You are on page 1of 7

Ἡ Σπηλιά

Ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου προσπαθήσαμε νά βροῦμε ποιοί εἴμαστε καί
γιατί εἴμαστε ἐδῶ.
Γεννιόμαστε σέ αὐτόν τον κόσμο καί ἀπό τήν στιγμή τῆς γέννησης, οἱ
αἰσθήσεις ἀρχίζουν νά ἀφυπνίζονται ἀπό τά ἐρεθίσματα τοῦ νέου
περιβάλλοντος.
Ἀπό ἕνα σκοτεινό καί "τρυφερό" περιβάλλον γεμᾶτο μέ ζεστό ἀμνιακό
ὑγρό, περιτριγυριζόμαστε τώρα ἀπό ἤχους καί θορύβους πού ἄλλοι μᾶς
εἶναι οἰκεῖοι καί ἄλλοι ὄχι. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις, τήν στιγμή τῆς γέννησης,
βομβαρδίζονται ἀπό τις νέες προκλήσεις τοῦ ἔξω κόσμου, πού προκαλοῦν
συνδέσεις στόν ἀναπτυσσόμενο ἐγκέφαλό μας. Το μεγαλύτερο ἐρέθισμα
δέχεται ἡ αἴσθηση τῆς ὄρασης. Παρόλο πού ἡ ὄρασή μας δέν εἶναι
ἰδιαίτερα ἀνεπτυγμένη κατά τήν γέννησή μας, μπορεῖ νά ἑστιάσει σέ μιά
ἀπόσταση ἕως 25-26 ἑκατοστά περίπου.Καί ὄντως λίγο θολή, ἕλκεται
εὔκολα ἀπό ἁπλά σχήματα, μέ χρώματα πού δημιουργοῦν ἀντιθέσεις
ὅπως το μαῦρο, το ἄσπρο καί τό κόκκινο. Ἐπίσης προτιμοῦμε νά
ἑστιαζόμαστε σε ἔντονα γεωμετρικά σχήματα μέ εὐδιάκριτα
περιγράμματα καί αἰχμηρές γωνίες.
Ἀνάμεσα στά ἐνδιαφέροντα σχήματα καί ἀντικείμενα πού εἶναι
τοποθετημένα κοντά μας, ἑλκόμαστε περισσότερο ἀπό τά πρόσωπα τῶν
ἀνθρώπων. Ἀρχικά χρησιμοποιοῦμε το περίγραμμα τοῦ προσώπου τους
καί το σχῆμα τοῦ κεφαλιοῦ καί τῶν μαλλιῶν τους γιά νά βοηθηθοῦμε στό
νά ὁλοκληρώσουμε τήν διαδικασία τοῦ νά θυμόμαστε πρόσωπα. Στούς 3
μῆνες περίπου εἴμαστε ἱκανοί νά διακρίνουμε το σχῆμα τῶν ματιῶν, τῆς
μύτης καί τοῦ στοματος τους, κι ἔτσι μποροῦμε νά ξεχωρίζουμε
ἀνθρώπους καί ἐκφράσεις προσώπων
Ἡ Ὄραση!
Φαντάσου μερικούς ἰσόβια φυλακισμένους ἁλυσσοδεμένους σε μιά
βαθειά σπηλιά. Εἶναι μέ τέτοιο τρόπο δεμένοι πού δέν μποροῦν νά δοῦν
πίσω τους, παρά μόνο τόν τοῖχο τῆς σπηλιᾶς μπροστά τους. Πίσω τους
καίει μιά φωτιά καί ἀνάμεσα στούς φυλακισμένους καί τήν φωτιά,
ὑπάρχει ἕνας διάδρομος. Τώρα φαντασου ὅτι κάθε μέρα περνοῦν ἀπό τόν
διάδρομο διάφορα ζῶα κ.λ.π. Οἱ μορφές τῶν πραγμάτων τοῦ διαδρόμου
κάνουν ἕνα παιχνίδι σκιῶν στόν τοῖχο μπροστά ἀπό τοὐς φυλακισμένους.
Ὁ μοναδικός κόσμος πού οἱ φυλακισμένοι ἔχουν γνωρίσει ποτέ εἶναι οἱ
σκιές καί οἱ ἦχοι τῶν ἀντικειμένων τοῦ διαδρόμου πού δέν ἔχουν δεῖ ποτέ.
