You are on page 1of 13

2

Η ΑΡΧΑΪΚΗ ΡΩΜΗ

Η ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ (753-620)

Οι απαρχές της Ρώμης

Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση, όπως αναπαράγεται από τους αρχαίους


ιστορικούς, η πόλη της Ρώμης ιδρύθηκε το έτος 753 π.Χ. από τον Ρωμύλο, που έγινε και ο
πρώτος βασιλιάς της. Την βασιλεία του Ρωμύλου ακολούθησε μια σειρά επτά βασιλέων
μέχρι το 509, έτος κατά το οποίο η αριστοκρατία εκδίωξε τον τελευταίο βασιλιά και
εγκαθίδρυσε το ολιγαρχικό πολίτευμα. Αυτή η αφήγηση, ωστόσο, ανάγεται περισ σότερο
στη σφαίρα του μύθου παρά της ιστορικότητας, διότι η Ρώμη είναι ταυτόχρονα
αρχαιότερη και νεότερη από αυτή τη συμβατική χρονολογία. Πράγματι, όπως έχει
αποκαλύψει η αρχαιολογική σκαπάνη, η τοποθεσία ὀπου αργότερα γεννήθηκε η Ρώμη
ήταν κατοικημένη ήδη από τον 12ο αιώνα, αλλά η ίδρυση της πόλεως της Ρώμης έγινε
πολύ αργότερα, περί τα τέλη του 7ου αιώνα, με την κυριαρχία των Ετρούσκων.
Οι οικισμοί που ήταν διεσπαρμένοι στην περιοχή της Ρώμης απο-τελούνταν από
κυκλικές αχυροκαλύβες, οι οποίες διατηρήθηκαν στην ίδια μορφή μέχρι τον 7ο αιώνα. Οι
μικρές αυτές κοινότητες ήταν οργανωμένες, με βάση την πραγματική ή εικαζόμενη
συγγένεια των μελών τους, σε γένη (gentes), δηλαδή σε συνενώσεις οικογενειών που
συνδέονταν με την κοινή πεποίθηση ότι κατάγονται από τον ίδιο πρόγονο. Το κάθε γένος
είχε τη δική του γη, επί της οποίας τα μέλη του είχαν κοινοκτημοσύνη, τη δική του
ιδιαίτερη λατρεία και τις αντίστοιχες τελετές. Τα μέλη του κάθε γένους (gentiles) είχαν
όλα το κοινό όνομα του γένους και επέλεγαν τον αρχηγό τους, ο οποίος ασκούσε την
εξουσία ως πατέρας του γένους (pater), έχοντας απόλυτη δικαιοδοσία να επιλύει τις
διαφορές μεταξύ των μελών και να επιβάλλει κυρώσεις. Η δικαιοσύνη ήταν ιδιωτική και
απονεμόταν με βάση τα προφορικά κανονιστικά διατάγματα που κατά καιρούς
εκδίδονταν. Οι διαμάχες μεταξύ των γενών λύνονταν με πόλεμο μεταξύ τους και τα
λάφυρα διαμοιράζονταν μεταξύ των μελών του νικηφόρου γένους. Παράλληλα, στην
περιοχή κατοικούσαν και μεμονωμένες οικογένειες που δεν συνδέονταν με τα γένη, οι
οποίες με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης.

1
Η γέννηση της αριστοκρατίας των γενών

Κατά τον 8ο αιώνα στην περιοχή της Ρώμης συνέβησαν μεγάλες οικονομικές
αλλαγές, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των
ισχυρών γενών. Τα γένη (gentes) που είχαν συγκεντρώσει στην ιδιοκτησία τους μεγάλες
εκτάσεις γης ισχυροποιήθηκαν ακόμη περισσότερο και κατέληξαν να συγκροτήσουν μια
κλειστή αριστοκρατική ομάδα, η οποία κυριάρχησε επάνω στον υπόλοιπο πληθυσμό. Η
απόσταση που χώριζε τους ολιγάριθμους μεγαλογαιοκτήμονες από το πλήθος των
κοινωνικά και οικονομικά κατώτερων έγινε αγεφύρωτη. Η μάζα του πληθυσμού ανήκε
σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη απαρτιζόταν από οικογένειες μικροκαλλιεργητών
ανεξάρτητες από τα γένη, ενώ στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται πρόσωπα τα οποία
αναγκάσθηκαν λόγω της οικονομικής εξαθλίωσης να συνδεθούν με ένα από τα ισχυρά
γένη μέσω του δεσμού της πελατείας (clientela). Οι πελάτες (clientes) ήταν ελεύθεροι από
νομική άποψη, αλλά ζούσαν εγκατεστημένοι ως δουλοπάροικοι (coloni) στον αγρό του
πάτρωνά τους (patronus), απασχολούμενοι σε αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες.
Ο νομικός δεσμός που συνέδεε τον πελάτη με τον πάτρωνά του ήταν εξαιρετικά
ισχυρός και βασιζόταν σε ένα πλέγμα εκατέρωθεν υπο-χρεώσεων. Ο πελάτης είχε έναντι
του πατρωνά του το καθήκον της υπακοής και του σεβασμού. Ήταν υποχρεωμένος να
του παρέχει την ερ-γασία του, καθώς και κάθε υλική βοήθεια και ένοπλη υπηρεσία στους
πολέμους μεταξύ των γενών. Από την πλευρά του, ο πάτρωνας είχε την υποχρέωση να
εξασφαλίζει την ασφάλεια και τη νομική προστασία των πελατών του. Η έννοια της
αμοιβαίας εμπιστοσύνης (fides) είναι εκείνη που συνέχει την σχέση μεταξύ πελάτη και
πάτρωνα η οποία μάλιστα ήταν κληρονομική.
Ο θεσμός της πατρωνείας επιβίωσε και μετά την ίδρυση της πόλεως της Ρώμης, και
αποτέλεσε έναν από τους ισχυρότερους πυλώνες του ρωμαϊκού πολιτικοκοινωνικού
συστήματος στη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν. Στον Δωδεκάδελτο Νόμο που
εκδόθηκε στα μέσα του 5ου αιώνα ενσωματώθηκε μια διάταξη που εθιμικά ίσχυε από
πολύ παλιά, σύμφωνα με την οποία ο πάτρωνας που παραμελεί τις υποχρεώσεις του
έναντι του πελάτη του κηρύσσεται sacer, δηλαδή επάρατος και καταδικασμένος να
θανατωθεί από τον οποιονδήποτε, δίχως ο θά-νατός του να επιφέρει μίασμα στην
κοινότητα.

ΚΕΙΜΕΝΟ 9
Ο δεσμός της πατρωνείας (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή Αρχαιολογία 2, 9,
3 – 10, 4).

