You are on page 1of 5

2858

Ε.Ε. Παρ. ΙΙΙ(Ι) Κ.Δ.Π. 483/2022


Αρ. 5761, 16.12.2022
Αριθμός 483
Oι περί της Σύστασης και Λειτουργίας της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς Κανονισμοί του 2022, οι
οποίοι εκδόθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 28 του περί της Σύστασης και Λειτουργίας
της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς Νόμου, αφού κατατέθηκαν στη Βουλή των Αντιπροσώπων και
εγκρίθηκαν από αυτή, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας σύμφωνα με το εδάφιο (3) του
άρθρου 3 του περί της Καταθέσεως στη Βουλή των Αντιπροσώπων των Κανονισμών που Εκδίδονται με
Εξουσιοδότηση Νόμου, Νόμου (Ν. 99 του 1989 όπως τροποποιήθηκε με τους Νόμους 227 του 1990 μέχρι 3(Ι)
του 2010).
Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2022
____________________
Κανονισμοί δυνάμει του άρθρου 28
Το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που χορηγούνται σε αυτό δυνάμει του άρθρου 28
19(Ι) του 2022. του περί της Σύστασης και Λειτουργίας της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς Νόμου, εκδίδει
τους ακόλουθους Κανονισμούς:

Συνοπτικός 1. Οι παρόντες Κανονισμοί θα αναφέρονται ως οι περί της Σύστασης και Λειτουργίας της
τίτλος. Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς Κανονισμοί του 2022.
Ερμηνεία. 2.-(1) Στους παρόντες Κανονισμούς, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα» σημαίνει τον Επίτροπο
Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ο οποίος διορίζεται δυνάμει των διατάξεων του
125(Ι) του 2018 άρθρου 19 του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των
26(Ι) του 2022. Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών
Νόμου∙
«Ερευνών» σημαίνει μέλος της Αρχής ή λειτουργό επιθεώρησης για την εξέταση, διερεύνηση και
αξιολόγηση πληροφοριών ή/και καταγγελιών σε σχέση με πράξεις διαφθοράςꞏ
«καταγγελία» σημαίνει τη γραπτή παράσταση η οποία υποβάλλεται στην Αρχή σύμφωνα με τις
πρόνοιες του Κανονισμού 8∙
«Νόμος» σημαίνει τον περί της Σύστασης και Λειτουργίας της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της
Διαφθοράς Νόμο∙
«πρόεδρος» σημαίνει τον Επίτροπο Διαφάνειας.
(2) Όροι που περιλαμβάνονται στους παρόντες Κανονισμούς και δεν ερμηνεύονται διαφορετικά,
έχουν την έννοια που τους αποδίδεται από τον Νόμο.

Σκοπός των 3. Σκοπός των παρόντων Κανονισμών είναι ο καθορισμός-


παρόντων
Κανονισμών.
(α) του τρόπου διεξαγωγής των εργασιών της Αρχής και της διαδικασίας η οποία ακολουθείται
κατά τις συνεδρίες της Αρχής, περιλαμβανομένου του τρόπου τήρησης πρακτικών∙

(β) της διαδικασίας υποβολής και αξιολόγησης καταγγελιών ή/και πληροφοριών∙

(γ) της διαδικασίας συλλογής, επεξεργασίας και αξιολόγησης δεδομένων προσωπικού


χαρακτήραꞏ

(δ) των προϋποθέσεων για υποβολή αιτήματος από την Αρχή με σκοπό τη συλλογή
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή/και πληροφοριών∙ και

(ε) της διαδικασίας διορισμού λειτουργών επιθεώρησης και ανάθεσης καθηκόντων σε αυτούς.

Διεξαγωγή εργασιών 4.-(1) Η Αρχή λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Νόμου.
της Αρχής.

(2) Κατά τις συνεδρίες της Αρχής, τίθεται προς συζήτηση από τον πρόεδρο ή από οποιοδήποτε
άλλο μέλος της Αρχής οποιοδήποτε θέμα εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της Αρχής και
λαμβάνεται απόφαση επ’ αυτού.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 4 του Νόμου, μέλος της Αρχής
δύναται να υποβάλει, προφορικώς ή γραπτώς, αιτιολογημένο αίτημα προς τον πρόεδρο με σκοπό
τη σύγκληση έκτακτης συνεδρίας της Αρχής:
2859

Νοείται ότι, εφόσον ο πρόεδρος κρίνει ότι η σύγκληση έκτακτης συνεδρίας είναι αιτιολογημένη
υπό τις περιστάσεις, τη συγκαλεί το αργότερο εντός δύο (2) ημερών από την ημερομηνία λήψης
της απόφασής του.

