Professional Documents
Culture Documents
Πληροφορικής
Ι. Μπέλλου
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Επιμέλεια: Ιωάννα. Μπέλλου, Σχολική Σύμβουλος Πληροφορικής Ν. Ιωαννίνων και Άρτας
1. Συμφωνώ - Διαφωνώ
Στόχος: Να χρησιμεύσει ως μια πρώτη προσέγγιση των μελών για το «σπάσιμο του πάγου».
Διαδικασία: Ο διαμεσολαβητής της ομάδας έχει γράψει τις λέξεις – κατηγορίες «ΣΥΜΦΩΝΩ», «ΣΥΜΦΩΝΩ
ΜΕΡΙΚΩΣ», «ΔΙΑΦΩΝΩ» σε ταμπέλες και τις κρεμάει στους τοίχους της αίθουσας. Παράλληλα κάνει μια
δήλωση όπως: «Η εκπαίδευση μπορεί να αλλάξει τον κόσμο».
Καθένας από τους επιμορφωνόμενους μετακινείται προς την ταμπέλα που του ταιριάζει η άποψη και στη
συνέχεια κάθε ομάδα, απo αυτές που δημιουργούνται, συζητάει και παρουσιάζει τους λόγους που την
οδήγησαν σ’ αυτή τη θέση.
2. Παιχνίδι Ονομάτων
Στόχος: Να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο να μάθουμε τα ονόματα των μελών της ομάδας.
Διαδικασία: Οι εκπαιδευόμενοι κάθονται σε κύκλο. Ο πρώτος ξεκινά λέγοντας το όνομά του. Ο δεύτερος
επαναλαμβάνει το όνομα του πρώτου και στη συνέχεια λέει το δικό του. Ο τρίτος επαναλαμβάνει τα
ονόματα του πρώτου και του δεύτερου ατόμου και στη συνέχεια λέει το δικό του. Η διαδικασία
συνεχίζεται με αυτόν τον τρόπο. Ο τελευταίος στον κύκλο επαναλαμβάνει τα ονόματα όλων των ατόμων
της ομάδας.
«Βρες κάποιον που έχει οικολογικές ανησυχίες και ασχολείται με την περιβαλλοντική εκπαίδευση»
6. Παιχνίδι με μπαλάκι
Στόχος: Να διευκολυνθεί η επικοινωνία μέσα στην ομάδα και να αρχίσει η γνωριμία
Διαδικασία: Οι εκπαιδευόμενοι είναι καθισμένοι σε κύκλο. Ο πρώτος πετά το μπαλάκι στον απέναντι
λέγοντας το δικό του όνομα. Αυτός που το πιάνει το πετά σε κάποιον άλλο απέναντί του λέγοντας το δικό
του όνομα. Συνεχίζουν έτσι και αφού ολοκληρωθεί ο κύκλος επαναλαμβάνουν για δεύτερη φορά την
διαδικασία, μόνο που πρέπει να θυμούνται τα ονόματα των απέναντι και να λένε σε ποιον πετούν το
μπαλάκι.
7. Αλήθεια ή ψέμα
Στόχος: Να προκαλέσει ενδιαφέρον για καλύτερη γνωριμία, και να χρησιμεύσει ως μια εξοικείωση.
Διαδικασία: Ο κάθε συμμετέχων αναφέρει τρία στοιχεία για τον εαυτό του, δυο αλήθειες και ένα ψέμα.
Οι υπόλοιποι πρέπει να μαντέψουν το ψέμα, κάνοντας καθένας δυο διευκρινιστικές ερωτήσεις.
2
9. Αυτοοργάνωση ομάδας με κάποιο κριτήριο
Στόχος: Να αναγνωριστούν κοινά χαρακτηριστικά και να δημιουργηθεί θετικό κλίμα.
Διαδικασία: Οι εκπαιδευόμενοι χωρίζονται τυχαία σε ομάδες των 4 ή 5 μελών. Ο διαμεσολαβητής δίνει
απλές οδηγίες του τύπου «οργανωθείτε σε 30 δευτερόλεπτα σύμφωνα με ένα κριτήριο που θα επιλέξετε».
Δεν κάνει περαιτέρω διασαφήνιση των οδηγιών, ακόμη και αν ζητηθεί. Στο τέλος των 30 δευτερόλεπτων ο
διαμεσολαβητής ζητά από κάθε ομάδα να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο οργανώθηκε (σύμφωνα με το
ύψος, το μέγεθος παπουτσιού, την ηλικία, τον αριθμό τηλεφώνου, κλπ.). Η επόμενη εργασία αφορά στην
οργάνωση της ομάδας με δύο τρόπους εξηγώντας κάθε φορά τους τρόπους με τους οποίους επέλεξαν να
οργανώσουν την ομάδα τους.
10. Αδέλφια
Στόχος: Να χρησιμεύσει ως εξοικείωση και προσέγγιση μέσω κοινών εμπειριών.
Διαδικασία: Με την έναρξη ο διαμεσολαβητής ζητά από την ομάδα να χωριστεί στις τέσσερις γωνιές του
δωματίου σύμφωνα με τα παρακάτω κριτήρια: Αν καθένας ήταν:
1. το μεγαλύτερο παιδί στην οικογένεια
2. ο μικρότερος στην οικογένεια
3. μεσαίο παιδί
4. ένα μόνο παιδί στην οικογένεια.
Καθώς οι συμμετέχοντες αναζητούν τις αντίστοιχες ομάδες, τους ζητιέται να θυμηθούν τι τους άρεσε ή δεν
τους άρεσε σχετικά. Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο παιδί ίσως είχε τη φροντίδα των μικρότερων ή ο
μικρότερος μπορεί να φορούσε τα μεταχειρισμένα ρούχα των μεγαλύτερων. Εκ των υστέρων, θα
προτιμούσε μια διαφορετική θέση;
Κάθε ομάδα έχει λίγα λεπτά για να συζητήσει αυτά και άλλα ερωτήματα. Μετά ένα μέλος-εκπρόσωπος θα
μιλήσει από κάθε ομάδα και θα μεταφέρει τις κοινές απόψεις.
3
Διαχείριση Σχολικής Τάξης
μέσα από ομαδοσυνεργατική
προσέγγιση
ΣΧΟΛΙΚΗ ΤΑΞΗ
Ορισμός
O σχολική αίθουσα
O κοινωνική ομάδα
O σύστημα σχέσεων
O σύστημα αλληλεπιδράσεων
Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ
αποτελεί προϋπόθεση και κομμάτι του πάζλ
για αποτελεσματική διδασκαλία και μάθηση
συναισθηματικού κλίματος
O Συνέπειες
O Αξιολόγηση
ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΛΗΣ- ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗΣ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Ο εκπαιδευτικός χρειάζεται
και αναστοχασμού
ΚΛΙΜΑ ΤΑΞΗΣ
Όταν αναφερόμαστε στο κλίμα της τάξης,
μιλούμε για ένα γενικό ψυχολογικό
χαρακτήρα της τάξης, ένα διάχυτο αίσθημα
το οποίο κάποιος γρήγορα διαπιστώνει,
όταν βρεθεί σε μια τάξη έστω και για λίγο
χρονικό διάστημα.
Ορισμός:
VYGOTSKY: ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ
ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ
Για το δάσκαλο
O Χαρακτηριστικά καλύτερης τάξης
O Χαρακτηριστικά χειρότερης τάξης
ΚΑΝΟΝΕΣ
• Να φέρνουμε στην τάξη όλα τα απαραίτητα.
για μέσα.
έχει το λόγο.
Δε μπορούν να αλυσοδέσουν
το πνεύμα μου
«Οι μαθητές είναι εθελοντές είτε το θέλουμε είτε όχι.
Αντιμετωπίζοντας προβλήματα
πειθαρχίας
1. Κοιτάξτε τον παραβάτη στα μάτια ή σταθείτε δίπλα
2. Αναφέρετε το όνομα του ή απευθύνετε του μια ερώτηση
3. Ρωτήστε: Γνωρίζεις τις συνέπειες αυτής της πράξης;
4. Υπενθυμίστε ήρεμα την διαδικασία και ζητήστε του να την
ακολουθήσει
5. Με φιλικό τρόπο ζητήστε από τον παραβάτη να αναφέρει
το σωστό κανόνα και να τον ακολουθήσει
6. Πείτε στο μαθητή με σαφή, θετικό τρόπο να σταματήσει
την άσχημη συμπεριφορά.
7. Προσφέρετε στους μαθητές δυο επιλογές που μπορούν
να ακολουθήσουν.
Καθορισμός και λόγοι ανεπιθύμητης
συμπεριφοράς
Τιμωρίες
Με ηρεμία και αντικειμενικότητα, κλιμακωτά :
1. Εκφράσεις απογοήτευσης
2. Απώλεια προνομίων
3. Αποκλεισμός από την ομάδα
4. Γραπτή διατύπωση των σκέψεων του
μαθητή για το πρόβλημα
5. Κράτηση του μαθητή κατά το διάλειμμα
(για συζήτηση).
6. Ακραία η αποβολή ή εκδίωξη
7. Επίσκεψη στο γραφείο του διευθυντή
8. Επικοινωνία με τους γονείς.
Οι προσπάθειες κατανόησης της
«φύσης» της αταξίας
• Η αταξία ως αποτέλεσμα χαμηλής ποιότητας
διδασκαλίας ή κοινωνικής ανωριμότητας του
μαθητών
• Η αταξία ως αμφισβήτηση
• Προσπάθεια κατανόησης αταξίας
• Κατηγοριοποιούμε τις μαθητικές αταξίες
• Αναζητούμε την αιτιολογία τους
• Επανεξετάζουμε
• Προλαμβάνουμε παρά θεραπεύουμε
• Παρεμβαίνουμε.
Τι χρειάζεται
Επιμέλεια κειμένου
Ιωάννα Μπέλλου, Σχολική Σύμβουλος Πληροφορικής Ν. Ιωαννίνων & Άρτας
Ιωάννινα, 2011
Επιμέλεια κειμένου, Ι. Μπέλλου Σχ. Σύμβουλος Πληροφορικής
Διδακτικές Τεχνικές
Ο όρος «διδακτική τεχνική» είναι συνώνυμος με τους όρους «τεχνική διδασκαλίας» ή «εκπαιδευτική
τεχνική» και αφορά σε ένα παιδαγωγικό «εργαλείο», το οποίο αξιοποιείται στο πλαίσιο των διδακτικο-
μαθησιακών δραστηριοτήτων μιας στρατηγικής και χαρακτηρίζει τη διδακτική μορφή της διδασκαλίας. Οι
διδακτικές τεχνικές δίνουν τη δυνατότητα στους μαθητές να σκεφτούν, να γράψουν, να συζητήσουν, να
σχολιάσουν και να ασκηθούν ατομικά ή ομαδικά.
Κρίνεται σκόπιμο να χρησιμοποιούνται εναλλακτικά ανάλογα με τους διδακτικούς στόχους, τις συνθήκες,
τις απαιτήσεις και τις ανάγκες των μαθητών, ώστε να επιτυγχάνονται τα βέλτιστα μαθησιακά αποτελέσματα
και να κινητοποιείται/διατηρείται το μαθησιακό ενδιαφέρον. Επιπλέον, η αξιοποίηση πολλαπλών διδακτικών
τεχνικών στη διδασκαλία ικανοποιεί τις ανάγκες και το στυλ μάθησης των μαθητών, διευρύνοντας την
προσαρμοστικότητα τους καθώς εξασκούνται σε εναλλακτικές συνθήκες μάθησης. Μερικές από τις τεχνικές
διδασκαλίας είναι:
Η εισήγηση αφορά στην παρουσίαση πληροφοριών σε ορισμένο χρόνο και ως τεχνική διδασκαλίας
αντιμετωπίζεται σήμερα με επιφύλαξη και σκεπτικισμό από τους εκπαιδευτικούς (Τριλιανός, 2004). Ο
ενδοιασμός για την αποτελεσματικότητα της βασίζεται στο γεγονός ότι οι μαθητές δε συμμετέχουν στη
μαθησιακή διαδικασία, δεν καλλιεργούν την κριτική και τη δημιουργική τους ικανότητα, και δε μπορούν να
συζητήσουν, να διαλεχθούν και να προβληματιστούν. Βέβαια, έχει τα πλεονεκτήματα ότι: (α) καθιστά
δυνατή τη μετάδοση συγκροτημένων γνώσεων και την ανάλυση εννοιών σε σχετικά σύντομο χρονικό
διάστημα, (β) η προετοιμασία και η πραγματοποίηση της είναι ευκολότερη από άλλες τεχνικές, (γ) είναι
αναγκαία για την εισαγωγή νέων θεμάτων, για τον προβληματισμό των μαθητών και για την κινητοποίηση
του μαθητικού ενδιαφέροντος, και (δ) οι μαθητές συχνά αισθάνονται ασφαλέστερα όταν απλώς
παρακολουθούν παρά όταν προσπαθούν να επεξεργαστούν απόψεις ή ζητήματα μόνοι τους ή με άλλους.
Παρά την αρνητική της αντιμετώπιση ως τεχνική, υπάρχουν περιπτώσεις στη διδασκαλία κατά τις οποίες
επιβάλλεται η χρήση της για μικρό χρονικό διάστημα (π.χ. γνωστοποίηση των διδακτικών στόχων,
ανακεφαλαίωση εννοιών, επισήμανση παρανοήσεων και δυσνόητων σημείων, καθοδήγηση της διδακτικής
διαδικασίας κ.λπ). Για να συγκρατήσει το ενδιαφέρον των μαθητών και να διευκολύνει την επεξεργασία των
πληροφοριών, η εισήγηση θα πρέπει να έχει λογική δομή και εξέλιξη (εισαγωγή, κυρίως θέμα, υποθέματα,
2
Επιμέλεια κειμένου, Ι. Μπέλλου Σχ. Σύμβουλος Πληροφορικής
επίλογος, ανακεφαλαίωση, σύνθεση), η οποία να είναι κατανοητή στους μαθητές. Επίσης, θα πρέπει να
περιορίζεται στην παρουσίαση των απαραίτητων στοιχείων χωρίς να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες (το πολύ
15 λεπτά), να περιέχει πολλά παραδείγματα, και να υποστηρίζεται με τη χρήση οπτικοακουστικών μέσων
(π.χ. διαφάνειες, σχεδιαγράμματα).
Συζήτηση ή διάλογος
Ο διάλογος επιτρέπει την ανταλλαγή απόψεων μέσα στην ομάδα των μαθητών γύρω από ένα θέμα ή
πρόβλημα, με στόχο την παραγωγή συμπερασμάτων ή αποφάσεων. Η λειτουργία της συζήτησης κρίνεται
ιδιαίτερα σημαντική καθώς δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να περιγράψουν, να αξιολογήσουν, να
αναλύσουν τις διδαχθείσες έννοιες/θέματα, να παραθέσουν λογικά επιχειρήματα, να δραστηριοποιηθούν
νοητικά, να συμμετάσχουν ενεργά στη μαθησιακή διαδικασία, να διαπιστώσουν την αντίδραση των άλλων
στις τοποθετήσεις τους και, τέλος, να έλθουν σε επαφή με τον τρόπο που οι συμμαθητές τους
αντιλαμβάνονται τα πράγματα (Ματσαγγούρας, 2001). Στο πλαίσιο της συζήτησης, η επικοινωνία
μετατρέπεται από δασκαλομαθητική σε διαμαθητική με τη συντονιστική παρέμβαση του εκπαιδευτικού.
Ο διαμαθητικός διάλογος μπορεί να αποδειχθεί άγονος, αν οι μαθητές δεν έχουν αναπτύξει στάσεις, όπως
ευρύτητα αντίληψης και σεβασμός για τις απόψεις των άλλων, και καλλιεργήσει δεξιότητες που αφορούν
στην άσκηση κριτικής στις απόψεις των άλλων και διαλεκτικής παρέμβασης για την ανταλλαγή απόψεων
και προβληματισμών. Επίσης, μπορεί να εκφυλιστεί σε μια ατέρμονη συζήτηση ή σε μια παράθεση
παράλληλων μονολόγων, αν δε θίγονται ουσιαστικά προβλήματα ή αν οι μαθητές δεν έχουν την ικανότητα
να παρακολουθήσουν τις απόψεις που εκφράζονται. Ο εκπαιδευτικός, προκειμένου να παρέμβει στο
διαμαθητικό διάλογο, μπορεί να ζητήσει από τους μαθητές να διατυπώσουν την άποψή τους, να εξηγήσουν
το συλλογισμό τους, να ερμηνεύσουν τις απόψεις άλλων, να διασαφηνίσουν και να αναδιατυπώσουν τις
θέσεις τους, να εντοπίσουν ανακολουθίες και αντιφάσεις, κ.λπ.
