You are on page 1of 218

ZΗΣΗΣ ΜΑΛΛΙΟΣ

Επίκουρος Καθηγητής

ΕΛΠΙΔΑ – ΚΛΕΑΝΘΗ ΚΟΛΟΚΥΘΑ


Καθηγήτρια

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Καθηγητής

Εγγειοβελτιωτικά έργα

Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης


Εγγειοβελτιωτικά έργα
Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης

Συγγραφή
Ζήσης Μάλλιος (Κύριος Συγγραφέας)
Ελπίδα - Κλεάνθη Κολοκυθά
Γιάννης Μυλόπουλος

Συντελεστές έκδοσης
Γλωσσική Επιμέλεια: Ελένη Ελισσάβετ Όξενκιουν
Γραφιστική Επιμέλεια: Ελένη Τσακμάκη

Κεντρική Ομάδα Υποστήριξης


Γλωσσικός Έλεγχος: Γεωργία Τριανταφυλλίδου
Γραφιστικός Έλεγχος: Έλενα-Νατάσα Καΐτσα
Βιβλιοθηκονομική Επεξεργασία: Έλενα Αδαμοπούλου
Copyright © 2023, ΚΑΛΛΙΠΟΣ, ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
(ΣΕΑΒ + ΕΛΚΕ-ΕΜΠ)

Το παρόν έργο αδειοδοτείται υπό τους όρους της άδειας Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Μη
Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0. Για να δείτε ένα αντίγραφο της άδειας αυτής επισκεφτείτε τον ιστότοπο
https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/deed.el

Αν τυχόν κάποιο τμήμα του έργου διατίθεται με διαφορετικό καθεστώς αδειοδότησης,


αυτό αναφέρεται ρητά και ειδικώς στην οικεία θέση.

ΚΑΛΛΙΠΟΣ

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

Ηρώων Πολυτεχνείου 9, 15780 Ζωγράφου

www.kallipos.gr

ISBN: 978-618-5726-39-3

Βιβλιογραφική Αναφορά: Μάλλιος, Ζ., Κολοκυθά, Ε.Κ., & Μυλόπουλος, Γ. (2023).


Εγγειοβελτιωτικά έργα – Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης [Προπτυχιακό εγχειρίδιο].
Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις. http://dx.doi.org/10.57713/kallipos-159
Πίνακας Περιεχομένων

Πίνακας συντομεύσεων – ακρωνυμίων ........................................................................................................................... 13


Κεφάλαιο 1 Εισαγωγή στα εγγειοβελτιωτικά έργα ........................................................................................................ 15
1.1 Ο ρόλος των εγγειοβελτιωτικών έργων ........................................................................................................................ 15
1.2 Ιστορική αναδρομή ....................................................................................................................................................... 16
1.2.1 Ο μυθικός ήρωας Ηρακλής σκοτώνει το τέρας της Λερναίας Ύδρας .................................................................... 16
1.2.2 Ο μυθικός ήρωας Ηρακλής εξυγιαίνει τους στάβλους του βασιλιά Αυγεία ........................................................... 17
1.3 Τα μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα του 20ού αιώνα ....................................................................................................... 18
1.4 Εγγειοβελτιωτικά Έργα, Περιβάλλον και Βιώσιμη Ανάπτυξη ..................................................................................... 19
1.5 Ταξινόμηση Εγγειοβελτιωτικών Έργων ....................................................................................................................... 20
Βιβλιογραφία ..................................................................................................................................................................... 22
Κεφάλαιο 2 Αρδευτικά Έργα και Αρδευτικό Νερό ....................................................................................................... 23
2.1 Αγροδιατροφικός τομέας και νερό ............................................................................................................................... 23
2.2 Αρδεύσεις και αρδευτικό νερό ...................................................................................................................................... 24
2.3 Συλλογικά δίκτυα άρδευσης και αποστράγγισης .......................................................................................................... 25
2.4 Διαχείριση της ζήτησης και εξοικονόμηση αρδευτικού νερού ..................................................................................... 26
Βιβλιογραφία ..................................................................................................................................................................... 28
Κεφάλαιο 3 Ανάγκες των καλλιεργειών σε νερό ............................................................................................................ 29
3.1 Γενικά ........................................................................................................................................................................... 29
3.2 Ιδιότητες του εδάφους .................................................................................................................................................. 30
3.2.1 Μηχανική σύσταση του εδάφους ........................................................................................................................... 30
3.2.2 Δομή του εδάφους .................................................................................................................................................. 32
3.2.3 Φυσικές παράμετροι του εδάφους .......................................................................................................................... 33
3.3 Εδαφικό νερό ................................................................................................................................................................ 35
3.3.1 Συγκράτηση του εδαφικού νερού ........................................................................................................................... 38
3.3.2 Διήθηση.................................................................................................................................................................. 39
3.4 Εξατμισοδιαπνοή .......................................................................................................................................................... 43
3.4.1 Άμεσες μέθοδοι μέτρησης της εξατμισοδιαπνοής ................................................................................................. 45
3.4.2 Έμμεσες μέθοδοι εκτίμησης της εξατμισοδιαπνοής .............................................................................................. 46
3.4.3 Φυτικοί συντελεστές .............................................................................................................................................. 51
3.4.4 Εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής με μεθόδους τηλεπισκόπησης ............................................................................ 52
3.4.5 Εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής σε πραγματικό χρόνο με χρήση αισθητήρων ..................................................... 52
3.5 Ανάγκες των καλλιεργειών σε αρδευτικό νερό ............................................................................................................ 52
3.6 Αποδοτικότητα των αρδευτικών δικτύων ..................................................................................................................... 53
3.7 Δόση άρδευσης, διάρκεια και εύρος άρδευσης ............................................................................................................. 54
Βιβλιογραφία ..................................................................................................................................................................... 56
Κεφάλαιο 4 Μέθοδοι άρδευσης ....................................................................................................................................... 59
4.1 Γενικά ........................................................................................................................................................................... 59
4.2 Συστήματα άρδευσης .................................................................................................................................................... 59
4.2.1 Έδαφος ................................................................................................................................................................... 60
4.2.2 Είδος καλλιεργειών ................................................................................................................................................ 60
4.2.3 Κλίμα ..................................................................................................................................................................... 60
4.3 Μέθοδοι άρδευσης ........................................................................................................................................................ 60
4.3.1 Επιφανειακή άρδευση ............................................................................................................................................ 60
4.3.2 Άρδευση με λεκάνες (κατάκλυση) ......................................................................................................................... 61
4.3.3 Άρδευση με λωρίδες (περιορισμένη διάχυση) ....................................................................................................... 62
4.3.4 Άρδευση με αυλάκια .............................................................................................................................................. 64
4.3.5 Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της επιφανειακής άρδευσης .......................................................................... 66
4.4 Άρδευση με καταιονισμό ή τεχνητή βροχή .................................................................................................................. 66
4.4.1 Το αντλητικό συγκρότημα ..................................................................................................................................... 66
4.4.2 Το δίκτυο μεταφοράς (κορμός) .............................................................................................................................. 68
4.4.3 Το δίκτυο διανομής (πτέρυγες) .............................................................................................................................. 68
4.5 Μέθοδοι μικροάρδευσης - στάγδην άρδευση ............................................................................................................... 70
4.6 Καινοτόμες μέθοδοι άρδευσης ..................................................................................................................................... 73
4.6.1 Γεωργία ακριβείας ................................................................................................................................................. 73
4.6.2 Ελλειμματική άρδευση ........................................................................................................................................... 76
4.7 Σύγκριση μεθόδων ........................................................................................................................................................ 77
Βιβλιογραφία ..................................................................................................................................................................... 78
Κεφάλαιο 5 Χάραξη αρδευτικού δικτύου ....................................................................................................................... 79
5.1 Εισαγωγή ...................................................................................................................................................................... 79
5.2 Έργα Κεφαλής .............................................................................................................................................................. 79
5.3 Το Δίκτυο Μεταφοράς του νερού στην προς άρδευση περιοχή ................................................................................... 80
5.4 Τα Έργα Εφαρμογής του νερού στο έδαφος ................................................................................................................. 81
5.4.1 Η Αρδευτική Μονάδα ............................................................................................................................................ 81
5.4.2 Οι υδροληψίες ........................................................................................................................................................ 81
5.4.3 Το κινητό υλικό ...................................................................................................................................................... 82
5.5 Εξασφάλιση πιέσεων στην Αρδευτική Μονάδα ........................................................................................................... 83
5.6 Αρχές χάραξης αρδευτικού δικτύου ............................................................................................................................. 84
5.7 Παράδειγμα................................................................................................................................................................... 84
Βιβλιογραφία ..................................................................................................................................................................... 89
Κεφάλαιο 6 Μέθοδοι διανομής νερού ............................................................................................................................. 91
6.1 Εισαγωγή ...................................................................................................................................................................... 91
6.2 Η μέθοδος της συνεχούς ροής....................................................................................................................................... 91
6.3 Η μέθοδος της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού (ωρολογίου προγράμματος) ........................................................... 91
6.3.1 Τι είναι ................................................................................................................................................................... 91
6.3.2 Πώς λειτουργεί η μέθοδος ...................................................................................................................................... 92
6.3.3 Αξιολόγηση της μεθόδου ....................................................................................................................................... 92
6.3.4 Οδηγίες σχεδιασμού ............................................................................................................................................... 92
6.3.5 Μεγέθη υπολογισμού της μεθόδου ........................................................................................................................ 93
6.3.6 Αυστηρό ωρολόγιο πρόγραμμα ............................................................................................................................. 94
6.3.7 Ελαστικό ωρολόγιο πρόγραμμα ............................................................................................................................. 96
6.4 Δίκτυα που λειτουργούν με ελεύθερη ζήτηση ............................................................................................................ 100
6.4.1 Η διανομή του αρδευτικού νερού με ελεύθερη ζήτηση ....................................................................................... 100
6.4.2 Η μέθοδος Clément .............................................................................................................................................. 100
6.4.3 Εφαρμογή της θεωρίας των πιθανοτήτων στη λειτουργία του δικτύου ............................................................... 101
6.4.4 Η Διωνυμική κατανομή ........................................................................................................................................ 103
6.4.5 Ο πρώτος τύπος του Clément ............................................................................................................................... 106
6.4.6 Γενίκευση της εφαρμογής του πρώτου τύπου του Clément ................................................................................. 108
6.4.7 Διαδικασία εφαρμογής του πρώτου τύπου του Clément ...................................................................................... 108
6.4.8 Δεύτερος τύπος του Clément ............................................................................................................................... 108
6.4.9 Παραδείγματα – Ασκήσεις ................................................................................................................................... 109
Βιβλιογραφία ................................................................................................................................................................... 113
Κεφάλαιο 7 Βασικοί υδραυλικοί υπολογισμοί ακτινωτών δικτύων υπό πίεση ......................................................... 115
7.1 Βασικές αρχές υδραυλικών υπολογισμών δικτύων υπό πίεση.................................................................................... 115
7.2 Επιλογή υλικού και κλάσης σωλήνων ........................................................................................................................ 115
7.3 Επιλογή της διαμέτρου των αγωγών του δικτύου ....................................................................................................... 123
7.4 Εκτίμηση των απωλειών ............................................................................................................................................. 124
7.5 Υπολογισμός της επάρκειας του ενεργειακού φορτίου της κεφαλής του δικτύου ...................................................... 130
7.6 Εκπόνηση υδραυλικών υπολογισμών με χρήση λογισμικού ...................................................................................... 131
7.6.1 Συνοπτική περιγραφή του προγράμματος ............................................................................................................ 131
7.6.2 Εισαγωγή δεδομένων ........................................................................................................................................... 137
7.6.3 Εκτέλεση της προσομοίωσης ............................................................................................................................... 145
7.7 Παράδειγμα................................................................................................................................................................. 147
7.7.1 Υπολογισμός του προγράμματος της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού. Καθορισμός και περιγραφή
του ωρολογίου προγράμματος της λειτουργίας των υδροληψιών ................................................................................. 148
7.7.2 Χάραξη του αρδευτικού δικτύου κατά τον οικονομικότερο δυνατό τρόπο και υπολογισμός των αγωγών
του δικτύου .................................................................................................................................................................... 149
7.7.3 Επιλογή των διαμέτρων των σωλήνων του δικτύου έτσι ώστε να εξασφαλίζεται το ελάχιστο κόστος
κατασκευής του δικτύου ............................................................................................................................................... 150
7.7.4 Υπολογισμός του απαιτούμενου μανομετρικού φορτίου της κεφαλής του δικτύου ............................................ 151
7.7.5 Υπολογισμός του απαιτούμενου μανομετρικού φορτίου της κεφαλής του δικτύου με
το πρόγραμμα EPANET ................................................................................................................................................ 152
Βιβλιογραφία ................................................................................................................................................................... 156
Κεφάλαιο 8 Οικονομική βελτιστοποίηση δικτύων άρδευσης ..................................................................................... 157
8.1 Βέλτιστος σχεδιασμός................................................................................................................................................. 157
8.2 Η μέθοδος της χαρακτηριστικής καμπύλης ................................................................................................................ 157
8.2.1 Δίκτυα βαρύτητας ................................................................................................................................................ 157
8.3 Δίκτυα με κατάθλιψη .................................................................................................................................................. 158
8.4 Κρίσιμη διαδρομή ....................................................................................................................................................... 159
8.5 Χαρακτηριστική καμπύλη .......................................................................................................................................... 159
8.5.1 Χάραξη χαρακτηριστικής καμπύλης για το κόστος κατασκευής ......................................................................... 159
8.5.2 Προσδιορισμός του κόστους λειτουργίας της χαρακτηριστικής καμπύλης ......................................................... 160
8.5.3 Χάραξη της σύνθετης χαρακτηριστικής καμπύλης .............................................................................................. 162
8.6 Άλλες μέθοδοι οικονομικής βελτιστοποίησης ενός αρδευτικού δικτύου ................................................................... 163
8.7 Παράδειγμα................................................................................................................................................................. 164
Βιβλιογραφία ................................................................................................................................................................... 176
Κεφάλαιο 9 Δίκτυα αποστράγγισης............................................................................................................................... 177
9.1 Γενικά ......................................................................................................................................................................... 177
9.2 Η ανάγκη για τη στράγγιση των εδαφών .................................................................................................................... 177
9.3 Μέθοδοι στράγγισης των εδαφών ............................................................................................................................... 179
9.3.1 Επιφανειακή στράγγιση ....................................................................................................................................... 179
9.3.2 Υπόγεια στράγγιση .............................................................................................................................................. 179
9.4 Χάραξη στραγγιστικού δικτύου .................................................................................................................................. 180
9.4.1 Τυπική διάταξη και χάραξη στραγγιστικού δικτύου με τάφρους ......................................................................... 181
9.4.2 Τυπική διάταξη στραγγιστικών δικτύων με δραίνα ............................................................................................. 182
9.5 Η κίνηση του νερού στους αγωγούς του στραγγιστικού δικτύου ............................................................................... 183
9.5.1 Η κίνηση του νερού στις τάφρους ........................................................................................................................ 183
9.5.2 Η κίνηση του νερού στα δραίνα ........................................................................................................................... 186
9.6 Το αντλιοστάσιο ......................................................................................................................................................... 188
9.7 Παράδειγμα................................................................................................................................................................. 188
9.7.1 Υπολογισμός του βάθους ροής με δοκιμές .......................................................................................................... 188
9.7.2 Υπολογισμός του βάθους ροής με MS Excel ....................................................................................................... 190
Βιβλιογραφία ................................................................................................................................................................... 192
Κεφάλαιο 10 Σύνταξη μελετών αρδευτικών δικτύων – Οργανωτική δομή των φορέων διαχείρισης των έργων .. 193
10.1 ΦΑΣΗ 1: Προγραμματισμός και Προετοιμασία του Φακέλου Δημόσιας Σύμβασης ............................................... 193
10.2 ΦΑΣΗ 2: Προκαταρκτικές μελέτες - Λειτουργικός Σχεδιασμός του Έργου ............................................................ 195
10.3 ΦΑΣΗ 3: Προμελέτες - Γενική Διάταξη των Έργων ................................................................................................ 197
10.4 ΦΑΣΗ 4: Οριστικές Μελέτες - Μελέτες Κατασκευαστικού Σχεδιασμού................................................................. 199
10.5 ΦΑΣΗ 5: Μελέτες Εφαρμογής ................................................................................................................................. 201
10.6 Ενδεικτικά σχέδια ..................................................................................................................................................... 203
10.7 Η διαχείριση των εγγειοβελτιωτικών έργων ............................................................................................................. 213
10.8 Διοικητικά όργανα διαχείρισης εγγειοβελτιωτικών έργων ....................................................................................... 213
Βιβλιογραφία ................................................................................................................................................................... 216
Πίνακας συντομεύσεων – ακρωνυμίων

ALEXI Atmosphere-Land Exchange Inverse - evapotranspiration model


ASCE American Society of Civil Engineers
BAITSSS Backward-averaged iterative two-source surface temperature and energy balance
solution - evapotranspiration model
cdf Cumulative distribution function
EPA United States Environmental Protection Agency
EPANET Application for Modeling Drinking Water Distribution Systems
ESDAC European Soil Data Center
FAO United Nations Food and Agriculture Organization
GIS Geographical Information Systems
HDPE Υψηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο
LDPE Χαμηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο
MDPE Μέσης πυκνότητας πολυαιθυλένιο
METRIC Mapping evapotranspiration with internalized calibration
NRCS United States Department of Agriculture - Natural Resources Conservation Service
PE Πολυαιθυλένιο
PVC Πολυβινυλοχλωρίδιο
SCS United States Department of Agriculture - Soil Conservation Service
SEBAL Surface Energy Balance Algorithm for Land - evapotranspiration model
SWAT Soil & Water Assessment Tool
USDA United States Department of Agriculture
ΑΜ Αρδευτική Μονάδα
Γ.Α. Γεωργία Ακριβείας
ΓΟΕΒ Γενικός Οργανισμός Εγγείων Βελτιώσεων
ΕΛΓΟ Ελληνικός Γεωργικός Οργανισμός «Δήμητρα»
ΚΕΥ Κανονισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας
ΜΠΕ Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων
ΟΕΒ Οργανισμός Εγγείων Βελτιώσεων
ΠΠΠΑ Προκαταρκτικός Προσδιορισμός Περιβαλλοντικών Απαιτήσεων
ΣΑΕΚ Σχέδιο Αντιμετώπισης Εκτάκτων Καταστάσεων
ΣΑΥ-ΦΑΥ Σχέδιο και Φάκελος Ασφάλειας & Υγείας
ΤΕΠΕΜ Τεχνικές Περιβαλλοντικές Μελέτες
ΤΟΕΒ Τοπικός Οργανισμός Εγγείων Βελτιώσεων
ΥΠΑΑΤ Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
ΦΔΕ Φορέας Διαχείρισης έργων
ΦΔΣ Φάκελος Δημόσιας Σύμβασης

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 13


Κεφάλαιο 1 Εισαγωγή στα εγγειοβελτιωτικά έργα

Σύνοψη
Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα εγγειοβελτιωτικά έργα από την αρχαία εποχή μέχρι και τη σημερινή.
Περιγράφονται στη συνέχεια τα σημαντικότερα έργα εγγείων βελτιώσεων του τελευταίου αιώνα που άλλαξαν την
Ελλάδα και έδωσαν ώθηση στην οικονομική της ανάπτυξη και την ευημερία των κατοίκων της. Ακολούθως τα
έργα εγγείων βελτιώσεων, ως μεγάλα τεχνικά έργα που παρεμβαίνουν στο περιβάλλον, παρουσιάζονται ως έργα
αειφόρου ανάπτυξης και σε αυτό το πνεύμα εισάγονται οι βασικές αρχές του βιώσιμου σχεδιασμού τους. Τέλος,
παρουσιάζεται η ταξινόμηση των εγγειοβελτιωτικών έργων ως προς το μέγεθος, αλλά και ως προς το είδος τους
και τους σκοπούς που εξυπηρετούν.

Προαπαιτούμενη γνώση
Ο αναγνώστης δεν απαιτείται να έχει ειδικές γνώσεις.

1.1 Ο ρόλος των εγγειοβελτιωτικών έργων


Από την αρχαία εποχή ακόμη, η επιβίωση του ανθρώπου στη γη συνδέθηκε με μια εναγώνια, σκληρή και συχνά
άνιση προσπάθεια να δαμάσει τη φύση. Αυτός ο αγώνας του ανθρώπου με τα στοιχεία της φύσης είχε ως κύριο
σκοπό την προστασία του από τα ακραία φαινόμενα, τους φυσικούς κινδύνους και τις φυσικές καταστροφές
που με διάφορες μορφές απειλούσαν τη ζωή και την επιβίωσή του.
Άλλοτε με τη μορφή της καταιγίδας και της πλημμύρας, άλλοτε με τη μορφή του καύσωνα, της
ξηρασίας, και των πυρκαγιών, άλλοτε με τη μορφή των σεισμών, των ηφαιστείων και των παλιρροϊκών
κυμάτων και άλλοτε με τη μορφή των εκτεταμένων ασθενειών, όπως της ελονοσίας σε ελώδεις εκτάσεις
και των μολυσματικών ασθενειών που προκαλούσε η συσσώρευση λυμάτων και αποβλήτων, οι φυσικοί
κίνδυνοι και οι φυσικές καταστροφές ανέκαθεν απειλούσαν όχι μόνο τη σοδειά, το ευ ζην δηλαδή των
ανθρώπων, αλλά και το ίδιο το ζην, δηλαδή την ύπαρξη, την ασφάλεια και την επιβίωσή τους.
Ο αγώνας του ανθρώπου να δαμάσει τα στοιχεία της φύσης είχε πάντοτε διττό σκοπό. Από τη μια μεριά
αποσκοπούσε στην αξιοποίηση του περιβάλλοντος, στην αξιοποίηση δηλαδή της φύσης, των αγαθών και
των πόρων της, με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία του.
Συγχρόνως, ο άνθρωπος έδινε ανέκαθεν τον άνισο αγώνα να δαμάσει τα στοιχεία της φύσης
προκειμένου να προστατευτεί ο ίδιος, αλλά και να προστατέψει και την περιουσία και τη σοδειά του από
τα ακραία φαινόμενα και τις φυσικές καταστροφές που έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή και την ευημερία του.
Τα εγγειοβελτιωτικά έργα ή αλλιώς τα έργα εγγείων βελτιώσεων, τα έργα δηλαδή που έχουν ως
αντικειμενικό σκοπό τη βελτίωση της γης, αποτελούσαν από τα αρχαία χρόνια σημαντικό παράγοντα σε
αυτόν τον αγώνα της επιβίωσης, της οικονομικής ανάπτυξης και της ευημερίας στη γη.
Έργα αρδευτικά, στραγγιστικά, αντιπλημμυρικά και αποξηραντικά, έργα διευθέτησης ποταμών
και χειμάρρων και έργα εξυγίανσης υποβαθμισμένων περιοχών, όπως και φράγματα συλλογής,
αποθήκευσης και εκτροπής νερού, συνδέθηκαν σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία με την προσπάθεια του
ανθρώπου να αξιοποιήσει τη φύση προς όφελός του, αλλά και να προστατευτεί από τους φυσικούς κινδύνους
που απειλούσαν τη ζωή και την επιβίωσή του.
Η άρδευση, η στράγγιση και η αποξήρανση εδαφών, όπως και η αλλαγή της ροής των ποταμών και
των χειμάρρων, και η συλλογή, η αποθήκευση και η μεταφορά νερού μέσω φραγμάτων, δεξαμενών και
αγωγών, προκειμένου να διευθετηθεί η χρονική και χωρική ανισοκατανομή του νερού και να δοθούν λύσεις
σε εποχές ανομβρίας και ξηρασίας, αλλά και να μεταφερθεί νερό σε περιοχές φτωχές σε υδατικά αποθέματα,
αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα εγγειοβελτιωτικών έργων που συνέβαλαν καθοριστικά στην
επιβίωση, αλλά και στην οικονομική ανάπτυξη και στην ευημερία του ανθρώπου, από την εποχή ακόμη που η
μόνη πρόσοδος ήταν οι αγροτικές εργασίες. Με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία και τη δασοκομία να
βρίσκονται σε πρώτη προτεραιότητα.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 15


Τα εγγειοβελτιωτικά έργα όμως, εκτός από τον αγώνα του ανθρώπου να επιβιώσει και να αναπτυχθεί
οικονομικά, συνδέθηκαν και με τον αγώνα του να προστατευτεί από τους κινδύνους της φύσης,
αντιμετωπίζοντας μέσω:

 του σχεδιασμού και της κατασκευής φραγμάτων και αντιπλημμυρικών έργων τις
καταστροφικές πλημμύρες,
 της κατασκευής αποξηραντικών, στραγγιστικών και εξυγιαντικών έργων εκτεταμένες
ασθένειες, όπως η ελονοσία που μάστιζε τις παραλίμνιες και ελώδεις περιοχές και
 της διευθέτησης της κοίτης των ποταμών και των χειμάρρων τις μολυσματικές ασθένειες που
προκαλούσε η συσσώρευση των λυμάτων και των αποβλήτων.

1.2 Ιστορική αναδρομή


Από τη μυθολογία ακόμη ήταν γνωστή η άνιση προσπάθεια του ανθρώπου να δαμάσει και να αξιοποιήσει τη
φύση και τα αγαθά της προς όφελός του. Πίσω από τις ιστορίες που αφηγούνταν οι αρχαίοι Έλληνες για τους
μυθικούς τους ήρωες, όπως ο Ηρακλής και ο Θησέας, κρύβεται ο αγώνας του ανθρώπου να επιβιώσει απέναντι
στα σκληρά στοιχεία της φύσης.
Τουλάχιστον οι δύο από τους 12 άθλους του Ηρακλή και συγκεκριμένα ο 2ος και ο 5ος, συμβόλιζαν την
κατασκευή εγγειοβελτιωτικών έργων, προκειμένου να προστατευτούν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής από τα
φυσικά φαινόμενα και τις ασθένειες που τους απειλούσαν.
Με την έννοια αυτή ο μυθικός ήρωας Ηρακλής δεν ήταν παρά ένας από τους πρώτους μηχανικούς που
με την ευρηματικότητα και την ευφυία του, αλλά και με τη φυσική του δύναμη δάμασε τα στοιχεία της φύσης
κατασκευάζοντας κάποια από τα πρώτα εγγειοβελτιωτικά έργα που εμφανίζονται στη μυθολογία και που έγιναν
θρύλος για τους αρχαίους Έλληνες.

1.2.1 Ο μυθικός ήρωας Ηρακλής σκοτώνει το τέρας της Λερναίας Ύδρας


Ο 2ος άθλος του Ηρακλή είναι γνωστός με το όνομα «Λερναία Ύδρα» (Ύδωρ – Ύδρα – Υδραυλική - Υδρολογία)
και αφορά την εξόντωση ενός μυθικού τέρατος με 9 δηλητηριώδη κεφάλια που έσπερνε τον φόβο και τον
θάνατο στη λίμνη Λέρνη. Μια λίμνη που βρίσκονταν στην αρχαία Κορινθία.
Κάθε φορά που κάποιοι γενναίοι της εποχής προσπαθούσαν να κόψουν ένα από τα κεφάλια του τέρατος,
η μυθολογία λέει ότι τα κεφάλια διπλασιάζονταν και στη θέση του κομμένου κεφαλιού, γεννιόνταν αμέσως
άλλα δύο κεφάλια. Έτσι το τέρας παρέμενε άτρωτο και ανίκητο και συνέχιζε να τρομοκρατεί και να σπέρνει
τον θάνατο στη γύρω περιοχή.
Το τέρας με τα 9 κεφάλια συμβόλιζε τους βάλτους με τις καλαμιές που απλώνονταν περιμετρικά των
ελωδών περιοχών της λίμνης Λέρνης μεταδίδοντας, όπως συμβαίνει με όλα τα έλη, τη θανατηφόρο για εκείνη
την εποχή ελονοσία στους ανθρώπους.
Η ελονοσία, σε μια εποχή που δεν υπήρχε η πενικιλίνη και οι σύγχρονες θεραπείες και οι φαρμακευτικές
αγωγές για να αντιμετωπιστεί, μάστιζε τον πληθυσμό και ήταν νόσος θανατηφόρος. Η φτώχεια και η δυστυχία
λοιπόν είχαν επεκταθεί στην περιοχή της λίμνης Λέρνης, αφενός εξαιτίας των ελωδών περιοχών που εμπόδιζαν
να καλλιεργηθεί η περιοχή και αφετέρου ως αποτέλεσμα της ελονοσίας που συμπλήρωνε την εικόνα της
γενικευμένης καταστροφής και της παρακμής στη γύρω περιοχή.
Όσο για το θέρισμα των καλαμιών στις ελώδεις περιοχές, με το οποίο προσπαθούσαν οι άνθρωποι της
εποχής εκείνης να αντιμετωπίσουν το… τέρας, το μόνο που επιτύγχανε ήταν να ενδυναμώσει τη βλάστηση
ακόμη περισσότερο. Με αποτέλεσμα οι θερισμένοι βάλτοι να θεριεύουν και να διπλασιάζονται σε έκταση οι
καλαμιές, καλύπτοντας διαρκώς νέες περιοχές.
Αυτό που έκανε ο μυθικός Ηρακλής για να εξοντώσει το τέρας, ήταν να ακολουθήσει τα βήματα που και
σήμερα ακόμη ακολουθούνται στα εξυγιαντικά και αποξηραντικά εγγειοβελτιωτικά έργα.
Πρώτα δηλαδή έκοψε και τα 9 κεφάλια του τέρατος, που σημαίνει ότι θέρισε συστηματικά και
οργανωμένα όλους τους βάλτους της λίμνης. Στη συνέχεια και πριν προλάβει το τέρας να ξαναγεννηθεί, ο
Ηρακλής έκαψε τις ρίζες των κεφαλιών του τέρατος στη βάση του λαιμού. Μια κίνηση που αντιστοιχεί στο
κάψιμο των καλαμιών από τη ρίζα τους στους βάλτους περιμετρικά της λίμνης, ώστε να εμποδιστεί η
αναγέννησή τους.
Στο τέλος, ο Ηρακλής ολοκλήρωσε το εγγειοβελτιωτικό έργο του, θάβοντας κάτω από τη γη τόσο τα
περιφερειακά, όσο και το κεντρικό κεφάλι του τέρατος, μπαζώνοντας τα κεφάλια με ογκόλιθους, πέτρες και

16 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


χώμα, ώστε να μην μπορέσουν ποτέ ξανά να αναγεννηθούν. Πρόκειται για την ίδια ακριβώς δράση που
ολοκληρώνει τα εξυγιαντικά έργα, αφού και σήμερα, οι καμένες στις ρίζες τους καλαμιές θάβονται οριστικά
κάτω από τη γη κι έτσι η περιοχή αποστραγγίζεται και εξυγιαίνεται από τα έλη και παραδίδεται για καλλιέργεια.
Πίσω από τον άθλο του Ηρακλή λοιπόν στην περίπτωση της Λερναίας Ύδρας κρύβονται τα τρία στάδια
ενός εξυγιαντικού και αποστραγγιστικού έργου που ακολουθούνται ακόμη και σήμερα.
Έτσι ο Ηρακλής πέρασε στην ιστορία ως ο πρώτος μηχανικός που σχεδίασε και κατασκεύασε ένα
εξυγιαντικό εγγειοβελτιωτικό έργο για να αποστραγγίσει τα έλη περιμετρικά της λίμνης Λέρνης και να σώσει
τους κατοίκους της περιοχής από την αρρώστια και τον θάνατο, αλλά και από την παρακμή και τη φτώχεια.

1.2.2 Ο μυθικός ήρωας Ηρακλής εξυγιαίνει τους στάβλους του βασιλιά Αυγεία
Αλλά και ο 5ος άθλος του Ηρακλή, αυτός του καθαρισμού της κόπρου του βασιλιά Αυγεία, ήταν στην
πραγματικότητα ένα εγγειοβελτιωτικό έργο εξυγίανσης μιας περιοχής που είχε υποστεί εκτεταμένη ρύπανση
από τα συσσωρευμένα επί χρόνια λύματα και τα απόβλητα από τη δραστηριότητα των μεγάλων κτηνοτροφικών
μονάδων που συντηρούσαν οικονομικά το βασίλειο.
Ο βασιλιάς Αυγείας, ο οποίος ζούσε στη Δυτική Πελοπόννησο, στην περιοχή της Ηλείας, αντλούσε τον
πλούτο και τη δύναμή του από τις εκτεταμένες κτηνοτροφικές δραστηριότητες που συντηρούσε στο βασίλειό
του. Οι στάβλοι του ήταν γνωστοί για το μέγεθος, την έκταση και τον πλούτο των ζώων που εκτρέφονταν σε
αυτούς.
Ελλείψει όμως αποχετευτικού συστήματος εκείνη την εποχή, τα λύματα και τα απόβλητα των
κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων συσσωρεύονταν στους στάβλους, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή η κατάσταση
να φτάσει στο απροχώρητο. Ασθένειες άρχισαν να μαστίζουν τα ζώα του βασιλείου και στη συνέχεια και τους
κατοίκους, οι οποίοι πέθαιναν από τα μικρόβια και τις μολύνσεις που μεταδίδονταν από τα μολυσματικά
απόβλητα των στάβλων.
Τον πλούτο και την ευημερία στο βασίλειο του Αυγεία διαδέχθηκε τώρα η φτώχεια, η αρρώστια και ο
θάνατος. Ο βασιλιάς κάλεσε τότε τον μυθικό ήρωα Ηρακλή για να εξυγιάνει τους στάβλους στο βασίλειό του.
Ο επινοητικός και συγχρόνως και μεγάλης φυσικής δύναμης μυθικός ήρωας σχεδίασε και εκτέλεσε τότε
ένα από τα πρώτα εγγειοβελτιωτικά έργα με σκοπό την εξυγίανση της περιοχής από τα λύματα και τα απόβλητα
των κτηνοτροφικών μονάδων.
Αυτό που σκέφτηκε να κάνει ήταν να εκτρέψει τα νερά των δύο ποταμών που έρρεαν στην περιοχή της
Ηλείας, του Πηνειού και του Αλφειού, έτσι ώστε να διέλθουν διαμέσου των στάβλων και να παρασύρουν με
τη χειμαρρώδη ροή τους τις ακαθαρσίες και τα απόβλητα μακριά από το βασίλειο του Αυγεία.
Το εγγειοβελτιωτικό έργο της εξυγίανσης των στάβλων, μέσω της εκτροπής της κοίτης των δύο
ποταμών επιτεύχθηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που επιτυγχάνεται και σήμερα η εκτροπή των ποταμών.
Μετακινώντας δηλαδή μεγάλους βράχους από τη γύρω περιοχή και τοποθετώντας τους στην κοίτη των
δύο ποταμών, ο Ηρακλής κατασκεύασε στην πραγματικότητα δύο φράγματα, ένα σε κάθε ποτάμι. Τα φράγματα
εκτροπής της κοίτης των ποταμών είχαν τέτοιον προσανατολισμό, ώστε να αναγκάσουν τη ροή τους να αλλάξει
πορεία και να περάσει μέσα από τους μολυσμένους στάβλους.
Εκείνο που πέραν της κατασκευής των φραγμάτων έχει μεγάλη σημασία, γιατί συμβολίζει την
περιβαλλοντική ανάγκη για επαναφορά των ποταμών στη φυσική τους ροή, ήταν ότι σύμφωνα με τον μύθο,
στο τέλος της ημέρας ο Ηρακλής επανέφερε την κοίτη των δύο ποταμών στην αρχική τους θέση,
αποκαθιστώντας με τον τρόπο αυτόν την εκτροπή των υδάτων τους. Και είναι εντυπωσιακό ότι χιλιάδες χρόνια
μετά, το ίδιο ακριβώς επιβάλλουν οι σύγχρονες αρχές της αειφόρου ανάπτυξης στις περιπτώσεις εκτροπής
ποταμών. Η περιβαλλοντική αποκατάσταση της εκτροπής, και η επαναφορά της κοίτης των ποταμών που έχουν
εκτραπεί στην αρχική της θέση, αποτελεί βασική επιταγή της αειφόρου ανάπτυξης.
Αυτό συμβαίνει γιατί η λεκάνη απορροής των ποταμών θεωρείται ως η βασική και απαραβίαστη
υδρολογική μονάδα, εντός της οποίας εξελίσσεται η ροή των ποταμών και των υδατορρευμάτων και εντός της
οποίας εκτελείται η διαχείριση και αξιοποίηση των υδατικών πόρων. Έτσι, ακόμη και όταν ισχυροί λόγοι
απαιτούν την εκτροπή της κοίτης των ποταμών, αυτή πρέπει να έχει προσωρινό χαρακτήρα. Καθώς είναι κοινά
αποδεκτή πεποίθηση από εκείνα τα χρόνια μέχρι σήμερα ότι οι μηχανικοί οφείλουν να σέβονται τη φύση και
τα όριά της, αποκαθιστώντας και επαναφέροντας την κοίτη των ποταμών και τη λεκάνη απορροής στην αρχική
φυσική της θέση.
Με τον άθλο του καθαρισμού της κόπρου των στάβλων του βασιλιά Αυγεία ο Ηρακλής δεν κέρδισε μόνο
τον τίτλο του μηχανικού των έργων εγγείων βελτιώσεων, αλλά και τον τίτλο του μηχανικού περιβάλλοντος,
στέλνοντας ένα μήνυμα από τη μυθική ακόμη εποχή ότι η φύση είναι απαραβίαστη και ότι όποτε συντρέχουν

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 17


λόγοι να αξιοποιηθεί προς όφελός μας αλλάζοντας τα φυσικά όρια, αυτό πρέπει να ακολουθείται από έργα
περιβαλλοντικής αποκατάστασης και επαναφοράς των φυσικών συστημάτων στην αρχική τους θέση.

1.3 Τα μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα του 20ού αιώνα


Τα πρώτα μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα για την αγροτική ανάπτυξη της σύγχρονης Ελλάδας ήταν η
Αποξήρανση της Κωπαΐδας (Ν. 971/1882) και η κατασκευή υδραυλικών έργων στην κοιλάδα του Παμίσου
Μεσσηνίας (Ν. 1647/1888).
Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα κατασκευάστηκαν έργα στις πεδιάδες Θεσσαλίας, Βοιωτικού Κηφισού,
Λούρου, Αχέροντα, Λίμνης Λαψίστας και έλους Μαργαρίτη στην Ήπειρο, Πλατανιά και Κουρνά στην Κρήτη
και Αξιού, Αρτζάν-Αματόβου, Στρυμόνα και Δράμας στη Μακεδονία.
Τότε σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν μεγάλα αρδευτικά και αποξηραντικά έργα και στην πεδιάδα
της Θεσσαλονίκης, που επέτρεψαν την αύξηση της γεωργικής προσόδου και οδήγησαν σε μια νέα εποχή
αγροτικής ανάπτυξης.
Επιπλέον σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν μεγάλες αντιπλημμυρικές παρεμβάσεις και έργα διευθέτησης
της κοίτης ποταμών, όπως του Γαλλικού και του Αξιού, που προστάτευσαν τις παραποτάμιες περιοχές από τις
πλημμύρες και επέτρεψαν την αγροτική ανάπτυξη σε εκτεταμένες περιοχές.
Εκείνη την εποχή επίσης ξεκίνησε και ο σχεδιασμός πολλών μεγάλων φραγμάτων στη χώρα μας που
συνέβαλαν στην ορθολογική αξιοποίηση των υδατικών πόρων, αντιμετωπίζοντας το μεγάλο πρόβλημα της
άνισης κατανομής του νερού στον χώρο, με την ορεινή δυτική Ελλάδα να δέχεται πολλαπλάσια ύψη βροχής
από την ξηρότερη ανατολική, πεδινή και παράλια.
Με την κατασκευή μεγάλων φραγμάτων αντιμετωπίστηκε τότε και το μεγάλο πρόβλημα της
ανισοκατανομής του νερού στον χρόνο, λόγω του εύκρατου κλίματος της χώρας μας, με τους υγρούς χειμώνες
και τα άνυδρα καλοκαίρια.
Η τεχνητή λίμνη της Κερκίνης για παράδειγμα, αποτέλεσμα της κατασκευής ενός φράγματος εκείνη την
εποχή στην κοίτη του ποταμού Στρυμόνα, ο οποίος είναι διασυνοριακός και έρχεται από τη Βουλγαρία,
συνέβαλε καθοριστικά στον έλεγχο και την καλύτερη διαχείριση των υδάτων του εντός Ελλάδας, βελτιώνοντας
σημαντικά την αγροτική ανάπτυξη του κάμπου των Σερρών.
Η κατασκευή του φράγματος της Κερκίνης στον Στρυμόνα είχε μια αρνητική και μια ευεργετική,
αντίστοιχα, συνέπεια στο περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής. Η κατασκευή του φράγματος στα ανάντη του
υγροτόπου που είχε δημιουργηθεί στις εκβολές του ποταμού, στέρησε από το δέλτα του το πλούσιο υδατικό
δυναμικό και μαζί με αυτό και το πλούσιο οικοσύστημα που είχε αναπτυχθεί εκεί. Η περιβαλλοντική
υποβάθμιση του υγροτόπου των εκβολών του ποταμού Στρυμόνα όμως αποκαταστάθηκε εν μέρει, με την
ανάπτυξη ενός πλούσιου υγροτόπου στη λίμνη Κερκίνη, όπου μετακινήθηκαν πολλά είδη χλωρίδας και πανίδας
που δεν μπορούσαν πλέον να επιβιώσουν στο περιορισμένο δέλτα του Στρυμόνα.
Η τεχνητή λίμνη Κερκίνη θεωρείται σήμερα ένας από τους σπάνιους και οικολογικά σημαντικούς
υγροτόπους της βόρειας Ελλάδας, με πολλά είδη πτηνών, ζώων και ψαριών, αλλά και πλούσια και
ενδιαφέρουσα βλάστηση να αναπτύσσεται στην περιοχή.
Η τεχνητή λίμνη που δημιουργήθηκε εξ αιτίας της κατασκευής του φράγματος Πλαστήρα στην κοίτη του
Αχελώου ποταμού στον νομό Καρδίτσας, επίσης, συνέβαλε τα μέγιστα, με τη συγκράτηση μέρους της παροχής
του ποταμού που εκβάλλει στην Αιτωλοακαρνανία, στην αγροτική ανάπτυξη της Θεσσαλίας, αλλά και στην
τουριστική και την ενεργειακή ανάπτυξη της γύρω περιοχής, καθώς αποτελεί και αυτή η λίμνη, όπως και η
Κερκίνη, έργο πολλαπλού σκοπού και παράδειγμα ταυτόχρονης οικονομικής και περιβαλλοντικής
αναβάθμισης μιας περιοχής με σημαντικές κοινωνικές επιπτώσεις, μέσω της κατασκευής ενός μεγάλου έργου
εγγείων βελτιώσεων.
Τα εγγειοβελτιωτικά έργα του ποταμού Αχελώου αποτελούνται από διώρυγες επενδεδυμένες με
σκυρόδεμα ή προκατασκευασμένες.
Μετά το 1970 αρχίζει ευρέως η κατασκευή συλλογικών αρδευτικών δικτύων καταιονισμού στις περιοχές
Αχελώου, Ιωαννίνων, Αλφειού, Καβασίλων Θεσσαλονίκης και Μεσσαράς Κρήτης.
Ο σχεδιασμός και η κατασκευή μεγάλων Εγγειοβελτιωτικών Έργων όμως ενίσχυσε κατά πολύ και την
αυτόνομη ενεργειακή ανάπτυξη της Ελλάδας, καθώς οι υδατοπτώσεις είναι ανανεώσιμη πηγή «καθαρής
ενέργειας», σε μια εποχή κλιματικής και ενεργειακής κρίσης.
Ο ποταμός Αλιάκμονας, επειδή είναι ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της βόρειας Ελλάδας που
βρίσκεται εξ ολοκλήρου εντός του ελληνικού εδάφους και δεν είναι διακρατικός, όπως συμβαίνει με τους
υπόλοιπους ποταμούς Αξιό, Στρυμόνα, Νέστο και Έβρο, στους οποίους η χώρα μας βρίσκεται στη δυσμενή

18 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


κατάντη θέση, θεωρήθηκε από νωρίς ως η πλέον κατάλληλη περίπτωση για τον σχεδιασμό σειράς μεγάλων
υδροηλεκτρικών φραγμάτων κατά μήκος της κοίτης τους.
Τα μεγάλα φράγματα της ΔΕΗ του Ιλαρίωνα στα Γρεβενά, του Πολυφύτου στην Κοζάνη και των
Ασωμάτων, (διπλό φράγμα), στην Ημαθία, συμβάλλουν σημαντικά στην παραγωγή «καθαρής» ηλεκτρικής
ενέργειας και εντέλει στην αυτονομία της χώρας μας από την ενεργειακή εξάρτηση.

1.4 Εγγειοβελτιωτικά Έργα, Περιβάλλον και Βιώσιμη Ανάπτυξη


Δεν είχαν όμως πάντοτε τα Εγγειοβελτιωτικά Έργα ευεργετικές επιπτώσεις στη ζωή της χώρας. Ο μονόπλευρος
σχεδιασμός με μόνο στόχο την οικονομική ανάπτυξη και η υπερεκμετάλλευση, έως κατάχρηση, των συχνά
περιορισμένων υδατικών αποθεμάτων, γρήγορα διατάραξε την εύθραυστη οικολογική ισορροπία ευαίσθητων
οικολογικών συστημάτων και προκάλεσε διαμάχες και κοινωνικές διαμαρτυρίες, αλλά και περιβαλλοντικές και
εντέλει και οικονομικές καταστροφές.
Σε αυτές τις περιπτώσεις τα Εγγειοβελτιωτικά Έργα έγιναν συνώνυμα με την κατασπατάληση των
υδατικών αποθεμάτων, την εξάντληση των υδατικών πόρων και τη δημιουργία προβλημάτων λειψυδρίας,
ερημοποίησης, υφαλμύρωσης υδροφορέων, αλλά και εξαφάνισης υγροτόπων.
Η λειψυδρία που αντιμετωπίζει σήμερα ο κάμπος της Θεσσαλίας, αλλά και άλλες περιοχές της χώρας, η
εκτεταμένη υφαλμύρωση σε όλο σχεδόν το μήκος της παράλιας ζώνης της χώρας, εξαιτίας της υπεράντλησης
των παράκτιων υπόγειων υδροφορέων και η υποβάθμιση πολλών υγροτόπων, αποδίδονται στη χωρίς πρόνοια
για τις συνέπειες και χωρίς φροντίδα για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατασκευή Εγγειοβελτιωτικών Έργων
που βελτίωσαν προσωρινά την οικονομική κατάσταση των συγκεκριμένων περιοχών, μακροπρόθεσμα όμως
οδήγησαν σε εξάντληση των υδατικών αποθεμάτων και σε διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας.
Με την Ελλάδα να καταναλώνει ετησίως το 85% του υδατικού της δυναμικού σε αγροτικές χρήσεις, όταν
στον πλανήτη ο μέσος όρος δεν υπερβαίνει το 70%, τα προβλήματα της λειψυδρίας και της περιβαλλοντικής
υποβάθμισης συχνά αποδόθηκαν στον σχεδιασμό μεγάλων έργων Εγγείων Βελτιώσεων που επέτρεψαν την
υπερεκμετάλλευση των πηγών του νερού και την υπερκατανάλωση υδατικών αποθεμάτων σε υδροβόρες και
μη παραγωγικές αγροτικές καλλιέργειες.
Σήμερα ειδικά, που λόγω περιβαλλοντικής και κλιματικής κρίσης οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι της
ξηρασίας και της λειψυδρίας βρίσκονται πολύ ψηλά στη δημόσια συζήτηση και στο δημόσιο ενδιαφέρον, το
μεγάλο αίτημα μιας αειφορικής ανάπτυξης, μιας ισόρροπης δηλαδή ανάπτυξης με ισότιμη συμμετοχή τόσο των
οικονομικών, όσο όμως και των κοινωνικών και των περιβαλλοντικών παραμέτρων, προσδίδει νέες διαστάσεις
και επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον σχεδιασμό των μεγάλων, τουλάχιστον, Εγγειοβελτιωτικών Έργων.
Η εύρεση σημείων ισορροπίας και επιπέδων συμβατότητας μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης, διατήρησης
του περιβάλλοντος και κοινωνικής συνοχής, δημιουργεί νέα δεδομένα για τον σχεδιασμό των Έργων Εγγείων
Βελτιώσεων. Κι αυτό γιατί τα Εγγειοβελτιωτικά Έργα, ως έργα απαραίτητα για την ανάπτυξη και την ποιότητα
της ζωής στην ύπαιθρο, αποτελούν σημαντικές παρεμβάσεις στη φύση με σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις
τόσο στο υδατικό δυναμικό, όσο και στην οικολογική ισορροπία των οικοσυστημάτων.
Το σχέδιο περαιτέρω εκτροπής των υδάτων του Αχελώου αποτελεί ένα παράδειγμα αυτής της
διελκυστίνδας μεταξύ έργων Εγγείων Βελτιώσεων και της απαίτησης για διατήρηση της περιβαλλοντικής
ισορροπίας και για αυτό εξελίχθηκε σε σύγχρονο «γεφύρι της Άρτας».
Το έργο της εκτροπής σχεδιάστηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα και είχε ως κύριο σκοπό τη
συντήρηση του υδροβόρου μοντέλου της αγροτικής ανάπτυξης του Θεσσαλικού κάμπου, που έγινε αιτία να
στερέψουν οι υδροφορείς του συγκεκριμένου υδατικού διαμερίσματος. Επιπλέον, το έργο, ενόψει και της
κλιματικής κρίσης που στη συνέχεια εκδηλώθηκε, και της συμμετοχής που αυτή είχε στην επιδείνωση του
προβλήματος της διαθεσιμότητας του νερού στη χώρα, θα είχε σοβαρές αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις
στα κατάντη του Αχελώου, καθώς θα μείωνε περαιτέρω τα αποθέματα του νερού που τροφοδοτούν τον κάτω
ρου του ποταμού και τις εκβολές του.
Το έργο εκτροπής του Αχελώου, σε μια εποχή κλιματικής κρίσης, εναλλαγών περιόδων ξηρασίας και
μεγάλης υποβάθμισης των υδατικών αποθεμάτων, δίχασε τις κοινωνίες της Θεσσαλίας αφενός, που θα
ωφελούνταν από αυτό και της Αιτωλοακαρνανίας αφετέρου, που θα ζημίωνε από την απώλεια μέρους των
υδάτων του Αχελώου και έγινε ένα παράδειγμα έργου στο οποίο συγκρούστηκαν δύο λογικές.
Από τη μια βρίσκεται η παραδοσιακή λογική της «ορθολογικής αξιοποίησης» των υδάτων, που θέλει τη
φύση να υπηρετεί αποκλειστικά τους αναπτυξιακούς σχεδιασμούς του ανθρώπου. Μια λογική που με την
υπερβολή της, είχε ολέθριες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, αλλά εντέλει και αναπτυξιακές συνέπειες, καθώς δεν
υπάρχει ανάπτυξη χωρίς περιβάλλον και χωρίς φυσικούς πόρους.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 19


Κι από την άλλη, η παραδοχή της αειφορικής ανάπτυξης, που θέλει την οικονομία, την κοινωνία και το
περιβάλλον να συνυπάρχουν ισότιμα στους σύγχρονους αναπτυξιακούς σχεδιασμούς, προς όφελος
ταυτοχρόνως και των τριών παραμέτρων της ανάπτυξης.
Το έργο της εκτροπής του Αχελώου σταμάτησε μετά από παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία,
στο πλαίσιο της αειφορικής διαχείρισης των υδρολογικών λεκανών, σύμφωνα με την οποία η διαχείριση των
υδάτων υλοποιείται κατά τρόπο ολοκληρωμένο, αποκλειστικά εντός των φυσικών ορίων των λεκανών
απορροής, δεν χρηματοδότησε την ολοκλήρωση του έργου.
Η συζήτηση και η διαμάχη γύρω από τη σκοπιμότητα του μεγάλου Εγγειοβελτιωτικού Έργου της
εκτροπής του ποταμού Αχελώου συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, με τους Θεσσαλούς από τη μια μεριά να
διεκδικούν τα νερά ενός μεγάλου ποταμού που όπως υποστηρίζουν πηγάζει από τα εδάφη τους και που θα
βελτιώσει την αγροτική ανάπτυξη της περιοχής τους που παρακμάζει, λόγω εξάντλησης των τοπικών πηγών
του νερού, ενώ από την άλλη, με τους υποστηρικτές της παραδοχής της βιώσιμης ανάπτυξης, να υποστηρίζουν
ότι η διαχείριση του νερού για να έχει ταυτόχρονα και οικονομικά και περιβαλλοντικά, αλλά και κοινωνικά
οφέλη, πρέπει να γίνεται ολοκληρωμένα εντός των ορίων της λεκάνης απορροής των ποταμών. Καθώς τα όρια
που χάραξε η φύση είναι τα μόνα όρια που δεν μπορούμε να παραβούμε και τα οποία πρέπει να σεβόμαστε, αν
θέλουμε να παραδώσουμε στα παιδιά μας έναν πλανήτη με τους φυσικούς πόρους και τα φυσικά αγαθά που
μας παρέδωσαν κι εμάς οι γονείς μας.
Αυτή είναι και η πεμπτουσία της παραδοχής της αειφορικής ανάπτυξης, η οποία αποκτά ιδιαίτερο νόημα
στα ζητήματα του σχεδιασμού των Εγγειοβελτιωτικών Έργων, ως μεγάλων παρεμβάσεων στη φύση με σκοπό
την οικονομική, την κοινωνική και την περιβαλλοντική ανάπτυξη.
Τα ζητήματα λοιπόν της αγροτικής ανάπτυξης και της εφαρμογής νέων μεθόδων άρδευσης, όπως η
μικροάρδευση και η στάγδην άρδευση, που εξοικονομούν σημαντικές ποσότητες νερού, καθώς και της
εφαρμογής τεχνολογιών ελέγχου και μείωσης των διαρροών σε δίκτυα και μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα, όπως
και της εκπόνησης περιβαλλοντικών μελετών για την έγκαιρη πρόβλεψη, αλλά και την περιβαλλοντική
αποκατάσταση των ζημιών, αποτελούν τις καινούργιες προκλήσεις του σχεδιασμού αυτών των μεγάλων
τεχνικών έργων.
Έτσι, η παραδοσιακή τεχνική που ήθελε τον επιτυχή σχεδιασμό των μεγάλων τεχνικών έργων να
στηρίζεται σε έναν συνδυασμό τεχνικής αρτιότητας και οικονομικής αποτελεσματικότητας, αναθεωρείται
σήμερα και συμπληρώνεται και από έναν ακόμη σημαντικό όρο, αυτόν της περιβαλλοντικής φροντίδας και
αποκατάστασης.

1.5 Ταξινόμηση Εγγειοβελτιωτικών Έργων


Τα εγγειοβελτιωτικά έργα ή αλλιώς τα έργα εγγείων βελτιώσεων είναι τα έργα που αφορούν τη βελτίωση της
γης. Πρόκειται ουσιαστικά για τα υδραυλικά έργα που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται εκτός αστικών
περιοχών. Πρόκειται συνεπώς για τα υδραυλικά έργα εκτός των έργων Ύδρευσης και Αποχέτευσης, εκτός των
έργων επεξεργασίας νερού και των έργων επεξεργασίας λυμάτων, τα οποία αποτελούν τα έργα Αστικής
Υδραυλικής.
Τα εγγειοβελτιωτικά έργα συνεπώς είναι τα υδραυλικά έργα της περιφέρειας και έχουν ως αντικείμενο
την αναζήτηση, την ανεύρεση, την εξασφάλιση, τη συλλογή, την αποθήκευση, τη μεταφορά και τη διανομή
νερού, για την κάλυψη των αρδευτικών αναγκών των καλλιεργειών και για τη διασφάλιση της ποιότητας των
αρδευτικών νερών, με πνεύμα εξοικονόμησης και αειφορικής διαχείρισης των εδαφικών και των υδατικών
πόρων.
Κι ακόμη, αντικείμενο των εγγειοβελτιωτικών έργων είναι η διευθέτηση των ποταμών και των
χειμάρρων, η εκτροπή της κοίτης των ποταμών και ο σχεδιασμός αντιπλημμυρικών και αποστραγγιστικών
έργων για την προστασία από ακραία πλημμυρικά φαινόμενα.
Τα εγγειοβελτιωτικά έργα ταξινομούνται ανάλογα με το μέγεθος, το κόστος και το είδος τους (Ν.Δ.
3881/58) σε τρεις κατηγορίες:

 Α΄ τάξης: Φράγματα αποθήκευσης και εκτροπής, μεγάλα αρδευτικά έργα.


 Β΄ τάξης: Συλλογικά αρδευτικά και στραγγιστικά δίκτυα, αντιπλημμυρικά έργα.
 Γ΄ τάξης: Ατομικά αρδευτικά δίκτυα, ανορύξεις φρεάτων και γεωτρήσεων, ισοπεδώσεις
εδαφών.

Συγκεκριμένα τα εγγειοβελτιωτικά έργα μπορεί να είναι:

20 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


 Έργα συλλογής και αποθήκευσης νερού, όπως είναι τα φράγματα και οι υδατοδεξαμενές, τα
έργα υδρομάστευσης, τα πηγάδια και οι γεωτρήσεις.
 Έργα αντιπλημμυρικής προστασίας, όπως είναι τα έργα ορεινής υδροοικονομίας, οι λεκάνες
κατάκλυσης, τα φράγματα και τα αναχώματα, οι διευθετήσεις της κοίτης των ποταμών και των
χειμάρρων, τα έργα εκτροπής ποταμών.
 Έργα μεταφοράς νερού μεγάλης κλίμακας, όπως τάφροι, διώρυγες, κλειστά δίκτυα μεταφοράς
νερού.
 Συλλογικά Δίκτυα Άρδευσης & Αποστράγγισης, μεγάλης έκτασης δηλαδή αρδευτικά και
αποστραγγιστικά έργα.
 Έργα οριοθέτησης και προστασίας γαιών, όπως έργα οριοθέτησης της κοίτης ποταμών και
χειμάρρων, έργα αντιστήριξης πρανών, έργα προστασίας από κατολισθήσεις.
 Έργα Αγροτικής Οδοποιίας, όπως αγροτικοί δρόμοι και οδικά δίκτυα για την πρόσβαση σε
αρδευτικές μονάδες.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 21


Βιβλιογραφία

Κουτσογιάννης, Δ., & Ξανθόπουλος, Θ. (2016). Τεχνική Υδρολογία [Προπτυχιακό εγχειρίδιο]. Κάλλιπος,
Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις. https://repository.kallipos.gr/handle/11419/5888
Λατινόπουλος, Π., & Κρεστενίτης, Γ. (1998). Εγγειοβελτιωτικά έργα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.
Μυλόπουλος, Γ., & Κολοκυθά, Ε. (2006 – 2007). Σημειώσεις «Σχεδιασμός Αρδευτικών Έργων», Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Παπαμιχαήλ, Δ., & Μπαμπατζιμόπουλος, Χ. (2014). Εφαρμοσμένη γεωργική υδραυλική. Εκδόσεις Ζήτη.
Τσακίρης, Γ. (2006). Υδραυλικά Έργα Τόμος ΙΙ: Εγγειοβελτιωτικά Έργα. Εκδόσεις Συμμετρία.

22 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Κεφάλαιο 2 Αρδευτικά Έργα και Αρδευτικό Νερό

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται μια εισαγωγή στις ανάγκες σε νερό του αγροδιατροφικού τομέα και παρουσιάζεται ο
τομέας των αρδεύσεων, με έμφαση στις ανάγκες σε αρδευτικό νερό. Περιγράφονται τα συλλογικά δίκτυα άρδευσης
και αποστράγγισης, εισάγεται η ανάγκη της εξοικονόμησης του αρδευτικού νερού και παρουσιάζονται, στο πνεύμα
του βιώσιμου σχεδιασμού των αρδευτικών δικτύων, οι μέθοδοι της διαχείρισης της ζήτησης του νερού.

Προαπαιτούμενη γνώση
Ο αναγνώστης δεν απαιτείται να έχει ειδικές γνώσεις.

2.1 Αγροδιατροφικός τομέας και νερό


Η αγροτική ανάπτυξη ανήκει στον πρωτογενή τομέα της Οικονομίας και καλύπτει τις διατροφικές ανάγκες του
ανθρώπου. Η γεωργία, η κτηνοτροφία και η αλιεία αποτελούν τις βασικές συνιστώσες του αγροδιατροφικού
τομέα της Οικονομίας.
Η συνεχής αύξηση του πληθυσμού της γης έχει οδηγήσει σε μεγάλη επέκταση του αγροδιατροφικού
τομέα προκειμένου να καλυφθούν οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες σε τροφή. Αυτή η διαρκώς αυξανόμενη
ζήτηση σε είδη διατροφής σε έναν πλανήτη πεπερασμένο έχει δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα εξεύρεσης
νέων εδαφικών και υδατικών πόρων και είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα της Ανάπτυξης στη σύγχρονη
εποχή.

Αστικός και Αγροτικός πληθυσμός Ελλάδας (%)


100.00
90.00
80.00
70.00
60.00
50.00
40.00
30.00
20.00
10.00
0.00
1990

1992

1994

1996

1998

2000

2002

2004

2006

2008

2010

2012

2014

2016

Αστικός πληθυσμός (%) Αγροτικός πληθυσμός (%)

FAO2017

Διάγραμμα 2.1 Αστικός και Αγροτικός πληθυσμός στην Ελλάδα.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 23


Ο αγροδιατροφικός τομέας στην Ελλάδα, μετά την εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στην Ενωμένη
Ευρώπη, βαίνει συνεχώς μειούμενος. Ο αγροτικός πληθυσμός συγκεκριμένα, από το 30% του πληθυσμού που
κάλυπτε 30 χρόνια πριν, σήμερα έφτασε να καλύπτει μόλις το 20% με τάση συνεχιζόμενης συρρίκνωσης, με
αντίστοιχη αύξηση του αστικού πληθυσμού, ο οποίος από το 70%, έφτασε σήμερα να καλύπτει το 80% του
συνολικού πληθυσμού της χώρας.
Αντίστοιχη με τη μείωση του αγροτικού πληθυσμού είναι και η μείωση των γεωργικών εκτάσεων στην
Ελλάδα, οι οποίες μετά το 2000 συρρικνώθηκαν κατά 30% περίπου.

Γεωργική έκταση στην Ελλάδα (km2)


100000
90000
80000
70000
60000
50000
40000
30000
20000
10000
0
1961
1964
1967
1970
1973
1976
1979
1982
1985
1988
1991
1994
1997
2000
2003
2006
2009
2012
2015

Διάγραμμα 2.2 Γεωργική έκταση στην Ελλάδα.

Παρόλα αυτά, ο αγροδιατροφικός τομέας στην Ελλάδα παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγικούς
τομείς, συμμετέχοντας κατά 21% στη συνολική παραγωγική δραστηριότητα.
Οι ανάγκες σε αγροτικό νερό, ενώ παγκοσμίως καλύπτουν το 68% - 70% της συνολικής κατανάλωσης
σε νερό, στην Ελλάδα καλύπτουν το 85% του νερού που καταναλώνεται ετησίως σε όλους τους τομείς της
αναπτυξιακής δραστηριότητας. Με τον αστικό τομέα να καλύπτει το 12% και τον βιομηχανικό και ενεργειακό
τομέα ένα 3% της συνολικής ζήτησης σε νερό.
Με την έννοια αυτή το αγροτικό νερό στη χώρα μας, παρά τη μείωση της αγροτικής δραστηριότητας,
παραμένει ο μεγάλος καταναλωτής.

2.2 Αρδεύσεις και αρδευτικό νερό


Το νερό, μαζί με το έδαφος, είναι οι δύο βασικοί συντελεστές της γεωργικής παραγωγικής δραστηριότητας. Οι
καλλιέργειες παίρνουν το νερό που τους χρειάζεται για την ανάπτυξή τους από τη βροχή, από την υγρασία που
είναι ήδη αποθηκευμένη στο έδαφος, καθώς και από την υγρασία που φτάνει στη ρίζα τους με τριχοειδή
ανύψωση από τα βαθύτερα στρώματα του εδάφους.
Η Ελλάδα, η οποία χαρακτηρίζεται από εύκρατο κλίμα και βρίσκεται κοντά στην ξηροθερμική ζώνη,
διαθέτει παραδοσιακά θερμά και ξηρά καλοκαίρια και ήπιους και υγρούς χειμώνες. Η συχνότερη εμφάνιση των
ακραίων φαινομένων της ξηρασίας αφενός, και των έντονων καταιγίδων και των πλημμυρών αφετέρου τα

24 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο της εξελισσόμενης κλιματικής κρίσης, το φαινόμενο της ανισοκατανομής του
νερού σε σχέση με τις ανάγκες επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο. Με τις αγροτικές καλλιέργειες να
αναπτύσσονται κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες, αυτή η χρονική ανισοκατανομή της προσφοράς και της
ζήτησης του νερού, παίζει σημαντικό ρόλο για τις γεωργικές καλλιέργειες και κατ’ επέκταση για τον
αγροδιατροφικό τομέα της Οικονομίας, καθώς καθιστά αναγκαία την άρδευση των καλλιεργειών.
Από την άλλη πλευρά, ως προς τη διαθεσιμότητα σε νερό, η Ελλάδα εμφανίζει μεγάλα ύψη βροχής στην
ορεινή δυτική πλευρά της και πολύ μικρότερα ύψη βροχής στην πεδινή, την παράλια και τη νησιωτική ζώνη
στα ανατολικά της. Αυτή η ανισοκατανομή του νερού στην Ελλάδα στον χώρο, συνδυαζόμενη με την
ανισοκατανομή του νερού και στον χρόνο, δημιουργεί ειδικές συνθήκες για την κάλυψη των αναγκών.
Δημιουργούνται δηλαδή μεγάλες ανάγκες διευθέτησης της ανισοκατανομής της προσφοράς και της
ζήτησης του νερού για την κάλυψη των αγροτικών αναγκών. Η διευθέτηση της ανισοκατανομής του νερού
στον χρόνο και τον χώρο ως προς την προσφορά και ως προς τη ζήτηση, επιτυγχάνεται μέσω του σχεδιασμού
μεγάλων εγγειοβελτιωτικών έργων εύρεσης, αποθήκευσης, μεταφοράς, διανομής και εφαρμογής του
νερού στο έδαφος από τις περιοχές στις οποίες υπάρχει μεγάλη φυσική διαθεσιμότητα, στις περιοχές όπου
αναπτύσσονται οι αγροτικές δραστηριότητες και συνεπώς εμφανίζεται η μεγάλη ανάγκη άρδευσης των
καλλιεργειών.
Αυτή η ανισοκατανομή της προσφοράς και της ζήτησης του νερού τόσο στον χρόνο, όσο και στον χώρο,
είναι η αιτία για την ανάγκη σχεδιασμού στη χώρα μεγάλων αρδευτικών και στραγγιστικών έργων, προκειμένου
να καλυφθούν οι ανάγκες του αγροδιατροφικού τομέα σε νερό.
Σκοπός των συλλογικών αρδευτικών και αποστραγγιστικών έργων είναι η κάλυψη του κενού που
δημιουργεί η ανισοκατανομή του νερού στον χώρο και τον χρόνο κατά τρόπο που να δίνεται στις καλλιέργειες
συμπληρωματικά και με τεχνικούς τρόπους το νερό που χρειάζονται, όταν αυτό δεν επαρκεί για τις ανάγκες
ανάπτυξής τους.

2.3 Συλλογικά δίκτυα άρδευσης και αποστράγγισης


Ένα συλλογικό δίκτυο άρδευσης και αποστράγγισης αποτελείται από τα εξής επιμέρους έργα:

1. Τα έργα συλλογής του νερού. Τα έργα αυτά εξαρτώνται από τους υδατικούς πόρους που
υπάρχουν στην περιοχή και διατίθενται για την άρδευση των καλλιεργειών. Αν οι υδατικοί
πόροι είναι υπόγειοι, για παράδειγμα, τα έργα είναι πηγάδια ή γεωτρήσεις ή συστήματα
πηγαδιών και γεωτρήσεων. Αν οι πηγές του νερού είναι επιφανειακές, π.χ. ποτάμι ή λίμνη,
τότε τα έργα συλλογής του νερού μπορεί να είναι έργα υδρομάστευσης των πηγών ή και
φράγματα εκτροπής ή υδροσυλλογής. Αν πάλι οι υδατικοί πόροι είναι τα κατακρημνίσματα,
η βροχή, το χιόνι κ.λπ., τότε τα έργα συλλογής του νερού μπορεί να είναι ταμιευτήρες,
λιμνοδεξαμενές και έργα άλλα υδροσυλλογής επιφανειακών νερών.
2. Τα έργα αποθήκευσης του νερού. Αυτά μπορεί να είναι ταμιευτήρες για τη συγκέντρωση του
νερού και την κάλυψη της εποχιακής ανισοκατανομής του, ταμιευτήρες δηλαδή που συλλέγουν
το νερό των υγρών εποχών και το αποδίδουν σε χρήση τους ξηρούς καλοκαιρινούς μήνες, ή
και δεξαμενές 24ωρης εξισορρόπησης του νερού, που συλλέγουν το νυκτερινό νερό και το
αποδίδουν για χρήση την ημέρα. Τα έργα συλλογής και αποθήκευσης του νερού συγκροτούν
τα έργα κεφαλής ενός συλλογικού αρδευτικού δικτύου.
3. Τα έργα μεταφοράς του νερού. Τα παλιά χρόνια το νερό μεταφέρονταν από εκεί που
βρίσκονταν οι πηγές στην προς άρδευση περιοχή, με επιφανειακές, ανοικτές διώρυγες
μεταφοράς του νερού. Επειδή η μέθοδος αυτή είναι αντιοικονομική ως προς την
εξοικονόμηση του νερού, καθώς μεγάλο μέρος του χάνεται σε διαρροές κατά τη μεταφορά,
αλλά και λόγω της εξάτμισης, σήμερα χρησιμοποιούνται ως έργα μεταφοράς κυρίως κλειστοί
αγωγοί υπό πίεση.
4. Το δίκτυο διανομής του νερού. Πρόκειται για το ακτινωτό δίκτυο των κλειστών αγωγών
που παίρνει το νερό από τους αγωγούς μεταφοράς και το διανέμει στην προς άρδευση αγροτική
περιοχή.
5. Το σύστημα εφαρμογής του νερού στο έδαφος. Πρόκειται για τις εγκαταστάσεις, τις
κατασκευές και τα όργανα που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή του νερού στο έδαφος και
την άρδευση των καλλιεργειών. Από την υδροληψία στην οποία καταλήγει το τριτεύον
δίκτυο διανομής του νερού, μέχρι τον κορμό και την πτέρυγα του κινητού αρδευτικού

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 25


υλικού που μεταφέρει το νερό στην αρδευτική μονάδα, μέχρι τους εκτοξευτές ή τους
πυραύλους και τα κανόνια ή τους μικροεκτοξευτές και τους σταλλακτήρες, ανάλογα με τη
μέθοδο άρδευσης, που μπορεί να είναι τεχνητή βροχή, μικροάρδευση ή και στάγδην
άρδευση αντίστοιχα, που εφαρμόζουν το αρδευτικό νερό στο έδαφος και ποτίζουν τις
καλλιέργειες.
6. Το δίκτυο αποστράγγισης. Πρόκειται για δίκτυο διωρύγων και ανοικτών αγωγών που
στραγγίζει το αρδευτικό νερό που πλεονάζει και το μεταφέρει από την αρδευόμενη έκταση σε
κάποιον τεχνητό ή και φυσικό αποδέκτη, όπως στραγγιστική τάφρο, επιφανειακό υδατόρρευμα
κ.λπ.

2.4 Διαχείριση της ζήτησης και εξοικονόμηση αρδευτικού νερού


Η χωρίς σχεδιασμό, χωρίς πρόβλεψη για την εξέλιξη των ούτως ή άλλως πεπερασμένων αποθεμάτων του
νερού και η χωρίς πνεύμα εξοικονόμησης εκμετάλλευση των υδατικών πόρων, όπως διαπιστώνεται σήμερα
τόσο από τα αρνητικά ισοζύγια προσφοράς και ζήτησης νερού στα Υδατικά Διαμερίσματα και τις Λεκάνες
Απορροής, όσο και από την εξάντληση των υδατικών αποθεμάτων σε σημαντικά υδατικά συστήματα, όπως
οι υδροφορείς σε αγροτικές και παράκτιες περιοχές, έχει οδηγήσει σε μη αντιστρεπτά φαινόμενα όσον αφορά
τη διαθεσιμότητα του νερού, και έχει προκαλέσει μεγάλες απειλές για τις παραγωγικές δραστηριότητες που
εξαρτώνται άμεσα από το νερό, όπως συμβαίνει με τις δραστηριότητες του αγροδιατροφικού τομέα.
Η προϊούσα κλιματική κρίση επιπλέον, με τη συχνή επανεμφάνιση ακραίων φαινομένων ξηρασίας
και πλημμύρας, έχει επιδεινώσει έτι περαιτέρω το πρόβλημα των αρνητικών ισοζυγίων προσφοράς και
ζήτησης του νερού και έχει οδηγήσει σε μια νέα εποχή όσον αφορά τον σχεδιασμό των υδραυλικών έργων
γενικότερα και των αρδευτικών έργων ακόμη πιο συγκεκριμένα.
Το γεγονός ότι ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα καταναλώνει το 85% του νερού που καταναλώνεται
ετησίως, τον καθιστά κεντρικό στη μεγάλη προσπάθεια προσαρμογής στα νέα και δυσμενέστερα κλιματικά
και υδρολογικά δεδομένα.
Η απάντηση στους κινδύνους που αντιμετωπίζει ο αγροδιατροφικός τομέας στην εποχή της βιώσιμης
ανάπτυξης δίνεται σήμερα μέσα από μια μεγάλη στροφή προς την εφαρμογή μιας γενικότερης πολιτικής
διαχείρισης της ζήτησης του νερού.
Με δεδομένο ότι τα υδατικά αποθέματα εξαντλούνται, η σύγχρονη απάντηση στην κάλυψη των αναγκών
σε νερό δεν δίνεται πλέον στην κατεύθυνση της διαχείρισης της φυσικής προσφοράς του, αλλά αντίθετα, στη
διαχείριση της ζήτησης του νερού.
Η αναζήτηση διαρκώς νέων πηγών και νέων αποθεμάτων νερού για εκμετάλλευση και ο σχεδιασμός
συνεχώς νέων υδραυλικών έργων έχουν οδηγήσει σε μεγάλα αδιέξοδα.
Ο νέος στρατηγικός σχεδιασμός για την κάλυψη των αναγκών προσανατολίζεται σήμερα προς την
εξοικονόμηση του νερού, με εφαρμογή πολιτικών, μεθόδων και τεχνικών διαχείρισης της ζήτησής του.
Ξεκινώντας από την εφαρμογή σύγχρονων αρδευτικών συστημάτων και τεχνικών άρδευσης που
περιορίζουν δραστικά τις απώλειες του νερού κατά την εφαρμογή του στο έδαφος, όπως οι τεχνικές της
μικροάρδευσης και της στάδγην άρδευσης, της άρδευσης δηλαδή με σταγόνες, μέχρι την εφαρμογή
σύγχρονων τεχνολογιών τηλεμετρίας, τηλεπαρακολούθησης, ελέγχου και περιορισμού των διαρροών στα
αρδευτικά δίκτυα μεταφοράς και διανομής του νερού, ο περιορισμός των απωλειών νερού σε έναν τομέα
που είναι πρωταγωνιστής στην κατανάλωση του νερού επιτρέπει σοβαρά περιθώρια εξοικονόμησης και
περιορισμού των υδατικών αποθεμάτων που χρησιμοποιούνται για την άρδευση.
Κι ακόμη, εκτός από τα τεχνικά και τεχνολογικά μέσα για τον περιορισμό των απωλειών του νερού, για
περισσότερο δραστικές παρεμβάσεις, υπάρχει και η πολιτική της αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών και της
προσαρμογής τους στα πραγματικά υδατικά διαθέσιμα, με την επιλογή λιγότερο υδροβόρων καλλιεργειών.
Καλλιέργειες όπως του βαμβακιού και του καλαμποκιού, που είναι εισαγόμενες από χώρες με πιο
πλούσια υδατικά αποθέματα σε σχέση με την Ελλάδα και που ευθύνονται σε σημαντικό βαθμό για την
εξάντληση των αποθεμάτων του νερού, με παράδειγμα τον Θεσσαλικό κάμπο, μπορούν να αντικατασταθούν
από παραδοσιακές ελληνικές καλλιέργειες, όπως για παράδειγμα είναι οι ξηρικές ή ακόμη και το αμπέλι, οι
ελιές και τα οπωροφόρα, που και είναι απολύτως συμβατές με τις ελληνικές κλιματικές και υδρολογικές
συνθήκες, αλλά και που έχουν σήμερα μεγαλύτερη ζήτηση στις ανταγωνιστικές διεθνείς αγορές.
Τα περιθώρια εξοικονόμησης του νερού στον τομέα των αρδεύσεων είναι ιδιαίτερα μεγάλα. Η διεθνής
βιβλιογραφία αναφέρει ότι και μόνον ο εκσυγχρονισμός των δικτύων και η εφαρμογή σύγχρονων τεχνολογιών
εξοικονόμησης νερού, θα μπορούσαν να μειώσουν τις απώλειες από 70% περίπου που είναι σήμερα, μέχρι και

26 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


στο μισό. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς τη σημασία που αποκτά η εξοικονόμηση νερού στις αρδεύσεις, έναν
τομέα που καταναλώνει το 85% του νερού που καταναλώνεται ετησίως.
Όπως συνηθίζεται να λέγεται η εξοικονόμηση του νερού είναι πάντοτε η φτηνότερη εναλλακτική
πηγή του.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 27


Βιβλιογραφία

Λατινόπουλος, Π., & Κρεστενίτης, Γ. (1998). Εγγειοβελτιωτικά έργα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο


Θεσσαλονίκης.
Λιανός, Θ., Δαμιανός, Δ., Μέργος, Γ., Ντεμούσης, Μ., & Κατρανίδης, Σ. (1998). Αγροτική Οικονομική.
Εκδόσεις Μπένου.
Μυλόπουλος, Γ., & Κολοκυθά, Ε. (2006 – 2007). Σημειώσεις «Σχεδιασμός Αρδευτικών Έργων». Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Παπαμιχαήλ, Δ., & Μπαμπατζιμόπουλος, Χ. (2014). Εφαρμοσμένη γεωργική υδραυλική. Εκδόσεις Ζήτη.
Τσακίρης, Γ. (2005). Διαχείριση Υδατικών Πόρων και Γεωργικής Ανάπτυξης. Συνέδριο ΤΕΕ, Βόλος.
Τσακίρης, Γ. (2006). Υδραυλικά Έργα Τόμος ΙΙ: Εγγειοβελτιωτικά Έργα. Εκδόσεις Συμμετρία.

28 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Κεφάλαιο 3 Ανάγκες των καλλιεργειών σε νερό

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται οι φυσικές διεργασίες που διαμορφώνουν τις ανάγκες των καλλιεργειών σε
νερό. Αρχικά, παρουσιάζονται οι βασικές ιδιότητες του εδάφους, η έννοια του εδαφικού νερού, και το φαινόμενο
της εξατμισοδιαπνοής, και στη συνέχεια αναλύεται πώς προκύπτουν οι ανάγκες των καλλιεργειών σε αρδευτικό
νερό. Τέλος, γίνεται αναφορά στην αποδοτικότητα των αρδευτικών δικτύων και στον τρόπο υπολογισμού της
δόσης άρδευσης, της διάρκειας και του εύρους της άρδευσης.

Προαπαιτούμενη γνώση
Ο αναγνώστης απαιτείται να έχει βασικές γνώσεις υπόγειας και επιφανειακής υδρολογίας.

3.1 Γενικά
Η αγροτική παραγωγή εξαρτάται από τη διαχείριση δύο βασικών φυσικών πόρων, του εδάφους και του νερού.
Το έδαφος είναι η υποστηρικτική δομή της ζωής των φυτών και το νερό είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της
ζωής των φυτών.
Ο όρος «έδαφος» αναφέρεται στο αποσαθρωμένο και κατακερματισμένο επιφανειακό στρώμα της γης.
Ο κατακερματισμός και η αποσάθρωση, που διασπούν το μητρικό υλικό για να σχηματίσουν το έδαφος, είναι
αποτέλεσμα φυσικών και χημικών διεργασιών. Η διάβρωση (τόσο από τον άνεμο όσο και από το νερό) είναι η
πιο ορατή διαδικασία «δημιουργίας» εδάφους.

Διάγραμμα 3.1 Η σύσταση του εδάφους.

Το έδαφος είναι ένα μείγμα οργανικής ύλης, ανόργανης ύλης, αέρα, και νερού (Διάγραμμα 3.1) που από κοινού
υποστηρίζουν τη ζωή. Η οργανική ύλη αποτελείται από τμήματα φυτών (φύλλα, κλαδιά, κορμούς), οργανικά
λείψανα και άμορφα υπολείμματα, γνωστά ως humus. Το έδαφος έχει τέσσερις σημαντικές λειτουργίες: α) είναι
το μέσο της ανάπτυξης των φυτών, β) αποθηκεύει και καθαρίζει το νερό, γ) μεταβάλλει την ατμόσφαιρα της
γης και δ) αποτελεί το ενδιαίτημα πολλών οργανισμών. Όλες αυτές οι λειτουργίες, με τη σειρά τους,
τροποποιούν το έδαφος και τις ιδιότητές του. Με αυτόν τον τρόπο η ανόργανη και η οργανική ύλη ενός εδάφους
περιέχουν όλα τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζονται οι καλλιέργειες. Οι αλλαγές στο περιβάλλον, η
διάβρωση και οι ανθρώπινες δραστηριότητες μπορούν να αλλάξουν τη σύσταση του εδάφους. Οι σχετικές
ποσότητες ανόργανης και οργανικής ύλης καθορίζουν τις φυσικές ιδιότητες του εδάφους. Ο υπόλοιπος όγκος
του εδάφους, που αποτελείται από χώρους μεταξύ της ανόργανης και της οργανικής ύλης, είναι ο χώρος των

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 29


πόρων. Ο χώρος των πόρων είναι γεμάτος με ποσότητες νερού και αέρα που ποικίλλουν κατά περίπτωση
(Chesworth, 2008).
Τα χονδρόκοκκα εδάφη, όπως η άμμος και τα χαλίκια, έχουν σχετικά μεγάλους πόρους - ωστόσο, ο
αριθμός των πόρων είναι μικρός σε σύγκριση με ένα λεπτότερο έδαφος. Τα λεπτότερα εδάφη, όπως τα αργιλικά,
έχουν σχετικά μικρούς πόρους, αλλά πάρα πολλούς από αυτούς. Οι μικροί αλλά άφθονοι πόροι επιτρέπουν στα
λεπτότερα εδάφη να συγκρατούν περισσότερο νερό.

