You are on page 1of 13

Η Χιωτισσα

Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 16 Οκτώβριος 2009 13:46

Το επικολυρικό ποίημα του εθνικού ποιητή της Κύπρου, Βασίλη Μιχαηλίδη αφηγείται τα
βάσανα μιας κόρης από τη Χίο, η οποία βρίσκεται σκλάβα ενός Τούρκου Μπέη στην Κύπρο,
μετά τη σφαγή της Χίου , μέχρι την απελευθέρωσή της από τον αδελφό της.

εν Λεμεσώ, κατά το 1821

Όταν ερωτούσα τους παλαιούς γέροντας δια τα εν Κύπρω συμβάντα του εικοσιένα, ο
μακαρίτης Κωνσταντίνος Κύζας μου είπε: «Δεν γνωρίζω πολλά πράγματα· γνωρίζω μόνον
ότι εδώ εις την Λεμεσόν έφεραν οι Τούρκοι Χιώτισσες κ' επουλούσαν, ένας δε Μπέης
εξακουστός πλούσιος έφερε μίαν Χιώτισσαν και εκάθετουν εις το σπίτι της Μαρουδίτσας,
εις το οποίον κάθεται σήμερον ο κ. Τρύφων Ηλιάδης και κατόπιν ήλθεν ο αδελφός της με το
καράβι και την έκλεψε κρυφά και έφυγεν». Επί των λόγων τούτων λοιπόν βασιζόμενος
έκαμα το ποίημα αυτό.

Βασίλης Μιχαηλίδης

Αντάν εκόψαν τους Δεσποτάες


Μεσ' σ' τζ'είν τα βάσανα τα πολλά,
πούρταν καμπόσοι Αρναουτάες
στην Λεμεσόν με το Χατζιαλάν
τζ' είχαν τον μαύρον Χάρον μιτά τους
τζ' ο κόσμος έτρεμεν τ' άρματά τους,
πούτουν οι τόποι νεκατσιασμένοι

1 / 13
Η Χιωτισσα
Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 16 Οκτώβριος 2009 13:46

κάθε καντούνιν τζιαι μαχαλλάς


τζ' ήτουν στα σπίδκια τους τρυπωμένοι
που τα σουρούπκια του φου οι λας, 

πάνω στην βράσην τζιείν' του θανάτου


εις της Αγιάνναπας την μερκάν
τα λιοβουττήματα 'νού Σαββάτου
πώξω μιας πόρτας είσιεν μιαν ρκαν
δκιακονητίναν τζ' επαρακάλεν
με την βραγνήν της φωνήν τζ' ελάλεν:
-Κάμε, τζυρά μου, το ψυσ'ικόν σου
τζ' εμέν τ' ανήμπορου του μιστού,
να σου χαρύν' ο Θεός το φως σου
τζι' ας εν για τώνομαν του Γριστού.

Ευτύς αννοίει τζιαι ποσιεπάζει


πώναν πορτίν του παναθυρκού
πουπανωθκιόν της τζ' αναστενάζει
σγιάν την ατζιέλισσαν μια Τουρκού.
Θωρεί την ρκαν τζιαι πάλε θωρεί την
τζιαι με το νέψιμόν της καλιεί την.
Η ρκα εβώβωσεν στην θωρκάν της
τζ' εν είπεν λόον ποτζιεί τζιαι τζιει,
γιατ' είδεν άρπα την ομορφκιάν της
τζ' εστάθην τζ' έμεινεν ξηστητζιή.

Αναστενάζ' η Τουρκού παππέσσω


τζ' είπεν περίλυπη σιανά:
-Βουράτε, σκλάβες, φέρτε την έσσω
τουν την Ρωμαίισσαν που δκιακονά.
Τζ' ευτύς οι σκλάβες με την χαράν τους
βουρούν, τζ' εφέραν την στην τζ'υράν τους.
Ότι τζ' εστράφησαν τζ' εσταθήκαν
τζ' εκαρτερούσασιν να τους πη,
μ' έναν της νέψιμον εχαθήκαν
άψαν τζ' εσβήσασιν σγιάν στραπή.