Φαντασου τώρα ὅτι μιά μέρα ἕνας φυλακισμένος ἐλευθερώνεται μέ
κάποιο τρόπο, καί βλέπει ὅτι στήν ὀροφή τῆς Σπηλιᾶς, κάπου ἐκεῖ πίσω
πού δέν δεῖ ποτέ, ὑπάρχει ἕνα μεγάλο ἄνοιγμα. Καί βγαίνει ἔξω.

1
Ἀφοῦ θά χρειαστεῖ κάποιο χρόνο νά συνηθίσει τό πραγματικό φῶς τῆς
ἡμέρας, θά ἀρχίσει νά ἐξερευνᾶ τον κόσμο γύρω του, ὁ ὁποῖος εἶναι κάτι
πού δέν εἶχε ποτέ φανταστεῖ. Θά ἐπιστρέψει στήν σπηλιά μέσω τοῦ
διαδρόμου, γιά νά διηγηθεῖ στούς φίλους του τίς ἀπίστευτες ἀνακαλύψεις
του. Ἀλλά οἱ φίλοι του δέν θά ἀναγνωρίζουν τόν ἴδιο τους τον φίλο, τήν
ἐμφάνισή του. Ἡ φωνή του θά ἀκούγεται σάν μακρινή ἠχώ καί τό σῶμα
του σάν ἀπροσδιόριστο. Δέν θά καταλαβαίνουν τίς ἱστορίες τοῦ φίλου
τους γιά τόν κόσμο ἔξω ἀπό τήν σπηλιά. Γι'αὐτούς μπορεῖ νά μήν
ὑπάρξει ποτέ.
ΑΥΤΟ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΔΕΝ
ΥΠΑΡΧΕΙ Ἤ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ.
Ὁ κόσμος αὐτός, εἶναι ἐκεῖνος ὅπου ὑπάρχει το Ἀγαθό ἤ ὁ Θεός, ὁ
κόσμος τῶν Ἰδεῶν.
Ἐάν συστηματοποιήσουμε κάθε μορφή συλλογισμοῦ, εἶναι δυνατόν νά
προβλέψουμε ὅλες τίς σκέψεις τοῦ κόσμου. Παρελθοῦσες, παροῦσες,
μέλλουσες. Ὅταν ἔχουμε ἕναν λογικό τρόπο ἐλέγχου τῆς σκέψης, δηλαδή
νά μποροῦμε νά ξέρουμε ἀπό πρίν ποιά μπορεῖ νά εἶναι ἡ ἐνδεχομένη
δυνατότητα σκέψεως γιά ὁποιόδήποτε πρόβλημα, ἀποκλείουμε τήν
δημιουργία γιατί ἡ δημιουργία εἶναι πάντοτε ἡ ἀπροσδόκητη σκέψη.
Ἄν πάρουμε, δηλαδή, μιά σειρά λογικῶν προτάσεων πού δέν πάσχουν
ἀπό ἐσωτερική ἀντιφαση, δηλαδή εἶναι ἄψογες, εἶναι ἀδύνατο
ὁποιαδήποτε λογική πρόταση νά θεμελιώσει τον ἑαυτό της.
Γιά παράδειγμα ὅταν λές “Ὁ οὐρανός εἶναι γαλανός”,¨ ἡ ἐσωτερική
ἀντίφαση εἶναι πώς εἶναι καί φωτεινό σκοτάδι, ἡμέρα -νύχτα.
Εἶναι λοιπόν ἀδύνατο γιά τήν λογική νά ἔχει τόν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ της
καί αὐτό εἶναι ἀποδεδειγμένο καί μέ τά Μαθηματικά καί τήν Κβαντική
Φυσική.
Ἡ δημιουργία τοῦ μέλλοντος χρόνου, εἶναι χρόνος καί ἡ δημιουργία
χρόνου εἶναι πάντα Δημιουργία.
Δέν ἔχουμε φτάσει λοιπόν στον φυλακισμένο, ὁ ὁποῖος, θεωρώντας το
Ἀγαθό, ἀποκτᾶ τήν αἴσθηση, τήν βαρειά αἴσθηση εὐθύνης νά γυρίσει.
Γιατί, στήν πραγματικότητα, ἡ ἐμβίωση τοῦ μέλλοντος, ὡς πλατύτερη
συνείδηση, εἶναι μιά πλατειά αἴσθηση εὐθύνης, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τῆς
μνήμης δέν ἔχει ποτέ. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή πού βλέπει τά πράγματα καί
τίς καταστάσεις σέ μιά γραμμικότητα. Γι'αὐτό ὑπάρχουν οἱ καθηλωμένοι
λαοί.
