You are on page 1of 3

διασπώμαι

διασπάσαι
διασπάται
διασπόμαστε διασπώμεθα (λόγ.)
(προφ.)
διασπάστε (προφ.) διασπάσθε (λόγ.)
διασπώνται
ΧΡΟΝ. ΑΝΤ. & ΑΡΧ. ΧΡΟΝΟΙΝΕΑ ΠΑΝΟΡΑΜΙΚΗ ΚΛΙΣΗΘΕΩΡΙΑ ΓΡΑΜΜ.

μέρο
φωνή χρόνος έγκλιση
ς
ρήμα παθητική ενεστώτας οριστική

διασπόμουν διεσπώμην (λόγ.)


διασπόσουν διεσπάσο (λόγ.)
διασπόταν
διασπάτο (με λόγια κατάληξη χωρίς
αύξηση)
διεσπάτο (κ. λόγ.)
διασπόμαστε διεσπώμεθα
(λόγ.)
διασπόσαστε διεσπάσθε (λόγ.)
διασπόνταν
διασπώντο (με λόγια κατάληξη χωρίς
αύξηση)
διεσπώντο (κ. λόγ.)
διασπάστηκα διεσπάσθην (λόγ.)
διασπάσθηκα (λόγ.
χαρακτ.)
διασπάστηκες διεσπάσθης (λόγ.)
διασπάσθηκες (λόγ.
χαρακτ.)
διασπάστηκε διεσπάσθη (λόγ.)
διασπάσθηκε (λόγ.
χαρακτ.)
διασπαστήκαμε διεσπάσθημεν (λόγ.)
διασπασθήκαμε (λόγ.
χαρακτ.)
διασπαστήκατε διεσπάσθητε (λόγ.)
διασπασθήκατε (λόγ.
χαρακτ.)
διασπάστηκαν διεσπάσθησαν (λόγ.)
διασπαστήκαν / διασπαστήκανε διασπάσθηκαν (λόγ.
(προφ.) χαρακτ.)

έχω διασπαστεί έχω διασπασθή (λόγ.)


έχω διασπασθεί (λόγ. χαρακτ.)
έχεις διασπαστεί έχεις διασπασθή (λόγ.)
έχεις διασπασθεί (λόγ. χαρακτ.)
έχει διασπαστεί έχει διασπασθή (λόγ.)
έχει διασπασθεί (λόγ. χαρακτ.)
έχουμε έχουμε διασπασθή (λόγ.)
διασπαστεί έχουμε διασπασθεί (λόγ. χαρακτ.)
έχετε διασπαστεί έχετε διασπασθή (λόγ.)
έχετε διασπασθεί (λόγ. χαρακτ.)
έχουν διασπαστεί έχουν διασπασθή (λόγ.)
έχουν διασπασθεί (λόγ. χαρακτ.)

You might also like