You are on page 1of 13

Σκουλήκια με χώμα.

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ «Χ»


Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα παιδί που το έλεγαν Μάριο. Ζούσε στην Αμερική και το όνειρό του ήταν να γίνει
αστροναύτης. Γι’αυτό έφτιαξε ένα δικό του διαστημόπλοιο από χαρτόκουτα. Κάθισε όλη τη μέρα και ασχολήθηκε με
αυτό, βάζοντας όλη τη φαντασία του για να βγει όπως το είχε φανταστεί. Μέχρι που έβαλε εξατμίσεις από πλαστικά
ποτήρια! Όταν σχεδόν είχε τελειώσει, τον φώναξε η μαμά του για φαγητό.
-Παιδί μου, έλα να φας!
-Εντάξει, μαμά, έρχομαι, είπε ο Μάριος.
Μετά από λίγο έπεσε για ύπνο.
Όλο το βράδυ ακουγόντουσαν περίεργοι ήχοι από την αυλή. Ο Μάριος ξύπνησε και κοίταξε από το παράθυρο. Και τότε
είδε κάτι απίστευτο, κάτι που κανείς ποτέ δεν είχε συναντήσει : ένα διαστημικό δίσκο. Είδε κάτι εξωγήινους να
κατεβαίνουν μέσα από το διαστημικό τους δίσκο. Ο Μάριος δεν ήξερε τι να κάνει, τους έβλεπε σαν θεούς αλλά πρόσεξε
ότι πλησίασαν το χάρτινο διαστημόπλοιό του και άρχισαν να κάνουν κάποιες βελτιώσεις. Τι είδους αλλαγές έκαναν,
κανείς δεν ξέρει.
Το πρωί ο Μάριος το είπε στη μαμά του, αλλά εκείνη δεν τον πίστευε. Μετά πήγε να δει τι είχαν κάνει οι εξωγήινοι στο
διαστημόπλοιό του. Μπήκε μέσα, έδεσε τη ζώνη του, έβαλε μπρος το διαστημόπλοιο και ξεκίνησε να πηγαίνει τόσο
γρήγορα που ο Μάριος δεν μπορούσε να το ελέγξει. Πήγαινε προς το διάστημα, προς έναν άγνωστο πλανήτη. Ο
Μάριος είδε ότι τελείωνε η βενζίνη και το διαστημόπλοιο έπεφτε στον άγνωστο πλανήτη.
Το διαστημόπλοιο έπεσε και ο Μάριος κατέβηκε, όμως δεν έβλεπε κανέναν, παρά μόνο ένα απέραντο σύμπαν.
Κοίταξε γύρω του, φώναξε, αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Μετά είδε κάτι τέρατα που έμοιαζαν με δεινόσαυρο και
ρινόκερο δηλαδή… «δεινοσαυρόκερο». Ξεκίνησαν να τον κυνηγάνε κι αυτός έτρεχε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει.
Ύστερα κουράστηκε και σκόνταψε πάνω σε μια πέτρα. Τότε πρόσεξε ότι πάνω στο περίεργο πλάσμα που τον
κυνηγούσε ήταν ένας εξωγήινος. Ο εξωγήινος του είπε κάτι πράγματα που δεν κατάλαβε. Μετά ο εξωγήινος ανέβασε
τον Μάριο πάνω στο περίεργο πλάσμα. Τον πήρε και τον πήγε στον καταυλισμό τους.
Εν τω μεταξύ, ο Μάριος είχε λιποθυμήσει κι όταν ξύπνησε, είχε φοβηθεί πάρα πολύ και ρώτησε τους εξωγήινους αν θα
τον πειράξουν αλλά αυτοί δεν μίλαγαν τη γλώσσα του και δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγαν. Τότε ο Μάριος
τους μίλησε με νοήματα και αυτοί κατάλαβαν και του είπαν ότι είναι φιλικοί και ότι δεν θέλουν να του κάνουν κακό, αλλά
δεν είναι η μόνη φυλή στον πλανήτη Χ και ότι οι άλλες φυλές δεν είναι φιλικές και άμα σε πιάσουν θα σε σκοτώσουν.
Τότε ο Μάριος είπε ότι πείναγε και οι εξωγήινοι του σέρβιραν σκουλήκια με χώμα.
-Τι είναι;
-Σκουλήκια με χώμα.
Τότε κατάλαβε ότι αυτό ήταν το επίσημο φαγητό των εξωγήινων και, παρά την αηδία του, τελικά τα έφαγε με το ζόρι
γιατί περνούσε παρά πολύ.
Το επόμενο πρωί, ο Μάριος πήγε να εξερευνήσει τον πλανήτη Χ. Είδε πολλά πράγματα που δεν υπήρχαν στη γη:
δέντρα από καραμέλα, ποτάμια από σοκολάτα, καταρράχτες από χυμό και λίμνες από γάλα. Όταν τα είδε είχε
ενθουσιαστεί τόσο πολύ που σκέφτηκε: «Επιτέλους πραγματοποιήθηκε το όνειρό μου!»
Μετά από λίγη ώρα, συνάντησε ένα πλάσμα με τρία κεφάλια, οχτώ χέρια και τρεις ουρές. Το δέρμα του ήταν μαλακό
ώστε άμα το πίεζες έμπαινε προς τα μέσα. Του μίλησε με νοήματα και του είπε :
«Τι είσαι;», αλλά αυτό μιλούσε τη γλώσσα του Μάριου και έτσι του απάντησε:
-Δεν θέλω να σε πειράξω, παρά μόνο να γίνουμε φίλοι.
-Μα πώς μιλάς τη γλώσσα μου;
-Μόνο αυτή τη γλώσσα ξέρω. Θες να γίνουμε φίλοι; Με λένε Μπόμπο.
-Εμένα Μάριο, απάντησε ο Μάριος και από τότε ο Μάριος και ο Μπόμπος έγιναν οι καλύτεροι φίλοι. Μετά ο Μπόμπος
του έδειξε πώς να ιππεύει τον δεινοσαυρόκαιρο αλλά ήτανε λίγο δύσκολο. Αργότερα, ο Μάριος είπε στον Μπόμπο ότι
έρχεται απο άλλο πλανήτη και ότι έχει κολλήσει στον πλανήτη Χ χωρίς να το θέλει.
Ο Μάριος ρώτησε τον Μπόμπο αν ξέρει πού μπορεί να βρει καύσιμα για το σκάφος του. Ο Μπόμπος του είπε ότι ξέρει
αλλά του ζήτησε άμα φύγει από τον πλανήτη Χ να τον πάρει μαζί του. Και ο Μάριος συμφώνησε.
Αφού βρήκαν καύσιμα, γέμισαν το σκάφος, αλλά την ώρα που έβαζαν μπρος, ξεκίνησαν να τους κυνηγάνε κάτι
εξωγήινοι με όπλα. Τον Μάριο παραλίγο να τον πετύχουν, αλλά ευτυχώς του έσκισαν μόνο τη ζακέτα.
Ο Μπόμπος φώναξε στον Μάριο :
-Βάλε μπρος τη μηχανή γρήγορα!
Και έφυγαν από τον πλανήτη Χ, αλλά δεν πρόσεξαν ότι την ώρα που έφευγαν ένας από τους κακούς εξωγήινους είχε
προλάβει να γαντζωθεί στο διαστημόπλοιο. Ο εξωγήινος άνοιξε τρύπα στο διαστημόπλοιο μπήκε μέσα και ξεκίνησε να
το χαλάει ο Μάριος όμως έδωσε μια μπουνιά στον εξωγήινο. Η μπουνιά ήταν τόσο δυνατή που έριξε έξω από το
διαστημόπλοιο τον εξωγήινο. Το διαστημόπλοιο είχε διαρροή και έπεφτε προς στην Αμερική, την πατρίδα του Μάριου.
Όταν προσγειώθηκε, ο Μάριος πήγε σπίτι του και είπε στη μαμά του όλα αυτά που έγιναν…. Δεν ξέρουμε εάν η μαμά
του τον πίστεψε αυτή τη φορά ή όχι, γιατί μόλις της τα είπε… ξύπνησε!!!!!
ΤΕΛΟΣ
_________________
O Λίνος
Αλεξία Γερολύμου Δ’1
Κάποτε υπήρχε ένα μικρό παιδάκι, ο Λίνος. Ο Λίνος ήταν 9 ετών, είχε πολλά όνειρα, αλλά ένα αγάπησε περισσότερο:
να γίνει αστροναύτης, όπως ο πατέρας του. Ο μπαμπάς πάντα ήθελε να πάρει το γιο του στο διάστημα, αλλά η μαμά
έλεγε πως είναι επικίνδυνα και ότι μπορεί να γίνει κάτι απερίγραπτο, είναι και μικρό παιδί (συνηθισμένες μαμάδες!). Ο
Λίνος δεν απάνταγε και πήγαινε στο δωμάτιό του όσο η μαμά μιλούσε γι’ αυτό το θέμα.
Πέρασαν πολλές μέρες και ο πατέρας σκεφτόταν να ξαναπάει στο διάστημα. Το αποφάσισε λοιπόν και θα πήγαινε. Ο
Λίνος, όταν το έμαθε αυτό, τον παρακαλούσε να έρθει κι αυτός, αλλά η μαμά εξακολουθούσε να λέει τα δικά της.