Ο Ρωμύλος όχι μόνον κόσμησε αυτή τη σχέση με ένα ευγενικό όνομα,


αποκαλώντας την προστασία των φτωχών και ταπεινών «πατρωνεία», αλλά απέδωσε
επίσης καλά έργα και στις δύο πλευρές, κάνοντας τον σύνδεσμο μεταξύ τους
φιλάνθρωπο και ταιριαστό σε πολίτες. Αυτά που θέσπισε τότε σχετικά με την
πατρωνεία, και που επί μακρόν συνέχισαν να ισχύουν για τους Ρωμαίους ήταν τα
ακόλουθα:
Καθήκον των πατρικίων ήταν να εξηγούν στους πελάτες τους τους νόμους, τους
οποίους εκείνοι αγνοούσαν, να τους φροντίζουν το ίδιο όταν ήταν απόντες όπως και

2
παρόντες, κάνοντας γι’ αυτούς όλα όσα κάνουν οι πατέρες για τους γιους όσον αφορά
τόσο τα χρήματα, όσο και τα συμβόλαια που σχετίζονται με χρήματα, να ασκούν
αγωγές εκ μέρους των πελατών τους όταν βλάπτονταν από κάποιο συμβόλαιο και να
τους υπερασπίζονται εναντίον οποιουδήποτε κατηγόρου, εν ολίγοις, να
εξασφαλίζουν γι’ αυτούς σε όλες τις ιδιωτικές και δημόσιες υποθέσεις την ειρήνη που
ιδιαίτερα χρειάζονταν.
Καθήκον των πελατών ήταν να βοηθούν τους πάτρωνές τους προμηθεύοντας
προίκες για τις κόρες τους όταν οι πατέρες δεν είχαν τα αναγκαία, να πληρώνουν τα
λύτρα στους εχθρούς όταν κάποιος από αυτούς ή τα παιδιά τους συλλαμβάνονταν
αιχμάλωτοι, να πληρώνουν εξ ιδίων τις αποζημιώσεις που τους επιβάλλονταν σε
ιδιω-τικές δίκες και τα πρόστιμα που καταδικάζονταν να πληρώσουν στο δημόσιο,
προσφέροντας αυτά τα χρήματα χαριστικά και όχι ως δάνειο . τέλος, να μοιράζονται
με τους πάτρωνές τους τα έξοδα των αρχών και των αξιωμάτων, καθώς και όλων των
δημόσιων δαπανών, σαν να ήταν συγγενείς τους.
Τόσο για τους πάτρωνες όσο και για τους πελάτες ήταν αντίθετο με το θεϊκό και
τον ανθρώπινο νόμο να εγείρουν αγωγές ο ένας εναντίον του άλλου, να καταθέτουν
ή να ψηφίζουν εναντίον του και να συγκαταλέγονται στους εχθρούς του. Και όποιος
καταδικαζόταν για κάποια από αυτές τις πράξεις θεωρούνταν ένοχος προδοσίας
σύμφωνα με το νόμο του Ρωμύλου και μπορούσε νομίμως να θανατωθεί από τον
οποιονδήποτε, θεωρούμενος ως θύμα αφιερωμένο στον καταχθόνιο Δία. Διότι ήταν
το έθιμο των Ρωμαίων, όποτε ήθελαν να κηρύξουν κάποιον εκτός νόμου και τον φόνο
του ατιμώρητο, τον αφιέρωναν σε κάποιο θεό, και ιδίως κάποιον από τους καταχθό-
νιους. αυτό το υιοθέτησε και ο Ρωμύλος.
Οι δεσμοί μεταξύ πελατών και πατρώνων συνεχίζονταν και στις επόμενες γενιές,
μεταβιβαζόμενοι από πατέρα σε γιο, όπως ακριβώς οι δεσμοί συγγένειας. Ακόμη,
θεωρείτο μεγάλος έπαινος για όσους ανήκαν σε επιφανείς οικογένειες να διαθέτουν
όσο το δυνατόν περισσότερους πελάτες και, όχι μόνο να διατηρούν όσους είχαν
κληρονομήσει από τους προγόνους τους, αλλά να αποκτούν και νέους με τη δική τους
αξία. Είναι πράγματι εκπληκτικό το μέγεθος του αντα-γωνισμού μεταξύ πατρώνων
και πελατών, ώστε να μην υπολείπονται οι μεν των δε σε καλή θέληση, καθώς οι
πελάτες αξίωναν να προσφέρουν κάθε δυνατή υπηρεσία στους προστάτες τους, και
οι πατρίκιοι να θέλουν να μην τους προκαλούν κανένα βάρος και να μην δέχονται
καμιά χρηματική δωρεά.

Η ομοσπονδία των γενών: συμβούλιο και βασιλεύς

Περί τα μέσα του 8ου αιώνα η αριστοκρατία των γενών, αφού κυριάρχησε επί των
κοινωνικά και οικονομικά ασθενέστερων, προώθησε τον συνοικισμό, δηλαδή την
γεωγραφική και πολιτική συνένωση των διεσπαρμένων οικισμών. Τα γένη κατέπαυσαν
τις μεταξύ τους εχθρο-πραξίες, ήλθαν σε συνεννόηση και συνασπίσθηκαν, με
αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια ομοσπονδία των γενών. Η διακυβέρνηση των
συνασπισμένων γενών ανατέθηκε σε ένα ομοσπονδιακό συμβούλιο, απαρτιζόμενο από
τους αρχηγούς των γενών, τους patres. Το συμβούλιο ή αλλιώς σύγκλητος (senatus) είχε
την ανώτατη εξουσία και στις συνεδριάσεις του αποφάσιζε κυρίαρχα για τα

3
σημαντικότερα ζητήματα της ομοσπονδίας. Επιπλέον είχε την δικαιοδοσία να ορίζει έναν
επικεφαλής της ομοσπονδίας, τον βασιλέα.
Η ρωμαϊκή παράδοση θεωρούσε ότι ο μυθικός βασιλιάς Ρωμύλος ήταν εκείνος που
δημιούργησε το συμβούλιο των patres, επιλέγοντας εκατό πατρικίους με μια περίπλοκη
«γεωμετρική» διαδικασία. Στην πραγματικότητα όμως η ιστορική πορεία των
πραγμάτων ήταν αντίστροφη, διότι την ανώτατη εξουσία της ομοσπονδίας την κατείχε η
σύγκλητος, ενώ ο βασιλιάς ήταν υπόλογος σε αυτήν.

ΚΕΙΜΕΝΟ 10
Η ίδρυση του αριστοκρατικού συμβουλίου από τον Ρωμύλο (Διονύσιος
Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή Αρχαιολογία 2, 12).