Ἡ μνήμη ἔχει μιά σοβαρή δόση ἀνευθυνότητος πάντοτε. Γιατί ἡ μνήμη
ἀκόμα καί στις μορφές της τίς πιό συλλογικές, εἶναι στερεοποιημένη σέ
πολύ στενά περιγράμματα. Γι'αὐτό πάντοτε στίς μνημονικοῦ χαρακτῆρα
κοινωνίες, στίς κοινωνίες τίς ἀπολιθωμένες σ'ἕνα παρελθόν ἤ πού
ἀντλοῦν τήν ταυτοτητά τους ἀπό τήν μνήμη καί μόνον, σέ ὅλες αὐτές τις
2
κοινωνίες, ὑπάρχει ἕνας βαρύς πνευματικός διχασμός. Εἶναι ὁ διχασμός
μεταξύ τοῦ παρόντος καί τοῦ παρελθόντος. Οἱ διχασμοί καί οἱ κρίσεις
ταυτότητος τις ὁποῖες παρατηροῦμε, εἶναι ὅτι δέν ἔχουμε βρεῖ ἀκόμα
συλλογικά τήν διέξοδο σέ αὐτή τό δημιουργικό ἄνοιγμα πρός τό Μέλλον.
Τό Μέλλον δέν δημιουργεῖται καί ἡ ἐμβίωσή του ἀργεῖ.
Ποιός εἶναι ὁ χρόνος τῶν σκιῶν ;
Εἶναι ὁ χρόνος τοῦ παρόντος καί τοῦ παρελθόντος ἤ τῶν σκιῶν πού
πρόκειται νά περάσουν ἀπό τον τοῖχο τοῦ σπηλαίου. Οἱ φυλακισμένοι,
δηλαδή, ἔχουν γυρίσει τήν πλάτη τους στό Μέλλον.
Ὁ φυλακισμένος πού ἐλευθερώνεται δέν κάθεται νά σκεφτεῖ ἄν εἶναι
μόνος του ἤ νά συλλογιστεῖ ὁ,τιδήποτε, ἀλλά κάνει ἐκείνη τήν κίνηση ἡ
ὁποία τόν βγάζει ἀπό τόν γνωστό μέχρι ἐκείνη τήν στιγμή χρόνο.
Ἡ κίνηση τήν ὁποία κάνει εἶναι νά ἐλευθερωθεῖ καί ΄νά ἀνέβει ἐπάνω.
Βγαίνει στόν χρόνο ἑνός φωτεινοῦ κόσμου καί ταυτόχρονα, τώρα, εἶναι ὁ
ἴδιοςπού δημιουργεῖ τόν χρόνο στόν καινούργιο του κόσμο.
Εἶναι αὐτή ἡ κίνηση ἀκριβῶς πού τόν ὑποχρεώνει νά ἔρθει σέ ἐπικοινωνία
μέ τά πράγματα καί πού εἰσάγει ἕνα νέο χαρακτῆρα στόν τύπο τῆς
γνώσεως. Δηλαδή ἔχουμε ἕναν τύπο γνώσεως μέ τόν ὁποῖο βλέπουμε τό
γεγονός ὅτι πράττουμε καί ταυτόχρονα δημιουργοῦμε. Καί γι'αὐτό ἡ
γνώση συνδέεται μέ το Μέλλον.
Ὁ φυλακισμένος ζεῖ σύμφωνα μέ τήν “ξερή ἀνάμνηση “ πού εἶναι ὅταν
ἀναλογίζεται ἐκεῖνα πού εἶχε δεῖ κάποτε καί ἀντλεῖ τήν ταυτότητα τῆς
ὕπαρξής του ἀπό τήν μνήμη, πρᾶγμα παθολογικό.
Αὐτός πού ἐλευθερώνεται καταλαβαίνει πώς ὑπάρχει κι ἕνας ἄλλος
τρόπος νά βλέπει τά πράγματα. Τό ἄνοιγμα τῆς Ἐπίγνωσης.
