You are on page 1of 365

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ………………………………………………………………………...…………....σελ. 8
1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Α. Η ομηρική και αρχαϊκή εποχή
- Εισαγωγικά…………………………….………………..................................................σελ. 10
- Θέμις και Δίκη.............................................................................................................σελ. 11
- Η ομηρική δίκη…………………………………………………………………...............σελ. 12
- Η κατάπαυση της διένεξης Αχιλλέα και Αγαμέμνονα................................σελ. 13
- Η δικαιοσύνη κατά την αρχαϊκή εποχή............................................................σελ. 14
- Η θέσπιση γραπτής νομοθεσίας.........................................................................σελ. 15
- Η δημοσιότητα της διαδικασίας - επιγραφικές και φιλολογικές
πηγές…………………………………………………………………………………………....σελ. 17
- Ο τρόπος διεξαγωγής της συζήτησης - η επιγραφή της Γόρτυνας......σελ. 20
- Αισχύλου Ευμενίδες.................................................................................................σελ. 21
Β. Η αττική δικονομία
- Γενικές παρατηρήσεις (χαρακτηριστικά συστήματος, επιμερισμός
αρμοδιότητας).............................................................................................................σελ. 23
- Γενικό διάγραμμα και κανόνες της αττικής δίκης.......................................σελ. 25
- Η σταδιακή ενσωμάτωση της γραφής στη δικονομία...............................σελ. 27
- Στοιχεία της έγγραφης διεξαγωγής (αποδεικτικά μέσα - ειδικές
ρυθμίσεις)…………………………………………………………………………………….σελ. 28
- Στοιχεία προφορικότητας (αγορεύσεις - ερωτήσεις)...............................σελ. 31
- Η υπεροχή του προφορικού έναντι του γραπτού λόγου..........................σελ. 33
- Η δημοσιότητα της αττικής δίκης......................................................................σελ. 35
- Η άνθηση της ρητορικής τέχνης (δομή και μέρη του λόγου).................σελ. 37
- Λογογράφοι................................................................................................................σελ. 39
Γ. Η μακεδονική και ελληνιστική εποχή
- Η μακεδονική αυλή...................................................................................................σελ. 41
- Η απονομή της δικαιοσύνης στα ελληνιστικά βασίλεια -
καινοτομίες…………………………………………………………………………………..σελ. 42
- Η επιβίωση του παραδοσιακού προτύπου δίκης........................................σελ. 43
- Η απονομή της δικαιοσύνης στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο...........................σελ. 46
- Η στροφή προς το έγγραφο πρότυπο..............................................................σελ. 47
Δ. Η ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή
- Η ρωμαϊκή δικονομία (διαδικασία των legis actiones και formula).....σελ. 48
- Προφορική και δημόσια διεξαγωγή της διαδικασίας (ρωμαϊκό forum,
συνήγοροι).....................................................................................................................σελ. 50
- Η αυτοκρατορική εποχή (extra ordinem διαδικασία και άλλες
αλλαγές)……………………………………………………………………………………….σελ. 52
- Βυζαντινή αυτοκρατορία (δικαστηριακή οργάνωση, αρμόδια
όργανα)………………………………………………………………………………………..σελ. 53
- Η διεξαγωγή της βυζαντινής δίκης (διαδικασία των λιβέλλων, κανόνες της
ακροαματικής και αποδεικτικής διαδικασίας)...............................................σελ. 57
- Τα ισχύοντα στη Δυτική Ευρώπη την αντίστοιχη εποχή………..……….σελ. 60

1
- Ειδικότερα επί της δημόσιας διεξαγωγής της βυζαντινής δίκης..........σελ. 63
Ε. Η νεότερη εποχή μέχρι την απελευθέρωση
- Μεταβυζαντινή περίοδος…………………………………………………..…………σελ. 64
- Η δικονομία στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (κωδικοποιήσεις, νομοθέτες,
διαδικασία) ………………………………………………………………………………….σελ. 66
- Εξελίξεις πυροδοτούμενες από τη Γαλλική Επανάσταση........................σελ. 67
- Οι πρώτες διακηρύξεις του υπόδουλου ελληνισμού και οι προβλέψεις των
συνταγμάτων της Επαναστάσεως…………………………..................................σελ. 68
- Τα πρώτα δικονομικά κείμενα (νόμοι 13/02.05.1822 και
13/21.10.1825……………………………………………………………………………...σελ. 69
- Ο Κώδικας Πολιτικής Διαδικασίας του Καποδίστρια (σύστημα και
διαδικασία)………………………………………………………………………………......σελ. 70
- Αποτίμηση της καποδιστριακής δικονομίας………………………………….σελ. 73
ΣΤ. Η Πολιτική Δικονομία του Maurer και οι σταδιακές της
τροποποιήσεις
- Γενικά χαρακτηριστικά…………………………………….……………………….…σελ. 75
- Δημοσιότητα της διαδικασίας.............................................................................σελ. 76
- Σύστημα διαδικασίας - προφορικότητα………….……..................................σελ. 77
- Η διεξαγωγή των αποδείξεων.............................................................................σελ. 79
- Ειδικές διαδικασίες και διαφοροποιήσεις ανά δικαστήριο....................σελ. 80
- Αποτίμηση...................................................................................................................σελ. 81
- Ο περιορισμός της εμμάρτυρης απόδειξης (αιτία-πεδίο
εφαρμογής)…………………………………………………………………………………..σελ. 82
- Υποκειμενικοί περιορισμοί της εμμάρτυρης απόδειξης...........................σελ. 85
- Η σταδιακή εμφάνιση των σημερινών ειδικών διαδικασιών.................σελ. 88
- Μισθωτικές διαφορές….........................................................................................σελ. 89
- Εργατικές διαφορές……………………………………..…………….………………..σελ. 90
- Διαδικασία πιστωτικών τίτλων ………………………………….………..………σελ. 93
- Διαταγή πληρωμής…………………………..………………….………………………σελ. 94
- Μικροδιαφορές………………………………………………………………………..….σελ. 95
- Η αναδυόμενη πρακτική των ενόρκων βεβαιώσεων και οι πρώτες
νομοθετικές ρυθμίσεις……………….……………………………….……...………….σελ. 97
Ζ. Ο νέος ΚΠολΔ
- Εισαγωγικά.................................................................................................................σελ. 99
- Οι κυριότερες ρυθμίσεις εν σχέσει με τα εξεταζόμενα θέματα…........σελ. 100
- Ειδικά επί του θεσμού της εξέτασης των διαδίκων.................................σελ. 106
- Η διαταγή απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου…………..….…….σελ. 107
- Η ριζική τροποποίηση του ΚΠολΔ με το ν.δ. 958/1971 και η περιστολή της
προφορικότητας…..……………………………………………………….…………….σελ. 109
- Το αποδεικτικό μέσο των δικαστικών τεκμηρίων ως δημιούργημα της
νομολογίας. Νομοθετική αντιμετώπιση……..................................................σελ. 110
- Ένορκες βεβαιώσεις……………………………...…………………….………….....σελ. 115
Η. Οι τροποποιήσεις του ΚΠολΔ από το 1971 έως την πρόσφατη
αναθεώρηση
- Οι κύριοι άξονες των κατά καιρούς γενομένων τροποποιήσεων......σελ. 116

2
- Το ν.δ. 490/1974 και οι ν. 733/1977 και 1329/1983……………...........σελ. 117
- Οι αλλαγές του ν. 1478/1984............................................................................σελ. 118
- Οι νόμοι 2145/1993 και 2207/1994 ……………………….………………….σελ. 120
- Οι νόμοι 2447/1996 και 2479/1997……......................................................σελ. 122
- Οι σημαντικές αλλαγές του ν. 2915/2001…………….…………….…….....σελ. 124
- Το π.δ. 326/2001 και οι ν. 3043/2002 και 3089/2002……...………….σελ. 127
- Οι καινοτομίες του ν. 3994/2011…….............................................................σελ. 127
- Η δυνατότητα τηλεσυζήτησης και τηλεξέτασης των μαρτύρων με τη
χρήση ηλεκτρονικών μέσων (π.δ. 142/2013)…..........................................σελ. 130
- Ο ν. 4055/2012……................................................................................................σελ. 134
Θ. Η επελθούσα με το ν. 4335/2015 αναθεώρηση4
- Το υφιστάμενο πλαίσιο και τα προβλήματα που κλήθηκε να
επιλύσει……………………………………………………………………………………...σελ. 137
- Διαπιστώσεις της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής….……….………σελ. 139
- Οι κυριότερες αλλαγές στην τακτική διαδικασία και στα ένδικα
μέσα………….................................................................................................................σελ. 140
- Η άποψη της θεωρίας για τις τροποποιήσεις.............................................σελ. 145
- Το κεφάλαιο της απόδειξης και οι ρυθμίσεις περί ενόρκων
βεβαιώσεων………………………………………………………………………...…......σελ. 146
- Οι ειδικές διαδικασίες...........................................................................................σελ. 148
- Μια πρώτη αποτίμηση.........................................................................................σελ. 150
- Η διαταγή πληρωμής για οφειλόμενο μισθό (ν. 4488/2017)…...…....σελ. 151

2. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ


Α. Η συνταγματική διάσταση
- Η διττή λειτουργία της αρχής της δημοσιότητας ως θεσμικής εγγύησης και
ατομικού δικαιώματος...........................................................................................σελ. 153
- Εξαιρέσεις στην αρχή της δημοσιότητας. Προσβολή των χρηστών
ηθών……………………………………………………………………………………..…....σελ. 155
- Αποκλεισμός της δημοσιότητας για λόγους προστασίας της ιδιωτικής
ζωής................................................................................................................................σελ. 155
- Η προστασία της οικογενειακής ζωής και της
ανηλικότητας.............................................................................................................σελ. 158
- Η ανάγκη διαφύλαξης της δημόσιας τάξης και της εθνικής
ασφαλείας…………………………………………………………………………..……...σελ. 161
- Ο κίνδυνος εκφοβισμού των παραγόντων της δίκης..............................σελ. 163
- Το επαγγελματικό απόρρητο............................................................................σελ. 164
- Η έμμεση δημοσιότητα της δίκης………………………………………………..σελ. 169
- Ειδικότερα το ζήτημα του σχολιασμού των δικαστικών αποφάσεων και
των εκκρεμών υποθέσεων...................................................................................σελ. 171
- Η ραδιοτηλεοπτική μετάδοση της δίκης………………...……………………σελ. 174
- Η νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος…….…………………………………..σελ. 177
- Η συνταγματικότητα της νέας μορφής της πολιτικής διαδικασίας..σελ. 179
Β. Η δικονομική διάσταση
α. Η αρχή της δημοσιότητας έναντι των διαδίκων

3
- Το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων……................................................σελ. 181
- Η μυστικότητα της διάσκεψης…………………………………………………....σελ. 183
- Οικογενειακές διαφορές..……………………………………................................σελ. 185
- Διαταγές………………………………………………………........................................σελ. 185
- Ασφαλιστικά μέτρα……………………………………………...………….………...σελ. 187
- Το άρθρο 64 του ν. 2121/1993……………………………………….…………..σελ. 188
β. Η αρχή της δημοσιότητας έναντι των τρίτων
i. Το στάδιο της προδικασίας
- Η μυστικότητα των διενεργούμενων πράξεων.........................................σελ. 189
- Οι προβλεπόμενες εξαιρέσεις……………………………………………………..σελ. 190
- Τρίτοι έχοντες έννομο συμφέρον....................................................................σελ. 191
- Εκούσια δικαιοδοσία……………………………………...…………….……………σελ. 192
- Οι εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης της διαφοράς………………..…………σελ. 193
ii. Η κύρια διαδικασία
- Τα προβλήματα που θέτει η έγγραφη υποβολή των ισχυρισμών.....σελ. 195
- Γνωστοποίηση της δικαστικής αίθουσας και μέτρα διασφάλισης της
ευταξίας…….………………………………………………………………………………..σελ. 197
- Υποκειμενικοί περιορισμοί……………………………..…………….……………σελ. 198
- Η διεξαγωγή της συζήτησης…………………..………………………...…………σελ. 200
- Αποδείξεις διενεργούμενες εκτός του ακροατηρίου………………..……σελ. 200
- Πραγματογνώμονες και τεχνικοί σύμβουλοι............................................σελ. 202
- Πρόσβαση στον φάκελλο της δικογραφίας………………...……………….σελ. 203
- Η περίπτωση της προσωρινής διαταγής......................................................σελ. 204
- Ο αποκλεισμός της δημοσιότητας για αντικειμενικούς λόγους.….....σελ. 205
iii. Η εκδιδόμενη απόφαση
- Η πρόβλεψη για δημόσια απαγγελία…………………………….…..…………σελ. 207
- Η ακολουθούμενη πρακτική…………………………………………….………..σελ. 208
- Η δημοσιοποίηση του περιεχομένου της απόφασης (επιδόσεις,
καταχώρηση σε δημόσια βιβλία κτλ.)………………..………………………….σελ. 210
- Εκούσια δικαιοδοσία………………………………………...…………………….…σελ. 211
- Ειδικές ρυθμίσεις του εμπορικού δικαίου...................................................σελ. 212
iv. Η αναγκαστική εκτέλεση
- Τα προβλεπόμενα μέτρα δημοσιότητας…...................................................σελ. 214
- Η μυστικότητα των επισπευδομένων πράξεων και οι υποκειμενικές
εξαιρέσεις………………………………………………………………………………..….σελ. 216
v. Η περίπτωση της διαιτησίας
- Ο απόρρητος και εμπιστευτικός χαρακτήρας της διαδικασίας…......σελ. 217

3. ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ


Α. Εισαγωγικά
- Η έγγραφη διεξαγωγή ως αποτέλεσμα των νέων κοινωνικοοικονομικών
συνθηκών και δεδομένων…………………………………………………….………σελ. 220
Β. Προφορικό και έγγραφο σύστημα διεξαγωγής
α. Παρουσίαση και σύγκριση των βασικών σημείων των δύο συστημάτων
- Τα κύρια σημείο διαφοροποίησης………………………………………………σελ. 222

4
- Ένα μοντέλο έγγραφης διεξαγωγής………………………………….………..σελ. 224
- Ένα μοντέλο προφορικής διεξαγωγής……………………..………………….σελ. 225
- Τα πλεονεκτήματα της προφορικής διεξαγωγής.....................................σελ. 226
- Τα πλεονεκτήματα της έγγραφης διεξαγωγής………..…….…..…………σελ. 229
- Η μέση οδός……………………………………...………………………….….………..σελ. 232
- Το παράδειγμα της γαλλικής δικονομίας…………………….……………….σελ. 234
β. Ειδικότερα επί της έγγραφης και μαρτυρικής αποδείξεως
- Τα αίτια προσφυγής στην έγγραφη απόδειξη……….………….………….σελ. 238
- Ο προνομιακός χαρακτήρας της εγγράφου αποδείξεως.......................σελ. 241
- Η πραγματογνωμοσύνη και λοιπές έγγραφες γνωμοδοτήσεις……...σελ. 243
- Η προδικαστική προσαγωγή ή αποστολή εγγράφου (232
ΚΠολΔ)……………………………………………………………………………………….σελ. 247
- Η αίτηση επίδειξης εγγράφου (450-452 ΚΠολΔ)………………………….σελ. 248
- Οι σχετικές με την αναζήτηση εγγράφων ρυθμίσεις της αμερικανικής
δικονομίας………………………………………………………………………………….σελ. 251
- Η ανάγκη και χρησιμότητα της εμμάρτυρης απόδειξης........................σελ. 253
- Οι εγγενείς περιορισμοί της εγγράφου αποδείξεως……..……………….σελ. 256
- Το δίλημμα μεταξύ μαρτυρικών καταθέσεων και ενόρκων
βεβαιώσεων………………………………………………………………………………..σελ. 261
- Τα σημεία υπεροχής της εμμάρτυρης απόδειξης......................................σελ. 263
- Η μειωμένη αξιοπιστία των ενόρκων βεβαιώσεων………..………….....σελ. 264
γ. Προφορικότητα και ταχεία απονομή δικαιοσύνης
- Η επιτάχυνση της διαδικασίας ως βασικός λόγος της στροφής προς το
έγγραφο πρότυπο……………………………………………………………………….σελ. 266
- Τα βαθύτερα αίτια της ελληνικής παθογένειας……………………..……..σελ. 267
- Ορισμός εισηγητή και προέλεγχος των ενδίκων βοηθημάτων..……..σελ. 269
- Διαχωρισμός υποθέσεων ανάμεσα στην έγγραφη και την προφορική
διαδικασία……………………………………………………………………………….....σελ. 271
Γ. Το έγγραφο περίβλημα της προδικασίας
- Η αρχή τηρήσεως έγγραφης προδικασίας……………………….……….….σελ. 272
- Η έγγραφη επιχείρηση των διαδικαστικών πράξεων……….....….…….σελ. 277
- Οι συντασσόμενες εκθέσεις………………………………………………………..σελ. 278
- Η έγγραφη προδικασία επί των εναλλακτικών τρόπων επίλυσης της
διαφοράς….……………………………………………………………………………..….σελ. 279
Δ. Η πρωτοβάθμια διαδικασία
α. Το στάδιο της συζήτησης στην τακτική διαδικασία
- Η έγγραφη προβολή των πραγματικών ισχυρισμών………………...….σελ. 281
- Περιορισμοί της εναγόμενης πλευράς…………………………………………σελ. 282
- Επανάληψη και ματαίωση της συζήτησης, ερημοδικία…..…………….σελ. 283
- Τα καταλειπόμενα ψήγματα προφορικότητας ……………………….…..σελ. 285
- Ειδικότερα η παροχή πληρεξουσιότητας………………….…………………σελ. 287
- Η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων ενώπιον του δικαστηρίου για
την παροχή διασαφήσεων………………………………………………….….…….σελ. 288
β. Τα ισχύοντα επί μικροδιαφορών, ειδικών διαδικασιών, εκουσίας και
ασφαλιστικών

5
- Ειδικές διαδικασίες…………………..…………………….……………………...….σελ. 290
- Παραδεκτός τρόπος προβολής των αυτοτελών ισχυρισμών - αιτία της
ρύθμισης.......................................................................................................................σελ. 290
- Κυρώσεις…………...........................................................................................……..σελ. 292
- Απόκλιση μεταξύ έγγραφων και προφορικών ισχυρισμών.................σελ. 294
- Εκούσια δικαιοδοσία …………………………………………………………….…..σελ. 295
- Μικροδιαφορές και ασφαλιστικά μέτρα…………………………..…………σελ. 296
- Ιδιομορφίες των ασφαλιστικών μέτρων …………….…….……….….…….σελ. 298
- Ανταίτηση και παρέμβαση…………………………………………..……………..σελ. 299
- Προσωρινή διαταγή…………………………………………………………………..σελ. 300
- Οι κανόνες της επ’ ακροατηρίω προφορικής διαδικασίας...……….….σελ. 300
- Η αποδεικτική διαδικασία..................................................................................σελ. 302
- Τα τηρούμενα υπό του γραμματέως πρακτικά……….……………………σελ. 303
γ. Συμπληρωματικές παρατηρήσεις περί αποδείξεως
- Η επανάληψη της συζήτησης για τη διεξαγωγή αποδείξεων………...σελ. 305
- Οι έγγραφες αποδείξεις……………………..………………........................……..σελ. 305
- Διαδικαστικές πράξεις ενεργούμενες προφορικώς………...……………σελ. 307
- Δικονομικές συμβάσεις επί του αποδεικτικού πεδίου…..………………σελ. 308
- Κύρος και δεσμευτικότητα των αποδεικτικών συμφωνιών…….……σελ. 310
- Η διαιτητική πραγματογνωμοσύνη………………………...…………………..σελ. 311
Ε. Τα ισχύοντα επί ενδίκων μέσων
α. Εισαγωγικά
- Τα μετά τη διεξαγωγή της συζήτησης και έως την έκδοση
αποφάσεως………………………………………………………………………………...σελ. 314
- Κατάθεση του ένδικου μέσου και προσδιορισμός της συζήτησης....σελ. 315
β. Ανακοπή ερημοδικίας
- Περιθώριο άσκησης ανακοπής ερημοδικίας υπό το νέο σύστημα
διεξαγωγής………………………………………………………………………………....σελ. 316
- Τρόπος διεξαγωγής της συζήτησης και ερημοδικία…………….………..σελ. 317
γ. Έφεση
- Γενικές παρατηρήσεις επί της εφετειακής διαδικασίας………………..σελ. 319
- Τρόπος επαναφοράς των πρωτόδικων ισχυρισμών (240 ΚΠολΔ)...σελ. 320
- Ερημοδικία του εφεσιβλήτου…………………………………..…………………σελ. 321
- Παράσταση με δήλωση (242§2 ΚΠολΔ)…………………………...…….……σελ. 322
- Προφορικώς ενεργούμενες διαδικαστικές πράξεις………...…………....σελ. 323
- Προφορική συζήτηση στον δεύτερο βαθμό (528 και 611 ΚΠολΔ)....σελ. 324
- Αποδεικτικό καθεστώς της κατ’ έφεση δίκης…………………..…………..σελ. 327
- Εξέταση μαρτύρων και διαδίκων, επανάληψη της συζήτησης…...…σελ. 328
δ. Αναψηλάφηση
- Ο χαρακτήρας της κατ’ αναψηλάφηση δίκης……………..………………..σελ. 331
- Διαδικαστικές δυνατότητες και ερημοδικία………………………………..σελ. 332
- Το αποδεικτικό καθεστώς της κατ’ αναψηλάφηση δίκης….………….σελ. 334
- Αναψηλάφηση επί ανευρέσεως νέων κρίσιμων εγγράφων (544 αρ. 7
ΚΠολΔ)……………………………………………………………………………………….σελ. 335
ε. Αναίρεση

6
- Άσκηση της αναίρεσης και προσδιορισμός δικασίμου………………….σελ. 337
- Η κατάργηση της εισηγητικής εκθέσεως και η μη υποχρεωτική κατάθεση
προτάσεων………………………………………..………………………………………..σελ. 339
- Η συζήτηση της αναιρετικής αιτήσεως…………………………….………….σελ. 340
- Λοιπές διαδικαστικές πράξεις……………….………...………………………….σελ. 341
- Εκτιμώμενα εκ μέρους του Αρείου Πάγου έγγραφα……………………..σελ. 343
- Η μετά την αναίρεση διαδικασία.....................................................................σελ. 344
ΣΤ. Διαιτησία και εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης της διαφοράς
- Καθορισμός και θέση σε κίνηση της διαιτητικής διαδικασίας……….σελ. 346
- Έγγραφη και ακροαματική διαδικασία………………...…………………….σελ. 347
- Οι αποδεικτικοί κανόνες………………………….………..……………….……….σελ. 348
- Η εκδιδόμενη απόφαση………………………………………………….…………..σελ. 350
- Οι εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης της διαφοράς…………….……..……..σελ. 350
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
Α. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.....................................................................................................σελ. 353
Β. ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ.....................................................................................................σελ. 357
Γ. ΑΡΧΑΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ................................................................................................σελ. 361
Δ. ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ.....................................................................................σελ. 362

7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η παρούσα μονογραφία συνετάχθη στο πλαίσιο συμμετοχής στον
προκηρυχθέντα από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
διαγωνισμό συγγραφής πρωτότυπων μονογραφιών δικονομικού
περιεχομένου και εξετάζει δυο συνδεόμενες μεταξύ τους όψεις της
δικονομίας μας, εκ των οποίων η μία θεωρείται ως σταθερή και δεδομένη
αξία, αναγόμενη στην ελληνορωμαϊκή παράδοση και απολαύουσα
συνταγματικής καλύψεως, με αποτέλεσμα η σχετική ρύθμιση να έχει
διατηρηθεί σχεδόν απαράλλακτη από την εποχή της Δικονομίας του
Maurer, η δε δεύτερη ευρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού του
δικονομικού νομοθέτη, και, ως εκ τούτου, στην καθημερινότητα του
νομικού κόσμου, ο οποίος, με αυξανόμενο ρυθμό τα τελευταία χρόνια,
καλείται να προσαρμοστεί στις συχνές τροποποιήσεις του τρόπου
διεξαγωγής της διαδικασίας, δια των οποίων επιχειρείται, κατά βάση, να
δοθεί τέλος στις μεγάλες καθυστερήσεις της απονομής της δικαιοσύνης.
Ειδικά η πρόσφατη αναθεώρηση του νόμου 4335/2015, με την οποία
καθιερώνεται στην τακτική πολιτική διαδικασία μια μορφή δίκης
στρεφόμενη έντονα προς το έγγραφο πρότυπο, επανέφερε στην επιφάνεια
προβληματισμούς ως προς την ποιότητα του αναπτυσσόμενου μεταξύ των
παραγόντων της δίκης διαλόγου και του εξαγόμενου αποδεικτικού
πορίσματος, καθώς και ως προς την υποβάθμιση της αρχής της
δημοσιότητας, η οποία πράγματι στο πλαίσιο των τελευταίων αλλαγών
φαίνεται να απομένει απλό περίβλημα χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο στην
τακτική διαδικασία. Ανεξάρτητα από την επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία της
συγκεκριμένης επιλογής του δικονομικού νομοθέτη, περί της οποίας είναι
αλήθεια ότι εκφράζονται στην θεωρία έντονες αντιθέσεις, ενόψει και της
σε πρώτη φάση αποτυχίας επίσπευσης των δικασίμων στα μεγάλα
πρωτοδικεία της χώρας, με την ανά χείρας μελέτη επιχειρείται η ανάδειξη
του περιεχομένου των υπό εξέταση αρχών και των συναρτώμενων με αυτές
πράξεων της πολιτικής δίκης, η οποία αναμφίβολα, ενόψει και της γενικής
φύσης τους, που διέπει ολόκληρο το φάσμα της διαδικασίας, είναι αρκετά
υποκειμενική ως προς τη δομή και την επιλογή των θεμάτων.
Ειδικότερα, στο πρώτο μέρος επιχειρείται μια ιστορική προσέγγιση του
φαινομένου της δίκης ανά τους αιώνες, με αναφορά στα όργανα απονομής
της δικαιοσύνης, τον τρόπο κατάστρωσης της διαδικασίας και τις αρχές
που διαπλάστηκαν σταδιακά στο πλαίσιο της, η οποία κατά τα τελευταία
στάδια εμβαθύνει στην καθιέρωση του ΚΠολΔ και τις επελθούσες στην
πορεία του χρόνου τροποποιήσεις και προσαρμογές του. Το δεύτερο μέρος
επικεντρώνεται στην αρχή της δημοσιότητας, η οποία εξετάζεται αρχικά
υπό συνταγματικό και εν συνεχεία υπό δικονομικό πρίσμα, ενώ στο τρίτο
μέρος, που είναι και το πιο εκτεταμένο, αναφέρομαι στα χαρακτηριστικά
του προφορικού και έγγραφου συστήματος, αρχικά από μια γενικότερη
οπτική και εν συνεχεία με αναφορά στις κείμενες ρυθμίσεις, που ρυθμίζουν
τον τρόπο διεξαγωγής της συζήτησης και των υπολοίπων διαδικαστικών
πράξεων.

8
Θα ήθελα να ευχαριστήσω για το χρόνο που αφιέρωσε στην μελέτη της
εργασίας και τις υποβληθείσες παρατηρήσεις τον καθηγητή της Νομικής
Σχολής Αθηνών κ. Γεώργιο Ορφανίδη, ο οποίος επεσήμανε σφάλματα και
θεματικά πεδία χρήζοντα προσθηκών ή βελτιώσεων. Η ευθύνη για τα
εναπομείναντα στο κείμενο λάθη ή ατέλειες, αλλά και για την άναρχη δομή
και την παρεμπίπτουσα εξέταση αρκετών θεμάτων, βαρύνουν
αποκλειστικά τον γράφοντα και οφείλονται κυρίως στην πίεση χρόνου υπό
την οποία συνετάχθη ο βασικός κορμός της μελέτης. Προς μερική
αντιστάθμιση του προβλήματος προέβην στην κατά το δυνατόν
αναλυτικότερη σύνταξη περιεχομένων, όπου ο αναγνώστης δύναται να
εύρει τα αναπτυσσόμενα θέματα και τις σελίδες στις οποίες γίνεται η
σχετική αναφορά. Η ευθύνη βαρύνει φυσικά τον γράφοντα και για θέματα
λεκτικής διατύπωσης και ύφους, το οποίο ίσως σε ορισμένα σημεία να μην
ακολουθεί πιστά τους παραδεδομένους κανόνες της δημοτικής,
υπαγορευόμενο από μια προσωπική αισθητική αντίληψη για την γλώσσα
και τον ρυθμό της, με γνώμονα πάντοτε την ακριβή απόδοση του νοήματος
και το ευανάγνωστο και εύληπτο του κειμένου από τον αναγνώστη.
Όσον αφορά, τέλος, τις επισυναπτόμενες φωτογραφίες, άλλοτε είναι
σχετικές με το περιεχόμενο του κειμένου και άλλοτε όχι, ετέθησαν δε
κυρίως για λόγους διάσπασης της μονοτονίας που προκαλεί ορισμένες
φορές, παρά τη γοητεία της, η νομική συγγραφή και η συνεχής παράθεση
διατάξεων και αποφάσεων. Γνώμη μου είναι ότι εξαιτίας ακριβώς της
δυσκολίας και πολυπλοκότητας των νομικών θεμάτων, που απαιτούν τη
συγκέντρωση και περίσκεψη του γράφοντος και του αναγνώστη, αλλά και
της ξηρότητας του νομικού λόγου, χρειάζεται και η αντίστοιχη αναψυχή,
έστω και υπό τη μορφή εικόνων, και υπό την έννοια αυτή τα νομικά
εγχειρίδια, ιδίως τα πανεπιστημιακά, ίσως θα έπρεπε να επανεξετάσουν το
θέμα.

9
1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Α. Η ομηρική και αρχαϊκή εποχή
Η πολιτική δίκη συνδέεται ως θεσμός με την προστασία των ιδιωτικών
δικαιωμάτων και την διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης μέσω της
αποφυγής της αυτοδικίας 1 . Τα εισαγόμενα προς διάγνωση ουσιαστικά
δικαιώματα θεωρείται ότι προστατεύονται ικανοποιητικά όταν η δίκη
απολήγει στην έκδοση μιας δίκαιης και ορθής αποφάσεως, σε συνδυασμό
πάντως με την ακολούθηση μιας ταχείας και ολιγοδάπανης διαδικασίας,
κατά τρόπον ώστε η ορθότητα της
αποφάσεως και η ταχύτητα απονομής
της δικαιοσύνης να συνιστούν τους
κύριους στόχους και τους βασικούς
άξονες γύρω από τους οποίους
καταστρώνεται η πολιτική δικονομία2.
Περαιτέρω, η διαμόρφωση της δίκης
σε επίπεδο διαδικασίας εξαρτάται σε
μεγάλο βαθμό από την πολιτισμική
εξέλιξη, τις πολιτειακές δομές και τις
ιδεολογικές και κοινωνικές αντιλήψεις
της κοινωνίας σε κάθε δεδομένη
εποχή. Στην παρούσα ανασκόπηση, η
οποία ενόψει του αντικειμένου της
είναι επιλεκτική, θα περιορισθούμε
κυρίως στην ελληνορωμαϊκή
παράδοση, τόσο για λόγους ιστορικής
συνέχειας όσο και λόγω του
ανθρωποκεντρικού της χαρακτήρα,
που είχε ως φυσική συνέπεια την
οργάνωση των θεσμών της δημόσιας Άγαλμα της Θέμιδος (Justitia) στην πλατεία
Roemerberg της Φρανκφούρτης (κατασκευής 1887)
και κοινωνικής ζωής με γνώμονα την
προάσπιση των ατομικών ελευθεριών
και δικαιωμάτων των πολιτών. Μεταξύ των προασπιζόμενων δικαιωμάτων
εξέχουσα θέση κατελάμβανε διαχρονικώς το αίτημα για μια δίκαιη επίλυση
των ιδιωτικών διαφορών, το οποίο με τη σειρά του η αρχαία σκέψη
συνέδεσε αναπόσπαστα με την δημόσια διεξαγωγή της δίκης, η οποία
εξασφαλίζει τη διαφάνεια της διαδικασίας και τον έλεγχο επ’ αυτής της
κοινής γνώμης, εμπεδώνοντας με τον τρόπο αυτό στους μεν δικαστές ένα

1 Για παράθεση όλων των υποστηριζομένων σχετικά απόψεων βλ. Κ. Μπέη, Θεμελιακές έννοιες
και οργανισμός των δικαστηρίων: μαθήματα πολιτικής δικονομίας, κεφ. 3, διαθέσιμο και
διαδικτυακώς στην διεύθυνση
http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=3&mid=1096&mnu=1&id=21207. Σύμφωνα με την
άποψη του συγγραφέα, αφετηρία της πολιτικής δίκης είναι η ιδιωτική πρωτοβουλία για την
ικανοποίηση του επίδικου δικαιώματος, όμως η εκδιδόμενη απόφαση εξυπηρετεί τελικά
ευρύτερους στόχους, όπως η πραγμάτωση των επιταγών του δικαίου και η διαφύλαξη της ισχύος
της έννομης τάξεως.
2 Βλ. Εταιρεία Δικαστικών Μελετών (Π. Κοντογεωργακόπουλος), Συμβολή για την

αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, Μέρος τρίτο, Κεφ. 1, σελ. 271-272.

10
αίσθημα ευθύνης, στους δε πολίτες ένα αίσθημα ασφάλειας και
εμπιστοσύνης για τη λειτουργία της δικαιοσύνης3.
Στην ελληνική μυθολογία η ιδέα της δικαιοσύνης, υπό την έννοια της
θεϊκής και εγκόσμιας τάξεως, συμβολίζεται από την αρχέγονη θεότητα της
Θέμιδος 4 , η οποία θέτει το υπόβαθρο για την πολιτισμένη κοινωνική
συμβίωση και προσδίδει νομιμοποίηση στους κληρονομικούς ἄνακτας ή
βασιλεῖς. Με την πρόοδο της κοινωνίας και την ανάπτυξη πιο σύνθετων
σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της, παράλληλα προς τη Θέμιδα εμφανίζεται
σταδιακά και η έννοια της Δίκης 5 , που στην αρχική της σύλληψη, κατ’
αντιπαραβολή προς τις αρχές ή κανόνες του ουσιαστικού δικαίου,
υποδηλώνει την πράξη απονομής της δικαιοσύνης 6 . Η επίλυση των
διαφορών και η έκδοση των αποφάσεων γίνονται κατά την πρώιμη αυτή
εποχή βάσει των θεμίστων, όρος που περιλαμβάνει τόσο τους εθιμικού
δικαίου κανόνες 7 όσο και τις αποσπασματικές νομοθετικές διατάξεις,
πηγές ως επί το πλείστον άγραφες 8 , μεταξύ των οποίων ο δικασπόλος
βασιλεύς θα πρέπει να επιλέξει (κρίνειν) την πλέον κατάλληλη για την υπό
κρίση περίπτωση.

3 Στο χώρο της ποινικής δίκης, η αρχή της δημοσιότητας έχει συνδεθεί ιστορικώς και με την
προστασία του κατηγορουμένου από ενδεχόμενες καταχρήσεις της εξεταστικής αρχής. Βλ. και Χ.
Μπάκα, Η δημοσιότητα στην ακροαματική διαδικασία σήμερα, μελέτη εμπεριεχόμενη στο
συλλογικό έργο Μνήμη Ν. Χωραφά, Η. Γάφου, Κ. Γαρδίκα, τόμος β΄, σελ. 52.
4 Η Θέμιδα εθεωρείτο ως κόρη της Γης και του Ουρανού, τιτανική δύναμη συνδεόμενη με την

ευταξία. Σύμφωνα με τη μυθολογία, είναι μητέρα των Ωρών (Ευνομία, Δίκη και Ειρήνη), που
ρυθμίζουν τη φυσική τάξη του κόσμου, καθώς και των Μοιρών (Κλωθώ, Λάχεσις και Άτροπος),
που καθορίζουν τα ατομικά πεπρωμένα. Βλ. Ησιόδου, Θεογονία, στ. 902 επ.
5 Αναφορικά με την ετυμολογία της λέξεως «δίκη», υποστηρίζονται δυο κύριες απόψεις, η πρώτη

εκ των οποίων θεωρεί τη λέξη παραγόμενη από το ρήμα δικάζω, υπό την έννοια της
«διαδηλώσεως της νίκης» σύμφωνα με τους αρχικά ισχύσαντες κανόνες αποδείξεως (ερώτηση και
όρκος) ή της προφορικής επιχειρηματολογίας των διαδίκων και δικαστών [συνδέοντας
περαιτέρω αυτήν με το λατινικό ρήμα dico (=ομιλώ)], με τη δεύτερη να υποδεικνύει ως ρίζα το
ρήμα δείκνυμι, υπό την έννοια της προφορικής εξιστόρησης ή παροχής εξηγήσεων. Παρατηρούμε
ότι και υπό τις δυο εκδοχές η δίκη σηματοδοτεί μια ενέργεια συνδεόμενη με την ομιλία και,
συνεπώς, μια προφορική διαδικασία.
6 Βλ. Μ. Καράση, Περί της φύσεως της δικαστικής αποφάσεως στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο,

Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου 2001, σελ. 334-335.
7 Ως εθιμικό δίκαιο νοείται το άγραφο δίκαιο των παραδόσεων και των καθιερωμένων ηθών και

συνηθειών σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής (θρησκευτικής, πολιτικής, κοινωνικής, νομικής), το
οποίο την εποχή αυτή αντλεί τη νομιμότητα του όχι τόσο από τις ριζωμένες στη συνείδηση του
λαού συνήθειες όσο από την αναγνώριση της θεϊκής ή μυθικής προελεύσεως τους. Βλ. Μ. Καράση,
ο.π. αμέσως ανωτέρω, σελ. 348-349.
8 Βλ. πάντως και Γ. Βλάχο, Πολιτικές κοινωνίες στον Όμηρο, σελ. 191 επ. (με τις αντίστοιχες

υποσημειώσεις στις σελ. 299 επ.), ο οποίος επιχειρηματολογεί υπέρ της ύπαρξης γραπτών
διατάξεων (επιταγών και απαγορεύσεων) στα μυκηναϊκά βασίλεια, οι οποίες αποτελούσαν τη
βάση για την απονομή της δικαιοσύνης, προαναγγέλλοντας τη σχέση που θα καθιερωθεί
αργότερα ανάμεσα στο νόμο και τη δίκη.

11
Στον Όμηρο η Θέμις, ως συμβολισμός της δικαιοσύνης, εμφανίζεται
εγκατεστημένη στην αγορά πλησίον του χώρου της συνελεύσεως και των
βωμών των θεών9, υπογραμμίζοντας το δημόσιο χαρακτήρα της δίκης, κάτι
που επιβεβαιώνουν και οι λοιπές διάσπαρτες αναφορές της Ιλιάδος, με
πλέον χαρακτηριστικό χωρίο τους στίχους 497-508 της ραψωδίας Σ, που
αποτελούν μέρος της
περιγραφής της ασπίδας του
Αχιλλέως και τους οποίους
αξίζει να παραθέσουμε σε
νεοελληνική μετάφραση10:
‘’Ο λαός είχε συρρεύσει αθρόος
στην αγορά. Εκεί φιλονεικία είχε
προκύψει
και δυο άνδρες εφιλονείκουν
σχετικά με την εξαγορά ενός
σκοτωμένου άνδρα. Και ο μεν
(δράστης) ορκιζόταν
πως αποπλήρωσε καθ’
ολοκληρίαν το χρέος του,
εξηγώντας την υπόθεση στο
δήμο, ο δε αρνείτο λέγοντας ότι
Εικαστική αναπαράσταση της ασπίδος του Αχιλλέως,
βασισμένη στην ομηρική περιγραφή δεν πήρε τίποτα. Και αμφότεροι
ήθελαν να πάνε σε κριτή
(ίστορα) να ξεδιαλύνει την υπόθεση. Και ο κόσμος αμφοτέρους επιδοκίμαζε,
και στους δυο συμπαραστεκόταν και οι κήρυκες συγκρατούσαν τον λαό, οι
δε γέροντες (δικαστές) κάθονταν σε σκαλισμένους λίθους μέσα στον ιερό
κυκλικό χώρο, παίρνοντας στα χέρια τους τα σκήπτρα των βροντόφωνων
κηρύκων. Σ’ αυτά στηρίζονταν και εναλλάξ σηκωνόταν και έλεγε ο καθένας

9 Βλ. τους στίχους 806-808 της ραψωδίας Λ της Ιλιάδος, που παριστούν τον Πάτροκλο να περνάει
μπροστά από τα (τοποθετημένα στο μέσο της παρατάξεως των πλοίων των Αχαιών) καράβια του
Οδυσσέως, έμπροσθεν των οποίων ευρίσκονται ο χώρος των πολιτικών και δικαστικών
συνεδριάσεων:
«ἀλλ᾽ ὅτε δὴ κατὰ νῆας Ὀδυσσῆος θείοιο
ἷξε θέων Πάτροκλος, ἵνά σφ᾽ ἀγορή τε θέμις τε
ἤην, τῇ δὴ καί σφι θεῶν ἐτετεύχατο βωμοί»
10 Βασισμένη στη μετάφραση του Κ. Δούκα, Ομήρου Ιλιάς. Το αρχαίο κείμενο έχει ως εξής:

«λαοὶ δ᾽ εἰν ἀγορῇ ἔσαν ἀθρόοι· ἔνθα δὲ νεῖκος


ὠρώρει, δύο δ᾽ ἄνδρες ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς
ἀνδρὸς ἀποφθιμένου· ὃ μὲν εὔχετο πάντ᾽ ἀποδοῦναι
δήμῳ πιφαύσκων, ὃ δ᾽ ἀναίνετο μηδὲν ἑλέσθαι·
ἄμφω δ᾽ ἱέσθην ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι.
λαοὶ δ᾽ ἀμφοτέροισιν ἐπήπυον ἀμφὶς ἀρωγοί·
κήρυκες δ᾽ ἄρα λαὸν ἐρήτυον· οἳ δὲ γέροντες
εἵατ᾽ ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοις ἱερῷ ἐνὶ κύκλῳ,
σκῆπτρα δὲ κηρύκων ἐν χέρσ᾽ ἔχον ἠεροφώνων·
τοῖσιν ἔπειτ᾽ ἤϊσσον, ἀμοιβηδὶς δὲ δίκαζον.
κεῖτο δ᾽ ἄρ᾽ ἐν μέσσοισι δύω χρυσοῖο τάλαντα,
τῷ δόμεν ὃς μετὰ τοῖσι δίκην ἰθύντατα εἴποι».

12
τη γνώμη του, και στη μέση έκειντο δυο χρυσά τάλαντα για να δοθούν σε
αυτόν που θα έκρινε την υπόθεση πιο δίκαια’’
Από το ανωτέρω απόσπασμα προκύπτουν τα σημαντικότερα
χαρακτηριστικά της ομηρικής δίκης, που είναι η συμμετοχή του λαού και η
καθ’ ολοκληρίαν προφορική διεξαγωγή της διαδικασίας, η οποία λαμβάνει
τη μορφή αγώνα λόγων μεταξύ των διαδίκων αλλά και μεταξύ των κριτών
που αναζητούν τη δικαιότερη λύση. Σύμφωνα με την περιγραφή, οι δυο
διάδικοι προσέρχονται από κοινού στη συνέλευση11, εκφωνούν με τη σειρά
το λόγο τους ενώπιον του λαού, ο οποίος επευφημεί ή αποδοκιμάζει για να
δείξει ποια επιχειρήματα βρίσκει πιο πειστικά, ενώ μετά το πέρας των
ομιλιών οι κήρυκες ησυχάζουν το πλήθος και το λόγο λαμβάνουν οι
γέροντες δικαστές (ἴστορες), οι οποίοι γνωμοδοτούν επί της υπόθεσης,
επιχειρηματολογώντας υπέρ της ενδεδειγμένης λύσεως. Τελικά ο λαός
επευφημεί την απόφαση που θεωρεί ορθότερη, ενώ ο κριτής που
διατύπωσε την υιοθετούμενη ετυμηγορία παίρνει την προβλεπόμενη
αμοιβή για την ευθυκρισία του12, καταβαλλόμενη εκ μέρους των διαδίκων
ως δικαστική δαπάνη. Παρατηρούμε ότι την περίοδο αυτή οι δικαστικές
αποφάσεις εκδίδονται μεν από το βασιλιά ή από ένα συμβουλευτικό σώμα,
όμως το περιεχόμενο τους επηρεάζεται και έχει ανάγκη από την επικύρωση
της κοινής γνώμης, κάτι που καθίσταται δυνατό μόνο μέσω της δημόσιας
διεξαγωγής της συζήτησης, σε ορισμένο μάλιστα χώρο προορισμένο για τον
σκοπό αυτό, ο οποίος βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της αγοράς, όπως
προκύπτει και από τα υπόλοιπα μνημονευόμενα χωρία13.
Κάτι αντίστοιχο φαίνεται, εξάλλου, ότι συμβαίνει την εποχή αυτή και με
τις επιλυόμενες εξωδικαστικώς διαφορές, όπως καταδεικνύει η κατάπαυση
της διενέξεως μεταξύ Αχιλλέα και Αγαμέμνονος, η οποία λαμβάνει χώρα σε
τόνο πανηγυρικό ενώπιον της συνελεύσεως των Αχαιών14, με τον Αχιλλέα
(ως παθόντα) να λαμβάνει πρώτος το λόγο, εκφράζοντας την πρόθεση του
για συμφιλίωση με τον αρχηγό του στρατεύματος 15, και τον Αγαμέμνονα
να ομιλεί με τη σειρά του αποδίδοντας τη γενομένη εκ μέρους του
προσβολή στην Άτη, προσωποποίηση της διανοητικής σύγχυσης και

11 Για την αναπαριστώμενη στην ασπίδα του Αχιλλέως δίκη βλ. επίσης τη διεισδυτική ανάλυση
του H.J Wolff, The origin of judicial litigation among the Greeks, Traditio 1946, σελ. 31-87, ο οποίος,
μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι η περιγραφόμενη διαδικασία ανάγεται σε πρωτοβουλία του ιδίου
του φονέως, απειλούμενου με εκτέλεση ή ανδραποδισμό από την οικογένεια του θύματος, με
στόχο ακριβώς την απόδειξη της καταβολής προς αυτούς της οφειλόμενης αποζημιώσεως και την
απαλλαγή του από περαιτέρω συνέπειες.
12 Βλ. σχετικώς και D. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, σελ. 33-34.
13 Βλ. επίσης τις ραψωδίες Α στίχοι 237-239 και Π στίχοι 384-388.
14 Πρέπει να σημειωθεί ότι στη συνέλευση αυτή δε μετέχουν μόνον οι βασιλείς ή ηγήτορες του

στρατεύματος αλλά απλοί άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές βαθμίδες και επαγγέλματα, όπως
προκύπτει από τους στίχους 41-44 της ραψωδίας Τ, όπου βλέπουμε τον Αχιλλέα να προσκαλεί σε
αυτήν ακόμη και το απόλεμο πλήρωμα των καραβιών (κυβερνήτες, ναύτες, μάγειρες).
15 Βλ. στίχους 54-73 της ραψωδίας Τ.

13
απερισκεψίας16. Στη συνέχεια του επεισοδίου, μετά τη δευτερολογία του
Αχιλλέα, που παρωθεί το στράτευμα σε άμεσες ετοιμασίες για μάχη και την
παρέμβαση του Οδυσσέα που σε ρόλο διαιτητού περιγράφει το
ακολουθητέο για τη σύναψη
του συμβιβασμού
εθιμοτυπικό , ο Αγαμέμνων
17

παρουσιάζει ενώπιον του


κοινού τα προσφερόμενα ως
αποζημίωση δώρα (7
τρίποδες, 20 λέβητες, 12
άλογα, 7 γυναίκες, 10
τάλαντα χρυσάφι) και
ορκίζεται δημοσίως ότι δε
συνευρέθηκε ερωτικώς με τη
Βρισηίδα, παραθέτοντας
επίσημη θυσία για την
επισφράγιση του όρκου
του18, ενώ ο Αχιλλέας από τη
μεριά του προβαίνει
δημοσίως στην τυπική
Η δολοφονία του Αγαμέμνονος, πίνακας του Γάλλου ζωγράφου
αποδοχή της μεταμέλειας Pierre-Narcisse Guérin (1817) εκτιθέμενος στο Μουσείο του
του αρχιστρατήγου και των Λούβρου
προσφερόμενων αγαθών.
Αφήνοντας την ομηρική κοινωνία και περνώντας στην αρχαϊκή εποχή,
παρατηρούμε κατά τον έβδομο αιώνα π.Χ., στο πλαίσιο των γενικότερων
πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων 19 , που επέφεραν μια ευρύτερη
κατανομή της πολιτικής εξουσίας και την υποκατάσταση του θεσμού της
κληρονομικής μοναρχίας από νέους σχηματισμούς (αριστοκρατικά

16 Βλ. στίχους 76-144. Χαρακτηριστικό είναι ότι σύμφωνα με την ομηρική περιγραφή, εν αντιθέσει
με την καθιερωμένη συνήθεια, ο Αγαμέμνων ομιλεί καθιστός, χωρίς να σταθεί στη μέση της
συνέλευσης (αὐτόθεν ἐξ ἕδρης, οὐδ᾽ ἐν μέσσοισιν ἀναστάς), παρακαλώντας μάλιστα στην αρχή του
λόγου του το κοινό (που προφανώς έχει ενθουσιαστεί και επικροτεί ηχηρώς την προηγηθείσα
ομιλία του Αχιλλέως) να ακούει προσεκτικά και να μη διακόπτει. Και εδώ, επομένως, έχουμε
δείγμα της εξ ολοκλήρου προφορικής διεξαγωγής των πολιτικών, δικαστικών και διαιτητικών
διαδικασιών της ομηρικής εποχής, η οποία βέβαια υποκρύπτει τον κίνδυνο του θορύβου και της
μη ορθής κατανόησης των λεγομένων, τον οποίο επισημαίνει ο Αγαμέμνων στους στίχους 81-82:
«ἀνδρῶν δ᾽ ἐν πολλῷ ὁμάδῳ πῶς κέν τις ἀκούσαι ἢ εἴποι; βλάβεται δὲ λιγύς περ ἐὼν ἀγορητής»
(μέσα στον θόρυβο πολλών ανδρών πώς να ακούσει κάποιος ή να μιλήσει; Ζημιώνεται ακόμη και
ο έχων διαπεραστική φωνή αγορητής).
17 Βλ. στίχους 171-180.
18 Βλ. στίχους 185-197 και 237-267.
19 Μεταξύ των παραγόντων που επισπεύδουν τις εξελίξεις μπορούμε να μνημονεύσουμε, αφενός,

τη σημαντική αύξηση του πληθυσμού και τη συνεπεία αυτής οικονομική κρίση, λόγω ανεπάρκειας
της καλλιεργήσιμης γης (πρόβλημα εν μέρει μόνο αντιμετωπιζόμενο με τον αποικισμό), και,
αφετέρου, την ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτικής δραστηριότητας, η οποία επιφέρει την
ανάδυση μιας νέας κοινωνικής τάξεως, αντίπαλης της παλαιάς αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων,
που διεκδικεί δυναμικώς τη μεταβολή των θεσμών και τη συμμετοχή της στην εξουσία. Βλ. και J.B.
Bury - R. Meiggs, Ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, σελ. 122-124 και 133-135.

14
πολιτεύματα, τυράννους, δημοκρατίες), μια τάση εκδημοκρατισμού και της
δικαιοδοτικής λειτουργίας 20 , με τη
μεταφορά δικαστικών αρμοδιοτήτων από
τον βασιλέα στα συστηνόμενα για το
σκοπό αυτό σώματα ή αιρετά αξιώματα 21
και, ακολούθως, στις πόλεις όπου επήλθε
πλήρης εκδημοκρατισμός στη λειτουργία
του κρατικού μηχανισμού, στον ίδιο το
λαό, με τη θέσπιση του θεσμού των
ενόρκων δικαστών ή την επιφύλαξη
τελικής κρίσης των διαφορών από τη
λαϊκή συνέλευση 22 . Παράλληλα προς τη
συμμετοχή των πολιτών στην άσκηση της
εξουσίας και τη διάπλαση της δικαιοσύνης
Προτομή του Μυτιληναίου αισυμνήτη
σε αυτόνομη πολιτειακή λειτουργία,
Πιττακού, ενός εκ των 7 σοφών της διατυπώνεται και το αίτημα για γραπτή
αρχαιότητας (ρωμαϊκό αντίγραφο εκτιθέμενο νομοθεσία, ως αντιστάθμισμα στην
στο Μουσείο του Λούβρου)
αυθαιρεσία των ισχυρών 23 , μέσο

20 Με απώτερο σκοπό την εμπέδωση της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας της δικαιοσύνης, για την
οποία παραπονείται έντονα ο Ησίοδος, απευθυνόμενος κατά των βασιλέων-δικαστών στο ποίημα
Ἔργα καὶ Ἡμέραι, στίχοι 260-264:
«...ὄφρ᾽ ἀποτείσῃ
δῆμος ἀτασθαλίας βασιλέων, οἳ λυγρὰ νοέοντες
ἄλλῃ παρκλίνωσι δίκας σκολιῶς ἐνέποντες.
ταῦτα φυλασσόμενοι, βασιλῆς, ἰθύνετε μύθους
δωροφάγοι, σκολιῶν δὲ δικέων ἐπὶ πάγχυ λάθεσθε».
(...πληρώνει ο λαός τις αμαρτίες των βασιλιάδων του που στέκονται ολέθρια
κι εκτρέπουνε το δίκαιο σ᾽ άλλο δρόμο μ᾽ άδικες αποφάσεις.
Αυτά βασιλιάδες ν᾽ αποφεύγετε, τις κρίσεις σας διορθώστε,
δωροφάγοι, και τις στραβές τις δίκες σας ξεχάστε τις ολότελα).
21 Βλ. ενδεικτικώς το παράδειγμα της Σπάρτης, όπου οι βασιλεῖς, με περιορισμένες εξαιρέσεις

(υιοθεσία τέκνου, μνήστευση επίκληρων θυγατέρων), απογυμνώθηκαν από τις δικαστικές τους
αρμοδιότητες, περιελθούσες στη γερουσία, αρμόδια κατά βάση για τις ποινικές υποθέσεις, και
τους πέντε ἔφόρους, αρμόδιους για τις ιδιωτικές διαφορές. Βλ. και το συλλογικό έργο (Ελ.
Παπαγιάννη, Ηλ. Αρναούτογλου, Αθ. Δημοπούλου, Δ. Καράμπελας, Αλ. Λιαρμακόπουλος, Ι.
Χατζάκης, Α. Χέλμης) Ιστορία Δικαίου, σελ. 45.
22 Βλ. για παράδειγμα την περίπτωση της Χίου, όπου σύμφωνα με σωζόμενη επιγραφή

(χρονολογούμενη μεταξύ των ετών 575-550 π.Χ.), οι διάδικοι διατηρούσαν το δικαίωμα να


προσφύγουν κατά των εκδιδόμενων εκ μέρους του δημάρχου αποφάσεων ενώπιον της
συνέλευσης του δήμου, η οποία δίκαζε την υπόθεση η ίδια ή ανέθετε αυτήν σε εκλεγόμενη
επιτροπή. Για λεπτομέρειες βλ. τη μελέτη του L. H. Jeffery, The Courts of Justice in Archaic Chios,
The Annual of the British School at Athens (ABSA) 1956, σελ. 157-167.
23 Τα οφέλη της θέσπισης γραπτής νομοθεσίας για τους πολίτες συμπυκνώνει ο Ευριπίδης, στο

διάσημο χωρίο της τραγωδίας Ἱκέτιδες, στίχοι 429-439:


«οὐδὲν τυράννου δυσμενέστερον πόλει,
ὅπου τὸ μὲν πρώτιστον οὐκ εἰσὶν νόμοι
κοινοί, κρατεῖ δ᾽ εἷς τὸν νόμον κεκτημένος
αὐτὸς παρ᾽ αὑτῷ· καὶ τόδ᾽ οὐκέτ᾽ ἔστ᾽ ἴσον.
γεγραμμένων δὲ τῶν νόμων ὅ τ᾽ ἀσθενὴς
ὁ πλούσιός τε τὴν δίκην ἴσην ἔχει,
ἔστιν δ᾽ ἐνισπεῖν τοῖσιν ἀσθενεστέροις
τὸν εὐτυχοῦντα ταὔθ᾽ ὅταν κλύῃ κακῶς,

15
κατάπαυσης της κοινωνικής αναταραχής24 και αναγκαίο όρο επίτευξης της
ισονομίας25. Το έργο αυτό αναλαμβάνουν οι νομοθέτες της εποχής26, υπό
την ιδιότητα του διαλλακτοῦ και του αἰσυμνήτου, στις περιπτώσεις που
έχουν επιλεγεί από το λαό, ή υπό αυτήν του τυράννου, εφόσον έχουν
επιβληθεί με τη βία 27 , προβαίνοντας στη μελέτη άλλων νομοθεσιών, τη
συλλογή και καταγραφή των τοπικών παραδόσεων και εθίμων και την εν
συνεχεία εναρμόνιση τους με πρωτότυπες ιδέες ή μέτρα επιβαλλόμενα από
τη σύγχρονη τους πραγματικότητα, διαδικασία που αποδίδει ένα
ομοιογενές σύνολο κανόνων προσαρμοσμένο στις ηθικές αντιλήψεις και
την οικονομική ζωή της κοινότητας. Οι νέοι θεσμοί χαράσσονται σε λίθο ή

νικᾷ δ᾽ ὁ μείων τὸν μέγαν δίκαι᾽ ἔχων.


τοὐλεύθερον δ᾽ ἐκεῖνο· «τίς θέλει πόλει
χρηστόν τι βούλευμ᾽ ἐς μέσον φέρειν ἔχων;»
(Για την πόλη δεν υπάρχει τίποτε απεχθέστερο από τον δυνάστη·
το πρώτιστο: εκεί οι νόμοι δεν ισχύουν για όλους·
την εξουσία την ασκεί μονάχα ένας
και αυτός κρατάει στα χέρια του τον νόμο·
αυτό και μόνο αναιρεί την ισότητα.
Όταν όμως υπάρχουν νόμοι γραπτοί,
το δίκαιο ισχύει εξίσου και για τον ταπεινό και για τον πλούσιο
και μπορεί ο ανίσχυρος, όταν δέχεται επιθέσεις,
να απαντά στον ισχυρό στον ίδιο τόνο,
και φτάνει να νικά ο μικρός τον ισχυρό, αν έχει δίκιο.
Και η πεμπτουσία της ελευθερίας,
εκείνο το «ποιος έχει να προτείνει κάτι καλό για την πόλη;
να έρθει να το καταθέσει εδώ, ενώπιον όλων»).
24 Απόηχο της κοινωνικής αναταραχής που επικρατεί βλέπουμε στις ελεγείες του Θέογνι από τα

Μέγαρα (μέσα 7ου αιώνος π.Χ.), που από αριστοκρατική σκοπιά παρουσιάζει τα κατώτερα
κοινωνικά στρώματα (κακοί) να ασκούν την εξουσία αδίκως και τυραννικώς, διαχειριζόμενοι τη
δικαιοσύνη προς εξυπηρέτηση των προσωπικών τους συμφερόντων. Ἐλεγεῖαι, στ. 45-46:
«δῆμόν τε φθείρουσι δίκας τ' ἀδίκοισι διδοῦσιν
οἰκείων κερδέων εἵνεκα καὶ κράτεος».
25 Για μια σύνοψη των υποστηριζόμενων απόψεων σχετικά με την προσφυγή των προγόνων μας

στη γραπτή νομοθεσία βλ. τη μελέτη της R. Thomas, Written in stone? Liberty, equality, orality and
the codification of law, Bulletin of the Institute of Classical Studies (BICS) 1995, σελ. 60, όπου ως
επικρατέστερες ερμηνείες προβάλλονται α) η πίεση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων
προς την πολιτική εξουσία για τη διαμόρφωση ενός ξεκάθαρου νομικού πλαισίου, με τελικό στόχο
την άρση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας των (αριστοκρατών) δικαστών κατά την επίλυση των
ιδιωτικών διαφορών και την επιβολή των ποινών, β) αντιστρόφως, η προσπάθεια της
αριστοκρατίας να θέσει ένα φραγμό στις επερχόμενες μεταρρυθμίσεις, παγιώνοντας το υπάρχον
καθεστώς και την προνομιακή της θέση, γ) η εξάπλωση της γραφής και η συνακόλουθη
αξιοποίηση της και για διοικητικούς και οργανωτικούς σκοπούς και δ) η σταδιακή μετεξέλιξη των
αρχαϊκών κοινωνιών σε πόλεις-κράτη, η οποία προϋπέθετε τη διαμόρφωση ενός πιο δεσμευτικού
πλαισίου κανόνων ρύθμισης της κοινωνικής συμβίωσης.
26 Μνημονεύουμε ενδεικτικώς τους αναφερόμενους από τον Αριστοτέλη στα Πολιτικά α) Ζάλευκο

στους Επιζεφύριους Λοκρούς (663/2 π.Χ.), β) Χαρώνδα στην Κατάνη (περί το 640 π.Χ.), γ)
Ονομάκριτο, δ) Φιλόλαο στη Θήβα, δ) Πιττακό στη Μυτιλήνη (589 π.Χ.), ε) Ανδροδάμα στη
Χαλκιδική, στ) Δράκοντα (621/0 π.Χ.) και Σόλωνα (594/3 π.Χ.) στην Αθήνα, ζ) Φείδωνα στην
Κόρινθο, η) Δημώνακτα στην Κυρήνη (540 π.Χ.).
27 Σύμφωνα με την Ιουλία Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, Κωδικοποιήσεις στην αρχαϊκή Ελλάδα,

Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου (Ε.Κ.Ε.Ι.Ε.Δ.) 2002, σελ. 315,
«Ως διαλλακτής, ο νομοθέτης εξουσιοδοτείται από το σύνολο του λαού, απ’ όλες τις κοινωνικές
τάξεις τις οποίες καλείται να συμφιλιώσει μέσω της νομοθεσίας. Ως τύραννος, νομοθετεί κυρίως για
την τάξη που τον έφερε στην εξουσία και η οποία προφανώς είναι και η πιο πολυάριθμη ή
τουλάχιστον η πιο πιεστική».

16
μάρμαρο, αναρτώνται σε κεντρικό σημείο της πόλεως 28, απευθύνονται σε
όλους τους πολίτες και αποτελούν, ενόψει της γραπτής διατύπωσης29 και
του δημόσιου χαρακτήρα τους, σημείο αναφοράς και βάση για τη ρύθμιση
της κοινωνικής συμβίωσης και την επίλυση των ιδιωτικών διαφορών 30, με
δεδομένη τη δεσμευτικότητα τους για τις δικαιοδοτικές αρχές 31. Θα πρέπει
να σημειωθεί ότι με τη θέσπιση γραπτής νομοθεσίας δεν καταργούνται

28 Βλ. και την αναφορά του M. Gagarin (μτφρ. Χ.Ε. Μαραβέλιας): Γραφή και δίκαιο στην αρχαία
Ελλάδα (2011), κεφ. 3, σελ. 86, ο οποίος επισημαίνει ότι οι αρχαϊκοί νόμοι δημοσιεύονταν σε
εύκολα προσβάσιμους χώρους, γράφονταν με μεγάλα καθαρά γράμματα και περιείχαν
χαρακτηριστικά καθιστώντα το κείμενο πιο ευανάγνωστο και κατανοητό, σημάδια που
υποδηλώνουν ότι προορίζονταν προς ανάγνωση.
29 Εξαίρεση απετέλεσε η περίπτωση της Σπάρτης όπου οι νομοθετικές ρυθμίσεις (ρῆτραι) του

Λυκούργου φέρονται να έχουν παραδοθεί προφορικώς, με μια εξ αυτών μάλιστα να απαγορεύει


τη θέσπιση γραπτών νόμων (μὴ χρῆσθαι νόμοις ἐγγράφοις). Βλ. Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι,
Λυκούργος, παρ. 13.
30 Τους θεσμούς θα διαδεχθούν κατά την κλασική εποχή οι νόμοι των πόλεων-κρατών, οι οποίοι

α) δεν αποτελούν απλή κωδικοποίηση του άγραφου και εθιμικού δικαίου αλλά έχουν πιο
πρωτότυπο περιεχόμενο, β) είναι επίσης γραπτοί (γεγραμμένοι), γ) έχουν γενική και αφηρημένη
διατύπωση, ώστε να καταλαμβάνουν περισσότερες ατομικές περιπτώσεις, χωρίς όμως τη συνοχή
ενός κώδικα, δ) είναι έντονα ορθολογικοί και δημοκρατικοί, υπό την έννοια ότι έχουν γίνει
αντικείμενο επεξεργασίας και τεθεί σε εφαρμογή με τη διπλή εγγύηση της ισότιμης συμμετοχής
όλων των πολιτών στην επικύρωση τους και της ίσης υποταγής όλων προς αυτούς, ε) είναι
πολιτικοί, υπό την άποψη ότι ισχύουν για όλους τους κατοίκους της πόλεως και όχι μόνο για τους
πολίτες της, στ) είναι πανίσχυροι και απαραβίαστοι για τον απλό πολίτη, πλην όμως ως
ανθρώπινο δημιούργημα μπορούν να καταλυθούν ή να τροποποιηθούν με απόφαση της λαϊκής
συνέλευσης, σταδιακά δε φθάνουν να γίνουν οι "βασιλείς" της πόλεως, ως έκφραση της ιδέας του
δικαίου, αντίληψη την οποία έρχονται βέβαια να αμφισβητήσουν οι σοφιστές, ομιλώντας περί
αντιθέσεως μεταξύ φυσικού και θετού δικαίου. Περισσότερες λεπτομέρειες επί των ανωτέρω, με
παραπομπές στην ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, στον Μ. Καράση, Περί της φύσεως της
δικαστικής αποφάσεως στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας
του Ελληνικού Δικαίου 2001, σελ. 336-337 και (υπό μορφήν υποσημειώσεων) σελ. 355-362.
31 Μεταξύ άλλων αναφορών, βλ. τη χρονολογούμενη στα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνος επιγραφή της

Ολυμπίας (Nomima I 109, διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση


https://epigraphy.packhum.org/ text/343685?hs=322-338), η οποία διασώζει διατάξεις ενός
αρχαϊκού νόμου αναφέροντας ότι:
«αἰ δέ τις παρ τὸ γράφος δικάδοι, ἀτελέˉς κ’ εἴεˉ ἀ δίκα, ἀ δέ κα ϝράτρα ἀ δαμοσία τελεία εἴ-
εˉ δικάδοˉσα» (αν κάποιος δικάσει αντίθετα προς τα γεγραμμένα, η απόφαση θα είναι άκυρη, η
απόφαση όμως της λαϊκής συνέλευσης θα είναι έγκυρη).
Η Ιουλία Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, Κωδικοποιήσεις στην αρχαϊκή Ελλάδα, Επετηρίς του
Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου (Ε.Κ.Ε.Ι.Ε.Δ.) 2002, σελ. 319-320, παρατηρεί
σχετικώς ότι «ενώ ο μεμονωμένος δικαστής/διαιτητής δεσμεύεται από τα γεγραμμένα, η λαϊκή
συνέλευση, αντίθετα δε δεσμεύεται από το γράφος, αλλά κρίνει εφαρμόζοντας και άλλους εκτός του
γράφους κανόνες».

17
αυτόματα το άγραφο δίκαιο (ἄγραφος
νόμος) 32 και οι παλαιοί προφορικά
παραδιδόμενοι κανόνες 33 , οι οποίοι
επιβιώνουν για μεγάλο χρονικό
διάστημα στο πλευρό του γραπτού
δικαίου 34 , συντελείται πάντως ένα
ουσιαστικό βήμα προς την
ενσωμάτωση του εγγράφου στη νομική
καθημερινότητα και τη δικαστική
πρακτική, η οποία θα ολοκληρωθεί
κατά την κλασική περίοδο, με το μερικό
μετασχηματισμό της διαδικασίας.
Πέραν των ανωτέρω, σε διαδικαστικό
επίπεδο οι επερχόμενες αλλαγές
διασφαλίζουν ορισμένα βασικά
κεκτημένα, όπως οι αρχές της ισότητας
των διαδίκων, της εκατέρωθεν
Προτομή του Σοφοκλέους, φυλασσόμενη σε
ακροάσεως35 και της δημοσιότητας της γλυπτοθήκη της Κοπεγχάγης. Η τραγωδία του
διαδικασίας. Όσον αφορά την Αντιγόνη, η οποία παρουσιάστηκε το 441 π.Χ.,
τελευταία παράμετρο, οι διάσπαρτες εξετάζει το δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στο
γραπτό και το άγραφο δίκαιο
πηγές της περιόδου, επιγραφικές και
φιλολογικές, καταδεικνύουν την εξακολούθηση της ομηρικής παραδόσεως,
που θέλει τη δημόσια συζήτηση στην αγορά ως προϋπόθεση της δίκαιης
εκδίκασης των διαφορών36. Με βεβαιότητα μπορούμε να ομιλούμε για την
32 Ως άγραφο δίκαιο νοείται εν προκειμένω, πέραν του εθιμικού δικαίου, το σύνολο εκείνο των
θεμελιωδών και απαράβατων, ηθικού περιεχομένου και γενικής εφαρμογής, κανόνων της
ανθρώπινης συμβίωσης, όπως π.χ. η υποχρέωση σεβασμού και διατροφής των γονέων ή το έθιμο
της ταφής (και γενικότερα απόδοσης τιμών) των νεκρών, οι οποίοι χαρακτηρίζονται και ως
φυσικό δίκαιο λόγω της στενής σύνδεσης του με την ανθρώπινη φύση και λογική. Πρβλ. και
Αριστοτέλους, Ρητορική, 1368b, ο οποίος ποιεί εύστοχη διάκριση, αποκαλώντας τον μεν γραπτό
νόμο ως «ἴδιον» τον δε άγραφο ως «κοινόν», ενώ για πλήρη ανάλυση βλ. J. De Romilly, Ο νόμος
στην ελληνική σκέψη (μτφρ. Αθανασίου/Μηλιαρέση), σελ. 39 επ.
33 Ένα εκ των μέσων που χρησιμοποιήθηκε για τη διάδοση της νομοθεσίας προ της εξαπλώσεως

της γραφής ήτο και η παράδοση των νόμων σε έμμετρη μορφή, δηλαδή σε τραγούδια που
αποτελούσαν μέρος της εκπαιδεύσεως ή ψυχαγωγίας των πολιτών. Βλ. τη σχετική αναφορά της
R. Thomas, Written in stone? Liberty, equality, orality and the codification of law, Bulletin of the
Institute of Classical Studies (BICS) 1995, σελ. 63, με περαιτέρω παραπομπές σε αρχαίες πηγές.
34 Σύμφωνα με τη R. Thomas, ο.π. αμέσως ανωτέρω, σελ. 71-74, το γραπτό δίκαιο στην πρώιμη

αυτή φάση ρυθμίζει αποσπασματικά και επιλεκτικά ορισμένα μόνο θέματα, δικονομικής κυρίως
φύσεως ή συνταγματικής περιωπής, και ως εκ τούτου δεν προορίζεται τόσο για να
αντικαταστήσει όσο για να συμπληρώσει τους άγραφους και εθιμικούς κανόνες του ουσιαστικού
δικαίου.
35 «Μηδενί δικάσης πρὶν ἂν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς», σύμφωνα με το αποδιδόμενο στο Φωκυλίδη

ρητό, που συναντάμε και στον Αριστοφάνη, Σφήκες, στ. 725-726.


36 Τη σημασία της συμμετοχής του κοινού στις δικαστικές διαδικασίες υπερτονίζει μεταξύ άλλων

ο E. Havelock, στο βιβλίο του The Greek concept of justice: from its shadow in Homer to its
substance in Plato (διαθέσιμο και διαδικτυακώς στην ηλεκτρονική διεύθυνση
https://monoskop.org/images/1/15/
Havelock_Eric_A_The_Greek_Concept_of_Justice_From_Its_Shadow_in_Homer_to_Its_Substance_in
_Plato.pdf), σύμφωνα με τον οποίο «justice can be applied only with the participation of the agora,
functioning as a forum for rhetoric addressed to the issues that have arisen».

18
αρχαϊκή Κρήτη, όπου οι σωζόμενες στη Γόρτυνα και τη Φαιστό επιγραφές37
ομιλούν για την αγορά ως χώρο διεξαγωγής των δικαστικών διαδικασιών,
με τους ερευνητές να επισημαίνουν την προσωπική και άμεση (άνευ
συνηγόρου) συμμετοχή των διαδίκων σε αυτές, κάτι που είχε ως συνέπεια
την εξοικείωση με τους νόμους και τη δικονομία 38. Από την άλλη, εκ των
φιλολογικών πηγών, μπορούμε να μνημονεύσουμε την αναφορά του
Ησιόδου στο ποίημα Ἔργα καὶ Ἡμέραι39, όπου ο ποιητής, αποτεινόμενος
προς τον αδελφό του Πέρση, του συνιστά να ασχολείται με πιο
παραγωγικές εργασίες από την παρακολούθηση δικών στην αγορά (στ. 27-
32)40, αλλά και τον ομηρικό ύμνο Εἰς Ἑρμῆν (6ος π.Χ.), που αναπαριστά τη
διένεξη μεταξύ Ερμή και Απόλλωνα με αιτία την αρπαγή από τον πρώτο
των βοδιών του τελευταίου. Στον ύμνο αυτό, ο οποίος ναι μεν κινείται σε
μυθολογικό υπόβαθρο, γίνεται όμως δεκτό ότι αποδίδει με πιστότητα τον
τρόπο και τις μεθόδους επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών κατά τις
καθιερωμένες συνήθειες της εποχής 41 , μετά την αποτυχία τους να
διευθετήσουν εξωδικαστικώς το θέμα (στ. 254-312), οι δυο θεοί
υποβάλλουν την διαφορά στην κρίση του Διός, με τη δικαστική
αντιπαράθεση να διεξάγεται, όπως επισημαίνεται στο κείμενο (στ. 325-
326)42, ενώπιον της συνέλευσης των ολύμπιων θεών που μαζεύονται για να
παρακολουθήσουν τη διαδικασία, προσδίδοντας επισημότητα και
νομιμοποίηση σε αυτήν, όπως ακριβώς συμβαίνει με το συγκεντρωμένο

37 IC IV, 13 (Γόρτυνα, 7ος π.Χ. αιώνας) και IC IV, 80 (Φαιστός, 6ος π.Χ. αιώνας), με την πρώτη εξ
όσων μπορώ να συμπεράνω να αναφέρεται στη διεξαγωγή δίκης και τη δεύτερη στην ανακήρυξη
κληρονόμου.
38 Βλ. Ζ. Παπακωνσταντίνου, Written law, literacy and social conflict in archaic and classical Crete,

Ancient History Bulletin (AHB) 2002, σελ. 140-142.


39 Αξιοσημείωτο είναι ότι, όπως η Ιλιάδα έχει ως κεντρική ιδέα την (ιδιωτικής φύσεως) διένεξη

μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέως, έτσι και τα Έργα και Ημέραι έχουν ως αφορμή τη δικαστική
διαμάχη του Ησιόδου με τον αδελφό του Πέρση για την πατρική κληρονομία. Φαίνεται πως τα
δικαστικά δράματα και οι αντιδικίες θέλγουν διαχρονικώς το ενδιαφέρον του κοινού, κάτι που
παρατηρούμε και σήμερα βλέποντας τις διάφορες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές που έχουν ως
πηγή έμπνευσης τα διαδραματιζόμενα στις αίθουσες των αμερικανικών δικαστηρίων.
40 Ὦ Πέρση, σὺ δὲ ταῦτα τεῷ ἐνικάτθεο θυμῷ,

μηδέ σ᾽ Ἔρις κακόχαρτος ἀπ᾽ ἔργου θυμὸν ἐρύκοι


νείκε᾽ ὀπιπεύοντ᾽ ἀγορῆς ἐπακουὸν ἐόντα.
ὤρη γάρ τ᾽ ὀλίγη πέλεται νεικέων τ᾽ ἀγορέων τε,
ᾧτινι μὴ βίος ἔνδον ἐπηετανὸς κατάκειται
ὡραῖος, τὸν γαῖα φέρει, Δημήτερος ἀκτήν.
(Πέρση, τούτα τα λόγια βάλ᾽ τα στην καρδιά σου μέσα, και η χαιρέκακη η Έριδα να μην σ᾽
απασχολεί απ᾽ τη δουλειά για να κοιτάς με περιέργεια για καβγάδες σαν είσαι ακροατής στην
αγορά. Γιατί έχει λίγη έγνοια για φιλονικίες κι αγορές, αυτός που μες στο σπίτι του δεν έχει αρκετό
το βιός στην ώρα μαζεμένο, αυτό που δίνει η γη, της Δήμητρας το στάρι).
41 Βλ. Για πλήρη ανάλυση την ενδιαφέρουσα μελέτη του Ζήνωνα Παπακωνσταντίνου, Legal

procedure in the Homeric Hymn to Hermes, Revue Internationale des droits de l'Antiquité LIV
(2007), σελ. 83-110, στην οποία μεταξύ άλλων ο συγγραφέας ποιεί αναφορά στα βήματα
εξωδικαστικής επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών, στην υποβολή αυτών σε διαιτησία, στο ρόλο
των μαρτύρων και στην αποδεικτική αξιοποίηση των όρκων.
42 «οὐμιλίη δ' ἔχ' Ὄλυμπον ἀγάννιφον, ἀθάνατοι δὲ ἄφθιτοι ἠγερέθοντο μετὰ χρυσόθρονον Ἠῶ»

(σύναξη στο χιονοσκέπαστο Όλυμπο είχε συγκληθεί, και μετά την Ηώ τη χρυσόθρονη οι αθάνατοι
θεοί άρχισαν να μαζεύονται).

19
πλήθος στην ανωτέρω περιγραφόμενη σκηνή από την ασπίδα του
Αχιλλέα43.
Όσον αφορά τον τρόπο διεξαγωγής της συζήτησης, πρέπει γενικά να
σημειωθεί ότι ο παραδοσιακά προφορικός χαρακτήρας της δίκης δεν
θίγεται από την
κατά τα ανωτέρω
διάδοση της χρήσης
της γραφής και την
εισαγωγή γραπτής
νομοθεσίας τη
συγκεκριμένη
περίοδο. Αυτό
πιστοποιείται, υπέρ
πάσης άλλης
αναφοράς, από τη
μεγάλη επιγραφή
της Γόρτυνας
(χρονολογούμενη
περί το έτος 480
Φωτογραφία (ειλημμένη μεταξύ των ετών 1884-1900), στην οποία εμφαίνεται
ο αρχαιολογικός χώρος της Γόρτυνας με την αναγεγραμμένη επί τοίχου π.Χ.), η οποία
δημοσίου κτιρίου επιγραφή άλλωστε συνιστά
την κυριότερη πηγή
γνώσεως μας για το δίκαιο της περιόδου εμπεριέχοντας διατάξεις τόσο
ουσιαστικού (οικογενειακού, κληρονομικού, εμπορικού και ποινικού
δικαίου) όσο και δικονομικού χαρακτήρα. Εκ των αναγραφομένων στην
επιγραφή προκύπτει ο εξ ολοκλήρου προφορικός χαρακτήρας της
διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας ο δικαστής αποφασίζει με γνώμονα τις
εκατέρωθεν αγορεύσεις44 και τις διδόμενες μαρτυρικές καταθέσεις, ενώ ως
στοιχείο ενισχυτικό της ανωτέρω παραδοχής μπορούμε να μνημονεύσουμε
το ρόλο του μνήμονος, ο οποίος εν είδει παρέδρου παρίσταται στο πλευρό
του δικαστή κατά την εκδίκαση της υπόθεσης και υποβοηθεί το έργο του,
επιφορτισμένος με την παράθεση των εφαρμοστέων επί της διαφοράς
νομικών διατάξεων αλλά και τυχόν νομικού προηγουμένου
υποδεικνύοντος τη μεταχείριση ανάλογων περιπτώσεων κατά το

43 Βλ. και πάλι Ζήνωνα Παπακωνσταντίνου, Legal procedure in the Homeric Hymn to Hermes,
Revue Internationale des droits de l'Antiquité LIV (2007), σελ. 94 επ., όπου ως προς το θέμα της
δημοσιότητας της διαδικασίας, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι παρότι ο Δίας παρουσιάζεται στο
κείμενο ως αποκλειστικά αρμόδιος για την επίλυση της διαφοράς, εν τούτοις αντιμετωπίζει αυτήν
ως ένα σοβαρό ζήτημα που απασχολεί την κοινότητα των θεών (στ. 332: σπουδαῖον τόδε χρῆμα
θεῶν μεθ' ὁμήγυριν ἦλθε), δείχνοντας να αναγνωρίζει τη σημασία της παρουσίας των υπολοίπων
θεών κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.
44 Βλ. M. Gagarin (μτφρ. Χ.Ε. Μαραβέλιας): Γραφή και δίκαιο στην αρχαία Ελλάδα (2011), κεφ. 7,

σελ. 183, σύμφωνα με τον οποίο ισχυρή ένδειξη για τον προφορικό χαρακτήρα της διαδικασίας
είναι η συχνή αναφορά στον Κώδικα της Γόρτυνας δυο ρημάτων που δηλώνουν τη δραστηριότητα
των διαδίκων ή μαρτύρων στο δικαστήριο, μωλέω [υποστηρίζω υπόθεση, ανταγωνίζομαι σε
δικαστήριο (εξ ου και η χρησιμοποιούμενη σήμερα λέξη αντιμωλία)] και πωνίω (λέγω,
διακηρύσσω).

20
παρελθόν. Η ίδια η ονομασία του συγκεκριμένου αξιωματούχου
υποδηλώνει την απουσία γραπτού αρχείου και πρακτικών, εφόσον οι
σχετικές πληροφορίες και στοιχεία ανακαλούνται με βάση τη μνήμη και την
εμπειρία του, αν και θα πρέπει να σημειωθεί ότι το έργο του μνήμονος σε
πολλές περιπτώσεις συμπεριέλαβε συν τω χρόνω και καθήκοντα
καταγραφής των νόμων και των δικαστικών αποφάσεων, γεγονός και αυτό
ενδεικτικό ότι βρισκόμαστε σε ένα ενδιάμεσο στάδιο ως προς την εισαγωγή
της γραφής στις διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες 45 . Σε κάθε
περίπτωση, η επιλογή για δημόσια και προφορική διεξαγωγή της δίκης
φαίνεται ότι αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και πρωτοτυπία του
ελληνικού δικαίου συγκρινόμενη ιδίως με την ακολουθούμενη από τους
ανατολικούς λαούς πρακτική, η οποία βασιζόταν περισσότερο στα
έγγραφα τόσο για την υποβολή αίτησης δικαστικής προστασίας46 όσο και
για την επίλυση της διαφοράς47.
Αναγόμενοι και πάλι σε φιλολογικές πηγές, παρατηρούμε ότι η
επικράτηση της ανωτέρω πρακτικής απηχείται και στην αναπαριστώμενη
στις Ευμενίδες του Αισχύλου48 δίκη του Ορέστη49 ενώπιον του δικαστηρίου
του Αρείου Πάγου, το οποίο απαρτίζεται από σώμα ενόρκων δικαστών
συντιθέμενο από εξέχοντες πολίτες των Αθηνών, με πρόεδρο την ίδια την

45 Βλ. π.χ. τη χρονολογούμενη περί το έτος 500 π.Χ. επιγραφή της κρητικής κοινότητας Λύττου
(διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://epigraphy.packhum.org/text/201833?hs=153-
160%2C481-489%2C580-588), όπου στον μνήμονα Σπενσίνθιο ανατίθεται, σε ρόλο γραμματέως,
το έργο της καταγραφής και απομνημόνευσης των δημοσίων υποθέσεων της πόλης,
θρησκευτικών και κοσμικών (τὰ δαμόσια τά τε θιήια καὶ τἀνθρώπινα ποινικάζ̣εν τε καὶ
μναμονευϝην).
46 Αναφορικά με την αρχαία Αίγυπτο βλ., μεταξύ άλλων, το βιβλίο του Russ VerSteeg, Law in

Ancient Egypt, σελ. 130 επ. Σύμφωνα με την εφαρμοζόμενη ήδη από την εποχή του Παλαιού
Βασιλείου (2500 π.Χ.) δικονομία, η αντιδικία εκκινούσε με την υποβολή γραπτής αναφοράς προς
τη διοίκηση, η οποία εφόσον κρινόταν παραδεκτή κοινοποιείτο εν συνεχεία προς τον εναγόμενο,
ο οποίος επίσης είχε την υποχρέωση να απαντήσει εγγράφως. Μετά την έγγραφη αυτή
προδικασία, το αρμόδιο όργανο συγκαλούσε τη συνεδρίαση, όπου εξετάζονταν τα υπάρχοντα
στοιχεία και οι μάρτυρες, με το βάρος να πέφτει πάντως στην έγγραφη απόδειξη και την ύπαρξη
τυχόν νομικού προηγούμενου.
47 Βλ. την αναφορά του Ηροδότου στον βασιλέα των Μήδων Δηιόκη, Ἱστορίαι, Βιβλίο Α΄ (Κλειώ),

παρ. 100, όπου ο ιστορικός μας ενημερώνει για την υιοθέτηση ενός γραπτού μοντέλου
διαδικασίας, σύμφωνα με το οποίο οι διάδικοι υπέβαλλαν γραπτώς το ζήτημα της διαφοράς και
τις απόψεις τους, με τον βασιλέα να συσκέπτεται ιδιωτικώς και να κοινοποιεί επίσης γραπτώς
προς τους διαδίκους την απόφαση του («καὶ τάς τε δίκας γράφοντες ἔσω παρ᾽ ἐκεῖνον
ἐσπέμπεσκον, καὶ ἐκεῖνος διακρίνων τὰς ἐσφερομένας ἐκπέμπεσκε»). Η πρακτική αυτή φαίνεται ότι
εναρμονίζεται με τη γενικότερη στάση των ανατολικών λαών έναντι του βασιλέως, ο οποίος
παραδοσιακά διαμένοντας στα ανάκτορα του διατελούσε αποκομμένος από τον απλό λαό, με τους
υπηκόους του μάλιστα να απαγορεύεται να τον συναντούν αυτοπροσώπως και να προωθούν εις
αυτόν τα διάφορα αιτήματα μέσω αγγελιοφόρων και αξιωματούχων του παλατιού.
48 Οι Ευμενίδες αποτελούν το τρίτο μέρος της μοναδικής ολοκληρωτικά σωζόμενης τριλογίας της

αρχαίας τραγωδίας (τα άλλα δυο μέρη είναι ο Αγαμέμνων και οι Χοηφόροι), η οποία παρεστάθη
το έτος 458 π.Χ. κερδίζοντας το πρώτο βραβείο. Κεντρικό μήνυμα της τραγωδίας αποτελεί η
μετάβαση από το αρχαίο έθιμο της αντεκδικήσεως στην θεσμοθετημένη απονομή της δικαιοσύνης
από τα όργανα της πολιτείας. Για πληρέστερη ανάλυση βλ. Al. Sommerstein, Αισχύλου Ευμενίδες
(μτφρ. Νικ. Γεωργαντζόγλου), και από τους Έλληνες συγγραφείς Γ. Σχινά, Ιστορία της ελληνικής
φιλοσοφίας του δικαίου, σελ. 421 επ.
49 Καταδιωκομένου από τις Ερινύες για το φόνο της μητέρας του Κλυταιμνήστρας.

21
Αθηνά. Κατά τη διεξαγόμενη δίκη, που αφορμείται μεν από
ανθρωποκτονία, έχει όμως και στοιχεία αστικής αντιδικίας 50 , η Αθηνά,
αφού πρώτα επιβάλλει ησυχία στο ακροατήριο 51 , δίνει το λόγο (στο
πρόσωπο της κορυφαίας
του χορού) στις Ερινύες,
που δεν προβαίνουν,
όπως θα ανέμενε κανείς,
σε μία κανονική
αγόρευση αλλά
ανακρίνουν τον Ορέστη
με μια σειρά ερωτήσεων
γύρω από το φόνο της
Κλυταιμνήστρας και την
αιτία του 52 , με τον
τελευταίο, περιερχόμενο
σε αμηχανία, να
αναγκάζεται να καλέσει
προς υπεράσπιση του, εν
είδει συνηγόρου και
Ο Ορέστης καταδιωκόμενος από τις Ερινύες, πίνακας του Γάλλου
μάρτυρα υπεράσπισης, ζωγράφου William-Adolphe Bouguereau (1862), που αποτελεί μέρος της
τον προστάτη του συλλογής του Chrysler Museum of Art (Virginia ΗΠΑ)
Απόλλωνα, ο οποίος
επίσης εμπλέκεται σε μια έντονη συζήτηση με την κορυφαία του χορού. Η
συζήτηση διακόπτεται με παρέμβαση της Αθηνάς, η οποία κρίνει ότι
εκτέθηκαν με πληρότητα τα επιχειρήματα των δυο πλευρών, ενώ της
ακροαματικής διαδικασίας επακολουθεί διάσκεψη των δικαστών και
έκδοση της αθωωτικής (με βάση την αποφασιστική ψήφο της προέδρου)
αποφάσεως.

50 Στην προκειμένη περίπτωση αυτός που υποβάλλει την αίτηση δικαστικής προστασίας (στην
Αθηνά) είναι ο Ορέστης, αναζητώντας διαφυγή από την καταδίωξη των Ερινυών, που
αντιπροσωπεύουν όπως επισημάναμε το αρχαίο έθιμο της αντεκδικήσεως που λαμβάνει η
οικογένεια του θύματος, ομοιάζουσα υπό την άποψη αυτή με δανειστή επισπεύδοντα
αναγκαστική εκτέλεση, στο πλαίσιο της οποίας έχει απεριόριστη εξουσία επί της ζωής, ελευθερίας
και περιουσίας του δράστη. Υπό την έννοια αυτή, το υποβαλλόμενο εκ μέρους του Ορέστη ένδικο
βοήθημα ομοιάζει με ανακοπή κατά της επαπειλούμενης εις βάρος του εκτελέσεως
(μεταχειριζόμενης την εποχή εκείνη μέσα πολύ πιο βίαια και δραστικά από τα σημερινά),
στοχεύοντας στην απαλλαγή του, η οποία θα επέλθει μέσω αναγνωρίσεως του δικαιώματος
αυτοδικίας του (για τον προηγηθέντα φόνο του Αγαμέμνονα) ή άλλου λόγου άρσης του αδίκου
χαρακτήρα της πράξεως του.
51 Βλ. στίχους 566 επ: «στρατὸν κατειργαθοῦ (=ανακάλεσε το κοινό στην τάξη)...σιγᾶν ἀρήγει

(πρέπει να κάνει ησυχία)...ὅπως ἂν εὖ καταγνωσθῇ δίκη», εκ των οποίων προκύπτει η δημόσια


διεξαγωγή της διαδικασίας, με το ρόλο του ακροατηρίου να παίζεται εν προκειμένω, κατά τρόπο
μεταποιητικό, από το ίδιο το κοινό που παρακολουθεί την τραγωδία.
52 Η πρακτική των ερωταποκρίσεων απετέλεσε διαχρονικό στοιχείο της αττικής δικονομίας, με

αρχαϊκή καταγωγή, το οποίο υπεχώρησε μεν μερικώς κατά την εποχή των ρητόρων (4ος αιώνας
π.Χ.) με τις έντεχνα προετοιμασμένες αγορεύσεις, χωρίς πάντως να εγκαταλειφθεί ποτέ
οριστικώς. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. τη μελέτη του Ed. Carawan, Erotesis: Interrogation
in the courts of fourth-century Athens, Greek, Roman and Byzantine Studies (GRBS) 1983, σελ.
209-226.

22
Β. Η αττική δικονομία
Προχωρώντας στην κλασική περίοδο, οφείλουμε να σταθούμε στις
προβλέψεις του αττικού δικονομικού συστήματος, και για το λόγο ότι
αποτελεί τη μοναδική πηγή για την οποία διαθέτουμε ασφαλείς
πληροφορίες 53 αλλά και διότι στον πυρήνα της αθηναϊκής δικονομίας
γίνεται δεκτό ότι συμπυκνώνονται οι κοινές καταβολές της
αρχαιοελληνικής δικαιικής παράδοσης54. Ορισμένα στοιχεία που πρέπει να
έχουμε υπ’ όψιν όταν μελετούμε την απονομή δικαιοσύνης στην αρχαία
Αθήνα 55 είναι 56 α) ο μη σαφής διαχωρισμός αστικής και ποινικής
διαδικασίας, καθώς για το ίδιο αδίκημα τις περισσότερες φορές μπορούσε
να ζητηθεί τόσο η επιδίκαση αποζημίωσης όσο και η επιβολή ποινής, β) ο
αμιγώς κατηγορητικός χαρακτήρας της δικαιοδοτικής διαδικασίας, η
οποία ετίθετο σε κίνηση με πρωτοβουλία του
ενδιαφερόμενου πολίτη, στη διάθεση του οποίου ο νόμος έθετε μια σειρά
ενδίκων βοηθημάτων κύριων (γραφή και δίκη 57 ) και συμπληρωματικών
(ἀπαγωγή, ένδειξις, ἐφήγησις, εἰσαγγελία, προβολή, φάσις) 58 , γ) ο
επιμερισμός της δικαιοδοσίας μεταξύ των διαφόρων αρχών και οργάνων,
άλλα εκ των οποίων είχαν δικαστικά (ἐπώνυμος ἄρχων 59 , βασιλεύς 60 ,

53 Σύμφωνα με την Π. Γέσιου-Φαλτσή, Η δίκη στο λαϊκό δικαστήριο της αρχαίας Ηλιαίας: η γένεση
δικονομικών αρχών με σύγχρονη σημασία, Δίκη 1994, σελ. 482, χάρη στους δικανικούς λόγους,
πηγή πλούσιας πληροφορήσεως, η γνώση μας για τους αθηναϊκούς δικονομικούς θεσμούς είναι
περισσότερο εκτεταμένη απ’ ό,τι για τις ουσιαστικού δικαίου ρυθμίσεις.
54 Βλ. Arn. Biscardi, Αρχαίο ελληνικό δίκαιο, σελ. 391-392.
55 Στην παρούσα παρουσιάζονται, σε αναφορά με τα εξεταζόμενα θέματα, τα βασικά στοιχεία της

αθηναϊκής δικονομίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνος (594/3
π.Χ.). Η κύρια διαφορά του προισχύοντος συστήματος ήταν ότι η δικαιοδοσία του ανά περίπτωση
αρμοδίου οργάνου δεν περιοριζόταν στην υποδοχή της αιτήσεως δικαστικής προστασίας και την
εισαγωγή αυτής προς εκδίκαση ενώπιον της Ηλιαίας αλλά περιελάμβανε την οριστική επίλυση της
διαφοράς, μετά από μια ανεπίσημη ακρόαση των διαδίκων, έχουσα τη μορφή προφορικής
συζητήσεως.
56 Βλ. σχετικώς και την καλογραμμένη μελέτη του Π. Ρεντούλη, Σύντομη ιστορική επισκόπηση του

ελληνικού αστικού δικονομικού δικαίου, Δίκη 2005, σελ. 490-520.


57 Η γραφή προσομοίαζε με τη σημερινή μήνυση και η δίκη με την αγωγή, χωρίς πάντως ο

διαχωρισμός μεταξύ ποινικής και αστικής ευθύνης να είναι τόσο ευδιάκριτος όσο σήμερα.
Γενικώς, η δίκη στόχευε στην προάσπιση ιδιωτικών δικαιωμάτων, ενώ η γραφή, συνεπαγόμενη
αυστηρότερες κυρώσεις, αφορούσε περιπτώσεις προσβολής του δημοσίου συμφέροντος, της
τάξεως ή των χρηστών ηθών της πόλεως. Για να γίνει πιο σαφής η διάκριση, ας ενθυμηθούμε τον
κλασικό λόγο του Δημοσθένους, Κατά Κόνωνος Αἰκείας, όπου ο παθών (θύμα ξυλοδαρμού)
ηδύνατο, διαζευκτικώς, να φέρει ενώπιον του δικαστηρίου μια αγωγή αποζημιώσεως (δίκη
βιαίων) για την επενεχθείσα αδικοπραξία ή μια μηνυτήρια αναφορά (γραφή) για το αδίκημα της
ὕβρεως, κάτι το οποίο θα συνεπαγόταν βαρύτερες (ποινικές και διοικητικές) κυρώσεις για τον
παραβάτη αλλά αδυναμία χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος.
58 Μια ακόμη μαρτυρία της πρόνοιας του νομοθέτη και του απόλυτα δημοκρατικού χαρακτήρα

της αθηναϊκής πολιτείας, όπου οι θεσμοί είχαν προσαρμοσθεί ώστε να ικανοποιούν όσο το
δυνατόν πληρέστερα τις ανάγκες των πολιτών.
59 Αρμόδιος για αγωγές οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου.
60 Αρμόδιος για αδικήματα στρεφόμενα κατά της θρησκευτικής τάξης της πόλεως,

συμπεριλαμβανομένης της ανθρωποκτονίας.

23
πολέμαρχος61, θεσμοθέτες62, ἕνδεκα63, εἰσαγωγεῖς64) και άλλα διοικητικά
(στρατηγοί και ἐπιμεληταί τῶν νεωρίων 65 , ἀστυνόμοι, ἀγορανόμοι,
μετρονόμοι, σιτοφύλακες, ἐπιμελητές του εμπορίου κτλ 66 ) κύρια
καθήκοντα, και δ) ο διαχωρισμός μεταξύ της διεξαγόμενης υπό την
εποπτεία του ανά περίπτωση αρμοδίου οργάνου προδικασίας (γνωστής με
τον όρο «δικάζειν»), η οποία περιελάμβανε την υποδοχή της αιτήσεως, τον
προκαταρκτικό έλεγχο της υπόθεσης και την εισαγωγή αυτής προς
εκδίκαση67, και της κυρίως δικαιοδοτικής διαδικασίας («κρίνειν»), η οποία,
σε συμφωνία με τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, ήτο
ανατεθειμένη στο λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας 68 . Ειδικά ως προς τις
ιδιωτικές διαφορές, θα πρέπει να επισημανθεί η θέσπιση περί τα μέσα του
5ου αιώνος π.Χ., κατ’ αντιγραφήν προϋπάρχοντος συστήματος
εμπνεύσεως του τυράννου Πεισίστρατου, ενός σώματος περιφερειακών
δικαστών («φυλοδικασταί»), αντίστοιχων των σημερινών ειρηνοδικών69, οι
οποίοι έδρευαν στους κατά τόπους δήμους της Αττικής και δίκαζαν τις
επιτόπιες διαφορές, κατά τρόπον ώστε να αποφεύγονται οι μετακινήσεις
των κατοίκων προς το άστυ και να εξοικονομούνται χρόνος και πόροι

61 Αρμόδιος για ιδιωτικές διαφορές στις οποίες εμπλέκονταν μέτοικοι και απελεύθεροι.
62 Επιφορτισμένοι με την εκδίκαση πλήθους υποθέσεων, δημοσίου χαρακτήρα ως επί το πλείστον
[γραφή παρανόμων (πρόταση αντισυνταγματικού νόμου), ξενίας (σφετερισμός δικαιωμάτων
Αθηναίου πολίτη από ξένο), ψευδοκλητείας (ψευδής βεβαίωση κλήτευσης), παραχάραξης
νομίσματος, μοιχείας, εταιρήσεως κτλ.] αλλά και με την καταγραφή και φύλαξη νόμων και
αποφάσεων.
63 Περισσότερο γνωστοί ως υπεύθυνοι για τους κρατούμενους και την εκτέλεση των θανατικών

ποινών, οι Ένδεκα ήταν επίσης αρμόδιοι για κατηγορούμενους εμπίπτοντες στην κατηγορία των
κακούργων (κλέπται, λωποδύται, ἀνδραποδισταί, τοιχωρύχοι και βαλλαντιοτόμοι) και, γενικώς,
για τις εισαγόμενες δι’ ἀπαγωγῆς, ἐνδείξεως και ἐφηγήσεως καταγγελίες.
64 Οι Εἰσαγωγεῖς δημιουργήθηκαν ως θεσμός κατά το δεύτερο μισό του 4ου αιώνος π.Χ. και ήταν

αρμόδιοι για τις λεγόμενες ἔμμηνας δίκας, δηλαδή διαφορές αστικού-εμπορικού χαρακτήρα
αναγόμενες σε τραπεζικές συναλλαγές (τραπεζιτικαί δίκαι), αγοραπωλησίες ή ζημίες εκ μέρους
ζώων ή δούλων (δίκαι ἀνδραπόδων και ὑποζυγίων), εκκαθάριση εταιρικών συνεισφορών
(ἐρανικαί δίκαι), ανάληψη τριηραρχιῶν (τριηραρχικαί δίκαι), απόδοση προικός, σωματικές βλάβες
κτλ. Βλ. την αναφορά του Αριστοτέλους, Ἀθηναίων Πολιτεία, παρ. 52.2.
65 Αρμόδιοι σε περιπτώσεις διάπραξης αδικημάτων σχετικών με την στρατιωτική υπηρεσία.
66 Τα αναφερόμενα όργανα ήταν αρμόδια για την εκδίκαση των αδικημάτων που άπτονταν των

αρμοδιοτήτων τους, με εξουσία επιβολής προστίμου ή παραπομπής στην Ηλιαία για σοβαρότερες
παραβάσεις.
67 Επί ελαφρύτερων παραβάσεων, το αρμόδιο όργανο είχε την εξουσία απλής επιβολής

προστίμου, εφόσον αυτή κρινόταν αρκετή για τον κολασμό του δράστη ή την κατάπαυση της
διενέξεως.
68 Ο Παν. Κυριακόπουλος, Αρχαίο ελληνικό δίκαιο, σελ. 594, συνδέει την ετυμολογία της λέξεως με

τον ήλιο, αναγόμενος στο γεγονός ότι η διαδικασία διεξαγόταν δημόσια στην αγορά υπό το φως
του ηλίου, σύμφωνα πάντως με την ορθότερη άποψη η λέξη προέρχεται από το επίθετο αλής
(συγκεντρωμένος), καθώς το δικαστήριο αποτελούσε τόπο συνάθροισης των Αθηναίων πολιτών.
Βλ. και Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, σελ. 730, καθώς και το Λεξικό
ρημάτων αρχαίας ελληνικής των Στ. Πατάκη - Νικ. Τζιράκη, σελ. 37.
69 Η αναλογία είναι εμφανής τόσο ενόψει της χωρικής αρμοδιότητας τους, προσδιοριζόμενης από

τη φυλή και, συνεπώς, τον τόπο κατοικίας του εναγομένου, όσο και ενόψει της εκ μέρους τους
επίλυσης των διαφορών με πνεύμα επιείκειας και πρόθεση συμβιβασμού των αντιδίκων.

24
διαθέσιμοι για την εκτέλεση των αγροτικών,
κτηνοτροφικών και βιοτεχνικών εργασιών.
Μετεξέλιξη του συστήματος αυτού
απετέλεσε ο θεσμός των δημοσίων
διαιτητών 70 , στους οποίους εκχωρήθηκε,
από το έτος 402 π.Χ. και μετά 71 η
αρμοδιότητα για την εκδίκαση του
μεγαλύτερου μέρους των ιδιωτικών
διαφορών 72 , με τους διαδίκους να
δικαιούνται πάντως σε άσκηση προσφυγής
κατά της εκδιδόμενης απόφασης ενώπιον
της Ηλιαίας, η οποία εν είδει
δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είχε τον
τελικό λόγο επί της υπόθεσης73.
Ακολουθώντας μια αίτηση δικαστικής
προστασίας ασκούμενη δια της τακτικής
οδού, βλέπουμε τη διαδικασία να εκκινεί με
την προφορική (ενώπιον μαρτύρων)
Μαρμάρινη προτομή του Σόλωνος
κλήτευση του αντιδίκου για προσέλευση (φυλασσόμενη στο μουσείο της Νάπολης).
ενώπιον του αρμόδιου άρχοντος σε Ο διάσημος Αθηναίος νομοθέτης
ορισμένη ημέρα, οπότε και γινόταν η αντιμετώπισε επιτυχώς την κοινωνική
κρίση που αντιμετώπιζε η Αθήνα του 6ου
επίσημη υποβολή της αιτήσεως, η αιώνος π.Χ. προχωρώντας σε
υπαγόρευση ή κατάθεση των εκατέρωθεν ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις. Σήμερα
περιμένουμε το διάδοχο του
υπομνημάτων και η γνωστοποίηση των
70 Ως δημόσιοι διαιτητές διορίζονταν από τους φυλοδικαστές (οι οποίοι παρελάμβαναν τη σχετική
αγωγή) μέσω σχετικού καταλόγου οι άρρενες πολίτες ηλικίας 60 ετών. Το σύστημα της δημόσιας
διαιτησίας λειτουργούσε, επομένως, σε συνδυασμό με τους φυλοδικαστές, οι οποίοι όμως
εκδίκαζαν μόνο τις υποθέσεις με χαμηλό χρηματικό αντικείμενο (κατώτερο των 10 δραχμών),
υποχρεούμενοι στον ορισμό διαιτητή για τις υπόλοιπες. Πέραν των δημοσίων διαιτητών, υπήρχαν
φυσικά και οι ιδιωτικοί Βλ. αναλυτικά D. MacDοwell, κεφ. XIII, σελ. Το δίκαιο στην Αθήνα των
κλασικών χρόνων, σελ. 321.
71 Και εδώ η αναλογία με το σήμερα είναι εντυπωσιακή, καθώς η καθιέρωση ενός υποχρεωτικού

σταδίου διαιτητικής επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών αναγόταν στην προσπάθεια ελάφρυνσης
του φόρτου των δικαστηρίων από το πλήθος των δικαστικών διενέξεων που είχε δημιουργήσει η
ταραγμένη περίοδος των προηγούμενων ετών (τελευταία φάση πελοποννησιακού πολέμου και
διακυβέρνηση των τριάκοντα τυράννων) και η συνεπεία αυτής κοινωνική και οικονομική
αναταραχή, κάτι που παρατηρούμε και σήμερα, με την προώθηση από το δικονομικό νομοθέτη
των εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των διαφορών (διαιτησία, δικαστική μεσολάβηση,
διαμεσολάβηση) ως απάντηση στις μεγάλες καθυστερήσεις και τη γενικότερη δυσλειτουργία της
τακτικής δικαιοσύνης.
72 Ο προσδιορισμός των υπαγόμενων στους δημόσιους διαιτητές υποθέσεων είναι σήμερα

δύσκολος λόγω έλλειψης σχετικών πηγών, από τη δικαιοδοσία τους πρέπει πάντως θα πρέπει να
εξαιρεθούν οι ανήκουσες στην αρμοδιότητα άλλων οργάνων, όπως π.χ. οι οικογενειακές και
κληρονομικές διαφορές, για τις οποίες αρμόδιος ήταν ο ἐπώνυμος ἄρχων, οι εμπορικές διαφορές,
που ενέπιπταν στη δικαιοδοσία των εἰσαγωγέων και των θεσμοθετῶν κτλ.
73 Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση αυτή όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν

προσκομισθεί κατά τη διαιτητική δίκη σφραγίζονταν σε πήλινα δοχεία μέχρι την ημέρα εκδίκασης
της «ἐφέσεως», οπότε και ανοίγονταν για να αναγνωστούν στο ακροατήριο, ενώ στη
δευτεροβάθμια δίκη δε μπορούσε να προσκομισθεί κανένα στοιχείο που δεν είχε προσαχθεί
προηγουμένως ενώπιον του διαιτητή, υποχρεούμενων έτσι εμμέσως των μερών να
αντιμετωπίσουν με το δέοντα σεβασμό και προσοχή τη διαιτητική διαδικασία.

25
μελλούμενων να χρησιμοποιηθούν στη δίκη αποδεικτικών μέσων, τα οποία
ακολούθως τοποθετούνταν στον φάκελλο δικογραφίας της εποχής
(ἐχῖνο74), αναμένοντας την ημέρα της δίκης για την αποκάλυψη τους. Μετά
το πέρας της προπαρασκευαστικής αυτής φάσης, εφόσον το ένδικο
βοήθημα κρινόταν παραδεκτό και ώριμο προς εκδίκαση (εἰσαγώγιμον),
επακολουθούσε εισαγωγή της υπόθεσης ενώπιον του αρμόδιου τμήματος
του ηλιαστικού δικαστηρίου, όπου η διαδικασία εκκινούσε με το σπάσιμο
των σφραγίδων και την ανάγνωση των εμπεριεχομένων στον ἐχῖνο
εγγράφων και συνεχιζόταν με την εκφώνηση λόγων 75 αρχικά από την
επιτιθέμενη και εν συνεχεία από την αμυνόμενη πλευρά 76 , κατά τους
οποίους παρουσιαζόταν το ιστορικό της διαφοράς και γινόταν εξειδίκευση
των προβαλλόμενων ισχυρισμών 77 . Κατά κανόνα τα μέρη είχαν το
δικαίωμα δευτερολογίας, ενώ μετά το πέρας των αγορεύσεων
επακολουθούσε, άνευ προηγούμενης διάσκεψης, η ψηφοφορία των
δικαστών78, αρχικώς επί της παραδοχής ή απορρίψεως της αιτήσεως και
ακολούθως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο νόμος δεν όριζε σχετικώς79,
επί του επιδικαζόμενου ποσού ή προστίμου.

74 Ο ἐχῖνος ήταν ένα πήλινο δοχείο μέσα στο οποίο τοποθετούνταν όλα τα «σχετικά» της
υποθέσεως που συγκεντρώνονταν κατά την προδικασία, μετά το πέρας της οποίας σφραγιζόταν
με ειδική σφραγίδα, για να ανοιχθεί πλέον κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία από τον
γραμματέα του δικαστηρίου ο οποίος ανεγίγνωσκε δημοσίως το περιεχόμενο του.
75 Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διάδικοι ανελάμβαναν αυτοπροσώπως την υπεράσπιση της

υπόθεσης τους στο ακροατήριο, χωρίς να έχουν το δικαίωμα εκπροσώπησης από τρίτο πρόσωπο,
πρακτική συνάδουσα με τη γενικότερη δικαιοπολιτική θεώρηση του νομοθέτη, που είχε ως στόχο
τη διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών, με ενεργό συμμετοχή σε όλες τις εκφάνσεις της
δημόσιας ζωής και, φυσικά, στο δικαστικό στίβο. Σε περιπτώσεις, πάντως, όπου ο διάδικος είχε
ενδοιασμούς μήπως δεν καταφέρει να ανταποκριθεί στις ανάγκες του δικανικού λόγου, μπορούσε
να ζητήσει την αρωγή ενός συνηγόρου, συγγενή ή φίλου συνήθως εμπλεκόμενου στην υπόθεση
και κατά κανόνα προσώπου με κύρος ή δεινού ομιλητή, μετά του οποίου μοιραζόταν τον χρόνο
ομιλίας με στόχο την αποτελεσματικότερη υποστήριξη των θέσεων του. Βλ. τη σχετική αναφορά
του L. Pernot, Η ρητορική στην αρχαιότητα, Κεφ. Γ΄, σελ. 52.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο όρος συνήγορος συναντάται στην αττική δικονομία και υπό
διαφορετικό περιεχόμενο, δηλώνοντας μια ομάδα (κληρωτών ή αιρετών) δημοσίων αγορητών,
αρμόδιων για την υπεράσπιση των συμφερόντων του κράτους σε διάφορες υποθέσεις, π.χ. για
την άσκηση ποινικών διώξεων (αρμοδιότητα επιφυλασσόμενη σήμερα στους εισαγγελείς), για
την ενώπιον των νομοθετῶν υποστήριξη των παλαιών νόμων έναντι των προτεινόμενων
τροποποιήσεων ή κατά τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης των απερχόμενων δημοσίων
αξιωματούχων. Βλ. Δημοσθένους, Κατὰ Στεφάνου ψευδομαρτυριῶν Β΄, 46.26.
76 Προφανώς προς αποφυγή απεραντολογιών, το χρονικό διάστημα το οποίο είχαν στη διάθεση

τους οι διάδικοι για να εκθέσουν τις απόψεις τους ήταν εκ των προτέρων καθορισμένο,
μετρούμενο με τη βοήθεια κλεψύδρας την οποία τηρούσε εις εκ των δικαστών (ο εφ’ ύδωρ).
77 Βλ. Arn. Biscardi, Αρχαίο ελληνικό δίκαιο, σελ. 424 επ., και Π. Γέσιου-Φαλτσή, Η δίκη στο λαϊκό

δικαστήριο της αρχαίας Ηλιαίας: η γένεση δικονομικών αρχών με σύγχρονη σημασία, Δίκη 1994,
σελ. 483 επ.
78 Το περιεχόμενο της ψήφου εκάστου δικαστή ετηρείτο μυστικό, προφανώς προς αποφυγή

ενδεχόμενου εκφοβισμού από τους ισχυρούς παράγοντες της εποχής, με την εισαγωγή ενός
συστήματος ψηφοφορίας κατά την οποία οι δικαστές έριπταν τόσο την καταδικαστική όσο και
την αθωωτική ψήφο που κρατούσαν σε δυο ξεχωριστούς αμφορείς.
79 Είναι γνωστή η διάκριση των αττικών δικών σε τιμητάς και ἀτιμήτους, με κριτήριο τον εκ των

προτέρων καθορισμό ή μη του ύψους της επιβαλλόμενης αποζημιώσεως σε περίπτωση


ευδοκίμησης της αγωγής. Φυσικά, οι ιδιωτικές δίκες ήταν κατά κανόνα τιμητές, εφόσον ο νόμος
δεν ήταν δυνατόν να προβλέψει εκ των προτέρων το μέγεθος της ζημίας κάθε μεμονωμένης
περίπτωσης, αν και υπήρχαν ορισμένες περιπτώσεις ζημιών (βλάβη ὀμβρίων υδάτων, βλάβη

26
Ειδικά ως προς τη μορφή της διαδικασίας, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η
διάδοση της χρήσης της γραφής στην Aθήνα της κλασικής περιόδου είχε το
χαρακτήρα νέας
εφεύρεσης 80 ,
παρόμοιας με τη
σημερινή ανακάλυψη
των ηλεκτρονικών
υπολογιστών και το
πέρασμα στην
ψηφιακή εποχή, και ως
τέτοια
αντιμετωπίσθηκε με
επιφύλαξη και
καθιερώθηκε σταδιακά
στην αττική δικονομία,
οι καταβολές της
Ο θάνατος του Σωκράτη, πίνακας του Jacques - Louis David (1787), οποίας ανάγονταν σε
εκτιθέμενος στο Metropolitan Museum of Art της Νέας Υόρκης εποχές όπου ακόμη και
οι νόμοι βάσει των
οποίων αποφασίζονταν οι διαφορές ήταν άγραφοι. Το πρώτο βήμα προς
τον έγγραφο τύπο φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκε με την επίσημη
καταγραφή των δημοσίων καταγγελιών, οι οποίες ούτως
διαφοροποιήθηκαν από τις ιδιωτικές αγωγές, όπως υποδηλώνει και η
διάκριση μεταξύ των όρων γραφή και δίκη, με το κείμενο τους να
συντάσσεται αρχικώς από τον αρμόδιο άρχοντα ή γραμματέα, καθ’
υπαγόρευση του καταγγέλλοντος81, και εν συνεχεία από τον τελευταίο, ο
οποίος αναλάμβανε την κατάθεση του σχετικού υπομνήματος, με τον
αντίδικο να απαντάει με την κατάθεση της δικής του ἀντιγραφῆς. Η στροφή

τετραπόδων κτλ.) όπου ο νόμος θέσπιζε προκαθορισμένη αποζημίωση. Βλ. λεπτομέρειες στη
μελέτη της Σ. Αδάμ-Μαγνήσαλη, Η απονομή της δικαιοσύνης στην αρχαία Αθήνα, σελ. 128-129.
80 Χωρίς να θίξουμε το θέμα της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, οι απαρχές της οποίας χάνονται

στα βάθη των αιώνων (με σωζόμενα γραπτά μνημεία ήδη από τον 14ο αιώνα π.Χ.), πρέπει να
αναφέρουμε ότι η διάδοση της χρήσης της γραφής δυσχεράνθηκε λόγω της πρακτικής δυσκολίας
που παρουσίαζαν οι αρχαίες μέθοδοι γραφής, για τις οποίες χρησιμοποιηθήκαν αρχικώς, πέραν
των τεχνικών εγχάραξης ή λάξευσης σε πήλινες πινακίδες, πέτρα ή μάρμαρο (εκ των πραγμάτων
ακατάλληλες για δικαστική χρήση), η τεχνική της λείανσης και λεύκανσης κομματιών ξύλου
(λευκώματα) και η τεχνική της επίστρωσης κεριού σε ξύλινες πλάκες (πίνακες, γραμματεῖα), επί
των οποίων ακολούθως χάραζαν τα γράμματα με τη βοήθεια ενός μυτερού εργαλείου (γραφίς).
Από την ελληνιστική εποχή η κατάσταση βελτιώθηκε με την εισαγωγή του παπύρου (από το
επεξεργασμένο στέλεχος του ομώνυμου φυτού) και εν συνεχεία, από τον 2ο αιώνα π.Χ., με τη
διάδοση της περγαμηνής (από επεξεργασμένο δέρμα ζώου), η πραγματική όμως διαφορά επήλθε
αρκετά μεταγενέστερα, με την ανακάλυψη και εισαγωγή του χαρτιού, που στη βυζαντινή
αυτοκρατορία άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως από τον 11ο αιώνα και εφεξής.
81 Βλ. την έξοχη ανάλυση του George Miller Calhoun στη μελέτη Oral and written pleading in

Athenian courts, Transactions and Proceedings of the American Philological Association 1919, σελ.
178-180. Ο συγγραφέας επισημαίνει, μεταξύ άλλων, την εμφάνιση στις αρχαίες πηγές του όρου
γράφεσθαι (αντί του γράφειν), ο οποίος υποδηλώνει ενέργεια της επίσημης αρχής και όχι του ίδιου
του διαδίκου, κατ’ αναλογία προς τους όρους ἀνακρίνειν και ἀνακρίνεσθαι, οι οποίοι
σηματοδοτούν, αντιστοίχως, ενέργειες του άρχοντος και του διαδίκου.

27
αυτή προς τον γραπτό τύπο συμπαρέσυρε με την πάροδο του χρόνου και
τις ιδιωτικές αγωγές, οι οποίες άρχισαν να υποβάλλονται γραπτώς από το
έτος 378/377 π.Χ. και εξής, με την αλλαγή να προωθείται απ’ ό,τι φαίνεται,
μαζί με μια σειρά δικονομικών τροποποιήσεων αναφερομένων στον τρόπο
εκλογής των δικαστών και τη διεξαγωγή της διαδικασίας, εν τω μέσω
εκτάκτων πολεμικών συνθηκών, οι οποίες επέβαλαν τη στράτευση των
πολιτών και την αντίστοιχη εξοικονόμηση ανθρώπινου δυναμικού από τις
δικαστικές αίθουσες και γραφεία82. Στο πλαίσιο αυτό επήλθε και η έτερη
αξιομνημόνευτη αλλαγή στην αττική δικονομία, με το πέρασμα από τις
αυτοπροσώπως διδόμενες ενώπιον του ακροατηρίου μαρτυρικές
καταθέσεις στις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες σφραγίζονταν στον ἐχῖνο
μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία, για να αναγνωσθούν εν
συνεχεία δημοσίως από το γραμματέα, πρακτική που αναπόφευκτα
εμφάνισε τις παθογένειες που παρατηρούμε και σήμερα, με το περιεχόμενο
των καταθέσεων να προετοιμάζεται στην ουσία από τους ίδιους τους
διαδίκους, οι οποίοι φρόντιζαν να επιλέγουν πρόσωπα με κύρος και
αξιοπιστία για την υποστήριξη της υποθέσεως τους83. Στο περιθώριο των
ανωτέρω μεταρρυθμίσεων, θα πρέπει να μνημονευθεί και μια ακόμη
εξέλιξη εμμέσως σχετιζόμενη με τη δομή της διαδικασίας, η οποία έλαβε
χώρα κατά την τελευταία δεκαετία του 5ου αιώνα, όταν οι Αθηναίοι
ανέθεσαν στους λεγομένους ἀναγραφεῖς τη συλλογή των ισχυόντων μέχρι
το 411 π.Χ. νόμων του κράτους, με βάση τη σολώνεια νομοθεσία. Το έργο
της επιτροπής περατώθηκε το έτος 399 π.Χ. και είχε ως αποτέλεσμα, μέσω
της συστηματικής καταγραφής, της εκ νέου δημοσιεύσεως, της απαλοιφής
αντιτιθέμενων και της διαγραφής παρωχημένων διατάξεων, τα εν ισχύι
νομοθετικά κείμενα να καταστούν ευκολότερα προσβάσιμα και πιο
εύχρηστα τόσο για τους πολίτες, οι οποίοι ανατρέχοντας στο Μητρῶον
μπορούσαν να ανεύρουν και να αξιοποιήσουν στη δίκη το νόμο που τους
ενδιέφερε, όσο και για τους δικαστές, οι οποίοι μάλιστα απαγορεύθηκε
πλέον ρητώς να αποφασίζουν με βάση τον ἄγραφον νόμον84.
Με τον τρόπο αυτό, περί το πρώτο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ.,
διαμορφώθηκε μια δικονομία που ενσωμάτωσε τον γραπτό τύπο στην
ακολουθούμενη διαδικασία, τόσο σε επίπεδο άσκησης της αγωγής 85 και

82 Βλ. G. M. Calhoun, Oral and written pleading in Athenian courts, σελ. 191-193, όπου ως αιτία των
περιγραφόμενων δικονομικών τροποποιήσεων υποδεικνύεται η ίδρυση της Δεύτερης Αθηναϊκής
Συμμαχίας και η επικείμενη σύγκρουση με την Σπάρτη, η οποία απαίτησε την κατάταξη 20.000
οπλιτών, 500 ιππέων και πληρωμάτων απαιτούμενων για την επάνδρωση 200 τριήρεων.
83 Βλ. M. Gagarin (μτφρ. Χ.Ε. Μαραβέλιας): Γραφή και δίκαιο στην αρχαία Ελλάδα (2011), κεφ. 8,

σελ. 226, ο οποίος μάλιστα, παραπέμποντας σε σωζόμενους λόγους, επισημαίνει ότι οι διάδικοι
δεν έκαναν ιδιαίτερη προσπάθεια να αποκρύψουν από τους δικαστές το γεγονός ότι οι καταθέσεις
ήταν γραμμένες εκ μέρους τους.
84 Περί των ανωτέρω βλ. αναλυτικώς M. Gagarin (μτφρ. Χ.Ε. Μαραβέλιας): Γραφή και δίκαιο στην

αρχαία Ελλάδα (2011), κεφ. 8, σελ. 214-217.


85 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ασκηθέν ένδικο βοήθημα αναρτάτο μετά την κατάθεση του σε

κεντρικό σημείο της Αγοράς (στο Πρυτανεῖον ή έμπροσθεν των αγαλμάτων των Επωνύμων
Ηρώων), ώστε να λάβει γνώση κάθε ενδιαφερόμενος, φυλασσόμενο μετά το πέρας αυτής στο
Μητρῶον, από όπου οι διάδικοι ή τρίτοι ηδύναντο να λάβουν αντίγραφο, χρησιμεύον εις αυτούς
σε πιθανή μελλοντική αντιδικία επί του ζητήματος.

28
επίκλησης των πραγματικών περιστατικών, με το εισαγωγικό δικόγραφο
(ἔγκλημα για τις ιδιωτικές υποθέσεις και γραφή για τις δημόσιες) να
περιέχει όλα τα σχετικά στοιχεία, όπως τα ονόματα των διαδίκων, το είδος
του ασκούμενου βοηθήματος, το ιστορικό της διαφοράς, το ύψος της
αξιούμενης αποζημίωσης, τον καλούμενο σε εφαρμογή νόμο κτλ. 86 ,
προσδιορίζοντας κατά τον τρόπο αυτό, μαζί με την απάντηση του
εναγομένου (ἀντιγραφή), το πλαίσιο της αντιδικίας, όσο και σε επίπεδο
απόδειξης, η οποία σε μεγάλο βαθμό βασιζόταν σε έγγραφα αποδεικτικά
μέσα, όπως τα νομοθετικά κείμενα (νόμοι)87, οι υπογραφείσες μεταξύ των
μερών συμβάσεις και συμφωνίες (συνθῆκαι, συγγραφαί) 88 , τα λοιπά
δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα (γραμματεῖα)89, οι εξώδικες μαρτυρίες των

Η πρακτική της δημοσίας αναρτήσεως της αιτήσεως, ενθυμίζουσα την προβλεπόμενη στον
ΚΠολΔ διαδικασία παροχής κληρονομητηρίου (819 ΚΠολΔ), ήτο ιδιαιτέρως χρήσιμη στις
περιπτώσεις της αττικής «διαδικασίας», μιας μορφής δίκης αφορώσης στη διεκδίκηση
περιουσιακών στοιχείων των οποίων η κυριότητα τελούσε υπό αμφισβήτηση (με συνηθέστερες
τις κληρονομικές διαφορές), η οποία ευνοούσε, κατ’ αντιδιαστολή προς το κλασικό δυαδικό
μοντέλο της πολιτικής δίκης, τη συμμετοχή και ακρόαση όλων των ενδιαφερομένων, ώστε να
συνεκτιμηθούν όλα τα αντιτιθέμενα συμφέροντα και η διαφορά να κριθεί συνολικώς.
86 Βλ. πλήρη ανάλυση στη μελέτη του Edward Harris, The plaint in Athenian law and legal

procedure [εμπεριεχόμενη στο συλλογικό έργο (πρακτικά συνεδρίου) "Archives and archival
documents in ancient societies: Legal documents in ancient societies IV, Trieste 30 September - 1
October 2011" (επιμ. M. Faraguna, 2013)], σελ. 156-175. Ο συγγραφέας επισημαίνει, μεταξύ
άλλων, ότι η περιγραφή του ενάγοντος ακολουθούσε κατά τα βασικά της σημεία τη διατύπωση
του καλούμενου σε εφαρμογή νόμου, ώστε να είναι ευχερής η υπαγωγή της επίδικης υπόθεσης
στις διατάξεις του.
87 Εν αντιθέσει με τον ισχύοντα σήμερα κανόνα iura novit curia, η αθηναϊκή δικονομία υποχρέωνε

τους διαδίκους να επικαλεστούν και να θέσουν υπ’ όψιν του δικαστηρίου, αποτελούμενου
άλλωστε από ενόρκους και όχι επαγγελματίες δικαστές, και το νομοθετικό κείμενο που επεδίωκαν
να εφαρμοσθεί επί της διαφοράς.
88 Οι συμβάσεις συνάπτονταν κατά κανόνα ενώπιον μαρτύρων και ακολούθως παρεδίδοντο προς

φύλαξη σε τρίτο πρόσωπο, κοινής επιλογής και εμπιστοσύνης των μερών (βλ. Δημοσθένους, Πρὸς
Ἀπατούριον παραγραφή, παρ. 36), με την έγγραφη αποτύπωση τους να έχει πάντοτε αποδεικτικό
(και όχι συστατικό) χαρακτήρα, εφόσον στην Αρχαία Αθήνα ίσχυε απολύτως η αρχή του ατύπου
των δικαιοπραξιών. Οι διδόμενες εκατέρωθεν (στο πλαίσιο της σύμβασης) υποσχέσεις δεν είχαν
αυτοτελώς δεσμευτική δύναμη, παρά μόνον εφόσον επισφραγίζονταν εν τοις πράγμασι με την
υποκείμενη συναλλαγή ή περιουσιακή μετακίνηση (συμβόλαιον), οπότε οι συμβαλλόμενοι
αποκτούσαν το δικαίωμα να αξιώσουν ικανοποίηση με βάση τους όρους της συμφωνίας,
απαιτώντας λ.χ., πέραν της θετικής τους ζημίας, το διπλάσιο του χορηγηθέντος δανείου (βλ.
Δημοσθένους, Κατὰ Διονυσοδώρου βλάβης) ή το εμπόρευμα του πλοίου (Δημοσθένους, Πρὸς τὴν
Λάκριτον παραγραφὴν).
Για τη φύση των δικαιοπραξιών στο αττικό δίκαιο παραπέμπουμε στη μελέτη του Ed. Carawan,
The Athenian law of agreement, Greek, Roman, and Byzantine Studies (GRBS) 2006, σελ. 339-374,
μνημονεύοντας παράλληλα τη σωζόμενη νομοθετική ρύθμιση [παρατιθέμενη από τους
Δημοσθένη (Κατὰ Διονυσοδώρου Βλάβης, παρ. 2) και Υπερείδη (Κατ᾽ Ἀθηνογένους, παρ. 13)],
σύμφωνα με την οποία «ὅσα ἂν τίς ἑκὼν ἕτερος ἑτέρῳ ὁμολογήσῃ κύρια εἶναι».
89 Εδώ υπάγονται π.χ. διαθήκες, κατάλογοι δημοτών ή στρατευσίμων, δημόσια αρχεία, εκθέσεις

απογραφών, αποδείξεις τραπεζικών συναλλαγών κτλ. Γενικά ως προς το είδος των


εμφανιζόμενων στην αττική δίκη εγγράφων βλ. τη μελέτη του T. Lentz, Spoken versus written
inartistic proof in Athenian courts, Philosophy & Rhetoric 1983, σελ. 253 επ.

29
δούλων (βάσανοι) 90 ,
τυχόν εκδοθείσα
διαιτητική απόφαση 91
κτλ. Η διείσδυση του
εγγράφου στην αθηναϊκή
πρακτική και δικονομία δε
σταματά πάντως εδώ
αλλά συνεχίζεται καθ’ όλη
τη διάρκεια του 4ου αιώνα
π.Χ., όπως μαρτυρούν η
αυξανόμενη παρουσία
Η αποκάλυψη του γυμνού σώματος της Φρύνης ενώπιον των γραπτών στοιχείων στους
Αρεοπαγιτών κατά την υπεράσπιση της από τον ρήτορα Υπερείδη, σωζόμενους δικανικούς
όπως τη συνέλαβε ο Γάλλος ζωγράφος Jean-Léon Gerome (1861)
λόγους και η αναδυόμενη
πρακτική της
λογογραφίας, δηλαδή της ανάθεσης σύνταξης του εκφωνούμενου λόγου σε
κάποιον επαγγελματία νομικό, κάτι το οποίο σήμαινε ότι ο διάδικος κατά
την αγόρευση του προς το δικαστήριο τις περισσότερες φορές δε μιλούσε
πηγαία και αυθόρμητα αλλά με βάση ένα γραπτό κείμενο το οποίο είχε
αποστηθίσει ή ανεγίγνωσκε92, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι περί το έτος 350
π.Χ. εμφανίζεται για πρώτη φορά, ως ειδική κατηγορία των ἐμμήνων
δικῶν 93 , μια μορφή δικών (δίκαι ἐμπορικαὶ) σχετιζόμενων με το ναυτικό
εμπόριο και τις αναφυόμενες στο πλαίσιο του διαφορές, για την εισαγωγή
των οποίων απαιτείτο υποχρεωτικώς η ύπαρξη γραπτού συμβολαίου
μεταξύ των διαμαχομένων (αναφερόμενου κατά κανόνα σε θαλάσσια

90 Οι μαρτυρίες των δούλων λαμβάνονταν με βασανιστήρια που σκοπό είχαν να αναδείξουν την
αξιοπιστία τους, εφόσον υπό κανονικές συνθήκες ανεμένετο ότι ο δούλος δε θα κατέθετε ποτέ σε
βάρος του κυρίου του, εθεωρούντο δε γενικώς ως το πλέον ισχυρό αποδεικτικό μέσο, ανώτερο
από τις απλές μαρτυρικές καταθέσεις (βλ. ενδεικτικώς Δημοσθένους, Πρὸς Ὀνήτορα Ἐξούλης Α,
παρ. 37). Η διαδικασία περιελάμβανε την κοινοποίηση γραπτής πρόσκλησης προς τον αντίδικο-
ιδιοκτήτη του δούλου (npόκλησις εἰς βάσανον), με μνεία του αποδεικτέου θέματος, των
υποβληθησομένων ερωτήσεων, τον τόπο και χρόνο εξέτασης κτλ., και την ακόλουθη παράδοση
του δούλου προς εξέταση, η οποία πραγματοποιείτο πριν τη δικάσιμο, με την παραγόμενη
κατάθεση να διαβάζεται στο ακροατήριο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, πάντως, η εξέταση δε
λάμβανε χώρα (λόγω ασυμφωνίας των μερών ως προς τους όρους διεξαγωγής της, πρόνοιας
προστασίας του δούλου, έμμεσης ομολογίας του επίμαχου περιστατικού κτλ.), οπότε το μόνο που
διαβαζόταν στο ακροατήριο ήταν το κοινοποιηθέν προς την άλλη πλευρά ερωτηματολόγιο, με το
διάδικο να επιχειρηματολογεί υπέρ της τεκμαιρόμενης (ενόψει της απροθυμίας της άλλης
πλευράς να ανταποκριθεί στην πρόκληση) απόδειξης της εκ μέρους του παρουσιαζόμενης
εκδοχής. Για περισσότερες λεπτομέρειες επί του θέματος βλ. M. Gagarin, The torture of slaves in
Athenian law, Classical Philology 1996, σελ. 1-18.
91 Βλ. Αριστοτέλους, Ἀθηναίων Πολιτεία, παρ. 53.2.
92 Για την πρακτική της λογογραφίας και την εκμάθηση της ρητορικής τέχνης στις φιλοσοφικές

σχολές βλ. ειδικότερα παρακάτω, σελ. 27 επ.


93 Ο θεσμός των ἐμμήνων δικῶν καθιερώθηκε μεταξύ των ετών 355-347 π.Χ. στο πλαίσιο μιας

σειράς διοικητικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες στόχευαν στην εμπέδωση της
πρωτοκαθεδρίας των Αθηνών ως εμπορικού και επιχειρηματικού κέντρου της εποχής,
παρέχοντας τα εχέγγυα για την αμερόληπτη και ταχεία εκδίκαση των αναφυόμενων διαφορών
μέσω μιας διαδικασίας προσιτής σε όλους τους εμπορευόμενους ανεξαρτήτως υπηκοότητας
(Αθηναίοι-ξένοι) και κοινωνικού status (πολίτες, μέτοικοι, δούλοι).

30
μεταφορά εμπορευμάτων από ή προς την Αθήνα και στη χρηματοδότηση
του εγχειρήματος 94 ), με το συνταχθέν έγγραφο να επέχει αναπόφευκτα
κεντρική θέση και στην εξέλιξη της αντιδικίας, η οποία περιεστρέφετο
γύρω από το ακριβές περιεχόμενο και την τήρηση των όρων της
σύμβασης95.
Οι ανωτέρω σημαντικές αλλαγές και καινοτομίες, πάντως, παρά το εύρος
τους, δεν ίσχυσαν να μεταστρέψουν τη δομή της διαδικασίας, η οποία και
μετά από αυτές παρέμεινε προφορική στον πυρήνα της, με την ημέρα της
δίκης να αποτελεί το αποκορύφωμα της διαμάχης και τις εκατέρωθεν
αγορεύσεις τον αποφασιστικό παράγοντα σχηματισμού της δικανικής
κρίσεως, η οποία άλλωστε βασιζόταν στην αρχή της πιθανολόγησης, με
αποτέλεσμα, πέραν των σχετικών με την ουσία της υπόθεσης ισχυρισμών
και αποδεικτικών μέσων, να συνεκτιμώνται και να ασκούν σημαντική
επιρροή επιχειρήματα περί του χαρακτήρα, του ήθους και της εν γένει
συμπεριφοράς των ομιλητών και των αντιδίκων ως ανθρώπων και ως
πολιτών 96 , με αναπόφευκτη περαιτέρω συνέπεια τη μετατόπιση του
κέντρου βάρους της δίκης σε περιστατικά και παράγοντες άσχετα εν
πολλοίς με το αντικείμενο της διαφοράς 97. Όλες αυτές οι αξιολογήσεις και

94 Πέραν των περιπτώσεων επιδίωξης του κοινού εμπορικού σκοπού μέσω κοινών εισφορών των
εταίρων (κοινωνίαι), ή συνεισφορών τρίτων (ἔρανοι), το απαιτούμενο κεφαλαίο συνήθως
συγκεντρωνόταν μέσω ναυτικού δανεισμού από εξειδικευμένες στο αντικείμενο ομάδες
κεφαλαιούχων, επιβαρυνόμενου πάντως με υψηλή τοκοφορία ενόψει και της επικινδυνότητας
των θαλασσίων μεταφορών. Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την εμπορική και ναυτική
δραστηριότητα στην αρχαία Αθήνα βλ. τις ενδιαφέρουσες μελέτες του Δ. Γκόφα α) Το εμπορικό
δίκαιο της Αθηναϊκής Αγοράς κατά τον Δ΄ αι. π.Χ. και β) Θάλασσα και συναλλαγές στην αρχαία
Ελλάδα, εμπεριεχόμενες στο βιβλίο: Μελέτες ιστορίας του ελληνικού δικαίου των συναλλαγών,
σελ. 167-195 και 197-234 αντιστοίχως.
95 Η επικέντρωση της διαφοράς στο περιεχόμενο της σύμβασης και η συνακόλουθη αυξημένη

προβλεψιμότητα της ετυμηγορίας του δικαστηρίου παρείχαν ένα αίσθημα ασφάλειας δικαίου και
εμπιστοσύνης στους συναλλασσομένους και ιδίως στους ξένους έμπορους, οι οποίοι με δεδομένη
τη δυσκολία ανευρέσεως υποστηρικτικών μαρτύρων επαφίονταν περισσότερο στα γραπτά
αποδεικτικά στοιχεία. Το ιδιάζον αυτό χαρακτηριστικό των εμπορικών δικών, μαζί με ορισμένα
άλλα χαρακτηριστικά όπως η ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων και η άμεση εκτέλεση των
αποφάσεων, έθεταν τις βάσεις για τη δημιουργία ενός δικαιοδοτικού forum, το οποίο
λειτουργούσε ως αναγκαίο συμπλήρωμα και εγγύηση για την ομαλή εξέλιξη της οικονομικής και
εμπορικής δραστηριότητας στην αγορά των Αθηνών και στον λιμένα του Πειραιώς. Ειδικότερα
για τα χαρακτηριστικά των εμπορικών δικών βλ. στο βιβλίο της Adriaan Lanni, Law and justice in
the courts of classical Athens, κεφ. 6, σελ. 149-174, διαθέσιμο και διαδικτυακώς.
96 Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά την κατηγοριοποίηση των αποδείξεων από τον Αριστοτέλη στη

Ρητορική σε άτεχνες και έντεχνες [εντασσόμενων στην πρώτη κατηγορία των κυρίως
αποδεικτικών μέσων (μαρτύρων, εγγράφων, ενόρκων βεβαιώσεων κλπ.) και στη δεύτερη των
επιχειρημάτων και συναισθηματικών επικλήσεων του ομιλητή], στην ουσία δε γίνεται ποιοτική
διάκριση μεταξύ αυτών, κάτι που οδηγεί στο άτοπο της εξισώσεως γενικών δηλώσεων, αιτιάσεων
και υπονοούμενων με τα αποδεικνυόμενα εν τοις πράγμασι πραγματικά περιστατικά.
97 Ένα από τα συνηθέστερα αποδιδόμενα στο αθηναϊκό δικαστικό σύστημα μειονεκτήματα είναι

η έλλειψη επικέντρωσης της επιχειρηματολογίας των διαδίκων στα εξεταζόμενα πραγματικά


περιστατικά και νομικά ζητήματα και η αντίστοιχη επέκταση αυτής σε λεπτομέρειες φαινομενικά
άσχετες με την προκείμενη δίκη, όπως ο πρότερος (έντιμος ή ανήθικος) βίος των διαδίκων, ο
χαρακτήρας και το ήθος τους, τυχόν προσφορές ή ευεργεσίες προς την πόλη κτλ., σημεία μάλιστα
στα οποία έδινε ιδιαίτερη έμφαση το σώμα των ενόρκων ερμηνεύοντας κατά τα φαινόμενα τη
συμπεριφορά των διαδίκων στην προκειμένη περίπτωση, με αποτέλεσμα, αντιστοίχως, οι
αγορητές να επιμένουν σε αυτά, προσκομίζοντας μάλιστα πολλές φορές σχετικές μαρτυρικές

31
γεγονότα (και απλές υπόνοιες πολλές φορές) εισφέρονταν, όπως είναι
ευνόητο, στο δικαστήριο προφορικώς μέσω των αγορεύσεων, οι οποίες
επομένως, εν αντιθέσει με το σήμερα, είχαν να προσθέσουν σημαντικό
βάρος στο οπλοστάσιο των διαδίκων. Δεν πρέπει, εξάλλου, να
παραβλέπουμε την αναγόμενη στον αρχαϊκό τρόπο διεξαγωγής της
συζήτησης και διατηρηθείσα διαχρονικώς στην αθηναϊκή δικονομία
δυνατότητα των διαδίκων να διακόπτουν τη ροή της αγόρευσης τους και
να καλούν τον αντίδικο στο βήμα98, απευθύνοντας προσωπικά προς αυτόν
διάφορες ερωτήσεις σχετικά με την ουσία της διαφοράς 99 , γεγονός το
οποίο ενίσχυε την προφορικότητα και αμεσότητα της διαδικασίας,
δυνάμενο, εξ όσων μπορούμε να φαντασθούμε, να κερδίσει τις εντυπώσεις,
φέρνοντας την άλλη πλευρά σε αμηχανία και απορία ως προς τη δόση της
κατάλληλης απάντησης.

αποδείξεις. Για το θέμα έχουν γραφτεί διάφορες αναλύσεις από τους ξένους μελετητές, εκ των
οποίων μπορούμε ενδεικτικώς να μνημονεύσουμε τη μελέτη του C. Carey, Legal space in classical
Athens, Greece & Rome 1994, σελ. 172-186. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι πρακτικώς στα
αθηναϊκά δικαστήρια δεν υπήρχε κάποιος περιορισμός ως προς το είδος των επιχειρημάτων που
μπορούσαν να επικαλεσθούν οι ομιλητές ούτε προβλεπόταν κάποια αντίστοιχη με τη σημερινή
παρέμβαση του δικαστηρίου προς επαναφορά της επιχειρηματολογίας τους στο πλαίσιο της
ουσίας της υπόθεσης ή διαγραφή ορισμένων εκφράσεων από τα πρακτικά.
98 Βλ. ως παράδειγμα το λόγο του Ισαίου, Περὶ τοῦ Ἁγνίου κλήρου, παρ. 4-5, όπου σε κληρονομική

διαφορά ο ομιλητής, προτιθέμενος να αποδείξει την έλλειψη συγγένειας του φερόμενου ως


κληρονόμου τέκνου, καλεί τον εκπροσωπούντα αυτό επίτροπο στο βήμα, απευθύνοντας του
σειρά ερωτήσεων (...ἀναβιβασάμενος οὖν αὐτὸν ἐναντίον ὑμῶν ἐρωτήσω τὰ ἐν τοῖς νόμοις
ὑπαναγιγνώσκων) σχετικά με τη σχέση αυτού με τον θανόντα. Αφού πρώτα διαβάσει το κείμενο
του νόμου, που ορίζει τις τάξεις της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, ο ομιλητής ερωτά τον
αντίδικο α) ἀδελφός ἐσθ᾽ ὁ παῖς Ἁγνίου <ἢ> ἀδελφιδοῦς ἐξ ἀδελφοῦ ἢ ἐξ ἀδελφῆς γεγονώς, ἢ
ἀνεψιός, ἢ ἐξ ἀνεψιοῦ πρὸς μητρὸς ἢ πρὸς πατρός; (είναι το παιδί αδελφός του Αγνία ή ανεψιός
αυτού, τέκνο αδελφού ή αδελφής, ή το παιδί πρώτου ξαδέλφου από τη μητρική ή πατρική
πλευρά;) και β) τί τούτων τῶν ὀνομάτων, οἷς ὁ νόμος τὴν ἀγχιστείαν δίδωσι; (ποιόν τίτλο διαθέτει,
από αυτούς που σύμφωνα με το νόμο εγκαθιδρύουν δικαίωμα εξ αδιαθέτου κληρονομικής
διαδοχής;).
99 Βλ. την ανωτέρω μνημονευόμενη μελέτη του Ed. Carawan, Erotesis: Interrogation in the courts

of fourth-century Athens, Greek, Roman and Byzantine Studies (GRBS) 1983, σελ. 209-226, με
παραπομπές σε αντίστοιχα χωρία δικανικών λόγων. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι στο πλαίσιο
της ἀνάκρίσεως ερωτήσεις απευθύνονταν προς τους αντιμαχομένους από τον αρμόδιο άρχοντα,
με στόχο τη διερεύνηση του παραδεκτού του ασκούμενου ενδίκου βοηθήματος (εἰσαγώγιμον),
ενώ στο ακροατήριο η σχετική πρωτοβουλία ανήκε όχι στο δικαστήριο αλλά στον ενδιαφερόμενο
διάδικο.

32
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει γενικώς να σημειωθεί ότι ο έγγραφος
τύπος δεν απέκτησε ποτέ στην αρχαία Αθήνα την αποδιδόμενη σήμερα σε
αυτόν βαρύτητα και
αξιοπιστία, εν μέρει λόγω
της μη επιμελημένης και
συστηματικής τήρησης
δημόσιων αρχείων και
της έλλειψης του
αντιστοίχου των
σημερινών
συμβολαιογράφων, κάτι
που οδηγούσε συχνά σε
παρουσίαση
πλαστογραφημένων ή
νοθευμένων εγγράφων
στο δικαστήριο, και εν Ο ναός της Αθηνάς (Παρθενών) στην Ακρόπολη των Αθηνών, μνημείο
μέρει λόγω της έμφυτης της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς

δυσπιστίας των
Αθηναίων προς τα γραπτά κείμενα, τα οποία γενικώς εθεωρούντο ως
φτωχό απείκασμα του προφορικού λόγου και κατώτερη μορφή
επικοινωνίας 100 . Ενόψει άλλωστε της συνθέσεως των αθηναϊκών
δικαστηρίων, τα οποία συγκροτούντο από ενόρκους και όχι επαγγελματίες
δικαστές με δυνατότητα μελέτης και εμβάθυνσης στο φάκελλο της
υπόθεσης, τόσο τα εισαγωγικά δικόγραφα και οι εμπεριεχόμενοι σε αυτούς
ισχυρισμοί όσο και τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία
ανεγιγνώσκοντο υποχρεωτικώς στο ακροατήριο ώστε να τεθούν εις
διάθεση των μελών του 101, ενώ χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι και

100 Ως επιστέγασμα του σχετικού προβληματισμού μπορούμε να παραθέσουμε την άποψη του
Πλάτωνα, ο οποίος στο διάλογο Φαίδρο (274c-275b) λαμβάνει ξεκάθαρη θέση υπέρ του
προφορικού λόγου, παρουσιάζοντας δια στόματος Σωκράτη μια επινοημένη ιστορία σχετικά με
την εφεύρεση της γραφής από τον Αιγύπτιο θεό Θευθ. Στο διάλογο ο Θευθ προσέρχεται ενώπιον
του βασιλέως της Αιγύπτου Θαμούς (Άμμωνα), υποστηρίζοντας ότι η εφεύρεση αυτή
«σοφωτέρους Αἰγυπτίους καὶ μνημονικωτέρους παρέξει: μνήμης τε γὰρ καὶ σοφίας φάρμακον
ηὑρέθη» (θα κάνει τους ανθρώπους σοφότερους και θα αυξήσει τη μνήμη τους· γιατί βρέθηκε το
φάρμακο της μνήμης και της σοφίας), για να λάβει την απάντηση ότι «τοῦτο γὰρ τῶν μαθόντων
λήθην μὲν ἐν ψυχαῖς παρέξει μνήμης ἀμελετησίᾳ, ἅτε διὰ πίστιν γραφῆς ἔξωθεν ὑπ’ ἀλλοτρίων
τύπων, οὐκ ἔνδοθεν αὐτοὺς ὑφ᾽ αὑτῶν ἀναμιμνῃσκομένους: οὔκουν μνήμης ἀλλὰ ὑπομνήσεως
φάρμακον ηὗρες. σοφίας δὲ τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν πορίζεις: πολυήκοοι γάρ σοι
γενόμενοι ἄνευ διδαχῆς πολυγνώμονες εἶναι δόξουσιν, ἀγνώμονες ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος ὄντες, καὶ
χαλεποὶ συνεῖναι, δοξόσοφοι γεγονότες ἀντὶ σοφῶν» (η γραφή θα φέρει λήθη στις ψυχές όσων τη
μάθουν, μια και αυτοί σίγουρα θα παραμελήσουν τη μνήμη τους· δείχνοντας εμπιστοσύνη στη
γραφή, θα φέρνουν στη θύμησή τους κάτι όχι από μέσα τους, από τον ίδιο τον εαυτό τους, αλλά
από κάποια ξένα εξωτερικά σημάδια. Αυτό που ανακάλυψες δεν είναι το φάρμακο της μνήμης
αλλά της υπόμνησης. Στους μαθητές σου δεν φέρνεις την αληθινή σοφία αλλά μόνο την επίφαση
της σοφίας. Τους κάνεις να ακούν πολλά χωρίς να τους διδάσκεις, και τελικά φθάνουν να νομίζουν
ότι γνωρίζουν και πολλά, ενώ δεν γνωρίζουν τίποτε· γίνονται μάλιστα φορτικοί σε κάθε
συντροφιά, αφού παριστάνουν τους σοφούς, χωρίς να είναι).
101 Ο M. Gagarin (μτφρ. Χ.Ε. Μαραβέλιας): Γραφή και δίκαιο στην αρχαία Ελλάδα (2011), κεφ. 8,

σελ. 227, σημειώνει ότι η προφορικότητα της διαδικασίας συνέβαλε στην απουσία τυπολατρίας
(formalism), με τους διαδίκους να ομιλούν ενώπιον των δικαστών χρησιμοποιώντας μια οικεία

33
μετά τις προαναφερθείσες αλλαγές, δυνάμει των οποίων τα έγγραφα
(νόμοι, ένορκες βεβαιώσεις, συμβόλαια, διαθήκες κτλ.) απέκτησαν
πρωταρχικό ρόλο στη διεξαγωγή της αποδείξεως, ο χρόνος που είχε στη
διάθεση του ο ομιλητής για την παρουσίαση των θέσεων του, το σχολιασμό
των αποδείξεων και την αντίκρουση των επιχειρημάτων της αντίπαλης
πλευράς δε μειώθηκε, με την κλεψύδρα να σταματάει κάθε φορά για την
ανάγνωση των σχετικών εγγράφων 102 . Η αποδεικτική δύναμη των
αρχαίων εγγράφων δεν πρέπει, εξάλλου, να υπερτιμάται, καθώς όχι μόνον
απουσίαζε από την αττική δικονομία κανόνας αντίστοιχος του σημερινού
περί παραγωγής εξ αυτών πλήρους αποδείξεως αλλά, αντιθέτως, η
αξιοπιστία τους εθεωρείτο μειωμένη εν σχέσει με τον ζωντανό λόγο ή την
κατάθεση ενός μάρτυρα 103 , τον οποίο τα μέρη φρόντιζαν πάντοτε να
αξιοποιούν τόσο προς απόδειξη των επίμαχων περιστατικών όσο και ως
προς απόδειξη της αυθεντικότητας του ίδιου του εγγράφου 104. Εν αντιθέσει
με το σήμερα, τέλος, το πέρας της διαδικασίας κατά κανόνα δεν
επισφραγιζόταν με την έκδοση γραπτής αποφάσεως αλλά με την
προφορική ετυμηγορία των ενόρκων105, αν και θα πρέπει να φανταστούμε
τον αρμόδιο για την εισαγωγή της υπόθεσης άρχοντα να προβαίνει σε
κάποιου είδους σημείωση, πιθανώς επί του σώματος της αγωγής, το οποίο
εν συνεχεία κατεχωρείτο στο Μητρῶον, αποτρέποντας τυχόν μελλοντική
αμφισβήτηση του αποτελέσματος της δίκης106.

γλώσσα απαλλαγμένη από ασαφείς ή νομικίστικες εκφράσεις, κάτι το οποίο αποτελούσε μέλημα
και των λογογράφων που επεδίωκαν την απλότητα του ύφους.
102 Βλ. τη σχετική διαπίστωση του T. Lentz, Spoken versus written inartistic proof in Athenian

courts, Philosophy & Rhetoric 1983, σελ. 245, όπου επισημαίνεται ότι η προάσπιση του χρόνου
αγόρευσης του ομιλητή συνιστούσε κατά κάποιο τρόπο το αντίβαρο στις επελθούσες
τροποποιήσεις, παρέχοντας, από τη μία μεριά, στον ομιλούντα το χρονικό περιθώριο να
αναφερθεί με πληρότητα σε όλες τις παραμέτρους της αντιδικίας και, από την άλλη, στους
δικαστές να αποτιμήσουν την αληθοφάνεια των επιχειρημάτων και το χαρακτήρα του διαδίκου.
103 Ειδικά ως προς τα συμβόλαια, αξίζει να παραθέσουμε τις παρατηρήσεις του Αριστοτέλους στη

Ρητορική, βιβλίο Α΄, 1376b, όπου ο φιλόσοφος επισημαίνει την πρακτική της παρουσία μαρτύρων
σύνταξης συμβολαίων και της ακόλουθης παράδοσης τους για φύλαξη σε τρίτο πρόσωπο
επιλογής και κοινής εμπιστοσύνης των μερών. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αν και τα συμβόλαια
παρέχουν καταρχήν βάσιμες αποδείξεις, οι διάδικοι έχουν το περιθώριο να αμφισβητήσουν την
εγκυρότητα τους, ισχυριζόμενοι ότι τα συμβόλαια είναι τόσο αξιόπιστα όσο και τα πρόσωπα που
τα υπέγραψαν ως μάρτυρες ή ανέλαβαν τη φύλαξη τους.
104 Χαρακτηριστικό παράδειγμα μνημονευόμενο και από την Ad. Lanni, Law and justice in the

courts of classical Athens, κεφ. 6, σελ. 158, αποτελεί η περίπτωση του λόγου του Δημοσθένους,
Πρὸς Τιμόθεον ὑπὲρ Χρέως, όπου ο Απολλόδωρος, υιός του διάσημου τραπεζίτη Πασίωνος, μετά
το θάνατο του πατέρα του ενάγει τον Τιμόθεο με στόχο την απόδοση υφιστάμενου χρέους. Εν
προκειμένω ο ενάγων, αν και επικαλείται το τραπεζικό αρχείο του πατέρα του ως προς το ύψος
των διεκδικούμενων οφειλών, εν τούτοις δεν το αξιοποιεί αποδεικτικώς, προτιμώντας αντί αυτού
να καλέσει ως μάρτυρες τους υπαλλήλους της τράπεζας αλλά και τον αδελφό του ως πρόσωπα με
γνώση της υπόθεσης και της χορηγηθείσης πιστώσεως.
105 Ανεξάρτητα από τη μη έκδοση γραπτής απόφασης, σε ορισμένες περιπτώσεις το αποτέλεσμα

των δικών καταγραφόταν σε ειδικούς καταλόγους, προς εξυπηρέτηση διοικητικών και


φορολογικών αναγκών. Αυτό συνέβαινε π.χ. με τους οφειλέτες του δημοσίου, με τους υπόλογους
από την ανάληψη κάποιας δημόσια λειτουργία (π.χ. τριηραρχία), με τις διαδικασίες (δίκες
διεκδίκησης κληρονομιών και περιουσιακών στοιχείων γενικώς) κτλ. Βλ. τη σχετική αναφορά του
Ed. Harris, The plaint in Athenian law and legal procedure, σελ. 169-173.
106 Σε κάθε περίπτωση, η παράλειψη έκδοσης γραπτής απόφασης, με αναφορά στο ιστορικό της

διαφοράς και αιτιολογίες για τη δικαστική κρίση, αποτελούσε αδυναμία του αθηναϊκού

34
Ως προς την έτερη εξεταζόμενη παράμετρο της δημοσιότητας, ο δημόσιος
χαρακτήρας της αττικής δίκης107, βασική επιλογή του νομοθέτη ως μέσο
ελέγχου της δικαστικής λειτουργίας, της ορθής εφαρμογής του νόμου εκ
μέρους των δικαστών αλλά και της αξιοπιστίας των ισχυρισμών και της
διαγωγής των διαδίκων108, διασφαλιζόταν εκ του γεγονότος ότι οι χώροι
συνεδρίασης των δικαστηρίων ευρίσκοντο σε κεντρικά σημεία της πόλεως,
εντός ή πλησίον της αγοράς109, και από τη συνακόλουθη ελευθερία κάθε
ενδιαφερόμενου πολίτη να προσέλθει και να παρακολουθήσει την
ακροαματική διαδικασία 110 . Η σύνθεση του ακροατηρίου, το οποίο

δικαστικού συστήματος, εφόσον χωρίς απόφαση είναι αδύνατη η παραγωγή δεδικασμένου, ενώ
περιπλέκεται σημαντικά και η αναγκαστική εκτέλεση των όρων της, η οποία θα πρέπει να
σημειωθεί ότι διενεργείτο με πρωτοβουλία του πολίτη, χωρίς την κρατική συνδρομή.
107 Πέραν της δίκης, παρατηρούμε ότι δημοσίως διεξάγονται σύμφωνα με το αττικό δίκαιο και μια

σειρά άλλων διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών, οι οποίες θεμελιώνουν τη νομιμότητα τους
στο γεγονός της ενώπιον μαρτύρων τελέσεως τους. Σχετικώς, μπορούμε να μνημονεύσουμε α) την
εγγραφή των νέων στους καταλόγους των δήμων και τη μέσω αυτής πρόσκτηση της ιδιότητας
του Αθηναίου πολίτη (βλ. Αριστοτέλη, Ἀθηναίων Πολιτεία, παρ. 42), β) τις συναφείς διατυπώσεις
ενώπιον των γεννητῶν και των φρατόρων, όπου ο πατέρας παρουσίαζε τα φυσικά ή θετά τέκνα
προς εισδοχή ως μέλη και προς θεμελίωση του κληρονομικού τους δικαιώματος (βλ. ενδεικτικώς
Ισαίο, Περὶ τοῦ Απολλοδώρου κλήρου, παρ. 13-17), διαδικασίες που εφόσον προβάλλονταν
αμφισβητήσεις οδηγούνταν σε αντιδικία και ψηφοφορία ενώπιον των ανωτέρω σχηματισμών
(δήμου, γένους και φρατρίας), και γ) την προσφυγή των (εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου)
κληρονόμων ενώπιον του ἑπωνύμου ἄρχοντος (λῆξις κλήρου) για την επικύρωση της επαγωγής
της κληρονομίας προς το πρόσωπο τους (ἐπιδικασία), με τον τελευταίο να είναι υποχρεωμένος,
προς ενημέρωση των πολιτών, σε αναγραφή των βασικών της στοιχείων επί στηλών
αναρτώμενων σε κεντρικό σημείο της αγοράς (στο Πρυτανεῖον ή έμπροσθεν των αγαλμάτων των
επωνύμων ηρώων), σε καταχώρηση αντιγράφου στο Μητρῶον και ακολούθως σε εισαγωγή της
υπόθεσης ενώπιον της συνελεύσεως των πολιτών, όπου η αίτηση ανεγιγνώσκετο μεγαλοφώνως
και οι τυχόν αντιποιούμενοι την κληρονομία προσεκαλούντο να γνωστοποιήσουν τη διαφωνία
τους (εἰ τις αμφισβητεῖν ἢ παρακαταβάλειν βούλεται τοῦ κλήρου). Για περισσότερες λεπτομέρειες
σχετικά με τα ανωτέρω θέματα βλ. Ed. Karawan, Diadikasiai and the Demotionid problem,
Classical Quarterly, 2010, σελ. 381-400, και Ι. Τυπάλδου, Περί του νόμου του Σόλωνος περί
διαθηκών, περιοδικό Αθηνά 1889, σελ. 337-357.
108 Βλ. τις μελέτες της A. Lanni, α) Publicity and the courts of Classical Athens, Yale Journal of Law

& the humanities 2012, σελ. 119-135, και β) Spectator sport or serious politics? Οι περιεστηκότες
and the Athenian lawcourts, The Journal of Hellenic Studies 1997, σελ. 183-189, οι οποίες βοηθούν
στην κατανόηση του φαινομένου της δημοσιότητας της αττικής δίκης και των ωφελειών αυτής
για το κράτος, με κυριότερες τη νομική και ηθική διαπαιδαγώγηση των πολιτών, τη δημιουργία
μιας κοινής δικαιικής συνειδήσεως και τον (εντόνως αποτρεπτικό) κοινωνικό στιγματισμό των
παραβατών.
109 Για τους χώρους συνεδρίασης των αττικών δικαστηρίων (ονομασία, τοποθεσία,

εγκαταστάσεις κτλ.) βλ. αναλυτικά τη μελέτη του Al. Boegehold (επιμ. έκδοσης), The Lawcourts at
Athens: Sites, Buildings, Equipment, Procedure, and Testimonia, η οποία αποτελεί μέρος [τόμος
XXVIII (28)] του συλλογικού έργου The Athenian Agora (Results of excavations conducted by the
American School of Classical Studies at Athens) και περιέχει το σύνολο των σωζόμενων μαρτυριών
για την τοποθεσία και τη λειτουργία των αθηναϊκών δικαστηρίων.
110 Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι σε επίπεδο ποινικής δικονομίας δεν ήταν άγνωστη στο

αττικό δίκαιο και η μυστική διεξαγωγή της δίκης σε κλειστό και στεγασμένο χώρο, το λεγόμενο
«Παράβυστον», όπου συνέρχονταν οι δικαστές για να δικάσουν κακουργήματα συνεπαγόμενα τη
θανατική ποινή, πιθανώς στο πλαίσιο της ἀπαγωγῆς ή κάποιας άλλης ειδικής διαδικασίας, εν
αντιθέσει με την τακτική εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων σε υπαίθρια δικαστήρια. Αναφορά
στο Παράβυστον ποιούν οι Αρποκρατίων, Λεξικὸν τῶν δέκα ῥητόρων, και Παυσανίας, Ἑλλάδος
περιήγησις, Ἀττικά, Ι 28.8, όπου αναφέρεται ότι «τὸ μὲν οὖν καλούμενον παράβυστον... ἐν ἀφανεῖ
τῆς πόλεως ὂν καὶ ἐπ’ ἐλαχίστοις συνιόντων ἐς αὐτό», ενώ κατά πάσα πιθανότητα στο δικαστήριο
αυτό εκφωνήθηκε ο λόγος του Αντιφώντος, Περὶ τοῦ Ἡρῷδου φόνου, αν κρίνουμε από το

35
σύμφωνα με μαρτυρίες στεκόταν ακριβώς έξω από τον περιφραγμένο (με
σκοινί ή πασσάλους) χώρο του δικαστηρίου, ώστε να μπορεί να ακούει τα
λεγόμενα 111 , ήταν αρκετά ετερόκλητη, με κυριότερες κατηγορίες
παρευρισκομένων 112 α) τις οικογένειες, συγγενείς και φίλους των
διαδίκων 113 , β) τους
προσερχόμενους για λόγους
ψυχαγωγίας, μεταξύ των
οποίων περιλαμβάνονταν και
ξένοι πολίτες,
παρακολουθούντες τη δίκη ως
ένα είδος τουριστικού θεάματος,
γ) τους υποψήφιους ρήτορες,
πολιτικούς ή φοιτητές
φιλοσοφικών σχολών, στους
οποίους δινόταν μια πρώτης
τάξεως ευκαιρία να
παρατηρήσουν τις ρητορικές
τεχνικές και τα επιχειρήματα
των αγορητών, και δ) τους Αττικό τετράδραχμο (440-420 π.Χ.), με παράσταση την οποία
παραλειφθέντες κατά την φέρει και το σημερινό νόμισμα του ενός ευρώ

κλήρωση ενόρκους, οι οποίοι


συχνά παρέμεναν για να παρακολουθήσουν τη δίκη. Εν προκειμένω
μπορούμε να ομιλούμε για μια διαδικασία όχι απλώς δημόσια αλλά σχεδόν
θεατρική, εφόσον οι αγορεύσεις των διαδίκων όχι απλώς στόχευαν στον
εντυπωσιασμό και προσεταιρισμό του κοινού, αλλά πολλές φορές
απευθύνονταν και άμεσα προς αυτό114, με την προφορική διεξαγωγή της
συζήτησης να προσδίδει ζωντάνια και ενδιαφέρον και εν πολλοίς να
καθορίζει την ετυμηγορία, ανάλογα με τη δύναμη του εκφωνούμενου
λόγου115 και τις αντιδράσεις του κοινού116, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι

παράπονο του ομιλητή (παρ. 10-11) περί παράτυπης εκδίκασης της υπόθεσης σε στεγασμένο
οίκημα, τη στιγμή που οι υποθέσεις ανθρωποκτονίας εκδικάζονται κανονικά σε ανοικτό και
υπαίθριο χώρο, ώστε οι δικαστές και μηνυτές να μην παρευρίσκονται υπό την ιδία στέγη με τον
δολοφόνο.
111 Βλ. A. Lanni, Publicity and the courts of Classical Athens, σελ. 123. Ο Δημοσθένης στον Πρὸς

Λεπτίνην λόγο του (παρ. 165) ομιλεί περί περιεστηκότων.


112 Βλ. A. Lanni, Spectator sport or serious politics? Οι περιεστηκότες and the Athenian lawcourts,

JHS 1997, σελ. 186-187.


113 Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθεί και το πλήθος των μη δικαιούμενων σε αυτοπρόσωπη

δικαστική παράσταση προσώπων, γυναικών, δούλων, ξένων κτλ.


114 Βλ. Α. Lanni, «Spectator sport or serious politics? Οι περιεστηκότες and the Athenian

lawcourts», JHS 1997, σελ. 184, κατά την οποία σε τουλάχιστον 19 από τους σωζόμενους
δικανικούς λόγους γίνεται αναφορά στο κοινό που παρακολουθεί τη δίκη ή αποστροφή του λόγου
προς αυτό.
115 Οι εντυπώσεις από τις αγορεύσεις των διαδίκων ήταν καθοριστικές, αν αναλογιστούμε ότι οι

δικαστές δεν είχαν τη δυνατότητα επικοινωνίας και συζήτησης πριν από την ψηφοφορία
(Αριστοτέλους, Πολιτικά, Β΄, 1268b, 9-11), αν και μπορούμε να υποθέσουμε πως ο κανόνας αυτός
δεν ετηρείτο απόλυτα στην πράξη.
116 Το οποίο, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, δεν παρακολουθούσε παθητικά τη διαδικασία αλλά ήταν

ιδιαίτερα θορυβώδες και εκδήλωνε με φωνές, επευφημίες, σφυρίγματα και γέλια την υποστήριξη

36
ανάλογοι κανόνες 117 ίσχυαν και επί της δημόσιας διαιτησίας των
τεσσαράκοντα ή φυλοδικαστών, στους οποίους αναφερθήκαμε παραπάνω.
Όπως είδαμε ανωτέρω, τον 4ο αιώνα π.Χ., αρχίζει σιγά σιγά να
αναπτύσσεται, κατά βάση προς εξυπηρέτηση της ανάγκης μιας πειστικής
επιχειρηματολογίας στο ακροατήριο αλλά και γενικώς προς ανταπόκριση
στις ανάγκες της δημόσιας ζωής, η τεχνική της ρητορικής, με πρώτο
διδάξαντα, σύμφωνα με την παράδοση, τον Κόρακα από τις Συρακούσες, ο
οποίος συμβούλευε τους συμπολίτες του που ήταν μπλεγμένοι σε
δικαστικούς αγώνες, τον ορθό τρόπο παρουσίασης των επιχειρημάτων
τους, έχοντας μάλιστα συγγράψει, μαζί με τον μαθητή του Τεισία 118 ,
σχετικό εγχειρίδιο, όπου περιγραφόταν η τεχνική της αποτελεσματικής
παράθεσης των γεγονότων και των αποδεικτικών μέσων σε μια απλή
προκαθορισμένη δομή119. Σύμφωνα με αυτή, ο δικανικός λόγος αποτελείτο

ή την αποδοκιμασία του στα επιχειρήματα των διαδίκων. Βλ. Ενδεικτικώς την ανηρτημένη στο
διαδίκτυο μελέτη του Werner Riess, The Athenian Legal System and its Public Aspects
(https://www.geschichte.uni-hamburg.de/arbeitsbereiche/alte-geschichte/colloquium-atticum/
ressourcen/ca-2-2013-vortrag-riess.pdf).
117 Βλ. αναλυτικά D. MacDowell, Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, σελ. 323, κατά τον

οποίο κάθε διαιτησία διεξαγόταν σε δημόσιο τόπο, όπου όποιος ενδιαφερόταν μπορούσε να
παρακολουθήσει και να ακούσει τις διαδικαστικές ενέργειες. Βλ. ενδεικτικώς Δημοσθένους, Κατ’
Εὐέργου καὶ Μνησιβούλου Ψευδομαρτυριῶν, παρ. 12, όπου ο ρήτορας υποδεικνύει στους δικαστές
ότι η προβαλλόμενη από τους αντιπάλους του αδυναμία εύρεσης μαρτύρων για το
διαφιλονικούμενο γεγονός (την δια βασάνου κατάθεση μιας δούλης) φανερώνει την αναλήθεια
των ισχυρισμών τους, εφόσον η διαιτητική διαδικασία διεξήχθη δημοσίως και επί βασανισμού
δούλων αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο η αθρόα προσέλευση ακροατών, πολλοί εκ των οποίων
θα ηδύναντο να αξιοποιηθούν στην προκειμένη περίπτωση ως μάρτυρες.
118 Σύμφωνα με το ανεξακρίβωτης εγκυρότητας ιστορικό ανέκδοτο που παραθέτει ο Σέξτος

Εμπειρικός, Προς Μαθηματικούς, II, 97-99, ο Τεισίας είχε μαθητεύσει πλησίον του Κόρακα, αλλά
στερούμενος χρημάτων είχε υποσχεθεί να καταβάλλει τα δίδακτρα όταν θα κέρδιζε την πρώτη
του δίκη. Όταν ο νεαρός επέδειξε μια ικανοποιητική ρητορική ικανότητα, ο Κόρακας διεκδίκησε
την αμοιβή του, όμως ο μαθητής αρνήθηκε, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στα δικαστήρια,
ενώπιον των οποίων το λόγο πήρε πρώτος ο δάσκαλος ισχυριζόμενος ότι, ανεξαρτήτως από
αποτέλεσμα της δίκης, έπρεπε να πάρει το μισθό του, εάν κέρδιζε επειδή θα είχε κερδίσει και εάν
έχανε επειδή ο μαθητής του θα είχε κερδίσει την πρώτη του δίκη. Στο επιχείρημα αυτό
ανταπάντησε ο Τεισίας ισχυριζόμενος ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί σε πληρωμή, καθώς εάν
κέρδιζε θα είχε κερδίσει, ενώ εάν έχανε δε θα είχε ακόμη κερδίσει την πρώτη του δίκη, όπως
προέβλεπε η συμφωνία. Τελικά οι δικαστές, προβληματισμένοι από τα εκατέρωθεν επιχειρήματα,
απέπεμψαν τους διαδίκους από το δικαστήριο, διαπιστώνοντας ότι «εκ κακού κόρακος κακόν
ωόν», ότι δηλαδή από πονηρό δάσκαλο θα βγει και πονηρός μαθητής.
119 Βλ. L. Pernot, Η ρητορική στην αρχαιότητα, Κεφ. Β΄, σελ. 30.

37
από τέσσερα κύρια μέρη, τα οποία ήταν α) το προοίμιον, που σκόπευε να
εξασφαλίσει την προσοχή, το ενδιαφέρον και την καλή θέληση των
δικαστών, β) η
διήγησις, που
παρουσίαζε το
πλαίσιο και τα
γεγονότα με μια σαφή
και συνοπτική
περίληψη, γ) η πίστις,
αφιερωμένη στην
απόδειξη των
ισχυρισμών του
ομιλητή και δ) ο
ἐπίλογος, όπου
γινόταν
ανακεφαλαίωση του
Ο μεθυσμένος Αλκιβιάδης διακόπτει το συμπόσιο, πίνακας του Ιταλού λόγου με μια
ζωγράφου Pietro Testa (1648)
προσπάθεια
συναισθηματικού
επηρεασμού των ενόρκων, συνοδευομένη από τη δημιουργία ευνοϊκών
εντυπώσεων ως προς το ήθος του ομιλητή120. Η διάκριση αυτή αναλύθηκε
και συστηματοποιήθηκε αργότερα στο πλαίσιο της ανάπτυξης της
διδασκαλίας της ρητορικής, η οποία, υπηρετώντας το αίτημα για εκμάθηση
της τεχνικής της δημόσιας ομιλίας, με πυρήνα πάντοτε τη δικανική
ρητορική, απέληξε στην ίδρυση ειδικών σχολών και στην ένταξη του
αντικειμένου στο πρόγραμμα σπουδών των διαφόρων φιλοσοφικών
κέντρων και γενικώς στον κύκλο εκπαίδευσης των νέων, του οποίου
απετέλεσε τη βάση για ολόκληρη την περίοδο της αρχαιότητας αλλά και
αργότερα κατά τη βυζαντινή εποχή121.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Αριστοτέλη στο έργο του Τέχνη
Ρητορική122, η οποία επικεντρώνεται στην δικανική ρητορεία123, η τεχνική
120 Παράμετρος η οποία δεν πρέπει να αγνοηθεί, καθώς ένας δικανικός λόγος απευθυνόμενος σε
ένορκους δικαστές χωρίς εξειδικευμένη νομική άσκηση ή ενδιαφέρον ήταν φυσικό να εστιάζει
περισσότερο στην παρουσίαση του χαρακτήρα του ομιλητή και τη διέγερση των συναισθημάτων
των δικαστών παρά στα τεχνικά επιχειρήματα και τις νομικές λεπτομέρειες.
121 Για τη ρητορική εκπαίδευση των μαθητών κατά την ύστερη αρχαιότητα και τη βυζαντινή

περίοδο βλ. την πληρέστατη ανάλυση του Herbert Hunger, Η λόγια κοσμική γραμματεία των
Βυζαντινών, Τόμος Α΄, σελ. 138 επ., όπου και περιγράφεται η τεχνική των προγυμνασμάτων,
δηλαδή των ρητορικών ασκήσεων που αποτελούσαν μέρος του προγράμματος σπουδών.
122 Βλ. σχετικώς την ωραία παρουσίαση του George Kennedy, Ιστορία της κλασικής ρητορικής,

σελ. 11 επ.
123 Τα άλλα δυο είδη ρητορικής, σύμφωνα με το διαχωρισμό του Αριστοτέλη, είναι η

συμβουλευτική, που σχετίζεται με τις εκφωνούμενες ενώπιον της εκκλησίας του δήμου ομιλίες
και αναφέρεται στη σκοπιμότητα της λήψης μιας συγκεκριμένης απόφασης, και η επιδεικτική, η
οποία αποβλέπει στην εξύμνηση ή επίκριση προσώπων ή πράξεων και περιλαμβάνει λόγους
εκφωνούμενους σε τελετουργικές εκδηλώσεις, όπως δημόσιες εορτές, κηδείες κτλ. Σύμφωνα με
τη γενομένη εξειδίκευση, εάν η απόφαση την οποία καλείται να πάρει το ακροατήριο σχετίζεται
με γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν, το είδος της ρητορικής είναι δικανικό και αποβλέπει
στο δίκαιον, εάν η λήψη απόφασης αναφέρεται σε μελλοντική δράση, η ρητορική είναι

38
της ρητορικής124 διακρίνεται σε πέντε επιμέρους μέρη, τα οποία είναι α) η
εὕρεσις, θέμα της οποίας είναι η αναγνώριση του υπό εξέταση ζητήματος
και των διαθέσιμων μέσων πειθούς των δικαστών, στα οποία περαιτέρω
συγκαταλέγονται οι άτεχνοι πίστεις, δηλαδή τα άμεσα αποδεικτικά
στοιχεία όπως μάρτυρες ή συμβόλαια, τα οποία ο ομιλητής χρησιμοποιεί
αλλά δεν εφευρίσκει, και οι έντεχνοι πίστεις, δηλαδή τα τεχνικά μέσα
πειθούς, που περιλαμβάνουν την παρουσίαση του χαρακτήρα του ομιλητή,
καθώς και τα νομικά και λογικά επιχειρήματα του διαδίκου, β) η τάξις, που
αναφέρεται στη διάταξη του λόγου του ομιλητή, με τα ειδικότερα μέρη που
αναφέραμε παραπάνω (προοίμιο, διήγησις, πίστις και επίλογος), γ) η λέξις,
που αφορά τη λεκτική διατύπωση, με την ορθή επιλογή λέξεων και τα
χρησιμοποιούμενα σχήματα λόγου, καθώς και το γενικότερο ύφος της
ομιλίας, με κύριες αρετές την ακρίβεια, τη σαφήνεια, την ευπρέπεια και τη
συντομία, δ) η μνήμη, δηλαδή η αποστήθιση του λόγου από τον ομιλητή,
ώστε να μπορέσει να τον αποδώσει προφορικά στο ακροατήριο και ε) η
υποδομή, δηλαδή η υποστήριξη του λόγου με τη σωστή στάση του σώματος,
τον έλεγχο της φωνής (ένταση, άρθρωση, εκφορά) και τη χρήση
χειρονομιών.
Στο πλαίσιο της κατά τα ανωτέρω ανάπτυξης της δικανικής ρητορικής,
εμφανίστηκαν και στην αθηναϊκή πρακτική, υπό την ιδιότητα των
λογογράφων, οι πρώτοι άτυποι νομικοί σύμβουλοι, οι οποίοι ανελάμβαναν
την υποστήριξη της υπόθεσης του διαδίκου και τη σύνταξη του
εκφωνούμενου εκ μέρους του ενώπιον του δικαστηρίου λόγου, απέχοντας
πάντως γενικώς από την εκπροσώπηση του στο ακροατήριο, η οποία
περισσότερο θα έβλαπτε παρά θα ωφελούσε τον πελάτη με δεδομένη τη
δυσπιστία των αθηναϊκών δικαστηρίων έναντι των επαγγελματιών
ρητόρων 125 . Παρά το ότι η αξία και το έργο τους αναγνωρίσθηκαν
σταδιακώς και με επιφύλαξη στην εποχή τους, οι επιφανέστεροι εξ αυτών
έχουν μείνει στην ιστορία 126 , καθώς η ενασχόληση με τα δικαστικά

συμβουλευτική και αναζητά το συμφέρον, ενώ εάν δεν πρόκειται περί λήψης αποφάσεως, η
ρητορική είναι επιδεικτική και εμπεριέχει το ερώτημα του τι είναι έντιμον.
124 Σύμφωνα με τον ορισμό του Αριστοτέλη, ρητορική είναι «η ικανότητα να διαβλέπεις σε κάθε

περίπτωση τα διαθέσιμα μέσα πειθούς».


125 Για την αντιφατική στάση της αθηναϊκής κοινωνίας έναντι των επαγγελματιών νομικών βλ.

πλήρη ανάλυση στη μελέτη του Anton-Hermann Chroust, Legal profession in Ancient Athens,
Notre Dame Law Review 1954, σελ. 339-389, που κλείνει με τη θλιβερή διαπίστωση ότι η
δυσπιστία αυτή στέρησε τελικώς τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό από την ανάδειξη ενός
εξειδικευμένου νομικού κλάδου (δικηγόρων, δικαστών και νομικών), ο οποίος, όπως
καταδεικνύουν τα επιτεύγματα των Ελλήνων στη φιλοσοφία και με δεδομένη την οξύνοια,
φαντασία και διεισδυτικότητα του ελληνικού πνεύματος, ήτο σε θέση να αντιμετωπίσει με
εμβρίθεια τα περίπλοκα ζητήματα του δικαίου και να θέσει τις βάσεις για την παραγωγή μεγάλων
θεωρητικών και νομοθετών. Όπως σημειώνεται στη μελέτη, οι ενστάσεις έναντι των νομικών της
εποχής πήγαζαν από την ανισορροπία την οποία εθεωρείτο ότι επέφερε στη δικαστική
αναμέτρηση η υποστήριξη κάποιας πλευράς από επαγγελματία μελετητή του δικαίου, καθώς και
από το αίσθημα ότι οι τελικά ωφελούμενοι από την πρακτική αυτή ήταν κυρίως ευκατάστατοι
διάδικοι, οι οποίοι είχαν τα μέσα να αποζημιώσουν δαψιλώς το λογογράφο για τις υπηρεσίες του.
126 Προς τιμή τους, αφιερώνω κάτωθι, υπό μορφήν υποσημειώσεων, μερικές γραμμές για τον

καθένα τους, αντληθείσες κατά βάση από το βιβλίο του Michael Εdwards, Οι αττικοί ρήτορες,

39
δρώμενα απετέλεσε για τους περισσότερους
το εφαλτήριο για τη μετέπειτα ανάμειξη τους
και στην πολιτική, τα ονόματα τους δε
συγκροτούν τον περίφημο αλεξανδρινό
κανόνα των δέκα αττικών ρητόρων 127, στον
οποίο, σύμφωνα με την παράδοση,
περιλαμβάνονται οι Ανδοκίδης 128 ,
Αντιφών 129 , Δημοσθένης 130 , Δείναρχος 131 ,

Αδριάντας του Δημοσθένη, ελληνιστικό


αντίγραφο του πρωτότυπου αγάλματος
του Πολύευκτου, ο οποίος φιλοξενείται
στο μουσείο της Κοπεγχάγης

αλλά και από τη σχετική μελέτη του Steven Weiss, The Ten Attic Orators,
http://www.rhetinfo.com/uploads/7/0/4/3/ 7043482/ ten_attic_orators.pdf.
127 Ο κατάλογος αυτός εμφανίζεται στο έργο διαφόρων συγγραφέων της αρχαιότητας, όπως ο

Καικίλιος, ο Κοϊντιλιανός, ο Λουκιανός, ο Ερμογένης και άλλοι.


128 Γνωστότεροι λόγοι του ο Περί τῶν Μυστηρίων, με τον οποίο αρνείται τη συμμετοχή του στη

διακωμώδηση των Ελευσινίων Μυστηρίων στη γνωστή υπόθεση τις παραμονές της σικελικής
εκστρατείας, και ο Περί τῆς ἑαυτοῦ καθόδου, με τον οποίο προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να
ξανακερδίσει τα πολιτικά του δικαιώματα.
129 Χαρακτηριστικό γνώρισμα των λόγων του Αντιφώντα, αναφερομένων σε υποθέσεις

ανθρωποκτονίας, αποτελεί η προσπάθεια αντιπαράθεσης της επιχειρηματολογίας στις


μαρτυρικές καταθέσεις. Οι τρεις από τους συνολικά 6 σωζόμενους λόγους του αποκαλούνται
Τετραλογίες και αποτελούν νομικές μελέτες σχετικά με την στήριξη της κατηγορίας και την
υπεράσπιση του κατηγορούμενου.
130 Θεωρούμενος, μαζί με τον Κικέρωνα, ως ο κορυφαίος ρήτωρ της αρχαιότητας, ο Δημοσθένης

ξεκίνησε τη δικαστική του σταδιοδρομία με τη δίωξη των επιτρόπων του και εργάσθηκε για
μεγάλο χρονικό διάστημα ως επαγγελματίας λογογράφος προτού μεταπηδήσει στην πολιτική.
Από τους συνολικά 60 σωζόμενους λόγους του οι 42 είναι δικανικοί, με γνωστότερους τους Κατ’
Αφόβου, Προς Καλλικλέα, Κατά Κόνωνος, Ὑπὲρ Φορμίωνος, Κατά Στεφάνου ψευδομαρτυριῶν και,
φυσικά, τους Περί τοῦ στεφάνου και Περί τῆς παραπρεσβείας, που αναφέρονται στη δικαστική
αντιπαλότητα του με τον Αισχίνη.
131 Ο Δείναρχος, ο οποίος από νεαρή ηλικία εργάσθηκε ως λογογράφος, είναι κυρίως γνωστός για

τους λόγους που συνέταξε στο πλαίσιο των διώξεων που ασκήθηκαν το 324 π.Χ. σε βάρος των
δωροδοκηθέντων από τον Άρπαλο πολιτικών προσώπων (Κατά Δημοσθένους, Κατά
Αριστογείτονος και Κατά Φιλοκλέους).

40
Αισχίνης 132 , Υπερείδης 133 , Ισαίος 134 , Ισοκράτης 135 , Λυκούργος 136 και
Λυσίας 137 . Διαβάζοντας σήμερα τους λόγους τους και παρατηρώντας τη
διεισδυτικότητα της σκέψης τους, δε μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε
ότι η εκμάθηση της ρητορικής, συνδεδεμένη εξ ορισμού με την ικανότητα
για συζήτηση και επιχειρηματολογία ενώπιον ακροατηρίου, σε ατομικό
επίπεδο αποτελεί άριστη άσκηση για το πνεύμα και το χαρακτήρα του
ανθρώπου, δυνατότητα την οποία δυστυχώς στερούνται οι σημερινοί
νομικοί τόσο κατά τη διάρκεια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης όσο και
κατά την επαγγελματική πρακτική, τουλάχιστον στις πολιτικές υποθέσεις
που αποτελούν και το θέμα της παρούσης.

Γ. Η μακεδονική και ελληνιστική εποχή


Κλείνοντας την παρένθεση περί ρητορικής και περνώντας στην
μακεδονική αυλή, όπου επικρατεί ο μοναρχικός τρόπος διακυβέρνησης, θα
διαπιστώσουμε ότι η αρμοδιότητα για την εκδίκαση των ιδιωτικών
διαφορών έχει παραμείνει προνόμιο του βασιλέα ή των οριζόμενων εκ
μέρους του κρατικών αξιωματούχων, χωρίς όμως αυτό να επιφέρει
κατάργηση της δημοσιότητας και της προφορικότητας της διαδικασίας,

132 Στέλεχος της φιλομακεδονικής παράταξης, είναι γνωστός κυρίως για την προσωπική και
πολιτική αντιπαράθεση με τον Δημοσθένη, που απέληξε και στη συγγραφή των 3 σωζόμενων
λόγων του Κατά Τιμάρχου, Περί τῆς Παραπρεσβείας και Κατά Κτησιφῶντος. Στην τελευταία
περίπτωση μας παραδίδεται ότι τη δίκη παρακολούθησε ένα μεγάλο ακροατήριο από Αθηναίους
και από κατοίκους άλλων περιοχών της Ελλάδας, ενώ οι δύο ρήτορες στις αγορεύσεις τους
χρησιμοποίησαν την έκφραση «άνδρες Αθηναίοι», ωσάν να επρόκειτο για ομιλίες ενώπιον της
Εκκλησίας του Δήμου, κι όχι την έκφραση «άνδρες δικασταί».
133 Διάσημος για την υπεράσπιση της εταίρας Φρύνης, της οποίας το γυμνό σώμα απεκάλυψε

ενώπιον του δικαστηρίου, και θεωρούμενος ως ο πλέον πνευματώδης από τους ρήτορες,
κατατάσσεται δεύτερος μόνο μετά το Δημοσθένη ως γενικός ομιλητής. Σύμφωνα με τους αρχαίους
κριτικούς, ήταν ιδιαίτερα καλός στην εύρεση και διάταξη των επιχειρημάτων σε ένα σταθερό
σύνολο, δυστυχώς όμως από τους δικανικούς λόγους του έχουν διασωθεί μόνο 5, οι περισσότεροι
αποσπασματικά.
134 Ο Ισαίος είναι ο πρώτος που προχώρησε πέρα από την ιδιότητα του λογογράφου προς την

κατεύθυνση του επαγγελματία νομικού συμβούλου, φημιζόταν για την εξειδίκευση του στις
κληρονομικές και οικογενειακές υποθέσεις, ενώ, όπως προκύπτει από τους 11 σωζόμενους λόγους
του, έδινε μεγάλη έμφαση στη λογική επιχειρηματολογία και την απόδειξη.
135 Γνωστός για τον πανελλήνιο χαρακτήρα των ιδεών του και για τους συμβουλευτικού-

επιδεικτικού χαρακτήρα λόγους του (Πανηγυρικός και Παναθηναϊκός), υπήρξε λογογράφος όχι
όμως και ρήτορας με την κλασική έννοια του όρου, καθώς λόγω της αδύναμης φωνής του και της
έλλειψης νεύρου στην εκφώνηση παρουσίαζε τις απόψεις του σε γραπτή μορφή, συνδυάζοντας
τις με τη δραστηριότητα του ως δασκάλου της ρητορικής και της φιλοσοφίας.
136 Διάσημος για την ακεραιότητα του, την επιτυχή οικονομική διαχείριση ως δημόσιος

αξιωματούχος, αλλά και για τις διώξεις διεφθαρμένων πολιτικών παραγόντων. Σώζεται μόνο ένας
λόγος του (Κατά Λεωκράτους), στον οποίο περιέχεται (παρ. 3-4) η διάσημη διαπίστωση ότι «τρία
είναι τα σπουδαιότερα πράγματα που διασώζουν τη δημοκρατία και την ευτυχία της πόλης,
πρώτον οι διατάξεις των νόμων, δεύτερο η ψήφος των δικαστών και τρίτον η παράδοση των
αδικοπραγούντων στους δικαστές». Σύμφωνα με τους συγχρόνους του, τη δύναμη του δεν την
αντλούσε τόσο από τη ρητορική του τέχνη όσο από το ήθος και την φιλαλήθεια του.
137 Ο κατεξοχήν δικανικός λογογράφος, με 30 σωζόμενους δικανικούς λόγους, φημίζεται για την

απλότητα του ύφους του (χάρις) και την εκφραστική απεικόνιση της προσωπικότητας των
πελατών του (ηθοποιία). Σώζονται 35 λόγοι του, εκ των οποίων οι 32 είναι δικανικοί,
αναφερόμενοι σε ποικίλες ιδιωτικές και δημόσιες υποθέσεις.