2 / 13
Η Χιωτισσα
Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 16 Οκτώβριος 2009 13:46

Πριχού ν' αρκέψη να πη το πειν της


η πληξημιά η Τουρκού στην ρκαν,
το κλάμαν έπνιξεν την φωνήν της
τζιαι πκιον δεν είσιεν παρηορκάν.
Αννοίει η ρκα τζιαι παρηορά την
τζ' ούλα την μάναν της αρωτά την:
-Είντα 'σιεις, κόρη μου, πικραμμένη
τζ' έσιεις τα μμάδκια σου ποταμούς;
πέ μου τζιαι μεν πης πως είμαι ξένη·
δεν έσιει πλάσμαν δίχως καμούς.

Μέσ' στούν τον κόσμον, κόρη μου, ζιούμεν


τζ' έχομεν ούλλοι μας το γραφτόν·
που την βουλήν του Θεού να βκούμεν
δεν είναι, κόρη μου, βουλετόν.
Έχουμεν ούλλοι δικούς θαμμένους·
ο Χάρος πκοιούς δεν έχ'ει καμένους;
Ή πλήξη πώπαθεν η καρδκιά σου
σφάζει τζιαι Τούρκον τζιαι Γρισκιανόν·
θέλω να μείνω κόμα μιτά σου
τζ' ας πα' να χάσω το Σπερινόν.

Περίτου άψασιν τα λαμπρά της,


περίτου η πλήξη την συμπουρκά,
περίτου έκρουσεν η καρκιά της
απού τα λόγια πούπεν η ρκα.
Τζιαι σαν αρνάδα ωρεοκαμένη
ππέφτει στο στήθος της ρκας κλαμένη
τζι' αρτζιεύκει φίλημαν του σταυρού της
τζ' η σκοτωμένη της η φωνή
κρυφή εξέβητζιεν του λαιμού της:
-Αχ! είμαι, θκειούλλα μου, Γριστιανή.

-Πάψε τα δάρκα σου, πκιον κανεί σε


πάνω στες βούτζιες σου να τζ'υλούν
τζιαι πε μου, κόρη μου, πόθθεν είσαι
τζιαι τώνομάν σου πώς το λαλούν.
-Από την Χίον την ματζιελλεμένην

3 / 13
Η Χιωτισσα
Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 16 Οκτώβριος 2009 13:46

τζιαι τώνομάν μου λαλούν μ' Ελένη.


-Τζιαι πκοιοι, κορούλλα μου, σ' ετουρτζιέψαν;
τζιαι πκοιοι σου κάμαν τούν' το κακόν;
γονιούς δεν είσιες, τζ' εν σε γυρέψαν;
μάγκου δεν είσιες μακροδικόν;

-Τζιαι που εν τζιείνος ο νους, α θκειούλλα,


τζιαι τζιείν' η όρεξη τζ' η ζωή,
τζιαι που εν τζιείν' η γερή καρτούλλα
πων να τα πη τζιαι να μεν ραή·
θωρώ νεκρούς 'κόμα ομπροστά μου·
τζ' εν ο βασμός 'κόμα μέσ' στα φκιά μου·
ήτουν της σόρτας μου, θκειά, τζ' εμέναν
να δω την Χίον μου ματζιελλειόν,
να ππέσω δίχως γονιούς στα ξένα
τζιαι να με τρώη το νεκαλειόν.

Η Τρίτη εν μέρα καταραμένη


τζ' ήτουν η μέρα τούν' του κακού
τζ' είμαστον έσσω μας τρυπωμένοι
απού τον φόον του μασιαιρκού·
τζιαι με τον φόον εις την καρκιάν τους
οι λας εβκήκαν εις την δουλειάν τους.
Που τον τζιαιρόν της Λαμπρής που κάμαν
τζιειν' τ' αλλησμόνητον ματζιελλειόν
που τότες εν μας λείπει το κλάμαν·
πάντα με πίκρες τζιαι νεκαλειόν.