Νά ἀντλήσει τώρα τήν ταυτότητα τῆς ὑπάρξεώς του ἀπό ἕνα ἄνοιγμα στό
Μέλλον, πρᾶγμα τό ὁποῖο δημιουργεῖ διαφορετικές προϋποθέσεις στή
σχέση του μέ τον χρόνο.
Ἡ σχέση του μέ το Μέλλον ἔχει ἕναν συνδετικό χαρακτῆρα, ἕνα νόημα
πού τήν χαρακτηρίζει.
Σημαίνει: Σκέπτομαι τό Μέλλον, πρᾶγμα πού συνδέεται πάντοτε μέ τήν
δημιουργία. Τό βίωμα τοῦ Μέλλοντος εἶναι Δημιουργία καί Μέλλον δέν
εἶναι τό τί θά ἔρθει αὔριο.
Ἡ ἐμβίωση τοῦ Μέλλοντος χρόνου εἶναι δημιουργία Χρόνου.
Καί ἡ δημιουργία Χρόνου εἶναι πάντοτε δημιουργία.

Εἶναι ἐπίσης ἀξιοπαρατήρητο το ὅτι σέ ὅλη αὐτή τήν προσπάθεια τῶν


φυλακισμένων νά ἐλευθερωθοῦν, μόνον ἕνας ἐλευθερώνεται. Γιατί ἕνας ;
Διότι μόνον ὁ ἕνας μπορεῖ νά κάνει αὐτήν τήν προσπάθεια, τό ἄνοιγμα

3
στήν πλατύτερη συνειδητή ὁμάδα, πού εἶναι πάντοτε καθηλωμένη στη
συνήθεια. Ἡ ὁμάδα παραμένει, εἶναι καθηλωμένη στήν συνήθεια, κι ἄν
ἔρθει ἡ ὥρα θά τόν ἀπομονώσει.
Ὁ ἐλευθερωτής θά μποροῦσε νά ἐλευθερώσει δύο. Ἐλευθερώνει μόνον
ἕναν γιά νά μείνει ἡ ὑπόλοιπη ὁμάδα ἀκλόνητη στήν θέση της καί νά
περιμένει τήν ὥρα πού θά χρειαστεῖ νά τσακίσει αὐτόν πού ἐλευθερώθηκε.
Διότι ἡ δύναμη τῆς ὁμάδας, δηλαδή ἡ δύναμη τῆς μνήμης, εἶναι ἡ
καθήλωση ἀκριβῶς στήν συνήθεια. Καί ἡ γνώση τῆς ὁμάδας, ἡ γνώση
δηλαδή τῶν σκιῶν, εἶναι ἡ γνώση τῆς συνήθειας, διότι τό μόνο
ἐπαληθεύσιμο κριτήριο, εἶναι ἡ συνήθεια. Το ὅτι ἐπαναλαμβάνεται ἡ ἴδια
σκηνή. Περνάει ἡ ἴδια καμήλα, ὁ ἴδιος ἐλέφαντας, κι ἔτσι ξέρουνε τί εἶναι
αὐτό πού περνάει καί ξαναπερνάει. Κι ἐδῶ πάει ἕνα ἀστεῖ πού λέει πώς
παίζουνε στοιχήματα γιά τό ποιό εἶναι αὐτό πού πέρασε τώρα. Δηλαδή
ὅ,τι ἔχει περάσει, ἔχει περάσει πολλαπλῶς καί μέ αὐτον τόν τρόπο
δοκιμάζουν αὐτά τά ἄτομα τίς συνήθειές τους.
Τώρα ὁδηγοῦμε τό σκεπτικό μας μέσα ἀπό τήν προοπτική μιᾶς, τῆς
πλατύτερης, ὅσο τό δυνατόν, συνείδησης. Ἀκριβῶς αὐτό ὁδηγεῖ σέ ἕνα
ὅραμα, πού σήμερα ἀρχίζει νά γίνεται πραγματικότητα. Δηλαδή μᾶς
ὁδηγεῖ σε μιά δυνατοτητα ἐπικοινωνίας τῶν συνειδήσεων.