41
όπως προκύπτει από σχετικές αναφορές του Πλουτάρχου 138. Σύμφωνα με
την πρώτη από αυτές, εις εκ των
φίλων του βασιλέως με το όνομα
Άρπαλος παρακαλεί το Φίλιππο να μην
εκδικαστεί η υπόθεση συγγενούς του
δημοσίως για να μην γίνει αντικείμενο
λοιδορίας στην αγορά, το αίτημα του
όμως απορρίπτεται από το βασιλιά με
τη σκέψη «βέλτιον ἐστίν τοῦτον αὐτὸν
ἢ ἡμᾶς διὰ τοῦτον κακῶς ἀκούειν», ότι
δηλαδή είναι προτιμότερο να
κακολογείται αυτός παρά εμείς για
χάρη του. Χαρακτηριστική είναι και η
περίπτωση του Μαχαίτα, ο οποίος
αγανάκτησε βλέποντας το βασιλιά να
νυστάζει και να μην προσέχει στα
λεγόμενα κατά τη διαδικασία
εκδίκασης της υπόθεσης του,
φωνάζοντας ότι θα εκκαλέσει την
εκδοθησομένη απόφαση για κακή
διεξαγωγή της δίκης. Ο Φίλιππος τον Μαρμάρινη προτομή του Μ. Αλεξάνδρου, έργο
της ελληνιστικής περιόδου εκτιθέμενο στο
ρώτησε σκωπτικά ενώπιον τίνος θα Βρετανικό Μουσείο
εκκαλέσει τη δική του απόφαση
(εφόσον ο βασιλεύς ήταν η ανώτατη δικαστική αρχή), για να λάβει την
απάντηση «ἐπὶ σέ, βασιλεῦ, αὐτόν, ἂν ἐγρηγορὼς καὶ προσέχων ἀκούῃς»
(ενώπιον σου βασιλιά, αν ξυπνήσεις και αρχίσεις να ακούς με προσοχή),
μετά την οποία ο Φίλιππος πράγματι συνήλθε και άρχισε να παρακολουθεί
προσεκτικά τη διαδικασία139.
Το πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης και οι καθιερωμένες διαδικασίες
φαίνεται ότι δεν μετεβλήθησαν ουσιαστικώς και κατά την ακόλουθη
ελληνιστική περίοδο, καθώς η ίδρυση των κατά τόπους βασιλείων και
συμπολιτειών δεν επέφερε ολοκληρωτική κατάργηση της πολιτειακής
δομής της πόλης-κράτους και του αυτοδιοίκητου αυτής140, με συνέπεια την
εξακολούθηση της λειτουργίας των τοπικών δικαστικών αρχών και λαϊκών
δικαστηρίων στις πόλεις που απολάμβαναν ένα καθεστώς αυτονομίας 141,

138 Στη μελέτη Βασιλέων αποφθέγματα και στρατηγών, που περιλαμβάνεται στη συλλογή Ηθικά.
Βλ. και τη σχετική μνεία στη Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών των Κ. Μπέη - Κ. Καλαβρού - Στ.
Σταματόπουλου, τόμος 1, §5, σελ. 74.
139 Η δημόσια διεξαγωγή της διαδικασίας προκύπτει και από την αναφορά στη δίκη του Φιλώτα

και του Καλλισθένη από τον Αρριανό, Αλεξάνδρου Ανάβασις, τόμοι Γ και Δ΄, όπου βλέπουμε
απολογία των κατηγορουμένων ενώπιον του κοινού των Μακεδόνων στρατιωτών, με την
επισήμανση βέβαια ότι εδώ πρόκειται για ποινική δίκη και μάλιστα διεξαγόμενη υπό έκτακτες
περιστάσεις, δηλαδή από στρατό σε εκστρατεία.
140 Βλ. και Σ. Τρωιανό - Ι. Βελισσαροπούλου, Ιστορία δικαίου, σελ. 55.
141 Μια σύντομη αναφορά, που αποκαλύπτει τις αρνητικές πτυχές της ευρείας δημοσιότητας της

δίκης ενώπιον των λαϊκών δικαστηρίων, πρέπει να γίνει στη διεξαχθείσα την εποχή αυτή (318
π.Χ.) στην Αθήνα δίκη του Φωκίωνος και των πολιτικών του συνεργατών, με την επισήμανση

42
αν και συναντώνται καινοτομίες, όπως οι βασιλικοί δικαστές 142 , με
δικαιοδοτική αρμοδιότητα στις υποτελείς πόλεις αλλά και ευρύτερα, καθ’
όλη την επικράτεια, επί δημοσιονομικών και φορολογικών κυρίως
υποθέσεων, καθώς και ο θεσμός των προσκεκλημένων δικαστών
(μετάπεμπτοι δικασταί), οι οποίοι εκαλούντο με απόφαση της λαϊκής
συνέλευσης (αἴτησις δικαστηρίου) από γειτονικές κατά κανόνα πόλεις,
αναλαμβάνοντας την επίλυση σημαντικών ιδιωτικών και κατ’ εξαίρεσιν
δημόσιων διαφορών, τις οποίες εκδίκαζαν με πρόθεση συμφιλίωσης των
διαμαχομένων (σύλλυσις) και, εφόσον αυτή αποτύγχανε, επί τη βάσει των
δικονομικών και ουσιαστικών κανόνων του τοπικού δικαίου (τοΐς νόμοις
καί τοΐς ψηφίσμασιν), σε μια διαδικασία διεξαγόμενη δημοσίως στο ἱερόν
της πόλεως143 με συμμετοχή και των δυο πλευρών144.
Ο συνδυασμός γραπτής νομοθεσίας και προφορικής δίκης, στοιχείο της
ελληνικής παραδόσεως, φαίνεται ότι παρέμεινε και κατά την εποχή αυτή ο
κανόνας, μαζί με τη γνωστή από το αττικό δίκαιο πρακτική της
προκατάθεσης των ισχυρισμών και των αποδεικτικών στοιχείων των
διαδίκων και της ακόλουθης ζωντανής παρουσίασης τους ενώπιον του
ακροατηρίου. Απεικόνιση των εφαρμοζόμενων την εποχή αυτή
δικονομικών κανόνων μας προσφέρει η σωζόμενη καταγραφή 145 της
διαιτητικής επίλυσης μιας διαφοράς απόδοσης δανείου μεταξύ Κώων

βέβαια ότι και εδώ πρόκειται για ποινικές κατηγορίες σχετικά με τα αδικήματα της καταλύσεως
του δημοκρατικού πολιτεύματος και της προδοσίας της πόλεως. Όπως μας πληροφορούν οι
Πλούταρχος και Διόδωρος, η διαδικασία, κατά την οποία περί της τύχης των κατηγορουμένων θα
αποφαινόταν η συνέλευση του λαού, έλαβε χώρα στο θέατρο του Διονύσου, το οποίο ήταν
κατάμεστο, καθώς εκτός από τους πολίτες η είσοδος είχε επιτραπεί και στους ξένους, τους
δούλους, τις γυναίκες και τους ατίμους (στερούμενους πολιτικών δικαιωμάτων). Κατά την
απολογία του Φωκίωνος, το πλήθος θορυβούσε και τον αποδοκίμαζε τόσο έντονα ώστε η φωνή
του ακουγόταν με δυσκολία, με συνέπεια ο γηραιός πολιτικός να διαμαρτυρηθεί, απευθύνοντας
στους δικαστές το ερώτημα: «πότερον, ἀδίκως ἢ δικαίως ἀποκτεῖναι βούλεσθ' ἡμᾶς;» (τι από τα
δυο θέλετε, άδικα ή δίκαια να μας σκοτώσετε;) αποκριθέντων δε τινων «δικαίως», ανταπήντησε
«καὶ τοῦτο πῶς γνώσεσθε μὴ ἀκούσαντες;» (και αυτό πώς θα το ξέρετε, εφόσον δε θα έχετε
ακούσει την απολογία μας;).
142 Συναντώμενοι με διάφορες ονομασίες, όπως ἐπιστάτης (στα βασίλεια των Αντιγονιδών και

Ατταλιδών), ὑπὸ τοῦ βασιλέως τεταγμένος (στο βασίλειο των Σελευκιδών) και οἰκονόμος (στο
βασίλειο των Πτολεμαίων).
143 Η αρχαία ελληνική και ελληνιστική πόλη αρθρωνόταν γύρω από το θρησκευτικό (ἱερόν),

πολιτικό και εμπορικό (ἀγορά) της κέντρο, στο οποίο είχαν ανεγερθεί όλα τα σχετιζόμενα με τις
δημόσιες λειτουργίες (θρησκεία, διοίκηση, εμπόριο, δικαιοσύνη) κτίσματα και οικοδομήματα. Στο
σημείο αυτό, πέραν των λοιπών διοικητικών και λατρευτικών κτιρίων, ευρίσκοντο οι χώροι
συνεδριάσεως των δικαστηρίων και αναρτήσεως των νόμων της πόλεως, υπενθυμίζοντας τη
στενή σύνδεση θεϊκής και εγκόσμιας τάξεως με τη δικαιοσύνη.
144 Ο θεσμός των μετάπεμπτων δικαστών θεωρείται από τους σύγχρονους μελέτητες ως προϊόν

της κοινής νομικής παράδοσης και δικαιικής συνειδήσεως των ελληνικών πόλεων, την οποία
προώθησε και ενδυνάμωσε περαιτέρω μέσω της επελθούσης αλληλεπιδράσεως και εναρμόνισης
των εφαρμοζόμενων κανόνων, ιδίως στον τομέα του δικονομικού δικαίου. Για περισσότερες
λεπτομέρειες σχετικά με το θεσμό βλ. από την ελληνόγλωσση βιβλιογραφία τη μελέτη της Ελ.
Κόλλια, Ο θεσμός των ξένων δικαστών στις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, Δελτίο Κέντρου
Μικρασιατικών Σπουδών 1995, σελ. 45-83.
145 Το αρχαίο κείμενο της επιγραφής (IG XII,4) είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση

https://epigraphy.packhum.org/text/187448?hs=1480-1489%2C3304-3313 και η μετάφραση


αυτής στην ιστοσελίδα http://www.attalus.org/docs/sig2/s953.html.

43
πολιτών και της νήσου Καλύμνου, την οποία ανέλαβαν ως τρίτοι δικαστές
απεσταλμένοι από την πόλη Κνίδο της Μικράς Ασίας (300-286 π.Χ.). Από
την αναλυτική περιγραφή προκύπτουν α) η υποχρέωση προσκομιδής,
προδικαστικώς, της αγωγής (ἔγκλημα) των πολιτών της Κω και της
απάντησης (ἀντιγραφᾶς) των ορισθέντων από την Κάλυμνο δημοσίων
συνηγόρων (προδίκοις), με κύρωση για τους πρώτους τη μη εισαγωγή της
υπόθεσης προς εκδίκαση και για τη δεύτερη την αποδοχή της αγωγής, β) η
δόση όρκου εκ μέρους των δικαστών ότι θα δικάσουν την υπόθεση βάσει
των εκατέρωθεν ισχυρισμών και με δίκαιη κρίση (γν̣ ώμαν δικαιοτάτα),
χωρίς να δώσουν βάση σε μαρτυρικές καταθέσεις που φαίνονται ψευδείς,
γ) η προκατάθεση ενώπιον της επιβλέπουσας αρχής (στραταγοὶ) των
ψηφισμάτων και των γενομένων προς τον αντίδικο προσκλήσεων (για την
επίλυση της διαφοράς ή για την εξέταση μαρτύρων), ειλημμένων από το
δημόσιο αρχείο, καθώς και η ενώπιον του δικαστηρίου κατάθεση των
αποδεικτικών εγγράφων (γράμματα) των διαδίκων και η εν συνεχεία
χορήγηση αντιγράφων στην άλλη πλευρά, δ) η εκφώνηση των εκατέρωθεν
αγορεύσεων και δευτερολογιών, με καθορισμένη διάρκεια μετρώμενη με τη
βοήθεια κλεψύδρας, διπλάσια περίπου για τις κύριες έναντι των
συμπληρωματικών αγορεύσεων, ε) η δυνατότητα υποστηρίξεως των
πλευρών από μέχρι 4 συνηγόρους, ενεργούντες και υπό την ιδιότητα των
μαρτύρων, στ) η χρήση γραμματέως από κάθε πλευρά για τη μεγαλόφωνη
ανάγνωση όλων των σχετικών με τη δίκη εγγράφων (νόμων, ψηφισμάτων,
προκλήσεων, αποδεικτικών εγγράφων) ενώπιον του δικαστηρίου, ζ) η
δυνατότητα των μαρτύρων είτε να καταθέσουν αυτοπροσώπως ενώπιον
του δικαστηρίου είτε, επί αδυναμίας τους να παραστούν κατά την
ορισθείσα δικάσιμο, να καταθέσουν ενώπιον των αρμοδίων αρχών της
κάθε πόλεως (προστατᾶν)146, οπότε στο δικαστήριο θα προσκομισθούν οι
συντασσόμενες ένορκες βεβαιώσεις, με τους αντιδίκους να παρίστανται
εφόσον το επιθυμούν στην εξέταση 147 και σε κάθε περίπτωση να
λαμβάνουν αντίγραφο 148 , και η) η δυνατότητα των διαδίκων να
απευθύνουν ερωτήσεις στους μάρτυρες για θέματα σχετικά με την
υπόθεση αλλά και, αντιστρόφως, η υποχρέωση τους να απαντήσουν στις
τιθέμενες προς αυτούς από τους μάρτυρες ερωτήσεις 149 . Η επιγραφή
κλείνει με την παράθεση της επιχειρηματολογίας των δυο πλευρών και τη
δικαστική ετυμηγορία που ήταν τελικά απαλλακτική για την εναγόμενη, με

146 Σύμφωνα με τους στίχους 56-67 της επιγραφής, οι δικαστικές αρχές κάθε πόλης που έχουν την
επιμέλεια για τη διεξαγωγή των αποδείξεων (προστάται) έχουν εν συνεχεία την υποχρέωση να
κοινοποιήσουν στην αντίστοιχη αρχή της άλλης πόλης αντίγραφα των αποδείξεων που
παρουσιάστηκαν ενώπιον τους.
147 Εντυπωσιακή εν προκειμένω η ομοιότητα με τη σημερινή ρύθμιση του άρθρου 422 του ΚΠολΔ.
148 Σύμφωνα με τους στίχους 53-56 της επιγραφής:

«τοὶ δὲ προστάται τὰς μαρτ̣ υ̣ρ̣[ία]ς τὰς ἐγμαρτυρηθείσα-


ς ἐπ’ αὐτῶν ἐπισαμαινέσθω τᾶι δαμοσί[αι σφρα]γίδι, παρασαμαινέσθω δὲ
καὶ τῶν ἀντιδίκων ὁ χρείζων, ἀντίγραφα [δ]ε̣ διδόντω τοὶ προστάται τ-
αυτᾶν τᾶν μαρτυριᾶν παραχρῆμα τοῖς ἀντιδίκοις».
149 Σημειωτέον ότι η εξέταση των μαρτύρων λαμβάνει χώρα μετά την εκφώνηση των κυρίων

αγορεύσεων των διαδίκων (μετὰ τοὺς πράτους [λόγους τᾶς δίκας]).

44
78 δικαστές να ψηφίζουν υπέρ της αποδοχής της αγωγής και 126 κατά.
Παρότι εν προκειμένω δεν πρόκειται
για συνηθισμένη αλλά για αυξημένης
σπουδαιότητας υπόθεση, αν κρίνουμε
από το υψηλό διακύβευμα (30
τάλαντα) 150 και το μέγεθος του
δικαστηρίου (204 δικαστές),
μπορούμε γενικώς να
παρατηρήσουμε ότι η διαδικασία
διεξάγεται με βάση το προφορικό
σύστημα διεξαγωγής και με σεβασμό
στην αρχή της εκατέρωθεν
ακροάσεως, με το έγγραφο να επέχει
πάντως κεντρική σημασία στο στάδιο
της προδικασίας, με την υποβολή
έγγραφων υπομνημάτων και τη
συγκέντρωση των γραπτών
Ο διάσημος αιγινιακός στατήρ, με την παράσταση
θαλάσσιας χελώνας ως σύμβολο της θαλασσοκρατίας
αποδεικτικών στοιχείων 151, αλλά και

της πόλεως (480 π.Χ.) κατά το πέρας αυτής, με τη σταδιακή


καταγραφή και φύλαξη στο δημόσιο
αρχείο των εκδιδόμενων δικαστικών αποφάσεων152, οι οποίες παραθέτουν

150 Σημειούται ότι το τάλαντον ήταν αρχικά μονάδα μέτρησης του βάρους (ισοδύναμη με 26
σημερινά κιλά περίπου), μετατραπείσα εν συνεχεία σε νομισματική μονάδα αναφοράς, χωρίς
όμως ποτέ να χρησιμοποιηθεί ως νόμισμα στις συναλλαγές, λόγω του υπέρογκου βάρους και αξίας
του, παρά μόνον ως θεωρητικό μέγεθος, υποδιαιρούμενο περαιτέρω σε 60 μνες, οι οποίες με τη
σειρά τους αντιστοιχούσαν σε 100 δραχμές (1 δραχμή = 6 οβολοί = 48 χαλκοί). Τα τελευταία αυτά
νομίσματα, μαζί με το στατήρα (αξίας περίπου δυο δραχμών) και τα δικά του πολλαπλάσια και
υποδιαιρέσεις, αποτελούσαν τα κύρια μέσα συναλλαγής στον ελληνικό χώρο, με την αξία τους
ασφαλώς να κυμαίνεται ανάλογα με το είδος και την ποιότητα του χρησιμοποιούμενου για την
κατασκευή τους μετάλλου (σίδηρος, χαλκός, ασήμι, ήλεκτρον, χρυσός). Βλ. λεπτομέρειες για την
ιστορία των αρχαίων νομισμάτων στην ανηρτημένη στο διαδίκτυο παρουσίαση της Αργολικής
Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού, Το νόμισμα στον αρχαίο ελληνικό κόσμο,
https://argolikivivliothiki.gr/2011/ 05/16/το-νόμισμα-στον-αρχαίο-ελληνικό-κόσμο/.
151 Πέραν της ανωτέρω πηγής, βλ. και M. Gagarin (μτφρ. Χ.Ε. Μαραβέλιας): Γραφή και δίκαιο στην

αρχαία Ελλάδα, κεφ. 10, σελ. 266-269, όπου μνημονεύεται η σύναψη μιας συνθήκης ανάμεσα στη
Στύμφαλο και τη Δημητριάδα (περί το έτος 300 π.Χ.), η οποία επιβάλλει στους διαδίκους να
προσκομίσουν προδικαστικώς, επί ποινή απαραδέκτου, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που
προτίθενται να αξιοποιήσουν στη δίκη.
Το σχετικό χωρίο της συνθήκης [IPArk 17 Arkadia (IG V,2), στ. 43-46] έχει ως εξής:
«[φέρ]οντες ἐπι̣ τὸ δικαστήριο̣ [ν τάς τε μαρτυρίας πάσας γεγραμ]μένας καὶ τα̣ [ς συνγ][ρα]φ̣ὰς
γεγρ<α>μμε̣ ν̣ας καὶ π̣ [αρ]τιθέντω ε̣ ν̣ τ̣ [οῖς ἐχίνοις(?), ἕως κα κρίνηι τὸ δικ]α̣ σ̣ τη̣ ριον σύνκλ̣ η̣τ̣ ο̣[ν· ε][ἰ]
δέ τινες τῶ[ν τὰ]ς̣ δίκας̣ ἐχ̣όντω̣ν μ̣η̣ [φέ]ρ̣ω̣[ντι πὸτ τοὺς συνλύτας γράψ]α̣ ντες τὰς μ̣[αρτ]υ̣ ρ̣[ία]».
[ς], μη̣ χρήσθω̣[ν ἐ]ν̣ το͂ ι δ̣ ικαστηρίοι̣ [ἄλλαις μαρτυρίαις ἢ ταῖς πὸτ τοὺς συ]ν̣ λ̣ ύτας
α̣ νδ̣ ειχ̣[θείσαις]·
152 Γενικώς η σημασία των εγγράφων στην καθημερινότητα των πολιτών και στις νομικές

διαδικασίες φαίνεται ότι αυξανόταν σταθερά με το πέρασμα του χρόνου, ενόψει της προϊούσης
γραφειοκρατικής οργάνωσης των ελληνιστικών βασιλείων και της διεύρυνσης των συναλλαγών
μεταξύ Ελλήνων και ντόπιων κατοίκων. Βλ. και Σπ. Τρωιανό - Ι. Βελισσαροπούλου-Καράκωστα,
Ιστορία δικαίου, σελ. 58, κατά τους οποίους το έγγραφο έχει ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ. αυξημένη
αποδεικτική δύναμη, γεγονός που οδηγεί τους συμβαλλομένους στην τήρηση του έγγραφου
τύπου ακόμη και για τις πιο ασήμαντες συναλλαγές.

45
τα ονόματα των δικαστών και των διαδίκων, το αντικείμενο της διαφοράς,
έκθεση των γεγονότων, την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία και ορισμένες
φορές αιτιολόγηση της δικαστικής κρίσεως153.
Περισσότερες πληροφορίες για την απονομή της δικαιοσύνης κατά τη
συγκεκριμένη περίοδο διαθέτουμε για το βασίλειο των Πτολεμαίων στην
Αίγυπτο (305-30 π.Χ.), όπου ως αστικά δικαστήρια λειτούργησαν
παράλληλα α) οι λαοκρίται, παραδοσιακά δικαστήρια αναγόμενα στην
περίοδο των Φαραώ και απαρτιζόμενα από Αιγύπτιους δικαστές
(εποπτευόμενους
από τον τοπικό
στρατηγό 154 ), με
δικαιοδοσία επί των
ιθαγενών κατοίκων,
τις οποίες επέλυαν
κατ’ εφαρμογή των
τοπικών κανόνων
δικαίου, β) οι
χρηματισταί,
δικαστήριο
απαρτιζόμενο από
Έλληνες δικαστές
και περιοδεύον ανά
την επικράτεια, το
Ο εμπρησμός της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, όπως τον φαντάστηκε ο
Βρετανός ζωγράφος Ambrose Dudley (1915)
οποίο εκδίκαζε
διαφορές αστικού
και φορολογικού χαρακτήρα με αρμοδιότητα κυρίως επί των ελληνικής
καταγωγής υπηκόων, και γ) το κοινοδίκιον, που ιδρύθηκε στις αρχές του
3ου αιώνα π.Χ. για την εκδίκαση ιδιωτικών διαφορών μεταξύ Ελλήνων και
Αιγυπτίων 155 . Οι διεξαγόμενες ενώπιον των ανωτέρω δικαστηρίων δίκες
φαίνεται ότι βασιζόταν στον έγγραφο τύπο σε μεγαλύτερο βαθμό εν σχέσει
με τις ελληνόφωνες περιοχές, ακολουθώντας στο σημείο αυτό τη
μακρόχρονη αιγυπτιακή παράδοση και πρακτική, η οποία, όπως
προαναφέραμε, στηριζόταν στην γραπτή υποβολή των αιτήσεων και
ισχυρισμών των διαδίκων αλλά και στην προσκομιδή κυρίως έγγραφων

153 Βλ. και τη δημοσιευμένη στο academia.edu


(https://www.academia.edu/15063953/Courts_justice_
and_culture_in_Ptolemaic_law_or_The_Rise_of_the_Egyptian_jurists) μελέτη του J.G. Manning,
Courts, justice and culture in Ptolemaic law: or The Rise of the Egyptian jurists, στην οποία ποιούμε
αναλυτική αναφορά παρακάτω.
154 Πέραν της εισαγωγής των υποθέσεων στα κατά τόπους δικαστήρια και της εποπτείας της

δίκης και της εκτέλεσης της απόφασης, ο στρατηγός είχε περιορισμένη ποινική και πειθαρχική
διαδικασία, ενώ ενεργούσε και ως διαιτητής σε ιδιωτικές διαφορές.
155 Βλ. το συλλογικό έργο (Ελ. Παπαγιάννη, Ηλ. Αρναούτογλου, Αθ. Δημοπούλου, Δ. Καράμπελας,

Αλ. Λιαρμακόπουλος, Ι. Χατζάκης, Α. Χέλμης) Ιστορία Δικαίου, σελ. 48-49, όπου μνημονεύεται
επίσης η ύπαρξη μιας σχετικής αυτονομίας στις ελληνικές πόλεις (Αλεξάνδρεια, Ναύκρατις και
Πτολεμαΐδα), στις οποίες υπήρχαν δικαστήρια δεκαμελούς συνθέσεως.

46
μέσων απόδειξης 156 και την οποία σε γενικές γραμμές σεβάστηκε η
πτολεμαϊκή δυναστεία, για λόγους εύρυθμης λειτουργίας του
δικαιοδοτικού μηχανισμού.
Μια άποψη της ακολουθούμενης διαδικασίας μας προσφέρει η σωζόμενη
καταγραφή μιας δίκης διεξαχθείσης το έτος 170 π.Χ. στην Λυκόπολη
(Asyut) της Αιγύπτου, με αντικείμενο μια ενδοοικογενειακή κληρονομική
διαφορά157, την επίλυση της οποίας, μετά την ανεπιτυχή προσπάθεια των
διοικητικών αξιωματούχων να διευθετήσουν εξωδικαστικώς το θέμα,
ανέλαβε το τοπικό δικαστήριο των λαοκριτῶν. Η συνεδρίαση του
δικαστηρίου έλαβε χώρα σε κεντρικό σημείο μπροστά από τον ναό της
πόλεως, παρουσία του εἰσαγωγέως ως αντιπροσώπου της πολιτικής
εξουσίας, και εκκίνησε με τις αγορεύσεις και τις δευτερολογίες των δυο
πλευρών, μετά τις οποίες το λόγο πήρε ο παριστάμενος γραμματέας,
αναγιγνώσκοντας το εισαγωγικό δικόγραφο και τα υποβληθέντα
εκατέρωθεν υπομνήματα, αλλά και τις εφαρμοστέες νομοθετικές διατάξεις,
σημείο στο οποίο όπως φαίνεται επέμειναν οι δικαστές, παραθέτοντας ένα
πληρέστερο κείμενο του νόμου. Εν προκειμένω την πλάστιγγα φαίνεται
πως έγειραν οι προσκομισθείσες από τον εναγόμενο ένορκες βεβαιώσεις
και επίσημα έγγραφα, τα οποία κατέδειξαν πως οι δυο πλευρές είχαν
συμφωνήσει τον διαμοιρασμό της κληρονομιαίας περιουσίας, γεγονός που
απετέλεσε και τη βάση της εκδοθείσης αποφάσεως 158 , ενώ γενικώς
εντύπωση προκαλεί η αναλυτική καταγραφή και τήρηση αρχείου σχετικά
με τις εκδικαζόμενες υποθέσεις, ένδειξη και αυτή για την προϊούσα
εισχώρηση της γραφής στη λειτουργία της δικαιοσύνης και φυσικά της
γραφειοκρατικής οργάνωσης του βασιλείου των Πτολεμαίων.
Ο ρόλος του εγγράφου φαίνεται πάντως πως πηγαίνει στην πτολεμαϊκή
Αίγυπτο ένα βήμα παραπέρα από την παραδεδομένη μέχρι τώρα πρακτική,
εφόσον οι σωζόμενες πηγές της περιόδου καταγράφουν, πέραν της
υποχρεωτικά γραπτής υποβολής του εισαγωγικού δικογράφου (ἔγκλημα),
περιπτώσεις όπου αρκεί για την παραδεκτή παράσταση ενώπιον του
δικαστηρίου η κατάθεση γραπτού υπομνήματος, μέσω του οποίου ο

156 Βλ. σχετικώς και τη μελέτη του S. Allam, Egyptian law courts in Pharaonic and Hellenistic times,
The Journal of Egyptian Archaeology 1991, σελ. 109-127, όπου, μεταξύ άλλων, επισημαίνεται ο
ρόλος των κατά τόπους γραμματέων στη λειτουργία της δικαιοσύνης, ως οργάνων αρμόδιων για
την παραλαβή των αιτήσεων και καταγγελιών, τη σύνταξη ερωτηματολογίων προς τους
διαδίκους, τη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων και όρκων και γενικώς την καταγραφή στο αρχείο κάθε
στοιχείου σχετικού με τις επίδικες υποθέσεις, τις οποίες ακολούθως οι ίδιοι εισήγαγαν ενώπιον
των δικαστηρίων.
157 Για το κείμενο του παπύρου βλ. στην ηλεκτρονική διεύθυνση
https://www.trismegistos.org/arch/ detail.php?tm=237#archdetail-table, με περαιτέρω
παραπομπές στην ιστοσελίδα του Βρετανικού Μουσείου, όπου φυλάσσεται το εύρημα.
158 Βλ. για την παράθεση του ιστορικού της διαμάχης και την αναλυτική περιγραφή της δίκης τη

δημοσιευμένη στο academia.edu (https://www.academia.edu/15063953/Courts_justice_and_


culture_in_Ptolemaic_law_or_The_Rise_of_the_Egyptian_jurists) μελέτη του J.G. Manning, Courts,
justice and culture in Ptolemaic law: or The Rise of the Egyptian jurists, όπου πέραν των ανωτέρω
επισημαίνεται και η παρουσία συνηγόρου στο πλευρό της εναγούσης, ένδειξη της ανάδυσης του
δικηγορικού επαγγέλματος, την οποία ευνόησε το δίγλωσσο πολιτισμικό περιβάλλον, ο όγκος της
γραπτής νομοθεσίας και η ιεραρχική δομή του δικαστικού συστήματος.

47
διάδικος διατυπώνει την επιχειρηματολογία του και αποφεύγει τις
δυσμενείς συνέπειες της ερημοδικίας 159 . Τη βάση αποτελεί πλέον,
επομένως, το κατατιθέμενο υπόμνημα, υποστηριστικώς του οποίου οι
διάδικοι μπορούν να εκθέσουν και προφορικώς στο δικαστήριο την
επιχειρηματολογία τους 160 , κάτι που σημαίνει, σε συνδυασμό με την
έγγραφη προδικασία, τη δημοσιοποίηση του αντικειμένου της διαφοράς 161,
την τήρηση πρακτικών και την έκδοση γραπτής απόφασης, ότι
βρισκόμαστε πια περισσότερο στην πλευρά του έγγραφου παρά του
προφορικού συστήματος διεξαγωγής της συζήτησης.

Δ. Η ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή


Η ρωμαϊκή δικονομία και πρακτική, ως συνέχεια και μετεξέλιξη της
ελληνικής παράδοσης, εσεβάσθη τις αρχές της δημοσιότητας και της
προφορικότητας της δίκης σε όλα τα στάδια της ιστορικής της εξέλιξης 162,
από τη διαδικασία των legis actiones και της formulae, κατά την εποχή της
δημοκρατίας (509 - 27 π.Χ.), έως τη διαδικασία extra ordinem της
αυτοκρατορικής εποχής (27 π.Χ. - 476 μ.Χ.). Κατά την πρώιμη περίοδο της
δημοκρατίας (res publica), συναντάμε τη διαδικασία των legis actiones163, η
οποία είναι προσανατολισμένη στη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς
και χαρακτηρίζεται από την παροχή πρωτοβουλίας στους διαδίκους. Η
κλήση του εναγομένου για τη συζήτηση της υποθέσεως ενεργείται

159 Βλ. μεταξύ άλλων το σωζόμενο πρακτικό από μια δίκη διεξαχθείσα το έτος 225 π.Χ. στην
Κροκοδειλόπολη της Αιγύπτου [p.gur.2dupl = HGV P.Gurob 2 = Trismegistos 5865 (διαθέσιμο στην
ηλεκτρονική διεύθυνση http://papyri.info/ddbdp/p.gur;;2dupl)], εξ ου διαφαίνεται ότι ο ενάγων
(που διεκδικεί αποζημίωση για εξύβριση και προσβολή την οποία υπέστη) είχε τη δυνατότητα,
προς υποστήριξη του αιτήματος του, τόσο να παρασταθεί αυτοπροσώπως όσο και να εκθέσει
γραπτώς τις απόψεις του, κάτι το οποίο δεν έπραξε με αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής του.
Βλ. στίχο 49 του παπύρου:
«τούτου δὲ τοῦ ἐγκλήματος ὄντος [καὶ Δωσιθέου]
[μ]ὲν ⟦ αὐτ[οῦ]⟧ [ οὐ παρό]ντος καὶ οὔτε τὸ[ν] γραπτόν λόγον θ[εμένου».
160 Βλ. και M. Gagarin (μτφρ. Χ.Ε. Μαραβέλιας): Γραφή και δίκαιο στην αρχαία Ελλάδα, κεφ. 10,

σελ. 277-278.
161 Βλ. και τον δημοσιευόμενο στο έργο των B. Grenfell και A. Hunt, The Hibeh Papyri, part Ι

(διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://bibletranslation.ws/down/Grenfell-Hunt-Hibeh-


Papyri.pdf), σελ. 165 κ.ε., πάπυρο (p. hibeh 30), o οποίος διασώζει το κείμενο του εισαγωγικού
δικογράφου μιας αγωγής απόδοσης δανείου, στην οποία αναφέρονται α) το αντικείμενο της
διαφοράς, β) η άκαρπη προσπάθεια εξωδικαστικής επίλυσης, γ) τα ονόματα των παρασταθέντων
κατά την κλήτευση του αντιδίκου μαρτύρων (κλήτορες) και ε) η προβλεπόμενη δημόσια
κοινοποίηση των λεπτομερειών της επικείμενης δίκης (ἡ δίκη σοι ἀναγραφήσεται ἐν τῶι ἐν
Ἡρακλέους δικαστηρίωι), πρακτική γνωστή από την αττική δικονομία, όπως σημειώνει ο
σχολιαστής.
162 Βλ. Ernest Metzger, Roman Judges, Case Law, and Principles of Procedure, http://iuscivile.com/

legacy/reprints/PP-metzger-1.pdf, σελ. 23, όπου και περαιτέρω παραπομπή σε Kaser/Hackl,


Zivilprozessrecht, 10 (λόγω άγνοιας της γερμανικής γλώσσας αναγκαστικά περιορίζομαι στην
αγγλόφωνη βιβλιογραφία, παραπέμποντας εμμέσως όπου χρειάζεται στους Γερμανούς
συγγραφείς).
163 Για τις legis actiones βλ. αναλυτικά Γ. Πετρόπουλο, Ιστορία και εισηγήσεις του ρωμαϊκού

δικαίου, τόμος δεύτερος, σελ. 1540 επ. Οι αναφερόμενες στο διαγνωστικό στάδιο της δίκης είναι
η legis actio sacramento (in rem ή in personam), η legis actio per iudicis arbitrive postulationem και
η legis actio per conditionem, ενώ υπάρχουν και οι σχετικές με την εκτελεστική διαδικασία legis
actio per pignoris capionem και legis actio per manus iniectionem.

48
προφορικώς και άνευ κοινοποιήσεων ή ενημέρωσης των δικαστικών
αρχών, ενώ, ανεξάρτητα από το αντικείμενο της αντιδικίας, παρεμβάλλεται
ένα ενδιάμεσο στάδιο (φάση in iure), διενεργούμενο ενώπιον του
πραίτορος (praetor) 164 , ο οποίος, κατόπιν ακροάσεως αμφοτέρων των
μερών, παρισταμένων μετά των
συνηγόρων τους, προβαίνει σε μια
συνοπτική εξέταση των
πραγματικών περιστατικών,
εξετάζοντας εάν πρέπει να
χορηγηθεί στον αιτούντα το
προβλεπόμενο ένδικο βοήθημα
(actio), και, σε καταφατική
περίπτωση, εισάγει την υπόθεση
προς εκδίκαση. Κατά την ύστερη
φάση της δημοκρατικής περιόδου, η
διαδικασία ενώπιον του πραίτορος
λαμβάνει πιο τυπικό χαρακτήρα και
περιλαμβάνει τη σύνταξη της
formulae 165 , έγγραφης δικαστικής
εντολής, δυνάμει της οποίας, με βάση
τις εκατέρωθεν δηλώσεις των φιλοξενούμενοςΣκηνή δίκης σε ρωμαϊκό δικαστήριο. Πίνακας
στη δημόσια βιβλιοθήκη της Νέας
μερών 166 , προσδιορίζεται Υόρκης
ακριβέστερα το προς εξέταση
ζήτημα και τα αποδεικτέα περιστατικά και παρέχεται στον δικαστή 167
(iudex ή arbiter 168 ), επιλεγόμενο από κατάλογο κατόπιν συμφωνίας των

164 Οι πραίτορες ήταν ανώτεροι δημόσιοι αξιωματούχοι με αυξημένη εξουσία (potestas και
imperium), εκλεγόμενοι κατά την περίοδο της δημοκρατίας από τη λαϊκή συνέλευση και κατά την
αυτοκρατορική εποχή από τη σύγκλητο.
165 Η διαδικασία αυτή, που σταδιακά υποκαθιστά τις legis actiones, στηρίζεται στο πραιτορικό

δίκαιο (ius edicendi), δια του οποίου διευρύνεται το πεδίο απονομής της δικαιοσύνης, με τον
καθορισμό νέων κατηγοριών υποθέσεων για τις οποίες είναι ανοικτή η δικαστική οδός.
166 Η formula περιέχει α) το αντικείμενο της διαφοράς (demonstratio), β) το αίτημα του ενάγοντος

(intentio), γ) την παρεχόμενη προς το δικαστή εξουσιοδότηση (adiudicatio) και δ) την παροχή
στον τελευταίο δυνατότητας απαγγελίας της καταδίκης ή της απαλλαγής του εναγομένου
(condemnatio), συντάσσεται στη βάση της διεξαχθείσης συζητήσεως και των εξ αυτής εξαχθέντων
πορισμάτων και παραδίδεται στον ενάγοντα, ο οποίος εν συνεχεία επιδίδει αυτήν στον αντίδικο.
Η με τον τρόπο αυτόν επερχόμενη συμφωνία περί υπαγωγής της υπόθεσης σε δικαστική κρίση
καλείται litis contestatio, δηλαδή κάταρξη της δίκης. Βλ. αναλυτικά Γ. Πετρόπουλο, Ιστορία και
εισηγήσεις του ρωμαϊκού δικαίου, τόμος δεύτερος, σελ. 1565 επ. και Γ. Νάκο, Ιστορία ελληνικού
και ρωμαϊκού δικαίου, μέρος τρίτο, κεφ. 10, σελ. 242 επ.
167 Για να ορισθεί κάποιο πρόσωπο ως δικαστής, έπρεπε να διαθέτει ένα ορισμένο ύψος

περιουσίας και κάποια εχέγγυα ήθους, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη νομική κατάρτιση, αν και
πολλά μέλη των ανώτερων τάξεων χάρη στην παιδεία τους ήταν εξοικειωμένοι με τα νομικά.
168 Ο τελευταίος φαίνεται ότι διέθετε μεγαλύτερη διακριτική ευχέρεια στον χειρισμό των

αγόμενων ενώπιον του υποθέσεων και στο περιεχόμενο της αποφάσεως, ως προς την οποία δε
δεσμευόταν από την formula, με συνέπεια να μπορεί ελεύθερα να ορίσει το επιδικαζόμενο ποσό.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες formulae διόριζαν για την εκδίκαση της υπόθεσης μια μικρή
ομάδα δικαστών (συνήθως 3 ή 5), με την ονομασία recuperatores, ενώ ένας μικρός αριθμός
αστικών υποθέσεων (κυρίως κληρονομικών και σχετικών με την προσωπική κατάσταση)

49
μερών, εξουσιοδότηση για την κρίση των τιθέμενων ουσιαστικών
ζητημάτων.
Μελετώντας τη δομή της διαδικασίας, διαπιστώνουμε ότι βασίζεται στην
προφορική επιχειρηματολογία των μερών ακόμη και κατά το
προδικαστικό στάδιο, όπου η παρουσία του πραίτορος, ανώτατου
κρατικού αξιωματούχου και όχι απλού δικαστικού λειτουργού, υποχρεώνει
τα μέρη να εκθέσουν με σαφήνεια και πληρότητα τα επιχειρήματα τους,
προσδιορίζοντας με τις δηλώσεις τους σαφώς το πλαίσιο της αντιδικίας,
ενώ κατά την κύρια ενώπιον του δικαστηρίου συζήτηση (apud iudicem
φάση), εκτός από την παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών,
λαμβάνει χώρα και η εξέταση των μαρτύρων 169, μαζί με την παρουσίαση
των αποδεικτικών εγγράφων αλλά και καταθέσεων ειλημμένων εκτός του
ακροατηρίου από πρόσωπα που αδυνατούσαν να παραστούν στη δίκη.
Ενώ οι μαρτυρικές καταθέσεις θεωρούνται, πάντως, αναπόσπαστο
στοιχείο της δίκης, παρατηρούνται περιορισμοί στον αριθμό των
μαρτύρων που μπορούσε να προσκομίσει ο κάθε διάδικος, αλλά και
αξιολόγηση της μαρτυρίας ανάλογα με την κοινωνική θέση, το κύρος, την
αξιοπρέπεια και το ήθος του μάρτυρα, με αποτέλεσμα ο δικαστής να
δύναται να αγνοήσει καταθέσεις προσώπων καταδικασμένων για
συκοφαντία ή διαφθορά 170 . Η δίκη διεξάγεται δημοσίως 171 στην αγορά
(forum) 172 , δηλαδή στο πιο κεντρικό σημείο της πόλεως και σημείο
συνάντησης 173 , συνήθως σε υπαίθριο χώρο 174 ή στις παραπλήσιες
«Βασιλικές» (δημόσια κτίρια που διαθέτουν αίθουσες συνεδριάσεων), αλλά

εκδικαζόταν ενώπιον του δικαστηρίου των centumviri (συνεδριάζον με 105 μέλη), το οποίο
φαίνεται ότι αποτελούσε κατάλοιπο προγενέστερων εποχών.
169 Οι μάρτυρες θεωρούνται την εποχή αυτή το κύριο μέσο σχηματισμού της δικανικής

πεποιθήσεως, ενώ προς ενδυνάμωση της θέσεως του διαδίκου συνηθίζεται η κατάθεση πολλών
μαρτύρων περί του αποδεικτέου περιστατικού.
170 Βλ. τη μελέτη του Arthur Emmett, Towards the Civil Law?: The Loss of ‘Orality’ in Civil Litigation

in Australia, UNSW Law Journal Volume 26(2), διαθέσιμη και διαδικτυακώς στη διεύθυνση
http://www.unswlawjournal.unsw.edu.au/sites/default/files/36_arthur_emmett_2003.pdf, σελ.
9, ο οποίος επίσης αναφέρει ότι καταθέσεις δούλων ή μονομάχων μπορούσαν να ληφθούν υπ’
όψιν μόνον ύστερα από βασανισμό των ανωτέρω προσώπων, ώστε να διαφυλάσσεται η
αξιοπιστία των λεγομένων.
171 Η αρχή της δημοσιότητας της δίκης στο χώρο της ποινικής δικαιοσύνης την ίδια περίοδο

πραγματώνεται με τη δικαιοδοτική αρμοδιότητα των λαϊκών δικαστηρίων (judicia populi), τα


οποία εν συνεχεία αντικατεστάθησαν από τα μόνιμα ποινικά δικαστήρια ενόρκων (quaestiones
perpetuae).
172 Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κικέρωνα (In Verrem, II, V, 143), τις περισσότερες μέρες η αγορά

ήταν πλήρης δικαστηρίων, τα οποία λειτουργούσαν ταυτοχρόνως.


173 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως και στην ελληνική πόλη-κράτος, η ρωμαϊκή αγορά (Forum

Romanum) αποτελεί την καρδιά της πόλεως και το μέρος όπου συναντώνται οι πολιτικές,
εμπορικές, εορταστικές και θρησκευτικές δραστηριότητες των πολιτών. Εδώ έχουν ανεγερθεί μια
σειρά από οικοδομήματα που στεγάζουν διάφορες λειτουργίες του δημόσιου βίου, όπως το
Εκκλησιαστήριο (Comitium), η Σύγκλητος (Curia Senatum), το Βήμα (Rostrum), οι ναοί των
παραδοσιακών θεοτήτων κτλ.
174 Πρέπει να σημειωθεί ότι το πρώτο διαρκές δικαστήριο στην αγορά (Αυρηλιανό δικαστήριο)

κατασκευάσθηκε το έτος 80 π.Χ.

50
ορισμένες φορές και σε ιδιωτικές κατοικίες175 που έχουν τις προδιαγραφές
να στεγάσουν τα πρόσωπα της δίκης και το ενδιαφερόμενο να παρασταθεί
πλήθος, κάτι που αναμφίβολα συνεπάγεται μεγαλύτερη ιδιωτικότητα αλλά
όχι μυστικότητα της διαδικασίας, ενώ η απόφαση εκδίδεται υποχρεωτικά
εντός της ίδιας ημέρας176, αμέσως μετά το πέρας της συζητήσεως, ώστε οι
δικαστές να έχουν νωπές εντυπώσεις από τις αγορεύσεις και τις
μαρτυρικές καταθέσεις177.
Μπορούμε να φανταστούμε την ενώπιον του ακροατηρίου διαδικασία
αρκετά εντυπωσιακή, με δεδομένο τον επιβλητικό περίγυρο της αγοράς,
την επισημότητα των αγορεύσεων και την πολυάριθμη ακολουθία των
διαδίκων (δικηγόροι, μάρτυρες, συγγενείς, φίλοι), ενώ στους παράγοντες
αυτούς θα πρέπει να προστεθεί και η πολυπληθής παρουσία των θεατών,
οι οποίοι συνέρρεαν από ενδιαφέρον για τις εκδικαζόμενες υποθέσεις και
τις συνακόλουθες αποκαλύψεις για τον ιδιωτικό βίο των διαδίκων 178 .
Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στους συμπαριστάμενους με τους διαδίκους
στο ακροατήριο συνηγόρους (patroni causae ή advocati), πρακτική
αναγόμενη στο πελατειακό σύστημα της Ρώμης και στο θεσμό της
πατρωνίας, στο πλαίσιο της οποίας οι πάτρωνες (patroni), πρόσωπα της
ανώτερης τάξεως, αναλάμβαναν την υπεράσπιση των πελατών τους
(clientes) ενώπιον της δικαιοσύνης, με την εκφώνηση ενός λόγου
υπεράσπισης ή κατηγορίας, και γενικώς την προστασία των υποθέσεων
τους, με αντάλλαγμα το σεβασμό και την υποστήριξη των τελευταίων.
Βαθμιαία, με την πρόοδο της νομικής επιστήμης και την αυξανόμενη
σημασία των εκδικαζόμενων διαφορών, η συνήθεια αυτή αποβάλλει τον
αρχικό τιμητικό της χαρακτήρα και μετεξελίσσεται σε επάγγελμα πλήρους
απασχόλησης για το οποίο καθιερώνονται αμοιβές (honoraria) και κανόνες
δεοντολογίας, ενώ, όπως και στην αρχαία Αθήνα, η δικαστική αντιδικία
αποτελεί το καλύτερο πεδίο άσκησης για τους υποψήφιους πολιτικούς, οι
οποίοι με βάση την ευφράδεια και την αναγνώριση που έχουν αποκτήσει
δε δυσκολεύονται να μεταπηδήσουν από τη δικαστική στην πολιτική
αρένα179.

175 Βλ. Ernest Metzger, Roman Judges, Case Law, and Principles of Procedure, http://iuscivile.com/
legacy/reprints/PP-metzger-1.pdf, σελ. 23, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε Kelly, Civil
Judicature, σελ. 110, και Frier, Roman Jurists, σελ. 204.
176 Και εδώ η ψήφος είναι μυστική, ενώ η απόφαση απαγγέλλεται δημοσίως (pronuntiatio) και

κατά κανόνα προφορικά, αν και υπάρχουν περιπτώσεις όπου καταγράφεται σε ειδική πινακίδα.
177 Σύμφωνα με τον Bethmann-Hollweg, Der römische Civilprozeß, σελ. 184, κατά παραπομπή από

την αμέσως προηγούμενη μελέτη, η άμεση απαγγελία της απόφασης διασφαλίζει την ορθότητα
της κρίσης του δικαστή, που ενεργεί έχοντας ζωντανές εντυπώσεις από την ενώπιον εκτύλιξη της
διαδικασίας.
178 Βλ. το συλλογικό έργο (Ελ. Παπαγιάννη, Ηλ. Αρναούτογλου, Αθ. Δημοπούλου, Δ. Καράμπελας,

Αλ. Λιαρμακόπουλος, Ι. Χατζάκης, Α. Χέλμης) Ιστορία Δικαίου, σελ. 101.


179 Ανάμεσα στους διακεκριμένους Ρωμαίους δικανικούς ρήτορες μπορούμε, ενδεικτικώς, να

συμπεριλάβουμε, επί δημοκρατίας, τους Μάρκο Αντώνιο (παππού του ομώνυμου στρατηγού και
πολιτικού), Λούκιο Λικίνιο Κράσσο, Κάτωνα το Νεότερο, Σέρβιο Σουλπίκιο Ρούφο, Ορτήνσιο και
φυσικά την πολυδιάστατη φυσιογνωμία του Κικέρωνα (δικηγόρο, πολιτικό, συγγραφέα,
φιλόσοφο), τους οποίους διαδέχονται, κατά την αυτοκρατορική περίοδο, οι συνδυάζοντες
δικηγορία και θεωρητική συγγραφή Σενέκας, Κοϊντιλιανός, Τάκιτος και Πλίνιος ο Νεότερος.

51
Κατά την αυτοκρατορική εποχή, η
δικονομική διαδικασία (cognitio extra
ordinem) αρχίζει να προσομοιάζει
περισσότερο προς τα καθ’ ημάς
ισχύοντα 180 , ενόψει της γραφειοκρατικής
οργάνωσης του κράτους, η οποία
συνεπάγεται την ανάθεση δικαστικών
αρμοδιοτήτων σε ανώτερους διοικητικούς
αξιωματούχους 181 , καθ’ υποκατάσταση
των αιρετών λαϊκών δικαστών, και τη
συγχώνευση των δυο διαδικαστικών
σταδίων σε μία ενιαία ακρόαση ενώπιον
του δικάζοντος οργάνου. Κατά τη νέα
δικονομία, η διαδικασία παραμένει
προφορική, κυρίως όμως ως προς την
ακρόαση των διαδίκων και όχι τόσο για τις
μαρτυρικές καταθέσεις 182 , καθώς λόγω
Ο Αύγουστος της Prima Porta, μια από τις του φόρτου εργασίας των δικαστών183 το
διασημότερες απεικονίσεις του πρώτου βάρος δίνεται στην ταχεία εκδίκαση της
αυτοκράτορα της Ρώμης Οκταβιανού
(μουσείο Βατικανού) υπόθεσης, που δεν αφήνει μεγάλα
περιθώρια για συζήτηση στο
ακροατήριο . Υπό τα δεδομένα αυτά, το αποδεικτικό υλικό είναι κατά
184

βάση έγγραφο (νομοθετικά κείμενα, γνωμοδοτήσεις νομομαθών, ιδιωτικά


συμφωνητικά, εξώδικες μαρτυρίες) και συγκεντρώνεται πριν από τη δίκη,
με επιμέλεια των διαδίκων αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και με οίκοθεν

180 Σύμφωνα με την περιεκτική επεξήγηση των Β. Οικονομίδη - Μ. Λιβαδά, Πολιτική Δικονομία,
τόμος Α΄, §26, σελ. 146, επί της εποχής των αυτοκρατόρων αλλοιώθηκε ουσιωδώς η διαδικασία,
με τη συγχώνευση του δικαιοδοτείν (έργο του πραίτορος) και του δικάζειν (έργο του δικαστή).
181 Οι κατακτημένες περιοχές, ήδη από την περίοδο της δημοκρατίας, κατανέμονται σε ευρείες

διοικητικές περιφέρειες με το όνομα επαρχίες, επικεφαλής των οποίων τίθεται ανώτατος


αξιωματούχος υπό τον τίτλο του ανθύπατου (proconsul) ή αντιστράτηγου (propraetor), ο οποίος
είναι αρμόδιος και για την απονομή της δικαιοσύνης στην περιφέρεια του, αυτοπροσώπως (σε
σημαντικές υποθέσεις) ή δια των οριζομένων εκ μέρους του οργάνων. Ένας εκ των πλέον
γνωστών επάρχων [φέρων τον προσωρινό τίτλο του αυτοκρατορικού εφόρου (procurator), που
ίσχυε μέχρι την οριστική οργάνωση της περιφέρειας σε επαρχία] είναι ο Πόντιος Πιλάτος, ο οποίος
δίκασε τον Ιησού σύμφωνα με τη ρωμαϊκή ποινική δικονομία.
182 Βλ. πάντως τη μελέτη του Arthur Emmett, Towards the Civil Law?: The Loss of ‘Orality’ in Civil

Litigation in Australia, σελ. 8, ο οποίος μνημονεύει την πρακτική του αυτοκράτορα Αδριανού (117-
138 μ.Χ.) να αποδέχεται προφορικές μόνο μαρτυρίες και όχι γραπτές καταθέσεις.
183 Βλ. ενδεικτικώς τη διαθέσιμη διαδικτυακώς (στη διεύθυνση
http://iowp.univie.ac.at/sites/default /files/IOWP_palme_litigation02.pdf) μελέτη του Bernhard
Palme, Roman litigation - Reports of Court Proceedings, Imperium and Officium Working Papers
(IOWP), σελ. 2, με παραπομπή σε αρχαία πηγή όπου αναφέρεται ότι κατά τη δικαστική σύνοδο
του έτους 210 μ.Χ. ο έπαρχος της Αιγύπτου μέσα σε 3 μέρες είχε να αποφασίσει για 1804 αγωγές.
184 Έναν υπέρμαχο της προφορικότητας την εποχή αυτή βρίσκουμε στο πρόσωπο του

Κοϊντιλιανού, ο οποίος στο έργο του Institutio oratoria (Η εκπαίδευση του ρήτορα), V, 7,
υποστηρίζει την εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του ακροατηρίου, με το επιχείρημα της
αξιοπιστίας, διαπιστώνοντας, σχετικά με τις διδόμενες εκτός ακροατηρίου καταθέσεις, ότι ένας
μάρτυρας δυσκολεύεται λιγότερο να προδώσει την αλήθεια παρουσία ενός μικρού αριθμού
υπογραφόντων απ’ ό,τι ενώπιον του αντιδίκου και του δικαστή της υπόθεσης.

52
εντολή, προκειμένου να τεθεί στη διάθεση του δικαστή για την γρήγορη
έκδοση της απόφασης, ενώ οι προφορικές μαρτυρίες έχουν
συμπληρωματικό ρόλο και αξιολογούνται ανάλογα με την κοινωνική θέση
του μάρτυρα185. Η προτίμηση στον έγγραφο τύπο εξισορροπείται, πάντως
από την προφορική (δια των αγορεύσεων) έκθεση των επιχειρημάτων των
μερών, που τουλάχιστον στις πιο σημαντικές υποθέσεις εκπροσωπούνται
από συνήγορο, αλλά και από την ανάγνωση των προσκομιζομένων
αποδείξεων από το γραμματέα του δικαστηρίου, κάτι που συμβαίνει και με
την εκδιδόμενη απόφαση, η οποία απαγγέλλεται δημοσίως στο
ακροατήριο, με τους διαδίκους να παραλαμβάνουν αντίγραφο της με το
πέρας της διαδικασίας. Η δίκη την εποχή αυτή δεν έχει χάσει ακόμη το
δημόσιο χαρακτήρα της, που επιτρέπει την πρόσβαση του κοινού στο χώρο
των συνεδριάσεων του δικαστηρίου 186 , ενώ στοιχείο ενισχυτικό της
δημοσιότητας είναι και η τήρηση πρακτικών 187 , που εν συνεχεία
αποθηκεύονται στα δημόσια αρχεία και είναι γενικά διαθέσιμα στους
ενδιαφερομένους188
Το ανωτέρω δικονομικό πλαίσιο διατηρείται σε γενικές γραμμές και κατά
την πρώιμη περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας189, η οποία ως συνέχεια

185 Εισάγεται μάλιστα για πρώτη φορά κανόνας αντίστοιχος του άρθρου 393 ΚΠολΔ, σύμφωνα με
τον οποίο το περιεχόμενο εγγράφου δε δύναται να αμφισβητηθεί μόνο με βάση τις υπάρχουσες
μαρτυρικές καταθέσεις.
186 Αναφορικά με την ιουδαϊκή δικονομία της περιόδου, μας δίνει μια άποψη ο Ν. Πετρόπουλος, Η

δίκη του Χριστού, σελ. 172, αναφέροντας ότι «αι μεταξύ ενάγοντος και εναγομένου συζητήσεις
εγένοντο ενώπιον παντός του λαού. Ουδεμία γραπτή κατάθεσις προσήγετο εις τα δικαστήρια, αλλ’
ο κριτής έκαμεν όλην την διαδικασίαν δια ζώσης φωνής. Μόνον αι αποφάσεις φαίνεται ότι
εγράφοντο συνήθως».
Δημοσίως διεξήχθη άλλωστε, σύμφωνα με τις γραφές (βλ. Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, παρ.
26.57-68), η δίκη του Ιησού ενώπιον του θρησκευτικού συνεδρίου των Εβραίων (Σανχεντρίν) με
την αποδοκιμασία μάλιστα του (σε μεγάλο βαθμό υποκινούμενου από τη θρησκευτική ηγεσία)
πλήθους προς το πρόσωπο του να συντελεί αποφασιστικά στην καταδίκη του, ενώ και αργότερα,
κατά την εξέταση του Ιησού από τον Πόντιο Πιλάτο στο Πραιτώριο, βλέπουμε το συγκεντρωμένο
πλήθος να ζητάει επίμονα τη σταύρωση του, προτιμώντας μάλιστα την απελευθέρωση του
Βαραββά από την απόλυση του Ιησού (βλ. Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, παρ. 13.13-25 και Κατά
Μάρκον Ευαγγέλιον, παρ. 15.1-15).
187 Σύμφωνα με τον Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, άρθρο 256, http://www.kostasbeys.gr/

articles.php?s=4&mid=1096&mnu=1&id=19986, με περαιτέρω παραπομπή στους Rosenberg -


Schwab, § 8013, σελ. 378, η τήρηση έγγραφων πρακτικών κατέστη αναγκαία ενόψει της
εισαγωγής του θεσμού της εφέσεως την περίοδο που εξετάζουμε, ώστε το ανώτερο διοικητικό
όργανο που καλείτο να επανακρίνει την υπόθεση να έχει ενώπιον του τα διαμειφθέντα κατά την
πρωτοβάθμια διαδικασία.
188 Βλ. την ανωτέρω μνημονευόμενη μελέτη του Bernhard Palme, Roman litigation - Reports of

Court Proceedings, Imperium and Officium Working Papers (IOWP),


http://iowp.univie.ac.at/sites/default /files/IOWP_palme_litigation02.pdf), σελ. 3.
189 Το γεγονός που σηματοδοτεί τη μετάβαση από την ύστερη ρωμαϊκή εποχή στη βυζαντινή είναι

η ίδρυση το έτος 324 μ.Χ. της «Νέας Ρώμης» (αποκληθείσης Κωνσταντινούπολης από το όνομα
του ιδρυτή της) και η μεταφορά σε αυτήν της έδρας της αυτοκρατορίας το 330 μ.Χ. Βλ.
ενδεικτικώς το διαθέσιμο και διαδικτυακώς (στη διεύθυνση
http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBody Extended.aspx?lemmaId=10831) άρθρο της
Δέσποινας Λαμπαδά, «Κωνσταντινούπολη ως Νέα Ρώμη», που αποτελεί τμήμα της
Εγκυκλοπαίδειας Μείζονος Ελληνισμού του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, στο λήμμα
Κωνσταντινούπολη.

53
της ρωμαϊκής 190 κληρονομεί το μεγαλύτερο μέρος των πολιτειακών και
κρατικών της θεσμών, μεταξύ των οποίων και το σύστημα απονομής της
δικαιοσύνης. Γενικώς ως προς τη βυζαντινή δικαστηριακή οργάνωση 191, θα
πρέπει να επισημάνουμε α) τη διατήρηση του συστήματος στελέχωσης των
δικαστηρίων από κρατικούς αξιωματούχους, οι οποίοι απονέμουν
δικαιοσύνη στο όνομα του αυτοκράτορα, υποβοηθούμενοι στο έργο τους
από ένα επιτελείο νομομαθών, υπό την ονομασία των παρέδρων ή
συμπόνων (assessores), καθώς και β) το διαφορετικό οργανωτικό μοντέλο
μεταξύ των δικαστηρίων της πρωτευούσης και εκείνων των επαρχιών. Πιο
συγκεκριμένα, όσον αφορά τον κεντρικό δικαστικό μηχανισμό, στην
κορυφή της ιεραρχίας βρίσκεται ο ίδιος ο αυτοκράτορας, όχι μόνο ως
επιτηρητής των υφισταμένων και εγγυητής της δικαιοσύνης αλλά και ως
δικαιοδοτικό όργανο ενώπιον του οποίου μπορούν να προσφεύγουν άμεσα
οι πολίτες τόσο πρωτοδίκως, με το ένδικο βοήθημα της δεήσεως
(supplicatio) 192 όσο και σε δευτεροβάθμιο επίπεδο, με την υποβολή
εφέσεως (appelatio) κατά απόφασης άλλου δικαστηρίου. Από τις
διαθέσιμες πηγές συνάγεται ότι το αίτημα εκδίκασης κάποιας υπόθεσης
από τον αυτοκράτορα υποβάλλεται συνήθως εγγράφως, κατόπιν
επικοινωνίας με την αυτοκρατορική γραμματεία, αλλά ορισμένες φορές και
προσωπικώς, στο πλαίσιο ιδιωτικής συνάντησης, ενώ ο ίδιος, όταν δικάζει

190 Γεγονότα ενδεικτικά της εμπέδωσης ενός αισθήματος ιστορικής συνέχειας είναι η
μεταφύτευση στο νέο περιβάλλον θεσμών χαρακτηριστικών της ρωμαϊκής πολιτείας, όπως η
Σύγκλητος και ο έπαρχος της πόλεως, αλλά και η χάραξη του μνημειακού κέντρου της
Κωνσταντινούπολης κατ’ απομίμηση του αντίστοιχου της Ρώμης, με την κατασκευή σειράς
οικοδομημάτων όπως ο Ιππόδρομος, το κτίριο της Συγκλήτου, το Ιερόν ή Μέγαν Παλάτιον, οι
Βασιλικές, οι πλατείες, οι στοές, τα λουτρά και οι δεξαμενές. Για ειδικότερες πληροφορίες βλ. την
παραπομπή στην ανωτέρω υποσημείωση, καθώς και τη διδακτορική διατριβή του Δημητρίου
Χατζηλαζάρου, Η Βασίλειος Στοά και η σύνθεση του μνημειακού κέντρου της
Κωνσταντινούπολης: τοπογραφία, λειτουργίες, συμβολισμοί, ανηρτημένη στο διαδίκτυο στη
διεύθυνση http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/38058#page/390/mode/2up, ιδίως στις
σελίδες 169-204.
191 Η παρουσίαση που ακολουθεί φαντάζει ίσως λίγο πλεοναστική, τη θεώρησα όμως αναγκαία

ώστε υπεισερχόμενοι στις εξεταζόμενες δικονομικές πτυχές να έχουμε μια πλήρη εικόνα σχετικά
με το πλαίσιο λειτουργίας των δικαστηρίων και τις εν γένει συνθήκες απονομής της δικαιοσύνης.
192 Για λεπτομέρειες βλ. τη μονογραφία του Ιωάννη Παναγιωτίδη, Η δέηση ενώπιον του

αυτοκράτορα στο βυζαντινό-ρωμαϊκό δίκαιο (4ος-15ος αι.), στην ηλεκτρονική διεύθυνση.

54
προσωπικά193, επικουρείται στο έργο του από συμβούλιο με την ονομασία
ιερόν κονσιστώριον (sacrum consistorium) 194 , συγκροτούμενο από
υψηλόβαθμους
αξιωματούχους και
μεταβλητής συνθέσεως,
ανάλογα με τη φύση της
εκδικαζόμενης
διαφοράς 195 . Πέραν του
αυτοκράτορος, στην
περιοχή της
Κωνσταντινούπολης
δικαιοδοτικά καθήκοντα
εμφανίζονται να
διαθέτουν μια σειρά
οργάνων, όπως ο έπαρχος Υπολείμματα του κολοσσιαίου (ύψους 12 μέτρων) αγάλματος του
της πόλεως, ο έπαρχος των Μεγάλου Κωνσταντίνου, κατασκευής 312-315 μ.Χ., φυλασσόμενα
σήμερα στα Μουσεία του Καπιτωλίου στη Ρώμη της Ιταλίας
πραιτωρίων της Ανατολής,
ο κοιαίστωρ του ιερού παλατίου, ο συγκλητικός πραίτωρας, ο magister
officiorum, ο comes rei privatae και ο comes sacrarum largitionum 196 ,
ονομασίες που με την πάροδο του χρόνου θα μεταβληθούν 197 , χωρίς να
αλλάξει η φιλοσοφία του συστήματος, που αποβλέπει στον καταμερισμό
των απονεμομένων εξουσιών και στην εξειδίκευση των αρμοδίων σε ένα
συγκεκριμένο κύκλο υποθέσεων. Το μόνο κεντρικό όργανο με αμιγώς
δικαστικές (και όχι διοικητικές) αρμοδιότητες είναι οι δώδεκα δικαστές198,
σώμα έμπειρων νομομαθών που συνεστήθη ως δικαστήριο επί
Ιουστινιανού199 και φαίνεται ότι διατηρήθηκε στο πέρασμα του χρόνου με
την αλλαγή της ονομασίας του σε δικαστήριο του βήλου (όπως αναφέρεται

193 Ο βασιλεύς δικάζει προσωπικά μόνο τις σημαντικότερες υποθέσεις, ενώ τις λοιπές τις
παραπέμπει στο αυτοκρατορικό δικαστήριο ή σε δοτούς δικαστές, στους οποίο πολλές φορές
δίνει και οδηγίες για το χειρισμό τους. Βλ. Ιωάννη Παναγιωτίδη, Η δέηση ενώπιον του
αυτοκράτορα στο βυζαντινό-ρωμαϊκό δίκαιο (4ος-15ος αι.), σελ. 323 επ.
194 Από τη μέση βυζαντινή περίοδο η ονομασία του αλλάζει σε «βασιλικόν (ή αυτοκρατορικόν)

κριτήριον».
195 Βλ. το συλλογικό έργο (Ελ. Παπαγιάννη, Ηλ. Αρναούτογλου, Αθ. Δημοπούλου, Δ. Καράμπελας,

Αλ. Λιαρμακόπουλος, Ι. Χατζάκης, Α. Χέλμης) Ιστορία Δικαίου, σελ. 167.


196 Βλ. το πλήρως ενημερωμένο και κατατοπιστικό βιβλίο του Α. Γκουτζιουκώστα, Η απονομή της

δικαιοσύνης στο Βυζάντιο (9ος-12ος αιώνες), Τα κοσμικά και δικαιοδοτικά όργανα και
δικαστήρια της πρωτεύουσας, σελ. 22 επ.
197 Τον 10ο αιώνα δικαστικές εξουσίες συναντάμε στα πρόσωπα των δρουγγαρίου της βίγλης (επί

οικονομικών και κληρονομικών διαφορών), επάρχου της πόλεως (επί υποθέσεων κληρονομιών,
διαθηκών και επιτροπείας ανηλίκων), πρωτοασηκρήτη, επί των δεήσεων, μάγιστρου, λογοθέτη του
δρόμου, μυστικού, εξάκτορα, πραίτορα, παραθαλασσίτη (επί ναυτικών διαφορών), κένσορα (επί
οικονομικών και φορολογικών υποθέσεων), κοιαίστορα (επί ποινικών υποθέσεων), νομοφύλακα
κτλ.
198 Συμβολικός αριθμός, που παραπέμπει στους 12 Αποστόλους και τη σχέση τους με το δικαστικό

αξίωμα ως μελλοντικών κριτών επί Δευτέρας Παρουσίας. Βλ. Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, 19.28.
199 Βλ. το συλλογικό έργο (Ελ. Παπαγιάννη, Ηλ. Αρναούτογλου, Αθ. Δημοπούλου, Δ. Καράμπελας,

Αλ. Λιαρμακόπουλος, Ι. Χατζάκης, Α. Χέλμης) Ιστορία Δικαίου, σελ. 169, από όπου μαθαίνουμε ότι
οκτώ από τα μέλη του δικαστηρίου προέρχονταν από την τάξη των συνηγόρων.

55
στις πηγές του 9ου-10ου αιώνα) και δρουγγαρικό δικαστήριο (τέλη 11ου
αιώνα) 200 , ενώ θεσμό που θα πρέπει να μνημονεύσουμε αποτελεί και το
«σεκρέτο επί των κρίσεων», αντίστοιχο του σημερινού Υπουργείου της
Δικαιοσύνης, ιδρυθέν το έτος 1047 επί Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου, με
κύριο έργο το συντονισμό των διαφόρων δικαστικών υπηρεσιών και τη
συλλογή, καταγραφή και φύλαξη των πρωτοτύπων αποφάσεων των
επαρχιακών δικαστηρίων201.
Στις επαρχίες, οι αστικές υποθέσεις μέχρις ενός ορισμένου ποσού
κρίνονται από τους τοπικούς άρχοντες των πόλεων (magistratus
municipales) και τους εκδίκους (defensores civitatis), ενώ σημαντικότερες
διαφορές εκδικάζονται από τους διοικητές των επαρχιών και των
διοικήσεων (βικάριοι 202 ) 203 , οι οποίοι στο πλαίσιο της διοικητικής
αναδιοργάνωσης της αυτοκρατορίας από τον 8ο αιώνα και μετά θα
αντικατασταθούν από τους θεματικούς κριτές 204 , ανώτερους
αξιωματούχους υφιστάμενους μόνο των στρατηγών των θεμάτων και
βοηθούμενους στο έργο τους από διάφορους υπαλλήλους, όπως οι
νοτάριοι, οι πράκτορες, οι απογραφείς και οι λογαριαστές.
Συμπληρωματικά, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τόσο στην περιφέρεια
όσο και στην πρωτεύουσα, προς αντιμετώπιση του πλήθους των εκκρεμών
δικών, παρατηρείται το φαινόμενο της ανάθεσης εκδίκασης υποθέσεων με
χαμηλό οικονομικό αντικείμενο σε εντεταλμένους δικαστές, που φέρουν το
όνομα των χαμαιδικαστών (iudices pedanei) και προέρχονται από την τάξη
των συνηγόρων, ενώ μια ακόμη πρωτοτυπία συνιστά η καθιέρωση,
παράλληλα με την επίσημη δικαστική εξουσία, της λεγόμενης επισκοπικής
ακροάσεως (audientia episcopalis), δηλαδή εκκλησιαστικών δικαστηρίων
(επισκοπικών, μητροπολιτικών και πατριαρχικών) 205 , με ενεργό και
αυξανόμενο με το πέρασμα του χρόνου ρόλο στην επίλυση ιδιωτικών
διαφορών, τα οποία, αρχίζοντας από παραβάσεις του κανονικού δικαίου 206
και την επιβολή εκκλησιαστικών ποινών σε κληρικούς, σταδιακά
επεκτείνουν τη δικαιοδοσία τους σε γαμικές διαφορές, σχέσεις γονέων και

200 Βλ. Α. Γκουτζιουκώστα, Η απονομή της δικαιοσύνης στο Βυζάντιο (9ος-12ος αιώνες), σελ. 29
επ., 138 επ. και 313.
201 Βλ. Α. Γκουτζιουκώστα, ο.π., σελ. 202 επ., και Σ. Χονδρίδου , Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος, σελ.

129 επ., όπου αναφέρεται και η ίδρυση από τον ίδιο αυτοκράτορα νομικής σχολής με την ονομασία
«διδασκαλείο των νόμων».
202 Εκ του λατινικού vicarius, που σημαίνει αναπληρωτής.
203 Βλ. Α. Γκουτζιουκώστα, ο.π., σελ. 12 επ..
204 Πρέπει ακόμη να μνημονευθεί η παρουσία στην περιφέρεια περιοδευόντων δικαστών,

απεσταλμένων από την Κωνσταντινούπολη στα μεγάλα αστικά κέντρα για την επίλυση
σημαντικών υποθέσεων, βλ. και Rosemary Morris, Travelling judges in Byzantine Macedonia
(10th-11th c.), Recueil des travaux de l’ Institut d’ études byzantines L, 2013, σελ. 335-344.
205 Βλ. αναλυτική παρουσίαση στο συλλογικό έργο (Ελ. Παπαγιάννη, Ηλ. Αρναούτογλου, Αθ.

Δημοπούλου, Δ. Καράμπελας, Αλ. Λιαρμακόπουλος, Ι. Χατζάκης, Α. Χέλμης) Ιστορία Δικαίου, σελ.


170.
206 Δηλαδή των ιερών κανόνων της Εκκλησίας, όπως διαμορφώθηκαν από τις επτά Οικουμενικές

Συνόδους, τους Πατριαρχικούς Τόμους και εν συνεχεία από ιδιωτικές συλλογές εκκλησιαστικού
δικαίου.

56
τέκνων, κληρονομικές υποθέσεις και τελικά σε καθαρά περιουσιακές
διαφορές207.
Αναφορικά με τη διεξαγωγή της δίκης, η αλήθεια είναι πως οι διαθέσιμες
πηγές δεν είναι πολύ κατατοπιστικές, με συνέπεια να βασιζόμαστε σε
διάσπαρτες πληροφορίες στην προσπάθεια μας να ανασυνθέσουμε τη
γενικότερη εικόνα. Μια πρώτη παρατήρηση που πρέπει να γίνει είναι ότι
διαφορετικοί κανόνες φαίνεται να ίσχυαν ως προς τη διεξαγόμενη ενώπιον
του αυτοκράτορος και των υψηλόβαθμων αξιωματούχων διαδικασία και
διαφορετικοί ως προς τη διεξαγόμενη ενώπιον των τοπικών αρχών και των
κατώτερων δικαστών. Γενικώς, κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο
εξακολουθεί να εφαρμόζεται, όπως αναφέρθηκε, η extra ordinem
διαδικασία, αντικαθιστάμενη σταδιακά, από τον 5ο αιώνα μ.Χ. και μετά,
από την επονομαζόμενη libellus conventionis πρακτική, η οποία καινοτομεί
ιδίως ως προς την καθιέρωση της έγγραφης προδικασίας. Πιο
συγκεκριμένα, η νέα διαδικασία προβλέπει, για την έναρξη της αντιδικίας,
τη σύνταξη εκ μέρους του ενδιαφερομένου και κοινοποίηση στην αρμόδια
υπηρεσία, ως εισαγωγικού ενδίκου βοηθήματος, μίας έγγραφης
διαμαρτυρίας (libellus 208 ), η οποία, όπως και οι σύγχρονες αγωγές,
περιλαμβάνει αναφορά των πραγματικών περιστατικών και των λόγων για
τους οποίους ζητείται η παρέμβαση της δικαστικής αρχής209, επιτρέποντας
έτσι στην τελευταία έναν προκαταρκτικό έλεγχο της υπόθεσης πριν από
την κλήση του εναγομένου στο ακροατήριο210, κατεύθυνση προς την οποία
συμβάλλει και η παρεχόμενη στον τελευταίο δυνατότητα έγγραφης
υποβολής αντιρρήσεων επί της αγωγής με δικό του δικόγραφο (libellus
condradictorius). Το στάδιο αυτό συνοδεύεται, λοιπόν, εξ ορισμού από μια
υποχώρηση της προφορικότητας, καθώς τη θέση της αυτοπρόσωπης
έκθεσης των παραπόνων καταλαμβάνει η έγγραφη αναφορά του

207 Σύμφωνα με τον Αν. Χριστοφιλόπουλο, Δίκαιο και Ιστορία, σελ. 251-254, ο νομικός χαρακτήρας
της ανάμιξης της εκκλησίας στην επίλυση ιδιωτικών διαφορών είναι αμφίβολος και μάλλον
ομοιάζει με συμβιβαστική και διαιτητική διαδικασία. Όσον αφορά τη δεσμευτικότητα και τη
δυνατότητα εκτέλεσης της εκδιδόμενης απόφασης, η Εκκλησία διαθέτει, ως μέσο εξαναγκασμού
του ηττώμενου διαδίκου, το όπλο της επιβολής διαφόρων θρησκευτικών ποινών, όπως το
επιτίμιον και ο αναθεματισμός, οι οποίες, με δεδομένες τις κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής,
μάλλον θα πρέπει να θεωρηθούν ως αποτελεσματικά μέτρα.
208 Η λέξη, που κυριολεκτικά σημαίνει βιβλιαράκι (libellus = υποκοριστικό του liber), επιβίωσε στη

νεοελληνική έστω και με αρνητική σημασία, δηλώνοντας το δυσφημιστικό ή υβριστικό άρθρο ή


βιβλίο, που στρέφεται εμπαθώς εναντίον ορισμένου προσώπου. Βλ. και Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό
της νέας ελληνικής γλώσσας, εκδ. 1998, σελ. 1015.
209 Το εισαγωγικό αυτό δικόγραφο πρέπει επίσης να περιέχει τα στοιχεία του αιτούντος και να

φέρει ημερομηνία και υπογραφή του. Βλ. και τη μελέτη του Ιωάννη Παναγιωτίδη, Η δέηση
ενώπιον του αυτοκράτορα στο βυζαντινό-ρωμαϊκό δίκαιο (4ος-15ος αι.), σελ. 360-368.
210 Βλ. Ernest Metzger, An outline of roman civil procedure, http://www.romanlegaltradition.org/

contents/2013/RLT9-METZGER.PDF, σελ. 28.

57
ενάγοντος προς τη δικαστική αρχή, από εκεί και πέρα πάντως η διαδικασία
παραμένει προφορική και διεξάγεται ζωντανά στο ακροατήριο με την
παρουσία των διαδίκων και των συνηγόρων τους211, εκτός περιορισμένων
εξαιρέσεων απονομής δικαιοσύνης από ανώτερους διοικητικούς
αξιωματούχους, όπου η διαφορά
αποφασίζεται αποκλειστικά βάσει των
έγγραφων ισχυρισμών των μερών
(εμπεριεχομένους, αντίστοιχα, στην
αγωγή και στην απάντηση του
εναγομένου), χωρίς την ανάγκη
προφορικής ανάπτυξης ενώπιον του
κρίνοντος. Αφού οι δυο πλευρές
παρουσιάσουν τα επιχειρήματα και τις
αποδείξεις τους 212 , οι δικαστές 213
προβαίνουν σε διάσκεψη, στην οποία
δεν έχουν δικαίωμα παρέμβασης οι
δικηγόροι των διαδίκων 214 , και εν
συνεχεία στην εκφώνηση της
αποφάσεως, η οποία ακολούθως
συντάσσεται εγγράφως 215 και
υπογράφεται εκ μέρους τους, με τους
Λεπτομέρεια από μωσαϊκό του 6ου αιώνα που διαδίκους να παραλαμβάνουν επίσημα
αναπαριστά τη μορφή του αυτοκράτορα
Ιουστινιανού, φυλασσόμενο στη Βασιλική του αντίγραφα216.
Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα της Ιταλίας Αναφορικά με την αποδεικτική
διαδικασία, θα πρέπει να σημειωθεί ότι

211 Σχετικά με τους συνηγόρους βλ. την ενδιαφέρουσα μελέτη του Σπ. Τρωιανού, Η βυζαντινή δίκη
και οι πρωταγωνιστές της: δικαστές και νομικοί παραστάτες, εμπεριεχομένη στον Τιμητικό Τόμο
Κωνσταντίνου Δ. Κεραμέως, II, σελ. 1491-1507, σύμφωνα με την οποία προϋπόθεση για την
άσκηση της δικηγορίας δεν ήταν οι νομικές σπουδές αλλά οι γνώσεις ρητορικής, με όλες τις
εντεύθεν αρνητικές συνέπειες της άγνοιας του νόμου, φλυαρίας, κενολογίας και επιδειξιομανίας
πολλών δικηγόρων.
212 Βλ. και Θ. Καρακίτσο, Η αμεσότητα στην αποδεικτική διαδικασία, Κεφ. Α΄, σελ. 13, σύμφωνα με

τον οποίο η συζήτηση διεξάγεται κατ’ αντιμωλία, με τα μέρη να αναπτύσσουν ενώπιον του
δικαστή τις θέσεις οι οποίες είχαν εκτεθεί εγγράφως και συνοπτικώς στο λίβελλο.
213 Θα πρέπει να επισημανθεί ο κανόνας της συγκρότησης των δικαστηρίων από τουλάχιστον 3

δικαστές, οι οποίοι αποφασίζουν σύμφωνα με την αρχή της πλειονοψηφίας. Βλ. και Φ. Κουκουλέ,
Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τόμος ΣΤ΄, σελ. 44 επ.
214 Βλ. τη μελέτη της Helen Saradi (Ελένη Σαράντη), The byzantine tribunals: Problems in the

application of justice and state policy (9th-12th c), εμπεριεχόμενη στο έργο Revue des etudes
byzantines, 1995, σελ. 182.
215 Με την υπ’ αριθμόν 45 Νεαρά του ο αυτοκράτορας Λέων Στ΄ (886-912) υποχρέωσε τους

δικαστές να συντάσσουν εγγράφως και να υπογράφουν ιδιοχείρως τις αποφάσεις τους, ώστε να
μη γεννώνται αμφισβητήσεις και να μη δημιουργείται κίνδυνος πλαστογραφίας, αλλά και για να
μην έχουν τη δυνατότητα οι ίδιοι να αλλάξουν εκ των υστέρων την κρίση τους. Βλ. Σπ. Τρωιανό, Η
βυζαντινή δίκη και οι πρωταγωνιστές της: δικαστές και νομικοί παραστάτες, εμπεριεχομένη στον
Τιμητικό Τόμο Κωνσταντίνου Δ. Κεραμέως, II, σελ. 1496.
216 Βλ. το συλλογικό έργο (Ελ. Παπαγιάννη, Ηλ. Αρναούτογλου, Αθ. Δημοπούλου, Δ. Καράμπελας,

Αλ. Λιαρμακόπουλος, Ι. Χατζάκης, Α. Χέλμης), Ιστορία Δικαίου, σελ. 166.

58
προβάδισμα εξακολουθεί να δίδεται στον έγγραφο τύπο217, ενώ η εξέταση
των μαρτύρων έχει επικουρικό χαρακτήρα και τελεί υπό την κρίση του
δικαστή, που μπορεί να αρνηθεί την εμφάνιση των προτεινόμενων
προσώπων ή την υποβολή ερωτήσεων από την αντίπαλη πλευρά 218, καθώς
και να διατάξει την κατάθεση έγγραφης μαρτυρίας στην εκκλησία κατόπιν
δόσεως όρκου219. Γενικώς, παρατηρείται η εγκατάλειψη των κανόνων της
ελεύθερης χρήσεως και της ελεύθερης κατά συνείδηση εκτίμησης των
αποδεικτικών μέσων από το δικαστή, προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης
ενός αυστηρότερου πλαισίου, το οποίο προδιαγράφει τα επιτρεπόμενα
αποδεικτικά μέσα και την αποδεικτική δύναμη καθενός. Απαρχή της
πορείας αυτής υπήρξε ο αναγόμενος στην εποχή του Μ. Κωνσταντίνου
κανόνας «testis unus, testis nullus» (ένας μάρτυρας, κανένας μάρτυρας), που
επιβάλλει τη συμπίπτουσα επί του αποδεικτέου περιστατικού κατάθεση
περισσοτέρων προσώπων, ο αριθμός των οποίων, ανάλογα με τη φύση του
περιστατικού, έφθασε να κυμαίνεται μεταξύ δυο, τριών, πέντε και επτά
ατόμων, ενώ παρατηρείται επίσης μια τάση στάθμισης της αξιοπιστίας των
μαρτύρων ανάλογα με προσωπικές (π.χ. περιουσιακή κατάσταση, φύλο 220)
ή οικογενειακές (π.χ. καταγωγή) ιδιότητες221. Όλες αυτές οι διατυπώσεις
σχετικά με το επιτρεπτό και την αποδεικτική δύναμη του εμμαρτύρου
μέσου στρέφουν πολλές φορές τα μέρη, για λόγους ευκολίας, στην επιλογή
της σύνταξης ενόρκων βεβαιώσεων έναντι της προφορικής κατάθεσης στο
ακροατήριο, αν και για αυτές ακόμη ο νόμος θέτει μια σειρά προϋποθέσεων
που αναιρούν τελικά το πλεονέκτημα της ταχύτητας. Επί παραδείγματι,
στις διδόμενες ενώπιον συμβολαιογράφου (ταβουλλαρίου) 222 μαρτυρικές
καταθέσεις βλέπουμε ότι απαιτείται εν συνεχεία η εμφάνιση μαρτύρων
ενώπιον του δικαστηρίου ώστε να επιβεβαιώσουν ενόρκως το αληθινό ή
όχι περιεχόμενο του προσκομιζόμενου εγγράφου 223 , ενώ ανάλογοι

217 Βλ. και τη μελέτη της Ελευθερίας Παπαγιάννη, Η αυτοκρατορική δικαιοδοσία σύμφωνα με την
Πείρα, εμπεριεχόμενη στον Τιμητικό Τόμο Νικολάου Κ. Κλαμαρή, I, σελ. 825, όπου μνημονεύεται
το φαινόμενο εφοδιασμού των διαδίκων με αυτοκρατορικά έγγραφα, που κατά κάποιο τρόπο
δεσμεύουν προκαταβολικά τον δικαστή, μετατρέποντας έτσι την εκδίκαση της υπόθεσης σε μία
απλή διαδικασία ελέγχου για την ακρίβεια των ισχυρισμών τους.
218 Βλ. History of European Civil Procedure (International Encyclopedia of Comparative Law), R. C.

van Caenegem, chapter 2, σελ. 79.


219 Βλ. Α. Γκουτζιουκώστα, Η απονομή της δικαιοσύνης στο Βυζάντιο (9ος-12ος αιώνες), σελ. 53

επ.
220 Για παράδειγμα, η μαρτυρία δύο γυναικών ισούται με τη μαρτυρία ενός άνδρα.
221 Περί των ανωτέρω βλ. αναλυτικά στη μελέτη της Ευαγγελίας Ποδηματά, Ορισμένα ιστορικά

και δικαιοπολιτικά στοιχεία σχετικά με τα δυο θεμελιώδη συστήματα εκτιμήσεως των


αποδείξεων, που περιλαμβάνεται στο έργο: Τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά
μέσα (Πρακτικά του 27ου Πανελλήνιου Συνεδρίου ΕΕΔ), σελ. 196 επ.
222 Εκτός από συμβολαιογράφο, ήταν δυνατή η λήψη ενόρκων βεβαιώσεων και από μέλος του

δικαστηρίου (πολλές φορές και απλό πάρεδρο), ο οποίος για την εγκυρότητα της πράξεως
υπέγραφε βεβαιώνοντας ότι η κατάθεση ενεργήθηκε ενώπιον του. Βλ. Helen Saradi, The byzantine
tribunals: Problems in the application of justice and state policy (9th-12th c), Revue des etudes
byzantines, 1995, σελ. 172.
223 Βλ. Α. Γκουτζιουκώστα, Η απονομή της δικαιοσύνης στο Βυζάντιο (9ος-12ος αιώνες), σελ. 54,

με περαιτέρω παραπομπή σε L. Burgmann, Novellen 22, ο οποίος επιμελήθηκε της έκδοσης των
Νεαρών της αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας (797-802).

59
περιορισμοί ισχύουν και για τις διδόμενες από τυφλούς, αγράμματους ή
γυναίκες καταθέσεις, οι οποίες γίνονταν μυστικά και καταγράφονταν από
μάρτυρες, οι οποίοι επίσης έπρεπε να εμφανισθούν στο δικαστήριο
ορκιζόμενοι ότι κατέγραψαν εκείνα τα οποία άκουσαν 224 . Οι ανωτέρω
αγκυλώσεις, σε συνδυασμό με ορισμένες άλλες παθογένειες της βυζαντινής
δικονομίας, όπως η καθιέρωση του όρκου των μαρτύρων ως επίσημη
τελετουργία τελούμενη εκτός του ακροατηρίου, οι πολλές ημέρες αργίας
των δικαστηρίων, οι συνεχόμενες αναβολές, η άγνοια του νόμου εκ μέρους
των δικαστών και η απεραντολογία των συνηγόρων 225 συνέτειναν στη
δυσλειτουργία της δικαιοσύνης και στην εμφάνιση μεγάλων
καθυστερήσεων226, φαινόμενα τα οποία, παρά τις γενόμενες κατά καιρούς
παρεμβάσεις 227 , απ’ ό,τι φαίνεται δεν κατάφεραν τελικά ποτέ να
αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά.
Ως προς τα ισχύοντα στην Ευρώπη την αντίστοιχη εποχή, θα πρέπει να
γίνει διάκριση μεταξύ της πρώιμης και μέσης βυζαντινής περιόδου, όπου
εφαρμόζεται η αρχαία γερμανική και φραγκική δικονομία, και της ύστερης
περιόδου (από τον 12ο αιώνα και μετά), οπότε και καθίσταται εντονότερη
η επίδραση της ρωμαιοκαθολικής παράδοσης. Κατά την πρώιμη γερμανική
δικονομία, ισχύει το μοντέλο της λαϊκής δικαιοσύνης, απονεμομένης από τη
συνέλευση των πολιτών σε μία δημόσια και προφορική διαδικασία
διευθυνόμενη από το δικαστή που δεν ασκεί ουσιαστικό δικαιοδοτικό έργο,
ενώ και το φραγκικό σύστημα καθιερώνει μια διαδικασία προφορική και
δημόσια, που σταδιακά αποδέχεται την εμμάρτυρη απόδειξη, την παρουσία
υπερασπιστών (συνηγόρων) και την αναγνώριση γραπτών ενδίκων
βοηθημάτων228. Στην πορεία, όπως αναφέρθηκε, επικρατούν οι διατάξεις
του κανονικού δικαίου (σύνθεση του ύστερου ρωμαϊκού με τα γερμανικά
δίκαια), που διακρίνονται για τη μυστικότητα και την έλλειψη αμεσότητας
της αποδεικτικής διαδικασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το δίκαιο αυτό είχε

224 Βλ. Α. Γκουτζιουκώστα, Η απονομή της δικαιοσύνης στο Βυζάντιο (9ος-12ος αιώνες), σελ. 71-
72, με περαιτέρω παραπομπή στο έργο των P. Noailles - A. Dain, Novelles 248-253 (αρ. 69), που
περιλαμβάνει τις Νεαρές του αυτοκράτορος Λέοντα Στ΄ (886-912).
225 Σε διάφορα κείμενα της εποχής περιέχονται απαξιωτικές εκφράσεις για το ήθος και τις

παρελκυστικές τακτικές των συνηγόρων, οι οποίοι παρουσιάζονται ως φλύαροι και στρεψόδικοι


να παρεμποδίζουν την ομαλή πρόοδο της διαδικασίας με τη συνεχή προβολή ενστάσεων και την
επανάληψη των ιδίων επιχειρημάτων. Για λεπτομέρειες βλ. τη μελέτη του Σπ. Τρωιανού, Η
βυζαντινή δίκη και οι πρωταγωνιστές της: δικαστές και νομικοί παραστάτες, εμπεριεχομένη στον
Τιμητικό Τόμο Κωνσταντίνου Δ. Κεραμέως, II, σελ. 1499 επ.
226 Η καθυστέρηση των δικών, μαζί με τη διαφορά των δικαστικών λειτουργών, παρουσιάζονται

ως τα μεγάλα προβλήματα της βυζαντινή δικαιοσύνης και στη μελέτη της Helen Saradi, The
byzantine tribunals: Problems in the application of justice and state policy (9th-12th c).
227 Η πλέον γνωστή και μνημονευόμενη σε όλες τις σχετικές μελέτες προσπάθεια υπήρξε μια σειρά

Νεαρών του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180), που περιόρισε τις ημέρες αργίας,
διόρισε συμπόνους σε κάθε δικαστήριο ως επίκουρους των τακτικών δικαστών, περιέστειλε τις
μακροσκελείς αγορεύσεις των συνηγόρων, καθιέρωσε προθεσμία για τις ορκοδοσίες και έθεσε
ανώτατο όριο για την περάτωση των αστικών υποθέσεων τα τρία έτη. Βλ. Α. Γκουτζιουκώστα,
ο.π., σελ. 230 επ., με περαιτέρω παραπομπή στο έργο της R.J. Makrides, Four Novels, που περιέχει
το κείμενο των Νεαρών.
228 Βλ. για τα ανωτέρω την αναφορά των Glasson Em. - Tissier Al. - Morel R. (Γ. Ράμμος), Σύστημα

Πολιτικής Δικονομίας, Κεφάλαιο τρίτο, μέρος II, §§21α και 22, σελ. 69-71,

60
αναπτύξει ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων τη σχολαστική μέθοδο,
ένα σύστημα ακριβούς υπολογισμού της αξίας των διαφόρων
αποδεικτικών μέσων, το οποίο προς αποφυγή αυθαιρεσιών καθοδηγούσε
απόλυτα το δικαστή και καθιστούσε την κρίση του δέσμια των
νομοθετικών επιλογών229. Η Μεγάλη Βρετανία, μακριά από την ηπειρωτική
Ευρώπη και την επίδραση του κανονικού δικαίου, ακολουθεί και σε
δικονομικό επίπεδο τη δική της ανεξάρτητη διαδρομή, εμπιστευόμενη τους
ένορκους δικαστές 230 για την απονομή της δικαιοσύνης. Θα πρέπει να
σημειωθεί ότι ως ένορκοι δικαστές αρχικά χρησιμεύουν πρόσωπα με
γνώση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης (compurgators),
καλούμενα να επιβεβαιώσουν τον διδόμενο από τους διαδίκους όρκο 231 ,
ενώ στην πορεία οι δικαστές διαχωρίζονται από τους μάρτυρες και
επιλέγονται μεταξύ προσώπων χωρίς προηγούμενη γνώση της διαφοράς
ώστε να παράσχουν μια απροκατάληπτη κρίση. Ο θεσμός των ενόρκων
δικαστών είναι από τη φύση του συνδεδεμένος με την αμεσότητα και
προφορικότητα της διαδικασίας 232 , καθώς, λόγω της αδυναμίας
προηγούμενης ενασχόλησης των δικαστών με την υπόθεση και ανάγνωσης
των σχετικών εγγράφων, όλες οι αποδείξεις και τα επιχειρήματα των
πλευρών πρέπει αναγκαστικά να παρουσιαστούν δια ζώσης φωνής (viva
voce) στο ακροατήριο 233 , με κεντρικό το ρόλο των μαρτύρων και
αντίστοιχα των δικηγόρων, που καλούνται να τους πιέσουν κατά την
εξέταση ώστε να διαλευκάνουν τα σκοτεινά σημεία και τα
αμφισβητούμενα περιστατικά. Στην πορεία η αγγλική δικονομία
αναγκάζεται να κάνει εκπτώσεις στην προφορικότητα, τόσο ενόψει της
αυξημένης χρήσης εγγράφων στις συναλλαγές, που επιβάλλει και την
αποδεικτική αξιοποίηση τους 234 , όσο, και ιδίως, ενόψει της ανάγκης

229 Βλ. λεπτομέρειες στη μελέτη της Ευαγγελίας Ποδηματά, Ορισμένα ιστορικά και δικαιοπολιτικά
στοιχεία σχετικά με τα δυο θεμελιώδη συστήματα εκτιμήσεως των αποδείξεων, που
περιλαμβάνεται στο έργο: Τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (Πρακτικά
του 27ου Πανελλήνιου Συνεδρίου ΕΕΔ), σελ. 196 επ.
230 Στο αγγλικό δίκαιο χρησιμοποιείται ο όρος jury trial, αντιδιαστελλόμενος προς τον όρο bench

trial, που σημαίνει την εκδίκαση της υπόθεσης από τακτικό δικαστή.
231 Σύμφωνα με τη σχετική αναφορά του Theo Broodryk, The erosion of the principle of orality in

South African civil procedure: Fact or fiction?, διαθέσιμη στη διεύθυνση http://www.ufh.ac.za/
speculum/sites/default/files/Broodryk.pdf, τα πρώτα μέσα απόδειξης στην πρώιμη αγγλική
δικονομία ήταν οι δοκιμασίες και οι όρκοι των διαδίκων, ενώ το μοντέλο της κατ’ αντιπαράθεση
δίκης προέρχεται από την αρχαϊκή πρακτική της επίλυσης των διαφορών με μονομαχία.
232 Σύμφωνα με τη μελέτη του John H. Langbein, The Disappearance of Civil Trial in the United

States, Yale Law Journal 2012, σελ. 534, «The connected set of values known as orality, immediacy,
and public access was another defining aspect of the Anglo-American trial. Medieval English jurors
were commonly illiterate. The only way to inform people who cannot read is by talking to them. Jury
trial had to be oral».
233 Σύμφωνα με τον J. A. Jolowicz, Orality and immediacy in English Civil Procedure, μελέτη

διαθέσιμη διαδικτυακώς στη διεύθυνση https://revistas.juridicas.unam.mx/index.php/derecho-


comparado/ article/ view/1137/1395, σελ. 597, «In the common law the central feature of
litigation is the trial or “Day in Court” to which all other procedural stages are subsidiary, and at the
trial under normal circumstances, everything is conducted viva voce and at a single session of the
court».
234 Η χρήση των εγγράφων ως αποδεικτικών μέσων αποκλειόταν στη δικονομία του common law,

προς αποφυγή καταστρατήγησης της hearsay rule, δηλαδή της απαγόρευσης παράθεσης από το

61
παρακολούθησης της διαδικασίας από έναν τακτικό δικαστή, ο οποίος θα
έχει την εξουσία να επιβάλλει τα κατά την κρίση του άμεσα μέτρα για τη
ρύθμιση της διαφοράς, καθώς και ποινές για όσους δεν υπακούουν στις
διαταγές του. Με το νέο σύστημα (equity law), που εξελίσσεται παράλληλα
προς το common law, γίνεται για πρώτη φορά δυνατή η υποβολή
αιτήματος επίδειξης εγγράφων (discovery of documents), τα οποία έχει στην
κατοχή της η αντίδικη πλευρά ή και τρίτο πρόσωπο, καθώς και η
αξιοποίηση των λαμβανόμενων κατά την προδικασία ενόρκων
βεβαιώσεων235.
Όσον αφορά τη δημοσιότητα της βυζαντινής δίκης, η γενικώς κρατούσα
άποψη236 κάνει λόγο για μυστικότητα των συνεδριάσεων, θεωρώ όμως το
συμπέρασμα αυτό εν μέρει μόνον ορθό, ως προς τη διεξαγόμενη ενώπιον
του βασιλέως ή των υψηλόβαθμων διοικητικών αξιωματούχων διαδικασία.
Στην περίπτωση αυτή πράγματι φαίνεται πως δεν καταλείπεται
δυνατότητα πρόσβασης του κοινού στο χώρο διεξαγωγής της δίκης, η
οποία κατ’ ανάγκην λαμβάνει χώρα σε κάποιο ανάκτορο ή σε άλλο κλειστό
χώρο, ενώπιον της έδρας του αποφασίζοντος οργάνου, όπου δεν
επιτρέπεται η είσοδος των απλών πολιτών παρά μόνον η παρουσία των
τοπικών μεγιστάνων ή ανωτέρων κρατικών υπαλλήλων 237 . Επί
παραδείγματι, γνωρίζουμε πως ο αυτοκράτωρ Λέων ο Ε΄ (813-820) δίκαζε
προσωπικώς υποθέσεις στην αίθουσα του ιερού παλατιού με την ονομασία
Λαυσιακός 238 , το ίδιο και ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος (829-842), ο οποίος
προήδρευε κάθε εβδομάδα δικαστηρίου συνεδριάζοντος στο παλάτι των
Βλαχερνών239, ενώ αναφέρεται πως ο έπαρχος της πόλεως και ο κοιαίστωρ
υποδέχονταν τους διαδίκους στην έδρα τους στο Πραιτώριον και το
Κοιαιστώριον αντίστοιχα 240 . Αυτός ο κλειστός τρόπος διεξαγωγής της
δίκης, πάντως, εν πολλοίς επιβαλλόμενος από λόγους ασφαλείας, φαίνεται
πως αποτελεί την μία όψη του νομίσματος, καθώς υπέρ της παρουσίας
ακροατών στις δικαστικές αίθουσες συνηγορούν, αφενός, η λειτουργία των
αστικών δικαστηρίων της πρωτευούσης σε χώρους τοποθετημένους στο
κέντρο της πόλεως, και ειδικότερα στο αίθριο της Βασιλείου Στοάς 241, όπου

μάρτυρα γεγονότων για τα οποία δεν έχει άμεση άποψη αλλά απλά έχει ακούσει από τρίτο
πρόσωπο, η οποία αναμφίβολα θα επερχόταν αν το δικαστήριο συνεκτιμούσε έγγραφες
βεβαιώσεις τρίτων επί των αποδεικτέων περιστατικών.
235 Βλ. αναλυτικώς τη μελέτη του John H. Langbein, The Disappearance of Civil Trial in the United

States, σελ. 539-540.


236 Βλ. ενδεικτικώς Αθ. Πανταζόπουλο, Η αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη, σελ. 12.
237 Βλ. και την ευρισκόμενη διαδικτυακώς (http://www.legeasiviata.in.ua/archive/2013/12-

rus/12.pdf) μελέτη του V. Kroytor, The principle of publicity in roman civil procedure, ЗАКОН И
ЖИЗНЬ 12.2013, σελ. 51.
238 Βλ. Ι. Παναγιωτίδη, Η δέηση ενώπιον του αυτοκράτορα στο βυζαντινό-ρωμαϊκό δίκαιο (4ος-

15ος αι.), σελ. 346, με περαιτέρω παραπομπή στο έργο του Ι. Γενεσίου «Βασιλεῖαι», βιβλίο 1, 16.
239 Βλ. Α. Γκουτζιουκώστα, Η απονομή της δικαιοσύνης στο Βυζάντιο (9ος-12ος αιώνες), σελ. 61.

Για τον ίδιο αυτοκράτορα αναφέρεται και η εκδίκαση υποθέσεων στο παλάτι της Μαγναύρας.
240 Βλ. Α. Γκουτζιουκώστα, ο.π., σελ. 133.
241 Σύμφωνα με τον Α. Γκουτζιουκώστα, ο.π., σελ. 29, οι δώδεκα δικαστές του Ιουστινιανού

συνεδρίαζαν σε οικίσκους της Βασιλείου Στοάς, δηλαδή στις αίθουσες που σχηματίζονταν στα
παράπλευρα περιστύλια. Βλ. και τη σχετική αναφορά του Ι. Παναγιωτίδη, Η δέηση ενώπιον του

62
όπως είδαμε
φιλοξενούνται όλες οι
δραστηριότητες του
δημόσιου βίου (ναοί,
παιδευτήρια, βιβλιοθήκες,
λουτρά, κτλ.) 242, αλλά και
στο κτίριο του Σκεπαστού
Ιπποδρόμου αργότερα,
όπου εκτός από τη
δικαστική λειτουργία
φιλοξενούνται και
διάφορες άλλες
Λεπτομέρεια από μωσαϊκό στην Αγία Σοφία που απεικονίζει τον διοικητικές υπηρεσίες,
αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄ (886-912) να προσκυνά τον Ιησού
και, αφετέρου, οι
πολυάριθμες μαρτυρίες 243

περί υπάρξεως βήλου (εκ του λατινικού velum) στα βυζαντινά


δικαστήρια244, δηλαδή παραπετάσματος το οποίο, ανάλογα με τη φύση της
εξεταζόμενης διαφοράς και την κρίση του δικαστή περί της ανάγκης
ιδιωτικής εκδίκασης, μπορούσε να τραβηχτεί, διαχωρίζοντας το δικαστικό
βήμα από το ακροατήριο 245 . Σε αυτές τις διαπιστώσεις θα πρέπει να
προστεθεί, προκειμένου περί των επαρχιακών και τοπικών δικαστηρίων, η
μακραίωνη παράδοση της ελληνικής ανατολής, που επέβαλλε, όπως είδαμε
ανωτέρω, ως φυσικό χώρο της δικαστικής λειτουργίας την αγορά ή κάποιο
κεντρικό σημείο της πόλεως, με την υποσημείωση βέβαια της παρακμής
των αστικών κέντρων κατά τη μεσαιωνική εποχή η οποία αλλοίωσε πολλά

αυτοκράτορα στο βυζαντινό-ρωμαϊκό δίκαιο (4ος-15ος αι.), σελ. 364 επ., ο οποίος επιβεβαιώνει
τη συνέχεια της παρουσίας των δικαστηρίων στη Βασίλειο Στοά και κατά τον 6ο αιώνα.
242 Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θεμίστιου στην ομιλία του «Βασανιστής ή Φιλόσοφος»

(εκφωνηθείσα ανάμεσα στα έτη 346-355), τα δικαστήρια συνυπήρχαν με τα μουσεία και τα


παιδευτήρια στο χώρο της αγοράς, ενώ οι πλησίον εργαζόμενοι διδάσκαλοι της ρητορικής
δραστηριοποιούνταν παράλληλα και ως ρήτορες στα δικαστήρια.
243 Ενδεικτικώς μνημονεύω εδώ κατά παραπομπή α) τις αναφορές περί υπάρξεως βήλου στον

Θεοδοσιανό [CTh 1.16.7 (3310)] και τον Ιουστινιάνειο [CJ 11.6.5 (412)] Κώδικα, β) τη γενομένη
στο Ευαγγέλιο του Νικόδημου (4ος αιώνας μ.Χ.) περιγραφή της δίκης του Ιησού, σύμφωνα με την
οποία ο Πιλάτος διέταξε το κατέβασμα του βήλου μπροστά από το βήμα ώστε να ανακοινώσει την
απόφαση του έχοντας απομονωθεί από τον ιουδαϊκό όχλο [βλ. Κ. Μποζίνη, Ευαγγέλιο Νικοδήμου
(εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια) σε Ι.Δ. Καραβιδόπουλο, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, Α΄,
Απόκρυφα Ευαγγέλια, σελ. 158 και 191], γ) τη σχετική αναφορά του Ιωάννη του Χρυσοστόμου
[Εις τον Ηλίαν, PG 51.340 (γ΄)], ο οποίος περιγράφει παραπετάσματα που χώριζαν τους δικαστές
από το κοινό και συστέλλονταν ή αφήνονταν ελεύθερα ανάλογα με την περίπτωση, δ) τις
παρατηρήσεις του Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τόμος ΣΤ΄, σελ. 44 επ., ο οποίος
προσθέτει ότι οι δικαστές διασκέπτονταν πίσω από το παραπέτασμα και ήραν και πάλι αυτό για
την ανακοίνωση της απόφασης τους.
244 Το στοιχείο αυτό έδωσε την ονομασία του στο σώμα των ανώτερων δικαστών της

Κωνσταντινουπόλεως που διεδέχθη τους δώδεκα δικαστές του Ιουστινιανού και έφερε τον τίτλο
κριτές επί του βήλου.
245 Εφόσον δεχθούμε ότι η δίκη διεξάγεται μυστικώς, χωρίς την παρουσία κοινού, πώς

δικαιολογούμε την ύπαρξη βήλου στις δικαστικές αίθουσες;

63
χαρακτηριστικά του δημόσιου βίου 246 , αλλά και οι μαρτυρίες για την
εγκατάσταση των θεματικών κριτών και περιοδευόντων βασιλικών
δικαστών σε καθίσματα 247 , δηλαδή κεντρικά κτίρια που εξυπηρετούν
διάφορες διοικητικές λειτουργίες και χρησιμεύουν ως τόποι επικοινωνίας
της αυτοκρατορικής αρχής με το λαό 248 , από όπου συμπεραίνουμε την
τέλεση των δικαστικών συνεδριάσεων σε χώρο προσιτό και συχνά
επισκεπτόμενο από τους πολίτες.

Ε. Η νεότερη εποχή μέχρι την απελευθέρωση


Κατά τη μεταβυζαντινή εποχή249, οι διαφορές των υπόδουλων Ελλήνων
επιλύονται κατά βάση από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, με τη
συνδιαλλακτική μεσολάβηση του αρμόδιου επισκόπου ή ιερέως 250 , αλλά
και με προσφυγή στους τοπικούς άρχοντες 251 ή στη διαιτησία αιρετών
κριτών 252 , ώστε να αποφεύγεται η παρέμβαση των κατά τόπους
διορισμένων από τον κατακτητή ιεροδικών (καδήδων), οι οποίοι, πέραν της
έλλειψης αμεροληψίας και της περιορισμένης μόρφωσης εμφανίζουν και το
μειονέκτημα της προσήλωσης στο Κοράνι και της άγνοιας των βυζαντινών

246 Βλ. αναλυτικά την ενδιαφέρουσα μελέτη του Τηλέμαχου Λουγγή, Η εξέλιξη της βυζαντινής
πόλης
από τον τέταρτο στο δωδέκατο αιώνα, δημοσιευμένη στο περιοδικό Βυζαντιακά, 1996, τόμος 16,
σελ. 35-67, όπου περιγράφεται η από τα μέσα του 5ου αιώνα αγροτοποίηση της βυζαντινής
κοινωνίας, καστροποίηση των πόλεων και αντικατάσταση των δημοσίων κτιρίων (θέατρα,
βουλευτήρια, αθλητικές εγκαταστάσεις, λουτρά κτλ.) από εκκλησιαστικές και ιδιωτικές
εγκαταστάσεις.
247 Βλ. R. Morris, Travelling judges in Byzantine Macedonia (10th-11th c.), Recueil des travaux de

l’ Institut d’ études byzantines L, 2013, σελ. 340-343.


248 Εδώ γίνεται η δημόσια ανακοίνωση των βασιλικών εδίκτων και προσταγμάτων, ώστε να

τεθούν εις γνώση των υπηκόων.


249 Κατά την περίοδο αυτή, στις ευρωπαϊκές χώρες, υπό την επίδραση της ρωμαϊκής δικονομίας

και του κανονικού δικαίου, αρχίζει να σχηματίζεται ένα αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο κανόνων
διεξαγωγής της πολιτικής δίκης. Η κοινή γερμανική δικονομία (διαμορφωθείσα περί τα τέλη του
15ου αιώνος) προβλέπει την έγγραφη προδικασία, την υποχρεωτική παράσταση των μέρων δια
συνηγόρων και τη μυστική διεξαγωγή της δίκης, κατά την οποία μάλιστα οι μάρτυρες εξετάζονται
εν τη απουσία των διαδίκων. Από την άλλη πλευρά, η γαλλική πρακτική έχει καταλήξει σε ένα
μεικτό μοντέλο δίκης, σύμφωνα με το οποίο στις καθημερινές και μικρού αντικειμένου υποθέσεις
τηρείται μια συνοπτική διαδικασία, βασιζόμενη στην προφορικότητα και τη δημόσια συζήτηση
και έκδοση αποφάσεως, ενώ στις περισσότερο πολύπλοκες και σημαντικές υποθέσεις ισχύει μια
μυστική και έγγραφη διαδικασία, άνευ προφορικής αναπτύξεως και με περιορισμένη χρήση της
εμμάρτυρης αποδείξεως, η οποία επίσης διεξάγεται εγγράφως και μυστικώς. Για τα ανωτέρω βλ.
αναλυτικά Glasson Em. - Tissier Al. - Morel R. (Γ. Ράμμος), στο έργο τους Σύστημα Πολιτικής
Δικονομίας, Κεφάλαιο τρίτο, μέρος II, §§22α και 23, σελ. 71-75.
250 Βλ. Κ. Μπέη - Κ. Καλαβρό - Στ. Σταματόπουλο, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, τόμος 1, §5,

σελ. 75.
251 Βλ. ενδεικτικώς Ιάκωβο Βισβίζη, Δικαστικαί αποφάσεις του 17ου αιώνος εκ της νήσου

Μυκόνου, Επετηρίδα του Αρχείου της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, τεύχος 7 (1956), σελ. 23-
25, όπου μνημονεύεται η έκδοση αποφάσεων από τον Καπετάνιο Μυκόνου και από τους βοεβόδες
και εξουσιαστές Μυκόνου ως πρόκριτους.
252 Στις ενετοκρατούμενες περιοχές παρατηρείται το φαινόμενο της συγκρότησης ανεξάρτητων

δικαστηρίων, τα οποία στελεχώνονται από μη επαγγελματίες δικαστές, προερχόμενους κατά


βάση από τα μέλη των τοπικών συμβουλίων. Βλ. αναλυτική παρουσίαση στο συλλογικό έργο (Ελ.
Παπαγιάννη, Ηλ. Αρναούτογλου, Αθ. Δημοπούλου, Δ. Καράμπελας, Αλ. Λιαρμακόπουλος, Ι.
Χατζάκης, Α. Χέλμης) Ιστορία Δικαίου, σελ. 189.

64
δικαιικών θεσμών που εξακολουθούν να διέπουν τις ιδιωτικές σχέσεις των
κατακτημένων 253 . Όλες οι μαρτυρίες της συγκεκριμένης περιόδου
συγκλίνουν στην ακολούθηση μιας δημόσιας 254 και προφορικής
διαδικασίας απαλλαγμένης από αυστηρούς τύπους, κατά την οποία οι
αντίδικοι εμφανίζονται ενώπιον του αρμόδιου κριτή άνευ εγγράφου
προδικασίας και εκθέτουν προφορικώς το ιστορικό της διαφοράς και τα
επιχειρήματα τους, προσκομίζοντας παράλληλα τα αποδεικτικά των
ισχυρισμών τους έγγραφα, τα οποία αναγιγνώσκονται δημοσίως στο
ακροατήριο, και εξετάζοντας τους εκατέρωθεν μάρτυρες, οι οποίοι
καλούνται στη συζήτηση με πρωτοβουλία του ενδιαφερόμενου διαδίκου ή
σε ορισμένες περιπτώσεις και κατόπιν δικαστικής εντολής 255 . Γενικώς,
όπως προκύπτει και από τη δικονομία του πατριαρχικού δικαστηρίου
Κωνσταντινουπόλεως256, στην οποία μπορούμε να αποβλέψουμε ως γενικό
υπόδειγμα, επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα αποτελούν οι μάρτυρες, τα
έγγραφα, η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, ο όρκος και τα
τεκμήρια, με μια προτίμηση στη συγκέντρωση πολυάριθμων μαρτυριών,
στις οποίες θα στηριχθεί η εκδιδόμενη απόφαση και οι οποίες, όπως
αναφέρθηκε, επιδιώκεται να δίδονται ενώπιον του δικαστηρίου, αν και
συναντάμε και εδώ το φαινόμενο της έγγραφης κατάθεσης από πρόσωπα
μη δυνάμενα (λόγω π.χ. ασθενείας ή απουσίας από την πρωτεύουσα) να
παρασταθούν κατά την ακροαματική διαδικασία. Στην τελευταία
περίπτωση, οι μαρτυρικές καταθέσεις λαμβάνονται από τους αρμόδιους
για τη σύνταξη εγγράφων αξιωματούχους, δηλαδή τους καγκελλάριους ή
τους νοτάριους257, αλλά ενίοτε και από επιτροπή οριζόμενη ειδικά για το
σκοπό αυτό από το δικαστήριο 258 , και ακολουθούν η επιβεβαίωση του

253 Ενόψει της αποφυγής σημαντικών επεμβάσεων του κατακτητή στο χώρο του ιδιωτικού
δικαίου και της εντεύθεν διατήρησης μιας δικαιικής αυτονομίας, πηγές των εφαρμοζομένων κατά
την περίοδο αυτή δικαιικών κανόνων αποτελούν οι γενόμενες κωδικοποιήσεις του βυζαντινού
δικαίου, με πλέον γνωστή την Εξάβιβλο του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου. Βλ. αναλυτική
παρουσίαση στο συλλογικό έργο (Ελ. Παπαγιάννη, Ηλ. Αρναούτογλου, Αθ. Δημοπούλου, Δ.
Καράμπελας, Αλ. Λιαρμακόπουλος, Ι. Χατζάκης, Α. Χέλμης) Ιστορία Δικαίου, σελ. 181 επ.
254 Βλ. Π. Ρεντούλη, Σύντομη ιστορική επισκόπηση του ελληνικού αστικού δικονομικού δικαίου,

Δίκη 2005, σελ. 508, σύμφωνα με τον οποίο κατά την εκκλησιαστική δικονομία η διαδικασία
λαμβάνει χώρα δημόσια, προφορικά και με αυτοπρόσωπη παράσταση των διαδίκων.
255 Βλ. Ιάκωβο Βισβίζη, Δικαστικαί αποφάσεις του 17ου αιώνος εκ της νήσου Μυκόνου, Επετηρίδα

του Αρχείου της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, τεύχος 7 (1956), σελ. 26 επ. Ο συγγραφέας
αναφέρει μάλιστα πως προκειμένου περί της διαγωγής προσώπων το δικαστήριο ελάμβανε υπ’
όψιν και τη γνώμη της κοινότητας, μνημονεύοντας ως παράδειγμα μια υπόθεση διαζυγίου και
διατροφής ενώπιον του Αρχιεπισκόπου Σίφνου και Μυκόνου.
256 Βλ. τη μελέτη της Βασιλικής Λεονταρίτου, Οι μάρτυρες και τα έγγραφα ως αποδεικτικά μέσα

ενώπιον του πατριαρχικού δικαστηρίου (14ος/15ος αι.), εμπεριεχομένη στον Τιμητικό Τόμο
Σπύρου Ν. Τρωιανού (για τα ογδοηκοστά γενέθλια του) με τον τίτλο Αντικήνσωρ, σελ. 827- 853.
257 Βλ. και τη μελέτη του Μενέλαου Τουρτόγλου, Μάρτυρες και αντιμάρτυρες στο μεταβυζαντινό

δίκαιο. Επιδράσεις αττικού δικαίου, εμπεριεχομένη στο έργο Μελετήματα ιστορίας ελληνικού
δικαίου, ιδίως σελ. 162-165. Σύμφωνα με το συγγραφέα, η έγκαιρη μαρτυρική κατάθεση ενώπιον
των νοταρίων αποτελούσε σταθερή επιδίωξη των ενδιαφερομένων λόγω του ευμετάβολου της
εμμάρτυρης αποδείξεως, οι καταγραφόμενες δε μαρτυρίες δεν υστερούσαν σε αποδεικτική
δύναμη έναντι των ενώπιον του κριτηρίου διδομένων.
258 Βλ. Β. Λεονταρίτου, Οι μάρτυρες και τα έγγραφα ως αποδεικτικά μέσα ενώπιον του

πατριαρχικού δικαστηρίου (14ος/15ος αι.), σελ. 838.

65
περιεχομένου της συντασσόμενης πράξεως από τους καλούμενους
αντιμάρτυρες, δηλαδή τους παριστάμενους εξ ακοής μάρτυρες, οι οποίοι
βεβαιώνουν με την υπογραφή τους ότι το αρμόδιο όργανο κατέγραψε
πιστά τα όσα κατέθεσε ο μάρτυρας259, και η ανάγνωση του εγγράφου στο
ακροατήριο.
Κομμάτι της ελληνορωμαϊκής παράδοσης και συνέχεια του βυζαντινού
δικαίου αποτελούν και οι γενόμενες από τις αρχές του 18ου αιώνα στις
Παραδουνάβιες Ηγεμονίες κωδικοποιήσεις, δια των οποίων οι Φαναριώτες
ηγεμόνες προσπάθησαν να οργανώσουν νομικώς τις διοικούμενες εκ
μέρους τους περιοχές. Οι πιο σημαντικές εξ αυτών είναι το «Νομικόν
Πρόχειρον», συλλογή διατάξεων αστικού, δικονομικού, ποινικού και
κανονικού δικαίου, βασιζόμενη σε βυζαντινές πηγές, με συντάκτη τον
Μιχαήλ Φωτεινόπουλο, το «Συνταγμάτιον Νομικόν» του ιδίου, με βάση το
Νομικόν Πρόχειρον και επιρροές από τοπικά έθιμα και τα σύγχρονα
ευρωπαϊκά δίκαια 260 , καθώς και η «Νομοθεσία Ιωάννου Γεωργίου
Καρατζά», ένα είδος πολυκώδικα με ύλη από όλο το φάσμα του δικαίου και
συντάκτη τον Αθανάσιο Χριστόπουλο261. Στις κωδικοποιήσεις αυτές, που
περιέχουν και δικονομικά κεφάλαια, θα πρέπει να προστεθεί και το
εγχειρίδιο με τίτλο «Δικανική Τέχνη» του Δημητρίου Καταρτζή-Φωτιάδη262,
το οποίο έτυχε πρακτικής εφαρμογής στις ελληνοκρατούμενες Ηγεμονίες
Βλαχίας και Μολδαβίας και απηχεί την εφαρμοζόμενη δικονομία, όπως είχε
καθιερωθεί με τη νομοθεσία του Αλέξανδρου Υψηλάντη263. Από το κείμενο
του συγκεκριμένου έργου προκύπτει η τηρούμενη διαδικασία 264, η οποία
εκκινεί με την επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο (δια του δικαστικού
υπηρέτη) και συνεχίζεται στο ακροατήριο, όπου λαμβάνουν χώρα
διαδοχικά α) η εκ μέρους του δικαστικού γραμματέα ανάγνωση της αγωγής
ενώπιον του δικαστηρίου (συντιθεμένου από τον Πρόεδρο, τον

259 Βλ. Μενέλαο Τουρτόγλου, Μάρτυρες και αντιμάρτυρες στο μεταβυζαντινό δίκαιο. Επιδράσεις
αττικού δικαίου, σελ. 165-167. Ο συγγραφέας διαπιστώνει τις ομοιότητες με τη διαδικασία της
εκμαρτυρίας του αττικού δικαίου, όπου ο μη δυνάμενος να παρασταθεί στο ακροατήριο
συνέτασσε εγγράφως τη μαρτυρική του κατάθεση επί τη παρουσία όσο το δυνατόν
περισσότερων προσώπων, επισημαίνοντας την ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δυο
περιπτώσεων, ότι δηλαδή ενώ στην αρχαία Αθήνα οι παρασταθέντες καλούνταν υποχρεωτικά
στο δικαστήριο ώστε να επιβεβαιώσουν το γεγονός, οι αντιμάρτυρες του μεταβυζαντινού δικαίου
δεν υπείχαν ανάλογη υποχρέωση.
260 Το έργο εκδόθηκε το έτος 1780 από τον ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρο Υψηλάντη (παππού

του συνονόματου επαναστάτη) και απετέλεσε τον πρώτο σύγχρονο ελληνικό κώδικα, ίσχυσε δε
μέχρι το έτος 1818, οπότε και αντικαταστάθηκε από τον Κώδικα Καρατζά. Βλ. και το συλλογικό
έργο (Ελ. Παπαγιάννη, Ηλ. Αρναούτογλου, Αθ. Δημοπούλου, Δ. Καράμπελας, Αλ. Λιαρμακόπουλος,
Ι. Χατζάκης, Α. Χέλμης) Ιστορία Δικαίου, σελ. 183.
261 Ο συγκεκριμένος Κώδικας ίσχυσε κατά την περίοδο 1818-1859, οπότε και αντικαταστάθηκε

από τον επίσης ελληνικής συλλήψεως Κώδικα Καλλιμάχη.


262 Περισσότερο γνωστός ως συγγραφέας, ο Δημήτριος Καταρτζής διετέλεσε ανώτατος

υπάλληλος και δικαστής στην υπηρεσία των Φαναριωτών ηγεμόνων της Βλαχίας, συγγράφοντας
το εξεταζόμενο εγχειρίδιο γύρω στο έτος 1790 ως βοήθημα για την απονομή της δικαιοσύνης.
263 Βλ. το άρθρο του Παναγιώτη Μάζη, Η ελληνική νομική σκέψη, και ειδικότερα δικανική, στις

παραδουνάβιες ηγεμονίες Βλαχίας και Μολδαβίας κατά την περίοδο των Φαναριώτων ηγεμόνων,
δημοσιευμένο στο περιοδικό Αρμενόπουλο, έτος 2007, σελ. 670-695, το οποίο αποτελεί τον κύριο
οδηγό μας για τη συγγραφή του παρόντος κεφαλαίου.
264 Βλ. το αμέσως ανωτέρω άρθρο, σελ. 683 επ.

66
ερωτηματίζοντα σύμπονο και τους υπολοίπους συμπόνους ή κριτές) και η
καταχώρηση της μαζί με τα συνοδευτικά έγγραφα, τις ερωτήσεις των
κριτών, την απολογία του εναγόμενου και τις μαρτυρικές καταθέσεις στα
τηρούμενα πρακτικά (υπομνήματα), β) η παράσταση των διαδίκων μετά
των συνηγόρων τους και η προφορική υποστήριξη των εκατέρωθεν
ισχυρισμών, γ) η αποχώρηση των μερών με το πέρας της ακροαματικής
διαδικασίας, ακολουθούμενη από τη διάσκεψη των δικαστών, και δ) η
εντός της ιδίας ημέρας έκδοση της αποφάσεως (ψηφίσματος), η οποία
αναγιγνώσκεται εις επήκοον των διαδίκων. Στόχος των ρυθμίσεων είναι η
καθιέρωση μιας διαδικασίας προφορικής, όπου η πρόκληση της δικανικής
πειθούς θα επιτυγχάνεται μέσω της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου 265,
ενώ μέριμνα δίδεται επίσης στην πιστή τήρηση των πρακτικών266 και την
καταγραφή εμπεριστατωμένης και αναλυτικής αιτιολογίας που επιτρέπει
τον έλεγχο εφαρμογής του δικαίου όχι μόνο από τους διαδίκους αλλά και
από το ανώτερο δικαστήριο που ενδεχομένως θα ασχοληθεί με την
υπόθεση.
Βρισκόμαστε πλέον στην εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, η οποία,
εμπνεόμενη από τα φιλελεύθερα και ριζοσπαστικά κηρύγματα των
εκπροσώπων του
Διαφωτισμού, οδηγεί στην
ανατροπή του παλαιού
καθεστώτος της
απολυταρχίας, της
φεουδαρχίας και των
προνομίων, θέτοντας τις
βάσεις για τη δημιουργία
ενός σύγχρονου αστικού
κράτους, με κύριους άξονες
το δημοκρατικό τρόπο
λειτουργίας και στελέχωσης
των αρχών, το χωρισμό
εκκλησίας και πολιτείας και
Ο πίνακας του Ευγενίου Ντελακρουά Liberté guidant le peuple την προάσπιση της
(1830) που έχει συνδεθεί με τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, αν ισονομίας και των ατομικών
και αναφέρεται σε μεταγενέστερη εξέγερση του έτους δημιουργίας
του ελευθεριών των πολιτών.
Στον τομέα της δικαιοσύνης,

265 Όσον αφορά το αποδεικτικό υλικό, έμφαση δίνεται στις μαρτυρικές καταθέσεις έναντι των
εγγράφων, όπως προκύπτει και από σχετική ρύθμιση της δικονομίας του Κώδικα Καρατζά (Στ΄
κεφάλαιο, με τίτλο «Δικανικόν»), σύμφωνα με την οποία για την εγκυρότητα των
προσκομιζομένων ιδιωτικών εγγράφων απαιτείται η βεβαίωση του περιεχομένου τους από
τουλάχιστον δυο αυτόπτες ή αυτήκοους μάρτυρες. Βλ. Παναγιώτη Μάζη, ο.π., σελ. 687, ο οποίος
επικρίνει τη ρύθμιση ως οπισθοδρομική.
266 Σύμφωνα με τον συγγραφέα, στα πρακτικά θα πρέπει να καταγράφονται αυτούσια τα

λεγόμενα από τους μάρτυρες και τους διαδίκους, αφενός διότι τις περισσότερες φορές πρόκειται
για απλοϊκούς ανθρώπους που δεν ξέρουν ποιο επιχείρημα είναι ισχυρότερο ώστε να το
προτάξουν και, αφετέρου, διότι η ολοκληρωμένη καταγραφή μέχρι το τέλος της κατάθεσης ή
αγόρευσης αποτελεί ένδειξη ότι ο κριτής τους άκουσε ευμενώς.

67
οι πρώτες παρεμβάσεις κατευθύνονται προς τη σύνταξη νέου οργανισμού
των δικαστηρίων 267 , την κατοχύρωση βασικών ελευθεριών, όπως το
δικαίωμα της ελεύθερης (προφορικής ή έγγραφης) υπερασπίσεως κάθε
πολίτη, τη δημοσιότητα των συζητήσεων268, τη δημόσια απαγγελία και την
υποχρέωση αιτιολόγησης των αποφάσεων, καθώς και προς την εν γένει
απλοποίηση και επίσπευση της διαδικασίας269, ενώ η όλη μεταρρυθμιστική
προσπάθεια απολήγει, όπως ήταν αναμενόμενο, στη σύνταξη νέου Κώδικα
Πολιτικής Δικονομίας (1806), ο οποίος, αν και δεν είχε το ριζοσπαστικό
χαρακτήρα άλλων νομοθετημάτων της Επανάστασης, εν τούτοις σημείωσε
ένα βήμα προς μια ταχύτερη και απαλλαγμένη αυστηρών διατυπώσεων
δικονομία, χρησιμεύοντας μάλιστα ως γενικό υπόδειγμα για πολλούς
νεότερους ευρωπαϊκούς κώδικες. Ανάμεσα στις διεθνείς εξελίξεις της
περιόδου που θα πρέπει να σημειώσουμε εντάσσεται επίσης η περιβολή με
συνταγματική ισχύ, στο πλαίσιο της γενομένης το 1791 τροποποιήσεως
του αμερικανικού συντάγματος270, του δικαιώματος του κατηγορουμένου
για δημόσια εκδίκαση της υποθέσεως του, η οποία, αν και αναφερόμενη
στην ποινική δικονομία, κατοχύρωσε μια γενικότερη αρχή την οποία
ακολούθησαν όλες οι σύγχρονες νομοθεσίες.
Μέσα στο περιβάλλον αυτό και υπό την επίδραση των ανωτέρω
διακηρύξεων, ο Ρήγας Φεραίος στο σχεδίασμα του πολιτεύματος του, που
διετύπωσε με τη δημοσιευθείσα τον Οκτώβριο του 1797 προκήρυξη του,
περιλαμβάνει στο κεφάλαιο περί πολιτικής δικαιοσύνης ειδική διάταξη
(άρθρο 94) που προβλέπει ότι οι δημόσιοι κριτές «βουλεύονται και
συντυχαίνουν δημοσίως, λέγουν την γνώμην των μεγαλοφώνως, τελειώνουν
σωστά την κρίσιν με εμπόδισιν μόνου λόγου ή με εν απλούν έγγραφον χωρίς
πολλά κρισολογήματα και χωρίς πληρωμήν, λέγουν τας αιτίας των

267 Οι εισαχθείσες αλλαγές, μετά των βαθμιαίων τροποποιήσεων τους, διαμόρφωσαν ένα
δικαστικό σύστημα όμοιο κατά τη δομή του με τη σύγχρονη δικαστηριακή οργάνωση. Βλ.
λεπτομέρειες στο έργο των Glasson Em. - Tissier Al. - Morel R. (Γ. Θ. Ράμμου) Σύστημα Πολιτικής
Δικονομίας, Τόμος Α΄, §15, σελ.49 επ.
268 Κατά τον Γρ. Καλφέλλη, Η δημοσιότητα στην ποινική δίκη (και ιδίως η δημοσιότητα στην κύρια

διαδικασία, Επιστημονική Επετηρίδα Αρμενόπουλου 1985, σελ. 27, η καθιέρωση της


δημοσιότητας στη συγκεκριμένη φάση συνδεόταν κατά βάση με την ανάγκη για παγίωση της
ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας, έξω και πέρα από κάθε παρέμβαση της εκτελεστικής
εξουσίας.
269 Ορισμένες από τις αλλαγές απετέλεσαν, ενδεικτικώς, η αντικατάσταση των παλαιών

πολυδάπανων αιτήσεων από την απλή προφορική υπεράσπιση ή την υποβολή ενός απλού
υπομνήματος, η κατάργηση όλων των επιδόσεων πλην αυτών της αγωγής και της απόφασης, η
κατάργηση της έφεσης κατά προδικαστικών αποφάσεων, η απαγόρευση υποβολής νέας αίτησης
στο δεύτερο βαθμό, η καθιέρωση της αρχής της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, η θέσπιση
του θεσμού του εισηγητή δικαστή, η δυνατότητα παράστασης άνευ συνηγόρου κτλ. Βλ.
λεπτομέρειες στο έργο των Glasson Em. - Tissier Al. - Morel R. (Γ. Θ. Ράμμου) Σύστημα Πολιτικής
Δικονομίας, Τόμος Α΄, §24, σελ.76 επ.
270 Με αυτήν προστέθηκαν στο σύνταγμα ορισμένες θεμελιώδεις εγγυήσεις σχετικά με τις

ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα των πολιτών (ιδιοκτησία, οπλοκατοχή, απαραβίαστο


κατοικίας), καθώς και αντίστοιχοι περιορισμοί της κρατικής εξουσίας (ανεξιθρησκία, ελευθερία
του τύπου και της έκφρασης). Από δικαστικής απόψεως, εκτός από την αρχή της δημοσιότητας
κατοχυρώνεται και το δικαίωμα των πολιτών για εκδίκαση των υποθέσεων τους (αστικών και
ποινικών) από σώμα ενόρκων. Για λεπτομέρειες βλ. το κείμενο των 5th, 6th kai 7th amendments
στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://en.wikipedia.org/wiki/United_States_Bill_of_Rights.

68
αποφάσεων των»271. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται ο συνταγματικός χάρτης της
Ιονίου Πολιτείας (1803), που προβλέπει τη δημοσιότητα των δικαστικών
συνεδριάσεων, την εκφώνηση των αποφάσεων στο ακροατήριο και την
αιτιολογία των κρίσεων 272, αλλά και τα συντάγματα του αγώνος 273, που
μεσούσης της Επαναστάσεως σπεύδουν να κατοχυρώσουν την αρχή της
δημοσιότητας, αρχικώς στην ποινική δίκη (1823) 274 και εν συνεχεία στο
σύνολο των δικαστικών διαδικασιών με σχετικές διατάξεις του Πολιτικού
Συντάγματος της Ελλάδος (1827) 275 , σύμφωνα με τις οποίες «αι
κρισεολογίαι γίνονται δημοσίως εκτός οσάκις η δημοσιότης είναι εναντία εις
την σεμνότητα, και τότε το δικαστήριον χρεωστεί να το αποφασίση (άρθρο
140)» και «αι αποφάσεις των δικαστηρίων γίνονται πάντοτε δημόσιες
(άρθρο 141)». Αντίστοιχες διατάξεις περιλαμβάνονται στο εξής σε όλα τα
κατά καιρούς ισχύσαντα ελληνικά Συντάγματα (1832, 1844, 1864, 1911,
1927, 1952, 1968, 1973), με διαφορές μόνο ως προς την έκταση
περιορισμού της δημοσιότητας276, για να φθάσουμε στη σημερινή διάταξη
του άρθρου 93 του Συντάγματος, στο οποίο ορίζεται ότι «οι συνεδριάσεις
κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφαση
του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι
συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής
των διαδίκων (§2)» και ότι «κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά
και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια
συνεδρίαση (§3)277».
Όσον αφορά την πολιτική δίκη, οι πρώτες ρυθμίσεις του νεοελληνικού
δικαίου περιέχονται στον νόμο 13/02.05.1822 «περί θέσεως ἐν ἐφαρμογῇ

271 Βλ. το κείμενο της Νέας Πολιτικής Διοικήσεως του Ρήγα στην ηλεκτρονική διεύθυνση
http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/f3c70a23-7696-49db-9148-
f24dce6a27c8/syn01.pdf.
272 Βλ. Κατάστασις Ιονίου Πολιτείας, Τίτλος ϛ΄, άρθρο ρμϛ΄, σύμφωνα με το οποίο «Αι εφεδρείαι

των Δικαστηρίων εισί δημόσιαι, ειμή όταν αίτια τινά απρεπείας πείθωσι τα προσήκοντα αυτοίς
Δικαστήρια να εμποδίσωσι την δημοσίευσιν αυτών. Οι Κριταί αποφασίζουσι μυστηριωδώς, αι
κρίσεις αιτιολογούνται και προφέρονται μεγαλοφώνως».
273 Βλ. τα κείμενα των συνταγμάτων στη σχετική αρχειακή συλλογή της Βουλής, στην ηλεκτρονική

διεύθυνση http://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/I-Bibliothiki/Koinovouleftiki-
Syllogi/ Syntagmata/.
274 Σύμφωνα με το Κεφάλαιο Θ΄, άρθρο οη, του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος, που

ψηφίστηκε από τη δεύτερη Εθνοσυνέλευση στο Άστρος (1823), «αι εγκληματικαί διαδικασίαι
γίνονται παρρησία, και ακωλύτως ο καθείς παρίσταται».
275 Το Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος αποτελεί το προϊόν της Τρίτης Εθνοσυνέλευσης, που

συνεκλήθη το έτος 1827 στην Τροιζήνα. Το πλήρες κείμενο του είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική
διεύθυνση http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/f3c70a23-7696-49db-9148-
f24dce6a27c8/ syn09.pdf.
276 Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διακύμανση του συντακτικού νομοθέτη ως προς το εύρος των

εισαγομένων εξαιρέσεων. Έτσι, από τους λόγους σεμνότητας του Συντάγματος του 1827 περνάμε
στον αποκλεισμό της δημοσιότητας εάν αυτή αποβαίνει επιβλαβής στα χρηστά ήθη και την κοινή
ευταξία (1844, 1864, 1911, 1927, 1952), ενώ η δυνατότητα αυτή διευρύνεται με τα Συντάγματα
της επταετίας (1968,1973), εφόσον η δημόσια συζήτηση ζημιώνει τα εθνικά συμφέροντα ή το
κοινωνικό καθεστώς ή τις ένοπλες δυνάμεις ή τη δημόσια τάξη, καθώς και εάν συντρέχουν ειδικοί
λόγοι προστασίας της οικογενειακής ή της ιδιωτικής ζωής κάποιου προσώπου.
277 Στην ίδια παράγραφο προβλέπεται αι η υποχρεωτική δημοσίευση της γνώμης της μειοψηφίας.

69
τοῦ Ὀργανισμοῦ τῶν Ἑλληνικῶν Δικαστηρίων» 278 , ο οποίος εισάγει μια
διάκριση μεταξύ α) διαφορών χαμηλού οικονομικού αντικειμένου,
εκδικαζομένων υπό των εἰρηνοποιῶν κριτῶν επί τη βάσει του
υποβαλλόμενου εγγράφως εισαγωγικού ενδίκου βοηθήματος και της
επακόλουθης ακροάσεως των παραπόνων του ενάγοντος και της
απολογίας του εναγομένου, την οποία ακολουθούσε η προφορική
απαγγελία της αποφάσεως, εκδιδομένης εν συνεχεία και εγγράφως, και β)
σημαντικότερων διαφορών, οι οποίες εκδικάζονταν από το πρῶτον
δικαστήριον σε μια μοναδική δικάσιμο, βασιζόμενη στην προηγούμενη
συλλογή όλου του πραγματικού και αποδεικτικού υλικού της δίκης, μεταξύ
του οποίου περιλαμβάνονταν και οι έγγραφες τοποθετήσεις των μερών
(ζήτησις και ἀπολογία) αναφορικά με την διαφορά279. Την πρώιμη αυτή
νομοθετική προσπάθεια διαδέχεται ο αναλυτικότερος Νόμος
13/21.10.1825 «Περί Ὀργανισμοῦ τῶν Ἑλληνικῶν Δικαστηρίων» 280 , ο
οποίος διατηρεί την διάκριση μεταξύ ειρηνοποιών κριτών και πρώτου (ή
επαρχιακού) δικαστηρίου στον πρώτο βαθμό, προβλέποντας περαιτέρω
ενδεικτικώς α) δυνατότητα προφορικής υποβολής του ενδίκου
βοηθήματος ενώπιον των ειρηνοποιών και υποχρεωτικώς έγγραφης στις
υπόλοιπες περιπτώσεις (Ϛ΄ε΄), β) έγγραφη πρόσκληση του εναγομένου από
τον γραμματέα του δικαστηρίου, στην οποία γίνεται ενδελεχής περιγραφή
του αγωγικού αιτήματος (Ϛ΄ε΄), γ) παρουσίαση και θέση στην διάθεση του
αντιδίκου προ της συζητήσεως των προσκομιζομένων εγγράφων και
σχετικού καταλόγου (Ϛ΄ζ΄), δ) δυνατότητα προφορικής ή έγγραφης
υποστήριξης της υπόθεσης ενώπιον του ακροατηρίου αυτοπροσώπως ή
δια επιτρόπων και συνηγόρων (Ϛ΄η΄ και Η΄δ΄) και ε) έγγραφη προσφυγή
ενώπιον του δικαστηρίου τῶν ἐκκλήτων και του Ἀνωτάτου Δικαστηρίου
(Ι΄γ΄ και ΙΑ΄γ΄).
Τα μνημονευόμενα νομοθετήματα έχουν περιορισμένη πρακτική
εφαρμογή λόγω των επαναστατικών συνθηκών της εποχής 281 , με
αποτέλεσμα να πρέπει να περιμένουμε την διακυβέρνηση Καποδίστρια για
την οργάνωση του δικαστικού κλάδου 282 και την θέσπιση του πρώτου
278 Για το κείμενο του νόμου βλ. Γ. Δημακόπουλο, Ὁ κῶδιξ τῶν νόμων τῆς Ἑλληνικής
Ἐπαναστάσεως 1822-1828. Ἡ νομοθετική διαδικασία. Τα κείμενα τῶν νόμων, Επετηρίς του
Κέντρου Ερεύνης και Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 10-11 (1963-
1964), Αθήνα 1966, σελ. 84 επ.
279 Βλ. σχετικώς και την μελέτη της Π. Γέσιου-Φαλτσή, Civil Procedure in Greece (19th-20th

Century), εμπεριεχομένη στο έργο Η δικονομική έννομη τάξη, τόμος III, σελ. 81-103.
280 Βλ. για το κείμενο του νόμου Γ. Δημακόπουλο, Ὁ κῶδιξ τῶν νόμων τῆς Ἑλληνικής

Ἐπαναστάσεως 1822-1828. Ἡ νομοθετική διαδικασία. Τα κείμενα τῶν νόμων, Επετηρίς του


Κέντρου Ερεύνης και Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 10-11 (1963-
1964), Αθήνα 1966, σελ. 166 επ.
281 Βλ. Κ. Μπέη - Κ. Καλαβρό - Στ. Σταματόπουλο, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, τόμος 1, §5,

σελ. 76.
282 Με το Ψήφισμα ΙΘ’ της 15ης Δεκεμβρίου 1828 «Περί τοῦ Διοργανισμοῦ τῶν Δικαστηρίων»

ιδρύεται ένα ειρηνοδικείο σε κάθε χωριό, κωμόπολη και πόλη, ένα πρωτόκλητο δικαστήριο
(πρωτοδικείο) σε κάθε μία πρωτεύουσα των 13 τμημάτων (νομών) της χώρας, ένα εμποροδικείο
στη Σύρο και ένα έκκλητο δικαστήριο (εφετείο). Εν συνεχεία ο οργανισμός των δικαστηρίων θα
τροποποιηθεί ώστε να υπάρχει ένα πρωτοδικείο σε κάθε επαρχία, τρία έκκλητα δικαστήρια (ένα
στην Πελοπόννησο, ένα στη Στερεά και ένα στα νησιά) και ένα ανώτατο (ακυρωτικό) δικαστήριο.

70
Κώδικα πολιτικής διαδικασίας (1830) 283 , ο οποίος αποτελείται από 562
άρθρα και πραγματικά αποτελεί επίτευγμα για την εποχή, με δεδομένη την
δυσκολία των καταστάσεων αλλά και την πληρότητα του περιεχομένου
του. Με τον Κώδικα αυτό, ειδικότερα, καθιερώνεται, κατ’ αναλογία προς τα
σήμερον ισχύοντα, ένα σύστημα συγκεντρώσεως του πραγματικού και
αποδεικτικού υλικού, το οποίο οι διάδικοι οφείλουν να επικαλεστούν, ο μεν
ενάγων με την αγωγή και την τυχόν απάντηση του στον εναγόμενο 284, ο δε
εναγόμενος, όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης, με την απολογία και την
ενδεχόμενη ανταπολογία του προς τον ενάγοντα 285 , και όσον αφορά τα
προδικαστικά ζητήματα της αρμοδιότητας του δικαστηρίου και της
ενεργητικής νομιμοποιήσεως του αντιδίκου, με την υποβολή έγγραφης
αναφοράς, η εκδίκαση της οποίας αναβάλλει την πρόοδο της κύριας
δίκης 286 . Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ενάγων μαζί με την αγωγή
γνωστοποιεί και τα έγγραφα στα οποία στηρίζει την απαίτηση του 287, ώστε
ο εναγόμενος να δύναται να λάβει γνώση αυτών και να προετοιμάσει
ανάλογα την υπεράσπιση του, το ίδιο δε πράττει και ο εναγόμενος κατά την
υποβολή της απολογίας του288, ώστε κατά κάποιο τρόπο προσδιορίζεται
εξαρχής το πλαίσιο της αντιδικίας και αποφεύγονται οι εκπλήξεις. Η
έγγραφη αυτή προδικασία συμπληρώνεται από την εξέταση των
προτεινόμενων εκατέρωθεν μαρτύρων, τελούμενη σε καθορισμένη ημέρα
πριν από τη δικάσιμο289, όπου οι διάδικοι δύνανται να παρίστανται και να
απευθύνουν ερωτήσεις, όχι όμως αυτοπροσώπως αλλά μέσω του
δικαστού 290 , ο οποίος φαίνεται ότι έχει το δικαίωμα να εγκρίνει ή να
απορρίψει ορισμένες εξ αυτών. Όταν ο μάρτυρας διαμένει εκτός της έδρας
του δικαστηρίου, υπό την προϋπόθεση ότι η μαρτυρία του είναι
απαραίτητη για τη διαλεύκανση της υπόθεσης 291 , η δικαστική αρχή
παραγγέλλει την εξέταση στον πρωτόκλητο δικαστή (πρωτοδίκη) του

283 Με το Ψήφισμα 152 της 15/27ης Αυγούστου 1830. Για το κείμενο του νομοθετήματος βλ. στην
ηλεκτρονική διεύθυνση http://81.186.130.244/digitalbook_203#. Η ευρισκόμενη διαδικτυακώς
έκδοση αποτελεί τμήμα της ψηφιακής βιβλιοθήκης του Δημοτικού Κέντρου Ιστορίας και
Τεκμηρίωσης Βόλου (DIKIpedia).
284 Βλ. ειδικότερα τα άρθρα 55-60 και 65-68 του Κώδικα, αναφερόμενα στην τηρούμενη ενώπιον

του πρωτόκλητου δικαστηρίου προδικασία, όπου προβλέπεται ρητώς η υποχρέωση του


ενάγοντος να καταθέτει μαζί με την αγωγή και όλα τα έγγραφα επί των οποίων στηρίζεται η
απαίτηση του. Όσον αφορά την απαίτηση για ορισμένο και πληρότητα, βλ. το άρθρο 55, κατά το
οποίο «Όστις θέλει να κινήση αγωγήν, οφείλει να παρουσιάση έγγραφον απαίτησιν, εις την οποίαν
να εκθέτη σαφώς το πράγμα, να προσδιορίζει το ζητούμενον δίκαιον με τα περί τούτου
επιχειρήματα και να τελειόνη προτείνων κατ’ άρθρα το αποφασισθησόμενον ζήτημα και παν
αποτέλεσμα, όπου νομίζει ότι τον ανήκει».
285 Βλ. τα άρθρα 61-64 και 69 του Κώδικα.
286 Βλ. τα άρθρα 70-74 του Κώδικα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και όταν αμφισβητείται η

γνησιότητα υπογραφής επί ιδιωτικού εγγράφου, η οποία κωλύει την εξέλιξη της διαδικασίας,
εφόσον το διαφιλονικούμενο έγγραφο κρίνεται ως ουσιώδες (άρθρο 93).
287 Βλ. τα άρθρα 56-59 του Κώδικα.
288 Βλ. το άρθρο 64 του Κώδικα.
289 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 111 του Κώδικα.
290 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 119 εδ. γ του Κώδικα, «το όργανον, δια του οποίου γίνονται

αι ερωτήσεις, είναι ο δικαστής».


291 Κάτι το οποίο κρίνεται από τον αρμόδιο δικαστή, ο οποίος αποφαίνεται επί σχετικής έγγραφης

αναφοράς του αιτούμενου την εξέταση.

71
τόπου κατοικίας, στον οποίο αποστέλλει κατάλογο των ερωτήσεων και
των προς εξέταση θεμάτων, επί τη βάσει σχετικού σημειώματος των
διαδίκων, ως προς το οποίο επίσης διαθέτει το δικαίωμα επιλογής ή
αποκλεισμού ορισμένων ερωτήσεων 292 . Η ολοκλήρωση της διεξαγωγής
των αποδείξεων 293 και το κλείσιμο του φακέλλου ακολουθείται από τον
ορισμό δικασίμου και τη συζήτηση ενώπιον του δικαστή, η οποία φαίνεται
ότι διεξάγεται μυστικώς 294 και περιλαμβάνει την παρουσίαση των
ανακεφαλαιώσεων (προτάσεων) των διαδίκων, οι οποίες παραδίδονται σε
έγγραφη μορφή, δυναμένου πάντως του
δικαστού να ακροασθεί και προφορικώς
(δια ζώσης φωνής) τα μέρη295. Η απόφαση
εκδίδεται εντός οκτώ ημερών από τη
συζήτηση, είναι αιτιολογημένη, φέρει τις
υπογραφές του δικαστού και του
γραμματέως 296, καταχωρείται στο βιβλίο
των αποφάσεων και δημοσιεύεται με την
ανάγνωση της σε ειδική δικαστική
συνεδρίαση, ενώ αντίγραφο της
κοινοποιείται στα διάδικα μέρη ή
δημοσιεύεται μέσω εφημερίδος στην
περίπτωση που έχει εκδοθεί κατά
απόντος 297 . Άλλος τρόπος περατώσεως
της δίκης εκτός από την έκδοση Ο Ιωάννης Καποδίστριας στη γνωστή
προσωπογραφία του Διονυσίου Τσόκου,
αποφάσεως είναι η λεγόμενη «δικαστική φυλασσόμενη στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο

292 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 121 του Κώδικα.


293 Ενδεικτικώς αναφέρουμε ότι, εκτός των μαρτυρικών καταθέσεων, μπορεί να χρειασθούν και
άλλες πράξεις της αποδεικτικής διαδικασίας, όπως η δοκιμασία (πραγματογνωμοσύνη) των
άρθρων 125-126, η δι’ αφορισμού απόδειξις των άρθρων 145-149 (εξέταση από ιερέα προσώπων
τα οποία κατέχουν ή αποκρύπτουν πληροφορίες σχετικά με την επίδικη υπόθεση, με στόχο τον
εξαναγκασμό τους να προσέλθουν και να καταθέσουν ως μάρτυρες), η αίτησις παρουσίασης
εγγράφου των άρθρων 153-157 κτλ.
294 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 245 του Κώδικα, «την ώραν της ακροάσεως, εδρεύοντος

του δικαστού, ο γραμματεύς, φέρων ανά χείρας το πινάκιον, αναγιγνώσκει προς τον κλητήραν τα
ονόματα των διαφερομένων. Ο κλήτωρ εκφωνεί πρώτα το όνομα του ενάγοντος, έπειτα του
εναγομένου ή εναγομένων, δια να παρουσιασθώσι». Από το περιεχόμενο της διάταξης προκύπτει
πως ο δικαστής ευρίσκεται σε ιδιαίτερο γραφείο ή αίθουσα, όπου προσέρχονται οι διάδικοι δια
την συζήτηση της υπόθεσης, αποκλειομένης ούτως της έναντι των τρίτων δημοσιότητας.
295 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 265 του Κώδικα.
296 Πρέπει να σημειωθεί ότι ο δικαστής κατά τη συζήτηση πλαισιώνεται από 2 συμβούλους, οι

οποίοι επιλέγονται από τους διαδίκους βάσει καταρτιζομένου από την κυβέρνηση καταλόγου,
χωρίς πάντως η παρουσία τους να είναι υποχρεωτική, εφόσον βλέπουμε ότι στην περίπτωση που
αυτοί καθυστερήσουν ή απουσιάζουν η διαδικασία διεξάγεται κανονικά. Οι σύμβουλοι αυτοί
έχουν γνωμοδοτικά μόνον καθήκοντα (χωρίς δικαίωμα ψήφου) και υποχρεούνται να εκθέσουν
τις απόψεις τους σχετικά με την υπόθεση στην οποία παρέστησαν εντός 3 ημερών από της
δικασίμου, δυναμένου επίσης του δικαστού να διασκεφθεί μαζί τους για τη διαμόρφωση της
κρίσεως του. Δικαίωμα ψήφου διαθέτουν οι εν λόγω σύμβουλοι μόνον όταν το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο δικάζει ως εφετείο (κατά αποφάσεων του ειρηνοδικείου) ή φύσει ανέκκλητες
υποθέσεις, οπότε και υποχρεούνται να παρίστανται κατά την εκδίκαση και προσυπογράφουν την
εκδιδόμενη απόφαση. Περί των συμβούλων βλ. τις διατάξεις των άρθρων 273-281 του Κώδικα.
297 Για όλα τα ανωτέρω βλ. τις διατάξεις των άρθρων 266-272 του Κώδικα.

72
συμφωνία», δηλαδή ο δικαστικός συμβιβασμός που καταρτίζεται από τους
διαδίκους και επικυρώνεται με σχετική πράξη του δικαστή, κατόπιν
αναγνώσεως του περιεχομένου της στους διαμαχομένους και
επιβεβαίωσης της εκατέρωθεν συναίνεσης298.
Επιγραμματικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διαδικασία
διαφοροποιείται ελαφρώς όσον αφορά στις αγόμενες στο ειρηνοδικείο
διαφορές, όπου απουσιάζει η έγγραφη προδικασία, αντικαθιστάμενη από
την επίδοση κλήσεως προς εμφάνιση 299 ενώπιον του ειρηνοδίκου,
απευθυνόμενης προς τον εναγόμενο και τους μάρτυρες300, μετά της οποίας
συγκοινοποιούνται υποχρεωτικώς και τα κρίσιμα αποδεικτικά έγγραφα301,
ενώ κατά την ορισθείσα δικάσιμο η συζήτηση είναι προφορική, με το
δικαστή να εισακούει διαδοχικώς πρώτα τον ενάγοντα και μετά τον
εναγόμενο 302 , οι παρίστανται άνευ συνηγόρου 303 και κατόπιν αυτού να
προχωρεί στην έκδοση της αποφάσεως. Πρωτοτυπία συνιστά εδώ η
δυνατότητα προφορικής άσκησης έφεσης κατά τη δημοσίευση της
απόφασης από το δικαστή304, κάτι που αποτελεί την εξαίρεση, εφόσον τα
ανώτερα δικαστήρια (έκκλητον και ανώτατον) κανονικά επιλαμβάνονται
της υπόθεσης στο πλαίσιο έγγραφου αιτήματος, υποβαλλόμενου στην
πρώτη περίπτωση με την κατάθεση έφεσης ενώπιον του πρωτόκλητου
δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση 305 και στη δεύτερη με την
αποστολή αναφοράς προς τον Κυβερνήτη306.
Γενικώς επισκοπούμενη, η καποδιστριακή δικονομία ακολουθεί κατά
βάση το σύστημα της έγγραφης διεξαγωγής της δίκης 307, τόσο κατά την
προβολή των εκατέρωθεν ισχυρισμών 308 όσο και αναφορικά με τους

298 Βλ. άρθρα 282-285 του Κώδικα.


299 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 του Κώδικα, η κλήση πρέπει να περιέχει τα προσωπικά
στοιχεία και τη διεύθυνση κατοικίας αμφοτέρων των διαδίκων, το αντικείμενο της αιτήσεως και
τη νομική της βάση, καθώς και την ημέρα κατά την οποία ο εναγόμενος οφείλει να εμφανισθεί
ενώπιον του ειρηνοδίκου.
300 Βλ. τα άρθρα 24-29 του Κώδικα.
301 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 29 του Κώδικα.
302 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 38, «ο δικαστής ακροάζεται πρώτον τον ενάγοντα και

δέχεται τα δικαιολογήματα του˙ δεύτερον τον εναγόμενον, και δέχεται τα δικαιολογήματα του», κάτι
που σημαίνει προφορική ανάπτυξη των εκατέρωθεν επιχειρημάτων και όχι απλή ανάγνωση των
έγγραφων προτάσεων.
303 Σύμφωνα με το άρθρο 46, «εις τας υποθέσεις τας αναγομένας εις τον ειρηνοδίκην δεν

συγχωρούνται οι συνήγοροι ούτε οι επίτροποι˙ οι επίτροποι συγχωρούνται εις τας γυναίκας, εις τους
γέροντας και εις τους εν υπουργήμασι». Καθιερώνεται επομένως, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, η
αυτοπρόσωπη παράσταση των διαδίκων.
304 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 48 του Κώδικα.
305 Βλ. τα άρθρα 347-348 του Κώδικα.
306 Βλ. τα άρθρα 362-364 του Κώδικα.
307 Η προτίμηση προς τον έγγραφο τύπο καταφαίνεται και από ορισμένες διατάξεις περί

προσωρινών ασφαλιστικών μέσων (άρθρα 168-214), τα οποία άλλωστε διατάσσονται άνευ


προηγούμενης ακρόασης του καθ’ ου, δυνάμενου να αντιτείνει εκ των υστέρων αντιρρήσεις δι’
εγγράφου αποκρίσεως (βλ. άρθρα 173 επ.) ή να ζητήσει την ανάκληση προσφέροντας εγγυήσεις
(άρθρο 199).
308 Χωρίς, όπως είδαμε, να αποκλείει καθ’ ολοκληρίαν τη δυνατότητα προφορικής ανάπτυξης,

ενώπιον του ειρηνοδίκη κατά κανόνα και ενώπιον του πρωτόκλητου δικαστηρίου κατ’ εξαίρεση,
μετά από σχετική άδεια του δικαστή.

73
κανόνες συλλογής και εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού 309 , και ενέχει
στοιχεία μυστικότητας, ιδίως κατά τη συζήτηση 310 , θεωρώ όμως πολύ
αυστηρές τις κρίσεις που έχουν διατυπωθεί περί άκρως αυταρχικής 311 και
πλήρως ελεγχόμενης από την εκτελεστική εξουσία δικονομίας 312 , καθότι
κάθε νομοθέτημα θα πρέπει να κρίνεται ανάλογα με τις
κοινωνικοοικονομικές συνθήκες εν τω μέσω των οποίων ψηφίζεται και τις
ανάγκες τις οποίες καλείται να θεραπεύσει. Πέραν των γενικότερων
δυσκολιών, απότοκων του συνεχιζόμενου επαναστατικού αγώνα και της
μετάβασης σε μια νέα κρατική υπόσταση313, οι ιστορικοί του δικαίου έχουν
επισημάνει ως προβλήματα στην απονομή της δικαιοσύνης της περιόδου
α) την απουσία σύγχρονου αστικού κώδικα 314 , σε συνδυασμό με το
παρωχημένο (σε ορισμένες περιπτώσεις) και δυσεύρετο των καλούμενων
σε εφαρμογή βυζαντινορωμαϊκών διατάξεων κανόνων315, β) την εν γένει

309 Ως προς τη διδόμενη στον έγγραφο τύπο βαρύτητα, θα πρέπει συμπληρωματικά να


μνημονευθεί και ο κανόνας του άρθρου 98 του Κώδικα, κατά τον οποίο δε συγχωρείται η
εμμάρτυρη απόδειξη κατά δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων, εκτός εάν αυτά προσβληθούν ως
προϊόντα απάτης, δόλου, βίας, πλαστογραφίας ή παράνομης αισχροκέρδειας.
310 Βλέπουμε ότι κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, π.χ. κατά τις μαρτυρικές καταθέσεις ή τη

διενέργεια της δοκιμασίας, το δικαίωμα παραστάσεως των διαδίκων κατοχυρώνεται με ειδικές


διατάξεις (βλ. αντιστοίχως τα άρθρα 112 και 137 του Κώδικα). Επίσης, διασφαλίζεται η
δημοσιότητα της δίκης έναντι των τρίτων ενδιαφερομένων, με την παραμονή των κατατιθέμενων
αποδεικτικών εγγράφων στο αρχείο του δικαστηρίου για 30 ημέρες (άρθρο 59), την πιστή
καταγραφή των μαρτυρικών καταθέσεων (άρθρο 117), την ανάρτηση του πινακίου (άρθρο 241),
την άφεση στο φάκελλο της δικογραφίας, μετά την ανάληψη των σχετικών, επικυρωμένων
αντιγράφων των πρωτοτύπων εγγράφων που προσκομίστηκαν (άρθρο 389) κτλ.
311 Βλ. Π. Ρεντούλη, Σύντομη ιστορική επισκόπηση του ελληνικού αστικού δικονομικού δικαίου,

Δίκη 2005, σελ. 510, και ιδίως Κ. Μπέη - Κ. Καλαβρό - Στ. Σταματόπουλο, Δικονομία των ιδιωτικών
διαφορών, τόμος 1, §5, σελ. 76, οι οποίοι κάνουν λόγο για μια δικονομία αυταρχική, όπως και η
άσκηση της κρατικής εξουσίας από τον Κυβερνήτη, η οποία αναμενόμενα καταργήθηκε μετά το
θάνατο του, καθώς περιόριζε τα δικαιώματα των πολιτών και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.
Οι σχετικές επικρίσεις βασίζονται κυρίως στη νομοθετική πρόβλεψη περί διορισμού των
δικαστών από τον Κυβερνήτη και είναι βέβαια δικαιολογημένες σύμφωνα με τα σημερινά μέτρα.
312 Τις διατυπωθείσεις κατά την εποχή θέσπισης του Κώδικα επικρίσεις συνοψίζει ο Χριστόδουλος

Κλωνάρης, λέγοντας ότι με τον Διοργανισμό των Δικαστηρίων «ηρπάγη η δημοσιότης από τα
Δικαστήρια, η ψήφος αφαιρέθη από τα δυο τρίτα των Δικαστών, η δικαιοσύνη έπεσεν αιχμάλωτος
της πολιτικής εξουσίας και η ελευθερία, η τιμή, η ζωή και η περιουσία των πολιτών έγιναν έρμαιον
των δυνατών της ημέρας». Βλ. σχετικά Κ. Καλαβρό, Ο πρώτος ελληνικός Κώδικας Πολιτικής
Δικονομίας, μελέτη εμπεριεχόμενη στον συλλογικό τόμο «Προσφορά στον Γεώργιο Μιχαηλίδη-
Νουάρο», σελ. 407.
313 Ως γνωστόν, ο Καποδίστριας προσπάθησε να αναδιοργανώσει μια χώρα ευρισκόμενη σε

οικονομικό αδιέξοδο, ερειπωμένη από τον πόλεμο, μαστιζόμενη από τη ληστεία και την πειρατεία,
με την παρουσία εχθρικών στρατευμάτων στην επικράτεια της, έχοντας να αντιμετωπίσει, εκτός
από την πλήρη ανυπαρξία κρατικής οργάνωσης, και την ύπαρξη μιας ισχυρής αντιπολίτευσης,
παράγοντες που επέβαλαν ένα μεγαλύτερο συγκεντρωτισμό στην άσκηση της κρατικής εξουσίας.
Όπως σημειώνει ο Κ. Καλαβρός, Ο πρώτος ελληνικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ο.π., σελ. 406,
όταν ο Καποδίστριας αναλάμβανε την διακυβέρνηση της Ελλάδος, ο Ιμπραήμ έσφαζε και ερήμωνε
την Πελοπόννησο, η Στερεά Ελλάδα είχε υποκύψει, ενώ είχε καταπλεύσει νέος στόλος της
Αιγύπτου (ο οποίος αργότερα καταναυμαχήθηκε στο Ναβαρίνο).
314 Με το άρθρο 28 του Ψηφίσματος ΙΘ’ της 15ης Δεκεμβρίου 1828 «Περί τοῦ Διοργανισμοῦ τῶν

Δικαστηρίων», τα δικαστήρια επετάχθησαν να εφαρμόζουν επί μεν των πολιτικών διαφορών την
Εξάβιβλον του Αρμενόπουλου και επί των ποινικών το «Απάνθισμα των Εγκληματικών» και
υποστηρικτικώς τον ορθό λόγο και την επιείκεια.
315 Βλ. Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη, «Η έννοια του «ὀρθοῦ λόγου» στον νεοελληνικό νομικό βίο:

Ρυθμιστής ή καταλύτης;», Τιμητικός Τόμος Καθηγ. Ν. Κ. Κλαμαρή, Αθήνα 2016, σελ. 877-878 και

74
σύγχυση ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο και την αναδρομική του ισχύ, γ)
τον κατακερματισμό της δικαιοδοσίας ενόψει της παράτασης λειτουργίας
των τοπικών κριτηρίων της οθωμανικής περιόδου, την θεσμοθέτηση της
διαιτησίας ως (υποχρεωτικής σε ορισμένες περιπτώσεις) εναλλακτικής
διαδικασίας επίλυσης των αστικών και εμπορικών διαφορών, καθώς και
την σύσταση διαφόρων δικαστικών ή διαιτητικών επιτροπών κατά
παράβαση της αρχής του τακτικού δικαστή 316 , δ) την έλλειψη
εξειδικευμένης καταρτίσεως των δικαστών, η οποία αναπόφευκτα
ενθάρρυνε την ενεργό ανάμιξη των διοικητικών αρχών στην επίλυση των
ιδιωτικών διαφορών, και ε) το έντονο αποτύπωμα της μακραίωνης
παραδόσεως και πρακτικής, η οποία επέβαλε, για την επίλυση των
ιδιωτικών διαφορών, την διακρίβωση και συνεκτίμηση των κατά τόπους
ισχυόντων εθίμων317, παράγοντες οι οποίοι προσφέρουν μια ένδειξη μόνον
των δυσχερειών ανασύστασης και επαναλειτουργίας της πολιτικής
δικαιοσύνης, αναδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό εμμέσως και την επιτυχία
της εξεταζόμενης νομοθετικής προσπάθειας318.

ΣΤ. Η Πολιτική Δικονομία του Maurer και οι σταδιακές της


τροποποιήσεις
Αν το έργο του Καποδίστρια απέβη βραχύβιο, λόγω της δολοφονίας του
και της πολιτειακής μεταβολής που επακολούθησε, το νομοθέτημα που το
αντικατέστησε, η Πολιτική Δικονομία του έτους 1834 319, δημιούργημα της
Αντιβασιλείας του Όθωνος και ειδικότερα του Γερμανού νομομαθούς
Georg Ludwig von Maurer 320 , έμελλε να επιζήσει, με τις σταδιακές

881, όπου επισημαίνεται και το φαινόμενο της λειτουργίας των διάφορων ρυθμιστικών
διατάξεων περισσότερο ως βάση ανάπτυξης νομικών επιχειρημάτων παρά ως δεσμευτικών και
γενικής εφαρμογής.
316 Περί των ανωτέρω βλ. ενδεικτικώς Δ. Σερεμέτη, Η Δικαιοσύνη επί Καποδίστρια, Α. Πρώτη

περίοδος 1828-1829 (μετ’ ανεκδότων εγγράφων), σελ. 106 επ., και Μ. Τουρτόγλου, «Η κατάσταση
της δικαιοσύνης στην Ελλάδα κατά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια», Μελετήματα Ιστορίας
Ελληνικού Δικαίου, σελ. 235 επ.
317 Βλ. ενδεικτικώς το προσφερόμενο από τον Κ. Τριανταφυλλόπουλο, «Η Πολιτική Δικαιοσύνη

επί Καποδίστρια», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 23 (1948), σελ. 480-481, παράδειγμα του
ισχύοντος στην Μάνη εθίμου της πληρωμής της τιμής του αίματος του φονευθέντος εκ μέρους του
δράστη, ως προς το οποίο, σε σχετική γνωμοδότηση του, ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης Ιωάννης
Γενατάς αποσαφηνίζει ότι πρέπει να επιδικάζεται στην οικογένεια του θύματος όχι δυνάμει της
(άκυρης) εθιμικής συμφωνίας των μερών αλλά ως αποζημίωση για την προξενηθείσα στους
τεθλιμμένους συγγενείς ζημία.
318 Κατά την αποτίμηση του Κ. Καλαβρού, Ο πρώτος ελληνικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας,

σελ. 434-435, η Πολιτική Διαδικασία «ήταν ένα πλήρες και κατ’ αρχήν επιτυχημένο νομοθέτημα,
το οποίο εκτιμώμενο μέσα στο ιστορικό πλαίσιο που γεννήθηκε εντυπωσιάζει όχι σπάνια για την
πρωτοτυπία των λύσεων και την απλότητα των ρυθμίσεων», έχοντας μάλιστα το πλεονέκτημα
ότι αποτέλεσε το προϊόν μιας φυσικής εξέλιξης του ισχύσαντος επί τουρκοκρατίας δικαίου και
των πρώτων μετεπαναστατικών νομοθετημάτων, συνδεόμενο ούτως άμεσα με το βυζαντινό
δίκαιο και την ελληνική παράδοση στην επίλυση των ιδιωτικών διαφορών.
319 Η Πολιτική Δικονομία ψηφίσθηκε με το Διάταγμα της 2ας/14ης Απριλίου 1834, το οποίο

εξεδόθη τόσο στην ελληνική όσο και στη γερμανική, δημοσιεύθηκε την 16η/28η Ιουνίου του ιδίου
έτους και ετέθη σε ισχύ, σύμφωνα με τη νομοθετική πρόβλεψη, από την 25η Ιανουαρίου/6η
Φεβρουαρίου 1835.
320 Αρμόδιου για τους τομείς της παιδείας, της εκκλησίας και της εκπαίδευσης.

75
τροποποιήσεις της 321 , 133 έτη, μέχρι την κατάργηση της με τον α.ν.
44/1967 και τον εφαρμοζόμενο Κώδικα πολιτικής Δικονομίας. Ο
συγκεκριμένος Κώδικας εντάσσεται ως νομοθέτημα στη γενικότερη
προσπάθεια αναδιοργάνωσης του τομέα της δικαιοσύνης κατά την περίοδο
της Αντιβασιλείας, σε επίπεδο τόσο διαδικαστικό όσο και ουσιαστικό, για
την οποία απαιτήθηκε η έκδοση πλήθους διαταγμάτων 322 και η εκπόνηση
πέντε κωδίκων, ήτοι του Ποινικού Νόμου323, της Πολιτικής και Ποινικής 324
Δικονομίας, του Οργανισμού Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων325 και
του Εμπορικού Νόμου326, και αποτελεί κατά κοινή ομολογία το αρτιότερο
νομοθετικό κείμενο της εποχής του 327 , καθότι συνδυάζει επιτυχώς την
(προφορική) γαλλική και την (έγγραφη) βαυαρική δικονομία, λαμβάνοντας
επίσης υπ’ όψιν τις επιστημονικές απόψεις της εποχής, με στόχο την ορθή
και ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, αν και ως προς το τελευταίο σκέλος,
κρίνοντας με τα σημερινά κριτήρια, μάλλον αποτυγχάνει, καθότι απαιτεί,
εκτός της βασικής δικασίμου, όπου εξετάζονται οι πραγματικοί ισχυρισμοί
των διαδίκων, μια δεύτερη αφιερωμένη στη διεξαγωγή των αποδείξεων και
μια τρίτη, κατά την οποία ολοκληρώνεται και τυπικά η συζήτηση και
εκδίδεται η οριστική απόφαση328.
Αναφορικά με τα θέματα που εξετάζουμε, η Πολιτική Δικονομία
καθιερώνει, με μια διάταξη παρόμοια με τη σημερινή, τη δημοσιότητα της
διαδικασίας329, την οποία το κοινό μπορεί ελευθέρως να προσέρχεται και
321 Στα 133 χρόνια ισχύος της η Πολιτική Δικονομία του Maurer τροποποιήθηκε συνολικά με 106
νομοθετήματα, περί των οποίων μας παρέχει μια εικόνα ο Γ. Ράμμος στο έργο των Glasson Em. -
Tissier Al. - Morel R. (Γ. Θ. Ράμμου) Σύστημα Πολιτικής Δικονομίας, Τόμος Α΄, §25α, σελ. 85-88.
322 Γνωστότερο εξ αυτών είναι το Διάταγμα της 23ης Φεβρουαρίου/7ης Μαρτίου 1835 «Περί

Πολιτικού Νόμου» , το οποίο ορίζει ότι μέχρι της συντάξεως και θέσεως σε ισχύ αστικού κώδικα
(κάτι το οποίο συνέβη μόλις το έτος 1946) ισχύουν οι πολιτικοί νόμοι των βυζαντινών
αυτοκρατόρων οι περιεχόμενοι στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου, ενώ τα καθιερωμένα έθιμα,
όσα πολύχρονη και αδιάκοπη συνήθεια ή αποφάσεις δικαστικές καθιέρωσαν, υπερισχύουν όπου
επεκράτησαν.
323 Εισήχθη με το Διάταγμα της 18ης/30ης Δεκεμβρίου 1833.
324 Εισήχθη με το Διάταγμα της 10ης/22ης Μαρτίου 1834.
325 Εισήχθη με το Διάταγμα της 21ης Ιανουαρίου/2ας Φεβρουαρίου 1834. Με αυτόν διατηρείται

η ύπαρξη τουλάχιστον ενός ειρηνοδικείου σε κάθε επαρχία, ιδρύεται ένα πρωτοδικείο ανά νομό,
τρία εμποροδικεία (στη Σύρο, το Ναύπλιο και την Πάτρα) και δυο εφετεία (σε Αθήνα και Τρίπολη),
ενώ στην κορυφή της δικαστηριακής ιεραρχίας τίθεται το ακυρωτικό δικαστήριο του Αρείου
Πάγου. Βλ. αναλυτικά σε Π. Ρεντούλη, Σύντομη ιστορική επισκόπηση του ελληνικού αστικού
δικονομικού δικαίου, Δίκη 2005, σελ. 512.
326 Εισήχθη με το Διάταγμα της 19ης Απριλίου/1ης Μαΐου 1835 και ορισμένες διατάξεις του

επέζησαν έως πρόσφατα, οπότε και καταργήθηκαν με τις διατάξεις των νόμων 2496/1997
(Ασφαλιστικός Κώδικας), 3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας), το νόμο 4072/2012 και άλλα
νομοθετήματα.
327 Βλ. την ομιλία του Κ. Μπέη σχετικά με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας του έτους 1834,

εκφωνηθείσα κατά την αναγόρευση του Γ. Μητσόπουλου σε επίτιμο διδάκτορα του


Πανεπιστημίου Erlangen της Γερμανίας.
328 Βλ. Κ. Μπέη - Κ. Καλαβρό - Στ. Σταματόπουλο, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, τόμος 1, §5,

σελ. 78 επ.
329 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 162 ΠολΔ, που καθιερώνει μια δίκη «δημόσια δια τους διαδίκους

και τον λαόν». Σύμφωνα με τον Γ. Ράμμο, Σύστημα Πολιτικής Δικονομίας (Glasson Em. - Tissier Al.
- Morel R.), Τόμος Γ΄, §463α, σελ. 60, η δημοσιότης των συζητήσεων συντελεί εις την ανύψωση του
γοήτρου της δικαιοσύνης, διότι απομακρύνει την ιδέα της μεροληψίας, ενισχύει τη συναίσθηση
της ευθύνης στους δικαστές και καθιστά πρόχειρο τον έλεγχο των παραβάσεων.

76
να παρακολουθεί330, με τις γνωστές εξαιρέσεις που συναντώνται και στους
σύγχρονους κώδικες331, δηλαδή επί των πράξεων της προδικασίας και των
εκτός του ακροατηρίου λαμβανουσών χώραν διεξαγωγών αποδείξεως 332,
επί των διασκέψεων του δικαστηρίου, επί των περιπτώσεων όπου η
δημοσιότητα θα μπορούσε να αποβεί επιβλαβής στα χρηστά ήθη και στην
κοινή ευταξία 333 , καθώς και, δυνητικώς, επί των δικών διαζυγίου,
απαγορεύσεως, διορισμού αντιλήπτορος και άρσεως της αντιλήψεως ή της
δικαστικής απαγορεύσεως334.
Από κει και πέρα, η Πολιτική Δικονομία διαμορφώνει μια προφορική κατά
βάση διαδικασία335, η οποία βέβαια στηρίζεται και συμπληρώνεται από μια
σειρά έγγραφων διαδικαστικών πράξεων, όπως α) η κατάθεση της
αγωγής 336 και των εν γένει εισαγωγικών δικογράφων, β) οι πράξεις της
προδικασίας, που περιλαμβάνει την κατάθεση απολογητηρίου δικογράφου
εκ μέρους του εναγομένου μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την

330 Αυτό ισχύει τόσο για τη γενική όσο και για τις ειδικές διαδικασίες (συνοπτική, επ’ αναφορά
κλπ.)
331 Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά των Β. Οικονομίδη - Μ. Λιβαδά, Πολιτική Δικονομία, ζ΄

έκδοση, Βιβλίο Α΄, §78, σελ. 417-418, στις σχετικές με τη δημοσιότητα διατάξεις των ευρωπαϊκών
κωδίκων της εποχής. Έτσι, σύμφωνα με τη βαυαρική δικονομία του 1831, δεν γίνονταν δεκτοί
στις δημόσιες συνεδριάσεις των δικαστηρίων παιδιά και γυναίκες, κατά τη διάδοχη δε αυτής
δικονομία απαγορευόταν η είσοδος στους μη αξιοπρεπώς εμφανιζομένους (μέθυσοι, απρεπώς
ενδεδυμένοι, φέροντες μεθ’ εαυτών ζώα κλπ.). Η αυστριακή δικονομία από την πλευρά της
απαιτούσε οι παριστάμενοι στις συνεδριάσεις να είναι ενήλικοι και άοπλοι, ενώ θα πρέπει να
σημειωθεί ότι επί διεξαγωγής της συζήτησης κεκλεισμένων των θυρών οι ανωτέρω κώδικες, όπως
και ο καθ’ ημάς ισχύων, έδιναν την δυνατότητα σε κάθε διάδικο να ζητήσει να επιτραπεί η είσοδος
σε τρία πρόσωπα της εμπιστοσύνης του.
332 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 129, 132, 285,297 και 339 της ΠολΔ.
333 Βλ. το άρθρο 163 ΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται η έκδοση αιτιολογημένης

αποφάσεως του δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων και του
εισαγγελέως και υπόκειται στα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης, τα οποία πάντως δεν
αναστέλλουν την εκδίκαση της υπόθεσης.
334 Βλ. για τις ανωτέρω δίκες τις διατάξεις των άρθρων 682 εδ. 2, 686, 662 και 671 ΠολΔ.
335 Πρέπει να σημειωθεί ότι με τις διατάξεις των άρθρων 611-617 η Πολιτική Δικονομία καθιέρωνε

δυνατότητα του δικαστηρίου, εφόσον «ευρίσκη υπόθεσιν τινά επί τοσούτον δυσχερή και
περιπεπλεγμένην, ώστε δεν δύνανται να αποφασισθή δια προφορικής συζητήσεως», να διατάξει την
έγγραφη διεξαγωγή της δίκης, η οποία συνίστατο, κατά τα βασικά της σημεία, στην έγγραφη
ανάπτυξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών, συνοδευομένη από παρακατάθεση των αποδεικτικών
μέσων στη γραμματεία του δικαστηρίου, και στο διορισμό εισηγητή δικαστή, επιμελούμενου τη
σύνταξη έκθεσης σχετικά με την υπόθεση. Στην περίπτωση αυτή, η επ’ ακροατηρίω συζήτηση
άνοιγε με την ανάγνωση της εισηγητικής εκθέσεως και συνεχιζόταν με τις προφορικές
παρατηρήσεις των διαδίκων και του εισαγγελέως. Στην πράξη, η διαδικασία αυτή
αποδοκιμάστηκε από τα δικαστήρια μας και ουδέποτε εφαρμόσθηκε.
336 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 538 εδ. β του Κώδικα, στην αγωγή επισυνάπτονται

υποχρεωτικώς και αντίγραφα των αποδεικτικών εγγράφων που επικαλείται ο ενάγων.

77
κατάθεση της αγωγής και, δυνητικώς,
την κατάθεση ανταπολογίας και
επανταπολογίας 337 , γ) η σύνταξη των
διαφόρων δικαστικών εκθέσεων, που
πιστοποιούν τη διενέργεια των εν τω
ακροατηρίω ή εκτός αυτού
επιχειρουμένων πράξεων 338 , δ) η
τήρηση των πρακτικών και ε) η
δημοσίευση της αποφάσεως , που
υποχρεωτικά συντάσσεται
εγγράφως 339 . Ενώπιον του
ακροατηρίου, η διαδικασία είναι
προφορική και περιλαμβάνει την
ανάγνωση των προτάσεων των δυο
πλευρών 340 , μετά την οποία κάθε
Ο Georg Ludwig von Maurer σε μία λιθογραφία
διάδικος ή ο πληρεξούσιος του έχει το
του έτους 1836 φιλοτεχνηθείσα από τον Gottlieb δικαίωμα να διασαφηνίσει
Bodmer προφορικώς και να αναπτύξει
περαιτέρω τους προβαλλόμενους εκ
μέρους του ισχυρισμούς , ενώ επακολουθεί συζήτηση εφ’ όλης της ύλης,
341

όπου εξετάζονται διαδοχικώς οι προτεινόμενες από τον εναγόμενο


ενστάσεις342 και κατά την οποία το δικαστήριο δύναται να δώσει το λόγο
στους διαδίκους για δεύτερη ή και περισσότερες φορές, εφόσον το κρίνει
αναγκαίο343. Ενδεικτική της βαρύτητας που δίνεται στην προφορικότητα
είναι η δυνατότητα του δικαστηρίου να εξετάζει τους διαδίκους και να

337 Βλ. άρθρα 565 επ. της ΠολΔ.


338 Σύμφωνα με τους Β. Οικονομίδη - Μ. Λιβαδά, Πολιτική Δικονομία, ζ΄ έκδοση, Βιβλίο Α΄, §78, σελ.
416, εγγράφως και μυστικώς γίνονται οι εκτός ακροατηρίου πράξεις που ενεργούνται είτε προς
εξακρίβωση και προπαρασκευή του αντικειμένου της διαφοράς είτε προς εξιχνίαση του
πραγματικού αυτής.
339 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 173 του Κώδικα.
340 Η κατάθεση προτάσεων ήταν υποχρεωτική στις διεξαγόμενες ενώπιον του πρωτοδικείου

δίκες. Σύμφωνα με τους Β. Οικονομίδη - Μ. Λιβαδά, Πολιτική Δικονομία, ζ΄ έκδοση, Βιβλίο Β΄, §103,
σελ. 26, αρχικός σκοπός των προτάσεων ήταν η σαφής και σύντομη ανακεφαλαίωση των
ισχυρισμών και των συμπερασμάτων των διαδίκων, οι οποίοι έμελλε να αναπτυχθούν
προφορικώς, κανόνας που στην πορεία ανατράπηκε, με αποτέλεσμα οι προτάσεις να λάβουν τη
μορφή της περαιτέρω αναπτύξεως της αγωγής και της απολογίας και να αποβούν τόσο
μακροσκελείς και πολυσέλιδες ώστε παρά τη νομοθετική επιταγή να κατατίθενται απλώς αντί να
αναγιγνώσκονται ενώπιον του δικαστηρίου (σύμφωνα με την ωραία φράση του συγγραφέως «να
περιέχουν εν εαυταίς έγγραφον την ανάπτυξιν αντί προφορικώς να αναπτύσσωνται»). Έχουμε
λοιπόν εδώ ένα παράδειγμα του πώς η δικαστηριακή πρακτική οδήγησε στην τροποποίηση των
κείμενων διατάξεων, τιθέμενη υπέρ του έγγραφου τύπου, διαμορφώνοντας έναν κανόνα που
ισχύει έως τις μέρες μας.
341 Βλ. τα άρθρα 580 και 581 της ΠολΔ.
342 Αν οι ενστάσεις κριθούν αβάσιμες, απορρίπτονται όλες μαζί με ενιαία απόφαση, άλλως πρέπει

να εκδοθεί ξεχωριστή απόφαση για την ένσταση που γίνεται δεκτή. Βλ. το άρθρο 583 ΠολΔ και τη
σχετική αναφορά των Κ. Μπέη - Κ. Καλαβρού - Στ. Σταματόπουλου, ο.π. στη σημείωση υπ’ αρ. 224.
343 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 171 και 281 εδ. β της ΠολΔ. Εφόσον ο εναγόμενος απαντήσει

στην αγόρευση του ενάγοντος χωρίς να προβάλλει ενστάσεις, το δικαστήριο δύναται, πάντως, να
περιορίσει την προφορική συζήτηση σε μία μόνο αγόρευση εκατέρωθεν.

78
διατάσσει την ανάγνωση εγγράφων ή την προσωπική εμφάνιση κάποιου
στο ακροατήριο 344 , αλλά και το αντίστοιχο δικαίωμα των διαδίκων να
απευθύνουν άμεσα ερωτήσεις προς την αντίπαλη πλευρά345, κάτι το οποίο
οπωσδήποτε οξύνει την αντιδικία αλλά από την άλλη πλευρά συντελεί στη
διαλεύκανση των σκοτεινών σημείων της υπόθεσης, ανταποκρινόμενο
άλλωστε και στην εικόνα της δίκης όπως την έχει στο νου του ο μέσος
άνθρωπος που δεν είναι εξοικειωμένος με νομικές διαδικασίες. Αφού
κηρυχθεί από το δικαστήριο τετελεσμένη η συζήτηση μεταξύ των διαδίκων,
ο λόγος έρχεται στον εισαγγελέα 346 , ο οποίος, ως αντιπρόσωπος του
δημοσίου συμφέροντος και αμερόληπτος κριτής, δικαιούται ή οφείλει,
ανάλογα με το περιεχόμενο της διαφοράς347, να εκθέσει τη γνώμη του επ’
αυτής και να εκφρασθεί υπέρ της ενδεδειγμένης λύσεως, ενώ μετά την
εισαγγελική αγόρευση οι διάδικοι δύνανται να παραδώσουν στο
δικαστήριο έγγραφες παρατηρήσεις σχετικά με τα λεχθέντα, όχι όμως και
να ομιλήσουν ξανά.
Εν συνεχεία, υπό την προϋπόθεση ότι η αγωγή κρίνεται παραδεκτή, το
δικαστήριο εκδίδει προδικαστική απόφαση περί αποδείξεων, στην οποία
ορίζεται ο τόπος και ο χρόνος διεξαγωγής και εν συνεχεία ακολουθεί η
κλήτευση των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως και η
γνωστοποίηση αυτών στην αντίπαλη πλευρά348. Η εξέταση των μαρτύρων
κανονικά διεξάγεται στο ακροατήριο ενώπιον της πλήρους σύνθεσης του
δικαστηρίου, αν και ο κανόνας αυτός γνωρίζει εξαιρέσεις, με
σημαντικότερη την αδυναμία ολοκλήρωσης των καταθέσεων σε μία
συνεδρίαση λόγω του πλήθους των μαρτύρων, οπότε και επιτρέπεται να
διαταχθεί η συνέχιση αυτών εκτός της δικαστικής αίθουσας ενώπιον του
οριζόμενου εισηγητή δικαστή 349 . Οι μάρτυρες εξετάζονται χωριστά ο
καθένας, αλλά δυνητικώς και κατ’ αντιπαράσταση 350 , παρουσία των
διαδίκων, οι οποίοι, όπως και το δικαστήριο (δικαστές, εισαγγελέας)
δικαιούνται να τους απευθύνουν ερωτήσεις, ενώ μετά την ολοκλήρωση της

344 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 171 και 172 της ΠολΔ.
345 Βλ. τη το άρθρο 171 της ΠολΔ.
346 Βλ. το άρθρο 581 εδ. 3 της ΠολΔ.
347 Βλ. τα άρθρα 586-588 του Κώδικα. Υποχρεωτικά πρέπει να ακούγεται η γνώμη του

εισαγγελέως στις διαφορές που αφορούν την περιουσία ή τα δικαιώματα του δημοσίου, της
κυβερνήσεως, των δήμων ή άλλων δημοσίων ιδρυμάτων, καθώς και σε μια σειρά άλλων
υποθέσεων που θεωρούνται ότι σχετίζονται με το δημόσιο συμφέρον ή την κοινή ευταξία, όπως
π.χ. οι δίκες περί διορισμού επιτρόπων, κηδεμόνων και άλλων επιμελητών, οι δίκες περί
προσωπικής καταστάσεως και ελευθερίας του ανθρώπου (λ.χ. επί επαπειλούμενης προσωπικής
κράτησης), οι δίκες περί προικώων δικαιωμάτων, οι δίκες διαζυγίου και ακυρώσεως γάμου, οι
δίκες εξαιρέσεως δικαστού, μάρτυρος ή πραγματογνώμονα, οι δίκες επί αγωγών κακοδικίας ή
αποδοκιμάσεως των πράξεων δικαστικού προσώπου, οι δίκες όπου υποκρύπτεται η τέλεση
κολάσιμων πράξεων (λ.χ. επί προσβολής εγγράφου ως πλαστού ή νόθου), οι δίκες κατατάξεως
των δανειστών (ενόψει του ότι σε αυτές διακυβεύονται τα συμφέροντα περισσοτέρων
προσώπων), οι δίκες αναιρέσεως και αναψηλαφήσεως κτλ.
348 Βλ. τα άρθρα 310 και 311 της ΠολΔ.
349 Βλ. το άρθρο 307 της ΠολΔ.
350 Βλ. τη διάταξη 336 εδ. 2 του Κώδικα.

79
διαδικασίας ακολουθεί συζήτηση 351 , όπου χωρεί αξιολόγηση των
καταθέσεων και προτείνονται τυχόν εξαιρέσεις 352 ή ακυρότητες της
διαδικασίας353. Αυτά πάντως υπό την αρχική μορφή της ΠολΔ. Στην πορεία,
με βάση τη ρύθμιση περί επιτρεπτής κατάθεσης των μαρτύρων στον
εισηγητή επί αδυναμίας ολοκλήρωσης των αποδείξεων κατά την τακτική
συνεδρίαση, η εξαίρεση μεταβλήθηκε στον σχεδόν απαράβατο κανόνα 354,
λόγω του ότι ο δικαστής αγνοούσε τον αριθμό των εκατέρωθεν
προσαγόμενων μαρτύρων, με αποτέλεσμα να επιτρέπει σε κάθε περίπτωση
την εκτός ακροατηρίου εξέταση. Προοδευτικά μάλιστα ο εισηγητής
εστερήθη ουσιαστικής αναμίξεως στην εξέταση των μαρτύρων,
περιοριζόμενος στο έργο του επόπτη των αποδείξεων και επεμβαίνοντας
μόνο αν στη διάρκεια της εξέτασης των μαρτύρων ανέκυπτε διένεξη μεταξύ
των αντιδίκων δικηγόρων, ενώ επιπλέον παρετηρείτο ένα φαινόμενο
αντίστοιχο με το σήμερα συμβαίνον επί ενόρκων βεβαιώσεων, καθώς ο
γραμματέας δεν έγραφε την κατάθεση των μαρτύρων όπως τη διατύπωνε
ο μάρτυρας αλλά όπως την υπαγόρευε ο δικηγόρος που εξέταζε το
μάρτυρα355.
Δίπλα στην συνήθη (τακτική) διαδικασία, που περιεγράφη ανωτέρω κατά
τα κυριότερα σημεία της, θα πρέπει επίσης να σημειωθούν α) η νομοθετική
πρόβλεψη περί συνοπτικών δικών 356 , όπου λόγω της απλότητος της
διαφοράς, του ευαπόδεικτου και της ευτέλειας του επίδικου αντικειμένου
και του κατεπείγοντος της εκδικάσεως καθιερώνεται μια πιο άτυπη
διαδικασία (όπου παραλείπεται η προδικασία και ενισχύεται η
προφορικότητα), η οποία μάλιστα με το νόμο 206/07.04.1914
υποκατέστησε τη συνήθη357, β) η εισαγωγή μιας σειράς ειδικών ρυθμίσεων
για τις εμπορικές δίκες, την πρόκλησιν εις αγωγήν, την περί διανομής και
την λογιστική δίκη, οι οποίες παρουσιάζουν διαδικαστικές ανομοιομορφίες

351 Εφόσον οι μαρτυρικές καταθέσεις δόθηκαν στο ακροατήριο, το δικαστήριο προχωρεί αμέσως
στη συζήτηση, ενώ αν οι καταθέσεις ελήφθησαν από τον εισηγητή απαιτείται για τη διεξαγωγή
της συζήτησης η παρέλευση τριών ημερών τουλάχιστον από την κατάθεση της σχετικής εκθέσεως
στη γραμματεία του δικαστηρίου (344 ΠολΔ).
352 Πέραν των εξαιρετέων και με το σημερινό καθεστώς μαρτύρων (πρόσωπα που εξαρτούν

έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης, συγγενείς, επαγγελματίες οφείλοντες εχεμύθειαν
κτλ.), σε αυτούς υπάγονται σύμφωνα με την ΠολΔ και οι εσπιλωμένης υπολήψεως, πρόσωπα
καταδικασθέντα για συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα (ψευδορκία κτλ.).
353 Όπως περιγράφουμε αναλυτικότερα και παρακάτω, και στην ΠολΔ συναντάμε την αδυναμία

εμμάρτυρης αποδείξεως κατά του περιεχομένου εγγράφου, καθώς και απαιτήσεων οι οποίες
υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο ποσό, ο κανόνας αυτός πάντως γνωρίζει εξαιρέσεις επί των
εμπορικών υποθέσεων, επί αρχής εγγράφου απόδειξης και επί αδυναμίας εγγράφου απόδειξης.
354 Βλ. Β. Οικονομίδη - Μ. Λιβαδά, Πολιτική Δικονομία, ζ΄ έκδοση, Βιβλίο Β΄, §192, σελ. 445.
355 Βλ. Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αποδείξεως, §13, σελ. 220, η οποία περιγράφει αναλυτικώς το

πρόβλημα.
356 Βλ. ειδικότερη ανάλυση στους Β. Οικονομίδη - Μ. Λιβαδά, Πολιτική Δικονομία, ζ΄ έκδοση, Βιβλίο

Β΄, §§ 115-118, σελ. 97-110.


357 Με το συγκεκριμένο νομοθέτημα καταργήθηκε η διάκριση των δικών σε συνήθεις, συνοπτικές

και εμπορικές και καθιερώθηκε ως γενικώς ισχύουσα ενώπιον των πρωτοδικείων η συνοπτική
διαδικασία. Βλ. και τη σχετική αναφορά της Κ. Μακρίδου στη μελέτη: Νομοθετική εξέλιξη των
ειδικών διαδικασιών στο ελληνικό δίκαιο, εμπεριεχομένη στο έργο: «Οι ειδικές διαδικασίες»
(πρακτικά 28ου πανελληνίου συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων, 11-14.09.2003,
Ρέθυμνο), επιμελημένο από τον Εμμ. Γιαννακάκη, σελ. 126.

