You are on page 1of 6

Ερημιά, σκόνη, ομίχλη.. όπως ακριβώς ήταν η ψυχή του..

ένα με το
τοπίο πλέον, δεν ξεχώριζες τον άνθρωπο από τον τόπο, τον χρόνο.
Περιτριγυρισμένος από χαλάσματα, η μόνη του συντροφιά, τα ερείπιά
και οι σκέψεις του, οι αναμνήσεις κατακλισμένες από χρώματα
συναισθήματα, γεύσεις..
Έφτιαχνε διαλόγους μέσα στο μυαλό του.. ξαναζούσε όπως παλιά,
καμμιά φορά μιλούσε δυνατά σαν να τους έχει όλους γύρω του εδώ.. να
απλώσει το χέρι του και τους άγγιξει.. τα αιθέρια σώματα όμως, τις
ψυχές δεν τις πιάνεις δεν τις ακουμπάς.. μόνο τις αισθάνεσαι. Κλείνεις
τα μάτια και ελπίζεις να αισθανθείς λίγο από την αίγλη τους, την
ζεστασιά τους.
‘’Καημένε…..’’σκέφτηκε ‘’ζεις με τα όνειρα’’, και συνέχισε το
πλακόστρωτο μονοπάτι με βήματα βαριά και σταθερά.
Τα ρούχα του σαρακοφαγωμένα, τεράστια πλέον πάνω του, παντελόνι,
πουκάμισο του αγαπημένου του πατέρα, παλτό μάλλινο βαρύ του είχε
μείνει από τον πόλεμο.. με τα ροζιασμένα χέρια του το αγγίζει και
θυμάται όλα όσα έζησε.. τις κτηνωδίες τα ουρλιαχτά.. που έκλεινε τα
μάτια του γιατί αρνιόταν να ποτίσει την ψυχή του με μίσος που μόνο
άνθρωπος σε άνθρωπο κάνει. Πως επιβίωσε θεέ μου!
Τρίβει τα μάτια του και γίνεται πάλι κυρίαρχος των σκέψεών του και
προχωρά προς το καθημερινό του καθήκον, την καθημερινή του
ιεροτελεστία.
Ανεβαίνει το στενό δρομάκι, ξεχασμένο από τον χρόνο και τους
ανθρώπους που οδηγεί στο πυκνό φαράγγι. Τα πόδια του πλέον σαν να
έχουν δική τους βούληση, τον οδηγούν στο καθημερινό του
ησυχαστήριο δίχως να φέρνει αντίσταση, δίχως σκέψεις.
Η μόνη ώρα που το μυαλό του είναι κενό, οι σκέψεις του τον
εγκαταλείπουν και βρίσκει για λίγο την ηρεμία.
Πιάνεται από κλαριά και σκαρφαλώνει την απότομη πλαγιά, τσουχτερό
κρύο και πάχνη παντού. Από ένα άνοιγμα βλέπει τον γκρίζο ουρανό και
την ομίχλη που την μετακινεί ο άνεμος όπως αυτός θέλει.
Ψάχνει για μια ακτίνα φωτός μήπως νιώσει την ζεστασιά στο πρόσωπό
και στην καρδιά του. Πόσο τον ηρεμεί η φύση, βρίσκει την ηρεμία που
δεν τον αφήνει η ψυχή του να βρει.
Αγκομαχώντας και βλέποντας την ανάσα του να σχηματίζεται από το
κρύο φτάνει επιτέλους στη σπηλιά.
Στην σπηλιά όπου συναντιόταν με την αγαπημένη του, εκεί που έχει όλα
τα παράσημα του πολέμου, θαμμένη την στρατιωτική του στολή και τα
άρβυλα.. θαμμένα μαζί με τα συναισθήματά του και την τρέλα που
οδηγεί ο πόλεμος τον άνθρωπο.
Από μικρό παιδί, όσο θυμάται τον εαυτό του άνοιγε με τα χέρια του
κρυφά την κουρτίνα για να κατασκοπεύσει την …., την όμορφη
γειτονοπούλα, που έκανε τα μάτια του να λάμπουν, την καρδιά του να
γαληνεύει.
