You are on page 1of 27

1.

ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

• «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα»: κάθε πληροφορία που αφορά


ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο («υποκείμενο των
δεδομένων»)· το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του
οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω
αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό
ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό
ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη
σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή
κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου.

• «Ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα


(ευαίσθητα δεδομένα)»: κάθε πληροφορία που αφορά στη φυλετική ή
εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή
φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση,
καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων
με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου, δεδομένων που
αφορούν στην υγεία ή δεδομένων που αφορούν στη σεξουαλική ζωή
φυσικού προσώπου ή στον γενετήσιο προσανατολισμό προσωπικού
χαρακτήρα

• «Δεδομένα που αφορούν την υγεία»: δεδομένα προσωπικού


χαρακτήρα τα οποία σχετίζονται με τη σωματική ή ψυχική υγεία ενός
φυσικού προσώπου, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών
υγειονομικής φροντίδας, και τα οποία αποκαλύπτουν πληροφορίες
σχετικά με την κατάσταση της υγείας του.

• «Επεξεργασία»: κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή


χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού
χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η
συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η
προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η
χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή
διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η
καταστροφή

• «Περιορισμός της επεξεργασίας»: η επισήμανση αποθηκευμένων


δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με στόχο τον περιορισμό της
επεξεργασίας τους στο μέλλον.
• «Ανωνυμοποίηση»: η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
κατά τρόπο ώστε τα δεδομένα να μην μπορούν πλέον να αποδοθούν σε
συγκεκριμένο υποκείμενο των δεδομένων.

• «Ψευδωνυμοποίηση»: η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού


χαρακτήρα κατά τρόπο ώστε τα δεδομένα να μην μπορούν πλέον να
αποδοθούν σε συγκεκριμένο υποκείμενο των δεδομένων χωρίς τη χρήση
συμπληρωματικών πληροφοριών, εφόσον οι εν λόγω συμπληρωματικές
πληροφορίες διατηρούνται χωριστά και υπόκεινται σε τεχνικά και
οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν μπορούν να
αποδοθούν σε ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο.

• «Αρχείο δεδομένων»: κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων


προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσβάσιμα με γνώμονα
συγκεκριμένα κριτήρια, είτε το σύνολο αυτό είναι συγκεντρωμένο, είτε
αποκεντρωμένο, είτε κατανεμημένο σε λειτουργική ή γεωγραφική βάση.

• «Συγκατάθεση»: του υποκειμένου των δεδομένων: κάθε ένδειξη


βουλήσεως, ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και εν πλήρη επιγνώσει, με την
οποία το υποκείμενο των δεδομένων εκδηλώνει ότι συμφωνεί, με δήλωση
ή με σαφή θετική ενέργεια, να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα
δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

• «Υπεύθυνος επεξεργασίας»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια


αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας που, μόνα ή από κοινού με άλλα,
καθορίζουν τους σκοπούς και τον τρόπο της επεξεργασίας δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα· όταν οι σκοποί και ο τρόπος της επεξεργασίας
αυτής καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους,
ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια για τον διορισμό του
μπορούν να προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους
μέλους.

• «Από κοινού υπεύθυνοι επεξεργασίας»: δύο ή περισσότεροι υπεύθυνοι


επεξεργασίας, οι οποίοι καθορίζουν από κοινού τους σκοπούς και τα μέσα
της επεξεργασίας.

• «Εκτελών την επεξεργασία»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια


αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας που επεξεργάζεται δεδομένα
προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό του υπευθύνου της
επεξεργασίας.

• «Αποδέκτης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία


ή άλλος φορέας, στα οποία κοινολογούνται τα δεδομένα προσωπικού
χαρακτήρα, είτε πρόκειται για τρίτον, είτε όχι.

• «Παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα»: η παραβίαση της


ασφάλειας που οδηγεί σε τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια,
μεταβολή, άνευ άδειας κοινολόγηση ή πρόσβαση δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα που διαβιβάστηκαν, αποθηκεύτηκαν ή υποβλήθηκαν κατ'
άλλο τρόπο σε επεξεργασία.

• «Δεσμευτικοί εταιρικοί κανόνες»: οι πολιτικές προστασίας δεδομένων


προσωπικού χαρακτήρα, τις οποίες ακολουθεί ένας υπεύθυνος
επεξεργασίας ή εκτελών την επεξεργασία εγκατεστημένος στο έδαφος
κράτους-μέλους για διαβιβάσεις ή δέσμη διαβιβάσεων δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα σε υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα την
επεξεργασία σε μία ή περισσότερες χώρες εντός ομίλου επιχειρήσεων, ή
ομίλου εταιριών που ασκεί κοινή οικονομική δραστηριότητα.

• «Εποπτική αρχή»: η ανεξάρτητη δημόσια αρχή που συγκροτείται από


κράτος-μέλος της Ένωσης και εποπτεύει τη σωστή εφαρμογή της
νομοθεσίας για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

• «Κίνδυνος»: η υπόθεση εργασίας που περιγράφει ένα συμβάν και τις


επιπτώσεις του, που έχουν εκτιμηθεί με όρους σοβαρότητας και
πιθανότητας επέλευσης. Ως διαχείριση κινδύνου ορίζεται το σύνολο των
συντονισμένων δραστηριοτήτων για την καθοδήγηση και τον έλεγχο ενός
οργανισμού ως προς τον κίνδυνο.
2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ
Οι ρυθμίσεις του ΓΚΠΔ εφαρμόζονται στη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της εγκατάστασης (establishment)
υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία στην EE. Στο σημείο
αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το γεγονός ότι το κριτήριο εφαρμογής
επεκτείνεται και στους εκτελούντες συνιστά μία «καινοτομία» που λειτουργεί
εξάλλου και ως βάση για την πρόβλεψη αυτοτελών, και σίγουρα περισσότερων
υποχρεώσεων, για τους εκτελούντες επεξεργασία.

Ριζική διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του ΓΚΠΔ συνιστά ωστόσο η ρύθμιση ότι
στις διατάξεις του υπόκεινται και οι υπεύθυνοι επεξεργασίας ή/και οι
εκτελούντες επεξεργασία που δεν είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση εφόσον οι
δραστηριότητες επεξεργασίας α) σχετίζονται με την παροχή αγαθών ή
υπηρεσιών σε πρόσωπα εγκατεστημένα στην ΕΕ ή β) αφορούν την
παρακολούθηση της συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων στον βαθμό που η
συμπεριφορά τους λαμβάνει χώρα εντός της Ένωσης (άρθρο 3 παρ. 2).

Η σύννομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων προϋποθέτει και βασίζεται


ταυτόχρονα

α) στην θεμελίωση της επεξεργασίας σε νόμιμη βάση (άρθρα 6-10)

β) στην τήρηση των αρχών επεξεργασίας (άρθρο 5)

γ) στον σεβασμό των δικαιωμάτων των προσώπων (άρθρα 12-23)

δ) στην τήρηση των προσθέτων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο ΓΚΠΔ ( όπως η


εκτίμηση αντικτύπου, η τήρηση αρχείων επεξεργασίας κ.α.) – (άρθρα 24-43)

2.1. ΝΟΜΙΜΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ


Η επεξεργασία καθεαυτή καθίσταται συνταγματικά αποδεκτή και σύννομη
εφόσον αφενός εδράζεται σε μία από τις βάσεις νομιμότητας της επεξεργασίας,
όπως αποτυπώνονται στο άρθρο 6 του ΓΚΠΔ και αφετέρου τηρεί τις αρχές στο
σύνολό τους. Η διττή αυτή υποχρέωση προκύπτει και από τα άρθρα 8 παρ. 2 του
και του άρθρου 52 παρ. 2 Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων1.

Η ύπαρξη ενός νόμιμου θεμελίου δεν απαλλάσσει τον υπεύθυνο επεξεργασίας από
την υποχρέωση τήρησης των αρχών αναφορικά με τον θεμιτό χαρακτήρα, την
αναγκαιότητα και την αναλογικότητα, την αρχή της ελαχιστοποίησης. Η αρχή της
σύννομης επεξεργασίας είναι σηµαντική και σε σχέση µε την ερµηνεία των

1 Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 η επεξεργασία πρέπει «να γίνεται


νομίμως» αλλά και με βάση τη συγκατάθεση ή άλλους θεμιτούς λόγους που
προβλέπονται στον νόμο.
διατάξεων: Η πρόθεση του νομοθέτη είναι τέτοια ώστε, σε περίπτωση
αμφιβολίας ή κενών, η ερµηνεία να λειτουργεί διασταλτικά υπέρ της προστασίας
και συσταλτικά κατά των εξαιρέσεων και περιορισµών της.

3.1.1.Νόμιμη βάση επεξεργασίας για τα προσωπικά δεδομένα

Ο Κανονισμός (αρ. 6 ΓΚΠΔ) προβλέπει τις εξής νόμιμες βάσεις επεξεργασίας για
τα απλά προσωπικά δεδομένα:

▪ Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στηρίζεται στη


συγκατάθεση του υποκειμένου. Η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την
εκτέλεση σύμβασης, της οποίας το υποκείμενο είναι συμβαλλόμενο μέρος.
Η βάση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για την επεξεργασία προσωπικών
δεδομένων στο πλαίσιο και για τους σκοπούς των συμβάσεων εργασίας/
έργου.
• Η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη
υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας. Ο νόμος πρέπει να πληροί όλες
τις προϋποθέσεις προκειμένου η υποχρέωση να είναι έγκυρη και
δεσμευτική, ενώ πρέπει επίσης να συμμορφώνεται προς τη νομοθεσία
περί προστασίας δεδομένων, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων της
αναγκαιότητας, της αναλογικότητας και του περιορισμού του σκοπού.

▪ Η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος


του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου. Η νομική
αυτή βάση είναι εξαιρετική και πρέπει να γίνεται χρήση της μόνο εφόσον
διαπιστώνεται ανάγκη διαφύλαξης ζωτικού συμφέροντος (δηλ.
συμφέροντος που σχετίζεται με τη ζωή ή την (ανήκεστο/ σοβαρή) βλάβη
της υγείας ενός προσώπου)

• Η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος προς το


δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Το δημόσιο
συμφέρον δεν ορίζεται στον Κανονισμό ή σε άλλα σχετικά νομοθετικά
κείμενα της ΕΕ. Πρόκειται για μία ευρεία κι εξελισσόμενη έννοια που, όπως
επισημάνθηκε, θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά μεν ως περιορισμός
ατομικού δικαιώματος αλλά σε εναρμόνιση με τα δεδομένα και τις
περιστάσεις της επεξεργασίας. Παραδείγματα δημοσίου συμφέροντος
που θεμελιώνουν την επεξεργασία περιλαμβάνονται ρητά στο άρθρο 8 της
ΕΣΔΑ2.