Έπειτα ο Ρωμύλος αποφάσισε να ορίσει κάποιους γέροντες για να τον βοηθούν


στη διοίκηση και γι’ αυτό επέλεξε εκατό άνδρες από τους πατρικίους με τον ακόλουθο
τρόπο. Ο ίδιος διόρισε έναν, τον καλύτερο από όλους, στον οποίο θεώρησε αρμόζον
να εμπιστευθεί τη διοίκηση της πόλεως κάθε φορά που ο ίδιος οδηγούσε το στρατό
εκτός συνόρων. Στη συνέχεια ζήτησε από τις φυλές να διαλέξουν η κάθε μια τρεις
άνδρες ευγενικής καταγωγής που βρίσκονταν στην ηλικία της μεγαλύτερης
φρόνησης. Αφού επιλέχθηκαν κι αυτοί οι εννέα, ζήτησε από κάθε φράτρα να
ονομάσει τους τρεις πιο άξιους πατρικίους. Προσθέτοντας στους εννέα που είχαν
επιλέξει οι φυλές τους ενενήντα εκλεγμένους από τις φράτρες και ορίζοντας αρχηγό
τους εκείνον που είχε επιλέξει ο ίδιος, συμπλήρωσε τον αριθμό των εκατό.
Το όνομα αυτού του συμβουλίου στα ελληνικά είναι «γερουσία» και έτσι το
αποκαλούν οι Ρωμαίοι ακόμη και σήμερα (senatus). Το συμβούλιο αυτό είναι
ελληνικός θεσμός. Οι έλληνες βασιλείς, τόσο οι κληρονομικοί όσο και οι εκλεγμένοι
από το λαό, είχαν ένα συμβούλιο αποτελούμενο από τους άριστους, όπως μαρτυρούν
ο Όμηρος και οι αρχαιότεροι ποιητές. Και η εξουσία των αρχαίων βασιλέων δεν ήταν
αυθαίρετη και απόλυτη όπως στις μέρες μας.

Ο βασιλεύς (rex)

Ο βασιλιάς ήταν ο επικεφαλής της ομοσπονδίας των γενών και είχε αρμοδιότητες
ιερατικές, στρατιωτικές και δικαστικές, ασκούσε όμως τη διακυβέρνηση κατ’ εντολή και
με την εξουσιοδότηση της συγκλήτου των patres, στον έλεγχο της οποίας υπόκειτο. Ως
θρησκευτικός αρχηγός ο βασιλιάς είχε την εξουσία της λήψης των οιωνών για την
εξασφάλιση της θεϊκής συναίνεσης στις ενέργειές του. Ως αρχιστράτηγος, συγκαλούσε
τον ένοπλο πληθυσμό και αναλάμβανε την ηγεσία του στρατού στη μάχη. Στη
δικαιοδοτική του αρμοδιότητα υπάγονται τα δύο εγκλήματα που θεωρούνται
σοβαρότερα, η προδοσία (perduellio) και ο φόνος ενός μέλους της αριστοκρατίας
(parricidium). Όλες οι άλλες υποθέσεις, είτε αφορούσαν τη διάπραξη αδικημάτων είτε
ιδιωτικές διαφορές, παρέμεναν στο εσωτερικό του κάθε γένους και εκδικάζονταν από
τους αρχη-γούς των γενών.

4
ΚΕΙΜΕΝΟ 11
Οι εξουσίες του βασιλέως και του συμβουλίου (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς,
Ρωμαϊκή Αρχαιολογία 2, 14, 1-2).

Αφού ρύθμισε αυτά, ξεχώρισε τις τιμές και τις εξουσίες που ήθελε να έχει η κάθε
τάξη. Για τον βασιλιά επιφύλαξε τα εξής προνόμια: κατ’ αρχάς, την πρωτοκαθεδρία
στις θρησκευτικές τελετές, στις θυσίες και σε ό,τι αφορούσε τη λατρεία των θεών.
Έπειτα, την φύλαξη των νόμων και εθίμων της πόλεως και τη γενική εποπτεία της
δικαιοσύνης σε όλες τις περιπτώσεις, είτε στηρίζονταν στο φυσικό δίκαιο είτε στο
θετό. Δίκαζε επίσης ο ίδιος τα βαρύτερα εγκλήματα και άφηνε τα ελαφρότερα στους
συγκλητικούς, φροντίζοντας όμως να παίρνουν ορθές αποφάσεις. Συγκαλούσε τη
σύγκλητο και τη συνέλευση των πολιτών, όπου έλεγε τη γνώμη του πρώτος και
εκτελούσε την απόφαση της πλειοψηφίας. Αυτά τα προνόμια έδωσε στον βασιλέα και
επιπλέον την απόλυτη αρχηγία στον πόλεμο.
Στη σύγκλητο έδωσε τιμή και εξουσία ως εξής: να διαβουλεύεται και να ψηφίζει
για όσα θέματα εισήγαγε ο βασιλιάς, και να υπερισχύει η γνώμη της πλειοψηφίας. Ο
Ρωμύλος και αυτό το αντέγραψε από το πολίτευμα των Λακεδαιμονίων, διότι και οι
δικοί τους βασιλείς δεν είχαν απόλυτη και αυθαίρετη εξουσία στις δημόσιες
υποθέσεις, αλλά ελέγχονταν πλήρως από τη γερουσία.

Η φύση της βασιλικής εξουσίας

Στην αρχική φάση της βασιλείας, η βασιλική εξουσία πηγάζει από την συναίνεση
των αρχηγών των αριστοκρατικών γενών. Χωρίς να είναι κληρονομική, η εξουσία
περιορίζεται στον στενό κύκλο των patres και αποδίδεται σε έναν από αυτούς με τη
συμφωνία όλων. Η διάρκεια της θητείας του βασιλέως δεν είναι απαραίτητα ισόβια ούτε
προσδιορισμένη χρονικά, αλλά είναι αόριστη, εξαρτώμενη από τη συναίνεση του
συμβουλίου. Η εξάρτηση του βασιλέως από το συμβούλιο των patres και η υποταγή του
σε αυτό αποτυπώνεται στον θεσμό της ετήσιας ανανέωσης της βασιλικής θητείας μέσω
της «φυγής του βασιλέως» (regifugium). Ο θεσμός αυτός υποχρεώνει κάθε χρόνο τον
βασιλιά να παραδίδει τελετουργικά την εξουσία στους patres για διάστημα πέντε ημερών.
Ο συμβολισμός αυτής της ενέργειας είναι σαφής: στο διάστημα του πενθημέρου η
εξουσία επανέρχεται στην αρχική της πηγή, προκει-μένου να ανανεωθεί και να
μεταβιβαστεί εκ νέου. Εάν το συμβούλιο των αρχηγών των γενών εγκρίνει τις πράξεις
του προηγούμενου βασιλιά, του παραδίδει και πάλι την εξουσία, ενώ αν δεν τις εγκρίνει,
επιλέγει έναν άλλο από τους ομοίους του.
Με ανάλογο τρόπο λειτουργεί και ο θεσμός της μεσοβασιλείας, ο οποίος
εφαρμόζεται κάθε φορά που πρόκειται να ορισθεί νέος βασιλέας (interregnum). Μετά τον
θάνατο ή την καθαίρεση του βασιλιά, η βασιλική εξουσία περιέρχεται διαδοχικά σε κάθε
έναν από τους αρχηγούς των γενών, ο οποίος αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση ως
μεσοβασιλέας για διάστημα πέντε ημερών. Το στάδιο αυτό διαρκεί έως ότου επιτευχθεί
συμφωνία για το πρόσωπο του επόμενου βασιλέα, οπότε ακολουθεί η τελετουργική
παράδοση της εξουσίας.
Κομβική έννοια για την κατανόηση της υφής της υπέρτατης εξουσίας του βασιλιά
είναι το auspicium, δηλαδή το «δικαίωμα λήψης των οιωνών». Όλες οι πράξεις που
σχετίζονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας, όπως η σύγκληση της συνέλευσης των