80
ανάλογα με το διαγνωστέο ουσιαστικό δικαίωμα και την καλύτερη
εξυπηρέτηση του, γ) η θέσπιση της επ’ αναφορά διαδικασίας, αντίστοιχης,
καθόσον μπορούμε να κρίνουμε, με τη σημερινή εκούσια δικαιοδοσία
(διορισμός επιτρόπου, επικύρωση βουλεύματος συγγενικού συμβουλίου,
δικαστική απαγόρευση, διόρθωση ληξιαρχικής πράξεως κτλ.), όπου ο
αναφερόμενος υποχρεούται σε
προαπόδειξη, ενώ η υπόθεση
συζητείται και απόντων των
διαδίκων, δ) η ενώπιον των
ειρηνοδικείων διαδικασία 358 , η
οποία επίσης παρουσιάζει
αποκλίσεις από τη συνήθη,
κυρίως ως προς το ότι είναι
δυνατή και η εκούσια εμφάνιση
των διαδίκων ενώπιον του
δικαστή άνευ της τηρήσεως
προδικασίας, η οποία άλλως Οι δικαστές Γεώργιος Τερτσέτης (αριστερά) και Αναστάσιος
ενεργείται δια της επιδόσεως Πολυζωίδης (δεξιά), οι οποίοι αρνήθηκαν να
στον εναγόμενο κλήσεως προς προσυπογράψουν την καταδικαστική σε θάνατο απόφαση
των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα στη
εμφάνιση 359 , και κατά το ότι η διάσημη δίκη του έτους 1834, μνημονευόμενοι έκτοτε ως
εμμάρτυρη και η δια σύμβολα της ανεξαρτησίας της δικαστικής αρχής
πραγματογνωμόνων απόδειξη
διεξάγεται πάντοτε επ’ ακροατηρίω, και, τέλος, ε) η ενώπιον των εφετείων
και του Αρείου Πάγου διαδικασία360, όπου γίνεται συζήτηση αρχικώς επί
του παραδεκτού των ενδίκων μέσων και εν συνεχεία επί των
διαλαμβανομένων στην έφεση ή την αναίρεση και τους προσθέτους αυτών
λόγους παραπόνων361.
Αυτή, σε γενικές γραμμές, είναι η Πολιτική Δικονομία του 1835, η οποία
αναμφίβολα καθιέρωνε μια διαδικασία προσανατολισμένη στην απόδοση
ουσιαστικής δικαιοσύνης, παρέχουσα προς την κατεύθυνση αυτή το
περιθώριο για προφορική ανάπτυξη των προβαλλόμενων ισχυρισμών και
εξαντλητική συζήτηση επί όλων των πτυχών της υπόθεσης. Υπ’ αυτήν την
έννοια και ανεξάρτητα από τη δικαστηριακή πρακτική που σταδιακά
μετέστρεψε τις μαρτυρίες προς την έγγραφη μορφή, το έργο του Maurer
αποτελεί ένα πρότυπο προφορικής κατάστρωσης της διαδικασίας,
θυσιάζοντας στο βωμό της, ενόψει των επαναλαμβανόμενων συζητήσεων,
το αίτημα για ταχύτητα, χωρίς πάντως να παραβλέπουμε το γεγονός ότι σε

358 Βλ. ειδικότερη ανάλυση στους Β. Οικονομίδη - Μ. Λιβαδά, Πολιτική Δικονομία, ζ΄ έκδοση, Βιβλίο
Β΄, § 155, σελ. 237 επ..
359 Η στο ειρηνοδικείο εισαγόμενη αγωγή ονομάζεται κλῆσις (citation), κατά το παράδειγμα της

γαλλικής νομοθεσίας, και περιέχει τα γνωστά στοιχεία κάθε αγωγής (διάδικοι, δικαστήριο,
αντικείμενο της διαφοράς, ιστορικό, ορισμένη αίτηση).
360 Βλ. Β. Οικονομίδη - Μ. Λιβαδά, ο.π., Βιβλίο Γ΄, §§ 236 και 250, σελ 83 και 160 επ. αντιστοίχως.
361 Η συζήτηση στο εφετείο διεξάγεται κατά τις διατάξεις της συνήθους (γενικής) διαδικασίας,

ενώ ενώπιον του Αρείου Πάγου, η συζήτηση αρχίζει με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή,
συνεχίζεται με τις αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων, που λαμβάνουν μέχρι δυο φορές το
λόγο, και κλείνει με την αγόρευση του εισαγγελέως.

81
αποδεικτικό επίπεδο δεικνύει μια ιδιαίτερη προτίμηση προς τα έγγραφα 362,
κατοχυρώνοντας την πρωτοκαθεδρία τους με ρυθμίσεις όπως η
αναγνώριση της πλήρους αποδεικτικής δύναμης των δημοσίων και
ιδιωτικών εγγράφων 363 , τα οποία, υπό ορισμένες προϋποθέσεις 364 ,
παράγουν πλήρη απόδειξη τόσο ως προς τα μνημονευόμενα γεγονότα όσο
και ως προς τις δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, η πρόσδοση
δεσμευτικής ισχύος στη συντασσόμενη κατά τους νόμιμους τύπους 365
γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων366, καθώς και οι επιβαλλόμενοι στη
χρήση των μαρτύρων και των τεκμηρίων περιορισμοί, επί την εξέταση των
οποίων ήδη μεταβαίνουμε και για έχουμε μια πληρέστερη εικόνα και γιατί
πρόκειται για μέτρα που ισχύουν μέχρι και σήμερα.
Ρύθμιση που νοθεύει τον προφορικό χαρακτήρα της διαδικασίας συνιστά
αναμφίβολα ο περιορισμός της εμμάρτυρης απόδειξης, ο οποίος, αν και
προβλέπεται και στην κωδικοποίηση του Καποδίστρια 367, στην Πολιτική
Δικονομία του 1835 εμφανίζεται σε πλήρη έκταση, περίπου με τη μορφή
που ισχύει σήμερα. Οι ιστορικές καταβολές του συγκεκριμένου κανόνα
ανάγονται στους νεότερους χρόνους368 και συνδέονται με την προσπάθεια
καταπολέμησης της ψευδομαρτυρίας και υποβιβασμού της αποδεικτικής
δύναμης του εμμαρτύρου μέσου, ενόψει των ατόπων που δημιουργούσαν
στην πράξη οι αντιτιθέμενες μαρτυρικές καταθέσεις, ώστε τουλάχιστον σε
υποθέσεις με υψηλό οικονομικό αντικείμενο το αποδεικτικό πόρισμα να

362 Κατ’ ακριβολογίαν υπομνήματα, τα οποία περαιτέρω διακρίνονται (άρθρο 384 ΠολΔ) σε
έγγραφα (documenta), όπου η υπόμνηση γίνεται δια γραμμάτων (χειρόγραφων ή τυπωμένων) και
σε μνημεία (monumenta), όπου αυτή γίνεται δι’ άλλων σημείων (ορόσημα, σύμβολα, σφραγίδες
κτλ.). Βλ. ειδικότερη ανάλυση σε Α. Κιτσικόπουλο, Πολιτική Δικονομία, εκδ. 1953, σελ. 3478 επ.
363 Για τα δημόσια έγγραφα βλ. τις διατάξεις των άρθρου 400-401 και για τα ιδιωτικά το άρθρο

412 ΠολΔ.
364 Τα έγγραφα πρέπει, γενικώς, να είναι συνταγμένα κατά τους νόμιμους τύπους, να φέρουν την

προβλεπόμενη σφραγίδα ή υπογραφή και να μην είναι σχισμένα ή διατετμημένα (385 ΠολΔ), ενώ
ως προς τα ιδιωτικά έγγραφα ισχύουν επιπλέον οι προϋποθέσεις της μη αμφισβητήσεως της
γνησιότητας τους και, επί εγγράφου περιέχοντος αμοιβαία υπόσχεση, η σύνταξη πρωτοτύπων
ίσων προς τον αριθμό των συμβαλλομένων.
365 Προς την κατεύθυνση αυτή απαιτείται, μεταξύ άλλων, η σύμπραξη τριών πραγματογνωμόνων

και η έγγραφη υποβολή της γνωμοδότησης, εκτός των ειρηνοδικείων όπου οι πραγματογνώμονες
εξετάζονται στο ακροατήριο.
366 Βλ. το άρθρο 298 της ΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο η απόφαση των εμπειροτεχνών, εάν

συνετάχθη κατά τους διαγεγραμμένους τύπους, είναι υποχρεωτική για τα δικαστήρια και
αποτελεί ως προς το εξεταζόμενο ζήτημα «τελείαν απόδειξιν».
367 Βλ. το άρθρο 98 του Κώδικα Πολιτικής Διαδικασίας, σύμφωνα με το οποίο «δε συγχωρείται

πρότασις μαρτύρων κατά δημοσίων εγγράφων, κατά νόμον εχόντων ισχύν αληθείας και
αποδείξεως, ή εγγράφων, άτινα αφ’ εαυτών γίνονται νόμιμοι αποδείξεις, εκτός αν αυτά
κατηγορηθώσιν δι’ απάτην, δόλον, περιγραφήν βία, πλαστουργίαν βία και παράνομον
αισχροκέρδειαν».
368 Σύμφωνα με την Ε. Ποδηματά, Οι περιορισμοί της εμμάρτυρης αποδείξεως κατά τα άρθρα 393-

394 ΚΠολΔ και η σημασία τους μετά τον ν. 2915/2001, Αρμενόπουλος 2006, σελ. 359, η οποία θα
αποτελέσει τον κύριο οδηγό μας για τη σύνταξη της παρούσας παραγράφου, οι πρώτες
νομοθετικές εκφράσεις της ιδέας του περιορισμού των μαρτύρων απαντούν σε διατάγματα
ιταλικών πόλεων του 15ου αιώνος, για να μεταφυτευθούν από εκεί στη Γαλλία (πρώτη εμφάνιση
στο διάταγμα Ordonnance de Moulins του 1566 και εν συνεχεία στην Ordonnance του 1667 και
στο Γαλλικό Αστικό Κώδικα του 1804) και, μέσω αυτής, σε ολόκληρη τη νεολατινική δικαιική
οικογένεια.

82
στηρίζεται κατά βάση σε έγγραφα ή δικαστική ομολογία του αντιδίκου και
συμπληρωματικά μόνο στις διδόμενες μαρτυρίες. Παρά το γεγονός ότι ο
γαλλικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας του 1806 καθιέρωσε την αρχή της
ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων, η ιδέα του περιορισμού της
εμμάρτυρης απόδειξης, κατάλοιπο του προγενέστερου καθεστώτος,
κατάφερε να επιβιώσει, επιβεβαιώνοντας τη νομοθετική προτίμηση στον
έγγραφο τύπο και την πρόνοια να μη μεταπέσει η ελεύθερη εκτίμηση των
μαρτυρικών καταθέσεων σε παράγοντα κινδύνου για την ορθότητα της
δικαστικής κρίσεως.
Στο δίκαιο μας ο θεσμός μεταφυτεύθηκε επί τη βάσει των σχετικών
διατάξεων του γαλλικού Αστικού Κώδικα του 1804 και εμφανίζεται στην
ΠολΔ με διττό περιεχόμενο 369 , αναιρώντας την αποδεικτική δύναμη των
μαρτυρικών καταθέσεων α) επί αντικειμένων (συμβάσεων και γεγονότων
παραγωγικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων) αξίας ανώτερης των 50
δραχμών 370 και β) κατά του περιεχόμενου εγγράφων (δημοσίων και
ιδιωτικών) 371 , ληφθείσης πάντως μέριμνας για τη θέσπιση ορισμένων
εξαιρέσεων, προς μετριασμό της αυστηρότητας του μέτρου 372 . Έτσι, ο
εισαγόμενος περιορισμός θεωρήθηκε ότι, για λόγους επιεικείας, δεν πρέπει
να ισχύει α) επί εμπορικών διαφορών 373 , λόγω της ταχύτητας των
σχετικών συναλλαγών που δεν ευνοεί την έγγραφη αποτύπωση τους, β)
επί αρχής εγγράφου αποδείξεως, όταν δηλαδή υπάρχει έγγραφο που
συνηγορεί υπέρ της πιθανότητας του αποδεικτέου γεγονότος 374, και γ) επί

369 Ως νομοθετικός λόγος για την εισαγωγή του θεσμού στην ΠολΔ αναφέρεται από τους Β.
Οικονομίδη - Μ. Λιβαδά, Πολιτική Δικονομία, ζ΄ έκδοση, Βιβλίο Β΄, § 183, σελ. 408 επ., η
επικινδυνότητα του εμμάρτυρου μέσου και η ανάγκη καταστολής της ψευδομαρτυρίας και
περιορισμού των δικών.
370 Βλ. το άρθρο 300 της ΠολΔ.
371 Βλ. το άρθρο 303 της ΠολΔ. Η συγκεκριμένη απαγόρευση αποσκοπεί στη διασφάλιση του

αποδεικτικού κύρους των εγγράφων, το οποίο μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο στο πλαίσιο
άρνησης της γνησιότητας τους ή προσβολής τους ως πλαστών, όχι όμως και με επίκληση
μαρτύρων.
372 Βλ. το άρθρο 304 της ΠολΔ.
373 Η σημερινή διάταξη του Κώδικα (άρθρο 394§1δ αναφέρεται γενικώς στη φύση της

δικαιοπραξίας και τις ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες συνάπτεται, μνημονεύοντας ενδεικτικώς
τις εμπορικές συναλλαγές ως κατηγορία δικαιοπραξιών που η ταχύτητα τους δικαιολογεί την
εμμάρτυρη απόδειξη.
Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1722/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, που έκρινε ότι
παραδεκτώς το δικαστήριο της ουσίας είχε δεχθεί την απόδειξη της επίδικης σύμβασης έργου με
μάρτυρα (καίτοι η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερέβαινε στην συγκεκριμένη
περίπτωση το ποσόν των 5.900 ευρώ), εφόσον από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης
αποδεικνύεται ότι η συναλλαγή είχε σαφώς εμπορικό χαρακτήρα για τον ενάγοντα εργολάβο, ο
οποίος ασχολείται κατά σύνηθες επάγγελμα με χωματουργικές εργασίες με σκοπό το κέρδος.
374 Βλ. ειδικότερα το άρθρο 305 της ΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο «Αρχή εγγράφου αποδείξεως

υπάρχει τότε, όταν έγγραφον συντεταγμένον κατ’ αποδεικτικόν τύπον καθιστά πιθανόν, αν και δεν
αποδεικνύει εντελώς, το προτεινόμενον». Αρχή εγγράφου αποδείξεως μπορεί να συναχθεί και από
τις δικαστικές αποφάσεις, ως προς τα αναφερόμενα στην ελάσσονα πρόταση γεγονότα, καθώς
και από τις ασαφείς και υπεκφεύγουσες κρίσεις που διατυπώνονται στις προτάσεις των διαδίκων,
π.χ. ως προς τη σύναψη κάποιας σύμβασης.
Βλ. ενδεικτικώς την περίπτωση της ΑΠ 230/2014, ΧρΙΔ 2014, σελ. 500, όπου η σωρευτική
αναδοχή του χρέους του εναγομένου προς την ενάγουσα Τράπεζα από τον πατέρα του κρίθηκε
ότι συναγόταν από την έκδοση εκ μέρους του τελευταίου 4 επιταγών εις διαταγήν της Τράπεζας,

83
φυσικής 375 ή ηθικής 376 αδυναμίας αποκτήσεως αποδεικτικού εγγράφου,
όπως συμβαίνει, κατά την ενδεικτική απαρίθμηση του νόμου, i) επί νομικών
σχέσεων πηγαζουσών εξ οιονεί συναλλαγμάτων (π.χ. διοίκηση αλλοτρίων),
εξ αδικημάτων (αδικοπραξιών) ή εξ οιονεί αδικημάτων, ii) επί
αναγκαστικής παρακαταθήκης, iii) επί τυχαίας απωλείας του
συνταχθέντος εγγράφου 377 και iv) επί προσβολής συμβολαίου ως
εικονικού ή καταρτισθέντος λόγω βίας ή απάτης 378 . Συγκρίνοντας το
κείμενο της Πολιτικής Δικονομίας με τη ρύθμιση του σημερινού ΚΠολΔ 379,
διαπιστώνουμε ότι το περιεχόμενο του εξεταζόμενου κανόνα έχει
παραμείνει, κατά τα βασικά του σημεία, απαράλλακτο μέχρι τις μέρες
μας 380 , κάτι που επιβεβαιώνει την πρακτική του αξία και τα οφέλη που
συνεπάγεται, ανάμεσα στα οποία θα πρέπει επιπρόσθετα να σημειωθεί και
ο έμμεσος εξαναγκασμός των πολιτών για την τήρηση του έγγραφου τύπου
στις συναλλαγές, ο οποίος ωφελεί πολλαπλά τους συμβαλλομένους, τόσο
εξ επόψεως αποφυγής του αποδεικτικού αδιεξόδου381 όσο και εξ επόψεως

με συνέπεια να επιτραπεί, προς απόδειξη των λεπτομερειών της σύμβασης, η κατάθεση


προσώπου παρευρεθέντος στη σύσκεψη που είχε λάβει χώρα μεταξύ των μερών για τη
διευθέτηση της επίδικης οφειλής.
375 Βλ. τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί η Ε. Ποδηματά, Οι περιορισμοί της εμμάρτυρης

αποδείξεως κατά τα άρθρα 393-394 ΚΠολΔ και η σημασία τους μετά τον ν. 2915/2001,
Αρμενόπουλος 2006, σελ. 371, δηλαδή τη σύναψη συμβάσεως μεταξύ στρατιωτών σε πόλεμο ή
μεταξύ προσώπων ευρισκομένων σε ερημική περιοχή, καθώς και επί αναλφάβητου ή τυφλού
συμβαλλόμενου.
376 Σύμφωνα με τον Γ. Ράμμο, Glasson Em. - Tissier Al. - Morel R. (Γ. Θ. Ράμμου), Σύστημα Πολιτικής

Δικονομίας, Τόμος Γ΄, §601α, σελ. 429, τοιαύτη ηθική αδυναμία υφίσταται καταρχήν μεταξύ
συζύγων, ανιόντων και κατιόντων, αδελφών, μνηστευμένων κτλ.. Η νομολογία μας δέχεται ηθική
αδυναμία απόκτησης αποδεικτικού εγγράφου και μεταξύ φίλων. Βλ. ενδεικτικώς την περίπτωση
της ΕφΠειρ 40/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, που αφορά επιδίκαση απαίτησης
600.000 ευρώ από διαδοχικές συμβάσεις δανείων μεταξύ φίλων, για την απόδειξη της οποίας το
δικαστήριο στηρίχθηκε σε μαρτυρικές καταθέσεις και ένορκες βεβαιώσεις.
377 Εδώ πρόκειται ουσιαστικά περί αδυναμίας διατηρήσεως του συνταχθέντος εγγράφου.
378 Κάτι που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι, προς αποφυγή καταστρατήγησης του, ο περιορισμός

του εμμάρτυρου μέσου καταλαμβάνει και τα δικαστικά τεκμήρια και, επομένως, ισχύει όχι μόνον
όταν το αποδεικτέο γεγονός πρόκειται να αποδειχθεί άμεσα μέσω των μαρτύρων, αλλά και όταν
πρόκειται να αποδειχθεί ένα άλλο γεγονός, με βάση το οποίο το δικαστήριο θα συναγάγει έμμεσα,
κατά το άρθρο 336§3 ΚΠολΔ, το αποδεικτέο γεγονός. Βλ. το άρθρο 276 της ΠολΔ, σύμφωνα με το
οποίο «Μόνον καθ’ όσον η δια μαρτύρων απόδειξις είναι παραδεκτή, συγχωρούνται δικαστικά
τεκμήρια».
379 Βλ. τα άρθρα 393-395 ΚΠολΔ.
380 Θα πρέπει, πάντως, να επισημανθεί η οριοθέτηση του περιορισμού στον ΚΠολΔ επί συμβάσεων

και συλλογικών πράξεων, κάτι που εξαιρεί από την ισχύ του τις μονομερείς δικαιοπραξίες,
γνωστοποιητέες (π.χ. όχληση, καταγγελία) ή μη (π.χ. αποδοχή κληρονομίας), τις υλικές πράξεις,
τις παράνομες πράξεις (αδικοπραξίες, παραβάσεις συμβατικών υποχρεώσεων), τις
δικαιοπρακτικές παραλείψεις, τα γεγονότα της φύσεως κτλ.
381 Υπό την αντίστροφη άποψη, σε ορισμένες οριακές περιπτώσεις όπου ο ίδιος ο περιορισμός

αποβαίνει υπερβολικά δεσμευτικός του δικαιώματος αποδείξεως, επεμβαίνει η νομολογία


επιτρέποντας την εμμάρτυρη απόδειξη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προβολή ένστασης εικονικότητας της αποδεικνυομένης
δι’ εγγράφου δικαιοπραξίας, προς υποστήριξη της οποίας γίνονται δεκτές μαρτυρικές καταθέσεις,
με το σκεπτικό ότι «δε στρέφονται κατά του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, το οποίο
αναγνωρίζεται όπως έχει εξωτερικώς, αλλά κατά του κύρους της περιεχόμενης σε αυτήν πράξεως,
η οποία έγινε χωρίς πρόθεση παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων ή παραγωγής διαφορετικών

84
περισκέψεως αναφορικά με τις δικαιοπρακτικές συνέπειες της σύμβασης
και αποφυγής βεβιασμένων και επιπόλαιων αποφάσεων 382 . Σε κάθε
περίπτωση, πάντως, και ανεξάρτητα από την επιδοκιμαστική ή
απορριπτική θέση που ο καθένας μπορεί να λάβει απέναντι στο θεσμό σε
θεωρητικό επίπεδο, ως προς το θέμα που μας ενδιαφέρει θα πρέπει να
επισημανθεί ότι πρόκειται για μια επιλογή που δεν είναι αυτονόητη για το
δικονομικό νομοθέτη383 και που στρέφει τη διαδικασία προς την έγγραφη
διεξαγωγή.
Συμπληρωματικά προς τον περιορισμό της εμμάρτυρης αποδείξεως λόγω
αντικειμένου, η Πολιτική Δικονομία, δύσπιστη ως προς την αξιοπιστία και
την αμεροληψία ορισμένων προσώπων, ενόψει των ιδιοτήτων τους και των
σχέσεων τους με τους διαδίκους, αλλά και ενόψει της συνταγματικά
επιβαλλόμενης προστασίας ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων των
μαρτύρων, θεσπίζει πρόσθετα κωλύματα με υποκειμενικά κριτήρια 384 .
Πρόκειται, κατά τη γενόμενη υπό του νόμου διάκριση, αφενός, για τους
ανεπιτήδειους προς μαρτυρίαν 385 , στους οποίους συγκαταλέγονται οι
στερούμενοι του απαιτούμενου προς αντίληψιν αισθητηρίου (π.χ. τυφλοί,
κωφοί), οι μαινόμενοι, παράφρονες386 και παντελώς βλάκες387, καθώς και
οι κληρικοί, ως προς τα γεγονότα που έμαθαν μέσω της εξομολογήσεως,

αποτελεσμάτων από την φαινόμενη δικαιοπραξία». Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 342/2014, Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών Νόμος.
382 Βλ. και Ε. Ποδηματά, Οι περιορισμοί της εμμάρτυρης αποδείξεως κατά τα άρθρα 393-394

ΚΠολΔ και η σημασία τους μετά τον ν. 2915/2001, Αρμενόπουλος 2006, σελ. 364, η οποία
προσθέτει στα πλεονεκτήματα της σύνταξης εγγράφου την οριοθέτηση της τελειωμένης
συμβάσεως από το στάδιο των διαπραγματεύσεων και την ακρίβεια και σαφήνεια των
καταρτιζομένων εγγράφων, λόγω του ότι ακριβώς αυτά προορίζονται να χρησιμεύσουν και
αποδεικτικώς.
383 Ως δημιούργημα της λατινικής οικογένειας του δικαίου, ο θεσμός απουσιάζει από το γερμανικό

και το αγγλοσαξονικό δίκαιο.


384 Αξίζει να παραθέσουμε τις αντίστοιχες πρωτότυπες, όσο και αυστηρές, διατάξεις της

καποδιστριακής δικονομίας, η οποία προέβλεπε κοινούς λόγους εξαιρέσεως μαρτύρων και


δικαστών. Σύμφωνα με το συνδυασμό των άρθρων 105 και 14, ουδείς δύναται να είναι μάρτυρας
α) εάν ωφελείται κατευθείαν από την έκβαση της αγωγής, β) εάν έχει όμοια αγωγή ως ενάγων ή
όμοια ευθύνη ως εναγόμενος, και εκ της αποφάσεως δύναται να ωφεληθεί φέρων αυτήν ως
παράδειγμα δια να κερδίσει επομένως τη δική του, γ) εάν έχει συγγένεια με τους διαδίκους η οποία
κωλύει την εις γάμον σύζευξη, κάτι το οποίο ισχύει και επί γάμου υποσχέσεως, δ) εάν κατηγόρησε
ενώπιον δικαστηρίου κάποιον από τους διαδίκους ή κατηγορήθη υπ’ αυτών, ε) εάν είναι
οφειλέτης ή δανειστής κάποιου διαδίκου, στ) εάν είναι ή ήταν μέχρι προ ενός έτους υπηρέτης
διαδίκου, ζ) εάν έχει προφανή και παλαιά φιλία με κάποιον από τους διαδίκους, ζ) εάν μεσολάβησε
ποτέ για να συμβιβάσει τα διαφερόμενα μέρη σχετικά με την εκδικαζόμενη υπόθεση. Οφείλουμε
να διαπιστώσουμε ότι εδώ η εξαίρεση μάλλον μεταπίπτει σε κανόνα.
385 Βλ. το άρθρο 321 της ΠολΔ. Για τα συγκεκριμένα πρόσωπα υφίσταται απόλυτη και

αυτεπάγγελτη απαγόρευση.
386 Προς τους οποίους εξομοιώνονται από τη διάταξη του άρθρου 322 ΠολΔ και οι εντελώς

μεθυσμένοι.
387 Υπό τον φαινομενικά απαξιωτικό αυτό όρο νοείται η αντίστοιχη κλίμακα νοημοσύνης της

ψυχιατρικής επιστήμης.

85
πρόσωπα για τα οποία τίθεται απόλυτος
περιορισμός, και, αφετέρου, για τους
(κατόπιν αιτήσεως και όχι
αυτεπαγγέλτως) εξαιρετέους
μάρτυρες 388 , κατηγορία στην οποία
υπάγονται διάφορες περιπτώσεις, όπως
α) οι ωνητοί μάρτυρες, β) οι
καταδικασθέντες για ψευδορκία, γ) οι
εξαρτώντες συμφέρον από τη δίκη, δ)
πρόσωπα δεσμευόμενα από το
επαγγελματικό τους απόρρητο , και ε)
389

σύζυγοι, συγγενείς, καθώς και πρόσωπα


συνδεόμενα με σχέση εξαρτήσεως προς
διάδικο. Και οι συγκεκριμένοι περιορισμοί
ενσωματώθηκαν στη ρύθμιση του Επιφανή νομική προσωπικότητα του 19ου
αιώνα απετέλεσε ο εικονιζόμενος καθηγητής
ισχύοντος ΚΠολΔ390, η οποία βέβαια είναι της Πολιτικής Δικονομίας Βασίλειος
πιο ελαστική, διαφοροποιούμενη Οικονομίδης
ελαφρώς ως προς τους ανεπιτήδειους
προς μαρτυρίαν, στους οποίους, με πιο προσεκτική διατύπωση,
εντάσσονται τα ευρισκόμενα (κατά το χρόνο του συμβάντος ή της
εξέτασης) σε κατάσταση ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής περιορίζουσας
αποφασιστικά τη λειτουργία της κρίσης και της βούλησης πρόσωπα, και
περισσότερο ως προς τη δεύτερη κατηγορία, η οποία διασπάται α) στους
εξαιρετέους 391 , εκ των οποίων έχουν αφαιρεθεί οι καταδικασμένοι για
ψευδορκία, οι διατελούντες σε σχέση εξαρτήσεως και, με την τελευταία
μεταρρύθμιση, οι εξαρτώντες συμφέρον από τη δίκη392 και β) στους εξ ιδίας

388 Βλ. το άρθρο 324 της ΠολΔ.


389 Εδώ υπάγονται οι ιατροί, χειρούργοι και μαίες, ως προς τα αναγόμενα στην εκ μέρους τους
παρασχεθείσα βοήθεια, οι δικηγόροι, σύμβουλοι και δικαστικοί αντιλήπτορες (συμπαραστάτες),
ως προς τις επίδικες υποθέσεις που διαχειρίσθηκαν, και οι υπάλληλοι του κράτους, ως προς τα
απόρρητα της υπηρεσίας τους.
390 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 399-402 ΚΠολΔ.
391 Εκ των οποίων αφαιρούνται οι καταδικασμένοι για ψευδορκία και οι διατελούντες σε σχέση

εξαρτήσεως.
392 Εισακουομένου έτσι, μετά από πολλά χρόνια, του Στ. Κουσούλη, ο οποίος στην μονογραφία του

«Η εξαίρεση του μάρτυρα λόγω συμφέροντος» (εκδ. 1987), υποστήριζε την απαλοιφή του
συγκεκριμένου λόγου εξαιρέσεως, υποστηρίζοντας ότι δεν έχει θέση σε ένα σύστημα εν μέρει
ελεύθερης αποδείξεως, στο οποίο επιτρέπεται η συνεκτίμηση και αποδεικτικών μέσων μη
πληρούντων τους όρους του νόμου. Ομοίως, πολλά χρόνια προ της σχολιαζόμενης τροποποίησης,
ο Γ. Ορφανίδης, Το επιτρεπτό των αποδεικτικών συμβάσεων, σελ. 280 επ. (1988), είχε
υπογραμμίσει πως α) η κρίση για την αξιοπιστία ή όχι ενός αποδεικτικού μέσου θα πρέπει να
επαφίεται στον δικαστή (στο πλαίσιο της αρχής της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων) και
όχι να γίνεται προκαταβολικά από τον νομοθέτη, β) η διάταξη του άρθρου 400§3 ΚΠολΔ, μετά την
εισαγωγή του θεσμού της εξέτασης των διαδίκων, δημιουργούσε θέματα αρμονίας στον ΚΠολΔ,
υπό την έννοια ότι, εφόσον επιτρεπόταν η εξέταση των άμεσα ενδιαφερομένων για την υπόθεση,
δεν μπορούσε να αποκλείεται η εξέταση τρίτου λόγω συμφέροντος στην έκβαση της δίκης, γ) ο
περιορισμός της ικανότητας για μαρτυρία λόγω συμφέροντος στο αντικείμενο της δίκης δεν ήταν
συμβιβάσιμος ούτε με την δυνατότητα του δικαστηρίου για αυτεπάγγελτη διεξαγωγή της
απόδειξης (107 ΚΠολΔ) ούτε με την δημοσίου δικαίου υποχρέωση του μάρτυρα να καταθέτει την
αλήθεια, αποτελώντας γενικώς έναν άσκοπο περιορισμό των μέσων αναζήτησης της αληθείας.

86
προαιρέσεως απαλλασσομένους 393 , προβλεπομένης επίσης 394 μίας
κατηγορίας θεμάτων ως προς τα οποία οι μάρτυρες δικαιούνται να
αρνηθούν να καταθέσουν και, πιο συγκεκριμένα, επί περιστατικών
δυναμένων να οδηγήσουν σε ποινικές διώξεις ή θιγόντων την τιμή των
ιδίων ή κοντινών τους προσώπων, όπως και επί θεμάτων αποτελούντων
επαγγελματικό ή καλλιτεχνικό απόρρητο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το
περιγραφόμενο πλαίσιο γίνεται πιο αυστηρό επί των οικογενειακών
διαφορών 395 , όπου στον κατάλογο των ανεπιτήδειων μαρτύρων
προστίθενται, για λόγους προστασίας των οικογενειακών δεσμών αλλά και
προς την κατεύθυνση αναζήτησης της ουσιαστικής αληθείας, τα τέκνα
(γνήσια, νομιμοποιημένα, θετά και αναγνωρισμένα) και οι σύζυγοι των
διαδίκων 396 , οι οποίοι ούτως αδυνατούν να χρησιμεύσουν ως όργανα
υποστήριξης των θέσεων της μίας πλευράς. Από τη μεριά μας, κάνοντας μια
αποτίμηση του θεσμού της εξαιρέσεως, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την
αξία του, ως προϊόν άλλωστε ευρύτερων σταθμίσεων, που δεικνύουν ότι η
αποκάλυψη της αλήθειας δεν πρέπει να επέρχεται με οποιοδήποτε κόστος
για τους παράγοντες της δίκης, παρότι πολλές φορές η απαλλαγή των
ανωτέρω κατηγοριών μαρτύρων στερεί από το δικαστήριο τη δυνατότητα
ακροάσεως προσώπων τα οποία λόγω της σχέσης τους με τους διαδίκους
και το αντικείμενο της διαφοράς είναι σε θέση να παράσχουν χρήσιμες και
εμπεριστατωμένες πληροφορίες, καθώς και να επιδοκιμάσουμε την
επιλογή του δικονομικού νομοθέτη να θεσπίσει, αντί της υποχρεωτικής
εξαιρέσεως, την εθελοντική απαλλαγή των συγγενών και συνεργαζόμενων
με το διάδικο επαγγελματιών, οι οποίοι έτσι διατηρούν καταρχήν τη
δυνατότητα καταθέσεως, συμβάλλοντας στη σφαιρικότερη ενημέρωση
του δικαστή.
Προτού προχωρήσουμε στις νεότερες κωδικοποιήσεις που απετέλεσαν τη
διάδοχη κατάσταση της Πολιτικής Δικονομίας του Maurer και
συντελέσθηκαν μόλις κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, οφείλουμε να
σταθούμε στη μελέτη ορισμένων θεσμών και πρακτικών που
καθιερώθηκαν κατά τη διάρκεια της ιστορικής της διαδρομής, ως
αποτέλεσμα επιρροών από τα σύγχρονα ευρωπαϊκά δίκαια αλλά και ως

393 Εδώ υπάγονται από το άρθρο 401 ΚΠολΔ οι σύζυγοι, οι μνηστευμένοι, οι συγγενείς (εξ αίματος,
αγχιστείας ή υιοθεσίας), καθώς και οι κατηγορίες επαγγελματιών που μπορεί να γνωρίζουν
ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα για το διάδικο (κληρικοί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, γιατροί,
φαρμακοποιοί, νοσοκόμοι, μαίες, σύμβουλοι), εξαιρουμένων των γεγονότων ως προς τα οποία
υπάρχει καθήκον εχεμύθειας, τα οποία υπάγονται στη ρύθμιση του άρθρου 400 ΚΠολΔ.
394 Βλ. τη ρύθμιση του άρθρου 402 ΚΠολΔ, η οποία ως προς το πρώτο σκέλος της κατά κάποιο

τρόπο ευθυγραμμίζεται με το άρθρο 232§2 ΠΚ, ενώ κατά τα λοιπά αποτελεί προϊόν γενικότερων
δικαιοπολιτικών σταθμίσεων, που υπογραμμίζουν το σεβασμό του νομοθέτη προς την
προσωπικότητα του πολίτη και υπενθυμίζουν ότι η αποκάλυψη της αλήθειας δεν πρέπει να
επέρχεται με οποιοδήποτε κόστος.
395 Στη νέα διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (592 ΚΠολΔ) υπάγονται οι γαμικές διαφορές

(διαζύγιο, ακύρωση γάμου κτλ.), οι αναφερόμενες στις σχέσεις γονέων και τέκνων (προσβολή
πατρότητας και μητρότητας, αναγνώριση ύπαρξης σχέσης γονέα-τέκνου, γονικής μέριμνας,
υιοθεσίας, επιτροπείας κτλ.) και οι λοιπές οικογενειακές διαφορές (συνεισφορά στις ανάγκες της
οικογένειας, διατροφή μητέρας και τέκνου, άσκηση γονικής μέριμνας κτλ.)
396 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 597§2 ΚΠολΔ.

87
μέσο προσαρμογής στις διαρκώς μεταβαλλόμενες κοινωνικοοικονομικές
συνθήκες, και επηρέασαν αποφασιστικά την εν γένει μορφή της
διαδικασίας. Μία πρώτη παράμετρος που πρέπει να εξετασθεί είναι η
σταδιακή, κατά τον περασμένο αιώνα, παρείσφρηση στη δικονομία μας
εξαιρετικών διαδικασιών για την εκδίκαση συγκεκριμένων κατηγοριών
υποθέσεων, στις οποίες βασίζονται, ως μετεξέλιξη τους, και οι σημερινές
ειδικές διαδικασίες397. Γενικώς, η φιλοσοφία του σχεδιασμού μιας ειδικής
διαδικασίας αναφέρεται στην κατάστρωση ενός διαδικαστικού
συστήματος κατά το δυνατόν προσαρμοσμένου στο υπαγόμενο σε αυτήν
ουσιαστικό αντικείμενο, το οποίο ενόψει και της σημασίας του για την
κοινωνία 398 ή της συχνότητας των παραγόμενων διαφορών 399 , της
ανάγκης μπορεί να απαιτεί κάποιες εξειδικευμένες ρυθμίσεις. Προς την
κατεύθυνση αυτή, οι ειδικές διαδικασίες εισάγουν μία δικονομία
απαλλαγμένη από την τυπικότητα και βραδύτητα της τακτικής
διαδικασίας, η οποία αποβλέπει στην ταχεία και ανέξοδη επίλυση των
σχετικών διαφορών από μία μονοπρόσωπη δικαστική αρχή400 σε μία και
μοναδική δικάσιμο στην οποία συνενώνεται η συζήτηση και η διεξαγωγή
των αποδείξεων 401 . Η Πολιτική Δικονομία του Maurer, σύμφωνη με το
πνεύμα των ανωτέρω παραδοχών, καθιέρωνε, όπως είδαμε, στην αρχική

397 Γενικό οδηγό για τη συγγραφή του συγκεκριμένου κεφαλαίου απετέλεσε η μελέτη της Κ.
Μακρίδου, Νομοθετική εξέλιξη των ειδικών διαδικασιών στο ελληνικό δίκαιο, εμπεριεχομένη στο
έργο: «Οι ειδικές διαδικασίες» (πρακτικά 28ου πανελληνίου συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων
Δικονομολόγων, 11-14.09.2003, Ρέθυμνο), επιμελημένο από τον Εμμ. Γιαννακάκη, σελ. 121-143.
398 Χαρακτηριστικά παραδείγματα της συγκεκριμένης κατηγορίας αποτελούσαν, υπό το κράτος

της προγενέστερης δικονομίας, η διαδικασία των γαμικών διαφορών, η οποία εμπνεόταν από ένα
πνεύμα προστασίας της οικογένειας και του θεσμού του γάμου, η διαδικασία διαφορών γονέων
και τέκνων, η οποία εκκινούσε από την προσπάθεια διαφύλαξης της συναισθηματικής και
ψυχολογικής ισορροπίας των παιδιών, καθώς και οι διαδικασίες των εργατικών και μισθωτικών
διαφορών, οι οποίες βασίζονταν στην αναγνώριση εκ μέρους του νομοθέτη της μεγάλης
κοινωνικής και οικονομικής σημασίας των αναγκών για στέγαση και εργασία, εκφράζοντας μια
μέριμνα προστασίας της οικονομικά ασθενέστερης πλευράς. Για πληρέστερη ανάλυση βλ. τη
μελέτη του Νικολάου Κλαμαρή, Η διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών, εμπεριεχομένη στο
έργο «Αποζημίωση από τροχαία ατυχήματα - ιδιωτική ασφάλιση - δικονομία αυτοκινητικών
διαφορών» (πρακτικά διημερίδας 15 & 16 Οκτωβρίου 2010), σελ. 98 επ.
399 Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούσαν εδώ οι διαδικασίες των πιστωτικών τίτλων

(αποβλέποντας παράλληλα στην ταχύτερη καταψήφιση της απαίτησης και απόκτηση εκτελεστού
τίτλου) και των αυτοκινητικών διαφορών. Ως προς την τελευταία, ο Γ. Ορφανίδης, Δικονομικά
ζητήματα της ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα, μελέτη εμπεριεχόμενη στο συλλογικό έργο
«Αστική Ευθύνη από αυτοκινητικά ατυχήματα» (Πρακτικά του 21ου Πανελληνίου Συνεδρίου
(Καλαμάτα 19-21 Μαΐου 1995), σελ. 216-217, σημειώνει ως λόγο εισαγωγής της την ανάγκη
διαμόρφωσης μιας απλής, φθηνής και ευνοϊκής προς την συναινετική επίλυση της διαφοράς
διαδικασίας, στην οποία οι διάδικοι θα μπορούσαν να παρίστανται χωρίς συνήγορο.
400 Βλ. και Λ. Σινανιώτη, Ειδικές διαδικασίες κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εκδ. 2008,

σελ. 1, σύμφωνα με τον οποίο κατά την ειδική διαδικασία οι δίκες διεξάγονται τηρουμένων των
αρχών της αμεσότητας και προφορικότητας είναι δυνατή η συγκέντρωση των διαδικαστικών
πράξεων, ολόκληρη η δίκη διεξάγεται ενώπιον του ιδίου δικαστή κατά τρόπο απλό, ενώ οι
αποδείξεις εκτιμώνται ελευθέρως, χωρίς να δεσμεύεται ο δικαστής όσον αφορά την εκτίμηση του
αποδεικτικού υλικού.
401 Βλ. την σχετική αναφορά του Γ. Ορφανίδη, Δικονομικά ζητήματα της ευθύνης από

αυτοκινητικά ατυχήματα, μελέτη εμπεριεχόμενη στο συλλογικό έργο «Αστική Ευθύνη από
αυτοκινητικά ατυχήματα» (Πρακτικά του 21ου Πανελληνίου Συνεδρίου (Καλαμάτα 19-21 Μαΐου
1995), σελ. 214.

88
της μορφή μια διάκριση των δικών σε συνήθεις, συνοπτικές και εμπορικές,
η οποία στο πλαίσιο της κατάργησης των εμποροδικείων (δια του ν.
ΑΥΝΖ/1887) και της ενοποίησης της διαδικασίας (δια του ν. 206/1914)
απαλείφθηκε, με αποτέλεσμα να απομείνει ως ιδιαίτερη περίπτωση, κατ’
αντιδιαστολήν προς την γενικώς εφαρμοζόμενη διαδικασία 402 , μόνο η
λεγομένη προεδρική διαδικασία403, η οποία είχε θεσπισθεί από το άρθρο
634ΠολΔ για την ταχεία εκδίκαση απλών και κατεπειγουσών υποθέσεων,
λαμβάνουσα το όνομα της από το γεγονός ότι αρμόδιος για την επίλυση
των σχετικών διαφορών404 οριζόταν ο κατά τόπον Πρόεδρος Πρωτοδικών.
Με πρότυπο τη συγκεκριμένη ρύθμιση, εισήχθησαν σταδιακά, με τις
διατάξεις διαφόρων νομοθετημάτων, ιδιαίτερες διαδικασίες για την
εκδίκαση ορισμένων συχνά εμφανιζομένων στην πράξη διαφορών, με
απαρχή τον νόμο ΒΧΗ΄/1899 «περί εξώσεως των δυστροπούντων
μισθωτών», ο οποίος επέτρεψε στον εκμισθωτή να ακολουθήσει,
προκειμένου να επιτύχει σε σύντομο χρονικό διάστημα την έκδοση
αποφάσεως περί εξώσεως, την απλή και απαλλαγμένη από τύπους
διαδικασία των άρθρων 634-637 της ΠολΔ. Χαρακτηριστικά της
συγκεκριμένης ρύθμισης ήταν η δυνητική της εφαρμογή, υπό την έννοια ότι
ο εκμισθωτής είχε το περιθώριο να επιλέξει την άσκηση κύριας αγωγής
έξωσης κατά την τακτική διαδικασία, η αρμοδιότητα του Προέδρου
Πρωτοδικών ή του Ειρηνοδίκη, ανάλογα με το ύψος του συμφωνημένου
μισθώματος, ο σύντομος προσδιορισμός δικασίμου 405 , ο άτυπος
χαρακτήρας της διαδικασίας, που προέβλεπε την προαιρετική κατάθεση
προτάσεων, την προαποδεικτική προσαγωγή των αποδεικτικών μέσων και
την ελεύθερη εκτίμηση αυτών εκ μέρους του δικαστή 406 , καθώς και η
προσωρινή ισχύς της εκδιδόμενης αποφάσεως 407 , η οποία αποτελούσε
προσωρινό μέτρο χωρίς επιρροή στην κύρια υπόθεση 408 . Το ανωτέρω

402 Πρόκειται για την πρώην συνοπτική διαδικασία των πρωτοδικείων, η οποία από το 1914
ισχύει ως κανόνας και καλείται εφεξής γενική, διακρινόμενη ούτως από τις ειδικές διαδικασίες τις
οποίες διατηρεί ή θεσπίζει ο νομοθέτης.
403 Για τη δομή της συγκεκριμένης διαδικασίας και τις υπαγόμενες σε αυτήν περιπτώσεις βλ.

λεπτομέρειες στους Β. Οικονομίδη - Μ. Λιβαδά, Πολιτική Δικονομία, ζ΄ έκδοση, Βιβλίο Β΄, §153, σελ.
211-221.
404 Σύμφωνα με το άρθρο 634 ΠολΔ, ο Πρόεδρος Πρωτοδικών είχε καταρχήν αρμοδιότητα α) επί

προσωρινών μέτρων σε ιδιαίτερα κατεπείγουσες περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και επί
επιβολής προσωρινής κράτησης οφειλέτη, β) επί αμφισβητήσεων περί την αναγκαστική
εκτέλεση, γ) σε κάθε άλλη περίπτωση στην οποία ο νόμος τον καθιστά αρμόδιο.
405 Βλ. άρθρο 1 του ν. ΒΧΗ’/1999.
406 Πρόκειται για την αποκαλούμενη «εκ των ενόντων απόδειξη», περί της οποίας βλ.

λεπτομέρειες στη μελέτη της Κ. Μακρίδου, Νομοθετική εξέλιξη των ειδικών διαδικασιών στο
ελληνικό δίκαιο, ο.π. στη σημείωση υπ’ αρ. 293, σελ. 131-133.
407 Βλ. άρθρο 3 του ν. ΒΧΗ’/1999.
408 Με βάση την επιτυχημένη εφαρμογή του ν. ΒΧΗ’/1899 στην πράξη, μεταγενέστερα

νομοθετήματα παρέπεμψαν στην τήρηση της καθιερούμενης με αυτόν διαδικασίας για την
εκδίκαση διαφορετικού περιεχομένου υποθέσεων. Ως παραδείγματα μπορούν να μνημονευθούν
ο ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους», αναφορικά με τις διενέξεις των συνιδιοκτητών
ως προς τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις, ο ν. 4672/1930 «περί ρυθμίσεως των
αγοραπωλησιών καπνού», αναφορικά με διαφορές σχετικές με την αθέτηση σχετικών
συμβάσεων, καθώς και ο ν. 2475/1990 «περί μεταναστεύσεως και αποδημίας» για απαιτήσεις
μεταναστών κατά των πρακτόρων και του πλοιάρχου που τους μετέφερε.

89
νομοθέτημα διαδέχθηκε ο νόμος ΓΨΗΖ/1911 «περί προσωρινών μέτρων
εις δίκας περί διακατοχής»409, ο οποίος διόρθωσε ορισμένες ατέλειες και
ανωμαλίες που είχαν παρατηρηθεί στην πράξη, υποχρεώνοντας τον
ειρηνοδίκη, με την λήψη της αναφοράς, να ορίζει συντομοτάτη (εντός 3
ημερών) δικάσιμο και παρέχοντας του την εξουσία αυτεπάγγελτης (ἅμα τῃ
ὑποβολῇ τῆς ἀναφορᾶς) έκδοσης προσωρινής διάταξης 410 σχετικά με τα
ληπτέα άμεσα μέτρα 411 , προς πρόληψη συγκρούσεων και βιαιοπραγιών
μεταξύ των αντιδίκων 412 . Ως προς την εκδίκαση της κύριας αίτησης,
καθιερώθηκε και εδώ μια προφορική διαδικασία, άνευ εγγράφων
προτάσεων, στο πλαίσιο της οποίας ο ειρηνοδίκης είχε την εξουσία
αυτεπάγγελτης συλλογής του αποδεικτικού υλικού, άνευ τηρήσεως των
περί αποδείξεως ορισμών της πολιτικής δικονομίας, δι’ εξετάσεως των
διαδίκων, των προτεινόμενων από αυτούς ή άλλων παρόντων μαρτύρων,
δι’ αυτοψίας του επιδίκου και δι’ επισκοπήσεως των προσκομιζόμενων
εγγράφων (άρθρο 3), με την απόφαση να εκδίδεται ει δυνατόν παραχρήμα
και σε κάθε περίπτωση όχι πέραν των τριών ημερών από της επιούσης της
συζητήσεως (άρθρο 4), χωρίς την δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου
(άρθρο 8).
Ένα άλλο παράδειγμα ειδικής ρύθμισης είναι ο πρωτοποριακός για την
εποχή του Ν. ΓΠΝ/1911 «περί της εξ αυτοκινήτου ποινικής και αστικής
ευθύνης», ο οποίος προς υποβοήθηση αναζήτησης της ουσιαστικής
αληθείας επέτρεψε, επί αυτοκινητικών ατυχημάτων, την συνεκτίμηση
καταθέσεων μαρτύρων παρόντων κατά το ατύχημα, οι οποίοι άλλως θα
εξαιρούντο από την εξέταση λόγω συγγενείας με βάση τις διατάξεις της
Πολιτικής Δικονομίας413. Σημαντικότερο ακόμη νομοθέτημα, στη σύλληψη
του οποίου ανιχνεύονται τα σπέρματα της δομής των σημερινών ειδικών
διαδικασιών, αποτελεί ο ν. ΓϠΟΔ΄/1912 «περί εκδικάσεως των μεταξύ
εργατών και εργοδοτών διαφορών περί πληρωμής εργατικών μισθών και
ημερομισθίων», ο οποίος εισήγαγε μια ειδική διαδικασία για την επίλυση
διαφορών με αντικείμενο την καταβολή ημερομισθίων, μισθών και
αποζημιώσεων οφειλομένων βάσει σύμβασης παροχής εργασίας. Η αιτία
409 Βλ. αναλυτικά Αθ. Καρακάλο, Η υπό του ειρηνοδίκου προσωρινή ρύθμισις της νομής, σελ. 17-
26, ο οποίος παραθέτει το κείμενο του νόμου και την σχετική αιτιολογική έκθεση, προβαίνοντας
σε παρατηρήσεις ως προς τα βασικά σημεία των ρυθμίσεων και την εφαρμογή τους στην πράξη.
410 Ο Γ. Ορφανίδης, Η προσωρινή διαταγή κατ’ άρθρο 691§2 ΚΠολΔ, ΕΠολΔ 2011, σελ. 160-161,

επισημαίνει ότι η σημερινή διάταξη του άρθρου 691§2 ΚΠολΔ έχει ως πρότυπο την εξεταζόμενη
ρύθμιση του ν. ΓΨΗΖ/1911 για την προσωρινή ρύθμιση της νομής.
411 Η προσωρινή διαταγή συνήθως είχε ως περιεχόμενο την προσωρινή απαγόρευση πάσης

πράξεως νομής εις αμφότερα τα μέρη (επί τη απειλή χρηματικής ποινής), αν και ο ειρηνοδίκης είχε
ευρεία διακριτική ευχέρεια να διατάξει οιονδήποτε μέτρο έκρινε πρόσφορο (π.χ. χορήγηση άδειας
ενασκήσεως πράξεων διακατοχής σε κάποιον διάδικο, παροχή ασφάλειας, προσωρινή επιδίκαση
διακατοχής κτλ). Βλ. τα άρθρα 4, 5 και 6 του νόμου.
412 Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, η πλειοψηφία των συγκρούσεων και των κατά

της Ζωής αδικημάτων στους γεωργικούς πληθυσμούς της εποχής αφορμώντο κυρίως εκ των περί
νομής ερίδων.
413 Βλ. το άρθρο 9 του Ν. ΓΠΝ/1911. Βλ. και την σχετική αναφορά του Γ. Ορφανίδη, Δικονομικά

ζητήματα της ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα, μελέτη εμπεριεχόμενη στο συλλογικό έργο
«Αστική Ευθύνη από αυτοκινητικά ατυχήματα» (Πρακτικά του 21ου Πανελληνίου Συνεδρίου
(Καλαμάτα 19-21 Μαΐου 1995), σελ. 203.

90
της συγκεκριμένης ρύθμισης θα πρέπει να
αναζητηθεί στη μέριμνα του νομοθέτη για την
προστασία της εργατικής τάξεως και στην
αναγνώριση της ανάγκης διαμόρφωσης μιας
απλής και ολιγοδάπανης διαδικασίας για την
διεκδίκηση των οφειλόμενων εργατικών
απαιτήσεων. Προς την κατεύθυνση αυτή,
καθιερώθηκε μια ταχύτατη και απαλλαγμένη
τύπων διαδικασία, με κυριότερα
χαρακτηριστικά γνωρίσματα α) την
αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου του τόπου της
επαγγελματικής εγκατάστασης ή κατοικίας του
Ο Νικόλαος Δημητρακόπουλος, εργοδότη414, η οποία εν συνεχεία, δυνάμει του ν.
Υπουργός Δικαιοσύνης της
κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλου κατά τη
1968/1944, πέρασε στο πρωτοδικείο415, β) την
διετία 1910-1912 και εισηγητής απουσία έγγραφης προδικασίας,
σημαντικών νομοθετημάτων που υποκαθισταμένης από την αυτοπρόσωπη (ή δια
επέζησαν για μακρό χρονικό
διάστημα πληρεξουσίου) εμφάνιση του ενάγοντος
ενώπιον του ειρηνοδίκη 416 , στο πλαίσιο της
οποίας ο τελευταίος συνέτασσε έκθεση σχετικά με την υποβαλλόμενη προς
κρίση του διαφορά, περιέχουσα περίληψη των πραγματικών περιστατικών
επί των οποίων στηρίζονται οι επίδικες απαιτήσεις και μνεία των
αποδεικτικών μέσων που θα χρησιμοποιηθούν 417 , γ) τον συντομότατο
(μεταξύ 7 και 10 ημερών) προσδιορισμό δικασίμου418, δ) την επιμελεία του
δικαστηρίου διενέργεια των επιδόσεων και κλήσεων στο ακροατήριο των
πραγματογνωμόνων και των μαρτύρων419, ε) την δια ζώσης συζήτηση στο
ακροατήριο, κατά την οποία οι διάδικοι παρίστανται αυτοπροσώπως ή δια
πληρεξουσίου και αναπτύσσουν προφορικώς τους ισχυρισμούς τους, χωρίς
να επιτρέπονται έγγραφες προτάσεις ή άλλα υπομνήματα 420 , στ) την
απαλλαγή του δικαστή από διαδικαστικούς τύπους, με την παρότρυνση
του να ακολουθεί την οδόν, δια της οποίας «ασφαλέστερον, ταχύτερον και
ολιγοδαπανώτερον θα φθάση εις την ανεύρεσιν της αληθείας», και γενικώς
να συμπράττει ενεργώς στη συλλογή και εξακρίβωση του πραγματικού της
διαφοράς, ζ) την καθιέρωση ενός συστήματος εν μέρει ελεύθερης

414 Βλ. το άρθρο 3 του ν. ΓϠΟΔ΄/1912.


415 Με το ν. 1968/1944 αρμόδιος κατέστη ανεξαρτήτως ποσού ο οριζόμενος από τον πρόεδρο
πρωτοδικών πρωτοδίκης, ενώ σε δεύτερο βαθμό η εκδίκαση γινόταν από το πρωτοδικείο.
416 Εναλλακτικώς ήταν δυνατή και η αυθόρμητη προσέλευση των διαδίκων ενώπιον του

ειρηνοδίκου προς κρίση της διαφοράς, οπότε, εάν η υπόθεση ήταν ώριμη προς τούτο (και ήταν
διαθέσιμα τα εκατέρωθεν αποδεικτικά μέσα), επακολουθούσε απευθείας συζήτηση. Βλ. τη
διάταξη του άρθρου 10 του ν. ΓϠΟΔ΄/1912.
417 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του ν. ΓϠΟΔ΄/1912.
418 Βλ. το άρθρο 5§4 του ν. ΓϠΟΔ΄/1912.
419 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 7 και 9 του ν. ΓϠΟΔ΄/1912. Μόνον οι οριστικές αποφάσεις

επιδίδονται επιμελεία των διαδίκων.


420 Βλ. το άρθρο 11 του ν. ΓϠΟΔ΄/1912. Πρέπει επίσης να σημειωθεί η με την ίδια διάταξη

καθιερούμενη απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς εκ μέρους του ειρηνοδίκη, καθώς
και του προβλεπόμενου καθήκοντος του τελευταίου προς καθοδήγηση των διαδίκων «όπως
πληρέστερον και δικανικώτερον διατυπώσι τους ισχυρισμούς τους».

91
απόδειξης, i) με την αποδοχή αποδεικτικών μέσων μη πληρούντων τους
όρους του νόμου421, εκ των οποίων ενδεικτικώς αναφέρονται οι μαρτυρικές
καταθέσεις, στην περίπτωση που το αντικείμενο της διαφοράς υπερβαίνει
τις 50 δραχμές422 ή επί εξαιρετέου μάρτυρα, και τα μη νομίμως προταθέντα
αποδεικτικά μέσα423, καθώς και ii) με την ελεύθερη εκτίμηση της σύνθετης
δικαστικής ομολογίας, της απουσίας διαδίκου, της παραλείψεως του να
απαντήσει στους πραγματικούς ισχυρισμούς του αντιδίκου ή σε ερώτημα
του δικαστή ή του αντιδίκου, της παραλείψεως προσκομιδής κρίσιμου
εγγράφου ή του αντικειμένου της αυτοψίας, της παραλείψεως δόσεως του
επιβαλλόμενου δικαστικού όρκου και, τέλος, του ίδιου του όρκου και των
εκθέσεων αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης424, η) την συνοπτική τήρηση
πρακτικών425 και θ) στην αρχική της μορφή, το ανέκκλητο της εκδιδομένης
αποφάσεως, δυναμένης να προσβληθεί μόνον δι’ αιτιολογημένης ανακοπής
ερημοδικίας426, κάτι που, όπως αναφέραμε, άλλαξε με την επελθούσα δια
του ν. 1968/1944 τροποποίηση427. Κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά,
θα πρέπει να υπογραμμίσουμε τη σημασία των περιγραφομένων
ρυθμίσεων, οι οποίες χρησίμευσαν ως πρότυπο για το μελλοντικό
σχεδιασμό τόσο των ειδικών διαδικασιών428 όσο και της ίδιας της τακτικής
διαδικασίας 429 , τουλάχιστον μέχρι την πρόσφατη τροποποίηση, ενώ, ως
προς το θέμα που μας ενδιαφέρει, θα πρέπει να επισημάνουμε την έμφαση
που θέλησε να δώσει ο νομοθέτης στην προφορικότητα της διαδικασίας

421 Σύμφωνα με την Κ. Μακρίδου, Νομοθετική εξέλιξη των ειδικών διαδικασιών στο ελληνικό
δίκαιο, ο.π. σημ. 274, σελ. 133, η νομολογία της εποχής είχε αποδεχθεί μεταξύ των
συνεκτιμώμενων μέσων και τις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες είχε επιτραπεί να προσκομίζονται
ακόμη και επί απουσίας του αντιδίκου κατά τη λήψη τους.
422 Με τη ρύθμιση αυτή αναιρείται, λοιπόν, στις εργατικές διαφορές ο περιορισμός της

εμμάρτυρης απόδειξης, περί του οποίου έγινε λόγος ανωτέρω.


423 Σύμφωνα με το άρθρο 5§1 του ν. ΓϠΟΔ΄/1912, ο ενάγων όφειλε προδικαστικώς, κατά την

περιγραφή της αξίωσης του ενώπιον του ειρηνοδίκη, να υποδείξει και τα προς απόδειξιν αυτής
αποδεικτικά μέσα.
424 Πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5§3 του ν. ΓϠΟΔ΄/1912, οι διάδικοι είναι

υποχρεωμένοι να προσκομίσουν κατά την οριζόμενη δικάσιμο κάθε έγγραφο αποδεικτικό των
ισχυρισμών τους, το ίδιο δε ισχύει και τους διορισθέντες πραγματογνώμονες ή τρίτους κατόχους
ουσιωδών εγγράφων ή αντικειμένων αυτοψίας, οι οποίοι οφείλουν να καταθέσουν στο
ακροατήριο το πόρισμα τους ή τα επίμαχα αντικείμενα, αντιστοίχως.
425 Βλ. άρθρο 13 του ν. ΓϠΟΔ΄/1912.
426 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του ν. ΓϠΟΔ΄/1912.
427 Το άρθρο 6 του συγκεκριμένου νομοθετήματος επέτρεψε μάλιστα και την άσκηση αναιρέσεως

κατά των εκδιδόμενων υπό των ειρηνοδικείων και πρωτοδικείων αποφάσεων.


428 Σαφείς επιρροές από τη διαδικασία των εργατικών διαφορών διακρίνονται στα πολυάριθμα

νομοθετήματα της περιόδου που καθιερώνουν ειδικές διαδικασίες για την εκδίκαση διαφορών
αναφερομένων στην καταβολή αμοιβών ή αποζημιώσεων για την παροχή υπηρεσιών, οι οποίες
αργότερα, υπό το κράτος του ΚΠολΔ, ενοποιήθηκαν σε ενιαία ρύθμιση. Κοινό σημείο των εν λόγω
διαφορών αποτελεί το γεγονός ότι αφορούν παροχή υπηρεσιών ελεύθερων επαγγελματιών
(δικηγόρων, συμβολαιογράφων, δικαστικών επιμελητών, μηχανικών, αρχιτεκτόνων, ιατρών),
όπου ο καθορισμός της αμοιβής γίνεται βάσει διατιμήσεως δια νόμου προβλεπόμενης, με συνέπεια
να μη γεννώνται ιδιαίτερα δυσχερή ζητήματα ή δυσκολίες κατά την εκδίκαση. Στόχος και εδώ
είναι η ταχύτερη δυνατή επίλυση των διενέξεων, στο πλαίσιο της οποίας καθιερώνεται η «εκ των
ενόντων» απόδειξη.
429 Βλ. το περιεχόμενο του άρθρου 270 ΚΠολΔ, όπως διαμορφώθηκε με το ν. 2915/2001 και

ίσχυσε μέχρι την κατάργηση του με το ν. 4335/2015.

92
και στην αμεσότητα των αποδείξεων, κρατώντας ως υποσημείωση το
ερώτημα του εάν τελικά το καθιερούμενο σύστημα της εν μέρει ελεύθερης
απόδειξης κλίνει περισσότερο προς το προφορικό ή το έγγραφο πρότυπο,
το οποίο θα εξετάσουμε σε επόμενο σημείο της παρούσης.
Εν αντιθέσει με τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, η διαδικασία
των πιστωτικών τίτλων, η οποία εισήχθη για πρώτη φορά με το ν.δ. της
19.09.1925 «περί εκδικάσεως των εκ συναλλαγματικών και εμπορικών ή μη
γραμματίων εις διαταγήν διαφορών», εκκινεί από διαφορετική αφετηρία
και βασίζεται στην έγγραφη απόδειξη, σκοπώντας, παράλληλα με τις
ουσιαστικού δικαίου ρυθμίσεις, να διευκολύνει, μέσω της παρεχόμενης
δυνατότητας ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών διαφορών, την
αποτελεσματική κυκλοφορία των πιστωτικών τίτλων, ενισχύοντας έτσι
εμμέσως την αξιοπιστία τους ως οργάνων πληρωμής και μέσων
διενέργειας συναλλαγών. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο νομοθέτης,
διαβλέποντας τις ανωτέρω ανάγκες, είχε περιλάβει στο αρχικό κείμενο της
Πολιτικής Δικονομίας ειδικές διατάξεις430 σχετικά με τις αναγόμενες στην
πληρωμή συναλλαγματικής ή γραμματίου εις διαταγήν διαφορές,
υπάγοντας τις στην αρμοδιότητα των εμποροδικείων431 και περιορίζοντας
την προβολή αντιρρήσεων από την εναγόμενη πλευρά μόνον επί των
αυτεπαγγέλτως εξεταζομένων 432 ή παραχρήμα αποδεικνυομένων
ενστάσεων 433 , κάτι που στην τελευταία περίπτωση σήμαινε ότι ο
εναγόμενος ήταν υποχρεωμένος να αποδείξει τους ισχυρισμούς του (π.χ.
εξόφληση) αποκλειστικά δι’ εγγράφων, τα οποία μάλιστα θα έπρεπε να
έχουν κατατεθεί εμπρόθεσμα στη γραμματεία του δικαστηρίου, με κίνδυνο,
επί μη εγγράφου αποδείξεως, την παραπομπή των ισχυρισμών σε
μεταγενέστερη συζήτηση, η οποία δεν ανέστελλε την εκδίκαση της αγωγής
ούτε την εκτέλεση της εκδιδόμενης αποφάσεως. Το νομοθετικό διάταγμα
της 19.09.1925, σύμφωνο με το πνεύμα των ανωτέρω διατάξεων, κατά τη
διαμόρφωση της νέας ειδικής διαδικασίας διατήρησε στη ρύθμιση του τον
εισαχθέντα κανόνα της παραχρήμα αποδείξεως των ενστάσεων,
αποκλείοντας μάλιστα ολοσχερώς τις εξαιρούμενες από την εμβέλεια του
ενστάσεις, ενώ περιέλαβε στο πεδίο εφαρμογής του νόμου και άλλους
τίτλους434, όπως οι τραπεζικές επιταγές και οι ανώνυμες ομολογίες, στους
οποίους μεταγενέστερα προστέθηκαν435 και τα τοκομερίδια ομολογιακών
430 Βλ. τα άρθρα 727-729 ΠολΔ, περί των οποίων λεπτομέρειες στους Β. Οικονομίδη - Μ. Λιβαδά,
Πολιτική Δικονομία, ζ΄ έκδοση, Βιβλίο Β΄, §126, σελ. 128 επ.
431 Και, κατά συνέπεια, στην ακολουθούμενη από αυτά συνοπτικότερη διαδικασία.
432 Π.χ. ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου ή ακυρότητας της επίδοσης. Πρέπει να

σημειωθεί, πάντως, ότι το δικαστήριο δεν παρέπεμπε αλλά όφειλε να διατάξει απόδειξη επί της
ενστάσεως νομιμοποιήσεως του ενάγοντος (π.χ. επί κληρονομικής διαδοχής), καθώς και επί της
ενστάσεως μη γνησιότητας του τίτλου.
433 Πρέπει να σημειωθεί ότι ανάλογη ρύθμιση περιελάμβανε η ΠολΔ (βλ. άρθρο 872) και

αναφορικά με τις δίκες περί την εκτέλεση, όπου επιτρεπόταν η προβολή μόνον εκκαθαρισμένων
ενστάσεων, δηλαδή ενστάσεων αποδεικνυομένων εγγράφως, ώστε να μη χρειάζεται ο ορισμός
ιδιαίτερης δικασίμου προς εξέταση τους.
434 Υπό την προϋπόθεση ότι απεκτήθησαν κατά τις διατάξεις του δικαίου των αξιογράφων και όχι

δια των κοινών τρόπων μεταβίβασης (π.χ. εκχώρηση).


435 Κατά την επελθούσα με το ν.δ. 2629/1953 τροποποίηση.

93
δανείων, αποθετηρίων και ενεχυρογράφων. Σύμφωνα με τα βασικά σημεία
της ρύθμισης 436 , η εκδίκαση των διαφορών κατά τη νέα διαδικασία
υπάγεται στη δικαιοδοσία του ειρηνοδίκη ή του προέδρου πρωτοδικών
ανάλογα με το ποσό του επιδικαζόμενου τίτλου, είναι δυνητική και
απολήγει στην έκδοση προσωρινά εκτελεστής αποφάσεως, ενώ ως προς τις
μη δυνάμενες να προβληθούν στο πλαίσιο αυτής αντιρρήσεις του οφειλέτη
προβλέπεται η υποχρεωτική εισαγωγή τους κατά την τακτική διαδικασία
εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση της
εκδιδόμενης αποφάσεως437.
Σε συνέχεια της προαναφερθείσας ρύθμισης και στο πλαίσιο των εκ
πιστωτικών τίτλων διαφορών διενεργήθηκε λίγο αργότερα, με το ν.δ.
2629/1953, το αποφασιστικό βήμα προς την ολοκληρωτική εγκατάλειψη
της προφορικής συζήτησης, με την κατάστρωση μιας αποκλειστικά
έγγραφης διαδικασίας, απολήγουσας στην απόκτηση εκτελεστού τίτλου
και, υπό προϋποθέσεις, στην τελεσιδικία της επιδικαζόμενης απαίτησης.
Πρόκειται για το θεσμό της διαταγής πληρωμής ο οποίος εισήχθη στη χώρα
μας κατ’ επιρροήν από αλλοδαπές νομοθεσίες 438 , με στόχο την ακόμη
ταχύτερη ικανοποίηση του δανειστή, και μέσω αυτής, την αναβάθμιση των
πιστωτικών τίτλων και την αναγωγή τους σε μέσο οικονομικής
δραστηριότητας439. Η εισαχθείσα ρύθμιση ήταν σχεδόν πανομοιότυπη με
τη σημερινή, προβλέποντας την κατάθεση αιτήσεως στη γραμματεία του
αρμόδιου δικαστηρίου 440 , την υποχρεωτική επισύναψη σε αυτήν των
πιστωτικών τίτλων441, τη δυνητική παροχή διασαφήσεων εκ μέρους του
αιτούντος, τη δυνατότητα του δικαστή να διασταυρώσει την υπογραφή
του οφειλέτη επί των προσαγόμενων ιδιωτικών εγγράφων μέσω της
εξέτασης συμβολαιογράφου ή μαρτύρων, την έκδοση της διαταγής άνευ
προηγούμενης ακροάσεως του οφειλέτη, την άμεση εκτελεστότητα της και
τη δυνατότητα άσκησης ανακοπής προς διενέργεια μιας διαγνωστικής
πλέον δίκης, διαφοροποιούμενη ιδίως ως προς το στενότερο πεδίο
εφαρμογής της, που καταλάμβανε μόνο την εκπλήρωση υποχρεώσεων από

436 Βλ. αναλυτική περιγραφή στο Σχέδιον Πολιτικής Δικονομίας, τόμος IV, σελ. 261-263.
437 Βλ. το άρθρο 2§7 του νομοθετικού διατάγματος.
438 Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νόμου, την οποία παραθέτει ο Αντ. Κιτσικόπουλος στο

έργο του Πολιτική Δικονομία, εκδ. 1953, τόμος Ε΄, §778, ο θεσμός της διαταγής πληρωμής ίσχυε
από μακρού σε Γερμανία, Αυστρία και Ελβετία και είχε εφαρμοσθεί επιτυχώς στην πράξη
απαλύνοντας το φόρτο των δικαστηρίων.
439 Βλ. Γ. Καφέζα, Η διαταγή πληρωμής είναι δικαστική απόφαση, Αρμενόπουλος 1999, σελ. 1015.

Βλ. επίσης Γ. Νικολόπουλο, Σκοπός, φύση και ρύθμιση της διαταγής πληρωμής και της διαδικασίας
των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, σελ. 11, ο οποίος επισημαίνει ότι η ανάγκη ταχείας
επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών εμφανίζεται περισσότερο επιτακτική στις περιπτώσεις
εκείνες που η απόδειξη των απαιτήσεων προκύπτει από έγγραφα, ιδίως δε οσάκις στα έγγραφα
αυτά η συναλλακτική πίστη έχει στηρίξει πολύ τις ελπίδες της, όπως στα πάσης φύσεως
χρεώγραφα.
440 Και πάλι αρμόδιοι είναι, σύμφωνα με το άρθρο 6 του νομοθετικού διατάγματος, ο πρόεδρος

πρωτοδικών ή ο ειρηνοδίκης, ανάλογα με το ποσό του επιδικαζόμενου τίτλου.


441 Επί κληρονομικής διαδοχής, προβλέπεται προς απόδειξη της, με τη διάταξη του άρθρου 8§2, η

προσκόμιση κληρονομητηρίου.

94
πιστωτικούς τίτλους 442 . Ενόψει της δραστικότητας της διαταγής
πληρωμής ως μέσου παροχής έννομης προστασίας και της επιτυχούς
δοκιμασίας της στην πράξη, ο θεσμός εισήχθη ως ειδική διαδικασία και στο
σώμα του ΚΠολΔ, όπου θα τον συναντήσουμε ξανά στο πλαίσιο της
παρούσας επισκόπησης.
Πέραν των ειδικών διαδικασιών, μια κατηγορία υποθέσεων για τις οποίες
μέχρι και σήμερα ακολουθείται ένα ιδιόμορφο σύστημα εκδίκασης είναι οι
μικροδιαφορές, οι οποίες ως έννοια εισήχθησαν στο ελληνικό δίκαιο την
περίοδο που εξετάζουμε, δυνάμει του από 16.11.1925 νομοθετικού
διατάγματος «περί εκδικάσεως των μικροδιαφορών και της εκτελέσεως των
επ’ αυτών εκδιδομένων αποφάσεων» 443 . Με το συγκεκριμένο διάταγμα ο
νομοθέτης διαμόρφωσε, κατ’ αντιστοιχία προς το χαμηλό οικονομικό
αντικείμενο των εν θέματι διαφορών, ένα ιδιαίτερο δικονομικό σύστημα,
προσανατολισμένο, αφενός, προς τη μεγαλύτερη δυνατή επιτάχυνση της
διαδικασίας και, αφετέρου, προς την εξοικονόμηση μόχθου από την πλευρά
των δικαστών και δαπανών εκ μέρους των διαδίκων. Προς την κατεύθυνση
αυτή, το βάρος δίνεται, ως ανεμένετο, στην προφορικότητα της
διαδικασίας, ως χαρακτηριστικές της οποίας μπορούμε ενδεικτικώς να
μνημονεύσουμε τις ακόλουθες ρυθμίσεις: α) τη δυνατότητα προφορικής
άσκησης της αγωγής εκ μέρους του ενδιαφερομένου, ο οποίος, αντί να
αναθέσει σε δικηγόρο τη σύνταξη της αγωγής ή να συντάξει
αυτοπροσώπως το δικόγραφο, δύναται απλά να παρουσιασθεί ενώπιον
του ειρηνοδίκη και να εκθέσει εις αυτόν το ιστορικό της διαφοράς και τα
προς απόδειξη μέσα444, οπότε ως εισαγωγικό δικόγραφο θα χρησιμεύσει η
συντασσόμενη εκ μέρους του ειρηνοδίκου έκθεση 445 , β) την απουσία
έγγραφης προδικασίας, η οποία γενικώς περιλαμβάνει μόνο την κλήτευση
του εναγομένου και των μαρτύρων, δυνάμενη άλλωστε να αντικατασταθεί
από την αυτόκλητη προσέλευση των διαδίκων ενώπιον του ειρηνοδίκη, γ)
την αποδοχή της εμμάρτυρης απόδειξης για κάθε ξεχωριστό κεφάλαιο της
αγωγής446, δ) την αποδοχή και συνεκτίμηση των καταθέσεων εξαιρετέων
μαρτύρων σχετικά με απαιτήσεις που δεν υπερβαίνουν το οριζόμενο όριο
των 300 δραχμών447, ε) τη δυνατότητα να αξιοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο
η εξέταση διαδίκου ή νομίμου αντιπροσώπου διαδίκου448, αιτήσει του ίδιου

442 Σύμφωνα με την ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 623 ΚΠολΔ, διαταγή πληρωμής μπορεί να
εκδοθεί για οποιαδήποτε ιδιωτικού χαρακτήρα χρηματική απαίτηση.
443 Σύμφωνα με τη μελέτη του Κ. Κεραμέως, Η εκδίκαση των μικροδιαφορών κατά το ελληνικό

δίκαιο, εμπεριεχομένη στο έργο Νομικές Μελέτες, τόμος I, σελ. 192-208, η συγκεκριμένη
νομοθετική ρύθμιση είχε επηρεασθεί από τον αντίστοιχο νόμο του 1900 της Κρητικής Πολιτείας,
ο οποίος με τη σειρά του είχε χρησιμοποιήσει ως πρότυπο τον αυστριακό νόμο περί
μικροδιαφορών της 27.04.1873.
444 Βλ. το άρθρο 8 του νομοθετικού διατάγματος.
445 Βλ. το άρθρο 10 του νομοθετικού διατάγματος.
446 Βλ. το άρθρο 34 του νομοθετικού διατάγματος.
447 Βλ. το άρθρο 35 του νομοθετικού διατάγματος. Παρεμπιπτόντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι

ως όριο για την υπαγωγή απαιτήσεως στη διαδικασία των μικροδιαφορών θεσπίζεται από το ν.δ.
το ποσό των 600 δραχμών.
448 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 36 και 37 του νομοθετικού διατάγματος.

95
του διάδικου ή αυτεπαγγέλτως 449 , στ) τον περιορισμό της δυνατότητας
εξέτασης του απολιπομένου διαδίκου εκ μέρους εισηγητού 450 ,
σκοπούμενης απεναντίας της άμεσης εξετάσεως του υπό του ειρηνοδίκου,
ζ) την τήρηση συνοπτικών πρακτικών και τη συνοπτική αιτιολόγηση των
εκδιδομένων αποφάσεων451 και η) την άμεση έκδοση και δημοσίευση των
αποφάσεων διαρκούσης της συνεδριάσεως και πριν ο ειρηνοδίκης
επιληφθεί της εκδίκασης της
επόμενης υποθέσεως. Οι
ρυθμίσεις αυτές
συμπληρώνονται από μια
σειρά άλλων εν μέρει
καινοφανών 452 και εν μέρει
επηρεασμένων από τις
εργατικές διαφορές
διατάξεων 453 ,
δημιουργώντας ένα
σφιχτοδεμένο διαδικαστικό
πλαίσιο το οποίο
ανταποκρίθηκε πλήρως στις
ανάγκες τις Η διασημότερη δίκη της νεοελληνικής ιστορίας είναι αναμφίβολα
η εικονιζόμενη «Δίκη των Εξ», με θέμα την απόδοση ευθυνών
οποίες εκλήθη να στους πρωταιτίους της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η δίκη
θεραπεύσει, κάτι που διεξήχθη από ειδικό στρατοδικείο που συνεδρίασε την Παλαιά
μαρτυρεί η ευμενής υποδοχή Βουλή και απέληξε στην θανατική καταδίκη των Δ. Γούναρη, Π.
Πρωτοπαπαδάκη, Ν. Στράτου, Γ. Μπαλτατζή, Ν. Θεοτόκη και Γ.
του θεσμού στην πράξη και η Χατζανέστη
επακόλουθη μεταφορά του
στο σώμα του ΚΠολΔ454.

449 Στην τελευταία περίπτωση η εξέταση των διαδίκων θεωρείται επικουρικό αποδεικτικό μέσο,
το οποίο αξιοποιείται μόνον εάν τα πραγματικά περιστατικά δεν αποδεικνύονται ούτε με βάση
τους ισχυρισμούς των μερών ούτε με βάση τις διεξαχθείσες αποδείξεις.
450 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 40 του νομοθετικού διατάγματος, σύμφωνα με την οποία «η

διεξαγωγή της αποδείξεως ταύτης δι’ εισηγητού επιτρέπεται μόνον εάν η προσωπική εμφάνισις του
διαδίκου προσκόπτη εις ανυπέρβλητα προσκόμματα ή ήθελε προκαλέση δυσαναλόγους δαπάνας».
451 Βλ. το άρθρο 50 του νομοθετικού διατάγματος.
452 Βλ. ενδεικτικώς, πέραν των ανωτέρω αναφερομένων, τις διατάξεις των άρθρων 9, που

επιβάλλει στον ενάγοντα την προκαταβολή των εξόδων της δίκης, 11, που προβλέπει την εκ
μέρους του ειρηνοδίκη προειδοποίηση του ενάγοντος περί της απορρίψεως της αγωγής του ως
απαράδεκτης ή απορριπτέας για άλλο λόγο αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, ώστε να μη συνεχίσει τη
διαδικασία, 16, που καθιερώνει την ανά μήνα περιοδεία του ειρηνοδίκη στην έδρα των επιμέρους
περιφερειών που υπάγονται στη δικαιοδοσία του, κάτι που μας θυμίζει τους αρχαίους
φυλοδικαστές, 24, που επιτρέπει την παράσταση του διαδίκου άνευ συνηγόρου, 25, που επιτρέπει
την αντιπροσώπευση του διαδίκου από τη σύζυγο και τους κοντινούς του συγγενείς, 31, που
αποκλίνει από το σύστημα συγκεντρώσεως καθιερώνοντας την ενότητα της συζητήσεως, 49, που
προβλέπει τη δυνατότητα εκδικάσεως της διαφοράς ακόμα και εν τη απουσία αμφοτέρων των
διαδίκων.
453 Εδώ εντάσσονται η δυνατότητα εκούσιας προσέλευσης των διαδίκων ενώπιον του ειρηνοδίκη

προς επίλυση της διαφοράς, η επιμελεία του δικαστηρίου διενέργεια των επιδόσεων, η
υποχρέωση του ειρηνοδίκη να αναζητεί την ουσιαστική αλήθεια δια του ασφαλέστερου,
ταχύτερου και ολιγοδαπανότερου τρόπου κτλ.
454 Βλ. και Κ. Κεραμέα, Η εκδίκαση των μικροδιαφορών κατά το ελληνικό δίκαιο, σελ. 193.

96
Στο πλαίσιο της αναφοράς μας στις εισαχθείσες κατά την εποχή αυτή
ειδικές διαδικασίες, μνεία πρέπει να γίνει και για την πρώτη αναφορά
νομοθετικού κειμένου στις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες, παρότι
εμφανίζονται ως αποδεικτικό μέσο ήδη από την ελληνορωμαϊκή
αρχαιότητα, υπό τη μορφή των αναγιγνωσκόμενων στο ακροατήριο
εξωδίκων μαρτυριών, της χρήσεως τους μάλιστα επεκτεινομένης κατά τη
βυζαντινή εποχή, στη νεότερη Ελλάδα μόλις με το ν. 3994/2011 επέτυχαν
την ισότιμη αναγνώριση τους ως κύριο αποδεικτικό μέσο, και την ένταξη
στο σχετικό κατάλογο του άρθρου 339 ΚΠολΔ, έχοντας διανύσει μια μακρά
περίοδο αμφισβήτησης και παραμερισμού από τη δικονομία. Πιο
συγκεκριμένα, οι ένορκες βεβαιώσεις εισήχθησαν για πρώτη φορά ως
αποδεικτικό μέσο στην ελληνική πολιτική δίκη με το ν. 551/1915 «περί
ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων
εργατών ή υπαλλήλων»455, σε συμφωνία προς την ρύθμιση του άρθρου 12
του ν. ΓϠΟΔ΄/1912, το οποίο, όπως είδαμε ανωτέρω, επέτρεπε, στο πλαίσιο
αποδείξεως των εργατικών απαιτήσεων, τη λήψη υπόψη και συνεκτίμηση
εκ μέρους του ειρηνοδίκη και αποδεικτικών μέσων μη πληρούντων τους
όρους του νόμου456. Το άρθρο 10 του ν. 551/1915 προέβλεπε, ειδικότερα,
προς κατοχύρωση του δικαιώματος των εργαζομένων προς λήψη
αποζημίωσης και προς διευκόλυνση άσκησης της σχετικής αξίωσης, ότι σε
περίπτωση εργατικού ατυχήματος ο εργοδότης της επιχείρησης όπου
συνέβη το ατύχημα ή ο αναπληρωτής του υποχρεούνται να βεβαιώσουν
εγγράφως και ενόρκως ενώπιον του αρμόδιου ειρηνοδίκη, μετά δυο
αυτοπτών μαρτύρων, εάν ούτοι υφίστανται, τις λεπτομέρειες του
ατυχήματος (ημερομηνία, όνομα παθόντος κτλ.), το ίδιο δε οφείλει να
πράξει και ο θεράπων ιατρός βεβαιώνοντας ενόρκως την κατάσταση του
παθόντος και την πιθανή εξέλιξη του τραυματισμού. Αντίστοιχη ήταν και η
διάταξη του άρθρου 11, που προσέθετε στους δικαιούμενους να
καταθέσουν τους συγγενείς και συναδέλφους του παθόντος, καθώς και
κάθε τρίτο γνωρίζοντα σχετικώς, ενώ η αποτελεσματικότητα του μέτρου
διασφαλιζόταν με το επόμενο άρθρο (12), δια του οποίου οριζόταν ότι η
αποδεικτική δύναμη των ενόρκων βεβαιώσεων απόκειται στην ελεύθερη
κρίση του δικαστή.
Υπό το κράτος της συγκεκριμένης ρύθμισης, σε συνδυασμό προς την
καθιέρωση του συστήματος ελεύθερης απόδειξης από τον ν. ΓϠΟΔ΄/1912
στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, επεκράτησε στη νομολογία της
εποχής η θέση ότι γενικώς η τήρηση των περί αποδείξεως διατάξεων της
ΠολΔ δεν είναι υποχρεωτική για τον ειρηνοδίκη και ότι αυτός, στο πλαίσιο
αναζήτησης της ουσιαστικής αληθείας, δε δεσμεύεται από τους
καθιερωμένους διαδικαστικούς τύπους457, ενώ στο πλαίσιο της εργατικής

455 Βλ. Π. Γιαννόπουλο, Οι ένορκες βεβαιώσεις ως αποδεικτικό μέσο στην πολιτική δίκη, §2, σελ.
27, ο οποίος αποτελεί το βασικό οδηγό μας για τη συγγραφή της παρούσας παραγράφου.
456 Όπως διευκρινίζεται και ανωτέρω, η παράθεση των αποδεικτικών μέσων στο άρθρο 12 του ν.

ΓϠΟΔ΄/1912 είναι ενδεικτική.


457 Βλ. ενδεικτικώς τις αποφάσεις που μνημονεύει ο Π. Γιαννόπουλος, Οι ένορκες βεβαιώσεις ως

αποδεικτικό μέσο στην πολιτική δίκη, §2, σελ. 28, σημ. 4.

97
διαδικασίας κρινόταν επιτρεπτή η προσκόμιση και συνεκτίμηση ενόρκων
βεβαιώσεων ακόμη και στην περίπτωση που είχαν ληφθεί ερήμην του
αντιδίκου458. Αν και η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση αποδοκιμάστηκε από
τη θεωρία, με τα ορθά κατά βάση επιχειρήματα ότι, αφενός, η ελεύθερη
εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων προϋποθέτει κατά νόμο την
ενώπιον του δικαστηρίου εξέταση των μαρτύρων, χωρίς την οποία
αναιρείται η αποδεικτική δύναμη του συγκεκριμένου μέσου 459 , και,
αφετέρου, ότι η αποδέσμευση του δικαστηρίου από τους αποδεικτικούς
τύπους δε συνεπάγεται πλήρη ασυδοσία του ως προς την εκτίμηση των
αποδεικτικών μέσων 460 , οι ανωτέρω νομολογιακές παραδοχές
παγιώθηκαν, οι δε ένορκες βεβαιώσεις έφθασαν να γίνουν δεκτές ακόμη
και στην τακτική διαδικασία ως δικαστικό τεκμήριο και δη ως μαρτυρικές
καταθέσεις ληφθείσες ενώπιον αναρμόδιου δικαστή 461 , για να
μεταστραφεί πάντως εν συνεχεία η συγκεκριμένη άποψη και να
αποκλεισθεί τελικά η χρήση τους στο πλαίσιο της αυστηρής αποδείξεως.
Έχοντας προ των οφθαλμών του τη δημιουργηθείσα στην επιστήμη
διαμάχη και ενόψει των ατόπων και καταχρήσεων που παρατηρήθηκαν 462,
ο νομοθέτης, με το ν. 1540/1944 «περί ενόρκων βεβαιώσεων», παρενέβη
και επιχείρησε να ρυθμίσει το διαδικαστικό πλαίσιο της συντάξεως τους,
ορίζοντας ότι οι ένορκες βεβαιώσεις δύνανται να παρασχεθούν ενώπιον
του ειρηνοδίκου ή των συμβολαιογράφων του τόπου κατοικίας ή διαμονής
του ενδιαφερόμενου διαδίκου ή των μαρτύρων 463 , εφαρμοζομένων
σχετικώς των διατάξεων 177-194 του Οργανισμού των Δικαστηρίων 464 ,
ρύθμιση που εν συνεχεία συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 του α.ν. 264/1945
«περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Νόμου ΒΧΗ΄ περί εξώσεως
δυστροπούντων μισθωτών ως ούτος ετροποποιήθη», δια του οποίου
απαγορεύθηκε η λήψη υπ’ όψιν ως αποδεικτικών μέσων ενόρκων
καταθέσεων λαμβανομένων εν τη απουσία του ετέρου των διαδίκων και
εκτός της δίκης, εισαχθείσης για πρώτη φορά στη δικονομία μας της
υποχρέωσης κλητεύσεως του αντιδίκου επί συντάξεως ένορκης

458 Βλ. ενδεικτικώς τις ΑΠ 10/1959, ΝοΒ 1959, σελ. 490, ΑΠ 573/1953, ΕΕΝ 1954, σελ. 107, ΑΠ
401/1948, ΕΕργΔ 1948, σελ. 874, κατά παραπομπή από το ανωτέρω βιβλίο του Π. Γιαννόπουλου.
459 Βλ. Γ. Μητσόπουλο, Η νομολογία του Αρείου Πάγου επί τινών θεμάτων της εργατικής

διαδικασίας, ΝΔ 1950, σελ. 597 επ.


460 Βλ. Ι. Καποδίστρια, Η νόθευσις της εργατικής διαδικασίας, ΝΔ 1950, σελ. 329 επ.
461 Βλ. τις μνημονευόμενες από τον Π. Γιαννόπουλο, ο.π., σελ. 29, σημ. 9, αποφάσεις, ΑΠ 419/1934,

Θ 1935, σελ. 180, ΑΠ 424/1934, Θ 1935, σελ. 187, ΕφΠατρ 194/1915, Θ 1917-18, σελ. 188.
462 Παραθέτουμε εδώ ενδεικτικώς το μνημονευόμενο από τον Π. Γιαννόπουλο, ο.π., σελ. 30,

σημείωμα των συντακτών της Εφημερίδος Ελλήνων Νομικών υπό την ΑΠ 218/1937, ΕΕΝ 1937,
σελ. 676, περί προσελεύσεως στο χώρο του Ειρηνοδικείου Αθηνών «προσώπων τελευταίας κατά
το πλείστον υποστάθμης, δεχομένων να βεβαιώσιν επ’ αμοιβή ως επί το πλείστον αυτό το οποίον
υποδεικνύεται εις αυτά υπό των ενδιαφερομένων», καθώς και επιστολή δικηγόρου, πρώην
προϊσταμένου του Ειρηνοδικείου Αθηνών, προς το Νομικό Βήμα, στην οποία αναφέρει ότι «το
Ειρηνοδικείο είχε μεταβληθεί σε χαλκείον ψευδομαρτυριών» και πως «στην είσοδο του
καταστήματος είχαν εγκατασταθεί 4-5 δικηγόροι οι λεγόμενοι διαδρομισταί μετά τινών ιδιωτών
προθύμων να προσφέρουν τας υπηρεσίας των εις πάντα προσερχόμενον και να βεβαιώσουν
ενόρκως και το πλέον απίθανον γεγονός».
463 Βλ. άρθρο 1 του ν. 1540/1944.
464 Βλ. άρθρο 2 του ν. 1540/1944.

98
βεβαιώσεως προοριζόμενης να χρησιμοποιηθεί σε μελλοντική δίκη465. Στην
εξέταση της διαχρονικής διαμόρφωσης του θεσμού και της πορείας του
μέχρι την τελική καθιέρωση του ως τακτικού αποδεικτικού μέσου στην
πολιτική δίκη θα επανέλθουμε σε επόμενο σημείο της εργασίας μας,
περιοριζόμενοι επί του παρόντος στην διαπίστωση ότι τα πρώτα βήματα
προς την κατεύθυνση αυτή, που οπωσδήποτε μας απομακρύνει από τις
αρχές της προφορικής διεξαγωγής και της αμεσότητας των αποδείξεων,
συντελέσθηκαν με τα ανωτέρω μνημονευόμενα νομοθετήματα, που
θεσπίσθηκαν στο πλαίσιο των περί ειδικών διαδικασιών ρυθμίσεων.

Ζ. Ο νέος ΚΠολΔ
Οι εκτεταμένες τροποποιήσεις της Πολιτικής Δικονομίας από την
εισαγωγή της μέχρι και τα τελευταία στάδια της εφαρμογής της 466 , οι
οποίες είχαν ως συνέπεια την αλλοίωση της αρχικής της μορφής και την
απώλεια της συστηματικής ενότητας των επιμέρους διατάξεων, σε
συνδυασμό προς τις δραματικές πληθυσμιακές, κοινωνικές και οικονομικές
αλλαγές της ελληνικής κοινωνίας στο αντίστοιχο διάστημα, δημιούργησαν
την ανάγκη σύνταξης ενός νέου κώδικα πολιτικής δικονομίας, περισσότερο
προσαρμοσμένου στην ελληνική πραγματικότητα και φορέα πιο
σύγχρονων αντιλήψεων σχετικά με τη διεξαγωγή της δίκης. Προς την
κατεύθυνση αυτή και μετά τη σύσταση δυο συντακτικών και μίας
αναθεωρητικής επιτροπής, ο νέος ΚΠολΔ απετέλεσε τελικά
πραγματικότητα από 16.09.1968, με την εισαγωγή του α.ν. 44/26.06.1967
«Κώδιξ Πολιτικής Δικονομίας και Εισαγωγικός αυτού Νόμος, για να
τροποποιηθεί όμως πολύ σύντομα και ο ίδιος, μόλις μετά από δυόμιση
χρόνια πρακτικής εφαρμογής, με τις διατάξεις του ν.δ. 958/15.09.1971,
ενόψει της απροθυμίας του νομικού κόσμου να συμβιβασθεί με μία μορφή
διαδικασίας ριζικά αποκλίνουσας από την κατεστημένη467. Η εισαγωγή του
νέου ΚΠολΔ συνοδεύτηκε από την προσδοκία σημαντικής επιτάχυνσης της
διαδικασίας, με κύριους άξονες προς την κατεύθυνση αυτή α) την
καθιέρωση στις ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου διαφορές του
θεσμού του εισηγητή δικαστή και την πρόσδοση στον τελευταίο της
αποφασιστικής αρμοδιότητας παρακολούθησης και χειρισμού της
υπόθεσης από το σχηματισμό του φακέλλου της δικογραφίας μέχρι και την
465 Πρέπει πάντως να σημειωθεί το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της εξεταζομένης ρυθμίσεως,
η οποία ίσχυσε μόνον επί της διαδικασίας των μισθωτικών διαφορών.
466 Επ’ αυτών μας παρέχει μια εικόνα ο Γ. Ράμμος στο έργο των Glasson Em. - Tissier Al. - Morel R.

(Γ. Θ. Ράμμου) Σύστημα Πολιτικής Δικονομίας, Τόμος Α΄, §25α, σελ. 85-88, μνημονεύοντας τα
σχετικά νομοθετήματα. Σημαντικότερες θεωρούνται οι τροποποιήσεις που επήλθαν με τους
νόμους ΓΦΝΔ΄/30.01.1910 «περί αναγκαστικής εκτελέσεως», ΓΨΟΘ΄/17.01.1911 «περί
μεταρρυθμίσεως των άρθρων 201,807 και 808 της Πολιτικής Δικονομίας», 3810/27.12.1957 «περί
του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου και της ενώπιον αυτού διαδικασίας επί των πολιτικών δικών»,
οι οποίοι αναμόρφωσαν αντιστοίχως την αναγκαστική εκτέλεση, το σύστημα των δικονομικών
ακυροτήτων και τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου, καθώς και η ανωτέρω μνημονευομένη
του νόμου 206/10.04.1914 «περί κοινοποιήσεως των διαδικαστικών εγγράφων και περί
καθορισμού ενιαίας διαδικασίας επί των πολιτικών δικών».
467 Περί των ανωτέρω, βλ. αναλυτικά στη μελέτη του Π. Ρεντούλη, Σύντομη ιστορική επισκόπηση

του ελληνικού αστικού δικονομικού δικαίου, Δίκη 2005, σελ. 515 επ.

99
εκδίκαση στο ακροατήριο 468 , η οποία αναμενόταν να επικεντρώσει τη
συζήτηση και τη διεξαγωγή της αποδείξεως στα ουσιώδη ζητήματα469, β)
την ίδρυση των μονομελών πρωτοδικείων, στα οποία εκχωρήθηκε
σημαντικό μέρος της υλικής αρμοδιότητας των πολυμελών 470 και γ) την εν
γένει απλοποίηση της διαδικασίας, συνοδευομένη από την προσπάθεια
ενοποίησης των ειδικών διαδικασιών471.
Ως προς τα θέματα που εξετάζουμε, ο ΚΠολΔ
του 1967 κατοχυρώνει τη δημοσιότητα της
διαδικασίας έναντι των διαδίκων και των τρίτων
υπό τη μορφή που σήμερα τη γνωρίζουμε472, ενώ
με σειρά ρυθμίσεων προωθεί επίσης την
προφορικότητα 473 , αποτελώντας μάλλον το
αποκορύφωμα της σχετικής τάσης στην
ελληνική δικονομία. Σχετικώς, θα πρέπει να
μνημονεύσουμε ρυθμίσεις όπως α) η
δυνατότητα προφορικής άσκησης της αγωγής 474

και προφορικής διενεργείας όλων των


διαδικαστικών πράξεων ενώπιον της
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε, γραμματείας του ειρηνοδικείου 475 ,
ιδίως κατά τις πρώτες θητείες του, συνοδευομένων από τη σύνταξη σχετικών
ένας ριζοσπάστης πολιτικός, με
σημαντικές μεταρρυθμίσεις στους
εκθέσεων, β) η δυνατότητα προφορικής
τομείς της οικονομίας, της γεωργίας, άσκησης πρόσθετης παρέμβασης και
της εκπαίδευσης, της κοινωνικής ανταγωγής στο ακροατήριο του
πρόνοιας και των εργασιακών
σχέσεων

468 Στα καθήκοντα του εισηγητή εντάσσονται, ενδεικτικώς, η εξέταση των τυπικών ή
ουσιαστικών ελλείψεων της αγωγής και η επιμελεία του συμπλήρωση αυτών (άρθρο 230), ο
προσδιορισμός δικασίμου, η λήψη και μελέτη των εκατέρωθεν προτάσεων (άρθρο 238), (άρθρο
240), η κλήση των διαδίκων προς παροχή διασαφήσεων, η αίτηση σε δημόσια αρχή ή η υπόδειξη
διάδικο για την προσκομιδή εγγράφου (άρθρο 240), η εν γένει προπαρασκευής της συζητήσεως
(άρθρο 296), την οποία διευθύνει (άρθρο 241) και η οποία εκκινεί δια της εκ μέρους του
προφορικής αναπτύξεως των επίμαχων ζητημάτων (άρθρο 297§2).
469 Βλ. και Γ. Ράμμο, Ο νέος Κώδιξ Πολιτικής Δικονομίας, ΝοΒ 1967, σελ. 721-722, σύμφωνα με τον

οποίο ως προς τη διεξαγωγή της απόδειξης δεν κατέστη δυνατή η εισαγωγή διάταξης καθιστώσης
αρμόδιο τον εισηγητή, πλην όμως αυτό θα είναι φυσική και αβίαστη συνέπεια του υπό του ΚΠολΔ
καθιερούμενου συστήματος.
470 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 13, 14§2, 16 και 17 ΚΠολΔ/1967.
471 Όπως συνέβη, για παράδειγμα, με τη διαδικασία αμοιβών και αποζημιώσεων (άρθρα 721 επ.

ΚΠολΔ/1967), στην οποία συγχωνεύθηκαν όλες οι επιμέρους ισχύουσες για τις διάφορες
κατηγορίες επαγγελματιών.
472 Βλ. σε επίπεδο καθιέρωσης της αρχής της δημοσιότητας ως θεμελιώδους δικονομικής αρχής

τις διατάξεις των άρθρων 111-115 ΚΠολΔ. Εκτενέστερες παρατηρήσεις ως προς το δημόσιο
χαρακτήρα της πολιτικής δίκης θα ακολουθήσουν σε επόμενο κομμάτι της μελέτης μας, κατά την
εξέταση των εφαρμοζομένων σήμερα ρυθμίσεων.
473 Υπό τον όρο αυτό νοείται η δια ζώσης φωνής έκθεση ή ανάπτυξη του περιεχομένου της

διαδικαστικής πράξεως στο ακροατήριο και η αντίστοιχη υποχρέωση του δικαστηρίου να


λαμβάνει υπ’ όψιν και να θεμελιώνει την απόφαση του σε πράξεις εκτεθείσες και προφορικώς στο
ακροατήριο. Βλ. και Σπ. Τσαντίνη, Μερικές παρατηρήσεις για την αρχή της προφορικότητας, ιδίως
στη δίκη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, Digesta 2004, σελ. 19.
474 Βλ. το άρθρο 216 ΚΠολΔ/1967.
475 Βλ. το άρθρο 219 ΚΠολΔ/1967.

100
ειρηνοδικείου476, γ) η έναρξη της ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου
συζητήσεως δια της υπό του εισηγητού προφορικής αναπτύξεως της
υποθέσεως 477, δ) η προφορική ανάπτυξη των νομικών και πραγματικών
ισχυρισμών των δυο πλευρών στο πλαίσιο των εκατέρωθεν αγορεύσεων,
οι οποίες πρέπει να περιγράφουν επακριβώς και με σαφήνεια τα ουσιώδη
γεγονότα και ζητήματα478, χωρίς να αρκεί η απλή παραπομπή στο κείμενο
των προτάσεων 479 , ε) η αναγνώριση δικαιώματος αγορεύσεως όχι μόνο
στον πληρεξούσιο δικηγόρο αλλά και στον συμπαριστάμενο με αυτόν
διάδικο, ο οποίος μπορεί να αναπτύσσει προφορικώς τα επιχειρήματα του,
να ανακαλεί τις ομολογίες του πληρεξουσίου του και να διορθώνει τους
προταθέντες εκ μέρους του ισχυρισμούς 480 , στ) η δυνατότητα τόσο των
μελών του δικαστηρίου και των πραγματογνωμόνων 481 όσο και των
διαδίκων, νομίμων αντιπροσώπων, πληρεξουσίων και τεχνικών
συμβούλων να αποτείνουν ερωτήσεις προς την άλλη πλευρά, τους
μάρτυρες και τους πραγματογνώμονες και να απαιτούν την ανάγνωση
εγγράφων482, ζ) η ευχέρεια του δικαστηρίου να διατάξει, αυτεπαγγέλτως ή
κατ’ αίτησιν τινός των διαδίκων, την αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο
ακροατήριο των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων τους προς
υποβολήν ερωτήσεων ή παροχή διασαφήσεων περί της υποθέσεως483, η) η
υποχρέωση διορισμού διερμηνέως για τους αγνοούντες την ελληνική
γλώσσα μάρτυρες, πραγματογνώμονες ή διαδίκους 484 , θ) η αναγκαστική
μεταπήδηση στον έγγραφο τύπο προκειμένου περί μαρτύρων,
πραγματογνωμόνων και διαδίκων κωφών, αλάλων ή κωφαλάλων, οπότε
αναλόγως με την περίπτωση οι ερωτήσεις υποβάλλονται εγγράφως,
476 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 237 και 278§4 ΚΠολΔ/1967.
477 Βλ. το άρθρο 297§2 ΚΠολΔ/1967.
478 Βλ. το άρθρο 244 ΚΠολΔ/1967, σύμφωνα με το οποίο ο διευθύνων την συζήτησιν οφείλει να

φροντίζει δι’ υποβολής ερωτήσεων ή κατ’ άλλον τρόπον, όπως τα μετέχοντα της συζητήσεως
πρόσωπα εκφράζωνται σαφώς περί πάντων των ουσιωδών πραγματικών γεγονότων,
υποβάλλουν τας αναγκαίας προτάσεις και αιτήσεις, συμπληρούν τους ατελώς και αορίστως
υποβληθέντας ισχυρισμούς, καθορίζουν τα αποδεικτικά μέσα και εν γένει παρέχουν τας
αναγκαίας διασαφήσεις δια την εξακρίβωσιν της αληθείας των προβαλλομένων ισχυρισμών.
479 Βλ. το άρθρο 250§2 εδ. α ΚΠολΔ/1967. Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου, η

ανάγνωση εγγράφου συγχωρείται μόνον καθ’ όσον ενδιαφέρει η κατά λέξη διατύπωση του
περιεχόμενου του.
Βλ. την εκδοθείσα υπό το κράτος της συγκεκριμένης ρύθμισης ΠολΠρΑθ 4855/1971, ΕλλΔνη
1972, σελ. 186, όπου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Ειρηνοδικείο Μαραθώνος) ο εναγόμενος είχε
ερημοδικασθεί ως προς την ασκηθείσα με τις προτάσεις ανταγωγή, καθώς κατά τη συζήτηση δεν
ανέπτυξε προφορικώς το περιεχόμενο της, περιοριζόμενος μόνο εις την άρνηση της αγωγής,
επιτυγχάνοντας με την υπό κρίση έφεση την εξαφάνιση της απόφασης και την εκ νέου έρευνα της
υπόθεσης στην ουσία της.
480 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 100 και 250§3 ΚΠολΔ/1967.
481 Ειδικώς ως προς τους πραγματογνώμονες βλ. τη διάταξη του άρθρου 398§2 ΚΠολΔ/1967.
482 Βλ. το άρθρο 242 ΚΠολΔ/1967. Πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 242§2 εδ. β, ο

διευθύνων την συζήτηση δύναται να απαγορεύσει τις υποβαλλόμενες ερωτήσεις εάν τις κρίνει
άσκοπες ή μη επιτρεπόμενες.
483 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 240 και 254 ΚΠολΔ/1967, τα οποία ενθυμίζουν την αντίστοιχη

ρύθμιση της ΠολΔ (άρθρο 172). Σκοπός της ρύθμισης είναι η διασαφήνιση των σκοτεινών
σημείων της υποθέσεως, δι’ αυτής επιτυγχάνεται πάντως παράλληλα και η άμεση επαφή
δικαστών και δικαζομένων, που ασφαλώς βοηθάει στην ουσιαστικότερη διάγνωση της διαφοράς.
484 Βλ. το άρθρο 261§1 ΚΠολΔ/1967.

101
απαντώνται εγγράφως ή και τα δυο 485 , ι) η τήρηση πρακτικών υπό του
παρισταμένου γραμματέως, στα οποία γίνεται αναφορά στη διεξαγωγή της
συζητήσεως και ιδίως στις καταθέσεις των μαρτύρων,
πραγματογνωμόνων και εξεταζομένων διαδίκων, στους προτεινόμενους
ισχυρισμούς, αιτήσεις και δηλώσεις των διαδίκων, πλην των
εμπεριεχομένων στις προτάσεις, καθώς και στις τυχόν προφορικώς
παρασχόμενες υπό των πραγματογνωμόνων γνωμοδοτήσεις και στο
πόρισμα της αυτοψίας 486 , ια) η ερημοδικία του διαδίκου που δεν
εμφανίζεται κατά τη συζήτηση ή δε μετέχει προσηκόντως σε αυτήν 487, με
συνέπεια, επί μεν απουσίας του ενάγοντος, την απόρριψη της αγωγής, επί
απουσίας δε του εναγομένου, τη δημιουργία πλάσματος περί της αληθείας
των πραγματικών ισχυρισμών του ενάγοντος, οπότε, εφόσον δεν
υπάρχουν ενστάσεις αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενες, η αγωγή θα γίνει δεκτή,
ιβ) η δημοσίευση της αποφάσεως σε δημόσια συνεδρίαση 488 , ιγ) η
απαλοιφή των δικαστικών τεκμηρίων από τον κατάλογο των
αποδεικτικών μέσων489, ιδ) η υπογράμμιση του δικαιώματος των διαδίκων
να παρίστανται στην αποδεικτική διαδικασία, κάτι που συνεπάγεται
αντίστοιχη υποχρέωση του διεξάγοντος την απόδειξη διαδίκου να κλητεύει
σχετικώς τον αντίδικο του 490 , ιε) η κατά την κρίση του δικαστηρίου
διενέργεια της αυτοψίας είτε επ’ ακροατηρίω, οπότε και προηγείται της
συζητήσεως, είτε εκτός αυτού, οπότε συντάσσεται σχετική έκθεση
κατατιθεμένη στο φάκελλο της δικογραφίας 491 , και αναλόγως, επί
πραγματογνωμοσύνης, η διενέργεια αυτής ενώπιον του δικαστηρίου ή υπό
μόνων των πραγματογνωμόνων, καθώς και η προφορική ή έγγραφη
υποβολή της σχετικής γνωμοδότησης 492 , ιστ) η εν αντιθέσει με το

485 Βλ. το άρθρο 262§1 ΚΠολΔ/1967. Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου, στην
οριακή περίπτωση που τα ανωτέρω πρόσωπα δε γνωρίζουν ανάγνωση και γραφή, ο δικαστής
διορίζει έναν ή δυο διερμηνείς από τα πρόσωπα που είναι συνηθισμένα να συνεννοούνται μαζί
του.
486 Βλ. το άρθρο 265 ΚΠολΔ/1967. Σύμφωνα με το άρθρο 268, τα πρακτικά αποτελούν πλήρη

απόδειξη ως προς τη συζήτηση και το περιεχόμενο της και μάλιστα το μοναδικό αποδεικτικό μέσο
της τηρήσεως των κατά των δια την προφορική συζήτηση οριζομένων διατυπώσεων.
487 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 281-284 ΚΠολΔ/1967. Σύμφωνα με τον Κ. Μπέη, Πολιτική

δικονομία, Διαδικασία ενώπιον των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, άρθρο 271


(http://www.kostasbeys.gr/ articles.php?s=4&mid=1096&mnu=1&id=20001), η καθιέρωση
γνησίας υποχρεώσεως των διαδίκων να συμμετάσχουν ενεργώς στη διαδικασία δικαιολογείται
μόνον στο πλαίσιο της αρχής της προφορικής διεξαγωγής της συζητήσεως, αποτελώντας εγγύηση
της τηρήσεως αυτής.
488 Βλ. το άρθρο 317§2 ΚΠολΔ/1967.
489 Στα οποία περιλαμβάνονται, κατ’ άρθρο 355 ΚΠολΔ/1967, η ομολογία, η αυτοψία, η

πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες και ο όρκος του


διαδίκου.
490 Βλ. το άρθρο 359 ΚΠολΔ/1967. Η συγκεκριμένη ρύθμιση, που κατοχύρωνε τη δημοσιότητα της

αποδεικτικής διαδικασίας έναντι των διαδίκων, καταργήθηκε με το άρθρο 14§1 του ν. 2915/2001
στο πλαίσιο εναρμόνισης της αποδείξεως με τη διαδικαστική δομή της μίας συζητήσεως που
καθιέρωσε το συγκεκριμένο νομοθέτημα.
491 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 373 και 376 ΚΠολΔ/1967.
492 Βλ. το άρθρο 395 ΚΠολΔ/1967. Σύμφωνα με το άρθρο 399, εάν διετάχθη προφορική

γνωμοδότηση οι πραγματογνώμονες εκθέτουν προφορικώς τη γνώμη τους, η οποία

102
προισχύσαν δίκαιο ελεύθερη εκτίμηση της γνωμοδότησης των
πραγματογνωμόνων υπό του δικαστηρίου493, ιζ) η ειδική μεταχείριση των
ιδιωτικών γνωμοδοτήσεων, οι οποίες, εν αντιθέσει με το προηγούμενο
καθεστώς της ΠολΔ, υπό το οποίο είχαν υπαχθεί νομολογιακώς στην
κατηγορία των δικαστικών τεκμηρίων, με τους εντεύθεν παραγόμενους
περιορισμούς 494 , ρητά πλέον ορίστηκε 495 ότι εκτιμώνται ελευθέρως υπό
του δικαστηρίου, ιη) η αποτροπή έμμεσης καταστρατήγησης των περί
εξετάσεως μαρτύρων διατάξεων από τις ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις
επιστημόνων ή εμπειροτεχνών, με την συμπερίληψη των ανωτέρω
προσώπων στους εξεταζομένους στο ακροατήριο μάρτυρες όταν πρόκειται
για την απόδειξη παρωχημένων πραγματικών γεγονότων 496 , ιθ) η
καθιέρωση για πρώτη φορά της δυνατότητας διορισμού υπό των διαδίκων
τεχνικών συμβούλων 497 , δικαιούμενων να λαμβάνουν γνώση των
στοιχείων της δικογραφίας, να παρευρίσκονται σε όλες τις διαδικαστικές
πράξεις που ενεργεί ο πραγματογνώμονας και γενικώς να παρακολουθούν
το έργο του, ολοκληρώνοντας την αποστολή τους με την εμφάνιση τους
στο ακροατήριο, όπου δύνανται να αναπτύξουν προφορικά τις απόψεις
τους σχετικά με τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων ή να
υποβάλλουν το δικό τους έγγραφο πόρισμα, καθώς και να απευθύνουν
ερωτήσεις προς τους πραγματογνώμονες, κ) η διατήρηση των περιορισμών
του εμμάρτυρου μέσου 498 , όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων και
συλλογικών πράξεων 499 , το περιεχόμενο εγγράφου και την απόδειξη
πρόσθετων συμφώνων δικαιοπραξίας συναφθείσης εγγράφως, κα) οι
μεταβολές στις κατηγορίες των ανεπιτήδειων, εξαιρετέων και
απαλλασσομένων μαρτύρων, υπό το περιεχόμενο που ανωτέρω
περιεγράφη 500 , κβ) η δυνατότητα κάθε πλευράς να εξετάζει στο
ακροατήριο μέχρι πέντε μάρτυρες και σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέχρι και

καταχωρίζεται στα πρακτικά ή την έκθεση, ενώ, κατ’ άρθρον 400§4, η έγγραφη γνωμοδότηση
κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και τίθεται στο φάκελλο της δικογραφίας.
493 Βλ. το άρθρο 404 ΚΠολΔ/1967.
494 Η αξιολόγηση των ιδιωτικών γνωμοδοτήσεων ως δικαστικών τεκμηρίων αναγκαστικά

συνοδευόταν από τους συνδεόμενους με τη χρήση αυτών περιορισμούς, όπως ο περιορισμός του
εμμάρτυρου μέσου, η μη εσκεμμένη σύνταξη τους ενόψει μελλοντικής δίκης κτλ.
495 Με το άρθρο 407 ΚΠολΔ/1967.
496 Βλ. το άρθρο 430 ΚΠολΔ/1967. Το θέμα εξετάζει αναλυτικά ο Θ. Καρακίτσος, Η αμεσότητα

στην αποδεικτική διαδικασία, σελ. 197-199, επισημαίνοντας τη διαφορά μεταξύ, αφενός, των
ιδιωτικών γνωμοδοτήσεων προσώπων κατεχόντων ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οι οποίες
βασικά χρησιμεύουν προς υποβοήθηση της αντίληψης του δικαστηρίου σχετικά με τη σημασία
και τις έννομες συνέπειες των προς απόδειξη ή αποδεδειγμένων πραγματικών γεγονότων,
δυνάμενες πάντως να αξιοποιηθούν και στο πλαίσιο της έμμεσης απόδειξης, και, αφετέρου, των
μαρτυρικών καταθέσεων των ιδίων προσώπων, οι οποίες σκοπούν στην άμεση απόδειξη
παρωχημένων περιστατικών.
497 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 408-409 ΚΠολΔ/1967, σύμφωνα με τις οποίες οι διάδικοι

δύναται, με έγγραφη ή προφορική δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου ή της γραμματείας, να


διορίσουν από ένα τεχνικό σύμβουλο, ο οποίος αμείβεται εκ μέρους τους και επιλέγεται ανάμεσα
στα πρόσωπα που διαθέτουν τα προσόντα να διοριστούν ως πραγματογνώμονες.
498 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 410-411 ΚΠολΔ/1967.
499 Εν προκειμένω το όριο τίθεται, σε συμφωνία προς την υλική αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου,

στο ποσό των 10.000 δραχμών.


500 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 416-419 ΚΠολΔ/1967.

103
δέκα501, ρύθμιση ενδεικτική του βάρους που δίδεται στην προφορικότητα
της διαδικασίας και στην αποδεικτική δύναμη των μαρτυρικών
καταθέσεων, κγ) η δυνατότητα εξετάσεως υπό εντεταλμένου δικαστού502
των μαρτύρων που κατοικούν εκτός της έδρας του δικαστηρίου, καθώς και
των ένεκα νόσου ή γήρατος κωλυομένων προς εμφάνιση 503 , κδ) η
αντικατάσταση του δικαστικού όρκου με την εξέταση των διαδίκων 504 και
η πρόβλεψη περί επικουρικότητας του επακτού όρκου 505 , ο οποίος
αποκλείεται σε περίπτωση σχηματισμού δικανικής πεποιθήσεως από τα
υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία 506 , κε) η προσαρμογή της έννοιας του
εγγράφου στις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις, με την υπαγωγή σε αυτήν
των φωτογραφικών ή κινηματογραφικών αναπαραστάσεων,
φωνοληψιών και κάθε άλλης μηχανικής απεικόνισης 507 , ρύθμιση
επαινεθείσα για την ευελιξία και πλαστικότητα της 508, η οποία επήρκεσε
δια να καλύψει και μεταγενέστερες της συντάξεως του Κώδικα εξελίξεις και
απλά συμπληρώθηκε το έτος 2011 509 με την προσθήκη δεύτερης
παραγράφου στο άρθρο 444 ΚΠολΔ, που εξειδίκευσε την έννοια του
ηλεκτρονικού εγγράφου, κστ) η προφορικότητα της συζητήσεως στο
δεύτερο βαθμό 510 , ενώπιον του Αρείου Πάγου 511 και επί
αναψηλαφήσεως512, κζ) η προαιρετική κατάθεση προτάσεων ενώπιον του

501 Βλ. το άρθρο 413 εδ. β ΚΠολΔ/1967. Σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο, σε περίπτωση ομοδικίας οι
ομόδικοι κάθε πλευράς δικαιούνται να εξετάσουν μέχρι δεκαπέντε μάρτυρες, εκτός αν είναι
περισσότεροι των δεκαπέντε, οπότε επιτρέπεται ένας μάρτυρας για καθέναν από αυτούς.
502 Η διαφορά με τον εισηγητή είναι ότι ο εντεταλμένος δικαστής περιορίζεται στη διεξαγωγή της

διαταχθείσης αποδείξεως, χωρίς να διαθέτει το δικαίωμα να αποφασίζει σχετικά με τα θέματα


που προκύπτουν. Βλ. και Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο αποδείξεως, §9, σελ. 127.
503 Βλ. το άρθρο 423 ΚΠολΔ/1967, στη ρύθμιση του οποίου υπάγονται και οι εξαιρετικές

περιπτώσεις των μελών της βασιλικής οικογενείας, υπουργών, αρχιερέων, πρεσβευτών και
διπλωματικών υπαλλήλων ξένου κράτους, οι οποίοι κανονικά εξετάζονται κατ’ οίκον.
504 Βλ. παρακάτω για ειδικότερη ανάλυση.
505 Βλ. τις διατάξεις του άρθρου 438§2 και 3. Με την κατάργηση της αυτεπάγγελτης επιβολής

(δικαστικού) όρκου, απέμεινε μόνον ο επακτός όρκος, δηλαδή ο επαγόμενος στον αντίδικο όρκος
σχετικά με την απόδειξη ορισμένων γεγονότων, ο οποίος διαμορφώθηκε ως επικουρικό
αποδεικτικό μέσο, υπό την προϋπόθεση δηλαδή της ανεπάρκειας των υπολοίπων στοιχείων ή
αποδείξεων να θεμελιώσουν δικανική πεποίθηση. Βλ. σχετικώς τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις
του Γ. Ορφανίδη, Το επιτρεπτό των αποδεικτικών συμβάσεων, σελ. 219-228.
506 Πρέπει να σημειωθεί ότι υπό το προισχύσαν δίκαιο (άρθρο 351 ΠολΔ) επιτρεπόταν η επαγωγή

όρκου περί παντός πράγματος, ακόμη και κατά του περιεχομένου των δημοσίων και ιδιωτικών
εγγράφων, με συνέπεια να είναι δυνατή η ανατροπή ακόμη και της πλήρους αποδείξεως που
προέκυπτε από δημόσια έγγραφα. Η Συντακτική Επιτροπή του ΚΠολΔ ακολούθησε την πιο
ορθολογική λύση του αποκλεισμού του όρκου σε περίπτωση σχηματισμού δικανικής
πεποιθήσεως εκ των υπολοίπων αποδείξεων.
507 Βλ. άρθρο 461 αρ. 3 ΚΠολΔ/1967.
508 Βλ. ενδεικτικώς τα σχόλια του Στ. Κουσούλη στη μελέτη: «Ηλεκτρονικό έγγραφο και

ηλεκτρονική υπογραφή. Οι σύγχρονες εξελίξεις», εμπεριεχόμενη στο συλλογικό έργο «Τα έγγραφα
στην πολιτική δίκη (πρακτικά του 17ου πανελλήνιου συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων
Δικονομολόγων), σελ. 214 επ.
509 Δια του άρθρου 40§1 του ν. 3994/2011.
510 Βλ. το άρθρο 542§1 του ΚΠολΔ/1967.
511 Βλ. το άρθρο 591§1 του ΚΠολΔ/1967. Σύμφωνα με το άρθρο 592, στον Άρειο Πάγο η

ακροαματική διαδικασία εκκινεί με την ανάγνωση της εισηγητικής εκθέσεως και συνεχίζεται με
τις αγορεύσεις των πληρεξουσίων των διαδίκων.
512 Βλ. το άρθρο 566 ΚΠολΔ/1967.

104
Αρείου Πάγου, πλην της περιπτώσεως προβολής ενστάσεων κατά του
παραδεκτού και εμπροθέσμου της αιτήσεως αναιρέσεως 513, ρύθμιση που
διατηρήθηκε μέχρι σήμερα 514 , κη) η εισαγωγή στον Κώδικα του
επιτυχημένου στην πράξη θεσμού της διαταγής πληρωμής 515 , κθ) η
εισαγωγή στον Κώδικα των ειδικών διαδικασιών γαμικών διαφορών,
διαφορών γονέων-τέκνων, πιστωτικών τίτλων, παραδόσεως ή αποδόσεως
μισθίου, εργατικών διαφορών και αμοιβών 516 , με τις διαδικαστικές
αποκλίσεις τους 517 , λ) επί εργατικών διαφορών, η καθιέρωση των
επιτροπών συμβιβασμού 518 , από τη μία πλευρά ως συνδιαλλακτικών
οργάνων 519 , με χαρακτηριστικά στην περίπτωση αυτή την υποχρεωτική
τήρηση της σχετικής διαδικασίας, τη δυνατότητα αυτοπρόσωπης
παράστασης των διαδίκων και τη μυστικότητα των συνεδριάσεων520, στις
οποίες είχαν το δικαίωμα να παρίστανται μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι, και
από την άλλη ως δικαιοδοτικών οργάνων επιλαμβανομένων της κύριας
εκδίκασης της διαφοράς κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων521, οπότε δεν
ισχύουν οι ανωτέρω διαδικαστικές ιδιομορφίες, ρύθμιση βραχύβια που
καταργήθηκε με το ν.δ. 958/1971 522 , λα) η δυνατότητα προφορικής
υποβολής της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον των ειρηνοδικείων
και του δικαστηρίου που δικάζει την κύρια υπόθεση 523, λβ) στην εκούσια
δικαιοδοσία, η δυνατότητα προφορικής υποβολής αιτήσεως ενώπιον του
ειρηνοδικείου, η συνοπτική τήρηση πρακτικών και η άμεση προφορική
δημοσίευση των αποφάσεων 524 , καθώς και η προφορικότητα της
συζητήσεως, στην οποία μάλιστα δικαιούται να παρίσταται και ο

513 Βλ. το άρθρο 588§1 ΚΠολΔ/1967.


514 Βλ. το άρθρο 570 ΚΠολΔ.
515 Βλ. τα άρθρα 644-655 ΚΠολΔ/1967. Βλ. σε προηγούμενο σημείο της παρούσης ειδικότερη

ανάλυση για την προέλευση του θεσμού.


516 Βλ., αντιστοίχως, τις διατάξεις των άρθρων 610-634, 635-643, 656-667, 668-684, 691-720 και

721-725 ΚΠολΔ/1967.
517 Βλ. ενδεικτικώς τα άρθρα 611-615, που προβλέπουν υποχρεωτική προσπάθεια συνδιαλλαγής

των συζύγων προ της ασκήσεως της αγωγής διαζυγίου, διεξαγόμενη υπό θρησκευτικού
λειτουργού ή, επικουρικώς, του αρμόδιου προέδρου πρωτοδικών, οι οποίοι καλούν ενώπιον τους
τους διισταμένους και μεταχειρίζονται πάντα τα κατά την κρίση των πρόσφορα προς
συνδιαλλαγή μέσα, το άρθρο 664, που καθιερώνει την παραχρήμα απόδειξη των ισχυρισμών στη
διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, τα άρθρα 672§1, 711§1 και 725, περί λήψεως υπ’ όψιν υπό
του δικαστηρίου και αποδεικτικών μέσων μη πληρούντων τους όρους του νόμου επί μισθωτικών,
εργατικών και εξ αμοιβών διαφορών.
518 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 695§2 ΚΠολΔ/1967, οι επιτροπές συμβιβασμού

αποτελούντο από τον αρμόδιο πρωτοδίκη ή ειρηνοδίκη ως πρόεδρο, έναν εκπρόσωπο των
εργαζομένων, έναν εκπρόσωπο των εργοδοτών και ένα δικαστικό γραμματέα.
519 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 695-706 ΚΠολΔ/1967.
520 Σύμφωνα με το άρθρο 703 ΚΠολΔ/1967, «αι συνεδριάσεις των επιτροπών συμβιβασμού δεν

είναι δημόσιαι, επιτρέπεται όμως η κατ’ αυτάς προσέλευσις των διαδίκων, των νομίμων
αντιπροσώπων αυτών και των πληρεξουσίων των, ως και παντός άλλου εις τον οποίον ο πρόεδρος
της επιτροπής ήθελεν επιτρέψει τούτο».
521 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 717-720 ΚΠολΔ/1967.
522 Βλ. το άρθρο 51§3 και 9 του νομοθετικού διατάγματος.
523 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 730§ 1 και 5 ΚΠολΔ/1967 αντιστοίχως. Κανονικά η αίτηση

υποβάλλεται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου ή με τις προτάσεις.


524 Βλ. αντιστοίχως τις διατάξεις των άρθρων 793§1, 801 και 802§1 ΚΠολΔ/1967.

105
εισαγγελεύς πρωτοδικών 525 , και, τέλος, λγ) η παραχρήμα απόδειξη των
αφορώντων την απόσβεση της απαιτήσεως ισχυρισμών στις εκτελεστικές
δίκες526.
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει για την καθιέρωση υπό του
ΚΠολΔ/1967 ως επικουρικού αποδεικτικού μέσου της εξέτασης των
διαδίκων, θεσμού προοριζόμενου να αντικαταστήσει το δικαστικό όρκο.
Εισαγωγικώς, θα πρέπει να αναφερθεί ότι υπό το προισχύσαν καθεστώς
της ΠολΔ 527 οι δικαστές προσέφευγαν συχνά στην επιβολή δικαστικού
όρκου, όταν από τις προσαγόμενες αποδείξεις δεν είχαν κατορθώσει να
διαμορφώσουν πεποίθηση ως προς την αλήθεια των αποδεικτέων
περιστατικών, με συνέπεια να διστάζουν να αποφανθούν υπέρ της μίας ή
της άλλης απόψεως. Προς την κατεύθυνση αυτή, αξίωναν είτε από το
φέροντα το βάρος αποδείξεως διάδικο να επιβεβαιώσει ενόρκως την
αλήθεια των πιθανολογούμενων ως βάσιμων ισχυρισμών του
(συμπληρωματικός ή αναπληρωματικός όρκος) είτε, αντίστροφα, από τον
αντίδικο του να ορκισθεί υπέρ της αναλήθειας των προτεινόμενων σε
βάρος του και φαινομένων αβάσιμων ισχυρισμών (απαλλακτικός
όρκος)528. Ο ΚΠολΔ/1967,
ακολουθώντας το παράδειγμα αλλοδαπών νομοθεσιών529 και με βάση την
εμπειρία από την εφαρμογή του μέτρου στο πλαίσιο ορισμένων ειδικών
διαδικασιών, όπως τα ασφαλιστικά μέτρα νομής και κατοχής 530 και οι
μικροδιαφορές531, αντικατέστησε τους δυο ανωτέρω τύπους όρκου 532 με
τον πιο σύγχρονο θεσμό της εξετάσεως των διαδίκων 533 , ο οποίος
συνεισφέρει περισσότερο στην αποκάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας,
αξιοποιώντας, αφενός, τις προσωπικές πληροφορίες των διαδίκων, οι
οποίοι ως φορείς της επίδικης έννομης σχέσης είναι φυσικό να γνωρίζουν

525 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 786 και 796 ΚΠολΔ/1967.
526 Βλ. άρθρο 995§4 ΚΠολΔ/1967.
527 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 378 και 379 της ΠολΔ/1834.
528 Βλ. και Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο αποδείξεως, §16, σελ. 269.
529 Βλ. αναλυτική αναφορά στη μελέτη του Κ. Σταμάτη, Η εξέτασις των διαδίκων, ως νέον κατά

τον ΚΠολΔ μέσον αποδείξεως και η σχέσις αυτού προς τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, Δίκη 1973, σελ.
438-441. Η εξέταση των διαδίκων είναι ένας θεσμός αγγλοαμερικανικής προέλευσης, που
μεταφέρθηκε και στη νομοθεσία πολλών ηπειρωτικών κρατών, με απαρχή την Αυστριακή
Πολιτική Δικονομία του 1895.
530 Βλ. το άρθρο 3 του ν. ΓΨϞΖ΄/21.06.1911 «περί προσωρινών μέτρων εν ταις περί διακατοχής

διαφοραίς», που καθιέρωνε για πρώτη φορά τη δυνατότητα εξέτασης των διαδίκων. Σύμφωνα με
το περιεχόμενο της διάταξης, «εμφανισθέντων αμφοτέρων των διαδίκων κατά τον προς συζήτησιν
ορισθέντα τόπον και χρόνον, ο ειρηνοδίκης αυτεπαγγέλτως προβαίνει αυθωρεί εις την συλλογήν
των προς σχηματισμόν της αποφάσεως αυτού χρησίμων στοιχείων, άνευ τηρήσεως των περί
αποδείξεων ορισμών της πολιτικής δικονομίας, δι’ εξετάσεως των αυτοπροσώπως τυχόν
εμφανισθέντων διαδίκων…».
531 Βλ. το άρθρο 36 του ν.δ. της 16.11.1925 «περί εκδικάσεως των μικροδιαφορών και της

εκτελέσεως των επ’ αυτών εκδιδομένων αποφάσεων», στο οποίο γίνεται αναφορά και ανωτέρω,
κατά την εξέταση της σχετικής διαδικασίας.
532 Παρέμεινε, αντίθετα, σύμφωνα με το άρθρο 448 ΚΠολΔ/1967, η δυνατότητα επιβολής

εκτιμητικού όρκου, όταν το δικαστήριο, παρότι έχει πεισθεί για την ύπαρξη της απαιτήσεως,
στερείται αποδείξεων περί του μεγέθους της.
533 Εγκαταλείποντας τον παλαιότερο κανόνα «nemo testis auditur in re sua», που όριζε ότι κανείς

δε μπορούσε να εξετασθεί ως μάρτυρας στις προσωπικές του υποθέσεις.

106
τα πράγματα καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο, και, αφετέρου, τον
προβλεπόμενο για τις μαρτυρικές καταθέσεις τύπο534, ο οποίος επιτρέπει
την υποβολή ερωτήσεων τόσο από τους δικαστές όσο και από τον
παριστάμενο αντίδικο, καθώς και την κατ’ αντιπαράσταση εξέταση των
διαδίκων προς κάποιον μάρτυρα ή και μεταξύ τους 535. Γενικώς, θα πρέπει
να επισημάνουμε ότι πρόκειται για ένα μέσο που προάγει τον προφορικό
χαρακτήρα της διαδικασίας, καθώς διευρύνει τη διεξαγωγή της συζήτησης
γύρω από ευαίσθητες πτυχές της υποθέσεως τις οποίες μπορεί να αγνοούν
οι εξεταζόμενοι μάρτυρες, παρέχοντας παράλληλα στο δικαστήριο μιας
πρώτης τάξεως ευκαιρία να
αξιολογήσει το χαρακτήρα και
την προσωπικότητα των
διαδίκων και, επί τη βάσει
αυτής, να προχωρήσει σε μία
πιο σφαιρική αποτίμηση της
διαφοράς536. Για το λόγο αυτό
ίσως, παρά τη γενική τάση για
μετριασμό της προφορικής
συζητήσεως, η εξέταση των
διαδίκων αντιμετωπίσθηκε
ευμενώς από το δικονομικό
Πορτρέτο του Κωνσταντίνου Έσλιν, πρώτου προέδρου του
νομοθέτη, ο οποίος ήρε τον Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (1909), βουλευτή, προέδρου
περιορισμό της της Βουλής (1910) και ένθερμου πατριώτη
επικουρικότητας, αρχικά στα
μονομελή πρωτοδικεία και τα ειρηνοδικεία, με την καθιέρωση της
υποχρέωσης αυτοπρόσωπης εμφάνισης των διαδίκων στο ακροατήριο και
την παρεχόμενη στο δικαστή δυνατότητα να ζητά από αυτούς τις
αναγκαίες πληροφορίες ή διασαφήσεις537, και εν συνεχεία γενικώς, με την
ευθεία τροποποίηση του άρθρου 415§1 (άρθρο 432§1 ΚΠολΔ/1967) 538 ,
που κατέστησε την εξέταση των διαδίκων ισότιμο αποδεικτικό μέσο 539.
Προς την αντίθετη κατεύθυνση, ειδική αναφορά προσήκει στην
καθιέρωση από τον ΚΠολΔ/1967 της διαταγής απόδοσης χρήσης μισθίου

534 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 433 ΚΠολΔ/1967.


535 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 426§1 ΚΠολΔ/1967.
536 Βλ. και Κ. Σταμάτη, Η εξέτασις των διαδίκων, ως νέον κατά τον ΚΠολΔ μέσον αποδείξεως και η

σχέσις αυτού προς τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, Δίκη 1973, σελ. 468, ποιούντα λόγο για
δυνατότητα αμέσου διεισδύσεως στην προσωπικότητα των διαδίκων και στην εντεύθεν
ευχερεστέρα στάθμιση του προσαχθέντος υπ’ αυτών αποδεικτικού υλικού και εκφράζοντα την
πεποίθηση του ότι το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο καλώς χειριζόμενο θα αποτελέσει
σημαντικότατο παράγοντα απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης και ταχέος τερματισμού της
δίκης.
537 Βλ. την τροποποίηση που επήλθε στο άρθρο 270 με το άρθρο 11 του ν. 1478/1984.
538 Δυνάμει του άρθρου 39 του ν. 3994/2011.
539 Ενδεικτική της χρονικής καθυστέρησης που επέφερε η εξέταση των διαδίκων υπό το προ του

ν. 1478/1984 καθεστώς και των, εντεύθεν, σχετιζόμενων με την αξιοποίηση της περιορισμών,
ήταν η υποχρέωση έκδοσης, προς διενέργεια της, δεύτερης προδικαστικής απόφασης περί
αποδείξεων (σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 357 ΚΠολΔ/1967 και 341 ΚΠολΔ), εφόσον
η πρώτη θα αφορούσε τα τακτικά αποδεικτικά μέσα.

107
ακινήτου 540 , η οποία κατ’ απομίμηση του προτύπου της (διαταγή
πληρωμής) βασίζεται σε μια αποκλειστικά έγγραφη διαδικασία,
περιλαμβάνουσα την κατάθεση αιτήσεως συνοδευομένης από τα
αποδεικτικά έγγραφα σύναψης, τροποποίησης, λήξης ή καταγγελίας της
μίσθωσης, καθώς και από ένορκες βεβαιώσεις του εκμισθωτή σχετικά με
τα μη αποδεικνυόμενα εγγράφως στοιχεία 541 , μεταξύ των οποίων
ενδεικτικώς αναφέρονται η λήξη της μίσθωσης, το ύψος του μηνιαίου
μισθώματος, η συνηθισμένη ημερομηνία καταβολής του και το ποσό των
καθυστερούμενων μισθωμάτων. Κατ’ αντιστοιχία προς τη διαταγή
πληρωμής, για την έκδοση της διαταγής απόδοσης δε διεξάγεται
προφορική συζήτηση στο ακροατήριο 542 , αν και προβλέπεται και εδώ η
κλήση του αιτούντος από τον αρμόδιο δικαστή για παροχή διασαφήσεων
και διενέργεια συμπληρώσεων ή διορθώσεων επί της αιτήσεως, καθώς και
η δυνατότητα εξετάσεως μαρτύρων υπό του δικαστή, προς επιβεβαίωση
τεθειμένων επί ιδιωτικών εγγράφων υπογραφών543. Σχετικά με την εξέλιξη
του θεσμού της διαταγής απόδοσης μισθίου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι
καταργήθηκε προσωρινά δια του ν.δ. 958/1971, με αιτιολογία τη
σπανιότατη εφαρμογή της ρύθμισης στην πράξη, σε συνδυασμό με τον
επισημαινόμενο υπό του νομοθέτη κίνδυνο να στερηθεί ο μισθωτής της
επαγγελματικής ή οικογενειακής στέγης του προ πάσης ακροάσεως 544, για
να επανέλθει αργότερα, με τη γενομένη υπό του ν. 2479/1997
τροποποίηση 545 , η οποία επανόρθωσε το βασικό μειονέκτημα της
προγενέστερης ρυθμίσεως, ήτοι το άμεσο ανασταλτικό αποτέλεσμα της
ασκούμενης υπό του μισθωτού ανακοπής 546 , που ενείχε τον κίνδυνο
αξιοποίησης της ως μέσου παρελκύσεως της δίκης, με την προβολή
αβασίμων ισχυρισμών. Με την επόμενη χρονικώς τροποποίηση του ν.
4055/2012 το πλαίσιο αυστηροποιήθηκε για το μισθωτή, με την πρόβλεψη
συντομότερων προθεσμιών για την κίνηση της διαδικασίας και, ιδίως, τη
δυνατότητα σώρευσης αιτήματος επιδίκασης οφειλόμενων μισθωμάτων,
κοινοχρήστων δαπανών, τελών και λογαριασμών κοινής ωφελείας 547, υπό
την προϋπόθεση της έγγραφης απόδειξης των σχετικών απαιτήσεων, ενώ
στη ρύθμιση επανήλθε και ο ν. 4335/2015 με μικρές τροποποιήσεις.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο ΚΠολΔ/1967, στην προσπάθεια του να
μεταρρυθμίσει ένα δικονομικό καθεστώς εφαρμοζόμενο για μία περίοδο
540 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 685-690 ΚΠολΔ/1967. Η έκδοση διαταγής απόδοσης παρεχόταν
ως επιλογή στον εκμισθωτή, σε συνδυασμό με την άσκηση κανονικής αιτήσεως εκδικαζομένης
κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών παραδόσεως ή αποδόσεως μισθίου (άρθρα 668-684
ΚΠολΔ/1967).
541 Βλ. το άρθρο 685§2 ΚΠολΔ/1967.
542 Βλ. το άρθρο 647 εδ. β ΚΠολΔ/1967, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 686.
543 Βλ. το άρθρο 648 περ. γ ΚΠολΔ/1967, το οποίο εναλλακτικώς προβλέπει βεβαίωση της

υπογραφής από συμβολαιογράφο.


544 Βλ. τη σχετική αναφορά της εισηγητικής εκθέσεως του ν.δ. 958/1971.
545 Η οποία προσέθεσε στο σώμα του ΚΠολΔ τα άρθρα 662Α - 662Η (σημερινά 637-644).
546 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 653§2 ΚΠολΔ/1967, που προέβλεπε (τόσο για τη διαταγή

πληρωμής όσο και για τη διαταγή απόδοσης) αναστολή της εκτελεστότητας του τίτλου μέχρι την
έκδοση αποφάσεως επί της ανακοπής.
547 Βλ. το προστεθέν στον Κώδικα άρθρο 662Θ (σημερινό 645).

108
133 ετών, το οποίο είχε διαποτίσει τη γνώση και τη συνήθεια του νομικού
κόσμου, αναπόφευκτα συνάντησε την απροθυμία δικηγόρων και δικαστών
να ενημερωθούν για τις νέες ρυθμίσεις και να προσαρμοσθούν προς το
περιεχόμενο των αλλαγών548, με συνέπεια, μετά από μόλις δυόμιση χρόνια
πρακτικής εφαρμογής, να πέσει και ο ίδιος θύμα ριζικής τροποποίησης,
επελθούσης δυνάμει του ν.δ. 958/15.09.1971 «περί τροποποιήσεως του
Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας και του Εισαγωγικού αυτού Νόμου» 549. Έναν
από τους βασικούς άξονες της γενομένης τροποποιήσεως απετέλεσε η
περιστολή της προφορικότητας της συζητήσεως, η οποία έθεσε τις βάσεις
για τη σταδιακή μετάλλαξη της πολιτικής δίκης σε μία έγγραφη κατά βάση
διαδικασία, συγκρινόμενη εξ επόψεως προοπτικής με την πρόσφατη
αναθεώρηση. Σχετικώς, θα πρέπει να επισημάνουμε α) την κατάργηση του
δικαιώματος των εκπροσωπουμένων από πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκων
να συμμετέχουν στην προφορική συζήτηση, δυναμένων απλώς να
ανακαλούν τις ομολογίες των πληρεξουσίων των 550 , β) τη δυνητική
παράλειψη της προφορικής συζητήσεως ενώπιον των δικαστηρίων της
ουσίας551, η οποία εψηφίσθη με το σκεπτικό ότι «η προφορική ανάπτυξις,
συνισταμένη εις επανάληψιν των εγγράφως αναπτυσσομένων, κατ’ ουδέν
συμβάλλει εις την καλυτέραν απονομήν της δικαιοσύνης, συντελούσα
τουναντίον εις παρέλκυσιν της συζητήσεως και την καταπόνησιν δικαστών,
πληρεξουσίων και δικαζομένων» 552 , γ) την εξάρτηση της δυνατότητας
προφορικής άσκησης της αγωγής ενώπιον του ειρηνοδικείου από τη μη
ύπαρξη στην έδρα του διορισμένων δικηγόρων ή δικολάβων 553 , δ) την
κατάργηση της αυτόκλητης προσέλευσης των διαδίκων ενώπιον του
ειρηνοδίκη προς εκδίκαση της μεταξύ τους διαφοράς και της στο πλαίσιο
αυτό προφορικής άσκησης της αγωγής554, η οποία εκρίθη ότι δύναται να
δημιουργήσει ανασφάλεια, λόγω της εύκολης παρεισφρήσεως λαθών και
παραλείψεων κατά τη διατύπωση των προφορικώς εκτιθεμένων 555, ε) την
πρόβλεψη της δυνατότητας του δικαστηρίου να απαγορεύει την ανάγνωση
εγγράφων στο ακροατήριο, εφόσον κρίνει αυτήν περιττή556, προς αποφυγή
παρελκύσεως της διαδικασίας και ασκόπου καταπονήσεως δικαζόντων και
δικαζομένων, στ) τη μεταστροφή της συζητήσεως προς τον έγγραφο τύπο,

548 Βλ. και Π. Ρεντούλη, Σύντομη ιστορική επισκόπηση του ελληνικού αστικού δικονομικού
δικαίου, Δίκη 2005, σελ. 518.
549 Για την ιστορία αναφέρουμε τα ονόματα των μελών της ειδικής νομοπαρασκευαστικής

επιτροπής, η οποία συγκροτήθηκε από τους Λύσανδρο Κανελλάκο, Χαράλαμπο Φραγκίστα,


Γεώργιο Μητσόπουλο, Παναγιώτη Πετρόχειλο και Παύλο Στυμφαλιάδη.
550 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 7 και 21§9 του ν.δ. 958/1971, που αντικατέστησαν αντιστοίχως

τα άρθρα 100 και 250 ΚΠολΔ/1967.


551 Βλ. την τροποποίηση του άρθρου 116§2 ΚΠολΔ/1967 δια του άρθρου 8 του ν.δ. 958/1971.
552 Βλ. τη σχετική αναφορά της εισηγητικής εκθέσεως του ν.δ. 958/1971.
553 Δια του άρθρου 17 του ν.δ. 958/1971, που αντικατέστησε το άρθρο 216§2 ΚΠολΔ/1967. Θα

πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι επί μικροδιαφορών επετράπη, σύμφωνα με το άρθρο 35§1 του
ν.δ. 958/1971 (άρθρο 468§1 ΚΠολΔ) η προφορική άσκηση της αγωγής ενώπιον του ειρηνοδικείου
χωρίς άλλες προϋποθέσεις.
554 Δια του άρθρου 19§7 του ν.δ. 958/1971.
555 Βλ. τη σχετική αναφορά της εισηγητικής εκθέσεως του ν.δ. 958/1971.
556 Δια του άρθρου 21§2 του ν.δ. 958/1971, που αντικατέστησε το άρθρο 242§2 του ΚΠολΔ/1967.

109
με το βάρος πλέον να δίδεται στις προτάσεις, οι οποίες χρησιμεύουν ως
σημείο αναφοράς για τους διαδίκους, δικαιούμενους απλώς και όχι
υποχρεούμενους σε προφορική ανάπτυξη 557 , ζ) την κατάργηση της
προφορικής πραγματογνωμοσύνης558, «ως εκ της δυσχερείας, ην εμφανίζει
η απόδοσις εις τα πρακτικά των λεχθέντων, όταν μάλιστα ανάγωνται εις
επιστημονικά ή τεχνικά θέματα και των δυναμένων να προκύψουν
αμφισβητήσεων περί της πιστότητος αυτής» 559 , η) τον περιορισμό των
εξεταζομένων μαρτύρων σε πέντε ανά πλευρά, αριθμός που δύναται να
αυξηθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ιδίως επί ομοδικίας 560, θ) τη
διεύρυνση της δυνατότητας εξετάσεως των μαρτύρων υπό εντεταλμένου
δικαστού, κατά το πρότυπο της ΠολΔ, στην περίπτωση που οι καταθέσεις
απαιτούν πολύ χρόνο και ιδίως εάν δε δύνανται να περατωθούν σε μία
δικάσιμο561, ι) η διευκρίνιση περί της υποχρέωσης κατάθεσης προτάσεων
ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής 562 , ια) ο περιορισμός της
δυνατότητας προφορικής υποβολής αίτησης ασφαλιστικών μέτρων μόνο
επί των ειρηνοδικείων563, και, τέλος, ιβ) η δυνητική εκδίκαση της αιτήσεως
των ασφαλιστικών μέτρων άνευ τηρήσεως πρακτικών564.
Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στο σημείο αυτό, με αφορμή την
επαναφορά των δικαστικών τεκμηρίων στον κατάλογο των αποδεικτικών
μέσων του άρθρου 339 ΚΠολΔ, στην έννοια και την εξέλιξη του θεσμού στη
δικονομία μας, καθώς και στα υπαγόμενα στη σχετική ρύθμιση
μορφώματα. Γενικώς, υπό τον όρο δικαστικά τεκμήρια νοούνται τα πάσης
φύσεως αποδεικτικά στοιχεία που, χωρίς να υπάγονται σε κάποια
επώνυμη τυπική μορφή, μπορούν να διαφωτίσουν το δικαστή και να
συμβάλλουν στην αποκάλυψη της αληθείας 565 . Ειδικότερα, τα τεκμήρια
διακρίνονται σε δυο κατηγορίες, ήτοι, αφενός, στα επώνυμα αποδεικτικά
μέσα του άρθρου 339 ΚΠολΔ που πάσχουν ως προς τους όρους του

557 Βλ. το άρθρο 21§9 του ν.δ. 958/1971, που τροποποίησε το άρθρο 250 ΚΠολΔ/1967. Η
συγκεκριμένη ρύθμιση, τεθείσα σε συμφωνία προς το νέο άρθρο 115§2 ΚΠολΔ, είναι ενδεικτική
των προθέσεων του νομοθέτη για περιορισμό της προφορικότητας.
558 Με την απαλοιφή του εδαφίου γ του άρθρου 395§1 και την κατάργηση του άρθρου 399

ΚΠολΔ/1967, δια του άρθρου 30§5 και 7 αντιστοίχως. Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι η
προφορική έκθεση του πορίσματος της πραγματογνωμοσύνης παρέμεινε ως δυνατότητα στις
ειδικές διαδικασίες των διαφορών παραδόσεως ή αποδόσεως μισθίου και των εργατικών
διαφορών.
559 Βλ. τη σχετική αναφορά της εισηγητικής εκθέσεως.
560 Βλ. το άρθρο 31§2 του ν.δ. 958/1971, που τροποποίησε το άρθρο 413 ΚΠολΔ/1967.
561 Δια του άρθρου 31§6 του ν.δ. 958/1971. Πρόκειται για διάταξη παραβλάπτουσα όχι τόσο την

προφορικότητα της συζητήσεως όσο το δικαίωμα των τρίτων να παρακολουθήσουν τη


διαδικασία.
562 Δια του άρθρου 42§9 του ν.δ. 958/1971, που τροποποίησε τη διάταξη του άρθρου 599§2

ΚΠολΔ/1967.
563 Δια του άρθρου 53§3 του ν.δ. 958/1971, που τροποποίησε στη διάταξη του άρθρου 730§5

ΚΠολΔ/1967.
564 Δια του άρθρου 53§5 του ν.δ. 958/1971, που τροποποίησε στη διάταξη του άρθρου 734§2

ΚΠολΔ/1967. Πρόκειται επίσης για διάταξη παραβλάπτουσα τη δημοσιότητα της διαδικασίας,


την οποία η εισηγητική έκθεση χαιρετίζει ως «καθιστώσαν ευχερή την υπό του Προέδρου εις πάντα
τρόπον και χρόνον, ακόμη και κατ’ οίκον, συζήτησιν των αιτήσεων».
565 Βλ. Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο αποδείξεως, §14, σελ. 228.

110
έγκυρου και παραδεκτού τους 566 , με συνέπεια να μη μπορούν να
αξιολογηθούν ως τοιαύτα από το δικαστήριο, και, αφετέρου, στα ανώνυμα
αποδεικτικά μέσα, δημιούργημα της πρακτικής και μη ρυθμιζόμενα ειδικώς
από τον δικονομικό νομοθέτη, στα οποία υπάγονται ποικιλόμορφα
αποδεικτικά στοιχεία χωρίς ορισμένη τυπολογική μορφή 567 . Ιστορικά, η
εμφάνιση των δικαστικών τεκμηρίων ως αποδεικτικών μέσων συνδέεται
με την τάση της νομολογίας για αποδέσμευση από τους κανόνες της
αυστηρής αποδείξεως και διεύρυνση του αποδεικτικού ορίζοντα του
δικαστή, με τη λήψη υπ’ όψιν και συνεκτίμηση πρόσθετων πηγών
πληροφόρησης, οι οποίες βοηθούν στο σχηματισμό μιας πιο
ολοκληρωμένης εικόνας για τα επίμαχα περιστατικά και, μέσω αυτής, στη
σφαιρικότερη αποτίμηση της διαφοράς568, η ονομασία τους δε οφείλεται
στο γεγονός ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία αξιοποιήθηκαν αρχικά
στο πλαίσιο της εμμέσου αποδείξεως, όπου ο δικαστής εξάγει
συμπεράσματα (τεκμήρια) περί της αληθείας των αποδεικτέων
περιστατικών από ήδη αποδεδειγμένα γεγονότα569. Πιο συγκεκριμένα, υπό
το κράτος της ΠολΔ/1834, τα δικαστήρια μας, αναζητώντας τρόπους να
εκμεταλλευθούν αποδεικτικώς τις παθολογικές μορφές των επωνύμων
αποδεικτικών μέσων, καθώς και τα υπόλοιπα μη ειδικώς προβλεπόμενα
στο νόμο στοιχεία, προς σχηματισμό και επίρρωση της δικανικής
πεποιθήσεως, βασίσθηκαν στις ρυθμίσεις 570 που ανήγαγαν την έμμεση
απόδειξη, υπό την έννοια που ανωτέρω περιεγράφη, σε αποδεικτικό
μέσο 571 , με αποτέλεσμα να νομιμοποιήσουν τη χρήση τους ως γενομένη
προς συναγωγή τεκμηρίων 572 . Με το νομολογιακό αυτό τέχνασμα, στο
οποίο συγκατένευσε σημαντική μερίδα της θεωρίας αλλά κατ’ ουσίαν και ο
ίδιος νομοθέτης, ο οποίος επί εκατό και πλέον χρόνια παρακολουθούσε τις
εξελίξεις χωρίς να παρεμβαίνει 573 , διεπλάσθη ένα νέο αποδεικτικό μέσο
χωρίς συγκεκριμένο ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο, λόγω ακριβώς της
δυναμικής του μορφής, επέτρεψε την παρακολούθηση των νεότερων
πρακτικών και τεχνολογικών εξελίξεων, με την ενσωμάτωση σε αυτό
καινοφανών μέσων απόδειξης. Εξ επόψεως περιορισμών, αρχικά ίσχυε
566 Υπό την προϋπόθεση ότι η ενυπάρχουσα ατέλεια δεν καταστρατηγεί τις απαιτήσεις του νόμου
για το υποστατό των συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων.
567 Βλ. Θ. Καρακίτσο, Η αμεσότητα στην αποδεικτική διαδικασία, σελ. 168.
568 Βλ. και Ν. Παϊσίδου, Έννοια και λειτουργία των τεκμηρίων στην πολιτική δίκη, μελέτη

εμπεριεχομένη στο συλλογικό έργο «Τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα
και τα δικαστικά τεκμήρια» (πρακτικά του 27ου Πανελλήνιου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων
Δικονομολόγων, Κως 12-15 Σεπτεμβρίου 2002), επιμελείας Εμμ. Γιαννακάκι, σελ. 163-164.
569 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 336§3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «με βάση αποδεδειγμένα

πραγματικά γεγονότα το δικαστήριο μπορεί να βγάλει συμπεράσματα για άλλα γεγονότα».


570 Βλ. το άρθρο 252 ΠολΔ/1834, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 272 και 276.
571 Ρυθμίσεις που θεωρούνται νομοθετικά ατυχείς και δογματικά εσφαλμένες από τη Ν. Παϊσίδου

στη μελέτη «Τα δικαστικά τεκμήρια ως ανώνυμα αποδεικτικά μέσα. Μια νομολογιακή επινόηση»,
εμπεριεχόμενη στον αναμνηστικό τόμο προς τιμή του Στυλιανού Κουσούλη, σελ. 382, με
περαιτέρω παραπομπή στο ΣχΠολΔ, VI, σελ. 56.
572 Λακωνικότερη ημών, η Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αποδείξεως, §14, σελ. 229, γράφει ότι

«επεκράτησε στη νομολογία η αντίληψη ότι το γεγονός που αποτελούσε τη βάση της έμμεσης
αποδείξεως (272 ΠολΔ) μπορούσε να αποδεικνύεται από οποιαδήποτε πηγή γνώσεως».
573 Ν. Παϊσίδου, Έννοια και λειτουργία των τεκμηρίων στην πολιτική δίκη, σελ. 164.

111
μόνο ο αναγόμενος στη ρύθμιση του άρθρου 276 της ΠολΔ, που
συναρτούσε την έμμεση (δια τεκμηρίων) απόδειξη με το επιτρεπτό του
εμμαρτύρου μέσου 574 , σταδιακά πάντως η δικαστική πρακτική, στην
προσπάθεια της να αμβλύνει τις συνέπειες της εκτροπής της από την
αυστηρή δικονομική απόδειξη, θέσπισε η ίδια πρόσθετους κανόνες σχετικά
με τη σύννομη εκτίμηση των δικαστικών τεκμηρίων, ώστε να μη δύνανται
να ληφθούν υπ’ όψιν από τον δικαστή όλα ανεξαιρέτως τα άτυπα και
παράτυπα αποδεικτικά μέσα, παρά μόνον όσα εξ αυτών παρέχουν
ορισμένες εγγυήσεις αξιοπιστίας, συνδεόμενες με τη διαδικασία
παραγωγής και τον τύπο προσαγωγής τους. Θεωρήθηκε, ειδικότερα, ότι τα
δικαστικά τεκμήρια δεν πρέπει να οδηγούν σε έμμεση καταστρατήγηση
των δικονομικών διατάξεων που προβλέπουν τη δημιουργία των
υπολοίπων επώνυμων αποδεικτικών μέσων, με συνέπεια να αποκλείεται η
χρήση στοιχείων όπως τα αχαρτοσήμαντα ή αμφισβητούμενης
γνησιότητας έγγραφα, τα έγγραφα μαρτυρίας που συντάχθηκαν
εσκεμμένα ώστε να χρησιμοποιηθούν σε επικείμενη δίκη, οι εκπρόθεσμες
μαρτυρικές καταθέσεις, οι καταθέσεις μη γνωστοποιηθέντων μαρτύρων, οι
ένορκες βεβαιώσεις κτλ575. Όπως αναφέρθηκε, η συντακτική επιτροπή του
ΚΠολΔ/1967, επιχειρώντας να οριοθετήσει την έννοια και λειτουργία της
εμμέσου αποδείξεως ως μεθόδου (λογικής διεργασίας) συναγωγής
συμπερασμάτων επί των αποδεικτέων θεμάτων και όχι ως αποδεικτικού
μέσου, προέβη σε αφαίρεση των τεκμηρίων από τον κατάλογο των
αποδεικτικών μέσων 576 , παραλείποντας όμως να περιλάβει διατάξεις ως
προς τις ανώνυμες αποδεικτικές πηγές των οποίων η χρήση είχε παγιωθεί

574 Σύμφωνα με το κείμενο της διάταξης «μόνον καθ’ όσον η δια μαρτύρων απόδειξις είναι
παραδεκτή, συγχωρούνται και τα δικαστικά τεκμήρια». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Ν.
Παϊσίδου, ο.π. στην προηγούμενη σημείωση, σελ. 165, τον ανωτέρω περιορισμό κληρονόμησαν τα
άτυπα και παράτυπα αποδεικτικά μέσα ως κατιόντες της έμμεσης απόδειξης.
575 Βλ. σχετικώς Ν. Παϊσίδου, Έννοια και λειτουργία των τεκμηρίων στην πολιτική δίκη, σελ. 170

επ., και Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο αποδείξεως, §14, σελ. 231-236.


576 Θεωρώντας ότι ο θεσμός των δικαστικών τεκμηρίων τελικά είχε δημιουργήσει μεγαλύτερα

προβλήματα απ’ όσα έλυνε. Βλ. και τη σχετική αναφορά του Ε. Μιχελάκη στο ΣχΠολΔ, VI, σελ. 170.

112
νομολογιακώς, με συνέπεια να απομείνει ένα σχετικό κενό577, αν και στη
δικαστική πρακτική τα συγκεκριμένα στοιχεία συνέχισαν να αξιοποιούνται
παρά την αντίθετη νομοθετική ρύθμιση 578. Διαβλέποντας τα προβλήματα
που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν, ο νομοθέτης με το ν.δ. 958/1971
έσπευσε να επαναφέρει τα τεκμήρια στα αποδεικτικά μέσα, χωρίς όμως και
πάλι να θέσει ειδικούς κανόνες σχετικά με το επιτρεπτό τους, επαφιέμενος
προφανώς στη δικαστική πρακτική για την κάλυψη των κενών και την
ειδική μεταχείριση κάθε επιμέρους περίπτωσης.
Ως προς το θέμα που
εξετάζουμε, θα πρέπει να
επισημανθεί ότι η χρήση των
δικαστικών τεκμηρίων, παρότι
συνδέεται με ένα πιο ελεύθερο
αποδεικτικό καθεστώς 579 ,
παραπέμπει κατά βάση σε ένα
έγγραφο σύστημα διεξαγωγής
της δίκης, με την μετατόπιση
του βάρους από την εμμάρτυρη
απόδειξη και τις
αυτοπρόσωπες καταθέσεις
Πορτρέτο του Κωνσταντίνου Ρακτιβάν, ο οποίος διετέλεσε, των διαδίκων προς την
κατά σειράν, διδάκτωρ του Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών (1884), πρωτοδίκης (1897-1899),
πληροφόρηση του δικαστή
δικηγόρος (1899-1912), πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου από γραπτές κατά βάση πηγές.
Αθηνών (1910-1912), βουλευτής, υπουργός δικαιοσύνης (1912- Διότι ναι μεν ως δικαστικά
1915), υπουργός εσωτερικών (1918-1920), πρόεδρος της
Βουλής (1924-1925), πρόεδρος του Συμβουλίου της τεκμήρια δύνανται, σύμφωνα
Επικρατείας (1929-1935) και πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών με τη νομολογία μας, να
(1933-1935)! αξιολογηθούν και ημιτελείς
μαρτυρικές καταθέσεις,
καταθέσεις εξαιρετέων μαρτύρων, ανώμοτες μαρτυρικές καταθέσεις και
καταθέσεις για απόδειξη συμβάσεων 580 , από την άλλη όμως η χρήση
τεκμηρίων ισοδυναμεί με εισδοχή στην αποδεικτική φαρέτρα έγγραφων
577 Σημειούται ότι κατά τις συζητήσεις της επιτροπής διατυπώθηκε από τους Γ. Ράμμο και Ε.
Μιχελάκη η πρόταση θέσπισης μιας γενικής διατάξεως που να ορίζει ποιες ατέλειες των
αποδεικτικών καθιστούν αδύνατη την εκτίμηση τους ως δικαστικά τεκμήρια, χωρίς όμως να
εισακουσθεί. Βλ. ΣχΠολΔ, VI, σελ. 171.
578 Σύμφωνα με τη Ν. Παϊσίδου, Τα δικαστικά τεκμήρια ως ανώνυμα αποδεικτικά μέσα. Μια

νομολογιακή επινόηση, ο.π. σελ. 384, «ο νομοθέτης απευθύνθηκε, κυριολεκτικά, εις τα ώτα μη
ακουόντων δικαστών».
579 Σύμφωνα με τον Θ. Καρακίτσο, Η αμεσότητα στην αποδεικτική διαδικασία, σελ. 168, η χρήση

των τεκμηρίων στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης δικαιολογείται, αφενός, από το δικαίωμα
αποδείξεως των διαδίκων, που επιτάσσει τη διεύρυνση των αποδεικτικών τους δυνατοτήτων
αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται και, αφετέρου, από την αρχή της
ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, που απαιτεί να υπόκεινται στην ελεύθερη κρίση του
δικαστηρίου όλα τα διαθέσιμα προς διακρίβωση του ιστορικού της υπόθεσης αποδεικτικά μέσα.
580 Βλ. Ν. Παϊσίδου, Έννοια και λειτουργία των τεκμηρίων στην πολιτική δίκη, σελ. 171-172.

Αντιθέτως, υπό το ισχύον προ της καταργήσεως της προδικαστικής (341 ΚΠολΔ) και των
σχετικών με τον αριθμό και τη γνωστοποίηση μαρτύρων διατάξεων (396-397 ΚΠολΔ) καθεστώς,
η νομολογία μας αρνείτο σταθερά την εκτίμηση ως τεκμηρίων εκπροθέσμων καταθέσεων, καθώς
και καταθέσεων υπεράριθμων ή μη γνωστοποιηθέντων μαρτύρων.

113
κατά βάση αποδείξεων, μεταξύ των οποίων, ως πιο σημαντικών, μπορούμε
να μνημονεύσουμε 581 α) την καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση
ποινικού δικαστηρίου ή, αντιστοίχως, το εκδιδόμενο βούλευμα, με
δεδομένη τη σημασία τους επί των αδικοπρακτικών ιδίως διαφορών, β) τις
μαρτυρικές καταθέσεις προηγούμενης πολιτικής582 ή ποινικής δίκης583, οι
οποίες αξιολογούνται ανεξαρτήτως ταυτότητας διαδίκων, αποδεικτέου
θέματος ή είδους διαδικασίας 584 , γ) έγγραφα εμφανίζοντα κάποιο
ελάττωμα και στερούμενα, για το λόγο αυτό, της πλήρους αποδεικτικής
δυνάμεως που επιφυλάσσει ο νόμος στα νομοτύπως συντεταγμένα
έγγραφα, όπως είναι, ενδεικτικώς, δημόσια έγγραφα συνταχθέντα καθ’
υπέρβασιν αρμοδιότητας, ιδιωτικά έγγραφα ανυπόγραφα, στερούμενα
βεβαίας χρονολογίας ή αποδεικνύοντα υπέρ του εκδότη τους, χειρόγραφες
σημειώσεις του αντιδίκου, μη νομίμως επικυρωμένα φωτοτυπικά
αντίγραφα585, άτακτα εμπορικά βιβλία, ανυπόγραφα τιμολόγια, ιδιωτικά
μισθωτήρια μη θεωρημένα από την αρμόδια ΔΟΥ 586 κτλ., δ) τα λεγόμενα
έγγραφα μαρτυρίας, στα οποία υπάγονται υπεύθυνες δηλώσεις και
επιστολές τρίτων, πιστοποιητικά δημοσίων υπηρεσιών 587 , ιατρικές
βεβαιώσεις κτλ. 588 , λαμβανόμενα υπ’ όψιν από το δικαστήριο υπό την

581 Η γενομένη εκ μέρους μας παράθεση βασίζεται στη σχετική αναφορά των Π. Γέσιου-Φαλτσή,
Δίκαιο αποδείξεως, §14, σελ. 234-236, Ν. Παϊσίδου, Έννοια και λειτουργία των τεκμηρίων στην
πολιτική δίκη, σελ. 168-179, Β. Σπανουδάκη, Τα έγγραφα ως δικαστικά τεκμήρια, μελέτη
περιεχόμενη στο συλλογικό έργο «Τα έγγραφα στην πολιτική δίκη» (πρακτικά του 17ου
πανελληνίου συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων (Χανιά, 3-6 Οκτωβρίου 1991), σελ.
128-136 και Θ. Καρακίτσου, Η αμεσότητα στην αποδεικτικά διαδικασία, σελ. 167-183.
582 Εδώ υπάγονται και οι μαρτυρικές καταθέσεις που δόθηκαν στο πλαίσιο προηγηθείσης δίκης

ασφαλιστικών μέτρων.
583 Η απολογία του κατηγορούμενου και οι μαρτυρικές καταθέσεις στην ποινική διαδικασία

εκτιμώνται ως τεκμήρια σε πολιτική δίκη, υπό την προϋπόθεση ότι ελήφθησαν σύμφωνα με τους
κανόνες της ποινικής δικονομίας. Βλ. σχετικώς την ΑΠ 58/1993, ΕλλΔνη 1995, σελ. 1108 επ.
584 Αξίζει να σημειώσουμε τις σκέψεις του Δ. Μανιώτη, Προβλήματα από τη νομολογιακή

εφαρμογή του αποδεικτικού μέσου των δικαστικών τεκμηρίων, Αρμ 1989, σελ. 1194, κατά τις
οποίες όταν η πρωτόδικη απόφαση έχει εξαφανισθεί, κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου, για
σφάλματα αναγόμενα στη βασιμότητα των διαπιστωθέντων πραγματικών γεγονότων, οι
ληφθείσες υπ’ όψιν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο μαρτυρικές καταθέσεις δε θα πρέπει να
εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια σε μεταγενέστερη δίκη, καθότι πρόκειται για μηδαμινής
αξιοπιστίας αποδεικτικά μέσα, αναφερόμενα σε αβάσιμα γεγονότα.
585 Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 449§2 ΚΠολΔ, η φωτοτυπία έχει αποδεικτική δύναμη ίση

με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια της βεβαιώνεται υπό προσώπου αρμοδίου κατά νόμο προς
έκδοση αντιγράφων.
586 Το συγκεκριμένο θέμα απασχόλησε πολύ τη νομολογία, η οποία τελικά απεφάνθη υπέρ της

συνεκτίμησης των αθεώρητων μισθωτηρίων. Βλ. την ΟλΑΠ 13/1998 (πλειοψ.), ΝοΒ 1998, σελ.
933, η οποία στο πλαίσιο της διαδικασίας των μισθωτικών διαφορών έκρινε πως η διάταξη του
άρθρου 3 του ν. 4045/1960 (που προβλέπει τη θεώρηση των μισθωτηρίων υπό του αρμοδίου
οικονομικού εφόρου) επιδιώκει καθαρά φορολογικούς σκοπούς και δεν επηρεάζει τη ρύθμιση της
ειδικότερης διάταξης του άρθρου 650 παρ. 1α ΚΠολΔ.
587 Σύμφωνα με τον Β. Σπανουδάκη, Τα έγγραφα ως δικαστικά τεκμήρια, σελ. 134, είναι

συνηθισμένη η προσαγωγή ενώπιον των δικαστηρίων πιστοποιητικών προέδρων κοινοτήτων


σχετικά με την επί ορισμένο χρονικό διάστημα κατοχή επιδίκου ακινήτου εκ μέρους διαδίκου.
588 Τα ανωτέρω έγγραφα, ως περιέχοντα δηλώσεις σχετικά με παρωχημένα πραγματικά

γεγονότα, αποτελούν στην ουσία έμμεσες μαρτυρικές καταθέσεις οι οποίες, ενόψει του
δυσαπόδεικτου της βασιμότητας και αξιοπιστίας τους, θα πρέπει να εκτιμώνται με περίσκεψη
από το δικαστήριο και σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία προς διασταύρωση του αποδεικτικού

114
προϋπόθεση του ανυπόπτου του χρόνου συντάξεως 589 , ε) τις ένορκες
βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο άλλης δίκης ή διοικητικής
διαδικασίας590, καθώς και στ) την πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε
στο πλαίσιο προηγούμενης δίκης ή από μη πιστοποιημένο επιστήμονα 591. Η
αποδεικτική αξιοποίηση των ανωτέρω στοιχείων γίνεται αντιληπτό ότι
υποβαθμίζει σημαντικά τη διεξαγόμενη επ’ ακροατηρίω αποδεικτική
διαδικασία και καθιστά τις μαρτυρικές καταθέσεις, εκτεθειμένες άλλωστε
στον κίνδυνο αναίρεσης του πορίσματος τους δια των εγγράφων
μαρτυριών, συμπληρωματικό στοιχείο στην εκτίμηση του δικαστή,
αποτελεί όμως αναμφίβολα θετική εξέλιξη για τη δικονομία μας 592, τόσο εξ
επόψεως σφαιρικότερης ενημέρωσης του δικαστή όσο και εξ επόψεως
επιτάχυνσης της διαδικασίας, που δεν απαιτεί πλέον ενδελεχείς συζητήσεις
για τη διακρίβωση του ιστορικού της υπόθεσης, αλλά απλή μελέτη του
φακέλλου της δικογραφίας, στον οποίο μπορούν να βρεθούν όλες οι
χρήσιμες πληροφορίες, ιδίως εάν μεταξύ των διαδίκων έχουν προηγηθεί
και άλλες δικαστικές αναμετρήσεις. Με τις παρατηρήσεις αυτές, κλείνουμε
το κύριο μέρος της αναφοράς μας στον θεσμό των δικαστικών τεκμηρίων,
επιφυλασσόμενοι να επανέλθουμε κατά την περιγραφή των επόμενων
μεταρρυθμίσεων του ΚΠολΔ.
Πέραν των δικαστικών τεκμηρίων, ιδιαίτερη αναφορά προσήκει επίσης
στην επαναφορά των ενόρκων βεβαιώσεων στο πλαίσιο των ειδικών
διαδικασιών μισθωτικών και εργατικών διαφορών, όπου, όπως είδαμε, υπό
το καθεστώς της ΠολΔ/1834 η χρήση τους είχε επιτραπεί με τις διατάξεις
ειδικών νομοθετημάτων. Ο ΚΠολΔ/1967, στο πλαίσιο του αποκλεισμού
από την πολιτική δίκη όλων των άτυπων αποδεικτικών μέσων, δεν
περιέλαβε καμία σχετική ρύθμιση, με αποτέλεσμα να προκύψει μια
διχογνωμία 593 σχετικά με τη δυνατότητα χρησιμοποίησης τους στις

πορίσματος. Βλ. τη σχετική αναφορά του Θ. Καρακίτσου, Η αμεσότητα στην αποδεικτική


διαδικασία, σελ. 177-178.
589 Εξαίρεση γίνεται δεκτή για τις βεβαιώσεις ιατρών και τις πιστοποιήσεις δημοσίων υπηρεσιών

ή υπαλλήλων, οι οποίες υπό την προϋπόθεση της σύννομης λήψης τους εκτιμώνται ως δικαστικά
τεκμήρια χωρίς έλεγχο του εσκεμμένου της συντάξεως τους, λόγω του ότι δε συνιστούν ανώμοτες
μαρτυρίες αλλά πιστοποιήσεις προβλεπόμενες από ειδικούς νόμους. Βλ. Β. Σπανουδάκη, Τα
έγγραφα ως δικαστικά τεκμήρια, σελ. 134.
590 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1379/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου η

προσβαλλόμενη απόφαση αναιρέθηκε λόγω της άρνησης του δικαστηρίου να συνεκτιμήσει ως


δικαστικά τεκμήρια ένορκες βεβαιώσεις ληφθείσες προς υποβολή σε ειδικό γνωμοδοτικό
συμβούλιο.
591 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 104/2012, ΕφΑΔ 2012, σελ. 588, όπου, επί παραγγελίας ψυχιατρικής

πραγματογνωμοσύνης από το δικαστήριο κατ’ άρθρον 681Γ§2 ΚΠολΔ, αυτή διενεργήθηκε όχι από
ψυχίατρο αλλά από κινητή μονάδα ψυχικής υγείας, με αποτέλεσμα να αξιολογηθεί από το
δικαστήριο ως δικαστικό τεκμήριο.
592 Αξίζει σχετικώς να μνημονεύσουμε τις παρατιθέμενες από τη Ν. Παϊσίδου, Έννοια και

λειτουργία των τεκμηρίων στην πολιτική δίκη, σελ. 190, ρήσεις του Χ. Φραγκίστα, σύμφωνα με
τον οποίο «η έννοια των τεκμηρίων αποτελεί καλήν νομικήν παράδοσιν της χώρας» και «η ύπαρξις
του αποδεικτικού τούτου μέσου είναι αναγκαία, ίνα περιλάβη παν ό,τι διέλαθε της προσοχής του
νομοθέτου και προάγει την ελευθερίαν του δικαστού κατά την μόρφωσιν της κρίσεως αυτού περί
των πραγματικών γεγονότων».
593 Βλ. αναλυτικά τις διατυπωθείσες απόψεις στον Π. Γιαννόπουλο, Οι ένορκες βεβαιώσεις ως

αποδεικτικό μέσο στην πολιτική δίκη, §2, σελ. 37-38.

115
περιπτώσεις όπου επιτρεπόταν η πιθανολόγηση και η συνεκτίμηση
αποδεικτικών μέσων μη πληρούντων τους όρους του νόμου 594. Τελικά, με
το ν.δ. 958/1971 οι ένορκες βεβαιώσεις πέρασαν για πρώτη φορά το
κατώφλι του ΚΠολΔ595, συνοδευόμενες μάλιστα από ειδική περιγραφή του
τρόπου λήψης τους και των αρμοδίων προς τούτο οργάνων, στην
προσπάθεια του νομοθέτη να περιστείλει σχετικές καταχρήσεις και να
διασφαλίσει τα δικαιώματα της αντίπαλης πλευράς. Ειδικότερα, ο ΚΠολΔ,
αναγόμενος στις προγενέστερες της ισχύος του ρυθμίσεις, όρισε ότι οι
ένορκες βεβαιώσεις λαμβάνονται υποχρεωτικώς ενώπιον ειρηνοδίκη ή
συμβολαιογράφου και υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης
κλητεύσεως του αντιδίκου προ είκοσι τεσσάρων τουλάχιστον ωρών,
αποκρυσταλλώνοντας έτσι τη διαδικασία στην υφιστάμενη και σήμερα
μορφή της και ικανοποιώντας το δικαίωμα του αντιδίκου όχι απλά να
παρακολουθήσει την κατάθεση αλλά και να προετοιμαστεί καταλλήλως
ώστε να μπορέσει να αντικρούσει το περιεχόμενο της κατά τη συζήτηση
στο ακροατήριο 596 . Την αναφορά μας στις ένορκες βεβαιώσεις θα
ολοκληρώσουμε σε επόμενο σημείο, αποτιμώντας γενικότερα τα πρακτικά
τους οφέλη και την αξιοπιστία τους εν συγκρίσει και προς τις μαρτυρικές
καταθέσεις, τονίζοντας απλά εδώ τη σημασία της περιγραφόμενης
τροποποίησης, η οποία, ενόψει και της επιτυχημένης εφαρμογής του
θεσμού στην πράξη, αποτέλεσε τον οδηγό για την σταδιακή επέκταση της
χρήσης των ενόρκων βεβαιώσεων, αρχικά σε άλλες ειδικές διαδικασίες και
ακολούθως στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας.

Η. Οι τροποποιήσεις του ΚΠολΔ από το 1971 έως την πρόσφατη


αναθεώρηση
Προχωρώντας την ιστορική αναδρομή μας, θα αναφερθούμε συνοπτικώς
και επιλεκτικώς στις πολυάριθμες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ κατά τη
μεταπολιτευτική περίοδο, άπασες περιστρεφόμενες γύρω από την -
στερεότυπα επαναλαμβανόμενη σε όλες τις γενόμενες μέχρι σήμερα
αλλαγές597 - ανάγκη επιτάχυνσης της απονομής της δικαιοσύνης. Σε γενικές
γραμμές, οι κατά καιρούς νομοθετικές παρεμβάσεις έχουν αποβλέψει α)
στη μείωση της δικαστηριακής ύλης, είτε άμεσα, μέσω της προώθησης
εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών, όπως η
απόπειρα εξώδικου συμβιβασμού 598 και η δικαστική διαμεσολάβηση 599 ,
είτε έμμεσα, μέσω της αύξησης του κόστους προσφυγής στη δικαιοσύνη, με

594 Στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας η χρήση των ενόρκων βεβαιώσεων συνέχισε να
αποκρούεται, με το επιχείρημα ότι αποτελούν αντιδικονομική και παράνομη εμμάρτυρη απόδειξη.
595 Βλ. τα άρθρα 49§4 και 51§7, που τροποποίησαν, αντιστοίχως, τα άρθρα 672§1 και 711§1

ΚΠολΔ/1967, που επέτρεπαν απλώς τη λήψη υπ’ όψιν μη πληρούντων τους όρους του νόμου
αποδεικτικών μέσων.
596 Π. Γιαννόπουλο, Οι ένορκες βεβαιώσεις ως αποδεικτικό μέσο στην πολιτική δίκη, §6, σελ. 146.
597 Βλ. ενδεικτικώς τις εισηγητικές εκθέσεις των νόμων 1478/1984, 2145/1993. 2207/1994,

2298/1995, 2479/1997 2915/2001 και 4055/2012.


598 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 214Α, η οποία εισήχθη στο σώμα του Κώδικα με το νόμο 2298/1995.
599 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 214Β, η οποία εισήχθη με το νόμο 4055/2012.

116
την επιβολή αυξημένου τέλους δικαστικού ενσήμου 600 και τη θέσπιση
παραβόλων για την άσκηση ενδίκων μέσων 601 , β) στην εξοικονόμηση
δικαστικού μόχθου, με τη μετάθεση ύλης από τα πολυμελή σε μονομελή
δικαστήρια602, και στην αποσυμφόρηση των πρωτοδικείων, με αντίστοιχη
επιβάρυνση των ειρηνοδικείων 603 , γ) στην εκκαθάριση του κώδικα από
χρονοβόρες διαδικασίες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την κατάργηση
της προδικαστικής απόφασης περί διεξαγωγής αποδείξεων 604 και της
αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας605, δ) στην κατεξοχήν επιτάχυνση
της δικαιοδοτικής διαδικασίας, με την προώθηση σειράς επιμέρους
ρυθμίσεων, εκ των οποίων ενδεικτικώς μπορούμε να μνημονεύσουμε τον
περιορισμό της δυνατότητας αναβολής της συζήτησης 606, την επίσπευση
της διεξαγωγής των αποδείξεων 607 , καθώς και τη θέσπιση σύντομων
προθεσμιών για τον προσδιορισμό δικασίμου και την έκδοση απόφασης
στις ειδικές διαδικασίες (διαδικασία πιστωτικών τίτλων, μισθωτικές και
εργατικές διαφορές)608, και, εξ επόψεως διαδικασίας, στην προώθηση ως
γενικού προτύπου μιας μορφής δίκης περατούμενης σε μία και μόνη
δικάσιμο και στηριζόμενης ως επί το πλείστον στην έγγραφη προδικασία.
Κατά χρονική σειρά, η πρώτη αξιοσημείωτη τροποποίηση επέρχεται με το
ν.δ. 490/1974, το οποίο αποκαθιστά εν μέρει την προφορικότητα της
διαδικασίας ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, με την πρόβλεψη
ως υποχρεωτικής της προφορικής συζήτησης σε υποθέσεις ασφαλιστικών
μέτρων και εκούσιας δικαιοδοσίας, καθώς και στην πλειονότητα των
υπαγόμενων στις ειδικές διαδικασίες διαφορών (εργατικές διαφορές,
πιστωτικοί τίτλοι, παράδοση ή απόδοση μισθίου)609, αν και παράλληλα, ως

600 Για μια περίοδο μάλιστα ίσχυσε η καταβολή δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών
αγωγών με σχετική πρόβλεψη του νόμου 3994/2011, η οποία καταργήθηκε με το νόμο
4446/2016.
601 Με το νόμο 4055/2012. Βλ. και τις συναφείς διατάξεις των ν. 2298/1995 και 2915/2001 περί

υποχρέωσης καταβολής παραβόλου όταν, παρά την ύπαρξη απορριπτικής εισηγητικής εκθέσεως,
ο αναιρεσείων εμμένει στη συζήτηση της αιτήσεως αναίρεσης.
602 Βλ. ενδεικτικώς την αύξηση των ορίων αρμοδιότητας ειρηνοδικείου και μονομελούς με τους ν.

1478/1984, 2145/1993, 3994/2011 και 4055/2012, τη σύσταση μονομελών εφετείων με το ν.


3994/2011, αρμόδιων για την εκδίκαση εφέσεων κατ’ αποφάσεων μονομελών πρωτοδικείων,
ρύθμιση που καταργήθηκε πάντως με το ν. 4335/2015, καθώς και την ανάθεση κατ’
αποκλειστικότητα στα μονομελή δικαστήρια της εκδίκασης ανακοπών κατά διαταγής πληρωμής
(άρθρο 14 ν. 4055/2012).
603 Βλ. για παράδειγμα τη μεταφορά στο ειρηνοδικείο όλων των υπαγομένων στην εκούσια

δικαιοδοσία υποθέσεων με το άρθρο 17 του ν. 4055/2012.


604 Με τις συνδυασμένες διατάξεις των νόμων 1478/1984, 2207/1994 και 2915/2001.
605 Με το νόμο 2145/1993.
606 Βλ. για παράδειγμα τις σχετικές διατάξεις των νόμων 1478/1984 και 1649/1986, που

εξάρτησαν τη χορήγηση της αναβολής από την ύπαρξη σοβαρού κωλύματος, 2915/2001 και
3043/2002, που προέβλεψαν τη σύντομη επανεκδίκαση της υποθέσεως και τη δυνητική καταδίκη
του αιτούμενου την αναβολή διαδίκου στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του. Με το νόμο
4446/2016 ετέθη πρόσφατα ως προϋπόθεση για τη χορήγηση της αναβολής η καταβολή
παραβόλου υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων.
607 Βλ. τις σχετικές διατάξεις των νόμων 1478/1984 και 2207/1994.
608 Βλ. τις σχετικές προβλέψεις του νόμου 4055/2012, οι οποίες όμως καταργήθηκαν στο πλαίσιο

της επελθούσης με το νόμο 4335/2015 μεταρρύθμισης.


609 Βλ. το άρθρο 1 του ν.δ. 490/1974, δια του οποίου τροποποιήθηκε το άρθρο 115 ΚΠολΔ.

117
προς τις αγόμενες ενώπιον των υπολοίπων δικαστηρίων διαφορές,
καθιερώνεται το δικαίωμα των διαδίκων να μην παραστούν καν στο
ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως τους, με την παρουσία
τους να υποκαθίσταται από την υποβολή στο δικαστήριο κοινής δήλωσης
περί μη εμφανίσεως 610 , οπότε η συζήτηση περατώνεται με μόνη την
εκφώνηση και φυσικά η διαφορά κρίνεται αποκλειστικά με βάση τις
κατατεθειμένες προτάσεις. Με το ν. 733/1977 εισάγονται οι ειδικές
διαδικασίες αυτοκινητικών διαφορών και διαφορών αναφερομένων στη
διατροφή και επιμέλεια τέκνων611, στις οποίες, κατ’ αντιστοιχία προς τις
σχετικές διατάξεις των εργατικών διαφορών, καθιερώνεται η χρήση
ενόρκων βεβαιώσεων και γενικώς ένα πιο χαλαρό αποδεικτικό καθεστώς,
ρύθμιση που επεκτείνεται αργότερα και επί των διαφορών προσβολών δια
του τύπου ή ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών612. Ο ν. 1329/1983, στο πλαίσιο
των αλλαγών που προωθεί κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της
ισότητας, περιέχει και ορισμένες διατάξεις αναφερόμενες στις διαφορές
γονέων-τέκνων, ασχολούμενος ειδικότερα α) με τις ιατρικές εξετάσεις
διαπίστωσης της πατρότητας, τις οποίες αναγνωρίζει ως το σπουδαιότερο
αποδεικτικό μέσο, προβλέποντας μάλιστα, επί αρνήσεως υποβολής σε
αυτές, πλήρη απόδειξη των ισχυρισμών του αντιδίκου, καθώς και τη
δυνατότητα επιβολή τους σε τρίτα πρόσωπα μη διαδίκους 613 , ρύθμιση
αναμφίβολα ορθή, στρέφουσα πάντως τη διεξαγόμενη διαδικασία προς το
έγγραφο πρότυπο, αν αναλογιστούμε ότι επί των συγκεκριμένων
υποθέσεων ισχύουν και πρόσθετοι περιορισμοί του εμμαρτύρου μέσου614,
και β) τη δυνατότητα επικοινωνίας του δικαστή με το τέκνο, η οποία
σύμφωνα με τη διάταξη του νόμου γίνεται κατ’ ιδίαν, χωρίς να επιτρέπεται
η παρουσία άλλου προσώπου και η σύνταξη εκθέσεως σχετικά με το
περιεχόμενο της συνομιλίας615, ρύθμιση η οποία ασφαλώς θίγει την αρχή
της δημοσιότητας, δικαιολογείται όμως για λόγους προστασίας της
ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των διαδίκων αλλά και της
ανηλικότητας, που κρίνονται από το συνταγματικό νομοθέτη ως υπέρτερες
αξίες616.
Σημαντικότερη είναι η μεταρρύθμιση που επέρχεται με το ν. 1478/1984,
ο οποίος αλλάζει τη δομή της διαδικασίας ενώπιον των πρωτοβάθμιων
δικαστηρίων, καταργώντας την προδικαστική απόφαση στις υποθέσεις
αρμοδιότητας ειρηνοδικείου και μονομελούς πρωτοδικείου 617 και

610 Βλ. το άρθρο 8 του ν.δ. 490/1974, δια του οποίου τροποποιήθηκε το άρθρο 242 ΚΠολΔ. Με το
άρθρο 3§4 του ν. 1649/1986, το δικαίωμα παράστασης με έγγραφη δήλωση παρασχέθηκε πλέον
αυτόνομα στην κάθε διάδικη πλευρά.
611 Βλ. τις προστεθείσες στον ΚΠολΔ διατάξεις των άρθρων 681Α και 681Β.
612 Βλ. το άρθρο 681Δ, που προσετέθη στον ΚΠολΔ με το άρθρο 9§10 του ν. 2145/1993.
613 Βλ. το άρθρο 39 του ν. 1329/1983, το οποίο τροποποίησε το άρθρο 615 ΚΠολΔ.
614 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 601 ΚΠολΔ.
615 Βλ. το άρθρο 44 του ν. 1329/1983, με το οποίο προστέθηκε στον ΚΠολΔ το άρθρο 681Γ.
616 Βλ. ειδικότερα τις διατάξεις των άρθρων 9§1, 21§1 και 93§2 του Συντάγματος.
617 Παρεχομένης απλά της δυνατότητας στο δικαστή για έκδοση πράξεως συμπλήρωσης των

αποδείξεων, κατά το πρότυπο του άρθρου 341 ΚΠολΔ. Βλ. τη διάταξη του άρθρου 11 του ν.
1478/1984 (270§6 ΚΠολΔ).

118
διατηρώντας την, υπό τη μορφή της πράξεως περί αποδείξεων, στο
πολυμελές πρωτοδικείο 618 , όπου πάντως υφίσταται και η δυνατότητα
άμεσης έκδοσης της απόφασης, στις περιπτώσεις όπου η απόδειξη δεν
περιλαμβάνει αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη, μαρτυρικές καταθέσεις και
εξέταση διαδίκων. Η επερχόμενη τροποποίηση συνοδεύεται από επέκταση
της προφορικότητας σε όλες τις υποθέσεις αρμοδιότητας μονομελών
δικαστηρίων 619 , με αποτέλεσμα η προφορική συζήτηση να δύναται να
παραλειφθεί πλέον μόνο στο πολυμελές και στο δεύτερο βαθμό 620 , το
βάρος πάντως δίδεται γενικώς στις έγγραφες προτάσεις των μερών 621, δια
των οποίων προτείνονται όλοι οι πραγματικοί ισχυρισμοί και
προσκομίζονται τα κρίσιμα αποδεικτικά και διαδικαστικά έγγραφα. Η
εικόνα συμπληρώνεται από την είσοδο για πρώτη φορά στην τακτική
διαδικασία (μονομελούς και ειρηνοδικείου), κατά το πρότυπο των
εργατικών διαφορών, των μη πληρούντων τους όρους του νόμου
αποδεικτικών μέσων και των
ενόρκων βεβαιώσεων 622 ,
στοιχείων που, όπως είδαμε
παραπάνω, συνδέονται
περισσότερο με το έγγραφο
μοντέλο διεξαγωγής της δίκης
και υποβαθμίζουν τη σημασία
των μαρτυρικών καταθέσεων,
οι οποίες κατά τα λοιπά
διεξάγονται πλέον χωρίς
προηγούμενη γνωστοποίηση,
με το δικαστή να είναι
υποχρεωμένος να εξετάσει
τουλάχιστον έναν από τους ΤοΓερμανού
Ιλίου Μέλαθρον στην οδό Πανεπιστημίου, δημιούργημα του
αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ και έδρα του Αρείου
εκατέρωθεν προτεινόμενους Πάγου κατά την περίοδο 1934-1981
και παριστάμενους στο
ακροατήριο μάρτυρες 623 . Όσον αφορά την ενώπιον του πολυμελούς
αποδεικτική διαδικασία, εδώ τυπικά διατηρείται ο υφιστάμενος κανόνας,
που προβλέπει τη διενέργεια της ενώπιον της πλήρους σύνθεσης του
δικαστηρίου, με την ύπαρξη πάντως μιας σημαντικής εξαίρεσης, που
παρέχει τη δυνατότητα διορισμού εισηγητή δικαστή στις περιπτώσεις
όπου η διεξαγωγή των αποδείξεων απαιτεί πολύ χρόνο και ιδίως όταν δε

618 Βλ. το άρθρο 12 του ν. 1478/1984 (341 ΚΠολΔ).


619 Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 1478/1984 (115§2 ΚΠολΔ), «στον πρώτο βαθμό η προφορική
συζήτηση είναι υποχρεωτική ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου και του ειρηνοδικείου καθώς
και στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας».
620 Ως προς το δεύτερο βαθμό βλ. το άρθρο 19 του ν. 1478/1984 (524 ΚΠολΔ). Ίδιο καθεστώς

ισχύει και στην κατ’ αναψηλάφηση δίκη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του ν. 1478/1984
(548 ΚΠολΔ).
621 Βλ. τα άρθρα 4 (237 ΚΠολΔ) και 10 (269 ΚΠολΔ) του ν. 1478/1984. Σύμφωνα με το δεύτερο

«Μέσα επίθεσης και άμυνας προβάλλονται … με τις προτάσεις σύμφωνα με το άρθρο 237».
622 Βλ. το άρθρο 11 του ν. 1478/1984 (270§2 ΚΠολΔ).
623 Βλ. το άρθρο 11 του ν. 1478/1984 (270§3 ΚΠολΔ).