Η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων


συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος .

3.1.2. Νόμιμη βάση επεξεργασίας για τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα

Ο Κανονισμός θεσπίζει καταρχήν γενικό κανόνα απαγόρευσης της επεξεργασίας


των ευαίσθητων δεδομένων.

Όμως, η απαγόρευση επεξεργασίας των ευαίσθητων δεδομένων κάμπτεται στις


ακόλουθες περιπτώσεις, ήτοι όταν:

• Το υποκείμενο των δεδομένων έχει παράσχει ρητή (explicit)


συγκατάθεση για την επεξεργασία

• Η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση των


υποχρεώσεων/δικαιωμάτων του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του
υποκειμένου στα πλαίσια του εργατικού δικαίου, δικαίου
κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας. Η επεξεργασία
είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του
υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου. Η
επεξεργασία διενεργείται με κατάλληλες εγγυήσεις, στα πλαίσια
των νόμιμων δραστηριοτήτων ιδρύματος, οργάνωσης κ.ο.κ.

• Η επεξεργασία αφορά δεδομένα τα οποία έχουν προδήλως


δημοσιοποιηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων

• Η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη θεμελίωση, άσκηση ή


υποστήριξη νομικών αξιώσεων

• Η επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους ουσιαστικού δημοσίου


συμφέροντος3

2Σε αυτά περιλαμβάνονται η εθνική ασφάλεια, η δημόσια ασφάλεια, η ευημερία της


χώρα, η προάσπιση της τάξης, η πρόληψη των ποινικών παραβάσεων, η προστασία της
υγείας ή της ηθικής (άρθρο 8 παρ. 2 ΕΣΔΑ). Ο Χάρτης των Θεμελιωδών δικαιωμάτων
περιλαμβάνει μία γενικόλογη αναφορά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που
αναγνωρίζει η Ένωση, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας και εφόσον οι
περιορισμοί είναι αναγκαίοι για την εκπλήρωση των στόχων αυτών (άρθρο 52 παρ. 1).

3Ο Κανονισμός αναφέρεται σε «oυσιαστικό» (substantial) δημόσιο συμφέρον, το οποίο


ωστόσο [πρέπει να ] «είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο στόχο, (να) σέβεται την
ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και (να) προβλέπει κατάλληλα
και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των
συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων» (άρθρο 9 παρ. 2 ζ), ενώ κάνει ειδικότερη
μνεία στη «δημόσια υγεία» (άρθρο 9 παρ. 2 θ ).
• Η επεξεργασία είναι απαραίτητη για σκοπούς προληπτικής ή
επαγγελματικής ιατρικής

• Η επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους δημοσίου


συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας

• Η επεξεργασία είναι απαραίτητη για σκοπούς αρχειοθέτησης προς


το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής
έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς

3.1.3. Η παροχή συγκατάθεσης ειδικότερα

Ειδική μνεία απαιτείται για τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, η


οποία αποτελεί νόμιμη βάση επεξεργασίας τόσο για τα απλά, όσο και για τα
ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Προκειμένου δε να είναι νόμιμη πρέπει να
παρέχεται με σαφή θετική ενέργεια του υποκειμένου των δεδομένων, η οποία να
συνιστά ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και με πλήρη επίγνωση ένδειξη της
συμφωνίας του υποκειμένου υπέρ της επεξεργασίας των δεδομένων που το
αφορούν. Μπορεί να γίνεται με γραπτή δήλωση, με ηλεκτρονικά μέσα, ακόμα και
με προφορική δήλωση (αρκεί να μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια η
ταυτότητα του υποκειμένου). Στο Προοίμιο (σκέψη 32) παρατίθενται ενδεικτικά
τρόποι έκφρασης της συγκατάθεσης4 ενώ διευκρινίζεται ότι «η σιωπή, τα
προσυμπληρωμένα τετραγωνίδια ή η αδράνεια δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται
ως συγκατάθεση».

Τονίζεται πως η συγκατάθεση του υποκειμένου μπορεί να ανακληθεί


οποτεδήποτε, χωρίς να απαιτείται ειδική προς τούτο αιτιολογία. Σε αυτή την
περίπτωση, η ανάκληση της συγκατάθεσης δε θίγει τη νομιμότητα της
επεξεργασίας που έχει πραγματοποιηθεί προ της ανακλήσεώς της.

Η συγκατάθεση του προσώπου νομιμοποιεί την επεξεργασία των δεδομένων του


αλλά δεν σημαίνει παραίτηση από το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών
δεδομένων και δεν ακυρώνει τις υποχρεώσεις του υπεύθυνου επεξεργασίας να
συμμορφώνεται με τις επιταγές της νομοθεσίας: η συγκατάθεση δεν θα πρέπει να
εκλαµβάνεται ως εξαίρεση από τις αρχές προστασίας δεδοµένων, αλλά ως
εγγύηση.

4 Όπως π.χ. η συμπλήρωση ενός τετραγωνιδίου κατά την επίσκεψη σε διαδικτυακή


ιστοσελίδα, η επιλογή των επιθυμητών τεχνικών ρυθμίσεων για υπηρεσίες της κοινωνίας
των πληροφοριών ή μια δήλωση ή συμπεριφορά που δηλώνει σαφώς, στο συγκεκριμένο
πλαίσιο, ότι το υποκείμενο των δεδομένων αποδέχεται την πρόταση επεξεργασίας των
οικείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (αιτιολογική σκέψη 32).
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η συγκατάθεση του υποκειμένου αποτελεί την πρώτη
από τις έξι νόμιμες βάσεις επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων. Για κάθε πράξη
επεξεργασίας, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να εξετάζει σε πρώτο βαθμό,
εάν η συγκατάθεση μπορεί να αποτελέσει επαρκή νόμιμο λόγο για την
επιδιωκόμενη επεξεργασία ή εάν θα πρέπει να επιλεγεί κάποια άλλη νόμιμη βάση
(π.χ. έννομη υποχρέωση από το νόμο/σύμβαση). Όταν η επεξεργασία βασίζεται
στη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας
θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει τη συγκατάθεση στην πράξη
επεξεργασίας . Η υποχρέωση αυτή εντάσσεται στην γενική αρχή της λογοδοσίας
που εισάγει ο Κανονισμός αλλά η συγκεκριμένη αποτύπωση και εξειδίκευσή της
αποκτά εν προκειμένω ιδιαίτερη βαρύτητα

Σε γενικές γραμμές, η επεξεργασία μπορεί να στηριχθεί στη συγκατάθεση, όταν


θεωρείται ότι το υποκείμενο των δεδομένων έχει τον έλεγχο της πληροφορίας και
του προσφέρεται γνήσια επιλογή ως προς την αποδοχή ή μη της επεξεργασίας.
Για το λόγο αυτό, η παρεχόμενη συγκατάθεση θα πρέπει να είναι ελεύθερη (να
δίνεται πραγματική δυνατότητα επιλογής, άρνησης ή ανάκλησης της
επεξεργασίας, χωρίς δυσμενείς συνέπειες για το υποκείμενο των δεδομένων),
συγκεκριμένη, ενημερωμένη και σαφής ενέργεια (δεν μπορεί να συνάγεται μόνον
εμμέσως μέσω λχ. σιωπής, ή συμφωνίας σε γενικούς όρους μιας σύμβασης με
ευρύτερο αντικείμενο) του υποκειμένου των δεδομένων, με την οποία να δηλώνει
πως είναι σύμφωνο με την κάθε επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων.
Ως εκ τούτου, σε περιπτώσεις που το υποκείμενο των δεδομένων δεν έχει
πραγματική επιλογή για την επεξεργασία των δεδομένων του, δεν μπορεί να
θεωρηθεί η συγκατάθεση ως επαρκής νόμιμος λόγος της επεξεργασίας (πχ. στις
συμβάσεις εργασίας).

2.2. ΑΡΧΕΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ

Κομβικό στοιχείο, αν όχι «σκληρό πυρήνα», της προστασίας προσωπικών


δεδοµένων, συνιστούν οι αρχές που πρέπει να διέπουν την επεξεργασία τους,
όπως αυτές επαναδιατυπώνονται στο άρθρο 5 του ΓΚΠΔ.

O Κανονισμός υιοθέτησε το βασικό σώμα των αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου


προστασίας προσωπικών δεδομένων (νομιμότητα, αρχή της θεμιτής
επεξεργασίας και διαφάνεια, αρχή του σκοπού, ελαχιστοποίηση
(αναλογικότητα), ακρίβεια, (χρονικός) περιορισμός της περιόδου αποθήκευσης)
ενισχύοντάς τις με την προσθήκη των αρχών της ασφάλειας (ακεραιότητα και
εμπιστευτικότητα) και της λογοδοσίας
3.2.1. Η αρχή της νομιμότητας, αντικειμενικότητας και διαφάνειας

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να διασφαλίζει ότι τα δεδομένα προσωπικού


χαρακτήρα θα υποβάλλονται σε σύννομη, θεμιτή, και με διαφανή διαδικασία,
επεξεργασία σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων. Προκειμένου να τηρηθεί
η εν λόγω αρχή, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να βασίζει κάθε
επεξεργασία προσωπικών δεδομένων σε μια από τις προβλεπόμενες από τον
Κανονισμό νόμιμες βάσεις. Παράλληλα, κάθε επεξεργασία θα πρέπει να διέπεται
από την αρχή της διαφάνειας και να εξασφαλίζεται ότι το υποκείμενο θα είναι
πλήρως ενημερωμένο για κάθε επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων.

3.2.2. H αρχή του σκοπού

Η λεγόμενη «αρχή του σκοπού» αποτελεί ίσως τον κεντρικό πυλώνα της
ρύθμισης της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, καθώς η νομιμότητα
της επεξεργασίας είναι συνάρτηση του σκοπού αλλά και ο προσδιορισμός και η
τήρηση των άλλων αρχών αξιολογείται με γνώμονα τον σκοπό της επεξεργασίας.
Σύμφωνα με την αρχή αυτή, ο σκοπός της επεξεργασίας πρέπει να είναι σαφής,
νόμιμος και γνωστός στο υποκείμενο των δεδομένων. Οριοθετεί τις δυνατότητες
επέμβασης και συλλογής, περιορίζει ποιοτικά την εμβέλεια της επεξεργασίας και
προσδιορίζει τη διάρκειά της.

