Professional Documents
Culture Documents
ΟI ΕΡΗΜΙΕΣ
ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΤΣΙΑΝΤΟΥΛΑ
ΟI ΕΡΗΜΙΕΣ
ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Arthur Rimbaud 1854-1891
οι ερημιεσ του ερωτα / αρθουροΣ ρεμπω
μεταφραση: στΑΥΡΟΥΛΑ τσιαντουλα
ΣΕΛ. 20
ΑΘΗΝΑ 2017
ISBN: 978-618-83040-1-7
ΑΘΛ.Ε.ΠΟΛΙ.Σ.
ΟI ΕΡΗΜΙΕΣ
ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΤΣΙΑΝΤΟΥΛΑ
2017
6
Αντι Προλογου
Μεταξάς Μιχαήλ
7
AVERTISSEMENT
8
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
9
C'est certes la même campagne. La même maison
rustique de mes parents : la salle même où les dessus de
porte sont des bergeries roussies, avec des armes et des
lions. Au dîner, il y a un salon, avec des bougies et des
vins et des boiseries rustiques. La table à manger est très-
grande. Les servantes ! Elles étaient plusieurs, autant que
je m'en suis souvenu. - Il y avait là un de mes jeunes amis
anciens, prêtre et vêtu en prêtre, maintenant : c'était pour
être plus libre. Je me souviens de sa chambre de pourpre,
à vitres de papier jaune : et ses livres, cachés, qui avaient
trempé dans l'océan .!
10
Είναι, σίγουρα, η ίδια έξοχή. Το ίδιο αγροτικό σπίτι των
γονιών μου: η ίδια αίθουσα που πάνω άπ’ τις πόρτες ύπάρ-
χουν κοκκινωπές ποιμενικές ζωγραφιές, μέ οικόσημα και
λιοντάρια. Το δείπνο γίνεται σ’ ένα σαλόνι με κεριά και κρα-
σιά και παλιές ξύλινες έπενδύσεις. Το τραπέζι του φαγητού
είναι πολύ μεγάλο. Οι υπηρέτριες! Ήταν πολλές, απ’ ό,τι θυ-
μάμαι. - Ήταν εκεί ένας από τους παλιούς νεαρούς φίλους
μου, ιερέας και ντυμένος σαν ιερέας, τώρα: ήταν για νάναι
πιο ελεύθερος. Θυμάμαι την πορφυρή κάμαρά του, με τζά-
μια από κίτρινο χαρτί: και τα βιβλία του, κρυμμένα, που εί-
χαν μουσκέψει στον ωκεανό.
11
J'étais dans une chambre très sombre : que faisais-je
? Une servante vint près de moi : je puis dire que c'était
un petit chien : quoiqu'elle fût belle, et d'une noblesse
maternelle inexprimable pour moi : pure, connue, toute
charmante ! Elle me pinça le bras.
12
Ήμουν σ’ ένα δωμάτιο πολύ σκοτεινό: τι έκανα; Μια υπη-
ρέτρια ήρθε κοντά μου: μπορώ να πω ότι ήταν σαν ένα σκυ-
λάκι: παρ’ όλο ότι ήταν όμορφη και με μια μητρική ευγένεια
ανεξήγητη για μένα: αγνή, γνώριμη, όλο γοητεία. Μου τσί-
μπησε το χέρι.
13
Cette fois, c'est la Femme que j'ai vue dans la ville, et à
qui j'ai parlé et qui me parle.
J'étais dans une chambre sans lumière. On vint me dire
qu'elle était chez moi : et je la vis dans mon lit, toute à
moi, sans lumière ! Je fus très ému, et beaucoup parce que
c'était la maison de famille : aussi une détresse me prit !
j'étais en haillons, moi, et elle, mondaine, qui se donnait
; il lui fallait s'en aller ! Une détresse sans nom, je la pris,
et la laissai tomber hors du lit, presque nue ; et dans ma
faiblesse indicible, je tombai sur elle et me traînai avec
elle parmi les tapis sans lumière. La lampe de la famille
rougissait l'une après l'autre les chambres voisines. Alors
la femme disparut. Je versai plus de larmes que Dieu n'en
a pu jamais demander.