Ο Λίνος σκέφτηκε πολύ πονηρά με τον πατέρα του και είπαν να πάνε μόνοι τους στο διάστημα, χωρίς να το ξέρει η
μαμά. Βρήκαν τη δικαιολογία ότι τους κάλεσε ο κολλητός του να κοιμηθούν σπίτι του. Ξημέρωσε το ηλιόλουστο πρωί
που θα πήγαιναν πατέρας και γιος στο διάστημα. Ετοίμασαν βαλίτσες, φαγητό-νερό και μπήκαν στο πελώριο γκαράζ
όπου υπήρχε το διαστημόπλοιο. Μόλις μπήκαν μέσα ο Λίνος είχε λαχανιάσει και σκεφτόταν τα λόγια της μητέρας του.
Ξαφνικά ακούστηκε ένα «ΠΙΙΙΙΟΟΟΟΟΟΟΟΥΥΥΥΥ» και κατάλαβε ότι το όνειρό του αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα.
Μόλις έφτασαν στο διάστημα φόρεσαν τις άσπρες σαν το χιόνι στολές τους, το κράνος τους και σιγά σιγά άρχιζαν την
εξερεύνησή τους. Ο πατέρας είχε προειδοποιήσει τον Λίνο να τον ακολουθεί συνεχώς, γιατί μπορούν να χαθούν.
Φυσικά, ο Λίνος το ξέχασε αυτό και πήγαινε όπου αυτός ήθελε. ´Ετσι όπως πήγαινε είδε κάτι να γυαλίζει τόσο πολύ
που δεν μπορούσε να δει καλά. Πλησίαζε όλο και περισσότερο ώσπου είδε εκατομμύρια μικροσκοπικά αστεράκια
μαζεμένα όλα σε έναν κύκλο. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι ήταν αυτό, όμως μετά κατάλαβε πως ήταν ο ήλιος.
´Υστερα, από πολύ μακριά αντίκρισε το φεγγάρι που του φάνηκε πιο ενδιαφέρον γι’αυτό το πλησίασε και εκείνο. ´Οταν
πάτησε επάνω του είδε το μπαμπά του θυμωμένο με τα χέρια στη μέση και θυμήθηκε τότε που του είπε να τον
ακολουθεί. Ο πατέρας του εξήγησε κάποια πράγματα για το διάστημα, πως όσο διασκεδαστικό κι αν είναι κάποιες
φορές μπορεί να καταλήξει και σε επικίνδυνο μέρος. Συνέχισαν λοιπόν το ταξίδι τους.
Μετά πήγαν στον πλανήτη ´Αρη που έψαχναν πάρα πολλή ώρα, αλλά τελικά δε βρήκαν τίποτα, στον πλανήτη Δία που
διέκριναν ελάχιστο νερό και στον Πλούτωνα όπου συνάντησαν κι άλλους αστροναύτες που με την βοήθεια του
μεγεθυντικού φακού τους παρατηρούσαν κάτι τόσο μικρά μπιλάκια. Τα έβλεπαν ξανά και ξανά όμως, δεν καταλάβαιναν
τι ήταν. Είδαν ένα άλλο θεόρατο διαστημόπλοιο να προσγειώνεται και μόλις οι άνθρωποι βγήκαν έξω τους ρώτησαν αν
ξέρουν κάτι. Είπαν ότι κάποτε υπήρχε ζωή εκεί και αυτά είναι αποτυπώματα από δραστηριότητες ή παιχνίδια εκείνης της
εποχής. Μετά την περίεργη αλλά ενδιαφέρουσα συζήτηση αποφάσισαν να πάνε και στην Αφροδίτη μπας και βρουν
τίποτα αλλά…τζίφος.
Λίγο αργότερα, μετά από αυτήν την εξαιρετική εμπειρία που τους χάρισε το διάστημα αποφάσισαν να ξαναγυρίσουν στο
διαστημόπλοιο. Έφαγαν το κολατσιό τους και σε λίγα δευτερόλεπτα προσγειώθηκαν στην Αθήνα. Επιτέλους, έφτασαν!!!
Πριν μπουν μέσα στο σπίτι είδαν τη μαμά να κρατάει τα αγαπημένα μπισκοτάκια του Λίνου. Όταν πήγαν να φάνε ένα, η
μαμά τα τράβηξε πίσω λέγοντας : «Αυτά μετά την τιμωρία, για τα ψέματά σας!».
Νύχτωσε και ο Λίνος πήγε στο κρεβάτι του. Δεν μπορούσε να ξεχάσει αυτή την περιπέτεια που έζησε. Την ονειρευόταν
καθημερινά κι ας είχε γίνει πια στην πραγματικότητα!!!!!
ΤΕΛΟΣ
_________________
Κατά λάθος στο βάθρο
Σπύρος Σοφιανός Δ’2
Μια φορά ήταν μια παρέα από αστροναύτες και ήθελαν να πάνε για εξερεύνηση στο φεγγάρι. Το συζητούσαν και το
ξανασυζητούσαν… Βρήκαν μια ελεύθερη εβδομάδα για να πάνε στο διάστημα και πιο συγκεκριμένα στο φεγγάρι.
Όλη η παρέα των 6 ατόμων ανυπομονούσαν να πάνε. Δεν κάνανε τίποτα άλλο απ´ το να παίρνουν τηλέφωνα ο ένας
τον άλλον. Επιτέλους, έφτασε αυτή η ημέρα και ήταν όλοι χαρούμενοι.
Όμως, για να πάνε στο φεγγάρι χρειάζονταν εξοπλισμό και αυτοί δεν είχαν, δηλαδή με λίγα λόγια ήταν ανοργάνωτοι.
Τέλος πάντων, βρήκαν μετά από αρκετές μέρες και ένιωσαν ανακούφιση.
Μπαίνουν όλοι μαζί στον πύραυλο και ξεκινούν. Ακούγεται από την οθόνη του πύραυλου 10,9,8,7,6,5,4,3,2,1
εκτόξευση. Περνούσαν οι ώρες συνεχώς. Η οθόνη έδειχνε έναρξη: 11:25 π.μ. Προορισμός: 2:50 την επόμενη ημέρα.
Ξαφνικά ακούστηκε απ´ το μεγάφωνο του πυραύλου «Πέφτει! Επαναλαμβάνω, ο πύραυλος πέφτει!».
Όλοι πανικοβλημένοι άρχισαν να φωνάζουν βοήθεια!!!! Ευτυχώς έπεσαν σε ένα πλανήτη που βρισκόταν ακριβώς από
κάτω τους. Δεν έπαθαν τίποτα, αλλά δεν βγήκε σε κακό, για την ακρίβεια βγήκε περισσότερο σε καλό, επειδή σ´ αυτόν
τον πλανήτη, που λεγόταν πλανήτης χ, δεν είχε ξαναπάει κανείς. Οπότε είχαν πιο πολλά πράγματα να ανακαλύψουν.
Οι αστροναύτες ανακάλυψαν ότι υπήρχε και εξωγήινος. Ήταν πράσινος, είχε μια κεραία στο κεφάλι, ένα μάτι και πόδια
σαν και αυτούς. Επίσης είχε και χέρια αλλά δεν είχε δάχτυλα.
Όταν κατέβηκαν απ´ το διάστημα και έφτασαν στη γη, βεβαίως με αλεξίπτωτο διότι είχε χαλάσει ο πύραυλος, όλοι
χειροκροτούσαν. Οι έξι αστροναύτες χαρούμενοι χαιρετούσαν τους ανθρώπους που τους περίμεναν κάτω στη γη. Οι
δημοσιογράφοι απ’ όλα τα κανάλια τους τραβούσαν βίντεο και φωτογραφίες.
Οι αστροναύτες μετά από τόση περιπέτεια πήγαν στα σπίτια για ύπνο. Κοιμήθηκαν στις 3:30 π.μ και ξύπνησαν 1:50
π.μ την επόμενη μέρα. Ξαφνικά τους έρχεται ένα μήνυμα που έλεγε και στους έξι. «Απευθύνεται στους έξι φοβερούς
αστροναύτες που έπεσαν στον πλανήτη χ! Σας προσκαλούμε για τη βράβευση στις 13/5/2013».
Την επόμενη, μία μέρα πριν την βράβευση κάλεσε ο ένας συγκεκριμένα την παρέα του για να γιορτάσουν την επιτυχία
τους.
Και ήρθε η ώρα της βράβευσης. Φώναξε η παρουσιάστρια: « οι έξι αστροναύτες να έρθουν πάνω στη σκηνή!»
Ανέβηκαν με περηφάνια και σήκωσαν όλοι μαζί το βραβείο ψηλά. Μετά συζητούσαν ποιός θα το πάρει και δεν ήξεραν.
Τότε λέει ο ένας από τους έξι: «Να το πάρω εγώ!». Οι άλλοι απάντησαν: «Όχι! Να το πάρουμε όλοι μαζί!»
Συμφώνησαν τότε και είπαν: «Εντάξει, λοιπόν!».
Μετά από λίγες ημέρες ξαναβρέθηκαν όλοι μαζί σε ένα εστιατόριο με της οικογένειές τους. Φάγανε και ήπιανε. Όταν
τελείωσαν το φαγητό ήταν μια τρομερή στιγμή για αυτούς γιατί είχε έρθει μία ουρά ανθρώπων από μεγάλους και
μικρούς για να πάρουν αυτόγραφα. Οι έξι αστροναύτες ευχαριστούσαν όλους τους ανθρώπους και συγκεκριμένα
αυτούς που ήθελαν να πάρουν αυτόγραφο.
Τότε έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
ΤΕΛΟΣ
_________________
Προπονητής baseball στον πλανήτη Χ
Αλέξανδρος Γιαννόπουλος Δ’2
Μια φορά ένας άνθρωπος ήθελε να περάσει τις εξετάσεις για να γίνει αστροναύτης και ο αρχηγός του τού είπε:
– Πρέπει να περάσεις 6 δοκιμασίες.