3.2 Ιδιότητες του εδάφους


Οι φυσικές ιδιότητες του εδάφους είναι η μηχανική σύσταση ή υφή, η δομή, η πυκνότητα, το πορώδες, η
συνεκτικότητα, η θερμοκρασία, το χρώμα και η ειδική αντίσταση (Gardner et al., 1999). Οι περισσότερες από
αυτές τις ιδιότητες επηρεάζουν τον αερισμό του εδάφους και την ικανότητα του νερού να διεισδύει και να
συγκρατείται μέσα στο έδαφος (Αντωνόπουλος, 2020). Στις ενότητες που ακολουθούν παρουσιάζονται και
αναλύονται έτσι ώστε να γίνει πιο κατανοητή η σημασία τους σε σχέση με την πρόσληψη του νερού από τα
φυτά.

3.2.1 Μηχανική σύσταση του εδάφους


Τα ανόργανα συστατικά του εδάφους είναι η άμμος, η ιλύς και ο άργιλος, τα οποία ονομάζονται και εδαφικά
κλάσματα, τα οποία καθορίζουν τη μηχανική του σύσταση ή διαφορετικά υφή ανάλογα με το αντίστοιχο
ποσοστό που καταλαμβάνουν σε αυτό. Μέσω της υφής είναι δυνατή η φυσική περιγραφή του εδάφους με την
αίσθηση ή με τη μέτρηση των ποσοστών των τριών κατηγοριών του μεγέθους σωματιδίων που περιέχονται σε
ένα έδαφος. Ένα χονδρόκοκκο έδαφος έχει σχετικά μεγάλη ποσότητα άμμου και έχει την αίσθηση του
«κοκκώδους». Ένα ιλυώδες έδαφος έχει την υφή και την αίσθηση αλευριού, ενώ ένα αργιλώδες έδαφος έχει
κολλώδη αίσθηση ανάλογα με την περιεκτικότητά του σε νερό. Τα σωματίδια άμμου είναι ορατά με γυμνό μάτι
και έχουν διάμετρο μεγαλύτερη από 0.05 mm, Τα σωματίδια ιλύος είναι ορατά με μικροσκόπιο και έχουν
διάμετρο μεταξύ 0.002 mm και 0.05 mm, ενώ χρειάζεται ηλεκτρονικό μικροσκόπιο για να δει κανείς τα
σωματίδια αργίλου και έχουν διάμετρο μικρότερη από 0.002 mm (Soil Science Division Staff (USDA-NRCS),
2017). Επίσης τα σωματίδια της άμμου μπορούν να διαχωριστούν ανάλογα με το μέγεθος τους. Έτσι τα μεγάλα
σωματίδια άμμου μπορούν να περιγραφούν ως χονδρόκοκκα, τα ενδιάμεσα ως μεσόκοκκα και τα μικρότερα ως
λεπτόκοκκα (Πίνακας 3.1) ενώ όπως φαίνεται στο Διάγραμμα Διάγραμμα η ταξινόμηση των εδαφικών
κλασμάτων διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα.

Διάγραμμα 3.2 Ταξινομήσεις του μεγέθους των σωματιδίων όπως χρησιμοποιούνται σε διάφορες χώρες (διάμ. σε μm)
(https://en.wikipedia.org/wiki/Soil_texture#/media/File:Particle_size_classifications_used_by_different_countries.jpg).

30 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Πίνακας 3.1 Ονομασία των εδαφικών κλασμάτων ανάλογα με τη διάμετρο των κόκκων κατά το Υπουργείο Γεωργίας των
ΗΠΑ (USDA) και κατά την Παγκόσμια βάση αναφοράς των εδαφών (WRB).

Εύρος διαμέτρου (mm) Εύρος διαμέτρου (mm)


Όνομα εδαφικού κλάσματος
(ταξινόμηση κατά USDA) (ταξινόμηση κατά WRB)
Άργιλος < 0.002 < 0.002
Ιλύς 0.002 – 0.050 0.002 – 0.063
Πολύ λεπτόκοκκη άμμος 0.05 – 0.10 0.063 – 0.125
Λεπτόκοκκη άμμος 0.10 – 0.25 0.125 – 0.200
Μεσόκοκκη άμμος 0.25 – 0.50 0.20 – 0.63
Χονδρόκοκκη άμμος 0.50 – 1.00 0.63 – 1.25
Πολύ χονδρόκοκκη άμμος 1.00 – 2.00 1.25 – 2.00

Επίσης, τα εδάφη, ανάλογα με τα ποσοστά άμμου, ιλύος και αργίλου που περιέχουν, κατατάσσονται σε έναν
αριθμό κατηγοριών μηχανικής σύστασης (textural classes). Το Υπουργείο Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών
(United States Department of Agriculture – USDA) έχει ορίσει δώδεκα κύριες κατηγορίες μηχανικής σύστασης
του εδάφους. Οι δώδεκα αυτές κατηγορίες είναι: άμμος, πηλώδης άμμος, αμμώδης πηλός, πηλός, ιλυώδης
πηλός, ιλύς, αμμώδης αργιλοπηλός, αργιλώδης πηλός, ιλυώδης αργιλοπηλός, αμμώδης άργιλος, ιλυώδης
άργιλος και άργιλος (Soil Science Division Staff (USDA-NRCS), 2017). Η μηχανική σύσταση ενός εδάφους
καθορίζεται με βάση τα ποσοστά του κάθε εδαφικού κλάσματος (άμμος, ιλύς και άργιλος) που υπάρχουν σε
αυτό. Το έδαφος προσδιορίζεται συνήθως με βάση το μέγεθος των σωματιδίων του κύριου συστατικού ή έναν
συνδυασμό των κυρίαρχων εδαφικών κλασμάτων, π.χ. «αμμώδης άργιλος» ή «ιλυώδης άργιλος». Επίσης
χρησιμοποιείται ένας τέταρτος όρος, ο πηλός, για να περιγράψει εδάφη που περιέχουν περίπου ίσες ποσότητες
άμμου, ιλύος και αργίλου και είναι δυνατός ο προσδιορισμός ακόμη περισσότερων κατηγοριών, π.χ.
«αργιλώδης πηλός» ή «ιλυώδης πηλός».

Διάγραμμα 3.3 Το τριγωνικό διάγραμμα προσδιορισμού της μηχανικής σύστασης των εδαφών (προσαρμόστηκε στα
ελληνικά από https://en.wikipedia.org/wiki/Ternary_plot#/media/File:SoilTexture_USDA.svg).

Ο προσδιορισμός της υφής του εδάφους είναι πιο εύκολος με τη χρήση του τριγωνικού διαγράμματος
της μηχανικής σύστασης του εδάφους που φαίνεται στο Διάγραμμα Διάγραμμα (Soil Science Division Staff

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 31


(USDA-NRCS), 2017). Οι τρεις πλευρές του τριγώνου αντιπροσωπεύουν τα ποσοστά άμμου, ιλύος ή αργίλου.
Τα σημεία τομής των ευθειών που φέρονται κάθετα σε κάθε πλευρά του τριγώνου καθορίζουν τη μηχανική
σύσταση του εδάφους. Για παράδειγμα, εάν ένα έδαφος έχει 20 % άργιλο, 40% άμμο και 40% ιλύ, είναι πηλός.
Το τριγωνικό διάγραμμα χρησιμοποιείται και στην Ελλάδα για τον προσδιορισμό της μηχανικής σύστασης των
εδαφών.
Οι χημικές και φυσικές ιδιότητες ενός εδάφους σχετίζονται με τη μηχανική του σύσταση. Το μέγεθος και
η κατανομή των εδαφικών κλασμάτων επηρεάζουν την ικανότητα του εδάφους να συγκρατεί νερό και θρεπτικά
συστατικά. Η υφή του εδάφους επηρεάζει τη συμπεριφορά του εδάφους, ιδίως την ικανότητα συγκράτησης
θρεπτικών στοιχείων και νερού (Silver et al., 2000). Τα εδάφη με λεπτή υφή έχουν γενικά μεγαλύτερη
ικανότητα συγκράτησης νερού, ενώ τα αμμώδη εδάφη περιέχουν μεγάλους πόρους που επιτρέπουν την έκπλυση
του νερού (Lindbo et al., 2012). Οι ιδιότητες που επηρεάζονται από τη μηχανική σύσταση των εδαφών είναι το
πορώδες, η διαπερατότητα, η διήθηση, η ικανότητα συγκράτησης νερού και η ευαισθησία στη διάβρωση. Στο
Διάγραμμα 3.3, το μόνο έδαφος στο οποίο δεν επικρατεί ούτε άμμος, ούτε ιλύς ούτε άργιλος ονομάζεται πηλός.
Τα ανόργανα συστατικά ενός πηλώδους εδάφους μπορεί να είναι 40% άμμος, 40% ιλύς και το υπόλοιπο 20%
άργιλος κατά βάρος. Ένα πηλώδες έδαφος με μικρή ποσότητα οργανικού υλικού θεωρείται «ιδανικό» για τη
γεωργία, εφόσον χρησιμοποιείται λίπασμα ή κοπριά για την αναπλήρωση των απωλειών των θρεπτικών
στοιχείων που είναι αποτέλεσμα των εντατικών καλλιεργειών (Haynes & Naidu, 1998).
Τα συστατικά του εδάφους που είναι μεγαλύτερα από 2.0 mm κατατάσσονται στην κατηγορία των
βράχων και των χαλικιών και αφαιρούνται πριν από τη μέτρηση των ποσοστών των εδαφικών κλασμάτων και
τον προσδιορισμό της κατηγορίας μηχανικής σύστασης του εδάφους, αλλά περιλαμβάνονται στην ονομασία.
Έτσι, για παράδειγμα, ένα αμμώδες αργιλοπηλώδες έδαφος με 20% χαλίκια ονομάζεται χαλικώδης αμμώδης
αργιλοπηλός.
Όταν το έδαφος περιέχει σημαντικό ποσοστό οργανικών συστατικών, τότε το έδαφος ονομάζεται οργανικό
έδαφος και όχι ορυκτό έδαφος. Ένα έδαφος ονομάζεται οργανικό εάν (Soil Science Division Staff (USDA-
NRCS), 2017):

1. το ανόργανο κλάσμα είναι 0% άργιλος και η οργανική ύλη είναι 20% ή περισσότερο,
2. το ανόργανο κλάσμα είναι έως 50% άργιλος και η οργανική ύλη είναι μεταξύ 20% και 30%,
3. το ανόργανο κλάσμα είναι 50% ή περισσότερο άργιλος και η οργανική ύλη 30% ή περισσότερο.

3.2.2 Δομή του εδάφους


Η δομή του εδάφους αφορά τον τρόπο με τον οποίο διατάσσονται και οργανώνονται τα εδαφικά κλάσματα ή
τα μεμονωμένα εδαφικά σωματίδια σε μονάδες που ονομάζονται εδαφικά συσσωματώματα. Η διάταξη των
εδαφικών συσσωματωμάτων προσδίδει στο έδαφος τη δομή του. Οι κυριότεροι τύποι συσσωματωμάτων στα
εδάφη είναι οι πλακοειδείς, οι πρισματικοί, οι κιονοειδείς, οι κυβοειδείς και οι κοκκώδεις (Soil Science Division
Staff (USDA-NRCS), 2017). Οι παράγοντες αλλά και οι διεργασίες που σχηματίζουν συσσωματώματα είναι οι
εξής:

1. η μηχανική σύσταση του εδάφους,


2. η διαβροχή του εδάφους με νερό και η ακόλουθη ξήρανση,
3. η ψύξη και η απόψυξη του νερού,
4. η αποσύνθεση της οργανικής ύλης,
5. η δραστηριότητα των έμβιων οργανισμών και
6. οι καλλιεργητικές εργασίες.

Η δομή είναι αυτή που καθορίζει το επίπεδο της γονιμότητας του εδάφους και το επίπεδο της
παραγωγικότητας των φυτών. Καλή δομή εδάφους θεωρείται αυτή που έχει μικρούς και μεγάλους πόρους. Οι
μεγάλοι πόροι εξασφαλίζουν την αποστράγγιση και τον αερισμό του εδάφους, οι μεσαίου μεγέθους πόροι
διευκολύνουν την κίνηση θρεπτικών συστατικών, ενώ στους μικρούς πόρους αποθηκεύονται το νερό και τα
θρεπτικά στοιχεία. Η ύπαρξη καλής δομής στο έδαφος είναι αυτή που διασφαλίζει τη ροή του αέρα και του
νερού στο έδαφος, τα οποία είναι απαραίτητα για την υγιή ανάπτυξη των φυτών.
Οι φυσικές ιδιότητες της δομής ενός εδάφους εκφράζονται αριθμητικά από: την πυκνότητα των εδαφικών
σωματιδίων ή αλλιώς πραγματική πυκνότητα, την κατ’ όγκο πυκνότητα ή αλλιώς φαινόμενη πυκνότητα, και το
πορώδες.

32 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


3.2.3 Φυσικές παράμετροι του εδάφους
Το έδαφος, όπως αναφέρθηκε, αποτελείται από τρεις φάσεις, τη στερεά, την αέρια και την υγρή. Για την
περιγραφή των σχέσεων μεταξύ των τριών φάσεων του εδάφους ορίζονται τα εξής χαρακτηριστικά μεγέθη: το
κλάσμα των κενών, το πορώδες και ο βαθμός κορεσμού. Στο Σχήμα 3.1 δίνεται σχηματικά η κατανομή των
τριών φάσεων στο έδαφος με βάση την οποία προσδιορίζονται οι χαρακτηριστικές φυσικές παράμετροι του
εδάφους που περιγράφονται στη συνέχεια. Ειδικότερα ο όγκος και η μάζα του αέρα συμβολίζονται ως Va και
ma αντίστοιχα, ο όγκος και η μάζα του περιεχόμενου νερού συμβολίζονται ως Vw και mw, ενώ ο όγκος και η
μάζα των στερεών υλικών του εδάφους συμβολίζονται ως Vs και ms. Όπως φαίνεται στο σχήμα, ο όγκος των
κενών που συμβολίζεται ως Vv είναι το άθροισμα του όγκου του αέρα και του όγκου του νερού, ενώ ο συνολικός
όγκος του εδάφους που συμβολίζεται ως Vt είναι το άθροισμα των τριών προηγούμενων όγκων. Από την άλλη
μεριά η συνολική μάζα του εδάφους που συμβολίζεται ως mt είναι άθροισμα της μάζας του νερού και των
στερεών υλικών αφού η μάζα του αέρα είναι αμελητέα (Λατινόπουλος & Κρεστενίτης, 1998).

Σχήμα 3.1 Σχηματική παράσταση του συστήματος των τριών φάσεων στο έδαφος (προσαρμόστηκε στα ελληνικά από
https://en.wikipedia.org/wiki/Water_content#/media/File:Soil-phase-diagram.svg).

Πορώδες
Ο κενός χώρος μεταξύ των εδαφικών σωματιδίων ονομάζεται χώρος των πόρων ή πορώδες. To πορώδες ενός
εδάφους, n, ορίζεται ως το κλάσμα του όγκου των πόρων ή κενών προς τον ολικό όγκο του εδάφους.
Περιγράφεται λοιπόν από τη σχέση (Chesworth, 2008):
𝑉𝑝 𝑉𝑎 + 𝑉𝑤
𝑛= = (3.1)
𝑉𝑡 𝑉𝑠 + 𝑉𝑎 + 𝑉𝑤

Ο χώρος των κενών περιέχει ποσότητες νερού και αέρα που ποικίλλουν από έδαφος σε έδαφος. Το
μέγεθος του πορώδους εξαρτάται από τη μηχανική σύσταση του εδάφους και από τη δομή του. Πρόκειται για
μια πολύ βασική παράμετρο των εδαφών που η τιμή της κυμαίνεται μεταξύ 0.25 και 0.65. Το καλό πορώδες
είναι σημαντικό για τα εδάφη γιατί εξασφαλίζει τον επαρκή τους αερισμό και την αποστράγγιση του νερού,
ενώ επιτρέπει και την ανάπτυξη των ριζών των φυτών. Οι μικρότερες τιμές πορώδους χαρακτηρίζουν τα
αμμώδη εδάφη και ενώ οι μεγαλύτερες τα αργιλώδη, αν και οι μεμονωμένοι πόροι στα αμμώδη εδάφη είναι
συγκριτικά μεγαλύτεροι από ότι στα αργιλώδη εδάφη. Το νερό μπορεί να συγκρατηθεί καλύτερα στους μικρούς
πόρους από ό,τι στους μεγάλους. Για τον λόγο αυτό, ο αργιλώδης πηλός που περιέχει πολλούς μικρούς πόρους
μπορεί να συγκρατήσει περισσότερο νερό από την άμμο (Franzmeier et al., 2016).

Κλάσμα κενών
Το κλάσμα κενών, e, είναι ο λόγος του όγκου των πόρων προς τον όγκο των στερεών εδαφικών υλικών και
δίνεται από τη σχέση (Chesworth, 2008):
𝑉𝑝
𝑒= (3.2)
𝑉𝑠

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 33


Η σχέση που συνδέει το πορώδες με το κλάσμα των κενών είναι:
𝑛 𝑒
𝑒= 𝜅𝛼𝜄 𝑛 = (3.3)
1 − 𝑛 1+𝑒

Πραγματική πυκνότητα
Η πραγματική πυκνότητα ορίζεται ως το βάρος ενός εδάφους ανά μονάδα όγκου χωρίς να λαμβάνεται υπόψη
ο όγκος των κενών. Με άλλα λόγια, είναι το βάρος ενός εδαφικού σωματιδίου, διαιρούμενο με τον όγκο αυτού
του εδαφικού σωματιδίου, για αυτό και αναφέρεται και πυκνότητα των εδαφικών σωματιδίων. H πραγματική
πυκνότητα ρs, ορίζεται από τη σχέση (Chesworth, 2008):
𝑀𝑠
𝜌𝑠 = (3.4)
𝑉𝑠

όπου Ms είναι η μάζα των στερεών υλικών και Vs ο όγκος των στερεών υλικών (Σχήμα 3.1). H παρουσία
οργανικών ουσιών στο έδαφος μειώνει την τιμή της πραγματικής πυκνότητας. Για τα συνήθη ανόργανα εδάφη
η πραγματική πυκνότητα έχει τιμές μεταξύ 2.6 και 2.7 gr/cm3 ενώ οι οργανικές ουσίες έχουν μέση τιμή
πυκνότητας γύρω στο 1.5 gr/cm3. Το νερό εξ ορισμού έχει πυκνότητα 1 g/cm3 (Λατινόπουλος & Κρεστενίτης,
1998).

Φαινόμενη πυκνότητα
Η φαινόμενη πυκνότητα ορίζεται ως το βάρος ενός εδάφους ανά μονάδα όγκου. Σε αυτή την περίπτωση ο όγκος
του εδάφους περιλαμβάνει τόσο τα στερεά όσο και τον χώρο των κενών. Το μέγεθος αυτό ορίζεται για ξερή
κατάσταση του εδάφους και για αυτό λέγεται και φαινόμενη ξερή πυκνότητα, ρb. Δίνεται από τη σχέση
(Chesworth, 2008):
𝑀𝑠
𝜌𝑏 = (3.5)
𝑉𝑡

και αποτελεί τον λόγο της μάζας του ξερού εδάφους προς τον συνολικό όγκο του εδάφους Vt. Η φαινόμενη
πυκνότητα είναι σημαντική επειδή αντικατοπτρίζει το πορώδες ενός εδάφους. Τα χαλαρά, πορώδη εδάφη έχουν
μικρότερη φαινόμενη πυκνότητα από τα σφιχτά, συμπιεσμένα εδάφη. Η φαινόμενη πυκνότητα ενός εδάφους
αυξάνεται με τη συμπύκνωση. Η φαινόμενη πυκνότητα δείχνει πόσο εύκολα θα καλλιεργηθεί ένα έδαφος, πόσο
εύκολα θα διεισδύσει το νερό, πώς θα συγκρατήσει το νερό και την καταλληλότητά του για την καλλιέργεια
φυτών. Οι τυπικές τιμές της φαινόμενης πυκνότητες όγκου για τη λεπτόκοκκη άμμο, τον ιλυώδη πηλό και τον
ιλυώδη αργιλοπηλό είναι 1.5, 1.35 και 1.25 gr/cm3 αντίστοιχα (Franzmeier et al., 2016).
Τα σταθερά εδαφικά συσσωματώματα είναι σημαντικά σε ένα έδαφος επειδή συμβάλλουν στη
διατήρηση της καλής δομής του εδάφους. Η καλή δομή του εδάφους μεταφράζεται σε μικρές φαινόμενες
πυκνότητες (1.3 – 1.5). Υψηλές φαινόμενες πυκνότητες (μεγαλύτερες από 1.6 gr/cm3) μπορούν να προκύψουν
από τη συμπίεση του εδάφους. Η συμπίεση μπορεί να προκύψει από την κατεργασία ενός εδάφους όταν αυτό
είναι υγρό. Η συμπίεση που προκαλείται από την κυκλοφορία των τροχών μπορεί να αυξήσει τη φαινόμενη
πυκνότητα σε βάθος τουλάχιστον 30 cm. Κατά κανόνα, εδάφη με φαινόμενη πυκνότητα μεγαλύτερη από 1.7
έως 1.8 gr/cm3 εμποδίζουν την ανάπτυξη των ριζών.
H πραγματική και η φαινόμενη πυκνότητα μπορούν να εκφρασθούν και σαν ειδικό βάρος. Έτσι ορίζονται
το ειδικό βάρος και το φαινόμενο ειδικό βάρος αντίστοιχα, δύο μεγέθη που ορίζονται από σχέσεις όμοιες με τις
σχέσεις 3.4 και 3.5 στις οποίες η μάζα αντικαθίσταται από το αντίστοιχο βάρος. Κατά συνέπεια τα μεγέθη των
ειδικών βαρών είναι αριθμητικά ίδια με αυτά της πυκνότητας (Λατινόπουλος & Κρεστενίτης, 1998).

Ολική Φαινόμενη πυκνότητα

Σε αυτή την περίπτωση προσμετράται και η μάζα του νερού που περιέχεται στο έδαφος, η ολική φαινόμενη
πυκνότητα είναι δηλαδή η φαινόμενη πυκνότητα σε ένυδρη κατάσταση, ρt, και ορίζεται από τη σχέση
(Λατινόπουλος & Κρεστενίτης, 1998):

34 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


𝑀𝑡
𝜌𝑡 = (3.6)
𝑉𝑡

3.3 Εδαφικό νερό


Η χωρητικότητα του εδάφους σε νερό αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αυτό συγκρατά το νερό είναι κρίσιμα
για τον σχεδιασμό της διαχείρισης των υδάτων για τις αρδευόμενες αλλά και για τις ξηρικές καλλιέργειες. Η
απόφαση για την επιλογή των καλλιεργειών, τον πληθυσμό των φυτών, πότε θα αρδευφθούν, πόσο θα
αρδευφθούν, πότε και πόσο λίπασμα θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται εν μέρει από την ικανότητα των εδαφών να
συγκρατούν νερό. Η λήψη συνετών αποφάσεων για τη διαχείριση της άρδευσης είναι ζωτικής σημασίας για τη
διατήρηση της ποσότητας και της ποιότητας των υδάτινων πόρων (Λατινόπουλος & Κρεστενίτης, 1998). Για
καλύτερη κατανόηση όσων θα ακολουθήσουν σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητη μια στοιχειώδης περιγραφή
των βασικών όρων που σχετίζονται με εδαφικό νερό. Έτσι το εδαφικό νερό είναι το νερό που περιέχεται στο
εδαφικό προφίλ ή ρέει μέσα από αυτό. Το εδαφικό νερό προκύπτει από το επιφανειακό νερό που διεισδύσει
στο εδαφικό προφίλ (Αντωνόπουλος, 2020). Το μέγεθος που περιγράφει το ποσοστό των πόρων του εδάφους
που καταλαμβάνεται από το εδαφικό νερό λέγεται εδαφική υγρασία, θ. Η εδαφική υγρασία είναι ένα πολύ
χρήσιμο μέγεθος για τα ακόρεστα πορώδη μέσα, όπως είναι η ακόρεστη ζώνη του εδάφους. Η εδαφική υγρασία
ορίζεται από τη σχέση (Λατινόπουλος & Κρεστενίτης, 1998):

𝑉𝑤
𝜃= (3.7)
𝑉𝑡

Οι τιμές της εδαφικής υγρασίας θεωρητικά κυμαίνονται από μηδέν μέχρι την τιμή του ολικού πορώδους
n. Όταν το έδαφος είναι κορεσμένο σε νερό, ένα μέρος αυτού δεν είναι δυνατό να συγκρατηθεί από τους πόρους
του εδάφους και αποστραγγίζεται ή διηθείται με τη δύναμη της βαρύτητας. Αυτή η ποσότητα ονομάζεται
υπερβάλλον εδαφικό νερό.
Το σημείο υδατοϊκανότητας, θfc, είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το έδαφος μετά την
αποστράγγιση της περίσσειας του νερού και τη μείωση του ρυθμού κίνησης του προς τα κάτω (Israelsen &
West, 1922). Αυτό λαμβάνει χώρα συνήθως 2-3 ημέρες μετά τη βροχή ή την άρδευση σε διαπερατά εδάφη
ομοιόμορφης δομής και υφής. Ο φυσικός ορισμός της κατάστασης υδατοϊκανότητας είναι η εδαφική υγρασία
που συγκρατείται στο έδαφος όταν το υδραυλικό φορτίο των πόρων του εδάφους είναι -33 kPa (ή -0.33 atm)
το υδραυλικό φορτίο των πόρων του εδάφους ονομάζεται μύζηση, Ψ (Veihmeyer & Hendrickson, 1931).
Όσο μειώνεται το νερό που περιέχεται στους πόρους η τιμή της μύζησης παίρνει ακόμα μικρότερες τιμές.
Όταν αυτή φτάσει τελικά μια μέγιστη (ελάχιστη) τιμή, περίπου γύρω στις -15 atm, τα φυτά δεν μπορούν να
παραλάβουν νερό, με αποτέλεσμα τη μάρανση τους. Αυτή η κατάσταση του εδάφους ονομάζεται σημείο
μόνιμης μάρανσης, θpwp, ή απλά σημείο μάρανσης, θwp, και είναι το κατώτερο όριο του εύρους της εδαφικής
υγρασίας μέσα στο οποίο μπορούν να αναπτύσσονται τα φυτά (Briggs & Shantz, 1912). Όταν η εδαφική
υγρασία φτάσει στο όριο του σημείου μάρανσης τα φυτά έχουν αφαιρέσει όλο το διαθέσιμο νερό από το έδαφος,
μαραίνονται και δεν ανακάμπτουν (N. Brady & Weil, 2016). Η Εικόνα 3.1 απεικονίζει σχηματικά τις
καταστάσεις κορεσμού, υδατοϊκανότητας και σημείου μάρανσης.
Κατά συνέπεια η διαθέσιμη εδαφική υγρασία, θa, είναι το νερό που θα υπάρχει στο έδαφος όταν αυτό
βρίσκεται μεταξύ της κατάστασης υδατοϊκανότητας και του σημείου μάρανσης. Η μέγιστη ποσότητα
διαθέσιμης εδαφικής υγρασίας για ένα έδαφος είναι ισοδύναμη με (Chesworth, 2008):

θa ≡ θfc − θpwp (3.8)

Η διαθέσιμη εδαφική υγρασία μπορεί να πάρει τιμές μεταξύ 0.1 στα χαλίκια και 0.3 στην τύρφη
(Lawrence & Hornberger, 2007). Η διαθέσιμη εδαφική υγρασία είναι το νερό που συγκρατείται στο έδαφος και
μπορεί να ληφθεί από τα φυτά και είναι το πιο σημαντικό για την ανάπτυξη των φυτών.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 35


Εικόνα 3.1 Σχηματική απεικόνιση της κατάστασης κορεσμού, της υδατοϊκανότητας και του σημείου μάρανσης.

Το σημείο κατά το οποίο η εδαφική υγρασία έχει μειωθεί σε τέτοιο επίπεδο ώστε οι καλλιέργειες να αρχίζουν
να υφίστανται υδατικό στρες ονομάζεται σημείο ελάχιστης επιτρεπόμενης υγρασίας. Τα φυτά μπορούν να
χρησιμοποιήσουν περίπου το 50% της διαθέσιμης εδαφικής υγρασίας χωρίς να αντιμετωπίσουν υδατικό στρες
(έλλειψη νερού) (Kirkham, 2014).
Σε περιπτώσεις όπου η υγρασία του εδάφους έχει μειωθεί περισσότερο από το σημείο μάρανσης τότε η
περιεχόμενη υγρασία ονομάζεται υπολειμματική υγρασία, θr, και αφορά το νερό του εδάφους που συγκρατείται
τόσο σταθερά στα σωματίδια του εδάφους λόγω της αυξημένης τιμής της μύζησης, ώστε να μην μπορεί να
εξαχθεί από τα φυτά. Το μη διαθέσιμο νερό εξακολουθεί να υπάρχει όταν το έδαφος είναι ξηρότερο από το
σημείο μόνιμης μάρανσης (Kirkham, 2014).
Σε αυτό το σημείο αξίζει να εισαχθεί ένα ακόμα μέγεθος, ο βαθμός κορεσμού, S, (Αντωνόπουλος, 2020)
ο οποίος είναι ο λόγος του όγκου των πόρων που καταλαμβάνεται από νερό προς τον συνολικό όγκο των πόρων,
και δίνεται από τη σχέση:

𝑉𝑤 𝑉𝑤 𝜃
𝑆= = = (3.9)
𝑉𝑣 𝑉𝑛 𝑛

Οι τιμές του βαθμού κορεσμού θεωρητικά μπορούν να κυμαίνονται από 0 (ξηρό) έως 1 (κορεσμένο).
Στην πραγματικότητα, ο βαθμός κορεσμού δεν φτάνει ποτέ τιμές ίσες με 0 ή το 1. Από την άλλη μεριά η
κανονικοποιημένη εδαφική υγρασία, Se, που ονομάζεται επίσης και αποτελεσματικός βαθμός κορεσμού είναι
ένα αδιάστατο μέγεθος που ορίζεται ως εξής (Genuchten, 1980):

𝜃 − 𝜃𝑟
𝑆𝑒 = (3.10)
𝜃𝑠 − 𝜃𝑟

όπου θ είναι η εδαφική υγρασία, θr είναι η υπολειμματική υγρασία και θs είναι η υγρασία κορεσμού, η οποία
ισοδυναμεί με το πορώδες, n.
Στον Πίνακα 3.2 που ακολουθεί συνοψίζονται οι βασικές καταστάσεις τη εδαφικής υγρασίας που
μετρούνται συνήθως και σημειώνονται τα αντίστοιχα όρια της μύζησης και του περιεχόμενου εδαφικού νερού.

Πίνακας 3.2 Οι βασικές καταστάσεις τη εδαφικής υγρασίας.

36 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Μύζηση Συνήθης τιμή εδαφικής υγρασίας
Ονομασία Συμβολισμός
(kPa) (cm3/cm3)
Υγρασία κορεσμού θs 0 0.20 – 0.50
Υδατοϊκανότητα θfc −33 0.10 – 0.35
Σημείο μόνιμης μάρανσης θpwp or θwp −1500 0.01 – 0.25
Υπολειμματική υγρασία θr −∞ 0.001 – 0.100

Στο Διάγραμμα 3.4 που ακολουθεί απεικονίζονται, για τους τρεις βασικούς τύπους εδαφών, οι καμπύλες
μεταβολής της εδαφικής υγρασίας σε σχέση με τη μεταβολή της μύζησης, τα σημεία υδατοϊκανότητας και
μάρανσης, καθώς και η διαθέσιμη εδαφική υγρασία για κάθε τύπο εδάφους (Λατινόπουλος & Κρεστενίτης,
1998).

Διάγραμμα 3.4 Καμπύλη εδαφικής υγρασίας – μύζησης για τους τρεις βασικούς τύπους εδάφους (Λατινόπουλος &
Κρεστενίτης, 1998).

Διάγραμμα 3.5 Σχηματική απεικόνιση των καταστάσεων της εδαφικής υγρασίας.

Συνοψίζοντας, με βάση όλα τα παραπάνω, το εδαφικό νερό ταξινομείται σε τρεις κατηγορίες: 1) το υπερβάλλον
εδαφικό νερό, 2) το διαθέσιμο εδαφικό νερό και 3) το μη διαθέσιμο εδαφικό νερό. Επίσης, το διαθέσιμο εδαφικό
νερό αναλύεται περαιτέρω σε α) άμεσα διαθέσιμο νερό για τα φυτά και β) λιγότερο διαθέσιμο νερό. Το
Διάγραμμα 3.5 είναι μια σχηματική αναπαράσταση αυτής της ταξινόμησης.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 37


3.3.1 Συγκράτηση του εδαφικού νερού
Σε αυτό το σημείο αξίζει να περιγραφούν συνοπτικά οι μηχανισμοί με τους οποίους συγκρατείται το νερό στο
έδαφος και συντηρείται η εδαφική υγρασία. Η συγκράτηση του νερού στο έδαφος είναι απαραίτητη για τη ζωή.
Εξασφαλίζει συνεχή παροχή νερού στα φυτά μεταξύ των περιόδων αναπλήρωσής του μέσω της διήθησης, ώστε
να επιτρέπει τη συνεχή ανάπτυξη και επιβίωσή τους. Το φαινόμενο της συγκράτησης του νερού από το έδαφος
είναι συνήθως εποχιακό. Το νερό που συγκεντρώθηκε στο έδαφος κατά τη διάρκεια του χειμώνα και
συγκρατείται από αυτό επιτρέπει την επιβίωση των περισσότερων πολυετών φυτών κατά τη διάρκεια του
καλοκαιριού, όταν η μηνιαία εξάτμιση υπερβαίνει τη βροχόπτωση (Leeper & Uren, 1993).
Παρά την πεποίθηση ότι το έδαφος απορροφά το νερό, το νερό στην πραγματικότητα το κατακρατά με
δύο τρόπους: 1) ως επίστρωση φιλμ στα σωματίδια του εδάφους και 2) στον χώρο των πόρων μεταξύ των
εδαφικών σωματιδίων (Eικόνα 3.1). Όταν το νερό διεισδύει στο έδαφος είτε λόγω της βροχής είτε λόγω της
άρδευσης, οι χώροι των πόρων γεμίζουν με νερό. Αμέσως μετά από τη βροχή ή την άρδευση (αλλά και κατά
τη διάρκεια αυτής) λαμβάνει χώρα, λόγω της βαρύτητας, το φαινόμενο της διήθησης. Μετά από την
απομάκρυνση του υπερβάλλοντος νερού, καθώς το έδαφος φτάνει στην κατάστασης υδατοϊκανότητας, η κίνηση
του νερού συνεχίζεται λόγω της βαρύτητας, αλλά και της τριχοειδούς ανύψωσης. Η τριχοειδής ανύψωση είναι
σημαντική για τη συγκράτηση του νερού στους πόρους του εδάφους.
Ο χώρος των κενών του εδάφους έχει τη μορφή μικρών σωλήνων (τριχοειδείς σωλήνες). Όπως οι
τριχοειδείς σωλήνες, έτσι και οι πόροι του εδάφους έχουν διαφορετικές διαμέτρους. Όπως όταν ένας τριχοειδής
σωλήνας βυθίζεται στο νερό, αυτό ανυψώνεται μέσα στον σωλήνα επειδή οι δυνάμεις συνοχής που
αναπτύσσονται είναι ισχυρότερες από τη βαρύτητα, έτσι και στο έδαφος, το νερό συγκρατείται και δεν
απομακρύνεται ποτέ εντελώς μέσα από το εδαφικό προφίλ. Μια ποσότητα νερού θα συγκρατείται πάντα στο
εδαφικό προφίλ (Kirkham, 2014).
Η τριχοειδής ανύψωση γίνεται μεγαλύτερη όσο μικραίνει η διάμετρος των τριχοειδών σωλήνων. Έτσι,
χονδρόκοκκα εδάφη (π.χ. η άμμος έχει μεγάλους πόρους) αντιστοιχούν σε τριχοειδής σωλήνες μεγαλύτερης
διαμέτρου, ενώ λεπτόκοκκα εδάφη (όπως η άργιλος που έχει μικρούς πόρους) αντιστοιχούν σε τριχοειδής
σωλήνες μικρότερης διαμέτρου. Το τριχοειδές φαινόμενο, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη συγκράτηση του
νερού στο έδαφος, είναι πολύ σημαντικό για την ανάπτυξη των φυτών. Οι μικρότεροι πόροι συγκρατούν το
νερό με μεγαλύτερη ένταση (αρνητική πίεση) από τους μεγαλύτερους. Καθώς η εδαφική υγρασία μειώνεται, η
τάση του εναπομείναντος νερού αυξάνεται. Τα φυτά μπορούν να λαμβάνουν όλο και λιγότερο νερό, καθώς
αυξάνεται η τάση του νερού στο έδαφος (Leeper & Uren, 1993).
Η χαρακτηριστική καμπύλη της εδαφικής υγρασίας (Water retention curve) περιγράφει τη σχέση μεταξύ της
εδαφικής υγρασίας, θ, και του δυναμικού του νερού του εδάφους, Ψ. Η καμπύλη αυτή είναι χαρακτηριστική για
διαφορετικούς τύπους εδάφους (Genuchten, 1980). Χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της ικανότητας του εδάφους
να αποθηκεύει νερό, της υδατοϊκανότητας αλλά και της σταθερότητας των εδαφικών σχηματισμών.
Τα γενικά χαρακτηριστικά της καμπύλης εδαφικής υγρασίας φαίνονται στο Διάγραμμα 3.6, στο οποίο η
εδαφική υγρασία, θ, απεικονίζεται ως προς το δυναμικό του νερού (μύζηση), Ψm. Για μικρές τιμές της μύζησης
(κοντά στο μηδέν), το έδαφος βρίσκεται σχεδόν σε κατάσταση κορεσμού και το νερό συγκρατείται σε αυτό κυρίως
με τριχοειδείς δυνάμεις. Καθώς η εδαφική υγρασία μειώνεται, η δέσμευση του νερού γίνεται ισχυρότερη, και στις
μικρές τιμές της μύζησης (αρνητικές τιμές μεγάλες σε απόλυτη τιμή, που πλησιάζουν το σημείο μάρανσης) το νερό
δεσμεύεται ισχυρά στους μικρότερους πόρους, στα σημεία επαφής μεταξύ των κόκκων του εδάφους και ως φιλμ
που δεσμεύεται με προσροφητικές δυνάμεις γύρω από αυτούς (N. C. Brady & Weil, 2008).
Στα αμμώδη εδάφη παρατηρείται κυρίως τριχοειδής δέσμευση και για αυτό απελευθερώνουν το
μεγαλύτερο μέρος του νερού σε μεγαλύτερες τιμές της μύζησης. Στα αργιλώδη εδάφη, το νερό συγκρατείται
με συγκολλητική και οσμωτική δέσμευση, και για αυτό απελευθερώνεται σε μικρότερες τιμές της μύζησης. Σε
κάθε περίπτωση, τα τυρφώδη εδάφη εμφανίζουν συνήθως πολύ μεγαλύτερη εδαφική υγρασία από τα αργιλώδη
εδάφη, τα οποία φαίνεται ότι συγκρατούν περισσότερο νερό από τα αμμώδη εδάφη. Η ικανότητα συγκράτησης
νερού οποιουδήποτε εδάφους οφείλεται στο πορώδες και στη φύση του δεσμών που αναπτύσσονται σε αυτό.
Η μορφή της χαρακτηριστικής καμπύλης της εδαφικής υγρασίας έχει περιγραφθεί από διάφορα μοντέλα,
το πιο γνωστό από αυτά είναι το μοντέλο van Genuchten που δίνεται από τη σχέση που ακολουθεί (Genuchten,
1980):
𝜃𝑠 − 𝜃𝑟
𝜃(𝜓) = 𝜃𝑟 + (3.11)
[1 + (𝛼|𝜓|)𝑛 ]1−1/𝑛

38 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


όπου, θ(Ψ) είναι η χαρακτηριστική καμπύλη της εδαφικής υγρασίας (σε lt3/lt3), |Ψ| είναι η μύζηση (σε lt ή cm
ύψους νερού), θs η υγρασία κορεσμού (σε lt3/lt3), θr είναι η υπολειμματική υγρασία (σε lt3/lt3), ενώ τα a (σε lt-1
ή cm-1) και n (αδιάστατο) είναι εμπειρικές σταθερές.

Διάγραμμα 3.6 Η χαρακτηριστική καμπύλη της εδαφικής υγρασίας για άμμο (Ss), ιλύ ή αργιλώδη πηλό (Uu), ιλυοπηλό ή
άργιλο (Lu) και άργιλο ή τύρφη (Tt) (https://en.wikipedia.org/wiki/Water_retention_curve#/media/File:Wrc.svg).

3.3.2 Διήθηση
Μέχρι αυτό το σημείο αναλύθηκαν οι μηχανισμοί συγκράτησης και αποθήκευσης του νερού στο έδαφος και
περιγράφηκαν οι λόγοι για τους οποίους τα εδάφη συγκρατούν διαφορετικές ποσότητες νερού. Σε αυτό το
σημείο αξίζει να αναλυθεί ο τρόπος με τον οποίο το νερό κινείται στο εδαφικό προφίλ. Στο γενικό φαινόμενο
της κίνησης του νερού στο έδαφος σημαντικό ρόλο έχει η διήθηση, δηλαδή η κατακόρυφη κίνηση του νερού
από την επιφάνεια του εδάφους προς το εσωτερικό του λόγω της βαρύτητας. Με τον όρο διήθηση περιγράφεται
η διαδικασία με την οποία το νερό από την επιφάνεια του εδάφους εισέρχεται στο έδαφος. H μέγιστη ταχύτητα
με την οποία μπορεί να διεισδύσει το νερό από την επιφάνεια του εδάφους μέσα στο έδαφος ονομάζεται
ταχύτητα διήθησης ή αρχική διηθητικότητα και συμβολίζεται με f ή i. Η διηθητικότητα χαρακτηρίζει την
ικανότητα του εδάφους να απορροφά το επιφανειακό νερό. Η συνήθης μονάδα μέτρησης της διηθητικότητας
είναι σε mm/hr, αλλά γενικά χρησιμοποιούνται και άλλες μονάδες ταχύτητας (Kirkham, 2014). Η
διηθητικότητα μειώνεται καθώς αυξάνεται η εδαφική υγρασία των επιφανειακών στρωμάτων του εδάφους. Ο
Robert Horton (1933) περιέγραψε τη μεταβολή της διηθητικότητας με την πάροδο του χρόνου και πρότεινε ότι
η διηθητικότητα ξεκινά από μια αρχική τιμή που ονομάζεται ταχύτητα διήθησης ή αρχική διηθητικότητα,
μειώνεται γρήγορα κατά την αρχή της βροχόπτωσης και στη συνέχεια τείνει προς μια περίπου σταθερή τιμή,
την τελική ή βασική διηθητικότητα (fc). Στο Διάγραμμα 3.7 φαίνονται οι τυπικές καμπύλες της διηθητικότητας
για εδάφη διαφορετικής μηχανικής σύστασης. Για ένα αμμώδες έδαφος, τόσο η αρχική όσο και η τελική
διηθητικότητα είναι συνήθως μεγαλύτερες από ό,τι για ένα ιλυώδες έδαφος. Η τελική διηθητικότητα για ένα
πολύ αμμώδες έδαφος μπορεί να είναι τόσο μεγάλη όσο η αρχική διηθητικότητα ενός πολύ λεπτόκοκκου
εδάφους (Soil Science Division Staff (USDA-NRCS), 2017).

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 39


Διάγραμμα 3.7 Τυπικές καμπύλες της διηθητικότητας για εδάφη διαφορετικής μηχανικής σύστασης.

Από τα προηγούμενα είναι προφανές ότι η πραγματική ταχύτητα διήθησης δεν εξαρτάται μόνο από τη
διηθητικότητα αλλά και από την αρχική υγρασία του εδάφους όπως επίσης και από την ένταση της βροχής, και
είναι μικρότερη της διηθητικότητας. Στο Διάγραμμα 3.8 που ακολουθεί απεικονίζεται η μεταβολή της
διηθητικότητας και της πραγματικής ταχύτητας διήθησης ως προς τον χρόνο. Θεωρητικά, η πραγματική
ταχύτητα διήθησης ακολουθεί τον μειούμενο ρυθμό της καμπύλης της διηθητικότητας (Διάγραμμα 3.8α). Σε
πραγματικές συνθήκες όμως, σε περίπτωση βροχής με μεγάλη ένταση (μεγαλύτερης από τη βασική
διηθητικότητα) η πραγματική ταχύτητα διήθησης διατηρείται ίση με την ένταση της βροχής μέχρι τη χρονική
στιγμή που εξισώνεται με τη διηθητικότητα και στη συνέχεια μειώνεται ακολουθώντας την καμπύλη της
διηθητικότητας. Από εκείνη τη χρονική στιγμή και μετά, ένα μέρος μόνο του επιφανειακού νερού διηθείται στο
έδαφος ενώ το υπόλοιπο συσσωρεύεται στην επιφάνεια του και είτε παραμένει στάσιμο είτε απορρέει
επιφανειακά (Διάγραμμα 3.8β) (Λατινόπουλος & Κρεστενίτης, 1998).

Διάγραμμα 3.8 Μεταβολή της ταχύτητας διήθησης με τον χρόνο.

Η διήθηση προκαλείται από πολλούς παράγοντες, όπως η βαρύτητα, οι τριχοειδείς δυνάμεις, η προσρόφηση
και η όσμωση. Πολλά χαρακτηριστικά του εδάφους μπορούν επίσης να διαδραματίσουν ρόλο στον καθορισμό
του ρυθμού με τον οποίο πραγματοποιείται η διήθηση, όπως η έντασης της βροχής, τα χαρακτηριστικά εδάφους
(πορώδες, τύπος εδάφους κ.λπ.), η εδαφική υγρασία, η ύπαρξη οργανικών υλικών στο έδαφος, η φυτοκάλυψη,
η κλίση του εδάφους κ.λπ. (USGS, 2021).

40 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


H γνώση της διηθητικότητας είναι πολύ χρήσιμη για την επιλογή της έντασης με την οποία θα χορηγηθεί
το αρδευτικό νερό στο έδαφος. Έχοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει χώρα η διηθητικότητα, είναι
δυνατή η επιλογή της έντασης με την οποία θα χορηγηθεί το νερό στα φυτά. Η επιλογή θα πρέπει να είναι τέτοια
ώστε να αποφεύγονται μικρές τιμές έντασης που δεν προκαλούν επιφανειακή απορροή, αλλά οδηγούν σε
υπερβολικά μεγάλους χρόνους άρδευσης, αλλά και πολύ μεγάλες τιμές έντασης που μπορεί φαινομενικά να
καλύπτουν γρήγορα τον συνολικά απαιτούμενο όγκο νερού για την ανάπτυξη των φυτών, αλλά συγχρόνως
προκαλούν και σημαντικές απώλειες λόγω πλεονάσματος. Για πρακτικούς λόγους, στον Πίνακα 3.3 δίνεται το
εύρος των τιμών της βασικής διηθητικότητας για τέσσερις κοινούς τύπους μηχανικής σύστασης εδάφους
(Brouwer et al., 1990).

Πίνακας 3.3 Εύρος τιμών της βασικής διηθητικότητας για διάφορους τύπου μηχανικής σύστασης εδάφους (FAO, 1990).

Μηχανική σύσταση Βασική διηθητικότητα (mm/hr)


Λεπτόκοκκη άμμος 12.7 – 19.05
Αμμώδης πηλός 8.9 – 12.7
Ιλυώδης Πηλός 6.4 – 10.2
Άργιλος 2.5 – 5.1

Η διηθητικότητα των εδαφών (όπως και άλλα χαρακτηριστικά τους) έχουν μελετηθεί και καταγραφεί από
πολλές κρατικές υπηρεσίες και οργανισμούς. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής η Υπηρεσία Διατήρησης
των Φυσικών Πόρων (NRCS), έχει χωρίσει τα εδάφη και τα έχει κατατάξει σε τέσσερις κατηγορίες ως προς τη
διηθητικότητα, με βάση το βασική διηθητικότητά τους (A, B, C, D από τη μεγαλύτερη προς τη μικρότερη) (Soil
Science Division Staff (USDA-NRCS), 2017). Η βάση δεδομένων με την κατάταξη των εδαφών είναι διαθέσιμη
μέσω της διεύθυνσης http://websoilsurvey.nrcs.usda.gov/app/HomePage.htm Στην Ευρώπη, αντίστοιχα, το
Ευρωπαϊκό Κέντρο Εδαφολογικών Δεδομένων (ESDAC) έχει πραγματοποιήσει μελέτες και έχει αναπτύξει την
ευρωπαϊκή βάση δεδομένων για τα εδάφη και αρκετά προϊόντα που απεικονίζουν χαρακτηριστικά των εδαφών
όπως η διηθητικότητα για όλη την Ευρώπη συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας. Ένα πολύ χρήσιμο προϊόν
για μια προκαταρκτική μελέτη είναι η 3D βάση δεδομένων των υδραυλικών χαρακτηριστικών των εδαφών της
Ευρώπης μέσω της οποίας παρέχονται αρχεία σε μορφή raster ανάλυσης 250x250m και δίνουν τις μέσες τιμές
της τελικής διηθητικότητας των εδαφών, καθώς και τις τιμές της κορεσμένης εδαφικής υγρασίας, της
υδατοϊκανότητας και του σημείου μάρανσης (Tóth et al., 2017). Όλα τα δεδομένα που έχει συγκεντρώσει το
ESDAC είναι διαθέσιμα μέσω της ιστοσελίδας του (https://esdac.jrc.ec.europa.eu). Τέλος, ειδικά για την
Ελλάδα πολλές χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τα εδάφη είναι δυνατό να ληφθούν από την ιστοσελίδα του
υπουργείου περιβάλλοντος (http://mapsportal.ypen.gr/maps/289), καθώς και από την ιστοσελίδα του
Γεωπληροφοριακού συστήματος Εδαφολογικών Δεδομένων (https://iris.gov.gr/SoilServices/).

Από όσα αναφέρθηκαν μέχρι αυτό το σημείο για τη διηθητικότητα για τη μελέτη ενός αρδευτικού έργου
είναι απαραίτητο να είναι γνωστή η διηθητικότητα των εδαφών της περιοχής μελέτης. Για την εκτίμηση της
διηθητικότητας υπάρχουν μέθοδοι επιτόπου μέτρησής της, οι οποίες πρέπει να εφαρμόζονται σε αρκετά σημεία
της περιοχής που πρόκειται να αρδευτεί. Για την περίπτωση ομοιόμορφης αρχικής εδαφικής υγρασίας και καλά
στραγγιζόμενου εδάφους, υπάρχουν αρκετές προσεγγιστικές μέθοδοι για την εκτίμηση της διήθησης για ένα
μεμονωμένο γεγονός βροχόπτωσης. Μεταξύ αυτών είναι η μέθοδος των Green και Ampt (1911), Parlange et
al. (1982), εκτός όμως από αυτές υπάρχουν και αρκετές εμπειρικές μέθοδοι, όπως η μέθοδος SCS, η μέθοδος
Horton κ.λπ. που βασίζονται στην προσαρμογή μιας καμπύλης που περιγράφει καλύτερα το φαινόμενο.
Ακολουθεί η συνοπτική περιγραφή των σημαντικότερων από αυτές.

Η μέθοδος των Green και Ampt


Η μέθοδος των Green και Ampt για την εκτίμηση της διήθησης λαμβάνει υπόψη πολλές μεταβλητές που άλλες
μέθοδοι, όπως ο νόμος του Darcy, δεν λαμβάνουν υπόψη (Mays, 2005). Η διήθηση υπολογίζεται ως συνάρτηση
της μύζησης, του πορώδους, της υδραυλικής αγωγιμότητας και του χρόνου, ενώ θεωρείται ότι το υδραυλικό
φορτίο στην επιφάνεια του εδάφους είναι ίσο με την ατμοσφαιρική πίεση

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 41


𝐹(𝑡) 𝑡
𝐹
∫ 𝑑𝐹 = ∫ 𝐾 𝑑𝑡 (3.12)
0 𝐹 + 𝛹 𝛥𝜃 0

όπου Ψ είναι η μύζηση (σε m), θ η εδαφική υγρασία, K η υδραυλική αγωγιμότητα του εδάφους (m/s), F(t) είναι
ο συνολικός όγκος του διηθούμενου νερού ανηγμένο στην έκταση (σε m ή mm). Με την ολοκλήρωση της
προηγούμενης εξίσωσης, μπορεί να υπολογιστεί είτε ο συνολικός όγκος του διηθούμενου είτε η στιγμιαία
διηθητικότητα:

𝐹(𝑡)
𝐹(𝑡) = 𝐾𝑡 + 𝜓 𝛥𝜃 𝑙𝑛 [1 + ] (3.13)
𝜓 𝛥𝜃

Ο συνολικός διηθούμενος όγκος του νερού υπολογίζεται από την προηγούμενη εξίσωση με δοκιμές, ενώ
χρησιμοποιώντας το αποτέλεσμα αυτής της εξίσωσης, μπορεί να υπολογιστεί η στιγμιαία διηθητικότητα για τη
χρονική στιγμή t που υπολογίστηκε το F.
𝜓 𝛥𝜃
𝑓(𝑡) = 𝐾 [ + 1] (3.14)
𝐹(𝑡)

Η εξίσωση του Horton


Η εξίσωση του Horton (Mays, 2005), χρησιμοποιείται και αυτή για την εκτίμηση του διηθούμενου όγκου του
νερού. Είναι μια εμπειρική εξίσωση που περιγράφει ότι η διήθηση αρχικά έχει σταθερή τιμή, f0, ενώ στη
συνέχεια μειώνεται εκθετικά με τον χρόνο, t. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, όταν το επίπεδο κορεσμού
του εδάφους φτάσει σε μια ορισμένη τιμή, ο ρυθμός διήθησης εξισώνεται με την τελική διηθητικότητα fc.

𝑓𝑡 = 𝑓𝑐 + (𝑓0 − 𝑓𝑐 )𝑒 −𝑘𝑡 (3.15)

όπου, ft είναι η διηθητικότητα τη χρονική στιγμή t, f0 είναι η αρχική ή η μέγιστη διηθητικότητα, fc είναι η τελική
διηθητικότητα, k είναι μια σταθερά που χαρακτηρίζει το έδαφος. Η εξίσωση του Horton μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για να βρεθεί ο συνολικός όγκος του διηθούμενου νερού, F, μετά από χρόνο t, σύμφωνα με την
εξίσωση που ακολουθεί:
(𝑓0 − 𝑓𝑐 )
𝐹𝑡 = 𝑓𝑐 𝑡 + (1 − 𝑒 −𝑘𝑡 ) (3.16)
𝑘

Η εξίσωση του Kostiakov


Η μέθοδος του Kostiakov είναι αυτή που χρησιμοποιείται συνήθως για τον υπολογισμό της διηθητικότητας και
περιλαμβάνει έναν συνδυασμό: (α) επιτόπου μετρήσεων σε πολλά σημεία της περιοχής μελέτης, και (β)
εφαρμογής της εμπειρικής σχέσης του Kostiakov στην οποία χρησιμοποιούνται τα δεδομένα των επιτόπου
μετρήσεων (Mays, 2005). H εξίσωση του Kostiakov είναι μια εμπειρική εξίσωση που υποθέτει ότι η
διηθητικότητα μειώνεται με την πάροδο του χρόνου σύμφωνα με μια εκθετική συνάρτηση:

𝑓 = 𝑘𝑡 𝑎 (3.17)

όπου f = ∫f dt είναι η αθροιστική διηθητικότητα και k και a σταθερές που εκτιμώνται από τα πειραματικά
δεδομένα. H τιμή του n είναι θετική αλλά μικρότερη της μονάδας. Έτσι τελικά, η διηθητικότητα προκύπτει ίση
με:

𝑓(𝑡) = 𝑎𝑘𝑡 𝑎−1 (3.18)

Το σημαντικότερο πρόβλημα της εξίσωσης του Kostiakov είναι ότι οδηγεί τελικά σε μηδενική τιμή της
διηθητικότητας. Στην πραγματικότητα, όπως ήδη αναφέρθηκε, η διηθητικότητα προσεγγίζει μια συγκεκριμένη
σταθερή τιμή. Είναι προφανές ότι η προηγούμενη εξίσωση ισχύει με ακρίβεια μόνο για μικρούς χρόνους
εφαρμογής της. Η παραλλαγή των Kostiakov – Lewis, που είναι γνωστή ως τροποποιημένη εξίσωση Kostiakov,
διορθώνει αυτό το πρόβλημα με την προσθήκη ενός όρου (f0) που προσεγγίζει, αλλά δεν ισούται απαραίτητα
με την τελική διηθητικότητας (Walker & Skogerboe, 1987).

42 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


𝑓(𝑡) = 𝑎𝑘𝑡 𝑎−1 + 𝑓0 (3.19)

Το ολοκλήρωμα της προηγούμενης εξίσωσης δίνει τον συνολικό όγκο του διηθούμενου νερού και δίνεται
από την εξίσωση:

𝐹(𝑡) = 𝑘𝑡 𝑎 + 𝑓0 𝑡 (3.20)

Στον Πίνακα 3.4 που ακολουθεί δίνονται οι βασικές μέσες τιμές των σταθερών k και a, καθώς και οι
ενδεικτικές μέσες τιμές της τελικής διηθητικότητας, οι οποίες μπορεί να είναι χρήσιμες σε πρακτικές εφαρμογές
της εμπειρικής σχέσης του Kostiakov. Για να χρησιμοποιηθούν οι τιμές του πίνακα πρέπει ο χρόνος t να
μετριέται σε min και η αθροιστική διηθητικότητα F σε mm.

Πίνακας 3.4 Παράμετροι της εξίσωσης Kostiakov για την εκτίμηση της διηθητικότητας των εδαφών.

Τύπος εδάφους k α f0 (mm/min)


Αμμώδης πηλός 3.8 0.80 0.40
Πηλός 4.8 0.70 0.20
Αργιλώδης πηλός 1.2 0.54 0.14
Ιλυοπηλός 2.1 0.52 0.04
Ιλυώδης άργιλος 3.6 0.52 0.01

3.4 Εξατμισοδιαπνοή
Γενικά, η εξατμισοδιαπνοή (ΕΤ) είναι το άθροισμα της εξάτμισης (Ε) του νερού από την επιφάνεια του εδάφους
και της διαπνοής (T) του από τα φυτά (Εικόνα 3.2). Ο ορισμός της εξατμισοδιαπνοής ποικίλλει κατά
περίπτωση. Ορισμένοι ορισμοί περιλαμβάνουν την εξάτμιση από επιφανειακά υδάτινα σώματα, ακόμη και από
τους ωκεανούς (USGS, 2019). Με βάση το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου, η ανάλυση της εξατμισοδιαπνοής
που θα ακολουθήσει δεν θα περιλαμβάνει την εξάτμιση από επιφανειακά ύδατα. Εδώ, η εξατμισοδιαπνοή
ορίζεται ως το άθροισμα του νερού που χάνεται στην ατμόσφαιρα από την επιφάνεια του εδάφους, την εξάτμιση
από το νερό που περιέχεται στο έδαφος ως εδαφική υγρασία και τη διαπνοή του νερού από τα φυτά των οποίων
οι ρίζες αντλούν το νερό από την περιεχόμενη στο έδαφος υγρασία. Η διαπνοή ως συνιστώσα της
εξατμισοδιαπνοής είναι ουσιαστικά η εξάτμιση του νερού από τα φύλλα των φυτών. Η διαπνοή συμβάλλει
σημαντικά στη διαμόρφωση της ατμοσφαιρικής υγρασίας αφού, σύμφωνα με διάφορες μελέτες αντιπροσωπεύει
περίπου το 10 % της υγρασίας της ατμόσφαιρας, ενώ οι ωκεανοί και τα άλλα επιφανειακά υδάτινα σώματα
(λίμνες και ποτάμια) συμβάλλουν στο υπόλοιπο 90%.

z
Εικόνα 3.2 Γραφική απεικόνιση της εξατμισοδιαπνοής (τροποποιήθηκε και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη διεύθυνση
https://en.wikipedia.org/wiki/Evapotranspiration#/media/File:Surface_water_cycle.svg).

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 43


Το νερό είναι απαραίτητο για τα φυτά, αλλά μόνο μια μικρή ποσότητα νερού που προσλαμβάνεται από τις ρίζες
χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη και τον μεταβολισμό τους. Το υπόλοιπο 97 – 99.5% χάνεται με τη διαπνοή.
Οι επιφάνειες των φύλλων είναι διάσπαρτες με πόρους που ονομάζονται στόματα (Sinha, 2004). Η διαπνοή
πραγματοποιείται μέσω των στομάτων και μπορεί να θεωρηθεί ως ένα απαραίτητο «κόστος» που συνδέεται με
το άνοιγμα των στομάτων για να επιτραπεί η πρόσληψη του διοξειδίου του άνθρακα από τον αέρα που είναι
απαραίτητο για τη φωτοσύνθεση. Η διαπνοή ψύχει επίσης τα φυτά, μεταβάλλει την οσμωτική πίεση των
κυττάρων και επιτρέπει τη ροή των ανόργανων θρεπτικών συστατικών και του νερού από τις ρίζες στους
βλαστούς.
H εκτίμηση του μεγέθους της εξατμισοδιαπνοής είναι προφανές ότι είναι σημαντική για τον σχεδιασμό
των αρδευτικών έργων αλλά και τον προγραμματισμό των αρδεύσεων. Όμως επειδή είναι ένα πολύ σύνθετο
φαινόμενο που εξαρτάται από πολλές παραμέτρους, σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητο να παρατεθούν και να
αναλυθούν συνοπτικά μια σειρά από επιμέρους ορισμούς, οι οποίοι αναφέρονται στις διαδικασίες μέτρησης και
υπολογισμού της εξατμισοδιαπνοής (Παπαμιχαήλ & Μπαμπατζιμόπουλος, 2014):

Δυνητική εξάτμιση (potential evaporation), Ep, είναι η μέγιστη τιμή της εξάτμισης του νερού από την
επιφάνεια του εδάφους. Αφορά έδαφος το οποίο είναι υγρό σε όλη του την έκταση. Η δυνητική εξάτμιση
εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τις συνθήκες που επικρατούν στην ατμόσφαιρα και τα χαρακτηριστικά
της επιφάνειας του εδάφους.
Δυνητική εξατμισοδιαπνοή (potential evapotranspiration), ETp, είναι η ποσότητα νερού που θα
εξατμιζόταν και θα διαπνεόταν από μια συγκεκριμένη καλλιέργεια, εάν υπήρχε επαρκής ποσότητα νερού,
η απαραίτητη ενέργεια για να πραγματοποιηθεί η εξάτμιση και η κατώτερη ατμόσφαιρα ήταν σε θέση να
μεταφέρει την εξατμιζόμενη υγρασία μακριά από την επιφάνεια της γης. Η δυνητική εξατμισοδιαπνοή
είναι υψηλότερη το καλοκαίρι, όταν υπάρχει αυξημένη ηλιακή ακτινοβολία και όταν πνέουν άνεμοι. Η
δυνητική εξατμισοδιαπνοή εκφράζεται ως ύψος νερού στη μονάδα του χρόνου (mm/day). Η πραγματική
εξατμισοδιαπνοή δεν μπορεί ποτέ να είναι μεγαλύτερη από τη δυνητική εξατμισοδιαπνοή, αλλά μπορεί
να είναι μικρότερη εάν δεν υπάρχει αρκετό νερό προς εξάτμιση ή εάν τα φυτά δεν μπορούν να
διαπνεύσουν εύκολα. Η μέση ετήσια δυνητική εξατμισοδιαπνοή συχνά συγκρίνεται με τη μέση ετήσια
βροχόπτωση, P. Ο λόγος της βροχόπτωσης προς τη δυνητική εξατμισοδιαπνοή ονομάζεται δείκτης
ξηρότητας.
Εξατμισοδιαπνοή καλλιέργειας αναφοράς ή εξατμισοδιαπνοή αναφοράς (reference evapotranspiration),
ET0, είναι η ένταση με την οποία το νερό, αν είναι άμεσα διαθέσιμο, εξατμίζεται και διαπνέεται από μια
καλλιέργεια αναφοράς, η οποία καλύπτει ομοιόμορφα το έδαφος, έχει ομοιόμορφο ύψος ενώ υπάρχει
επαρκής εδαφική υγρασία. Οι καλλιέργειες αναφοράς είναι το γρασίδι με ομοιόμορφο ύψος 8-15 cm ή η
μηδική (τριφύλλι) με μέσο ύψος 50 cm. H εξατμισοδιαπνοή της καλλιέργειας αναφοράς εκφράζεται
συνήθως ως ισοδύναμο ύψος νερού στη μονάδα του χρόνου (mm/day).
Εξατμισοδιαπνοή καλλιέργειας (crop evapotranspiration), ETc, είναι η ένταση με την οποία νερό, αν είναι
άμεσα διαθέσιμο, εξατμίζεται και διαπνέεται από μια καλλιέργεια που αναπτύσσεται επιτυγχάνοντας το
μέγιστο της ανάπτυξής της. H εξατμισοδιαπνοή της καλλιέργειας εκφράζεται συνήθως ως ισοδύναμο
ύψος νερού στη μονάδα του χρόνου (mm/day). Η εξατμισοδιαπνοή της καλλιέργειας αναφέρεται επίσης
και ως μέγιστη εξατμισοδιαπνοή (ETmax). Η διαφορά μεταξύ της εξατμισοδιαπνοής της καλλιέργειας και
της βροχόπτωσης χρησιμοποιείται για κατάστρωση των προγραμμάτων της άρδευσης.
Πραγματική εξατμισοδιαπνοή καλλιέργειας (actual evapotranspiration), ETa, είναι η ένταση με την οποία
το νερό εξατμίζεται και διαπνέεται από μια καλλιέργεια που αναπτύσσεται κάτω από συνήθεις συνθήκες.
H πραγματική εξατμισοδιαπνοή μιας καλλιέργειας εκφράζεται συνήθως ως ισοδύναμο ύψος νερού στη
μονάδα του χρόνου (mm/day). Η πραγματική εξατμισοδιαπνοή θα ισούται με τη δυνητική
εξατμισοδιαπνοή όταν είναι διαθέσιμο άφθονο νερό. Σε περιοχές που δεν αρδεύονται, είναι προφανές ότι
θα ισχύει ETa < ETc. Επίσης η πραγματική εξατμισοδιαπνοή συνήθως δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη
από τη βροχόπτωση. Στην πραγματικότητα θα είναι μικρότερη επειδή ένα μέρος του νερού της βροχής
θα χαθεί λόγω της διήθησης ή της επιφανειακής απορροής. Εξαίρεση αποτελούν οι περιοχές με υψηλό
υδροφόρο ορίζοντα, όπου η τριχοειδής ανύψωση μπορεί να προκαλέσει την άνοδο του νερού από τα
υπόγεια ύδατα στην επιφάνεια.

44 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Όπως ήδη αναφέρθηκε, η γνώση της εξατμισοδιαπνοή είναι απαραίτητη για τον σχεδιασμό των δικτύων
άρδευσης και την κατάστρωση του προγράμματος των αρδεύσεων. Από τα προηγούμενα κατέστη σαφές ότι η
ένταση και ο ρυθμός της εξατμισοδιαπνοής μιας καλλιέργειας και κατ’ επέκταση οι ανάγκες της σε αρδευτικό
νερό διαμορφώνονται: α) από τα χαρακτηριστικά της καλλιέργειας και β) από κλιματικές παραμέτρους, οι
κυριότερες από τις οποίες είναι η θερμοκρασία του αέρα, η υγρασία της ατμόσφαιρας, η ηλιακή ακτινοβολία
και η ταχύτητα του ανέμου. Στις περισσότερες αρδευόμενες περιοχές, γενικά, δεν υπάρχουν επαρκή κλιματικά
δεδομένα. Για τις περιπτώσεις αυτές έχουν προταθεί κατά καιρούς εμπειρικές μέθοδοι που συνδέουν την
εξατμισοδιαπνοή με μια ή περισσότερες κλιματικές παραμέτρους για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμες
παρατηρήσεις. Οι μέθοδοι αυτές δίνουν κατά προσέγγιση εκτιμήσεις της εξατμισοδιαπνοής. Οι πιο αξιόπιστες
μέθοδοι υπολογισμού της εξατμισοδιαπνοής περιλαμβάνουν όλες τις μετεωρολογικές μεταβλητές που επιδρούν
στη διαμόρφωσή της (Zhao et al., 2013). Οι μέθοδοι εκτίμησης της εξατμισοδιαπνοής, ανάλογα με τον τρόπο
υπολογισμού τους, χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Τις άμεσες και τις έμμεσες μεθόδους (Παπαμιχαήλ
& Μπαμπατζιμόπουλος, 2014).

3.4.1 Άμεσες μέθοδοι μέτρησης της εξατμισοδιαπνοής


H εξατμισοδιαπνοή μιας καλλιέργειας μπορεί να μετρηθεί επί τόπου με μεθόδους που βασίζονται στη μεταβολή
της εδαφικής υγρασίας. Οι πιο ενδιαφέρουσες από αυτές τις μεθόδους είναι η μέθοδος υδατικού ισοζυγίου, η
μέθοδος της συνδιακύμανσης δίνης (eddy covariance) και η μέθοδος των λυσίμετρων. Το μέγεθος που μετράται
σε αυτές τις μεθόδους είναι η πραγματική εξατμισοδιαπνοή μιας καλλιέργειας σε συνθήκες αγρού (Allen et al.,
1998).

Η μέθοδος του υδατικού ισοζυγίου


Η μέθοδος του υδατικού ισοζυγίου είναι κατάλληλη για την εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής σε μια λεκάνη
απορροής και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Για να εφαρμοστεί σωστά πρέπει να μην υπάρχουν εισροές ή
εκροές νερού εκτός από αυτές που μπορεί να εκτιμηθούν με μεθόδους μέτρησης των κατακρημνίσεων, της
επιφανειακής απορροής και της εφαρμογής νερού άρδευσης (Sutcliffe, 2004). Σε αυτή την περίπτωση η
εξατμισοδιαπνοή δίνεται από την εξίσωση που ακολουθεί:

ETc = P + IR − R − I ± Δθ (3.21)

όπου, P η βροχόπτωση που δέχεται η περιοχή μελέτης, IR το νερό που προστίθεται μέσω της άρδευσης, R η
επιφανειακή απορροή, I η βαθιά διήθηση, Δθ η μεταβολή της εδαφικής υγρασίας μεταξύ της αρχής και του
τέλους της περιόδου εφαρμογής της μεθόδου.

Η μέθοδος της συνδιακύμανσης δίνης (Eddy covariance)


Η πιο άμεση μέθοδος μέτρησης της εξατμισοδιαπνοής είναι η μέθοδος της συνδιακύμανσης δίνης, κατά την
οποία οι γρήγορες διακυμάνσεις της κατακόρυφης ταχύτητας του ανέμου συσχετίζονται με τις γρήγορες
διακυμάνσεις της πυκνότητας των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Με αυτό τον τρόπο εκτιμάται άμεσα η
εξατμισοδιαπνοή από την επιφάνεια της γης στην ατμόσφαιρα (Aubinet et al., 2012).

Η μέθοδος των λυσιμέτρων


Τα λυσίμετρα (Εικόνα 3.3) είναι κατασκευές που επιτρέπουν σε καλλιέργειες να αναπτύσσονται κάτω από
φυσικές συνθήκες μέσα σε αυτά και χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση του νερού που χάνεται λόγω της
εξατμισοδιαπνοής. Ανάλογα με τον τρόπο μέτρησης της εξατμισοδιαπνοής διακρίνονται σε ζυγιστικά και μη
ζυγιστικά. Τα μειονεκτήματα των λυσιμέτρων είναι η δυσκολία εγκατάστασής τους σε συνδυασμό με το μεγάλο
κόστος κατασκευής. Για αυτό τον λόγο η χρήση τους είναι περιορισμένη (Παπαμιχαήλ & Μπαμπατζιμόπουλος,
2014). Στις εικόνες που ακολουθούν φαίνονται το εξωτερικό αλλά και το εσωτερικό ενός λυσιμέτρου.
Ειδικότερα, στην Εικόνα 3.4 σημειώνονται με Α το υπό μελέτη έδαφος/ καλλιέργεια, Β ο μηχανισμός ζύγισης
του εδάφους, C O μηχανισμός αποστράγγισης του εδάφους και D o μηχανισμός συλλογής του νερού της
επιφανειακής απορροής.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 45


Εικόνα 3.3 Λυσίμετρο στο Kittendorf της Γερμανίας
(https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Lysimeterstation_Kittendorf.JPG).

Εικόνα 3.4 Σχηματική απεικόνιση λυσιμέτρου ζύγισης (https://en.wikipedia.org/wiki/Lysimeter#/media/File:


Lysimeter_g1.svg).

3.4.2 Έμμεσες μέθοδοι εκτίμησης της εξατμισοδιαπνοής


Οι περισσότερες από τις σύγχρονες έμμεσες μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της
εξατμισοδιαπνοής περιλαμβάνουν δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο γίνεται η εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής μιας
καλλιέργειας αναφοράς. Εκτιμάται δηλαδή η εξατμισοδιαπνοή αναφοράς (ET0). Στο δεύτερο στάδιο εκτιμάται
η εξατμισοδιαπνοή της καλλιέργειας (ETc) που μελετάται. H ETc προκύπτει ως το γινόμενο της ET0 με έναν
φυτικό συντελεστή (crop coefficient), Kc, που είναι χαρακτηριστικός για κάθε καλλιέργεια. O φυτικός
συντελεστής δεν είναι σταθερός αλλά μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου. Οι τιμές του

46 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


φυτικού συντελεστή προσδιορίζονται πειραματικά, εξαρτώνται από την επιφάνειας του φυλλώματος της
καλλιέργειας, το ύψος των φυτών, το ποσοστού κάλυψης του εδάφους, την αντίσταση του φυλλώματος στη
μετακίνηση των υδρατμών και της θερμότητας και της ανακλαστικότητας του φυλλώματος και συνδέουν την
εξατμισοδιαπνοή της υπό μελέτη καλλιέργειας με την εξατμισοδιαπνοή της καλλιέργειας αναφοράς. Για αυτό
και όταν γίνεται εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής αναφοράς που βασίζεται σε συγκεκριμένη καλλιέργεια
αναφοράς θα πρέπει να χρησιμοποιούνται οι αντίστοιχοι φυτικοί συντελεστές. Με βάση τα παραπάνω, η
εξατμισοδιαπνοή της καλλιέργειας υπολογίζεται από μια σχέση της μορφής (Παπαμιχαήλ &
Μπαμπατζιμόπουλος, 2014):

𝐸𝑇𝑐 = 𝐸𝑇0 ∙ 𝑘𝑐 (3.22)

όπου, ETc είναι η εξατμισοδιαπνοή της υπό μελέτη καλλιέργειας, ET0 η εξατμισοδιαπνοή αναφοράς και Kc o
φυτικός συντελεστής.
Για τον υπολογισμό της εξατμισοδιαπνοής αναφοράς έχουν αναπτυχθεί αρκετές μέθοδοι. Οι πιο γνωστές
από αυτές είναι: η μέθοδος Blaney – Criddle, η μέθοδος Thornthwaite, η τροποποιημένη μέθοδος Penman κατά
FAO-24, η μέθοδος FAO-56 Penman – Monteith όπως επίσης και η μέθοδος ASCE – standardized Penman –
Monteith, η μέθοδος Hargreaves – Samani και η μέθοδος Priestley – Taylor (Allen et al., 1998; Κουτσογιάννης
& Ξανθόπουλος, 2016; Παπαμιχαήλ & Μπαμπατζιμόπουλος, 2014). Η μέθοδος που χρησιμοποιείται ευρύτερα
σήμερα για τον υπολογισμό της εξατμισοδιαπνοής αναφοράς είναι η εξίσωση Penman. Η παραλλαγή FAO-56
Penman – Monteith συνιστάται από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του Οργανισμού Ηνωμένων
Εθνών (Allen et al., 1998), καθώς και από την Αμερικανική Εταιρεία Πολιτικών Μηχανικών (ASCE) (Rojas &
Sheffield, 2013) και θεωρείται ότι αποτελεί την πιο ακριβής μέθοδο υπολογισμού της εξατμισοδιαπνοής
αναφοράς χορτοτάπητα, έχει φυσική βάση και συμπεριλαμβάνει βιολογικές και κλιματικές παραμέτρους.
Επίσης το μοντέλο SWAT το οποίο είναι ένα από τα πολλά υδρολογικά μοντέλα που έχουν ενσωματωθεί στα
Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS) κάνει την εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής χρησιμοποιώντας τη
μέθοδο Penman – Monteith (Gassman et al., 2007). Από την άλλη μεριά, η απλούστερη εξίσωση των Blaney –
Criddle ήταν δημοφιλής στις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες για πολλά χρόνια, αλλά δεν είναι τόσο ακριβής για
περιοχές με υψηλότερες τιμές υγρασίας (Allen et al., 1998). Η μέθοδος Blaney – Criddle χρησιμοποιήθηκε κατά
κόρον και στην Ελλάδα, καθώς ο «προσδιορισμός των κατώτατων και των ανώτατων ορίων των αναγκαίων
ποσοτήτων για την ορθολογική χρήση νερού στην άρδευση», όπως ορίζεται από την ΚΥΑ 16/6631/1989 (που
ισχύει ακόμα και σήμερα), βασίστηκε σε αυτή. Αξιολόγηση της μεθόδου Blaney-Criddle, που έγινε στην
Ελλάδα, έδειξε ότι με τη μέθοδο αυτή εκτιμώνται αρκετά μεγαλύτερες τιμές της εξατμισοδιαπνοής από αυτές
που παρατηρούνται (Λατινόπουλος & Κρεστενίτης, 1998). Στις ενότητες που ακολουθούν παρουσιάζονται και
αναλύονται για τους προφανείς λόγους οι μέθοδοι Blaney – Criddle και FAO-56 Penman – Monteith.

Μέθοδος Blaney – Criddle


Η εξίσωση Blaney – Criddle είναι μια σχετικά απλοϊκή μέθοδος για τον υπολογισμό της δυνητικής
εξατμισοδιαπνοής μιας καλλιέργειας και είναι ιδανική όταν είναι διαθέσιμες χρονοσειρές δεδομένων μόνο για
τη θερμοκρασία του αέρα για την περιοχή μελέτης. Λόγω της χονδροειδούς ακρίβειας της εξίσωσης Blaney –
Criddle, συνιστάται να χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της εξατμισοδιαπνοής για περιόδους ενός μήνα ή
μεγαλύτερες. Η εξίσωση υπολογίζει την εξατμισοδιαπνοή μιας καλλιέργεια αναφοράς, η οποία θεωρείται ότι
είναι ενεργά αναπτυσσόμενο πράσινο γρασίδι ύψους 8-15 cm (Allen et al., 1998).

𝐸𝑇0 = 𝑘𝑖 ∙ 0.457 ∙ 𝑇𝑖 + 8.128 ∙ 𝑝𝑖 (3.23)

όπου ETo είναι η μηνιαία εξατμισοδιαπνοή (mm/month), ki o μηνιαίος φυτικός συντελεστής, T μέση μηνιαία
θερμοκρασία της ατμόσφαιρας σε oC και pi το μέσο μηνιαίο ποσοστό των ωρών της μέρας (Brouwer et al.,
1990).

Η μέθοδος FAO-56 Penman – Monteith


Η εξίσωση FAO-56 Penman – Monteith εκτιμά την εξατμισοδιαπνοή αναφοράς (ET0), απαιτώντας ως δεδομένα
την ημερήσια μέση θερμοκρασία, την ταχύτητα του ανέμου, τη σχετική υγρασία και την ηλιακή ακτινοβολία.
Η εξίσωση αυτή αντικατέστησε την τροποποιημένη μέθοδο Penman κατά FAO-24 (Allen et al., 1998). Η σχέση
που ακολουθεί περιγράφει την εξατμισοδιαπνοή αναφοράς που ορίζεται ως ο ρυθμός εξατμισοδιαπνοής μιας
υποθετικής καλλιέργειας αναφοράς χορτοτάπητα, με μέσο ύψος 0.12 m, σταθερή αντίσταση φυτικής κόμης 70

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 47


s/m και σταθερό συντελεστή ανάκλασης με τιμή ίση με 0.23, η οποία προσομοιάζει την εξατμισοδιαπνοή που
συμβαίνει σε μια επιφάνεια γρασιδιού, ομοιόμορφου ύψους, που αναπτύσσεται δυναμικά, καλύπτει πλήρως το
έδαφος και τροφοδοτείται επαρκώς με νερό. Η εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοή αναφοράς (ET0) προκύπτει από
ημερήσιες ή μέσες μηνιαίες τιμές των απαιτούμενων δεδομένων.

900
0.408 ∙ 𝛥 ∙ (𝑅𝑛 − 𝐺) + 𝛾 ∙ ∙ 𝑈 ∙ (𝑒𝑠 − 𝑒𝑎 )
𝐸𝑇0 = 𝛵 + 273 2 (3.24)
𝛥 + 𝛾 ∙ (1 + 0.34 ∙ 𝑈2 )

όπου ΕΤ0 είναι η εξατμισοδιαπνοή αναφοράς (mm/d), Τ η μέση ημερήσια θερμοκρασία (oC), γ η ψυχρομετρική
σταθερά (kPa/oC), Δ η κλίση της καμπύλης στη σχέση πίεσης κορεσμού των υδρατμών και θερμοκρασίας
(kPa/oC), U2 η μέση ταχύτητα του ανέμου σε ύψος 2 m από την επιφάνεια του εδάφους (m/s), es η πίεση
κορεσμού των υδρατμών (kPa), ea η πραγματική πίεση των υδρατμών (kPa), es - ea το έλλειμμα πίεσης των
κορεσμένων υδρατμών, Rn η καθαρή ηλιακή ακτινοβολία (MJ/m2/d), G η κατακόρυφη ροή ενέργειας από το
έδαφος που μετατρέπεται σε λανθάνουσα θερμική ενέργεια (MJ/m2/d), 900 ο συντελεστής της καλλιέργειας
αναφοράς (γρασίδι), 0.34 ο συντελεστής της ταχύτητας του ανέμου για την καλλιέργεια αναφοράς (γρασίδι).
Η ψυχρομετρική σταθερά, γ, η κλίση της καμπύλης στη σχέση πίεσης κορεσμού των υδρατμών και
θερμοκρασίας Δ, η μέση ταχύτητα του ανέμου σε ύψος 2 m από την επιφάνεια του εδάφους U2, η πίεση
κορεσμού των υδρατμών es, η πραγματική πίεση των υδρατμών ea, το έλλειμμα πίεσης των κορεσμένων
υδρατμών, es - ea, η καθαρή ηλιακή ακτινοβολία Rn, και η κατακόρυφη ροή ενέργειας από το έδαφος που
μετατρέπεται σε λανθάνουσα θερμική ενέργεια G, είναι μεγέθη που πρέπει να υπολογιστούν για τις ανάγκες
εφαρμογής της μεθόδου και προκύπτουν από τα διαθέσιμα δεδομένα και από στοιχεία σχετικά με τη θέση της
περιοχής μελέτης. Στο παράδειγμα εφαρμογής της μεθόδου που ακολουθεί παρουσιάζονται και αναλύονται οι
εξισώσεις μέσω των οποίων προκύπτουν οι τιμές όλων αυτών των παραμέτρων.

Εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής αναφοράς με τη μέθοδο FAO-56 Penman – Monteith


Ως παράδειγμα της εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής αναφοράς με τη μέθοδο FAO-56 Penman – Monteith
παρουσιάζεται ο υπολογισμός της εξατμισοδιαπνοής αναφοράς με βάση τα ημερήσια μετεωρολογικά δεδομένα
της 1ης Απριλίου 2016 του Αυτόματου Μετεωρολογικού Σταθμού του Ινστιτούτου Εδαφοϋδατικών Πόρων του
ΕΛΓΟ – «Δήμητρα» που βρίσκεται στην περιοχή της Σίνδου Θεσσαλονίκης. (Γεωγραφικό πλάτος 40.67ο,
Υψόμετρο εδάφους 6 m). Οι μετρήσεις του σταθμού για τη συγκεκριμένη ημέρα έχουν ως εξής: Ταχύτητα
ανέμου 4.91 km/h, σχετική υγρασία 90.1%, ελάχιστη θερμοκρασία 9.6 oC, μέγιστη θερμοκρασία 19.1 oC, μέση
θερμοκρασία 13.4 oC, και προσπίπτουσα ηλιακή ακτινοβολία 118.6 Watt/m2. Η μέθοδος υπολογισμού που
παρουσιάζεται στη συνέχεια βασίζεται στη μεθοδολογία που παρουσιάζεται αναλυτικά από τους Παπαμιχαήλ
& Μπαμπατζιμόπουλο (2014).
Για την εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής αναφοράς της συγκεκριμένη ημέρα, όπως αναφέρθηκε
νωρίτερα, θα πρέπει αρχικά να υπολογιστούν με τη σειρά η ψυχρομετρική σταθερά, γ, η πίεση κορεσμού των
υδρατμών es, η πραγματική πίεση των υδρατμών ea, το έλλειμμα πίεσης των κορεσμένων υδρατμών, es - ea, η
κλίση της καμπύλης στη σχέση πίεσης κορεσμού των υδρατμών και θερμοκρασίας Δ, η μέση ταχύτητα του
ανέμου σε ύψος 2 m από την επιφάνεια του εδάφους U2, η καθαρή ηλιακή ακτινοβολία Rn, και η κατακόρυφη
ροή ενέργειας από το έδαφος που μετατρέπεται σε λανθάνουσα θερμική ενέργεια G. Έτσι, η ψυχρομετρική
σταθερά, γ, δίνεται από τη σχέση:

𝑃 ∙ 1.013 ∙ 10−3
𝛾=
0.662 ∙ 𝜆
όπου λ η λανθάνουσα θερμότητα εξάτμισης που δίνεται από τη σχέση:

𝜆 = 2.501 − 2.361 ∙ 10−3 ∙ 𝛵 = 2.501 − 2.361 ∙ 10−3 ∙ 13.4 = 2.47𝑀𝐽/𝑘𝑔

και P (Pa) η ατμοσφαιρική πίεση στην επιφάνεια της γης, η οποία δίνεται από τη σχέση και για υψόμετρο
εδάφους, z = 6m προκύπτει:

293 − 0.0065 𝑧 5.26 293 − 0.0065 ∙ 6 5.26


𝑃 = 101.3 ( ) = 101.3 ( ) = 101.23 𝑃𝑎
293 293

48 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Άρα τελικά η ψυχρομετρική σταθερά, γ, είναι ίση με:

101.23 ∙ 1.013 ∙ 10−3


𝛾= = 0.67 𝑘𝑃𝑎/°𝐶
0.662 ∙ 2.47
Η πίεση κορεσμού των υδρατμών υπολογίζεται μία φορά για τη μέγιστη θερμοκρασία και μία για την
ελάχιστη, ενώ ο μέσος όρος των τιμών που θα προκύψουν αντιστοιχεί στη μέση ημερήσια τιμή που θα
χρησιμοποιηθεί για τους περαιτέρω υπολογισμούς:
17.27∙𝑇𝑚𝑎𝑥
( )
𝑒𝑠𝑇𝑚𝑎𝑥 = 0.6108 ∙ 𝑒 𝑇𝑚𝑎𝑥 +237.3 = 2.21 𝑘𝑃𝑎

17.27∙𝑇𝑚𝑖𝑛
( )
𝑒𝑠𝑇 = 0.6108 ∙ 𝑒 𝑇𝑚𝑖𝑛 +237.3 = 1.19 𝑘𝑃𝑎
𝑚𝑖𝑛

Οπότε:
𝑒𝑆𝑡𝑚𝑎𝑥 + 𝑒𝑆𝑡𝑚𝑖𝑛
𝑒𝑆 = = 1.70 𝑘𝑃𝑎
2
Η πραγματική πίεση των υδρατμών ea υπολογίζεται από τη σχετικής υγρασίας, RH, που έχει μετρηθεί
από τον σταθμό ίση με 90.1% και την πίεση κορεσμού των υδρατμών που υπολογίστηκε μόλις:
𝑅𝐻 ∙ 𝑒𝑠 90.1 ∙ 1.70
𝑒𝑎 = = = 1.54 𝑘𝑃𝑎
100 100
Η κλίση της καμπύλης στη σχέση πίεσης – κορεσμού των υδρατμών, Δ, υπολογίζεται από τη σχέση που
ακολουθεί, για τιμή πίεσης κορεσμού, es, που αντιστοιχεί στη μέση τιμή της θερμοκρασίας και υπολογίζεται
όπως και προηγούμενα, δηλαδή, 𝑒𝑆𝑇𝑚𝑒𝑎𝑛 = 1.54 kPa:

4098 ∙ 𝑒𝑠 4098 ∙ 1.54


Δ= 2
= = 0.10 𝑘𝑃𝑎
(𝑇𝑚𝑒𝑎𝑛 + 237.3) (13.4 + 237.3)2
Η ταχύτητα του ανέμου δύο μέτρα πάνω από την επιφάνεια του εδάφους δίνεται σε km/h, οπότε
μετατρέπεται σε m/s. Κατά συνέπεια η τιμή της U2 είναι 1.36 m/s.
Το τελευταίο μέγεθος που πρέπει να υπολογιστεί είναι η καθαρή ακτινοβολία Rn η οποία προκύπτει από
τη διαφορά της καθαρής μικρού μήκους ακτινοβολίας Rns και της καθαρής μεγάλου μήκους ακτινοβολίας Rnl:

𝑅𝑛 = 𝑅𝑛𝑠 − 𝑅𝑛𝑙

Η καθαρή μικρού κύματος ακτινοβολία Rns προκύπτει από την προσπίπτουσα ηλιακή ακτινοβολία RS που
δίνεται σε Watt/m2, οπότε και μετατρέπεται σε ΜJ/m2/d:
𝑊𝑎𝑡𝑡 𝑀𝐽
𝑅𝑆 = 188.6 2
= 0.0864 ∙ 188.6 2 = 16.30 𝑀𝐽/𝑚2 /𝑑
𝑚 𝑚 ∙𝑑
Η καθαρή μικρού κύματος ακτινοβολία Rns υπολογίζεται από τη σχέση που ακολουθεί λαμβάνοντας τον
συντελεστή ανακλαστικότητας α ίσο με 0.23. Γενικά, η ημερήσια ανακλαστικότητα των περισσότερων
χαμηλών, ετήσιων και πολυετών καλλιεργειών που καλύπτουν πλήρως το έδαφος, κυμαίνεται από 0.20-0.25.
Στην περίπτωση που το έδαφος καλύπτεται από χορτοτάπητα, το α = 0.23:

𝑅𝑛𝑠 = (1 − 𝛼) ∙ 𝑅𝑆 = (1 − 0.23) ∙ 16.30 = 12.63 𝑀𝐽/𝑚2 /𝑑

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 49


Η καθαρή μεγάλου μήκους ακτινοβολία Rnl δίνεται από τη σχέση:
4 4
𝑅𝑆 (𝑇𝑘𝑚𝑎𝑥 + 𝑇𝑘𝑚𝑖𝑛 )
𝑅𝑛𝑙 = (1.35 − 0.35) (0.34 − 0.14√𝑒𝑎 )𝜎
𝑅𝑆𝑂 2

όπου σ η σταθερά των Stefan – Boltzmann η οποία είναι ίση με 4.910-9 MJ/m2/K4/d, Rs η προσπίπτουσα ηλιακή
ακτινοβολία, RSO η ακτινοβολία ολικής αιθρίας η οποία είναι το 75% της εξωγήινης ακτινοβολίας RA, ea η
πραγματική πίεση των υδρατμών που υπολογίστηκε νωρίτερα, ενώ Tkmax και Tkmin είναι η μέγιστη και η ελάχιστη
θερμοκρασία σε βαθμούς Kelvin. Οπότε, αρχικά υπολογίζεται η εξωγήινη ακτινοβολία RA από τη σχέση:
24 ∙ 60
𝑅𝐴 = 𝐺𝑆𝐶 𝑑𝑟 [𝜔𝑠 𝑠𝑖𝑛 𝜑 𝑠𝑖𝑛 𝛿 + 𝑐𝑜𝑠 𝜑 𝑐𝑜𝑠 𝛿 𝑠𝑖𝑛 𝜔𝑠 ]
𝜋
όπου GSC είναι η ηλιακή σταθερά η οποία είναι ίση με 0.082 MJ/m2, dr η σχετική απόσταση γης – ηλίου, ωs η
γωνία της ώρας δύσης του ηλίου σε ακτίνια, φ το γεωγραφικό πλάτος της περιοχής μελέτης σε ακτίνια, το οποίο
στην προκειμένη περίπτωση είναι ίσο με 0.70984 rad και δ η κλίση του ηλίου σε ακτίνια. Η σχετική απόσταση
γης – ηλίου, dr, η γωνία της ώρας δύσης του ηλίου, ωs και η κλίση του ηλίου σε ακτίνια, δ, εξαρτώνται από την
ημέρα του έτους, J, η οποία προκύπτει από τη σχέση:
275𝑀
𝛪𝛮𝛵 𝐽 = ( − 30 + 𝐷) − 2
9
όπου Μ ο αριθμός του μήνα και D η ημέρα του μήνα. Το αποτέλεσμα της προηγούμενης εξίσωσης λαμβάνεται
ως ακέραιος αριθμός. Αν M < 3, τότε J = J +2, ενώ αν το έτος είναι δίσεκτο και M > 2, τότε J = J+1. Για
μηνιαίες τιμές, το J μπορεί να υπολογιστεί, για το μέσο κάθε μήνα ως J = 30.4 – M – 15 (ακέραιος). Για την 1η
275∙4
Απριλίου 2016 που είναι το ζητούμενο του παραδείγματος, J = ( 9 − 30 + 1) − 2 = 91.22 = 91 και επειδή
το 2016 ήταν δίσεκτο και M > 2, J = 92. Έτσι, ο υπολογισμός των μεγεθών που εκκρεμούσε έως τώρα προκύπτει
ως εξής:
2π𝐽 2π 92
δ = 0.4093 sin ( − 1.39) = 0.4093 sin ( − 1.39) = 0.078264 𝑟𝑎𝑑
365 365

ω𝑠 = cos −1 (− tan φ tan δ) = cos−1(− tan 0.70984 tan 0.078264) = 1.64 𝑟𝑎𝑑

2𝜋𝐽 2𝜋 ∙ 92
𝑑𝑟 = 1 + 0.033 𝑐𝑜𝑠 ( ) = 1 + 0.033 𝑐𝑜𝑠 ( ) = 0.99 𝑟𝑎𝑑
365 365

Οπότε, η εξωγήινη ακτινοβολία RA είναι:


24 ∙ 60
𝑅𝐴 = 𝐺𝑆𝐶 𝑑𝑟 [𝜔𝑠 𝑠𝑖𝑛 𝜑 𝑠𝑖𝑛 𝛿 + 𝑐𝑜𝑠 𝜑 𝑐𝑜𝑠 𝛿 𝑠𝑖𝑛 𝜔𝑠 ] = 31.48 𝑀𝐽/𝑚2 /𝑑
𝜋

Κατά συνέπεια η ακτινοβολία ολικής αιθρίας RSO, προκύπτει:

𝑅𝑆𝑂 = 0.75 ∙ 𝑅𝐴 = 0.75 ∙ 31.48 = 23.61 𝑀𝐽/𝑚2 /𝑑

Και τελικά η καθαρή μεγάλου μήκους ακτινοβολία Rnl είναι:

16.30 (293.25 + 283.85)


𝑅𝑛𝑙 = (1.35 − 0.35) (0.34 − 0.14√1.54) ∙ 4.9 ∙ 10−9 = 3.30 𝑀𝐽/𝑚2 /𝑑
23.61 2

Άρα η καθαρή ακτινοβολία Rn θα είναι:

50 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


𝑅𝑛 = 𝑅𝑛𝑠 − 𝑅𝑛𝑙 = 12.63 − 3.30 = 9.33𝑀𝐽/𝑚2 /𝑑

Η τιμή της κατακόρυφης ροής ενέργειας από το έδαφος που μετατρέπεται σε λανθάνουσα θερμική G,
σύμφωνα με τη βιβλιογραφία για ημερήσιες εκτιμήσεις της εξατμισοδιαπνοής μπορεί λαμβάνεται ίση με το
μηδέν. Σε ό,τι αφορά τις μηνιαίες εκτιμήσεις της εξατμισοδιαπνοής η τιμή της κατακόρυφης ροής ενέργειας
από το έδαφος που μετατρέπεται σε λανθάνουσα θερμική, G, υπολογίζεται κατά περίπτωση. Αν η μέση μηνιαία
θερμοκρασία του επόμενου μήνα από τον μήνα που αφορά την εκτίμηση είναι γνωστή, τότε:

Gmonth,𝑖 = 0.07(𝑇𝑚𝑜𝑛𝑡ℎ,𝑖+1 – 𝑇𝑚𝑜𝑛𝑡ℎ,𝑖−1 )

Ενώ αν η μέση μηνιαία θερμοκρασία του επόμενου μήνα από το μήνα που αφορά την εκτίμηση είναι
άγνωστη, τότε:

Gmonth,𝑖 = 0.14(𝑇𝑚𝑜𝑛𝑡ℎ,𝑖 – 𝑇𝑚𝑜𝑛𝑡ℎ,𝑖−1 )

Έχοντας υπολογίσει όλες τις τιμές όλων των απαραίτητων παραμέτρων η τιμή της εξατμισοδιαπνοής
αναφοράς που προκύπτει από τη μέθοδο FAO-56 Penman – Monteith υπολογίζεται ως:
900
0.408 ∙ 𝛥 ∙ (𝑅𝑛 − 𝐺) + 𝛾 ∙ 𝛵 + 273 ∙ 𝑈2 ∙ (𝑒𝑠 − 𝑒𝑎 )
ET0 = = 2.17𝑚𝑚
𝛥 + 𝛾 ∙ (1 + 0.34 ∙ 𝑈2 )

3.4.3 Φυτικοί συντελεστές


Η εξατμισοδιαπνοή της κάθε καλλιέργειας υπολογίζεται μέσω της εξατμισοδιαπνοής αναφοράς και μέσω των
φυτικών συντελεστών. Όπως έχει ήδη αναφερθεί και στο δεύτερο κεφάλαιο, οι φυτικοί συντελεστές εξαρτώνται
από τα χαρακτηριστικά της καλλιέργειας, την εποχής σποράς και φύτευσης, τον ρυθμό ανάπτυξης της
καλλιέργειας, τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου και τις εδαφικές και κλιματικές συνθήκες. Επειδή η τιμή
των φυτικών συντελεστών εξαρτάται από πολλές παραμέτρους και διαφέρει από καλλιέργεια σε καλλιέργεια,
κρίθηκε απαραίτητο η βλαστική περίοδος των καλλιεργειών να χωριστεί σε τέσσερα στάδια, για το καθένα από
το οποία να εκτιμηθούν οι φυτικοί συντελεστές. Τα στάδια αυτά αντιπροσωπεύουν τα στάδια ανάπτυξης της
κάθε καλλιέργειας και είναι: το αρχικό στάδιο, το στάδιο ταχείας ανάπτυξης, το στάδιο μέση περιόδου και το
τελικό στάδιο (Παπαμιχαήλ & Μπαμπατζιμόπουλος, 2014). Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται η
διάρκεια της βλαστικής περιόδου, οι ημερομηνίες σποράς και συγκομιδής και οι φυτικοί συντελεστές κάποιων
βασικών καλλιεργειών για κάθε στάδιο ανάπτυξης.

Πίνακας 3.5 Διάρκεια της βλαστικής περιόδου, ημερομηνίες σποράς και συγκομιδής και φυτικοί συντελεστές βασικών
καλλιεργειών για κάθε στάδιο ανάπτυξης.

Βιομηχανική
Βαμβάκι Καλαμπόκι Ρύζι Τεύτλα Μηδική
τομάτα
Διάρκεια βλαστικής περιόδου (ημέρες) 160 150 150 115 180 46
Ημερομηνία φύτευσης/ σποράς 25-Απρ 20-Απρ 15-Μαϊ 16-Μαϊ 15-Απρ 1-Απρ
Αρχικό στάδιο (ημέρες) 30 25 30 25 25 15
με φυτικό συντελεστή 0.35 0.4 1.05 0.5 0.35 0.4
Στάδιο ταχείας ανάπτυξης (ημέρες) 60 40 30 35 45 31
με μέση τιμή φυτικού συντελεστή 0.575 0.8 1.125 0.775 0.775 0.675
Στάδιο μέσης περιόδου (ημέρες) 45 60 60 35 90 -
με φυτικό συντελεστή 0.8 1.2 1.2 1.05 1.2 0.95
Τελικό στάδιο (ημέρες) 25 25 30 20 15 -
με φυτικό συντελεστή 0.45 0.35 0.75 0.65 0.7 -
Ημερομηνία συγκομιδής 1-Οκτ 15-Σεπ 11-Οκτ 7-Σεπ 11-Οκτ κάθε 46 ημ.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 51


3.4.4 Εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής με μεθόδους τηλεπισκόπησης
Τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη της τηλεπισκόπησης έχει οδηγήσει στη δημιουργία αρκετών υπολογιστικών
μοντέλων εκτίμησης της εξατμισοδιαπνοής που βασίζονται σε αυτή. Αναφέρονται χαρακτηριστικά τα μοντέλα:
ALEXI (Anderson et al., 2011), BAITSSS (Dhungel et al., 2019), METRIC (Allen et al., 2007) και SEBAL
(Bastiaanssen et al., 1998). Ειδικότερα, οι αλγόριθμοι SEBAL και METRIC (και άλλοι) επιλύουν το ενεργειακό
ισοζύγιο στην επιφάνεια της γης χρησιμοποιώντας δορυφορικές εικόνες. Αυτό επιτρέπει τον υπολογισμό τόσο
της πραγματικής όσο και της δυνητικής εξατμισοδιαπνοής ανά εικονοστοιχείο (pixel). Τα μοντέλα SEBAL και
METRIC μπορούν να χαρτογραφήσουν αυτούς τους βασικούς δείκτες στον χρόνο και στον χώρο, για ημέρες,
εβδομάδες ή χρόνια (Allen et al., 2007; Bastiaanssen et al., 1998). Η εξίσωση του ενεργειακού ισοζυγίου δίνεται
από τη σχέση:

𝜆𝐸 = 𝑅𝑛 − 𝐺 − 𝐻 (3.25)

όπου λE ονομάζεται και ροή λανθάνουσας θερμότητας και είναι η ενέργεια που απαιτείται για την αλλαγή της
φάσης του νερού από υγρή σε αέρια, Rn είναι η καθαρή ακτινοβολία, G είναι η ροή θερμότητας του εδάφους
και H είναι η ροή αισθητής θερμότητας.

3.4.5 Εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής σε πραγματικό χρόνο με χρήση αισθητήρων


Σε αυτό το σημείο αξίζει να γίνει μια αναφορά στον τρόπο με τον οποίο σύγχρονη τεχνολογία συμβάλλει στην
εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής και στον αποτελεσματικότερο προγραμματισμό των αρδεύσεων. Τα τελευταία
χρόνια γνωρίζει μεγάλη άνθιση το πεδίο της ανάπτυξης εφαρμογών προγραμματισμού των αρδεύσεων με
χρήση αυτόματων μετεωρολογικών σταθμών και αισθητήρων που τοποθετούνται στο έδαφος και μετρούν σε
πραγματικό χρόνο τις παραμέτρους που είναι απαραίτητες για τον υπολογισμό της εξατμισοδιαπνοής και της
εδαφικής υγρασίας. Τα συστήματα αυτά αποστέλλουν αυτόματα τις μετρήσεις τους σε ένα υπολογιστικό
σύστημα το οποίο τα επεξεργάζεται και μπορεί να εφαρμόσει αυτό που λέγεται άρδευση ακριβείας (Kamienski
et al., 2019; Pelosi et al., 2020).

3.5 Ανάγκες των καλλιεργειών σε αρδευτικό νερό


H εξατμισοδιαπνοή της καλλιέργειας, ETc, εκφράζει το νερό που χρειάζεται μια καλλιέργεια, για να αναπτυχθεί
με τον καλύτερο τρόπο. Στη φύση το νερό αυτό προέρχεται από τη βροχή, από την εδαφική υγρασία και από
την τριχοειδή ανύψωση, όλα αυτά αναλύθηκαν εκτενώς στις προηγούμενες παραγράφους αυτού του κεφαλαίου.
Από το σύνολο των κατακρημνίσεων μόνο ένα μέρος είναι τελικά διαθέσιμο στις καλλιέργειες. Ανάλογα με τα
χαρακτηριστικά των βροχοπτώσεων (ένταση, διάρκεια κ.λπ.), ένα μέρος του νερού της βροχής απορρέει
επιφανειακά και ένα μέρος διηθείται βαθύτερα στον υποκείμενο υδροφορέα. Μόνο το μέρος της βροχής που
αποθηκεύεται στη ζώνη του ριζοστρώματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τα φυτά και μάλιστα, όπως
αναλύθηκε νωρίτερα, το εύκολα διαθέσιμο νερό από τα φυτά είναι αυτό που περιέχεται στο έδαφος μεταξύ της
υδατοϊκανότητας και της ελάχιστης επιτρεπόμενης υγρασίας. Αυτό, λοιπόν, που μένει αν αφαιρεθεί η
επιφανειακή απορροή και η βαθιά διήθηση ονομάζεται ωφέλιμη ή χρήσιμη ή και ενεργός βροχή (effective
rainfall), Pe (Λατινόπουλος & Κρεστενίτης, 1998; Παπαμιχαήλ & Μπαμπατζιμόπουλος, 2014).
Το ύψος της ωφέλιμης βροχής, εξαρτάται από τη συχνότητα, την ποσότητα, τη διάρκεια και την ένταση
της βροχής, τα χαρακτηριστικά και την κατάσταση του εδάφους, και κατά συνέπεια είναι ένα μέγεθος που
μεταβάλλεται από περίοδο σε περίοδο. Γενικά, η ωφέλιμη βροχή αυξάνεται ως μέρος της συνολικής
βροχόπτωσης όσο αυξάνονται η αποθηκευτική ικανότητα του εδάφους και η εξατμισοδιαπνοή. H ωφέλιμη
βροχή για μια χρονική περίοδο (π.χ. μια καλλιεργητική περίοδο) μπορεί να υπολογιστεί είτε αναλυτικά σε
ημερήσια βάση είτε, για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, από εμπειρικές σχέσεις.
Έχουν προταθεί αρκετές μέθοδοι που στηρίζονται κυρίως στη στοχαστική υδρολογία και
χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της ωφέλιμης βροχόπτωσης, παράλληλα με άλλες εμπειρικές μεθόδους.
Μια απλή εμπειρική σχέση υπολογισμού της μηνιαίας ωφέλιμης βροχόπτωσης, Ρe, είναι:

𝛲𝑒 = 𝑃 − (𝐶 + 0.125 ∙ 𝛲) (3.26)

52 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


όπου P είναι το συνολικό μηνιαίο ύψος βροχής (mm) (P ≥ 7mm) και C είναι ένας εμπειρικός συντελεστής
επιφανειακής απορροής με τιμές που κυμαίνονται μεταξύ 10 – 20 (mm). Οι μικρότερες τιμές του C ισχύουν για
πεδινές περιοχές, κοντά στη θάλασσα, ενώ οι μεγαλύτερες για ηπειρωτικές, επικλινείς περιοχές.
Από την άλλη μεριά η υπηρεσία διατήρησης των εδαφών (Soil Conservation Service – SCS) (1970) του
υπουργείου γεωργίας των ΗΠΑ (USDA) πρότεινε μια μέθοδο μέσω της οποίας υπολογίζεται η μηνιαία ωφέλιμη
βροχόπτωση, Pe, συναρτήσει του μηνιαίου ύψους βροχής, Pt, της μηνιαίας εξατμισοδιαπνοής της καλλιέργειας,
ETc, και του αξιοποιήσιμου από τα φυτά αποθηκευμένου νερού στο ριζόστρωμα, D. H εξίσωση εκτίμησης της
ωφέλιμης βροχόπτωσης της SCS έχει ως εξής (Derrel et al., 1993):
−4 ∙𝐸𝑇
𝑃𝑒 = 𝑆𝐹(𝐷)[1.25 ∙ 𝑃𝑡 0.824 − 2.93] ∙ 109.55∙10 𝑐
(3.27)

Σε αυτή την εξίσωση οι μονάδες της μηνιαίας ωφέλιμης βροχόπτωσης Pe, του μηνιαίου ύψους βροχής,
Pt, και της μηνιαίας εξατμισοδιαπνοής της καλλιέργειας, ETc, είναι σε mm/μήνα με την προϋπόθεση ότι Pt >
2.81 mm, ενώ SF(D) είναι μια συνάρτηση προσαρμογής που εκφράζει το αποθηκευμένο νερό στο έδαφος και
ισούται με τη μονάδα, όταν D = 75 mm (Παπαμιχαήλ & Μπαμπατζιμόπουλος, 2014), ενώ για οποιαδήποτε
άλλη τιμή του D σε mm, η συνάρτηση SF(D) υπολογίζεται από την εξίσωση:
2 3
𝑆𝐹(𝐷) = 0.53 + 0.0116 ∙ 𝐷 − 8.94 ∙ 10−5∙ 𝐷 + 2.32 ∙ 10−7∙ 𝐷 (3.28)

Οι ανάγκες των καλλιεργειών σε νερό δηλαδή, η εξατμισοδιαπνοή της καλλιέργειας, ETc, θα πρέπει να
καλυφθούν από την ποσότητα του νερού που προέρχεται από την ωφέλιμη βροχόπτωση, τη μεταβολή της
διαθέσιμης εδαφικής υγρασίας της ζώνης του ριζοστρώματος στην αρχή της βλαστικής περιόδου, ΔSW, και το
υπόγειο νερό που ανεβαίνει μέσω της τριχοειδούς ανύψωσης στη ζώνη του ριζοστρώματος από τον υδροφορέα,
G, έτσι γράφοντας ανάλογα της εξίσωση του υδατικού ισοζυγίου για τη ζώνη του ριζοστρώματος, το έλλειμμα
του νερού θα πρέπει να καλυφθεί με την παροχή αρδευτικού νερού σύμφωνα με την εξίσωση:

𝐹𝑛 = 𝐸𝑇𝑐 − 𝑃𝑒 − 𝛶𝑎 − 𝐺 (3.29)

Η ποσότητα Fn εκφράζει καθαρές ανάγκες της καλλιέργειας σε νερό άρδευσης.

3.6 Αποδοτικότητα των αρδευτικών δικτύων


Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί ότι για την εξασφάλιση των καθαρών αναγκών της καλλιέργειας σε
νερό άρδευσης Fn, είναι απαραίτητο να υπάρχει διαθέσιμο περισσότερο νερό για την κάλυψη και των απωλειών
που συμβαίνουν κατά τη μεταφορά του νερού από την πηγή στον αγρό. Το μέγεθος των απωλειών εξαρτάται
από τον τρόπο μεταφοράς του νερού στον αγρό, τη μέθοδο άρδευσης και το έδαφος. Το μέγεθος που εκφράζει
το ποσοστό του συνολικού αρδευτικού νερού που τελικά αξιοποιείται από τα φυτά ονομάζεται αρδευτική
αποδοτικότητα (irrigation efficiency), E. Για την αποτελεσματικότερη διερεύνησή της, η αρδευτική
αποδοτικότητα διακρίνεται σε επιμέρους συνιστώσες ανάλογα με τη διαδρομή του νερού από την πηγή έως τον
αγρό και τελικά στο φυτό (Derrel et al., 1993).
Η πρώτη συνιστώσα της αρδευτικής αποδοτικότητας είναι αυτή που σχετίζεται με τα έργα συλλογής και
αποθήκευσης του νερού, όπως οι ταμιευτήρες. Το νερό που συγκεντρώνεται σε έναν ταμιευτήρα μέσω ενός
ποταμού ή της βροχής, έχει απώλειες προς την ατμόσφαιρα λόγω εξάτμισης και προς τον υποκείμενο
υδροφορέα λόγω διήθησης. Έτσι, η αποδοτικότητα του ταμιευτήρα, Er εκφράζεται από την εξίσωση που
ακολουθεί:
𝑉𝑒 + 𝑉𝑠 𝑉0 + 𝛥𝑆
𝐸𝑟 = 100 ∙ (1 − ) = 100 ( ) (3.30)
𝑉𝑖 𝑉𝑖

όπου, Ve είναι ο όγκος του νερού που εξατμίζεται (m3), Vs ο όγκος του νερού που διηθείται (m3), Vi ο όγκος του
νερού που εισρέει στον ταμιευτήρα (m3), Vo ο όγκος του νερού που εξέρχεται από τον ταμιευτήρα προς το
δίκτυο άρδευσης (m3) και ΔS η μεταβολή του όγκου του αποθηκευμένου νερού (m3).
Από τα έργα συλλογής νερού το νερό μεταφέρεται στον αγρό μέσω του δικτύου μεταφοράς και του
δικτύου διανομής. Στη διαδρομή που κάνει το νερό εντός του δικτύου υπάρχουν απώλειες που σχετίζονται με

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 53


το μέγεθος και το είδος του αρδευτικού δικτύου, το είδος και την κατανομή των καλλιεργειών, τη συντήρηση
και τον τρόπο λειτουργίας και διαχείρισης του δικτύου. Οι απώλειες αυτές εκφράζονται με τον όρο της
αποδοτικότητας του δικτύου διανομής, Ec, η οποία εκφράζεται από την εξίσωση:
𝑉𝑓
𝐸𝑐 = 100 ∙ ( ) (3.31)
𝑉𝑑

όπου, Ec είναι η αποδοτικότητα του δικτύου διανομής (%), Vf είναι ο όγκος του νερού που φτάνει στον αγρό
(m3) και Vd είναι ο όγκος του νερού που εξέρχεται από την πηγή (m3). Η αποδοτικότητα του δικτύου διανομής,
Ec, ισχύει επίσης και για μεμονωμένες διώρυγες ή αγωγούς μεταφοράς. Η συνολική Ec του δικτύου μεταφοράς
και διανομής σε αυτή την περίπτωση υπολογίζεται ως το γινόμενο της απόδοσης των επιμέρους στοιχείων, Eci,
όπου i δείκτης που αντιστοιχεί στο στοιχείο του δικτύου. Συνήθως, οι απώλειες μεταφοράς είναι πολύ
χαμηλότερες σε δίκτυα κλειστών αγωγών σε σύγκριση με τις μη επενδεδυμένες ή επενδεδυμένες διώρυγες.
Ακόμη και η απόδοση μεταφοράς των επενδεδυμένων καναλιών μπορεί να μειωθεί με την πάροδο του χρόνου
λόγω φθοράς του υλικού ή κακής συντήρησης.
Όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα η ποσότητα του νερού που μπορεί στην πράξη να αξιοποιηθεί από
τις καλλιέργειες είναι αυτή που ονομάζεται διαθέσιμη εδαφική υγρασία και ορίζεται από δύο όρια: την
υδατοϊκανότητα και το σημείο ελάχιστης επιτρεπόμενης υγρασίας. Για αυτό τον λόγο ορίζεται η λεγόμενη
αποτελεσματικότητα εφαρμογής, Ea. Η αποτελεσματικότητα εφαρμογής αφορά την πραγματική αποθήκευση του
νερού στη ζώνη του ριζοστρώματος για την κάλυψη των αναγκών της καλλιέργειας σε νερό σε σχέση με το
νερό που εφαρμόζεται στον αγρό. Η αποτελεσματικότητα εφαρμογής περιλαμβάνει τις τυχόν απώλειες
εφαρμογής λόγω εξάτμισης, διήθησης κάτω από τη ζώνη του ριζοστρώματος, επιφανειακή απορροή από τον
αγρό κ.λπ. Η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής ορίζεται ως εξής:

𝑉𝑠
𝐸𝑎 = 100 ∙ ( ) (3.32)
𝑉𝑓

όπου, Ea είναι η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής (%), Vs είναι ο όγκος του νερού που αποθηκεύεται στη
ζώνη του ριζοστρώματος (m3), Vf είναι ο όγκος του νερού που φτάνει στον αγρό μέσω του δικτύου διανομής
(m3).
H αρδευτική αποδοτικότητα E συνήθως ταυτίζεται με την αποδοτικότητα του αρδευτικού δικτύου ως
συνόλου και προκύπτει ως το γινόμενο των συντελεστών απόδοσης που περιγράφηκαν νωρίτερα. Έτσι τελικά,
η αποδοτικότητα του δικτύου Ep εκφράζεται από τη σχέση:

𝐸 = 𝐸𝑝 = 𝐸𝑟 ∙ 𝐸𝑐 ∙ 𝐸𝑎 (3.33)

H εκτίμηση της αποδοτικότητας του δικτύου είναι απαραίτητη κατά τον σχεδιασμό ενός αρδευτικού
δικτύου για τον καθορισμό της ποσότητας του νερού που πρέπει να εξασφαλιστεί έτσι ώστε οι η άρδευση των
καλλιεργειών να είναι αποτελεσματική. Γενικά οι τιμές της αποδοτικότητας των δικτύων εξαρτώνται από τον
τύπου του δικτύου και τη μέθοδο άρδευσης και οι τιμές τους κυμαίνονται από 0.20 για επιφανειακά δίκτυα με
ελλιπή συντήρηση έως 0.95 για καλά συντηρημένα δίκτυα που λειτουργούν υπό πίεση (Παπαμιχαήλ &
Μπαμπατζιμόπουλος, 2014).

3.7 Δόση άρδευσης, διάρκεια και εύρος άρδευσης


Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα σε αυτό το κεφάλαιο, για την κανονική ανάπτυξη των φυτών η εδαφική υγρασία
δεν πρέπει να είναι μικρότερη από το όριο της ελάχιστης επιτρεπόμενης υγρασίας, το οποίο είναι ίσο με το 50%
της διαθέσιμης εδαφικής υγρασίας, θα. Με αυτό το δεδομένο, προκύπτει το συμπέρασμα ότι το αρδευτικό νερό
μπορεί να εφαρμόζεται όταν η εδαφική υγρασία στον αγρό φτάνει στο όριο της ελάχιστης επιτρεπόμενης
υγρασίας και μάλιστα με ποσότητα τέτοια που να οδηγεί την εδαφική υγρασία στην κατάσταση της
υδατοϊκανότητας. Με άλλα λόγια η ποσότητα του νερού που θα πρέπει να χορηγηθεί θα πρέπει να είναι ίση με
αυτή που μπορεί να αποθηκευτεί στο έδαφος, στη ζώνη του ριζοστρώματος. Η ποσότητα αυτή του νερού είναι
ίση με τις καθαρές ανάγκες της καλλιέργειας σε νερό άρδευσης, Fn. Επίσης, επειδή όπως αναφέρθηκε στην
προηγούμενη παράγραφο, ένα μέρος του νερού, που εφαρμόζεται μέσω της άρδευσης, χάνεται είτε ως
επιφανειακή απορροή είτε ως βαθιά διήθηση, για να επιτευχθεί η κατάσταση της υδατοϊκανότητας θα πρέπει
να εφαρμοστεί μια επιπλέον ποσότητα ανάλογη της αποδοτικότητας εφαρμογής Ea. Σύμφωνα με όσα

54 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


αναφέρθηκαν ως αυτό το σημείο η συνολική ποσότητα του νερού που θα πρέπει να εφαρμοστεί στον αγρό
ονομάζεται συνολικό ύψος άρδευσης, Ft, και ορίζεται από την εξίσωση που ακολουθεί και μετριέται σε mm ή
m3/στρ (Derrel et al., 1993; Παπαμιχαήλ & Μπαμπατζιμόπουλος, 2014):
𝐹𝑛 𝜃𝑎
𝐹𝑡 = = ∙𝜌 ∙𝐷 (3.34)
𝐸𝑎 2 ∙ 𝐸𝑎 𝑏 𝑟

όπου Fn είναι οι καθαρές ανάγκες της καλλιέργειας σε νερό άρδευσης (mm), θα είναι η διαθέσιμη υγρασία, ρb
είναι η φαινόμενη πυκνότητα (gr/cm3), και Dr είναι το βάθος του ριζοστρώματος (mm).
Επίσης, για να επιτευχθεί η κατάσταση της υδατοϊκανότητας στο έδαφος, ο ρυθμός της εφαρμογής του
νερού θα πρέπει να είναι τέτοιος ώστε η διηθητικότητα του εδάφους να επιτρέπει την απορρόφηση του νερού
που εφαρμόζεται. Κατά συνέπεια, ο χρόνος που απαιτείται για την εφαρμογή του νερού και την απορρόφησή
του από το έδαφος ονομάζεται διάρκεια άρδευσης t, και εξαρτάται από το ύψος του νερού που εφαρμόζεται,
τον ρυθμό με τον οποίο εφαρμόζεται και τη διηθητικότητα του εδάφους. Η διάρκεια της άρδευσης μπορεί να
υπολογιστεί από την εξίσωση του Kostiakov, λύνοντάς την ως προς τον χρόνο:

𝐹𝑡 1/𝑎
𝑡=( ) (3.35)
𝑘
όπου t η διάρκεια της άρδευσης (min), Ft το ολικό ύψος νερού άρδευσης (mm) και a και k οι σταθερές της
εξίσωσης του Kostiakov.
Από την άλλη μεριά, ο χρόνος που απαιτείται για την απορρόφηση του νερού από τα φυτά εξαρτάται από
τον ρυθμό της εξατμισοδιαπνοής της καλλιέργειας, ETc. Έτσι ορίζεται το εύρος της άρδευσης, m, το οποίο είναι
ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ δύο αρδεύσεων και δίνεται από την εξίσωση:
𝐹𝑛
𝑚= (3.36)
𝐸𝑇𝑐

όπου m είναι το εύρος άρδευσης σε ημέρες, Fn είναι το καθαρό ύψος του χορηγούμενου αρδευτικού νερού
(mm) και ETc είναι η εξατμισοδιαπνοή καλλιέργειας (mm/day). Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι το
εύρος της άρδευσης δεν είναι σταθερό μέγεθος, αφού τα μεγέθη από τα οποία εξαρτάται μεταβάλλονται κατά
τη διάρκεια της αρδευτικής περιόδου.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 55


Βιβλιογραφία

Allen, R. G., Pereira, L. S., Raes, D., & Smith, M. (1998). Guidelines for computing crop water requirements -
FAO Irrigation and drainage paper 56. In Food and Agriculture Organization.
Allen, R. G., Tasumi, M., & Trezza, R. (2007). Satellite-Based Energy Balance for Mapping Evapotranspiration
with Internalized Calibration (METRIC)—Model. Journal of Irrigation and Drainage Engineering,
133(4), 380–394. https://doi.org/10.1061/(ASCE)0733-9437(2007)133:4(380)
Anderson, M. C., Kustas, W. P., Norman, J. M., Hain, C. R., Mecikalski, J. R., Schultz, L., González-Dugo, M.
P., Cammalleri, C., D’Urso, G., Pimstein, A., & Gao, F. (2011). Mapping daily evapotranspiration at
field to continental scales using geostationary and polar orbiting satellite imagery. Hydrology and Earth
System Sciences, 15(1), 223–239. https://doi.org/10.5194/HESS-15-223-2011
Αντωνόπουλος, Β. (2020). Υδρολογία της Ακόρεστης Ζώνης του Εδάφους. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.
Aubinet, M., Vesala, T., & Papale, D. (2012). Eddy Covariance: A Practical Guide to Measurement and Data
Analysis. In M. Aubinet, T. Vesala, & D. Papale (Eds.), Eddy Covariance. Springer Netherlands.
https://doi.org/10.1007/978-94-007-2351-1
Bastiaanssen, W. G. M., Menenti, M., Feddes, R. A., & Holtslag, A. A. M. (1998). A remote sensing surface
energy balance algorithm for land (SEBAL). 1. Formulation. Journal of Hydrology, 212–213(1–4),
198–212. https://doi.org/10.1016/S0022-1694(98)00253-4
Brady, N. C., & Weil, R. R. (2008). The nature and properties of soils. In Stewart (Ed.), The nature and
properties of soils (14th ed.). Pearson Prentice Hall.
Brady, N. C., & Weil, R. R. (2016). The nature and properties of soils. In The Nature and Properties of Soils
(15th ed.). Pearson.
Briggs, L. J., & Shantz, H. L. (1912). The Wilting Coefficient and Its Indirect Determination. Botanical Gazette,
53(1), 20–37. https://doi.org/10.1086/330708
Brouwer, C., Prins, K., Kay, M., & Heibloem, M. (1990). Irrigation water management: irrigation methods,
training manual (Issue 5, p. 140). FAO - FOOD AND AGRICULTURE ORGANIZATION OF THE
UNITED NATIONS. https://www.fao.org/3/s8684e/s8684e00.htm#Contents
Chesworth, W. (Ed.) (2008). Encyclopedia of Soil Science. https://doi.org/10.1007/978-1-4020-3995-9
Derrel, M. L., Gilley, J. R., & Baumer, O. W. (1993). Part 623: Irrigation. National Engineering Handbook
(Issue October). https://www.wcc.nrcs.usda.gov/ftpref/wntsc/waterMgt/irrigation/NEH15/ch2.pdf
Dhungel, R., Aiken, R., Colaizzi, P. D., Lin, X., O’Brien, D., Baumhardt, R. L., Brauer, D. K., & Marek, G. W.
(2019). Evaluation of uncalibrated energy balance model (BAITSSS) for estimating evapotranspiration
in a semiarid, advective climate. Hydrological Processes, 33(15), 2110–2130.
https://doi.org/10.1002/HYP.13458
Franzmeier, D. P., McFee, W. W., William, W., Graveel, J. G., & Kohnke, H. (2016). Soil science simplified
(5th ed.). Waveland Press, Incorporated.
Gardner, C. M. K., Laryea, K. B., & Unger, P. W. (1999). Soil Physical Constraints To Plant Growth and Crop
Production. Land and Water Development Division, Food and Agriculture Organization.
Gassman, P. W., Reyes, M. R., Green, C. H., & Arnold, J. G. (2007). The Soil and Water Assessment Tool:
Historical Development, Applications, and Future Research Directions. Transactions of the ASABE,
50(4), 1211–1250. https://doi.org/10.13031/2013.23637
Genuchten, M. Th. van. (1980). A Closed-form Equation for Predicting the Hydraulic Conductivity of
Unsaturated Soils. Soil Science Society of America Journal, 44(5), 892–898.
https://doi.org/10.2136/SSSAJ1980.03615995004400050002X

56 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Haynes, R. J., & Naidu, R. (1998). Influence of lime, fertilizer and manure applications on soil organic matter
content and soil physical conditions: a review. Nutrient Cycling in Agroecosystems, 51(2), 123–137.
https://doi.org/10.1023/A:1009738307837
Heber Green, W., & Ampt, G. A. (1911). Studies on Soil Phyics. The Journal of Agricultural Science, 4(1), 1–
24. https://doi.org/10.1017/S0021859600001441
Horton, R. E. (1933). The Role of infiltration in the hydrologic cycle. Eos, Transactions American Geophysical
Union, 14(1), 446–460. https://doi.org/10.1029/TR014I001P00446
Israelsen, O., & West, F. (1922). Bulletin No. 183 - Water-Holding Capacity of Irrigated Soils. UAES Bulletins.
https://digitalcommons.usu.edu/uaes_bulletins/149
Kamienski, C., Soininen, J. P., Taumberger, M., Dantas, R., Toscano, A., Cinotti, T. S., Maia, R. F., & Neto,
A. T. (2019). Smart Water Management Platform: IoT-Based Precision Irrigation for Agriculture.
Sensors 2019, 19(2), 276. https://doi.org/10.3390/S19020276
Kirkham, M. B. (2014). Principles of Soil and Plant Water Relations (2nd ed.). 1–579.
https://doi.org/10.1016/C2013-0-12871-1
Parlange, J. Y., Lisle, I., Braddock, R. D., & Smith, R. E. (1982). The three-parameter infiltration equation. Soil
Science, 133(6), 337–341. https://doi.org/10.1097/00010694-198206000-00001
Pelosi, A., Villani, P., Bolognesi, S. F., Chirico, G. B., & D’urso, G. (2020). Predicting Crop Evapotranspiration
by Integrating Ground and Remote Sensors with Air Temperature Forecasts. Sensors 2020, 20(6), 1740.
https://doi.org/10.3390/S20061740
Rojas, J. P., & Sheffield, R. E. (2013). Evaluation of Daily Reference Evapotranspiration Methods as Compared
with the ASCE-EWRI Penman-Monteith Equation Using Limited Weather Data in Northeast Louisiana.
Journal of Irrigation and Drainage Engineering, 139(4), 285–292.
https://doi.org/10.1061/(ASCE)IR.1943-4774.0000523
Silver, W. L., Neff, J., McGroddy, M., Veldkamp, E., Keller, M., & Cosme, R. (2000). Effects of Soil Texture
on Belowground Carbon and Nutrient Storage in a Lowland Amazonian Forest Ecosystem. Ecosystems
2000, 3(2), 193–209. https://doi.org/10.1007/S100210000019
Sinha, R. K. (Rajiv K. (2004). Modern plant physiology. 620.
https://www.goodreads.com/work/best_book/20772572-modern-plant-physiology
Soil Science Division Staff (USDA-NRCS). (2017). Soil Survey Manual, USDA Handbook 18 (Issue 18).
Sutcliffe, J. V. (2004). Hydrology: a question of balance. International Association of Hydrological Sciences.
Tóth, B., Weynants, M., Pásztor, L., & Hengl, T. (2017). 3D soil hydraulic database of Europe at 250 m
resolution. Hydrological Processes, 31(14), 2662–2666. https://doi.org/10.1002/HYP.11203
United States Department of Agriculture, & Soil Conservation Service. (1970). Irrigation water requirements.
Tech. Rel., 21.
USGS (2019). Evapotranspiration and the Water Cycle. Evapotranspiration and the Water Cycle.
https://www.usgs.gov/special-topics/water-science-school/science/evapotranspiration-and-water-
cycle?qt-science_center_objects=0#qt-science_center_objectsts=0#qt-science_center_objects
USGS. (2021). Infiltration and the Water Cycle. Water Science School. https://www.usgs.gov/special-
topics/water-science-school/science/infiltration-and-water-cycle
Veihmeyer, F. J., & Hendrickson, A. H. (1931). The moisture equivalent as a measure of the field capacity of
soils. Soil Science, 32(3), 181–193. https://doi.org/10.1097/00010694-193109000-00003
Walker, W. R., & Skogerboe, G. V. (1987). Surface Irrigation: Theory and practice.
https://cgspace.cgiar.org/handle/10568/36729
Zhao, L., Xia, J., Xu, C. Yu, Wang, Z., Sobkowiak, L., Long, C., Lingling, Z., Jun, X., Chong-yu, X., Zhonggen,
W., Leszek, S., & Cangrui, L. (2013). Evapotranspiration estimation methods in hydrological models.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 57


Journal of Geographical Sciences, 23(2), 359–369. www.geogsci.comspringerlink.com/content/1009-
637X

58 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Κεφάλαιο 4 Μέθοδοι άρδευσης

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό δίνεται ο ορισμός της άρδευσης και παρουσιάζονται οι διάφορες μέθοδοι άρδευσης και τα
χαρακτηριστικά τους, καθώς και οι παράγοντες που συνεκτιμώνται για την επιλογή της καταλληλότερης κάθε φορά
μεθόδου. Αναφέρονται και σχολιάζονται τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε μεθόδου και στο τέλος
παρουσιάζεται συγκριτική αξιολόγηση των πιο διαδεδομένων μεθόδων άρδευσης.

Προαπαιτούμενη γνώση
Ο αναγνώστης δεν απαιτείται να έχει ειδικές γνώσεις.

4.1 Γενικά
Η άρδευση είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των γεωργικών καλλιεργειών. Η άρδευση έχει ως στόχο τη
χορήγηση της επιπλέον ποσότητας νερού που χρειάζεται η κάθε καλλιέργεια για να αναπτυχθεί σωστά. Με
δεδομένο ότι η αρδευτική περίοδος στην Ελλάδα συμπίπτει με την ξηρή περίοδο, από τον Απρίλιο δηλαδή μέχρι
τον Οκτώβριο, οπότε οι βροχοπτώσεις είναι από σπάνιες έως και μηδενικές, γίνεται αντιληπτό ότι η άρδευση
παρέχει στις καλλιέργειες από το συμπληρωματικό νερό που τους λείπει τους μήνες που υπάρχουν κάποιες
βροχοπτώσεις, μέχρι το σύνολο του νερού που χρειάζονται οι καλλιέργειες για να αναπτυχθούν κατά τους
εντελώς άνυδρους καλοκαιρινούς μήνες.
Η κλιματική κρίση, με τη μείωση των βροχοπτώσεων που παρατηρείται στη Μεσογειακή περιοχή, αλλά
και με την αύξηση της συχνότητας των ακραίων φαινομένων της ξηρασίας και της πλημμύρας, έχει επιδεινώσει
σε σημαντικό βαθμό το πρόβλημα της χρονικής ανομοιομορφίας της φυσικής προσφοράς του νερού. Με
αποτέλεσμα και οι αρδεύσεις να πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες και δυσμενέστερες, από την άποψη της
κατανομής του νερού στον χρόνο, συνθήκες.
Είναι απαραίτητο να ειπωθεί ότι το υπερβολικό πότισμα μπορεί κι αυτό να είναι εξίσου επιζήμιο για την
ανάπτυξη των καλλιεργειών και επομένως η επιλογή του κατάλληλου κάθε φορά συστήματος άρδευσης είναι
ένα από τα πιο σημαντικά βήματα για τη δημιουργία μιας επιτυχημένης άρδευσης.
Οι καλλιέργειες για να αναπτυχθούν φυσιολογικά έχουν ανάγκη από συγκεκριμένη ποσότητα νερού, η
οποία πρέπει να δοθεί και με συγκεκριμένη συχνότητα, έτσι ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες των
καλλιεργειών σε νερό.
Για να θεωρηθεί επιτυχής η εφαρμογή του νερού στο έδαφος πρέπει να αποθηκεύεται στον αγρό νερό
ίσο με τις ανάγκες της καλλιέργειας, με όσο το δυνατό πιο ομοιόμορφο σε όλη την επιφάνεια του αγρού τρόπο,
ελαχιστοποιώντας τη διάβρωση του εδάφους και τις απώλειες νερού. Είναι αυτονόητο ότι δεν εννοούμε
περιορισμό των αναγκών των φυτών σε νερό αλλά ανάγκη σχεδιασμού του αρδευτικού δικτύου με στόχο τον
καλύτερο τρόπο μεταφοράς και διανομής του νερού, ώστε να περιορίζονται στο ελάχιστο δυνατόν οι
αναπόφευκτες απώλειες νερού (εξάτμιση, βαθιά διήθηση).

4.2 Συστήματα άρδευσης


Το αρδευτικό σύστημα είναι το σύνολο των αγωγών, εξαρτημάτων και συσκευών μεταφοράς και εφαρμογής
που πρέπει να κατασκευαστούν ώστε το νερό ξεκινώντας από το σημείο διάθεσής του (ποτάμι, πηγή, γεώτρηση
κ.λπ.) να φτάνει στην υπό άρδευση περιοχή με την απαιτούμενη παροχή στον χρόνο που χρειάζεται. Τα
συστήματα άρδευσης, ανάλογα με τον τρόπο μεταφοράς του νερού, διακρίνονται σε ελεύθερης επιφάνειας
(ανοικτών αγωγών) και υπό πίεση (κλειστών αγωγών).
Η επιλογή του συστήματος άρδευσης γίνεται με γνώμονα την ορθολογική χρήση και εξοικονόμηση του
νερού, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη την οικονομική βελτιστοποίηση του συνολικού κόστους.
Για την επιλογή του σωστού συστήματος άρδευσης είναι απαραίτητη η γνώση του είδους του εδάφους,
του είδους και των αναγκών των καλλιεργειών, του κλίματος στην περιοχή, καθώς και του διαθέσιμου
εξοπλισμού (μηχανήματα, συστήματα τεχνητής βροχής, καταιονισμού κ.λπ.), καθώς και του διαθέσιμου
εργατικού δυναμικού.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 59


4.2.1 Έδαφος
Ο τύπος εδάφους αποτελεί σημαντική παράμετρο για την επιλογή της κατάλληλης μεθόδου άρδευσης.
Ανώμαλα εδάφη με μεγάλες κλίσεις είναι απαγορευτικά για επιφανειακή άρδευση όπου τα εδάφη πρέπει να
είναι οριζόντια. Όμως και το βάθος του εδαφικού στρώματος παίζει ρόλο, καθώς εδαφικά στρώματα αβαθή
θεωρούνται ακατάλληλα για επιφανειακή άρδευση, καθώς δεν ισοπεδώνονται εύκολα λόγω αποκάλυψης
άγονων εδαφών.
Εδάφη με μεγάλη διηθητικότητα, όπως για παράδειγμα τα αμμώδη εδάφη, θεωρούνται ακατάλληλα για
επιφανειακή άρδευση γιατί τα μήκη των αυλακιών πρέπει να είναι μικρά και η πυκνότητά τους μεγάλη.
Το μέγεθος των κόκκων έχει επίσης σημασία για τη ροή του εδαφικού νερού. Ένα έδαφος χονδρόκοκκο
συγκρατεί λίγο νερό σε σχέση με ένα λεπτόκοκκο.
Εδάφη με χονδρόκκοκη άμμο ευνοούν την εύκολη στράγγιση και την κατεργασία του εδάφους.
Παρουσιάζουν μικρή ικανότητα συγκράτησης του νερού και των θρεπτικών στοιχείων, συνεπώς δεν
εφοδιάζουν τις καλλιέργειες με επαρκές νερό ούτε και ευνοούν τη θρέψη τους. Σε αυτά τα εδάφη τα θρεπτικά
στοιχεία εύκολα ξεπλένονται και μετακινούνται στους βαθύτερους ορίζοντες της εδαφικής κατανομής.

4.2.2 Είδος καλλιεργειών


Ανάλογα με το είδος των καλλιεργειών που αρδεύεται κάθε φορά ορίζεται και η ανάγκη σε νερό. Περιοχές με
σημαντικά προβλήματα νερού προφανώς δεν είναι κατάλληλες για την άρδευση υδροβόρων καλλιεργειών,
όπως βαμβάκι ή ρύζι, οι οποίες απαιτούν μεγάλες ποσότητες νερού.
Ορισμένες καλλιέργειες, λόγω ειδικών χαρακτηριστικών, απαιτούν μονοσήμαντα κάποιες μεθόδους
άρδευσης. Π.χ. οι καλλιέργειες ρυζιού μπορούν να αναπτυχθούν χρησιμοποιώντας κυρίως, αν όχι και
αποκλειστικά, επιφανειακή άρδευση με κατάκλυση.

4.2.3 Κλίμα
Από τις κλιματικές παραμέτρους, εκτός από τη βροχή και την υγρασία, ιδιαίτερη σημασία στην επιλογή του
συστήματος άρδευσης έχουν ο άνεμος και η θερμοκρασία του αέρα. Το κλίμα προσδιορίζει, εκτός από την
ποσότητα του νερού που προσλαμβάνει η καλλιέργεια, και την ποσότητα νερού που εξατμίζεται από την
επιφάνεια του εδάφους και την ποσότητα των υδρατμών που καταλήγουν στην ατμόσφαιρα. Σε περιοχές όπου
πνέουν ισχυροί άνεμοι είναι σχεδόν αδύνατη η εξασφάλιση ομοιόμορφης άρδευσης. Παράλληλα, σε περιοχές
όπου αναπτύσσονται ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες έχουμε μεγάλη εξάτμιση και άρα σημαντική απώλεια
νερού.

4.3 Μέθοδοι άρδευσης


Ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται το νερό στο αγροτεμάχιο (χωράφι) ονομάζεται μέθοδος άρδευσης. Ανάλογα
με τον τρόπο εφαρμογής του νερού στο αγροτεμάχιο, διακρίνουμε τις παρακάτω μεθόδους άρδευσης:

 Επιφανειακή άρδευση.
 Υπόγεια άρδευση ή υπάρδευση. Η μέθοδος έχει εγκαταλειφθεί.
 Άρδευση με καταιονισμό.
 Μικροάρδευση και άρδευση με σταγόνες (στάγδην άρδευση).

4.3.1 Επιφανειακή άρδευση


H επιφανειακή άρδευση είναι μια από τις παλαιότερες μεθόδους άρδευσης των καλλιεργειών. Το νερό κινείται
ακολουθώντας τη βαρύτητα ή την κλίση του εδάφους.
Ο σωστός σχεδιασμός των επιφανειακών μεθόδων άρδευσης απαιτεί τη γνώση συγκεκριμένων
παραμέτρων όπως η ταχύτητα κίνησης του νερού που εξαρτάται από την κλίση της επιφάνειας, η τραχύτητα
και η ειδική παροχή άρδευσης. Στις επιφανειακές μεθόδους άρδευσης η κίνηση του νερού γίνεται στην
επιφάνεια του χωραφιού.
Άλλες παράμετροι που έχουν σχέση με την καταλληλόλητα του χωραφιού ως προς την εφαρμογή κάποιας
από τις μεθόδους επιφανειακής άρδευσης, είναι το σχήμα και οι διαστάσεις του χωραφιού, το ανάγλυφο της
επιφάνειάς του, το βάθος του εδάφους και η στραγγιστική ικανότητα.

60 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Οι τύποι επιφανειακής άρδευσης που συναντώνται συνήθως είναι:

 άρδευση με λεκάνες (κατάκλυση),


 άρδευση με λωρίδες (περιορισμένη διάχυση) και
 άρδευση με αυλάκια.

Στις επιφανειακές μεθόδους άρδευσης το νερό εφαρμόζεται στατικά ή κινούμενο. Σε αυτή την περίπτωση
όπου το νερό εφαρμόζεται στατικά η επιφάνεια του αγροτεμαχίου πρακτικά έχει μηδενική κλίση και για τον
λόγο αυτό η άρδευση λέγεται οριζόντια. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει η μέθοδος της κατάκλυσης ή λεκανών.
Τα τελευταία χρόνια με τη χρήση σύγχρονων εξελιγμένων συστημάτων ισοπέδωσης άρχισε να εφαρμόζεται
και η μέθοδος των αυλακιών με μηδενική κλίση.
Στη δεύτερη περίπτωση, όπου το νερό εφαρμόζεται κινούμενο, η επιφάνεια του αγροτεμαχίου
παρουσιάζει κλίση που επιτρέπει την κίνηση του νερού προς τα κάτω και για τον λόγο αυτό η άρδευση λέγεται
κεκλιμένη. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει η μέθοδος παράλληλων λωρίδων, ή αυλάκων.
Γενικό χαρακτηριστικό των επιφανειακών μεθόδων άρδευσης ωστόσο είναι η σπατάλη του νερού
άρδευσης, εξ αιτίας της εξάτμισης, της απορροής και της βαθιάς διήθησης. Η απόδοση εφαρμογής των μεθόδων
αυτών είναι της τάξεως του 50%-60%.

4.3.2 Άρδευση με λεκάνες (κατάκλυση)


Το νερό εφαρμόζεται στην επιφάνεια του αγροτεμαχίου και κατανέμεται στον αγρό με ελεύθερη ροή. Η
συγκεκριμένη μέθοδος εφαρμόζεται σε περιοχές όπου το έδαφος είναι λείο και οριζόντιο. Η έκταση που
πρόκειται να αρδευτεί χωρίζεται σε οριζόντιες ορθογώνιες λεκάνες που σχηματίζονται από μικρά περιμετρικά
αναχώματα. Το νερό παροχετεύεται από ένα ή περισσότερα σημεία. Απαιτούνται μεγάλες παροχές ώστε να
καλυφθεί η επιφάνεια.

Εικόνα 4.1 Άρδευση με κατάκλυση.

Οι λεκάνες διακρίνονται σε ορθογωνικές και σε λεκάνες κατά τις ισοϋψείς. Σε διαπερατά εδάφη οι λεκάνες
επιβάλλεται να είναι μικρές και να γεμίζουν γρήγορα με νερό. Αυτό σημαίνει πολύπλοκο και δαπανηρό
σύστημα διανομής του νερού και συνεχή απασχόληση προσωπικού. Οι λεκάνες κατά τις ισοϋψείς
σχηματίζονται με αναχώματα που ακολουθούν τις ισοϋψείς του εδάφους, σε απόσταση μεταξύ τους τέτοια ώστε
η υψομετρική διαφορά στη λεκάνη να μην ξεπερνά τα 5 εκατοστά. Χωρίζονται μεταξύ τους με εγκάρσια
αναχώματα ώστε να αποκτήσουν το επιθυμητό μέγεθος. Κατά τον σχεδιασμό των λεκανών κατάκλυσης,

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 61


πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για την απομάκρυνση του υπερβολικού νερού που μπορεί να προέλθει από
έντονη βροχόπτωση ή και από μεγαλύτερες ποσότητες νερού άρδευσης (σπατάλη, υπερ-άρδευση). Η σωστή
άρδευση με κατάκλυση προϋποθέτει την ελαχιστοποίηση της βαθιάς διήθησης η οποία μπορεί να προκαλέσει
έντονο πρόβλημα υποστράγγισης.
Η μέθοδος είναι κατάλληλη για περιοχές όπου εμφανίζονται συχνά άνεμοι και επικρατούν, γενικά, πολύ
υψηλές θερμοκρασίες.
Σε ό,τι αφορά τα εδάφη αυτά συνήθως έχουν μικρή και μέση διηθητικότητα ώστε το νερό να μπορεί να
παραμένει στην επιφάνεια και να «κατακλύζει», να πλημμυρίζει δηλαδή τις λεκάνες. Καλλιέργειες που
αρδεύονται με αυτή τη μέθοδο είναι οι ορυζώνες, οι οπωρώνες και οι δενδροκαλλιέργειες. Καλλιέργειες που το
φύλλωμά τους δεν πρέπει να βρέχεται, καθώς και εντατικές κηπευτικές καλλιέργειες, όπως π.χ. τα λαχανικά
που καλλιεργούνται σε σειρές, αρδεύονται επίσης με τη μέθοδο της κατάκλυσης.

Εικόνα 4.2 Άρδευση με κατάκλυση (https://commons.wikimedia.org/wiki/File:LevelBasinFloodIrrigation.JPG).

4.3.3 Άρδευση με λωρίδες (περιορισμένη διάχυση)


Στην άρδευση με λωρίδες το αγροτεμάχιο χωρίζεται σε λωρίδες και κατασκευάζονται παράλληλα αναχώματα
κατά τη φορά της μέγιστης κλίσης. Το νερό παροχετεύεται στο πάνω άκρο των λωρίδων και κινείται με
βαρύτητα προς τα κάτω. Όταν ο απαιτούμενος όγκος νερού έχει παροχετευτεί στη λωρίδα η παροχή νερού
διακόπτεται. Απαραίτητα μεγέθη για την εφαρμογή της μεθόδου είναι:

 ο καθορισμός του πλάτους και του μήκους των λωρίδων,


 η κλίση του εδάφους και
 η διαθέσιμη παροχή.

62 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Το πλάτος των λωρίδων για κάθε έδαφος εξαρτάται από τους παρακάτω παράγοντες:

 το μέγεθος της διαθέσιμης παροχής,


 το μέγεθος της εγκάρσιας και κατά μήκος κλίσης,
 το πλάτος των καλλιεργητικών μηχανημάτων και την καλλιεργητική πρακτική, ώστε το πλάτος
των λωρίδων να μην αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα εκτέλεσης των καλλιεργητικών
εργασιών.

Το μήκος των λωρίδων διαμορφώνεται λαμβάνοντας υπόψη:

 την κλίση του εδάφους,


 τη διηθητικότητα,
 την παροχετευόμενη παροχή.

Η άρδευση με λωρίδες σπανίως χρησιμοποιείται σε αμμώδη εδάφη που έχουν μεγάλη διηθητικότητα
γιατί παρατηρείται μεγάλη, βαθιά διήθηση, εκτός αν το μήκος των λωρίδων είναι πολύ μικρό. Επίσης η μέθοδος
δεν είναι κατάλληλη για εδάφη με πολύ μικρή διηθητικότητα αφού, για να εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος χρόνος
παραμονής του νερού χωρίς να υπάρξει σημαντική απορροή, η παροχή πρέπει να είναι πολύ μικρή, με
αποτέλεσμα να παρουσιάζεται μεγάλη δυσκολία να καλυφθεί με νερό όλη η επιφάνεια της λωρίδας. Τα
αναχώματα των λωρίδων κατασκευάζονται είτε προσωρινά, είτε μόνιμα όπως και στη μέθοδο της κατάκλυσης.

Εικόνα 4.3 Άρδευση με λωρίδες.

Όσο μεγαλύτερη παροχή χρησιμοποιείται κατά την άρδευση και όσο μικρότερη είναι η ταχύτητα διήθησης
τόσο λιγότερο νερό προσλαμβάνεται από το έδαφος. Όσο περισσότερο νερό δεν διηθείται τόσο αρδεύεται
μεγαλύτερη έκταση. Το νερό από την αρχή της εφαρμογής του στο έδαφος διηθείται συνέχεια με βαθμό
επιβραδυνόμενο. Για κάθε κατηγορία εδάφους υπάρχει ένας συνδυασμός μήκους λωρίδας και παροχής όπου η
μείωση της διηθούμενης ποσότητας σε συνδυασμό με τον χρόνο παραμονής του νερού στην επιφάνεια της
λωρίδας οδηγεί στην κατάλληλη δόση νερού που υγραίνει όλο το μήκος της λωρίδας.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 63


Για την ορθή εφαρμογή της άρδευσης με λωρίδες απαιτείται η ομαλοποίηση του εδάφους. Στη συνέχεια
κατασκευάζονται τα αναχώματα. Η στέψη των αναχωμάτων σχεδιάζεται συνήθως 5-7 εκατοστά πάνω από τη
στάθμη του νερού που ρέει. Συνήθως τα πρανή των αναχωμάτων έχουν κλίση 2:1. Το πλάτος της στέψης των
αναχωμάτων πρέπει πρακτικά να είναι διπλάσιο από το ύψος που συνήθως κυμαίνεται στα 15-22 εκατοστά.

4.3.4 Άρδευση με αυλάκια


Η άρδευση με αυλάκια πραγματοποιείται με τη δημιουργία μικρών παράλληλων καναλιών κατά μήκος του
χωραφιού προς την κατεύθυνση της κυρίαρχης κλίσης. Το νερό εφαρμόζεται στο επάνω άκρο κάθε αυλακιού
και ρέει υπό την επίδραση της βαρύτητας. Το νερό μπορεί να τροφοδοτηθεί μέσω κλειστού αγωγού, ή σιφονιού
ή και τάφρου. Η ταχύτητα της κίνησης του νερού καθορίζεται από πολλούς παράγοντες όπως είναι η κλίση, η
τραχύτητα της επιφάνειας και το σχήμα του αυλακιού, αλλά κυρίως από τον ρυθμό εισροής και τον ρυθμό
διείσδυσης του νερού στο έδαφος.

Εικόνα 4.4 Άρδευση με αυλάκια.

Η μεταφορά και η διήθηση του αρδευτικού νερού γίνεται μέσα από αυλάκια που κατασκευάζονται ανάμεσα
από τις γραμμές των καλλιεργειών. Το νερό κινείται κατά μήκος των αυλακιών, αρδεύοντας τα φυτά που
βρίσκονται στις ράχες που σχηματίζονται μεταξύ των αυλακιών. Έτσι ένα μόνο μέρος της επιφάνειας του
χωραφιού σκεπάζεται με νερό. Η διήθηση του νερού παρουσιάζεται και κατακόρυφα και πλευρικά. Οι παροχές
είναι σχετικά μικρές, (μικρές διαστάσεις των αυλακιών) το έδαφος έχει μικρή κλίση και έντονη πλευρική
διήθηση. Η πλευρική διήθηση είναι αυτή που δίνει κυρίως το νερό στην καλλιέργεια για αυτό είναι πολύ
σημαντική παράμετρος η οποία εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του εδάφους.

64 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Εικόνα 4.5 Άρδευση με αυλάκια (https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Furrow_irrigated_Sugar.JPG).

Εικόνα 4.6 Σύστημα άρδευσης αυλακιών με χρήση σωλήνων σιφονιού


(https://commons.wikimedia.org/wiki/File:SiphonTubes.JPG).

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 65


Τα αμμώδη εδάφη είναι πιο ευάλωτα σε διάβρωση σε σχέση με τα αργιλώδη. Σε ό,τι αφορά τον βαθμό
διάβρωσης, η άρδευση με αυλάκια παρουσιάζει μεγαλύτερο βαθμό διάβρωσης συγκριτικά με την άρδευση με
λωρίδες και την άρδευση με κατάκλυση καθώς το νερό στην άρδευση με αυλάκια βρίσκεται σε άμεση επαφή
με το έδαφος, ενώ στις άλλες δύο περιπτώσεις η επιφάνεια του εδάφους προστατεύεται ήδη από την
καλλιέργεια.
Η άρδευση με αυλάκια ενδείκνυται ιδιαίτερα για καλλιέργειες μεγάλης έκτασης, όπως το βαμβάκι, ο
αραβόσιτος και το ζαχαροκάλαμο.

4.3.5 Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της επιφανειακής άρδευσης


Στα πλεονεκτήματα της επιφανειακής άρδευσης γενικά μπορούν να λογιστούν:

 το χαμηλό κόστος υποδομών,


 η χαμηλή κατανάλωση ενέργειας,
 η μικρή εξάρτηση από μηχανικά κινούμενα συστήματα,
 η ανειδίκευτη εργασία.

Τα βασικά μειονεκτήματα της μεθόδου είναι:

 Οι μεγάλες παροχές νερού (πολύ μεγαλύτερες από άλλες μεθόδους άρδευσης).


 Οι υψηλές απώλειες νερού και η χαμηλή αποδοτικότητα.
 Απαιτείται ισοπέδωση κεκλιμένων χωραφιών, καθώς τα εδάφη όπου εφαρμόζονται οι διάφορες
παραλλαγές της επιφανειακής άρδευσης πρέπει να είναι οριζόντια ή περίπου οριζόντια (πολύ
μικρές κλίσεις).
 Μεγάλη εξάρτηση από ανθρώπινο δυναμικό, καθώς απαιτείται συνεχής έλεγχος στις λεκάνες,
στα αυλάκια κ.λπ.
 Υψηλό κόστος συντήρησης διαμόρφωσης.
 Παρουσιάζονται σημαντικά προβλήματα με τη διάβρωση.
 Παρουσιάζονται πιθανά προβλήματα με παγετούς.
 Δεν μπορούν να εφαρμοστούν διατάξεις αυτόματης λειτουργίας.

4.4 Άρδευση με καταιονισμό ή τεχνητή βροχή


Στην άρδευση με καταιονισμό το νερό εφαρμόζεται σε όλη την επιφάνεια του χωραφιού, αντιγράφοντας τον
τρόπο που πέφτει η βροχή. Η κατανομή του νερού είναι αρκετά ομοιόμορφη χωρίς να παρατηρείται λίμνασμα
και χωρίς επιφανειακή απορροή. Η ροή του νερού γίνεται υπό πίεση μέσω των μικρών στομίων ή των
ακροφυσίων (εκτοξευτών). Χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλων των ειδών τις καλλιέργειες και σε μεγάλη ποικιλία
εδαφών.
Ένα τυπικό σύστημα με καταιονισμό αποτελείται από:

 το αντλητικό συγκρότημα,
 το δίκτυο μεταφοράς (κορμός),
 το δίκτυο διανομής (πτέρυγες),
 τις σωληνώσεις, για τη μεταφορά του νερού σε όλα τα σημεία της υπό άρδευση επιφάνειας,
 τους εκτοξευτήρες, δηλαδή τα όργανα για την παραγωγή του καταιονισμού.

4.4.1 Το αντλητικό συγκρότημα


Ανεξάρτητα από την πηγή από την οποία λαμβάνεται το νερό, για την ομαλή λειτουργία του συστήματος
απαιτείται συνήθως μια αντλία (ροή υπό πίεση) στην κεφαλή του αρδευτικού δικτύου. Η αντλία χρησιμεύει:

 για να εξασφαλίσει αρχικά το απαιτούμενο υδραυλικό φορτίο για τη μεταφορά και διανομή
του αρδευτικού νερού, αλλά και
 για να εξασφαλίζει την απαιτούμενη διαθέσιμη πίεση που χρειάζεται για τη λειτουργία των
εκτοξευτήρων.

66 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Εικόνα 4.7 Τυπικό αρδευτικό σύστημα (προσαρμόστηκε στα ελληνικά από:
https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Goutte_%C3%A0_goutte.svg).

Η απαιτούμενη ισχύς της αντλίας υπολογίζεται με βάση τον τύπο:

𝛾𝑄𝐻𝑚𝑎𝑛
𝑃= (4.1)
𝑛

όπου:

 Ρ: η ισχύς της αντλίας σε ΚW,


 Q: η παροχή σε m3/sec,
 Η: το μανομετρικό φορτίο αντλίας σε m και
 γ: το ειδικό βάρος νερού = 9810 N/m3.

Ο συντελεστής απόδοσης της αντλίας εκφράζει την ικανότητα της αντλίας σχετικά με το έργο που αυτή
παράγει. Όμως στην αντλία δημιουργούνται τριβές μεταξύ του νερού και των εξαρτημάτων της αντλίας. Για
αυτό ο συντελεστής απόδοσης της αντλίας, n, παίρνει τιμές μεταξύ 0.7 και 0.8.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 67


Εικόνα 4.8 Εκτοξευτής σε λειτουργία (https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Impact_Sprinkler_Mechanism_2.jpg).

4.4.2 Το δίκτυο μεταφοράς (κορμός)


Το δίκτυο μεταφοράς είναι το σύστημα των κλειστών αγωγών υπό πίεση που μεταφέρουν το νερό από την πηγή
στους αγωγούς μεταφοράς. Αποτελείται από τις σωληνώσεις για τη μεταφορά του νερού σε όλα τα σημεία της
υπό άρδευση επιφάνειας. Αν πρόκειται για μεμονωμένη άρδευση μικρών εκτάσεων, μιλάμε για ατομικά
συγκροτήματα άρδευσης με καταιονισμό. Ανάλογα με τον τρόπο εγκατάστασης των σωληνώσεων, τα δίκτυα
και τα συγκροτήματα άρδευσης με καταιονισμό διακρίνονται σε μόνιμα, ημιμόνιμα και φορητά.
Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτοί οι αγωγοί είναι μόνιμοι και τοποθετούνται στην επιφάνεια του εδάφους
ή θάβονται κάτω από το έδαφος. Σε άλλες περιπτώσεις είναι κινητοί (φορητοί) και μπορούν να μετακινηθούν
από χωράφι σε χωράφι. Τα κύρια υλικά σωλήνων που χρησιμοποιούνται περιλαμβάνουν αμιαντοτσιμέντο,
πλαστικό ή κράμα αλουμινίου.

4.4.3 Το δίκτυο διανομής (πτέρυγες)


Το δίκτυο διανομής είναι το σύστημα των κλειστών αγωγών υπό πίεση που παίρνει το νερό από τους αγωγούς
μεταφοράς και στη συνέχεια, μέσω της υδροληψίας, το οδηγεί στο χωράφι. Μπορούν να είναι μόνιμα
συστήματα αγωγών αλλά πιο συχνά είναι φορητά και κατασκευασμένα από κράμα αλουμινίου ή πλαστικό για
να μπορούν να μετακινούνται εύκολα.
Οι περιστροφικοί εκτοξευτήρες ποικίλλουν ανάλογα με το βέλος και την ακτίνα επιρροής. Η
δευτερεύουσα γραμμή άρδευσης, (πτέρυγα), βρίσκεται στο χωράφι μέχρι να ολοκληρωθεί η άρδευση. Στη
συνέχεια, η αντλία απενεργοποιείται και η γραμμή αποσυνδέεται από την κύρια γραμμή (κορμό) και
μετακινείται στην επόμενη θέση. Ξανασυναρμολογείται και συνδέεται με την κεντρική γραμμή (κορμό) και
ξεκινά πάλι το πότισμα. Η δευτερεύουσα γραμμή μπορεί να μετακινηθεί μια έως τέσσερις φορές την ημέρα.
Σταδιακά μετακινείται μέχρι να ποτιστεί όλο το χωράφι. Αυτό είναι το απλούστερο από όλα τα συστήματα.
Μερικοί χρησιμοποιούν περισσότερες από μια δευτερεύουσες συνδέσεις (πτέρυγες), για να ποτίζουν πολύ
μεγαλύτερες εκτάσεις.

68 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Εικόνα 4.9 Σύστημα καταιονισμού σε λειτουργία
(https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Crop_sprinklers_Rio_Vista_California_15_Jul_2004-002.jpg).

Οι απαιτούμενες πιέσεις στο σύστημα με καταιονισμό παρουσιάζονται στο παρακάτω σχήμα:

Εικόνα 4.10 Απαιτούμενες πιέσεις συστήματος τεχνητής βροχής.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 69


Το συνολικό μανομετρικό ύψος που πρέπει να εξασφαλιστεί στη θέση της υδροληψίας αποτελείται από:

 τις απώλειες που πιθανόν να έχει το σύστημα λόγω υψομετρικής διαφοράς στα διάφορα σημεία
του χωραφιού,
 την αναγκαία πίεση για τη λειτουργία της υδροληψίας, η οποία όταν πρόκειται για καταιονισμό
δεν υπερβαίνει τα 45- 50 μέτρα,
 τις απώλειες λόγω των τριβών που αναπτύσσονται κατά την κίνηση του νερού στους αγωγούς.

Στα πλεονεκτήματα της μεθόδου του καταιονισμού αναφέρονται τα εξής:

 Δεν απαιτούνται οριζόντια εδάφη και γενικά δεν χρειάζεται κανένα είδος ισοπέδωσης που
αντιθέτως αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή οποιασδήποτε παραλλαγής
μεθόδου επιφανειακής άρδευσης.
 Εφαρμόζεται σε όλα τα εδάφη ανεξάρτητα από την κλίση ή τη διηθητικότητά τους.
 Ομοιόμορφη κατανομή νερού άρδευσης, καθώς μιμείται τη βροχή.
 Οικονομία νερού σε σχέση με τις επιφανειακές μεθόδους άρδευσης (κατάκλυση/λωρίδες).
 Μικρή απαίτηση σε αναγκαίο εργατικό δυναμικό, σε αντίθεση με τις μεθόδους επιφανειακής
άρδευσης όπου χρειάζεται συνεχής παρακολούθηση της πορείας του νερού στον αγρό. Όταν
μάλιστα το συγκρότημα είναι μόνιμο, τότε η δαπάνη εργατικών τείνει να μηδενιστεί.
 Δυνατότητα αξιοποίησης μικρών παροχών.
 Προστασία από τους παγετούς. Ο καταιονισμός αποτελεί την αποτελεσματικότερη μέθοδο
προστασίας των φυτών από τους όψιμους παγετούς της άνοιξης. Εκτοξεύοντας κατά την ώρα
του παγετού νερό πάνω στα φυτά εκμεταλλευόμαστε τη θερμότητα πήξης.
 Σημαντική οικονομία σε καλλιεργήσιμη γη σε σύγκριση με τις επιφανειακές μεθόδους όπου
καταλαμβάνεται μεγάλο μέρος καλλιεργήσιμης γης από διώρυγες, τάφρους και αυλάκια.

Στα μειονεκτήματα της μεθόδου αναφέρονται τα εξής:

 Η μέθοδος δεν είναι αποτελεσματική στην περίπτωση που πνέουν στην περιοχή ισχυροί άνεμοι,
καθώς αυτό συντελεί στη μη ομοιόμορφη κατανομή του νερού στα φυτά.
 Για την εφαρμογή της μεθόδου απαιτείται εξοπλισμός, το κόστος του οποίου είναι υψηλό και
ως αρχικό κόστος εγκατάστασης αλλά και ως κόστος λειτουργίας (απαιτούμενη ενέργεια).
 Υπάρχει ο κίνδυνος ασθενειών στις καλλιέργειες από τη διαβροχή των φυλλωμάτων.
 Για την αποτελεσματική χρήση των εκτοξευτών θα πρέπει να προσεχθεί η ποιότητα του νερού
να είναι απαλλαγμένη από υψηλές συγκεντρώσεις αλάτων, οπότε και υπάρχει πιθανότητα να
φράξουν οι εκτοξευτές. Επίσης και τα αλατούχα νερά μπορεί να είναι ακατάλληλα για την
άρδευση των καλλιεργειών (διαβροχή των φυλλωμάτων).
 Σημαντικές δαπάνες συντήρησης.