Τζιείν' την ημέραν τζιαι τζιείν' την ώραν


που γίνην πάλε τούν' το κακόν
ο αρφός μου ήτουν έξω στην Χώραν
τζι' ο τζιύρης μούτουν εις το χωρκόν
τζ' οι Τούρτζιοι έξω αρματωμένοι
εκαρτερούσαν τριβιτζιασμένοι·
Εγιώ τζ' η μάνα μου οι πικραμμένες
είχαμεν πάντα παρατζιελιάν
τζ' ήμαστον έσσω ρωμανισμένες
προσκολισμένες εις την δουλειάν.

4 / 13
Η Χιωτισσα
Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 16 Οκτώβριος 2009 13:46

Εγιώνη επότιζα τα καβάτζια


τζ' ήτουν το χώμαν πολλά σκλερόν
τζ' είχαν τζιαι σύρπην πολλήν τ' αυλάτζια
τζι' ούλλον τζ' εσταλωνεν το νερόν·
τζ' ήμουν βκιαστή τζιαι δισπιρκασμένη
τζ' ήμουν δρωμένη τζιαι ποσταμένη·
η μάνα μώθεν να ξηντιλήση
του πιθαρκού τον καταστατόν
τζ' επεριπκοιέτουν ν' ανανατζινήση
νάκκον προζύμιν για ζυμωτόν.

Θεέ μου, μεν δώκης έτσι σόρταν!


κάλλιον το πλάσμαν να μεν πλαστή:
Ακούω μιαν πουμπουρκάν στην πόρτα
τζιαι ππέφτ' η πόρτα χαμαί σωστή
τζιαι μ' έναν βρύχος τζ' έναν χωχώιν
έδωκεν έσσω το Τουρκολόιν.
Εγιώ τιτσίρα, μεσοντυμένη,
που την πολλήν μου την αντροπήν
έμεινα μεσ' στα δέντρα χωσμένη
τζ' είχα τα μμάδκια μου σαν στραπήν.

Επεριπκοιούνταν να μπουν να σφάξουν


να μπουν ν' αρπάξουσιν, τζιαι πριχού
που την αυλήν κόμα να δκιαλλάξουν
έμπην της πόρτας κατά λαχού
αρματωμένος ευτύς ο αρφός μου
τζι' ούλλα που νάμπηκεν ο Θεός μου.
Λαλεί τους -Τούρτζιοι, σταθήτε πίσω·
αν ηδκιαλλάξετε ασιελλιάν
εν να βουττήσω να σας μελίσω·
τζιαι τζιείν' επαίξαν μιαν πιστολιάν.

Ότι τζ' ακούστην η πιστολιά τους


ευτύς σκουλλίζει τον ο θυμός
τζ' επλατυδκιάστητζιεν ομπροστά τους
τζ' εγίνην κότσ'ινος τζιαι χλωμός
τζιαι θαμπωμένος απού το γαίμαν
άρτζιεψεν πόλεμον τζ' επολέμαν·
τ' άρματα πκιον εστραφτοκοπούσαν,

5 / 13
Η Χιωτισσα
Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 16 Οκτώβριος 2009 13:46

επουμπουρίζαν οι πιστολιές
τζιαι τα κορμιά εκουτρουμπελλούσαν
κατακομμένα που τες ππαλιές.

Έτυσιεν ένας να με πεισκάση


τζ' έρκετουν ούλλα τον ποταμόν,
ούλλα τον σίφφουναν να με πκιάση
τζ' εφώναξά του με τον θυμόν:
-Φύε, παράπλασμαν, μεν με πκιάσης,
φύε κοντά μου μεν κοστερκάσης.
Έβλεπου πάνω μου μεν δικλήσης
γιατί στραώννει σε ο σταυρός.
Έβλεπου πάνω μου μεν τανύσης,
γιατί μεινείσκεις ευτύς λορός.

Σύρνω την τσάππαν μου πηλωμένην


να τον ηρτώσω μεσ' στα μυαλά
μα τζιείνος έρριψεν με φυρμένην
με μιαν γροθκιάν του μεσ' στα πηλά.
Δεν είχα μάναν, δεν είχα τζιύρην
μήτε κανέναν να με ποφύρη
τζιαι πκιον δεν ένωθα, θκειούλλα, τάξην·
έμεινα τέλεια σαν την νεκρήν·
ήτουν καλλιόν μου νείεν με σφάξη
παρά να ζ'ω 'τσι ζωήν πικρήν.

