Professional Documents
Culture Documents
Επίκουρος Καθηγητής
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Καθηγητής
Εγγειοβελτιωτικά έργα
Συγγραφή
Ζήσης Μάλλιος (Κύριος Συγγραφέας)
Ελπίδα - Κλεάνθη Κολοκυθά
Γιάννης Μυλόπουλος
Συντελεστές έκδοσης
Γλωσσική Επιμέλεια: Ελένη Ελισσάβετ Όξενκιουν
Γραφιστική Επιμέλεια: Ελένη Τσακμάκη
Το παρόν έργο αδειοδοτείται υπό τους όρους της άδειας Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Μη
Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0. Για να δείτε ένα αντίγραφο της άδειας αυτής επισκεφτείτε τον ιστότοπο
https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/deed.el
ΚΑΛΛΙΠΟΣ
www.kallipos.gr
ISBN: 978-618-5726-39-3
Σύνοψη
Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα εγγειοβελτιωτικά έργα από την αρχαία εποχή μέχρι και τη σημερινή.
Περιγράφονται στη συνέχεια τα σημαντικότερα έργα εγγείων βελτιώσεων του τελευταίου αιώνα που άλλαξαν την
Ελλάδα και έδωσαν ώθηση στην οικονομική της ανάπτυξη και την ευημερία των κατοίκων της. Ακολούθως τα
έργα εγγείων βελτιώσεων, ως μεγάλα τεχνικά έργα που παρεμβαίνουν στο περιβάλλον, παρουσιάζονται ως έργα
αειφόρου ανάπτυξης και σε αυτό το πνεύμα εισάγονται οι βασικές αρχές του βιώσιμου σχεδιασμού τους. Τέλος,
παρουσιάζεται η ταξινόμηση των εγγειοβελτιωτικών έργων ως προς το μέγεθος, αλλά και ως προς το είδος τους
και τους σκοπούς που εξυπηρετούν.
Προαπαιτούμενη γνώση
Ο αναγνώστης δεν απαιτείται να έχει ειδικές γνώσεις.
του σχεδιασμού και της κατασκευής φραγμάτων και αντιπλημμυρικών έργων τις
καταστροφικές πλημμύρες,
της κατασκευής αποξηραντικών, στραγγιστικών και εξυγιαντικών έργων εκτεταμένες
ασθένειες, όπως η ελονοσία που μάστιζε τις παραλίμνιες και ελώδεις περιοχές και
της διευθέτησης της κοίτης των ποταμών και των χειμάρρων τις μολυσματικές ασθένειες που
προκαλούσε η συσσώρευση των λυμάτων και των αποβλήτων.
1.2.2 Ο μυθικός ήρωας Ηρακλής εξυγιαίνει τους στάβλους του βασιλιά Αυγεία
Αλλά και ο 5ος άθλος του Ηρακλή, αυτός του καθαρισμού της κόπρου του βασιλιά Αυγεία, ήταν στην
πραγματικότητα ένα εγγειοβελτιωτικό έργο εξυγίανσης μιας περιοχής που είχε υποστεί εκτεταμένη ρύπανση
από τα συσσωρευμένα επί χρόνια λύματα και τα απόβλητα από τη δραστηριότητα των μεγάλων κτηνοτροφικών
μονάδων που συντηρούσαν οικονομικά το βασίλειο.
Ο βασιλιάς Αυγείας, ο οποίος ζούσε στη Δυτική Πελοπόννησο, στην περιοχή της Ηλείας, αντλούσε τον
πλούτο και τη δύναμή του από τις εκτεταμένες κτηνοτροφικές δραστηριότητες που συντηρούσε στο βασίλειό
του. Οι στάβλοι του ήταν γνωστοί για το μέγεθος, την έκταση και τον πλούτο των ζώων που εκτρέφονταν σε
αυτούς.
Ελλείψει όμως αποχετευτικού συστήματος εκείνη την εποχή, τα λύματα και τα απόβλητα των
κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων συσσωρεύονταν στους στάβλους, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή η κατάσταση
να φτάσει στο απροχώρητο. Ασθένειες άρχισαν να μαστίζουν τα ζώα του βασιλείου και στη συνέχεια και τους
κατοίκους, οι οποίοι πέθαιναν από τα μικρόβια και τις μολύνσεις που μεταδίδονταν από τα μολυσματικά
απόβλητα των στάβλων.
Τον πλούτο και την ευημερία στο βασίλειο του Αυγεία διαδέχθηκε τώρα η φτώχεια, η αρρώστια και ο
θάνατος. Ο βασιλιάς κάλεσε τότε τον μυθικό ήρωα Ηρακλή για να εξυγιάνει τους στάβλους στο βασίλειό του.
Ο επινοητικός και συγχρόνως και μεγάλης φυσικής δύναμης μυθικός ήρωας σχεδίασε και εκτέλεσε τότε
ένα από τα πρώτα εγγειοβελτιωτικά έργα με σκοπό την εξυγίανση της περιοχής από τα λύματα και τα απόβλητα
των κτηνοτροφικών μονάδων.
Αυτό που σκέφτηκε να κάνει ήταν να εκτρέψει τα νερά των δύο ποταμών που έρρεαν στην περιοχή της
Ηλείας, του Πηνειού και του Αλφειού, έτσι ώστε να διέλθουν διαμέσου των στάβλων και να παρασύρουν με
τη χειμαρρώδη ροή τους τις ακαθαρσίες και τα απόβλητα μακριά από το βασίλειο του Αυγεία.
Το εγγειοβελτιωτικό έργο της εξυγίανσης των στάβλων, μέσω της εκτροπής της κοίτης των δύο
ποταμών επιτεύχθηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που επιτυγχάνεται και σήμερα η εκτροπή των ποταμών.
Μετακινώντας δηλαδή μεγάλους βράχους από τη γύρω περιοχή και τοποθετώντας τους στην κοίτη των
δύο ποταμών, ο Ηρακλής κατασκεύασε στην πραγματικότητα δύο φράγματα, ένα σε κάθε ποτάμι. Τα φράγματα
εκτροπής της κοίτης των ποταμών είχαν τέτοιον προσανατολισμό, ώστε να αναγκάσουν τη ροή τους να αλλάξει
πορεία και να περάσει μέσα από τους μολυσμένους στάβλους.
Εκείνο που πέραν της κατασκευής των φραγμάτων έχει μεγάλη σημασία, γιατί συμβολίζει την
περιβαλλοντική ανάγκη για επαναφορά των ποταμών στη φυσική τους ροή, ήταν ότι σύμφωνα με τον μύθο,
στο τέλος της ημέρας ο Ηρακλής επανέφερε την κοίτη των δύο ποταμών στην αρχική τους θέση,
αποκαθιστώντας με τον τρόπο αυτόν την εκτροπή των υδάτων τους. Και είναι εντυπωσιακό ότι χιλιάδες χρόνια
μετά, το ίδιο ακριβώς επιβάλλουν οι σύγχρονες αρχές της αειφόρου ανάπτυξης στις περιπτώσεις εκτροπής
ποταμών. Η περιβαλλοντική αποκατάσταση της εκτροπής, και η επαναφορά της κοίτης των ποταμών που έχουν
εκτραπεί στην αρχική της θέση, αποτελεί βασική επιταγή της αειφόρου ανάπτυξης.
Αυτό συμβαίνει γιατί η λεκάνη απορροής των ποταμών θεωρείται ως η βασική και απαραβίαστη
υδρολογική μονάδα, εντός της οποίας εξελίσσεται η ροή των ποταμών και των υδατορρευμάτων και εντός της
οποίας εκτελείται η διαχείριση και αξιοποίηση των υδατικών πόρων. Έτσι, ακόμη και όταν ισχυροί λόγοι
απαιτούν την εκτροπή της κοίτης των ποταμών, αυτή πρέπει να έχει προσωρινό χαρακτήρα. Καθώς είναι κοινά
αποδεκτή πεποίθηση από εκείνα τα χρόνια μέχρι σήμερα ότι οι μηχανικοί οφείλουν να σέβονται τη φύση και
τα όριά της, αποκαθιστώντας και επαναφέροντας την κοίτη των ποταμών και τη λεκάνη απορροής στην αρχική
φυσική της θέση.
Με τον άθλο του καθαρισμού της κόπρου των στάβλων του βασιλιά Αυγεία ο Ηρακλής δεν κέρδισε μόνο
τον τίτλο του μηχανικού των έργων εγγείων βελτιώσεων, αλλά και τον τίτλο του μηχανικού περιβάλλοντος,
στέλνοντας ένα μήνυμα από τη μυθική ακόμη εποχή ότι η φύση είναι απαραβίαστη και ότι όποτε συντρέχουν
Κουτσογιάννης, Δ., & Ξανθόπουλος, Θ. (2016). Τεχνική Υδρολογία [Προπτυχιακό εγχειρίδιο]. Κάλλιπος,
Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις. https://repository.kallipos.gr/handle/11419/5888
Λατινόπουλος, Π., & Κρεστενίτης, Γ. (1998). Εγγειοβελτιωτικά έργα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.
Μυλόπουλος, Γ., & Κολοκυθά, Ε. (2006 – 2007). Σημειώσεις «Σχεδιασμός Αρδευτικών Έργων», Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Παπαμιχαήλ, Δ., & Μπαμπατζιμόπουλος, Χ. (2014). Εφαρμοσμένη γεωργική υδραυλική. Εκδόσεις Ζήτη.
Τσακίρης, Γ. (2006). Υδραυλικά Έργα Τόμος ΙΙ: Εγγειοβελτιωτικά Έργα. Εκδόσεις Συμμετρία.
Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται μια εισαγωγή στις ανάγκες σε νερό του αγροδιατροφικού τομέα και παρουσιάζεται ο
τομέας των αρδεύσεων, με έμφαση στις ανάγκες σε αρδευτικό νερό. Περιγράφονται τα συλλογικά δίκτυα άρδευσης
και αποστράγγισης, εισάγεται η ανάγκη της εξοικονόμησης του αρδευτικού νερού και παρουσιάζονται, στο πνεύμα
του βιώσιμου σχεδιασμού των αρδευτικών δικτύων, οι μέθοδοι της διαχείρισης της ζήτησης του νερού.
Προαπαιτούμενη γνώση
Ο αναγνώστης δεν απαιτείται να έχει ειδικές γνώσεις.
1992
1994
1996
1998
2000
2002
2004
2006
2008
2010
2012
2014
2016
FAO2017
Παρόλα αυτά, ο αγροδιατροφικός τομέας στην Ελλάδα παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγικούς
τομείς, συμμετέχοντας κατά 21% στη συνολική παραγωγική δραστηριότητα.
Οι ανάγκες σε αγροτικό νερό, ενώ παγκοσμίως καλύπτουν το 68% - 70% της συνολικής κατανάλωσης
σε νερό, στην Ελλάδα καλύπτουν το 85% του νερού που καταναλώνεται ετησίως σε όλους τους τομείς της
αναπτυξιακής δραστηριότητας. Με τον αστικό τομέα να καλύπτει το 12% και τον βιομηχανικό και ενεργειακό
τομέα ένα 3% της συνολικής ζήτησης σε νερό.
Με την έννοια αυτή το αγροτικό νερό στη χώρα μας, παρά τη μείωση της αγροτικής δραστηριότητας,
παραμένει ο μεγάλος καταναλωτής.
1. Τα έργα συλλογής του νερού. Τα έργα αυτά εξαρτώνται από τους υδατικούς πόρους που
υπάρχουν στην περιοχή και διατίθενται για την άρδευση των καλλιεργειών. Αν οι υδατικοί
πόροι είναι υπόγειοι, για παράδειγμα, τα έργα είναι πηγάδια ή γεωτρήσεις ή συστήματα
πηγαδιών και γεωτρήσεων. Αν οι πηγές του νερού είναι επιφανειακές, π.χ. ποτάμι ή λίμνη,
τότε τα έργα συλλογής του νερού μπορεί να είναι έργα υδρομάστευσης των πηγών ή και
φράγματα εκτροπής ή υδροσυλλογής. Αν πάλι οι υδατικοί πόροι είναι τα κατακρημνίσματα,
η βροχή, το χιόνι κ.λπ., τότε τα έργα συλλογής του νερού μπορεί να είναι ταμιευτήρες,
λιμνοδεξαμενές και έργα άλλα υδροσυλλογής επιφανειακών νερών.
2. Τα έργα αποθήκευσης του νερού. Αυτά μπορεί να είναι ταμιευτήρες για τη συγκέντρωση του
νερού και την κάλυψη της εποχιακής ανισοκατανομής του, ταμιευτήρες δηλαδή που συλλέγουν
το νερό των υγρών εποχών και το αποδίδουν σε χρήση τους ξηρούς καλοκαιρινούς μήνες, ή
και δεξαμενές 24ωρης εξισορρόπησης του νερού, που συλλέγουν το νυκτερινό νερό και το
αποδίδουν για χρήση την ημέρα. Τα έργα συλλογής και αποθήκευσης του νερού συγκροτούν
τα έργα κεφαλής ενός συλλογικού αρδευτικού δικτύου.
3. Τα έργα μεταφοράς του νερού. Τα παλιά χρόνια το νερό μεταφέρονταν από εκεί που
βρίσκονταν οι πηγές στην προς άρδευση περιοχή, με επιφανειακές, ανοικτές διώρυγες
μεταφοράς του νερού. Επειδή η μέθοδος αυτή είναι αντιοικονομική ως προς την
εξοικονόμηση του νερού, καθώς μεγάλο μέρος του χάνεται σε διαρροές κατά τη μεταφορά,
αλλά και λόγω της εξάτμισης, σήμερα χρησιμοποιούνται ως έργα μεταφοράς κυρίως κλειστοί
αγωγοί υπό πίεση.
4. Το δίκτυο διανομής του νερού. Πρόκειται για το ακτινωτό δίκτυο των κλειστών αγωγών
που παίρνει το νερό από τους αγωγούς μεταφοράς και το διανέμει στην προς άρδευση αγροτική
περιοχή.
5. Το σύστημα εφαρμογής του νερού στο έδαφος. Πρόκειται για τις εγκαταστάσεις, τις
κατασκευές και τα όργανα που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή του νερού στο έδαφος και
την άρδευση των καλλιεργειών. Από την υδροληψία στην οποία καταλήγει το τριτεύον
δίκτυο διανομής του νερού, μέχρι τον κορμό και την πτέρυγα του κινητού αρδευτικού
Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται οι φυσικές διεργασίες που διαμορφώνουν τις ανάγκες των καλλιεργειών σε
νερό. Αρχικά, παρουσιάζονται οι βασικές ιδιότητες του εδάφους, η έννοια του εδαφικού νερού, και το φαινόμενο
της εξατμισοδιαπνοής, και στη συνέχεια αναλύεται πώς προκύπτουν οι ανάγκες των καλλιεργειών σε αρδευτικό
νερό. Τέλος, γίνεται αναφορά στην αποδοτικότητα των αρδευτικών δικτύων και στον τρόπο υπολογισμού της
δόσης άρδευσης, της διάρκειας και του εύρους της άρδευσης.
Προαπαιτούμενη γνώση
Ο αναγνώστης απαιτείται να έχει βασικές γνώσεις υπόγειας και επιφανειακής υδρολογίας.
3.1 Γενικά
Η αγροτική παραγωγή εξαρτάται από τη διαχείριση δύο βασικών φυσικών πόρων, του εδάφους και του νερού.
Το έδαφος είναι η υποστηρικτική δομή της ζωής των φυτών και το νερό είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της
ζωής των φυτών.
Ο όρος «έδαφος» αναφέρεται στο αποσαθρωμένο και κατακερματισμένο επιφανειακό στρώμα της γης.
Ο κατακερματισμός και η αποσάθρωση, που διασπούν το μητρικό υλικό για να σχηματίσουν το έδαφος, είναι
αποτέλεσμα φυσικών και χημικών διεργασιών. Η διάβρωση (τόσο από τον άνεμο όσο και από το νερό) είναι η
πιο ορατή διαδικασία «δημιουργίας» εδάφους.
Το έδαφος είναι ένα μείγμα οργανικής ύλης, ανόργανης ύλης, αέρα, και νερού (Διάγραμμα 3.1) που από κοινού
υποστηρίζουν τη ζωή. Η οργανική ύλη αποτελείται από τμήματα φυτών (φύλλα, κλαδιά, κορμούς), οργανικά
λείψανα και άμορφα υπολείμματα, γνωστά ως humus. Το έδαφος έχει τέσσερις σημαντικές λειτουργίες: α) είναι
το μέσο της ανάπτυξης των φυτών, β) αποθηκεύει και καθαρίζει το νερό, γ) μεταβάλλει την ατμόσφαιρα της
γης και δ) αποτελεί το ενδιαίτημα πολλών οργανισμών. Όλες αυτές οι λειτουργίες, με τη σειρά τους,
τροποποιούν το έδαφος και τις ιδιότητές του. Με αυτόν τον τρόπο η ανόργανη και η οργανική ύλη ενός εδάφους
περιέχουν όλα τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζονται οι καλλιέργειες. Οι αλλαγές στο περιβάλλον, η
διάβρωση και οι ανθρώπινες δραστηριότητες μπορούν να αλλάξουν τη σύσταση του εδάφους. Οι σχετικές
ποσότητες ανόργανης και οργανικής ύλης καθορίζουν τις φυσικές ιδιότητες του εδάφους. Ο υπόλοιπος όγκος
του εδάφους, που αποτελείται από χώρους μεταξύ της ανόργανης και της οργανικής ύλης, είναι ο χώρος των
Διάγραμμα 3.2 Ταξινομήσεις του μεγέθους των σωματιδίων όπως χρησιμοποιούνται σε διάφορες χώρες (διάμ. σε μm)
(https://en.wikipedia.org/wiki/Soil_texture#/media/File:Particle_size_classifications_used_by_different_countries.jpg).
Επίσης, τα εδάφη, ανάλογα με τα ποσοστά άμμου, ιλύος και αργίλου που περιέχουν, κατατάσσονται σε έναν
αριθμό κατηγοριών μηχανικής σύστασης (textural classes). Το Υπουργείο Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών
(United States Department of Agriculture – USDA) έχει ορίσει δώδεκα κύριες κατηγορίες μηχανικής σύστασης
του εδάφους. Οι δώδεκα αυτές κατηγορίες είναι: άμμος, πηλώδης άμμος, αμμώδης πηλός, πηλός, ιλυώδης
πηλός, ιλύς, αμμώδης αργιλοπηλός, αργιλώδης πηλός, ιλυώδης αργιλοπηλός, αμμώδης άργιλος, ιλυώδης
άργιλος και άργιλος (Soil Science Division Staff (USDA-NRCS), 2017). Η μηχανική σύσταση ενός εδάφους
καθορίζεται με βάση τα ποσοστά του κάθε εδαφικού κλάσματος (άμμος, ιλύς και άργιλος) που υπάρχουν σε
αυτό. Το έδαφος προσδιορίζεται συνήθως με βάση το μέγεθος των σωματιδίων του κύριου συστατικού ή έναν
συνδυασμό των κυρίαρχων εδαφικών κλασμάτων, π.χ. «αμμώδης άργιλος» ή «ιλυώδης άργιλος». Επίσης
χρησιμοποιείται ένας τέταρτος όρος, ο πηλός, για να περιγράψει εδάφη που περιέχουν περίπου ίσες ποσότητες
άμμου, ιλύος και αργίλου και είναι δυνατός ο προσδιορισμός ακόμη περισσότερων κατηγοριών, π.χ.
«αργιλώδης πηλός» ή «ιλυώδης πηλός».
Διάγραμμα 3.3 Το τριγωνικό διάγραμμα προσδιορισμού της μηχανικής σύστασης των εδαφών (προσαρμόστηκε στα
ελληνικά από https://en.wikipedia.org/wiki/Ternary_plot#/media/File:SoilTexture_USDA.svg).
Ο προσδιορισμός της υφής του εδάφους είναι πιο εύκολος με τη χρήση του τριγωνικού διαγράμματος
της μηχανικής σύστασης του εδάφους που φαίνεται στο Διάγραμμα Διάγραμμα (Soil Science Division Staff
1. το ανόργανο κλάσμα είναι 0% άργιλος και η οργανική ύλη είναι 20% ή περισσότερο,
2. το ανόργανο κλάσμα είναι έως 50% άργιλος και η οργανική ύλη είναι μεταξύ 20% και 30%,
3. το ανόργανο κλάσμα είναι 50% ή περισσότερο άργιλος και η οργανική ύλη 30% ή περισσότερο.
Η δομή είναι αυτή που καθορίζει το επίπεδο της γονιμότητας του εδάφους και το επίπεδο της
παραγωγικότητας των φυτών. Καλή δομή εδάφους θεωρείται αυτή που έχει μικρούς και μεγάλους πόρους. Οι
μεγάλοι πόροι εξασφαλίζουν την αποστράγγιση και τον αερισμό του εδάφους, οι μεσαίου μεγέθους πόροι
διευκολύνουν την κίνηση θρεπτικών συστατικών, ενώ στους μικρούς πόρους αποθηκεύονται το νερό και τα
θρεπτικά στοιχεία. Η ύπαρξη καλής δομής στο έδαφος είναι αυτή που διασφαλίζει τη ροή του αέρα και του
νερού στο έδαφος, τα οποία είναι απαραίτητα για την υγιή ανάπτυξη των φυτών.
Οι φυσικές ιδιότητες της δομής ενός εδάφους εκφράζονται αριθμητικά από: την πυκνότητα των εδαφικών
σωματιδίων ή αλλιώς πραγματική πυκνότητα, την κατ’ όγκο πυκνότητα ή αλλιώς φαινόμενη πυκνότητα, και το
πορώδες.
Σχήμα 3.1 Σχηματική παράσταση του συστήματος των τριών φάσεων στο έδαφος (προσαρμόστηκε στα ελληνικά από
https://en.wikipedia.org/wiki/Water_content#/media/File:Soil-phase-diagram.svg).
Πορώδες
Ο κενός χώρος μεταξύ των εδαφικών σωματιδίων ονομάζεται χώρος των πόρων ή πορώδες. To πορώδες ενός
εδάφους, n, ορίζεται ως το κλάσμα του όγκου των πόρων ή κενών προς τον ολικό όγκο του εδάφους.
Περιγράφεται λοιπόν από τη σχέση (Chesworth, 2008):
𝑉𝑝 𝑉𝑎 + 𝑉𝑤
𝑛= = (3.1)
𝑉𝑡 𝑉𝑠 + 𝑉𝑎 + 𝑉𝑤
Ο χώρος των κενών περιέχει ποσότητες νερού και αέρα που ποικίλλουν από έδαφος σε έδαφος. Το
μέγεθος του πορώδους εξαρτάται από τη μηχανική σύσταση του εδάφους και από τη δομή του. Πρόκειται για
μια πολύ βασική παράμετρο των εδαφών που η τιμή της κυμαίνεται μεταξύ 0.25 και 0.65. Το καλό πορώδες
είναι σημαντικό για τα εδάφη γιατί εξασφαλίζει τον επαρκή τους αερισμό και την αποστράγγιση του νερού,
ενώ επιτρέπει και την ανάπτυξη των ριζών των φυτών. Οι μικρότερες τιμές πορώδους χαρακτηρίζουν τα
αμμώδη εδάφη και ενώ οι μεγαλύτερες τα αργιλώδη, αν και οι μεμονωμένοι πόροι στα αμμώδη εδάφη είναι
συγκριτικά μεγαλύτεροι από ότι στα αργιλώδη εδάφη. Το νερό μπορεί να συγκρατηθεί καλύτερα στους μικρούς
πόρους από ό,τι στους μεγάλους. Για τον λόγο αυτό, ο αργιλώδης πηλός που περιέχει πολλούς μικρούς πόρους
μπορεί να συγκρατήσει περισσότερο νερό από την άμμο (Franzmeier et al., 2016).
Κλάσμα κενών
Το κλάσμα κενών, e, είναι ο λόγος του όγκου των πόρων προς τον όγκο των στερεών εδαφικών υλικών και
δίνεται από τη σχέση (Chesworth, 2008):
𝑉𝑝
𝑒= (3.2)
𝑉𝑠
Πραγματική πυκνότητα
Η πραγματική πυκνότητα ορίζεται ως το βάρος ενός εδάφους ανά μονάδα όγκου χωρίς να λαμβάνεται υπόψη
ο όγκος των κενών. Με άλλα λόγια, είναι το βάρος ενός εδαφικού σωματιδίου, διαιρούμενο με τον όγκο αυτού
του εδαφικού σωματιδίου, για αυτό και αναφέρεται και πυκνότητα των εδαφικών σωματιδίων. H πραγματική
πυκνότητα ρs, ορίζεται από τη σχέση (Chesworth, 2008):
𝑀𝑠
𝜌𝑠 = (3.4)
𝑉𝑠
όπου Ms είναι η μάζα των στερεών υλικών και Vs ο όγκος των στερεών υλικών (Σχήμα 3.1). H παρουσία
οργανικών ουσιών στο έδαφος μειώνει την τιμή της πραγματικής πυκνότητας. Για τα συνήθη ανόργανα εδάφη
η πραγματική πυκνότητα έχει τιμές μεταξύ 2.6 και 2.7 gr/cm3 ενώ οι οργανικές ουσίες έχουν μέση τιμή
πυκνότητας γύρω στο 1.5 gr/cm3. Το νερό εξ ορισμού έχει πυκνότητα 1 g/cm3 (Λατινόπουλος & Κρεστενίτης,
1998).
Φαινόμενη πυκνότητα
Η φαινόμενη πυκνότητα ορίζεται ως το βάρος ενός εδάφους ανά μονάδα όγκου. Σε αυτή την περίπτωση ο όγκος
του εδάφους περιλαμβάνει τόσο τα στερεά όσο και τον χώρο των κενών. Το μέγεθος αυτό ορίζεται για ξερή
κατάσταση του εδάφους και για αυτό λέγεται και φαινόμενη ξερή πυκνότητα, ρb. Δίνεται από τη σχέση
(Chesworth, 2008):
𝑀𝑠
𝜌𝑏 = (3.5)
𝑉𝑡
και αποτελεί τον λόγο της μάζας του ξερού εδάφους προς τον συνολικό όγκο του εδάφους Vt. Η φαινόμενη
πυκνότητα είναι σημαντική επειδή αντικατοπτρίζει το πορώδες ενός εδάφους. Τα χαλαρά, πορώδη εδάφη έχουν
μικρότερη φαινόμενη πυκνότητα από τα σφιχτά, συμπιεσμένα εδάφη. Η φαινόμενη πυκνότητα ενός εδάφους
αυξάνεται με τη συμπύκνωση. Η φαινόμενη πυκνότητα δείχνει πόσο εύκολα θα καλλιεργηθεί ένα έδαφος, πόσο
εύκολα θα διεισδύσει το νερό, πώς θα συγκρατήσει το νερό και την καταλληλότητά του για την καλλιέργεια
φυτών. Οι τυπικές τιμές της φαινόμενης πυκνότητες όγκου για τη λεπτόκοκκη άμμο, τον ιλυώδη πηλό και τον
ιλυώδη αργιλοπηλό είναι 1.5, 1.35 και 1.25 gr/cm3 αντίστοιχα (Franzmeier et al., 2016).
Τα σταθερά εδαφικά συσσωματώματα είναι σημαντικά σε ένα έδαφος επειδή συμβάλλουν στη
διατήρηση της καλής δομής του εδάφους. Η καλή δομή του εδάφους μεταφράζεται σε μικρές φαινόμενες
πυκνότητες (1.3 – 1.5). Υψηλές φαινόμενες πυκνότητες (μεγαλύτερες από 1.6 gr/cm3) μπορούν να προκύψουν
από τη συμπίεση του εδάφους. Η συμπίεση μπορεί να προκύψει από την κατεργασία ενός εδάφους όταν αυτό
είναι υγρό. Η συμπίεση που προκαλείται από την κυκλοφορία των τροχών μπορεί να αυξήσει τη φαινόμενη
πυκνότητα σε βάθος τουλάχιστον 30 cm. Κατά κανόνα, εδάφη με φαινόμενη πυκνότητα μεγαλύτερη από 1.7
έως 1.8 gr/cm3 εμποδίζουν την ανάπτυξη των ριζών.
H πραγματική και η φαινόμενη πυκνότητα μπορούν να εκφρασθούν και σαν ειδικό βάρος. Έτσι ορίζονται
το ειδικό βάρος και το φαινόμενο ειδικό βάρος αντίστοιχα, δύο μεγέθη που ορίζονται από σχέσεις όμοιες με τις
σχέσεις 3.4 και 3.5 στις οποίες η μάζα αντικαθίσταται από το αντίστοιχο βάρος. Κατά συνέπεια τα μεγέθη των
ειδικών βαρών είναι αριθμητικά ίδια με αυτά της πυκνότητας (Λατινόπουλος & Κρεστενίτης, 1998).
Σε αυτή την περίπτωση προσμετράται και η μάζα του νερού που περιέχεται στο έδαφος, η ολική φαινόμενη
πυκνότητα είναι δηλαδή η φαινόμενη πυκνότητα σε ένυδρη κατάσταση, ρt, και ορίζεται από τη σχέση
(Λατινόπουλος & Κρεστενίτης, 1998):
𝑉𝑤
𝜃= (3.7)
𝑉𝑡
Οι τιμές της εδαφικής υγρασίας θεωρητικά κυμαίνονται από μηδέν μέχρι την τιμή του ολικού πορώδους
n. Όταν το έδαφος είναι κορεσμένο σε νερό, ένα μέρος αυτού δεν είναι δυνατό να συγκρατηθεί από τους πόρους
του εδάφους και αποστραγγίζεται ή διηθείται με τη δύναμη της βαρύτητας. Αυτή η ποσότητα ονομάζεται
υπερβάλλον εδαφικό νερό.
Το σημείο υδατοϊκανότητας, θfc, είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το έδαφος μετά την
αποστράγγιση της περίσσειας του νερού και τη μείωση του ρυθμού κίνησης του προς τα κάτω (Israelsen &
West, 1922). Αυτό λαμβάνει χώρα συνήθως 2-3 ημέρες μετά τη βροχή ή την άρδευση σε διαπερατά εδάφη
ομοιόμορφης δομής και υφής. Ο φυσικός ορισμός της κατάστασης υδατοϊκανότητας είναι η εδαφική υγρασία
που συγκρατείται στο έδαφος όταν το υδραυλικό φορτίο των πόρων του εδάφους είναι -33 kPa (ή -0.33 atm)
το υδραυλικό φορτίο των πόρων του εδάφους ονομάζεται μύζηση, Ψ (Veihmeyer & Hendrickson, 1931).
Όσο μειώνεται το νερό που περιέχεται στους πόρους η τιμή της μύζησης παίρνει ακόμα μικρότερες τιμές.
Όταν αυτή φτάσει τελικά μια μέγιστη (ελάχιστη) τιμή, περίπου γύρω στις -15 atm, τα φυτά δεν μπορούν να
παραλάβουν νερό, με αποτέλεσμα τη μάρανση τους. Αυτή η κατάσταση του εδάφους ονομάζεται σημείο
μόνιμης μάρανσης, θpwp, ή απλά σημείο μάρανσης, θwp, και είναι το κατώτερο όριο του εύρους της εδαφικής
υγρασίας μέσα στο οποίο μπορούν να αναπτύσσονται τα φυτά (Briggs & Shantz, 1912). Όταν η εδαφική
υγρασία φτάσει στο όριο του σημείου μάρανσης τα φυτά έχουν αφαιρέσει όλο το διαθέσιμο νερό από το έδαφος,
μαραίνονται και δεν ανακάμπτουν (N. Brady & Weil, 2016). Η Εικόνα 3.1 απεικονίζει σχηματικά τις
καταστάσεις κορεσμού, υδατοϊκανότητας και σημείου μάρανσης.
Κατά συνέπεια η διαθέσιμη εδαφική υγρασία, θa, είναι το νερό που θα υπάρχει στο έδαφος όταν αυτό
βρίσκεται μεταξύ της κατάστασης υδατοϊκανότητας και του σημείου μάρανσης. Η μέγιστη ποσότητα
διαθέσιμης εδαφικής υγρασίας για ένα έδαφος είναι ισοδύναμη με (Chesworth, 2008):
Η διαθέσιμη εδαφική υγρασία μπορεί να πάρει τιμές μεταξύ 0.1 στα χαλίκια και 0.3 στην τύρφη
(Lawrence & Hornberger, 2007). Η διαθέσιμη εδαφική υγρασία είναι το νερό που συγκρατείται στο έδαφος και
μπορεί να ληφθεί από τα φυτά και είναι το πιο σημαντικό για την ανάπτυξη των φυτών.