4.5 Μέθοδοι μικροάρδευσης - στάγδην άρδευση


Η μικροάρδευση, που ονομάζεται επίσης τοπική άρδευση και χαμηλής ροής, είναι μια μέθοδος άρδευσης με
χαμηλότερη απαίτηση πίεσης και ροής νερού από ένα παραδοσιακό σύστημα καταιονισμού.
Η αρχή της μεθόδου δεν βασίζεται στην εκτόξευση νερού από απόσταση, αλλά στη συνεχή και με
προκαθορισμένο ρυθμό παροχή νερού κατευθείαν στη ζώνη του ριζοστρώματος των φυτών έτσι ώστε κάθε
φυτό να εφοδιάζεται με την απαραίτητη υγρασία για την κανονική του ανάπτυξη και απόδοση.
Η πιο διαδεδομένη μορφή μικροάρδευσης είναι η άρδευση με σταγόνες ή, όπως είναι περισσότερο
γνωστή, στάγδην άρδευση. Στη μέθοδο αυτή η υγρασία, με τη μορφή σταγόνων, μεταφέρεται στα φυτά μέσω
ειδικών σταλακτήρων. Η ροή μέσα στους αγωγούς γίνεται υπό πίεση και η μέθοδος εξασφαλίζει μεγάλη
εξοικονόμηση νερού, καθώς απαιτείται μικρή ποσότητα νερού για την άρδευση. Στην προκειμένη περίπτωση
έχουμε μικρές πιέσεις, μικρές παροχές και επίσης μικρές απώλειες.

70 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Ένα σύστημα στάγδην άρδευσης αποτελείται από:

 Την υδροληψία: δηλαδή την πηγή τροφοδοσίας του αρδευτικού νερού.


 Την κεφαλή: όπως ονομάζεται η εγκατάσταση ελεγχόμενης διανομής του νερού. Η μονάδα
ελέγχου (κεφαλή) είναι ένα σύνολο οργάνων ελέγχου, εξαρτημάτων και μηχανισμών τέτοιων
ώστε να εξασφαλίζονται σταθερή πίεση, καλή ποιότητα νερού και ο αυτοματισμός της
άρδευσης. Στη μονάδα ελέγχου υπάρχουν ειδικά φίλτρα, γιατί το νερό που παροχετεύεται στο
δίκτυο πρέπει να είναι απαλλαγμένο από φερτά υλικά για να μην φράζουν οι σταλακτήρες.
 Τις σωληνώσεις: το σύστημα των αγωγών (γραμμές άρδευσης).
 Τους σταλακτήρες: Οι σταλακτήρες είναι οι συσκευές που διανέμουν το νερό. Πρέπει να
εξασφαλίζουν μικρή και ομοιόμορφη παροχή και να μην επηρεάζονται από περιορισμένες
μεταβολές της πίεσης, να έχουν σχετικά μεγάλη διατομή ροής ώστε να μην φράζουν εύκολα
και να είναι από υλικό που αντέχει σε διαφορές της θερμοκρασίας.

Εικόνα 4.11 Σύστημα άρδευσης με σταγόνες.

Η εφαρμογή νερού στις ρίζες γίνεται σε μικρές δόσεις και μικρό ρυθμό ώστε η υγρασία να διατηρείται σταθερή.
Η εκροή του νερού εμφανίζεται με τη μορφή ελεύθερων σταγόνων λόγω μείωσης της πίεσης κατά τη διέλευση
του νερού μέσα από τον σταλακτήρα.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 71


Εικόνα 4.12 Σταλακτήρας νερού (https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Irrigation_dripper.jpg).

Εικόνα 4.13 Σύστημα μικροάρδευσης (https://commons.wikimedia.org/wiki/File:UNIRAM_PLANTA.jpg).

72 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


4.6 Καινοτόμες μέθοδοι άρδευσης

4.6.1 Γεωργία ακριβείας


Η Γεωργία Ακριβείας αποτελεί σε μεγάλο βαθμό τη σύγχρονη τάση στην πρωτογενή παραγωγή. Η Γεωργία
Ακριβείας (Γ.Α.) είναι ένα σύστημα διαχείρισης αγρού που βασίζεται στην πληροφορία και την τεχνολογία.
Αξιοποιεί την εδαφική ετερογένεια του αγρού για να μεγιστοποιήσει την αποτελεσματικότητα των
καλλιεργητικών εισροών. Οι μέθοδοι της Γεωργίας Ακριβείας αποτελούν το καταλληλότερο εργαλείο για τη
βιώσιμη διαχείριση της παραγωγής και του αγροτικού περιβάλλοντος (https://ecodev.gr/georgia-akriveias-2/).
Η Γεωργία Ακριβείας είναι μια νέα μέθοδος διαχείρισης των αγρών, σύμφωνα με την οποία οι εισροές
(φυτοφάρμακα, λιπάσματα, σπόρος, νερό άρδευσης) και οι καλλιεργητικές πρακτικές εφαρμόζονται ανάλογα
με τις ανάγκες του εδάφους και των καλλιεργειών, καθώς αυτές διαφοροποιούνται στον χώρο και στον χρόνο.
Ορισμένες εδαφικές ιδιότητες είναι σταθερές με τον χρόνο ή μεταβάλλονται ελάχιστα από χρόνο σε χρόνο,
όπως η οργανική ουσία και η μηχανική σύσταση του εδάφους. Άλλες ιδιότητες, όπως τα επίπεδα των νιτρικών
και η υγρασία του εδάφους, μπορεί να αλλάζουν πολύ με τον χρόνο. Επίσης, η κατάσταση της καλλιέργειας
μπορεί να μεταβληθεί μέσα σε ώρες.

Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι τα ακόλουθα :

 Ο καλλιεργητής μπορεί να κερδίζει πολύτιμο χρόνο με τον έγκαιρο προγραμματισμό των


εργασιών του.
 Η αύξηση της απόδοσης των καλλιεργειών.
 Μείωση του κόστους παραγωγής.
 Η δυνατότητα του καλλιεργητή να εξασφαλίσει καλύτερες τιμές για τις εισροές του.
 Η εξοικονόμηση των ποσοτήτων γεωργικών εφοδίων και αρδευτικού νερού.
 Με την αξιοποίηση σύγχρονων εργαλείων και ψηφιακών χαρτών δίνεται η δυνατότητα στον
καλλιεργητή να βελτιώνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων του.
 Η προστασία των φυσικών πόρων (έδαφος και νερό) από ρύπανση.
 Η δυνατότητα χρηματοδότησης μέσω της ένταξης σε προγράμματα τεχνολογικού
εκσυγχρονισμού και περιβαλλοντικής προστασίας.
 Εν τέλει η πιο άμεση επίτευξη του στόχου της αειφορίας σε οικονομικό, κοινωνικό και
περιβαλλοντικό επίπεδο (Οικοανάπτυξη https://ecodev.gr/georgia-akriveias-2/).

Οι τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή της Γεωργίας Ακριβείας έχουν σχέση με όλα τα
στάδια παραγωγής από τη σπορά μέχρι τη συγκομιδή και είναι οι εξής:

 GPS και GIS. Είναι συστήματα που επιτρέπουν την ακριβή χαρτογράφηση των αγρών.
 Χαρτογράφηση παραγωγής. Με τη χαρτογράφηση παραγωγής γίνεται καταγραφή και συλλογή
δεδομένων της παραγωγής από συγκεκριμένες θέσεις στον αγρό.
 Χαρτογράφηση εδαφικών ιδιοτήτων με την οποία γίνεται καταγραφή της γονιμότητας των
αγρών.
 Παράγοντες που επηρεάζουν τη μεταβλητότητα της παραγωγής (η περιεκτικότητα σε νερό, η
μηχανική σύσταση του εδάφους, η οργανική ουσία, η αλατότητα κ.λπ.)
 Τηλεπισκόπηση. Με την τηλεπισκόπηση συλλέγονται πληροφορίες από μακριά, μέσω
δορυφορικών εικόνων και αεροφωτογραφιών.

Σημαντικό σημείο για τη μετάβαση στην «έξυπνη γεωργία» με την άμεση εφαρμογή καινοτόμων λύσεων
όπως η γεωργία ακριβείας, σε όλα τα στάδια της αγροτικής παραγωγής, είναι η πληρέστερη πληροφόρηση των
καλλιεργητών αλλά και των καταναλωτών για δημιουργία διαύλων επικοινωνίας και εμπιστοσύνης μεταξύ του
αγροτικού κόσμου, της επιστημονικής κοινότητας, των υπηρεσιακών φορέων και των επενδυτικών κεφαλαίων.
Η συνεχής επιμόρφωση των καλλιεργητών και η προώθηση προγραμμάτων διά βίου μάθησης αποτελούν
χρήσιμα εργαλεία προς αυτή τη μετάβαση.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 73


Εικόνα 4.14 Χαρτογράφηση της γονιμότητας των αγρών (Πηγή: Οικοανάπτυξη Α.Ε.).

Εικόνα 4.15 Χαρτογραφικός εξοπλισμός (Πηγή: Οικοανάπτυξη Α.Ε.).

74 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


z

Εικόνα 4.16 Λογισμικό χαρτογράφησης αγρών (Πηγή: Οικοανάπτυξη Α.Ε.).

Εικόνα 4.17 Λογισμικό χαρτογράφησης αγρών (Πηγή: Οικοανάπτυξη Α.Ε.).

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 75


Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά παραδείγματα εφαρμογών γεωργίας ακριβείας. Ο παρακάτω πίνακας
παρουσιάζει κάποια παραδείγματα. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Οικοανάπτυξη
https://ecodev.gr/georgia-akriveias-2/

Έργο Περιγραφή
Κτήμα Κώστα Κράββα, Χαλάστρα Λίπανση ακριβείας στο ρύζι (2016-2021) – 1200 στρέμματα – δορυφορικές
εικόνες, εδαφολογικές αναλύσεις και τεχνολογίες VRT και yield monitor.
Corteva, Ελλάδα (14 νομοί) Λίπανση ακριβείας στο βαμβάκι και το καλαμπόκι (2018-2021) – 1600
στρέμματα – δορυφορικές εικόνες, εδαφολογικές αναλύσεις και τεχνολογίες
VRT (ορισμένοι παραγωγοί).
Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, Ηλεία Διαμόρφωση ζωνών διαχείρισης του δάκου της ελιάς (2019-2020) – 1700
και Αιτωλοακαρνανία στρέμματα – δορυφορικές εικόνες και μετρήσεις πεδίου.
Compo, Ηλεία Λίπανση ακριβείας στη βιομηχανική τομάτα (2018) – 260 στρέμματα -
δορυφορικές εικόνες και εδαφολογικές αναλύσεις.
Οινοποιία Τσάνταλη, Άθως Λίπανση ακριβείας και αναγνώριση ζωνών ωρίμανσης στο αμπέλι (2016-
2017) – 650 στρέμματα – εικόνες drone και εδαφολογικές αναλύσεις.
Οινοποιία Γεροβασιλείου, Επανομή Αναγνώριση ζωνών ωρίμανσης στο αμπέλι (2015-2016) – 675 στρέμματα –
εικόνες drone και εδαφολογικές αναλύσεις.

4.6.2 Ελλειμματική άρδευση


Μέσα στο πλαίσιο των προσπαθειών για χρήση μικρότερων ποσοτήτων νερού για άρδευση, έχει επινοηθεί η
λεγόμενη «ελλειμματική άρδευση». Κατά την εφαρμογή ελλειμματικής άρδευσης, εφαρμόζονται ποσότητες
νερού στο χωράφι οι οποίες είναι μικρότερες από τις απαιτήσεις της καλλιέργειας για εξατμισοδιαπνοή, με
αποτέλεσμα να έχουμε καλύτερη αποτελεσματικότητα χρήσης νερού, δηλαδή να έχουμε μεγαλύτερη ποσότητα
παραγόμενου προϊόντος ανά κυβικό μέτρο νερού άρδευσης.
Για να υπολογιστεί η ποσότητα του νερού που θα εφαρμοστεί με ελλειμματική άρδευση απαιτείται
σωστός και ακριβής προσδιορισμός των αναγκών των καλλιεργειών σε νερό, με έγκυρες και επιστημονικά
αποδεκτές μεθόδους (π.χ. μέθοδος των Penman - Monteith για τον προσδιορισμό της εξατμισοδιαπνοής
αναφοράς) και πάντοτε με τη χρήση αξιόπιστων μικρο-μετεωρολογικών δεδομένων, που έχουν ληφθεί από
σταθμούς που πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τον σκοπό αυτό. Παρουσιάζονται οι εξής
περιπτώσεις:

 Η ελλειμματική άρδευση μπορεί να είναι είτε παρατεταμένη (sustained deficit irrigation) είτε
ρυθμιζόμενη (regulated deficit irrigation). Στην πρώτη περίπτωση το έλλειμμα νερού της
καλλιέργειας αυξάνεται προοδευτικά στα διάφορα στάδια ανάπτυξής της, λόγω της
συνδυασμένης δράσης της.
 Ελλειμματική άρδευση ομοιόμορφης εφαρμογής μειωμένης ποσότητας νερού άρδευσης και της
μείωσης του αποθέματος νερού που υπάρχει στο έδαφος. Αυτός ο συνδυασμός επιτρέπει στα
φυτά να μπορούν να ανακάμπτουν και να αντέχουν στην έλλειψη νερού, ιδιαίτερα στα εδάφη
με σημαντική αποθηκευτική ικανότητα νερού. Στη δεύτερη, το υδατικό stress επιβάλλεται στα
φυτά σε συγκεκριμένα στάδια της ανάπτυξής τους. Μπορεί να εφαρμοστεί στα οπωροφόρα
δένδρα και στα αμπέλια όπου, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, όχι μόνο αυξάνει την
αποτελεσματικότητα χρήσης νερού (αύξηση της απόδοσης ανά μονάδα ποσότητας
εφαρμοζόμενου νερού), αλλά αυξάνει και το κέρδος της εκμετάλλευσης.

Επίσης, στην περίπτωση των υπαίθριων καλλιεργειών ένα καλά σχεδιασμένο καθεστώς ελλειμματικής
άρδευσης μπορεί να βελτιστοποιήσει την παραγωγικότητά τους σε μια έκταση στην οποία δεν είναι δυνατό να
εφαρμοστεί πλήρης άρδευση. Ενώ η ελλειμματική άρδευση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στρατηγική για τη
μείωση της χρήσης του αρδευτικού νερού, όταν υπάρχει περιορισμένη διαθεσιμότητα νερού λόγω ξηρασίας ή
άλλων παραγόντων, δεν είναι γνωστό εάν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εκτεταμένες περιόδους αρδεύσεων.
Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν πειραματικές εργασίες μακράς διάρκειας με σύγχρονη
εφαρμογή κατάλληλων μοντέλων, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσον η ελλειμματική άρδευση μπορεί να
συνεισφέρει στη μόνιμη μείωση της χρήσης αρδευτικού νερού.

76 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


4.7 Σύγκριση μεθόδων
Στον παρακάτω πίνακα συνοψίζονται τα χαρακτηριστικά των διαφόρων μεθόδων άρδευσης.

Πίνακας 4.1 Συγκριτική αξιολόγηση μεθόδων άρδευσης.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΕΘΟΔΩΝ ΑΡΔΕΥΣΗΣ


Βασικά χαρακτηριστικά Επιφανειακές μέθοδοι Άρδευση με καταιονισμό Στάγδην άρδευση
Οριζόντια ή περίπου
Έδαφος Σχεδόν όλα τα εδάφη Όλα τα εδάφη
οριζόντια εδάφη
Παροχή Μεγάλη Μικρή Μικρή
Οικονομία νερού Μικρή Μέση Μεγάλη
Αποδοτικότητα 50-60% 70-80% 90%
Οικονομία καλλιεργήσιμης
Όχι Ναι Ναι
γης
Δαπάνες λειτουργίας Μικρές Μεγάλες Μεγάλες
Δαπάνες συντήρησης Μεγάλες Μικρές Μεγάλες
Κυκλοφορία μηχανημάτων Δύσκολη Εύκολη Δύσκολη
Ανάγκη εξειδικευμένου
Όχι Ναι Ναι
προσωπικού

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 77


Βιβλιογραφία

Αργυροκαστρίτης, Ι., (2017). Ελλειμματική άρδευση. - Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ειδικό τεύχος,
Τράπεζα Πειραιώς.
Bishop, A.A., Jensen, M.E., & Hall, W.A. (1967). Surface Irrigation Systems. In Irrigation of Agricultural
Lands. (R.M. Hagan, H.R. Haise & T.W. Edminster, Eds.). https://doi.org/10.2134/agronmonogr11.c48
Burt, C. M., & Styles, S. W. (2016). Drip and Micro Irrigation Design and Management for Trees, Vines, and
Field Crops (5th ed.). Published by the Irrigation Training and Research Center (ITRC), Cal Poly, San
Luis Obispo, CA 93407–0721. www.itrc.org.
Geerts, S., Raes, D., Garcia, M., Condori, O., Mamani, J., Miranda, R., Cusicanqui, J., Taboada, C., & Vacher,
J. (2008). Could deficit irrigation be a sustainable practice for quinoa (Chenopodium quinoa Willd). in
the Southern Bolivian Altiplano? Agricultural Water Management, 95(2), 909-917.
Θεοχάρης, Μ. (2015). Αρδεύσεις, Θεωρία. ΤΕΙ Ηπείρου. Διαθέσιμο από
http://eclass.teiep.gr/courses/TEXG108/
Iatrou, M., Karydas, C., Iatrou, G., Zartaloudis, Z., Kravvas, K., & Mourelatos, S. (2018). Optimization of
fertilization recommendation in Greek rice fields using precision agriculture. Agricultural Economics
Review, 19, 64–75, The demand for crop insurance: (auth.gr)
Kirda, C. (2002). Deficit irrigation scheduling based on plant growth stages showing water stress tolerance. In
Food and Agricultural Organization of the United Nations (FAO) (ed.), Deficit irrigation practices.
Rome, Italy, p. 3-10.
Λατινόπουλος, Π., & Κρεστενίτης, Γ. (1998). Εγγειοβελτιωτικά έργα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.
Λιανός, Θ., Δαμιανός, Δ., Μέργος, Γ., Ντεμούσης, Μ., & Κατρανίδης, Σ. (1998). Αγροτική Οικονομική.
Εκδόσεις Μπένου.
Λιάπης, Α. (2008). Ορθολογική διαχείριση του αρδευτικού νερού και κοστολόγηση του με χρήση μαθηματικού
προγραμματισμού (Μεταπτυχιακή διατριβή). Γεωπονική Σχολή, ΑΠΘ. Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών
Σπουδών Ειδίκευση Γεωργικής Μηχανικής Και Υδατικών Πόρων.
Μυλόπουλος, Γ., & Κολοκυθά, Ε. (2006 – 2007). Σημειώσεις «Σχεδιασμός Αρδευτικών Έργων». Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Παπαζαφειρίου, Ζ. (1999). Οι ανάγκες των καλλιεργειών σε νερό. Εκδόσεις Ζήτη.
Παπαμιχαήλ, Δ., & Μπαμπατζιμόπουλος, Χ. (2014). Εφαρμοσμένη γεωργική υδραυλική. Εκδόσεις Ζήτη.
Παπαμιχαήλ, Δ. (1987). Ανάγκες καλλιεργειών σε νερό. Εκδόσεις Ζήτη.
Τσακίρης, Γ. (2006). Υδραυλικά Έργα Τόμος ΙΙ: Εγγειοβελτιωτικά Έργα. Εκδόσεις Συμμετρία.
Φουντάς, Σ., & Γέμτος, Θ. (2015). Γεωργία ακριβείας [Προπτυχιακό εγχειρίδιο]. Κάλλιπος, Ανοικτές
Ακαδημαϊκές Εκδόσεις. http://hdl.handle.net/11419/2670
Whelan, B. M., & McBratney, A. B. (2000). The “Null Hypothesis” of Precision Agriculture. Precision
Agriculture, 2, 265-279.
Οικοανάπτυξη (2022). https://ecodev.gr/georgia-akriveias-2/
Zhang, H. (2003). Improving water productivity through deficit irrigation: examples from Syria, the North
China Plain and Oregon, USA. In J.W. Kijne, R. Barker & D. Molden, D. (Eds.), Water productivity in
agriculture: limits and opportunities for improvement. International Water Management Institute,
Colombo, Sri Lanka, p. 301-309.

78 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Κεφάλαιο 5 Χάραξη αρδευτικού δικτύου

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφονται τα βασικά μέρη των συλλογικών δικτύων άρδευσης, και συγκεκριμένα τα Έργα
Κεφαλής, το Δίκτυο Μεταφοράς του Νερού και τα Έργα Εφαρμογής του Νερού στο Έδαφος, καθώς και τα βασικά
στοιχεία και οι αρχές της χάραξης των αρδευτικών δικτύων και εξηγείται πώς επιτυγχάνεται η εξασφάλιση των
πιέσεων.

Προαπαιτούμενη γνώση
Στο κεφάλαιο αυτό ο αναγνώστης πρέπει να έχει βασικές γνώσεις υδραυλικής κλειστών αγωγών.

5.1 Εισαγωγή
Ο αντικειμενικός σκοπός της χάραξης ενός αρδευτικού δικτύου είναι η κατά το δυνατόν συντομότερη και
συνεπώς και οικονομικότερη μεταφορά και διοχέτευση του νερού από τη θέση όπου βρίσκονται οι υδατικοί
πόροι, στις υδροληψίες των αρδευτικών μονάδων και μέσω αυτών στις διατάξεις που τελικά θα διαθέσουν το
νερό στο έδαφος, στην περιοχή που πρόκειται να αρδευτεί.
Ένα αρδευτικό δίκτυο αποτελείται από τρία βασικά και ευδιάκριτα μέρη:

 τα Έργα Κεφαλής,
 το Δίκτυο Μεταφοράς του νερού στην προς άρδευση περιοχή και
 τα Έργα Εφαρμογής του νερού στο έδαφος.

5.2 Έργα Κεφαλής


Η Κεφαλή, η αρχή δηλαδή ή αλλιώς το άνω μέρος ενός δικτύου άρδευσης, επιλέγεται να τοποθετηθεί σε τέτοια
θέση, ώστε να εξασφαλίζονται δύο απαραίτητες προϋποθέσεις για τη λειτουργία του.
Η πρώτη είναι η εξασφάλιση της απαιτούμενης παροχής του νερού, ώστε η άρδευση να λειτουργεί
αποτελεσματικά. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρεθούν υδατικοί πόροι, η παροχή των οποίων να καλύπτει τις
ανάγκες άρδευσης του δικτύου.
Η δεύτερη είναι η εξασφάλιση της πίεσης, ώστε να εξισορροπηθούν οι υδραυλικές απώλειες κατά τη
μεταφορά και κατά την εφαρμογή του νερού στο έδαφος.
Η πρώτη επιλογή για ένα δίκτυο άρδευσης, για προφανείς λόγους εξοικονόμησης ηλεκτρικής ενέργειας,
είναι να λειτουργεί με βαρύτητα, χωρίς δηλαδή αντλιοστάσιο. Το υψόμετρο σε αυτή την περίπτωση στο οποίο
θα επιλεγεί να τοποθετηθεί η Κεφαλή του δικτύου πρέπει να είναι επαρκές, ώστε να εξασφαλίζεται η
απαιτούμενη πίεση λειτουργίας στη δυσμενέστερη πιεζομετρικά θέση του δικτύου.
Αν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε και πάλι για λόγους εξοικονόμησης ενέργειας, η Κεφαλή τοποθετείται
στο υψηλότερο δυνατό σημείο της περιοχής, ώστε η πίεση του αντλιοστασίου που θα χρειαστεί για ενίσχυση
να είναι η μικρότερη δυνατή. Αν ούτε αυτό είναι εφικτό, επειδή για παράδειγμα οι υδατικοί πόροι δεν
βρίσκονται σε αρκετά μεγάλο υψόμετρο, τότε ολόκληρο το φορτίο πίεσης που θα χρειαστεί για να
εξασφαλιστούν τα πιεζομετρικά φορτία στα δυσμενέστερα σημεία του δικτύου, επιτυγχάνεται με αντλιοστάσιο.
Δεν είναι η καλύτερη, είναι όμως μια αναγκαία λύση.
Στα Έργα Κεφαλής ενός δικτύου άρδευσης συμπεριλαμβάνονται:

Τα έργα υδροσυλλογής. Πρόκειται για τα έργα που εκτελούνται για την ασφαλή συλλογή του νερού
από τις πηγές του.
 Αν οι υδατικοί πόροι είναι επιφανειακοί, αν είναι δηλαδή επιφανειακές πηγές νερού, τότε τα
έργα συλλογής είναι έργα υδρομάστευσης των πηγών.
 Αν οι υδατικοί πόροι είναι ποτάμι, χείμαρρος ή και λίμνη, τότε τα έργα υδροσυλλογής
μπορεί να είναι και πάλι έργα υδρομάστευσης, μπορεί όμως να είναι και κάποιο φράγμα,

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 79


κατασκευασμένο σε κατάλληλη θέση στο υδατόρευμα, ώστε να συγκεντρώνει το νερό του
ποταμού κατά τους υγρούς μήνες και να το αποθηκεύει, προκειμένου να το αποδώσει σε
χρήση το καλοκαίρι που οι παροχές του υδατορεύματος θα είναι μικρότερες ή και
μηδενικές.
 Αν οι υδατικοί πόροι είναι το νερό της βροχής και των κατακρημνισμάτων, τότε στην Κεφαλή
του δικτύου κατασκευάζεται λιμνοδεξαμενή, που συγκεντρώνει το νερό της βροχής, του
χιονιού κ.λπ. κατά τους υγρούς μήνες, προκειμένου να το αποδώσει σε αρδευτική χρήση κατά
τους ξηρούς μήνες του καλοκαιριού.
 Αν οι υδατικοί πόροι είναι υπόγεια νερά, τότε διανοίγονται και λειτουργούν πηγάδια ή και
γεωτρήσεις, αν πρόκειται για βαθύτερα στρώματα, από όπου αντλείται το υπόγειο νερό.
 Αν τέλος οι υδατικοί πόροι, προκειμένου να συγκεντρωθεί η απαιτούμενη παροχή, είναι
συνδυασμός των παραπάνω, τότε τα έργα υδροσυλλογής είναι αντίστοιχα συνδυασμός των
έργων που προαναφέρθηκαν.

Τα έργα αποθήκευσης του νερού. Πρόκειται είτε για ταμιευτήρες αποθήκευσης του νερού, είτε και
για δεξαμενές 24ωρης εξισορρόπησης, που συλλέγουν το νερό από τους υδατικούς πόρους τη νύχτα,
που δεν λειτουργεί το δίκτυο άρδευσης και ενισχύουν με αυτό την παροχή των υδατικών πόρων κατά τη
διάρκεια της ημερήσιας λειτουργίας του δικτύου.

Το αντλιοστάσιο. Όταν το δίκτυο λειτουργεί με κατάθλιψη, ευρισκόμενο είτε χαμηλότερα από την
προς άρδευση περιοχή, είτε στο ίδιο υψόμετρο, είτε όμως και υψηλότερα, αλλά παρόλα αυτά όχι τόσο,
ώστε να μην χρειάζεται ενίσχυση της πίεσης για να εξισορροπηθούν οι γραμμικές απώλειες του δικτύου
μεταφοράς του νερού, όπως και οι απώλειες στην υδροληψία, αλλά και εντός της αρδευτικής μονάδας
για την εκτόξευση του νερού και για την εφαρμογή του στο έδαφος, τότε στην Κεφαλή του Δικτύου
άρδευσης εγκαθίσταται Αντλιοστάσιο. Η πίεση λειτουργίας του υπολογίζεται από τις ελάχιστες ανάγκες
που έχει το δίκτυο για να λειτουργεί στη δυσμενέστερη πιεζομετρικά θέση του (κρίσιμη διαδρομή),
προκειμένου να λειτουργήσει αποτελεσματικά, εξασφαλίζοντας τις πιέσεις κατά τη μεταφορά και κατά
την εφαρμογή του νερού στο έδαφος.
 Αν το δίκτυο βρίσκεται σε αρκετό υψόμετρο ώστε να μην χρειάζεται αντλία για την
εξασφάλιση των πιέσεων, τότε δεν υπάρχει αντλιοστάσιο και το δίκτυο λειτουργεί με
βαρύτητα. Πρόκειται για την οικονομικότερη, από την άποψη του κόστους λειτουργίας του
δικτύου, επιλογή.
 Στο ενδεχόμενο που τα απαιτούμενα υψόμετρα για τη λειτουργία του δικτύου με βαρύτητα
βρίσκονται αρκετά μακριά, οπότε το κόστος λειτουργίας μπορεί να μειώνεται, αυξάνει όμως
σημαντικά το κόστος κατασκευής του δικτύου λόγω μεγάλου μήκους αγωγών, τότε χρειάζεται
ειδική οικονομοτεχνική μελέτη για την εύρεση της βέλτιστης λύσης.

5.3 Το Δίκτυο Μεταφοράς του νερού στην προς άρδευση περιοχή


Πρόκειται για ένα ακτινωτό δίκτυο κλειστών αγωγών, (ακτινωτό σε αντιδιαστολή με τα συνήθως κλειστά
δίκτυα ύδρευσης εντός οικισμών), το οποίο μεταφέρει το νερό από την Κεφαλή του δικτύου, στην προς άρδευση
περιοχή.
Απαρτίζεται από τρία είδη κλειστών αγωγών, ανάλογα με τη θέση που βρίσκονται:

 Τον πρωτεύοντα αγωγό. Πρόκειται για τον κλειστό αγωγό που ξεκινά από την Κεφαλή του
δικτύου και μεταφέρει μόνος του το νερό μέχρι το σημείο όπου θα χρειαστεί ο αγωγός να
διακλαδωθεί. Προφανώς η παροχή του πρωτεύοντος αγωγού είναι ίση με την παροχή
σχεδιασμού του δικτύου.
 Τους δευτερεύοντες αγωγούς. Ο πρωτεύων αγωγός διακλαδίζεται σε δευτερεύοντες αγωγούς,
δύο ή και περισσότερους, ανάλογα με τη χάραξη, το σχήμα και τις τοπικές ανάγκες του δικτύου.
 Τους τριτεύοντες αγωγούς. Οι δευτερεύοντες αγωγοί διακλαδίζονται και καταλήγουν σε
τριτεύοντες, οι οποίοι είναι αυτοί που οδηγούν το νερό στις υδροληψίες των αρδευτικών
μονάδων.

80 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


5.4 Τα Έργα Εφαρμογής του νερού στο έδαφος

5.4.1 Η Αρδευτική Μονάδα


Της μελέτης ενός αρδευτικού δικτύου προηγείται πάντοτε αναδασμός. Πρόκειται για μια σύνθετη διαδικασία
ανταλλαγής και τακτοποίησης των ιδιοκτησιών, κατά τρόπο ώστε να συγκεντρώνονται όσο γίνεται περισσότερο
σε μια ή σε κάποιες Αρδευτικές Μονάδες και να αποφεύγεται ο κατατεμαχισμός του αγροτικού κλήρου.
Το προς άρδευση αγρόκτημα χωρίζεται σε ισοεμβαδικές, κατά το δυνατόν, Αρδευτικές Μονάδες, (ΑΜ),
στις οποίες συγκεντρώνονται οι ιδιοκτησίες με ομοειδείς, ως προς τις ανάγκες σε νερό, καλλιέργειες. Έτσι κάθε
αγρότης δεν θα έχει κατεσπαρμένες, κατά το δυνατόν, τις ιδιοκτησίες του σε διάφορα σημεία του
αγροκτήματος, αλλά θα είναι συγκεντρωμένες σε μια ή σε κάποιες Αρδευτικές Μονάδες.
Οι Αρδευτικές Μονάδες είναι τα κύτταρα της άρδευσης ενός αγροκτήματος. Κάθε Αρδευτική Μονάδα
έχει μία και μόνο μια υδροληψία, η οποία μεταφέρει το νερό από την κεφαλή του δικτύου στις καλλιέργειες.
Οι τριτεύοντες αγωγοί συνεπώς του δικτύου άρδευσης καταλήγουν στις υδροληψίες που είναι
εγκατεστημένες μια σε κάθε Αρδευτική Μονάδα. Οι Αρδευτικές Μονάδες είναι σε κάθε αγρόκτημα τόσες, όσες
και οι υδροληψίες.

Εικόνα 5.1 Άρδευση με καταιονισμό (https://en.wikipedia.org/wiki/File:10_Sprinklers_in_vineyard_-_Trentino-


Alto_Adige,_Italy.jpg).

5.4.2 Οι υδροληψίες
Οι υδροληψίες είναι οι συσκευές στις οποίες καταλήγουν οι τριτεύοντες αγωγοί, συνδέοντας έτσι τους
υδατικούς πόρους που βρίσκονται στην Κεφαλή του δικτύου, με τις Αρδευτικές Μονάδες. Οι υδροληψίες
λοιπόν είναι οι συσκευές μέσω των οποίων μεταφέρεται το νερό στο τελευταίο τμήμα του δικτύου άρδευσης,
προκειμένου να επιτευχθεί η εφαρμογή του νερού στο έδαφος.
Η Κεφαλή, το Δίκτυο Μεταφοράς και οι υδροληψίες είναι τα βασικά σταθερά μέρη ενός υδραυλικού
δικτύου άρδευσης.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 81


Οι υδροληψίες, για λόγους οικονομικού σχεδιασμού και ελαχιστοποίησης των υδραυλικών απωλειών,
τοποθετούνται συνήθως στο μέσον της μεγάλης πλευράς των Αρδευτικών Μονάδων.
Οι συνήθεις παροχές εμπορίου των υδροληψιών στη χώρα μας είναι 6, 9 ή και 12 l/s.
Συνήθως στα αρδευτικά δίκτυα τοποθετούνται υδροληψίες με ένα στόμιο ή και δίδυμες για να
εξυπηρετούν δύο γειτονικές Αρδευτικές Μονάδες που χωρίζονται από τριτεύοντα αγωγό.
Οι υδροληψίες διαθέτουν περιοριστή παροχής, ώστε να μην επιτρέπεται η διέλευση παροχής
μεγαλύτερης από την προκαθορισμένη, ακόμη και αν το στόμιο είναι ανοικτό για μεγαλύτερες παροχές και έτσι
να αποφεύγονται οι σπατάλες.
Επίσης κάθε υδροληψία διαθέτει ρυθμιστή πίεσης για την καλή λειτουργία των εκτοξευτών, καθώς και
υδρόμετρο και σύστημα προστασίας από τον παγετό.

5.4.3 Το κινητό υλικό


Το αρδευτικό υλικό μέσα στην Αρδευτική Μονάδα, το οποίο μεταφέρει το νερό από την υδροληψία στους
καταιονιστήρες προκειμένου να επιτευχθεί η εφαρμογή του νερού στο έδαφος, είναι κινητό υλικό, συνήθως
πλαστικό, που το προμηθεύονται από μόνοι τους οι αγρότες που μοιράζονται μια αρδευτική μονάδα.

Εικόνα 5.2 Πτέρυγα με εκτοξευτή (https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Irrigation_sprinklers_uninstalled.jpg).

Αποτελείται από τον κορμό, που τρέχει στο μήκος της μεγάλης πλευράς και τις πτέρυγες, που τρέχουν εγκάρσια
προς τον κορμό.
Κατά μήκος της πτέρυγας είναι διατεταγμένοι οι καταιονιστήρες, οι εκτοξευτές δηλαδή που υλοποιούν
την άρδευση και εφαρμόζουν το νερό στο έδαφος.

82 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Εικόνα 5.3 Κινητό υλικό άρδευσης με εκτοξευτές σε καλλιέργεια βαμβακιού
(https://commons.wikimedia.org/wiki/File:PivotIrrigationOnCotton.jpg).

5.5 Εξασφάλιση πιέσεων στην Αρδευτική Μονάδα


Κάθε υδροληψία για να λειτουργήσει, για να στείλει δηλαδή το νερό στο κινητό υλικό και από εκεί στους
εκτοξευτές, χρειάζεται να διαθέτει μια απαραίτητη λειτουργική πίεση, η οποία προκύπτει ως άθροισμα των
εξής επιμέρους φορτίων:

1. Απαραίτητη λειτουργική πίεση των εκτοξευτήρων, περίπου 15 – 35 μέτρα, ανάλογα με το είδος


του εκτοξευτή. Αν πρόκειται για καταιονισμό η πίεση είναι μεγαλύτερη, ενώ αν πρόκειται για
μικροάρδευση ή και σταγόνες, η πίεση είναι αρκετά μικρότερη.
2. Γραμμικές και τοπικές απώλειες κατά τη διαδρομή του νερού κατά μήκος του κινητού υλικού,
στον κορμό δηλαδή και στην πτέρυγα, (περίπου 6 – 10m).
3. Τοπικές απώλειες μέσα στην υδροληψία εξαιτίας του περιοριστή παροχής.
4. Σε περιπτώσεις μη οριζόντιων Αρδευτικών Μονάδων, χρειάζεται πιεζομετρικό φορτίο για να
καλυφθούν οι υψομετρικές διαφορές μεταξύ της υδροληψίας και του ακραίου και σε
δυσμενέστερη υψομετρικά θέση ευρισκόμενου εκτοξευτή.

Συνήθως, το απαιτούμενο πιεζομετρικό φορτίο μιας τυπικής υδροληψίας δικτύου άρδευσης με τεχνητή
βροχή είναι 40 – 50 μέτρα, ενώ για δίκτυα που λειτουργούν με τις μεθόδους της μικροάρδευσης και των
σταγόνων, είναι μικρότερο.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 83


5.6 Αρχές χάραξης αρδευτικού δικτύου
Οι αρχές που ακολουθούνται στη χάραξη για τη βελτιστοποίηση ενός αρδευτικού δικτύου είναι οι εξής:

1. Η ελαχιστοποίηση του μήκους των αγωγών, ώστε να ακολουθείται η οικονομικότερη


επιλογή από πλευράς συνολικού μήκους για το δίκτυο.
2. Η διέλευση των αγωγών από τα όρια των αρδευτικών μονάδων. Οι αγωγοί δεν κόβουν
δηλαδή αρδευτικές μονάδες στη μέση, ούτε περνούν διαμέσου των αρδευτικών μονάδων.
3. Η διέλευση των αγωγών, για πρακτικούς λόγους, από το υπάρχον οδικό δίκτυο.
4. Η χάραξη γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε κατά το δυνατόν να αποφεύγονται τα πολλά
τεχνικά έργα, όπως γέφυρες, διελεύσεις τάφρων κ.λπ.
5. Το δίκτυο των αγωγών έχει ακτινωτή μορφή.
6. Η χάραξη γίνεται κατά τρόπο ώστε οι παροχές σχεδιασμού να είναι οι οικονομικότερες
και άρα οι μικρότερες δυνατές.

5.7 Παράδειγμα
Το αγρόκτημα του χάρτη διαστάσεων 900 στρεμμάτων πρόκειται να αρδευτεί με τεχνητή βροχή με τη μέθοδο
της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού. Η θεωρητική ειδική παροχή άρδευσης υπολογίστηκε ίση με 0.15 l/s/στρ.
Το δίκτυο λειτουργεί 18 ώρες την ημέρα, το εύρος άρδευσης είναι 16 ημέρες, η έκταση της τυπικής αρδευτικής
μονάδας είναι 30 στρέμματα, η παροχή των υδροληψιών που πρόκειται να εγκατασταθούν θα είναι 12 l/s, η
ταχύτητα ροής στους αγωγούς του δικτύου θα πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 0.5 και 1.5 m/s και το απαραίτητο
φορτίο πίεσης για τη λειτουργία των υδροληψιών είναι συνολικά 50m.

Εικόνα 5.4 Ο χάρτης της περιοχής μελέτης.

84 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Ζητούνται:

1. Να σχεδιαστεί το αρδευτικό δίκτυο, να υπολογιστούν το πρόγραμμα της εκ περιτροπής


ζήτησης του νερού και οι παροχές των αγωγών και να περιγραφεί το ωρολόγιο πρόγραμμα
λειτουργίας των υδροληψιών.
2. Να υπολογιστεί η ελάχιστη παροχή των υδατικών πόρων. Να γίνει οικονομική επιλογή των
διαμέτρων κατά τρόπο που να εξασφαλίζει το ελάχιστο κόστος κατασκευής του δικτύου.

ΛΥΣΗ

Υπολογισμός του προγράμματος ποτίσματος


900
𝐸 = 𝜈∙ 𝛢 → 𝜈 = = 30 𝛢𝛭
30
Κάθε αρδευτική μονάδα συνήθως περιλαμβάνει περισσότερες από μία ιδιοκτησίες (αγροτεμάχια), που
όμως αρδεύονται από μία υδροληψία. Οι 30 ΑΜ φαίνονται στην Εικόνα 5.5.

Εικόνα 5.5 Οι αρδευτικές μονάδες.

24 24
𝑞 = 𝑞0 ∙ → 𝑞 = 0.15 ∙ = 0.2 𝑙𝑡/𝑠𝑒𝑐/𝜎𝜏𝜌
18 18

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 85


𝑞𝑣 𝑞𝑣 12
𝛢 = →𝑛= = =2
𝑛∙𝑞 𝐴 ∙ 𝑞 30 ∙ 0.2

Άρα το πρόγραμμα άρδευσης είναι 1:2. Οπότε, θα υπάρχουν ν* = ν/n = 30/2= 15 ομάδες των 2
υδροληψιών.

Η παροχή σχεδιασμού θα είναι 𝑄𝜎𝜒 = 𝜈 ∗ ∙ 𝑞𝜈 = 15 ∙ 12 = 180 𝑙/𝑠𝑒𝑐.

Οι δεκαπέντε ομάδες των δύο υδροληψιών φαίνονται στην Eικόνα 5.6.

Εικόνα 5.6 Χωρισμός των αρδευτικών ομάδων σε ομάδες.

Τα εμβαδά των αρδευτικών μονάδων (σε στρέμματα) είναι:

1.1→31.53 6.1→32.90 11.1→35.15


1.2→27.61 6.2→32.81 11.2→25.18
2.1→29.45 7.1→28.27 12.1→24.40
2.2→28.70 7.2→28.21 12.2→37.50
3.1→34.21 8.1→27.37 13.1→24.75
3.2→37.67 8.2→28.50 13.2→31.50
4.1→26.97 9.1→29.32 14.1→31.50
4.2→28.42 9.2→31.68 14.2→29.56
5.1→34.75 10.1→28.28 15.1→26.25
5.2→36.02 10.2→21.37 15.2→33.75

Συνολικό άθροισμα: 903.67 στρέμματα (απόκλιση <10% από το 900 της εκφώνησης)

86 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Περιγραφή του προγράμματος ποτίσματος

Το πρόγραμμα είναι ελαστικό, καθώς ισχύουν τα εξής:


 μη ισοεμβαδικές αρδευτικές μονάδες (απόκλιση > 10%),
 E/A=ν, όχι ακέραιος,
 ν όχι πολλαπλάσιο του n,
 χωρισμός αρδευτικών μονάδων σε ομάδες ν/n,

οπότε και οι χρόνοι ποτίσματος θα είναι ανάλογοι των εμβαδών και υπολογίζονται σύμφωνα με τη σχέση:
𝐸𝐴𝑀 ∙ 𝑚 ∙ 18
𝑡=
𝐸𝜊𝜇ά𝛿𝛼𝜍

Χρόνος ποτίσματος που αντιστοιχεί σε κάθε αρδευτική μονάδα (σε ώρες):

1.1→153.6 6.1→144.2 11.1→167.8


1.2→134.4 6.2→143.8 11.2→120.2
2.1→145.9 7.1→144.2 12.1→113.5
2.2→142.1 7.2→143.8 12.2→174.5
3.1→137.1 8.1→141.1 13.1→126.7
3.2→150.9 8.2→146.9 13.2→161.3
4.1→140.2 9.1→138.4 14.1→148.6
4.2→147.8 9.2→149.6 14.2→139.5
5.1→141.4 10.1→164.0 15.1→126.0
5.2→146.6 10.2→124.0 15.2→162.0
Συνολικός χρόνος ποτίσματος κάθε ομάδας: 288 ώρες.

Ακολουθεί η χάραξη του δικτύου που φαίνεται στην Eικόνα 5.7.

Εικόνα 5.7 Χάραξη δικτύου.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 87


Εικόνα 5.8 Παροχές αγωγών του δικτύου.

Αναλυτικά οι παροχές των αγωγών του δικτύου φαίνονται στον πίνακα που ακολουθεί:

ΑΓΩΓΟΙ ΠΑΡΟΧΕΣ
Γ – 11.1, Γ-11.2, Δ – 9.1, Η – 7.1,
q – 12 l/s
Κ – 6.1, Ο – 4.1 Ν – 2.1
Γ- Δ, Ζ – Η, Ι – Κ, Μ – Ο, Θ – Ν 2q – 24 l/s
Β – Γ, Ε – Ζ, Λ – Μ, 3q – 36 l/s
A – B, Ι – Λ 4q – 48 l/s
Θ–Ι 6q – 72 l/s
Ε–Θ 8q – 96 l/s
Α–Ε 11q – 132 l/s
Π–Α 15q – 180 l/s

88 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Βιβλιογραφία

Λατινόπουλος, Π., & Κρεστενίτης, Γ. (1998). Εγγειοβελτιωτικά έργα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο


Θεσσαλονίκης.
Μυλόπουλος, Γ., & Κολοκυθά, Ε. (2006 – 2007). Σημειώσεις «Σχεδιασμός Αρδευτικών Έργων». Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Παπαμιχαήλ, Δ., & Μπαμπατζιμόπουλος, Χ. (2014). Εφαρμοσμένη γεωργική υδραυλική. Εκδόσεις Ζήτη.
Τσακίρης, Γ. (2006). Υδραυλικά Έργα Τόμος ΙΙ: Εγγειοβελτιωτικά Έργα. Εκδόσεις Συμμετρία.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 89


Κεφάλαιο 6 Μέθοδοι διανομής νερού

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο παρουσιάζονται, περιγράφονται και δίνονται στοιχεία υπολογισμού των μεθόδων διανομής νερού
στα αρδευτικά δίκτυα. Η ασύμφορη μέθοδος της συνεχούς ροής απλώς αναφέρεται, ενώ η εκ περιτροπής μέθοδος
διανομής του νερού, με τις δύο εκδοχές της, του αυστηρού και του ελαστικού ωρολογίου προγράμματος, καθώς
και η μέθοδος της ελεύθερης ζήτησης ή αλλιώς η μέθοδος του Clement, που είναι αυτές που σήμερα τυγχάνουν
ευρέως πεδίου εφαρμογής, περιγράφονται αναλυτικά. Προς εμπέδωση της εφαρμογής των μεθόδων στον
σχεδιασμό των αρδευτικών δικτύων, επιλύονται ενδεικτικές ασκήσεις.

Προαπαιτούμενη γνώση
Για το κεφάλαιο αυτό ο αναγνώστης πρέπει να έχει γνώσεις υδραυλικής.

6.1 Εισαγωγή
Τα αρδευτικά δίκτυα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο διανομής του
νερού.
Οι τρεις μέθοδοι διανομής του νερού είναι οι εξής:

1. η μέθοδος της συνεχούς ροής,


2. η μέθοδος της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού ή αλλιώς η μέθοδος του ωρολογίου
προγράμματος,
3. η μέθοδος της ελεύθερης ζήτησης ή αλλιώς η μέθοδος Clement.

6.2 Η μέθοδος της συνεχούς ροής


Πρόκειται για την πιο αντιοικονομική και για αυτό ασύμφορη μέθοδο διανομής του νερού, η οποία δεν
εφαρμόζεται πια στα σύγχρονα δίκτυα άρδευσης.
Σύμφωνα με τη μέθοδο της συνεχούς ροής, οι αγωγοί του δικτύου είναι σχεδιασμένοι για να μεταφέρουν
παροχές που να μπορούν να ικανοποιήσουν την απαίτηση λειτουργίας ταυτοχρόνως όλων των υδροληψιών.
Κάτι που αποτελεί άσκοπη σπατάλη, μια και ποτέ δεν πρόκειται να συμβεί όλες οι υδροληψίες, την ίδια
χρονική στιγμή, να λειτουργούν για το μέγιστο της ζήτησης του νερού.

6.3 Η μέθοδος της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού (ωρολογίου προγράμματος)

6.3.1 Τι είναι
Η μέθοδος της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού ή αλλιώς η μέθοδος του ωρολογίου προγράμματος, στηρίζεται
στη ρεαλιστική αντίληψη ότι όλες οι υδροληψίες δεν συμβαίνει να λειτουργούν ποτέ ταυτόχρονα.
Αυτό συμβαίνει γιατί οι παροχές των υδροληψιών που κυκλοφορούν στο εμπόριο και οι οποίες είναι είτε
6 l/s, είτε 9 l/s είτε και 12 l/s είναι αρκετά μεγάλες, ώστε με αυτές να μπορούν να ικανοποιηθούν οι ανάγκες
της άρδευσης μιας αρδευτικής μονάδας σε πολύ πιο σύντομο χρόνο από το συνολικό. Αυτή η δυνατότητα
επιτρέπει στις υδροληψίες, αφού μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες σε νερό της αρδευτικής μονάδας σε
μικρότερο από τον συνολικό χρόνο, να μπορούν να λειτουργούν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και να
μην χρειάζεται να λειτουργούν ποτέ συγχρόνως.
Αυτό που συμβαίνει συνεπώς με τη μέθοδο της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού είναι ότι ορίζεται εκ
των προτέρων ένα συγκεκριμένο ωρολόγιο πρόγραμμα που περιγράφει λεπτομερώς την εκ περιτροπής
λειτουργία των υδροληψιών. Πότε δηλαδή ανοίγει για να αρδεύσει και πότε κλείνει για να σταματήσει καθεμία
από τις υδροληψίες του δικτύου.
Η ύπαρξη του προγράμματος είναι υποχρεωτική και δεσμευτική εξαρχής για τους καλλιεργητές, μια και
οι υδρονόμοι ανοίγουν και κλείνουν τις δικλείδες των υδροληψιών σύμφωνα με τα οριζόμενα στο πρόγραμμα.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 91


Έτσι, αν κάποιος καλλιεργητής δεν ποτίσει τις ημέρες και ώρες που προβλέπεται, δεν θα βρει νερό στην
υδροληψία του για να ποτίσει σε άλλες χρονικές στιγμές που εκείνος επιλέξει, εκτός του προκαθορισμένου
ωρολογίου προγράμματος.
Σύμφωνα με τη μέθοδο λοιπόν της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού, καθεμία αρδευτική μονάδα
ποτίζεται αποκλειστικά για το διάστημα που προβλέπεται από το συγκεκριμένο ωρολόγιο πρόγραμμα.

6.3.2 Πώς λειτουργεί η μέθοδος


Ως εύρος της άρδευσης, m, ορίζεται το μέγιστο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο η άρδευση πρέπει να
επαναληφθεί. Το εύρος της άρδευσης εξαρτάται από το είδος της καλλιέργειας και συγκεκριμένα από τη
συχνότητα του ποτίσματος που κάθε καλλιέργεια χρειάζεται, καθώς και από τις κλιματικές συνθήκες, πόσο
δηλαδή συχνές είναι οι βροχοπτώσεις στη συγκεκριμένη αγροτική περιοχή και πόση είναι η υγρασία σε αυτή.
Ως n ορίζεται το πρόγραμμα του ποτίσματος και είναι ένας αριθμός που αντιστοιχεί στην εκ
περιτροπής λειτουργία των υδροληψιών. Όταν το πρόγραμμα n είναι 4, για παράδειγμα, σημαίνει ότι σε κάθε
ομάδα 4 υδροληψιών λειτουργεί κάθε φορά η μία, όταν το πρόγραμμα είναι 6, σημαίνει ότι σε κάθε ομάδα των
6 υδροληψιών, λειτουργεί κάθε φορά η μία, ενώ όταν το πρόγραμμα είναι 2, τότε σε κάθε ομάδα των 2
υδροληψιών, λειτουργεί κάθε φορά η μία.
Στη θεωρητική εκείνη περίπτωση που το πρόγραμμα ήταν 1, προφανώς το δίκτυο θα λειτουργούσε
εντελώς αντιοικονομικά, μια και όλες οι υδροληψίες θα ήταν ανοικτές και θα λειτουργούσαν διαρκώς, για όλο
το διάστημα του εύρους άρδευσης, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν για την ασύμφορη μέθοδο της συνεχούς
ροής. Για αυτό το πρόγραμμα λειτουργίας είναι αριθμός πάντοτε μεγαλύτερος ή ίσος του 2.
Το εύρος άρδευσης m λοιπόν σε ένα δίκτυο που λειτουργεί με τη μέθοδο της εκ περιτροπής ζήτησης του
νερού, χωρίζεται σε n ίσα διαστήματα, διάρκειας m/n το καθένα. Σε κάθε τέτοιο διάστημα λειτουργεί αυστηρά
μόνο μια από τις n υδροληψίες κάθε φορά.
Όταν ο χρόνος αυτού του διαστήματος τελειώσει, η υδροληψία που λειτουργούσε σταματά και αρχίζει
να λειτουργεί η επόμενη στη σειρά των n υδροληψιών που λειτουργούν εκ περιτροπής. Όταν λειτουργήσει και
η τελευταία από τις n υδροληψίες της ομάδας, τότε έχει ολοκληρωθεί και το εύρος της άρδευσης. Οπότε η
λειτουργία επαναλαμβάνεται και πάλι για ένα νέο διάστημα ίσο με το εύρος της άρδευσης, μέσα στο οποίο και
πάλι θα λειτουργήσουν εκ περιτροπής οι n υδροληψίες της ομάδας για διάστημα ίσο και πάλι με m/n ημέρες η
καθεμία. Με τον τρόπο αυτόν οι n υδροληψίες κάθε ομάδας λειτουργούν εκ περιτροπής μέσα στο εύρος
άρδευσης, με τις δύο διαδοχικές λειτουργίες να απέχουν μεταξύ τους διάστημα m ίσο με το εύρος άρδευσης.

6.3.3 Αξιολόγηση της μεθόδου


Όπως γίνεται αντιληπτό η μέθοδος της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού είναι δεσμευτική για τους
καλλιεργητές, αφού τους ορίζει αυστηρά ποιες μέρες μπορούν να αρδεύουν τα χωράφια τους, υποχρεώνοντάς
τους να ακολουθούν το ωρολόγιο πρόγραμμα.
Ένα ακόμη μειονέκτημα της μεθόδου είναι ότι η αυστηρά καθορισμένη εκ των προτέρων διανομή του
νερού, έρχεται συχνά σε αντίθεση με τη χρονική μεταβλητότητα των αναγκών σε νερό, όπως αυτή ορίζεται από
τη χρονική μεταβλητότητα των μετεωρολογικών φαινομένων. Η μέθοδος δηλαδή δεν επιτρέπει στους
καλλιεργητές να δίνουν εκείνοι μια ορθολογική λύση στην άρδευση των καλλιεργειών τους, σύμφωνα με τις
πραγματικές ανάγκες και τις μεταβολές του καιρού.
Από την άλλη όμως είναι μια μέθοδος οικονομική για το δίκτυο, αφού η παροχή σχεδιασμού, αλλά και
οι επιμέρους παροχές στους κλάδους του δικτύου, διαστασιολογούνται με παροχές ίσες με το 1/n από εκείνες
που θα είχαν αν το δίκτυο λειτουργούσε με τη μέθοδο της συνεχούς ροής. Γεγονός που επιτρέπει στα δίκτυα
που λειτουργούν με αυτή τη μέθοδο να σχεδιάζονται με αρκετά μικρότερες διαμέτρους αγωγών και συνεπώς
να είναι προτιμότερα, καθώς έχουν μικρότερο κόστος κατασκευής.

6.3.4 Οδηγίες σχεδιασμού


Ο χωρισμός του αγροκτήματος των Ν αρδευτικών μονάδων σε ομάδες των n, όπου n είναι το πρόγραμμα της
εκ περιτροπής άρδευσης, επιτρέπει τον οικονομικό σχεδιασμό των δικτύων. Αφού μπορεί να προβλεφθεί
εξαρχής ώστε οι τριτεύοντες αγωγοί να οδηγούν ο καθένας σε μια ομάδα των n υδροληψιών.
Με τον τρόπο αυτόν ο σχεδιασμός του δικτύου γίνεται ο οικονομικότερος δυνατός, αφού οι τριτεύοντες
αγωγοί θα είναι Ν/n, όσες δηλαδή ακριβώς και οι ομάδες των αρδευτικών μονάδων. Επιπλέον, οι τριτεύοντες
αγωγοί μπορούν πλέον να μεταφέρουν έκαστος την ελάχιστη παροχή qv, ίση με την παροχή μιας υδροληψίας.
Αφού η εκ περιτροπής ζήτηση των n υδροληψιών μιας ομάδας και η βεβαιότητα ότι ποτέ δεν θα λειτουργήσουν

92 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


δύο υδροληψίες της ίδιας ομάδας ταυτόχρονα, επιτρέπει στον τριτεύοντα αγωγό που οδηγεί σε αυτήν να έχει
την ελάχιστη παροχή.

6.3.5 Μεγέθη υπολογισμού της μεθόδου


Τα βασικά μεγέθη που χρησιμοποιούνται κατά την εφαρμογή της μεθόδου είναι:

Εύρος άρδευσης m

Συνολική έκταση προς άρδευση E (στρ.)

Έκταση τυπικής αρδευτικής μονάδας Α (στρ.)

Παροχή υδατικών πόρων Qυ.π.

Πρόγραμμα άρδευσης n (αριθμός διαστημάτων άρδευσης)

Πλήθος των υδροληψιών Ν

Χρόνος λειτουργίας του δικτύου tf (hrs) (συνήθως 16 ή 18 ώρες)

Πλήθος υδροληψιών που λειτουργούν ταυτόχρονα ν*


𝑁
𝜈∗ = (6.1)
𝑛
Παροχή υδροληψίας qv (6, 9, 12 l/s)

Παροχή σχεδιασμού του δικτύου Q (l/s)

𝑄 = 𝜈 ∗ ∙ 𝑞𝑣 (6.2)

Θεωρητική ειδική παροχή άρδευσης q0 (l/s/στρ.)


Πρόκειται για την ειδική παροχή που αντιστοιχεί στη θεωρητική περίπτωση 24ωρης λειτουργίας του
δικτύου και προκύπτει από το ύψος άρδευσης όπως αυτό ορίστηκε στο τρίτο κεφάλαιο.

Πραγματική ειδική παροχή άρδευσης q (l/s/στρ.)


Πρόκειται για την πραγματική ειδική παροχή άρδευσης που αντιστοιχεί στη 16ωρη ή τη 18ωρη συνήθως
λειτουργία των δικτύων και συνδέεται με τη θεωρητική ειδική παροχή άρδευσης ως εξής:
24
𝑞 = 𝑞0 ∙ (6.3)
𝑡𝑓

Από τους μέχρι τώρα ορισμούς προκύπτουν και οι σχέσεις που συνδέουν τα παραπάνω μεγέθη μεταξύ τους:

Έκταση αρδευτικής μονάδας


𝑞𝑣
𝐴= (6.4)
𝑛∙𝑞

Συνολική έκταση προς άρδευση

𝐸 =𝑁∙𝐴 (6.5)

Σχέση επάρκειας υδατικών πόρων


tf
Q υ.π. = ∙ Q (l/s) (6.6)
24

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 93


Σχέση υπολογισμού δεξαμενής εξισορρόπησης Vδεξ. (m3)

(24 − 𝑡𝑓 ) ∙ 60 ∙ 60 ∙ 𝑄𝜐.𝜋.
𝑉𝛿𝜀𝜉. = (6.7)
1000

6.3.6 Αυστηρό ωρολόγιο πρόγραμμα

Προϋποθέσεις εφαρμογής
Το αυστηρό ωρολόγιο πρόγραμμα είναι η τυπική εκδοχή της μεθόδου της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού
και εφαρμόζεται όταν ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

1. Οι αρδευτικές μονάδες είναι όλες ισοεμβαδικές, με εμβαδόν Α η καθεμία.


2. Ο λόγος Ε/Α = Ν είναι ακέραιος αριθμός, ώστε να μπορούν να υπάρχουν Ν ακέραιες και
ισοεμβαδικές αρδευτικές μονάδες.
3. Ο συνολικός αριθμός των αρδευτικών μονάδων Ν είναι αριθμός πολλαπλάσιος του
προγράμματος n. Η προϋπόθεση αυτή χρειάζεται, προκειμένου να μπορεί να γίνει ο χωρισμός
του αγροκτήματος σε Ν/n ομάδες των n αρδευτικών μονάδων η καθεμία.

Πώς λειτουργεί το αυστηρό ωρολόγιο πρόγραμμα


 Τις πρώτες m/n μέρες ενεργοποιούνται οι Ν/n υδροληψίες, μία από κάθε ομάδα των n.
 Τις επόμενες m/n μέρες ενεργοποιούνται οι επόμενες Ν/n υδροληψίες της ομάδας των n.
 Αυτό επαναλαμβάνεται μέχρι η εκ περιτροπής λειτουργία να ολοκληρώσει τον κύκλο των m
ημερών του εύρους άρδευσης και να επαναληφθεί η ίδια εκ περιτροπής λειτουργία από την
αρχή.
 Κάθε τριτεύων αγωγός έχει παροχή qv.
 Κάθε τριτεύων αγωγός οδηγεί σε ομάδα των n υδροληψιών.

Παράδειγμα 1

Δίνεται αγρόκτημα του σχήματος συνολικής έκτασης Ε = 2.000 στρ. που έχει 20 ισοεμβαδικές αρδευτικές
μονάδες. Η μέθοδος διανομής του νερού που θα εφαρμοστεί είναι η μέθοδος της εκ περιτροπής ζήτησης του
νερού.
 Η θεωρητική ειδική παροχή άρδευσης του δικτύου είναι qo=0.016875 l/s/στρ.
 Η παροχή της υδροληψίας είναι qv = 9 l/s.
 Το εύρος της άρδευσης m = 12 ημέρες.
 Η ημερήσια διάρκεια του ποτίσματος tf = 18 ώρες.
 Τα υψόμετρα των κόμβων του δικτύου δίνονται στο σχήμα.

Να υπολογιστούν το πρόγραμμα λειτουργίας του δικτύου, οι παροχές σχεδιασμού, η παροχή των


υδατικών πόρων και ο όγκος της Δεξαμενής ημερήσιας εξισορρόπησης του δικτύου.

94 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Σχήμα 6.1 Σκαρίφημα δικτύου.

Εμβαδόν Αρδευτικής Μονάδας:


𝐸
𝐴= ⇒ 𝑨 = 𝟏𝟎𝟎𝝈𝝉𝝆.
20
Πραγματική ειδική παροχή άρδευσης:
24 24
𝑞 = 𝑞0 ∙ ⇒ 𝑞 = 0.016875 ∙ = 𝟎. 𝟐𝟐𝟓 𝒍/𝒔/𝝈𝝉𝝆.
𝑡𝑓 18

Πρόγραμμα εκ περιτροπής ζήτησης του νερού:


𝑞𝑣 𝑞𝑣 9
𝐴= ⇒𝑛= = => 𝒏 = 𝟒
𝑛∙𝑞 𝐴 ∙ 𝑞 100 ∙ 0.225

Άρα το πρόγραμμα είναι 1:4.

Χωρισμός σε αρδευτικές ομάδες:

Θα υπάρχουν 20/4 = 5 ομάδες των 4 υδροληψιών εκ των οποίων θα λειτουργεί μία κάθε φορά.

Παροχή Σχεδιασμού του δικτύου:


𝑁 20
𝑄𝜎𝜒. = ∙ 𝑞𝑣 = ∙ 9 = 𝟒𝟓𝒍/𝒔
𝑛 4
Αυστηρό ωρολόγιο πρόγραμμα:
Κάθε υδροληψία από τις ομάδες των 4 θα λειτουργεί 12/4 = 3 ημέρες.

Ελάχιστη παροχή υδατικών πόρων:


tf 18
Q υ.π. = ∙Q = ∙ 45 = 𝟑𝟑. 𝟕𝟓 𝒍/𝒔
24 24

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 95


Όγκος δεξαμενής εξισορρόπησης:

(24 − 𝑡𝑓 ) ∙ 60 ∙ 60 ∙ 𝑄𝜐.𝜋. (24 − 18) ∙ 60 ∙ 60 ∙ 33.75


𝑉𝛿𝜀𝜉. = = = 𝟕𝟐𝟗 𝒎𝟑
1000 1000
Προσαύξηση 10% Vδεξ. = 801.9 m3

6.3.7 Ελαστικό ωρολόγιο πρόγραμμα

Προϋποθέσεις εφαρμογής
Πρόκειται για την εκδοχή της μεθόδου της Διανομής του νερού με εκ περιτροπής ζήτηση του νερού, που
εφαρμόζεται όταν δεν ισχύουν οι προϋποθέσεις του αυστηρού ωρολογίου προγράμματος.
Το ελαστικό ωρολόγιο πρόγραμμα δηλαδή εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ισχύει ένα εκ των κάτωθι:

1. Οι Ν αρδευτικές μονάδες δεν είναι ισοεμβαδικές (απόκλιση >10% του Α).


2. Ε/Α = Ν δεν είναι ακέραιος αριθμός.
3. Το πλήθος των αρδευτικών μονάδων Ν δεν είναι πολλαπλάσιο του προγράμματος n.

Πώς λειτουργεί το ελαστικό ωρολόγιο πρόγραμμα


 Χωρίζεται το δίκτυο σε Ν/n αρδευτικές ζώνες των n αρδευτικών μονάδων εκάστη.
 Αρδευτική ζώνη: Είναι μια ομάδα n γειτονικών ανισοεμβαδικών αρδευτικών μονάδων που
φροντίζουμε να έχει συνολικό εμβαδόν Ez = n ∙ A, όπου Α το εμβαδόν της τυπικής αρδευτικής
μονάδας (στρ).
 Επιδιώκεται κατά τον σχεδιασμό στην ίδια ζώνη να βρίσκονται αρδευτικές μονάδες και
μικρότερες, αλλά και μεγαλύτερες της τυπικής, Α, προκειμένου το συνολικό εμβαδόν της
αρδευτικής ζώνης να είναι κοντά στο n ∙ A, με απόκλιση 10%.
 Οι χρήστες της ζώνης εναλλάσσονται μεταξύ τους όσον αφορά τη λειτουργία των υδροληψιών,
όπως ακριβώς και στο αυστηρό ωρολόγιο πρόγραμμα, με μόνη διαφορά ότι οι χρόνοι εντός του
εύρους άρδευσης δεν θα είναι πλέον ίσοι με m/n, αλλά άνισοι και ανάλογοι με το εμβαδόν των
n ανισοεμβαδικών αρδευτικών μονάδων.
 Το εύρος της άρδευσης χωρίζεται επομένως και πάλι σε n μέρη, άνισα όμως μεταξύ τους και
ανάλογα των εμβαδών των αρδευτικών μονάδων.
 Με τον τρόπο αυτόν οι μεγαλύτερες αρδευτικές μονάδες θα ποτίζονται αναλογικά με το
εμβαδόν τους περισσότερο χρόνο και οι μικρότερες αναλογικά μικρότερο από τον χρόνο m/n
που θα ποτίζονταν αν ήταν όλες ισοεμβαδικές.
 Απαγορεύεται η ταυτόχρονη άρδευση γειτονικών μονάδων εντός της ίδιας ζώνης.
 Χρόνος ποτίσματος μιας αρδευτικής μονάδας εμβαδού Αi σε ώρες:
𝐴𝑖
𝑚 ∙ 𝑡𝑓 ∙ (ℎ𝑟𝑠) (6.8)
𝐸𝑍

 Και πάλι οι τριτεύοντες αγωγοί που οδηγούν σε μια αρδευτική ζώνη θα έχουν παροχή ίση με qv.

Παράδειγμα 2
Δίνεται το Αγρόκτημα του Σχήματος διαστάσεων 600 x 900 (μέτρα) που θα αρδευτεί με τη μέθοδο του
ελαστικού ωρολογίου προγράμματος (ανισοεμβαδικές αρδευτικές μονάδες). Η παροχή των υδατικών πόρων
είναι Qυ.π. = 24 l/s. Η ημερήσια διάρκεια λειτουργίας του δικτύου είναι tf = 16 ώρες, το εύρος άρδευσης είναι
m = 24 ημέρες και η παροχή των υδροληψιών είναι qv = 9 l/s.
Ζητείται να υπολογιστούν το πρόγραμμα λειτουργίας των υδροληψιών, το εμβαδόν κάθε αρδευτικής
ζώνης και οι χρόνοι ποτίσματος των αρδευτικών μονάδων.

96 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Σχήμα 6.2 Σκαρίφημα δικτύου.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 97


Το εμβαδόν του Αγροκτήματος είναι: 𝐸 = 600 ∙ 900 = 𝟓𝟒𝟎 𝝈𝝉𝝆.
Η παροχή σχεδιασμού του δικτύου, όπως υπολογίζεται από την παροχή των υδατικών πόρων είναι:
24
𝑄𝜎𝜒. = ∙ 𝑄 = 𝟑𝟔𝒍/𝒔
16 𝜐.𝜋.
Το πρόγραμμα της εκ περιτροπής ζήτησης n υπολογίζεται ως εξής:
𝑄𝜎𝜒. 36
𝜈∗ = = =𝟒
𝑞𝑣 9

Άρα λειτουργούν ταυτόχρονα 4 υδροληψίες. Οπότε το πρόγραμμα θα είναι:


24
𝑛= =𝟔
4
και άρα το πρόγραμμα είναι 1:6. Υπάρχουν, συνεπώς, 4 ομάδες των 6 υδροληψιών η καθεμία.

Ελαστικό ωρολόγιο (μη ισοεμβαδικές Α.Μ.):

Χρόνοι ποτίσματος ζώνης: 24 ∙ 16 = 𝟑𝟖𝟒 ώ𝝆𝜺𝝇

Εμβαδόν αρδευτικής ζώνης:


𝐸 540
= = 𝟏𝟑𝟓𝝈𝝉𝝆.
𝑛 4
Χρόνος ποτίσματος 1ης Α.Μ.:
𝐴𝑖 17.5
𝑚 ∙ 𝑡𝑓 ∙ = 24 ∙ 16 ∙ = 49.77
𝐸𝑍 135

Με τον ίδιο τρόπο υπολογίζεται ο χρόνος ποτίσματος των υπόλοιπων αρδευτικών μονάδων.
Το πρόγραμμα λειτουργίας της κάθε αρδευτικής ζώνης φαίνεται στο διάγραμμα που ακολουθεί.

Διάγραμμα 6.1 Πρόγραμμα λειτουργίας κάθε ζώνης.

98 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Παράδειγμα 3
Δίνεται το αγρόκτημα του σχήματος με τα εμβαδά των 9 ανισοεμβαδικών αρδευτικών μονάδων Α1, Α2 κ.λπ. Το
εύρος της άρδευσης είναι 3 ημέρες, η παροχή των υδατικών πόρων είναι Qυ.π. = 20,25 l/s, ο χρόνος ημερήσιας
λειτουργίας του δικτύου είναι 18 ώρες και η παροχή της υδροληψίας είναι qυ = 9 l/s.
Ζητούνται να υπολογιστούν η παροχή σχεδιασμού, το πρόγραμμα λειτουργίας και οι χρόνοι άρδευσης
των αρδευτικών μονάδων.

Σχήμα 6.3 Σκαρίφημα δικτύου.

Υπολογισμός Παροχής Σχεδιασμού:


24
𝑄𝜎𝜒. = ∙ 20.25 = 𝟐𝟕 𝒍/𝒔
18
Υπολογισμός προγράμματος λειτουργίας:
𝑄𝜎𝜒. 27
𝜈∗ = = =𝟑
𝑞𝑣 9

Άρα 3 υδροληψίες λειτουργούν ταυτόχρονα.

Οπότε το πρόγραμμα θα είναι n = 3, θα λειτουργεί δηλαδή 1:3 υδροληψίες.

Υπολογισμός των χρόνων άρδευσης ανά Α.Μ.:

t11 = A1/(A1+A2+A3) x (16 ώρες x 3 ημέρες)

t21 = A4/(A4+A5+A6) x (16 ώρες x 3 ημέρες)

t31 ……

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 99


6.4 Δίκτυα που λειτουργούν με ελεύθερη ζήτηση

6.4.1 Η διανομή του αρδευτικού νερού με ελεύθερη ζήτηση


Η διανομή του νερού με «ωρολόγιο πρόγραμμα», παρουσιάζει σημαντικές δυσχέρειες και μειονεκτήματα.
Σύμφωνα με το σύστημα του ωρολογίου προγράμματος ο διαχειριστής του δικτύου συντάσσει ένα πρόγραμμα,
που καθορίζει το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, κατά το όποιο κάθε καλλιεργητής θα έχει στη διάθεσή του
ορισμένη ποσότητα νερού. Έτσι, με αυτή τη μέθοδο η άρδευση γίνεται με συγκεκριμένες δόσεις και σε
συγκεκριμένα τακτά χρονικά διαστήματα, αυτό όμως έχει ως συνέπειες:

 να υπάρχει σημαντικό έλλειμμα νερού και να μην εξασφαλίζεται στα φυτά το απαιτούμενο
νερό, τις περιόδους που τα φυτά έχουν μεγάλες ανάγκες σε νερό,
 να γίνεται σπατάλη νερού, τις περιόδους που τα φυτά έχουν μικρότερες ανάγκες σε νερό, γιατί
οι αγρότες συνηθίζουν να εξαντλούν το νερό που έχουν διαθέσιμο,
 οι αγρότες αναγκάζονται να καλλιεργούν φυτά που είναι συμβατά με το πρόγραμμα
λειτουργίας των δικτύων.

Για αυτό και η άρδευση με «ωρολόγιο πρόγραμμα» αποδίδει καλύτερα μόνο σε περιοχές με ομοιογενή
εδάφη, όπου εφαρμόζεται η μονοκαλλιέργεια. Με την εφαρμογή του «ελαστικού ωρολόγιού προγράμματος»
μπορούν να γίνουν κάποιες προσαρμογές για την άρση των παραπάνω μειονεκτημάτων, αλλά αυτό απαιτεί
συστηματική επίβλεψη της λειτουργίας του δικτύου και της τήρησης του προγράμματος και αυξάνει κατά πολύ
το κόστος λειτουργίας του.
Σε αντίθεση με το ωρολόγιο πρόγραμμα, στα δίκτυα που εφαρμόζεται η διανομή του νερού με «ελεύθερη
ζήτηση», ο κάθε αγρότης μπορεί να αρδεύσει τις καλλιέργειες του όποια στιγμή κρίνει απαραίτητο. Στα δίκτυα
που λειτουργούν με «ελεύθερη ζήτηση» σε κάθε αρδευτική μονάδα υπάρχει μια υδροληψία, την οποία οι
καλλιεργητές μπορούν να ανοίξουν και να κλείσουν κατά βούληση. Οι αγρότες μόνοι τους, μπορούν να
καθορίσουν τον χρόνο της άρδευσης και να τη ρυθμίσουν κατάλληλα, δηλαδή μπορούν να καθορίσουν τον
όγκο του νερού που απαιτείται, στον κατάλληλο χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τους τις εδαφολογικές και τις
κλιματολογικές συνθήκες, καθώς και τις ανάγκες των φυτών.
Στα δίκτυα που εφαρμόζεται η διανομή του νερού με «ελεύθερη ζήτηση», το νερό τιμολογείται με βάση
τον όγκο στους αγρότες και η ποσότητά του ελέγχεται με ατομικά υδρόμετρα. Επειδή οι καλλιεργητές
πληρώνουν το νερό που καταναλώνουν, εξυπακούεται ότι η σπατάλη του νερού ελαχιστοποιείται. Επειδή οι
καλλιεργητές πληρώνουν το νερό προσπαθούν να βελτιστοποιήσουν τη χρήση του νερού.

6.4.2 Η μέθοδος Clément


Το 1955 ο Γάλλος Μηχανικός της Génie Rural, R. Clément, ανέπτυξε τη μέθοδο του για την εκτίμηση των
παροχών σε ένα δίκτυο αγωγών υπό πίεση, που λειτουργεί με ελεύθερη ζήτηση. Η μέθοδος του Clément
βασίζεται στη θεωρία των πιθανοτήτων, είναι αποδεκτή στη Γαλλία και συστήνεται από την ελληνική
νομοθεσία για τη διαστασιολόγηση δικτύων που λειτουργούν με ελεύθερη ζήτηση.
Η μέθοδος του Clément βασίζεται στην υπόθεση ότι σε ένα αρδευτικό δίκτυο με συνολική
εξυπηρετούμενη έκταση έστω Ε στρέμματα το όποιο έχει R εγκατεστημένες υδροληψίες, με παροχή κάθε
υδροληψίας qυ, σταθερή και μεγαλύτερη από τη συνεχή θεωρητική ειδική παροχή άρδευσης q0, δηλαδή την
παροχή που θα ικανοποιούσε τις αρδευτικές ανάγκες για όλο το 24ωρο. Με βάση αυτή την υπόθεση ο κάθε
καλλιεργητής για να καλύψει τις αρδευτικές του ανάγκες, μπορεί να χρησιμοποιήσει την υδροληψία για
μικρότερο χρονικό διάστημα από το 24ωρο. Κατ’ επέκταση και με βάση την αρχική υπόθεση, επειδή θεωρητικά
όλοι οι καλλιεργητές δεν θα επιλέξουν να ποτίσουν τις ίδιες ώρες, η πιθανότητα να λειτουργούν ταυτόχρονα
όλες οι υδροληψίες του δικτύου είναι πολύ μικρή.
Σύμφωνα με την παραπάνω υπόθεση η μέγιστη παροχή που απαιτείται στην κεφαλή του δικτύου ακόμη
και στην περίοδο αιχμής δεν είναι, R·qυ. (παροχή που αντιστοιχεί στο σύνολο των υδροληψιών) αλλά
μικρότερη. Κατά συνέπεια θα πρέπει γίνει εκτίμηση της παροχής αιχμής (πού είναι μικρότερη από R·qυ) για
την κεφαλή του δικτύου και για τους επιμέρους κλάδους του δικτύου και στη συνέχεια με βάση τις εκτιμηθείσες
παροχές να υπολογιστούν οι διάμετροι των αγωγών του δικτύου.
Τα βασικά μεγέθη που χρησιμοποιούνται από τη μέθοδο του Clément, αναφέρονται στην περίοδο αιχμής,
στην περίοδο δηλαδή που οι καλλιέργειες έχουν τις μεγαλύτερες ανάγκες σε νερό και κατά συνέπεια η ζήτηση
για αρδευτικό νερό είναι η μέγιστη, είναι τα ακόλουθα:

100 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


 Ε είναι η συνολική επιφάνεια του αγροκτήματος που θα αρδευτεί σε στρέμματα.
 R είναι ο αριθμός των υδροληψιών που είναι εγκατεστημένες στο δίκτυο.
 qυ είναι η παροχή μιας υδροληψίας σε l/s.
 Fd είναι οι ημερήσιες αρδευτικές ανάγκες για τον μήνα αιχμής σε m3/στρέμμα.
 T είναι η διάρκεια της ημέρας (δηλαδή Τ = 24 ώρες).
 tf είναι ο χρόνος λειτουργίας του δικτύου μέσα σε μια ημέρα.