¨Εγώ θα ζήσω με την ….¨ έλεγε και ξανάλεγε μέσα του, το ήξερε βαθιά
μέσα του πως είναι το παντοτινό του ταίρι. Όπως τα ζευγάρια του
κινηματογράφου. Έτσι θα ήταν οι δυό τους..
Και τώρα που είναι ολόκληρος άντρας δεν άλλαξε η συνήθεια αυτή..
μόλις χάραζε και σηκωνόταν να ετοιμαστεί για το χωράφι, πρώτα έβλεπε
απέναντι το σπίτι της …. με τις ανθισμένες λεμονιές, τα υπέροχα
λουλούδια που μαζί με την μάνα της φυτεύανε και φροντίζανε σαν να
εξαρτάται ολόκληρη η ζωή τους από αυτό τον κήπο..
Αλλά αυτός ήξερε, του είχε ξομολογηθεί η …... ορφανή από πατέρα, δυό
γυναίκες μόνες πια, φύτευαν ένα λουλούδι για κάθε χρόνο που ήταν
μακριά από τον πατέρα της. Ένας χρόνος ακόμα, ένα λουλούδι στο
χώμα, σαν τον πατέρα της..
¨Έλα αγόρι μου, έτοιμος ο καφές και το κολατσιό¨, η φωνή της μάνας
έκοψε τις σκέψεις του και τον επανάφερε στο τώρα.
¨Που τρέχει ο λογισμός σου;¨
Κουρασμένη, ξεκούραστη, χαρούμενη, λυπημένη, δεν είχε σημασία ούτε
τι ένιωθε ούτε τι καιρό κάνει έξω. Σηκωνόταν αχάραγα, έβαζε στην άκρη
το σβησμένο από την νύχτα καντηλάκι, προσπαθούσε να χτενίσει τα
γκρίζα πλέον μαλλιά της σε έναν παλιό καθρέφτη που είχε κρεμασμένο
στον τοίχο πάνω από το κομοδινάκι της. Κάθε πρωί και κάθε βράδυ
μιλούσε στην φωτογραφία του ….., του μοναδικού άντρα που αγάπησε
και άφησε να την ακουμπήσει. Μαζί του ονειρεύτηκε την οικογένεια, την
ζωή.. μόνο τον θάνατο που έμελλε να τους χωρίσει έτσι ξαφνικά, δεν
είχε φανταστεί.
Έφυγε μαζί με τον καλύτερό του φίλο και γείτονα, τον πατέρα της….
¨Καλημέρα, πόσο μου λείπεις, δώσε δύναμη σε μένα και στον γιό μας
να τα καταφέρουμε και σήμερα¨. Ήταν η καθημερινή της εσωτερική
συνομιλία. Τον είχε για γούρι, ο φύλακας άγγελό της. Η φωτογραφία
τους πάνω στο κομοδίνο της, στολισμένο με κεντητό πετσετάκι, από τα
χεράκια της μάνας της, νέοι και οι δύο, στον γάμο τους. Η μοναδική
φωτογραφία τους. Την έχει μαζί με το εικονοστάσι, σαν εικόνισμα κ
αυτή.
Αξέχαστη μέρα που ήταν! Όλο το χωριό καλεσμένο, χορός, κρασί μέχρι
το πρωί, μέχρι που βγήκε ο ήλιος και οι πιο πολλοί έφυγαν για τα ζώα
παραπατώντας από το μεθύσι. Γέλια που έκαναν! Πείραζε ο ένας τον
άλλο, ποιος ήταν πιο μεθυσμένος.
Εκείνοι όμως σε έναν δικό τους κόσμο, άστραφταν τα μάτια τους,
μεθυσμένοι από αγάπη και ευτυχία. Από τότε η αγαπημένη της ώρα
ήταν η ανατολή του ήλιου.. της θύμιζε την απόλυτη ευτυχία που ζέστανε
την καρδιά της καθώς ο πατέρας της δεν αρνήθηκε να την παντρέψει με
αυτόν που λαχταρούσε η καρδιά της. Ανοιχτόμυαλος ο πατέρας της.