Ἡ ἱστορία τοῦ σπηλαίου καί τῆς ἀνόδου – καθόδου μέ τήν πλατειά
συνείδηση, τήν ἐπίγνωση, εἶναι το πρῶτο δίκτυο τῆς ἱστορίας, τό πρῶτο
δίκτυο πληροφοριῶν. Ἡ πλατειά συνείδηση, δηλαδή ἡ εὐρύτητα τῆς
συνειδήσεως, εἶναι ἡ συνείδηση ἐκείνη ἡ ὁποία ἐπιτρέπει ἐπικοινωνία τῶν
συνειδήσεων χωρίς κλονισμό τῶν τάξεων, ὅπως γιά παράδειγμα, τῆς
λογικῆς κι αὐτό ἔχει μιά ἰδιαίτερη σημασία, γιατί μᾶς ἐπιτρέπει νά
καταλάβουμε τήν κοινωνία ὄχι ὡς ὑλικό γεγονός μόνο. Δηλαδή νά
ἐπικοινωνοῦν τά ἄτομα μέ τήν σκέψη, ὅπως σήμερα μέ τά δίκτυα
πληροφορικῆς, καί μαζί μέ τίς πληροφορίες, νά μεταφέρεται καί ἡ
συνείδηση. Καί μόνον μέ αὐτόν τον τρόπο θά μποροῦσε ἡ συνείδηση ἀντι
νά διαχέεται, νά ἑνώνει.
Σήμερα μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐπικοινωνεῖ μέσω τοῦ διαδικτύου ἤ τοῦ
τηλεφώνου, μέ ὁποιονδήποτε στόν κόσμο, χωρίς νά τόν ἔχει γνωρίσει
προσωπικά. Καί πολύ περισσότερο μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό ὁ χειριστής
πού γνωρίζει αὐτά θέματα. Εἶναι πιά σέ θέση νά ἀντιμετωπίσει μέ
διαφορετικό τρόπο τήν καινούργια ἐμπειρία μιᾶς ζωῆς, ἡ ὁποία μέχρι

4
πρότινος τοῦ ἦταν ἐντελῶς ἄγνωστη, δεδομένου ὅτι τά πράγματα
ἐξηντλοῦτο στήν γνωριμία τοῦ τόπου, τῆς γειτονιᾶς, τῆς συγγενείας, τῆς
φιλίας, τῆς γνωριμίας κ.ο.κ.
Πῶς νά καταλάβουμε τώρα τήν περιαγωγή, τήν μεταστροφή δηλαδή τῆς
ψυχῆς πού ζητάει, τό «ἰδεῖν» ὡς παιδεία. Δηλαδή αἰσθάνεται ὅτι ὑπάρχει
κι ἄλλο νά ἀνακαλύψει, νά μάθει, νά βιώσει...
Τό Μάτι ἀντιστοιχεῖ στήν ψυχή καί μέ αὐτό τό δεδομένο δοκιμάζουμε νά
ἑρμηνεύσουμε τήν μεταστροφή -περιαγωγή τῆς ψυχῆς μέ τήν βοήθεια τοῦ
“ἰδεῖν “, δηλαδή αὐτοῦ τοῦ ἄλλου τρόπου νά βλέπει κανείς τά πράγματα.
Σάν τήν κίνηση λοιπόν πρός τά ἐμπρός καί πρός τά ἐπάνω, πού εἶναι ἡ
κίνηση τοῦ δεσμώτη, ἔτσι ἡ ὄραση κλίνει πρός το Μέλλον. Γιατί
ἐπιλέγεται ἡ ὄραση ; Γιατί ἡ ὄραση εἶναι ἡ μόνη αἴσθηση ἡ ὁποία ξεπερνᾶ
ἀκριβῶς τό παρελθόν καί το παρόν καί τείνει πρός κάτι τό ὁποῖο δέν εἶναι
δεδομένο, καί αὐτή εἶναι ἔννοια πού ἡ ὄραση τείνει πρός τό Μέλλον.
Εἶναι ἡ μόνη αἴσθηση πού ἔχει χρονισμό, πού ἔχει μέσα της χρόνο.
Ὅλες οἱ αἰσθήσεις εἶναι δεμένες μέ τό παρόν, γιατί
αἰσθανόμαστε,πιάνουμε κάτι. Ἡ μόνη αἴσθηση πού χωράει Μέλλοντα
εἶναι ἡ ὄραση, τό μάτι. Προσπαθῶ νά δῶ, δηλαδή νά διασχίσει τό βλέμμα
μου καί νά φτάσει κάπου.