5
φρατρών, η αναχώρηση για εκστρατεία, η έναρξη της μάχης, γίνονται απαραιτήτως με
την συναίνεση των θεών, ιδίως του Διός. Η θεϊκή συναίνεση εξασφαλίζεται μέσω της
τελετουργικής λήψης των οιωνών, η οποία συνίσταται στην παρατήρηση της πτήσης των
πουλιών. Το δικαίωμα της επικοινωνίας με τους θεούς, και κατά συνέπεια της λήψης των
οιωνών, ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα στο συμβούλιο των patres και με δική του
απόφαση μεταβιβάζεται στον βασιλέα. Είναι αξιοσημείωτο ότι η έννοια του auspicium
παρέμεινε κεντρική για το δημόσιο δίκαιο της Ρώμης ακόμη και μετά την αλλαγή του
πολιτεύματος. Μετά την αλλαγή του καθεστώτος με την εγκατάσταση της respublica το
509, το δικαίωμα λήψης των οιωνών θα αναβιώσει και, αντί του βασιλέως, θα
μεταβιβάζεται πλέον στους άρχοντες (υπάτους).

ΚΕΙΜΕΝΟ 12
Το δικαίωμα λήψης των οιωνών (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή
Αρχαιολογία 2, 6, 1-3).

Όταν λοιπόν ο Ρωμύλος, στις προαναφερθείσες περιστάσεις, έλαβε και την


έγκριση των θεών, συγκάλεσε τον λαό σε συνέλευση και, αφού τους εξέθεσε όλους
τους οιωνούς, ο λαός τον εξέλεξε βασιλιά και καθιέρωσε το έθιμο που θα τηρούνταν
από όλους τους διαδόχους του, κανείς να μην δέχεται το αξίωμα του βασιλιά ή άλλου
άρχοντα προτού δώσουν και οι θεοί την έγκρισή τους. Αυτό το έθιμο σχετικά με τους
οιωνούς συνέχισε να τηρείται από τους Ρωμαίους για πολύ καιρό, όχι μόνο ενόσω την
πόλη κυβερνούσαν οι βασιλείς αλλά και μετά την ανατροπή της μοναρχίας, στις
εκλογές των υπάτων, των πραιτόρων και των άλλων νόμιμων αξιωμάτων.
Στην εποχή μας όμως έχει πέσει σε αχρησία, εκτός από κάποιο τελετουργικό που
παραμένει τυπικά. Όσοι, δηλαδή, πρόκειται να αναλάβουν τα αξιώματα
διανυκτερεύουν στο ύπαιθρο και την αυγή προσεύχονται κάτω από τον ουρανό. Τότε,
ορισμένοι από τους παρόντες οιωνοσκόπους, που πληρώνονται από την πόλη,
ισχυρίζονται ότι μια αστραπή που έλαμψε από αριστερά τούς έδωσε κάποιο σημάδι,
παρόλο που κάτι τέτοιο δεν συνέβη.
Οι άλλοι, παίρνοντας αυτούς τους οιωνούς, φεύγουν για να αναλάβουν τα
αξιώματά τους. Ορισμένοι θεωρούν αρκετό το γεγονός ότι δεν παρουσιάστηκαν
οιωνοί αντίθετοι, που να το απαγορεύουν, ενώ άλλοι ενεργούν ακόμη και αντίθετα
με τη θέληση του θεού. Πράγματι, πολλές φορές καταφεύγουν στη βία και
υφαρπάζουν τα αξιώματα αντί να τα δέχονται.

Η φρατρική συνέλευση (comitia curiata)

Για τις ανάγκες των πολεμικών εκστρατειών, ο μάχιμος πληθυσμός, που


αποτελούνταν από τα μέλη των γενών μαζί με τους πολυπληθείς πελάτες τους, αλλά και
από τους ανεξάρτητους γεωργούς, διαιρέθηκε με χωροταξικά κριτήρια σε τρεις φυλές
(Tities, Ramnes, Luceres) και κάθε μια από αυτές υποδιαιρέθηκε περαιτέρω σε δέκα
φράτρες (curiae). Οργανωμένος σε φυλές και φράτρες, ο στρατός συγκεντρωνόταν σε
συνέλευση, προκειμένου να ακούσει τις διαβουλεύσεις και τις αποφάσεις των αρχηγών
του, εκφράζοντας την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία του δια βοής. Σε καιρό ειρήνης

6
η συνέλευση των φρατρών (comitia curiata) μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της πόλεως,
όπου συγκαλείτο σποραδικά και λειτουργούσε με τον ίδιο τρόπο.
Κυριαρχούμενη από τους αρχηγούς των αριστοκρατικών οικογενειών, η συνέλευση
των φρατρών δεν είχε αποφασιστικές αρμοδιότητες αλλά λειτουργούσε κατά βάση ως
μηχανισμός στήριξης της αριστοκρατίας, παρέχοντας την συναίνεσή της στις αποφάσεις
των patres, που αφορούσαν ως επί το πλείστον τις στρατιωτικές εκστρατείες. Ακόμη, η
συνέλευση των φρατρών εμφανιζόταν ως εγγυήτρια της τέλεσης ορισμένων
πανηγυρικών δικαιοπραξιών που εξασφάλιζαν τη διατήρηση των οικογενειών, καθώς
ενώπιόν της καταρτίζονταν οι δημόσιες διαθήκες και οι υιοθεσίες. Όταν αγρότερα η
φρατρική συνέλευση θα ατονήσει, με τη δημιουργία της λοχίτιδας συνέλευσης, οι
διαθήκες και οι υιοθεσίες θα εξακολουθήσουν να τελούνται ενώπιον τριάντα
αντιπροσώπων των φρατρών. Τα μέλη της φρατρικής συνέλευσης, της curia,
αποκαλούνται quirites και με τον ίδιο όρο θα προσδιορίζεται αργότερα το σύνολο των
Ρωμαίων σε αντιδιαστολή με τους ξένους και τους δούλους.

