You are on page 1of 1

80 ὀρθωθεὶς δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ ἀγκῶνος κεφαλὴν ἐπαείρας

Μεμιάς ανακουμπάει στον αγκώνα και το κεφάλι ασκώνει,


Ἀτρεΐδην προσέειπε καὶ ἐξερεείνετο μύθῳ·
και λέει στο γιο του Ατρέα ρωτώντας τον και μ᾿ έτοια λόγια κρένει:
τίς δ᾽ οὗτος κατὰ νῆας ἀνὰ στρατὸν ἔρχεαι οἶος
«Ποιος είσαι συ που στα καράβια μας και στο στρατό μονάχος
νύκτα δι᾽ ὀρφναίην, ὅτε θ᾽ εὕδουσι βροτοὶ ἄλλοι,
μες στης νυχτιάς το σκότος έρχεσαι, που όλοι οι θνητοί κοιμούνται;
ἠέ τιν᾽ οὐρήων διζήμενος, ἤ τιν᾽ ἑταίρων;
Μουλάρι τάχα για και σύντροφο να βρεις κανένα ψάχνεις;
85 φθέγγεο, μηδ᾽ ἀκέων ἐπ᾽ ἔμ᾽ ἔρχεο· τίπτε δέ σε Μίλα μου, μη ζυγώνεις άλαλος, ποια σ᾿ έχει σφίξει ανάγκη;»
χρεώ; Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας απηλογιά του δίνει:
τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων· «Γιε του Νηλέα, ρηγάρχη Νέστορα, των Αχαιών η δόξα,
ὦ Νέστορ Νηληϊάδη μέγα κῦδος Ἀχαιῶν το γιο του Ατρέα, τον Αγαμέμνονα, θωρείς εδώ, που ο Δίας
γνώσεαι Ἀτρεΐδην Ἀγαμέμνονα, τὸν περὶ πάντων απ᾿ όλους πιότερο σε βάσανα με ρίχνει δίχως τέλος,
Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι διαμπερὲς εἰς ὅ κ᾽ ἀϋτμὴ

90 ἐν στήθεσσι μένῃ καί μοι φίλα γούνατ᾽ ὀρώρῃ.


όσο κρατάει η πνοή στα στήθη μου κι η δύναμη στα γόνα.
πλάζομαι ὧδ᾽ ἐπεὶ οὔ μοι ἐπ᾽ ὄμμασι νήδυμος
Έτσι γυρνώ, τι δε μου κάθεται γλυκός στα μάτια γύπνος᾿
ὕπνος
μου τυραννούν τη σκέψη ο πόλεμος, των Αρχαίων τα πάθη.
ἱζάνει, ἀλλὰ μέλει πόλεμος καὶ κήδε᾽ Ἀχαιῶν.
Για τους Αργίτες τρόμος μ᾿ έπιασε φριχτός, κι ουδέ η ψυχή μου
αἰνῶς γὰρ Δαναῶν περιδείδια, οὐδέ μοι ἦτορ
γερά βαστιέται, μόνο τα 'χασα, κι όξω πηδάει η καρδιά μου
ἔμπεδον, ἀλλ᾽ ἀλαλύκτημαι, κραδίη δέ μοι ἔξω
να 'βγει απ᾿ το στήθος, και τα γόνατα μου τρέμουν τ᾿ αντρειωμένα.
95 στηθέων ἐκθρῴσκει, τρομέει δ᾽ ὑπὸ φαίδιμα γυῖα. Όμως δουλειά εσύ τώρα αν γύρευες, μια και δεν πιάνει ο γύπνος
ἀλλ᾽ εἴ τι δραίνεις, ἐπεὶ οὐδὲ σέ γ᾽ ὕπνος ἱκάνει, μηδέ και σένα, στους βαρδιατορες έλα μαζί να πάμε,
δεῦρ᾽ ἐς τοὺς φύλακας καταβήομεν, ὄφρα ἴδωμεν να δούμε, η αγρύπνια μην τους τσάκισε κι ο κάματος, και γείραν
μὴ τοὶ μὲν καμάτῳ ἀδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνῳ να κοιμηθούνε, κι έτσι ολότελα τη βάρδια τους ξέχασαν.
κοιμήσωνται, ἀτὰρ φυλακῆς ἐπὶ πάγχυ λάθωνται.