Βασικές δραστηριότητες του εκπαιδευτικού στο πλαίσιο της διαμαθητικής επικοινωνίας είναι: ο
συντονισμός της συζήτησης, η εξάσκηση των μαθητών, η αξιοποίηση των μαθητικών ιδεών και η
ανακεφαλαίωση των συμπερασμάτων (Ματσαγγούρας, 2001). Ο εκπαιδευτικός πρέπει να κατευθύνει
διακριτικά τη συζήτηση, να ενθαρρύνει τους μαθητές όχι μόνο να εκθέτουν τις απόψεις τους αλλά και να
κρίνουν τις απόψεις των συνομιλητών τους καθώς και να έρχονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους
εκφράζοντας λογικά επιχειρήματα. Επίσης, θα πρέπει να διευκολύνει τη συζήτηση ώστε να είναι δυνατή η
εξαγωγή συμπερασμάτων. Βασικές ενέργειες του εκπαιδευτικού αποτελούν η παροχή διευκρινήσεων στην
αρχή της συζήτησης για τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί (χρονική διάρκεια, στάδια, μεθοδολογία) και η
σύνδεση των συμπερασμάτων με τους στόχους της διδασκαλίας στο τέλος της συζήτησης.
Ερωταποκρίσεις
Οι ερωταποκρίσεις αποτελούν βασικό στοιχείο ενός διαλόγου και η ποιότητά τους καθορίζει την επιτυχία
της συζήτησης. Πρώτος που στήριξε θεωρητικά τη χρήση των ερωταποκρίσεων ήταν ο Σωκράτης με τη
«μαιευτική» μέθοδο. Η ερώτηση τις περισσότερες φορές επηρεάζει την απάντηση και κατ’ επέκταση την
επιτυχία της συζήτησης. Για το λόγο αυτό, ενδεικτικά χαρακτηριστικά εύστοχων ερωτήσεων είναι τα
ακόλουθα (Τριλιανός, 2004): (α) σαφήνεια & φυσικότητα: διατύπωση με ακρίβεια των σημείων που θα
απαντήσουν οι μαθητές και χρήση λέξεων που είναι κατανοητές από τους μαθητές, (β) συντομία &
περιεκτικότητα: μια ερώτηση θα πρέπει να διατυπώνεται σύντομα ώστε να συγκρατείται εύκολα και θα
πρέπει να αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία του περιεχομένου της διδασκαλίας, (γ) σκοπιμότητα: θα πρέπει
να στοχεύει πάντοτε σε κάποιο στόχο, (δ) συνέχεια: θα πρέπει να διασφαλίζεται πάντοτε η αλληλουχία στις
ερωτήσεις ώστε να υπάρχει μια λογική συνέχεια, και (ε) μέτριας δυσκολίας & πρόκληση της σκέψης: μια
ερώτηση δε θα πρέπει να είναι ούτε πολύ εύκολη ούτε πολύ δύσκολη και θα πρέπει να προκαλεί τους
μαθητές να σκεφτούν, να συζητήσουν και να καταλήξουν σε κάποια συμπεράσματα.
3
Επιμέλεια κειμένου, Ι. Μπέλλου Σχ. Σύμβουλος Πληροφορικής
Οι ερωταποκρίσεις συνήθως συνδυάζονται με την πρακτική άσκηση ή την εισήγηση, γεγονός που προσδίδει
ποικιλία και ενδιαφέρον στη διδακτική διαδικασία. Οι ερωτήσεις που υποβάλλονται συνήθως από τον
εκπαιδευτικό αποτελούν σήμερα το κύριο στοιχείο κάθε διδασκαλίας. Έρευνες έχουν δείξει ότι το 80% του
σχολικού χρόνου αφιερώνεται σε ερωταποκρίσεις, από τις οποίες οι ερωτήσεις ανάκλησης στη μνήμη
καταλαμβάνουν το 70-80% του συνόλου των ερωτήσεων, ενώ οι ερωτήσεις που αφορούν σε γενικεύσεις και
συμπεράσματα μόνο το 20-30% (Τριλιανός, 2004). Ενδεικτικοί λόγοι στους οποίους οφείλεται η συχνή
χρήση των ερωταποκρίσεων στη διδασκαλία είναι: (α) διεγείρουν το ενδιαφέρον και ενθαρρύνουν την
περιέργεια και την προσοχή των μαθητών, (β) βοηθούν στην κατανόηση, ανακεφαλαίωση και εμπέδωση του
μαθήματος, (γ) οι απαντήσεις των μαθητών χρησιμοποιούνται για περισσότερη εμβάθυνση στο θέμα, (δ)
δημιουργούν κλίμα επικοινωνίας και συμμετοχής, και (ε) ο εκπαιδευτικός διαπιστώνει το βαθμό κατανόησης
και τις ανάγκες των μαθητών ως προς το αντικείμενο της μάθησης.
Η έρευνα σχετικά με την εφαρμογή των ερωταποκρίσεων στη διδασκαλία έχει δείξει ότι (Τριλιανός, 2004):
(α) δε θα πρέπει να υποβάλλονται ερωτήσεις των οποίων η απάντηση περιορίζεται σε ένα «ναι» ή «όχι» ή
ερωτήσεις του τύπου «Το καταλάβατε;», «Θέλει κανείς να ρωτήσει κάτι;», (β) απαιτείται αρκετός χρόνος
για την ορθή εφαρμογή τους, μπορεί να υπάρχουν παρεμβάσεις εκτός θέματος και δεν είναι αυτονόητο ότι
συμμετέχουν όλοι στη συζήτηση, (γ) ο εκπαιδευτικός δε θα πρέπει να δίνει ο ίδιος την απάντηση ή να
διακόπτει την απάντηση κάποιου μαθητή για να την ολοκληρώσει ή γιατί είναι λανθασμένη, αλλά
χρησιμοποιώντας βοηθητικές ερωτήσεις, θα πρέπει να καθοδηγήσει το μαθητή στους επιθυμητούς στόχους,
(δ) οι ερωτήσεις θα πρέπει να παρουσιάζουν λογική συνέχεια, να προωθούν τον προβληματισμό, την
έκφραση και την κριτική σκέψη, και (ε) θα πρέπει να ενθαρρύνεται από τον εκπαιδευτικό, η διατύπωση
ερωτήσεων από τους μαθητές.
Χιονοστιβάδα
Η τεχνική της χιονοστιβάδας, όπως και της συζήτησης, αποσκοπεί στην ανταλλαγή απόψεων με στόχο την
προώθηση και διεύρυνση του προβληματισμού γύρω από ένα θέμα. Στο πλαίσιο εφαρμογής της, αρχικά
αποφασίζεται από τους μαθητές το θέμα προς επεξεργασία. Στη συνέχεια, κάθε μαθητής, ατομικά, σχολιάζει
γραπτά το θέμα και συγκρίνει τα σχόλια του με εκείνα του συμμαθητή του, εντοπίζοντας κοινά σημεία,
διαφορές, σημεία που χρήζουν συμπλήρωση κ.λπ. Η δραστηριότητα επαναλαμβάνεται μέσα σε ομάδες
περισσότερων ατόμων και οι απόψεις της ομάδας παρουσιάζονται στην ολομέλεια της τάξης, όπου γίνεται η
σύνθεση των απόψεων και εξάγονται τα συμπεράσματα. Ο χρόνος που απαιτείται για την εφαρμογή της
τεχνικής είναι σχετικά μικρός και δεν ευνοούνται οι παρεμβάσεις εκτός θέματος.
Καταιγισμός ιδεών
Η τεχνική του καταιγισμού ιδεών (brainstorming) αφορά στην εξέταση ενός θέματος ή μιας έννοιας μέσω
της ενθάρρυνσης/υποκίνησης των μαθητών να προβούν σε ελεύθερη, αυθόρμητη έκφραση ιδεών. Στόχος
είναι η συμμετοχή των μαθητών στη διερεύνηση του θέματος με όποια αυθόρμητη ιδέα ή πρόταση έχουν.
Στο πλαίσιο εφαρμογής της συγκεκριμένης τεχνικής, ο εκπαιδευτικός αρχικά θέτει ένα κατάλληλο ερώτημα
με στόχο να προβληματίσει τους μαθητές και να διεγείρει τη σκέψη και τη φαντασία τους. Στη συνέχεια, οι
μαθητές εκφράζουν τις απόψεις/ιδέες τους και ο εκπαιδευτικός τις καταγράφει στον πίνακα. Στη
συγκεκριμένη φάση, δεν πραγματοποιείται κριτική των ιδεών που παρουσιάζονται. Σε επόμενη φάση, οι
μαθητές καλούνται να επεξηγήσουν τις δικές τους ιδέες και να κρίνουν αυτές των συμμαθητών τους με
στόχο την αποκάλυψη των πολλαπλών πτυχών του θέματος και τον εμπλουτισμό των γνώσεων τους. Επίσης,
μπορεί να πραγματοποιηθεί ταξινόμηση και κατηγοριοποίηση των ιδεών ή και διάταξή τους ανάλογα με το
βαθμό ενδιαφέροντος των μαθητών.
Ο καταιγισμός ιδεών είναι πολύ χρήσιμη τεχνική σε διαδικασίες επίλυσης προβλημάτων, για την εισαγωγή
ενός νέου θέματος/έννοιας, για την ανάκληση κάποιων θεμάτων που ήδη γνωρίζουν οι μαθητές και για την
αξιολόγηση του μαθήματος. Στο πλαίσιο εφαρμογής του καταιγισμού ιδεών, ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να
4
Επιμέλεια κειμένου, Ι. Μπέλλου Σχ. Σύμβουλος Πληροφορικής
ενθαρρύνει τη συμμετοχή και τη δημιουργική έκφραση όλων των μαθητών, τη συνεργασία και την ανάπτυξη
της κριτικής σκέψης καθώς και να αξιοποιεί την εμπειρία των μαθητών. Βασικές ενέργειες του
εκπαιδευτικού είναι: (α) να πληροφορήσει εγκαίρως τους μαθητές για το θέμα που θα πραγματευτούν ώστε
να υπάρχει αρκετός χρόνος να σκεφτούν, (β) να φροντίσει για την εύκολη καταγραφή των ιδεών των
μαθητών (π.χ. στον πίνακα, σε πίνακα ανακοινώσεων, σε οθόνη υπολογιστή που προβάλλεται σε όλη την
τάξη κ.λπ.), και (γ) να διεγείρει τη φαντασία των μαθητών με χρήση περιοδικών, βιβλίων, ιστοσελίδων κ.λπ.
Επίδειξη
Η τεχνική της επίδειξης χρησιμοποιείται κυρίως για την απόκτηση πρακτικών γνώσεων, είναι συνήθως
ακατάλληλη για τη διδασκαλία θεωρητικών θεμάτων/εννοιών και συνδυάζεται με την αξιοποίηση άλλων
τεχνικών, όπως της εισήγησης, της συζήτησης και των ερωταποκρίσεων. Στο πλαίσιο εφαρμογής της
επίδειξης, οι μαθητές μαθαίνουν, παρατηρώντας αρχικά τον εκπαιδευτικό να εκτελεί ή να παρουσιάζει μια
πράξη και στη συνέχεια επαναλαμβάνουν οι ίδιοι, με την καθοδήγηση του, την πράξη που προηγούμενα
εκτελέστηκε από τον εκπαιδευτικό.
Στην επίδειξη, ο ρόλος του εκπαιδευτικού συνίσταται να είναι κυρίαρχος μόνο κατά το αρχικό στάδιο στο
οποίο ο ίδιος υποδεικνύει συστηματικά πώς πραγματοποιείται η συγκεκριμένη πράξη. Στη συνέχεια, ο ρόλος
του μεταφέρεται προοδευτικά στους μαθητές, οι οποίοι μετά την παρατήρηση, ερευνούν και διεξάγουν την
αντίστοιχη πράξη. Κρίνεται σημαντικό να εξασφαλίζεται ο αναγκαίος χρόνος και χώρος έτσι ώστε όλοι οι
μαθητές να έχουν τη δυνατότητα να εξασκηθούν.
Η επίδειξη αποτελεί μια χρήσιμη τεχνική, καθώς: (α) η μάθηση επιτυγχάνεται μέσα από την πράξη, (β)
συμπληρώνει και υποστηρίζει την εφαρμογή άλλων τεχνικών διδασκαλίας, (γ) στο πλαίσιο εφαρμογής της,
οι μαθητές σχηματίζουν πλήρεις και σαφείς παραστάσεις καθώς παρουσιάζονται οι ορθές και οι λαθεμένες
πράξεις, οι εναλλακτικές λύσεις και οι διαδικασίες, και (δ) εξασφαλίζεται η ενεργοποίηση όλων των
μαθητών και κινητοποιείται το ενδιαφέρον τους (Γιαννούλης, 1993). Όμως, δεν προωθείται η επικοινωνία
και η πρωτοβουλία, πρέπει να εξασφαλίζεται η ύπαρξη κατάλληλου εξοπλισμού που συχνά είναι αρκετά
δαπανηρός, η αυτενέργεια του μαθητή περιορίζεται και σε σημαντικό βαθμό είναι κατευθυνόμενη και τα
αποτελέσματα δεν είναι θετικά όταν ο αριθμός των μαθητών είναι μεγάλος.
Πρακτική άσκηση
Στόχος της πρακτικής άσκησης είναι η σύνδεση της θεωρίας με την πράξη και η ενεργοποίηση των
μαθητών. Στο πλαίσιο εφαρμογής της, οι μαθητές καλούνται ατομικά ή συλλογικά να εκπονήσουν μια
δραστηριότητα (π.χ. επεξεργασία ενός θέματος, επίλυση ενός προβλήματος, πραγματοποίηση ενός
πειράματος) που συνδέεται άμεσα με τους διδακτικούς στόχους, με τη βοήθεια και την καθοδήγηση του
εκπαιδευτικού. Μέσα από την πρακτική άσκηση δίνεται η δυνατότητα στους μαθητές να μάθουν «κάνοντας»
(learning by doing) και αυξάνεται η αυτοπεποίθηση τους μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της
άσκησης/δραστηριότητας. Η εφαρμογή της πρακτικής άσκησης δεν απαιτεί πολύ χρόνο, όμως απαιτεί
προσεκτική προετοιμασία και εποπτεία από τον εκπαιδευτικό και δε δίνει πάντοτε τη δυνατότητα για
λεπτομερή εξέταση ενός θέματος, όπως άλλες τεχνικές (π.χ. μελέτη περίπτωσης). Μπορεί να συνδυαστεί με
την εφαρμογή άλλων τεχνικών, όπως της εισήγησης, της συζήτησης, της εννοιολογικής χαρτογράφησης και
των ερωταποκρίσεων. Το πλαίσιο εκπόνησης της άσκησης/δραστηριότητας θα πρέπει να είναι σαφές στους
μαθητές και να δίνονται, μέσω ενός φύλλου εργασίας, οδηγίες σχετικά με το τι πρέπει να κάνουν οι μαθητές,
σε ποια ερωτήματα πρέπει να απαντήσουν, ποιες πηγές να χρησιμοποιήσουν, πόσο χρόνο έχουν στη διάθεσή
τους, κ.λπ.
5
Επιμέλεια κειμένου, Ι. Μπέλλου Σχ. Σύμβουλος Πληροφορικής
Ομάδες εργασίας
Στο πλαίσιο εφαρμογής της τεχνικής των ομάδων εργασίας, οι μαθητές κατανεμημένοι σε ομάδες,
ανταλλάσσουν εμπειρίες, εκπονούν δραστηριότητες/ασκήσεις, επιλύουν προβλήματα, καταλήγουν σε
συμπεράσματα, εκτελούν πειράματα, κλπ με στόχο την καλλιέργεια δεξιοτήτων συνεργασίας και
επικοινωνίας και την πληρέστερη επεξεργασία του εξεταζόμενου θέματος. Η εργασία σε ομάδες ενθαρρύνει
την ενεργή συμμετοχή και αναπτύσσει τη διαμαθητική επικοινωνία, την ελεύθερη έκφραση ιδεών και την
αυθόρμητη ανταλλαγή απόψεων. Οι μαθητές μαθαίνουν να αλληλοβοηθούνται και καλλιεργούνται
κοινωνικές αρετές, όπως η ευγένεια, ο αλληλοσεβασμός κ.λπ. Ο αριθμός των μελών της ομάδας δε θα
πρέπει να είναι μεγάλος και οι ομάδες μπορεί να έχουν ομοιογενή ή ανομοιογενή σύνθεση όσον αφορά στα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μαθητών (π.χ. εμπειρίες, γνώσεις, φύλο, κλπ), ανάλογα με τους διδακτικούς
στόχους και τις ανάγκες των μαθητών. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να εμπιστεύεται τις δυνατότητες των
μαθητών να ολοκληρώσουν το έργο που έχουν αναλάβει, να προωθεί την ανάπτυξη πρωτοβουλιών, να
παρακολουθεί το έργο των ομάδων την ώρα εργασίας τους, να παρέχει με σαφήνεια και ακρίβεια οδηγίες
στους μαθητές σχετικά με τον τρόπο εργασίας τους και τέλος να συντονίζει το τελικό στάδιο της εργασίας
που αφορά στην εξαγωγή συμπερασμάτων.
Παιχνίδι ρόλων
Το παιχνίδι ρόλων αποτελεί μια ιδιαίτερα χρήσιμη τεχνική για τη διδασκαλία επιστημονικών εννοιών, στο
πλαίσιο της οποίας μια ομάδα μαθητών αναλαμβάνει την αναπαράσταση μιας λειτουργίας ή ενός γεγονότος.