Η αρχή του «περιορισμού του σκοπού» στον ΓΚΠΔ απαιτεί να συλλέγονται τα


δεδομένα για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς. Οι απαιτήσεις αυτές
έχουν σωρευτικό χαρακτήρα ενώ οι σκοποί της επεξεργασίας πρέπει να είναι
σύμφωνοι τόσο με όλους τους κανόνες της προστασίας προσωπικών δεδομένων
όσο και με το ισχύον δίκαιο εν γένει.

Σύμφωνα με την ίδια ρύθμιση τα δεδομένα δεν (επιτρέπεται να) υποβάλλονται


σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς
(άρθρο 5 παρ. 1β). Ο Κανονισμός δεν ορίζει εγγύτερα τον συμβατό ή αντίστοιχα
τον ασύμβατο σκοπό. Ωστόσο ερμηνευτικές κατευθύνσεις μπορούν να
συναχθούν από τη ρύθμιση που αναφέρεται στην αξιολόγηση της συμβατότητας
όταν η περαιτέρω χρήση δεν θεμελιώνεται στη συγκατάθεση του προσώπου ή σε
διάταξη νόμου.

Εν προκειμένω ο ΓΚΠΔ παραθέτει στο άρθρο 6 παρ. 4 ως ενδεικτικά κριτήρια για


την αξιολόγηση της συμβατότητας την τυχόν σχέση μεταξύ των αρχικών και των
περαιτέρω σκοπών, το πλαίσιο της συλλογής ιδίως αναφορικά με τη σχέση
μεταξύ των υποκειμένων των δεδομένων και του υπευθύνου επεξεργασίας, τη
φύση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τις πιθανές συνέπειες της
επιδιωκόμενης περαιτέρω επεξεργασίας για τα υποκείμενα των δεδομένων.
Η περαιτέρω χρήση των δεδομένων για σκοπό ασύμβατο με τον αρχικό απαιτεί
μία νέα, πρόσθετη βάση νομιμότητας της νέας επεξεργασίας5.

3.2.3.Η αρχή της ελαχιστοποίησης

Η αρχή του σκοπού αναπτύσσει την ουσιαστική κανονιστική λειτουργία της στον
άρρηκτο συνδυασμό της με τις άλλες θεμελιώδεις αρχές και ιδίως την αρχή της
αναλογικότητας, η οποία συνίσταται στην απαίτηση της ύπαρξης εύλογης σχέσης
μεταξύ του νόμιμου σκοπού που επιδιώκεται με την επεξεργασία προσωπικών
δεδομένων, που συνιστά περιορισμό δικαιώματος, και της έντασης, έκτασης και
διάρκειας αυτού του περιορισμού. Η αρχή της αναλογικότητας, ιδίως ως προς τις
εκφάνσεις της αναγκαιότητας και της (υπό στενή έννοια) αναλογικότητας
αποτελεί το κατεξοχήν κριτήριο νομιμότητας της επεξεργασίας και κεντρικό
άξονα για την εξέταση των σχετικών υποθέσεων από την ΑΠΔΠΧ6.

Ο ενωσιακός νομοθέτης επιβεβαίωσε τις εκδοχές της αναλογικότητας, δηλ. την


αναγκαιότητα, καταλληλότητα και υπό στενή έννοια αναλογικότητα. Διατύπωσε
ωστόσο την τελευταία έκφανσή της με - θετικό - τρόπο που ενισχύει την
προστασία από την άμετρη χρήση των δεδομένων: Ο Κανονισμός απαιτεί να
«είναι [τα προσωπικά δεδομένα] κατάλληλα, συναφή και [να] περιορίζονται στο
αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία»
προσδιορίζοντας την αρχή αυτή ως αρχή της ελαχιστοποίησης (data
minimization).

Η αρχή της ελαχιστοποίησης αποδίδει την αρχή της αναγκαιότητας, συνδέοντας


με αυτή τις επιταγές για καταλληλότητα και συνάφεια, καθώς ο υπεύθυνος
επεξεργασίας θα πρέπει να περιορίζει την επεξεργασία δεδομένων σε όσα
παρουσιάζουν άμεση συνάφεια προς τον συγκεκριμένο σκοπό που επιδιώκεται
με την επεξεργασία.

5 Βλ. FRA, Εγχειρίδιο σχετικά με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία
προσωπικών δεδομένων, σελ. 83 επ. Όπως σημειώνεται στην αιτιολογική σκέψη 50 του
ΓΚΠΔ για την επεξεργασία δεδομένων για συμβατούς σκοπούς δεν απαιτείται νομική
βάση χωριστή από εκείνη που επέτρεψε τη συλλογή των δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα.

6Η συντριπτική πλειοψηφία των εμβληματικών αποφάσεων της ΑΠΔΠΧ αναφέρεται


κατ’ ουσίαν σε εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας.
3.2.4. Η αρχή της ακρίβειας

Ο Κανονισμός επιβεβαιώνει την αρχή της ακρίβειας όπως την είχε εισάγει ήδη η
Οδηγία 95/46/ΕΚ και ο ν. 2472/97 στο ενωσιακό και ελληνικό δίκαιο αντίστοιχα.
Ακριβώς για να μην εκτίθεται ένα πρόσωπο σε δυσμενείς συνέπειες λόγω του
γεγονότος ότι τα δεδομένα που το αφορούν και αποτελούν αντικείμενο
επεξεργασίας είναι ασαφή, ανακριβή ή μη επικαιροποιημένα ο Κανονισμός
επιτάσσει να είναι τα δεδομένα ακριβή και, όταν είναι αναγκαίο,
επικαιροποιούνται. Απαιτείται να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την
άμεση διαγραφή ή διόρθωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι
ανακριβή, σε σχέση με τους σκοπούς της επεξεργασίας

3.2.5. Η αρχή της χρονικά περιορισμένης διατήρησης των δεδομένων

Η αρχή της αναγκαιότητας ισχύει επίσης και υπό την χρονική έποψη που αφορά
το µέλλον. Ο Κανονισμός επαναλαμβάνει την αρχή του «περιορισμού της
περιόδου αποθήκευσης» προσδιορίζοντας ως νόμιμο χρονικό όριο διατήρησης
των προσωπικών δεδομένων το διάστημα που απαιτείται για την επίτευξη των
σκοπών (άρθρο 5 παρ. 1 ε).7 Κατ’ εφαρμογή και της αρχής της ελαχιστοποίησης
θα πρέπει να «διασφαλίζεται ότι το διάστημα αποθήκευσης των δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα να περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατό» (Αιτιολογική
σκέψη 39).

Η διατήρηση δεδομένων για μελλοντική χρήση για επιστημονικούς, ιστορικούς ή


στατιστικούς σκοπούς περιλαμβάνεται ως εξαίρεση και από την αρχή της
περιορισμένης χρονικής διάρκειας διατήρησης των δεδομένων και στο κείμενο
του Κανονισμού υποκείμενη ωστόσο σε ειδικές εγγυήσεις δυνάμει του εθνικού
δικαίου αλλά και σε πρόσθετα μέτρα ασφαλείας. Όμως και στην περίπτωση
αυτή, κατά λογική ακολουθία, άλλωστε, της επιλογής ως προς τη συμβατότητα
των σκοπών, ο Κανονισμός περιλαμβάνει ως λόγο εξαίρεσης από την
περιορισμένη διάρκεια τήρησης και την αρχειοθέτηση προς το δημόσιο
συμφέρον. Η δυνατότητα αυτή αναγνωρίζεται ωστόσο σε υπηρεσίες οι οποίες,
σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο ή το δίκαιο κράτους μέλους, υπέχουν εκ του
νόμου υποχρέωση να αποκτούν, να διατηρούν, να αξιολογούν, να ταξινομούν, να
περιγράφουν, να ανακοινώνουν, να προωθούν, να διαδίδουν και να παρέχουν
πρόσβαση σε αρχεία σταθερής αξίας για το γενικό δημόσιο συμφέρον
(αιτιολογική σκέψη 158).

7 H διάσταση της αναλογικότητας ως προς το χρόνο διατήρησης των δεδομένων


αναδεικνύεται και στην απόφαση S. and Marper v. UK, με την οποία το ΕΔΔΑ απεφάνθη
ότι η διατήρηση των δεδομένων απαιτείται να είναι ανάλογη του σκοπού για τον οποίο
έχουν συλλεγεί και χρονικά περιορισμένη (απόφαση της 4/12/2008).
3.2.6. Η αρχή της ασφάλειας

Μία από τις αξιοσημείωτες καινοτομίες του ΓΚΠΔ είναι ότι αναγνωρίζει μία
εξέχουσα θέση στην ασφάλεια, εντάσσοντάς ρητά στις «αρχές της επεξεργασίας»
την ακεραιότητα και την εμπιστευτικότητα (άρθρο 5 παρ. 1 στ).

Ο ενωσιακός νομοθέτης έχει επίγνωση ότι η ασφάλεια των δεδομένων (και


αντίστοιχα του πληροφοριακού συστήματος) είναι σύνθετη έννοια, καθώς
προϋποθέτει - και ταυτόχρονα συνίσταται σε - ένα οργανωμένο πλαίσιο από
έννοιες, αντιλήψεις, αρχές, πολιτικές, διαδικασίες, τεχνικές και μέτρα που
απαιτούνται για να προστατευτούν τα στοιχεία ενός πληροφοριακού
συστήματος και ως εκ τούτου δεν διασφαλίζεται μόνο, ίσως ούτε καν κυρίως, από
νομικές επιταγές8.

Λόγω και της φύσης του ο Κανονισμός παραθέτει στο κείμενο της οικείας
ρύθμισης (άρθρο 32) έναν ενδεικτικό κατάλογο μέτρων ασφαλείας, όπως η
ψευδωνυμοποίηση9 και η κρυπτογράφηση αλλά και διαδικασιών που
συνίστανται εν τέλει στην υιοθέτηση ολιστικής πολιτικής ασφάλειας10.