ΚΕΙΜΕΝΟ 13
Η δημιουργία των τριών φυλών και των φρατρών (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς,
Ρωμαϊκή Αρχαιολογία 2, 7).

Ο Ρωμύλος, που με αυτόν τον τρόπο επιλέχθηκε ως βασιλιάς από τους θεούς και
τους ανθρώπους, θεωρείται ότι είχε μεγάλες στρα-τιωτικές ικανότητες, προσωπική
ανδρεία και τη μεγαλύτερη σοφία στην εγκαθίδρυση του καλύτερου είδους
διακυβέρνησης. Θα εκθέσω τα πολιτικά και στρατιωτικά κατορθώματά του που αξίζει
να ανα-φερθούν στην ιστορία, και πρώτα θα μιλήσω για τη μορφή διακυβέρνησης που
ίδρυσε, την οποία θεωρώ ως την πιο αυτάρκη από όλα τα πολιτικά συστήματα, τόσο
για τον πόλεμο όσο και για την ειρήνη.
Το σχέδιό του ήταν το εξής. Δαίρεσε όλο το λαό σε τρεις ομάδες, βάζοντας
επικεφαλής της κάθε μιας τον πιο διακεκριμένο άνδρα. Έπειτα υποδιαίρεσε την κάθε
ομάδα σε δέκα υπο-ομάδες και όρισε επικεφαλής τους ισάριθμους άνδρες μεταξύ των
γενναιότερων. Ονόμασε τις μεγαλύτερες ομάδες φυλές (tribes) και τις μικρότερες
φράτρες (curiae), όπως ονομάζονται ακόμη σήμερα. [...]
Τις φράτρες τις υποδιαίρεσε περαιτέρω σε δέκα μέρη, με τον δικό του αρχηγό το
κάθε ένα, αποκαλούμενο στη γλώσσα τους decurio. Αφού διαίρεσε το λαό και τον
υπήγαγε σε φυλές και φράτρες, διαίρεσε έπειτα τη γη σε τριάντα ίσα μέρη και τα
απέδωσε στις φράτρες, ξεχωρίζοντας όση γη χρειαζόταν για τη συντήρηση των ιερών
και των βωμών, καθώς και ένα μέρος για δημόσια χρήση.

Η ενίσχυση της αριστοκρατίας κατά τον 7ο αιώνα

Κατά τον 7ο αιώνα η ρωμαϊκή αριστοκρατία των πλούσιων γαιοκτημόνων


ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο και κατέληξε να συγκροτήσει μια κλειστή ομάδα η οποία
διαφύλαξε για τον εαυτό της την άσκηση της εξουσίας και όλα τα προνόμια που
απέρρεαν από αυτήν. Τα μέλη της αριστοκρατίας άρχισαν να προσδιορίζονται με τον όρο

7
«πατρίκιοι» (patricii, δηλαδή απόγονοι των patres), κατέχουν εκτεταμένες γαιοκτησίες
και έχουν την υποστήριξη της πολυπληθούς πελατείας τους.
Οι πατρίκιοι εξασφάλισαν την αποκλειστική άσκηση των ποικίλων ιερατικών
αξιωμάτων και επιπλέον κατοχύρωσαν την κληρονομικότητα των μελών του
ομοσπονδιακού συμβουλίου. Από εκείνη την εποχή και έπειτα στο συμβούλιο των patres
είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν μόνον οι απόγονοι των παλαιών μελών. Το σώμα των
ιππέων (equites) συγκροτήθηκε από πατρικίους, επειδή στις εκστρατείς μόνον αυτοί
είχαν την οικονομική δυνατότητα να εφοδιαστούν με άλογα και με τον απαιτούμενο
εξοπλισμό. Το σώμα των ιππέων, ως διακριτή κοινωνική τάξη, θα επιφυλάξει για τον
εαυτό του κεντρικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της Ρώμης κατά τους αιώνες που θα
ακολουθήσουν.

ΚΕΙΜΕΝΟ 14
Η θεσμοθέτηση της τάξης των πατρικίων. Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή
Αρχαιολογία 2, 8 – 2, 9, 1 (αποσπάσματα).

Θα αναφερθώ τώρα στην διάκριση που αφορούσε μόνο τους άνδρες, η οποία
απένεμε τις ευγενείς υπηρεσίες και τις τιμές ανάλογα με την αξία. Ο Ρωμύλος
ξεχώρισε εκείνους που ήταν εξέχοντες λόγω της γέννησής τους, επιδοκιμάζονταν για
την αρετή τους και κατείχαν πλούτο με τα δεδομένα της εποχής τους, εφόσον είχαν
αποκτήσει τέκνα, από τους αφανούς καταγωγής, τους ταπεινούς και τους φτωχούς.
Αποκάλεσε τους ταπεινούς «πληβείους» (οι Έλληνες θα τους αποκαλούσαν «δήμο»)
και τους ανώτερους «πατρικίους», είτε επειδή είχαν παιδιά είτε επειδή είχαν ευγενή
καταγωγή, είτε και για τρους δύο λόγους. Αναφέρεται ότι, όποτε οι βασιλεις
αποφάσιζαν να συγκαλέσουν το συμβούλιο των πατρικίων, οι κήρυκες καλούσαν τον
κάθε έναν από αυτούς με το όνομα και το πατρώνυμό του, ενώ τους πληβείους τους
καλούσαν ομαδικά με βούκινα.
Ο Ρωμύλος, αφού ξεχώρισε τους ευγενείς από τους ταπεινούς, θέσπισε νόμους που
όριζαν τα καθήκοντα της κάθε ομάδας. Οι πατρίκιοι προορίζονταν για ιερείς,
άρχοντες και δικαστές, και θα βοηθούσαν τον βασιλιά στη δημόσια διοίκης. Οι
πληβείοι δεν συμμε-τείχαν σε αυτά τα καθήκοντα, επειδή δεν ήταν εξοικειωμένοι με
αυτά και επειδή η ένδειά τους δεν τους επέτρεπε να αφιερώσουν τον απαιτούμενο
χρόνο, αφού ήταν απασχολημένοι με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και το εμπόριο.
Αυτό θα τους απέτρεπε από το να στασιάζουν, όπως συμβαίνει σε άλλες πόλεις όπου
οι άρχοντες κακομεταχειρίζονται τους ταπεινούς ή όταν οι απλοί και οι ενδεείς
φθονούν όσους έχουν εξουσία.