Με βάση τα παραπάνω μεγέθη ορίζονται επίσης:


Η ημερήσια χρονική απόδοση της χρήσης του δικτύου:

𝑡𝑓
𝑟= (6.9)
𝑇

Η συνεχής (24ωρη) θεωρητική ειδική παροχή άρδευσης σε l/s/στρέμμα:

𝐹𝑑
𝑞0 = (6.10)
𝛵

Η μέση ειδική παροχή άρδευσης (δηλαδή ο πραγματικός ρυθμός χορήγησης του νερού στα φυτά) σε
l/s/στρέμμα:

𝐹𝑑 𝑞0 ∙ 𝑇 𝑞0
𝑞= = = (6.11)
𝑡𝑓 𝑟∙ 𝑇 𝑟

Η θεωρητική συνεχής παροχή του δικτύου Q0 η οποία αντιστοιχεί στις ανάγκες σε αρδευτικό νερό
ολόκληρης της εξυπηρετούμενης επιφάνειας Ε και είναι η ελάχιστη παροχή που μπορεί να έχει το δίκτυο, σε
l/s:

𝑄0 = 𝑞0 ∙ 𝐸 (6.12)

Η μέση παροχή λειτουργίας του δικτύου:

𝑄0
𝑄 =𝑞∙𝐸 = (6.13)
𝑟

Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι η μέγιστη θεωρητική παροχή του δικτύου είναι Rqυ και η παροχή
Q για την όποια πρέπει να υπολογιστεί το δίκτυο θα πρέπει να βρίσκεται μεταξύ του Q0 και του Rqυ δηλαδή:

𝑄0 < 𝑄 < 𝑅 ∙ 𝑞𝑣 (6.14)

6.4.3 Εφαρμογή της θεωρίας των πιθανοτήτων στη λειτουργία του δικτύου
Ο συνολικός όγκος του νερού που θα διατεθεί από το δίκτυο σε μια χρονική tf είναι:

𝑉 = 𝐹𝑑 ∙ 𝐸 = 𝑄0 ∙ 𝑇 = 𝑄 ∙ 𝑡𝑓 (6.15)

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 101


ενώ η μέση τιμή του όγκου του νερού που διατίθεται από κάθε υδροληψία για την ίδια περίοδο είναι:
𝑄 ∙ 𝑡𝑓
𝑉𝑚 = (6.16)
𝑅
Αν t είναι η μέση τιμή του χρόνου λειτουργίας μιας υδροληψίας, η παροχή της υδροληψίας qυ προκύπτει:
𝑉𝑚 𝑄 ∙ 𝑡𝑓
𝑞𝑣 = = (6.17)
𝑡 𝑅∙𝑡
Τότε ο χρόνος t προκύπτει ίσος με:
𝑄 ∙ 𝑡𝑓 𝑞0 ∙ 𝐸 ∙ 𝑡𝑓
𝑡= = (6.18)
𝑅 ∙ 𝑞𝑣 𝑟 ∙ 𝑅 ∙ 𝑞𝑣

Από την (6.18) προκύπτει η μέση τιμή των υδροληψιών που λειτουργούν ταυτόχρονα ν*:
𝑞0 ∙ 𝐸 𝑄
𝑣∗ = = (6.19)
𝑟 ∙ 𝑞𝑣 𝑞𝑣

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η πιθανότητα λειτουργίας μιας υδροληψίας με βάση τη θεωρία των
πιθανοτήτων μπορεί να οριστεί ως έξης:

𝜋𝜌𝛼𝛾𝜇𝛼𝜏𝜄𝜅ό𝜍 𝜒𝜌ό𝜈𝜊𝜍 𝜆𝜀𝜄𝜏𝜊𝜐𝜌𝛾ί𝛼𝜍 𝜇ί𝛼𝜍 𝜐𝛿𝜌𝜊𝜆𝜂𝜓ί𝛼𝜍 𝜎𝜀 𝜇ί𝛼 𝜇έ𝜌𝛼 𝑡


𝑝= = =
𝜒𝜌ό𝜈𝜊𝜍 𝜂𝜇𝜀𝜌ή𝜎𝜄𝛼𝜍 𝜆𝜀𝜄𝜏𝜊𝜐𝜌𝛾ί𝛼𝜍 𝜏𝜊𝜐 𝛿𝜄𝜅𝜏ύ𝜊𝜐 𝑡𝑓
(6.20)
𝑄 𝑄 𝑞0 ∙ 𝐸
= = =
𝑅 ∙ 𝑞𝑣 𝑟 ∙ 𝑅 ∙ 𝑞𝑣 𝑟 ∙ 𝑅 ∙ 𝑞𝑣

Η πιθανότητα λειτουργίας μίας υδροληψίας p μπορεί να εκφραστεί και διαφορετικά αν στην (6.20) τεθεί:
𝑣∗
𝑝= (6.21)
𝑅
Επίσης ορίζοντας:
𝑄0 𝑄
𝑞𝑣0 = = (6.22)
𝑟∙𝑅 𝑅

το qυ0 εκφράζει τη συνεχή παροχή της μιας υδροληψίας σε l/s, δηλαδή την παροχή που έπρεπε να έχει κάθε
υδροληψία για να ικανοποιηθούν οι συνολικές αρδευτικές ανάγκες σε όλη την πραγματική διάρκεια της
άρδευσης και είναι προφανώς μικρότερο από την πραγματική παροχή της υδροληψίας qυ. Έτσι η πιθανότητα p
μπορεί να γραφτεί ως ο λόγος δύο παροχών

𝑄0 𝑄 𝑞𝑣
𝑝= = = 0 (6.23)
𝑟 ∙ 𝑅 ∙ 𝑞𝑣 𝑅 ∙ 𝑞𝑣 𝑞𝑣

Τέλος, σύμφωνα με τη θεωρία των πιθανοτήτων η πιθανότητα να μην λειτουργεί μία υδροληψία είναι:

q=1-p (6.24)

102 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


6.4.4 Η Διωνυμική κατανομή
Για την καλύτερη κατανόηση της μεθόδου του Clément, σε αυτό το σημείο είναι χρήσιμο να γίνει αναφορά στη
θεωρία των κατανομών και ειδικότερα στη θεωρία της διωνυμικής κατανομής που είναι η κατανομή που
περιγράφει φαινόμενα σαν και αυτό της λειτουργίας ή μη μίας υδροληψίας. Γενικότερα, η κατανομή αυτή
εφαρμόζεται σε φαινόμενα που περιγράφονται από επαναλαμβανόμενες δοκιμές και έχει μεγάλη εφαρμογή
στην πράξη.
Έστω ότι μελετάται ένα δίκτυο στο οποίο είναι εγκατεστημένες R υδροληψίες. Αυτό το σύνολο των
εγκατεστημένων υδροληψιών αποτελεί τον πληθυσμό. Ο πληθυσμός μπορεί να χωριστεί σε δύο κατηγορίες:
στις ανοικτές υδροληψίες και στις κλειστές υδροληψίες. Από τον παραπάνω πληθυσμό επιλέγεται μια
υδροληψία και ελέγχεται αν αυτή λειτουργεί ή δεν λειτουργεί.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η πιθανότητα της υδροληψίας που επιλέχθηκε να λειτουργεί (στη θεωρία των
πιθανοτήτων ονομάζεται επιτυχία) είναι p, ενώ η πιθανότητα να μην λειτουργεί (στη θεωρία των πιθανοτήτων
ονομάζεται αποτυχία) είναι q = 1 - p. Τα δύο προηγούμενα ενδεχόμενα μαζί αποτελούν βέβαιο γεγονός και η
πιθανότητά τους ισούται με τη μονάδα:

p+q=1 (6.25)

H διωνυμική κατανομή ισχύει εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

 Η πιθανότητα επιτυχίας παραμένει σταθερή σε κάθε δοκιμή.


 Οι δοκιμές μεταξύ τους είναι ανεξάρτητες. Οι δοκιμές αυτές ονομάζονται δοκιμές Bernoulli.

H συνάρτηση μάζας της πιθανότητας της διωνυμικής κατανομής (pmf – probability mass function) είναι
η εξίσωση που ακολουθεί

𝑃𝑋 = 𝑅 𝐶𝑋 ∙ 𝑝 𝑋 ∙ 𝑞 𝑅−𝑋 (6.26)

όπου:
𝑅! 𝑅
𝑅 𝐶𝑋 = =( ) (6.27)
𝑋! (𝑅 − 𝑋)! 𝑋

Η μέση τιμή της διωνυμικής κατανομής είναι αντίστοιχα:

𝑚 =𝑅∙𝑝 (6.28)

Ενώ η τυπική της απόκλιση δίνεται από την εξίσωση:

σ = √𝑅 ∙ 𝑝 ∙ 𝑞 (6.29)

Σε αυτό το σημείο είναι χρήσιμο να παρατεθούν κάποια αριθμητικά παραδείγματα για να γίνει αντιληπτή
η εφαρμογή της διωνυμικής κατανομής σε πληθυσμούς με σημαντικά διαφορετικό μέγεθος. Έστω ότι υπάρχουν
δύο αγωγοί, ο πρώτος τροφοδοτεί 5 υδροληψίες ενώ ο δεύτερος τροφοδοτεί 20 υδροληψίες, για κάθε υδροληψία
ισχύει ότι:
1 2
𝑝= 𝑞= 𝑝+𝑞 =1
3 3
Για κάθε αγωγό υπολογίζεται η πιθανότητα να λειτουργούν ταυτόχρονα στην πρώτη περίπτωση 0, 1, ...
4, 5 υδροληψίες, ενώ στη δεύτερη την πιθανότητα να λειτουργούν ταυτόχρονα 0, 1, 2, 3, ... 19, 20 υδροληψίες.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 103


Διάγραμμα 6.2 Κατανομή Px σε συνάρτηση με τον αριθμό υδροληψιών για R = 5.

Στο Διάγραμμα 6.2 φαίνεται η γραφική απεικόνιση της κατανομής των πιθανοτήτων Px (κατακόρυφες ράβδοι)
σε συνάρτηση με τον αριθμό των υδροληψιών x για πληθυσμό R = 5 υδροληψίες, ενώ στο Διάγραμμα 6.3,
φαίνεται η αντίστοιχη απεικόνιση της κατανομής των πιθανοτήτων Px (κατακόρυφες ράβδοι) σε συνάρτηση με
τον αριθμό των υδροληψιών x για πληθυσμό R = 20 υδροληψίες.

Διάγραμμα 6.3 Κατανομή Px σε συνάρτηση με τον αριθμό υδροληψιών για R = 20.

Η συνεχής γραμμή και στα δύο διαγράμματα αντιστοιχεί στη συνάρτηση μάζας πιθανότητας μιας κανονικής
κατανομής που έχει την ίδια μέση τιμή και την ίδια τυπική απόκλιση με την υπό μελέτη διωνυμική κατανομή.
Η απεικόνιση της κανονικής κατανομής στα διαγράμματα έγινε για να γίνει αντιληπτό κάτι που αναφέρεται
παρακάτω.

104 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


H πιθανότητα να υπάρχουν από τις R εγκατεστημένες υδροληψίες του αρδευτικού δικτύου κατά μέγιστο
N ανοιχτές, είναι:

F(𝑁; 𝑅, 𝑝) = Pr(𝑋 ≤ 𝑁) = ∑ 𝑅 𝐶𝑋 ∙ 𝑝 𝑋 ∙ 𝑞 (𝑅−𝑋) (6.30)


𝑥=0

Η εξίσωση (6.30) είναι η γνωστή αθροιστική συνάρτηση κατανομής (cdf – cumulative distribution function)
της διωνυμικής κατανομής την οποία ο Clément την ονόμασε ποιότητα λειτουργίας του δικτύου, γιατί
χαρακτηρίζει την περισσότερο ή λιγότερο καλή λειτουργία του δικτύου ως προς το αν ικανοποιούνται οι
αρδευτικές ανάγκες από τις υδροληψίες. Όσο το N και επομένως το F(x) είναι μεγάλο, τόσο το δίκτυο είναι
ικανό να ανταποκριθεί σε μεγαλύτερες απαιτήσεις. Η παράσταση 1 - F(x) παριστάνει την πιθανότητα αστοχίας
του δικτύου, με άλλα λόγια αν λειτουργούν N υδροληψίες δεν μπορεί να λειτουργήσει καμία παραπάνω. Έτσι,
ποιότητα λειτουργίας 99% σημαίνει ότι στις 100 φορές που ένας αγρότης θα χρησιμοποιήσει το δίκτυο, μία
μόνο φορά δεν θα βρει ικανοποιητική παροχή.
Αν δίνεται μια επιθυμητή ποιότητα λειτουργίας, δηλαδή μια τιμή της F(x), που βρίσκεται μεταξύ του 0
και του 1, αλλά γενικά είναι κοντά στη μονάδα (π.χ. 0.95 ή 0.99), η εξίσωση (6.30) επιτρέπει την εκτίμηση για
ένα δεδομένο δίκτυο, του μέγιστου αριθμού N των υδροληψιών, που μπορούν να λειτουργούν ταυτόχρονα για
αυτό το επιθυμητό επίπεδο ποιότητας λειτουργίας. Η διαστασιολόγηση των σωλήνων του δικτύου θα είναι
τέτοια, ώστε να εξασφαλίζεται η παροχή N×qυ, όσες υδροληψίες και αν λειτουργούν, αρκεί βέβαια ο αριθμός
τους να μην ξεπερνά το Ν.
Για να είναι δυνατή η εκτίμηση του Ν, αν είναι γνωστός ο αριθμός των εγκατεστημένων υδροληψιών R
και η πιθανότητα λειτουργίας κάθε υδροληψίας p (σταθερή) θα πρέπει να εκτιμηθεί η αντίστοιχη τιμή της
εξίσωσης (6.30) και να υπολογιστούν οι αθροιστικές πιθανότητες, που δίνουν την αντίστοιχη ποιότητα
λειτουργίας.

Διάγραμμα 6.4 Αθροιστική πιθανότητα F(x) σε συνάρτηση με τον αριθμό R =5.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 105


Διάγραμμα 6.5 Αθροιστική πιθανότητα F(x) σε συνάρτηση με τον αριθμό R = 20.

H πρακτική αυτή, την εποχή που ο Clément ανέπτυξε τη μέθοδό του είχε το μειονέκτημα ότι, αν το R είναι
αρκετά μεγάλο, απαιτούσε μεγάλο όγκο υπολογισμών με κίνδυνο αριθμητικών σφαλμάτων και τελικά δεν είχε
πρακτική εφαρμογή. Σαν αριθμητικό παράδειγμα παρατίθενται τα διαγράμματα 6.4 και 6.5, όπου υπάρχουν R
= 5 και R = 20 υδροληψίες αντίστοιχα και διαπιστώνουμε ότι για ποιότητα λειτουργίας της τάξης του 99%, o
μέγιστος αριθμός των υδροληψιών N, που λειτουργούν ταυτόχρονα, είναι N = 4 και N = 11 υδροληψίες
αντίστοιχα.
Όπως φαίνεται και από τα διαγράμματα, η διωνυμική κατανομή έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι
όταν ο πληθυσμός είναι μεγάλος (ο αριθμός των υδροληψιών του δικτύου στην περίπτωση που μελετάται) τείνει
στην κανονική κατανομή των Gauss - Laplace, οπότε αντί της διωνυμικής κατανομής μπορεί να χρησιμοποιηθεί
η κανονική κατανομή και με αυτόν τον τρόπο οι υπολογισμοί απλουστεύονται κατά πολύ. Η αντίστοιχη
αθροιστική συνάρτηση κατανομής της κανονικής κατανομής είναι:
𝑁
1 2
𝐹 ′ (𝑥) = 𝑃𝑟{𝑥 ≤ 𝑁} = ∫ ∙ 𝑒 −1/2(𝑥−𝑚/𝜎) 𝑑𝑥 (6.31)
−∞ 𝜎√2𝜋

Το πλεονέκτημα της κανονικής κατανομής είναι ότι οι τιμές της F(x) δεν εξαρτώνται από τον πληθυσμό
και δίνονται από γνωστούς πίνακες.

6.4.5 Ο πρώτος τύπος του Clément


Με βάση την προηγούμενη παρατήρηση είναι δυνατό στην εξίσωση (6.31) να τεθεί:
𝑥−𝑚
𝑈= (6.32)
𝜎
Τότε αυτή μετασχηματίζεται στην ανοιγμένη συνάρτηση των Gauss – Laplace
𝑈𝑁
1 2 /2
F(𝑈) = Pr{𝑈 ≤ 𝑈𝑁 } = ∫ ∙ 𝑒 −𝑈 dU (6.33)
−∞ √2π
Η εξίσωση (6.31) για x = N μπορεί να γραφτεί:

106 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


𝑁−𝑅∙𝑝
𝑈(𝐹(𝑥)) = (6.34)
√𝑅 ∙ 𝑝 ∙ 𝑞

𝑁 = 𝑅 ∙ 𝑝 + 𝑈(𝐹(𝑥)) ∙ √𝑅 ∙ 𝑝 ∙ 𝑞 (6.35)

Η σχέση (6.35) είναι ο πρώτος τύπος του Clément και δίνει τον μέγιστο αριθμό των υδροληψιών N, που
μπορούν να λειτουργούν ταυτόχρονα, για ένα επιθυμητό επίπεδο ποιότητας λειτουργίας F(x), που αντιστοιχεί
στον αριθμό U. Επειδή η πιθανότητα p είναι ίση με αυτή της εξίσωσης (6.21) και ισχύει 𝑞 = 1 − 𝑝, η παροχή
Q για την όποια θα πρέπει να διαστασιολογηθεί το δίκτυο είναι:
𝑄 = 𝑁 ∙ 𝑞𝑣 = 𝑅 ∙ 𝑝 ∙ 𝑞𝑣 + 𝑈(𝐹(𝑥)) ∙ 𝑞𝑣 ∙ √𝑅 ∙ 𝑝 ∙ 𝑞 (6.36)

Δύο είναι οι βασικές παράμετροι από τις όποιες εξαρτάται ο πρώτος τύπος του Clément. Η απόδοση της
χρήσης του δικτύου r και ο συντελεστής U(F(x)), που είναι συνάρτηση της ποιότητας λειτουργίας και
ονομάζεται συντελεστής ποιότητας λειτουργίας.
Η τιμή του συντελεστή r δίνεται από τη σχέση r = tf/Τ, όπου το tf είναι η πραγματική διάρκεια της
άρδευσης μέσα σε μια μέρα (χρόνος λειτουργίας του δικτύου). Στην πραγματικότητα η ζήτηση σε κάθε
υδροληψία, που χαρακτηρίζεται από την πιθανότητα p, είναι πιθανό να είναι μεταβλητή. Για λόγους
απλοποίησης θεωρείται ότι όταν το δίκτυο δεν λειτουργεί ισχύει p = 0, ενώ στον χρόνο λειτουργείας του
δικτύου tf η p παραμένει σταθερή. Ο συνήθης χρόνος λειτουργίας των δικτύων είναι 16 ή 18 ώρες ημερησίως
κατά συνέπεια οι του r είναι μεταξύ:

16/24 = 0.667 και 18/24 = 0.75

O συντελεστής της ποιότητας λειτουργίας U(F(x)) εξαρτάται από το επιθυμητό επίπεδο ποιότητας
λειτουργίας που επιλέχθηκε, δηλαδή από την πιθανότητα που υπάρχει, έτσι ώστε ο αριθμός των υδροληψιών
που λειτουργούν να μην ξεπερνά την παροχή σχεδιασμού του δικτύου.
Κάποιες χαρακτηριστικές τιμές που χρησιμοποιούνται συνήθως δίνονται στον πίνακα που ακολουθεί:

Πίνακας 6.1 Χαρακτηριστικές τιμές της U(F(x)).

F(x) U(F(x))
99.99 3.719
99.90 3.090
99.00 2.326
97.00 1.881
95.00 1.645

Στις περισσότερες μελέτες γενικά οι τιμές του F(x) που επιλέγονται βρίσκονται μεταξύ του 95% και 99%. Τιμές
μικρότερες από 95% ή μεγαλύτερες από 99% γενικά δεν συστήνονται.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί ότι όσο πιο μικρό είναι το δίκτυο, τόσο λιγότερο
αντιπροσωπευτικός είναι ο νόμος των πιθανοτήτων. Για αυτό η εγκύκλιος ΔΑΕΕ/οικ.1583/ Φ. ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών η οποία τροποποίησε την Εγκύκλιο Δ22200/30-07-1977 ορίζει
ότι, για αριθμό υδροληψιών (Ν) μικρότερο ή ίσο από δέκα (R≤10) στα άκρα του δικτύου ο αριθμός των
ανοιχτών υδροληψιών που λειτουργούν ταυτόχρονα και η αντίστοιχη παροχή θα υπολογίζεται προσθετικά
μέχρι τις τέσσερις υδροληψίες, σε κάθε περίπτωση. Για αριθμό μεγαλύτερο των τεσσάρων και μέχρι δέκα
υδροληψιών (4<R ≤10) και μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις θα υπολογίζεται ο νόμος του Clément, λαμβάνοντας
ως ποιότητα λειτουργίας 90% αν καθορίζεται ποιότητα λειτουργίας του δικτύου μικρότερη από 90% στη
γεωργική μελέτη. Αν καθορίζεται στη γεωργική μελέτη ποιότητα λειτουργίας 90% τότε λαμβάνεται η τιμή
αυτή. Επίσης, συνιστάται να λαμβάνεται ποιότητα λειτουργίας του δικτύου από 90% έως 95% για R>10 εκτός
αν καθορίζεται αιτιολογημένα μεγαλύτερη ή μικρότερη ποιότητα στη γεωργική μελέτη.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 107


6.4.6 Γενίκευση της εφαρμογής του πρώτου τύπου του Clément
Στην εξίσωση (6.36) ο όρος της παροχής αντιστοιχεί στη μέση παροχή μιας υδροληψίας. Σε ένα αρδευτικό
δίκτυο οι παροχές είναι δυνατόν να είναι διαφορετικές και να κατατάσσονται σε έναν αριθμό κλάσεων, που
εξαρτώνται από τους περιοριστές των παροχών, οι οποίοι υπάρχουν σε κάθε υδροληψία. Για αυτό η εγκύκλιος
ΔΑΕΕ/οικ.1583/ Φ. ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών η οποία τροποποίησε την
Εγκύκλιο Δ22200/30-07-1977 περιγράφει τη χρήση της γενίκευσης της εφαρμογής του νόμου Clément.
Έστω i μία από τις κλάσεις που έχουν Ri υδροληψίες με παροχή qυi και μέση πιθανότητα pi. Η εξίσωση
(6.37) μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε από τις κλάσεις i. Το σημαντικό είναι ότι έχει τη βασική ιδιότητα
ότι είναι αθροιστική. Ορίζοντας ως QΝ την παροχή αιχμής η εξίσωση του Clément μπορεί να γραφτεί:

𝑄𝑁 = 𝛭έ𝜎𝜂 𝜏𝜄𝜇ή 𝜏𝜂𝜍 𝜋𝛼𝜌𝜊𝜒ή𝜍 + 𝑈(𝐹(𝑥)) ∙ √𝛥𝜄𝛼𝜅ύ𝜇𝛼𝜈𝜂𝜎𝜂 𝜏𝜂𝜍 𝜋𝛼𝜌𝜊𝜒ή𝜍 (6.37)

αλλά:

𝛭έ𝜎𝜂 𝜏𝜄𝜇ή 𝜏𝜂𝜍 𝜋𝛼𝜌𝜊𝜒ή𝜍 = ∑ 𝑝𝑖 ∙ 𝑅𝑖 ∙ 𝑞𝑣𝑖 (6.38)


𝑖

Επειδή οι υδροληψίες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, η διακύμανση του αθροίσματος είναι ίση με το
άθροισμα των διακυμάνσεων. Αλλά η διακύμανση της παροχής είναι ίση προς 𝑅𝑖 ∙ 𝑝𝑖 ∙ 𝑞𝑖 ∙ 𝑞𝑢2𝑖 . Τελικά
προκύπτει ο τύπος της γενικευμένης ζήτησης ο οποίος γράφεται:

𝑄𝑁 = ∑ 𝑝𝑖 ∙ 𝑅𝑖 ∙ 𝑞𝑣𝑖 + 𝑈(𝐹(𝑥)) ∙ √∑ 𝑅𝑖 ∙ 𝑝𝑖 ∙ 𝑞𝑖 ∙ 𝑞𝑢2𝑖 (6.39)


𝑖 𝑖

6.4.7 Διαδικασία εφαρμογής του πρώτου τύπου του Clément


Η πρακτική εφαρμογή της μεθόδου του Clément συνοψίζεται στα ακόλουθα στάδια:

 Προσδιορισμός του συντελεστή απόδοσης χρήσης του δικτύου r.


 Καταγραφή της παροχής των υδροληψιών qυ. Αν η qυ είναι διαφορετική στις διάφορες
υδροληψίες, τότε το δίκτυο χωρίζεται σε i κλάσεις με ίδια παροχή qυi.
 Έλεγχος της θεωρητικής ελευθερίας f με βάση τα κριτήρια, που αναφέρθηκαν και αν είναι
απαραίτητο τροποποιείται η qυ για όσες αρδευτικές ομάδες κρίνεται απαραίτητο.
 Υπολογίζεται η πιθανότητα λειτουργίας των υδροληψιών με βάση την εξίσωση (6.20).
 Επιλέγονται η ποιότητα λειτουργίας F(x) και ο αντίστοιχος συντελεστή U(F (x)).
 Υπολογίζεται από τον τύπο του Clément (εξίσωση 6.35) ο μέγιστος αριθμός των υδροληψιών
Ν που μπορούν να λειτουργούν ταυτόχρονα. Αν υπάρχουν υποομάδες με διαφορετικές παροχές
qυi, τότε χρησιμοποιείται η εξίσωση (6.40).
 Υπολογίζονται η διάμετρος του πρωτεύοντα αγωγού και η ισχύς του αντλιοστασίου.
 Για τον υπολογισμό των διαμέτρων των αγωγών των υπόλοιπων κλάδων του δικτύου στους
οποίους είναι εγκατεστημένες R1, R2, …, Rn υδροληψίες αντίστοιχα, με παροχή της κάθε
υδροληψίας ίσης με qυ, εφαρμόζεται πάλι η εξίσωση (6.35) μέσω της οποίας υπολογίζονται
αντίστοιχα ο μέγιστος αριθμός υδροληψιών N1, N2, …, Nn κάθε κλάδου που μπορούν να
λειτουργούν ταυτόχρονα και οι αντίστοιχες παροχές σχεδιασμού Q1 = N1× qυ, Q2 = N2× qυ, ...,
Qn = Nn× qυ από τις όποιες προκύπτουν και οι διάμετροι των αγωγών.

6.4.8 Δεύτερος τύπος του Clément


Η εφαρμογή του πρώτου τύπου του Clément επιτρέπει τον στοχαστικό προσδιορισμό των παροχών των
αγωγών του δικτύου για μια δεδομένη ποιότητα λειτουργίας. Τα αποτελέσματα από την εφαρμογή του πρώτου
τύπου του Clément είναι ικανοποιητικά, αν οι υδροληψίες λειτουργούν ανεξάρτητα και ο αριθμός τους είναι
μεγάλος. Στην πράξη όμως έχει παρατηρηθεί ότι τις περισσότερες φορές οι υδροληψίες δεν έχουν την ίδια
παροχή, η συχνότητα λειτουργίας τους διαφέρει, οι υδροληψίες δεν λειτουργούν ανεξάρτητα, ο αριθμός των
υδροληψιών είναι συχνά μικρός κ.λπ.

108 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Για τους παραπάνω λόγους ο Clément μελέτησε και παρουσίασε το 1966 έναν δεύτερο τύπο, το ίδιο
απλό, όπως και ο πρώτος. Ο δεύτερος τύπος του Clément, σε αντίθεση με τον πρώτο, βασίζεται στη θεωρία των
στοχαστικών διαδικασιών του Markov και ειδικότερα στις διαδικασίες γέννησης και θανάτου.
Όπως αναλύθηκε στις προηγούμενες ενότητες, για τις ανάγκες εφαρμογής του πρώτου τύπου του
Clément ορίστηκε η παράσταση 1-F(x) ως η πιθανότητα αστοχίας του δικτύου. Αντίστοιχα, στην περίπτωση
του δευτέρου τύπου ο Clément εισήγαγε την παράσταση F(a), την οποία ονόμασε πιθανότητα κορεσμού του
δικτύου και την όρισε ως έξης:
1
𝐹(𝑎) = ∙ 𝐻(𝑈) (6.40)
√𝑅 ∙ 𝑝 ∙ 𝑞

όπου:

Ψ(𝑈)
𝐻(𝑈) = (6.41)
Π(𝑈)
Όπου Ψ(U) και Π(U) είναι αντίστοιχα η συνάρτηση μάζας πιθανότητας και η συνάρτηση πυκνότητας
πιθανότητας της κανονικής κατανομής. Επίσης, όπου U(F(x)) είναι η τυπική κανονική μεταβλητή που ορίζεται
ως εξής:
𝑁−𝑅∙𝑝
𝑈(𝐹(𝑥)) = (6.42)
√𝑅 ∙ 𝑝 ∙ 𝑞

Η πιθανότητα κορεσμού του δικτύου F(a) εκφράζει σε ποσοστό «επί τοις εκατό» τον αριθμό των
υδροληψιών, οι οποίες δεν θα είναι σε θέση να λειτουργήσουν αν η ζήτηση ξεπεράσει κάποιο όριο. Έτσι για
παράδειγμα F(a) = 10% σημαίνει ότι σε 100 υδροληψίες οι δέκα δεν θα λειτουργούν.
Από τις παραπάνω εξισώσεις είναι δυνατό να υπολογιστεί η τιμή της U(F(x)) σύμφωνα με την επιθυμητή
πιθανότητα λειτουργίας και στη συνέχεια να προσδιοριστούν οι αντίστοιχες τιμές των Ψ(U) και Π(U) και κατ’
επέκταση η τιμή της H(U). Στην πραγματικότητα όμως το p είναι γνωστό ενώ το F(a) επιλέγεται από τον
μελετητή (συνήθως F(a) = 0.01), οπότε η τιμή του H(U) υπολογίζεται από την εξίσωση (6.40). Από την τιμή
της F(a) και από μια εξίσωση που περιγράφει τη σχέση μεταξύ της F(a) και της U(F(x)) λαμβάνεται η τιμή της
U(F(x)) που χρησιμοποιείται στην παρακάτω εξίσωση:

𝑁 = 𝑅 ∙ 𝑝 + 𝑈(𝐹(𝑥)) ∙ √𝑅 ∙ 𝑝 ∙ 𝑞 (6.43)

H εξίσωση (6.43) αποτελεί τον δεύτερο τύπο του Clément. Ο τύπος αυτός δίνει τον μέγιστο αριθμό των
ανοιχτών υδροληψιών N στο σύνολο των εγκατεστημένων υδροληψιών R, έτσι ώστε να έχουμε πιθανότητα
κορεσμού του δικτύου ίση με F(a). Η παροχή σχεδιασμού προκύπτει και σε αυτή την περίπτωση ίση προς Q =
N×qυ.
Ο Clément, με βάση αριθμητικά συμπεράσματα, προτείνει να υπολογίζονται τα μικρά δίκτυα με τον
πρώτο τύπο και με ποιότητα λειτουργίας F(x) = 99%, ενώ αντίθετα τα μεγάλα δίκτυα να υπολογίζονται με τον
δεύτερο τύπο και με πιθανότητα κορεσμού του δικτύου F(a) = 1%.

6.4.9 Παραδείγματα – Ασκήσεις

Παράδειγμα 1
Το αρδευτικό δίκτυο του σχήματος (6.4) λειτουργεί με ελεύθερη ζήτηση. Η ποιότητα λειτουργίας του είναι
99.99%. Η ειδική παροχή άρδευσης είναι q=0.08 l/s/στρ., η έκταση της αρδευτικής μονάδας είναι 30 στρ.,
παροχή υδροληψίας qv=12 l/s και το δίκτυο λειτουργεί 18 ώρες την ημέρα. Να υπολογιστούν οι παροχές του
δικτύου. Ο αριθμός των υδροληψιών κάθε κλάδου του δικτύου φαίνεται στην παρένθεση.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 109


Σχήμα 6.4 Σκαρίφημα δικτύου.

Το συνολικό εμβαδόν του αγροκτήματος είναι:

E=RA

Η ημερήσια χρονική απόδοση της χρήσης του δικτύου:


𝑡𝑓 18
𝑟= = = 0.75
24 24
Άρα:
𝑞0 ∙ 𝐸 𝑞0 ∙ 𝑅 ∙ 𝐴 0.08 ∙ 30
𝑝= = = = 0.27
𝑟 ∙ 𝑅 ∙ 𝑞𝑣 𝑟 ∙ 𝑅 ∙ 𝑞𝑣 0.75 ∙ 12

Για επίπεδο αξιοπιστίας Ρλ= 99.99% από τον Πίνακα 6.1 λαμβάνεται U(Pλ)= 3.719.
Για τις διάφορες τιμές του R σύμφωνα με την εφαρμογή της εξίσωσης (6.35) προκύπτει ο παρακάτω
πίνακας. Σημειώνεται ότι για τις περιπτώσεις που η εξίσωση (6.35) έδωσε τιμές μικρότερες του 12 λήφθηκε
Ν = 12.

Πίνακας 6.2 Αποτελέσματα εφαρμογής της μεθόδου Clement σε όλους τους κλάδους του δικτύου.

R Ν QN (l/s)
ΓΔ 10 10 120
ΓΗ 20 13 156
ΓΘ 10 10 120
ΒΓ 40 18 216
ΒΖ 10 10 120
BE 15 12 144
ΑΒ 65 26 312

110 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Παράδειγμα 2
Το αρδευτικό δίκτυο του σχήματος (6.5) λειτουργεί με ελεύθερη ζήτηση. Η ποιότητα λειτουργίας του είναι
99.99%. Η ειδική παροχή άρδευσης είναι q=0.08 l/s/στρ., η έκταση των αρδευτικών μονάδων είναι 30 στρ., η
παροχή των υδροληψιών qv=12 l/s και το δίκτυο λειτουργεί 18 ώρες την ημέρα. Να υπολογιστούν οι παροχές
των αγωγών του δικτύου.

Σχήμα 6.5 Σκαρίφημα δικτύου.

Από το σχήμα φαίνεται ότι το δίκτυο έχει εγκατεστημένες συνολικά 70 υδροληψίες οι οποίες
κατανέμονται ανά 10 σε 7 κλάδους.

Από τα δεδομένα του προβλήματος υπολογίζονται:

Το εμβαδόν του αγροκτήματος:

𝐸 = 𝑅 ∙ 𝐴 = 70 ∙ 30 = 2100 𝜎𝜏𝜌

Η ημερήσια χρονική απόδοση της χρήσης του δικτύου:


𝑡𝑓 18
𝑟= = = 0.75
24 24
Η πραγματική ειδική παροχή άρδευσης είναι:
𝑞0 0.08
𝑞= = = 0.1066 𝑙/𝑠/𝜎𝜏𝜌
𝑟 0.75

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 111


Η πιθανότητα λειτουργίας μιας υδροληψίας:
𝑞0 ∙ 𝐸 0.08 ∙ 2100
𝑝= = = 0.266
𝑟 ∙ 𝑅 ∙ 𝑞𝑣 0.75 ∙ 70 ∙ 12

Επίσης για τη ζητούμενη ποιότητα λειτουργίας του δικτύου η οποία είναι ίση με 99,99% από τον πίνακα
λαμβάνεται U(Pλ)=3,719.

Ο υπολογισμός της παροχής σχεδιασμού QN των σωλήνων του δικτύου γίνεται με την εφαρμογή του
τύπου του Clement. Ο τύπος του Clement εφαρμόζεται μόνο στους σωλήνες οι οποίοι εξυπηρετούν
περισσότερες από 12 υδροληψίες. Κατά συνέπεια ο τύπος του Clement δεν εφαρμόζεται κατά μήκος των 7
κλάδων του δικτύου που βρίσκονται εγκατεστημένες οι υδροληψίες αλλά μόνο στους σωλήνες που συνδέουν
τους παραπάνω κλάδους με τη δεξαμενή.
Ο αριθμός των υδροληψιών που εξυπηρετεί ο κάθε σωλήνας φαίνεται στον παρακάτω πίνακα (στήλη R).
Ο αριθμός των υδροληψιών, που είναι πιθανό να λειτουργούν ταυτόχρονα και εξυπηρετούνται από καθέναν
από τους παραπάνω σωλήνες, υπολογίζεται από τον τύπο:

𝑁 = 𝑅 ∙ 𝑝 + 𝑈(𝐹(𝑥)) ∙ √𝑅 ∙ 𝑝 ∙ 𝑞

Το αποτέλεσμα που προκύπτει από τον τύπο του Clement στρογγυλοποιείται στον μεγαλύτερο ακέραιο
(για τιμές μεγαλύτερες του 12). Η παροχή σχεδιασμού του κάθε σωλήνα προκύπτει ως το γινόμενο της παροχής
των υδροληψιών με το αποτέλεσμα που λήφθηκε από τον τύπο του Clement.
Τα αποτελέσματα της εφαρμογής της μεθόδου του Clement στο δίκτυο της άσκησης συνοψίζονται στον
πίνακα που ακολουθεί:

Πίνακας 6.3 Αποτελέσματα εφαρμογής της μεθόδου Clement σε όλους τους κλάδους του δικτύου.

ΑΓΩΓΟΙ R N Ν* QN (l/s)
ΑΒ 10 10.00 10 120
ΒΔ 20 12.67 13 156
ΓΔ 10 10.00 10 120
ΔΕ 40 21.03 22 264
ΖΗ 10 10.00 10 120
ΕΖ 20 12.67 13 156
ΚΕ 70 32.37 33 396

112 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Βιβλιογραφία

Clément, R. (1955). Note sur le calcul des débits dans les canalizations d’ irrigation. Journées d’ etude d’
irrigation. A.F.E.I.D., 21pp.
Clément, R. (1966). Calcul des debits dans les réseaux d’ irrigation fonctionnant à la demande. Huille Blanche,
52(5), 553-575.
Lamanddalena, N., & Sagardoy J. A. (2000). Performance analysis of on – demand pressurized irrigation
systems. FAO, Rome.
Λατινόπουλος, Π., & Κρεστενίτης, Γ. (1998). Εγγειοβελτιωτικά έργα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.
Μυλόπουλος, Γ., & Κολοκυθά, Ε. (2006 – 2007). Σημειώσεις «Σχεδιασμός Αρδευτικών Έργων». Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Παπαμιχαήλ, Δ., & Μπαμπατζιμόπουλος, Χ. (2014). Εφαρμοσμένη γεωργική υδραυλική. Εκδόσεις Ζήτη.
Spiegel, R., & Stephens, K. (2000). Στατιστική. Εκδόσεις Τζιόλα.
Τζιμόπουλος, X. (1995). Γεωργική Υδραυλική Τόμος ΙΙ. Εκδόσεις Ζήτη.
Τσακίρης, Γ. (2006). Υδραυλικά Έργα Τόμος ΙΙ: Εγγειοβελτιωτικά Έργα. Εκδόσεις Συμμετρία.
Υπουργείο Δημοσίων Έργων (1977). Εγκύκλιος Δ22200/30-07-1977 Οδηγίες για τον έλεγχο μελετών
σωληνωτών αρδευτικών δικτύων.
Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών (2017). Εγκύκλιος ΔΑΕΕ/οικ.1583 Τροποποίηση της παραγράφου 3.1
της εγκυκλίου Δ22200/30-07-1977 με θέμα Οδηγίες για τον έλεγχο μελετών σωληνωτών αρδευτικών
δικτύων» όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την αριθμ. Πρωτ. ΒΜ3/21417/17-08-1984
εγκύκλιο της Διεύθυνσης Υδραυλικών Έργων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 113


Κεφάλαιο 7 Βασικοί υδραυλικοί υπολογισμοί ακτινωτών δικτύων υπό
πίεση

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται οι βασικές αρχές της υδραυλικής ανάλυσης των αρδευτικών δικτύων, τα οποία
είναι κατασκευασμένα από κλειστούς αγωγούς που λειτουργούν υπό πίεση. Γίνεται αναφορά στα όρια και τους
περιορισμούς που τίθενται από τη νομοθεσία και αναφέρονται τα είδη και το υλικό των σωλήνων που
χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των δικτύων. Επίσης, γίνεται εκτενής αναφορά στην υδραυλική ανάλυση των
αρδευτικών δικτύων με τη χρήση λογισμικού.

Προαπαιτούμενη γνώση
Στο κεφάλαιο αυτό ο αναγνώστης πρέπει να έχει καλή γνώση της υδραυλικής κλειστών αγωγών.

7.1 Βασικές αρχές υδραυλικών υπολογισμών δικτύων υπό πίεση


Τα αρδευτικά δίκτυα κλειστών αγωγών κατασκευάζονται σχεδόν πάντα με ακτινωτή μορφή. Τα δίκτυα
ξεκινούν από την κεφαλή (τη δεξαμενή ή το αντλιοστάσιο σε περίπτωση δικτύου με αντλία κεφαλής) η οποία
συνδέεται με τον πρωτεύοντα αγωγό μεταφοράς. Ο πρωτεύων αγωγός στη συνέχεια διακλαδίζεται στους
δευτερεύοντες αγωγούς οι οποίοι με τη σειρά τους διακλαδίζονται σε τριτεύοντες. Στα δίκτυα αυτά δεν
υπάρχουν βρόγχοι. Γενικά, στους τριτεύοντες αγωγούς είναι εγκατεστημένες οι υδροληψίες για τις οποίες είναι
γνωστή η ζήτηση (παροχή της υδροληψίας) qυ και το απαιτούμενο πιεζομετρικό φορτίο λειτουργίας τους Ηυ.
Τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την υδραυλική ανάλυση και τη διαστασιολόγηση ενός δικτύου
κλειστών αγωγών είναι τα ακόλουθα:

 η ζήτηση στους κόμβους του δικτύου (στις υδροληψίες για τα αρδευτικά δίκτυα),
 τοπογραφικά δεδομένα (τα υψόμετρα των κόμβων του δικτύου και τα μήκη των αγωγών),
 στοιχεία για τους διαθέσιμους αγωγούς του εμπορίου (υλικό, κλάση κ.λπ.),
 οι περιορισμοί (τα όρια της ταχύτητας ροής στους σωλήνες),
 οι οριακές συνθήκες (τα απαιτούμενα φορτία στην κεφαλή Η και τις υδροληψίες Ηυ).

Τα αποτελέσματα της ανάλυσης καταλήγουν στην επιλογή του υλικού, της κλάσης και των διαμέτρων
σωλήνων από τους οποίους θα κατασκευαστούν οι αγωγοί του δικτύου, ενώ αν στο δίκτυο υπάρχει
εγκατεστημένη αντλία υπολογίζονται και το μανομετρικό και η ισχύς της.
Η υδραυλική ανάλυση είναι δυνατό να καταλήξει σε περισσότερες από μια λύσεις, καθώς είναι πολλοί
οι συνδυασμοί των διαθέσιμων διαμέτρων των σωλήνων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και των
μανομετρικών των αντλιοστασίων (όταν αυτά υπάρχουν) για την ικανοποίηση των οριακών συνθηκών και της
ζήτησης στους κόμβους του δικτύου. Για αυτό τον λόγο η υδραυλική ανάλυση ολοκληρώνεται με την
αναζήτηση της βέλτιστης οικονομικής λύσης. Αυτή η διαδικασία περιγράφεται αναλυτικά στο επόμενο
κεφάλαιο.

7.2 Επιλογή υλικού και κλάσης σωλήνων


Η επιλογή του υλικού των σωλήνων ενός υδραυλικού έργου, υπαγορεύεται από τις ακόλουθες απαιτήσεις:

 τη διαθεσιμότητα των σωλήνων σε διαμέτρους της απαιτούμενης παροχετευτικότητας,


 την αντοχή στην πίεση (στατική ή δυναμική) και σε εξωτερικές δυνάμεις,
 την ελαχιστοποίηση του κόστους των έργων,
 τη διάρκεια ζωής των υλικών για μακρό χρονικό διάστημα και τουλάχιστον για τον
προβλεπόμενο κύκλο ζωής του έργου.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 115


Οι κυριότεροι τύποι σωλήνων που διατίθενται στην Ελληνική αγορά, είναι οι πλαστικοί σωλήνες από
πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC) με ονομαστικές (εξωτερικές) διαμέτρους από 40 mm μέχρι 500 mm και
ονομαστικές πιέσεις 6, 10, 12.5 και 16 atm, οι σωλήνες από πολυαιθυλένιο (PE) με ονομαστικές (εξωτερικές)
διαμέτρους από 20 mm μέχρι 630 mm και ονομαστικές πιέσεις 6, 8, 10, 12.5,16, 20, 25 και 32 atm, οι σωλήνες
από προεντεταμένο σκυρόδεμα μέγιστης ονομαστικής πίεσης 16 atm και σε ονομαστικές διαμέτρους που
ξεκινούν από τα 500 mm και οι χαλυβδοσωλήνες SΤ.37.2. ελικοειδούς ραφής με εσωτερική και εξωτερική
προστασία, σε ονομαστικές (εσωτερικές) διαμέτρους οι οποίες μπορεί να ξεπερνούν και τα 2.5 m και σε
διάφορα πάχη ώστε να παραλαμβάνονται ποικίλες ισχυρές πιέσεις. Στην αγορά κυκλοφορούν επίσης και
σωλήνες από διάφορα άλλα υλικά.
Οι σωλήνες από ΡVC κατασκευάζονται κυρίως σε ευθέα τμήματα μήκους συνήθως ίσου με 6 m
(κατασκευάζονται και σε άλλα μήκη μετά από παραγγελία). Τα πλεονεκτήματα των σωλήνων από PVC
συνοψίζονται ως εξής:

 εξαιρετικά χαρακτηριστικά διάβρωσης,


 μικρό βάρος,
 διαθεσιμότητα σε μεγάλα κομμάτια,
 χαμηλό κόστος παραγωγής,
 μείωση του κόστους εγκατάστασης.

Βασικό μειονέκτημα όμως των σωλήνων από PVC είναι η ταχύτατη πτώση της αντοχής τους με την
άνοδο της θερμοκρασίας (θερμοπλαστικό υλικό), για αυτό και η μεταφορά τους γίνεται με καλυμμένα οχήματα,
αποθηκεύονται σε καλυμμένους χώρους, και τα σκάμματα καλύπτονται σε μικρό χρόνο μετά τη
συναρμολόγηση. Ένα άλλο μειονέκτημα των σωλήνων αυτών είναι η δυσχερής συνεργασία σκυροδέματος και
PVC λόγω της μεγάλης διαφοράς του συντελεστή θερμικής διαστολής του PVC και του σκυροδέματος αλλά
και της κακής πρόσφυσης των δύο υλικών.

Εικόνα 7.1 Σωλήνες από πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC) (https://commons.wikimedia.org/wiki/File:PVC_pressure.jpg).

Όπως αναφέρθηκε, οι σωλήνες από PVC διατίθενται στην αγορά με βάση την ονομαστική τους διάμετρο σε
ονομαστικές πιέσεις 6, 10, 12.5 και 16 atm. Στον Πίνακα 7.1 που ακολουθεί φαίνονται οι ονομαστικές και οι
εσωτερικές διάμετροι των σωλήνων από πολυβινυλοχλωρίδιο που διατίθενται στην αγορά για τις ονομαστικές
πιέσεις των 10, 12.5 και 16 atm αντίστοιχα.

116 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Πίνακας 7.1 Κλάσεις και οι αντίστοιχες εσωτερικές διάμετροι αγωγών από πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC).

Ονομαστική Εσωτερική διάμετρος (mm)


Διάμετρος (mm) 10 atm 12.5 atm 16 atm
40 36.2 34.0
50 45.2 42.6
63 57.0 55.4 53.6
75 67.8 63.8
90 81.4 79.0 76.6
110 99.4 97.0 93.6
125 113.0 110.2 106.4
140 126.6 123.6 119.2
160 144.6 141.2 136.2
200 180.8 176.4 170.2
225 203.4 198.6 191.6
250 226.2 220.6 212.8
280 253.2 247.0 238.4
315 285.0 278.0 268.2
355 321.2 313.2 328.7
400 361.8 353.2 340.6
450 407.0 397.0
500 452.2 441.2

Οι πλαστικοί σωλήνες από πολυαιθυλένιο (PE) διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:

 τους σωλήνες από χαμηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο (LDPE), που παρασκευάζεται


αποκλειστικά για τις συνδέσεις υπηρεσίας σε διαμέτρους μέχρι 50 mm,
 τους σωλήνες από μέσης πυκνότητας πολυαιθυλένιο (MDPE), με βελτιωμένη απόδοση και σε
διαμέτρους έως 200 mm,
 τους σωλήνες από υψηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο (HDPE), οι οποίοι κατά κύριο λόγο
κατασκευάζονται σε διαμέτρους μέχρι 630 (mm), ενώ κατασκευάζονται και σε μεγάλες
διαμέτρους (μεγαλύτερες από 800 mm).

Σε σύγκριση με το PVC, οι σωλήνες πολυαιθυλενίου έχουν τα παρακάτω βελτιωμένα χαρακτηριστικά:

 βελτιωμένη αντοχή σε ρηγμάτωση,


 καλύτερη απόδοση σε ακραίες θερμοκρασίες,
 εξαιρετική ευκαμψία,
 ευκολία στη συγκόλληση των τμημάτων μεταξύ τους,
 βελτιωμένη αντοχή στο υδραυλικό πλήγμα.

Οι εύκαμπτοι σωλήνες Πολυαιθυλενίου (PE) μικρών και μεσαίων διαμέτρων έως και 140mm μπορούν
να τυλιχθούν σε κουλούρες, σε τυποποιημένα μήκη 50-200 m (Εικόνα 7.2). Οι σωλήνες ΡΕ μεγαλύτερων
διαμέτρων παράγονται σε ευθέα μόνο τυποποιημένα μήκη έως και 13.5m. Ένα από τα κύρια μειονεκτήματα
των σωλήνων από ΡΕ σε σύγκριση με αυτούς από PVC είναι η υψηλότερη τιμή λόγω των παχύτερων
τοιχωμάτων. Στην Εικόνα 7.3 φαίνονται με λεπτομέρεια σωλήνες από υψηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο.
Διακρίνονται επίσης εκτυπωμένα τα χαρακτηριστικά του σωλήνα. Πιο συγκεκριμένα ο σωλήνας είναι
ονομαστικής διαμέτρου 100 mm κλάσης 16 atm PE 100, δηλαδή HDPE.
Στον Πίνακα 7.2 που ακολουθεί φαίνονται οι ονομαστικές και οι εσωτερικές διάμετροι των σωλήνων
από υψηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο που διατίθενται στην αγορά για τις ονομαστικές πιέσεις των 10, 12.5,
16 20, 25 και 32 atm αντίστοιχα.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 117


Εικόνα 7.2 Κουλούρες σωλήνων πολυαιθυλενίου (https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Acu-
Tech_HDPE_Pipe_Coils.jpg).

Εικόνα 7.3 Σωλήνες από υψηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο


(https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Blue_Striped_Water_Pipe.jpg).

118 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Πίνακας 7.2 Κλάσεις και οι αντίστοιχες εσωτερικές διάμετροι αγωγών από υψηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο (HDPE).

Ονομαστική Εσωτερική διάμετρος (mm)


Διάμετρος (mm) 10 atm 12.5 atm 16 atm 20 atm 25 atm 32 atm
63 55.4 53.6 51.4 48.8 45.8 42.0
75 66.0 63.8 61.4 58.2 54.4 50.0
90 79.2 76.6 73.6 69.8 65.4 60.0
110 96.8 93.8 90.0 85.4 79.8 73.4
125 110.2 106.6 102.2 97.0 90.8 83.4
140 123.4 119.4 114.6 108.6 101.6 93.4
160 141.0 136.4 130.8 124.2 116.2 106.8
180 158.6 153.4 147.2 139.8 130.8 120.2
200 176.2 170.6 163.6 155.2 145.2 133.6
225 198.2 191.8 184.0 174.6 163.4 150.2
250 220.4 213.2 204.6 194.2 181.6 167.0
280 246.8 238.8 229.2 217.4 203.4 187.0
315 277.6 268.6 257.8 244.6 228.8 210.4
355 312.8 302.8 290.6 275.6 258.0 237.0
400 352.6 341.2 327.4 310.6 290.6
450 396.6 383.8 368.2 349.4 327.0
500 440.6 526.4 409.2 388.4
560 493.6 477.6 458.4
630 555.2 537.4 515.6

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί ότι, αν και διατίθενται στην αγορά, σωλήνες κλάσεως μικρότερης των
10 atm δεν χρησιμοποιούνται για την κατασκευή αρδευτικών δικτύων γιατί η νομοθεσία επιβάλλει ως ελάχιστη
κλάση των σωλήνων του δικτύου τις 10 atm.
Για τον υπολογισμό του κόστους κατασκευής του δικτύου θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το κόστος
του σωλήνα το οποίο περιλαμβάνει το κόστος προμήθειας, μεταφοράς, τοποθέτησης, των μικροϋλικών, καθώς
επίσης και τις δαπάνες εκσκαφών, επανεπίχωσης, υλικού έδρασης ή εγκιβωτισμού κ.λπ. των σωλήνων με βάση
το βάθος σκάμματος που απαιτείται για την τοποθέτηση του σωλήνα. Αυτά τα κόστη συνήθως υπολογίζονται
με βάση του πίνακες των «περιγραφικών τιμολογίων των έργων» του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών.
Οι πίνακες αυτοί εκδίδονται από το Υπουργείο και οι τιμές τους επικαιροποιούνται όταν κρίνεται σκόπιμο από
τις υπηρεσίες. Οι πιο πρόσφατοι πίνακες που έχουν εκδοθεί και ισχύουν τη στιγμή που γράφεται αυτό το βιβλίο
είναι οι πίνακες του 2017. Στου πίνακες που ακολουθούν φαίνονται οι τιμές των σωλήνων PVC και PE για τις
διαθέσιμες διαμέτρους και κλάσεις.

Πίνακας 7.3 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Αγωγοί ονομαστικής πίεσης 10 atm από σωλήνες PVC-U (ΥΥΜ/ΓΓΥ -
Περιγραφικά Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).

Κωδικός Μον. EΡΓΑ ΕΡΓΑ EΡΓΑ


ΚΩΔΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Αναθ/σης Μετρ. έως 1,5 εκ. € 1,5 - 5,0 εκ. € > 5,0 εκ. €
12.13.02.01 Ονομαστικής διαμέτρου D 50 mm ΥΔΡ 6621.1 m 2.90 2.80 2.70
12.13.02.02 Ονομαστικής διαμέτρου D 63 mm ΥΔΡ 6621.1 m 4.00 3.90 3.70
12.13.02.03 Ονομαστικής διαμέτρου D 75 mm ΥΔΡ 6621.1 m 4.70 4.60 4.40
12.13.02.04 Ονομαστικής διαμέτρου D 90 mm ΥΔΡ 6621.1 m 6.10 5.90 5.60
12.13.02.05 Ονομαστικής διαμέτρου D110 mm ΥΔΡ 6621.1 m 7.40 7.20 6.80
12.13.02.06 Ονομαστικής διαμέτρου D140 mm ΥΔΡ 6621.2 m 12.50 12.10 11.50
12.13.02.07 Ονομαστικής διαμέτρου D160 mm ΥΔΡ 6621.3 m 14.60 14.20 13.50
12.13.02.08 Ονομαστικής διαμέτρου D200 mm ΥΔΡ 6621.4 m 20.60 20.00 19.00
12.13.02.09 Ονομαστικής διαμέτρου D225 mm ΥΔΡ 6621.5 m 27.10 26.30 25.00
12.13.02.10 Ονομαστικής διαμέτρου D280 mm ΥΔΡ 6621.6 m 43.30 42.00 39.90
12.13.02.11 Ονομαστικής διαμέτρου D315 mm ΥΔΡ 6621.7 m 54.10 52.50 49.90
12.13.02.12 Ονομαστικής διαμέτρου D355 mm ΥΔΡ 6621.8 m 65.00 63.00 60.00
12.13.02.13 Ονομαστικής διαμέτρου D400 mm ΥΔΡ 6621.9 m 81.00 78.80 75.00
12.13.02.14 Ονομαστικής διαμέτρου D450 mm ΥΔΡ 6621.9 m 98.00 95.00 90.00
12.13.02.15 Ονομαστικής διαμέτρου D500 mm ΥΔΡ 6621.9 m 118.00 115.00 109.00

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 119


Πίνακας 7.4 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Αγωγοί ονομαστικής πίεσης 12.5 atm από σωλήνες PVC-U (ΥΥΜ/ΓΓΥ -
Περιγραφικά Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).

Κωδικός Μον. EΡΓΑ ΕΡΓΑ EΡΓΑ


ΚΩΔΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Αναθ/σης Μετρ. έως 1,5 εκ. € 1,5 - 5,0 εκ. € > 5,0 εκ. €
12.13.03.01 Ονομαστικής διαμέτρου D 50 mm ΥΔΡ 6621.1 m 3.40 3.30 3.10
12.13.03.02 Ονομαστικής διαμέτρου D 63 mm ΥΔΡ 6621.1 m 4.60 4.50 4.30
12.13.03.03 Ονομαστικής διαμέτρου D 75 mm ΥΔΡ 6621.1 m 5.80 5.60 5.30
12.13.03.04 Ονομαστικής διαμέτρου D 90 mm ΥΔΡ 6621.1 m 7.00 6.80 6.50
12.13.03.05 Ονομαστικής διαμέτρου D110 mm ΥΔΡ 6621.1 m 8.90 8.60 8.20
12.13.03.06 Ονομαστικής διαμέτρου D140 mm ΥΔΡ 6621.2 m 14.10 13.70 13.00
12.13.03.07 Ονομαστικής διαμέτρου D160 mm ΥΔΡ 6621.3 m 17.30 16.80 16.00
12.13.03.08 Ονομαστικής διαμέτρου D200 mm ΥΔΡ 6621.4 m 26.00 25.20 23.90
12.13.03.09 Ονομαστικής διαμέτρου D225 mm ΥΔΡ 6621.5 m 31.40 30.50 29.00
12.13.03.10 Ονομαστικής διαμέτρου D280 mm ΥΔΡ 6621.6 m 51.90 50.40 47.90
12.13.03.11 Ονομαστικής διαμέτρου D315 mm ΥΔΡ 6621.7 m 65.00 63.00 60.00
12.13.03.12 Ονομαστικής διαμέτρου D355 mm ΥΔΡ 6621.8 m 78.00 75.60 72.00
12.13.03.13 Ονομαστικής διαμέτρου D400 mm ΥΔΡ 6621.9 m 97.00 94.50 90.00
12.13.03.14 Ονομαστικής διαμέτρου D450 mm ΥΔΡ 6621.9 m 119.00 116.00 110.00
12.13.03.15 Ονομαστικής διαμέτρου D500 mm ΥΔΡ 6621.9 m 141.00 137.00 130.00

Πίνακας 7.5 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Αγωγοί ονομαστικής πίεσης 16 atm από σωλήνες PVC-U (ΥΥΜ/ΓΓΥ -
Περιγραφικά Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).

Κωδικός Μον. EΡΓΑ ΕΡΓΑ EΡΓΑ


ΚΩΔΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Αναθ/σης Μετρ. έως 1,5 εκ. € 1,5 - 5,0 εκ. € > 5,0 εκ. €
12.13.04.01 Ονομαστικής διαμέτρου D 50 mm ΥΔΡ 6622.1 m 3.80 3.70 3.50
12.13.04.02 Ονομαστικής διαμέτρου D 63 mm ΥΔΡ 6622.1 m 5.20 5.00 4.80
12.13.04.03 Ονομαστικής διαμέτρου D 75 mm ΥΔΡ 6622.1 m 6.20 6.00 5.70
12.13.04.04 Ονομαστικής διαμέτρου D 90 mm ΥΔΡ 6622.1 m 7.80 7.60 7.20
12.13.04.05 Ονομαστικής διαμέτρου D110 mm ΥΔΡ 6622.1 m 9.90 9.60 9.10
12.13.04.06 Ονομαστικής διαμέτρου D140 mm ΥΔΡ 6622.2 m 16.30 15.80 15.00
12.13.04.07 Ονομαστικής διαμέτρου D160 mm ΥΔΡ 6622.3 m 21.60 21.00 20.00
12.13.04.08 Ονομαστικής διαμέτρου D200 mm ΥΔΡ 6622.3 m 30.30 29.40 27.90
12.13.04.09 Ονομαστικής διαμέτρου D225 mm ΥΔΡ 6622.3 m 37.90 36.80 35.00
12.13.04.10 Ονομαστικής διαμέτρου D280 mm ΥΔΡ 6622.3 m 63.00 60.90 58.00
12.13.04.11 Ονομαστικής διαμέτρου D315 mm ΥΔΡ 6622.3 m 76.00 73.50 70.00
12.13.04.12 Ονομαστικής διαμέτρου D355 mm ΥΔΡ 6622.3 m 92.00 89.30 85.00
12.13.04.13 Ονομαστικής διαμέτρου D400 mm ΥΔΡ 6622.3 m 113.00 110.00 105.00
12.13.04.14 Ονομαστικής διαμέτρου D450 mm ΥΔΡ 6622.3 m 140.00 136.00 129.00
12.13.04.15 Ονομαστικής διαμέτρου D500 mm ΥΔΡ 6622.3 m 173.00 168.00 160.00

120 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Πίνακας 7.6 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Αγωγοί ονομαστικής πίεσης 10 atm από σωλήνες HDΡE 100
(ΥΥΜ/ΓΓΥ - Περιγραφικά Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).

Κωδικός Μον. EΡΓΑ ΕΡΓΑ EΡΓΑ


ΚΩΔΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Αναθ/σης Μετρ. έως 1,5 εκ. € 1,5 - 5,0 εκ. € > 5,0 εκ. €
12.14.01.01 Ονομ. διαμέτρου DN 32 mm ΥΔΡ 6621.1 m 2.80 2.70 2.60
12.14.01.02 Ονομ. διαμέτρου DN 40 mm ΥΔΡ 6621.1 m 3.50 3.40 3.20
12.14.01.03 Ονομ. διαμέτρου DN 50 mm ΥΔΡ 6621.1 m 4.00 3.90 3.70
12.14.01.04 Ονομ. διαμέτρου DN 63 mm ΥΔΡ 6621.1 m 4.60 4.50 4.30
12.14.01.05 Ονομ. διαμέτρου DN 75 mm ΥΔΡ 6621.1 m 5.60 5.40 5.10
12.14.01.06 Ονομ. διαμέτρου DN 90 mm ΥΔΡ 6621.1 m 7.60 7.40 7.00
12.14.01.07 Ονομ. διαμέτρου DN 110 mm ΥΔΡ 6621.1 m 10.10 9.80 9.30
12.14.01.08 Ονομ. διαμέτρου DN 125 mm ΥΔΡ 6621.2 m 11.90 11.60 11.00
12.14.01.09 Ονομ. διαμέτρου DN 140 mm ΥΔΡ 6621.2 m 15.10 14.70 14.00
12.14.01.10 Ονομ. διαμέτρου DN 160 mm ΥΔΡ 6621.3 m 17.30 16.80 16.00
12.14.01.11 Ονομ. διαμέτρου DN 200 mm ΥΔΡ 6621.4 m 23.80 23.10 21.90
12.14.01.12 Ονομ. διαμέτρου DN 225 mm ΥΔΡ 6621.5 m 30.30 29.40 27.90
12.14.01.13 Ονομ. διαμέτρου DN 250 mm ΥΔΡ 6621.6 m 35.70 34.70 33.00
12.14.01.14 Ονομ. διαμέτρου DN 280 mm ΥΔΡ 6621.6 m 48.70 47.30 44.90
12.14.01.15 Ονομ. διαμέτρου DN 315 mm ΥΔΡ 6621.7 m 60.00 57.80 55.00
12.14.01.16 Ονομ. διαμέτρου DN 355 mm ΥΔΡ 6621.8 m 70.00 68.30 65.00
12.14.01.17 Ονομ. διαμέτρου DN 400 mm ΥΔΡ 6621.9 m 97.00 94.50 90.00
12.14.01.18 Ονομ. διαμέτρου DN 450 mm ΥΔΡ 6621.9 m 119.00 116.00 110.00
12.14.01.19 Ονομ. διαμέτρου DN 500 mm ΥΔΡ 6621.9 m 141.00 137.00 130.00
12.14.01.20 Ονομ. διαμέτρου DN 560 mm ΥΔΡ 6621.9 m 173.00 168.00 160.00

Πίνακας 7.7 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Αγωγοί ονομαστικής πίεσης 12.5 atm από σωλήνες HDΡE 100
(ΥΥΜ/ΓΓΥ - Περιγραφικά Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).

Κωδικός Μον. EΡΓΑ ΕΡΓΑ EΡΓΑ


ΚΩΔΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Αναθ/σης Μετρ. έως 1,5 εκ. € 1,5 - 5,0 εκ. € > 5,0 εκ. €
12.14.01.21 Ονομ. διαμέτρου DN 32 mm ΥΔΡ 6622.1 m 3.00 2.90 2.80
12.14.01.22 Ονομ. διαμέτρου DN 40 mm ΥΔΡ 6622.1 m 3.70 3.60 3.40
12.14.01.23 Ονομ. διαμέτρου DN 50 mm ΥΔΡ 6622.1 m 4.30 4.20 4.00
12.14.01.24 Ονομ. διαμέτρου DN 63 mm ΥΔΡ 6622.1 m 5.50 5.30 5.00
12.14.01.25 Ονομ. διαμέτρου DN 75 mm ΥΔΡ 6622.1 m 6.70 6.50 6.20
12.14.01.26 Ονομ. διαμέτρου DN 90 mm ΥΔΡ 6622.1 m 9.10 8.80 8.40
12.14.01.27 Ονομ. διαμέτρου DN 110 mm ΥΔΡ 6622.1 m 13.00 12.60 12.00
12.14.01.28 Ονομ. διαμέτρου DN 125 mm ΥΔΡ 6622.2 m 15.10 14.70 14.00
12.14.01.29 Ονομ. διαμέτρου DN 140 mm ΥΔΡ 6622.2 m 18.40 17.90 17.00
12.14.01.30 Ονομ. διαμέτρου DN 160 mm ΥΔΡ 6622.3 m 21.60 21.00 20.00
12.14.01.31 Ονομ. διαμέτρου DN 200 mm ΥΔΡ 6622.3 m 32.40 31.50 29.90
12.14.01.32 Ονομ. διαμέτρου DN 225 mm ΥΔΡ 6622.3 m 37.90 36.80 35.00
12.14.01.33 Ονομ. διαμέτρου DN 250 mm ΥΔΡ 6622.3 m 43.30 42.00 39.90
12.14.01.34 Ονομ. διαμέτρου DN 280 mm ΥΔΡ 6622.3 m 65.00 63.00 60.00
12.14.01.35 Ονομ. διαμέτρου DN 315 mm ΥΔΡ 6622.3 m 76.00 73.50 70.00
12.14.01.36 Ονομ. διαμέτρου DN 355 mm ΥΔΡ 6622.3 m 92.00 89.00 85.00
12.14.01.37 Ονομ. διαμέτρου DN 400 mm ΥΔΡ 6622.3 m 119.00 116.00 110.00
12.14.01.38 Ονομ. διαμέτρου DN 450 mm ΥΔΡ 6622.3 m 151.00 147.00 140.00
12.14.01.39 Ονομ. διαμέτρου DN 500 mm ΥΔΡ 6622.3 m 184.00 179.00 170.00
12.14.01.40 Ονομ. διαμέτρου DN 560 mm ΥΔΡ 6622.3 m 227.00 220.00 209.00

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 121


Πίνακας 7.8 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Αγωγοί ονομαστικής πίεσης 16 atm από σωλήνες HDΡE 100
(ΥΥΜ/ΓΓΥ - Περιγραφικά Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).

Κωδικός Μον. EΡΓΑ ΕΡΓΑ EΡΓΑ


ΚΩΔΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Αναθ/σης Μετρ. έως 1,5 εκ. € 1,5 - 5,0 εκ. € > 5,0 εκ. €
12.14.01.41 Ονομ. διαμέτρου DN 32 mm ΥΔΡ 6622.1 m 3.30 3.20 3.00
12.14.01.42 Ονομ. διαμέτρου DN 40 mm ΥΔΡ 6622.1 m 4.00 3.90 3.70
12.14.01.43 Ονομ. διαμέτρου DN 50 mm ΥΔΡ 6622.1 m 4.80 4.70 4.50
12.14.01.44 Ονομ. διαμέτρου DN 63 mm ΥΔΡ 6622.1 m 6.10 5.90 5.60
12.14.01.45 Ονομ. διαμέτρου DN 75 mm ΥΔΡ 6622.1 m 7.60 7.40 7.00
12.14.01.46 Ονομ. διαμέτρου DN 90 mm ΥΔΡ 6622.1 m 9.60 9.30 8.80
12.14.01.47 Ονομ. διαμέτρου DN 110 mm ΥΔΡ 6622.1 m 14.10 13.70 13.00
12.14.01.48 Ονομ. διαμέτρου DN 125 mm ΥΔΡ 6622.2 m 18.40 17.90 17.00
12.14.01.49 Ονομ. διαμέτρου DN 140 mm ΥΔΡ 6622.2 m 21.60 21.00 20.00
12.14.01.50 Ονομ. διαμέτρου DN 160 mm ΥΔΡ 6622.3 m 27.10 26.30 25.00
12.14.01.51 Ονομ. διαμέτρου DN 200 mm ΥΔΡ 6622.3 m 41.10 39.90 37.90
12.14.01.52 Ονομ. διαμέτρου DN 225 mm ΥΔΡ 6622.3 m 48.70 47.30 44.90
12.14.01.53 Ονομ. διαμέτρου DN 250 mm ΥΔΡ 6622.3 m 60.00 57.80 55.00
12.14.01.54 Ονομ. διαμέτρου DN 280 mm ΥΔΡ 6622.3 m 76.00 73.50 70.00
12.14.01.55 Ονομ. διαμέτρου DN 315 mm ΥΔΡ 6622.3 m 92.00 89.00 85.00
12.14.01.56 Ονομ. διαμέτρου DN 355 mm ΥΔΡ 6622.3 m 113.00 110.00 105.00
12.14.01.57 Ονομ. διαμέτρου DN 400 mm ΥΔΡ 6622.3 m 141.00 137.00 130.00
12.14.01.58 Ονομ. διαμέτρου DN 450 mm ΥΔΡ 6622.3 m 178.00 173.00 164.00
12.14.01.59 Ονομ. διαμέτρου DN 500 mm ΥΔΡ 6622.3 m 211.00 205.00 195.00
12.14.01.60 Ονομ. διαμέτρου DN 560 mm ΥΔΡ 6622.3 m 260.00 252.00 239.00

Πίνακας 7.9 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Αγωγοί ονομαστικής πίεσης 20 atm από σωλήνες HDΡE 100
(ΥΥΜ/ΓΓΥ - Περιγραφικά Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).

Κωδικός Μον. EΡΓΑ ΕΡΓΑ EΡΓΑ


ΚΩΔΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Αναθ/σης Μετρ. έως 1,5 εκ. € 1,5 - 5,0 εκ. € > 5,0 εκ. €
12.14.01.61 Ονομ. διαμέτρου DN 32 mm ΥΔΡ 6622.1 m 3.40 3.30 3.10
12.14.01.62 Ονομ. διαμέτρου DN 40 mm ΥΔΡ 6622.1 m 4.10 4.00 3.80
12.14.01.63 Ονομ. διαμέτρου DN 50 mm ΥΔΡ 6622.1 m 4.90 4.80 4.60
12.14.01.64 Ονομ. διαμέτρου DN 63 mm ΥΔΡ 6622.1 m 6.50 6.30 6.00
12.14.01.65 Ονομ. διαμέτρου DN 75 mm ΥΔΡ 6622.1 m 8.00 7.80 7.40
12.14.01.66 Ονομ. διαμέτρου DN 90 mm ΥΔΡ 6622.1 m 10.80 10.50 10.00
12.14.01.67 Ονομ. διαμέτρου DN 110 mm ΥΔΡ 6622.1 m 15.10 14.70 14.00
12.14.01.68 Ονομ. διαμέτρου DN 125 mm ΥΔΡ 6622.2 m 18.40 17.90 17.00
12.14.01.69 Ονομ. διαμέτρου DN 140 mm ΥΔΡ 6622.2 m 21.60 21.00 20.00
12.14.01.70 Ονομ. διαμέτρου DN 160 mm ΥΔΡ 6622.3 m 27.10 26.30 25.00
12.14.01.71 Ονομ. διαμέτρου DN 200 mm ΥΔΡ 6622.3 m 43.30 42.00 39.90
12.14.01.72 Ονομ. διαμέτρου DN 225 mm ΥΔΡ 6622.3 m 54.10 52.50 49.90
12.14.01.73 Ονομ. διαμέτρου DN 250 mm ΥΔΡ 6622.3 m 65.00 63.00 60.00
12.14.01.74 Ονομ. διαμέτρου DN 280 mm ΥΔΡ 6622.3 m 92.00 89.30 85.00
12.14.01.75 Ονομ. διαμέτρου DN 315 mm ΥΔΡ 6622.3 m 108.00 105.00 100.00
12.14.01.76 Ονομ. διαμέτρου DN 355 mm ΥΔΡ 6622.3 m 130.00 126.00 120.00
12.14.01.77 Ονομ. διαμέτρου DN 400 mm ΥΔΡ 6622.3 m 168.00 163.00 155.00
12.14.01.78 Ονομ. διαμέτρου DN 450 mm ΥΔΡ 6622.3 m 206.00 200.00 190.00
12.14.01.79 Ονομ. διαμέτρου DN 500 mm ΥΔΡ 6622.3 m 249.00 242.00 230.00
12.14.01.80 Ονομ. διαμέτρου DN 560 mm ΥΔΡ 6622.3 m 293.00 284.00 270.00

122 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Πίνακας 7.10 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Αγωγοί ονομαστικής πίεσης 25 atm από σωλήνες HDΡE 100
(ΥΥΜ/ΓΓΥ - Περιγραφικά Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).

Κωδικός Μον. EΡΓΑ ΕΡΓΑ EΡΓΑ


ΚΩΔΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Αναθ/σης Μετρ. έως 1,5 εκ. € 1,5 - 5,0 εκ. € > 5,0 εκ. €
12.14.01.81 Ονομ. Διαμέτρου DN 32 mm ΥΔΡ 6622.1 m 3.60 3.50 3.30
12.14.01.82 Ονομ. διαμέτρου DN 40 mm ΥΔΡ 6622.1 m 4.50 4.40 4.20
12.14.01.83 Ονομ. διαμέτρου DN 50 mm ΥΔΡ 6622.1 m 5.30 5.10 4.80
12.14.01.84 Ονομ. διαμέτρου DN 63 mm ΥΔΡ 6622.1 m 7.00 6.80 6.50
12.14.01.85 Ονομ. διαμέτρου DN 75 mm ΥΔΡ 6622.1 m 8.50 8.30 7.90
12.14.01.86 Ονομ. διαμέτρου DN 90 mm ΥΔΡ 6622.1 m 12.60 12.20 11.60
12.14.01.87 Ονομ. διαμέτρου DN 110 mm ΥΔΡ 6622.1 m 17.10 16.60 15.80
12.14.01.88 Ονομ. διαμέτρου DN 125 mm ΥΔΡ 6622.2 m 21.60 21.00 20.00
12.14.01.89 Ονομ. διαμέτρου DN 140 mm ΥΔΡ 6622.2 m 26.00 25.20 23.90
12.14.01.90 Ονομ. διαμέτρου DN 160 mm ΥΔΡ 6622.3 m 32.40 31.50 29.90
12.14.01.91 Ονομ. διαμέτρου DN 200 mm ΥΔΡ 6622.3 m 48.70 47.30 44.90
12.14.01.92 Ονομ. διαμέτρου DN 225 mm ΥΔΡ 6622.3 m 60.00 57.80 55.00
12.14.01.93 Ονομ. διαμέτρου DN 250 mm ΥΔΡ 6622.3 m 70.00 68.30 65.00
12.14.01.94 Ονομ. διαμέτρου DN 280 mm ΥΔΡ 6622.3 m 97.00 94.50 90.00
12.14.01.95 Ονομ. διαμέτρου DN 315 mm ΥΔΡ 6622.3 m 119.00 116.00 110.00
12.14.01.96 Ονομ. διαμέτρου DN 355 mm ΥΔΡ 6622.3 m 151.00 147.00 140.00
12.14.01.97 Ονομ. διαμέτρου DN 400 mm ΥΔΡ 6622.3 m 201.00 195.00 185.00
12.14.01.98 Ονομ. διαμέτρου DN 450 mm ΥΔΡ 6622.3 m 216.00 210.00 200.00

Οι τιμές των δαπανών για τις εργασίες εκσκαφής, επανεπίχωσης, υλικού έδρασης ή εγκιβωτισμού κ.λπ. των
σωλήνων μπορούν να βρεθούν από τους πίνακες που υπάρχουν διαθέσιμοι στη διεύθυνση:
https://www.ggde.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=964:περιγραφικά-τιμολόγια-έργων-σε-
επεξεργάσιμη-μορφή-2017&Itemid=326 .

7.3 Επιλογή της διαμέτρου των αγωγών του δικτύου


Όπως περιγράφηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, αρχικά, η περιοχή που πρόκειται να αρδευτεί χωρίζεται σε
αρδευτικές μονάδες (Α.Μ.) και επιλέγονται οι θέσεις που θα εγκατασταθούν οι υδροληψίες και καταγράφεται
το υψόμετρό τους. Στη συνέχεια, γίνεται η χάραξη του δικτύου με τον προσδιορισμό της θέσης της δεξαμενής
και/ή του αντλιοστασίου της κεφαλής και τον σχεδιασμό όλου του δικτύου των κλειστών αγωγών (πρωτεύων,
δευτερεύοντες, τριτεύοντες κ.λπ.) ενώ υπολογίζεται το μήκος τους και ακολουθεί ο προσδιορισμός των
παροχών σχεδιασμού όλων των αγωγών του δικτύου. Οι παροχές των αγωγών είναι κατά κανόνα ακέραιο
πολλαπλάσιο της παροχής των υδροληψιών qυ και προσδιορίζονται σύμφωνα με τον αριθμό των υδροληψιών
που λειτουργούν (ή ενδέχεται να λειτουργούν) ταυτόχρονα κατάντη του κάθε τμήματος αγωγού.
Κατόπιν, για κάθε τμήμα αγωγού επιλέγεται η εσωτερική διάμετρος με βάση τους διαθέσιμους σωλήνες
του εμπορίου από τα συνήθη υλικά (πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC) ή υψηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο
(HDPE)), τέτοια όμως που, με δεδομένη την παροχή σχεδιασμού, η ταχύτητα της ροής του νερού στους
αγωγούς να είναι εντός των επιτρεπόμενων ορίων τα οποία λαμβάνονται συνήθως μεταξύ 0.5 m/s και 2.0 m/s.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την εγκύκλιο Δ22200/30-07-1977 του τότε Υπουργείου Δημοσίων έργων (η οποία
τροποποιήθηκε από την εγκύκλιο ΒΜ3/21417/17-08-1984 και τη ΔΑΕΕ/οικ.1583/Φ.ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ/5-10-2017
του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών), οι μέγιστες κατά εσωτερική διάμετρο επιτρεπόμενες ταχύτητες
λαμβάνονται οι ίδιες για όλα τα υλικά των σωλήνων, ενώ οι συνήθεις τιμές τους έχουν ως εξής:

 μέχρι και 125 mm ταχύτητα μέχρι 1.55 m/sec,


 από 125 μέχρι και 175 mm ταχύτητα μέχρι 1.85 m/ sec,
 από 175 μέχρι και 350 mm ταχύτητα μέχρι 2.00 m/ sec,
 από 350 μέχρι και 450 mm ταχύτητα μέχρι 2.10 m/ sec,
 από 450 μέχρι και 600 mm ταχύτητα μέχρι 2.20 m/sec,
 από 600 μέχρι και 800 mm ταχύτητα μέχρι 2.30 m/sec,
 από 800 μέχρι και 1000 mm ταχύτητα μέχρι 2.40 m/ sec,

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 123


 άνω των 1000 mm ταχύτητα μέχρι 2.50 m/sec.

Επίσης, η ίδια εγκύκλιος ορίζει ότι οι ελάχιστες επιτρεπόμενες ταχύτητες λαμβάνονται κατά κανόνα για
όλες τις διαμέτρους ίσες με 0.50 m/sec, ενώ για διαμέτρους μεγαλύτερες των 600 mm μπορεί να γίνουν δεκτές
ελάχιστες ταχύτητες ίσες με 0.70 m/ sec.
Έτσι, μια πρώτη εκτίμηση της εσωτερικής διαμέτρου ενός τμήματος αγωγού μπορεί να γίνει με βάση το
ελάχιστο κόστος κατασκευής και κατά συνέπεια για τη μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα ροής, από την εξίσωση
συνέχειας μιας διατομής του αγωγού εκφρασμένης ως προς τη διάμετρο:

4∙𝑄
𝐷𝜐𝜋 = √ (7.1)
𝜋∙𝑈

Το αποτέλεσμα της εξίσωσης 7.1 είναι η διάμετρος που αντιστοιχεί στη μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα
ροής Umax στον αγωγό με παροχή σχεδιασμού Q. Η αντίστοιχη εσωτερική διάμετρος Dεσ του εμπορίου είναι η
κοντινότερη διαθέσιμη διάμετρος που δεν οδηγεί σε ταχύτητα ροής κοντά στη μέγιστη επιτρεπόμενη.

7.4 Εκτίμηση των απωλειών


Όπως είναι γνωστό, για έναν κλειστό αγωγό για τον οποίο είναι γνωστή η παροχή Q, η εσωτερική διάμετρος
Dεσ και το υλικό (και κατ’ επέκταση η μέση τραχύτητα ε), και εξασφαλίζονται συνθήκες μόνιμης και
ομοιόμορφης ροής, προκύπτουν εύκολα μια σειρά από μεγέθη, όπως η μέση ταχύτητα ροής του νερού στον
σωλήνα U, ο αριθμός Re, ο συντελεστής τριβής f, η κλίση της γραμμής ενεργείας J και τέλος το μέγεθος των
απωλειών hf σε ένα τμήμα αγωγού που βρίσκεται μεταξύ δύο κόμβων. Η μέση ταχύτητα της ροής του νερού
στους σωλήνες U, προκύπτει από την εξίσωση συνέχειας σε μια διατομή του σωλήνα:
4∙𝑄
𝑈= 2 (7.2)
𝜋 ∙ 𝐷𝜀𝜎

όπου Q η παροχή του νερού στο σωλήνα, και Dεσ η εσωτερική διάμετρος του σωλήνα. Ο αριθμός Reynolds
δίνεται από την εξίσωση:
𝑈 ∙ 𝐷𝜀𝜎
𝑅𝑒 = (7.3)
𝜈
όπου ν είναι το κινηματικό ιξώδες του νερού ίσο με 1.004 x 10-6 στο διεθνές σύστημα μονάδων και σε
θερμοκρασία 20 oC. Το μέγεθος του κινηματικού ιξώδους του νερού για διαφορετικές θερμοκρασίες μπορεί να
βρεθεί από πίνακες που είναι διαθέσιμοι στα περισσότερα συγγράμματα μηχανικής ρευστών και υδραυλικής
(Πρίνος, 2013). Ο συντελεστής τριβής f, υπολογίζεται σύμφωνα με την εγκύκλιο Δ22200/30-07-1977 από την
εξίσωση των Colebrook – White:

1 𝜀 2.51
= −2𝑙𝑜𝑔 ( + ) (7.4)
√𝑓 3.7 ∙ 𝐷𝜀𝜎 𝑅𝑒 ∙ √𝑓

όπου ε είναι η ισοδύναμη απόλυτη τραχύτητα της εσωτερικής επιφάνειας του σωλήνα η οποία προκύπτει από
το υλικό του. Σύμφωνα με την εγκύκλιο ΒΜ3/21417/17-08-1984, η ισοδύναμη απόλυτη τραχύτητα λαμβάνεται
για σωλήνες οι οποίοι έχουν υποστεί χρήση ίση με ε = 0.5 mm για όλους τους σωλήνες από αμιαντοτσιμέντο
και ε = 0.1 mm για όλους τους σωλήνες από PVC ή HDPE.
Ο συντελεστής τριβής f εναλλακτικά μπορεί να υπολογιστεί και από το διάγραμμα Moody (Διάγραμμα
7.1) ή την εξίσωση των Swamme – Jain, η οποία για τυρβώδη ροή έχει τη μορφή που ακολουθεί (Πρίνος, 2013):

𝜀 5.74 −2
𝑓 = 1.325 ∙ [𝑙𝑛 ( + 0.9 )] (7.5)
3.7 ∙ 𝐷𝜀𝜎 𝑅𝑒

Tο μέγεθος των απωλειών hf σε ένα τμήμα αγωγού υπολογίζεται από τη γνωστή σχέση των Darcy –
Weisbach (Πρίνος, 2013):

124 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


𝐿 𝑈2
ℎ𝑓 = 𝑓 ∙ ∙ (7.6)
𝐷𝜀𝜎 2 ∙ 𝑔

όπου L το μήκος του σωλήνα σε m. Η κλίση της γραμμής ενεργείας J ορίζεται ως κλίση επί τοις χιλίοις ή
διαφορετικά ως m/Km και κατά συνέπεια αντιστοιχεί στις απώλειες ενέργειας για έναν σωλήνα μήκους χιλίων
μέτρων και προφανώς προκύπτει από την εξίσωση 7.6 αν τεθεί L = 1000 m. Η κλίση της γραμμής ενέργειας
είναι δυνατό να υπολογιστεί και γραφικά από το διάγραμμα Colebrook το οποίο συνήθως παρέχεται από τους
κατασκευαστές των σωλήνων που έχουν επιλεγεί για το δίκτυο. Στο Διάγραμμα 7.2 , φαίνεται το διάγραμμα
Colebrook για σωλήνες τραχύτητας 0.5 mm ενώ στα Διαγράμματα Διάγραμμα και Διάγραμμα φαίνονται
ενδεικτικά τα διαγράμματα Colebrook για σωλήνες τραχύτητας PVC και HDPE τραχύτητας 0.1 mm αντίστοιχα.
Οι τοπικές απώλειες HL στα σημεία όπου αναπτύσσονται (είσοδος και έξοδος από δεξαμενές,
καμπυλώσεις αγωγών, αλλαγές κατεύθυνσης, αλλαγή διαμέτρου, βάνες, δικλείδες, συσκευές κ.λπ.)
υπολογίζονται από τον γενικό τύπο (Πρίνος, 2013):

𝑈2
ℎ𝐿 = 𝐾𝐿 ∙ (7.7)
2∙𝑔

όπου KL ο συντελεστής τοπικών απωλειών. Επειδή η διαδικασία επιμεριστικής και διεξοδικής εκτίμησης των
τοπικών απωλειών σε κάθε θέση που αυτές αναπτύσσονται είναι επίπονη, συνήθως αποφεύγεται. Για αυτό
συνηθίζεται η εκτίμηση των τοπικών απωλειών να γίνεται είτε συνοπτικά (π.χ. 10% - 15% των αντίστοιχων
γραμμικών απωλειών), είτε έμμεσα με κατάλληλη προσαύξηση του συντελεστή γραμμικών απωλειών (με
εφαρμογή του ισοδύναμου συντελεστή γραμμικών απωλειών).