Το παιχνίδι ρόλων συνδυάζει την ενεργητική συμμετοχή των μαθητών με τη συνεργατική και βιωματική
μάθηση στο πλαίσιο μιας δραστηριότητας που απεικονίζει μια πραγματική κατάσταση. Οι μαθητές
ενθαρρύνονται να εμπλακούν φυσικά και νοητικά στη διαδικασία της μάθησης, να εκφράσουν τις
αντιλήψεις τους μέσα σε ένα ασφαλές επιστημονικό πλαίσιο και να οικοδομήσουν τη γνώση τους σε
δύσκολες, αφηρημένες και σύνθετες έννοιες της επιστήμης (Taylor, 1987).
Στο πλαίσιο εφαρμογής της συγκεκριμένης τεχνικής, οι μαθητές καλούνται να υποδυθούν συγκεκριμένους
ρόλους που συνδέονται με μια εξεταζόμενη κατάσταση, με στόχο μέσα από το βίωμα να κατανοήσουν
βαθύτερα τόσο την κατάσταση όσο και τις αντιδράσεις τους απέναντι της. Το παιχνίδι ρόλων προϋποθέτει
την ανάπτυξη και την αξιοποίηση όλων των εκφραστικών μέσων του ατόμου. Κρίσιμος είναι ο ρόλος του
εκπαιδευτικού, ως εμψυχωτή που εμπνέει και καθοδηγεί τους μαθητές σε όλες τις δραστηριότητες και τους
κρίνει καλόπιστα ώστε να διορθώσουν τα λάθη και τις παραλείψεις τους. Επίσης, πριν από την ανάθεση των
ρόλων κρίνεται σκόπιμο να προηγηθεί συζήτηση με τους μαθητές για τον προσδιορισμό και την
αναγκαιότητα του κάθε ρόλου.
Το παιχνίδι ρόλων έχει αξιοποιηθεί ως τεχνική διδασκαλίας σε μαθήματα Πληροφορικής για τη διδασκαλία
εννοιών που αφορούν στην αναπαράσταση λειτουργίας λογικών πυλών (Jones, 1987), στην αναδρομή (Dorf,
1992), στον αλγόριθμο ταξινόμησης των στοιχείων ενός μονοδιάστατου πίνακα (Κανίδης, 2005), κ.ά.
Ενδεικτικό παράδειγμα αξιοποίησης του στη διδασκαλία του αλγόριθμου ταξινόμηση φυσαλίδας δίνεται από
την ομάδα Γρηγοριάδου (Γρηγοριάδου κ.ά., 2008).
Η χρήση της τεχνικής παιχνίδι ρόλων στη διδασκαλία (α) ενισχύει την ενεργή συμμετοχή των μαθητών,
δίνοντας περισσότερη έμφαση στη διαδικασία παραγωγής της γνώσης παρά στο τελικό αποτέλεσμα, (β)
ενθαρρύνει τη συνεργασία των μαθητών, (γ) παρέχει ένα ασφαλές περιβάλλον που αναπαριστά πραγματικές
καταστάσεις, όπου οι μαθητές μπορούν να εφαρμόσουν τις θεωρητικές έννοιες που έχουν διδαχθεί, (δ)
επιτρέπει στους μαθητές να αναγνωρίσουν τα κύρια χαρακτηριστικά μιας διαδικασίας και να αντιληφθούν
τις διαφορές που παρουσιάζονται στη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας, όταν αλλάζουν τα αρχικά δεδομένα,
(ε) παρέχει άμεση ανατροφοδότηση στις δυσκολίες και στις παρανοήσεις που αντιμετωπίζουν οι μαθητές,
(στ) δεν απαιτεί τη χρήση ειδικού εξοπλισμού, και (ζ) αποτελεί ένα ευχάριστο τρόπο μάθησης. Όμως,
απαιτεί μεγάλο χρόνο προετοιμασίας προκειμένου να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα, υπάρχει εξάρτηση
του αποτελέσματος από την ικανότητα του εκπαιδευτικού και των μαθητών και είναι πιθανό να οδηγήσει σε
6
Επιμέλεια κειμένου, Ι. Μπέλλου Σχ. Σύμβουλος Πληροφορικής
Μελέτη περίπτωσης
Μια περίπτωση είναι ένα πραγματικό ή υποθετικό παράδειγμα που αντανακλά μια ευρύτερη κατάσταση
(Κόκκος & Λιοναράκης, 1999). Οι περιπτώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο δραστηριοτήτων
με δυο τρόπους:
(1) η περίπτωση αποτελεί ένα πρόβλημα προς επίλυση. Οι μαθητές τοποθετούνται σε μια προβληματική
κατάσταση και ενθαρρύνονται να την επιλύσουν, αρχικά αναλύοντάς την και στη συνέχεια λαμβάνοντας
αποφάσεις και προτείνοντας συγκεκριμένες ενέργειες για την επίλυση της (Pyatt, 2004). Αυτή η εκδοχή
εφαρμογής των περιπτώσεων στη διδασκαλία συναντάται στη βιβλιογραφία με τον όρο μελέτη περίπτωσης ή
μέθοδος περίπτωσης.
(2) η περίπτωση αποτελεί ένα παραδείγματα αναφοράς (Pyatt, 2004) σε δραστηριότητες επίλυσης
προβλημάτων (problem based learning) ή εκπόνησης συνθετικών εργασιών (project based learning), στις
οποίες οι μαθητές καλούνται να επιλύσουν ένα άλλο, παρόμοιο πρόβλημα (Kolodner & Guzdial, 2000). Σε
αυτού του είδους τις δραστηριότητες, ανατίθεται στους μαθητές ένα πρόβλημα προς επίλυση και παράλληλα
τους παρέχονται περιπτώσεις που περιγράφουν παρόμοια προβλήματα, τη λύση στα προβλήματα αυτά από
ειδικούς και το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης λύσης (Kolodner, 1993; Pyatt, 2004). Οι μαθητές πρέπει στη
συνέχεια να δημιουργήσουν μια λύση για τη νέα κατάσταση, προσαρμόζοντας τις λύσεις που περιγράφονται
στις δοθείσες περιπτώσεις.
Οι περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα αναφοράς θα πρέπει να περιλαμβάνουν: (α) την
περιγραφή του προβλήματος, (β) τη λύση κάποιου ειδικού, (γ) τα βήματα που ακολούθησε ο ειδικός για να
λύσει το πρόβλημα, (δ) την εξήγηση των βημάτων αυτών, και (ε) το τελικό αποτέλεσμα (Kolodner &
7
Επιμέλεια κειμένου, Ι. Μπέλλου Σχ. Σύμβουλος Πληροφορικής
Guzdial, 2000). Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορούν να δοθούν και περισσότερες από μια λύσεις καθώς και
συγκριτική αξιολόγησή τους.
Η χρήση των περιπτώσεων στο πλαίσιο δραστηριοτήτων, τόσο ως μελετών περίπτωσης όσο και ως
παραδειγμάτων αναφοράς, παρουσιάζει μια σειρά πλεονεκτημάτων, όπως (α) αποτελούν μαθητοκεντρικές
δραστηριότητες που ενεργοποιούν τους μαθητές, (β) βοηθούν στην ανάπτυξη δεξιοτήτων ανάλυσης και
επίλυσης προβλημάτων και καλλιεργούν την κριτική και αναλυτική σκέψη των μαθητών (Κόκκος &
Λιοναράκης, 1999), (γ) συμβάλλουν στην εξάσκηση των μαθητών στην αντιμετώπιση σύνθετων και
πολυδιάστατων προβλημάτων, όπως τα προβλήματα του πραγματικού και του επαγγελματικού κόσμου
(Hernandez-Serrano & Jonassen, 2003), και (δ) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη στόχων σε
επίπεδο στάσεων (Κόκκος & Λιοναράκης, 1999). Όμως, η επιλογή και η καταγραφή των περιπτώσεων
αποτελούν χρονοβόρα και επίπονη διαδικασία για τον εκπαιδευτικό (Κυριακού κ.ά., 2007) και οι μαθητές
πολλές φορές επικεντρώνονται στα επιφανειακά χαρακτηριστικά της περίπτωσης που μελετούν. Έτσι, όταν
αντιμετωπίζουν νέα προβλήματα δυσκολεύονται να ανακαλέσουν μια αντίστοιχη περίπτωση που έχουν
μελετήσει, όπου η ομοιότητα των περιπτώσεων στα επιφανειακά τους χαρακτηριστικά δεν είναι εμφανής. Το
πρόβλημα αυτό μπορεί να αποφευχθεί αν αντί για μια περίπτωση, οι μαθητές μελετούν ζεύγη περιπτώσεων,
οι οποίες διαφέρουν στα επιφανειακά χαρακτηριστικά τους αλλά παρουσιάζουν ομοιότητες στη δομή της
λύσης τους (Gentner et al., 2004).
Η αξιοποίηση των περιπτώσεων ως τεχνική διδασκαλίας προϋποθέτει ότι ο εκπαιδευτικός στο
πλαίσιο σχεδιασμού των δραστηριοτήτων θα πρέπει να:
επιλέξει το θέμα των περιπτώσεων. Οι περιπτώσεις πρέπει να αποτελούν παραδείγματα όσο το δυνατόν
πλησιέστερα στην πραγματικότητα, για τα οποία όμως οι μαθητές να διαθέτουν συγγενικές εμπειρίες ή
προσλαμβάνουσες παραστάσεις.
συγγράψει την περίπτωση, περιλαμβάνοντας λεπτομερή καταγραφή των γεγονότων και των προσώπων
που εμπλέκονται ώστε να είναι σαφές το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Επίσης, θα πρέπει να
αποφεύγονται περιττές λεπτομέρειες που οδηγούν σε μακροσκελείς και κουραστικές εκφωνήσεις που
ενδεχομένως να οδηγήσουν σε απώλεια ενδιαφέροντος και αποπροσανατολισμό των μαθητών.
αποφασίσει τον τρόπο που επιθυμεί να αξιοποιήσει τις περιπτώσεις στη διδασκαλία του (μελέτη
περίπτωσης ή παράδειγμα αναφοράς), ανάλογα με τους διδακτικούς στόχους και τις ανάγκες των
μαθητών.
Για τη δημιουργία δραστηριοτήτων που χρησιμοποιούν τις περιπτώσεις ως μελέτες περίπτωσης, θα πρέπει
να σχεδιαστούν κατάλληλα ερωτήματα που θα καθοδηγήσουν τους μαθητές στην ανάλυση και την
επεξεργασία του προβλήματος που παρουσιάζει η περίπτωση.
Κρίνεται χρήσιμο, οι μελέτες περίπτωσης να εκπονούνται στο πλαίσιο ομάδων εργασίας και στη συνέχεια να
πραγματοποιείται στην τάξη συζήτηση των απαντήσεων των ομάδων. Όταν οι περιπτώσεις
χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα αναφοράς, ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να επιλέξει ένα παρόμοιο
πρόβλημα, το οποίο θα κληθούν να επιλύσουν οι μαθητές, προσαρμόζοντας τη λύση που περιγράφεται στην
περίπτωση-παράδειγμα. Επιπλέον, στην περίπτωση-παράδειγμα που παρουσιάζεται στους μαθητές, ο
εκπαιδευτικός θα πρέπει να φροντίσει να περιγράφεται εκτός από το πρόβλημα, η λύση ενός ή
περισσότερων ειδικών, τα βήματα που ακολούθησε/αν ο/οι ειδικός/οι για να φτάσουν στη λύση, μια εξήγηση
της λύσης αυτής, καθώς και το αποτέλεσμα της. Η καταγραφή των βημάτων γίνεται ώστε να διευκολυνθεί η
επανάληψή τους στην επίλυση ενός νέου, αντίστοιχου προβλήματος. Η εξήγηση αποτελεί οδηγό στην
προσαρμογή της λύσης του ειδικού σε μια νέα κατάσταση (Kolodner, 1993). Έρευνες έχουν δείξει ότι
μαθητές που είχαν στη διάθεσή τους σχόλια των ειδικών για τις αποφάσεις τους στην επίλυση προβλημάτων
προγραμματισμού, είχαν σημαντικά καλύτερες επιδόσεις από μαθητές που μελετούσαν λύσεις χωρίς
εξηγήσεις (Linn & Clancy, 1992). Τέλος, το αποτέλεσμα της λύσης είναι απαραίτητο καθώς οι μαθητές δε
μαθαίνουν μόνο μελετώντας επιτυχημένες λύσεις, αλλά μπορούν να εξάγουν χρήσιμα συμπεράσματα
μελετώντας αποτυχημένες απόπειρες για λύση. Εξάλλου, για το λόγο αυτό, οι περιπτώσεις μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ως ένας τρόπος για να μάθουν οι μαθητές μέσα από τα λάθη, χωρίς να χρειαστεί να τα
δοκιμάσουν στην πραγματικότητα (Kolodner, 1993). Από την ομάδα της Γρηγοριάδου δίνεται μια
8
Επιμέλεια κειμένου, Ι. Μπέλλου Σχ. Σύμβουλος Πληροφορικής
περίπτωση ως παράδειγμα αναφοράς για τη διδασκαλία της δομής επανάληψης στον προγραμματισμό και
μια περίπτωση ως πρόβλημα προς επίλυσης για τη διδασκαλία του υλικού του υπολογιστή (Γρηγοριάδου
κ.ά., 2008).
Ο εννοιολογικός χάρτης (ΕΧ) που αναπτύχθηκε από τον J. Novak (Novak & Gowin, 1984) βασιζόμενος στη
θεωρία της μάθησης με νόημα του Ausubel (Ausubel et al., 1978) στη δεκαετία του ’70, αποτελεί μια από τις
διδακτικές τεχνικές και στρατηγικές μάθησης που έχει σκοπό να ενισχύσει την εποικοδομητική και
νοηματική μάθηση.
Ένας ΕΧ αποτελείται από κόμβους και από συνδέσμους. Οι κόμβοι αναπαριστούν τις έννοιες (αντικείμενα ή
γεγονότα) και κάθε κόμβος έχει μια ετικέτα. Οι σύνδεσμοι προσδιορίζουν τις σχέσεις μεταξύ των εννοιών,
περιγράφοντας πώς μια έννοια συνδέεται με μια άλλη. Δύο κόμβοι συνδέονται μεταξύ τους με μια γραμμή,
με ή χωρίς κατεύθυνση (όταν η σχέση δεν έχει κατεύθυνση αφορά μια ιεραρχική σχέση), και η γραμμή έχει
μια ετικέτα που προσδιορίζει τη σχέση μεταξύ των δύο συνδεόμενων εννοιών. Η βασική έννοια που
περιγράφεται από τις έννοιες στις οποίες αναλύεται (συνήθως απεικονίζεται στην κορυφή του χάρτη)
καλείται κεντρική έννοια (central concept). Η τριάδα Έννοια-Σύνδεσμος-Έννοια δημιουργεί μια πρόταση
(proposition). Ουσιαστικά, ένας ΕΧ αποτελεί μια διαγραμματική αναπαράσταση συνδέσεων μεταξύ δύο ή
περισσοτέρων εννοιών με τη μορφή προτάσεων, προβάλλοντας και αναδεικνύοντας τις συνδέσεις και τις
σχέσεις μεταξύ των εννοιών. Στην απλούστερη μορφή του, ένας ΕΧ αποτελείται από δύο έννοιες που
συνδέονται με μια σχέση και σχηματίζουν μια πρόταση π.χ. Χωρητικότητα - έχει βασική μονάδα μέτρησης-
Byte.
Η διαδικασία κατασκευής ενός ΕΧ καλείται εννοιολογική χαρτογράφηση (ΕΧΓ) και χαρακτηρίζεται πολλές
φορές ως πιο σημαντική από το ίδιο το τελικό προϊόν (Novak & Canas, 2004). Οι Novak & Gowin (1984)
περιγράφουν τη διαδικασία της ΕΧΓ στο πλαίσιο ενός πεδίου γνώσης ως μια δημιουργική δραστηριότητα,
όπου ο μαθητής εμπλέκεται στη διαδικασία οργάνωσης, αποσαφήνισης και οικοδόμησης των εννοιολογικών
σχημάτων του, καθορίζοντας τις σημαντικά εμπλεκόμενες έννοιες, τις σχέσεις τους, και τη δομή τους.
Στη διεθνή βιβλιογραφία παρουσιάζονται διάφορα εργαλεία χαρτογράφησης που έχουν ως χαρακτηριστικό
τη δομή Κόμβος-Σύνδεσμος-Κόμβος και οι σύνδεσμοι ορίζουν τις σχέσεις μεταξύ των κόμβων, όπως οι
εννοιολογικοί χάρτες (concept maps), οι γνωστικοί χάρτες (knowledge maps), τα σημασιολογικά δίκτυα
(semantic networks), οι γνωσιακοί χάρτες (cognitive maps or causal maps) και οι νοητικοί χάρτες (mind
maps).
