You are on page 1of 4

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΚΕΙΜΕΝΟ: «Η επιστροφή του Αντρέα» , Ηλία Βενέζη


1. α. Χωρίστε το κείμενο σε τέσσερις (4) νοηματικές ενότητες και δώστε έναν τίτλο σε
καθεμία από αυτές.
β. Να προσδιορίσετε στο συγκεκριμένο απόσπασμα:
 τον χρόνο………
 τον τόπο………
 τα πρόσωπα…….

2. Να αποδώσετε περιληπτικά το περιεχόμενο του «παραμυθιού» του Αντρέα.

3. Να περιγράψετε την εξωτερική εμφάνιση του Αντρέα σε συνδυασμό με την ψυχική


του κατάσταση κατά την επιστροφή του από την αιχμαλωσία. (Τεκμηριώστε την
απάντησή σας με σημεία του κειμένου)

4. α. Ποιους αφηγηματικούς τρόπους χρησιμοποιεί ο Βενέζης στο συγκεκριμένο


απόσπασμα; Βρείτε σημεία του κειμένου για τον καθένα.
β. Ο αφηγητής είναι……………………………………………………….. και η αφήγηση γίνεται
κυρίως σε ………………. πρόσωπο.

5. Να εντοπίσετε κάποια από τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας.


( μεταφορές, παρομοιώσεις, εικόνες, προσωποποιήσεις, ασύνδετα σχήματα, επαναλήψεις
κ.α.)

6. Στην ιστορία που αφηγείται ο Αντρέας στη μητέρα του Άγγελου χρησιμοποιεί στοιχεία
παραμυθιού. Βρείτε τρία από αυτά.

7. Το έργο του Βενέζη αποτελεί καταγγελία και διαμαρτυρία κατά των απάνθρωπων
συνεπειών του πολέμου. Από ποια στοιχεία του κειμένου το διαπιστώνουμε αυτό και γιατί
αποτελούν αντιπολεμική διαμαρτυρία.

8. Γράψτε ένα άρθρο στην εφημερίδα του σχολείου σας με το οποίο θα παρουσιάζετε τις
συνέπειες του πολέμου στη ζωή των ανθρώπων. (έως 200 λέξεις )

9. Αφού διαβάσετε τα δύο παράλληλα κείμενα που σας δίνονται να τα συγκρίνετε με το


απόσπασμα του βιβλίου σας ως προς το περιεχόμενο τους .
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

1) ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ, ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 31328


(η αληθινή ιστορία της αιχμαλωσίας, αυτή που απέκρυψε ο Αντρέας)