8Η πολιτική ασφάλειας συνίσταται στην περιγραφή του συνόλου των κανόνων, των
μέτρων και των διαδικασιών που καθορίζουν τα φυσικά, διαδικαστικά και άλλα μέτρα
ασφάλειας που λαμβάνονται κατά τη διαχείριση και την προστασία αγαθών. Η Αρχή
Προστασίας ∆εδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έχει εκδώσει οδηγίες ασφάλειας
δεδομένων και συστημάτων που είναι προσβάσιμες σε
http://www.dpa.gr/Documents/Gre/Com/security

9H ψευδωνυμοποίηση συνιστά μέτρο προστασίας των δεδομένων αλλά στον Κανονισμό


επιτελεί κι έναν ρόλο αντισταθμιστικό των κινδύνων. Για τον λόγο αυτό κρίθηκε ότι
πρέπει να περι(οριστεί) ως έννοια. Έτσι σύμφωνα με το άρθρο 4 στοιχ. 5 ως
ψευδωνυμοποίηση ορίζεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά
τρόπο ώστε τα δεδομένα να μην μπορούν πλέον να αποδοθούν σε συγκεκριμένο
υποκείμενο των δεδομένων χωρίς τη χρήση συμπληρωματικών πληροφοριών, εφόσον οι
εν λόγω συμπληρωματικές πληροφορίες διατηρούνται χωριστά και υπόκεινται σε
τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν μπορούν να
αποδοθούν σε ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο.

10 Μία τέτοια πολιτική περιλαμβάνει εκτός από τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα
διασφάλισης του απορρήτου, της ακεραιότητας, της διαθεσιμότητας και της αξιοπιστίας
των συστημάτων και των υπηρεσιών επεξεργασίας σε συνεχή βάση, τη δυνατότητα
αποκατάστασης της διαθεσιμότητας και της πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού
χαρακτήρα σε εύθετο χρόνο σε περίπτωση φυσικού ή τεχνικού συμβάντος καθώς και την
πρόβλεψη διαδικασιών για την τακτική δοκιμή, εκτίμηση και αξιολόγηση της
αποτελεσματικότητας των τεχνικών και των οργανωτικών μέτρων για τη διασφάλιση
της ασφάλειας της επεξεργασίας (άρθρο 32 παρ. 1 β-δ).
3.2.7. Η αρχή της λογοδοσίας

Μία κομβική επιλογή του Κανονισμού συνίσταται στην υιοθέτηση της «αρχής της
λογοδοσίας» (accountability principle). O Κανονισμός εντάσσει τη λογοδοσία στη
ρύθμιση που αφορά τις αρχές που διέπουν την επεξεργασία των προσωπικών
δεδομένων αλλά κυρίως προσδίδει σε αυτή τη λειτουργία ενός μηχανισμού
εγγύησης της τήρησής τους: σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2, ο υπεύθυνος
επεξεργασίας φέρει την ευθύνη και είναι σε θέση να αποδείξει τη συμμόρφωση
με τις αρχές της προστασίας προσωπικών δεδομένων, όπως κατοχυρώνονται
στην πρώτη παράγραφο του άρθρου11.

H κανονιστική σημασία και εμβέλεια της εισαγωγής της έννοιας της λογοδοσίας
μόνο καταρχήν φαίνεται να εντοπίζεται σε μία γενική υποχρέωση του υπεύθυνου
να επιδεικνύει συμμόρφωση. Ο Κανονισμός δεν εισάγει την απαίτηση να
παρέχονται κατά κυριολεξία αποδείξεις συμμόρφωσης. Αντίθετα μάλιστα μία
τέτοια φορμαλιστική ερμηνεία θα ήταν αντίθετη στο γράμμα και κυρίως στο
πνεύμα της ρύθμισης. Υποστηρίζεται ότι η εισαγωγή της αρχής της λογοδοσίας
αντιστρέφει το βάρος της απόδειξης μεταθέτοντας τη στον υπεύθυνο
επεξεργασίας. Ωστόσο, βάρος απόδειξης επάγει ρητά ο Κανονισμός στον
υπεύθυνο επεξεργασίας μόνο αναφορικά με την ύπαρξη συγκατάθεσης.

Το βασικό περιεχόμενο της αρχής της λογοδοσίας συνίσταται αφενός στο


σχεδιασμό και εφαρμογή εκείνων των μέτρων και πολιτικών που διασφαλίζουν
κατ’ ουσίαν τη συμμόρφωση με τoν Κανονισμό στο σύνολό του, ενώ ταυτόχρονα
θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύουν τη συμμόρφωση ενώπιον τόσο των
εποπτικών αρχών όσο και των δικαστηρίων. Η ανάγνωση αυτή ενισχύεται και
από τη διατύπωση του άρθρου 24 παρ. 1 του Κανονισμού που διατυπώνει ως
στοιχείο «ευθύνης» (responsibility) του υπεύθυνου επεξεργασίας την υποχρέωση
να «εφαρμόζει κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να
διασφαλίζει και να μπορεί να αποδεικνύει ότι η επεξεργασία διενεργείται
σύμφωνα με τον [παρόντα] κανονισμό».

Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας έχουν μία γενική υποχρέωση να «επιδείξουν


αποτελέσματα», να επιδείξουν και να αποδείξουν συμμόρφωση, αλλά διατηρούν
μία ελευθερία ως προς τον προσδιορισμό των ειδικότερων μέσων.

11 Δηλ. τη «νομιμότητα, αντικειμενικότητα και διαφάνεια», τον «περιορισμό του


σκοπού», την «ελαχιστοποίηση των δεδομένων» την «ακρίβεια», τον «περιορισμό του
χρόνου τήρησης» και την «ακεραιότητα και εμπιστευτικότητα».
2.3. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Τα βασικά δικαιώματα που είχαν εισαχθεί προ εικοσαετίας και πλέον στην
κοινοτική και εθνική έννομη τάξη, δηλ. το δικαιώματα ενημέρωσης, πρόσβασης
και αντίταξης επιβεβαιώθηκαν με τις ρυθμίσεις του ΓΚΠΔ . Τα δικαιώματα που
περιλαμβάνονται στο τρίτο κεφάλαιο του Κανονισμού ρυθμίζονται με
καταφανώς λεπτομερέστερο τρόπο12, επιλογή που συνδέεται προφανώς με την
άμεση εφαρμογή του Κανονισμού στα κράτη μέλη.

Παράλληλα, ο Κανονισμός προσδιορίζει ένα πλαίσιο γενικών αρχών και


διαδικαστικών όρων που επιβάλλεται να τηρεί ο υπεύθυνος επεξεργασία
προκειμένου να καταστήσει εφικτή και αποτελεσματική την άσκηση των
δικαιωμάτων. Οι σχετικές ρυθμίσεις (άρθρο 12) αναφέρονται σε μία γενική
υποχρέωση ενημέρωσης και παροχής πληροφοριών13 που είναι αναγκαίες για την
άσκηση των δικαιωμάτων (άρθρα 13-22), την υποχρέωση της διευκόλυνσης της
άσκησής τους, την υποχρέωση ενημέρωσης για την πορεία του αιτήματος και την
ανταπόκριση του υπεύθυνου επεξεργασίας αλλά και τα δικαιώματα του
υποκειμένου, εφόσον ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν ανταποκριθεί στο αίτημα
(υποβολή καταγγελίας στην ανεξάρτητη αρχή, δικαστική προσφυγή κλπ.). Ο
Κανονισμός εισάγει ως κανόνα την άσκηση των δικαιωμάτων ατελώς,
προβλέποντας ωστόσο σε περίπτωση προφανώς αβασίμων ή υπερβολικών
αιτημάτων την ευχέρεια του υπεύθυνου επεξεργασίας είτε να ζητήσει την
καταβολή ευλόγου τέλους είτε να μην ασχοληθεί με το αίτημα.

3.3.1 Δικαίωμα ενημέρωσης (αρ.12 ΓΚΠΔ)

Το δικαίωμα του υποκειμένου να λαμβάνει κάθε πληροφορία σχετικά με την


επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων σε συνοπτική, διαφανή,
κατανοητή και εύκολα προσβάσιμη μορφή. Οι πληροφορίες μπορούν να

12Όπως αναφέρεται στο προοίμιο «η αποτελεσματική προστασία των δεδομένων


προσωπικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ευρώπη απαιτεί την ενίσχυση και τον
λεπτομερή καθορισμό των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων….» (σκέψη
11).

13O ΓΚΠΔ αναφέρεται και στον τρόπο παροχής των πληροφοριών: «…..σε συνοπτική,
διαφανή, κατανοητή και εύκολα προσβάσιμη μορφή, χρησιμοποιώντας σαφή και απλή
διατύπωση, ιδίως όταν πρόκειται για πληροφορία απευθυνόμενη ειδικά σε παιδιά. Οι
πληροφορίες μπορούν να παρέχονται γραπτώς ή με άλλα μέσα, μεταξύ άλλων, εφόσον
ενδείκνυται, ηλεκτρονικώς..» (άρθρο 12 παρ. 1). Οι πληροφορίες μπορούν επίσης να
παρέχονται «σε συνδυασμό με τυποποιημένα εικονίδια προκειμένου να δίνεται με
ευδιάκριτο, κατανοητό και ευανάγνωστο τρόπο μια ουσιαστική επισκόπηση της
σκοπούμενης επεξεργασίας.
παρέχονται γραπτά, ή και ηλεκτρονικά, ακόμα και προφορικά, στο βαθμό που η
ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων είναι αποδεδειγμένη με άλλα μέσα.

Οι πληροφορίες, μάλιστα, που οφείλει να παράσχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας


εξαρτώνται από το εάν τα προσωπικά δεδομένα συλλέχθηκαν απευθείας από το
υποκείμενο των δεδομένων ή όχι.