Μεταξύ των διαφόρων τύπων χαρτών, πολλές φορές στη βιβλιογραφία χαρακτηρίζονται εσφαλμένα όλοι οι
χάρτες ως εννοιολογικοί χάρτες. Για το λόγο αυτό, στη συνέχεια, παραθέτουμε τα βασικά χαρακτηριστικά
ενός εννοιολογικού χάρτη, όπως έχει οριστεί από τον Novak.
Βασικά χαρακτηριστικά ενός ΕΧ αποτελούν η ύπαρξη στατικών ή δυναμικών συνδέσμων μεταξύ των
εννοιών, η δομή του χάρτη (ιεραρχική, κυκλική, υβριδική), η ύπαρξη σύνθετων συνδέσεων και
παραδειγμάτων, ο ποιοτικός ή ποσοτικός χαρακτηρισμός της κεντρικής έννοιας ή και των επιμέρους εννοιών
και η ερώτηση εστίασης (Γουλή κ.ά., 2006). Συγκεκριμένα:
Οι στατικοί σύνδεσμοι μεταξύ εννοιών περιγράφουν, ορίζουν, κατηγοριοποιούν και οργανώνουν τις
έννοιες σε ένα πεδίο γνώσης και συνήθως αφορούν σχέσεις που δηλώνουν ταξινόμηση και ιεραρχία. Οι
δυναμικοί σύνδεσμοι μεταξύ εννοιών εκφράζουν την αλλαγή στις έννοιες, δηλαδή αναπαριστούν πως η
τυχόν αλλαγή στην ποιότητα, ποσότητα, ή κατάσταση μιας έννοιας μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα,
ποσότητα ή κατάσταση της άλλης έννοιας.
Αρχικά δινόταν ιδιαίτερη έμφαση στην ιεραρχική δομή των χαρτών με τις πιο γενικές και σημαντικές
έννοιες να βρίσκονται στην κορυφή του χάρτη ενώ οι έννοιες που τις αναλύουν/συγκεκριμενοποιούν να
τοποθετούνται σε κατώτερα επίπεδα. Τα τελευταία χρόνια προτείνεται να κατασκευάζονται ΕΧ που
έχουν κυκλική δομή. Σε έναν ΕΧ με κυκλική δομή, οι έννοιες συνδέονται μεταξύ τους με τη μορφή ενός
βρόχου, όπου κάθε έννοια έχει μια είσοδο και μία έξοδο, δηλώνοντας την αλληλεξάρτηση των εννοιών
9
Επιμέλεια κειμένου, Ι. Μπέλλου Σχ. Σύμβουλος Πληροφορικής
Εικόνα 1. Ένας υβριδικός χάρτης (με ιεραρχική και κυκλική δομή) που αναπαριστά την έννοια «Ψηφιογραφικά
Γραφικά» από την ενότητα «Πολυμέσα»
Ο πιο συνηθισμένος τρόπος κατασκευής ενός EX είναι το «χαρτί – μολύβι» ή τα Post-It για σημειώσεις. Τα
τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί υπολογιστικά εργαλεία ΕΧΓ τόσο σε εμπορικό επίπεδο (π.χ. το
Inspiration, http://www.inspiration.com/home.cfm) όσο και σε ερευνητικό, όπως το CmapTools
(http://cmap.ihmc.us) (Canas et al., 2004), η ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ (Κόμης & Φειδάς, 2000), το Synergo
(http://www.synergo.gr/) (Avouris, Margaritis & Komis, 2004), και το COMPASS
(http://hermes.di.uoa.gr/compass) (Gouli et al., 2006; Gouli et al., 2004; Γουλή & Γόγουλου, 2006).
10
Επιμέλεια κειμένου, Ι. Μπέλλου Σχ. Σύμβουλος Πληροφορικής
Το CmapTools, ελεύθερο λογισμικό, διατίθεται δωρεάν και έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από το
Εργαστήριο Εφαρμογών Εικονικής Πραγματικότητας στην Εκπαίδευση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
(http://earthlab.uoi.gr/).
Ο ΕΧ έχει αξιοποιηθεί στην εκπαιδευτική διαδικασία σε διάφορα γνωστικά πεδία και σε διάφορες βαθμίδες
εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τους (Jonassen, 2000; Novak & Canas, 2006), ο ΕΧ στην εκπαιδευτική
διαδικασία μπορεί να αποτελέσει (i) μια διδακτική τεχνική και μια στρατηγική για το σχεδιασμό και την
οργάνωση της διδασκαλίας του γνωστικού αντικειμένου και της εκπαιδευτικής διαδικασίας (curriculum
planning), (ii) ένα εργαλείο αναπαράστασης και αξιολόγησης του «τι γνωρίζουν» οι μαθητές, τόσο στη φάση
της προκαταρκτικής ή προγνωστικής αξιολόγησης για τη διερεύνηση των πρότερων αντιλήψεων των
μαθητών, όσο και στις φάσεις της διαμορφωτικής και της τελικής αξιολόγησης, και (iii) μια μαθησιακή
στρατηγική (learning strategy). Στη συνέχεια, θα επικεντρωθούμε στην αξιοποίηση του ΕΧ ως τεχνική
διδασκαλίας, ενώ δυνατότητες αξιοποίησης του ως εργαλείου αξιολόγησης σε μαθήματα Πληροφορικής
παρουσιάζονται στα (Γουλή κ.ά., 2006; Γουλή κ.ά., 2005; Γρηγοριάδου κ.ά., 2008).
Ο ΕΧ αποτελεί ένα πολύτιμο διδακτικό εργαλείο, εμπλουτίζοντας τη διδακτική στρατηγική του
εκπαιδευτικού. Στο πλαίσιο της διδασκαλίας, σε συνδυασμό με άλλες τεχνικές (π.χ. εισήγηση,
ερωταποκρίσεις, συζήτηση, ομάδες εργασίας), μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως (Βασιλοπούλου, 2001; Novak
& Gowin, 1984; Coffey et al., 2003):
(i) οργανόγραμμα του μαθήματος, δίνοντας τη δυνατότητα παρουσίασης της «εννοιολογικής διαφάνειας»
της διδασκαλίας στους μαθητές. Ο ΕΧ μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για την παρουσίαση του πλάνου του
γνωστικού αντικειμένου το οποίο θα αφορά στις βασικές έννοιες/διδακτικές ενότητες όσο και για την
παρουσίαση ενός σχεδίου μαθήματος, στο οποίο θα απεικονίζονται οι στόχοι, το περιεχόμενο, οι διδακτικές
τεχνικές, το εποπτικό υλικό, ο χρονοπρογραμματισμός της διδασκαλίας κ.λπ. Συνήθως, οι EX που
χρησιμοποιούνται ως οργανόγραμμα του μαθήματος κατασκευάζονται από τον ίδιο τον εκπαιδευτικό.
(ii) εισαγωγικός χάρτης μιας ενότητας ή για την παρουσίαση των εννοιών μιας ενότητας. Ο ΕΧ, που
χρησιμοποιείται ως εισαγωγικός χάρτης, μπορεί να αξιοποιηθεί σε συνδυασμό με άλλες τεχνικές
διδασκαλίας και κατασκευάζεται συνήθως από τον εκπαιδευτικό, απεικονίζοντας τις βασικές έννοιες. Για
κάθε μια από τις βασικές έννοιες της ενότητας μπορούν να σχεδιαστούν διαφορετικοί χάρτες που θα
απεικονίζουν τη συγκεκριμένη βασική έννοια με μεγαλύτερη ανάλυση. Οι επιμέρους χάρτες μπορεί να
κατασκευαστούν από τον εκπαιδευτικό ή σε συνεργασία μαθητών και εκπαιδευτικού ή από ομάδες εργασίας
μετά από μελέτη σχετικού υλικού (π.χ. στο πλαίσιο εφαρμογής της ομαδοσυνεργατικής στρατηγικής).
(iii) οργανωτής προώθησης ή προοργανωτής (advance organizer) στο πλαίσιο εφαρμογής της
προοργανωτικής διδασκαλίας, για τη διδασκαλία και εισαγωγή νέων εννοιών, απεικονίζοντας έννοιες που
ήδη γνωρίζουν οι μαθητές. Στην περίπτωση αυτή, ο ΕΧ λειτουργεί ως γνωστική γέφυρα, εισάγοντας
σταδιακά τη νέα πληροφορία και επιτρέποντας τη δόμηση σχέσεων μεταξύ της ήδη κατακτηθείσας γνώσης
με τη νέα πληροφορία. Συνήθως, η αξιοποίηση του ΕΧ ως προοργανωτή πραγματοποιείται σε τέσσερις
φάσεις: (α) αρχικά παρουσιάζεται ο ΕΧ (προοργανωτής) αναπαριστώντας έννοιες οικείες στους μαθητές, (β)
στη συνέχεια, παρουσιάζονται οι νέες έννοιες και γίνεται η επεξεργασία τους, (γ) στην τρίτη φάση
ενσωματώνονται οι νέες έννοιες στον προοργανωτή και συνδέονται με τις έννοιες που ήδη αναπαρίστανται,
ώστε να αποτελέσουν ένα νέο αναδομημένο γνωστικό σχήμα, και (δ) τέλος εφαρμόζεται ο προοργανωτής σε
νέες φάσεις του εκπαιδευτικού έργου ή στην ερμηνεία προβληματικών καταστάσεων και στην επίλυση
προβλημάτων, και (iv) χάρτης επανάληψης για τη σύνοψη των βασικότερων εννοιών της ενότητας μετά τη
διδασκαλία. Μπορεί να κατασκευαστεί από τους ίδιους τους μαθητές είτε ατομικά είτε ομαδικά ή
κατασκευάζεται από τον εκπαιδευτικό.
Όπως κάθε μαθητοκεντρική μέθοδος, έτσι και στην περίπτωση της ΕΧΓ, ο ρόλος του εκπαιδευτικού πρέπει
να είναι συμμετοχικός και όχι πρωταγωνιστικός. Θα πρέπει να δίνει στους μαθητές τον κατάλληλο χρόνο να
επεξεργαστούν τις έννοιες ενός χάρτη ή/και να σχεδιάσουν το χάρτη. Θα πρέπει να μην καταφεύγει σε
έτοιμες απαντήσεις αλλά να θέτει τα κατάλληλα ερωτήματα ή να δίνει τις κατάλληλες υποδείξεις, ώστε οι
μαθητές να εντοπίσουν τις βασικές έννοιες ενός θέματος, να διευκρινίσουν τις έννοιες καθώς και τις σχέσεις
μεταξύ τους. Στόχος του εκπαιδευτικού θα πρέπει να είναι η διερευνητική διδασκαλία, δίνοντας στους
11
Επιμέλεια κειμένου, Ι. Μπέλλου Σχ. Σύμβουλος Πληροφορικής
12
Επιμέλεια κειμένου, Ι. Μπέλλου Σχ. Σύμβουλος Πληροφορικής
Η εκμάθηση προγραμματισμού αποτελεί μία πολύπλοκη και επίπονη διαδικασία για πολλούς μαθητές καθώς
απαιτείται η απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων σε διαφορετικά επίπεδα. Η παραδοσιακή διδασκαλία, που
ακολουθείται κυρίως στα εισαγωγικά μαθήματα του προγραμματισμού, βασίζεται στην παρουσίαση από
πλευράς του εκπαιδευτικού των βασικών προγραμματιστικών εννοιών και δομών, ενδεχόμενη ενασχόληση
στο εργαστήριο στο πλαίσιο ανάπτυξης προγραμμάτων, χρησιμοποιώντας μια συγκεκριμένη γλώσσα
προγραμματισμού και ανάθεση εργασιών που αφορούν επίσης στην ανάπτυξη προγραμμάτων για την
επίλυση προβλημάτων. Επίσης, τα παραδείγματα και προβλήματα που δίνονται είναι κυρίως
αριθμητικού/μαθηματικού περιεχομένου και δεν κεντρίζουν το ενδιαφέρον των μαθητών (Brusilovsky et al.,
1997). Η παραδοσιακή διδακτική προσέγγιση αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες για τις δυσκολίες που
αντιμετωπίζουν οι μαθητές. Στη βιβλιογραφία προτείνονται διδακτικο-μαθησιακές δραστηριότητες
(διδακτικές προσεγγίσεις) που επιχειρούν να αντιμετωπίσουν τις αδυναμίες της παραδοσιακής διδακτικής
προσέγγισης, αξιοποιώντας χαρακτηριστικά από σύγχρονες θεωρίες μάθησης. Στη συνέχεια, περιγράφονται
διάφορες διδακτικο-μαθησιακές δραστηριότητες (διδακτικές προσεγγίσεις) που βασίζονται στον
πειραματισμό, στη διερεύνηση και στη συνεργασία και έχουν εφαρμοστεί/αξιολογηθεί, στο πλαίσιο
εισαγωγικών μαθημάτων προγραμματισμού κυρίως στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Επιπλέον, διδακτικές
προσεγγίσεις σε μαθήματα Προγραμματισμού παρουσιάζονται στο (Κόμης, 2005).
13
Επιμέλεια κειμένου, Ι. Μπέλλου Σχ. Σύμβουλος Πληροφορικής
14
Πληροφορική και Τεχνολογίες Πληροφορίας & Επικοινωνιών:
Συνύπαρξη και παιδαγωγική πρακτική
Τάσος Μικρόπουλος
Ιωάννα Μπέλλου
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Η Πληροφορική
Οι ΤΠΕ
Πληροφορική, ΤΠΕ
Πληροφορική, ΤΠΕ
Επικοινωνία
Ι. Μπέλλου1, Τ. Α. Μικρόπουλος2
1
Σχολική Σύμβουλος Πληροφορικής
ibellou@sch.gr
2
Εργαστήριο Εφαρμογών Εικονικής Πραγματικότητας στην Εκπαίδευση,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
amikrop@uoi.gr
Περίληψη
Η εργασία προτείνει την ‘Ιεραρχική Αξιολόγηση Προγραμματισμού’ (Hierarchical
Assessment of Programming, HAP), μια μέθοδο για την ποιοτική αξιολόγηση της επίλυσης
προγραμματιστικών προβλημάτων. Η ‘Ιεραρχική Αξιολόγηση Προγραμματισμού’ βασίζεται
στα υπάρχοντα θεωρητικά μοντέλα για την ανάπτυξη της σκέψης στον προγραμματισμό,
υιοθετεί ορισμένες αρχές της γνωστικής ταξινομίας μαθησιακών αποτελεσμάτων SOLO και
λαμβάνει υπόψη τη διάκριση της γνώσης σε δηλωτική, δομική, διαδικαστική και στρατηγική.
Ακολουθώντας αναλυτική και συνθετική διαδικασία για τη συντακτική και εννοιολογική
γνώση στον προγραμματισμό, συγκεκριμενοποιεί και διατυπώνει τα κριτήρια αξιολόγησης
της γνώσης προγραμματισμού, διαμορφώνοντας και παρουσιάζοντας πέντε ιεραρχικά
επίπεδα, που ορίζονται με άξονες αφενός την ανάπτυξη αλγοριθμικής σκέψης για την επίλυση
προβλήματος, και αφετέρου τις δεξιότητες στη γλώσσα προγραμματισμού.
Λέξεις κλειδιά: Ιεραρχική Αξιολόγηση Προγραμματισμού, ταξινομία SOLO, συντακτική,
εννοιολογική, στρατηγική γνώση
Abstract
This work proposes the ‘Hierarchical Assessment of Programming’ (HAP), a method for the
qualitative assessment of solving programming problems. The ‘Hierarchical Assessment of
Programming’ is based on existing theoretical models for knowledge development in
programming, adopts certain principles of the SOLO learning outcomes taxonomy, and takes
into account the declarative, structural, procedural and strategic types of knowledge.
Following analytic and synthetic process for the syntactic and conceptual knowledge in
programming, our model instantiates and expresses assessment criteria for the programming
knowledge, by configuring five hierarchical levels, which are determined both by the
development of algorithmic thinking and programming skills.
Keywords: Hierarchical Assessment of Programming, SOLO taxonomy, syntactic,
conceptual, strategic knowledge
1. Εισαγωγή
Η αξιολόγηση της μαθησιακής διαδικασίας και ειδικότερα των μαθησιακών
αποτελεσμάτων αποτελεί κύριο ζητούμενο στην εκπαιδευτική διαδικασία, για κάθε
112 4ο Πανελλήνιο Συνέδριο Διδακτική της Πληροφορικής
γνωστικό αντικείμενο και βαθμίδα. Το θέμα αποκτά μεγάλο ερευνητικό και πρακτικό
ενδιαφέρον στη διδακτική της πληροφορικής και συγκεκριμένα στη διδασκαλία του
προγραμματισμού, ως νέου πεδίου, που απαιτεί ταυτόχρονα πνευματικές και τεχνικές
δεξιότητες υψηλού επιπέδου και διαφορετικού τύπου. Οι κατευθυντήριες γραμμές και
η μεθοδολογία της αξιολόγησης οφείλει να ακολουθεί τις εκάστοτε
ψυχοπαιδαγωγικές προσεγγίσεις, τη σχετική εκπαιδευτική έρευνα, το πλαίσιο
προγράμματος σπουδών και το αναλυτικό πρόγραμμα, με τους σκοπούς και τους
στόχους του.