Ήθελε τα κορίτσια του, τέσσερα είχε, να είναι ευτυχισμένα και πριν
αποφασίσει ποιόν θα πάρουν γινόταν οικογενειακό συμβούλιο με την
θυγατέρα και τη γυναίκα του. Τόσο δίκαιος ήταν. Κι ας νόμιζε το χωριό
ότι αυτός αποφασίζει για την μοίρα των κοριτσιών του.
¨Σάμπως εγώ θα ζήσω μαζί του μια ζωή;¨έλεγε στη γυναίκα του ¨Τα
κορίτσια να είναι ευτυχισμένα, αυτές θα είναι οι κυραδές του σπιτιού. Να
περνάω να τις βλέπω και να λάμπουν από αγάπη, όπως εμείς¨
Αγκαλιασμένοι πορευόντουσαν στην ζωή, σχεδόν αγκαλιασμένοι
έφυγαν από αυτήν.. πρώτα η μάνα της και μετά από λίγους μήνες και ο
πατέρας, δεν άντεξε μακριά της. Τον πρόδωσε η καρδιά του.
¨Ελπίζω να σας έχω κάνει υπερήφανους¨ έλεγε νοερά φέρνοντας
μπροστά της, τον πατέρα της, τη μάνα της και τον…..
Πάντα θυμάται αυτούς που έχουν φύγει, πάντα τους τιμά.
Μέσα στο μυαλό της ζωντανεύει πάλι ο…., σαν ταινία παίζουν οι εικόνες
της ζωής τους. Κλείνει τα μάτια και ζει πάλι ευτυχισμένη, πλήρης κοντά
του.
Την ημέρα που έγινε μάνα δεν θα την ξεχάσει ποτέ.. ήξερε πόση δύναμη
έχει το αγόρι της, της το χε πει η Παναγιά στον ύπνο της γι’ αυτό τον
ονόμασε….. εμφανίστηκε ολόλαμπρη, να βγαίνει από τα χωράφια και να
στέκεται μπροστά της. Δεν χρειάστηκε να της μιλήσει, μίλησε κατευθείαν
στην καρδιά της, στην ψυχή της. Μάνα προς μάνα..
Την ώρα της γέννας, δίπλα της η μάνα της και η μαμή του χωριού.
Ιδρώτας και σκόνη είχαν γίνει ένα, πόνος αφόρητος, έχανε τον κόσμο,
αλλά έσφιγγε τα δόντια.
¨Μεγάλο παιδί Κυρα…¨ έλεγε η μαμή, ¨Πρέπει να την βοηθήσουμε,
αλλιώς θα το σκάσει¨.Απ’ το δώμα του σπιτιού την βγάλανε έξω στην
αυλή, να πιαστεί από ένα κλαδί όρθια να μπορέσει να σπρώξει.
Κατάκοπη, να τρέχουν τα αίματα κρατούσε το χέρι της μαμής και βγήκε
έξω. Η αυλή είχε πολλά δέντρα και λουλούδια, τα περιποιόταν σαν
παιδιά της μέχρι να αποκτήσει κ αυτή δικό της.
¨Όχι στην μουριά¨ είπε η μάνα της ¨Από δεντρί που δεν ανθεί μη φας
απ’ τον καρπό του, μην κοιμηθείς στον ίσκιο του και λάβεις τον καημό
του¨ ξαναείπε ¨έτσι λέει ο λαός, άσε Κυρά μαμή μην έχουμε άλλα!¨
Έσπρωχνε και έσπρωχνε με όση δύναμη είχε και δεν είχε, με τα νύχια
της γρατζούναγε το κλαρί του δέντρου.
¨Όχι φωνή, δώσε τη δύναμή σου στο σπρώξιμο¨ έλεγε η μαμή. Ένιωθε
πόσο δυνατός είναι, έσπρωχνε κι αυτός κλωτσούσε για να βγει.