(4) Κατά τις συνεδρίες της Αρχής, τηρούνται πρακτικά στα οποία διατυπώνονται οι αποφάσεις
οι οποίες λαμβάνονται από την Αρχή:

Νοείται ότι, τα πρακτικά δυνατόν να τηρούνται από μέλος του προσωπικού της Αρχής το οποίο
υποδεικνύεται από τον πρόεδρο.

Επεξεργασία 5.-(1) Οποιαδήποτε ενέργεια της Αρχής, του προσωπικού της Αρχής, των λειτουργών επιθεώρησης
δεδομένων ή προσώπου εξουσιοδοτούμενου από την Αρχή για την εκπλήρωση καθηκόντων τα οποία
προσωπικού εμπίπτουν εντός των αρμοδιοτήτων ή/και εξουσιών της Αρχής διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις
χαρακτήρα. του ΓΚΠΔ και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των
Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών
Νόμου.
(2) Η Αρχή δύναται να απευθύνεται στον Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού
Χαρακτήρα για παροχή γνωμοδότησης για οποιοδήποτε θέμα εμπίπτει στο πεδίο των
αρμοδιοτήτων του και το οποίο σχετίζεται με την προστασία των δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα, τα οποία η Αρχή συλλέγει, διαχειρίζεται ή επεξεργάζεται.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του ΓΚΠΔ και του περί της Προστασίας των Φυσικών
Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης
Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, η Αρχή, με εγκύκλιό της, καθορίζει τις διαδικασίες
προσβασιμότητας, διαχείρισης και ασφαλούς επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού
χαρακτήρα τα οποία συλλέγει.

Υποβολή 6.-(1) Η υποβολή καταγγελίας στην Αρχή γίνεται γραπτώς με έναν από τους ακόλουθους
καταγγελιών. τρόπους:

(α) Με δια χειρός παράδοση ή με ταχυδρομική αποστολή της καταγγελίας στα γραφεία της
Αρχής, στη διεύθυνση η οποία καθορίζεται στην επίσημη ιστοσελίδα της∙

(β) με αποστολή της καταγγελίας στην Αρχή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού


ταχυδρομείου∙

(γ) με υποβολή της καταγγελίας μέσω της ιστοσελίδας της Αρχής:

Νοείται ότι, το έντυπο υποβολής της καταγγελίας εκδίδεται από την Αρχή και αναρτάται στην
επίσημη ιστοσελίδα της ή/και είναι διαθέσιμο στα γραφεία της.

(2) Στην καταγγελία περιέχεται αναφορά των πραγματικών περιστατικών τα οποία κατά την
κρίση του καταγγέλλοντος στοιχειοθετούν τη διάπραξη αδικήματος και δυνατόν να κατονομάζεται
σε αυτήν συγκεκριμένο πρόσωπο ή πρόσωπα:

Νοείται ότι, η καταγγελία δυνατόν να συνοδεύεται από έγγραφα ή/και στοιχεία τα οποία
στοιχειοθετούν το βάσιμο της καταγγελίας.

Παροχή 7. Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Προστασίας Προσώπων που Αναφέρουν Παραβάσεις
πληροφοριών του Ενωσιακού και Εθνικού Δικαίου Νόμου, πρόσωπο το οποίο επιθυμεί να παράσχει πληροφορία
στην Αρχή. στην Αρχή για θέμα το οποίο, κατά την κρίση του, εμπίπτει εντός των αρμοδιοτήτων της Αρχής υπό
6(Ι) του 2022. μορφή απλής πληροφόρησης ή σχετικά με υπό εξέταση καταγγελία, δύναται να απευθυνθεί
γραπτώς στην Αρχή με οποιονδήποτε από τους τρόπους οι οποίοι προβλέπονται στις πρόνοιες
της παραγράφου (1) του Κανονισμού 6.