Η νέα πό στα που μας παρέλαβε ή ταν καβαλαραίοι. Είχαν μια λαμπρή ιδέα:
Αφή σαμε τον ίσιο δρό μο, πέσαμε μες τα χωρά φια. Αυτό ή ταν μια αλύ πητη δοκιμασία για
τα γυμνά φουσκαλιασμένα ποδά ρια μας. Οι βό λοι το χώ μα ή ταν ξεροί και ντού ροι απ’ τον
ή λιο. Δεν είχε βρέξει ακό μα. Κοιτά ζαμε να τους ξεφύ γουμε, γιατί δεν μπορείς μαζί τους να
κρατή σεις ισορροπία ξυπό λυτος. Μα πέφταμε στην ά λλη ευλογία, σε κά τι παλιά γκαθα που
μας παλά βωναν.
-Δεν μπορώ ! Δεν μπορώ πια!
Όλοι φωνά ζαν. Κι ό μως ό λοι τρέχαμε μη μείνουμε πίσω. Τρέμαμε πως ό ποιος μείνει
τελευταίος θα τον σκοτώ σουν. Ο ένας βιαζό ταν να προσπερά σει τον ά λλο, και τον ά λλο-
ένας παλαβό ς συναγωνισμό ς που πνιγό ταν στα μουγκριχτά μας. Ξεκολλού σαμε, στα
πεταχτά τα αγκά θια από τις πατού νες και τρέχαμε. Τρέχαν από πίσω μας και οι
στρατιώ τες με τα ά λογα, και μας χτυπού σαν με τα κοντά κια μη σταθού με. Ήμαστε ένα
κοπά δι σαν τα αναμαλλιασμένα ζα –τρέχουν στον κά μπο να σταλιά σουν κά που γιατί
μυρίστηκαν το μπουρίνι.
Δεν μπορού σα να σηκώ σω το βά ρος της συντροφική ς παπού τσας. Το ιδρωμένο
βρώ μιο ποδά ρι μου γλυστρού σε και χό ρευε μέσα της. Την τρά βηξα και τη βαστού σα στα
χέρια. Μα τό τε η πατού να, συνηθισμένη στο ά συλο, ά ρχισε να σπαρά ζει απ’ το ύ παιθρο.
Άναβε, πετού σε σπίθες. Έσκισε ένα κομμά τι απ’ το πουκά μισο που μου ά φησαν και την
τύ λιξα.
Ο Αργύ ρης με συμβουλεύ ει να κά νουμε αλλαξιά τα παπού τσια.
-Δοκιμά ζουμε.
Τα αλλά ξαμε. Έδωσα το ζερβί και πή ρα το δεξί. Τα φορέσαμε τρέχοντας. Πιο πέρα
κά μαμε πά λι αλλαξιά . Και πά λι.
Ο ή λιος ανέβαινε καφτό ς, εχτρικά , χωρίς οίκτο. Μες στον Οχτώ βρη ένας τέτοιος
ή λιος! Άρχισε να μας καίει η δίψα. Η σκό νη κολλού σε στις γλώ σσες, που μπαινό βγαιναν
σαν κουρντισμένες. Φτύ ναμε να φύ γει η πίκρα. Μα τα στό ματα ή ταν ξερά . Κι αν έβγαινε
λίγο φτύ μα, μετανιώ ναμε ύ στερα για την ογρή ουσία που αφή σαμε να ξοδευτεί.
-Νερό ! Νερό !
-Τι; λέει ο αξιωματικό ς της συνοδείας.
-Σου! Σου![νερό ] φωνά ζαμε τού ρκικα.
-Σου; Μά λιστα!
Κοντεύ αμε σε μια πηγή . Μας κρά τησαν καμιά εικοσαριά μέτρα αλά ργα. Οι
στρατιώ τες πή γαιναν διαδοχικά , πίνανε, πό τιζαν τα ά λογα, γέμιζαν τα παγού ρια τους.
Πίναν με τις χού φτες. Βλέπαμε το νερό που ξέφευγε και χυνό ταν από τα στό ματά τους.
Όλα τα κορμιά γέρναν προς αυτή τη φευγαλέα καθαρή γραμμή που σκορπού σε καταγή ς.
Ακού γαμε τον ή χο της. Τον ακού γαμε. Με μά τια γεμά τα πυρετό γέρναμε προς τα εκεί. Έτσι
ό πως γέρνουν τα διψασμένα δέντρα.
-Έλεος!
Τίποτα! Μας κρατού σαν μακριά , κολλημένους στο θέαμα. Άφησαν μονά χα τις γυναίκες και
το παιδά κι να παν να πιού ν.
-Λυπηθείτε μας! Λυπηθείτε μας! Φωνά ζαμε…….

2) ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ , ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ

Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ΄ το χέρι , κοντά ο ένας στον ά λλον, χαμένοι,
μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν να ΄μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε που θα μας φέρει το
κά θε βή μα που αποτολμού σαμε. Γυρεύ αμε ξενοδοχείο στο λιμά νι για ν΄ ακουμπή σουμε και
να περιμένουμε τους δικού ς μας. Όπου ό μως κι αν ρωτού σαμε, παίρναμε την ίδια
στερεό τυπη από κριση:

-Απ΄ τη Σμύ ρνη έρχεστε; Δε δεχό μαστε πρό σφυγες.

-Μα θα σας πληρώ σουμε καλά , ά νθρωποι του Θεού , έλεγε η θεία Ερμιό νη.

Εκείνοι επέμεναν στην ά ρνησή τους:

-Φοβό μαστε τις επιτά ξεις . Δε μά θατε λοιπό ν πως στη Χίο, στη Μυτιλή νη, στη Σά μο έφτασε
προσφυγολό ι, κι επιτά ξανε ό λα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πά ντα;