Από τη δεκαετία του 1980 οι ερευνητές ασχολούνται με τη γνώση στον
προγραμματισμό (Bayman & Mayer, 1988), προτείνουν πλαίσια για την ανάλυσή της
(McGill & Volet, 1997), μοντέλα για την επίλυση προβλημάτων με προγραμματισμό
(Deek et al., 1999; de Raadt, 2007), και υλοποιούν εμπειρικές μελέτες σχετικές με τη
διδασκαλία και τη μάθηση του προγραμματισμού (Van Gorp & Grissom, 2001; de
Raadt, 2007). Μια εκτεταμένη βιβλιογραφική επισκόπηση στο διεθνή και στον
ελληνικό χώρο δείχνει ότι ενώ υπάρχουν προτάσεις για την ανάπτυξη της γνώσης και
αποτελέσματα από εμπειρικές μελέτες στον προγραμματισμό, λείπει ένα πλαίσιο
αξιολόγησης της γνώσης και των μαθησιακών αποτελεσμάτων, με σαφή κριτήρια και
συνέπεια ως προς τις θεωρητικές προσεγγίσεις και τα συμπεράσματα των μελετών. Η
έλλειψη αυτή είναι ουσιαστική σε έναν τομέα όπως ο προγραμματισμός όπου
συνδυάζονται δύο σημαντικοί παράγοντες, η αλγοριθμική σκέψη με τη γνώση
γλώσσας προγραμματισμού. Μόνο ένας σωστός και ολοκληρωμένος συνδυασμός
τους μπορεί να οδηγήσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα της επίλυσης του προβλήματος
με προγραμματισμό.
Η παρούσα εργασία προτείνει την ‘Ιεραρχική Αξιολόγηση Προγραμματισμού’, ένα
μοντέλο ποιοτικής αξιολόγησης της λύσης προβλημάτων σε προγραμματιστικά
περιβάλλοντα, βασιζόμενο στους δύο ουσιαστικούς παράγοντες, την αλγοριθμική
σκέψη και τις προγραμματιστικές δεξιότητες, σε ένα εποικοδομητικό πλαίσιο.
ένα νέο, αυθεντικό πρόβλημα. Οι συγγραφείς συμφωνούν με την εργασία της Linn
(1985) η οποία συνδυάζει και ιεραρχεί πνευματικές δεξιότητες και γνώσεις για τον
προγραμματισμό λαμβάνοντας υπόψη και την αλγοριθμική σκέψη εκτός από τις
δεξιότητες στον προγραμματισμό που εξαρτώνται από κάθε γλώσσα. Όμως δε
φαίνεται να περιλαμβάνουν στο μοντέλο των γνώσεων που προτείνουν την
αλγοριθμική σκέψη, εκτός από τη γενική τους πρόταση ‘ικανότητα σχεδίασης
λύσεων σε προγραμματιστικά προβλήματα’. Αυτό προκύπτει και από τα
παραδείγματα που παραθέτουν στο άρθρο τους, τα οποία δεν περιλαμβάνουν παρά
προγραμματιστικές τεχνικές και γνώσεις. Το μοντέλο των McGill και Volet
συμφωνεί με αντίστοιχα εμπειρικά δεδομένα για τους τύπους γνώσης στον
προγραμματισμό, αλλά δεν μπορεί να αξιοποιηθεί ως ένα μοντέλο αξιολόγησης,
αφού δεν παρουσιάζει ιεράρχηση, ούτε κριτήρια αξιολόγησης. Όμως και το μοντέλο
της Linn, παρότι είναι ιεραρχημένο, δεν μπορεί να αξιοποιηθεί για αξιολόγηση γιατί
είναι γενικό και δεν προτείνει συγκεκριμένα κριτήρια. Η ‘αλυσίδα της γνωστικής
εκπλήρωσης’ όπως την αναφέρει, περιλαμβάνει τα εξής τρία γενικά βήματα:
1. Απόκτηση γνώσης σχετικά με τα χαρακτηριστικά της γλώσσας
προγραμματισμού
2. Απόκτηση δεξιοτήτων σχεδίασης που περιλαμβάνουν διαδικαστική γνώση
3. Ανάπτυξη δεξιοτήτων επίλυσης προβλήματος.
Επιπλέον οι McGill και Volet, παρότι βασίζουν το μοντέλο τους στους τύπους
γνώσης, δεν αναφέρουν τη δομική γνώση που θεωρείται απαραίτητη για τη μετάβαση
από τη δηλωτική στη διαδικαστική γνώση. Αυτή αναφέρεται σε ένα άλλο πλαίσιο
συνθηκών για τη γνωστική δραστηριότητα στον προγραμματισμό (Green et al., 1990;
Κόμης, 2005). Και αυτό επίσης το πλαίσιο θεωρείται γενικό και μη ιεραρχημένο και
δεν μπορεί να αξιοποιηθεί για την κατάταξη του κάθε τύπου γνώσης και την
αξιολόγηση της συνολικής γνώσης στον προγραμματισμό.
Οι Τζιμογιάννης (2003) και Κόμης (2005) προσαρμόζουν και μεταφέρουν το μοντέλο
των McGill και Volet παρουσιάζοντας διαφοροποιημένα παραδείγματα για
ορισμένους τύπους γνώσης. Η ουσιαστική όμως προσαρμογή αφορά στην
ενσωμάτωση στο μοντέλο στοιχείων αλγοριθμικής σκέψης, του πεδίου δηλαδή της
επίλυσης προβλημάτων. Και πάλι, θεωρούμε ότι το μοντέλο περιλαμβάνει και
συνδυάζει επιτυχημένα τους τύπους γνώσης για τον προγραμματισμό, αλλά δεν
παρουσιάζει ιεράρχηση (Κόμης, 2007) ούτε κριτήρια και επομένως δεν μπορεί να
αξιοποιηθεί για την αξιολόγηση της γνώσης.
Ο George (2000) αναφέρει τη σπουδαιότητα δημιουργίας των κατάλληλων νοητικών
μοντέλων για την επίλυση προγραμματιστικών προβλημάτων. Ενώ οι μαθητές μπορεί
να έχουν γνώση του συντακτικού μιας γλώσσας, χωρίς τα κατάλληλα νοητικά
μοντέλα δεν μπορούν να κατανοήσουν πολύπλοκες διεργασίες και να λύσουν
προβλήματα. Η διαπίστωση αυτή υπονοεί ουσιαστικά τους τύπους γνώσης και
παραπέμπει σε ένα μοντέλο όπως αυτό των McGill και Volet (1997).
Διδακτικές Προσεγγίσεις για τον Προγραμματισμό 115
Ο Robins και οι συνεργάτες του επαναθέτουν το θέμα της γνώσης και των
στρατηγικών υπονοώντας τη δηλωτική και τη διαδικαστική γνώση στον
προγραμματισμό (2003). Ακολουθούν και αυτοί τα δεδομένα από τους χώρους της
γνωστικής ψυχολογίας και της εκπαιδευτικής έρευνας και προτείνουν ένα πλαίσιο για
τις συνιστώσες που σχετίζονται με τον προγραμματισμό (γνώση, στρατηγικές,
μοντέλα) και την αξιολόγηση προγραμματιστικών γνώσεων (σχεδίαση, δημιουργία,
αξιολόγηση). Το πλαίσιο συγκεκριμενοποιεί ως κάποιο βαθμό το αντίστοιχο των
McGill και Volet, δεν παρέχει όμως μια μεθοδολογία αξιολόγησης.
Μια πρόταση για την ιεράρχηση γνωστικών επιπέδων με σκοπό την αξιολόγηση
μαθησιακών αποτελεσμάτων αποτελεί η ταξινομία SOLO (Structure of the Observed
Learning Outcomes) των Biggs και Collis (1982) που αξιοποιείται σε ποικίλα
γνωστικά αντικείμενα. Κατά τη SOLO, τα γνωστικά επίπεδα των μαθητών
διακρίνονται σε πρώτο επίπεδο προδομικό ή πρώιμο, δεύτερο μονοπαραγοντικό ή
μονοδομικό, τρίτο πολυπαραγοντικό ή παραθετικό ή πολυδομικό, τέταρτο
συσχετιστικό ή συνδυαστικό ή συνθετικό και πέμπτο επίπεδο θεωρητικής γενίκευσης
ή εκτεταμένης θεώρησης. Η ταξινομία έχει χρησιμοποιηθεί στην αξιολόγηση
μαθησιακών αποτελεσμάτων και στον προγραμματισμό, μετά από τροποποίηση και
ερμηνεία των πέντε επιπέδων (de Raadt, 2007). Στον προγραμματισμό ως πρώτο
επίπεδο θεωρείται η έλλειψη απάντησης, ως προδομικό η ουσιαστική έλλειψη
γνώσης προγραμματιστικών δομών, ως μονοδομικό επίπεδο η περιγραφή ενός
τμήματος του κώδικα, πολυδομικό η περιγραφή κώδικα γραμμή προς γραμμή και ως
συσχετιστικό το σύνολο του απαιτούμενου κώδικα. Πέμπτο επίπεδο δεν προτείνεται.
Όπως φαίνεται και από την περιγραφή των επιπέδων, αυτά παραμένουν γενικά και
αόριστα, αφορούν σε τμήματα του κώδικα χωρίς να αναφέρονται τύποι γνώσης,
παρότι η ταξινομία SOLO είναι γνωστική και αποτελεί μια εποικοδομητική
προσέγγιση (Μπέλλου, 2003). Επίσης, η ταξινομία δεν κάνει διάκριση μεταξύ
δεξιοτήτων επίλυσης προβλήματος (αλγοριθμική σκέψη) και δεξιοτήτων στη γλώσσα
προγραμματισμού. Οι ίδιοι περιορισμοί εντοπίζονται και σε πρόσφατες μελέτες
μεγάλης κλίμακας από τους Lister και Thompson οι οποίοι όμως παραμένουν σε
προβλήματα κατά την κατανόηση έτοιμου κώδικα και όχι κατά την ανάπτυξη
αλγορίθμου και τη συγγραφή του κατάλληλου κώδικα από μαθητές (Thompson et al.,
2006; Lister et al., 2006).
Οι Κουτσάκας και Roberts αξιολογούν γνώσεις στον προγραμματισμό
χρησιμοποιώντας την ταξινομία SOLO, αναλύοντας απαντήσεις μαθητών ως προς
τέσσερις συνιστώσες (2005). Αναφέρουν τη χωρητικότητα της λειτουργικής μνήμης
ή το βαθμό προσοχής των μαθητών, τη συσχετιστική λειτουργία, τη συνέπεια και
περάτωση, και τη δομή της απάντησης. Οι συνιστώσες θεωρούνται γενικές και
δύσκολα μετρήσιμες, καθώς δεν αναφέρεται ο τρόπος μέτρησής τους για την
κατάταξη των απαντήσεων των μαθητών.
Όπως προκύπτει και από την πρόσφατη βιβλιογραφική επισκόπηση (de Raadt, 2007)
δε φαίνεται να προτείνεται μια συγκεκριμένη μεθοδολογία αξιολόγησης της γνώσης
116 4ο Πανελλήνιο Συνέδριο Διδακτική της Πληροφορικής
Σημειώνεται ότι μεταξύ δύο επιπέδων μπορούν να υπάρξουν μεταβατικά στάδια, στα
οποία έχει εξελιχθεί η γνώση σε μια από τις δύο συνιστώσες του κάθε επιπέδου, είτε
η δηλωτική και διαδικαστική γνώση της γλώσσας, είτε η οργάνωση και απόδοση του
αλγόριθμου. Στις περιπτώσεις αυτές εξετάζεται η προσέγγιση της γνώσης στο
αμέσως ανώτερο επίπεδο και αξιολογείται ανάλογα. Για παράδειγμα αν ο μαθητής
έχει αντιληφθεί σε γενικές γραμμές το πρόβλημα και έχει αποδώσει μια αποδεκτή
λύση με ορθό τρόπο, όμως μόνο όσον αφορά στις απλές εντολές, ενώ στις λογικές
δομές όπως επανάληψης και επιλογής που απαιτεί το πρόγραμμα παρουσιάζει
αδυναμία σύνταξης, κατατάσσεται στο ενδιάμεσο 2ο προς 3ο επίπεδο HAP.
Ως παράδειγμα χρήσης του μοντέλου της ιεραρχικής αξιολόγησης προγραμματισμού
αναφέρεται το πρόβλημα καταμέτρησης των άριστων (έστω βαθμός μεγαλύτερος και
ίσος του 18), καλών (έστω βαθμός 15 ως 18) και μέτριων (έστω βαθμός απο10 ως 15)
μαθητών ενός τμήματος που αποτελείται από 25 μαθητές. Δίνεται ο μέσος όρος του
βαθμού κάθε μαθητή, ελέγχεται και ο μαθητής καταμετράται σε μια από τις τρεις
κατηγορίες. Δειγματικές απαντήσεις ανά επίπεδο παρουσιάζονται στον Πίνακα 2.
Πίνακας 2: Παράδειγμα χρήσης της ιεραρχικής αξιολόγησης προγραμματισμού
ο
1 επίπεδο, προδομικό 2ο επίπεδο, επιμέρους κατανόησης
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΒαθμοί μαθητών ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Βαθμοίμαθητών
Μεταβλητές Μεταβλητές
ΑΡΧΗ ΑΚΕΡΑΙΕΣ: Β, άριστοι, καλοί, μέτριοι
ΑΡΧΗ
ΓΙΑ i από 1 ΜΕΧΡΙ 25
ΓΡΑΨΕ ‘Δώσε βαθμό:’
ΔΙΑΒΑΣΕ Β
ΑΝ Β>18 ΤΟΤΕ
ΤΕΛΟΣ ΑΝ Β>10 ΤΟΤΕ
3ο επίπεδο, προσεγγιστικής 4ο επίπεδο, συνδυαστικό
κατανόησης
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Βαθμοίμαθητών ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΒαθμοίΜαθητών
ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ: Β ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ: Β
ΑΚΕΡΑΙΕΣ: i, α, μ, κ ΑΚΕΡΑΙΕΣ: i, α, κ, μ
ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ
α<-0 α <- 0
μ<-0 κ <- 0
κ<-0 μ <- 0
ΓΙΑ i ΑΠΟ 1 ΜΕΧΡΙ 25 ΓΙΑ i ΑΠΟ 1 ΜΕΧΡΙ 25
ΓΡΑΨΕ ‘Δώσε’, i, ΑΡΧΗ_ΕΠΑΝΑΛΗΨΗΣ
‘βαθμό:’ ΓΡΑΨΕ 'Δώσε ', i, 'ο βαθμό:'
ΔΙΑΒΑΣΕ Β ΔΙΑΒΑΣΕ Β
Διδακτικές Προσεγγίσεις για τον Προγραμματισμό 119
Βιβλιογραφία
Bayman, P., & Mayer, R. (1988). Using conceptual models to teach BASIC computer
programming. Journal of Educational Psychology, 80(3), 291-298.
Biggs, J. B., & Collis, K. F. (1982). Evaluating the quality of learning. The SOLO
taxonomy. NY: Academic Press.
de Raadt, M. (2007). A Review of Australasian Investigations into Problem Solving
and the Novice Programmer. Computer Science Education, 17(3), 201 – 213.
Deek, F. P., Turoff, M., & McHugh, J. A. (1999). A Common Model for Problem
Solving and Program Development. IEEE Transactions on Education, 42(4), 331-
336.
George, C. E. (2000). Experiences with novices: The importance of graphical
representations in supporting mental models. In A. F. Blackwell & E. Bilotta (Eds),
12th Workshop of the Psychology of Programming Interest Group (pp. 33-44).
Cozenza Italy.
Green, T., Hoc, J. M., Samurcay, R., & Gilmore, D. (1990). Psychology of
Programming. London: Academic Press.
Επαγγελματική ανάπτυξη εκπαιδευτικών
Πληροφορικής: Δεδομένα για τη σχεδίαση
προγραμμάτων επιμόρφωσης
Ιωάννα Μπέλλου1, Τάσος Λαδιάς2, Τάσος Α. Μικρόπουλος3
ibellou@sch.gr, ladiastas@gmail.com, amikrop@uoi.gr
1
Σχολική Σύμβουλος Πληροφορικής Ιωαννίνων – Άρτας
2
Σχολικός Σύμβουλος Πληροφορικής Β’ Αθήνας & Ανατολικής Αττικής
3
ΠΤΔΕ, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Περίληψη
Η παρούσα εργασία μελετά απόψεις καθηγητών Πληροφορικής σχετικά με τη συμμετοχή τους σε
προγράμματα επιμόρφωσης, με στόχο την επαγγελματική τους ανάπτυξη. Διερευνώνται τα κίνητρα
συμμετοχής, το χρονικό προφίλ των σεμιναρίων και τα θέματά τους, καθώς και ορισμένα ποιοτικά
κριτήρια, σε δείγμα 178 εκπαιδευτικών (145 από την Αττική και 33 από την Ήπειρο). Τα ευρήματα
δείχνουν ότι οι εκπαιδευτικοί προτιμούν ένα εθελοντικό μοντέλο διαρκούς επιμόρφωσης, το οποίο να
συμπεριλαμβάνει και διαδικασίες αξιολόγησης. Επιθυμούν επιμόρφωση σε συγκεκριμένα γνωστικά
αντικείμενα και λογισμικά, αλλά και σε θέματα εκπαιδευτικής μεθοδολογίας και διδακτικής πρακτικής.