Ύστερα, πώφερα τα μυαλά μου,


άκουσα τούρτζιτζιην συντυσιάν·
είδα Τουρκούδες πολλές κοντά μου
τζ' εφόρουν τούρτζιτζιην φορεσιάν·
τούρτζικον σπίτιν, τούρτζικα ούλλα,
που νείεν μεν είεν πλαστώ, θκειούλλα.
Γυρεύκω; έλειπεν ο σταυρός μου,
πούχα κρεμμάμενον στον λαιμόν.
Αχ! είπα· αρνήθην με ο Χριστός μου
τζιαι πκιον εγύρευκα σκοτωμόν.

Γύριση μέρα πριν να χαράξη,

6 / 13
Η Χιωτισσα
Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 16 Οκτώβριος 2009 13:46

πριχού να κράξουν οι πετεινοί,


τζιαι κόμα πλάσμαν πριν να δκιαλλάξη
μεσ' σ' τζιείν' την Χώραν την σκοτεινήν,
με τουν τον μπέην, που να λορώση,
παίρνουν με κάμποσες τζιαι καμπόσοι
σ' έναν καράβιν σαρπαρισμένον
τζ' ηύρεν τον άνεμον περισσόν
τζ' ευτύς ελάμνισεν το κλεισμένον
τζ' ήρταμεν ισια στην Λεμεσόν.

Πάσκισε, θκειούλλα μου, να γλυτώσω


τζιαι σαν να χτίζης μιαν εκκλησιάν.
-Μπορώ τ╗ γαίμαν μου να σιονώσω,
μα δεν σε 'φήννω μεσ' στην Τουρτζιάν·
μπορώ τον κόσμον να τον χαλάσω,
για ναύρω τρόπον να σε ποσπάσω.
-Να, δκυο γρουσά ν' άψης δκυο λαμπάες
στην Παναγίαν τζ' εις τον Χριστόν·
κάμε παράκλησην με παπάες
να βοηθήσουν να ποσπαστώ.

Βκαίνν' η γερόντισσα, πκιάννει στράταν


τζιαι μπαίνν' ο Μπέης με μιαν Τουρκούν
τζυπαρισσόκορμην, μαυρομμάταν,
μεσόγλωμην τζιαι στεγνοβουκκούν.
Θωρεί την καλήν του δαρκωμένην·
στα γόνατά της πουκουππισμένην.
Λαλεί της: Είντα 'σιεις, Κιουλσαπά μου,
τζ' είσαι κλαμένη πάλε τωρά;
Που τον τζιαιρόν που σ' έχω μιτά μου,
δεν είδες στάξην τζ' εσού χαράν.

Έχω σε μεσ' στα γρουσά χωσμένην,


είσαι χωσμένη μεσ' στα καλά
είντα 'σιεις τζ' είσαι πάντα κλαμένη
τζιαι η μουτσούνα σου δεν γελά;
Αν έσιεις τίποτε που σε λείπει,
πε μου· γιατί να σε τρώη η λύπη;
Αν πης που σκλάβες; έσιεις βριμίδιν·
αν πης που σκλάβους; έσιεις κοπήν·

7 / 13
Η Χιωτισσα
Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 16 Οκτώβριος 2009 13:46

αν πης που ρούχα, που στολίδιν;


έχω σου στοίβες, δεν θέλω πειν.

Εσέν 'πο ούλλες σας, Κιουλσαπά μου,


ήρτεν η σόρτα σου βολικά
τζ' έππεσες άρπα στα μερτικά μου
για να δκιαβαίννης βασιλικά.
Είντα κακόν εν τούτον μιτά σου
τζ' εν ημπορεί να χαρή η καρδκιά σου;
αν τύσιη τζ' είπεν καμμιά Ρωμαίισσα
πως έσιεις Τούρκον να σ' αγαπά
τζιαι η καρδκιά σου κρούζη που μέσα,
πε μου το, μεν κρυφτής, Κιουλσαπά.