-Εντάξει κύριε, θα τις περάσω όλες!
-Μια από αυτές είναι να……. μην ζαλιστείς από τη ρόδα που ζαλίζει.
Έπειτα από λίγη ώρα ο αστροναύτης τις πέρασε όλες και του είπε ο αρχηγός:
-Μπράβο παιδί μου! Τις πέρασες όλες τις δοκιμασίες με επιτυχία!
Μετά του ανακοίνωσε τα ευχάριστα νέα. Θα πέταγε στο διάστημα.
Ο αστροναύτης όλο χαρά είπε στον αρχηγό του :
-Με πολύ μεγάλη χαρά θα πετάξω!
-Αλήθεια σε ποιόν πλανήτη θα πετάξω κύριε; τον ρώτησε.
-Θα πετάξεις στον πλανήτη Δία!
-Δηλαδή στον πιο μεγάλο πλανήτη!
Το επόμενο μήνα έφτασε η στιγμή να πετάξει.
-Καλή επιτυχία και να βρεις την πορεία σου! Του είπε ο αρχηγός.
Μπαίνει μέσα στο διαστημόπλοιο και αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. «Εκτόξευση!!!». Ακούστηκε μετά από λίγη ώρα.
Το διαστημόπλοιο προσγειώθηκε σε έναν άγνωστο πλανήτη. Κοίταξε γύρω του και είδε μικρά σπιτάκια φτιαγμένα από
κεραμίδια και τούβλα.
Τον είδε ο βασιλιάς του πλανήτη και του πρότεινε να μείνει στο βασίλειο του. Ο βασιλιάς μιλούσε μια άλλη γλώσσα.
Είπε μια άγνωστη λέξη και δεν κατάλαβε.
Έπειτα από λίγες μέρες βρήκε σε μια σπηλιά μια μαϊμού που μιλούσε Ελληνικά. Την είχε στείλε η NASA αλλά ούτε και
αυτή προσγειώθηκε στον πλανήτη που ήθελε.
Ο αστροναύτης την ρώτησε:
-Μήπως ξέρεις αυτή την γλώσσα;
-Ναι, είναι ελληνικά!
-Αλλά ο βασιλιάς μου είπε μια περίεργη λέξη!
-Μήπως σου είπε, «Καλημέρα»;
-Μάλλον, ναι!
Λίγο μετά πήγαν στο παλάτι και είπε στον βασιλιά.
-Σε παρακαλώ μπορείς να φωνάξεις το μηχανικό για να μου φτιάξει το διαστημόπλοιο για να μπορώ να ξαναγυρίσω
στην γη;
-Εντάξει, αλλά θα πάρει λίγο χρόνο για να φτιαχτεί.
Σε λίγη ώρα ήρθε στο παλάτι η κόρη του αυτοκράτορα, η Ουμ και άρχισε να κολακεύει τον αστροναύτη.
Την επόμενη μέρα ο αυτοκράτορας πρότεινε στον αστροναύτη να του χτίσει ένα σπίτι με παράξενα υλικά.
Ο αστροναύτης απάντησε θετικά και ήρθαν οι εργάτες και το έχτισαν. Τα εγκαίνια του σπιτιού θα τα έκανε ο
αυτοκράτορας. Την επόμενη μέρα ο Αστροναύτης ήθελε να δείξει τα παιχνίδια που παίζουν στην γη, και για αυτό τον
λόγο είπε στον αυτοκράτορα να φτιάξει ένα γήπεδο. Αυτό το γήπεδο ο αστροναύτης έπειτα από λίγη ώρα κάλεσε όλους
τους κάτοικους για να τους μάθει να παίζουν baseball. Τους έδειξε όλες τις κινήσεις και τους κανόνες.
Σε λίγη ώρα άρχισαν να παίζουν.
ΠΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡ σφυρίζει ο διαιτητής και ξεκινά ο αγώνας. Η πρώτη ομάδα ήταν η ομάδα του αστροναύτη και η
δεύτερη του αυτοκράτορα.
-Μπαλιά 1η, θέσεις!
Η μουσική του σταδίου ακούστηκε μέχρι το σπίτι του Αστροναύτη. Ο πρώτος πόντος πήγε στην ομάδα του.
-Μπαλιά 2η,θέσεις!
Ο δεύτερος πόντος πήγε στην ομάδα του αυτοκράτορα. Ο αγώνας τελείωσε με τελικό αποτέλεσμα 18-15. Η νικητήρια
ομάδα ήταν η ομάδα του αστροναύτη.
Την επόμενη μέρα ο αστροναύτης τους έμαθε να χορεύουν. Το πρώτο μάθημα ήταν το μάθημα ρυθμού και έντασης.
Την επόμενη εβδομάδα διοργάνωσαν έναν διαγωνισμό χορού και κάθε άντρας θα έβρισκε μια συνοδό για το χορό. Τη
μέρα του χορού η Ουμ πρότεινε στον αστροναύτη να πάνε μαζί στο χορό.
Ο χορός έφτασε στο τέλος του εκεί όμως μια έκπληξη τον περίμενε. Ένας άντρας τότε τον πλησίασε και τον ρώτησε.
-Θες να γίνουμε φίλοι;
Και τότε ο αστροναύτης σκέφτηκε ένα παλιό του φίλο στην γη, τον Γιώργο. Ένα ευχάριστο νέο τον ενθουσίασε. Ο
πύραυλος του φτιάχτηκε και πήγε γρήγορα να το δει.
-Ευχαριστώ πολύ τους πολίτες αυτού του πλανήτη! Θα σας θυμάμαι για πάντα.
Ο αυτοκράτορας του είπε το τελευταίο αντίο και ο αστροναύτης μπήκε στο διαστημόπλοιο για να φύγει πίσω στη γη. Ο
πύραυλος πήρε μπροστά. Ξαφνικά μια φλόγα άναψε και έφυγε πίσω στη γη. Ο αστροναύτης επικοινωνεί με το κέντρο
ελέγχου και τότε όλο χαρά ο αρχηγός του τού είπε «ΜΠΡΑΒΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΣΤΗΝ ΓΗ».
Ο αστροναύτης από τη χαρά του άφησε το τιμόνι και τότε βγήκε πάλι εκτός πορείας και προσγειώθηκε σε έναν
ακατοίκητο πλανήτη. Όμως την ίδια μέρα η NASA προσπάθησε να στείλει έναν αστροναύτη για να καρφώσει τη
σημαία της USA σε αυτόν τον πλανήτη και τότε η NASA είδε τον αστροναύτη και αποφάσισε να μην στείλει τον άλλον
Αστροναύτη.
Στον πύραυλο όμως γινόταν ο χαμός του χαμού.
Ο αστροναύτης όμως ανακάλυψε ότι μέσα στην αποθήκη τροφίμων υπήρχε μια μικρή μαϊμού.
Ένα παράξενο φαινόμενο του μετεωρίτη πλησίαζε γρήγορα και ανησυχητικά. Τελικά ο Αστροναύτης έλεγξε το τιμόνι και
δεν προσγειώθηκε στον άγνωστο πλανήτη. Το επόμενο πρωί του επιτέθηκε βροχή μετεωριτών και η μαϊμού ξύπνησε
και έλεγξε το τιμόνι. Στο κέντρο ελέγχου ο Αρχηγός βρήκε και πάλι την σύνδεση με τον αστροναύτη και τότε του
είπε :»ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟ ΤΙΜΟΝΙ»
-Εντάξει κύριε, θα προσέχω!
-Θα σε καθοδηγήσουμε και ο θεός βοηθός!
Αφού συνέχισε το ταξίδι του πλησίασε τη γη.
-Επιτέλους!
Πίσω από την φωνή του αρχηγού άκουγε: «ΓΙΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΠΙ!»
Τελικά ο Αστροναύτης έφτασε στη γη και κατάφερε να κουμαντάρει ένα διαστημόπλοιο.
ΤΕΛΟΣ
_________________
Πράσινοι ρινόκεροι και ροζ μαϊμούδες
Μικαέλλα Βονάτσου Δ’2
Παιδιά σας αρέσουν τα ταξίδια στο διάστημα; Εγώ θα σας διηγηθώ μια ιστορία για ένα τέτοιο ταξίδι. Ήταν τρία παιδιά.
Τον έναν τον έλεγαν Ανδρέα, τον άλλον τον έλεγαν Λουκά και τον τρίτο Μάριο. Ο Λουκάς και ο Μάριος είχαν πάει στο
σπίτι του Ανδρέα για να παίξουν. Όπως έπαιζαν, ξαφνικά αντίκρισαν ένα μικρό διαστημόπλοιο.
– Δεν το έχω ξαναδεί αυτό το διαστημόπλοιο! είπε με ενθουσιασμό ο Ανδρέας.
Μόλις ο Ανδρέας σήκωσε το διαστημόπλοιο, αυτό άρχισε να μεγαλώνει. Ξαφνικά, μια τρύπα άνοιξε στο έδαφος και
ρούφηξε τα παιδιά και το διαστημόπλοιο. Μόλις τα παιδιά άνοιξαν τα μάτια τους δε βρίσκονταν πια στο δωμάτιο, αλλά
μέσα στο διαστημόπλοιο! Πήγαιναν με φόρα προς έναν άγνωστο πλανήτη. Ήταν κόκκινος και πολύ μεγάλος. Από το
διαστημόπλοιο ακουγόταν:
– Φτάνουμε στον πλανήτη «Χ» σε δέκα, εννέα, οκτώ, επτά, έξι, πέντε, τέσσερα, τρία, δύο, ένα, μηδέν!