-Τι θέλαμε, τι γυρεύ αμε μεις να ΄ρθού με σε τού τον τον αφιλό ξενο τό πο, έλεγε η κυρία
Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύ αμε να χωριστού με από τους ά νδρες μας!
Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδό χος και μας έδωσε ένα σκοτεινό , ά θλιο
δωμά τιο με έξι κρεβά τια. Για πό τε γινή καμε πραγματικοί πρό σφυγες δεν το καταλά βαμε.
Μέσα σε λίγα εικοσιτετρά ωρα ό λος ο κό σμος αναποδογύ ρισε.
Βαπό ρια φτά ναν το ένα πίσω από τ΄ ά λλο και ξεφό ρτωναν κό σμο, έναν κό σμο
ξεκουρντισμένον, αλλό κοτο, ά ρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία,
από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρό μοι, το λιμά νι οι εκκλησιές, τα σχολειά , οι
δημό σιοι χώ ροι. Στα πεζοδρό μια γεννιό νταν παιδιά και πέθαιναν γέροι .
Ενά μισι εκατομμύ ριο ά νθρωποι βρεθή κανε ξαφνικά έξω απ΄ την προγονική τους γη.
Παρά τησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιού ς ά ταφους. Παρά τησαν περιουσίες, τον καρπό
στα δένδρα και στα χωρά φια το φαΐ στη φουφού , τη σοδειά στην αποθή κη το κομπό δεμα
στο συρτά ρι, τα πορτρέτα των προγό νων στους τοίχους. Και βά λθηκαν να τρέχουν να
φεύ γουν κυνηγημένοι απ΄ το τού ρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια
τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώ που, που το θεωρεί τύ χη να μπορέσει να παρατή σει το
έχει του, την πατρίδα του το παρελθό ν του και να φύ γει, να φύ γει λαχανιασμένος
αποζητώ ντας αλλού τη σιγουριά . Άρπαξαν οι ά νθρωποι βά ρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπό ρια,
πέρασαν τη θά λασσα σ΄ έναν ομαδικό , φοβερό ξενιτεμό . Κοιμή θηκαν αποβραδίς
νοικοκυραίοι στον τό πο τους και ξύ πνησαν φυγά δες, θαλασσοπό ροι, ά στεγοι ά ποροι,
αλή τες και ζητιά νοι στα λιμά νια του Πειραιά , της Σαλονίκης, της Καβά λας του Βό λου, της
Πά τρας.
Ενά μισι εκατομμύ ριο αγωνίες και οικονομικά προβλή ματα ξεμπαρκά ρανε στο φλού δι
της Ελλά δας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στή θος: «Πρό σφυγες!» Που να
ακουμπή σουν οι πρό σφυγες; Τι να σκεφτού ν; τι να ξεχά σουν; τι να πρά ξουν; που να
δουλέψουν; πώ ς να ζή σουν;
Τρέμαν ακό μα απ΄ το φό βο. Τα μά τια τους ή ταν κό κκινα απ΄ το αιμά τινο ποτά μι της
κό λασης που διά βηκαν. Και σαν πά τησαν σε στέρεο έδαφος, μετρή θηκαν να δουν πό σοι
φτά σανε και πό σοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύ ανε, μό νο ά πλωναν τα χέρια τους
στο κορμί τους και το ψά χνανε, για να βεβαιωθού νε πως δεν ή ταν βρικό λακες. Και ψά χναν
και για την ψυχή τους, να δουν αν ή ταν στη θέση της. Μ΄ αυτή ή ταν ά φαντη. Είχε μείνει
πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρού ς και στους αιχμαλώ τους, κοντά στα
σπιτά κια, στα χωρά φια, στις δουλειές….
Κι είπαν : περαστικοί είμαστε, ας βολευτού με ό πως ό πως , κι αύ ριο θα ματαγυρίσουμε
στα μέρη μας. Κι αποζητού σαν, τού τη την ελπίδα, με την ίδια λαχτά ρα σαν το ψωμί το νερό
και τ΄ αλά τι.
Τό σοι ή ταν, ενά μισι εκατομμύ ριο ρωμιοί μικρασιά τες, που στριφογύ ριζαν τώ ρα στο
καύ καλο της Ελλά δας, σαν περιπλανώ μενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναά ν.
Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μό λις χτες να θυμά σαι πως ή σουνα
νοικοκύ ρης.
Ψά χναν για τον αίτιο , αναθεμά τιζαν τον ουρανό , τη γης, τον Κεμά λ, το Βενιζέλο, τον
Κωνσταντίνο, την Αντά ντ, τον πό λεμο. Μα πριν απ΄ ό λα τον ύ πουλο τον Άγγλο ,τον
υπολογιστή ,το διπλοπρό σωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική
πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενό ς λαού ….

You might also like