119
δύναται να περατωθεί σε μία συνεδρίαση624, ενώ επίσης είναι δυνατή και η
εκτός ακροατηρίου διεξαγωγή625, οπότε, αναλόγως με την περίπτωση, το
έργο αναλαμβάνει εισηγητής, εντεταλμένος δικαστής ή η αρμόδια
προξενική αρχή. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι στη δικαστηριακή
πρακτική οι ανωτέρω εξαιρέσεις είχαν μετατραπεί στον γενικώς
εφαρμοζόμενο κανόνα, καθώς το έργο της διενέργειας των αποδείξεων και
της εξέτασης των μαρτύρων αναλάμβανε σχεδόν πάντοτε εισηγητής
δικαστής, υπό το πρόσχημα της αδυναμία ολοκλήρωσης των αποδείξεων
σε σύντομο χρόνο, με τα εντεύθεν παραγόμενα άτοπα που καθιστούσαν τη
διαδικασία παράτυπη και χρονοβόρα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι τις
περισσότερες φορές η εξέταση των μαρτύρων γινόταν στα δικαστικά
γραφεία εν τη απουσία του εισηγητή, παρισταμένων μόνο του γραμματέως
και των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων, ενώ, λόγω της έλλειψης
υποδομών και του περιορισμένου χρόνου που διετίθετο για το σκοπό αυτό,
στα μεγάλα πρωτοδικεία της χώρας παρατηρούνταν σημαντικές
καθυστερήσεις, κυμαινόμενες μεταξύ 2 και 4 ετών, για την ολοκλήρωση της
αποδεικτικής διαδικασίας626.
Στις εξεταζόμενες ρυθμίσεις επανέρχεται ο ν. 2145/1993 627 ,
επαναφέροντας την προδικαστική περί αποδείξεων απόφαση και
αναθέτοντας κατ’ αποκλειστικότητα στον εισηγητή την ενώπιον του
πολυμελούς λήψη των μαρτυρικών καταθέσεων 628 , οι οποίες μάλιστα

624 Σύμφωνα με τον Χ. Ηλιάδη, Μερικές επισημάνσεις στην αποδεικτική διαδικασία μετά την
πρόσφατη δικονομική μεταρρύθμιση, ΕλλΔνη 1994, σελ. 543 επ., στη δικαστηριακή πρακτική ο
κανόνας της διεξαγωγής της αποδεικτικής διαδικασίας και ιδιαίτερα της εξέτασης μαρτύρων
ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου είχε μετατραπεί σε εξαίρεση, καθώς συνήθως το έργο
αναλάμβανε εισηγητής δικαστής, με πρόσχημα την αδυναμία ολοκλήρωσης των αποδείξεων σε
σύντομο χρόνο. Το σύστημα εμφάνιζε μάλιστα και άλλες παθογένειες, καθώς πολλές φορές η
εξέταση των μαρτύρων γινόταν στα δικαστικά γραφεία εν τη απουσία του εισηγητή,
παρισταμένων μόνο του γραμματέως και των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων, ενώ, λόγω
της έλλειψης υποδομών και του περιορισμένου χρόνου που διετίθετο για το σκοπό αυτό, στα
μεγάλα πρωτοδικεία της χώρας παρατηρούνταν σημαντικές καθυστερήσεις, που έφθαναν σε
πολλές περιπτώσεις και τα δύο έτη για την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας.
625 Στις περιπτώσεις του άρθρου 406§2, δηλαδή επί υπουργών, αρχιερέων, πρεσβευτών,

διπλωματικών υπαλλήλων και των ένεκα νόσου ή γήρατος κωλυομένων προς εμφάνιση. Θα
πρέπει να σημειωθεί ότι με το άρθρο 15§2 του ν. 1478/1984 απαλείφθηκαν από το σχετικό
κατάλογο (πρώην άρθρο 406§2 ΚΠολΔ) τα μέλη της βασιλικής οικογενείας, ενόψει της
κατάργησης του θεσμού της βασιλείας στη χώρα μας ήδη από το έτος 1974.
626 Βλ. τη σχετική αναφορά του Χ. Ηλιάδη, Μερικές επισημάνσεις στην αποδεικτική διαδικασία

μετά την πρόσφατη δικονομική μεταρρύθμιση, ΕλλΔνη 1994, σελ. 543 επ., όπου επισημαίνεται η
υπό το προγενέστερο καθεστώς κάμψη των αρχών της δημοσιότητας και αμεσότητας της
αποδεικτικής διαδικασίας.
627 Πέραν των κάτωθι μνημονευομένων, σημαντικές καινοτομίες του νόμου απετέλεσαν η

κατάργηση της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, η ανάθεση της έκδοσης διαταγών


πληρωμής στο ειρηνοδικείο ανεξαρτήτως ποσού και η καθιέρωση της διαδικασίας διαφορών
προσβολής από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές.
628 Βλ. αντιστοίχως τα άρθρα 8§9α και β του ν. 2145/1993, δια των οποίων ετροποποιήθη το

άρθρο 341 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με τον Ν. Νίκα, Οι πρόσφατες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ που
αφορούν στην τακτική διαδικασία, Αρμενόπουλος 1993, σελ. 977, παρά τις αντίθετες εξαγγελίες
του νόμου, η συγκεκριμένη ρύθμιση επέφερε ένα ισχυρό πλήγμα στην αρχή της αμεσότητας, αφού
αφαίρεσε από τους υπόλοιπους δικαστές της σύνθεσης το δικαίωμα να λαμβάνουν άμεση και
ευθεία γνώση του πραγματικού και αποδεικτικού υλικού της υπόθεσης.

120
ορίσθηκε ρητώς ότι δίδονται στο ακροατήριο, στη δικάσιμο που
αναφέρεται στην απόφαση 629, κάτι που σημαίνει έξοδο από τις κλειστές
αίθουσες και δημοσιότητα της διαδικασίας, ενώ κατά τα λοιπά θα πρέπει
να επισημανθούν ο περιορισμός των εξεταζομένων μαρτύρων σε δυο για
κάθε πλευρά 630 και επί ομοδικίας σε έναν για κάθε ομόδικο 631 , στην
προσπάθεια του νομοθέτη να επιταχύνει τη διαδικασία, καθώς και η
επιβολή τήρησης πρακτικών στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων632,
ρύθμιση βραχύβια πάντως που σύντομα αντικαταστάθηκε 633 . Νέες
αλλαγές επέρχονται σύντομα με τον 2207/1994, ο οποίος εναρμονίζει το
εφαρμοζόμενο ενώπιον μονομελών και πολυμελών δικαστηρίων σύστημα,
διατηρώντας ως εξαίρεση την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως 634, περί
της αναγκαιότητας της οποίας αποφασίζει πλέον κατά την κατάθεση ο
αρμόδιος πρόεδρος πρωτοδικών 635 , οπότε είναι και η μόνη περίπτωση
όπου ακολουθείται διαφορετική διαδικασία, επί της οποίας πάντως
προβλέπεται ρητά διεξαγωγή της απόδειξης ενώπιον της πλήρους
σύνθεσης του δικαστηρίου και στο ακροατήριο636 και μόνο ως εξαίρεση, επί
ενδεχόμενης καθυστέρησης, ο διορισμός εισηγητή 637 . Η ενιαία αυτή
πρωτοβάθμια διαδικασία 638 διαμορφώνεται με βάση την τακτική του
μονομελούς, οπότε ισχύουν οι κανόνες της προφορικότητας της

629 Βλ. το άρθρο 8§9β του ν. 2145/1993 (341§3 ΚΠολΔ), καθώς και το άρθρο 8§11 του ν.
2145/1993 (406§1 ΚΠολΔ), σύμφωνα με το οποίο «Η εξέταση των μαρτύρων γίνεται ενώπιον του
δικαστηρίου και επί πολυμελών δικαστηρίων ενώπιον του εισηγητή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο
άρθρο 341 παράγραφος 3. Η εξέταση των μαρτύρων γίνεται πάντοτε στο ακροατήριο, επί
μονομελών δικαστηρίων κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και επί πολυμελών δικαστηρίων κατά τη
δικάσιμο η οποία έχει ορισθεί με την απόφαση περί αποδείξεων».
630 Αριθμός δυνάμενος να αυξηθεί κατά έναν σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις.
631 Βλ. το άρθρο 8§10 του ν. 2145/1993 (396 εδ. β και γ ΚΠολΔ).
632 Βλ. το άρθρο 9§11 του ν. 2145/1993 (690§2 ΚΠολΔ).
633 Δυνάμει του άρθρου 3§25 του ν. 2207/1994, που τροποποίησε τη διάταξη του άρθρου 690§2

στη σημερινή της μορφή, η τήρηση πρακτικών στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων
εξαρτήθηκε από την κρίση του δικαστή, ενώ επετράπη, στις περιπτώσεις απουσίας του
γραμματέως, η μαγνητοφώνηση της διαδικασίας και η φύλαξη της μαγνητοταινίας στο αρχείο του
δικαστηρίου.
634 Στην πράξη, πάντως, σχεδόν πάντοτε κρινόταν αναγκαία η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως,

όπως προκύπτει και από τη σχετική αναφορά της εισηγητικής εκθέσεως του ν. 2915/2001.
635 Βλ. το άρθρο 3§6 του ν. 2207/1994 (226§2 ΚΠολΔ).
636 Βλ. το άρθρο 3§13 του ν. 2207/1994 (341 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με το νέο άρθρο 341§3 ΚΠολΔ,

«Η απόδειξη διεξάγεται ενώπιον του δικαστηρίου. Αν η διεξαγωγή απαιτεί πολύ χρόνο, το


δικαστήριο μπορεί να διατάξει να γίνει ενώπιον μέλους του, που ορίζεται ως εισηγητής. Η διεξαγωγή
γίνεται στο ακροατήριο, εκτός αν η απόφαση ορίζει άλλο τόπο».
637 Βλ. και το άρθρο 3§14 του ν. 2207/1994 (406§1 ΚΠολΔ). Η εισηγητική έκθεση του ν.

2207/1994, δικαιολογώντας τις αλλαγές, αναφέρει πως «Η κυριότερη αιτία βραδύτητας στην
απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης υπήρξε ανέκαθεν η έκδοση προδικαστικής απόφασης και η
συνακόλουθη διεξαγωγή των αποδείξεων εκτός του ακροατηρίου. Το σύστημα αυτό στερεί το
δικαστήριο από την αμεσότητα της διαδικασίας. Διότι οι μεν μάρτυρες καταθέτουν στον εισηγητή
δικαστή, το δε δικαστήριο λαμβάνει γνώση των καταθέσεων τους από την έκθεση διεξαγωγών, που
περιέχει συχνά ανακρίβειες, είναι ελλιπής και κυρίως δεν αναπληρώνει τη ζωντανή διαδικασία».
638 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εφαρμοζόμενοι στον πρώτο βαθμό κανόνες, πέραν της

προφορικότητας της συζητήσεως, ισχύουν και επί της δευτεροβάθμιας δίκης, καθώς και επί της
δίκης της αναψηλαφήσεως, δυνάμει των σχετικών προβλέψεων του άρθρου 3§20 και 22 του ν.
2207/1994 (524§1 και 548 ΚΠολΔ).

121
συζήτησης639, της προκατάθεσης των προτάσεων 640 και της συνεκτίμησης
αποδεικτικών μέσων μη πληρούντων τους όρους του νόμου και ενόρκων
βεβαιώσεων.
Ο νόμος 2447/1996, στο πλαίσιο των αλλαγών που επιφέρει στους
θεσμούς της υιοθεσίας, δικαστικής συμπαράστασης, επιτροπείας και
αναδοχής ανηλίκου, προσαρμόζει αναλόγως τις αντίστοιχες διατάξεις του
ΚΠολΔ, καθιερώνοντας, μεταξύ άλλων, α) στις αφορώσες την ρύθμιση της
γονικής μέριμνας και επικοινωνίας με το τέκνο διαφορές 641 , i) στάδιο
υποχρεωτικής προδικασίας, που περιλαμβάνει την έρευνα από όργανα της
αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας των συνθηκών διαβίωσης του ανηλίκου
και την υποβολή στο δικαστήριο σχετικής αναλυτικής εκθέσεως,
συνοδευόμενης σε ειδικές περιπτώσεις και από ψυχιατρική έκθεση 642 ,
καθώς και ii) την υποχρεωτική επικοινωνία του δικαστή με το τέκνο τόσο
στο πλαίσιο της απόπειρας συμβιβασμού όσο και κατά την κύρια
διαδικασία643, β) αναλόγως, επί των δικών διορισμού, αντικατάστασης και
παύσης επιτρόπου ή δικαστικού συμπαραστάτη i) την ενημέρωση της
αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας 644 , η οποία έχει το δικαίωμα να
συμμετάσχει στη δίκη και να υποβάλει σχετική έκθεση, ii) την επικοινωνία
του δικαστηρίου με τον ανήλικο υπό τους όρους του άρθρου 681Γ§3 και
4645, γ) επί των δικών διορισμού, αντικατάστασης και παύσης δικαστικού
συμπαραστάτη i) την κατά τα ανωτέρω (υπό β) ενημέρωση της κοινωνικής
υπηρεσίας646, ii) τη διεξαγωγή της της συζήτησης και ιδίως των αποδείξεων
κεκλεισμένων των θυρών, σύμφωνα προς τη ρύθμιση του άρθρου 114
ΚΠολΔ 647 , και iii) την προσωπική επικοινωνία του δικαστηρίου με τον
υποβαλλόμενο σε δικαστική συμπαράσταση, ώστε να σχηματίζει άμεση
αντίληψη για την κατάσταση του 648 , με την παράλληλη δυνατότητα

639 Βλ. το άρθρο 3§4 και 10 του ν. 2207/1994 (115§2 και 270§ ΚΠολΔ αντιστοίχως).
640 Βλ. το άρθρο 238 ΚΠολΔ, που προσετέθη στον Κώδικα δυνάμει του άρθρου 3§2 του ν.
1649/1986.
641 Βλ. το άρθρο 38 του ν. 2447/1996, που αντικατέστησε το άρθρο 681Γ ΚΠολΔ.
642 Ρύθμιση που τονίζει τον έγγραφο και μυστικό χαρακτήρα των συγκεκριμένων δικών,

εναρμονιζόμενη, όπως έχει αναφερθεί και παραπάνω, προς τις συνταγματικές επιταγές για
προστασία του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου των διαδίκων.
643 Τροποποιώντας την υφιστάμενη διάταξη που προέβλεπε την προαιρετική, κατά την κρίση του

δικαστή, επικοινωνία με το τέκνο.


644 Σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 250/1999, το έργο των προβλεπόμενων στον ΑΚ και ΚΠολΔ

κοινωνικών υπηρεσιών ασκούν ειδικοί επιστήμονες (κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχίατροι,


ψυχολόγοι, επισκέπτες υγείας κτλ) των αναφερομένων σε αυτό κέντρων ψυχικής υγείας και
υγιεινής, νοσοκομείων, πανεπιστημιακών κλινικών, μονάδων ψυχικής υγείας και λοιπών
δημοσίων υπηρεσιών.
645 Βλ. τις διατάξεις του άρθρου 40 του ν. 2447/1996, που αναθεώρησε ριζικά το άρθρο 796

ΚΠολΔ.
646 Βλ. τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 40 και 44 του ν. 2447/1996 (796§2 και 3 και

802§2 και 4).


647 Βλ. το άρθρο 44 του ν. 2447/1996 (802§3 ΚΠολΔ).
648 Βλ. το άρθρο 44 του ν. 2447/1996 (804§1 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ν.

2447/1996, το συγκεκριμένο μέτρο αντικαθιστά την προσωπική εμφάνιση του πάσχοντος στο
δικαστήριο για τη διενέργεια αυτοψίας (άρθρο 865 του α.ν. 44/1967), η οποία έχει εκφυλισθεί
και προσβάλλει βάναυσα την προσωπικότητα του, χωρίς να προσφέρει τίποτε το ουσιαστικό,
διασφαλίζοντας την ακρόαση του με εκσυγχρονισμένες μεθόδους, όπως η διενέργεια της

122
παραγγελίας πραγματογνωμοσύνης, εφόσον απαιτούνται πρόσθετες
πληροφορίες 649 , και, τέλος, δ) επί υιοθεσίας i) την παροχή των
απαιτούμενων συναινέσεων 650 ενώπιον μέλους της σύνθεσης του
πολυμελούς δικαστηρίου σε ιδιαίτερο γραφείο, χωρίς δημοσιότητα 651 ,
διαδικασία που τηρείται και για την ακρόαση του υποψήφιου προς
υιοθεσία ανηλίκου ή άλλων τέκνων του θετού γονέα 652 , ii) τη δυνητική
διεξαγωγή της δίκης κεκλεισμένων των θυρών653 και iii) το δικαίωμα των
φυσικών γονέων που, λόγω της εφαρμογής των διατάξεων του
ουσιαστικού δικαίου, δε συναίνεσαν στην υιοθεσία του τέκνου, να
πληροφορούνται τα στοιχεία της απόφασης από την αρμόδια κοινωνική
υπηρεσία ή οργάνωση που συνέπραξε στην τέλεση της υιοθεσίας,
προκειμένου να τριτανακόψει τη σχετική απόφαση 654. Οι περιγραφόμενες
ρυθμίσεις, παρότι σε πολλές περιπτώσεις παρεκκλίνουν από το πρότυπο
της δημόσιας και προφορικής διεξαγωγής, αναμφίβολα θα πρέπει να
χαιρετισθούν εκ μέρους μας, ως συντελούσες, σε συνδυασμό προς το
εφαρμοζόμενο επί των ανωτέρω διαφορών ανακριτικό σύστημα (744 και
759§3 ΚΠολΔ), στην αμεσότερη ενημέρωση του δικαστή και στην εύρεση
της ουσιαστικής αληθείας, αλλά και ως προσδίδουσες στη διαδικασία της
πολιτικής δίκης έναν πιο ανθρώπινο χαρακτήρα, παράμετρος σημαντική
στις συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων, που αφορούν ευαίσθητες
πτυχές της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Ακολουθεί ο ν. 2479/1997, ο οποίος, μεταξύ άλλων, καθιερώνει ως γενική
καταληκτική προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων στον πρώτο βαθμό
την έναρξη της συζήτησης655, ανεξαρτήτως δικαστηρίου και διαδικασίας,
ενοποιώντας το υπάρχον πλαίσιο, ενώ σημαντικά μέτρα συνιστούν επίσης
η επέκταση της ρύθμισης του άρθρου 242§2 ΚΠολΔ στην αναιρετική
διαδικασία656, κάτι που σημαίνει ότι η προφορική συζήτηση ενώπιον του
Αρείου Πάγου δύναται πλέον να παραλείπεται, η κατάργηση της

επικοινωνίας μέσα στο συνηθισμένο περιβάλλον του και η παράλειψη της εφόσον προκύπτει
κίνδυνος για την υγεία του ή η προφανής του αδυναμία να επικοινωνήσει με το περιβάλλον.
649 Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 804 ΚΠολΔ, η διενέργεια
πραγματογνωμοσύνης μπορεί να παραλειφθεί στις περιπτώσεις που προσκομίζεται βεβαίωση
δημόσιας αρχής ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για την κατάσταση του συμπαραστατέου.
650 Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Αστικού Κώδικα, για την τέλεση της υιοθεσίας απαιτείται η

συναίνεση των φυσικών γονέων ή του επιτρόπου του ανηλίκου (1550 ΑΚ), η συναίνεση του ιδίου
του ανηλίκου, εφόσον έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του (1555 ΑΚ), καθώς και η
συναίνεση της συζύγου του θετού γονέως (1546 ΑΚ), ενώ, κατά τις περιστάσεις, το δικαστήριο
μπορεί να ζητήσει την ακρόαση των πλησιεστέρων συγγενών (1553 ΑΚ) και των τέκνων του
θετού γονέα (1556 ΑΚ).
651 Ρύθμιση εναρμονιζόμενη με την πρόβλεψη του άρθρου 1559 ΑΚ, κατά την οποία «Η υιοθεσία

ανηλίκων τηρείται μυστική». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μυστικότητα εκτείνεται και έναντι των
θετών γονέων ως προς το ζήτημα της συναίνεσης των πραγματικών γονέων ή της δικαστικής
αναπλήρωσης αυτής.
652 Βλ. το άρθρο 43 του ν. 2447/1996 (800§2 ΚΠολΔ).
653 Βλ. το άρθρο 43 του ν. 2447/1996 (800§6 ΚΠολΔ).
654 Βλ. το άρθρο 43 του ν. 2447/1996 (800§6 ΚΠολΔ).
655 Βλ. τις διατάξεις του άρθρου 6§6, 7 και 8 του ν. 2479/1997, που τροποποίησαν τα άρθρα 226§2

και 237 και κατήργησαν το άρθρο 238 ΚΠολΔ.


656 Με το άρθρο 6§11 του ν. 2479/1997.

123
υποχρεωτικής υποβολής προτάσεων και η είσοδος των μη πληρούντων
τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων στη διαδικασία των
πιστωτικών τίτλων 657 , καθώς και η επαναφορά της διαταγής απόδοσης
χρήσης μισθίου ακινήτου 658 , στην οποία έχουμε αναφερθεί σε
προηγούμενο σημείο. Ευρύτερη αναθεώρηση επέρχεται με τον ν.
2915/2001 659 , που
καταργεί την
προδικαστική
απόφαση και από
την τακτική του
πολυμελούς 660 ,
αντικαθιστώντας
την με ένα σύστημα
προκατάθεσης των
προτάσεων και
συγκέντρωσης του
αποδεικτικού
υλικού πριν από τη
Ζωγραφική αναπαράσταση δίκης εκτυλισσόμενης ενώπιον δικαστηρίου της συζήτηση 661 , κατά
βικτωριανής εποχής. Προξενεί εντύπωση η επιβλητική αίθουσα και ο όγκος του
ακροατηρίου που παρακολουθεί τη διαδικασία την οποία το
δικαστήριο,
έχοντας μελετήσει το φάκελλο της δικογραφίας και εντοπίσει τα προς

657 Βλ. το άρθρο 6§12γ του ν. 2479/1997.


658 Με το άρθρο 6§13 του ν. 2479/1997.
659 Ενδεικτική της σημασίας της συγκεκριμένης τροποποίησης είναι η συμμετοχή σε αυτήν, υπό

τη μορφή της υποβολής προτάσεων και παρατηρήσεων, του συνόλου του νομικού κόσμου.
Μεταξύ των ενεργά συμμετεχόντων αναφέρονται στην εισηγητική έκθεση του νόμου οι
αρεοπαγίτες Στέφανος Ματθίας, Γεώργιος Βελλής, Κωνσταντίνος Βαλμαντώνης, ο εισαγγελέας
του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Δημόπουλος, οι πρόεδροι των δικηγορικών συλλόγων Αθηνών,
Πειραιώς και Θεσσαλονίκης Αντώνιος Ρουπακιώτης, Γεώργιος Ιγνατιάδης και Βασίλειος Βενέτης,
οι καθηγητές Γεώργιος Μητσόπουλος, Πελαγία Γέσιου-Φαλτσή, Κωνσταντίνος Καλαβρός,
Κωνσταντίνος Κεραμεύς, Νικόλαος Κλαμαρής, Δημήτριος Μανιώτης, Κωνσταντίνος Μπέης,
Νικόλαος Νίκας, Κωνσταντίνος Πολυζωγόπουλος, Μιχαήλ Αυγουστιανάκης και Νέστωρ
Κουράκης, οι σύμβουλοι του Υπουργείου Δικαιοσύνης Δημήτριος Κυριτσάκης, Ιωάννης
Χαμηλοθώρης και Δημήτριος Ευθυμιάδης, οι εφέτες Μιχαήλ Μαργαρίτης και Δημήτριος Ράικος και
οι δικηγόροι Γεώργιος Νικολαΐδης, Αθανάσιος Παπαϊωάννου, Χάρης Παπαχαραλάμπους,
Κατερίνα Ανθίμου, Ιωάννης Σουφαλιδάκης και Πάνος Μπιτσαξής.
660 Οι συνδεόμενες με την προδικαστική απόφαση παθογένειες επισημαίνονται από τον Ι.

Κοροτζή, Μερικές σκέψεις για το πρόβλημα των διεξαγωγών των αποδείξεων, Δίκη 1984, σελ. 251,
ο οποίος παρατηρεί ότι με τον κατακερματισμό της διαδικασίας σε τρία στάδια (πρώτη συζήτηση,
διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του εισηγητή και μετ’ απόδειξη συζήτηση)
διακινδυνευόταν η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, καθώς από τον χρόνο έκδοσης της
προδικαστικής μέχρι την περάτωση των αποδείξεων είχε παρέλθει διάστημα 2 ή 3 ετών, με
συνέπεια τη μεταβολή της σύνθεσης του δικαστηρίου στο μεσοδιάστημα (λόγω μεταθέσεων,
προαγωγών κτλ.) και την τελική κρίση της υπόθεσης από διαφορετικούς δικαστές λαμβάνοντες
γνώση βάσει εκθέσεων και πρακτικών.
661 Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ν. 2915/2001, το νέο σύστημα αξιοποιεί το χρόνο πριν

από τη δικάσιμο, μέσω των νέων προθεσμιών επίδοσης της αγωγής και κατάθεσης προτάσεων,
επιτυγχάνοντας τον περιορισμό των δυο φάσεων διεξαγωγής της δίκης (της πριν και μετά την
έκδοση της προδικαστικής απόφασης) σε μία και την εφάπαξ έκδοση απόφασης επί όλων των
ζητημάτων της επίδικης διαφοράς.

124
απόδειξη θέματα, εξετάζει συνολικά όλα τα κρίσιμα νομικά και πραγματικά
ζητήματα και διευθύνει τις αποδείξεις. Πιο συγκεκριμένα, με το νέο νόμο
προβλέπεται η υποχρέωση κατάθεσης προτάσεων, μαζί με τα
χρησιμοποιούμενα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα, 30 ημέρες
προ της δικασίμου 662 , καθώς και οι αμοιβαίες αντικρούσεις των
εκατέρωθεν ισχυρισμών 15 ημέρες προ της δικασίμου663, οπότε και κλείνει
ο φάκελλος και ορίζεται ο εισηγητής ή δικαστής, αναλόγως, που θα δικάσει
την υπόθεση664. Εξ επόψεως διαδικασίας, ακολουθείται το μέχρι πρότινος
εφαρμοζόμενο ενώπιον των μονομελών δικαστηρίων σύστημα, κάτι που
σημαίνει αναβάθμιση της διεξαγομένης στο ακροατήριο συζητήσεως, όπου
οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι να προσέλθουν ώστε να τεθούν στη
διάθεση του δικαστή για την παροχή πληροφοριών και διασαφηνίσεων
αλλά και προς εξέταση τους υπό τους όρους των άρθρων 415 επ. ΚΠολΔ,
συνοδευόμενοι από τους μάρτυρες τους, ως προς τους οποίους καταργείται
ο αριθμητικός περιορισμός του άρθρου 396 ΚΠολΔ 665, αν και ατύπως, με
βάση το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 270§3 εδ. β ΚΠολΔ 666 ,
μάλλον καθιερώνεται ο κανόνας της εξέτασης ενός μάρτυρα για κάθε
πλευρά, με εξαίρεση την περίπτωση της ομοδικίας όπου, λόγω
αντιτιθεμένων συμφερόντων, μπορεί να επιτραπεί η εξέταση διαφορετικού
μάρτυρα για κάθε ομόδικο. Η αναγωγή στο εφαρμοζόμενο ενώπιον των
μονομελών δικαστηρίων σύστημα αναπόφευκτα συνοδεύεται και από ένα
χαλαρότερο αποδεικτικό καθεστώς, το οποίο επιτρέπει τη συνεκτίμηση667

662 Βλ. το άρθρο 7 του ν. 2915/2001 (237§1 ΚΠολΔ). Με την επελθούσα δια του ν. 3043/2002
τροποποίηση η προθεσμία άλλαξε σε 20 ημέρες πριν από τη δικάσιμο.
663 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ρύθμιση των προθεσμιών προκατάθεσης προτάσεων και

αντικρούσεων γινόταν με το ν. 2915/2001 κατά τρόπο ενιαίο, τόσο για το πολυμελές όσο και για
το μονομελές πρωτοδικείο, με την γενομένη πάντως από το άρθρο 7§3 επιφύλαξη περί
μελλοντικής εκδόσεως προεδρικού διατάγματος θέτοντος σε εφαρμογή τις συγκεκριμένες
διατάξεις. Ενόψει του ότι το σχετικό προεδρικό διάταγμα ουδέποτε εξεδόθη, στο μονομελές
ίσχυσε, μέχρι τη γενομένη με το ν. 3994/2011 τροποποίηση, ο κανόνας του άρθρου 591§1 ΚΠολΔ,
που προέβλεπε την κατάθεση των προτάσεων στο ακροατήριο και της αντίκρουσης έως τη
δωδεκάτη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση, καθώς και τη δυνατότητα
προφορικής υποβολής των αυτοτελών ισχυρισμών.
664 Βλ. το άρθρο 7 του ν. 2915/2001 (237§3 ΚΠολΔ).
665 Δυνάμει του άρθρου 14 του ν. 2915/2001.
666 Σύμφωνα με τη διάταξη, «(το δικαστήριο) οφείλει να εξετάσει ένα τουλάχιστον από τους

προτεινόμενους και παριστάμενους μάρτυρες για κάθε πλευρά».


667 Σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στη θεωρία, η αναφορά του νόμου σε

«συμπληρωματική» χρήση αποδεικτικών μέσων μη πληρούντων τους όρους του νόμου δεν
καθιστά τα μέσα αυτά επικουρικά, υπό την έννοια ότι μπορούν να εκτιμηθούν μόνον υπό την
προϋπόθεση της προσαγωγής ενός τουλάχιστον εντελούς αποδεικτικού μέσου και εφόσον τα
προσαχθέντα εντελή αποδεικτικά μέσα δεν επήρκεσαν για τη δημιουργία πλήρους δικανικής
πεποιθήσεως, αλλά έχει την έννοια της δυνατότητας παράλληλης χρήσης ατελών μέσων από
κοινού με τα εντελή, χωρίς οποιαδήποτε αξιολογική διαβάθμιση μεταξύ τους. Βλ. ειδικότερα Π.
Γέσιου-Φαλτσή, Χαρ. Απαλαγάκη, Π. Αρβανιτάκη, Η νέα διαδικασία του ΚΠολΔ στον πρώτο και
δεύτερο βαθμό (μετά τους ν. 2915/2001 και 3043/2002), §7, σελ. 82-84, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα,
Ερμηνεία ΚΠολΔ, Συμπλήρωμα, Εισαγωγική παρουσίαση, αρ. 8, Ε. Ποδηματά, Οι περιορισμοί της
εμμάρτυρης αποδείξεως κατά τα άρθρα 393-394 ΚΠολΔ και η σημασία τους μετά τον ν.
2915/2001, Αρμενόπουλος 2006, σελ. 377-378. Αντίθετος ο Κ. Καλαβρός, Το σύστημα και τα μέσα
απόδειξης στην τακτική διαδικασία του πολυμελούς πρωτοδικείου, ΧρΙΔ 2005, σελ. 8-9, ο οποίος

125
και στην τακτική του πολυμελούς αποδεικτικών μέσων μη πληρούντων
τους όρους του νόμου, καθώς και ενόρκων βεβαιώσεων 668 , με την
επισήμανση πάντως περί α) αξιολογήσεως των εντελών αποδεικτικών
μέσων σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός669
και β) εφαρμογής των άρθρων 393-394 ΚΠολΔ επί των ατελών
αποδεικτικών μέσων670. Ειδικά ως προς τις ένορκες βεβαιώσεις, πέραν των
ανωτέρω προϋποθέσεων και των σχετικών με τη λήψη τους
προδιαγραφών (αρμόδιο όργανο, διαδικασία), εισάγεται και ποσοτικός
περιορισμός, δείγμα μάλλον των επιφυλάξεων του νομοθέτη σχετικά με την
αξιοπιστία τους, με συνέπεια να επιτρέπεται, σε πρώτη φάση, η
προσκομιδή τριών κατ’ ανώτατο όριο για κάθε πλευρά 671 και, στο πλαίσιο
της προσθήκης, αριθμού το πολύ ίσου προς τις αντικρουόμενες672. Κατά τα
λοιπά, θα πρέπει να επισημανθούν ρυθμίσεις όπως α) η παραγγελία
αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης με προφορική ανακοίνωση του
δικαστηρίου που καταχωρίζεται στα πρακτικά 673 , β) η δυνατότητα
αξιοποίησης των θεσμών της αυτοπρόσωπης εμφάνισης (245 ΚΠολΔ) και
της εξέτασης των διαδίκων (415-420 ΚΠολΔ) στο πλαίσιο πλέον της
επαναλαμβανόμενης συζητήσεως (254 ΚΠολΔ), γ) η κατάργηση των
δυσμενών συνεπειών της ερημοδικίας στον πρώτο βαθμό 674 , δ) η
κατάργηση του όρκου από τον κατάλογο των αποδεικτικών μέσων675, ε) η
κατάργηση των υποχρεώσεων γνωστοποίησης και κλήτευσης των
μαρτύρων 676, στ) η ποσοτική αναπροσαρμογή των ορίων του 393§1 και
2 677 , ζ) ο περιορισμός της προφορικότητας στην κατ’ έφεση και κατ’
αναψηλάφηση δίκη μόνο στην περίπτωση ερημοδικίας στον πρώτο

υποστηρίζει τη συμπληρωματική προσαγωγή (εκ μέρους των διαδίκων) και την επικουρική
εκτίμηση (υπό του δικαστηρίου) των ατελών αποδεικτικών μέσων.
668 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπό το άρθρο 270 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε πριν το ν. 2915/2001,

η χρήση των ενόρκων βεβαιώσεων περιοριζόταν αποκλειστικά στα μονομελή δικαστήρια, ενώ
ενώπιον του πολυμελούς δε μπορούσαν, σύμφωνα με την κρατούσα νομολογιακώς άποψη, να
ληφθούν υπ’ όψιν ούτε ως δικαστικά τεκμήρια. Βλ. πληρέστερη ανάλυση και περαιτέρω
παραπομπές στον Π. Γιαννόπουλο, Οι ένορκες βεβαιώσεις ως αποδεικτικό μέσο στην πολιτική
δίκη, σελ. 12-13.
669 Κάτι που σημαίνει αυστηροποίηση του αποδεικτικού πλαισίου στα μονομελή δικαστήρια, με

την επαναφορά σε ισχύ του περιορισμού της εμμάρτυρης αποδείξεως και των τεκμηρίων (393-
395), τα οποία προ της γενομένης με το ν. 2915/2001 μεταρρύθμισης γίνονταν ανεπιφύλακτα
δεκτά υπό το καθεστώς της εν μέρει ελεύθερης απόδειξης. Βλ. και Θ. Καρακίτσο, Η αμεσότητα
στην αποδεικτική διαδικασία, §6, σελ. 169, με περαιτέρω παραπομπές.
670 Βλ. για τα ανωτέρω το άρθρο 12 του ν. 2915/2001 (270§2 εδ. α και β ΚΠολΔ).
671 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ως «πλευρά» νοούνται ο ενάγων, ο εναγόμενος και ο κυρίως

παρεμβαίνων.
672 Βλ. το άρθρο 12 του ν. 2915/2001 (270§2 εδ. γ και δ ΚΠολΔ).
673 Βλ. το άρθρο 12 του ν. 2915/2001 (270§4 ΚΠολΔ), που επεκτείνει και στο πολυμελές την

εφαρμοζόμενη στα μονομελή δικαστήρια πρακτική.


674 Βλ. το άρθρο 13 του ν. 2915/2001. Αντιθέτως, στον δεύτερο βαθμό διατηρούνται ΄τα δυσμενή

επακόλουθα της ερημοδικίας, με συνέπεια την απόρριψη της έφεσης ή αντέφεσης ως


ανυποστήρικτων.
675 Βλ. το άρθρο 14§1 και 2 του ν. 2915/2001.
676 Βλ. το άρθρο 14§1 του ν. 2915/2001, που κατήργησε τα άρθρα 397 και 398§1 ΚΠολΔ.
677 Με το άρθρο 14§5 του ν. 2915/2001, με το οποίο το όριο ετέθη στα 2.000.000 δραχμές

(5.869,40 ευρώ).

126
βαθμό678, η) η ματαίωση της συζήτησης της αναίρεσης επί απορριπτικής
προτάσεως του εισηγητή679, παρεχομένης πάντως της δυνατότητας στον
αναιρεσείοντα να επιμείνει στην εκδίκαση, καταβάλλοντας το σχετικό
παράβολο 680 , και, τέλος, θ) η διαφοροποίηση ως προς τις ειδικές
διαδικασίες, όπου διατηρείται η προγενέστερη ρύθμιση της κατάθεσης των
προτάσεων στο ακροατήριο, με τη διευκρίνιση ότι όλοι οι αυτοτελείς
ισχυρισμοί πρέπει να προταθούν προφορικώς, των μη περιλαμβανόμενων
στις προτάσεις καταχωριζομένων υποχρεωτικώς στα πρακτικά681, διάταξη
που, όπως αναφέρθηκε, ίσχυσε και επί της τακτικής του μονομελούς λόγω
της παράλειψης έκδοσης του προβλεπόμενου από το άρθρο 7§3 του ν.
2915/2001 προεδρικού διατάγματος.
Η περιγραφόμενη δομή της διαδικασίας δε μεταβάλλεται ουσιαστικά επί
μία δεκαετία περίπου, για την οποία θα πρέπει απλά να μνημονεύσουμε
ορισμένες νομοθετικές παρεμβάσεις όπως α) το π.δ. 326/2001, που, σε
αρμονία με τη διάταξη του άρθρου 256§3 ΚΠολΔ, ρυθμίζει τα σχετικά με τη
φωνοληπτική τήρηση των πρακτικών ενώπιον των πρωτοδικείων,
προβλέποντας τη μαγνητοφώνηση της συζήτησης με τη χρήση
κατάλληλων τεχνικών μέσων και την εν συνεχεία απομαγνητοφώνηση και
εκτύπωση του αρχείου, που τίθεται στη δικογραφία αποτελώντας το κατά
την έννοια του άρθρου 256 ΚΠολΔ κείμενο των πρακτικών 682 , β) τον ν.
3043/2002, που επιφέρει μικρές αλλαγές στις προθεσμίες κλητεύσεως,
κατάθεσης των προτάσεων, προσθήκης-αντίκρουσης, άσκησης της
ανταγωγής και άσκησης πρόσθετων λόγων έφεσης, αναψηλάφησης και
ανακοπής683, και γ) τον ν. 3089/2002, που προβλέπει μία ακόμη περίπτωση
κατά την οποία το δικαστήριο δύναται να διατάξει τη διεξαγωγή της
συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών, ήτοι επί παροχής άδειας για
μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση ή κυοφορία τέκνου από άλλη γυναίκα,
εφόσον η δημοσιότητα δύναται να αποβεί επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή
συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής
των διαδίκων684.
Εκτεταμένη αναθεώρηση επέρχεται με το ν. 3994/2011, με στόχο την
επιτάχυνση και τον εξορθολογισμό της πολιτικής δικονομίας. Ο νόμος

678 Βλ. τα άρθρα 15§3 και 17§1 του ν. 2915/2001 (524§2 και 548 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με την
εισηγητική έκθεση του νόμου, η τήρηση της προφορικής συζήτησης στην κατ’ έφεση δίκη έχει
νόημα μόνον όταν η έφεση λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργημένης αναιτιολόγητης
ανακοπής ερημοδικίας.
679 Σύμφωνα με το νέο άρθρο 571§1 ΚΠολΔ, τέτοια εισήγηση γίνεται όταν ο εισηγητής κρίνει ότι

η αναίρεση είναι απαράδεκτη ή όλοι οι λόγοι της, αρχικοί και πρόσθετοι, είναι απαράδεκτοι ή
προδήλως αβάσιμοι.
680 Βλ. το άρθρο 17§3 του ν. 2915/2001 (571 ΚΠολΔ).
681 Βλ. το άρθρο 19 του ν. 2915/2001 (591 ΚΠολΔ).
682 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 1-4 του π.δ. 326/2001.
683 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 6-11 του ν. 3043/2002.
684 Βλ. το άρθρο 6 του νόμου 3089/2002, δια του οποίου προστέθηκε στον ΚΠολΔ το άρθρο 799.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με το νόμο 3089/2002 προστέθηκε στο βιβλίο Δ΄ του ΑΚ


(Οικογενειακό Δίκαιο) ξεχωριστό κεφάλαιο (1455-1460 ΑΚ) με τίτλο “Ιατρική υποβοήθηση στην
ανθρώπινη αναπαραγωγή”, ενώ επίσης τροποποιήθηκαν, στο πλαίσιο της γενόμενης προσθήκης,
οι διατάξεις κεφαλαίων του οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου.

127
σέβεται την υπάρχουσα δομή της διαδικασίας και την αρχή της προφορικής
διεξαγωγής της δίκης, προωθώντας στο πλαίσιο αυτών πολλές
καινοτομίες, εκ των οποίων μπορούμε να επισημάνουμε, ως προς τα
θέματα που μας ενδιαφέρουν, α) τη δυνατότητα κατάθεσης των
δικογράφων με ηλεκτρονικά μέσα 685 , εφόσον φέρουν την προηγμένη
ηλεκτρονική υπογραφή του άρθρου 3§1 του π.δ. 150/2001, η οποία
ισοδυναμεί με ιδιόχειρη υπογραφή 686, οπότε και η σύνταξη της σχετικής
εκθέσεως γίνεται επίσης ηλεκτρονικά687, ρύθμιση που εξειδικεύθηκε με το
π.δ. 25/2012, που περιγράφει αναλυτικά τη διαδικασία σύνδεσης με το
σύστημα, κατάθεσης του δικογράφου και λήψης απαντήσεως από τη
γραμματεία του δικαστηρίου 688 , συνοδευομένης από την έκθεση
κατάθεσης 689 και τα αντίγραφα, β) την παροχή στους διαδίκους της
ευχέρειας συμπληρώσεως, διευκρινίσεως και διορθώσεως των
προτεινόμενων ισχυρισμών, εκτός από τις προτάσεις, και με προφορική
δήλωση, καταχωριζόμενη στα πρακτικά 690 , εισαγομένου μάλιστα
αντίστοιχου καθήκοντος του δικαστή να φροντίζει, κατά τη διεξαγωγή της
προφορικής συζητήσεως, για τη συμπλήρωση των ισχυρισμών που
υποβλήθηκαν ελλιπώς και αορίστως691, γ) την προώθηση της απόπειρας
δικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, με την αναβάθμιση του
ρόλου του δικαστή και την εξειδίκευση του σχετικού πλαισίου 692 ,

685 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 9 και 20 του ν. 3994/2011 (119§4 και
686 Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, «η προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή που βασίζεται σε
αναγνωρισμένο πιστοποιητικό και δημιουργείται από ασφαλή διάταξη δημιουργίας υπογραφής
επέχει θέση ιδιόχειρης υπογραφής τόσο στο ουσιαστικό όσο και στο δικονομικό δίκαιο».
687 Βλ. το άρθρο 8 του ν. 3994/2011 (117§2 ΚΠολΔ), καθώς και τα άρθρα 2§2ε και 4ε του π.δ.

25/2012, σύμφωνα με τα οποία η έκθεση κατάθεσης φέρει ημερομηνία, ώρα κατάθεσης και
προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή.
688 Πιο συγκεκριμένα, η διαδικασία της ηλεκτρονικής κατάθεσης περιλαμβάνει, κατά σειράν τα

εξής βήματα (άρθρο 2 του π.δ. 25/2012): α) τη σύνδεση του πληρεξουσίου δικηγόρου στο Ενιαίο
Πληροφοριακό Σύστημα Δικηγορικών Συλλόγων (www.portal.olomeleia.gr), β) την καταχώρηση
των στοιχείων του πελάτη και την επιλογή δικαστηρίου και είδους διαδικασίας, γ) την πληρωμή,
μέσω ηλεκτρονικής συναλλαγής με το συνεργαζόμενο τραπεζικό φορέα, των αυτόματα
υπολογιζόμενων φόρων, ενσήμων και παραβόλων, δ) την αυτόματη μεταφορά στο ψηφιακό
περιβάλλον του δικαστηρίου, όπου ο δικηγόρος επιλέγει είδος δικογράφου, αντικείμενο διαφοράς
και ημερομηνία δικασίμου και συμπληρώνει τα στοιχεία των διαδίκων, ε) την επισύναψη του
ηλεκτρονικού αρχείου του δικογράφου και την ολοκλήρωση της αποστολής, και, τέλος, στ) τη
λήψη απάντησης από τη γραμματεία του δικαστηρίου στην ηλεκτρονική διεύθυνση (e-mail) του
δικηγόρου, μετά των αντιγράφων και της έκθεσης κατάθεσης (αποδεικτικό κατάθεσης
δικογράφου). Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. και τη μελέτη του Δημητρίου Μάντζου, Η νέα
διαδικασία ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων στο Πρωτοδικείο Αθηνών step-by-step,
Συνήγορος 2012, σελ. 74-76.
689 Το π.δ. 25/2012 προβλέπει, επίσης, τη χορήγηση από τις γραμματείες των δικαστηρίων

πιστοποιητικών σε ψηφιακή μορφή, καθώς και την τήρηση ηλεκτρονικού αρχείου δικογράφων.
690 Βλ. τα άρθρα 22§1 και 25§3 του ν. 3994/2011 (224 και 262§1 ΚΠολΔ), ως προς τον ενάγοντα

και τον ενιστάμενο, αντιστοίχως. Η αιτιολογική έκθεση του νόμου διευκρινίζει, πάντως, ότι οι
επιτρεπτές συμπληρώσεις αφορούν μόνον στην πραγματική (ποιοτική ή ποσοτική) και όχι στη
νομική αοριστία της αγωγής, αναφερόμενες σε κάθε περίπτωση σε προταθέντα πραγματικό
ισχυρισμό.
691 Βλ. το άρθρο 22§5 του ν. 3994/2011 (236 ΚΠολΔ).
692 Βλ. το περιεχόμενο του άρθρου 22§3 του ν. 3994/2011 (233§2-4 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με την

αιτιολογική έκθεση του νόμου, η καθιερούμενη ρύθμιση αποτελεί το πρώτο βήμα προς την
κατεύθυνση καθιέρωσης υποχρεωτικού προσταδίου απόπειρας συμβιβασμού με τη συμμετοχή

128
οριζομένου ειδικότερα ότι i) η μεσολάβηση του δικαστηρίου ενεργείται επί
των δεκτικών συμβιβασμού διαφορών, ii) η απόπειρα του δικαστηρίου
μπορεί να λάβει χώρα οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της συζήτησης,
ακόμη και μετά την εξέταση μαρτύρων693, iii) η σχετική συζήτηση μπορεί
να λάβει χώρα σε οποιαδήποτε αίθουσα ή γραφείο του οικείου δικαστικού
καταστήματος, αποκλειομένης εν προκειμένω της δημοσιότητας της
διαδικασίας με βάση τον κανόνα του άρθρου 112 ΚΠολΔ, iv) οι προτάσεις
και επισημάνσεις του δικαστηρίου, καθώς και οι θέσεις και υποχωρήσεις
που έλαβαν οι διάδικοι κατά την απόπειρα συμβιβασμού, δεν
καταχωρούνται στα πρακτικά, ώστε να μην αποτελούν υλικό της δίκης σε
περίπτωση αποτυχίας, και δε λαμβάνονται καθόλου υπ’ όψιν από το
δικαστήριο, δ) τη ρητή διαφοροποίηση της προθεσμίας κατάθεσης
προτάσεων - αντίκρουσης μεταξύ του πολυμελούς πρωτοδικείου και των
μονομελών δικαστηρίων, με το καθεστώς να παραμένει αμετάβλητο στην
πρώτη περίπτωση, οπότε ισχύει ο κανόνας της προκατάθεσης των 20 και
15 ημερών από τη δικάσιμο αντιστοίχως 694 , και με την αναβίωση της
διάταξης του άρθρου 238 ΚΠολΔ ως προς τα μονομελή δικαστήρια, η οποία
ειδικότερα προβλέπει κατάθεση των προτάσεων στο ακροατήριο,
προφορική υποβολή των αυτοτελών ισχυρισμών και προσθήκη-
αντίκρουση έως τη δωδεκάτη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη
συζήτηση 695 , ε) τον περιορισμό της εξέτασης νέων μαρτύρων κατά την
επαναλαμβανόμενη συζήτηση επί της αποδείξεως ισχυρισμών που
προέκυψαν μεταγενέστερα (269§2 εδ. β ΚΠολΔ) 696, στ) την ευνοϊκότερη
μεταχείριση των αποδεικνυομένων εγγράφως ισχυρισμών, οι οποίοι πλέον
λαμβάνονται υπ’ όψιν ανεξάρτητα από την αιτία της καθυστερημένης
προβολής τους697, ζ) την άμεση συζήτηση των υποθέσεων για τις οποίες δε
θα διεξαχθεί εμμάρτυρη απόδειξη 698 , η οποία ολοκληρώνεται με την
εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων και ένα απλό «συζητείται», η) η
επαναφορά των δυσμενών συνεπειών της ερημοδικίας και η κατάργηση
του συστήματος της μονομερούς συζητήσεως στην τακτική διαδικασία 699,

δικαστή στη σχετική διαδικασία, η οποία δε μπορεί ακόμη να θεσπισθεί για αντικειμενικούς
λόγους (έλλειψη χώρων, επιβάρυνση δικαστών κτλ.).
693 Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δέχονται

ευμενέστερα την προσπάθεια συμβιβασμού, όταν τους έχει ήδη δοθεί η ευκαιρία να αναπτύξουν
τις θέσεις τους και έχουν λάβει γνώση των ισχυρισμών και των αποδεικτικών στοιχείων της
αντίδικης πλευράς, καθώς πλέον διαθέτουν συνολική θεώρηση του υλικού της δίκης και
συναίσθηση των κινδύνων που μπορεί να συνεπάγεται για τα συμφέροντα τους η έκδοση μιας
δικαστικής αποφάσεως, η οποία θα δικαιώνει συνολικώς ή εν μέρει τον αντίδικό τους.
694 Βλ. το άρθρο 23 του ν. 3994/2011 (237 ΚΠολΔ).
695 Βλ. το άρθρο 24 του ν. 3994/2011 (238 ΚΠολΔ), δια του οποίου καλύφθηκε και το νομοθετικό

κενό ως προς το ισχύον ενώπιον του ειρηνοδικείου καθεστώς.


696 Βλ. το άρθρο 25§1 του ν. 3994/2011 (254§1 ΚΠολΔ).
697 Βλ. το άρθρο 27 του ν. 3994/2011 (269§2 εδ. γ ΚΠολΔ). Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση

του νόμου, «τα έγγραφα αποτελούν αυξημένης αποδεικτικής δυνάμεως μέσα και κανείς δικαστής
δεν μπορεί, υπό το πρόσχημα μιας παράτυπης διαδικαστικής διαγωγής, να κλείσει τα μάτια του
μπροστά στην ουσιαστική αλήθεια και να απορρίψει τον εγγράφως αποδεικνυόμενο ισχυρισμό».
698 Βλ. το άρθρο 28 του ν. 3994/2011 (270§5 ΚΠολΔ), ρύθμιση που ισχύει και στις δίκη της έφεσης

και της αναψηλάφησης με βάση τα άρθρα 44 και 45§6 του ν. 3994/2011 (524§1 και 548 ΚΠολΔ).
699 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 29-33 του ν. 3994/2011 (271, 272, 273, 274 και 277 ΚΠολΔ).

129
κάτι που σημαίνει επάνοδο στο προ του ν. 2915/2001 καθεστώς, θ) η
αναγνώριση των ενόρκων βεβαιώσεων ως τακτικού αποδεικτικού
μέσου700, ι) η αναπροσαρμογή των ορίων του άρθρου 339§1 και 2 στο ποσό
των 20.000 ευρώ701, κατ’ αντιστοιχία με το όριο υλικής αρμοδιότητας του
ειρηνοδικείου, ια) η κατάργηση της επικουρικότητας του αποδεικτικού
μέσου της εξέτασης των διαδίκων, η οποία, επομένως, διατάσσεται πλέον
κατά την κρίση του δικαστηρίου ή κατόπιν αιτήσεως διαδίκου άνευ της
προϋπόθεσης της αδυναμίας σχηματισμού δικανικής πεποιθήσεως εκ των
υπολοίπων αποδεικτικών μέσων 702 , ιβ) η ρητή συμπερίληψη των
ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης, αναπαραγωγής και επικοινωνίας στην
έννοια των ιδιωτικών εγγράφων703 και, τέλος, ιγ) η αναγνώριση πλήρους
αποδεικτικής δύναμης στα ιδιωτικά έγγραφα διαθέσεως και ως προς το
περιεχόμενο των δικαιοπρακτικών δηλώσεων των μερών, σε συμφωνία
προς την κρατούσα θεωρητικώς και νομολογιακώς ερμηνεία του άρθρου
445 ΚΠολΔ704.
Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στις διατάξεις του άρθρου 28 του ν.
3994/2011 (270§7 και 8 ΚΠολΔ), δια του οποίου δημιουργήθηκε το
απαιτούμενο νομοθετικό υπόβαθρο 705 για τη διεξαγωγή τόσο της
συζητήσεως όσο και της εξετάσεως των μαρτύρων, διαδίκων και
πραγματογνωμόνων με την τεχνική της τηλεδιάσκεψης, μέσω της χρήσης
σύγχρονων τεχνολογικών μέσων μετάδοσης εικόνας και ήχου, με την
επισήμανση ότι η σχετική ρύθμιση ετέθη σε εφαρμογή με την έκδοση του
υπ’ αριθμόν 142/2013 προεδρικού διατάγματος706, δυνάμει του οποίου και
εξειδικεύθηκαν οι λεπτομέρειες της πρακτικής της εφαρμογής. Η ρύθμιση
κινείται σε δυο άξονες, προβλέποντας στο άρθρο 270§7 τη διεξαγωγή μιας
τηλεσυζήτησης με τη συμμετοχή όλων των παραγόντων της δίκης
(διαδίκων, πληρεξουσίων δικηγόρων και δικαστών), οι οποίοι δύνανται να
ενεργούν εξ αποστάσεως όλες τις προβλεπόμενες διαδικαστικές πράξεις,
και στο άρθρο 270§8 την τηλεξέταση των μαρτύρων, πραγματογνωμόνων
και διαδίκων, χωρίς αυτοί να παρίστανται στην αίθουσα συνεδρίασης του
δικαστηρίου. Και στις δυο περιπτώσεις προβλέπεται ότι η διαδικασία της
τηλεδιάσκεψης τίθεται σε εφαρμογή με την έκδοση σχετικής απόφασης
του δικαστηρίου, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων,

700 Με την προσθήκη τους στη λίστα του άρθρου 339 δια του άρθρου 36 του ν. 3994/2011.
701 Με το άρθρο 38 του ν. 3994/2011.
702 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 28§3 και 39 του ν. 3994/2011 (270§3 εδ. α και 415§1 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, ο όρος της επικουρικότητας της εξέτασης των
διαδίκων πρέπει να καταργηθεί από τη στιγμή που καθιερώθηκε ως κανόνας η μία και μόνη
συζήτηση της υποθέσεως, καθώς για το δικαστή είναι δυσχερές ή και ανέφικτο να διαπιστώσει
προκαταβολικά αν τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία αρκούν για το σχηματισμό πλήρους
δικανικής πεποίθησης, απαιτούμενης προς την κατεύθυνση αυτή ενδελεχούς μελέτης του
φακέλλου μετά τη συζήτηση της υπόθεσης.
703 Βλ. το άρθρο 40 του ν. 3994/2011 (444§2 ΚΠολΔ).
704 Βλ. το άρθρο 40 του ν. 3994/2011 (445 εδ. β ΚΠολΔ).
705 Το θέμα είχε θιγεί για πρώτη φορά από το νομοθέτη με το άρθρο 42§2 του ν. 3659/2008,

επιφυλασσόμενο υπέρ της έκδοσης προεδρικού διατάγματος καθορίζοντος τις ειδικότερες


προϋποθέσεις εφαρμογής του.
706 Συνεπεία νομοθετικής εξουσιοδότησης παρασχεθείσης με το άρθρο 72§9 του ν. 3994/2011.

130
καθώς ότι η συζήτηση ή εξέταση μεταδίδεται απευθείας με εικόνα και ήχο
τόσο στην αίθουσα συνεδρίασης του δικαστηρίου όσο και στον τόπο όπου
βρίσκονται οι διάδικοι, κάτι που επιτρέπει την αμοιβαία οπτική και
ακουστική αίσθηση που αποτελεί το αντίστοιχο της παραδοσιακής
προφορικής συζητήσεως, με την αναγκαία συμπλήρωση ότι η
διενεργούμενη με τον ανωτέρω τρόπο τηλεδιάσκεψη έχει την ίδια
βαρύτητα και αποδεικτική ισχύ με τη ζωντανή επ’ ακροατηρίω διαδικασία.
Το π.δ. 142/2013, εξειδικεύοντας το σχετικό διαδικαστικό πλαίσιο, α)
τονίζει, ως προϋπόθεση της διεξαγωγής της τηλεοπτικής συνεδρίασης, τη
ζωντανή μέσω τηλεπικοινωνιακής ζεύξεως σύνδεση 707 της αίθουσας του
δικαστηρίου με άλλο τόπο, η οποία παρέχει, αμοιβαίως, στα πρόσωπα που
δεν παρευρίσκονται σε αυτήν το δικαίωμα παρακολούθησης των
τεκταινόμενων στο ακροατήριο και επικοινωνίας με τα παριστάμενα
πρόσωπα και στα τελευταία άποψη, ήχο και δικαίωμα επικοινωνίας με
τους εξ αποστάσεως συνδεόμενους, β) διακρίνει μεταξύ της αίθουσας
συνεδρίασης του δικαστηρίου ως χώρου εκδίκασης της υπόθεσης και του
απομακρυσμένου τόπου από όπου συνδέονται με την κύρια αίθουσα οι
απόντες διάδικοι, πληρεξούσιοι δικηγόροι, μάρτυρες, πραγματογνώμονες
και διερμηνείς, η οποία κανονικά, όπως και η αίθουσα συνεδρίασης, είναι
κατάλληλα διαμορφωμένη και ειδικά πιστοποιημένη αίθουσα ακροατηρίου
ή γραφείου δικαστηρίου, φέρουσα τον αναγκαίο ηλεκτρονικό και
υποστηρικτικό εξοπλισμό, με τη διαφορά ότι ως τόπος σύνδεσης δύναται
να χρησιμεύσει και αίθουσα ελληνικής προξενικής αρχής στο εξωτερικό,
κάτι που περαιτέρω συνεπάγεται i) αδυναμία χρησιμοποίησης ως τόπου
σύνδεσης της οικίας ή των ιδιαίτερων γραφείων ή καταστημάτων των εξ
αποστάσεως συνδεόμενων προσώπων και ii) τήρηση της αρχής της
δημοσιότητας μόνον ως προς την εκτυλισσόμενη στο ακροατήριο
διαδικασία, με την υποχρεωτική διασφάλιση στους παρευρισκόμενους στη
δικαστική αίθουσα ακροατές της δυνατότητας απευθείας
παρακολούθησης της ηλεκτρονικής μετάδοσης με εικόνα και ήχο, εν
αντιθέσει με τους χώρους απομακρυσμένης σύνδεσης, οι οποίοι δεν είναι
προσβάσιμοι στο κοινό σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 112 ΚΠολΔ 708,
γ) καθορίζει τις σχετικές με τον εξοπλισμό και τις λειτουργικές απαιτήσεις
του συστήματος προδιαγραφές709, δ) περιγράφει τη διαδικασία κατάθεσης
και το περιεχόμενο της αίτησης που υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος διάδικος
προς το δικαστήριο για τη διεξαγωγή τηλεοπτικής συνεδρίασης και τις
απαιτούμενες κοινοποιήσεις επί εκδόσεως θετικής αποφάσεως 710 , ε)
επιτάσσει την κατά τη διάρκεια της τηλεδιάσκεψης παρουσίαση των
διαφόρων διαδικαστικών εγγράφων μέσω ξεχωριστής μηχανής
εικονοληψίας και, εφόσον δε διατίθεται ανάλογος εξοπλισμός, μέσω

707 Βλ. το άρθρο 1§1 του π.δ. 142/2013.


708 Βλ. σχετικώς και το άρθρο 2§1α του π.δ. 142/2013, το οποίο ομιλεί περί «αποτροπής της
πρόσβασης μη δικαιούμενων προσώπων και της λαθραίας ακρόασης της διαδικασίας».
709 Βλ. το άρθρο 2§1-3 του π.δ. 142/2013.
710 Βλ. το άρθρο 3 του π.δ. 142/2013.

131
μηχανήματος τηλεομοιοτυπίας (fax)711, και, τέλος, στ) ρυθμίζει τις σχετικές
με τη διεξαγωγή της συζήτησης λεπτομέρειες, προβλέποντας χειρισμό του
ηλεκτρονικού εξοπλισμού από το δικαστή ή εξουσιοδοτημένο προσωπικό
του δικαστηρίου, ανάλογα με την περίπτωση, και εφαρμογή κατά τα λοιπά
των αντίστοιχων κανόνων του ΚΠολΔ, κάτι που σημαίνει διεύθυνση της
συζήτησης από το δικαστή, δικαίωμα των μελών του δικαστηρίου και των
παραγόντων της δίκης να απευθύνουν ερωτήσεις προς τους διαδίκους,
μάρτυρες και πραγματογνώμονες που εξετάζονται 712 και τήρηση
πρακτικών, στα οποία αναφέρονται η ημερομηνία και ο τόπος της
συνεδρίασης, η ταυτότητα και η ιδιότητα των παρασταθέντων ή
εξετασθέντων προσώπων, την όρκιση τους, καθώς και τις τεχνικές
συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η εξέταση713.
Γενικώς, μπορούμε να πούμε ότι εκ του συνδυασμού των άρθρων
270§7και 8 ΚΠολΔ και του π.δ. 142/2013 παράγεται μια ολοκληρωμένη
ρύθμιση του σχετικού με την τηλεοπτική συνεδρίαση σκηνικού, η οποία
εξειδικεύει κατά τρόπο αναλυτικό τις λεπτομέρειες εφαρμογής της
διαδικασίας, προλαμβάνοντας τυχόν νομικά ζητήματα, όπως αυτά που
τίθενται στη γερμανική θεωρία και πρακτική 714 , όπου το θέμα έχει
αντιμετωπισθεί από καιρού, ενόψει της εισαγωγής ανάλογης διάταξης
(άρθρο 128α) στο γερμανικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ήδη από
01.01.2002715. Εξ όσων διαβάζουμε, διαπιστώνουμε ότι η ημεδαπή ρύθμιση
έχει τις απαντήσεις στα περισσότερα από τα θέματα που απασχολούν τους

711 Βλ. το άρθρο 2§4 του π.δ. 142/2013.


712 Βλ. το άρθρο 4 του π.δ. 142/2013, το οποίο κλείνοντας επαναλαμβάνει ότι «η τηλεκατάθεση-
τηλεξέταση μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διαδίκων θεωρείται ότι διεξάγεται ενώπιον του
δικαστηρίου και έχει την ίδια αποδεικτική ισχύ με την εξέταση στο ακροατήριο».
713 Βλ. το άρθρο 5 του π.δ. 142/2013.
714 Τα πορίσματα των Γερμανών θεωρητικών που έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα μπορούμε να

ανεύρουμε στη μελέτη της Δ. Τασίδου, Η τηλεόραση στις αίθουσες των γερμανικών δικαστηρίων
- Α 128α γερμΚΠολΔ, Αρμενόπουλος 2005, σελ. 1156-1163.
715 Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, από το έτος 1996 έχει τεθεί στον ΚΠολΔ (Federal Rules

of Civil Procedure) ειδική διάταξη (άρθρο 43 εδ. β) επιτρέπουσα την εξέταση μαρτύρων μέσω
τηλεδιάσκεψης. Σύμφωνα με αυτήν, «For good cause in compelling circumstances and with
appropriate safeguards, the court may permit testimony in open court by contemporaneous
transmission from a different location». Παρόμοια πρόβλεψη δεν υπάρχει στην αμερικανική
ποινική δικονομία, καθώς θεωρείται ότι θα παραβίαζε το δικαίωμα αντιπαράθεσης του
κατηγορουμένου με το μάρτυρα και τη δυνατότητα του δικαστηρίου να παρατηρεί τη
συμπεριφορά του μάρτυρα. Βλ. αναλυτικώς για τα ανωτέρω θέματα τη μελέτη του Michael D.
Roth, Laissez-faire videoconferencing: Remote witness testimony and adversarial truth, UCLA Law
Review, Volume 48, October 2000, διαθέσιμη και διαδικτυακώς στη διεύθυνση
http://www.caldwell-leslie.com/pdf/ucla_law_review.pdf.

132
Γερμανούς θεωρητικούς, οι οποίοι πάντως καταθέτουν τον προβληματισμό
τους και για μια σειρά άλλων παραμέτρων, όπως είναι, ενδεικτικώς, α) η
απαγόρευση
καταγραφής και
αρχειοθέτησης της
ηλεκτρονικής
μετάδοσης για
λόγους προστασίας
της
προσωπικότητας
των μετεχόντων 716,
η οποία πάντως
αποτελεί ζήτημα
δικαιοπολιτικών
σταθμίσεων και δε
Η αίθουσα “Roger A. Barker” (courtroom 23) στο Orlando (Orange County) των θα πρέπει να
Ηνωμένων Πολιτειών αποτελεί πρότυπο δικαστικής αίθουσας υποστηριζόμενης
από τις νέες τεχνολογίες, καθώς συνδέεται μέσω εικόνας, ήχου, τηλεφώνου και
θεωρείται
διαδικτύου με άλλους χώρους, παρέχοντας τη δυνατότητα τηλεδιάσκεψης και δεδομένη σε κάθε
ζωντανής αναμετάδοσης της διαδικασίας για τους ακροατές. έννομη τάξη, β) η
κάμψη της αρχής
της αμεσότητας στην αποδεικτική διαδικασία, με τα εντεύθεν δυσμενή
επακόλουθα της ως προς την ποιότητα των αποδεικτικών αποτελεσμάτων,
ιδίως ως προς τις μαρτυρικές καταθέσεις, εφόσον ο μάρτυρας από
ψυχολογικής απόψεως είναι ευκολότερο να δώσει μια ανακριβή κατάθεση
όταν εξετάζεται εκτός δικαστηρίου, χωρίς την παρουσία δικαστών και
αντιδίκων 717 , και γ) η ανάγκη διακοπής της διαδικασίας σε περίπτωση
τεχνικών διακοπών της τηλεδιασκέψεως, διότι προϋπόθεση ισχύος αυτής
είναι η διαρκής ζωντανή μετάδοση.
Εν σχέσει με τα εξεταζόμενα θέματα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η
διαδικασία των τηλεδιασκέψεων και γενικώς η υποστηριζόμενη από
ηλεκτρονικά μέσα δίκη αποκτούν νόημα και χρησιμεύουν κυρίως σε ένα
σύστημα προφορικής διεξαγωγής, για το οποίο μάλιστα διανοίγουν νέους
ορίζοντες, αίροντας δυο από τα κυριότερα εμπόδια της πρακτικής του
εφαρμογής, καθώς προσφέρουν, αφενός, ακριβή και αξιόπιστη καταγραφή
της συζητήσεως και των αναπτυσσομένων προφορικώς ισχυρισμών, μέσω
της μαγνητοφώνησης της διαδικασίας, που καταλαμβάνει λεπτομέρειες
δυνάμενες να ξεφύγουν της προσοχής του τηρούντος τα πρακτικά
γραμματέως και, αφετέρου, τη δυνατότητα άμεσης και ζωντανής
κατάθεσης προσώπων (διαδίκων, μαρτύρων και πραγματογνωμόνων) τα
οποία, λόγω της απόστασης του τόπου κατοικίας ή εργασίας τους από την
έδρα του δικαστηρίου, θα ήταν ενδεχομένως αδύνατο να παρευρεθούν
716Με βάση τη σχετική ρύθμιση του άρθρου 128α§3 του γερμΚΠολΔ.
717Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε τις επιφυλάξεις σχετικά με την τοποθεσία της κάμερας και το
πλάνο του εικονολήπτη στον μάρτυρα, το οποίο αν είναι κοντινό αναπαριστά ευκρινώς τις
εκφράσεις του προσώπου του εξεταζομένου, χωρίς όμως να προσφέρει εντύπωση για τις κινήσεις
και χειρονομίες του σώματος, ενώ αν είναι μακρινό το αντίθετο.

133
αυτοπροσώπως στο ακροατήριο 718 . Η τεχνική της τηλεοπτικής
συνεδρίασης φαίνεται, επίσης, ότι παρέχει τις απαιτούμενες εγγυήσεις και
εξ απόψεως δημοσιότητας, καθώς από τη ρύθμιση του νόμου προκύπτει ότι
οι παριστάμενοι ακροατές θα έχουν τη δυνατότητα απευθείας
παρακολούθησης της διαδικασίας όπως και οι παράγοντες της δίκης, αν και
η διάταξη του άρθρου 4 του π.δ. 142/2013, που προβλέπει ότι «ο δικαστής
ορίζει τον αριθμό των προσώπων που μπορούν να παρευρίσκονται στις
αίθουσες», εγείρει ένα μικρό προβληματισμό. Περισσότερο βάσιμες είναι οι
ανωτέρω επισημαινόμενες επιφυλάξεις της γερμανικής θεωρίας περί
κάμψεως της αμεσότητας της αποδεικτικής διαδικασίας, καθώς πράγματι
καμία κάμερα και κανένα μικρόφωνο δε μπορεί να συγκριθεί και να
αποδώσει με ακρίβεια τις εντυπώσεις που αναδίδει η ζωντανή παρουσία
ενός προσώπου στο χώρο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το κοκκίνισμα
του προσώπου του μάρτυρα ή τις νευρικές κινήσεις των χεριών του,
στοιχεία που ενδεχομένως προδίδουν την αναξιοπιστία της καταθέσεως
του και τα οποία δε μπορούν να αποτυπώσουν μια ασπρόμαυρη κάμερα ή
ένα κοντινό πλάνο, αντιστοίχως. Σε κάθε περίπτωση, κλείνοντας τη σχετική
αναφορά μας, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι εξεταζόμενες καινοτομίες,
αν και επιβίωσαν των μεγάλων αλλαγών που επέφερε στον ΚΠολΔ ο ν.
4335/2015 719 , δεν έχουν σήμερα την ίδια σημασία και προοπτική που
αρχικώς δημιούργησαν, καθώς με την εγκατάλειψη της προφορικότητας
στην τακτική διαδικασία εξέλιπε και το κυριότερο πεδίο εφαρμογής τους.
Το μέλλον θα δείξει σε ποιο βαθμό θα αξιοποιηθούν και το αν η ημεδαπή
δικηγορική και δικαστική πρακτική, συνήθως διστακτική σε αλλαγές, θα
ενστερνιστεί έναν τρόπο διεξαγωγής της δίκης αρκετά διαφορετικό από
τον παραδοσιακό.
Συνεχίζουμε τον κύκλο των μεταρρυθμίσεων με ένα ακόμη σημαντικό
νομοθέτημα, το νόμο 4055/2012 (Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής), ο
οποίος, με στόχο την απλοποίηση πολλών διαδικασιών και την εν γένει
επιτάχυνση της δικαιοδοτικής λειτουργίας, επέφερε αλλαγές τόσο στην
πολιτική όσο και στην ποινική και διοικητική δίκη 720. Από τις επελθούσες
τροποποιήσεις 721 , θα πρέπει να μνημονεύσουμε α) την εισαγωγή της

718 Υπέρ της πλήρως καταγραφόμενης δίκης με ηλεκτρονική υποστήριξη τίθεται ενθουσιωδώς και
ο Σπ. Τσαντίνης, Η αρχή της προφορικότητας της συζήτησης στην πολιτική δίκη, Δίκη 2005, σελ.
1327, που κλείνει τη μελέτη του με το σύνθημα «Verba manent»!
719 Οι σχετικές ρυθμίσεις του ν. 3994/2011 αντιστοιχούν στις σημερινές διατάξεις του άρθρου

237§10 και 11.


720 Με τις διατάξεις του ν. 4055/2012 επέρχονται αλλαγές, πλην του ΚΠολΔ, στον Αστικό Κώδικα,

στον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, στον Πτωχευτικό Κώδικα, στον Ποινικό Κώδικα, στον
Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στο π.δ. 18/1989, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, στον
Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, καθώς και σε μια
σειρά άλλων ειδικότερων νομοθετημάτων.
721 Πέραν των κάτωθι αναγραφομένων, θα πρέπει να σημειώσουμε και την κατεξοχήν

προσπάθεια επίσπευσης της πολιτικής διαδικασίας με την καθιέρωση συντομότερων δικασίμων


και προθεσμιών έκδοσης της απόφασης στις δίκες της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής (14§1
ν. 4055/2012 - 632§2 ΚΠολΔ), πιστωτικών τίτλων (14§2 ν. 4055/2012 - 643§1 ΚΠολΔ),
μισθωτικών διαφορών (15§1 ν. 4055/2012 - 647§1 ΚΠολΔ), μισθών υπερημερίας και
καθυστερούμενων μισθών (15§8 ν. 4055/2012 - 672Α ΚΠολΔ), προσωρινής διαταγής (16§1 και 2

134
δικαστικής μεσολάβησης ως εναλλακτικού τρόπου επίλυσης των
ιδιωτικών διαφορών 722 , με κύρια γνωρίσματα της διαδικασίας τον
προαιρετικό χαρακτήρα της, τη διεύθυνση της από δικαστή 723 , τη
διεξαγωγή κοινών και ξεχωριστών ακροάσεων των διαδίκων και των
πληρεξουσίων δικηγόρων τους με το μεσολαβητή δικαστή, ο οποίος
απευθύνει στα μέρη μη δεσμευτικές προτάσεις επίλυσης της διαφοράς,
καθώς και τον απόρρητο και εμπιστευτικό χαρακτήρα της 724 , β) την
παροχή στους διαδίκους, σε συνέχεια προς την ηλεκτρονική κατάθεση
δικογράφου που εισήχθη με τον ν. 3994/2011, της δυνατότητας
ηλεκτρονικής υποβολής των προτάσεων και των σχετικών εγγράφων 725,
ρύθμιση που εξειδικεύθηκε δια του π.δ. 150/2013, όπου ορίζονται
αναλυτικά τα επιμέρους βήματα της διαδικασίας726, γ) την επαναφορά, σε
υποθέσεις αρμοδιότητας πολυμελούς πρωτοδικείου, της εμμάρτυρης
αποδείξεως στη δικαιοδοσία του εισηγητή δικαστή, στον οποίο παρέχεται
επίσης η εξουσία να αποφασίζει για όλα τα σχετικά διαδικαστικά ζητήματα,
ρύθμιση που εμφανίζει μεν το πλεονέκτημα της εξοικονόμησης δικαστικού
μόχθου, από την άλλη όμως αποτελεί πλήγμα i) στην αμεσότητα της
διαδικασίας, καθώς οι υπόλοιποι δικαστές καλούνται να αποφασίσουν με
βάση μόνο το γραπτό κείμενο της κατάθεσης, χωρίς προσωπική άποψη για
τους μάρτυρες και την αξιοπιστία τους, και ii) στη δημοσιότητα της
δίκης727, αφενός διότι ο ακριβής τόπος και χρόνος εξέτασης των μαρτύρων

ν. 4055/2012 - 691§4 και 5 ΚΠολΔ), εκούσιας δικαιοδοσίας (17§10 ν. 4055/2012 - 756 ΚΠολΔ)
και ανακοπών κατά της εκτελέσεως (19§1, 3 και 4 ν. 4055/2012 - 933§1, 936§2 και 937§3
ΚΠολΔ).
722 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται, πέραν της δικαστικής

μεσολαβήσεως, οι διατάξεις του ΚΠολΔ που επιτάσσουν την απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης
της διαφοράς με την παρέμβαση του δικαστηρίου (209-212 ΚΠολΔ), ο δικαστικός συμβιβασμός
(293 ΚΠολΔ), η προσφυγή σε διαιτησία και η διαμεσολάβηση (ν. 3898/2010).
723 Στο κείμενο του ν. 4055/2012 (άρθρο 7) προβλεπόταν η αρμοδιότητα προέδρου πρωτοδικών

ή πρωτοδίκη, ρύθμιση που συμπληρώθηκε από το ν. 4139/2013, που προέβλεψε, ως προς τις
αγόμενες στο εφετείο υποθέσεις, την αρμοδιότητα προέδρου εφετών ή εφέτη.
724 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 7 του ν. 4055/2012 (214Β ΚΠολΔ).
725 Βλ. το άρθρο 8§1 του ν. 4055/2012 (237§7 ΚΠολΔ).
726 Συμπληρωματικά προς όσα αναφέρουμε για την ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφου,

απαιτούνται εδώ ως ειδικότερα βήματα α) η καταχώρηση στην πλατφόρμα του Ενιαίου


Πληροφοριακού Συστήματος Δικηγορικών Συλλόγων (www.portal.olomeleia.gr) του
χορηγηθέντος κωδικού κατάθεσης του δικογράφου, που απαιτείται για το συσχετισμό αυτού με
τις κατατιθέμενες προτάσεις και έγγραφα, β) η έγκριση της νομιμότητας και του εμπροθέσμου
της κατάθεσης από το αρμόδιο δικαστήριο, γ) η ηλεκτρονική πληρωμή των προβλεπόμενων
ενσήμων, παραβόλων και εξόδων, στα οποία περιλαμβάνεται και το κόστος εκτύπωσης
αντιγράφων των προτάσεων και των σχετικών προκειμένου να τεθούν στη διάθεση των
δικαστών, και, τέλος, δ) η επισύναψη και αποστολή στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του
δικαστηρίου των προτάσεων και των εγγράφων (αποδεικτικών μέσων και διαδικαστικών
εγγράφων), μετά από συμπλήρωση όλων των απαιτούμενων στοιχείων, ενώ η διαδικασία
ολοκληρώνεται, όπως και επί καταθέσεως δικογράφου, με την αποστολή απάντησης
(ηλεκτρονικής απόδειξης) στο mail του δικηγόρου από το πληροφοριακό σύστημα του
δικαστηρίου.
727 Στα κάτωθι αναγραφόμενα θα πρέπει να προστεθεί και η απουσία δικαστικού γραμματέα από

το πλευρό του λαμβάνοντος τις μαρτυρικές καταθέσεις εισηγητή, σύμφωνα προς τη ρύθμιση του
άρθρου 102§3 του ν. 4139/2013, κάτι που σημαίνει παράλειψη τήρησης πρακτικών επί της
διαδικασίας.

135
καθορίζεται κατά τη συζήτηση με προφορική ανακοίνωση του προέδρου,
κάτι που δυσχεραίνει σημαντικά τη δυνατότητα των προσώπων που δεν
παρευρέθησαν κατ’ αυτήν να ενημερωθούν για το πού και πότε θα λάβει
χώρα, από τη στιγμή που τα σχετικά στοιχεία δεν προκύπτουν από το
πινάκιο του δικαστηρίου ούτε γνωστοποιούνται άλλως στο κοινό υπό
μορφήν ανακοινώσεως ή ηλεκτρονικής πληροφόρησης, και, αφετέρου,
διότι υπάρχει ο κίνδυνος η αποδεικτική διαδικασία να μεταφερθεί και πάλι
από τις δικαστικές αίθουσες στα ιδιαίτερα γραφεία των εισηγητών, κάτι
που δεν παρακωλύει βέβαια ολοκληρωτικά τη δημοσιότητα, την ελαττώνει
όμως σημαντικά λόγω του κατά κανόνα περιορισμένου μεγέθους του
χώρου728, δ) την επέκταση της δυνατότητας έκδοσης διαταγής πληρωμής
και στην περίπτωση όπου ο οφειλέτης παρέστη σε προηγούμενη συζήτηση
αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και ομολόγησε τα κρίσιμα πραγματικά
γεγονότα που θεμελιώνουν απαίτηση σε βάρος του ή απεδέχθη την
αίτηση 729 , ε) την υπαγωγή των ασκούμενων κατά διαταγής πληρωμής
ανακοπών, ανεξαρτήτως του αντικειμένου της επιδικαζομένης
απαιτήσεως, στη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων 730 , στ) την
κατάργηση της υποχρεωτικής υποβολής προτάσεων στις δίκες της
ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής και της ανακοπής κατά της
εκτέλεσης731, ζ) την παροχή στον εκμισθωτή δυνατότητας σώρευσης στην
εκδιδόμενη διαταγή απόδοσης χρήσης του μισθίου αιτήματος καταδίκης
του μισθωτή στην πληρωμή μισθωμάτων, κοινοχρήστων δαπανών και
λογαριασμών κοινής ωφελείας, εφόσον οι σχετικές απαιτήσεις

728 Βλ. και τη μελέτη του Ι. Γρύλλη, Οι αλλαγές της πολιτικής δίκης με το ν. 4055/2012, διαθέσιμη
διαδικτυακώς στη διεύθυνση
http://nomikospoudastirio.gr/%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE% BA%CE%AE-
%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CF%81%CF%8C%CF%84%CE%B7%
CF%84%CE%B1/1182-%CE%BF%CE%B9-
%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%B3%CE%B5%CF%83-%CF%84%CE%B7%CF%83-
%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CF% 83-
%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CF%83-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%BF-
%CE%BD-4055-12,-%CE%BC%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%84%CE%B7-%CE%B9-
%CE%B3%CF%81%CF%85%CE%BB%CE% BB%CE%B7. Ο συγγραφέας επισημαίνει, μεταξύ
άλλων, τα άτοπα που δύνανται να δημιουργηθούν στην πράξη από τη ρύθμιση του άρθρου 9 του
ν. 4055/2012 (270§5 ΚΠολΔ), αφενός, λόγω πρακτικής αδυναμίας ολοκλήρωσης της εμμάρτυρης
αποδείξεως στην τιθέμενη από το νόμο προθεσμία και, αφετέρου, λόγω της καθιερούμενης
κλήτευσης στην ενώπιον του εισηγητή διαδικασία ακόμη και απόντων διαδίκων, καταλήγοντας
στο συμπέρασμα ότι, υπό τη νέα μορφή της διάταξης, η διεξαγωγή της εμμάρτυρης απόδειξης θα
ακολουθεί ουσιαστικά την εκφώνηση του πινακίου, που δε θα παίρνει πολλή ώρα, συνεχιζόμενη
μετ’ αυτήν στην ορισθείσα αίθουσα ή γραφείο, με την παρουσία των διαδίκων που αμέσως
προηγουμένως παρέστησαν και κατά την εκφώνηση.
729 Βλ. το άρθρο 13 του ν. 4055/2012 (623 ΚΠολΔ).
730 Όπως συνάγεται από την κατάργηση του περιεχομένου της §3 του άρθρου 632 με το άρθρο

14§1 του ν. 4055/2012 και τη σχετική αναφορά της αιτιολογικής εκθέσεως του νόμου (σελ. 4).
Αντίθετη η Μαρία-Ευφραιμία Γερασοπούλου, Πρόσφατες τροποποιήσεις που επέφερε ο ν.
4055/2012 στο άρθρο 632 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ: Θεωρητικοί προβληματισμοί υπό το πρίσμα της
διαφύλαξης θεμελιωδών δικαιωμάτων των διαδίκων, Αρμενόπουλος 2014, σελ. 1465-1474,
προκρίνουσα ως προσήκουσα διαδικασία εκδίκασης της ανακοπής αυτήν της επιδικαζόμενης
απαιτήσεως.
731 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 14§1 και 19§4 του ν. 4055/2012 (632§2 και 937§3 ΚΠολΔ).

136
αποδεικνύονται εγγράφως 732 , η) επί αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων,
την, κατά την κρίση του δικαστή, είτε ολοκληρωτική παράλειψη του
αιτιολογικού, οπότε απλά καταχωρίζεται το διατακτικό της στο τέλος του
δικογράφου της αιτήσεως ή τα πρακτικά, ορίζοντας το περιεχόμενο του
διατασσόμενου μέτρου, είτε συνοπτική αιτιολόγηση ως προς την ύπαρξη ή
ανυπαρξία του δικαιώματος και τη συνδρομή ή μη επικείμενου κινδύνου ή
επείγουσας περίπτωσης 733 , ρύθμιση αναγκαία για την ταχύτερη έκδοση
αποφάσεως, καθώς και θ) την τροποποίηση του άρθρου 1441 ΑΚ, η οποία
προσέδωσε στη διαδικασία εκδόσεως συναινετικού διαζυγίου κατ’ εξοχήν
έγγραφο χαρακτήρα, με την αντικατάσταση της κοινής αιτήσεως των
συζύγων προς το δικαστήριο από την υποβολή απλά προς επικύρωση
σχετικής έγγραφης συμφωνίας, χωρίς πλέον να χρειάζεται η παράσταση
των διαζευγνυομένων ενώπιον αυτού προς επιβεβαίωση της
συναινέσεως734.

Θ. Η επελθούσα με το ν. 4335/2015 αναθεώρηση


Παρά τις αγαθές προθέσεις των κατά καιρούς εισηγητών και τις
προσδοκίες του νομικού κόσμου, οι επελθούσες, με αυξανόμενο μάλιστα
ρυθμό τα τελευταία χρόνια, τροποποιήσεις δεν κατάφεραν, αν εξαιρέσουμε
την επίτευξη ορισμένων επιμέρους στόχων735, να αναστρέψουν την γενική
εικόνα των μεγάλων καθυστερήσεων736, ιδίως ως προς το χρόνο εκδίκασης

732 Βλ. το άρθρο 15§5 του ν. 4055/2012 (662Θ ΚΠολΔ).


733 Βλ. το άρθρο 16§2 του ν. 4055/2012 (691§5 ΚΠολΔ).
734 Βλ. το άρθρο 3 του ν. 4055/2012 (1441 ΑΚ). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη

ρύθμιση του άρθρου 1441§2 ΑΚ, στην περίπτωση της ύπαρξης ανηλίκων τέκνων η έγγραφη
συμφωνία προς λύση του γάμου πρέπει να συνοδεύεται από άλλη έγγραφη συμφωνία που να
ρυθμίζει την επιμέλεια των τέκνων και την επικοινωνία με αυτά. Ούτως, σύμφωνα με το νέο
περιεχόμενο του άρθρου «Η κατά τα ανωτέρω έγγραφη συμφωνία, καθώς και το έγγραφο
συμφωνητικό που αφορά την επιμέλεια και την επικοινωνία των ανήλικων τέκνων ή τη διατροφή
αυτών, εφόσον έχει συμφωνηθεί, υποβάλλονται μαζί με τα ειδικά πληρεξούσια, όταν απαιτείται, στο
αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο, το οποίο με απόφαση του, που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της
εκούσιας δικαιοδοσίας, επικυρώνει τις συμφωνίες και κηρύσσει τη λύση του γάμου, εφόσον
συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις».
735 Παρατηρώντας τα σχετικά με την κατάθεση δικογράφων και έκδοση αποφάσεων στατιστικά

στοιχεία της ιστοσελίδας του Πρωτοδικείου Αθηνών (http://www.protodikeioath.gr/


opencms_prot/opencms/ProtSite/info/statistics.html), διαπιστώνουμε ότι επετεύχθη, συνεπεία
ίσως και της οικονομικής κρίσεως, ο στόχος της μείωσης της δικαστηριακής ύλης από τον αριθμό-
ρεκόρ των 243.530 κατατεθειμένων δικογράφων το έτος 2007 σε μόλις 118.094 το έτος 2015, με
κατακόρυφη πτώση ιδίως από το έτος 2010 και εντεύθεν, καθώς και ο στόχος της ελάφρυνσης
του έργου των πολυμελών συνθέσεων, με αντίστοιχη επιβάρυνση των μονομελών, όπως
καταδεικνύει η μείωση του αριθμού των εκδιδομένων από το Πολυμελές (κατά την τακτική
διαδικασία) αποφάσεων, από τον αριθμό των 10.565 το έτος 2001 σε 4.133 το 2015, με
αντίστοιχη αύξηση κατά την ίδια περίοδο των αποφάσεων του Μονομελούς (τακτική διαδικασία)
από 5.990 σε 7.662.
736 Σύμφωνα με τα παρατιθέμενα από τον κ. Θ. Φορτσάκη στοιχεία στην ομιλία του ενώπιον του

Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) το έτος 2013, στο τέλος
του έτους 2012 εκκρεμούσαν ενώπιον των πρωτοδικείων όλης της χώρας συνολικά 255.382
πολιτικές υποθέσεις, με μέσο όρο εκδίκασης τα 3 χρόνια, και ενώπιον των ειρηνοδικείων συνολικά
445.689 υποθέσεις, με μέσο όρο εκδίκασης τα 2,5 χρόνια και αυξητικές τάσεις. Βλ. ειδικότερα στην
ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.eliamep.gr/wp-
content/uploads/2013/05/Fortsakis_Speech.pdf.

137
των υποθέσεων, οι οποίες έφθασαν να προσδιορίζονται στην τακτική
διαδικασία του Πρωτοδικείου Αθηνών με μέση καθυστέρηση 3 ετών 737 .
Έχουσα προ των οφθαλμών της την ανωτέρω κατάσταση, η
νομοπαρασκευαστική επιτροπή του νόμου 4335/2015 738 αποφάσισε να
κάνει το μεγάλο
βήμα, με την
εγκατάλειψη της
προφορικής
συζήτησης στην
τακτική
διαδικασία,
κατεύθυνση προς
την οποία μας
είχαν προϊδεάσει
οι αλλαγές των
ετών 2011 και Άποψη του επιβλητικού κτιρίου του Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου
2012, για χάρη (Supreme Court) στην πρωτεύουσα (Washington) των Ηνωμένων Πολιτειών της
μιας Αμερικής

αποκλειστικά
έγγραφης, επιτροπικού τύπου, διαδικασίας, κατά την οποία το δικαστήριο
θα σχηματίζει την κρίση του επί τη βάσει των προσκομιζομένων από τους
διαδίκους εγγράφων και μόνον κατ’ εξαίρεση, εφόσον καταλείπονται
αμφιβολίες επί ουσιωδών θεμάτων, θα διατάσσονται μαρτυρικές
καταθέσεις στο ακροατήριο. Η σημαντική αυτή μεταρρύθμιση, της οποίας
τα αποτελέσματα μένει να κριθούν στην πράξη, και η διαφαινόμενη
αναγόρευση της αρχής της οικονομίας της δίκης σε πρωτεύουσα
δικονομική επιδίωξη αναμενόμενα συνάντησαν αντιδράσεις σε θεωρητικό
επίπεδο, καθώς με μια πρώτη ματιά φαίνεται να διαταράσσουν το
κανονιστικό πλαίσιο των θεμελιωδών αρχών του ΚΠολΔ, το οποίο, ως
προϊόν δικαιοπολιτικών σταθμίσεων βασισμένων στη μακρόχρονη

Προς συμπλήρωση των ανωτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα τηρούμενα από το
Υπουργείο Δικαιοσύνης στατιστικά στοιχεία, κατά το τέλος του 2015 παρέμεναν εκκρεμείς
ενώπιον των 63 πρωτοδικείων της χώρας συνολικά 242.209 υποθέσεις και ενώπιον των
Ειρηνοδικείων 387.817 υποθέσεις. Βλ. ειδικότερα στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://stats-
ministryofjustice.gr/#stats.
737 Βλ. τη μελέτη του Σπ. Γεωργουλέα, Η δίκη ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων κατά την

τακτική διαδικασία: νομοτεχνικά ζητήματα, πρακτικά προβλήματα εφαρμογής και προτεινόμενες


λύσεις, ΕλλΔνη 2016, σελ. 41-58.
Βλ. επίσης τα παρατιθέμενα από τον κ. Θεοδ. Φορτσάκη στοιχεία στην ομιλία του ενώπιον του
Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) το έτος 2013
(http://www.eliamep.gr/wp-content/uploads/2013/05/Fortsakis_Speech. pdf).
738 Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή απαρτίσθηκε από τους Αρεοπαγίτες Ιωάννη Χαμηλοθώρη

(πρόεδρος) και Πάνο Πετρόπουλο, τον πρόεδρο εφετών Κυριάκο Οικονόμου, τους καθηγητές
Γεώργιο Ορφανίδη, Χαρίκλεια Απαλαγάκη και Στυλιανό Σταματόπουλο και τους δικηγόρους
Αθηνών Κωνσταντίνο Κουτσουλέλο, Θεόδωρο Σχινά και Αντώνιο Βγόντζα, ενώ θα πρέπει να
σημειωθεί ότι της ψήφισης του νόμου προηγήθηκε δημόσια διαβούλευση και υποβολή
προτάσεων και παρατηρήσεων από τον Άρειο Πάγο, τους δικηγορικούς συλλόγους, τη
Συντονιστική Επιτροπή συμβολαιογραφικών συλλόγων Ελλάδος, την Ομοσπονδία δικαστικών
επιμελητών και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς.

138
πρακτική και εμπειρία, κατοχυρώνει βασικές διαδικαστικές εγγυήσεις, από
την άλλη όμως μάλλον αποτελούσε τη μόνη πρόσφορη λύση σε δικονομικό
επίπεδο 739 , εφόσον υπό το υπάρχον πλαίσιο η δυνατότητα ουσιαστικών
παρεμβάσεων στη δομή της διαδικασίας είχε εν πολλοίς εξαλειφθεί 740. Στις
επόμενες σελίδες θα επιχειρήσουμε μια αμφίπλευρη προσέγγιση των
ρυθμίσεων του ν. 4335/2015, καταγράφοντας τις σκέψεις και τους
στόχους της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, όπως παρουσιάζονται στην
αιτιολογική έκθεση του νόμου, και βέβαια το περιεχόμενο των αλλαγών,
επισημαίνοντας όμως παράλληλα τις παρατηρήσεις και τους
προβληματισμούς των θεωρητικών σχετικά με αυτές.
Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή, εν πρώτοις, εκκινεί από τη θέση ότι οι
μεγάλες χρονικές καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην εκδίκαση των
υποθέσεων της τακτικής διαδικασίας οφείλονται πρωτευόντως στις
μακρινές προσφερόμενες δικασίμους και συμπληρωματικώς στις διάφορες
περιπτώσεις αναβολών, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι ex officio
αναβολές, λόγω παρέλευσης του δικαστικού ωραρίου, με γενεσιουργό κατά
κανόνα αιτία τον υπερβολικό χρόνο που αναλίσκεται στην εξέταση των
μαρτύρων κάθε υπόθεσης, ενώ παράλληλα επισημαίνει ότι στην τακτική
διαδικασία, και προεχόντως στις υποθέσεις του ενοχικού, εμπορικού και
κληρονομικού δικαίου, το κύριο αποδεικτικό υλικό απαρτίζεται από
έγγραφα, με τους μάρτυρες να συνεισφέρουν σε μικρό μόνο βαθμό στην
ανεύρεση της ουσιαστικής αληθείας 741 . Εν συνεχεία, εξετάζοντας τις
διαθέσιμες επιλογές της, α) διαπιστώνει ότι η δυνατότητα περαιτέρω

739 Ορθώς επισημαίνεται ότι η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης αποτελεί κυρίως ζήτημα
οργανωτικό, υπό την έννοια της διαμόρφωσης των κατάλληλων κτιριακών και υλικοτεχνικών
δομών (νέες αίθουσες, μηχανογράφηση, καθιέρωση της ηλεκτρονικής δίκης, ηλεκτρονική
διασύνδεση δικαστηρίων), της αύξησης του ανθρώπινου δυναμικού (δικαστές, δικαστικοί
υπάλληλοι), καθώς και της αξιολόγησης και της κατάλληλης επιμόρφωσης του (π.χ. εξειδίκευση
των δικαστών σε μία κατηγορία υποθέσεων), της αναδιαμόρφωσης του χρονικού πλαισίου
λειτουργίας των δικαστηρίων (επέκταση του ωραρίου δικαστηρίων και γραμματείας, μείωση
δικαστικών διακοπών), της καλύτερης κατανομής της δικαστικής αρμοδιότητας (π.χ. μέσω της
διάσπασης μεγάλων πρωτοδικείων ή συγχωνεύσεως μικρότερων), της ανάθεσης δικαστηριακής
ύλης σε συμβολαιογράφους (π.χ. έκδοση πιστοποιητικών, συναινετικά διαζύγια, συναινετικές
προσημειώσεις, σύσταση σωματείων). Βλ. αναλυτικώς τα πορίσματα και τις προτάσεις που
καταγράφονται στη σχετική μελέτη της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών, Συμβολή για την
αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, σελ. 89 επ. (συγγραφέας του σχετικού κεφαλαίου ο Γ.
Ορφανίδης).
740 Προτεινόταν, βέβαια, ακόμη, ο περιορισμός των ενδίκων μέσων σε ορισμένες ή όλες τις

κατηγορίες υποθέσεων, με τη θέσπιση μηχανισμών ελέγχου και διαχωρισμού των υποθέσεων


λόγω ποσού ή αντικειμένου, η άφεση στο δικαστή ευρείας διακριτικής ευχέρειας κατάστρωσης
της διαδικασίας ανάλογα με την επίδικη υπόθεση, η συνοπτικότερη αιτιολόγηση των δικαστικών
αποφάσεων (βλ. σχετικώς και τη μελέτη του Δημ. Ζιγκόλη, Η αιτιολογία της δικαστικής απόφασης
σε σχέση με την καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, διαθέσιμη διαδικτυακώς στη
διεύθυνση http://dikastis.blogspot.gr/2014/02/blog-post_20.html), η περαιτέρω αύξηση του
κόστους προσφυγής στη δικαιοσύνη, η θέσπιση νέων μορφών ενδίκων βοηθημάτων, όπως η
συλλογική αγωγή σε υποθέσεις συναφείς εξ επόψεως αντικειμένου και διαφιλονικούμενων
ζητημάτων, η περαιτέρω ενίσχυση των εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών
κτλ. Βλ. αναλυτικώς τη μελέτη της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών, Συμβολή για την
αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, σελ. 377 επ. (συγγραφέας του σχετικού κεφαλαίου ο Π.
Κοντογεωργακόπουλος).
741 Βλ. σελ. 2 της αιτιολογικής εκθέσεως του ν. 4335/2015.

139
απλουστεύσεων-βελτιώσεων επί του από μακρόν καθιερωμένου προτύπου
δίκης, κατευθυνόμενου στη διεξαγωγή μίας και μοναδικής συζητήσεως ανά
βαθμό δικαιοδοσίας, έχει περιορισθεί δραματικά, κρίνοντας πως
απαιτείται μια διαφορετική προσέγγιση, β) ομολογεί πως ένα πρότυπο
δίκης δεν αρκεί για να καλύψει όλες τις κατηγορίες διαφορών, όχι τόσο εξ
επόψεως αντικειμένου όσο εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών κάθε
διαφοράς (εριζόμενο νομικό ζήτημα, πραγματικά γεγονότα, νομικές
συνέπειες), που μπορεί να συνθέτουν μια απλή ή πολύπλοκη υπόθεση,
κρίνοντας πως σε ανάλογες περιπτώσεις η ενδεδειγμένη λύση είναι η
αναγνώριση στο δικαστήριο του δικαιώματος επιλογής μεταξύ της
έγγραφης ή προφορικής διαδικασίας ή ενός συνδυασμού των δυο
συστημάτων, γ) επισημαίνει πως στην πράξη η πρακτική της προφορικής
συζητήσεως είχε εδώ και δεκαετίες φαλκιδευθεί, με συνέπεια η απόσταση
από το βασιζόμενο στη έγγραφη διαδικασία πρότυπο δίκης να μην είναι
μεγάλη, και δ) σημειώνει ότι στη χώρα μας δεν υφίστανται ακόμα οι
προϋποθέσεις για την αναγνώριση στο δικαστή ενός πιο ενεργού ρόλου
στη δίκη, συνιστάμενου στην καθοδήγηση των διαδίκων και στην
καθίδρυση ενός νομικού διαλόγου μεταξύ των παραγόντων της δίκης, όπως
συμβαίνει σε πολλές αλλοδαπές έννομες τάξεις 742 . Στο πλαίσιο των
ανωτέρω παραδοχών, και με κύριο μέλημα την επιτάχυνση στην απονομή
της δικαιοσύνης, προκρίνει ένα σύστημα δίκης στηριζόμενο μεν κατά βάση
στην έγγραφη αντί της προφορικής διαδικασίας, υπό την έννοια ότι οι
διαφορές θα αποφασίζονται επί τη βάσει των εμπεριεχομένων στις
έγγραφες προτάσεις ισχυρισμών, μετά από μια τυπική συζήτηση, στην
οποία δε θα παρίστανται καν οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι
τους, παρέχοντος όμως συμπληρωματικά σε ένα μεταγενέστερο στάδιο,
εφόσον κρίνεται αναγκαίο από τη μελέτη του φακέλλου της δικογραφίας,
τη δυνατότητα διεξαγωγής στο ακροατήριο μαρτυρικής απόδειξης, η οποία
ούτως δεν υποβαθμίζεται θεσμικώς, τιθέμενη «επί του ιδίου δικονομικού
βάθρου με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα».
Πιο συγκεκριμένα, οι σημαντικότερες παρεμβάσεις της
νομοπαρασκευαστικής επιτροπής στο σχεδιασμό της νέας τακτικής
διαδικασίας, πάντοτε υπό την οπτική των εξεταζομένων θεμάτων, ήταν οι
ακόλουθες: α) η αντικατάσταση της προφορικής συζήτησης από την
έγγραφη διεξαγωγή της διαδικασίας 743 , β) η υποχρεωτική υποβολή
προτάσεων και στο ειρηνοδικείο, εξαιρουμένων των εκδικαζομένων
σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις περί μικροδιαφορών υποθέσεων744, γ) η
αναγόρευση σε θεμελιώδη δικονομικά αξιώματα i) της ταχείας επίλυσης
της διαφοράς, με την επιταγή προς τους παράγοντες της δίκης (δικαστήριο,
διαδίκους, πληρεξουσίους δικηγόρους και νομίμους εκπροσώπους των
διαδίκων) να συμβάλλουν σε αυτήν με την εν γένει δικονομική τους
συμπεριφορά, η οποία περαιτέρω εξειδικεύεται σε επιμελή διεξαγωγή της

742 Βλ. τα αναγραφόμενα στις σελίδες 3-6 της αιτιολογικής εκθέσεως.


743 Βλ. το άρθρο 115§2 ΚΠολΔ (άρθρο 1§2 ν. 4335/2015).
744 Βλ. το άρθρο 115§3 ΚΠολΔ (άρθρο 1§2 ν. 4335/2015).

140
δίκης, εμπρόθεσμη επιχείρηση διαδικαστικών πράξεων, έγκαιρη προβολή
ισχυρισμών και έγκαιρη προσαγωγή αποδεικτικών μέσων 745 , και ii) του
συμβιβαστικού πνεύματος και της επιλογής εναλλακτικών τρόπων
επίλυσης της διαφοράς, με τη γενική προτροπή προς το δικαστήριο να
ενθαρρύνει και να υποστηρίζει σε κάθε στάση της δίκης και σε κάθε
διαδικασία ανάλογες προσπάθειες 746 , δ) ενώπιον του ειρηνοδικείου, η
κατάργηση της δυνατότητας προφορικής άσκησης της αγωγής, ακόμη και
στη διαδικασία των μικροδιαφορών 747 , καθώς και η κατάργηση των
συνυφασμένων με την προφορική συζήτηση πρακτικών της απόπειρας
συμφιλίωσης των διαδίκων 748 , δόσεως όρκου για την επικύρωση του
συμβιβασμού, προφορικής άσκησης της πρόσθετης παρέμβασης,
αιτήματος παραπομπής της προς συμψηφισμό απαιτήσεως στο αρμόδιο
πρωτοδικείο και καθοδηγήσεως των παρισταμένων άνευ δικηγόρου
διαδίκων 749 , ε) η για τον ίδιο λόγο κατάργηση της προσπάθειας
συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς εκ μέρους του πρωτοδικείου750, στ)
η θέση της ημερομηνίας κατάθεσης της αγωγής ως αφετηριακού χρονικού
σημείου για i) την επίδοση της αγωγής, εντός 30 ημερών από την
ημερομηνία κατάθεσης, με κίνδυνο μάλιστα ανατροπής των ουσιαστικών
και δικονομικών αποτελεσμάτων της 751 επί μη νόμιμης ή εκπρόθεσμης
επιδόσεως 752, ii) την άσκηση παρέμβασης, προσεπίκλησης, ανακοίνωσης
και ανταγωγής, εντός 60 ημερών από την ημερομηνία κατάθεσης753, iii) την
παρέμβαση μετά από προσεπίκληση ή ανακοίνωση, εντός 90 ημερών από

745 Βλ. το νέο άρθρο 116§2 ΚΠολΔ (άρθρο 1§3 ν. 4335/2015).


746 Βλ. το νέο άρθρο 116Α ΚΠολΔ (άρθρο 1§3 ν. 4335/2015).
747 Βλ. την τροποποίηση των άρθρων 215§2 και 468§1 ΚΠολΔ δια του άρθρου 2§2 ν. 4335/2015.

Σε συνέχεια με την περιγραφόμενη αλλαγή καταργείται και η δυνατότητα προφορικής άσκησης


της ενώπιον του ειρηνοδικείου απευθυνόμενης παρέμβασης (81 ΚΠολΔ), προσεπίκλησης (89
ΚΠολΔ), ανταγωγής (268§4 ΚΠολΔ), αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής (626§1 ΚΠολΔ),
ασφαλιστικών μέτρων (686§1 ΚΠολΔ) και εκούσιας δικαιοδοσίας (747§1 ΚΠολΔ), καθώς και των
ενδίκων μέσων της ανακοπής ερημοδικίας και αναψηλάφησης κατ’ αποφάσεων ειρηνοδικείου
(495§3 ΚΠολΔ).
748 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι φυσικά παραμένει στη διάθεση των διαδίκων (βάσει των άρθρων

209, 210, 212, 213 και 214 ΚΠολΔ) η δυνατότητα να ζητήσουν τη συμβιβαστική παρέμβαση του
ειρηνοδίκη δια συνοπτικής αιτήσεως ή δι’ αυθορμήτου εμφανίσεως των ενώπιον του, οπότε και
γίνεται μια συνολική προσέγγιση των επίμαχων ζητημάτων και αναζήτηση της προσφορότερης
λύσεως, απαλλαγμένη από δικονομικούς και ουσιαστικούς κανόνες.
749 Βλ., αντιστοίχως, την κατάργηση των άρθρων 208, 211, 231, 244 και 251 ΚΠολΔ δια του

άρθρου 2§1 ν. 4335/2015.


750 Βλ. την κατάργηση του άρθρου 233§2, 3 και 4 ΚΠολΔ δια του άρθρου 2§1 ν. 4335/2015.
751 Βλ. το νέο άρθρο 215§2 ΚΠολΔ (άρθρο 2§2 ν. 4335/2015). Επιγραμματικά, αναφέρουμε ότι οι

κυριότερες ουσιαστικές συνέπειες της άσκησης της αγωγής είναι η διακοπή της παραγραφής (ΑΚ
261) και η τοκοφορία (ΑΚ 345, 346) της επίδικης αξίωσης και δικονομικές η εκκρεμοδικία, η
αποκρυστάλλωση της δικαιοδοσίας και της αρμοδιότητας του δικαστηρίου και η προτίμηση
ανάμεσα στα περισσότερα αρμόδια δικαστήρια (221§1 ΚΠολΔ), με περαιτέρω συνέπειες να
προβλέπονται σε ειδικές διατάξεις (βλ. ενδεικτικώς τις ΑΚ 279, 296, 348, 909, 933, 1049, 1822),
ανάλογα με το είδος της ασκούμενης αγωγής.
752 Σύμφωνα με την Κ. Μακρίδου, Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις του ΣχΝΚΠολΔ (2014) ως προς την

τακτική διαδικασία - συζήτηση στο ακροατήριο, ΕΠολΔ 2014, σελ. 192, στην περίπτωση αυτή
εφαρμόζεται αναλογικώς η ρύθμιση του άρθρου 263§2 ΑΚ, που επί επανασκήσεως της αγωγής
εντός εξαμήνου προβλέπει διακοπή της παραγραφής με την πρώτη αγωγή.
753 Βλ. το νέο άρθρο 238§1 εδ. α ΚΠολΔ (άρθρο 2§2 ν. 4335/2015).

141
την ημερομηνία κατάθεσης 754, iv) την κατάθεση των προτάσεων επί της
αγωγής, αλλά και επί των παρεμβάσεων, προσεπικλήσεων, ανακοινώσεων
και ανταγωγών755, μετά των αναφερομένων σε αυτές αποδεικτικών μέσων
και διαδικαστικών εγγράφων, εντός 100 ημερών από την κατάθεση της
αγωγής756, v) την κατάθεση προσθήκης στις προτάσεις, εντός 15 ημερών
από τη λήξη της προηγούμενης προθεσμίας (115 ημέρες από την κατάθεση
της αγωγής)757, οπότε και κλείνει ο φάκελλος της δικογραφίας, και, τέλος,
vi) τον ορισμό του δικαστή ή της σύνθεσης του δικαστηρίου (και του
εισηγητή) για την εκδίκαση της υπόθεσης, εντός 15 ημερών από το
κλείσιμο του φακέλλου της δικογραφίας (130 ημέρες από την κατάθεση
της αγωγής) 758 , καθώς και της ημερομηνίας (τυπικής) συζήτησης της
αγωγής στο ακροατήριο, η οποία σύμφωνα με τη ρύθμιση του νόμου πρέπει
κανονικά να ορίζεται σε χρόνο όχι μεγαλύτερο των 30 ημερών από τη λήξη
της ανωτέρω προθεσμίας (160 ημέρες από την κατάθεση της αγωγής) 759,
ζ) ο περιορισμός της άσκησης κύριας παρέμβασης στον πρώτο βαθμό
δικαιοδοσίας760, η) η ηλεκτρονική τήρηση του πινακίου, σε αρμονία προς
τις ειδικές διατάξεις του ΚΠολΔ για ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων 761
η) η κατάργηση της δυνατότητας προφορικής άσκησης της ανταγωγής
ενώπιον του ειρηνοδικείου 762 , θ) η αναβάθμιση της δυνατότητας του
δικαστηρίου να ζητεί, προπαρασκευαστικώς της συζητήσεως, την
προσκομιδή εγγράφων, με τη συμπερίληψη στην εμβέλεια της, εκτός από
τους διαδίκους και τις δημόσιες αρχές, και τρίτων προσώπων, και με την
πρόβλεψη αυστηρότερων κυρώσεων 763 , ι) η καθιέρωση ενός
αυστηρότερου συγκεντρωτικού συστήματος, σύμφωνα με το οποίο στον
πρώτο βαθμό καταληκτικό σημείο πρότασης των ισχυρισμών των
διαδίκων είναι σε κάθε περίπτωση ο χρόνος καταθέσεως των

754 Βλ. το νέο άρθρο 238§1 εδ. β ΚΠολΔ (άρθρο 2§2 ν. 4335/2015).
755 Βλ. το νέο άρθρο 238§1 εδ. δ ΚΠολΔ (άρθρο 2§2 ν. 4335/2015). Η διάταξη του άρθρου 238§2
αποτελεί κατάλοιπο της προγενέστερης ρύθμισης και δεν εφαρμόζεται.
756 Βλ. το νέο άρθρο 237§1 ΚΠολΔ (άρθρο 2§2 ν. 4335/2015). Αυτό σημαίνει ότι ο διάδικος θα

πρέπει μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα να μεριμνήσει και για τη λήψη των προσαγόμενων εκ
μέρους του ενόρκων βεβαιώσεων, υπό τις ειδικότερες διατυπώσεις των άρθρων 421-423 ΚΠολΔ.
757 Βλ. το νέο άρθρο 237§2 ΚΠολΔ (άρθρο 2§2 ν. 4335/2015). Σημειούται ότι «νέοι ισχυρισμοί με

την προσθήκη μπορούν να προταθούν και νέα αποδεικτικά μέσα να προσκομισθούν μόνο για την
αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις».
758 Βλ. το νέο άρθρο 237§4 εδ. α και β ΚΠολΔ (άρθρο 2§2 ν. 4335/2015).
759 Βλ. το νέο άρθρο 237§4 εδ. γ ΚΠολΔ (άρθρο 2§2 ν. 4335/2015). Αποτελεί κοινό μυστικό το

ανεφάρμοστο της διάταξης, τουλάχιστον στα μεγάλα πρωτοδικεία της χώρας, όπου δεν υπάρχουν
διαθέσιμες τόσο σύντομοι δικάσιμοι, ο νόμος πάντως φαίνεται να αναγνωρίζει την υφιστάμενη
παθογένεια, προβλέποντας ότι «κατ’ εξαίρεση, αν ο προβλεπόμενος από τον κανονισμό του
δικαστηρίου αριθμός υποθέσεων, που ανατίθεται σε κάθε δικαστή, καλυφθεί, ο ορισμός δικαστή και
χρόνου συζήτησης της υπόθεσης γίνεται στον απολύτως αναγκαίο χρόνο (άρθρο 237§4 εδ. δ
ΚΠολΔ)».
760 Προς αποφυγή αιφνιδιασμού των αρχικών διαδίκων, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του

νόμου (σελ. 16). Βλ. το νέο άρθρο 79§1 ΚΠολΔ (άρθρο 1§2 ν. 4335/2015).
761 Βλ. το νέο άρθρο 237§4 εδ. ε ΚΠολΔ (άρθρο 2§2 ν. 4335/2015).
762 Βλ. το νέο άρθρο 268§4 ΚΠολΔ (άρθρο 2§3 ν. 4335/2015), σύμφωνα με το οποίο η ανταγωγή

ασκείται πλέον μόνο δια χωριστού δικογράφου. Η αλλαγή αυτή καταργεί και τη δυνατότητα
προφορικής υποβολής ανταίτησης στα ασφαλιστικά μέτρα.
763 Βλ. το νέο άρθρο 232§1 ΚΠολΔ (άρθρο 2§2 ν. 4335/2015).

142
προτάσεων 764 , ρύθμιση που επικρίνεται ως αδικαιολόγητη 765 , καθότι, εν
αντιθέσει με την προγενέστερη μορφή του ΚΠολΔ, όπου το σύστημα
συγκεντρώσεως είχε μικρή πρακτική αξία766, με το νέο καθεστώς μεταξύ
του χρόνου
προκατάθεσης
των προτάσεων
και του χρόνου
συζήτησης είναι
πολύ πιθανό να
μεσολαβεί μακρό
χρονικό διάστημα,
ιδίως αν
επακολουθήσει

Το κτίριο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο


Στρασβούργο της Γαλλίας

επαναλαμβανόμενη συζήτηση με εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, με


αναπόφευκτη συνέπεια σε πολλές περιπτώσεις την έκδοση μιας
ουσιαστικά εσφαλμένης αποφάσεως, λόγω αδυναμίας προβολής οψιγενών
της ανωτέρω προθεσμίας γεγονότων 767 , αλλά και ισχυρισμών
αποδεικνυομένων εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, που
επίσης αποκλείονται χωρίς αποχρώσα αιτία768, και την επιβράδυνση τελικά
στην απονομή της δικαιοσύνης769, ενόψει της υποχρέωσης του διαδίκου να

764 Όπως προκύπτει από την κατάργηση του άρθρου 269 ΚΠολΔ (άρθρο 2§1 ν. 4335/2015), σε
συνδυασμό με το καθιερούμενο σύστημα προκατάθεσης προτάσεων. Όπως αναφέρεται ρητώς
στην αιτιολογική έκθεση του νόμου (σελ. 7), μετά το κλείσιμο του φακέλλου μόνο επιτρέπεται η
επιχείρηση ορισμένων μόνο διαδικαστικών πράξεων, όπως η παραίτηση από το δικαίωμα της
αγωγής, ο δικαστικός και η βίαιη διακοπή της δίκης, ενώ δεν είναι δυνατή η προβολή νέων
ισχυρισμών, έστω και για αντίκρουση ισχυρισμών που προβλήθηκαν με τις προτάσεις, ούτε
οψιγενών και αποδεικνυομένων δι’ εγγράφου ή δικαστικής ομολογίας του αντιδίκου ισχυρισμών.
765 Βλ. τις θέσεις της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ΕΠολΔ 2014, σελ. 163, και των Κ.

Μακρίδου, Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις του ΣχΝΚΠολΔ (2014) ως προς την τακτική διαδικασία -
συζήτηση στο ακροατήριο, ΕΠολΔ 2014, σελ. 189, και Αθ. Πανταζόπουλου, Παρέμβαση στη
διημερίδα του ΔΣ Πατρών με θέμα «Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας».
766 Υπό την προηγούμενη μορφή του ΚΠολΔ το σύστημα συγκεντρώσεως περιοριζόταν κατ’ ουσία

στο Πολυμελές Πρωτοδικείο και στους ισχυρισμούς που θα μπορούσαν να προβληθούν στο
διάστημα μεταξύ προκατάθεσης προτάσεων και συζήτησης, εφόσον στα υπόλοιπα δικαστήρια οι
προτάσεις κατετίθεντο επί της έδρας.
767 Π.χ. της εξόφλησης ή του εξώδικου συμβιβασμού που συνάπτεται μετά την κατάθεση των

προτάσεων.
768 Η Κ. Μακρίδου, Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις του ΣχΝΚΠολΔ (2014) ως προς την τακτική

διαδικασία - συζήτηση στο ακροατήριο, ΕΠολΔ 2014, σελ. 189, παρατηρεί σχετικώς πως η
συγκεκριμένη ρύθμιση δεν εναρμονίζεται και με την κεντρική φιλοσοφία του νόμου, που ανάγει
τον έγγραφο τύπο σε θεμελιώδη άξονα της πολιτικής δίκης.
769 Όπως επισημαίνει ο Αθ. Πανταζόπουλος, Παρέμβαση στη διημερίδα του ΔΣ Πατρών με θέμα «Ο

νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας», «η προβολή των ισχυρισμών αυτών μόνο καθυστέρηση δεν
προκαλεί στην δίκη, καθώς είτε αποδεικνύονται άμεσα, είτε προσάγονται εύλογα όψιμα, αφού τότε
γεννήθηκαν».

143
διεξαγάγει μια δευτεροβάθμια δίκη αποκλειστικά για να μπορέσει να
προτείνει τους εν θέματι ισχυρισμούς 770, ια) η διατήρηση των δυσμενών
συνεπειών της ερημοδικίας επί μη καταθέσεως προτάσεων 771 , ιβ) η
ματαίωση της συζήτησης στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν καταθέσουν
προτάσεις, οπότε υπάρχει και η πιθανότητα διαγραφής της αγωγής από το
πινάκιο και ανατροπής των αποτελεσμάτων της, εφόσον καμία πλευρά δεν
επανέλθει με αίτημα προσδιορισμού νέας συζήτησης 772, ιγ) η διεξαγωγή,
εφόσον και οι δυο πλευρές καταθέσουν προτάσεις, μιας τυπικής συζήτησης
στο ακροατήριο 773 , η οποία συνήθως θα ολοκληρώνεται μόνο με την
εκφώνηση της, χωρίς μάλιστα να είναι αναγκαία η παρουσία των διαδίκων
και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους και χωρίς να επιτρέπεται αναβολή
της συζητήσεως 774 , με εξαίρεση τις καταλαμβανόμενες από τα ποσοτικά
όρια των μικροδιαφορών υποθέσεις, όπου ισχύουν κανονικά οι κανόνες της
προφορικής συζητήσεως και της προαιρετικής μάλιστα κατάθεσης
προτάσεων775, ιδ) η έκδοση οριστικής αποφάσεως αποκλειστικά με βάση
τα στοιχεία της δικογραφίας (προτάσεις και έγγραφο αποδεικτικό υλικό),
χαρακτηριστικό του έγγραφου τύπου διαδικασίας 776 , και, τέλος, ιε) η
εναποκείμενη στην κρίση του δικαστηρίου, εφόσον από τα στοιχεία του
φακέλλου κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση διαδίκου ή μαρτύρων
επί της διαφοράς, δυνατότητα να διατάξει επανάληψη της συζήτησης στο
ακροατήριο 777 , οπότε και είναι η μόνη περίπτωση όπου διενεργείται
προφορική συζήτηση με την εξέταση των διαδίκων ή ενός μάρτυρα
εκατέρωθεν ενώπιον του ορισμένου εισηγητή778, μετά την οποία οι διάδικοι
έχουν το δικαίωμα να καταθέσουν νέα προσθήκη στις προτάσεις τους,
περιοριζόμενη στην αξιολόγηση των αποδείξεων779. Συμπληρωματικά, θα
πρέπει να αναφερθεί ότι στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας διατηρείται το

770 Βλ. το νέο άρθρο 527 ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν. 4335/2015), αναφερόμενο στην επιτρεπτή προβολή
πραγματικών ισχυρισμών στη δευτεροβάθμια δίκη.
771 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 271-277 ΚΠολΔ (άρθρο 2§2 ν. 4335/2015). Συνέπειες της

ερημοδικίας είναι το πλάσμα της δικαστικής ομολογίας για τον εναγόμενο και της παραιτήσεως
από το ένδικο βοήθημα για τον ενάγοντα.
772 Βλ. το νέο άρθρο 260§1 και 2 ΚΠολΔ (άρθρο 2§2 ν. 4335/2015).
773 Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015 (σελ. 7), «η συζήτηση αυτή

παρεμβάλλεται προκειμένου να υπάρξει ανταπόκριση στην συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή


της δημοσιότητας», η οποία πάντως στην ουσία της δεν ικανοποιείται.
774 Βλ. το νέο άρθρο 237§4 εδ. ζ και η ΚΠολΔ (άρθρο 2§2 ν. 4335/2015).
775 Βλ. το νέο άρθρο 115§3 ΚΠολΔ (άρθρο 1§2 ν. 4335/2015).
776 Βλ. το νέο άρθρο 237§5 ΚΠολΔ (άρθρο 2§2 ν. 4335/2015).
777 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι επανάληψη της συζητήσεως διατάσσεται γενικώς, με βάση τη

ρύθμιση του νέου άρθρου 254§1 ΚΠολΔ, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη
παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, καθώς και
όταν επιβάλλεται η διενέργεια αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης, αλλά και στην εξαιρετική
περίπτωση της αδυναμίας εκδόσεως αποφάσεως για λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της
συζήτησης (307 ΚΠολΔ).
778 Βλ. το νέο άρθρο 237§6 ΚΠολΔ (άρθρο 2§2 ν. 4335/2015), το οποίο με ειδικές ρυθμίσεις

λαμβάνει μέριμνα για την κατά το δυνατόν επίσπευση της όλης διαδικασίας. Σε περίπτωση που
έχουν προσκομισθεί προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, ο μάρτυρας επιλέγεται μεταξύ των
προσώπων που ήδη εξετάσθηκαν, άλλως ο διάδικος είναι ελεύθερος να εξετάσει όποιο πρόσωπο
επιθυμεί.
779 Βλ. το νέο άρθρο 237§7 ΚΠολΔ (άρθρο 2§2 ν. 4335/2015).

144
ισχύον καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο η προφορική συζήτηση δεν είναι
υποχρεωτική και οι προτάσεις των μερών κατατίθενται επί της έδρας 780,
ενώ αλλαγές επέρχονται στην αναιρετική διαδικασία, όπου καταργείται η
εισηγητική έκθεση και επανέρχεται το εισαχθέν για πρώτη φορά με το ν.
2915/2001 σύστημα απόρριψης της απαράδεκτης ή προδήλως αβάσιμης
αναίρεσης από τριμελές συμβούλιο, κατόπιν πρότασης του εισηγητή 781 ,
περιοριζομένης επίσης της προφορικότητας, καθώς κατά τη συζήτηση της
υπόθεσης στο ακροατήριο δεν είναι πλέον υποχρεωτική η αγόρευση των
πληρεξουσίων δικηγόρων του διαδίκου, οι οποίοι λαμβάνουν τον λόγο
μόνον εφόσον το ζητήσουν από το δικαστήριο782.
Αναφορικά με τις αλλαγές, θα πρέπει να σημειώσουμε τις επιφυλάξεις
που διατυπώνονται στην θεωρία αναφορικά με την καθιέρωση αρχικής και
επαναλαμβανόμενης συζητήσεως, ως παράγοντα δυνάμενου να
δημιουργήσει καθυστερήσεις μεγαλύτερες ακόμη και από τις σημερινές783,
αλλά και εν σχέσει με το γεγονός της αδράνειας του δικαστηρίου καθ’ όλο
το διάστημα από τον ορισμό δικασίμου μέχρι και τη συζήτηση. Επ’ αυτού
προτείνεται 784 , εν αντιθέσει με την κείμενη ρύθμιση, αξιοποίηση του
χαμένου χρόνου μέσω της μελέτης της υπόθεσης από το δικαστήριο, το
οποίο, έχοντας εντοπίσει στο πρώιμο αυτό στάδιο την αιτία της αντιδικίας
και τα διαφιλονικούμενα ζητήματα, θα δύναται, σε πρώτη φάση, να
απορρίπτει με απλή διάταξη του τις απαράδεκτες ή προφανώς αβάσιμες
αγωγές, οι οποίες έτσι δε θα εισάγονται καν για συζήτηση επιβαρύνοντας
το πινάκιο, και σε ένα δεύτερο στάδιο, αναφορικά με τις υπόλοιπες, να
καλεί τους διαδίκους σε μια προκαταρκτική συζήτηση, κατά την οποία τα
μέρη θα ενημερώνονται σχετικά με την αναμενόμενη έκβαση της δίκης και
θα ενθαρρύνονται στο φιλικό διακανονισμό της διαφοράς τους, ο οποίος
ενόψει ακριβώς της παρεχόμενης εκ μέρους του δικαστή ενημέρωσης θα
έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να επιτύχει 785 . Θεωρώ πως οι ανωτέρω
προτάσεις είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς, πέραν του ότι
προάγουν την οικονομία της δίκης, αξιοποιούν παράλληλα και τα οφέλη της
προφορικότητας, παρέχοντας στα μέρη και τους δικηγόρους τους την
ευκαιρία για μία ανταλλαγή απόψεων υπό την αιγίδα της δικαστικής αρχής,
η οποία μπορεί να καταλήξει στον άμεσο εντοπισμό του αμφισβητούμενου
νομικού ή ουσιαστικού ζητήματος και σε συνεργασία για την εξεύρεση μιας

780 Βλ. το νέο άρθρο 524 ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν. 4335/2015).


781 Βλ. το νέο άρθρο 571 ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν. 4335/2015).
782 Βλ. το νέο άρθρο 574 ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν. 4335/2015).
783 Βλ. Κ. Μακρίδου, Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις του ΣχΝΚΠολΔ (2014) ως προς την τακτική

διαδικασία - συζήτηση στο ακροατήριο, ΕΠολΔ 2014, σελ. 192.


784 Βλ. τις προτάσεις των Κ. Μακρίδου, ο.π. στην αμέσως προηγούμενη σημείωση, σελ. 193, και Σπ.

Τσαντίνη, Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Γενικό μέρος, ΕΠολΔ 2014, σελ. 183-184, οι
οποίοι μάλιστα παραπέμπουν και στις σχετικές ρυθμίσεις ευρωπαϊκών (ελβετικής, αγγλικής,
ολλανδικής και γερμανικής) δικονομιών.
785 Σύμφωνα με τον Σπ. Τσαντίνη, ο.π. στην προηγούμενη σημείωση, εις εκ των λόγων δια τους

οποίους οι διάδικοι εμμένουν στην εκδίκαση της υποθέσεως τους είναι και η υπεραισιοδοξία
σχετικά με το αποτέλεσμα της δίκης, την οποία όμως μετριάζει πολλές φορές η ανακοίνωση του
δικαστή, καθιστώντας τους περισσότερους δεκτικούς στη συνδιαλλαγή.

145
κοινά αποδεκτής λύσης, μάλλον δε προς τα εκεί αναμένεται να κινηθεί
μελλοντικώς και ο εγχώριος δικονομικός νομοθέτης.
Συνεχίζοντας, ως προς το κεφάλαιο της απόδειξης, θα πρέπει να
επισημανθούν, πέραν της ενίσχυσης της προαπόδειξης, της υποβάθμισης
της μαρτυρικής απόδειξης και εξέτασης των διαδίκων σε επικουρικά
αποδεικτικά μέσα και της αναβάθμισης του ρόλου του εισηγητή δικαστή,
για τις οποίες έγινε λόγος ανωτέρω, από τη μια μεριά, η σύμπλευση του
νομοθέτη με την κρατούσα νομολογιακώς ερμηνεία και η ανεπιφύλακτη
αποδοχή στην τακτική διαδικασία, σωρευτικώς μετά των υπολοίπων
αποδεικτικών μέσων και όχι επικουρικώς, των μη πληρούντων τους όρους
του νόμου αποδεικτικών μέσων 786 , ρύθμιση συνδεόμενη, όπως έχουμε
ανωτέρω αναλύσει, με ένα έγγραφο σύστημα διεξαγωγής, ιδίως μάλιστα αν
ληφθεί υπόψη η μεροληπτική εξαίρεση από την ισχύ της των μαρτυρικών
καταθέσεων του άρθρου 393 ΚΠολΔ787, και από την άλλη, α) η χαλάρωση
του περιορισμού της εμμάρτυρης αποδείξεως από ποσοτικής απόψεως, με
την άνοδο του ορίου από τα 20.000 στα 30.000 ευρώ788, και β) η κάμψη των
συνδεόμενων με την ιδιότητα των μαρτύρων εξαιρέσεων 789, με την παροχή
άδειας στα πρόσωπα που εξαρτούν συμφέρον από την έκβαση της δίκης να
εξετάζονται ως μάρτυρες790 με τις καταθέσεις τους βέβαια να σταθμίζονται
ως προς την αξιοπιστία τους από το δικαστήριο. Σύντομη αναφορά θα
πρέπει να γίνει για τις ένορκες βεβαιώσεις, στις οποίες ο νομοθέτης,
ακολουθώντας το πρότυπο των ΣχΚΠολΔ/2008 και 2009, αφιερώνει για
πρώτη φορά ιδιαίτερο κεφάλαιο 791, κάτι που αποκαλύπτει την ενίσχυση
της σημασίας του θεσμού, ως αντίβαρου προς τις υποβαθμιζόμενες
μαρτυρικές καταθέσεις. Με τις νέες διατάξεις θεσπίζεται για τις ένορκες
βεβαιώσεις ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο κανόνων και προϋποθέσεων
λήψης, αντίστοιχο με το ισχύον επί εμμάρτυρης αποδείξεως, στις ρυθμίσεις
της οποίας παραπέμπει άλλωστε επιλεκτικώς το άρθρο 423§1 ΚΠολΔ, με
τον καθορισμό, ειδικότερα, α) τοπικής αρμοδιότητας, η οποία απονέμεται

786 Βλ. το νέο άρθρο 340§1 ΚΠολΔ (άρθρο 2§2 ν. 4335/2015), ρύθμιση την οποία επικρίνει έντονα
ο Κ. Καλαβρός, Εισαγωγή - Η φυσιογνωμία των νέων ρυθμίσεων, ΕΠολΔ 2014, σελ. 174, λέγοντας
ότι καταργεί δια μιας όλους τους κανόνες του δικαίου της απόδειξης, που προβλέπουν σε 130
άρθρα περίπου τις προϋποθέσεις και τον τύπο των αποδεικτικών μέσων.
787 Βλ. το άρθρο 340§1 εδ. β ΚΠολΔ.
788 Η οποία, όπως επισημαίνουν οι Π. Γιαννόπουλος και Χρ. Τριανταφυλλίδης, Οι τροποποιήσεις

στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στο πεδίο του δικαίου της αποδείξεως, ΕλλΔνη 2016, σελ. 687,
δε θα πρέπει να αποδοθεί σε τιμαριθμική προσαρμογή, καθώς μεταξύ 2011 και 2015 δεν επήλθε
ανάλογη αύξηση του κόστους ζωής. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που επισημαίνουν οι
συγγραφείς, σελ. 688, είναι η επιβολή νομοθετικών περιορισμών ως προς τον τύπο εξόφλησης
των συναλλαγών άνω των 500 ευρώ, που πρέπει πλέον να εξοφλούνται υποχρεωτικώς μέσω
επιταγής ή κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό (άρθρο 23 ν. 4172/2013), η οποία αναμένεται να
υποβαθμίσει ουσιωδώς την πρακτική σημασία της εξεταζόμενης ρύθμισης.
789 Μέσω της κατάργησης του άρθρου 400 αρ. 3 ΚΠολΔ (άρθρο 2§1 ν. 4335/2015). Θα πρέπει,

πάντως, να σημειωθεί ότι η καταργούμενη ρύθμιση ούτως ή άλλως είχε περιπέσει σε αχρησία,
καθώς μετά το ν. 2915/2001 επιτρεπόταν παγίως η συνεκτίμηση της εξέτασης εξαιρετέου λόγω
συμφέροντος μάρτυρα ως μη πληρούντος τους όρους του νόμου αποδεικτικού μέσου.
790 Και, κατ’ επέκταση, σύμφωνα με την παραπομπή του άρθρου 423§1 ΚΠολΔ, να παρέχουν

ένορκες βεβαιώσεις.
791 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 412-424 ΚΠολΔ.

146
στον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφο της έδρας του δικαστηρίου ή της
κατοικίας ή διαμονής του μάρτυρα 792 , β) ποσοτικού ορίου, το οποίο
αναβιβάζεται από 3, που ήταν υπό την προγενέστερη ρύθμιση του άρθρου
270§2 ΚΠολΔ, σε 5 ένορκες βεβαιώσεις ανά πλευρά793, με την προσθήκη 3
ακόμη για την αντίκρουση των ισχυρισμών του αντιδίκου, γ) του
περιεχομένου της γενομένης προς τον αντίδικο κλήτευσης, η οποία πρέπει
να αναγράφει, πέραν του ενδίκου βοηθήματος το οποίο αφορά η εξέταση,
τα πλήρη στοιχεία του βεβαιούντος 794, δ) κατά παραπομπή από τα άρθρα
399, 400 και 402, εξαιρέσεων ως προς τα δυνάμενα να εξετασθούν ενόρκως
πρόσωπα και ως προς το περιεχόμενο της κατάθεσης, ε) κατά παραπομπή
από τα άρθρα 407 και 409§2, του τρόπου εξέτασης του βεβαιούντος, ο
οποίος ούτως θα πρέπει να ερωτάται από τον διευθύνοντα τη διαδικασία
για τα στοιχεία του, τη σχέση του με τους διαδίκους και για κάθε άλλο
περιστατικό ενδεικτικό της αξιοπιστίας του, ενώ οφείλει επίσης να δηλώνει
και τον τρόπο με τον οποίο πληροφορήθηκε τα γεγονότα που καταθέτει.
Στα υπέρ της νέας ρύθμισης θα πρέπει να συγκαταλεχθούν το παρεχόμενο
προς τον αντίδικο δικαίωμα προβολής ενστάσεων ως προς τη νομιμότητα
της διαδικασίας 795 και αιτήσεων εξαιρέσεως ως προς τους ενόρκως
βεβαιούντες, οι οποίες καταγράφονται από το αρμόδιο όργανο για να
κριθούν εν συνεχεία κυριαρχικώς από το δικαστήριο, η σύνδεση των
ενόρκων βεβαιώσεων με την εμμάρτυρη απόδειξη, η οποία αναμένεται να
αναβαθμίσει το ουσιαστικό τους περιεχόμενο και να μειώσει τις
περιπτώσεις ψευδορκίας, εφόσον ο παρέχων τη βεβαίωση γνωρίζει πλέον
ότι δύναται να κληθεί μελλοντικώς ενώπιον του δικαστηρίου ως μάρτυρας
για να επιβεβαιώσει τα κατατεθέντα796, καθώς και η ρητή πρόβλεψη του
νόμου περί μη αξιοποιήσεως των παρατύπων ενόρκων βεβαιώσεων ούτε
προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων 797 . Από την άλλη πλευρά, στη
ρύθμιση καταλογίζονται η παράλειψη αναγνώρισης στον αντίδικο

792 Βλ. το νέο άρθρο 421 ΚΠολΔ (άρθρο 2§3 ν. 4335/2015).


793 Βλ. το νέο άρθρο 422§3 ΚΠολΔ (άρθρο 2§3 ν. 4335/2015). Θα πρέπει να επισημανθεί ότι,
σύμφωνα με τη γνώμη που έχει επικρατήσει στη νομολογία μας, το όριο των ενόρκων βεβαιώσεων
«ισχύει αθροιστικά για το σύνολο των αντικειμένων της δίκης που κάθε διάδικο μέρος αποσκοπεί
να υποστηρίξει ή να αντικρούσει με τις ένορκες βεβαιώσεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της
αντικειμενικής σώρευσης αγωγών (218 ΚΠολΔ) ή της ανταγωγής (268 ΚΠολΔ)». Βλ. ενδεικτικώς
την ΑΠ 1352/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος.
Εξ απόψεως υποκειμένου, εξάλλου, ο περιορισμός καταλαμβάνει τους περισσότερους ομοδίκους
ή παρεμβαίνοντες από την πλευρά του ενάγοντα ή εναγομένου, ρύθμιση που δημιουργεί
προβληματισμό ως προς τη διασφάλιση του δικαιώματος αποδείξεως σε υποθέσεις με σύνθετο
ιστορικό υπόβαθρο ή σε περίπτωση συγκρουόμενων συμφερόντων των περισσότερων ομοδίκων.
Βλ. αναλυτικώς τις επιφυλάξεις της θεωρίας στους Π. Γιαννόπουλο και Χρ. Τριανταφυλλίδη, Οι
τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στο πεδίο του δικαίου της αποδείξεως, ΕλλΔνη
2016, σελ. 679, αν και θα πρέπει να σημειωθεί η αποδοχή του περιορισμού από τη νομολογία (βλ.
ενδεικτικώς τις ΑΠ 103/2011 και ΑΠ 1352/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος) ως
μη αντιβαίνοντος στις διατάξεις των άρθρων 20§1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
794 Βλ. το νέο άρθρο 422§1 ΚΠολΔ (άρθρο 2§3 ν. 4335/2015).
795 Π.χ. το εκπρόθεσμο της κλητεύσεως ή η κατά τόπον αναρμοδιότητα του διενεργούντος την

εξέταση.
796 Βλ. τη σχετική αναφορά στις σελ. 25-26 της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 4335/2015.
797 Βλ. το νέο άρθρο 424 ΚΠολΔ (άρθρο 2§3 ν. 4335/2015).

147
δικαιώματος πιο ενεργούς συμμετοχής στη διαδικασία και απεύθυνσης
ερωτήσεων προς τον εξεταζόμενο, καθώς και λήψης αντιγράφου της
συντασσόμενης ένορκης βεβαιώσεως 798 , όπως επίσης και η παρέκκλιση
από το άρθρο 423 του ΣχΚΠολΔ/2008, που προέβλεπε σε κάθε περίπτωση
τη δυνατότητα του δικαστηρίου να κλητεύει ενώπιον του τους
παρασχόντες ένορκη βεβαίωση ώστε να δώσουν διευκρινίσεις σχετικά με
το περιεχόμενο της799.
Ως προς τις ειδικές διαδικασίες, ενόψει της επιτυχούς εφαρμογής τους
στην πράξη 800 , το προϋπάρχον διαδικαστικό καθεστώς διατηρείται σε
μεγάλο και υπό τη νέα μορφή του Κώδικα, με ουσιαστικό πάντως
περιορισμό της προφορικότητας, εφόσον η κατάθεση προτάσεων
καθίσταται πλέον υποχρεωτική σε όλες τις διαδικασίες 801 (με τη
δυνατότητα κατάθεσης προσθήκης, προς αντίκρουση των ισχυρισμών της
άλλης πλευράς και σχολιασμό των αποδείξεων, εντός προθεσμίας τριών
ημερών από τη δικάσιμο 802 ), ενώ η διατήρηση του δικαιώματος
προφορικής πρότασης των ισχυρισμών στο ακροατήριο έχει μάλλον
τυπικό χαρακτήρα, όπως διαφαίνεται και από τη διατύπωση της διάταξης
του άρθρου 591§1 δ 803 , που κατατείνει στην απλή καταγραφή των
ισχυρισμών και όχι στην ανάπτυξη της ιστορικής και νομικής τους βάσης

798 Βλ. αναλυτικότερα στους Π. Γιαννόπουλο και Χρ. Τριανταφυλλίδη, Οι τροποποιήσεις στον
Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στο πεδίο του δικαίου της αποδείξεως, ΕλλΔνη 2016, σελ. 683-684.
799 Βλ. Π. Γιαννόπουλο και Χρ. Τριανταφυλλίδη, ο.π. στην αμέσως προηγούμενη υποσημείωση, σελ.

672. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη νομολογία η δυνατότητα αυτή θεωρείται ενυπάρχουσα
στο άρθρο 411 ΚΠολΔ, με βάση την οποία μπορεί να διαταχθεί η αυτοπρόσωπη εμφάνιση και εκ
νέου εξέταση όχι μόνο του εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρα αλλά και εκείνου που έδωσε
ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου. Βλ. ΕφΑθ 1203/2011, ΕΠολΔ 2011,
σελ. 637, με περαιτέρω παραπομπές στις ΕφΑθ 2965/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
Νόμος και ΕφΑθ 2019/2003, Αρμενόπουλος 2005, σελ. 746.
800 Η αιτιολογική έκθεση του νόμου (σελ. 8-9) αναφέρει, ειδικότερα, ως λόγους διατήρησης του

υφιστάμενου συστήματος την εξειδίκευση των δικαστών στον κύκλο των υπαγομένων
υποθέσεων και τον ικανοποιητικό ρυθμό επίλυσης των συγκεκριμένων διαφορών, με συνέπεια να
μην κρίνεται σκόπιμη η μεταβολή του ισχύοντος πλαισίου για ένα σύστημα το οποίο μένει ακόμα
να δοκιμασθεί στην πράξη.
801 Υπό το προγενέστερο καθεστώς η κατάθεση προτάσεων στις ειδικές διαδικασίες ήταν

προαιρετική με βάση τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 115§3, 643§2 (πιστωτικοί τίτλοι),
649§1 (μισθωτικές διαφορές), 666§1 (εργατικές διαφορές), 679§1 (αμοιβές), 681Α (διατροφή και
επιμέλεια τέκνων), 681Δ§1 (προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές). Βλ.
ενδεικτικώς και την ΑΠ 132/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αλλαγή του καθεστώτος συνεπιφέρει και την κατάργηση της
δυνατότητας προφορικής άσκησης της ανταγωγής με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου
δικηγόρου καταχωριζομένη στα πρακτικά. Βλ. ενδεικτικώς ως προς το θέμα αυτό την ΑΠ
48/2016, Ε7 2017, σελ. 429, όπου η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία άσκησε με προφορική
δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου
ανταγωγή εξ αναγωγής κατά των εναγόντων γονέων της θανούσης ανήλικης, ως συνυπαιτίων
(923 ΑΚ) για το θάνατο του τέκνου τους.
802 Βλ. το άρθρο 591§1στ ΚΠολΔ (άρθρο 4 ν. 4335/2015).
803 Το άρθρο 591§1δ ΚΠολΔ (άρθρο 4 ν. 4335/2015) κάνει λόγο για συνοπτική προβολή των

εμπεριεχομένων στις προτάσεις μέσων επίθεσης και άμυνας. Βλ. και Π. Γιαννόπουλο, Οι ειδικές
διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά τον ν. 4335/2015, ΕΠολΔ 2015, σελ. 453-486, κατά τον οποίο θα
πρέπει να αποκλεισθεί η προβολή των ισχυρισμών μόνο προφορικώς, χωρίς περίληψη και
περαιτέρω εξειδίκευση τους στις προτάσεις, με κύρωση στην περίπτωση αυτή το απαράδεκτο και
τη μη λήψη υπ’ όψιν τους υπό του δικαστηρίου.

148
από τον πληρεξούσιο δικηγόρο. Αναφορικά με τα στοιχεία της διαδικασίας
που παραμένουν αμετάβλητα, θα πρέπει να σημειώσουμε την α) κλήτευση
με σημείο αναφοράς τη συζήτηση, β) την εξέταση μαρτύρων στο
ακροατήριο 804 , καθώς και γ) τη δυνατότητα διαταγής αυτοψίας ή
πραγματογνωμοσύνης με προφορική ανακοίνωση του δικαστηρίου, οπότε
γίνεται δεκτό ότι απαιτείται επανάληψη της συζητήσεως, ώστε να
προσκομισθούν τα αντίστοιχα αποδεικτικά μέσα. Ως προς τις αλλαγές, θα
πρέπει επιγραμματικά να αναφέρουμε α) την ενοποίηση των επιμέρους
διαδικασιών, με την κατάταξη τους 3 ευρύτερες κατηγορίες, ήτοι τις
διαφορές από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα
592-613 ΚΠολΔ) 805 , τις περιουσιακές διαφορές (άρθρα 614-622Β) 806 και
τις διαταγές (623-645), β) την εξαίρεση από το ισχύον επί ερημοδικίας
καθεστώς στις οικογενειακές και εργατικές διαφορές807, οπότε η υπόθεση
συζητείται κανονικά σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, γ) την
υποχρεωτική προσπάθεια συμβιβαστικής επίλυσης των λοιπών
οικογενειακών διαφορών808, στις οποίες περιλαμβάνονται οι συχνές στην
πράξη αγωγές διατροφής και άσκησης της γονικής μέριμνας, πάντοτε με
γνώμονα το συμφέρον του τέκνου, με την απαλοιφή παράλληλα της
υποχρεωτικής προδικασίας του πρώην άρθρου 681Γ, που προέβλεπε
έρευνα από όργανα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας των συνθηκών
διαβίωσης του ανηλίκου και υποβολή στο δικαστήριο σχετικής αναλυτικής
έκθεσης 809 , δ) την επέκταση της δυνατότητας έκδοσης διαταγής
πληρωμής 810 σε βάρος κατοίκων αλλοδαπής και προσώπων αγνώστου
διαμονής 811, υπό την προϋπόθεση όμως στην τελευταία περίπτωσης της
ύπαρξης νόμιμα διορισμένου αντικλήτου, και ε) την ενδυνάμωση της
εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής, η οποία μπορεί να χρησιμεύσει ως
τίτλος για την εγγραφή προσημείωσης ή την επιβολή συντηρητικής

804 Όπως αναφέρει και η αιτιολογική έκθεση του νόμου (σελ. 28), στις ειδικές διαδικασίες «η
εμμάρτυρη απόδειξη έχει μεγαλύτερη δικονομική βαρύτητα και η αμεσότητα διαδραματίζει
σημαντικότερο ρόλο».
805 Εδώ υπάγονται, σύμφωνα με το νέο άρθρο 592, οι γαμικές διαφορές, οι διαφορές που

προκύπτουν από την ελεύθερη συμβίωση (ν. 3719/2008), οι διαφορές γονέων και τέκνων και οι
λοιπές οικογενειακές διαφορές.
806 Εδώ υπάγονται, σύμφωνα με το νέο άρθρο 614, οι μισθωτικές διαφορές, οι διαφορές από

οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία, οι εργατικές διαφορές, οι διαφορές επαγγελματιών και


οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, οι διαφορές από αμοιβές, οι διαφορές για ζημίες από
αυτοκίνητα, οι διαφορές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές διαφορές, οι διαφορές από
πιστωτικούς τίτλους, καθώς και οι εκτελεστικές δίκες (937§3 ΚΠολΔ), επί των οποίων, επομένως,
εφαρμόζονται οι κανόνες του άρθρου 591 ΚΠολΔ.
807 Βλ. τα άρθρα 595 και 621§2 εδ. β ΚΠολΔ (άρθρο 4 ν. 4335/2015), αντιστοίχως.
808 Βλ. το νέο άρθρο 611 ΚΠολΔ (άρθρο 4 ν. 4335/2015).
809 Σύμφωνα με τον Χρ. Σεβαστίδη, Οι ειδικές διαδικασίες στον νέο ΚΠολΔ (ν. 4335/2015), ΕλλΔνη

2016, σελ. 73-77, η εν λόγω διάταξη ήταν απόλυτα ορθή αλλά περιέπεσε σε αχρησία λόγω
κρατικής ανεπάρκειας να ανταποκριθεί σε αυτονόητες υποχρεώσεις.
810 Ως προς τη διαταγή πληρωμής
811 Βλ. το νέο άρθρο 624§2 ΚΠολΔ (άρθρο 4 ν. 4335/2015) και ως προς την επίδοση σε κατοίκους

εξωτερικού το νέο άρθρο 636 ΚΠολΔ.

149
κατάσχεσης παρά την χορήγηση αναστολής από το δικαστήριο812, ρύθμιση
οπωσδήποτε ανεπιεικής έναντι του οφειλέτη, ο οποίος αναμένει βασίμως
την ακύρωση του σε βάρος του εκδοθέντος τίτλου.
Αυτό σε γενικές γραμμές ήταν το περιεχόμενο και της πρόσφατης
εκτεταμένης αναθεώρησης του ΚΠολΔ, δια της οποίας καθιερώθηκε και
τυπικώς το έγγραφο μοντέλο στην τακτική διαδικασία, διατηρούμενης στις
υπόλοιπες διαδικασίες μίας κολοβωμένης προφορικής συζητήσεως,
περιοριζόμενης κατ’ ουσίαν στη δυνατότητα εξέτασης ενός μάρτυρα
εκατέρωθεν. Ανεξάρτητα από την εκ μέρους μας επιδοκιμασία ή
αποδοκιμασία των νέων ρυθμίσεων και την επίτευξη ή όχι των
προσδοκώμενων αποτελεσμάτων, η οποία μένει να κριθεί στην πράξη813,
θα πρέπει να σημειωθεί ότι το περιεχόμενο τους στην ουσία αντανακλά την
πρακτική και συνήθεια του νομικού κόσμου, ο οποίος, σε μία εποχή
ραγδαίας τεχνολογικής ανάπτυξης 814 και εμφάνισης νέων μορφών
επικοινωνίας και συναλλαγών χαρακτηριζόμενων από την αυξανόμενη
πολυπλοκότητα του περιεχόμενου τους, ήδη από την εποχή της Δικονομίας
του Maurer, και μάλιστα παρά την ύπαρξη αντίθετης ρύθμισης 815 ,
προσανατολίστηκε προς την έγγραφη δια των προτάσεων ανάπτυξη του
ιστορικού της διαφοράς και των προβαλλόμενων επιχειρημάτων, αντί της
προφορικής ενώπιον του δικαστηρίου αγορεύσεως, η οποία στις
περισσότερες κατηγορίες αστικών υποθέσεων είναι αδύνατον να αποβεί το
ίδιο αναλυτική και εμπεριστατωμένη, ενόψει του όγκου και των
λεπτομερειών των παρατιθέμενων στοιχείων και δεδομένων. Το ίδιο
συνέβη, άλλωστε, και στο πεδίο της αποδείξεως, με την καθιέρωση στη

812 Βλ. το νέο άρθρο 632§3 ΚΠολΔ (άρθρο 4 ν. 4335/2015). Άλλες σημαντικές αλλαγές ως προς τη
διαταγή πληρωμής είναι η επαναφορά της αρμοδιότητας εκδίκασης της ανακοπής στο καθ’ ύλην
αρμόδιο δικαστήριο, κάτι που σημαίνει δυνατότητα υπαγωγής στο Πολυμελές εν αντιθέσει με το
προηγούμενο καθεστώς (632§1 ΚΠολΔ), η εκδίκαση της με βάση τη διαδικασία των περιουσιακών
διαφορών (632§2 εδ. β ΚΠολΔ), κάτι που διευκολύνει τη σώρευση της με την ανακοπή κατά
πράξεων εκτέλεσης (632§6 ΚΠολΔ), καθώς και η άρση της υποχρεωτικής συνεκδίκασης ανακοπής
και αίτησης αναστολής, που είχε θεσπισθεί με το ν. 4055/2012. Για περισσότερες λεπτομέρειες
σχετικά με τις αλλαγές βλ. και τη μελέτη του Στ. Πανταζόπουλου, Οι νομοθετικές τροποποιήσεις
του Ν. 4335/2015 στη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής και στη δίκη της εναντίον της
ανακοπής, ΕφΑΔ 2016, σελ. 134-138.
813 Ακόμα δεν έχουμε σαφή δείγματα για την επιτάχυνση της διαδικασίας στα μεγάλα

πρωτοδικεία, λόγω του ότι ένα μεγάλο μέρος των σήμερα εκδικαζομένων διαφορών είναι
υποθέσεις εισαχθείσες και εκδικαζόμενες με την προγενέστερη διαδικασία. Βλ. σχετικώς τις
μεταβατικές διατάξεις του ν. 4335/2015 στο άρθρο 9.
814 Ως σταθμούς στην τεχνολογική εξέλιξη που έχει συντελεσθεί κατά τους δυο τελευταίους

αιώνες αναφέρουμε, ενδεικτικώς, την εφεύρεση της φωτογραφίας (1826), του τηλέγραφου
(1837), του τηλεομοιοτύπου (1846), της πρώτης σύγχρονης γραφομηχανής (1873), του
τηλεφώνου (1876), του φωνογράφου (1877), του μικροφώνου (1879), της πρώτης
εικονοληπτικής μηχανής (1891), του ηλεκτρονικού υπολογιστή (1936), του διαδικτύου (1969),
του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (1971), του κινητού τηλεφώνου (1973), του πρώτου
προσωπικού υπολογιστή (1981), μέσων που έχουν επηρεάσει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό,
τόσο τον τρόπο διεξαγωγής της συζήτησης όσο και τα μέσα απόδειξης στην πολιτική δίκη.
815 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 580 και 581 της Πολιτικής Δικονομίας. Υπενθυμίζουμε ότι

αρχικός σκοπός των προτάσεων ήταν η σαφής και σύντομη ανακεφαλαίωση των ισχυρισμών και
των συμπερασμάτων των διαδίκων, οι οποίοι έμελλε να αναπτυχθούν προφορικώς στο
ακροατήριο, εξ ου δε και η ονομασία τους στο γαλλικό δίκαιο ως conclusions (συμπερασμάτων).

150
δικηγορική πρακτική των ενόρκων βεβαιώσεων, οι οποίες επέβαλαν
αρχικά την αναγνώριση τους από το νομοθέτη και εν συνεχεία, ενόψει του
πλεονεκτήματος της ταχύτητας, την υποκατάσταση της εμμάρτυρης
αποδείξεως. Υπό την έννοια αυτή, μάλλον θα πρέπει να θεωρήσουμε, σε
κάποιο βαθμό, τις επερχόμενες στη δικονομία μας αλλαγές και ως μέσο
προσαρμογής του δικονομικού νομοθέτη στη δικαστική πραγματικότητα,
όπως διαμορφώνεται καθημερινώς στις αίθουσες των δικαστηρίων, χωρίς
αυτό βέβαια να αναιρεί το γεγονός ότι οι βασικές κατευθύνσεις δίδονται
τελικά από τον ίδιο, ο οποίος άλλοτε δίνει το βάρος στην προφορικότητα,
όπως συνέβη με τις μεταρρυθμίσεις του 1968 και του 2001, και άλλοτε
στην γραπτότητα της διαδικασίας, όπως συνέβη με τις αλλαγές των ετών
1971 και 2015. Επί του θέματος δε θα επεκταθούμε περαιτέρω,
επιφυλασσόμενοι να το πράξουμε στο τελευταίο κεφάλαιο της εργασίας
μας, όπου θα αναλύσουμε τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των δυο
αντίρροπων συστημάτων διεξαγωγής της δίκης, κάνοντας μια γενικότερη
αποτίμηση των εισαγομένων ρυθμίσεων και του χαρακτήρα της πολιτικής
διαδικασίας όπως έχει διαμορφωθεί με βάση αυτές.
Στο περιθώριο της επελθούσης με το ν. 4335/2015 αναθεώρησης, θα
πρέπει να σημειώσουμε την πρόσφατη εισαγωγή στον ΚΠολΔ, με το άρθρο
48 του ν. 4488/2017, διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής για
απαίτηση από οφειλόμενους μισθούς816, η οποία εναρμονίζεται πλήρως με
την επικρατούσα κατεύθυνση για έγγραφη διεξαγωγή της δίκης. Όπως
διαβάζουμε στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 817 , ο οποίος γενικώς
εισάγει ένα σύνολο προστατευτικών παρεμβάσεων στους τομείς της
εργασίας και της κοινωνικής πρόνοιας, με τη συγκεκριμένη ρύθμιση
σκοπείται η αποτελεσματική διασφάλιση των δικαιωμάτων του μισθωτού,
μέσω της ταχείας απόκτησης εκτελεστού τίτλου, ενόψει και του έντονα
κοινωνικού χαρακτήρα της οφειλόμενης παροχής, από την επιδίκαση της
οποίας εξαρτάται σε πολλές περιπτώσεις η επιβίωση της οικογένειας του.
Πρότυπο της ρύθμισης αποτελούν φυσικά οι διαδικασίες έκδοσης διαταγής
πληρωμής και διαταγής απόδοσης μισθίου, με ειδικότερες εν προκειμένω
προϋποθέσεις α) η σύναψη της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και το
ύψος του καταβαλλόμενου μισθού να αποδεικνύονται δι’ εγγράφου,
δημόσιου ή ιδιωτικού, ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, εκδοθείσα
κατόπιν ομολογίας ή αποδοχής της αιτήσεως από τον εργοδότη, και β) να
έχει προηγηθεί έγγραφη όχληση του εργοδότη με δικαστικό επιμελητή 15
τουλάχιστον ημέρες πριν από την κατάθεση της αίτησης818, ενώ ως προς το
συχνά δυσαπόδεικτο γεγονός της παροχής της οφειλόμενης εργασίας για
το επίμαχο χρονικό διάστημα εισάγεται τεκμήριο υπέρ του μισθωτού ότι
έχει παρασχεθεί εργασία αντίστοιχη με το μισθό για τον οποίο ζητείται η
έκδοση της διαταγής819. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, στην έννοια

816 Πρόκειται για το νέο άρθρο 636Α ΚΠολΔ (48 ν. 4488/2017).


817 Βλ. τις σελίδες 2 και 22 της αιτιολογικής εκθέσεως.
818 Βλ. το άρθρο 48 του ν. 4488/2017 (636Α§1 εδ. α ΚΠολΔ).
819 Βλ. το άρθρο 48 του ν. 4488/2017 (636Α§1 εδ. β ΚΠολΔ).

151
του μισθού υπάγονται, και άρα επιδικάζονται με τη διαταγή, όλες οι
παρεπόμενες μισθολογικές παροχές, όπως τα επιδόματα εορτών και
αδείας, οι αποδοχές αδείας, η πρόσθετη αμοιβή για υπερεργασία ή
υπερωρία κτλ., ενώ διευκρινίζεται ότι ως αποδεικτικά έγγραφα μπορούν να
χρησιμοποιηθούν, εκτός βέβαια από τη σύμβαση εργασίας, το εκτυπωμένο
απόσπασμα από τον ατομικό λογαριασμό του εργαζομένου που τηρείται
στο πληροφοριακό σύστημα δημόσιων αρχών, όπως το Σώμα Επιθεώρησης
Εργασίας, ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης, η Ανεξάρτητη Αρχή
Δημοσίων Εσόδων ή οι υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών. Στο νόμο
προβλέπεται ακόμα α) η συντρέχουσα αρμοδιότητα του ειρηνοδίκη ή
δικαστή του τόπου παροχής της εργασίας για την έκδοση της διαταγής 820,
β) η κατά προτεραιότητα συζήτηση της κατ’ αυτής ανακοπής 821, γ) η κατά
προτεραιότητα (εντός 60 ημερών) εκδίκαση των διαφορών που αφορούν
την άκυρη απόλυση των εργαζομένων, καθώς και των διαφορών για
δεδουλευμένους μισθούς 822 , τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό,
καθώς και η ταχεία (εντός 30 ημερών) έκδοση της αποφάσεως, και δ) η
απαλλαγή των εργατικών διαφορών και της διαταγής πληρωμής
οφειλόμενου μισθού από το προβλεπόμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, για
το μέχρι του ποσού της εκάστοτε καθ’ ύλην αρμοδιότητας του
ειρηνοδικείου αίτημα της αγωγής ή της αίτησης αντίστοιχα823.
Στο σημείο αυτό ολοκληρώνουμε την αναδρομή στους δικονομικούς
κανόνες που ίσχυσαν στα διάφορα στάδια της ιστορικής διαδρομής του
έθνους μας σχετικά με τη διεξαγωγή της δίκης, η οποία ίσως να ήταν υπέρ
το δέον εκτεταμένη, από την άλλη όμως θεωρώ πως παρείχε μια ευρύτερη
οπτική, πρώτον, για τη μορφή που έλαβε το φαινόμενο της πολιτικής δίκης
ανά τους αιώνες, σε συνδυασμό και με το εκάστοτε ισχύον
πολιτικοκοινωνικό καθεστώς, δεύτερον, για την καταγωγή πολλών
δικονομικών κανόνων και πρακτικών που εφαρμόζονται μέχρι τις μέρες
μας και, τρίτον, για τους παράγοντες που καθόρισαν τις επιλογές του
δικονομικού νομοθέτη κατά τη σύγχρονη εποχή. Θα συνεχίσουμε
εξετάζοντας τις διάφορες πτυχές της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη,
πρώτα από συνταγματική σκοπιά και εν συνεχεία αναφορικά με το
υφιστάμενο δικονομικό πλαίσιο.

2. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ


Α. Η συνταγματική διάσταση

820 Βλ. το άρθρο 48 του ν. 4488/2017 (636Α§2 ΚΠολΔ).


821 Βλ. το άρθρο 48 του ν. 4488/2017 (636Α§3 ΚΠολΔ).
822 Βλ. το άρθρο 47 του ν. 4488/2017, με το οποίο προστέθηκε τρίτη παράγραφος στο άρθρο 621

ΚΠολΔ. Σχετικά με τη συγκεκριμένη προσθήκη, διαβάζουμε στην αιτιολογική έκθεση του νόμου
(σελ. 22) ότι, αφενός, διασφαλίζει την άμεση ικανοποίηση του μισθωτού, ώστε να επιτελέσει ο
μισθός τη βιοποριστική του λειτουργία, και, αφετέρου, επιτρέπει την ταχεία εκκαθάριση της
διαφοράς, ώστε ο μεν εργαζόμενος να προχωρήσει σε προγραμματισμό του οικονομικού και
οικογενειακού του βίου, ο δε εργοδότης να μην υποχρεώνεται να καταβάλει μισθούς υπερημερίας
για μεγάλο διάστημα όπως σήμερα, σε περίπτωση που τελικά κριθεί άκυρη η απόλυση.
823 Βλ. το άρθρο 49 του ν. 4488/2017, με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 71 του Εισαγωγικού

Νόμου του ΚΠολΔ.

152
Όπως είδαμε στο πρώτο μέρος, η ιδέα της δημόσιας διεξαγωγής της δίκης,
προϊόν των διακηρύξεων των εκπροσώπων του Διαφωτισμού 824 και του
αιτήματος της ανερχόμενης αστικής τάξης για διαφάνεια στην άσκηση της
κρατικής εξουσίας, μεταφυτεύθηκε, μέσω της επίδρασης της Γαλλικής
Επανάστασης, στον ελληνικό χώρο
ήδη προ της ιδρύσεως ανεξάρτητου
κράτους και, μετ’ αυτήν, γνώρισε
συνταγματική θεμελίωση, με την
περίληψη σχετικής διάταξης σε όλα
τα ψηφισθέντα Ελληνικά
Συντάγματα (1823, 1827, 1844, 1864,
1911, 1927, 1952, 1968, 1973)825. Στο
ισχύον Σύνταγμα του 1975 826
προβλέπεται, ειδικότερα, δια του
άρθρου 93§2, ότι «οι συνεδριάσεις
κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες,
εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με
απόφαση του ότι η δημοσιότητα
πρόκειται να είναι επιβλαβής στα
χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί
λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή
οικογενειακής ζωής των διαδίκων», Ο Ιταλός εγκληματολόγος και φιλόσοφος Cesare
Beccaria (1738-1794)
διάταξη που συμπληρώνεται στην
επόμενη παράγραφο, με την
κατοχύρωση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης των
δικαστικών αποφάσεων, της απαγγελίας τους σε δημόσια συνεδρίαση και
της υποχρεωτικής δημοσιεύσεως της γνώμης της μειοψηφίας 827 . Υπό τη
μορφή που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, αλλά και σε διατάξεις διεθνών

824 Ενδεικτικώς, μπορούμε να μνημονεύσουμε την άποψη του Cesare Beccaria, ο οποίος στο έργο
του «Dei delitti e delle pene (Περί αδικημάτων και ποινών)» του έτους 1764, σε μετάφραση Αδ.
Κοραή, σελ. 24, αναφέρει πως «δημόσιοι πρέπει να είναι αι κρίσεις και οι έλεγχοι παντός
αδικήματος, δια να χαλινώνωνται η δυναστεία και τα πάθη από την κοινήν υπόληψιν, την μόνην
ίσως δοκιμασίαν της ευνομουμένης πολιτικής κοινωνίας και δια να δύναται να λέγη καθείς από τους
πολίτας: Δεν είμαι δούλος, επειδή οι νόμοι με υπερασπίζουν και με βοηθούν».
825 Μια γενική εικόνα για τη συνταγματική μας ιστορία, το περιεχόμενο και τις βασικότερες

καινοτομίες των ελληνικών Συνταγμάτων προσφέρει η ιστοσελίδα της Βουλής, στη διεύθυνση
http://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/To-Politevma/Syntagmatiki-Istoria/.
826 Όπως μεταφέρθηκε στη δημοτική γλώσσα με το Β΄ Ψήφισμα της ΣΤ΄ Αναθεωρητικής Βουλής

των Ελλήνων (1986) και αναθεωρήθηκε με τα Ψηφίσματα της Ζ΄ και Η΄ Αναθεωρητικής Βουλής
(ετών 2001 και 2008 αντίστοιχα).
827 Σύμφωνα με το άρθρο 93§3 του Συντάγματος, «Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά

και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση.


Νόμος ορίζει τις έννομες συνέπειες που επέρχονται και τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε
περίπτωση παραβίασης του προηγούμενου εδαφίου. Η γνώμη της μειοψηφίας δημοσιεύεται
υποχρεωτικά. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την καταχώριση στα πρακτικά ενδεχόμενης μειοψηφίας,
καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις της δημοσιότητάς της».

153
συμβάσεων 828, η δημοσιότητα της δίκης εκλαμβάνεται ως αρχή με διττό
περιεχόμενο, συνιστώντας, από τη μία πλευρά, θεσμική εγγύηση που
αποσκοπεί στην ενίσχυση του κύρους της δικαιοσύνης και στη δημιουργία
ασφάλειας δικαίου, μέσω της διασφάλισης της αμεροληψίας της
δικαστικής κρίσεως και της αποφυγής αυθαιρεσιών, και, από την άλλη,
ατομικό δικαίωμα του πολίτη που εξειδικεύει τη γενικότερη αξίωση για
παροχή έννομης προστασίας από το κράτος 829 . Από την εγγυητική
λειτουργία του θεσμού ωφελούνται τόσο οι διάδικοι, απολαμβάνοντας την
αμερόληπτη κρίση των υποθέσεων τους, όσο και οι δικαστές,
νομιμοποιούμενοι απέναντι στο λαό και αποτινάσσοντας από πάνω τους
κάθε υπόνοια μεροληψίας, σε τελική δε ανάλυση το ίδιο το κράτος, που
επιτυγχάνει την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στη
δικαιοδοτική λειτουργία, καθώς φαίνεται να αναπτύσσει τη δράση του
δημόσια και με διαφανή τρόπο 830 . Απότοκο του χαρακτήρα της
δημοσιότητας ως θεσμικής εγγύησης συνιστά η ανεξαρτησία της ως
διαδικαστική αρχή μη υποκείμενη στην εξουσία διαθέσεως των διαδίκων,
οι οποίοι, επομένως, δε μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους και να
επιβάλουν στο δικαστήριο τη μυστική διεξαγωγή της δίκης831, δυνάμενοι
απλώς, εφόσον δικαιολογούν κάποιο ουσιώδες συμφέρον, να επιλέξουν τη
διαιτητική οδό ή κάποιον από τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης της
διαφοράς. Στον αντίποδα, θεσμική εγγύηση συνιστά φυσικά και η
μυστικότητα της διαδικασίας, η οποία στις περιπτώσεις όπου
καθιερώνεται εξυπηρετεί κάποιες ειδικότερες ανάγκες προτασσόμενες της
δημόσιας διεξαγωγής της δίκης, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην
πολιτική δίκη με το στάδιο της προδικασίας, το οποίο διατηρείται μυστικό
ενόψει της μη εμπλοκής ακόμη του δικαστικού μηχανισμού στην επίλυση
της διαφοράς, ώστε να καταστεί δυνατή η καλύτερη προετοιμασία της
άμυνας της εναγόμενης πλευράς αλλά και προς διευκόλυνση του
συμβιβασμού των διαδίκων, ή με το στάδιο της δικαστικής διάσκεψης, που
διεξάγεται μυστικώς προς διασφάλιση του ανεπηρέαστου της κρίσης των
δικαστών από γνώμες τρίτων και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

828 Βλ. το άρθρο 6§1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το άρθρο
14§1 του ΟΗΕ για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, καθώς και το άρθρο 47§2 του Χάρτη των
Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
829 Ακριβέστερα, το δικαίωμα του διαδίκου για δημόσια διεξαγωγή της δικαστικής διαδικασίας

συνιστά απόρροια του δικαιώματος ακροάσεως από τη δικαστική αρχή (20§1 Συντ.) και
απόλαυσης μίας δίκαιης δίκης, το οποίο με τη σειρά του πηγάζει από τη βασική υποχρέωση της
πολιτείας για σεβασμό και προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (2§1 Συντ.).
830 Περί των ανωτέρω βλ. αναλυτικότερα στη μελέτη του Αθ. Πανταζόπουλου, Η αρχή της

δημοσιότητας στην πολιτική δίκη, σελ. 60 επ. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η δημοσιότητα
της δίκης υπηρετεί την αρχή του κράτους δικαίου, διασφαλίζοντας τον απροκατάληπτο και
ανεξάρτητο έλεγχο της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας από τη δικαστική αρχή.
831 Διαφορετική πάντως επί του ζητήματος η θέση του ΕΔΔΑ, το οποίο στην απόφαση

Hakkanson-Sturesson (13.01.1988) είχε κρίνει πως ούτε το γράμμα ούτε το πνεύμα του άρθρου
6§1 ΕΣΔΑ αντιτίθεται σε μία γραπτή ή σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα σε δημόσια
συνεδρίαση. Βλ. Αθ. Πανταζόπουλο, Επιλεγμένη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε θέματα αστικού δικονομικού δικαίου, σελ. 88.

154
Υπό την όψη της ως ατομικό δικαίωμα, η αρχή της δημοσιότητας της
δίκης είναι φυσικό να υπόκειται σε σταθμίσεις και περιορισμούς στις
περιπτώσεις όπου συγκρούεται με το περιεχόμενων άλλων συνταγματικά
προστατευόμενων δικαιωμάτων και μάλιστα πέραν της στενής
γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 93§2 του Συντάγματος, του οποίου
γενικώς απαιτείται μια διασταλτική ερμηνεία ώστε να συμπεριληφθούν
και παράμετροι που διέλαθαν της προσοχής ή της διατύπωσης του
συντακτικού νομοθέτη. Κατά πρώτο λόγο, όσον αφορά τους
προβλεπόμενους στο κείμενο της διάταξης περιορισμούς, διαπιστώνουμε,
δυνητικό αποκλεισμό της δημοσιότητας επί προσβολής των χρηστών
ηθών 832 , η οποία μάλιστα, όπως προκύπτει από τη χρησιμοποιούμενη
διατύπωση, δε θα πρέπει απλά να πιθανολογείται αλλά να αναμένεται
βάσιμα από το δικαστήριο ως αποτέλεσμα της δημόσιας διεξαγωγής της
διαδικασίας, η οποία για το λόγο αυτό αποκλείεται. Αναφορικά με το πότε
τα χρηστά ήθη απειλούνται από τη δημόσια διεξαγωγή της δίκης, δεν
υπάρχει γενικός κανόνας αλλά η σχετική κρίση εναπόκειται στην αντίληψη
των μελών του δικαστηρίου, που αποφασίζει με βάση αντικειμενικά
κριτήρια και τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε υπόθεσης, θα πρέπει πάντως
να σημειωθεί ότι στην πολιτική δίκη ειδικά ο συγκεκριμένος λόγος
εξαίρεσης φαίνεται να έχει ελάχιστο πεδίο εφαρμογής, περιοριζόμενο σε
περιπτώσεις αδικοπρακτικών διαφορών απορρεουσών από την τέλεση
εγκλημάτων σχετικών με τη γενετήσια ορμή ή αποδοκιμαζομένων έντονα
από την κοινή γνώμη833.
Σημαντικότερη είναι η εξαίρεση που εισάγεται για λόγους προστασίας της
ιδιωτικής 834 ή οικογενειακής ζωής 835 των διαδίκων 836 , οι οποίοι μάλιστα
πρέπει να είναι ειδικοί, δηλαδή να βασίζονται σε ασυνήθιστες περιστάσεις,
που θεμελιώνουν ένα ιδιαίτερο έννομο συμφέρον, κρινόμενο εν

832 Σύμφωνα με τη νομολογία, «ως κριτήριον των χρηστών ηθών χρησιμεύουσιν αι ιδέαι του
εκάστοτε κατά την γενικήν αντίληψιν χρηστώς και εμφρόνως σκεπτομένου κοινωνικού ανθρώπου»,
ενώ κατά τον ορισμό της θεωρίας ως χρηστά ήθη νοούνται «οι ιδέες και αντιλήψεις του μέσου,
χρηστού και δίκαιου ανθρώπου για τη δράση που αναπτύσσεται σε ορισμένη κοινωνία, οι οποίες
έχουν αναχθεί σε παραγγέλματα της κοινωνικής ηθικής». Βλ. Δημ. Παπαστερίου, Γενικές αρχές
αστικού δικαίου, σελ. 48.
833 Βλ. και Αθ. Πανταζόπουλο, Η αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη, §4, σελ. 76.
834 Σύμφωνα με την ΟλΑΠ 1/2017, Ε7 2017, σελ. 559, κατ’ αντιδιαστολή προς την κοινωνική ζωή

του ατόμου, ως ιδιωτική ζωή του νοείται «το σύνολο των σχέσεων και των δραστηριοτήτων του
εκείνων που το ίδιο θέλει να κρατήσει μακριά από τη δημοσιότητα, είτε αποκλειστικά για τον εαυτό
του, είτε για έναν στενό κύκλο, τον οποίο ο ίδιος κάθε φορά προσδιορίζει», με κυριότερες την
ερωτική ζωή, τα ζητήματα υγείας και την οικογενειακή ζωή, που βρίσκονται στον πυρήνα του
προστατευτέου δικαιώματος, αλλά και έναν ευρύτερο κύκλο υποθέσεων, ο οποίος ενδέχεται να
συμπλέκεται και με την επαγγελματική ζωή.
835 Γενικώς, το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής διασφαλίζεται από το άρθρο

9 του Συντάγματος, σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του οποίου «Η κατοικία του καθενός είναι
άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καμία έρευνα δεν γίνεται
σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της
δικαστικής εξουσίας».
836 Και αυτός ο όρος θα πρέπει να ερμηνευθεί διασταλτικά ώστε να περιλάβει και τους υπόλοιπους

παράγοντες της δίκης, όπως οι μάρτυρες, οι πραγματογνώμονες, πρόσωπα επί των οποίων
διατάσσεται αυτοψία κτλ.

155
προκειμένω υπέρτερο από την αρχή της δημοσιότητας. Η ρύθμιση είναι
λογική, στο βαθμό που όλες σχεδόν οι εκδικαζόμενες διαφορές από τη φύση
τους ενέχουν αποκαλύψεις γύρω από μια όψη της ιδιωτικής ή
οικογενειακής ζωής και είναι πολύ φυσικό ο κάθε διάδικος να μην επιθυμεί
τη δημοσιοποίηση των προσωπικών του υποθέσεων σε ένα ακροατήριο,
οπότε όμως θα καταλήγαμε κατά κανόνα σε μυστική διεξαγωγή της δίκης,
κάτι που εδώ αποτρέπεται με την εμπέδωση της δημοσιότητας ως γενικού
προτύπου και την αποδοχή εξαιρετικών μόνο περιπτώσεων ως εξαίρεση.
Ως προς την ιδιωτική ζωή, ειδικότερα, για να κριθεί πότε συντρέχει ειδική
ανάγκη προστασίας, το δικαστήριο θα πρέπει να αποβλέψει, από τη μία
πλευρά, στα κυριότερα χαρακτηριστικά της 837 , που αφορούν την
προσωπικότητα του διαδίκου (όνομα, επάγγελμα, ηλικία, υγεία, θρήσκευμα
κτλ.), καθώς και την ανάπτυξη διαπροσωπικών επαφών και σχέσεων με
άλλα άτομα ή ομάδες, και, από την άλλη, στη φύση των δημοσιοποιούμενων
μέσω της δίκης πληροφοριών, κατά τρόπον ώστε, εφόσον προκύπτει ότι οι
τελευταίες παραβιάζουν ευαίσθητα δεδομένα, γνωστά μόνο στο διάδικο ή
σε περιορισμένο κύκλων προσώπων, πλήττοντας ούτως βαρέως την εικόνα
και την υπόληψη του και διαταράσσοντας την ψυχική του γαλήνη, να
πρέπει να διαταχθεί η μυστική διεξαγωγή της διαδικασίας, ως προς το
τμήμα της εκείνο, συνήθως το αποδεικτικό σκέλος, που εμπεριέχει
αποκάλυψη των κρίσιμων στοιχείων. Στην πολιτική δίκη, όπου τα
πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης γνωστοποιούνται γραπτώς στο
δικαστήριο, δια των προτάσεων των μερών, και δε χωρεί ανάγνωση
εγγράφων στο ακροατήριο, το πρόβλημα ανακύπτει κυρίως ως προς τα
αποδεικτικά μέσα της αυτοψίας και των μαρτύρων, όπου, ανάλογα με το
αντικείμενο της ή το περιεχόμενο της διδόμενης κατάθεσης, αντιστοίχως,
μπορεί να διατάσσεται ο αποκλεισμός της δημοσιότητας, προς αποφυγήν
εκθέσεως ευαίσθητων δεδομένων στο κοινό. Σύμφωνη προς την ανωτέρω
προοπτική είναι, επί αυτοψίας, η διάταξη του άρθρου 362 ΚΠολΔ, η οποία,
εφόσον αντικείμενο της είναι πρόσωπο, καθιερώνει δικαίωμα αυτού να
αρνηθεί τη διενέργεια της, αν θίγεται η υγεία ή η αξιοπρέπεια του, καθώς
και αντίστοιχη υποχρέωση του διεξάγοντος αυτήν να λάβει τα αναγκαία
προς την κατεύθυνση αυτή μέτρα, ένα εκ των οποίων μπορεί φυσικά να
είναι και ο αποκλεισμός της δημοσιότητας, ενώ σχετικά με τη μαρτυρική
απόδειξη, πέραν της δυνατότητας αποκλεισμού της δημοσιότητας με βάση
τη γενική συνταγματική ρήτρα του άρθρου 93§2, έχει τεθεί, προς
διαφύλαξη της ιδιωτικής σφαίρας των μαρτύρων, η διάταξη του άρθρου
402 αρ. 1, που προβλέπει δικαίωμα άρνησης καταθέσεως επί περιστατικών
που θίγουν την τιμή ή δύνανται να επισύρουν την ποινική δίωξη αυτών ή
των κοντινών τους συγγενών. Ως περιπτώσεις υποχρεωτικού εκ του νόμου

837Χρήσιμη προς την κατεύθυνση αυτή, είναι η γενομένη στη διάταξη του άρθρου 2β του ν.
2472/1997 απαρίθμηση, όπου ως ευαίσθητα δεδομένα αναφέρονται «τα δεδομένα που αφορούν
στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές
πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια
και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε
συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων».

156
αποκλεισμού της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη για λόγους προστασίας
της ιδιωτικής ζωής του διαδίκου, μπορούμε να αναφέρουμε την κατά το
άρθρο 802§3 ΚΠολΔ υποβολή προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση 838
ή ακούσια νοσηλεία 839 , όπου προβλέπεται η διεξαγωγή ολόκληρης της
συζήτησης και ιδίως των αποδείξεων κεκλεισμένων των θυρών 840, χωρίς
αυτό να αναιρεί την υποχρεωτική σύμφωνα με το άρθρο 776 ΚΠολΔ 841
καταχώρηση του διατακτικού της αποφάσεως σε ειδικό βιβλίο τηρούμενο
από τη γραμματεία του δικαστηρίου, απαραίτητη ιδίως στη δεύτερη
περίπτωση για λόγους προστασίας των συναλλασσομένων με τον
συμπαραστατούμενο τρίτων, καθώς και την προσφάτως ψηφισθείσα
διαδικασία αλλαγής φύλου842, όπου, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου
4§2 του ν. 4491/2017, η απαιτούμενη δήλωση του αιτούντος γίνεται σε
ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δημοσιότητα.

838 Η νομοθετική ρύθμιση ισχύει και επί διορισμού προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη
σύμφωνα με το άρθρο 805§1 ΚΠολΔ.
839 Σύμφωνα με το άρθρο 95§1 του ν. 2071/1992, «ακούσια νοσηλεία είναι η χωρίς τη συγκατάθεση

του ασθενή εισαγωγή και παραμονή του για θεραπεία σε κατάλληλη Μονάδα Ψυχικής Υγείας». Η
διαδικασία για την εισαγωγή του ασθενούς στη μονάδα ψυχικής υγείας περιγράφεται στο άρθρο
96 του νόμου, με αρμόδιο σε πρώτη φάση τον εισαγγελέα πρωτοδικών, στον υποβάλλεται σχετική
αίτηση των συγγενών, συνοδευόμενη από αιτιολογημένες γραπτές γνωματεύσεις δυο ψυχιάτρων,
ώστε να διαταχθούν η μεταφορά σε νοσοκομείο και τα λοιπά αναγκαία μέτρα, και σε δεύτερη
φάση, το μονομελές πρωτοδικείο, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και
αποφαίνεται οριστικά για την εισαγωγή του ασθενούς. Κατά της αποφάσεως επιτρέπεται η
άσκηση ενδίκων μέσων σε προθεσμία δυο μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης, ενώ θα
πρέπει να σημειωθεί ότι και η έφεση δικάζεται κεκλεισμένων των θυρών, κατά ρητή πρόβλεψη
του άρθρου 97§2 του νόμου.
Εκ μέρους μας, θα πρέπει να επισημανθεί, πέραν της μυστικότητας της διαδικασίας, και η
έγγραφη κατά βάση απόδειξη, τόσο ως προς το στάδιο που διενεργείται με επιμέλεια του
εισαγγελέως, ο οποίος εκδίδει προς τους ανακριτικούς του υπαλλήλους (συνήθως αστυνομικές
αρχές) την απαιτούμενη παραγγελία για συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, στο πλαίσιο της
οποίας γίνονται δεκτά προσκομιζόμενα εκ μέρους των συγγενών με κάθε μέσο, ακόμη και δια
τηλεμοιοτύπου, αποδεικτικά στοιχεία, όσο και κατά την κύρια εκδίκαση της υπόθεσης από το
δικαστήριο, όπου αποφασιστικό ρόλο παίζουν οι εκδιδόμενες υπό των ψυχιάτρων γνωματεύσεις.
Σχετικά με την πρακτική εφαρμογή του θεσμού βλ. λεπτομέρειες στη μελέτη του Ευάγγελου
Διαμαντή, Αστυνομία και ακούσια νοσηλεία, νομολογία & ΕΣ∆Α, διαθέσιμη στην ηλεκτρονική
διεύθυνση http://www.astynomia.gr/images/stories/ periodiko/281_2.pdf.
840 Βλ. σχετικώς τις αποφάσεις ΑΠ 1971/2008, ΕφΑΔ 2009, σελ. 452, και ΑΠ 1518/2007, ΕφΑΔ

2008, σελ. 221, δια των οποίων αναιρέθηκαν οι αντίστοιχες αποφάσεις του εφετείου, που
παρέλειψαν να διατάξουν την κεκλεισμένων των θυρών διεξαγωγή της συνεδρίασης επί αίτησης
υποβολής σε δικαστική συμπαράσταση. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό των ανωτέρω
αποφάσεων, η αναίρεση στηρίχθηκε όχι στον προβλεπόμενο στο άρθρο 559 αρ. 7 ΚΠολΔ λόγο
αναιρέσεως, ο οποίος ιδρύεται μόνον επί παρανόμου αποκλεισμού της δημοσιότητας και όχι επί
μη τηρήσεως της μυστικότητας της διαδικασίας, αλλά στον προβλεπόμενο στο άρθρο 559 αρ. 14
ΚΠολΔ, ενόψει της παραβιάσεως κανόνα δημόσιας τάξεως, που συνεπάγεται δικονομική
ακυρότητα κατά το άρθρο 159 ΚΠολΔ.
841 Για τη δικαστική συμπαράσταση βλ. πάντως τη ρύθμιση του άρθρου 1675 ΑΚ, που προβλέπει

δημοσιοποίηση μόνο του διατακτικού της αποφάσεως Η ρύθμιση είναι σύμφωνη με το μυστικό
χαρακτήρα της διεξαχθείσης διαγνωστικής δίκης, αποτρέποντας την πληροφόρηση των τρίτων
επί των ευαίσθητων δεδομένων (είδος, ένταση, διάρκεια ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής) που
αναφέρονται στο αιτιολογικό της απόφασης.
842 Πρόκειται κατ’ ακριβολογία για διόρθωση του καταχωρισμένου στα ληξιαρχικά βιβλία φύλου

προσώπου, η οποία γίνεται με δικαστική απόφαση εκδιδόμενη σύμφωνα με το άρθρο 782 ΚΠολΔ.

157
Τα ανωτέρω αναγραφόμενα ισχύουν και για την οικογενειακή ζωή των
διαδίκων, η οποία στην ουσία αποτελεί μια υποκατηγορία της ιδιωτικής
ζωής, αναφερομένη στη ζωή του ατόμου ως μέλους της οικογένειας, υπό
την έννοια της ως χώρου απόσυρσης και
καταφυγίου του προσώπου στην
καθημερινότητα του αλλά και ως χώρου
ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας
εκτός του κοινωνικού πλαισίου 843 . Όπως
αναφέρθηκε και παραπάνω, η πολιτική δίκη,
ως διαδικασία διάγνωσης και πραγμάτωσης
των ουσιαστικού δικαίου δικαιωμάτων, από
τη φύση της οδηγεί σε αποκαλύψεις σχετικά
με τον ιδιωτικό βίο των διαδίκων, κάτι που
στις οικογενειακές διαφορές ειδικότερα
συνεπάγεται έκθεση στο κοινό ιδιαίτερα
ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, όπως
για παράδειγμα της συμπεριφοράς των
συζύγων εντός του οικιακού περιβάλλοντος,
της σχέσης και της έντασης του δεσμού τους
Ο Νικόλαος Σαρίπολος (1876-1944), με τα τέκνα τους, των προσωπικών τους
από τους θεμελιωτές της επιστήμης του
συνταγματικού δικαίου στη χώρα μας
συνηθειών, της σεξουαλικής τους
συμπεριφοράς, τυχόν απόκρυφων σχέσεων,
περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας κτλ. Όσο κι αν προξενεί εντύπωση
και παρότι αναμφίβολα σε μία σχετική δίκη, π.χ. σε μία αγωγή διαζυγίου ή
μία δίκη διατροφής, θα συζητηθούν δημοσίως θέματα όπως τα ανωτέρω,
που δεν αφορούν το ευρύ κοινό, μη διαθέτον, κατά τη γνώμη μας, δικαίωμα
πληροφόρησης για τα όσα συμβαίνουν εντός του στενού οικογενειακού
κύκλου844, οι περισσότερες από τις ανωτέρω περιπτώσεις δε δικαιολογούν
σύμφωνα με το συνταγματικό νομοθέτη αποκλεισμό της δημοσιότητας, ο
οποίος θα γίνει δεκτός, κατόπιν αιτήσεως των συμμετεχόντων, μόνον επί
εξαιρετικών περιπτώσεων, όπου απειλείται ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία
ή ο διασυρμός των διαδίκων, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Ακόμη πιο
ανελαστική, εξάλλου, για τα συμφέροντα των διαδίκων είναι η στάθμιση
του δικονομικού νομοθέτη, ο οποίος στο άρθρο 114 ΚΠολΔ δεν καθιερώνει
καμία εξαίρεση χάριν προστασίας της οικογενειακής ζωής 845, αν και στο

843 Στην προστασία του θεσμού της οικογενείας αναφέρεται το άρθρο 21§1 του Συντάγματος, το
οποίο ορίζει ειδικότερα ότι «η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του έθνους,
καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του κράτους».
844 Ας αναλογισθούμε π.χ. την περίπτωση εκδίκασης αγωγής διαζυγίου με λόγο κλονισμού την

σεξουαλική ανικανότητα του συζύγου ή διεκδίκησης της γονικής μέριμνας για λόγους
αναγόμενους στις εξωσυζυγικές σχέσεις της συζύγου.
845 Σύμφωνα με τη διαπίστωση του Αθ. Πανταζόπουλου, Η αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική

δίκη, §5στ, σελ. 255, επί των οικογενειακών διαφορών η Ελλάδα ανήκει στην κατηγορία των
χωρών όπου η δημοσιότητα της διαδικασίας είναι ο κανόνας και η μυστικότητα η εξαίρεση, μαζί
με τις Αυστρία, Ουγγαρία, Ολλανδία και Ιαπωνία, εν αντιθέσει με τις Γερμανία, Αυστραλία,
Βραζιλία και Πολωνία όπου κανόνας είναι η μυστικότητα.