Το διαστημόπλοιο προσγειώθηκε με δύναμη και τα παιδιά αντίκρισαν έκπληκτα τον πλανήτη «Χ». Ο πλανήτης «Χ» είχε
πολλά παράξενα φυτά και μεγάλα ζώα, όλα πολύχρωμα. Πριν προλάβουν καλά καλά τα παιδιά να βγουν από το
διαστημόπλοιο, εμφανίστηκε ξαφνικά ένας κόκκινος ρινόκερος φωνάζοντας:
– Πρόβλημα στον πλανήτη «Χ»!!!!! Βοήθεια!!! Εσείς, βοηθήστε με! Πώς σας λένε; ρώτησε ο ρινόκερος δείχνοντας τα
τρία παιδιά.
Ο Λουκάς είπε με θάρρος:
– Με λένε Λουκά και από εδώ ο Μάριος και ο Ανδρέας.
– Γεια σας Λουκά, Ανδρέα και Μάριε! είπε με ενθουσιασμό ο ρινόκερος.
– Ποιό είναι το πρόβλημα; ρώτησε ο Μάριος.
– Να, ο φίλος μου, η ροζ μαϊμού κόλλησε στα κλαδιά ενός φοίνικα, είπε με θλιμμένο βλέμμα ο κόκκινος ρινόκερος.
– Θα σε βοηθήσουμε! είπαν οι τρείς φίλοι με μια φωνή.
– Ευχαριστώ πολύ! είπε ο ρινόκερος και τους οδήγησε σε ένα μυστηριώδες μονοπάτι. Περπατώντας έβλεπαν ρυάκια
που δεν είχαν τα χρώματα που έχουν τα ρυάκια στη γη, αλλά ροζ, μοβ, κίτρινα και άλλα ασυνήθιστα για ρυάκια
χρώματα! Όπως περπατούσαν αντίκρισαν μεγάλους φοίνικες με μπλε κλαδιά και πορτοκαλί κορμούς. Ξαφνικά σε έναν
από τους φοίνικες είδαν μια ροζ μαϊμού που είχε κολλήσει. Εκείνη τη στιγμή ο ρινόκερος φώναξε:
– Ε! Φίλε μου μαϊμού, εγώ και ο Λουκάς, ο Ανδρέας και ο Μάριος θα σε βοηθήσουμε!
– Ευχαριστώ πάρα πολύ!!! είπε η ροζ μαϊμού ανακουφισμένη.
Άρχισαν λοιπόν τα τρία παιδιά να σκέφτονται πως θα κατέβαζαν τη ροζ μαϊμού από το δέντρο. Ο Ανδρέας σκέφτηκε να
ρίξουν ένα σχοινί και να την τραβήξουν κάτω.
– Τέλεια ιδέα! είπε η μαϊμού.
– Πού θα το βρούμε όμως το σχοινί; ρώτησαν ο Λουκάς και ο Μάριος.
– Έχω εγώ πολλά σχοινιά! είπε ο ρινόκερος δείχνοντας κάτι σχοινιά δίπλα του.
– Ωραία! είπαν όλοι παίρνοντας ένα σχοινί.
Το έριξαν με δύναμη και κατέβασαν τη ροζ μαϊμού.
– Αχ! Με σώσατε! είπε χοροπηδώντας η ροζ μαϊμού.
– Είμαι τόσο χαρούμενος! είπε ο κόκκινος ρινόκερος.
– Ευχαριστώ πάρα πολύ!
– Τίποτα! Ευτυχώς που είσαι καλά! είπαν τα παιδιά.
Τα παιδιά συνέχισαν να περπατούν, όμως γρήγορα βρέθηκαν σε άλλη περιπέτεια! Είδαν μπροστά τους ένα μοβ
λιοντάρι που είχε κολλήσει στην λάσπη.
– Τι έπαθες; ρώτησε ο Λουκάς.
– Έκανα έναν πρωινό περίπατο και δεν πρόσεξα αυτόν το λάκκο από λάσπη, είπε σκουπίζοντας τα δάκρυα του το μοβ
λιοντάρι.
– Περίμενε λίγο έχω μια ιδέα!!! Θα σε βγάλουμε τραβώντας σε. Να! είπε ο Μάριος και τους εξήγησε το σχέδιό του:
– Ο Ανδρέας θα κρατάει την πλάτη του Λουκά και ο Λουκάς τη δική μου, έτσι εγώ θα κρατήσω το χέρι του μοβ
λιονταριού και με τη βοήθειά σας θα το τραβήξω.
Στήθηκαν λοιπόν έτσι και άρχισαν να τραβούν. Τελικά τα κατάφεραν! Έσωσαν το νέο τους φίλο, τον χαιρέτησαν και
συνέχισαν την εξερεύνηση τους σε αυτόν τον μυστηριώδη πλανήτη. Αυτή τη φορά βρήκαν μπροστά τους τον Μάκη, το
πράσινο ελεφαντάκι, που είχε ένα μεγάλο πρόβλημα! Του εξαφανίζονταν κάθε βράδυ τα φιστίκια του! Πόσο
στενοχωρημένος ήταν!
– Κάθε βράδυ μου εξαφανίζονται τα φιστίκια μου, είπε ο Μάκης.
– Αυτό είναι πολύ άσχημο! είπε ο Ανδρέας
– Ναι! είπε ο Λουκάς
– Ναι, είναι πολύ άσχημο! είπε και ο Μάριος
– Μπορείτε να με βοηθήσετε; ρώτησε ο Μάκης
– Βεβαίως! είπαν τα τρία παιδιά.
– Σήμερα κάποιος θα μείνει ξύπνιος όλο το βράδυ, είπε ο Λουκάς.
– Εγώ! είπε ο Ανδρέας.
Έτσι λοιπόν έμεινε ξύπνιος όλο το βράδυ και παρακολουθούσε. Ποιός νομίζετε πως ήταν αυτός που τα έπαιρνε; Ο
κόκκινος ρινόκερος! Έφτιαχνε μια τούρτα από φιστίκια, βλέπετε, για τον Μάκη το ελεφαντάκι.
– Ο κόκκινος ρινόκερος τα έπαιρνε! Φτιάχνει μια τούρτα για εσένα. Έχεις γενέθλια; ρώτησε ο Ανδρέας τον Μάκη.
– Ναι!!! απάντησε ο Μάκης.
Ξαφνικά έγινε κάτι πολύ παράξενο και αναπάντεχο. Ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος:
– Ταντάν! Χρόνια πολλά Μάκη! είπαν με μια φωνή ο ρινόκερος, η μαϊμού και το λιοντάρι.
Ο ρινόκερος εξήγησε:
– Συγνώμη Μάκη, αλλά η μαϊμού κόλλησε στον φοίνικα γιατί, όπως προσπαθούσε να φτιάξει την τούρτα σου, από την
χαρά της πήδηξε και βρέθηκε μπλεγμένη στα κλαδιά του! Το λιοντάρι όπως περπατούσε βιαστικά για να προλάβουμε να
ολοκληρώσουμε τις προετοιμασίες, έπεσε μέσα στη λάσπη κι εγώ χωρίς να σε ρωτήσω έπαιρνα τα φιστίκια σου για να
έχει η τούρτα σου την αγαπημένη σου γεύση. Συγνώμη! Χίλια συγνώμη!
– Δεν πειράζει φίλε μου. Αυτό που μετράει είναι πως μου το είπες και πως είχες καλό σκοπό, είπε ο Μάκης.
Τα παιδιά έφαγαν από ένα κομμάτι τούρτας ο καθένας και αποχαιρέτησαν τους νέους τους φίλους:
– Γεια σας! Ήταν πολύ ωραία τούρτα! είπαν οι τρείς φίλοι και έφυγαν.
Περπατούσαν, περπατούσαν, ώσπου μετά από πάρα πάρα πολύ ώρα βρήκαν το διαστημόπλοιο, μπήκαν μέσα και
ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής. Μετά από πολύ ώρα έφτασαν στη Γη. Περπάτησαν λίγο ώσπου αντίκρισαν το σπίτι
του Ανδρέα. Μόλις κοίταξαν πίσω τους, το διαστημόπλοιο είχε μικρύνει. Ο Ανδρέας έτρεξε και το πήρε στα χέρια του.
Όταν βρίσκονταν πια στο σπίτι του Ανδρέα αναπολούσαν τον άγνωστο πλανήτη:
-Πόσους πολλούς νέους φίλους βρήκαμε και πόσες περιπέτειες περάσαμε εκεί!
-Πολλές!!!
Μιλούσαν και δε σταματούσαν να γελούν. Συνέχισαν να συζητούν για ώρες και διηγήθηκαν στις μητέρες τους το
αναπάντεχο ταξίδι τους και τις περιπέτειες τους στον άγνωστο πλανήτη. Επίσης τους μίλησαν για τους νέους τους
φίλους και πέρασαν το καλύτερο απόγευμα που είχαν περάσει ποτέ!!!
ΤΕΛΟΣ
_________________
H παπαρούνα

Φίλιππος Βακιρτζής Δ’2


-Ωχ…ωχ! Τι έγινε;Που βρισκόμαστε;
-Νιαου!!!!
-Κάτι ακούστηκε σαν γάτα! Ίσως να είναι από τη Γη!!!!
-Ωωωω…να τη! Πώς σε λένε γατάκι;
-Νιαου! Με λένε Meow Wow! Νιαου!!!
-Μιλάει ελληνικά!!!Σωθήκαμε!!!!