Πίνακας 7.11 Ενδεικτικές τιμές συντελεστών τοπικών απωλειών KL.

Είδος τοπικής παρεμβολής Συντελεστής KL Είδος τοπικής παρεμβολής Συντελεστής KL


Είσοδος Καμπύλες 90o
Κάθετη 0.50 r/D = 4 0.16 - 0.18
Προβαλλόμενο άκρο 0.80 r/D = 2 0.19 - 0.25
Ελαφρώς στρογγυλεμένη 0.25 r/D = 1.5 0.26 - 0.34
Στρογγυλεμένη 0.05 r/D = 1.5 0.35 - 0.40
Απότομες Συστολές Καμπύλα τεμάχια
D2/D1 ≤ 0.20 0.41 - 0.50 Γωνία 15o 0.05
0.20 < D2/D1 ≤ 0.40 0.30 - 0.41 Γωνία 30o 0.10
0.40 < D2/D1 ≤ 0.60 0.18 - 0.30 Γωνία 45o 0.20
0.60 < D2/D1 ≤ 0.80 0.06 - 0.18 Γωνία 60o 0.35
D2/D1 ≥ 0.80 0.00 - 0.06 Γωνία 90o 0.80
Βαθμιαίες Συστολές Ταύ
Γωνία 15o 0.02 Οριζόντια 0.30 - 0.40
Γωνία 22.5o 0.04 Κάθετα 0.60 - 2.10
Γωνία 45o 0.07 Ημιταύ
Απότομες Διαστολές Οριζόντια 0.20 - 0.35
D2/D1 ≤ 0.20 0.92 - 1.00 Κάθετα 0.45 - 0.55
0.20 < D2/D1 ≤ 0.40 0.71 - 0.92 Δικλείδες
0.40 < D2/D1 ≤ 0.60 0.41 - 0.71 Συρταρωτή (ανοιχτή) 0.20
0.60 < D2/D1 ≤ 0.80 0.13 - 0.41 Αντεπίστροφη 2.50
D2/D1 ≥ 0.80 0.00 - 0.13 Τύπου πεταλούδας (ανοιχτή) 0.20
Βαθμιαίες Διαστολές Σφαιρική 90o 0.05
Γωνία 15o 0.03 Σφαιρική 60o 1.20
Γωνία 22.5o 0.07 Σφαιρική 45o 10.00
Γωνία 45o 0.14 Σφαιρική 30o 50.00

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 125


Διάγραμμα 7.1 Το διάγραμμα Moody (προσαρμόστηκε στα ελληνικά από
https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Moody_EN.svg).

Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


126
Διάγραμμα 7.2 Διάγραμμα Colebrook για σωλήνες τραχύτητας 0.5 mm.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 127


Διάγραμμα 7.3 Διάγραμμα Colebrook για σωλήνες PVC τραχύτητας 0.1 mm και τις ονομαστικές διαμέτρους.

Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


128
Διάγραμμα 7.4 Διάγραμμα Colebrook για σωλήνες HDPE τραχύτητας 0.1 mm και τις ονομαστικές διαμέτρους.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 129


7.5 Υπολογισμός της επάρκειας του ενεργειακού φορτίου της κεφαλής του δικτύου
O υπολογισμός της επάρκειας του ενεργειακού φορτίου της κεφαλής ενός ακτινωτού δικτύου κλειστών αγωγών
για συγκεκριμένες διαμέτρους αγωγών, πρέπει θεωρητικά να γίνεται για κάθε δυνατή διαδρομή από την κεφαλή
του δικτύου μέχρι την υδροληψία που καταλήγει η κάθε διαδρομή. Στην πράξη όμως, ελέγχονται μόνο οι
διαδρομές που είτε λόγω του μήκους τους, είτε λόγω των μεγάλων παροχών, είτε κυρίως λόγω των μεγάλων
υψομέτρων στις θέσεις των ακραίων υδροληψιών, είναι καθοριστικές για την επάρκεια του δικτύου (κρίσιμες
διαδρομές). Το ενεργειακό φορτίο της κεφαλής του δικτύου θα πρέπει να είναι τέτοιο που να καλύπτει τις
απώλειες φορτίου κατά μήκος της κρίσιμη διαδρομής (και κατ’ επέκταση όλων των διαδρομών) και να
εξασφαλίζει την ύπαρξη της απαιτούμενης πίεσης λειτουργίας των υδροληψιών. Η πίεση που πρέπει να
εξασφαλιστεί στα ανάντη των υδροληψιών εξαρτάται:

 από τις απώλειες στους κινητούς ή μόνιμους αγωγούς μεταφοράς μέχρι τις θέσεις
χρησιμοποίησης του νερού,
 από την απαιτούμενη πίεση για εφαρμογή της μεθόδου αρδεύσεως, όπως είναι η απαιτούμενη
μέση πίεση για την καλή λειτουργία των εκτοξευτών στην περίπτωση εφαρμογής συστήματος
καταιονισμού,
 από τις υψομετρικές διαφορές στην αρδευτική μονάδα, από τις τοπικές απώλειες στις συσκευές
υδροληψίας.

Το ελάχιστο απαιτούμενο φορτίο πίεσης των υδροληψιών του δικτύου προσδιορίζεται από τη
γεωργοτεχνική μελέτη που προηγείται της υδραυλικής μελέτης του δικτύου και συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 45
και 50 m. Σε ένα ακτινωτό δίκτυο, κάθε διαδρομή αποτελείται από κλειστούς αγωγούς τοποθετημένους σε
σειρά, γνωστού μήκους, παροχής, διαμέτρου, άρα και απωλειών, οπότε οι ολικές απώλειες της διαδρομής
υπολογίζονται αθροίζοντας τις επιμέρους απώλειες κάθε αγωγού της διαδρομής. Έτσι, αν n είναι το πλήθος των
αγωγών της εξεταζόμενης διαδρομής, τότε το πιεζομετρικό φορτίο της κεφαλής του δικτύου θα πρέπει:
𝑛

𝛨 ≥ 𝛨𝜐 + ∑ ℎ𝑓𝑖 (7.8)
𝑖=1

όπου Η το φορτίο της κεφαλής του δικτύου, Ηυ το απαιτούμενο φορτίο λειτουργίας της υδροληψίας και hf οι
απώλειες φορτίου κατά μήκος της διαδρομής του δικτύου που εξετάζεται. Αν το H είναι μικρότερο από το
υψόμετρο της θέσης της κεφαλής τότε δεν απαιτείται να τοποθετηθεί αντλία και το δίκτυο θα λειτουργεί με
βαρύτητα, διαφορετικά θα πρέπει να εγκατασταθεί αντλιοστάσιο μέσω της αντλίας του οποίου θα
εξασφαλίζεται το απαιτούμενο ενεργειακό φορτίο για τη λειτουργία του δικτύου.
Για την απλούστευση των υπολογισμών αλλά και για την εποπτικότερη παρουσίαση των αποτελεσμάτων
είναι καλό να δημιουργούνται πίνακες σαν τους 7.12 και 7.13. Ειδικότερα στον Πίνακα 7.12 αποτυπώνονται
με εποπτικό τρόπο τα χαρακτηριστικά όλων των σωλήνων του δικτύου και υπολογίζονται οι απώλειες αυτών,
ενώ με τον Πίνακα 7.13 υπολογίζεται το φορτίο πίεσης των υδροληψιών και το φορτίο της κεφαλής. Για τη
συμπλήρωση του Πίνακα 7.13 απαιτείται η εισαγωγή των δεδομένων του προβλήματος στις πρώτες έξι στήλες
του πίνακα και στη συνέχεια η συμπλήρωση της έβδομης και της όγδοης στήλης του πίνακα ξεκινώντας τον
υπολογισμό από τις τελευταίες γραμμές και συνεχίζοντας προς τα πάνω. Η τελευταία στήλη του πίνακα
συμπληρώνεται αν από τις δύο προηγούμενες στήλες προκύπτει πίεση υδροληψίας μικρότερη από την
απαιτούμενη.

Πίνακας 7.12 Πίνακας εξασφάλισης πιέσεων.

Αγωγός Q (l/sec) D (mm) L (m) U (m/sec) J (Km/m) Δh = Lx J (m)

130 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Πίνακας 7.13 Πίνακας υπολογισμού απωλειών των σωλήνων του δικτύου.

Αγωγός Αρχή Πέρας Δh Υψόμετρο Απαιτούμενο Φορτίο Υψόμετρο Φορτίο Διόρθωση


Πέρατος πίεσης υδροληψίας Π.Γ. πέρατος πίεσης

7.6 Εκπόνηση υδραυλικών υπολογισμών με χρήση λογισμικού


Το EPANET είναι ένα ελεύθερο πακέτο λογισμικού για την προσομοίωση συστημάτων διανομής νερού
που αναπτύχθηκε από το τμήμα ύδρευσης και υδάτινων πόρων της Υπηρεσίας Προστασίας του
Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Πολιτειών (EPA) (Rossman, 2000). Εκτελεί προσομοίωση παρατεταμένης
περιόδου της υδραυλικής και ποιοτικής συμπεριφοράς του νερού εντός δικτύων σωλήνων υπό πίεση και
έχει σχεδιαστεί για να αποτελέσει «ένα ερευνητικό εργαλείο που βελτιώνει την κατανόηση της κίνησης
και της κατάληξης των συστατικών του πόσιμου νερού εντός των συστημάτων διανομής ». Το EPANET
πρωτοπαρουσιάστηκε το 1993.
Το EPANET είναι λογισμικό ανοικτού κώδικα και είναι διαθέσιμο τόσο ως αυτόνομο πρόγραμμα
όσο και ως εργαλειοθήκη ανοικτού κώδικα (διεπαφή προγραμματισμού εφαρμογών σε γλώσσα
προγραμματισμού C). Η υπολογιστική μηχανή του χρησιμοποιήθηκε από πολλές εταιρείες λογισμικού για
να αναπτύξουν ισχυρότερα, ιδιόκτητα πακέτα, τα οποία συνήθως βασίζονται στα γεωγραφικά συστήματα
πληροφοριών. Η μορφή του αρχείου εισόδου του EPANET ".inp", η οποία αναπαριστά την τοπολογία του
δικτύου, την κατανάλωση του νερού και τους κανόνες ελέγχου του δικτύου, υποστηρίζεται από πολλά
ελεύθερα και εμπορικά πακέτα υδραυλική προσομοίωσης. Ως εκ τούτου, θεωρείται αναμφισβήτητα ως το
λογισμικό αναφοράς για όλα τα διαθέσιμα λογισμικά προσομοίωσης δικτύων κλειστών αγωγών.
Τα δεδομένα που απαιτούνται για τη διαμόρφωση μιας προσομοίωσης σχετίζονται με τη γεωμετρία
του δικτύου και τα επίπεδα ζήτησης νερού σε αυτό. Το πρόγραμμα στη συνέχεια μπορεί να προσδιορίσει
τα στοιχεία της ροής του νερού σε κάθε σωλήνα (παροχή, απώλειες κ.λπ.), την πίεση σε κάθε κόμβο του
δικτύου, τις παροχές και τα φορτία κάθε αντλίας και το βάθος νερού σε κάθε δεξαμενή. Σε περίπτωση που
εισαχθούν επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τις παραμέτρους ποιότητας του νερού είναι δυνατός ο
υπολογισμός της συγκέντρωσης μιας ουσίας σε ολόκληρο το δίκτυο. Εκτός από τις συγκεντρώσεις ουσιών,
μπορούν επίσης να προσομοιωθούν η ηλικία του νερού και ο εντοπισμός της πηγής του. Ο χρήστης είναι
σε θέση να δημιουργήσει και επεξεργαστεί τα αρχεία που αντιστοιχούν στα έργα του EPANET και, μετά
την εκτέλεση μιας προσομοίωσης, να εμφανίσει τα αποτελέσματα σε έναν χρωματικά κωδικοποιημένο
χάρτη του δικτύου, καθώς επίσης να λάβει τα αποτελέσματα υπό τη μορφή πινάκων ή διαγραμμάτων.
Το EPANET 2.2 (Μάρτιος 2020), καθώς και το εγχειρίδιό χρήσης του, διατίθενται ελεύθερα από την
ιστοσελίδα της Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Πολιτειών
(https://www.epa.gov/water-research/epanet).

7.6.1 Συνοπτική περιγραφή του προγράμματος


Με την εκτέλεση του προγράμματος, εμφανίζεται μια οθόνη με τη γραμμή μενού, τις γραμμές εργαλείων, το
κενό παράθυρο του χάρτη του δικτύου και το παράθυρο γρήγορης πρόσβασης.
Η Γραμμή μενού που βρίσκεται στο πάνω μέρος του χώρου εργασίας του EPANET (Εικόνα 7.4) περιέχει
μια συλλογή από μενού που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο του προγράμματος. Σε αυτά περιλαμβάνονται:
 To μενού File, τα στοιχεία του οποίου φαίνονται και περιγράφονται στην Εικόνα 7.5.
 To μενού Edit, τα στοιχεία του οποίου φαίνονται και περιγράφονται στην Εικόνα 7.6.
 To μενού View, τα στοιχεία του οποίου φαίνονται και περιγράφονται στην Εικόνα 7.7.
 To μενού Project, τα στοιχεία του οποίου φαίνονται και περιγράφονται στην Εικόνα 7.8.
 To μενού Report, τα στοιχεία του οποίου φαίνονται και περιγράφονται στην Εικόνα 7.9.
 To μενού Window, τα στοιχεία του οποίου φαίνονται και περιγράφονται στην Εικόνα 7.10.
 To μενού Help, τα στοιχεία του οποίου φαίνονται και περιγράφονται στην Εικόνα 7.11

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 131


.
Εικόνα 7.4 Το παράθυρο του EPANET κατά την έναρξη του προγράμματος.

Εικόνα.7.5 Οι επιλογές του μενού File.

132 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Εικόνα 7.6 Οι επιλογές του μενού Edit.

Εικόνα 7.7 Οι επιλογές του μενού View.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 133


Εικόνα 7.8 Οι επιλογές του μενού Project.

Εικόνα 7.9 Οι επιλογές του μενού Report.

Εικόνα 7.10 Οι επιλογές του μενού Window.

134 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Εικόνα 7.11 Οι επιλογές του μενού Help.

Η γραμμή εργαλείων που βρίσκεται κάτω από τη γραμμή του μενού (Εικόνα 7.4) παρέχει συντομεύσεις για τις
λειτουργίες του προγράμματος που χρησιμοποιούνται συχνότερα. Τα δύο τμήματα της γραμμής εργαλείων
ενεργοποιούνται και απενεργοποιούνται από το μενού View =>Toolbars.
Το πρώτο τμήμα της γραμμής εργαλείων περιέχει συντομεύσεις για λειτουργίες που αφορούν το έργο
στο σύνολό του. Ειδικότερα τα εργαλεία αυτά χρησιμοποιούνται για:

 τη δημιουργία ενός νέου έργου (όπως από το μενού File => New)
 το άνοιγμα ενός υφιστάμενου έργου (όπως από το μενού File => Open)
 την αποθήκευση του τρέχοντος έργου (όπως από το μενού File => Save)
 την εκτύπωση του ενεργού παραθύρου (όπως από το μενού File => Print)
 την αντιγραφή των επιλεγμένων στοιχείων στη μνήμη ή σε αρχείο (όπως από το μενού
Edit => Copy To)
 τη διαγραφή των επιλεγμένων στοιχείων
 την εύρεση ενός συγκεκριμένου στοιχείου του χάρτη (όπως από το μενού View => Find)
 την εκτέλεση της προσομοίωσης (όπως από το μενού Project => Run Analysis)
 την εκτέλεση ερωτήματος για την εύρεση στοιχείων του χάρτη που ικανοποιούν
συγκεκριμένα κριτήρια (όπως από το μενού View => Query)
 τη δημιουργία γραφήματος για την προβολή των αποτελεσμάτων της προσομοίωσης (όπως
από το μενού Report => Graph)
 τη δημιουργία πίνακα για την προβολή των αποτελεσμάτων της προσομοίωσης (όπως από
το μενού Report => Table)
 την τροποποίηση των επιλογών της προβολής του χάρτη (όπως από το μενού
View => Options ή το μενού Report => Options)

Το δεύτερο τμήμα της γραμμής εργαλείων περιέχει συντομεύσεις για λειτουργίες που αφορούν τη
διαμόρφωση του δικτύου. Ειδικότερα τα εργαλεία αυτά χρησιμοποιούνται για:

την επιλογή και τη μετακίνηση ενός στοιχείου του χάρτη (όπως από το μενού
Edit => Select => Object)
 την επιλογή και τη μετακίνηση μιας γωνίας ενός σωλήνα (όπως από το μενού
Edit => Select Vertex)
 την επιλογή μιας περιοχής του χάρτη (όπως από το μενού Edit => Select Region)
 τη μετακίνηση της προβολής του χάρτη (όπως από το μενού View => Pan)
 τη μεγέθυνση του χάρτη (όπως από το μενού View => Zoom In)
 τη σμίκρυνση του χάρτη (όπως από το μενού View => Zoom Out)
 την προβολή του χάρτη σε πλήρη έκταση (όπως από το μενού View => Full Extent)
 Προσθήκη κόμβου στον χάρτη

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 135


 Προσθήκη ταμιευτήρα στον χάρτη (σταθερή στάθμη νερού, άγνωστες διαστάσεις)
 Προσθήκη δεξαμενής στον χάρτη (μεταβλητή στάθμη νερού, γνωστές διαστάσεις)
 Προσθήκη σωλήνα στον χάρτη
 Προσθήκη αντλίας στον χάρτη
 Προσθήκη βαλβίδας στον χάρτη
 Προσθήκη ετικέτας στον χάρτη

Το παράθυρο του χάρτη του δικτύου (Εικόνα 7.4) προβάλλει σε οριζοντιογραφία ένα σχηματικό
διάγραμμα των στοιχείων του υπό μελέτη δικτύου διανομής νερού. Η θέση των στοιχείων του δικτύου και οι
αποστάσεις μεταξύ τους δεν είναι απαραίτητο να ανταποκρίνονται στην πραγματική φυσική τους κλίμακα.
Μέσα από το παράθυρο του χάρτη είναι δυνατό να προστεθούν απευθείας νέα στοιχεία, ενώ τα υπάρχοντα
μπορούν να επιλεγούν για επεξεργασία, διαγραφή ή μετατόπιση. Είναι επίσης δυνατό να εισαχθεί μια εικόνα
παρασκηνίου (όπως μια αεροφωτογραφία, ένας τοπογραφικός χάρτης ή ακόμα και ένα σκαρίφημα) ως
αναφορά. Ο χάρτης μπορεί να εκτυπωθεί, να αντιγραφεί στη μνήμη του υπολογιστή ή να εξαχθεί ως αρχείο
κειμένου (επέκταση MAP), αρχείο ανταλλαγής σχεδίων (DXF) ή βελτιωμένο μετα-αρχείο εικόνας (EMF).
Το παράθυρο γρήγορης πρόσβασης προσφέρει δύο διαφορετικές λειτουργίες. Η πρώτη λειτουργία του
παραθύρου, όπως φαίνεται στην Εικόνα 7.12, αφορά την πρόσβαση στα δεδομένα των στοιχείων του δικτύου.
Τα στοιχεία του δικτύου χωρίζονται σε κατηγορίες με βάση το είδος τους και μέσω του παραθύρου γρήγορης
πρόσβασης μπορούν να προστεθούν νέα, να διαγραφούν ή να τροποποιηθούν.

Εικόνα 7.12 Παράθυρο γρήγορης πρόσβασης – Δεδομένα.

Η δεύτερη λειτουργία του παραθύρου γρήγορης πρόσβασης, που φαίνεται στην Εικόνα 7.13, αφορά την
απεικόνιση των αποτελεσμάτων της προσομοίωσης του δικτύου. Μέσω αυτού του παραθύρου επιλέγονται οι
παράμετροι και η χρονική περίοδος, τα αποτελέσματα των οποίων θα απεικονιστούν στην οθόνη.

Εικόνα 7.13 Παράθυρο γρήγορης πρόσβασης – Χάρτης.

136 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για τη φόρμα των προεπιλεγμένων παραμέτρων του έργου. Η φόρμα
εμφανίζεται από το μενού Project => Defaults. Η φόρμα όπως φαίνεται και στην Εικόνα 7.14 χωρίζεται σε τρία
μέρη. Στο πρώτο μέρος ορίζεται η προεπιλεγμένη μορφή της ονομασίας των στοιχείων του δικτύου. Στο
δεύτερο ορίζονται τα μεγέθη των προεπιλεγμένων διαστάσεων των στοιχείων του δικτύου. Αυτές οι τιμές θα
ορίζονται από το πρόγραμμα κάθε φορά που θα εισάγεται στο μοντέλο κάποιο από αυτά τα στοιχεία. Οι πιο
σημαντικές παράμετροι της προσομοίωσης ορίζονται στο τρίτο μέρος της φόρμας. Εδώ ορίζονται οι μονάδες
μέτρησης των μεγεθών του έργου και η εξίσωση υπολογισμού των απωλειών φορτίου. Το πρόγραμμα έχει τη
δυνατότητα να εκτελεί υπολογισμούς σε διαφορετικά συστήματα μονάδων. Το σύστημα μονάδων επιλέγεται
μέσω της επιλογής των μονάδων της παροχής. Στη φόρμα φαίνεται ότι έχει επιλεγεί το σύστημα μονάδων SI
με τις μονάδες της παροχής να είναι l/s. Από την άλλη μεριά, σε ό,τι έχει να κάνει με τη μέθοδο υπολογισμού
των απωλειών, στη φόρμα φαίνεται ότι έχει επιλεγεί η εξίσωση των Darcy - Weisbach.

Εικόνα 7.14 Η φόρμα ορισμού των προεπιλεγμένων παραμέτρων του έργου.

7.6.2 Εισαγωγή δεδομένων

Διαμόρφωση του δικτύου


Για τη διαμόρφωση ενός δικτύου στο EPANET απαιτούνται τα ακόλουθα βήματα:

1. Να εισαχθούν στο παράθυρο του χάρτη όλα τα στοιχεία του δικτύου και οι συνδέσεις τους. Τα
στοιχεία του δικτύου αποτελούνται από κόμβους, σωλήνες, αντλίες, βαλβίδες, ταμιευτήρες και
δεξαμενές. Οι ταμιευτήρες και οι δεξαμενές θεωρούνται επίσης κόμβοι, ενώ οι σωλήνες, οι
αντλίες και οι βαλβίδες θεωρούνται σύνδεσμοι.
2. Σε όλους τους κόμβους πρέπει να εκχωρούνται μοναδικοί αριθμοί ταυτότητας (ID Number).
3. Σε κάθε σύνδεσμο πρέπει επίσης να εκχωρείται ένας αριθμός ταυτότητας (ID Number).
Επιτρέπεται η χρήση του ίδιου αριθμού ταυτότητας στους κόμβους και τους συνδέσμους.
4. Τέλος, εισάγονται οι παρακάτω πληροφορίες σχετικά με τις παραμέτρους των στοιχείων
δικτύου:

o η διάμετρος, το μήκος, η τραχύτητα και ο συντελεστής τοπικών απωλειών για κάθε


σωλήνα,
o η χαρακτηριστική καμπύλη λειτουργίας για κάθε αντλία,
o η διάμετρος, ο συντελεστής τοπικών απωλειών και η ρύθμιση πίεσης ή ροής για κάθε
βαλβίδα ελέγχου,
o η διάμετρος, το ελάχιστο και το μέγιστο βάθος νερού για κάθε δεξαμενή.
o οι κανόνες που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι ρυθμίσεις των αντλιών, των βαλβίδων
και των σωλήνων, οι στάθμες νερού στις δεξαμενές ή οι πιέσεις στους κόμβους
μεταβάλλονται με τον χρόνο.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 137


o οι μεταβολές στη ζήτηση νερού σε κάθε κόμβο κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου
που προσομοιώνεται.
o η αρχική ποιότητα του νερού σε όλους τους κόμβους και οι μεταβολές της ποιότητας του
νερού με την πάροδο του χρόνου στις δεξαμενές (για την
περίπτωση που γίνεται προσομοίωση της ποιότητας του
νερού).

Με την ολοκλήρωση της εισαγωγής όλων αυτών των


στοιχείων είναι δυνατή η εκτέλεση της προσομοίωσης και η
λήψη των αποτελεσμάτων.

Προβολή και επεξεργασία των παραμέτρων των


στοιχείων του δικτύου
Οι παράμετροι ενός στοιχείου του δικτύου μπορούν να
προβληθούν και στη συνέχεια να τροποποιηθούν με επιλογή
του στον χάρτη ή από το παράθυρο γρήγορης πρόσβασης,
μέσω ειδικής φόρμας που ανοίγει κατά την επιλογή.
Ακολουθεί η αναλυτική περιγραφή των παραμέτρων των
στοιχείων του δικτύου ξεκινώντας από τους κόμβους.
Έτσι, στην Εικόνα 7.15 φαίνονται οι ιδιότητες ενός
κόμβου του δικτύου οι οποίες αναλυτικά έχουν ως εξής (τα
πεδία που φαίνονται με κίτρινο χρώμα αφορούν
αποτελέσματα της προσομοίωσης):

Junction ID: Μοναδικό αναγνωριστικό που χρησιμοποιείται


για την ταυτοποίηση του κόμβου. Μπορεί να αποτελείται από
15 χαρακτήρες, γράμματα ή αριθμούς. Τα αναγνωριστικά
κάθε κόμβου πρέπει να είναι μοναδικά. Το πεδίο πρέπει να
συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
X-Coordinate: Η οριζόντια θέση του κόμβου στον χάρτη,
μετρούμενη στις μονάδες μήκους αυτού.
Y-Coordinate: Η κατακόρυφη θέση του κόμβου στον χάρτη,
μετρούμενη στις μονάδες μήκους αυτού.
Description: Προαιρετικό κείμενο που καταγράφει
σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τον κόμβο.
Tag: Προαιρετικό κείμενο (χωρίς κενά) που χρησιμοποιείται
για την αντιστοίχιση του κόμβου σε μια κατηγορία, όπως μια
Εικόνα 7.15 Ιδιότητες κόμβου.
ζώνη πίεσης.
Elevation: Το υψόμετρο του κόμβου με βάση κάποιο επίπεδο
αναφοράς. Το υψόμετρο του κόμβου είναι απαραίτητο για τον υπολογισμό της πίεσης στον κόμβο. Το πεδίο
πρέπει να συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
Base Demand: Η μέση ή ονομαστική ζήτηση νερού στον κόμβο, όπως ορίζεται από τις επιλεγμένες μονάδες
παροχής του έργου. Αρνητική τιμή χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει μια εξωτερική πηγή ροής προς τον
κόμβο. Εάν το πεδίο παραμείνει κενό, τότε η ζήτηση θεωρείται μηδενική.
Demand Pattern: Το αναγνωριστικό ID του χρονικού προτύπου που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη
χρονική μεταβολή της ζήτησης στον κόμβο. Το πρότυπο της ζήτησης παρέχει πολλαπλασιαστές που
εφαρμόζονται στη Βασική Ζήτηση (Base Demand) για τον προσδιορισμό της πραγματικής ζήτησης σε μια
δεδομένη χρονική περίοδο. Εάν αφεθεί κενό, τότε θα χρησιμοποιηθεί το προεπιλεγμένο χρονικό μοτίβο που
έχει οριστεί στις «υδραυλικές επιλογές» (Hydraulic Options από το μενού Report => Default).
Demand Categories: Αριθμός διαφορετικών κατηγοριών χρηστών νερού που ορίζονται για τον κόμβο.
Τροποποιείται μέσω ενός ειδικού επεξεργαστή της ζήτησης, ο οποίος επιτρέπει την ανάθεση βασικής ζήτησης
και προτύπου ζήτησης πολλαπλών κατηγοριών χρηστών στον κόμβο. Είναι δυνατό να αγνοηθεί εάν αρκεί μια
μόνο κατηγορία ζήτησης.
Emitter Coefficient: Συντελεστής εκροής για εκτοξευτή (ψεκαστήρα ή ακροφύσιο) που τοποθετείται σε
κόμβο. Ο συντελεστής αντιπροσωπεύει την παροχή που εμφανίζεται για μοναδιαία πτώση της πίεσης. Πρέπει

138 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


να παραμείνει κενό εάν δεν υπάρχει εκτοξευτής και να μην
συγχέεται με τους εκτοξευτές των αρδευτικών δικτύων τεχνητής
βροχής.
Initial Quality: Το επίπεδο ποιότητας νερού στον κόμβο στην
αρχή της περιόδου προσομοίωσης. Μπορεί να παραμείνει κενό
εάν δεν γίνεται ανάλυση της ποιότητας των υδάτων ή εάν το
επίπεδο είναι μηδενικό.
Source Quality: Η ποιότητα του νερού που εισέρχεται στο δίκτυο
σε αυτή τη θέση.
Actual Demand: Η συνολική ζήτηση στον κόμβο σε μια
δεδομένη χρονική στιγμή της προσομοίωσης.
Total Head: Το πιεζομετρικό φορτίο στον κόμβο σε μια
δεδομένη χρονική στιγμή της προσομοίωσης.
Pressure: Η πίεση στον κόμβο σε μια δεδομένη χρονική στιγμή
της προσομοίωσης.
Quality: Η ποιότητα του νερού στον κόμβο σε μια δεδομένη
χρονική στιγμή της προσομοίωσης.

Στην Εικόνα 7.16 φαίνονται οι ιδιότητες μιας δεξαμενής


του δικτύου οι οποίες αναλυτικά έχουν ως εξής (τα πεδία που
φαίνονται με κίτρινο χρώμα αφορούν αποτελέσματα της
προσομοίωσης):

Tank ID: Μοναδικό αναγνωριστικό που χρησιμοποιείται για την


ταυτοποίηση της δεξαμενής. Μπορεί να αποτελείται από 15
χαρακτήρες, γράμματα ή αριθμούς. Τα αναγνωριστικά κάθε
κόμβου πρέπει να είναι μοναδικά. Το πεδίο πρέπει να
συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
X-Coordinate: Η οριζόντια θέση της δεξαμενής στον χάρτη,
μετρούμενη στις μονάδες μήκους αυτού.
Y-Coordinate: Η κατακόρυφη θέση της δεξαμενής στον χάρτη,
μετρούμενη στις μονάδες μήκους αυτού.
Description: Προαιρετικό κείμενο που καταγράφει σημαντικές
πληροφορίες σχετικά με τη δεξαμενή.
Tag: Προαιρετικό κείμενο (χωρίς κενά) που χρησιμοποιείται για
την αντιστοίχιση της δεξαμενής σε μια κατηγορία, όπως μια ζώνη
πίεσης.
Εικόνα 7.16 Ιδιότητες δεξαμενής Elevation: Το υψόμετρο του πυθμένα της δεξαμενής με βάση
κάποιο επίπεδο αναφοράς. Το πεδίο πρέπει να συμπληρωθεί
υποχρεωτικά.
Initial Level: Το ύψος του νερού εντός της δεξαμενής κατά την έναρξη της προσομοίωσης. Το πεδίο πρέπει να
συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
Minimum Level: Η ελάχιστη επιτρεπόμενη στάθμη του νερού εντός της δεξαμενής. Το πεδίο πρέπει να
συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
Maximum Level: Η μέγιστη επιτρεπόμενη στάθμη του νερού εντός της δεξαμενής. Το πεδίο πρέπει να
συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
Diameter: Η διάμετρος της δεξαμενής. Για κυλινδρικές δεξαμενές είναι η εσωτερική διάμετρος. Για
τετράγωνες ή ορθογώνιες δεξαμενές μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ισοδύναμη διάμετρος που είναι ίση με 1.128
φορές της τετραγωνικής ρίζας του εμβαδού της κάτοψης της. Για δεξαμενές των οποίων ο όγκος περιγράφεται
από μια καμπύλη μπορεί να είναι οποιαδήποτε τιμή. Το πεδίο πρέπει να συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
Minimum Volume: Ο όγκος του νερού εντός της δεξαμενής όταν το ύψος του νερού εντός της δεξαμενής είναι
ίσο με το ελάχιστο επιτρεπόμενο ύψος. Το πεδίο είναι προαιρετικό και είναι χρήσιμο για την περιγραφή της
γεωμετρίας του πυθμένα της δεξαμενής αν αυτή δεν είναι κυλινδρική και δεν δίνεται καμπύλη όγκου - στάθμης.
Volume Curve: Το αναγνωριστικό ID της καμπύλης που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη σχέση όγκου -
στάθμης. Αν δεν συμπληρωθεί τότε θεωρείται ότι η δεξαμενή είναι κυλινδρική.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 139


Mixing Model: Ο τύπος της ανάμειξης του νερού που συμβαίνει εντός της δεξαμενής. Οι δυνατές επιλογές
είναι:
 MIXED (πλήρης ανάμειξη),
 2COMP (ανάμειξη δύο θαλάμων),
 FIFO (πρώτο – μέσα – πρώτο – έξω),
 LIFO (τελευταίο – μέσα – πρώτο – έξω).

Mixing Fraction: Το ποσοστό του συνολικού όγκου της δεξαμενής που απαρτίζει τον θάλαμο εισόδου –
εξόδου μιας δεξαμενής που αποτελείται από δύο θαλάμους (για το 2COMP μοντέλο ανάμειξης). Το πεδίο
παραμένει κενό αν επιλεχθεί διαφορετικός τύπος ανάμειξης.
Reaction Coefficient: Ο συντελεστής μαζικής αντίδρασης για τις χημικές αντιδράσεις στη δεξαμενή. Οι
μονάδες χρόνου είναι 1/ημέρες. Θετική τιμή για αντιδράσεις ανάπτυξης και αρνητική τιμή για αντιδράσεις
αποσύνθεσης. Μένει κενό εάν έχει οριστεί γενικός συντελεστής αντίδρασης στις επιλογές του έργου.
Initial Quality: Το επίπεδο ποιότητας νερού στον ταμιευτήρα
στην αρχή της περιόδου προσομοίωσης. Μπορεί να παραμείνει
κενό εάν δεν γίνεται ανάλυση της ποιότητας των υδάτων ή εάν το
επίπεδο είναι μηδενικό.
Source Quality: Η ποιότητα του νερού που εισέρχεται στο
δίκτυο σε αυτή τη θέση.
Net Inflow: Οι καθαρές εισροές νερού (αρνητική τιμή
υποδηλώνει εκροή) στον ταμιευτήρα σε μια δεδομένη χρονική
στιγμή της προσομοίωσης.
Elevation: Το υψόμετρο της στάθμης του ταμιευτήρα σε μια
δεδομένη χρονική στιγμή της προσομοίωσης.
Pressure: Η πίεση στην επιφάνεια του ταμιευτήρα σε μια
δεδομένη χρονική στιγμή της προσομοίωσης.
Quality: Η ποιότητα του νερού στον κόμβο σε μια δεδομένη
χρονική στιγμή της προσομοίωσης.

Στην Eικόνα 7.17 φαίνονται οι ιδιότητες ενός ταμιευτήρα


του δικτύου οι οποίες αναλυτικά έχουν ως εξής (τα πεδία που
φαίνονται με κίτρινο χρώμα αφορούν αποτελέσματα της
προσομοίωσης):

Reservoir ID: Μοναδικό αναγνωριστικό που χρησιμοποιείται


για την ταυτοποίηση του ταμιευτήρα. Μπορεί να αποτελείται από
15 χαρακτήρες, γράμματα ή αριθμούς. Τα αναγνωριστικά κάθε
κόμβου πρέπει να είναι μοναδικά. Το πεδίο πρέπει να
Εικόνα 7.17 Ιδιότητες ταμιευτήρα.
συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
X-Coordinate: Η οριζόντια θέση του ταμιευτήρα στον χάρτη, μετρούμενη στις μονάδες μήκους αυτού.
Y-Coordinate: Η κατακόρυφη θέση του ταμιευτήρα στον χάρτη, μετρούμενη στις μονάδες μήκους αυτού.
Description: Προαιρετικό κείμενο που καταγράφει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τον ταμιευτήρα.
Tag: Προαιρετικό κείμενο (χωρίς κενά) που χρησιμοποιείται για την αντιστοίχιση του ταμιευτήρα σε μια
κατηγορία, όπως μια ζώνη πίεσης.
Total Head: Το υδραυλικό φορτίο (υψόμετρο + πίεση) του νερού στον ταμιευτήρα. Το πεδίο πρέπει να
συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
Head Pattern: Το αναγνωριστικό ID του χρονικού προτύπου που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη
χρονική μεταβολή της στάθμης του ταμιευτήρα. Θα πρέπει να μην συμπληρωθεί, αν δεν υπάρχει μεταβολή της
στάθμης κατά τη διάρκεια της προσομοίωσης.
Initial Quality: Το επίπεδο ποιότητας νερού στον ταμιευτήρα στην αρχή της περιόδου προσομοίωσης. Μπορεί
να παραμείνει κενό, εάν δεν γίνεται ανάλυση της ποιότητας των υδάτων ή εάν το επίπεδο είναι μηδενικό.
Source Quality: Η ποιότητα του νερού που εισέρχεται στο δίκτυο σε αυτή τη θέση.

140 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Net Inflow: Οι καθαρές εισροές νερού (αρνητική τιμή
υποδηλώνει εκροή) στον ταμιευτήρα σε μια δεδομένη χρονική
στιγμή της προσομοίωσης.
Elevation: Το υψόμετρο της στάθμης του ταμιευτήρα σε μια
δεδομένη χρονική στιγμή της προσομοίωσης.
Pressure: Η πίεση στην επιφάνεια του ταμιευτήρα σε μια
δεδομένη χρονική στιγμή της προσομοίωσης.
Quality: Η ποιότητα του νερού στον κόμβο σε μια δεδομένη
χρονική στιγμή της προσομοίωσης.

Στην Eικόνα 7.18 φαίνονται οι ιδιότητες ενός σωλήνα του


δικτύου οι οποίες αναλυτικά έχουν ως εξής (τα πεδία που
φαίνονται με κίτρινο χρώμα αφορούν αποτελέσματα της
προσομοίωσης):

Pipe ID: Μοναδικό αναγνωριστικό που χρησιμοποιείται για την


ταυτοποίηση του σωλήνα. Μπορεί να αποτελείται από 15
χαρακτήρες, γράμματα ή αριθμούς. Τα αναγνωριστικά κάθε
συνδέσμου πρέπει να είναι μοναδικά. Το πεδίο πρέπει να
συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
Start Node: Το αναγνωριστικό ID του κόμβου από τον οποίο ο
σωλήνας ξεκινά. Το πεδίο πρέπει να συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
End Node: Το αναγνωριστικό ID του κόμβου στον οποίο ο
σωλήνας καταλήγει. Το πεδίο πρέπει να συμπληρωθεί
υποχρεωτικά.
Description: Προαιρετικό κείμενο που καταγράφει σημαντικές
πληροφορίες σχετικά με τον σωλήνα.
Tag: Προαιρετικό κείμενο (χωρίς κενά) που χρησιμοποιείται για
την αντιστοίχιση του σωλήνα σε μια κατηγορία, όπως η ηλικία
του σωλήνα ή το υλικό του.
Length: Το πραγματικό μήκος του σωλήνα. Το πεδίο πρέπει να
συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
Εικόνα 7.18 Ιδιότητες σωλήνα. Diameter: Η διάμετρος του σωλήνα. Το πεδίο πρέπει να
συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
Roughness: Η τραχύτητα του σωλήνα. Είναι αδιάστατο μέγεθος αν χρησιμοποιείται η εξίσωση των Hazen-
Williams ή των Chezy-Manning για τον υπολογισμό των απωλειών ενώ εκφράζεται σε mm (ή millifeet) αν
χρησιμοποιείται η εξίσωση των Darcy-Weisbach. Το πεδίο πρέπει να συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
Loss Coefficient: Ο Συντελεστής τοπικών απωλειών. Αδιάστατο μέγεθος που συνδέεται με τις γωνίες και τις
συνδέσεις του σωλήνα κ.λπ. Θεωρείται ίσο με το μηδέν αν μείνει κενό.
Initial Status: Προσδιορίζει αν ο σωλήνας είναι ανοικτός, κλειστός ή έχει βαλβίδα ελέγχου. Αν υπάρχει
βαλβίδα ελέγχου τότε η ροή στο σωλήνα θα έχει πάντα φορά από τον κόμβο που ξεκινά προς τον κόμβο που
καταλήγει.
Bulk Coefficient: Ο συντελεστής μαζικής αντίδρασης για τις χημικές αντιδράσεις για το σωλήνα. Οι μονάδες
χρόνου είναι 1/ημέρες. Θετική τιμή για αντιδράσεις ανάπτυξης και αρνητική τιμή για αντιδράσεις αποσύνθεσης.
Μένει κενό εάν έχει οριστεί γενικός συντελεστής αντίδρασης στις επιλογές του έργου.
Wall Coefficient: Ο συντελεστής μαζικής αντίδρασης για τις χημικές αντιδράσεις εντός του σωλήνα. Οι
μονάδες χρόνου είναι 1/ημέρες. Θετική τιμή για αντιδράσεις ανάπτυξης και αρνητική τιμή για αντιδράσεις
αποσύνθεσης. Μένει κενό εάν έχει οριστεί γενικός συντελεστής αντίδρασης στις επιλογές του έργου.
Flow: Η παροχή του σωλήνα στις μονάδες που έχουν οριστεί για την προσομοίωση.
Velocity: Η ταχύτητα της ροής του νερού εντός του σωλήνα στις μονάδες που έχουν οριστεί για την
προσομοίωση.
Unit Headloss: Οι απώλειες φορτίου λόγω τριβών κατά μήκος του σωλήνα ανά μονάδα μήκους του σωλήνα
για τις μονάδες που έχουν οριστεί για την προσομοίωση.
Friction factor: Ο συντελεστής τριβής f του σωλήνα.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 141


Reaction Rate:
Quality: Η ποιότητα του νερού στον σωλήνα σε μια δεδομένη χρονική
στιγμή της προσομοίωσης.
Status: Η κατάσταση του σωλήνα σε μια δεδομένη χρονική στιγμή της
προσομοίωσης.

Στην Eικόνα 7.19 φαίνονται οι ιδιότητες μίας αντλίας του


δικτύου οι οποίες αναλυτικά έχουν ως εξής (τα πεδία που φαίνονται με
κίτρινο χρώμα αφορούν αποτελέσματα της προσομοίωσης):

Pump ID: Μοναδικό αναγνωριστικό που χρησιμοποιείται για την


ταυτοποίηση της αντλίας. Μπορεί να αποτελείται από 15 χαρακτήρες,
γράμματα ή αριθμούς. Τα αναγνωριστικά κάθε συνδέσμου πρέπει να
είναι μοναδικά. Το πεδίο πρέπει να συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
Start Node: Το αναγνωριστικό ID του κόμβου από τον οποίο ξεκινά η
αντλία. Το πεδίο πρέπει να συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
End Node: Το αναγνωριστικό ID του κόμβου στον οποίο καταλήγει η
αντλία. Το πεδίο πρέπει να συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
Description: Προαιρετικό κείμενο που καταγράφει σημαντικές
πληροφορίες σχετικά με την αντλία.
Tag: Προαιρετικό κείμενο (χωρίς κενά) που χρησιμοποιείται για την
αντιστοίχιση της αντλίας σε μια κατηγορία, όπως είναι η ηλικία, το
μέγεθος κ.λπ.
Pump Curve: Το αναγνωριστικό της χαρακτηριστικής καμπύλης της
αντλίας που περιγράφει τη σχέση του αποδιδόμενου φορτίου από την
αντλία με τη διερχόμενη παροχή από αυτή. Δεν συμπληρώνεται αν υποτεθεί ότι η
Εικόνα 7.19 Ιδιότητες αντλίας. ενέργεια που αποδίδει η αντλία είναι σταθερή.
Power: Η ισχύς που αποδίδει η αντλία σε kW. Θεωρείται ότι η αντλία αποδίδει
σταθερή ισχύ ανεξάρτητα από την παροχή. Το πεδίο συμπληρώνεται αν δεν υπάρχει χαρακτηριστική καμπύλη
για την αντλία.
Speed: Η ρύθμιση της σχετικής ταχύτητας της αντλίας (αδιάστατο μέγεθος). Για παράδειγμα, μια ρύθμιση
ταχύτητας 1.2 σημαίνει ότι η ταχύτητα περιστροφής της αντλίας είναι 20% υψηλότερη από την ονομαστική.
Pattern: Το αναγνωριστικό ενός χρονικού μοτίβου που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της λειτουργίας της
αντλίας. Οι πολλαπλασιαστές του μοτίβου ισοδυναμούν με ρυθμίσεις της ταχύτητας περιστροφής της αντλίας.
Ένας πολλαπλασιαστής ίσος με μηδέν σημαίνει ότι η αντλία θα είναι κλειστή κατά τη διάρκεια της αντίστοιχης
χρονικής περιόδου. Το πεδίο πρέπει να παραμείνει κενό εάν δεν υπάρχει αντίστοιχο χρονικό μοτίβο.
Initial Status: Η αρχική κατάσταση της αντλίας (Ανοικτή ή Κλειστή) στην αρχή της προσομοίωσης.
Efficiency Curve: Το αναγνωριστικό της καμπύλης απόδοσης της αντλίας ως προς τη διερχόμενη παροχή (%).
Χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του κόστους της ενέργειας.
Energy Price: Η μέση ή η ονομαστική τιμή της ενέργειας σε νομισματικές μονάδες ανά kwh. Χρησιμοποιείται
για τον υπολογισμό του κόστους της ενέργειας.
Price Pattern: Το αναγνωριστικό του χρονικού μοτίβου που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διακύμανση
της τιμής της ενέργειας κατά τη διάρκεια της ημέρας. Κάθε πολλαπλασιαστής στο μοτίβο εφαρμόζεται στην
τιμή ενέργειας της αντλίας.
Flow: Η παροχή της αντλίας στις μονάδες που έχουν οριστεί για την προσομοίωση.
Headloss: Το φορτίο της αντλίας στις μονάδες που έχουν οριστεί για την προσομοίωση. Έχει αρνητική τιμή
γιατί εκφράζεται ως απώλεια φορτίου.
Quality: Η ποιότητα του νερού στην αντλία σε μια δεδομένη χρονική στιγμή της προσομοίωσης.
Status: Η κατάσταση της αντλίας σε μια δεδομένη χρονική στιγμή της προσομοίωσης.

Στην Eικόνα 7.20 φαίνονται οι ιδιότητες μίας βαλβίδας του δικτύου οι οποίες αναλυτικά έχουν ως εξής
(τα πεδία που φαίνονται με κίτρινο χρώμα αφορούν αποτελέσματα της προσομοίωσης):

142 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


ID Label: Μοναδικό αναγνωριστικό που χρησιμοποιείται για την
ταυτοποίηση της βαλβίδας. Μπορεί να αποτελείται από 15
χαρακτήρες, γράμματα ή αριθμούς. Τα αναγνωριστικά κάθε
συνδέσμου πρέπει να είναι μοναδικά. Το πεδίο πρέπει να συμπληρωθεί
υποχρεωτικά.
Start Node: Το αναγνωριστικό ID του κόμβου από τον οποίο ξεκινά η
βαλβίδα. Το πεδίο πρέπει να συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
End Node: Το αναγνωριστικό ID του κόμβου στον οποίο καταλήγει η
βαλβίδα. Το πεδίο πρέπει να συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
Description: Προαιρετικό κείμενο που καταγράφει σημαντικές
πληροφορίες σχετικά με τη βαλβίδα.
Tag: Προαιρετικό κείμενο (χωρίς κενά) που χρησιμοποιείται για την
αντιστοίχιση της βαλβίδας σε μια κατηγορία, όπως ο τύπος, το μέγεθος
κ.λπ.
Diameter: Η διάμετρος της βαλβίδας. Το πεδίο πρέπει να
συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
Type: Ο τύπος της βαλβίδας (PRV (βαλβίδα μείωσης πίεσης), PSV
(βαλβίδα διατήρησης πίεσης), PBV (βαλβίδα θραύσης πίεσης), FCV
(βαλβίδα ελέγχου ροής), TCV (βαλβίδα μεταβλητών απωλειών), ή
GPV (ειδική βαλβίδα που αναπαρίσταται από καμπύλη απωλειών)). Το
πεδίο πρέπει να συμπληρωθεί υποχρεωτικά.
Setting: Η παράμετρος απαιτείται για να περιγράψει τις ρυθμίσεις
λειτουργίας της βαλβίδας. Το μέγεθος και οι μονάδες της παραμέτρου
Εικόνα 7.20 Ιδιότητες βαλβίδας. ανάλογα με τον τύπο της βαλβίδας έχουν ως εξής:

 PRV - Πίεση (mwc ή psi),


 PSV - Πίεση (mwc ή psi),
 PBV - Πίεση (mwc ή psi),
 FCV - Παροχή (μονάδες παροχής),
 TCV – Συντελεστής τοπικών απωλειών (αδιάστατο μέγεθος),
 GPV – Αναγνωριστικό καμπύλης απωλειών.

Loss Coefficient: Ο Συντελεστής τοπικών απωλειών. Αδιάστατο μέγεθος που ισχύει όταν η βαλβίδα είναι
τελείως ανοικτή. Θεωρείται ίσος με το μηδέν αν μείνει κενό.
Fixed Status: Η αρχική κατάσταση της αντλίας (Ανοικτή ή Κλειστή) στην αρχή της προσομοίωσης. Εάν
οριστεί σε Ανοικτή ή Κλειστή, τότε η ρύθμιση ελέγχου της βαλβίδας αγνοείται και η βαλβίδα συμπεριφέρεται
ως ανοικτός ή κλειστός σύνδεσμος, αντίστοιχα. Εάν οριστεί σε ΜΗΔΕΝ (ΝΟΝΕ), τότε η βαλβίδα
συμπεριφέρεται όπως προβλέπεται. Η σταθερή κατάσταση μιας βαλβίδας και η ρύθμισή της μπορούν να
μεταβάλλονται καθ' όλη τη διάρκεια μιας προσομοίωσης με τη χρήση δηλώσεων ελέγχου. Εάν η κατάσταση
μιας βαλβίδας ήταν σταθερή σε Ανοικτή ή Κλειστή, τότε μπορεί να γίνει ξανά ενεργή με τη χρήση ενός ελέγχου
που της αποδίδει μια νέα αριθμητική ρύθμιση.
Flow: Η παροχή της βαλβίδας στις μονάδες που έχουν οριστεί για την προσομοίωση.
Velocity: Η ταχύτητα της ροής του νερού εντός της βαλβίδας στις μονάδες που έχουν οριστεί για την
προσομοίωση.
Headloss: Οι απώλειες φορτίου στη βαλβίδα στις μονάδες που έχουν οριστεί για την προσομοίωση.
Quality: Η ποιότητα του νερού στη βαλβίδα σε μια δεδομένη χρονική στιγμή της προσομοίωσης.
Status: Η κατάσταση της βαλβίδας σε μια δεδομένη χρονική στιγμή της προσομοίωσης.

Επεξεργασία μεταβλητών παραμέτρων των στοιχείων του δικτύου


Οι καμπύλες και τα χρονικά μοτίβα που είναι απαραίτητα να οριστούν για τη προσομοίωση της λειτουργίας
των στοιχείων ορίζονται από ειδικές φόρμες. Για την επεξεργασία ενός από αυτά τα αντικείμενα, ο χρήστης θα
πρέπει να επιλέξει το αντικείμενο από το παράθυρο γρήγορης πρόσβασης των δεδομένων και στη συνέχεια να
κάνει κλικ στο κουμπί Επεξεργασία. Οι φόρμες επεξεργασίας των καμπυλών και των χρονικών προτύπων
περιγράφονται στις παραγράφους που ακολουθούν.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 143


Η φόρμα δημιουργίας και επεξεργασίας των καμπυλών φαίνεται στην ΕικόναΕικόνα :

Εικόνα 7.21 Η φόρμα δημιουργίας και επεξεργασίας καμπυλών.

Τα στοιχεία της φόρμας δημιουργίας και επεξεργασίας των καμπυλών περιγράφονται στον πίνακα που
ακολουθεί.

Πίνακας 7.14 Τα στοιχεία της φόρμας δημιουργίας και επεξεργασίας των καμπυλών.

Στοιχείο Περιγραφή
Αναγνωριστικό ID Ονομασία της καμπύλης (μπορεί να έχει μήκος 15 χαρακτήρων)
Περιγραφή Προαιρετική περιγραφή της καμπύλης
Τύπος καμπύλης Τύπος της καμπύλης
Δεδομένα Χ-Υ Δεδομένα που ορίζουν την καμπύλη υπό τη μορφή ζευγών τιμών X-Y

Οι καμπύλες ορίζονται από τα ζεύγη τιμών που εισάγονται στο αντίστοιχο πεδίο. Για καμπύλες αντλίας ενός
και τριών σημείων, η εξίσωση που δημιουργείται για την καμπύλη θα εμφανίζεται στο πλαίσιο Equation
(Εξίσωση). Ο χρήστης μπορεί επίσης να φορτώσει ή να αποθηκεύσει τα δεδομένα της καμπύλης από τα
αντίστοιχα κουμπιά της φόρμας.
Ο επεξεργαστής των χρονικών μοτίβων, χρησιμοποιείται για την επεξεργασία των χρονικών μοτίβων
στοιχείων των δικτύων (Εικόνα Εικόνα ). Όπως για παράδειγμα του χρονικού μοτίβου της ζήτησης των
κόμβων του δικτύου. Τα στοιχεία της φόρμας δημιουργίας και επεξεργασίας των χρονικών μοτίβων
περιγράφονται στον πίνακα που ακολουθεί:

Πίνακας 7.15 Τα στοιχεία της φόρμας δημιουργίας και επεξεργασίας των χρονικών μοτίβων.

Στοιχείο Περιγραφή
Αναγνωριστικό ID Ονομασία του χρονικού μοτίβου (μπορεί να έχει μήκος 15 χαρακτήρων)
Περιγραφή Προαιρετική περιγραφή του χρονικού προτύπου
Πολλαπλασιαστής Τιμή του πολλαπλασιαστή για κάθε χρονική περίοδο του χρονικού προτύπου

144 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Οι τιμές των πολλαπλασιαστών εισάγονται στα πεδία που αντιστοιχούν στις χρονικές περιόδους του
χρονικού μοτίβου. Ο χρήστης μπορεί επίσης να φορτώσει ή να αποθηκεύσει τα δεδομένα των χρονικών μοτίβων
από τα αντίστοιχα κουμπιά της φόρμας.

Εικόνα 7.22 Η φόρμα δημιουργίας και επεξεργασίας των χρονικών μοτίβων.

7.6.3 Εκτέλεση της προσομοίωσης


Ο εκτέλεση της προσομοίωσης και ο υπολογισμός των υδραυλικών μεγεθών ξεκινά από την επιλογή του μενού
Project -> Run Analysis ή το αντίστοιχο κουμπί της γραμμής εργαλείων.
Εάν η εκτέλεση της προσομοίωσης είναι ανεπιτυχής, εμφανίζεται ένα παράθυρο που υποδεικνύει το
πρόβλημα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι υπολογισμοί μπορεί να ολοκληρωθούν ανεξάρτητα από τις υδραυλικές
οριακές συνθήκες. Στην περίπτωση αυτή εμφανίζεται ένα προειδοποιητικό μήνυμα. Περισσότερες
λεπτομέρειες για τα διάφορα μηνύματα που δίνονται από το πρόγραμμα με την ολοκλήρωση της προσομοίωσης
παρουσιάζονται στο εγχειρίδιο του προγράμματος.
Εάν η εκτέλεση της προσομοίωσης είναι επιτυχής, ο χρήστης μπορεί να δει τα αποτελέσματα με
διάφορους τρόπους:
Από το παράθυρο του χάρτη επιλέγοντας από το παράθυρο γρήγορης πρόσβασης τον τύπο των
αποτελεσμάτων που ο χρήστης επιθυμεί για τους κόμβους και τους σωλήνες του δικτύου. Η χρωματική κλίμακα
που αντιστοιχεί στα μεγέθη που υπολογίστηκαν μπορεί να τροποποιηθεί από το υπόμνημα του χάρτη όπως
φαίνεται και στην Εικόνα 7.23.

Εικόνα 7.23 Επεξεργασία της χρωματικής κλίμακας απόδοσης των αποτελεσμάτων.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 145


Από πίνακα που αποδίδει συγκεντρωτικά όλα τα χαρακτηριστικά και τα αποτελέσματα είτε των κόμβων είτε
των αγωγών του δικτύου. Ο πίνακας εμφανίζεται είτε από το μενού Report -> Table είτε από το αντίστοιχο
κουμπί της γραμμής εργαλείων αφού πρώτα οριστούν σε μια φόρμα τα στοιχεία που ο χρήστης θέλει να
εμφανίσει ο πίνακας. Ο πίνακας που προκύπτει έχει τη μορφή της εικόνας που ακολουθεί.

Εικόνα 7.24 Πίνακας αποτελεσμάτων της προσομοίωσης.

Τα αποτελέσματα της ανάλυσης, καθώς και ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά του δικτύου, μπορούν να
προβληθούν χρησιμοποιώντας διάφορους τύπους γραφικών παραστάσεων. Τα γραφήματα μπορούν να
εκτυπωθούν, να αντιγραφούν στο πρόχειρο των Windows ή να αποθηκευτούν ως αρχείο δεδομένων ή μετα-
αρχείο των Windows. Οι ακόλουθοι τύποι γραφικών παραστάσεων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την
προβολή των τιμών μιας επιλεγμένης παραμέτρου:

Πίνακας 7.16 Περιγραφή των τύπων των γραφημάτων και το πεδίο εφαρμογής τους.

Τύπος γραφήματος Περιγραφή Εφαρμόζεται σε


Διάγραμμα Στο διάγραμμα εμφανίζονται οι μεταβολές μεγεθών Κόμβους ή αγωγούς για όλες τις χρονικές
χρονοσειράς ως προς τον χρόνο. περιόδους της προσομοίωσης.
Στο διάγραμμα εμφανίζονται τιμές μεγεθών κατά Μια σειρά κόμβων για μια χρονική στιγμή της
Μηκοτομή
μήκος διαδρομών των σωλήνων του δικτύου. προσομοίωσης.
Το διάγραμμα εμφανίζει περιοχές του χάρτη όπου
Όλους του κόμβους του δικτύου για μια
Ισοδιάστασης οι τιμές των αποτελεσμάτων βρίσκονται εντός
χρονική στιγμή της προσομοίωσης.
συγκεκριμένων διαστημάτων.
Το διάγραμμα προβάλλει τιμές και ποσοστά τους Όλους του κόμβους και τους αγωγούς του
Συχνότητας των στοιχείων του δικτύου που λαμβάνουν αυτές δικτύου για μια χρονική στιγμή της
τις τιμές. προσομοίωσης.
Το διάγραμμα προβάλλει τη μεταβολή της ζήτησης Η ζήτηση του νερού για όλους τους κόμβους
Συστήματος
νερού ως προς τον χρόνο. για όλη τη διάρκεια της προσομοίωσης.

Για τη δημιουργία ενός γραφήματος αρχικά επιλέγεται το μενού Report -> Graph ή το αντίστοιχο κουμπί της
γραμμής εργαλείων και στη συνέχεια συμπληρώνονται οι επιλογές στη φόρμα δημιουργίας γραφήματος που
εμφανίζεται.
Η φόρμα δημιουργίας γραφήματος χρησιμοποιείται για την επιλογή του τύπου γραφήματος και του
περιεχομένου του. Οι διαθέσιμες επιλογές της φόρμας φαίνονται στην εικόνα και τον πίνακα που ακολουθεί:

146 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Εικόνα 7.25 Η φόρμα δημιουργίας γραφήματος.

Πίνακας 7.17 Τα στοιχεία της φόρμας δημιουργίας γραφήματος.

Στοιχείο Περιγραφή
Τύπος γραφήματος Επιλογή τύπου γραφήματος
Παράμετρος Επιλογή της παραμέτρου που θα απεικονίζει το γράφημα
Χρονική περίοδος Επιλογή της χρονικής περιόδου που θα απεικονίζει το γράφημα
Τύπος στοιχείου Επιλογή κόμβων ή αγωγών
Στοιχεία που θα εμφανιστούν στο γράφημα Επιλογή των κόμβων ή των αγωγών που θα περιληφθούν

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα γραφήματα χρονοσειρών και οι μηκοτομές απαιτούν την επιλογή ενός ή
περισσότερων αντικειμένων για τη γραφική παράσταση. Για την επιλογή των στοιχείων που θα περιληφθούν
στο γράφημα ο χρήστης θα πρέπει να επιλέξει το στοιχείο από τον χάρτη ή το παράθυρο γρήγορης πρόσβασης
και στη συνέχεια να επιλέξει το κουμπί προσθήκη (Add) στη φόρμα.

7.7 Παράδειγμα
Το αγρόκτημα του σχήματος έκτασης 1200 στρεμμάτων πρόκειται να αρδευτεί με τεχνητή βροχή με τη μέθοδο
της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού. Η θεωρητική ειδική παροχή άρδευσης υπολογίστηκε ίση με 0,0675
l/s/στρ. To δίκτυο λειτουργεί 18 ώρες την ημέρα, το εύρος άρδευσης είναι 16 ημέρες, οι διαστάσεις της τυπικής
αρδευτικής μονάδας είναι 200 m x 125 m, η παροχή των υδροληψιών που πρόκειται να εγκατασταθούν θα είναι
9 l/s, η ταχύτητα ροής στους αγωγούς του δικτύου θα πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 0.5 και 1.5 m/s και το
απαραίτητο φορτίο πίεσης για τη λειτουργία των υδροληψιών είναι συνολικά 50m.

Ζητούνται:
1. Να υπολογιστεί το πρόγραμμα της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού. Να καθοριστεί και να
περιγραφεί το ωρολόγιο πρόγραμμα λειτουργίας των υδροληψιών.
2. Να σχεδιαστεί το αρδευτικό δίκτυο κατά τον οικονομικότερο δυνατό τρόπο και να
υπολογιστούν οι παροχές των αγωγών του δικτύου.
3. Να γίνει η οικονομική επιλογή των διαμέτρων κατά τρόπο που να εξασφαλίζει το ελάχιστο
κόστος κατασκευής του δικτύου.
4. Να υπολογιστεί το απαιτούμενο μανομετρικό φορτίο της κεφαλής του δικτύου και να
σχεδιαστεί η πιεζομετρική γραμμή της κρίσιμης διαδρομής.
5. Να επαναληφθούν οι υπολογισμοί με το πρόγραμμα EPANET.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 147


Εικόνα 7.26 Σκαρίφημα του υπό μελέτη αγροκτήματος.

7.7.1 Υπολογισμός του προγράμματος της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού. Καθορισμός και
περιγραφή του ωρολογίου προγράμματος της λειτουργίας των υδροληψιών
Για τον υπολογισμό του προγράμματος της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού θα πρέπει καταρχάς να
υπολογιστούν το εμβαδόν της τυπικής αρδευτικής μονάδας και η πραγματική ειδική παροχή άρδευσης.

Η έκταση της κάθε αρδευτικής μονάδας του αγροκτήματος είναι:

A = 200 x 125 = 25 στρ.

Όπως φαίνεται και από την Εικόνα 7.26 ο αριθμός των Αρδευτικών Μονάδων του αγροκτήματος είναι:

𝛦 1200
𝜈 = = = 48
𝛢 25

Η πραγματική ειδική παροχή άρδευσης:

24 24 𝑙
𝑞 = 𝑞0 ⋅ = 0.0675 ⋅ = 0.09
18 18 𝑠

148 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Κατά συνέπεια το πρόγραμμα άρδευσης προκύπτει ως εξής:

𝑞𝜐 𝑞𝜐 9
𝐴= => 𝑛 = = =4
𝑛⋅𝑞 𝐴 ⋅ 𝑞 25 ⋅ 0.09

Άρα το πρόγραμμα της άρδευσης θα είναι 1:4.


Θα υπάρχουν δηλαδή ν* = ν/n = 48/4 = 12 ομάδες των 4 υδροληψιών.
Το ωρολόγιο πρόγραμμα λειτουργίας του δικτύου θα είναι αυστηρό επειδή:

 όλες οι αρδευτικές μονάδες έχουν το ίδιο μέγεθος (ισοεμβαδικές),


 ο λόγος ν = Ε/Α = 48 είναι ακέραιος,
 ο αριθμός των Α.Μ. v = 48 είναι πολλαπλάσιος του n = 4.

Οπότε ο χρόνος λειτουργίας της κάθε υδροληψίας θα είναι: m/n = 16/4 = 4 ημέρες.
Έτσι προκύπτει το πρόγραμμα του ποτίσματος όλων των Α.Μ. που φαίνεται στον Πίνακα 7.18.

Πίνακας 7.18 Πρόγραμμα ποτίσματος.

1η – 4η ημέρα 5η – 8η ημέρα 9η – 12η ημέρα 13η – 16η ημέρα


1.1 1.2 1.3 1.4

2.1 2.2 2.3 2.4

3.1 3.2 3.3 3.4

4.1 4.2 4.3 4.4

5.1 5.2 5.3 5.4

6.1 6.2 6.3 6.4

7.1 7.2 7.3 7.4

8.1 8.2 8.3 8.4

9.1 9.2 9.3 9.4

10.1 10.2 10.3 10.4

11.1 11.2 11.3 11.4

12.1 12.2 12.3 12.4

7.7.2 Χάραξη του αρδευτικού δικτύου κατά τον οικονομικότερο δυνατό τρόπο και υπολογισμός
των αγωγών του δικτύου
Σύμφωνα με το πρόγραμμα ποτίσματος του αγροκτήματος που καταρτίστηκε στην προηγούμενη ενότητα η
οικονομικότερη χάραξη του δικτύου είναι αυτή που φαίνεται στην εικόνα που ακολουθεί.
Με βάση τις αρχές χάραξης του δικτύου που αναλύθηκαν σε προηγούμενο κεφάλαιο ορίζονται οι θέσεις
των υδροληψιών κάθε αρδευτικής μονάδας και στη συνέχεια σχεδιάζονται οι αγωγοί του δικτύου έτσι ώστε οι
υδροληψίες της κάθε αρδευτικής μονάδας να τροφοδοτούνται από τον ίδιο τριτεύοντα αγωγό. Με αυτόν τον
τρόπο προκύπτει η χάραξη του δικτύου που φαίνεται στην Εικόνα 7.27.
Οι παροχές των αγωγών του δικτύου προκύπτουν από τον αριθμό των υδροληψιών που λειτουργούν
ταυτόχρονα και τροφοδοτούνται από κάθε τμήμα αγωγού και στην εικόνα που ακολουθεί σημειώνονται με
διαφορετικό χρώμα για εποπτικούς λόγους.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 149


Εικόνα 7.27 Η χάραξη του αρδευτικού δικτύου.

7.7.3 Επιλογή των διαμέτρων των σωλήνων του δικτύου έτσι ώστε να εξασφαλίζεται το
ελάχιστο κόστος κατασκευής του δικτύου
Η επιλογή των διαμέτρων των σωλήνων του δικτύου γίνεται με την εφαρμογή της εξίσωσης συνέχειας για
καθεμία από τις παροχές σχεδιασμού που υπολογίστηκαν στην προηγούμενη ενότητα. Η εξίσωση συνέχειας
επιλύεται ως προς τη διάμετρο των σωλήνων και καταλήγουμε στη εξίσωση που ακολουθεί θέτοντας
U = 1.5m/s:

4⋅𝑄
𝐷=√
𝜋⋅𝑈

Στον πίνακα που ακολουθεί φαίνονται οι διάμετροι των σωλήνων από HDPE 10 atm που επιλέχθηκαν.
Στην τέταρτη στήλη του πίνακα φαίνεται η ονομαστική διάμετρος των σωλήνων και μέσα σε παρένθεση η
εσωτερική τους διάμετρος που θα χρησιμοποιηθεί στους υδραυλικούς υπολογισμούς, ενώ στην τελευταία
στήλη φαίνεται η ταχύτητα της ροής για τον συνδυασμό των παροχών και των διαμέτρων που επιλέχθηκαν.

150 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Πίνακας 7.19 Επιλογή διαμέτρων των σωλήνων του δικτύου.

Σωλήνας Παροχή Q (l/s) Διάμετρος Υπ. Dυπ. Διάμετρος Εμπ. Ταχύτητα ροής
(m) Dεμπ. (mm) U (m/s)
Kεφαλή-A 12qυ = 108 0.303 355 (312.8) 1.41
ΑΔ,ΑΔ’, ΑΔ” 4qυ = 36 0.175 200 (176.2) 1.48
ΔΖ,Δ’Ζ’,Δ”Ζ” 3qυ = 27 0.151 180 (158.6) 1.37
ΖΘ, Ζ’Θ’, Ζ”Θ” 2qυ = 18 0.124 140 (123.4) 1.51
ΘΚ, Θ’Κ’, Θ”Κ” qυ = 9 0.087 110 (96.8) 1.22

7.7.4 Υπολογισμός του απαιτούμενου μανομετρικού φορτίου της κεφαλής του δικτύου
Για τον υπολογισμό του απαιτούμενου μανομετρικού φορτίου της κεφαλής του δικτύου θα πρέπει να εντοπιστεί
η κρίσιμη διαδρομή του δικτύου. Το συγκεκριμένο δίκτυο είναι συμμετρικό ως προς τον κατακόρυφο άξονα
και η κλίση του εδάφους είναι ομοιόμορφη κατά μήκος του κατακόρυφου άξονα. Κατά συνέπεια το μόνο
κριτήριο για τον εντοπισμό της κρίσιμης διαδρομής είναι το μήκος αυτής. Με βάση αυτόν τον συλλογισμό η
κρίσιμη διαδρομή του δικτύου είναι η διαδρομή με το μεγαλύτερο μήκος δηλαδή η διαδρομή Κ-Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-
Θ-Ι-Κ, καθώς και η συμμετρική της.
Για τον υπολογισμό του απαιτούμενου μανομετρικού φορτίου της κρίσιμης διαδρομής θα πρέπει αρχικά
να υπολογιστούν οι απώλειες φορτίου για κάθε τμήμα αυτής. Οι υπολογισμοί αυτοί φαίνονται αναλυτικά στον
Πίνακα 7.20, ενώ να σημειωθεί ότι για τον υπολογισμό του συντελεστή τριβής (και κατ’ επέκταση της κλίσης
της πιεζομετρικής γραμμής) χρησιμοποιήθηκε ο τύπος των Swammee-Jain.

Πίνακας 7.20 Υπολογισμός απωλειών φορτίου των αγωγών της κρίσιμης διαδρομής.

Σωλήνας Παροχή Διάμετρος D Ταχύτητα Κλίση Π.Γ. J Μήκος Απώλειες


Q (l/s) (mm) Ροής (m/Km)* Σωλήνα Φορτίου
U (m/s) L (m) hf (m)
Κεφαλή-Α 108 312.8 1.41 5.36 400 2.15
ΑΓ 36 176.2 1.48 11.91 462.5 5.51
ΓΔ 36 176.2 1.48 11.91 125 1.49
ΔΕ, ΕΖ 27 158.6 1.37 11.68 125 1.46
ΖΗ, ΗΘ 18 123.4 1.51 19.19 125 2.40
ΘΙ, ΙΚ 9 96.8 1.22 17.42 125 2.18

Τέλος, στον Πίνακα 7.21 φαίνεται ο υπολογισμός του απαιτούμενου φορτίου των κόμβων της κρίσιμης
διαδρομής του δικτύου και τελικά το απαιτούμενο μανομετρικό φορτίο της κεφαλής του δικτύου:

Πίνακας 7.21 Υπολογισμός του απαιτούμενου μανομετρικού φορτίου της κεφαλής του δικτύου.

ΑΡΧΗ ΠΕΡΑΣ Δh(m) Υψόμ. Απαιτ. Υψ. Π. Γ. Φ. Π. Διορθωμένο


Εδάφους Φορτίο Πέρατος Πέρατος Φ. Π.
Πέρατος Πέρατος (m) (m) Πέρατος (m)
(m) (m)
Κεφαλή 150.00 167.79 17.79 26.10
Κεφαλή Α 2.15 120.00 165.64 45.64 53.95
Α Γ 5.51 118.44 50 160.13 41.69 50.00
Γ Δ 1.49 115.31 50 158.64 43.33 51.64
Δ Ε 1.46 112.18 50 157.18 45.00 53.31
Ε Ζ 1.46 109.06 50 155.72 46.66 54.97
Ζ Η 2.4 105.93 50 153.32 47.39 55.70
Η Θ 2.4 102.81 50 150.92 48.11 56.42
Θ Ι 2.18 99.68 50 148.74 49.06 57.37
Ι Κ 2.18 96.56 50 146.56 50.00 58.31

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 151


Από τον τελευταίο πίνακα φαίνεται ότι οι κρίσιμες υδροληψίες είναι αυτές που βρίσκονται στον κόμβο Γ της
κρίσιμης διαδρομής.
Το μανομετρικό φορτίο της αντλίας που πρέπει να εγκατασταθεί στην κεφαλή του δικτύου για να
εξασφαλιστεί το απαιτούμενο φορτίο λειτουργίας των υδροληψιών είναι 26.10 m.

7.7.5 Υπολογισμός του απαιτούμενου μανομετρικού φορτίου της κεφαλής του δικτύου με το
πρόγραμμα EPANET
Για την επίλυση του δικτύου στο EPANET σχεδιάστηκε το δίκτυο και εισήχθησαν όλα τα γεωμετρικά και
υδραυλικά χαρακτηριστικά των αγωγών του. Στην Εικόνα 7.28 φαίνεται το αρδευτικό δίκτυο όπως
σχεδιάστηκε στο EPANET (ειδικότερα φαίνονται οι διάμετροι των σωλήνων στα αριστερά και τα μήκη των
σωλήνων στα δεξιά). Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι οριζόντιοι αγωγοί μήκους 1 m που φαίνονται στην εικόνα
εισήχθησαν για να προσομοιωθούν οι «δίδυμες» υδροληψίες που είναι εγκατεστημένες κατά μήκος των κλάδων
του δικτύου. Το μήκος αυτών των αγωγών τέθηκε ίσο με 1 m, ενώ σχεδιάστηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο για
λόγους εποπτικούς. Η τραχύτητα των σωλήνων τέθηκε ίση με 0.1 mm. Τα υψόμετρα των κόμβων ορίστηκαν
σύμφωνα με τα υψόμετρα των κόμβων που φαίνονται στην Eικόνα 7.27. Τέλος, για να προσομοιωθεί το
πρόγραμμα ποτίσματος του Πίνακα 7.18 ορίστηκαν τα κατάλληλα χρονικά μοτίβα.

Εικόνα 7.28 Το αρδευτικό δίκτυο όπως σχεδιάστηκε στο EPANET. (Διάμετροι αριστερά, Μήκη σωλήνων δεξιά)

Τα αποτελέσματα από την εκτέλεση της προσομοίωσης στο EPANET φαίνονται στις εικόνες και τους πίνακες
που ακολουθούν. Ειδικότερα, στην Εικόνα 7.29 αριστερά φαίνεται το πιεζομετρικό φορτίο στους κόμβους
του δικτύου όπως θα διαμορφώνεται κατά την 1η και τη 2η περίοδο ποτίσματος (Πίνακας 7.18), ενώ στα
δεξιά φαίνεται το πιεζομετρικό φορτίο στους κόμβους του δικτύου όπως θα διαμορφώνεται κατά την 3η και
την 4η περίοδο ποτίσματος. Στην Εικόνα 7.30 αριστερά φαίνεται η πίεση στους κόμβους του δικτύου όπως
θα διαμορφώνεται κατά την 1η και τη 2η περίοδο ποτίσματος (Πίνακας 7.18), ενώ στα δεξιά φαίνεται η πίεση
στους κόμβους του δικτύου όπως θα διαμορφώνεται κατά την 3η και την 4η περίοδο ποτίσματος. Στον κόμβο

152 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Γ φαίνεται ότι η πίεση είναι 50 m και επιβεβαιώνεται και μέσω του EPANET το αποτέλεσμα που βρέθηκε και
με την ανάλυση που έγινε στην προηγούμενη παράγραφο.
Για να ληφθούν τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται παρακάτω, η ισχύς της αντλίας ορίστηκε ίση με
27.63 KW. Η τιμή της ισχύος της αντλίας ορίστηκε μετά από δύο διαδοχικές εκτελέσεις τις προσομοίωσης.
Ειδικότερα, κατά την πρώτη εκτέλεση της προσομοίωσης δόθηκε μια τυχαία τιμή στην ισχύ της αντλίας. Τα
αποτελέσματα της πρώτης προσομοίωσης και ειδικότερα η πίεση στον κόμβο Γ χρησιμοποιήθηκε για να
υπολογιστεί η ακριβής τιμή της ισχύος της αντλίας. Η διαφορά της πίεσης στον κόμβο Γ που επιτεύχθηκε στην
πρώτη προσομοίωση από το ζητούμενο φορτίο πίεσης των 50 m ήταν αυτή που προσδιόρισε τη διόρθωση της
ισχύος της αντλίας που χρησιμοποιήθηκε για να επιτευχθεί το τελικό αποτέλεσμα.

Εικόνα 7.29 Το πιεζομετρικό φορτίο στους κόμβους του δικτύου (1η και 2η περίοδος ποτίσματος αριστερά, 3η και 4η δεξιά).

Πίνακας 7.22 Αποτελέσματα της προσομοίωσης για τους σωλήνες της κρίσιμης διαδρομής του δικτύου.

Αγωγός Μήκος L Διάμετρος D Παροχή Q Ταχύτητα U Κλίση Συντ.


(m) (mm) (l/s) (m/s) απωλειών J Τριβής f
(m/Km)
Κεφαλή -Α 400 300 108 1.41 5.37 0.017
Α-Β 400 175 36 1.48 11.92 0.019
Β-Γ 62.5 175 36 1.48 11.92 0.019
Γ-Δ 125 175 36 1.48 11.92 0.019
Δ-Ε 125 150 27 1.37 11.70 0.019
Ε-Ζ 125 150 27 1.37 11.70 0.019
Ζ-Η 125 125 18 1.51 19.22 0.021
Η-Θ 125 125 18 1.51 19.22 0.021
Θ-Ι 125 100 9 1.22 17.45 0.022
Ι-Κ 125 100 9 1.22 17.45 0.022

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 153


Εικόνα 7.30 Η πίεση στους κόμβους του δικτύου (1η και 2η περίοδος ποτίσματος αριστερά, 3η και 4η δεξιά).

Πίνακας 7.23 Αποτελέσματα της προσομοίωσης για τους κόμβους της κρίσιμης διαδρομής του δικτύου.

Κόμβος Υψόμετρο Εδάφους (m) Υψόμετρο Π.Γ. (m) Φορτίο Πίεσης (m)
Κεφαλή 150.00 150.00 0.00
Αντλία 150.00 176.10 26.10
Α 120.00 173.95 53.95
Β 120.00 169.18 49.18
Γ 118.44 168.44 50.00
Δ 115.31 166.95 51.64
Ε 112.18 165.48 53.30
Ζ 109.06 164.02 54.96
Η 105.93 161.62 55.69
Θ 102.81 159.22 56.41
Ι 99.68 157.04 57.36
Κ 96.56 154.85 58.29

Το μανομετρικό φορτίο της αντλίας που πρέπει να εγκατασταθεί στην κεφαλή του δικτύου για να εξασφαλιστεί
το απαιτούμενο φορτίο λειτουργίας των υδροληψιών, όπως φαίνεται και στον Πίνακα 7.23, είναι 26.10 m.

154 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Στο διάγραμμα που ακολουθεί φαίνεται το διάγραμμα της γραμμής του εδάφους και πιεζομετρικής
γραμμής κατά μήκος της κρίσιμης διαδρομής.

Διάγραμμα Πιεζομετρικής Γραμμής της κρίσιμης διαδρομής


200

180176.10 173.95
169.18
166.95 165.48
164.02
161.62
168.44 159.22
157.04
160 154.85
Κεφαλή

Αντλία
140

120
Α B Γ
Δ
Ε
Ζ
100 Η
Θ
Ι
Κ

80
0 200 400 600 800 1000 1200 1400 1600 1800

Γραμμή Εδάφους Πιεζομετρική Γραμμή

Διάγραμμα 7.5 Πιεζομετρική γραμμή της κρίσιμης διαδρομής.

Τέλος, συγκρίνοντας τα αποτελέσματα που λήφθηκαν από το ΕPANET με αυτά της προηγούμενης ενότητας
παρατηρείται ότι οι αποκλίσεις όπου υπάρχουν είναι πάρα πολύ μικρές και οφείλονται κυρίως σε
στρογγυλοποιήσεις που έγιναν κατά τους υπολογισμούς.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 155


Βιβλιογραφία

Λατινόπουλος, Π., & Κρεστενίτης, Γ. (1998). Εγγειοβελτιωτικά έργα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο


Θεσσαλονίκης.
Μυλόπουλος, Γ., & Κολοκυθά, Ε. (2006 – 2007). Σημειώσεις «Σχεδιασμός Αρδευτικών Έργων». Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Πρίνος, Π. (2013). Υδραυλική κλειστών και ανοικτών αγωγών. Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη.
Rossman, L. A. (2000). EPANET 2 User’s Manual. US EPA.
Τσακίρης, Γ. (2006). Υδραυλικά έργα. Σχεδιασμός και διαχείριση. Τόμος ΙΙ: Εγγειοβελτιωτικά έργα. Εκδόσεις
Συμμετρία.
Υπουργείο Μεταφορών και Υποδομών (2017). Κανονισμός περιγραφικών τιμολογίων εργασιών.
Υπουργείο Δημοσίων Έργων (1977). Εγκύκλιος Δ22200/30-07-1977 Οδηγίες για τον έλεγχο μελετών
σωληνωτών αρδευτικών δικτύων.