Το σημείο κατά το οποίο η εδαφική υγρασία έχει μειωθεί σε τέτοιο επίπεδο ώστε οι καλλιέργειες να αρχίζουν
να υφίστανται υδατικό στρες ονομάζεται σημείο ελάχιστης επιτρεπόμενης υγρασίας. Τα φυτά μπορούν να
χρησιμοποιήσουν περίπου το 50% της διαθέσιμης εδαφικής υγρασίας χωρίς να αντιμετωπίσουν υδατικό στρες
(έλλειψη νερού) (Kirkham, 2014).
Σε περιπτώσεις όπου η υγρασία του εδάφους έχει μειωθεί περισσότερο από το σημείο μάρανσης τότε η
περιεχόμενη υγρασία ονομάζεται υπολειμματική υγρασία, θr, και αφορά το νερό του εδάφους που συγκρατείται
τόσο σταθερά στα σωματίδια του εδάφους λόγω της αυξημένης τιμής της μύζησης, ώστε να μην μπορεί να
εξαχθεί από τα φυτά. Το μη διαθέσιμο νερό εξακολουθεί να υπάρχει όταν το έδαφος είναι ξηρότερο από το
σημείο μόνιμης μάρανσης (Kirkham, 2014).
Σε αυτό το σημείο αξίζει να εισαχθεί ένα ακόμα μέγεθος, ο βαθμός κορεσμού, S, (Αντωνόπουλος, 2020)
ο οποίος είναι ο λόγος του όγκου των πόρων που καταλαμβάνεται από νερό προς τον συνολικό όγκο των πόρων,
και δίνεται από τη σχέση:
𝑉𝑤 𝑉𝑤 𝜃
𝑆= = = (3.9)
𝑉𝑣 𝑉𝑛 𝑛
Οι τιμές του βαθμού κορεσμού θεωρητικά μπορούν να κυμαίνονται από 0 (ξηρό) έως 1 (κορεσμένο).
Στην πραγματικότητα, ο βαθμός κορεσμού δεν φτάνει ποτέ τιμές ίσες με 0 ή το 1. Από την άλλη μεριά η
κανονικοποιημένη εδαφική υγρασία, Se, που ονομάζεται επίσης και αποτελεσματικός βαθμός κορεσμού είναι
ένα αδιάστατο μέγεθος που ορίζεται ως εξής (Genuchten, 1980):
𝜃 − 𝜃𝑟
𝑆𝑒 = (3.10)
𝜃𝑠 − 𝜃𝑟
όπου θ είναι η εδαφική υγρασία, θr είναι η υπολειμματική υγρασία και θs είναι η υγρασία κορεσμού, η οποία
ισοδυναμεί με το πορώδες, n.
Στον Πίνακα 3.2 που ακολουθεί συνοψίζονται οι βασικές καταστάσεις τη εδαφικής υγρασίας που
μετρούνται συνήθως και σημειώνονται τα αντίστοιχα όρια της μύζησης και του περιεχόμενου εδαφικού νερού.
Στο Διάγραμμα 3.4 που ακολουθεί απεικονίζονται, για τους τρεις βασικούς τύπους εδαφών, οι καμπύλες
μεταβολής της εδαφικής υγρασίας σε σχέση με τη μεταβολή της μύζησης, τα σημεία υδατοϊκανότητας και
μάρανσης, καθώς και η διαθέσιμη εδαφική υγρασία για κάθε τύπο εδάφους (Λατινόπουλος & Κρεστενίτης,
1998).
Διάγραμμα 3.4 Καμπύλη εδαφικής υγρασίας – μύζησης για τους τρεις βασικούς τύπους εδάφους (Λατινόπουλος &
Κρεστενίτης, 1998).
Συνοψίζοντας, με βάση όλα τα παραπάνω, το εδαφικό νερό ταξινομείται σε τρεις κατηγορίες: 1) το υπερβάλλον
εδαφικό νερό, 2) το διαθέσιμο εδαφικό νερό και 3) το μη διαθέσιμο εδαφικό νερό. Επίσης, το διαθέσιμο εδαφικό
νερό αναλύεται περαιτέρω σε α) άμεσα διαθέσιμο νερό για τα φυτά και β) λιγότερο διαθέσιμο νερό. Το
Διάγραμμα 3.5 είναι μια σχηματική αναπαράσταση αυτής της ταξινόμησης.
Διάγραμμα 3.6 Η χαρακτηριστική καμπύλη της εδαφικής υγρασίας για άμμο (Ss), ιλύ ή αργιλώδη πηλό (Uu), ιλυοπηλό ή
άργιλο (Lu) και άργιλο ή τύρφη (Tt) (https://en.wikipedia.org/wiki/Water_retention_curve#/media/File:Wrc.svg).
3.3.2 Διήθηση
Μέχρι αυτό το σημείο αναλύθηκαν οι μηχανισμοί συγκράτησης και αποθήκευσης του νερού στο έδαφος και
περιγράφηκαν οι λόγοι για τους οποίους τα εδάφη συγκρατούν διαφορετικές ποσότητες νερού. Σε αυτό το
σημείο αξίζει να αναλυθεί ο τρόπος με τον οποίο το νερό κινείται στο εδαφικό προφίλ. Στο γενικό φαινόμενο
της κίνησης του νερού στο έδαφος σημαντικό ρόλο έχει η διήθηση, δηλαδή η κατακόρυφη κίνηση του νερού
από την επιφάνεια του εδάφους προς το εσωτερικό του λόγω της βαρύτητας. Με τον όρο διήθηση περιγράφεται
η διαδικασία με την οποία το νερό από την επιφάνεια του εδάφους εισέρχεται στο έδαφος. H μέγιστη ταχύτητα
με την οποία μπορεί να διεισδύσει το νερό από την επιφάνεια του εδάφους μέσα στο έδαφος ονομάζεται
ταχύτητα διήθησης ή αρχική διηθητικότητα και συμβολίζεται με f ή i. Η διηθητικότητα χαρακτηρίζει την
ικανότητα του εδάφους να απορροφά το επιφανειακό νερό. Η συνήθης μονάδα μέτρησης της διηθητικότητας
είναι σε mm/hr, αλλά γενικά χρησιμοποιούνται και άλλες μονάδες ταχύτητας (Kirkham, 2014). Η
διηθητικότητα μειώνεται καθώς αυξάνεται η εδαφική υγρασία των επιφανειακών στρωμάτων του εδάφους. Ο
Robert Horton (1933) περιέγραψε τη μεταβολή της διηθητικότητας με την πάροδο του χρόνου και πρότεινε ότι
η διηθητικότητα ξεκινά από μια αρχική τιμή που ονομάζεται ταχύτητα διήθησης ή αρχική διηθητικότητα,
μειώνεται γρήγορα κατά την αρχή της βροχόπτωσης και στη συνέχεια τείνει προς μια περίπου σταθερή τιμή,
την τελική ή βασική διηθητικότητα (fc). Στο Διάγραμμα 3.7 φαίνονται οι τυπικές καμπύλες της διηθητικότητας
για εδάφη διαφορετικής μηχανικής σύστασης. Για ένα αμμώδες έδαφος, τόσο η αρχική όσο και η τελική
διηθητικότητα είναι συνήθως μεγαλύτερες από ό,τι για ένα ιλυώδες έδαφος. Η τελική διηθητικότητα για ένα
πολύ αμμώδες έδαφος μπορεί να είναι τόσο μεγάλη όσο η αρχική διηθητικότητα ενός πολύ λεπτόκοκκου
εδάφους (Soil Science Division Staff (USDA-NRCS), 2017).
Από τα προηγούμενα είναι προφανές ότι η πραγματική ταχύτητα διήθησης δεν εξαρτάται μόνο από τη
διηθητικότητα αλλά και από την αρχική υγρασία του εδάφους όπως επίσης και από την ένταση της βροχής, και
είναι μικρότερη της διηθητικότητας. Στο Διάγραμμα 3.8 που ακολουθεί απεικονίζεται η μεταβολή της
διηθητικότητας και της πραγματικής ταχύτητας διήθησης ως προς τον χρόνο. Θεωρητικά, η πραγματική
ταχύτητα διήθησης ακολουθεί τον μειούμενο ρυθμό της καμπύλης της διηθητικότητας (Διάγραμμα 3.8α). Σε
πραγματικές συνθήκες όμως, σε περίπτωση βροχής με μεγάλη ένταση (μεγαλύτερης από τη βασική
διηθητικότητα) η πραγματική ταχύτητα διήθησης διατηρείται ίση με την ένταση της βροχής μέχρι τη χρονική
στιγμή που εξισώνεται με τη διηθητικότητα και στη συνέχεια μειώνεται ακολουθώντας την καμπύλη της
διηθητικότητας. Από εκείνη τη χρονική στιγμή και μετά, ένα μέρος μόνο του επιφανειακού νερού διηθείται στο
έδαφος ενώ το υπόλοιπο συσσωρεύεται στην επιφάνεια του και είτε παραμένει στάσιμο είτε απορρέει
επιφανειακά (Διάγραμμα 3.8β) (Λατινόπουλος & Κρεστενίτης, 1998).
Η διήθηση προκαλείται από πολλούς παράγοντες, όπως η βαρύτητα, οι τριχοειδείς δυνάμεις, η προσρόφηση
και η όσμωση. Πολλά χαρακτηριστικά του εδάφους μπορούν επίσης να διαδραματίσουν ρόλο στον καθορισμό
του ρυθμού με τον οποίο πραγματοποιείται η διήθηση, όπως η έντασης της βροχής, τα χαρακτηριστικά εδάφους
(πορώδες, τύπος εδάφους κ.λπ.), η εδαφική υγρασία, η ύπαρξη οργανικών υλικών στο έδαφος, η φυτοκάλυψη,
η κλίση του εδάφους κ.λπ. (USGS, 2021).
Πίνακας 3.3 Εύρος τιμών της βασικής διηθητικότητας για διάφορους τύπου μηχανικής σύστασης εδάφους (FAO, 1990).
Η διηθητικότητα των εδαφών (όπως και άλλα χαρακτηριστικά τους) έχουν μελετηθεί και καταγραφεί από
πολλές κρατικές υπηρεσίες και οργανισμούς. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής η Υπηρεσία Διατήρησης
των Φυσικών Πόρων (NRCS), έχει χωρίσει τα εδάφη και τα έχει κατατάξει σε τέσσερις κατηγορίες ως προς τη
διηθητικότητα, με βάση το βασική διηθητικότητά τους (A, B, C, D από τη μεγαλύτερη προς τη μικρότερη) (Soil
Science Division Staff (USDA-NRCS), 2017). Η βάση δεδομένων με την κατάταξη των εδαφών είναι διαθέσιμη
μέσω της διεύθυνσης http://websoilsurvey.nrcs.usda.gov/app/HomePage.htm Στην Ευρώπη, αντίστοιχα, το
Ευρωπαϊκό Κέντρο Εδαφολογικών Δεδομένων (ESDAC) έχει πραγματοποιήσει μελέτες και έχει αναπτύξει την
ευρωπαϊκή βάση δεδομένων για τα εδάφη και αρκετά προϊόντα που απεικονίζουν χαρακτηριστικά των εδαφών
όπως η διηθητικότητα για όλη την Ευρώπη συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας. Ένα πολύ χρήσιμο προϊόν
για μια προκαταρκτική μελέτη είναι η 3D βάση δεδομένων των υδραυλικών χαρακτηριστικών των εδαφών της
Ευρώπης μέσω της οποίας παρέχονται αρχεία σε μορφή raster ανάλυσης 250x250m και δίνουν τις μέσες τιμές
της τελικής διηθητικότητας των εδαφών, καθώς και τις τιμές της κορεσμένης εδαφικής υγρασίας, της
υδατοϊκανότητας και του σημείου μάρανσης (Tóth et al., 2017). Όλα τα δεδομένα που έχει συγκεντρώσει το
ESDAC είναι διαθέσιμα μέσω της ιστοσελίδας του (https://esdac.jrc.ec.europa.eu). Τέλος, ειδικά για την
Ελλάδα πολλές χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τα εδάφη είναι δυνατό να ληφθούν από την ιστοσελίδα του
υπουργείου περιβάλλοντος (http://mapsportal.ypen.gr/maps/289), καθώς και από την ιστοσελίδα του
Γεωπληροφοριακού συστήματος Εδαφολογικών Δεδομένων (https://iris.gov.gr/SoilServices/).
Από όσα αναφέρθηκαν μέχρι αυτό το σημείο για τη διηθητικότητα για τη μελέτη ενός αρδευτικού έργου
είναι απαραίτητο να είναι γνωστή η διηθητικότητα των εδαφών της περιοχής μελέτης. Για την εκτίμηση της
διηθητικότητας υπάρχουν μέθοδοι επιτόπου μέτρησής της, οι οποίες πρέπει να εφαρμόζονται σε αρκετά σημεία
της περιοχής που πρόκειται να αρδευτεί. Για την περίπτωση ομοιόμορφης αρχικής εδαφικής υγρασίας και καλά
στραγγιζόμενου εδάφους, υπάρχουν αρκετές προσεγγιστικές μέθοδοι για την εκτίμηση της διήθησης για ένα
μεμονωμένο γεγονός βροχόπτωσης. Μεταξύ αυτών είναι η μέθοδος των Green και Ampt (1911), Parlange et
al. (1982), εκτός όμως από αυτές υπάρχουν και αρκετές εμπειρικές μέθοδοι, όπως η μέθοδος SCS, η μέθοδος
Horton κ.λπ. που βασίζονται στην προσαρμογή μιας καμπύλης που περιγράφει καλύτερα το φαινόμενο.
Ακολουθεί η συνοπτική περιγραφή των σημαντικότερων από αυτές.
όπου Ψ είναι η μύζηση (σε m), θ η εδαφική υγρασία, K η υδραυλική αγωγιμότητα του εδάφους (m/s), F(t) είναι
ο συνολικός όγκος του διηθούμενου νερού ανηγμένο στην έκταση (σε m ή mm). Με την ολοκλήρωση της
προηγούμενης εξίσωσης, μπορεί να υπολογιστεί είτε ο συνολικός όγκος του διηθούμενου είτε η στιγμιαία
διηθητικότητα:
𝐹(𝑡)
𝐹(𝑡) = 𝐾𝑡 + 𝜓 𝛥𝜃 𝑙𝑛 [1 + ] (3.13)
𝜓 𝛥𝜃
Ο συνολικός διηθούμενος όγκος του νερού υπολογίζεται από την προηγούμενη εξίσωση με δοκιμές, ενώ
χρησιμοποιώντας το αποτέλεσμα αυτής της εξίσωσης, μπορεί να υπολογιστεί η στιγμιαία διηθητικότητα για τη
χρονική στιγμή t που υπολογίστηκε το F.
𝜓 𝛥𝜃
𝑓(𝑡) = 𝐾 [ + 1] (3.14)
𝐹(𝑡)
όπου, ft είναι η διηθητικότητα τη χρονική στιγμή t, f0 είναι η αρχική ή η μέγιστη διηθητικότητα, fc είναι η τελική
διηθητικότητα, k είναι μια σταθερά που χαρακτηρίζει το έδαφος. Η εξίσωση του Horton μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για να βρεθεί ο συνολικός όγκος του διηθούμενου νερού, F, μετά από χρόνο t, σύμφωνα με την
εξίσωση που ακολουθεί:
(𝑓0 − 𝑓𝑐 )
𝐹𝑡 = 𝑓𝑐 𝑡 + (1 − 𝑒 −𝑘𝑡 ) (3.16)
𝑘
𝑓 = 𝑘𝑡 𝑎 (3.17)
όπου f = ∫f dt είναι η αθροιστική διηθητικότητα και k και a σταθερές που εκτιμώνται από τα πειραματικά
δεδομένα. H τιμή του n είναι θετική αλλά μικρότερη της μονάδας. Έτσι τελικά, η διηθητικότητα προκύπτει ίση
με:
Το σημαντικότερο πρόβλημα της εξίσωσης του Kostiakov είναι ότι οδηγεί τελικά σε μηδενική τιμή της
διηθητικότητας. Στην πραγματικότητα, όπως ήδη αναφέρθηκε, η διηθητικότητα προσεγγίζει μια συγκεκριμένη
σταθερή τιμή. Είναι προφανές ότι η προηγούμενη εξίσωση ισχύει με ακρίβεια μόνο για μικρούς χρόνους
εφαρμογής της. Η παραλλαγή των Kostiakov – Lewis, που είναι γνωστή ως τροποποιημένη εξίσωση Kostiakov,
διορθώνει αυτό το πρόβλημα με την προσθήκη ενός όρου (f0) που προσεγγίζει, αλλά δεν ισούται απαραίτητα
με την τελική διηθητικότητας (Walker & Skogerboe, 1987).
Το ολοκλήρωμα της προηγούμενης εξίσωσης δίνει τον συνολικό όγκο του διηθούμενου νερού και δίνεται
από την εξίσωση:
𝐹(𝑡) = 𝑘𝑡 𝑎 + 𝑓0 𝑡 (3.20)
Στον Πίνακα 3.4 που ακολουθεί δίνονται οι βασικές μέσες τιμές των σταθερών k και a, καθώς και οι
ενδεικτικές μέσες τιμές της τελικής διηθητικότητας, οι οποίες μπορεί να είναι χρήσιμες σε πρακτικές εφαρμογές
της εμπειρικής σχέσης του Kostiakov. Για να χρησιμοποιηθούν οι τιμές του πίνακα πρέπει ο χρόνος t να
μετριέται σε min και η αθροιστική διηθητικότητα F σε mm.
Πίνακας 3.4 Παράμετροι της εξίσωσης Kostiakov για την εκτίμηση της διηθητικότητας των εδαφών.
3.4 Εξατμισοδιαπνοή
Γενικά, η εξατμισοδιαπνοή (ΕΤ) είναι το άθροισμα της εξάτμισης (Ε) του νερού από την επιφάνεια του εδάφους
και της διαπνοής (T) του από τα φυτά (Εικόνα 3.2). Ο ορισμός της εξατμισοδιαπνοής ποικίλλει κατά
περίπτωση. Ορισμένοι ορισμοί περιλαμβάνουν την εξάτμιση από επιφανειακά υδάτινα σώματα, ακόμη και από
τους ωκεανούς (USGS, 2019). Με βάση το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου, η ανάλυση της εξατμισοδιαπνοής
που θα ακολουθήσει δεν θα περιλαμβάνει την εξάτμιση από επιφανειακά ύδατα. Εδώ, η εξατμισοδιαπνοή
ορίζεται ως το άθροισμα του νερού που χάνεται στην ατμόσφαιρα από την επιφάνεια του εδάφους, την εξάτμιση
από το νερό που περιέχεται στο έδαφος ως εδαφική υγρασία και τη διαπνοή του νερού από τα φυτά των οποίων
οι ρίζες αντλούν το νερό από την περιεχόμενη στο έδαφος υγρασία. Η διαπνοή ως συνιστώσα της
εξατμισοδιαπνοής είναι ουσιαστικά η εξάτμιση του νερού από τα φύλλα των φυτών. Η διαπνοή συμβάλλει
σημαντικά στη διαμόρφωση της ατμοσφαιρικής υγρασίας αφού, σύμφωνα με διάφορες μελέτες αντιπροσωπεύει
περίπου το 10 % της υγρασίας της ατμόσφαιρας, ενώ οι ωκεανοί και τα άλλα επιφανειακά υδάτινα σώματα
(λίμνες και ποτάμια) συμβάλλουν στο υπόλοιπο 90%.
z
Εικόνα 3.2 Γραφική απεικόνιση της εξατμισοδιαπνοής (τροποποιήθηκε και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη διεύθυνση
https://en.wikipedia.org/wiki/Evapotranspiration#/media/File:Surface_water_cycle.svg).
Δυνητική εξάτμιση (potential evaporation), Ep, είναι η μέγιστη τιμή της εξάτμισης του νερού από την
επιφάνεια του εδάφους. Αφορά έδαφος το οποίο είναι υγρό σε όλη του την έκταση. Η δυνητική εξάτμιση
εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τις συνθήκες που επικρατούν στην ατμόσφαιρα και τα χαρακτηριστικά
της επιφάνειας του εδάφους.
Δυνητική εξατμισοδιαπνοή (potential evapotranspiration), ETp, είναι η ποσότητα νερού που θα
εξατμιζόταν και θα διαπνεόταν από μια συγκεκριμένη καλλιέργεια, εάν υπήρχε επαρκής ποσότητα νερού,
η απαραίτητη ενέργεια για να πραγματοποιηθεί η εξάτμιση και η κατώτερη ατμόσφαιρα ήταν σε θέση να
μεταφέρει την εξατμιζόμενη υγρασία μακριά από την επιφάνεια της γης. Η δυνητική εξατμισοδιαπνοή
είναι υψηλότερη το καλοκαίρι, όταν υπάρχει αυξημένη ηλιακή ακτινοβολία και όταν πνέουν άνεμοι. Η
δυνητική εξατμισοδιαπνοή εκφράζεται ως ύψος νερού στη μονάδα του χρόνου (mm/day). Η πραγματική
εξατμισοδιαπνοή δεν μπορεί ποτέ να είναι μεγαλύτερη από τη δυνητική εξατμισοδιαπνοή, αλλά μπορεί
να είναι μικρότερη εάν δεν υπάρχει αρκετό νερό προς εξάτμιση ή εάν τα φυτά δεν μπορούν να
διαπνεύσουν εύκολα. Η μέση ετήσια δυνητική εξατμισοδιαπνοή συχνά συγκρίνεται με τη μέση ετήσια
βροχόπτωση, P. Ο λόγος της βροχόπτωσης προς τη δυνητική εξατμισοδιαπνοή ονομάζεται δείκτης
ξηρότητας.
Εξατμισοδιαπνοή καλλιέργειας αναφοράς ή εξατμισοδιαπνοή αναφοράς (reference evapotranspiration),
ET0, είναι η ένταση με την οποία το νερό, αν είναι άμεσα διαθέσιμο, εξατμίζεται και διαπνέεται από μια
καλλιέργεια αναφοράς, η οποία καλύπτει ομοιόμορφα το έδαφος, έχει ομοιόμορφο ύψος ενώ υπάρχει
επαρκής εδαφική υγρασία. Οι καλλιέργειες αναφοράς είναι το γρασίδι με ομοιόμορφο ύψος 8-15 cm ή η
μηδική (τριφύλλι) με μέσο ύψος 50 cm. H εξατμισοδιαπνοή της καλλιέργειας αναφοράς εκφράζεται
συνήθως ως ισοδύναμο ύψος νερού στη μονάδα του χρόνου (mm/day).
Εξατμισοδιαπνοή καλλιέργειας (crop evapotranspiration), ETc, είναι η ένταση με την οποία νερό, αν είναι
άμεσα διαθέσιμο, εξατμίζεται και διαπνέεται από μια καλλιέργεια που αναπτύσσεται επιτυγχάνοντας το
μέγιστο της ανάπτυξής της. H εξατμισοδιαπνοή της καλλιέργειας εκφράζεται συνήθως ως ισοδύναμο
ύψος νερού στη μονάδα του χρόνου (mm/day). Η εξατμισοδιαπνοή της καλλιέργειας αναφέρεται επίσης
και ως μέγιστη εξατμισοδιαπνοή (ETmax). Η διαφορά μεταξύ της εξατμισοδιαπνοής της καλλιέργειας και
της βροχόπτωσης χρησιμοποιείται για κατάστρωση των προγραμμάτων της άρδευσης.
Πραγματική εξατμισοδιαπνοή καλλιέργειας (actual evapotranspiration), ETa, είναι η ένταση με την οποία
το νερό εξατμίζεται και διαπνέεται από μια καλλιέργεια που αναπτύσσεται κάτω από συνήθεις συνθήκες.
H πραγματική εξατμισοδιαπνοή μιας καλλιέργειας εκφράζεται συνήθως ως ισοδύναμο ύψος νερού στη
μονάδα του χρόνου (mm/day). Η πραγματική εξατμισοδιαπνοή θα ισούται με τη δυνητική
εξατμισοδιαπνοή όταν είναι διαθέσιμο άφθονο νερό. Σε περιοχές που δεν αρδεύονται, είναι προφανές ότι
θα ισχύει ETa < ETc. Επίσης η πραγματική εξατμισοδιαπνοή συνήθως δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη
από τη βροχόπτωση. Στην πραγματικότητα θα είναι μικρότερη επειδή ένα μέρος του νερού της βροχής
θα χαθεί λόγω της διήθησης ή της επιφανειακής απορροής. Εξαίρεση αποτελούν οι περιοχές με υψηλό
υδροφόρο ορίζοντα, όπου η τριχοειδής ανύψωση μπορεί να προκαλέσει την άνοδο του νερού από τα
υπόγεια ύδατα στην επιφάνεια.
ETc = P + IR − R − I ± Δθ (3.21)
όπου, P η βροχόπτωση που δέχεται η περιοχή μελέτης, IR το νερό που προστίθεται μέσω της άρδευσης, R η
επιφανειακή απορροή, I η βαθιά διήθηση, Δθ η μεταβολή της εδαφικής υγρασίας μεταξύ της αρχής και του
τέλους της περιόδου εφαρμογής της μεθόδου.
όπου, ETc είναι η εξατμισοδιαπνοή της υπό μελέτη καλλιέργειας, ET0 η εξατμισοδιαπνοή αναφοράς και Kc o
φυτικός συντελεστής.
Για τον υπολογισμό της εξατμισοδιαπνοής αναφοράς έχουν αναπτυχθεί αρκετές μέθοδοι. Οι πιο γνωστές
από αυτές είναι: η μέθοδος Blaney – Criddle, η μέθοδος Thornthwaite, η τροποποιημένη μέθοδος Penman κατά
FAO-24, η μέθοδος FAO-56 Penman – Monteith όπως επίσης και η μέθοδος ASCE – standardized Penman –
Monteith, η μέθοδος Hargreaves – Samani και η μέθοδος Priestley – Taylor (Allen et al., 1998; Κουτσογιάννης
& Ξανθόπουλος, 2016; Παπαμιχαήλ & Μπαμπατζιμόπουλος, 2014). Η μέθοδος που χρησιμοποιείται ευρύτερα
σήμερα για τον υπολογισμό της εξατμισοδιαπνοής αναφοράς είναι η εξίσωση Penman. Η παραλλαγή FAO-56
Penman – Monteith συνιστάται από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του Οργανισμού Ηνωμένων
Εθνών (Allen et al., 1998), καθώς και από την Αμερικανική Εταιρεία Πολιτικών Μηχανικών (ASCE) (Rojas &
Sheffield, 2013) και θεωρείται ότι αποτελεί την πιο ακριβής μέθοδο υπολογισμού της εξατμισοδιαπνοής
αναφοράς χορτοτάπητα, έχει φυσική βάση και συμπεριλαμβάνει βιολογικές και κλιματικές παραμέτρους.
Επίσης το μοντέλο SWAT το οποίο είναι ένα από τα πολλά υδρολογικά μοντέλα που έχουν ενσωματωθεί στα
Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS) κάνει την εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής χρησιμοποιώντας τη
μέθοδο Penman – Monteith (Gassman et al., 2007). Από την άλλη μεριά, η απλούστερη εξίσωση των Blaney –
Criddle ήταν δημοφιλής στις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες για πολλά χρόνια, αλλά δεν είναι τόσο ακριβής για
περιοχές με υψηλότερες τιμές υγρασίας (Allen et al., 1998). Η μέθοδος Blaney – Criddle χρησιμοποιήθηκε κατά
κόρον και στην Ελλάδα, καθώς ο «προσδιορισμός των κατώτατων και των ανώτατων ορίων των αναγκαίων
ποσοτήτων για την ορθολογική χρήση νερού στην άρδευση», όπως ορίζεται από την ΚΥΑ 16/6631/1989 (που
ισχύει ακόμα και σήμερα), βασίστηκε σε αυτή. Αξιολόγηση της μεθόδου Blaney-Criddle, που έγινε στην
Ελλάδα, έδειξε ότι με τη μέθοδο αυτή εκτιμώνται αρκετά μεγαλύτερες τιμές της εξατμισοδιαπνοής από αυτές
που παρατηρούνται (Λατινόπουλος & Κρεστενίτης, 1998). Στις ενότητες που ακολουθούν παρουσιάζονται και
αναλύονται για τους προφανείς λόγους οι μέθοδοι Blaney – Criddle και FAO-56 Penman – Monteith.
όπου ETo είναι η μηνιαία εξατμισοδιαπνοή (mm/month), ki o μηνιαίος φυτικός συντελεστής, T μέση μηνιαία
θερμοκρασία της ατμόσφαιρας σε oC και pi το μέσο μηνιαίο ποσοστό των ωρών της μέρας (Brouwer et al.,
1990).
900
0.408 ∙ 𝛥 ∙ (𝑅𝑛 − 𝐺) + 𝛾 ∙ ∙ 𝑈 ∙ (𝑒𝑠 − 𝑒𝑎 )
𝐸𝑇0 = 𝛵 + 273 2 (3.24)
𝛥 + 𝛾 ∙ (1 + 0.34 ∙ 𝑈2 )
όπου ΕΤ0 είναι η εξατμισοδιαπνοή αναφοράς (mm/d), Τ η μέση ημερήσια θερμοκρασία (oC), γ η ψυχρομετρική
σταθερά (kPa/oC), Δ η κλίση της καμπύλης στη σχέση πίεσης κορεσμού των υδρατμών και θερμοκρασίας
(kPa/oC), U2 η μέση ταχύτητα του ανέμου σε ύψος 2 m από την επιφάνεια του εδάφους (m/s), es η πίεση
κορεσμού των υδρατμών (kPa), ea η πραγματική πίεση των υδρατμών (kPa), es - ea το έλλειμμα πίεσης των
κορεσμένων υδρατμών, Rn η καθαρή ηλιακή ακτινοβολία (MJ/m2/d), G η κατακόρυφη ροή ενέργειας από το
έδαφος που μετατρέπεται σε λανθάνουσα θερμική ενέργεια (MJ/m2/d), 900 ο συντελεστής της καλλιέργειας
αναφοράς (γρασίδι), 0.34 ο συντελεστής της ταχύτητας του ανέμου για την καλλιέργεια αναφοράς (γρασίδι).
Η ψυχρομετρική σταθερά, γ, η κλίση της καμπύλης στη σχέση πίεσης κορεσμού των υδρατμών και
θερμοκρασίας Δ, η μέση ταχύτητα του ανέμου σε ύψος 2 m από την επιφάνεια του εδάφους U2, η πίεση
κορεσμού των υδρατμών es, η πραγματική πίεση των υδρατμών ea, το έλλειμμα πίεσης των κορεσμένων
υδρατμών, es - ea, η καθαρή ηλιακή ακτινοβολία Rn, και η κατακόρυφη ροή ενέργειας από το έδαφος που
μετατρέπεται σε λανθάνουσα θερμική ενέργεια G, είναι μεγέθη που πρέπει να υπολογιστούν για τις ανάγκες
εφαρμογής της μεθόδου και προκύπτουν από τα διαθέσιμα δεδομένα και από στοιχεία σχετικά με τη θέση της
περιοχής μελέτης. Στο παράδειγμα εφαρμογής της μεθόδου που ακολουθεί παρουσιάζονται και αναλύονται οι
εξισώσεις μέσω των οποίων προκύπτουν οι τιμές όλων αυτών των παραμέτρων.