158
ειδικό μέρος περιλαμβάνονται διατάξεις που προβλέπουν δυνητικό
αποκλεισμό της δημοσιότητας για το λόγο αυτό, όπως τα άρθρα 799§2846,
επί παροχής αδείας για μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση ή για κυοφορία
τέκνου από άλλη γυναίκα, και 800§6 ΚΠολΔ, επί υιοθεσίας τέκνου847.
Πέραν των δικαιωμάτων των γονέων, η τελευταία διάταξη
προσανατολίζεται προς τη διαφύλαξη των συμφερόντων του ανηλίκου
τέκνου 848, για την οποία θα πρέπει επίσης να θεωρήσουμε ότι εισάγεται
εξαίρεση από την αρχή της δημοσιότητας, αν και ανάλογη ρήτρα δεν
υπάρχει στους γενικούς κανόνες του Συντάγματος ή του ΚΠολΔ, παρά
μόνον στο άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ 849 . Και εδώ, πάντως, ο δικονομικός
νομοθέτης εκδηλώνει τη μέριμνα του με την εισαγωγή μεμονωμένων
διατάξεων, που καθιερώνουν τη μυστική διεξαγωγή σε δικαστικές
διαδικασίες αφορώσες τα συμφέροντα ανηλίκων, όπως για παράδειγμα το
άρθρο 612 ΚΠολΔ, που σε δικαστική διαμάχη των γονέων σχετικά με την
άσκηση της γονικής μέριμνας προβλέπει τη μυστική ακρόαση του τέκνου
από το δικαστή, και το άρθρο 800§2 εδ. β ΚΠολΔ, που επί υιοθεσίας
ανηλίκου προβλέπει μυστική ακρόαση από το δικαστή του υποψήφιου
προς υιοθεσία ανηλίκου, καθώς και των υπολοίπων τέκνων του θετού
γονέως850. Δεν πρέπει, εξάλλου, να παραβλέπουμε ότι για την προστασία
των ανηλίκων εισάγεται, με το άρθρο 113§2 του ΚΠολΔ, υποκειμενικός
λόγος εξαίρεσης από τη δημοσιότητα της πολιτικής δίκης, ο οποίος δίνει
την εξουσία στο δικαστή που διευθύνει τη διαδικασία, εφόσον κρίνει ότι η
εκτυλισσόμενη δίκη θα έχει δυσμενή επίδραση στο χαρακτήρα ή τον
ψυχισμό τυχόν παρευρισκομένων ανηλίκων, να τους απαγορεύσει την
παρακολούθηση αυτής. Ανάλογη διάταξη υφίσταται φυσικά και στην
ποινική δικονομία 851 , η οποία, λόγω του χαρακτήρα των εκδικαζομένων

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τις συζητήσεις που διεξήχθησαν σχετικά με την κατάρτιση του
ΚΠολΔ, ο Γ. Οικονομόπουλος είχε προτείνει να προστεθεί επεξηγηματικώς στη διάταξη του
άρθρου 114§1, μετά τις λέξεις «εις την δημόσιαν τάξην», η φράση «ιδία επί δικών διαζυγίου ή
απαγορεύσεως», εισήγηση που δεν έγινε δεκτή. Βλ. και Σχέδιον κώδικος πολιτικής δικονομίας,
τόμος β΄, σελ. 327.
846 Η διατύπωση του οποίου θυμίζει έντονα το άρθρο 93§2 του Συντάγματος.
847 Βλ. τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1559 ΑΚ και 800§2 εδ. α ΚΠολΔ, που επιβάλλουν

τη μυστική παροχή των απαιτούμενων συναινέσεων εκ μέρους των φυσικών γονέων ή επιτρόπου
του ανηλίκου, καθώς και της συζύγου του θετού γονέως.
848 Εξασφαλιστική των συμφερόντων του τέκνου στην περίπτωση της υιοθεσίας είναι επίσης η

διάταξη του άρθρου 1559§2 του ΑΚ, που επιτρέπει στο θετό τέκνο να πληροφορείται μετά την
ενηλικίωση του από κάθε αρμόδια αρχή, συνεπώς και από τους τηρούμενους δικαστικούς
φακέλλους, τα στοιχεία των φυσικών γονέων του.
849 Σύμφωνα με τη διάταξης «η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν

των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και τον κοινόν καθ’ όλην ή μέρος της
διάρκειας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν
δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της
ιδιωτικής ζωής των διαδίκων ή εν των κρινομένων υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίων
μέτρων, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της
δικαιοσύνης».
850 Θα πρέπει, εξάλλου, να υπενθυμίσουμε τη διάταξη του άρθρου 597§2 ΚΠολΔ, το οποίο, προς

αποφυγή ψυχικής ταλαιπωρίας και πιέσεων στα τέκνα, απαγορεύει τη μαρτυρική τους κατάθεση
σε κάθε δίκη που αφορά οικογενειακές διαφορές.
851 Βλ. το άρθρο 329§1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

159
υποθέσεων, που εκθέτουν σε δημόσια θέα παραβατικές συμπεριφορές,
κρίνει εξ ορισμού ακατάλληλη την παρακολούθηση των σχετικών δικών
από ανήλικους και επιβάλλει στο δικαστή τον αποκλεισμό εκ του
ακροατηρίου προσώπων που κατά την κρίση του δε συμπλήρωσαν ακόμα
το 17ο έτος της ηλικίας τους. Όσον αφορά δε τον αποκλεισμό της
δημοσιότητας της ποινικής δίκης για λόγους αντικειμενικούς, θα πρέπει να
επισημάνουμε την ιδιαίτερη νομοθετική μέριμνα για προστασία του
ανήλικου θύματος, με την ενδεικτική αναφορά στο άρθρο 330 ΚΠοινΔ
περιπτώσεων εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και
οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής 852 συνεπαγομένων την
ψυχική ταλαιπωρία ή το διασυρμό του παθόντος, στις οποίες κατεξοχήν
δικαιολογείται η μυστική διεξαγωγή της διαδικασίας, διάταξη που δύναται
να χρησιμεύσει ως γνώμονας για τον αποκλεισμό της δημοσιότητας και σε
άλλες κατηγορίες εγκλημάτων στρεφομένων κατά ανηλίκου, εφόσον
υφίσταται αποχρώσα αιτία. Στην αντίστροφη περίπτωση, εξάλλου, της
διεξαγωγής ποινικής δίκης με δράστες ανήλικους, θα πρέπει να σημειωθεί
η ευθεία εφαρμογή του άρθρου 96§3 του Συντάγματος, που επιτρέπει
ρητώς παρεκκλίσεις από τον κανόνα της δημόσιας συνεδρίασης και
απαγγελίας της απόφασης853, μέσα στο γενικότερο πνεύμα επιείκειας και
παροχής δεύτερης ευκαιρίας στους ανήλικους αλλά και προς αποφυγή του
κοινωνικού στιγματισμού τους854.
Ερώτημα ανακύπτει αναφορικά με τη μεταχείριση ανάλογων
συμπεριφορών στην πολιτική δίκη, όπου στο πλαίσιο της τέλεσης κάποιου
σεξουαλικού ή ιδιαίτερα σκληρού εγκλήματος σε βάρος ανηλίκου, η
αντιδικία μπορεί να μεταφερθεί και στα αστικά δικαστήρια με την άσκηση
της αντίστοιχης αδικοπρακτικής απαίτησης, οπότε είναι πιθανό να
απαιτηθεί μαρτυρική κατάθεση εκ μέρους του ανηλίκου ως παθόντος και
άμεσα γνωρίζοντος τις λεπτομέρειες. Στην περίπτωση αυτή, ακόμη και αν
αποκλεισθεί η δημοσιότητα της δίκης ως προς το κοινό, ενδέχεται να
ανακύψει το πρόβλημα της σύμπτωσης της παρουσίας δράστη και θύματος
στον ίδιο χώρο και της αναγκαστικής δικαστικής αντιπαράθεσης, με την
εντεύθεν δημιουργία ιδιαίτερα δυσάρεστων συναισθημάτων στον ανήλικο.
Ενόψει του ότι η δημοσιότητα της διαδικασίας δεν είναι δυνατόν να αρθεί
ως προς τον εναγόμενο, εφόσον κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με
παραβίαση του δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως, λύση θα μπορούσε να
αναζητηθεί εν προκειμένω στην εφαρμογή της προβλεπόμενης από το

852 Εδώ υπάγονται, ενδεικτικώς, εγκλήματα όπως ο βιασμός (336 ΠΚ), η προσβολή της γενετήσιας
αξιοπρέπειας (337 ΠΚ), η αποπλάνηση παιδιών (339 ΠΚ), η κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια
(342 ΠΚ), η αιμομιξία (345 ΠΚ), η πορνογραφία ανηλίκων (348Α ΠΚ), η μαστροπεία (349 ΠΚ), η
σωματεμπορία (351 ΠΚ) και η ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής (351Α ΠΚ).
853 Σύμφωνη με την ανωτέρω συνταγματική ρήτρα είναι η διάταξη του άρθρου 1§1 του ν.

3315/1955, που προβλέπει τη συνεδρίαση των δικαστηρίων ανηλίκων κεκλεισμένων των θυρών.
854 Βλ. και την ΓνωμΕισΑΠ 6/2001, ΠοινΔνη 2002, σελ. 35.

160
άρθρο 237§11 του ΚΠολΔ διαδικασίας τηλεξέτασης μάρτυρα, οπότε
τουλάχιστον αποφεύγεται η ψυχολογική φόρτιση που προξενεί στον
ανήλικο η σωματική
παρουσία του δράστη,
του οποίου, από την
άλλη πλευρά, τα
δικαιώματα
διασφαλίζονται
ικανοποιητικώς λόγω
της οπτικής και
ηχητικής επαφής με το
μάρτυρα και της
δυνατότητας
υποβολής ερωτήσεων.
Σε κάθε περίπτωση, το
εξεταζόμενο πρόβλημα
έχει αμβλυνθεί Όσο μακρινό κι αν φαίνεται για την ελληνική πραγματικότητα, στις
περισσότερες πολιτείες των ΗΠΑ έχει συσταθεί σώμα ειδικά
σημαντικά μετά την εκπαιδευμένων σκύλων, η παρουσία των οποίων στο πλευρό του ανήλικου
πρόσφατη θύματος κρίνεται ευεργετική όταν καταθέτει σε βάρος του υπαιτίου της
πράξεως
τροποποίηση, η οποία
δίνει στον ανήλικο τη
δυνατότητα να προβεί απλά σε μία ένορκη βεβαίωση σχετικά με το επίμαχο
περιστατικό, χωρίς να χρειάζεται η ανοικτή αντιπαράθεση με το δράστη,
εξέλιξη η οποία θα πρέπει να συγκαταλεχθεί στα θετικά του νέου
συστήματος.
Μια άλλη μη συνταγματικά προβλεπόμενη περίπτωση αποκλεισμού της
δημοσιότητας είναι η ανάγκη διαφύλαξης της δημόσιας τάξης 855 και
εθνικής ασφάλειας, η οποία δύναται να διαταραχθεί όταν, μέσω της
δημόσιας διεξαγωγής της διαδικασίας, ανακύπτει το ενδεχόμενο
αποκάλυψης ευαίσθητων κρατικών μυστικών και απόρρητων στοιχείων
σχετικά με την κρατική λειτουργία856. Εδώ η γενόμενη στάθμιση αποβαίνει
855 Σύμφωνα με τον Μ. Σταθόπουλο, Η έννοια της δημόσιας τάξης κατά την ΚΠολΔ 897 αριθ. 6 και
η νομολογία του Αρείου Πάγου, ΕλλΔνη 2014, σελ. 1281, ως δημόσια τάξη νοούνται οι κανόνες
που περιέχουν τις θεμελιώδεις δικαιικές, ηθικές, κοινωνικές και οικονομικές αξίες και αντιλήψεις
της έννομης τάξης μας, που αποτελούν τα θεμέλια της, όπως οι κατοχυρωμένες στο Σύνταγμα
αξίες, τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι ατομικές ελευθερίες, η αρχή της ισότητας, οι βασικές περί
ηθικής αντιλήψεις κτλ.
856 Βλ. στο χώρο της ποινικής δίκης την ΕφΑθ 2378/2015, ΠοινΧρ 2016, σελ. 451, όπου σε δίκη

με κατηγορία για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και εμπορία ναρκωτικών η υπεράσπιση


προέβαλε ότι ο κατηγορούμενος συνετέλεσε στην πρόληψη διάπραξης της πράξης, στην
αποκάλυψη της ποσότητας των μεταφερόμενων ουσιών και στην εξάρθρωση της οργάνωσης,
συμμετέχοντας σε αυτήν ως μυστικός αστυνομικός συνεργαζόμενος με την αστυνομική υπηρεσία
της Βόρειας Ιρλανδίας και ενεργώντας κατόπιν υποδείξεως αυτής της αρχής, ζητώντας
παράλληλα οι αναγνώσεις των εγγράφων να γίνουν κεκλεισμένων των θυρών λόγω της
εμπιστευτικότητας του περιεχομένου τους. Το δικαστήριο, με βάση τη διάταξη του άρθρου 9§1
του ν. 2928/2001, που επιτρέπει τη λήψη μέτρων για την αποτελεσματική προστασία των
προσώπων που κατά το άρθρο 187Α ΠΚ βοηθούν στην αποκάλυψη εγκληματικών
δραστηριοτήτων, και κατόπιν αποστολής σχετικών εγγράφων (μεταξύ των οποίων και
εμπιστευτική επιστολή του αστυνομικού επιθεωρητή της αστυνομικής υπηρεσίας της Βόρειας

161
προς όφελος των εθνικών συμφερόντων, που υπερισχύουν των ατομικών
ελευθεριών, χάριν της ίδιας της υπόστασης και της αυτοπροστασίας του
κράτους, κάτι που μπορεί να μη θεμελιώνεται άμεσα στο Σύνταγμα,
προκύπτει, όμως, από κανόνες διεθνών συμβάσεων, όπως το άρθρο 6§1 εδ.
β της ΕΣΔΑ857 και το άρθρο 14§1 εδ. β του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για
τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα 858, οι οποίοι προβλέπουν ρητώς ως
λόγο εξαίρεσης από τη δημοσιότητα τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης και
ασφάλειας, αλλά και εμμέσως από άλλες συνταγματικές διατάξεις, όπως
για παράδειγμα τα άρθρα 13§2 περί ορίων της θρησκευτικής ελευθερίας 859,
14§3 εδ. γ περί κατασχέσεως εφημερίδων και εντύπων 860 , 18§3 περί
επιτάξεως για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων 861 κτλ, που όλες
θυσιάζουν τις προστατευόμενες από αυτές ελευθερίες στο βωμό της
διαφύλαξης της δημόσιας τάξεως, ασφάλειας και υγείας. Σε αρμονία προς
τις ανωτέρω σταθμίσεις, ο ΚΠολΔ επιτρέπει, με το άρθρο 114§1, τον
περιορισμό της δημοσιότητας αν η διεξαγωγή της συζήτησης μπορεί να
αποβεί επιβλαβής για τη δημόσια τάξη, ενώ και από άλλες διατάξεις, όπως
τα άρθρα 400 αρ. 2, που αποκλείει από την εμμάρτυρη απόδειξη δημόσιους
υπαλλήλους και στρατιωτικούς, αναφορικά με γεγονότα για τα οποία
υπάρχει καθήκον εχεμύθειας, και 452§3, που εισάγει εξαίρεση από την
υποχρέωση επίδειξης εγγράφου ως προς έγγραφα ευρισκόμενα στην
κατοχή δημόσιας αρχής ή οργάνου, εφόσον ανάγονται σε απόρρητα του
κράτους σχετικά με την ασφάλεια και τις διεθνείς σχέσεις του, συνάγεται
ότι έχει πάντοτε υπ’ όψιν του τις ανωτέρω παραμέτρους. Σε κάθε
περίπτωση, θα πρέπει εν προκειμένω να επισημανθεί, κάτι που φυσικά
ισχύει για όλες τις εξεταζόμενες περιπτώσεις, ότι, σύμφωνα με τη

Ιρλανδίας) από τις αλλοδαπές αρχές, έκρινε ότι συντρέχει περίπτωση ανάγνωσης των εγγράφων
κεκλεισμένων των θυρών, προς αποτροπή διαρροής των πληροφοριών αλλά και ως προληπτικό
μέτρο προστασίας του κατηγορουμένου, διατάσσοντας παράλληλα την αφαίρεση τους από τη
δικογραφία και τη διαβίβαση τους στην Εισαγγελία Εφετών για αρχειοθέτηση και φύλαξη τους
στο ειδικό αρχείο των εμπιστευτικών εγγράφων.
857 Βλ. το περιεχόμενο της διάταξης στη σημείωση με αριθμό
858 Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης, «η διεξαγωγή δίκης κεκλεισμένων των θυρών μπορεί

να αποφασισθεί για το σύνολο ή μέρος της, είτε για την προστασία των χρηστών ηθών, της
δημόσιας τάξης ή της εθνικής ασφάλειας σε μια δημοκρατική κοινωνία είτε όταν αυτό απαιτεί
η προστασία της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων είτε ακόμη στο μέτρο που το δικαστήριο κρίνει ότι
κάτι τέτοιο είναι απολύτως απαραίτητο δεδομένου ότι, λόγω ειδικών συνθήκων της υπόθεσης, η
δημοσιότητα θα ζημίωνε την ορθή απονομή της δικαιοσύνης».
859 Σύμφωνα με το άρθρο 13§2 του Συντάγματος, «κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα

σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. H άσκηση της
λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη».
860 Σύμφωνα με το άρθρο 14§3 του Συντάγματος, «η κατάσχεση εφημερίδων και άλλων εντύπων,

είτε πριν από την κυκλοφορία είτε ύστερα από αυτή, απαγορεύεται. Kατ' εξαίρεση επιτρέπεται η
κατάσχεση, με παραγγελία του εισαγγελέα, μετά την κυκλοφορία: … γ) για δημοσίευμα που
αποκαλύπτει πληροφορίες για τη σύνθεση, τον εξοπλισμό και τη διάταξη των ενόπλων δυνάμεων ή
την οχύρωση της χώρας ή που έχει σκοπό τη βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος ή στρέφεται κατά
της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους».
861 Σύμφωνα με το άρθρο 18§3 του Συντάγματος, «ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με τις

επιτάξεις για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης, ή για
τη θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή
υγεία».

162
συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας862 η έκταση του
περιορισμού θα είναι ανάλογη προς την επιδιωκόμενη προστασία, με
συνέπεια ο αποκλεισμός της δημοσιότητας να ισχύει μόνον ως προς το
τμήμα εκείνο της διαδικασίας που θίγει τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια, π.χ.
την κρίσιμη μαρτυρική κατάθεση η οποία θα δοθεί κεκλεισμένων των
θυρών, με την υπόλοιπη διαδικασία να διεξάγεται κανονικά.
Σύμφωνα με μία άποψη863, η δημόσια τάξη διαταράσσεται, και επομένως
συντρέχει ανάγκη περιορισμού της δημοσιότητας, και σε περίπτωση που η
δημόσια διεξαγωγή της συζήτησης μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την
ασφάλεια των δικαστών, διαδίκων, δικηγόρων, καθώς και των μαρτύρων
και πραγματογνωμόνων που θα εξεταστούν σχετικά με τη διαφορά. Είναι
πράγματι πιθανό σε ορισμένες υποθέσεις με σημαντικό διακύβευμα η μία
πλευρά να διαθέτει την απαιτούμενη δύναμη και διασυνδέσεις ώστε να
δημιουργεί στους παράγοντες της δίκης ή στον αντίδικο την εντύπωση ότι,
εφόσον αποφασίσουν ή καταθέσουν εναντίον της, είναι εκτεθειμένοι στον
κίνδυνο αντεκδικήσεων. Εν προκειμένω διακυβεύεται, πέραν της
ασφάλειας και της υγείας των ανωτέρω προσώπων, και η ίδια η ορθότητα
του αποδεικτικού πορίσματος, που δύναται να επηρεασθεί από την
αποτροπή π.χ. των δικαστών να εκτελέσουν το καθήκον τους ή των
μαρτύρων να καταθέσουν τις πληροφορίες που γνωρίζουν. Στις
περιπτώσεις αυτές, πάντως, η δημοσιότητα δεν είναι τόσο το πρόβλημα,
καθώς ο αποκλεισμός της διατάσσεται πάντοτε έναντι του κοινού και όχι
έναντι της ίδιας της διάδικης πλευράς, που διατηρεί έτσι τη δυνατότητα να
πληροφορηθεί τις λεπτομέρειες και τα ονόματα των παραγόντων της
δίκης, αλλά μάλλον η λύση του, εφόσον η ελεύθερη προσέλευση ακροατών
και ιδίως η εκτεταμένη κάλυψη της δίκης από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης,
με τη συνακόλουθη προβολή του θέματος και την ευαισθητοποίηση της
κοινής γνώμης επ’ αυτού, δύνανται, υπέρ παντός άλλου παράγοντα, να
λειτουργήσουν αποτρεπτικά σε παρόμοια φαινόμενα. Σε κάθε περίπτωση,
η συντεταγμένη πολιτεία οφείλει σε ανάλογες υποθέσεις να μεριμνά για τη
λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων φύλαξης και προστασίας των
προσώπων της δίκης864, με τον αποκλεισμό της δημοσιότητας έναντι της
υπαίτιας πλευράς, που ισοδυναμεί ουσιαστικά με παραβίαση του
συνταγματικά προστατευόμενου δικαιώματος ακροάσεως (20§1 Συντ.) να
συνιστά το έσχατο μέσο, η λήψη του οποίου πάντως, όσο κι αν φαίνεται
υπερβολική, δε θα πρέπει να αποκλεισθεί σε ακραίες περιπτώσεις. Στη

862 Σύμφωνα με το άρθρο 25§1 εδ. δ του Συντάγματος, «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν
κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά (ενν. τα δικαιώματα του ανθρώπου ως
ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου) πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το
Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της
αναλογικότητας».
863 Βλ. Αθ. Πανταζόπουλο, Η αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη, §5, σελ. 112 επ., με

περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία των γερμανικών δικαστηρίων.


864 Για τους δικαστικούς θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι, ως εκ της θέσεως τους και της

αποστολής την οποία έχουν αναλάβει, πρέπει να γνωρίζουν ότι πολλές φορές θα κληθούν να
αντιπαρατεθούν σε ισχυρά συμφέροντα και, ως εκ τούτου, θα βρεθούν αναπόφευκτα
αντιμέτωποι με απειλές και εκφοβισμούς.

163
χώρα μας, ανάλογα μέτρα προβλέπονται νομοθετικώς μόνο στο χώρο της
ποινικής δίκης, όπου σε υποθέσεις δίωξης του οργανωμένου εγκλήματος
(187 ΠΚ) προβλέπεται, με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 2928/2001 865,
στο πλαίσιο της προστασίας από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό των
μαρτύρων κατηγορίας που βοηθούν στην αποκάλυψη της δράσης
εγκληματικών οργανώσεων, η κατάθεση με χρήση ηλεκτρονικών μέσων
ηχητικής μόνο μετάδοσης, η μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης των
στοιχείων ταυτότητας 866 , η κλήση τους στο ακροατήριο με διαφορετικό
όνομα, καθώς και η εξέταση τους εκτός ακροατηρίου, κατ’ εφαρμογήν του
άρθρου 354 ΚΠοινΔ 867 . Κλείνοντας την αναφορά μας, θα πρέπει
επιγραμματικά να σημειώσουμε ότι ο νόμος προβλέπει εφαρμογή των
ανωτέρω διατάξεων και σε μερικές ακόμη περιπτώσεις πέραν των δικών
εγκληματικών οργανώσεων868 καθώς και ειδικά μέτρα για την προστασία
των εμπλεκόμενων δικαστικών (εισαγγελέα, ανακριτή και δικαστές της
υπόθεσης), ένα εκ των οποίων είναι η τήρηση μυστικών των ονομάτων των
μειοψηφούντων869.
Μεγάλη συζήτηση έχει προκαλέσει στη θεωρία το ενδεχόμενο
περιορισμού της δημοσιότητας της δίκης για λόγους διαφύλαξης του
επαγγελματικού απορρήτου των διαδίκων, έννοια στην οποία
περιλαμβάνονται τα κάθε είδους μυστικά της επιχειρηματικής
δραστηριότητας ενός προσώπου ή μιας εταιρείας, όπως είναι για
παράδειγμα η αξιοποίηση μιας ευρεσιτεχνιακής μεθόδου ή εξελιγμένης
τεχνογνωσίας, οι τεχνικές προδιαγραφές παραγωγής κάποιου προϊόντος,
οι λίστες πελατών και συνεργατών, το προηγμένο οργανωτικό μοντέλο
κτλ870. Από την απόρριψη σχετικής πρότασης υποβληθείσης στην επιτροπή
κατάρτισης του Συντάγματος του 1975871 συνάγεται η καταρχήν αρνητική

865 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι σχετικές διατάξεις εισήχθησαν στην ποινική δικονομία ενόψει
της δίκης της «17ης Νοέμβρη», ενώ πρόκειται να αξιοποιηθούν και στη διεξαγόμενη κατά της
Χρυσής Αυγής δίκη.
866 Βλ. για τα ανωτέρω μέτρα το άρθρο 9§2 του ν. 2928/2001, το οποίο προβλέπει ακόμα τη

φύλαξη των μαρτύρων με κατάλληλα εκπαιδευμένο αστυνομικό προσωπικό, τη μεταβολή των


στοιχείων ταυτότητας, τη μετεγκατάσταση σε άλλες χώρες, τη μετάθεση ή μετάταξη ή απόσπαση
από την υπηρεσίας τους για ορισμένο διάστημα, καθώς και άλλους τρόπους διασφάλισης της
μυστικότητας γύρω από τα προσωπικά τους στοιχεία.
867 Βλ. ειδικότερα το άρθρο 9§4 του ν. 2928/2001. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ανωτέρω

ρυθμίσεις συμπληρώνονται από την πρόβλεψη της §5, σύμφωνα με την οποία μόνη η κατάθεση
του μάρτυρα, του οποίου τα στοιχεία ταυτότητας δεν έχουν αποκαλυφθεί, δεν αρκεί για την
καταδίκη του κατηγορουμένου.
868 Βλ. ειδικότερα τις διατάξεις του άρθρου 9§6 και 7 του ν. 2928/2001, για τα προβλεπόμενα σε

αυτές εγκλήματα της εμπορίας δούλων και ανθρώπων, σωματεμπορίας, παράνομης διακίνησης
μεταναστών κτλ. (§6), καθώς και για τα εγκλήματα της δωροδοκίας και δωροληψίας πολιτικών
αξιωματούχων, υπαλλήλων, δικαστικών λειτουργών κτλ. (§7).
869 Βλ. το άρθρο 10§1 του ν. 2928/2001.
870 Σύμφωνα με τον Λ. Κοτσίρη, Δίκαιο Ανταγωνισμού, κεφ. 3, VI, σελ. 312, απόρρητο (εμπορικό ή

βιομηχανικό) είναι «κάθε γεγονός που σχετίζεται με ορισμένη επιχείρηση, γνωστό μόνο σε στενά
καθορισμένο κύκλο προσώπων υπόχρεων προς τήρηση μυστικότητας και το οποίο κατά τη βούληση
του κυρίου της επιχειρήσεως πρέπει να παραμείνει μυστικό λόγω υπάρξεως δικαιολογημένου
οικονομικού συμφέροντος του προς τήρηση της μυστικότητας».
871 Από τα Πρακτικά των συνεδριάσεων των υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος 1975

κοινοβουλευτικής επιτροπής, σελ. 273 επ. διαπιστώνουμε ότι από τον Ν. Γαζή είχε υποβληθεί

164
στάση του συντακτικού νομοθέτη έναντι της συγκεκριμένης προοπτικής,
θέση που πάντως στην απόλυτη μορφή της εμφανίζεται πολύ αυστηρή
έναντι των συμφερόντων του διαδίκου, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις
είναι δυνατόν να βρεθεί ενώπιον του διλήμματος της εγκατάλειψης της
δίκης προς διαφύλαξη των επαγγελματικών του μυστικών ή, αντιθέτως,
συνέχισης του δικαστικού αγώνα με τον κίνδυνο οικονομικής του
καταστροφής. Το επαγγελματικό απόρρητο φαίνεται να απασχολεί
εντονότερα το συντάκτη του ΚΠολΔ, όχι βέβαια σε σημείο αποκλεισμού της
δημοσιότητας της δίκης 872 αλλά υπό τη μορφή της απαλλαγής από τη
μαρτυρική κατάθεση ορισμένων λειτουργών, όπως οι κληρικοί, δικηγόροι,
συμβολαιογράφοι, γιατροί, φαρμακοποιοί, νοσοκόμοι, μαίες, καθώς και
των συμβούλων των διαδίκων873, ως προς τους οποίους το επαγγελματικό
καθήκον και η παραγόμενη από αυτό υποχρέωση εχεμύθειας κρίνονται
επικρατέστερα από την υποχρέωση αποκάλυψης της αλήθειας 874 , με
απώτερο σκοπό την προστασία των αναπτυσσομένων στα ανωτέρω
επαγγέλματα σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ πελάτη και επαγγελματία και,
γενικότερα, τη διασφάλιση της εμπιστοσύνης των πολιτών στα
συγκεκριμένα επαγγέλματα. Ο δικονομικός νομοθέτης προχωρεί μάλιστα
ένα βήμα παραπέρα θεσπίζοντας γενικό δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας επί
περιστατικών αποτελούντων επαγγελματικό απόρρητο875, επεκτείνοντας
παράλληλα τη ρύθμιση του και επί της υποχρέωσης προσκομιδής

πρόταση θέσπισης λόγους αποκλεισμού της δημοσιότητας για την προστασία του
επαγγελματικού απορρήτου, η οποία όμως απορρίφθηκε.
872 Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες σύνταξης του ΚΠολΔ, το σχετικό θέμα

είχε θιγεί από τον Γ. Οικονομόπουλο, ο οποίος είχε προτείνει να γίνει μνεία της περίπτωσης
αποκλεισμού της δημοσιότητας «προς προστασίαν του επαγγελματικού μυστικού προσώπου
τινός», χωρίς η πρόταση αυτή να εισακουσθεί. Βλ. Σχέδιον πολιτικής δικονομίας, τόμος β΄, σελ.
327.
873 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 399-401 ΚΠολΔ και τη γενόμενη σε αυτές διαβάθμιση μεταξύ α)

ανεπιτήδειων προς μαρτυρία, στους οποίους υπάγονται οι κληρικοί ως προς τα γεγονότα που
έμαθαν κατά την εξομολόγηση, β) εξαιρετέων, στους οποίους υπάγονται οι κληρικοί, δικηγόροι,
συμβολαιογράφοι, γιατροί, φαρμακοποιοί, νοσοκόμοι, μαίες και οι βοηθοί τους, για τα
πραγματικά γεγονότα που τους εμπιστεύθηκαν οι πελάτες τους ή διαπίστωσαν κατά την άσκηση
του επαγγέλματος τους για τα οποία υπάρχει καθήκον εχεμύθειας και γ) εξ ιδίας προαιρέσεως
απαλλασσομένων, όπου υπάγονται οι ανωτέρω επαγγελματίες, ως προς τα γνωστά σε αυτούς
μέσω του επαγγέλματος τους γεγονότα τα οποία δεν καλύπτονται από την υποχρέωση
εχεμύθειας. Η αντίστοιχη διάταξη στον ΚΠοινΔ είναι το άρθρο 212, που εισάγει, με μικρές
παρεκκλίσεις, αποδεικτική απαγόρευση εξέτασης των ανωτέρω επαγγελματιών στην ποινική
δίκη.
874 Σύμφωνες προς την ανωτέρω προοπτική είναι και οι διατάξεις ειδικών νομοθετημάτων, όπως

π.χ. το άρθρο 13 του ν. 3418/2005 (Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας), σύμφωνα με το οποίο «ο


ιατρός οφείλει να τηρεί αυστηρά απόλυτη εχεμύθεια για οποιοδήποτε στοιχείο υποπίπτει στην
αντίληψη του ή του αποκαλύπτει ο ασθενής ή τρίτοι, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων
του, και το οποίο αφορά στον ασθενή ή τους οικείους του», καθώς και το άρθρο 38 του ν.
4194/2103 (Κώδικας Δικηγόρων), σύμφωνα με το οποίο «ο δικηγόρος οφείλει να τηρεί αυστηρά
εχεμύθεια για όσα του εμπιστεύεται ο εντολέας του κατά την ανάθεση και εκτέλεση της εντολής ή
πληροφορείται κατά τη διάρκεια του χειρισμού της».
875 Βλ. το άρθρο 402 αρ. 2 ΚΠολΔ.

165
προδικαστικώς 876 ή επιδείξεως εγγράφων, με την παροχή στον υπόχρεο
της δυνατότητας αντίκρουσης της σχετικής αξίωσης όταν συντρέχει
σπουδαίος λόγος877, έννοια στην οποία ασφαλώς υπάγεται και το δικαίωμα
διαφύλαξης του επαγγελματικού απορρήτου 878 , χωρίς πάντως να
περιλαμβάνει αντίστοιχη διάταξη επί της εξέτασης των διαδίκων, όπου
ενδεχόμενη άρνηση του εξεταζομένου θα εκτιμηθεί ελεύθερα από το
δικαστήριο σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 420 ΚΠολΔ,
επιβαρύνοντας μάλλον τη θέση αυτού.
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η αναφορά του ΚΠολΔ στο
επαγγελματικό απόρρητο είναι κατά βάση συνδεδεμένη με τη δυνατότητα
αξιοποίησης ορισμένων αποδεικτικών μέσων, χωρίς να υφίσταται
νομοθετικό έρεισμα για τον αποκλεισμό της δημοσιότητας ή κάποιο άλλο
προβλεπόμενο μέσο για τη διασφάλιση των συμφερόντων των διαδίκων.
Για λόγους δικαιοσύνης, πάντως, επιβάλλεται και εδώ μια ευρύτερη
στάθμιση, η οποία θα λάβει υπ’ όψιν της τα συνταγματικώς
προστατευόμενα δικαιώματα της ελεύθερης συμμετοχής στην οικονομική
και κοινωνική ζωή της χώρας (άρθρο 5§1 Συντ.) και προστασίας της
ιδιοκτησίας (17§1 Συντ.), και θα απολήξει και πάλι σε μια διασταλτική
ερμηνεία των περί αποκλεισμού της δημοσιότητας διατάξεων, ώστε να
επιτραπεί, κατόπιν αιτήματος της ενδιαφερόμενης πλευράς, η διεξαγωγή
της δίκης κεκλεισμένων των θυρών, προς αποτροπήν διαρρεύσεως των
επιχειρηματικών μυστικών του διαδίκου στον ευρύ κύκλο προσώπων που
απαρτίζουν ένα δικαστικό ακροατήριο ή, ακόμη πιο σημαντικό, εκθέσεως
των απορρήτων στο φως της δημοσιότητας, σε περίπτωση δίκης
καλυπτόμενης από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Σε κάθε περίπτωση, θα
πρέπει και πάλι να επισημανθεί ότι μετά την πρόσφατη αναθεώρηση της
πολιτικής δικονομίας, που αντικατέστησε τις διδόμενες στο ακροατήριο
μαρτυρίες με την παροχή ενόρκων βεβαιώσεων, το πρόβλημα εμφανίζεται
με μειωμένη οξύτητα, εφόσον πλέον η δυνατότητα πληροφόρησης των
τρίτων από τη διεξαγόμενη στο ακροατήριο διαδικασία πρακτικά εκλείπει
στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων.
Όσον αφορά, εξάλλου, την, ακόμη εντονότερη ίσως, ανάγκη προστασίας
της διάδικης πλευράς επί εμπλοκής σε δίκη με τον άμεσο και κύριο
ανταγωνιστή της 879 στο πλαίσιο της οποίας και προς υπεράσπιση των
876 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 232§1γ ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «ο τρίτος δεν υποχρεούται στην
προσαγωγή αν συντρέχουν λόγοι για τους οποίους δεν υπάρχει υποχρέωση μαρτυρίας ή υπάρχει
δικαίωμα αρνήσεως μαρτυρίας ή η προσαγωγή θα συνιστούσε ιδιαίτερη επιβάρυνση για τον τρίτο».
877 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 450§2 ΚΠολΔ, η οποία μάλιστα μνημονεύει τις περιπτώσεις

δικαιώματος άρνησης προς κατάθεση ως ενδεικτικές της ύπαρξης σπουδαίου λόγου αρνήσεως
επίδειξης εγγράφου.
878 Βλ. τη σχετική αναφορά του Β. Τσούμα, Το δικαίωμα πληροφόρησης και επίδειξης εγγράφων,

σελ. 32-33 και 46, όπου και περαιτέρω παραπομπές.


879 Βλ. ενδεικτικώς την περίπτωση που παραθέτει ο Y. Honda, Η δικαστική προστασία του

επαγγελματικού απορρήτου στο ιαπωνικό δικονομικό δίκαιο (εισήγηση στο επιστημονικό


συμπόσιο της Σύρου, 10-16 Σεπτεμβρίου 2000), Δίκη 2001, σελ. 563 επ., διαθέσιμη και
διαδικτυακώς στη διεύθυνση http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=5&mid=1479&mnu=
3&id=17938, κατά την οποία αμερικανική επιχείρηση είχε ασκήσει ενώπιον δικαστηρίου της
πολιτείας του Οχάιο αγωγή αποζημιώσεως και παράλειψης της χρήσης ορισμένης τεχνογνωσίας

166
θέσεων της αναγκαστικά θα κληθεί να αποκαλύψει κρίσιμα έγγραφα ή
άλλα απόρρητα στοιχεία σχετικά με τη λειτουργία της, οπότε πλέον τίθεται
το ζήτημα του περιορισμού της δημοσιότητας της διαδικασίας όχι ως προς
τρίτους αλλά έναντι του ίδιου του αντιδίκου, η λύση δε μπορεί να είναι
εξίσου ευνοϊκή, καθώς εδώ η στάθμιση αποβαίνει σε κάθε περίπτωση υπέρ
του δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως του τελευταίου (άρθρο 20§1
Συντ.), που περιλαμβάνει το δικαίωμα παράστασης στην κύρια και
αποδεικτική διαδικασία και ανεμπόδιστης πρόσβασης στο φάκελλο της
δικογραφίας. Εν προκειμένω, και από τη στιγμή που ο ανταγωνιστής δε
συμφωνεί στην επιλογή ενός εναλλακτικού τρόπου επίλυσης της διαφοράς,
που παρέχει το πλεονέκτημα της εμπιστευτικότητας, θα πρέπει να
αναζητηθούν άλλα μέσα προστασίας, τα οποία όμως δύσκολα
συμβιβάζονται με το σύστημα αξιών του ΚΠολΔ, που κατοχυρώνει ως
βασικότερες δικονομικές αρχές την ισότητα των διαδίκων και το δικαίωμα
ακροάσεως 880 . Προς εξέταση πιθανών λύσεων, και ανεξαρτήτως της
δυνατότητας έγερσης αξιώσεων αποζημίωσης και παράλειψης ή άρσης της
γενομένης προσβολής κατά τις κείμενες διατάξεις881, η οποία μερικώς μόνο
θεραπεύει χωρίς να προλαμβάνει το πρόβλημα, μπορούμε να αναχθούμε
στις ρυθμίσεις αλλοδαπών εννόμων τάξεων, που έχουν αντιμετωπίσει
εντονότερα το σχετικό ζήτημα, προφανώς ενόψει της αυξημένης σημασίας
του επιχειρηματικού κλάδου στις αντίστοιχες οικονομίες. Έτσι λοιπόν στο
αμερικανικό δίκαιο, κατά το προδικαστικό στάδιο της pre-trial discovery882,
όπου ο διάδικος, κατόπιν αιτήματος της αντίπαλης πλευράς, είναι
υποχρεωμένος να αποκαλύψει προς αυτήν όλες τις αναφερόμενες στο
επίδικο ζήτημα πληροφορίες, απαντώντας σε κατάλογο ερωτήσεων,
παρέχοντας μάρτυρες, επιδεικνύοντας έγγραφα, μέχρι και ανεχόμενος την
αυτοψία αντικειμένων και τη διεξαγωγή ερευνών στο χώρο της
επιχείρησης του, το επαγγελματικό απόρρητο προστατεύεται σε κάποιο
βαθμό μέσω της έκδοσης προστατευτικής διαταγής (protective order) του

(know-how) σε βάρος ιαπωνικής επιχείρησης επικαλούμενη παράνομη απόκτηση απόρρητων


πληροφοριών εκ μέρους της εναγομένης, η οποία απάντησε με αρνητική αναγνωριστική αγωγή
ασκηθείσα στα ιαπωνικά δικαστήρια. Το ιαπωνικό δικαστήριο στο οποίο εκκρεμούσε η δεύτερη
αγωγή διέταξε αποδείξεις σε βάρος της έχουσας το βάρος απόδειξης αμερικανικής επιχείρησης,
καλώντας την να παρουσιάσει στο δικαστήριο σε τι ακριβώς συνίστατο η επίμαχη τεχνογνωσία,
κάτι στο οποίο δεν ανταποκρίθηκε η εταιρεία, επιλέγοντας την απώλεια της δίκης από την
αποκάλυψη των επιχειρηματικών της μυστικών.
880 Βλ. τις χαρακτηριστικές διατάξεις του άρθρου 110§1 και 2 ΚΠολΔ, κατά τις οποίες οι διάδικοι

«έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις και είναι ίσοι ενώπιον του δικαστηρίου» και «έχουν
δικαίωμα να παρίστανται σε όλες τις συζητήσεις της υπόθεσης, ακόμη και όταν γίνονται
κεκλεισμένων των θυρών, και πρέπει για το σκοπό αυτό να καλούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του
νόμου».
881 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 914 και 1108 ΑΚ, καθώς και των άρθρων 10§3, 18 και 22 του ν.

146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού. Η τελευταία προβλέπει μάλιστα δημοσίευση του


διατακτικού της καταδικαστικής αποφάσεως δια του τύπου δαπάναις του ηττηθέντος.
882 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 26-37 των Federal Rules of Civil Procedure. Λεπτομέρειες για τη

συγκεκριμένη διαδικασία βρίσκουμε στη μελέτη της Χρ. Μιχαηλίδου, Δυνατότητες συγκέντρωσης
αποδεικτικού υλικού στο προστάδιο της δίκης, Μια δικαιοσυγκριτική παρουσίαση, διαθέσιμη
στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1479&mnu=
3&id=24780.

167
δικαστηρίου 883 , με την οποία μπορεί να επιτευχθεί ο περιορισμός των
αποκαλύψεων σε συγκεκριμένα μόνο στοιχεία, η σφράγιση του φακέλλου
της δικογραφίας, ο καθορισμός των προσώπων που θα δικαιούνται να
παραστούν κατά την αποσφράγιση, η εξέταση του φακέλλου αποκλειστικά
από το δικαστήριο, καθώς και η λήψη διάφορων άλλων μέτρων, κατά
τρόπον ώστε να μη θιγούν τα επιχειρηματικά μυστικά ή άλλες
εμπιστευτικές πληροφορίες884. Ανάλογη με τα καθ’ ημάς ισχύοντα είναι η
προσέγγιση του αγγλικού δικαίου, που παρέχει τη δυνατότητα
απόκρουσης του αιτήματος για disclosure of documents (επίδειξη
εγγράφων) μεταξύ άλλων και για λόγους επιχειρηματικού απορρήτου 885,
προχωρώντας βέβαια ένα βήμα περαιτέρω, καθώς επιτρέπει ρητώς τον
αποκλεισμό της δημοσιότητας για την αιτία αυτή, ρύθμιση που ακολουθεί
και η γερμανική δικονομία, που θυσιάζει τη δημοσιότητα στις περιπτώσεις
όπου συντρέχει σπουδαίος επαγγελματικός, βιομηχανικός,
ευρεσιτεχνιακός ή φορολογικός λόγος 886 , επιβάλλοντας μάλιστα στην
περίπτωση αυτή στους παρασταθέντες στη δίκη υποχρέωση αποσιώπησης
του απόρρητου γεγονότος που πληροφορήθηκαν διαμέσου της
προφορικής διαδικασίας ή της παρουσίασης κάποιου εγγράφου. Πιο
ριζοσπαστική από όλες είναι η προσέγγιση του ελβετικού δικαίου 887, που
με διατάξεις του ελβετικού ομοσπονδιακού κώδικα πολιτικής δικονομίας
(BZPO) αλλά και επιμέρους καντονίων 888 καθιερώνει εξουσία του
δικαστηρίου να λάβει γνώση ενός αποδεικτικού μέσου κατ’ αποκλεισμό
του αντιδίκου ή να διατάξει όλα τα προσήκοντα προς εξασφάλιση των
συμφερόντων του διαδίκου μέτρα, όπως για παράδειγμα την ενημέρωση
επί των απόρρητων αποδεικτικών στοιχείων αποκλειστικά του δικηγόρου
του αντιδίκου ή την ενημέρωση του αντιδίκου αποκλειστικά μέσω
συντασσόμενης σχετικά γνωμοδότησης ανεξάρτητου πραγματογνώμονα,
την επιβολή δραστικών ποινών επί ενδεχόμενης παράβασης κτλ. Χωρίς να
παρέχουν άμεση λύση, εφόσον, ως αναφέρθηκε, ανάλογες πρακτικές

883 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 26(c)§1 των Federal Rules of Civil Procedure, ιδίως την περίπτωση
(G), κατά την οποία «(The court may, for good cause, issue an order to protect a party or person from
annoyance, embarrassment, oppression, or undue burden or expense)… requiring that a trade secret
or other confidential research, development, or commercial information not be revealed or be
revealed only in a specified way».
884 Βλ. τη σχετική αναφορά του Y. Honda, Η δικαστική προστασία του επαγγελματικού απορρήτου

στο ιαπωνικό δικονομικό δίκαιο (εισήγηση στο επιστημονικό συμπόσιο της Σύρου, 10-16
Σεπτεμβρίου 2000), στη διεύθυνση
http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=5&mid=1479&mnu=3&id=17938. Σύμφωνα με την Χρ.
Μιχαηλίδου, ο.π. αμέσως ανωτέρω, πάντως, η παρεχόμενη προστασία υποχωρεί στο στάδιο της
δίκης, όπου τέτοια μέτρα προστασίας χορηγούνται με επιφύλαξη.
885 Βλ. το άρθρο 31.19.(3) των Civil Procedure Rules (1998). Θα πρέπει, επίσης να σημειωθεί η

κατά το άρθρο 39.2.(3).(c) δυνατότητα αποκλεισμού της δημοσιότητας της διαδικασίας.


886 Βλ. την §172 αρ. 2 της Γερμανικής Πολιτικής Δικονομίας (GVG).
887 Η γενομένη στο σημείο αυτό αναφορά βασίζεται στη μελέτη του Y. Honda, Η δικαστική

προστασία του επαγγελματικού απορρήτου στο ιαπωνικό δικονομικό δίκαιο,


http://www.kostasbeys.gr/articles. php?s=5&mid=1479&mnu=3&id=17938.
888 Βλ. το άρθρο 38 εδ. 2 του ομοσπονδιακού κώδικα πολιτικής δικονομίας, καθώς και τις

παραγράφους 229 εδ. 3, 261 εδ. 1 και 2, 276 εδ. 1 και 2 της πολιτικής δικονομίας της Βέρνης
(Berner ZPO) και 145 της πολιτικής δικονομίας της Ζυρίχης (Zuricher ZPO).

168
δύσκολα μπορούν να συμβιβαστούν με την αρχή της ισότητας των
διαδίκων, οι περιγραφόμενες λύσεις θέτουν τις βάσεις για περαιτέρω
προβληματισμό και πιθανής εφαρμογής μελλοντικώς, μέσω μιας
στοχευμένης τροποποίησης του ΚΠολΔ, σε υποθέσεις όπου το διακύβευμα
είναι προφανώς δυσανάλογο εν σχέσει με την αξία των απόρρητων
επιχειρηματικών και άλλων μυστικών.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα συνταγματικής αποχρώσεως αποτελεί η
έμμεση δημοσιότητα της δίκης, υπό τη μορφή τόσο της ειδησεογραφικής
παρακολούθησης
της εξέλιξης της
δίκης και της
κριτικής ή
αξιολόγησης της
εκδιδόμενης
αποφάσεως όσο
της άμεσης
ραδιοτηλεοπτικής
κάλυψης, με την
καταγραφή και
αναμετάδοση της
διαδικασίας στο Η πλέον διάσημη δίκη της ιστορίας υπήρξε η εικονιζόμενη Δίκη της Νυρεμβέργης,
κοινό μέσω στην οποία παραπέμφθηκαν 22 πρώην αξιωματούχοι του ναζιστικού καθεστώτος
εικόνας και ήχου. με μέγαρο
την κατηγορία των εγκληματιών πολέμου. Η δίκη, που διεξήχθη στο δικαστικό
της Νυρεμβέργης, καλύφθηκε μαζικά από τον τύπο, με 300 περίπου
Εισαγωγικώς, θα ανταποκριτές των εφημερίδων και του ραδιοφώνου να συνωστίζονται καθημερινά
πρέπει να στο ακροατήριο και μία κάμερα να καταγράφει τη διαδικασία για τα
κινηματογραφικά επίκαιρα
επισημανθεί ότι σε
μια δημοκρατική
κοινωνία τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά,
αποτελούν το κατεξοχήν μέσο έκφρασης και διάδοσης στοχασμών και
πληροφοριών, η λειτουργία τους δε και η χρησιμότητα τους ως
παραγόντων ενημέρωσης του κοινού και προώθησης του δημοσίου
διαλόγου γύρω από τα διάφορα θέματα της καθημερινότητας
αναγνωρίζεται και προστατεύεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος,
σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του οποίου «καθένας μπορεί να
εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους
στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του κράτους». Ο θεσμικός ρόλος και
η παρεχόμενη στο πλαίσιο αυτού ελευθερία των μέσων μαζικής
ενημέρωσης περιλαμβάνουν γενικώς το δικαίωμα πληροφόρησης εκ
μέρους της διοικήσεως γύρω από τις διάφορες όψεις της κρατικής
λειτουργίας, με τη δικαιοσύνη να αποτελεί, πάντως, ιδιάζουσα περίπτωση,
εφόσον ο δημοσιογράφος που καλύπτει τη δίκη θεωρείται και αυτός
τρίτος, όπως οι κοινοί πολίτες, κάτι που, ειδικότερα επί της πολιτικής δίκης,
σημαίνει, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 112 ΚΠολΔ, αποκλεισμό από
το υλικό της προδικασίας και από τις διενεργούμενες εκτός του
ακροατηρίου πράξεις αλλά και από την ενώπιον του ακροατηρίου

169
διαδικασία στις περιπτώσεις της κατά το άρθρο 114 ΚΠολΔ διεξαγωγής
αυτής κεκλεισμένων των θυρών 889 . Στο πλαίσιο αυτό και υπό τους
ανωτέρω περιορισμούς, ο δημοσιογράφος είναι ελεύθερος να εισέρχεται
στις δικαστικές αίθουσες και να παρακολουθεί τις συνεδριάσεις,
αποτυπώνοντας δια της γραφίδας του τα πραγματικά περιστατικά της
υπόθεσης, όπως προκύπτουν από τις καταθέσεις των μαρτύρων και τις
αγορεύσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων, και γενικώς τα τεκταινόμενα
κατά τη διαδικασία, στερούμενος πάντως, σύμφωνα προς τις διατάξεις του
ν. 3090/2002 890 , του δικαιώματος κινηματογράφησης και
μαγνητοσκόπησης της δίκης. Κατά μείζονα λόγο, ο δημοσιογράφος έχει το
δικαίωμα να συντάσσει άρθρα και ανταποκρίσεις γενικότερου
περιεχομένου σχετικά με τη λειτουργία της δικαιοσύνης, την
καθημερινότητα δικαστών και δικηγόρων, την πρακτική και τα βήματα
επίλυσης ορισμένων κατηγοριών πολιτικών υποθέσεων, καθώς και να
δημοσιεύει, για λόγους νομικού ενδιαφέροντος και χωρίς αναφορά των
ονομάτων των διαδίκων 891 , δικαστικές αποφάσεις ή να παραθέτει τις
σκέψεις και τις αιτιολογίες των αποφάσεων, με αναφορά στα πραγματικά
περιστατικά και τη διαφορά που κλήθηκε να επιλύσει το δικαστήριο,
εργασία πάντως που αποτελεί κυρίως αρμοδιότητα του νομικού τύπου 892,
ο οποίος, ενόψει της νομικής κατάρτισης και εμπειρίας των συντακτών του,
αποτελεί εξειδικευμένο κλάδο, παρέχοντα κατά γενική ομολογία πολύτιμες
υπηρεσίες σε επίπεδο ανάδειξης και κατηγοριοποίησης της νομολογίας
αλλά και σχολιασμού της νομικής επικαιρότητας893.

889 Σχετικώς, θα πρέπει να μνημονεύσουμε και τις καταργηθείσες (με το ν. 2243/1994) διατάξεις
του άρθρου 40 του α.ν. 3092/1938 «Περί τύπου», που απαγόρευαν δημοσιεύματα σχετικά με την
ακροαματική διαδικασία στις περιπτώσεις διεξαγωγής της δίκης κεκλεισμένων των θυρών (§2)
αλλά και σχετικά με τη διάσκεψη του δικαστηρίου (§5), ενώ ως προς τις δίκες διαζυγίου
επέτρεπαν μόνο τη δημοσίευση των στοιχείων των διαδίκων, των εξετασθέντων νομικών
ζητημάτων, των επ’ αυτών αγορεύσεων των πληρεξουσίων δικηγόρων και του διατακτικού της
αποφάσεως, αποκλείοντας ούτως την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης
όπως προκύπτουν από τις καταθέσεις των μαρτύρων και τις αγορεύσεις των δικηγόρων των
μερών (§7).
890 Βλ. το άρθρο 8§1 του ν. 3090/2002.
891 Στην Ελλάδα ακολουθείται, ως προς τη δημοσίευση των δικαστικών αποφάσεων στον τύπο

(έντυπο και ηλεκτρονικό), η πρακτική της ανωνυμοποίησης των στοιχείων των φυσικών
προσώπων (ονοματεπώνυμα, διευθύνσεις, καθώς και κάθε άλλου στοιχείου από το οποίο θα
μπορούσε εμμέσως να προκύψει η ταυτότητα των προσώπων), πλην των ονομάτων των
δικαστών και των πληρεξουσίων δικηγόρων.
Ειδικώς ως προς την επιβαλλόμενη ανωνυμοποίηση των δημοσιευομένων στο διαδίκτυο
δικαστικών αποφάσεων βλ. τις αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων
2/2006 και 43/2009, διαθέσιμες κατόπιν αναζήτησης στην ιστοσελίδα της αρχής
http://www.dpa.gr/.
892 Ορθώς, παρατηρείται η αδυναμία των δημοσιογράφων, στερούμενων νομικής παιδείας, να

παρουσιάσουν τα νομικά ζητήματα με ικανοποιητικό τρόπο, εντοπίζοντας τις λεπτές διαφορές


που υπάρχουν σε κάθε περίπτωση, καθώς και η τάση υπερβολής και δραματοποίησης ορισμένων
γεγονότων. Ασφαλώς, η μελέτη των δικαστικών αποφάσεων, λόγω της δομής του συλλογισμού
και της συμπυκνωμένης απόδοσης του νοήματος, απαιτεί κάποια προηγούμενη τριβή, η οποία δεν
είναι συνηθισμένη παρά μόνο σε εξειδικευμένους δημοσιογράφους του δικαστικού ρεπορτάζ.
893 Πρέπει να σημειωθεί ότι δυνάμει της υπ’ αριθμόν 1319/25-10-2000 Απόφασης της Αρχής

Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, η χορήγηση αποφάσεων σε τρίτους για επιστημονικούς


σκοπούς και σκοπούς νομικής τεκμηρίωσης επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 7§2στ του ν.

170
Όσον αφορά το γενικότερο σχολιασμό της λειτουργίας της δικαιοσύνης,
θα πρέπει να διακρίνουμε, από τη μία πλευρά, μεταξύ των παρεμβάσεων
και τοποθετήσεων επί του χειρισμού εκκρεμών υποθέσεων, όπου η θέση
του δημοσιογράφου είναι πιο λεπτή, τόσο σύμφωνα με τον κανόνα περί
μυστικότητας της προδικασίας όσο και προς αποφυγή καθοδηγήσεως των
δικαστών, οι οποίοι αναπόφευκτα είναι δυνατόν να επηρεαστούν 894 σε
περιπτώσεις συνεχόμενων δημοσιευμάτων και διεγέρσεως της κοινής
γνώμης προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση 895 , και, από την άλλη, της

2472/1997, υπό τον όρο ότι οι τρίτοι θα προβούν σε ανωνυμοποίηση των στοιχείων των φυσικών
προσώπων που αναφέρονται στην απόφαση πριν τη δημοσίευση των αποφάσεων.
894 Βλ. τα πορίσματα της μελέτης του Ken Broda-Bahm, Account for the Media's Effect (Even in

Civil Cases), διαθέσιμη στη διεύθυνση http://www.persuasivelitigator.com/2013/01/account-


for-the-medias-effect-even-in-civil-cases.html, σύμφωνα με την οποία αν μια εταιρεία βρίσκεται
με αρνητικό τρόπο στην επικαιρότητα, όπως συμβαίνει π.χ. με μια πετρελαϊκή επιχείρηση που έχει
προκαλέσει μια οικολογική καταστροφή, είναι πιθανό ο δικαστής να επηρεαστεί σε βάρος της,
όπως επίσης συμβαίνει και με την περίπτωση προηγούμενης καταδίκης του εναγομένου στην
καταβολή μεγάλων αποζημιώσεων, η οποία κατά κανόνα αυξάνει το ύψος της αποζημίωσης σε
μεταγενέστερες σχετικές δίκες.
Η Claire Lim, στη μελέτη Media Influence on Courts: Evidence from Civil Case Adjudication,
δημοσιευμένη στο American Law and Economics Review, 2015, 17(1), pp. 87-126, και διαθέσιμη
διαδικτυακώς στη διεύθυνση https://lim.economics.cornell.edu/civilpaper.pdf, προσεγγίζει το
θέμα από τη σκοπιά των επικρίσεων των αμερικανικών ΜΜΕ στην πρακτική των δικαστηρίων να
επιδικάζουν εξοντωτικές αποζημιώσεις, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τα δημοσιεύματα
αυτά τελικώς επιφέρουν μείωση των αποζημιώσεων. Άλλα συμπεράσματα της μελέτης είναι η
τάση των ΜΜΕ να προβάλλουν σε μεγαλύτερο ποσοστό τις νίκες των εναγόντων που
επιτυγχάνουν την επιδίκαση σημαντικών αποζημιώσεων εις βάρος των αγωγών που τελικά
απορρίπτονται, καθώς και ο ευκολότερος επηρεασμός των ενόρκων εν σχέσει με τους τακτικούς
δικαστές.
895 Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της αντιδικίας μεταξύ Sunday Times και Ηνωμένου

Βασιλείου (απόφαση ΕΔΔΑ της 26.04.1979), το οποίο παραθέτει ο Αθ. Πανταζόπουλος,


Επιλεγμένη νομολογία του ΕΔΔΑ σε θέματα Αστικού Δικονομικού Δικαίου, σελ. 89 επ. Η
συγκεκριμένη υπόθεση ξεκίνησε όταν κατέστησαν για πρώτη φορά γνωστές οι παρενέργειες του
παρασκευαζόμενου από την εταιρεία ‘’Distillers Company (Biochemical) Limited’’ φαρμάκου (με
δραστική ουσία τη θαλιδομίδη), το οποίο εχορηγείτο ως καταπραϋντικό σε έγκυες γυναίκες, με
αποτέλεσμα τη γέννηση κατά την περίοδο 1961 και εντεύθεν πολλών παιδιών με γενετικές
ανωμαλίες και δυσπλασίες. Η εξέλιξη αυτή είχε ως φυσικό αποτέλεσμα την κινητοποίηση των
γονέων σε βάρος της εταιρείας με την έγερση αποζημιωτικών αξιώσεων και την αντίστοιχη
προσπάθεια της εταιρείας για συμβιβαστική επίλυση των αναφυομένων διαφορών. Καθ’ όλη τη
διάρκεια των σχετικών διαπραγματεύσεων, συνεχιζόταν η κυκλοφορία στον τύπο
δημοσιευμάτων σχετικά με την κατάσταση των παιδιών και την ποιότητα του προτεινόμενου
διακανονισμού, με αποκορύφωμα ένα δημοσίευμα των Sunday Times την 24.09.1972, το οποίο
κατηγόρησε την εταιρεία για καθυστέρηση στην προώθηση του συμβιβασμού και άσκησε κριτική
σε διάφορες πλευρές του αγγλικού δικαίου ως προς την αποκατάσταση και την εκτίμηση των
ζημιών σε περιπτώσεις βλάβης προσώπων, υποσχόμενο σε μελλοντικό άρθρο να αποκαλύψει
λεπτομέρειες σχετικά με την τραγωδία. Κάθε δημοσίευση που γινόταν, ενόψει και του αντίκτυπου
της υπόθεσης στην κοινή γνώμη, είχε ως αποτέλεσμα να αυξάνει το προτεινόμενο εκ μέρους της
φαρμακευτικής εταιρείας προς τις οικογένειες των θυμάτων ποσό, με αποτέλεσμα την
παρέμβαση των δικαστικών αρχών και την έκδοση μιας απαγορευτικής διάταξης εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέως, η οποία απείλησε ότι κάθε μελλοντικό δημοσίευμα σχετικά με το θέμα θα
θεωρηθεί ως περιφρόνηση του δικαστηρίου (contempt of court) και θα επιφέρει τις
προβλεπόμενες ποινές. Κατόπιν ασκήσεως των προβλεπόμενων ενδίκων βοηθημάτων εκ μέρους
της εταιρείας, η υπόθεση έφτασε μέχρι το ανώτατο δικαστήριο του Ηνωμένου βασιλείου (House
of Lord), που έκρινε νόμιμη την απαγορευτική διαταγή με το σκεπτικό ότι, από τη στιγμή που η
δικαστική διαδικασία είναι εκκρεμής και διακυβεύονται ζωτικά ιδιωτικά συμφέροντα, κανείς δε
θα πρέπει να παρεμβαίνει ώστε να προκαταβάλει τη δικαστική κρίση ή να επηρεάζει το δικαστή,

171
άσκησης κριτικής στις εκδιδόμενες αποφάσεις, η οποία είναι γενικώς
επιτρεπτή, με την προϋπόθεση να μην πραγματώνει την αντικειμενική
υπόσταση των αδικημάτων της εξύβρισης και της δυσφήμησης και γενικώς
να μην αναλώνεται σε προσωπικές επιθέσεις κατά των μελών του
δικαστηρίου, της κατηγορούσας αρχής ή των λοιπών παραγόντων της
δίκης 896 , θίγοντας με τον τρόπο αυτό την τιμή και την αξιοπρέπεια των
δικαστικών λειτουργών ή παρεμποδίζοντας την απρόσκοπτη λειτουργία
της δικαιοσύνης 897 . Ειδικότερα ως προς το θέμα της κριτικής των

ανεξάρτητα από το γενικό ενδιαφέρον για το επίδικο ζήτημα. Η εμπλεκόμενη εφημερίδα (Sunday
Times) προσέφυγε στο δικαστήριο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Στρασβούργου, το οποίο
αντίθετα από τα αγγλικά δικαστήρια επεσήμανε πως η ελευθερία της έκφρασης συνιστά έναν από
τους απαραίτητους θεσμούς σε μία δημοκρατική κοινωνία, καθώς και ότι το γεγονός της
υποβολής μίας διαφοράς σε δικαστική κρίση δε σημαίνει ότι δε μπορεί να υπάρξει προηγούμενη
συζήτηση επί της υπόθεσης αλλού, είτε σε ειδικά έντυπα είτε στο γενικό τύπο είτε στην κοινωνία,
αναγνωρίζοντας πάντως ότι τα ΜΜΕ δε θα πρέπει να ξεπερνούν τα όρια που επιβάλλει το
συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
Χωρίς, φυσικά, να προκύπτει οριστική απάντηση υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, εφόσον η
στάθμιση του επίμαχου ζητήματος γίνεται ξεχωριστά σε κάθε περίπτωση με βάση τα ιδιαίτερα
περιστατικά ή συνθήκες που συνοδεύουν την υπόθεση, η παράθεση των ανωτέρω σκέψεων είναι
χρήσιμη ως καταδεικνύουσα την επάρκεια και τη βασιμότητα των επιχειρημάτων αμφοτέρων.
896 Βλ. πάντως την απόφαση του ΕΔΔΑ (06.12.2007) στην υπόθεση Κατράμη κατά Ελλάδος,

ΝοΒ 2008, σελ. 783 επ., με σχόλιο Β. Χειρδάρη. Στην προκειμένη περίπτωση η προσφεύγουσα
δημοσιογράφος είχε καταδικασθεί αμετάκλητα από τα εγχώρια δικαστήρια (βλ. την ΑΠ
1843/2004, ΠοινΛογ 2004, σελ. 2273) για το αδίκημα της εξύβρισης (κατά μετατροπή από
συκοφαντική δυσφήμηση) σε βάρος δικαστικού λειτουργού και πιο συγκεκριμένα του Ειρηνοδίκη
Ιστιαίας, τον οποίο στο τεύχος της τοπικής εφημερίδας είχε χαρακτηρίσει «επίορκο» και
«καραγκιόζη» λόγω περατώσεως της προανάκρισης επί της ασκηθείσης σε βάρος της αδελφής της
δημοσιογράφου ποινικής δίωξης (αφορώσης το αδίκημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια)
άνευ κλήσεως της σε απολογία. Το ΕΔΔΑ, με τις παραδοχές ότι α) ο τύπος δικαιούται, ως εκ των
καθηκόντων και ευθυνών του, να δημοσιοποιεί στοιχεία και ιδέες που αφορούν τη λειτουργία της
δικαστικής εξουσίας, β) ο δικαστής καθίσταται ex officio δημόσιο πρόσωπο, υποχρεούμενο να
ανέχεται σε μεγαλύτερο βαθμό από έναν απλό πολίτη τον έλεγχο και την κριτική, γ) οι ανωτέρω
χαρακτηρισμοί συνιστούν αξιολογικές κρίσεις, μη επιδεχόμενες απόδειξη, δ) τα αναφερόμενα στο
εν λόγω δηµοσίευµα γεγονότα, στα οποία βασίσθηκαν οι επίμαχες εκφράσεις, δεν ήταν ψευδή και
δεν συνιστούσαν συκοφαντική δυσφήμηση και ε) η προστασία της υπολήψεως του δικαστικού
λειτουργού ηδύνατο να εξασφαλισθεί με τα ηπιότερα μέσα του αστικού δικαίου, αντί της
επιβληθείσης ποινής της φυλακίσεως, η οποία δε συμβιβάζεται με την κατοχυρούμενη από την
ΕΣΔΑ δημοσιογραφική ελευθερία της έκφρασης, έκρινε ότι εν προκειμένω υπήρξε παράβαση του
άρθρου 10 της ΕΣΔΑ και επεδίκασε υπέρ της προσφεύγουσας δίκαιη ικανοποίηση.
897 Βλ. σχετικώς και το άρθρο 10§2 της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο η ελευθερία της έκφρασης

«δύναται να υπαχθή σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις προβλεπομένους


υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια … την διασφάλισιν
του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας».

172
δικαστικών αποφάσεων από τον τύπο, μπορούμε, συνοψίζοντας τη
σχετική θεωρητική αντιγνωμία, να σημειώσουμε, από τη μία πλευρά, ότι η
δικαστική απόφαση ως λόγος δικαιικός, επιστημονικός και
κοινωνικοπολιτικός υπόκειται στον αυτονόητο νόμο του αντιλόγου,
εκφραζόμενου με τη νομική, λογική και δικαιοπολιτική κριτική 898, καθώς
και ότι το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης των πολιτών, και εν
προκειμένω της ελευθεροτυπίας,
δε νοείται να περιορίζεται έναντι
του κύρους ή της αυθεντίας της
δικαστικής αρχής, για την οποία
άλλωστε επισημαίνεται ότι δεν
υπάρχει η δυνατότητα να ελεγχθεί,
όπως η νομοθετική και
εκτελεστική εξουσία, δια του
δικαιώματος ψήφου των πολιτών,
κάτι που αναδεικνύει ως μοναδικό
μέσο ελέγχου την υποβολή των
δικαστικών αποφάσεων σε
Χιουμοριστική απεικόνιση του φαινομένου της δημόσια κριτική, τόσο εκ μέρους
προσβολής του τεκμηρίου της αθωότητας από τα ΜΜΕ του πολίτη όσο και εκ μέρους των
μέσων μαζικής ενημέρωσης, που,
ακόμη και αν σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι άδικη ή
μεροληπτική, παραμένει ο μοναδικός τρόπος να ανακαλύψουμε το βαθμό
ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης 899 , και, από την άλλη, την επιβαλλόμενη
διάκριση μεταξύ σχολιασμού α) του νομικού μέρους της αποφάσεως, όπου
η έκφραση γνώμης για την ορθή ή εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου σε μία
δεδομένη περίπτωση μπορεί να συντελέσει στην προαγωγή της επιστήμης
και στην ορθότερη απονομή δικαιοσύνης, και β) του πραγματικού μέρους
της αποφάσεως, δηλαδή των παραδοχών του δικαστή ως προς την ύπαρξη
ορισμένων γεγονότων και γενικώς την αλήθεια των πραγμάτων, σχετικά
με τις οποίες επισημαίνεται η αδυναμία του δημοσιογράφου προς άσκηση
κριτικής, καθώς η τελευταία προϋποθέτει την πλήρη, ακριβή και
αντικειμενική γνώση όλων των επίμαχων πραγματικών περιστατικών και,
κατά συνέπεια, την πρόσβαση στο φάκελλο της δικογραφίας, δυνατότητα
την οποία ο δημοσιογράφος στερείται, με αποτέλεσμα να μην μπορεί εκ
των πραγμάτων να αμφισβητήσει τη δικανική γνώση και πεποίθηση 900.

898 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Η κριτική των δικαστικών αποφάσεων, στο συλλογικό έργο της Εταιρίας
Νομικών Βορείου Ελλάδος «Η αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων - Η δικαστική μειοψηφία -
Η κριτική των δικαστικών αποφάσεων», σελ. 186, ο οποίος σημειώνει ακόμα ότι κάθε δικαστική
πράξη, από τη στιγμή που έχει εκδοθεί, υπόκειται σε κριτική, ως έκφραση της εκδηλωμένης
δικαστικής εξουσίας.
899 Βλ. για τη δημοσιογραφική αυτή άποψη το άρθρο του Ακρίτα Καϊδατζή (Εφημερίδα των

Συντακτών), Δημόσια κριτική και δικαιοσύνη, http://www.efsyn.gr/arthro/dimosia-kritiki-kai-


dikaiosyni.
900 Βλ. Γ. Βελλή, Η κριτική των δικαστικών αποφάσεων, στο συλλογικό έργο της Εταιρίας Νομικών

Βορείου Ελλάδος «Η αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων - Η δικαστική μειοψηφία - Η κριτική


των δικαστικών αποφάσεων», σελ. 209, ο οποίος επισημαίνει γενικότερα ότι οι δικαστές είναι οι

173
Ανάλογη διχογνωμία υφίσταται και εν σχέσει με την ραδιοτηλεοπτική
μετάδοση της δίκης, ζήτημα που στη χώρα μας ανακινήθηκε κυρίως στις
αρχές της δεκαετίας του 1990, ενόψει της απελευθέρωσης του τηλεοπτικού
τοπίου και της εμφάνισης ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, η οποία
παρείχε, εξ επόψεως διαθέσιμου τηλεοπτικού χρόνου και δυνατότητας
ελεύθερης διαμόρφωσης του προγράμματος, την ευκαιρία κάλυψης από
την τηλεόραση ορισμένων δικών που θα προσείλκυαν το ενδιαφέρον του
κοινού 901 . Με δεδομένο ότι η συνταγματική διάταξη (93§2 Συντ.)
αναφέρεται στην άμεση δημοσιότητα, δηλαδή τη φυσική παρουσία των
ακροατών στο χώρο του δικαστηρίου και το δικαίωμα απευθείας
παρακολούθησης της διαδικασίας, η απάντηση υπέρ του επιτρεπτού ή μη
της ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης θα πρέπει να αναζητηθεί πέραν αυτής,
αποτελώντας ουσιαστικά προϊόν στάθμισης μεταξύ των
αντιπαρατιθέμενων δικαιωμάτων, από τη μία πλευρά των παραγόντων της
δίκης και ιδίως των διαδίκων, που αξιώνουν το σεβασμό της αξιοπρέπειας
τους και την πληροφοριακή τους αυτοδιάθεση, και από την άλλη των
μέσων μαζικής ενημέρωσης και του κοινού, που προβάλλουν την ελευθερία
της έκφρασης και το δικαίωμα στην πληροφόρηση αντιστοίχως. Υπ’ αυτό
το γενικό πλαίσιο και με συνεκτίμηση της ιδιαίτερης φύσεως των
ραδιοτηλεοπτικών μέσων ως ισχυρών παραγόντων διαμόρφωσης της
κοινής γνώμης, ενόψει της οποίας γίνεται σε συνταγματικό επίπεδο
εξαίρεση τους από τις προστατευτικές περί τύπου διατάξεις 902 , έχουν
διατυπωθεί επί του θέματος αποκλίνουσες απόψεις, τα κυριότερα
επιχειρήματα των οποίων θα προσπαθήσουμε να συμπυκνώσουμε στις
επόμενες γραμμές. Κατά πρώτο λόγο, από την πλευρά των αρνητών της
ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης υποστηρίζεται ότι α) στη σύγχρονη κοινωνία
τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν ξεφύγει από τα χέρια των
επαγγελματιών δημοσιογράφων και έχουν περιέλθει στα χέρια μεγάλων
επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να λειτουργούν βάσει του αδυσώπητου
νόμου της προσφοράς και της ζήτησης903, ο οποίος επιτάσσει την ανάδειξη
περιπτώσεων με κατεξοχήν αρνητικό χαρακτήρα, όπως βίαια εγκλήματα,
συγκρούσεις, νοσηρές καταστάσεις κτλ., που έχουν ως ειδήσεις μεγαλύτερη

κρατικοί λειτουργοί που υποβάλλονται στον αυστηρότερο έλεγχο και αξιολόγηση, τόσο άμεσα,
δια θεσμοθετημένων τρόπων ελέγχου, όπως τα ένδικα μέσα, οι επιθεωρήσεις και πειθαρχικοί
έλεγχοι, οι αγωγές κακοδικίας, οι παρατηρήσεις και κρίσεις των δικηγορικών συλλόγων κτλ., όσο
και έμμεσα, δια της άσκησης κριτικής εκ μέρους του τύπου.
901 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο αυτή συνέπεσε η διεξαγωγή ορισμένων δικών με

γενικότερο ενδιαφέρον, με κυριότερη την εκδικασθείσα ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου


υπόθεση Κοσκωτά, στο πλαίσιο της οποίας παρεπέμφθησαν ως κατηγορούμενοι ο
πρωθυπουργός και άλλα μέλη της απελθούσης κυβερνήσεως και η οποία μεταδόθηκε τηλεοπτικά.
902 Βλ. το άρθρο 15 του Συντάγματος, το οποίο εξαρτά τη λειτουργία των σχετικών φορέων από

την παροχή προηγούμενης διοικητικής άδειας, με στόχο την αντικειμενική και με ίσους όρους
μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των
μεταδιδόμενων προγραμμάτων.
903 Βλ. τη σχετική διαπίστωση του αρεοπαγίτη Ε. Κρουσταλάκη, στο έργο Δικαιοσύνη και μέσα

μαζικής ενημέρωσης [1ο Νομικό Συνέδριο Συλλόγου Αποφοίτων Κολλεγίου Αθηνών (2 και 3
Δεκεμβρίου 1994)], σελ. 98-99.

174
αξία από τα καθημερινά γεγονότα904, β) η οπτικοακουστική καταγραφή και
μετάδοση της δίκης ενέχει εξ ορισμού μια επιλογή εκ μέρους του
τηλεοπτικού σταθμού ως προς το ποιο μέρος της διαδικασίας και ποια
αποσπάσματα θα μεταδοθούν,
άρα και μια έμμεση αξιολόγηση
του μεταδιδόμενου υλικού, κάτι
που μπορεί να οδηγήσει σε
μονόπλευρη προσέγγιση του
θέματος και σε επηρεασμό της
κοινής γνώμης 905 , γ) η
ηλεκτρονική μετάδοση των
δικών μεταφέρει τις δικαστικές
συνεδριάσεις έξω από το
φυσικό τους χώρο,
καταργώντας με τον τρόπο
αυτό την μοναδικότητα του
ακροατηρίου και το αίσθημα
ασφάλειας των προσώπων της Χιουμοριστική απόδοση της διατάραξης που δύναται να
δίκης ότι συμμετέχουν σε μία επιφέρει στη διαδικασία η τηλεοπτική κάλυψη της δίκης

διαδικασία που παρέχει κάποια


εχέγγυα ιδιωτικότητας 906 , δ) η διαδικασία μετατρέπεται σε ένα είδος
θεάματος (show), κάτι που συνεπάγεται την άσκηση δυσανάλογης πίεσης
στους δικαστές907, οι οποίοι εκτίθενται στα μάτια της κοινής γνώμης εάν
αποφασίσουν αντίθετα προς την κρίση της, ενώ επίσης επηρεάζει την
συμπεριφορά των παραγόντων της δίκης, όπως των μαρτύρων, οι οποίοι
αισθάνονται ότι καταθέτουν ενώπιον ενός τεράστιου αόρατου κοινού με
αποτέλεσμα να προσαρμόζουν το περιεχόμενο της καταθέσεως τους στις
προσδοκίες της κοινής γνώμης, υποβαθμίζοντας ή δραματοποιώντας τα
γεγονότα908, αλλά και των δικηγόρων, οι οποίοι τείνουν να μετατρέψουν τη
δίκη σε μέσο προσωπικής τους προβολής909, ε) η εντύπωση που προξενεί η
ηλεκτρονική μετάδοση των δικών δε συγκρίνεται με τη ζωντανή
παρακολούθηση της διαδικασίας από τους ακροατές, καθώς οι τηλεοπτικές
κάμερες μπορεί να χρησιμοποιούν, ανάλογα με το μήνυμα που θέλουν να

904 Βλ. στο ίδιο έργο Π. Κωστάκο, Η επιρροή των ΜΜΕ στο δικαίωμα για μια δίκαιη δίκη, σελ. 63.
905 Βλ. Π. Κωστάκο, ο.π., καθώς και την παρέμβαση του Β. Κόκκινου, σελ. 28, οι οποίοι ακόμη
αναφέρονται στην αδυναμία των μέσων μαζικής ενημέρωσης να παρουσιάσουν πολύπλοκες
νομικές υποθέσεις κατά τρόπο παρέχοντα τη δυνατότητα ορθής εκτιμήσεως, καθώς και στη φύση
των ειδήσεων ως προοριζομένων για άμεση κατανάλωση από το κοινό, κάτι που αναπόφευκτα
οδηγεί σε απλουστεύσεις και αλλοιώσεις του περιεχομένου της πληροφορίας.
906 Βλ. Στ. Ματθία, Η δημοσιότητα των συνεδριάσεων και η τηλεόραση, ΕλλΔνη 1993, σελ. 278.
907 Βλ. Claus Roxin, Ποινική δίκη και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, στο έργο Δικαιοσύνη και μέσα

μαζικής ενημέρωσης [1ο Νομικό Συνέδριο (2 και 3 Δεκεμβρίου 1994)], σελ. 54.
908 Ο Claus Roxin, ο.π. στην προηγούμενη σημείωση, σελ. 52, επισημαίνει επίσης το φαινόμενο των

μαρτύρων οι οποίοι πωλούν τις μαρτυρίες τους στον τηλεοπτικό φακό κατά τη διάρκεια της εν
εξελίξει δίκης.
909 Βλ. Δ. Κονδύλη, Η δημοσιότητα των δικαστικών συνεδριάσεων και η τηλεοπτική αναμετάδοση

τους, μελέτη περιεχόμενη στο συλλογικό έργο της Εταιρίας Νομικών Βορείου Ελλάδος «Η
δημοσιότητα των συνεδριάσεων των δικαστηρίων και τα μαζικά μέσα ενημέρωσης», σελ. 26-27.

175
περάσουν στο δέκτη, εναλλασσόμενα κοντινά ή μακρινά πλάνα και να
εστιάζουν σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή χειρονομίες 910 , και στ) σε
συνταγματικό επίπεδο η ενδεδειγμένη μέθοδος επίλυσης κάθε περίπτωσης
σύγκρουσης ατομικών δικαιωμάτων είναι εκείνη της πρακτικής αρμονίας,
σύμφωνα με την οποία πρέπει να επιδιώκεται η κατά το δυνατόν
αποτελεσματικότερη προστασία αμφοτέρων των δικαιωμάτων, με
συνέπεια στην προκειμένη περίπτωση την επιβαλλόμενη απαγόρευση της
ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης, η οποία προσβάλλει στον πυρήνα τους και
χωρίς να υπάρχει περιθώριο επανόρθωσης το δικαίωμα στην
προσωπικότητα και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των διαδίκων,
λύση που δεν αναιρεί στην ουσία του το δικαίωμα πληροφόρησης του
κοινού, το οποίο εφόσον επιθυμεί μπορεί να προσέλθει στο ακροατήριο για
να παρακολουθήσει τη διαδικασία911, ενώ, ειδικότερα ως προς την ποινική
δίκη, τονίζεται επιπλέον ότι η τηλεοπτική κάλυψη συνιστά μεγάλη ψυχική
δοκιμασία, ιδίως για τον άπειρο εκ περιστάσεως εγκληματία, καθώς
συνεπάγεται τη δημόσια ηθική ταπείνωση και το στιγματισμό του, κατά
τρόπο μη συμβιβαζόμενο με το τεκμήριο της αθωότητας και δυσχεραίνοντα
τόσο την υπεράσπιση του, η οποία καλείται να αμυνθεί εναντίον των
εντυπώσεων και μέσα σε μία ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη από τη σε βάρος
του διέγερση της κοινής γνώμης, όσο και την ομαλή επανένταξη του στην
κοινωνία μετά από ενδεχόμενη καταδίκη912, αλλά και το ότι δύναται, λόγω
της αδιάκριτης μετάδοσης των εικόνων, να επιδράσει δυσμενώς επί του
ψυχισμού των παρακολουθούντων την δίκη ανηλίκων913.
Στις θέσεις αυτές αντιπαρατηρείται ότι α) η έμμεση δημοσιότητα των
δικών είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα της άμεσης στη σύγχρονη κοινωνία,
όπου ο κάθε πολίτης ασχολείται με την εργασία και τις προσωπικές του
υποθέσεις και δεν έχει χρόνο να παρευρίσκεται στα ακροατήρια 914 , β) η

910 Στ. Ματθία, Η δημοσιότητα των συνεδριάσεων και η τηλεόραση, ΕλλΔνη 1993, σελ. 278.
911 Βλ. Αθ. Πανταζόπουλο, Η αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη, σελ. 218, με περαιτέρω
παραπομπή στον Δ. Τσάτσο, Συνταγματικό δίκαιο, τόμος γ΄, σελ. 297.
912 Βλ. ειδικότερα Χ. Μπάκα, Η δημοσιότητα στην ακροαματική διαδικασία σήμερα, μελέτη

εμπεριεχόμενη στο συλλογικό έργο Μνήμη Ν. Χωραφά, Η. Γάφου, Κ. Γαρδίκα, τόμος β΄, σελ. 62 επ.,
ο οποίος επισημαίνει ότι η δημοσιότητα της δίκης λαμβάνει τη μορφή πρόσθετης ποινικής
κύρωσης για τον κατηγορούμενο.
913 Βλ. τη γνωμοδότηση των εισαγγελέων του Εφετείου Αθηνών με αριθμό 4022/1962, ΕλλΔνη

1963, σελ. 380, η οποία με το ανωτέρω σκεπτικό απάντησε αρνητικώς επί αιτήματος του
κεντρικού ραδιοφωνικού σταθμού των ενόπλων δυνάμεων για τη χορήγηση άδειας
ραδιοφωνικής μετάδοσης των σημαντικών δικών της εποχής. Εκ μέρους μας, μπορούμε εδώ απλά
να επισημάνουμε πόσο έχει αλλάξει η κοινωνία στα χρόνια που μεσολάβησαν, με το συμβούλιο
των εισαγγελέων να μη μπορεί φυσικά να προβλέψει ότι οι απευκταίες δυσμενείς επιρροές επί
του χαρακτήρα των ανηλίκων, που απειλούσε να φέρει η ραδιοφωνική μετάδοση των δικών, να
είναι σε πολλαπλάσιο βαθμό σήμερα παρούσες, μέσω των τηλεοπτικών προγραμμάτων και της
χρήσεως του διαδικτύου.
914 Βλ. και Γ. Κουβελάκη, Το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα για τη συμμετοχή των

Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στη διεξαγωγής της δίκης, στο έργο Δικαιοσύνη και μέσα μαζικής
ενημέρωσης [1ο Νομικό Συνέδριο Συλλόγου Αποφοίτων Κολλεγίου Αθηνών (2 και 3 Δεκεμβρίου
1994)], σελ. 39-40, ο οποίος επισημαίνει ότι η ευρεία ερμηνεία του άρθρου 93§2 του Συντάγματος,
κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνει και την έμμεση δημοσιότητα, είναι πιο κοντά στη βούληση του
νομοθέτη, που δε σκόπευε να καθιερώσει το δικαίωμα του αργόσχολου να περνάει το χρόνο του
στις αίθουσες των δικαστηρίων.

176
δημοσιογραφική γραφίδα αδυνατεί να αποδώσει πλήρως τα τεκταινόμενα
στο ακροατήριο, εν αντιθέσει με την οπτικοακουστική μετάδοση της δίκης,
γ) η διάταξη του άρθρου 93§2 του Συντάγματος θα πρέπει να ερμηνεύεται
με γνώμονα τη βασική ρήτρα του πρώτου άρθρου του Συντάγματος, που
καθιερώνει τη λαϊκή κυριαρχία και την άσκηση των εξουσιών με τρόπο
ανταποκρινόμενο πληρέστερα στα συμφέροντα του λαού 915 , προοπτική
την οποία εξυπηρετεί η ραδιοτηλεοπτική κάλυψη της δίκης 916, δ) μόνο με
τη μαζική δημοσιότητα που προσφέρει η μετάδοση της δίκης από τα μέσα
μαζικής ενημέρωσης καθίσταται εφικτή η ευρεία διάδοση των γεγονότων
που λαμβάνουν χώρα στις δίκες, με αποτέλεσμα την αφύπνιση του κοινού,
την ανάπτυξη του σχετικού διαλόγου στην κοινωνία και τη γνωστοποίηση
και κάποιων άλλων τοποθετήσεων στα κρινόμενα από τη δικαιοσύνη
προβλήματα917, και ε) αναφορικά με το επιχείρημα της άλλης πλευράς ότι
η διαδικασία μετατρέπεται σε τηλεοπτικό show, ότι η θεατρικότητα
συνιστά εγγενές στοιχείο και της εκτυλισσόμενης ενώπιον του
ακροατηρίου διαδικασίας, σε κάθε δε περίπτωση η τήρηση της τάξεως
δύναται να διασφαλισθεί με τους υπάρχοντες δικονομικούς κανόνες 918.
Η θεωρητική αυτή αντιπαράθεση αντικατοπτρίσθηκε και στη νομοθετική
παλινδρόμηση επί του ζητήματος, με το νομοθέτη αρχικά, δια του ν.
2145/1993 919 , να απαγορεύει την ραδιοτηλεοπτική μετάδοση,
κινηματογράφηση και βιντεοσκόπηση της δίκης, πλην της περίπτωσης

915 Σύμφωνα με το άρθρο 1§2 του Συντ., «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία», ενώ
κατά την §3 «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους και
ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».
916 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στην ποινική δίκη, στο έργο Δικαιοσύνη και

μέσα μαζικής ενημέρωσης [1ο Νομικό Συνέδριο Συλλόγου Αποφοίτων Κολλεγίου Αθηνών (2 και 3
Δεκεμβρίου 1994)], σελ. 92-93, ο οποίος, με αφορμή τη νομοθετική ρύθμιση του ν. 2172/1993,
επισημαίνει επίσης ότι η δημοσιότητα της δίκης συνιστά λειτουργικό στοιχείο της ανεξαρτησίας
της δικαιοσύνης και δεν αποτελεί ούτε δικαίωμα του κατηγορούμενου, ώστε να μπορεί να
αποκλεισθεί με αίτηση του ή να απαιτείται συναίνεση του για τον αποκλεισμό της, ούτε
δικονομική ρύθμιση για την καλύτερη διεξαγωγή της δίκης, ώστε να υπόκειται στους διακριτικούς
χειρισμούς του προέδρου.
Βλ. επίσης την υπ’ αριθμόν 427/1999 απόφαση του Πενταμελούς Ναυτοδικείου Πειραιώς,
ΠοινΔνη 2001, σελ. 603, η οποία με το ανωτέρω σκεπτικό και τη διαπίστωση ότι η υπό εκδίκαση
υπόθεση αφορά θέμα με δημόσιο αντίκτυπο και ανάλογες νομικές διαστάσεις, απέρριψε
παμψηφεί το υπό του κατηγορουμένου υποβληθέν αίτημα περί αποβολής των μέσων μαζικής
ενημέρωσης από την αίθουσα του δικαστηρίου και περί απαγόρευσης της μαγνητοφώνησης ή
βιντεοσκόπησης της δίκης και της τηλεοπτικής ή ραδιοφωνικής μετάδοσής της. Η απόφαση του
δικαστηρίου προξενεί εντύπωση, καθώς επρόκειτο για περίπτωση ανθρωποκτονίας και
πρόκλησης σωματικής βλάβης σε ανήλικα παιδιά από τον ίδιο τους τον πατέρα, οπότε θα
μπορούσε βάσιμα να θεωρηθεί ότι υπάρχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της οικογενειακής ζωής
και της ανηλικότητας των θυμάτων.
917 Βλ Γ. Καλφέλλη, Η δημοσιότητα στην ποινική δίκη (και ιδίως η δημοσιότητα στην κύρια

διαδικασία), ΕπιστΕπετΑρμενόπουλου 1985, σελ. 39 επ.


918 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ο.π. στην προηγούμενη σημείωση, σελ. 94, καθώς και τον Claus Roxin, ο.π.

ανωτέρω, σελ. 58, ομιλούντα περί της ανάγκης αυτοπεριορισμού των ΜΜΕ μέσω της θέσπισης
κώδικα περί τύπου, προβλέποντος ποινικές και πειθαρχικές κυρώσεις.
919 Βλ. το άρθρο 28§1 του ν. 2145/1993. Με την §2 ο νόμος απαγόρευε, επίσης, σεβόμενος το

τεκμήριο της αθωότητας, τη μετάδοση από την τηλεόραση, κινηματογράφηση και βιντεοσκόπηση
των προσαγομένων ενώπιον των δικαστικών, εισαγγελικών ή αστυνομικών αρχών προσώπων,
ρύθμιση που επανέλαβε και ο ισχύων ν. 3090/2002.

177
συμφωνίας δικαστών, εισαγγελέως και διαδίκων, οπότε κατ’ εξαίρεση
μπορούσε να επιτραπεί η κάλυψη, και εν συνεχεία, μέσα σε λίγους μήνες, να
μεταβάλλει ριζικά στάση και να θεσπίζει, δια του ν. 2172/1993 920 , ως
κανόνα το επιτρεπτό της ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης, προβλέποντας κατ’
εξαίρεση μόνο τη δυνατότητα αποκλεισμού της σε δίκες που δεν αφορούν
τη δημόσια ζωή, κατόπιν αιτήματος εκ μέρους του κατηγορουμένου ή
παθόντος. Τελικά το θέμα επιλύθηκε οριστικώς (;) με την ισχύουσα
ρύθμιση του άρθρου 8§1του ν. 3090/2002921, που απαγορεύει ρητώς την
ολική ή μερική ραδιοτηλεοπτική μετάδοση, κινηματογράφηση και
μαγνητοσκόπηση της δίκης ενώπιον ποινικού, πολιτικού ή διοικητικού
δικαστηρίου 922 , με μοναδική εξαίρεση την περίπτωση της ύπαρξης
ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος, όπου όμως απαιτείται επιπροσθέτως
και η συναίνεση εισαγγελέως και διαδίκων για να επιτραπούν οι ανωτέρω
ενέργειες 923 . Προσωπικά, όσο κι αν το θέμα εμφανίζεται αρκετά
πολυσύνθετο και η πρώτη πλευρά έχει υπέρ αυτής αξιόλογα επιχειρήματα,
με κυριότερο τον κίνδυνο χειραγώγησης της κοινής γνώμης από τα ΜΜΕ,
κάτι που παρατηρείται και σε άλλους τομείς της δημόσιας ζωής, θεωρώ
πως η επιτρεπόμενη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση εναρμονίζεται
πληρέστερα με τη συνταγματική επιταγή για δημοσιότητα της δίκης 924, για

920 Βλ. το άρθρο 35§3 και 4β του ν. 2172/1993.


921 Στην εισηγητική έκθεση του νόμου διαβάζουμε ότι «η έμμεση δημοσιότητα, που φέρεται να
συναρτάται με την ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή την με οποιονδήποτε άλλον τρόπο καταγραφή των
δικών, όχι μόνο δεν αποτελεί πρόσθετη εισφορά στη βελτίωση του παρεχόμενου δικαιοδοτικού
έργου, αλλά αντίθετα δημιουργεί προβλήματα στην ομαλή διεξαγωγή της δίκης, όπως η
καταστρατήγηση της απαγόρευσης της επικοινωνία των μαρτύρων (350 ΚΠΔ), συντελεί στην
ψυχική φόρτιση των διαδίκων και των μαρτύρων με ό,τι αυτί συνεπάγεται και διαμορφώνει εικόνα
που δεν συνάδει με την αισθητική του χώρου και του επιτελούμενου έργου».
922 Βλ. επίσης, ως προς την ποινική διαδικασία, τις διατάξεις των άρθρων 10§2 και 11§1 και 2 του

π.δ. 77/2003 (Κώδικας δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και


πολιτικών εκπομπών), η πρώτη εκ των οποίων απαγορεύει την παρουσίαση ανηλίκου ως δράστη
εγκληματικής ενέργειας, ενώ η δεύτερη επιτάσσει το σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας του
κατηγορουμένου και απαγορεύει τη μετάδοση εικόνων ή την αναφορά του ονόματος του.
923 Ως προς την απαγορευμένη μετάδοση από την τηλεόραση μαγνητοσκοπημένων εικόνων

προσώπων οδηγούμενων στις εισαγγελικές αρχές, βλ. και την ΣτΕ 3589/2014, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος, που επεκύρωσε τις κυρώσεις που είχε επιβάλλει το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό
Συμβούλιο (ΕΣΡ) σε βάρος τηλεοπτικού σταθμού για την ανωτέρω αιτία βάσει του άρθρου 8§2
του ν. 3090/2002, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό ότι η μετάδοση των μαγνητοσκοπημένων
σκηνών ήταν δικαιολογημένη λόγω του εύλογου ενδιαφέροντος των τηλεθεατών, με το σκεπτικό
ότι η εφαρμοζόμενη διάταξη δεν προβλέπει εξαιρέσεις και ότι, σε κάθε περίπτωση, για την
ενημέρωση της κοινής γνώμης αρκούσε η αναφορά της ειδήσεως άνευ προβολής των επίμαχων
εικόνων. Αξίζει να παρατεθεί και η γνώμη της μειοψηφίας, η οποία έκρινε δικαιολογημένη τη
μετάδοση των επίμαχων πλάνων, ενόψει της ιδιότητας των κατηγορουμένων ως δημοσίων
αξιωματούχων και συνεργατών πολιτικών προσώπων και της ευρύτερης σημασίας της υπόθεσης,
λόγω της φερόμενης δυσλειτουργίας δημοσίων θεσμών στον τομέα της εποπτείας του
ανταγωνισμού, προσθέτοντας ότι εν προκειμένω η απλή προφορική αναμετάδοση της είδησης,
άνευ προβολής της αναγκαίας εικόνας, θα υποβάθμιζε τη σχετική παρουσίαση.
924 Βλ. και την ΕφΑθ 1747/1988, Δίκη 1990, σελ. 299-302, κατά την οποία «προέκταση της

συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της δημοσιότητας αποτελεί η παρουσία των δημοσιογράφων


στα ακροατήρια των δικαστηρίων και η δυνατότητα της δημοσίευσης στις εφημερίδες όλων όσων
συμβαίνουν στο χώρο των δικαστηρίων, καθώς και των φωτογραφιών των προσώπων τα οποία
κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναμειγνύονται σε μία δίκη. Η δημοσιότητα αυτή, η οποία φυσικά
δεν είναι επιθυμητή για ένα λογικό άνθρωπο που εμπλέκεται σε μία δικαστική διένεξη, ιδίως με την

178
τον πρόσθετο λόγο ότι το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο παρέχει, σε οριακές
περιπτώσεις, τη δυνατότητα διεξαγωγής της δίκης κεκλεισμένων των
θυρών, η οποία ως περιορισμός καταλαμβάνει, όπως αναφέρθηκε, πάντοτε
και τους εκπροσώπους του τύπου. Αυτονόητο είναι ότι, στην περίπτωση
που μελλοντικώς επιτραπεί η ραδιοτηλεοπτική προβολή, το μέτρο θα
πρέπει να συνοδεύεται με μια σειρά ρυθμίσεων εγγυώμενων τη μη
διατάραξη της διαδικασίας, όπως π.χ. η τοποθέτηση του αναγκαίου
εξοπλισμού και η παρουσία των ανταποκριτών της τηλεόρασης και του
ραδιοφώνου σε ορισμένο σημείο της αίθουσας, μακριά από τα έδρανα των
παραγόντων της δίκης 925 , καθώς και η υποχρεωτική μετάδοση
αποσπασμάτων από τις αγορεύσεις αμφοτέρων των πλευρών. Σε κάθε
περίπτωση, το θέμα της έμμεσης δημοσιότητας, υπό την έννοια της
αναμετάδοσης της ζωντανά διεξαγόμενης διαδικασίας, δεν έχει τόση
σημασία για την πολιτική δίκη, κυρίως ενόψει του μειωμένου εν σχέσει με
την ποινική δίκη ενδιαφέροντος του μέσου πολίτη, αναιρούμενη άλλωστε
ως δυνατότητα στην πράξη για τις κατά τεκμήριο σοβαρότερες υποθέσεις
της τακτικής διαδικασίας, από τη δομή του νέου συστήματος διεξαγωγής,
που δεν επιτρέπει αγορεύσεις των δικηγόρων ή εξέταση μαρτύρων στο
ακροατήριο, περιορίζοντας τη συνεδρίαση στην εκφώνηση των ονομάτων
των διαδίκων από το δικαστή και σε ένα απλό «συζητείται» εκ μέρους του.
Ως προς την τελευταία παράμετρο, δημιουργείται ένας γενικότερος
προβληματισμός ως προς το εάν η συνταγματική επιταγή για δημοσιότητα
μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται πλέον στην πολιτική δίκη, κατά μείζονα
λόγο στην τακτική διαδικασία 926 , όπου η διαδικασία περιορίζεται στην
κατάθεση από τις δυο πλευρές γραπτών προτάσεων και αποδεικτικών
μέσων, στα οποία το κοινό δεν έχει πρόσβαση ούτε αναγιγνώσκονται
δημόσια στο ακροατήριο. Αναμφίβολα η προφορικότητα της διαδικασίας
είναι στενά συνδεδεμένη με την αρχή της δημοσιότητας και στις
περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται προάγει τους δι’ αυτής επιδιωκόμενους
σκοπούς, δηλαδή τον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας και την εμπέδωση της

ιδιότητα του κατηγορουμένου, είναι ένα από τα τιμήματα που καταβάλλονται για τη διαβίωση σε
μία δημοκρατική κοινωνία». Το δικαστήριο απέρριψε εν προκειμένω την εξεταζόμενη αγωγή
αποζημιώσεως σε βάρος ιδιοκτήτη εντύπου, κρίνοντας ότι η δημοσίευση της φωτογραφίας της
ενάγουσας ως κατηγορουμένης και η αναγραφή του πλήρους ονόματος της καλύπτονται από τη
δημοσιότητα της διαδικασίας, εφόσον όλοι οι τρίτοι παρευρισκόμενοι στο ακροατήριο την είδαν
και την άκουσαν, ενώ, επίσης, οι εκφράσεις του επίμαχο δημοσιεύματος δεν απεμακρύνθησαν από
το συνήθως χρησιμοποιούμενο στο δικαστικό ρεπορτάζ ύφος.
925 Βλ. και Γ. Βελλή, Δημοσιότητα - ανθρώπινα δικαιώματα - δικαστήρια, ΝοΒ 1998, σελ. 303,

σύμφωνα με τον οποίο «οι θέσεις των φωτογράφων, των εικονοληπτών και των δημοσιογράφων
πρέπει να ορίζονται σε σημεία εντός του χώρου του ακροατηρίου, έτσι ώστε ο μεν κατηγορούμενος
ή διάδικος να δικάζεται και οι μάρτυρες και πραγματογνώμονες να καταθέτουν ενώπιον του
δικαστηρίου και όχι ενώπιον φωτογράφων, εικονοληπτών και δημοσιογράφων, το δε δικαστήριο να
μην παρενοχλείται κατά την επιτέλεση του έργου του και να μην παρέχει την εικόνα φωτογραφικού
ή ραδιοτηλεοπτικού στούντιο».
926 Σύμφωνα με τις παραδοχές των πρόσφατων ΠολΠρΘεσ 3074/2017 και ΠολΠρΡοδ

18/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, «η πάλαι ποτέ υποχρεωτική προφορική


συζήτηση κατ` αρχάς εγκαταλείπεται και αποστεώνεται πλήρως χάριν μιας τυπικής συζήτησης, η
οποία υποβιβάζει την προστατευμένη από το Σύνταγμα αρχή της δημοσιότητας (άρθρο 93 του
Συντάγματος) σε έναν κατά το μάλλον ή ήττον κενό ουσιαστικού περιεχομένου τύπο».

179
ασφάλειας δικαίου στους πολίτες927, από την άλλη όμως δεν αποτελεί και
το αποκλειστικό μέσο για την πραγμάτωση της, ιδίως στη σημερινή εποχή,
όπου η ενημέρωση των πολιτών σχετικά με τις νομολογιακές τάσεις και την
αντιμετώπιση των επίκαιρων ζητημάτων από τα δικαστήρια ικανοποιείται
ευχερέστερα (και πληρέστερα) μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης, του
διαδικτύου και των νομικών περιοδικών, όπου δύνανται να ανεύρουν
γενικότερες πληροφορίες και αναλυτική παρουσίαση του τρόπου επίλυσης
των καθημερινών διαφορών στην πράξη. Στην ουσία, η αρχή της
δημοσιότητας είχε υποχωρήσει στην πολιτική δίκη πολύ πριν από την
πρόσφατη αναθεώρηση, κυρίως για τον ανωτέρω αναφερόμενο λόγο,
δηλαδή το μειωμένο ενδιαφέρον των πολιτών να ασχοληθούν με την
παρακολούθηση συγκεκριμένων υποθέσεων αφορώντων σε ιδιωτικά
δικαιώματα των εμπλεκομένων, και ακόμη και αν η διαδικασία ενείχε
στοιχεία προφορικότητας παρόμοια με την ποινική δικονομία και πάλι θα
ήταν σπάνιο φαινόμενο η παρουσία στις δικαστικές αίθουσες τρίτων
προσώπων, πέραν αυτών που περιμένουν να έρθει η σειρά τους για την
εκδίκαση της δικής τους διαφοράς. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι αλλαγές στην
τακτική διαδικασία δικαιολογημένα μεν θεωρείται ότι αντιστρατεύονται
την αρχή της δημοσιότητας, καθώς συνεπάγονται αδυναμία του κοινού να
κατανοήσει το πλαίσιο της αντιδικίας μέσω της παρακολούθησης των
μαρτυρικών καταθέσεων, από την άλλη όμως δεν έχουν και την καταλυτική
σημασία που τους αποδίδεται, αποτελώντας απλά το επόμενο βήμα μιας
εξελικτικής διαδρομής που έχει ξεκινήσει ήδη από τα πρώτα χρόνια της
ΠολΔ/1835. Στη διαδρομή αυτή, καθοριστικότερο σημείο αποτελεί η
εγκατάλειψη των προφορικών αγορεύσεων και η υποκατάσταση της δια
ζώσης προβολής των ισχυρισμών από την πρακτική της υποβολής
προτάσεων, η οποία κατέστησε το πραγματικό υλικό της δίκης απρόσιτο
στο κοινό, καθώς και η κατάργηση της επ’ ακροατηρίω αναγνώσεως των
εγγράφων, που αποτελούν το κύριο σώμα του αποδεικτικού υλικού. Ίσως
μάλιστα οι αλλαγές εκσυγχρονίσουν τελικά και το ίδιο το περιεχόμενο της
δημοσιότητας, βοηθώντας μας να αντιληφθούμε ότι στην ψηφιακή εποχή
και στον κόσμο του Internet η πραγμάτωση της εξεταζόμενης αρχής πρέπει
να αποσυνδεθεί από τη μορφή της παραδοσιακής παρακολούθησης της
δίκης και να ακολουθήσει τη σύγχρονη τάση για διαφάνεια και ελεύθερη
πρόσβαση του πολίτη στην πληροφορία, προς την κατεύθυνση της
επιτρεπόμενης πρόσβασης του κοινού στα δικαστικά αρχεία, τουλάχιστον
στις περιπτώσεις όπου δε συντρέχει περίπτωση κεκλεισμένων των θυρών
διεξαγωγής, και ανάρτησης των εκδιδόμενων αποφάσεων στο διαδίκτυο,
έστω και με ανωνυμοποιημένα τα στοιχεία των διαδίκων. Υπό την άποψη

927Κατά τον D. Leipold, Έγγραφη και προφορική διαδικασία στη γερμανική πολιτική δικονομία,
Δίκη 1983, σελ. 586, «μόνο αν διεξάγεται η διαδικασία προφορικά, μπορεί να υπάρξει και
δημοσιότητα στη δίκη», κατά τον Κ. Κεραμέα, Αστικό δικονομικό δίκαιο, Γενικό μέρος, σελ. 181,
«για να παρακολουθηθεί με νόημα η πολιτική διαδικασία πρέπει να είναι προφορική», ενώ κατά τον
Αθ. Πανταζόπουλο, Η αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη, σελ. 481-482, με περαιτέρω
παραπομπή σε Σ. Δεληκωστόπουλο - Λ. Σινανιώτη, Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας, σελ. 154, «η
δίκη είναι δημόσια στο βαθμό που υφίσταται προφορικά διεξαγόμενη συζήτηση».

180
αυτή, επιβάλλεται κατά την άποψη του γράφοντος μια αναπροσαρμογή (εν
μέρει συρρίκνωση και εν μέρει διεύρυνση) της έννοιας της δημοσιότητας,
ώστε από τη μία πλευρά η μυστική διεξαγωγή να καταλάβει περισσότερες
περιπτώσεις δικών με αντικείμενο την προσωπική και οικογενειακή ζωή
των διαδίκων και να προβλεφθούν ρητώς λόγοι εξαίρεσης για λόγους
επαγγελματικού απορρήτου, και, από την άλλη, στις υπόλοιπες
περιπτώσεις να επιτραπεί η ευχερέστερη πρόσβαση του κοινού στα
δικαστικά αρχεία και η λήψη αντιγράφου των κατατεθειμένων προτάσεων.

Β. Η δικονομική διάσταση
α. Η αρχή της δημοσιότητας έναντι των διαδίκων
Όπως είδαμε, η αρχή της δημοσιότητας πέραν της συνταγματικής
γνωρίζει και δικονομική κάλυψη, με τον ΚΠολΔ να περιέχει ρυθμίσεις για
τη δημόσια εκδίκαση των υποθέσεων και τη δημοσίευση των αποφάσεων
σε δημόσια συνεδρίαση, όπως άλλωστε οι δικονομίες των βασικότερων
ευρωπαϊκών κρατών 928 . Πιο συγκεκριμένα, στην πολιτική δίκη το

928Βλ. ενδεικτικώς:
α) για το Ηνωμένο Βασίλειο, το άρθρο 39.2 των Civil Procedure Rules, που ορίζουν ως γενικό
κανόνα τη δημοσιότητα των συνεδριάσεων (39.2.1), εισάγοντας εν συνεχεία εξαιρέσεις στις
περιπτώσεις όπου i) η δημοσιότητα θα έθιγε το σκοπό της συνεδρίασης (39.2.3a), ii) εμπλέκονται
θέματα εθνικής ασφαλείας (39.2.3b), iii) τίθεται θέμα αποκάλυψης εμπιστευτικών πληροφοριών
και η δημοσιότητα θα έθιγε το απόρρητο (39.2.3c), iv) η μυστική διεξαγωγή απαιτείται για την
προστασία των συμφερόντων παιδιού ή ασθενούς (39.2.3d), v) πρόκειται για ex parte διαδικασία
(39.2.3e), vi) η δίκη αφορά τη διαχείριση καταπιστεύματος (trust) ή της περιουσίας προσώπου
που έχει πεθάνει και δεν υπάρχει αντιδικία (39.2.3f) ή vii) το επιβάλλει το συμφέρον της
δικαιοσύνης (39.2.3g).
β) για τη Γαλλία, τις διατάξεις των άρθρων 433-437 του Code de Procedure Civile, που διακρίνουν
μεταξύ των υποθέσεων που εκδικάζονται δημοσίως, οι οποίες αποτελούν και τον κανόνα, και των
εκδικαζομένων σε συμβούλιο, όπου το κοινό δε δύναται να παραστεί, οι οποίες προβλέπονται σε
διάφορες διατάξεις. Στις τελευταίες υπάγονται περιπτώσεις όπου η παρέμβαση του δικαστηρίου
έχει ρυθμιστικό ή διαπιστωτικό χαρακτήρα [αντίστοιχες με τις καθ’ ημάς υποθέσεις της εκούσιας
δικαιοδοσίας (434)], περιπτώσεις όπου η δημοσιότητα θα έθιγε το ιδιωτικό απόρρητο (435),
περιπτώσεις όπου η συμμετοχή του κοινού θα μπορούσε να διαταράξει τη διαδικασία (435),
διαφορές του οικογενειακού δικαίου, όπως οι δίκες διαζυγίου ή επιτροπείας, ενώ επίσης
προβλέπεται ο αποκλεισμός της δημοσιότητας κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων (435). Βλ.
επίσης το άρθρο 451, που προβλέπει τη δημόσια απαγγελία των αποφάσεων στις υποθέσεις όπου
υπάρχει αντιδικία, εν αντιθέσει με τις υποθέσεις της εκουσίας, των οποίων το περιεχόμενο δε
γνωστοποιείται στο κοινό.
γ) για τη Γερμανία, τις διατάξεις των άρθρων 169 επ. του γερμανικού Κώδικα Οργανισμού
Δικαστηρίων (Gerichtsverfassungsgesetz), που καθιερώνουν, κατά τρόπο γενικό, για όλα τα
δικαστήρια, ανεξαρτήτως δικαιοδοσίας, τη δημοσιότητα της διαδικασίας (169 εδ. α) και της
απαγγελίας της απόφασης (173§1), απαγορεύοντας πάντως τη ραδιοτηλεοπτική κάλυψη ή
βιντεοσκόπηση της δίκης για παρουσίαση στο κοινό (169 εδ. β). Ο κανόνας εδώ τείνει να
μεταβληθεί σε εξαίρεση με την πρόβλεψη πολλών περιπτώσεων όπου η εκδίκαση της υπόθεσης
γίνεται μυστικώς και πιο συγκεκριμένα i) επί οικογενειακών διαφορών και υποθέσεων που δεν
παρουσιάζουν αντιδικία, όπου γενικώς η συζήτηση δεν είναι δημόσια, το δικαστήριο πάντως έχει
τη δυνατότητα να επιτρέψει την είσοδο θεατών επί συναινέσεως όλων των διαδίκων (170§1), ii)
δυνητικώς, όταν η συζήτηση αφορά νομικά μόνο ζητήματα, όπου το δικαστήριο μπορεί να
απαγορεύσει την παρακολούθηση της διαδικασίας όταν θίγεται κάποιο σημαντικό συμφέρον
διαδίκου (170§2), iii) δυνητικώς, όταν η συζήτηση αφορά την εισαγωγή προσώπου σε ψυχιατρείο
ή άλλο ίδρυμα για θεραπεία (171a), iv) δυνητικώς, όταν η συζήτηση ενέχει αποκαλύψεις γύρω
από περιστατικά ανήκοντα στην ιδιωτική σφαίρα διαδίκου, μάρτυρα ή θύματος αδικοπραξίας,
εκτός αν υφίσταται υπέρτερο συμφέρον που επιτάσσει τη δημόσια διεξαγωγή ή συγκατατίθεται

181
περιεχόμενο της αρχής της δημοσιότητας προσδιορίζεται από τις διατάξεις
των άρθρων 112-114 ΚΠολΔ, με τις οποίες γίνεται διάκριση σε δυο επίπεδα,
υποκειμενικώς, μεταξύ διαδίκων και τρίτων, και αντικειμενικώς, ανάλογα
με το στάδιο της διαδικασίας, που μπορεί να είναι δημόσιο ή μυστικό. Κατά
πρώτο λόγο, έναντι των διαδίκων, η αρχή της δημοσιότητας θα πρέπει να
εκλαμβάνεται περισσότερο ως εξειδίκευση του συνταγματικά
κατοχυρωμένου δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως (20§1 Συντ.), δια της
οποίας κατοχυρώνεται η ελεύθερη πρόσβαση στις εκτυλισσόμενες
διαδικαστικές πράξεις και η δυνατότητα υποστήριξης των οικείων θέσεων
σε κάθε στάδιο της διαδικασίας929. Έτσι, λοιπόν, οι διάδικοι δύνανται να
λαμβάνουν γνώση των μυστικών ως προς τους τρίτους εγγράφων της
προδικασίας, έχουν πρόσβαση στο φάκελλο της δικογραφίας, στις
προτάσεις και στο αποδεικτικό υλικό, παρίστανται σε όλες τις
διαδικαστικές πράξεις, καλούμενοι προς το σκοπό αυτό από τον αντίδικο930
ή το δικαστήριο931, καθώς και στις συνεδριάσεις του δικαστηρίου, ακόμη

το θιγόμενο πρόσωπο (171b), v) δυνητικώς, όταν η δημόσια διεξαγωγή της συνεδρίασης θα


μπορούσε να είναι επιβλαβής για την ασφάλεια του κράτους, τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη
(172 αρ. 1), για τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα ή την ελευθερία κάποιου μάρτυρα ή άλλου
προσώπου (172 αρ. 1α), για λόγους διαφύλαξης επιχειρηματικού, εμπορικού, ευρεσιτεχνιακού ή
φορολογικού απορρήτου, που κρίνεται άξιο προστασίας (172 αρ. 2), όταν πρόκειται να
συζητηθούν ιδιωτικά μυστικά μάρτυρα ή πραγματογνώμονα, η αποκάλυψη των οποίων δύναται
να επιφέρει κυρώσεις για αυτούς (172 αρ. 3), όταν εξετάζεται ανήλικο πρόσωπο (172 αρ. 4). Άλλες
διατάξεις προβλέπουν, επίσης, τον αποκλεισμό ανηλίκων και απρεπώς ενδεδυμένων (175§1), την
τήρηση της τάξης από το δικαστήριο (176) και την επιβολή ποινών για περιφρόνηση του
δικαστηρίου (178), ενώ θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η συζήτηση σχετικά με τον αποκλεισμό
του κοινού, καθώς και η απαγγελία της απόφασης μπορεί να γίνουν κεκλεισμένων των θυρών,
εφόσον το δικαστήριο το θεωρήσει σκόπιμο (173§2 και 174§1).
δ) για τη Ρωσία, το άρθρο 10 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που
περιέχει διατάξεις για την ανοιχτή έναντι του κοινού διεξαγωγή των συνεδριάσεων των
δικαστηρίων (§1) και τη δημόσια απαγγελία των αποφάσεων (§8), επιτρέποντας μάλιστα ρητώς
την τήρηση σημειώσεων αλλά και τη μαγνητοφώνηση της διαδικασίας (§7 εδ. α), ενώ η
οπτικοακουστική καταγραφή και η αναμετάδοση της δίκης, καθώς και η λήψη φωτογραφιών
επιτρέπεται κατόπιν παροχής αδείας εκ μέρους του δικαστηρίου (§7 εδ. β). Εδώ οι προβλεπόμενες
εξαιρέσεις αφορούν τη διαφύλαξη κρατικών μυστικών και τη μυστικότητα της δίκης της
υιοθεσίας, η κεκλεισμένων των θυρών διεξαγωγή μπορεί πάντως να διαταχθεί και σε άλλες
περιπτώσεις όπου αυτό προβλέπεται από ομοσπονδιακό νόμο.
929 Ο Αθ. Πανταζόπουλος, Η αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη, σελ. 271, χρησιμοποιεί ως

προς τους διαδίκους, προς διάκριση από την τυπική δημοσιότητα της δίκης έναντι των τρίτων,
τον όρο «αρχή της προσιτής δίκης».
930 Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περιγραφόμενη στα άρθρα 421-424 ΚΠολΔ

διαδικασία λήψης ένορκης βεβαίωσης ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, όπου


προβλέπεται ρητώς (422§1 ΚΠολΔ) η ενημέρωση του αντιδίκου σχετικά με το περιεχόμενο τους
και η κλήση του προς παράσταση, με κύρωση σε περίπτωση μη τήρησης των διατάξεων του
νόμου, το απαράδεκτο της ένορκης βεβαίωσης και η αδυναμία λήψης υπ’ όψιν του περιεχομένου
ακόμη και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (424 ΚΠολΔ).
931 Βλ. όλως ενδεικτικώς την ΕφΘεσ 1515/2001, Αρμενόπουλος 2002, σελ. 79. Στην προκειμένη

περίπτωση είχε διαταχθεί, με μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου, η διενέργεια


πραγματογνωμοσύνης σχετικά με την αξία του επίδικου ακίνητου, η οποία διενεργήθηκε
κανονικά από τον ορισθέντα πολιτικό μηχανικό, με το πόρισμα της να κατατίθεται στη
γραμματεία του δικαστηρίου, πλην όμως η απόφαση αυτή διαπιστώθηκε ότι δεν είχε επιδοθεί
στην ενάγουσα, στερηθείσα ούτως, κατά τις παραδοχές του δικαστηρίου, του κατ’ άρθρον 391§1
ΚΠολΔ δικαιώματος διορισμού τεχνικού συμβούλου. Για το λόγο αυτό και ενόψει της πρόκλησης
βλάβης στην ενάγουσα, που απεστερήθη ούτως της βοηθείας την οποία θα ελάμβανε εκ μέρους

182
και όταν διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών 932 , και δικαιούνται να
υποστηρίζουν ενεργώς τις θέσεις τους, αναπτύσσοντας τις απόψεις τους
για κάθε πραγματικό ή νομικό ζήτημα της υπόθεσης, υποβάλλοντας
ενστάσεις και
ισχυρισμούς και
αποδεικνύοντας
αυτούς με κάθε
μέσο. Σε
περίπτωση που
ο διάδικος
στερηθεί του
δικαιώματος
ακροάσεως
επέρχεται
ακυρότητα, Άποψη του κεντρικού κτιρίου του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο
απαγγελλόμενη Λουξεμβούργο
από το
δικαστήριο υπό την προϋπόθεση της πρόκλησης βλάβης στα έννομα
συμφέροντα του933, η οποία δε δύναται να αποκατασταθεί άλλως άλλως
παρά με την κήρυξη της ακυρότητας (159§3 ΚΠολΔ), ειδικότερα όμως ως
προς την ερήμην του διαδίκου εκδίκαση της υποθέσεως προβλέπεται ο
αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 6 ΚΠολΔ 934 , που οδηγεί στο
απαράδεκτο της συζήτησης σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 159 αρ. 2
ΚΠολΔ.
Εξαίρεση στο απόλυτο αυτό δικαίωμα των διαδίκων για παράσταση κατά
τη διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων αποτελεί το στάδιο της
δικαστικής διάσκεψης, η οποία, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις
των άρθρων 113§1 εδ. β, 300 και 301 του ΚΠολΔ, γίνεται μυστικώς, είτε
αμέσως μετά τη συζήτηση της υποθέσεως είτε αργότερα, σε χρόνο
οριζόμενο από τον πρόεδρο του δικαστηρίου, χωρίς να είναι υποχρεωτική
η διενέργεια της στο χώρο του δικαστικού καταστήματος, κάτι που
σημαίνει ότι μπορεί να γίνεται και σε ιδιωτικό χώρο, όπως π.χ. η οικία
κάποιου δικαστή, με τη συμμετοχή πάντως σε αυτήν όλων των μελών της

του τεχνικού συμβούλου, το δικαστήριο διέταξε την ακύρωση της διενεργηθείσης


πραγματογνωμοσύνης και την παραγγελία νέας.
932 Βλ. και τη ρύθμιση του άρθρου 110§2 ΚΠολΔ, κατά την οποία «οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να

παρίστανται σε όλες τις συζητήσεις της υπόθεσης, ακόμη και όταν γίνονται κεκλεισμένων των
θυρών, και πρέπει για το σκοπό αυτό να καλούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου».
933 Βλ. ως προς την κλήση για ένορκες βεβαιώσεις την ΑΠ 36/2006, Τράπεζα Νομικών

Πληροφοριών Νόμος, όπου οι αναιρεσείοντες είχαν κλητευθεί να παρασταθούν κατά τη λήψη


τους την ίδια ημέρα και ώρα σε δυο διαφορετικούς τόπους, δηλαδή τόσο ενώπιον του
Ειρηνοδικείου Αθηνών όσο και ενώπιον μίας συμβολαιογράφου. Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι από
τη συγκεκριμένη παρατυπία δεν προκύπτει ακυρότητα της κλήσης σύμφωνα με το άρθρο 159
ΚΠολΔ, αφού οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να ορίσουν πληρεξούσιους δικηγόρους για να
παρασταθούν σχετικώς, απορρίπτοντας τον προβαλλόμενο με βάση το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ
λόγο αναίρεσης.
934 Με αυτόν προβλέπεται η αναίρεση της απόφασης «αν παρά το νόμο και ιδίως παρά τις σχετικές

με την επίδοση διατάξεις ο διάδικος δικάστηκε ερήμην».

183
συνθέσεως935, τα οποία, εφόσον η φυσική παρουσία τους δεν είναι δυνατή,
μπορούν να συμμετέχουν σε αυτή και με τη χρήση τηλεφωνικών ή
οπτικοακουστικών συσκευών μετάδοσης εικόνας και ήχου 936. Η εν λόγω
εξαίρεση εισάγεται με στόχο να διευκολύνει την ανεπηρέαστη και εμβριθή
μελέτη του φακέλλου της δικογραφίας από τους δικαστές, το γόνιμο
μεταξύ τους διάλογο επί όλων των ουσιωδών θεμάτων και την ανεξάρτητη
και απερίσπαστη κρίση τους, μακριά από την επιρροή τρίτων προσώπων937
και την παρουσία των διαδίκων, οι οποίοι άλλωστε έχουν καταθέσει τις
θέσεις τους κατά την προηγηθείσα συζήτηση, αλλά και για λόγους
διασφάλισης του κύρους της δικαιοσύνης938, το οποίο θα υπήρχε κίνδυνος
να τρωθεί στην περίπτωση που, κατά τη δημόσια διεξαγωγή της
διάσκεψης, ένας ή περισσότεροι δικαστές θα μετέβαλαν στάση και θα
αφίσταντο από τις αρχικώς υποστηριχθείσες απόψεις τους, δίνοντας την
εντύπωση ότι δε γνωρίζουν τα μελετώμενα νομικά και πραγματικά
ζητήματα 939. Η αρχή της μυστικότητας της διάσκεψης δεν παρεμποδίζει,
όπως είναι ευνόητο, την αποκάλυψη του αποτελέσματος της, που
απεικονίζεται στο διατακτικό και τις αιτιολογίες και των δημοσιευομένων

935 Αντίθετα, αν στη διάσκεψη λάβει μέρος δικαστής μη μετασχών κατά τη συζήτηση της
υποθέσεως, ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 2 για κακή σύνθεση του
δικαστηρίου. Βλ. και την ΑΠ 143/2013, ΕΠολΔ 2014, σελ. 128, η οποία σε ανάλογη περίπτωση
απέρριψε αγωγή ανυπαρξίας δικαστικής απόφασης, κρίνοντας ότι η απαρίθμηση του άρθρου
313§1 είναι περιοριστική και όχι ενδεικτική και ότι εν προκειμένω θα έπρεπε να είχε επιδιωχθεί η
ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης με την άσκηση των προβλεπόμενων ένδικων μέσων και
όχι με την άσκηση της κριθείσης αγωγής.
936 Βλ. την ΠολΠρΑθ 7809/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία κλήθηκε να

εξετάσει αγωγή αναγνώρισης ανυπαρξίας (313 ΚΠολΔ) κατά αποφάσεως της Ολομέλειας του
Αρείου Πάγου (υπ’ αριθμόν 19/2007), με προβαλλόμενο παράπονο τη μη νόμιμη συμμετοχή στη
διάσκεψη 3 δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι ψήφισαν τηλεφωνικώς και, σύμφωνα με τους
ισχυρισμούς του ενάγοντος, δεν προέβησαν σε ανταλλαγή απόψεων με τους υπόλοιπους
δικαστικούς λειτουργούς, με τελικό αποτέλεσμα την αποδοχή (με ψήφους 28 υπέρ και 22 κατά)
της αίτησης αναίρεσης ευνοϊκής γι’ αυτόν αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων (που είχε διατάξει,
κατ’ άρθρο 731 ΚΠολΔ, τη συνέχιση της αποδοχής των υπηρεσιών του αναιρεσείοντος από το καθ’
ου η αίτηση ινστιτούτο). Η αγωγή απερρίφθη, καθώς από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας
προέκυψε ότι οι συγκεκριμένοι δικαστικοί λειτουργοί, προτού διατυπώσουν τη γνώμη τους, είχαν
μελετήσει εμβριθέστατα και με σχολαστικότητα τη δικογραφία και είχαν αποδυθεί σε έρευνα και
μελέτη προκειμένου να αντλήσουν τις απαραίτητες για το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα.
937 Εδώ υπάγονται αναμφίβολα οι εκπρόσωποι της εκτελεστικής εξουσίας αλλά και άλλοι

συνάδελφοι, προϊστάμενοι και επιθεωρητές δικαστές. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συμμετοχή


στη διάσκεψη τρίτων προσώπων θεμελιώνει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 2 ΚΠολΔ
για παράνομη συγκρότηση του δικαστηρίου.
938 Βλ. αναλυτικώς Χ. Χριστοφορίδη, Η παραβίαση του δικαστικού απορρήτου, ΝοΒ 1992, σελ.

666.
939 Θα πρέπει να σημειωθεί η όλως διαφορετική προσέγγιση του θέματος στην αρχαιοελληνική

δικαστική πράξη, όπου, όπως επισημαίνεται και στο πρώτο μέρος, κατά κανόνα δεν επιτρεπόταν
η διάσκεψη των δικαστών προ της αποφάνσεως τους επί της διαφοράς, αντίληψη που τονίζει το
αίσθημα ευθύνης και την αποφυγή επηρεασμού του δικαστή ακόμα και από τις απόψεις
συναδέλφων του, με το μειονέκτημα ότι δεν επιτρέπει την ανταλλαγή απόψεων γύρω από τις
αμφιλεγόμενες πτυχές της υπόθεσης. Σχετικώς βλ. και τη διαπίστωση του Αριστοτέλους,
Πολιτικά, βιβλίο β΄, 1268b, «τῶν νομοθετῶν οἱ πολλοὶ παρασκευάζουσιν ὅπως οἱ δικασταὶ μὴ
κοινολογῶνται πρὸς ἀλλήλους» [ότι, δηλαδή, οι πιο πολλοί νομοθέτες έχουν καταστρώσει τη
διαδικασία ώστε οι δικαστές να μην επικοινωνούν μεταξύ τους (προ της εκδόσεως της
αποφάσεως)].

184
αποφάσεων, με την παράλληλη καταχώρηση σε αυτές της γνώμης της
μειοψηφίας και των ονομάτων των μειοψηφούντων δικαστών 940 ,
διασφαλίζεται δε από τη διάταξη του άρθρου 251 ΠΚ, που απειλεί ποινικές
κυρώσεις σε βάρος του γνωστοποιούντος απόρρητα στοιχεία από τη
διάσκεψη ή την ψηφοφορία 941 , χωρίς να αποκλείεται η επιβολή και
πειθαρχικών κυρώσεων.
Από εκεί και πέρα, η αρχή της δημοσιότητας έναντι των διαδίκων
υποχωρεί και σε μια σειρά άλλων περιπτώσεων, όπου η στάθμιση μεταξύ
του δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως και άλλων συνταγματικά
προστατευόμενων δικαιωμάτων αποβαίνει υπέρ των τελευταίων. Μεταξύ
αυτών συγκαταλέγονται, για λόγους προστασίας της οικογενειακής ζωής
και της ανηλικότητας, οι ανωτέρω αναφερόμενες περιπτώσεις, πρώτον,
της υιοθεσίας ανηλίκων, όπου, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις
των άρθρων 1559 ΑΚ και 800§2 ΚΠολΔ, οι απαιτούμενες συναινέσεις
παρέχονται ενώπιον μέλους της σύνθεσης σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς
δημοσιότητα, κάτι που ισχύει και για την ακρόαση από το δικαστήριο του
υποψήφιου προς υιοθεσία ανηλίκου και των υπολοίπων τέκνων του θετού
γονέα, και, δεύτερον, της κατά το άρθρο 612 ΚΠολΔ ακρόασης του τέκνου
από το δικαστή στο πλαίσιο της αντιδικίας των γονέων του σχετικά με την
άσκηση της γονικής μέριμνας, όπου, με στόχο να κρατηθεί το τέκνο έξω από
τη διένεξη και να μην κλονιστεί ο δεσμός του με κάποιον γονέα, η γνώμη
διατυπώνεται μυστικώς χωρίς να συντάσσονται έκθεση ή πρακτικά.
Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, όπου με
στόχο την ταχύτερη και ευχερέστερη ικανοποίηση της εκκαθαρισμένης και
εγγράφως αποδεικνυόμενης απαιτήσεως, εκδίδεται, χωρίς προηγούμενη
ακρόαση του οφειλέτη, τίτλος εξοπλισμένος με άμεση εκτελεστότητα942, η
οποία μάλιστα δεν επηρεάζεται από τυχόν άσκηση ανακοπής και, ακόμη
και σε περίπτωση αποδοχής της ασκούμενης κατ’ άρθρο 632§3 ΚΠολΔ
αίτησης αναστολής, εξακολουθεί να παρέχει τη δυνατότητα εγγραφής
προσημείωσης υποθήκης και επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης
σύμφωνα με το άρθρο 724§1 ΚΠολΔ. Αναμφίβολα, με το απονεμόμενο στο
δανειστή προβάδισμα παραβιάζεται το δικαίωμα της προηγούμενης
ακρόασης του καθ’ ου943, εις βάρος του οποίου λαμβάνεται ένα μέτρο που
θίγει τα έννομα συμφέροντα του, χωρίς να του παρέχεται η δυνατότητα

940 Βλ. τις σύμφωνες με το άρθρο 93§3 εδ. β του Συντάγματος ρυθμίσεις των άρθρων 35§1 του ν.
184/1975, που προέβλεψε την υποχρεωτική καταχώρηση της γνώμης της μειοψηφίας στο
αιτιολογικό της εκδιδόμενης αποφάσεως, με μνεία του αριθμού, όχι όμως και των ονομάτων, των
μειοψηφούντων δικαστών, και 40 του ν. 2172/1993, που συμπλήρωσε την ανωτέρω διάταξη
ορίζοντας ότι «στις δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα καταχωρίζονται υποχρεωτικώς η
γνώμη της τυχόν μειοψηφίας και τα ονόματα των δικαστών που μειοψηφούν».
941 Όπως επισημαίνει ο Χ. Χριστοφορίδης, ο.π. ανωτέρω, σελ. 667, δεν είναι απόρρητα τα στοιχεία

εκείνα της διαδικασίας που καλύπτονται από την αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων και
από τη συνταγματική αρχή της ειδικής αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων.
942 Αυτό σημαίνει δυνατότητα άμεσης επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης, με βάση το άρθρο

904§2ζ.
943 Βλ. και Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, Ερμηνεία των άρθρων, άρθρο 631,
http://www.kostasbeys.gr/ articles.php?s=4&mid=1096&mnu=1&id=19625.

185
προηγούμενης επικοινωνίας με το δικαστή και παρεμβάσεως στη
διαδικασία προς έκθεσιν των ιδίων απόψεων και στοιχείων944, κάτι που δεν
αναιρείται από την κατοχύρωση, σε μεταγενέστερο στάδιο, του
δικαιώματος άσκησης ανακοπής και διεξαγωγής μίας διαγνωστικής δίκης
σχετικά με τη βασιμότητα της επιδικαζόμενης απαιτήσεως, στο πλαίσιο της
οποίας μπορούν να προβληθούν όλοι οι σχετικοί ισχυρισμοί. Η προσβολή
αυτή του δικαιώματος ακροάσεως του καθ’ ου κρίνεται, πάντως, θεμιτή,
για λόγους αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του δανειστή 945 , ο
οποίος εν προκειμένω δικαιολογεί υπέρτερο συμφέρον, αναγόμενο στη
διασφάλιση του δικαιώματος αναγκαστικής εκτέλεσης της επιδικαζόμενης
απαιτήσεως, το οποίο πράγματι θα ετίθετο σε κίνδυνο επί μη εξοπλισμού
της διαταγής πληρωμής με άμεση εκτελεστότητα και επί της
συνεπαγόμενης αδυναμίας λήψεως εξασφαλιστικών μέτρων υπέρ αυτής,
καθώς ο οφειλέτης, ενημερωμένος για τη σε βάρος του διαδικασία, πιθανώς
θα έσπευδε να αποκρύψει όσα περιουσιακά στοιχεία μπορούσε ώστε να
δυσχεράνει την ικανοποίηση του946. Υπέρ της λύσεως αυτής συνηγορούν,
άλλωστε, η κατά τεκμήριο βασιμότητα της επιδικαζόμενης απαιτήσεως
αλλά και η ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης ορισμένων κατηγοριών διαφορών,
όπως π.χ. οι προερχόμενες εξ αξιογράφων απαιτήσεις, που μέσω του
θεσμού της διαταγής πληρωμής καθίσταται δυνατή η ευχερέστερη
ικανοποίηση τους. Άμεση εκτελεστότητα ισχύει επίσης στον καινοφανή
θεσμό της διαταγής πληρωμής για οφειλόμενο μισθό (636Α ΚΠολΔ), με
προστατευτικό προς τον εργαζόμενο πνεύμα, ενόψει και του έντονα
κοινωνικού χαρακτήρα των μισθολογικών παροχών, ενώ η μέριμνα για
δικαστική ακρόαση του εργοδότη εξαντλείται στην κατά προτεραιότητα
εκδίκαση της ασκούμενης ανακοπής, η οποία κατ’ άρθρον 636Α§3 ΚΠολΔ
προσδιορίζεται στη συντομότερη δικάσιμο και πάντως όχι πέραν των 3
μηνών από την κατάθεση της. Οι ανωτέρω παράμετροι διαφοροποιούνται
ελαφρώς στην περίπτωση της έκδοσης διαταγής απόδοσης μισθίου, όπου
δεν υφίστανται αντίστοιχος κίνδυνος για τα συμφέροντα του εκμισθωτή,
με αποτέλεσμα το διαφορετικό περιεχόμενο της ρύθμισης του άρθρου
άρθρο 640§3 ΚΠολΔ, όπου ορίζεται μεν ότι η διαταγή αποτελεί τίτλο
εκτελεστό, με την εκτελεστότητα όμως να εξαρτάται από την προηγούμενη
επίδοση αντιγράφου του τίτλου στον οφειλέτη και την πάροδο είκοσι
ημερών, διάστημα εντός του οποίου ο τελευταίος μπορεί να ασκήσει
ανακοπή, επιδιώκοντας παράλληλα την αναστολή της εκτελεστότητας στο

944 Βλ. Στ. Πανταζόπουλο, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, Κεφ. Α΄, σελ. 12.
945 Σύμφωνα με τον Αθ. Πανταζόπουλο, Η αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη, σελ. 280 επ.,
το δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως του διαδίκου υποχωρεί και μπορεί να περιορίζεται
νομοθετικώς έναντι του υπέρτερου δικαιώματος δικαστικής προστασίας (20§1 Συντ.).
946 Η κείμενη ρύθμιση αποτελεί πράγματι σημαντική εξασφάλιση για το δανειστή, δίνοντας του τη

δυνατότητα να προβεί σε έλεγχο σχετικά με την περιουσία του οφειλέτη και να προχωρήσει σε
εγγραφή προσημείωσης ή επιβολή κατάσχεσης προ πάσης επιδόσεως της διαταγής,
αιφνιδιάζοντας με τον τρόπο αυτό τον αντίδικο.

186
πλαίσιο αιτήσεως εκδικαζομένης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών
μέτρων947.
Αντίστοιχη με την διαταγή πληρωμής είναι η νομοθετική στάθμιση στην
περίπτωση των ασφαλιστικών μέτρων, όπου ο κανόνας της εκατέρωθεν
ακροάσεως δύναται να παρακαμφθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου
687§1 ΚΠολΔ, σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις ή όταν επίκειται
άμεσος κίνδυνος, οπότε το δικαστήριο θα συζητήσει την αίτηση άνευ
κλητεύσεως του καθ’ ου. Κατά κανόνα, όλες οι αιτήσεις για λήψη ή
ανάκληση ασφαλιστικών μέτρων μπορούν να υπαχθούν στη συγκεκριμένη
ρύθμιση, με εξαίρεση τις περιπτώσεις της προσωρινής επιδίκασης
απαιτήσεως ή της αντικατάστασης ασφαλιστικού μέτρου με εγγυοδοσία,
όπου η φύση του διατασσόμενου μέτρου δε δικαιολογεί την παράλειψη της
κλήτευσης 948 . Πέραν της συγκεκριμένης προοπτικής, πάντως, η οποία
εμφανίζεται αρκετά αυστηρή για τον αντίδικο, υφίσταται και η
δυνατότητα έκδοσης προσωρινής διαταγής κατά την κατάθεση της
αιτήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 691Α ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το
δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι υπάρχει ανάγκη, ορίζει τα μέτρα που είναι
απαραίτητο να ληφθούν άμεσα για την εξασφάλιση του δικαιώματος ή την
προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης. Η λύση αυτή είναι περισσότερο
ικανοποιητική, ενόψει του περιορισμένου χρονικού ορίζοντα του
διατασσόμενου μέτρου, το οποίο ισχύει συνήθως μέχρι τη συζήτηση της
κύριας αιτήσεως των ασφαλιστικών μέτρων ή, το πολύ, μέχρι την έκδοση
απόφασης επ’ αυτής, συμβιβάζοντας με τον τρόπο αυτό τα εκατέρωθεν
συμφέροντα, από τη μία πλευρά για αποτελεσματική δικαστική προστασία,
ιδίως στις περιπτώσεις δέσμευσης τραπεζικών καταθέσεων και κινητών 949,
και από την άλλη για προηγούμενη δικαστική ακρόαση.

947 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 642 και 643 ΚΠολΔ.
948 Βλ. και την ΑΠ 1354/2006, ΝοΒ 2007, σελ. 390, όπου ο Άρειος Πάγος κλήθηκε να εκδικάσει,
με βάση τη διάταξη του άρθρου 698§2 ΚΠολΔ, ως δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε η
κύρια υπόθεση, αίτηση ανάκλησης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου (που είχε διατάξει
ως ασφαλιστικό μέτρο την προσωρινή απαγόρευση διάθεσης ζύθου από ημεδαπή εταιρεία υπό
ένα συγκεκριμένο σήμα - διακριτικό γνώρισμα). Η αιτούμενη την ανάκληση εταιρεία επέδωσε
αντίγραφο της αίτησης στον δικηγόρο που εκπροσωπούσε την καθ’ ης αλλοδαπή εταιρεία στην
κύρια δίκη ως αντίκλητο, με το δικαστήριο όμως να θεωρεί μη νόμιμη την κλήτευση, καθώς
κρίθηκε ότι η υπογραφή από το συγκεκριμένο δικηγόρο του δικογράφου της αναίρεσης δεν
αρκούσε για να αποκτήσει την ιδιότητα του αντικλήτου, απαιτούμενων προς τούτο των
οριζομένων στα άρθρα 142§1 ή 96 ΚΠολΔ διατυπώσεων ή σχετικής συμβατικής ρήτρας. Παρόλα
αυτά, το δικαστήριο προχώρησε στη συζήτηση της αίτησης, κρίνοντας, σύμφωνα με το άρθρο
687§1 ΚΠολΔ, ότι στην επίδικη περίπτωση δεν ήταν αναγκαία η κλήτευση της καθ’ ης και
ανεκάλεσε το επιβληθέν μέτρο λόγω της ήττας της αλλοδαπής εταιρείας στο Εφετείο.
949 Στις ανωτέρω περιπτώσεις ιδίως επισημαίνεται η σκοπιμότητα έκδοσης της προσωρινής

διαταγής άνευ κλητεύσεως του καθ’ ου, ο οποίος σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να προβεί σε
ανάληψη του κατατεθειμένου ποσού ή σε απόκρυψη των κινητών, π.χ. επί αυτοκινήτου με την
παράδοση του προς φύλαξη σε ιδιωτικό γκαράζ ή επί πλοίου με την αναχώρηση του από τα
ελληνικά χωρικά ύδατα. Βλ. και Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’
άρθρο, 4η έκδοση, τόμος Β΄, σελ. 1880.

187
Αντίθετα με τις εξεταζόμενες, οριακής συνταγματικότητας είναι οι
ρυθμίσεις του άρθρου 64§1 και 5 του ν. 2121/1993, οι οποίες σε
περιπτώσεις όπου πιθανολογείται προσβολή δικαιωμάτων πνευματικής
ιδιοκτησίας ή συγγενικών δικαιωμάτων, και πιο συγκεκριμένα στο πλαίσιο
α) λήψης των ασφαλιστικών μέτρων της συντηρητικής κατάσχεσης ή της
αναλυτικής απογραφής ή φωτογράφησης των κατεχομένων από τον καθ’
ου και αποτελούντων το μέσο τέλεσης ή απόδειξης ή το προϊόν της
προσβολής αντικειμένων950, β) λήψης ασφαλιστικών μέτρων με στόχο την
πρόληψη ή αποτροπή επικείμενης ή συνεχιζόμενης προσβολής
δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, γ) διαπίστωσης της παράβασης
των διαταχθέντων ασφαλιστικών μέτρων, δ) λήψης των ασφαλιστικών
μέτρων της συντηρητικής κατάσχεσης ή δικαστικής μεσεγγύησης
κυκλοφορούντων ή
μελλούμενων να
τεθούν σε κυκλοφορία
εμπορευμάτων 951 , ε)
προσβολών
διαπραττομένων σε
εμπορική κλίμακα και
λήψης των
ασφαλιστικών μέτρων
της συντηρητικής
κατασχέσεως των
περιουσιακών
Το όμορφο δημαρχιακό και δικαστικό μέγαρο Σύρου, σχέδιο του Γερμανού
στοιχείων του
αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ παραβάτη,
περιλαμβανομένης
της δέσμευσης των τραπεζικών του λογαριασμών 952 , προβλέπουν
υποχρεωτική εφαρμογή των ρυθμίσεων των άρθρων 687§1 και 691Α
ΚΠολΔ, δηλαδή την κατά κανόνα επιβολή των μέτρων άνευ προηγούμενης
κλήτευσης του καθ’ ου και συζήτησης της αιτήσεως 953 . Οι ανωτέρω
διατάξεις, μετατρέποντας την εξαίρεση σε κανόνα, ναι μεν εξασφαλίζουν
δραστική προστασία στον αιτούντα, από την άλλη όμως επιβαρύνουν
υπέρμετρα τη θέση του καθ’ ου, ιδίως στις περιπτώσεις της επιβολής

950 Βλ. το άρθρο 64§1 του ν. 2121/1993.


951 Για τις υπό β, γ και δ περιπτώσεις βλ. το άρθρο 64§3 του ν. 2121/1993.
952 Βλ. το άρθρο 64§4 του ν. 2121/1993.
953 Σύμφωνα με την ΕφΠειρ 679/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, «η ρύθμιση του

άρθρου 64§1 του ν. 2121/1993 στοχεύει στην εξασφάλιση και διατήρηση των αποδείξεων τέλεσης
της προσβολής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας με τη συντηρητική κατάσχεση ή την
αναλυτική απογραφή και φωτογράφηση των επίδικων αντικειμένων, ώστε να αποτραπεί το
ενδεχόμενο εξαφάνισης του και όχι στην εξασφάλιση της απαίτησης του δημιουργού κατά του
προσβολέα». Στη συγκεκριμένη υπόθεση το δικαστήριο ασχολήθηκε με αγωγή ναυτιλιακής
εταιρείας κατά ανταγωνιστικών της εταιρειών, οι οποίες χρησιμοποιούσαν παράνομα
τεχνογνωσία (πρόγραμμα υπολογιστή) ηλεκτρονικών κρατήσεων και διαχείρισης θέσεων
επιβατών που η ίδια είχε αναπτύξει, στο πλαίσιο της οποίας είχε διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο
η αναλυτική απογραφή των επίμαχων βάσεων δεδομένων.

188
επαχθών μέτρων όπως η συντηρητική κατάσχεση εμπορευμάτων ή
τραπεζικών λογαριασμών, και για το λόγο αυτό θα πρέπει να εφαρμόζονται
με προσοχή από τα δικαστήρια, τα οποία θα πρέπει να μεριμνούν για την
έστω και άτυπη (τηλεφωνικώς ή με ηλεκτρονικά μέσα) κλήτευση του
τελευταίου, ώστε να μπορέσει να διατυπώσει τη γνώμη του954, καθώς και
για την επιλογή των ηπιότερων κατά συνθήκη μέτρων, όπως π.χ. την
απογραφή των επίδικων εμπορευμάτων (και την πρόβλεψη αποζημίωσης
σε περίπτωση που δεν βρεθούν κατά την εκτέλεση του κύριου
ασφαλιστικού μέτρου) αντί για τη συντηρητική κατάσχεση αυτών.

β. Η αρχή της δημοσιότητας έναντι των τρίτων


i. Το στάδιο της προδικασίας
Ως προς τους τρίτους, το περιεχόμενο και η έκταση της δημοσιότητας
προσδιορίζεται με βάση τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 112, 113
και 114 ΚΠολΔ, στις οποίες διατυπώνεται ο κανόνας της δημόσιας
διεξαγωγής των συζητήσεων των πολιτικών δικαστηρίων, σε αντιδιαστολή
με την προδικασία και τη διαδικασία εκτός ακροατηρίου, όπου έχουν
πρόσβαση μόνο τα διάδικα μέρη, αλλά και με τις εξαιρετικές περιπτώσεις
μυστικής (κεκλεισμένων των θυρών) διεξαγωγής της συζήτησης, για
λόγους προστασίας συνταγματικά προστατευόμενων δικαιωμάτων. Κατά
πρώτο λόγο, το στάδιο της προδικασίας εκκινεί με την κατάθεση του
εισαγωγικού δικογράφου και περιλαμβάνει όλες τις ενέργειες που
απαιτούνται για την εισαγωγή της αγωγής 955 προς εκδίκαση και την
προπαρασκευή της συζητήσεως, είτε εκ μέρους των διαδίκων είτε εκ
μέρους του δικαστηρίου, όπως είναι η επίδοση στον εναγόμενο 956 , η
εγγραφή στο πινάκιο από το γραμματέα του δικαστηρίου (226§2 και 3
ΚΠολΔ), η καταβολή των απαιτούμενων τελών και ενσήμων, η προσκόμιση
πιστοποιητικών957, η συμπλήρωση τυπικών ελλείψεων (227 ΚΠολΔ)958 και

954 Βλ. και Αθ. Πανταζόπουλο, Η αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη, §6, σελ. 308-309, ο
οποίος επισημαίνει ότι εν προκειμένω ο νομοθέτης δε συνδυάζει αρμονικά τα δυο ίσης τυπικής
ισχύος συγκρουόμενα δικαιώματα (δικαστικής προστασίας και δικαστικής ακροάσεως), χωρίς η
παραδοχή αυτή να διαφοροποιείται από α) την κατά τις γενικές διατάξεις παρεχόμενη στον καθ’
ου δυνατότητα ανάκλησης ή μεταρρύθμισης του ληφθέντος μέτρου ή β) την κατά το άρθρο 64§7
του ν. 2121/1993 δυνητική καταδίκη του αιτούντος σε καταβολή αποζημιώσεως, στην
περίπτωση που ενήργησε καταχρηστικά.
955 Όσα γράφουμε για την αγωγή ισχύουν για όλα τα εισαγωγικά δίκης ένδικα βοηθήματα, όπως

οι διάφορε ανακοπές, η κύρια παρέμβαση, η προσεπίκληση, η ανταγωγή κτλ.


956 Σύμφωνα με το νέο άρθρο 215§2 ΚΠολΔ, στην περίπτωση αγωγών υπαγομένων στην τακτική

διαδικασία, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την κατάθεση
της, άλλως θεωρείται μη ασκηθείσα.
957 Σύμφωνα με το άρθρο 9§5 του ν. 4223/2013 «Ενιαίος φόρος ακινήτων και άλλες διατάξεις»,

είναι απαράδεκτη η συζήτηση εμπράγματης αγωγής ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ενώπιον


δικαστηρίου από υπόχρεο στον ΕΝ.Φ.Ι.Α. επί ακινήτου, αν δεν προσκομισθεί μέχρι τη συζήτηση
της, το προβλεπόμενο στο νόμο πιστοποιητικό περί καταβολής του φόρου ή απαλλαγής από τη
σχετική υποχρέωση.
958 Μπορούμε σχετικώς να παραβάλουμε τις ισχύουσες επί της διαδικασίας ρύθμισης οφειλών

υπερχρεωμένων προσώπων διατάξεις του άρθρου 4§3 και 4 του ν. 3869/2010, σύμφωνα με τις
οποίες μετά την κατάθεση της αιτήσεως η γραμματεία του Ειρηνοδικείου προβαίνει σε έλεγχο της
πληρότητας του περιεχομένου της και των συνυποβαλλομένων εγγράφων και εφόσον

189
η παροχή διασαφήσεων και προσκομιδή εγγράφων κατόπιν υποδείξεως
του δικαστή (232§1 ΚΠολΔ), εκτείνεται δε, ανάλογα με την ακολουθούμενη
διαδικασία, μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ή μέχρι την
προκατάθεση των προτάσεων και των αποδεικτικών μέσων των διαδίκων,
η οποία ως διαδικαστική πράξη συνδεόμενη με τη συζήτηση εγκαινιάζει το
κύριο στάδιο της διαδικασίας959. Όλες οι ανωτέρω ενέργειες, ενόψει και του
ότι αφορούν επιχείρηση υλικών πράξεων ή κατάθεση εγγράφων,
διενεργούνται μυστικώς έναντι του κοινού, το οποίο δεν έχει πρόσβαση στο
εισαγωγικό δικόγραφο ή στο φάκελλο της δικογραφίας. Αυτό ισχύει και ως
προς την διενεργούμενη προδικαστικώς διαδικασία λήψης ενόρκων
βεβαιώσεων ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, η οποία, κατά
τα ειδικότερα οριζόμενα στα άρθρα 421-424, παραμένει μυστική ως προς
τους τρίτους, που ακόμη και αν γνώριζαν την ακριβή ημερομηνία και ώρα
διεξαγωγής, και πάλι δε θα είχαν το δικαίωμα να εισέλθουν στο ιδιαίτερο
γραφείο των ανωτέρω οργάνων και να την παρακολουθήσουν. Ο κανόνας
της μυστικής προδικασίας ισχύει, εξάλλου, και επί του πεδίου των ενδίκων
μέσων, καταλαμβάνοντας όλες τις πράξεις που απαιτούνται για την
εισαγωγή τους προς εκδίκαση, όπως την κατάθεση του σχετικού
δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την
προσβαλλόμενη απόφαση, την πληρωμή των απαιτούμενων παραβόλων,
τον προσδιορισμό δικασίμου, την κλήτευση του αντιδίκου κτλ.
Εξαίρεση στον κανόνα περί μυστικότητας αποτελεί η τήρηση στις
γραμματείες των δικαστηρίων βιβλίων κατάθεσης ενδίκων βοηθημάτων960
και ενδίκων μέσων 961 , καθώς και η ενημέρωση του πινακίου του
δικαστηρίου 962 , τα οποία είναι προσιτά στους πολίτες χωρίς ανάγκη
επίκλησης εννόμου συμφέροντος και τηρούνται ακριβώς γι’ αυτό το λόγο,
δηλαδή με στόχο την ενημέρωση των πολιτών για τα κατατιθέμενα
δικόγραφα και τις διεξαγόμενες δίκες, βοηθώντας στην πραγμάτωση της
αρχής της δημοσιότητας963. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει επίσης για

διαπιστώσει παραλείψεις προσκαλεί τον αιτούντα είτε εγγράφως είτε μέσω τηλεομοιοτυπίας ή
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου να προβεί στις αναγκαίες διευκρινίσεις, διορθώσεις ή συμπληρώσεις
της αίτησης, των δικαιολογητικών και των συνοδευτικών εγγράφων.
959 Βλ. και Δ. Μανιώτη, Η προδικασία ως το στάδιο της διαδικασίας για την προετοιμασία της

άμυνας των διαδίκων κατά αυτοτελών αιτήσεων παροχής δικαστικής προστασίας και τον
περιορισμό της ισχύος της αρχής της δημοσιότητας αποκλειστικά στους διαδίκους, Δίκη 1994,
σελ. 819.
960 Βλ. το άρθρο 215§1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο μνεία του κατατιθέμενου δικογράφου

γίνεται σε ειδικό βιβλίο με αλφαβητικό ευρετήριο, στο οποίο αναγράφονται με αύξοντα αριθμό
και χρονολογική σειρά οι αγωγές που κατατίθενται και αναφέρονται τα ονοματεπώνυμα των
διαδίκων, η χρονολογία της κατάθεσης και το αντικείμενο της διαφοράς. Σύμφωνα με το
τελευταίο εδάφιο της συγκεκριμένης παραγράφου, στη γραμματεία κάθε δικαστηρίου τηρείται
πλέον και ηλεκτρονικό αρχείο αγωγών.
961 Βλ. το άρθρο 496 ΚΠολΔ, καθώς και το β.δ. 564/1968 «περί του τρόπου τηρήσεως των κατά το

άρθρον 513 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας βιβλίων ενδίκων μέσων».


962 Βλ. τη ρύθμιση του άρθρου 226§3 ΚΠολΔ, κατά την οποία «το πινάκιο είναι βιβλίο με

αριθμημένες σελίδες, μονογραφημένες από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή τον ειρηνοδίκη, στο
οποίο καταχωρίζονται οι υποθέσεις που θα συζητηθούν σε κάθε δικάσιμο».
963 Βλ. επίσης επί αναιρέσεως τη ρύθμιση του άρθρου 571§1 εδ. στ, κατά την οποία η γραμματεία

του Αρείου Πάγου σημειώνει τον αριθμό της απορριπτικής διάταξης του συμβουλίου στο πινάκιο.

190
την υποχρεωτική, βάσει του άρθρου 220§1 ΚΠολΔ, εγγραφή των
εμπράγματων, μικτών, περί νομής και καταδολιευτικών964 αγωγών965 στα
βιβλία διεκδικήσεων του οικείου υποθηκοφυλακείου 966, η οποία συνιστά
μια μορφή έμμεσης δημοσιότητας, με στόχο την προστασία των
συναλλαγών επί ακινήτων και την τόνωση της συναλλακτικής πίστεως των
υποψήφιων αγοραστών967, οι οποίοι βάσει των άρθρων 325 αρ. 2 και 919
αρ. 1 ΚΠολΔ δεσμεύονται από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα της
εκδοθησομένης αποφάσεως και, επομένως, δικαιούνται να γνωρίζουν τη
νομική του κατάσταση και ενδεχόμενες αμφισβητήσεις.
Εξαίρεση στην αδυναμία πρόσβασης στο εισαγωγικό δικόγραφο ή στο
φάκελλο της δικογραφίας ισχύει ως προς τα πρόσωπα που εξαρτούν
έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης 968 ή, ευρύτερα, από την
πληροφόρηση τους σχετικά με αυτήν 969 , τα οποία για το λόγο αυτό και
προκειμένου να δυνηθούν να προστατεύσουν αποτελεσματικά τα
συμφέροντα τους, π.χ. μέσω παρεμβάσεως στην εκκρεμή δίκη, δικαιούνται
να λάβουν αντίγραφο των κατατεθειμένων εγγράφων κατόπιν αιτήσεως
στον πρόεδρο υπηρεσίας του δικαστηρίου, εφαρμοζόμενου σχετικώς του
άρθρου 22§2 του ν. 1756/1988 970. Στην περίπτωση που τελικά το τρίτο

964 Σύμφωνα με το άρθρο 220§1 ΚΠολΔ, μεταξύ των εγγραπτέων αγωγών είναι και οι
αναγνωριστικές. Βλ. ενδεικτικώς την ΠολΠρΑθ 2247/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
Νόμος, που απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω μη εγγραφής στα βιβλία διεκδικήσεων, αγωγή
αναγνώρισης κληρονομικού δικαιώματος, ως προς το αναφερόμενο στα ακίνητα της
κληρονομιαίας περιουσίας σκέλος της.
965 Εκτός από τις αγωγές, στα βιβλία διεκδικήσεων εγγράφονται επίσης οι ανταγωγές, οι κύριες

παρεμβάσεις, οι ανακοπές, 936 και 1010) και οι τριτανακοπές. Βλ. και τις ειδικές διατάξεις των
άρθρων 936§ και 1010 ΚΠολΔ.
966 Η σχετική ρύθμιση προβλέφθηκε για πρώτη φορά με τις διατάξεις του ν. 4697/1930 «Περί

συστάσεως βιβλίων διεκδικήσεων».


967 Βλ. Κ. Κεραμέα / Δ. Κονδύλη / Ν. Νίκα, Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος I,

σελ. 474.
968 Εδώ υπάγονται, κατά κύριο λόγο, α) ο αντιποιούμενος το επίδικο αντικείμενο και προτιθέμενος

να ασκήσει κύρια παρέμβαση (79 ΚΠολΔ), β) τα καταλαμβανόμενα από το δεδικασμένο (325-329)


ή την εκτελεστότητα της αποφάσεως (919-921) πρόσωπα, τα οποία για το λόγο αυτό δύνανται
να παρέμβουν προληπτικώς στη δίκη, όπως είναι π.χ. ο ειδικός διάδοχος (225 και 325 αρ. 2
ΚΠολΔ) ή τα μέλη του νομικού προσώπου ως προς τις διεξαγόμενες μεταξύ νομικού προσώπου
και τρίτων δίκες (329 ΚΠολΔ), καθώς και γ) οι φορείς της επίδικης έννομης σχέσης στις
διεξαγόμενες από μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο δίκες, όπως είναι π.χ. ο πτωχός στις
διεξαγόμενες από το σύνδικο δίκες (17 ΠτωχΚ) ή ο οφειλέτης επί πλαγιαστικής άσκησης των
δικαιωμάτων του εκ μέρους του δανειστή (72 ΚΠολΔ).
969 Εδώ το έννομο συμφέρον θα πρέπει να νοηθεί με την ευρύτερη δυνατή έννοια, ώστε να

καταλάβει ακόμη και περιπτώσεις προσώπων αντανακλαστικά μόνο θιγομένων από την έκβαση
της δίκης, όπως είναι π.χ. οι δανειστές επί αιτήσεως πτώχευσης της οφειλέτιδας εταιρείας. Βοηθό
στη γενόμενη εκ μέρους του δικαστή στάθμιση μπορεί να αποτελέσει η νομολογιακή ερμηνεία των
άρθρων 80 και 752 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία, πάντως, δε μπορεί να δικαιολογεί έννομο
συμφέρον ο επικαλούμενος γενικότερα ηθικά ή κοινωνικά συμφέροντα. Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ
711/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος.
970 Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διάταξη, «Έχουν δικαίωμα να λάβουν γνώση, αντίγραφα ή

αποσπάσματα: α) των αποφάσεων και των εγγράφων κάθε άλλης διαδικασίας, εκτός από την
ποινική, καθώς και των αποφάσεων, και γνωμοδοτήσεων για διοικητικά θέματα, οι διάδικοι, ενώ οι
τρίτοι μόνο αν έχουν έννομο συμφέρον, κατά την κρίση του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο,
β) των εγγράφων, της ποινικής διαδικασίας, όσοι και όπως ορίζει το άρθρο 147 του κώδικα ποινικής
δικονομίας. Με τους ίδιους όρους χορηγούνται πιστοποιητικά που βεβαιώνουν το χρόνο

191
πρόσωπο επιλέξει να παρέμβει κυρίως ή προσθέτως στην εκκρεμή δίκη,
ισχύουν τα αναφερόμενα περί αγωγής, οπότε απαιτείται κατάθεση και
επίδοση στους αρχικούς διαδίκους αυτοτελούς δικογράφου 971 , ενώ ως
προς τη δημοσιότητα δεν αλλάζει κάτι, εφόσον οι σχετικές πράξεις
ενεργούνται και αυτές εγγράφως και μυστικώς, κοινοποιούμενες μόνο
στους αρχικούς διαδίκους. Παράλληλα, ο νόμος προβλέπει και την
αντίστροφη περίπτωση, της ενημέρωσης δηλαδή τρίτων προσώπων
σχετικά με τη διεξαγόμενη δίκη με πρωτοβουλία των αρχικών διαδίκων,
υπό τη μορφή της προσεπίκλησης ή ανακοίνωσης της δίκης972, με τη μεταξύ
τους διαφορά ότι η προσεπίκληση προβλέπεται περιοριστικώς σε
ορισμένες μόνο περιπτώσεις 973 και έχει πιο επιθετικό χαρακτήρα,
επεκτείνοντας στην ουσία τα υποκειμενικά όρια της δίκης, ενώ η
ανακοίνωση απλά στοχεύει στη δέσμευση του τρίτου από το παραγόμενο
δεδικασμένο.
Τα ανωτέρω διαφοροποιούνται ελαφρώς στις υποθέσεις της εκούσιας
δικαιοδοσίας 974 , όπου, λόγω του διαπλαστικού ή διαπιστωτικού
χαρακτήρα της εκδιδόμενης απόφασης και της έναντι όλων ισχύος της,
σκοπείται η μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα της δίκης και η ενημέρωση
όλων των τρίτων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να εμπλέκονται με το
αιτούμενο ρυθμιστικό μέτρο. Για το λόγο αυτό, κατά τη σχετική προδικασία
ο δικαστής μπορεί, με βάση τη διάταξη του άρθρου 748§3 ΚΠολΔ, να
διατάξει την κλήτευση των εμπλεκόμενων τρίτων, στους οποίους
κοινοποιείται αντίγραφο της αίτησης ώστε να ενημερωθούν επί του
περιεχομένου της, ενώ σε ορισμένες υποθέσεις, όπως η διόρθωση
ληξιαρχικής πράξεως, η κήρυξη αφάνειας, ο διορισμός επιτρόπου, η άδεια
επιχείρησης πράξεως975, η μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση, η κυοφορία
τέκνου από άλλη γυναίκα και η υιοθεσία, προβλέπεται επίσης η ενημέρωση
του εισαγγελέα ως εκπροσώπου της δημόσιας αρχής, προκειμένου να
παρασταθεί στη δίκη ή να διατάξει περαιτέρω την κλήτευση και άλλων
προσώπων976. Στις ειδικές διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας συναντάμε
μάλιστα και άλλες περιπτώσεις κλήτευσης τρίτων προσώπων κατά τη

δημοσίευσης και το διατακτικό των αποφάσεων των πολιτικών και τακτικών διοικητικών
δικαστηρίων».
971 Βλ. το άρθρο 81§1 του ΚΠολΔ.
972 Οι οποίες επίσης ασκούνται εγγράφως και μυστικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων

89 και 91§2 ΚΠολΔ.


973 Πρόκειται για τις γνωστές περιπτώσεις της προσεπίκλησης αναγκαίου ομοδίκου (86 ΚΠολΔ),

του αληθούς κυρίου ή νομέως (87 ΚΠολΔ) και του δικονομικού εγγυητή (88 ΚΠολΔ).
974 Τα εδώ αναφερόμενα αφορούν περισσότερο το δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως των τρίτων,

ως επηρεαζόμενων από την τελούμενη δικαστική διάπλαση, και όχι τόσο τη δημοσιότητα της
διαδικασίας έναντι αυτών, θεωρώ όμως σκόπιμη την αναφορά τους στο σημείο αυτό για να
έχουμε μια πληρέστερη εικόνα.
975 Σύμφωνα με το άρθρο 797 ΚΠολΔ, μπορεί ανάλογα με τις περιστάσεις να χρειασθούν άδεια εκ

μέρους του δικαστηρίου για την επιχείρηση πράξεως (π.χ. εκποίηση ακινήτου, χαριστική
δικαιοπραξία) ο ανήλικος, ο ασκών τη γονική μέριμνα, ο επίτροπος ανηλίκου, ο δικαστικός
συμπαραστάτης ενηλίκου, ο συμπαραστατούμενος, ο κληρονόμος από απογραφή, ο κηδεμόνας
σχολάζουσας κληρονομίας, ο εκκαθαριστής κληρονομίας και ο εκτελεστής διαθήκης.
976 Βλ. το άρθρο 748§2 και 5 ΚΠολΔ.

192
συζήτηση, όπως συμβαίνει π.χ. επί διορισμού προσωρινής διοικήσεως (786
ΚΠολΔ), όπου ενδέχεται να κληθεί στη συζήτηση η υπάρχουσα διοίκηση,
επί διορισμού επιτρόπου 796 ΚΠολΔ), όπου καλείται η αρμόδια κοινωνική
υπηρεσία, επί διορισμού δικαστικού συμπαραστάτη (802 ΚΠολΔ), όπου
καλείται ο ίδιος και ο τυχόν προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης, επί
δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης (808 ΚΠολΔ), όπου, εφόσον ο
οριζόμενος κληρονόμος δεν είναι συγγενής του διαθέτη, καλείται
υποχρεωτικά στη συζήτηση το Ελληνικό Δημόσιο 977 , και επί διορισμού
κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας (813 ΚΠολΔ), όπου η αίτηση
κοινοποιείται υποχρεωτικώς στον υπουργό των οικονομικών 978 , ενώ το
σκοπό της ευρύτερης δημοσιότητας εξυπηρετούν επίσης οι διατάξεις των
άρθρων 819 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η αίτηση παροχής
κληρονομητηρίου αναρτάται για δέκα ημέρες σε ειδικό χώρο του
καταστήματος του Ειρηνοδικείου, ώστε να λάβουν γνώση τυχόν
ενδιαφερόμενοι τρίτοι, και 843-845 ΚΠολΔ, κατά τις οποίες στο πλαίσιο
δημόσιας πρόσκλησης για την αναγγελία δικαιώματος ή απαίτησης979 το
δικαστήριο διατάσσει δημοσιεύσεις σε μία ή περισσότερες εφημερίδες,
διαδικασία που εφαρμόζεται και επί κηρύξεως αξιογράφου ως
ανίσχυρου980. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει, επίσης, στις διατάξεις των
άρθρων 4§5 και 5§1 του ν. 3869/2010 «Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων»,
οι οποίες καλούν τον οφειλέτη, εντός 15 ημερών από την ολοκλήρωσης της
κατάθεσης της σχετικώς αιτήσεως, να επιδώσει αντίγραφο αυτής στους
πιστωτές και τους εγγυητές του, διατύπωση απαραίτητη ενόψει του
συλλογικού χαρακτήρα της διαδικασίας, που σκοπεί στο συγκερασμό των
εκατέρωθεν συμφερόντων και τη δικαιότερη ικανοποίηση των πιστωτών,
προϋποθέτουσα, για το λόγο αυτό, την ακρόαση όλων των
ενδιαφερομένων981.
Πέραν των ανωτέρω αναφερομένων ενεργειών, στην προδικασία και
στον κανόνα περί μυστικότητας των διενεργούμενων πράξεων υπάγονται
και οι προβλεπόμενοι από τον ΚΠολΔ εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης των
ιδιωτικών διαφορών των άρθρων 214Α, 214Β και 214Γ ΚΠολΔ, δηλαδή, η
απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, η δικαστική
διαμεσολάβηση και η διαμεσολάβηση από ανεξάρτητο μεσολαβητή, με την
υποσημείωση ότι στις δυο τελευταίες περιπτώσεις η προσφυγή στη
977 Βλ. ειδικότερα τη ρύθμιση του άρθρου 808§3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία στην περίπτωση
αυτή διατάσσεται επίσης υποχρεωτικώς γραφολογική πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να
αποδειχθεί η γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη.
978 Με το ίδιο πνεύμα οι διατάξεις των άρθρων 4§5 και 5§1 του ν. 3869/2010 «Ρύθμιση οφειλών

υπερχρεωμένων» καλούν τον οφειλέτη, εντός 15 ημερών από την ολοκλήρωση της κατάθεσης της
αιτήσεως του, να επιδώσει αντίγραφο αυτής στους πιστωτές και τους εγγυητές του.
979 Δικαστική δημόσια πρόσκληση απευθύνεται π.χ. σε περίπτωση που εκκρεμεί αίτηση κήρυξης

προσώπου σε αφάνεια, ώστε αν το πρόσωπο αυτό δεν αναγγελθεί να θεωρηθεί σαν να έχει
αποβιώσει και να χωρήσει η περιέλευση της περιουσίας του στους κληρονόμους του (43-44 ΑΚ).
980 Βλ. ειδικότερα τις διατάξεις των άρθρων 850-860 ΚΠολΔ.
981 Σε συνέχεια της ρύθμισης αυτής, το άρθρο 5§1 του ν. 3869/2010 επιτρέπει στους πιστωτές την

πρόσβαση στο φάκελλο της αιτήσεως, ώστε να λάβουν γνώση των υποβληθέντων στοιχείων και
εγγράφων και να δυνηθούν, ακολούθως, να καταθέσουν τις απόψεις τους για το προτεινόμενο
σχέδιο ρύθμισης των οφειλών του αιτούντος.

193
διαδικασία μπορεί να γίνεται, με αντίστοιχη συμφωνία των μερών, και πριν
από την επέλευση της εκκρεμοδικίας. Στις περιπτώσεις αυτές, ενόψει των
σχετικών ρυθμίσεων και από τη φύση των ανωτέρω πρακτικών, που
συνεπάγονται κάποια ιδιωτικότητα και εμπιστευτικότητα στην
προσέγγιση των επίμαχων ζητημάτων, η ακολουθούμενη διαδικασία
διεξάγεται μακριά από το βλέμμα του κοινού, το οποίο δεν έχει πρόσβαση
στις τελούμενες συνεδρίες. Έτσι λοιπόν, στο πλαίσιο της απόπειρας
συμβιβασμού υπό τους όρους του άρθρου 214Α ΚΠολΔ οι συναντήσεις των
μερών θα λάβουν συνήθως χώρα στα ιδιαίτερα γραφεία των πληρεξουσίων
δικηγόρων ή σε χώρο του οικείου δικηγορικού συλλόγου, ενώ η επικύρωση
του συντασσόμενου πρακτικού δε γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση αλλά στο
προσωπικό γραφείο του αρμόδιου δικαστή του δικαστηρίου ενώπιον του
οποίου εκκρεμεί η αγωγή ή το ένδικο μέσο. Ανάλογα ισχύουν και στο
πλαίσιο της δικαστικής μεσολάβησης (214Β ΚΠολΔ), όπου οι ξεχωριστές ή
κοινές ακροάσεις των μερών από το δικαστή και η εξέταση εκ μέρους του
του αποδεικτικού υλικού θα λάβουν συνήθως χώρα στο προσωπικό του
γραφείο, με το συντασσόμενο πρακτικό να κατατίθεται ακολούθως χωρίς
δημοσιότητα στη γραμματεία του οικείου πρωτοδικείου, ενώ θα πρέπει να
επισημανθεί και η ειδική ρύθμιση του άρθρου 214Β§6 ΚΠολΔ, που
επιτάσσει τη διεξαγωγή της διαδικασίας κατά τρόπο σεβόμενο τον
απόρρητο χαρακτήρα της, με την αντίστοιχη έγγραφη δέσμευση των
συμμετεχόντων πριν από την έναρξη αυτής. Επί διαμεσολάβησης του
άρθρου 214Γ ΚΠολΔ, τέλος, οι κανόνες διεξαγωγής ορίζονται από το ν.
3898/2010 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»982, όπου
προβλέπεται ρητώς ο αυστηρά εμπιστευτικός χαρακτήρας της
διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας δεν συντάσσονται πρακτικά, ενώ οι
συναντήσεις του διαμεσολαβητή με τα μέρη και τα διαμειβόμενα σε αυτές
τηρούνται μυστικά όχι μόνο έναντι των τρίτων αλλά και έναντι της
αντίπαλης πλευράς983. Η εμπιστευτικότητα και ο απόρρητος χαρακτήρας
της διαδικασίας, τα οποία συνιστούν άλλωστε το κύριο πλεονέκτημα της
διαδικασίας και την απαραίτητη συνθήκη για την εμπέδωση της στη
συνείδηση των πολιτών ως αξιόπιστου και απαλλαγμένου από παγίδες
τρόπου επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών 984 , κατοχυρώνονται από το
άρθρο 10 του νόμου, όπου προβλέπεται η έγγραφη δέσμευση των μερών
για το απόρρητο της διαδικασίας αλλά και του περιεχομένου της
συμφωνίας, πλην των περιπτώσεων όπου η κοινολόγηση αυτής σε τρίτους
είναι απαραίτητη για την εκτέλεση της 985 , καθώς και η απαγόρευση α)

982 Προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης προβλέπεται και στο άρθρο 2 του ν.
3869/2010 «Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων».
983 Βλ. ειδικότερα το άρθρο 8§3 του ν. 3898/2010. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου

(σελ. 3), η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στο να καταστήσει τη διαδικασία ελκυστική για τους ιδιώτες,
ιδίως τους επιχειρηματίες που δεν επιθυμούν την αποκάλυψη μυστικών της επιχειρηματικής τους
δραστηριότητας.
984 Βλ. την ειδική αναφορά του Ν. Κλαμαρή, Η διαμεσολάβηση ως τρόπος επιλύσεως των

ιδιωτικών διαφορών, ΧρΙΔ 2015, σελ. 60.


985 Όπως επισημαίνει ο Ν. Κλαμαρής, ο.π. αμέσως ανωτέρω, η ανωτέρω πρόβλεψη εδραιώνει μια

ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών, τα οποία πρέπει να αισθανθούν ελεύθερα να

194
εξέτασης ως μαρτύρων όλων των συμμετεχόντων στη διαδικασία
(διαμεσολαβητών, διαδίκων, πληρεξουσίων δικηγόρων και λοιπών) και β)
προσκομιδής σε επακολουθούσες δίκες ή διαιτησίες στοιχείων, δηλώσεων
και εγγράφων συνταχθέντων κατά τη διαδικασία, τα οποία ούτως δε
μπορούν να χρησιμεύσουν ως παραδεκτά αποδεικτικά μέσα σε αυτές 986.
Ελαφρώς διαφορετική από τις ανωτέρω είναι η ρύθμιση της
συμβιβαστικής επέμβασης του ειρηνοδίκη στα άρθρα 209 επ. ΚΠολΔ, η
οποία πάντως διενεργείται πριν από την κατάθεση της αγωγής, κατόπιν
σχετικού αιτήματος του ενάγοντος. Στην περίπτωση αυτή, η συνάντηση
των διαδίκων με τον ειρηνοδίκη διεξάγεται κατά κανόνα μυστικώς 987, επ’
αυτής όμως τηρούνται πρακτικά στα οποία μάλιστα αναγράφεται, σε
περίπτωση αποτυχίας του συμβιβασμού, η μη εμφάνιση τινός εκ των
μερών και ο λόγος της αποτυχίας988, και επί επιτυχίας το περιεχόμενο της
συμφωνίας και όλοι οι όροι της989.

ii. Η κύρια διαδικασία


Κλείνοντας το κεφάλαιο της προδικασίας, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι
η ρύθμιση περί μυστικότητας είναι μεν θεμιτή και επιβαλλόμενη για τους
λόγους που έχουμε αναφέρει παραπάνω, αποτελεί όμως σε κάποιο βαθμό
κατάλοιπο του παλαιού καθεστώτος990, καθώς έχει διαμορφωθεί με βάση
το παραδοσιακό σύστημα της προφορικής συζήτησης και με

συζητήσουν και να εξετάσουν όλες τις πτυχές των επίμαχων περιστατικών και των αιτίων της
διαφοράς, χωρίς να φοβούνται ότι υπάρχει ο κίνδυνος χρήσης των κατατιθέμενων πληροφοριών
μελλοντικώς, εξώδικα ή στο πλαίσιο άλλης δίκης.
986 Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3898/2010 (σελ. 4) διαβάζουμε ειδικότερα ότι οι

συμμετέχοντες στη διαμεσολάβηση δε μπορούν να καταθέσουν σε δικαστική ή διαιτητική


διαδικασία μαρτυρία ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία, που αφορούν ενδεικτικώς α) την πρόσκληση
ενός εκ των μερών σε διαμεσολάβηση ή την πρόθεση ενός εκ των μερών για συμμετοχή σε
διαμεσολάβηση, β) τις γνώμες ή τις υποδείξεις που διατύπωσε ένα εκ των μερών κατά τη
διαδικασία διαμεσολάβησης ενόψει μιας ενδεχόμενης συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, γ)
τις δηλώσεις ή τις ομολογίες ενός εκ των μερών κατά την διαμεσολάβηση, δ) την πρόθεση ενός εκ
των μερών να αποδεχθεί πρόταση διακανονισμού υποβαλλόμενη από τον διαμεσολαβητή, ε) τα
έγγραφα που έχουν συνταχθεί αποκλειστικά για τους σκοπούς της διαμεσολάβησης, στ) τις
προτάσεις που έκανε ο διαμεσολαβητής μετά από αίτημα των μερών, καθώς και ότι η αποκάλυψη
των παραπάνω πληροφοριών δεν μπορεί να διαταχθεί από δικαστήριο ή από οποιαδήποτε άλλη
δικαστική Αρχή σε δικαστική ή διαιτητική διαδικασία, παρά μόνο α) στο μέτρο που είναι αναγκαίο
για την εφαρμογή ή την εκτέλεση διαδικασίας διακανονισμού που προκύπτει άμεσα από την
διαμεσολάβηση, β) για επιτακτικούς λόγους δημόσιας τάξης, κυρίως για να εξασφαλιστεί η
προστασία ανηλίκων ή να αποφευχθεί ο κίνδυνος να θιγεί η σωματική ακεραιότητα ή η ψυχική
υγεία προσώπου, και γ) εφόσον συμφωνείται από το διαμεσολαβητή και τα μέρη.
987 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 209§2 εδ. δ ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «η συμβιβαστική

επέμβαση του ειρηνοδίκη δεν είναι ανάγκη να γίνεται δημόσια, όμως για την επέμβαση αυτή
τηρούνται πρακτικά».
988 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 209§3 και 212§2 ΚΠολΔ. Κατ’ αντιδιαστολή προς τα ανωτέρω,

πρέπει εδώ να παρατηρηθεί ότι η καταγραφή των ισχυρισμών των μερών και των λόγων
αποτυχίας του συμβιβασμού ενδέχεται να αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα για τα μέρη, τα
οποία κινδυνεύουν να αποκαλύψουν στην αντίπαλη πλευρά την υπερασπιστική τους τακτική,
κάτι που μπορεί να αξιοποιηθεί σε βάρος τους στην επερχόμενη δίκη.
989 Βλ. το άρθρο 212§3 ΚΠολΔ.
990 Σημειώνουμε ότι η αντίστοιχη ρύθμιση της ΠολΔ ήταν το άρθρο 129, που όριζε ότι «η εκτός του

ακροατηρίου διαδικασία και ιδιαιτέρως όλη η προς παρασκευήν και ανάκρισιν της υποθέσεως
διαδικασία δεν είναι δημοσία».

195
συνυπολογισμό του γεγονότος ότι το κοινό και οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι θα
μπορούσαν άνευ ετέρου να κατανοήσουν το πλαίσιο της αντιδικίας και να
αντλήσουν
στοιχεία για την
εξελισσόμενη
δίκη, κατά την
αρχική
συζήτηση από
τις αγορεύσεις
των
πληρεξουσίων
δικηγόρων και
την προφορική
ανάπτυξη των Ανεξάρτητα από την ποιότητα του εντός αυτού παραγόμενου νομοθετικού έργου,
το κτίριο του ελληνικού κοινοβουλίου, σχέδιο του επίσημου αρχιτέκτονα της
ισχυρισμών στο βαυαρικής αυλής Φρειδερίκου φον Γκαίρτνερ και κατοικία αρχικά της βασιλικής
ακροατήριο και, οικογενείας, αποτελεί πραγματικό κόσμημα για την πόλη
κατά τη
διεξαγωγή των αποδείξεων, από την εξέταση των μαρτύρων και την
ανάγνωση παλαιότερα των αποδεικτικών εγγράφων. Οι κανόνες αυτοί
έχουν πλέον ανατραπεί, με την εγκατάλειψη των προφορικών
αγορεύσεων, τη συγχώνευση των διαφόρων διαδικαστικών σταδίων σε μία
συζήτηση και, πρόσφατα, την κατάργηση των μαρτυρικών καταθέσεων
στην τακτική διαδικασία, με συνέπεια να δημιουργείται ένας
προβληματισμός ως προς τη δυνατότητα παρακολούθησης της δίκης από
το κοινό, αλλά ιδίως ως προς τη δυνατότητα συμμετοχής των τρίτων σε
αυτήν μέσω παρεμβάσεως, σε περίπτωση που δεν ενημερωθούν
προδικαστικώς από τους διαδίκους. Ο προβληματισμός αυτός συναρτάται
και με ότι το επόμενο στάδιο της δίκης, που στην τακτική διαδικασία
συνεχίζεται με την προκατάθεση των προτάσεων και των αποδεικτικών
εγγράφων των διαδίκων 991 , χαρακτηρίζεται επίσης από έλλειψη
δημοσιότητας, καθώς και εδώ η διαδικαστική πράξη της καταθέσεως στη
γραμματεία του δικαστηρίου ενεργείται μυστικώς έναντι των τρίτων, οι
οποίοι δικαιούνται να λάβουν γνώση του περιεχομένου τους μόνο στην
περίπτωση που επικαλούνται και αποδεικνύουν έννομο συμφέρον, με βάση
πάντοτε τη ρύθμιση του άρθρου 22§2 του ν. 1756/1988.
Αντίθετα με τους τρίτους, οι διάδικοι, στο πλαίσιο της υπεράσπισης των
συμφερόντων τους, δικαιούνται ακώλυτη πρόσβαση στο φάκελλο της
δικογραφίας, ώστε να λάβουν γνώση των ισχυρισμών και των
αποδεικτικών στοιχείων της άλλης πλευράς και να δυνηθούν να τα
αποκρούσουν αποτελεσματικώς 992 . Το σημείο αυτό συνιστά άλλωστε το

991 Βλ. το άρθρο 237§1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο μέσα σε 100 ημέρες από την κατάθεση της
αγωγής οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις, τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά
έγγραφα που επικαλούνται με αυτές, το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής και τα πληρεξούσια
έγγραφα προς τους δικηγόρους.
992 Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 237§3, στο πλαίσιο της αντίκρουσης των ισχυρισμών της

άλλης πλευράς, κάθε διάδικος δικαιούται να λάβει αντίγραφο των προτάσεων και των εγγράφων

196
αποκορύφωμα της αντιδικίας και το κύριο πεδίο δικαστικής
αντιπαράθεσης, εφόσον η προσδιοριζόμενη εν συνεχεία συζήτηση993 έχει
τυπικό χαρακτήρα, εξαντλούμενη συνήθως στην εκφώνηση του αριθμού
του πινακίου και των ονομάτων των διαδίκων, οι οποίοι δε χρειάζεται καν
να παρασταθούν, ενώ, πολλώ μάλλον, δεν έχουν κανένα λόγο να
παρευρεθούν σε αυτήν τρίτα πρόσωπα, για να ακούσουν ένα απλό
«συζητείται» εκ μέρους του δικαστή 994 . Κατ’ εξαίρεση, εφόσον κριθεί
απολύτως αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς η εξέταση μαρτύρων ή
των ίδιων των διαδίκων στο ακροατήριο, μπορεί να διαταχθεί η
επανάληψη της συζήτησης ενώπιον του ορισμένου εισηγητή995, οπότε είναι
και η μόνη περίπτωση που διεξάγεται κανονική συνεδρίαση, στην οποία
έχουν περιεχόμενο οι διατάξεις περί δημοσιότητας. Σχετικώς θα πρέπει να
επισημανθεί, ενόψει και των δυνατοτήτων που παρέχουν οι νέες
τεχνολογίες, η ανάγκη δημοσιεύσεως του πινακίου σε ιστοσελίδα του
δικαστηρίου δημόσια προσβάσιμη996, για την πληροφόρηση σχετικά με τις
εκδικαζόμενες υποθέσεις τόσο του κοινού όσο και των ίδιων των διαδίκων,
οι οποίοι υπό τις σημερινές συνθήκες, εφόσον δεν ενημερωθούν για την
ορισθείσα δικάσιμο μέσω της αποστολής μηνύματος στο ηλεκτρονικό τους
ταχυδρομείο, θα πρέπει να ανατρέχουν στη γραμματεία του δικαστηρίου
προς έλεγχο του σχετικού βιβλίου997.
Φθάνοντας στην ημέρα της συζήτησης, θα πρέπει εισαγωγικώς να
επισημανθεί η κατά το άρθρο 18§2 του ν. 1756/1988 υποχρέωση της
διεύθυνσης του δικαστηρίου να γνωστοποιεί, με κοινοποίηση στους
δικηγορικούς συλλόγους της περιφέρειας και με επικόλληση στην είσοδο
του δικαστικού καταστήματος, τις αίθουσες στις οποίες συνεδριάζουν τα
δικαστήρια και τη φύση των εκδικαζομένων σε κάθε αίθουσα υποθέσεων,
όπως επίσης και τις προβλεπόμενες στην επόμενη παράγραφο του άρθρου
γνωστοποιήσεις επί αλλαγής αίθουσας ή συνέχισης της συνεδρίασης σε
διαφορετική αίθουσα 998 , οι οποίες εξυπηρετούν εμμέσως το σκοπό της

που έχει προσκομίσει. Το δικαίωμα αυτό συνήθως ασκείται από το δικηγόρο που υπογράφει την
αγωγή, την παρέμβαση ή τις προτάσεις ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο εκ μέρους του.
993 Σύμφωνα με το άρθρο 237§4 ΚΠολΔ, μέσα σε 15 ημέρες από το κλείσιμο του φακέλλου της

δικογραφίας, ορίζεται η σύνθεση του δικαστηρίου και η δικάσιμος της υπόθεσης, η οποία κατά
κανόνα γνωστοποιείται με πρωτοβουλία του γραμματέα στα μέρη, μέσω της αποστολής
μηνύματος στη διεύθυνση του ηλεκτρονικού τους ταχυδρομείου, προκύπτει πάντως και από την
καταχώρηση σχετικής διάταξης στο πινάκιο του δικαστηρίου.
994 Βλ. και Σπ. Γεωργουλέα, Η δίκη ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων κατά την τακτική

διαδικασία: νομοτεχνικά ζητήματα, πρακτικά προβλήματα εφαρμογής και προτεινόμενες λύσεις,


ΕλλΔνη 2016, σελ. 41-58, σύμφωνα με τον οποίο η διαγνωστική δίκη μετατρέπεται ούτως σε μια
απλή γραφειοκρατική διαδικασία, την οποία επικυρώνει μια δικαστική σύνθεση σε μια αίθουσα
κενή ακροατηρίου.
995 Βλ. τη ρύθμιση του άρθρου 237§6 ΚΠολΔ.
996 Αυτό εφαρμόζεται σήμερα στο Πρωτοδικείο Αθηνών μόνον ως προς τις ποινικές υποθέσεις και

τις υποθέσεις των ασφαλιστικών μέτρων.


997 Βλ. και Χρ. Τριανταφυλλίδη, Η άσκηση και συζήτηση της αγωγής κατά την τακτική διαδικασία

με βάση το νέο ΚΠολΔ, ΕφΑΔ 2015, σελ. 976.


998 Βλ. στο χώρο της ποινικής δίκης την ΑΠ 905/1982, ΠοινΧρ 1983, σελ. 258, η οποία απέρριψε

ως αόριστο αναιρετικό λόγο παραπονούμενο περί παραβιάσεως της δημοσιότητας λόγω αλλαγής
αίθουσας συνεδριάσεως διαρκούσης της εκδικάσεως της υποθέσεως, καθότι δεν ανέφερε ότι εκ

197
δημοσιότητας μέσω της ενημέρωσης των προσερχόμενων ακροατών 999 .
Πέραν της υποχρέωσης έγκαιρης γνωστοποίησης του τόπου και του
χρόνου της συνεδρίασης, το δικαστήριο οφείλει επίσης να διασφαλίζει ότι
η αίθουσα συνεδρίασης είναι προσβάσιμη στο κοινό 1000 αλλά και ότι έχει
την απαιτούμενη χωρητικότητα και κάποιο ελάχιστο αριθμό θέσεων ώστε
να δύναται να φιλοξενήσει ακροατές1001, χωρίς πάντως να υποχρεούται να
ελέγχει, σε περιπτώσεις αθρόας προσέλευσης, μήπως υπάρχει διαθέσιμη
κάποια άλλη μεγαλύτερη αίθουσα όπου μπορεί να μεταφερθεί. Από κει και
πέρα, τόσο οι πόρτες της αίθουσας όπου λαμβάνει χώρα η δημόσια
συνεδρίαση του δικαστηρίου όσο και η πύλη του οικείου δικαστικού
κτιρίου ή μεγάρου θα πρέπει να παραμένουν ανοικτές καθ’ όλη τη διάρκεια
της διαδικασίας 1002 , ώστε να διασφαλίζεται η ελευθερία εισόδου του
κοινού, χωρίς να δικαιολογείται το κλείσιμο τους προς αποφυγή του
προερχόμενου από τον προθάλαμο θορύβου ή της αταξίας που
δημιουργείται από τη συνεχόμενη είσοδο και αποχώρηση των ακροατών
και των παραγόντων της δίκης1003, η οποία δύναται να αντιμετωπισθεί με
τη λήψη των κατάλληλων μέτρων τήρησης της τάξης σύμφωνα με τα
άρθρα 207 και 255 ΚΠολΔ.
Το δικαστήριο, εξάλλου, στο πλαίσιο του γενικότερου καθήκοντος του για
διεύθυνση της διαδικασίας, έχει τη δυνατότητα, με βάση το άρθρο 113§2

της αλλαγής δεν ηδυνήθησαν να προσέλθουν στη νέα αίθουσα όλοι οι παράγοντες της δίκης ή ότι
η αίθουσα αυτή δεν ήταν προορισμένη προς εκδίκαση υποθέσεων.
999 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 18§6 του ν. 1756/1988, τα πολιτικά

δικαστήρια κανονικά συνεδριάζουν μόνο τις εργάσιμες μέρες, με εξαίρεση τις υποθέσεις που
δικάζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ή αυτές για τις οποίες κρίνεται ότι
υπάρχει άμεσος κίνδυνος από την αναβολή, όπου θεωρητικώς υπάρχει η δυνατότητα συζήτησης
και σε μη εργάσιμη ημέρα ή αργία.
1000 Βλ. και πάλι στο χώρο της ποινικής δίκης την ΑΠ 980/1987, ΠοινΧρ 1987, σελ. 797, η οποία

έκρινε ότι η συνεδρίαση εν προκειμένω του δικαστηρίου σε αίθουσα των κεντρικών γυναικείων
φυλακών Κορυδαλλού και όχι στην κύρια έδρα και το συνήθη τόπο συνεδριάσεων του Εφετείου
Πειραιώς δεν παρεμπόδισε την είσοδο ή την παραμονή του κοινού στο ακροατήριο κατά τη
διάρκεια της δίκης, προσθέτοντας ότι ο τόπος διεξαγωγής της δίκης είχε ορισθεί και
γνωστοποιηθεί νομίμως και εγκαίρως με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
1001 Βλ. και Αθ. Πανταζόπουλο, Η αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη, §6, σελ. 356, ο οποίος

επισημαίνει ότι διεξαγωγή συνεδριάσεων σε γραφεία ή δωμάτια διασκέψεων, χωρίς κάποιο


αριθμό θέσεων για ακροατές, είναι ευθέως αντίθετη προς την επιταγή για δημόσια δίκη.
1002 Σύμφωνα πάντως με την ΑΠ 789/2009 (Ποιν), Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος,

«κρίσιμο στοιχείο της έννοιας της δημοσιότητας δεν είναι αν είναι ανοικτές ή όχι οι θύρες της
αίθουσας του ακροατηρίου, αφού υπάρχει δημοσιότητα της συνεδρίασης, όταν οι θύρες είναι
κλειστές, όχι όμως κλειδωμένες, αρκεί να μπορεί να τις ανοίξει οποιασδήποτε και να εισέλθει στην
αίθουσα. Αντίθετα δεν υπάρχει δημοσιότητα, όταν οι θύρες είναι ανοικτές, αλλά δεν είναι επιτρεπτή
η είσοδος του κοινού στο ακροατήριο».
1003 Βλ. πάντως τη διαφορετική άποψη του Χρ. Κοσμίδη, Δημόσιες συνεδριάσεις με κλειστές

πόρτες, ΕλλΔνη 1984, σελ. 103, ο οποίος περιγράφοντας τις συνθήκες που επικρατούν στις
αίθουσες των ελληνικών δικαστηρίων, όπου συχνά παρατηρείται αταξία, διαρκής βοή και καπνός
τσιγάρων από τον προθάλαμο (σε αυτά θα μπορούσαμε σήμερα να προσθέσουμε και τον ήχο των
κινητών και των διεξαγομένων με αυτά συνομιλιών), υποστηρίζει τη διεξαγωγή των
συνεδριάσεων με κλειστές τις πόρτες για λόγους συγκέντρωσης του δικαστή και των παραγόντων
της δίκης, προσθέτοντας ότι ο όρος «κεκλεισμένων των θυρών» είναι νομικός και σημαίνει τη
μυστική διεξαγωγή της δίκης μετά από ειδικά αιτιολογημένη παρεμπίπτουσα δικαστική
απόφαση, με συνέπεια το παροδικό κλείσιμο των θυρών για λόγους τήρησης της τάξεως να μην
ισοδυναμεί με κατάργηση της δημοσιότητας.