Στην πρώτη περίπτωση, ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των


δεδομένων τις ακόλουθες πληροφορίες (αρ. 13 ΓΚΠΔ):

• Την ταυτότητα και στοιχεία υπεύθυνου επεξεργασίας, καθώς και στοιχεία


επικοινωνίας αυτού

• Τους σκοπούς και τη νομική βάση της επεξεργασίας

• Εάν η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την επιδίωξη έννομων


συμφερόντων, τα έννομα αυτά συμφέροντα

• Τους αποδέκτες ή κατηγορίες αποδεκτών

• Την πρόθεση, κατά περίπτωση, του υπεύθυνου επεξεργασίας να


διαβιβάσει δεδομένα σε αποδέκτη σε τρίτη χώρα ή οργανισμό και την
ύπαρξη ή μη απόφασης επάρκειας της Επιτροπής, ή την ύπαρξη των
κατάλληλων εγγυήσεων

• Το χρονικό διάστημα αποθήκευσης (ή αν δεν είναι αυτό δυνατό, τα


κριτήρια με βάση την οποία θα καθοριστεί)

• Την ύπαρξη δυνατότητας υποβολής αιτήματος διόρθωσης/ πρόσβασης/


διαγραφής και περιορισμού της επεξεργασίας

• Την ύπαρξη δυνατότητας ανάκλησης της συγκατάθεσης

• Την ύπαρξη αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων (και κατάρτισης


προφίλ), της λογικής και τις προβλεπόμενες συνέπειες αυτής για το
υποκείμενο

• Κατά πόσο η παροχή των προσωπικών δεδομένων αποτελεί νομική ή


συμβατική υποχρέωση και τις ενδεχόμενες συνέπειες από τη μη παροχή
των δεδομένων αυτών

Στην περίπτωση κατά την οποία τα δεδομένα δεn συλλέγονται από το


υποκείμενο των δεδομένων (αρ. 14 ΓΚΠΔ), ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει,
πέραν των ανωτέρω αναφερομένων πληροφοριών, να ενημερώσει το
υποκείμενο των δεδομένων σχετικά με την πηγή προέλευσης των δεδομένων
αυτών και, ανάλογα με την περίπτωση, εάν τα δεδομένα προήλθαν από πηγές
στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να
παράσχει τις ως άνω πληροφορίες εντός εύλογης προθεσμίας, η οποία δεν
μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα από την ταυτοποίηση του αιτήματος του
υποκειμένου, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες της επεξεργασίας. Εάν
τα δεδομένα πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για επικοινωνία με το υποκείμενο
των δεδομένων, η παροχή των πληροφοριών θα πρέπει να γίνει το αργότερο
κατά την πρώτη επικοινωνία με αυτό. Περαιτέρω, εάν προβλέπεται
γνωστοποίηση των δεδομένων σε τρίτο αποδέκτη, οι πληροφορίες
παρέχονται το αργότερο όταν τα προσωπικά δεδομένα γνωστοποιούνται για
πρώτη φορά.

Τέλος, ο Κανονισμός προβλέπει ορισμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες, ο


υπεύθυνος επεξεργασίας απαλλάσσεται από την υποχρέωση να παράσχει
πληροφορίες στο υποκείμενο των δεδομένων (αρ. 14 παρ. 5 ΓΚΠΔ). Οι
περιπτώσεις αυτές είναι:

• Όταν το υποκείμενο των δεδομένων διαθέτει ήδη τις πληροφορίες

• Όταν η παροχή τέτοιων πληροφοριών αποδεικνύεται αδύνατη ή θα


συνεπαγόταν δυσανάλογη προσπάθεια

• Όταν η απόκτηση ή κοινολόγηση προβλέπεται ρητώς από το ενωσιακό


δίκαιο ή το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο
υπεύθυνος επεξεργασίας, το οποίο παρέχει τα κατάλληλα μέτρα για την
προστασία των εννόμων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων

• Όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να παραμείνουν


εμπιστευτικά δυνάμει υποχρέωσης επαγγελματικού απορρήτου

3.3.2 Δικαίωμα πρόσβασης (αρ. 15 ΓΚΠΔ)

Από κανονιστική άποψη το δικαίωμα πρόσβασης εξακολουθεί να καταλαμβάνει


μία κεντρική θέση στο σύστημα των δικαιωμάτων, καθώς διασφαλίζει τη
δυνατότητα ενός προσώπου να ζητά επιβεβαίωση για το κατά πόσον ή όχι τα
δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν υφίστανται επεξεργασία και,
εάν συμβαίνει τούτο, την πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και
σε πληροφορίες που αφορούν τους σκοπούς επεξεργασίας, τις κατηγορίες
δεδομένων, τους αποδέκτες κ.α.

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει αντίγραφο των δεδομένων προσωπικού


χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία. Για επιπλέον αντίγραφα που
ενδέχεται να ζητηθούν από το υποκείμενο των δεδομένων, ο υπεύθυνος
επεξεργασίας μπορεί να επιβάλει την καταβολή εύλογου τέλους για διοικητικά
έξοδα. Εάν το υποκείμενο των δεδομένων υποβάλλει το αίτημα με ηλεκτρονικά
μέσα και εκτός εάν το υποκείμενο των δεδομένων ζητήσει κάτι διαφορετικό, η
ενημέρωση παρέχεται σε ηλεκτρονική μορφή που χρησιμοποιείται συνήθως.

Η πρόσβαση μπορεί να συμπληρώνεται/ ακολουθείται από τα δικαιώματα της


διόρθωσης και διαγραφής των προσωπικών δεδομένων.
3.3.3. Δικαίωμα διόρθωσης (αρ. 16 ΓΚΠΔ)

Το δικαίωμα αυτό συνίσταται στο δικαίωμα του υποκειμένου να ζητήσει τη


διόρθωση ανακριβών δεδομένων ή τη συμπλήρωση ελλιπών δεδομένων που το
αφορούν. Ακριβέστερα ο Κανονισμός προβλέπει ότι - λαμβάνοντας υπόψη τους
σκοπούς της επεξεργασίας- το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να
απαιτήσει τη συμπλήρωση ελλιπών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ
άλλων μέσω συμπληρωματικής δήλωσης

3.3.4. Δικαίωμα διαγραφής («δικαίωμα στη λήθη») (αρ. 17 ΓΚΠΔ)

Το «δικαίωμα στη λήθη» αντιμετωπίζεται από αρκετούς περισσότερο ως μία


επέκταση, μία επεξήγηση του δικαιώματος διαγραφής των δεδομένων. Πράγματι
στον Κανονισμό εντάσσεται στο δικαίωμα διαγραφής (άρθρο 17) που ωστόσο
φέρει ως – κατά τι αληθή εντός παρενθέσεως και εισαγωγικών - παράτιτλο
«δικαίωμα στη λήθη».

Σύμφωνα με τη ρύθμιση, ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να διαγράφει


τα δεδομένα, εφόσον

α) στερούνται νόμιμης βάσης (ανάκληση συγκατάθεσης, παράνομη επεξεργασία,


υπέρβαση αναγκαίου για τον σκοπό χρόνου τήρησης), ή

β) η διαγραφή επιβάλλεται εκ του νόμου, ή

γ) ασκείται λυσιτελώς το δικαίωμα εναντίωσης στην επεξεργασία ή

δ) πρόκειται για δεδομένα που είχαν συλλεχθεί σε σχέση με την προσφορά


υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών σε παιδί (άρθρο 8).

To δικαίωμα διαγραφής δεν είναι απεριόριστο: οριοθετείται από την ύπαρξη


νομικής υποχρέωσης προς επεξεργασία, το δημόσιο συμφέρον14 ή τα δικαιώματα
ή/και έννομα συμφέροντα άλλων προσώπων (ελευθερία της έκφρασης 15,
δικαίωμα ενημέρωσης, δικαίωμα στην έννομη προστασία) που επιβάλλουν τη
διατήρηση των δεδομένων και την απόρριψη του αιτήματος διαγραφής

14 Σε αυτούς περιλαμβάνονται τόσο οι γενικοί σκοποί όσο και ειδικότεροι σκοποί


δημοσίου συμφέροντος που σχετίζονται με την αρχειοθέτηση, τις στατιστικές έρευνες ή
τη δημόσια υγεία.

15Για τον λόγο αυτό ο Κανονισμός επιτρέπει στα κράτη μέλη να εισάγουν περαιτέρω
ρυθμίσεις για να συμβιβάσουν το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών
δεδομένων με την ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης (άρθρο 85).
Μία ειδοποιός διαφορά του δικαιώματος έναντι των άλλων δικαιωμάτων
(εναντίωση, περιορισμός) έγκειται στην αναδρομικότητά του: η διαγραφή
αλλάζει εν τέλει την έκταση της επεξεργασίας, ακόμη κι αν αυτή είχε
πραγματοποιηθεί σύννομα στο παρελθόν. Ωστόσο, η βασική καινοτομία της νέας
ρύθμισης εντοπίζεται στην προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της
ψηφιακής διάχυσης και την αναπαραγωγής ενός περιεχομένου σε περισσότερους
δικτυακούς τόπους. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας που δημοσιοποίησε τα δεδομένα
προσωπικού χαρακτήρα υποχρεούται να ενημερώνει άλλους υπευθύνους
επεξεργασίας που επεξεργάζονται τα εν λόγω δεδομένα για το αίτημα διαγραφής,
ώστε να διαγράψουν οποιουσδήποτε συνδέσμους ή αντίγραφα ή αναπαραγωγή
των εν λόγω δεδομένων. Όμως, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η εμβέλεια της
υποχρέωσης σχετικοποιείται, καθώς ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να
λάβει «εύλογα» μέτρα, «λαμβάνοντας υπόψη τη διαθέσιμη τεχνολογία και το
κόστος εφαρμογής». Εν προκειμένω η εφαρμοσιμότητα είναι ιδιαίτερα δυσχερής
και σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την τεχνική δυνατότητα ανίχνευσης των
περαιτέρω αναδημοσιεύσεων (των λεγόμενων bounces).

3.3.5. Δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας (αρ. 18 ΓΚΠΔ)

Πρόκειται για το δικαίωμα του υποκειμένου να ζητήσει τον περιορισμό των


δεδομένων που τυγχάνουν επεξεργασίας, όταν

α) η ακρίβεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αμφισβητείται από το


υποκείμενο των δεδομένων, για χρονικό διάστημα που επιτρέπει στον υπεύθυνο
επεξεργασίας να επαληθεύσει την ακρίβεια των δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα,

β) η επεξεργασία είναι παράνομη και το υποκείμενο των δεδομένων


αντιτάσσεται στη διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ζητεί,
αντ' αυτής, τον περιορισμό της χρήσης τους,

γ) ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν χρειάζεται πλέον τα δεδομένα προσωπικού


χαρακτήρα για τους σκοπούς της επεξεργασίας, αλλά τα δεδομένα αυτά
απαιτούνται από το υποκείμενο των δεδομένων για τη θεμελίωση, την άσκηση ή
την υποστήριξη νομικών αξιώσεων,

δ) το υποκείμενο των δεδομένων έχει αντιρρήσεις για την επεξεργασία σύμφωνα


με το άρθρο 21 παράγραφος 1, εν αναμονή της επαλήθευσης του κατά πόσον οι
νόμιμοι λόγοι του υπευθύνου επεξεργασίας υπερισχύουν έναντι των λόγων του
υποκειμένου των δεδομένων.

3.3.6 Δικαίωμα στη φορητότητα (αρ.20 ΓΚΠΔ)


Η ενίσχυση των ελέγχου επί των ιδίων πληροφοριών βρισκόταν στην βάση της
πρότασης που αφορούσε την καθιέρωση ενός δικαιώματος στη φορητότητα των
δεδομένων (right to data portability). To δικαίωμα στη φορητότητα αποτελεί
καινοτομία του Κανονισμού και συνίσταται σε δυο βασικές πτυχές: στο δικαίωμα
του προσώπου να λαμβάνει δεδομένα που έχει παράσχει σε υπεύθυνο
επεξεργασίας και το δικαίωμα να διαβιβάζει τα δεδομένα του σε άλλον υπεύθυνο
επεξεργασίας, χωρίς να εμποδίζεται σε αυτό από τον υπεύθυνο επεξεργασίας
στον οποίο παρασχέθηκαν (άρθρο 20).