2. Η ΕΤΡΟΥΣΚΙΚΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ (620-509)

Η ίδρυση της πόλεως από τους Ετρούσκους κατακτητές

Στα τέλη του 7ου αιώνα το έθνος των Ετρούσκων, που μέχρι τότε κατοικούσε
διεσπαρμένο σε ομόσπονδες πόλεις γύρω από την περιοχή της Ρώμης, κατέλαβε το

8
Λάτιο, συνένωσε τα εδάφη του και επεκτάθηκε σε ολόκληρη την κεντρική Ιταλία. Τότε οι
Ετρούσκοι ένωσαν τα χωριά που βρίσκονταν διεσπαρμένα στους λόφους και ίδρυσαν την
πόλη της Ρώμης, που αρχικά εκτεινόταν στην περιοχή του Παλατίνου, του Καπιτωλίου
και του Κυριναλίου λόφου. Σημαντική οικοδομική δραστηριότητα σηματοδότησε την
ίδρυση της πόλεως, η οποία κοσμήθηκε με το βασιλικό κτήριο της Regia και το ναό της
θεάς Εστίας. Δημιουργήθηκε ένας ειδικά διαμορφωμένος πλακόστρωτος χώρος όπου
διεξαγόταν η απονομή της δικαιοσύνης και συναθροίζονταν οι συνελεύσεις των πολιτών
(comitium), ενώ διαμορφώθηκαν ακόμη ο περίκλειστος χώρος της αγοράς (forum) και ο
ιερός χώρος που προοριζόταν για τις τελετές λήψης των οιωνών (auguraculum). Την ίδια
εποχή κατασκευάστηκε λιμάνι στον Τίβερη, άρχισε η οικοδόμηση του περίλαμπρου ναού
που αφιερώθηκε στην τριάδα του Διός, της Ήρας και της Αθηνάς και λίγο αργότερα, περί
τα μέσα του 6ου αιώνα, κατασκευάστηκαν τα τείχη της πόλεως.
Η προσφορά των εξελιγμένων Ετρούσκων στον ρωμαϊκό πολιτισμό είναι
πολύπλευρή και ανεκτίμητη, καθώς επηρέασαν καθοριστικά την θρησκεία και τις
λατρευτικές πρακτικές, τον τρόπο οικοδόμησης οικιών και δημόσιων κτηρίων και το
ονομαστικό σύστημα. Επιπλέον οι Ετρούσκοι εισήγαγαν την βιοτεχνία και το εμπόριο,
καθώς και το χαλκιδικό αλφάβητο, που οι ίδιοι είχαν παραλάβει από τους Έλληνες. Από
τα τέλη του 7ου αιώνα οι Ρωμαίοι, οργανωμένοι πλέον σε πολιτική κοινωνία, αρχίζουν να
κτίζουν με σταθερά υλικά ναούς και οικίες με αίθριο, οριοθετούν τον δημόσιο χώρο και
τους αγρούς τους και υιοθετούν την χρήση της γραφής ενώ μέχρι τότε γνώριζαν μόνον
την προφορικότητα.

Νομική οριοθέτηση της πόλεως (pomoerium)

Όπως υπαγόρευαν οι θρησκευτικές παραδόσεις των Ετρούσκων, η ίδρυση μιας


πόλης γινόταν τελετουργικά: το τυπικό απαιτούσε κατ’ αρχάς την επιλογή μιας
ευοίωνης ημέρας και οι ιδρυτικές τελετές κορυφώνονταν με την χάραξη μιας κυκλικής
τάφρου για την οριοθέτηση της πόλης και την κατασκευή, στο εσωτερικό της, ενός
τείχους. Η ζώνη αυτή ονομαζόταν pomoerium και αποτελούσε το όριο της πόλεως,
επομένως ο χώρος που περιβαλλόταν από το pomoerium αντιστοιχούσε στο άστυ, σε
αντίθεση με την ύπαιθρο που βρισκόταν περιμετρικά εκτός αυτού. Ακολουθώντας αυτό
το τυπικό, ο πρώτος Ετρούσκος βασιλιάς, Ταρκύνιος ο πρεσβύτερος, προσδιόρισε περί το
έτος 620 τα όρια της πόλεως της Ρώμης, χαράσσοντας τον περίβολο του pomoerium, τον
οποίο κήρυξε ιερό. Στο σημείο όπου είχε τοποθετηθεί αρχικά σειρά πασάλων, χτίστηκαν
αργότερα τα τείχη της πόλεως.
Η οριοθέτηση του χώρου του άστεως, πέραν της θρησκευτικής και της πολεοδομικής
λειτουργίας, είχε και σημαντικές νομικές συνέπειες, οι οποίες μάλιστα όχι μόνο δεν
καταργήθηκαν μετά την αλλαγή του πολιτεύματος, αλλά τηρήθηκαν απαρέγκλιτα επί
αιώνες. Η νομική σημασία του pomoerium αφορά το πεδίο του δημοσίου δικαίου και
υπαγορεύει το είδος της εξουσίας του βασιλέως (και αργότερα των υπάτων),
διακρίνοντας μεταξύ καθαρά αστικής (imperium domi) και στρατιωτικής εξουσίας
(imperium militiae). Στο πλαίσιο της αστικής εξουσίας του, ο βασιλιάς έχει προεχόντως
δικαστικά καθήκοντα, αρμοδιότητα που ενισχύθηκε ιδιαίτερα μετά την ίδρυση της
πόλεως της Ρώμης και τον περιορισμό της ισχύος των γενών, και ειδικότερα της
δικαστικής τους δραστηριότητας. Η στρατιωτική εξουσία του βασιλέως, αντίθετα, τίθεται
σε ισχύ και ασκείται αποκλειστικά εκτός των τειχών της Ρώμης και συνίσταται στην
απόλυτη και απεριόριστη δικαιοδοσία του σε ό,τι αφορά τη διεξαγωγή του πολέμου.

9
Παράλληλα, η ιερή ζώνη του pomoerium οριοθετούσε το ιδιαίτερο θρησκευτικό καθεστώς
του άστεως, στο εσωτερικό του οποίου απαγορευόταν η ταφή των νεκρών και η
οπλοφορία.