𝑃 ∙ 1.013 ∙ 10−3
𝛾=
0.662 ∙ 𝜆
όπου λ η λανθάνουσα θερμότητα εξάτμισης που δίνεται από τη σχέση:
και P (Pa) η ατμοσφαιρική πίεση στην επιφάνεια της γης, η οποία δίνεται από τη σχέση και για υψόμετρο
εδάφους, z = 6m προκύπτει:
17.27∙𝑇𝑚𝑖𝑛
( )
𝑒𝑠𝑇 = 0.6108 ∙ 𝑒 𝑇𝑚𝑖𝑛 +237.3 = 1.19 𝑘𝑃𝑎
𝑚𝑖𝑛
Οπότε:
𝑒𝑆𝑡𝑚𝑎𝑥 + 𝑒𝑆𝑡𝑚𝑖𝑛
𝑒𝑆 = = 1.70 𝑘𝑃𝑎
2
Η πραγματική πίεση των υδρατμών ea υπολογίζεται από τη σχετικής υγρασίας, RH, που έχει μετρηθεί
από τον σταθμό ίση με 90.1% και την πίεση κορεσμού των υδρατμών που υπολογίστηκε μόλις:
𝑅𝐻 ∙ 𝑒𝑠 90.1 ∙ 1.70
𝑒𝑎 = = = 1.54 𝑘𝑃𝑎
100 100
Η κλίση της καμπύλης στη σχέση πίεσης – κορεσμού των υδρατμών, Δ, υπολογίζεται από τη σχέση που
ακολουθεί, για τιμή πίεσης κορεσμού, es, που αντιστοιχεί στη μέση τιμή της θερμοκρασίας και υπολογίζεται
όπως και προηγούμενα, δηλαδή, 𝑒𝑆𝑇𝑚𝑒𝑎𝑛 = 1.54 kPa:
𝑅𝑛 = 𝑅𝑛𝑠 − 𝑅𝑛𝑙
Η καθαρή μικρού κύματος ακτινοβολία Rns προκύπτει από την προσπίπτουσα ηλιακή ακτινοβολία RS που
δίνεται σε Watt/m2, οπότε και μετατρέπεται σε ΜJ/m2/d:
𝑊𝑎𝑡𝑡 𝑀𝐽
𝑅𝑆 = 188.6 2
= 0.0864 ∙ 188.6 2 = 16.30 𝑀𝐽/𝑚2 /𝑑
𝑚 𝑚 ∙𝑑
Η καθαρή μικρού κύματος ακτινοβολία Rns υπολογίζεται από τη σχέση που ακολουθεί λαμβάνοντας τον
συντελεστή ανακλαστικότητας α ίσο με 0.23. Γενικά, η ημερήσια ανακλαστικότητα των περισσότερων
χαμηλών, ετήσιων και πολυετών καλλιεργειών που καλύπτουν πλήρως το έδαφος, κυμαίνεται από 0.20-0.25.
Στην περίπτωση που το έδαφος καλύπτεται από χορτοτάπητα, το α = 0.23:
όπου σ η σταθερά των Stefan – Boltzmann η οποία είναι ίση με 4.910-9 MJ/m2/K4/d, Rs η προσπίπτουσα ηλιακή
ακτινοβολία, RSO η ακτινοβολία ολικής αιθρίας η οποία είναι το 75% της εξωγήινης ακτινοβολίας RA, ea η
πραγματική πίεση των υδρατμών που υπολογίστηκε νωρίτερα, ενώ Tkmax και Tkmin είναι η μέγιστη και η ελάχιστη
θερμοκρασία σε βαθμούς Kelvin. Οπότε, αρχικά υπολογίζεται η εξωγήινη ακτινοβολία RA από τη σχέση:
24 ∙ 60
𝑅𝐴 = 𝐺𝑆𝐶 𝑑𝑟 [𝜔𝑠 𝑠𝑖𝑛 𝜑 𝑠𝑖𝑛 𝛿 + 𝑐𝑜𝑠 𝜑 𝑐𝑜𝑠 𝛿 𝑠𝑖𝑛 𝜔𝑠 ]
𝜋
όπου GSC είναι η ηλιακή σταθερά η οποία είναι ίση με 0.082 MJ/m2, dr η σχετική απόσταση γης – ηλίου, ωs η
γωνία της ώρας δύσης του ηλίου σε ακτίνια, φ το γεωγραφικό πλάτος της περιοχής μελέτης σε ακτίνια, το οποίο
στην προκειμένη περίπτωση είναι ίσο με 0.70984 rad και δ η κλίση του ηλίου σε ακτίνια. Η σχετική απόσταση
γης – ηλίου, dr, η γωνία της ώρας δύσης του ηλίου, ωs και η κλίση του ηλίου σε ακτίνια, δ, εξαρτώνται από την
ημέρα του έτους, J, η οποία προκύπτει από τη σχέση:
275𝑀
𝛪𝛮𝛵 𝐽 = ( − 30 + 𝐷) − 2
9
όπου Μ ο αριθμός του μήνα και D η ημέρα του μήνα. Το αποτέλεσμα της προηγούμενης εξίσωσης λαμβάνεται
ως ακέραιος αριθμός. Αν M < 3, τότε J = J +2, ενώ αν το έτος είναι δίσεκτο και M > 2, τότε J = J+1. Για
μηνιαίες τιμές, το J μπορεί να υπολογιστεί, για το μέσο κάθε μήνα ως J = 30.4 – M – 15 (ακέραιος). Για την 1η
275∙4
Απριλίου 2016 που είναι το ζητούμενο του παραδείγματος, J = ( 9 − 30 + 1) − 2 = 91.22 = 91 και επειδή
το 2016 ήταν δίσεκτο και M > 2, J = 92. Έτσι, ο υπολογισμός των μεγεθών που εκκρεμούσε έως τώρα προκύπτει
ως εξής:
2π𝐽 2π 92
δ = 0.4093 sin ( − 1.39) = 0.4093 sin ( − 1.39) = 0.078264 𝑟𝑎𝑑
365 365
ω𝑠 = cos −1 (− tan φ tan δ) = cos−1(− tan 0.70984 tan 0.078264) = 1.64 𝑟𝑎𝑑
2𝜋𝐽 2𝜋 ∙ 92
𝑑𝑟 = 1 + 0.033 𝑐𝑜𝑠 ( ) = 1 + 0.033 𝑐𝑜𝑠 ( ) = 0.99 𝑟𝑎𝑑
365 365
Η τιμή της κατακόρυφης ροής ενέργειας από το έδαφος που μετατρέπεται σε λανθάνουσα θερμική G,
σύμφωνα με τη βιβλιογραφία για ημερήσιες εκτιμήσεις της εξατμισοδιαπνοής μπορεί λαμβάνεται ίση με το
μηδέν. Σε ό,τι αφορά τις μηνιαίες εκτιμήσεις της εξατμισοδιαπνοής η τιμή της κατακόρυφης ροής ενέργειας
από το έδαφος που μετατρέπεται σε λανθάνουσα θερμική, G, υπολογίζεται κατά περίπτωση. Αν η μέση μηνιαία
θερμοκρασία του επόμενου μήνα από τον μήνα που αφορά την εκτίμηση είναι γνωστή, τότε:
Ενώ αν η μέση μηνιαία θερμοκρασία του επόμενου μήνα από το μήνα που αφορά την εκτίμηση είναι
άγνωστη, τότε:
Έχοντας υπολογίσει όλες τις τιμές όλων των απαραίτητων παραμέτρων η τιμή της εξατμισοδιαπνοής
αναφοράς που προκύπτει από τη μέθοδο FAO-56 Penman – Monteith υπολογίζεται ως:
900
0.408 ∙ 𝛥 ∙ (𝑅𝑛 − 𝐺) + 𝛾 ∙ 𝛵 + 273 ∙ 𝑈2 ∙ (𝑒𝑠 − 𝑒𝑎 )
ET0 = = 2.17𝑚𝑚
𝛥 + 𝛾 ∙ (1 + 0.34 ∙ 𝑈2 )
Πίνακας 3.5 Διάρκεια της βλαστικής περιόδου, ημερομηνίες σποράς και συγκομιδής και φυτικοί συντελεστές βασικών
καλλιεργειών για κάθε στάδιο ανάπτυξης.
Βιομηχανική
Βαμβάκι Καλαμπόκι Ρύζι Τεύτλα Μηδική
τομάτα
Διάρκεια βλαστικής περιόδου (ημέρες) 160 150 150 115 180 46
Ημερομηνία φύτευσης/ σποράς 25-Απρ 20-Απρ 15-Μαϊ 16-Μαϊ 15-Απρ 1-Απρ
Αρχικό στάδιο (ημέρες) 30 25 30 25 25 15
με φυτικό συντελεστή 0.35 0.4 1.05 0.5 0.35 0.4
Στάδιο ταχείας ανάπτυξης (ημέρες) 60 40 30 35 45 31
με μέση τιμή φυτικού συντελεστή 0.575 0.8 1.125 0.775 0.775 0.675
Στάδιο μέσης περιόδου (ημέρες) 45 60 60 35 90 -
με φυτικό συντελεστή 0.8 1.2 1.2 1.05 1.2 0.95
Τελικό στάδιο (ημέρες) 25 25 30 20 15 -
με φυτικό συντελεστή 0.45 0.35 0.75 0.65 0.7 -
Ημερομηνία συγκομιδής 1-Οκτ 15-Σεπ 11-Οκτ 7-Σεπ 11-Οκτ κάθε 46 ημ.
𝜆𝐸 = 𝑅𝑛 − 𝐺 − 𝐻 (3.25)
όπου λE ονομάζεται και ροή λανθάνουσας θερμότητας και είναι η ενέργεια που απαιτείται για την αλλαγή της
φάσης του νερού από υγρή σε αέρια, Rn είναι η καθαρή ακτινοβολία, G είναι η ροή θερμότητας του εδάφους
και H είναι η ροή αισθητής θερμότητας.
𝛲𝑒 = 𝑃 − (𝐶 + 0.125 ∙ 𝛲) (3.26)
Σε αυτή την εξίσωση οι μονάδες της μηνιαίας ωφέλιμης βροχόπτωσης Pe, του μηνιαίου ύψους βροχής,
Pt, και της μηνιαίας εξατμισοδιαπνοής της καλλιέργειας, ETc, είναι σε mm/μήνα με την προϋπόθεση ότι Pt >
2.81 mm, ενώ SF(D) είναι μια συνάρτηση προσαρμογής που εκφράζει το αποθηκευμένο νερό στο έδαφος και
ισούται με τη μονάδα, όταν D = 75 mm (Παπαμιχαήλ & Μπαμπατζιμόπουλος, 2014), ενώ για οποιαδήποτε
άλλη τιμή του D σε mm, η συνάρτηση SF(D) υπολογίζεται από την εξίσωση:
2 3
𝑆𝐹(𝐷) = 0.53 + 0.0116 ∙ 𝐷 − 8.94 ∙ 10−5∙ 𝐷 + 2.32 ∙ 10−7∙ 𝐷 (3.28)
Οι ανάγκες των καλλιεργειών σε νερό δηλαδή, η εξατμισοδιαπνοή της καλλιέργειας, ETc, θα πρέπει να
καλυφθούν από την ποσότητα του νερού που προέρχεται από την ωφέλιμη βροχόπτωση, τη μεταβολή της
διαθέσιμης εδαφικής υγρασίας της ζώνης του ριζοστρώματος στην αρχή της βλαστικής περιόδου, ΔSW, και το
υπόγειο νερό που ανεβαίνει μέσω της τριχοειδούς ανύψωσης στη ζώνη του ριζοστρώματος από τον υδροφορέα,
G, έτσι γράφοντας ανάλογα της εξίσωση του υδατικού ισοζυγίου για τη ζώνη του ριζοστρώματος, το έλλειμμα
του νερού θα πρέπει να καλυφθεί με την παροχή αρδευτικού νερού σύμφωνα με την εξίσωση:
𝐹𝑛 = 𝐸𝑇𝑐 − 𝑃𝑒 − 𝛶𝑎 − 𝐺 (3.29)
όπου, Ve είναι ο όγκος του νερού που εξατμίζεται (m3), Vs ο όγκος του νερού που διηθείται (m3), Vi ο όγκος του
νερού που εισρέει στον ταμιευτήρα (m3), Vo ο όγκος του νερού που εξέρχεται από τον ταμιευτήρα προς το
δίκτυο άρδευσης (m3) και ΔS η μεταβολή του όγκου του αποθηκευμένου νερού (m3).
Από τα έργα συλλογής νερού το νερό μεταφέρεται στον αγρό μέσω του δικτύου μεταφοράς και του
δικτύου διανομής. Στη διαδρομή που κάνει το νερό εντός του δικτύου υπάρχουν απώλειες που σχετίζονται με
όπου, Ec είναι η αποδοτικότητα του δικτύου διανομής (%), Vf είναι ο όγκος του νερού που φτάνει στον αγρό
(m3) και Vd είναι ο όγκος του νερού που εξέρχεται από την πηγή (m3). Η αποδοτικότητα του δικτύου διανομής,
Ec, ισχύει επίσης και για μεμονωμένες διώρυγες ή αγωγούς μεταφοράς. Η συνολική Ec του δικτύου μεταφοράς
και διανομής σε αυτή την περίπτωση υπολογίζεται ως το γινόμενο της απόδοσης των επιμέρους στοιχείων, Eci,
όπου i δείκτης που αντιστοιχεί στο στοιχείο του δικτύου. Συνήθως, οι απώλειες μεταφοράς είναι πολύ
χαμηλότερες σε δίκτυα κλειστών αγωγών σε σύγκριση με τις μη επενδεδυμένες ή επενδεδυμένες διώρυγες.
Ακόμη και η απόδοση μεταφοράς των επενδεδυμένων καναλιών μπορεί να μειωθεί με την πάροδο του χρόνου
λόγω φθοράς του υλικού ή κακής συντήρησης.
Όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα η ποσότητα του νερού που μπορεί στην πράξη να αξιοποιηθεί από
τις καλλιέργειες είναι αυτή που ονομάζεται διαθέσιμη εδαφική υγρασία και ορίζεται από δύο όρια: την
υδατοϊκανότητα και το σημείο ελάχιστης επιτρεπόμενης υγρασίας. Για αυτό τον λόγο ορίζεται η λεγόμενη
αποτελεσματικότητα εφαρμογής, Ea. Η αποτελεσματικότητα εφαρμογής αφορά την πραγματική αποθήκευση του
νερού στη ζώνη του ριζοστρώματος για την κάλυψη των αναγκών της καλλιέργειας σε νερό σε σχέση με το
νερό που εφαρμόζεται στον αγρό. Η αποτελεσματικότητα εφαρμογής περιλαμβάνει τις τυχόν απώλειες
εφαρμογής λόγω εξάτμισης, διήθησης κάτω από τη ζώνη του ριζοστρώματος, επιφανειακή απορροή από τον
αγρό κ.λπ. Η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής ορίζεται ως εξής:
𝑉𝑠
𝐸𝑎 = 100 ∙ ( ) (3.32)
𝑉𝑓
όπου, Ea είναι η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής (%), Vs είναι ο όγκος του νερού που αποθηκεύεται στη
ζώνη του ριζοστρώματος (m3), Vf είναι ο όγκος του νερού που φτάνει στον αγρό μέσω του δικτύου διανομής
(m3).
H αρδευτική αποδοτικότητα E συνήθως ταυτίζεται με την αποδοτικότητα του αρδευτικού δικτύου ως
συνόλου και προκύπτει ως το γινόμενο των συντελεστών απόδοσης που περιγράφηκαν νωρίτερα. Έτσι τελικά,
η αποδοτικότητα του δικτύου Ep εκφράζεται από τη σχέση:
𝐸 = 𝐸𝑝 = 𝐸𝑟 ∙ 𝐸𝑐 ∙ 𝐸𝑎 (3.33)
H εκτίμηση της αποδοτικότητας του δικτύου είναι απαραίτητη κατά τον σχεδιασμό ενός αρδευτικού
δικτύου για τον καθορισμό της ποσότητας του νερού που πρέπει να εξασφαλιστεί έτσι ώστε οι η άρδευση των
καλλιεργειών να είναι αποτελεσματική. Γενικά οι τιμές της αποδοτικότητας των δικτύων εξαρτώνται από τον
τύπου του δικτύου και τη μέθοδο άρδευσης και οι τιμές τους κυμαίνονται από 0.20 για επιφανειακά δίκτυα με
ελλιπή συντήρηση έως 0.95 για καλά συντηρημένα δίκτυα που λειτουργούν υπό πίεση (Παπαμιχαήλ &
Μπαμπατζιμόπουλος, 2014).
όπου Fn είναι οι καθαρές ανάγκες της καλλιέργειας σε νερό άρδευσης (mm), θα είναι η διαθέσιμη υγρασία, ρb
είναι η φαινόμενη πυκνότητα (gr/cm3), και Dr είναι το βάθος του ριζοστρώματος (mm).
Επίσης, για να επιτευχθεί η κατάσταση της υδατοϊκανότητας στο έδαφος, ο ρυθμός της εφαρμογής του
νερού θα πρέπει να είναι τέτοιος ώστε η διηθητικότητα του εδάφους να επιτρέπει την απορρόφηση του νερού
που εφαρμόζεται. Κατά συνέπεια, ο χρόνος που απαιτείται για την εφαρμογή του νερού και την απορρόφησή
του από το έδαφος ονομάζεται διάρκεια άρδευσης t, και εξαρτάται από το ύψος του νερού που εφαρμόζεται,
τον ρυθμό με τον οποίο εφαρμόζεται και τη διηθητικότητα του εδάφους. Η διάρκεια της άρδευσης μπορεί να
υπολογιστεί από την εξίσωση του Kostiakov, λύνοντάς την ως προς τον χρόνο:
𝐹𝑡 1/𝑎
𝑡=( ) (3.35)
𝑘
όπου t η διάρκεια της άρδευσης (min), Ft το ολικό ύψος νερού άρδευσης (mm) και a και k οι σταθερές της
εξίσωσης του Kostiakov.
Από την άλλη μεριά, ο χρόνος που απαιτείται για την απορρόφηση του νερού από τα φυτά εξαρτάται από
τον ρυθμό της εξατμισοδιαπνοής της καλλιέργειας, ETc. Έτσι ορίζεται το εύρος της άρδευσης, m, το οποίο είναι
ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ δύο αρδεύσεων και δίνεται από την εξίσωση:
𝐹𝑛
𝑚= (3.36)
𝐸𝑇𝑐
όπου m είναι το εύρος άρδευσης σε ημέρες, Fn είναι το καθαρό ύψος του χορηγούμενου αρδευτικού νερού
(mm) και ETc είναι η εξατμισοδιαπνοή καλλιέργειας (mm/day). Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι το
εύρος της άρδευσης δεν είναι σταθερό μέγεθος, αφού τα μεγέθη από τα οποία εξαρτάται μεταβάλλονται κατά
τη διάρκεια της αρδευτικής περιόδου.
Allen, R. G., Pereira, L. S., Raes, D., & Smith, M. (1998). Guidelines for computing crop water requirements -
FAO Irrigation and drainage paper 56. In Food and Agriculture Organization.
Allen, R. G., Tasumi, M., & Trezza, R. (2007). Satellite-Based Energy Balance for Mapping Evapotranspiration
with Internalized Calibration (METRIC)—Model. Journal of Irrigation and Drainage Engineering,
133(4), 380–394. https://doi.org/10.1061/(ASCE)0733-9437(2007)133:4(380)
Anderson, M. C., Kustas, W. P., Norman, J. M., Hain, C. R., Mecikalski, J. R., Schultz, L., González-Dugo, M.
P., Cammalleri, C., D’Urso, G., Pimstein, A., & Gao, F. (2011). Mapping daily evapotranspiration at
field to continental scales using geostationary and polar orbiting satellite imagery. Hydrology and Earth
System Sciences, 15(1), 223–239. https://doi.org/10.5194/HESS-15-223-2011
Αντωνόπουλος, Β. (2020). Υδρολογία της Ακόρεστης Ζώνης του Εδάφους. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.
Aubinet, M., Vesala, T., & Papale, D. (2012). Eddy Covariance: A Practical Guide to Measurement and Data
Analysis. In M. Aubinet, T. Vesala, & D. Papale (Eds.), Eddy Covariance. Springer Netherlands.
https://doi.org/10.1007/978-94-007-2351-1
Bastiaanssen, W. G. M., Menenti, M., Feddes, R. A., & Holtslag, A. A. M. (1998). A remote sensing surface
energy balance algorithm for land (SEBAL). 1. Formulation. Journal of Hydrology, 212–213(1–4),
198–212. https://doi.org/10.1016/S0022-1694(98)00253-4
Brady, N. C., & Weil, R. R. (2008). The nature and properties of soils. In Stewart (Ed.), The nature and
properties of soils (14th ed.). Pearson Prentice Hall.
Brady, N. C., & Weil, R. R. (2016). The nature and properties of soils. In The Nature and Properties of Soils
(15th ed.). Pearson.
Briggs, L. J., & Shantz, H. L. (1912). The Wilting Coefficient and Its Indirect Determination. Botanical Gazette,
53(1), 20–37. https://doi.org/10.1086/330708
Brouwer, C., Prins, K., Kay, M., & Heibloem, M. (1990). Irrigation water management: irrigation methods,
training manual (Issue 5, p. 140). FAO - FOOD AND AGRICULTURE ORGANIZATION OF THE
UNITED NATIONS. https://www.fao.org/3/s8684e/s8684e00.htm#Contents
Chesworth, W. (Ed.) (2008). Encyclopedia of Soil Science. https://doi.org/10.1007/978-1-4020-3995-9
Derrel, M. L., Gilley, J. R., & Baumer, O. W. (1993). Part 623: Irrigation. National Engineering Handbook
(Issue October). https://www.wcc.nrcs.usda.gov/ftpref/wntsc/waterMgt/irrigation/NEH15/ch2.pdf
Dhungel, R., Aiken, R., Colaizzi, P. D., Lin, X., O’Brien, D., Baumhardt, R. L., Brauer, D. K., & Marek, G. W.
(2019). Evaluation of uncalibrated energy balance model (BAITSSS) for estimating evapotranspiration
in a semiarid, advective climate. Hydrological Processes, 33(15), 2110–2130.
https://doi.org/10.1002/HYP.13458
Franzmeier, D. P., McFee, W. W., William, W., Graveel, J. G., & Kohnke, H. (2016). Soil science simplified
(5th ed.). Waveland Press, Incorporated.
Gardner, C. M. K., Laryea, K. B., & Unger, P. W. (1999). Soil Physical Constraints To Plant Growth and Crop
Production. Land and Water Development Division, Food and Agriculture Organization.
Gassman, P. W., Reyes, M. R., Green, C. H., & Arnold, J. G. (2007). The Soil and Water Assessment Tool:
Historical Development, Applications, and Future Research Directions. Transactions of the ASABE,
50(4), 1211–1250. https://doi.org/10.13031/2013.23637
Genuchten, M. Th. van. (1980). A Closed-form Equation for Predicting the Hydraulic Conductivity of
Unsaturated Soils. Soil Science Society of America Journal, 44(5), 892–898.
https://doi.org/10.2136/SSSAJ1980.03615995004400050002X
Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό δίνεται ο ορισμός της άρδευσης και παρουσιάζονται οι διάφορες μέθοδοι άρδευσης και τα
χαρακτηριστικά τους, καθώς και οι παράγοντες που συνεκτιμώνται για την επιλογή της καταλληλότερης κάθε φορά
μεθόδου. Αναφέρονται και σχολιάζονται τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε μεθόδου και στο τέλος
παρουσιάζεται συγκριτική αξιολόγηση των πιο διαδεδομένων μεθόδων άρδευσης.
Προαπαιτούμενη γνώση
Ο αναγνώστης δεν απαιτείται να έχει ειδικές γνώσεις.
4.1 Γενικά
Η άρδευση είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των γεωργικών καλλιεργειών. Η άρδευση έχει ως στόχο τη
χορήγηση της επιπλέον ποσότητας νερού που χρειάζεται η κάθε καλλιέργεια για να αναπτυχθεί σωστά. Με
δεδομένο ότι η αρδευτική περίοδος στην Ελλάδα συμπίπτει με την ξηρή περίοδο, από τον Απρίλιο δηλαδή μέχρι
τον Οκτώβριο, οπότε οι βροχοπτώσεις είναι από σπάνιες έως και μηδενικές, γίνεται αντιληπτό ότι η άρδευση
παρέχει στις καλλιέργειες από το συμπληρωματικό νερό που τους λείπει τους μήνες που υπάρχουν κάποιες
βροχοπτώσεις, μέχρι το σύνολο του νερού που χρειάζονται οι καλλιέργειες για να αναπτυχθούν κατά τους
εντελώς άνυδρους καλοκαιρινούς μήνες.
Η κλιματική κρίση, με τη μείωση των βροχοπτώσεων που παρατηρείται στη Μεσογειακή περιοχή, αλλά
και με την αύξηση της συχνότητας των ακραίων φαινομένων της ξηρασίας και της πλημμύρας, έχει επιδεινώσει
σε σημαντικό βαθμό το πρόβλημα της χρονικής ανομοιομορφίας της φυσικής προσφοράς του νερού. Με
αποτέλεσμα και οι αρδεύσεις να πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες και δυσμενέστερες, από την άποψη της
κατανομής του νερού στον χρόνο, συνθήκες.
Είναι απαραίτητο να ειπωθεί ότι το υπερβολικό πότισμα μπορεί κι αυτό να είναι εξίσου επιζήμιο για την
ανάπτυξη των καλλιεργειών και επομένως η επιλογή του κατάλληλου κάθε φορά συστήματος άρδευσης είναι
ένα από τα πιο σημαντικά βήματα για τη δημιουργία μιας επιτυχημένης άρδευσης.
Οι καλλιέργειες για να αναπτυχθούν φυσιολογικά έχουν ανάγκη από συγκεκριμένη ποσότητα νερού, η
οποία πρέπει να δοθεί και με συγκεκριμένη συχνότητα, έτσι ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες των
καλλιεργειών σε νερό.
Για να θεωρηθεί επιτυχής η εφαρμογή του νερού στο έδαφος πρέπει να αποθηκεύεται στον αγρό νερό
ίσο με τις ανάγκες της καλλιέργειας, με όσο το δυνατό πιο ομοιόμορφο σε όλη την επιφάνεια του αγρού τρόπο,
ελαχιστοποιώντας τη διάβρωση του εδάφους και τις απώλειες νερού. Είναι αυτονόητο ότι δεν εννοούμε
περιορισμό των αναγκών των φυτών σε νερό αλλά ανάγκη σχεδιασμού του αρδευτικού δικτύου με στόχο τον
καλύτερο τρόπο μεταφοράς και διανομής του νερού, ώστε να περιορίζονται στο ελάχιστο δυνατόν οι
αναπόφευκτες απώλειες νερού (εξάτμιση, βαθιά διήθηση).
4.2.3 Κλίμα
Από τις κλιματικές παραμέτρους, εκτός από τη βροχή και την υγρασία, ιδιαίτερη σημασία στην επιλογή του
συστήματος άρδευσης έχουν ο άνεμος και η θερμοκρασία του αέρα. Το κλίμα προσδιορίζει, εκτός από την
ποσότητα του νερού που προσλαμβάνει η καλλιέργεια, και την ποσότητα νερού που εξατμίζεται από την
επιφάνεια του εδάφους και την ποσότητα των υδρατμών που καταλήγουν στην ατμόσφαιρα. Σε περιοχές όπου
πνέουν ισχυροί άνεμοι είναι σχεδόν αδύνατη η εξασφάλιση ομοιόμορφης άρδευσης. Παράλληλα, σε περιοχές
όπου αναπτύσσονται ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες έχουμε μεγάλη εξάτμιση και άρα σημαντική απώλεια
νερού.
Επιφανειακή άρδευση.
Υπόγεια άρδευση ή υπάρδευση. Η μέθοδος έχει εγκαταλειφθεί.
Άρδευση με καταιονισμό.
Μικροάρδευση και άρδευση με σταγόνες (στάγδην άρδευση).
Στις επιφανειακές μεθόδους άρδευσης το νερό εφαρμόζεται στατικά ή κινούμενο. Σε αυτή την περίπτωση
όπου το νερό εφαρμόζεται στατικά η επιφάνεια του αγροτεμαχίου πρακτικά έχει μηδενική κλίση και για τον
λόγο αυτό η άρδευση λέγεται οριζόντια. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει η μέθοδος της κατάκλυσης ή λεκανών.
Τα τελευταία χρόνια με τη χρήση σύγχρονων εξελιγμένων συστημάτων ισοπέδωσης άρχισε να εφαρμόζεται
και η μέθοδος των αυλακιών με μηδενική κλίση.
Στη δεύτερη περίπτωση, όπου το νερό εφαρμόζεται κινούμενο, η επιφάνεια του αγροτεμαχίου
παρουσιάζει κλίση που επιτρέπει την κίνηση του νερού προς τα κάτω και για τον λόγο αυτό η άρδευση λέγεται
κεκλιμένη. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει η μέθοδος παράλληλων λωρίδων, ή αυλάκων.
Γενικό χαρακτηριστικό των επιφανειακών μεθόδων άρδευσης ωστόσο είναι η σπατάλη του νερού
άρδευσης, εξ αιτίας της εξάτμισης, της απορροής και της βαθιάς διήθησης. Η απόδοση εφαρμογής των μεθόδων
αυτών είναι της τάξεως του 50%-60%.
Οι λεκάνες διακρίνονται σε ορθογωνικές και σε λεκάνες κατά τις ισοϋψείς. Σε διαπερατά εδάφη οι λεκάνες
επιβάλλεται να είναι μικρές και να γεμίζουν γρήγορα με νερό. Αυτό σημαίνει πολύπλοκο και δαπανηρό
σύστημα διανομής του νερού και συνεχή απασχόληση προσωπικού. Οι λεκάνες κατά τις ισοϋψείς
σχηματίζονται με αναχώματα που ακολουθούν τις ισοϋψείς του εδάφους, σε απόσταση μεταξύ τους τέτοια ώστε
η υψομετρική διαφορά στη λεκάνη να μην ξεπερνά τα 5 εκατοστά. Χωρίζονται μεταξύ τους με εγκάρσια
αναχώματα ώστε να αποκτήσουν το επιθυμητό μέγεθος. Κατά τον σχεδιασμό των λεκανών κατάκλυσης,
Η άρδευση με λωρίδες σπανίως χρησιμοποιείται σε αμμώδη εδάφη που έχουν μεγάλη διηθητικότητα
γιατί παρατηρείται μεγάλη, βαθιά διήθηση, εκτός αν το μήκος των λωρίδων είναι πολύ μικρό. Επίσης η μέθοδος
δεν είναι κατάλληλη για εδάφη με πολύ μικρή διηθητικότητα αφού, για να εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος χρόνος
παραμονής του νερού χωρίς να υπάρξει σημαντική απορροή, η παροχή πρέπει να είναι πολύ μικρή, με
αποτέλεσμα να παρουσιάζεται μεγάλη δυσκολία να καλυφθεί με νερό όλη η επιφάνεια της λωρίδας. Τα
αναχώματα των λωρίδων κατασκευάζονται είτε προσωρινά, είτε μόνιμα όπως και στη μέθοδο της κατάκλυσης.
Όσο μεγαλύτερη παροχή χρησιμοποιείται κατά την άρδευση και όσο μικρότερη είναι η ταχύτητα διήθησης
τόσο λιγότερο νερό προσλαμβάνεται από το έδαφος. Όσο περισσότερο νερό δεν διηθείται τόσο αρδεύεται
μεγαλύτερη έκταση. Το νερό από την αρχή της εφαρμογής του στο έδαφος διηθείται συνέχεια με βαθμό
επιβραδυνόμενο. Για κάθε κατηγορία εδάφους υπάρχει ένας συνδυασμός μήκους λωρίδας και παροχής όπου η
μείωση της διηθούμενης ποσότητας σε συνδυασμό με τον χρόνο παραμονής του νερού στην επιφάνεια της
λωρίδας οδηγεί στην κατάλληλη δόση νερού που υγραίνει όλο το μήκος της λωρίδας.
Η μεταφορά και η διήθηση του αρδευτικού νερού γίνεται μέσα από αυλάκια που κατασκευάζονται ανάμεσα
από τις γραμμές των καλλιεργειών. Το νερό κινείται κατά μήκος των αυλακιών, αρδεύοντας τα φυτά που
βρίσκονται στις ράχες που σχηματίζονται μεταξύ των αυλακιών. Έτσι ένα μόνο μέρος της επιφάνειας του
χωραφιού σκεπάζεται με νερό. Η διήθηση του νερού παρουσιάζεται και κατακόρυφα και πλευρικά. Οι παροχές
είναι σχετικά μικρές, (μικρές διαστάσεις των αυλακιών) το έδαφος έχει μικρή κλίση και έντονη πλευρική
διήθηση. Η πλευρική διήθηση είναι αυτή που δίνει κυρίως το νερό στην καλλιέργεια για αυτό είναι πολύ
σημαντική παράμετρος η οποία εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του εδάφους.
