, 1976, pp. 3, 4.
 Greek Tragedy: The Australian Campaign in Greece & Crete 1941 (Part One& Part Two)
film, https://youtu.be/gbCqsfe4JqY
 Henry L. de Zeng, H.L; Stanket, D.G; Creek, E.J, Bomber Units of the Luftwaffe 1933-
1945; Volume 1, Ian Allan Publishing, 2007.
 Herrmann Hajo, «Φτερά Αετού», εκδόσεις Eurobooks, Δεκέμβριος 2012,
 Mehtidis Alexis, Air War Over Greece & Albania (1940-1941),Tiger Lilly Books, a division
of General Data LLC, https://skyshelf.eu/item/mehtidis-alexis-air-war-over-greece-and-
albania-1940-1941
 Robin Higham, Diary of a Disaster: British Aid to Greece, 1940-1941, University Press of
Kentucky,
 Robin Higham, Το Ημερολόγιο Μιας Καταστροφής- Η βρετανική βοήθεια στην Ελλάδα, 1940-
1941, Εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗ, 2008
 Stockholm Center for Freedom (SCF), “Exiled journalist reveals systematic mass torture,
abuse targeting Turkey’s military staff’, https://stockholmcf.org/exiled-journalist-reveals-
systematic-mass-torture-abuse-targeting-turkeys-military-staff/
 WEAL JOHN, Junkers-Ju 88, KAMPFGESCHWADER In North Africa and The
Mediterranean, OSPREY Publishing
 Winston S. Churchill, The Second World War, Volume III: The Grand Alliance, Cassell,
London, 1950, p. 59.
 Ανθρώπων Μνήμες : αφήγηση, Μιχάλη Χειμαριού (Nafweek/12/10/2018)
 Άρης Μπιλάλης, Ο βομβαρδισμός του Πειραιά στις 6 Απριλίου 1941, Ναυτική Ελλάς, 2014
 Άρθρο πτήση-Διάστημα, Οι δύο αεροπορικές καταρρίψεις, που έλαβαν χώρα κατά τον πόλεμο
του 1940- 41 στη Ναυπακτία, 2019,
 Άρθρο πτήση-Διάστημα, Σαν σήμερα–7 Απριλίου 1941 λαμβάνει χώρα ο Μεγάλος
Βομβαρδισμός του Πειραιά
 Άρθρο στη σελίδα «Πατραϊκός κόλπος», Αεροπλάνα στον βυθό,
https://patraikosgulf.wordpress.com/
 Άρθρο στο Περιοδικό Εφοπλιστής ,τεύχος 220 ,Αύγουστος 2011

[96]
 Αρχείο Σμηνάρχου Γεωργίου Ορφανάκη, Air war for Yugoslavia Greece & Crete
 Άσσοι μαχητικών διπλάνων της Κοινοπολιτείας,
http://surfcity.kund.dalnet.se/commonwealth_dowding.htm
 ΓΕΣ-ΔΙΣ. Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940–1941
ΑΘΗΝΑ 1959
 ΓΕΣ, Η υγειονομική υπηρεσία του Στρατού κατά τον πόλεμο 1940-41
 Γεώργιος Γιώτης, Ελληνικά αστικά κέντρα σε πολεμική προπαρασκευή & δοκιμασία, Απρ 19,
39-Απρ 41, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, 2021
 Γιάννης Ράπτης, Συμβολή στην ιστορία της Ναυπακτίας. Γεγονότα της περιόδου 1940-1950,
Ναύπακτος 2003
 Γιάννης Ιωάννου, ΡΙΖΑ ΕΝΑ ΟΜΟΡΦΟ ΜΙΚΡΟ ΧΩΡΙΟ, ΣΕΛ 63
 Γιούργας Θεόδωρος, «Η συμμετοχή του ΒΝ στο ναρκοπόλεμο του Β’ΠΠ», Ναυτική
Επιθεώρηση, τεύχος 586,
 Γρ. Γιοβανόπουλος, άρθρο «6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941–Από την εποποιία στην κατάρρευση», e-
periskopisi.gr, 2015 (https://e-periskopisi.gr/2015/04/άρθρο-γρ-γιοβανόπουλος-6-απριλιου-
1941-α/)
 Ζήσης Φωτάκης, Η εξέλιξη και η στρατηγική σημασία των συγκοινωνιακών δικτύων στην
Ελλάδα 1830-1944, 2022
 Ηλία Δημητρόπουλου, Αεροπορία και Ναυπακτία, 2008, σελ. 52-56
 Ηλίας Δημητρόπουλος, Στα χνάρια των Κολοβαίων της Ναυπάκτου, 2018, σελ. 84
 Ι. Μελισσηνός, «Το Ναυτικό στον 2ο ΠΠ», Τόμοι Α’ & Β’, Έκδοση Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,
Ιωάννινα 1995
 Καστρενόπουλος Νικόλαος, Η ελληνική ακτοπλοΐα στον Β' ΠΠ 1940–1945.
 Κων. Κυρίμης, Τα καταφύγια της Αττικής 1936-1956, Α Τόμος, έκδοση ΓΕΕΘΑ
 Κώνστας Π., Αντιναύαρχος ΠΝ, «Η Ελλάς δεκαετίας 1940-1950», Αθήνα, 1955.
 Λήμμα Wikiwand «German invasion of Greece»,
https://www.wikiwand.com/en/German_invasion_of_Greece
 Λήμμα εγκυκλοπαίδειας https://military.wikia.org/wiki/Battle_of_Greece
 Μπάμπη Κοτίνη, Η Ναυπακτία και η Ναύπακτος στην δεκαετία 1940-1950, σελ. 34
 Ντούνης Χρήστος, Τα ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες, 1951-2000, Finatec, 2001.
 Παναγιώτης Γέροντας, Η προετοιμασία του Πολεμικού Ναυτικού (1936-1940), Geopolitics &
Daily news, 26/10/2020,
 Παναγιώτης Γέροντας, Μεθ’ Ορμής Ακαθέκτου, Β’ Έκδοση (2019), Αθήνα, ΥΙΝ.
 Παναγιώτης Γέροντας, «Η Μεταφορά του Χρυσού της Τραπέζης της Ελλάδος από Αθήνα
στην Νότια Αφρική το 1941», ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, ΥΙΝ, τεύχος 604 (ΙΟΥΝ-ΑΥΓ 2018),
 Παπάγος Αλέξανδρος, Ο πόλεμος τής Ελλάδος 1940-1941, Εκδ.Ίδρυμα Γουλανδρή – Χόρν,
1995
 Στέφανος Μίλεσης, Ο τρομερός γερμανικός βομβαρδισμός του Πειραιά της 6ης Απριλίου
1941 , 8/42021
 Φωκάς, Δ.,(1953), Έκθεσις επί της δράσεως του Ναυτικού κατά τον πόλεμον 1940-44,
Τυπογραφείο ΠΝ., 1953
 Χαρίτων Χαρούσης, «Το ελληνικό αντιαεροπορικό πυροβολικό κατά τον πόλεμο του 1940-
41», Αεροπορική Επιθεώρηση, 89 (Ιούλιος 2010), 88-89,
 Χατζής Κ, «Στοιχεία από τη δράση της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Π.Ν. κατά τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο», Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων Δυνάμεων, τ.22, 1988,

[97]

You might also like