Η νέα αντίληψη της εξουσίας: imperium

Με την επικράτηση των Ετρούσκων και την ίδρυση της πόλεως της Ρώμης περί το
620, η μορφή της βασιλείας άλλαξε. Από αρχηγός μιας ομοσπονδίας γενών, που
επιλεγόταν και κυβερνούσε με την έγκριση του αριστοκρατικού συμβουλίου των patres,
ο βασιλεύς κατέστη μονάρχης μιας πόλεως. Άμεση συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν
η μεταβολή των θεμελίων της βασιλικής εξουσίας, αφού καταργήθηκε η διαμεσολάβηση
των γενών και πλέον η εξουσία του βασιλέως στηρίχθηκε και στον λαό της πόλεως, τους
πολίτες.
Η εγκαθίδρυση της ετρουσκικής βασιλείας επέβαλε μια διαφορετική αντίληψη για
την έννοια της βασιλικής εξουσίας, η οποία προσδιο-ριζόταν με τη λέξη imperium. Το
imperium εκφράζει την απόλυτη εξουσία του βασιλέως, που περιλαμβάνει τη
στρατιωτική ηγεσία, την ανώτατη εξουσία μέσα στην πόλη, και την αμετάκλητη
δικαιοδοσία του να επιλύει δικαστικά τις διαφορές και να επιβάλλει τον καταναγκασμό
κατά το δοκούν. Σύμβολα του imperium είναι οι δέσμες ράβδων (fasces), με ένα διπλό
πέλεκυ στο κέντρο τους, τις οποίες μεταφέρουν δώδεκα ραβδούχοι σε όλες τις δημόσιες
εμφανίσεις του βασιλέως, εντός και εκτός πόλεως. Ανάμεσα στους προπορευόμενους
ραβδούχους και τον βασιλέα δεν επιτρέπεται να παρεμβληθεί κανείς, εκτός από τον
έφηβο γιο του βασιλιά. Οι δέσμες των ράβδων με τον πέλεκυ εκφράζουν – και
πραγματώνουν – αφ’ ενός μεν την απόλυτη εξουσία καταναγκασμού (coercitio) που είχε
ο βασιλιάς εντός της πόλεως, εναντίον οποιουδήποτε απειθαρχούσε ή προσέβάλλε το
κύρος του, και αφ’ετέρου το δικαίωμα ζωής και θανάτου επί των στρατεύσιμων πολιτών
εκτός της πόλεως.
Η πρόσδοση του imperium γινόταν μόνο με τη λήψη των οιωνών (auspicium) και
έπαψε να εξαρτάται από τη νομιμοποίηση του συμβουλίου των patres, όπως συνέβαινε
με τη μέχρι τότε βασιλεία. Παράλληλα, ενώ οι πατρίκιοι έχασαν το προνόμιο της
επιλογής του βασιλέα, ένα νέο στοιχείο, μεστό νοήματος, εμφανίστηκε στην βασιλική
αναγόρευση: πρόκειται για το λαό, συγκεντρωμένο στη φρατρική συνέλευση, ο οποίος
καλείται να δώσει τη συναίνεσή του επευφημώντας το νέο βασιλιά.
Το imperium ήταν μια καινοφανής αντίληψη περί κυριαρχίας, που εισήχθη με την
επικράτηση των Ετρούσκων και όχι μόνο δεν έσβησε με την μεταγενέστερη αλλαγή του
πολιτεύματος, αλλά αντίθετα κατέστη κεντρική έννοια για την άσκηση της εξουσίας σε
όλη τη διάρκεια της ρωμαϊκής ιστορίας.

Ο μετασχηματισμός της Ρώμης

Κατά του διάρκεια του 6ου αιώνα η Ρώμη γνώρισε τεράστιες μετα-βολές σε πολιτικό,
οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, κάτω από την εξουσία μιας σειράς βασιλέων
ετρουσκικής καταγωγής. Οι βασιλείς της περιόδου αυτής ακολούθησαν πολιτικές
παρόμοιες με αυτές των σύγχρονών τους τυράννων των ελληνικών πόλεων, καθώς από
τη μια μεριά περιόρισαν την παραδοσιακή ελίτ και από την άλλη, στηριζόμενοι στην
υποστήριξη της μάζας των πολιτών, συνεισέφεραν στο σχηματισμό αυτής της ως τότε
άμορφης μάζας σε πολιτικό σώμα. Ο παραμερισμός των πατρικίων, με τη στέρηση του

10
προνομίου να επιλέγουν το βασιλιά και την κατάργηση του θεσμού της μεσοβασιλείας,
επιτάθηκε ακόμη περισσότερο με την εισαγωγή στη σύγκλητο εκατό νέων μελών τα
οποία δεν ανήκαν στην αριστοκρατία και ήταν ως επί το πλείστον Ετρούσκοι, έργο του
Ταρκύνιου του Πρεσβύτερου. Παράλληλα, με την διαμόρφωση του στρατού και την
αυστηρή κατάταξη των μάχιμων πολιτών σε τάξεις, αναδύθηκε η έννοια του λαού
(populus), η οποία έμελλε να αποτελέσει, μαζί με τη σύγκλητο, τον έναν από τους δύο
πυλώνες του μεταγενέστε-ρου ρωμαϊκού πολιτεύματος.

Οπλιτική επανάσταση και πολίτες

Όπως συνέβη στην Ελλάδα την ίδια εποχή, παρόμοια και στη Ρώμη η αλλαγή της
πολεμικής τεχνικής επέφερε σημαντικές πολιτικές συνέπειες. Η εισαγωγή της οπλιτικής
φάλαγγας αντικατέστησε τον τρόπο μάχης των γενών και διέρρηξε (χωρίς όμως να τον
καταλύσει) τον πελατειακό δεσμό. Κατά τη μάχη, τη μεγαλύτερη σημασία δεν είχε πλέον
η σχέση του πάτρωνα με τους πελάτες του, αλλά η μαζική συμμετοχή των δυναμένων να
φέρουν όπλα, των οπλιτών. Ο νέος τρόπος μάχης προϋπέθετε συλλογικές ενέργειες και
αλληλεγγύη μεταξύ των πολεμιστών, γεγονός που καλλιέργησε την αίσθηση ότι όλοι οι
μετέχοντες ανήκουν από κοινού σε ένα σύνολο, στον στρατό της πόλεως. Επειδή όμως
δεν είχαν όλοι οι πολεμιστές τις ίδιες δυνατότητες εξοπλισμού, δημιουργήθηκε ένα
τιμοκρατικό σύστημα κατάταξης των πολιτών ανάλογα με τον πλούτο τους. Το σύστημα
αυτό προσομοιάζει με την κατάταξη των πολιτών σε τέσσερις τάξεις από τον Σόλωνα, με
τη διαφορά ότι κριτήριο του αθηναίου νομοθέτη ήταν το ετήσιο εισόδημα και όχι η
περιουσία.
Οι περιγραφές που δίνουν οι αρχαίοι ιστορικοί για την οργάνωση του στρατού, και
συνακόλουθα του πολιτικού σώματος, σε τάξεις αντανακλούν την τελική μορφή που είχε
λάβει αυτή η κατάταξη, και όχι την αρχική των μέσων του 6 ου αιώνα. Το πιθανότερο είναι
ότι αρχικά το μάχιμο σώμα του πεζικού διαιρέθηκε σε εξήντα λόχους των εκατό ανδρών
(centuriae) και παράλληλα δημιουργήθηκε μια εφεδρεία ισάριθμων λόχων,
απαρτιζόμενων από όσους ήταν άνω των σαράντα πέντε ετών. Οι νεότεροι (iuniores)
αποτελούσαν το εκστρατευτικό σώμα του στρατού, ενώ οι πιο ηλικιωμένοι (seniores)
προορίζονταν για τη φρουρά της πόλης. Οι πλούσιοι αριστοκράτες σχημάτισαν
ξεχωριστό σώμα, το ιππικό, διαρθρωμένο σε έξι λόχους. Οι υπόλοιποι, όσοι δεν είχαν την
οικονομική δυνατότητα να προμηθευτούν κανενός είδους εξοπλισμό, αποτέλεσαν τους
«εκτός τάξεως» (infra classem).