198
ΚΠολΔ, να επιβάλλει ορισμένους περιορισμούς, για λόγους υποκειμενικούς,
ως προς τους τρίτους που επιτρέπεται να εισέλθουν και να
παρακολουθήσουν τη συζήτηση, εξουσία βέβαια που απονέμεται υπό τους
όρους της συγκεκριμένης ρύθμισης, προς διασφάλιση της ευταξίας και της
ευπρέπειας της συνεδρίασης1004, χωρίς να ισοδυναμεί σε καμία περίπτωση
με καθορισμό ή επιλογή εκ μέρους των δικαστών των προσώπων που
απαρτίζουν το ακροατήριο1005. Προς την κατεύθυνση αυτή, το δικαστήριο
έχει την εξουσία, κατά πρώτο λόγο, να ελέγξει τη χωρητική δυνατότητα της
αίθουσας και να διατάξει την αποχώρηση ενός αριθμού ακροατών για
λόγους ασφάλειας και ευταξίας, ενώ, εξ επόψεως υποκειμενικής, έχει την
ευχέρεια να διατάξει τον αποκλεισμό των ανηλίκων, των
οπλοφορούντων1006 και των εμφανιζομένων κατά τρόπο ανάρμοστο προς
την ευπρέπεια της συνεδρίασης ατόμων, π.χ. των ενδεδυμένων ασέμνως ή
προκλητικώς. Συμπληρωματικώς, το δικαστήριο έχει την εξουσία να
απομακρύνει από την αίθουσα τους θορυβούντες ή τους με άλλο τρόπο
διαταράσσοντες τη συνεδρίαση του δικαστηρίου1007, π.χ. τα πρόσωπα που
παρεμβαίνουν και διακόπτουν τη συζήτηση, τους καπνιστές κτλ., με

1004 Βλ. και το άρθρο 18§9 του ν. 1756/1988, σύμφωνα με το οποίο «ο δικαστής που διευθύνει τη
συζήτηση λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την ευταξία και ευπρέπεια της συνεδρίασης του
δικαστηρίου».
1005 Ο Ν. Λεμπέσης, Δημοσιότης της συνεδριάσεως, ΠοινΧρ 1981, σελ. 209-210, επισημαίνει τον

κίνδυνο παρεμπόδισης της δημοσιότητας στην περίπτωση κατάληψης της αίθουσας από ομάδα
προσυνεννοημένων προσώπων, με φιλικές ή εχθρικές διαθέσεις προς τον κατηγορούμενο ή τους
διαδίκους, κατά τρόπον ώστε να αποκλείεται λόγω χωρητικότητας η είσοδος επιπλέον ακροατών.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, στην περίπτωση που το δικαστήριο αντιληφθεί κάτι τέτοιο, δύναται
ως πρόσφορη λύση να διατάξει την απομάκρυνση τυχαίου τμήματος των ακροατών και την κλήση
αντίστοιχου αριθμού εκ των όσων περιμένουν έξω από την αίθουσα, διασφαλίζοντας έτσι, στο
μέτρο του δυνατού, την αντικειμενικότητα του ακροατηρίου.
1006 Ως προς τους ανηλίκους, η απαγόρευση έχει τεθεί, όπως αναφέραμε και σε προηγούμενο

σημείο, προς το συμφέρον τους και ειδικότερα προς αποτροπή τυχόν δυσμενών επιδράσεων στην
προσωπικότητα και τον ψυχισμό τους, αν και ανάλογος κίνδυνος υφίσταται περισσότερο στην
ποινική δίκη, ενώ ως προς τους οπλοφορούντες θα πρέπει να σημειωθεί ότι, μετά και από
περιστατικά βίας που έχουν διαδραματισθεί κατά καιρούς και προς αποτροπή πιθανών
αποδράσεων ή τρομοκρατικών χτυπημάτων εφαρμόζεται και το μέτρο του ελέγχου των
εισερχομένων και των αποσκευών τους μέσω ειδικών συσκευών και ανιχνευτών μετάλλων
τοποθετημένων στις εισόδους των δικαστηρίων.
1007 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες υπερβολικές ή σκόπιμες ενέργειες εκ μέρους των

παραγόντων της δίκης ή των ακροατών μπορεί επίσης να εμπίπτουν στο προβλεπόμενο από το
άρθρο 197§2 ΠΚ έγκλημα της διατάραξης των δικαστικών συνεδριάσεων. Από τις νομολογιακώς
κριθείσες περιπτώσεις μπορούμε να μνημονεύσουμε την ΑΠ 966/2013, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος, όπου κρίθηκε ποινικά κολάσιμη η συνεχής διακοπή από τις κατηγορούμενες
του λόγου του προέδρου του δικαστηρίου, του εξεταζόμενου μάρτυρα και του συνηγόρου
πολιτικής αγωγής, καθώς και η έντονη αποδοκιμασία και εκτόξευση απειλών προς το δικαστήριο
μετά την εισαγγελική πρόταση περί ενοχής τους, την ΠλημμΗρακλ 237/2011, ΠοινΔνη 2011,
σελ. 1267, όπου καταδικάσθηκαν ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του
Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου, οι οποίοι πολλές φορές κατά το μήνα Οκτώβριο του 2008,
διαμαρτυρόμενοι για τη μη ίδρυση Εφετείου στην περιοχή της Ανατολικής Κρήτης, απέκλεισαν τις
εισόδους του δικαστικού μεγάρου Ηρακλείου και σε μία περίσταση κατέλαβαν αυτό,
εμποδίζοντας την τέλεση των συνεδριάσεων, καθώς και την ΑΠ 86/2000, ΠοινΔνη 2000, σελ. 144,
με κατηγορούμενο δικηγόρο, ο οποίος κατά την απαγγελία των ποινών στους κατηγορουμένους
επεχείρησε να διακόψει το λόγο του προέδρου και, αφού αγνοήθηκε από αυτόν, κινήθηκε κατά
των δικαστών σπάζοντας τα μικρόφωνα της έδρας και προσπαθώντας να αφαιρέσει το έγγραφο
της απόφασης.

199
εξαίρεση την περίπτωση όπου ο υπαίτιος είναι συνήγορος, οπότε προς
διασφάλιση του δικαιώματος ακροάσεως του εντολέως, θα πρέπει να τον
επαναφέρει στην τάξη χωρίς να τον αποβάλλει από τη διαδικασία 1008, ενώ
θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη διάθεση του δικαστηρίου υφίσταται
πάντοτε και το αυστηρότερο μέτρο της επιβολής ποινών στους παραβάτες
σύμφωνα με το άρθρο 207 ΚΠολΔ1009.
Σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 112 και 113 ΚΠολΔ, η
δημοσιότητα στο στάδιο της κύριας διαδικασίας εξαρτάται από το αν η
διαδικαστική πράξη λαμβάνει χώρα στο ακροατήριο ή εκτός αυτού. Στην
πρώτη περίπτωση, όπως συμβαίνει κατεξοχήν με την πράξη της
συζητήσεως, η διαδικασία είναι δημόσια για το κοινό και ο δικαστής θα
πρέπει να μεριμνά για την τήρηση της αρχής. Έτσι λοιπόν, υπό την
επιφύλαξη των ανωτέρω αναφερομένων για το νέο σύστημα διεξαγωγής
στην τακτική διαδικασία και των ισχυόντων επί ενδίκων μέσων 1010, όπου η
συζήτηση κατά κανόνα εξαντλείται στην εκφώνηση των ονομάτων από το
πινάκιο, δημόσια είναι η έναρξη της συζήτησης, η ανάπτυξη των αγωγικών
ισχυρισμών, η προβολή των ενστάσεων, η εξέταση των μαρτύρων ή
διαδίκων, καθώς και κάθε άλλη πράξη διενεργούμενη στο ακροατήριο,
τηρουμένων σχετικώς πρακτικών από το γραμματέα του δικαστηρίου
(256-259 ΚΠολΔ), στα οποία αποτυπώνεται καθετί που λαμβάνει χώρα
κατά τη συζήτηση1011 και τα οποία αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς το
περιεχόμενο της1012.
Αντίθετα με τις πράξεις που λαμβάνουν χώρα στο ακροατήριο, οι
διενεργούμενες εκτός αυτού παραμένουν κατά κανόνα αθέατες για το
κοινό, με το περιεχόμενο τους να αποδεικνύεται, αντί των πρακτικών, από
τη συντασσόμενη σχετικώς έκθεση του αρμόδιου δικαστή ή δικαστικού
υπαλλήλου (117 ΚΠολΔ). Αυτό πάντως δε σημαίνει αναγκαστικά μυστική
διεξαγωγή, υπό την έννοια του πλήρους αποκλεισμού της παρουσίας

1008 Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται και από τις διατάξεις των άρθρων 116§2 και 117§2 του
ΚΠοινΔ, όπου, προκειμένου περί εγκλημάτων τελούμενων από συνήγορο στο χώρο του
ακροατηρίου, προβλέπεται ρητώς ότι η έκδοση της σε βάρος του απόφασης ή η ενδεχόμενη
σύλληψη του ενεργείται αφότου αυτός εκπληρώσει τα καθήκοντα του στη σχετική δίκη.
1009 Αν ο παραβάτης είναι δικηγόρος, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με τις συνδυασμένες

διατάξεις των άρθρων 207 ΚΠολΔ και 155 του ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) να
παραγγείλει την πειθαρχική του δίωξη διαβιβάζοντας τη σχετική έκθεση στον πρόεδρο του
οικείου δικηγορικού συλλόγου.
1010 Οι καταλειπόμενες περιπτώσεις, στις οποίες ισχύει ακόμη ο κανόνας της προφορικότητας της

συζήτησης, είναι οι μικροδιαφορές, τα ασφαλιστικά μέτρα και οι υπαγόμενες στις ειδικές


διαδικασίες και στην εκούσια δικαιοδοσία υποθέσεις.
1011 Σύμφωνα με το άρθρο 256§1 αρ. δ ΚΠολΔ, τα πρακτικά περιέχουν «όσα έγιναν κατά τη

συζήτηση και ιδίως τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν και τις απαντήσεις σ’ αυτές, τους ισχυρισμούς
τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων,
οπότε αρκεί η αναφορά σ’ αυτές, τις καταθέσεις των μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων και των
διαδίκων ή των νόμιμων αντιπροσώπων τους που εξετάστηκαν, …τις γνωμοδοτήσεις των
πραγματογνωμόνων, εφόσον δεν υποβλήθηκαν εγγράφως, οπότε αρκεί απλή αναφορά σ’ αυτές, το
πόρισμα της αυτοψίας». Βλ. επίσης το άρθρο 410 ΚΠολΔ, κατά το οποίο «οι καταθέσεις μαρτύρων
καταχωρίζονται στα πρακτικά, στα οποία πρέπει να αναφέρεται η όρκιση του μάρτυρα και οι τυχόν
ενστάσεις των διαδίκων».
1012 Βλ. το άρθρο 259 ΚΠολΔ.

200
τρίτων, εκτός βέβαια από τις πράξεις που εκ των πραγμάτων είναι δύσκολο
να εκτεθούν σε δημόσια θέα ή όπου υφίσταται ανάγκη προστασίας ενός
υπέρτερου συμφέροντος. Έτσι λοιπόν, επί μαρτυρικών καταθέσεων
υπουργών, αρχιερέων, πρέσβεων και διπλωματικών υπαλλήλων ξένου
κράτους, οι οποίοι σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 406§2 ΚΠολΔ
εξετάζονται στην κατοικία τους, δεν υφίσταται περιθώριο δημόσιας
διεξαγωγής, για λόγους προστασίας, μεταξύ άλλων, και του ασύλου της
κατοικίας (9 Συντ.) των ανωτέρω προσώπων, ενώ το ίδιο θα πρέπει να γίνει
δεκτό και για την, σύμφωνα με το παλαιότερο δικονομικό καθεστώς,
εξέταση μαρτύρων ενώπιον του εισηγητή, τελούμενη σε χώρο εκτός
ακροατηρίου, π.χ. στο
ιδιαίτερο γραφείο του
δικαστή, όπου η
πρόσβαση του κοινού
δεν είναι επιτρεπτή για
λόγους τήρησης της
τάξης και της ησυχίας.
Επί αυτοψίας 1013 ,
αντιθέτως, πέραν των
περιπτώσεων της
δημόσιας διεξαγωγής
στο ακροατήριο, δεν θα
πρέπει να αποκλεισθεί η
παρουσία κοινού όταν
Το μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών, σχέδιο του δανού αρχιτέκτονα διενεργείται σε
Θεόφιλου Χάνσεν, σε αναπαράσταση του έτους 1887. Προ του κτιρίου υπαίθριο χώρο, π.χ. σε
έχουν τοποθετηθεί σε βάθρο οι αδριάντες του Σωκράτη και του
Πλάτωνος, ενώ στους στύλους υπεράνω αυτού δεσπόζουν τα αγάλματα δρόμο όπου συνέβη
του Απόλλωνα και της Αθηνάς αυτοκινητικό
ατύχημα 1014 , ενώ το
αντίθετο ισχύει όταν πρόκειται να διεξαχθεί σε ιδιωτικό χώρο, π.χ.
επίσκεψη σε κατοικία για να αποκτήσει το δικαστήριο εικόνα για τον
υπερβολικό θόρυβο που εκπέμπεται από παρακείμενο διαμέρισμα1015, και,
κατά μείζονα λόγο, όταν αφορά πρόσωπο, όπου η διάταξη του άρθρου 362
εδ. β ΚΠολΔ δίνει την εξουσία στο δικαστή να λάβει όλα τα εξασφαλιστικά
για την υγεία και αξιοπρέπεια του μέτρα, ένα εκ των οποίων μπορεί να είναι
ο αποκλεισμός της δημοσιότητας, ιδίως αν πρόκειται για ανήλικο.

1013 Γενικώς θα πρέπει να επισημανθεί η υποβάθμιση της αυτοψίας ως αποδεικτικού μέσου στο
πλαίσιο των νεότερων τεχνολογικών εξελίξεων, που επέτρεψαν την αποτύπωση και απεικόνιση
του αποδεικτέου γεγονότος, τιθέμενου ούτως ενώπιον της αντίληψης του δικαστηρίου χωρίς να
υφίσταται ανάγκη άμεσης επαφής των δικαστών με αυτό.
1014 Βλ. Αθ. Πανταζόπουλο, η αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη, §6, σελ. 367.
1015 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 363 ΚΠολΔ ο τρίτος στον

οποίο ανήκει το αντικείμενο της αυτοψίας οφείλει, εάν πρόκειται περί κινητού, να το παρουσιάσει
στο δικαστήριο και, αν πρόκειται περί ακινήτου, να αναχθεί την επίσκεψη στο χώρο του για τις
ανάγκες της αυτοψίας.

201
Το ίδιο ισχύει και ως προς το αποδεικτικό μέσο της
πραγματογνωμοσύνης, όπου θα πρέπει πάντως να διακρίνουμε μεταξύ της
κυρίως εξέτασης του αντικειμένου ή προσώπου από τον
πραγματογνώμονα και του τρόπου έκθεσης του σχετικού πορίσματος προς
το δικαστήριο. Όσον αφορά το πρώτο στάδιο, αν και τυπικώς υφίσταται η
δυνατότητα διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης ενώπιον του
δικαστηρίου1016, οπότε είναι νοητή και η παρακολούθηση της διαδικασίας
από το κοινό, κατά κανόνα η πραγματογνωμοσύνη λαμβάνει χώρα,
ανάλογα με το αντικείμενο της, είτε στο ιδιαίτερο γραφείο ή εργαστήριο
του πραγματογνώμονα, όπου γίνεται η επεξεργασία των σχετικών
στοιχείων και δεδομένων ή η εξέταση του προσώπου, π.χ. επί ιατρικής
πραγματογνωμοσύνης, ή στον τόπο όπου ευρίσκεται το επιθεωρούμενο
αντικείμενο1017, όπως π.χ. επί πραγματογνωμοσύνης τοπογράφου σχετικά
με την έκταση ή τα όρια ακινήτου, με αποτέλεσμα την αδυναμία πρόσβασης
ή γνώσης των τρίτων. Το ίδιο ισχύει και ως προς τον τρόπο έκθεσης του
πορίσματος της πραγματογνωμοσύνης προς το δικαστήριο, που είναι,
ενόψει και του επιστημονικού ή τεχνικού χαρακτήρα της, έγγραφο 1018, και
συνίσταται στην κατάθεση της σχετικής πράξης στη γραμματεία του
δικαστηρίου, υπό τις ειδικότερες διατυπώσεις του άρθρου 383§4 ΚΠολΔ,
κάτι που συνεπάγεται αδυναμία γνώσης του περιεχομένου της από τρίτα
πρόσωπα πέραν των δικαστών. Η συμμετοχή του πραγματογνώμονα στη
διαδικασία επεκτείνει πάντως από μια άποψη τη δημοσιότητα, καθώς
αυτός προστίθεται στους παράγοντες της δίκης, υπό την ιδιότητα του
βοηθού του δικαστηρίου1019, δικαιούμενος για τις ανάγκες του έργου του
να παρίσταται κατά την ενέργεια ορισμένων ή όλων των διαδικαστικών
πράξεων, να λαμβάνει γνώση των στοιχείων της δικογραφίας, να ζητάει
διευκρινίσεις ή πληροφορίες 1020 και να εξετάζει βιβλία ή έγγραφα των
διαδίκων1021. Από την άλλη πλευρά, η παρακολούθηση και ο έλεγχος του
έργου του πραγματογνώμονα από τους διαδίκους διασφαλίζεται μέσω της
προβλεπόμενης στα άρθρα 391-392 ΚΠολΔ δυνατότητας διορισμού
τεχνικών συμβούλων του ιδίου επιστημονικού ή τεχνικού κλάδου, οι οποίοι
έχουν πρόσβαση στις πράξεις και τα στοιχεία που είναι προσιτά και στον

1016 Βλ. το άρθρο 379§1β ΚΠολΔ.


1017 Βλ. όλως ενδεικτικώς την ΕφΠειρ 566/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η
οποία παρήγγειλε πραγματογνωμοσύνη για να διαπιστωθεί η ύπαρξη και η έκταση των
περιγραφόμενων στην αγωγή ελαττωμάτων του μισθίου, καθώς οι επιδράσεις τους στη
λειτουργική χρήση αυτού.
1018 Η δυνατότητα προφορικής έκθεσης του πορίσματος της πραγματογνωμοσύνης, που

υφίστατο ως εξαιρετικό καθεστώς επί των μισθωτικών και εργατικών διαφορών, καθώς και επί
διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, καταργήθηκε από το ν. 4335/2015.
1019 Βλ. το άρθρο 369 εδ. α ΚΠολΔ.
1020 Βλ. ενδεικτικώς την ΕιρΑθ 2638/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία,

διορίζοντας ως πραγματογνώμονα χειρουργό ορθοπεδικό, ώστε να διαπιστώσει το αν υπήρχε


παλαιά παθογένεια στο χέρι του ενάγοντος και το κατά πόσον αυτή επέδρασε επί της επελεύσεως
και της έκταση του πρόσφατου κατάγματος, παρείχε με την απόφαση ρητή άδεια σε αυτόν και
στους διαδίκους να λάβουν σε φωτοτυπία αντίγραφα του ιατρικού φακέλλου του ενάγοντος από
τον ασφαλιστικό του φορέα.
1021 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 369 εδ. β και 380 ΚΠολΔ.

202
πραγματογνώμονα και δικαιούνται να υποβάλουν τη δική τους
γνωμοδότηση σχετικά με το αποδεικτέο θέμα και να εξετάσουν σχετικώς
τον πραγματογνώμονα στο ακροατήριο. Η εξουσία πάντως αυτή των
τεχνικών συμβούλων και των διαδίκων για παρακολούθηση του έργου του
πραγματογνώμονα δεν δικαιολογεί την παράσταση τους στις ιδιαίτερες
εργασίες που επιτελεί ο πραγματογνώμονας για τις ανάγκες του έργου του
και συνακόλουθα η παράλειψη κλητεύσεως τους σε αυτές δεν επιφέρει
ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης, από τη στιγμή που δεν πρόκειται
για διαδικαστικές πράξεις υπαγόμενες στην έννοια του άρθρου 392§2
ΚΠολΔ1022.
Ως προς τα έγγραφα της δικογραφίας, τέλος, τα οποία ως εκ της φύσεως
τους αποτελούν μέσο υποκείμενο αποκλειστικά στην αντίληψη των
παραγόντων της δίκης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υφίσταται στον
ΚΠολΔ διάταξη αντίστοιχη με το άρθρο 364 ΚΠοινΔ1023, που να προβλέπει
την ανάγνωση ή με άλλο τρόπο παρουσίαση του περιεχομένου τους στο
ακροατήριο1024, με συνέπεια την αδυναμία του κοινού να πληροφορηθεί τα
αναγραφόμενα και, εντεύθεν, να κατανοήσει ικανοποιητικώς το πλαίσιο
της αντιδικίας και τα ουσιώδη αποδεικτικά ζητήματα. Αν δεχθούμε ότι η
συνταγματική επιταγή για δημόσια διεξαγωγή της δίκης περιλαμβάνει τη

1022 Βλ. την ΑΠ 1025/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου ο αναιρεσείων
παραπονέθηκε κατά της εκδοθείσης αποφάσεως του Εφετείου, με το σκεπτικό ότι έπρεπε να
κηρύξει άκυρη την ιατρική έκθεση του διορισθέντος πραγματογνώμονα (διδάκτορα
ιατροδικαστικής του Πανεπιστημίου), καθόσον κατά τη διενέργεια αυτής, προς διαπίστωση της
ψυχικής καταστάσεως του αναιρεσιβλήτου, δεν κλήθηκε να παραστεί ο ίδιος ή οι διορισθέντες εκ
μέρους του τεχνικοί σύμβουλοι (νευρολόγος και καθηγητής ψυχιατρικής). Ο Άρειος Πάγος
απέρριψε την προβαλλόμενη αιτίαση με την αιτιολογία ότι «η αφορώσα την διενέργεια
πραγματογνωμοσύνης ιατρική εξέταση δεν είναι διαδικαστική πράξη και γι’ αυτό δεν υφίσταται
παραβίαση των επικαλουμένων διατάξεων από την μη κλήτευση για παράσταση σ’ αυτήν».
1023 Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης, που τροποποιήθηκε μάλιστα πρόσφατα με το

άρθρο 9 του ν. 4274/2014, στο ακροατήριο διαβάζονται κατά τα ουσιώδη και σημαντικά σημεία
τους, οι εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων, που συντάχθηκαν σύμφωνα με τους νόμιμους
τύπους, τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας
και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους, τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε
αναβληθεί και, τέλος, τα έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη στην οποία εκδόθηκε
αμετάκλητη απόφαση, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη.
1024 Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι, κατά την πάγια νομολογία των ποινικών μας

δικαστηρίων, η συνεκτίμηση από το δικαστήριο ως αποδεικτικού στοιχείου εγγράφου μη


αναγνωσθέντος κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο θεωρείται ότι
παραβιάζει τις αρχές της προφορικότητας και δημοσιότητας της δίκης, καθώς και το δικαίωμα
του κατηγορούμενου να προβαίνει, αναλόγως με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 358 ΚΠοινΔ, σε
δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το στοιχείο αυτό, επιφέροντας, εντεύθεν, απόλυτη ακυρότητα
της διαδικασίας κατ’ άρθρο 171§1δ ΚΠοινΔ, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510§1α ΚΠοινΔ λόγο
αναίρεσης. Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία με
το ανωτέρω σκεπτικό αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου, στο οποίο δεν είχαν αναγνωσθεί, αν
και συνεκτιμήθηκαν για την κατάφαση της ενοχής της κατηγορούμενης, α) η κατάθεση ενός
μάρτυρα της πρωτοβάθμιας δίκης, περιλαμβανομένη στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου, και β) η προανακριτική απολογία της κατηγορούμενης ενώπιον των υπαλλήλων της
Υποδιεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων Βορείου Ελλάδος της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και
την ΑΠ 1499/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου αναιρέθηκε για τον ίδιο λόγο
η απόφαση του Εφετείου που έλαβε υπόψη του, χωρίς να προκύπτει η ανάγνωση της από τα
πρακτικά της δίκης, τη χωρίς όρκο κατάθεση του κατηγορούμενου κατά την προκαταρκτική του
εξέταση (31§2 ΚΠοινΔ) από την Υ.Α. Ηρακλείου.

203
θέση στη διάθεση του κοινού των ισχυρισμών και των αποδεικτικών μέσων
των διαδίκων, και αν αποκλείσουμε, για λόγους επιτάχυνσης της
συζήτησης, την ανάγνωση των προτάσεων και των αποδεικτικών
εγγράφων από το δικαστήριο, έστω και κατά τα κυριότερα σημεία τους, η
οποία άλλωστε στην πλειοψηφία των περιπτώσεων απλά θα αρκεστεί
στην παράθεση αριθμών και λεπτομερειών που δεν προσφέρονται για
ακουστική κατανόηση, ίσως θα έπρεπε να εξετασθεί η παραμονή του
φακέλλου της δικογραφίας για κάποιο διάστημα στη γραμματεία του
δικαστηρίου και η ελεύθερη πρόσβαση σε αυτόν των ενδιαφερόμενων
τρίτων, όσο κι αν αυτό ακούγεται μακρινό υπό τις σημερινές συνθήκες. Υπό
το ισχύον σύστημα της έγγραφης διεξαγωγής της συζητήσεως, θεωρώ πως
αυτή η δυνατότητα, μαζί με την ελεύθερη λήψη αντιγράφου της
εκδιδόμενης απόφασης 1025 , άνευ ανάγκης απόδειξης ειδικού εννόμου
συμφέροντος, αποτελούν ικανοποιητικές λύσεις και πρόσφορα μέσα
διασφάλισης του δημόσιου χαρακτήρα της δίκης και της επιβαλλόμενης
διαφάνειας της δικαιοδοτικής λειτουργίας, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι
στη συγκεκριμένη δίκη δεν έχει διαταχθεί η μυστική διεξαγωγή για λόγους
προστασίας ενός υπέρτερου συμφέροντος1026. Δεν πρέπει, κατά τη γνώμη
μου, να παραβλέπουμε την ανωτέρω επισημαινόμενη παραδοχή της
νομολογίας ότι η δημοσιότητα φυσικά δεν είναι επιθυμητή για ένα λογικό
άνθρωπο εμπλεκόμενο σε μία δικαστική διένεξη, από την άλλη όμως
συνιστά ένα από τα τιμήματα που πρέπει να καταβάλλει για τη διαβίωση
σε μία δημοκρατική κοινωνία.
Απόκλιση προς τον κανόνα της δημοσιότητας των δικαστικών
συνεδριάσεων αποτελεί η εκδίκαση της αίτησης προσωρινής διαταγής
(691Α ΚΠολΔ), η οποία διεξάγεται μυστικώς στο ιδιαίτερο γραφείο του
αρμόδιου δικαστή με την παρουσία μόνο των διαδίκων ή των
πληρεξουσίων τους δικηγόρων, ενίοτε δε, σε κατεπείγουσες περιπτώσεις,
παρουσία μόνο του αιτούντος. Το εξαιρετικό αυτό καθεστώς
δικαιολογείται με βάση το ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται
για δικαστική συνεδρίαση με την τυπική έννοια του όρου, εφόσον δε
γίνεται αυθεντική διάγνωση ως προς την επίδικη ουσιαστική έννομη σχέση
ή τη νομιμότητα των διατασσόμενων μέτρων1027, η οποία θα απαιτούσε την
τήρηση όλων των σχετικών συνταγματικών εγγυήσεων, παρά μόνον μια
ιδιόμορφη άσκηση δικαιοδοτικού έργου που απολήγει στην έκδοση
εκτελεστού τίτλου (904§2ζ ΚΠολΔ), υπό τη μορφή της λήψεως των
ενδεδειγμένων προς διατήρηση ή διασφάλιση του ασφαλιστέου

1025 ΄Βλ. και Αθ. Πανταζόπουλο, Η αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη, §6, σελ. 371-372.
1026 Στην υποτιθέμενη περίπτωση εφαρμογής της προτεινόμενης ρύθμισης, βέβαια, θα έπρεπε να
τεθούν ορισμένες πρόσθετες ασφαλιστικές δικλείδες, όπως π.χ. η απαγόρευση φωτοτύπησης ή
φωτογράφησης του περιεχομένου των φακέλλων και η επέκταση του μέτρου της μυστικής
διεξαγωγής, ώστε να καταλάβει και περιπτώσεις στις οποίες σήμερα δεν αναγνωρίζεται
προστασία, όπως π.χ. ένα μεγαλύτερο μέρος των οικογενειακών διαφορών ή όσων ενέχουν
αποκάλυψη απόρρητων επαγγελματικών δεδομένων.
1027 Βλ. και Ιωάννη Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά μέτρα, Ερμηνεία - Νομολογία - Υποδείγματα, μέρος

πρώτο, σελ. 56-57.

204
δικαιώματος μέτρων. Ως ανεφέρθη άλλωστε και ανωτέρω, κατά πάγια
πλέον νομολογιακή θέση 1028 , η προσωρινή διαταγή δεν είναι δικαστική
απόφαση, στερούμενη αιτιολογίας και όλων των κατά το άρθρο 305 ΚΠολΔ
απαιτούμενων στοιχείων 1029 και μη δημοσιευόμενη, περιοριζόμενη απλά
στην καταχώρηση μιας εγγραφής, στο πέρας της αιτήσεως ή στα πρακτικά,
των διατασσόμενων μέτρων, τα οποία θα πρέπει να σημειωθεί ότι έχουν
όλως προσωρινό χαρακτήρα, ισχύοντα συνήθως μέχρι τη συζήτηση της
κύριας αίτησης των ασφαλιστικών μέτρων ή το πολύ μέχρι την έκδοση
αποφάσεως επ’ αυτής. Ανεξαρτήτως, πάντως, του τρόπου συζήτησης και
της μη δημοσίευσης της προσωρινής διαταγής, προβλέπεται πλέον και
νομοθετικώς1030, χάριν ασφαλείας των συναλλαγών, ότι, σε περίπτωση που
αφορά απαγόρευση μεταβολής της νομικής και πραγματικής κατάστασης
ακινήτου, πλοίου ή αεροσκάφους, ισχύει έναντι των τρίτων υπό την
προϋπόθεση της προηγούμενης καταχώρησης της στα βιβλία
κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου, μέσω των οποίων οι
συναλλασσόμενοι με τον καθ’ ου μπορούν να πληροφορηθούν το
περιεχόμενο της. Τα αναγραφόμενα περί προσωρινής διαταγής ισχύουν,
αναλόγως, για τις διενεργούμενες εγγράφως και μυστικώς, έναντι όχι
μόνον του κοινού αλλά και του ίδιου του οφειλέτη, εργοδότη ή μισθωτή,
διαδικασίες έκδοσης διαταγής πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων (623-
634 ΚΠολΔ) και οφειλόμενου μισθού (636Α ΚΠολΔ) και διαταγής
απόδοσης της χρήσης μισθίου (637-645 ΚΠολΔ), με τη διαφορά βέβαια ότι
στις συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν προβλέπεται καν η διεξαγωγή
δικαστικής συνεδρίασης, παρά μόνον επί ενδεχόμενης άσκησης ανακοπής
εκ μέρους του καθ’ ου, οπότε και ακολουθεί διαγνωστική δίκη με την
τήρηση όλων των διαδικαστικών κανόνων.
Ως προς τη διαδικασία αποκλεισμού της δημοσιότητας για λόγους
αντικειμενικούς, ισχύουν κατά βάση τα ανωτέρω αναγραφόμενα στο
πλαίσιο της συνταγματικής επισκόπησης του θεσμού, εκ των οποίων
προκύπτει ότι ο δικαστής κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης πρέπει να
έχει υπόψη του όχι μόνο το άρθρο 114 ΚΠολΔ αλλά και τις

1028 Βλ. ενδεικτικώς τις ΟλΑΠ 17/2009, ΝοΒ 2010, σελ. 122, και ΟλΑΠ 4/2004, ΕΕΝ 2004, σελ.
779.
1029 Σύμφωνα με το άρθρο 305 ΚΠολΔ, η απόφαση πρέπει να αναφέρει «1) τη σύνθεση του

δικαστηρίου και, αν πρόκειται για πολυμελή δικαστήρια, το όνομα του εισηγητή δικαστή, 2) το
ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο, την κατοικία, τη διεύθυνση και τον αριθμό φορολογικού μητρώου
των διαδίκων και των νόμιμων αντιπροσώπων και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα την επωνυμία
τους, τη διεύθυνση της έδρας τους και τον αριθμό φορολογικού μητρώου τους, και αναφέρεται αν
αυτοί έχουν παραστεί και αν υπέβαλαν προτάσεις, 3) το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο, την
κατοικία και τη διεύθυνση των δικαστικών πληρεξουσίων τους, 4) σύντομη περίληψη του
αντικειμένου και της πορείας της δίκης, 5) το αιτιολογικό και το διατακτικό της απόφασης και 6) ότι
η απόφαση δημοσιεύθηκε».
1030 Βλ. το άρθρο 691Α§3 ΚΠολΔ. Βλ. επίσης τις ΟλΑΠ 17/2009, ΝοΒ 2010, σελ. 122 και ΕφΠειρ

383/2014, ΠειρΝομ 2014, σελ. 226, εκδοθείσες στην ίδια υπόθεση, όπου τελικά κρίθηκε νόμιμη η
μεταβίβαση ακινήτου προς τον τρίτο αγοραστή, παρότι πριν από την υπογραφή της σύμβασης
είχε εκδοθεί, στο πλαίσιο αίτησης ασφαλιστικών μέτρων περί μεσεγγυήσεως, προσωρινή διαταγή
απαγόρευσης κάθε μεταβολής επ΄’ αυτού, μη εγγραφείσα όμως, ως έδει, στα βιβλία κατασχέσεων
του Υποθηκοφυλακείου.

205
υπερνομοθετικού περιεχομένου διατάξεις των άρθρων 93§2 του Συντ. και
6§1 της ΕΣΔΑ, που εμπλουτίζουν τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις. Από τη
δικονομική διάταξη θα πρέπει να κρατήσουμε α) τη δυνατότητα του
δικαστηρίου να διατάσσει τον αποκλεισμό της δημοσιότητας και
αυτεπαγγέλτως, ανεξάρτητα από την υποβολή σχετικής αίτησης εκ μέρους
διαδίκου, ρύθμιση σύμφωνη με τον χαρακτήρα της αρχής της
δημοσιότητας ως θεσμικής εγγυήσεως μη εξαρτώμενης από τη βούληση
των μερών, β) την προηγούμενη ακρόαση των διαδίκων ή των
πληρεξουσίων τους και του εισαγγελέως, όπου αυτός παρίσταται, προ της
λήψεως αποφάσεως για αποκλεισμό της δημοσιότητας, η οποία κανονικά
διεξάγεται δημόσια, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να γίνει και
αυτή κεκλεισμένων των θυρών1031, γ) τη δημόσια απαγγελία της απόφασης
του δικαστηρίου για αποκλεισμό της δημοσιότητας 1032, η οποία θα πρέπει
να περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τη συγκεκριμένη
επιλογή 1033 και, ανά περίπτωση, παραπομπή στις σχετικές διατάξεις του
νόμου που προβλέπουν υποχρεωτική διεξαγωγή κεκλεισμένων των θυρών,
καθώς και να ορίζει αν θα διεξαχθεί μυστικώς όλη η συζήτηση ή ένα τμήμα
της 1034 , π.χ. η επίμαχη μαρτυρική κατάθεση, δ) τη δυνατότητα του
εισαγγελέως και των διαδίκων για άμεση άσκηση των ενδίκων μέσων της
έφεσης και αναίρεσης κατά της απόφασης που διατάσσει την
κεκλεισμένων των θυρών διεξαγωγή 1035 , τα οποία πάντως δεν έχουν
ανασταλτική δύναμη, με αποτέλεσμα να προχωρεί κανονικά η συζήτηση
της υπόθεσης 1036, και ε) την παραμονή στο ακροατήριο, ακόμη και στην
περίπτωση της κεκλεισμένων των θυρών διεξαγωγής, κατόπιν σχετικής
άδειας του δικαστηρίου, των αρμοδίων για την τήρηση της τάξης
προσώπων, των μαρτύρων και πραγματογνωμόνων της υπόθεσης, καθώς
και μέχρι τριών προσώπων επιλογής του κάθε διαδίκου.
Σύμφωνα με τη νομολογία, παράβαση της αρχής της δημοσιότητας
υπάρχει όταν είτε αποκλείεται η φυσική είσοδος οποιουδήποτε
ενδιαφερόμενου στη δικαστική αίθουσα κατά τη διεξαγωγή της δίκης, με
το κλείσιμο των θυρών, χωρίς να έχει προηγηθεί σχετική δικαστική
απόφαση ή χωρίς να έχει προηγηθεί σύννομη δικαστική απόφαση, είτε
όταν η δυνατότητα εισόδου δυσχεραίνεται υπέρμετρα από φυσικά ή άλλα
εμπόδια, που τελούν σε τοπική εγγύτητα με την αίθουσα διεξαγωγής της
δίκης, με ή χωρίς τη γνώση ή την έγκριση του διευθύνοντος τη
διαδικασία 1037 . Ο παράνομος αποκλεισμός της δημοσιότητας από το
δικαστήριο, δηλαδή όταν η δίκη διεξήχθη μυστικώς ενώ θα έπρεπε να είχε

1031 Βλ. το άρθρο 114§2 ΚΠολΔ.


1032 Βλ. το άρθρο 114§3 ΚΠολΔ.
1033 Βλ. στο χώρο της ποινικής δίκης την ΑΠ 1244/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος,
1034 Βλ. το άρθρο 114§1 ΚΠολΔ.
1035 Βλ. και την ΑΠ 382/2005, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία επισημαίνει

παρεμπιπτόντως ότι από τις μη οριστικές αποφάσεις η μόνη που υπόκειται σε έφεση είναι αυτή
που διατάσσει την κεκλεισμένων των θυρών συζήτηση.
1036 Βλ. το άρθρο 114§4 ΚΠολΔ.
1037 Βλ. την ΑΠ 909/2016 (Ποιν), Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος.

206
διεξαχθεί δημοσίως, υπόκειται στην άσκηση ενδίκων μέσων και
προκειμένου περί αναιρέσεως στον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 7
ΚΠολΔ 1038 , ενώ η αντίστροφη περίπτωση της δημόσιας διεξαγωγής της
δίκης αντί της, επιβαλλόμενης βάσει των συνθηκών της υπόθεσης ή ειδικών
νομοθετικών διατάξεων, μυστικής διεξαγωγής, δικαιολογεί προσβολή της
απόφασης βάσει του αναιρετικού λόγου του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ 1039,
σύμφωνα με το οποίο λόγος αναιρέσεως ιδρύεται «αν το δικαστήριο παρά
το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή
απαράδεκτο». Η σχετική πλημμέλεια προβάλλεται, πάντως, παραδεκτώς
μόνο από τους παράγοντες της δίκης, ενώ οι τρίτοι ακροατές, οι οποίοι
κακώς αποβάλλονται εκ του ακροατηρίου δεν έχουν στη διάθεση τους
κάποιο ένδικο βοήθημα για την επανόρθωση της κατάστασης ούτε άλλο
μέσο παρεμβολής στη διαδικασία, αν και προφορικώς μπορούν να
επισημάνουν το λάθος στο δικαστήριο με την ελπίδα να αλλάξει η
απόφαση.

iii. Η εκδιδόμενη απόφαση


Σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και
114§3 και 304§2 ΚΠολΔ, οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, ακόμη
και σε υποθέσεις όπου η εκδίκαση διενεργήθηκε κεκλεισμένων των θυρών,
δημοσιεύονται σε δημόσια συνεδρίαση, με το γεγονός αυτό να
αναγράφεται άλλωστε υποχρεωτικώς και στο κείμενο της αποφάσεως κατ’
άρθρο 305 αρ. 5 ΚΠολΔ1040. Με τη δημοσίευση της απόφασης επέρχονται
όλες οι προβλεπόμενες κατά νόμο συνέπειες της, ανεξαρτήτως του χρόνου
σύνταξης, χρονολόγησης και υπογραφής της 1041 , ενώ σε περίπτωση
παράλειψης ή μη σύννομης δημοσιεύσεως η απόφαση θεωρείται
ανυπόστατη και το γεγονός αυτό μπορεί να αναγνωρισθεί κυρίως ή
παρεμπιπτόντως κατ’ άρθρο 313§1γ ΚΠολΔ1042, με την άσκηση αγωγής ή

1038 Βλ. και τις ΑΠ 1971/2008, ΕφΑΔ 2009, σελ. 452 και ΑΠ 1518/2007, ΕφΑΔ 2008, σελ. 221,
κατά τις οποίες ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως ιδρύεται «όταν παρανόμως, χωρίς δηλαδή τη
συνδρομή των προϋποθέσεων του Συντάγματος και του νόμου αποκλείστηκε η δημοσιότητα της
διαδικασίας».
1039 Βλ. τις αμέσως ανωτέρω αναφερόμενες αποφάσεις, οι οποίες διευκρινίζουν ότι στην

περίπτωση αυτή δεν ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 7 ΚΠολΔ, καθώς «μόνο η
έλλειψη της δημοσιότητας όχι δε και η μη τήρηση της μυστικότητας αναγράφεται μεταξύ των λόγων
αναιρέσεως». Οι ανωτέρω αποφάσεις, με πανομοιότυπο ιστορικό, κλήθηκαν να κρίνουν
περιπτώσεις υποβολής προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, όπου η συζήτηση ενώπιον των
δικαστηρίων της ουσίας είχε διεξαχθεί δημοσίως αν και έπρεπε, κατ’ εφαρμογήν της ρητής
πρόβλεψης του άρθρου 802§4 ΚΠολΔ να είχε χωρήσει μυστική διεξαγωγή, αναιρώντας τις
προσβαλλόμενες αποφάσεις βάσει του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ.
1040 Σύμφωνα με τις ΑΠ 529/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος και ΑΠ 481/2015, Ε7

2015, σελ. 581 Νόμος, αν υφίσταται διαφορά μεταξύ του πρωτοτύπου και του δημοσιευμένου
σχεδίου, υπερισχύει το τελευταίο, στο οποίο η απόφαση αποτυπώνεται στη γνήσια μορφή της.
1041 Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η νομολογία των δικαστηρίων μας διακρίνει μεταξύ έκδοσης και

δημοσίευσης της απόφασης, με την τελευταία να γίνεται επιτρεπτώς και από σύνθεση
διαφορετική από εκείνη που εξέδωσε την απόφαση. Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 603/2016, Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών Νόμος.
1042 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έλλειψη στο σχέδιο της δημοσιευθείσης αποφάσεως της

υπογραφής του προέδρου του δικαστηρίου που διηύθυνε την συζήτηση ή του εισηγητή δικαστή,

207
την προβολή σχετικής ενστάσεως. Ειδική ρύθμιση περιλαμβάνει το άρθρο
471§1 ΚΠολΔ επί μικροδιαφορών 1043 , όπου προβλέπεται η προφορική
απαγγελία των αποφάσεων σε δημόσια συνεδρίαση, κατά κανόνα αμέσως
μετά τη συζήτηση και προτού το δικαστήριο ασχοληθεί με την εξέταση της
επόμενης υπόθεσης, χωρίς βέβαια αυτό να εμποδίζει το δικαστήριο να
επιφυλαχθεί να εκδώσει την απόφαση του σε μεταγενέστερο χρόνο, μετά
από πληρέστερη μελέτη της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή μάλιστα,
εφόσον η απαγγελία της απόφασης παρουσία των διαδίκων ή των
πληρεξουσίων τους επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά της συνεδρίασης, η
απόφαση δε χρειάζεται να επιδοθεί, κάτι που σημαίνει ότι και οι
προθεσμίες προς άσκηση ενδίκων μέσων1044 εκκινούν από τη δημοσίευση
στο ακροατήριο άνευ άλλης διατυπώσεως.
Παρά τη συνταγματική επιταγή περί απαγγελίας των αποφάσεων σε
δημόσια συνεδρίαση, γεγονός είναι ότι οι αποφάσεις των πολιτικών
δικαστηρίων δεν δημοσιεύονται πανηγυρικώς, αλλά απλά υπογράφονται
από το δικαστή ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου και το γραμματέα 1045 και
καταχωρούνται με βάση τον αριθμό τους στα οικεία βιβλία δημοσιεύσεων
και υπολογιστικά αρχεία, ενώ στο κείμενο τους περιλαμβάνεται μια
βεβαίωση περί δημοσιεύσεως σε δημόσια συνεδρίαση, στην οποία δεν
παραστάθηκαν οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους 1046 . Η
πρακτική αυτή, η οποία ακολουθείται προς εξοικονόμηση δικαστικού
μόχθου, με βάση και τις διαπιστώσεις ότι α) η φυσική παρουσία τρίτων στις
δικαστικές αίθουσες αποτελεί σπάνιο φαινόμενο, β) το ενδιαφέρον του
κοινού να πληροφορηθεί την εξέλιξη μεμονωμένων ιδιωτικών υποθέσεων
είναι περιορισμένο, εν αντιθέσει με το ευρύτερο ενδιαφέρον για

ή η συμμετοχή στη διάσκεψη δικαστικού λειτουργού, μη μέλους του δικαστηρίου που δίκασε την
υπόθεση, δεν επιφέρουν την ανυπαρξία της απόφασης και, επομένως, δε μπορούν να προβληθούν
μέσω της αγωγής του άρθρου 313 ΚΠολΔ. Σε περίπτωση, πάντως, όπου κατά τη διάσκεψη για την
έκδοση απόφασης λάβει μέρος δικαστής που δε μετείχε στη συζήτηση της υπόθεσης στο
ακροατήριο, δημιουργείται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 2 για μη νόμιμη σύνθεση του
δικαστηρίου. Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 143/2013, ΕΠολΔ 2014, σελ. 128, που με το ανωτέρω
σκεπτικό απέρριψε ως απαράδεκτη αγωγή ανυπαρξίας απόφασης (313 ΚΠολΔ) εκδοθείσης
κατόπιν διασκέψεως και ψηφοφορίας, στις οποίες συμμετείχε διαφορετικός πρόεδρος από
εκείνον που διηύθυνε τη συζήτηση στο ακροατήριο.
1043 Θα πρέπει να σημειωθεί η κατάργηση με το ν. 4335/2015 της αντίστοιχης διάταξης του

άρθρου 756 ΚΠολΔ επί εκούσιας δικαιοδοσίας.


1044 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα το άρθρο 512 ΚΠολΔ, οι εκδιδόμενες επί

μικροδιαφορών αποφάσεις είναι ανέκκλητες.


1045 Βλ. και το άρθρο 306 ΚΠολΔ.
1046 Σύμφωνα με την ΕφΘεσ 2870/1991, Αρμενόπουλος 1992, σελ. 1106 «η δημοσίευσις της

αποφάσεως δεν γίνεται πανηγυρική, απλώς συντάσσεται πρακτικόν δημοσιεύσεως μετά την
διάσκεψιν».

208
παρακολούθηση των νομολογιακών τάσεων, ιδίως επί επίκαιρων
προβλημάτων της καθημερινής ζωής, και γ) η προφορική απαγγελία των
αποφάσεων δεν προσφέρει ουσιαστική πληροφόρηση σχετικά με το
ιστορικό της υπόθεσης και τα νομικά θέματα που κλήθηκε να επιλύσει το
δικαστήριο, για την οποία απαιτείται, ενόψει του όγκου των δεδομένων και
των επιμέρους λεπτομερειών, η ανάγνωση του γραπτού ή ηλεκτρονικού
κειμένου 1047 , είναι μεν
τυπικώς αντίθετη στο
σχετικό συνταγματικό
κανόνα, πλην όμως δεν
αποτελεί τον αποφασιστικό
παράγοντα για να κριθεί αν
εκπληρώνονται οι στόχοι
της δημοσιεύσεως. Αυτοί,
και το δικαίωμα
πληροφόρησης του κοινού
το οποίο σκοπούν να
διασφαλίσουν,
ικανοποιείται πληρέστερα,
αν όχι αποκλειστικώς, μέσω
της επιτρεπόμενης
πρόσβασης του κοινού στα
δικαστικά αρχεία για τη Αν και στη συγκεκριμένη εικόνα παρουσιάζεται σαν αστείο, η
λήψη αντιγράφου των ανάρτηση των αποφάσεων στο διαδίκτυο ίσως θα πρέπει να
εκδιδόμενων αποφάσεων ή, εξεταστεί μελλοντικώς ως τρόπος δημοσίευσης των αποφάσεων,
καθώς διασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα και τον
πλέον, μέσω της έλεγχο της κοινής γνώμης επί του δικαιοδοτικού έργου
αναρτήσεως των
δικαστικών αποφάσεων στην επίσημη ιστοσελίδα του δικαστηρίου, όπως
συμβαίνει π.χ. με τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου, και προς την
κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να κινηθεί μελλοντικά και ο νομοθέτης,
αποδεσμεύοντας το δικαίωμα λήψης αντιγράφου από την απόδειξη
εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του αιτούντος 1048 , τουλάχιστον στις
περιπτώσεις όπου η δίκη έχει διεξαχθεί δημοσίως. Σεβαστές βεβαίως είναι
και οι αντιρρήσεις που προβάλλονται στα ανωτέρω, στην έκταση που
ζητούν την ανωνυμοποίηση των δικαστικών αποφάσεων προ της
διαθέσεως τους στο κοινό, σε έγγραφη ή ηλεκτρονική μορφή,
επισημαίνοντας τον κίνδυνο χρήσης των εμπεριεχόμενων σε αυτές

1047 Οι ανωτέρω παράμετροι διαφοροποιούνται στην ποινική δίκη και για το λόγο αυτό τηρείται
η διάταξη του άρθρου 371§1 ΚΠοινΔ, που προβλέπει δημοσίευση σε δημόσια συνεδρίαση, αν και
αυτή εξαντλείται στην απαγγελία του διατακτικού της αποφάσεως και δεν περιλαμβάνει την
παράθεση αιτιολογιών, καθώς η απόφαση συντάσσεται σε μεταγενέστερο χρόνο σύμφωνα με το
άρθρο 144§1 ΚΠοινΔ. Βλ. και Λ. Μαργαρίτη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο,
τόμος β΄, σελ. 1615.
1048 Όπως έχει επισημανθεί και ανωτέρω, σύμφωνα με την ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 22§2

του ν. 1756/1988, προϋπόθεση για να λάβουν τρίτα πρόσωπα γνώση, αντίγραφα ή αποσπάσματα
των αποφάσεων και των εγγράφων της διαδικασίας αποτελεί η επίκληση και απόδειξη εννόμου
συμφέροντος ενώπιον του προέδρου υπηρεσίας του δικαστηρίου.

209
δεδομένων για αλλότριους προς την ενημέρωση σκοπούς, όπως για
παράδειγμα για την αποτύπωση των δικαστικών διαφορών των διαδίκων
ή τη λήψη στοιχείων για την προσωπική ή περιουσιακή τους
κατάσταση 1049 . Στο πλαίσιο αυτό, κατόπιν στάθμισης των
αντιπαρατιθέμενων εν προκειμένω δικαιωμάτων πληροφόρησης του
κοινού και πληροφοριακής αυτοδιάθεσης των διαδίκων, εφαρμόζεται στη
χώρα μας η πρακτική της ανωνυμοποίησης ως προς τις δημοσιευόμενες
μέσω του τύπου ή του διαδικτύου αποφάσεις, η οποία από τη μία πλευρά
δεν θίγει ουσιωδώς το δικαίωμα στην πληροφόρηση και την έρευνα, καθώς
και τον δημόσιο χαρακτήρα των αποφάσεων, και από την άλλη αποτρέπει
την ταυτοποίηση του προσώπου των διαδίκων με τα αναφερόμενα σε
αυτές δεδομένα, η οποία μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες γι’ αυτούς.
Διαφορετικό ζήτημα από τη δημοσίευση της απόφασης είναι η
δημοσιοποίηση του περιεχομένου της, η οποία απαιτείται ανά περίπτωση
τόσο προς επέλευση των ουσιαστικών και δικονομικών της συνεπειών όσο
και, συνηθέστερα, για λόγους προστασίας τρίτων προσώπων, τα
συμφέροντα των οποίων μπορεί να επηρεάζονται από τη δικαστική
διάγνωση ή διάπλαση. Ως προς τον αντίδικο, η γνώση του περιεχομένου της
απόφασης και η παρώθηση του στην εκπλήρωση των επιβαλλομένων
βάσει του διατακτικού της υποχρεώσεων διασφαλίζεται με την, επιμελεία
του δικαιωθέντος διαδίκου, επίδοση αντιγράφου της κατά το άρθρο 310
ΚΠολΔ1050, η οποία θέτει σε κίνηση τις προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων,
και, σε περίπτωση προσωρινής εκτελεστότητας ή τελεσιδικίας, προσφέρει
τη δυνατότητα επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του 1051 .
1049 Βλ. σχετικώς την υπ’ αριθμόν 2/2006 Γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων
Προσωπικού Χαρακτήρα, διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση
http://www.dpa.gr/portal/page?_pageid= 33,120923&_dad=portal& η οποία κλήθηκε να
αποφανθεί σχετικά με την προτεινόμενη τότε δημιουργία επίσημης διαδικτυακής πύλης του
Συμβουλίου της Επικρατείας, στην οποία θα αναρτώντο όλες οι εκδιδόμενες εκ μέρους του
δικαστηρίου αποφάσεις με τα πλήρη στοιχεία των διαδίκων, με εξαίρεση την περίπτωση
υποβολής εκ μέρους των τελευταίων (μέχρι τη ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης) αίτησης
ανωνυμοποίησης. Η αρχή αναφέρθηκε ειδικώς στους κινδύνους που ενέχει η χρήση του
διαδικτύου, σημειώνοντας ότι «η ελεύθερη, καθολική και μη ελεγχόμενη πρόσβαση στο δικτυακό
τόπο του ΣτΕ παντός ενδιαφερομένου, η χρήση μηχανών αναζήτησης πληροφοριών που παρέχουν
ολοένα και μεγαλύτερες δυνατότητες αναζήτησης πληροφορίας σε κάθε είδους κείμενο, η
αποθήκευση της σχετικής πληροφορίας χωρίς χρονικό περιορισμό, η ελλιπής διασφάλιση της
ακεραιότητας των δεδομένων δύνανται να οδηγήσουν στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων
των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων για διάφορους σκοπούς που δεν συνάδουν με το πνεύμα
των διατάξεων του Ν. 2472/97» και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο δημόσιος χαρακτήρας
των δικαστικών αποφάσεων και το δικαίωμα στην πληροφόρηση μπορούν να ικανοποιηθούν με
λιγότερο επαχθή, εν σχέσει με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, μέτρα, προς την κατεύθυνση της
προστασίας των προσωπικών δεδομένων των φυσικών προσώπων, όπως η εφαρμογή της
πρακτικής της ανωνυμοποίησης για το σύνολο των καταχωρούμενων στη βάση δεδομένων
αποφάσεων.
1050 Ιδιόμορφο καθεστώς ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 471§2 ΚΠολΔ, στις μικροδιαφορές, όπου,

εφόσον η δημοσίευση των αποφάσεων γίνεται παρουσία των διαδίκων ή των δικαστικών τους
πληρεξουσίων, δεν απαιτείται μεταγενέστερη επίδοση.
1051 Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν, όπως έχουμε επισημάνει, οι διαταγές πληρωμής χρηματικών

απαιτήσεων και οφειλόμενου μισθού, καθώς και η διαταγή απόδοσης μισθίου, όπου η επίδοση
του τίτλου συνδέεται με το δικαίωμα ακροάσεως του καθ’ ου και την ενδεχόμενη διεξαγωγή
διαγνωστικής δίκης.

210
Επίσης, σε συνέχεια προς την καταχώρηση των αγωγών με αντικείμενο
εμπράγματα δικαιώματα στα βιβλία διεκδικήσεων του
Υποθηκοφυλακείου, μεταγράφονται στα βιβλία μεταγραφών, ως τίτλος
κτήσεως πλέον, οι εκδιδόμενες επ’ αυτών αποφάσεις 1052 , στις οποίες
περιλαμβάνεται ο δικαστικός συμβιβασμός 1053 και οι περιπτώσεις
καταδίκης του εναγομένου σε δήλωση βουλήσεως για εμπράγματη
δικαιοπραξία σε ακίνητο1054, ενώ, επί ασφαλιστικών μέτρων, οι αποφάσεις
που χορηγούν άδεια για εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και για
συντηρητική κατάσχεση ή δικαστική μεσεγγύηση επιβαλλόμενη επί
ακινήτων, πλοίων ή αεροσκαφών, καθώς και οι διατασσόμενες στο πλαίσιο
αυτών προσωρινές διαταγές, εγγράφονται στα οικεία βιβλία υποθηκών 1055
ή κατασχέσεων1056 αντιστοίχως.
Στην εκούσια δικαιοδοσία, ενόψει του δεσμευτικού χαρακτήρα των
εκδιδόμενων αποφάσεων έναντι πάντων, ήδη από το στάδιο της
οριστικότητας τους, προβλέπεται από το άρθρο 776 ΚΠολΔ 1057, για λόγους
δημοσιότητας και προστασίας των τρίτων, η περιληπτική καταχώρηση στα
βιβλία του δικαστηρίου1058 τόσο των οριστικών αποφάσεων, όσο και των
ασκούμενων κατ’ αυτών ανακλητικών ή μεταρρυθμιστικών αιτήσεων,
ενδίκων μέσων, τριτανακοπών και των εκδιδομένων επ’ αυτών
αποφάσεων, καθώς και των αποφάσεων που αναστέλλουν την ισχύ ή την
εκτέλεση οποιασδήποτε απόφασης 1059 . Αυξημένη ανάγκη δημοσιότητας
συντρέχει, επίσης, ενόψει της επιβαλλόμενης ανά περίπτωση γνώσης της
ταυτότητας των κληρονόμων και των καταλειπομένων σε αυτούς
περιουσιακών στοιχείων1060, ως προς το περιεχόμενο των διαθηκών, με τον
αρμόδιο ειρηνοδίκη να αναλαμβάνει τη δημοσίευση σύμφωνα με τα

1052 Βλ. το άρθρο 1192 αρ. 2 ΑΚ.


1053 Βλ. και την ΟλΑΠ 2092/1986, ΝοΒ 1987, σελ. 1629, κατά την οποία η δήλωση συμβιβασμού
που γίνεται για να επιλυθεί εκκρεμής δικαστική διένεξη ενώπιον δικαστηρίου ή εντεταλμένου
δικαστή, εναλλάσσεται ισοδυνάμως με τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, όταν ο
τελευταίος απαιτείται κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου να τηρηθεί για την έγκυρη
κατάρτιση της δικαιοπραξίας.
1054 Βλ. το άρθρο 1192 αρ. 4 ΑΚ.
1055 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 706 ΚΠολΔ και 1274 ΑΚ.
1056 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 691Α§3, 713, 714, 715 και 727 ΚΠολΔ. Σημειούται ότι η

απαγόρευση διάθεσης που επιφέρουν τα διατασσόμενα μέτρα ισχύει ως προς τους τρίτους από
το χρόνο της εγγραφής τους στα βιβλία κατασχέσεων, ή, προκειμένου περί πλοίων ή
αεροσκαφών, στο νηολόγιο ή το μητρώο αεροσκαφών.
1057 Βλ. επίσης τις διατάξεις των άρθρων 758§3, 763§2, 766, 768, 771, 772 και 775 ΚΠολΔ.
1058 Για τον τρόπο τήρησης των βιβλίων αυτών βλ. το β.δ. 567/1968 «περί του τρόπου τηρήσεως

των υπό του άρθρου 822 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας προβλεπομένων βιβλίων υποθέσεων
εκουσίας δικαιοδοσίας».
1059 Βλ. επίσης, στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, το άρθρο 1027§1, που προβλέπει την

καταχώρηση σε ιδιαίτερο βιβλίο του ειρηνοδικείου της απόφασης διορισμού διαχειριστή ειδικών
περιουσιακών στοιχείων (1022 επ. ΚΠολΔ).
1060 Βλ. και Απ. Γεωργιάδη - Μ. Σταθόπουλο (Γ. Νικολόπουλος), Αστικός Κώδικας, τόμος IX, άρθρο

1769, σύμφωνα με τους οποίους «ενώ κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης και όσο ζει ο
διαθέτης η μέριμνα του νομοθέτη στοχεύει στη διαφύλαξη της μυστικότητας των διατάξεων της,
μετά το θάνατο του το ενδιαφέρον του νόμου μεταστρέφεται προς την αντίθετη κατεύθυνση,
δηλαδή προς την ευρεία γνωστοποίηση το συντομότερο δυνατό του περιεχομένου της τελευταίας
βούλησης του».

211
ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 807-809 ΚΠολΔ1061, και
τη γραμματεία του ειρηνοδικείου να είναι υποχρεωμένη στην τήρηση
σχετικών βιβλίων και στην φύλαξη αντιγράφων των δημοσιευομένων
διαθηκών1062. Εξαιρετικό καθεστώς ισχύει στην περίπτωση της υιοθεσίας,
όπου, λόγω του μυστικού χαρακτήρα της πράξεως (ΑΚ 1599), τηρείται σε
κάθε πρωτοδικείο απόρρητο βιβλίο, εκ του οποίου εξάγεται το σχετικό
απόσπασμα για τη σύνταξη των απαιτούμενων ληξιαρχικών πράξεων, ενώ
ειδική ρύθμιση εισάγει, επί υποβολής προσώπου σε δικαστική
συμπαράσταση ή διορισμού προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη, το
άρθρο 1675 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο
τηρούμενο στη γραμματεία του δικαστηρίου μόνο το διατακτικό της
σχετικής αποφάσεως, το οποίο άλλωστε είναι και το τμήμα αυτής που
αφορά τα συμφέροντα των τρίτων 1063 . Πέραν της ενημέρωσης των
ανωτέρω βιβλίων, δικαστικές αποφάσεις που επιφέρουν μεταβολές στην
κατάσταση των φυσικών προσώπων όπως αυτή αποτυπώνεται στο οικείο
ληξιαρχείο (782 ΚΠολΔ), π.χ. επί λύσης ή ακύρωσης γάμου, αναγνώρισης
πατρότητας, υιοθεσίας τέκνου ή λύσεως αυτής, λύσης του συμφώνου
συμβίωσης, προσθήκης ή μεταβολής ονόματος, ιθαγένειας, θρησκεύματος
ή φύλου, καταχωρίζονται, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 344/1976 «Περί
ληξιαρχικών πράξεων», εφόσον καταστούν αμετάκλητες, στα βιβλία του
οικείου ληξιαρχείου, καθώς και στο τηρούμενο υπό την εποπτεία του
Υπουργείου Εσωτερικών πληροφοριακού συστήματος διαχείρισης
ληξιαρχικών πράξεων1064.
Επί του εταιρικού πεδίου, σε δημοσιότητα υποβάλλονται, ώστε να
δύνανται να αντιταχθούν έναντι τρίτων, δικαστικές αποφάσεις που
αναγνωρίζουν ή μεταβάλλουν έννομες καταστάσεις και σχέσεις της
εταιρείας και επιφέρουν την είσοδο ή αποχώρηση εταίρων, καθώς το
διορισμό ή παύση των εκπροσώπων τους. Η δημοσιότητα συντελείται με
την καταχώρηση των αποφάσεων, κατά τα βασικά τους στοιχεία, στο
Γενικό Εμπορικό Μητρώο1065, τα κατά τόπους Μητρώα και επί ΑΕ και ΕΠΕ
στο αντίστοιχο τεύχος της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και αφορά,
ενδεικτικώς, δικαστικές αποφάσεις που κηρύσσουν άκυρη την εταιρεία,
αποφάσεις που αναγνωρίζουν ως άκυρη ή ακυρώνουν απόφαση γενικής
συνέλευσης ΑΕ, αποφάσεις λύσης της εταιρείας, αποφάσεις που
1061 Βλ. και τις διατάξεις των άρθρων 1769-1780 ΑΚ.
1062 Σύμφωνα με το άρθρο 809 εδ. β ΚΠολΔ, η γραμματεία του πρωτοδικείου Αθηνών τηρεί, κατά
τρόπο συγκεντρωτικό, βιβλία των διαθηκών που δημοσιεύονται από αυτό ή άλλα δικαστήρια και
προξενικές αρχές, καθώς και των αντιγράφων τους που κατατίθενται στα άλλα δικαστήρια και
τις προξενικές αρχές.
1063 Βλ. και Απ. Γεωργιάδη - Μ. Σταθόπουλο (Αγγ. Γεωργιάδη), Αστικός Κώδικας, τόμος VIII, σελ.

943, κατά τους οποίους «η ρύθμιση της ΑΚ 1675 επιχειρεί να συνδυάσει την προληπτική προστασία
των τρίτων και την προστασία της προσωπικότητας του συμπαραστατουμένου», καθώς «η πλήρης
δημοσιοποίηση του σκεπτικού της απόφασης θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου την κεκλεισμένων
των θυρών διεξαγωγή της συζήτησης και των αποδείξεων που καθιερώνει η ΚΠολΔ 802§3 ΚΠολΔ».
1064 Το ίδιο ισχύει και για τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις που βεβαιώνουν γέννηση ή θάνατο

ως λαβόντων χώραν σε ορισμένο χρόνο, οι οποίες καταχωρίζονται στα τηρούμενα βιβλία επί τη
προσαγωγή προς τον ληξίαρχον αντιγράφου νομίμως κεκυρωμένου (άρθρο 15 ν. 344/1976).
1065 Βλ. το άρθρο 11§4 του ν. 3419/2005.

212
κηρύσσουν την ακυρότητα συγχώνευσης ή διάσπασης της εταιρείας,
αποφάσεις ανάκλησης των διαχειριστών κτλ. 1066 . Στο πεδίο της
πνευματικής ιδιοκτησίας, μέτρα δημοσιότητας της απόφασης προβλέπει το
άρθρο 66Γ του ν. 2121/1993, που επιτρέπει στο δικαστήριο, κατόπιν
αιτήματος του ενάγοντος, να διατάξει τα ενδεικνυόμενα κατά την κρίση
του μέτρα σχετικά με τη γνωστοποίηση του περιεχομένου της αποφάσεως
στο κοινό, μεταξύ των οποίων αναφέρονται η ανάρτηση της στο διαδίκτυο,
καθώς και η πλήρης ή μερική δημοσίευση της στα μέσα μαζικής
ενημέρωσης1067. Επί πτωχεύσεως, με δεδομένη την ισχύ της εκδιδόμενης
αποφάσεως έναντι πάντων και την άμεση εκτελεστότητα της1068, αλλά και
για λόγους ασφάλειας των συναλλαγών, ενόψει της πτωχευτικής
απαλλοτρίωσης 1069, δηλαδή της έκπτωσης του πτωχού από το δικαίωμα
διαχείρισης και διάθεσης της περιουσίας του, το οποίο περιέρχεται στο
σύνδικο, επιβάλλεται η υποβολή της σε δημοσιότητα 1070 , μέσω της
δημοσίευσης της στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου
Ασφάλισης Νομικών (8§1 ΠτωχΚ), της καταχώρησης της στο Γενικό
Εμπορικό Μητρώο (8§2 ΠτωχΚ)1071 και της εγγραφής του ονόματος ή της
επωνυμίας του πτωχεύσαντος στο τηρούμενο στη γραμματεία του οικείου
πρωτοδικείου Μητρώο Πτωχεύσεων (8§3 ΠτωχΚ), διατυπώσεις που

1066 Βλ. για την ανώνυμη εταιρεία, τις διατάξεις των άρθρων 7α, 7β, 48, 48α, 77 και 86 του κ.ν.
2190/1920, για την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης τα άρθρα 7, 8 48, 48α, 77 και 86 του ν.
3190/1955, για την ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία τα άρθρα 52, 53, 64 και 114 του ν.
4072/2012.
1067 Βλ. ενδεικτικώς την ΠολΠρΑθ 260/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία

κατ’ αποδοχήν αγωγής μουσικοσυνθέτη, τραγούδι του οποίου διασκευάσθηκε από άλλο
καλλιτέχνη χωρίς προηγούμενη άδεια του, επέτρεψε σε αυτόν τη δημοσίευση περιλήψεως της
απόφασης σε δυο ημερήσιες εφημερίδες δαπάναις των εναγομένων.
1068 Βλ. το άρθρο 7§5 του ΠτωχΚ.
1069 Βλ. ειδικότερα το άρθρο 17 του ΠτωχΚ.
1070 Βλ. και την ΑΠ 838/2015, ΧρΙΔ 2015, σελ. 696, η οποία διαπιστώνει πως η απόφαση κήρυξης

αφερεγγυότητας αλλοδαπού δικαστηρίου παράγει πλήρως, βάσει των διατάξεων του Κανονισμού
1346/2000, τα αποτελέσματα της στην Ελλάδα, πλην όμως, ως προς τη στέρηση της εξουσίας του
πτωχού να διαθέτει στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, απαιτείται επιπροσθέτως, για λόγους
προστασίας των καλόπιστων τρίτων, η τήρηση των προβλεπόμενων στο δίκαιο μας διατυπώσεων
δημοσιότητας, με την καταχώρηση της απόφασης σε ειδικά δημόσια βιβλία. Με βάση το ανωτέρω
σκεπτικό, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η προκείμενη μεταβίβαση ακινήτου του πτωχού, σε χρόνο
μεταγενέστερο του ανοίγματος της διαδικασίας αφερεγγυότητας, δεν ήταν, παρά την άμεση ισχύ
της απόφασης, αυτοδικαίως άκυρη, λόγω μη υποβολής της αποφάσεως του γερμανικού
δικαστηρίου στην προβλεπόμενη δημοσιότητα, επικυρώνοντας την επίδικη δικαιοπραξία.
1071 Σύμφωνα με το άρθρο 8§1 και 2 του ΠτωχΚ, το δικαστήριο μπορεί μάλιστα, κατά την κρίση

του, να διατάξει και πρόσθετες δημοσιεύσεις.

213
ακολουθούνται και σχετικά με τις αποφάσεις που ανακαλούν την
πτώχευση, μεταβάλλουν το χρόνο παύσης των πληρωμών, επικυρώνουν ή
ακυρώνουν τη συμφωνία εξυγίανσης ή το σχέδιο αναδιοργάνωσης,
διατάσσουν την ατομική ανατροπή του σχεδίου αναδιοργάνωσης ή παύουν
τις εργασίες της πτωχεύσεως 1072 , ενώ θα πρέπει επίσης να σημειωθεί η
εγγραφή της πτωχευτικής απόφασης
στο υποθηκοφυλακείο ή κτηματολογικό
γραφείο όπου έχουν καταχωρηθεί
εμπράγματα δικαιώματα του πτωχού
επί ακινήτων (9§1 του ΠτωχΚ).
Ανάλογες ανάγκες επιβάλλουν, εξάλλου,
επί της διαδικασίας ρύθμισης οφειλών
του ν. 3869/2010, την τήρηση
αλφαβητικού αρχείου στις γραμματείες
των ειρηνοδικείων 1073 , στο οποίο
καταχωρούνται τα ονόματα των
αιτούντων, η πορεία των αιτήσεων και
οι εκδιδόμενες στο πλαίσιο αυτών
αποφάσεις, και στο οποίο δικαιούται
πρόσβαση κάθε ενδιαφερόμενος τρίτος
Μια από τις παράπλευρες ωφέλειες της ώστε να δυνηθεί να προστατεύσει
δημοσιότητας της δίκης για μια εταιρεία, αν και αποτελεσματικά τα δικαιώματα του,
συνήθως ο αντίκτυπος στην κοινή γνώμη θα
είναι μάλλον αρνητικός μέσω, αναλόγως, παρεμβάσεως στην
εκκρεμή διαδικασία, υποβολής
αιτήσεως απόρριψης της αίτησης ή έκπτωσης του οφειλέτη από τη
ρύθμιση και την απαλλαγή που έχουν αποφασισθεί ή κίνησης άλλων
διαδικασιών.

iv. Η αναγκαστική εκτέλεση


Όσον αφορά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, θα πρέπει
επιγραμματικά να σημειώσουμε ότι, ενόψει του εξώδικου χαρακτήρα της
και της διαφορετικής εν σχέσει με τη διαγνωστική δίκη προοπτικής της,
που αφορά απλά την ικανοποίηση των απαιτήσεων του δανειστή δια της
κρατικής συνδρομής, εν προκειμένω η αρχή της δημοσιότητας νοείται υπό

1072 Η γενομένη στο άρθρο 8§2 απαρίθμηση είναι ενδεικτική, κάτι που σημαίνει ότι στη
δημοσιότητα του άρθρου 8 ΠτωχΚ μπορούν να υποβάλλονται και άλλες πράξεις της πτωχευτικής
διαδικασίας, όπως π.χ. τα κατά το άρθρο 10 ΠτωχΚ λαμβανόμενα προληπτικά μέτρα
(απαγόρευση διάθεσης περιουσιακών στοιχείων από τον οφειλέτη, αναστολή ατομικών διώξεων
πιστωτών κτλ.), η κατά το άρθρο 18 ΠτωχΚ απόφαση που αναθέτει ή αφαιρεί από τον οφειλέτη
τη διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας, η κατά το άρθρο 77 ΠτωχΚ άδεια εκποίησης
εμπορευμάτων και κινητών πραγμάτων της πτώχευσης, η κατά το άρθρο 138 ΠτωχΚ διακήρυξη
περί διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού, όπου μάλιστα προβλέπεται και
δημοσίευση σε δυο ημερήσιες πολιτικές αθηναϊκές εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας και σε
μία οικονομική εφημερίδα, κτλ.
1073 Βλ. ειδικότερα το άρθρο 13 του ν. 3869/2010, που προβλέπει επίσης την τήρηση γενικού

αρχείου στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, στο οποίο καταχωρίζονται συγκεντρωτικώς στοιχεία


αιτήσεων και αποφάσεων για όλη τη χώρα.

214
διαφορετική μορφή1074, συνδεόμενη όχι με κάποια δημόσια ακροαματική
διαδικασία αλλά με την πληρέστερη ενημέρωση του κοινού και των
υπολοίπων δανειστών, με στόχο την κατά το δυνατό εξασφάλιση όλων των
συγκρουόμενων συμφερόντων. Έτσι λοιπόν, ανάλογα με το περιεχόμενο
των επισπευδομένων πράξεων, η δημοσιότητα στην αναγκαστική εκτέλεση
άλλες φορές στοχεύει στην προστασία των καλόπιστων τρίτων, όπως π.χ.,
επί κατασχέσεως κινητών, η κατά το άρθρο 955§2 ΚΠολΔ επίδοση της
κατασχετήριας έκθεσης στη γραμματεία του ειρηνοδικείου, προς
καταχώρηση σε ειδικό βιβλίο, επί κατασχέσεως ακινήτου, η κατά το άρθρο
995§2 ΚΠολΔ επίδοση αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στον
υποθηκοφύλακα της περιφέρειας του ακινήτου, ώστε να γίνει η αντίστοιχη
σημείωση στα βιβλία κατασχέσεων1075, και η κατά το άρθρο 1010 εγγραφή
στα βιβλία διεκδικήσεων της ασκούμενης προς ακύρωση του
πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού ανακοπής, καθώς και, επί
αναγκαστικής διαχείρισης ακινήτου ή επιχείρησης, η κατά το άρθρο
1036§1 ΚΠολΔ σημείωση της σχετικής απόφασης στο βιβλίο κατασχέσεων
του Υποθηκοφυλακείου ή σε ειδικό βιβλίο τηρούμενο στη γραμματεία του
οικείου πρωτοδικείου, αντιστοίχως, και άλλες φορές στην ενημέρωση του
κοινού σχετικά με το διεξαγόμενο πλειστηριασμό και στην επίτευξη του
μεγαλύτερου δυνατού πλειστηριάσματος, όπως είναι, ενδεικτικώς, η κατά
το άρθρο 955§2 ΚΠολΔ δημοσίευση αποσπάσματος της κατασχετηρίου
εκθέσεως 1076 , περιέχοντος όλες τις σχετικές με τον πλειστηριασμό
λεπτομέρειες 1077 , στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του
Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Ασφάλισης Νομικών 1078, η
κατά το άρθρο 962 ΚΠολΔ δυνατότητα του υπαλλήλου του
πλειστηριασμού, επί πλειστηριασμού πραγμάτων υποκειμένων σε φθορά
(π.χ. καρπών) να προβαίνει σε κάθε κατάλληλη ενέργεια για την
εξασφάλιση δημοσιότητας, η κατά το άρθρο 973§1 ΚΠολΔ δημοσίευση της
δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων
πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου
Ασφάλισης Νομικών, η κατά το άρθρο 981 ΚΠολΔ τήρηση βιβλίου
πλειστηριασμών από τους συμβολαιογράφους, η κατά το άρθρο 995§6
ΚΠολΔ δυνατότητα επίσκεψης των υποψήφιων πλειοδοτών στο
κατασχεμένο ακίνητο, και φυσικά η κατά τα άρθρα 959§1 και 998§1 ΚΠολΔ

1074 Βλ. και Π. Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική εκτέλεση, I, Γενικό μέρος, §10, σελ. 77.
1075 Ενόψει της τιθέμενης από το άρθρο 997§1 απαγόρευσης, που καθιστά άκυρη έναντι του
κατασχόντος και των αναγγελθέντων δανειστών τη διάθεση του κατασχεμένου από τον οφειλέτη.
1076 Βλ. και τη διάταξη του άρθρου 1025§1 ΚΠολΔ, που παραπέμπει στη συγκεκριμένη διάταξη.
1077 Το δημοσιευόμενο απόσπασμα περιλαμβάνει, σύμφωνα με τη ρύθμιση, το ονοματεπώνυμο ή

την επωνυμία του υπέρ ου και του καθ' ου η εκτέλεση, τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου,
περιγραφή των κατασχεθέντων κινητών, τιμή της πρώτης προσφοράς, το ποσό για το οποίο
γίνεται η κατάσχεση, τυχόν όρους του πλειστηριασμού που έχει θέσει ο υπέρ ου η εκτέλεση, το
όνομα και τη διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και
την ώρα του πλειστηριασμού.
1078 Βλ. επίσης το άρθρο 965§5 για τον επισπευδόμενο αναπλειστηριασμό. Στην ίδια ιστοσελίδα

αναρτώνται προς ενημέρωση του κοινού, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 954§4 εδ. γ ΚΠολΔ,
και οι αποφάσεις που εκδίδονται επί τυχόν ανακοπών διόρθωσης της κατασχετηρίου εκθέσεως.

215
δημόσια τέλεση του πλειστηριασμού, ο οποίος γίνεται σε καθορισμένη
ημέρα και ώρα, συνήθως στην έδρα του ειρηνοδικείου του τόπου
εκτέλεσης1079, όπου δύναται να παρευρεθεί κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Από εκεί και πέρα, οι διενεργούμενες στο πλαίσιο της εκτελέσεως
διαδικαστικές πράξεις, όπως π.χ. η έκδοση απογράφου, η επίδοση επιταγής
προς εκτέλεση στον καθ’ ου, οι συντασσόμενες εκ μέρους του δικαστικού
επιμελητή1080, του συμβολαιογράφου ή της γραμματείας του δικαστηρίου
εκθέσεις και πράξεις, όπως π.χ. η κατασχετήρια έκθεση κινητών ή ακινήτων
(954 και 993 ΚΠολΔ), η πράξη αναγγελίας (972 ΚΠολΔ) ή δήλωσης
συνέχισης (973§2 και 3 ΚΠολΔ), ο πίνακας κατατάξεως δανειστών (974
ΚΠολΔ) και η έκθεση προφορικής δήλωσης του τρίτου (985§2 ΚΠολΔ),
παραμένουν μυστικές έναντι των τρίτων, με εξαίρεση, πέραν των ανωτέρω
αναφερομένων περιπτώσεων άμεσης ή έμμεσης δημοσιότητας για λόγους
προστασίας των αντισυμβαλλόμενων τρίτων ή επίτευξης μεγαλύτερου
πλειστηριάσματος, α) πρόσωπα που δικαιολογούν ειδικό έννομο
συμφέρον, όπως π.χ. i) ο δικαιούμενος προς άσκηση ανακοπής του άρθρου
936 ΚΠολΔ τρίτος1081, ii) οι λοιποί, πέραν του επισπεύδοντος, δανειστές του
καθ’ ου η εκτέλεση1082, οι οποίοι δικαιούνται να παρεμβαίνουν σε όλες τις
σχετικές με την εκτέλεση δίκες1083 και, εφόσον αναγγείλουν τις απαιτήσεις
τους στον πλειστηριασμό1084, δικαιούνται πρόσβασης στον τηρούμενο από
το συμβολαιογράφο φάκελλο προς λήψη αντιγράφου των αναγγελιών και
των αποδεικτικών εγγράφων των υπολοίπων δανειστών, ώστε να
ελέγξουν τη βασιμότητα των αναγγελλομένων απαιτήσεων και
ενδεχομένως να ασκήσουν την κατά το άρθρο 979§2 ΚΠολΔ ανακοπή κατά
του συνταχθέντος πίνακα, και iii) οι ενυπόθηκοι δανειστές, στους οποίους
κοινοποιείται απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης κατ’ άρθρο 995§4
ΚΠολΔ, ώστε να δυνηθούν να διασφαλίσουν τα δικαιώματα τους, και β)
πρόσωπα εμπλεκόμενα εξ επαγγελματικού καθήκοντος στη διαδικασία,
όπως π.χ. i) τα εκτελεστικά όργανα, στα οποία κοινοποιείται η
διατάσσουσα την αναστολή της εκτελέσεως απόφαση κατ’ άρθρο 939§1
ΚΠολΔ, ώστε να απέχουν από περαιτέρω ενέργειες1085, ii) επί κατασχέσεως
1079 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 959§2 και 998§1 και 2 ΚΠολΔ.
1080 Σύμφωνα με το άρθρο 931§1 ΚΠολΔ, ο δικαστικός επιμελητής συντάσσει έκθεση για κάθε
πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας.
1081 Σύμφωνα με το άρθρο 936§1 ΚΠολΔ, τρίτος έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά της

αναγκαστικής εκτέλεσης, αν προσβάλλεται δικαίωμα του επάνω στο αντικείμενο της εκτέλεσης,
το οποίο δικαιούται να αντιτάξει σε εκείνον κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση.
1082 Οι λοιποί δανειστές δύνανται να παρεμβαίνουν σε όλες τις σχετικές με την εκτέλεση δίκες

(937§1 ΚΠολΔ) να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (972§1
ΚΠολΔ) και να αναλάβουν οι ίδιοι την επίσπευση του πλειστηριασμού (973§2 ΚΠολΔ).
1083 Βλ. τη ρύθμιση του άρθρου 937§1 ΚΠολΔ.
1084 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 972§1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η αναγγελία, μετά των

συνοδευτικών αποδεικτικών εγγράφων, επιδίδεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, στον


επισπεύδοντα και τον καθ’ ου και πρέπει να περιέχει περιγραφή της αναγγελλομένης απαιτήσεως
και διορισμό αντικλήτου στην περιφέρεια του πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης.
1085 Βλ. και τη διάταξη του άρθρου 1019§1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο

γνωστοποιεί την απόφαση περί ανατροπής κατασχέσεως στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο
οποίος οφείλει να σταματήσει κάθε παραπέρα ενέργεια και να επιμεληθεί σχετικής εγγραφής στο
βιβλίο κατασχέσεων.

216
πλοίου ο λιμενάρχης ή επί κατασχέσεως αεροσκάφους ο διοικητής του
αερολιμένα, στους οποίους κοινοποιούνται οι συντασσόμενες εκθέσεις,
όπως π.χ. η έκθεση αποβολής του άρθρου 944 ΚΠολΔ, ή αντίγραφο της
κατασχετήριας έκθεσης κατ’ άρθρα 1012§2 και 1015§2 ΚΠολΔ 1086, και iii)
ο ασφαλιστής του κατασχεμένου πράγματος, ο οποίος πρέπει να
ειδοποιηθεί σχετικά με την επιβολή της κατάσχεσης ώστε να καταβάλλει
εφεξής τυχόν αποζημίωση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και όχι στον
καθ’ ου1087.

v. Η περίπτωση της διαιτησίας


Η διαιτησία συνιστά μία, παράλληλη και ισοδύναμη προς την πολιτειακή,
δικαιοδοτική τάξη, που επιλαμβάνεται της επίλυσης των ιδιωτικών
διαφορών επί τη βάσει αντίστοιχης συμφωνίας των διαμαχομένων μερών,
η οποία συνήθως καθορίζει και την ακολουθούμενη διαδικασία1088. Βασικά
χαρακτηριστικά της διαιτησίας, που αποτελούν άλλωστε και τους
κυριότερους λόγους της προσφυγής σε αυτήν, είναι η μυστικότητα της
εκτυλισσόμενης διαδικασίας 1089 , που επιλέγεται από τα μέρη προς
αποφυγήν εκθέσεως στο κοινό εμπορικών συμφερόντων και μυστικών1090,
αλλά και η εμπιστευτικότητα των διαμειβομένων ή αποδεικνυομένων κατά
τη διαδικασία πληροφοριών και γεγονότων, η οποία μπορεί να
προβλέπεται ως παρεπόμενη υποχρέωση της διαιτητικής συμφωνίας και
της συμφωνίας παροχής διαιτητικών υπηρεσιών, ως προς τα μέρη και τους
διαιτητές αντιστοίχως 1091 , και να καταλαμβάνει την εκδιδόμενη
απόφαση1092 ή ακόμη και την ίδια τη διεξαγωγή της διαιτητικής δίκης. Προς
την κατεύθυνση αυτή, τα μέρη αναλαμβάνουν συνήθως την υποχρέωση να
μην κοινοποιούν πληροφορίες και έγγραφα της διαιτητικής διαδικασίας σε
τρίτα πρόσωπα, ενώ επίσης δίδεται ρητή εξουσιοδότηση προς το

1086 Σύμφωνα μάλιστα προς τις διατάξεις των άρθρων 1013 και 1016 ΚΠολΔ, αν το κατασχεμένο
πλοίο ή αεροσκάφος είναι αλλοδαπό, ο λιμενάρχης ή ο διοικητής του αερολιμένα οφείλουν
παραπέρα να ενημερώσουν και την αλλοδαπή αρμόδια αρχή.
1087 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 956§7 και 996§4 ΚΠολΔ.
1088 Βλ. αναλυτικότερα Στ. Κουσούλη, Δίκαιο της διαιτησίας, §1, σελ. 2 επ.
1089 Βλ. Γ. Ράμμο, Εγχειρίδιον αστικού δικονομικού δικαίου, τόμος IV, σελ. 2169, κατά τον οποίο «η

συνταγματική αρχή της δημοσιότητος, ως εκ του περιεχομένου της διατυπώσεως και του σκοπού
αυτής, δεν έχει άμεσον ισχύν και εφαρμογήν επί της διαιτητικής διαδικασίας», καθώς και τις
αντίστοιχες παραδοχές των Watson Farley & Williams, Confidentiality in arbitration: Fact or
Fiction?, μελέτη διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.wfw.com/wp-
content/uploads/2015/10/ WFW-ArbitrationNewsletterEdition2-Confidentiality.pdf, σύμφωνα
με τους οποίους «As a rule, persons enter into these contracts with the express view of keeping their
quarrels from the public eyes, and of avoiding that discussion in public».
1090 Σημειούται ότι ενόψει του κατά κανόνα μυστικού χαρακτήρα της διαδικασίας, στις

τελούμενες συνεδρίες δε δικαιούνται να παρευρίσκονται τρίτα πρόσωπα, χωρίς φυσικά να


θεωρούνται τρίτοι οι πληρεξούσιοι δικηγόροι και οι γραμματείς των διαδίκων, καθώς και οι
μάρτυρες, πραγματογνώμονες και διερμηνείς που ενδεχομένως συμμετέχουν στη διαδικασία.
1091 Βλ. και Στ. Κουσούλη, Δίκαιο της διαιτησίας, §10, σελ. 87.
1092 Βλ. ενδεικτικώς τις διατάξεις του άρθρου 30§2 και 3 των κανόνων διαιτησίας του London

Court of International Arbitration (LCIA), σύμφωνα προς τις οποίες «the deliberations of the
Arbitral Tribunal shall remain confidential to its members, save as required by any applicable law»
και «the LCIA does not publish any award or any part of an award without the prior written consent
of all parties and the Arbitral Tribunal».

217
διαιτητικό δικαστήριο προς έκδοση μέτρων και διαταγών που
διασφαλίζουν τον απόρρητο χαρακτήρα της διαδικασίας 1093 και προς
επιβολή ποινών σε πρόσωπα που δε συμμορφώνονται προς αυτόν, αν και
είναι αμφίβολο κατά πόσον ανάλογοι περιορισμοί μπορούν να επιβληθούν
και έναντι τρίτων, π.χ. μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων, μη δεσμευομένων
συμβατικώς. Η έκδοση της διαιτητικής απόφασης, εξάλλου, γίνεται κατά
τρόπο σεβόμενο τη μυστικότητα της διαδικασίας, εφόσον, σύμφωνα προς
τη διάταξη του άρθρου 893§2 ΚΠολΔ, η απόφαση δε δημοσιεύεται 1094 αλλά
απλά κατατίθεται στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου της
περιφέρειας όπου εκδόθηκε 1095 , χωρίς να προβλέπεται δυνατότητα των
τρίτων προς λήψη αντιγράφου, ως προς την οποία μάλλον θα πρέπει να
θεωρήσουμε ότι ισχύει αναλογικώς το άρθρο 22§2 του ν. 1756/1988, που
προβλέπει δυνατότητα χορήγησης μόνο σε πρόσωπα αποδεικνύοντα
έννομο συμφέρον. Ο απόρρητος χαρακτήρας της διαδικασίας
καταφαίνεται εξάλλου από τη ρύθμιση του άρθρου 892§2 ΚΠολΔ 1096, που
ορίζει ότι, κατόπιν σχετικής συμβατικής πρόβλεψης, η διαιτητική απόφαση
μπορεί να αναφέρει μόνο τη συμφωνία διαιτησίας και το διατακτικό,
παραλείποντας επομένως την αναφορά των ονομάτων των διαδίκων και
το αιτιολογικό, όπου αναγκαστικά θα γίνεται αναφορά στα επίμαχα
πραγματικά περιστατικά, αν και ρήγμα στον κανόνα αυτόν μπορεί να
επιφέρει η ανάγκη εκτέλεσης της απόφασης και γενικώς η εκπλήρωση
κάποιας υποχρέωσης ή δικαιώματος με βάση αυτήν, στο πλαίσιο της
οποίας μπορεί να χρειασθεί η κοινοποίηση προς τρίτα πρόσωπα ή τις
αρμόδιες αρχές του πλήρους κειμένου της, καθώς η απόφαση και οι έννομες
συνέπειες της τις περισσότερες φορές δε μπορούν να γίνουν κατανοητά και
να εφαρμοσθούν μόνο βάσει του διατακτικού 1097 . Σε κάθε περίπτωση,
ανεξάρτητα από τον μυστικό και εμπιστευτικό χαρακτήρα της διαιτητικής
δίκης ως προς τους τρίτους, έναντι των διαδίκων η διαδικασία είναι σε όλες
τις φάσεις της, πλην του σταδίου της διασκέψεως, προσιτή και διεξάγεται
κατά τρόπο σεβόμενο τις αρχές της ισότητας και της εκατέρωθεν
ακροάσεως 1098 , όπως προκύπτει τόσο από τη γενική ρήτρα του άρθρου
1093 Βλ. για παράδειγμα το άρθρο 22§3 των κανόνων διαιτησίας του International Chamber of
Commerce (ICC), σύμφωνα με το οποίο «upon the request of any party, the arbitral tribunal may
make orders concerning the confidentiality of the arbitration proceedings or of any other matters in
connection with the arbitration and may take measures for protecting trade secrets and confidential
information».
1094 Σύμφωνα με το άρθρο 893§1 του ΚΠολΔ, η διαιτητική απόφαση ολοκληρώνεται και επιφέρει

τις έννομες συνέπειες της από τη στιγμή που θα υπογραφεί.


1095 Σύμφωνα μάλιστα με την ΕφΑθ 73/1984, ΕλλΔνη 1984, σελ. 376, η παράλειψη καταθέσεως

της διαιτητικής αποφάσεως στο πρωτοδικείο δεν αποτελεί λόγο ακυρώσεως της.
1096 Βλ. επί διεθνούς διαιτησίας την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 31§2 ν. 2735/1999.
1097 Βλ. και τη σχετική αναφορά του Αθ. Πανταζόπουλου, Η αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική

δίκη, §6α, σελ. 318-320, που επί του επιχειρηματικού πεδίου επισημαίνει την υποχρέωση την
υποχρέωση των εταιρειών, ιδίως των εισηγμένων στο χρηματιστήριο, να ενημερώνει σχετικά με
τα πεπραγμένα της και τις απαιτήσεις ή υποχρεώσεις της, οι οποίες άλλωστε αποτελούν στοιχείο
του ενεργητικού ή του παθητικού της.
1098 Βλ. τις σχετικές παραδοχές των ΟλΑΠ 13/1995, ΝοΒ 1996, σελ. 406, και ΑΠ 714/1997, Δίκη

1998, σελ. 311, σύμφωνα με τις οποίες «κατά τη διαιτητική διαδικασία τα μέρη έχουν τα ίδια
δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις, τηρείται η αρχή της ισότητας και πρέπει να καλούνται να

218
886§2 ΚΠολΔ, όσο και από τις ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 873,
886§1 και 893§2 ΚΠολΔ1099, που προβλέπουν, αντιστοίχως, κοινή επιλογή
των διαιτητών, κοινό ορισμό της διαδικασίας και παράδοση αντιγράφου
της απόφασης σε καθένα από τα διαμαχόμενα μέρη.

παραστούν κατά τις συζητήσεις, να αναπτύξουν, κατά την κρίση των διαιτητών, προφορικώς ή
εγγράφως τους ισχυρισμούς τους και να προσκομίσουν τις αποδείξεις τους» και «η αρχή της
ισότητας πραγματώνεται όταν κανένας από τους διαδίκους δεν αποκτά, σε σχέση με τους λοιπούς,
ιδιαίτερα δικαιώματα ή δεν απαλλάσσεται από τις επιβαλλόμενες στους άλλους υποχρεώσεις στο
δικονομικό πεδίο». Στη δεύτερη περίπτωση η απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου ακυρώθηκε
λόγω της λήψης υπ’ όψιν καταθέσεως μάρτυρος εξετασθείσης μετά το πέρας της αποδεικτικής
διαδικασίας, κατά το στάδιο της διάσκεψης των διαιτητών, άνευ κλητεύσεως και παραστάσεως
των διαδίκων, οπότε θεωρήθηκε ότι το δικαστήριο στήριξε την απόφαση του σε στοιχεία που
συνέλεξε ιδιωτικώς, χωρίς τον έλεγχο των διαδίκων, παραβιάζοντας τις αρχές της ισότητας και
της εκατέρωθεν ακροάσεως.
1099 Βλ. επί διεθνούς διαιτησίας τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 11, 24§2 και 3 και 31§4 του

ν. 2735/1999.

219
3. ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ
Α. Εισαγωγικά
Στο πρώτο μέρος της εργασίας παρακολουθήσαμε τη διαδρομή της
πολιτικής δίκης ανά τους αιώνες και το πώς από μια προφορική κατά βάση
διαδικασία μετεστράφη σταδιακά προς τον έγγραφο τύπο, εξέλιξη
συμβαδίζουσα προς τη γενικότερη στροφή της ανθρώπινης κοινωνίας προς
τον γραπτό λόγο ως μέσο
επικοινωνίας,
ανταλλαγής ιδεών και
συναλλαγής, η οποία με
τη σειρά της
διευκολύνθηκε από τη
συντελεσθείσα
επιστημονική και
τεχνολογική πρόοδο, που
απέφερε εφευρέσεις
όπως η τυπογραφία 1100
και η γραφομηχανή και,
στην εποχή μας, την
εμφάνιση των ψηφιακών
μέσων (ηλεκτρονικών Η εκφώνηση του Επιταφίου Λόγου από τον Περικλή (1852), όπως τη
υπολογιστών, φαντάστηκε ο Γερμανός ζωγράφος Philipp Foltz. Η τέχνη της δημόσιας
εκτυπωτών, ομιλίας δεν έχει σήμερα την επισημότητα και τη βαρύτητα που της
απεδίδετο στον αρχαίο κόσμο
τηλεομοιοτύπων κτλ.),
που κατέστησαν την
παραγωγή, αποθήκευση και μετάδοση του γραπτού κειμένου ευκολότερη
και οικονομικότερη. Επί του συμβατικού πεδίου, τα νέα δεδομένα
επέτρεψαν την ευχερέστερη σύναψη και αποτύπωση των διενεργούμενων
συναλλαγών, η οποία, πέραν των πλεονεκτημάτων της για τους
δικαιοπρακτούντες και τους τρίτους εξ επόψεως ουσιαστικού δικαίου 1101,
σε δικονομικό επίπεδο έθεσε για βάσεις για την πρωτοκαθεδρία του

1100 Η τυπογραφία εμφανίστηκε στην Ευρώπη τον 15ο αιώνα με εφευρέτη τον Ιωάννη
Γουτεμβέργιο, ο οποίος κατασκεύασε τα πρώτα κινητά τυπογραφικά στοιχεία από μέταλλο, αν
και πιστεύεται ότι η σχετική τεχνική είχε αναπτυχθεί αρχικώς στην Κίνα, από τον 11ο αιώνα μ.Χ.
1101 Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται α) η αποτροπή του δικαιοπρακτούντος από απερίσκεπτες

και βιαστικές αποφάσεις, σε περιπτώσεις δικαιοπραξιών με σημαντικό αντικείμενο π.χ. ακίνητο,


χαριστικών δικαιοπραξιών, π.χ. δωρεάς, ή δικαιοπραξιών δυναμένων να θέσουν σε κίνδυνο τα
έννομα συμφέροντα του, π.χ. εγγυήσεως, β) η διασαφήνιση του περιεχομένου της δικαιοπραξίας,
με τη ρητή και ευκρινή καταγραφή των όρων της, γ) η ευχέρεια αποδείξεως της δικαιοπραξίας, δ)
η δυνατότητα των μερών να ανατρέχουν στη σύμβαση ώστε να ελέγχουν τους όρους της, ε) η
αναγνωρισιμότητα των δικαιοπρακτούντων και η γνώση των τρίτων επί του περιεχομένου της
σύμβασης, στ) η δυνατότητα εποπτείας και ελέγχου των συναλλαγών από το κράτος. Από την
άλλη πλευρά, ως μειονεκτήματα του έγγραφου τύπου αναφέρονται η δυσχέρανση των
συναλλαγών, η επερχόμενη καθυστέρηση, η αύξηση των δαπανών και ο εν γένει περιορισμός της
ιδιωτικής αυτονομίας. Βλ. αναλυτικότερα Απ. Γεωργιάδη - Μ. Σταθόπουλο, Αστικός Κώδικας,
Γενικές αρχές, τόμος Iβ, σελ. 414-415.

220
εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου 1102 και το σταδιακό περιορισμό της
προφορικής μαρτυρίας, καθώς και του όρκου ή της κατάθεσης του
διαδίκου σχετικά με την επίδικη διαφορά. Σε αυτό συνέτεινε και η
αναπτυσσόμενη γραφειοκρατική δομή και οργάνωση των ιδιωτικών
επιχειρήσεων και κρατικών υπηρεσιών, αναγκαία ενόψει της συνεργασίας
πολλών επιμέρους οργάνων, των απαιτούμενων εγκρίσεων στο έργο κάθε
τομέα και της ανάγκης ενημέρωσης σχετικά με την πορεία των
επιτελούμενων εργασιών, η οποία επέβαλε τη χρήση του εγγράφου τόσο
μεταξύ των επιμέρους τομέων όσο και έναντι των πελατών ή των πολιτών
αντίστοιχα, οι οποίοι αναγκαστικά ακολούθησαν την επιβαλλόμενη σε
αυτούς πρακτική, όπως π.χ. συμβαίνει με τον ασφαλισμένο που υπογράφει
ένα προδιατυπωμένο ασφαλιστήριο ή το μισθωτή και τον εκμισθωτή, που
υπογράφουν μια σύμβαση προορισμένη να κατατεθεί στην οικεία εφορία
για την εξυπηρέτηση δημοσιονομικών σκοπών. Στις παραδοχές αυτές θα
πρέπει ίσως να προσθέσουμε, τουλάχιστον για τη χώρα μας, τη φύση της
παρεχόμενης εδώ και δεκαετίες εκπαιδεύσεως, η οποία σε όλες τις βαθμίδες
από το σχολείο μέχρι το πανεπιστήμιο, είναι σταθερά προσανατολισμένη
προς το γραπτό σύστημα1103, υπό την έννοια ότι τα νέα παιδιά μαθαίνουν
και αξιολογούνται σχεδόν αποκλειστικώς μέσα από την ανάγνωση των
εκπαιδευτικών συγγραμμάτων και την επίδοση στις γραπτές εξετάσεις,
χωρίς ενθάρρυνση και εξάσκηση στην παραγωγή συγκροτημένου
προφορικού λόγου1104, η οποία παραπέρα έχει ως συνέπεια την αδυναμία
συμμετοχής σε έναν παραγωγικό διάλογο και αξιοποίησης του ως μέσου
εξέτασης και επίλυσης προβλημάτων και διαφορών 1105 . Η δικαστηριακή
μας πρακτική και τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτήν ασφαλώς δεν
πρέπει να νοηθούν αποκομμένα από το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο και
την επικρατούσα σε αυτό τάση για χρήση του γραπτού λόγου ως επίσημης
μορφής επικοινωνίας και ανάπτυξης απόψεων και επιχειρημάτων, με
αποτέλεσμα να είναι σε κάποιο βαθμό αναμενόμενη και εξ αυτού του λόγου
η επικράτηση στη δίκη ενός εγγράφου συστήματος.
Η τάση υποχώρησης της προφορικότητας ως δικονομική κατεύθυνση θα
πρέπει, πάντως, πέραν των ανωτέρω γενικών αιτίων, να αναζητηθεί στην
ίδια τη φύση και λειτουργία της πολιτικής δίκης ως διαγνωστικής
διαδικασίας εννόμων σχέσεων και δικαιωμάτων, με τη σημείωση ότι δεν

1102 Παρά την επικράτηση ως γενικού κανόνα του ατύπου των συναλλαγών, που στο δίκαιο μας
κατοχυρώνεται από το άρθρο 158 ΑΚ, βάσει του οποίου «η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία
απαιτείται μόνο όπου το ορίζει ο νόμος».
1103 Αυτό συμβαίνει και με τις νομικές σχολές, τα προγράμματα σπουδών των οποίων δεν

προσφέρουν μαθήματα νομικής ρητορικής. Βλ. και τη σχετική αναφορά του Σπ. Τσαντίνη, Η αρχή
της προφορικότητας της συζήτησης στην πολιτική δίκη, μέρος δεύτερο, 2.6, διαθέσιμη στην
ηλεκτρονική διεύθυνση http://kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1479&mnu=3&id=23113.
1104 Εν αντιθέσει με την αρχαιοελληνική παράδοση, όπου ο ενεργός ρόλος του πολίτη στα κοινά

του επέβαλε την πρακτική και θεωρητική, μέσω των ρητοροδιδασκάλων, άσκηση στον
προφορικό λόγο, την οποία αξιοποιούσε φυσικά και ενώπιον των δικαστηρίων, όπου καλείτο να
αναπτύξει προφορικώς τις θέσεις του υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα του.
1105 Βλ. σχετικώς και Γ. Μπαμπινιώτη, Αγωγή προφορικού λόγου, Το Βήμα, 13.04.2014, διαθέσιμη

στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=586211.

221
αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία αλλά καθολικό φαινόμενο, κάτι που
σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν ορισμένοι λόγοι που ωθούν τους
διάφορους νομοθέτες στην υιοθέτηση ενός έγγραφου συστήματος
διεξαγωγής. Τις παραμέτρους αυτούς θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε
στο παρόν κεφάλαιο, αρχίζοντας από μια γενική παρουσίαση και σύγκριση
των βασικών χαρακτηριστικών των δυο συστημάτων και εμβαθύνοντας εν
συνεχεία στις σχετικές ρυθμίσεις της δικονομίας μας.

Β. Προφορικό και έγγραφο σύστημα διεξαγωγής


α. Παρουσίαση και σύγκριση των βασικών σημείων των δύο συστημάτων
Στις σύγχρονες δικονομίες όλες σχεδόν οι διαδικαστικές πράξεις, μέσω
των οποίων τίθεται σε κίνηση ο δικαστικός μηχανισμός και, ακολούθως,
προωθείται και ολοκληρώνεται η δίκη, όπως η υποβολή της αίτησης
παροχής ένδικης προστασίας, η κοινοποίηση αυτής στον αντίδικο, η
σύνταξη των διαφορών εκθέσεων και πρακτικών, η κατάθεση των
προτάσεων και των εκατέρωθεν αντικρούσεων, η προσκομιδή των
αποδεικτικών και διαδικαστικών εγγράφων, οι παρεμπίπτουσες αγωγές
και αιτήσεις, ο συμβιβασμός των διαδίκων, η έκδοση της απόφασης, η
τυχόν άσκηση ενδίκων μέσων κτλ., υποβάλλονται στον έγγραφο τύπο ή
πιστοποιούνται γραπτώς, με αποτέλεσμα να δημιουργείται το ερώτημα σε
τι διαφέρει τελικά το σύστημα της έγγραφης από την προφορική
διεξαγωγή και αν καταλείπεται κάποιο πεδίο στην προφορικότητα. Η
απάντηση είναι ότι με τον όρο προφορική διεξαγωγή δεν πρέπει να νοείται
μια διαδικασία τελείως απαλλαγμένη από τον έγγραφο τύπο, κάτι που είναι
νοητό μόνο σε υποτυπώδη δικονομικά συστήματα, αλλά, αντιθέτως, μια
διαδικασία στην οποία οι έγγραφες διαδικαστικές πράξεις συνιστούν, μέσω
της ενημέρωσης των προσώπων της δίκης για το διαφιλονικούμενο ζήτημα
και τα εκατέρωθεν προβαλλόμενα επιχειρήματα, το αναγκαίο συμπλήρωμα
ή, πιο σωστά, την απλή προπαρασκευή για τη διεξαγωγή της προφορικής
συζητήσεως, η οποία υπό την έννοια αυτή αποτελεί το αποκορύφωμα της
δίκης και τον αποφασιστικό παράγοντα για το σχηματισμό της δικαστικής
κρίσεως 1106 . Προφορικότητα της διαδικασίας στην ουσία σημαίνει ότι
καμία αίτηση, κανένας πραγματικός ισχυρισμός, κανένα αποδεικτικό μέσο,
κανένα αποδεικτικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να συνεκτιμηθεί κατά την
έκδοση της αποφάσεως, αν προηγουμένως δεν αποτελέσει αντικείμενο της
συζητήσεως και τοποθετήσεως εκ μέρους των παραγόντων της δίκης. Από

1106Βλ. και Δ. Γ. Φέδερ, Αι περί πολιτικής δικονομίας παραδόσεις, τόμος Α΄, σελ. 22. Για έναν ορισμό
της αρχής της προφορικότητας βλ. Γ. Ορφανίδη, Η τακτική διαδικασία στην πρωτοβάθμια δίκη,
μελέτη εμπεριεχόμενη στον συλλογικό τόμο «Η πολιτική δίκη σε κρίσιμη καμπή : επιστημονικό
συμπόσιο προς τιμήν του καθηγητή Νικόλαου Νίκα (2015, 4-5 Δεκεμβρίου : Θεσσαλονίκη)», σελ.
30, ο οποίος επισημαίνει πως «αρχή της προφορικότητας με βάση το αληθές περιεχόμενο της
σημαίνει ότι καμία αίτηση, κανένας πραγματικός ισχυρισμός, κανένα αποδεικτικό μέσο, κανένα
αποδεικτικό αποτέλεσμα δεν συνεκτιμάται κατά την έκδοση της αποφάσεως, αν προηγουμένως δεν
αποτελέσει περιεχόμενο της συζητήσεως και αντικείμενο τοποθετήσεως εκ μέρους των
παραγόντων της δίκης. Μόνο ό,τι αποτέλεσε περιεχόμενο της προφορικής συζητήσεως μπορεί να
αποτελέσει περιεχόμενο της αποφάσεως. Χωρίς προφορική συζήτηση, δεν μπορεί το δικαστήριο να
εκδώσει απόφαση».

222
την άποψη αυτή, περιεχόμενο της αποφάσεως μπορεί να αποτελέσει μόνο
ό,τι αποτέλεσε περιεχόμενο της προφορικής συζητήσεως, άνευ της οποίας
δεν μπορεί να εκδοθεί απόφαση1107.
Την σημερινή εποχή, όπου έχει απαλειφθεί ο πανηγυρικός τύπος και η
δυνατότητα προφορικής άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και αιτήσεων,
υποκατασταθείσα από την έγγραφη προδικασία 1108 , κύριο σημείο
διαφοροποίησης μεταξύ προφορικής και έγγραφης διαδικασίας συνιστά ο
τρόπος εισφοράς προς το δικαστήριο1109, προφορικώς ή δι’ υπομνημάτων,
των εκατέρωθεν πραγματικών ισχυρισμών1110 και επιχειρημάτων1111 των
μερών, καθώς και η διδόμενη κατά την αποδεικτική διαδικασία βαρύτητα
στην άμεση και ζωντανή παρουσίαση στο δικαστήριο των αποδείξεων και
τον ακόλουθο σχολιασμό τους στο ακροατήριο ή, αντίθετα, η αποδοχή μόνο
έγγραφων αποδεικτικών μέσων και η αξιολόγηση αυτών εγγράφως δια
των προτάσεων1112. Οι ανωτέρω παράμετροι ασκούν τόσο ισχυρή επιρροή
στην προετοιμασία και παράσταση των διαδίκων αλλά και στην
προσέγγιση της διαφοράς από το δικαστήριο, ώστε ανάλογα με τη σχετική
νομοθετική επιλογή να ομιλούμε για διαφορετικό δικονομικό σύστημα1113.

1107 Βλ. Γ. Ορφανίδη, Η τακτική διαδικασία στην πρωτοβάθμια δίκη, μελέτη εμπεριεχόμενη στον
συλλογικό τόμο «Η πολιτική δίκη σε κρίσιμη καμπή : επιστημονικό συμπόσιο προς τιμήν του
καθηγητή Νικόλαου Νίκα (2015, 4-5 Δεκεμβρίου : Θεσσαλονίκη)», σελ. 30.
1108 Η αρχή της τηρήσεως προδικασίας επιβάλλει την συμπερίληψη του υποβαλλόμενου

αιτήματος και της ιστορικής του βάσεως στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, που κατατίθεται
στη γραμματεία του δικαστηρίου και κοινοποιείται στον αντίδικο. Περί της έγγραφης
προδικασίας αναφέρουμε περισσότερα αμέσως παρακάτω, στο κεφάλαιο γ.
1109 Στο πλαίσιο του ισχύοντος επί των διαφορών της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας

συζητητικού συστήματος (106 ΚΠολΔ), οι διάδικοι βαρύνονται με την επίκληση και απόδειξη των
παραγωγικών, καταλυτικών ή ανασταλτικών της διαγνωστέας έννομης συνέπειας γεγονότων.
Αντιθέτως, η εξεύρεση των εφαρμοζόμενων νομικών διατάξεων και η υπαγωγή των επίδικων
περιστατικών σε αυτές αποτελεί έργο του δικαστηρίου, ενεργούντος πάντοτε στο πλαίσιο του
υποβληθέντος αιτήματος και σύμφωνα με το περιεχόμενο του, κατά την αρχή της διαθέσεως. Βλ.
αναλυτικά Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, άρθρο 106,
http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1096&mnu=1&id=20118.
1110 Σύμφωνα με την ΑΠ 243/2015, Τράπεζα Νομικών πληροφοριών Νόμος, ως πραγματικοί

ισχυρισμοί νοούνται «οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση ή παρακώλυση του
ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, καθώς
και οι κύριοι ή πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, που αφορούν σε αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς».
Βλ. επίσης την ΟλΑΠ 3/1997, ΕλλΔνη 1997, σελ. 539, αναφερόμενη σε αυτοτελείς ισχυρισμούς
που «συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής,
ένστασης ή αντένστασης».
1111 Ως επιχειρήματα νοούνται οι μη αυτοτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι εισφέρουν γεγονότα απλώς

ενισχυτικά του πραγματικού ισχυρισμού και όχι θεμελιωτικά του υποβαλλόμενου αιτήματος. Εδώ
υπάγονται π.χ. η αιτιολογημένη άρνηση αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, η
αμφισβήτηση στοιχείων της αγωγής, η αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, η αμφισβήτηση της
βαρύτητας ορισμένου αποδεικτικού μέσου, επιχειρήματα σχετικά με νομικά ζητήματα, ισχυρισμοί
αναφερόμενοι στην ορθή ερμηνεία του νόμου κτλ. Βλ. και Κ. Μακρίδου, Πραγματικοί ισχυρισμοί
και θεμελιώδη δικονομικά συστήματα, ΕλλΔνη 2008, σελ. 322.
1112 Ο Γ. Ορφανίδης, Η αφετηρία του νομοθέτη για το άρθρο 237 ΚΠολΔ, ΝοΒ 2019, σελ. 2083-

2084, επισημαίνει ως σημείο διαφοροποίησης ότι κατά το σύστημα της έγγραφης διεξαγωγής η
δίκη κινείται στην βάση προθεσμιών, ενώ κατά την προφορική διεξαγωγή η δίκη κινείται στην
βάση δικασίμων.
1113 Βλ. και Σπ. Τσαντίνη, Η αρχή της προφορικότητας της συζήτησης στην πολιτική δίκη, Δίκη

2005, σελ. 1308.

223
Για να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εντύπωση για τα παραπάνω,
μπορούμε στη βάση της εξεταζόμενης διάκρισης, να δούμε δυο εντελώς
διαφορετικά μεταξύ τους παραδείγματα δίκης, το ένα βασιζόμενο στην
έγγραφη και το άλλο στην προφορική διεξαγωγή. Σύμφωνα με το πρώτο
σύστημα, η αντιδικία εκκινεί με την υποβολή στη γραμματεία του
δικαστηρίου του εισαγωγικού δικογράφου, το οποίο, περιέχον αναλυτική
περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα, επιδίδεται
στον αντίδικο προς γνώση του και για την προετοιμασία της υπεράσπισης
του, ενώ στο ακόλουθο διάστημα και εντός συγκεκριμένης προθεσμίας οι
διάδικοι είναι υποχρεωμένοι να καταθέσουν γραπτές προτάσεις, οι οποίες,
μαζί με τις εκατέρωθεν αντικρούσεις και προσθήκες καθορίζουν
επακριβώς το πλαίσιο της αντιδικίας. Ακολουθεί ένα στάδιο συγκέντρωσης
και γνωστοποίησης στον αντίδικο των προοριζομένων να
χρησιμοποιηθούν στη δίκη εγγράφων και η λήψη των ενόρκων
βεβαιώσεων, οι οποίες αναγκαστικά υποκαθιστούν τις μαρτυρικές
καταθέσεις, ενώ κατά τη φάση αυτή κάθε πλευρά έχει το δικαίωμα να ζητεί
από τον αντίδικο ή τρίτα πρόσωπα την επίδειξη ή αποστολή κάθε
εγγράφου χρήσιμου για την απόδειξη των επίδικων ισχυρισμών. Εν
συνεχεία, μετά την κατάθεση του αποδεικτικού υλικού, ο φάκελος της
δικογραφίας παραδίδεται στον οριζόμενο από τον πρόεδρο του
δικαστηρίου εισηγητή, ο οποίος αναλαμβάνει τη σύνταξη λεπτομερούς
εκθέσεως, στην οποία, κατόπιν εξέτασης των ιστορούμενων από τους
διαδίκους γεγονότων και των προτεινόμενων νομικών ισχυρισμών,
διατυπώνεται η γνωμοδότηση του σχετικά με την ενδεικνυόμενη λύση της
διαφοράς. Η έκθεση αυτή αναγιγνώσκεται από τους υπόλοιπους δικαστές
της συνθέσεως ώστε να διαμορφώσουν και αυτοί άποψη επί της υπόθεσης,
ενώ, κατόπιν αιτήματος περιεχόμενου στις προτάσεις των διαδίκων ή
αυτεπαγγέλτως, εφόσον διαπιστώνεται σχετική ανάγκη, διατάσσεται η
διενέργεια αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης, με την πρώτη να
διενεργείται εκτός ακροατηρίου και να συνοδεύεται από τη σύνταξη
σχετικής εκθέσεως, και τη δεύτερη να παρουσιάζεται εγγράφως στο
δικαστήριο, με την κατάθεση του σχετικού πορίσματος στη γραμματεία
του δικαστηρίου και την ακόλουθη συμπερίληψη του στο φάκελλο της
δικογραφίας. Εφόσον κρίνεται αναγκαία η προφορική παροχή εξηγήσεων
των διαδίκων ή κάποια μαρτυρική κατάθεση για τη διαλεύκανση των
σκοτεινών σημείων της υπόθεσης, αυτές ακολουθούν την ενημέρωση που
έχει παρασχεθεί προδικαστικώς στον αντίδικο ή το κείμενο της
αντίστοιχης ένορκης βεβαίωσης και ενεργούνται και πάλι με την επιμέλεια
και ενώπιον του εισηγητή δικαστή, ο οποίος οφείλει να παρουσιάσει
σχετικώς νέα αναφορά στους συναδέλφους του. Ανάγκη εμφάνισης των
διαδίκων ή των δικηγόρων τους ενώπιον του δικαστηρίου δεν υφίσταται,
αντικαθιστάμενη από την υποβολή υπομνημάτων και εγγράφων
παρατηρήσεων ως μέσων επικοινωνίας, με αποτέλεσμα να παραλείπεται
και η συζήτηση στο ακροατήριο, που δε θα είχε να προσθέσει κάτι
καινούργιο στην εκδίκαση. Τελικά, η διαφορά αποφασίζεται αποκλειστικά

224
με βάση τα υποβληθέντα έγγραφα, ενώ η εκδιδόμενη απόφαση είναι
γραπτή και δε δημοσιεύεται στο ακροατήριο με την παρουσία των
ενδιαφερομένων, αλλά απλώς κατατίθεται στη γραμματεία του
δικαστηρίου ώστε να μπορούν οι συμμετέχοντες να λάβουν αντίγραφο της.
Ίδιοι κανόνες ισχύουν και στη δίκη των ενδίκων μέσων, όπου το ανώτερο
δικαστήριο δεν εξετάζει τα πραγματικά γεγονότα όπως αποτυπώθηκαν
από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά διενεργεί κυρίως νομικό έλεγχο ως
προς την ορθή υπαγωγή του ιστορικού της διαφοράς στους οικείους
κανόνες δικαίου.
Στον αντίποδα, μια αμιγώς προφορική διαδικασία περιλαμβάνει βέβαια
την έγγραφη προδικασία, κατά την οποία διεξάγονται όλες οι αναγκαίες για
την προετοιμασία της συζήτησης πράξεις, όπως η κατάθεση του
εισαγωγικού ενδίκου βοηθήματος, η κλήση του εναγομένου και των
μαρτύρων στο ακροατήριο κτλ., χωρίς να αποκλείεται η τέλεση κάποιων εξ
αυτών (π.χ. άσκηση της αγωγής ή του ενδίκου μέσου) και προφορικώς, υπό
την προϋπόθεση της σύνταξης σχετικής εκθέσεως, πέραν αυτού του
περιορισμένου πλαισίου όμως δεν προβλέπεται η ανταλλαγή άλλων
εγγράφων, των δυο πλευρών επιφυλασσομένων να παρουσιάσουν τα
επιχειρήματα τους ζωντανά ενώπιον των δικαστών, οι οποίοι
προσέρχονται στη δικάσιμο ανεπηρέαστοι και χωρίς καμία προηγούμενη
ενημέρωση για το τι θα διαμειφθεί κατά τη συζήτηση 1114. Την ημέρα της
δίκης, οι αντίδικοι παρίστανται στο ακροατήριο μετά των συνηγόρων και
των μαρτύρων τους και η διαδικασία εκκινεί με την προφορική έκθεση του
ιστορικού της διαφοράς και των εκατέρωθεν ισχυρισμών, αρχικά από τον
ενάγοντα, που λαμβάνει πρώτος το λόγο, και εν συνεχεία από τον
εναγόμενο, ενώ τα μέρη διατηρούν το δικαίωμα δευτερολογίας, κατά την
οποία μπορούν να απαντήσουν στα επιχειρήματα της άλλης πλευράς. Οι
τυχόν υποβαλλόμενες προτάσεις δεν έχουν επίσημο χαρακτήρα, αλλά
αποτελούν πρόσθετο και συμπληρωματικό έγγραφο προς υποβοήθηση της
μνήμης των διαδίκων και των δικαστών, οι οποίοι πρόκειται να
αποφανθούν μόνον επί τη βάσει των επ’ ακροατηρίου λεχθέντων. Μετά τις
αγορεύσεις επακολουθεί συζήτηση με τη συμμετοχή όλων των
παραγόντων της δίκης1115, κατά την οποία τόσο ο δικαστής όσο και τα μέρη
έχουν δικαίωμα να απευθύνουν ερωτήσεις στους παρισταμένους, και
φυσικά η διεξαγωγή της αποδείξεως, η οποία διενεργείται ως εξής. Αρχικά
αναγιγνώσκεται δημοσίως στο ακροατήριο το έγγραφο αποδεικτικό υλικό,
όπως τα προσαγόμενα από τους διαδίκους έγγραφα 1116 , τα δικαστικά
1114 Βλ. και Σπ. Τσαντίνη, Η αρχή της προφορικότητας της συζήτησης στην πολιτική δίκη - μέρος
δεύτερο: δογματική θεώρηση, διαθέσιμη στη διεύθυνση http://www.kostasbeys.gr/articles.php?
s=5&mid=&mnu=0&id=23113&keyw=%F4%F3%E1%ED%F4%DF%ED%E7%F2&sr=search&pg
=, 1.2.3.
1115 Βλ. και J. A. Jolowicz, Orality and immediacy in English Civil Procedure, σελ. 605, σύμφωνα με

τον οποίο ο διάλογος του δικαστή με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τον βοηθάει να ελέγξει τη
βασιμότητα των εκατέρωθεν ισχυρισμών και να ξεκαθαρίσει τις δικές του απόψεις σχετικά με τα
αμφισβητούμενα ζητήματα.
1116 Επί των οποίων μάλιστα μπορεί να καλούνται μάρτυρες ώστε να επιβεβαιώσουν την

προέλευση και τη γνησιότητα τους.

225
τεκμήρια, το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης και, κατ’ εξαίρεσιν, οι υπό
αυστηρές προϋποθέσεις (λ.χ. ασθένεια, αποδημία, αδυναμία παράστασης
κατά την ημέρα διεξαγωγής της δίκης) γενόμενες δεκτές ένορκες
βεβαιώσεις, ενώ ακολουθεί η εξέταση των μαρτύρων των δυο πλευρών,
χωρίς περιορισμούς ως προς τον αριθμό και το πρόσωπο τους, οι οποίοι
εξετάζονται μεμονωμένα αλλά δυνητικώς, εφόσον υπάρχουν
αντικρουόμενες καταθέσεις, και κατ’ αντιπαράσταση και φυσικά
υποβάλλονται στη βάσανο της αποδοχής ερωτήσεων από τους δικηγόρους
της αντίπαλης πλευράς. Το ίδιο συμβαίνει με τους ίδιους τους διαδίκους, οι
οποίοι ως φορείς της επίδικης έννομης σχέσης είναι φυσικό να διαθέτουν
εμπιστευτικές πληροφορίες που ενδιαφέρουν το δικαστήριο, οπότε είναι
στη διάθεση του τελευταίου καθώς και της αντίπαλης πλευράς προς
εξέταση επί των επίμαχων θεμάτων. Εφόσον το δικαστήριο δεν προλάβει
να εξετάσει όλους τους μάρτυρες ή τους διαδίκους, η συζήτηση διακόπτεται
για μια σύντομη προσεχή ημερομηνία, κατά την οποία, μετά την
ολοκλήρωση των καταθέσεων, θα διεξαχθεί και η τελική συζήτηση επί της
διαφοράς, αναφερόμενη στα εξαγόμενα πορίσματα και την εν γένει
αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της
συζήτησης και τις τελικές παρατηρήσεις των δικηγόρων, οι δικαστές
ανακοινώνουν δημοσίως το περιεχόμενο της αποφάσεως τους, αν και στις
περιπτώσεις που εμφανίζουν ένα αμφιλεγόμενο νομικό ζήτημα είναι
δυνατή μια αναβολή, για λίγες όμως μέρες, ώστε να διασφαλισθεί το
γεγονός ότι οι δικαστές διατηρούν ζωντανή την εντύπωση από την ενώπιον
τους εκτυλιχθείσα διαδικασία. Η προφορικώς απαγγελλόμενη απόφαση
αναπαράγεται εν συνεχεία σε έγγραφη μορφή από τη γραμματεία και είναι
άμεσα διαθέσιμη για λήψη αντιγράφου, αλλά και για την προσβολή της με
ένδικο μέσο.
Παρατηρώντας τα δυο αυτά αντίθετα μεταξύ τους μοντέλα δίκης,
διαπιστώνουμε πόσο έχει απομακρυνθεί η δικονομία μας από το
προφορικό πρότυπο διεξαγωγής. Όσον αφορά τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα του κάθε συστήματος, όπως αυτά
καταγράφονται από τους θεωρητικούς του δικονομικού δικαίου, με την
προφορική διεξαγωγή, κατά πρώτο λόγο, επιτυγχάνεται η ζωντανή και
άμεση αντιδικία, η οποία ανταποκρίνεται πληρέστερα προς την έννοια της
ακροάσεως και τη διαλεκτική σχέση της δίκης1117, ενώ η παραστατική και
με διεισδυτικό τρόπο παρουσίαση της υπόθεσης από τον ομιλητή, ο οποίος
ανάλογα με τις αντιδράσεις των ακροατών έχει τη δυνατότητα να
εμβαθύνει ή να επανέρχεται σε προηγούμενα σημεία της ανάπτυξης του,
εγγυάται την καλύτερη κατανόηση του πλαισίου της αντιδικίας εκ μέρους

1117Σύμφωνα με τον Κ. Καλαβρό, Πολιτική Δικονομία, Κεφ. 1, §4, σελ. 262, η δίκη είναι μια
διαλεκτική σχέση, στην οποία εμφανίζεται με όλη της τη σαφήνεια η «θέση», που είναι η άποψη
του ενός διαδίκου, η «αντίθεση», που είναι η άποψη του αντιδίκου, και η «σύνθεση», που
αντιπροσωπεύεται από την απόφαση του δικαστηρίου, στην οποία συνοψίζονται τα
συμπεράσματα του επί των επίμαχων περιστατικών.

226
του δικαστηρίου1118, το οποίο άλλωστε μέσω ερωτήσεων μπορεί να ζητάει
διευκρινίσεις σχετικά με τους διάφορους ισχυρισμούς και τα ιστορούμενα
γεγονότα, επιλύοντας κατά τρόπο άμεσο τις απορίες του. Το κυριότερο
πλεονέκτημα της προφορικής διεξαγωγής,
πάντως, είναι η άμεση επικοινωνία των
δικαστών τόσο με τους διαδίκους και τους
δικηγόρους τους όσο και με τους μάρτυρες,
η οποία επιτρέπει μια κρίση περί της
ειλικρίνειας και της αξιοπιστίας τους, κατ’
εκτίμηση, πέραν του περιεχομένου της
αγόρευσης ή κατάθεσης, και όλων των
στοιχείων που συνοδεύουν την ομιλία ή την
εμφάνιση τους, όπως π.χ. την παύση ή το
δισταγμό στο λόγο, τη χροιά και τη
σταθερότητα της φωνής, τον επιτονισμό
των λέξεων1119, την άνεση ή τον εκνευρισμό
του ομιλητή, τη στάση του σώματος, τις
χειρονομίες, το κοκκίνισμα του προσώπου
Ο υπέρμαχος της προφορικότητας Πλάτων, κτλ. Τα στοιχεία αυτά πραγματικά
σε μαρμάρινη προτομή (ρωμαϊκό αντίγραφο
του πρωτότυπου έργου του Σιλανίωνα)
συνιστούν μια δεύτερη γλώσσα1120, πολλές
φυλασσόμενη στα μουσεία του Καπιτωλίου φορές πιο αποκαλυπτική από την
της Ιταλίας ομιλούμενη, η οποία προϋποθέτει για την
κατανόηση της τη φυσική παρουσία του
δικαστή κατά την αγόρευση ή κατάθεση και δε δύναται να αποδοθεί ούτε
με την τήρηση μαγνητοφωνημένων πρακτικών, τα οποία αποτυπώνουν
μόνο το λεκτικό μέρος της ομιλίας, ούτε με τη χρήση σύγχρονων μέσων
οπτικοακουστικής καταγραφής της διαδικασίας, η οποία, πέραν του ότι δεν
εφαρμόζεται στη χώρα μας, επίσης αδυνατεί να αντιπαραβληθεί με τη
ζωντανή διαδικασία. Πλεονέκτημα της προφορικής διεξαγωγής συνιστά,
άλλωστε, όπως έχουμε αναφέρει, η προώθηση των σκοπών της
δημοσιότητας, υπό την έννοια ότι μόνο η εκτυλισσόμενη προφορικώς
διαδικασία, με την προφορική προβολή των ισχυρισμών, την εξέταση των
μαρτύρων και την ανάγνωση των κρίσιμων εγγράφων μπορεί να γίνει

1118 Βλ. και Γ. Ράμμο, Σύστημα Πολιτικής Δικονομίας (Glasson Em. - Tissier Al. - Morel R.), Τόμος
Γ΄, §456, σελ. 36-37, σύμφωνα με τον οποίο «η εκ της προφορικής συζητήσεως σχηματιζομένη
εντύπωσις είναι ζωηροτέρα και βαθυτέρα της εκ της μελέτης της δικογραφίας προκυπτούσης».
1119 Το έγγραφο κείμενο διαθέτει για το σκοπό αυτόν τα σημεία της στίξεως, όπως τα κόμματα,

τις άνω τελείες και τα θαυμαστικά, τα οποία ασφαλώς βοηθούν τη ροή της ανάγνωσης, δε
μπορούν όμως να αποδώσουν πιστά τον επιτονισμό των λέξεων και την έμφαση που δίδει ο
ομιλητής σε κάποια σημεία του λόγου του. Προς την κατεύθυνση αυτή, λύση προσφέρει εν μέρει
το ηλεκτρονικό κείμενο, όπου το χρησιμοποιούμενο πρόγραμμα παρέχει τη δυνατότητα έντονης
ή πλάγιας γραφής προκειμένου να τονίσουμε ορισμένα χωρία.
1120 O Michael D. Roth, Laissez-faire videoconferencing: Remote witness testimony and adversarial

truth, UCLA Law Review, Volume 48, October 2000, διαθέσιμη και διαδικτυακώς στη διεύθυνση
http://www.caldwell-leslie.com/pdf/ucla_law_review.pdf, με περαιτέρω παραπομπές,
αναφερόμενος στους μάρτυρες, περιγράφει την εν γένει συμπεριφορά τους στο ακροατήριο ως
‘’wordless language’’, η οποία βαρύνει συχνά πολύ περισσότερο από το περιεχόμενο της
κατάθεσης τους.

227
κατανοητή και να παρακολουθηθεί από το κοινό, στερούμενο, όπως είναι
ευνόητο, ενδιαφέροντος για μια δίκη περιοριζόμενη στην τυπική
παράσταση των διαδίκων στο ακροατήριο. Υπό την άποψη αυτή, η
προφορικότητα της συζήτησης συνιστά το βασικό όρο και εγγύηση για την
πραγμάτωση της αρχής της δημοσιότητας 1121 , που χωρίς αυτήν
πραγματικά απομένει κενό γράμμα, σε σημείο να μπορεί να γίνεται λόγος
μέχρι και για παραβίαση αυτής, όπως καταφάσκει η νομολογία των
ποινικών μας δικαστηρίων 1122 , με βάση πάντως την εξόχως προφορική
ποινική δικονομία. Υπό μια γενικότερη οπτική, επισημαίνεται 1123, τέλος, ότι
η προφορικότητα της συζήτησης ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών
στην απονομή της δικαιοσύνης, ενόψει της προσωπικής επικοινωνίας των
διαδίκων με το δικαστήριο και την άλλη πλευρά, που δίνει σε αυτούς την
ικανοποίηση της δια ζώσης εκθέσεως των απόψεων τους και της
αναμέτρησης σε επίπεδο επιχειρημάτων, καθιστώντας για το λόγο αυτό
την αποδοχή της εκδιδόμενης απόφασης ευκολότερη 1124. Για τους ίδιους
λόγους, ενόψει της εμπλοκής των μερών σε ένα διάλογο υπό την αιγίδα και
την καθοδήγηση του δικαστηρίου, θεωρώ ότι η προφορικότητα της
διαδικασίας αυξάνει και τις πιθανότητες συμβιβασμού, εξεύρεσης δηλαδή
μιας κοινά αποδεκτής λύσεως, και δεν είναι τυχαίο ότι οι εναλλακτικοί
τρόποι επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών βασίζονται στη διεξαγωγή

1121 Βλ. και τη σχετική αναφορά του Αθ. Πανταζόπουλου, Η αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική
δίκη, §5β, σελ. 125, και §6α, σελ. 344.
1122 Τα ποινικά μας δικαστήρια συνδέουν στενά τις δυο αρχές, θεωρώντας την κάμψη της

προφορικότητας ως παραβίαση της δημοσιότητας της συνεδρίασης, επάγουσα ακυρότητα της


διαδικασίας κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 171§1δ και 510 §1Α ΚΠοινΔ. Πιο
συγκεκριμένα, τα ποινικά δικαστήρια αξιώνουν, αφενός, την προφορική ανάπτυξη των
αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορούμενου που παραδίδονται και σε γραπτή μορφή στο
δικαστήριο, θεωρώντας ότι το δικαστήριο έχει υποχρέωση να απαντήσει μόνο σε ισχυρισμούς
προβληθέντες προφορικώς στο ακροατήριο (βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 130/2008, Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών Νόμος, κατά την οποία «αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, οι
οποίοι διαλαμβάνονται σε έγγραφο υπόμνημά του, που δόθηκε στον διευθύνοντα τη συζήτηση και
καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχουν προβληθεί νομίμως, μόνον εφόσον από τα ίδια
πρακτικά προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή τους») και, αφετέρου, την ανάγνωση στο
ακροατήριο, έστω και εν περιλήψει, όλων των κρίσιμων αποδεικτικών εγγράφων, η παράλειψη
της οποίας θεωρείται ότι στερεί τον κατηγορούμενο από το δικαίωμα να προβαίνει σε δηλώσεις
και εξηγήσεις σχετικά με αυτά και, κατά συνέπεια, σε ακυρότητα της διαδικασίας [βλ. ενδεικτικώς
τις ΑΠ 169/2015, 706/2015 και 336/2014, όλες δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος, που με το ανωτέρω σκεπτικό αναίρεσαν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι
οποίες αντιστοίχως συνεκτίμησαν, χωρίς να έχουν αναγνώσει στο ακροατήριο, την έγγραφη
κατάθεση ανηλίκου θύματος (226§4 ΚΠοινΔ), την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος και την
προανακριτική κατάθεση μάρτυρα κατηγορίας].
1123 Βλ. Σπ. Τσαντίνη, Η αρχή της προφορικότητας της συζήτησης στην πολιτική δίκη, Δίκη 2005,

σελ. 1308.
1124 Σύμφωνα με τον Σπ. Τσαντίνη, Μερικές παρατηρήσεις για την αρχή της προφορικότητας,

ιδίως στη δίκη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, Digesta 2004, σελ. 15, «ο λόγος για τον
οποίο οι πολίτες αποδέχονται και σέβονται τις δικαστικές αποφάσεις είναι ότι συμμετείχαν σε μια
διαδικασία διαλόγου και ακούστηκαν κυριολεκτικώς, έστω και δια των πληρεξουσίων δικηγόρων
τους». Ο ίδιος συγγραφές, παραπέμποντας στον Tyler, Why do people obey the law, New Haven
1990, σελ. 71 επ., αναφέρει πως το δικαστήριο είναι το μοναδικό κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο
ορισμένοι πολίτες χαμηλών και οικονομικών στρωμάτων αντιμετωπίζουν ευγενική συμπεριφορά,
ακόμη και από το δικηγόρο του αντιδίκου, πράγμα που προωθεί το σεβασμό στη δικαιοσύνη και
τη συμμόρφωση στις αποφάσεις της.

228
τακτικών συναντήσεων των δικαστών με τα μέρη και την αναλυτική στο
πλαίσιο αυτών εξέταση των γεγονότων1125.
Από την άλλη πλευρά, ο προφορικός λόγος, όσο ευφραδής κι αν είναι ο
ομιλητής, παρουσιάζει από τη φύση του τα μειονεκτήματα της ασυνέχειας,
της γενικότητας και του πλεονασμού 1126 , στερούμενος κατά κανόνα την
στρωτή, μεθοδική, τεκμηριωμένη και λεπτομερειακή δομή του γραπτού
λόγου 1127 , ο οποίος ιδίως σε περίπλοκες υποθέσεις που απαιτούν την
παράθεση αριθμών και τεχνικών λεπτομερειών είναι το μέσο που
εξασφαλίζει την ακρίβεια στην περιγραφή και την σταθερότητα, υπό την
έννοια ότι ο αναγιγνώσκων την αγωγή ή τις προτάσεις δικαστής έχει
πάντοτε ενώπιον του τα στοιχεία της δίκης, δυνάμενος να ανατρέχει ανά
πάσα στιγμή στο κείμενο ώστε να διαπιστώνει ασφαλώς τα ιστορούμενα
γεγονότα και να εμβαθύνει στους προβαλλόμενους ισχυρισμούς 1128, για τον
πρόσθετο λόγο ότι η απόφαση δεν εκδίδεται αμέσως μετά το πέρας της
συνεδρίασης αλλά αρκετές εβδομάδες ή μήνες μετά, οπότε η συγκράτηση
λεπτομερειών , μη αποτυπούμενων άλλωστε στα πρακτικά, αποβαίνει
αδύνατη. Η έγγραφη προβολή των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων
μέσω των εισαγωγικών δικογράφων και των προτάσεων συμβάλλει,
εξάλλου, στον σαφή καθορισμό του πλαισίου της αντιδικίας, κατά τρόπο
ώστε να αποφεύγεται, αφενός, ο αιφνιδιασμός του αντιδίκου1129, ο οποίος
έχει τη δυνατότητα να προετοιμάσει με άνεση χρόνου την υπεράσπιση του,
και, αφετέρου, το φαινόμενο της προσέλευσης των δικαστών στη
συζήτηση ανενημέρωτων και, κατά συνέπεια, ανέτοιμων να διακριβώσουν
αποτελεσματικώς τα αμφισβητούμενα σημεία της διαφοράς. Πέραν αυτού,
η προφορική διαδικασία προϋποθέτει και επιβραβεύει τη ρητορική

1125 Στο σημείο αυτό μπορούμε να παραθέσουμε τις διαπιστώσεις του Άγγλου δικαστή William
Blackstone, παρατιθέμενες από τον John H. Langbein, The Disappearance of Civil Trial in the
United States, Yale Law Journal 2012, σελ. 525, σύμφωνα με τις οποίες το 99% των διαφορών που
καταλήγουν σε δικαστήριο πηγάζουν από αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά, ενώ μόνο
το 1% ανάγονται σε κάποιο νομικό ζήτημα. Αν ένα δικονομικό σύστημα βρει τον τρόπο να
ερευνήσει λεπτομερώς και να διαλευκάνει τα γεγονότα προδικαστικώς, στο πλαίσιο των
συναντήσεων του δικαστή με τα μέρη, το πλέον πιθανό είναι ότι τα μέρη θα καταλήξουν σε μία
συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς αλλά και το δικαστήριο θα έχει τη δυνατότητα να απορρίψει
ένα μεγάλο ποσοστό αυτών ως αβάσιμων.
1126 Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό μπορεί βέβαια να εκληφθεί και ως πλεονέκτημα, υπό την

έννοια ότι ο ακροατής δε μπορεί να συγκρατήσει όλα όσα λέει ο ομιλητής, ο οποίος αναγκαστικά
πρέπει να επανέλθει και να τονίσει ορισμένα σημεία του λόγου που θέλει να αποτυπωθούν στη
μνήμη του. Σύμφωνα με τον Walter Ong, Orality and literacy, βιβλίο αναρτημένο στη διεύθυνση
http://dss-edit.com/prof-anon/sound/library/Ong_orality_and_literacy.pdf, σελ. 40, ο δημόσιος
αγορητής είναι υποχρεωμένος και για λόγους εντυπώσεων να επαναλάβει ορισμένα σημεία του
λόγου του, καθότι μια μεγάλη παύση ή δισταγμός θα εκληφθεί αρνητικά από το κοινό, κάτι που
αποφεύγεται με την επανάληψη ορισμένων πραγμάτων τη στιγμή που ο ομιλών επεξεργάζεται
στο μυαλό του τη συνέχεια του λόγου.
1127 Βλ. και Κ. Καλαβρό, Πολιτική Δικονομία, Κεφ. 1, §4, σελ. 262.
1128 Βλ. και Θ. Καρακίτσο, Η αμεσότητα στην αποδεικτική διαδικασία, σελ. 86, κατά τον οποίο η

προφορική διαδικασία ενέχει τον κίνδυνο της αποκόμισης παροδικής και επιπόλαιης εντύπωσης
εκ μέρους των δικαστών, που αδυνατούν να συγκρατήσουν όλα τα διαδραματιζόμενα ενώπιον
τους.
1129 Γ. Ράμμο, Σύστημα Πολιτικής Δικονομίας (Glasson Em. - Tissier Al. - Morel R.), Τόμος Γ΄, §456,

σελ. 36.

229
δεινότητα, στοιχείο στο οποίο ενδέχεται να υστερεί κάποιος, ακόμη και αν
είναι καλός νομικός 1130 , με αποτέλεσμα την αύξηση της πιθανότητας να
επικρατήσει στη δίκη όχι η πλευρά που διαθέτει τα βασιμότερα
επιχειρήματα αλλά η έχουσα υπέρ αυτής τον πιο εύγλωττο και
παραστατικό συνήγορο, ο οποίος με τον αγωνιστικό και επιθετικό του τόνο
θα αφήσει την εντονότερη εντύπωση στο δικαστήριο. Υπ’ αυτή την άποψη,
η προφορική διεξαγωγή φαίνεται να μας απομακρύνει από την ουσιαστική
αλήθεια, δίνοντας το προβάδισμα στη ρητορεία και την προσπάθεια
εντυπωσιασμού του δικαστή, στοιχεία τα οποία ενισχύονται σε περίπτωση
που στο ακροατήριο παρευρίσκεται ο ίδιος ο διάδικος, οπότε ο δικηγόρος
αναμένεται να υπερβάλλει στην προσπάθεια να δικαιολογήσει, μεταξύ
άλλων, και την αμοιβή του. Στις ανωτέρω παραδοχές θα πρέπει να
προστεθεί και η ψυχολογική επιβάρυνση την οποία συνεπάγεται, ιδίως για
έναν νέο και άπειρο δικηγόρο, αλλά και γενικώς για έναν συγκεκριμένο
τύπο ανθρώπων (περισσότερο εσωστρεφών ή συνεσταλμένων), η
προφορική διεξαγωγή της διαδικασίας και η συνυφασμένη με αυτήν έριδα
και αντιπαράθεση με τον αντίπαλο συνήγορο και μάρτυρα (ενίοτε και με
τους δικαστές), φαινόμενα τα οποία σε μεγάλο βαθμό αποφεύγονται στο
πλαίσιο της έγγραφης διεξαγωγής, η οποία υπό την έννοια αυτή συμβάλλει
στην επικέντρωση στην ουσία των εκατέρωθεν επιχειρημάτων και γενικώς
σε μια πιο πολιτισμένη αντιδικία, με το αντίστοιχο φυσικά μειονέκτημα της
αδυναμίας εμβάθυνσης στο πραγματικό της υπόθεσης και της αποκάλυψης
αθέατων πτυχών της, τις οποίες π.χ. δύνανται να αποκαλύψουν αυστηρές
και πιεστικές ερωτήσεις προς τον μάρτυρα της άλλης πλευράς.
Ύστερα τίθεται το θέμα της οικονομίας της δίκης, βασική παράμετρος
στην προσέγγιση του δικονομικού νομοθέτη, με την οποία δε φαίνεται να
συμβαδίζουν οι μακροσκελείς αγορεύσεις των συνηγόρων και η διεξαγωγή
χρονοβόρων μαρτυρικών καταθέσεων στο ακροατήριο, αν και
αντιπαρατηρείται ότι πρόβλημα καθυστερήσεων δημιουργούν και τα
εκτενέστατα πολλές φορές δικόγραφα1131, τα οποία, πέραν της ποιότητας
του κειμένου από υφολογικής απόψεως 1132 , θέτουν το δικαστή και τον
1130 Χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμα αποτελεί ο συγκαταλεγόμενος μάλιστα στον κατάλογο
των δέκα Αττικών ρητόρων Ισοκράτης, ο οποίος αποσύρθηκε από τη δικηγορία λόγω έλλειψης
της απαραίτητης δυνατής φωνής και σκηνικής παρουσίας, διαπρέποντας εν συνεχεία ως
φιλόσοφος και διδάσκαλος της ρητορικής. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η μνεία του Πλούταρχου,
στον βίο του Αλκιβιάδη (κεφ. 13), όπου, ομιλών περί του πολιτικού του αντιπάλου Φαίακα,
παραθέτει την ρήση του κωμικού Εύπολη, κατά την οποία ο Φαίαξ ήτο «λαλεῖν ἄριστος,
ἀδυνατώτατος λέγειν», δηλαδή ικανότατος να συζητάει, αλλά πολύ αδύναμος στη (δημόσια)
ομιλία.
1131 Προσωπικά έχει τύχει να αντιμετωπίσω ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής εκτάσεως 100

σελίδων, η οποία μεταξύ άλλων εμπεριείχε αναφορές στην διαχείριση των οικονομικών της χώρας
και στην ευθύνη των Τραπεζών για την οικονομική κρίση, παράμετροι οι οποίες, όση αλήθεια και
αν ενέχουν, δεν σχετίζονταν με το αντικείμενο της διαφοράς.
1132 Είναι αλήθεια ότι ο λόγος που περιέχεται στα δικόγραφα δεν αποτελεί και το πιο ελκυστικό

κείμενο για τον αναγνώστη, ενόψει της προσέγγισης των δικηγόρων, που ακολουθούν
τυποποιημένα κείμενα, επικολλώντας πολλές φορές ολόκληρες παραγράφους δικαστικών
αποφάσεων, αλλά και γενικώς της ξηρότητας και της έλλειψης φαντασίας του νομικού λόγου, ο
οποίος πολλές φορές αρκείται στην παράθεση γεγονότων και νομικών διατάξεων, με ένα στείρο
και πραγματιστικό τόνο. Βλ. σχετικώς και την παρατιθέμενη από τον Σπ. Τσαντίνη, Η αρχή της

230
αντίδικο σε μία διαδικασία σταχυολόγησης του κειμένου προς ανεύρεση
των ουσιαστικών ισχυρισμών, τους οποίους εν συνεχεία καλούνται να
κρίνουν ή να αντικρούσουν, αντιστοίχως, έναν προς έναν, σε μια
κοπιαστική και χρονοβόρα προσπάθεια 1133 , στο πλαίσιο της οποίας
αναγκαστικά θα επιστρατεύσουν και αυτοί τυποποιημένες φόρμες και
νομολογιακές παραπομπές πολλές φορές άσχετες προς το
αμφισβητούμενο ζήτημα. Υπό την άποψη αυτή, το πρόβλημα της
καθυστέρησης φαίνεται απλά να μετατίθεται από τη δικαστική αίθουσα
στα δικαστικά και δικηγορικά γραφεία και στους ώμους των νομικών, που
πραγματικά πολλές φορές περνούν μια ζωή χαμένη μέσα στους φακέλλους
δικογραφίας και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Εξ επόψεως
εξοικονόμησης χρόνου (και χρημάτων) των ίδιων των διαδίκων, πάντως,
τα πρωτεία απονέμονται σαφώς στην έγγραφη διεξαγωγή, η οποία εν
αντιθέσει με την προφορική δεν υποβάλλει τους ίδιους ή τα κοντινά τους
πρόσωπα στη διαδικασία μετακίνησης προς το δικαστήριο για παράσταση
στη συζήτηση αλλά και προς διενέργεια των διαφόρων διαδικαστικών
πράξεων, τις οποίες αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου ο πληρεξούσιος δικηγόρος,
πλεονέκτημα που γίνεται αντιληπτό αν αναλογιστούμε την επικρατούσα
στην ποινική δίκη κατάσταση, όπου λόγω των πολλών αναβολών και
διακοπών, ενόψει της συχνής απουσίας κατηγορουμένου και μαρτύρων και
του πλήθους των τελευταίων, ένας σημαντικός πολλές φορές αριθμός
προσώπων θα πρέπει να επισκέπτεται τακτικά το δικαστήριο, κάτι που
ισοδυναμεί με πολλές χαμένες ώρες εργασίας. Την αξία και χρησιμότητα
του έγγραφου τύπου θα πρέπει να αναγνωρίσουμε, τέλος, πέραν του
πλαισίου της συζητήσεως, αναφορικά με τις επιχειρούμενες κατά την
προδικασία και εκτός του ακροατηρίου πράξεις, με κυριότερες την άσκηση
των ενδίκων βοηθημάτων και ενδίκων μέσων, οι οποίες επιβάλλεται να
γίνονται εγγράφως, διότι με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η προσοχή των
διαδίκων στη σοβαρότητα και τα αποτελέσματα των ενεργειών τους,
παρέχεται σε αυτούς η εγγύηση και ασφάλεια περί της υπό ορισμένο
περιεχόμενο επιχείρησης τους, διευκολύνεται η απόδειξη τους αλλά και,
γενικώς, προωθούνται οι σκοποί της διαφάνειας και της ταχύτητας στην
απονομή της δικαιοσύνης1134.
Η όλη συζήτηση αναφορικά με τις αρετές του ενός ή του άλλου
συστήματος μπορεί άνετα να αναχθεί σε μία ευρύτερη αντιπαράθεση και
σύγκριση των αρετών και μειονεκτημάτων του προφορικού και του

προφορικότητας της συζήτησης στην πολιτική δίκη, μέρος δεύτερο, 2.6, διαθέσιμη στην
ηλεκτρονική διεύθυνση http://kostasbeys.gr/ articles.php?s=4&mid=1479&mnu=3&id=23113,
άποψη του Fred Rodell, Goodbye to Law Reviews, Virginia Law Review 1936-37, σελ. 38, σύμφωνα
με την οποία «There are two things wrong with almost all legal writing. One is its style. The other is
its content».
1133 Παρεμπιπτόντως, θα πρέπει ίσως να αναφέρουμε, προς υποστήριξη του έγγραφου τύπου, ότι

ο μέσος άνθρωπος διαβάζει 2-3 φορές ταχύτερα απ’ ό,τι ακούει ή βλέπει, ενώ επίσης ένας καλός
ομιλητής μπορεί να εκστομίσει το πολύ 150 λέξεις ανά λεπτό, διάστημα στο οποίο ο μέσος
άνθρωπος διαβάζει 300 λέξεις και ένας εκπαιδευμένος αναγνώστης 1000. Βλ. για τις ανωτέρω
πληροφορίες το άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη, Το τέλος του γραπτού λόγου; (06.09.2009).
1134 Βλ. και Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, II, §54, σελ. 29.

231
γραπτού λόγου, την οποία δε θα επιχειρήσουμε εδώ, αρκούμενοι στη
διαπίστωση ότι οι δυο μορφές λόγου συνδέονται με διαφορετικές
περιστάσεις επικοινωνίας και υπηρετούν διαφορετικούς στόχους,
αναδεικνύοντας τη χρησιμότητα τους ο πρώτος κυρίως σε επίπεδο
συνεννόησης και διαπραγμάτευσης των
μερών και ο δεύτερος σε επίπεδο
αποθήκευσης και διανομής της
πληροφορίας, αλλά και τεχνικότερης και
επιστημονικότερης ανάλυσης. Για το λόγο
αυτό, δεν τίθεται τόσο ζήτημα υπεροχής της
μίας μορφής επικοινωνίας έναντι της άλλης
αλλά επιτυχούς συγκερασμού τους στην
πράξη, ακόμη και στο πλαίσιο ενός
δικονομικού συστήματος, το οποίο ως πεδίο
φαίνεται να ευνοεί και να εναρμονίζεται
πληρέστερα προς την τήρηση του έγγραφου
τύπου. Υπό την άποψη αυτή, και ως προς την
επιλογή κατάστρωσης της διαδικασίας ως
Προτομή του Αριστοτέλη, μαρμάρινο προφορικής ή έγγραφης, την αξία τους
ρωμαϊκό αντίγραφο του μπρούτζινου διατηρούν και οι αριστοτελικές
έργου του Λυσίππου, φυλασσόμενη στο
Εθνικό Μουσείο της Ρώμης διαπιστώσεις περί μεσότητας , σύμφωνα
1135

προς τις οποίες1136 μια επιστήμη, καλούμενη


να αντιμετωπίσει μια κατάσταση, θα πρέπει να έχει στραμμένο το βλέμμα
της προς τη μέση οδό και να κατευθύνει προς αυτήν τις κινήσεις της, με την
επισήμανση ότι η μεσότητα δε νοείται υπό όρους γενικούς αλλά με βάση τις
συνθήκες της ρυθμιζόμενης περίπτωσης. Ως ιδιαίτερες συνθήκες θα πρέπει
να νοηθούν εν προκειμένω τόσο γενικές αρχές της δίκης, όπως το
συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα ακροάσεως, η επιβαλλόμενη
ισότητα των διαδίκων, η αναζήτηση της ουσιαστικής αληθείας, η αρχή της
οικονομίας και ταχείας εκκαθάρισης των διαφορών, η διασφάλιση της
δημοσιότητας κτλ., αλλά και τα ειδικότερα δεδομένα που τίθενται ενώπιον
του δικονομικού νομοθέτη, όπως η νομική παράδοση της χώρας, το
παράδειγμα των αλλοδαπών νομοθεσιών, η βούληση των πολιτών, οι
παρατηρήσεις του νομικού κόσμου, η κοινωνική πραγματικότητα και οι
ιδιαίτερες δικονομικές συνθήκες, όπως π.χ. ο αριθμός των υποθέσεων που
εκκρεμούν και οι διαθέσιμοι δικαστές, ώστε να επιλεγεί το μοντέλο που
δύναται να εξυπηρετήσει καλύτερα τις ανάγκες της κοινωνίας και του

1135 Για λόγους δικαιοσύνης, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η αρχική σύλληψη της ιδέας περί
μεσότητας ανήκει στον τύραννο της Λίνδου και συγκαταλεγόμενο στον κατάλογο των 7 σοφών
της αρχαιότητας Κλεόβουλο το Ρόδιο, στον αποδίδεται το ρητό «μέτρον άριστον», που
πραγματικά έχει εφαρμογή σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής μας ζωής.
1136 Βλ. Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, 1106b, κατά τον οποίο «οὕτω δὴ πᾶς ἐπιστήμων τὴν

ὑπερβολὴν μὲν καὶ τὴν ἔλλειψιν φεύγει, τὸ δὲ μέσον ζητεῖ καὶ τοῦθ’ αἱρεῖται, μέσον δὲ οὐ τὸ τοῦ
πράγματος ἀλλὰ τὸ πρὸς ἡμᾶς» (ο ειδήμονας αποφεύγει την υπερβολή ή την έλλειψη και ψάχνει
να βρει το μέσον που είναι η τελική του προτίμηση· φυσικά όχι το μέσον το σε σχέση προς το
πράγμα, αλλά το μέσον σε σχέση προς εμάς).

232
δικαιοδοτικού κλάδου. Σε συμφωνία προς τις διαπιστώσεις του Έλληνα
φιλοσόφου, οι περισσότερες δικονομικές νομοθεσίες προβλέπουν σήμερα
ένα μικτό σύστημα διεξαγωγής που συνδυάζει τον προφορικό με τον
έγγραφο τύπο1137, υπό την έννοια ότι υπάρχουν μεν διαδικαστικές πράξεις
ενεργούμενες υποχρεωτικά γραπτώς, πολλές όμως εξ αυτών, με κυριότερες
την προβολή των ισχυρισμών και την απόδειξη, δύνανται να επιχειρηθούν
κατ’ αμφοτέρους τους τύπους, χωρίς να τίθενται κανόνες ιεράρχησης
μεταξύ τους1138. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μέσω της αξιοποίησης των αρετών
αμφοτέρων των συστημάτων, επιτυγχάνεται σε επίπεδο συζήτησης,
αφενός, η εξαντλητική ανάλυση πραγματικών περιστατικών, ισχυρισμών
και αιτημάτων στα εισαγωγικά δικόγραφα και τις προτάσεις των διαδίκων
και, αφετέρου, η προφορική παροχή εξηγήσεων επί των σημαντικότερων

1137 Βλ., ως προς την τηρούμενη ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαδικασία,
τον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου, διαθέσιμο στη
https://curia.europa.eu/jcms/upload/docs/application/pdf/2012-10/rp_el.pdf, ο οποίος
προβλέπει για τις εκδικαζόμενες υποθέσεις αυτοτελές στάδιο έγγραφης και προφορικής
διαδικασίας. Πιο συγκεκριμένα, ο Κανονισμός Διαδικασίας προβλέπει:
α) το στάδιο της έγγραφης διαδικασίας (προδικασίας), που περιλαμβάνει, ανάλογα με το είδος
του ασκούμενου ενδίκου βοηθήματος, i) επί προδικαστικής παραπομπής την κοινοποίηση της
αίτησης προδικαστικής απόφασης (του εθνικού δικαστηρίου) σε όλους τους ενδιαφερόμενους
(άρθρο 98), οι οποίοι ακολούθως μπορούν να υποβάλουν υπομνήματα ή γραπτές παρατηρήσεις
(άρθρα 105§3 και 109§2), ii) επί ευθείας προσφυγής/αγωγής, την κατάθεση δικογράφου
προσφυγής και απαντήσεως για τον προσφεύγοντα (άρθρα 120 και 126) και υπομνήματος
αντικρούσεως και ανταπαντήσεως για τον καθ’ ου η προσφυγή (άρθρα 124 και 126), στα οποία
επισυνάπτονται τα σχετικά διαδικαστικά και αποδεικτικά έγγραφα, χωρίς να επιτρέπεται η
προβολή νέων ισχυρισμών εφεξής (άρθρο 127), και iii) επί αίτησης αναίρεσης αποφάσεων και
διατάξεων του Γενικού Δικαστηρίου, την κατάθεση δικογράφου αναίρεσης εκ μέρους του
αναιρεσείοντος (άρθρο 167) και υπομνήματος επί της αναιρέσεως εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου
(άρθρα 174), δυνάμενα να συμπληρωθούν, κατόπιν σχετικής άδειας του προέδρου, με
υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως (άρθρο 175),
β) ένα ενδιάμεσο στάδιο, κατά το οποίο το δικαστήριο διατάσσει δυνητικώς i) την έγγραφη
απάντηση των διαδίκων ή ενδιαφερομένων σε ερωτήσεις σχετικά με την επίδικη υπόθεση (άρθρο
61), καθώς και την παροχή πληροφοριών και την προσκόμιση εγγράφων ή στοιχείων σχετικών
με αυτήν (άρθρο 62), και ii) τη διεξαγωγή αποδείξεων (ως αποδεικτικά μέσα προβλέπονται από
το άρθρο 64 η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων, η αίτηση παροχής πληροφοριών και
προσκομίσεως εγγράφων, η εξέταση μαρτύρων, η πραγματογνωμοσύνη και η αυτοψία), με την
έκδοση σχετικής απόφασης (άρθρα 63 και 64), την οποία ακολουθεί η ενώπιον του διεξαγωγή της
αποδεικτικής διαδικασίας (άρθρα 67, 70 και 74), και
γ) το στάδιο της προφορικής διαδικασίας, το οποίο δύναται να παραλειφθεί, εφόσον το
δικαστήριο κρίνει ότι έχει επαρκώς διαφωτισθεί, βάσει των υπομνημάτων ή παρατηρήσεων που
κατατέθηκαν (άρθρο 76§2), εφόσον πάντως διεξαχθεί, είναι αφιερωμένο στις αγορεύσεις των
διαδίκων, οι οποίοι απαντούν και σε τυχόν ερωτήματα του δικαστηρίου (άρθρο 80), και στις
προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, ο οποίος αναπτύσσει τις θέσεις του με το πέρας της
συζητήσεως (άρθρο 82).
Πέραν αυτών των γενικών βημάτων, ο Κανονισμός Διαδικασίας περιέχει ειδικότερες ρυθμίσεις
επί ενδίκων μέσων (άρθρα 153-159), αναστολής εκτελέσεως απόφασης ή λήψης άλλων
προσωρινών μέτρων (άρθρα 160-166), επανεξέτασης των αποφάσεων και διατάξεων του Γενικού
Δικαστηρίου (άρθρα 191-195), γνωμοδοτήσεων (άρθρα 196-200) και ειδικών διαδικασιών
(άρθρα 201-206), στα οποία η ακολουθούμενη διαδικασία ρυθμίζεται αυτοτελώς.
1138 Βλ. και Σπ. Τσαντίνη, Η αρχή της προφορικότητας της συζήτησης στην πολιτική δίκη - μέρος

δεύτερο: δογματική θεώρηση, 1.2.4.

233
κατά την κρίση του δικαστηρίου ζητημάτων και η διαλεύκανση των
πτυχών της υπόθεσης που δε μπορούν να αποδειχθούν δι’ εγγράφων 1139.
Για να δούμε ένα παράδειγμα δίκης από την ευρωπαϊκή νομοθεσία 1140,
προχωρώ στο σημείο αυτό σε μία σύντομη παρουσίαση των σχετικών με
το εξεταζόμενο θέμα ρυθμίσεων του Code de Procédure Civile 1141 . Ο
γαλλικός Κώδικας προβλέπει βέβαια την έγγραφη προδικασία, η οποία στις
υποθέσεις της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας αρχίζει με την επίδοση στον
εναγόμενο μίας έγγραφης κλήσης περιέχουσας το αντικείμενο και το
αίτημα της αγωγής, καθώς και κατάλογο των εγγράφων στα οποία αυτή
στηρίζεται (άρθρα 53-56 CPC), και ακολουθούμενης από την κατάθεση
προτάσεων από τις δυο πλευρές (57 CPC), δια των οποίων ορίζεται το
πλαίσιο της αντιδικίας, από εκεί και πέρα όμως εισάγει μια δικονομία
φιλική προς το προφορικό σύστημα και στοχεύουσα στην αξιοποίηση των
πλεονεκτημάτων του. Έτσι στο πλαίσιο της ενεργούμενης προδικαστικώς
προκαταρκτικής έρευνας της υπόθεσης1142 προβλέπεται α) η δυνατότητα
ορισμού ιδιαίτερης συζήτησης για το ερευνώμενο θέμα (164 CPC)1143, β) η
διενέργεια αυτοψίας παρουσία των διαδίκων (179-183 CPC), γ) η κλήση

1139 Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, ως προς τον τρόπο διαμόρφωσης της πολιτικής δίκης σε διεθνές
επίπεδο, οι παρατηρήσεις του Γ. Ορφανίδη, Η τακτική διαδικασία στην πρωτοβάθμια δίκη, μελέτη
εμπεριεχόμενη στον συλλογικό τόμο «Η πολιτική δίκη σε κρίσιμη καμπή : επιστημονικό συμπόσιο
προς τιμήν του καθηγητή Νικόλαου Νίκα (2015, 4-5 Δεκεμβρίου : Θεσσαλονίκη)», σελ. 19.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, διεθνώς η διαγνωστική δίκη συντίθεται από τρία επιμέρους στάδια,
το εισαγωγικό στάδιο με την αγωγή και ενδεχομένως την τοποθέτηση του εναγομένου, το
ενδιάμεσο στάδιο ως προπαρασκευαστικό στάδιο της συζητήσεως και την συζήτηση της
υποθέσεως ως τρίτο στάδιο. Υπάρχει α) το αμερικανικό πρότυπο, που αποτελείται από ένα απλό
και μη εκτενές εισαγωγικό δικόγραφο, από το ενδιάμεσο στάδιο discovery, που αποβλέπει στην
ενημέρωση των διαδίκων και από το τελικό στάδιο, όπου οι διάδικοι παρουσιάζουν την υπόθεση
στο δικαστήριο, που έρχεται τότε το πρώτον σε επαφή με την υπόθεση, β) το αποκαλούμενο
πρότυπο του κανονικού δικαίου, που ισχύει ιδίως σε Ιταλία και Γαλλία, κατά το οποίο στην αγωγή
εκτίθενται τα πραγματικά γεγονότα, ακολουθεί το ενδιάμεσο στάδιο των αποδείξεων ενώπιον
του εισηγητή - ανακριτή δικαστή που συμμετέχει στην συζήτηση της υποθέσεως και το τρίτο
στάδιο ενώπιον του δικαστηρίου, και τέλος γ) το σύστημα της κύριας συζητήσεως της γερμανικής
οικογενείας δικαίων, όπου η αγωγή εμπεριέχει τα γεγονότα που στηρίζουν το προβαλλόμενο
δικαίωμα ενώ κατά το επακόλουθο προπαρασκευαστικό στάδιο χαρακτηρίζεται από την έντονη
συμμετοχή του δικαστηρίου και την κατά το δυνατό εξαντλητική προετοιμασία της κυρίας
συζητήσεως ως τρίτου σταδίου.
1140 Αναλυτική συγκριτική παρουσίαση για τον τρόπο διεξαγωγής της συζήτησης δύναται να εύρει

ο αναγνώστης στη μελέτη του Σπ. Τσαντίνη, Η αρχή της προφορικότητας της συζήτησης στην
πολιτική δίκη, Δίκη 2005, σελ. 1313-1326, όπου, πέραν του γαλλικού, παρουσιάζονται οι σχετικές
ρυθμίσεις της γερμανικής, αυστριακής και αγγλικής πολιτικής δικονομίας.
1141 Η ανάλυση που ακολουθεί είναι επιλεκτική, βασιζόμενη κυρίως στις ρυθμίσεις του πρώτου

βιβλίου του Code de Procedure Civile (άρθρα 1-754), που περιλαμβάνει ρυθμίσεις κοινές για όλα
τα δικαστήρια, ανεξαρτήτως του είδους της εκδικαζομένης διαφοράς. Στο δεύτερο βιβλίο (άρθρα
755-1037) ανευρίσκουμε ειδικές ρυθμίσεις για το κάθε δικαστήριο (Ανώτατο Δικαστήριο,
Εφετείο, εμπορικά και εργατικά δικαστήρια κτλ.), στο τρίτο (άρθρα 1037-1441) ρυθμίσεις
ανάλογα με το αντικείμενο της διαφοράς (π.χ. αφάνεια, γαμικές διαφορές, διαθήκες, δικαστική
συμπαράσταση, υιοθεσία κτλ.) και στο τέταρτο (άρθρα 1442-1507) ρυθμίσεις για τη διαιτησία.
1142 Η προκαταρκτική έρευνα της υπόθεσης διατάσσεται όταν οι διάδικοι υποβάλλουν σχετικό

αίτημα (143 CPC), όταν ο δικαστής διαπιστώνει ανεπάρκεια του αποδεικτικού υλικού για την
επίλυση της διαφοράς (άρθρο 144 CPC) ή όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της συντηρητικής
απόδειξης (άρθρο 145 CPC). Βλ. αναλυτικότερα τις ρυθμίσεις των άρθρων 143-154 CPC.
1143 Κατ’ αντιστοιχία με την καθ’ ημάς προβλεπόμενη συντηρητική απόδειξη, όπου απαιτείται ο

ορισμός ιδιαίτερης δικασίμου.

234
αυτών για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του δικαστηρίου ή του
εισηγητή δικαστή για την παροχή εξηγήσεων, στο πλαίσιο της οποίας
μπορεί να εξετασθούν κατ’ αντιπαράσταση (189 CPC) ή να τεθούν
αντιμέτωποι με μάρτυρες (190 CPC) 1144 , δ) η εξουσία του προδικαστικά
οριζόμενου πραγματογνώμονα να λαμβάνει προφορικές μαρτυρίες από
τρίτα πρόσωπα (242 CPC)1145 και να ζητάει συνάντηση από το δικαστή, ο
οποίος δέχεται τα πορίσματα ή τα συμπεράσματα του σε προφορική ή
έγγραφη μορφή (245 CPC), ε) η ανάθεση έρευνας σε πρόσωπο, π.χ.
κοινωνικό λειτουργό, αντιπρόσωπο επαγγελματικής οργάνωσης,
μεσολαβητή κτλ.1146, το οποίο επίσης εκθέτει τα ευρήματα του προφορικώς
ή γραπτώς στη γραμματεία του δικαστηρίου (253 CPC), στ) η παροχή
συμβουλών στο δικαστή επί τεχνικών θεμάτων (256-262 CPC)1147, η οποία
παρέχεται προφορικώς και μόνον κατ’ εξαίρεση γραπτώς (257 CPC), και ζ)
η ακρόαση ανηλίκου από το δικαστή, για την οποία ορίζεται μια άτυπη και
προφορική διαδικασία (338§1-9 CPC), ενώ στο πλαίσιο της τακτικής
αποδείξεως 1148 προβλέπεται βέβαια α) η εμμάρτυρη απόδειξη, με τους
μάρτυρες1149 να εξετάζονται ατομικά (208 CPC) ή κατ’ αντιπαράσταση με
άλλους μάρτυρες ή τους διαδίκους (215 CPC) να απαγορεύεται να
συμβουλεύονται σημειώσεις (212 CPC), να καταθέτουν για όλα τα θέματα,
ακόμη κι αν δεν αναφέρονται ρητά στην περί αποδείξεων απόφαση (213
CPC), και να δέχονται ερωτήσεις μόνο από το δικαστή, μέσω του οποίου οι
διάδικοι θέτουν και τις δικές τους ερωτήσεις (214 CPC) 1150 , έχοντας
πάντως το δικαίωμα σχολιασμού των μαρτυρικών καταθέσεων, με

1144 Προβλέπεται μάλιστα ότι οι διάδικοι, παρότι και κατά τη διαδικασία αυτή συνοδεύονται από
πληρεξούσιο δικηγόρο (άρθρο 192 CPC) πρέπει να απαντούν προσωπικά στις ερωτήσεις, χωρίς
να έχουν το δικαίωμα να συμβουλεύονται σημειώσεις (άρθρο 191 CPC). Ο δικαστής μπορεί
πάντως να ορίσει ορισμένες ερωτήσεις τις οποίες οι διάδικοι μπορούν να του απαντήσουν
εγγράφως μετά την εξέταση (άρθρο 193 CPC).
1145 Στην περίπτωση αυτή οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν ακρόαση των

συγκεκριμένων προσώπων από το δικαστή (242 CPC)


1146 Στο γενικό μέρος ο CPC δεν προβαίνει σε ακριβή προσδιορισμό του προσώπου του ιδιωτικού

αυτού ερευνητή, επιφυλασσόμενος προφανώς να το πράξει κατά τη ρύθμιση ειδικότερων


περιπτώσεων. Η γενομένη εκ μέρους μου απαρίθμηση στο σημείο αυτό είναι ενδεικτική για λόγους
κατανόησης του αναγνώστη.
1147 Σύμφωνα με το άρθρο 256 CPC, η παροχή συμβουλών προς το δικαστή προκρίνεται στις

περιπτώσεις που έχουν μεν τεχνικό χαρακτήρα, δεν απαιτούν όμως αναλυτική έρευνα ή
πραγματογνωμοσύνη για τη διαφώτιση του.
1148 Η τακτική απόδειξη διεξάγεται κατόπιν έκδοσης απόφασης που ρυθμίζει όλες τις σχετικές με

τη διεξαγωγή της λεπτομέρειες και το αν θα λάβει χώρα ενώπιον της πλήρους σύνθεσης, μέλους
της ή άλλου δικαστή. Βλ. ειδικότερα τις ρυθμίσεις των άρθρων 225-227 CPC.
1149 Σύμφωνα με το άρθρο 205 CPC, κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να καταθέσει ως

μάρτυρας, εκτός από τους στερούμενους δικαιοπρακτικής ικανότητας, οι οποίοι όμως κατά την
κρίση του δικαστηρίου μπορούν να εξετασθούν ανωμοτί. Απαγορεύεται πάντως η κατάθεση των
τέκνων επί γαμικών διαφορών (205 CPC), ενώ προβλέπεται και το δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας
γενικώς, για οποιαδήποτε δικαιολογημένη αιτία, και ειδικώς, προκειμένου περί συγγενών ευθείας
γραμμής (206 CPC).
1150 Ειδικότερα στο άρθρο 214 CPC ορίζεται ότι κατά τη μαρτυρική εξέταση οι δυο πλευρές

(διάδικοι και πληρεξούσιοι δικηγόροι) δεν παρεμβαίνουν, δεν ερωτούν, δεν προσπαθούν να
επηρεάσουν και δε μιλούν απευθείας στους μάρτυρες, άλλως μπορεί να αποβληθούν από τη
διαδικασία. Ο δικαστής μάλιστα, εκ των ερωτήσεων που του έχουν δοθεί από τα μέρη, απευθύνει
στους μάρτυρες μόνο όσες κρίνει σκόπιμες.

235
προφορικές ή έγγραφες παρατηρήσεις, όπως και ο δικαστής, που
σημειώνει στα πρακτικά την προσωπική του εντύπωση από τη
συμπεριφορά και στάση του μάρτυρα (220 CPC), και β) η τακτική
πραγματογνωμοσύνη, η οποία εφόσον δεν απαιτεί διεξοδική καταγραφή
μπορεί να επιτραπεί από το δικαστήριο να παρουσιασθεί προφορικώς
κατά τη συζήτηση, άλλως λαμβάνει τη μορφή εκθέσεως κατατιθέμενης στη
γραμματεία (282 CPC) 1151 . Από την άλλη πλευρά, από το στάδιο της
προαπόδειξης δε λείπουν οι θεσμοί της υποχρεωτικής ανταλλαγής μεταξύ
των διαδίκων των μελλούμενων να χρησιμοποιηθούν στη δίκη
αποδεικτικών εγγράφων (132-137 CPC), της επίδειξης εγγράφων, η οποία
μπορεί να απευθύνεται και κατά τρίτου προσώπου (138-142 CPC), και των
ενόρκων βεβαιώσεων (200-203 CPC) 1152 , ενώ όψεις της έγγραφης
διεξαγωγής αποτελούν επίσης η τήρηση πρακτικών και εκθέσεων για κάθε
πράξη της προφορικής διαδικασίας 1153, η κατάθεση στη γραμματεία του
δικαστηρίου έγγραφων πορισμάτων ή ευρημάτων από τους οριζόμενους
πραγματογνώμονες, ερευνητές ή συμβούλους 1154 , η θέσπιση διαδικασίας
έκδοσης διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις (1405-1425 CPC)
και διαταγής εκπλήρωσης οφειλόμενης συμβατικής υποχρέωσης (1425§1-
9 CPC) κτλ.
Σύντομη αναφορά πρέπει να γίνει και στη διεξαγωγή της συζήτησης, η
οποία κατά βάση
στηρίζεται στις
προκατατιθέμενες
προτάσεις, δύναται
όμως να αποκτήσει και
προφορικό χρώμα 1155 ,
εφόσον τα μέρη
διαθέτουν δικαίωμα
αγόρευσης ενώπιον
του δικαστηρίου, προς
σχολιασμό και
ανάλυση των
εκατέρωθεν
Άποψη του ανώτατου γαλλικού δικαστηρίου (Cour de cassation) στο Παρίσι
προβαλλόμενων
1151 Σύμφωνα με το άρθρο 283 CPC, εφόσον η έγγραφη πραγματογνωμοσύνη χρήζει
διευκρινίσεως, ο δικαστής μπορεί να καλέσει τον πραγματογνώμονα στη συζήτηση.
1152 Σύμφωνα με το άρθρο 203 CPC, αν για τη διαλεύκανση της υπόθεσης απαιτηθεί η διεξαγωγή

προκαταρκτικής έρευνας, στο πλαίσιο αυτής ο δικαστής έχει το δικαίωμα να ακροασθεί τον
ενόρκως βεβαιούντα.
1153 Βλ. ενδεικτικώς τα άρθρα 219-220 CPC για την καταγραφή των μαρτυρικών καταθέσεων.
1154 Βλ. ενδεικτικώς τα άρθρα 253 και 260 CPC, που προβλέπουν την κατάθεση στη γραμματεία

του δικαστηρίου, εκ μέρους των ερευνητών ή των συμβούλων, των υποστηρικτικών της έρευνας
ή συμβουλής τους εγγράφων.
1155 Σύμφωνα με τον Σπ. Τσαντίνη, Η αρχή της προφορικότητας της συζήτησης στην πολιτική

δίκη, Δίκη 2005, σελ. 1315, «στο γαλλικό δίκαιο η προφορικότητα έχει μακρά παράδοση ως
κουλτούρα και ως μορφή προβολής των πραγματικών αλλά και νομικών ισχυρισμών των διαδίκων»,
εκεί δε «επιζεί ακόμη η έννοια της λογομαχίας (debat oral) και της αγορεύσεως (plaidoirie) στην
πολιτική δίκη».

236
ισχυρισμών. Προς την κατεύθυνση αυτή, το λόγο λαμβάνει πρώτα ο
πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος και εν συνεχεία ο συνήγορος του
εναγόμενου (440 CPC), με τον εισαγγελέα, όπου παρίσταται 1156 , να
αγορεύει τελευταίο (443 CPC). Ενδεικτική του βάρους που δίνεται στην
προφορικότητα είναι η ρύθμιση του άρθρου 441 CPC, που επιτρέπει στους
διαδίκους, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου η αντιπροσώπευση από
δικηγόρο είναι υποχρεωτική, να παρεμβαίνουν εκθέτοντας προφορικά τις
παρατηρήσεις τους, ενώ γενικώς το δικαστήριο προσκαλεί τις δυο πλευρές
να εκφράζονται σαφώς γύρω από όλα τα νομικά και πραγματικά ζητήματα
της διαφοράς (442 CPC), έχοντας επίσης το δικαίωμα να διατάξει
επανάληψη της συζήτησης στις περιπτώσεις που διαπιστώνει ότι αυτοί δεν
είχαν την ευκαιρία να αντικρούσουν τους σε βάρος τους ισχυρισμούς (444
CPC)1157. Εφόσον κρίνει ότι έχει ενημερωθεί επαρκώς για τα εξεταζόμενα
θέματα, το δικαστήριο μπορεί να διακόψει την αγόρευση του δικηγόρου ή
τις εξηγήσεις του διαδίκου (440 CPC), ρύθμιση που εξυπηρετεί την
οικονομία της δίκης επιτυγχάνοντας την αποφυγή επαναλήψεων και
άσκοπων αγορεύσεων, ενώ επίσης ορίζεται ότι μετά τη συζήτηση τα μέρη
δεν έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν υπομνήματα προς υποστήριξη
των θέσεων τους και γενικώς σχολιασμό της προφορικής διαδικασίας (445
CPC), με εξαίρεση την περίπτωση όπου τελευταίος ομίλησε ο εισαγγελέας,
οπότε έχουν το δικαίωμα να του απαντήσουν, αλλά και επί σχετικού
αιτήματος του δικαστηρίου, προς διασάφηση των υποβληθέντων
ισχυρισμών.
Πέραν της γενικής αυτής ρήτρας, η γαλλική δικονομία περιλαμβάνει
ειδικές ρυθμίσεις ανάλογα με το είδος του δικαστηρίου, όπως π.χ. α) για την
τακτική διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Δικαστηρίου (Tribunal de
grande instance), όπου η διαφορά αποφασίζεται κυρίως με βάση τις
έγγραφες προτάσεις των μερών, οι οποίες περιλαμβάνουν αναλυτική
αναφορά και εξειδίκευση των ισχυρισμών και συνοδεύονται από όλα τα
σχετικά έγγραφα (753 CPC), με τους διαδίκους να δικαιούνται πάντως και
σε προφορική ανάπτυξη τους κατά την οριζόμενη δικάσιμο 1158 , ενώ θα
πρέπει να σημειωθεί και η δυνητική σύνταξη εισηγητικής εκθέσεως, η
οποία χρησιμεύει για τη διαφώτιση του δικαστηρίου και δεν

1156 Σύμφωνα με το άρθρο 431 CPC, ο εισαγγελέας παρίσταται υποχρεωτικά σε υποθέσεις όπου
επέχει θέση κυρίου διαδίκου, σε υποθέσεις όπου αντιπροσωπεύει άλλα πρόσωπα, καθώς και όπου
η παρουσία του προβλέπεται από το νόμο. Στις υπόλοιπες υποθέσεις, δεν απαιτείται να
παρευρίσκεται στο ακροατήριο, αλλά, εφόσον θελήσει, έχει το δικαίωμα να υποβάλλει τη γνώμη
του μέσω υπομνήματος ή προφορικώς κατά τη συζήτηση.
1157 Η επανάληψη της προφορικής συζήτησης είναι επίσης υποχρεωτική σε περίπτωση που μετά

από αυτήν επήλθε αλλαγή στη σύνθεση του δικαστηρίου (445 CPC).
1158 Η γαλλική δικονομία περιλαμβάνει και στο στάδιο αυτό, πάντως, αρκετές ρυθμίσεις που

προωθούν τη συνεργασία του δικαστή με τα μέρη, μεταξύ των οποίων μπορούμε ενδεικτικώς να
μνημονεύσουμε το άρθρο 759 CPC, που προβλέπει σύσκεψη του προέδρου του δικαστηρίου με
τους πληρεξουσίους δικηγόρους, ώστε να εξεταστούν τα επίμαχα θέματα, σύσκεψη η οποία
δύναται μάλιστα να επαναληφθεί εφόσον ο δικαστής κρίνει ότι χρειάζεται προσθήκη στις
προτάσεις ή νέα ανταλλαγή εγγράφων ανάμεσα στους διαδίκους (761 CPC), καθώς και το άρθρο
763 CPC, που προβλέπει ακρόαση των δικηγόρων από τον οριζόμενο εισηγητή, που δύναται
μάλιστα να δέχεται και τους ίδιους τους διαδίκους (767 CPC).

237
αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο (785 CPC), β) για το Ειρηνοδικείο
(Tribunal d’ instance), όπου η διαδικασία είναι προφορική, όπως συνάγεται
από σειρά ρυθμίσεων π.χ. τη δυνατότητα αυθόρμητης προσέλευσης των
διαδίκων ενώπιον του δικαστηρίου για την επίλυση της διαφοράς τους
(829 CPC), τη δυνατότητα προφορικής υποβολής αιτήματος
συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς (830 CPC), τη μορφή της
συμβιβαστικής επέμβασης του μεσολαβητή, που συναντάται με τα μέρη
(832§3 CPC) έχει το δικαίωμα να λαμβάνει μαρτυρίες κτλ. (832§4 CPC)1159,
τη ρητή πρόβλεψη περί προφορικής διεξαγωγής της συζήτησης (843 CPC),
τη δυνατότητα προφορικής άσκησης της αγωγής για απαιτήσεις μέχρι
4.000 ευρώ (847§1 CPC) κτλ., γ) την ενώπιον των Εμποροδικείων
(Tribunaux de commerce) και των εργατικών δικαστηρίων διαδικασία,
όπου επίσης η συζήτηση είναι προφορική (871 και 879 CPC) κτλ., δ) την
ενώπιον του Εφετείου (Cour d’ appel) διαδικασία που είναι περισσότερο
προσανατολισμένη προς το έγγραφο πρότυπο 1160 , διαφοροποιείται
πάντως σημαντικά ανάλογα με την επιλογή των μερών να επιλέξουν τη
procédure avec représentation obligatoire (900-930 CPC), που επιτάσσει
την υποχρεωτική αντιπροσώπευση από δικηγόρο σε όλα τα στάδια της και
ιδίως κατά τη συζήτηση 1161 , και την procédure sans représentation
obligatoire (931-949 CPC), η οποία προσομοιάζει με την πρωτοβάθμια και
επιτρέπει ενεργότερη συμμετοχή των μερών, και τέλος ε) την ενώπιον του
αναιρετικού δικαστηρίου (Cour de cassation) διαδικασία, που στηρίζεται
βέβαια στην υποβολή υπομνημάτων, καταλείποντας όμως πεδίο στην
προφορικότητα, καθώς στο ακροατήριο ακούγονται ο εισηγητής, που
παρουσιάζει προφορικά την έκθεση του επί της διαφοράς (1013 CPC), ο
εισαγγελέας (1019 CPC), οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, εφόσον το ζητήσουν
(1018 CPC) και οι ίδιοι οι διάδικοι, κατόπιν άδειας του προέδρου (1018
CPC)1162.

β. Ειδικότερα επί της έγγραφης και μαρτυρικής αποδείξεως


Μετά την ανωτέρω αναφορά, που κινήθηκε κυρίως σε επίπεδο αρχών,
κατερχόμεθα τώρα σε πρακτικό επίπεδο και στις ανάγκες της
δικαστηριακής πράξης, οι οποίες ήδη από την εποχή της ΠολΔ/1835, έχουν
στρέψει τους δικηγόρους και τους διαδίκους προς την υποβολή έγγραφων
προτάσεων αντί της προφορικής ανάπτυξης των ισχυρισμών και στην

1159 Προβλέπεται πάντως η έγγραφη ενημέρωση του ειρηνοδίκη από το μεσολαβητή για την
επιτυχία ή την αποτυχία του συμβιβασμού (832§7 CPC) και στην πρώτη περίπτωση η αποτύπωση
της συμφωνίας στο συντασσόμενο πρακτικό (832§7 CPC), που ακολούθως επικυρώνεται από τον
ειρηνοδίκη με την ενώπιον του επιβεβαίωση των μερών ότι το περιεχόμενο του ανταποκρίνεται
στη συμφωνία τους (832§8 CPC).
1160 Βλ. ενδεικτικώς το άρθρο 954 CPC, που ρυθμίζει το περιεχόμενο των προτάσεων ενώπιον του

δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, προβλέποντας μεταξύ άλλων ότι όλοι οι ισχυρισμοί πρέπει να


προτείνονται δι’ αυτών, μη επιτρεπόμενης παραπομπής στις προτάσεις του πρώτου βαθμού.
1161 Βλ. ενδεικτικώς τις ρυθμίσεις των άρθρων 913 και 923 CPC.
1162 Να σημειωθεί ότι οι αγορεύσεις διεξάγονται δημοσίως εκτός αν οι διάδικοι ζητούν τη μυστική

διεξαγωγή ή αν τίθεται ζήτημα απορρήτου ή απειλείται διατάραξη της ευταξίας της συνεδρίασης
(1016 CPC).

238
κατίσχυση κυρίως έγγραφων μέσων απόδειξης, ενόψει των αιτίων που
μνημονεύσαμε, με κυριότερα την προώθηση του έγγραφου τύπου στις
συναλλαγές, τη μηχανοργάνωση των δημοσίων αρχών και υπηρεσιών και
την εμφάνιση των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Από τη στιγμή, ειδικότερα,
που οι σημαντικότερες δικαιοπραξίες περιβάλλονται τον έγγραφο τύπο,
ανεξάρτητα από το αν αυτός προβλέπεται ως συστατικός, οπότε τα μέρη
υποχρεούνται στην σύνταξη εγγράφου, ιδιωτικού 1163 ή
συμβολαιογραφικού1164, ή απλά ακολουθείται από τους συμβαλλόμενους
για λόγους βεβαιότητας και προστασίας των συμφερόντων τους1165, όπως
π.χ. επί σύμβασης μίσθωσης ή δανείου, αναμενόμενο είναι οι παραγόμενες
εξ αυτών διαφορές να βασισθούν στην εξέταση του κειμένου της σύμβασης
που αποτελεί το πρωταρχικό αποδεικτικό μέσο. Έτσι λοιπόν, είναι αδύνατο
σήμερα να φαντασθούμε μια δίκη επί τραπεζικής οφειλής χωρίς την
προσκόμιση της δανειακής συμβάσεως, που αποδεικνύει τη σύναψη αυτής
και όλους τους επιμέρους όρους, μια μισθωτική διαφορά χωρίς το
μισθωτήριο, εκ του οποίου προκύπτει το ύψος του μισθώματος η
ημερομηνία καταβολής και οι εκατέρωθεν υποχρεώσεις, μια δίκη επί
ασφαλιστικής αποζημιώσεως χωρίς το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και τις
προσυμβατικές δηλώσεις των μερών, μια δίκη ακύρωσης της απόφασης
γενικής συνέλευσης για παράβαση του καταστατικού χωρίς το ίδιο το
καταστατικό1166 και ούτω καθ’ εξής.
Στην έγγραφη αυτή πρακτική των συναλλαγών, και εν πολλοίς ως
αποτέλεσμα αυτής, έρχεται να προστεθεί, όπως έχουμε αναφέρει, η
γραφειοκρατική οργάνωση του κράτους και των ιδιωτικών
επιχειρήσεων1167, που συμπληρώνει τα συμβατικά έγγραφα με μια σειρά

1163 Ως παραδείγματα από τον Αστικό Κώδικα μπορούμε να μνημονεύσουμε τις περιπτώσεις της
σύστασης νομικού προσώπου (63 ΑΚ), παροχής εγγυήσεως (849 ΑΚ), σύστασης ενεχύρου (1211
ΑΚ), ιδιόγραφης διαθήκης (1721 ΑΚ).
1164 Παραδείγματα εδώ αποτελούν η σύσταση ιδρύματος (109 ΑΚ), η δωρεά (498 ΑΚ), η σύμβαση

κοινοκτημοσύνης των συζύγων (1403 ΑΚ), η ιδιόγραφη και μυστική διαθήκη (1724 και 1738 ΑΚ)
και φυσικά οι δικαιοπραξίες με αντικείμενο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο (369, 1033, 1121,
1143 ΑΚ).
1165 Βλ. την ωραία ανάπτυξη του Π. Αρβανιτάκη, Ζητήματα αποδεικτικών εγγράφων κατά τον

ΚΠολΔ, σελ. 119-120, κατά την οποία «η καθιέρωση της αρχής του ατύπου των δικαιοπραξιών και
η συνακόλουθη αποδέσμευση των συμβαλλομένων από κάθε μορφή τύπου μόνο πρόσκαιρα
εξυπηρέτησε τις συναλλαγές. Όταν το εμπόριο γνώρισε την επιβεβλημένη από το πνεύμα του
οικονομικού φιλελευθερισμού ανάπτυξη, η ανάγκη άτυπης κατάρτισης των συμβάσεων εξέλιπε.
Όπως λοιπόν ο πανηγυρικός χαρακτήρας των πρωτόγονων συναλλαγών ξεπεράσθηκε από τη
διεύρυνση των συμβατικών σχέσεων σε πλαίσια ευρύτερα της κλειστής αγροτικής κοινωνίας, έτσι
και οι καθ’ ολοκληρίαν άτυπες δικαιοπραξίες δύσκολα πλέον προσαρμόζονταν στις συνεχώς
εξελισσόμενες συναλλακτικές ανάγκες και τις νέες σύνθετες μορφές συμβατικών σχέσεων. Η
έλλειψη τύπου, ειδικότερα, πολλαπλασίασε τον κίνδυνο βεβιασμένων δεσμεύσεων σε δικαιοπραξίες
με αβέβαιο περιεχόμενο, ενώ συγχρόνως δυσχέρανε και τη δυνατότητα απόδειξης των
συμφωνηθέντων όρων, σε βάρος εντέλει της ίδιας της αποτελεσματικότητας της αρχής της
ελευθερίας των συμβάσεων».
1166 Βλ. και τα άρθρα 60 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο «Η συστατική πράξη, το καταστατικό ή ο

οργανισμός του νομικού προσώπου συντάσσονται εγγράφως», και 79 ΑΚ, κατά το οποίο «Η
ιδρυτική πράξη (ιδρύματος) γίνεται είτε με δικαιοπραξία εν ζωή είτε με διάταξη τελευταίας
βούλησης. Η δικαιοπραξία εν ζωή απαιτείται να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο».
1167 Υποχρεούμενων προς τούτο, μεταξύ άλλων, και για λόγους φορολογικούς.