-Μήπως ξέρεις που βρισκόμαστε;
-Στον πλανήτη X.
-Από ποιον πλανήτη κατάγεσαι;
-Από εδώ.
-Τρέξτε! Ένας κομήτης!!!
-KA-POW!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
-Κρρρ…Κλινκ…Κλανκ…Κλονκ…
-Τι ήταν αυτό;
-Δεν ξέρω…Ίσως κάτι μας μιλάει.
-Πάμε να φύγουμε μη γίνει τίποτα καλύτερα…
-Τί είναι αυτό που μοιάζει με πυραμίδα;
-Ένα ορυχείο! Μέσα υπάρχουν μεταλλεύματα σαν μέταλλο σμαραγδιού. Νιάου!!
-Να τα πάρουμε μήπως τα χρειαστούμε!
-Καλή ιδέα!
-Πάμε πίσω στον κομήτη για να δούμε τι γίνεται…
-ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΣ! ΘΑ ΕΚΡΑΓΕΙ! ΟΧΙ!!!
-Deox…Deoxys…Roar…
-Τι προσπαθεί να πει;
-Δεν ξέρω…Έχω μια ιδέα! Να φτιάξουμε κάτι από το μέταλλο σμαραγδιού που πήραμε απ’το ορυχείο.
-Ας το κάνουμε!!!Περίμενε! Που πήγε το μετάλλευμα;
-Συγνώμη, μου έπεσε κάπου! Πάω να το φέρω! Περιμένετε εδώ!
Μισή ώρα αργότερα…
-Να το!!!!
Πάω να τους το φέρω πίσω.
5 λεπτά αργότερα…
-Το βρήκα!
-Που ήσουν τόση ώρα Meow Wow;
-Το μετάλλευμα ήταν κάτω από το χώμα.
-Ωραία! Τώρα,ας το κάνουμε!
3 ώρες αργότερα…
-Έτοιμο!!!
Ονομάζεται Xtranceiver.Είναι μεταφραστής από τη γλώσσα των πλασμάτων του πλανήτη X στα ελληνικά.
Βαλ’το στο χώμα Meow Wow!
-Deoxy…Σσσσσπ…Με λένε Deoxys.Θέλω να βοηθήσω εσάς, τους γήινους στην εξερεύνηση του πλανήτη X.
-Θέλεις τότε να μας δώσεις ίσως έναν χάρτη του πλανήτη;
-Έχω έναν. Ορίστε!!
-Ευχαριστούμε!
-Λοιπόν, εδώ είναι η κοιλάδα των σοκολατένιων κλειδιών που οδηγεί στο κατακόκκινο δάσος.
-Να ψάξουμε εκεί για πληροφορίες του πλανήτη.
-Ναι αλλά, στην κοιλάδα υπάρχουν κάτι απαίσια τερατόμορφα πλάσματα που πετάνε από το στόμα τους οξύ.
-Θα τα αποφύγουμε αυτά με τον εξής τρόπο: Θα σκαρφαλώσω εγώ, ο Κώστας και ο φίλος μου ο Γιάννης στο
κεντρικό κλειδί. Εσύ Meow Wow,θα σκαρφαλώσεις στο ανατολικό κλειδί.
Θα πηδήξουμε από το ένα κλειδί στο άλλο μέχρι την έξοδο.
Κατανοητό;
-Ναι!!!!!!!
-Να τα περίεργα τέρατα! Εφαρμόστε το σχέδιο που είπαμε, εντάξει;
Πάμε!
-3 τέταρτα αργότερα, όταν ο Κώστας, ο Γιάννης και ο Meow Wow έφτασαν στην έξοδο…
-Μου έριξε οξύ!!!!!!!!!!Φιού, εξατμίστηκε!!!!!!!!!!!!!!Τι; Έλιωσε η κάσκα μου και αναπνέω ακόμη! Μπορείς να τη βγάλεις
κι εσύ Γιάννη!
-Όντως, Μπορώ να αναπνεύσω!!!!!!
-Τρέξτε γρήγορα στην έξοδο!!!!
-40 δεύτερα αργότερα…
Το θρόισμα των φύλλων ακούγεται παντού!
Εδώ υπάρχει ένα λουλούδι που μοιάζει με παπαρούνα!
Καλέστε γρήγορα την επιστημονική ομάδα της Γης.
Βρήκαμε ένα λουλούδι εδώ,over.
-Βάλτε το σπόρο του πάνω στον αναλυτή που σας έδωσα,over.
-Μπιπ…Μπιπ…Μπουπ…
-Είναι μια γήινη παπαρούνα! Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει δυνατότητα ύπαρξης ζωής…
-Δεν το σκέφτηκα.
-Πρέπει να γυρίσουμε πίσω στη Γη και να κάνουμε ανάλυση στα εργαστήρια μας, αφού πάρουμε πρώτα δείγμα από το
χώμα και το λουλούδι που βρήκαμε…
– Τι πιστεύεις ότι ανακαλύψαμε;
– Αν υπάρχει οξυγόνο, αν υπάρχει νερό, αν μπορέσουμε να εξαλείψουμε κάθε κίνδυνο από τα τερατόμορφα αυτού του
πλανήτη ίσως να υπάρχει η δυνατότητα να ζήσουν άνθρωποι εδώ.
– Ίσως και να μεταφερθούν όσοι ζουν σε χώρες που υποφέρουν από έλλειψη τροφής, ξηρασία, παιδιά που ζουν στην
Αφρική κάτω από άθλιες συνθήκες. Ίσως να βρήκαμε έναν καλύτερο πλανήτη για αυτούς. Ωχ.. Μας καλούν από τη Γη..
Ξεχάσαμε να τους ενημερώσουμε…
– Γυρίστε πίσω, over.
-Δεν μπορούμε γιατί το σκάφος μας καταστράφηκε,over.
-Χρησιμοποιήστε το εφεδρικό σκάφος έκτακτης ανάγκης,over.
-Εντάξει,over.
– Αποχαιρετίστε παιδιά τον πλανήτη Χ. Μας περιμένει πολύ δουλειά και ατελείωτες ώρες έρευνας στη Γη για τον
καινούριο αυτό πλανήτη.
– Άραγε μετά από χρόνια να ζουν άνθρωποι εδώ; Αν συμβεί αυτό ελπίζω να σεβαστούν τον πλανήτη αυτόν
περισσότερο από τη Γη και τις καταστροφές που προκάλεσαν σε αυτή.
– Το μέλλον θα δείξει….
ΤΕΛΟΣ
_________________
Kαθαρίζοντας τον πλανήτη Χ
Ανδρόνικος Μητακίδης Δ’3
Περιπέτεια στον πλανήτη « Χ »
Την Παρασκευή, λίγο πριν τελειώσει το μάθημα, ο δάσκαλός μας, ο κύριος Γιώργος μας ανακοίνωσε ότι θα πάμε τη
Δευτέρα εκδρομή με το σχολείο στο πλανητάριο. Ανυπομονούσα για την εκδρομή αυτή και ήμουν πολύ χαρούμενος.
Όταν λοιπόν ήρθε αυτή η μέρα, τα πούλμαν του «Δούκα» μας μάζεψαν όλους και μας πήγαν μετά την προσευχή στο
πλανητάριο. Μπήκαμε, κάτσαμε στις θέσεις μας απέναντι απ’ το μεγάλο πανί που με ζάλιζε λιγάκι και σχεδόν αμέσως
άρχισε η προβολή. Ήταν τέλεια, σαν να ήμουν σε διαστημόπλοιο! Αρχίσαμε να βλέπουμε διάφορους πλανήτες και τότε
η φαντασία μου άρχισε να δουλεύει.
« Ήταν μια φορά κι ένα καιρό δυο φίλοι, ο Σοφοκλής που ήταν πολύ έξυπνος και διαβαστερός και ο Σωτήρης που ήταν
πολύ θαρραλέος και τολμηρός. Όνειρό τους ήταν να ταξιδέψουν σε έναν άλλο πλανήτη. Κάποια μέρα πήγε ο Σωτήρης
στο φίλο του και του είπε:
-Αύριο φεύγουμε.
-Και πού πάμε; ρώτησε ο Σοφοκλής.
-Θα μπούμε κρυφά στο διαστημόπλοιο που φεύγει αύριο για τον πλανήτη «Χ» και θα πάμε μαζί τους!
Κι έτσι έγινε. Την επόμενη μέρα, οι δυο φίλοι που είχαν μπει κρυφά απ’ το προηγούμενο βράδυ στο διαστημόπλοιο
ταξίδεψαν και έφτασαν στον πλανήτη. Όταν κατέβηκαν δεν πίστευαν στα μάτια τους. Όλα ήταν τόσο βρώμικα! Πολλά
σκουπίδια στους δρόμους, οι θάλασσες δεν ήταν πια μπλε αλλά είχαν ένα καφέ πράσινο χρώμα και υπήρχε παντού μια
απαίσια μυρωδιά που έπρεπε να κλείνεις συνέχεια τη μύτη και να παίρνεις αέρα απ’ το στόμα. Τα δυο παιδιά αηδίασαν.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ξαφνικά, άναψε μία τεράστια οθόνη στον ουρανό και εμφανίστηκε το πρόσωπο ενός πολύ
άσχημου και τρομακτικού ρομπότ. Και άρχισε να λέει με μηχανική φωνή:
– Κάτοικοι του πλανήτη «Χ», αύριο ο πλανήτης σας θα καταστραφεί γιατί είναι πολύ βρόμικος! Στις 3 η ώρα το
μεσημέρι θα πατήσω ένα κόκκινο κουμπί και όλα θα τιναχτούν στον αέρα!», είπε και γέλασε μοχθηρά.