Επίσης, αν και επιστήμονες άμεσα συνδεδεμένοι με τις τεχνολογικές εξελίξεις, δεν προτιμούν αμιγείς
μορφές εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, αλλά μικτού τύπου με συνδυασμό φυσικής παρουσίας και εξ
αποστάσεως.
Εισαγωγή
«Για την Πληροφορική αξίζει ένα σαφώς καθορισμένο πρόγραμμα προετοιμασίας
εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης». Η πρόταση αποτελεί μέρος τίτλου πρόσφατου
άρθρου, προερχόμενου από μελέτες στο Ισραήλ, που αναδεικνύει την έλλειψη κατάλληλης
προετοιμασίας των εκπαιδευτικών Πληροφορικής και σε άλλες χώρες, καθώς και την
αναγκαιότητα για εκπαίδευση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους και την ουσιαστική
επιμόρφωση και επαγγελματική τους αναβάθμιση (Ragonis et al., 2010). Η προτροπή των
συγγραφέων έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, χώρα με παρόμοια πορεία όσον αφορά
στην Πληροφορική στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Μία ευρωπαϊκή χώρα, με παρόμοιο
σύστημα με της Ελλάδας όσον αφορά τους καθηγητές Πληροφορικής, είναι η Πολωνία στην
οποία επίσης έχει προκύψει η ανάγκη για επιμόρφωση των εν ενεργεία εκπαιδευτικών
Πληροφορικής (Kolczyk, 2008).
Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έχουν μεγάλη εμπειρία στην ένταξη των Τεχνολογιών
Πληροφορίας και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην Εκπαίδευση τόσο ως γνωστικό αντικείμενο
(Information Technology και Computer Science), όσο και ως εργαλείο (Educational
Technology). Η ένωση των εκπαιδευτικών Πληροφορικής (Computer Science Teachers
Association, CSTA), τμήμα της ένωσης Πληροφορικής (Association for Computing
Machinery, ACM) ασχολείται με θέματα εκπαίδευσης, επιμόρφωσης και παιδαγωγικής
κατάρτισης των εκπαιδευτικών Πληροφορικής. Τέσσερις διαδοχικές εκδόσεις της CSTA
(2003, 2005, 2008 και 2010) αναφέρονται σε εμπειρικά δεδομένα, διεθνή εμπειρία και
Μεθοδολογία
Η παρούσα μελέτη διερευνά τα κίνητρα συμμετοχής εκπαιδευτικών σε επιμορφωτικά
σεμινάρια, το χρονικό προφίλ, τις θεματικές και τα ποιοτικά κριτήρια των σεμιναρίων.
Το δείγμα αποτελείται από 178 εκπαιδευτικούς, 145 από τη Β’ περιφέρεια Αθήνας και την
Ανατολική Αττική και 33 από τους νομούς Ιωαννίνων και Άρτας. Κατάλληλο
ερωτηματολόγιο που σχεδιάσθηκε και αξιοποιήθηκε σε προηγούμενη μελέτη (Μπέλλου κ.α.,
2010) απεστάλη με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σε όλους τους εκπαιδευτικούς και επιστράφηκε
με τον ίδιο τρόπο. Η πρώτη εφαρμογή του ερωτηματολογίου αναδεικνύει το προφίλ των
καθηγητών Πληροφορικής που συμμετείχαν στην έρευνα με στόχο τις επιθυμίες τους για
επιμόρφωση. Η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών (97.2%) είναι από 25 μέχρι 54 ετών, ενώ η
διδακτική τους εμπειρία από 2 μέχρι 20 έτη, στοιχεία δηλωτικά του νεοσύστατου του
668 7ο Πανελλήνιο Συνέδριο με Διεθνή Συμμετοχή
Αποτελέσματα
Κίνητρα συμμετοχής
Τα οικονομικά κίνητρα για συμμετοχή σε επιμόρφωση θεωρούνται σημαντικός παράγοντας
για όλους τους εμπλεκόμενους. Το 56% των εκπαιδευτικών που απάντησαν σε σχετική
ερώτηση επιθυμεί επιμόρφωση σε εθελοντική βάση. Δεν επιθυμεί την ύπαρξη διδάκτρων,
αλλά ούτε διεκδικεί παροχές όπως οικονομική αποζημίωση ή απαλλαγή από το διδακτικό
έργο. Ένα μεγάλο ποσοστό 41% επιθυμεί τη συμμετοχή του σε επιδοτούμενο σεμινάριο. Το
υπόλοιπο μικρό 3% αποδέχεται τα αυτοχρηματοδοτούμενα σεμινάρια, με την καταβολή
διδάκτρων από τους εκπαιδευόμενους.
Σχετικά με τον τόπο διεξαγωγής της επιμόρφωσης, μόνο το 14% των εκπαιδευτικών δεν
επιθυμεί να μετακινηθεί εκτός του σχολείου του. Οι υπόλοιποι εκπαιδευτικοί θεωρούν
εύλογη τη μετακίνησή τους εκτός του σχολείου τους, με το ποσοστό να μειώνεται όσο
απομακρύνεται ο τόπος διεξαγωγής. Έτσι το 41% επιθυμεί επιμόρφωση εντός της
διοικητικής περιφέρειας του Γραφείου που υπάγεται, το 36% εντός της διοικητικής
περιφέρειας της Διεύθυνσης που υπάγεται και το 8% εντός των ορίων του νομού.
Οι εκπαιδευτικοί που προτιμούν προαιρετική τη συμμετοχή τους σε ένα πρόγραμμα
επιμόρφωσης είναι περισσότεροι (57%) από όσους επιθυμούν υποχρεωτική συμμετοχή. Είναι
αξιοσημείωτο ότι οι απόφοιτοι Τμημάτων Πληροφορικής ισοκατανέμονται μεταξύ των δύο
επιλογών, ενώ από τους μη έχοντες βασικό πτυχίο Πληροφορικής αυτοί που προτιμούν την
προαιρετική συμμετοχή είναι διπλάσιοι των υπολοίπων.
Σχετικά με την επαναληπτικότητα των επιμορφωτικών δράσεων, το 55% προτιμά
περιοδικά επαναλαμβανόμενα σεμινάρια, το 35% από δύο μέχρι τέσσερα σεμινάρια
ετησίως, ενώ το υπόλοιπο 10% προτιμά να συμμετέχει σε ένα μόνο πρόγραμμα
επιμόρφωσης. Από τις δηλώσεις της πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών διαφαίνεται η ανάγκη
για διαρκή επιμόρφωση. Η τάση αυτή είναι περισσότερο έντονη στους μη έχοντες βασικό
πτυχίο Πληροφορικής, το 3% των οποίων επιθυμεί ένα μόνο σεμινάριο.
Στο «δύσκολο» θέμα τα αξιολόγησης των εκπαιδευόμενων είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό
ότι το 60% επιθυμεί κάποιου τύπου αξιολόγηση μετά το τέλος της επιμόρφωσης. Το
μεγαλύτερο ποσοστό (49%) επιθυμεί διαδικασία αξιολόγησης στην οποία συμμετέχουν
εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενοι, το 13% αξιολόγηση από τους εκπαιδευτές, ενώ ένα 4%
επιθυμεί την αυτοαξιολόγηση. Το 33% προτιμά αξιολόγηση με εργασίες ενώ η αξιολόγηση
με εξέταση εκφράζει μόλις το 1% των προτιμήσεων των εκπαιδευτικών. Η βεβαίωση
συμμετοχής αποτελεί κίνητρο παρακολούθησης για το 71% των εκπαιδευτικών. Από αυτούς
σχεδόν οι μισοί (47%) επιθυμούν βεβαίωση παρακολούθησης, ενώ ένας στους τέσσερις (24%)
προτιμά βεβαίωση επιτυχούς συμμετοχής η οποία προκύπτει μετά από κάποια μορφή
αξιολόγησης. Το 29% των εκπαιδευτικών δε θεωρεί τη βεβαίωση κίνητρο για
παρακολούθηση, αλλά υπερισχύει το ενδιαφέρον για απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων.
Πιθανό λόγο αποτελεί το γεγονός η θεώρηση ότι τέτοιου τύπου βεβαιώσεις δεν έχουν
βαρύτητα κατά τις διαδικασίες επαγγελματικής εξέλιξης.
Οι ΤΠΕ στην Εκπαίδευση 669
Χρονικό προφίλ
Το 52% των εκπαιδευτικών επιλέγει ως περίοδο διεξαγωγής επιμορφωτικών δράσεων την
αρχή του ακαδημαϊκού έτους, θεωρώντας ίσως ότι σε αυτή την περίοδο οι υποχρεώσεις στο
σχολείο είναι σχετικά μικρές. Μόνο το 13% επιθυμεί επιμόρφωση που ξεκινά στην αρχή των
θερινών διακοπών. Οι υπόλοιποι προτιμούν να επιμορφωθούν κατά τη διάρκεια του
σχολικού έτους. Η πλειοψηφία (87%) προτιμά τη διεξαγωγή σεμιναρίων κατά τις εργάσιμες
ημέρες, ενώ οι υπόλοιποι κατά τη διάρκεια αργιών και διακοπών. Αυτό το ποσοστό (13%)
μειώνεται μόλις στο 2% όσον αφορά στους μη έχοντες βασικό πτυχίο Πληροφορικής, τιμή
που μάλλον οφείλεται στη μεγαλύτερη ηλικία αυτών των εκπαιδευτικών.
Όσον αφορά στο ωράριο των συναντήσεων κατά τη διάρκεια των σεμιναρίων, το 56%
επιλέγει ώρες εκτός ωραρίου διδασκαλίας. Αν και σύμφωνα με την προηγούμενη ερώτηση οι
περισσότεροι εκπαιδευτικοί δεν επιθυμούν να θυσιάσουν τις διακοπές και τις αργίες τους
για επιμόρφωση, φαίνεται ότι προτίθενται να διαθέσουν τον ελεύθερο χρόνο τους, εκτός
ωραρίου εργασίας, κατά τις εργάσιμες ημέρες για να παρακολουθήσουν σεμινάρια.
Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί προτιμούν σεμινάρια μέσης χρονικής διάρκειας (40% από
11 – 20 ώρες, 22.4% από 21 – 35 ώρες). Το 17.6% προτιμά σύντομα σεμινάρια με διάρκεια
από 4 μέχρι 10 ώρες και ένα 12.8% μακροχρόνια, από 36 μέχρι 100 ώρες. Ελάχιστοι είναι οι
εκπαιδευτικοί που επιθυμούν πολύ σύντομα σεμινάρια ενημερωτικού τύπου, ή σεμινάρια
διάρκειας μεγαλύτερης των 100 ωρών. Γενικά επιθυμούν μέσο πλήθος και αριθμό
συναντήσεων, αλλά μικρή σχετικά έκταση της επιμόρφωσης. Φαίνεται ότι προτιμούν να
αφιερώνουν τρεις τουλάχιστον ώρες ανά συνάντηση προκειμένου να ολοκληρωθεί σχετικά
σύντομα το σεμινάριο.
Θεματικές σεμιναρίων
Ενδιαφέρον εύρημα αποτελεί ότι σχεδόν οι μισοί εκπαιδευτικοί (44%) επιθυμούν
επιμόρφωση σε θέματα σχετικά με την εκπαιδευτική μεθοδολογία και τη διδακτική
πρακτική, αναδεικνύοντας τη σημασία της παιδαγωγικής προσέγγισης των γνωστικών
αντικειμένων που πραγματεύονται στο σχολείο. Το 24% επιθυμεί να επιμορφωθεί σε κάποιο
γνωστικό αντικείμενο, το 19% προτιμά κάποιο συγκεκριμένο λογισμικό, ενώ μόνο το 13%
θέλει την επικαιροποίηση των γνώσεών του σε διάφορα πεδία της Πληροφορικής. Τα
ποσοστά δηλώνουν την ανάγκη δια βίου μάθησης σε έναν απαιτητικό επιστημονικό τομέα,
που συνδέεται άμεσα με τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις. Φαίνεται ότι οι εκπαιδευτικοί
Πληροφορικής ενδιαφέρονται για την επαγγελματική τους ανάπτυξη.
Ο Πίνακας 1 παρουσιάζει τις δηλώσεις των εκπαιδευτικών όσον αφορά στη θεματική
ενός προγράμματος επιμόρφωσης. Τα δεδομένα έχουν προκύψει από την κωδικοποίηση των
απαντήσεων σε ανοικτού τύπου ερώτηση. Οι επιλογές «ανάπτυξη web», «ανάπτυξη
πολυμεσικών εφαρμογών με project» και «Logo & ρομποτική», εξειδικεύουν την επιθυμία
των εκπαιδευτικών για επιμόρφωση σε θέμα εστιασμένο σε συγκεκριμένο γνωστικό
αντικείμενο ή και λογισμικό και επικαιροποίηση των γνώσεων. Η μικρή σχετικά προτίμηση
(10%) στη διδακτική Πληροφορικής σε σύγκριση με προηγούμενη ερώτηση κατά την οποία
το 44% προτιμά επιμόρφωσή σε θέματα σχετικά με την εκπαιδευτική μεθοδολογία και τη
διδακτική πρακτική, ίσως δείχνει την ανάγκη για διδακτική μεθοδολογία και όχι σε γενικά
θέματα διδακτικής. Ενδέχεται όμως, να μη γίνεται κατανοητό το πεδίο της διδακτικής της
Πληροφορικής από τους ερωτώμενους. Το πολύ μικρό ποσοστό (3%) που συγκεντρώνει η
επιλογή για επιμόρφωση σχετικά με τα πανελληνίως εξεταζόμενα μαθήματα, αναδεικνύει
ότι ο κλάδος αισθάνεται ασφαλής στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Αυτό ίσως οφείλεται στο
670 7ο Πανελλήνιο Συνέδριο με Διεθνή Συμμετοχή
ότι αυτά τα μαθήματα δεν ανανεώνονται ως προς τη θεματολογία και τη μεθοδολογία τους
και δεν έχουν ακόμα εμφανισθεί κάποια προβλήματα.
Ποιοτικά κριτήρια
Όσον αφορά στο είδος της επιμόρφωσης το 92% των εκπαιδευτικών προτιμούν τη διεξαγωγή
βιωματικού σεμιναρίου σε εργαστήριο Η/Υ. Το αποτέλεσμα είναι αναμενόμενο, αφού
προσεγγίζει την κουλτούρα των μαθημάτων που διδάσκουν οι εκπαιδευτικοί και την
εργαστηριακή τους φύση.
Σχετικά με τη μορφή διεξαγωγής του σεμιναρίου το 39% των εκπαιδευτικών προτιμά την
παραδοσιακή, με φυσική παρουσία και το 48% τη μικτή, με συνδυασμό φυσικής παρουσίας
και εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Πολύ μικρά ποσοστά απαντώνται στην ασύγχρονη (4%) και
σύγχρονη (2%) εξ αποστάσεως επιμόρφωση. Το εναπομείναν 7% δηλώνει ότι επιθυμεί να
επιμορφωθεί σε συνεργατικά εικονικά περιβάλλοντα πολλών χρηστών, όπως το Second Life.
Το τελευταίο στοιχείο δεν μπορεί να ερμηνευθεί, δεδομένου του πολύ νέου τύπου αυτών των
περιβαλλόντων. Το αποτέλεσμα συμφωνεί με τον αριθμό των εκπαιδευτικών που κάνουν
χρήση αυτής της τεχνολογίας (Μπέλλου κ.α., 2010).
Όσον αφορά στους επιμορφωτές, το 30% των εκπαιδευτικών προτιμά ερευνητές
εξειδικευμένους σε συγκεκριμένα αντικείμενα και το 18% συναδέλφους τους, εκπαιδευτικούς
Πληροφορικής. Ένα πολύ μικρό ποσοστό 1.5% προτιμά μέλη ΔΕΠ από την τριτοβάθμια
Οι ΤΠΕ στην Εκπαίδευση 671
εκπαίδευση, ενώ σχεδόν οι μισοί προτιμούν επιμορφωτές και από τους τρεις παραπάνω
χώρους.
Συμπεράσματα
Η παρούσα εργασία διερευνά απόψεις καθηγητών Πληροφορικής σχετικά με τη συμμετοχή
τους σε προγράμματα επιμόρφωσης. Συγκεκριμένα μελετήθηκαν κίνητρα συμμετοχής, το
χρονικό προφίλ και οι θεματικές των σεμιναρίων, καθώς και ορισμένα ποιοτικά κριτήρια. Η
μελέτη έγινε σε δείγμα 178 εκπαιδευτικών, 145 από τη Β’ περιφέρεια Αθήνας και την
Ανατολική Αττική και 33 από τους νομούς Ιωαννίνων και Άρτας.
