You are on page 1of 2

ΤΗΣ ΛΥΓΕΡΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ γιατί σταυρός επρόβαλε απ' το πεθερικό μου,

για πεθερός μου πέθανε, για πεθερά μου χάθη,


για απ' τα γυναικαδέρφια μου κανένα νεσκοτώθη."
Η Ευγενούλα η μοσκονιά κ' η μικροπαντρεμένη
Και τάλογό του εβάρεσε 'ς του πεθερού να πάγη.
εβγήκε κ' επαινεύτηκε πως Χάρο δε φοβάται,
Αυτού σιμά, αυτού κοντά βαστούσε μοναστήρι.
γιατί ειν' τα σπίτια της ψηλά, κι' ο άντρας της παλληκάρι,
Βρίσκει τον πρωτομάστορη κ' έκανε το κιβοΰρι.
γιατί έχει τους εννιά αδερφούς, τους καστροπολεμίταις,
'"Να ζήσης, πρωτομάστορη τίνος είν' το κιβοΰρι;
π' όλα τα κάστρα πολεμούν κ' οι χώραις παραδίνουν.
-Είναι τανέμου, του καπνού και της ανεμοζάλης.
Κι' ο Χάρος όπου τ' άκουσε, πολύ του βαρυφάνη.
-Για πέ μου, πρωτομάστορη, καθόλου μη μου κρύψης.
Μαύρο πουλί νεγίνηκε, σαν άγριο χελιδόνι,
-Ποιος έχει γλώσσα να σ' το πη, στόμα να σου μιλήση.
εβγήκε κ' εσαϊττεψε τη μοναχή την κόρη
Τούτ' η φωτιά που σ' άναψε, ποιος θε να σου τη σβήση;
μέσ' 'ς το λιανό το δάχτυλο που χε την αρραβώνα.
Η Ευγενούλα απέθανε νη πολυαγαπημένη.
Κ' εμπαινοβγαίνουν οι γιατροί και γιατρεμό δε βρίσκουν,
-Να ζήσης, πρωτομάστορη, κάμε το πιο μεγάλο.
κ' εμπαινοβγαίνει η μάννα της με τα μαλλιά λυμένα.
Νά ναι πλατύ, νά ναι μακρύ, νά ναι για δυο νομάτους."
"Τί έχεις, μαννούλα μου, και κλαις, τι έχεις κι' αναστενάζεις;
Βιτσιά βαρεί ταλόγου του, 'ς του πεθερού του πάει.
-Πεθαίνεις, Ευγενούλα μου, και τι μου παραγγέλνεις;
Βρίσκει παπάδες πόψελναν, μοιρολογίστραις κλαίουν.
-Σ' αφήνω, μάννα, το έχε γεια και ντύσε με σα νύφη,
"Μεριά σταθήτε, ψάλτηδες, μεριά, μοιρολογίστραις!"
κι' όταν θα σόρθη ο Κωνσταντής να μη μου τον πικράνης,
Χρυσό μαντήλι σήκωσε την είδε απεθαμένη.
μόν' στρώσ' του γιόμα να γευτή και δείπνο να δειπνήση,
Σκύφτει, φιλεί γλυκά γλυκά, γλυκά την αγκαλιάζει,
κι' άπλωσε μεσ' 'ς την τσέπη μου και πάρε το κλειδί μου,
χρυσό μαχαίρι νέβγαλε ναπ' αργυρό φηκάρι,
και βγάλ' τον αρραβώνα του και τα χαρίσματα του,
ψηλά ψηλά το σήκωσε και 'ς την καρδιά το χώνει.
και δώσ ' του τα του Κωσταντή, αλλού ν' αρραβωνίση,
Εκεί που θάψανε το νιο φύτρωσε κυπαρίσσι,
ωσάν κ' εγώ παντρεύομαι, παίρνω το Χάρον άντρα."
κ' εκεί που θάψανε τη νια εβγήκε καλαμιώνα.
Κι' ο Κωσταντής επρόβαλε 'ς τους κάμπους καβαλλάρης,
Λυγογυρίζει η καλαμιά, σκύφτει το κυπαρίσσι.
με δεκαπέντε φλάμπουρα, μ' εννιά ζυγιαίς παιχνίδια,
Κ' ένα πουλί κελάδαε, 'ς άλλο πουλί ξηγειώνταν.
με τετρακόσιους άρχοντες, πεζούς καβαλλαραίους.
"Για δες τα τα κακόμοιρα, τα πολυαγαπημένα!
Βλέπει μεγάλη σύναξη, οπού ναι μαζωμένοι.
δε φιλήθηκαν ζωντανά, φιλειούνται πεθαμένα."
"Για χαμηλώστε, φλάμπουρα, πάψετε σεις, παιχνίδια,
ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ – Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά 'βρει;
– Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά' σ' το φέρω,
Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά βρω».
γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε·
Oλημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
«Τράβα, καλέ μ', τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα».
«Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
Ένας πιχάει* με το μυστρί*, κι άλλος με τον ασβέστη,
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!»
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,
«Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό* μας!
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,
Τρεις αδερφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
παρά εκελάηδε κι έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα:
η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη*,
«Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει·
κι εγώ η πλιο στερνότερη* της Άρτας το γιοφύρι.
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
Ως τρέμει το καρυόφυλλο*, να τρέμει το γιοφύρι,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.
πόρχεται αργά τ' αποταχύ* και πάρωρα* το γιόμα».
– Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει* και περάσει».
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι:
Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει.
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
«Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει».
«Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι».
Να τηνε κι εξανάφανεν* από την άσπρη στράτα.
Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
«Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος*;

You might also like