156 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Κεφάλαιο 8 Οικονομική βελτιστοποίηση δικτύων άρδευσης

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο παρουσιάζονται, περιγράφονται και δίνονται στοιχεία οικονομικού σχεδιασμού και υπολογισμού
της χαρακτηριστικής καμπύλης ως μέσου οικονομικής βελτιστοποίησης στα αρδευτικά δίκτυα. Με τη χάραξη της
χαρακτηριστικής καμπύλης επιτυγχάνεται η οικονομική βελτιστοποίηση του αρδευτικού δικτύου, υπολογίζοντας
το μικρότερο συνολικό κόστος κατασκευής και λειτουργίας του. Η χαρακτηριστική καμπύλη σημαίνει πολλαπλή
οικονομική επίλυση του δικτύου για διάφορα ενεργειακά φορτία. Προς εμπέδωση της χάραξης και εφαρμογής της
χαρακτηριστικής καμπύλης επιλύεται ενδεικτική άσκηση.

Προαπαιτούμενη γνώση
Για το κεφάλαιο αυτό ο αναγνώστης πρέπει να έχει γνώσεις υδραυλικής.

8.1 Βέλτιστος σχεδιασμός


Μετά τη χάραξη ενός ακτινωτού δικτύου και τον υπολογισμό των παροχών σχεδιασμού γίνεται η οικονομική
βελτιστοποίηση του δικτύου. Η έννοια της οικονομίας στον σχεδιασμό των αρδευτικών έργων αφορά:

1. το κόστος των εγκαταστάσεων (κόστος κατασκευής του δικτύου - κόστος αγωγών),


2. το κόστος συντήρησης και λειτουργίας (κόστος λειτουργίας αντλίας- κόστος ενέργειας).

Η προσπάθεια δηλαδή είναι να βρεθεί εκείνος ο σχεδιασμός του δικτύου άρδευσης, που εκτός από
λειτουργικός (τεχνικά εφικτός), θα είναι και οικονομικά αποδοτικός και περιβαλλοντικά αποδεκτός.
Η περιβαλλοντική διάσταση βέβαια ελέγχεται σε προηγούμενο στάδιο, εκείνο της σκοπιμότητας του
έργου και της εκπόνησης μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων η οποία συνοδεύει το έργο.
Ο βέλτιστος σχεδιασμός αφορά τόσο τα δίκτυα βαρύτητας όσο και τα δίκτυα κατάθλιψης. Το κόστος
κατασκευής αφορά τόσο τα δίκτυα κατάθλιψης όσο και τα δίκτυα βαρύτητας. Το κόστος λειτουργίας
αναφέρεται μόνο στα δίκτυα κατάθλιψης όπου χρησιμοποιείται αντλία.

8.2 Η μέθοδος της χαρακτηριστικής καμπύλης

8.2.1 Δίκτυα βαρύτητας

8.2.1.1 Κόστος κατασκευής δικτύου


Το κόστος κατασκευής ενός δικτύου εξαρτάται από το μήκος των αγωγών και από τις διαμέτρους. Σε ό,τι αφορά
το μήκος των αγωγών ο οικονομικός σχεδιασμός έχει γίνει σε προγενέστερο στάδιο, αυτό της χάραξης του
δικτύου. Στο παρόν στάδιο επιδιώκεται ο βέλτιστος σχεδιασμός του δικτύου ως προς την επιλογή των
διαμέτρων.
Αναφερόμενοι στο κόστος κατασκευής του δικτύου, όσο πιο μεγάλη είναι η διάμετρος ενός αγωγού (για
την ίδια παροχή) τόσο πιο μεγάλο είναι το κόστος κατασκευής, τόσο δηλαδή πιο ακριβό θα είναι το δίκτυο.
Αντίστοιχα η επιλογή μικρότερης διαμέτρου σημαίνει μικρότερο κόστος.
Άμεσα συνδεδεμένη με την επιλογή της διαμέτρου των αγωγών είναι και η ταχύτητα ροής τους.
Μικρότερη διάμετρος αγωγού σημαίνει μεγαλύτερη ταχύτητα ροής και το αντίστροφο.
Η ταχύτητα ροής στους αγωγούς θα πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ κάποιων ορίων, συνήθως μεταξύ
0.5 - 2.0 ή 2.5 m/sec.
Αυτό συμβαίνει γιατί ταχύτητες μικρότερες από 0.5 m/sec δεν είναι λειτουργικές, δηλαδή δεν ευνοούν
την κίνηση του νερού μέσα στον αγωγό, οπότε το νερό πολλές φορές λιμνάζει και δεν μπορεί να μεταφέρει/
παρασύρει τυχόν φερτά που μπορεί να υπάρχουν μέσα στον αγωγό. Από την άλλη, ταχύτητες μεγαλύτερες του
άνω ορίου μπορεί να προκαλέσουν υπερπιέσεις και άρα υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος πρόκλησης υδραυλικού
πλήγματος και καταστροφών στους αγωγούς (θραύση αγωγών) με αποτέλεσμα επί πλέον κόστος για την
αποκατάσταση των ζημιών.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 157


Όταν αναφερόμαστε σε δίκτυα βαρύτητας ο οικονομικός σχεδιασμός αντιστοιχεί στον υπολογισμό του
ελάχιστου κόστους κατασκευής, οπότε και προκύπτει εάν όλο το δίκτυο κατασκευαστεί με τις ελάχιστες
δυνατές διαμέτρους. Ισχύει δηλαδή η σχέση:

Κολ = Κκατ όπου U = Umax και D = Dmin (8.1)

8.2.1.2 Κόστος λειτουργίας δικτύου


Το κόστος λειτουργίας του δικτύου αφορά την ενέργεια που καταναλώνεται στο αντλιοστάσιο για την επίτευξη
των επιθυμητών πιέσεων στο δίκτυο. Στα δίκτυα βαρύτητας, όπου δεν υπάρχει αντλία, αυτό το κόστος είναι
μηδενικό. Σε αυτά, τα απαιτούμενα φορτία πίεσης εξασφαλίζονται με την τοποθέτηση της κεφαλής σε
κατάλληλο υψόμετρο.
Συμπερασματικά, στα δίκτυα με βαρύτητα το συνολικό κόστος του δικτύου συμπίπτει με το κόστος
κατασκευής τους.

8.3 Δίκτυα με κατάθλιψη


Ο οικονομικός σχεδιασμός στα δίκτυα με κατάθλιψη αντιστοιχεί στην εύρεση του μικρότερου συνολικού
κόστους κατασκευής και λειτουργίας του αρδευτικού δικτύου. Το ελάχιστο συνολικό κόστος Κσυν. αντιστοιχεί
στο άθροισμα Κκατ + Κλειτ.

8.3.1 Κόστος κατασκευής


Το ελάχιστο κόστος κατασκευής αντιστοιχεί όπως και στα δίκτυα βαρύτητας στη λύση με τις μικρότερες
διαμέτρους η οποία προκύπτει αν στον τύπο της συνέχειας τεθεί η μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα.

𝑄 = 𝑈∙𝐴 (8.2)

όπου Q είναι η παροχή του αγωγού σε l/sec, U είναι η ταχύτητα ροής σε m/sec, A είναι η διατομή του κλειστού
αγωγού που είναι κυκλική.
Όμως τα δύο μεγέθη (Κκατ και Κλειτ) στην περίπτωση των δικτύων με κατάθλιψη μεταβάλλονται
αντιστρόφως ανάλογα. Δηλαδή οι μικρές διάμετροι που αντιστοιχούν στο μικρό κόστος κατασκευής, έχοντας
μεγαλύτερες ταχύτητες ροής και άρα και μεγάλες απώλειες, οδηγούν σε μεγαλύτερα φορτία πίεσης και άρα και
σε μεγαλύτερο κόστος λειτουργίας.
Αντίθετα, οι μεγάλες διάμετροι που δίνουν μεγάλο κόστος κατασκευής έχουν μικρές ταχύτητες ροής που
συνοδεύονται από μικρότερες απώλειες, που σημαίνει μικρότερα φορτία πίεσης και άρα οδηγούν σε μικρότερο
κόστος λειτουργίας.

8.3.2 Κόστος λειτουργίας δικτύου


Το κόστος λειτουργίας ενός δικτύου άρδευσης αφορά το κόστος λειτουργίας του αντλιοστασίου για την
εξασφάλιση των απαιτούμενων πιέσεων.
Το κόστος λειτουργίας του δικτύου είναι άμεσα συνδεδεμένο με το μανομετρικό φορτίο της αντλίας και
αναφέρεται στο κόστος ενέργειας δηλαδή το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος που απαιτείται για τη λειτουργία
του αντλιοστασίου. Όσο μεγαλώνουν οι απώλειες τόσο πιο μεγάλη απαίτηση σε φορτίο υπάρχει και τόσο
μεγαλύτερο είναι το κόστος λειτουργίας.
Οι μεγαλύτερες ταχύτητες ροής οδηγούν σε μεγαλύτερες απώλειες και άρα σε μεγαλύτερα πιεζομετρικά
φορτία που με τη σειρά τους οδηγούν σε μεγάλη απαίτηση ενέργειας και άρα σε μεγάλο κόστος λειτουργίας
Κλειτ.
Συμπερασματικά το μικρό κόστος κατασκευής που αντιστοιχεί σε μικρές διαμέτρους που δίνουν μεγάλες
ταχύτητες ροής και άρα και μεγάλες απώλειες αντιστοιχεί σε μεγάλο κόστος λειτουργίας εξαιτίας της μεγάλης
απαίτησης ενέργειας για το αντλιοστάσιο.
Αντίθετα, το μεγάλο κόστος κατασκευής που αντιστοιχεί σε μεγάλες διαμέτρους δηλαδή σε μικρές
ταχύτητες ροής και άρα και μικρές απώλειες αντιστοιχεί σε μικρό κόστος λειτουργίας εξαιτίας μικρής
απαίτησης ενεργειακού φορτίου στην αντλία.

158 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Ούτε οι ελάχιστες επιτρεπόμενες διάμετροι που αντιστοιχούν σε ελάχιστο κόστος κατασκευής ούτε όμως
και το ελάχιστο φορτίο του αντλιοστασίου που αντιστοιχεί στο ελάχιστο κόστος λειτουργίας εξασφαλίζουν από
μόνα τους το ελάχιστο συνολικό κόστος του δικτύου. Αφού αυτές οι δύο συνθήκες είναι αντίθετες και δεν
συμπίπτουν ποτέ σε ένα δίκτυο άρδευσης.
Για τον λόγο αυτό είναι σημαντικό να υπολογίζεται κάθε φορά το βέλτιστο άθροισμα του μανομετρικού
φορτίου του αντλιοστασίου και του κόστους των αγωγών για το οποίο προκύπτει το ελάχιστο δυνατό συνολικό
κόστος του αρδευτικού δικτύου.
Αυτή η βέλτιστη οικονομικά λύση στα καταθλιπτικά δίκτυα αντιστοιχεί πάντοτε σε επιλογή ενδιάμεσων
διαμέτρων για τους αγωγούς.

8.4 Κρίσιμη διαδρομή


Κρίσιμη διαδρομή είναι η διαδρομή του δικτύου για την οποία προκύπτει το δυσμενέστερο μανομετρικό φορτίο
κεφαλής.
Η εύρεση της κρίσιμης διαδρομής είναι απαραίτητη για τη διαστασιολόγηση ενός δικτύου άρδευσης,
καθώς αν ικανοποιηθεί η απαίτηση αυτού του πιεζομετρικού φορτίου, κατά μείζονα λόγο θα εξασφαλίζονται
και τα πιεζομετρικά φορτία των υπόλοιπων διαδρομών, που είναι λιγότερο δυσμενή.
Η κρίσιμη διαδρομή προκύπτει εξαιτίας:

 είτε του μεγάλου μήκους των αγωγών, γιατί εκεί εμφανίζονται οι μεγαλύτερες γραμμικές
απώλειες,
 είτε των μεγάλων δυσμενών υψομετρικών διαφορών κατά μήκος μιας διαδρομής, γιατί εκεί
εμφανίζονται οι μεγαλύτερες πιέσεις εξαιτίας του υψομέτρου,
 είτε συχνά του συνδυασμού και των δύο (μεγάλου μήκους αγωγών και δυσμενούς υψομετρικής
διαφοράς).

8.5 Χαρακτηριστική καμπύλη


Με τον όρο οικονομική βελτιστοποίηση δικτύου ορίζεται η εύρεση του βέλτιστου οικονομοτεχνικά
συνδυασμού των διαμέτρων των αγωγών και των ειδικών συσκευών, και συγκεκριμένα των αντλιοστασίων του
δικτύου που ικανοποιούν τις προδιαγραφές λειτουργίας, οι οποίες έχουν τεθεί εκ των προτέρων.
Όπως αναφέρθηκε ήδη, ούτε οι μικρότερες διάμετροι που αντιστοιχούν στο ελάχιστο κόστος κατασκευής
ούτε όμως και οι μεγαλύτερες διάμετροι που αντιστοιχούν στο ελάχιστο κόστος λειτουργίας του αντλιοστασίου
εξασφαλίζουν από μόνες τους το ελάχιστο συνολικό κόστος του δικτύου. Με τη χάραξη της χαρακτηριστικής
καμπύλης επιτυγχάνεται η οικονομική βελτιστοποίηση ενός δικτύου άρδευσης υπολογίζοντας το μικρότερο
συνολικό κόστος κατασκευής και λειτουργίας του. Η χαρακτηριστική καμπύλη αφορά διαφορετικές επιλύσεις
του δικτύου για διαφορετικές τιμές των διαμέτρων που όμως βρίσκονται πάντα εντός των επιτρεπόμενων ορίων
που δίνει η ταχύτητα ροής.
Αν το δίκτυο λειτουργεί με βαρύτητα δεν απαιτείται η χάραξη της χαρακτηριστικής καμπύλης, καθώς σε
αυτήν την περίπτωση το μικρότερο συνολικό κόστος ταυτίζεται με αυτό των μικρότερων διαμέτρων, αφού το
κόστος λειτουργίας είναι μηδενικό.
Η χαρακτηριστική καμπύλη είναι απαραίτητη στην περίπτωση δικτύου κατάθλιψης, οπότε η λειτουργία
του αντλιοστασίου προσθέτει στο κόστος κατασκευής (κόστος των αγωγών) και ένα επιπλέον κόστος
λειτουργίας του αντλιοστασίου (κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος που καταναλώνεται). Σε αυτή την περίπτωση
είναι απαραίτητο να υπολογιστεί η χαρακτηριστική καμπύλη ώστε να βρεθεί εκείνος ο συνδυασμός διαμέτρων
(κόστος κατασκευής και κόστος λειτουργίας) που δίνει τη βέλτιστη λύση.

8.5.1 Χάραξη χαρακτηριστικής καμπύλης για το κόστος κατασκευής


Η χαρακτηριστική καμπύλη του κόστους κατασκευής είναι πάντοτε μια φθίνουσα καμπύλη.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 159


Διάγραμμα 8.1 Διάγραμμα κόστους κατασκευής.

Αυτό συμβαίνει γιατί, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα Διάγραμμα οι μικρές τιμές του κόστους κατασκευής (Κβ)
επειδή αντιστοιχούν σε μικρές διαμέτρους δίνουν μεγάλα πιεζομετρικά φορτία (Ηβ) στην κεφαλή του δικτύου.
Αντίστοιχα οι μεγάλες τιμές για το κόστος κατασκευής (Κα) επειδή αντιστοιχούν στις μεγάλες διαμέτρους έχουν
απαίτηση για μικρά πιεζομετρικά φορτία (Ηα).
Επομένως, το σημείο α της χαρακτηριστικής καμπύλης αντιστοιχεί στο μέγιστο κόστος κατασκευής
(μικρότερες διάμετροι) και στο ελάχιστο πιεζομετρικό φορτίο κεφαλής Ηα.
Οι τιμές των πιεζομετρικών φορτίων Η στον άξονα των τετμημένων για τις διαφορετικές επιλύσεις του
δικτύου προκύπτουν θέτοντας διαφορετικές διαμέτρους στην κρίσιμη διαδρομή. Στο υπόλοιπο δίκτυο, το οποίο
δεν επηρεάζει το πιεζομετρικό φορτίο της κεφαλής, και εφόσον ο στόχος είναι η εύρεση της οικονομικής λύσης,
διατηρούνται οι μικρότερες επιτρεπόμενες διάμετροι. Προσοχή χρειάζεται γιατί καθώς αυξάνονται οι διάμετροι
στην κρίσιμη διαδρομή υπάρχει το ενδεχόμενο να προκύψει ως κρίσιμη μια άλλη διαδρομή του δικτύου.
Για να αναχθεί το κόστος κατασκευής του δικτύου, του οποίου η απόσβεση γίνεται σε μεγάλο βάθος
χρόνου (π.χ. σε 50 έτη) σε ετήσια βάση ώστε να μπορέσει να αθροιστεί με το ετήσιο λειτουργικό κόστος, πρέπει
να υπολογιστεί το ισοδύναμο ετήσιο κόστος κατασκευής. Το ισοδύναμο ετήσιο κόστος κατασκευής
υπολογίζεται ως εξής:
−𝜈
𝛢∙ 𝜏
𝛸= ( ) (8.3)
1 − (1 + 𝜏)
όπου ν είναι ο χρόνος ζωής του έργου συνήθως 50 χρόνια, τ είναι το επιτόκιο απόσβεσης των έργων που
κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 5%-6%, Α είναι το κόστος κατασκευής των αγωγών ανά τρέχον μέτρο και
υπολογίζεται συνήθως, όπως αναλύθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο από τους πίνακες που υπάρχουν
διαθέσιμοι στη διεύθυνση:
https://www.ggde.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=964:περιγραφικά-τιμολόγια-έργων-σε-
επεξεργάσιμη-μορφή-2017&Itemid=326

8.5.2 Προσδιορισμός του κόστους λειτουργίας της χαρακτηριστικής καμπύλης


Η χαρακτηριστική καμπύλη του κόστους λειτουργίας είναι πάντοτε μια αύξουσα ευθεία γραμμή αφού, όπως
φαίνεται και από την ανάλυση που ακολουθεί, το κόστος λειτουργίας βρίσκεται σε γραμμική σχέση με το
πιεζομετρικό φορτίο της κεφαλής.
Η σχέση που υπολογίζει το κόστος λειτουργίας του αντλιοστασίου είναι:

160 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


𝛫𝜆𝜀𝜄𝜏 = 𝛽 ∙ 𝜔 ∙ 𝛲 (8.4)

όπου β είναι η τιμή της ηλεκτρικής ενέργεια ανά κιλοβατώρα (KWh) για αγροτική χρήση και καθορίζεται ως
εξής:

< 300 KWh 0.06 €/KWh


>300 KWh. 0.05 €/KWh

ω είναι οι ώρες λειτουργίας του αντλιοστασίου για έναν χρόνο:

𝜇έ𝜌𝜀𝜍
𝜔 = 7 𝜇ή𝜈𝜀𝜍 ά𝜌𝛿𝜀𝜐𝜎𝜂𝜍 ∙ 30 ∙ ώ𝜌𝜀𝜍 𝜆𝜀𝜄𝜏𝜊𝜐𝜌𝛾ί𝛼𝜍 𝜏𝜊𝜐 𝛿𝜄𝜅𝜏ύ𝜊𝜐 (8.5)
𝜇ή𝜈𝛼

Οι ώρες λειτουργίας του δικτύου είναι συνήθως ή 16 ή 18.

Η ισχύς του αντλιοστασίου είναι συνάρτηση του μανομετρικού φορτίου της αντλίας και της παροχής
σχεδιασμού. Όσο μεγαλύτερο είναι το μανομετρικό φορτίο αντλίας τόσο μεγαλύτερο είναι και το κόστος
λειτουργίας. Η ισχύς της αντλίας υπολογίζεται ως εξής:

𝛾 ∙ 𝑄 ∙ 𝐻𝑚𝑎𝑛
𝑃= (8.6)
1000 ∙ 𝑛

όπου Ρ είναι η ισχύς του αντλιοστασίου σε KW, Ηman είναι το μανομετρικό φορτίο της αντλίας σε m, γ είναι το
ειδικό βάρος νερού ίσο με 9810 kg/m2/sec, Q είναι η παροχή σχεδιασμού του δικτύου που παραλαμβάνει ο
πρωτεύοντας αγωγός σε m3/sec, n είναι ο συντελεστής απόδοσης της αντλίας ο οποίος συνήθως λαμβάνει τιμές
μεταξύ 0.7 - 0.8.
Η μορφής της καμπύλης του κόστους λειτουργίας φαίνεται στο διάγραμμα που ακολουθεί.

Διάγραμμα 8.2 Διάγραμμα κόστους λειτουργίας.

Η χαρακτηριστική καμπύλη είναι η καμπύλη που προκύπτει από το άθροισμα της καμπύλης του κόστους
κατασκευής και του διαγράμματος του κόστους λειτουργίας του δικτύου.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 161


Διάγραμμα 8.3 Σύνθετη χαρακτηριστική καμπύλη.

Η μορφή της σύνθετης χαρακτηριστικής καμπύλης του συνολικού κόστους όπως φαίνεται στο
Διάγραμμα Διάγραμμα . Η σύνθετη χαρακτηριστική καμπύλη αποδεικνύει ότι η καλύτερη λύση δεν βρίσκεται
ούτε στο σημείο α όπου έχω τις μέγιστες διαμέτρους ούτε όμως και στο β όπου έχω τις ελάχιστες διαμέτρους.
Η βέλτιστη λύση είναι ένα ενδιάμεσο σημείο, το σημείο m, που είναι το σημείο καμπής της σύνθετης
χαρακτηριστικής καμπύλης όπου στρέφονται τα κοίλα προς τα πάνω.

8.5.3 Χάραξη της σύνθετης χαρακτηριστικής καμπύλης


Για τη χάραξη της σύνθετης χαρακτηριστικής καμπύλης είναι απαραίτητο να υπολογιστούν και να σχεδιαστούν
τα διαγράμματα που αντιστοιχούν στο κόστος κατασκευής των αγωγών και στο κόστος λειτουργίας της αντλίας.
Από τη σύνθεση των δύο θα προκύψει η τελική χαρακτηριστική καμπύλη και το σημείο όπου εμφανίζεται η
βέλτιστη οικονομικά λύση του δικτύου. Ακολουθείται η εξής διαδικασία:

ΒΗΜΑ 1:
Υπολογίζεται και σχεδιάζεται το διάγραμμα του κόστους κατασκευής.
Για τη χάραξη κάθε διαγράμματος απαιτείται ο υπολογισμός τουλάχιστον 4-5 σημείων. Κάθε σημείο του
διαγράμματος αντιστοιχεί σε μια επίλυση του δικτύου για διαφορετικό κάθε φορά συνδυασμό διαμέτρων.
Είναι αυτονόητο βέβαια ότι όσο πιο πολλά σημεία υπολογιστούν τόσο πιο ακριβής θα είναι η καμπύλη.

ΒΗΜΑ 2:
Το κάτω όριο της καμπύλης (σημείο β) προκύπτει αν βάλουμε τόσο στην κρίσιμη διαδρομή όσο και στο
υπόλοιπο δίκτυο παντού σε όλους τους αγωγούς τις ελάχιστες διαμέτρους Dmin. Αυτές υπολογίζονται
με βάση τη μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα ροής του δικτύου.
Το άνω όριο της καμπύλης (σημείο α) προκύπτει αν βάλουμε σε κάθε αγωγό του δικτύου στην κρίσιμη
διαδρομή τη μέγιστη δυνατή διάμετρο Dmax, και σε όλο το υπόλοιπο δίκτυο τις ελάχιστες διαμέτρους.
Οι μέγιστες διάμετροι υπολογίζονται με βάση την ελάχιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα ροής του δικτύου.

ΒΗΜΑ 3:
Στη συνέχεια, πρέπει να υπολογιστούν τα ενδιάμεσα σημεία. Αυτά προκύπτουν από διαφορετικούς
συνδυασμούς διαμέτρων στην κρίσιμη διαδρομή και υπολογίζονται έτσι κάθε φορά τα αντίστοιχα

162 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


μανομετρικά φορτία κεφαλής στο σύνολο του δικτύου. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας (όπου
σε κάθε δοκιμή λύνουμε το σύνολο του δικτύου) πρέπει να γίνεται έλεγχος όλων των διαδρομών για να
ελεγχθεί μήπως άλλαξε η κρίσιμη διαδρομή (αυτή με το δυσμενέστερο μανομετρικό φορτίο).
Αν αυτό συμβεί η επόμενη δοκιμή αλλαγής διαμέτρων πρέπει να γίνει στη νέα κρίσιμη διαδρομή.
Η διαδικασία απαιτεί την κατασκευή πινάκων για κάθε διαδρομή όπως οι πίνακες που ακολουθούν:

Πίνακας 8.1 Πίνακας υπολογισμού απωλειών των σωλήνων του δικτύου.

Αγωγός Q (l/sec) D (mm) L (m) U (m/sec) J (Km/m) Δh = Lx J


(m)

Πίνακας 8.2 Πίνακας εξασφάλισης πιέσεων.

Αγωγός Αρχή Πέρας Δh Υψόμετρο Απαιτούμενο Υψόμετρο Φορτίο Διόρθωση


Πέρατος Φορτίο Π.Γ. πίεσης
πίεσης πέρατος
υδροληψίας

Είναι απαραίτητο να ικανοποιείται η απαιτούμενη πίεση στην υδροληψία. Σε περίπτωση που δεν
συμβαίνει αυτό και το φορτίο πίεσης είναι μικρότερο από αυτό που απαιτείται στην υδροληψία τότε
γίνεται διόρθωση. Προστίθεται στη στήλη διόρθωση η διαφορά μέχρι να καλυφθεί το απαιτούμενο
φορτίο πίεσης της υδροληψίας. π.χ. αν το φορτίο πίεσης στο σημείο που υπάρχει υδροληψία
υπολογίστηκε ίσο με 44m και το απαιτούμενο φορτίο πίεσης της υδροληψίας έχει δοθεί ίσο με 50m από
την εκφώνηση τότε στη στήλη διόρθωση προστίθεται +6m παντού.

ΒΗΜΑ 4:
Υπολογίζεται και σχεδιάζεται το διάγραμμα του κόστους λειτουργίας.
Κατά ανάλογο τρόπο με αυτόν του κόστους κατασκευής υπολογίζονται το άνω και κάτω άκρο της
ευθείας αύξουσας γραμμής του κόστους λειτουργίας, καθώς και τα ενδιάμεσα σημεία.

ΒΗΜΑ 5:
Από τη σύνθεση των δύο πιο πάνω διαγραμμάτων, υπολογίζονται τα σημεία της σύνθετης
χαρακτηριστικής καμπύλης. Κάθε σημείο της σύνθετης καμπύλης προκύπτει ως άθροισμα του κόστους
κατασκευής (από το 1ο διάγραμμα) και του κόστους λειτουργίας (από το 2ο διάγραμμα) που αντιστοιχούν
στο ίδιο μανομετρικό φορτίο κεφαλής.
Η σύνθετη χαρακτηριστική καμπύλη έχει ένα σημείο καμπής το όποιο συμπίπτει με το ελάχιστο
συνολικό κόστος του δικτύου.

8.6 Άλλες μέθοδοι οικονομικής βελτιστοποίησης ενός αρδευτικού δικτύου


Υπάρχουν και άλλες μέθοδοι οικονομικής βελτιστοποίησης αρδευτικών δικτύων που αφορούν κυρίως στην
εύρεση του βέλτιστου συνδυασμού διαμέτρων των αγωγών για τους οποίους προκύπτει το ελάχιστο κόστος
κατασκευής. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των μεθόδων είναι ότι εισάγεται μια αντικειμενική
συνάρτηση (objective function) που εκφράζει το κόστος κατασκευής του δικτύου με ένα σύνολο περιορισμών
που περιγράφουν τη λειτουργία του δικτύου.
Οι πιο διαδεδομένες μέθοδοι οικονομικής βελτιστοποίησης των αγωγών ενός αρδευτικού δικτύου
συνοψίζονται στις παρακάτω:

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 163


 η μέθοδος γραμμικού προγραμματισμού,
 η ασυνεχής μέθοδος του γραμμικού προγραμματισμού (Karmeli et al., 1968; Kanakis et al.,
2014),
 η συνεχής μέθοδος του μη γραμμικού προγραμματισμού (Swamee et al., 1973),
 η ασυνεχής μέθοδος του Labye (Labye et al., 1988),
 η ασυνεχής μέθοδος του δυναμικού προγραμματισμού (Liang, 1971),
 η μέθοδος του ασαφούς γραμμικού προγραμματισμού (Κανάκης κ.ά., 2012; Kanakis et al.,
2014),
 η μέθοδος εξελικτικών αλγορίθμων με πιο συνηθισμένη τη μέθοδο των γενετικών αλγορίθμων.

8.7 Παράδειγμα
Αγρόκτημα έκτασης 1600 x 800 m πρόκειται να αρδευτεί με τεχνητή βροχή με τη μέθοδο εκ περιτροπής
ζήτησης του νερού. Οι διαστάσεις των αρδευτικών μονάδων είναι 200 x 200 m στις οποίες θα εγκατασταθεί
υδροληψία 12 l/s. Η παροχή των υδατικών πόρων είναι 72 l/s. Το δίκτυο θα λειτουργήσει 18 ώρες το 24ωρο,
το εύρος άρδευσης είναι 16 μέρες και η ταχύτητα ροής στους αγωγούς κυμαίνεται από 0.5 μέχρι 1.5 m/sec. Το
απαραίτητο φορτίο πίεσης για τη λειτουργία της κάθε υδροληψίας είναι 50 m. Το υψόμετρο στα σημεία Α, Β
και Δ είναι 130m.
Το κόστος των αγωγών δίνεται από τον Πίνακα 8.3. Ο χρόνος ζωής του έργου είναι ν = 50 χρόνια και
το επιτόκιο απόσβεσης τ=5%. Η απόδοση της αντλίας είναι ίση με 0.75.
Ζητούνται:
 Να σχεδιαστεί το αρδευτικό δίκτυο και να υπολογιστούν το πρόγραμμα ποτίσματος και οι
παροχές σχεδιασμού των αγωγών του δικτύου.
 Να γίνει οικονομική επιλογή των διαμέτρων κατά τρόπο που να εξασφαλίζει το ελάχιστο
κόστος κατασκευής του δικτύου. Να γίνει εξασφάλιση των πιέσεων στο δίκτυο.
 Να σχεδιαστεί η χαρακτηριστική καμπύλη του συνολικού κόστους του δικτύου (κατασκευής
και λειτουργίας), υπολογίζοντας τέσσερα σημεία.

Πίνακας 8.3 Κόστος αγωγών του δικτύου ανά τρέχον μέτρο.

Ονομαστική Διάμετρος D (mm) Κόστος €/m


100 73
125 81
150 88
175 95
200 103
225 112
250 123
300 144
350 173
400 205
450 241
500 279
550 320
600 356
650 415
700 467

164 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Εικόνα 8.1 Το αγρόκτημα της άσκησης.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 165


ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΑΡΔΕΥΣΗΣ
Ο αριθμός των αρδευτικών μονάδων είναι:
𝛦 1600 ∙ 800
𝜈= = = 32
𝛢 200 ∙ 200
Άρα το αγρόκτημα που μελετάται αποτελείται από 32 ισοεμβαδικές αρδευτικές μονάδες.
18 24 72 ∙ 24
𝑄𝜐𝜋 = 𝑄𝜎𝜒 ∙ ⇒ 𝑄𝜎𝜒 = 𝑄𝜎𝜒 ∙ = ⇒ 𝑄𝜎𝜒 = 96𝑙/𝑠
24 18 18

𝑄𝜎𝜒 96
𝑣∗ = = = 8 𝜊𝜇ά𝛿𝜀𝜍
𝑞𝜐 12

32 32
𝑛= = => 𝑛 = 4
𝜈∗ 8

Άρα θα έχουμε πρόγραμμα 1:4.


Θα υπάρχουν 8 ομάδες των 4 υδροληψιών.
Το ωρολόγιο πρόγραμμα θα είναι αυστηρό αφού πληροί τις εξής προϋποθέσεις:

 ισοεμβαδικές αρδευτικές μονάδες (200x200),


 E/A=ν=32 (ακέραιος),
 ν πολλαπλάσιο του n=4.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΟΤΙΣΜΑΤΟΣ


Ο χρόνος λειτουργίας της κάθε υδροληψίας θα είναι: m/n=16/4=4 ημέρες.

Ομάδα 1-4 ημ. 5-8 ημ. 9-12 ημ. 13-16 ημ.


1 1.1 1.2 1.3 1.4
2 2.1 2.2 2.3 2.4
3 3.1 3.2 3.3 3.4
4 4.1 4.2 4.3 4.4
5 5.1 5.2 5.3 5.4
6 6.1 6.2 6.3 6.4
7 7.1 7.2 7.3 7.4
8 8.1 8.2 8.3 8.4

Τις πρώτες 4 μέρες του εύρους άρδευσης θα λειτουργούν όλες οι (1) υδροληψίες, από 5-8 μέρες θα λειτουργούν
όλες οι (2) υδροληψίες, από 9-12 μέρες θα λειτουργούν όλες οι (3) και από 13-16 μέρες όλες οι 4. Ποτέ δεν θα
δουλεύουν μαζί δύο υδροληψίες από την ίδια ομάδα, καθώς έτσι θα καταστρατηγείται το εκ περιτροπής
πότισμα, δηλαδή η αρχή της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού.

Υδροληψίες 1-4 μέρες 5-8 μέρες 9-12 μέρες 13-16 μέρες


1 Χ
2 Χ
3 Χ
4 Χ

166 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


ΧΑΡΑΞΗ ΔΙΚΤΥΟΥ

Εικόνα 8.2 Η χάραξη του δικτύου.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 167


ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΑΜΕΤΡΩΝ
Η οικονομική επιλογή των διαμέτρων κατά τρόπο που να εξασφαλίζει το ελάχιστο κόστος κατασκευής
προκύπτει αν υπολογιστούν οι διάμετροι των αγωγών με τη μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα δηλαδή για

Umax = 1.5 m/s σύμφωνα με τη σχέση:

4∙𝑄
𝐷=√
𝜋∙𝑢

Στο δίκτυο θα υπάρχουν οι εξής παροχές:

4∙𝑄
𝑞𝜐 = 𝑄 = 12 𝑙 ⁄𝑠 => 𝐷 = √ = 0.101 ά𝜌𝛼 𝐷 = 100 𝑚𝑚
𝜋∙𝑈

4∙𝑄
2𝑞𝜐 = 𝑄 = 24 𝑙 ⁄𝑠 => 𝐷 = √ = 0.143 ά𝜌𝛼 𝐷 = 150 𝑚𝑚
𝜋∙𝑈

4∙𝑄
3𝑞𝜐 = 𝑄 = 36 𝑙 ⁄𝑠 => 𝐷 = √ = 0.175 ά𝜌𝛼 𝐷 = 175 𝑚𝑚
𝜋∙𝑈

4∙𝑄
4𝑞𝜐 = 𝑄 = 48 𝑙 ⁄𝑠 => 𝐷 = √ = 0.202 ά𝜌𝛼 𝐷 = 200 𝑚𝑚
𝜋∙𝑈

4∙𝑄
8𝑞𝜐 = 𝑄 = 96 𝑙 ⁄𝑠 => 𝐷 = √ = 0.285 ά𝜌𝛼 𝐷 = 300 𝑚𝑚
𝜋∙𝑈

Αντίστοιχα η πραγματική ταχύτητα είναι:


4 ∙ 0.012
𝑈1 = = 1.528 𝑚/𝑠
𝜋 ∙ 0.1002
4 ∙ 0.024
𝑈2 = = 1.360 𝑚/𝑠
𝜋 ∙ 0.1502
4 ∙ 0.036
𝑈3 = = 1.496 𝑚/𝑠
𝜋 ∙ 0.1752
4 ∙ 0.048
𝑈4 = = 1.528 𝑚/𝑠
𝜋 ∙ 0.2002
4 ∙ 0.096
𝑈8 = = 1.358 𝑚/𝑠
𝜋 ∙ 0.3002

ΥΔΡΑΥΛΙΚΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΡΙΣΙΜΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ
Παρατηρήσεις:
Υπάρχουν δύο διαδρομές. Το δίκτυο είναι συμμετρικό ως προς τον άξονα των Υ, οπότε ό,τι ισχύει στο
αριστερό μισό του αγροκτήματος θα ισχύει και στο δεξιό μισό.
Άρα, αρκεί να εξεταστεί η μία από τις δύο διαδρομές.
Η διαδρομή ΚΑΒΓΔΕΛ είναι όμοια με την ΚΑΖΗΘΙΚ’.
Οι υδροληψίες που βρίσκονται στο σημείο Δ (και Θ αντίστοιχα) παρουσιάζουν το μεγαλύτερο υψόμετρο
άρα είναι πιθανές κρίσιμες (147.5m).

168 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Ελέγχω τη διαδρομή ΚΑΒΓΔΕΛ (όμοια με την ΚΑΖΗΘΙΚ’).

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΑΠΩΛΕΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΙΜΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΚΑΒΓΔΕΛ (ή


ΚΑΖΗΘΙΚ’)
Q Dυπ. Dεμ. U J
(l/s) (mm) (mm) (m/s) (m/km)
12 0.101 100 1.528 34.9
24 0.143 150 1.360 16.4
36 0.175 175 1.496 19.3
48 0.202 200 1.528 14.4
96 0.285 300 1.358 6.8

Q (m3/s) Dυπ. (m) Dεμ. (mm) U (m/s) J (m/km) L (m) Δh (m)


Κεφαλή-Α 0.096 0.2855 300 1.358 6.8 400 2.72
Α-Β 0.048 0.2019 200 1.528 14.4 200 2.88
Β-Γ 0.048 0.2019 200 1.528 14.4 300 4.32
Γ-Δ 0.036 0.1748 175 1.496 19.3 400 7.72
Δ-Ε 0.024 0.1427 150 1.360 16.4 400 6.56
Ε-Λ 0.012 0.1009 100 1.528 34.9 400 13.96

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΑΝΟΜΕΤΡΙΚΟΥ ΦΟΡΤΙΟΥ ΚΕΦΑΛΗΣ


Υψόμετρο Φορτίο Φορτίο
Απαιτούμενο Πιεζομετρική
Αρχή Πέρας Δh (m) εδάφους πίεσης πίεσης (m)
φορτίο (m) Γραμμή (m)
(m) (m) (+4,48)
Κεφαλή 120.0 210.66 90.66 95.14
Κεφαλή Α 2.72 130.0 207.94 77.94 82.42
Α Β 2.88 130.0 205.06 75.06 79.54
Β Γ 4.32 137.5 50.0 200.74 63.24 66.72
Γ Δ 7.72 147.5 50.0 193.02 45.52 50.00
Δ Ε 6.56 135.0 50.0 186.46 51.46 55.94
Ε Λ 13.96 122.5 50.0 172.50 50.00 54.48

Προσθέτω παντού +4.48m που είναι η δυσμενέστερη περίπτωση υδροληψίας που δεν καλύπτει την
απαιτούμενη πίεση.
Εξασφάλιση πιέσεων σημαίνει έλεγχος σε όλες τις υδροληψίες ότι καλύπτουν την απαίτηση σε πίεση
των 50 m για να λειτουργήσουν.
Το μανομετρικό φορτίο της κεφαλής είναι 95.14 m.
Για την εξασφάλιση του φορτίου αυτού χρησιμοποιείται αντλία (απόδοσης 75%) με ισχύ:
(𝛾 ∙ 𝛨𝑚𝑎𝑛 ∙ 𝑄𝜎𝜒) 9810 ∙ 95.14 ∙ 0.096
𝑃= = = 119.46 𝐾𝑊
1000 ∙ 𝑛 1000 ∙ −.75

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ


Με τη χάραξη της χαρακτηριστικής καμπύλης επιτυγχάνεται η οικονομική βελτιστοποίηση του δικτύου. Το
δίκτυο είναι δίκτυο κατάθλιψης. Έτσι, για τον υπολογισμό του συνολικού κόστους του δικτύου απαιτείται η
χάραξη της χαρακτηριστικής καμπύλης. Αυτή προκύπτει από τον υπολογισμό και τη σύνθεση δύο επιμέρους
ειδών κόστους, αυτό του κόστους κατασκευής Κκατ και αυτό του κόστους λειτουργίας Κλειτ του δικτύου.
Η βέλτιστη λύση επιτυγχάνεται με το μικρότερο συνολικό κόστος κατασκευής και λειτουργίας. Η
διαδικασία περιλαμβάνει την επίλυση του δικτύου για διάφορες διαμέτρους εντός των επιτρεπτών ορίων της
ταχύτητας ροής.
Προσοχή, κάθε φορά οι υδραυλικοί υπολογισμοί αφορούν το σύνολο των διαδρομών του δικτύου
προκειμένου να προκύψουν οι τιμές κόστους για το σύνολο του δικτύου.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 169


ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ
Για τον υπολογισμό του κόστους κατασκευής οι τιμές του κόστους ανάγονται σε ισοδύναμο ετήσιο κόστος
κατασκευής με τον τύπο του τοκοχρεολυσίου:
−𝜈
𝛢∙ 𝜏
𝛸= ( )
1 − (1 + 𝜏)
τ: 5% (επιτόκιο απόσβεσης)
ν: 50 χρόνια (χρόνος ζωής του έργου)
Α: το κόστος των αγωγών σε € ανάλογα με τις D, από τον Πίνακα 8.38.3.

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ


Το κόστος λειτουργίας για 7 μήνες άρδευσης προκύπτει από την εξίσωση 8.4:

𝛫𝜆𝜀𝜄𝜏 = 𝛽 ∙ 𝜔 ∙ 𝛲

Όπου β = 0.05 ή 0.06 ανάλογα με το P, 𝜔 = 7 ∙ 30 ∙ 18 = 3780 ώ𝜌𝜀𝜍 και Ρ*ω σε KWh


(𝛾 ∙ 𝛨𝑚𝑎𝑛 ∙ 𝑄𝜎𝜒)
𝑃=
1000 ∙ 𝑛
Με n = 0.75

ΣΗΜΕΙΟ 4 (κάτω άκρο) Dmin σε όλο το δίκτυο και κατά συνέπεια U = 1.5 m/s

Το μανομετρικό φορτίο της κεφαλής βρέθηκε από την παραπάνω επίλυση ίσο με Ηman(4) = 95.14 m και η
ισχύς της αντλίας P = 119.46 ΚW. Το κόστος λειτουργιάς για 7 μήνες άρδευσης προκύπτει:

Κλειτ(4)=β x ω x Ρ = 0.05 x 3780 x 119.46 = 22578.96 €.

Κόστος κατασκευής για Dmin


D (mm) L (m) κόστος/m Α = (2) x (3)
(1) (2) (3)
100 800 73 58400
150 800 88 70400
175 800 95 76000
200 1000 103 103000
300 400 144 57600
Σύνολο Α = 365400
τ=5%, ν=50 Χ = 20015.43

Άρα το κόστος κατασκευής για το σημείο 4 της καμπύλης θα είναι Kκατ(4) = 20015.43 .
Κατά συνέπεια, το σημείο 4 της καμπύλης είναι: Κολ = 42594.39 για Ηman = 95.14m.

ΣΗΜΕΙΟ 1 (άνω άκρο της καμπύλης του κόστους κατασκευής) U = 0.5m/s


Σημείο 1: Dmax στην κρίσιμη διαδρομή: KΑΒΓΔΕΛ μέχρι την κρίσιμη υδροληψία και στη συμμετρική
της και παντού αλλού Dmin.

Q (m3/s) Dυπ. (m) Dεμ. (mm) U (m/s) J (m/km) L (m) Δh (m)


Κεφαλή - Α 0.096 0.495 500 0.49 0.5 400 0.20
Α-Β 0.048 0.350 350 0.50 0.8 200 0.16
Β-Γ 0.048 0.350 350 0.50 0.8 300 0.24
Γ-Δ 0.036 0.303 300 0.51 1.2 400 0.48
Δ-Ε 0.024 0.247 150 1.36 16.4 400 6.56
Ε-Λ 0.012 0.174 100 1.52 34.9 400 13.96

170 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Υψόμετρο Φορτίο Φορτίο
Απαιτούμενο Πιεζομετρική
Αρχή Πέρας Δh (m) εδάφους πίεσης πίεσης (m)
φορτίο (m) Γραμμή (m)
(m) (m) (+4,48)
Κεφαλή 120.0 194.10 74.10 78.58
Κεφαλή Α 0.20 130.0 193.90 63.90 68.38
Α Β 0.16 130.0 193.74 63.74 68.22
Β Γ 0.24 137.5 50 193.50 56.00 60.48
Γ Δ 0.48 147.5 50 193.02 45.52 50.00
Δ Ε 6.56 135.0 50 186.46 51.46 55.94
Ε Λ 13.96 122.5 50 172.50 50.00 54.48

Το μανομετρικό φορτίο κεφαλής είναι 78.58 m.


Για το φορτίο αυτό χρησιμοποιείται αντλία (απόδοσης 75%) με ισχύ:
(𝛾 ∙ 𝛨𝑚𝑎𝑛 ∙ 𝑄𝜎𝜒) 9810 ∙ 78.58 ∙ 0.096
𝑃= = = 98.67 𝐾𝑊
1000 ∙ 𝑛 1000 ∙ 0.75
Το κόστος λειτουργίας για 7 μήνες άρδευσης προκύπτει:

Κλειτ(1)=β x ω x Ρ = 0.05 x 3780 x 98.67 = 18648.88 €.

Κόστος κατασκευής για Dmin


D (mm) L (m) κόστος/m Α = (2) x (3)
(1) (2) (3)
100 800 73 58400
150 800 88 70400
Σύνολο Α= 128800

Κόστος κατασκευής για Dmax


D (mm) L (m) κόστος/m Α = (2) x (3)
(1) (2) (3)
500 400 279 111600
350 1000 173 173000
300 800 144 115200
Σύνολο Α= 399800
Total = 528600
τ=5%, ν=50
X = 28954.99

Άρα, το κόστος κατασκευής για το σημείο 4 της καμπύλης θα είναι Kκατ(1) = 28954.99 .
Κατά συνέπεια, το σημείο 1 της καμπύλης είναι:

Κολ = 47603.87 για Ηman = 80.74 m.


ΣΗΜΕΙΟ 2: Για ταχύτητα u=1.0 m/s
Q (m3/s) Dυπ. (m) Dεμ. (mm) U (m/s) J (m/km) L (m) Δh (m)
Κεφαλή - Α 0.096 0.349 350 1.00 3.1 400 1.24
Α-Β 0.048 0.247 250 0.98 4.5 200 0.90
Β-Γ 0.048 0.247 250 0.98 4.5 300 1.35
Γ-Δ 0.036 0.214 225 0.90 4.0 400 1.60
Δ-Ε 0.024 0.142 150 1.36 16.4 400 6.56
Ε-Λ 0.012 0.100 100 1.52 34.9 400 13.96

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 171


Υψόμετρο Φορτίο Φορτίο
Απαιτούμενο Πιεζομετρική
Αρχή Πέρας Δh (m) εδάφους πίεσης πίεσης (m)
φορτίο (m) Γραμμή (m)
(m) (m) (+4,48)
Κεφαλή 120.0 198.11 78.11 82.59
Κεφαλή Α 1.24 130.0 196.87 66.87 71.35
Α Β 0.90 130.0 195.97 65.97 70.45
Β Γ 1.35 137.5 50 194.62 57.12 61.60
Γ Δ 1.60 147.5 50 193.02 45.52 50.00
Δ Ε 6.56 135.0 50 186.46 51.46 55.94
Ε Λ 13.96 122.5 50 172.50 50.00 54.48

Το μανομετρικό φορτίο κεφαλής είναι 82.59 m.


Για το φορτίο αυτό χρησιμοποιείται αντλία (απόδοσης 75%) με ισχύ:
(𝛾 ∙ 𝛨𝑚𝑎𝑛 ∙ 𝑄𝜎𝜒) 9810 ∙ 82.59 ∙ 0.096
𝑃= = = 103.7 𝐾𝑊
1000 ∙ 𝑛 1000 ∙ 0.75
Το κόστος λειτουργίας για 7 μήνες άρδευσης προκύπτει:

Κλειτ(2)=β x ω x Ρ = 0.05 x 3780 x 103.7 = 19600.54 €.

Κόστος κατασκευής για U=1,0 m/s


D (mm) L (m) κόστος/m Α = (2) x (3)
(1) (2) (3)
350 400 173 69200
250 1000 123 123000
225 800 112 89600
Σύνολο Α = 281800

Κόστος κατασκευής για Dmin


D (mm) L (m) κόστος/m Α = (2) x (3)
(1) (2) (3)
100 800 73 58400
150 800 88 70400
Σύνολο Α = 128800
Total = 410600
τ=5%, ν=50
X = 22491.33

Άρα, το κόστος κατασκευής για το σημείο 2 της καμπύλης θα είναι Kκατ(2) = 22491.33€.
Κατά συνέπεια, το σημείο 2 της καμπύλης είναι:

Κολ = 42092.87 € για Ηman = 82.59 m.

ΣΗΜΕΙΟ 3: Για ταχύτητα U = 1.2 m/s


Q (m3/s) Dυπ. (m) Dεμ. (mm) U (m/s) J (m/km) L (m) Δh (m)
Κεφαλή-Α 0.096 0.319 350 1.00 3.1 400 1.24
Α-Β 0.048 0.225 225 1.21 7.6 200 1.52
Β-Γ 0.048 0.225 225 1.21 7.6 300 2.28
Γ-Δ 0.036 0.195 200 1.15 8.2 400 3.28
Δ-Ε 0.024 0.142 150 1.36 16.4 400 6.56
Ε-Λ 0.012 0.100 100 1.52 34.9 400 13.96

172 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Υψόμετρο Φορτίο Φορτίο
Απαιτούμενο Πιεζομετρική
Αρχή Πέρας Δh (m) εδάφους πίεσης πίεσης (m)
φορτίο (m) Γραμμή (m)
(m) (m) (+4.48)
Κεφαλή 120.0 201.34 81.34 85.82
Κεφαλή Α 1.24 130.0 200.10 70.10 74.58
Α Β 1.52 130.0 198.58 68.58 73.06
Β Γ 2.28 137.5 50 196.30 58.80 63.28
Γ Δ 3.28 147.5 50 193.02 45.52 50.00
Δ Ε 6.56 135.0 50 186.46 51.46 55.94
Ε Λ 13.96 122.5 50 172.50 50.00 54.48

Το μανομετρικό φορτίο κεφαλής είναι 85.82 m.


Για το φορτίο αυτό χρησιμοποιείται αντλία (απόδοσης 75%) με ισχύ:

(𝛾 ∙ 𝛨𝑚𝑎𝑛 ∙ 𝑄𝜎𝜒) 9810 ∙ 85.82 ∙ 0.096


𝑃= = = 107.76 𝐾𝑊
1000 ∙ 𝑛 1000 ∙ 0.75

Το κόστος λειτουργίας για 7 μήνες άρδευσης προκύπτει:

Κλειτ(3)=β x ω x Ρ = 0.05 x 3780 x 107.76 = 20367.10 €.

Κόστος κατασκευής για U = 1.2 m/s


D (mm) L (m) κόστος/m Α = (2) x (3)
(1) (2) (3)
350 400 173 69200
225 1000 112 112000
200 800 103 82400
Σύνολο Α= 263600

Κόστος κατασκευής για Dmin


D (mm) L (m) Κόστος/m Α = (2) x (3)
(1) (2) (3)
100 800 73 58400
150 800 88 70400
Σύνολο Α= 128800
Total = 392400
τ=5%, ν=50
X=21494.40

Άρα, το κόστος κατασκευής για το σημείο 3 της καμπύλης θα είναι Kκατ(3) = 21494.40 €.
Κατά συνέπεια, το σημείο 3 της καμπύλης είναι:

Κολ = 41861.497 € για Ηman = 85.82 m.

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΗΜΕΙΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ


ΣΗΜΕΙΟ u Ηman Κκατ Κλειτ Κολ
(m/s) (m) (€) (€) (€)
1 0.5 78.58 28954.99 18648.88 47603.87
2 1.0 82.59 22491.53 19600.54 42092.07
3 1.2 85.82 21494.40 20367.10 41861.50
4 1.5 95.14 20015.34 22578.96 42594.30

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 173


ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ

Κόστος Κατασκευής
31000
1
29000

27000

25000
Κόστος (€)

2
23000
3

21000 4

19000

17000

15000
75 80 85 90 95 100
Hman (m)

Διάγραμμα 8.4 Διάγραμμα του κόστους κατασκευής.

Κόστος Λειτουργίας
23000 4

22000

21000
3
Κόστος (€)

20000 2

19000 1

18000

17000
75 80 85 90 95 100
Hman (m)

Διάγραμμα 8.5 Διάγραμμα του κόστους λειτουργίας.

174 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Συνολικό Κόστος - Σύνθετη Χαρακτηριστική Καμπύλη
49000

48000 1

47000

46000

45000
Κόστος (€)

44000

43000 4
2
3
42000

41000

40000

39000
75 80 85 90 95 100
Hman (m)

Διάγραμμα 8.6 Διάγραμμα του συνολικού κόστους.

Η βέλτιστη λύση βρίσκεται στο σημείο 3.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 175


Βιβλιογραφία

Bellman, E.R., & Dreyfous, E. S. (1962). Applied dynamic programming. Princeton University Press.
Dantzig, G.B. (1963). Linear programming and extensions.
Kanakis, P., Papamichail, D., & Georgiou, P. (2014). Performance analysis of on demand pressurized irrigation
network designed with Linear and Fuzzy Linear Programming. Irrigation and Drainage, 63, 451-462.
Μυλόπουλος, Γ., & Κολοκυθά, Ε. (2006 – 2007). Σημειώσεις «Σχεδιασμός Αρδευτικών Έργων». Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Reca, J., & Martínez, J. (2006). Genetic algorithms for the design of looped irrigation water distribution
networks. Water Resources Research, 42(5). W05416, doi:
https://agupubs.onlinelibrary.wiley.com/doi/full/10.1029/2005WR004383
Theocharis, M. E., Tzimopoulos, C.D., Sakellariou - Makrantonaki, M. A. , Yannopoulos, S. I., & Meletiou, I.
K. (2010). Comparative calculation of irrigation networks using the Labye’s method, the linear
programming method and a simplified nonlinear method. Jour. Mathematical and Computer Modelling,
51(3-4). ISSN 0895-7177, Pages 286-299, Elsevier’s Publications.
Τσακίρης, Γ. (2006). Υδραυλικά έργα. Σχεδιασμός και διαχείριση. Τόμος ΙΙ: Εγγειοβελτιωτικά έργα. Εκδόσεις
Συμμετρία, Αθήνα.
Χονδρογιάννης, Σ., (2012). Βελτιστοποίηση αρδευτικών δικτύων με χρήση συμβατικών και ασαφών αριθμών
(Διδακτορική Διατριβή). Τμήμα Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών, ΑΠΘ, 228 σελ.

176 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Κεφάλαιο 9 Δίκτυα αποστράγγισης

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αναλύεται η ανάγκη για την αποστράγγιση των εδαφών, παρουσιάζονται οι εναλλακτικές μέθοδοι
στράγγισης και περιγράφεται η μέθοδος χάραξης των στραγγιστικών δικτύων. Στη συνέχεια, περιγράφεται η
μέθοδος διαστασιολόγησης των στραγγιστικών τάφρων ή δραίνων και δίνονται τυπικά παραδείγματα υδραυλικών
υπολογισμών.

Προαπαιτούμενη γνώση
Για το κεφάλαιο αυτό ο αναγνώστης πρέπει να έχει γνώσεις υδρολογίας και υδραυλικής των ανοικτών αγωγών.

9.1 Γενικά
Με τον όρο στράγγιση ή αποστράγγιση των εδαφών περιγράφεται η διαδικασία της έγκαιρης και ομοιόμορφης
απομάκρυνσης από μια γεωργική έκταση των νερών που πλεονάζουν, μετά την άρδευση, τη βροχόπτωση ή την
άνοδο της στάθμης των υπόγειων νερών κ.λπ.
Στόχος της στράγγισης είναι η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών εδαφικής υγρασίας για την
κανονική ανάπτυξη των καλλιεργειών και την αύξηση της απόδοσής τους. Επομένως, με τη στράγγιση μιας
καλλιεργούμενης περιοχής επιδιώκονται:

 η πτώση της στάθμης των υπόγειων νερών για να αποφεύγεται η σήψη του ριζικού συστήματος
των φυτών,
 η απομάκρυνση των νερών της βροχής και της άρδευσης που πλεονάζουν, και
 η προστασία της καλλιεργούμενης περιοχής από τα επιφανειακά και υπόγεια νερά γειτονικών
εκτάσεων.

9.2 Η ανάγκη για τη στράγγιση των εδαφών


Κατά τη διάρκεια της βροχής ή της άρδευσης, το έδαφος των αγρών συγκεντρώνει νερό. Όπως περιγράφηκε
αναλυτικά στο τρίτο κεφάλαιο, το νερό διεισδύει στο έδαφος και αποθηκεύεται στους πόρους του. Όταν όλοι
οι πόροι γεμίσουν με νερό, το έδαφος λέγεται κορεσμένο και δεν μπορεί να απορροφήσει άλλο νερό. Όπως
φαίνεται και στην Εικόνα 9.1 , αν η βροχή ή η άρδευση έχει μεγάλη διάρκεια και ένταση, το νερό μπορεί να
λιμνάσει στην επιφάνεια του εδάφους.
Μέρος του νερού που υπάρχει στα κορεσμένα ανώτερα εδαφικά στρώματα του εδάφους ρέει προς τα
κάτω σε βαθύτερα στρώματα και αντικαθίσταται από νερό που διηθείται από το νερό που λιμνάζει στην
επιφάνεια του εδάφους.
Όταν δεν υπάρχει πλέον νερό στην επιφάνεια του εδάφους, η καθοδική ροή συνεχίζεται για κάποιο μικρό
χρονικό διάστημα και ο αέρας εισέρχεται ξανά στους πόρους του εδάφους. Αυτό το έδαφος δεν είναι πλέον
κορεσμένο.
Ωστόσο, αν το έδαφος παραμείνει σε κατάσταση κορεσμού για αρκετό χρόνο, αυτό μπορεί να βλάψει τα
φυτά. Οι ρίζες των φυτών χρειάζονται αέρα, καθώς και νερό, και τα περισσότερα φυτά δεν μπορούν να αντέξουν
σε κορεσμένο έδαφος για μεγάλα χρονικά διαστήματα (το ρύζι αποτελεί εξαίρεση).
Επίσης, εκτός από τις ζημιές στην καλλιέργεια, ένα πολύ υγρό έδαφος καθιστά δύσκολη, αν όχι αδύνατη,
τη χρήση μηχανημάτων.
Το νερό που ρέει από το κορεσμένο έδαφος προς τα κάτω, προς τα βαθύτερα στρώματα, τροφοδοτεί τον
υδροφόρο ορίζοντα. Ως αποτέλεσμα, η στάθμη των υπόγειων υδάτων ανεβαίνει. Μετά από έντονες
βροχοπτώσεις ή συνεχή υπερβολική άρδευση, ο υδροφόρος ορίζοντας μπορεί ακόμη και να φτάσει και να
διαποτίσει μέρος της ζώνης του ριζοστρώματος (Εικόνα 9.2) Και σε αυτή την περίπτωση, εάν η κατάσταση
αυτή διαρκέσει πολύ, τα φυτά μπορεί να υποφέρουν. Συνεπώς, απαιτούνται μέτρα για τον έλεγχο της ανόδου
του υδροφόρου ορίζοντα.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 177


Η περίσσεια νερού μπορεί να οφείλεται σε βροχοπτώσεις ή σε υπερβολική χρήση αρδευτικού νερού,
αλλά μπορεί να έχει και άλλες αιτίες, όπως διαρροή από κανάλια ή πλημμύρες.

Εικόνα 9.1 Ο μηχανισμός συγκέντρωσης και απομάκρυνσης του νερού από την επιφάνεια του εδάφους.

Πριν από έντονη βροχόπτωση Μετά από έντονη βροχόπτωση


Εικόνα 9.2 Μετά από έντονες βροχοπτώσεις η στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα μπορεί να ανέβει έως τη ζώνη των ριζών.

Επίσης, στα πολύ ξηρά εδάφη παρατηρείται συχνά συσσώρευση αλάτων στο έδαφος. Οι περισσότερες
καλλιέργειες δεν αναπτύσσονται καλά σε εδάφη με υψηλή αλατότητα. Τα άλατα μπορούν να εκπλυθούν με τη
διήθηση του νερού της άρδευσης μέσω της ζώνης του ριζοστρώματος των καλλιεργειών. Για να επιτευχθεί
επαρκής διήθηση, οι αγρότες εφαρμόζουν στο χωράφι περισσότερο νερό από αυτό που χρειάζονται οι
καλλιέργειες. Αλλά το επιπλέον αλμυρό νερό που διηθείται για την έκπλυση του εδάφους από τα άλατα θα έχει
ως συνέπεια την άνοδο του υδροφόρου ορίζοντα. Η αποστράγγιση για τον έλεγχο της στάθμης του υδροφόρου
ορίζοντα, επομένως, χρησιμεύει επίσης και στον έλεγχο της αλατότητας του εδάφους.

178 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


9.3 Μέθοδοι στράγγισης των εδαφών
Η στράγγιση μπορεί να είναι είτε φυσική είτε τεχνητή. Σε πολλές περιοχές είναι δυνατή η φυσική αποστράγγιση
- αυτό σημαίνει ότι η περίσσεια του νερού μπορεί να απομακρυνθεί από την επιφάνεια του εδάφους και τη ζώνη
του ριζοστρώματος προς κάποιον αποδέκτη, με φυσικό τρόπο χωρίς κάποια ανθρώπινη επέμβαση. Η φυσική
στράγγιση, ωστόσο, είναι συχνά ανεπαρκής και απαιτείται τεχνητή στράγγιση.
Υπάρχουν δύο τύποι τεχνητής στράγγισης: η επιφανειακή στράγγιση και η υπόγεια στράγγιση.

9.3.1 Επιφανειακή στράγγιση


Η επιφανειακή αποστράγγιση είναι η απομάκρυνση της περίσσειας νερού από την επιφάνεια του εδάφους. Αυτό
επιτυγχάνεται συνήθως με την κατασκευή ρηχών τάφρων στα κατάντη όρια των αγροτεμαχίων. Οι ρηχές τάφροι
εκβάλλουν σε μεγαλύτερες και βαθύτερες συλλεκτήριες τάφρους. Προκειμένου να διευκολυνθεί η ροή του
πλεονάζοντος νερού προς τους αγωγούς, ο αγρός θα πρέπει να έχει επαρκή κλίση, διαφορετικά θα πρέπει να
διαμορφωθεί τεχνητά η κλίση του εδάφους. Το νερό εισέρχεται στις τάφρους είτε απορρέοντας επιφανειακά
είτε όπως φαίνεται και στην Εικόνα 9.3 από την εισροή του υπόγειου νερού σε αυτές.

Εικόνα 9.3 Τυπική διατομή στραγγιστικής τάφρου και ο μηχανισμός συγκέντρωση του νερού σε αυτή.

9.3.2 Υπόγεια στράγγιση


Η υπόγεια αποστράγγιση είναι η απομάκρυνση του νερού από τη ζώνη του ριζοστρώματος. Επιτυγχάνεται με
την εγκατάσταση υπόγειων σωλήνων αποστράγγισης γνωστών ως δραίνα. Οι σωλήνες αποστράγγισης είναι
θαμμένοι σωλήνες με οπές μέσω των οποίων μπορεί να εισέλθει το νερό που υπάρχει στους πόρους του εδάφους
σε αυτούς (Εικόνα 9.4). Οι σωλήνες οδηγούν το νερό σε συλλεκτήριες τάφρους, οι οποίες με τη σειρά τους
οδηγούν το νερό στον αποδέκτη.
Τα δραίνα κατασκευάζονται από πηλό, σκυρόδεμα ή πλαστικό. Συνήθως τοποθετούνται σε τάφρους με
μηχανήματα. Στους πήλινους σωλήνες και τους σωλήνες από σκυρόδεμα (συνήθως μήκους 30 cm και
διαμέτρου 5 - 10 cm) το νερό αποστράγγισης εισέρχεται στους σωλήνες μέσω των αρμών. Οι εύκαμπτοι
πλαστικοί αγωγοί αποστράγγισης είναι πολύ μεγαλύτεροι (έως 200 m) και το νερό εισέρχεται μέσω οπών που
κατανέμονται σε όλο το μήκος του σωλήνα.

Εικόνα 9.4 Δραίνο σε τομή και ο μηχανισμός συγκέντρωσης του νερού σε αυτό.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 179


9.4 Χάραξη στραγγιστικού δικτύου
Για να είναι δυνατή η στράγγιση των καλλιεργούμενων εκτάσεων απαιτείται η κατασκευή ενός συστήματος
αγωγών, καθώς και των απαραίτητων τεχνικών έργων για την καλή και ασφαλή λειτουργία του συστήματος,
που ονομάζεται στραγγιστικό δίκτυο. Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι αγωγοί του δικτύου μπορεί να είναι είτε
επιφανειακοί (τάφροι), είτε υπόγειες σωληνώσεις (δραίνα).

Εικόνα 9.5 Γενική μορφή στραγγιστικού δικτύου.

Ένα τυπικό στραγγιστικό δίκτυο τάφρων έχει τη γενική μορφή που φαίνεται στην Εικόνα 9.5 και αποτελείται
από:

1. Την περιφερειακή τάφρο, που κατασκευάζεται για την προστασία της καλλιεργούμενης
περιοχής από την εισροή νερών από τις γειτονικές εκτάσεις.
2. Τις τριτεύουσες τάφρους, που συγκεντρώνουν τα νερά αποστράγγισης από την
καλλιεργούμενη περιοχή και τα οδηγούν στις δευτερεύουσες τάφρους. Τα νερά αυτά μπορεί
να προέρχονται από το πλεονάζων νερό της άρδευσης, τις βροχοπτώσεις, ή τα υπόγεια νερά
του ριζοστρώματος.
3. Τις δευτερεύουσες τάφρους, που συγκεντρώνουν το νερό των τριτευουσών τάφρων και το
οδηγούν στις πρωτεύουσες.
4. Τις πρωτεύουσες τάφρους, που συγκεντρώνουν το νερό των δευτερευουσών τάφρων και το
οδηγούν στην κύρια συλλεκτήρια τάφρο.
5. Την κύρια συλλεκτήρια τάφρο, που συγκεντρώνει το νερό των πρωτευουσών τάφρων και της
περιφερειακής τάφρου και το οδηγεί στον αποδέκτη (λίμνη, ποταμός, χείμαρρος, θάλασσα).
Στην περίπτωση που το νερό της συλλεκτήριας τάφρου δεν μπορεί να απομακρυνθεί με φυσική
ροή τότε είναι απαραίτητη η κατασκευή ενός αντλιοστασίου ή περισσότερων αντλιοστασίων.

Το στραγγιστικό δίκτυο (πρωτεύοντες, δευτερεύοντες και τριτεύοντες αγωγοί) μπορεί να κατασκευαστεί


είτε με υπόγειες σωληνώσεις (δραίνα) αλλά προφανώς θα είναι μεγαλύτερη η δαπάνη κατασκευής του, είτε με
τάφρους. Συνήθως γίνεται συνδυασμός τάφρων και δραίνων, χρησιμοποιώντας τα δραίνα σαν τριτεύοντες
αγωγούς, γεγονός που προφανώς έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους κατασκευής και συντήρησης
του στραγγιστικού δικτύου, έχει όμως το πλεονέκτημα ότι η χρήση των δραίνων οδηγεί σε δέσμευση
μικρότερης έκτασης γης για την κατασκευή του στραγγιστικού δικτύου και κατ’ επέκταση επιτρέπει την
καλλιέργεια μεγαλύτερων εκτάσεων.

180 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


9.4.1 Τυπική διάταξη και χάραξη στραγγιστικού δικτύου με τάφρους
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ένα πλήρες τυπικό δίκτυο στραγγίσεων που αποτελείται από τάφρους συνίσταται από
την περιφερειακή τάφρο, την κύρια συλλεκτήρια τάφρο και τις πρωτεύουσες, δευτερεύουσες και τριτεύουσες
τάφρους. Ένα τέτοιο τυπικό στραγγιστικό δίκτυο φαίνεται στην Εικόνα 9.6. Όπως φαίνεται και στην Εικόνα
9.6 οι τάφροι αριθμούνται με έναν ιεραρχικό τρόπο, ενώ στην αρίθμηση όλων των τάφρων περιλαμβάνεται και
το γράμμα Τ για να διακρίνονται από τις αρδευτικές διώρυγες, που συμβολίζονται με το γράμμα Δ, όταν αυτές
υπάρχουν. Έτσι:

 Οι πρωτεύουσες τάφροι αριθμούνται με αύξουσα σειρά και το γράμμα Τ στη συνέχεια (δηλαδή
1Τ για την 1η πρωτεύουσα τάφρο, 2Τ για τη 2η πρωτεύουσα τάφρο κ.λπ.).
 Οι δευτερεύουσες τάφροι αριθμούνται και αυτές με αύξουσα σειρά και κληρονομούν το όνομα
της πρωτεύουσας τάφρου στην οποία καταλήγουν (δηλαδή 1Τ1 για την 1η δευτερεύουσα τάφρο
της 1ης πρωτεύουσας τάφρου, 1Τ2 για τη 2η δευτερεύουσα τάφρο της 1ης πρωτεύουσας τάφρου
κ.λπ.).
 Οι τριτεύουσες τάφροι αριθμούνται και αυτές με αύξουσα σειρά και κληρονομούν το όνομα
της πρωτεύουσας τάφρου στην οποία καταλήγουν (δηλαδή 1Τ1.1 για την 1η τριτεύουσα τάφρο
της 1ης δευτερεύουσας τάφρου, 1Τ1.2 για τη 2η τριτεύουσα τάφρο της 1ης δευτερεύουσας
τάφρου κ.λπ.).

Εικόνα 9.6 Χάραξη στραγγιστικού δικτύου με τάφρους.

Η μορφή δικτύου της Εικόνας 9.6 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδανική λόγω κυρίως του σχήματος των
αγροτεμαχίων και των κλίσεων του εδάφους. Στην πράξη, η μορφολογία και η σύσταση του εδάφους και η
στάθμη του υπόγειου νερού κ.λπ. επιβάλλουν τις αναγκαίες προσαρμογές στη χάραξη του στραγγιστικού
δικτύου που μπορεί να οδηγεί σε μια διάταξη που διαφέρει αρκετά από αυτή της Εικόνας Εικόνα . Γενικά, στη
χάραξη του στραγγιστικού δικτύου πρέπει κυρίως να λαμβάνεται υπόψη η μορφολογία του εδάφους και
ιδιαίτερα οι υπάρχουσες μισγάγγειες (χείμαρροι, ρεύματα κ.λπ.) της περιοχής που, αφού κριθούν κατάλληλες
μετά από υδραυλικό έλεγχο και έλεγχο της απαιτούμενης δαπάνης κατασκευής των τεχνικών έργων,
εντάσσονται στο στραγγιστικό δίκτυο. Επίσης, λόγω πάλι της μορφολογίας του εδάφους, στη χάραξη του
στραγγιστικού δικτύου θα πρέπει να επιδιώκονται οι μικρότερες δυνατές κλίσεις των αγωγών, επειδή οι μικρές
κλίσεις των αγωγών οδηγούν σε μικρότερα βάθη των τάφρων, με τέτοιον τρόπο όμως που να μην δημιουργούν
πρόβλημα στην απομάκρυνση των νερών που πλεονάζουν και ταυτόχρονα να μην απαιτούν μεγάλες δαπάνες

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 181


συντήρησης λόγω απόθεσης φερτών υλών και ανάπτυξης υδροχαρών φυτών. Επίσης, η κλίση των τάφρων θα
πρέπει να είναι τέτοια που να μην επιτρέπει την ανάπτυξη ταχυτήτων μεγαλύτερων από τις επιτρεπόμενες.
Με βάση όλα τα παραπάνω, οι γενικές αρχές για τη χάραξη ενός στραγγιστικού δικτύου που αποτελείται
από τάφρους συνοψίζονται ως εξής:

 Περιφερειακή τάφρος: Η χάραξη της περιφερειακής τάφρου, που μπορεί να είναι είτε συνεχής
είτε διακεκομμένη ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους και κατ’ επέκταση τον κίνδυνο
κατακλύσεως της περιοχής από νερό που μπορεί να προέρχεται από τις γειτονικές περιοχές. Η
περιφερειακή τάφρος χαράσσεται στα όρια της περιοχής μελέτης, και πρέπει να έχει ικανή
κλίση.
 Τριτεύουσες τάφροι: Οι τριτεύουσες τάφροι χαράσσονται σχεδόν παράλληλα με τις ισοϋψείς
καμπύλες του εδάφους, κατά συνέπεια κάθετα προς την κλίση του εδάφους και την κατεύθυνση
της ροής νερού. Με αυτό τον τρόπο είναι ενεργές σε όλο τους το μήκος και μπορούν να δεχθούν
το πλεονάζον νερό που απορρέει στην επιφάνεια του εδάφους.
 Δευτερεύουσες τάφροι: Οι δευτερεύουσες τάφροι αποτελούν τον αποδέκτη του νερού που
συλλέγουν οι τριτεύουσες τάφροι κατά συνέπεια χαράσσονται κάθετα σε αυτές και σχεδόν
παράλληλα προς την κλίση του εδάφους.
 Πρωτεύουσες τάφροι: Οι πρωτεύουσες τάφροι αποτελούν τον αποδέκτη του νερού που
συλλέγουν οι δευτερεύουσες τάφροι. Συνεπώς χαράσσονται σχεδόν παράλληλα με τις ισοϋψείς
καμπύλες του εδάφους, ώστε να έχουν την κατάλληλη κλίση και να είναι σε θέση να
διοχετεύουν το νερό που συγκεντρώνουν προς την κύρια συλλεκτήρια τάφρο.
 Κύρια συλλεκτήρια τάφρος: Αυτή η τάφρος συγκεντρώνει το νερό της περιφερειακής τάφρου
και των πρωτευουσών τάφρων και ακολουθεί την κλίση του εδάφους (κάθετα στις ισοϋψείς).
Ιδανικά χαράσσεται σε κάποια μισγάγγεια της περιοχής μελέτης.

9.4.2 Τυπική διάταξη στραγγιστικών δικτύων με δραίνα


Σε ένα στραγγιστικό δίκτυο με δραίνα, αυτά τοποθετούνται μέσα στο έδαφος, σε ορισμένο βάθος και σταθερές
αποστάσεις μεταξύ τους ανάλογα με την περίπτωση, Τα δραίνα είναι σωλήνες από πηλό, πλαστικό, μπετόν κ.ά.
που ως σκοπό έχουν τη στράγγιση και τον αερισμό του εδάφους στο επιθυμητό βάθος. Αυτοί οι σωλήνες
οδηγούν το νερό που στραγγίζεται από το έδαφος ή μέσα σε συλλεκτήριους υπόγειους σωλήνες με μεγαλύτερη
διάμετρο ή, όπως γίνεται συνήθως στις δευτερεύουσες τάφρους. Τα δραίνα συνήθως τοποθετούνται σε
παράλληλες γραμμές σε σταθερές αποστάσεις και σε βάθος που καθορίζεται από τη μελέτη του δικτύου.
Όταν το στραγγιστικό δίκτυο είναι πλήρως υπόγειο (Εικόνα 9.7α), το στόμιο εκροής των δραίνων πρέπει
να βρίσκεται από 15 ως 20 cm πάνω από τη μέση στάθμη του νερού που υπάρχει στις δευτερεύουσες τάφρους.
Η συνηθέστερη περίπτωση στραγγιστικού δικτύου με δραίνα φαίνεται στην Εικόνα 9.7β όπου τα δραίνα
εκρέουν σε δευτερεύουσες συλλεκτήριες τάφρους, οι οποίες με τη σειρά τους εκρέουν στις πρωτεύουσες
τάφρους.

Εικόνα 9.7 Στραγγιστικό δίκτυο με δραίνα (α). Στραγγιστικό δίκτυο με δραίνα και συλλεκτήριες τάφρους (β).

182 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


9.5 Η κίνηση του νερού στους αγωγούς του στραγγιστικού δικτύου

9.5.1 Η κίνηση του νερού στις τάφρους


Για τον προσδιορισμό του βάθους των τάφρων ή του βάθους τοποθέτησης των δραίνων λαμβάνονται υπόψη το
βάθος του ριζοστρώματος των καλλιεργειών, το ύψος της στάθμης των υπόγειων νερών και η χάραξη των
αγωγών στην οριζοντιογραφία. Το βάθος των δευτερευουσών, προφανώς, εξαρτάται από το βάθος των
τριτευόντων αγωγών (τάφρων ή δραίνων) που συγκεντρώνουν το νερό που αποστραγγίζεται από την περιοχή
και στοχεύουν στον υποβιβασμό της στάθμης των υπόγειων νερών κάτω από το ριζόστρωμα των καλλιεργειών.
Το βάθος των πρωτευουσών τάφρων εξαρτάται από το βάθος των δευτερευουσών τάφρων. Το ελάχιστο βάθος
της στάθμης του νερού στους τριτεύοντες αγωγούς ονομάζεται βάθος στράγγισης. Το βάθος στράγγισης
εξαρτάται από το έδαφος και την καλλιέργεια. Συνήθως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη γεωργοτεχνική και
στην εδαφολογική μελέτη, τα στραγγιστικά βάθη που χρησιμοποιούνται είναι 1.00 - 1.50 m για τα οπωροφόρα
δέντρα και 0.40 - 0.50 m για τα κηπευτικά.
Οι βασικές παράμετροι που επηρεάζουν την πτώση της στάθμης των υπόγειων νερών είναι το βάθος των
τριτευόντων αγωγών και η μεταξύ τους απόσταση που ονομάζεται ισαποχή των τριτευόντων αγωγών. Η ίδια
πτώση στάθμης των υπόγειων νερών μπορεί να επιτευχθεί είτε κατασκευάζοντας βαθιές τάφρους και
αυξάνοντας τη μεταξύ τους απόσταση είτε κατασκευάζοντας ρηχότερες τάφρους και ελαττώνοντας τη μεταξύ
τους απόσταση. Αυτές οι δύο εναλλακτικές έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.
Οι τάφροι με μεγάλο βάθος είναι αραιότερα κατανεμημένες στην καλλιεργούμενη περιοχή,
καταλαμβάνουν μικρότερη έκταση και κατά συνέπεια επιτρέπουν την καλλιέργεια μεγαλύτερης έκτασης, έχουν
όμως μεγαλύτερο κόστος συντήρησης και η στράγγιση είναι ανομοιόμορφη και βραδύτερη. Επίσης, το κόστος
των τεχνικών έργων του οδικού δικτύου είναι μικρότερο.
Οι τάφροι με μικρό βάθος είναι πυκνά κατανεμημένες στην καλλιεργούμενη περιοχή, έχουν μικρότερο
κόστος συντήρησης, καταλαμβάνουν μεγαλύτερη καλλιεργήσιμη έκταση, αλλά έχουν ως αποτέλεσμα
γρηγορότερη και πιο ομοιόμορφη στράγγιση, ενώ έχουν ως συνέπεια μεγαλύτερο κόστος για τα τεχνικά έργα
του οδικού δικτύου.
Για την αντιμετώπιση ορισμένων από τα παραπάνω μειονεκτήματα αντί των τριτευουσών τάφρων συχνά
τοποθετούνται δραίνα. Με αυτό τον τρόπο μειώνεται το κόστος απαλλοτρίωσης καλλιεργούμενης γης αλλά και
το κόστος κατασκευής τεχνικών έργων για το οδικό δίκτυο. Αυξάνει όμως το αρχικό κόστος για την
εγκατάσταση του τριτεύοντος στραγγιστικού δικτύου, καθώς και το κόστος συντήρησής του.
Η βασική παράμετρος που απαιτείται για τον υδραυλικό υπολογισμό των αγωγών του στραγγιστικού
δικτύου είναι η παροχή που προέρχεται από τις βροχοπτώσεις και ονομάζεται παροχή αποχέτευσης, καθώς και
η παροχής που προκύπτει από το πλεονάζον νερό της άρδευσης και ονομάζεται παροχή αποστράγγισης. H
παροχή αποστράγγισης είναι μια συνεχής παροχή κατά την αρδευτική περίοδο και λαμβάνεται ίση με το 1/3
της παροχής άρδευσης. Κατά συνέπεια, η παροχή αποστράγγισης μιας τριτεύουσας τάφρου είναι το 1/3 της
παροχής που χρειάζεται για την άρδευση της περιοχής που αποστραγγίζει η εν λόγω τάφρος.
H παροχή αποστράγγισης είναι ο καθοριστικός παράγοντας των διαστάσεων των τάφρων και ειδικότερα
του βάθους τους, λαμβάνοντας υπόψη ότι η στάθμη του νερού στην τάφρο για την αποστραγγιστική παροχή
βρίσκεται σε βάθος όσο και το βάθος στράγγισης. Η παροχή αποχέτευσης προϋποθέτει τη γνώση του ύψους
βροχής στην περιοχή μελέτης και όπως είναι γνωστό μπορεί να υπολογιστεί μέσω διαφόρων υδρολογικών
μεθόδων (π.χ. ορθολογική μέθοδος).
Με δεδομένη τη συνολική παροχή στράγγισης (παροχή αποχέτευσης + παροχή αποστράγγισης), ο
υδραυλικός υπολογισμός των τάφρων (και η διαστασιολόγησή τους) γίνεται χρησιμοποιώντας την εξίσωση των
Manning – Strickler εξίσωση 9.1, που έχει ως εξής:
1 1/2 2/3
𝑉= ∙𝐽 ∙𝑅 (9.1)
𝑛
όπου V είναι η μέση ταχύτητα του νερού στην τάφρο σε m/sec, n είναι ο συντελεστής τριβής του Manning, R η
υδραυλική ακτίνα σε m που εξαρτάται από τη γεωμετρία της διατομής (Πίνακας 9.3) και J η υδραυλική κλίση
ή η κλίση του πυθμένα της τάφρου. Με δεδομένο ότι η εξίσωση συνέχειας για μονοδιάστατη ροή με ελεύθερη
επιφάνεια παίρνει την ακόλουθη, πολύ απλή μορφή:

𝑄 =𝑉∙𝐴 (9.2)

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 183


όπου Q η παροχή σε m3/s, V η μέση ταχύτητα του νερού στη διατομή και Α το εμβαδόν της διατομής σε m2.
Έτσι, η εξίσωση 9.1 μπορεί να γραφτεί με όρους παροχής ως εξής:
1
𝑄= ∙ 𝐴 ∙ 𝐽1/2 ∙ 𝑅 2/3 (9.3)
𝑛
Η τιμή του συντελεστή Manning n των τάφρων εξαρτάται από την τραχύτητα του πυθμένα, την κλίση
των πρανών, την υπάρχουσα βλάστηση, τις τυχόν μεταβολές της διατομής κατά μήκος των τάφρων, τις
ενδεχόμενες καμπυλότητες των τάφρων ως προς την οριζοντιογραφία, καθώς και την υδραυλική τους ακτίνα.
Ειδικότερα, όταν η υδραυλική ακτίνα R των στραγγιστικών τάφρων έχει τιμές μικρότερες από 4.5 m, που
όπως είναι κατανοητό είναι κανόνας για τις στραγγιστικές τάφρους, η τιμή του συντελεστή Manning n δίνεται
από την εξίσωση που ακολουθεί (Chow, 1959):

n = (n0 + n1 + n2 + n3 + n4) x m (9.4)

Οι τιμές των παραμέτρων n0, n1, n2, n3, n4 και m λαμβάνονται από τον Πίνακα 9.1 (Chow, 1959).