Σχετικά με τα κίνητρα συμμετοχής σε επιμορφωτικές δράσεις, τα ευρήματα δείχνουν ότι
πάνω από τους μισούς εκπαιδευτικούς προτιμούν ένα «εθελοντικό μοντέλο» επιμόρφωσης,
χωρίς την εμπλοκή οικονομικών ζητημάτων από καμία πλευρά, αλλά ούτε και παροχές
άλλου τύπου. Σχεδόν οι μισοί επίσης προτίθενται να μετακινηθούν και να διανύσουν
αρκετή απόσταση μέχρι το κέντρο επιμόρφωσης. Η μεγάλη πλειοψηφία επιθυμεί διαρκή
επιμόρφωση και κάποιου τύπου αξιολόγηση, εύρημα που συμφωνεί με τις προτάσεις σχετικά
με δράσεις επαγγελματικής ανάπτυξης (Guskey, 2000).
Χρονικά οι εκπαιδευτικοί προτιμούν επιμορφωτικά σεμινάρια κατά τη διάρκεια του
σχολικού έτους και εκτός ωραρίου εργασίας τους. Συνάγεται ότι προτιμούν μικρής
διάρκειας σεμινάρια επικεντρωμένα σε συγκεκριμένες θεματικές.
Τα θέματα που φαίνεται να απασχολούν τους καθηγητές Πληροφορικής είναι
συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα και λογισμικά, αλλά και η εκπαιδευτική μεθοδολογία
και η διδακτική πρακτική. Αυτό είναι ίσως μία από τις αιτίες της χαμηλής αξιολόγησης των
ίδιων εκπαιδευτικών του σεμιναρίου των 72 ωρών «επιμόρφωση εκπαιδευτικών
Πληροφορικής» (Μπέλλου κ.α., 2010). Τα αποτελέσματα συμφωνούν με άλλα αντίστοιχων
μελετών σε διεθνές επίπεδο (Ragonis et al., 2010; Tucker et al., 2004). Ιδιαίτερα ενδιαφέρον
θεωρείται το γεγονός ότι αρκετοί καθηγητές Πληροφορικής επιθυμούν να επιμορφωθούν
κατάλληλα και να συνεργαστούν με εκπαιδευτικούς άλλων ειδικοτήτων, κάτι που αποτελεί
έναν από τους παράγοντες που επηρεάζουν τη συμμετοχή τους σε ένα επιμορφωτικό
σεμινάριο (Μπέλλου κ.α., 2010; Λαδιάς κ.α., 2010).
Οι εκπαιδευτικοί Πληροφορικής προτιμούν σε ίσα περίπου ποσοστά επιμόρφωση με
φυσική παρουσία και μεθόδους εξ αποστάσεως. Φαίνεται ότι, αν και εξοικειωμένοι με τη νέα
τεχνολογία, δεν υιοθετούν άκριτα τις εκπαιδευτικές της δυνατότητες αλλά διατηρώντας τα
κλασσικά πρότυπα διδασκαλίας με τα πλεονεκτήματα της φυσικής παρουσίας, προτιμούν
έναν υβριδικό τρόπο μάθησης.
Οι κύριες προτιμήσεις των εκπαιδευτικών για τους επιμορφωτές τους είναι οι
ειδικευμένοι ερευνητές και οι συνάδελφοι τους. Ίσως ο συνδυασμός εκπαιδευτικών της
δευτεροβάθμιας που είναι ταυτόχρονα εξειδικευμένοι ερευνητές στο συγκεκριμένο
επιστημονικό πεδίο παράλληλα με διδάσκοντες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αποτελεί τη
βέλτιστη πρόταση για το προφίλ του εκπαιδευτή.
Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας δεν είναι εύκολα γενικεύσιμα. Είναι όμως
ενδεικτικά της κατάστασης και μπορούν να αξιοποιηθούν σε περαιτέρω μελέτες, με τελικό
στόχο τη σχεδίαση και υλοποίηση επιμορφωτικών προγραμμάτων για την ουσιαστική
επαγγελματική ανάπτυξη των καθηγητών Πληροφορικής.
Αναφορές
Deek, F. P. & Kimmel, H. (1999). Status of computer science education in secondary schools: One state's
perspective. Computer Science Education, 9(2), 89-113.
Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών Πληροφορικής: Χαρακτηριστικά
και Προτιμήσεις
Περίληψη
Η παρούσα εργασία διερευνά ορισμένους από τους παράγοντες που αφορούν την επαγγελματική αναβάθμιση
των εκπαιδευτικών Πληροφορικής. Στόχος της είναι η δημιουργία κατάλληλου ερωτηματολογίου για την
καταγραφή χαρακτηριστικών των εκπαιδευτικών, των στάσεων και απόψεών τους σχετικά με επιμορφωτικές
δράσεις, καθώς και των προτιμήσεων σχετικά με την επιμόρφωσή τους. Τα αποτελέσματα της παρούσας
μελέτης αφορούν σε 178 εκπαιδευτικούς Πληροφορικής. Αναδεικνύουν, αν και δεν είναι αναμενόμενο, ότι
μικρό ποσοστό αξιοποιεί διάφορες ηλεκτρονικές υπηρεσίες. Οι εκπαιδευτικοί που συμμετείχαν στο έργο
‘επιμόρφωση εκπαιδευτικών Πληροφορικής’ δε φαίνεται να έχουν μείνει ικανοποιημένοι από τις επιστημονικές
γνώσεις, τις τεχνικές δεξιότητες και την παιδαγωγική κατάρτιση που έλαβαν. Πάνω από τους μισούς έχουν
μεγάλο ενδιαφέρον να επικαιροποιήσουν τις επιστημονικές τους γνώσεις και να επιμορφωθούν σε θέματα
παιδαγωγικών και διδακτικής σε μελλοντικές επιμορφωτικές δράσεις. Οι κύριοι λόγοι για τους οποίους
επιθυμούν μελλοντική επιμόρφωση είναι η προσωπική τους ανέλιξη, αλλά και η επιστημονική συνδρομή τους
στο έργο συναδέλφων άλλων ειδικοτήτων.
Λέξεις κλειδιά: εκπαιδευτικοί πληροφορικής, επιμόρφωση
Abstract
This work investigates factors concerning the professional development of Information and Communication
Technologies (ICT) teachers. The aims of the study are the creation of an appropriate questionnaire for the
recording of teachers’ characteristics, attitudes and positions. First results of an empirical study concern 178
teachers. Although non expectable, data shows that only a small percentage of the teachers use various ICT
services. Eighty two of the teachers, who had attended the 72 hours seminar, seem not to be satisfied from the
knowledge, technical skills, and pedagogy they have been taught. More than half are interested in updating their
scientific knowledge and learn more on pedagogic theories and didactic practices. The main reasons for ICT
teachers to get further education are personal improvement, as well as their will to support other disciplines’
teachers.
Keywords: ICT teachers, adult education
1. Εισαγωγή
Οι εκπαιδευτικοί της Πληροφορικής βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωποι με ποικίλες προκλήσεις.
Εξελίξεις στον επιστημονικό και τεχνολογικό τομέα, παιδαγωγική γνώση και θέματα διδακτικής,
αλλαγές στο ενιαίο πλαίσιο προγράμματος σπουδών και το αναλυτικό πρόγραμμα, νέα μαθήματα και
διδακτικά εγχειρίδια, αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, πρακτικά θέματα όπως των πανελληνίων
εξετάσεων, τεχνολογικά καταρτισμένοι μαθητές – «ψηφιακοί ιθαγενείς» (digital natives),
τεχνολογικές υποδομές και υπηρεσίες σε επίπεδο σχολείου, υποστήριξη εκπαιδευτικού και
διοικητικού έργου, παιδαγωγική αξιοποίηση των ΤΠΕ σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα, είναι
ορισμένα από τα ζητήματα που καλούνται εκ των πραγμάτων να αντιμετωπίσουν οι εκπαιδευτικοί της
Πληροφορικής στη δευτεροβάθμια αλλά και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Η κατάσταση είναι παρόμοια σε διεθνές επίπεδο, με την επιμόρφωση και τη δια βίου μάθηση να
αποτελούν τις κύριες μορφές αντιμετώπισης τέτοιου τύπου προβλημάτων (Hur & Hara, 2007). Όσον
αφορά στην εκπαίδευση και επιμόρφωση εκπαιδευτικών άλλων γνωστικών αντικειμένων στις
Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ), με στόχο την επιτυχή ένταξή τους στην
εκπαιδευτική διαδικασία, υπάρχει αρκετό πρόσφατο δημοσιευμένο έργο (πχ Davis et al., 2009;
Goktas et al., 2009), καθώς και η έκθεση της UNESCO (2008). Υπάρχει όμως έλλειψη βιβλιογραφίας
σχετικά με την εκπαίδευση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών της Πληροφορικής τόσο σε διεθνές
όσο και σε ελληνικό επίπεδο, όπως φαίνεται και από σχετική αναζήτηση σε βιβλιογραφικές πηγές,
όπως αυτές που καλύπτει ο σύνδεσμος ελληνικών ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών (HEALLINK) και
αυτές των πρακτικών των συνεδρίων της ΕΤΠΕ αντίστοιχα.
Η ένταξη των ΤΠΕ στην εκπαιδευτική διαδικασία απαιτεί νέους ρόλους για τους εκπαιδευτικούς,
διαφορετικές παιδαγωγικές προσεγγίσεις, εμπλοκή των εκπαιδευτικών σε νοηματοδοτημένη μάθηση
και νέες πρακτικές για την ανάπτυξη κριτικής σκέψης και την οικοδόμηση της γνώσης από τους
μαθητές. Κυρίως όμως προϋποθέτει νέες προσεγγίσεις στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών
(Makrakis, 2005; Mouza, 2006; UNESCO, 2008). Ένας επιπρόσθετος λόγος για διαρκή και
ουσιαστική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών της Πληροφορικής αποτελεί και το γεγονός ότι η
Πληροφορική ως γνωστικό αντικείμενο αλλά και ως εργαλείο είναι ακόμα υποβαθμισμένη στη
δευτεροβάθμια και πρωτοβάθμια εκπαίδευση, κάτι που συναντάται και σε άλλες χώρες (Lin, 2008). Η
σπουδαιότητα στοχοθετημένων επιμορφωτικών προγραμμάτων φαίνεται και από τα αποτελέσματα
εμπειρικών μελετών, που δείχνουν ότι πολλά προγράμματα επαγγελματικής αναβάθμισης με
αντικείμενο τις ΤΠΕ δεν καλύπτουν τις ανάγκες των επιμορφούμενων εκπαιδευτικών (Sugar, 2005).
Κατά τη σχεδίαση επιμορφωτικών προγραμμάτων για ενεργούς εκπαιδευτικούς χρειάζεται να
λαμβάνονται υπόψη μια σειρά από παράγοντες και να προηγούνται προπαρασκευαστικές δράσεις. Η
μελέτη της κατάστασης σε διεθνές επίπεδο και η υλοποίηση εμπειρικών μελετών παρέχουν πολύτιμα
στοιχεία για τη σχεδίαση των προγραμμάτων επιμόρφωσης. Η αρχική υλοποίησή τους σε μικρή
κλίμακα καθώς και η άμεση πειραματική εφαρμογή των αποτελεσμάτων τους από τους
επιμορφούμενους εκπαιδευτικούς, σε πραγματικές συνθήκες, παρέχουν την απαραίτητη
ανατροφοδότηση για βελτιώσεις των προγραμμάτων επιμόρφωσης.
Η παρούσα εργασία διερευνά ορισμένους από τους παράγοντες που σχετίζονται με την
επαγγελματική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών Πληροφορικής, μέσα από τα αποτελέσματα
εμπειρικής μελέτης. Στόχος της είναι η δημιουργία κατάλληλου ερωτηματολογίου για την καταγραφή
των χαρακτηριστικών των εκπαιδευτικών ως επιμορφούμενων και ενεργών μελών της εκπαιδευτικής
κοινότητας σε ένα απαιτητικό αντικείμενο, των στάσεων και των απόψεών τους σχετικά με
επιμορφωτικές δράσεις, καθώς και των προτιμήσεων σχετικά με την επιμόρφωσή τους τόσο ως
επιμορφούμενων όσο και ως μελλοντικών επιμορφωτών.
2. Θεωρητικό πλαίσιο
Μέχρι σήμερα, η επαγγελματική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών της Πληροφορικής στη χώρα μας
έχει επιχειρηθεί με ένα μόνο πρόγραμμα επιμόρφωσης, το έργο ‘επιμόρφωση εκπαιδευτικών
Πληροφορικής’ που εντάσσεται στην πράξη ‘δράσεις επιμόρφωσης εκπαιδευτικών Πληροφορικής’
του επιχειρησιακού προγράμματος ‘κοινωνία της πληροφορίας’ και υλοποιήθηκε το 2008
(http://edu19-20.cti.gr/). Ενώ για τις επιμορφώσεις εκπαιδευτικών άλλων ειδικοτήτων στις ΤΠΕ
υπάρχουν εμπειρικά δεδομένα και πρώτα συμπεράσματα (βλ. πχ πρακτικά συνεδρίων της ΕΤΠΕ,
www.etpe.eu), ελάχιστα είναι τα στοιχεία σχετικά με την πρόσφατη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών
της Πληροφορικής. Αυτά κυρίως προέρχονται από σχολικούς συμβούλους Πληροφορικής, που έχουν
δραστηριοποιηθεί ως εκπαιδευτές στο παραπάνω πρόγραμμα.
Οι Καράκιζα και Κωσταλίας αποτιμούν τη δράση αμέσως μετά τη λήξη της με ερωτηματολόγιο
κλειστού τύπου και περιγραφική στατιστική σε 54 επιμορφούμενους στη Δωδεκάνησο (2009). Τα
συμπεράσματά τους, χωρίς να μπορούν να γενικευθούν, εστιάζονται στο μεγάλο ενδιαφέρον των
επιμορφούμενων σε ζητήματα παιδαγωγικής και διδακτικής. Αναφέρονται επίσης οι τεχνικού και
διαχειριστικού κυρίως τύπου προϋποθέσεις για τη σχεδίαση επιμορφωτικών προγραμμάτων, καθώς
και η ανάγκη για την ύπαρξη εργαλείων εσωτερικής αξιολόγησης, όπως τα ερωτηματολόγια, για τη
διαμορφωτική αξιολόγηση και τη διαρκή βελτίωση των προγραμμάτων επιμόρφωσης.
Παρόμοια η Χριστοπούλου (2009) διερευνά τις στάσεις και απόψεις 63 επιμορφούμενων στους
νομούς Πρέβεζας και Θεσπρωτίας. Τα συμπεράσματα της μελέτης δείχνουν ότι για το 60% των
επιμορφούμενων το πρόγραμμα δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους και χρειάζεται βελτίωση,
χωρίς όμως να αναφέρεται σε ποιους τομείς. Τα δεδομένα όπως προκύπτουν από την περιγραφική
ανάλυσή τους δείχνουν επίσης ότι λίγο περισσότεροι από τους μισούς εκπαιδευτικούς έμειναν λίγο
ικανοποιημένοι από την παιδαγωγική κατάρτιση που απέκτησαν και λιγότεροι από τους μισούς
βελτίωσαν λίγο τη διδακτική τους ‘ικανότητα’.
Σε διεθνές επίπεδο εντοπίζεται η έλλειψη σχετικών εμπειρικών δεδομένων από τους Carbone,
Mannila και Fitzgerald (2007), οι οποίοι σημειώνουν τη διαφορά που αντιμετωπίζουν εκπαιδευτικοί
της Πληροφορικής μεταξύ της πετυχημένης διδασκαλίας, όπως τη διδάσκονται οι ίδιοι, και της
διδασκαλίας στην πράξη, υπονοώντας την ανάγκη για ουσιαστική εκπαίδευση και επιμόρφωση. Από
το 2004 όμως εντοπίζονται διαφορές μεταξύ νέων και έμπειρων εκπαιδευτικών Πληροφορικής
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καθώς και η ανάγκη για διαρκή επιμόρφωση (Hammond, 2004).
Από τα λίγα βιβλιογραφικά δεδομένα σε διεθνές και ελληνικό επίπεδο διαφαίνεται η ανάγκη για
ουσιαστική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών της Πληροφορικής, με τη σχεδίαση ή την επανασχεδίαση
δράσεων με βάση εμπειρικά δεδομένα, τα οποία προκύπτουν από καλά σχεδιασμένα εργαλεία
αξιολόγησης. Η παρούσα εργασία αποτελεί τμήμα ενός πλαισίου, που περιλαμβάνει τη δημιουργία
ενός εργαλείου για την καταγραφή δημογραφικών δεδομένων, στάσεων και απόψεων εκπαιδευτικών
Πληροφορικής και τη χρήση του σε εμπειρικές μελέτες για τη συγκέντρωση δεδομένων χρήσιμων για
τη σχεδίαση επιμορφωτικών δράσεων.
Το ερωτηματολόγιο που διαμορφώθηκε αποτελείται από τέσσερα τμήματα με ερωτήσεις κλειστού και
ανοικτού τύπου. Το πρώτο τμήμα αναφέρεται σε προσωπικά και υπηρεσιακά δημογραφικά στοιχεία.