Ο Σοφοκλής σαν σοφός που ήτανε, σκέφτηκε μία σοφή ιδέα :
-Δεν μπορούμε να τ’ αφήσουμε έτσι αυτό. Πρέπει να κάνουμε κάτι για να σώσουμε τον πλανήτη «Χ». Πρέπει να πούμε
σε όλους τους κατοίκους να καθαρίσουν ως αύριο όλο τον πλανήτη! Μα πώς όμως θα προλάβουμε να το πούμε σε
όλους; είπε.
–Έχω μία φανταστική ιδέα!!, απάντησε ο Σωτήρης. Θα ανέβω σε εκείνο το ψηλό κτίριο, θα πάρω ένα μεγάφωνο και
θα φωνάξω όσο πιο δυνατά μπορώ για να με ακούσουν πολλοί. Και τότε ο ένας θα το πει στον άλλον κι έτσι θα
μαθευτεί παντού!
Κι έτσι κι έγινε. Ο Σωτήρης φώναξε :
«Κάτοικοι πρέπει να κάνουμε κάτι γρήγορα γιατί ο πλανήτης κινδυνεύει. Ας συνεργαστούμε όλοι για να τον
καθαρίσουμε και να τον σώσουμε!»
Τότε ο ένας το είπε στον άλλο, ο άλλος το είπε σε ένα τρίτο κι έτσι όλοι οι κάτοικοι στρώθηκαν στη δουλειά. Οι πιο νέοι
βγήκαν έξω κι άρχισαν να μαζεύουν σκουπίδια και να καθαρίζουν τα κτίρια, ενώ οι πιο μεγάλοι έκλεισαν τα φουγάρα
απ΄ τα εργοστάσια και τις αποχετεύσεις που βρόμιζαν τη θάλασσα και πέθαιναν τα ψάρια. Κανείς δεν κοιμήθηκε το
βράδυ, όλοι δούλεψαν πολύ.
Την επόμενη μέρα ξαναβγήκε στον ουρανό η μεγάλη οθόνη και εμφανίστηκε πάλι το ρομπότ και είπε:
-Είστε έτοιμοι για να αποχαιρετήσετε τον πλανήτη σας;
-Όχι! φώναξαν όλοι μαζί οι κάτοικοι και οι δύο ταξιδιώτες. «Δουλέψαμε όλοι μαζί και προλάβαμε στο τσακ να τα
καθαρίσουμε. Από ‘δω και πέρα θα φροντίζουμε τον πλανήτη για να ζούμε και μικροί και μεγάλοι καλύτερα».
-Εντάξει, είπε το ρομπότ. Αφού τα καθαρίσατε όλα δεν θα πατήσω το κουμπί. Όμως θα ξανάρθω για να ελέγξω!
–Κόλλα πέντε, είπε ο Σωτήρης στο Σοφοκλή. Τα καταφέραμε και σώσαμε τον πλανήτη «Χ».
–Ώρα να φεύγουμε τώρα φίλε, απάντησε ο Σοφοκλής!
Κι έτσι τα δυο παιδιά ξαναμπήκαν στο διαστημόπλοιο και γύρισαν πίσω χαρούμενα…»
-Ανδρόνικε, Ανδρόνικε με ακούς; μου φώναξε ο δάσκαλος μου, ο κύριος Γιώργος. Είναι η ώρα να φεύγουμε τώρα. Τι
έπαθες, κοιμήθηκες;
Δεν ξέρω αν στα αλήθεια κοιμήθηκα. Όμως η περιπέτεια που σκέφτηκα ήταν φανταστική!!!
ΤΕΛΟΣ
_________________
Η Δάφνη στον Πλανήτη Χ
Τσάντης Κωνσταντίνος Δ’3
Μια περιπέτεια στον πλανήτη «Χ»!
Κάποτε ζούσε ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Δάφνη. Έμενε σε ένα σπίτι με τους γονείς της. Της άρεσε πολύ το
διάστημα. Μια μέρα πήγε μαζί με τους γονείς της σ’ ένα διαστημικό σταθμό. Κατά λάθος έστριψε αλλού και μπήκε
μέσα σ’ ένα πύραυλο μαζί με τους γονείς της και απογειώθηκαν. Προσγειώθηκε σ’ ένα κόκκινο πλανήτη. Είδε μια
πινακίδα που έλεγε «Καλώς ήρθατε στον Άρη»
-Ας βγούμε έξω.
-Να φορέσουμε τις ειδικές στολές!
Και κατέβηκαν….
Είδαν ένα μεγάλο παλάτι και αποφάσισαν να μπουν. Όταν μπήκαν είδαν έναν αστείο εξωγήινο. Τον ρώτησαν ποιος
ήταν. Τους είπε πως τον έλεγαν Ουόλη και πως ήταν ο βασιλιάς του Άρη. Είπε ότι θα χρειαστούν βοήθεια για να
επιβιώσουν στο διάστημα. Όμως δεν δέχτηκαν. Tους είπε ότι αν χρειαστούν τη βοήθειά του να τον ενημερώσουν.
Ξεκίνησαν για τον επόμενο πλανήτη για να μάθουν πώς να πιλοτάρουν τον πύραυλο. Έτσι κατευθύνθηκαν προς τον
Πλούτωνα.
Δεν είδαν τίποτα περίεργο, αλλά είδαν μια μεγάλη πόλη. Εντυπωσιάστηκαν όλοι. Επισκέφτηκαν ένα μαγαζί. Ρώτησαν
αν είχαν καύσιμα για τον πύραυλο.
-Τι είναι αυτό;
-Τι είναι εκείνο;
Τους απάντησε όχι.
-Ξέρετε να πιλοτάρετε τον πύραυλο;
-Όχι, αλλά ξέρω κάποιον που μπορεί να σας νοικιάσει ένα τσούι.
– Τι είναι το τσούι;
-Θα δείτε. Θα στρίψετε δεξιά, μετά, θα συνεχίσετε ευθεία και έπειτα ξανά δεξιά.
Πράγματι πήγαν.
Όταν μπήκαν είπαν:
-Θα θέλαμε να νοικιάσουμε ένα τσούι.
-Βέβαια !
Ο καταστηματάρχης έδωσε πρόθυμα τα κλειδιά.
-Πώς το οδηγούμε;
-Δεν ξέρω.
-Εντάξει. Ας ρωτήσουμε τον Ουόλη.
-Καλή ιδέα!
Και ξεκίνησαν …
Ο Ουόλη τους υποδέχτηκε πολύ χαρούμενα.
-Μπορείς να έρθεις μαζί μας;
-Βέβαια!
-Ωραία, ας πάμε.
Ανέβηκαν στο τσούι και ο Ουόλη πάτησε πέντε διαφορετικά κουμπιά
και ξεκίνησαν.
Μετά προσγειώθηκαν στον Πλούτωνα.
-Είναι φτωχά πολύ.
-Ναι, Ουόλη, έχεις δίκιο.
-Πάμε να την εξερευνήσουμε;
-Τι είναι αυτό;
-Είναι ένα τσούι lamaborginy
-Είναι ακριβό;
-Ναι.
-Ουάου!
-Κάνει ένα δισεκατομμύριο κράντε.
-Τι είναι τα κράντε;
-Είναι τα λεφτά του διαστήματος.
-Ουόλη, ας πάμε σ’ ένα ξενοδοχείο.
-Βεβαίως.
-Πρέπει να μιλήσουμε πλουτωνικά.
-‫يعنىلغترلهاببتتىومادددد‬٣٥‫أتمته اختتخت‬
-Τι σημαίνουν;
-Γεια σας, μπορούμε να νοικιάσουμε ένα δωμάτιο;
-Ναι. Δεν χρειάζεται να μιλάτε πλουτωνικά, καταλαβαίνω.
-Εντάξει.
-Από εδώ, παρακαλώ.
-Ευχαριστούμε.
-Έχετε το δωμάτιο 11.
-Εντάξει.
-Σε λίγο τρώμε μεσημεριανό.
-Έχετε γήινο φαγητό;
-Ναι. Είναι η σπεσιαλιτέ της εβδομάδας.
-Τέλειο !
-Εεεε;
-Ναι.
Μετά από μια ώρα…
-Μιάμ, ήταν πολύ νόστιμο!
-Όντως.
-Μπαμπά, πάμε μια βόλτα;
-Ναι.
Ξεκίνησαν αλλά όπως είπαν ήταν φτωχή πόλη. Έτσι δε βρήκαν πολλά πράγματα να δουν, ούτε αξιοθέατα ούτε τίποτα.
Έτσι πήρανε το τσούι και φύγανε απ´ αυτόν τον πλανήτη.
Καθώς διέσχισαν την εξωγήινη οδό άκουσαν έναν περίεργο θόρυβο. Τελικά ήταν η αστυνομία του διαστήματος και
τους σταμάτησε.
-Να σας βοηθήσω;
-Θα ήθελα την ίδια του τσούι.
-Βέβαια.
-Εντάξει είναι.
-Να φύγουμε.
-Ναι.
Μετά από λίγη ώρα…
-Ουόλη, πού πάμε;
-Στον πλανήτη «Χ».
-Φτάνουμε;
-Ναι, εδώ είναι.
-Τι ωραίος πλανήτης!
-Έχει πολλές τσούι Lamborghini
-Όντως !
-Λοιπόν, εδώ έχω έναν πολύ καλό φίλο.
-Ποιον;
-Το βασιλιά του «Χ».
-Τέλειο !
-Λοιπόν, ας πάμε… εδώ αριστερά.