Χωρίς συνδυασμό μέ τήν ὄραση, ἡ νόησή μας κινεῖται ἐξομειωτικά,
δηλαδή ἔχει πλάνη τῆς ἐγγύτητας, μέ ἄλλα λόγια δέχεται ἤ θεωρεῖ ἕνα
πρᾶγμα τό ἴδιο μέ ἕνα ἄλλο. Ἔχει ἤδη ἀποδειχτεῖ ὅτι ἡ ἐγγύτητα στόν
χῶρο καί στόν χρόνο ἐπιδρᾶ ἐξομειωτικά στήν εἰκόνα πού σχηματίζουμε
γιά κάποιον ἤ κάτι. Αὐτό σημαίνει ὅτι περισκεπτόμαστε πλέον ἀορίστως
τά πάντα καί δέν στοχεύουμε κάπου.
Ἡ στόχευση ἤ ἡ σκόπευση, εἶναι ὅρος ὀπτικός. Ὅταν λέμε, σκοπεύω ἤ
στοχεύω κάπου, δηλώνει ἀκριβῶς αὐτήν τήν συγκέντρωση τῆς αἰσθήσεως.
Τόν ἀποκλεισμό τῆς ἀοριστίας καί πλέον τοῦ ὀρισμοῦ τοῦ ἀντικειμένου.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο λοιπόν κινεῖται ἐξομειωτικά καί ἡ ὄραση. Μέ τό νά
ὀρίζει, διαφοροποιεῖ καί διαφοροποιεῖ βεβαίως ἀξιολογικά.
Ἡ θεωρία τῶν Ἰδεῶν ( ἀπό τό Ἰδεῖν) βασίζεται σε μία αἴσθηση ὅπως ἡ
ὄραση, πού συνδέει τίς τρεῖς ὄψεις τοῦ χρόνου, τό παρελθόν, τό παρόν καί
τό μέλλον, πού τά συνδέει σέ ἕναν παρανομαστή, δηλαδή τήν
δημιουργική φορά.

5
Ἔχουμε τό σύνολο τοῦ χρόνου στην δημιουργική φορά τοῦ παρόντος.
Ἐκτός τῆς δημιουργικῆς αὐτῆς φορᾶς, ἡ νόηση εἶναι ὑπολογισμός.
Δηλαδή ἐκτός τῆς δημιουργικῆς φορᾶς πού ἀξιολογεῖ τά πράγματα μέ
ἰδιαίτερο τρόπο καί πού ἐκφράζεται μέ τήν ὄραση, ἡ σκέψη μπορεῖ μόνον
νά ὑπολογίζει. Μόνο ὅταν συνδέεται ἡ σκέψη μέ τήν δημιουργία,
ξεπερνάει τά ὄρια τοῦ ὑπολογισμοῦ. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ξεπερνώντας τό
ἐπίπεδο τῆς διανοίας, φτάνουμε ἀκριβῶς στο ἐπίπεδο τῆς νοήσεως.
Ἀντιθέτως λοιπόν μέ τήν ὄραση, ἡ ὁποία ξεπερνᾶ τά ἄμεσα, ἄς ποῦμε,
δεδομένα, ἡ γνώση ἀποδεικνύεται μή ὑπολογιστική, μή
ἁλγοριθμική.( Ἁλγόριθμος ὁρίζεται μιά σειρά ἐνεργειῶν, αὐστηρά
καθορισμένων καί ἐκτελέσιμων σέ πεπερασμένο χρόνο, πού στοχεύουν
στήν ἐπίλυση ἑνός προβλήματος. Τό νόημα εἶναι πώς ἡ κατάτμηση μιᾶς
σύνθετης ἐργασίας σέ διακριτά βήματα πού ἐκτελοῦνται διαδοχικά, εἶναι
ὁ τρόπος ἐπίλυσης πολλῶν προβλημάτων).
Μποροῦμε λοιπόν νά χαρακτηρίσουμε ἀκριβῶς τήν ὄραση ὡς ἑνός εἶδος
διαισθητικοῦ ἤ ἐνορατικοῦ λογισμοῦ. Διότι, ἡ πραγματική γνώση εἶναι
μία σύνθεση, ἕνας παράδοξος συνδυασμός λόγου καί αἰσθήματος, πού γιά
νά τόν καταλάβουμε καλύτερα, τόν ὀνομάζουμε Διαισθητικό ἤ
Ἐνορατικό Λογισμό.