το αντλητικό συγκρότημα,
το δίκτυο μεταφοράς (κορμός),
το δίκτυο διανομής (πτέρυγες),
τις σωληνώσεις, για τη μεταφορά του νερού σε όλα τα σημεία της υπό άρδευση επιφάνειας,
τους εκτοξευτήρες, δηλαδή τα όργανα για την παραγωγή του καταιονισμού.
για να εξασφαλίσει αρχικά το απαιτούμενο υδραυλικό φορτίο για τη μεταφορά και διανομή
του αρδευτικού νερού, αλλά και
για να εξασφαλίζει την απαιτούμενη διαθέσιμη πίεση που χρειάζεται για τη λειτουργία των
εκτοξευτήρων.
𝛾𝑄𝐻𝑚𝑎𝑛
𝑃= (4.1)
𝑛
όπου:
Ο συντελεστής απόδοσης της αντλίας εκφράζει την ικανότητα της αντλίας σχετικά με το έργο που αυτή
παράγει. Όμως στην αντλία δημιουργούνται τριβές μεταξύ του νερού και των εξαρτημάτων της αντλίας. Για
αυτό ο συντελεστής απόδοσης της αντλίας, n, παίρνει τιμές μεταξύ 0.7 και 0.8.
τις απώλειες που πιθανόν να έχει το σύστημα λόγω υψομετρικής διαφοράς στα διάφορα σημεία
του χωραφιού,
την αναγκαία πίεση για τη λειτουργία της υδροληψίας, η οποία όταν πρόκειται για καταιονισμό
δεν υπερβαίνει τα 45- 50 μέτρα,
τις απώλειες λόγω των τριβών που αναπτύσσονται κατά την κίνηση του νερού στους αγωγούς.
Δεν απαιτούνται οριζόντια εδάφη και γενικά δεν χρειάζεται κανένα είδος ισοπέδωσης που
αντιθέτως αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή οποιασδήποτε παραλλαγής
μεθόδου επιφανειακής άρδευσης.
Εφαρμόζεται σε όλα τα εδάφη ανεξάρτητα από την κλίση ή τη διηθητικότητά τους.
Ομοιόμορφη κατανομή νερού άρδευσης, καθώς μιμείται τη βροχή.
Οικονομία νερού σε σχέση με τις επιφανειακές μεθόδους άρδευσης (κατάκλυση/λωρίδες).
Μικρή απαίτηση σε αναγκαίο εργατικό δυναμικό, σε αντίθεση με τις μεθόδους επιφανειακής
άρδευσης όπου χρειάζεται συνεχής παρακολούθηση της πορείας του νερού στον αγρό. Όταν
μάλιστα το συγκρότημα είναι μόνιμο, τότε η δαπάνη εργατικών τείνει να μηδενιστεί.
Δυνατότητα αξιοποίησης μικρών παροχών.
Προστασία από τους παγετούς. Ο καταιονισμός αποτελεί την αποτελεσματικότερη μέθοδο
προστασίας των φυτών από τους όψιμους παγετούς της άνοιξης. Εκτοξεύοντας κατά την ώρα
του παγετού νερό πάνω στα φυτά εκμεταλλευόμαστε τη θερμότητα πήξης.
Σημαντική οικονομία σε καλλιεργήσιμη γη σε σύγκριση με τις επιφανειακές μεθόδους όπου
καταλαμβάνεται μεγάλο μέρος καλλιεργήσιμης γης από διώρυγες, τάφρους και αυλάκια.
Η μέθοδος δεν είναι αποτελεσματική στην περίπτωση που πνέουν στην περιοχή ισχυροί άνεμοι,
καθώς αυτό συντελεί στη μη ομοιόμορφη κατανομή του νερού στα φυτά.
Για την εφαρμογή της μεθόδου απαιτείται εξοπλισμός, το κόστος του οποίου είναι υψηλό και
ως αρχικό κόστος εγκατάστασης αλλά και ως κόστος λειτουργίας (απαιτούμενη ενέργεια).
Υπάρχει ο κίνδυνος ασθενειών στις καλλιέργειες από τη διαβροχή των φυλλωμάτων.
Για την αποτελεσματική χρήση των εκτοξευτών θα πρέπει να προσεχθεί η ποιότητα του νερού
να είναι απαλλαγμένη από υψηλές συγκεντρώσεις αλάτων, οπότε και υπάρχει πιθανότητα να
φράξουν οι εκτοξευτές. Επίσης και τα αλατούχα νερά μπορεί να είναι ακατάλληλα για την
άρδευση των καλλιεργειών (διαβροχή των φυλλωμάτων).
Σημαντικές δαπάνες συντήρησης.
Η εφαρμογή νερού στις ρίζες γίνεται σε μικρές δόσεις και μικρό ρυθμό ώστε η υγρασία να διατηρείται σταθερή.
Η εκροή του νερού εμφανίζεται με τη μορφή ελεύθερων σταγόνων λόγω μείωσης της πίεσης κατά τη διέλευση
του νερού μέσα από τον σταλακτήρα.
Οι τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή της Γεωργίας Ακριβείας έχουν σχέση με όλα τα
στάδια παραγωγής από τη σπορά μέχρι τη συγκομιδή και είναι οι εξής:
GPS και GIS. Είναι συστήματα που επιτρέπουν την ακριβή χαρτογράφηση των αγρών.
Χαρτογράφηση παραγωγής. Με τη χαρτογράφηση παραγωγής γίνεται καταγραφή και συλλογή
δεδομένων της παραγωγής από συγκεκριμένες θέσεις στον αγρό.
Χαρτογράφηση εδαφικών ιδιοτήτων με την οποία γίνεται καταγραφή της γονιμότητας των
αγρών.
Παράγοντες που επηρεάζουν τη μεταβλητότητα της παραγωγής (η περιεκτικότητα σε νερό, η
μηχανική σύσταση του εδάφους, η οργανική ουσία, η αλατότητα κ.λπ.)
Τηλεπισκόπηση. Με την τηλεπισκόπηση συλλέγονται πληροφορίες από μακριά, μέσω
δορυφορικών εικόνων και αεροφωτογραφιών.
Σημαντικό σημείο για τη μετάβαση στην «έξυπνη γεωργία» με την άμεση εφαρμογή καινοτόμων λύσεων
όπως η γεωργία ακριβείας, σε όλα τα στάδια της αγροτικής παραγωγής, είναι η πληρέστερη πληροφόρηση των
καλλιεργητών αλλά και των καταναλωτών για δημιουργία διαύλων επικοινωνίας και εμπιστοσύνης μεταξύ του
αγροτικού κόσμου, της επιστημονικής κοινότητας, των υπηρεσιακών φορέων και των επενδυτικών κεφαλαίων.
Η συνεχής επιμόρφωση των καλλιεργητών και η προώθηση προγραμμάτων διά βίου μάθησης αποτελούν
χρήσιμα εργαλεία προς αυτή τη μετάβαση.
Έργο Περιγραφή
Κτήμα Κώστα Κράββα, Χαλάστρα Λίπανση ακριβείας στο ρύζι (2016-2021) – 1200 στρέμματα – δορυφορικές
εικόνες, εδαφολογικές αναλύσεις και τεχνολογίες VRT και yield monitor.
Corteva, Ελλάδα (14 νομοί) Λίπανση ακριβείας στο βαμβάκι και το καλαμπόκι (2018-2021) – 1600
στρέμματα – δορυφορικές εικόνες, εδαφολογικές αναλύσεις και τεχνολογίες
VRT (ορισμένοι παραγωγοί).
Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, Ηλεία Διαμόρφωση ζωνών διαχείρισης του δάκου της ελιάς (2019-2020) – 1700
και Αιτωλοακαρνανία στρέμματα – δορυφορικές εικόνες και μετρήσεις πεδίου.
Compo, Ηλεία Λίπανση ακριβείας στη βιομηχανική τομάτα (2018) – 260 στρέμματα -
δορυφορικές εικόνες και εδαφολογικές αναλύσεις.
Οινοποιία Τσάνταλη, Άθως Λίπανση ακριβείας και αναγνώριση ζωνών ωρίμανσης στο αμπέλι (2016-
2017) – 650 στρέμματα – εικόνες drone και εδαφολογικές αναλύσεις.
Οινοποιία Γεροβασιλείου, Επανομή Αναγνώριση ζωνών ωρίμανσης στο αμπέλι (2015-2016) – 675 στρέμματα –
εικόνες drone και εδαφολογικές αναλύσεις.
Η ελλειμματική άρδευση μπορεί να είναι είτε παρατεταμένη (sustained deficit irrigation) είτε
ρυθμιζόμενη (regulated deficit irrigation). Στην πρώτη περίπτωση το έλλειμμα νερού της
καλλιέργειας αυξάνεται προοδευτικά στα διάφορα στάδια ανάπτυξής της, λόγω της
συνδυασμένης δράσης της.
Ελλειμματική άρδευση ομοιόμορφης εφαρμογής μειωμένης ποσότητας νερού άρδευσης και της
μείωσης του αποθέματος νερού που υπάρχει στο έδαφος. Αυτός ο συνδυασμός επιτρέπει στα
φυτά να μπορούν να ανακάμπτουν και να αντέχουν στην έλλειψη νερού, ιδιαίτερα στα εδάφη
με σημαντική αποθηκευτική ικανότητα νερού. Στη δεύτερη, το υδατικό stress επιβάλλεται στα
φυτά σε συγκεκριμένα στάδια της ανάπτυξής τους. Μπορεί να εφαρμοστεί στα οπωροφόρα
δένδρα και στα αμπέλια όπου, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, όχι μόνο αυξάνει την
αποτελεσματικότητα χρήσης νερού (αύξηση της απόδοσης ανά μονάδα ποσότητας
εφαρμοζόμενου νερού), αλλά αυξάνει και το κέρδος της εκμετάλλευσης.
Επίσης, στην περίπτωση των υπαίθριων καλλιεργειών ένα καλά σχεδιασμένο καθεστώς ελλειμματικής
άρδευσης μπορεί να βελτιστοποιήσει την παραγωγικότητά τους σε μια έκταση στην οποία δεν είναι δυνατό να
εφαρμοστεί πλήρης άρδευση. Ενώ η ελλειμματική άρδευση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στρατηγική για τη
μείωση της χρήσης του αρδευτικού νερού, όταν υπάρχει περιορισμένη διαθεσιμότητα νερού λόγω ξηρασίας ή
άλλων παραγόντων, δεν είναι γνωστό εάν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εκτεταμένες περιόδους αρδεύσεων.
Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν πειραματικές εργασίες μακράς διάρκειας με σύγχρονη
εφαρμογή κατάλληλων μοντέλων, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσον η ελλειμματική άρδευση μπορεί να
συνεισφέρει στη μόνιμη μείωση της χρήσης αρδευτικού νερού.
Αργυροκαστρίτης, Ι., (2017). Ελλειμματική άρδευση. - Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ειδικό τεύχος,
Τράπεζα Πειραιώς.
Bishop, A.A., Jensen, M.E., & Hall, W.A. (1967). Surface Irrigation Systems. In Irrigation of Agricultural
Lands. (R.M. Hagan, H.R. Haise & T.W. Edminster, Eds.). https://doi.org/10.2134/agronmonogr11.c48
Burt, C. M., & Styles, S. W. (2016). Drip and Micro Irrigation Design and Management for Trees, Vines, and
Field Crops (5th ed.). Published by the Irrigation Training and Research Center (ITRC), Cal Poly, San
Luis Obispo, CA 93407–0721. www.itrc.org.
Geerts, S., Raes, D., Garcia, M., Condori, O., Mamani, J., Miranda, R., Cusicanqui, J., Taboada, C., & Vacher,
J. (2008). Could deficit irrigation be a sustainable practice for quinoa (Chenopodium quinoa Willd). in
the Southern Bolivian Altiplano? Agricultural Water Management, 95(2), 909-917.
Θεοχάρης, Μ. (2015). Αρδεύσεις, Θεωρία. ΤΕΙ Ηπείρου. Διαθέσιμο από
http://eclass.teiep.gr/courses/TEXG108/
Iatrou, M., Karydas, C., Iatrou, G., Zartaloudis, Z., Kravvas, K., & Mourelatos, S. (2018). Optimization of
fertilization recommendation in Greek rice fields using precision agriculture. Agricultural Economics
Review, 19, 64–75, The demand for crop insurance: (auth.gr)
Kirda, C. (2002). Deficit irrigation scheduling based on plant growth stages showing water stress tolerance. In
Food and Agricultural Organization of the United Nations (FAO) (ed.), Deficit irrigation practices.
Rome, Italy, p. 3-10.
Λατινόπουλος, Π., & Κρεστενίτης, Γ. (1998). Εγγειοβελτιωτικά έργα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.
Λιανός, Θ., Δαμιανός, Δ., Μέργος, Γ., Ντεμούσης, Μ., & Κατρανίδης, Σ. (1998). Αγροτική Οικονομική.
Εκδόσεις Μπένου.
Λιάπης, Α. (2008). Ορθολογική διαχείριση του αρδευτικού νερού και κοστολόγηση του με χρήση μαθηματικού
προγραμματισμού (Μεταπτυχιακή διατριβή). Γεωπονική Σχολή, ΑΠΘ. Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών
Σπουδών Ειδίκευση Γεωργικής Μηχανικής Και Υδατικών Πόρων.
Μυλόπουλος, Γ., & Κολοκυθά, Ε. (2006 – 2007). Σημειώσεις «Σχεδιασμός Αρδευτικών Έργων». Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Παπαζαφειρίου, Ζ. (1999). Οι ανάγκες των καλλιεργειών σε νερό. Εκδόσεις Ζήτη.
Παπαμιχαήλ, Δ., & Μπαμπατζιμόπουλος, Χ. (2014). Εφαρμοσμένη γεωργική υδραυλική. Εκδόσεις Ζήτη.
Παπαμιχαήλ, Δ. (1987). Ανάγκες καλλιεργειών σε νερό. Εκδόσεις Ζήτη.
Τσακίρης, Γ. (2006). Υδραυλικά Έργα Τόμος ΙΙ: Εγγειοβελτιωτικά Έργα. Εκδόσεις Συμμετρία.
Φουντάς, Σ., & Γέμτος, Θ. (2015). Γεωργία ακριβείας [Προπτυχιακό εγχειρίδιο]. Κάλλιπος, Ανοικτές
Ακαδημαϊκές Εκδόσεις. http://hdl.handle.net/11419/2670
Whelan, B. M., & McBratney, A. B. (2000). The “Null Hypothesis” of Precision Agriculture. Precision
Agriculture, 2, 265-279.
Οικοανάπτυξη (2022). https://ecodev.gr/georgia-akriveias-2/
Zhang, H. (2003). Improving water productivity through deficit irrigation: examples from Syria, the North
China Plain and Oregon, USA. In J.W. Kijne, R. Barker & D. Molden, D. (Eds.), Water productivity in
agriculture: limits and opportunities for improvement. International Water Management Institute,
Colombo, Sri Lanka, p. 301-309.
Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφονται τα βασικά μέρη των συλλογικών δικτύων άρδευσης, και συγκεκριμένα τα Έργα
Κεφαλής, το Δίκτυο Μεταφοράς του Νερού και τα Έργα Εφαρμογής του Νερού στο Έδαφος, καθώς και τα βασικά
στοιχεία και οι αρχές της χάραξης των αρδευτικών δικτύων και εξηγείται πώς επιτυγχάνεται η εξασφάλιση των
πιέσεων.
Προαπαιτούμενη γνώση
Στο κεφάλαιο αυτό ο αναγνώστης πρέπει να έχει βασικές γνώσεις υδραυλικής κλειστών αγωγών.
5.1 Εισαγωγή
Ο αντικειμενικός σκοπός της χάραξης ενός αρδευτικού δικτύου είναι η κατά το δυνατόν συντομότερη και
συνεπώς και οικονομικότερη μεταφορά και διοχέτευση του νερού από τη θέση όπου βρίσκονται οι υδατικοί
πόροι, στις υδροληψίες των αρδευτικών μονάδων και μέσω αυτών στις διατάξεις που τελικά θα διαθέσουν το
νερό στο έδαφος, στην περιοχή που πρόκειται να αρδευτεί.
Ένα αρδευτικό δίκτυο αποτελείται από τρία βασικά και ευδιάκριτα μέρη:
τα Έργα Κεφαλής,
το Δίκτυο Μεταφοράς του νερού στην προς άρδευση περιοχή και
τα Έργα Εφαρμογής του νερού στο έδαφος.
Τα έργα υδροσυλλογής. Πρόκειται για τα έργα που εκτελούνται για την ασφαλή συλλογή του νερού
από τις πηγές του.
Αν οι υδατικοί πόροι είναι επιφανειακοί, αν είναι δηλαδή επιφανειακές πηγές νερού, τότε τα
έργα συλλογής είναι έργα υδρομάστευσης των πηγών.
Αν οι υδατικοί πόροι είναι ποτάμι, χείμαρρος ή και λίμνη, τότε τα έργα υδροσυλλογής
μπορεί να είναι και πάλι έργα υδρομάστευσης, μπορεί όμως να είναι και κάποιο φράγμα,
Τα έργα αποθήκευσης του νερού. Πρόκειται είτε για ταμιευτήρες αποθήκευσης του νερού, είτε και
για δεξαμενές 24ωρης εξισορρόπησης, που συλλέγουν το νερό από τους υδατικούς πόρους τη νύχτα,
που δεν λειτουργεί το δίκτυο άρδευσης και ενισχύουν με αυτό την παροχή των υδατικών πόρων κατά τη
διάρκεια της ημερήσιας λειτουργίας του δικτύου.
Το αντλιοστάσιο. Όταν το δίκτυο λειτουργεί με κατάθλιψη, ευρισκόμενο είτε χαμηλότερα από την
προς άρδευση περιοχή, είτε στο ίδιο υψόμετρο, είτε όμως και υψηλότερα, αλλά παρόλα αυτά όχι τόσο,
ώστε να μην χρειάζεται ενίσχυση της πίεσης για να εξισορροπηθούν οι γραμμικές απώλειες του δικτύου
μεταφοράς του νερού, όπως και οι απώλειες στην υδροληψία, αλλά και εντός της αρδευτικής μονάδας
για την εκτόξευση του νερού και για την εφαρμογή του στο έδαφος, τότε στην Κεφαλή του Δικτύου
άρδευσης εγκαθίσταται Αντλιοστάσιο. Η πίεση λειτουργίας του υπολογίζεται από τις ελάχιστες ανάγκες
που έχει το δίκτυο για να λειτουργεί στη δυσμενέστερη πιεζομετρικά θέση του (κρίσιμη διαδρομή),
προκειμένου να λειτουργήσει αποτελεσματικά, εξασφαλίζοντας τις πιέσεις κατά τη μεταφορά και κατά
την εφαρμογή του νερού στο έδαφος.
Αν το δίκτυο βρίσκεται σε αρκετό υψόμετρο ώστε να μην χρειάζεται αντλία για την
εξασφάλιση των πιέσεων, τότε δεν υπάρχει αντλιοστάσιο και το δίκτυο λειτουργεί με
βαρύτητα. Πρόκειται για την οικονομικότερη, από την άποψη του κόστους λειτουργίας του
δικτύου, επιλογή.
Στο ενδεχόμενο που τα απαιτούμενα υψόμετρα για τη λειτουργία του δικτύου με βαρύτητα
βρίσκονται αρκετά μακριά, οπότε το κόστος λειτουργίας μπορεί να μειώνεται, αυξάνει όμως
σημαντικά το κόστος κατασκευής του δικτύου λόγω μεγάλου μήκους αγωγών, τότε χρειάζεται
ειδική οικονομοτεχνική μελέτη για την εύρεση της βέλτιστης λύσης.
Τον πρωτεύοντα αγωγό. Πρόκειται για τον κλειστό αγωγό που ξεκινά από την Κεφαλή του
δικτύου και μεταφέρει μόνος του το νερό μέχρι το σημείο όπου θα χρειαστεί ο αγωγός να
διακλαδωθεί. Προφανώς η παροχή του πρωτεύοντος αγωγού είναι ίση με την παροχή
σχεδιασμού του δικτύου.
Τους δευτερεύοντες αγωγούς. Ο πρωτεύων αγωγός διακλαδίζεται σε δευτερεύοντες αγωγούς,
δύο ή και περισσότερους, ανάλογα με τη χάραξη, το σχήμα και τις τοπικές ανάγκες του δικτύου.
Τους τριτεύοντες αγωγούς. Οι δευτερεύοντες αγωγοί διακλαδίζονται και καταλήγουν σε
τριτεύοντες, οι οποίοι είναι αυτοί που οδηγούν το νερό στις υδροληψίες των αρδευτικών
μονάδων.
5.4.2 Οι υδροληψίες
Οι υδροληψίες είναι οι συσκευές στις οποίες καταλήγουν οι τριτεύοντες αγωγοί, συνδέοντας έτσι τους
υδατικούς πόρους που βρίσκονται στην Κεφαλή του δικτύου, με τις Αρδευτικές Μονάδες. Οι υδροληψίες
λοιπόν είναι οι συσκευές μέσω των οποίων μεταφέρεται το νερό στο τελευταίο τμήμα του δικτύου άρδευσης,
προκειμένου να επιτευχθεί η εφαρμογή του νερού στο έδαφος.
Η Κεφαλή, το Δίκτυο Μεταφοράς και οι υδροληψίες είναι τα βασικά σταθερά μέρη ενός υδραυλικού
δικτύου άρδευσης.
Αποτελείται από τον κορμό, που τρέχει στο μήκος της μεγάλης πλευράς και τις πτέρυγες, που τρέχουν εγκάρσια
προς τον κορμό.
Κατά μήκος της πτέρυγας είναι διατεταγμένοι οι καταιονιστήρες, οι εκτοξευτές δηλαδή που υλοποιούν
την άρδευση και εφαρμόζουν το νερό στο έδαφος.
Συνήθως, το απαιτούμενο πιεζομετρικό φορτίο μιας τυπικής υδροληψίας δικτύου άρδευσης με τεχνητή
βροχή είναι 40 – 50 μέτρα, ενώ για δίκτυα που λειτουργούν με τις μεθόδους της μικροάρδευσης και των
σταγόνων, είναι μικρότερο.
5.7 Παράδειγμα
Το αγρόκτημα του χάρτη διαστάσεων 900 στρεμμάτων πρόκειται να αρδευτεί με τεχνητή βροχή με τη μέθοδο
της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού. Η θεωρητική ειδική παροχή άρδευσης υπολογίστηκε ίση με 0.15 l/s/στρ.
Το δίκτυο λειτουργεί 18 ώρες την ημέρα, το εύρος άρδευσης είναι 16 ημέρες, η έκταση της τυπικής αρδευτικής
μονάδας είναι 30 στρέμματα, η παροχή των υδροληψιών που πρόκειται να εγκατασταθούν θα είναι 12 l/s, η
ταχύτητα ροής στους αγωγούς του δικτύου θα πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 0.5 και 1.5 m/s και το απαραίτητο
φορτίο πίεσης για τη λειτουργία των υδροληψιών είναι συνολικά 50m.
ΛΥΣΗ
24 24
𝑞 = 𝑞0 ∙ → 𝑞 = 0.15 ∙ = 0.2 𝑙𝑡/𝑠𝑒𝑐/𝜎𝜏𝜌
18 18
Άρα το πρόγραμμα άρδευσης είναι 1:2. Οπότε, θα υπάρχουν ν* = ν/n = 30/2= 15 ομάδες των 2
υδροληψιών.
Συνολικό άθροισμα: 903.67 στρέμματα (απόκλιση <10% από το 900 της εκφώνησης)
οπότε και οι χρόνοι ποτίσματος θα είναι ανάλογοι των εμβαδών και υπολογίζονται σύμφωνα με τη σχέση:
𝐸𝐴𝑀 ∙ 𝑚 ∙ 18
𝑡=
𝐸𝜊𝜇ά𝛿𝛼𝜍
Αναλυτικά οι παροχές των αγωγών του δικτύου φαίνονται στον πίνακα που ακολουθεί:
ΑΓΩΓΟΙ ΠΑΡΟΧΕΣ
Γ – 11.1, Γ-11.2, Δ – 9.1, Η – 7.1,
q – 12 l/s
Κ – 6.1, Ο – 4.1 Ν – 2.1
Γ- Δ, Ζ – Η, Ι – Κ, Μ – Ο, Θ – Ν 2q – 24 l/s
Β – Γ, Ε – Ζ, Λ – Μ, 3q – 36 l/s
A – B, Ι – Λ 4q – 48 l/s
Θ–Ι 6q – 72 l/s
Ε–Θ 8q – 96 l/s
Α–Ε 11q – 132 l/s
Π–Α 15q – 180 l/s
Σύνοψη
Στο κεφάλαιο παρουσιάζονται, περιγράφονται και δίνονται στοιχεία υπολογισμού των μεθόδων διανομής νερού
στα αρδευτικά δίκτυα. Η ασύμφορη μέθοδος της συνεχούς ροής απλώς αναφέρεται, ενώ η εκ περιτροπής μέθοδος
διανομής του νερού, με τις δύο εκδοχές της, του αυστηρού και του ελαστικού ωρολογίου προγράμματος, καθώς
και η μέθοδος της ελεύθερης ζήτησης ή αλλιώς η μέθοδος του Clement, που είναι αυτές που σήμερα τυγχάνουν
ευρέως πεδίου εφαρμογής, περιγράφονται αναλυτικά. Προς εμπέδωση της εφαρμογής των μεθόδων στον
σχεδιασμό των αρδευτικών δικτύων, επιλύονται ενδεικτικές ασκήσεις.
Προαπαιτούμενη γνώση
Για το κεφάλαιο αυτό ο αναγνώστης πρέπει να έχει γνώσεις υδραυλικής.
6.1 Εισαγωγή
Τα αρδευτικά δίκτυα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο διανομής του
νερού.
Οι τρεις μέθοδοι διανομής του νερού είναι οι εξής:
6.3.1 Τι είναι
Η μέθοδος της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού ή αλλιώς η μέθοδος του ωρολογίου προγράμματος, στηρίζεται
στη ρεαλιστική αντίληψη ότι όλες οι υδροληψίες δεν συμβαίνει να λειτουργούν ποτέ ταυτόχρονα.
Αυτό συμβαίνει γιατί οι παροχές των υδροληψιών που κυκλοφορούν στο εμπόριο και οι οποίες είναι είτε
6 l/s, είτε 9 l/s είτε και 12 l/s είναι αρκετά μεγάλες, ώστε με αυτές να μπορούν να ικανοποιηθούν οι ανάγκες
της άρδευσης μιας αρδευτικής μονάδας σε πολύ πιο σύντομο χρόνο από το συνολικό. Αυτή η δυνατότητα
επιτρέπει στις υδροληψίες, αφού μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες σε νερό της αρδευτικής μονάδας σε
μικρότερο από τον συνολικό χρόνο, να μπορούν να λειτουργούν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και να
μην χρειάζεται να λειτουργούν ποτέ συγχρόνως.
Αυτό που συμβαίνει συνεπώς με τη μέθοδο της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού είναι ότι ορίζεται εκ
των προτέρων ένα συγκεκριμένο ωρολόγιο πρόγραμμα που περιγράφει λεπτομερώς την εκ περιτροπής
λειτουργία των υδροληψιών. Πότε δηλαδή ανοίγει για να αρδεύσει και πότε κλείνει για να σταματήσει καθεμία
από τις υδροληψίες του δικτύου.
Η ύπαρξη του προγράμματος είναι υποχρεωτική και δεσμευτική εξαρχής για τους καλλιεργητές, μια και
οι υδρονόμοι ανοίγουν και κλείνουν τις δικλείδες των υδροληψιών σύμφωνα με τα οριζόμενα στο πρόγραμμα.
Εύρος άρδευσης m
𝑄 = 𝜈 ∗ ∙ 𝑞𝑣 (6.2)
Από τους μέχρι τώρα ορισμούς προκύπτουν και οι σχέσεις που συνδέουν τα παραπάνω μεγέθη μεταξύ τους:
𝐸 =𝑁∙𝐴 (6.5)
(24 − 𝑡𝑓 ) ∙ 60 ∙ 60 ∙ 𝑄𝜐.𝜋.
𝑉𝛿𝜀𝜉. = (6.7)
1000
Προϋποθέσεις εφαρμογής
Το αυστηρό ωρολόγιο πρόγραμμα είναι η τυπική εκδοχή της μεθόδου της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού
και εφαρμόζεται όταν ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
Παράδειγμα 1
Δίνεται αγρόκτημα του σχήματος συνολικής έκτασης Ε = 2.000 στρ. που έχει 20 ισοεμβαδικές αρδευτικές
μονάδες. Η μέθοδος διανομής του νερού που θα εφαρμοστεί είναι η μέθοδος της εκ περιτροπής ζήτησης του
νερού.
Η θεωρητική ειδική παροχή άρδευσης του δικτύου είναι qo=0.016875 l/s/στρ.
Η παροχή της υδροληψίας είναι qv = 9 l/s.
Το εύρος της άρδευσης m = 12 ημέρες.
Η ημερήσια διάρκεια του ποτίσματος tf = 18 ώρες.
Τα υψόμετρα των κόμβων του δικτύου δίνονται στο σχήμα.
Θα υπάρχουν 20/4 = 5 ομάδες των 4 υδροληψιών εκ των οποίων θα λειτουργεί μία κάθε φορά.
Προϋποθέσεις εφαρμογής
Πρόκειται για την εκδοχή της μεθόδου της Διανομής του νερού με εκ περιτροπής ζήτηση του νερού, που
εφαρμόζεται όταν δεν ισχύουν οι προϋποθέσεις του αυστηρού ωρολογίου προγράμματος.
Το ελαστικό ωρολόγιο πρόγραμμα δηλαδή εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ισχύει ένα εκ των κάτωθι:
Και πάλι οι τριτεύοντες αγωγοί που οδηγούν σε μια αρδευτική ζώνη θα έχουν παροχή ίση με qv.
Παράδειγμα 2
Δίνεται το Αγρόκτημα του Σχήματος διαστάσεων 600 x 900 (μέτρα) που θα αρδευτεί με τη μέθοδο του
ελαστικού ωρολογίου προγράμματος (ανισοεμβαδικές αρδευτικές μονάδες). Η παροχή των υδατικών πόρων
είναι Qυ.π. = 24 l/s. Η ημερήσια διάρκεια λειτουργίας του δικτύου είναι tf = 16 ώρες, το εύρος άρδευσης είναι
m = 24 ημέρες και η παροχή των υδροληψιών είναι qv = 9 l/s.
Ζητείται να υπολογιστούν το πρόγραμμα λειτουργίας των υδροληψιών, το εμβαδόν κάθε αρδευτικής
ζώνης και οι χρόνοι ποτίσματος των αρδευτικών μονάδων.
Με τον ίδιο τρόπο υπολογίζεται ο χρόνος ποτίσματος των υπόλοιπων αρδευτικών μονάδων.
Το πρόγραμμα λειτουργίας της κάθε αρδευτικής ζώνης φαίνεται στο διάγραμμα που ακολουθεί.
t31 ……
να υπάρχει σημαντικό έλλειμμα νερού και να μην εξασφαλίζεται στα φυτά το απαιτούμενο
νερό, τις περιόδους που τα φυτά έχουν μεγάλες ανάγκες σε νερό,
να γίνεται σπατάλη νερού, τις περιόδους που τα φυτά έχουν μικρότερες ανάγκες σε νερό, γιατί
οι αγρότες συνηθίζουν να εξαντλούν το νερό που έχουν διαθέσιμο,
οι αγρότες αναγκάζονται να καλλιεργούν φυτά που είναι συμβατά με το πρόγραμμα
λειτουργίας των δικτύων.