14
Αυτήν τη φορά, είναι η Γυναίκα που είδα στην πόλη και
στη οποία μίλησα και μου μιλά.
Ήμουν σ’ ένα δωμάτιο, χωρίς φως. Μόλις μου είπαν ότι
ήταν σπίτι μου: και την είδα στο κρεββάτι μου, όλη δική μου,
χωρίς φως! Συγκινήθηκα βαθιά και πιο πολύ γιατί ήταν το
πατρικό σπίτι: επίσης με κυρίευσε μια αγωνία! Ήμουν με
κουρέλια, εγώ, και εκείνη, κοσμική που δινόταν. έπρεπε να
φύγει! Μια αγωνία χωρίς όνομα, την πήρα, και την άφησα
να πέσει έξω από το κρεββάτι, σχεδόν γυμνή. και, μέσα στην
ανείπωτη αδυναμία μου, έπεσα πάνω της και κυλιόμουν μαζί
της ανάμεσα στα χαλιά, χωρίς φως. Η λάμπα της οικογένειας
κοκκίνιζε τη μια μετά την άλλη τις γειτονικές κάμαρες. Τότε,
η γυναίκα εξαφανίστηκε. Έχυσα πιο πολλά δάκρυα από όσα
μπορούσε ποτέ ο Θεός να ζητήσει.
15
Je sortis dans la ville sans fin. O Fatigue ! Noyé dans
la nuit sourde et dans la fuite du bonheur. C'était comme
une nuit d'hiver, avec une neige pour étouffer le monde
décidément. Les amis auxquels je criais : où reste-t-elle,
répondaient faussement. Je fus devant les vitrages de là où
elle va tous les soirs : je courais dans un jardin enseveli. On
m'a repoussé. Je pleurais énormément, à tout cela. Enfin
je suis descendu dans un lieu plein de poussière, et assis
sur des charpentes, j'ai laissé finir toutes les larmes de mon
corps avec cette nuit. - Et mon épuisement me revenait
pourtant toujours.
16
Βγήκα στην απέραντη πόλη. Τι κούραση! Πνιγμένος
μέσα στην αθόρυβη νύχτα και στη φυγή της ευτυχίας. Ήταν
σαν μια χειμωνιάτικη νύχτα, μ’ ένα χιόνι που θα μπορούσε
να πνίξει τον κόσμο οριστικά. Οι φίλοι στους οποίους φώ-
ναζα: πού είναι; απαντούσαν ψέματα. Στεκόμουν μπροστά
στις τζαμαρίες εκεί όπου πηγαίνει όλα τα βράδια: έτρεχα σ’
έναν θαμμένο κήπο. Μ’ έδιωξαν. Έκλαιγα ατέλειωτα, για
όλα αυτά. Τέλος, κατέβηκα σ’ έναν τόπο γεμάτο σκόνη, και,
καθισμένος πάνω σε σκαλωσιές, άφησα νά τελειώσουν όλα
τα δάκρυα του κορμιού μου μ’ αυτήν τη νύχτα. Και ωστόσο,
η εξάντλησή μου ξαναγύριζε πάντα.
17
«ΟΙ ΕΡΗΜΙΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ»
ΤΟΥ ΑΡΘΟΥΡΟΥ ΡΕΜΠΩ •
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΘΛ.Ε.ΠΟΛΙ.Σ. • σε μετα-
φραση σταυρουλας τσιαντουλα • ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΒΡΕ ΤΤΟΥ • ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΜΙΧΑΛΗ ΜΕΤΑΞΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΠΕΝΤΑΝΔΡΟΝ
• ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΤΟΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 2017 ΚΑΙ ΠΑΡΕΧΕΤΑΙ ΣΕ
ΟΛΟΥΣ ΔΩΡΕΑΝ
Αριθμός έκδοσης
Χ
ISBN: 978-618-83040-1-7