239
βεβαιώσεων, πιστοποιητικών, αποδείξεων κτλ., τα οποία συνήθως
αποτελούν το κύριο σώμα των αποδεικτικών εγγράφων, αποτυπώνοντας
τη νομική κατάσταση των πραγμάτων και την εξέλιξη των συμβατικών
ενοχών. Κρίσιμο ρόλο διαδραματίζουν π.χ. η ληξιαρχική πράξη θανάτου, το
πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών, το πιστοποιητικό μη δημοσίευσης
διαθήκης και το πιστοποιητικό αποποίησης κληρονομίας σε διαφορές
κληρονόμων, η έκθεση της τροχαίας, οι ιατρικές βεβαιώσεις 1168 και το
τιμολόγιο επισκευής του αυτοκινήτου1169 σε αυτοκινητικά ατυχήματα, τα
τηρούμενα βιβλία και οικονομικοί λογαριασμοί σε μια δίκη λογοδοσίας 1170,
οι βεβαιώσεις οφειλής των τραπεζών και τα πιστοποιητικά της εφορίας σε
μια δίκη υπερχρεωμένου οφειλέτη (ν. 3869/2010) 1171 , τα πιστοποιητικά
του αρμόδιου δήμου, υποθηκοφυλακείου και πολεοδομίας σε μία
διεκδικητική αγωγή, τα πιστοποιητικά του Εμπορικού Επιμελητηρίου ή του
Γενικού Εμπορικού Μητρώου σε εταιρικές διαφορές, οι συντασσόμενοι από
το διαχειριστή πολυκατοικίας πίνακες παράθεσης των κοινοχρήστων
δαπανών που αντιστοιχούν σε κάθε οριζόντια ιδιοκτησία1172, η κίνηση των
τραπεζικών λογαριασμών που τηρήθηκαν προς εξυπηρέτηση του δανείου
σε μια τραπεζική οφειλή, η έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας σε
δίκη ανάθεσης της γονικής μέριμνας 1173 κτλ., ενώ υπάρχουν βέβαια και
περιπτώσεις υποχρεωτικής συμπερίληψης εγγράφων στον φάκελλο της
δικογραφίας, όπως συμβαίνει π.χ. με τις αγωγές διόρθωσης ανακριβών
πρώτων εγγραφών ή γεωμετρικών στοιχείων στο κτηματολόγιο, όπου ο
ενάγων καλείται, ανάλογα με την περίπτωση, να προσκομίσει αντίγραφο
κτηματολογικού φύλλου, απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος,

1168 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 213/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου προς
απόδειξη της αναπηρίας του παθόντος είχε προσκομισθεί πιστοποιητικό της κλινικής όπου
νοσηλευόταν.
1169 Βλ. τις ΕιρΘεσ 4517/2015 και ΠολΠρΑθ 2349/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών

Νόμος, όπου προς απόδειξη τους ύψους των ζημιών και της οφειλόμενης αποζημιώσεως το
δικαστήριο βασίστηκε στις προσκομιζόμενες αποδείξεις και τιμολόγια παροχής υπηρεσιών του
συνεργείου.
1170 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 437/2012, ΧρΙΔ 2012, σελ. 658, όπου το δικαστήριο της ουσίας είχε

βασίσει την κρίση του στις προσκομισθείσες από την εναγόμενη διαχειρίστρια καρτέλες, στις
οποίες αναγράφονταν κατά τρόπο λεπτομερή οι εισπράξεις της επιχείρησης, η πληρωμή των
υποχρεώσεων, τα υπόλοιπα των συναλλαγών κτλ.
1171 Βλ. ενδεικτικώς την ΕιρΠατρών 220/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου το

δικαστήριο βάσισε την κρίση του στην προσκομισθείσα από τους αιτούντες βεβαίωση αποδοχών
του εργοδότη, τις συμβάσεις πιστωτικών καρτών και στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων,
το Ε9 ως προς την περιουσιακή κατάσταση κτλ., καθώς και την ΕιρΔύμης 32/2016, Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου συνεκτιμήθησαν τα πιστοποιητικά οικογενειακής
κατάστασης και διακοπής εργασιών στην εφορία, το εκκαθαριστικό της εφορίας, βεβαιώσεις
οφειλών Τραπεζών κτλ.
1172 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΠειρ 475/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, που δέχθηκε

ότι το ύψος των κοινοχρήστων δαπανών ανά μήνα, είδος και κατηγορίες αποδεικνύεται διά των
αντιστοίχων πινάκων παραθέσεως των δαπανών αυτών, οι οποίοι χρησίμευσαν ως έγγραφα
επιστηρίξεως της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής.
1173 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΑθ 5648/2008, ΕλλΔνη 2010, σελ. 506, όπου το δικαστήριο

επιφυλάχθηκε να συνεκτιμήσει κατά τη νέα συζήτηση της υποθέσεως την έκθεση κοινωνικής
έρευνας του Κέντρου Φροντίδας Οικογένειας του Δήμου Βύρωνα που συντάχθηκε για την ανήλικη
θυγατέρα των διαδίκων.

240
τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών και εισήγηση του
οικείου Κτηματολογικού Γραφείου1174. Δίπλα στους ανωτέρω παράγοντες,
θα πρέπει τέλος να σημειώσουμε την αυξανόμενη χρήση και σημασία των
ηλεκτρονικών εγγράφων και λοιπών μηχανικών απεικονίσεων 1175 , όπως
π.χ. των μηνυμάτων του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (mails) 1176 , των
γενομένων μέσω διαδικτύου αναρτήσεων, των φωτογραφιών κτλ. 1177 ,
παραγομένων με τη χρήση των νέων τεχνολογιών διαθέσιμων σε όλους
ενόψει της διάδοσης του διαδικτύου και της εισόδου στη ζωή μας των
ηλεκτρονικών υπολογιστών, των κινητών και άλλων συσκευών και
αξιοποιούμενων πλέον ως κύριων μέσων καθημερινής επικοινωνίας και
συναλλαγής.
Η κυριαρχία αυτή των έγγραφων μέσων αποδείξεως και η αυξημένη
ακρίβεια και αξιοπιστία τους αναγνωρίζεται και από το δικονομικό
νομοθέτη, ο οποίος εξοπλίζει τα έγγραφα με μια σειρά πλεονεκτημάτων, με
κυριότερο την πλήρη αποδεικτική δύναμη, η οποία καλύπτει α) επί
δημοσίων εγγράφων, στα οποία ενδεικτικώς συγκαταλέγονται πράξεις και
αποφάσεις της διοικήσεως, πιστοποιητικά δημοσίων αρχών και
υπηρεσιών, δικαστικές αποφάσεις και εκθέσεις, συμβολαιογραφικά
έγγραφα, βεβαιώσεις ή γνωματεύσεις ιατρού δημόσιου νοσοκομείου κτλ.,
i) τις ενέργειες του συντάκτη και τα γεγονότα που αναγράφεται ότι έγιναν
ενώπιον του (438 ΚΠολΔ) 1178 , ii) την ημεροχρονολογία σύνταξης του
εγγράφου, iii) τα γεγονότα την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει
ο συντάκτης (440 ΚΠολΔ)1179, iv) τις δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών,

1174 Βλ. την σχετική πρόβλεψη του άρθρου 6§3ε του ν. 2664/1998.
1175 Η τεχνολογική εξέλιξη έχει επιδράσει καταλυτικά στην εννοιολογική διεύρυνση του εγγράφου
και στην απομάκρυνση από τη μονοδιάστατη θεώρηση του ως κειμένου με χαρακτηριστικά την
ιδιόχειρη γραφή και την αναγνωσιμότητα. Βλ. αναλυτικά το πρώτο κεφάλαιο της μονογραφίας
του Γ. Κόντη «Το ηλεκτρονικό έγγραφο ως αποδεικτικό έγγραφο κατά τον Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας», που αναφέρεται στην εξελικτική πορεία της νομοθετικής θεώρησης του εγγράφου.
1176 Βλ. σχετικά με τα mail την ΜονΠρΑθ 1963/2004, Δίκη 2005, σελ. 587, η οποία στο πλαίσιο

των παραδοχών της ότι «η απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα πάνω στο μήνυμα, καθιστά
αυτόν απολύτως συγκεκριμένο για τον παραλήπτη έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να επέλθει
σύγχυση του με άλλο χρήστη του ιδίου συστήματος, ενώ η ταύτιση του με το περιεχόμενο του
μηνύματος είναι άρρηκτη», αλλά και ότι «η μοναδική για κάθε χρήστη ηλεκτρονική διεύθυνση, που
έχει ορισθεί και εφαρμοστεί από τον ίδιο τον αποστολέα, έχει τον χαρακτήρα της ιδιόχειρης
υπογραφής, έστω και αν δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της τελευταίας», απονέμει πλήρη
αποδεικτική δύναμη στο εκτυπωμένο αντίγραφο του αποσταλέντος ηλεκτρονικού μηνύματος.
Στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση γενικής συνέλευσης
σωματείου λόγω της παράτυπης σύγκλησης της από αναρμόδιο όργανο, καθώς διαπίστωσε ότι η
πρόσκληση των μελών είχε γίνει, μέσω της αποστολής mail στο ηλεκτρονικό τους ταχυδρομείο,
από το γενικό γραμματέα και όχι το διοικητικό συμβούλιο όπως προβλεπόταν, κάτι που
απεδείχθη ευχερώς από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα του αποσταλέντος μηνύματος.
1177 Βλ. ως παράδειγμα την ανωτέρω απόφαση του ΕιρΔύμης 32/2016, Τράπεζα Νομικών

Πληροφοριών Νόμος, όπου, προς απόδειξη του γεγονότος ότι η επιχείρηση (καφετέρια) της
αιτούσης λειτουργούσε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το δικαστήριο συνεκτίμησε
φωτογραφία του Google Earth και αναρτήσεις στο Facebook γενόμενες κατά την κρίσιμη περίοδο.
1178 Ως προς το σκέλος αυτό, η πλήρης αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων ανατρέπεται

μόνο με την προσβολή τους ως πλαστών, υπό τους όρους των άρθρων 460-465 ΚΠολΔ.
1179 Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα μπορούμε να αναφέρουμε την ενώπιον του

συμβολαιογράφου γενομένη και αναφερόμενη στο συμβόλαιο εξόφληση του τιμήματος, τη


διαπίστωση του συμβολαιογράφου περί πνευματικής διαύγειας του διαθέτη, καθώς τη βεβαίωση

241
εφόσον πρόκειται για έγγραφα διαθέσεως (441̇§1 ΚΠολΔ) και v) τα
αφηγηματικώς εις αυτά αναφερόμενα, εφόσον έχουν άμεση σχέση με το
δικαιοπρακτικό μέρος (441§2 ΚΠολΔ) 1180 , επιτρεπόμενης πάντως στις
τρεις τελευταίες περιπτώσεις ανταποδείξεως, και β) επί ιδιωτικών
εγγράφων, την προέλευση των δηλώσεων από τους υπογράφοντες και, επί
εγγράφων διαθέσεως, το περιεχόμενο των δικαιοπρακτικών αυτών
δηλώσεων, υπό την προϋπόθεση της μη αμφισβήτησης ή απόδειξης της
γνησιότητας της υπογραφής του εκδότη (445 ΚΠολΔ). Προνόμια της
έγγραφης απόδειξης συνιστούν επίσης η δυνατότητα καθυστερημένης
προβολής των αποδεικνυομένων εγγράφως ισχυρισμών (527 αρ. 6
ΚΠολΔ) 1181 , η δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής και διαταγής
απόδοσης 1182 , η άμεση εκτελεστότητα (904§2δ), οι περιορισμοί και η
επικουρικότητα των υπόλοιπων αποδεικτικών μέσων 1183, ενώ ενδεικτική
της αποδιδόμενης εις αυτήν προτιμήσεως είναι η καθιέρωση της ως
αναγκαίας σε ορισμένες κατηγορίες πολιτικών διαφορών, όπως π.χ. α) επί
πιστωτικών τίτλων, όπου ο δανειστής οφείλει να προσκομίσει κατά τη
συζήτηση το επίμαχο αξιόγραφο 1184 , εκ του σώματος του οποίου το
δικαστήριο μπορεί ευχερώς να διαπιστώσει όλα τα σχετικά με την
υποκείμενη απαίτηση στοιχεία (ύψος και ληξιπρόθεσμο οφειλής, αιτία μη
πληρωμής, νομιμοποίηση δανειστή) και να αποφανθεί επί των
προτεινόμενων ενστάσεων, και β) επί ανακοπής κατά της εκτέλεσης, όπου
ισχυρισμοί αφορώντες την απόσβεση της απαίτησης αποδεικνύονται μόνο
με έγγραφο ή δικαστική ομολογία του αντιδίκου1185, κάτι που σημαίνει ότι

του δικαστικού επιμελητή ότι εκείνος στον οποίο έγινε η επίδοση είναι υπάλληλος του
παραλήπτη.
1180 Σύμφωνα με την Χ. Απαλαγάκη (Ε. Μπαλογιάννη /Π. Ρεντούλη), Κώδικας Πολιτικής

Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 4η έκδοση, τόμος Α΄, σελ. 1111, άμεση συνάφεια έχουν τα
αφηγηματικώς αναφερόμενα τα οποία περιέχουν εξηγήσεις και διασαφήσεις για όρους της
σύμβασης ή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων.
1181 Βλ. και την ΑΠ 604/1992, ΕλλΔνη 1994, σελ. 82, όπου ο εναγόμενος με αγωγή πατρότητας

επικαλέστηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου την αδυναμία τεκνοποιίας του κατά το
κρίσιμο διάστημα της σύλληψης του τέκνου λόγω οργανικής παθήσεως, προσκομίζοντας προς
απόδειξη του ισχυρισμού του ιατρική γνωμάτευση του ενδοκρινολογικού τμήματος του
νοσοκομείου Ευαγγελισμός και σπερμοδιάγραμμα μικροβιολόγου. Το δικαστήριο πάντως
απέρριψε εν προκειμένω τον προτεινόμενο ισχυρισμό καθώς στα ανωτέρω ιατρικά
πιστοποιητικά δε γινόταν άμεσα λόγος για ανικανότητα προς τεκνοποιία, αλλά απλά
μνημονεύονταν ορισμένα ευρήματα, χωρίς να προκύπτει ρητώς ότι αυτά συνεπάγονται τοιαύτη
ανικανότητα.
1182 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 623, 636Α και 637 ΚΠολΔ.
1183 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 393 και 395 ΚΠολΔ ως προς τους περιορισμούς της εμμάρτυρης

και δια τεκμηρίων απόδειξης, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 237§6 και 254 ως προς την
επικουρικότητα των αποδεικτικών μέσων των μαρτύρων, της αυτοψίας, της
πραγματογνωμοσύνης και της εξέτασης των διαδίκων.
1184 Βλ. τη ρύθμιση του άρθρου 622Β§2 ΚΠολΔ.
1185 Βλ. τη ρύθμιση του άρθρου 933§5 ΚΠολΔ και για την ερμηνεία της την ΕφΑθ 3091/2007,

ΕφΑΔ 2008, σελ. 810, με περαιτέρω παραπομπές, η οποία διευκρίνιζει ότι «άμεση παραχρήμα
απόδειξη κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης (933§4 ΚΠολΔ) δεν σημαίνει απλώς
προαπόδειξη, αλλά απόδειξη μόνο με έγγραφα ή δικαστική ομολογία σε κάθε περίπτωση, ώστε δεν
επιτρέπονται άλλα μέσα και δη εξέταση μαρτύρων, ένορκες βεβαιώσεις κλπ», καθώς και ότι
«έγγραφα που παρέχουν άμεση απόδειξη είναι όχι μόνο τα συμβολαιογραφικά, αλλά και τα ιδιωτικά
έγγραφα, εφόσον έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους και η γνησιότητά τους

242
απόφαση συνεκτιμώσα άλλα αποδεικτικά μέσα, π.χ. μαρτυρικές
καταθέσεις είναι ακυρωτέα για το λόγο του άρθρου 559 αρ. 11 ΚΠολΔ 1186.
Σε αυτές τις περιπτώσεις της υποχρεωτικώς έγγραφης απόδειξης, η
δικαστική πρακτική ενδέχεται μάλιστα να προσθέτει ορισμένες ακόμη,
ανάλογα με τη φύση του υπό εξέταση
ζητήματος, όπως συμβαίνει π.χ. επί των
επιδόσεων, όπου, ενόψει της ανάγκης
βεβαιότητας ως προς τη διενέργεια
τους, παραγούσης κρίσιμες
ουσιαστικές και δικονομικές συνέπειες
για τα μέρη, η συντασσόμενη από το
δικαστικό επιμελητή έκθεση αποτελεί
το αποκλειστικό αποδεικτικό μέσο1187.
Η ανάγκη προσφυγής στην έγγραφη
απόδειξη θα πρέπει να εξετασθεί και
υπό το πρίσμα της πολυπλοκότητας
των αναφυομένων ενώπιον των
πολιτικών δικαστηρίων διαφορών1188,
η οποία επιβάλλει πολλές φορές τη
συνδρομή των δικαστών από Χάρη στη βοήθεια των σύγχρονων
επιστημονικών μεθόδων, οι σύγχρονοι δικαστές
εξειδικευμένους επαγγελματίες ώστε δε χρειάζεται να αντιμετωπίσουν το δίλημμα του
να εξεταστούν με σαφήνεια και Σολομώντα

αναγνωρίσθηκε ή αποδείχθηκε». Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα (καθ’ ης η εκτέλεση)


προέβαλε ένσταση συμψηφισμού της εκτελούμενης απαίτησης με δική της ανταπαίτηση, την
οποία απέδειξε παραχρήμα προσκομίζοντας στο δικαστήριο α) την από 04.02.2005 εξώδικη
δήλωση αναγγελίας της προς αυτήν εκχώρησης απαιτήσεως τρίτου κατά του επισπεύδοντος και
β) την από 07.02.2005 εξώδικη πρόταση συμψηφισμού των αντίθετων απαιτήσεων.
1186 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1781/1999, ΕΕΝ 2001, σελ. 381, όπου ο λόγος ανακοπής είχε ως βάση

τη σύναψη δικονομικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, παρακωλύουσας την επίσπευση


αναγκαστικής εκτέλεσης προς είσπραξη της επίδικης απαίτησης. Εν προκειμένω τα πραγματικά
περιστατικά που κατεδείκνυαν την κατάρτιση της συμφωνίας και, κατά συνέπεια, θεμελίωναν το
λόγο ανακοπής απεδείχθησαν δια μαρτυρικών καταθέσεων, μη επιτρεπτώς όμως ενόψει της
τιθέμενης από το άρθρο 933§4 ΚΠολΔ απαγόρευσης, με αποτέλεσμα την αναίρεση της εφετειακής
αποφάσεως που είχε αποδεχθεί την ανακοπή.
1187 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 114/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, κατά την οποία

«η έλλειψη της εκθέσεως επιδόσεως δεν μπορεί να αναπληρωθεί ούτε διά πιστοποιητικού που
εξέδωσε εκ των υστέρων ο επιμελητής, ούτε με όρκο, ούτε με εξώδικη ομολογία, αφού η έκθεση
επιδόσεως αποτελεί αφενός μεν συστατικό τύπο της τυπικής δικονομικής γνωστοποιήσεως,
αφετέρου δε το αποκλειστικό αποδεικτικό μέσον ορισμένων γεγονότων σχετικών με την επίδοση».
Στην προκειμένη περίπτωση, η καθ’ ης η ανακοπή είχε αντιτάξει στην ένσταση παραγραφής της
επίδικης αξίωσης αντένσταση διακοπής της παραγραφής, επικαλούμενη ως αποδεικτικό στοιχείο
του ισχυρισμού της την εξώδικη ομολογία της ανακόπτουσας στην από 27-4-1991 ανακοπή της
κατά της διαταγής πληρωμής (με αριθμό καταθέσεως 12927/ΤΠ 2146/1991), σύμφωνα με την
οποία η διαταγή της επιδόθηκε για δεύτερη φορά στις 18.04.1991. Το δικαστήριο έκρινε ότι η
εξώδικη αυτή ομολογία της ανακόπτουσας συνιστά στη συγκεκριμένη περίπτωση μη
επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο, εφόσον η έκθεση επιδόσεως αποτελεί το αποκλειστικό
αποδεικτικό μέσον ορισμένων γεγονότων σχετικών με την επίδοση.
1188 Απότοκο με τη σειρά της, όπως έχουμε αναφέρει, της ραγδαίας επιστημονικής και

τεχνολογικής προόδου που έχει συντελεσθεί τον τελευταίο αιώνα, με αυξανόμενο μάλιστα ρυθμό
τα τελευταία χρόνια, η οποία αλλάζει τόσο τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας μας όσο και την
κατανόηση μας για τον κόσμο.

243
πληρότητα ζητήματα επιστημονικού ή τεχνικού χαρακτήρα με ουσιώδη
επιρροή στην έκβαση της δίκης. Στις περιπτώσεις αυτές, για τις ανάγκες
ορθής καταγραφής και αναλυτικής παρουσίασης του αποδεικτέου
ζητήματος έχει καθιερωθεί ως υποχρεωτική η υποβολή της
πραγματογνωμοσύνης σε έγγραφη μορφή1189, κάτι που δε συνεπάγεται μεν
την εξομοίωση αυτής με τα έγγραφα από τυπικής απόψεως και
αποδεικτικής δύναμης (387 ΚΠολΔ) 1190 , εμπλουτίζει πάντως το
αποδεικτικό υλικό με ένα ακόμη έγγραφο μέσο αξιοποιούμενο από το
δικαστήριο, δηλαδή το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, με
συνηθέστερες περιπτώσεις τη γραφολογική 1191 , τη λογιστική 1192 , την
τεχνική 1193 και την ιατρική 1194 πραγματογνωμοσύνη, ενώ θα πρέπει να
1189 Βλ. το άρθρο 383 ΚΠολΔ. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό την κατάργηση της
προφορικής πραγματογνωμοσύνης με το άρθρο 30§5 και 7 του ν.δ. 958/1971, γενομένη, κατά την
εισηγητική έκθεση του διατάγματος, «ως εκ της δυσχερείας, ην εμφανίζει η απόδοσις εις τα
πρακτικά των λεχθέντων, όταν μάλιστα ανάγωνται εις επιστημονικά ή τεχνικά θέματα και των
δυναμένων να προκύψουν αμφισβητήσεων περί της πιστότητος αυτής».
1190 Βλ. την ΑΠ 1660/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ Ισοκράτης, η οποία

αναφερόμενη σε γνωματεύσεις ιατρών δημόσιων υπαλλήλων, διαπιστώνει πως «τα έγγραφα αυτά
παράγουν πλήρη απόδειξη, χωρίς να επιτρέπεται ανταπόδειξη, παρά μόνο με την προσβολή τους ως
πλαστών, για όσα βεβαιώνονται σε αυτές ότι έγιναν από το συντάκτη τους ή ότι έγιναν ενώπιον του
και επίσης πλήρη απόδειξη, κατά της οποίας όμως επιτρέπεται ανταπόδειξη, ως προς όσα
βεβαιώνονται σε αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο συντάκτης τους. Ως προς
περιεχόμενες, όμως, σε αυτές επιστημονικές εκτιμήσεις και γνώμες του συντάκτη τους, ακόμη και
σχετικά με τις επιπτώσεις που τα αναφερόμενα σε αυτές ευρήματα έχουν στην πνευματική και
σωματική κατάσταση εκείνου στον οποίο αναφέρονται, εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο
(άρθρο 340 ΚΠολΔ), όπως άλλωστε ισχύει και για το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης».
1191 Συνηθισμένη σε υποθέσεις διαθηκών και αξιογράφων, ώστε να διαπιστωθεί η αυθεντικότητα

της υπογραφής του διαθέτη ή του εκδότη. Βλ. ενδεικτικώς την περίπτωση της ΑΠ 195/2017,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου προς διαπίστωση της γραφής της διαθήκης από τη
διαθέτιδα ή άλλο πρόσωπο είχε διαταχθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο γραφολογική
πραγματογνωμοσύνη, η οποία δεν κατέληξε σε οριστικό συμπέρασμα, πλην όμως διαπίστωσε
ισχυρές ενδείξεις γραφής του κειμένου από τη διαθέτιδα, οδηγώντας το δικαστήριο στην
απόρριψη της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης.
1192 Κυρίως επί δανειακών οφειλών, αναφορικά με την εκκαθάριση της επίδικης απαίτησης, και

επί υπολογισμού εταιρικών εισφορών και μεριδίων, αμοιβών εκκαθαριστών κτλ. Βλ. ενδεικτικώς
την ΕφΠατρ 90/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία επί αγωγής επιδίκασης
δανειακής οφειλής παρήγγειλε τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης ώστε να
διαπιστωθεί α) το ακριβές ποσό τόκων (συμβατικών και καθυστερήσεως) που οφείλονται για το
επίδικο δάνειο (σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό), β) ο τυχόν
καταλογισμός σε βάρος της δανειολήπτριας τόκου επί των οφειλόμενων τόκων, καθώς και
εισφοράς του ν. 128/75, και για ποιο χρονικό διάστημα καταλογίσθηκαν τόκοι στα ανωτέρω
κονδύλια, και γ) πώς διαμορφώνεται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των ν. 2789/2000 και 3259/2004
(περί αναπροσαρμογής τραπεζικών οφειλών) η τελική οφειλή του εναγομένου.
1193 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΠειρ 428/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου το

δικαστήριο διέταξε τη διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης από τοπογράφο-μηχανικό,


ώστε να διακριβωθούν η έκταση και τα όρια του επίδικου ακινήτου και το εάν αυτό εμπίπτει σε
δασική έκταση και επομένως ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο.
1194 Συνηθισμένη σε αυτοκινητικά ατυχήματα, ως προς την έκταση της βλάβης στην υγεία του

παθόντος, και επί δικαστικής συμπαράστασης, ως προς την κατάσταση της υγείας του
συμπαραστατέου. Βλ. ενδεικτικώς για την πρώτη περίπτωση την ΑΠ 204/2013, Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου το δικαστήριο της ουσίας είχε επιφυλαχθεί να αποφασίσει
ως προς το κονδύλιο ηθικής βλάβης μετά τη διενέργεια της απαιτούμενης πραγματογνωμοσύνης,
και για τη δεύτερη την ΕφΠειρ 578/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία σε
δίκη υποβολής προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση παρήγγειλε ψυχιατρική
πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου να διαπιστωθεί με επιστημονικό τρόπο εάν η νόσος από την

244
σημειωθεί και η δυνατότητα του δικαστηρίου για συνεκτίμηση
πραγματογνωμοσύνης διεξαχθείσης στο πλαίσιο προηγούμενης δίκης ή της
ποινικής διαδικασίας1195. Στη δίκη αναγνώρισης πατρότητας ή μητρότητας,
εξάλλου, η ιατρική πραγματογνωμοσύνη συνιστά, τουλάχιστον στις
περιπτώσεις όπου οι διάδικοι δεν προσκομίζουν εξετάσεις αίματος ή DNA
του τέκνου και του φερόμενου ως γονέα, αναγκαίο αποδεικτικό μέσο (607
ΚΠολΔ) 1196 , η δύναμη του οποίου ενισχύεται και από το συναγόμενο σε
βάρος του αρνούμενου να υποβληθεί στις απαιτούμενες εξετάσεις διαδίκου
αμάχητο τεκμήριο αποδοχής των ισχυρισμών του αντιδίκου ως προς το
πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης1197.
Οι διαπιστώσεις του πραγματογνώμονα ως προς το ερευνώμενο ζήτημα
συμπληρώνονται και σχολιάζονται τις περισσότερες φορές από τις
γνωμοδοτήσεις των τεχνικών συμβούλων των διαδίκων (392§3 ΚΠολΔ),
επίσης υποβαλλόμενες εγγράφως στη συντριπτική πλειοψηφία των
περιπτώσεων, ενόψει της φύσης των εξεταζόμενων ζητημάτων και της
ανάγκης πειστικής αντίκρουσης της ενδεχομένως δυσμενούς για το διάδικο
πραγματογνωμοσύνης, όπως επίσης και από τις προσκομιζόμενες
προαποδεικτικώς, με μέριμνα των διαδίκων, ιδιωτικές (εξώδικες)
γνωμοδοτήσεις επιστημόνων κάθε κλάδου και ειδικότητας (390
ΚΠολΔ)1198, οι οποίες βοηθούν το δικαστή στη διακρίβωση των επίμαχων

οποία πάσχει η αιτούσα και η φαρμακευτική αγωγή την οποία λαμβάνει επηρεάζει εν όλω ή εν
μέρει την ικανότητά της να φροντίζει μόνη τον εαυτό της ή τις υποθέσεις της.
1195 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΘράκης 85/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου προς

απόδειξη του ισχυρισμού του ενάγοντος περί κλοπής του στελέχους της επίδικης επιταγής και
πλαστογράφησης της υπογραφής του επιστρατεύθηκε η συνταχθείσα για τις ανάγκες της
ποινικής διαδικασίας έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του Εργαστηρίου Δικαστικής
Γραφολογίας της Υποδιευθύνσεως Εγκληματολογικών Ερευνών Βορείου Ελλάδος, εκ της οποίας
απεδείχθη ότι η τεθείσα επί της επιταγής υπογραφή ήταν του ιδίου του ανακόπτοντος και (σε
βαθμό πιθανότητας) ότι τα συμπληρωθέντα στοιχεία (ημερομηνία, ποσό, κομιστής) είχαν γραφεί
από τρίτο πρόσωπο.
1196 Βλ. και τις παραδοχές της ΑΠ 908/2011, ΝοΒ 2012, σελ. 90, κατά την οποία «η ανάλυση του

αίματος είναι αποδεικτικό μέσο χρήσιμο και ακριβές ως προς τα αποτελέσματα του και δεν πρέπει
να διατάσσεται τελευταίο, διότι τούτο αντιβαίνει και στην αρχή της οικονομίας της δίκης».
1197 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1314/2013, ΧρΙΔ 2014, σελ. 429, ή οποία διευκρινίζει ότι «η άρνηση,

χωρίς να έχει ειδικούς λόγους υγείας, του εναγομένου, που φέρεται σαν πατέρα, να ανεχθεί τη
διατασσόμενη αιματολογική εξέταση, σε δίκη αναγνώρισης πατρότητας, δημιουργεί αμάχητο
τεκμήριο όχι ως προς την πατρότητα, αλλά ως προς το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης και
συνεπώς το τεκμήριο αυτό εκτιμάται ελευθέρως, κατά το άρθρο 387 ΚΠολΔ. Τεκμαίρεται δηλαδή
αμαχήτως, από την αδικαιολόγητη άρνηση του ανωτέρω, ότι, εάν η διαταχθείσα
πραγματογνωμοσύνη είχε διεξαχθεί, θα κατέληγε σε συμπέρασμα, για την ύπαρξη στο αίμα του
τελευταίου στοιχείων, τα οποία, κατά την επιστήμη, καθιστούν πολύ πιθανή την πατρότητα αυτού,
ότι δηλαδή εάν η έκθεση της πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε, είχε διενεργηθεί κανονικά, θα
περιείχε την ευνοϊκή για τον αντίδικο του φερομένου ως πατέρα απάντηση».
1198 Βλ. ενδεικτικώς τις περιπτώσεις των ΕφΠειρ 174/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών

Νόμος, όπου προς απόδειξη του γεγονότος της αλλοίωσης των μεταφερόμενων τροφίμων οι
διάδικοι είχαν προσκομίσει σειρά τεχνικών εκθέσεων εκτιμητών ζημιών και τεχνολόγων
τροφίμων, ΑΠ 1523/2014, ΕΠολΔ 2014, σελ. 765, όπου αναφορικά με την πιστοποίηση της
υπογραφής του ανακόπτοντος σε υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, περιέχουσα εξώδικη
ομολογία του ως προς το ύψος και την αιτία της επίδικης οφειλής, το δικαστήριο βασίσθηκε στην
προσκομισθείσα από τον καθ’ ου η ανακοπή βεβαίωση γραφολογικής διερεύνησης ειδικής
δικαστικής γραφολόγου, ΕφΛαμ 186/2011, όπου προς διαπίστωσης της αιτίας κατάρρευσης της
οικοδομής του ενάγοντος και ειδικότερα του αν αυτή ωφείλετο στην ελαττωματικότητα της

245
περιστατικών, καθιστώντας πολλές φορές περιττή τη διενέργεια της
πραγματογνωμοσύνης, αν και όχι πάντα, ενόψει του κατά τεκμήριο
αντικρουόμενου χαρακτήρα τους, εφόσον η συντασσόμενη με επιμέλεια
της κάθε πλευράς γνωμοδότηση λογικό είναι να διαμορφώνει το πόρισμα
της ανάλογα με το συμφέρον του 1199 . Στην κατηγορία των ιδιωτικών
γνωμοδοτήσεων εντάσσονται, εξάλλου, και οι με αυξανόμενη συχνότητα
προσκομιζόμενες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, ιδίως σε υποθέσεις
με σημαντικό διακύβευμα, γνωμοδοτήσεις νομομαθών1200, οι οποίες έχουν
πάντως την ιδιομορφία ότι δεν αναφέρονται στη διακρίβωση των
πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης αλλά στο νομικό της μέρος,
βοηθώντας το δικαστή στην κατάστρωση της μείζονος σκέψεως του
συλλογισμού της και αποτελώντας, από την άποψη αυτή, προέκταση των
νομικών επιχειρημάτων των διαδίκων και όχι αποδεικτικό μέσο 1201 . Η
ανάγκη προσκομιδής νομικών γνωμοδοτήσεων καταδεικνύει με τρόπο

κατασκευής της ή στην πλημμελή της συντήρηση ή, αντίθετα, στις εκτελεσθείσες εκ μέρους του
εναγόμενου Δήμου εργασίες διαπλάτυνσης της οδού, άνευ κατασκευής του απαιτούμενου τοιχίου
αντιστήριξης, προσήχθησαν με επιμέλεια των διαδίκων τεχνικές εκθέσεις γεωλόγων-
γεωτεχνικών και πολιτικών μηχανικών, καθώς και έκθεση τεχνικογεωλογικής εξέτασης
κατολισθητικών φαινομένων του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ),
ΑΠ 406/2006, ΝοΒ 2006, σελ. 1061, όπου για τη διακρίβωση των ορίων του διεκδικούμενου
ακινήτου προσήχθη σχετική μελέτη τοπογράφου μηχανικού.
1199 Βλ. την περίπτωση της ΜονΠρΡοδ 37/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου,

αναφορικά με τη διαπίστωση της αιτίας και της έκτασης των περιγραφομένων στην αγωγή
προβλημάτων υγρασίας στο εσωτερικό της οικίας της ενάγουσας και ειδικότερα του εάν αυτά
συνδέονται με πράξεις ή παραλείψεις του εναγόμενου ιδιοκτήτη γειτονικού διαμερίσματος,
καθώς και του κόστους αποκατάστασης της ζημίας, το δικαστήριο προσέφυγε στην παραγγελία
πραγματογνωμοσύνης, εφόσον από τις αντικρουόμενες τεχνικές εκθέσεις των μηχανικών που
προσκόμισαν οι δυο πλευρές δε μπορούσε να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα.
1200 Συνηθισμένη περίπτωση προσκόμισης νομικής γνωμοδότησης αποτελεί η ανάγκη εφαρμογής

επί της κρινόμενης διαφοράς ρυθμίσεων του αλλοδαπού δικαίου, όποτε οι διάδικοι, εξ ιδίας
πρωτοβουλίας ή κατόπιν αιτήματος του δικαστηρίου και προς υποβοήθηση του έργου του,
προσάγουν σχετική πληροφορία εκ μέρους του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού
Δικαίου ή γνωμοδότηση νομομαθούς. Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΛαρ 88/2017, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος, όπου, επί αυτοκινητικού ατυχήματος και άσκησης αγωγής από τους
συγγενείς του αλβανικής υπηκοότητας θανόντος, το δικαστήριο είχε ζητήσει την προσκόμιση εκ
μέρους ορισμένων εξ αυτών τις ανωτέρω γνωμοδοτήσεις ώστε να διαπιστωθεί με βάση τις
διατάξεις του αλβανικού δικαίου ποιοι είναι οι νόμιμοι κληρονόμοι και το μερίδιο καθενός στην
κληρονομία, καθώς και την αντίστοιχη περίπτωση της ΕφΠειρ 263/2015, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος, όπου ετέθη ζήτημα ανεύρεσης των διατάξεων του Λιβεριανού δικαίου
αναφορικά με το χρονικό σημείο παύσης της εξουσίας των οργάνων διοικήσεως της εταιρείας
συνεπεία της θέσης της σε εκκαθάριση, ώστε να κριθεί ειδικότερα αν νομίμως ασκήθηκε η υπό
κρίση έφεση από το διοικητικό της όργανο και όχι από τον εκκαθαριστή.
1201 Βλ. τις σχετικές παραδοχές της ΑΠ 1374/2002, ΝοΒ 2003, σελ. 463, η οποία, με το σκεπτικό

ότι «οι προσκομιζόμενες από τους διαδίκους κατά τη δίκη γνωμοδοτήσεις νομομαθών δεν
αποτελούν γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις αλλά συνιστούν εξωδικονομική
προέκταση των νομικών επιχειρημάτων των διαδίκων», απέρριψε ως απαράδεκτο λόγο
αναιρέσεως του άρθρου 559 αρ. 11 ΚΠολΔ περί μη λήψεως υπ’ όψιν γνωμοδότησης καθηγητή
νομικής του πανεπιστημίου.
Βλ. με τις ίδιες παραδοχές την ΑΠ 606/1986, ΝοΒ 1987, σελ. 535, όπου ενώπιον του
δικαστηρίου της ουσίας είχαν προσαχθεί γνωμοδοτήσεις καθηγητών ώστε να διασαφηνισθεί, με
βάση τις προγενέστερες του ΑΚ διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, πότε θεωρείται
πληρωθείσα η αίρεση της ατεκνίας (αν δηλαδή αρκεί η ύπαρξη θετών τέκνων ή απαιτείται η
ύπαρξη φυσικών απογόνων) και επομένως επήλθε η επαγωγή του καταπιστεύματος.

246
εμφατικό τη διάσταση της σύγχρονης πραγματικότητας από το προφορικό
πρότυπο, καθώς αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα ορισμένων υποθέσεων
και τη λεπτότητα των εξεταζομένων στο πλαίσιο τους νομικών ζητημάτων,
για τα οποία δεν αρκεί ούτε η αναλυτική αναφορά των δικογράφων, πολλώ
μάλλον η προφορική περιγραφή, απαιτουμένης αντιθέτως της συντάξεως
μιας αυτοτελούς μελέτης, όπου θα γίνει παρουσίαση των
αμφισβητούμενων ζητημάτων από όλες τις όψεις, με την παράθεση των
αντίρροπων πολλές φορές θεωρητικών απόψεων
και των πορισμάτων της νομολογίας, ως
επιστέγασμα των οποίων τίθεται η βαρύνουσα
γνώμη του συντάκτη, η οποία βέβαια είναι
ευνοϊκή για το διάδικο.
Κλείνοντας το κεφάλαιο της έγγραφης
απόδειξης, θα πρέπει να σημειώσουμε δυο ακόμα
πτυχές της δικονομίας μας ενδεικτικές της
αποδιδομένης σε αυτήν βαρύτητας. Πρόκειται
αρχικά για την κατά το άρθρο 232§1β και γ ΚΠολΔ
δυνατότητα του δικαστηρίου να ζητήσει
προδικαστικώς, κατόπιν αίτησης διαδίκου
υποβαλλόμενης με την αγωγή ή δι’ αυτοτελούς
δικογράφου1202, την αποστολή από δημόσια αρχή
ή την προσαγωγή κατά τη συζήτηση από τον
αντίδικο ή τρίτο πρόσωπο εγγράφων με
αποδεικτική σημασία για την κρινόμενη υπόθεση,
ρύθμιση αναβαθμισθείσα στο πλαίσιο της
Προτομή του δικανικού ρήτορα
Λυσία, φυλασσόμενη στο
επελθούσης με το ν. 4335/2015
Αρχαιολογικό Μουσείο της τροποποίησης 1203 υπό διττή έννοια, ήτοι, αφενός,
Νάπολης με τη συμπερίληψη στην εμβέλεια της και τρίτων
πέραν των διαδίκων προσώπων, και, αφετέρου,
με την απειλή δραστικότερων κυρώσεων, τόσο χρηματικών όσο και
δικονομικών, εφόσον πλέον ορίζεται ότι σε περίπτωση μη συμμορφώσεως

1202 Ως προς την υποχρέωση υποβολής αυτοτελούς αιτήσεως βλ. την αυστηρή στάση της ΕφΘεσ
634/1995, Αρμενόπουλος 1995, σελ. 1321, όπου η σχετική αίτηση του εναγομένου [με την οποία
ζητούσε την έκδοση διαταγής που να υποχρεώνει τον αντίδικο να προσκομίσει κατά τη συζήτηση
τα μνημονευόμενα έγγραφα (έκθεση λογοδοσίας και απόδοσης λογαριασμού προς την ΚΥΔΕΠ
σχετικά με τη διαχείριση της συγκέντρωσης σκληρού σίτου για λογαριασμό της)] είχε υποβληθεί
με τις προτάσεις και για το λόγο αυτό δεν εξετάσθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Το
Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη κρίση, προσθέτοντας ότι, και στην περίπτωση που το
υποβληθέν αίτημα ήθελε εκτιμηθεί ως αίτημα επιδείξεως εγγράφων, ήταν και πάλι απορριπτέο
ως απαράδεκτο, λόγω ελλείψεως σχετικού εννόμου συμφέροντος, εφόσον το επίμαχο γεγονός
είχε ήδη αποδειχθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα.
1203 Βλ. πάντως την παρατήρηση της Κ. Μακρίδου, Προτάσεις αλλαγής του ΚΠολΔ, ΝοΒ 2019, σελ.

2098-2099, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 232 ΚΠολΔ δεν μπορεί σήμερα να εφαρμοσθεί ακόμη
και αν υποβληθεί αίτηση από τον διάδικο, διότι στο προδικαστικό αυτό στάδιο δεν έχει ορισθεί
ακόμα εισηγητής της υπόθεσης και, κατά συνέπεια, δεν υπάρχει αποδέκτης των αιτήσεων που ο
διάδικος υποβάλλει.

247
προς την εκδιδόμενη διάταξη 1204 η συμπεριφορά αυτή του διαδίκου
εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο. Η έκδοση δικαστικής διαταγής με
θέμα την προσκομιδή εγγράφων κατά τη συζήτηση γίνεται δεκτό από τη
νομολογία ότι εμπίπτει και στην αυτεπάγγελτη εξουσία του δικαστηρίου
(107 ΚΠολΔ), συνδυαζόμενη στην περίπτωση αυτή με την κατά το άρθρο
254 ΚΠολΔ επανάληψη της συζήτησης ώστε να προσαχθούν τα κρίσιμα
έγγραφα που μπορούν να διαλευκάνουν την υπόθεση 1205, ενώ θα πρέπει
παρεμπιπτόντως να σημειωθεί ότι κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τη
συμπλήρωση ελλείψεων σχετικών με την αυτοπρόσωπη παράσταση ή την
εκπροσώπηση των διαδίκων (67§1 ΚΠολΔ), όπου το δικαστήριο μπορεί να
αναβάλλει τη συζήτηση ώστε να προσκομισθούν τα σχετικά έγγραφα 1206.
Προς την κατεύθυνση της αναζήτησης των κρίσιμων αποδεικτικών
εγγράφων, πληρέστερη είναι η προστασία που παρέχεται στο διάδικο από
τις διατάξεις των άρθρων 450-452 ΚΠολΔ, οι οποίες αποτελούν την
πραγμάτωση επί του δικονομικού πεδίου της προβλεπόμενης από το άρθρο
902 ΑΚ αξίωσης 1207 . Η σχετική αίτηση υποβάλλεται με το εισαγωγικό
δικόγραφο ή τις προτάσεις των διαδίκων στο πλαίσιο της κύριας δίκης,

1204 Σχετικά με τη νομική φύση της εκδιδόμενης εκ μέρους του δικαστηρίου πράξεως βλ. την
ΜονΠρΑθ 2974/1987, ΕλλΔνη 1989, σελ. 839, η οποία αναφέρει πως «δεν πρόκειται για
απόφαση του δικαστηρίου, που κρίνει την ύπαρξη της αξιώσεως προς επίδειξη αλλά για απλή
πράξη ή διαταγή του δικαστού, που εκδίδεται πριν ακόμη αρχίσει η συζήτηση για την κυρία
υπόθεση και που αποβλέπει στην προπαρασκευή της», προσθέτοντας ότι «η διαταγή αυτή μπορεί
μάλιστα να εκδοθεί και χωρίς να εξακριβωθεί προηγουμένως η ύπαρξη του εγγράφου, ενώ ο
διαταχθείς διάδικος μπορεί να ζητήσει την ανάκληση της από το δικαστή που την εξέδωσε ή από το
δικαστήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως». Με το ανωτέρω σκεπτικό το δικαστήριο απέρριψε
στην προκειμένη περίπτωση αίτηση ανακλήσεως (ασκηθείσα κατά τη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων) της υπ’ αριθμόν 203/22.12.1986 διατάξεως του δικαστή του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών, επί τη βάσει της οποίας είχε υποχρεωθεί να παραδώσει στον πληρεξούσιο
δικηγόρο της αντιδίκου φωτοτυπία των τιμολογίων πωλήσεων νομών Αιτωλοακαρνανίας και
Ιωαννίνων για το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο μέχρι Οκτώβριο του 1984.
1205 Βλ. την ΕφΘεσ 975/2000, Αρμενόπουλος 2000, σελ. 1132, όπου στον πρώτο βαθμό είχε

επιδικασθεί υπέρ του ενάγοντος αστυνομικού (στο πλαίσιο της βλάβης που υπέστη από τον
τραυματισμό του σε αυτοκινητικό ατύχημα) το ποσό των 16.000 μηνιαίως για απώλεια του
επιδόματος ενεργού υπηρεσίας, για την οποία πλέον δεν ήταν ικανός περιορισθείς σε καθήκοντα
γραφείου. Το Εφετείο, αδυνατώντας να διαπιστώσει το ακριβές ποσό του ειδικού αυτού
κονδυλίου αποζημιώσεως που διεκδικούσε ο ενάγων από τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία,
διέταξε με βάση το άρθρο 254 ΚΠολΔ την επανάληψη της συζήτησης, ώστε να προσκομισθεί
σχετικό έγγραφο της αρμόδιας αστυνομικής αρχής. Χαρακτηριστικό της προτίμησης του
δικαστηρίου προς την έγγραφη απόδειξη είναι ότι δεν αρκέστηκε στην κατάθεση του μάρτυρα
του ενάγοντος, ο οποίος είχε καταθέσει ότι το ποσό της ειδικής αποζημίωσης ανερχόταν σε 6.000
δραχμές εβδομαδιαίως, κρίνοντας ότι αυτή «δε μπορεί να αναπληρώσει την υπέρτερη ισχύ ενός
δημοσίου εγγράφου αναφερομένου στο ίδιο θέμα».
1206 Βλ. την ανωτέρω αναφερόμενη ΕφΠειρ 263/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος,

όπου το δικαστήριο ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης χορηγώντας στην εκκαλούσα
προθεσμία συμπλήρωσης των σχετικών με την εκπροσώπηση της ελλείψεων και επιτάσσοντας
την ειδικότερα να προσκομίσει νέο πιστοποιητικό “καλής κατάστασης” (ή άλλο πιστοποιητικό)
της αρμόδιας Λιβεριανής αρχής, το οποίο να βεβαιώνει ότι ολοκληρώθηκε, με την τήρηση των
απαιτούμενων νόμιμων διαδικασιών, η διαδικασία λύσεως της και θέσης της σε εκκαθάριση.
1207 Σύμφωνα με το άρθρο 902 ΑΚ «όποιος έχει έννομο συμφέρον να πληροφορηθεί το περιεχόμενο

ενός εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή άλλου έχει δικαίωμα να απαιτήσει την επίδειξη ή και
αντίγραφό του, αν το έγγραφο συντάχθηκε για το συμφέρον αυτού που το ζητεί, ή πιστοποιεί
έννομη σχέση που αφορά και αυτόν, ή σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια
έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου».

248
ακόμη και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, μπορεί πάντως να
αποτελέσει και αυτοτελές αντικείμενο δίκης, ιδίως στις περιπτώσεις τρίτου
κατόχου, η οποία συνήθως θα διεξαχθεί κατά τη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων, ως ειδικότερη μορφή της αίτησης προσωρινής
ρύθμισης κατάστασης1208. Η αίτηση επίδειξης, με όποια δικονομική μορφή
κι αν ασκείται, θα πρέπει να προσδιορίζει σαφώς το έγγραφο και το
περιεχόμενο του 1209 και να επικαλείται την κατοχή του από τον
αντίδικο1210, ενώ σημειούται ότι το αιτούμενο έγγραφο θα πρέπει να είναι

1208 Βλ. ενδεικτικώς την ΜονΠρΔράμας 47/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η
οποία διευκρινίζει ότι η εισαγωγή της αιτήσεως κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων
δεν εμποδίζεται από τη διάταξη του άρθρου 692§4 ΚΠολΔ, διότι το δικαίωμα του οποίου ζητείται
η εξασφάλιση δεν είναι το της επιδείξεως, το οποίο καθ` αυτό συνήθως δεν έχει αξία, αλλά το
ουσιαστικό, την απόδειξη του οποίου η επίδειξη προπαρασκευάζει. Στην προκειμένη περίπτωση
η αιτούσα, ενώπιον της προσεχούς εκδίκασης έφεσης για την κύρια υπόθεση, άσκησε αυτοτελή
αίτηση επίδειξης εγγράφων σε βάρος της εισαγγελέως με πρωτοβουλία της οποίας ετέθη σε
καθεστώς πλήρους δικαστικής συμπαράστασης, ζητώντας την επίδειξη των εγγράφων
επικοινωνίας της καθ’ ης με την Ιερά Μητρόπολη Δράμας, με βάση τα οποία ανακινήθηκε το θέμα
και ορίσθηκε ως προσωρινός δικαστικός της συμπαραστάτης ο εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίου
Νικολάου Δράμας.
1209 Από τη νομολογία των δικαστηρίων γίνεται πάγια δεκτό ότι για το ορισμένο της αίτησης

επίδειξης εγγράφων ο αιτών πρέπει να προσδιορίζει ειδικώς και να περιγράφει επακριβώς τα


έγγραφα των οποίων ζητά την επίδειξη και να αναφέρει το περιεχόμενό τους, περαιτέρω δε τη
χρησιμότητα των αιτουμένων εγγράφων ως προς την απόδειξη ισχυρισμών. Ο προσδιορισμός του
επιδεικτέου εγγράφου με την ανωτέρω έννοια, είναι αναγκαίος α) για να είναι δυνατόν να κριθεί
αν το έγγραφο αυτό είναι ουσιώδες με την έννοια ότι μπορεί να χρησιμεύει για την απόδειξη των
ισχυρισμών του αιτούντος την επίδειξη, β) γιατί μόνο έτσι παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια
να δώσει εξηγήσεις για την κατοχή του εγγράφου και να αμυνθεί, γ) γιατί σε περίπτωση
αμφισβητήσεως της κατοχής εκ μέρους του εναγομένου, μπορεί το δικαστήριο να διατάξει
σχετικές αποδείξεις και δ) γιατί έτσι γίνεται εφικτός ο προσδιορισμός του εγγράφου στο
διατακτικό της αποφάσεως, πράγμα απαραίτητο και για την ενδεχόμενη εκτέλεσή της. Βλ.
ενδεικτικώς τις σχετικές παραδοχές της ΜονΠρΟρεστ 77/2015, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος.
Θα πρέπει πάντως να σημειώσουμε ότι η απαίτηση της νομολογίας για εξειδίκευση του
περιεχομένου των αιτούμενων εγγράφων θα πρέπει να περιορίζεται σε κάποια βασικά στοιχεία,
ώστε να μη δυσχεραίνεται υπερβολικά η άσκηση της σχετικής αξίωσης, λαμβανομένου υπ’ όψιν
ότι ο αιτών είναι δύσκολο να γνωρίζει με ακρίβεια το περιεχόμενο εγγράφων ευρισκομένων στην
κατοχή του αντιδίκου ή τρίτων προσώπων, το οποίο άλλωστε αν γνώριζε ίσως να μην είχε και
λόγο να ζητήσει την επίδειξη τους. Από μια επισκόπηση της νομολογίας προκύπτει ότι
απορρίπτονται ως αόριστες αιτήσεις με τις οποίες ζητείται, κατά τρόπο γενικό, η επίδειξη
ακαθόριστου αριθμού εγγράφων που εκδόθηκαν από τον καθ’ ου σε μια συγκεκριμένη χρονική
περίοδο ή στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης έννομης σχέσης.
1210 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 782/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος. Στην προκειμένη

περίπτωση η ΔΕΗ, εναγόμενη από εργαζόμενο της που υπέστη εργατικό ατύχημα
(ηλεκτροπληξία) ζήτησε την επίδειξη εκ μέρους του ενάγοντος μιας σειράς εγγράφων χρήσιμων
για την αντίκρουση ορισμένων αποζημιωτικών κονδυλίων και πιο συγκεκριμένα α) τιμολόγια
πώλησης αγροτικών προϊόντων και αγοράς πρώτων υλών, καθώς και εισπράξεις από τυχόν
επιδοτήσεις καλλιεργειών, προκειμένου να αποδειχθεί ότι ο ενάγων ασκούσε γεωργικές εργασίες
προ του ατυχήματός του, β) ιατρικές γνωματεύσεις σχετικά με την αναγκαιότητα των ελαστικών
καλτσόν και το χρονικό διάστημα ενδυμασίας αυτών, γ) το ασφαλιστικό βιβλιάριο υγείας του
ενάγοντος, προκειμένου να διαπιστωθούν οι επισκέψεις του στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο
Τρίπολης, οι ιατρικές διαγνώσεις και η υποδειχθείσα φαρμακευτική αγωγή, δ) τα εκκαθαριστικά
σημειώματα μισθοδοσίας των ετών 2005 και του 2006 για να αποδειχθεί η τακτικότητα της
καταβολής των επιδομάτων, ε) τα εκκαθαριστικά σημειώματα σύνταξης των τελευταίων μηνών,
και στ) βεβαίωση του ασφαλιστικού του φορέα, προκειμένου να κριθεί αν ο τελευταίος θα
καλύψει και σε ποια έκταση τις δαπάνες για μελλοντικές πλαστικές επεμβάσεις. Η αίτηση

249
πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του
αιτούντος ή ανταπόδειξη ισχυρισμού του αντιδίκου του 1211 . Η ρύθμιση
είναι σημαντική και αν αξιοποιηθεί σωστά συνιστά μεγάλη βοήθεια για το
διάδικο, τόσο προληπτικώς, υπό την έννοια της διακρίβωσης μιας
κατάστασης και της παροχής των αναγκαίων μέσων για την επανόρθωση
της, όσο και στο πλαίσιο της εκκρεμούς δίκης, εφόσον στην ουσία
ανακατανέμει το βάρος απόδειξης των συνδεόμενων με τα αιτούμενα
έγγραφα ισχυρισμών, εξυπηρετώντας παράλληλα και την οικονομία της
δίκης, υπό την έννοια ότι γεγονότα με ουσιώδη σημασία για την έκβαση της
αποδεικνύονται αμέσως και ασφαλώς με την ενισχυμένη αξιοπιστία του
έγγραφου τύπου. Με την αίτηση επίδειξης μπορούν να αναζητηθούν κάθε
είδους έγγραφα, με συνηθέστερες, ανάλογα και με τη φύση των
κρινόμενων διαφορών, τις αιτήσεις για ασφαλιστικά βιβλιάρια (βιβλιάριο
ενσήμων, βεβαιώσεις ΟΑΕΔ κτλ.), εμπορικά βιβλία (τιμολόγια, καρτέλες
αποθήκης κτλ.) υπηρεσιακά έγγραφα (φύλλα ποιότητας υπαλλήλων,
βιβλίο αδειών κτλ.), αντίγραφα τραπεζικών λογαριασμών και
φορολογικών εγγράφων (φορολογικές δηλώσεις, εκκαθαριστικά
σημειώματα)1212, αν και στην άσκηση του δικαιώματος τίθενται ορισμένες
δεσμεύσεις, με τις διατάξεις των άρθρων 450§2 και 452§3, για λόγους
επαγγελματικού 1213 , καλλιτεχνικού και κρατικού απορρήτου, αλλά και
γενικώς στις περιπτώσεις της επιτρεπόμενης άρνησης μαρτυρίας. Σε αυτές
θα πρέπει να προστεθεί και η αναγνώριση του φορολογικού
απορρήτου1214, όχι όμως του τραπεζικού, εφόσον η στάση της νομολογίας
επί του θέματος έχει αλλάξει, με το δικαίωμα έννομης προστασίας του
αιτούντος την επίδειξη να κρίνεται συνήθως υπέρτερο της διαφύλαξης του

απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως αόριστη, λόγω μη αναφοράς του περιεχομένου


των εγγράφων και του ότι αυτά ευρίσκοντο στην κατοχή του ενάγοντος, και επαναφέρθηκε στο
Εφετείο με σχετικό λόγο εφέσεως, για να απορριφθεί με την ίδια αιτιολογία.
1211 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1402/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, καθώς και την

ΕφΑθ 442/2006, ΕλλΔνη 2007, σελ. 1121, η οποία προσθέτει πως «προϋπόθεσις του νομίμου της
τοιαύτης αιτήσεως δεν είναι το επαρκές των προσαχθέντων λοιπών αποδεικτικών μέσων αλλά
μόνον η παρά του καθ` ου η αίτησις κατοχή του και το κατά πόσον τα αιτούμενα προς επίδειξίν
έγγραφα δύνανται να χρησιμεύσουν προς απόδειξιν των θεμάτων της συγκεκριμένης δίκης».
1212 Για αναλυτική αναφορά και παράθεση νομολογίας, βλ. Ν. Παϊσίδου, Η επίδειξη εγγράφων στην

πολιτική δίκη, §10, σελ. 125.


1213 Βλ. τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 450§2 και 402§2 ΚΠολΔ. Βλ. πάντως την ΕφΑθ

11203/1986, ΕλλΔνη 1988, σελ. 141, η οποία έκρινε νόμιμη την αγωγή ασφαλιστικής εταιρείας
με αίτημα την επίδειξη από το εναγόμενο νοσοκομείο του ιατρικού ιστορικού της ασθενούς-
ασφαλισμένης της, απορρίπτοντας την ένσταση περί υπάρξεως ιατρικού απορρήτου, καθώς
«τούτο είναι έγγραφον του εναγομένου μαιευτηρίου και ουχί επαγγελματικόν απόρρητον του
συντάξαντος τούτο ιατρού».
1214 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΛαμ 8/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία με βάση

το άρθρο 85§2 ν. 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος), που απαγόρευε γενικώς τη


γνωστοποίηση των φορολογικών δηλώσεων των φορολογουμένων προς την δικαστική αρχή,
απέρριψε το αίτημα της εναγομένης εργοδότριας περί προσκομίσεως εκ μέρους των εναγόντων
των φορολογικών δηλώσεων ή εκκαθαριστικών σημειωμάτων των ετών 2005, 2006, 2007 και
2008, υποβληθέν στο πλαίσιο της υποστήριξης του ισχυρισμού της περί αφαιρέσεως εκ της
επιδικαζόμενης αποζημιώσεως της ωφέλειας των εναγόντων από την παροχή εργασίας τους σε
άλλο εργοδότη κατά το κρίσιμο διάστημα.

250
τραπεζικού απορρήτου1215. Ειδική ρύθμιση σχετικά με το θέμα, παρέχουσα
δραστικότερη προστασία από την αντίστοιχη του ΚΠολΔ, περιέχει το
άρθρο 63Α του ν. 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας, όπου, υπό την
προϋπόθεση της επαρκούς στηρίξεως του ισχυρισμού περί προσβολής ή
επικείμενης προβολής δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας σε εμπορική
κλίμακα, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει, εκτός από την προσκομιδή των
αιτούμενων αποδεικτικών εγγράφων, τη γνωστοποίηση τραπεζικών,
χρηματοοικονομικών ή εμπορικών εγγράφων του αντιδίκου (§1), καθώς
και την παροχή εκ μέρους του πληροφοριών για την προέλευση και τα
δίκτυα διανομής των εμπορευμάτων ή παροχής των υπηρεσιών (§2) 1216. Εν
προκειμένω εισάγεται μάλιστα, σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του
διαδίκου προς την εκδιδόμενη απόφαση και παράλειψης προσκόμισης ή
γνωστοποίησης των αιτούμενων αποδεικτικών στοιχείων και
πληροφοριών, τεκμήριο ομολογίας των αντίστοιχων ισχυρισμών του
αιτούντος (§5).
Η χρησιμότητα και λειτουργικότητα των εξεταζόμενων θεσμών της
προδικαστικής αίτησης αποστολής ή προσαγωγής εγγράφου (232 ΚΠολΔ)
και της κυρίως αίτησης επίδειξης (450-452 ΚΠολΔ) καταφαίνεται από την
παρουσία τους σε όλα τα σύγχρονα δικονομικά συστήματα και ιδίως από
τη σημασία που αποδίδουν σε αυτούς οι δικονομίες των αγγλοσαξονικών
χωρών, όπου με στόχο τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού πριν από
1215 Βλ. ενδεικτικώς την ΜονΠρΟρεστ 77/2015, Νόμος, όπου, στο πλαίσιο αγωγής προσβολής
νόμιμης μοίρας η αιτούσα ζήτησε τη γνωστοποίηση και χορήγηση από την καθ’ ης η αίτηση
Τράπεζα σε αυτήν αντιγράφων των ατομικών λογαριασμών του πατέρα της, καθώς και των
κοινών λογαριασμών που αυτός διατηρούσε με συνδικαιούχο τον συγκληρονόμο αδελφό της, με
την αίτηση να κρίνεται νόμιμη από το δικαστήριο, αποφαινόμενο ότι «η καθ’ ης η αίτηση δεν
δεσμεύεται από το κατά το άρθρο 1 του Ν. 1059/1971 απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων και
οφείλει να πληροφορήσει την αιτούσα σχετικά με τους λογαριασμούς αυτούς».
1216 Σύμφωνα με την §3 του άρθρου, οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν «α) τα ονοματεπώνυμα

και τις διευθύνσεις των παραγωγών, κατασκευαστών, διανομέων, προμηθευτών και λοιπών
προηγούμενων κατόχων του προϊόντος ή της υπηρεσίας, καθώς και των παραληπτών
χονδρεμπόρων και των εμπόρων λιανικής και β) πληροφορίες για τις ποσότητες που παρήχθησαν,
κατασκευάστηκαν, παραδόθηκαν, παραλήφθηκαν ή παραγγέλθηκαν, καθώς και για το τίμημα που
αφορά στα εν λόγω εμπορεύματα ή υπηρεσίες».
Βλ. ως παράδειγμα την περίπτωση της ΠολΠρΑθ 5144/2009, ΧρΙΔ 2011, σελ. 460, όπου, επί
επανεκδόσεως εγκυκλοπαιδικού λεξικού άνευ αδείας του εκδότη, οι κληρονόμοι του εστράφησαν
κατά της εκδότριας αιτούμενοι α) την αναγνώριση των περιουσιακών και ηθικών δικαιωμάτων
τους επί του έργου, β) την παύση της διάθεσης του λεξικού και γ) την αποκατάσταση της
περιουσιακής τους ζημίας και ηθικής βλάβης, ενώ στο πλαίσιο της ασκηθείσης αγωγής υπέβαλαν
και αίτημα παροχής πληροφοριών σχετικά με τις ποσότητες του επίδικου έργου που η εταιρεία
παρήγαγε και πώλησε, το εισπραχθέν τίμημα και τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις των
επιχειρήσεων, στις οποίες έχει παραδώσει αντίτυπα του επίδικου έργου σε έντυπη ή ψηφιακή
μορφή. Το δικαστήριο, αποδεχόμενο το αίτημα, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης για να
παρασχεθούν οι αιτούμενες πληροφορίες, αλλά και για να προσκομισθούν όλοι οι τόμοι της
αρχικής έκδοσης και επανέκδοσης, ώστε να καταστεί δυνατή η μεταξύ τους σύγκριση. Βλ. επίσης
την ΠολΠρΑθ 260/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου, επί επανεκτέλεσης
μουσικού κομματιού άνευ αδείας του δημιουργού και συμπερίληψης του σε μουσικό άλμπουμ, το
δικαστήριο απεδέχθη ένα μεικτό αίτημα α) προσκομιδής εκ μέρους της εναγόμενης
δισκογραφικής των τιμολογίων πώλησης της από την ημέρα κυκλοφορίας του άλμπουμ και β)
παροχής πληροφοριών σχετικά με τις ποσότητες του άλμπουμ που διατέθηκαν στην αγορά και το
εισπραχθέν τίμημα, καθώς και τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις των επιχειρήσεων στις
οποίες παραδόθηκαν αντίτυπα του άλμπουμ.

251
τη δικάσιμο και τον εξαναγκασμό των διαδίκων να εισφέρουν στη δίκη όλα
τα κατεχόμενα εκ μέρους τους αποδεικτικά στοιχεία έχει διαπλασθεί η
διαδικασία της pre-trial discovery, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η
εξασφάλιση των αποδείξεων και η πλήρης ενημέρωση των διαδίκων επί
του υπάρχοντος εκατέρωθεν αποδεικτικού υλικού, με συνέπεια την
καλύτερη ενημέρωση των παραγόντων της δίκης, την αποφυγή
αιφνιδιασμών και τη διευκόλυνση της συμβιβαστικής επίλυσης της
διαφοράς, ενόψει ακριβώς της δυνατότητας ασφαλούς πρόβλεψης του
αποτελέσματος της δίκης 1217 . Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει διάφορα
επιμέρους στάδια και αιτήματα 1218 , ήτοι μία αρχική ενημέρωση του
αντιδίκου σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που η πλευρά κατέχει και
πρόκειται να χρησιμοποιήσει στη δίκη (initial disclosures) 1219 , τη
συνάντηση των μερών με την οποία καθορίζεται το πλαίσιο της μεταξύ
τους ανταλλαγής πληροφοριών 1220 , την προφορική κατάθεση μαρτύρων
ενώπιον εντεταλμένου δικαστή (αντίστοιχη της δικής μας λήψης ενόρκων
βεβαιώσεων) 1221 ή αντίθετα την αποστολή και συμπλήρωση από το
μάρτυρα ή το διάδικο γραπτών ερωτηματολογίων 1222, το κυρίως αίτημα
επίδειξης (discovery), που μπορεί να περιορίζεται σε έγγραφα και
ηλεκτρονικά αρχεία ή να περιλαμβάνει και επίσκεψη του αιτούντος στην
κατοικία ή την επιχείρηση του αντιδίκου για αυτοψία και έρευνα 1223, καθώς
την ιατρική και ψυχική εξέταση προσώπου1224 ενώ η όλη διαδικασία τελεί
υπό την εποπτεία του δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να εξαιρεί ορισμένα
στοιχεία από τις disclosures για λόγους κόστους ή απορρήτου 1225 , να
επιτρέπει τη συντηρητική εμμάρτυρη απόδειξη 1226, να δίνει άδεια για την
εξέταση μαρτύρων εκτός δικαστηρίου, να επιβάλει κυρώσεις στο διάδικο
που δε συμμορφώνεται με τα αιτήματα του αντιδίκου στο πλαίσιο της

1217 Βλ. και Ν. Παϊσίδου, Η επίδειξη εγγράφων στην πολιτική δίκη, §3, σελ. 24-25.
1218 Η σύντομη παρουσίαση που ακολουθεί βασίζεται στις διατάξεις του αμερικανικού δικαίου.
Αντίστοιχες διατάξεις περιέχουν και οι Civil Procedure Rules του 1998 για το Ηνωμένο Βασίλειο
(βλ. το άρθρο 31), όπου το στάδιο της discovery διεξάγεται μετά την κατάθεση της αγωγής και
των προτάσεων (pleadings), και είναι πιο περιορισμένο, υπό την έννοια ότι αφορά μόνο σε
έγγραφα.
1219 Βλ. το άρθρο 26 των Federal Rules of Civil Procedure (ΗΠΑ), που προβλέπει, ενδεικτικώς,

χορήγηση αντιγράφων ή αναλυτική καταγραφή όλων των εγγράφων και των ηλεκτρονικά
τηρούμενων αρχείων (a.1.Α.iii), καθώς και γνωστοποίηση των μαρτύρων που πρόκειται να
καταθέσουν σχετικά με την υπόθεση, τα θέματα στα οποία θα αναφερθούν και σε ορισμένες
περιπτώσεις μια γραπτή περιγραφή (written report) της μαρτυρικής κατάθεσης (2, B και C).
1220 Βλ. το άρθρο 26(f) των Federal Rules of Civil Procedure.
1221 Βλ. το άρθρο 30 των Federal Rules of Civil Procedure, το οποίο προβλέπει βέβαια την εξέταση

του μάρτυρα και από τον δικηγόρο της άλλης πλευράς, η οποία εφόσον επιλέξει να μην
παρασταθεί μπορεί να υποβάλει τις ερωτήσεις της και εγγράφως μέσω του δικαστή (c). Θα πρέπει
να σημειώσουμε τη διάκριση μεταξύ των μαρτύρων αυτής της κατηγορίας (deponents) και των
εξεταζομένων κατά την κύρια δίκη (witnesses).
1222 Βλ. για το μάρτυρα το άρθρο 31 των Federal Rules of Civil Procedure, που προβλέπει

ενημέρωση και του αντιδίκου, ο οποίος επίσης έχει το δικαίωμα να υποβάλει γραπτές ερωτήσεις,
και για τον αντίδικο το άρθρο 33.
1223 Βλ. το άρθρο 34(a) των Federal Rules of Civil Procedure
1224 Βλ. το άρθρο 35 των Federal Rules of Civil Procedure.
1225 Βλ. το άρθρο 26(c) των Federal Rules of Civil Procedure.
1226 Βλ. το άρθρο 27 των Federal Rules of Civil Procedure.

252
discovery, υποχρεώνοντας παράλληλα αυτόν στην εκτέλεση των σχετικών
ενεργειών1227, να κηρύσσει ανίσχυρα τα αποδεικτικά μέσα του διαδίκου για
τα οποία δεν έχει ενημερώσει επαρκώς τον αντίδικο 1228 κτλ. Με την
εφαρμογή διαδικασιών όπως η ανωτέρω περιγραφόμενη, βασιζόμενων σε
μια συνεχή ανταλλαγή υπομνημάτων και ενημερώσεων μεταξύ των
διαδίκων και στη συλλογή του κατά βάση έγγραφου αποδεικτικού υλικού,
διαπιστώνουμε ότι το βάρος απόδειξης μετατοπίζεται σε ένα προδικαστικό
στάδιο, επί του οποίου θα στηριχθεί και η τυχόν διεξαγόμενη σε
μεταγενέστερο χρόνο δίκη, εφόσον εν τω μεταξύ δεν έχει επέλθει κάποιος
συμβιβασμός ή διακανονισμός. Η προσέγγιση αυτή, πέραν των ανωτέρω
ωφελειών, έχει και το πλεονέκτημα της εξοικονόμησης δικαστικού μόχθου,
εφόσον η διαδικασία διεξάγεται με πρωτοβουλία και συνεργασία των
μερών, με το δικαστήριο σε ρόλο επόπτη και μεσολαβητή, ως προς το θέμα
δε που μας ενδιαφέρει γίνεται αντιληπτό ότι ακολουθεί το πρότυπο της
έγγραφης διεξαγωγής, φιλοδοξώντας στην ουσία να καταργήσει την
παραδοσιακή μορφή της πολιτικής δίκης, με την ακρόαση των μερών και
την παρουσίαση των αποδείξεων ενώπιον του δικαστηρίου 1229. Προς την
κατεύθυνση αυτή, κινείται ήδη, όπως φαίνεται από τις τελευταίες
τροποποιήσεις, και ο Έλληνας δικονομικός νομοθέτης, όπως φαίνεται από
την ενίσχυση και ανάδειξη του θεσμού της προδικαστικής ενημέρωσης και
την καθιέρωση των ενόρκων βεβαιώσεων, ενώ μελλοντικά ίσως δούμε και
την αναβάθμιση του παραδοσιακού θεσμού της επίδειξης εγγράφων σε
υποχρεωτικό στάδιο της διαδικασίας προηγούμενο της κύριας δίκης.
Η υπό την ανωτέρω μορφή κυριαρχία των έγγραφων μέσων απόδειξης
στην πολιτική δίκη, τόσο υπό όρους επάρκειας και συχνότητας στη
χρησιμοποίηση τους όσο και υπό όρους αποδεικτικής βαρύτητας και
υπεροχής, μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν καταλείπεται κάποιο πεδίο στην
εμμάρτυρη απόδειξη και τι θα μπορούσε αυτή να προσθέσει στην
ενημέρωση του δικαστή. Η απάντηση φυσικά είναι ότι η εμμάρτυρη
απόδειξη, υπό την έννοια της εισφοράς στη δίκη πληροφοριών τρίτων
προσώπων σχετικά με παρωχημένα γεγονότα 1230 , διατηρεί αμείωτη την
αξία της, ως μόνη δυνάμενη να αποκαλύψει όλες εκείνες τις πλευρές της
καθημερινής μας επικοινωνίας και συναλλαγής τις οποίες δε θέλουμε ή δε

1227 Βλ. το άρθρο 37a των Federal Rules of Civil Procedure, που εκτός από τα ανωτέρω μέτρα
προβλέπει επίσης δυνατότητα του δικαστηρίου να θεωρήσει ομολογημένους τους συνδεόμενους
με τις αιτούμενες ενέργειες ισχυρισμούς ή να απαγορεύσει την ανταπόδειξη.
1228 Βλ. το άρθρο 37c των Federal Rules of Civil Procedure.
1229 Βλ. Τη μελέτη του John H. Langbein, The Disappearance of Civil Trial in the United States, Yale

Law Journal 2012, σελ. 534, όπου περιγράφεται αναλυτικά το φαινόμενο της εξάλειψης της
παραδοσιακής πολιτικής δίκης ενώπιον δικαστηρίου στις ΗΠΑ.
1230 Οι μάρτυρες διακρίνονται στους αυτόπτες (testes ex visu) ή αυτήκοους, οι οποίοι θεωρούνται

και ως οι πιο αξιόπιστοι, καθώς έχουν άμεση αντίληψη του γεγονότος για το οποίο καταθέτουν,
το οποίο αντελήφθησαν δια του ιδίου αισθητηρίου, και σε μάρτυρες που γνωρίζουν το αποδεικτέο
γεγονός μέσω της πληροφόρησης τρίτων (testes ex narratione), για τους οποίους ο ΚΠολΔ
προβλέπει με το άρθρο 409§2 ΑΚ, ως μέτρο ελέγχου της αξιοπιστίας τους, ότι οφείλουν να
δηλώσουν και το πρόσωπο από το οποίο πληροφορήθηκαν τα όσα καταθέτουν.

253
γίνεται να καταγραφούν 1231 . Έτσι λοιπόν, οι μάρτυρες αποτελούν το
κατεξοχήν πρόσφορο μέσο για την απόδειξη συμβάντων της φύσεως1232,
της φυσικής ή ψυχικής κατάστασης κάποιου προσώπου 1233 , της
συμπεριφοράς του ή των σχέσεων του με τρίτα πρόσωπα1234, των σκέψεων
και των συναισθημάτων του, της γνώσης ή της άγνοιας ορισμένων
πραγμάτων 1235 , υλικών πράξεων 1236 , αδικοπραξιών και γενικώς της
καταστάσεως και των ιδιοτήτων προσώπων ή πραγμάτων. Αλλά και σε

1231 Βλ. ενδεικτικώς τις παραδοχές της ΕφΑθ 2386/2005, ΕπισκΕΔ 2006, σελ. 482, η οποία στο
πλαίσιο εκδίκασης αγωγής πρώην εταίρου ΕΠΕ κατά των συνεταίρων του, με αίτημα την απόδοση
την αξίας της εταιρικής του μερίδας, και του απαιτούμενου υπολογισμού διαπίστωσε πως «ο
ετήσιος ισολογισμός, που συντάσσεται στο τέλος της εταιρικής χρήσης, δεν είναι δυνατόν να
αποτελεί την αποκλειστική βάση υπολογισμού της αποζημιώσεως του εξερχόμενου εταίρου,
δεδομένου ότι επιτελεί εντελώς διαφορετική λειτουργία, αποβλέπει δηλαδή στη διαπίστωση κερδών
ή ζημιών κατά τη συγκεκριμένη εταιρική χρήση και δεν αντικατοπτρίζει, κατά κανόνα, την αληθινή
περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας, επειδή δεν περιλαμβάνει στοιχεία, όπως τα αφανή
αποθεματικά, οι εκκρεμείς υποθέσεις, η πελατεία, η φήμη κλπ».
1232 Π.χ. ενός σεισμού που προκάλεσε βλάβες στο μίσθιο καθιστώντας το επικίνδυνο για το

μισθωτή ή μια πλημμύρας που κατέκλυσε την αποθήκη της επιχείρησης όπου ευρίσκοντο τα
παραγγελθέντα εμπορεύματα.
1233 Έτσι λοιπόν σε μια αγωγή ακύρωσης δικαιοπραξίας ή διαθήκης με βάση τα άρθρο 131 και

1719 αρ. 3 ΑΚ, αντιστοίχως, οι οποίες στηρίζονται στην έλλειψη συνείδησης του
δικαιοπρακτούντος ή σε ψυχική και διανοητική διαταραχή περιορίζουσα αποφασιστικά τη
λειτουργία της βούλησης του, οι ισχυρισμοί των εναγόντων θα αποδειχθούν συνήθως δια των
μαρτυρικών καταθέσεων των προσώπων του άμεσου περιβάλλοντος του. Βλ. όλως ενδεικτικώς
την ΑΠ 2169/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου επί αγωγής ακύρωσης
διαθήκης για την ανωτέρω αιτία επιστρατεύτηκε ως μάρτυρας ο θεράπων ιατρός της θανούσης.
Ως προς την αποδεικτική λεπτότητα του θέματος, ενδεικτικές είναι οι παραδοχές της απόφασης,
κατά την οποία «η διακρίβωση του πότε στην συγκεκριμένη περίπτωση αποκλειόταν ο ελεύθερος
προσδιορισμός της βουλήσεως με λογικούς υπολογισμούς, είναι έργο ιδιαίτερα λεπτό και δυσχερές,
ενόψει και του ότι μια εξελικτική οργανική ασθένεια του εγκεφάλου καθιστά, κατά την εξέλιξη,
ανίκανο τον πάσχοντα για σύνταξη διαθήκης».
1234 Βλ. όλως ενδεικτικώς την ΜονΠρΑθ 2629/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος,

όπου σε υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα την προσωρινή ανάθεση της επιμέλειας
ανήλικων τέκνων και προσωρινή επιδίκαση διατροφής, η αιτούσα επικαλέστηκε κλονισμό της
συζυγικής σχέσης εξ υπαιτιότητας του καθ’ ου, ο οποίος σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της
επεδείκνυε βίαιη και υβριστική συμπεριφορά προς αυτήν, διατηρώντας παράλληλα εξωσυζυγική
σχέση. Τα γεγονότα αυτά είναι ευνόητο ότι μπορούν να αποδειχθούν κυρίως μέσω των
μαρτυρικών καταθέσεων συγγενικών ή φιλικών προσώπων της οικογενείας, τα οποία γνωρίζουν
την κατάσταση.
1235 Π.χ. της πλάνης του δικαιοπρακτούντος. Σύμφωνα με την ΑΠ 1548/1998, ΔΕΕ 1999, σελ. 81,

«πλάνη στη δήλωση της βούλησης υπάρχει και οσάκις ο δηλών χρησιμοποιεί στη δήλωση του
εσφαλμένως τα δηλωτικά μέσα, όπως επί παραδοχής κατά τη γραφή ή ατελούς διατύπωσης της
δήλωσης βουλήσεως, η απόδειξη δε αυτού που θέλησαν οι συμβαλλόμενοι που έχει ως σκοπό να
αποσαφηνίσει το αληθινό περιεχόμενο της βούλησής τους, μπορεί να διεξαχθεί και με μάρτυρες,
ακόμη και όταν ο νόμος τάσσει το έγγραφο ως αποδεικτικό τύπο, διότι η απόδειξη δεν στρέφεται
κατά του περιεχομένου του εγγράφου και για τα λόγο αυτό δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του
άρθρου 393 παρ. 2 ΚΠολΔ». Στην προκειμένη περίπτωση, είχε καταχωρηθεί εσφαλμένα στο
ασφαλιστήριο συμβόλαιο ως ασφαλισμένος ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας εταιρείας και
όχι η ίδια εταιρεία (παραγωγής και εμπορίας ρούχων και λοιπών ειδών) και προς απόδειξη της
διάστασης των αναγραφομένων με την πραγματική βούληση των μερών συνεκτιμήθηκαν και
μαρτυρικές καταθέσεις.
1236 Βλ. όλως ενδεικτικώς την ΑΠ 537/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου επί

σύμβασης σιδηροδρομικής μεταφοράς εμπορευμάτων διαπιστώνει πως η σφράγιση των


βαγονιών από τον αποστολέα αποτελεί πραγματικό γεγονός και όχι δικαιοπραξία, δυνάμενο να
αποδειχθεί και με μάρτυρες.

254
συμβατικό επίπεδο, παρότι, όπως είδαμε, για το μεγαλύτερο μέρος αυτών
προβλέπεται νομοθετικώς ο συστατικός ή αποδεικτικός τύπος ή
ακολουθείται η πρακτική της έγγραφης συναλλαγής, οπότε τα πρωτεία
κατέχει η έγγραφη απόδειξη, η εμμάρτυρη απόδειξη είναι και αυτή χρήσιμη,
όχι μόνο γιατί ένα εξίσου σημαντικό μέρος των συναλλαγών, του ενοχικού
δικαίου κυρίως 1237 , όπως π.χ. η πώληση 1238 και η σύμβαση εργασίας 1239 ,
συνάπτονται ατύπως, οπότε τα παραγωγικά τους γεγονότα αναγκαστικά
θα πρέπει να περιγραφούν με μάρτυρες, αλλά και διότι η κατάθεση
μαρτύρων δύναται να παράσχει κρίσιμες λεπτομέρειες για το περικείμενο
αυτών, τις προσυμβατικές διαπραγματεύσεις, την εξέλιξη των σχέσεων
των μερών, τυχόν πρόσθετες συμφωνίες ή τροποποιήσεις, τη συναίνεση ή
την έγκριση του δικαιούχου, την εικονικότητα των συμβάσεων 1240 , τα
καταργητικά αυτών γεγονότα 1241 κτλ. Προς την κατεύθυνση της

1237 Βλ. το παράδειγμα της ΑΠ 230/2014, ΧρΙΔ 2014, σελ. 500, όπου η σωρευτική αναδοχή του
χρέους του οφειλέτη από τον πατέρα του απεδείχθη από την κατάθεση του μάρτυρα του
(δικαστικού επιμελητή), ο οποίος «με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα κατέθεσε ότι κατά τη
συνάντηση των διαδίκων μερών, ήτοι του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας Τράπεζας, του
εναγομένου, του γιου του και των πληρεξουσίων δικηγόρων των δύο πλευρών, η οποία έγινε περί το
Σεπτέμβριο του 2006 και παρευρισκόταν και αυτός, η συζήτηση περιεστράφη ακριβώς στο ζήτημα
της αναδοχής της οφειλής του γιου του εναγομένου από τον τελευταίο» και ότι η συμφωνία
επικυρώθηκε σε μεταγενέστερη συνάντηση. Εν προκειμένω το δικαστήριο απεδέχθη την
εμμάρτυρη απόδειξη παρότι η αξία του αντικειμένου της σύμβασης υπερέβαινε το οριζόμενο στο
άρθρο 393 ΚΠολΔ ποσό, καθώς συναγόταν αρχή εγγράφου αποδείξεως (394 §1α ΚΠολΔ) από την
απόδειξη είσπραξης που συνέταξε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας σχετικά με την
αποπληρωμή από τον αναδεχόμενο μέρους της επίδικης οφειλής.
1238 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΠειρ 428/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου μεταξύ

των διαδίκων είχε καταρτισθεί προφορική σύμβαση πώλησης εμπορευμάτων (τσιγάρων), τα


οποία θα παραδίδονταν στο λιμάνι της Βεγγάζης (Λιβύη). Εδώ η απόδειξη της συναλλαγής (ύψους
310.640 δολαρίων ΗΠΑ) και των επιμέρους όρων της πραγματοποιήθηκε με μάρτυρες λόγω του
εμπορικού της χαρακτήρα.
1239 Βλ. την περίπτωση της ΑΠ 34/1988, ΕΕργΔ 1989, σελ. 255, όπου μεταξύ του ενάγοντος,

απασχοληθέντος στην ελληνική πρεσβεία της Washington (ΗΠΑ) ως οικονομικού


εμπειρογνώμονα, και του Ελληνικού Δημοσίου δεν είχε συναφθεί σύμβαση εργασίας, λόγω
ελλείψεως τυπικών προσόντων εκ μέρους του (ως κατόχου τίτλου σπουδών αλλοδαπού
πανεπιστημίου μη αναγνωριζόμενου από τη νομοθεσία μας). Εν προκειμένω, η απόδειξη της
άτυπης σύναψης της σύμβασης και της παροχής της εργασίας απεδείχθη μέσω μαρτυρικών
καταθέσεων.
1240 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 656/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου σε

περίπτωση αγοραπωλησίας ακινήτου με αναγραφόμενο στο συμβόλαιο εικονικό τίμημα (110.000


ευρώ αντί της πραγματικής αξίας των 575.000 ευρώ) και αγωγής των αγοραστών, οι οποίοι
κατέβαλαν συνολικώς 473.000 ευρώ, για απόδοση του αδικαιολόγητου πλουτισμού της
πωλήτριας, ύψους 173.000 ευρώ, το δικαστήριο έκρινε ότι οι μαρτυρικές καταθέσεις είναι
επιτρεπτές και ότι «η απόδειξη της συμφωνίας δεν συνιστά ανεπίτρεπτη απόδειξη κατά του
περιεχομένου του αγοραπωλητήριου συμβολαίου ή τροποποιητικής αυτού συμφωνίας, αφού δεν
αμφισβητείται το περιεχόμενό του, όπως εξωτερικά έχει, αλλά η σπουδαιότητα των
δικαιοπρακτικών δηλώσεων των μερών ως προς το ύψος του τιμήματος, γι’ αυτό και δεν ισχύουν οι
περιορισμοί των άρθρων 164 ΑΚ και 393, 441 ΚΠολΔ», προσθέτοντας ότι οι περιορισμοί δεν
ισχύουν «και προκειμένου για την απόδειξη της αγοραίας αξίας του πωληθέντος ακινήτου κατά τον
κρίσιμο χρόνο, αφού και πάλι η απόδειξη δεν στρέφεται κατά του περιεχομένου του
αγοραπωλητήριου συμβολαίου, ούτε αφορά σε τροποποιητική αυτού συμφωνία».
1241 Βλ. ενδεικτικώς την περίπτωση της ΑΠ 1071/1994, ΕλλΔνη 1995, σελ. 1108, όπου επί

ναυλώσεως πλοίου αναψυχής (σύμβαση για την οποία προβλέπεται από το άρθρο 108 ΚΙΝΔ ως
αποδεικτικός ο έγγραφος τύπος) επετράπη η δια μαρτύρων απόδειξη της μη παραδόσεως του
πλοίου, η οποία επέφερε την κατάργηση της δικαιοπραξίας. Σύμφωνα με τις παραδοχές του

255
επιτρεπόμενης μαρτυρικής απόδειξης, έρεισμα παρέχουν άλλωστε, υπό
μορφήν εξαιρέσεως στον περιοριστικό κανόνα της αμέσως προηγούμενης
διάταξης, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 394 ΚΠολΔ περιπτώσεις της α)
αρχής εγγράφου αποδείξεως 1242 , β) φυσικής 1243 ή ηθικής 1244 αδυναμίας
αποκτήσεως εγγράφου, γ) απώλειας του συνταχθέντος εγγράφου, οπότε
μάλιστα η απόδειξη της δικαιοπραξίας δικαιολογείται απολύτως, ακόμη και
όταν για αυτή προβλέπεται ή έχει συμφωνηθεί έγγραφη κατάρτιση (394§2
ΚΠολΔ) 1245 , καθώς και δ) ιδιαίτερης φύσης της δικαιοπραξίας ή ειδικών
συνθηκών υπό τις οποίες συνήφθη, πρόβλεψη η οποία επεκτείνει την
ελεύθερη χρήση μαρτύρων σε ένα εκτενές φάσμα αστικών και εμπορικών
υποθέσεων, μετατρέποντας στην ουσία τον κανόνα σε εξαίρεση.
Η κυριαρχία της έγγραφης απόδειξης δεν είναι, εξάλλου, τόσο καταλυτική
όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως, όχι μόνο λόγω της κατά τα ανωτέρω
αδυναμίας αποτύπωσης όλων των επιμέρους πράξεων και περιστατικών
της καθημερινής ζωής αλλά και διότι, και στις περιπτώσεις ακόμα που αυτή
είναι εφικτή, υπάρχει το ενδεχόμενο τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία να
μη μπορούν να αξιοποιηθούν αποδεικτικώς, στο πλαίσιο του υφιστάμενου
συνταγματικού περιορισμού (άρθρο 19§3 Σ.), που απαγορεύει τη χρήση
αποδεικτικών μέσων αποκτηθέντων κατά παράβαση των αρχών της

δικαστηρίου, «η απαγόρευση της αποδείξεως με μάρτυρες αφορά το περιεχόμενο της έγγραφης


δικαιοπραξίας ή των πρόσθετων συμφώνων όχι όμως και το πραγματικό γεγονός το οποίο επιφέρει
σε περίπτωση επελεύσεώς του την κατάργηση της δικαιοπραξίας». Βλ. και τις σχετικές παραδοχές
της ΑΠ 1212/1980, ΝοΒ 1981, σελ. 547, κατά την οποία «η απαγορευτική διάταξις του άρθρου
393§3 του ΚΠολΔ, ορίζουσα ότι δεν επιτρέπεται ή έμμάρτυρος άπόδειξις προσθέτων συμφώνων,
προγενεστέρων, συγχρόνων ή μεταγενεστέρων, δικαιοπραξίας συνταχθείσης εγγράφως, έστω και
αν δεν αντίκεινται εις το περιεχόμενον του εγγράφου, δεν καταλαμβάνει, ώς εξ αυτής σαφώς
συνάγεται, και την περίπτωσιν, καθ` ην δι` άτυπου συμφώνου των συναλλαξαμένων, επομένου τής
εγγράφως καταρτισθείσης συμβάσεως αυτών, καταργείται χωρίον του περιεχομένου ταύτης
αυτοτελές».
1242 Σύμφωνα με την Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο αποδείξεως, §13, σελ. 198, αρχή εγγράφου

αποδείξεως υπάρχει όταν για την απόδειξη του αποδεικτέου γεγονότος προσκομίζεται έγγραφο,
το οποίο, μολονότι δεν αποδεικνύει πλήρως, πιθανολογεί όμως το αποδεικτέο γεγονός. Βλ. ως
παράδειγμα την ανωτέρω μνημονευόμενη περίπτωση της ΑΠ 230/2014, ΧρΙΔ 2014, σελ. 500.
1243 Σύμφωνα με την Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο αποδείξεως, §13, σελ. 201, «φυσική αδυναμία

κτήσεως έγγραφης αποδείξεως υπάρχει όταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες καταρτίζεται η
δικαιοπραξία δεν επιτρέπουν την έγγραφη διατύπωση της». Η συγγραφέας επικαλείται ως
παράδειγμα τη σύμβαση μεταξύ στρατιωτών σε πόλεμο ή φαροφυλάκων ευρισκομένων σε
μακρινό νησί.
1244 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 2/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, κατά την οποία «η

απόδειξη για το γεγονός από το οποίο μπορεί να προκύψει ηθική αδυναμία, εφόσον αμφισβητηθεί,
γίνεται και με μάρτυρες». Στην προκειμένη περίπτωση επρόκειτο για προφορική κατάρτιση
δανειακής συμβάσεως μεταξύ προσώπων που διατηρούσαν ισχυρή φιλική σχέση και δεσμούς
εμπιστοσύνης, οπότε το δικαστήριο νομίμως συνεκτίμησε προς απόδειξη της μαρτυρικές
καταθέσεις. Όπως αναφέρουμε και ανωτέρω, η νομολογία μας δέχεται παγίως την ύπαρξης ηθικής
αδυναμίας απόκτησης εγγράφου επί υπάρξεως συγγενικής σχέσης, φιλίας, συναδελφικής ή
συνεταιρικής ή άλλης ιδιαίτερης σχέσης ή ιδιότητας μεταξύ των συμβαλλομένων.
1245 Βλ. επίσης το άρθρο 435 ΚΠολΔ, κατά το οποίο «αν ένα έγγραφο χαθεί ή γίνει δυσανάγνωστο

ή άχρηστο, εκείνος που διεξάγει την απόδειξη μπορεί να αποδείξει ή ότι το έγγραφο υπάρχει νόμιμα
συνταγμένο ή το περιεχόμενό του ή και τα δύο, με κάθε αποδεικτικό μέσο και αν ακόμη πρόκειται
για σχέση που για να συσταθεί επιβάλλεται από το νόμο ή από τα μέρη να συνταχθεί έγγραφο».
Βλ. ενδεικτικώς το ιστορικό της ΑΠ 320/2002, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου
επετράπη η δια μαρτύρων απόδειξη της σύνταξης και του περιεχομένου ιδιόγραφης διαθήκης.

256
ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας και προστασίας από την
επεξεργασία προσωπικών δεδομένων1246. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν κριθεί
ως παράνομα αποδεικτικά μέσα η βιντεοσκόπηση ιδιωτικής συνομιλίας
χωρίς τη συναίνεση του βιντεοσκοπούμενου 1247 , οι αναρτήσεις σε μέσα
κοινωνικής δικτύωσης 1248 , οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις χωρίς τη
συναίνεση του υποκειμένου στην καταγραφή τους 1249 , μηνύματα σε
κινητό 1250 , μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου 1251 κτλ. Νομοθετική

1246 Σύμφωνα με το άρθρο 19§3 του Συντάγματος, «απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων
που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α».
1247 Βλ. την ΑΠ 2169/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου επί αγωγής ακύρωσης

διαθήκης (1719 αρ. 3 ΚΠολΔ) προσκομίσθηκε από τους εναγόμενους, προς αντίκρουση του
αγωγικού ισχυρισμού περί ψυχικής διαταραχής της διαθέτιδος, οπτικοακουστικός δίσκος (DVD)
που αποτύπωνε ιδιωτική συνομιλία αυτής. Σύμφωνα με το δικαστήριο, «η εν αγνοία και χωρίς τη
συναίνεση του ετέρου των συνομιλητών βιντεοσκόπηση ιδιωτικής συνομιλίας αποτελεί δέσμευση
και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας, γι` αυτό ασχέτως του χώρου όπου έγινε η
βιντεοσκόπηση, στην οποία χωρίς τη συναίνεση του δευτέρου των βιντεοσκοπηθέντων
αποτυπώθηκε, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να
χρησιμοποιηθεί εναντίον του σε πολιτική δίκη».
1248 Βλ. την ΜονΠρΘεσ 13748/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου

προσκομίσθηκαν στο δικαστήριο εκτυπώσεις, που αποτυπώνουν αναρτήσεις, στις οποίες προέβη
ο δεύτερος αιτών στο προφίλ του στο Facebook, καθώς και εκτυπώσεις, όπου αποτυπώνονται
απομαγνητοφωνήσεις τηλεφωνικών συνομιλιών, που είχε ο καθ’ ου με τους αιτούντες,
μαγνητοφωνηθείσες χωρίς τη συγκατάθεση αυτών. Το δικαστήριο έκρινε ότι τα ανωτέρω
συνιστούν «απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα και η λήψη τους υπόψη από το παρόν Δικαστήριο θα
προσέκρουε στα άρθρα 9 παρ.1 εδ. β, 19 παρ.1 του Συντάγματος και 8 της ΕΣΔΑ».
1249 Πέραν της αμέσως ανωτέρω απόφασης βλ. και την ΑΠ 1434/2001, ΕλλΔνη 2002, σελ. 1647,

όπου επί αίτησης αναψηλάφησης απόφασης [με βάση το άρθρο 544 αρ. 7 ΚΠολΔ, επειδή η
αναιρεσείουσα παρέλαβε μετά τη δίκη διαζυγίου κασέτα (μαγνητοταινία) με τηλεφωνικές
συνδιαλέξεις του συζύγου της] προσκομίσθηκε στο δικαστήριο το ανωτέρω αποδεικτικό μέσο,
που η αιτούσα παρέλαβε μέσω ταχυδρομείου. Και εδώ το δικαστήριο έκρινε ότι, λόγω έλλειψης
συναίνεσης του υποκειμένου, πρόκειται για απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο.
1250 Βλ. την ΠολΠρΘεσ 3256/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου επί αγωγής

προσβολής της προσωπικότητας και προς απόδειξη των εξιστορούμενων περιστατικών και
ισχυρισμών (εξυβρίσεων, απειλών κτλ.) προσκομίσθηκαν εκατέρωθεν πλήθος αποτυπώσεων
μηνυμάτων sms, σε εκτυπωμένο κείμενο και σε φωτογραφίες οθόνης κινητού τηλεφώνου.
Το δικαστήριο με ένα αναλυτικό σκεπτικό απεφάνθη και εδώ κατά της αξιοποίησης των εν λόγω
αποδεικτικών μέσων ενόψει του συνταγματικού περιορισμού. Σύμφωνα με τις παραδοχές της
απόφασης, «η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Η
αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει -υπό την επίκληση της ανάγκης απόκτησης αποδεικτικού
μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα- στη γενίκευση της χρήσης π.χ. μαγνητοφώνων από τους
συνομιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν χωρίς τη συναίνεση τους. Κατ`
αυτόν, όμως, τον τρόπο η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν, διότι τότε ο καθένας θα
ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική, έστω, έκφραση του, στο
πλαίσιο μιας ιδιωτικής συζήτησης, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια υπό άλλες
περιστάσεις ως αποδεικτικό μέσο εναντίον του, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν τα σύγχρονα
τεχνικά μέσα παρέχουν ευρείες δυνατότητες αλλοίωσης του περιεχομένου των αποτυπώσεων, οι
οποίες (αλλοιώσεις) είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να διαγνωσθούν». Το δικαστήριο προσθέτει
ότι εν προκειμένω κανείς εκ των διαδίκων δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει συγκεκριμένη
εισαγγελική ή ανακριτική διάταξη ή βούλευμα δικαστικού συμβουλίου επιτρεπτικό των επίμαχων
αποτυπώσεων, οι οποίες βάσει του άρθρου 4 του π.δ. 47/2005 εμπίπτουν στα προστατευόμενα
από το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας στοιχεία, με αποτέλεσμα καμία από αυτές να μη
μπορεί να αξιολογηθεί αποδεικτικώς.
1251 Βλ. πάντως για το εξεταζόμενο θέμα την πρόσφατη ΟλΑΠ 1/2017, Τράπεζα Νομικών

Πληροφοριών Νόμος, η οποία με βάση την αρχή της αναλογικότητας διακηρύσσει πως «η
προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν εξικνείται μέχρι της πλήρους απαγορεύσεως της
επεξεργασίας τους, αλλά στη θέσπιση όρων και προϋποθέσεων, υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η

257
απαγόρευση αξιοποίησης των συντασσόμενων εγγράφων έχει τεθεί,
εξάλλου, για φορολογικούς λόγους, ως προς ορισμένες κατηγορίες
συναλλαγών, όπου τα μέρη είναι πολύ πιθανό να θέλουν να αποφύγουν την
επίσημη καταγραφή της συμφωνίας τους. Αυτό συμβαίνει π.χ. στην
ανωτέρω αναφερόμενη περίπτωση της εικονικότητας της σύμβασης
πώλησης ως προς το τίμημα της αγοραπωλησίας ή στην περίπτωση της
συμφωνίας καταβολής μισθώματος διαφορετικού από το αναγραφόμενο
στο μισθωτήριο, όπου τα μέρη μπορούν να αρκεστούν σε προφορική
συμφωνία ή να προχωρήσουν στη σύνταξη αντεγγράφου1252, μη έχοντος
όμως ουδεμία αποδεικτική αξία λόγω της απαγορεύσεως, με αποτέλεσμα,
σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής και δικαστικής αντιδικίας, τα
επίμαχα περιστατικά να πρέπει να αποδειχθούν δια μαρτύρων 1253.

επεξεργασία τους, ούτως ώστε να επιτευχθεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας του
δικαιώματος αυτού, και της ικανοποιήσεως και άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων
δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα της έννομης προστασίας (άρθρο 20§1 Σ.) και της
επιχειρηματικής ελευθερίας (άρθρα 5 Σ.)». Στην επίδικη περίπτωση, το δικαστήριο κλήθηκε να
εκδικάσει αγωγή εταιρείας (ξυλείας) σε βάρος πρώην εργαζομένων της, ανώτερων στελεχών, οι
οποίοι φεύγοντας από αυτήν προσελήφθησαν σε ανταγωνιστική εταιρεία μεταφέροντας σε
αυτήν το αρχείο πελατών, την αλληλογραφία με τους αντιπροσωπευόμενους οίκους, λίστες
πελατών, παραγγελίες και όλα τα μηχανογραφημένα σχέδια και προχωρώντας σε διαγραφή των
σχετικών αρχείων από τους υπολογιστές της πρώην εργοδότριας τους. Στο πλαίσιο της
ασκηθείσης αγωγής της εταιρείας ετέθη το θέμα της αποδεικτικής αξιοποίησης των
προσαγόμενων από την ενάγουσα εκτυπώσεων, που περιείχαν την ηλεκτρονική αλληλογραφία
των εναγομένων με τρίτα πρόσωπα (πελάτες, ανταγωνίστριες εταιρείες κτλ.).
Το δικαστήριο, συνεχίζοντας την ανωτέρω παραδοχή του, διαπιστώνει πως «η απόδειξη ενώπιον
δικαστηρίου της άνω αθέμιτης και επιζήμιας για την αναιρεσείουσα συμπεριφοράς, που επέδειξαν
οι πρώην υπάλληλοι της στο πλαίσιο της άσκησης των υπηρεσιακών καθηκόντων τους, δεν μπορεί
να συγκριθεί με την αποκάλυψη στοιχείων της καθαρά προσωπικής ζωής τους, όπως θα ήταν, για
παράδειγμα, οι ερωτικές προτιμήσεις τους, τα θρησκευτικά τους πιστεύω και οι φιλοσοφικές η
πολιτικές τους πεποιθήσεις. Γιατί, αν και η συμπεριφορά αυτή ανάγεται στην προσωπική ζωή τους,
η προετοιμασία του επαγγελματικού μέλλοντος των εν λόγω υπαλλήλων (μέσω της επικοινωνίας
τους με τις ανταγωνιστικές εταιρείες) βρίσκεται προδήλως στην περιφέρεια του δικαιώματος της
ιδιωτικής ζωής, δηλαδή σε πολύ μεγάλη απόσταση από τον πυρήνα της τελευταίας. Επομένως, η
αποκάλυψη των κρίσιμων δεδομένων για την άσκηση του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας
της εργοδότριας (άρθρο 20§1 Συντάγματος), προκειμένου να διασφαλισθεί το δικαίωμα της
επιχειρηματικής ελευθερίας της (άρθρα 5 και 106§2 Σ.) είναι καθ’ όλα θεμιτή, η δε, κατά τα άρθρα 9
και 9 Α του Συντάγματος και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, επίκληση των πρώην υπαλλήλων της περί
δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, είναι αθέμιτη,
αφού η άσκηση τους προσβάλλει δικαιώματα της αναιρεσείουσας που υπερέχουν προφανώς». Με
το σκεπτικό αυτό, το δικαστήριο απεφάνθη υπέρ της αξιοποίησης των επίμαχων εγγράφων προς
απόδειξη της αντισυμβατικής, αθέμιτης και επιζήμιας για την εταιρεία συμπεριφοράς των
υπαλλήλων και έκρινε νόμιμη την ανάσυρση των σχετικών αρχείων από τους εταιρικούς
υπολογιστές ακυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου.
1252 Ως προς τη συνηθισμένη στην πράξη συμφωνία αναπροσαρμογής του ύψους του

καταβαλλομένου βάσει των όρων της μισθωτικής συμβάσεως μισθώματος, βλ. ενδεικτικώς τις
ΜονΠρΑθ 1210/2013, ΝοΒ 2011, σελ. 2469, και ΜονΠρΡοδ 589/2013, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος, οι οποίες επισημαίνουν ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν.
2238/1994, στερείται αποδεικτικής δύναμης κάθε έγγραφο και αντέγγραφο που ορίζει
διαφορετικό μίσθωμα, εάν δεν έχει θεωρηθεί από την αρμόδια ΔΟΥ. Αυτό σημαίνει αναγκαστική
προσφυγή στην εμμάρτυρη απόδειξη, η οποία, μετά την κατάργηση του καθεστώτος της εν μέρει
ελεύθερης απόδειξης στις μισθωτικές διαφορές (πρώην άρθρο 650 ΚΠολΔ), μάλλον θα βασισθεί
στις εξαιρετικές ρυθμίσεις του άρθρου 394§1α και δ ΚΠολΔ.
1253 Βλ. επίσης την περίπτωση της ΕφΛαρ 91/2016, Δικογραφία 2016, σελ. 665. Επί μεταβίβασης

μετοχών εταιρείας μη εισηγμένης στο χρηματιστήριο, προβλέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 79§4

258
Πέραν των κατά τα ανωτέρω απαγορεύσεων, η ίδια η βεβαιότητα και
ασφάλεια της έγγραφης απόδειξης δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη,
υπό τη σκέψη ότι και τα έγγραφα είναι ανθρώπινα δημιουργήματα και σε
αυτά μπορούν να έχουν συμπεριληφθεί λάθη και ανακρίβειες, ακόμη και
επί γεγονότων για τα οποία ο νόμος συνάγει πλήρη απόδειξη, όπως
συμβαίνει π.χ. με τις φορολογικές δηλώσεις, οι οποίες δεν
αντικατοπτρίζουν πάντα την πραγματική περιουσιακή κατάσταση των
πολιτών 1254, πολλώ δε μάλλον ως προς τις κρίσεις και διαπιστώσεις του
συντάκτη τους σχετικά με ορισμένες περιστάσεις ή συνθήκες, που
εκλαμβάνονται ως αληθινές ενώ ισχύει το αντίθετο, όπως συμβαίνει π.χ. με
την έκθεση επίδοσης που βεβαιώνει παράδοση του δικογράφου σε
υπάλληλο του διαδίκου, με τον παραλήπτη όμως να αποτελεί τυχαίο
πρόσωπο 1255 , την έκθεση αυτοψίας της τροχαίας επί αυτοκινητικού

ν. 2238/94, ο έγγραφος τύπος (συμβολαιογραφικό ή ιδιωτικό θεωρημένο από τη ΔΟΥ), ενώ


ορίζεται ότι απόκτηση μετοχών κατά παράβαση αυτής θεωρείται άκυρη και δεν παράγει κανένα
δικαίωμα υπέρ αυτού που τις αποκτά, όπως το δικαίωμα είσπραξης μερίσματος, συμμετοχής στις
γενικές συνελεύσεις, περαιτέρω μεταβίβασης των μετοχών κλπ.
Με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων αναζήτησε ποσό που κατέβαλε ως προκαταβολή στην αύξηση
μετοχικού κεφαλαίου εταιρείας, χωρίς να του παραδοθούν οι αντίστοιχες μετοχές. Στο πλαίσιο
της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, το δικαστήριο συνεκτίμησε προς απόρριψη της αγωγής τόσο
μαρτυρική κατάθεση, σύμφωνα με την οποία ο ενάγων δεν κατάφερε να συγκεντρώσει το ποσό
των 4.000.000 δρχ., προκειμένου να εκπληρώσει την βαρύνουσα αυτόν κατά το ανωτέρω ποσό
υποχρέωση συμμετοχής στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας (η οποία ήταν
ξεχωριστή και διακριτή υποχρέωση από αυτήν της εξαγοράς του ποσοστού συμμετοχής στην
εταιρεία), όσο και ανεπικύρωτο ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο είχε καίρια αποδεικτική αξία επί
του προκειμένου, ως συνταχθέν λόγω ακριβώς της μη καταβολής εκ μέρους του ενάγοντος και
της, συνεπεία αυτής, μη πραγματοποίησης της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου από 12.000.000
σε 20.000.000 δραχμών, οπότε κατέγραφε απλά την απόφαση των αρχικών μετόχων της
εταιρείας να παραδώσουν στον ενάγοντα μετοχές αντιστοιχούσες στο 20% του αρχικού
μετοχικού κεφαλαίου (ύψους 12.000.000 και όχι 20.000.000 δρχ.). Ο ενάγων με βάση την
ανωτέρω διάταξη αμφισβήτησε την αποδεικτική ισχύ της μαρτυρικής κατάθεσης και του
ανεπικύρωτου συμφωνητικού (τεκμηρίου), τα οποία όμως το δικαστήριο απεδέχθη με το
σκεπτικό ότι ο προβλεπόμενος από το άρθρο 79§4 του ν. 2238/1994 τύπος «προσκρούει στον
αξιογραφικό χαρακτήρα της μετοχής ως συμμετοχικού αξιογράφου και στους κανόνες για τη
μεταβίβαση των μετοχών» και πρέπει να ερμηνευθεί ως δηλωτικός (αποδεικτικός) και όχι
συστατικός, τεθείς χάριν φορολογικών συμφερόντων του Δημοσίου, με αποτέλεσμα η
παραγόμενη επί παραβάσει του ακυρότητα να ισχύει μόνον έναντι των φορολογικών αρχών και
όχι στις σχέσεις των μερών ή στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης.
1254 Βλ. την ΑΠ 1305/2014, ΧρΙΔ 2015, σελ. 107, η οποία εκλήθη να υπολογίσει το ύψος των

διαφυγόντων κερδών προσώπου που τραυματίστηκε σε τροχαίο ατύχημα, θέτοντας ως βάση του
υπολογισμού της τα προσαχθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα, δεχόμενη όμως ότι «τα
εκκαθαριστικά σημειώματα, που συντάσσονται με βάση την ανέλεγκτη δήλωση φόρου εισοδήματος,
δεν αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς το ύψος των δηλωθέντων εισοδημάτων, σε περίπτωση δε
που ελεγχθεί η αλήθεια τους, αποτελούν, κατά το άρθρο 440 ΚΠολΔ πλήρη απόδειξη, κατά της
οποίας όμως επιτρεπτώς χωρεί ανταπόδειξη, χωρίς ανάγκη προσβολής τους ως πλαστών».
Βλ. επίσης την ΕφΠειρ 44/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος (επί δίκης διατροφής),
κατά την οποία «η φορολογική δήλωση δεν αντικατοπτρίζει πάντα την πραγματική οικονομική
κατάσταση του φορολογουμένου, ιδίως των ελευθέρων επαγγελματιών ή των αμειβομένων με
ποσοστά επί πωλήσεων ή προμηθειών».
1255 Βλ. την ΑΠ 322/2015, ΔΕΕ 2015, σελ. 630, κατά την οποία «τα περιστατικά που βεβαιώνονται

στην έκθεση επίδοσης, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής,
αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψη του, όπως είναι και ότι
εκείνος στον οποίο εγχειρίσθηκε το έγγραφο είναι υπάλληλος του παραλήπτη, που στηρίζεται σε
δήλωση του παραλαμβάνοντος, αποδεικνύονται μεν πλήρως από την έκθεση επίδοσης, επιτρέπεται

259
ατυχήματος, με την οποία μπορεί να αποδίδεται εσφαλμένα υπαιτιότητα
σε κάποιον οδηγό1256, την ιατρική γνωμάτευση που βεβαιώνει ανακριβώς
ότι το εξεταζόμενο πρόσωπο πάσχει από μία συγκεκριμένη ασθένεια1257, τα
εκδιδόμενα από το δήμαρχο πιστοποιητικά προσωπικής και οικογενειακής
κατάστασης δημοτών, τα οποία ελέγχονται ως προς την ακρίβεια τους 1258
κτλ. Στα ανωτέρω θα πρέπει να προστεθεί και ο παράγοντας του δόλου,
υπό την έννοια ότι τα προσαγόμενα έγγραφα μπορεί να είναι προϊόν
απάτης, ψευδούς βεβαίωσης ή πλαστογραφίας εκ μέρους του διαδίκου που
τα προσκομίζει αποδεικτικώς1259 ή τρίτου1260, οπότε το έγγραφο δύναται
να μετατραπεί από αρωγό αναζήτησης της ουσιαστικής αληθείας σε μέσο
παραποίησης αυτής και, κατά συνέπεια, σε παράγοντα αναιρετικό του

όμως ως προς αυτά ανταπόδειξη, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, από εκείνον
που αμφισβητεί την αλήθεια τους».
1256 Βλ. την ΑΠ 788/2006, ΝοΒ 2006, σελ. 1280, κατά την οποία «η έκθεση αυτοψίας με το

σχεδιάγραμμα που συνήθως συντάσσει η αρμόδια αστυνομική αρχή σε αυτοκινητικά ατυχήματα,


δεν παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς την υπαιτιότητα η μη του οδηγού οχήματος αν και αποτελεί
δημόσιο έγγραφο (άρθρα 438 και 440 ΚΠολΔ), αλλά εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο της
ουσίας». Στην προκειμένη περίπτωση το εφετείο, για να εξακριβώσει τις συνθήκες υπό τις οποίες
έλαβε χώρα το ατύχημα δεν αρκέστηκε στην έκθεση της αυτοψίας αλλά έλαβε υπ’ όψιν του α) τις
καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, β) την ένορκη εξέταση του ενάγοντος στο ακροατήριο
του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, γ) τα υπόλοιπα έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της
ποινικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε για το ατύχημα, καθώς και των φωτογραφιών που
ελήφθησαν στον τόπο του ατυχήματος, και δ) την προσκομισθείσα με επιμέλεια των
αναιρεσειόντων τεχνική έκθεση συνθηκών οδικού τροχαίου ατυχήματος, συνταχθείσα από
ειδικούς μηχανολόγους-πραγματογνώμονες.
1257 Βλ. την ανωτέρω αναφερόμενη ΑΠ 1660/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ

Ισοκράτης, καθώς και την ΑΠ 683/2013, ΧρΙΔ 2013, σελ. 68, κατά την οποία «οι προερχόμενες
από δημόσιο νοσοκομείο ιατρικές βεβαιώσεις ή γνωματεύσεις παρέχουν πλήρη απόδειξη, η οποία
μόνο με την προσβολή τους ως πλαστών μπορεί να ανατραπεί, ως προς το βεβαιούμενο σ' αυτές
γεγονός της εξέτασης συγκεκριμένου ασθενούς από τον συντάκτη τους ιατρό και επίσης ως προς το
τυπικό περιεχόμενο της διάγνωσής του και την υποδειχθείσα από αυτόν θεραπευτική αγωγή, ως
προς την εκφερόμενη όμως με τη διάγνωση του ιατρού αυτή καθ' εαυτή την επιστημονική εκτίμηση
και γνώμη του οι ως άνω ιατρικές βεβαιώσεις ή γνωματεύσεις εκτιμώνται, ακόμη και ως προς τις
επιπτώσεις που τα αναφερόμενα σε αυτές ευρήματα έχουν στην πνευματική και σωματική
κατάσταση του ασθενούς, ελεύθερα από το δικαστήριο, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρ. 340
ΚΠολΔ».
1258 Βλ. την ΑΠ 547/2003, ΕλλΔνη 2004, σελ. 1037, που διαπιστώνει ότι «δε διαθέτουν πλήρη

αποδεικτική δύναμη τα έγγραφα που περιέχουν μαρτυρία του εκδότη, ότι γνωρίζει κάτι περί
δικαιολογικής σχέσεως τρίτων όπως συμβαίνει με τα κατ' άρθρο 114 παρ. 1 εδ. ζ΄ του ισχύοντος
Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (Π.Δ. 410/95) εκδιδόμενα από τον Δήμαρχο πιστοποιητικά περί
της προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως των δημοτών».
1259 Βλ. ενδεικτικώς την ανωτέρω αναφερόμενη ΑΠ 683/2013, ΧρΙΔ 2013, σελ. 68, όπου το

δικαστήριο ανεκήρυξε ως πλαστή την επίμαχη ιατρική γνωμάτευση, βάσει της οποίας, σε
συνδυασμό και με την προσκόμιση πλαστού τιμολογίου - δελτίου αποστολής της φαρμακευτικής
εταιρείας, η εναγομένη είχε παραστήσει ψευδώς στον ελεγκτή ιατρό του ενάγοντος Οργανισμού
(ΟΑΕΕ) ότι έπασχε από τις αναφερόμενες σε αυτή χρόνιες παθήσεις (πολυνευρίτιδα , πολυριζίτιδα
και λεμφαδενίτιδα), επιτυγχάνοντας την έγκριση της σχετικής δαπάνης επί ζημία του
Οργανισμού.
1260 Βλ. ενδεικτικώς την ΠολΠρΑθ 71/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου η

διαταγή πληρωμής ακυρώθηκε στο πλαίσιο ευδοκίμησης ένστασης πλαστότητας της επίμαχης
σύμβασης πιστωτικής κάρτας, την οποία είχε υπογράψει ο υιός της ανακόπτουσας και όχι
προσωπικώς η ίδια.

260
σκοπού της αποδεικτικής διαδικασίας 1261 . Για τον κίνδυνο αυτό προνοεί
φυσικά ο δικονομικός νομοθέτης, επιτρέποντας, υπό τους όρους των
άρθρων 458 και 463 ΚΠολΔ, την απόδειξη της γνησιότητας ή πλαστότητας
του εγγράφου με κάθε μέσο, οπότε η εμμάρτυρη απόδειξη θα έχει και εδώ
αποφασιστικό ρόλο.
Σε όλες τις ανωτέρω (ενδεικτικά αναφερόμενες) περιπτώσεις, όπου η
κρίση του δικαστηρίου ως προς
την αλήθεια ή όχι των επίδικων
ισχυρισμών βασίζεται στη
γνώση και την αντίληψη τρίτων
προσώπων, ο δικονομικός
νομοθέτης δείχνει πλέον να
προτιμά η παρεχόμενη προς
αυτό πληροφόρηση να
ενεργείται μέσω των
λαμβανομένων εξωδικαστικώς
ενόρκων βεβαιώσεων και όχι
μέσω των παρασχόμενων
ζωντανά στο ακροατήριο
μαρτυρικών καταθέσεων. Η
αλλαγή αυτή, που αποτελεί το
βασικό σημείο της επελθούσης
Χιουμοριστική απόδοση της μεροληψίας των μαρτύρων στην τακτική διαδικασία
τροποποιήσεως, αναμφίβολα
διχάζει, με τους υποστηρικτές της να επικαλούνται υπέρ αυτής το
πλεονέκτημα της ταχύτητας, την ούτως ή άλλως μειωμένη αξιοπιστία της
εμμάρτυρης απόδειξης1262, την κατά κανόνα επικουρική συνεισφορά των
μαρτύρων στο σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης σε ένα μεγάλο τμήμα
των υποθέσεων της τακτικής διαδικασίας1263, καθώς και τη δυνατότητα

1261 Κατά την εύστοχη διατύπωση του Π. Αρβανιτάκη, Ζητήματα αποδεικτικών εγγράφων κατά
τον ΚΠολΔ, σελ. 58-59. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η τυπική αποδεικτική δύναμη των
εγγράφων μπορεί να παραβιασθεί με δυο τρόπους, είτε δηλαδή με την πλαστογράφηση της
τιθέμενης υπογραφής είτε με την αλλοίωση του περιεχομένου τους.
1262 Βλ. ενδεικτικώς την άποψη του Β. Μπρακατσούλα, Οι μάρτυρες στην πολιτική δίκη (εκδ.

1983), κεφ. 1, σελ. 11, κατά τον οποίο οι μάρτυρες είναι το πιο επικίνδυνο μέσο αποδείξεως, καθώς
«δεν έλειψαν ποτέ από τα δικαστήρια οι ψευδομάρτυρες είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, εκείνοι
δηλαδή που καταθέτουν αντί αμοιβής (και αυτό αποτελεί σπουδαίο όπλο στα χέρια των ανθρώπων
του πλούτου). Άλλοι πάλι καταθέτουν υπό την επίδραση πολλών και ποικίλων παραγόντων,
ψυχολογικών πλεγμάτων και διανοητικών καταστάσεων, π.χ. λόγω φιλίας, έχθρας, συμπάθειας ή και
αντιπάθειας». Στις παραδοχές αυτές συμπληρώνει η Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο αποδείξεως, §13,
σελ. 189, ότι «ο κλάδος της ψυχολογίας της μαρτυρίας απέδειξε ότι και οι καλής πίστεως μάρτυρες
διαστρέφουν συχνά τα γεγονότα. Η μνήμη των ανθρώπων γρήγορα εξασθενίζει και τα κενά της
συμπληρώνει η φαντασία με τρόπο που διαφέρει πολύ από την πραγματικότητα. Στην παραφθορά
αυτή συντελούν πολύ και οι σχετικές διηγήσεις των τρίτων, αλλά και του ίδιου του μάρτυρα, που
καθώς αφηγείται το γεγονός σε τρίτους, θέλει να το παρουσιάσει πληρέστερο και ζωηρότερο, ώστε
με τις συνεχείς επαναλήψεις καταλήγει και ο ίδιος να πιστεύει πράγματα που είναι καθαρά
αποκυήματα της φαντασίας του».
1263 Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015, (σελ. 2) «η δικαστηριακή πρακτική έχει

δείξει ότι στην τακτική διαδικασία και προεχόντως στις υποθέσεις του ενοχικού, του εμπορικού

261
διεξαγωγής μαρτυρικών καταθέσεων και υπό τη νέα μορφή του ΚΠολΔ,
υπό την προϋπόθεση της ανεπάρκειας των έγγραφων αποδεικτικών
μέσων 1264 , την ίδια στιγμή που η άλλη πλευρά καταφέρεται με οξύτητα
κατά των ενόρκων βεβαιώσεων 1265 , ομιλώντας περί «εικονικής
αποδείξεως» 1266 , «ψεύδορκων βεβαιώσεων», «ονείδους του νομικού μας
πολιτισμού» 1267 , «ατυχέστερης στιγμής του Έλληνα νομοθέτη» 1268 ,
«αποτυχημένου θεσμού»1269 και άλλων παρόμοιων1270, επισημαίνοντας ότι
δε μπορεί να νοηθεί δίκη χωρίς εξέταση μαρτύρων ή διαδίκων αν υπάρχει
αμφισβήτηση για τα κρίσιμα μη τεχνικής φύσεως πραγματικά
γεγονότα1271, καθώς και ότι η υπέρμετρη χρήση των ενόρκων βεβαιώσεων
μάλλον θα οδηγήσει σε αποτελέσματα αντίθετα από τα προσδοκώμενα,
καθυστερώντας τη διαδικασία, εφόσον για τη διαπίστωση της αλήθειας θα
χρειασθεί η επανάληψη της συζήτησης1272.

αλλά και του κληρονομικού δικαίου, το κύριο αποδεικτικό υλικό το οποίο εισφέρουν οι διάδικοι και
στη βάση του οποίου το δικαστήριο σχηματίζει τη δικανική πεποίθηση του, απαρτίζεται από
έγγραφα, ενώ οι μάρτυρες ως αποδεικτικό μέσο σε μικρό βαθμό και κατά κανόνα επικουρικά
συνεισφέρουν στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας».
1264 Ως ανεπτύχθη και ανωτέρω, η εμμάρτυρη απόδειξη διατάσσεται από το δικαστήριο, σύμφωνα

με το άρθρο 237§6 ΚΠολΔ, όταν από τη μελέτη του φακέλλου της δικογραφίας κρίνεται απολύτως
αναγκαία για τη διαλεύκανση της υπόθεσης η συνεισφορά των μαρτύρων, οι οποίοι εξετάζονται
ενώπιον του εισηγητή δικαστή σε αίθουσα που ορίζεται με την εκδιδόμενη διάταξη.
1265 Οι κάτωθι μνημονευόμενοι χαρακτηρισμοί προέρχονται από το βιβλίο του Π. Γιαννόπουλου,

Οι ένορκες βεβαιώσεις ως αποδεικτικό μέσο στην πολιτική δίκη, σελ. 3 επ., ο οποίος συμπυκνώνει
σε ιδιαίτερο κεφάλαιο την κατά καιρούς εκφρασθείσα στη θεωρία κριτική κατά των ενόρκων
βεβαιώσεων.
1266 Βλ. Γ. Ράμμο, ΣχΠολΔ VI, σελ. 182.
1267 Βλ. Στ. Γρύλλη, Διαδικασία πολυμελούς (Ν. 2915/2001), σελ. 79.
1268 Βλ. Κ. Πολυζωγόπουλο, παρέμβαση στο 27ο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων,

περιεχόμενη στο έργο «Τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και τα
δικαστικά τεκμήρια» (επιμελείας Εμμ. Γιαννακάκι), σελ. 130.
1269 Βλ. Ν. Νίκα, Εισαγωγική ομιλία στον τόμο «Το σχέδιο Νόμου για τις τροποποιήσεις στον

ΚΠολΔ» (επιμελείας Π. Αρβανιτάκη), ΕΝΟΒΕ 2001, σελ. 13, ο οποίος προσθέτει ότι «θα πρέπει να
φοβάται όποιος έχει δίκαιο και να ελπίζει όποιος έχει άδικο».
1270 Σύμφωνα με τον Κ. Μπέη, ΕρμΚΠολΔ, τόμος ΙΓ΄, σελ. 322, «είναι κοινό μυστικό πως οι ένορκες

βεβαιώσεις είναι το κορύφωμα του εμπαιγμού της αποδεικτικής διαδικασίας», κατά τον Γ. Ράμμο,
Ο θεσμός των ενόρκων εξετάσεων και βεβαιώσεων ενώπιον του ειρηνοδίκου ή συμβολαιογράφου,
Δίκη 1977, σελ. 403, «ο θεσμός των ενόρκων βεβαιώσεων συντελεί εις εκφυλισμόν πολλών μέτρων
προβλεπόμενων από τον ΚΠολΔ δια την εξασφάλισιν εγγυήσεων απαραίτητων δια την ομαλήν
εξέλιξιν της διαδικασίας», κατά τον Κ. Μπότσαρη, Το καθήκον αληθείας κατά το άρθρο 116 ΚΠολΔ,
σελ. 138, οι ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν «μέσο παραπλάνησης του δικαστηρίου, τρόπο
αιφνιδιασμού του αντιδίκου και μέσο καταστρατηγήσεως του δικαιώματος ακροάσεως», ενώ κατά
τον Κ. Καλαβρό, Πολιτική Δικονομία, Γενικό μέρος (2003), σελ. 253, «οι ένορκες βεβαιώσεις λόγω
του γνωστού τρόπου παραγωγής τους δημιουργούν επίφαση αποδείξεως και αποτελούν σημαντική
αδυναμία της όλης αποδεικτικής διαδικασίας».
1271 Βλ. την άποψη του Γ. Ορφανίδη στο έργο Συμβολή για την αποτελεσματικότητα της

δικαιοσύνης, σελ. 90, ο οποίος σημειώνει επίσης σχετικά με την αναπλήρωση των μαρτυρικών
καταθέσεων από τις ένορκες βεβαιώσεις πως «η δυσκολία και η απώλεια χρόνου για το δικαστή θα
είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με τη μαρτυρική απόδειξη που γίνεται με τα εχέγγυα της αρχής της
αμεσότητας».
1272 Βλ. Π. Γιαννόπουλο και Χρ. Τριανταφυλλίδη, Οι τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής

Δικονομίας στο πεδίο του δικαίου της αποδείξεως, ΕλλΔνη 2016, σελ. 674, και Κ. Μακρίδου, Οι
προτεινόμενες ρυθμίσεις του ΣχΝΚΠολΔ (2014) ως προς την τακτική διαδικασία - συζήτηση στο
ακροατήριο, ΕΠολΔ 2014, σελ. 189-190.

262
Σίγουρα το πρόβλημα, όπως τίθεται στη δικονομία μας, δεν αφορά σε μια
σύγκριση μαρτυρικών
καταθέσεων και ενόρκων
βεβαιώσεων, η οποία κατά κοινή
ομολογία αποβαίνει υπέρ των
πρώτων, ενόψει της προσωπικής
εμφάνισης του μάρτυρα ενώπιον
του δικαστηρίου, με τα οφέλη που
παραπάνω αναπτύξαμε, και
φυσικά της υποβολής του στη
βάσανο της αποδοχής ερωτήσεων
τόσο από τον δικαστή όσο και,
ιδίως, από το δικηγόρο της άλλης
πλευράς, η οποία πράγματι
αποτελεί ένα δραστικό μηχανισμό
αποκάλυψης τυχόν ανακριβειών ή
αντιφάσεων στην κατάθεση και,
μέσω αυτής, αναδείξεως των
γεγονότων στην πραγματική τους Μια ακόμη όψη των αμφιβολιών που εκφράζονται ως
διάσταση 1273 . Και μπορεί όντως προς την αξιοπιστία των μαρτυρικών καταθέσεων

πολλές φορές οι μαρτυρικές


καταθέσεις να είναι ανούσιες και να μην προσθέτουν τίποτα το ουσιαστικό
όταν δεν εκφράζουν προσωπική γνώση αλλά απλά απηχούν πληροφορίες
που ο μάρτυρας γνωρίζει από τρίτα πρόσωπα ή ακόμα και τον ίδιο τον
διάδικο, ή να είναι ψευδείς και να υπαγορεύονται από αισθήματα φιλίας ή
το προσωπικό συμφέρον του μάρτυρα στην έκβαση της δίκης1274, παρόλα

1273 Βλ. και Ι. Δεληκωστόπουλο, Η αναζήτηση της αληθείας στην πολιτική δίκη, §2, σελ. 44, ο
οποίος χαιρετίζει την εξέταση του μάρτυρα από το δικηγόρο του αντιδίκου, παραπέμποντας και
στην άποψη του J.H. Wigmore (A treatise on the Anglo-American system of evidence in trials at
common law), κατά τον οποίο η δυνατότητα αυτή αποτελεί «τη σημαντικότερη νομική μηχανή που
εφευρέθηκε ποτέ για την ανακάλυψη της αλήθειας». Σύμφωνα με την παρατιθέμενη στο ίδιο
σημείο άποψη του N. Andrews (The pursuit of truth in modern English civil proceedings, σελ. 95),
«this is the classic and dramatic stage of the adversarial confrontation of the opposing parties».
1274 Βλ. ενδεικτικώς την περίπτωση της ΕφΘεσ 1203/2011, ΕΠολΔ 2011, σελ. 637, με αντικείμενο

εργατική διαφορά (αγωγή πρώην εργαζόμενου σε πρατήριο καυσίμων κατά του πρατηριούχου),
όπου το δικαστήριο ευρέθη ενώπιον εκ διαμέτρου αντίθετων θέσεων των διαδίκων, με τον
εναγόμενο να υποστηρίζει ότι δεν προσέλαβε και δεν απασχόλησε πότε τον ενάγοντα στο
πρατήριο του και τον ενάγοντα να ισχυρίζεται ότι εργάστηκε σε αυτόν από 15.03.2002 έως
30.11.2006, εργαζόμενος όλες τις ημέρες της εβδομάδας επί 12ωρο ημερησίως χωρίς να λαμβάνει
ποτέ ρεπό. Την ασάφεια των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης επέτειναν οι
αντικρουόμενες μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με τον μάρτυρα
του ενάγοντος να επιβεβαιώνει τους αγωγικούς ισχυρισμούς, θεμελιώνοντας τη γνώση του στο
γεγονός ότι επισκεπτόταν συχνά το πρατήριο για να βάλει βενζίνη, και τον μάρτυρα του
εναγομένου να καταθέτει ότι ο ενάγων δεν εργάστηκε ποτέ σε αυτό, επικαλούμενος προς
ενίσχυση της αξιοπιστίας του το γεγονός ότι διατηρεί κατάστημα δίπλα στο πρατήριο, έχοντας
έτσι ίδια αντίληψη για το πρόσωπο των εκεί εργαζομένων. Το σκηνικό της σύγχυσης ήρθαν να
συμπληρώσουν οι αντιφάσκουσες μεταξύ τους ένορκες βεβαιώσεις του ιδίου προσώπου (!) στον
πρώτο και το δεύτερο βαθμό, με την κατατεθείσα στο πρωτοδικείο να εναρμονίζεται με τους
αγωγικούς ισχυρισμούς, καθώς σε αυτήν διευκρινίζεται ότι ο βεβαιών είναι επί πολλά χρόνια
πελάτης του συγκεκριμένου πρατηρίου και ότι στο πλαίσιο ακριβώς αυτών των συχνών

263
αυτά όμως ο δικαστής μπορεί, έστω από τα ψήγματα αλήθειας που
καταθέτει ο μάρτυρας ή από ομολογίες που μπορεί να του αποσπάσει ο
ίδιος ή ο αντίπαλος δικηγόρος μέσω των κατάλληλων ερωτήσεων, να
βοηθηθεί στην προσέγγιση της αλήθειας1275, για τον πρόσθετο λόγο ότι και
μια παύση, ένας δισταγμός στην απάντηση ή μια γενικότερη σύγχυση και
εκνευρισμός μπορεί να φανερώνουν περισσότερα από την ομιλία του. Σε
περίπτωση, εξάλλου, που ο μάρτυρας είναι γνώστης των πραγμάτων,
αποτελεί μεγάλη βοήθεια για το δικαστή, καθώς με τη σαφή και αναλυτική
αναφορά του μπορεί να ξεδιαλύνει όλες τις απορίες σχετικά με τα επίμαχα
ζητήματα, συμβάλλοντας στην επιτάχυνση της διαδικασίας, όπως
συμβαίνει άλλωστε και στην πραγματική ζωή, όπου μια συνομιλία με ένα
πρόσωπο που γνωρίζει και έχει ασχοληθεί με ένα αντικείμενο μπορεί να μας
γλυτώσει από ώρες μελέτης και αναζήτησης. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο
στις εμπορικές διαφορές, όπου ανακύπτουν συχνά ζητήματα τεχνικού
χαρακτήρα, οπότε ένα πρόσωπο με γνώση της αγοράς και της
ακολουθούμενης στις συναλλαγές πρακτικής μπορεί να κερδίσει
ουσιαστικά την υπόθεση για λογαριασμό του διαδίκου, διαφωτίζοντας το
δικαστή στα επίμαχα σημεία και αναδεικνύοντας το αβάσιμο των
αντίπαλων ισχυρισμών.
Οι ένορκες βεβαιώσεις, από την άλλη πλευρά, «κινούμενες στην γκρίζα
ζώνη μεταξύ εγγράφου και μαρτυρίας» 1276 , στερούνται και των
στοιχειωδών εγγυήσεων αξιοπιστίας1277, όχι μόνο γιατί κατασκευάζονται
στην ουσία ενόψει της επικείμενης δίκης1278 αλλά και διότι πολλές φορές
δεν αποδίδουν καν την προσωπική αντίληψη του βεβαιούντος, καλούμενου

επισκέψεων γνώρισε τον ενάγοντα, και στη συνταχθείσα για τις ανάγκες του εφετείου να
δηλώνεται ότι η αρχική ένορκη βεβαίωση απετέλεσε προϊόν εξαπάτησης του βεβαιούντος από τον
ενάγοντα, που τον είχε διαβεβαιώσει ψευδώς ότι εργαζόταν επί 5ετία στο πρατήριο, ενώ, όπως
του εξομολογήθηκε αργότερα, όλα αυτά τα χρόνια εργαζόταν στη λαχαναγορά. Το δικαστήριο, για
να ξεδιαλύνει το τοπίο, αναγκάστηκε εν προκειμένω να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης,
ώστε να εμφανισθούν ενώπιον του αυτοπροσώπως τόσο οι ίδιοι οι διάδικοι (245 ΚΠολΔ) όσο και
οι μάρτυρες του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και ο ενόρκως βεβαιών (411 ΚΠολΔ),
διευκρινίζοντας τους ισχυρισμούς και το περιεχόμενο των καταθέσεων τους.
1275 Σύμφωνα με τον Ι. Δεληκωστόπουλο, ο.π. αμέσως ανωτέρω, σελ. 46, «κατ’ οριακά επιτρεπτή

απλούστευση, υπάρχουν τριών ειδών μάρτυρες: οι αξιόπιστοι, οι ψευδομάρτυρες και οι αδιάφοροι


μάρτυρες… οι πρώτες δυο κατηγορίες μαρτύρων εμφανίζουν χρησιμότητα για τον έμπειρο
δικαστικό λειτουργό».
1276 Σύμφωνα με την εύστοχη επισήμανση του Π. Γιαννόπουλου, Οι ένορκες βεβαιώσεις ως

αποδεικτικό μέσο στην πολιτική δίκη, σελ. 7.


1277 Στην κατά τα ανωτέρω κριτική της ελληνικής θεωρίας θα πρέπει να προστεθεί η άποψη του

διάσημου Ρωμαίου ρήτορα Κοϊντιλιανού, ο οποίος στο έργο του Institutio oratoria (Η εκπαίδευση
του ρήτορα), V, 7, υποστηρίζει ότι ένας μάρτυρας δυσκολεύεται λιγότερο να προδώσει την
αλήθεια παρουσία ενός μικρού αριθμού υπογραφόντων απ’ ό,τι ενώπιον του αντιδίκου και του
δικαστή της υπόθεσης.
1278 Όπως είδαμε στο πρώτο μέρος, το ανύποπτο του χρόνου συντάξεως αποτελούσε για χρόνια

το μέτρο βάσει του οποίου εγένοντο αποδεκτά από τα δικαστήρια οι εξώδικες μαρτυρίες τρίτων
προσώπων. Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΠειρ 239/2003, ΠειρΝομ 2003, σελ. 211, όπου το δικαστήριο
αρνήθηκε να συνεκτιμήσει τις προσαγόμενες υπεύθυνες δηλώσεις, με το ανωτέρω σκεπτικό και
για το λόγο ότι εν προκειμένω ελλείπουν οι εγγυήσεις αξιοπιστίας που παρέχει η κατάθεση
ενώπιον δικαστηρίου ή βεβαίωση ενώπιον συμβολαιογράφου ή ειρηνοδίκου κατόπιν κλήτευσης
του αντιδίκου.

264
απλά να υπογράψει (ορκιζόμενος μάλιστα) το περιεχόμενο μιας κατάθεσης
συνταχθείσης ερήμην του, εκ της οποίας μπορεί κάλλιστα να αγνοεί και
πολλά σημεία 1279 . Υπό την
έννοια αυτή, οι ένορκες
βεβαιώσεις δεν αποτελούν καν
μαρτυρίες, καθώς μπορεί
ενδεχομένως να θέτουν ως
βάση τους ορισμένες
πληροφορίες παρεχόμενες εκ
μέρους του βεβαιούντος, κατά
τα λοιπά όμως κόβονται και
ράβονται στα μέτρα των
συμφερόντων της πλευράς
από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο, ο οποίος προσθέτει
ή αφαιρεί κατά το δοκούν
κρίσεις και περιστατικά και
Από την κριτική περί αναξιοπιστίας δε γλυτώνουν βέβαια ούτε γενικώς προσαρμόζει το
οι ένορκες βεβαιώσεις
κείμενο τους ώστε να
ανταποκρίνεται καλύτερα στις
ανάγκες της υπό εξέλιξη δίκης. Και στις ένορκες βεβαιώσεις
αναγνωρίζονται βέβαια ορισμένα πλεονεκτήματα, με κυριότερα την
ικανοποιητική συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού, τη διεύρυνση του
αποδεικτικού ορίζοντα του δικαστή και την ανάδειξη αφανών πτυχών της
υπόθεσης κατά τρόπο άμεσο και σύμφωνο με την αρχή της οικονομίας της
δίκης1280, οφέλη που γίνονται περισσότερο αντιληπτά αν αναλογιστούμε
ότι έχουν παρέλθει πλέον ανεπιστρεπτί οι εποχές όπου ήταν δυνατή η
εξέταση περισσότερων του ενός μαρτύρων εκατέρωθεν κατά την
οριζόμενη δικάσιμο και ότι και πριν από την επελθούσα με το ν. 4335/2015
τροποποίηση ήταν δυνατή η κατάθεση ενός μόνο μάρτυρα κατά τη
συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δικαστηρίου. Υπό την έννοια αυτή, οι
ένορκες βεβαιώσεις φαίνεται πράγματι να συνιστούν αναγκαίο κακό 1281,
ως το μόνο αποδεικτικό μέσο που είναι ικανό να καλύψει το κενό

1279 Βλ., κατά παραπομπή από το έργο του Π. Γιαννόπουλου, τις χαρακτηριστικές διαπιστώσεις
του Δημόπουλου [παρέμβαση στο 27ο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων,
περιεχόμενη στο έργο «Τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και τα
δικαστικά τεκμήρια» (επιμελείας Εμμ. Γιαννακάκι), σελ. 255], κατά τις οποίες «…τη φτιάχνεις την
ένορκη βεβαίωση όπως βολεύει τον κάθε δικηγόρο και φέρνεις τον άλλο τον αδαή και του λες άκουσε
περίπου τι γράφει, και εκείνος παλαμίζει το ευαγγέλιο και κοροϊδεύουμε ημάς και αλλήλους».
1280 Βλ. και την άποψη του Π. Γιαννόπουλου, Οι ένορκες βεβαιώσεις ως αποδεικτικό μέσο στην

πολιτική δίκη, σελ. 9-10, ο οποίος επισημαίνει ακόμη ότι ο θεσμός των ενόρκων βεβαιώσεων «έχει
λειτουργήσει ικανοποιητικότερα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, καθώς αναγνωρίζεται ότι σπανίζουν
οι περιπτώσεις ποινικών διώξεων για ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις», σπεύδοντας πάντως να
προσθέσει ότι «αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο
είναι ούτως ή άλλως αναξιόπιστο».
1281 Παρεμπιπτόντως, να αναφέρουμε ότι η εν λόγω έκφραση αποδίδεται στον Μένανδρο,

αναφερόμενο στον θεσμό του γάμου («το γαμεῖν, εάν τις την αλήθειαν σκοπή, κακόν μεν εστίν, αλλ’
αναγκαίον κακόν»). Βλ. Ιωάννου Στοβαίου, Ανθολόγιον.

265
αναφορικά με την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της
υπόθεσης, με τον έλεγχο της αξιοπιστίας τους να μεταβαίνει αναγκαστικά
από νομοθετικό επίπεδο στην κρίση του αρμόδιου δικαστή, ο οποίος
αξιολογεί ελεύθερα το περιεχόμενο τους, έχοντας τη δυνατότητα να μην
λάβει καθόλου υπ’ όψιν του ένορκες βεβαιώσεις προφανώς αβάσιμες ή
ψευδείς. Υπό το κράτος του νέου άρθρου 237§6 ΚΠολΔ, άλλωστε, και της
με βάση αυτό επιλογής των μαρτύρων μεταξύ των προσώπων που έδωσαν
ένορκη βεβαίωση, αναμένεται μια ουσιαστική αναβάθμιση του θεσμού εξ
απόψεως αξιοπιστίας, εφόσον οι ενόρκως βεβαιούντες γνωρίζουν ότι
μπορεί ενδεχομένως να κληθούν ενώπιον του δικαστηρίου προς
επιβεβαίωση της κατάθεσης τους, κάτι που τους κάνει περισσότερο
προσεκτικούς ως προς τα κατατιθέμενα γεγονότα και πληροφορίες 1282.

γ. Προφορικότητα και ταχεία απονομή δικαιοσύνης


Όπως είπαμε πάντως, η επιλογή μεταξύ μαρτύρων και ενόρκων
βεβαιώσεων αποτελεί μια μόνο πτυχή του γενικότερου προβληματισμού
του δικονομικού νομοθέτη, αναφερομένου ειδικότερα στο μέχρι τίνος
σημείου προτίθεται να υποχωρήσει προς επιτάχυνση της δίκης,
θυσιάζοντας δικονομικές εγγυήσεις συνδεόμενες με τη δίκαιη διεξαγωγή
της και την εξαγωγή του ορθότερου δυνατού αποδεικτικού πορίσματος.
Προς την κατεύθυνση αυτή, είχε ήδη προ καιρού εγκαταλείψει την
προδικαστική απόφαση, η οποία έθετε σε ορθή βάση την αποδεικτική
διαδικασία εντοπίζοντας τα αμφιλεγόμενα ζητήματα, στα οποία
ακολούθως επικεντρώνονταν διάδικοι και δικαστές, τις πολυμελείς
συνθέσεις για χάρη των μονομελών, που παρουσιάζουν όμως το σημαντικό
μειονέκτημα της υποκειμενικής προσέγγισης της διαφοράς, μη
επιτρέποντας την τόσο απαραίτητη συνεργασία και ανταλλαγή απόψεων
μεταξύ των δικαστών, την δυνατότητα εξέτασης περισσότερων μαρτύρων
στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης, την επανασυζήτηση της διαφοράς ενώπιον
των ανώτερων δικαστηρίων κτλ., επιλογές που χωρίς φυσικά να
υποστηρίζουμε ότι έχουν αρνητικό πρόσημο, περιείχαν όμως ορισμένες
φορές εν εαυταίς τις αιτίες της μελλοντικές παθογένειας, αναιρώντας από
μόνες τους τον επιδιωκόμενο σκοπό, υπό την έννοια ότι παρείχαν μεν την
δυνατότητα γρήγορου τερματισμού της αντιδικίας σε πρώτο βαθμό, δεν
ηγγυώντο όμως πάντοτε, ενόψει της συχνά εσφαλμένης δικαστικής
κρίσεως, και την μη αναβίωση αυτής ενώπιον ανώτερου δικαστηρίου ή στο
πλαίσιο νέας δίκης, με τελικό αποτέλεσμα την επιβάρυνση των
δικαστηρίων και την καθυστέρηση αντί της επιτάχυνσης. Στο γενικό αυτό
πλαίσιο εντάσσεται, όπως έχει αναφερθεί, και η στροφή προς το έγγραφο
πρότυπο, με κύρια χαρακτηριστικά την ενίσχυση των περιορισμών της
εμμάρτυρης απόδειξης, την υποκατάσταση των μαρτυρικών καταθέσεων
1282Βλ. τη σχετική αναφορά της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 4335/2015, σελ. 25-26, κατά την
οποία «με αυτόν τον τρόπο, προσδοκάται ότι θα αναβαθμιστεί παράλληλα και το ουσιαστικό
περιεχόμενο των ενόρκων βεβαιώσεων και θα μειωθούν οι περιπτώσεις ψευδορκίας, αφού πλέον
αυτός που την παρέχει γνωρίζει ότι η αξιοπιστία της μαρτυρίας του ενδέχεται να υποβληθεί σε
προφορικό έλεγχο εκ μέρους του δικαστή».

266
από τις ένορκες βεβαιώσεις και την διεύρυνση της εμβέλειας και της
δραστικότητας των εκδιδόμενων διαταγών, κάτι που σημαίνει ότι το
δίλημμα μεταξύ προφορικής και έγγραφης διεξαγωγής δεν επιλύεται υπό
όρους ουσιαστικής προτίμησης του νομοθέτη υπέρ του δεύτερου αλλά στο
όνομα της σταθερά επαναλαμβανόμενης απαιτήσεως για ταχύτητα 1283.
Η ταχύτητα, όμως, δεν αποτελεί έννοια αντιθετική και στόχο
ασυμβίβαστο προς την προφορικότητα, η οποία, όπως έχουμε αναφέρει,
μπορεί να συμβάλλει στην πληρέστερη ενημέρωση του δικαστή και,
συνακόλουθα, στην ευχερέστερη επίλυση της διαφοράς, αναγόμενη
περισσότερο στο οργανωτικό κομμάτι της δικαιοσύνης 1284, υπό την έννοια
της διαμόρφωσης των κατάλληλων υλικοτεχνικών υποδομών 1285 ,
πρόσληψης δικαστών και γραμματέων και επιμόρφωσης και εξειδίκευσης
του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού 1286 , μέσω των οποίων θα
επιτευχθεί άμεσα (και όχι έμμεσα όπως επιχειρείται μέχρι τώρα) ο στόχος
των συντομότερων
δικασίμων. Με άλλα λόγια, η
καθυστέρηση δεν συνδέεται
- ή τουλάχιστον συνδέεται
σε μικρό βαθμό - με την
διαμόρφωση της συζήτησης
ως έγγραφης ή προφορικής,
αλλά με γενικότερα αίτια
και τα γνωστά άλυτα
προβλήματα της ελληνικής
κοινωνίας και Και μια ελληνική γελοιογραφία με θέμα τον εκσυγχρονισμό της
δικαστηριακής πρακτικής, δικαιοσύνης

μεταξύ των οποίων


μπορούμε να αναφέρουμε την (μητέρα όλων των δεινών) χρόνια
κακοδιοίκηση της χώρας, συνέπειες της οποίας αποτελούν η αυξανόμενη

1283 Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι οι νόμοι 3994/2011, 4055/2012 και 4335/2015 αποτελούν
νομοθετήματα της εποχής των μνημονίων, αποτέλεσμα μεταξύ άλλων και της απαιτήσεως των
δανειστών για αναμόρφωση του συστήματος απονομής πολιτικής δικαιοσύνης (βλ. ενδεικτικώς
τον ν. 4334/2014 και την επιβολή εκ μέρους των δανειστών, με την από 12.07.2015 απόφαση της
συνόδου των κρατών-μελών της ευρωζώνης, σειράς μέτρων, μεταξύ των οποίων μνημονεύεται
και η ψήφιση του νέου ΚΠολΔ). Στο πλαίσιο αυτό, ο δικονομικός νομοθέτης, υπό την πίεση των
πραγμάτων, έχει αναγκαστεί να προβεί σε εκπτώσεις τις οποίες θεωρώ ότι δεν συμμερίζεται
ολοψύχως.
1284 Βλ. για το θέμα αυτό και γενικώς για τα εκτιθέμενα στο σημείο αυτό την ανάπτυξη του Σπ.

Τσαντίνη, Η αρχή της προφορικότητας της συζήτησης στην πολιτική δίκη, Δίκη 2005, σελ. 1309-
1312.
1285 Προς την κατεύθυνση αυτή, προτείνεται η ανέγερση νέων δικαστικών μεγάρων, η

ψηφιοποίηση των δικαστικών αρχείων, η ηλεκτρονική διασύνδεση των δικαστηρίων κτλ. Βλ. και
το συλλογικό έργο της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών, Συμβολή για την αποτελεσματικότητα της
δικαιοσύνης (Γ. Ορφανίδης), σελ. 98.
1286 Ιδίως η ιδέα της εξειδίκευσης των δικαστών ανά αντικείμενο (π.χ. μισθωτικές ή εργατικές

διαφορές) και η δημιουργία ειδικών τμημάτων για υποθέσεις εξυγίανσης επιχειρήσεων,


τραπεζικών συμβάσεων κτλ. πιστεύεται πως θα έχει πολύ θετικά αποτελέσματα.

267
κοινωνική ανισότητα και ο πολλαπλασιασμός των δικών1287, την έλλειψη
παιδείας των πολιτών για φιλικό διακανονισμό των μεταξύ τους διαφορών,
τον υπερπληθυσμό των δικηγόρων 1288 , την αποτυχία στην πράξη των
εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των διαφορών1289 κτλ., φαινόμενα που για
να αντιμετωπισθούν απαιτούν την άσκηση μιας συντονισμένης
νομοθετικής πολιτικής και τη λήψη μέτρων κυρίως οργανωτικών, όπως τα
ανωτέρω αναφερόμενα, αλλά και η ίδρυση νέων πρωτοδικείων, η επέκταση
του ωραρίου των δικαστηρίων, η αφαίρεση ύλης από τα δικαστήρια
(κληρονομητήριο, συναινετικό διαζύγιο και προσημείωση, κτηματολόγιο,
σωματεία, εταιρικά, έκδοση πιστοποιητικών κτλ.) και η υπαγωγή της σε
διοικητικές αρχές, ο έλεγχος της παραγωγικότητας των δικαστών κτλ 1290.
Όπως έγραφε ο Κ. Μπέης ήδη από το έτος 1999, «συνιστά ματαιοπονία η
προσπάθεια να δοθεί λύση του προβλήματος μέσα στις δικαστικές αίθουσες,
όσο μένει ενεργός και αδάμαστη η πηγή που συνεχώς τροφοδοτεί τα
δικαστήρια με κύματα νέων αγωγών και αιτήσεων»1291.
Υπό τα δεδομένα αυτά, η απαίτηση για ταχύτητα δεν θα έπρεπε να
επηρεάζει την διαμόρφωση της συζήτησης ως έγγραφης ή προφορικής,
ούτε η καθυστέρηση στον προσδιορισμό δικασίμου να αντισταθμίζεται με
εκπτώσεις (χρονικές ή ποιοτικές) στην διεξαγωγή της δίκης. Όπως ορθά
επισημαίνεται1292, στο στάδιο της συζητήσεως αλλά και κατά το διάστημα
της διάσκεψης ή σύνταξης της απόφασης, ταχύτητα και επιμέλεια
συνιστούν αντίρροπες έννοιες, κάτι που σημαίνει ότι στο δικαστήριο

1287 Στην υπερφόρτωση των δικαστηρίων συντελεί και η ίδια η στάση της πολιτείας, η οποία στις
περισσότερες περιπτώσεις δεν αφήνει πεδίο συνεννόησης με τους πολίτες ούτε προβλέπει
διοικητικούς μηχανισμούς επίλυσης των παραγόμενων διαφορών, εξωθώντας τους σε
δικαστικούς αγώνες εναντίον της και εξαντλώντας εν συνεχεία εις βάρος τους όλα τα ένδικα μέσα
και βοηθήματα. Βλ. και το συλλογικό έργο της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών, Συμβολή για την
αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης (Π. Κοριατοπούλου), σελ. 5.
1288 Οι οποίοι είναι αλήθεια ότι, προς ίδιον όφελος, παρωθούν πολλές φορές τους διαδίκους στην

ακολούθηση της δικαστικής οδού προς επίλυση των ιδιωτικών διαφορών ή ασκούν προφανώς
αβάσιμα ένδικα μέσα και βοηθήματα.
1289 Ειδικά ως προς την διαμεσολάβηση και την καθυστέρηση που δύναται να επιφέρει, αξίζει να

παρατεθούν οι επισημάνσεις του Σπ. Λάλα, Η νέα τακτική διαδικασία: υπό το πρίσμα των
θεμελιωδών αρχών της πολιτικής δίκης (42ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ενώσεως Ελλήνων
Δικονομολόγων, Καρδίτσα, 7-10 Σεπτεμβρίου 2017), σελ. 201, κατά τον οποίο «η διαμεσολάβηση
στο δίκαιο προϋποθέτει ότι οι καλόπιστοι διάδικοι έχουν εκκρεμή διαφορά με αδιευκρίνιστο
αποτέλεσμα, που επιθυμούν να επιλύσουν κατά τον πιο σύντομο και εύκολο τρόπο. Τέτοιες διαφορές
στην ελληνική δικαστηριακή πράξη, όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση τουλάχιστον τις τελευταίες
δεκαετίες, υπάρχουν σε ελάχιστο βαθμό. Η συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων αφορούν
διαδίκους από τους οποίους ο ένας γνωρίζει ότι έχει δίκιο και επιθυμεί την εκδίκαση της υπόθεσης
του το ταχύτερο δυνατό, ο δε άλλος γνωρίζει εκ των προτέρων ότι έχει άδικο και επιθυμεί να
καθυστερήσει την εκδίκαση της υπόθεσης όσο γίνεται περισσότερο, παίζοντας με τον χρόνο. Σε
αυτήν την περίπτωση αποκλείεται η προσφυγή στην διαμεσολάβηση για άμεση επίλυση της
υπόθεσης, αφού στην πραγματικότητα ένας από τους δυο διαδίκους δεν θέλει να την επιλύσει
γνωρίζοντας εκ των προτέρων το αρνητικό για αυτόν αποτέλεσμα της».
1290 Βλ. το συλλογικό έργο της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών, Συμβολή για την

αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης (Γ. Ορφανίδης), σελ. 98 επ.


1291 Βλ. Κ. Μπέη - Κ. Καλαβρού - Στ. Σταματόπουλου, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, τόμος

1, §5, σελ. 82.


1292 Βλ. Σπ. Τσαντίνη, Η αρχή της προφορικότητας της συζήτησης στην πολιτική δίκη, Δίκη 2005,

σελ. 1311.

268
πρέπει να παρέχεται ο απαιτούμενος χρόνος, ανάλογα και με την σημασία
και πολυπλοκότητα της υπό κρίση υπόθεσης, να μελετά ενδελεχώς τους
προβαλλόμενους ισχυρισμούς και να ερευνά επαρκώς και εις βάθος τη
βασιμότητα τους με κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο. Εκεί δεν πρέπει να
ανεχθούμε υποχωρήσεις, άλλως υφίσταται ο κίνδυνος στον βωμό της
επιτάχυνσης να θυσιασθεί η ουσιαστική ορθότητα της απόφασης, με τα
εντεύθεν δυσμενή αποτελέσματα. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αλλαγές στο
πεδίο της αποδείξεως ελέγχονται ως προς την χρησιμότητα τους,
τουλάχιστον ως προς ορισμένες κατηγορίες διαφορών, εν αντιθέσει με την
γενική κατάστρωση της διαδικασίας ως έγγραφης, που είναι προς τη
σωστή κατεύθυνση, ανταποκρινόμενη άλλωστε στην συνήθεια και
πρακτική του νομικού κόσμου.
Κλείνοντας το παρόν κεφάλαιο, μπορούμε να σημειώσουμε ως πρόταση
για την επιτάχυνση της πολιτικής δίκης την θεσμοθέτηση ενός εντονότερα
ανακριτικού συστήματος και την επανεισαγωγή του θεσμού του εισηγητή
δικαστή1293, ο οποίος θα επιφορτισθεί με την προεξέταση του παραδεκτού
των ασκούμενων ενδίκων βοηθημάτων και τον έλεγχο των διαδικαστικών
προϋποθέσεων1294, ώστε να επιλύονται εν τη γενέσει τους όλα τα σχετικά
ζητήματα (δικαιοδοσίας, καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητας,
εφαρμοζόμενης διαδικασίας, παραδεκτής σώρευσης κτλ.), τα οποία
αποτελούν συνήθεις αιτίες κηρύξεως απαραδέκτου, καθυστερήσεων 1295
1293 Βλ. Κ. Μακρίδου, Προτάσεις αλλαγής του ΚΠολΔ, ΝοΒ 2019, σελ. 2098 επ., κατά την οποία η
σύνθεση του δικαστηρίου και ο εισηγητής θα πρέπει να ορίζονται με την κατάθεση της αγωγής,
ώστε να αξιοποιείται όλο το φάσμα των διαδικαστικών δυνατότητων της προδικασίας.
1294 Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι επί ελλείψεων σχετικών με την ικανότητα παράστασης

των διαδίκων και τυχόν άδεια ή εξουσιοδότηση που απαιτείται για την διεξαγωγή της δίκης
υφίσταται η διάταξη του άρθρου 67 ΚΠολΔ, η οποία παρέχει την δυνατότητα αναβολής της
προόδου της δίκης προκειμένου να προσκομισθούν τα απαραίτητα έγγραφα. Βλ. ενδεικτικώς την
ΑΠ 1155/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία ανέβαλε την πρόοδο της δίκης
προκειμένου να προσκομισθεί η απαιτούμενη για το παραδεκτό της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης
άδεια της δημαρχιακής επιτροπής του αναιρεσείοντος Δήμου, καθώς και την ΠολΠρΑθ 88/2010,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία ανέβαλε την πρόοδο δίκης προσβολής
πατρότητας μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αίτησης διορισμού ειδικού
επιτρόπου του προς αναγνώριση τέκνου. Η σχετική πρόβλεψη εν μέρει μόνο ικανοποιεί, καθώς
δεν γίνεται να εφαρμοσθεί για την συμπλήρωση άλλων ελλείψεων αλλά και γιατί απαιτεί την
έκδοση μη οριστικής αποφάσεως και την εν συνεχεία επανεισαγωγή της υπόθεσης με κλήση, με
ό,τι αυτό συνεπάγεται από άποψη καθυστέρησης.
1295 Βλ. ενδεικτικώς το παράδειγμα της ΕφΠειρ 34/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών

Νόμος, όπου το ζήτημα της διαδικασίας επελύθη οριστικώς 5 χρόνια μετά την κατάθεση της υπό
κρίση ανακοπής (κατατεθείσης την 07.01.2016 και εισαχθείσης προς εκδίκαση κατά την τακτική
διαδικασία), η οποία παρεπέμφθη στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του δικαστηρίου, με
το σκεπτικό ότι κάθε διαφορά που πηγάζει από σύμβαση δανείου με πιστούχο ναυτιλιακή
εταιρεία συνάγεται ότι γίνεται για την εξυπηρέτηση της οικονομικής λειτουργίας και
χρησιμοποίησης του πλοίου και, κατά συνέπεια, οι εξ αυτής αναφυόμενες διαφορές θεωρούνται
ναυτικές διαφορές.
Ακόμα μεγαλύτερο διάστημα χρειάστηκε στην περίπτωση της ΕφΠατρ 171/2021, Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου το δικαστήριο έκρινε σε δεύτερο βαθμό ότι η υπό κρίση
αγωγή κατά του Δήμου (με αίτημα την καταβολή εργολαβικού ανταλλάγματος για την εκτέλεση
τεχνικού έργου) κακώς εισήχθη και εκδικάστηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών κατά
την τακτική διαδικασία (εκδοθείσης εκ μέρους του της υπ’ αριθμόν 659/2017 αποφάσεως),
καθώς υπαγόταν στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, ως
αναφυόμενη από σύμβαση δημοσίου δικαίου (με βάση τις διατάξεις των άρθρων 13 ν. 1418/1984,

269
και παλινδρομήσεων 1296 . Δια της γενόμενης προεξέτασης θα καταστεί
δυνατή η εκκαθάριση του πινακίου από αόριστες ή προφανώς αβάσιμες
αγωγές, οι οποίες θα απορρίπτονται με μια απλή διάταξη και συνοπτική
αιτιολογία χωρίς να εισάγονται προς συζήτηση1297, καθώς και ο έγκαιρος
εντοπισμός σφαλμάτων στην άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων, τα οποία
θα παραπέμπονται προς εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο και κατά την
προσήκουσα διαδικασία. Με τον τρόπο αυτό θα εξοικονομηθεί ο χρόνος
που χάνεται, ιδίως στα δικαστήρια των μεγάλων πόλεων, από την
απόρριψη για τυπικούς λόγους, τον χωρισμό1298, την παραπομπή και την εν
συνεχεία επαναφορά των εκκρεμών ενδίκων βοηθημάτων και θα
αποφευχθούν τόσο οι σχετικές άσκοπες δαπάνες των διαδίκων (π.χ. για
νέες επιδόσεις, δικηγορικές αμοιβές κτλ.) όσο και το ανεπιθύμητο
επακόλουθο της αποκάλυψης ολόκληρου του οπλοστασίου ισχυρισμών και
ενστάσεων στο πλαίσιο της αρχικής ατελέσφορης συζητήσεως, η οποία
φυσικά διεξάγεται εφ’ όλης της ύλης1299. Με το ίδιο σκεπτικό και χάριν της
οικονομίας της δίκης, συνίσταται και η διεύρυνση της κατά το άρθρο 227
ΚΠολΔ δυνατότητας του δικαστηρίου να ζητεί από τους διαδίκους και μετά
την διεξαγωγή της συζήτησης την συμπλήρωση τυπικών παραλείψεων 1300,

77 ν. 3669/2008 και 175 ν. 4412/2006). Στην προκειμένη περίπτωση η υπόθεση παρεπέμφθη


τελικά προς εκδίκαση, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, στο Τριμελές Εφετείο Πατρών ως έχον
εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα μετά την κατάργηση του άρθρου 64§4 του ΕισΝΚΠολΔ
(προβλέποντος την συγκρότηση του πολιτικού Πενταμελούς Εφετείου) από το άρθρο 26 του ν.
4491/2017.
1296 Βλ. ενδεικτικώς την περίπτωση της ΕφΠειρ 351/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών

Νόμος, όπου χάθηκαν 3 χρόνια για να επανέλθει τελικά η υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο
Πειραιώς, το οποίο είχε απεκδυθεί της αρμοδιότητας του με την υπ’ αριθμόν 1335/2019
απόφαση, παραπέμποντας την υπόθεση στο Ειρηνοδικείο Σπετσών ως καθ’ ύλην και κατά τόπο
αρμόδιο προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία. Το Εφετείο εδώ έκρινε ότι η υπό κρίση από
09.05.2018 αγωγή του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης υπάγεται στην κατά το άρθρο 22§6
και 7 του ν. 4481/ 2017 εξαιρετική υλική αρμοδιότητα του τοπικά αρμόδιου Μονομελούς
Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδικαζόμενη κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών
των άρθρων 614-622 ΚΠολΔ.
1297 Βλ. και Κ. Μακρίδου, Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις του ΣχΝΚΠολΔ (2014) ως προς την τακτική

διαδικασία - συζήτηση στο ακροατήριο, ΕΠολΔ 2014, σελ., σελ. 193.


1298 Βλ. ενδεικτικώς την ΜονΠρΛαμ 24/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία

διέταξε τον χωρισμό των σωρευομένων α) αγωγής διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής (6§2 ν.
2664/1998) και β) αίτησης διόρθωσης τοπωνυμίου (6§8 ν. 2664/1998) και την παραπομπή της
τελευταίας προς εκδίκαση κατά την προσήκουσα εκούσια δικαιοδοσία, καθώς και την ΠολΠρΑθ
1648/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία διέταξε τον χωρισμό ως
αντιφατικών των σωρευόμενων αγωγών α) αναγνώρισης της ακυρότητας της ένδικης σύμβασης
δανείου και β) αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης δανείου
(καθώς η δεύτερη απαιτεί εγκυρότητα της καταγγελθείσας σύμβασης), προκειμένου οι ενάγοντες
να επιλέξουν μία εξ αυτών, την οποία και να εισαγάγουν στο δικαστήριο προς κρίση.
1299 Βλ. και Σπ. Τσαντίνη, Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Γενικό μέρος, ΕΠολΔ 2014, σελ.

183-184, ο οποίος περιγράφει πώς η προδικαστική παρέμβαση του δικαστηρίου και η στο πλαίσιο
αυτής διαχείριση (μανατζάρισμα) της υπόθεσης συμβάλλει στην επιτάχυνση της απονομής
δικαιοσύνης, στην αποφυγή περιττών εξόδων και στην αύξηση της πιθανότητας συμβιβασμού
των διαδίκων.
1300 Όπως επισημαίνει ο Δ. Κονδύλης, Διαδικαστικά προβλήματα κατά την τακτική διαδικασία,

Δίκη 1991, σελ. 10-11, το άρθρο 227 ΚΠολΔ ενδείκνυται να εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση όπου
με την προσκομιδή των ελλειπόντων εγγράφων ή πιστοποιητικών επιδιώκεται η προστασία των
συμφερόντων του ίδιου του διαδίκου, του Δημοσίου (π.χ. δικαστικό ένσημο και πιστοποιητικό

270
με στόχο την πρόληψη του απαραδέκτου της συζητήσεως, το οποίο
απαγγέλλεται με αυξανόμενο ρυθμό τα τελευταία χρόνια κατ’ αναλογία
προς την ολοένα διευρυνόμενη λίστα των διαδικαστικών εγγράφων που
πρέπει να συμπεριληφθούν στην δικογραφία, όπως π.χ. το δικαστικό
ένσημο, τα δικαστικά πληρεξούσια 1301 , ενημερωτικό έγγραφο περί
διαμεσολάβησης1302, πιστοποιητικό βαρών1303 ή εγγραφής της αγωγής στα
βιβλία διεκδικήσεων, πιστοποιητικό υποβολής δήλωσης ιδιοκτησίας (ν.
2308/1995) 1304 , έγγραφα προηγούμενων συζητήσεων (αντίγραφο
εισαγωγικού δικογράφου, προτάσεις, πρακτικά, εκθέσεις)1305 κτλ.
Ο προέλεγχος των ενδίκων βοηθημάτων από το δικαστήριο μπορεί να
αξιοποιηθεί και προς μία διαφορετική κατεύθυνση, αυτήν του διαχωρισμού
των υποθέσεων ανάλογα με την φύση, το αντικείμενο, την ύπαρξη
αντιδικίας και την αποδεικτική δυσκολία, με τις απλούστερες εξ αυτών να
εισάγονται προς εκδίκαση κατά την ταχύτερη έγγραφη διαδικασία ενώ για
τις πλέον σύνθετες ή χρήζουσες ζωντανής συζητήσεως να ακολουθείται η
παραδοσιακή πρακτική του ορισμού δικασίμου, στην οποία θα εξετάζονται
οι μάρτυρες και οι διάδικοι και θα αναλύονται όλα τα αμφισβητούμενα
θέματα 1306 . Παραλλαγή της προσέγγισης αυτής είναι η πρόταση της εκ
προοιμίου (νομοθετικής) κατάργησης της προφορικής συζητήσεως σε

ΕΝΦΙΑ) ή τρίτων προσώπων (π.χ. πιστοποιητικό εγγραφής αγωγής στα βιβλία διεκδικήσεων),
ενώ παράλληλα δεν θίγεται το δικαίωμα ακροάσεως του αντιδίκου.
1301 Βλ. ενδεικτικώς την ΜονΠρΑθ 4186/2016, ΝοΒ 2017, σελ. 855, η οποία, με το σκεπτικό ότι η

έλλειψη πληρεξουσιότητας δεν εμπίπτει στις τυπικές παραλείψεις για τις οποίες παρέχεται
δυνατότητα συμπλήρωσης και μετά την συζήτηση κατ’ άρθρον 227 ΚΠολΔ, ακολούθησε την πιο
χρονοβόρα οδό του άρθρου 67 ΚΠολΔ, αναβάλλοντας την έκδοση οριστικής απόφασης και
τάσσοντας προθεσμία για την προσκομιδή των ελλειπόντων δικαστικών πληρεξουσίων, μετά την
οποία η υπόθεση θα επανεφέρετο δια κλήσεως.
1302 Βλ. ενδεικτικώς την ΠολΠρΘεσ 1045/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία

κήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση της αγωγής λόγω μη τηρήσεως της προβλεπόμενης από τις
διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 Ν. 4640/2019 διαδικασίας, ενόψει της συμπερίληψης στις
προτάσεις του ενάγοντος ενημερωτικού εγγράφου περί της δυνατότητας διαμεσολαβητικής
διευθέτησης της διαφοράς με ημερομηνία μεταγενέστερη της κατάθεσης της αγωγής και
υπογεγραμμένου μόνο από τον ίδιο τον ενάγοντα και όχι και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο.
1303 Βλ. ενδεικτικώς την ΜονΠρΑθ 13287/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία

κήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση της αγωγής διανομής λόγω μη προσκομιδής πιστοποιητικού
κτηματογραφούμενου ακινήτου και πιστοποιητικού βαρών, από το οποίο να προκύπτουν τυχόν
ενυπόθηκοι ή κατασχόντες δανειστές, υποχρεωτικά προσεπικαλούμενοι στην δίκη.
1304 Βλ. την ΜονΠρΑθ 2616/2007, ΝοΒ 2008, σελ. 1541, η οποία κήρυξε απαράδεκτη την

συζήτηση της υπό κρίση διεκδικητικής αγωγής λόγω μη προσκομιδής εκ μέρους του ενάγοντος
Δήμου του κατά το άρθρο 5§2 ν. 2308/1995 πιστοποιητικού υποβολής δήλωσης ιδιοκτησίας
αναφορικά με το επίδικο ακίνητο στο αρμόδιο γραφείο κτηματογράφησης.
1305 Βλ. ενδεικτικώς την ΜονΠρΚορίνθου 145/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η

οποία κήρυξε το απαράδεκτο της συζητήσεως της έφεσης λόγω μη προσκομιδής από την
εκκαλούσα εντός 5 ημερών από την συζήτηση, κατ’ άρθρο 524§4 ΚΠολΔ, αντιγράφων του
εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην
πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και των πρακτικών και εκθέσεων που λήφθηκαν κατ` αυτήν.
1306 Βλ. Γ. Ορφανίδη, Η αφετηρία του νομοθέτη για το άρθρο 237 ΚΠολΔ, ΝοΒ 2019, σελ. 2086, ο

οποίος στην πρώτη κατηγορία εντάσσει ενδεικτικώς δίκες όπως οι αδικοπραξίες, οι


καταδολιεύσεις, οι ακυρότητες για εικονικότητα, η αντίθεση στα χρηστά ήθη και η καταχρηστική
άσκηση δικαιώματος.

271
ορισμένες κατηγορίες αστικών υποθέσεων 1307 , όπου με βάση την
δικαστηριακή πρακτική η εξέταση μαρτύρων παρίσταται ως περιττή ή
αλυσιτελής, όπως π.χ. στις δίκες περί την εκτέλεση ή στα ρυθμιστικά μέτρα
της εκτελέσεως [προεχόντως στην ανακοπή διόρθωσης της κατασχετηρίου
εκθέσεως (954§4 ΚΠολΔ) και στην αίτηση μείωσης της τιμής πρώτης
προσφοράς (966§4 ΚΠολΔ)], καθώς και σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων της
εκούσιας δικαιοδοσίας που συνήθως στερούνται ουσιώδους
αμφισβήτησης περί των αποδεικτέων θεμάτων και χαρακτηρίζονται από
έλλειψη αντιδικίας, όπως π.χ. στις περιπτώσεις των άρθρων 782
(ληξιαρχικές πράξεις), 783 (αφάνεια), 787 (σωματεία), 797 (άδειες προς
διεξαγωγή δικών), 799 (τεχνητή γονιμοποίηση), 807 (δημοσίευση
διαθήκης, 843 (αναγγελία δικαιώματος), 850 (κήρυξη αξιογράφου
ανισχύρου), με το επιχείρημα ότι για την διεξαγωγή αυτής θυσιάζεται
μεγάλο χρονικό διάστημα (διάρκειας περίπου ενός έτους στο Πρωτοδικείο
Αθηνών) χωρίς κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα, εφόσον καθ’ όλη την σχετική
περίοδο η δικογραφία παραμένει κλειδωμένη και αναξιοποίητη στο αρχείο
του δικαστηρίου, για να εκφωνηθεί απλά κατά την ορισθείσα δικάσιμο
χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των συνηγόρων. Όποια προσέγγιση
και αν ακολουθηθεί τελικά, φαίνεται πως η αποδοτικότερη αξιοποίηση του
σταδίου της προδικασίας και η στο πλαίσιο αυτής ενδυνάμωση του
ανακριτικού συστήματος είναι η κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθεί ο
δικονομικός νομοθέτης στο μέλλον ακολουθώντας το παράδειγμα των
ευρωπαϊκών δικονομικών συστημάτων (ολλανδικού, ελβετικού αγγλικού,
γερμανικού), τα οποία στην πλειοψηφία τους έχουν επιτύχει τον στόχο της
ταχείας και αποτελεσματικής απονομής δικαιοσύνης.

Γ. Το έγγραφο περίβλημα της προδικασίας


Συμπληρωματικώς προς όσα έχουμε αναφέρει στο πρώτο μέρος, θα
εξετάσουμε αναλυτικότερα στις επόμενες σελίδες ορισμένες όψεις της
διαδικασίας που επιβεβαιώνουν την κυριαρχία του έγγραφου τύπου στην
δικονομία μας. Έχουμε ήδη σημειώσει την κατά το άρθρο 111 ΚΠολΔ1308
υποχρεωτική τήρηση γραπτής προδικασίας για όλες τις αυτοτελείς 1309
αιτήσεις παροχής δικαστικής προστασίας 1310 , η οποία στοχεύει στον

1307 Βλ. Π. Γιαννόπουλο, Προτάσεις προς μεταρρύθμιση του άρθρου 237§1 ΚΠολΔ υπό το πρίσμα
του άρθρου 6§1 ΕΣΔΑ, ΝοΒ 2019, σελ. 2103-2109, ο οποίος μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι η
πλήρης απαλοιφή της προφορικής διαδικασίας σε συγκεκριμένες κατηγορίες αστικών υποθέσεων
δεν παρίσταται ασύμβατη προς τις επιταγές του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ, με δικαιολογητικό έρεισμα
την εύλογη διάρκεια της δίκης και υπό την προϋπόθεση ότι το δικαστήριο δύναται να αποφανθεί
με ασφάλεια με βάση τις προτάσεις των διαδίκων και τα έγγραφα αποδεικτικά μέσα.
1308 Σύμφωνα με το άρθρο 111§1 ΚΠολΔ «η διαδικασία στο ακροατήριο στηρίζεται στην έγγραφη

προδικασία».
1309 Σύμφωνα με τον Δ. Μανιώτη, Η αρχή της τηρήσεως προδικασίας κατά τον Κώδικα Πολιτικής

Δικονομίας, Κεφ. 1.2, σελ. 10-11, αυτοτελής είναι η αίτηση που προκαλεί την έναρξη αυτοτελούς
δίκης, χωρίς η άσκηση της να ανάγεται σε άλλη διαδικαστική πράξη ή η διαδικαστική εξέλιξη της
να εξαρτάται από αυτή.
1310 Σύμφωνα προς τον ορισμό του Γ. Μητσόπουλου, Διαδικαστικαί πράξεις, Τόμος προς τιμήν

Γεωργίου Θ. Ράμμου, τόμος II, σελ. 633, «αίτησις είναι η ανακοίνωσις βουλήσεως του διαδίκου προς

272
ακριβή και σταθερό καθορισμό του αντικειμένου της δίκης και, μέσω
αυτού, στην αποφυγή αιφνιδιασμού του αντιδίκου και την παροχή σε
αυτόν της δυνατότητας οργάνωσης μιας αποτελεσματικής
υπεράσπισης . Η ρύθμιση καταλαμβάνει, με λιγοστές εξαιρέσεις1312, όλες
1311

τις ουσιαστικές αιτήσεις 1313 , κύριες ή παρεμπίπτουσες, οι οποίες είτε


εισάγουν μία νέα δίκη, όπως π.χ. η αγωγή, η ανταγωγή 1314 , η
παρεμπίπτουσα αγωγή που περιέχει αυτοτελή αίτηση 1315 , η κύρια
παρέμβαση1316, η ανακοπή1317, οι αιτήσεις των ασφαλιστικών μέτρων 1318

το δικαστήριον ή το δικαστικόν όργανον επί σκοπώ όπως ταύτα προβώσιν εις συγκεκριμένην και
υπό του νόμου προσδιοριζομένην διαδικαστικήν ενέργειαν».
1311 Βλ. και Κ. Κεραμέα / Δ. Κονδύλη / Ν. Νίκα, Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος

I, άρθρο 111, σελ. 242-243.


1312 Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται η αυθόρμητη προσέλευση των διαδίκων ενώπιον του

ειρηνοδίκη ή του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς
(209 επ. ΚΠολΔ) ή άμεση συζήτηση της αιτήσεως (687§2 ΚΠολΔ), αντιστοίχως, καθώς και η
προβολή ένστασης συμψηφισμού (322§2 ΚΠολΔ), η οποία καθιστά επίδικη την προβαλλόμενη σε
συμψηφισμό ανταπαίτηση άνευ τηρήσεως προδικασίας. Οι ανωτέρω αποκλίσεις δικαιολογούνται
καθώς στις ρυθμιζόμενες περιπτώσεις δεν υπάρχει κίνδυνος αιφνιδιασμού του αντιδίκου, ο
οποίος στα μεν δυο πρώτα παραδείγματα προσέρχεται αυθορμήτως ενώπιον του δικαστή, ενώ
στο τρίτο αναμένει σε βαθμό βεβαιότητας την προβολή της ενστάσεως.
1313 Σύμφωνα με τον Κ. Καλαβρό, Αιτήσεις και ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, Μέρος δεύτερο, III,

σελ. 116, ουσιαστικές είναι οι αιτήσεις που κατευθύνονται στην έκδοση αποφάσεως επί της
ουσίας της διαφοράς. Στοχεύουν δηλαδή στην παροχή δικαστικής προστασίας με τη διάγνωση,
καταψήφιση ή διάπλαση της αιτούμενης έννομης συνέπειας του ουσιαστικού δικαίου.
1314 Σύμφωνα με το νέο άρθρο 268§4 ΚΠολΔ, η ανταγωγή ασκείται πλέον με χωριστό δικόγραφο,

ενώ, κατά το νέο άρθρο 238 ΚΠολΔ, πρέπει να κατατεθεί και να επιδοθεί σε όλους τους διαδίκους
μέσα σε 60 ημέρες από την κατάθεση της αγωγής.
1315 Π.χ., επί αγωγής επιδίκασης μισθωμάτων, η παρεμπίπτουσα αγωγή με την οποία ζητούνται τα

νεότερα μισθώματα ή επί αγωγής επιδίκασης αποζημιώσεως, η παρεμπίπτουσα αγωγή με την


οποία ζητείται πρόσθετη αποζημίωση, λόγω αύξησης της τρέχουσας αξίας του πληγέντος αγαθού
στο χρόνο που μεσολάβησε από την άσκηση μέχρι τη συζήτηση της αγωγής.
1316 Βλ. για την άσκηση της τις διατάξεις των άρθρων 81§1 και 238§1 ΚΠολΔ.
1317 Χαρακτηριστικά παραδείγματα ανακοπών προβλεπόμενων στον ΚΠολΔ αποτελούν η

ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής (632§1 ΚΠολΔ), η ανακοπή του καθ’ ου κατά της εκτέλεσης
(933§1 ΚΠολΔ), η ανακοπή τρίτου κατά της εκτέλεσης (936§1 ΚΠολΔ), η ανακοπή κατά πίνακα
κατατάξεως (979§2 ΚΠολΔ), καθώς και η ανακοπή τρίτου προσώπου (δικαστικού υπαλλήλου,
δικηγόρου, συμβολαιογράφου, δικαστικού επιμελητή, πληρεξούσιου ή αντιπροσώπου διαδίκου,
μάρτυρα ή πραγματογνώμονα) καταδικασθέντος στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της
δίκης (186§2 ΚΠολΔ).
1318 Βλ. τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 111 και 688§1 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με την ΕιρΡόδου

56/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, «επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, για
τηρηθεί η έγγραφη προδικασία απαιτείται να αναφέρονται, έστω και συνοπτικά, τα πραγματικά
περιστατικά που πιθανολογούν το δικαίωμα για την εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου ζητείται
το ασφαλιστικό μέτρο ή την κατάσταση της οποίας ζητείται ή ρύθμιση, καθώς και τον επικείμενο
κίνδυνο ή την επείγουσα περίπτωση, ο οποίος πρέπει να καθορίζεται ειδικά στο δικόγραφο και δεν
αρκεί μόνο η επίκληση αυτού… προκειμένου για ασφαλιστικά μέτρα, η αξίωση του νόμου αποβαίνει
περισσότερο επιτακτική για το λόγο ότι στις υποθέσεις αυτές είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη
(άρθρο 690§1 ΚΠολΔ), ένεκα της οποίας ο αποδεικτικός έλεγχος των πραγματικών περιστατικών
από τα οποία πιθανολογείται η συνδρομή του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περίπτωσης
γίνεται κατ` ανάγκη μόνο με βάση τους ισχυρισμούς που διαλαμβάνονται στην αίτηση, ενώ τα
περιστατικά που περιέχονται στο μετά τη συζήτηση υποβαλλόμενο σημείωμα ή που για πρώτη
φορά αναφέρονται κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση (τα οποία είναι άγνωστα στο δικαστήριο
και στον καθ’ ου η αίτηση), δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο της κατά τη μοναδική συζήτηση
της υποθέσεως διεξαγόμενης προαπόδειξης».

273
και της εκούσιας δικαιοδοσίας 1319 , είτε παρέχουν δευτερογενή έννομη
προστασία, όπως η ανακοπή ερημοδικίας, η έφεση, η αναψηλάφηση, η
αναίρεση, η τριτανακοπή και η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης
αποφάσεων των ασφαλιστικών μέτρων και της εκούσιας δικαιοδοσίας,
είτε διευρύνουν τα όρια της αρχικής δίκης, υποκειμενικώς, όπως η
πρόσθετη παρέμβαση1320 και η προσεπίκληση1321, ή αντικειμενικώς, όπως

Ως προς την τήρηση προδικασίας, βλ. πάντως την ελαστικότερη διάταξη του άρθρου 686§4
ΚΠολΔ, που επιτρέπει τη γνωστοποίηση της αίτησης στον καθ’ ου, εκτός από την κανονική
επίδοση, και «με τηλεγραφική ή με τηλεφωνική πρόσκληση της γραμματείας του δικαστηρίου ή με
ηλεκτρονικά μέσα», καθώς και τη διάταξη του άρθρου 686§5 ΚΠολΔ Θα πρέπει, πάντως, να
σημειωθεί η δυνατότητα υποβολής αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και με τις προτάσεις ενώπιον
του δικαστηρίου που δικάζει την κύρια υπόθεση (686§5 ΚΠολΔ).
1319 Σύμφωνα με το άρθρο 747§1 ΚΠολΔ, «η αίτηση ασκείται με δικόγραφο που κατατίθεται στη

γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται». Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι στην
εκούσια δικαιοδοσία η αρχή της προδικασίας κάμπτεται με το άρθρο 751, που επιτρέπει τη
μεταβολή του αιτήματος με τις προτάσεις ή και προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο.
1320 Τυπικά, στην αρχή της προδικασίας υπάγεται μόνο η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, καθώς

η απλή πρόσθετη δεν περιέχει αυτοτελές αίτημα δικαστικής προστασίας, τείνουσα απλά στην
παραδοχή του αιτήματος ή των ισχυρισμών του υπερ ου αυτή ασκείται διαδίκου, για λόγους
διασφάλισης του δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως του αντιδίκου θεσπίζεται πάντως και γι’
αυτήν με το άρθρο 81§1 τρόπος άσκησης παρόμοιας με αυτόν της αγωγής. Βλ. και Δ. Μανιώτη, Η
αρχή της τηρήσεως προδικασίας κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Κεφ. 2.1.3, σελ. 30.
Θα πρέπει να σημειωθούν, επίσης, οι διαφορετικές ρυθμίσεις των άρθρων 752§2 ΚΠολΔ, επί
εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση
στο ακροατήριο χωρίς προδικασία, και 686§6 ΚΠολΔ, που επιτρέπει την προφορική άσκηση
πρόσθετης παρέμβασης στο μονομελές πρωτοδικείο και το ειρηνοδικείο.
1321 Η δικονομία μας προβλέπει κατά τρόπο περιοριστικό τις περιπτώσεις άσκησης

προσεπίκλησης, καθιστώντας αυτήν δυνατή μόνον επί προσεπικλήσεως των αναγκαίων


ομοδίκων (86 ΚΠολΔ), προσεπικλήσεως του αληθούς κυρίου ή νομέως (87 ΚΠολΔ) και
προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή (88 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με το άρθρο 89 εδ. α ΚΠολΔ, «η
προσεπίκληση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται
στον προσεπικαλούμενο», ενώ, βάσει του νέου άρθρου 238 ΚΠολΔ, πρέπει να κατατεθεί και να
επιδοθεί σε όλους τους διαδίκους μέσα σε 60 ημέρες από την κατάθεση της αγωγής.
Σχετικά με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, πάντως, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι
η νομολογία έχει απομακρυνθεί από την παλαιότερη θεώρηση της ως επιτευκτικής διαδικαστικής
πράξεως, ενεχούσης την άσκηση αυτοτελούς αποζημιωτικής αγωγής σε βάρος του
προσεπικαλούμενου, και την αντιμετωπίζει πλέον ως διαμορφωτική διαδικαστική πράξη, η οποία
επιφέρει τα αποτελέσματα της δια μόνης της ασκήσεως της, άνευ της υποχρέωσης συμπερίληψης
σε αυτήν ιδιαίτερου αιτήματος, επί του οποίου θα κληθεί να αποφασίσει το δικαστήριο. Αυτό
πρακτικά σημαίνει ότι σε περίπτωση άσκησης απλής προσεπίκλησης, στην οποία δε σωρεύεται
παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως σε βάρος του προσεπικαλούμενου, το δικαστήριο δεν
υποχρεούται να περιλάβει στην απόφαση του ειδική διάταξη ως προς την τύχη της, καθώς η
προσεπίκληση έχει ήδη επιτελέσει τον δι’ αυτής επιδιωκόμενο σκοπό που είναι η συμμετοχή του
προσεπικαλούμενου στη δίκη. Βλ. ενδεικτικώς τις ΕφΑθ 3052/2008, ΕλλΔνη 2009, σελ. 271 και
ΑΠ 1783/2009, ΝοΒ 2010, σελ. 732, ενώ χαρακτηριστικά θα πρέπει να αναφερθεί και η
περίπτωση της ΠολΠρΑθ 1670/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, κατά την οποία
γονείς κινήθηκαν δικαστικώς κατά μαιευτήρα-γυναικολόγου ευθυνόμενου για το θάνατο του
νεογνού τους, με τον τελευταίο να προβαίνει στην άσκηση προσεπίκλησης σε βάρος της
ασφαλιστικής εταιρείας μετά της οποίας είχε συνάψει σύμβαση ασφάλισης επαγγελματικής
αστικής ευθύνης, παραλείποντας όμως να σωρεύσει σε αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή με αίτημα
επιδίκασης ορισμένου χρηματικού ποσού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το δικαστήριο, αν και
απεδέχθη μερικώς την κύρια αγωγή, επιδικάζοντας υπέρ των εναγόντων ψυχική οδύνη ύψους
80.000 και 60.000 ευρώ αντιστοίχως, να μην ασχοληθεί περαιτέρω με την προσεπίκληση.