Αὐτόν τόν ἐνορατικό λογισμό στηρίζουμε διότι καί χωρίς τήν ἐνόραση, ὁ
λογισμός μπορεῖ νά ταξινομεῖ καί νά συνθέτει διάφορα δεδομένα. Ἡ
ὄραση πού δείχνει τήν κατεύθυνση καί τό ὀριστικό στοιχεῖο μέσα στο νοῦ,
αὐτή ἀκριβῶς, ἀποτελεῖ τό στοιχεῖο τῆς ἐμπνεύσεως καί τῆς δημιουργίας.
Αὐτό τό βλέπουμε καί στην γλῶσσα μας. Ἡ ἔννοια τοῦ «σκέπτομαι» καί
ἡ ἔννοια τοῦ «βλέπω», πάρα πολλές φορές ταυτίζονται. Λέμε γιά
παράδειγμα, «Τό βλέπεις αὐτό ;», δηλαδή τό κατάλαβες αὐτό ;
Ὅταν λέμε, «Νάτο, νάτο, νάτο», αὐτές ὅλες εἶναι ὀπτικές ἀναφορές, πού
δείχνουνε ἀκριβῶς τόν βαθύτερο χαρακτῆρα τῆς νοήσεως ὡς μιᾶς
λειτουργίας, ἡ ὁποία πλέον ἔχει ὀπτικό χαρακτῆρα, ἀλλά ἔχει καί τήν
δημιουργική φύση.
Γιατί λέμε, «Τό εἶδα», «Τὄπιασα» ; Γιατί προβαίνουμε σέ αὐτήν τήν
δήλωση πού δείχνει τόν ξαφνικό, τόν αἰφνίδιο χαρακτῆρα μιᾶς λήψεως ;
Ἔχει σημασία νά ἐντοπίσουμε νά ἐντοπίσουμε τό ἑξῆς πρᾶγμα.
Ὑπάρχει ἕνα «βλέπω» πού ἀκολουθεῖ τήν σκέψη. Ἐξηγοῦμε κάτι
δηλαδή, καί λέει ὁ ἄλλος «τό βλέπω», «τό κατάλαβα».

6
Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνα «βλέπω» τό ὁποῖο προηγεῖται τῆς σκέψεως,
δηλαδή ἕνα εἶδος βαθύτερης διαισθήσεως, μιά παράδοξη ἐξωτική φωτιά,
ἡ ὁποία κατακλύζει τήν σκέψη. Γιά παράδειγμα ὅταν ἔχουμε μιά ἀπορία
καί μιά λάμψη περνάει μέσα ἀπό τό μυαλό. Ἴσως νά τό ἔχεις νοιώσει.
Εἶναι ἡ ἰδέα. Ἔχουμε “δεῖ “ αὐτό πού ζητᾶμε. Αὐτή ἡ λάμψη ἡ ὁποία
περνάει μέσα ἀπό τό μυαλό καί ἡ ὁποία μᾶς φωτίζει ἄπλετα, ταυτοχρόνως
ἔχει τόν ἑξῆς χαρακτήρα: Ὅταν τήν βάλουμε σέ λέξεις γίνεται φτωχή.
Αὐτό εἶναι ἡ ἀνυπόθετη ἀρχή. Τό πέραν τοῦ Εἶναι, τό ἐπέκεινα τῆς οὐσίας,
τό ὁποῖο μᾶς ἐπιτρέπει νά καταλάβουμε μέσω τοῦ «ἰδεῖν» τήν ἔννοια τῆς
μεταστροφῆς τῆς ψυχῆς προς τήν ἀνυπόθετη ἀρχή.
Ἔχουμε δηλαδή μιά στροφή τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἀφήνει πλέον τά
δεδομένα μιᾶς πραγματικότητας πού εἶναι ἄπιαστη καί τήν στιγμή πού τό
συλλαμβάνει, δηλαδή γιά αὐτήν δέν εἶναι πιά ἄπιαστη, δεν μπορεῖ νά τό
συλλάβει περισσότερο ὡς πρός τήν διατύπωσή του, δηλαδή στήν
καταγραφή. Ἴσα -ἴσα πού τό βλέπουμε. Δηλαδή τό πιάνουμε καί μᾶς
φεύγει κιόλας. Ἡ δημιουργία ὅμως, δεν ἔρχεται ἐπειδή τό καταγράφουμε
ἀργότερα μέ λόγια, ἀλλά γιατί μᾶς φωτίζει μιά ἄλλη λογική, ἡ ἀστραπή
μέσα στό μυαλό μας.

You might also like