Υποβολή ανώνυμων 8. Πρόσωπο δύναται να υποβάλει καταγγελία ή/και να παράσχει πληροφορίες στην Αρχή ανώνυμα,
καταγγελιών ή/και με οποιονδήποτε από τους τρόπους οι οποίοι προβλέπονται στις πρόνοιες της παραγράφου (1)
πληροφοριών. του Κανονισμού 6.

Εξουσία για 9. Άνευ επηρεασμού των προνοιών του Κανονισμού 6, η Αρχή δύναται να ενεργεί αυτεπάγγελτα
αυτεπάγγελτη και να προβαίνει σε διερεύνηση οποιασδήποτε πληροφορίας περιέρχεται σε γνώση της από
ερεύνα. οποιαδήποτε πηγή, χωρίς να έχει προηγουμένως υποβληθεί σχετική καταγγελία:
2860

Νοείται ότι, η διαδικασία η οποία ακολουθείται από την Αρχή στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης
έρευνάς της είναι ανάλογη της διαδικασίας εξέτασης, αξιολόγησης και διερεύνησης επώνυμων ή/και
ανώνυμων καταγγελιών/πληροφοριών, η οποία προβλέπεται στις πρόνοιες του Κανονισμού 14.
Τήρηση 10.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του ΓΚΠΔ και του περί της Προστασίας των Φυσικών
μητρώων. Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης
Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, η Αρχή, για σκοπούς καταγραφής των καταγγελιών
ή/και πληροφοριών οι οποίες υποβάλλονται σε αυτή ή/και οι οποίες περιέρχονται σε γνώση της,
καθώς και των ενεργειών στις οποίες προβαίνει κατά το στάδιο της εξέτασης, αξιολόγησης και
διερεύνησης και καταγγελιών ή/και πληροφοριών, τηρεί σε ηλεκτρονική και σε έντυπη μορφή τα
ακόλουθα μητρώα:

(α) Μητρώο Επώνυμων Καταγγελιώνꞏ

(β) Μητρώο Ανώνυμων Καταγγελιώνꞏ

(γ) Μητρώο Επώνυμων Πληροφοριώνꞏ

(δ) Μητρώο Ανώνυμων Πληροφοριώνꞏ

(ε) Μητρώο Αυτεπάγγελτων Ενεργειών Αρχήςꞏ και

(στ) Μητρώο Ερευνών Αρχής.

(2) Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία περιέχονται στα μητρώα τα οποία


προβλέπονται στις πρόνοιες της παραγράφου (1) φυλάσσονται από την Αρχή για χρονική περίοδο
η οποία δεν υπερβαίνει τα έξι (6) έτη από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της διερεύνησης και,
εφόσον δεν εκκρεμούν οποιεσδήποτε σχετικές δικαστικές ή/και πειθαρχικές ή/και διοικητικές
διαδικασίες, διαγράφονται με το πέρας της περιόδου αυτής, εκτός εάν η Αρχή κρίνει ότι η
περαιτέρω διατήρησή τους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα απαιτείται προς εξυπηρέτηση της
αποστολής της, όπως αυτή προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 6 του Νόμου:

Νοείται ότι, η Αρχή επικαιροποιεί τα εν λόγω μητρώα ετησίως και διαγράφει δεδομένα
προσωπικού χαρακτήρα τα οποία δεν σχετίζονται με οποιαδήποτε καταγγελία ή/και πληροφορία
ή/και αυτεπάγγελτη διερεύνηση πράξεων διαφθοράς.

Διορισμός 11.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 13 του Νόμου, η Αρχή δύναται να διορίζει
λειτουργών λειτουργούς επιθεώρησης από κατάλογο τον οποίο καταρτίζει και ο οποίος περιέχει υποψηφίους
επιθεώρησης. διαφόρων ειδικοτήτων.

(2) Προς τον σκοπό καταρτισμού του καταλόγου η Αρχή δημοσιεύει στην επίσημη ιστοσελίδα
της ή/και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέσο πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος στην
οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα προσόντα τα οποία απαιτείται να κατέχει ο υποψήφιος
περιλαμβανομένης της ειδικότητας ή/και εμπειρογνωμοσύνης την οποία απαιτείται να διαθέτει.