Για αυτό και η άρδευση με «ωρολόγιο πρόγραμμα» αποδίδει καλύτερα μόνο σε περιοχές με ομοιογενή
εδάφη, όπου εφαρμόζεται η μονοκαλλιέργεια. Με την εφαρμογή του «ελαστικού ωρολόγιού προγράμματος»
μπορούν να γίνουν κάποιες προσαρμογές για την άρση των παραπάνω μειονεκτημάτων, αλλά αυτό απαιτεί
συστηματική επίβλεψη της λειτουργίας του δικτύου και της τήρησης του προγράμματος και αυξάνει κατά πολύ
το κόστος λειτουργίας του.
Σε αντίθεση με το ωρολόγιο πρόγραμμα, στα δίκτυα που εφαρμόζεται η διανομή του νερού με «ελεύθερη
ζήτηση», ο κάθε αγρότης μπορεί να αρδεύσει τις καλλιέργειες του όποια στιγμή κρίνει απαραίτητο. Στα δίκτυα
που λειτουργούν με «ελεύθερη ζήτηση» σε κάθε αρδευτική μονάδα υπάρχει μια υδροληψία, την οποία οι
καλλιεργητές μπορούν να ανοίξουν και να κλείσουν κατά βούληση. Οι αγρότες μόνοι τους, μπορούν να
καθορίσουν τον χρόνο της άρδευσης και να τη ρυθμίσουν κατάλληλα, δηλαδή μπορούν να καθορίσουν τον
όγκο του νερού που απαιτείται, στον κατάλληλο χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τους τις εδαφολογικές και τις
κλιματολογικές συνθήκες, καθώς και τις ανάγκες των φυτών.
Στα δίκτυα που εφαρμόζεται η διανομή του νερού με «ελεύθερη ζήτηση», το νερό τιμολογείται με βάση
τον όγκο στους αγρότες και η ποσότητά του ελέγχεται με ατομικά υδρόμετρα. Επειδή οι καλλιεργητές
πληρώνουν το νερό που καταναλώνουν, εξυπακούεται ότι η σπατάλη του νερού ελαχιστοποιείται. Επειδή οι
καλλιεργητές πληρώνουν το νερό προσπαθούν να βελτιστοποιήσουν τη χρήση του νερού.
𝑡𝑓
𝑟= (6.9)
𝑇
𝐹𝑑
𝑞0 = (6.10)
𝛵
Η μέση ειδική παροχή άρδευσης (δηλαδή ο πραγματικός ρυθμός χορήγησης του νερού στα φυτά) σε
l/s/στρέμμα:
𝐹𝑑 𝑞0 ∙ 𝑇 𝑞0
𝑞= = = (6.11)
𝑡𝑓 𝑟∙ 𝑇 𝑟
Η θεωρητική συνεχής παροχή του δικτύου Q0 η οποία αντιστοιχεί στις ανάγκες σε αρδευτικό νερό
ολόκληρης της εξυπηρετούμενης επιφάνειας Ε και είναι η ελάχιστη παροχή που μπορεί να έχει το δίκτυο, σε
l/s:
𝑄0 = 𝑞0 ∙ 𝐸 (6.12)
𝑄0
𝑄 =𝑞∙𝐸 = (6.13)
𝑟
Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι η μέγιστη θεωρητική παροχή του δικτύου είναι Rqυ και η παροχή
Q για την όποια πρέπει να υπολογιστεί το δίκτυο θα πρέπει να βρίσκεται μεταξύ του Q0 και του Rqυ δηλαδή:
6.4.3 Εφαρμογή της θεωρίας των πιθανοτήτων στη λειτουργία του δικτύου
Ο συνολικός όγκος του νερού που θα διατεθεί από το δίκτυο σε μια χρονική tf είναι:
𝑉 = 𝐹𝑑 ∙ 𝐸 = 𝑄0 ∙ 𝑇 = 𝑄 ∙ 𝑡𝑓 (6.15)
Από την (6.18) προκύπτει η μέση τιμή των υδροληψιών που λειτουργούν ταυτόχρονα ν*:
𝑞0 ∙ 𝐸 𝑄
𝑣∗ = = (6.19)
𝑟 ∙ 𝑞𝑣 𝑞𝑣
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η πιθανότητα λειτουργίας μιας υδροληψίας με βάση τη θεωρία των
πιθανοτήτων μπορεί να οριστεί ως έξης:
Η πιθανότητα λειτουργίας μίας υδροληψίας p μπορεί να εκφραστεί και διαφορετικά αν στην (6.20) τεθεί:
𝑣∗
𝑝= (6.21)
𝑅
Επίσης ορίζοντας:
𝑄0 𝑄
𝑞𝑣0 = = (6.22)
𝑟∙𝑅 𝑅
το qυ0 εκφράζει τη συνεχή παροχή της μιας υδροληψίας σε l/s, δηλαδή την παροχή που έπρεπε να έχει κάθε
υδροληψία για να ικανοποιηθούν οι συνολικές αρδευτικές ανάγκες σε όλη την πραγματική διάρκεια της
άρδευσης και είναι προφανώς μικρότερο από την πραγματική παροχή της υδροληψίας qυ. Έτσι η πιθανότητα p
μπορεί να γραφτεί ως ο λόγος δύο παροχών
𝑄0 𝑄 𝑞𝑣
𝑝= = = 0 (6.23)
𝑟 ∙ 𝑅 ∙ 𝑞𝑣 𝑅 ∙ 𝑞𝑣 𝑞𝑣
Τέλος, σύμφωνα με τη θεωρία των πιθανοτήτων η πιθανότητα να μην λειτουργεί μία υδροληψία είναι:
q=1-p (6.24)
p+q=1 (6.25)
H συνάρτηση μάζας της πιθανότητας της διωνυμικής κατανομής (pmf – probability mass function) είναι
η εξίσωση που ακολουθεί
𝑃𝑋 = 𝑅 𝐶𝑋 ∙ 𝑝 𝑋 ∙ 𝑞 𝑅−𝑋 (6.26)
όπου:
𝑅! 𝑅
𝑅 𝐶𝑋 = =( ) (6.27)
𝑋! (𝑅 − 𝑋)! 𝑋
𝑚 =𝑅∙𝑝 (6.28)
σ = √𝑅 ∙ 𝑝 ∙ 𝑞 (6.29)
Σε αυτό το σημείο είναι χρήσιμο να παρατεθούν κάποια αριθμητικά παραδείγματα για να γίνει αντιληπτή
η εφαρμογή της διωνυμικής κατανομής σε πληθυσμούς με σημαντικά διαφορετικό μέγεθος. Έστω ότι υπάρχουν
δύο αγωγοί, ο πρώτος τροφοδοτεί 5 υδροληψίες ενώ ο δεύτερος τροφοδοτεί 20 υδροληψίες, για κάθε υδροληψία
ισχύει ότι:
1 2
𝑝= 𝑞= 𝑝+𝑞 =1
3 3
Για κάθε αγωγό υπολογίζεται η πιθανότητα να λειτουργούν ταυτόχρονα στην πρώτη περίπτωση 0, 1, ...
4, 5 υδροληψίες, ενώ στη δεύτερη την πιθανότητα να λειτουργούν ταυτόχρονα 0, 1, 2, 3, ... 19, 20 υδροληψίες.
Στο Διάγραμμα 6.2 φαίνεται η γραφική απεικόνιση της κατανομής των πιθανοτήτων Px (κατακόρυφες ράβδοι)
σε συνάρτηση με τον αριθμό των υδροληψιών x για πληθυσμό R = 5 υδροληψίες, ενώ στο Διάγραμμα 6.3,
φαίνεται η αντίστοιχη απεικόνιση της κατανομής των πιθανοτήτων Px (κατακόρυφες ράβδοι) σε συνάρτηση με
τον αριθμό των υδροληψιών x για πληθυσμό R = 20 υδροληψίες.
Η συνεχής γραμμή και στα δύο διαγράμματα αντιστοιχεί στη συνάρτηση μάζας πιθανότητας μιας κανονικής
κατανομής που έχει την ίδια μέση τιμή και την ίδια τυπική απόκλιση με την υπό μελέτη διωνυμική κατανομή.
Η απεικόνιση της κανονικής κατανομής στα διαγράμματα έγινε για να γίνει αντιληπτό κάτι που αναφέρεται
παρακάτω.
Η εξίσωση (6.30) είναι η γνωστή αθροιστική συνάρτηση κατανομής (cdf – cumulative distribution function)
της διωνυμικής κατανομής την οποία ο Clément την ονόμασε ποιότητα λειτουργίας του δικτύου, γιατί
χαρακτηρίζει την περισσότερο ή λιγότερο καλή λειτουργία του δικτύου ως προς το αν ικανοποιούνται οι
αρδευτικές ανάγκες από τις υδροληψίες. Όσο το N και επομένως το F(x) είναι μεγάλο, τόσο το δίκτυο είναι
ικανό να ανταποκριθεί σε μεγαλύτερες απαιτήσεις. Η παράσταση 1 - F(x) παριστάνει την πιθανότητα αστοχίας
του δικτύου, με άλλα λόγια αν λειτουργούν N υδροληψίες δεν μπορεί να λειτουργήσει καμία παραπάνω. Έτσι,
ποιότητα λειτουργίας 99% σημαίνει ότι στις 100 φορές που ένας αγρότης θα χρησιμοποιήσει το δίκτυο, μία
μόνο φορά δεν θα βρει ικανοποιητική παροχή.
Αν δίνεται μια επιθυμητή ποιότητα λειτουργίας, δηλαδή μια τιμή της F(x), που βρίσκεται μεταξύ του 0
και του 1, αλλά γενικά είναι κοντά στη μονάδα (π.χ. 0.95 ή 0.99), η εξίσωση (6.30) επιτρέπει την εκτίμηση για
ένα δεδομένο δίκτυο, του μέγιστου αριθμού N των υδροληψιών, που μπορούν να λειτουργούν ταυτόχρονα για
αυτό το επιθυμητό επίπεδο ποιότητας λειτουργίας. Η διαστασιολόγηση των σωλήνων του δικτύου θα είναι
τέτοια, ώστε να εξασφαλίζεται η παροχή N×qυ, όσες υδροληψίες και αν λειτουργούν, αρκεί βέβαια ο αριθμός
τους να μην ξεπερνά το Ν.
Για να είναι δυνατή η εκτίμηση του Ν, αν είναι γνωστός ο αριθμός των εγκατεστημένων υδροληψιών R
και η πιθανότητα λειτουργίας κάθε υδροληψίας p (σταθερή) θα πρέπει να εκτιμηθεί η αντίστοιχη τιμή της
εξίσωσης (6.30) και να υπολογιστούν οι αθροιστικές πιθανότητες, που δίνουν την αντίστοιχη ποιότητα
λειτουργίας.
H πρακτική αυτή, την εποχή που ο Clément ανέπτυξε τη μέθοδό του είχε το μειονέκτημα ότι, αν το R είναι
αρκετά μεγάλο, απαιτούσε μεγάλο όγκο υπολογισμών με κίνδυνο αριθμητικών σφαλμάτων και τελικά δεν είχε
πρακτική εφαρμογή. Σαν αριθμητικό παράδειγμα παρατίθενται τα διαγράμματα 6.4 και 6.5, όπου υπάρχουν R
= 5 και R = 20 υδροληψίες αντίστοιχα και διαπιστώνουμε ότι για ποιότητα λειτουργίας της τάξης του 99%, o
μέγιστος αριθμός των υδροληψιών N, που λειτουργούν ταυτόχρονα, είναι N = 4 και N = 11 υδροληψίες
αντίστοιχα.
Όπως φαίνεται και από τα διαγράμματα, η διωνυμική κατανομή έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι
όταν ο πληθυσμός είναι μεγάλος (ο αριθμός των υδροληψιών του δικτύου στην περίπτωση που μελετάται) τείνει
στην κανονική κατανομή των Gauss - Laplace, οπότε αντί της διωνυμικής κατανομής μπορεί να χρησιμοποιηθεί
η κανονική κατανομή και με αυτόν τον τρόπο οι υπολογισμοί απλουστεύονται κατά πολύ. Η αντίστοιχη
αθροιστική συνάρτηση κατανομής της κανονικής κατανομής είναι:
𝑁
1 2
𝐹 ′ (𝑥) = 𝑃𝑟{𝑥 ≤ 𝑁} = ∫ ∙ 𝑒 −1/2(𝑥−𝑚/𝜎) 𝑑𝑥 (6.31)
−∞ 𝜎√2𝜋
Το πλεονέκτημα της κανονικής κατανομής είναι ότι οι τιμές της F(x) δεν εξαρτώνται από τον πληθυσμό
και δίνονται από γνωστούς πίνακες.
𝑁 = 𝑅 ∙ 𝑝 + 𝑈(𝐹(𝑥)) ∙ √𝑅 ∙ 𝑝 ∙ 𝑞 (6.35)
Η σχέση (6.35) είναι ο πρώτος τύπος του Clément και δίνει τον μέγιστο αριθμό των υδροληψιών N, που
μπορούν να λειτουργούν ταυτόχρονα, για ένα επιθυμητό επίπεδο ποιότητας λειτουργίας F(x), που αντιστοιχεί
στον αριθμό U. Επειδή η πιθανότητα p είναι ίση με αυτή της εξίσωσης (6.21) και ισχύει 𝑞 = 1 − 𝑝, η παροχή
Q για την όποια θα πρέπει να διαστασιολογηθεί το δίκτυο είναι:
𝑄 = 𝑁 ∙ 𝑞𝑣 = 𝑅 ∙ 𝑝 ∙ 𝑞𝑣 + 𝑈(𝐹(𝑥)) ∙ 𝑞𝑣 ∙ √𝑅 ∙ 𝑝 ∙ 𝑞 (6.36)
Δύο είναι οι βασικές παράμετροι από τις όποιες εξαρτάται ο πρώτος τύπος του Clément. Η απόδοση της
χρήσης του δικτύου r και ο συντελεστής U(F(x)), που είναι συνάρτηση της ποιότητας λειτουργίας και
ονομάζεται συντελεστής ποιότητας λειτουργίας.
Η τιμή του συντελεστή r δίνεται από τη σχέση r = tf/Τ, όπου το tf είναι η πραγματική διάρκεια της
άρδευσης μέσα σε μια μέρα (χρόνος λειτουργίας του δικτύου). Στην πραγματικότητα η ζήτηση σε κάθε
υδροληψία, που χαρακτηρίζεται από την πιθανότητα p, είναι πιθανό να είναι μεταβλητή. Για λόγους
απλοποίησης θεωρείται ότι όταν το δίκτυο δεν λειτουργεί ισχύει p = 0, ενώ στον χρόνο λειτουργείας του
δικτύου tf η p παραμένει σταθερή. Ο συνήθης χρόνος λειτουργίας των δικτύων είναι 16 ή 18 ώρες ημερησίως
κατά συνέπεια οι του r είναι μεταξύ:
O συντελεστής της ποιότητας λειτουργίας U(F(x)) εξαρτάται από το επιθυμητό επίπεδο ποιότητας
λειτουργίας που επιλέχθηκε, δηλαδή από την πιθανότητα που υπάρχει, έτσι ώστε ο αριθμός των υδροληψιών
που λειτουργούν να μην ξεπερνά την παροχή σχεδιασμού του δικτύου.
Κάποιες χαρακτηριστικές τιμές που χρησιμοποιούνται συνήθως δίνονται στον πίνακα που ακολουθεί:
F(x) U(F(x))
99.99 3.719
99.90 3.090
99.00 2.326
97.00 1.881
95.00 1.645
Στις περισσότερες μελέτες γενικά οι τιμές του F(x) που επιλέγονται βρίσκονται μεταξύ του 95% και 99%. Τιμές
μικρότερες από 95% ή μεγαλύτερες από 99% γενικά δεν συστήνονται.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί ότι όσο πιο μικρό είναι το δίκτυο, τόσο λιγότερο
αντιπροσωπευτικός είναι ο νόμος των πιθανοτήτων. Για αυτό η εγκύκλιος ΔΑΕΕ/οικ.1583/ Φ. ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών η οποία τροποποίησε την Εγκύκλιο Δ22200/30-07-1977 ορίζει
ότι, για αριθμό υδροληψιών (Ν) μικρότερο ή ίσο από δέκα (R≤10) στα άκρα του δικτύου ο αριθμός των
ανοιχτών υδροληψιών που λειτουργούν ταυτόχρονα και η αντίστοιχη παροχή θα υπολογίζεται προσθετικά
μέχρι τις τέσσερις υδροληψίες, σε κάθε περίπτωση. Για αριθμό μεγαλύτερο των τεσσάρων και μέχρι δέκα
υδροληψιών (4<R ≤10) και μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις θα υπολογίζεται ο νόμος του Clément, λαμβάνοντας
ως ποιότητα λειτουργίας 90% αν καθορίζεται ποιότητα λειτουργίας του δικτύου μικρότερη από 90% στη
γεωργική μελέτη. Αν καθορίζεται στη γεωργική μελέτη ποιότητα λειτουργίας 90% τότε λαμβάνεται η τιμή
αυτή. Επίσης, συνιστάται να λαμβάνεται ποιότητα λειτουργίας του δικτύου από 90% έως 95% για R>10 εκτός
αν καθορίζεται αιτιολογημένα μεγαλύτερη ή μικρότερη ποιότητα στη γεωργική μελέτη.
αλλά:
Επειδή οι υδροληψίες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, η διακύμανση του αθροίσματος είναι ίση με το
άθροισμα των διακυμάνσεων. Αλλά η διακύμανση της παροχής είναι ίση προς 𝑅𝑖 ∙ 𝑝𝑖 ∙ 𝑞𝑖 ∙ 𝑞𝑢2𝑖 . Τελικά
προκύπτει ο τύπος της γενικευμένης ζήτησης ο οποίος γράφεται:
όπου:
Ψ(𝑈)
𝐻(𝑈) = (6.41)
Π(𝑈)
Όπου Ψ(U) και Π(U) είναι αντίστοιχα η συνάρτηση μάζας πιθανότητας και η συνάρτηση πυκνότητας
πιθανότητας της κανονικής κατανομής. Επίσης, όπου U(F(x)) είναι η τυπική κανονική μεταβλητή που ορίζεται
ως εξής:
𝑁−𝑅∙𝑝
𝑈(𝐹(𝑥)) = (6.42)
√𝑅 ∙ 𝑝 ∙ 𝑞
Η πιθανότητα κορεσμού του δικτύου F(a) εκφράζει σε ποσοστό «επί τοις εκατό» τον αριθμό των
υδροληψιών, οι οποίες δεν θα είναι σε θέση να λειτουργήσουν αν η ζήτηση ξεπεράσει κάποιο όριο. Έτσι για
παράδειγμα F(a) = 10% σημαίνει ότι σε 100 υδροληψίες οι δέκα δεν θα λειτουργούν.
Από τις παραπάνω εξισώσεις είναι δυνατό να υπολογιστεί η τιμή της U(F(x)) σύμφωνα με την επιθυμητή
πιθανότητα λειτουργίας και στη συνέχεια να προσδιοριστούν οι αντίστοιχες τιμές των Ψ(U) και Π(U) και κατ’
επέκταση η τιμή της H(U). Στην πραγματικότητα όμως το p είναι γνωστό ενώ το F(a) επιλέγεται από τον
μελετητή (συνήθως F(a) = 0.01), οπότε η τιμή του H(U) υπολογίζεται από την εξίσωση (6.40). Από την τιμή
της F(a) και από μια εξίσωση που περιγράφει τη σχέση μεταξύ της F(a) και της U(F(x)) λαμβάνεται η τιμή της
U(F(x)) που χρησιμοποιείται στην παρακάτω εξίσωση:
𝑁 = 𝑅 ∙ 𝑝 + 𝑈(𝐹(𝑥)) ∙ √𝑅 ∙ 𝑝 ∙ 𝑞 (6.43)
H εξίσωση (6.43) αποτελεί τον δεύτερο τύπο του Clément. Ο τύπος αυτός δίνει τον μέγιστο αριθμό των
ανοιχτών υδροληψιών N στο σύνολο των εγκατεστημένων υδροληψιών R, έτσι ώστε να έχουμε πιθανότητα
κορεσμού του δικτύου ίση με F(a). Η παροχή σχεδιασμού προκύπτει και σε αυτή την περίπτωση ίση προς Q =
N×qυ.
Ο Clément, με βάση αριθμητικά συμπεράσματα, προτείνει να υπολογίζονται τα μικρά δίκτυα με τον
πρώτο τύπο και με ποιότητα λειτουργίας F(x) = 99%, ενώ αντίθετα τα μεγάλα δίκτυα να υπολογίζονται με τον
δεύτερο τύπο και με πιθανότητα κορεσμού του δικτύου F(a) = 1%.
Παράδειγμα 1
Το αρδευτικό δίκτυο του σχήματος (6.4) λειτουργεί με ελεύθερη ζήτηση. Η ποιότητα λειτουργίας του είναι
99.99%. Η ειδική παροχή άρδευσης είναι q=0.08 l/s/στρ., η έκταση της αρδευτικής μονάδας είναι 30 στρ.,
παροχή υδροληψίας qv=12 l/s και το δίκτυο λειτουργεί 18 ώρες την ημέρα. Να υπολογιστούν οι παροχές του
δικτύου. Ο αριθμός των υδροληψιών κάθε κλάδου του δικτύου φαίνεται στην παρένθεση.
E=RA
Για επίπεδο αξιοπιστίας Ρλ= 99.99% από τον Πίνακα 6.1 λαμβάνεται U(Pλ)= 3.719.
Για τις διάφορες τιμές του R σύμφωνα με την εφαρμογή της εξίσωσης (6.35) προκύπτει ο παρακάτω
πίνακας. Σημειώνεται ότι για τις περιπτώσεις που η εξίσωση (6.35) έδωσε τιμές μικρότερες του 12 λήφθηκε
Ν = 12.
Πίνακας 6.2 Αποτελέσματα εφαρμογής της μεθόδου Clement σε όλους τους κλάδους του δικτύου.
R Ν QN (l/s)
ΓΔ 10 10 120
ΓΗ 20 13 156
ΓΘ 10 10 120
ΒΓ 40 18 216
ΒΖ 10 10 120
BE 15 12 144
ΑΒ 65 26 312
Από το σχήμα φαίνεται ότι το δίκτυο έχει εγκατεστημένες συνολικά 70 υδροληψίες οι οποίες
κατανέμονται ανά 10 σε 7 κλάδους.
𝐸 = 𝑅 ∙ 𝐴 = 70 ∙ 30 = 2100 𝜎𝜏𝜌
Επίσης για τη ζητούμενη ποιότητα λειτουργίας του δικτύου η οποία είναι ίση με 99,99% από τον πίνακα
λαμβάνεται U(Pλ)=3,719.
Ο υπολογισμός της παροχής σχεδιασμού QN των σωλήνων του δικτύου γίνεται με την εφαρμογή του
τύπου του Clement. Ο τύπος του Clement εφαρμόζεται μόνο στους σωλήνες οι οποίοι εξυπηρετούν
περισσότερες από 12 υδροληψίες. Κατά συνέπεια ο τύπος του Clement δεν εφαρμόζεται κατά μήκος των 7
κλάδων του δικτύου που βρίσκονται εγκατεστημένες οι υδροληψίες αλλά μόνο στους σωλήνες που συνδέουν
τους παραπάνω κλάδους με τη δεξαμενή.
Ο αριθμός των υδροληψιών που εξυπηρετεί ο κάθε σωλήνας φαίνεται στον παρακάτω πίνακα (στήλη R).
Ο αριθμός των υδροληψιών, που είναι πιθανό να λειτουργούν ταυτόχρονα και εξυπηρετούνται από καθέναν
από τους παραπάνω σωλήνες, υπολογίζεται από τον τύπο:
𝑁 = 𝑅 ∙ 𝑝 + 𝑈(𝐹(𝑥)) ∙ √𝑅 ∙ 𝑝 ∙ 𝑞
Το αποτέλεσμα που προκύπτει από τον τύπο του Clement στρογγυλοποιείται στον μεγαλύτερο ακέραιο
(για τιμές μεγαλύτερες του 12). Η παροχή σχεδιασμού του κάθε σωλήνα προκύπτει ως το γινόμενο της παροχής
των υδροληψιών με το αποτέλεσμα που λήφθηκε από τον τύπο του Clement.
Τα αποτελέσματα της εφαρμογής της μεθόδου του Clement στο δίκτυο της άσκησης συνοψίζονται στον
πίνακα που ακολουθεί:
Πίνακας 6.3 Αποτελέσματα εφαρμογής της μεθόδου Clement σε όλους τους κλάδους του δικτύου.
ΑΓΩΓΟΙ R N Ν* QN (l/s)
ΑΒ 10 10.00 10 120
ΒΔ 20 12.67 13 156
ΓΔ 10 10.00 10 120
ΔΕ 40 21.03 22 264
ΖΗ 10 10.00 10 120
ΕΖ 20 12.67 13 156
ΚΕ 70 32.37 33 396
Clément, R. (1955). Note sur le calcul des débits dans les canalizations d’ irrigation. Journées d’ etude d’
irrigation. A.F.E.I.D., 21pp.
Clément, R. (1966). Calcul des debits dans les réseaux d’ irrigation fonctionnant à la demande. Huille Blanche,
52(5), 553-575.
Lamanddalena, N., & Sagardoy J. A. (2000). Performance analysis of on – demand pressurized irrigation
systems. FAO, Rome.
Λατινόπουλος, Π., & Κρεστενίτης, Γ. (1998). Εγγειοβελτιωτικά έργα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.
Μυλόπουλος, Γ., & Κολοκυθά, Ε. (2006 – 2007). Σημειώσεις «Σχεδιασμός Αρδευτικών Έργων». Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Παπαμιχαήλ, Δ., & Μπαμπατζιμόπουλος, Χ. (2014). Εφαρμοσμένη γεωργική υδραυλική. Εκδόσεις Ζήτη.
Spiegel, R., & Stephens, K. (2000). Στατιστική. Εκδόσεις Τζιόλα.
Τζιμόπουλος, X. (1995). Γεωργική Υδραυλική Τόμος ΙΙ. Εκδόσεις Ζήτη.
Τσακίρης, Γ. (2006). Υδραυλικά Έργα Τόμος ΙΙ: Εγγειοβελτιωτικά Έργα. Εκδόσεις Συμμετρία.
Υπουργείο Δημοσίων Έργων (1977). Εγκύκλιος Δ22200/30-07-1977 Οδηγίες για τον έλεγχο μελετών
σωληνωτών αρδευτικών δικτύων.
Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών (2017). Εγκύκλιος ΔΑΕΕ/οικ.1583 Τροποποίηση της παραγράφου 3.1
της εγκυκλίου Δ22200/30-07-1977 με θέμα Οδηγίες για τον έλεγχο μελετών σωληνωτών αρδευτικών
δικτύων» όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την αριθμ. Πρωτ. ΒΜ3/21417/17-08-1984
εγκύκλιο της Διεύθυνσης Υδραυλικών Έργων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων.
Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται οι βασικές αρχές της υδραυλικής ανάλυσης των αρδευτικών δικτύων, τα οποία
είναι κατασκευασμένα από κλειστούς αγωγούς που λειτουργούν υπό πίεση. Γίνεται αναφορά στα όρια και τους
περιορισμούς που τίθενται από τη νομοθεσία και αναφέρονται τα είδη και το υλικό των σωλήνων που
χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των δικτύων. Επίσης, γίνεται εκτενής αναφορά στην υδραυλική ανάλυση των
αρδευτικών δικτύων με τη χρήση λογισμικού.
Προαπαιτούμενη γνώση
Στο κεφάλαιο αυτό ο αναγνώστης πρέπει να έχει καλή γνώση της υδραυλικής κλειστών αγωγών.
η ζήτηση στους κόμβους του δικτύου (στις υδροληψίες για τα αρδευτικά δίκτυα),
τοπογραφικά δεδομένα (τα υψόμετρα των κόμβων του δικτύου και τα μήκη των αγωγών),
στοιχεία για τους διαθέσιμους αγωγούς του εμπορίου (υλικό, κλάση κ.λπ.),
οι περιορισμοί (τα όρια της ταχύτητας ροής στους σωλήνες),
οι οριακές συνθήκες (τα απαιτούμενα φορτία στην κεφαλή Η και τις υδροληψίες Ηυ).
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης καταλήγουν στην επιλογή του υλικού, της κλάσης και των διαμέτρων
σωλήνων από τους οποίους θα κατασκευαστούν οι αγωγοί του δικτύου, ενώ αν στο δίκτυο υπάρχει
εγκατεστημένη αντλία υπολογίζονται και το μανομετρικό και η ισχύς της.
Η υδραυλική ανάλυση είναι δυνατό να καταλήξει σε περισσότερες από μια λύσεις, καθώς είναι πολλοί
οι συνδυασμοί των διαθέσιμων διαμέτρων των σωλήνων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και των
μανομετρικών των αντλιοστασίων (όταν αυτά υπάρχουν) για την ικανοποίηση των οριακών συνθηκών και της
ζήτησης στους κόμβους του δικτύου. Για αυτό τον λόγο η υδραυλική ανάλυση ολοκληρώνεται με την
αναζήτηση της βέλτιστης οικονομικής λύσης. Αυτή η διαδικασία περιγράφεται αναλυτικά στο επόμενο
κεφάλαιο.
Βασικό μειονέκτημα όμως των σωλήνων από PVC είναι η ταχύτατη πτώση της αντοχής τους με την
άνοδο της θερμοκρασίας (θερμοπλαστικό υλικό), για αυτό και η μεταφορά τους γίνεται με καλυμμένα οχήματα,
αποθηκεύονται σε καλυμμένους χώρους, και τα σκάμματα καλύπτονται σε μικρό χρόνο μετά τη
συναρμολόγηση. Ένα άλλο μειονέκτημα των σωλήνων αυτών είναι η δυσχερής συνεργασία σκυροδέματος και
PVC λόγω της μεγάλης διαφοράς του συντελεστή θερμικής διαστολής του PVC και του σκυροδέματος αλλά
και της κακής πρόσφυσης των δύο υλικών.
Όπως αναφέρθηκε, οι σωλήνες από PVC διατίθενται στην αγορά με βάση την ονομαστική τους διάμετρο σε
ονομαστικές πιέσεις 6, 10, 12.5 και 16 atm. Στον Πίνακα 7.1 που ακολουθεί φαίνονται οι ονομαστικές και οι
εσωτερικές διάμετροι των σωλήνων από πολυβινυλοχλωρίδιο που διατίθενται στην αγορά για τις ονομαστικές
πιέσεις των 10, 12.5 και 16 atm αντίστοιχα.
Οι εύκαμπτοι σωλήνες Πολυαιθυλενίου (PE) μικρών και μεσαίων διαμέτρων έως και 140mm μπορούν
να τυλιχθούν σε κουλούρες, σε τυποποιημένα μήκη 50-200 m (Εικόνα 7.2). Οι σωλήνες ΡΕ μεγαλύτερων
διαμέτρων παράγονται σε ευθέα μόνο τυποποιημένα μήκη έως και 13.5m. Ένα από τα κύρια μειονεκτήματα
των σωλήνων από ΡΕ σε σύγκριση με αυτούς από PVC είναι η υψηλότερη τιμή λόγω των παχύτερων
τοιχωμάτων. Στην Εικόνα 7.3 φαίνονται με λεπτομέρεια σωλήνες από υψηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο.
Διακρίνονται επίσης εκτυπωμένα τα χαρακτηριστικά του σωλήνα. Πιο συγκεκριμένα ο σωλήνας είναι
ονομαστικής διαμέτρου 100 mm κλάσης 16 atm PE 100, δηλαδή HDPE.
Στον Πίνακα 7.2 που ακολουθεί φαίνονται οι ονομαστικές και οι εσωτερικές διάμετροι των σωλήνων
από υψηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο που διατίθενται στην αγορά για τις ονομαστικές πιέσεις των 10, 12.5,
16 20, 25 και 32 atm αντίστοιχα.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί ότι, αν και διατίθενται στην αγορά, σωλήνες κλάσεως μικρότερης των
10 atm δεν χρησιμοποιούνται για την κατασκευή αρδευτικών δικτύων γιατί η νομοθεσία επιβάλλει ως ελάχιστη
κλάση των σωλήνων του δικτύου τις 10 atm.