Κάμνω να κλάψουν ευτύς μανάες,


τον κόσμον κάμνω τον γερημιάν·
στήννω σου πύρκους με τζιεφαλάες,
στήννω σου κάστρα με τα κορμιά·
κάμνω σου θάλασσαν με το γαίμαν
ευτύς κ'αι βρίσκω πκοιος εν το θέμαν.
Τζι' αν θέλης, σφάξε τον μανισιή σου,
αν θέλης, κάψε τον ζωντανόν,
αν θέλης, μέλισ' τον απατή σου,
ναύρης σιούρκασην τζιαι παμόν.

-Μούλλωσε, μεν μου πης παραπάνω·


δεν θέλω φόνους τζιαι ματζιελλειά·
ακούω τζ' εν μπορώ ν' ανασάνω·
βρίξε πκιον πε μου για τα παλιά.
Εμέναν άλλος εν ο καμός μου:
ζιουν οι γονιοί μου τζιαι ζιη τζ' ο αρφός μου;
-Ο ένας, εν-ι-ξέρω, ο γονιός σου·
να πω το ψέμαν είντα φελά;
όμως η μάνα σου τζ' ο αρφός σου
ζιούσιν τζ' οι δκυο τους τζ' εν τζιαι καλά.

Τούτ' η χανούμισσα η νιώτατη


ήτουν κλαμένη μεσ' στα στενά,

8 / 13
Η Χιωτισσα
Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 16 Οκτώβριος 2009 13:46

που τον αγάν της ήτουν φευκάτη


τζιαι για να μεν μείνη να πεινά,
άησ' την έσσω να ζιη μιτά μας,
ναν με τες άλλες σκλάβες κοντά μας.
Τότες ο Μπέης δειπνά τζιαι φεύκει
τζιαι πάει έσσω του Χατζιαλά
τζιαι η χαρά του τζιεί περισσεύκει,
γιατ' ήτουν φίλοι τζ' οι δκυό πολλά.

-Τότες ρωτά η τζιυρά την ξένην


μισοκλαμένη τζιαι σιανά
πως την λαλούσιν τζιαι πόθθεν ένι
τζιαι πως ευρέθην μεσ' στα στενά.
-Μεν μ' αρωτάς, τζιυρά μου, τζ' η καμένη
είμαι πολλές πίκρες ποτισμένη.
Είμαι νωστ' άρμαστη με τρεις άλλες
μ' έναν τζ' οι τέσσερεις ασκερλήν
τζ' ελοοφέραμεν τες προάλλες
τζιαι το κακόν εγίνην πολλύν.

'Εσιει που τότες καστιορούν με


τζιαι μέραν νύχταν ξητιμασιές·
ό,τι τζ' αν τύσιη κακολοούν με·
η φάκκα πάνω της Αϊσιές.
Άννοιξα τζ' εβκήκα γιάλι γιάλι
τζ' έπκιασα στράταν τζ' όπου με βκάλη.
Είμαι, χανούμγκατη, που την Χώραν
τζιαι που γενιάν τζιαι σόρταν καλήν·
που νείεν κάψ' ο Θεός την ώραν
που εγεννιούμουν εις το σελλίν.

Ήρτεν η Πέφτη τζιαι, πριν σιγράση,


τριβιτζιασμέν' η Τουρκού σιυφτή
θωρεί π' αππέσω που το καφάσιν
τζιυρκα χαρούμενη τζιαι βκιαστή
έρκετουν έσσω της 'σκομαχώντα.
Πέμπει τες κλάβες ευτύς βουρώντα
τζιαι παν τζι' εφέραν της την κοντά της.
Τζ' είδαν πως ένεψεν την τζιυράν
τζ' ευτύς εφύασιν π' ομπροστά της

9 / 13
Η Χιωτισσα
Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 16 Οκτώβριος 2009 13:46

τζ' αρκέφκ' η ρκα γεμάτη χαράν:

-Ήρτεν, Ελένη μου, ο αρφός σου


τζ' εκούτσισά του τα μια χαρά
τζ' εσυνορτζιάσαμεν τον φευκόν σου
τζ' εν το καράβιν τζιαι καρτερά.
Άρκοψες νάσαι συνορτζιασμένη,
νάσαι σασμένη, περιποιμένη,
τζ' εν να σου φέρω τζ' εν να φορήσης,
ρούχα τους ναύτες μιαν φορησιάν,
να βκης μιτά μου να μου κλουθήσης
εις τον γιαλόν σε μιαν εκκλησιάν.