(3) Η Αρχή εξετάζει τις αιτήσεις οι οποίες υποβάλλονται από τους υποψηφίους και σε περίπτωση
που διαπιστώσει ότι πληρούνται τα απαιτούμενα κριτήρια, τα πρόσωπα αυτά περιλαμβάνονται
στον κατάλογο ο οποίος προβλέπεται στις πρόνοιες της παραγράφου (1):

Νοείται ότι, η Αρχή δύναται, κατ’ εξαίρεση, να διορίσει ως λειτουργό επιθεώρησης πρόσωπο το
οποίο δεν περιλαμβάνεται στον εν λόγω κατάλογο, εφόσον αιτιολογήσει την απόφασή της.

(4) Οι λειτουργοί επιθεώρησης λαμβάνουν αμοιβή, το ύψος της οποίας συμφωνείται εκ των
προτέρων και καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σημασία και την αναμενόμενη έκταση της έρευνας,
καθώς και των προσόντων τα οποία κατέχει ο λειτουργός επιθεώρησης, στο πλαίσιο του
προϋπολογισμού της Αρχής.

Καθήκον εχεμύθειας. 12. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 17 του Νόμου, ο Ερευνών και τα μέλη του
προσωπικού της Αρχής, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους, υπογράφουν έγγραφο
τήρησης εχεμύθειας σε τύπο ο οποίος καθορίζεται από την Αρχή.
2861

Αποκάλυψη 13.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 17 του Νόμου, ο Ερευνών, πριν από την έναρξη
συμφέροντος. της εξέτασης, αξιολόγησης και διερεύνησης οποιασδήποτε καταγγελίας ή/και πληροφορίας,
υπογράφει έντυπο για τη μη ύπαρξη συμφέροντος σε τύπο ο οποίος καθορίζεται από την Αρχή, το
οποίο καταχωρίζεται στον φάκελο της υπό διερεύνηση υπόθεσης,

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία σε οποιοδήποτε στάδιο της διερεύνησης καταγγελίας ή/και
πληροφορίας ο Ερευνών διαπιστώσει την ύπαρξη σύγκρουσης συμφέροντος, τερματίζει αμέσως τη
διερεύνηση και ενημερώνει γραπτώς την Αρχή, ώστε η τελευταία να διορίσει άλλο πρόσωπο για να
συνεχίσει τη διερεύνηση της καταγγελίας ή/και πληροφορίας.

Διαδικασία εξέτασης, 14.-(1) Η Αρχή καταχωρίζει οποιαδήποτε καταγγελία ή/και πληροφορία η οποία περιήλθε σε
αξιολόγησης και γνώση της στο σχετικό μητρώο το οποίο τηρεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 10 και
διερεύνησης στην περίπτωση υποβολής επώνυμων καταγγελιών ή/και πληροφοριών η Αρχή γνωστοποιεί τη
καταγγελιών ή/και λήψη της εν λόγω καταγγελίας ή/και πληροφορίας και τον αύξοντα αριθμό αυτής στο πρόσωπο το
πληροφοριών. οποίο την υπέβαλε.

(2)(α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 9 του Νόμου, η καταγγελία ή/και
πληροφορία η οποία περιέρχεται σε γνώση της Αρχής τίθεται αμέσως σε συνεδρία της
Αρχής για προκαταρκτική εξέταση αυτής με σκοπό, μεταξύ άλλων, να ληφθεί απόφαση
κατά πόσον αυτή εμπίπτει στις διατάξεις του Νόμου:

Νοείται ότι, η Αρχή δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας εξέτασης,


αξιολόγησης και διερεύνησης της καταγγελίας ή/και πληροφορίας, να ζητήσει διευκρινίσεις
από το πρόσωπο το οποίο την υπέβαλε με σκοπό τη διευκόλυνση του έργου της και σε
τέτοια περίπτωση αποστέλλει γραπτό αίτημα ή/και καλεί δια κλήσεως το εν λόγω
πρόσωπο σε τύπο ο οποίος καθορίζεται από την τελευταία και περιλαμβάνει τα στοιχεία τα
οποία προβλέπονται στις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 12 του Νόμου.