100 δυσμενέες δ᾽ ἄνδρες σχεδὸν εἵαται· οὐδέ τι ἴδμεν


Οι οχτροί κοντά εδώ πέρα κάθουνται, κι ουδέ κανείς μας ξέρει,
μή πως καὶ διὰ νύκτα μενοινήσωσι μάχεσθαι.
αν δεν τους κατεβεί τον πόλεμο ν᾿ ανοίξουν και τη νύχτα.»
τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
Κι απηλογιά ο γερήνιος Νέστορας του δίνει ο αλογολάτης:
Ἀτρεΐδη κύδιστε ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον
«Υγιέ του Ατρέα, τρανέ Αγαμέμνονα, ρηγάρχη τιμημένε,
οὔ θην Ἕκτορι πάντα νοήματα μητίετα Ζεὺς
ο Δίας σα δύσκολο ο βαθύγνωμος του Εχτόρου τα χατίρια
105 ἐκτελέει, ὅσα πού νυν ἐέλπεται· ἀλλά μιν οἴω όλα να του τα κάνει, ως πέτεται᾿ μα πιότερες ακόμα
κήδεσι μοχθήσειν καὶ πλείοσιν, εἴ κεν Ἀχιλλεὺς θα πάθει συφορές, μου εικάζεται, φτάνει ο Αχιλλέας μια μέρα
ἐκ χόλου ἀργαλέοιο μεταστρέψῃ φίλον ἦτορ. τη μάνητα του την ανέσπλαχνη να διώξει απ᾿ την καρδιά του.
σοὶ δὲ μάλ᾽ ἕψομ᾽ ἐγώ· ποτὶ δ᾽ αὖ καὶ ἐγείρομεν Μετά χαράς να 'ρθω᾿ μα θα 'θελα να πούμε και στους άλλους,
ἄλλους στον Οδυσσέα, στον πολεμόχαρο γιο του Τυδέα, κι ακόμα
ἠμὲν Τυδεΐδην δουρὶ κλυτὸν ἠδ᾽ Ὀδυσῆα

110 ἠδ᾽ Αἴαντα ταχὺν καὶ Φυλέος ἄλκιμον υἱόν. στον Αία το γρήγορο, στον άτρομο γιο του Φυλέα, το Μέγη.
ἀλλ᾽ εἴ τις καὶ τούσδε μετοιχόμενος καλέσειεν Να 'ταν και κάποιος που θα πήγαινε τρεχάτος να φωνάξει
ἀντίθεόν τ᾽ Αἴαντα καὶ Ἰδομενῆα ἄνακτα· να 'ρθουν και τούτοι, ο ισόθεος Αίαντας κι ο Ιδομενέας ο ρήγας·
τῶν γὰρ νῆες ἔασιν ἑκαστάτω, οὐδὲ μάλ᾽ ἐγγύς. τι τα δικά τους στέκουν άρμενα μακριά πολύ, στην άκρη.
ἀλλὰ φίλον περ ἐόντα καὶ αἰδοῖον Μενέλαον Για το Μενέλαο νιώθω σέβαση κι αγάπη, κι όμως πρέπει
να τον μαλώσω· μην πικραίνεσαι μαζί μου, δεν το κρύβω'
115 νεικέσω, εἴ πέρ μοι νεμεσήσεαι, οὐδ᾽ ἐπικεύσω
γιατί κοιμάται, κι ολομόναχο σ᾿ αφήκε να παλεύεις,
ὡς εὕδει, σοὶ δ᾽ οἴῳ ἐπέτρεψεν πονέεσθαι.
που 'πρεπε εκείνος στους πρωτόγερους όλους να τρέχει τώρα
νῦν ὄφελεν κατὰ πάντας ἀριστῆας πονέεσθαι
παρακαλώντας τους, τι αβάσταχτη μας έχει σφίξει ανάγκη.»
λισσόμενος· χρειὼ γὰρ ἱκάνεται οὐκέτ᾽ ἀνεκτός.
Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας απηλογιά του δίνει:
τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·

You might also like