Το δεύτερο αφορά σε ερωτήσεις στάσεων και απόψεων των εκπαιδευτικών σχετικά με θέματα
επιμορφωτικών δράσεων καθώς και αξιολόγησης επιμορφωτικών σεμιναρίων στα οποία έχουν
συμμετάσχει. Το τρίτο τμήμα του ερωτηματολογίου περιλαμβάνει ερωτήσεις με τις οποίες οι
εκπαιδευτικοί καταγράφουν τις προτιμήσεις τους για μια σειρά από 27 παραμέτρους που αφορούν τη
σχεδίαση ενός επιμορφωτικού σεμιναρίου. Τέλος το τέταρτο τμήμα, μέσω τριών ερωτήσεων ανοικτού
τύπου, ζητά τις προτάσεις των εκπαιδευτικών για τρία επιμορφωτικά προγράμματα στα οποία
επιθυμούν να συμμετέχουν ως επιμορφωτές. Κατά τη σχεδίαση του ερωτηματολογίου λήφθηκαν
υπόψη οι απαιτήσεις για αποτελεσματική επιμόρφωση ενηλίκων και δεδομένα εμπειρικών μελετών
σχετικών με την επιμόρφωση εκπαιδευτικών στις ΤΠΕ.
Το ερωτηματολόγιο καλύπτει τους τρεις βασικούς άξονες της επιμόρφωσης ενηλίκων με τα κύρια
χαρακτηριστικά τους ως επιμορφούμενων. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται παγιωμένες αντιλήψεις,
στόχοι και προσδοκίες, προϋπάρχουσα γνώση και εμπειρία, προσωπικοί τύποι (στυλ) μάθησης, η
ενεργός συμμετοχή στη μαθησιακή διαδικασία, ποικίλα εμπόδια οργανωτικού, διαχειριστικού και
μαθησιακού τύπου (Korres-Pavlis et al., 2009).
Ο πρώτος άξονας αναφέρεται στην επικεντρωμένη στον επιμορφούμενο επιμόρφωση. Το πρόγραμμα
επιμόρφωσης χρειάζεται να ικανοποιεί τις ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και τις προσδοκίες των
επιμορφούμενων. Στο ερωτηματολόγιο περιλαμβάνονται σχετικές ερωτήσεις με παραδείγματα όπως
αυτά του Πίνακα 1 που απαιτούν απαντήσεις στην πεντάβαθμη κλίμακα Likert.
Πίνακας 1: Ερωτήσεις σχετικά με τις ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και τις προσδοκίες των επιμορφούμενων
α/α Τίτλος
1 Εκπαιδευτικές δυνατότητες των λογισμικών STAR LOGO TNG, GAME MAKER και LEGO NXT
2 Ανάπτυξη εκπαιδευτικών πολυμεσικών εργαλείων με lingo στο Director
3 Φιλοσοφία της Logo: θεωρία και πράξη
4 Σχεδίαση και ανάπτυξη εκπαιδευτικών μικρόκοσμων σε περιβάλλοντα logo-like
5 Πολυμέσα και σχέδια εργασίας (μέθοδος project)
6 Η κατασκευή ηλεκτρονικών παιχνιδιών ως κίνητρο και πρακτική στη διδασκαλία του
προγραμματισμού: η περίπτωση του Game Maker
7 Σχεδίαση ιστοσελίδων με το Dreamweaver
8 Η μέθοδος project ως εργαλείο για την εκπόνηση εργασιών στην ‘Πληροφορική Γυμνασίου’
3. Μεθοδολογία
Η πρώτη εφαρμογή του ερωτηματολογίου έγινε σε εκπαιδευτικούς Πληροφορικής των Διευθύνσεων
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Β’ Αθήνας, Ανατολικής Αττικής και των νομών Ιωαννίνων και Άρτας,
περιοχές που καλύπτουν οι δύο από τους ερευνητές ως σχολικοί σύμβουλοι.
Η παρούσα μελέτη αποτελεί ένα πρώτο τμήμα μιας μεγαλύτερης έρευνας η οποία αφορά σε θέματα
επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών Πληροφορικής. Στόχος της είναι η καταγραφή χαρακτηριστικών,
όπως η διδακτική εμπειρία, τα τυπικά προσόντα και οι ηλεκτρονικές υπηρεσίες τις οποίες αξιοποιούν
οι εκπαιδευτικοί, η ικανοποίησή τους από την επιμόρφωση των 72 ωρών και η σχέση τους με
παράγοντες που επηρεάζουν τη συμμετοχή τους σε επιμορφωτικά προγράμματα.
Ο πληθυσμός των εκπαιδευτικών Πληροφορικής της Β’ Αθήνας και της Ανατολικής Αττικής
ανέρχεται σε 627, ενώ των νομών Ιωαννίνων και Άρτας σε 180. Το δείγμα της μελέτης αποτελείται
από 178 εκπαιδευτικούς, 145 από τη Β’ Αθήνα και την ανατολική Αττική και 33 από τους νομούς
Ιωαννίνων και Άρτας.
Το ερωτηματολόγιο απεστάλη με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σε όλους τους εκπαιδευτικούς και με τον
ίδιο τρόπο επιστράφηκε συμπληρωμένο. Δόθηκε χρονικό περιθώριο τριών εβδομάδων για τη
συμπλήρωση, μέσα στο οποίο επιστράφηκαν τα περισσότερα ερωτηματολόγια. Ο αριθμός των 178
συμπληρωμένων ερωτηματολογίων καλύφθηκε μετά από παράταση μιας εβδομάδας. Η ανταπόκριση
των εκπαιδευτικών θεωρείται σχετικά μικρή. Αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους. Παρότι δεν
επιστράφηκε κανένα μήνυμα μη παράδοσης, οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις των περισσότερων
εκπαιδευτικών είναι αυτές των σχολείων όπου υπηρετούν και υπάρχει ενδεχόμενο να μην έφτασε
στους τελικούς παραλήπτες. Ένας άλλος λόγος μπορεί να είναι ο μικρός αριθμός (πέντε) των
εκπαιδευτικών μεγάλης ηλικίας (άνω των 55 ετών) που ανταποκρίθηκαν. Σε αντίθεση, απάντησαν 46
εκπαιδευτικοί ηλικίας από 45-54, 77 από 35-44 και 50 από 25-34 ετών. Επίσης, είναι μόνο εννέα οι
εκπαιδευτικοί οι οποίοι ανταποκρίθηκαν με δύο έτη υπηρεσίας και 16 αυτοί με 20 και άνω χρόνια στη
δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί που συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο
έχουν προϋπηρεσία από δύο μέχρι και 20 έτη.
4. Αποτελέσματα
Για τους σκοπούς της παρούσας μελέτης τα δημογραφικά στοιχεία των εκπαιδευτικών που
παρουσιάζονται είναι μόνο η ηλικία (Πίνακας 3) και η διδακτική εμπειρία τους (Πίνακας 4) στη
δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Πίνακας 3: Ηλικιακή κατανομή των εκπαιδευτικών
5. Συμπεράσματα
Η παρούσα εργασία αποτελεί το πρώτο μέρος μιας ερευνητικής προσπάθειας η οποία αναφέρεται σε
θέματα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών Πληροφορικής. Πρώτος στόχος της είναι η δημιουργία ενός
ερωτηματολογίου, το οποίο θα λειτουργήσει ως εργαλείο για το σχεδιασμό επιμορφωτικών δράσεων,
με στόχο την επαγγελματική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών. Το ερωτηματολόγιο καλύπτει τους
βασικούς άξονες της επιμόρφωσης ενηλίκων, που χαρακτηρίζονται από στοιχεία όπως οι αντιλήψεις,
οι στόχοι και οι προσδοκίες τους, η προϋπάρχουσα γνώση και εμπειρία, οι προσωπικοί τύποι
μάθησης, η ενεργός συμμετοχή στη μαθησιακή διαδικασία, τα ποικίλα εμπόδια οργανωτικού,
διαχειριστικού και μαθησιακού τύπου (Korres-Pavlis et al., 2009). Δεύτερος στόχος της εργασίας
είναι η χρήση του ερωτηματολογίου για την καταγραφή χαρακτηριστικών, όπως η διδακτική
εμπειρία, τα τυπικά προσόντα και οι ηλεκτρονικές υπηρεσίες που αξιοποιούν οι εκπαιδευτικοί, η
εμπειρία από την επιμόρφωση, και η συσχέτισή τους με παράγοντες που επηρεάζουν τη συμμετοχή
τους σε επιμορφωτικά προγράμματα. Στη μελέτη συμμετείχαν 178 εκπαιδευτικοί Πληροφορικής των
Διευθύνσεων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Β’ Αθήνας, Ανατολικής Αττικής, νομών Ιωαννίνων και
Άρτας.
Όσον αφορά στη διδακτική εμπειρία των εκπαιδευτικών του δείγματος, οι περισσότεροι έχουν
υπηρεσία από δύο μέχρι 20 έτη. Φαίνεται ότι ο σύγχρονος κλάδος της Πληροφορικής, απαιτητικός ως
προς το γνωστικό αντικείμενο και τις τεχνικές δεξιότητες, καλύπτεται στην πλειοψηφία του και στο
πλαίσιο του δείγματος, από σχετικά νέους εκπαιδευτικούς με αρκετή διδακτική εμπειρία. Επίσης,
σχετικά μεγάλο είναι το ποσοστό των εκπαιδευτικών οι οποίοι κατέχουν κάποιου τύπου μεταπτυχιακή
εξειδίκευση, κυρίως σε αντικείμενα της Πληροφορικής. Η έλλειψη εξειδίκευσης σε θέματα
παιδαγωγικών και διδακτικής, δείχνει ότι ίσως η εκπαίδευση δεν αποτελούσε αρχικά τον πρώτο στόχο
επαγγελματικής σταδιοδρομίας των εκπαιδευτικών.
Οι εκπαιδευτικοί δεν φαίνεται να αξιοποιούν σε μεγάλη κλίμακα τις ποικίλες ηλεκτρονικές υπηρεσίες
οι οποίες διατίθενται και μέσω του πανελλήνιου σχολικού δικτύου και μπορούν να συνεισφέρουν στο
εκπαιδευτικό έργο και την επαγγελματική αναβάθμιση. Η ύπαρξη δικτυακού τόπου και ιστολόγιου
δεν έχουν να προσφέρουν ίσως κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο για επαγγελματική αναβάθμιση, πέρα από
προσωπικό ενδιαφέρον για το αντικείμενο και έτσι βρίσκουν μικρή ανταπόκριση. Η αξιοποίηση
υπηρεσιών ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης θεωρείται ότι δεν ανέρχεται σε μεγάλο ποσοστό.
Οι 82 εκπαιδευτικοί που έλαβαν μέρος στο έργο ‘Επιμόρφωση εκπαιδευτικών Πληροφορικής’ δεν
εμφανίζονται ικανοποιημένοι από τις επιστημονικές γνώσεις και τεχνικές δεξιότητες που διδάχτηκαν,
αλλά ούτε και από την επιμόρφωση σε θέματα παιδαγωγικών, και ακόμα ούτε από την
καταλληλότητα των επιμορφωτών τους. Τα αποτελέσματα συμφωνούν με τα αντίστοιχα των
Καράκιζα και Κωσταλία (2009) και Χριστοπούλου (2009). Αντίθετα οι εκπαιδευτικοί επιθυμούν σε
πολύ μεγάλα ποσοστά να επιμορφωθούν σε όλα τα παραπάνω θέματα, αναδεικνύοντας την ανάγκη
για ουσιαστική επιμόρφωση υψηλού επιπέδου. Οι κύριοι λόγοι για τους οποίους οι εκπαιδευτικοί
επιθυμούν να επιμορφωθούν είναι η επικαιροποίηση των γνώσεων και η παρακολούθηση των
επιστημονικών και τεχνολογικών εξελίξεων, αλλά και των κατάλληλων παιδαγωγικών και διδακτικών
πρακτικών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιθυμία των περισσότερων εκπαιδευτικών να
επιμορφωθούν για να συνεισφέρουν στο έργο συναδέλφων άλλων ειδικοτήτων, παρότι πολλοί
δηλώνουν ότι αυτό δεν αποτελεί κύριο παράγοντα για την επιλογή ενός προγράμματος επιμόρφωσης.
Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας δεν μπορούν εύκολα να γενικευθούν. Είναι όμως ενδεικτικά
της κατάστασης και μπορούν να αξιοποιηθούν σε περαιτέρω μελέτες. Η έρευνα μας συνεχίζεται με
την ανάλυση δεδομένων σχετικά με τις προτιμήσεις των εκπαιδευτικών για ουσιαστική επιμόρφωση.
Ιδιαίτερα χρήσιμα θα είναι και άλλα δεδομένα από την επιμόρφωση εκπαιδευτικών άλλων
ειδικοτήτων.
Ευχαριστίες
Ευχαριστούμε θερμά τους εκπαιδευτικούς Πληροφορικής των Διευθύνσεων Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης Β’ Αθήνας, Ανατολικής Αττικής, νομών Ιωαννίνων και Άρτας, που συμμετείχαν στην
εμπειρική μελέτη.
Βιβλιογραφία
Borko, H. (2004). Professional development and teacher learning: Mapping the terrain. Educational Researcher,
33(8), 3-15.
Carbone, A., Mannila, L. & Fitzgerald, S. (2007). Computer science and IT teachers' conceptions of successful
and unsuccessful teaching: A phenomenographic study. Computer Science Education, 17(4), 275-299.
Davis, N., Preston, C. & Sahin, I. (2009). ICT teacher training: Evidence for multilevel evaluation from a
national initiative. British Journal of Educational Technology, 40(1), 135-148.
Goktas, Y., Yildirim, S. & Yildirim, Z. (2009). Main Barriers and Possible Enablers of ICTs Integration into
Pre-service Teacher Education Programs. Educational Technology & Society, 12(1), 193–204.
Guskey, T. R. (2000). Evaluating professional development. Thousand Oaks, CA: Corwin Press.
Hammond, M. (2004). The Peculiarities of Teaching Information and Communication Technology as a Subject:
a study of trainee and new ICT teachers in secondary schools. Technology, Pedagogy and Education, 13(1),
29-42.
Hur, J. W. & Hara, N. (2007). Factors Cultivating Sustainable Online Communities for k-12 Teacher
Professional Development. Journal of Educational Computing Research, 36(3), 245-268.
Korres-Pavlis, M., Karalis, T., Leftheriotou, P. & Barriocanal, E.G. (2009). Integrating Adults’ Characteristics
and the Requirements for their Effective Learning in an e-Learning Environment. In M. D. Lytras, P.O. de
Pablos, E. Damiani, D. Avison, A. Neave & D.G. Horner (eds.), Best Practices for the Knowledge Society:
Knowledge, Learning, Development and Technology for all (pp. 570-584). Berlin: Springer.
Lin, J. M. (2008). ICT education: To integrate or not to integrate? British Journal of Educational Technology,
39(6), 1121-1123.
Mouza, C. (2006). Linking Professional Development to Teacher Learning and Practice: a Multi-Case Study
Analysis of Urban Teachers. Journal of Educational Computing Research, 34(4), 405-440.
Sugar, W. (2005). Instructional technologist as a coach: Impact of a situated professional development program
on teachers’ technology use. Journal of Technology and Teacher Education, 13(4), 547-571.
UNESCO, 2008. ICT Competency Standards for Teachers, www.unesco.org/en/competency-standards-teachers.
Καράκιζα Τ. & Κωσταλίας, Κ. (2009). Αξιολόγηση της επιμορφωτικής διαδικασίας των εκπαιδευτικών ΠΕ19-
20 στο πλαίσιο του Υποέργου-1 «Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών Πληροφορικής» της Πράξης «Δράσεις
Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών Πληροφορικής» του ΕΠ ΚτΠ στη Δωδεκάνησο. Στο 3η Πανελλήνια
Διημερίδα Καθηγητών Πληροφορικής «Η πληροφορική στην εκπαίδευση: καινοτομία & δημιουργικότητα»,
Αλεξανδρούπολη, 3-4 Απριλίου 2009, http://pdkap.sch.gr/praktika/ergasies/pdkap15.pdf
Makrakis, V. (2005). Training teachers for new roles in the new era: Experiences from the United Arab
Emirates ICT program. Στο Α. Τζιμογιάννης (επιμ.), Πρακτικά 3ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Διδακτική της
Πληροφορικής (σ. 30-43). Αθήνα: Εκδόσεις Νέων Τεχνολογιών.
Ραβάνης, Κ. (1999). Οι Φυσικές Επιστήμες στην προσχολική εκπαίδευση. Αθήνα: τυπωθήτω – Δαρδανός.
Χριστοπούλου, Α. (2009). Οι απόψεις εκπαιδευτικών Πληροφορικής για το Πρόγραμμα Επιμόρφωσης του
ΥΠΕΠΘ, Στο 3η Πανελλήνια Διημερίδα Καθηγητών Πληροφορικής «Η πληροφορική στην εκπαίδευση:
καινοτομία & δημιουργικότητα», Αλεξανδρούπολη, 3-4 Απριλίου 2009, http://pdkap.sch.gr/praktika/
ergasies/pdkap14.pdf