(β) Σε περίπτωση εξέτασης, αξιολόγησης και διερεύνησης ανώνυμης καταγγελίας ή/και


πληροφορίας, η Αρχή βασίζεται στα ενώπιόν της στοιχεία:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η Αρχή κρίνει ότι τα ενώπιόν της στοιχεία
είναι ανεπαρκή, δύναται να προβεί η ίδια σε περαιτέρω έρευνα για εξεύρεση
επιπρόσθετων στοιχείων, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο η ανώνυμη καταγγελία ή/και
πληροφορία δύναται να διερευνηθεί αποτελεσματικά εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων
της.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης ή/και σε
μεταγενέστερο στάδιο η Αρχή κρίνει ότι η καταγγελία ή/και πληροφορία δεν εμπίπτει στις διατάξεις
του Νόμου ή εντός των αρμοδιοτήτων της δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 7
ή/και του άρθρου 10 του Νόμου, τερματίζει οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία και καταχωρίζει την
εν λόγω απόφασή της στον φάκελο της υπόθεσης και στο σχετικό μητρώο το οποίο τηρείται
σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 10:

Νοείται ότι, εφόσον η καταγγελία ή/και πληροφορία υποβλήθηκε επώνυμα, η Αρχή ενημερώνει
γραπτώς το πρόσωπο το οποίο την υπέβαλε εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήψη της εν
λόγω απόφασης για τους λόγους για τους οποίους η διαδικασία έχει τερματιστεί.

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης η Αρχή κρίνει ότι η
καταγγελία ή/και πληροφορία εμπίπτει εντός των αρμοδιοτήτων της και ότι χρήζει διερεύνησης,
συγκαλεί συνεδρία, στο πλαίσιο της οποίας αποφασίζει για τις ενέργειες τις οποίες προτίθεται να
λάβει:

Νοείται ότι, εφόσον η καταγγελία ή/και πληροφορία υποβλήθηκε επώνυμα, η Αρχή ενημερώνει
το πρόσωπο το οποίο την υπέβαλε σχετικά με την πρόοδο της διερεύνησης αυτής, εντός εύλογου
χρονικού διαστήματος, το οποίο δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες ή, σε δεόντως αιτιολογημένες
περιπτώσεις, τους έξι (6) μήνες.

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία η Αρχή αποφασίζει τη διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας,
ορίζει αμέσως ένα (1) ή περισσότερα πρόσωπα ως Ερευνώντες, για την εξέταση, διερεύνηση και
αξιολόγηση καταγγελιών ή/και πληροφοριών σε σχέση με πράξεις διαφθοράς.
2862

(6) Ο Ερευνών λαμβάνει από την Αρχή, γραπτώς, όρους εντολής, οι οποίοι καθορίζουν
επακριβώς το πεδίο διεξαγωγής της έρευνας, τους οποίους, νοουμένου ότι τους αποδέχεται, τους
προσυπογράφει.
(7) Ο Ερευνών διεξάγει και ολοκληρώνει το ταχύτερο δυνατόν την έρευνα:
Νοείται ότι, η Αρχή δύναται να καθοδηγεί, να ελέγχει και να εποπτεύει τη διεξαγωγή της έρευνας,
καθώς και να καθορίζει τη χρονική προθεσμία εντός της οποίας η έρευνα θα πρέπει να
ολοκληρωθεί.

(8) Ο Ερευνών περιβάλλεται με τις εξουσίες οι οποίες παρέχονται στην Αρχή δυνάμει των
διατάξεων των άρθρων 8 και 12 του Νόμου.

(9) Σε περίπτωση κατά την οποία στο στάδιο της διερεύνησης κριθεί απαραίτητη η λήψη
κατάθεσης από πρόσωπο το οποίο ενδέχεται να έχει στην κατοχή του στοιχεία ή να γνωρίζει
οτιδήποτε σχετικό με την υπόθεση, καλείται δια κλήσεως να το πράξει σε τύπο ο οποίος
καθορίζεται από την Αρχή και περιλαμβάνει τα στοιχεία τα οποία προβλέπονται στις διατάξεις του
εδαφίου (2) του άρθρου 12 του Νόμου.