Η Αϊσιέ, π' ακούει χωσμένη


που την αρκήν ως την υστερκάν,
σιονώννετ' έσσω σαν πελλαμένη
τζιαι βάλλει μιαν φωνήν εις την ρκαν:
-Εις τον Χριστόν μας τζ' εις τα παιδκιά σου,
να φέρης δκυο φορησιές μιτά σου·
λαλούν με Άνναν τζ' είμ' αρπαμένη
από την Χίον, τζιαι ταπισών
είμαι η άχαρη πουλημένη
τζιαι 'γορασμένη στην Λεμεσόν.

Κόρη μου, σφάζουν μας σαν αρνάες·


βρίξε, για όνομαν του Θεού.
Δεν είδες, κόρη μου, οι Δεσποτάες
είνταν πωπάθασιν τζιαμπροού;
Βλέπεστε, κόρη μου, με τον νουν σας,
να μεν πολλύνετε τους καμούς σας.
Εγιώ 'ν να φύω τζ' εσείς σαστήτε·
να μεν σας νώση η μια σας μερκά,
αν πεθυμάτε να ποσπαστήτε.
Είπεν τους. Τζ' έφυεν πκιόν η ρκα.

Αρτζιέψαν πκιόν να περιποιθούσιν


τζιαι τους αγιούς να τάσσουν τζιερκά
τζιαι τους αγιούς να παρακαλούσιν,

10 / 13
Η Χιωτισσα
Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 16 Οκτώβριος 2009 13:46

για νάρτ' η ώρα πων νάρτ' η ρκα.


Ήρτεν ο μπέης τζ' ενέην έσσω
Τζ' είδεν την τζ' άψεν ευτύς π'αππέσσω.
Λαλεί-χαίρ ολλα, Κιουλσαπά μου!
θωρώ τα σιείλη σου γελαστά,
είσαι χαρούμενη τζ' η καρδκιά μου
που την χαράν φτεροπετά.

Πάλ' εν να γράψω για τους γνιούς σου,


πάλ' εν να μάθω τζιαι να σου πω,
να σε ποσπάσω που τους καμούς σου
να μ' αγαπάς τζιαι να σ' αγαπώ.
Ψης τζ' ο παράδεισος εν ομπρός μου
τζι' ο κόσμος ούλλος ψης τζ' εν δικός μου.
Έδκιουν το γαίμαν μου να ξεννοιάσης
να σου γυρίσ' η πλήξη χαρά,
για να σε δω να χαμογελάσης.
για να σε δω σαν είσαι τωρά.

Είδα σε τζ' άννοιξεν η καρκιά μου·


ποττέ μου δεν είδα έτσι χαράν·
θέλω να σιαίρεσαι, Κιουλσαπά μου,
να σ' εύρω τζ' άρκοψες σαν τωρά.
-Ένας Θεός ηξέρει που πάνω·
μπορεί να σιαίρουμαι παραπάνω·
μπορεί να σιαίρουμ' εγιώ περιτού·
μπορεί να πλήσσης εσού πολλά·
στον κόσμον γένεται η βουλή του
τζιείνου τ' αθώρητου στα ψηλά.

'Ο,τ' εν γραφτόν σου τζ' εσέν τζ' εμέναν


απού τον Πλάστην μας εν δεχτόν·
για νάν' ο άθρωπος πάντα έναν
εν εν, Αλή (μ)πεη, βολετόν.
-Τούτα τα λόγια σου τα μελένα
που την καρκιάν σου εν εβκαρμένα·
τζ' εν ούλλον δίτζιον τζιαι μετρημένος
ο κάθε λόος σου που λαλείς.
Τζι' ευτύς χαρούμενος τζι' αππωμένος
δειπνά τζ' εξέβητζιεν ο Αλής.