Πίνακας 9.1 Παράμετροι υπολογισμού του συντελεστή Manning, n, για διάφορες συνθήκες τάφρων.

Συνθήκες τάφρου Τιμές


Χωμάτινο 0.020
Λιθοδομή 0.025
Υλικό πυθμένα n0
Λεπτά χαλίκια 0.024
Χονδρά χαλίκια 0.028
Ομαλός 0.000
Χαμηλός 0.005
Βαθμός ανωμαλιών n1
Μέτριος 0.010
Έντονος 0.020
Βαθμιαίες 0.000
Μεταβολές διατομής Σπάνιες n2 0.005
Συχνές 0.010 - 0.015
Αμελητέα 0.000
Σχετική επίδραση κατασκευών και άλλων Χαμηλή 0.010 - 0.015
n3
εμποδίων Αξιόλογη 0.020 - 0.030
Έντονη 0.040 - 0.060
Μικρή 0.005 - 0.010
Μέση 0.010 - 0.025
Φυτοκάλυψη n4
Υψηλή 0.025 - 0.050
Πολύ υψηλή 0.050 - 0.100
Χαμηλός 1.000
Αξιόλογος 1.150
Βαθμός μαιανδρισμού m
Έντονος 1.300

Η εκτίμηση του συντελεστή Manning n μπορεί να γίνει απλούστερα με βάση τον Πίνακα 9.2 στον οποίο
δίνονται οι τιμές, για διάφορες τιμές της υδραυλικής ακτίνας R της τάφρου σύμφωνα με την Natural Resources
Conservation Service του υπουργείου γεωργίας των Η.Π.Α (USDA-NRCS, 2001). Οι τιμές του πίνακα
βασίζονται στην παραδοχή ότι γίνεται τακτική συντήρηση των τάφρων. Στις τάφρους όπου ο πυθμένας και τα
πρανή καλύπτονται από φυτά, η ταχύτητα ροής του νερού είναι μικρή. Σε αυτή την περίπτωση ο συντελεστής
Manning n εξαρτάται από την ταχύτητα ροής και την υδραυλική ακτίνα.

Πίνακας 9.2 Τιμές του συντελεστή του Manning, n, σε σχέση με την υδραυλική ακτίνα της τάφρου.

Υδραυλική ακτίνα R (m) Συντελεστής Manning, n


< 2.5 0.045 - 0.040
2.5 - 4.0 0.040 - 0.035
4.0 - 5.0 0.035 - 0.030
> 5.0 0.030 - 0.025

184 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Πίνακας 9.3 Γεωμετρικά χαρακτηριστικά διατομών ανοικτών αγωγών.

Πλάτος
Εμβαδόν Βρεχόμενη ελεύθερης Υδραυλικό
Υδραυλική ακτίνα,
Διατομή , περίμετρος, επιφάνειας Βάθος,
Α (m2) P (m)
R = A/P , D = A/T
T (m)

𝐵∙ℎ
Ορθογωνική 𝐵∙ℎ 𝐵+2∙ℎ 𝐵 ℎ
𝐵+2∙ℎ

Τραπεζοειδή (𝐵 + 𝑚 𝐵 + 2 (𝐵 + 𝑚 ∙ ℎ) ∙ ℎ 𝐵 + 2 ∙ 𝑚 (𝐵 + 𝑚 ∙ ℎ) ∙ ℎ
ς ∙ ℎ) ∙ ℎ ∙ ℎ√1 + 𝑚 𝐵 + 2 ∙ ℎ ∙ √1 + 𝑚2 ∙ ℎ
2 𝐵+2∙ℎ∙𝑚

2 𝑚∙ℎ
Τριγωνική 𝑚 ∙ ℎ2 2∙𝑚∙ℎ 0.5 ∙ ℎ
∙ ℎ√1 + 𝑚2 2 ∙ √1 + 𝑚2

(𝜃 𝜃 − 𝑠𝑖𝑛 𝜃
𝜃∙𝐷 1 𝑠𝑖𝑛 𝜃 𝐷 ( )
− 𝑠𝑖𝑛𝜃) 𝜃
Κυκλική ∙ (1 − )∙𝐷 𝜃 𝑠𝑖𝑛
𝐷2 2 4 𝜃 ∙ 𝑠𝑖𝑛 ( ) 2
∙ 2 𝐷
8 ∙
8

Η διατομή των τάφρων μπορεί να είναι είτε τριγωνική είτε τραπεζοειδής, με συχνότερη την τραπεζοειδή, και
οι διαστάσεις του θα πρέπει να είναι τέτοιες που να επιτρέπουν τη ροή του νερού της στράγγισης. Όπως ήδη
αναφέρθηκε, το βάθος μιας τάφρου θα πρέπει να είναι τέτοιο που να εξασφαλίζεται η στράγγιση των εδαφών,
έτσι εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη γεωργοτεχνική και στην εδαφολογική μελέτη, τα στραγγιστικά βάθη
που χρησιμοποιούνται είναι 1.00 - 1.50 m για τα οπωροφόρα δέντρα και 0.40 - 0.50 m για τα κηπευτικά. Κατά
συνέπεια η στάθμη του νερού στις τάφρους θα πρέπει να βρίσκεται χαμηλότερα από το βάθος στράγγισης.
Η κλίση των πρανών, η οποία ορίζεται συνήθως ως οριζόντια:κάθετα = m:1 (Πίνακας 9.4), εξαρτάται
από τον τύπο του εδάφους στο οποίο διανοίγονται και από τις ανάγκες συντήρησής τους. Στον πίνακα που
ακολουθεί δίνονται κλίσεις πρανών των τάφρων για διάφορα είδη εδάφους σύμφωνα με την Natural Resources
Conservation Service του υπουργείου γεωργίας των Η.Π.Α (USDA-NRCS, 2001).

Πίνακας 9.4 Κλίση πρανών τάφρων σε διάφορα εδάφη (m : 1).

Είδος εδάφους Κλίση πρανών


Συμπαγής βράχος 0.25:1
Χαλαρός βράχος ή τσιμεντοποιημένο χαλίκι 0.75:1
Βαριά άργιλος 1:1
Άμμος ή ιλύς με συνδετικό υλικό άργιλο 1.5:1
Άργιλος 2:1
Τύρφη, λάσπη και άμμος 1:1

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 185


Η μέγιστη επιτρεπόμενη τιμή της ταχύτητας του νερού στις τάφρους, εξαρτάται κυρίως από τη σύσταση του
εδάφους στο οποίο διανοίγονται και από την κλίση τους. Έτσι, η κλίση των τάφρων θα πρέπει να είναι τέτοια
που να μην επιτρέπει την ανάπτυξη ταχυτήτων μεγαλύτερων από τις επιτρεπόμενες. Στον Πίνακα 9.5 δίνονται
ενδεικτικές μέγιστες τιμές της ταχύτητας ροής του νερού στις τάφρους σε σχέση με τη σύσταση του εδάφους
(Καρακατσούλης, 1985).

Πίνακας 9.5 Επιτρεπόμενες ταχύτητες ροής νερού σε τάφρους (Πηγή : Καρακατσούλης, Π., 1985, Αρδεύσεις, Στραγγίσεις
και Προστασία Εδαφών).

Σύσταση εδάφους Επιφάνεια Πυθμένας Μέση ταχύτητα


Άργιλοι μαλακοί 0.30 0.16 0.23
Άμμος 0.60 0.31 0.96
Χαλίκια 1.22 0.70 0.96

9.5.2 Η κίνηση του νερού στα δραίνα


Οι στραγγιστικοί σωλήνες, που χρησιμοποιούνται στις στραγγίσεις, μπορεί να είναι κατασκευασμένοι από
διάφορα υλικά, τα έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό την αντοχή του στον χρόνο. Σήμερα χρησιμοποιούνται
κατά κύριο λόγο σωλήνες από πλαστικό, όμως σε πολλές περιπτώσεις κατασκευάζονται και δίκτυα από άλλα
υλικά όπως τσιμεντοσωλήνες κ.λπ.
Οι τσιμεντοσωλήνες, διακρίνονται για το γεγονός ότι έχουν μεγάλη αντοχή στα φορτία που βρίσκονται
πάνω από αυτούς και την αντοχή τους στον χρόνο. Το βασικό τους μειονέκτημα είναι η ευαισθησία στο
υδρόθειο, το οποίο δημιουργείται σε εδάφη που περιέχουν θειούχα άλατα. Κατασκευάζονται σε μήκη 75 - 100
cm και σε διαμέτρους των 15 - 60 cm, χωρίς οπλισμό. Το νερό εισέρχεται σε αυτούς από τα κενά που υπάρχουν
μεταξύ των τμημάτων του σωλήνα και από οπές που ανοίγονται στα πλευρικά τους τοιχώματα.
Οι πλαστικοί σωλήνες έχουν επικρατήσει, γιατί σε σύγκριση με τα άλλα υλικά, έχουν πλεονεκτήματα
όπως το μικρό βάρος, την εύκολη μεταφορά, την εύκολη και γρήγορη τοποθέτηση, και την αντοχή στον χρόνο.
Κατασκευάζονται κυρίως από πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC), αλλά και πολυαιθυλένιο (ΡΕ) και διακρίνονται σε
άκαμπτους και εύκαμπτους. Η διάμετρός τους κυμαίνεται από 40 - 1200 mm. Το μήκος των άκαμπτων σωλήνων
είναι συνήθως 5 – 6 m, ενώ οι εύκαμπτοί σωλήνες διατίθενται σε κουλούρες μήκους 20 - 200 m.
Για την είσοδο του νερού σε αυτούς, οι άκαμπτοι σωλήνες διαθέτουν μεγάλες οπές με πυκνότητα 600 –
800 mm2 ανά τρέχον μέτρο σωλήνα για την είσοδο του νερού σε αυτούς. Οι εύκαμπτοι σωλήνες έχουν μικρές
σχισμές με πυκνότητα 1000 – 3000 mm2 ανά τρέχον μέτρο σωλήνα. Για την προστασία των οπών οι σωλήνες
αυτοί συνήθως καλύπτονται με γεωύφασμα.
Γενικά οι εύκαμπτοι σωλήνες πλεονεκτούν σε σχέση με τους άκαμπτους, γιατί γενικά για την κατασκευή
τους χρειάζεται μικρότερη ποσότητα υλικού ανά μονάδα μήκους και η τοποθέτησή τους γίνεται εξολοκλήρου
με τη χρήση μηχανημάτων.
Τα μεγέθη που πρέπει να οριστούν για την κατασκευή ενός στραγγιστικού δικτύου με σωλήνες είναι η
μεταξύ απόσταση γνωστή ως ισαποχή, το μήκος, η διάμετρος, το βάθος τοποθέτησης και οι κατά μήκος κλίσεις
των στραγγιστικών σωλήνων.
Η ισαποχή υπολογίζεται με βάση τους τύπους της μόνιμης αλλά και της μη μόνιμης στράγγισης της
περιοχής μελέτης, ενώ το μέγιστο μήκος ενός στραγγιστικού σωλήνα προσδιορίζεται από τη μορφολογία του
εδάφους και άλλους υδραυλικούς περιορισμούς.
Για τη διαστασιολόγηση, δηλαδή την επιλογή της διαμέτρου των στραγγιστικών σωλήνων, είναι
απαραίτητη πρώτα η εκτίμηση του συντελεστή στράγγισης. Ο συντελεστής στράγγισης εκφράζει την ποσότητα
του νερού που απομακρύνεται σε 24 ώρες και μετριέται σε mm.
Με την επιλογή του συντελεστή στράγγισης είναι δυνατή εκτίμηση της παροχής που θα διέρχεται από
τους στραγγιστικούς σωλήνες. Σε αυτό το σημείο είναι δυνατός ο υπολογισμός της διαμέτρου των σωλήνων
από τον τύπο των Manning – Strickler θεωρώντας ότι το βάθος του νερού σε αυτούς φτάνει ως το κέντρο τους.

186 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, ο τύπος των Manning – Strickler γράφεται ως προς τη διερχόμενη παροχή
ως εξής:

1 1/2 2/3 𝑄 1 1/2 𝐷 2/3 𝑛 ∙ 𝑄 3/8


𝑉= ∙𝐽 ∙𝑅 → = ∙ 𝐽 ∙ ( ) → 𝐷 = 2.008 ∙ ( ) (9.5)
𝑛 𝐷2 𝑛 4 𝐽1/2
𝜋∙
8
όπου Q είναι η παροχή του στραγγιστικού σωλήνα σε m3/sec, n είναι ο συντελεστής τριβής του Manning και J
είναι η κατά μήκος κλίση του σωλήνα.
Όπως για τους αρδευτικούς σωλήνες, έτσι και για τους στραγγιστικούς οι πίνακες των «περιγραφικών
τιμολογίων των έργων» του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών διαθέτουν αναφορές σχετικά με τις τιμές
των διαθέσιμων σωλήνων που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή στραγγιστικών δικτύων. Στους πίνακες
του 2017 που ακολουθούν φαίνονται ενδεικτικά οι τιμές σωλήνων από σκυρόδεμα, PVC και PE για τις
διαθέσιμες διαμέτρους και κλάσεις.

Πίνακας 9.6 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Τσιμεντοσωλήνες διάτρητοι στραγγιστηρίων (ΥΥΜ/ΓΓΥ - Περιγραφικά
Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).

Κωδικός Μον. EΡΓΑ ΕΡΓΑ EΡΓΑ


ΚΩΔΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Αναθ/σης Μετρ. έως 1,5 εκ. € 1,5 - 5,0 εκ. € > 5,0 εκ. €
12.03.01 Εσωτερικής διαμέτρου 200 mm ΟΔΟ-2861 m 18.50 18.00 17.10
12.03.02 Εσωτερικής διαμέτρου 300 mm ΟΔΟ-2862 m 28.80 28.00 26.60
12.03.03 Εσωτερικής διαμέτρου 400 mm ΟΔΟ-2863 m 41.20 40.00 38.00
12.03.04 Εσωτερικής διαμέτρου 600 mm ΟΔΟ-2864 m 72.00 70.00 67.00

Πίνακας 9.7 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Σωλήνες αποστράγγισης διάτρητοι από ΡVC-U (ΥΥΜ/ΓΓΥ -
Περιγραφικά Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).

Κωδικός Μον. EΡΓΑ ΕΡΓΑ EΡΓΑ


ΚΩΔΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Αναθ/σης Μετρ. έως 1,5 εκ. € 1,5 - 5,0 εκ. € > 5,0 εκ. €
12.11.01 SDR 41, DN 125 mm ΥΔΡ 6620.1 m 7.20 7.00 6.60
12.11.02 SDR 41, DN 160 mm ΥΔΡ 6620.3 m 9.30 9.00 8.50
12.11.03 SDR 41, DN 200 mm ΥΔΡ 6620.4 m 15.50 15.00 14.20
12.11.04 SDR 41, DN 250 mm ΥΔΡ 6620.4 m 20.60 20.00 19.00
12.11.05 SDR 41, DN 315 mm ΥΔΡ 6620.7 m 30.90 30.00 28.50
12.11.06 SDR 41, DN 400 mm ΥΔΡ 6620.9 m 46.00 45.00 42.00

Πίνακας 9.8 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Διάτρητοι σωλήνες αποστράγγισης σε κουλούρες από πολυαιθυλένιο
(PE), δομημένου τοιχώματος, με λεία εσωτερική επιφάνεια, διάτρητους κατά 220° ή 360° (ΥΥΜ/ΓΓΥ - Περιγραφικά
Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).

Κωδικός Μον. EΡΓΑ ΕΡΓΑ EΡΓΑ


ΚΩΔΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Αναθ/σης Μετρ. έως 1,5 εκ. € 1,5 - 5,0 εκ. € > 5,0 εκ. €
12.33.01 Σωληνώσεις DN/OD 63 mm ΥΔΡ 6711.1 m 1.03 1.00 0.95
12.33.02 Σωληνώσεις DN/OD 90 mm ΥΔΡ 6711.1 m 1.55 1.50 1.43
12.33.03 Σωληνώσεις DN/OD 110 mm ΥΔΡ 6711.1 m 2.10 2.00 1.90
12.33.04 Σωληνώσεις DN/OD 125 mm ΥΔΡ 6711.1 m 2.70 2.60 2.50
12.33.05 Σωληνώσεις DN/OD 140 mm ΥΔΡ 6711.1 m 3.60 3.50 3.30
12.33.06 Σωληνώσεις DN/OD 160 mm ΥΔΡ 6711.1 m 4.40 4.30 4.10
12.33.07 Σωληνώσεις DN/OD 200 mm ΥΔΡ 6711.2 m 6.80 6.60 6.30

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 187


9.6 Το αντλιοστάσιο
Σε ειδικές περιπτώσεις, όταν π.χ. τα νερά της στραγγίσεως δεν μπορούν να καταλήξουν στον αποδέκτη με
φυσική ροή, είναι απαραίτητη η εγκατάσταση αντλιοστασίου. Με το αντλιοστάσιο τα νερά της στραγγίσεως
αντλούνται και στη συνέχεια απορρίπτονται στον αποδέκτη.

9.7 Παράδειγμα
Για τη στράγγιση μίας αρδευόμενης έκτασης μελετάται η κατασκευή συστήματος τάφρων τραπεζοειδούς
διατομής, πλάτους πυθμένα b = 0.75 m και με κλίση πρανών m:1 = 2.5:1. Η παροχή της κάθε τάφρου είναι Q
= 250 l/s και η κατά κλίσης τους είναι J = 1 %ο. Να υπολογιστεί το βάθος των τάφρων αν στην περιοχή
καλλιεργούνται κηπευτικά.

9.7.1 Υπολογισμός του βάθους ροής με δοκιμές


Για τον υπολογισμό του βάθους των τάφρων θα πρέπει να υπολογιστεί το βάθος του νερού σε αυτές για τη
δεδομένη παροχή και κλίση του εδάφους. Λόγω της μη γραμμικής μορφής της σχέσης των Manning – Strickler,
ο υπολογισμός γίνεται με δοκιμές υποθέτοντας αρχικά ένα βάθος ροής και υπολογίζοντας την παροχή που
αντιστοιχεί σε αυτό. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται μέχρι να επιτευχθεί η ζητούμενη παροχή.
Έτσι, έστω ότι h = 0.75 m. Το εμβαδόν της βρεχόμενης διατομής δίνεται από τον Πίνακα 9.3 και είναι:

𝐴 = (𝐵 + 𝑚 ∙ ℎ) ∙ ℎ = (0.75 + 2.5 ∙ 0.75) ∙ 0.75 = 1.97𝑚2

Tο μήκος της βρεχόμενης περιμέτρου από τον Πίνακα 9.3 και είναι:

𝑃 = 2 ∙ ℎ ∙ √(1 + 𝑚2 ) + 𝐵 = 2 ∙ 0.75 ∙ √(1 + 2.52 ) + 0.75 = 4.79 𝑚

Επομένως η υδραυλική ακτίνα είναι:

(𝐵 + 𝑚 ∙ ℎ) ∙ ℎ 𝐴 1.97
𝑅= = = = 0.411 𝑚
𝐵 + 2 ∙ ℎ ∙ √1 + 𝑚2 𝑃 4.79

188 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Για αυτή την τιμή της υδραυλικής ακτίνας R ο συντελεστής του Manning από τον Πίνακα 9.2 είναι
n = 0.045 s/m1/3, oπότε η παροχή που προκύπτει για το βάθος νερού που επιλέχθηκε είναι:

1 1
𝑄= ∙ 𝐴 ∙ 𝐽1⁄2 ∙ 𝑅 2/3 = ∙ 1.97 ∙ 0.0011⁄2 ∙ 0.4112/3 = 0.765 𝑚3 /𝑠
𝑛 0.045
Άρα, το ζητούμενο βάθος ροής είναι μικρότερο από αυτό που υποτέθηκε αρχικά. Για αυτό επιλέγεται
βάθος ροής ίσο με 0.50 m, εφαρμόζεται η ίδια διαδικασία, οπότε προκύπτει:

𝐴 = (𝐵 + 𝑚 ∙ ℎ) ∙ ℎ = (0.75 + 2.5 ∙ 0.50) ∙ 0.50 = 1.00𝑚2

Tο μήκος της βρεχόμενης περιμέτρου από τον Πίνακα 9.3 και είναι:

𝑃 = 2 ∙ ℎ ∙ √(1 + 𝑚2 ) + 𝐵 = 2 ∙ 0.50 ∙ √(1 + 2.52 ) + 0.75 = 3.44 𝑚

Επομένως, η υδραυλική ακτίνα είναι:

(𝐵 + 𝑚 ∙ ℎ) ∙ ℎ 𝐴 1.00
𝑅= = = = 0.29 𝑚
𝐵 + 2 ∙ ℎ ∙ √1 + 𝑚2 𝑃 3.44

Για αυτή την τιμή της υδραυλικής ακτίνας R ο συντελεστής του Manning από τον Πίνακα 9.2 είναι
n = 0.045 s/m1/3, oπότε η παροχή που προκύπτει για το βάθος νερού που επιλέχθηκε είναι:

1 1
𝑄= ∙ 𝐴 ∙ 𝐽1⁄2 ∙ 𝑅 2/3 = ∙ 1.00 ∙ 0.0011⁄2 ∙ 0.292/3 = 0.308 𝑚3 /𝑠
𝑛 0.045

Επειδή και αυτή τη φορά η παροχή που υπολογίστηκε είναι μεγαλύτερη από τη ζητούμενη προκύπτει ότι
το ζητούμενο βάθος ροής είναι μικρότερο από αυτό που υποτέθηκε στη 2η επανάληψη και για αυτό επιλέγεται
βάθος ροής ίσο με 0.45 m, και η διαδικασία επαναλαμβάνεται, οπότε τελικά προκύπτει:

𝐴 = (𝐵 + 𝑚 ∙ ℎ) ∙ ℎ = (0.75 + 2.5 ∙ 0.45) ∙ 0.45 = 0,84𝑚2

Tο μήκος της βρεχόμενης περιμέτρου από τον Πίνακα 9.3 και είναι:

𝑃 = 2 ∙ ℎ ∙ √(1 + 𝑚2 ) + 𝐵 = 2 ∙ 0.45 ∙ √(1 + 2.52 ) + 0.75 = 3.17 𝑚

Επομένως, η υδραυλική ακτίνα είναι:

(𝐵 + 𝑚 ∙ ℎ) ∙ ℎ 𝐴 0.84
𝑅= = = = 0.266 𝑚
𝐵 + 2 ∙ ℎ ∙ √1 + 𝑚2 𝑃 3.17

Για αυτή την τιμή της υδραυλικής ακτίνας R ο συντελεστής του Manning από τον Πίνακα 9.2 είναι
n = 0.045 s/m1/3, oπότε η παροχή που προκύπτει για το βάθος νερού που επιλέχθηκε είναι:

1 1
𝑄= ∙ 𝐴 ∙ 𝐽1⁄2 ∙ 𝑅 2/3 = ∙ 0.84 ∙ 0.0011⁄2 ∙ 0.2662/3 = 0.245 𝑚3 /𝑠
𝑛 0.045

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 189


Άρα h = 0.45 m με πολύ καλή προσέγγιση, αφού η διαφορά των 0.245 m3/s από τη ζητούμενη παροχή
που είναι 0.25 m3/s είναι περίπου 2% (η ακρίβεια μιας προσέγγισης αξιολογείται με βάση την ποσοστιαία
απόκλιση από την ζητούμενη τιμή και όχι με την απόλυτη τιμή της διαφοράς από αυτήν).
Άρα τελικά το βάθος των τάφρων που θα πρέπει να διανοιχθούν στην αρδευόμενη έκταση είναι 0.95 m,
αφού όπως δίνεται από τα δεδομένα του προβλήματος οι καλλιέργειες της περιοχής είναι κηπευτικά.

9.7.2 Υπολογισμός του βάθους ροής με MS Excel


Ο υπολογισμός του βάθους ροής των τάφρων μπορεί πολύ εύκολα και με ακρίβεια να γίνει με το Microsoft
Excel. Το Microsoft Excel διαθέτει το εργαλείο Goal Seek (αναζήτηση στόχου) που επιτρέπει στον χρήστη να
υπολογίσει το αποτέλεσμα εξισώσεων όπως αυτής των Manning – Strickler με βάση κάποιες ζητούμενες τιμές.
Ειδικότερα η διαδικασία υπολογισμού του ζητούμενου βάθους ροής με το Microsoft Excel έχει ως εξής:

Αρχικά εισάγονται τα δεδομένα του προβλήματος. Στην εικόνα που ακολουθεί τα δεδομένα του
προβλήματος εισήχθησαν στη στήλη Β. Στη συνέχεια τίθεται ένα βάθος ροής όπως περιγράφηκε και στην
προηγούμενη ενότητα. Η τιμή αυτή φαίνεται στην Εικόνα 9.8 στο κελί Ε2.

Εικόνα 9.8 Εισαγωγή δεδομένων και τύπων στο MS Excel.

Ακολουθεί η εισαγωγή των τύπων για τον υπολογισμό του εμβαδού, της βρεχόμενης περιμέτρου, της
υδραυλικής ακτίνας και τελικά της παροχής, όπως φαίνεται στο κάτω μέρος της Εικόνας 9.8. Όπως φαίνεται
και στην Εικόνα 9.8 η παροχή προκύπτει 0.765 m3/s, μεγαλύτερη δηλαδή από τη ζητούμενη.
Αν και κάποιος θα μπορούσε να πληκτρολογεί διαφορετικές τιμές για το βάθος ροής στο κελί Ε2 έως
ότου να επιτύχει την τιμή της ζητούμενης παροχής στο κελί Ε7, είναι προτιμότερο να χρησιμοποιηθεί το
εργαλείο Goal Seek το οποίο είναι προσβάσιμο από το Data (δεδομένα) και την ενότητα Forecast (πρόβλεψη).

190 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Εικόνα 9.9 Επιλογή του εργαλείου Goal Seek.

Η επιλογή Goal Seek οδηγεί στη φόρμα που φαίνεται στην επόμενη εικόνα. Απαιτεί τον ορισμό του κελιού
στόχου (πεδίο “Set cell”) στην περίπτωση του παραδείγματος το κελί Ε7 στο οποίο υπολογίζεται η παροχή.
Την τιμή στόχο (πεδίο “To value”) στην περίπτωση του παραδείγματος 025 που αντιστοιχεί στη ζητούμενη
παροχή. Στο τελευταίο πεδίο (“By Changing cell”) ορίζεται το κελί του οποίου η τιμή πρέπει να αλλάξει έτσι
ώστε να ληφθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Εικόνα 9.10 Η φόρμα επιλογής του εργαλείου Goal Seek.

Το αποτέλεσμα από την εκτέλεση του εργαλείου Goal Seek φαίνεται στην εικόνα που ακολουθεί. Το μέγεθος
του βάθους ροής τέθηκε ίσο με 0.454 m και η παροχή της τάφρου υπολογίστηκε ίση ακριβώς με τη ζητούμενη.
Το βάθος ροής όπως ήταν αναμενόμενο υπολογίστηκε ελάχιστα μεγαλύτερο (λιγότερο από 1 cm) από αυτό που
υπολογίστηκε στην προηγούμενη ενότητα αλλά με απόλυτη ακρίβεια.

Εικόνα 9.11 Το αποτέλεσμα της χρήσης του εργαλείου Goal Seek.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 191


Βιβλιογραφία

Brouwer, C., Goffeau, A., & Heibloem, M. (1985). Irrigation Water Management: Training Manual No. 1 -
Introduction to Irrigation. FAO - FOOD AND AGRICULTURE ORGANIZATION OF THE UNITED
NATIONS. https://www.fao.org/3/r4082e/r4082e00.htm#Contents
Chow, V.T. (1959). Open Channel Hydraulics. McGraw Hill.
Θεοχάρης, Μ. (2012). Στραγγίσεις. Άρτα.
Καρακατσούλης, Π., (1985). Αρδεύσεις, Στραγγίσεις και Προστασία Εδαφών.
Λατινόπουλος, Π., & Κρεστενίτης, Γ. (1998). Εγγειοβελτιωτικά έργα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.
Πρίνος, Π. (2013). Υδραυλική κλειστών και ανοικτών αγωγών. Εκδόσεις Ζήτη.
Τσακίρης, Γ. (2006). Υδραυλικά έργα. Σχεδιασμός και διαχείριση. Τόμος ΙΙ: Εγγειοβελτιωτικά έργα. Εκδόσεις
Συμμετρία.
United States Department of Agriculture, Natural Resources Conservation Service (2001). Part 650
Engineering Field Handbook, National Engineering Handbook, Water Management (Drainage).
Υπουργείο Δημοσίων Έργων (1977). Εγκύκλιος Δ22200/30-07-1977 Οδηγίες για τον έλεγχο μελετών
σωληνωτών αρδευτικών δικτύων.

192 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Κεφάλαιο 10 Σύνταξη μελετών αρδευτικών δικτύων – Οργανωτική
δομή των φορέων διαχείρισης των έργων

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται οι βασικοί άξονες όλων των φάσεων που περνά η σύνταξη μιας μελέτης ενός
αρδευτικού – αποστραγγιστικού δικτύου. Αναφέρονται, επίσης, τα τεύχη και τα σχέδια που πρέπει να παραδοθούν
σε κάθε φάση. Στο τέλος γίνεται μια συνοπτική παρουσίαση της οργανωτικής και διοικητικής δομή των φορέων
που διαχειρίζονται τα αρδευτικά έργα στη χώρα μας.

Προαπαιτούμενη γνώση
Ο αναγνώστης δεν απαιτείται να έχει ειδικές γνώσεις.

Οι μελέτες των δικτύων άρδευσης είναι πολύπλοκες και χρονοβόρες και εκτελούνται από επιτελεία πολλών
ειδικοτήτων μεταξύ των οποίων μηχανικοί, γεωπόνοι, οικονομολόγοι κ.λπ. Τα δεδομένα που είναι απαραίτητα
και πρέπει να συλλεχθούν για τη σύνταξή μιας μελέτης αφορούν:

 το φυσικό περιβάλλον,
 την τοπογραφία της περιοχής μελέτης,
 τη μελέτη των εδαφών (εδαφολογία) και την εδαφομηχανική,
 τη γεωλογία και την υδρογεωλογία της περιοχής μελέτης,
 τη μετεωρολογία της περιοχής μελέτης,
 την υδρολογία της περιοχής μελέτης,
 το κτηματολόγιο (αναδασώσεις),
 την οικονομοτεχνική κατάσταση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων,
 τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες στην περιοχή του έργου.

Όπως σε όλα τα τεχνικά έργα, έτσι και για τα αρδευτικά δίκτυα η σύνταξη μιας μελέτης ενός τέτοιου
δικτύου είναι μια διαδικασία που ολοκληρώνεται σε στάδια τα οποία ονομάζονται φάσεις. Έτσι, γενικότερα για
τα υδραυλικά έργα η νομοθεσία ορίζει τις εξής φάσεις:

 ΦΑΣΗ 1: Προγραμματισμός και προετοιμασία Φακέλου Δημόσιας Σύμβασης.


 ΦΑΣΗ 2: Προκαταρτική μελέτη – Λειτουργικός Σχεδιασμός Έργου.
 ΦΑΣΗ 3: Προμελέτη – Γενική Διάταξη Έργων.
 ΦΑΣΗ 4: Οριστική Μελέτη.
 ΦΑΣΗ 5: Μελέτη εφαρμογής.

Στη συνέχεια, αναλύονται εν συντομία όλες οι ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν κατά την
εκπόνηση μιας μελέτης ενός αρδευτικού δικτύου.

10.1 ΦΑΣΗ 1: Προγραμματισμός και Προετοιμασία του Φακέλου Δημόσιας Σύμβασης


Αυτό το στάδιο αφορά τον προγραμματισμό του έργου το οποίο ανατίθεται από τον Αρμόδιο Φορέα
(Περιφέρεια, Δήμο κ.λπ.). Σε αυτή τη φάση είναι απαραίτητη η ένταξη του έργου στον στρατηγικό σχεδιασμό
του Φορέα ώστε να μπορεί να γίνει εξασφάλιση της χρηματοδότησης της μελέτης και της κατασκευής του
έργου. Στη συνέχεια ετοιμάζεται ο Φάκελος της Δημόσιας Σύμβασης (ΦΔΣ) και προκηρύσσεται διαγωνισμός
για την ανάθεση εκπόνησης της μελέτης σε μελετητικά γραφεία.
Σύμφωνα με τον Ν.4412/2016, ο Φάκελος της Δημόσιας Σύμβασης δημιουργείται, με μέριμνα της
Τεχνικής Υπηρεσίας που έχει την ευθύνη της διεξαγωγής του διαγωνισμού. Ο Φάκελος Δημόσιας Σύμβασης
συμπληρώνεται και επικαιροποιείται σε όλα τα στάδια έγκρισης των μελετών και ακολουθεί το έργο έως την
οριστική παραλαβή του και περιλαμβάνει τρεις υποφακέλους οι οποίοι έχουν ως εξής:

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 193


 Ο Υποφάκελος Α’, που συντάσσεται πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής του διαγωνισμού.
 Ο Υποφάκελος Β’ που περιλαμβάνει την τεκμηρίωση της σύναψης σύμβασης.
 Ο Υποφάκελος Γ’ που συντάσσεται κατά το στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης.

Ο Υποφάκελος Α’ είναι ο φάκελος που συντάσσεται σε αυτό το στάδιο της μελέτης και περιλαμβάνει
μεταξύ άλλων:

 την τεκμηρίωση της σκοπιμότητας υλοποίησης του έργου,


 το τεύχος τεχνικών δεδομένων του έργου, το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει:
o την τεχνική περιγραφή και τα κύρια λειτουργικά χαρακτηριστικά του προς μελέτη
υδραυλικού έργου,
o τα στάδια εκπόνησης της μελέτης, τον προσδιορισμό του περιεχομένου εκάστου εξ αυτών,
o την προεκτίμηση της απαιτούμενης δαπάνης για την αμοιβή της μελέτης και των
συμπληρωματικών μελετών, καθώς και την προεκτίμηση της δαπάνης για την κατασκευή
του έργου,
o όλες τις υφιστάμενες σχετικές μελέτες ή έρευνες με το έργο όπως παλαιότερες μελέτες
οποιοδήποτε σταδίου, τοπογραφικά, υδρολογικά, υδρογεωλογικά, γεωλογικά και
περιβαλλοντικά δεδομένα ή μελέτες άλλων έργων της περιοχής που επηρεάζουν τον
σχεδιασμό του έργου,
o ποσοτικά στοιχεία του φυσικού αντικειμένου που είναι χρήσιμα για τον υπολογισμό των
προεκτιμώμενων αμοιβών,
o αναφορές σε κανονισμούς, προδιαγραφές κ.λπ. με βάση τα οποία θα συνταχθεί η μελέτη,
o περιβαλλοντικά δεδομένα, μελέτες και ενδεχόμενες αδειοδοτήσεις,
o αναφορά στα Σχέδια διαχείρισης Λεκανών Απορροής του Υδατικού Διαμερίσματος της
περιοχής,
o αναφορά στα Σχέδια διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας του Υδατικού Διαμερίσματος της
περιοχής μελέτης,
o αναφορά στους διαθέσιμους μετεωρολογικούς και υδρομετρικούς σταθμούς της ευρύτερης
περιοχής της μελέτης,
o σχέδια προσανατολισμού και γενικής διάταξης των έργων που πρόκειται να μελετηθούν,
o περιγραφή του προτεινόμενου σχεδίου ανάπτυξης της περιοχής και των σχεδιαζόμενων
εγγειοβελτιωτικών έργων,
o τις γενικές κατευθύνσεις της γεωργικής ανάπτυξης,
o πιθανά υφιστάμενα έργα.

 κατάλογο των απαιτούμενων μελετών, ερευνητικών εργασιών και υπηρεσιών,


 την απαιτούμενη δαπάνη, η οποία περιλαμβάνει:
o τις επιμέρους προεκτιμώμενες αμοιβές των μελετών και συναφών υπηρεσιών,
o την προεκτίμηση της δαπάνης κατασκευής του έργου.

Οι παραπάνω ενέργειες αποτυπώνονται διαγραμματικά στη ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466 εγκύκλιο του
Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών με το διάγραμμα που ακολουθεί.

194 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Διάγραμμα 10.1 Σχηματική απεικόνιση των ενεργειών της 1ης φάσης της μελέτης (Πηγή: Εγκύκλιος ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466
του Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών).

10.2 ΦΑΣΗ 2: Προκαταρκτικές μελέτες - Λειτουργικός Σχεδιασμός του Έργου


Η 2η φάση αφορά την προκαταρτική μελέτη του αρδευτικού – αποστραγγιστικού δικτύου που είναι και ο
λειτουργικός σχεδιασμός του έργου. Η μελέτη συντάσσεται σύμφωνα με τις προδιαγραφές που ορίζονται από
το Π.Δ. 696/74 (ΦΕΚ-301 Α’), ενώ πρέπει να ακολουθείται ο κανονισμός Προεκτιμώμενων Αμοιβών Μελετών
και Παροχής Τεχνικών και λοιπών συναφών Επιστημονικών Υπηρεσιών (Κ.Π.Α.Μ.Π.Τ.Ε.Υ./2017). Επίσης
συντάσσεται το πρόγραμμα της ποιότητας της μελέτης, μετά την υπογραφή της Σύμβασης του έργου με τον
Ανάδοχο. Τα περιεχόμενα του προγράμματος της ποιότητας της μελέτης καθορίζονται από την υπ’ αρ. Υ.Α.
ΔΙΠΑΔ/οικ/501/01-07-2003 (ΦΕΚ 928 Β’/04-07-2003).
Το αντικείμενο της προκαταρκτικής μελέτης, αφορά την περιγραφή μελέτης του έργου και την
τεκμηρίωση της ανάγκης κατασκευής του με βάση την υπάρχουσα κατάσταση και την ανάλυση των
προβλημάτων στην περιοχή.
Περιλαμβάνει επίσης, τη διερεύνηση εναλλακτικών λύσεων και την επιλογή της επικρατέστερης με βάση
τεχνοοικονομικά κριτήρια, ενώ γίνεται ο προκαταρκτικός υπολογισμός των αναγκών των καλλιεργειών σε νερό
και ο προκαταρκτικός σχεδιασμός του αρδευτικού – αποστραγγιστικού δικτύου με τον καθορισμό των κύριων
χαρακτηριστικών του έργου.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη ΔΝΣβ/854/ΦΝ466 εγκύκλιο του Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών,
σε αυτή τη φάση ξεκινά η συμπλήρωση του Υποφακέλου Γ’ του Φακέλου της Δημόσιας Σύμβασης και γίνονται
οι ακόλουθες ενέργειες:

 Σύνταξη και έγκριση του Προγράμματος Ποιότητας Μελετών.


 Αναζήτηση – Ενημέρωση υφιστάμενων τοπογραφικών διαγραμμάτων.
 Εκπόνηση μελετών 2ης φάσης, όπου απαιτείται και σε έκταση που εξαρτάται από το είδος του
έργου και περιλαμβάνουν:
o Προκαταρκτική μελέτη Υδραυλικών Έργων.
o Αναγνωριστική Γεωλογική μελέτη ή στοιχεία αυτής.
o Υδρολογική μελέτη.
o Εδαφολογική μελέτη.
o Αναγνωριστική Γεωργική μελέτη, ή στοιχεία αυτής.
o Αναγνωριστική μελέτη Οδοποιίας – οδοί πρόσβασης.

 Σύνταξη του Προκαταρκτικού Προσδιορισμού Περιβαλλοντικών Απαιτήσεων (ΠΠΠΑ).


o Ο ΠΠΠΑ εκπονείται πριν τη ΜΠΕ.
o Απαιτείται έκδοση θετικής γνωμοδότησης των αρμόδιων φορέων για τον ΠΠΠΑ.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 195


 Σύνταξη ή επικαιροποίηση της Μελέτης Σκοπιμότητας, όπου απαιτείται σύμφωνα με το
πρόγραμμα χρηματοδότησης, στο οποίο πρόκειται να ενταχθεί το έργο.
 Έγκριση προκαταρκτικών και αναγνωριστικών μελετών.

Οι παραπάνω ενέργειες αποτυπώνονται διαγραμματικά στη ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466 εγκύκλιο του
Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών στο Διάγραμμα 10.2.
Τα παραδοτέα αυτής της φάσης της μελέτης περιλαμβάνουν τα εξής τεύχη:

 το τεύχος της Τεχνικής Έκθεσης,


 το τεύχος των προμετρήσεων και του προϋπολογισμού,
 το τεύχος της συνοπτική έκθεσης.

Τα σχέδια που πρέπει να παραδοθούν σε αυτή τη φάση περιλαμβάνουν:

 χάρτη της θέσης του έργου και της ευρύτερης περιοχής σε κλίμακα 1:100.000 ή 1:50.000,
 σχέδιο της περιμέτρου του έργου και της διοικητικής διαίρεσης της περιοχής μελέτης,
 χάρτη των λεκανών απορροής,
 οριζοντιογραφία των υφιστάμενων έργων,
 σχέδιο της γενικής διάταξης των προτεινόμενων έργων,
 γεωλογικό χάρτη,
 οριζοντιογραφία έργων ταμίευσης νερού,
 μηκοτομές και διατομές προσαγωγών και διατομές των συλλεκτήριων αγωγών,
 τυπικό σχέδιο δεξαμενών αναρρύθμισης,
 τυπικό σχέδιο αντλιοστασίου.

Διάγραμμα 10.2 Σχηματική απεικόνιση των ενεργειών της 2ης φάσης της μελέτης (Πηγή: Εγκύκλιος ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466
του Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών).

196 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


10.3 ΦΑΣΗ 3: Προμελέτες - Γενική Διάταξη των Έργων
Η 3η φάση είναι η φάση εκπόνησης της προμελέτης του αρδευτικού – αποστραγγιστικού δικτύου. Για την
εκπόνηση της υδραυλικής μελέτης συνήθως είναι αναγκαία η εκπόνηση αρκετών άλλων μελετών πριν από
αυτή. Σύμφωνα με τη ΔΝΣβ/854/ΦΝ466 εγκύκλιο του Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών οι ενέργειες
που λαμβάνουν χώρα σε αυτή τη φάσης έχουν ως εξής:

 Κατάρτιση από τον ανάδοχο της μελέτης του καταλόγου των αντίστοιχων υποστηρικτικών
μελετών και ερευνών, ανάλογα με τις ανάγκες του έργου και τις υποδείξεις που θα έχουν
επισημανθεί στις Τεχνικές Εκθέσεις των Μελετών της προηγούμενης 2ης Φάσης.
 Έγκριση προγράμματος υποστηρικτικών μελετών και ερευνών από την Τεχνική Υπηρεσία.
 Σύνταξη υποστηρικτικών μελετών και ερευνών. Οι μελέτες αυτές κατά περίπτωση είναι:
o Τοπογραφική αποτύπωση.
o Γεωλογική προμελέτη.
o Υδρολογική μελέτη.
o Οριστική Γεωργοτεχνική – Γεωργοοικονομική μελέτη.
o Εδαφολογική μελέτη.
o Εκτέλεση Γεωτεχνικών Ερευνών.
o Αξιολόγηση υποστηρικτικών μελετών και ερευνών.

 Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ). Η ΜΠΕ συντάσσεται παράλληλα με τις


παραπάνω μελέτες και έρευνες.
 Έγκριση υποστηρικτικών μελετών και ερευνών από την Τεχνική Υπηρεσία.
 Μελέτη Καθορισμού Οριογραμμών Υδατορεμάτων.
 Ολοκλήρωση της προμελέτης υδραυλικών έργων. Γίνεται μετά την ολοκλήρωση των
απαιτούμενων υποστηρικτικών μελετών και ερευνών και τη ΜΠΕ.
 Μελέτη λοιπών τεχνικών έργων, εφόσον απαιτείται.
 Επικαιροποίηση μελέτης σκοπιμότητας, εφόσον απαιτείται.
 Έκδοση Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων και έγκριση ΜΠΕ.
 Έγκριση της προμελέτης των υδραυλικών έργων, των λοιπών Τεχνικών έργων, και των
συνοδευτικών μελετών.

Τα παραδοτέα αυτής της 3ης φάσης της μελέτης περιλαμβάνουν τα εξής τεύχη:

 το τεύχος της Τεχνικής Έκθεσης,


 το τεύχος των Υδραυλικών Υπολογισμών,
 το τεύχος των Στατικών Υπολογισμών,
 το τεύχος των Προμετρήσεων,
 το τεύχος του Προϋπολογισμού,
 το τεύχος της Συνοπτικής Έκθεσης.

Τα σχέδια που πρέπει να παραδοθούν με την ολοκλήρωση της 3ης φάσης περιλαμβάνουν:

 Χάρτη με τη θέση και την περίμετρο των προτεινόμενων προς άρδευση περιοχών, καθώς και
τη διοικητική τους διαίρεση.
 Σχέδιο της γενικής διάταξης των υφιστάμενων έργων.
 Σχέδιο της γενικής διάταξης των προτεινόμενων έργων.
 Σχέδιο της γενικής διάταξης των προτεινόμενων έργων αντιπλημμυρικής προστασίας και
αποχέτευσης – αποστράγγισης.
 Χάρτη των λεκανών απορροής.
 Οριζοντιογραφία υφιστάμενων έργων.
 Οριζοντιογραφία προτεινόμενων αρδευτικών έργων.
 Σχέδια των εναλλακτικών λύσεων (περιλαμβάνεται και η προτεινόμενη).

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 197


 Οριζοντιογραφίες προβλεπόμενων αντιπλημμυρικών έργων συλλεκτήριων τάφρων και
δικτύων αποχέτευσης αποστράγγισης συμπεριλαμβανομένων και των εντασσόμενων από τα
υφιστάμενα έργα.
 Σχέδια της γενικής διάταξης των αντιπλημμυρικών αποχετευτικών έργων που μπορούν να
κατασκευαστούν αυτοτελώς προ της κατασκευής των λοιπών προτεινόμενων έργων.
 Οριζοντιογραφίες σε τοπογραφικά διαγράμματα, των ζωνών μόνιμης κατάληψης.
 Οριζοντιογραφία των θέσεων προμήθειας υλικών.
 Σχέδια των τυπικών διατάξεων των δικτύων και των τυπικών τομών, τις τυπικές μονάδες
άρδευσης με τις θέσεις των υδροστομίων και του κινητού υλικού άρδευσης σε συνδυασμό με
τα δίκτυα.
 Κατά μήκος τομές των σημαντικότερων αγωγών άρδευσης.
 Σχέδια των τυπικών διατομών των κύριων αρδευτικών αγωγών.
 Κατά μήκος τομές κύριων τάφρων.
 Σχέδια των τυπικών διατομών των κύριων τάφρων και συλλεκτήρων.
 Κατά μήκος τομές και διατομές των ρεμάτων και των τάφρων σε θέσεις διασταυρώσεων.
 Σχέδια των υδραυλικών διατομών γεφυρώσεων ρεμάτων και συλλεκτήρων.
 Σχέδια κατόψεων, τομών και ξυλοτύπων των σημαντικότερων τεχνικών έργων.
 Σχέδια διατάξεων Δεξαμενών και Αντλιοστασίων.
 Σχέδια κατόψεων, τομών και ξυλοτύπων των Δεξαμενών και των Αντλιοστασίων.

Οι παραπάνω ενέργειες αποτυπώνονται διαγραμματικά στη ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466 εγκύκλιο του
Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών με το διάγραμμα που ακολουθεί.

Διάγραμμα 10.3 Σχηματική απεικόνιση των ενεργειών της 3ης φάσης της μελέτης (Πηγή: Εγκύκλιος ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466
του Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών).

198 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


10.4 ΦΑΣΗ 4: Οριστικές Μελέτες - Μελέτες Κατασκευαστικού Σχεδιασμού
Η 4η φάση αφορά τη σύνταξη της οριστικής μελέτης του έργου. Τις μελέτες δηλαδή που περιγράφουν ακριβώς
τον τρόπο με τον οποίο θα κατασκευαστεί το έργο. Έτσι, σε αυτό το στάδιο της μελέτης παραδίδονται μεταξύ
άλλων η γενική διάταξη των προτεινόμενων αντιπλημμυρικών έργων και κύριων δικτύων αποχέτευσης, η
οριστική μελέτη του αρδευτικού – αποστραγγιστικού δικτύου, οι οριζοντιογραφίες τόσο των αγωγών
αρδευτικών δικτύων όσο και του συνόλου των προβλεπόμενων δικτύων (αρδευτικών – αποχετευτικών –
αγροτικής οδοποιίας) και αντιπλημμυρικών έργων, των αποχετευτικών – αποστραγγιστικών δικτύων.
Επιπλέον, περιλαμβάνονται οι οριζοντιογραφίες σε τοπογραφικά διαγράμματα της περιοχής όπου φαίνονται οι
ζώνες μόνιμης και προσωρινής κατάληψης.
Τα παραπάνω σχέδια συμπληρώνονται με σχέδια τυπικών φρεατίων συσκευών ελέγχου (δικλείδων,
αντιπληγματικών βαλβίδων, αερεξαγωγών, εκκενωτών κ.λπ.) με οριζοντιογραφίες γενικών διατάξεων
δεξαμενών αναρρύθμισης, αντλιοστασίων, με όψεις, κατόψεις και τομές δεξαμενών αναρρύθμισης,
αντλιοστασίων, μεγάλων τεχνικών έργων με τις δομικές τους λεπτομέρειες (οικίσκους, αποθήκες κ.λπ.).
Επίσης, σε αυτή τη φάση συντάσσονται τα τεύχη δημοπράτησης που παρουσιάζουν την τεχνική
περιγραφή του έργου, τις τεχνικές του προδιαγραφές, το τιμολόγιο μελέτης, το τεύχος συγγραφής των
υποχρεώσεων, τον αναλυτικό προϋπολογισμό της μελέτης μαζί με το έντυπο οικονομικής προσφοράς και τη
διακήρυξη της δημοπρασίας. Τέλος, συμπεριλαμβάνεται και η σχετική σύνταξη κτηματολογίου, καθώς και το
σχέδιο διαχείρισης εκτάκτων περιστατικών. Σύμφωνα με τη ΔΝΣβ/854/ΦΝ466 εγκύκλιο του Υπουργείου
Μεταφορών και Υποδομών οι ενέργειες που λαμβάνουν χώρα σε αυτή τη φάσης έχουν ως εξής:

 Έναρξη Οριστικής μελέτης υδραυλικών έργων. Μετά την ολοκλήρωση και έγκριση των
μελετών της 3ης Φάσης ξεκινά η εκπόνηση της Οριστικής μελέτης. Εφόσον απαιτείται η
πραγματοποίηση νέων ή συμπληρωματικών υποστηρικτικών μελετών και ερευνών,
συντάσσεται σχετικό πρόγραμμα.
 Έγκριση προγράμματος υποστηρικτικών μελετών και ερευνών από την Τεχνική Υπηρεσία.
Στις εργασίες αυτές γενικά περιλαμβάνονται, όπως απαιτείται κατά περίπτωση:
o Τοπογραφική αποτύπωση.
o Γεωλογική Οριστική Μελέτη.
o Εκτέλεση Γεωτεχνικών Ερευνών.
o Αξιολόγηση υποστηρικτικών μελετών και ερευνών.

 Έγκριση υποστηρικτικών μελετών και ερευνών.


 Ολοκλήρωση της οριστικής μελέτης υδραυλικών έργων: Γίνεται μετά την ολοκλήρωση των
απαιτούμενων υποστηρικτικών μελετών και ερευνών και με βάση τα συμπεράσματα που
προέκυψαν από αυτές.
 Οριστική μελέτη λοιπών τεχνικών έργων, εφόσον απαιτείται.
 Επικαιροποίηση μελέτης σκοπιμότητας, εφόσον απαιτείται σύμφωνα με το είδος του έργου και
το χρηματοδοτικό πρόγραμμα του έργου.
 Σύνταξη Σχέδιο και Φάκελος Ασφάλειας & Υγείας (ΣΑΥ-ΦΑΥ) μελέτης.

Ακολουθούν οι διαδικασίες:

 Έγκριση Οριστικών Μελετών, ΣΑΥ-ΦΑΥ και μελέτης σκοπιμότητας.


 Σύνταξη Τευχών Δημοπράτησης (ΤΔ).
 Σύνταξη Κτηματολογίου.
 Μελέτη Φορέα Διαχείρισης έργων (ΦΔΕ), εφόσον απαιτείται από τη φύση του έργου.
 Σχέδιο Αντιμετώπισης Εκτάκτων Καταστάσεων (ΣΑΕΚ), εφόσον απαιτείται από τη φύση του
έργου π.χ. φράγματα, αντιπλημμυρικά κ.λπ.
 Έγκριση Μελέτης ΦΔΕ, ΣΑΕΚ, ΤΔ και Κτηματολογίου.

Οι παραπάνω ενέργειες αποτυπώνονται διαγραμματικά στη ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466 εγκύκλιο του
Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών στο Διάγραμμα 10.4.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 199


Τα παραδοτέα αυτής της 3ης φάσης της μελέτης περιλαμβάνουν τα εξής τεύχη:

 το τεύχος της Τεχνικής Έκθεσης,


 το τεύχος των Υδραυλικών Υπολογισμών,
 το τεύχος των Στατικών Υπολογισμών,
 το τεύχος των Προμετρήσεων,
 το τεύχος του Προϋπολογισμού,
 το τεύχος της Συνοπτικής Έκθεσης.

Διάγραμμα 10.4 Σχηματική απεικόνιση των ενεργειών της 4ης φάσης της μελέτης (Πηγή: Εγκύκλιος ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466
του Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών).

Τα σχέδια που πρέπει να παραδοθούν σε αυτή τη φάση περιλαμβάνουν:

 Χάρτη με τη θέση και την περίμετρο των προτεινόμενων προς άρδευση περιοχών, καθώς και
τη διοικητική τους διαίρεση.
 Σχέδιο της γενικής διάταξης των υφιστάμενων έργων.
 Σχέδιο της γενικής διάταξης των προτεινόμενων έργων.
 Σχέδιο της γενικής διάταξης των προτεινόμενων έργων αντιπλημμυρικής προστασίας και
αποχέτευσης – αποστράγγισης.
 Χάρτη των λεκανών απορροής.
 Οριζοντιογραφία υφιστάμενων έργων.

200 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


 Οριζοντιογραφία προτεινόμενων αρδευτικών έργων.
 Σχέδια των εναλλακτικών λύσεων (περιλαμβάνεται και η προτεινόμενη).
 Οριζοντιογραφίες προβλεπόμενων αντιπλημμυρικών έργων συλλεκτήριων τάφρων και
δικτύων αποχέτευσης αποστράγγισης συμπεριλαμβανομένων και των εντασσόμενων από τα
υφιστάμενα έργα.
 Σχέδια της γενικής διάταξης των αντιπλημμυρικών αποχετευτικών έργων που μπορούν να
κατασκευαστούν αυτοτελώς προ της κατασκευής των λοιπών προτεινόμενων έργων.
 Οριζοντιογραφίες σε τοπογραφικά διαγράμματα, των ζωνών μόνιμης κατάληψης.
 Οριζοντιογραφία των θέσεων προμήθειας υλικών.
 Σχέδια των τυπικών διατάξεων των δικτύων και των τυπικών τομών, τις τυπικές μονάδες
άρδευσης με τις θέσεις των υδροστομίων και του κινητού υλικού άρδευσης σε συνδυασμό με
τα δίκτυα.
 Κατά μήκος τομές των σημαντικότερων αγωγών άρδευσης.
 Σχέδια των τυπικών διατομών των κύριων αρδευτικών αγωγών.
 Κατά μήκος τομές κύριων τάφρων.
 Σχέδια των τυπικών διατομών των κύριων τάφρων και συλλεκτήρων.
 Κατά μήκος τομές και διατομές των ρεμάτων και των τάφρων σε θέσεις διασταυρώσεων.
 Σχέδια των υδραυλικών διατομών γεφυρώσεων ρεμάτων και συλλεκτήρων.
 Σχέδια κατόψεων, τομών και ξυλοτύπων των σημαντικότερων τεχνικών έργων.
 Σχέδια διατάξεων Δεξαμενών και Αντλιοστασίων.
 Σχέδια κατόψεων, τομών και ξυλοτύπων των Δεξαμενών και των Αντλιοστασίων.

10.5 ΦΑΣΗ 5: Μελέτες Εφαρμογής


Η 5η φάση της μελέτης αφορά τη λεγόμενη μελέτη εφαρμογής ενός αρδευτικού –αποστραγγιστικού δικτύου.
Συμπληρώνεται κατά την κατασκευή του έργου και για αυτό τα παραδοτέα εκτός από χάρτες και
οριζοντιογραφίες όπως περιγράφονται στην οριστική μελέτη περιλαμβάνουν και τα σχέδια κατασκευής με βάση
στοιχεία που λαμβάνονται επί τόπου κατά την κατασκευή, τα σχέδια ζωνών μονίμου και προσωρινής
καταλήψεως των έργων και οι απαιτούμενες απαλλοτριώσεις. Επίσης παραδίδονται οι τεχνικές
περιβαλλοντικές μελέτες και η Μελέτη Περιβαλλοντικής Αποκατάστασης, η μελέτη εφαρμογής λοιπών
τεχνικών έργων (Ηλεκτρομηχανολογικών, Στατικών, Αρχιτεκτονικών εφόσον απαιτούνται), η σύνταξη
κτηματολογίου (εφόσον δεν έχει συνταχθεί ή απαιτείται αναθεώρηση υφιστάμενου) και η σύνταξη ενός
εγχειριδίου λειτουργίας και συντήρησης του έργου.
Γενικά, μελέτες εφαρμογής ενδεικτικά αναφέρεται ότι εκπονούνται κυρίως για κτιριακά έργα που
συνοδεύουν εγγειοβελτιωτικά έργα (π.χ. αντλιοστάσια), σήραγγες (π.χ. κέντρο ελέγχου σηράγγων),
εγκαταστάσεις επεξεργασίας νερού και λυμάτων, υποθαλάσσιους αγωγούς μεταφοράς υγρών πάσης φύσεως ή
διάθεσης λυμάτων, για δίκτυα εγγειοβελτιωτικών έργων, καθώς και περιπτώσεις κατασκευής έργων με
εφαρμογή ειδικών τεχνικών και μεθόδων κ.λπ. Σύμφωνα με τη ΔΝΣβ/854/ΦΝ466 εγκύκλιο του Υπουργείου
Μεταφορών και Υποδομών οι ενέργειες που λαμβάνουν χώρα σε αυτή τη φάσης, εφόσον αυτές απαιτούνται,
περιλαμβάνει τα ίδια στάδια με τις Οριστικές Μελέτες, ενώ επίσης απαιτούνται οι παρακάτω ενέργειες:

 Έναρξη μελέτης εφαρμογής υδραυλικών έργων. Εφόσον απαιτείται η πραγματοποίηση νέων ή


συμπληρωματικών υποστηρικτικών μελετών και ερευνών στο στάδιο εφαρμογής, συντάσσεται
σχετικό πρόγραμμα. Το πρόγραμμα εγκρίνεται από την Τεχνική Υπηρεσία.
 Έγκριση προγράμματος υποστηρικτικών μελετών και ερευνών, εφόσον απαιτούνται:
o Τοπογραφική αποτύπωση.
o Γεωλογική Οριστική Μελέτη.
o Εκτέλεση Γεωτεχνικών Ερευνών.
o Αξιολόγηση υποστηρικτικών μελετών και ερευνών, η οποία γίνεται σε όλες τις περιπτώσεις
στις οποίες έχουν πραγματοποιηθεί κάποια ή κάποιες από τις ως άνω εργασίες.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 201


Διάγραμμα 10.5 Σχηματική απεικόνιση των ενεργειών της 5ης φάσης της μελέτης (Πηγή: Εγκύκλιος ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466
του Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών).

202 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


 Έγκριση υποστηρικτικών μελετών και ερευνών, εφόσον έχουν πραγματοποιηθεί κάποια ή
κάποιες από τις ως άνω εργασίες.
 Τεχνικές Περιβαλλοντικές Μελέτες (ΤΕΠΕΜ) και Μελέτη περιβαλλοντικής αποκατάστασης,
(π.χ. φύτευση, άρδευση, ανάπλαση, εφόσον απαιτείται από τη σημαντικότητα του έργου και
σύμφωνα με τη διακήρυξη).
 Ολοκλήρωση μελέτης εφαρμογής υδραυλικών έργων: Γίνεται μετά την ολοκλήρωση των
απαιτούμενων υποστηρικτικών μελετών και ερευνών και με βάση τα συμπεράσματα που
προέκυψαν από αυτές.
 Μελέτη εφαρμογής λοιπών τεχνικών έργων: εφόσον απαιτείται.
 Σύνταξη – επικαιροποίηση της μελέτης ΣΑΥ-ΦΑΥ: Εφόσον δεν έχουν συνταχθεί σε
προηγούμενο στάδιο ή απαιτείται αναθεώρηση και συμπλήρωση των υφιστάμενων.
 Έγκριση Μελετών Εφαρμογής και ΣΑΥ-ΦΑΥ.
 Σύνταξη τευχών Δημοπράτησης: Εφόσον δεν έχουν συνταχθεί σε προηγούμενο στάδιο ή
απαιτείται αναθεώρηση και συμπλήρωση των υφιστάμενων.
 Σύνταξη Κτηματολογίου: Εφόσον δεν έχουν συνταχθεί σε προηγούμενο στάδιο ή απαιτείται
αναθεώρηση και συμπλήρωση του υφιστάμενου.
 Έγκριση των τευχών δημοπράτησης και Κτηματολογίου
 Σύνταξη Εγχειριδίου Λειτουργίας και Συντήρησης του Έργου, κατά την εφαρμογή.

Οι παραπάνω ενέργειες αποτυπώνονται διαγραμματικά στη ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466 εγκύκλιο του
Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών στο Διάγραμμα 10.5.
Τα παραδοτέα αυτής της 3ης φάσης της μελέτης περιλαμβάνουν τα εξής τεύχη:

 το τεύχος της Τεχνικής Έκθεσης,


 το τεύχος των Υδραυλικών Υπολογισμών,
 το τεύχος των Στατικών Υπολογισμών,
 το τεύχος των Προμετρήσεων,
 το τεύχος του Προϋπολογισμού.

Τα σχέδια που πρέπει να παραδοθούν σε αυτή τη φάση περιλαμβάνουν:

 Χάρτες και οριζοντιογραφίες, με τα προβλεπόμενα στην οριστική μελέτη.


 Σχέδια κατασκευής με βάση στοιχεία που λαμβάνονται επί τόπου κατά την κατασκευή.
 Σχέδια ζωνών μονίμου και προσωρινής καταλήψεως των έργων και των απαιτούμενων
απαλλοτριώσεων.

10.6 Ενδεικτικά σχέδια


Στις σελίδες που ακολουθούν παρουσιάζεται μια σειρά από ενδεικτικά σχέδια όπως αυτά που αναφέρονται στις
προηγούμενες ενότητες.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 203


Εικόνα 10.1 Υπόδειγμα οριζοντιογραφίας οριζοντιογραφίας.

204 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Εικόνα 10.2 Υπόδειγμα οριζοντιογραφίας σωληνώσεων.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 205


Εικόνα 10.3 Υπόδειγμα μηκοτομής.

206 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Εικόνα 10.4 Τυπική διάταξη υδροληψίας διακλάδωσης.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 207


Εικόνα 10.5 Τυπική διάταξη υδροληψίας πέρατος.

208 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Εικόνα 10.6 Τυπικό φρεάτιο εκκένωσης.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 209


Εικόνα 10.7 Τυπικό φρεάτιο αερεξαγωγού.

210 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Εικόνα 10.8 Τυπικό φρεάτιο αντιπληγματικής βαλβίδας

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 211


.

Εικόνα 10.9 Τυπικό φρεάτιο δικλείδων.

212 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


10.7 Η διαχείριση των εγγειοβελτιωτικών έργων
Τα συλλογικά αρδευτικά έργα, τα οποία αποτελούν σημαντική κατηγορία εγγειοβελτιωτικών έργων,
εξυπηρετούν περίπου 6.000.000 στρέμματα. Η έκταση αυτή αντιστοιχεί στο 45% της συνολικής αρδευόμενης
έκτασης στην Ελλάδα. Μάλιστα, το νερό της άρδευσης αφορά περίπου στο 85% της συνολικής κατανάλωσης
νερού της χώρας.
Τα εγγειοβελτιωτικά έργα, δηλαδή τα έργα που αφορούν την άρδευση των αγροτικών περιοχών,
χωρίζονται σε έργα Α’, Β’ και Γ’ τάξης. Τα έργα Α’ τάξης αποτελούν κύρια έργα γενικού ενδιαφέροντος που
βελτιώνουν σημαντικά τις συνθήκες γεωργικής εκμετάλλευσης μεγάλων περιοχών. Τα έργα Β’ τάξης είναι είτε
έργα τοπικού ενδιαφέροντος, συμπλήρωμα των έργων Α’ τάξης, είτε αυτοτελή έργα εντός και εκτός των
περιοχών Α’ τάξης. Τα έργα Γ’ τάξης είναι μικρά έργα στις ιδιωτικές ιδιοκτησίες, όπως είναι π.χ. οι γεωτρήσεις.

10.8 Διοικητικά όργανα διαχείρισης εγγειοβελτιωτικών έργων


Η εποπτεύουσα αρχή για τη διαχείριση των εγγειοβελτιωτικών έργων και συνεπώς και των συλλογικών δικτύων
άρδευσης σε επίπεδο Υπουργείου είναι το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ)
(Hellenic Ministry of Agricultural Development and Food). Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
έχει την υψηλή εποπτεία και τον έλεγχο σε όλους τους Οργανισμούς Εγγείων Βελτιώσεων (ΟΕΒ) με τις
υπηρεσίες του όπως προκύπτει από το Μητρώο Υπηρεσιών και Φορέων της Ελληνικής Διοίκησης.
Οι Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (ΟΕΒ) είναι οργανισμοί με δημόσιο χαρακτήρα, καθώς εκτελούν
έργο καθ’ υποκατάσταση και κατά παραχώρηση της Διοίκησης, το οποίο ελλείψει αυτών θα εκτελούσε αυτή.
Έχουν ως σκοπό τη διοίκηση, λειτουργία και συντήρηση των εγγειοβελτιωτικών έργων της περιοχής
αρμοδιότητάς τους. Όλοι οι Ο.Ε.Β. έχουν χαρακτηριστεί Οργανισμοί Κοινής Ωφέλειας (άρ. 6§1 του
ν.414/1976, ΦΕΚ 212, Α΄), λόγω του έργου που επιτελούν (διοίκηση αρδευτικών υδάτων, ρύθμιση χρήσεως
αυτών με κανονισμούς άρδευσης, αστυνομία υδάτων κ.ά.) και ως τέτοιοι ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο
τομέα (άρ. 51§1 περ. γ΄ ν.1892/1990 όπως συμπληρώθηκε με το άρ. 4§6 ν.1943/1991). Οι Ο.Ε.Β. έχουν δικούς
τους πόρους (στρεμματικές εισφορές άρδευσης-στράγγισης, άρ. 10 & 15 του ν.δ.3881/1958) και συνεπώς δεν
επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό. Με το ν.δ.1218/1972 (ΦΕΚ 133/Α) όλοι οι Ο.Ε.Β. μετατράπηκαν
από Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου για να αποκτήσουν ευελιξία
κυρίως στην οικονομική διαχείριση (πρόσληψη προσωπικού κ.λπ.).
Το καταστατικό κάθε ΟΕΒ είναι το ίδιο το ιδρυτικό του διάταγμα. Η δομή του κάθε οργανισμού, η
σύνθεση του προσωπικού, και κάθε σχετική λεπτομέρεια με την υπηρεσιακή κατάσταση του ρυθμίζονται από
τον Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας (ΚΕΥ) του οικείου ΟΕΒ. Πέρα από τον Κανονισμό Εσωτερικής
Υπηρεσίας οι Οργανισμοί μπορούν να συντάσσουν και άλλους Κανονισμούς (όπως Συντήρησης και
λειτουργίας Έργων).
Οι ΟΕΒ, μετά το ν.3852/2010 (Πρόγραμμα Καλλικράτης), εποπτεύονται άμεσα από την οικεία
αυτοδιοικητική Περιφέρεια. Οι Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων χωρίζονται σε πρωτοβάθμιους Τοπικούς
Οργανισμούς Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ) και σε δευτεροβάθμιους Γενικούς Ο.Ε.Β (ΓΟΕΒ). Οι ΤΟΕΒ
αποτελούν γεωργικές συνεταιριστικές οργανώσεις αναγκαστικής μορφής (άρ. 6§1 ν.414/1976). Υπάρχουν
συνολικά 460 ΤΟΕΒ πολλοί εκ των οποίων παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα λειτουργίας. Οι ΓΟΕΒ
ανέρχονται στους 10.
Οι ΓΟΕΒ διοικούνται από επταμελή Διοικητικά Συμβούλια. Πέντε μέλη διορίζονται για τέσσερα χρόνια
με απόφαση κρατικού οργάνου (Γενικός Γραμματέας της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης) και δύο είναι
αιρετά από εκπροσώπους των ΤΟΕΒ της περιοχής δικαιοδοσίας του κάθε ΓΟΕΒ. Νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο
Πρόεδρος του ΔΣ και εκτελεστικό όργανο των αποφάσεων του ΔΣ ο Διευθυντής.
Οι ΤΟΕΒ λειτουργούν σύμφωνα με το Ν.Δ.3881/1958 «Περί Έργων Εγγείων Βελτιώσεων» (ΦΕΚ
181/Α) και τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα (βασικότερο από τα οποία είναι το από 13-9-/7-11-1959 Β.Δ.,
ΦΕΚ 243/Α, «Περί Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων»). Αντικείμενό τους είναι η διοίκηση, λειτουργία και
συντήρηση των εγγειοβελτιωτικών έργων Α΄ Τάξης (κύρια έργα γενικού ενδιαφέροντος, σύμφωνα με τη
σχετική ταξινόμηση των έργων) της περιοχής δικαιοδοσίας τους που συντείνει στην αξιοποίηση και ανάπτυξη
της γεωργίας με την εφαρμογή ορθολογικών μοντέλων άρδευσης και στράγγισης. Είναι κρατικά νομικά
πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 108/2001), έχουν χαρακτηριστεί Οργανισμοί Κοινής
Ωφέλειας (άρ.6§1 Ν.414/76) και ως τέτοιοι ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (άρ. 51§1 περ. γ΄ Ν.1892/90
όπως τροποποιήθηκε με το άρ. 4§6 Ν.1943/91) και προσλαμβάνουν το τακτικό και εποχικό προσωπικό

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 213


σύμφωνα με το Ν.4456/2017 όπως ισχύει. Δομικές αλλαγές στη λειτουργία τους, έγιναν με τον Ν.4546_2018
ΦΕΚ 101 άρθρο 66.
Οι ΤΟΕΒ (Τοπικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων) και οι ΓΟΕΒ (Γενικοί Οργανισμοί Εγγείων
Βελτιώσεων) αποτελούν τα κατά νόμο υπεύθυνα όργανα (άρ.12 του ν.δ.3881/1958, ΦΕΚ 181/Α) που έχουν
αντικείμενο τη διαχείριση (διοίκηση, λειτουργία και συντήρηση) των εγγειοβελτιωτικών έργων της περιοχής
δικαιοδοσίας τους και διανέμουν το αρδευτικό νερό στους αγρότες. Οι ΤΟΕΒ έχουν ως αρμοδιότητα τη
διαχείριση των έργων Β’ και σπανιότερα Γ’ τάξης, ενώ οι ΓΟΕΒ των έργων Α’ τάξης. Οι ΓΟΕΒ
επικουρούν τους ΤΟΕΒ για θέματα που δεν μπορούν να διαχειριστούν μόνοι τους (π.χ. διαχείριση
αντλιοστασίων).
Μολονότι τα έργα παρουσιάζουν οργανική διασύνδεση, οι φορείς που τα διαχειρίζονται είναι
ξεχωριστοί και διακριτοί. Τόσο οι ΓΟΕΒ όσο και οι ΤΟΕΒ παρουσιάζουν λειτουργική συνάφεια αλλά
αποτελούν ξεχωριστές αυτοδιοικούμενες μονάδες του δημόσιου τομέα.
Υπό το σημερινό καθεστώς λειτουργίας των ΟΕΒ παρατηρείται το παράδοξο, να υπάρχει λειτουργική
εξάρτηση των ΤΟΕΒ από τους ΓΟΕΒ και οικονομική εξάρτηση των ΓΟΕΒ από τους ΤΟΕΒ (Οι αγρότες
καταβάλλουν τις εισφορές στους ΤΟΕΒ και αυτοί οφείλουν να αποδώσουν στους ΓΟΕΒ την αναλογούσα υπέρ
αυτών εισφορά), με διαμαρτυρόμενους τους ΓΟΕΒ για τη μη έγκαιρη -τουλάχιστον- απόδοση των υπέρ αυτών
εισφορών.

Πίνακας 10.1 Συνοπτική παρουσίαση της εξέλιξης του θεσμικού πλαισίου των εγγειοβελτιωτικών έργων.

Έτος Θεσμική ρύθμιση


Διάταγμα 3881 του 1958 (ΦΕΚ, τ. Α’, 181/30.10.1958): Δημιουργία της ΥΕΒ και των ΤΟΕΒ και
1958
ΓΟΕΒ ως ΝΠΔΔ.
Νομοθετικό Διάταγμα 1218 του 1972 (ΦΕΚ, τ. Α’ 133/29.07.1972): Μετατροπή των ΟΕΒ σε νομικά
1972
πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.
Προεδρικό Διάταγμα 332/1983, ΦΕΚ, τ. Α’ 119/08.09.1983: Μεταφορά αρμοδιοτήτων του
1983
Υπουργού Γεωργίας για τα Εγγειοβελτιωτικά Έργα στις Νομαρχίες.
Νόμος 1739/1987 (ΦΕΚ, τ. Α’, 201/20.11.1987): Το Υπουργείο Ενέργειας και Τεχνολογίας γίνεται
1987 αρμόδιο για τον συντονισμό και την καταγραφή των δράσεων έρευνας, διαχείρισης και προστασίας των
υδατικών πόρων.
Νόμος 2026/1992 (ΦΕΚ, τ. Α’, 43/23.03.1992): Μεταφορά του μηχανικού εξοπλισμού της ΥΕΒ στα
1992
Νομαρχιακά Ταμεία.
Νόμος 2332/1995 (ΦΕΚ. τ. Α’, 181/31.08.1995): Μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων διοίκησης,
λειτουργίας και συντήρησης των εγγειοβελτιωτικών έργων Α’ και Β’ τάξης που κατασκευάστηκαν από
1995
το Υπουργείο Γεωργίας σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (δήμους, κοινότητες, συμβούλια
περιοχής).
Νόμος 3199/2003 (ΦΕΚ, τ. A’, 280/09.12.2003) για την προστασία και διαχείριση των υδάτων –
Εναρμόνιση με την Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης
2003 Οκτωβρίου 2000. Δημιουργία της Εθνικής Επιτροπή Υδάτων, του Εθνικού Συμβούλιου Υδάτων, της
Κεντρικής Υπηρεσίας Υδάτων και της Ειδικής Γραμματείας Υδάτων στο πλαίσιο της οποίας λειτουργεί
Γνωμοδοτική Επιτροπή Υδάτων.
Νόμος 3852/2010 (Σχέδιο Καλλικράτης): υπαγωγή των ΓΟΕΒ στην αρμοδιότητα των Περιφερειών
2011
και των ΤΟΕΒ στους ΟΤΑ.
2017 Νόμος 4456/2017 (ΦΕΚ. τ. Α’ 24/01.03.2017): υπαγωγή των ΤΟΕΒ στις Περιφέρειες.

214 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Διάγραμμα 10.6 Η οργανωτική δομή των συλλογικών αρδευτικών δικτύων.

Εγγειοβελτιωτικά έργα - Σχεδιασμός δικτύων άρδευσης και αποστράγγισης 215


Βιβλιογραφία

Βασίλειο της Ελλάδος (1958). Νομοθετικό διάταγμα 3881/1958 Περί Έργων Εγγείων Βελτιώσεων.
Βασίλειο της Ελλάδος (1972). Νομοθετικό διάταγμα 1218/1972 (ΦΕΚ 133/Α) Περί αντικατάστασης και
κατάργησης διατάξεων τινών του Ν.Δ. 3881/1958 - Περί Έργων Εγγείων Βελτιώσεων.
Ελληνική Δημοκρατία (1974). Προεδρικό Διάταγμα 696/1974 - ΦΕΚ 301/Α/8-10-1974 Περί αμοιβών
μηχανικών δια σύνταξιν μελετών, επίβλεψιν, παραλαβήν κ.λπ. Συγκοινωνιακών, Υδραυλικών και
κτιριακών Έργων, ως και Τοπογραφικών Κτηματογραφικών και Χαρτογραφικών Εργασιών και σχετικών
τεχνικών προδιαγραφών μελετών.
Ελληνική Δημοκρατία (1976). Νόμος 414/1976, ΦΕΚ 212, Α Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως
διατάξεων του Ν.Δ. 3881/58 «περί Έργων Εγγείων Βελτιώσεων», ως τούτο ετροποποιήθη
μεταγενεστέρως.
Ελληνική Δημοκρατία (1990). Νόμος 1892/1990 Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις.
Ελληνική Δημοκρατία (1991). Νόμος 1943/1991 Εκσυγχρονισμός της οργάνωσης και λειτουργίας της δημόσιας
διοίκησης, αναβάθμιση του προσωπικού της και άλλες συναφείς διατάξεις.
Ελληνική Δημοκρατία (2010). Νόμος 3852/2010 Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης
Διοίκησης − Πρόγραμμα Καλλικράτης.
Ελληνική Δημοκρατία, (2016). Νόμος 4412 (ΦΕΚ Α' 147/08-08-2016) Δημόσιες Συμβάσεις Έργων,
Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ).
Ελληνική Δημοκρατία (2017). Υπουργική απόφαση ΔΝΣγ/32129/ΦΝ466/16.5.2017) Έγκριση Κανονισμού
Προεκτιμώμενων Αμοιβών μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών
υπηρεσιών κατά τη διαδικασία της παρ. 8 δ του άρθρου 53 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147).
Ελληνική Δημοκρατία (2019). Υπουργική απόφαση ΔΝΣβ/1732/ΦΝ 466 Εξειδίκευση του είδους των
παραδοτέων στοιχείων ανά στάδιο και ανά κατηγορία μελέτης σε ό,τι αφορά τα συγκοινωνιακά (οδικά)
έργα, τα υδραυλικά, τα λιμενικά και τα κτιριακά έργα.
Υπουργείο Δημοσίων Έργων (1977). Εγκύκλιος Δ22200/30-07-1977 Οδηγίες για τον έλεγχο μελετών
σωληνωτών αρδευτικών δικτύων.
Υπουργείο Μεταφορών και Υποδομών (2017). Κανονισμός περιγραφικών τιμολογίων εργασιών.
Υπουργείο Μεταφορών και Υποδομών (2018). Εγκύκλιος ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466 Οδηγός εκπόνησης μελετών
Δημοσίων Έργων του Ν.4412/2016 (Βιβλίο I).

216 Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


Στόχος του παρόντος συγγράμματος είναι να παρέχει τις απαραίτητες βασικές
γνώσεις που αφορούν τη μελέτη και τον σχεδιασμό των αρδευτικών δικτύων
και των δικτύων αποστράγγισης. Αρχικά αναδεικνύεται η σημασία των
εγγειοβελτιωτικών έργων και αναλύονται οι ανάγκες των καλλιεργειών σε
νερό. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται οι διάφορες μέθοδοι άρδευσης και οι
αρχές χάραξης των αρδευτικών δικτύων. Ακολουθεί η περιγραφή των
μεθόδων διανομής του αρδευτικού νερού. Γίνεται εκτενής αναφορά στους
βασικούς υδραυλικούς υπολογισμούς που απαιτούνται στη μελέτη ενός
αρδευτικού δικτύου, το οποίο αποτελείται από κλειστούς αγωγούς, καθώς και
στην οικονομική βελτιστοποίηση αυτών των δικτύων. Παρουσιάζονται,
επίσης, οι βασικές αρχές που διέπουν τον σχεδιασμό των στραγγιστικών
δικτύων, καθώς και οι αντίστοιχοι βασικοί υδραυλικοί υπολογισμοί. Το βιβλίο
ολοκληρώνεται με την παρουσίαση του θεσμικού πλαισίου που διέπει
τη σύνταξη των μελετών και τη λειτουργία των αρμόδιων οργανισμών στη
χώρα μας.

Το παρόν σύγγραμμα δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του Έργου ΚΑΛΛΙΠΟΣ+


Χρηματοδότης Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων,
Προγράμματα ΠΔΕ, ΕΠΑ 2020-2025
Φορέας υλοποίησης ΕΛΚΕ ΕΜΠ
Φορέας λειτουργίας ΣΕΑΒ/Παράρτημα ΕΜΠ/Μονάδα Εκδόσεων
Διάρκεια 2ης Φάσης 2020-2023
Σκοπός Η δημιουργία ακαδημαϊκών ψηφιακών συγγραμμάτων
ανοικτής πρόσβασης (περισσότερων από 700)
• Προπτυχιακών και μεταπτυχιακών εγχειριδίων
• Μονογραφιών
• Μεταφράσεων ανοικτών textbooks
• Βιβλιογραφικών Οδηγών
Επιστημονικά Υπεύθυνος Νικόλαος Μήτρου, Καθηγητής ΣΗΜΜΥ ΕΜΠ

ISBN: 978-618-5726-39-3 DOI: http://dx.doi.org/10.57713/kallipos-159

Το παρόν σύγγραμμα χρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου Παιδείας.

Μάλλιος Ζ., Κολοκυθά Ε.Κ., Μυλόπουλος Γ.


218

You might also like