Για τον υπολογισμό του κόστους κατασκευής του δικτύου θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το κόστος
του σωλήνα το οποίο περιλαμβάνει το κόστος προμήθειας, μεταφοράς, τοποθέτησης, των μικροϋλικών, καθώς
επίσης και τις δαπάνες εκσκαφών, επανεπίχωσης, υλικού έδρασης ή εγκιβωτισμού κ.λπ. των σωλήνων με βάση
το βάθος σκάμματος που απαιτείται για την τοποθέτηση του σωλήνα. Αυτά τα κόστη συνήθως υπολογίζονται
με βάση του πίνακες των «περιγραφικών τιμολογίων των έργων» του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών.
Οι πίνακες αυτοί εκδίδονται από το Υπουργείο και οι τιμές τους επικαιροποιούνται όταν κρίνεται σκόπιμο από
τις υπηρεσίες. Οι πιο πρόσφατοι πίνακες που έχουν εκδοθεί και ισχύουν τη στιγμή που γράφεται αυτό το βιβλίο
είναι οι πίνακες του 2017. Στου πίνακες που ακολουθούν φαίνονται οι τιμές των σωλήνων PVC και PE για τις
διαθέσιμες διαμέτρους και κλάσεις.
Πίνακας 7.3 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Αγωγοί ονομαστικής πίεσης 10 atm από σωλήνες PVC-U (ΥΥΜ/ΓΓΥ -
Περιγραφικά Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).
Πίνακας 7.5 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Αγωγοί ονομαστικής πίεσης 16 atm από σωλήνες PVC-U (ΥΥΜ/ΓΓΥ -
Περιγραφικά Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).
Πίνακας 7.7 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Αγωγοί ονομαστικής πίεσης 12.5 atm από σωλήνες HDΡE 100
(ΥΥΜ/ΓΓΥ - Περιγραφικά Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).
Πίνακας 7.9 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Αγωγοί ονομαστικής πίεσης 20 atm από σωλήνες HDΡE 100
(ΥΥΜ/ΓΓΥ - Περιγραφικά Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).
Οι τιμές των δαπανών για τις εργασίες εκσκαφής, επανεπίχωσης, υλικού έδρασης ή εγκιβωτισμού κ.λπ. των
σωλήνων μπορούν να βρεθούν από τους πίνακες που υπάρχουν διαθέσιμοι στη διεύθυνση:
https://www.ggde.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=964:περιγραφικά-τιμολόγια-έργων-σε-
επεξεργάσιμη-μορφή-2017&Itemid=326 .
Επίσης, η ίδια εγκύκλιος ορίζει ότι οι ελάχιστες επιτρεπόμενες ταχύτητες λαμβάνονται κατά κανόνα για
όλες τις διαμέτρους ίσες με 0.50 m/sec, ενώ για διαμέτρους μεγαλύτερες των 600 mm μπορεί να γίνουν δεκτές
ελάχιστες ταχύτητες ίσες με 0.70 m/ sec.
Έτσι, μια πρώτη εκτίμηση της εσωτερικής διαμέτρου ενός τμήματος αγωγού μπορεί να γίνει με βάση το
ελάχιστο κόστος κατασκευής και κατά συνέπεια για τη μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα ροής, από την εξίσωση
συνέχειας μιας διατομής του αγωγού εκφρασμένης ως προς τη διάμετρο:
4∙𝑄
𝐷𝜐𝜋 = √ (7.1)
𝜋∙𝑈
Το αποτέλεσμα της εξίσωσης 7.1 είναι η διάμετρος που αντιστοιχεί στη μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα
ροής Umax στον αγωγό με παροχή σχεδιασμού Q. Η αντίστοιχη εσωτερική διάμετρος Dεσ του εμπορίου είναι η
κοντινότερη διαθέσιμη διάμετρος που δεν οδηγεί σε ταχύτητα ροής κοντά στη μέγιστη επιτρεπόμενη.
όπου Q η παροχή του νερού στο σωλήνα, και Dεσ η εσωτερική διάμετρος του σωλήνα. Ο αριθμός Reynolds
δίνεται από την εξίσωση:
𝑈 ∙ 𝐷𝜀𝜎
𝑅𝑒 = (7.3)
𝜈
όπου ν είναι το κινηματικό ιξώδες του νερού ίσο με 1.004 x 10-6 στο διεθνές σύστημα μονάδων και σε
θερμοκρασία 20 oC. Το μέγεθος του κινηματικού ιξώδους του νερού για διαφορετικές θερμοκρασίες μπορεί να
βρεθεί από πίνακες που είναι διαθέσιμοι στα περισσότερα συγγράμματα μηχανικής ρευστών και υδραυλικής
(Πρίνος, 2013). Ο συντελεστής τριβής f, υπολογίζεται σύμφωνα με την εγκύκλιο Δ22200/30-07-1977 από την
εξίσωση των Colebrook – White:
1 𝜀 2.51
= −2𝑙𝑜𝑔 ( + ) (7.4)
√𝑓 3.7 ∙ 𝐷𝜀𝜎 𝑅𝑒 ∙ √𝑓
όπου ε είναι η ισοδύναμη απόλυτη τραχύτητα της εσωτερικής επιφάνειας του σωλήνα η οποία προκύπτει από
το υλικό του. Σύμφωνα με την εγκύκλιο ΒΜ3/21417/17-08-1984, η ισοδύναμη απόλυτη τραχύτητα λαμβάνεται
για σωλήνες οι οποίοι έχουν υποστεί χρήση ίση με ε = 0.5 mm για όλους τους σωλήνες από αμιαντοτσιμέντο
και ε = 0.1 mm για όλους τους σωλήνες από PVC ή HDPE.
Ο συντελεστής τριβής f εναλλακτικά μπορεί να υπολογιστεί και από το διάγραμμα Moody (Διάγραμμα
7.1) ή την εξίσωση των Swamme – Jain, η οποία για τυρβώδη ροή έχει τη μορφή που ακολουθεί (Πρίνος, 2013):
𝜀 5.74 −2
𝑓 = 1.325 ∙ [𝑙𝑛 ( + 0.9 )] (7.5)
3.7 ∙ 𝐷𝜀𝜎 𝑅𝑒
Tο μέγεθος των απωλειών hf σε ένα τμήμα αγωγού υπολογίζεται από τη γνωστή σχέση των Darcy –
Weisbach (Πρίνος, 2013):
όπου L το μήκος του σωλήνα σε m. Η κλίση της γραμμής ενεργείας J ορίζεται ως κλίση επί τοις χιλίοις ή
διαφορετικά ως m/Km και κατά συνέπεια αντιστοιχεί στις απώλειες ενέργειας για έναν σωλήνα μήκους χιλίων
μέτρων και προφανώς προκύπτει από την εξίσωση 7.6 αν τεθεί L = 1000 m. Η κλίση της γραμμής ενέργειας
είναι δυνατό να υπολογιστεί και γραφικά από το διάγραμμα Colebrook το οποίο συνήθως παρέχεται από τους
κατασκευαστές των σωλήνων που έχουν επιλεγεί για το δίκτυο. Στο Διάγραμμα 7.2 , φαίνεται το διάγραμμα
Colebrook για σωλήνες τραχύτητας 0.5 mm ενώ στα Διαγράμματα Διάγραμμα και Διάγραμμα φαίνονται
ενδεικτικά τα διαγράμματα Colebrook για σωλήνες τραχύτητας PVC και HDPE τραχύτητας 0.1 mm αντίστοιχα.
Οι τοπικές απώλειες HL στα σημεία όπου αναπτύσσονται (είσοδος και έξοδος από δεξαμενές,
καμπυλώσεις αγωγών, αλλαγές κατεύθυνσης, αλλαγή διαμέτρου, βάνες, δικλείδες, συσκευές κ.λπ.)
υπολογίζονται από τον γενικό τύπο (Πρίνος, 2013):
𝑈2
ℎ𝐿 = 𝐾𝐿 ∙ (7.7)
2∙𝑔
όπου KL ο συντελεστής τοπικών απωλειών. Επειδή η διαδικασία επιμεριστικής και διεξοδικής εκτίμησης των
τοπικών απωλειών σε κάθε θέση που αυτές αναπτύσσονται είναι επίπονη, συνήθως αποφεύγεται. Για αυτό
συνηθίζεται η εκτίμηση των τοπικών απωλειών να γίνεται είτε συνοπτικά (π.χ. 10% - 15% των αντίστοιχων
γραμμικών απωλειών), είτε έμμεσα με κατάλληλη προσαύξηση του συντελεστή γραμμικών απωλειών (με
εφαρμογή του ισοδύναμου συντελεστή γραμμικών απωλειών).
από τις απώλειες στους κινητούς ή μόνιμους αγωγούς μεταφοράς μέχρι τις θέσεις
χρησιμοποίησης του νερού,
από την απαιτούμενη πίεση για εφαρμογή της μεθόδου αρδεύσεως, όπως είναι η απαιτούμενη
μέση πίεση για την καλή λειτουργία των εκτοξευτών στην περίπτωση εφαρμογής συστήματος
καταιονισμού,
από τις υψομετρικές διαφορές στην αρδευτική μονάδα, από τις τοπικές απώλειες στις συσκευές
υδροληψίας.
Το ελάχιστο απαιτούμενο φορτίο πίεσης των υδροληψιών του δικτύου προσδιορίζεται από τη
γεωργοτεχνική μελέτη που προηγείται της υδραυλικής μελέτης του δικτύου και συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 45
και 50 m. Σε ένα ακτινωτό δίκτυο, κάθε διαδρομή αποτελείται από κλειστούς αγωγούς τοποθετημένους σε
σειρά, γνωστού μήκους, παροχής, διαμέτρου, άρα και απωλειών, οπότε οι ολικές απώλειες της διαδρομής
υπολογίζονται αθροίζοντας τις επιμέρους απώλειες κάθε αγωγού της διαδρομής. Έτσι, αν n είναι το πλήθος των
αγωγών της εξεταζόμενης διαδρομής, τότε το πιεζομετρικό φορτίο της κεφαλής του δικτύου θα πρέπει:
𝑛
𝛨 ≥ 𝛨𝜐 + ∑ ℎ𝑓𝑖 (7.8)
𝑖=1
όπου Η το φορτίο της κεφαλής του δικτύου, Ηυ το απαιτούμενο φορτίο λειτουργίας της υδροληψίας και hf οι
απώλειες φορτίου κατά μήκος της διαδρομής του δικτύου που εξετάζεται. Αν το H είναι μικρότερο από το
υψόμετρο της θέσης της κεφαλής τότε δεν απαιτείται να τοποθετηθεί αντλία και το δίκτυο θα λειτουργεί με
βαρύτητα, διαφορετικά θα πρέπει να εγκατασταθεί αντλιοστάσιο μέσω της αντλίας του οποίου θα
εξασφαλίζεται το απαιτούμενο ενεργειακό φορτίο για τη λειτουργία του δικτύου.
Για την απλούστευση των υπολογισμών αλλά και για την εποπτικότερη παρουσίαση των αποτελεσμάτων
είναι καλό να δημιουργούνται πίνακες σαν τους 7.12 και 7.13. Ειδικότερα στον Πίνακα 7.12 αποτυπώνονται
με εποπτικό τρόπο τα χαρακτηριστικά όλων των σωλήνων του δικτύου και υπολογίζονται οι απώλειες αυτών,
ενώ με τον Πίνακα 7.13 υπολογίζεται το φορτίο πίεσης των υδροληψιών και το φορτίο της κεφαλής. Για τη
συμπλήρωση του Πίνακα 7.13 απαιτείται η εισαγωγή των δεδομένων του προβλήματος στις πρώτες έξι στήλες
του πίνακα και στη συνέχεια η συμπλήρωση της έβδομης και της όγδοης στήλης του πίνακα ξεκινώντας τον
υπολογισμό από τις τελευταίες γραμμές και συνεχίζοντας προς τα πάνω. Η τελευταία στήλη του πίνακα
συμπληρώνεται αν από τις δύο προηγούμενες στήλες προκύπτει πίεση υδροληψίας μικρότερη από την
απαιτούμενη.
Η γραμμή εργαλείων που βρίσκεται κάτω από τη γραμμή του μενού (Εικόνα 7.4) παρέχει συντομεύσεις για τις
λειτουργίες του προγράμματος που χρησιμοποιούνται συχνότερα. Τα δύο τμήματα της γραμμής εργαλείων
ενεργοποιούνται και απενεργοποιούνται από το μενού View =>Toolbars.
Το πρώτο τμήμα της γραμμής εργαλείων περιέχει συντομεύσεις για λειτουργίες που αφορούν το έργο
στο σύνολό του. Ειδικότερα τα εργαλεία αυτά χρησιμοποιούνται για:
τη δημιουργία ενός νέου έργου (όπως από το μενού File => New)
το άνοιγμα ενός υφιστάμενου έργου (όπως από το μενού File => Open)
την αποθήκευση του τρέχοντος έργου (όπως από το μενού File => Save)
την εκτύπωση του ενεργού παραθύρου (όπως από το μενού File => Print)
την αντιγραφή των επιλεγμένων στοιχείων στη μνήμη ή σε αρχείο (όπως από το μενού
Edit => Copy To)
τη διαγραφή των επιλεγμένων στοιχείων
την εύρεση ενός συγκεκριμένου στοιχείου του χάρτη (όπως από το μενού View => Find)
την εκτέλεση της προσομοίωσης (όπως από το μενού Project => Run Analysis)
την εκτέλεση ερωτήματος για την εύρεση στοιχείων του χάρτη που ικανοποιούν
συγκεκριμένα κριτήρια (όπως από το μενού View => Query)
τη δημιουργία γραφήματος για την προβολή των αποτελεσμάτων της προσομοίωσης (όπως
από το μενού Report => Graph)
τη δημιουργία πίνακα για την προβολή των αποτελεσμάτων της προσομοίωσης (όπως από
το μενού Report => Table)
την τροποποίηση των επιλογών της προβολής του χάρτη (όπως από το μενού
View => Options ή το μενού Report => Options)
Το δεύτερο τμήμα της γραμμής εργαλείων περιέχει συντομεύσεις για λειτουργίες που αφορούν τη
διαμόρφωση του δικτύου. Ειδικότερα τα εργαλεία αυτά χρησιμοποιούνται για:
την επιλογή και τη μετακίνηση ενός στοιχείου του χάρτη (όπως από το μενού
Edit => Select => Object)
την επιλογή και τη μετακίνηση μιας γωνίας ενός σωλήνα (όπως από το μενού
Edit => Select Vertex)
την επιλογή μιας περιοχής του χάρτη (όπως από το μενού Edit => Select Region)
τη μετακίνηση της προβολής του χάρτη (όπως από το μενού View => Pan)
τη μεγέθυνση του χάρτη (όπως από το μενού View => Zoom In)
τη σμίκρυνση του χάρτη (όπως από το μενού View => Zoom Out)
την προβολή του χάρτη σε πλήρη έκταση (όπως από το μενού View => Full Extent)
Προσθήκη κόμβου στον χάρτη
Το παράθυρο του χάρτη του δικτύου (Εικόνα 7.4) προβάλλει σε οριζοντιογραφία ένα σχηματικό
διάγραμμα των στοιχείων του υπό μελέτη δικτύου διανομής νερού. Η θέση των στοιχείων του δικτύου και οι
αποστάσεις μεταξύ τους δεν είναι απαραίτητο να ανταποκρίνονται στην πραγματική φυσική τους κλίμακα.
Μέσα από το παράθυρο του χάρτη είναι δυνατό να προστεθούν απευθείας νέα στοιχεία, ενώ τα υπάρχοντα
μπορούν να επιλεγούν για επεξεργασία, διαγραφή ή μετατόπιση. Είναι επίσης δυνατό να εισαχθεί μια εικόνα
παρασκηνίου (όπως μια αεροφωτογραφία, ένας τοπογραφικός χάρτης ή ακόμα και ένα σκαρίφημα) ως
αναφορά. Ο χάρτης μπορεί να εκτυπωθεί, να αντιγραφεί στη μνήμη του υπολογιστή ή να εξαχθεί ως αρχείο
κειμένου (επέκταση MAP), αρχείο ανταλλαγής σχεδίων (DXF) ή βελτιωμένο μετα-αρχείο εικόνας (EMF).
Το παράθυρο γρήγορης πρόσβασης προσφέρει δύο διαφορετικές λειτουργίες. Η πρώτη λειτουργία του
παραθύρου, όπως φαίνεται στην Εικόνα 7.12, αφορά την πρόσβαση στα δεδομένα των στοιχείων του δικτύου.
Τα στοιχεία του δικτύου χωρίζονται σε κατηγορίες με βάση το είδος τους και μέσω του παραθύρου γρήγορης
πρόσβασης μπορούν να προστεθούν νέα, να διαγραφούν ή να τροποποιηθούν.
Η δεύτερη λειτουργία του παραθύρου γρήγορης πρόσβασης, που φαίνεται στην Εικόνα 7.13, αφορά την
απεικόνιση των αποτελεσμάτων της προσομοίωσης του δικτύου. Μέσω αυτού του παραθύρου επιλέγονται οι
παράμετροι και η χρονική περίοδος, τα αποτελέσματα των οποίων θα απεικονιστούν στην οθόνη.
1. Να εισαχθούν στο παράθυρο του χάρτη όλα τα στοιχεία του δικτύου και οι συνδέσεις τους. Τα
στοιχεία του δικτύου αποτελούνται από κόμβους, σωλήνες, αντλίες, βαλβίδες, ταμιευτήρες και
δεξαμενές. Οι ταμιευτήρες και οι δεξαμενές θεωρούνται επίσης κόμβοι, ενώ οι σωλήνες, οι
αντλίες και οι βαλβίδες θεωρούνται σύνδεσμοι.
2. Σε όλους τους κόμβους πρέπει να εκχωρούνται μοναδικοί αριθμοί ταυτότητας (ID Number).
3. Σε κάθε σύνδεσμο πρέπει επίσης να εκχωρείται ένας αριθμός ταυτότητας (ID Number).
Επιτρέπεται η χρήση του ίδιου αριθμού ταυτότητας στους κόμβους και τους συνδέσμους.
4. Τέλος, εισάγονται οι παρακάτω πληροφορίες σχετικά με τις παραμέτρους των στοιχείων
δικτύου:
Mixing Fraction: Το ποσοστό του συνολικού όγκου της δεξαμενής που απαρτίζει τον θάλαμο εισόδου –
εξόδου μιας δεξαμενής που αποτελείται από δύο θαλάμους (για το 2COMP μοντέλο ανάμειξης). Το πεδίο
παραμένει κενό αν επιλεχθεί διαφορετικός τύπος ανάμειξης.
Reaction Coefficient: Ο συντελεστής μαζικής αντίδρασης για τις χημικές αντιδράσεις στη δεξαμενή. Οι
μονάδες χρόνου είναι 1/ημέρες. Θετική τιμή για αντιδράσεις ανάπτυξης και αρνητική τιμή για αντιδράσεις
αποσύνθεσης. Μένει κενό εάν έχει οριστεί γενικός συντελεστής αντίδρασης στις επιλογές του έργου.
Initial Quality: Το επίπεδο ποιότητας νερού στον ταμιευτήρα
στην αρχή της περιόδου προσομοίωσης. Μπορεί να παραμείνει
κενό εάν δεν γίνεται ανάλυση της ποιότητας των υδάτων ή εάν το
επίπεδο είναι μηδενικό.
Source Quality: Η ποιότητα του νερού που εισέρχεται στο
δίκτυο σε αυτή τη θέση.
Net Inflow: Οι καθαρές εισροές νερού (αρνητική τιμή
υποδηλώνει εκροή) στον ταμιευτήρα σε μια δεδομένη χρονική
στιγμή της προσομοίωσης.
Elevation: Το υψόμετρο της στάθμης του ταμιευτήρα σε μια
δεδομένη χρονική στιγμή της προσομοίωσης.
Pressure: Η πίεση στην επιφάνεια του ταμιευτήρα σε μια
δεδομένη χρονική στιγμή της προσομοίωσης.
Quality: Η ποιότητα του νερού στον κόμβο σε μια δεδομένη
χρονική στιγμή της προσομοίωσης.
Στην Eικόνα 7.20 φαίνονται οι ιδιότητες μίας βαλβίδας του δικτύου οι οποίες αναλυτικά έχουν ως εξής
(τα πεδία που φαίνονται με κίτρινο χρώμα αφορούν αποτελέσματα της προσομοίωσης):
Loss Coefficient: Ο Συντελεστής τοπικών απωλειών. Αδιάστατο μέγεθος που ισχύει όταν η βαλβίδα είναι
τελείως ανοικτή. Θεωρείται ίσος με το μηδέν αν μείνει κενό.
Fixed Status: Η αρχική κατάσταση της αντλίας (Ανοικτή ή Κλειστή) στην αρχή της προσομοίωσης. Εάν
οριστεί σε Ανοικτή ή Κλειστή, τότε η ρύθμιση ελέγχου της βαλβίδας αγνοείται και η βαλβίδα συμπεριφέρεται
ως ανοικτός ή κλειστός σύνδεσμος, αντίστοιχα. Εάν οριστεί σε ΜΗΔΕΝ (ΝΟΝΕ), τότε η βαλβίδα
συμπεριφέρεται όπως προβλέπεται. Η σταθερή κατάσταση μιας βαλβίδας και η ρύθμισή της μπορούν να
μεταβάλλονται καθ' όλη τη διάρκεια μιας προσομοίωσης με τη χρήση δηλώσεων ελέγχου. Εάν η κατάσταση
μιας βαλβίδας ήταν σταθερή σε Ανοικτή ή Κλειστή, τότε μπορεί να γίνει ξανά ενεργή με τη χρήση ενός ελέγχου
που της αποδίδει μια νέα αριθμητική ρύθμιση.
Flow: Η παροχή της βαλβίδας στις μονάδες που έχουν οριστεί για την προσομοίωση.
Velocity: Η ταχύτητα της ροής του νερού εντός της βαλβίδας στις μονάδες που έχουν οριστεί για την
προσομοίωση.
Headloss: Οι απώλειες φορτίου στη βαλβίδα στις μονάδες που έχουν οριστεί για την προσομοίωση.
Quality: Η ποιότητα του νερού στη βαλβίδα σε μια δεδομένη χρονική στιγμή της προσομοίωσης.
Status: Η κατάσταση της βαλβίδας σε μια δεδομένη χρονική στιγμή της προσομοίωσης.
Τα στοιχεία της φόρμας δημιουργίας και επεξεργασίας των καμπυλών περιγράφονται στον πίνακα που
ακολουθεί.
Πίνακας 7.14 Τα στοιχεία της φόρμας δημιουργίας και επεξεργασίας των καμπυλών.
Στοιχείο Περιγραφή
Αναγνωριστικό ID Ονομασία της καμπύλης (μπορεί να έχει μήκος 15 χαρακτήρων)
Περιγραφή Προαιρετική περιγραφή της καμπύλης
Τύπος καμπύλης Τύπος της καμπύλης
Δεδομένα Χ-Υ Δεδομένα που ορίζουν την καμπύλη υπό τη μορφή ζευγών τιμών X-Y
Οι καμπύλες ορίζονται από τα ζεύγη τιμών που εισάγονται στο αντίστοιχο πεδίο. Για καμπύλες αντλίας ενός
και τριών σημείων, η εξίσωση που δημιουργείται για την καμπύλη θα εμφανίζεται στο πλαίσιο Equation
(Εξίσωση). Ο χρήστης μπορεί επίσης να φορτώσει ή να αποθηκεύσει τα δεδομένα της καμπύλης από τα
αντίστοιχα κουμπιά της φόρμας.
Ο επεξεργαστής των χρονικών μοτίβων, χρησιμοποιείται για την επεξεργασία των χρονικών μοτίβων
στοιχείων των δικτύων (Εικόνα Εικόνα ). Όπως για παράδειγμα του χρονικού μοτίβου της ζήτησης των
κόμβων του δικτύου. Τα στοιχεία της φόρμας δημιουργίας και επεξεργασίας των χρονικών μοτίβων
περιγράφονται στον πίνακα που ακολουθεί:
Πίνακας 7.15 Τα στοιχεία της φόρμας δημιουργίας και επεξεργασίας των χρονικών μοτίβων.
Στοιχείο Περιγραφή
Αναγνωριστικό ID Ονομασία του χρονικού μοτίβου (μπορεί να έχει μήκος 15 χαρακτήρων)
Περιγραφή Προαιρετική περιγραφή του χρονικού προτύπου
Πολλαπλασιαστής Τιμή του πολλαπλασιαστή για κάθε χρονική περίοδο του χρονικού προτύπου
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης, καθώς και ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά του δικτύου, μπορούν να
προβληθούν χρησιμοποιώντας διάφορους τύπους γραφικών παραστάσεων. Τα γραφήματα μπορούν να
εκτυπωθούν, να αντιγραφούν στο πρόχειρο των Windows ή να αποθηκευτούν ως αρχείο δεδομένων ή μετα-
αρχείο των Windows. Οι ακόλουθοι τύποι γραφικών παραστάσεων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την
προβολή των τιμών μιας επιλεγμένης παραμέτρου:
Πίνακας 7.16 Περιγραφή των τύπων των γραφημάτων και το πεδίο εφαρμογής τους.
Για τη δημιουργία ενός γραφήματος αρχικά επιλέγεται το μενού Report -> Graph ή το αντίστοιχο κουμπί της
γραμμής εργαλείων και στη συνέχεια συμπληρώνονται οι επιλογές στη φόρμα δημιουργίας γραφήματος που
εμφανίζεται.
Η φόρμα δημιουργίας γραφήματος χρησιμοποιείται για την επιλογή του τύπου γραφήματος και του
περιεχομένου του. Οι διαθέσιμες επιλογές της φόρμας φαίνονται στην εικόνα και τον πίνακα που ακολουθεί:
Στοιχείο Περιγραφή
Τύπος γραφήματος Επιλογή τύπου γραφήματος
Παράμετρος Επιλογή της παραμέτρου που θα απεικονίζει το γράφημα
Χρονική περίοδος Επιλογή της χρονικής περιόδου που θα απεικονίζει το γράφημα
Τύπος στοιχείου Επιλογή κόμβων ή αγωγών
Στοιχεία που θα εμφανιστούν στο γράφημα Επιλογή των κόμβων ή των αγωγών που θα περιληφθούν
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα γραφήματα χρονοσειρών και οι μηκοτομές απαιτούν την επιλογή ενός ή
περισσότερων αντικειμένων για τη γραφική παράσταση. Για την επιλογή των στοιχείων που θα περιληφθούν
στο γράφημα ο χρήστης θα πρέπει να επιλέξει το στοιχείο από τον χάρτη ή το παράθυρο γρήγορης πρόσβασης
και στη συνέχεια να επιλέξει το κουμπί προσθήκη (Add) στη φόρμα.
7.7 Παράδειγμα
Το αγρόκτημα του σχήματος έκτασης 1200 στρεμμάτων πρόκειται να αρδευτεί με τεχνητή βροχή με τη μέθοδο
της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού. Η θεωρητική ειδική παροχή άρδευσης υπολογίστηκε ίση με 0,0675
l/s/στρ. To δίκτυο λειτουργεί 18 ώρες την ημέρα, το εύρος άρδευσης είναι 16 ημέρες, οι διαστάσεις της τυπικής
αρδευτικής μονάδας είναι 200 m x 125 m, η παροχή των υδροληψιών που πρόκειται να εγκατασταθούν θα είναι
9 l/s, η ταχύτητα ροής στους αγωγούς του δικτύου θα πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 0.5 και 1.5 m/s και το
απαραίτητο φορτίο πίεσης για τη λειτουργία των υδροληψιών είναι συνολικά 50m.
Ζητούνται:
1. Να υπολογιστεί το πρόγραμμα της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού. Να καθοριστεί και να
περιγραφεί το ωρολόγιο πρόγραμμα λειτουργίας των υδροληψιών.
2. Να σχεδιαστεί το αρδευτικό δίκτυο κατά τον οικονομικότερο δυνατό τρόπο και να
υπολογιστούν οι παροχές των αγωγών του δικτύου.
3. Να γίνει η οικονομική επιλογή των διαμέτρων κατά τρόπο που να εξασφαλίζει το ελάχιστο
κόστος κατασκευής του δικτύου.
4. Να υπολογιστεί το απαιτούμενο μανομετρικό φορτίο της κεφαλής του δικτύου και να
σχεδιαστεί η πιεζομετρική γραμμή της κρίσιμης διαδρομής.
5. Να επαναληφθούν οι υπολογισμοί με το πρόγραμμα EPANET.
7.7.1 Υπολογισμός του προγράμματος της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού. Καθορισμός και
περιγραφή του ωρολογίου προγράμματος της λειτουργίας των υδροληψιών
Για τον υπολογισμό του προγράμματος της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού θα πρέπει καταρχάς να
υπολογιστούν το εμβαδόν της τυπικής αρδευτικής μονάδας και η πραγματική ειδική παροχή άρδευσης.
Όπως φαίνεται και από την Εικόνα 7.26 ο αριθμός των Αρδευτικών Μονάδων του αγροκτήματος είναι:
𝛦 1200
𝜈 = = = 48
𝛢 25
24 24 𝑙
𝑞 = 𝑞0 ⋅ = 0.0675 ⋅ = 0.09
18 18 𝑠
𝑞𝜐 𝑞𝜐 9
𝐴= => 𝑛 = = =4
𝑛⋅𝑞 𝐴 ⋅ 𝑞 25 ⋅ 0.09
Οπότε ο χρόνος λειτουργίας της κάθε υδροληψίας θα είναι: m/n = 16/4 = 4 ημέρες.
Έτσι προκύπτει το πρόγραμμα του ποτίσματος όλων των Α.Μ. που φαίνεται στον Πίνακα 7.18.
7.7.2 Χάραξη του αρδευτικού δικτύου κατά τον οικονομικότερο δυνατό τρόπο και υπολογισμός
των αγωγών του δικτύου
Σύμφωνα με το πρόγραμμα ποτίσματος του αγροκτήματος που καταρτίστηκε στην προηγούμενη ενότητα η
οικονομικότερη χάραξη του δικτύου είναι αυτή που φαίνεται στην εικόνα που ακολουθεί.
Με βάση τις αρχές χάραξης του δικτύου που αναλύθηκαν σε προηγούμενο κεφάλαιο ορίζονται οι θέσεις
των υδροληψιών κάθε αρδευτικής μονάδας και στη συνέχεια σχεδιάζονται οι αγωγοί του δικτύου έτσι ώστε οι
υδροληψίες της κάθε αρδευτικής μονάδας να τροφοδοτούνται από τον ίδιο τριτεύοντα αγωγό. Με αυτόν τον
τρόπο προκύπτει η χάραξη του δικτύου που φαίνεται στην Εικόνα 7.27.
Οι παροχές των αγωγών του δικτύου προκύπτουν από τον αριθμό των υδροληψιών που λειτουργούν
ταυτόχρονα και τροφοδοτούνται από κάθε τμήμα αγωγού και στην εικόνα που ακολουθεί σημειώνονται με
διαφορετικό χρώμα για εποπτικούς λόγους.
7.7.3 Επιλογή των διαμέτρων των σωλήνων του δικτύου έτσι ώστε να εξασφαλίζεται το
ελάχιστο κόστος κατασκευής του δικτύου
Η επιλογή των διαμέτρων των σωλήνων του δικτύου γίνεται με την εφαρμογή της εξίσωσης συνέχειας για
καθεμία από τις παροχές σχεδιασμού που υπολογίστηκαν στην προηγούμενη ενότητα. Η εξίσωση συνέχειας
επιλύεται ως προς τη διάμετρο των σωλήνων και καταλήγουμε στη εξίσωση που ακολουθεί θέτοντας
U = 1.5m/s:
4⋅𝑄
𝐷=√
𝜋⋅𝑈
Στον πίνακα που ακολουθεί φαίνονται οι διάμετροι των σωλήνων από HDPE 10 atm που επιλέχθηκαν.
Στην τέταρτη στήλη του πίνακα φαίνεται η ονομαστική διάμετρος των σωλήνων και μέσα σε παρένθεση η
εσωτερική τους διάμετρος που θα χρησιμοποιηθεί στους υδραυλικούς υπολογισμούς, ενώ στην τελευταία
στήλη φαίνεται η ταχύτητα της ροής για τον συνδυασμό των παροχών και των διαμέτρων που επιλέχθηκαν.