Η δημιουργία της λοχίτιδας συνέλευσης

Η συγκρότηση του στρατού της πόλεως επέφερε την ταύτιση του οπλίτη, που
υπερασπιζόταν την πόλη του στη μάχη, με την έννοια του πολίτη, δηλαδή του οργανικού
μέλους της πολιτικής κοινωνίας που είχε δικαιώματα και υποχρεώσεις απέναντι σε
αυτήν. Κατ΄ αναλογία των όσων συνέβησαν στην αρχαϊκή Ελλάδα, έτσι και στη Ρώμη, η
συνέλευση του στρατού, όπου οι οπλίτες συναθροίζονταν για να επιδοκιμάσουν δια βοής
τις αποφάσεις του βασιλιά σχετικά με τη μάχη, μετασχηματίστηκε γρήγορα σε πολιτική
συνέλευση και διευρύνθηκε το πεδίο των αποφά-σεων στις οποίες χρειαζόταν η
συναίνεση των μάχιμων πολιτών.
Η λοχίτιδα συνέλευση των πολιτών (comitia centuriata) συγκροτήθηκε στα πρότυπα
της συνέλευσης του στρατού, ο οποίος ήταν οργανωμένος σε λόχους, και απαρτίστηκε

11
από τους ίδιους ένοπλους πολίτες. Εξακολούθησε μάλιστα να συγκαλείται εκτός των
τειχών της Ρώμης, με τον ήχο της σάλπιγγας όπως και στον πόλεμο.

Η Ρώμη επί Σερβίου Τυλλίου (578-534)

Οι ριζικές αυτές μεταρρυθμίσεις που άρχισαν περί τα μέσα του 6 ου αιώνα


αποδίδονται στον βασιλέα Σέρβιο Τύλλιο, πρόσωπο που βρίσκεται μεταξύ μύθου και
ιστορικότητας. Το έργο που επιτελέστηκε στο διάστημα αυτό ανακαλεί τις εξελίξεις που
είχαν συμβεί στην Αθήνα λίγο νωρίτερα επί Σόλωνα και ο τρόπος διακυβέρνησης
προσομοιάζει με το πρότυπο του «αγαθού τυράννου» της αρχαϊκής εποχής, όπως ήταν ο
Πεισίστρατος.
Επί Σερβίου Τυλλίου δημιουργήθηκε στη Ρώμη η μεσαία τάξη, αποτελούμενη από
εμπόρους και τεχνίτες, στην οποία αποδόθηκε μεγάλη σημασία, επειδή ήταν ο πυρήνας
του στρατού. Έγινε αναδασμός της γης σε ευρεία κλίμακα, στον οποίο περιλήφθηκαν και
οι πελάτες, οι οποίοι απέκτησαν την κυριότητα των αγρών που μέχρι τότε καλλιεργούσαν
ως δουλοπάροικοι των πλουσίων. Για την εξυπηρέτηση των συναλλαγών και
περισσότερο για τις ανάγκες αποτίμησης της περιουσίας των πολιτών δημιουργήθηκε
ένα πρωτόλειο είδος νομίσματος, με βασική μονάδα μια ορειχάλκινη ράβδο ορισμένου
βάρους. Ταυτόχρονα έκανε την εμφάνισή του ο θεσμός της δουλείας, ο οποίος αποτέλεσε
στη συνέχεια το σημείο αναφορά της ρωμαϊκής οικονομίας. Με την ανάπτυξη του
εμπορίου και της βιοτεχνίας η Ρώμη έγινε μια ευημερούσα πόλη, η οποία στα τελη του 6 ου
αιώνα αριθμούσε περίπου τριάντα χιλιάδες πολίτες και συνολικά περί τις εκατό χιλιάδες
κατοίκους.

Η δημιουργία των εδαφικών φυλών

Στο βασιλιά Σέρβιο Τύλλιο αποδίδεται επίσης ένας νέος τρόπος κατανομής του
πληθυσμού βασιζόμενος στον τόπο κατοικίας, με τη δημιουργία των εδαφικών φυλών.
Οι φυλές αυτές δεν έχουν καμία σχέση με τις παλαιότερες τρεις φυλές των Ρωμαίων, οι
οποίες ανήκουν στην οργάνωση των γενών. Η περιοχή του άστεως κατατμήθηκε σε
τέσσερις αστικές φυλές και η ύπαιθρος χώρα σε δέκα αγροτικές φυλές, και όλοι οι πολίτες
εντάχθηκαν σε μία από αυτές με βάση τον τόπο κατοικίας τους. Στις αστικές φυλές
υπήχθησαν οι έμποροι, οι τεχνίτες και οι ακτήμονες, ενώ τις αγροτικές φυλές απάρτισαν
οι ιδιοκτήτες γης. Αυτή η μεταρρύθμιση ήταν πολύ σημαντική για την αποσαφήνιση και
την ισχυροποίηση της έννοιας του πολίτη, διότι αφ’ ενός συνέδεσε τους πολίτες με τον
τόπο όπου κατοικούσαν ή όπου βρισκόταν η γαιοκτησία τους, και αφ’ ετέρου τους
απομάκρυνε από την κυριαρχία των γενών.

ΚΕΙΜΕΝΟ 15
Η δημιουργία των τεσσάρων αστικών φυλών από τον Σέρβιο Τύλλιο. Τίτος Λίβιος
1, 43, 13.

Αφού διαίρεσε σε τέσσερα μέρη τις περιοχές και τους λόφους της πόλεως που
ήταν τότε κατοικημένοι, ονόμασε αυτά τα μέρη «φυλές» (tribus), λέξη προερχόμενη,
υποθέτω, από τον φόρο που πλήρωναν (tributum). Παρομοίως, για τον φόρο ο ίδιος

12
βασιλιάς όρισε να καταμερισθεί ισότιμα, με βάση την τίμηση. Αυτές οι φυλές δεν
είχαν καμμία σχέση με την διαίρεση ή τον αριθμό των λόχων.

13

You might also like