(10) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Ερευνών στο στάδιο της διερεύνησης κρίνει ότι για τη
διενέργεια συγκεκριμένης πράξης απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις ή/και πείρα, υποβάλλει στην
Αρχή εισήγηση για ορισμό εμπειρογνώμονα δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (στ) του
άρθρου 8 του Νόμου:
Νοείται ότι, σε τέτοια περίπτωση εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι πρόνοιες του Κανονισμού 11.
(11) Με την ολοκλήρωση της έρευνας ο Ερευνών συντάσσει και υποβάλλει στην Αρχή έκθεση η
οποία συνοδεύεται από όλα τα σχετικά στοιχεία και έγγραφα.
(12) Η Αρχή συγκαλεί συνεδρία με σκοπό την εξέταση της έκθεσης η οποία υποβάλλεται
σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (11) και αποφασίζει επί αυτής, αιτιολογώντας την
απόφασή της:
Νοείται ότι, η Αρχή δύναται να ζητήσει διευκρινίσεις ως προς το περιεχόμενο της έκθεσης και
να την παραπέμψει στον Ερευνώντα με σκοπό την περαιτέρω συμπλήρωσή της με τα νέα στοιχεία
τα οποία έχουν ζητηθεί από την Αρχή.
(13) Η Αρχή, εφόσον διαπιστώσει παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του Νόμου, ενεργεί
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του Νόμου και καταχωρίζει το αποτέλεσμα της απόφασής
της στον φάκελο της υπόθεσης και στο σχετικό μητρώο το οποίο τηρείται σύμφωνα με τις πρόνοιες
του Κανονισμού 10.
Ενημέρωση 15. Σε περίπτωση κατά την οποία μετά από την ολοκλήρωση της έρευνάς της σύμφωνα με τις
καταγγελλόμενων πρόνοιες των παρόντων Κανονισμών, η Αρχή αποφασίσει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία τα οποία να
προσώπων και στοιχειοθετούν ενδεχόμενη διάπραξη πειθαρχικού ή ποινικού αδικήματος σχετιζόμενου με πράξη
δημοσιοποίηση διαφθοράς, ενημερώνει σχετικά το πρόσωπο ή τα πρόσωπα εναντίον των οποίων υποβλήθηκε η
αποφάσεων της καταγγελία ή/και πληροφορία:
Αρχής, σε
περίπτωση κατά την
οποία η καταγγελία
έλαβε δημοσιότητα.
Νοείται ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η υποβολή της εν λόγω καταγγελίας ή/και
πληροφορίας έλαβε καθ’ οιονδήποτε τρόπο ευρεία δημοσιότητα, η Αρχή δύναται, πέραν της
ενημέρωσης του προσώπου ή των προσώπων εναντίον των οποίων υποβλήθηκε η καταγγελία
ή/και πληροφορία, να δημοσιοποιήσει το αποτέλεσμα της έρευνας, νοουμένου ότι προηγουμένως
εξασφαλίζει τη συγκατάθεση του προσώπου εναντίον του οποίου υποβλήθηκε η καταγγελία ή/και
πληροφορία.
Ανάθεση 16.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων
καθηκόντων. Συμβάσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου και για σκοπούς εκπλήρωσης της αποστολής, των
73(I) του 2016 εξουσιών και των αρμοδιοτήτων της Αρχής, ως αυτά προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 6, 7,
205(I) του 2020 8 και 27 του Νόμου, ανάθεση καθηκόντων από την Αρχή σε πρόσωπα για υπηρεσίες
74(I) του 2022. συγκεκριμένου σκοπού και περιορισμένης διάρκειας γίνεται έναντι εύλογης αμοιβής στη βάση
συμφωνίας η οποία συνομολογείται μεταξύ της Αρχής και των εν λόγω προσώπων.
(2) Τα πρόσωπα τα οποία προβλέπονται στις διατάξεις της παραγράφου (1), πριν από την
ανάληψη των καθηκόντων τους, υπογράφουν, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο, έγγραφο τήρησης
εχεμύθειας και δηλώνουν σε έντυπο, το οποίο καθορίζεται από την Αρχή, τη μη ύπαρξη
συμφέροντος.
Αδικήματα. 17. Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει οποιαδήποτε πρόνοια των παρόντων Κανονισμών είναι ένοχο
αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις προβλεπόμενες από τις διατάξεις του
άρθρου 26 του Νόμου ποινές.

You might also like