Σωλήνας Παροχή Q (l/s) Διάμετρος Υπ. Dυπ. Διάμετρος Εμπ. Ταχύτητα ροής
(m) Dεμπ. (mm) U (m/s)
Kεφαλή-A 12qυ = 108 0.303 355 (312.8) 1.41
ΑΔ,ΑΔ’, ΑΔ” 4qυ = 36 0.175 200 (176.2) 1.48
ΔΖ,Δ’Ζ’,Δ”Ζ” 3qυ = 27 0.151 180 (158.6) 1.37
ΖΘ, Ζ’Θ’, Ζ”Θ” 2qυ = 18 0.124 140 (123.4) 1.51
ΘΚ, Θ’Κ’, Θ”Κ” qυ = 9 0.087 110 (96.8) 1.22
7.7.4 Υπολογισμός του απαιτούμενου μανομετρικού φορτίου της κεφαλής του δικτύου
Για τον υπολογισμό του απαιτούμενου μανομετρικού φορτίου της κεφαλής του δικτύου θα πρέπει να εντοπιστεί
η κρίσιμη διαδρομή του δικτύου. Το συγκεκριμένο δίκτυο είναι συμμετρικό ως προς τον κατακόρυφο άξονα
και η κλίση του εδάφους είναι ομοιόμορφη κατά μήκος του κατακόρυφου άξονα. Κατά συνέπεια το μόνο
κριτήριο για τον εντοπισμό της κρίσιμης διαδρομής είναι το μήκος αυτής. Με βάση αυτόν τον συλλογισμό η
κρίσιμη διαδρομή του δικτύου είναι η διαδρομή με το μεγαλύτερο μήκος δηλαδή η διαδρομή Κ-Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-
Θ-Ι-Κ, καθώς και η συμμετρική της.
Για τον υπολογισμό του απαιτούμενου μανομετρικού φορτίου της κρίσιμης διαδρομής θα πρέπει αρχικά
να υπολογιστούν οι απώλειες φορτίου για κάθε τμήμα αυτής. Οι υπολογισμοί αυτοί φαίνονται αναλυτικά στον
Πίνακα 7.20, ενώ να σημειωθεί ότι για τον υπολογισμό του συντελεστή τριβής (και κατ’ επέκταση της κλίσης
της πιεζομετρικής γραμμής) χρησιμοποιήθηκε ο τύπος των Swammee-Jain.
Πίνακας 7.20 Υπολογισμός απωλειών φορτίου των αγωγών της κρίσιμης διαδρομής.
Τέλος, στον Πίνακα 7.21 φαίνεται ο υπολογισμός του απαιτούμενου φορτίου των κόμβων της κρίσιμης
διαδρομής του δικτύου και τελικά το απαιτούμενο μανομετρικό φορτίο της κεφαλής του δικτύου:
Πίνακας 7.21 Υπολογισμός του απαιτούμενου μανομετρικού φορτίου της κεφαλής του δικτύου.
7.7.5 Υπολογισμός του απαιτούμενου μανομετρικού φορτίου της κεφαλής του δικτύου με το
πρόγραμμα EPANET
Για την επίλυση του δικτύου στο EPANET σχεδιάστηκε το δίκτυο και εισήχθησαν όλα τα γεωμετρικά και
υδραυλικά χαρακτηριστικά των αγωγών του. Στην Εικόνα 7.28 φαίνεται το αρδευτικό δίκτυο όπως
σχεδιάστηκε στο EPANET (ειδικότερα φαίνονται οι διάμετροι των σωλήνων στα αριστερά και τα μήκη των
σωλήνων στα δεξιά). Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι οριζόντιοι αγωγοί μήκους 1 m που φαίνονται στην εικόνα
εισήχθησαν για να προσομοιωθούν οι «δίδυμες» υδροληψίες που είναι εγκατεστημένες κατά μήκος των κλάδων
του δικτύου. Το μήκος αυτών των αγωγών τέθηκε ίσο με 1 m, ενώ σχεδιάστηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο για
λόγους εποπτικούς. Η τραχύτητα των σωλήνων τέθηκε ίση με 0.1 mm. Τα υψόμετρα των κόμβων ορίστηκαν
σύμφωνα με τα υψόμετρα των κόμβων που φαίνονται στην Eικόνα 7.27. Τέλος, για να προσομοιωθεί το
πρόγραμμα ποτίσματος του Πίνακα 7.18 ορίστηκαν τα κατάλληλα χρονικά μοτίβα.
Εικόνα 7.28 Το αρδευτικό δίκτυο όπως σχεδιάστηκε στο EPANET. (Διάμετροι αριστερά, Μήκη σωλήνων δεξιά)
Τα αποτελέσματα από την εκτέλεση της προσομοίωσης στο EPANET φαίνονται στις εικόνες και τους πίνακες
που ακολουθούν. Ειδικότερα, στην Εικόνα 7.29 αριστερά φαίνεται το πιεζομετρικό φορτίο στους κόμβους
του δικτύου όπως θα διαμορφώνεται κατά την 1η και τη 2η περίοδο ποτίσματος (Πίνακας 7.18), ενώ στα
δεξιά φαίνεται το πιεζομετρικό φορτίο στους κόμβους του δικτύου όπως θα διαμορφώνεται κατά την 3η και
την 4η περίοδο ποτίσματος. Στην Εικόνα 7.30 αριστερά φαίνεται η πίεση στους κόμβους του δικτύου όπως
θα διαμορφώνεται κατά την 1η και τη 2η περίοδο ποτίσματος (Πίνακας 7.18), ενώ στα δεξιά φαίνεται η πίεση
στους κόμβους του δικτύου όπως θα διαμορφώνεται κατά την 3η και την 4η περίοδο ποτίσματος. Στον κόμβο
Εικόνα 7.29 Το πιεζομετρικό φορτίο στους κόμβους του δικτύου (1η και 2η περίοδος ποτίσματος αριστερά, 3η και 4η δεξιά).
Πίνακας 7.22 Αποτελέσματα της προσομοίωσης για τους σωλήνες της κρίσιμης διαδρομής του δικτύου.
Πίνακας 7.23 Αποτελέσματα της προσομοίωσης για τους κόμβους της κρίσιμης διαδρομής του δικτύου.
Κόμβος Υψόμετρο Εδάφους (m) Υψόμετρο Π.Γ. (m) Φορτίο Πίεσης (m)
Κεφαλή 150.00 150.00 0.00
Αντλία 150.00 176.10 26.10
Α 120.00 173.95 53.95
Β 120.00 169.18 49.18
Γ 118.44 168.44 50.00
Δ 115.31 166.95 51.64
Ε 112.18 165.48 53.30
Ζ 109.06 164.02 54.96
Η 105.93 161.62 55.69
Θ 102.81 159.22 56.41
Ι 99.68 157.04 57.36
Κ 96.56 154.85 58.29
Το μανομετρικό φορτίο της αντλίας που πρέπει να εγκατασταθεί στην κεφαλή του δικτύου για να εξασφαλιστεί
το απαιτούμενο φορτίο λειτουργίας των υδροληψιών, όπως φαίνεται και στον Πίνακα 7.23, είναι 26.10 m.
180176.10 173.95
169.18
166.95 165.48
164.02
161.62
168.44 159.22
157.04
160 154.85
Κεφαλή
Αντλία
140
120
Α B Γ
Δ
Ε
Ζ
100 Η
Θ
Ι
Κ
80
0 200 400 600 800 1000 1200 1400 1600 1800
Τέλος, συγκρίνοντας τα αποτελέσματα που λήφθηκαν από το ΕPANET με αυτά της προηγούμενης ενότητας
παρατηρείται ότι οι αποκλίσεις όπου υπάρχουν είναι πάρα πολύ μικρές και οφείλονται κυρίως σε
στρογγυλοποιήσεις που έγιναν κατά τους υπολογισμούς.
Σύνοψη
Στο κεφάλαιο παρουσιάζονται, περιγράφονται και δίνονται στοιχεία οικονομικού σχεδιασμού και υπολογισμού
της χαρακτηριστικής καμπύλης ως μέσου οικονομικής βελτιστοποίησης στα αρδευτικά δίκτυα. Με τη χάραξη της
χαρακτηριστικής καμπύλης επιτυγχάνεται η οικονομική βελτιστοποίηση του αρδευτικού δικτύου, υπολογίζοντας
το μικρότερο συνολικό κόστος κατασκευής και λειτουργίας του. Η χαρακτηριστική καμπύλη σημαίνει πολλαπλή
οικονομική επίλυση του δικτύου για διάφορα ενεργειακά φορτία. Προς εμπέδωση της χάραξης και εφαρμογής της
χαρακτηριστικής καμπύλης επιλύεται ενδεικτική άσκηση.
Προαπαιτούμενη γνώση
Για το κεφάλαιο αυτό ο αναγνώστης πρέπει να έχει γνώσεις υδραυλικής.
Η προσπάθεια δηλαδή είναι να βρεθεί εκείνος ο σχεδιασμός του δικτύου άρδευσης, που εκτός από
λειτουργικός (τεχνικά εφικτός), θα είναι και οικονομικά αποδοτικός και περιβαλλοντικά αποδεκτός.
Η περιβαλλοντική διάσταση βέβαια ελέγχεται σε προηγούμενο στάδιο, εκείνο της σκοπιμότητας του
έργου και της εκπόνησης μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων η οποία συνοδεύει το έργο.
Ο βέλτιστος σχεδιασμός αφορά τόσο τα δίκτυα βαρύτητας όσο και τα δίκτυα κατάθλιψης. Το κόστος
κατασκευής αφορά τόσο τα δίκτυα κατάθλιψης όσο και τα δίκτυα βαρύτητας. Το κόστος λειτουργίας
αναφέρεται μόνο στα δίκτυα κατάθλιψης όπου χρησιμοποιείται αντλία.
𝑄 = 𝑈∙𝐴 (8.2)
όπου Q είναι η παροχή του αγωγού σε l/sec, U είναι η ταχύτητα ροής σε m/sec, A είναι η διατομή του κλειστού
αγωγού που είναι κυκλική.
Όμως τα δύο μεγέθη (Κκατ και Κλειτ) στην περίπτωση των δικτύων με κατάθλιψη μεταβάλλονται
αντιστρόφως ανάλογα. Δηλαδή οι μικρές διάμετροι που αντιστοιχούν στο μικρό κόστος κατασκευής, έχοντας
μεγαλύτερες ταχύτητες ροής και άρα και μεγάλες απώλειες, οδηγούν σε μεγαλύτερα φορτία πίεσης και άρα και
σε μεγαλύτερο κόστος λειτουργίας.
Αντίθετα, οι μεγάλες διάμετροι που δίνουν μεγάλο κόστος κατασκευής έχουν μικρές ταχύτητες ροής που
συνοδεύονται από μικρότερες απώλειες, που σημαίνει μικρότερα φορτία πίεσης και άρα οδηγούν σε μικρότερο
κόστος λειτουργίας.
είτε του μεγάλου μήκους των αγωγών, γιατί εκεί εμφανίζονται οι μεγαλύτερες γραμμικές
απώλειες,
είτε των μεγάλων δυσμενών υψομετρικών διαφορών κατά μήκος μιας διαδρομής, γιατί εκεί
εμφανίζονται οι μεγαλύτερες πιέσεις εξαιτίας του υψομέτρου,
είτε συχνά του συνδυασμού και των δύο (μεγάλου μήκους αγωγών και δυσμενούς υψομετρικής
διαφοράς).
Αυτό συμβαίνει γιατί, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα Διάγραμμα οι μικρές τιμές του κόστους κατασκευής (Κβ)
επειδή αντιστοιχούν σε μικρές διαμέτρους δίνουν μεγάλα πιεζομετρικά φορτία (Ηβ) στην κεφαλή του δικτύου.
Αντίστοιχα οι μεγάλες τιμές για το κόστος κατασκευής (Κα) επειδή αντιστοιχούν στις μεγάλες διαμέτρους έχουν
απαίτηση για μικρά πιεζομετρικά φορτία (Ηα).
Επομένως, το σημείο α της χαρακτηριστικής καμπύλης αντιστοιχεί στο μέγιστο κόστος κατασκευής
(μικρότερες διάμετροι) και στο ελάχιστο πιεζομετρικό φορτίο κεφαλής Ηα.
Οι τιμές των πιεζομετρικών φορτίων Η στον άξονα των τετμημένων για τις διαφορετικές επιλύσεις του
δικτύου προκύπτουν θέτοντας διαφορετικές διαμέτρους στην κρίσιμη διαδρομή. Στο υπόλοιπο δίκτυο, το οποίο
δεν επηρεάζει το πιεζομετρικό φορτίο της κεφαλής, και εφόσον ο στόχος είναι η εύρεση της οικονομικής λύσης,
διατηρούνται οι μικρότερες επιτρεπόμενες διάμετροι. Προσοχή χρειάζεται γιατί καθώς αυξάνονται οι διάμετροι
στην κρίσιμη διαδρομή υπάρχει το ενδεχόμενο να προκύψει ως κρίσιμη μια άλλη διαδρομή του δικτύου.
Για να αναχθεί το κόστος κατασκευής του δικτύου, του οποίου η απόσβεση γίνεται σε μεγάλο βάθος
χρόνου (π.χ. σε 50 έτη) σε ετήσια βάση ώστε να μπορέσει να αθροιστεί με το ετήσιο λειτουργικό κόστος, πρέπει
να υπολογιστεί το ισοδύναμο ετήσιο κόστος κατασκευής. Το ισοδύναμο ετήσιο κόστος κατασκευής
υπολογίζεται ως εξής:
−𝜈
𝛢∙ 𝜏
𝛸= ( ) (8.3)
1 − (1 + 𝜏)
όπου ν είναι ο χρόνος ζωής του έργου συνήθως 50 χρόνια, τ είναι το επιτόκιο απόσβεσης των έργων που
κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 5%-6%, Α είναι το κόστος κατασκευής των αγωγών ανά τρέχον μέτρο και
υπολογίζεται συνήθως, όπως αναλύθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο από τους πίνακες που υπάρχουν
διαθέσιμοι στη διεύθυνση:
https://www.ggde.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=964:περιγραφικά-τιμολόγια-έργων-σε-
επεξεργάσιμη-μορφή-2017&Itemid=326
όπου β είναι η τιμή της ηλεκτρικής ενέργεια ανά κιλοβατώρα (KWh) για αγροτική χρήση και καθορίζεται ως
εξής:
𝜇έ𝜌𝜀𝜍
𝜔 = 7 𝜇ή𝜈𝜀𝜍 ά𝜌𝛿𝜀𝜐𝜎𝜂𝜍 ∙ 30 ∙ ώ𝜌𝜀𝜍 𝜆𝜀𝜄𝜏𝜊𝜐𝜌𝛾ί𝛼𝜍 𝜏𝜊𝜐 𝛿𝜄𝜅𝜏ύ𝜊𝜐 (8.5)
𝜇ή𝜈𝛼
Η ισχύς του αντλιοστασίου είναι συνάρτηση του μανομετρικού φορτίου της αντλίας και της παροχής
σχεδιασμού. Όσο μεγαλύτερο είναι το μανομετρικό φορτίο αντλίας τόσο μεγαλύτερο είναι και το κόστος
λειτουργίας. Η ισχύς της αντλίας υπολογίζεται ως εξής:
𝛾 ∙ 𝑄 ∙ 𝐻𝑚𝑎𝑛
𝑃= (8.6)
1000 ∙ 𝑛
όπου Ρ είναι η ισχύς του αντλιοστασίου σε KW, Ηman είναι το μανομετρικό φορτίο της αντλίας σε m, γ είναι το
ειδικό βάρος νερού ίσο με 9810 kg/m2/sec, Q είναι η παροχή σχεδιασμού του δικτύου που παραλαμβάνει ο
πρωτεύοντας αγωγός σε m3/sec, n είναι ο συντελεστής απόδοσης της αντλίας ο οποίος συνήθως λαμβάνει τιμές
μεταξύ 0.7 - 0.8.
Η μορφής της καμπύλης του κόστους λειτουργίας φαίνεται στο διάγραμμα που ακολουθεί.
Η χαρακτηριστική καμπύλη είναι η καμπύλη που προκύπτει από το άθροισμα της καμπύλης του κόστους
κατασκευής και του διαγράμματος του κόστους λειτουργίας του δικτύου.
Η μορφή της σύνθετης χαρακτηριστικής καμπύλης του συνολικού κόστους όπως φαίνεται στο
Διάγραμμα Διάγραμμα . Η σύνθετη χαρακτηριστική καμπύλη αποδεικνύει ότι η καλύτερη λύση δεν βρίσκεται
ούτε στο σημείο α όπου έχω τις μέγιστες διαμέτρους ούτε όμως και στο β όπου έχω τις ελάχιστες διαμέτρους.
Η βέλτιστη λύση είναι ένα ενδιάμεσο σημείο, το σημείο m, που είναι το σημείο καμπής της σύνθετης
χαρακτηριστικής καμπύλης όπου στρέφονται τα κοίλα προς τα πάνω.
ΒΗΜΑ 1:
Υπολογίζεται και σχεδιάζεται το διάγραμμα του κόστους κατασκευής.
Για τη χάραξη κάθε διαγράμματος απαιτείται ο υπολογισμός τουλάχιστον 4-5 σημείων. Κάθε σημείο του
διαγράμματος αντιστοιχεί σε μια επίλυση του δικτύου για διαφορετικό κάθε φορά συνδυασμό διαμέτρων.
Είναι αυτονόητο βέβαια ότι όσο πιο πολλά σημεία υπολογιστούν τόσο πιο ακριβής θα είναι η καμπύλη.
ΒΗΜΑ 2:
Το κάτω όριο της καμπύλης (σημείο β) προκύπτει αν βάλουμε τόσο στην κρίσιμη διαδρομή όσο και στο
υπόλοιπο δίκτυο παντού σε όλους τους αγωγούς τις ελάχιστες διαμέτρους Dmin. Αυτές υπολογίζονται
με βάση τη μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα ροής του δικτύου.
Το άνω όριο της καμπύλης (σημείο α) προκύπτει αν βάλουμε σε κάθε αγωγό του δικτύου στην κρίσιμη
διαδρομή τη μέγιστη δυνατή διάμετρο Dmax, και σε όλο το υπόλοιπο δίκτυο τις ελάχιστες διαμέτρους.
Οι μέγιστες διάμετροι υπολογίζονται με βάση την ελάχιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα ροής του δικτύου.
ΒΗΜΑ 3:
Στη συνέχεια, πρέπει να υπολογιστούν τα ενδιάμεσα σημεία. Αυτά προκύπτουν από διαφορετικούς
συνδυασμούς διαμέτρων στην κρίσιμη διαδρομή και υπολογίζονται έτσι κάθε φορά τα αντίστοιχα
Είναι απαραίτητο να ικανοποιείται η απαιτούμενη πίεση στην υδροληψία. Σε περίπτωση που δεν
συμβαίνει αυτό και το φορτίο πίεσης είναι μικρότερο από αυτό που απαιτείται στην υδροληψία τότε
γίνεται διόρθωση. Προστίθεται στη στήλη διόρθωση η διαφορά μέχρι να καλυφθεί το απαιτούμενο
φορτίο πίεσης της υδροληψίας. π.χ. αν το φορτίο πίεσης στο σημείο που υπάρχει υδροληψία
υπολογίστηκε ίσο με 44m και το απαιτούμενο φορτίο πίεσης της υδροληψίας έχει δοθεί ίσο με 50m από
την εκφώνηση τότε στη στήλη διόρθωση προστίθεται +6m παντού.
ΒΗΜΑ 4:
Υπολογίζεται και σχεδιάζεται το διάγραμμα του κόστους λειτουργίας.
Κατά ανάλογο τρόπο με αυτόν του κόστους κατασκευής υπολογίζονται το άνω και κάτω άκρο της
ευθείας αύξουσας γραμμής του κόστους λειτουργίας, καθώς και τα ενδιάμεσα σημεία.
ΒΗΜΑ 5:
Από τη σύνθεση των δύο πιο πάνω διαγραμμάτων, υπολογίζονται τα σημεία της σύνθετης
χαρακτηριστικής καμπύλης. Κάθε σημείο της σύνθετης καμπύλης προκύπτει ως άθροισμα του κόστους
κατασκευής (από το 1ο διάγραμμα) και του κόστους λειτουργίας (από το 2ο διάγραμμα) που αντιστοιχούν
στο ίδιο μανομετρικό φορτίο κεφαλής.
Η σύνθετη χαρακτηριστική καμπύλη έχει ένα σημείο καμπής το όποιο συμπίπτει με το ελάχιστο
συνολικό κόστος του δικτύου.
8.7 Παράδειγμα
Αγρόκτημα έκτασης 1600 x 800 m πρόκειται να αρδευτεί με τεχνητή βροχή με τη μέθοδο εκ περιτροπής
ζήτησης του νερού. Οι διαστάσεις των αρδευτικών μονάδων είναι 200 x 200 m στις οποίες θα εγκατασταθεί
υδροληψία 12 l/s. Η παροχή των υδατικών πόρων είναι 72 l/s. Το δίκτυο θα λειτουργήσει 18 ώρες το 24ωρο,
το εύρος άρδευσης είναι 16 μέρες και η ταχύτητα ροής στους αγωγούς κυμαίνεται από 0.5 μέχρι 1.5 m/sec. Το
απαραίτητο φορτίο πίεσης για τη λειτουργία της κάθε υδροληψίας είναι 50 m. Το υψόμετρο στα σημεία Α, Β
και Δ είναι 130m.
Το κόστος των αγωγών δίνεται από τον Πίνακα 8.3. Ο χρόνος ζωής του έργου είναι ν = 50 χρόνια και
το επιτόκιο απόσβεσης τ=5%. Η απόδοση της αντλίας είναι ίση με 0.75.
Ζητούνται:
Να σχεδιαστεί το αρδευτικό δίκτυο και να υπολογιστούν το πρόγραμμα ποτίσματος και οι
παροχές σχεδιασμού των αγωγών του δικτύου.
Να γίνει οικονομική επιλογή των διαμέτρων κατά τρόπο που να εξασφαλίζει το ελάχιστο
κόστος κατασκευής του δικτύου. Να γίνει εξασφάλιση των πιέσεων στο δίκτυο.
Να σχεδιαστεί η χαρακτηριστική καμπύλη του συνολικού κόστους του δικτύου (κατασκευής
και λειτουργίας), υπολογίζοντας τέσσερα σημεία.
𝑄𝜎𝜒 96
𝑣∗ = = = 8 𝜊𝜇ά𝛿𝜀𝜍
𝑞𝜐 12
32 32
𝑛= = => 𝑛 = 4
𝜈∗ 8
Τις πρώτες 4 μέρες του εύρους άρδευσης θα λειτουργούν όλες οι (1) υδροληψίες, από 5-8 μέρες θα λειτουργούν
όλες οι (2) υδροληψίες, από 9-12 μέρες θα λειτουργούν όλες οι (3) και από 13-16 μέρες όλες οι 4. Ποτέ δεν θα
δουλεύουν μαζί δύο υδροληψίες από την ίδια ομάδα, καθώς έτσι θα καταστρατηγείται το εκ περιτροπής
πότισμα, δηλαδή η αρχή της εκ περιτροπής ζήτησης του νερού.
4∙𝑄
𝐷=√
𝜋∙𝑢
4∙𝑄
𝑞𝜐 = 𝑄 = 12 𝑙 ⁄𝑠 => 𝐷 = √ = 0.101 ά𝜌𝛼 𝐷 = 100 𝑚𝑚
𝜋∙𝑈
4∙𝑄
2𝑞𝜐 = 𝑄 = 24 𝑙 ⁄𝑠 => 𝐷 = √ = 0.143 ά𝜌𝛼 𝐷 = 150 𝑚𝑚
𝜋∙𝑈
4∙𝑄
3𝑞𝜐 = 𝑄 = 36 𝑙 ⁄𝑠 => 𝐷 = √ = 0.175 ά𝜌𝛼 𝐷 = 175 𝑚𝑚
𝜋∙𝑈
4∙𝑄
4𝑞𝜐 = 𝑄 = 48 𝑙 ⁄𝑠 => 𝐷 = √ = 0.202 ά𝜌𝛼 𝐷 = 200 𝑚𝑚
𝜋∙𝑈
4∙𝑄
8𝑞𝜐 = 𝑄 = 96 𝑙 ⁄𝑠 => 𝐷 = √ = 0.285 ά𝜌𝛼 𝐷 = 300 𝑚𝑚
𝜋∙𝑈
ΥΔΡΑΥΛΙΚΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΡΙΣΙΜΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ
Παρατηρήσεις:
Υπάρχουν δύο διαδρομές. Το δίκτυο είναι συμμετρικό ως προς τον άξονα των Υ, οπότε ό,τι ισχύει στο
αριστερό μισό του αγροκτήματος θα ισχύει και στο δεξιό μισό.
Άρα, αρκεί να εξεταστεί η μία από τις δύο διαδρομές.
Η διαδρομή ΚΑΒΓΔΕΛ είναι όμοια με την ΚΑΖΗΘΙΚ’.
Οι υδροληψίες που βρίσκονται στο σημείο Δ (και Θ αντίστοιχα) παρουσιάζουν το μεγαλύτερο υψόμετρο
άρα είναι πιθανές κρίσιμες (147.5m).
Προσθέτω παντού +4.48m που είναι η δυσμενέστερη περίπτωση υδροληψίας που δεν καλύπτει την
απαιτούμενη πίεση.
Εξασφάλιση πιέσεων σημαίνει έλεγχος σε όλες τις υδροληψίες ότι καλύπτουν την απαίτηση σε πίεση
των 50 m για να λειτουργήσουν.
Το μανομετρικό φορτίο της κεφαλής είναι 95.14 m.
Για την εξασφάλιση του φορτίου αυτού χρησιμοποιείται αντλία (απόδοσης 75%) με ισχύ:
(𝛾 ∙ 𝛨𝑚𝑎𝑛 ∙ 𝑄𝜎𝜒) 9810 ∙ 95.14 ∙ 0.096
𝑃= = = 119.46 𝐾𝑊
1000 ∙ 𝑛 1000 ∙ −.75
𝛫𝜆𝜀𝜄𝜏 = 𝛽 ∙ 𝜔 ∙ 𝛲
ΣΗΜΕΙΟ 4 (κάτω άκρο) Dmin σε όλο το δίκτυο και κατά συνέπεια U = 1.5 m/s
Το μανομετρικό φορτίο της κεφαλής βρέθηκε από την παραπάνω επίλυση ίσο με Ηman(4) = 95.14 m και η
ισχύς της αντλίας P = 119.46 ΚW. Το κόστος λειτουργιάς για 7 μήνες άρδευσης προκύπτει:
Άρα το κόστος κατασκευής για το σημείο 4 της καμπύλης θα είναι Kκατ(4) = 20015.43 .
Κατά συνέπεια, το σημείο 4 της καμπύλης είναι: Κολ = 42594.39 για Ηman = 95.14m.
Άρα, το κόστος κατασκευής για το σημείο 4 της καμπύλης θα είναι Kκατ(1) = 28954.99 .
Κατά συνέπεια, το σημείο 1 της καμπύλης είναι:
Άρα, το κόστος κατασκευής για το σημείο 2 της καμπύλης θα είναι Kκατ(2) = 22491.33€.
Κατά συνέπεια, το σημείο 2 της καμπύλης είναι:
Άρα, το κόστος κατασκευής για το σημείο 3 της καμπύλης θα είναι Kκατ(3) = 21494.40 €.
Κατά συνέπεια, το σημείο 3 της καμπύλης είναι:
Κόστος Κατασκευής
31000
1
29000
27000
25000
Κόστος (€)
2
23000
3
21000 4
19000
17000
15000
75 80 85 90 95 100
Hman (m)
Κόστος Λειτουργίας
23000 4
22000
21000
3
Κόστος (€)
20000 2
19000 1
18000
17000
75 80 85 90 95 100
Hman (m)
48000 1
47000
46000
45000
Κόστος (€)
44000
43000 4
2
3
42000
41000
40000
39000
75 80 85 90 95 100
Hman (m)
Bellman, E.R., & Dreyfous, E. S. (1962). Applied dynamic programming. Princeton University Press.
Dantzig, G.B. (1963). Linear programming and extensions.
Kanakis, P., Papamichail, D., & Georgiou, P. (2014). Performance analysis of on demand pressurized irrigation
network designed with Linear and Fuzzy Linear Programming. Irrigation and Drainage, 63, 451-462.
Μυλόπουλος, Γ., & Κολοκυθά, Ε. (2006 – 2007). Σημειώσεις «Σχεδιασμός Αρδευτικών Έργων». Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Reca, J., & Martínez, J. (2006). Genetic algorithms for the design of looped irrigation water distribution
networks. Water Resources Research, 42(5). W05416, doi:
https://agupubs.onlinelibrary.wiley.com/doi/full/10.1029/2005WR004383
Theocharis, M. E., Tzimopoulos, C.D., Sakellariou - Makrantonaki, M. A. , Yannopoulos, S. I., & Meletiou, I.
K. (2010). Comparative calculation of irrigation networks using the Labye’s method, the linear
programming method and a simplified nonlinear method. Jour. Mathematical and Computer Modelling,
51(3-4). ISSN 0895-7177, Pages 286-299, Elsevier’s Publications.
Τσακίρης, Γ. (2006). Υδραυλικά έργα. Σχεδιασμός και διαχείριση. Τόμος ΙΙ: Εγγειοβελτιωτικά έργα. Εκδόσεις
Συμμετρία, Αθήνα.
Χονδρογιάννης, Σ., (2012). Βελτιστοποίηση αρδευτικών δικτύων με χρήση συμβατικών και ασαφών αριθμών
(Διδακτορική Διατριβή). Τμήμα Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών, ΑΠΘ, 228 σελ.
Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αναλύεται η ανάγκη για την αποστράγγιση των εδαφών, παρουσιάζονται οι εναλλακτικές μέθοδοι
στράγγισης και περιγράφεται η μέθοδος χάραξης των στραγγιστικών δικτύων. Στη συνέχεια, περιγράφεται η
μέθοδος διαστασιολόγησης των στραγγιστικών τάφρων ή δραίνων και δίνονται τυπικά παραδείγματα υδραυλικών
υπολογισμών.
Προαπαιτούμενη γνώση
Για το κεφάλαιο αυτό ο αναγνώστης πρέπει να έχει γνώσεις υδρολογίας και υδραυλικής των ανοικτών αγωγών.
9.1 Γενικά
Με τον όρο στράγγιση ή αποστράγγιση των εδαφών περιγράφεται η διαδικασία της έγκαιρης και ομοιόμορφης
απομάκρυνσης από μια γεωργική έκταση των νερών που πλεονάζουν, μετά την άρδευση, τη βροχόπτωση ή την
άνοδο της στάθμης των υπόγειων νερών κ.λπ.
Στόχος της στράγγισης είναι η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών εδαφικής υγρασίας για την
κανονική ανάπτυξη των καλλιεργειών και την αύξηση της απόδοσής τους. Επομένως, με τη στράγγιση μιας
καλλιεργούμενης περιοχής επιδιώκονται:
η πτώση της στάθμης των υπόγειων νερών για να αποφεύγεται η σήψη του ριζικού συστήματος
των φυτών,
η απομάκρυνση των νερών της βροχής και της άρδευσης που πλεονάζουν, και
η προστασία της καλλιεργούμενης περιοχής από τα επιφανειακά και υπόγεια νερά γειτονικών
εκτάσεων.
Εικόνα 9.1 Ο μηχανισμός συγκέντρωσης και απομάκρυνσης του νερού από την επιφάνεια του εδάφους.
Επίσης, στα πολύ ξηρά εδάφη παρατηρείται συχνά συσσώρευση αλάτων στο έδαφος. Οι περισσότερες
καλλιέργειες δεν αναπτύσσονται καλά σε εδάφη με υψηλή αλατότητα. Τα άλατα μπορούν να εκπλυθούν με τη
διήθηση του νερού της άρδευσης μέσω της ζώνης του ριζοστρώματος των καλλιεργειών. Για να επιτευχθεί
επαρκής διήθηση, οι αγρότες εφαρμόζουν στο χωράφι περισσότερο νερό από αυτό που χρειάζονται οι
καλλιέργειες. Αλλά το επιπλέον αλμυρό νερό που διηθείται για την έκπλυση του εδάφους από τα άλατα θα έχει
ως συνέπεια την άνοδο του υδροφόρου ορίζοντα. Η αποστράγγιση για τον έλεγχο της στάθμης του υδροφόρου
ορίζοντα, επομένως, χρησιμεύει επίσης και στον έλεγχο της αλατότητας του εδάφους.