Γεννημένος να αντιμετωπίσει τη ζωή και την μοίρα του.
Κι έτσι ο…γεννήθηκε και ακούστηκε το κλάμα του κάτω από μια
ανθισμένη και μυρωδάτη λεμονιά, καθώς ήταν Άνοιξη, Απρίλιος.
¨Τι αρσενικό είναι αυτό! ¨έλεγε και ξαναέλεγε η μαμή αφού το κράταγε
στα χέρια της και το έτριβε με ζάχαρη και αλάτι για να μεστώσει όπως
έλεγε και έπειτα το φάσκιωσε.
Το πήρε στην αγκαλιά της, κλαμένη και ιδρωμένη από τους πόνους που
ήδη είχε ξεχάσει. Αυτό έσπρωχνε να θηλάσει, αχόρταγος από τότε.. από
το φαγητό μέχρι τη ζωή. Της ρουφούσε το μεδούλι, όποια δυσκολία κι αν
εμφανιζόταν στον δρόμο του.
Τα μάτια της ήταν στο παιδί, όσο την βοηθούσαν να πάει μέσα να
ξαπλώσει και να την περιποιηθούν. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και ενώ τα
μάτια της έκλειναν από την εξάντληση αυτή πάλευε να τα κρατήσει
ανοιχτά, να μην χάσει ούτε δευτερόλεπτο ζωής και ανάσας του μωρού.
Μέχρι που είδε τον… από πάνω από το μπεσίκι, δακρυσμένος να
κοιτάει τον γιό του και τότε ήσυχη, άφησε να την πάρει ο πιο γλυκός
ύπνος.
Το φώς αγγίζει τα μάγουλά της και η ζεστασιά του ήλιου την επαναφέρει
από τις αναμνήσεις και ανοίγει τα μάτια της, γεμάτα ρυτίδες πια, που
όμως δεν έχουν χάσει την λάμψη και την σπιρτάδα τους.
Αναστενάζει, σκουπίζει τα δάκρυά, και προχωράει για την κουζίνα
χαμογελώντας.
Καμαρώνει τον γιό της, ψηλός, μελαχρινός, γεροδεμένος μα πάνω απ’
όλα παλικάρι στην καρδιά. Το φως στην σκοτεινή από την θλίψη καρδιά
της.
Μέσα στην σκόνη, τρέχει, ορμάει στην ομίχλη, χωρίς να βλέπει τίποτα
μπροστά του, μόνο το ένστικτό του έχει φύλακα και την φωνή των
στρατιωτών. Το πρόσωπό του μπαρουτιασμένο από τις βόμβες που
πέφτουν. Τρίβει τα μάτια του, έχουν γίνει κατακόκκινα από τους
καπνούς, κόκκινα σαν το αίμα που πετάγεται γύρω του. Προσπαθεί να
καλυφθεί, μα πού να βρει απάγκιο. Το μυαλό του θολώνει, σφίγγει τα
δόντια από το μίσος που τον κυριεύει, η αδρεναλίνη στα ύψη, δεν
καταλαβαίνει ούτε τι μέρα είναι, έχει χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Ακόμα και την αίσθηση του κορμιού του έχει χάσει. Τα πόδια του έχουν
δική τους βούληση, τρέχει χωρίς να τα ελέγχει, τα πάντα στο σώμα του
είναι σε εγρήγορση. Βόλια σφυρίζουν στα αυτιά του, περνάνε δίπλα του.
Από τύχη ζει, επιβιώνει, τρέχει, πολεμάει. Ο νους του είναι συνέχεια να
προστατεύσει τον εαυτό του και τους συμπολεμιστές του. Έχει μια
σημαντική αποστολή να φέρει σε πέρας.
Μα δεν ελέγχεις τον λογισμό σου, φεύγει μακριά, πάει στα αγαπημένα
σου πρόσωπα, στα μέρη που νιώθεις ασφαλής. Αισθάνεσαι, με όλη σου
την καρδιά με όλο σου το είναι τα μέρη, τα πρόσωπα, τις μυρωδιές.

You might also like