Με αφετηρία το – αντίστοιχο - δικαίωμα φορητότητας αριθμού που


κατοχυρώνεται στο δίκαιο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, η Επιτροπή
φιλοδοξούσε να καταστήσει δυνατή την ευχερή «μετακίνηση» δεδομένων από
πάροχο σε πάροχο, κυρίως με αναφορά τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η παροχή στον χρήστη υπηρεσιών κοινωνικής
δικτύωσης, όπως του Facebook, του δικαιώματος αλλά και της δυνατότητας
αφενός να ελέγχει όλες τις πληροφορίες που έχει αναρτήσει στη συγκεκριμένη
πλατφόρμα και αφετέρου να ζητήσει τη μεταφορά τους σε άλλη πλατφόρμα.

Tο πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος αυτού είναι μάλλον στενό, καθώς


περιορίζεται στις περιπτώσεις που η επεξεργασία θεμελιώνεται στη
συγκατάθεση του προσώπου ή σε μία συμβατική σχέση με αυτό. Περαιτέρω η
εφαρμογή του δικαιώματος περιορίζεται στα δεδομένα που έχει παράσχει το ίδιο
το πρόσωπο και δεν επεκτείνεται σε αυτά που παράγονται από τον πάροχο για
το πρόσωπο16. Ο Κανονισμός οριοθετεί περαιτέρω το δικαίωμα της φορητότητας
κατά το ότι η άσκησή του δεν πρέπει να επηρεάζει τα δικαιώματα17 και τις
ελευθερίες τρίτων. Όπως επισημαίνεται, τα δικαιώματα και συμφέροντα τρίτων,
όπως τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ή τα εταιρικά απόρρητα, θα πρέπει
να ερμηνεύονται στενά και η επίκλησή τους να μην γίνεται προσχηματικά ώστε
να μην ανταποκρίνονται στα σχετικά αιτήματα18.

3.3.7. Δικαίωμα αντίρρησης (αρ. 21 ΓΚΠΔ)

Το υποκείμενο των δεδομένων δικαιούται να αντιτάσσεται, ανά πάσα στιγμή και


για λόγους που σχετίζονται με την ιδιαίτερη κατάστασή του, στην επεξεργασία
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, εφόσον η επεξεργασία
βασίζεται στην εκπλήρωση σκοπού δημοσίου συμφέροντος ή στο έννομο
συμφέρον του υπευθύνου επεξεργασίας ή τρίτου. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν

16 Βλ. Ομάδα 29, Guidelines on the right to data portability (2016), σελ. 8.

17Ως παράδειγμα αναφέρονται τα δεδομένα τηλεφωνικών κλήσεων, από όπου


προκύπτουν οι τηλεφωνικές επικοινωνίες με τρίτους.

18 Βλ. Ομάδα 29, Guidelines on the right to data portability (2016), σελ. 10 επ.
υποβάλλει πλέον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε επεξεργασία, εκτός εάν
ο υπεύθυνος επεξεργασίας καταδείξει επιτακτικούς και νόμιμους λόγους για την
επεξεργασία οι οποίοι υπερισχύουν των συμφερόντων, των δικαιωμάτων και των
ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων ή για τη θεμελίωση, άσκηση ή
υποστήριξη νομικών αξιώσεων.

Το δικαίωμα αυτό είναι απόλυτο στην περίπτωση επεξεργασίας για σκοπούς


marketing.. Εάν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία
για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης, το υποκείμενο των δεδομένων
δικαιούται να αντιταχθεί ανά πάσα στιγμή στην επεξεργασία των δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν για την εν λόγω εμπορική προώθηση,
περιλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, εάν σχετίζεται με αυτήν την
απευθείας εμπορική προώθηση. Όταν τα υποκείμενα των δεδομένων
αντιτίθενται στην επεξεργασία για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης, τα
δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν υποβάλλονται πλέον σε επεξεργασία για
τους σκοπούς αυτούς.

3.3.8 Δικαίωμα εναντίωσης στην αυτοματοποιημένη λήψη αποφάσεων


και το profiling

Ένα ιδιότυπο δικαίωμα εναντίωσης αναγνωρίζεται στα πρόσωπα στην


περίπτωση της αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 22
του ΓΚΠΔ, ένα πρόσωπο δικαιούται να μην υπόκειται σε απόφαση που
λαμβάνεται αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, η οποία
παράγει έννομα αποτελέσματα που το αφορούν ή το επηρεάζει σημαντικά με
παρόμοιο τρόπο. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 71 τέτοια περίπτωση
μπορεί να συνιστά η αυτόματη άρνηση επιγραμμικής αίτησης πίστωσης ή
πρακτικές ηλεκτρονικών προσλήψεων χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση.

Η νέα ρύθμιση διαφοροποιείται από αυτή της Οδηγίας 95/46/ΕΚ κατά το ότι
περιλαμβάνει ρητά την «κατάρτιση προφίλ» που αποτελείται από οποιαδήποτε
μορφή αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
για την αξιολόγηση προσωπικών πτυχών σχετικά με ένα φυσικό πρόσωπο, ιδίως
την ανάλυση ή την πρόβλεψη πτυχών που αφορούν τις επιδόσεις στην εργασία,
την οικονομική κατάσταση, την υγεία, τις προσωπικές προτιμήσεις, τα
ενδιαφέροντα, την αξιοπιστία ή τη συμπεριφορά, τη θέση ή τις κινήσεις ενός
προσώπου19.

Ωστόσο, ο Κανονισμός, όπως και η Οδηγία 95/46/ΕΚ, δεν απαγορεύει τις


αυτοµατοποιηµένες διαδικασίες απόφασης. Αποδέχεται μάλιστα, υπό την αίρεση

19Στις καινοτομίες του Κανονισμού συμπεριλαμβάνεται ο ορισμός της «κατάρτισης


προφίλ» (άρθρο 4 στοιχ. 4. ).
εγγυήσεων («κατάλληλων μέτρων») και την αυτοματοποιημένη λήψη ατομικής
απόφασης, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, και αναφορικά με τις
ειδικές κατηγορίες δεδομένων (ευαίσθητα), εάν η επεξεργασία θεμελιώνεται στη
ρητή συγκατάθεση ή στην επιδίωξη δημοσίου συμφέροντος

3.3.9 Δυνατότητα περιορισμού των δικαιωμάτων από τον εθνικό


νομοθέτη

Τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στον Κανονισμό δεν είναι απόλυτα, αλλά η


εθνική νομοθεσία των κρατών-μελών μπορεί να θεσπίζει περιορισμούς στο πεδίο
εφαρμογής τους, στο βαθμό που οι περιορισμοί αυτοί σέβονται την ουσία των
θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των ατόμων (αρ. 23 ΓΚΠΔ).
Παράλληλα, προκειμένου ο περιορισμός των δικαιωμάτων των υποκειμένων να
είναι αποδεκτός, θα πρέπει να αποτελεί αναγκαίο και αναλογικό μέτρο για τη
διασφάλιση: α) της ασφάλειας του κράτους, β) της εθνικής άμυνας, γ) της
δημόσιας ασφάλειας ,δ) της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της
δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων,
περιλαμβανομένης της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας
και της πρόληψης αυτών, ε) άλλων σημαντικών στόχων γενικού δημόσιου
συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους μέλους, ιδίως σημαντικού οικονομικού ή
χρηματοοικονομικού συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους μέλους,
συμπεριλαμβανομένων των νομισματικών, δημοσιονομικών και φορολογικών
θεμάτων, της δημόσιας υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης, στ) της προστασίας
της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των δικαστικών διαδικασιών, ζ) της
πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης και της δίωξης παραβάσεων
δεοντολογίας σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα, η) της
παρακολούθησης, της επιθεώρησης ή της κανονιστικής λειτουργίας που
συνδέεται, έστω περιστασιακά, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας στις
περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) και ζ), θ) της προστασίας
του υποκειμένου των δεδομένων ή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων,
ι) της εκτέλεσης αστικών αξιώσεων.

Ελλείψει εθνικής νομοθεσίας δεν είναι γνωστό εάν θα προβλεφθούν περιορισμοί


στα δικαιώματα και ποια θα είναι η έκταση αυτών αλλά και οι προυποθέσεις
επιβολής τους. Κατά την κατάρτιση της παρούσας έκθεσης δεν προβλέπονται
γενικοί περιορισμοί ή δυνατότητα του υπευθύνου επεξεργασίας να μην
ανταποκριθεί στην άσκηση αυτών των δικαιωμάτων από τα υποκείμενα των
δεδομένων εκτός βέβαια από τους περιορισμούς που προβλέπονται στα οικεία
άρθρα.
2.4. H ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΓΓΥΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΩΝ
ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Με την εμπλουτισμό των υφιστάμενων και την καθιέρωση νέων δικαιωμάτων
επιδιώκεται καταρχήν η “θωράκιση” του υποκειμένου των δεδοµένων, η
«ανάκτηση» του «ελέγχου» επί των δεδομένων

Το δικαίωμα προσφυγής στην ανεξάρτητη αρχή ή στη δικαστική προστασία


κατοχυρωνόταν ήδη από την πρώτη γενιά νομοθεσίας για την προστασία
προσωπικών δεδομένων. Ωστόσο, ο ενωσιακός νομοθέτης επιχείρησε να
ενισχύσει τη θέση των προσώπων ως προς την προάσπιση των δικαιωμάτων
τους και από διαδικαστική άποψη. Αφετηρία των νέων ρυθμίσεων είναι η
αντίληψη της διευκόλυνσης της πρόσβασης των προσώπων σε διοικητικές και
δικαστικές διαδικασίες προκειμένου να αμφισβητήσουν πρακτικές επεξεργασίας
ή να διεκδικήσουν την επανόρθωση της βλάβης που έχουν τυχόν υποστεί.

Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι παραβιάζονται τα δικαιώματά του έχει το


δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία σε οποιαδήποτε εποπτική αρχή. Ο
Κανονισμός- μόνο - ενδεικτικά αναφέρει ως τόπο άσκησης αυτής της
δυνατότητας «το κράτος μέλος, στο οποίο (το υποκείμενο των δεδομένων ) έχει
τη συνήθη διαμονή του ή τον τόπο εργασίας του ή τον τόπο της εικαζόμενης
παράβασης»(άρθρο 77 παρ.1). Περαιτέρω, ο ενωσιακός νομοθέτης – και λόγω της
φύσης του Κανονισμού ως πλαισίου άμεσης εφαρμογής20 - δεν αναφέρεται
απλώς στη δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων της
εποπτικής αρχής21 αλλά αναγνωρίζει ρητά στο πρόσωπο το δικαίωμα να
προσφύγει δικαστικά κατά της εποπτικής αρχής και στην περίπτωση που η
εποπτική αρχή δεν εξετάσει την καταγγελία ή δεν ενημερώσει το υποκείμενο των
δεδομένων εντός τριών μηνών για την πρόοδο ή την έκβαση της καταγγελίας που
υποβλήθηκε.

Αντίστοιχη είναι η προσέγγιση και ως προς τη δικαστική προστασία των


υποκειμένων των δεδομένων. Οι δυνατότητές τους διευρύνονται καθώς μπορούν
να στραφούν με ένδικα μέσα τόσο κατά του υπευθύνου επεξεργασίας όσο και
κατά του εκτελούντος22 και μάλιστα επιλέγοντας ως δωσιδικία είτε τον τόπο
εγκατάστασης του υπευθύνου ή του εκτελούντος είτε τον τόπο της δικής του
συνήθους διαμονής (άρθρο 79 παρ.2).

20Τόσο οι ρυθμίσεις όσο και οι αντίστοιχες αιτιολογικές σκέψεις (141-147) είναι


χαρακτηριστικά λεπτομερείς και μακροσκελείς.

21Όπως προέβλεπε η Οδηγία 95/46/ΕΚ παραπέμποντας ουσιαστικά καθ’ ολοκληρία στο


εθνικό δίκαιο τη σχετική ρύθμιση.
22 Στην ενίσχυση της δικονομικής θέσης των προσώπων πρέπει να προσμετρηθεί η

ρύθμιση που εισάγει την εις ολόκληρο ευθύνη του υπευθύνου επεξεργασίας και του
εκτελούντα την επεξεργασία.
Eν επιγνώσει των αντικειμενικά περιορισμένων δυνατοτήτων των προσώπων
και της ασυμμετρίας που χαρακτηρίζει συχνά τη σχέση μεταξύ υποκειμένου των
δεδομένων και του υπευθύνου επεξεργασίας, ο Κανονισμός ενισχύει τη
«συλλογική» διάσταση της άσκησης δικαιωμάτων. O Κανονισμός προβλέπει
(άρθρο 80) και το δικαίωμα του υποκειμένου να αναθέτει σε μη κερδοσκοπικό
φορέα, οργάνωση ή ένωση23 να υποβάλει την καταγγελία για λογαριασμό του και
να ασκήσει τα δικαιώματά ενώπιον δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένου του
δικαιώματος να ασκήσει το δικαίωμα αποζημίωσης εξ ονόματός του, εφόσον
προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους. Μάλιστα ο Κανονισμός
προβλέπει την ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη να προβλέψει ότι είναι δυνατή η
άσκηση καταγγελιών ή ενδίκων μέσων, ανεξάρτητα από τυχόν ανάθεση από το
υποκείμενο των δεδομένων, εφόσον οι προαναφερόμενοι φορείς, ενώσεις κλπ.
θεωρούν ότι έχουν παραβιαστεί τα δικαιώματα των προσώπων.

2.5. H ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ: ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ


ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Η εποπτεία της εφαρμογής των κανόνων ανατίθεται από τον Κανονισμό (αλλά
και το Ελληνικό Σύνταγμα σύμφωνα με το άρθρο 9 Α παρ. 2) σε ανεξάρτητη αρχή.
Το πρώτιστο καθήκον της είναι η «παρακολούθηση» και «επιβολή» της
εφαρμογής του κανονισμού (άρθρο 57 παρ. 1), και συνοδεύεται καταρχήν με την
προώθηση της «ευαισθητοποίησης» του κοινού αλλά και των υπευθύνων
επεξεργασίας , την ανάπτυξη συμβουλευτικού ρόλου έναντι της νομοθετικής
εξουσίας και της διοίκησης24. Στις βασικές λειτουργίες της ανεξάρτητης αρχής
εντάσσεται αυτή του “συµπαραστάτη” του πολίτη είτε με τη διερεύνηση των
καταγγελιών είτε με την παροχή συμβουλών και υποστήριξης στις περιπτώσεις
που ένα πρόσωπο συναντά δυσκολίες κατά την άσκηση των δικαιωµάτων που
του απονέµει ο νόµος, όπως π.χ. η µη ικανοποίηση του δικαιώµατος πρόσβασης.

Ο Κανονισμός αποδίδει ενισχυμένο ρόλο στις ανεξάρτητες αρχές τόσο αναφορικά


με τη διασυνοριακή ροή δεδομένων όσο και σε σχέση με τη λογοδοσία και τις νέες
μορφές οργάνωσης της συμμόρφωσης. Αναφορικά με τη διασυνοριακή ροή η

23 Εφόσον πρόκειται για φορέα που έχει συσταθεί δεόντως σύμφωνα με το δίκαιο
κράτους μέλους, διαθέτει καταστατικούς σκοπούς που είναι γενικού συμφέροντος και
δραστηριοποιείται στον τομέα της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών
των υποκειμένων των δεδομένων σε σχέση με την προστασία των δεδομένων τους
προσωπικού χαρακτήρα.
24 Η ανεξάρτητη αρχή έχει καθήκον σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους, να

συμβουλεύει το εθνικό κοινοβούλιο, την κυβέρνηση και άλλα όργανα και οργανισμούς
για νομοθετικά και διοικητικά μέτρα που σχετίζονται με την προστασία των
δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των
προσωπικών δεδομένων τους.
ανεξάρτητη αρχή επιτρέπει συμβατικές ρήτρες και εγκρίνει δεσμευτικούς
εταιρικούς κανόνες, ώστε να ελέγχεται η ύπαρξη επαρκών και κατάλληλων
εγγυήσεων25 για την προστασία των δικαιωμάτων των προσώπων όταν τα
δεδομένα τους διαβιβάζονται σε τρίτες χώρες26.

Κρίσιμη είναι η λειτουργία της ανεξάρτητης αρχή και αναφορικά με τα εργαλεία


της συμμόρφωσης και της λογοδοσίας: η λειτουργία αυτή αναδεικνύεται ιδίως σε
σχέση με τον ρόλο της ανεξάρτητης αρχής στην υιοθέτηση και τήρηση μέτρων
ασφαλείας αλλά και στη διαδικασία της γνωστοποίησης παραβίασης δεδομένων
(άρθρα 32 και 33). Ταυτόχρονα καθοριστική είναι η σύμπραξή της αναφορικά με
τη διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου27 και την προηγούμενη διαβούλευση. Ο
ρόλος που επιφυλάσσεται στην ανεξάρτητη αρχή σε σχέση με τους κώδικες
δεοντολογίας (άρθρο 40) και τη θέσπιση μηχανισμών πιστοποίησης (άρθρο 42)
είναι αυτός της «ενθάρρυνσης» αλλά κυρίως της ενεργητικής εμπλοκής μέσω της
έγκρισης των κωδίκων και των κριτηρίων πιστοποίησης και αντίστοιχα της
διαπίστευσης φορέων.

Περισσότερο αξιοσημείωτη είναι η ενιαία, κανονιστική αποτύπωση των εξουσιών


της ανεξάρτητης αρχής.28 Ο Κανονισμός εκκινεί από την ανάγκη να
κατοχυρώνονται οι «ίδιες πραγματικές εξουσίες», στις οποίες συγκαταλέγονται
οι εξουσίες διερεύνησης29 αλλά και οι αδειοδοτικές και συμβουλευτικές εξουσίες

25 Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 10, οι


εγγυήσεις αυτές θα πρέπει να διασφαλίζουν
συμμόρφωση με τις απαιτήσεις προστασίας των δεδομένων και με τα δικαιώματα των
υποκειμένων των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης της διαθεσιμότητας νομικώς
ισχυρών δικαιωμάτων και πραγματικών ένδικων μέσων, όπως είναι μεταξύ άλλων το
δικαίωμα άσκησης αποτελεσματικής διοικητικής ή δικαστικής προσφυγής και αξίωσης
αποζημίωσης, στην Ένωση ή σε τρίτη χώρα.

26Οι αρμοδιότητες αυτές ασκούνται ελλείψει απόφασης επάρκειας. Βλ. άρθρα 46 και 47
σε συνδυασμό με αιτιολογική σκέψη 108.

27 Εκδίδοντας και δημοσιοποιώντας κατάλογο με τα είδη των πράξεων επεξεργασίας που

υπόκεινται στην απαίτηση για διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου (άρθρο 35 παρ. 4 αλλά
και παρ. 5).

28Βέβαια ο Κανονισμός προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ειδικότερα


καθήκοντα και πρόσθετες εξουσίες σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού και στον βαθμό που δεν
παραβλάπτεται η αποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού συνεργασίας και
συνεκτικότητας (άρθρο 58 παρ. 6 και αιτιολογική σκέψη 129).

29 Με κατοχυρωμένο το δικαίωμα πρόσβασης στις εγκαταστάσεις, στο εξοπλισμό και στα

μέσα επεξεργασίας δεδομένων που διατηρεί ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή/και ο εκτελών


αυτή. Βλ. άρθρο 58 παρ. 1 στ. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 139, οι ερευνητικές
εξουσίες όσον αφορά πρόσβαση σε εγκαταστάσεις θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με
τις ειδικές απαιτήσεις του δικονομικού δικαίου του κράτους μέλους, όπως η απαίτηση
έκδοσης προηγούμενης δικαστικής έγκρισης.
(άρθρο 58 παρ. 3). Σημαντικής βαρύτητας για την εφαρμογή του Κανονισμού
είναι οι διορθωτικές εξουσίες30 της ανεξάρτητης αρχής αλλά και οι εξουσίες που
σχετίζονται με την επιβολή κυρώσεων και την παραπομπή παραβάσεων των
διατάξεων του κανονισμού στις δικαστικές αρχές καθώς και το δικαίωμα να
συμμετέχουν σε νομικές διαδικασίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ενωσιακός
νομοθέτης επιτάσσει να ασκούνται οι εξουσίες των εποπτικών αρχών, σύμφωνα
με τις κατάλληλες διαδικαστικές διασφαλίσεις που ορίζονται στο δίκαιο,
αμερόληπτα, δίκαια και σε εύλογο χρονικό διάστημα31.