Εικόνα 9.3 Τυπική διατομή στραγγιστικής τάφρου και ο μηχανισμός συγκέντρωση του νερού σε αυτή.
Εικόνα 9.4 Δραίνο σε τομή και ο μηχανισμός συγκέντρωσης του νερού σε αυτό.
Ένα τυπικό στραγγιστικό δίκτυο τάφρων έχει τη γενική μορφή που φαίνεται στην Εικόνα 9.5 και αποτελείται
από:
1. Την περιφερειακή τάφρο, που κατασκευάζεται για την προστασία της καλλιεργούμενης
περιοχής από την εισροή νερών από τις γειτονικές εκτάσεις.
2. Τις τριτεύουσες τάφρους, που συγκεντρώνουν τα νερά αποστράγγισης από την
καλλιεργούμενη περιοχή και τα οδηγούν στις δευτερεύουσες τάφρους. Τα νερά αυτά μπορεί
να προέρχονται από το πλεονάζων νερό της άρδευσης, τις βροχοπτώσεις, ή τα υπόγεια νερά
του ριζοστρώματος.
3. Τις δευτερεύουσες τάφρους, που συγκεντρώνουν το νερό των τριτευουσών τάφρων και το
οδηγούν στις πρωτεύουσες.
4. Τις πρωτεύουσες τάφρους, που συγκεντρώνουν το νερό των δευτερευουσών τάφρων και το
οδηγούν στην κύρια συλλεκτήρια τάφρο.
5. Την κύρια συλλεκτήρια τάφρο, που συγκεντρώνει το νερό των πρωτευουσών τάφρων και της
περιφερειακής τάφρου και το οδηγεί στον αποδέκτη (λίμνη, ποταμός, χείμαρρος, θάλασσα).
Στην περίπτωση που το νερό της συλλεκτήριας τάφρου δεν μπορεί να απομακρυνθεί με φυσική
ροή τότε είναι απαραίτητη η κατασκευή ενός αντλιοστασίου ή περισσότερων αντλιοστασίων.
Οι πρωτεύουσες τάφροι αριθμούνται με αύξουσα σειρά και το γράμμα Τ στη συνέχεια (δηλαδή
1Τ για την 1η πρωτεύουσα τάφρο, 2Τ για τη 2η πρωτεύουσα τάφρο κ.λπ.).
Οι δευτερεύουσες τάφροι αριθμούνται και αυτές με αύξουσα σειρά και κληρονομούν το όνομα
της πρωτεύουσας τάφρου στην οποία καταλήγουν (δηλαδή 1Τ1 για την 1η δευτερεύουσα τάφρο
της 1ης πρωτεύουσας τάφρου, 1Τ2 για τη 2η δευτερεύουσα τάφρο της 1ης πρωτεύουσας τάφρου
κ.λπ.).
Οι τριτεύουσες τάφροι αριθμούνται και αυτές με αύξουσα σειρά και κληρονομούν το όνομα
της πρωτεύουσας τάφρου στην οποία καταλήγουν (δηλαδή 1Τ1.1 για την 1η τριτεύουσα τάφρο
της 1ης δευτερεύουσας τάφρου, 1Τ1.2 για τη 2η τριτεύουσα τάφρο της 1ης δευτερεύουσας
τάφρου κ.λπ.).
Η μορφή δικτύου της Εικόνας 9.6 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδανική λόγω κυρίως του σχήματος των
αγροτεμαχίων και των κλίσεων του εδάφους. Στην πράξη, η μορφολογία και η σύσταση του εδάφους και η
στάθμη του υπόγειου νερού κ.λπ. επιβάλλουν τις αναγκαίες προσαρμογές στη χάραξη του στραγγιστικού
δικτύου που μπορεί να οδηγεί σε μια διάταξη που διαφέρει αρκετά από αυτή της Εικόνας Εικόνα . Γενικά, στη
χάραξη του στραγγιστικού δικτύου πρέπει κυρίως να λαμβάνεται υπόψη η μορφολογία του εδάφους και
ιδιαίτερα οι υπάρχουσες μισγάγγειες (χείμαρροι, ρεύματα κ.λπ.) της περιοχής που, αφού κριθούν κατάλληλες
μετά από υδραυλικό έλεγχο και έλεγχο της απαιτούμενης δαπάνης κατασκευής των τεχνικών έργων,
εντάσσονται στο στραγγιστικό δίκτυο. Επίσης, λόγω πάλι της μορφολογίας του εδάφους, στη χάραξη του
στραγγιστικού δικτύου θα πρέπει να επιδιώκονται οι μικρότερες δυνατές κλίσεις των αγωγών, επειδή οι μικρές
κλίσεις των αγωγών οδηγούν σε μικρότερα βάθη των τάφρων, με τέτοιον τρόπο όμως που να μην δημιουργούν
πρόβλημα στην απομάκρυνση των νερών που πλεονάζουν και ταυτόχρονα να μην απαιτούν μεγάλες δαπάνες
Περιφερειακή τάφρος: Η χάραξη της περιφερειακής τάφρου, που μπορεί να είναι είτε συνεχής
είτε διακεκομμένη ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους και κατ’ επέκταση τον κίνδυνο
κατακλύσεως της περιοχής από νερό που μπορεί να προέρχεται από τις γειτονικές περιοχές. Η
περιφερειακή τάφρος χαράσσεται στα όρια της περιοχής μελέτης, και πρέπει να έχει ικανή
κλίση.
Τριτεύουσες τάφροι: Οι τριτεύουσες τάφροι χαράσσονται σχεδόν παράλληλα με τις ισοϋψείς
καμπύλες του εδάφους, κατά συνέπεια κάθετα προς την κλίση του εδάφους και την κατεύθυνση
της ροής νερού. Με αυτό τον τρόπο είναι ενεργές σε όλο τους το μήκος και μπορούν να δεχθούν
το πλεονάζον νερό που απορρέει στην επιφάνεια του εδάφους.
Δευτερεύουσες τάφροι: Οι δευτερεύουσες τάφροι αποτελούν τον αποδέκτη του νερού που
συλλέγουν οι τριτεύουσες τάφροι κατά συνέπεια χαράσσονται κάθετα σε αυτές και σχεδόν
παράλληλα προς την κλίση του εδάφους.
Πρωτεύουσες τάφροι: Οι πρωτεύουσες τάφροι αποτελούν τον αποδέκτη του νερού που
συλλέγουν οι δευτερεύουσες τάφροι. Συνεπώς χαράσσονται σχεδόν παράλληλα με τις ισοϋψείς
καμπύλες του εδάφους, ώστε να έχουν την κατάλληλη κλίση και να είναι σε θέση να
διοχετεύουν το νερό που συγκεντρώνουν προς την κύρια συλλεκτήρια τάφρο.
Κύρια συλλεκτήρια τάφρος: Αυτή η τάφρος συγκεντρώνει το νερό της περιφερειακής τάφρου
και των πρωτευουσών τάφρων και ακολουθεί την κλίση του εδάφους (κάθετα στις ισοϋψείς).
Ιδανικά χαράσσεται σε κάποια μισγάγγεια της περιοχής μελέτης.
Εικόνα 9.7 Στραγγιστικό δίκτυο με δραίνα (α). Στραγγιστικό δίκτυο με δραίνα και συλλεκτήριες τάφρους (β).
𝑄 =𝑉∙𝐴 (9.2)
Οι τιμές των παραμέτρων n0, n1, n2, n3, n4 και m λαμβάνονται από τον Πίνακα 9.1 (Chow, 1959).
Πίνακας 9.1 Παράμετροι υπολογισμού του συντελεστή Manning, n, για διάφορες συνθήκες τάφρων.
Η εκτίμηση του συντελεστή Manning n μπορεί να γίνει απλούστερα με βάση τον Πίνακα 9.2 στον οποίο
δίνονται οι τιμές, για διάφορες τιμές της υδραυλικής ακτίνας R της τάφρου σύμφωνα με την Natural Resources
Conservation Service του υπουργείου γεωργίας των Η.Π.Α (USDA-NRCS, 2001). Οι τιμές του πίνακα
βασίζονται στην παραδοχή ότι γίνεται τακτική συντήρηση των τάφρων. Στις τάφρους όπου ο πυθμένας και τα
πρανή καλύπτονται από φυτά, η ταχύτητα ροής του νερού είναι μικρή. Σε αυτή την περίπτωση ο συντελεστής
Manning n εξαρτάται από την ταχύτητα ροής και την υδραυλική ακτίνα.
Πίνακας 9.2 Τιμές του συντελεστή του Manning, n, σε σχέση με την υδραυλική ακτίνα της τάφρου.
Πλάτος
Εμβαδόν Βρεχόμενη ελεύθερης Υδραυλικό
Υδραυλική ακτίνα,
Διατομή , περίμετρος, επιφάνειας Βάθος,
Α (m2) P (m)
R = A/P , D = A/T
T (m)
𝐵∙ℎ
Ορθογωνική 𝐵∙ℎ 𝐵+2∙ℎ 𝐵 ℎ
𝐵+2∙ℎ
Τραπεζοειδή (𝐵 + 𝑚 𝐵 + 2 (𝐵 + 𝑚 ∙ ℎ) ∙ ℎ 𝐵 + 2 ∙ 𝑚 (𝐵 + 𝑚 ∙ ℎ) ∙ ℎ
ς ∙ ℎ) ∙ ℎ ∙ ℎ√1 + 𝑚 𝐵 + 2 ∙ ℎ ∙ √1 + 𝑚2 ∙ ℎ
2 𝐵+2∙ℎ∙𝑚
2 𝑚∙ℎ
Τριγωνική 𝑚 ∙ ℎ2 2∙𝑚∙ℎ 0.5 ∙ ℎ
∙ ℎ√1 + 𝑚2 2 ∙ √1 + 𝑚2
(𝜃 𝜃 − 𝑠𝑖𝑛 𝜃
𝜃∙𝐷 1 𝑠𝑖𝑛 𝜃 𝐷 ( )
− 𝑠𝑖𝑛𝜃) 𝜃
Κυκλική ∙ (1 − )∙𝐷 𝜃 𝑠𝑖𝑛
𝐷2 2 4 𝜃 ∙ 𝑠𝑖𝑛 ( ) 2
∙ 2 𝐷
8 ∙
8
Η διατομή των τάφρων μπορεί να είναι είτε τριγωνική είτε τραπεζοειδής, με συχνότερη την τραπεζοειδή, και
οι διαστάσεις του θα πρέπει να είναι τέτοιες που να επιτρέπουν τη ροή του νερού της στράγγισης. Όπως ήδη
αναφέρθηκε, το βάθος μιας τάφρου θα πρέπει να είναι τέτοιο που να εξασφαλίζεται η στράγγιση των εδαφών,
έτσι εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη γεωργοτεχνική και στην εδαφολογική μελέτη, τα στραγγιστικά βάθη
που χρησιμοποιούνται είναι 1.00 - 1.50 m για τα οπωροφόρα δέντρα και 0.40 - 0.50 m για τα κηπευτικά. Κατά
συνέπεια η στάθμη του νερού στις τάφρους θα πρέπει να βρίσκεται χαμηλότερα από το βάθος στράγγισης.
Η κλίση των πρανών, η οποία ορίζεται συνήθως ως οριζόντια:κάθετα = m:1 (Πίνακας 9.4), εξαρτάται
από τον τύπο του εδάφους στο οποίο διανοίγονται και από τις ανάγκες συντήρησής τους. Στον πίνακα που
ακολουθεί δίνονται κλίσεις πρανών των τάφρων για διάφορα είδη εδάφους σύμφωνα με την Natural Resources
Conservation Service του υπουργείου γεωργίας των Η.Π.Α (USDA-NRCS, 2001).
Πίνακας 9.5 Επιτρεπόμενες ταχύτητες ροής νερού σε τάφρους (Πηγή : Καρακατσούλης, Π., 1985, Αρδεύσεις, Στραγγίσεις
και Προστασία Εδαφών).
Πίνακας 9.6 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Τσιμεντοσωλήνες διάτρητοι στραγγιστηρίων (ΥΥΜ/ΓΓΥ - Περιγραφικά
Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).
Πίνακας 9.7 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Σωλήνες αποστράγγισης διάτρητοι από ΡVC-U (ΥΥΜ/ΓΓΥ -
Περιγραφικά Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).
Πίνακας 9.8 Τιμές Εργασιών Υδραυλικών Έργων: Διάτρητοι σωλήνες αποστράγγισης σε κουλούρες από πολυαιθυλένιο
(PE), δομημένου τοιχώματος, με λεία εσωτερική επιφάνεια, διάτρητους κατά 220° ή 360° (ΥΥΜ/ΓΓΥ - Περιγραφικά
Τιμολόγια έργων 2017 (https://www.ggde.gr)).
9.7 Παράδειγμα
Για τη στράγγιση μίας αρδευόμενης έκτασης μελετάται η κατασκευή συστήματος τάφρων τραπεζοειδούς
διατομής, πλάτους πυθμένα b = 0.75 m και με κλίση πρανών m:1 = 2.5:1. Η παροχή της κάθε τάφρου είναι Q
= 250 l/s και η κατά κλίσης τους είναι J = 1 %ο. Να υπολογιστεί το βάθος των τάφρων αν στην περιοχή
καλλιεργούνται κηπευτικά.
Tο μήκος της βρεχόμενης περιμέτρου από τον Πίνακα 9.3 και είναι:
(𝐵 + 𝑚 ∙ ℎ) ∙ ℎ 𝐴 1.97
𝑅= = = = 0.411 𝑚
𝐵 + 2 ∙ ℎ ∙ √1 + 𝑚2 𝑃 4.79
1 1
𝑄= ∙ 𝐴 ∙ 𝐽1⁄2 ∙ 𝑅 2/3 = ∙ 1.97 ∙ 0.0011⁄2 ∙ 0.4112/3 = 0.765 𝑚3 /𝑠
𝑛 0.045
Άρα, το ζητούμενο βάθος ροής είναι μικρότερο από αυτό που υποτέθηκε αρχικά. Για αυτό επιλέγεται
βάθος ροής ίσο με 0.50 m, εφαρμόζεται η ίδια διαδικασία, οπότε προκύπτει:
Tο μήκος της βρεχόμενης περιμέτρου από τον Πίνακα 9.3 και είναι:
(𝐵 + 𝑚 ∙ ℎ) ∙ ℎ 𝐴 1.00
𝑅= = = = 0.29 𝑚
𝐵 + 2 ∙ ℎ ∙ √1 + 𝑚2 𝑃 3.44
Για αυτή την τιμή της υδραυλικής ακτίνας R ο συντελεστής του Manning από τον Πίνακα 9.2 είναι
n = 0.045 s/m1/3, oπότε η παροχή που προκύπτει για το βάθος νερού που επιλέχθηκε είναι:
1 1
𝑄= ∙ 𝐴 ∙ 𝐽1⁄2 ∙ 𝑅 2/3 = ∙ 1.00 ∙ 0.0011⁄2 ∙ 0.292/3 = 0.308 𝑚3 /𝑠
𝑛 0.045
Επειδή και αυτή τη φορά η παροχή που υπολογίστηκε είναι μεγαλύτερη από τη ζητούμενη προκύπτει ότι
το ζητούμενο βάθος ροής είναι μικρότερο από αυτό που υποτέθηκε στη 2η επανάληψη και για αυτό επιλέγεται
βάθος ροής ίσο με 0.45 m, και η διαδικασία επαναλαμβάνεται, οπότε τελικά προκύπτει:
Tο μήκος της βρεχόμενης περιμέτρου από τον Πίνακα 9.3 και είναι:
(𝐵 + 𝑚 ∙ ℎ) ∙ ℎ 𝐴 0.84
𝑅= = = = 0.266 𝑚
𝐵 + 2 ∙ ℎ ∙ √1 + 𝑚2 𝑃 3.17
Για αυτή την τιμή της υδραυλικής ακτίνας R ο συντελεστής του Manning από τον Πίνακα 9.2 είναι
n = 0.045 s/m1/3, oπότε η παροχή που προκύπτει για το βάθος νερού που επιλέχθηκε είναι:
1 1
𝑄= ∙ 𝐴 ∙ 𝐽1⁄2 ∙ 𝑅 2/3 = ∙ 0.84 ∙ 0.0011⁄2 ∙ 0.2662/3 = 0.245 𝑚3 /𝑠
𝑛 0.045
Αρχικά εισάγονται τα δεδομένα του προβλήματος. Στην εικόνα που ακολουθεί τα δεδομένα του
προβλήματος εισήχθησαν στη στήλη Β. Στη συνέχεια τίθεται ένα βάθος ροής όπως περιγράφηκε και στην
προηγούμενη ενότητα. Η τιμή αυτή φαίνεται στην Εικόνα 9.8 στο κελί Ε2.
Ακολουθεί η εισαγωγή των τύπων για τον υπολογισμό του εμβαδού, της βρεχόμενης περιμέτρου, της
υδραυλικής ακτίνας και τελικά της παροχής, όπως φαίνεται στο κάτω μέρος της Εικόνας 9.8. Όπως φαίνεται
και στην Εικόνα 9.8 η παροχή προκύπτει 0.765 m3/s, μεγαλύτερη δηλαδή από τη ζητούμενη.
Αν και κάποιος θα μπορούσε να πληκτρολογεί διαφορετικές τιμές για το βάθος ροής στο κελί Ε2 έως
ότου να επιτύχει την τιμή της ζητούμενης παροχής στο κελί Ε7, είναι προτιμότερο να χρησιμοποιηθεί το
εργαλείο Goal Seek το οποίο είναι προσβάσιμο από το Data (δεδομένα) και την ενότητα Forecast (πρόβλεψη).
Η επιλογή Goal Seek οδηγεί στη φόρμα που φαίνεται στην επόμενη εικόνα. Απαιτεί τον ορισμό του κελιού
στόχου (πεδίο “Set cell”) στην περίπτωση του παραδείγματος το κελί Ε7 στο οποίο υπολογίζεται η παροχή.
Την τιμή στόχο (πεδίο “To value”) στην περίπτωση του παραδείγματος 025 που αντιστοιχεί στη ζητούμενη
παροχή. Στο τελευταίο πεδίο (“By Changing cell”) ορίζεται το κελί του οποίου η τιμή πρέπει να αλλάξει έτσι
ώστε να ληφθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Το αποτέλεσμα από την εκτέλεση του εργαλείου Goal Seek φαίνεται στην εικόνα που ακολουθεί. Το μέγεθος
του βάθους ροής τέθηκε ίσο με 0.454 m και η παροχή της τάφρου υπολογίστηκε ίση ακριβώς με τη ζητούμενη.
Το βάθος ροής όπως ήταν αναμενόμενο υπολογίστηκε ελάχιστα μεγαλύτερο (λιγότερο από 1 cm) από αυτό που
υπολογίστηκε στην προηγούμενη ενότητα αλλά με απόλυτη ακρίβεια.
Brouwer, C., Goffeau, A., & Heibloem, M. (1985). Irrigation Water Management: Training Manual No. 1 -
Introduction to Irrigation. FAO - FOOD AND AGRICULTURE ORGANIZATION OF THE UNITED
NATIONS. https://www.fao.org/3/r4082e/r4082e00.htm#Contents
Chow, V.T. (1959). Open Channel Hydraulics. McGraw Hill.
Θεοχάρης, Μ. (2012). Στραγγίσεις. Άρτα.
Καρακατσούλης, Π., (1985). Αρδεύσεις, Στραγγίσεις και Προστασία Εδαφών.
Λατινόπουλος, Π., & Κρεστενίτης, Γ. (1998). Εγγειοβελτιωτικά έργα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.
Πρίνος, Π. (2013). Υδραυλική κλειστών και ανοικτών αγωγών. Εκδόσεις Ζήτη.
Τσακίρης, Γ. (2006). Υδραυλικά έργα. Σχεδιασμός και διαχείριση. Τόμος ΙΙ: Εγγειοβελτιωτικά έργα. Εκδόσεις
Συμμετρία.
United States Department of Agriculture, Natural Resources Conservation Service (2001). Part 650
Engineering Field Handbook, National Engineering Handbook, Water Management (Drainage).
Υπουργείο Δημοσίων Έργων (1977). Εγκύκλιος Δ22200/30-07-1977 Οδηγίες για τον έλεγχο μελετών
σωληνωτών αρδευτικών δικτύων.
Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται οι βασικοί άξονες όλων των φάσεων που περνά η σύνταξη μιας μελέτης ενός
αρδευτικού – αποστραγγιστικού δικτύου. Αναφέρονται, επίσης, τα τεύχη και τα σχέδια που πρέπει να παραδοθούν
σε κάθε φάση. Στο τέλος γίνεται μια συνοπτική παρουσίαση της οργανωτικής και διοικητικής δομή των φορέων
που διαχειρίζονται τα αρδευτικά έργα στη χώρα μας.
Προαπαιτούμενη γνώση
Ο αναγνώστης δεν απαιτείται να έχει ειδικές γνώσεις.
Οι μελέτες των δικτύων άρδευσης είναι πολύπλοκες και χρονοβόρες και εκτελούνται από επιτελεία πολλών
ειδικοτήτων μεταξύ των οποίων μηχανικοί, γεωπόνοι, οικονομολόγοι κ.λπ. Τα δεδομένα που είναι απαραίτητα
και πρέπει να συλλεχθούν για τη σύνταξή μιας μελέτης αφορούν:
το φυσικό περιβάλλον,
την τοπογραφία της περιοχής μελέτης,
τη μελέτη των εδαφών (εδαφολογία) και την εδαφομηχανική,
τη γεωλογία και την υδρογεωλογία της περιοχής μελέτης,
τη μετεωρολογία της περιοχής μελέτης,
την υδρολογία της περιοχής μελέτης,
το κτηματολόγιο (αναδασώσεις),
την οικονομοτεχνική κατάσταση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων,
τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες στην περιοχή του έργου.
Όπως σε όλα τα τεχνικά έργα, έτσι και για τα αρδευτικά δίκτυα η σύνταξη μιας μελέτης ενός τέτοιου
δικτύου είναι μια διαδικασία που ολοκληρώνεται σε στάδια τα οποία ονομάζονται φάσεις. Έτσι, γενικότερα για
τα υδραυλικά έργα η νομοθεσία ορίζει τις εξής φάσεις:
Στη συνέχεια, αναλύονται εν συντομία όλες οι ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν κατά την
εκπόνηση μιας μελέτης ενός αρδευτικού δικτύου.
Ο Υποφάκελος Α’ είναι ο φάκελος που συντάσσεται σε αυτό το στάδιο της μελέτης και περιλαμβάνει
μεταξύ άλλων:
Οι παραπάνω ενέργειες αποτυπώνονται διαγραμματικά στη ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466 εγκύκλιο του
Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών με το διάγραμμα που ακολουθεί.
Οι παραπάνω ενέργειες αποτυπώνονται διαγραμματικά στη ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466 εγκύκλιο του
Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών στο Διάγραμμα 10.2.
Τα παραδοτέα αυτής της φάσης της μελέτης περιλαμβάνουν τα εξής τεύχη:
χάρτη της θέσης του έργου και της ευρύτερης περιοχής σε κλίμακα 1:100.000 ή 1:50.000,
σχέδιο της περιμέτρου του έργου και της διοικητικής διαίρεσης της περιοχής μελέτης,
χάρτη των λεκανών απορροής,
οριζοντιογραφία των υφιστάμενων έργων,
σχέδιο της γενικής διάταξης των προτεινόμενων έργων,
γεωλογικό χάρτη,
οριζοντιογραφία έργων ταμίευσης νερού,
μηκοτομές και διατομές προσαγωγών και διατομές των συλλεκτήριων αγωγών,
τυπικό σχέδιο δεξαμενών αναρρύθμισης,
τυπικό σχέδιο αντλιοστασίου.
Διάγραμμα 10.2 Σχηματική απεικόνιση των ενεργειών της 2ης φάσης της μελέτης (Πηγή: Εγκύκλιος ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466
του Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών).
Κατάρτιση από τον ανάδοχο της μελέτης του καταλόγου των αντίστοιχων υποστηρικτικών
μελετών και ερευνών, ανάλογα με τις ανάγκες του έργου και τις υποδείξεις που θα έχουν
επισημανθεί στις Τεχνικές Εκθέσεις των Μελετών της προηγούμενης 2ης Φάσης.
Έγκριση προγράμματος υποστηρικτικών μελετών και ερευνών από την Τεχνική Υπηρεσία.
Σύνταξη υποστηρικτικών μελετών και ερευνών. Οι μελέτες αυτές κατά περίπτωση είναι:
o Τοπογραφική αποτύπωση.
o Γεωλογική προμελέτη.
o Υδρολογική μελέτη.
o Οριστική Γεωργοτεχνική – Γεωργοοικονομική μελέτη.
o Εδαφολογική μελέτη.
o Εκτέλεση Γεωτεχνικών Ερευνών.
o Αξιολόγηση υποστηρικτικών μελετών και ερευνών.
Τα παραδοτέα αυτής της 3ης φάσης της μελέτης περιλαμβάνουν τα εξής τεύχη:
Τα σχέδια που πρέπει να παραδοθούν με την ολοκλήρωση της 3ης φάσης περιλαμβάνουν:
Χάρτη με τη θέση και την περίμετρο των προτεινόμενων προς άρδευση περιοχών, καθώς και
τη διοικητική τους διαίρεση.
Σχέδιο της γενικής διάταξης των υφιστάμενων έργων.
Σχέδιο της γενικής διάταξης των προτεινόμενων έργων.
Σχέδιο της γενικής διάταξης των προτεινόμενων έργων αντιπλημμυρικής προστασίας και
αποχέτευσης – αποστράγγισης.
Χάρτη των λεκανών απορροής.
Οριζοντιογραφία υφιστάμενων έργων.
Οριζοντιογραφία προτεινόμενων αρδευτικών έργων.
Σχέδια των εναλλακτικών λύσεων (περιλαμβάνεται και η προτεινόμενη).
Οι παραπάνω ενέργειες αποτυπώνονται διαγραμματικά στη ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466 εγκύκλιο του
Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών με το διάγραμμα που ακολουθεί.
Διάγραμμα 10.3 Σχηματική απεικόνιση των ενεργειών της 3ης φάσης της μελέτης (Πηγή: Εγκύκλιος ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466
του Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών).
Έναρξη Οριστικής μελέτης υδραυλικών έργων. Μετά την ολοκλήρωση και έγκριση των
μελετών της 3ης Φάσης ξεκινά η εκπόνηση της Οριστικής μελέτης. Εφόσον απαιτείται η
πραγματοποίηση νέων ή συμπληρωματικών υποστηρικτικών μελετών και ερευνών,
συντάσσεται σχετικό πρόγραμμα.
Έγκριση προγράμματος υποστηρικτικών μελετών και ερευνών από την Τεχνική Υπηρεσία.
Στις εργασίες αυτές γενικά περιλαμβάνονται, όπως απαιτείται κατά περίπτωση:
o Τοπογραφική αποτύπωση.
o Γεωλογική Οριστική Μελέτη.
o Εκτέλεση Γεωτεχνικών Ερευνών.
o Αξιολόγηση υποστηρικτικών μελετών και ερευνών.
Ακολουθούν οι διαδικασίες:
Οι παραπάνω ενέργειες αποτυπώνονται διαγραμματικά στη ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466 εγκύκλιο του
Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών στο Διάγραμμα 10.4.
Διάγραμμα 10.4 Σχηματική απεικόνιση των ενεργειών της 4ης φάσης της μελέτης (Πηγή: Εγκύκλιος ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466
του Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών).
Χάρτη με τη θέση και την περίμετρο των προτεινόμενων προς άρδευση περιοχών, καθώς και
τη διοικητική τους διαίρεση.
Σχέδιο της γενικής διάταξης των υφιστάμενων έργων.
Σχέδιο της γενικής διάταξης των προτεινόμενων έργων.
Σχέδιο της γενικής διάταξης των προτεινόμενων έργων αντιπλημμυρικής προστασίας και
αποχέτευσης – αποστράγγισης.
Χάρτη των λεκανών απορροής.
Οριζοντιογραφία υφιστάμενων έργων.
Οι παραπάνω ενέργειες αποτυπώνονται διαγραμματικά στη ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466 εγκύκλιο του
Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών στο Διάγραμμα 10.5.
Τα παραδοτέα αυτής της 3ης φάσης της μελέτης περιλαμβάνουν τα εξής τεύχη:
Πίνακας 10.1 Συνοπτική παρουσίαση της εξέλιξης του θεσμικού πλαισίου των εγγειοβελτιωτικών έργων.
Βασίλειο της Ελλάδος (1958). Νομοθετικό διάταγμα 3881/1958 Περί Έργων Εγγείων Βελτιώσεων.
Βασίλειο της Ελλάδος (1972). Νομοθετικό διάταγμα 1218/1972 (ΦΕΚ 133/Α) Περί αντικατάστασης και
κατάργησης διατάξεων τινών του Ν.Δ. 3881/1958 - Περί Έργων Εγγείων Βελτιώσεων.
Ελληνική Δημοκρατία (1974). Προεδρικό Διάταγμα 696/1974 - ΦΕΚ 301/Α/8-10-1974 Περί αμοιβών
μηχανικών δια σύνταξιν μελετών, επίβλεψιν, παραλαβήν κ.λπ. Συγκοινωνιακών, Υδραυλικών και
κτιριακών Έργων, ως και Τοπογραφικών Κτηματογραφικών και Χαρτογραφικών Εργασιών και σχετικών
τεχνικών προδιαγραφών μελετών.
Ελληνική Δημοκρατία (1976). Νόμος 414/1976, ΦΕΚ 212, Α Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως
διατάξεων του Ν.Δ. 3881/58 «περί Έργων Εγγείων Βελτιώσεων», ως τούτο ετροποποιήθη
μεταγενεστέρως.
Ελληνική Δημοκρατία (1990). Νόμος 1892/1990 Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις.
Ελληνική Δημοκρατία (1991). Νόμος 1943/1991 Εκσυγχρονισμός της οργάνωσης και λειτουργίας της δημόσιας
διοίκησης, αναβάθμιση του προσωπικού της και άλλες συναφείς διατάξεις.
Ελληνική Δημοκρατία (2010). Νόμος 3852/2010 Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης
Διοίκησης − Πρόγραμμα Καλλικράτης.
Ελληνική Δημοκρατία, (2016). Νόμος 4412 (ΦΕΚ Α' 147/08-08-2016) Δημόσιες Συμβάσεις Έργων,
Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ).
Ελληνική Δημοκρατία (2017). Υπουργική απόφαση ΔΝΣγ/32129/ΦΝ466/16.5.2017) Έγκριση Κανονισμού
Προεκτιμώμενων Αμοιβών μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών
υπηρεσιών κατά τη διαδικασία της παρ. 8 δ του άρθρου 53 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147).
Ελληνική Δημοκρατία (2019). Υπουργική απόφαση ΔΝΣβ/1732/ΦΝ 466 Εξειδίκευση του είδους των
παραδοτέων στοιχείων ανά στάδιο και ανά κατηγορία μελέτης σε ό,τι αφορά τα συγκοινωνιακά (οδικά)
έργα, τα υδραυλικά, τα λιμενικά και τα κτιριακά έργα.
Υπουργείο Δημοσίων Έργων (1977). Εγκύκλιος Δ22200/30-07-1977 Οδηγίες για τον έλεγχο μελετών
σωληνωτών αρδευτικών δικτύων.
Υπουργείο Μεταφορών και Υποδομών (2017). Κανονισμός περιγραφικών τιμολογίων εργασιών.
Υπουργείο Μεταφορών και Υποδομών (2018). Εγκύκλιος ΔΝΣβ/ 854/ΦΝ 466 Οδηγός εκπόνησης μελετών
Δημοσίων Έργων του Ν.4412/2016 (Βιβλίο I).
Το παρόν σύγγραμμα χρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου Παιδείας.