11 / 13
Η Χιωτισσα
Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 16 Οκτώβριος 2009 13:46

Γύριση μέρα λαλεί: σαστήτε


ούλλες οι σκλάβες τα δειλινά
να πάτε νάκκον να δκιανευτήτε
εις τα περβόλια τζ' εις τα στενά.
Παρασιευκήν ημέραν εν κρίμαν
νάσαστον έσσω σαν μεσ' στο μνήμαν.
Εσού, Αϊσιέ, να μεν πας μιτά τους·
με τουν' τα ρούχα σου δεν φελάς
τζιαι δεν ταιρκάζουν με τα δικά τους,
να μεν αντρέπουνται που τους λας.

Ήρτεν το δείλις τζ' οι σκλάβες πάσιν


να δκιανευτούσιν τζιαι να χαρούν
τζιαι τζιείνες πόσσω που το καφάσιν
θωρούν την στράταν τζιαι καρτερούν·
τζ' είχαν χαράν τζ' εστενεχωρκούνταν
τζ' απού τα σιαίρουνταν εθαρκούνταν
πως ήτουν Πάσκαν τους τζιείν' η μέρα,
πως ήτουν ζάχαρης οι καμοί
τζ' απού τα 'δε τζ' απού τα καρτέρα
πως ήτουν γρόνος η σταλαμή.

Βουττά ο ήλιος τζ' η ρκα εφάνην


τζ' αντάν την είδασιν πκιον την ρκαν,
σγιαν να ποσπαστήκαν με φερμάνιν
απού την μαύρην κρεμμασταρκάν.
Έρκεται τζ' εμπήκεν ποσταμένη,
δκια τους τα ρούχα τρεμουσιασμένη
τζιαι "Γληοράτε, βκιαστήτε νάκκον,
να βκούμεν έξω με το καλόν
τζιαι καρτερούν μας άλλοι στον λάκκον
τζ' άλλοι στην βάρκαν εις τον γιαλόν".

Ότι τζ' εντυθήκαν τζ' εξεβήκαν


τέσσερ' ασσιέλλια τζ' έναν τζιαιρόν
εις την Μητρόπολην ευρεθήκαν
τζ' ελακκοσύρναν ναύτες νερόν.
Ήτουν ο αρφός της με τα κοπέλλια

12 / 13
Η Χιωτισσα
Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 16 Οκτώβριος 2009 13:46

του καραβκιού τζιαι με τα βαρέλλια


τάχα πως ήρτασιν για να πκιάσουν
νάκκον νερόν που την εκκλησιάν·
μήαρε ήρταν για να ποσπάσουν
τες δκυο κοπέλλες που την Τουρτζιάν.

Λαλούν της: Θκειούλλα ΧατζηΜαρία,


εν ν' αγρυπνούμεν στες εκκλησιές
για σεν που γίνηκες η αιτία
τζ' εποσπαστήκαμεν δκυο φτωσιές.
Τζ' ευτύς αρπάξαν με τα κοπέλλια
πως ετανούσαν εις τα βαρέλλια·
τζιαι μεσ' στην βάρκαν εκατεβήκαν
τζιαι μεσ' στην βάρκαν με δκυο κουπκιές
εις το καράβιν τους ευρεθήκαν
τζιαι ποσπασμένες τζιαι χαροπκοιές.

Που το καράβιν πκιον εδικλούσαν


Τζ' είχαν ταμμάτιν τους στην στερκάν·
τζιαι τον Θεόν επαρακαλούσαν
να ξαναδούσιν νάκκον την ρκαν.
Πώξω η ρκα που κρυφοπελλέταν
που την πολλήν την χαράν επέταν.
Τότες ευτύς τα παννιά ορσάραν
τζ' επκιάσαν πέλαος τον γιαλόν,
τον Κάβο-γάττην εκαβαντζάραν
τζιαι πκιόν επήαν εις το καλόν.

13 / 13

You might also like