2.6. ΟΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Ο ΓΚΠΔ εισάγει περισσότερους και σημαντικά λεπτομερέστερους κανόνες για την


αντιμετώπιση των παραβάσεων του νόμου αλλά και την εναρμόνιση της
αντίστοιχης αντιμετώπισης από τα κράτη μέλη.

Ο Κανονισμός εντάσσει τις κυρώσεις σε ένα πλέγμα κανόνων προς επιβολή της
συμμόρφωσης, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι λεγόμενες «διορθωτικές
εξουσίες» (corrective powers) των ανεξάρτητων αρχών32: Οι κυρώσεις θα πρέπει
να επιβάλλονται «επιπρόσθετα ή αντί των κατάλληλων μέτρων που επιβάλλονται
από την εποπτική αρχή». Η ρύθμιση είναι εξαντλητικά λεπτομερής αναφορικά με
την επιβολή διοικητικών προστίμων, ενώ ως προς τις άλλες κυρώσεις ο
ενωσιακός νομοθέτης παραπέμπει στην εθνική ρύθμιση (άρθρο 84).

Τα διοικητικά πρόστιμα συνιστούν το ισχυρότερο κυρωτικό εργαλείο του


Κανονισμού. Οι ρυθμίσεις του άρθρου 83 επιβάλλουν δεσμευτικά τόσο το ύψος
των προστίμων όσο και το πεδίο των παραβάσεων για τις οποίες αυτά
επιβάλλονται. O Kανονισμός προσδιορίζει επακριβώς τις ρυθμίσεις, η παράβαση

30 Οι διορθωτικές εξουσίες (corrective powers) περιλαμβάνουν τη δυνατότητα της


ανεξάρτητης αρχής να απευθύνει προειδοποιήσεις και επιπλήξεις καθώς και να δίνει
εντολή για συμμόρφωση ή για ανακοίνωση παραβίασης δεδομένων στα πρόσωπα που
αυτά αφορούν. Ως διορθωτική εξουσία αντιλαμβάνεται ο νομοθέτης και την επιβολή
προσωρινού ή οριστικού περιορισμού ή και απαγόρευσης της επεξεργασίας (άρθρο 58
παρ. 2).

31Στην – μακροσκελή- αιτιολογική σκέψη 129 περιέχονται αρκετοί κανόνες αναφορικά


με τη διαδικασία ενώπιον των ανεξαρτήτων αρχών (όπως π.χ. τα ζητήματα
προηγούμενης ακρόασης) ή το ελάχιστο περιεχόμενο των αποφάσεων που αφορούν
επιβολή νομικά δεσμευτικού μέτρου από την ανεξάρτητη αρχή.

32Όπως οι προειδοποιήσεις ή οι επιπλήξεις προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον


εκτελούντα επεξεργασία, η επιβολή προσωρινού ή οριστικού περιορισμού ή και
απαγόρευσης της επεξεργασίας, η εντολή διόρθωσης ή διαγραφής δεδομένων. Βλ. ιδίως
άρθρο 58 παρ. 2.
των οποίων επισύρει διοικητικά πρόστιμα α) έως δέκα εκατομμύρια ευρώ ή, σε
περίπτωση επιχειρήσεων, έως το 2 % του συνολικού παγκόσμιου ετήσιου κύκλου
εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους33 και β) πρόστιμα έως είκοσι
εκατομμύρια ευρώ ή, σε περίπτωση επιχειρήσεων, έως το 4 % του συνολικού
παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους34.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο Κανονισμός προβλέπει ότι επιβάλλεται το κάθε
φορά υψηλότερο ποσό. Αξίζει να σημειωθεί ότι το υψηλότερο πρόστιμο
επιβάλλεται σε περίπτωση παρεμπόδισης της άσκησης των ελεγκτικών εξουσιών
της εποπτικής αρχής ή/και μη συμμόρφωση προς τις εντολές της35.

Ο ενωσιακός νομοθέτης όρισε το ανώτατο ύψος αλλά ανέθεσε στις εποπτικές


αρχές τη μέριμνα, ώστε «η επιβολή διοικητικών προστίμων να είναι για κάθε
μεμονωμένη περίπτωση αποτελεσματική, αναλογική και αποτρεπτική»( άρθρο
83 παρ.1), επιδιώκοντας προφανώς μία προληπτική -παραδειγματική λειτουργία
της επιβολής των κυρώσεων. Αν και η ευχέρεια που αναγνωρίζεται στις
ανεξάρτητες αρχές είναι καταρχήν ευρεία36, αυτή πρέπει να ασκείται αφενός υπό

33Σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ. 4 αυτό αφορά παραβίαση α)των υποχρεώσεων του


υπευθύνου επεξεργασίας και του εκτελούντος την επεξεργασία σύμφωνα με τα άρθρα 8,
11, 25 έως 39 και 42 και 43, β) των υποχρεώσεων του φορέα πιστοποίησης σύμφωνα
με τα άρθρα 42 και 43 καθώς και γ) των υποχρεώσεων του φορέα παρακολούθησης
σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 4.

34Σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ. 5 αυτό αφορά παραβίαση α) των βασικών αρχών για
την επεξεργασία, περιλαμβανομένων των όρων που ισχύουν για την έγκριση, σύμφωνα
με τα άρθρα 5, 6, 7 και 9, β) των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων
σύμφωνα με τα άρθρα 12 έως 22, γ) των ρυθμίσεων αναφορικά με τη διαβίβαση
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε αποδέκτη σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό
σύμφωνα με τα άρθρα 44 έως 49, δ) οποιωνδήποτε υποχρεώσεων σύμφωνα με το δίκαιο
του κράτους μέλους οι οποίες θεσπίζονται δυνάμει του κεφαλαίου IX του Κανονισμού.

35Σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ. 5 ε) πρόστιμο ύψους έως είκοσι εκατομμύρια ευρώ ή,


σε περίπτωση επιχειρήσεων, έως το 4 % του συνολικού παγκόσμιου ετήσιου κύκλου
εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους η μη συμμόρφωση προς εντολή ή προς
προσωρινό ή οριστικό περιορισμό της επεξεργασίας ή προς αναστολή της κυκλοφορίας
δεδομένων που επιβάλλει η εποπτική αρχή δυνάμει του άρθρου 58 παράγραφος 2 ή μη
παροχή πρόσβασης κατά παράβαση του άρθρου 58 παράγραφος 1. Ταυτόχρονα
σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ. 6 προβλέπεται η επιβολή του ίδιου προστίμου σε
περίπτωση μη συμμόρφωσης προς εντολή της εποπτικής αρχής όπως αναφέρεται στο
άρθρο 58 παράγραφος 2. Παρατηρείται μία αλληλεπικάλυψη των σχετικών ρυθμίσεων,
η οποία ωστόσο δεν θα οδηγήσει σε πρόβλημα στην εφαρμογή καθώς οι έννομες
συνέπειες (εν προκειμένω το ύψος του προστίμου) ταυτίζονται.
36Η Ομάδα 29 είχε επισημάνει ότι οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να διαθέτουν το
περιθώριο να αποφασίζουν εάν θα επιβάλουν ένα πρόστιμο καθώς είναι πολλοί οι
παράγοντες που επηρεάζουν τη φύση μίας παράβασης. Βλ. Ομάδα 29, Opinion 01/2012
on the data protection reform proposals, σελ. 23.
τους όρους της αρχής της αναλογικότητας και αφετέρου επί τη βάσει των
συγκεκριμένων κριτηρίων που παραθέτει ο Κανονισμός (άρθρο 83 παρ. 2).

Κρίσιμα στοιχεία η φύση, η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης,


λαμβανομένων υπόψη της φύσης, της έκτασης ή του σκοπού της επεξεργασίας,
του αριθμού των θιγομένων προσώπων και του βαθμού ζημίας των υποκειμένων
των δεδομένων που έθιξε η παράβαση και τον βαθμό ζημίας που υπέστησαν
καθώς επίσης και η κατηγορία των δεδομένων που επηρεάζονται από την
παράβαση. Σημαντικοί παράγοντες για τον προσδιορισμό του ύψους του
προστίμου αφορούν την ύπαρξη δόλου ή αμέλειας, τον βαθμό ευθύνης του
υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία αναφορικά με τη
λήψη τεχνικών και οργανωτικών μέτρων προστασίας (βάσει των άρθρων 25 και
32), τις προσπάθειες και ενέργειες μετριασμού των επιπτώσεων της παράβασης,
η ύπαρξη προηγούμενων παραβάσεων αλλά και ο βαθμός συνεργασίας με την
εποπτική αρχή καθώς και η συμμόρφωση με τα μέτρα που αυτή υπέδειξε. Σε
συνάρτηση με την αρχή της λογοδοσίας, ο ενωσιακός νομοθέτης εντάσσει στα
κριτήρια την τήρηση εγκεκριμένων κωδίκων δεοντολογίας (άρθρο 40) ή
εγκεκριμένων μηχανισμών πιστοποίησης ( άρθρο 42).

Ως κριτήριο παρατίθεται τέλος «κάθε άλλο επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό στοιχείο


που προκύπτει από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης». Στο γενικό
αυτό κριτήριο ο Κανονισμός εντάσσει τα οικονομικά οφέλη που αποκομίστηκαν
ή τις ζημίες που αποφεύχθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, από την παράβαση, θέτοντας
εμμέσως την αρχή ότι η κύρωση θα πρέπει να είναι τέτοιας τάξεως ώστε να μην
είναι – οικονομικά - συμφέρουσα η παρανομία. Ακριβώς σε αυτή τη συνάφεια
εκδηλώνεται μία σχετική «πρόνοια» για την επιβολή προστίμων σε «πρόσωπα
που δεν είναι επιχειρήσεις»: εν προκειμένω ο Κανονισμός καλεί την εποπτική
αρχή να «λαμβάνει υπόψη το γενικό επίπεδο εισοδημάτων στο κράτος μέλος,
καθώς και την οικονομική κατάσταση του προσώπου, όταν εξετάζει το
ενδεδειγμένο ποσό του προστίμου» (αιτιολογική σκέψη 50). Κατ’ επιταγή της
αρχής της αναλογικότητας ο Κανονισμός επιτρέπει την επιβολή επίπληξης αντί
προστίμου, εφόσον πρόκειται για παράβαση ελάσσονος σημασίας ή αν το
πρόστιμο που ενδέχεται να επιβληθεί θα αποτελούσε δυσανάλογη επιβάρυνση σε
φυσικό πρόσωπο (αιτιολογική σκέψη 148).

You might also like