Και φτάσανε σ’ ένα μεγάλο και ψηλό παλάτι.
Εμφανίστηκε ένας μπάτλερ.
-Να σας βοηθήσω;
-Ναι, θα θέλαμε να δούμε τον Καστραλαμούκα.
-Βεβαίως!
Μπήκανε μέσα από πολλούς διαδρόμους, σκαλοπάτια και πόρτες αλλά έφτασαν στην αίθουσα του θρόνου.
-Καλησπέρα Ουόλη! Τι κάνεις;
-Καλά, καλά!
-Τι σε φέρνει στον «Χ»;
-Θα θέλαμε καύσιμα για τον πύραυλο.
-Έχουμε, αλλά είναι μακριά.
-Εντάξει.
-Ποια είναι αυτή;
-Η φίλη μου η Δάφνη και οι γονείς της.
-Γεια σας!
-Χαίρω πολύ!
-Και εγώ…
-Τι κάνουμε τώρα;
-Θα ήθελες να γνωρίσεις την κόρη μου, την Αφροξυλάνθη;
-Γεια …
-Γεια …
-Είμαι η Αφροξυλάνθη.
-Εγώ είμαι η Δάφνη.
-Χαίρω πολύ.
-Κι εγώ.
-Πάμε να παίξουμε διαστημικό βόλεϊ;
-Ναι, πάμε μέχρι να βραδιάσει.
-Εντάξει.
Μετά …
-Φτάσαμε.
-Τέλεια !
-Εδώ θα πάρουμε καύσιμα για τον πύραυλο.
-Ωραία, θα γυρίσουμε σπίτι, ναι!
Μέσα σ’ αυτές τις χαρές η Αφροξυλάνθη στεναχωρήθηκε γιατί ποτέ της
δεν είχε μια τόσο καλή φίλη και όλες της οι φίλες είχαν πάει σ’ άλλον πλανήτη.
Ξαφνικά ακούστηκαν οι σειρήνες που είχαν ακούσει στην εξωγήινη οδό.
Ο Καστραλαμούκας ανησύχησε.
-Γρήγορα, ας τα ακολουθήσουμε.
Και έβαλαν μπρος …
Εντωμεταξύ, ο Μπου Χλαπάτσας, ο αρχηγός της διαστημικής αστυνομίας, ήταν έτοιμος να «χτυπήσει το συναγερμό».
Είχε γίνει μια ληστεία στην οδό Φρουτοπία, στην τράπεζα.
-Τι γίνεται;
-Έγινε μια ληστεία.
-Τον βρήκατε;
-Ναι…
-Καλύτερα να πηγαίνω.
Και ο Καστραλαμούκας γνώρισε κάποιον. Τον εχθρό του, το βασιλιά Δία.
-Τι κάνεις εδώ;
-Ψωνίζω.
-Πώς κι έτσι;
-Έτσι !
-Πάμε να φύγουμε…
Καθώς πήγαιναν είδαν το βασιλιά Δία. Ο Καστραλαμούκας θύμωσε.
-Τι κανείς εδώ!!!
-´Ο,τι θέλω.
Κάλεσε τη διαστημική αστυνομία.
-Κάλεσα τον Μπου Χλαπάτσα, τον αρχηγό της διαστημικής αστυνομίας.
-Ωραία, δε φεύγω.
-Ήρθα, τι γίνεται;
-Ορίστε. Να τι γίνεται. Αυτός ο αγενής δε λέει να φύγει από το σπίτι μου!!!
-Ναι, δε θα φύγω.
-Ορίστε; Αυτούς τους τρόπους δεν τους δέχομαι στον πλανήτη μου!
-Καταλαβαίνω …
-Θα φύγεις;
-Όχι !
Μετά από λίγη ώρα έφυγε.
-Επιτέλους ! Ευχαριστώ, Μπου Χλαπάτσα.
-Παρακαλώ.
Η οικογένεια της Δάφνης ήταν έτοιμη να φύγει. Η Αφροξυλάνθη μίλησε.
-Σταθείτε! Μη φεύγετε!
-Τι; Τι;
-Άκου Δάφνη. Είσαι η καλύτερη φίλη που είχα ποτέ! Όλες οι υπόλοιπες φίλες μου πήγαν σε άλλο πλανήτη.
Ο Καστραλαμούκας είπε:
-Μπορείς να πας στον πλανήτη της Δάφνης και θα έρχομαι να σε επισκέπτομαι.
-Ευχαριστώ πολύ.
-Γεια …γεια!
Και έτσι έφυγαν από τον πλανήτη και πήγαν στην γη.
ΤΕΛΟΣ
_________________
Πλανήτης 1.236
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΚΑΒΙΑΣ Δ’4
Ταξίδι στο πλανήτη X
Κατεβήκαμε από το διαστημόπλοιο εγώ και ο φίλος μου και είδαμε έναν πλανήτη τελείως διαφορετικό. Το μόνο που είχε
ήταν στη μέση του πουθενά μια πόρτα που έλεγε «πλανήτης 1.236».
Ο φίλος μου ο Νίκος έλεγε να την ανοίξουμε για να δούμε τι κρύβει μέσα. Μετά από λίγη ώρα που στεκόμαστε
μπροστά της, ανοίξαμε την πόρτα.
Όταν μπήκαμε μέσα είδαμε πως το μόνο που είχε, ήταν ένα δάσος και μια μικρή πόλη στο κέντρο.
Πλησιάσαμε στο δάσος και φαινόταν σαν να είναι γιγάντιο αλλά πολύ ωραίο. Όταν φτάσαμε επιτέλους στο κέντρο,
είδαμε πως είχε πολλές πόρτες και παράθυρα. Τότε εγώ είπα να χωριστούμε. Ο φίλος μου ο Νίκος μου είπε όχι.
Τελικά πήγαμε σε μια μεγάλη πόρτα και την ανοίξαμε. Είδαμε πολλά σπίτια και οι δρόμοι ήταν άδειοι. Είπαμε να πάμε
και να χτυπήσουμε το κουδούνι σε ένα σπίτι, κάτι που χωρίς άλλη σκέψη κάναμε αμέσως.
Άνοιξε η πόρτα πολύ παράξενα από μόνη της και τότε άρχισε να μας κυριεύει ο φόβος, γιατί ήταν σκοτεινά και υπήρχαν
σκάλες. Στο τέλος από τις σκάλες είδαμε μια γιγάντια πόρτα, που έλεγε «το σπίτι του διαχειριστή». Ο Νίκος χτύπησε
και περιμέναμε.
Τότε άνοιξε και αυτή από μόνη της και το μόνο που είδαμε ήταν ένας εξωγήινος, που μας είπε ότι το όνομά του είναι
Μάριο.
Τρομάξαμε και οι δύο πολύ και τότε τον ρωτήσαμε τι γίνεται σε αυτόν τον πλανήτη.
Αυτός μας είπε πως φοβούνται τα δέντρα, γιατί κάποιοι κάνουν επίθεση στην πόλη τους. Μετά από λίγη ώρα πήγαμε
κοντά του και είδαμε από το παράθυρο τα δέντρα να κουνιούνται και να χαλάνε το δρόμο.
Τότε είδαμε κάποιους εξωγήινους με όπλα να πολεμάνε τα δέντρα και τα δέντρα να τους χτυπάνε και αυτά.
Είδαμε τα δέντρα, μετά από πολύ ώρα, να νικούν και να παίρνουν αιχμάλωτους τους εξωγήινους.
Εγώ και ο Νίκος πήγαμε στο δάσος να ρωτήσουμε τι γίνεται και τα δέντρα κάνουν επίθεση.
Μετά από πολύ ώρα βρήκαμε ένα μεγάλο δέντρο, που ήταν μια βελανιδιά και μας είπε μια ιστορία, πως τα δέντρα ήταν
ειρηνικά μέχρι πριν από κάποια χρόνια.
Μια μέρα όμως, ένας εξωγήινος πήρε ένα τσεκούρι και άρχισε να κόβει τα δέντρα και έτσι άρχισε ο πόλεμος.
Εγώ και ο Νίκος μετά πήγαμε να δούμε πάλι το διαχειριστή, που είχαμε γνωρίσει, και να του πούμε τι μάθαμε για την
επίθεση.
Όταν του είπαμε τι μας είπε το δέντρο, εκείνος μας είπε πως είναι ψέματα και μας είπε μια άλλη ιστορία.
Μας είπε πως μια μέρα ένα δέντρο έπεσε πάνω στο δημαρχείο της πόλης, το διέλυσε και πήρε όμηρο τον εξωγήινο
δήμαρχο.
Εγώ και ο Νίκος είχαμε μπερδευτεί πολύ και δεν ξέραμε ποιο να πιστέψουμε, το διαχειριστή ή την βελανιδιά;
Μετά από λίγες ώρες, καταλάβαμε πως και οι δύο ιστορίες είναι σωστές και προσπαθήσαμε να βρούμε ένα τρόπο τα
ζήσουν ειρηνικά δέντρα και εξωγήινοι.
Όταν πια είχε ξημερώσει η επόμενη μέρα πήγαμε στην πόλη για να πείσουμε τους κατοίκους να κάνουν ειρήνη με τα
δέντρα.
Αυτοί με δυσκολία είπαν ναι, ενώ τα δέντρα το δέχτηκαν με χαρά.
Το βράδυ ο αρχηγός της πόλης και ο αρχηγός των δέντρων υπόγραψαν για την ειρήνη.
Την επόμενη μέρα έπρεπε να φύγουμε, αλλά πώς; Εγώ και ο Νίκος νομίζαμε πως δε θα βλέπαμε ποτέ ξανά τη γη.
Μέχρι που μια μέρα φτάσαμε στην πόρτα που είχαμε μπει στον πλανήτη και όταν βγήκαμε έξω από την πόρτα είδαμε το
διαστημόπλοιο, το πλησιάσαμε, μπήκαμε μέσα και αμέσως με έναν παράξενο τρόπο βρεθήκαμε στο σπίτι μας μπροστά
από τη τηλεόραση.
Αυτήν τη περιπέτεια δε θα την ξεχάσουμε ποτέ και περισσότερο ότι κάπου στο διάστημα ένας πλανήτης βρήκε την
ειρήνη και οι κάτοικοί του θα ζήσουν με αγάπη μεταξύ τους.
ΤΕΛΟΣ
_________________
Mε τον Μπέικαρλ.
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΠΕΛΙΟΣ Δ’4
Το αεροσκάφος μας τότε έπεσε σε έναν άγνωστο πλανήτη. Βγήκαμε απ´ το σκάφος και συνειδητοποιήσαμε πως
υπήρχαν κάτι πλάσματα, μοιάζανε σαν εξωγήινους. Ήταν πράσινοι με τρία μάτια και μια μύτη με ένα ρουθούνι. Οι
περισσότεροι φορούσαν μωβ ολόσωμη στολή που έγραφε πάνω «Ζήτω ο πλανήτης Χ» και μάλιστα στα ελληνικά.
Ένας από αυτούς ήρθε και μου συστήθηκε. Ευτυχώς που ξέραμε τη νοηματική γλώσσα γιατί αλλιώς δύσκολα θα
συνεννοούμασταν. Μας είπε το όνομα του, τον έλεγαν Μπέικαρλ. Μας ρώτησε από που ήμαστε και εμείς του είπαμε απ
´ τη Γη. Τότε απάντησε: «Τρώγεται αυτό;». Εμείς γελάσαμε. Η Γη είναι πλανήτης, του εξηγήσαμε. Πιάσαμε τη
κουβέντα. Του είπα και εγώ πως με λένε Θανάση. Γίναμε πολύ καλοί φίλοι και μάλιστα σε λιγότερο από μία μέρα. Τον
ρωτήσαμε που μένουν οι επισκέπτες. Εκείνος μας απάντησε στο ζούρνους. Εγώ κατάλαβα ότι ήθελε να πει ξενοδοχείο
αλλά τον παρακάλεσα να μείνω μαζί του. Λοιπόν δέχτηκε. Μετά μας είπε την διεύθυνση Κάρσολ είκοσι οκτώ και έφυγε.
Κάναμε μια βόλτα στη πόλη, είδαμε την αγορά με διάφορα φρούτα και λαχανικά που ήταν ζωντανά. Και είδαμε κι
άλλους με την μωβ ολόσωμη στολή που μιλούσαν. Έλεγαν «Ζήτω ο πλανήτης Χ». Τότε ρώτησα έναν περαστικό με
νοήματα γιατί γράφουν οι μπλούζες τους αυτή τη φράση. Πετάχτηκαν δύο εξωγήινοι τότε και με μια φωνή απάντησαν:
«Είναι παγκόσμια γιορτή του πλανήτη Χ». Ενθουσιάστηκα όταν το άκουσα και παραδέχομαι πως είναι τυχαίο ότι ήρθα
σε μια τέτοια παγκόσμια γιορτή για τον πλανήτη. Ήθελα και εγώ να πάρω μέρος σ´ αυτή τη διοργάνωση. Βράδιασε γι’
αυτό πήγα σπίτι του Μπέικαρλ. Πρέπει να παραδεχτώ πως ήταν το ομορφότερο αλλά και το μεγαλύτερο σπίτι στην
γειτονιά. Όταν μπήκα τον ρώτησα: «Μα καλά πότε είναι αυτή γιορτή η ξακουστή;». Μου είπε τότε πως δεν είναι γιορτή
που τρώμε πίνουμε και ξενυχτάμε αλλά κυρίως είναι για ένα παλιό έθιμο, που λέει ότι δεν πρέπει να κάνεις τις εξής
γρουσουζιές, να πέσει νερό στα παπούτσια σου, να μην κάνεις λόξιγκα και να μην μαλώσεις με κάποιον συγγενή σου.
Εγώ θεωρώ τα δύο πρώτα χαζά, περισσότερο όμως το δεύτερο γιατί δεν είναι καθόλου λογικό, αλλά όχι πως το άλλο
είναι.
Τέλος πάντων ευτυχώς που δε μου έτυχε κάτι τέτοιο. Στο κρεβάτι πήγα τρέχοντας και έπεσα με δύναμη πάνω του. Όταν
κατάλαβα ότι δεν έσπασε ένιωσα ανακούφιση. Όμως κάποια περίεργη κραυγή άκουσα από το μέρος του κρεβατιού.
Τότε πέταξα άτσαλα τη κουβέρτα κάτω. Και που να φανταστώ πως το στρώμα ήταν κάτι σαν μαλακό τερατάκι. Στην
αρχή φοβήθηκα λιγάκι αλλά τώρα που ξέρω πως είναι ακίνδυνο είμαι εντάξει.
Αργά το βράδυ ξύπνησα από κάτι σειρήνες που αντί για ίου,ίου,ίου έκαναν όι,όι,όι. Ήταν η αστυνομία που μάλλον
κάποιος της είχε κάνει πλάκα, γιατί το διπλανό σπίτι ήταν άδειο. Ο ιδιοκτήτης είχε πάει διακοπές. Ξαφνικά πετάχτηκαν
δύο τέρατα από το φορτηγάκι του αστυνομικού. Αμέσως αηδίασα. Ήταν κόκκινα με τεράστιο στόμα και πράσινα σάλια.
Έπεσα να κοιμηθώ γιατί αν έβλεπα και κάτι άλλο περίεργο θα γινόταν ο χαμός.
Το πρωί πήγα και στάθηκα δίπλα στη καρέκλα, γιατί που να κάτσω εκεί που αντί για τα ειδικά ξύλινα σκοινιά είχαν ένα
ζωντανό πράγμα σαν τεράστιο φίδι. Το πρωινό μου φαινόταν γήινο αλλά για καλό και για κακό έβγαλα κάτι παλιές
μπάρες που είχαν ξεχαστεί στο μπουφάν μου. Ευτυχώς που είχα τόσο άγχος για το ματς ποδοσφαίρου, που ξεχάστηκα
να τις φάω. Άχ! Τι θα έκανα χωρίς αυτές!
Ο Μπέικαρλ ήρθε. Αμέσως έκρυψα τις μπάρες να μην τις δει γιατί θα ήταν αγένεια. Με ρώτησε αν πεινάω. Εγώ του
είπα όχι. Δεν το διακινδύνεψα. Απάντησε πως είναι κρίμα γιατί ήταν η σπεσιαλιτέ του. Ήταν Ντόρνε. Ήταν σκοτωμένα
σλα, κάτι μακρόστενα ζωάκια με σος κάριλ ένα γλοιώδες, αηδιαστικό, άσπρο πράγμα. Όλο αυτό έμοιαζε σαν
μακαρόνια. Έτσι και αλλιώς τι με νοιάζει. Εγώ τρώω τις μπάρες μου και ο Μπέικαρλ την σπεσιαλιτέ του.
Το μεσημέρι βγήκα έξω μήπως δω κανένα αξιοθέατο της πόλης. Μετά από δύο ώρες είχα φτάσει στο σπίτι. Και έλεγα
στον Μπέικαρλ τα αξιοθέατα που είδα. Μπορεί τα φαγητά να μην μπορώ να τα φάω αλλά μπορώ να θαυμάσω την
πόλη. Ένα καλό πράγμα που είδα και γεύτηκα σε αυτές τις δύο ώρες, μου άλλαξαν γνώμη για το φαγητό. Υπάρχει και
ένα που μπορώ να φάω και αυτό είναι το τρόλαμ. Μέσα σε αυτό δεν υπάρχουν πράγματα μη φυσιολογικά μόνο μια
σάλτσα που μάλιστα το έκανε πιο νόστιμο.
Το βράδυ πήγα την πρώτη μου βόλτα με τον Μπέικαρλ. Την ήθελα αυτή την βόλτα. Εξάλλου είχα κουραστεί. Πήγαμε σε
μία καφετέρια, έψαχνα να βρω τρόπο για να γυρίσω στον πλανήτη μου. Αλλά είπα να κάτσω και να συζητήσω με το
Μπέικαρλ, έτσι ώστε να μάθω περισσότερα για την πόλη. Το πρωί ξύπνησα και αποκάλυψα πως ήθελα να γυρίσω πίσω
και εκείνος στενοχωρήθηκε πάρα πολύ.
Ως το μεσημέρι η στεναχώρια του Μπέικαρλ μου άλλαξε γνώμη και θα του έκανα μεγάλη έκπληξη. Την μέρα που
κανονικά ήταν να φύγω μπήκα στο αεροσκάφος που επισκεύαζε τόσο καιρό ο φίλος μου ο Μάριος. Εκείνος οδήγησε το
αεροσκάφος ως την διπλανή πόλη και εκεί με άφησε. Αυτός όμως συνέχισε το ταξίδι προς τη γη. Τι χαρές έκανε ο
Μπέικαρλ, δε μπορεί να φανταστεί κανείς. Μέχρι και πάρτι μου διοργάνωσε. Και στο μεταξύ πέρασαν χρόνια και στο
σπίτι του Μπέικαρλ περνούσαμε όλο και πιο ωραία.
ΤΕΛΟΣ

You might also like