274
η αντέφεση 1322 και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, αναψηλάφησης,
αναίρεσης1323 και ανακοπής1324, και υποχρεώνει τον αιτούντα στη σύνταξη
δικογράφου 1325 , στο οποίο εξειδικεύεται λεπτομερώς το πλαίσιο της
αντιδικίας με αναφορά όλων των κρίσιμων στοιχείων 1326 , και στην

1322 Σύμφωνα με το άρθρο 523§2 ΚΠολΔ, «η αντέφεση ασκείται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που
κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω
από αυτό, κοινοποιείται στον εκκαλούντα τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης».
1323 Σύμφωνα με τα νέα άρθρα 520§2, 547§2 και 569§2 ΚΠολΔ, πρόσθετοι λόγοι έφεσης,

αναψηλάφησης και αναίρεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με τα
συγκεκριμένα ένδικα μέσα ή εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά ασκούνται μόνο με
ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου και, αφού
συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον αντίδικο τριάντα ημέρες πριν
από τη συζήτηση του ενδίκου μέσου.
1324 Βλ. το άρθρο 585§2 ΚΠολΔ.
1325 Δικόγραφα είναι τα διαδικαστικά έγγραφα που συντάσσονται από τους διαδίκους προς

πιστοποίηση των διαδικαστικών πράξεων που απευθύνουν προς ελληνικά δικαστικά όργανα. Βλ.
Κ. Μπέη, Πολιτική δικονομία, Κεφ. ΙΕ΄,
http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1096&mnu= 1&id=20131.
1326 Το αναγκαίο περιεχόμενο του δικογράφου προσδιορίζεται τόσο από τις γενικές ρήτρες των

άρθρων 118 και 119 ΚΠολΔ όσο και από τις ανά περίπτωση ειδικές διατάξεις, όπως το άρθρο 216
ΚΠολΔ επί αγωγής, που εφαρμόζεται επίσης σε όλα τα εισαγωγικά δίκης δικόγραφα, το άρθρο
81§1 ΚΠολΔ επί παρεμβάσεων, τα άρθρα 505§1, 520§1, 547§1 και 566§1 ΚΠολΔ επί ενδίκων
μέσων, το άρθρο 585§2 ΚΠολΔ επί ανακοπής και τριτανακοπής, το άρθρο 688 ΚΠολΔ επί
ασφαλιστικών μέτρων και το 747 ΚΠολΔ επί αιτήσεων της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Σύμφωνα προς τις ανωτέρω διατάξεις, το δικόγραφο περιέχει υποχρεωτικώς:
α) τα στοιχεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται,
β) το είδος του δικογράφου,
γ) τα στοιχεία των διαδίκων (όνομα ή επωνυμία, επώνυμο, πατρώνυμο, διεύθυνση κατοικίας,
ΑΦΜ),
δ) το αντικείμενο του κατά τρόπο ορισμένο, σαφή και ευσύνοπτο,
ε) την ημερομηνία σύνταξης,
στ) υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου, με εξαίρεση τις κατά το άρθρο 94§2 ΚΠολΔ
περιπτώσεις (μικροδιαφορές και αποτροπή επικείμενου κινδύνου), όπου ο διάδικος δύναται να
παραστεί άνευ πληρεξουσίου δικηγόρου (118 ΚΠολΔ),
ζ) την ακριβή διεύθυνση του διαδίκου και του πληρεξουσίου δικηγόρου του, καθώς και τη
διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του τελευταίου (119§1 ΚΠολΔ),
η) επί των εισαγωγικών δίκης ενδίκων βοηθημάτων, εκτός από τα παραπάνω στοιχεία, i) την
ιστορική βάση, ii) γεγονότα που θεμελιώνουν την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των
διαδίκων και το έννομο συμφέρον του επιτιθέμενου, iii) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της
διαφοράς, iv) ορισμένο αίτημα (216§1 ΚΠολΔ) και, επί δικών που αφορούν περιουσιακά
δικαιώματα v) τη χρηματική αξία του επίδικου αντικειμένου και vi) τα στοιχεία της αρμοδιότητας
του δικαστηρίου (216§2 ΚΠολΔ),
θ) επί κύριας παρέμβασης, πέραν των υπό α-η στοιχείων, i) τους αρχικούς διαδίκους και τη
διαφορά που εκκρεμεί μεταξύ τους, καθώς και ii) το ειδικό έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος
(81§1 ΚΠολΔ),
ι) επί πρόσθετης παρέμβασης, πέραν των υπό α-ζ στοιχείων, i) τους αρχικούς διαδίκους και τη
διαφορά που εκκρεμεί μεταξύ τους, ii) το ειδικό έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος και iii) το
διάδικο προς υποστήριξη του οποίου αυτή ασκείται (81§1 ΚΠολΔ),
ια) επί ενδίκων μέσων, πέραν των υπό α-ζ στοιχείων, τους λόγους προσβολής της απόφασης και,
επί αναψηλαφήσεως και αναιρέσεως, αίτηση για την ουσία της υπόθεσης (505§1, 520§1, 547§1
και 566§1 ΚΠολΔ),
ιβ) επί ανακοπής κατά δικαστικών και εξώδικων πράξεων και τριτανακοπής, πέραν των υπό α-ζ
στοιχείων, τους λόγους προσβολής της πράξης ή απόφασης (585§2 ΚΠολΔ),
ιγ) επί ασφαλιστικών μέτρων, πέραν των υπό α-στ στοιχείων, i) ορισμό του αιτούμενου μέτρου,
ii) συνοπτική αναφορά των γεγονότων που θεμελιώνουν το ασφαλιστέο ουσιαστικό δικαίωμα ή
έννομη σχέση, iii) προσδιορισμό του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περίπτωσης που

275
ακόλουθη επίδοση του στον αντίδικο, που ενημερώνεται με τον τρόπο αυτό
για το περιεχόμενο του. Σε προδικασία υποβάλλονται, εξάλλου, και οι
δικονομικές αιτήσεις 1327 που εμφανίζουν αυτοτέλεια έναντι της κύριας
ουσιαστικής αιτήσεως, υπό την έννοια ότι μπορούν να ασκηθούν με
αυτοτελές δικόγραφο και να εξετασθούν ξεχωριστά, όπως π.χ. η αίτηση
παραπομπής σε ισόβαθμο δικαστήριο (48-51 ΚΠολΔ) 1328 , η αίτηση
επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (152-158
ΚΠολΔ)1329, η αίτηση καταδίκης του αντιδίκου στην παροχή εγγυοδοσίας
και η αίτηση άρσης ή κατάπτωσης της εγγύησης (162-168 ΚΠολΔ)1330, η
αίτηση επιδίκασης των δικαστικών εξόδων (191§3 ΚΠολΔ), η αίτηση
παροχής ευεργετήματος πενίας (194-204 ΚΠολΔ)1331, η αίτηση διόρθωσης
ή ερμηνείας αποφάσεως (315-320 ΚΠολΔ) 1332 , η αίτηση επίδειξης

δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και, επί χρηματικών απαιτήσεων iv) το οφειλόμενο χρηματικό
ποσό ή την αξία του αντικειμένου που οφείλεται (688§1 ΚΠολΔ),
ιδ) επί αίτησης ανάκλησης ή μεταρρύθμισης ασφαλιστικού μέτρου, πέραν των υπό α-στ
στοιχείων, τους λόγους για τους οποίους ζητείται η ανάκληση ή μεταρρύθμιση (688§1 ΚΠολΔ) και
ιε) επί αιτήσεων της εκούσιας δικαιοδοσίας, πέραν των υπό α-στ στοιχείων, i) ακριβή περιγραφή
του αντικειμένου της υπόθεσης, ii) ορισμένο αίτημα, iii) σαφή έκθεση των γεγονότων που
δικαιολογούν το αίτημα και την εξουσία για την υποβολή του και iv) τα στοιχεία της αρμοδιότητας
του δικαστηρίου (747§2 ΚΠολΔ).
1327 Σύμφωνα με τον Κ. Καλαβρό, Αιτήσεις και ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, Μέρος δεύτερο, III,

σελ. 116, δικονομικές είναι οι αιτήσεις που αφορούν την κίνηση ή εξέλιξη της διαδικασίας,
προκειμένου να γίνουν δεκτές οι ουσιαστικές αιτήσεις των διαδίκων.
1328 Κατά τη νομολογία, η αίτηση για παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο δικαστήριο εκδικάζεται,

ως ρυθμιστικό μέτρο της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διαδικασία της
εκούσιας δικαιοδοσίας. Βλ. σχετικώς και την ΑΠ 1897/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
Νόμος.
1329 Σύμφωνα με το άρθρο 155§1 ΚΠολΔ, «η αίτηση για την επαναφορά ασκείται με τα δικόγραφα

που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλο ή με τις προτάσεις ή χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται
σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο».
1330 Οι συγκεκριμένες αιτήσεις εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Βλ.

ενδεικτικώς την ΑΠ 465/2009, σύμφωνα με την οποία «η εγγύηση συνιστά ασφαλιστικό μέτρο,
όταν επιβάλλεται με απόφαση του δικαστηρίου κατά τα άρθρα 704 και 705 ΚΠολΔ».
1331 Σύμφωνα με το άρθρο 196§1 ΚΠολΔ, «το ευεργέτημα της πενίας δίνεται ύστερα από αίτηση,

από τον ειρηνοδίκη, το δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου στο
οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη και, αν πρόκειται για πράξεις που είναι άσχετες με
δίκη, από τον ειρηνοδίκη της κατοικίας του αιτούντος», ενώ, σύμφωνα με την §2 του ανωτέρω
άρθρου, «η αίτηση πρέπει να αναφέρει συνοπτικά το αντικείμενο της δίκης ή της πράξης, τα
αποδεικτικά μέσα που υπάρχουν για την κύρια υπόθεση, καθώς και τα στοιχεία που βεβαιώνουν τη
συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 194 ΚΠολΔ». Βλ. και την ΠολΠρΑθ 128/2016, Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών Νόμος. Επί της συγκεκριμένης αιτήσεως επισημαίνεται βέβαια ότι η
εφαρμογή της αρχής τηρήσεως προδικασίας, υπό την έννοια της κοινοποίησης στον μελλοντικό
αντίδικο, δεν έχει νόημα, λόγω της μη υπάρξεως αντιδικίας.
1332 Σύμφωνα με το άρθρο 318§1 ΚΠολΔ, η συζήτηση της αιτήσεως γίνεται κατά τη διαδικασία με

την οποία εκδόθηκε η απόφαση που διορθώνεται ή ερμηνεύεται, και αφού κληθούν 8 τουλάχιστον
ημέρες πριν από τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι που αναφέρονται στην απόφαση. Βλ. την ΕφΠειρ
26/2013, ΠειρΝομ 2013, σελ. 145, κατά την οποία «η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί ειδική
εφαρμογή της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, έχει πρόδηλο σκοπό την προστασία των
συμφερόντων των διαδίκων, οι οποίοι μετείχαν στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προς διόρθωση
απόφαση και στους οποίους πρέπει να δίδεται η ευχέρεια, να διατυπώσουν προσηκόντως και
νομοτύπως τις απόψεις του περί του θέματος της διορθώσεως». Η απόφαση επισημαίνει, πάντως,
ότι «σε περίπτωση κατά την οποία οι μη κληθέντες και μη παραστάντες διάδικοι της αρχικής δίκης
δεν έχουν άμεσο ή έμμεσο έννομο συμφέρον από τη διωκόμενη διόρθωση της αποφάσεως, όπως
συμβαίνει στην περίπτωση της από παραδρομή εσφαλμένης αναγραφής, στο προεισαγωγικό τμήμα

276
εγγράφων (450-452 ΚΠολΔ)1333, η αίτηση κήρυξης πλαστότητας εγγράφου
(460-465 ΚΠολΔ) 1334 , η αίτηση διεξαγωγής συντηρητικής αποδείξεως
(348-351 ΚΠολΔ) 1335 , η αίτηση αντικατάστασης πραγματογνώμονα
(370§2 ΚΠολΔ)1336, η αίτηση αναστολής της προσωρινής εκτελεστότητας
(912§1 ΚΠολΔ)1337, η αίτηση απαγγελίας προσωπικής κράτησης (1047§1
ΚΠολΔ) 1338 κτλ., οι οποίες εκδικάζονται σύμφωνα με τη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων ή της εκούσιας δικαιοδοσίας, οπότε τηρούνται και
οι σχετικοί κανόνες αναφορικά με την εισαγωγή τους, αν και θα πρέπει να
σημειωθεί ότι για τις περισσότερες εξ αυτών ο νόμος προσφέρει τη
δυνατότητα άσκησης και με τις προτάσεις στο στάδιο της συζητήσεως, που
είναι και το συνήθως συμβαίνον προς εξοικονόμηση χρόνου και χρημάτων.
Ανεξάρτητα από την υποβολή των δικαστικών αιτήσεων σε γραπτή
προδικασία, ο νόμος καθιερώνει ως κανόνα, με το άρθρο 115§1 ΚΠολΔ 1339,
την έγγραφη επιχείρηση και των υπόλοιπων διαδικαστικών πράξεων των
διαδίκων που λαμβάνουν χώρα στο στάδιο της προδικασίας, διατύπωση
που υπαγορεύεται από την ανάγκη τυπικότητας και ασφάλειας της
διαδικασίας 1340 αλλά και για λόγους διαφύλαξης του δικαιώματος
ακροάσεως του αντιδίκου, που σε αυτό το στάδιο, εν αντιθέσει με την κύρια
διαδικασία, δεν είναι παρών κατά την επιχείρηση τους ώστε να ενημερωθεί

της αποφάσεως, του ονόματος του παρασταθέντος πληρεξουσίου δικηγόρου, δεν πρέπει να
αναβάλλεται η συζήτηση για να κληθούν οι διάδικοι της υπό διόρθωση απόφασης και η συζήτηση
προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι».
1333 Ο νόμος διακρίνει μεταξύ απεύθυνσης της αίτησης κατά τρίτου προσώπου, οπότε η επίδειξη

ζητείται αποκλειστικά με παρεμπίπτουσα αγωγή, και της απεύθυνσης της σε βάρος διαδίκου,
οπότε ζητείται και με τις προτάσεις, ακόμη και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η
παραδοχή της αιτήσεως επιφέρει αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης και επανάληψη αυτής με
τη φροντίδα του επιμελέστερου διαδίκου, ώστε να προσκομισθεί το επίμαχο έγγραφο. Βλ.
ενδεικτικώς την ΜονΕφΠειρ 4/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος.
Στην περίπτωση που η αίτηση επίδειξης ασκηθεί αυτοτελώς, εκδικάζεται κατά τη διαδικασία
των ασφαλιστικών μέτρων. Βλ. ενδεικτικώς την ΜονΠρΛαμ 244/2016, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος.
1334 Σύμφωνα με το άρθρο 461 ΚΠολΔ, «αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο,

μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις
προτάσεις, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο κώδικας ποινικής δικονομίας».
1335 Η συγκεκριμένη αίτηση εκδικάζεται σύμφωνα με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων

(349§1 εδ. γ ΚΠολΔ) ενώ το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να περιέχει «α) το όνομα και την
κατοικία του αντιδίκου, β) τα πραγματικά γεγονότα για τα οποία θα γίνει η συντηρητική απόδειξη,
γ) το αποδεικτικό μέσο με το οποίο θα διεξαχθεί, δ) το λόγο για τον οποίο υπάρχει κίνδυνος να χαθεί
ή να δυσκολευθεί η χρήση του αποδεικτικού μέσου» (349§2 ΚΠολΔ).
1336 Βλ. την ΕφΑθ 2543/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία απέρριψε, λόγω

ελλείψεως προδικασίας, αίτηση αντικατάστασης πραγματογνώμονα ως προς το μέρος της που


στρεφόταν κατά των διαδόχων των αρχικών διαδίκων, καθώς δεν είχε επιδοθεί σε αυτούς
δικόγραφο της αιτήσεως με κλήση προς παράσταση παρά μόνον απευθύνθηκαν σε βάρος τους οι
προτάσεις ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου.
1337 Εφαρμοστέα είναι εν προκειμένω η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Βλ. Π. Γέσιου-

Φαλτσή, Αναγκαστική εκτέλεση, Γενικό μέρος, §16, σελ. 124.


1338 Για την οποία η κρατούσα γνώμη θεωρεί ότι δεν υπάρχει δυνατότητα παραδεκτής υποβολής

με τις προτάσεις. Βλ. Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 4η
έκδοση, τόμος Β΄, σελ. 2903.
1339 Σύμφωνα με τη διάταξη, «η διαδικασία πριν από τη δημόσια συνεδρίαση και έξω από το

ακροατήριο είναι πάντοτε έγγραφη».


1340 Βλ. και Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, II, §54, σελ. 29.

277
άμεσα επί του περιεχομένου τους. Εγγράφως διενεργούνται, επομένως,
κατά την προδικασία, α) η υποβολή αιτήσεων δικονομικού περιεχομένου,
όπως η αίτηση εξαίρεσης δικαστή (57 ΚΠολΔ) 1341 , η αίτηση προτίμησης
(226§5 ΚΠολΔ)1342, η αίτηση προσαγωγής εγγράφου από δημόσια αρχή ή
τον αντίδικο (232§1β και γ ΚΠολΔ), η αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής
(626 ΚΠολΔ) κτλ., που απαιτούν την κατάθεση δικογράφου στη
γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου, β) οι δηλώσεις βουλήσεως, όπως η
παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της ασκηθείσης αγωγής (294
και 296 ΚΠολΔ), που γίνεται με την κοινοποίηση δικογράφου στον
αντίδικο1343, γ) οι ανακοινώσεις βουλήσεως, όπως η ανακοίνωση δίκης (91
ΚΠολΔ)1344 ή η γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου διακοπής της
δίκης (287 ΚΠολΔ), που επίσης απαιτούν κοινοποίηση δικογράφου1345, δ)
οι διάφορες γνωστοποιήσεις, όπως η γνωστοποίηση προς τον αντίδικο της
αλλαγής διεύθυνσης (119§3 ΚΠολΔ), και ε) η κλήση προς τον αντίδικο να
παραστεί κατά τη συζήτηση ή τη διενέργεια άλλων πράξεων 1346. Μέτρο της
προφορικής διεξαγωγής, συνιστά, αντιθέτως, έστω κι αν η σχετική
πρόσκληση κοινοποιείται εγγράφως, η δυνατότητα του δικαστηρίου να
καλεί προδικαστικώς τους διαδίκους ή τους νομίμους αντιπροσώπους τους
να εμφανισθούν κατά τη συζήτηση για να τους υποβληθούν ερωτήσεις και
να δώσουν διασαφήσεις για την υπόθεση (232§1α ΚΠολΔ), η οποία εφόσον
αξιοποιηθεί1347 μπορεί να επιταχύνει σημαντικά την έκδοση απόφασης, με
την αποφυγή διεξαγωγής επαναληπτικής συζήτησης (254 ΚΠολΔ)
αποκλειστικά για το σκοπό αυτό.
Η ρύθμιση περί έγγραφης επιχείρησης των απευθυνόμενων προς το
δικαστήριο πράξεων των διαδίκων στο στάδιο της προδικασίας
συμπληρώνεται από την πρακτική της καταγραφής αυτών με τη σύνταξη
σχετικής εκθέσεως 117 ΚΠολΔ), η οποία καταρτίζεται με ευθύνη της

1341 Σύμφωνα με το άρθρο 58 ΚΠολΔ, «η αίτηση για την εξαίρεση που υποβάλλεται έως την έναρξη
της συζήτησης γίνεται με την κατάθεση εγγράφου στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου».
1342 Σύμφωνα με το άρθρο 226§5 ΚΠολΔ, «κάθε αίτημα προτίμησης που υποβάλλεται από διάδικο

για ορισμό ημέρας συζήτησης αίτησης, αγωγής ή ενδίκου μέσου ενώπιον παντός δικαστηρίου,
οιασδήποτε διαδικασίας, διαφορετικής από εκείνη που, κατά τη νόμιμη σειρά, πρέπει να
προσδιοριστεί ή έχει ήδη προσδιοριστεί, υποβάλλεται εγγράφως», ενώ στη σχετική αίτηση
πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να περιέχονται οι λόγοι της αιτούμενης προτίμησης.
1343 Βλ. τη ρύθμιση του άρθρου 297 ΚΠολΔ.
1344 Σύμφωνα με το άρθρο 91§2 ΚΠολΔ, η ανακοίνωση γίνεται με δικόγραφο επιδιδόμενο στον

αντίδικο, στο οποίο πρέπει να αναφέρονται η αιτία για την οποία γίνεται η ανακοίνωση, καθώς
και η στάση στην οποία ευρίσκεται η δίκη.
1345 Αντιθέτως, η πρόσκληση για αναγκαστική επανάληψη της δίκης (291 ΚΠολΔ) γίνεται όχι μόνο

με κοινοποίηση δικογράφου που περιέχει τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 118 ΚΠολΔ στοιχεία και
κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η διακοπείσα δίκη, αλλά και με
οποιοδήποτε άλλο αυτοτελές δικόγραφο, όπως λ.χ. με την κλήση προς περαιτέρω συζήτηση της
υπόθεσης. Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1314/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος.
1346 Βλ. ενδεικτικώς τις διατάξεις των άρθρων 228, 254§2 και 498§2 ΚΠολΔ για παράσταση κατά

την κύρια ή επαναλαμβανόμενη συζήτηση και τη συζήτηση του ενδίκου μέσου.


1347 Βλ. την ανωτέρω μνημονευόμενη παρατήρηση της Κ. Μακρίδου, Προτάσεις αλλαγής του

ΚΠολΔ, ΝοΒ 2019, σελ. 2098-2099, σύμφωνα με την οποία το άρθρο 232 ΚΠολΔ δεν μπορεί υπό
την ισχύουσα μορφή του να εφαρμοσθεί, διότι κατά το στάδιο αυτό δεν έχει ορισθεί ακόμα
εισηγητής της υπόθεσης και, κατά συνέπεια, δεν υπάρχει αποδέκτης των αιτήσεων που ο διάδικος
υποβάλλει.

278
γραμματείας και περιλαμβάνει μνεία του τόπου και του χρόνου όπου
λαμβάνει χώρα η πράξη, καθώς και των στοιχείων των προσώπων που
συμπράττουν ή παρίστανται κατά τη διενέργεια της1348. Η ίδια πρακτική
ακολουθείται, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 115§1 ΚΠολΔ, και για
τις υπόλοιπες διαδικαστικές πράξεις που τελούνται εκτός ακροατηρίου, οι
οποίες πιστοποιούνται εγγράφως1349, με τη σύνταξη της οικείας εκθέσεως
εκ μέρους του δικαστηρίου ή των δικαστικών υπαλλήλων, όπως συμβαίνει
π.χ. με το δικαστή που διεξάγει αυτοψία εκτός ακροατηρίου1350 ή εξετάζει
το μάρτυρα στην κατοικία του 1351 , το δικαστικό επιμελητή, ο οποίος
συντάσσει έκθεση για τις πραγματοποιούμενες εκ μέρους του πράξεις και
επιδόσεις 1352 , και τη γραμματεία του δικαστηρίου, που πιστοποιεί τις
ενώπιον της γενόμενες πράξεις ή τις απευθυνόμενες προς αυτήν
δηλώσεις1353 δια της οικείας εκθέσεως. Στις διενεργούμενες εκ μέρους της
γραμματείας του δικαστηρίου ενέργειες, συγκαταλέγεται, όπως έχουμε δει,
και η εγγραφή των επίδικων υποθέσεων στο πινάκιο του δικαστηρίου, με
συνοπτική αναφορά στο τηρούμενο βιβλίο των στοιχείων των διαδίκων
και των πληρεξουσίων τους, καθώς και του αντικειμένου της διαφοράς 1354,
τα οποία κατά την ημέρα της συνεδρίασης του δικαστηρίου αναρτώνται
στο οικείο δικαστικό κτίριο προς ενημέρωση των διαδίκων και του κοινού.
Όσον αφορά τις εναλλακτικές οδούς επίλυσης της διαφοράς, εγγράφως
υποβάλλονται προς το δικαστήριο η αίτηση για συμβιβαστική επέμβαση

1348 Σύμφωνα με το άρθρο 117 του ΚΠολΔ, ουσιώδη στοιχεία της έκθεσης αποτελούν επίσης η
ανάγνωση του περιεχομένου της στους παριστάμενους και η επιβεβαίωση αυτών, καθώς και η
υπογραφή της από το συντάκτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν. Χαρακτηριστικά
παραδείγματα εκθέσεων συντασσόμενων από τη γραμματεία των δικαστηρίων κατά την
κατάθεση ενδίκων βοηθημάτων και αιτήσεων αποτελούν η έκθεση κατάθεσης της αγωγής (215§1
ΚΠολΔ), η έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου (495§2 ΚΠολΔ), η έκθεση κατάθεσης διαταγής
πληρωμής (626§1 ΚΠολΔ) και η έκθεση κατάθεσης αιτήσεως της εκουσίας (747§3 ΚΠολΔ).
1349 Ως δημόσιο έγγραφο, η δικαστική έκθεση παράγει, σύμφωνα με το άρθρο 438 ΚΠολΔ, πλήρη

απόδειξη έναντι πάντων ως προς τις πράξεις που ο συντάκτης του βεβαιώνει ότι ενήργησε ή
ενεργήθηκαν ενώπιον του.
1350 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 359 και 360 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις οποίες στην έκθεση πρέπει

εν προκειμένω να αναφέρεται το αντικείμενο της αυτοψίας, η αντίληψη που σχημάτισε κατ’ αυτήν
ο δικαστής, ο διορισμός και η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων και η τυχόν μαρτυρικές
καταθέσεις, ενώ όλο το σχετικό υλικό (γνωμοδότηση πραγματογνωμόνων, σχέδια,
ιχνογραφήματα, φωτογραφίες, αναπαραστάσεις κτλ.) επισυνάπτεται στην έκθεση και
κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου ώστε να αποτελέσει αντικείμενο της δίκης.
1351 Βλ. τη διάταξη του άρθρου 406§2 ΚΠολΔ.
1352 Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 139 και 140 ΚΠολΔ, ο επιμελητής συντάσσει σε δυο

πρωτότυπα έκθεση για την επίδοση, η οποία προσδιορίζει το επιδοθέν έγγραφο, την ημέρα και
ώρα επίδοσης και το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, κρατώντας το ένα στο αρχείο του και
παραδίδοντας το άλλο στο εντολέα του. Στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, ο δικαστικός
επιμελητής, σύμφωνα με το άρθρο 931 ΚΠολΔ, συντάσσει έκθεση για κάθε πράξη της
εκτελεστικής διαδικασίας, όπως π.χ. την κατασχετήρια έκθεση κινητού (954§1 ΚΠολΔ) ή
ακινήτου (993§1 ΚΠολΔ).
1353 Βλ. ως παράδειγμα τη διάταξη του άρθρου 383§4 ΚΠολΔ, που προβλέπει την κατάθεση της

έγγραφης γνωμοδότησης του πραγματογνώμονα στη γραμματεία του δικαστηρίου έκθεση


κατάθεσης γνωμοδότησης πραγματογνώμονα.
1354 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 226§2 και 776§1α ΚΠολΔ.

279
του ειρηνοδίκη, υπό τους όρους του άρθρου 209§1 ΚΠολΔ 1355 , καθώς η
αίτηση προσφυγής σε δικαστική μεσολάβηση, υπό τους όρους του άρθρου
214Β§3 εδ. β ΚΠολΔ1356. Ο έγγραφος τύπος προβλέπεται από το νόμο και
για τη σύναψη των συμφωνιών διαιτησίας και προσφυγής στη
διαμεσολάβηση (ν. 3898/2010)1357, διατύπωση επιβαλλόμενη για λόγους
βεβαιότητας των μερών ως προς την ισχύ τους και την παραγόμενη από
αυτήν δέσμευση, στη δεύτερη περίπτωση πάντως είναι δυνατή και η απλή
υποβολή προφορικής δήλωσης ενώπιον του δικαστηρίου, η οποία
καταγράφεται στα πρακτικά 1358. Επί διαιτησίας, ο έγγραφος τύπος είναι
υποχρεωτικός όταν πρόκειται για μελλοντικές διαφορές σύμφωνα με τη
διάταξη του άρθρο 868 ΚΠολΔ 1359 , ενώ επί υφιστάμενων διαφορών και
πάλι προβλέπεται έγγραφη συμφωνία, αν και η διάταξη του άρθρου 869§1
ΚΠολΔ είναι πιο ελαστική, αρκούμενη στην απλή ανταλλαγή ενυπόγραφων
επιστολών, τηλεγραφημάτων, τηλετυπημάτων ή ενυπόγραφων
τηλεομοιότυπων και παρακάμπτοντας ολοκληρωτικά τον έγγραφο τύπο
επί ανεπιφύλακτης εμφανίσεως των μερών ενώπιον των διαιτητών, η
οποία θεραπεύει την ακυρότητα 1360. Γενικώς θα πρέπει να προσθέσουμε
ότι η συμφωνία περί διαιτησίας σπάνια λαμβάνει τη μορφή αυτοτελούς
συμβάσεως, καθώς συνήθως περιέχεται ως επιμέρους ρήτρα σε μία
ουσιαστική σύμβαση των μερών 1361 , καθώς και ότι ο έγγραφος τύπος

1355 Σύμφωνα με τη ρύθμιση, στην υποβαλλόμενη αίτηση πρέπει να αναγράφεται συνοπτικά το


αντικείμενο της διαφοράς.
1356 Σύμφωνα με την Ι. Στρατσιάνη, Η δικαστική μεσολάβηση του ν. 4055/2012 (άρθρο 214Β

ΚΠολΔ), μελέτη διαθέσιμη στη διεύθυνση http://dikastis.blogspot.gr/2014/04/40552012-


214.html, της υποβολής της αιτήσεως προηγείται μια επίσκεψη του ενδιαφερόμενου στο
πρωτοδικείο και η προφορική συζήτηση με τον αρμόδιο δικαστή, ώστε να διαπιστωθεί αν το
αντικείμενο είναι δεκτικό μεσολάβησης, η εξουσία διαθέσεως των μερών κτλ., ακολουθούμενες
από την επίσημη κατάθεση της αιτήσεως.
1357 Στην περίπτωση αυτή, αντίγραφο των εγγράφων που αποδεικνύουν την κατάρτιση της

συμφωνίας κατατίθενται στη γραμματεία του δικαστηρίου και επισυνάπτονται στο φάκελλο της
δικογραφίας (214Γ§1 εδ. ε ΚΠολΔ).
1358 Σύμφωνα με το άρθρο 2 εδ. β του ν. 3898/2010, «η συμφωνία υπαγωγής της διαφοράς στη

διαμεσολάβηση αποδεικνύεται με έγγραφο ή από τα πρακτικά του δικαστηρίου στην περίπτωση της
παραγράφου 2 του άρθρου 3 και διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις
συμβάσεις». Ο Ν. Κλαμαρής, Η διαμεσολάβηση ως τρόπος επιλύσεως των ιδιωτικών διαφορών,
ΧρΙΔ 2015, σελ. 58, διευκρινίζει ότι το συντασσόμενο συμφωνητικό δεν έχει την έννοια του
συστατικού εγγράφου, αλλά επιτελεί το ρόλο του αποδεικτικού εγγράφου.
1359 Σύμφωνα με το άρθρο, η έγγραφη συμφωνία των μερών πρέπει να αναφέρεται σε ορισμένη

έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές.


1360 Ακόμα πιο χαλαρή είναι η ρύθμιση του άρθρου 7§3, 4 και 5 του ν. 2735/1999 περί διεθνούς

εμπορικής διαιτησίας, η οποία θεωρεί ότι υφίσταται έγκυρη συμφωνία διαιτησίας στις
περιπτώσεις που α) ένα μέρος επικαλείται την ύπαρξη συμφωνίας διαιτησίας σε δικόγραφο και
το άλλο δεν αντιλέγει (7§3 ν. 2735/1999), β) προφορική συμφωνία διαιτησίας καταγράφεται σε
έγγραφο διαβιβαζόμενο από το ένα μέρος στο άλλο (7§4 ν. 2735/1999), και γ) σε γραπτή
σύμβαση γίνεται αναφορά σε έγγραφο που περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας με σκοπό να
καταστήσει τη ρήτρα αυτή μέρος της σύμβασης (7§5 ν. 2735/1999).
1361 ΄Βλ. και Στ. Κουσούλη, Δίκαιο της διαιτησίας, Α΄ μέρος, §5 σελ. 41 επ., ο οποίος επισημαίνει

επίσης το φαινόμενο της κατά παραπομπή ρήτρας διαιτησίας, όπου τα μέρη κατά την ουσιαστική
τους συμφωνία παραπέμπουν σε κείμενο εμπεριέχον ρήτρα διαιτητικής επίλυσης. Στην
περίπτωση της παραπομπής σε κείμενο άγνωστο στα μέρη, ο συγγραφέας διακρίνει μεταξύ
διεθνούς διαιτησίας, όπου η ρήτρα συνήθως θα είναι έγκυρη, και εσωτερικής διαιτησίας, όπου η
ρήτρα δε θα ισχύσει, εκτός αν πρόκειται για ένα είδος εμπορικής ή συναλλακτικής

280
απαιτείται μόνο για την υπαγωγή των διαφορών σε διαιτησία και όχι για
συμφωνίες συναπτόμενες στο πλαίσιο αυτής, π.χ. για τον καθορισμό της
ακολουθούμενης διαδικασίας ή της προθεσμίας έκδοσης της διαιτητικής
απόφασης. Ανάλογα ισχύουν και για τη συμφωνία προσφυγής σε
διαμεσολάβηση, με τη διαφορά ότι εδώ ο έγγραφος τύπος επιτελεί κυρίως
αποδεικτική λειτουργία 1362, ενώ στην περίπτωση που η ακολούθηση της
διαμεσολαβητικής οδού συνιστά αποτέλεσμα της παρέμβασης του
δικαστηρίου η έγγραφη συμφωνία των μερών δύναται να υποκατασταθεί
και από τη σχετική αναφορά στα πρακτικά της συζητήσεως 1363.

Δ. Η πρωτοβάθμια διαδικασία
α. Το στάδιο της συζήτησης στην τακτική διαδικασία
Περνώντας στην κύρια διαδικασία, που περιλαμβάνει τα συνεχόμενα
πλέον δικονομικά στάδια της συζητήσεως και διεξαγωγής της αποδείξεως,
θα πρέπει συνοπτικά να επαναλάβουμε, ως προς το νέο σύστημα
διεξαγωγής της τακτικής διαδικασίας, α) τις συνδυασμένες διατάξεις των
άρθρων 115§3 και 237§1, 2 και 3 του ΚΠολΔ, που καθιερώνουν ως
αποκλειστικό μέσο επίκλησης των πραγματικών ισχυρισμών 1364 ,
επιχειρημάτων1365 και αποδεικτικών μέσων των δυο πλευρών στον πρώτο
βαθμό την υποβολή γραπτών προτάσεων 1366 , ρύθμιση την οποία δεν
παραλλάσσει το άρθρο 242§1 ΚΠολΔ, που αναφέρεται απλά στο δικαίωμα
των διαδίκων να αναπτύσσουν προφορικώς στο ακροατήριο τους
υποβληθέντες ισχυρισμούς, χωρίς να δικαιούνται να προσθέσουν νέους,
ακόμη και υπό τις προϋποθέσεις του παλαιού άρθρου 269 ΚΠολΔ, β) τις
διατάξεις των άρθρων 115§2 και 237§4 ΚΠολΔ, που εισάγουν μια τυπική

δραστηριότητας όπου η διαιτησία αποτελεί τη συνήθη μορφή διευθέτησης των διαφορών, οπότε
οι συμβαλλόμενοι δεσμεύονται με βάση τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών
ηθών.
1362 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 214Γ§2 ΚΠολΔ και 2 εδ. β του ν. 3898/2010. Όπως υπογραμμίζει

η αιτιολογική έκθεση του ν. 3898/2010 (σελ. 2) «η συμφωνία των μερών για την υπαγωγή μιας
διαφοράς στη διαδικασία της διαμεσολάβησης πρέπει να αποδεικνύεται εγγράφως, χάριν της
νομικής ασφάλειας ως προς τη συμφωνία αυτή, αλλά και της προστασίας των μερών, ενόψει της
υποχρέωσης που αναλαμβάνουν για τη φυσική παρουσία τους στη διαμεσολαβητική προσπάθεια
και τη συμμετοχή τους σε αυτή με καλή πίστη».
1363 Βλ. το 2 εδ. β του ν. 3898/2010. Θα πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι το άρθρο 214Γ ΚΠολΔ

επιτάσσει εν προκειμένω την επισύναψη στο φάκελλο της δικογραφίας εγγράφων


αποδεικνυόντων την κατάρτιση της διαμεσολαβητικής συμφωνίας.
1364 Ως πραγματικοί ισχυρισμοί νοούνται κατά τη νομολογία «οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που

συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής,
ένστασης ή αντένστασης». Βλ. όλως ενδεικτικώς την ΟλΑΠ 3/1997, ΕλλΔνη 1997, σελ. 539.
1365 Ως επιχειρήματα νοούνται οι μη αυτοτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι εισφέρουν γεγονότα απλώς

ενισχυτικά του πραγματικού ισχυρισμού και όχι θεμελιωτικά του υποβαλλόμενου αιτήματος. Εδώ
υπάγονται π.χ. η αιτιολογημένη άρνηση αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, η
αμφισβήτηση στοιχείων της αγωγής, η αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, η αμφισβήτηση της
βαρύτητας ορισμένου αποδεικτικού μέσου, η αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής
ιδιωτικού εγγράφου, επιχειρήματα σχετικά με νομικά ζητήματα, ισχυρισμοί αναφερόμενοι στην
ορθή ερμηνεία του νόμου κτλ. Βλ. και Κ. Μακρίδου, Πραγματικοί ισχυρισμοί και θεμελιώδη
δικονομικά συστήματα, ΕλλΔνη 2008, σελ. 322.
1366 Με μοναδική εξαίρεση τη διαδικασία των μικροδιαφορών (466-471 ΚΠολΔ), κατά την οποία

εκδικάζονται διαφορές αξίας μέχρι 5.000 ευρώ.

281
συζήτηση στην τακτική διαδικασία και αντικαθιστούν την παράσταση κατ’
αυτήν με την απλή υποβολή προτάσεων, χωρίς να απαιτείται εκ μέρους των
διαδίκων ούτε η υποβολή δήλωσης περί μη παράστασης κατά την
εκφώνηση σύμφωνα με το άρθρο 242§2 ΚΠολΔ1367, και γ) τις διατάξεις του
άρθρου 237§1, §4 εδ. στ και §6, που καθιστούν επικουρικά όλα τα
αποδεικτικά μέσα πλην των εγγράφων και της ομολογίας, προβλέποντας
ειδικότερα την υποκατάσταση των μαρτυρικών καταθέσεων από τις
παρεχόμενες σε γραπτή μορφή ένορκες βεβαιώσεις.
Έχουμε ήδη επισημάνει την κομβική σημασία των μνημονευομένων
διατάξεων στην
διαμόρφωση ενός
αμιγώς έγγραφου
μοντέλου δίκης, στο
οποίο η αντιδικία,
κατ’ απομίμηση της
διαλεκτικής μορφής
της παραδοσιακής
δίκης, εξελίσσεται
γραπτώς, με τον
εναγόμενο να
απαντάει στην
αγωγή με τις
προτάσεις του, τον
ενάγοντα να Η εμβληματική ‘’Σχολή των Αθηνών’’, τοιχογραφία του Ραφαήλ (1509-1511) που
κοσμεί μία από τις αίθουσες του Βατικανού και στην οποία εικονίζονται όλοι οι
ανταπαντά σε αυτόν διάσημοι φιλόσοφοι της αρχαιότητας
με την κατατιθέμενη
προσθήκη και, τελικά, το δικαστή να αποφασίζει αποκλειστικά με βάση το
έγγραφο υλικό της δικογραφίας 1368 , στο οποίο περιλαμβάνονται, πέραν
των προτάσεων, τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους διαδικαστικά και
αποδεικτικά έγγραφα1369. Ειδικά ως προς την εναγόμενη πλευρά, θα πρέπει
να επισημανθεί η εφαρμογή ενός αυστηρότερου συγκεντρωτικού
συστήματος, που καθιερώνει ως μοναδικό μέσο προβολής των ενστάσεων
το δικόγραφο των προτάσεων, χωρίς να υφίσταται πλέον περιθώριο
προβολής ορισμένων εξ αυτών και προφορικώς, έστω και υπό τις
προϋποθέσεις του παλαιού άρθρου 269§2 ΚΠολΔ, δηλαδή επί
καθυστερημένης προβολής από δικαιολογημένη αιτία και επί οψιγενών ή
αποδεικνυομένων εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου

1367 Βλ. και Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 4η έκδοση, τόμος
Α΄, σελ. 730.
1368 Σύμφωνα με το άρθρο 237§5 ΚΠολΔ, η απόφαση εκδίδεται «με βάση τα στοιχεία του φακέλλου

της δικογραφίας».
1369 Σε αυτά περιλαμβάνονται, σύμφωνα με το άρθρο 237§1 ΚΠολΔ, και τα δικαστικά

πληρεξούσια. Για τη δυνατότητα χορήγησης της δικαστικής πληρεξουσιότητας με προφορική


δήλωση βλ. παρακάτω.

282
ενστάσεων1370, κάτι το οποίο ισχύει και για τα κατά το άρθρο 263 ΚΠολΔ
διαδικαστικά κωλύματα, δηλαδή τις ενστάσεις αναρμοδιότητας, υπαγωγής
της διαφοράς σε διαιτησία1371, έλλειψης εγγυοδοσίας, μη καταβολής των
εξόδων προηγούμενης δίκης, ύπαρξης προθεσμίας αποποίησης
κληρονομίας και μη εμφάνισης των προσεπικληθέντων ομοδίκων ή
υπόχρεων προς αποζημίωση, επί των γίνεται ειδική πρόβλεψη, ενώ φυσικά
ο ανωτέρω κανόνας ισχύει και ως προς τις τυχόν προβαλλόμενες εκ μέρους
του ενάγοντος αντενστάσεις, οι οποίες θα προβληθούν με την
κατατιθέμενη προσθήκη. Στο σημείο αυτό τίθεται πάντως ένα ζήτημα
διαδικαστικής ισότητας, καθόσον για τον εναγόμενο δεν υφίσταται στην
ουσία στάδιο προσθήκης-αντίκρουσης μέσω της οποίας θα μπορέσει να
τοποθετηθεί και να αντικρούσει τις αντενστάσεις του ενάγοντος 1372, που
κατά κανόνα καταθέτει την δική του προσθήκη την τελευταία ημέρα της
προθεσμίας. Η παράβλεψη αυτή, σε συνδυασμό με το εξ υπαρχής
πλεονέκτημα του ενάγοντος να προετοιμάζει επιμελώς και σε βάθος
χρόνου την αγωγή και να επιλέγει τον χρόνο της αντιδικίας αιφνιδιάζοντας
ορισμένες φορές τον αντίπαλο του 1373 , δημιουργούν μια μειονεκτική
κατάσταση για τον αμυνόμενο, η οποία απαιτεί την διορθωτική παρέμβαση
του νομοθέτη σε μια επόμενη τροποποίηση.
Τα ανωτέρω δεν διαφοροποιούνται σε περίπτωση επανάληψης της
συζήτησης, η οποία μπορεί ανά περίπτωση να διαταχθεί στην τακτική
διαδικασία για την συμπλήρωση του πραγματικού ή αποδεικτικού υλικού,
οπότε η παραδεκτή προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών εξακολουθεί να
ανάγεται στην αντίστοιχη προθεσμία προκατάθεσης της αρχικής
συζητήσεως, χωρίς να υπάρχει περιθώριο προβολής για πρώτη φορά με τις
τυχόν κατατιθέμενες προτάσεις της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Βάσει
της ρύθμισης του άρθρου 254§1 εδ. γ ΚΠολΔ, εξάλλου, κατά την οποία η
επαναλαμβανόμενη συνεδρίαση αποτελεί συνέχεια της αρχικής 1374 , αλλά
και του νέου άρθρου 237§7 εδ. β ΚΠολΔ, στην νέα συζήτηση δεν
κατατίθενται νέες προτάσεις αλλά αρκούν και ισχύουν οι υποβληθείσες

1370 Βλ. και τη σχετική αναφορά της αιτιολογικής εκθέσεως του ν. 4335/2015, σελ. 7, σύμφωνα με
την οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης «δεν είναι δυνατή η προβολή νέων ισχυρισμών, έστω
και για αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν με τις προτάσεις, οψιγενών ισχυρισμών,
ισχυρισμών που αποδεικνύονται με έγγραφα ή ομολογία».
1371 Σύμφωνα με την απόφαση του Πρωτοδικείου Πειραιώς 4/2008 (ως διαιτητικού

δικαστηρίου), ΕΝαυτΔ 2008, σελ. 146, «αν για διαφορά που έχει προβλεφθεί διαιτητική επίλυση,
ασκηθεί αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια, η συμφωνία για τη διαιτησία πρέπει να προταθεί κατά τη
συζήτηση, ως δικονομική ένσταση, άλλως, αν δεν προβληθεί εκ μέρους του εναγομένου, τεκμαίρεται
αποδοχή της προτάσεως περί καταργήσεως της συμφωνίας περί διαιτησίας».
1372 Βλ. και Γ. Ορφανίδη, Η νέα τακτική διαδικασία: υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της

πολιτικής δίκης (42ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων, Καρδίτσα, 7-10
Σεπτεμβρίου 2017), σελ.167.
1373 Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η στρατηγική του ενάγοντος να επιδίδει την αγωγή κατά τις

τελευταίες ημέρες της 30νθήμερης προθεσμίας του άρθρου 215§2 ΚΠολΔ, περιορίζοντας κατά τον
τρόπο αυτό την προθεσμία συντάξεως των προτάσεων του εναγομένου στις 70 ημέρες.
1374 Βλ. ενδεικτικώς και τις ΑΠ 884/2007, ΧρΙΔ 2008, σελ. 52, κατά την οποία «η αρχική και

επαναλαμβανόμενη συζήτηση συνθέτουν μία συζήτηση», και ΕφΔωδ 52/2000, ΕπισκΕΔ 2000,
σελ. 1041, κατά την οποία «πρόκειται για δυο συνεχόμενα διαδικαστικά στάδια, που αποτελούν ένα
αδιάσπαστο δικονομικό σύνολο».

283
στο πλαίσιο της αρχικής1375, με τους διαδίκους να διατηρούν πάντως την
δυνατότητα κατάθεσης προσθήκης, προς αξιολόγηση και σχολιασμό των
νέων αποδείξεων, κάτι που ορίζεται ρητώς στο άρθρο 237§7 εδ. β ΚΠολΔ,
που παρέχει αντίστοιχη προθεσμία οκτώ εργάσιμων ημερών από τη
συζήτηση. Για τον διάδικο που δεν κατέθεσε καθόλου ή εμπρόθεσμα
προτάσεις 1376 , προβλέπονται στα άρθρα 271-277 ΚΠολΔ οι δυσμενείς
συνέπειες της ερημοδικίας, ήτοι για τον εναγόμενο η πλασματική ομολογία
της ιστορικής βάσεως της αγωγής 1377 και για τον ενάγοντα και κυρίως
παρεμβαίνοντα η απόρριψη της αγωγής και της κύριας παρέμβασης 1378 ,
αντιστοίχως, κάτι που δεν διορθώνεται με την αυτοπρόσωπη παρουσία
του διαδίκου στην εκφώνηση της υπόθεσης, ενώ επί παράλειψης
αμφοτέρων των πλευρών να καταθέσουν προτάσεις η συζήτηση
ματαιώνεται και, επί παρόδου 60 ημερών από τη ματαίωση χωρίς υποβολή
αιτήματος προσδιορισμού νέας δικασίμου, η υπόθεση διαγράφεται από το
πινάκιο και η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα 1379 . Για τον
επαναπροσδιορισμό της ματαιωθείσης συζητήσεως, εξάλλου, θα χρειασθεί,
σύμφωνα με το άρθρο 260§2 εδ. γ ΚΠολΔ, η επανάληψη της διαδικασίας,
δηλαδή νέα επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο, η οποία αφετηριάζει
καινούργια προθεσμία 100 ημερών για την κατάθεση προτάσεων.

1375 Βλ. την ΑΠ 864/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, κατά την οποία «όσα ο
διάδικος επικαλέστηκε και προέβαλε με τις έγγραφες προτάσεις της αρχικής συζήτησης,
θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επαναλαμβανόμενη, έστω και αν κατ`
αυτή δεν κατέθεσε προτάσεις, όπως και όταν κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση κατέθεσε
προτάσεις, στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε και εκείνες της προηγούμενης ή κατέθεσε απλώς
προσθήκη στις ήδη κατατεθείσες».
1376 Υπό το προισχύσαν του ν. 4335/2015 καθεστώς, αναφορικά με τη διεξαγόμενη ενώπιον του

πολυμελούς πρωτοδικείου δίκη, όπου οι διάδικοι υποχρεούντο στην κατάθεση προτάσεων το


αργότερο είκοσι ημέρες προ της δικασίμου, είχε ανακύψει διχογνωμία ως την τύχη των
νομοτύπως και εμπροθέσμως κατατεθειμένων προτάσεων του διαδίκου στην περίπτωση που
αυτός δεν εμφανιζόταν καθόλου ή δεν παρίστατο προσηκόντως κατά την εκφώνηση της
υπόθεσης από το πινάκιο. Κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη (βλ. ενδεικτικώς την ΕφΘεσ
1190/2009, Αρμενόπουλος 2010, σελ. 1388), ο διάδικος αυτός δικαζόταν «ωσεί παρών», οπότε
οι περιεχόμενοι στις προτάσεις του ισχυρισμοί (προς υποστήριξη ή άρνηση της αγωγής)
εθεωρούντο ανήκοντες στο υλικό της δικογραφίας και ως εκ τούτου ερευνώντο κανονικά υπό το
δικαστήριο. Στην αντίστροφη περίπτωση που ο διάδικος δεν κατέθετε προτάσεις και εν συνεχεία
παρουσιαζόταν κανονικά στο ακροατήριο, η παρουσία του κρινόταν πλασματική και του
απαγορευόταν η συμμετοχή στην προφορική συζήτηση.
1377 Κάτι που σημαίνει ότι, εφόσον πληρούνται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις άσκησης της

αγωγής και δεν υπάρχουν ενστάσεις αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενες , η αγωγή γίνεται δεκτή (271
ΚΠολΔ).
1378 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 272 και 273 ΚΠολΔ. Βλ. επίσης τις διατάξεις των άρθρων α)

274§1 ΚΠολΔ, που επί ερημοδικίας του προσθέτως παρεμβαίνοντος προβλέπει τη συνέχιση της
διαδικασίας σαν να μην είχε ασκηθεί η παρέμβαση, β) 274§2 ΚΠολΔ, που διασώζει τον υπερ ου
διάδικο από την ερημοδικία, επιτρέποντας τη συζήτηση της υπόθεσης μεταξύ προσθέτως
παρεμβαίνοντος και αντιδίκου, γ) 275 ΚΠολΔ, που προβλέπει την αντιπροσώπευση των απόντων
προσεπικληθέντων αναγκαίων ομοδίκων (86 ΚΠολΔ) από τον παριστάμενο ομόδικο, δ) 276
ΚΠολΔ, που δεσμεύει τον απόντα προσεπικληθέντα αληθή κύριο ή νομέα (87 ΚΠολΔ) από το
δεδικασμένο της εκδιδόμενης αποφάσεως, ε) 277 αρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, που αναφέρονται στην
ερημοδικία του προσεπικαλούμενου δικονομικού εγγυητή (88 ΚΠολΔ) και στ) 277 αρ. 3 ΚΠολΔ,
που δίνει το δικαίωμα στο δικονομικό εγγυητή να λάβει τη θέση του απολιπομένου
προσεπικαλούντος και να συζητήσει την υπόθεση με τον αντίδικο.
1379 Βλ. τις διατάξεις του άρθρου 260§1 και 2 ΚΠολΔ.

284
Εξ επόψεως περιεχομένου, η έγγραφη δια των προτάσεων υποβολή
καταλαμβάνει, πέραν των πραγματικών ισχυρισμών, διάφορες δικονομικές
αιτήσεις για τις οποίες δεν υπάρχει δυνατότητα προφορικής άσκησης,
όπως π.χ. α) την αίτηση επαναφοράς του άρθρου 152 ΚΠολΔ 1380, β) την
υποβολή καταλόγου των αποδοτέων εξόδων, ο οποίος είτε επισυνάπτεται
στη δικογραφία είτε περιέχεται στις προτάσεις 1381 γ) την αίτηση λήψης
ασφαλιστικού μέτρου από το δικάζον την κύρια υπόθεση δικαστήριο, 1382,
δ) την αίτηση κήρυξης απόφασης προσωρινά εκτελεστής 1383 και άλλα
συναφή αιτήματα. Από την άλλη πλευρά, και υπό τη νέα μορφή της
τακτικής διαδικασίας υφίσταται η δυνατότητα προφορικής υποβολής, με
δήλωση καταχωριζόμενη στα πρακτικά του δικαστηρίου, μιας σειράς
διαδικαστικών αιτημάτων και δηλώσεων 1384 , οι οποίες βέβαια στην
συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, λόγω της μη παραστάσεως
των διαδίκων κατά τη συζήτηση, θα υποβάλλονται με τις προτάσεις. Εδώ
υπάγονται για παράδειγμα α) η αίτηση εξαίρεσης δικαστή, εισαγγελέως ή
υπαλλήλου της γραμματείας (52-61 ΚΠολΔ) 1385 , β) η αίτηση
υποκατάστασης του αρχικού διαδίκου από τον προσθέτως παρεμβαίνοντα
(85 ΚΠολΔ) 1386 , γ) ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής (223 εδ. β

1380 Σύμφωνα με το άρθρο 155§1 ΚΠολΔ, «η αίτηση για την επαναφορά ασκείται με τα δικόγραφα
που κοινοποιεί, ο ένας διάδικος στον άλλον ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που
κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο».
1381 Βλ. το άρθρο 190 ΚΠολΔ και ιδίως την §2 εδ. β αυτού, που προβλέπει την υποχρεωτική

υποβολή του καταλόγου με τις προτάσεις στην τακτική διαδικασία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο
αντίδικος έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει στις προτάσεις του παρατηρήσεις σχετικά με τον
κατάλογο που προσήγαγε η άλλη πλευρά.
1382 Βλ. το άρθρο 686§5 εδ. α ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης η

αίτηση μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις».


1383 Βλ. την ΠολΠρΑθ 11602/1982, ΕλλΔνη 1984, σελ. 497, κατά την οποία η αίτηση προσωρινής

εκτελεστότητας δεν μπορεί να αποτελέσει αυτοτελές αντικείμενο δίκης και συνακόλουθα δεν
υπάγεται στη ρύθμιση του άρθρου 111 ΚΠολΔ, ώστε να απαιτείται γνωστοποίηση της στον
εναγόμενο για να ετοιμάσει την άμυνα του, αλλά ρυθμιστικό (ενδοδιαδικαστικό) μέτρο που
βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, γι’ αυτό η υποβολή σχετικού αιτήματος
γίνεται παραδεκτά και με τις προτάσεις.
1384 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά το άρθρο 237§4 εδ. η ΚΠολΔ, δεν υφίσταται πλέον

περιθώριο υποβολής αιτήματος αναβολής της συζήτησης για οποιονδήποτε λόγο. Η συζήτηση
δύναται βέβαια να αναβληθεί στο πλαίσιο των κατά τα άρθρα 265 και 266 ΚΠολΔ περιπτώσεων
(επί πρόωρης αγωγής κατά κληρονόμου και μη εμφανίσεως των προσεπικληθέντων), οπότε όμως
η αναβολή της συζητήσεως διατάσσεται με την έκδοση της αντίστοιχης μη οριστικής απόφασης.
1385 Από την στιγμή που ο διάδικος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τα ονόματα των δικαστών κατά

τον χρόνο κατάθεσης των προτάσεων, καθώς ο ορισμός της σύνθεσης του δικαστηρίου λαμβάνει
χώρα μετά την πάροδο 15 ημερών από το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, θα πρέπει να
αναγνωριστεί δικαίωμα προφορικής υποβολής της αίτησης εξαίρεσης κατά την τυπική συζήτηση
στο ακροατήριο σύμφωνα με το άρθρο 57§1 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, με δεδομένο ότι κατά
την συζήτηση της αίτησης εξαίρεσης πρέπει να παρίσταται και ο αντίδικος του αιτούντος (58§2
ΚΠολΔ), μάλλον κρίνεται αναγκαία η αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 254 ΚΠολΔ
περί επανάληψης της συζήτησης.
1386 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συμμετοχή του προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη ως κυρίου

διαδίκου προϋποθέτει συμφωνία όλων των διαδίκων, η οποία επίσης θα παρασχεθεί με τις
προτάσεις ή με δήλωση καταχωριζόμενη στα πρακτικά. Σύμφωνα με την ΠολΠρΑθ 133/2014,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, «μόνη η ερημοδικία κυρίου διαδίκου δεν μεταφράζεται ως
συμφωνία περί αποβολής του αρχικού διαδίκου και υποκατάστασής του από τον προσθέτως
παρεμβαίνοντα».

285
ΚΠολΔ), καθώς και η συμπλήρωση, διευκρίνιση και διόρθωση των
προτεινόμενων ισχυρισμών (224 εδ. β και 236 ΚΠολΔ)1387, δ) οι αιτήσεις
συνεκδίκασης περισσότερων εκκρεμών δικών (246 ΚΠολΔ), χωριστής
εκδίκασης των σωρευομένων αιτήσεων ή αγωγής και ανταγωγής (247
ΚΠολΔ), αναστολής δίκης της οποίας το αντικείμενο εκκρεμεί ενώπιον
άλλου πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής (249
ΚΠολΔ) και αναβολής της συζήτησης μέχρι περατώσεως της ποινικής δίκης
(250 ΚΠολΔ), ε) η δικαστική ομολογία (352 ΚΠολΔ)1388 και στ) η αποδοχή
της αγωγής από τον εναγόμενο (298 ΚΠολΔ), αλλά και οι διενεργούμενες
στο περιθώριο της συζήτησης διαδικαστικές πράξεις, όπως α) η
γνωστοποίηση λόγου διακοπής της δίκης (287§1 ΚΠολΔ), που μπορεί να
γίνει, εναλλακτικώς, με την επίδοση δικογράφου στον αντίδικο ή με τις
προτάσεις ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, β) η με τους ίδιους
τρόπους ενεργούμενη παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο (294
ΚΠολΔ) ή το δικαίωμα (296 ΚΠολΔ) της αγωγής 1389 , γ) ο δικαστικός
συμβιβασμός, που σύμφωνα με το άρθρο 293 εδ. β ΚΠολΔ γίνεται με
προφορική δήλωση των μερών ενώπιον του δικαστηρίου ή του εισηγητή
δικαστή, οι οποίες καταχωρίζονται στο συντασσόμενο από αυτόν πρακτικό
επιφέροντας αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης, δ) η δήλωση περί
προσφυγής σε δικαστική μεσολάβηση (214Β§4 ΚΠολΔ) ή
διαμεσολάβηση1390 και ε) η συμφωνία για υπαγωγή της επίδικης διαφοράς
σε διαιτησία (870§2 ΚΠολΔ) 1391 . Ρητά προβλέπεται, εξάλλου, από τη

1387 Κατά πάγια νομολογία, βάσει των άρθρων 224 και 236 ΚΠολΔ, επιτρέπεται στον ενάγοντα να
θεραπεύσει με τις προτάσεις την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, καθώς η κατά το
άρθρο 224 ΚΠολΔ απαγόρευση μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε
ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το
οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι δεν
συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση με τις
προτάσεις αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.), με βάση τα ειδικότερα
περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική
αόριστη νομική έννοια, καθώς και η επίκληση για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματος και
νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη
αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αίτιας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού
βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής. Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1087/2014,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος.
1388 Ομολογία είναι η παραδοχή με μονομερή προφορική ή γραπτή δήλωση διαδίκου προς το

δικαστήριο ενός κρίσιμου γεγονότος από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος της
επικλήσεως και αποδείξεως του. Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 543/2013, ΔΕΕ 2013, σελ. 1090.
1389 Βλ. το άρθρο 297 ΚΠολΔ. Η προφορική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής (294 ΚΠολΔ)

γίνεται δεκτό ότι χωρεί παραδεκτώς υπό την προϋπόθεση της παρουσίας του εναγομένου κατά
τη συζήτηση, ο οποίος δικαιούται να αντιλέξει, μη δυνάμενος να στερηθεί λόγω της απουσίας του
της δυνατότητας προβολής τυχόν αντιρρήσεων. Βλ. τις σχετικές παραδοχές της ΠολΠρΘεσ
3074/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία προσθέτει ότι η παρουσία του
διαδίκου στη συζήτηση είναι δυνητική και «η απουσία του, κατά λογική συνέπεια, δεν είναι δυνατό
να επιφέρει σε αυτόν οιαδήποτε δυσμενή δικονομική συνέπεια».
1390 Βλ. τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 214Γ§1 ΚΠολΔ και 3§2 ν. 3898/2010.
1391 Σύμφωνα με το άρθρο 264 ΚΠολΔ, εφόσον το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η διαφορά

υπάγεται σε διαιτησία, δεν απορρίπτει την αγωγή αλλά την παραπέμπει στο αρμόδιο διαιτητικό
δικαστήριο. Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΠειρ 525/2014, ΔΕΕ 2014, σελ. 1204, όπου η συζήτηση
ενώπιον του τακτικού δικαστηρίου περιεστράφη γύρω από το ζήτημα της έγκυρης ή όχι
συνομολόγησης της διαιτητικής συμφωνίας.

286
διάταξη του άρθρου 237§1 εδ. γ ΚΠολΔ, ότι κατά την ημέρα της συζήτησης
είναι δυνατή η προσκομιδή του δικαστικού ενσήμου, χωρίς να αποκλείεται
κατά τα λοιπά η εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ για τυχόν περαιτέρω
τυπικές ελλείψεις, τις οποίες το δικαστήριο καλεί το διάδικο να
συμπληρώσει και μετά τη συζήτηση, τάσσοντας του εύλογη προθεσμία,
πρόσκληση που, εφόσον ο διάδικος ή ο δικηγόρος του απουσιάζουν κατά
τη συζήτηση, γίνεται τηλεφωνικώς ή δι’ αποστολής εγγράφου.
Ζήτημα αμφισβητούμενο αποτελεί το κατά πόσον η παροχή
πληρεξουσιότητας στο δικηγόρο (96§1 ΚΠολΔ) μπορεί, στο πλαίσιο της
νέας τακτικής διαδικασίας, να γίνει με προφορική δήλωση του διαδίκου
στο ακροατήριο ή αν, αντίθετα, είναι σε κάθε περίπτωση υποχρεωτική η
κατάθεση του δικαστικού πληρεξουσίου στον φάκελλο δικογραφίας. Η
δεύτερη άποψη έχει υπέρ της την γραμματική ερμηνεία του άρθρου 237§1
εδ. β ΚΠολΔ, νομολογιακώς δείχνει πάντως να κερδίζει έδαφος η αντίθετη
άποψη, που επιτρέπει τη χορήγηση πληρεξουσιότητας με προφορική
δήλωση στο ακροατήριο, με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης
και την παραδοχή ότι και υπό το νέο καθεστώς, παρά τον προεχόντως
έγγραφο χαρακτήρα της διαδικασίας, είναι δυνατή η διενέργεια στο
ακροατήριο μιας σειράς σημαντικών διαδικαστικών πράξεων,
συνεκτιμώντας επίσης το γεγονός ότι η παραβίαση της υποχρέωσης
προσκομιδής του πληρεξουσίου εγγράφου με τις προτάσεις δεν επιφέρει
κατά νόμο οιαδήποτε ρητά εξαγγελλόμενη ακυρότητα ή απαράδεκτο 1392.

1392Βλ. την ΠολΠρΘεσ 3074/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, κατά την οποία (η
αρίθμηση δική μου) «δεδομένου ότι α) η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της δημοσιότητας
εξακολουθεί υφιστάμενη, έστω και πολλαπλώς περιτετμημένη στη νέα τακτική διαδικασία, β) ότι
παρά τον προεχόντως έγγραφο χαρακτήρα της διεξαγόμενης δίκης με τη νέα διαδικασία, το βάρος
της οποίας έχει μετατεθεί στην προδικασία, εξακολουθούν εντούτοις να διεξάγονται σημαντικές
διαδικαστικές πράξεις και επ` ακροατηρίω υπό το νέο καθεστώς, γ) ότι οι διατάξεις περί τη
χορήγηση της πληρεξουσιότητας με δήλωση στο ακροατήριο του διαδίκου, κατά την (έστω τυπική)
συζήτηση της υπόθεσης εξακολουθούν ισχύουσες, δ) ότι ο αντίδικος του διαδίκου, του οποίου η
παροχή πληρεξουσιότητας προς τον δικηγόρο του αμφισβητείται, δεν υποχρεούται μεν, δύναται,
ωστόσο, να παραστεί κατά την τυπικά διεξαγόμενη συζήτηση και να λάβει γνώση της χορήγησης (ή
μη) της πληρεξουσιότητας κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, ε) ότι η συνδρομή ή η υπέρβαση της
πληρεξουσιότητας κρίνεται σε κάθε περίπτωση από το Δικαστήριο, στ) ότι η παραβίαση της
νεότευκτης επιβολής υποχρέωσης για προσκόμιση του πληρεξουσίου εγγράφου με τις προτάσεις
στην τακτική διαδικασία δεν επιφέρει κατά νόμο οιαδήποτε ρητά εξαγγελλόμενη ακυρότητα ή
απαράδεκτο, καθώς και ζ) ότι η έκδοση μη οριστικής απόφασης για τη συμπλήρωση της τυχόν
έλλειψης ή την απόδειξη της πληρεξουσιότητας, κατά την κρατούσα σχετικώς άποψη, θα επιφέρει
σημαντική και ανεπιθύμητη κατά τη νομοθετική στόχευση καθυστέρηση στην εξέλιξη της δίκης, ενώ
πρόκειται επί της ουσίας για μία τυπική κατ` άρθρο 227 ΚΠολΔ παράλειψη, η οποία δύναται να
θεραπευθεί και με μία απλή απεύθυνση προφορικής προσκλήσεως προς το σκοπό προσκόμισης του
πληρεξουσίου, πρέπει να προκριθεί η θέση ότι η χορήγηση πληρεξουσιότητας στην τακτική
διαδικασία είναι δυνατή και με την παράσταση του διαδίκου στο ακροατήριο και την καταχώριση
της σχετικής δήλωσής του στα πρακτικά, ήτοι στο κατ` αρχάς όψιμο στάδιο της τυπικής συζήτησης,
που, ωστόσο, δεν πρέπει να παρέλθει αναξιοποίητο, χάριν τήρησης του γράμματος του νόμου και
κατίσχυσης ενός άνευ αξίας δογματικού φορμαλισμού».
Εν προκειμένω το δικαστήριο αντιμετώπισε περίπτωση όπου η εναγόμενη εταιρεία δεν είχε
καταθέσει προδικαστικώς μαζί με τις προτάσεις το απαιτούμενο δικαστικό πληρεξούσιο, με την
παροχή της πληρεξουσιότητας εκ μέρους της να ενεργείται με προφορική δήλωση του νομίμου
εκπροσώπου της στο ακροατήριο κατά την «τυπική» συζήτηση. Το δικαστήριο απεδέχθη τη
δήλωση αυτή ως έγκυρο τρόπο χορήγησης της πληρεξουσιότητας, προχωρώντας στην κατ’

287
Επιμέρους ζήτημα αποτελεί η ακολουθητέα εκ μέρους του δικαστηρίου
οδός στην περίπτωση που, κατά τον διενεργούμενο εκ μέρους του και
αυτεπαγγέλτως έλεγχο (104 ΚΠολΔ), διαπιστώνει έλλειψη παροχής της
απαιτούμενης πληρεξουσιότητας, και ειδικότερα το εάν η έλλειψη
πληρεξουσιότητας συνιστά τυπική έλλειψη υπό την έννοια του άρθρου 227
ΚΠολΔ, οπότε η συμπλήρωση της μπορεί να λάβει χώρα και οψίμως, με
ενεργοποίηση της παρεχόμενης από την ανωτέρω διάταξη δυνατότητας,
δηλαδή με σχετική άτυπη πρόσκληση του δικαστηρίου, ενεργούμενη ακόμα
και τηλεφωνικώς, ή εάν, αντιθέτως, η κατά το άρθρο 105 ΚΠολΔ
συμπλήρωση της πληρεξουσιότητας συνιστά ειδικό καθεστώς, με
αποτέλεσμα στην περίπτωση αυτή να καταλείπεται στο δικαστήριο ως
μόνη δυνατότητα η έκδοση μη οριστικής αποφάσεως, δια της οποίας θα
τάσσεται προθεσμία για την προσκομιδή των δικαστικών πληρεξουσίων,
ως προϋπόθεση για την ενασχόληση του δικαστηρίου με την ουσία της
υπόθεσης. Κρατούσα μέχρι πρότινος ήταν η δεύτερη άποψη, με το σκεπτικό
ότι το άρθρο 237§1 εδ. β ΚΠολΔ καταργεί ουσιαστικά την μέχρι τώρα
πρακτική των δικαστηρίων της ουσίας να ερευνούν την ύπαρξη
πληρεξουσιότητας μόνο σε περίπτωση που ο αντίδικος πρότεινε τη σχετική
έλλειψη ή σε περίπτωση δικών όπου απαιτείτο ειδική πληρεξουσιότητα
κατ' άρθρο 98 ΚΠολΔ, υποχρεώνοντας το δικαστήριο να ερευνά πλέον
αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη ή μη δικαστικής πληρεξουσιότητας και
ειδικότερα εν προκειμένω την προσκομιδή πληρεξουσίου εγγράφου των
διαδίκων προς τους δικηγόρους, καθώς και ότι η υπαγωγή της έλλειψης
πληρεξουσιότητας στο άρθρο 227 ΚΠολΔ θα ισοδυναμούσε με
καταστρατήγηση του άρθρου 105 ΚΠολΔ 1393 , ήδη πάντως η νομολογία
δείχνει να μεταστρέφεται υπέρ της πρώτης γνώμης ως προαγούσης την
αρχή της οικονομίας της δίκης, «στόχευση που ασφαλώς δεν υπηρετείται
από την έκδοση μη οριστικής απόφασης για μία παράλειψη, η οποία, κατ`
ορθότερη άποψη, θα μπορούσε να εκληφθεί και ως τυπική»1394.
Μέτρο της προφορικής διεξαγωγής αποτελεί και η κατά το άρθρο 245
ΚΠολΔ δυνατότητα του δικαστηρίου να διατάσσει, ως μέσο ασφαλέστερης
διάγνωσης της διαφοράς, την ενώπιον του αυτοπρόσωπη εμφάνιση των
διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων τους για την υποβολή ερωτήσεων
και την παροχή διασαφήσεων σχετικά με τα επίμαχα περιστατικά. Αυτή η
ευχέρεια υφίσταται, όπως έχουμε δει, και κατά το στάδιο της προδικασίας,
οπότε το δικαστήριο δύναται να καλέσει προληπτικώς τους διαδίκους στη
διεξαγόμενη συζήτηση (232§1αα ΚΠολΔ), εφόσον όμως τα κενά ή

ουσίαν συζήτηση της αγωγής (ακύρωσης απόφασης της γενικής συνέλευσης της εναγομένης), την
οποία τελικώς έκανε δεκτή.
1393 Βλ. ενδεικτικώς την ΜονΠρΑθ 4186/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ Ισοκράτης,

η οποία με τις ανωτέρω παραδοχές, διαπιστώνοντας κατά τη μελέτη του φακέλλου της
δικογραφίας παράλειψη προσκομιδής των απαιτούμενων δικαστικών πληρεξουσίων, ανέβαλε
την έκδοση οριστικής απόφασης και έταξε προθεσμία 3 μηνών από τη δημοσίευση της για την
κατάθεση πληρεξουσίου εγγράφου εκ μέρους του ενάγοντος και της δεύτερης των εναγομένων,
προκειμένου να μπορέσει να αποφανθεί για το παραδεκτό της παράστασης τους.
1394 Βλ. την ανωτέρω μνημονευόμενη ΠολΠρΘεσ 3074/2017, καθώς και την ΠολΠρΡοδ

18/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος.

288
αμφίβολα σημεία διαπιστώνονται μετά από αυτήν, κατά τη μελέτη της
υπόθεσης ή κατά το στάδιο της διάσκεψης, απομένει ως μόνη οδός η
επανάληψη της συζήτησης υπό τους όρους του άρθρου 254 ΚΠολΔ 1395. Η
αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων στο ακροατήριο για την παροχή
εξηγήσεων κατατείνει στη διευκρίνιση των ισχυρισμών και γενικώς του
πραγματικού υλικού της υπόθεσης και όχι στην απόδειξη της αληθείας
τους1396, διακρινόμενη ως προς τούτο από την εξέταση των διαδίκων1397,
διατάσσεται δε, ακόμη και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου,
κυρίως όταν διαπιστώνεται η προβολή αντίθετων ισχυρισμών των
διαδίκων επί της ιδίας έννομης σχέσης ή γεγονότος 1398 ή αντικρουόμενες
και αντιφατικές καταθέσεις των μαρτύρων1399.

β. Τα ισχύοντα επί μικροδιαφορών, ειδικών διαδικασιών, εκουσίας και


ασφαλιστικών

1395 Σύμφωνα με τις παραδοχές της νομολογίας, η κατά το άρθρο 245 ΚΠολΔ διερεύνηση της
υπόθεσης αποτελεί στην ουσία ειδικότερη εκδήλωση της ρύθμισης του άρθρου 254 ΚΠολΔ.
1396 Βλ. τις σχετικές παραδοχές της ΑΠ 1461/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, κατά

την οποία «η κατ` άρθρο 245 παρ. 1 ΚΠολΔ διατασσόμενη από το δικαστήριο αυτοπρόσωπη
εμφάνιση των διαδίκων στο ακροατήριο, δεν αποτελεί μεν αποδεικτικό μέσο, από τα περιοριστικώς
αναφερόμενα στο άρθρο 339 ΚΠολΔ, αλλά αποσκοπεί σε συνδυασμό με τα άλλα νόμιμα μέσα, στην
πληρέστερη διαφώτιση του δικαστηρίου, με την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων
από τους διαδίκους, στα τυχόν αμφίβολα και διφορούμενα περιστατικά, που αποτέλεσαν
αντικείμενο απόδειξης, ώστε μετά από τη συνεκτίμηση των διασαφήσεων, οι οποίες δόθηκαν, να
διαγνωσθεί ασφαλέστερα η διαφορά».
1397 Βλ. την περίπτωση της ΕφΑθ 30/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου το

ερευνώμενο ζήτημα αφορούσε στο κατά πόσον οι β΄ και γ΄ ενάγοντες για λήψη της αμοιβής
δικηγόροι διορίσθηκαν από τον α΄ ενάγοντα - αρχικό εντολοδόχο της εναγόμενης, οπότε
μπορούσαν να αξιώσουν αμοιβή μόνο στο πλαίσιο της συμφωνίας τους με αυτόν, ή απευθείας από
την εναγόμενη, οπότε δικαιούντο να στραφούν άμεσα εναντίον της. Εν προκειμένω διετάχθη η
εξέταση των εναγόντων και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης ως αποδεικτικό μέσο.
1398 Βλ. ενδεικτικώς την ανωτέρω μνημονευόμενη ΕφΘεσ 1203/2011, ΕΠολΔ 2011, σελ. 637,

όπου ο μεν ενάγων επικαλείτο την επί 5ετία εργασία του στο πρατήριο του εναγομένου, ζητώντας
οφειλόμενους μισθούς και επιδόματα, ενώ ο τελευταίος υπεστήριζε ότι δεν προσέλαβε και δεν
απασχόλησε ποτέ τον ενάγοντα, καθώς και την ΕφΠειρ 705/2012, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος, όπου, επί υπογραφής προσυμφώνου αγοραπωλησίας επιβατηγών πλοίων,
το αμφιλεγόμενο ζήτημα ήταν με υπαιτιότητα τίνος επήλθε η πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως
και η εξαιτίας αυτής κατάπτωση της ποινικής ρήτρας, με την ενάγουσα να υποστηρίζει ότι η
αίρεση πληρώθηκε λόγω της μη εμπροθέσμου καταβολής από την εναγόμενη του υπολοίπου του
τιμήματος της πωλήσεως και την εναγομένη να ισχυρίζεται ότι ο όρος περί ποινικής ρήτρας πρέπει
να θεωρηθεί καταργηθείς και ότι η πλήρωση της αιρέσεως επισυνέβη με υπαιτιότητα της
ενάγουσας, καθώς τα πλοία εστερούντο του περιγραφομένου στο προσύμφωνο σημαντικής αξίας
εξοπλισμού.
1399 Βλ. την περίπτωση της ΕφΑθ 11015/1988, ΝοΒ 1989, σελ. 751, όπου διετάχθη η

αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων στο ακροατήριο και η επανεξέταση των μαρτύρων ώστε
να διευκρινισθεί α) πόση ποσότητα εμπορεύματος (γλεύκους σταφυλιών) φόρτωσε την
22.9.1985 ο εναγόμενος μεταφορέας στο φορτηγό του από το οινοποιείο του ενάγοντος, β) ποία
η διαδικασία φορτώσεως, εκφορτώσεως και ζυγίσεως και ποία ποσότητα υπήρχε κατά τη ζύγιση
πριν και μετά την εκφόρτωση και γ) ποία η διαδικασία ογκομετρήσεως κατά τα όργανα της
δεξαμενής του ενάγοντος και ποία ποσότητα διαπιστώθηκε ότι υπήρχε πριν και μετά την
εκφόρτωση.
Βλ. και την ιδιόμορφη περίπτωση της ΕφΑθ 1386/1986, ΕλλΔνη 1986, σελ. 652, όπου η
αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων και η επανεξέταση των μαρτύρων διετάχθη λόγω
απωλείας των πρακτικών της πρωτοβάθμιας συζητήσεως.

289
Τα ανωτέρω διαφοροποιούνται σημαντικά στις ειδικές διαδικασίες, τη
διαδικασία των μικροδιαφορών, τα ασφαλιστικά μέτρα και την εκούσια
δικαιοδοσία, όπου λόγω της φύσεως των εκδικαζομένων υποθέσεων, που
επιβάλλει μια μεγαλύτερη αμεσότητα της διαδικασίας, την αποδέσμευση
από τους κανόνες της αυστηρής αποδείξεως και την αποχώρηση από το
αυστηρό συγκεντρωτικό σύστημα, ο νομοθέτης έχει διατηρήσει ένα
προφορικό σύστημα διεξαγωγής της
συζήτησης, με τις διαβαθμίσεις που
αναφέρουμε παρακάτω. Στις ειδικές
διαδικασίες, κατά πρώτο λόγο, το
πλαίσιο ορίζεται από τις διατάξεις των
άρθρων 591§2 και 591§1δ και στ
ΚΠολΔ 1400 , που εισάγουν ένα μικτό
μοντέλο, υπό την έννοια ότι ναι μεν οι
διάδικοι οφείλουν να μετάσχουν στην
προφορική συζήτηση, προτείνοντας
όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς
ισχυρισμούς και προσκομίζοντας τα
αποδεικτικά τους μέσα, από την άλλη
όμως υποχρεωτική είναι και η κατάθεση
προτάσεων, στις οποίες μάλιστα δίδεται
βαρύτητα ως προς την ανάπτυξη των
Χιουμοριστική απεικόνιση του αδιεξόδου στο
ισχυρισμών, όπως συνάγεται από το οποίο καταλήγουν πολλές φορές οι
περιεχόμενο της δεύτερης διάταξης, που οικογενειακές διαφορές
προβλέπει συνοπτική μόνο πρόταση στο
ακροατήριο των μέσων επιθέσεων και αμύνης, προς καταχώρηση στα
τηρούμενα πρακτικά. Καθιερώνεται, επομένως, ένα διπλό σύστημα
επίκλησης των πραγματικών ισχυρισμών, μέσω της συμπερίληψης στις
προτάσεις αλλά και της προφορικής προβολής στο ακροατήριο, έστω κατά
τα κυριότερα σημεία τους 1401 , το οποίο αξιοποιεί την επιμελημένη
διατύπωση και εμβάθυνση του γραπτού λόγου επί των νομικών και
πραγματικών λεπτομερειών της διαφοράς, σεβόμενο όμως παράλληλα την
αρχή της προφορικής συζητήσεως, η οποία ανάγεται στο αποφασιστικό
στάδιο της δίκης, από τη στιγμή που το δικαστήριο αδυνατεί να λάβει υπ’

1400 Ειδικά ως προς τις διαφορές ανάθεσης ή αφαίρεσης της γονικής μέριμνας, μέτρο της
προφορικής διεξαγωγής αποτελεί και η ενεργούμενη στο περιθώριο της συζητήσεως επικοινωνία
του δικαστή με το ανήλικο τέκνο (612§2 ΚΠολΔ), η οποία γίνεται με την προσαγωγή αυτού
ενώπιον του δικαστή από το γονέα ο οποίος διαμένει μαζί του και την ιδιαίτερη συνάντηση τους,
επί της οποίας δεν τηρούνται πρακτικά. Αντιθέτως, ο ν. 4335/2015 κατάργησε το προβλεπόμενο
από το πρώην 681Γ§2 στάδιο υποχρεωτικής προδικασίας, το οποίο περιελάμβανε την έρευνα από
όργανα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας των συνθηκών διαβίωσης του τέκνου και την
υποβολή στο δικαστήριο σχετικής αναλυτικής έκθεσης.
1401 Βλ. π.χ. την περίπτωση της ΑΠ 465/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου (σε

διαφορά κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και τη σύμβαση
ασφαλίσεως του) η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία πρότεινε ενώπιον του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου τον ισχυρισμό εξαντλήσεως του ασφαλίσματος, εξειδικεύοντας τον εν συνεχεία με
τις προτάσεις της, ως προς τα επιμέρους ποσά για σωματικές βλάβες και υλικές ζημίες.

290
όψιν του ισχυρισμό μη προτεινόμενο στο ακροατήριο (591§1δ ΚΠολΔ) 1402.
Αυτό επιβάλλεται για λόγους ακροάσεως των μερών, τα οποία, στερούμενα
εν προκειμένω της δυνατότητας ανάγνωσης των προκατατεθειμένων
προτάσεων του αντιδίκου, αναμένουν από την επ’ ακροατηρίω διαδικασία
την πληροφόρηση επί των αντίπαλων ισχυρισμών, ο ενάγων των
ενστάσεων, ο εναγόμενος των αντενστάσεων 1403 και ούτω καθ’ εξής 1404 ,
ώστε να δυνηθούν να τους αντικρούσουν και να διεξάγουν την απόδειξη
σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, και γενικώς για να έχει το δικαστήριο τη
δυνατότητα να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών 1405.
Εδώ βρίσκεται άλλωστε η ουσία της προφορικής συζητήσεως, καθώς αν
επιτρεπόταν η πρόταση αυτοτελών ισχυρισμών με την προσθήκη το βάρος
θα έπεφτε σε αυτήν και η συζήτηση θα μετέπιπτε σε έγγραφη,
παρασύροντας και την απόδειξη, που θα απαιτούσε αναγκαστικά έγγραφα
μέσα και στοιχεία, εφόσον δεν υπάρχει περιθώριο δεύτερης συζήτησης.
Κατ’ αντιδιαστολή, παραδεκτά λαμβάνονται υπ’ όψιν από το δικαστήριο,
έστω κι αν περιέχονται μόνο στις προτάσεις ή την προσθήκη, τα λοιπά
επιχειρήματα των διαδίκων, όπως ο σχολιασμός των αποδείξεων και η

1402 Βλ. ενδεικτικώς την ΠολΠρΙωαν 100/2008, ΕφΑΔ 2008, σελ.700, όπου επί αγωγής
καταβολής τιμήματος αγοραπωλησίας ακινήτου η εναγόμενη πρότεινε παραδεκτώς (με
προφορική δήλωση καταχωρηθείσα στα πρακτικά) ένσταση εξοφλήσεως, ενώ οι ενάγοντες, αν
και ανέφεραν στις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του ειρηνοδικείου (δικάζοντος κατά την
προηγούμενη προφορική διαδικασία) ότι η γενόμενη καταβολή αφορούσε διαφορετική σύμβαση
των μερών (αγοραπωλησίας μαρμάρων), δεν πρότειναν τον ισχυρισμό αυτό και προφορικώς, με
συνέπεια να θεωρηθεί απαράδεκτος και να απορριφθεί η αγωγή. Σύμφωνα με το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο, «η επαναφορά του ανωτέρω ισχυρισμού ως λόγου εφέσεως με το εφετήριο της
παρούσας δίκης δεν αρκεί για την παραδεκτή προβολή του και συνεπώς δεν μπορεί να ληφθεί
υπόψη, ως απαραδέκτως προταθείς».
1403 Βλ. το παράδειγμα της ΕφΑθ 421/1998, ΕλλΔνη 1998, σελ. 1665, όπου στην ένσταση

παραγραφής των αγωγικών αξιώσεων ετών 1985-1990 ο ενάγων απάντησε με ισχυρισμό


αναστολής της παραγραφής (255§2 ΑΚ), ισχυριζόμενος ότι οι διαβεβαιώσεις των νομίμων
εκπροσώπων της εναγομένης, μετά από κάθε όχληση του, ότι θα συμμορφωθούν προς τις
υποχρεώσεις τους, οι οποίες απέρρεαν από τη σύμβαση έμμισθης εντολής, τον απέτρεψαν από
την εμπρόθεσμη άσκηση των αξιώσεων του. Η αντένσταση αυτή εκρίθη πάντως αόριστη από το
δικαστήριο, που απαιτούσε περαιτέρω εξειδίκευση α) του δόλου των εκπροσώπων της
εναγομένης και β) το ότι οι μνημονευόμενες ενέργειες έλαβαν χώρα μέσα στο τελευταίο εξάμηνο
του χρόνου της παραγραφής καθεμίας από τις μηνιαίες αξιώσεις.
1404 Βλ. το χρησιμοποιούμενο από την ΕφΠειρ 221/2015, ΕλλΔνη 2016, σελ. 1405, παράδειγμα,

σύμφωνα με το οποίο ο οφειλέτης, εναγόμενος για την πληρωμή ορισμένου χρέους, μπορεί να
προβάλει ένσταση καταβολής (416 ΑΚ), στην οποία ο δανειστής μπορεί να αντιλέξει με
αντένσταση, ισχυριζόμενος ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή αφορά όχι το
επίδικο, αλλά διαφορετικό χρέος (αποδεικνύοντας την ύπαρξη αυτού), οπότε ο πρώτος θα πρέπει
με δική του επαντένσταση να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι η καταβολή έγινε προς εξόφληση
του επίδικου χρέους, με μονομερή από αυτόν καθορισμό του εξοφλητέου από τα περισσότερα
χρέη (422 ΑΚ).
1405 Βλ. τις αντίστοιχες παραδοχές της ΕφΘεσ 1196/1994, Αρμ 1996, σελ. 611, όπου η εναγόμενη

εκδότρια εφημερίδας, με τις προτάσεις που κατέθεσε επτά ημέρες μετά το πέρας της συζητήσεως,
ισχυρίσθηκε για πρώτη φορά ότι πριν από την καταγγελία της συμβάσεως είχε προτείνει στον
ενάγοντα (απολυμένο δημοσιογράφο) να εργασθεί ως συντάκτης στα κεντρικά γραφεία της
εφημερίδας στην Αθήνα και ότι εκείνος απέκρουσε την πρόταση αυτή. Ο ισχυρισμός απερρίφθη
από το δικαστήριο, λόγω του προφορικού χαρακτήρα της διαδικασίας (εργατικών διαφορών),
που επιτρέπει την προβολή αυτοτελών ισχυρισμών μόνο κατά την ακροαματική διαδικασία, «για
να δοθεί η ευκαιρία στο μεν ενάγοντα να αντικρούσει την ένσταση, στο δε δικαστήριο να ερευνήσει
κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης την ουσιαστική βασιμότητά της».

291
άρνηση των ισχυρισμών της άλλης πλευράς, ενόψει του ότι δεν εισάγουν
νέα δεδομένα στη δίκη, καθώς και τυχόν άρνηση των διαδικαστικών
προϋποθέσεων της δίκης1406, ενόψει του ότι το δικαστήριο υποχρεούται να
τις ερευνήσει και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης (73 ΚΠολΔ) 1407.
Στην περίπτωση που το δικαστήριο λάβει υπ’ όψιν του ισχυρισμό απλά
εμπεριεχόμενο στις προτάσεις και μη προταθέντα στο ακροατήριο ή
ισχυρισμό προτεινόμενο για πρώτη φορά μετά τη συζήτηση1408, π.χ. με την
κατατιθέμενη προσθήκη 1409 , καθιστά την απόφαση του ακυρωτέα μέσω
της προβολής σχετικού λόγου εφέσεως ή αναιρέσεως (άρθρο 559 αρ. 8
ΚΠολΔ)1410, ενώ το ίδιο συμβαίνει πλέον και στην αντίστροφη περίπτωση,

1406 Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης ανήκουν σε τρεις κατηγορίες, ήτοι στις
αναφερόμενες στο δικαστήριο (δικαιοδοσία, αρμοδιότητα), στις αναφερόμενες στο πρόσωπο των
διαδίκων (ικανότητα διαδίκου και δικαστικής παραστάσεως, νομιμοποίηση, έννομο συμφέρον,
πληρεξουσιότητα) και στις αναφερόμενες στο αντικείμενο της δίκης (ορισμένο της αγωγής,
εκκρεμοδικία, δεδικασμένο). Βλ. Π. Γέσιου-Φαλτσή - Α. Καΐση, Η πολιτική δίκη σε κίνηση, τεύχος
I, Κεφ. II, σελ. 27-28.
1407 Βλ. ενδεικτικώς την ΜονΠρΘεσ 10743/1993, Αρμενόπουλος 1994, σελ. 1298, όπου σε αγωγή

με αίτημα την απόδοση της χρήσης μισθίου το εναγόμενο σωματείο προέβαλε προφορικώς ότι η
επίδικη μίσθωση είναι εμπορική (καθόσον στο μίσθιο λειτουργεί επιχείρηση καφενείου) και ότι
επ’ αυτού έχει αποφανθεί η υπ’ αριθμόν 3557/1987 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, με την
ενάγουσα να απαντά με τις έγγραφες προτάσεις της, ισχυριζόμενη ότι η φύση της μίσθωσης έχει
κριθεί με την υπ’ αριθμόν 214/1989 απόφαση του δικαστηρίου, η οποία εξετάζοντας αυτήν ως
προδικαστικό ζήτημα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι αστική, με συνέπεια να υπερισχύει επί
του θέματος το δεδικασμένο της δεύτερης (νεότερης) απόφασης. Με την εξεταζόμενη απόφαση
το δικαστήριο, παρότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας συνιστά αντένσταση προβληθείσα
απαραδέκτως για πρώτη φορά με τις προτάσεις, αποφάσισε να τον λάβει υπ’ όψιν ως
αυτεπαγγέλτως ερευνώμενο (73 ΚΠολΔ), αναβάλλοντας τελικά την εκδίκαση της υπόθεσης μέχρι
το αμετάκλητο της δεύτερης απόφασης, οπότε επί μη άσκησης αναψηλάφησης θα ισχύσει
οριστικά το παραγόμενο από αυτήν δεδικασμένο.
1408 Βλ. και την ΑΠ 127/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, σύμφωνα με την οποία

στις ειδικές διαδικασίες «η προφορική πρόταση των ισχυρισμών πρέπει να προκύπτει ευθέως από
το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή
της προτάσεως αυτών (ισχυρισμών) είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων
μαρτυρικών καταθέσεων είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων έγγραφων προτάσεων».
1409 Βλ. την ΕφΘεσ 2165/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου σε αγωγή με

αίτημα την καταβολή μισθών υπερημερίας (εργατικές διαφορές) η εναγόμενη εταιρεία απάντησε
επικαλούμενη ακυρότητα της σύμβασης εργασίας, βάσει του άρθρου 3 του ν. 2518/1997, που
απαιτεί για την έγκυρη κατάρτιση της σύμβασης εργασίας του προσωπικού των ιδιωτικών
επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας σχετική άδεια εργασίας εκδιδομένη από την
αρμόδια Αστυνομική Διεύθυνση. Στην ένσταση αυτή ο ενάγων (φύλακας-θυρωρός του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) παρέλειψε να αντιτάξει, με προφορική δήλωση στο
ακροατήριο καταχωριζόμενη στα πρακτικά, την αντένσταση επικύρωσης της σύμβασης (που είχε
επέλθει ενόψει της σε χρόνο μεταγενέστερο από την υπογραφή της σύμβασης εργασίας
χορήγησης άδειας από τον αστυνομική αρχή), κάνοντας σχετική αναφορά μόνο στην κατατεθείσα
προσθήκη, όπου ανέφερε πως «...είμαι κάτοχος της σχετικής άδειας, η οποία ήταν σε ισχύ κατά τον
χρόνο που εργαζόμουν και κατά τον χρόνο της απόλυσής μου και συνεχίζει να είναι σε ισχύ έως 10-
8- 2015 και την οποία προσκομίζω και επικαλούμαι». Το Εφετείο, διαπιστώνοντας την ανωτέρω
παράλειψη, απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης, εφόσον δεν απεδεικνύετο δικαιολογημένη αιτία
της βραδείας προβολής της αντενστάσεως βάσει του άρθρου 527 ΚΠολΔ.
1410 Για την πάγια αυτή νομολογία βλ. ενδεικτικώς την ΟλΑΠ 2/2005, Δίκη 2005, σελ. 727, η οποία

διευκρίνισε ότι η πρόταση των πραγματικών ισχυρισμών πρέπει να προκύπτει από τη σχετική
σημείωση στα πρακτικά και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή τους από το περιεχόμενο των
υποβαλλόμενων έγγραφων προτάσεων ή από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων
μαρτυρικών καταθέσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, (επί δίκης διεξαχθείσης σε ουσιαστικό
επίπεδο κατά την παλαιά διαδικασία των εργατικών διαφορών) ο εναγόμενος παραπονέθηκε για

292
της απλής δηλαδή προφορικής προβολής στο ακροατήριο άνευ
συμπεριλήψεως στις προτάσεις σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου
591§1δ ΚΠολΔ 1411 . Υπό τα δεδομένα αυτά, η αρχή της προφορικής
συζητήσεως ενέχει κινδύνους για τα μέρη και επιβάλλει αυξημένη
εγρήγορση των πληρεξουσίων δικηγόρων 1412 , οι οποίοι θα πρέπει να
προσέρχονται στο ακροατήριο έχοντας μελετήσει σε βάθος την υπόθεση
και εντοπίσει τα σημεία γύρω από τα οποία θα επικεντρωθεί η αντιδικία,
ώστε να είναι σε θέση να προβλέψουν και να αντικρούσουν άμεσα τις
ενστάσεις τις άλλης πλευράς, κατά μείζονα λόγο ο ενάγων, ο οποίος θα
πρέπει να αναμένει άνευ ετέρου την προβολή ενστάσεων από τον αντίδικο,

την απόρριψη ως απαράδεκτου του προβληθέντος στον πρώτο βαθμό αποκλειστικά με τις
προτάσεις και επαναφερθέντος με λόγο εφέσεως ισχυρισμού του περί καταχρηστικής ασκήσεως
της αγωγής, διαμαρτυρόμενος ειδικότερα για κακή εκτίμηση του περιεχομένου των πρακτικών,
εκ των οποίων, έστω κι αν δε διατυπώθηκε κατά τρόπο άμεσο, μπορούσε να συναχθεί η πρόταση
του επίμαχου ισχυρισμού, εφόσον σε αυτόν αναφέρονταν οι καταχωρηθείσες στα πρακτικά
μαρτυρικές καταθέσεις. Ο Άρειος Πάγος με βάση το ανωτέρω σκεπτικό απέρριψε τον
προβαλλόμενο (από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ) λόγο αναιρέσεως.
Βλ. επίσης την εκδοθείσα στο πλαίσιο της παλαιάς ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου
διαδικασίας ΕφΛαρ 161/2015, Δικογραφία 2015, σελ. 633, όπου επί διεκδικητικής αγωγής η
εναγομένη είχε αντιτάξει στον πρώτο βαθμό με τις κατατεθείσες επί της έδρας προτάσεις της
ένσταση ιδίας κυριότητας λόγω χρησικτησίας, χωρίς όμως να την επικαλεστεί και προφορικώς,
με αποτέλεσμα την αδυναμία λήψης υπ’ όψιν από το δικαστήριο και την αποδοχή της αγωγής.
1411 Άλλως το προϋφιστάμενο καθεστώς, κατά το οποίο επί απλής προφορικής προβολής δεν

ετίθετο θέμα απαραδέκτου, αν και ενδέχετο να τεθεί θέμα αοριστίας, εφόσον από τη σημείωση
στα πρακτικά δεν προέκυπτε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο η ιστορική βάση των προτεινόμενων
ισχυρισμών.
Βλ. ενδεικτικώς από την προηγούμενη νομολογία την ΑΠ 652/2000, ΕΕργΔ 2001, σελ. 860,
όπου, επί αγωγής εκδικαζομένης κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, ο πληρεξούσιος
δικηγόρος του εναγομένου είχε ζητήσει προφορικώς ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου
την απόρριψη της αγωγής, μεταξύ άλλων και λόγω της κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα
απασχόλησης του ενάγοντος στα μεγάλης αξίας και αποδόσεως κτήματα του, εκ της οποίας
απεκόμιζε ετησίως 10.000.000 δραχμές (656 εδ. β ΑΚ), χωρίς να προτείνει τη σχετική ένσταση και
εγγράφως, εφόσον οι προτάσεις του επί της συζητήσεως κατατέθηκαν εκπροθέσμως. Παρά το
γεγονός αυτό, ο Άρειος Πάγος έκρινε την προβολή της ενστάσεως παραδεκτή, εφόσον η σχετική
καταχώρηση στα πρακτικά, αν και συνοπτική, περιείχε όλα τα αναγκαία στοιχεία, ήτοι το χρονικό
διάστημα, την ωφέλεια του μισθωτού, το είδος της εργασίας και το ποσό που αυτός απεκόμισε,
επικυρώνοντας την αντίστοιχη κρίση του Εφετείου.
Βλ. επίσης την ΕφΔωδ 61/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου επί δίκης
διατροφής ανηλίκου τέκνου ο εναγόμενος είχε υποβάλει, με δήλωση καταχωρηθείσα στα
πρακτικά, τις ενστάσεις α) συνεισφοράς της ενάγουσας στη διατροφή, β) διακινδύνευσης ιδίας
διατροφής και γ) καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, επιφυλασσόμενος για ειδικότερη
ανάλυση τους στις κατατιθέμενες επί της έδρας προτάσεις. Το δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις
ως αόριστες, με την αιτιολογία ότι στις προτάσεις δεν έγινε καμία σχετική εξειδίκευση..
1412 Θα πρέπει άλλωστε να σημειωθεί ότι οι ισχυρισμοί που δεν προτάθηκαν εγκαίρως δεν

μπορούν εν συνεχεία να προβληθούν παραδεκτώς ούτε με λόγο εφέσεως, εκτός αν συντρέχουν οι


προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Βλ. σχετικώς και την ΕφΘεσ 973/1988, Αρμ 198, σελ. 122,
όπου η εναγομένη μισθώτρια (επαγγελματική μίσθωση) υπέβαλε με τις κατατεθείσες ενώπιον
του Εφετείου προτάσεις της (και σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 813/1978) τα αιτήματα α)
επιμήκυνσης για 6 μήνες του χρόνου επέλευσης των αποτελεσμάτων της καταγγελίας [σημειούται
ότι ο ενάγων εκμισθωτής είχε καταγγείλει την επαγγελματική μίσθωση ώστε το ενοικιαζόμενο
κατάστημα να χρησιμεύσει για τη στέγαση εμπορικού καταστήματος των τέκνων του(καταγγελία
για ιδιόχρηση)] και β) αυξήσεως του ποσού της αποζημιώσεως μέχρι του ποσού των 30
μισθωμάτων (πρωτοδίκως επιδικάσθηκε αποζημίωση ίση με 16 μισθώματα), με το δικαστήριο να
τα απορρίπτει, εφόσον διαπίστωσε ότι δεν είχαν προταθεί προφορικώς ενώπιον του
πρωτοδικείου αλλά μόνο μέσω των προτάσεων που κατατέθηκαν μετά το πέρας της συζητήσεως.

293
αλλά και ο εναγόμενος στο πλαίσιο των ανωτέρω αναφερομένων. Προς την
κατεύθυνση αυτή, θα πρέπει να δεχθούμε και ότι κάθε διάδικος έχει τη
δυνατότητα να προσκαλεί την αντίπαλη πλευρά στην ανάπτυξη των
αιτημάτων και των ισχυρισμών της1413, αν και εδώ μπορεί να παρέμβει ο
δικαστής για λόγους οικονομίας της δίκης, υπενθυμίζοντας ότι η πλήρης
ανάπτυξη γίνεται με τις προτάσεις και ότι σε κάθε περίπτωση για τις
ανάγκες του αναλυτικότερου σχολιασμού και την προβολή αντιρρήσεων
στο πλαίσιο της προσθήκης τα μέρη έχουν το δικαίωμα να λάβει αντίγραφο
των προτάσεων του αντιδίκου1414.
Ζήτημα δημιουργείται σε περίπτωση απόκλισης των έγγραφων από τους
προφορικούς ισχυρισμούς, υπό την έννοια ότι το σχετικό χωρίο των
προτάσεων δεν συμφωνεί με την αντίστοιχη καταγραφή στα πρακτικά.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω αναγραφόμενα και από τη στιγμή που η
κατάθεση προτάσεων επακολουθεί της συζήτησης, υπερισχύουν οι
προφορικοί ισχυρισμοί, καθώς είναι οι μόνοι που απετέλεσαν αντικείμενο
συζήτησης στο ακροατήριο1415, επιβάλλεται πάντως και μια ελαστικότητα
εκ μέρους του δικαστή, ο οποίος εφόσον δεν θίγεται το δικαίωμα ακρόασης
του αντιδίκου, υπό την έννοια ότι τα γεγονότα που συνιστούν τη βάση του
ισχυρισμού έχουν προταθεί, έστω και ατελώς ή με αναφορά π.χ.
εσφαλμένου ποσού, να συνεκτιμά διορθωτικώς και το περιεχόμενο των
προτάσεων, που περιέχουν ακριβέστερη αναφορά. Γενικώς, κατά την
προφορική συζήτηση στο ακροατήριο εφαρμόζεται το άρθρο 224 ΚΠολΔ,
που παρέχει στον ενάγοντα τη δυνατότητα συμπλήρωσης, διευκρίνισης ή
διόρθωσης των εμπεριεχόμενων στην αγωγή ισχυρισμών, υπό την
προϋπόθεση βέβαια να μην μεταβάλλεται δι’ αυτών η βάση της αγωγής,
ενώ αντιστρόφως, ως προς την συμπλήρωση και διευκρίνιση των
προβαλλόμενων προφορικώς ισχυρισμών, αυτή γίνεται παραδεκτώς με τις
κατατιθέμενες επί της έδρας προτάσεις, όχι όμως και με την προσθήκη, η
οποία είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στο σχολιασμό των κατά τη
συζήτηση υποβληθέντων ισχυρισμών και των διενεργηθεισών επ’
ακροατηρίω αποδείξεων1416.
1413 Βλ. και Σπ. Τσαντίνη, Η αρχή της προφορικότητας της συζήτησης στην πολιτική δίκη - μέρος
δεύτερο: δογματική θεώρηση, 2.2, http://kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1479&mnu=
3&id=23113.
1414 Για το σκοπό αυτό και για λόγους ευγενείας, κάθε δικηγόρος μπορεί να επισυνάπτει στον

κατατιθέμενο φάκελλο και ένα απλό αντίγραφο των προτάσεων του, προσφέροντας αυτό στο
συνάδελφο του κατά τη συζήτηση, προς διευκόλυνση του και προς αποφυγή μεταβάσεως στο
δικαστήριο την επομένη αποκλειστικά για τη λήψη αντιγράφου.
1415 Βλ. και Σπ. Τσαντίνη, Η αρχή της προφορικότητας της συζήτησης στην πολιτική δίκη - μέρος

δεύτερο: δογματική θεώρηση, 2.4.4, http://kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1479&mnu=


3&id=23113.
1416 Βλ. την ΠολΠρΙωαν 100/2008, ΕφΑΔ 2008, σελ. 700, όπου στον πρώτο βαθμό η εναγόμενη

για καταβολή οφειλόμενου τιμήματος αγοραπωλησίας ακινήτου, με προφορική δήλωση του


πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο καταχωρηθείσα στα πρακτικά, είχε ασκήσει
ανταγωγή ζητώντας, επί λέξει α) (κύρια βάση) την καταδίκη του ενάγοντος σε δήλωση
βουλήσεως, ήτοι στην μεταβίβαση του 1/6 εξ αδιαιρέτου του επίμαχου ακινήτου [το οποίο
απετέλεσε το αντικείμενο της πωλήσεως, που συνήφθη μεταξύ της εναγομένης-αντενάγουσας και
του πωλητή - δικαιοπαρόχου του ενάγοντος (κληρονόμου)] σε αυτή, καθόσον έχει εξοφλήσει το
οφειλόμενο τίμημα, και β) (επικουρική βάση) να της καταβληθεί το ποσό των 7.074,65 ευρώ, το

294
Στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, η προφορικότητα της
συζήτησης ισχύει με ενισχυμένο περιεχόμενο, ενόψει του ιδιόρρυθμου
χαρακτήρα της διαδικασίας που, ως απτόμενη εντονότερα του δημοσίου
συμφέροντος και για το λόγο αυτό στοχεύουσα στην εύρεση της
ουσιαστικής αληθείας, εισάγει προς την κατεύθυνση αυτή αποκλίσεις από
την αρχή της προδικασίας και το συγκεντρωτικό σύστημα. Έτσι λοιπόν,
κατ’ εξαίρεση, η συζήτηση είναι προφορική τόσο στον πρώτο όσο και στον
δεύτερο βαθμό, ενώ οι διάδικοι δικαιούνται, κατά μεν τη συζήτηση ενώπιον
του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, να μεταβάλλουν παραδεκτώς το αίτημα
(751 ΚΠολΔ)1417 και να συμπληρώνουν τους προτεινόμενους ισχυρισμούς
(745 ΚΠολΔ), με προφορική δήλωση ή με τις προτάσεις, ενώπιον δε του
Εφετείου να επικαλούνται για πρώτη φορά πραγματικούς ισχυρισμούς και
να προσάγουν νέα αποδεικτικά μέσα (765 ΚΠολΔ). Η υποχρεωτικότητα της
προφορικής συζητήσεως και ενώπιον του Εφετείου σημαίνει ότι στην
περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται το άρθρο 242§2 ΚΠολΔ και τα μέρη να
υποχρεούνται να παρίστανται κανονικά κατά την εκδίκαση 1418 , από την
άλλη πλευρά πάντως ισχύει, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των
άρθρων 115§3 και 741 ΚΠολΔ, και ο κανόνας της κατάθεσης
προτάσεων1419, με κύρωση σε περίπτωση μη ανταπόκρισης στις ανωτέρω
υποχρεώσεις (μη εμφάνισης ή μη κατάθεσης προτάσεων) την ερημοδικία,
οι συνέπειες της οποίας αμβλύνονται βέβαια σημαντικά από τις διατάξεις

οποίο εισέπραξε ο ενάγων από αυτή για την μεταβίβαση του 1/6 εξ αδιαιρέτου που ανήκε στον
A.M. του Δ. (πωλητή), του οποίου ο ενάγων είναι κληρονόμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο
απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και την ανταγωγή ως μη νόμιμη κατά την κύρια
βάση της, αποδεχόμενο πάντως την επικουρική της βάση και υποχρεώνοντας τον ενάγοντα στην
καταβολή του ανωτέρω ποσού. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της υπόθεσης
κατόπιν εφέσεως του ενάγοντος, έκρινε ότι η ανταγωγή, όπως ασκήθηκε εν προκειμένω έπρεπε
να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, αφού, κατά την προφορική ενώπιον του
πρωτοβάθμιου δικαστηρίου άσκηση της, η εναγομένη αρκέσθηκε σε μία επιγραμματική
διατύπωση αιτημάτων, χωρίς να εκθέτει τα περιστατικά εκείνα, εκ των οποίων απορρέουν τα εν
λόγω αιτήματα, ενώ περαιτέρω η διενεργηθείσα με τις κατατεθείσες μετά τη συζήτηση προτάσεις
συμπλήρωση της ανταγωγής δεν ήταν νομότυπη.
Σύμφωνα με τις παραδοχές του δικαστηρίου, «η ανταγωγή πρέπει να περιέχει, κατά το άρθρο 216
παρ. 1 ΚΠολΔ, τα αναγκαία προς θεμελίωση του δι’ αυτής ασκουμένου δικαιώματος πραγματικά
περιστατικά και δεν είναι νόμιμη η κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ συμπλήρωση της δια των προτάσεων,
γιατί κατά το άρθρο 237 ΚΠολΔ μετά την συζήτηση της αγωγής μπορούν να γίνουν με τις προτάσεις
μόνον οι αμοιβαίες αντικρούσεις», ενώ στην προκειμένη περίπτωση «όπως προκύπτει από το
περιεχόμενο των προτάσεων, γίνεται σε αυτές σχολιασμός των μαρτυρικών καταθέσεων ενώπιον
του πρωτοδίκου δικαστηρίου και επομένως δεν πρόκειται για προτάσεις, που κατατέθηκαν στην
έδρα του δικαστηρίου κατά τα άρθρα 237 παρ. 1 και 115 παρ. 1 ΚΠολΔ, αλλά για προτάσεις που
κατατέθηκαν μετά τη συζήτηση της υπόθεσης».
1417 Σύμφωνα με το άρθρο 751 ΚΠολΔ, μεταβολή της αίτησης «επιτρέπεται με άδεια του δικαστή,

εφόσον κατά την κρίση του δεν βλάπτονται συμφέροντα εκείνων που μετέχουν στη δίκη ή τρίτων»,
και σημειώνεται στο τηρούμενο κατ’ άρθρο 776 ΚΠολΔ βιβλίο.
Βλ. και την ΑΠ 1131/1987, ΝοΒ 1988, σελ. 1601, κατά την οποία ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της
εκούσιας δικαιοδοσίας, ως μέσου προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων,
επιτρέπει τη δυνατότητα συμπλήρωσης, με τις προτάσεις, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο,
εκείνων των στοιχείων της αίτησης που αναφέρονται στο άρθρο 747 παρ. 2 ΚΠολΔ, επομένως και
του αιτήματος αυτής.
1418 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΘεσ 40/2016, ΕλλΔνη 2016, σελ. 1400.
1419 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΠειρ 578/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος.

295
των άρθρων 754 και 764§2 ΚΠολΔ, κατά τις οποίες, αν ο αντίδικος
παρασταθεί, το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση στην ουσία της 1420 και
μόνο αν και οι δυο πλευρές απουσιάζουν η συζήτηση ματαιώνεται. Στο
πλαίσιο μάλιστα του κρατούντος ανακριτικού συστήματος (744 και 759§3
ΚΠολΔ), το δικαστήριο δικαιούται να ενεργεί αυτεπαγγέλτως προς
εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή
στην έκβαση της δίκης, ακόμη και αν δεν έχουν προταθεί από τους
διαδίκους, αποδεσμευόμενο άλλωστε από τους κανόνες της αυστηρής
αποδείξεως, κάτι που σημαίνει ότι και εν τη απουσία του διαδίκου δύνανται
να συνεκτιμώνται υπέρ του γεγονότα μη προβληθέντα νομοτύπως ή και
καθόλου εκ μέρους του1421.
Μεγαλύτερη ακόμη έμφαση στην προφορικότητα δίδεται στις
διαδικασίες των μικροδιαφορών και των ασφαλιστικών μέτρων, όπου η
κατάθεση προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, στην πρώτη περίπτωση
λόγω του μικρού οικονομικού αντικειμένου της διαφοράς και της κατά
τεκμήριο απλότητας των υποθέσεων1422 και στη δεύτερη λόγω της άτυπης
μορφής της διαδικασίας και του κατεπείγοντος της δικαστικής
παρέμβασης, παράγοντες που επιτάσσουν και στις δυο περιπτώσεις την
διαλεύκανση της διαφοράς στο ακροατήριο, με την αξιολόγηση και
ισχυρισμών της τελευταίας στιγμής. Στο πλαίσιο αυτό, τα μέρη
υποχρεούνται να παρίσταται κατά την συζήτηση και δεν ισχύει ούτε εδώ η
δυνατότητα παράστασης με δήλωση1423, ενώ περιττό είναι να τονίσουμε

1420 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΠειρ 694/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου επί
εφέσεως του εισαγγελέα κατά της πτωχευτικής αποφάσεως (στρεφομένης κατά της διάταξης της
απόφασης με την οποία οριζόταν ως χρόνος παύσης πληρωμών ημεροχρονολογία πέραν της
διετίας), οι εφεσίβλητοι παρέστησαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δια πληρεξουσίου
δικηγόρου (η πτωχή εταιρεία και συμπτωχεύσας ομόρρυθμος εταίρος δια της συνδίκου και η
σύνδικος αυτοπροσώπως ως δικηγόρος), πλην όμως δεν κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις, με
αποτέλεσμα να δικασθούν ερήμην αλλά να προχωρήσει η διαδικασία σαν να είχαν και αυτοί
εμφανισθεί.
1421 Βλ. την ΑΠ 528/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, σύμφωνα με την οποία στην

εκούσια δικαιοδοσία, ενόψει του κρατούντος ανακριτικού συστήματος, η εξουσία του


δικαστηρίου να λαμβάνει κάθε πρόσφορου μέτρο για την ανεύρεση της αλήθειας είναι
απεριόριστη, με συνέπεια να μην ιδρύεται αναιρετικός λόγος εκ των άρθρων 559 αρ. 8 και 11
ΚΠολΔ. Εν προκειμένω, από το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο απεδόθη στην προσβαλλόμενη
εφετειακή απόφαση η πλημμέλεια της απαράδεκτης λήψης υπ’ όψιν των προτάσεων των
αναιρεσιβλήτων και του εμπεριεχόμενου σε αυτές ισχυρισμού περί απόκτησης του επίδικου
ακινήτου από τον δικαιοπάροχο τους με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, παρά την
παράλειψη εκ μέρους τους των διατυπώσεων της προφορικής συζήτησης, στην οποία
παρέστησαν ανεπιτρέπτως με την κατά το άρθρο 242§2 ΚΠολΔ δήλωση του πληρεξουσίου
δικηγόρου τους. Ο Άρειος Πάγος, με το ανωτέρω σκεπτικό, απέρριψε το λόγο αναιρέσεως,
διευκρινίζοντας ότι το ανακριτικό σύστημα παρέχει στο δικαστήριο, ακόμη και στο
δευτεροβάθμιο, την ελευθερία να ενεργεί αυτεπαγγέλτως και να συλλέγει το αποδεικτικό υλικό
για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, έστω και αν δεν έχουν προταθεί από τους
διαδίκους.
1422 Βλ. και την αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015, σελ. 17.
1423 Βλ. την περίπτωση της ΕφΑθ 1123/2014, ΝοΒ 2015, σελ. 55, όπου επί υποθέσεως

ασφαλιστικών μέτρων ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας προκατέθεσε έγγραφο σημείωμα,


μαζί με την κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ δήλωση περί μη παράστασης κατά την εκφώνηση,
δηλώνοντας παράλληλα ότι συναινεί σε συζήτηση εν τη απουσία του. Το δικαστήριο θεώρησε την
παράσταση του διαδίκου μη προσήκουσα και, λόγω απουσίας και του καθ’ ου, ματαίωσε τη

296
ότι σε περίπτωση που δεν κατατεθούν προτάσεις απαιτείται αυξημένη
επιμέλεια εκ μέρους του διαδίκου ή του πληρεξουσίου δικηγόρου 1424 για
την σωστή και λεπτομερειακή προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών, που
άλλως δε θα δυνηθούν να αξιολογηθούν από το δικαστήριο. Ενδεικτικό
πάντως της προτίμησης των δικηγόρων προς τον έγγραφο τύπο και της
αποδιδόμενης σε αυτόν βαρύτητας είναι το γεγονός ότι η κατάθεση
προτάσεων συνηθίζεται στην πράξη και στις μικροδιαφορές, ενώ στα
ασφαλιστικά μέτρα κατατίθεται ως υποκατάστατο των προτάσεων το
λεγόμενο σημείωμα, το οποίο περιέχει όλους τους ισχυρισμούς και μνεία
των αποδεικτικών μέσων του διαδίκου, αν και θα πρέπει βέβαια να
σημειωθεί ότι, λόγω της προφορικότητας της διαδικασίας, μόνη η προβολή
ισχυρισμών με το σημείωμα δεν αρκεί 1425 . Πέραν των ανωτέρω, κοινά
σημεία των δυο διαδικασιών αποτελούν η αποχώρηση από το σύστημα

συζήτηση της αιτήσεως. Σύμφωνα με τις παραδοχές του δικαστηρίου, «οι περιεχόμενοι στο
σημείωμα που προκατατέθηκε ισχυρισμοί και τα επικαλούμενα με αυτό και προσκομιζόμενα
αποδεικτικά μέσα, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού από τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, η
οποία εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλ. της ενέργειας του δικαστηρίου
κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν, νοούνται και εκείνες
των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση. Αντίθετο επιχείρημα δεν μπορεί να συναχθεί
από το ανακριτικό σύστημα που εισάγει στην αποδεικτική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων η
διάταξη του άρθρου 691§1 ΚΠολΔ, λαμβανομένου υπόψη ότι το σύστημα της ανακρίσεως δεν
αντικαθιστά το σύστημα της συζητήσεως, αλλά λειτουργεί συνδυαστικά με αυτό προς υποβοήθηση
όλων των παραγόντων της δίκης».
1424 Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 94§2 του ΚΠολΔ, οι μικροδιαφορές και τα ασφαλιστικά

μέτρα είναι οι μόνες περιπτώσεις στην πολιτική δικονομία όπου ο διάδικος επιτρέπεται να
παρασταθεί άνευ πληρεξουσίου δικηγόρου.
1425 Βλ. ενδεικτικώς την ΠολΠρΑθ 3353/2009, ΕφΑΔ 2010, σελ. 1236 (επί ασφαλιστικών μέτρων

νομής), κατά την οποία «οι διάδικοι δικαιούνται να υποβάλουν σημειώματα, στα οποία, ωστόσο, δεν
επιτρέπεται να περιλάβουν ενστάσεις, τις οποίες δεν διατύπωσαν κατά την προφορική συζήτηση
της υπόθεσης και οι οποίες δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά». Στην προκειμένη περίπτωση, ο
καθ’ ου η αίτηση προέβαλε κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση την ένσταση καταχρηστικής
άσκησης του δικαιώματος (ΑΚ 281), χωρίς περαιτέρω ανάπτυξη, ενώ στο κατατεθέν σημείωμα
του εξειδίκευσε αυτήν, με αναφορά των περιστατικών που τη θεμελιώνουν, προτείνοντας επίσης
ένσταση περί αντίθεσης ορισμένων όρων της σύμβασης στο ν. 2251/1994, η οποία απερρίφθη
από το δικαστήριο ως απαράδεκτη λόγω προβολής για πρώτη φορά με το σημείωμα και μη
καταχώρησης στα πρακτικά.
Αντίστοιχη η ΜονΠρΒόλου 697/1993, ΝοΒ 1994, σελ. 833, όπου ο καθ’ ου επικαλέστηκε
αποκλειστικά με το σημείωμα, προς αντίκρουση της αξιούμενης από την αιτούσα διατροφής, ότι
η τελευταία έχει τη δυνατότητα να εργαστεί, ενόψει και της ηλικίας της (40 έτη). Το δικαστήριο
απέρριψε τον ισχυρισμό ως απαράδεκτο, με το σκεπτικό ότι δεν προτάθηκε στο ακροατήριο πριν
από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας.
Βλ. τέλος την ΕιρΕλευσ 18/1981, Δίκη 1983, σελ. 249, η οποία διευκρίνιζει ότι «κατά την
διαδικασίαν των ασφαλιστικών μέτρων δεν ισχύει η περί υποχρεωτικού της υποβολής εγγράφων
προτάσεων διάταξις του άρθρου 115§3 ΚΠολΔ, δι’ ό και οι ισχυρισμοί των διαδίκων, προφορικώς
υπ’ αυτών αναπτυσσόμενοι, δέον να περιέχονται εις τα πρακτικά του δικαστηρίου, απαγορευομένης
εν τη άνω περιπτώσει της μνείας των ισχυρισμών μόνον εις τας προτάσεις». Στην προκειμένη
περίπτωση, ο προβληθείς με το σημείωμα ισχυρισμός περί ελλείψεως πληρεξουσιότητας του
παραστάντος δικηγόρου εξελήφθη ως ένσταση υπό του δικαστηρίου, το οποίο απέρριψε αυτόν
ως απαράδεκτο, αν και τυπικώς συνιστά άρνηση διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία επομένως
ως αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενη θα έπρεπε να ερευνηθεί από το δικαστήριο. Βλ. σχετικώς και τις
εκτενείς επί της αποφάσεως παρατηρήσεις του Μ. Χατζηπροκοπίου.

297
συγκεντρώσεως 1426 , η ελαστικότητα της αποδεικτικής διαδικασίας, που
αποκλίνει από την αυστηρή απόδειξη, αποδεχόμενη χωρίς δεσμεύσεις όλα
τα αποδεικτικά μέσα 1427 , καθώς και το ανέκκλητο των εκδιδόμενων
αποφάσεων, που υπόκεινται, πάντως, επί μικροδιαφορών, σε ανακοπή
ερημοδικίας, υπό τους όρους του άρθρου 469§2 ΚΠολΔ, και, επί
ασφαλιστικών μέτρων, σε ανάκληση και μεταρρύθμιση υπό τους όρους
των άρθρων 696-698 ΚΠολΔ1428.
Ως προς τα ασφαλιστικά μέτρα, ειδικότερα,
θα πρέπει να επισημανθεί το ιδιόμορφο
σύστημα εκδίκασης, που αποκλίνει από τις
αρχές της διαθέσεως και της τηρήσεως
προδικασίας, δίνοντας στο δικαστήριο την
δυνατότητα να διατάζει, πέραν του
υποβαλλόμενου αιτήματος, το ασφαλιστικό
μέτρο που κατά την κρίση του θεωρεί ως το
πλέον κατάλληλο για την εξασφάλιση του
επίδικου δικαιώματος ή την προσωρινή
ρύθμιση της κατάστασης (692§1 ΚΠολΔ),
κάτι που σημαίνει ότι και ο αιτών από την
πλευρά του έχει το δικαίωμα να διορθώνει ή
να συμπληρώνει, με προφορική δήλωση στο
ακροατήριο, το περιεχόμενο της αιτήσεως
Προτομή του Ισοκράτη, εκτιθέμενη στο και το υποβαλλόμενο αίτημα, αρκεί να μη
Pushkin Museum of Fine Arts της Μόσχας μεταβάλλεται το ασφαλιστέο δικαίωμα, που

αποτελεί τη βάση της αίτησης σύμφωνα με


το άρθρο 688§1 ΚΠολΔ 1429 . Στα ασφαλιστικά μέτρα ισχύει μάλιστα,
παράλληλα προς την αρχή της συζητήσεως (106 και 688 ΚΠολΔ), το
ανακριτικό σύστημα (691§1 ΚΠολΔ), το οποίο επιτρέπει στο δικαστήριο να
συγκεντρώνει και αυτεπαγγέλτως όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για
τον σχηματισμό της κρίσης του, αν και εδώ, λόγω της ύπαρξης αντιδικίας,
μάλλον θα πρέπει να δεχθούμε ότι, εν αντιθέσει με την εκουσία, η ελευθερία
του δικαστηρίου δεν είναι απεριόριστη και, κατά συνέπεια, δεν εκτείνεται
στη δυνατότητα αυτεπάγγελτης λήψης υπ’ όψιν και αξιολόγησης
γεγονότων που δεν έχουν προταθεί καθόλου από τους διαδίκους 1430. Από
1426 Βλ. ως προς τη διαδικασία των μικροδιαφορών το άρθρο 470 ΚΠολΔ, κατά το οποίο «η
συζήτηση έως την οριστική απόφαση θεωρείται ένα σύνολο», ενώ «οτιδήποτε προταθεί ή
αποδειχθεί έως το τέλος της συζήτησης θεωρείται ότι έχει προταθεί και αποδειχθεί εμπρόθεσμα».
1427 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 469§2 και 690§1 ΚΠολΔ, οι οποίες καθιερώνουν, αντιστοίχως,

στις μικροδιαφορές και τα ασφαλιστικά μέτρα την ελεύθερη απόδειξη και την πιθανολόγηση.
1428 Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι, επί ασφαλιστικών μέτρων νομής και κατοχής, οι

εκδιδόμενες αποφάσεις υπόκεινται σε έφεση, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 734§3 ΚΠολΔ.
1429 Βλ. την ΕιρΔωδ 16/2003, ΑρχΝ 2005, σελ. 526, η οποία θεωρεί τη δυνατότητα μεταβολής,

διόρθωσης ή συμπλήρωσης του αιτήματος (αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου) ως απόρροια της


προφορικότητας της διαδικασίας, προσθέτοντας ότι η ευχέρεια αυτή εξυπηρετεί και την αρχή της
οικονομίας της δίκης, εφόσον οδηγεί στη διάσωση της αίτησης.
1430 Σύμφωνα με την άποψη που έχει διατυπωθεί στη θεωρία και ακολουθείται νομολογιακώς, το

σύστημα της ανακρίσεως δεν αντικαθιστά το σύστημα της συζητήσεως αλλά συνδυάζεται με αυτό
προς υποβοήθηση όλων των παραγόντων της δίκης και πάντως δεν εκτείνεται σε γεγονότα που

298
την άλλη πλευρά, με βάση τη ρύθμιση του άρθρου 691§1 ΚΠολΔ, το
δικαστήριο μπορεί επιτρεπτώς να συνεκτιμά αποδεικτικά μέσα των
οποίων δεν έχει γίνει ρητή και νομότυπη επίκληση στο ακροατήριο 1431 ,
αρκούμενο, όπως έχουμε σημειώσει, εν προκειμένω στο μειωμένο
αποδεικτικό μέτρο της πιθανολόγησης (690§1 ΚΠολΔ).
Είδαμε ανωτέρω ότι ο ν. 4335/2015, στο πλαίσιο της στροφής της
διαδικασίας προς το έγγραφο πρότυπο, κατάργησε τη δυνατότητα
προφορικής άσκησης της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων στο ειρηνοδικείο,
αυτοτελώς ή στο πλαίσιο της κύριας υπόθεσης, απαιτώντας, αντιστοίχως,
υποβολή με ιδιαίτερο δικόγραφο ή με τις προτάσεις1432. Μια ακόμα αλλαγή
με αντίκτυπο στα ασφαλιστικά μέτρα είναι η κατάργηση της προφορικής
άσκησης ανταγωγής στο ειρηνοδικείο1433, ρύθμιση που καταργεί και την
δυνατότητα προφορικής υποβολής ανταιτήσεως στα ασφαλιστικά μέτρα
(ενώπιον μονομελούς πρωτοδικείου και ειρηνοδικείου) 1434 , η οποία
γινόταν δεκτή με στήριγμα το πρώην άρθρο 268§4 ΚΠολΔ, λόγω της μη
υποχρεωτικής εν προκειμένω κατάθεσης προτάσεων, και συνεκδικαζόταν
με την κύρια αίτηση στο πλαίσιο της αρχής της οικονομίας της δίκης1435.
Έτσι στα ασφαλιστικά μέτρα ασκείται πλέον προφορικά, σύμφωνα με το
άρθρο 686§6 ΚΠολΔ, κατά την συζήτηση μόνο η πρόσθετη παρέμβαση,
καθώς και η αίτηση χορήγησης προσωρινής διαταγής1436, που βέβαια κατά

δεν έχουν επικαλεσθεί οι διάδικοι. Βλ. Κ. Κεραμέα / Δ. Κονδύλη / Ν. Νίκα (Δ. Κράνη), Ερμηνεία του
Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος II, σελ. 1347.
1431 Ως προς το σημείο αυτό, επομένως, θεωρώ αρκετά αυστηρή την ανωτέρω μνημονευόμενη

ΕφΑθ 1123/2014, ΝοΒ 2015, σελ. 55, που απηχεί βέβαια την κρατούσα στάση της νομολογίας.
1432 Βλ. τις διατάξεις του άρθρου 686§1 και 5 ΚΠολΔ.
1433 Βλ. το νέο άρθρο 268§4 ΚΠολΔ, που απαιτεί πλέον πάντοτε αυτοτελές δικόγραφο.
1434 Βλ. τη ΜονΠρΑμαλιάδας 40/2016, ΕλλΔνη 2016, σελ. 1443, η οποία διευκρινίζει ότι η

ανταίτηση «μπορούσε να υποβληθεί είτε με προφορική δήλωση κατά τη συζήτηση


(καταχωριζόμενη στα πρακτικά, αν τηρούνταν, άλλως απλά καταγραφόμενη από το δικαστή), είτε
και με το σημείωμα του, υπό τον αυτονόητο όμως περιορισμό ότι προτάθηκε προφορικά κατά την
έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης», εύρισκε δε έρεισμα μόνο στη διάταξη του άρθρου 268§4
ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, επί αιτήσεως της μητέρας για καθορισμό προσωρινής
διατροφής των ανηλίκων τέκνων της, ο πατέρας άσκησε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο
ανταίτηση με αίτημα να ρυθμιστεί η επικοινωνία του με τα τέκνα, η οποία όμως, ενόψει των
ανωτέρω, απερρίφθη ως απαράδεκτη από το δικαστήριο για έλλειψη προδικασίας.
Βλ. και τις παρατηρήσεις του Ι. Κατρά επί της αποφάσεως, ΕλλΔνη 2016, σελ. 1444-1445, ο
οποίος ομιλεί περί αθέλητου νομοθετικού κενού και περί επιβαλλόμενης νομολογιακής διάπλασης
ώστε να επιτραπεί και πάλι η προφορική άσκηση ανταιτήσεως στα ασφαλιστικά μέτρα.
1435 Βλ. και τις σχετικές παραδοχές της ΕιρΡόδου 156/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών

Νόμος, όπου, επί αιτήσεως προσωρινής αναγνώρισης του αιτούντος ως νομέως κατοικίας, η
πρώτη των καθ’ ων, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε
επιγραμματικά στα πρακτικά, υπέβαλε ανταίτηση μη διαταράξεως της νομής και παύσεως
διαταράξεως της, αναφερόμενη κατά τα λοιπά στο κατατεθέν σημείωμα της. Η ανταίτηση εκρίθη
πάντως απαράδεκτη λόγω αοριστίας από το δικαστήριο, λόγω εκπρόθεσμης κατάθεσης του
σημειώματος, η οποία είχε ως συνέπεια να μη μπορεί αυτό να ληφθεί υπ’ όψιν και από την
καταχώρηση στα πρακτικά να μην προκύπτει με σαφήνεια ποιο είναι το επίδικο ακίνητο και ποια
τα συγκεκριμένα περιστατικά που συνιστούν διατάραξη της νομής.
1436 Βλ. και τη σχετική αναφορά του Δ. Κράνη, Ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής των
ασφαλιστικών μέτρων (εισήγηση σε ημερίδα διοργανωθείσα από το Δικηγορικό Σύλλογο
Λάρισας), διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.dslar.gr/2012/12/zitimata-
erminias-ke-efarmogis-ton-asfalistikon-metron-isigisi-areopagiti-d-krani-se-imerida-dsl/, κατά
τον οποίο «η προσωρινή διαταγή μπορεί να εκδοθεί και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο,

299
κανόνα υποβάλλεται με την κύρια αίτηση, οπότε ορίζεται ξεχωριστή
δικάσιμος για την εκδίκαση της.
Η συζήτηση της προσωρινής διαταγής μάλιστα αποτελεί μια κατ’ εξοχήν
προφορική διαδικασία 1437 , εφόσον οι διάδικοι, μετά των πληρεξουσίων
δικηγόρων τους, εμφανίζονται τις περισσότερες φορές αυτοπροσώπως
ενώπιον του δικαστή και αναπτύσσουν προφορικά τα αιτήματα και τους
ισχυρισμούς τους, δυνάμενοι να εξετάζουν και μάρτυρα προς υποστήριξη
των θέσεων τους, με το δικαστή να αποφαίνεται επ’ αυτής πολύ σύντομα,
συνήθως την επόμενη ημέρα από τη συζήτηση. Αυτή είναι μάλλον και η
μοναδική περίπτωση της πολιτικής διαδικασίας όπου οι διάδικοι δεν
καταθέτουν εγγράφως τους ισχυρισμούς τους, οπότε ο δικαστής
αποφασίζει μόνο επί τη βάσει των ενώπιον του λεχθέντων, αν και εδώ η
πρακτική φαίνεται σιγά σιγά να ρέπει προς τον έγγραφο τύπο, με την
κατάθεση σημειώματος και φακέλλου με τα κρίσιμα έγγραφα να γίνεται
όλο και συχνότερη στην πράξη. Ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα
προφορικής διεξαγωγής, η προσωρινή διαταγή μας παρέχει τη δυνατότητα
και για κάποιες ευρύτερες διαπιστώσεις, που είναι μάλλον αρνητικές για
την άκρατη προφορικότητα, εφόσον εν προκειμένω πράγματι αυξάνεται ο
κίνδυνος επηρεασμού του δικαστή από τον δραματικό και υπερβολικό τόνο
των δικηγόρων σε βάρος της ουσιαστικής αληθείας και των νομικών
επιχειρημάτων. Εδώ το αποτέλεσμα δεν πειράζει τόσο, ενόψει της
περιορισμένης χρονικής διάρκειας του διατασσόμενου μέτρου, αν
αναλογισθούμε όμως μια ανάλογη διαμόρφωση της τακτικής διαδικασίας,
θεωρώ πως οι αντιδράσεις θα ήταν έντονες, ενόψει της διαφαινόμενης
ανεπάρκειας της αποκλειστικά προφορικώς διεξαγόμενης διαδικασίας να
θέσει τις βάσεις για μια σωστή και δίκαιη απόφαση.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις, όπου η προφορικότητα διατηρείται,
αναπτύσσουν πλήρη ισχύ και οι διατάξεις του πέμπτου κεφαλαίου του
ΚΠολΔ, που ρυθμίζουν τη διεξαγωγή της συζήτησης, τη διεύθυνση της από
το δικαστή και τις κατ’ αυτήν δυνατότητες των διαδίκων. Πιο
συγκεκριμένα, η επ’ ακροατηρίω διαδικασία εκκινεί με την εκφώνηση των
ονομάτων των διαδίκων από το πινάκιο και τη δήλωση των παραστάσεων
τους (242§1 ΚΠολΔ), με τον κανόνα του άρθρου 242§2 ΚΠολΔ, που
προβλέπει παράσταση με δήλωση, να μην εφαρμόζεται εν προκειμένω, κάτι
που σημαίνει ότι η παριστάμενη με τον τρόπο αυτό πλευρά ερημοδικάζεται,
με όλες τις εντεύθεν δυσμενείς συνέπειες. Σε περίπτωση που υπάρχει
αίτημα αναβολής, γίνεται αρχικά συζήτηση επ’ αυτού, ενώ αν δεν

συνήθως όμως το δικαστήριο ενεργεί ύστερα από σχετικό αίτημα που είτε περιέχεται στο
δικόγραφο της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και σπανιότερα σε αυτοτελές δικόγραφο του
αιτούντος είτε υποβάλλεται από αυτόν προφορικά κατά την κατάθεση της αίτησης ασφαλιστικών
μέτρων ή τη συζήτησή της».
1437 Αναφορικά με την προέλευση του θεσμού βλ. Γ. Ορφανίδη, Η προσωρινή διαταγή κατ’ άρθρο

691§2 ΚΠολΔ, ΕΠολΔ 2011, σελ. 160-161. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η διάταξη του άρθρου
691§2 ΚΠολΔ είχε ως πρότυπο τον ν. ΓΨΗΖ/1911 για την προσωρινή ρύθμιση της νομής, ο οποίος
σε κατεπείγουσες περιπτώσεις και προς πρόληψιν συγκρούσεων και βιαιοπραγιών (αρ. 4 ν.
ΓΨΗΖ/1911) έδινε το δικαίωμα στον ειρηνοδίκη με την υποβολή της αναφοράς (αιτήσεως) να
εκδώσει αυτεπαγγέλτως προσωρινή διάταξη περί των ληπτέων μέτρων ΓΨΖ/1911.

300
υποβληθεί ανάλογο αίτημα ή το υποβληθέν απορριφθεί 1438 , αρχίζει η
ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, με το λόγο να δίδεται πρώτα στον
ενάγοντα, ο οποίος αναπτύσσει εν συντομία το περιεχόμενο της αγωγής ή
αιτήσεως, και ακολούθως στον εναγόμενο, ο οποίος εξειδικεύει τις θέσεις
του επί του παραδεκτού και βάσιμου αυτής, προτείνοντας όλους τους
σχετικούς ισχυρισμούς του 1439 . Σύμφωνα με το άρθρο 233 ΚΠολΔ 1440 , η
συζήτηση τελεί υπό τη διεύθυνση του δικαστή, ουσιαστικότερο καθήκον
του οποίου κατά τη διεξαγωγή της είναι η καθοδήγηση των διαδίκων προς
διασάφηση και συμπλήρωση των ουσιωδών γεγονότων και ισχυρισμών
(236 ΚΠολΔ), ώστε, μέσω της άρσης της αοριστίας τους, να αποφεύγεται η
για τυπικούς λόγους απόρριψη της αγωγής ή ένστασης. Η συγκεκριμένη
εξουσία, παράλληλα με την κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ δυνατότητα
συμπλήρωσης, διευκρίνισης και διόρθωσης των ισχυρισμών με τις
προτάσεις ή με προφορική δήλωση του διαδίκου, αποτελεί εκδήλωση του
πνεύματος επιείκειας του νομοθέτη και συμβαδίζει με την αρχή της
οικονομίας της δίκης, υπό την έννοια ότι αποτρέπει την επανάληψη της και
τον διπλασιασμό των εξόδων των μερών για τυπικούς λόγους, θα πρέπει
πάντως να εφαρμόζεται προσεκτικά από το δικαστή, ώστε να μην
διαταράσσεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης, σε καμία δε περίπτωση δεν
εξικνείται μέχρις αναπληρώσεως ελλειπόντων στοιχείων και
ισχυρισμών 1441 . Σε περίπτωση που ο δικαστής δεν ανταποκριθεί στη
σχετική υποχρέωση και παραλείψει να ζητήσει τη συμπλήρωση ή
διασάφηση των ουσιωδών ισχυρισμών, διατηρεί ως μόνη διέξοδο την
επανάληψη της συζήτησης (254 ΚΠολΔ), μη δικαιούμενος να προβεί σε
απόρριψη της αγωγής, κάτι το οποίο θα ισοδυναμούσε με μετακύλιση στο
διάδικο της δικής του παράλειψης1442, ενώ από την άλλη πλευρά ο διάδικος,

1438 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συζήτηση δύναται να αναβληθεί μόνο μία φορά ανά βαθμό
δικαιοδοσίας (241§1 ΚΠολΔ), ενώ πλέον για το παραδεκτό του αιτήματος απαιτείται και η
κατάθεση παραβόλου υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων, κατά τα
ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 241§3 ΚΠολΔ.
1439 Θα πρέπει να σημειωθεί και η αναπτύσσουσα τη λειτουργία της στο πλαίσιο της προφορικής

συζητήσεως διάταξη του άρθρου 99 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία ο παριστάμενος στο
ακροατήριο διάδικος έχει το δικαίωμα να ανακαλεί αμέσως τις ομολογίες του πληρεξουσίου του
δικηγόρου.
1440 Το άρθρο 233 ΚΠολΔ ορίζει ότι «ο δικαστής διευθύνει τη συζήτηση, δίνει το λόγο στα πρόσωπα

που μετέχουν σ' αυτήν, τον αφαιρεί σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων που τη ρυθμίζουν ή
των οδηγιών του, εξετάζει τους διαδίκους, τους νόμιμους αντιπροσώπους τους, τους μάρτυρες και
τους πραγματογνώμονες, κηρύσσει τη συζήτηση περατωμένη, όταν σύμφωνα με την κρίση του η
υπόθεση διευκρινίστηκε όσο χρειάζεται..».
1441 Βλ. τις σχετικές παραδοχές της ΕφΛαρ 215/2015, Δικογραφία 2015, σελ. 653, κατά την οποία

ο ενάγων μπορεί, βάσει των διατάξεων των άρθρων 224 και 236 ΚΠολΔ, να συμπληρώσει με τις
προτάσεις του κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως την ατελή έκθεση των πραγματικών
ισχυρισμών, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής που αναφέρεται
στην εξειδίκευση των θεμελιωτικών της αγωγής γεγονότων, όμως «η δυνατότητα αυτή δεν
εξικνείται και μέχρις αναπληρώσεως ελλειπόντων ισχυρισμών από την εκ τούτου αόριστη αγωγή,
πράγμα που θα αιφνιδίαζε ανεπιτρέπτως τον εναγόμενο».
1442 Βλ. τις σχετικές παραδοχές της ΕφΘεσ 1278/2001, Αρμενόπουλος 2002, σελ. 225. Στην

προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος ως υπόχρεος χρηματικής διατροφής σύζυγος προέβαλε


προφορικώς ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου «ένσταση συνεισφοράς» της εναγούσης
στις οικογενειακές ανάγκες, χωρίς να προβεί σε περαιτέρω εξειδίκευση του ισχυρισμού με

301
ο οποίος παράλειψε να επικαλεσθεί κάποιον ισχυρισμό, δε μπορεί εν
συνεχεία με την άσκηση ενδίκου μέσου να εγκαλεί το δικαστή για αμέλεια
ως προς την άσκηση του καθοδηγητικού του καθήκοντος και τη μη
υπενθύμιση της δυνατότητας προβολής κάποιου ισχυρισμού ή, επί
προφορικής συζητήσεως, της υποχρέωσης διατύπωσης αυτού και
προφορικώς1443.
Μετά την ανάπτυξη των εκατέρωθεν αιτημάτων και ισχυρισμών και την
κατ’ αυτόν τον τρόπο οριοθέτηση του πλαισίου της αντιδικίας και των
αμφισβητούμενων θεμάτων, εκκινεί η αποδεικτική διαδικασία, με τους
διαδίκους να γνωστοποιούν τα στοιχεία των μαρτύρων τους 1444, οι οποίοι
τίθενται στη διάθεση, κατά σειράν, του δικαστηρίου, του δικηγόρου της
ίδιας πλευράς και του δικηγόρου του αντιδίκου, απαντώντας στις
υποβαλλόμενες ερωτήσεις, τις οποίες ο δικαστής μπορεί να απαγορεύει αν
είναι έκδηλα άσκοπες ή έξω από το θέμα 1445 , αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν
υποδείξεως των συνηγόρων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με προφορική
δήλωση στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο διάδικος μπορεί
να γνωστοποιεί στην άλλη πλευρά ότι προτίθεται να εξετάσει μάρτυρες
ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου κατά τη διαδικασία των ενόρκων
βεβαιώσεων, με τη γνωστοποίηση αυτή να επέχει θέση κλητεύσεως,

αναλυτική περιγραφή των οικονομικών δυνατοτήτων της τελευταίας, κάτι το οποίο έπραξε με τις
κατατεθείσες εν συνεχεία προτάσεις του, αν και ο ισχυρισμός του διευκρινίσθηκε επαρκώς και
στο ακροατήριο κατά την εξέταση των διαδίκων και των μαρτύρων αποδείξεως και
ανταποδείξεως, ως αναφερόμενος στην παράλειψη απασχόλησης της εναγούσης ως λογίστριας,
κάτι το οποίο θα μπορούσε να τις αποφέρει περί τις 150.000 δραχμές μηνιαίως. Το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο απέρριψε ως αόριστη την ένσταση και προσδιόρισε την οφειλόμενη διατροφή χωρίς
να λάβει υπόψη τη δυνατότητα συνεισφοράς της ενάγουσας, η απόφαση του αναιρέθηκε όμως με
το ανωτέρω σκεπτικό από την παρατιθέμενη απόφαση, η οποία έκρινε ότι για το ορισμένο της
ενστάσεως δεν ήταν απαραίτητος ο ακριβής προσδιορισμός (χρηματική αποτίμηση) της
συνεισφοράς της εναγούσης, ο οποίος γίνεται από το δικαστήριο με βάση το σύνολο των
στοιχείων της υπόθεσης, κατεύθυνση προς την οποία ο δικαστής έχει τη δικονομική ευθύνη να
ζητήσει την παροχή διασαφήσεων.
1443 Βλ. την ΑΠ 127/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου η ένσταση του

αναιρεσείοντος (περί ανακλήσεως των αποφάσεων με τις οποίες είχε γίνει η κατάταξη των
αναιρεσιβλήτων σε προσωποπαγείς θέσεις και συνεπώς μη ύπαρξης σχέσεως εργασίας μεταξύ
των διαδίκων) είχε απορριφθεί σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, λόγω επίκλησης αποκλειστικά με
τις προτάσεις και παράλειψης συνοπτικής έστω προφορικής προβολής ώστε να καταχωρηθεί στα
πρακτικά. Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, το αναιρεσείον επικαλέστηκε δικαιολογημένη
αιτία καθυστέρησης προβολής του ισχυρισμού, αναγόμενη στην παράλειψη του δικαστή του
πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να ασκήσει το κατά το άρθρο 236 ΚΠολΔ καθοδηγητικό του καθήκον
και να υπενθυμίσει σε αυτό την υποχρέωση προφορικής διατύπωσης του ισχυρισμού, ο Άρειος
Πάγος όμως απέρριψε το σχετικό λόγο αναίρεσης ως απαράδεκτο, με το σκεπτικό ότι «η
υποχρέωση του δικαστή να ασκήσει το καθοδηγητικό του διαδίκου καθήκον του, ανεξαρτήτως των
δικονομικών συνεπειών της παραλείψεως της, προϋποθέτει την προβολή του σχετικού ισχυρισμού
και σκοπό έχει την κάλυψη μόνο της πραγματικής (ποσοτικής ή ποιοτικής) αοριστίας αυτού και δεν
φθάνει μέχρι την πρόσκληση προβολής το πρώτον κάποιου ισχυρισμού».
1444 Το άρθρο 407 εδ. α ΚΠολΔ προβλέπει την προφορική γνωστοποίηση των προσωπικών

στοιχείων του μάρτυρα (όνομα, επώνυμο, τόπο γέννησης, ηλικία, κατοικία και επάγγελμα) στο
δικαστήριο, η οποία πάντως στην πράξη διενεργείται συνήθως με την υποβολή σημειώματος από
τον πληρεξούσιο δικηγόρο, στο οποίο αναγράφονται όλες οι απαιτούμενες πληροφορίες.
1445 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 234§2 και 409§3 ΚΠολΔ, με ελαφρώς διαφορετική διατύπωση.

302
υποκαθιστώντας τη γενόμενη μέσω επιμελητή επίδοση πρόσκλησης 1446 ,
ανεξάρτητα από το ότι η λαμβανομένη μετά τη διεξαγωγή της συζήτησης
ένορκη βεβαίωση δεν μπορεί να χρησιμεύσει για την υποστήριξη
αυτοτελών ισχυρισμών, καθώς η επίκληση των αποδεικτικών μέσων
πρέπει να γίνεται με τις κατατιθέμενες επί της έδρας προτάσεις (591§1ε
ΚΠολΔ)1447. Σύμφωνα με το άρθρο 591§3 ΚΠολΔ, τέλος, οι διάδικοι
ενδείκνυται να παρίστανται αυτοπροσώπως κατά τη συζήτηση ώστε το
δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα να ζητάει από αυτούς τις αναγκαίες
πληροφορίες και διασαφήσεις, ενώ το ίδιο ισχύει και ως τους
πραγματογνώμονες, στην εξέταση των οποίων συμμετέχουν και οι τεχνικοί
σύμβουλοι των διαδίκων (392§3 ΚΠολΔ). Την αποδεικτική διαδικασία και
τη συζήτηση κηρύσσει περαιωμένη ο δικαστής όταν κρίνει ότι τα
εξεταζόμενα πρόσωπα έχουν καταθέσει όλα όσα γνωρίζουν και γενικώς
έχουν διασαφηνισθεί όλα τα ουσιώδη θέματα.
Για την προφορική συζήτηση στο ακροατήριο, τηρούνται εκ μέρους του
γραμματέως, υπό τις οδηγίες του διευθύνοντος τη συζήτηση, τα πρακτικά
της συνεδριάσεως 1448 , τα οποία αποδίδουν πλήρως και πιστώς τη
διαδικασία, με την καταγραφή όλων των ενώπιον του δικαστηρίου
διεξαγομένων διαδικαστικών πράξεων. Ειδικότερα, στα πρακτικά
αναφέρονται α) ο τόπος, ο χρόνος και τα υποκείμενα της συζήτησης
(δικαστές, διάδικοι, πληρεξούσιοι κτλ.), β) η δημόσια ή κεκλεισμένων των
θυρών διεξαγωγή της διαδικασίας, γ) οι προβληθέντες προφορικώς
ισχυρισμοί και αιτήματα των διαδίκων, δ) οι καταθέσεις των μαρτύρων,
πραγματογνωμόνων και διαδίκων, καθώς και οι υποβαλλόμενες σε αυτούς
ερωτήσεις, ε) το πόρισμα της αυτοψίας και στ) η έκδοση της αποφάσεως
(256§1 ΚΠολΔ). Όπως έχουμε σημειώσει και ανωτέρω, τα πρακτικά
μπορούν να τηρούνται και με το σύστημα της φωνοληψίας, υπό τις
ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 1-4 του π.δ. 326/2001, οπότε ο
γραμματέας έχει την αρμοδιότητα απομαγνητοφώνησης του πρωτότυπου
υλικού, δηλαδή καταγραφής σε κείμενο, το οποίο εν συνεχεία θα εκτυπωθεί
και θα υπογραφεί από αυτόν και το δικαστή (258§1 ΚΠολΔ). Η τήρηση
πρακτικών, αν και τυπικώς αποτελεί στοιχείο της έγγραφης διεξαγωγής, εν
τούτοις συνδέεται με την προφορική διαδικασία, την οποία και καθιστά
δυνατή, υπό την έννοια ότι, αν δεν αποτυπώνονταν γραπτώς τα κατ’ αυτήν
τεκταινόμενα, θα υπήρχε θέμα ως προς την άσκηση και το περιεχόμενο
κρίσιμων διαδικαστικών πράξεων (π.χ. οι υποβαλλόμενοι προφορικώς
ισχυρισμοί ή οι καταθέσεις των μαρτύρων), τόσο ενώπιον του δικάζοντος

1446 Βλ. την ΑΠ 457/2005, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ Ισοκράτης, κατά την οποία «η
δήλωση του διαδίκου στο ακροατήριο κατά την συζήτηση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά
συνεδριάσεως, ότι θα εξετάσει μάρτυρες ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, μετά πάροδο 24
ωρών, επέχει θέση κλητεύσεως του παριστάμενου κατά την συζήτηση αντιδίκου του».
1447 Η ένορκη αυτή βεβαίωση νομίμως, πάντως, λαμβάνεται υπ’ όψιν από το Εφετείο το οποίο

ενδεχομένως θα επαναδικάσει την υπόθεση. Βλ. την ανωτέρω ΑΠ 457/2005, καθώς και την
ΕφΘεσ 849/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, που συνεκτίμησε ένορκη βεβαίωση
ληφθείσα κατόπιν κλητεύσεως του αντιδίκου με προφορική δήλωση στο ακροατήριο.
1448 Βλ. τις ρυθμίσεις των άρθρων 256-259, 690§2, 734§5 και 755 ΚΠολΔ.

303
δικαστηρίου, το οποίο, δικάζοντας σε μία συνεδρίαση έναν σημαντικό
αριθμό υποθέσεων, είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να θυμάται
επακριβώς τα διαμειφθέντα σε καθεμία εξ αυτών, όσο και, ιδίως, ενώπιον
των ανώτερων δικαστηρίων, τα οποία θα εστερούντο μέσων ελέγχου της
διεξαχθείσης στον πρώτο βαθμό συζητήσεως. Υπό τα δεδομένα αυτά, ο
νομοθέτης καθιερώνει, αφενός, την αποκλειστικότητα των πρακτικών ως
μέσου απόδειξης των διατυπώσεων της προφορικής συζήτησης (259§3
ΚΠολΔ) και, αφετέρου, την πλήρη αποδεικτική τους δύναμη ως προς το
περιεχόμενο της συζήτησης (259§1 ΚΠολΔ), δυνάμενη να αναιρεθεί μόνο
με την προσβολή τους για πλαστότητα 1449 ή, εφόσον περιέχουν κάποιο
πρόδηλο σφάλμα και με την αίτηση διόρθωσης των άρθρων 315 επ.
ΚΠολΔ1450. Ενόψει της αυξημένης αποδεικτικής δύναμης των πρακτικών,
προβλέπεται άλλωστε η υποχρεωτική ανάγνωση τους από το δικαστήριο
ύστερα από αίτηση των διαδίκων και στην περίπτωση που περιλαμβάνουν
αναγνώριση, συμβιβασμό, παραίτηση ή ομολογία (257§2 ΚΠολΔ), ενώ, αν
κατ’ αυτήν διατυπωθεί αντίρρηση ως προς την ακρίβεια της διατύπωσης
των γενομένων δηλώσεων, το σχετικό μέρος των πρακτικών εκτιμάται
ελεύθερα από το δικαστή (259§2 ΚΠολΔ). Εξαίρεση από την υποχρεωτική
τήρηση πρακτικών ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 690§2 ΚΠολΔ, επί των
υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων, όπου ο δικαστής μπορεί να δικάσει την
αίτηση και χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, κρατώντας συνήθως ο ίδιος
σύντομες σημειώσεις σχετικά με την ενώπιον του διεξαγόμενη
διαδικασία1451, ενώ προς υποβοήθηση του κατά τη μελέτη της υποθέσεως
μπορεί επίσης να επιτρέψει τη μαγνητοφώνηση της διαδικασίας. Εξαίρεση
στην εξαίρεση εισάγεται με το άρθρο 734§5 ΚΠολΔ, επί ασφαλιστικών
μέτρων νομής και κατοχής, όπου τηρούνται κανονικά πρακτικά, ρύθμιση

1449 Βλ. την ΕφΠατρ 490/2002, ΑχΝομ 2003, σελ. 311, όπου η ενάγουσα με τις προτάσεις της
ενώπιον του Εφετείου αμφισβήτησε ότι η πρωτοβάθμια δίκη είχε διεξαχθεί με τον αναγραφόμενο
στα πρακτικά δικαστή, ισχυρισμός που απορρίφθηκε ως αβάσιμος από το δικαστήριο, καθώς δε
συνοδευόταν από προσβολή των πρακτικών για πλαστότητα.
1450 Βλ. την ΕφΑθ 10108/2002, ΕλλΔνη 2005, σελ. 274, όπου τα πρακτικά της αποφάσεως του

Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (με την οποία το δικαστήριο κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο
και παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών) διορθώθηκαν από το
δικαστήριο λόγω προφανούς παραδρομής του γραμματέα. Εν προκειμένω ο ενάγων, με
προφορική δήλωση του στο ακροατήριο, είχε περιορίσει το αγωγικό αίτημα, λόγω αντίστοιχης
καταβολής εκ μέρους της εναγομένης, κατά το ποσό των 395.778 δραχμών, δηλώνοντας ότι
απομένει υπόλοιπο κεφαλαίου 619.136 δραχμών, κάτι το οποίο επανέλαβε και με τις
κατατεθείσες επί της έδρας προτάσεις του, με το γραμματέα να σημειώνει εκ παραδρομής στα
πρακτικά ότι η απαίτηση περιορίζεται στο ποσό των 395.778 δραχμών, λόγος για τον οποίο και
έγινε διόρθωση.
1451 Η εξαιρετική αυτή ρύθμιση έχει κατακριθεί από τη θεωρία ως εξισώνουσα την διαδικασία των

ασφαλιστικών μέτρων με εξωδικαιοδοτική λειτουργία μη ελεγχόμενη και μη παρέχουσα τα


εχέγγυα ορθής κρίσεως, ενόψει και της αυξημένης σημασίας των ασφαλιστικών μέτρων, που
πολλές φορές έχουν αποτέλεσμα ισοδύναμο με αυτό της κύριας δίκης. Βλ. και Π. Μακρογιάννη,
Συνέπειες της μη τήρησης πρακτικών στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, Δίκη 1987, σελ. 547-
550, που επισημαίνει επίσης ότι χωρίς καταχώρηση στα πρακτικά τα λεγόμενα στο ακροατήριο
καταντούν «έπεα πτερόεντα», που ασφαλώς μετά την πτήση τους δεν επιστρέφουν όταν τα
χρειάζεται ο δικαστής για την έκδοση αποφάσεως, καθώς και ότι οι τηρούμενες από το δικαστή
σημειώσεις δε μπορούν να υποκαταστήσουν τα πρακτικά, εφόσον αποτελούν απλώς
συμβουλευτικό βοήθημα του δικαστή και όχι κοινό κτήμα των διαδίκων.

304
συμβατή με την κατά την §3 του ιδίου άρθρου δυνατότητα άσκησης έφεσης
κατά της εκδιδόμενης αποφάσεως, ώστε το πολυμελές πρωτοδικείο να έχει
άποψη για τη διεξαχθείσα ενώπιον του ειρηνοδικείου διαδικασία.

γ. Συμπληρωματικές παρατηρήσεις περί αποδείξεως


Όσον αφορά το αποδεικτικό καθεστώς, έχουμε ήδη επισημάνει τη
στροφή της τακτικής διαδικασίας προς το έγγραφο πρότυπο, που
καταρχήν επιτρέπει την αξιολόγηση ως αποδεικτικών μέσων εκ μέρους του
δικαστηρίου μόνο των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και
επικαλούνται με τις προτάσεις τους, την υποκατάσταση των μαρτυρικών
καταθέσεων από τις ένορκες βεβαιώσεις, στις οποίες ο ΚΠολΔ αφιερώνει
για πρώτη φορά ξεχωριστό κεφάλαιο, καθώς και τους διάφορους
περιορισμούς της εμμάρτυρης αποδείξεως, βάσει του προς απόδειξιν
αντικειμένου αλλά και για λόγους υποκειμενικούς 1452 , οπότε στο σημείο
αυτό θα εξετάσουμε ορισμένες άλλες όψεις της διαδικασίας που
επιβεβαιώνουν την κυριαρχία του έγγραφου τύπου. Κατά πρώτο λόγο, από
τυπικής απόψεως, πρέπει να επισημάνουμε ότι μπορεί η προδικαστική περί
αποδείξεως απόφαση ή η πράξη περί αποδείξεων (παλαιό 341 ΚΠολΔ) 1453
να έχουν καταργηθεί, πλην όμως και σήμερα απαιτείται στην τακτική
διαδικασία η έκδοση μη οριστικής αποφάσεως για την επανάληψη της
συζήτησης, ώστε να διεξαχθούν οι απαιτούμενες προς συμπλήρωση του
αποδεικτικού υλικού αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη και εξέταση των
διαδίκων (254§1 ΚΠολΔ)1454, ή, έστω, απλή διάταξη του δικαστηρίου για τη
διεξαγωγή εμμάρτυρης απόδειξης ενώπιον του ορισμένου εισηγητή
δικαστή στο πλαίσιο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης (237§6 ΚΠολΔ).
Από εκεί και πέρα, και στο πεδίο της αποδείξεως, ισχύει ο κανόνας της
έγγραφης επιχείρησης των διαδικαστικών πράξεων, μέσω των οποίων
προωθείται και ολοκληρώνεται η διαδικασία, είτε πρόκειται για το δικαστή
που συντάσσει μια έκθεση είτε για το διάδικο που επιδίδει ένα δικόγραφο
είτε για τον πραγματογνώμονα που καταθέτει εγγράφως το πόρισμα της
γνωμοδότησης του. Ενδεικτικώς, μπορούμε να σημειώσουμε, προς
επιβεβαίωση της παραδοχής αυτής, α) επί αυτοψίας 1455 , i) την
υποχρεωτική σύνταξη εκθέσεως 1456 , εφόσον διενεργείται εκτός

1452 Βλ. στο πρώτο μέρος της παρούσης, σελ. 55 επ.


1453 Με την απόφαση αυτή ορίζονταν όλα τα σχετικά με τη διεξαγωγή της αποδείξεως θέματα,
δηλαδή α) το προς απόδειξη θέμα, β) ο βαρυνόμενος με την απόδειξη διάδικος και τα αποδεικτικά
μέσα που επιτρέπονταν, γ) ο αρμόδιος για τη διαδικασία δικαστής ή αρχή και δ) ο χρόνος της
διεξαγωγής.
1454 Σύμφωνα με το εδ. β του άρθρου, «η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που

αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης».


1455 Γενικώς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η απόφαση για τη διενέργεια της αυτοψίας εναπόκειται

στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, που διατάζει αυτήν αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν
αιτήσεως διαδίκου, χωρίς η σχετική κρίση του να ελέγχεται αναιρετικώς με βάση το άρθρο 559
αρ. 19 ΚΠολΔ. Βλ. ενδεικτικώς τις ΑΠ 167/2012, Αρμ 2012, σελ. 1189, και ΑΠ 104/2005, ΕλλΔνη
2005, σελ. 1666.
1456 Βλ. και την ΠολΠρΝαυπλ 45/1983, Αρμενόπουλος 1983, σελ. 600, όπου ο αρμόδιος

ειρηνοδίκης είχε επισκεφθεί το επίδικο ακίνητο εξ ιδιωτικής πρωτοβουλίας του προς μόρφωσιν
αμέσου αντιλήψεως επί της διαφοράς, χωρίς να έχει προηγηθεί η έκδοση σχετικής απόφασης εκ

305
ακροατηρίου, άλλως την καταγραφή της διαδικασίας και του πορίσματος
της στα πρακτικά του δικαστηρίου (359§1 ΚΠολΔ), ii) την κατά τη
διενέργεια της δυνατότητα του δικαστή, προς υποβοήθηση της μνήμης και
της αντιλήψεως του, να καταρτίζει σχέδια ή ιχνογραφήματα και να
λαμβάνει φωτογραφίες ή άλλες απεικονίσεις (358 ΚΠολΔ), iii) την
αναγραφή στη συντασσόμενη έκθεση ή στα πρακτικά όλων των στοιχείων
(ονόματα, γνωμοδότηση, καταθέσεις) της διενεργηθείσης παράλληλα με
αυτήν πραγματογνωμοσύνης ή μαρτυρικής εξέτασης, καθώς και των τυχόν
σχεδίων, ιχνογραφημάτων, φωτογραφιών, αναπαραστάσεων και
βοηθημάτων που συνέταξε ή χρησιμοποίησε ο δικαστής (359§2, 3 και 4
ΚΠολΔ), β) επί
πραγματογνωμοσύνης,
i) την κατά το άρθρο
368§2 κίνηση της
διαδικασίας εκ μέρους
των διαδίκων με τη
συμπερίληψη σχετικής
αίτησης στο
δικόγραφο της αγωγής
ή τις προτάσεις, η
οποία μάλιστα καθιστά
το διορισμό
Η δίκη του αποστόλου Παύλου (1875), όπως τη φαντάστηκε ο Ρώσος
ζωγράφος Nikolai Bodarevsky
πραγματογνωμόνων
υποχρεωτικό για το
δικαστήριο, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση της χρείας ιδιαζουσών
γνώσεων επιστήμης ή τέχνης προς υποβοήθηση του δικαστηρίου 1457, iii)
την κατά το άρθρο 370§2 ΚΠολΔ υποβολή γραπτής αιτήσεως προς το
δικαστήριο για αντικατάσταση του διορισθέντος πραγματογνώμονα, η
οποία εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων 1458, iii)
την υποχρεωτική σύνταξη έγγραφης γνωμοδότησης1459 και την κατάθεση

μέρους του και χωρίς τη σύνταξη της απαιτούμενης εκθέσεως, στηρίζοντας την επί της αγωγής
κρίση του, εκτός των άλλων αποδεικτικών μέσων, και επί της σχηματισθείσης εις αυτόν
εντυπώσεως εκ της επισκέψεως και θεωρήσεως του ακινήτου, λόγος για τον οποίο εξαφανίσθηκε
η εκδοθείσα απόφαση κατά παραδοχή της εφέσεως από το Πολυμελές Πρωτοδικείο.
1457 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 594/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία,

σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ. 10 του ΚΠολΔ, προέβη σε αναίρεση της απόφασης του Εφετείου,
που, αν και συνομολόγησε ότι προς απόδειξη του επίμαχου ζητήματος (αυτοπρόσωπη υπογραφή
της διαθήκης από τη διαθέτιδα) απαιτούνταν ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης (δικαστικής
γραφολογίας) απέρριψε το αίτημα των αναιρεσειόντων για διενέργεια γραφολογικής
πραγματογνωμοσύνης, θεωρώντας ότι μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση από τα
υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα (γνωματεύσεις ειδικών επιστημόνων κτλ.)
1458 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΠειρ 694/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου ο

πραγματογνώμονας αντικαταστάθηκε λόγω αδυναμίας εκτελέσεως της ανατεθείσης σε αυτόν


πραγματογνωμοσύνης και την ΕφΠειρ 61/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου ο
πραγματογνώμονας αντικαταστάθηκε λόγω συνταξιοδότησης.
1459 Να υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό την κατάργηση της προφορικής πραγματογνωμοσύνης

με το άρθρο 30§5 και 7 του ν.δ. 958/1971, γενομένη, κατά την εισηγητική έκθεση του
διατάγματος, «ως εκ της δυσχερείας, ην εμφανίζει η απόδοσις εις τα πρακτικά των λεχθέντων, όταν

306
αυτής στη γραμματεία του δικαστηρίου (383§3 και 4 ΚΠολΔ), μέσω της
οποίας ενημερώνονται το δικαστήριο και οι διάδικοι, γ) αναφορικά με τις
μαρτυρικές καταθέσεις, την κατά το άρθρο 410 ΚΠολΔ καταχώρηση αυτών
στα πρακτικά, με ειδική μνεία της ορκίσεως του μάρτυρα και των τυχόν
υποβαλλομένων ενστάσεων, δ) την κατά το άρθρο 422§1 ΚΠολΔ
ενημέρωση του αντιδίκου περί της λήψης ενόρκων βεβαιώσεων, στην
οποία προσκαλείται να παρασταθεί1460, και τέλος ε) επί του αποδεικτικού
μέσου των εγγράφων, i) τη δια της κατατιθέμενης στις προτάσεις
προσθήκη αμφισβήτηση της γνησιότητας των προσαγόμενων εκ μέρος του
αντιδίκου ιδιωτικών εγγράφων (457§2 ΚΠολΔ) 1461 , καθώς και ii) την
υποχρεωτικώς έγγραφη, δι’ ιδιαιτέρου δικογράφου ή με τις προτάσεις των
διαδίκων, υποβολή των αιτήσεων επίδειξης εγγράφου (450-452
ΚΠολΔ)1462, στην οποία αναφερόμαστε εκτενέστερα ανωτέρω, και κήρυξης
πλαστότητας εγγράφου (461-465 ΚΠολΔ)1463.
Από την άλλη πλευρά, και μετά την πρόσφατη τροποποίηση καταλείπεται
ένα μικρό περιθώριο για την προφορική επιχείρηση ορισμένων πράξεων
της αποδεικτικής διαδικασίας, μεταξύ των οποίων μπορούμε, ενδεικτικώς,
να αναφέρουμε α) την προφορική ομολογία του διαδίκου ενώπιον του
δικάζοντος 1464 δικαστηρίου (352§1 ΚΠολΔ), με δήλωση καταχωριζόμενη
στα πρακτικά, η οποία βέβαια κατά κανόνα θα περιέχεται στις προτάσεις
της συζητήσεως, β) την κατά το άρθρο 377§2 ΚΠολΔ προφορική υποβολή
αίτησης εξαίρεσης του ορισθέντος πραγματογνώμονα, με σχετική δήλωση
στη γραμματεία του δικαστηρίου ή στον εντεταλμένο δικαστή, η οποία
βέβαια μπορεί να υποβληθεί και γραπτώς (377§1 ΚΠολΔ), εισαγομένη, σε
κάθε περίπτωση, προς εκδίκαση κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών

μάλιστα ανάγωνται εις επιστημονικά ή τεχνικά θέματα και των δυναμένων να προκύψουν
αμφισβητήσεων περί της πιστότητος αυτής».
1460 Σύμφωνα με το άρθρο, η κλήση θα πρέπει να αναφέρει «την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο,

που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και
τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα».
1461 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 239/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία

επισημαίνει την υποχρεωτική αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής δια της
κατατιθέμενης στις προτάσεις προσθήκη, η παράλειψη της οποίας καθιστά απαράδεκτη τη
μεταγενέστερη προβολή της ακυρότητας.
1462 Στις περιπτώσεις πάντως που η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, δηλαδή στις

μικροδιαφορές και στα ασφαλιστικά μέτρα, η αίτηση υποβάλλεται και προφορικώς σύμφωνα με
το άρθρο 451§1 εδ. β ΚΠολΔ.
1463 Σύμφωνα με το άρθρο 461 ΚΠολΔ, «αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο,

μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις
προτάσεις». Ως προτεινόμενη σε κάθε στάση της δίκης, η αποδιδόμενη σε ορισμένο πρόσωπο
πλαστότητα εγγράφου δύναται να περιέχεται στην κατατιθέμενη προσθήκη ή να προβληθεί για
πρώτη φορά και ενώπιον ανωτέρου δικαστηρίου.
Στην περίπτωση που το αντίστοιχο ποινικό αδίκημα έχει παραγραφεί, ο ισχυρισμός περί
πλαστότητας πρέπει να προταθεί με τις προτάσεις της οικείας συζητήσεως, άλλως η ακυρότητα
καλύπτεται και δε μπορεί να προταθεί σε επόμενη φάση, π.χ. με το δικόγραφο της έφεσης. Βλ.
ενδεικτικώς την ΑΠ 370/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος.
1464 Απεναντίας, η γενομένη ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ή κατά την προηγηθείσα δίκη των

ασφαλιστικών μέτρων ομολογία θεωρείται εξώδικη ομολογία, που δεν έχει την πλήρη
αποδεικτική δύναμη της δικαστικής (352§2 ΚΠολΔ). Βλ. και Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο
αποδείξεως, §10, σελ. 143.

307
μέτρων (378§1 ΚΠολΔ), γ) τον κατά το άρθρο 392§1 ΚΠολΔ διορισμό
τεχνικού συμβούλου, ο οποίος, εκτός από τις προτάσεις, μπορεί να γίνει και
με προφορική δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου, του εντεταλμένου
δικαστή ή της γραμματείας του δικαστηρίου, δ) την κατά το άρθρο 392§3
ΚΠολΔ δυνατότητα των τεχνικών συμβούλων να αναπτύσσουν προφορικά
ενώπιον του δικαστηρίου τη γνώμη τους σχετικά με τη γνωμοδότηση των
πραγματογνωμόνων 1465 και να υποβάλλουν ερωτήσεις στους
πραγματογνώμονες και ε) την κατά το άρθρο 403§1 και 2 ΚΠολΔ
προφορική προβολή της ανικανότητας ή επιβαλλόμενης εξαίρεσης
μάρτυρα1466, επί της οποίας αποφασίζει επί τόπου το δικαστήριο κατά τους
κανόνες της πιθανολόγησης (403§4 ΚΠολΔ) και η οποία στη δεύτερη
περίπτωση, εφόσον δε γίνει εγκαίρως, δηλαδή πριν από την όρκιση του
μάρτυρα, έχει ως συνέπεια την κάλυψη της ακυρότητας, που δε μπορεί να
προταθεί με το ασκούμενο ένδικο μέσο1467.
Συμπληρωματικά, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το χαρακτήρα της
αποδεικτικής διαδικασίας ως έγγραφης ή προφορικής δύνανται να
επηρεάσουν δικονομικές συμβάσεις των μερών, δια των οποίων
συμφωνείται η μη χρησιμοποίηση στη μεταξύ τους διαφορά ορισμένων
αποδεικτικών μέσων, η επιλογή ορισμένου εξ αυτών ως αποκλειστικού,
καθώς και η άρση των προϋποθέσεων του ΚΠολΔ ως προς την παραδεκτή
εκτίμηση του. Γενικώς, η συνομολόγηση αποδεικτικών συμβάσεων γίνεται
αποδεκτή με βάση την παραδοχή ότι η προσαγωγή των αποδεικτικών
μέσων ανήκει στην πρωτοβουλία και επιμέλεια των διαδίκων1468, κριτήριο
πάντως για την ισχύ και την εφαρμογή τους αποτελεί η υπέρμετρη ή μη

1465 Συνήθως βέβαια οι παρατηρήσεις και το πόρισμα των τεχνικών συμβούλων θα υποβάλλονται
εγγράφως για τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω, λόγω του επιστημονικού χαρακτήρα της
μελέτης και διότι η αντίκρουση της γραπτής πραγματογνωμοσύνης απαιτεί τη λεπτομερειακή
ανάπτυξη και τη βαρύτητα του έγγραφου τύπου.
1466 Βλ. επί ενόρκων βεβαιώσεων την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 423§2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με

την οποία ο παριστάμενος κατά τη λήψη τους αντίδικος μπορεί να προτείνει ενστάσεις και
αιτήσεις εξαίρεσης, οι οποίες καταχωρίζονται στο προοίμιο της ένορκης βεβαίωσης, για να
κριθούν εν συνεχεία από το δικαστήριο.
1467 Βλ. ενδεικτικώς τις ΕφΑιγαίου 148/2012 και ΕφΔυτΣτΕλλ 50/2014, Τράπεζα Νομικών

Πληροφοριών Νόμος, κατά την οποία «η ένσταση εξαιρέσεως του μάρτυρα δεν είναι γνήσια, ως μη
στηριζόμενη σε αυτοτελές δικαίωμα, η δε περιεχόμενη σ` αυτήν αίτηση δεν αποτελεί ιδιαίτερο
κεφάλαιο της δίκης και δεν προκύπτει εκκρεμοδικία, η τυχόν δε αποδοχή της από το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο δεν οδηγεί σε ανατροπή της εκκαλουμένης, αλλά στη μη λήψη υπ` όψιν της
συγκεκριμένης μαρτυρικής καταθέσεως». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επαναφορά του σχετικού
παραπόνου ως λόγου εφέσεως περιορίζεται σημαντικά από τη δυνατότητα συνεκτίμησης της
τυπικά άκυρης καταθέσεως ως δικαστικού τεκμηρίου, ενόψει της οποίας οι προβαλλόμενες
αιτιάσεις απορρίπτονται κατά κανόνα ως αλυσιτελείς.
1468 Βλ. ενδεικτικώς το σκεπτικό της ΠολΠρΙωαν 100/2008, ΕφΑΔ 2008, σελ. 700, κατά την

οποία «όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 106, 108, 338 παρ. 1 και 559 αρ. 11 περ. β`
του ΚΠολΔ, η προσαγωγή των αποδεικτικών μέσων, ακόμη και όταν διατάχθηκε από το δικαστήριο
αυτεπαγγέλτως κατά το άρθρο 107 του ίδιου Κώδικα, γίνεται με πρωτοβουλία και επιμέλεια των
διαδίκων, οι οποίοι, επομένως, αφού μπορούν να μη προσκομίσουν ή να μη επικαλεστούν ορισμένα
από τα αποδεικτικά μέσα που ο νόμος επιτρέπει για την απόδειξη κρίσιμων πραγματικών
γεγονότων, μπορούν και να συμφωνήσουν τη μη χρησιμοποίηση, δηλαδή τη μη προσαγωγή και
επίκληση των αποδεικτικών αυτών μέσων στις μεταξύ τους δίκες, εφόσον πρόκειται για
απαλλοτριωτό δικαίωμα».

308
δέσμευση του προσώπου των συμβαλλόμενων, η οποία συντρέχει όταν τα
μέρη περιορίζονται υπερβολικά στην απόδειξη των κρίσιμων πραγματικών
περιστατικών, σε σημείο που να στερούνται την παροχή δίκαιης και
αποτελεσματικής έννομης προστασίας, όπως συμβαίνει π.χ. όταν ορίζεται
ως αποκλειστικό αποδεικτικό μέσο απρόσφορο να παράσχει την οικεία
απόδειξη ή αποδεικτικό μέσο για το οποίο διαπιστώνεται αντικειμενική
αδυναμία απόκτησης ή προσαγωγής στο δικαστήριο 1469 . Υπό το γενικό
αυτό πλαίσιο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πλέον διαδεδομένη στην πράξη
δικονομική συμφωνία, ενόψει και της συχνότητας σύναψης των σχετικών
συμβάσεων, είναι η εμπεριεχόμενη στις τραπεζικές συμβάσεις ρήτρα
απόδειξης του ύψους της οφειλής του πιστούχου με βάση το απόσπασμα
των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, εκ του οποίου προκύπτει η κίνηση
και το κατάλοιπο των τηρούμενων προς εξυπηρέτηση της λογαριασμών, η
οποία κρίνεται νόμιμη1470, εφόσον δεν επηρεάζει το βάρος απόδειξης ούτε
αποκλείει ή περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα του πιστούχου να
αμφισβητήσει με άλλα στοιχεία τα επί μέρους κονδύλια του
λογαριασμού1471, διευρύνουσα κατ’ ουσίαν την προβλεπόμενη στο άρθρο
448§1 ΚΠολΔ αποδεικτική ισχύ των εμπορικών βιβλίων και έναντι τρίτων
προσώπων πέραν των αναφερομένων στη διάταξη.
Από εκεί και πέρα, συνήθεις είναι και οι περιπτώσεις όπου με συμβατική
ρήτρα καθορίζεται το έγγραφο ως αποκλειστικό αποδεικτικό μέσο, π.χ. σε
σύμβαση πωλήσεως ορίζεται ότι η εξόφληση του τιμήματος θα
αποδεικνύεται αποκλειστικά με εξοφλητική απόδειξη του πωλητή ή με
γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων 1472 ή σε
ασφαλιστική σύμβαση κλοπής ορίζεται ότι η επέλευση της ασφαλιστικής

1469 Βλ. το σκεπτικό της ΑΠ 1143/2013, ΕΠολΔ 2013, σελ. 668, κατά την οποία στην περίπτωση
αυτή «η συμφωνία αντίκειται στα χρηστά ήθη και στη δημόσια τάξη και ειδικότερα στους κανόνες,
αφενός, των άρθρων 179 περ. α ΑΚ και 5§1 του Συντάγματος και, αφετέρου, των άρθρων 20§1 του
Συντάγματος και 6§1 εδ. α της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του
ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, αφού δεσμεύει υπέρμετρα την ελευθερία του
συμβαλλομένου -διαδίκου- να αξιώσει την παροχή από το αρμόδιο δικαστήριο δίκαιης και
αποτελεσματικής έννομης προστασίας, η οποία προϋποθέτει δυνατότητα του ενδιαφερομένου όχι
να προσφύγει απλώς στο δικαστήριο, ασκώντας αγωγή ή άλλο ένδικο βοήθημα, αλλά και να
προσκομίσει σ` αυτό όσα αποδεικτικά μέσα είναι απαραίτητα για τη διάγνωση της διαφοράς».
1470 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΑθ 1528/2003, Αρμ 2003, σελ. 1784, η οποία επισημαίνει ότι η εν

λόγω δικονομική συμφωνία είναι έγκυρη ως μη αντικείμενη στη δημόσια τάξη.


1471 Συνηθισμένο λόγο ανακοπής κατά των εκδιδόμενων σε βάρος των πιστούχων διαταγών

πληρωμής αποτελεί το ανεκκαθάριστο της επιδικαζόμενης απαίτησης, υπό την έννοια της
επιβάρυνσης της οφειλής με επιπλέον ποσά, όπως τόκους και έξοδα, τα οποία έχουν
κεφαλαιοποιηθεί και ανατοκισθεί, κατά τρόπον ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο διαχωρισμός
τους από τη συνολική απαίτηση, καθώς και το ανεπικύρωτο του αποσπάσματος ως προϊόντος
εκτύπωσης από το ηλεκτρονικό αρχείο της τράπεζας. Επί των θεμάτων αυτών βλ. αντιστοίχως
την ΠολΠρΓρεβ 20/2017 και την ΕφΔωδ 25/2015, αμφότερες δημοσιευμένες στην Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών Νόμος,
1472 Βλ. ενδεικτικώς την ΠολΠρΙωαν 100/2008, ΕφΑΔ 2008, σελ. 700, όπου τα συμβαλλόμενα

μέρη συμφώνησαν ότι η εξόφληση του τιμήματος θα αποδεικνυόταν α) με εξοφλητική απόδειξη


των πωλητών, β) με παράδοση στην αγοράστρια της αντίστοιχης συναλλαγματικής και γ) με
γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, αποκλειομένου κάθε άλλου μέσου
απόδειξης ακόμα και του όρκου. Η συμφωνία κρίθηκε έγκυρη από το δικαστήριο, ως μη
δεσμεύουσα υπερβολικά την ελευθερία της αγοράστριας.

309
περίπτωσης θα αποδεικνύεται μόνο με έγγραφο της αρμόδιας αστυνομικής
αρχής 1473 . Επί των συμφωνιών αυτών, πέραν του κατά τα ανωτέρω
αναφερόμενου προβληματισμού σχετικά με το κύρος και το επιτρεπτό
τους, που κρίνεται in concreto, με βάση το κριτήριο της υπέρμετρης ή μη
δέσμευσης των συμβαλλομένων1474, ανακύπτει περαιτέρω το ζήτημα της
εμβέλειας τους, αναφερόμενο ειδικότερα στο ποια αποδεικτικά μέσα
θεωρείται ότι καταλαμβάνονται από την ισχύ τους. Το ερώτημα αυτό
απαιτεί ευρύτερη προσέγγιση, αναγόμενη στο χαρακτήρα κάθε
αποδεικτικού μέσου, τη νομοθετική μεταχείριση του, την αξιοπιστία του,
το κατά πόσο προάγει ή συμβαδίζει με τους προωθούμενους από το
νομοθέτη σκοπούς, κατά πόσον π.χ. κρίνεται αναγκαίο για τη διασφάλιση
της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματος ή την οικονομία της δίκης,
την πρωτοβουλία ως προς τη διεξαγωγή του, τη φύση της ακολουθούμενης
διαδικασίας 1475 κτλ., χονδρικώς πάντως μπορούμε για τις ανάγκες της
παρούσης να διαπιστώσουμε ότι η συμφωνία για αποκλειστική
χρησιμοποίηση στη δίκη έγγραφων μέσων και στοιχείων φαίνεται να
αποκλείει τις προφορικώς παρασχόμενες αποδείξεις, υπό τη μορφή των
μαρτυρικών καταθέσεων 1476, οι οποίες πράγματι δεν αποτελούν ούτε το

1473 Βλ. την ΑΠ 620/1986, Δίκη 1988, σελ. 744, όπου δυνάμει ρητού όρου του ασφαλιστηρίου
συμβολαίου προβλεπόταν η ασφάλιση από την αναιρεσείουσα των εμπορευμάτων και των
πρώτων υλών του εργαστηρίου της αναιρεσίβλητης από τον κίνδυνο κλοπής δια ρήξεως ή
αναρριχήσεως, αποδεικνυόμενης παρά της αστυνομικής αρχής.
1474 Στην αμέσως ανωτέρω αναφερόμενη περίπτωση της ΑΠ 620/1986, όπου το δικαστήριο

επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου, σύμφωνα με την οποία το «στο ασφαλιστήριο
αναφερόμενο ότι η κλοπή δια ρήξεως πρέπει να είναι αποδεδειγμένη παρά της αστυνομικής αρχής,
δεν δύναται θεωρηθεί ως δεσμευτικός όρος, υπό την έννοια ότι, αν η κλοπή κριθεί από την οικεία
αστυνομική αρχή, ως μη αποδεδειγμένη, ο ασφαλιζόμενος δεν μπορεί να προσφύγει στα δικαστήρια
και να αξιώσει την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημιώσεως, αφού σ` αυτή την περίπτωση, ο
προεκτεθείς όρος, θα εδέσμευε υπέρμετρα τη βούληση του ασφαλισμένου και θα ήταν άκυρος κατ’
άρθρο 179 ΑΚ, γιατί θα προσέκρουε στο αναφαίρετο δικαίωμα αυτού να καταφύγει εν τέλει στα
αρμόδια δικαστήρια, για να αξιώσει την επίλυση της ιδιωτικής διαφοράς, που είναι η επιδίωξη της
καταβολής της ασφαλιστικής αποζημιώσεως».
Θα πρέπει πάντως να σημειώσουμε και την ύπαρξη μειοψηφίας (ενός μέλους) στην εξεταζόμενη
απόφαση, κατά την οποία η συνεκτίμηση εν προκειμένω εκ μέρους του δικαστηρίου για την
απόδειξη της κλοπής των υπολοίπων αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες και άλλα έγγραφα) ιδρύει
το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 559 αρ. 11 ΚΠολΔ, γιατί «ο συμβατικός αποκλεισμός των
αποδεικτικών τούτων μέσων, έχει τελική πηγή ισχύος το νόμο, αφού η συμφωνία αποκλεισμού των
ισχύει κατ` εφαρμογή ακριβώς του νόμου». Σύμφωνα με την άποψη αυτή, «η παραπάνω δικονομική
συμφωνία των διαδίκων, ότι η κλοπή δια ρήξεως πρέπει να είναι αποδεδειγμένη παρά της
αστυνομικής αρχής, κατατείνουσα απλά και μόνο στη διασφάλιση της αποδείξεως ότι ετελέσθη
πράγματι κλοπή δια ρήξεως, προς αποφυγή καταδολιευτικών των συμφερόντων της
αναιρεσειούσης ενεργειών της αναιρεσιβλήτου, δεν δεσμεύει υπέρμετρα τη βούληση αυτής και κατά
συνέπεια δεν είναι άκυρη απ` το λόγο τούτο».
1475 Στην περίπτωση της εκούσιας δικαιοδοσίας π.χ., όπου πρωταρχικό σκοπό αποτελεί η

αναζήτηση της ουσιαστικής αληθείας ως προς τη ρυθμιζόμενη έννομη σχέση ή κατάσταση,


κατεύθυνση προς την οποία υιοθετείται το ανακριτικό σύστημα (759§3 ΚΠολΔ), τυχόν
αποδεικτικές συμφωνίες δε μπορούν να περιορίσουν το δικαίωμα του δικαστηρίου να διατάσσει
αποδείξεις με το πρόσφορο κατά την κρίση του αποδεικτικό μέσο.
1476 Το ίδιο ισχύει και για τις ένορκες βεβαιώσεις, ενώ από την άλλη πλευρά δύσκολα μπορεί να

θεωρηθεί θεμιτός ο αποκλεισμός της αυτοψίας και της πραγματογνωμοσύνης, που αποτελούν τα
ασφαλέστερα αποδεικτικά μέσα. Ως προς την εξέταση των διαδίκων, η κρίση είναι δυσκολότερη
καθώς από τη μία μεριά τίθεται το θέμα της μειωμένης αξιοπιστίας και της επικουρικότητας και

310
ασφαλέστερο ούτε το λιγότερο δαπανηρό ούτε το χρονικώς
οικονομικότερο αποδεικτικό μέσο. Τα μειονεκτήματα αυτά
αποτυπώνονται και στη δικονομική μεταχείριση της εμμάρτυρης
απόδειξης, η οποία αποκλείεται ή καθίσταται επικουρική σε ορισμένες
περιπτώσεις, π.χ. στην τακτική διαδικασία ή στις δίκες περί την εκτέλεση,
αλλά επιδέχεται και υποκειμενικούς ή αντικειμενικούς περιορισμούς 1477 ,
ρυθμίσεις που μας παρέχουν το στήριγμα να αποφανθούμε υπέρ του
επιτρεπτού αποκλεισμού της με δικονομική συμφωνία των μερών. Αυτό
περαιτέρω σημαίνει ότι η προσφυγή στην εμμάρτυρη απόδειξη σε δίκη
ορισθείσα να διεξαχθεί δι’ εγγράφων ιδρύει λόγο απόκρουσης της από το
δικαστήριο, το οποίο εφόσον επιτρέψει να διεξαχθεί καθιστά την απόφαση
του ακυρωτέα βάσει του προβλεπόμενου στο άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ
λόγου 1478 . Όσον αφορά την αντίστροφη περίπτωση του αποκλεισμού
χρησιμοποίησης στη δίκη έγγραφων αποδεικτικών μέσων, πέραν του ότι
αποτελεί μάλλον απίθανη περίπτωση στην πράξη, θα πρέπει να
αποκρουσθεί επί τη βάσει των ανωτέρω αναφερομένων, με δεδομένα τα
πλεονεκτήματα της έγγραφης απόδειξης τόσο από θέμα αποδεικτικής
αξίας όσο και υπό όρους επίσπευσης της δίκης και εξοικονόμησης
δικαστικής ενεργείας, δυνατός είναι πάντως ο αποκλεισμός της πλήρους
αποδεικτικής δύναμης των εγγράφων και η υπαγωγή τους στην ελεύθερη
εκτίμηση του δικαστηρίου1479, με αντίστοιχη αναβάθμιση των υπολοίπων
μέσων αποδείξεως.
Δικονομική σύμβαση αποτελεί και η συμφωνία διαιτητικής
πραγματογνωμοσύνης, βάσει της οποίας τα συμβαλλόμενα μέρη
αναθέτουν σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα να εξακριβώσουν, βάσει των
ειδικών γνώσεων που διαθέτουν, ορισμένα αμφισβητούμενα περιστατικά,

από την άλλη η διεξαγωγή της με πρωτοβουλία του δικαστή, καθώς και η ιδιόμορφη φύση της ως
μοναδικού σε ορισμένες περιπτώσεις μέσου αποκάλυψης της αληθείας. Μάλλον τα δυο τελευταία
κριτήρια βαρύνουν την πλάστιγγα υπέρ της αδυναμίας συμβατικού αποκλεισμού της εξέτασης
των διαδίκων. Βλ. για την εξέταση των διαδίκων και την άποψη του Γ. Ορφανίδη, Το επιτρεπτό
των αποδεικτικών συμβάσεων, σελ. 249 επ., ο οποίος πέραν των ανωτέρω επισημαίνει το
χαρακτήρα της εξέτασης των διαδίκων ως έσχατου μέσου ανευρέσεως της αληθείας και το μη
επιτρεπτό της πρόωρης αυτοστερήσεως δικονομικών δυνατοτήτων.
Ως προς τη (δικαστική και εξώδικη) ομολογία βλ. την ανωτέρω αναφερόμενη ΠολΠρΙωαν
100/2008, ΕφΑΔ 2008, σελ. 700, η οποία θεωρεί τον αποκλεισμό της άκυρο, με το σκεπτικό ότι
«η σχετική δικονομική συμφωνία θα πρέπει να κριθεί όταν ήδη έχει γίνει η ομολογία, οπότε το
πρόβλημα αλλάζει όψη, αφού δεν ερωτάται πλέον αν επιτρέπεται να γίνει ή να μην γίνει ομολογία,
αλλά αν η ήδη γενόμενη ομολογία έχει ή δεν έχει αποδεικτική δύναμη. Και είναι άκυρη η συμφωνία
που θα εμπόδιζε το δικαστή να εκτιμήσει τη γενόμενη ομολογία, επειδή η εκτίμηση των αποδείξεων
απόκειται κατά κανόνα στην ελεύθερη συνείδηση του δικαστή και κατ` εξαίρεση στο νόμο (340
ΚΠολΔ) αλλά ουδέποτε στη θέληση των διαδίκων».
1477 Βλ. τις ανωτέρω εξεταζόμενες ρυθμίσεις των άρθρων 393, 394§2 και 399-402 ΚΠολΔ, εκ των

οποίων η δεύτερη αναφέρεται άμεσα στην ύπαρξη δικονομικής συμφωνίας των μερών ως προς
την έγγραφη απόδειξη της μεταξύ τους δικαιοπραξίας, όπου χωρεί εμμάρτυρη απόδειξη μόνο στην
περίπτωση της τυχαίας απώλειας του συνταχθέντος συμφωνητικού.
1478 Βλ. τις σχετικές παραδοχές της ΑΠ 1253/2005, Δίκη 2006, σελ. 1029, η οποία πάντως δεν

αντιμετώπισε άμεσα το πρόβλημα, καθώς στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε η


ύπαρξης ανάλογης δικονομικής συμφωνίας.
1479 Βλ. Γ. Ορφανίδη, Το επιτρεπτό των αποδεικτικών συμβάσεων, σελ. 248.

311
χωρίς να επιλύουν άμεσα τη διαφορά όπως οι διαιτητές 1480 αλλά απλώς
αίροντας την αμφισβήτηση επί γεγονότων ουσιωδών για την έκβαση της
επίδικης έννομης σχέσης 1481 . Κατά κανόνα, η διαιτητική
πραγματογνωμοσύνη συμφωνείται ως αποκλειστικό αποδεικτικό μέσο για
τα κρίσιμα γεγονότα που αποτελούν το αντικείμενο της, υπό την έννοια ότι
το δικαστήριο (τακτικό ή διαιτητικό) που θα επιληφθεί της διαφοράς θα
πρέπει να θέσει ως βάση της κρίσης του το πόρισμα του διαιτητή
πραγματογνώμονα 1482 , κάτι που συνιστά απόκλιση από τον κανόνα του
άρθρου 340 ΚΠολΔ, θεωρούμενη πάντως γενικώς επιτρεπτή σύμφωνα με
την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (361 ΑΚ) 1483 . Το κύρος της
συμφωνίας διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης και η εντεύθεν παραγόμενη
δέσμευση, πέραν των γενικών όρων που ισχύουν για κάθε σύμβαση 1484 ,
εξαρτάται από το ανωτέρω αναφερόμενο κριτήριο της υπέρμετρης ή μη
δέσμευσης του δικαιώματος αποδείξεως 1485 , ενώ ως προς το ειδικότερο
ζήτημα του δικαστικού ελέγχου της διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης
υφίσταται μια θεωρητική διχογνωμία, με τη μία άποψη να τίθεται υπέρ της

1480 Βλ. την ΕφΘεσ 657/1990, Αρμ 1990, σελ. 624, όπου μεταξύ των διαδίκων είχε υπογραφεί
ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να καλλιεργεί μια
συγκεκριμένη ποικιλία αρωματικού φυτού και η εναγομένη να αγοράζει από αυτόν όλη την
παραγωγή. Ο τελευταίος όρος του συμφωνητικού προέβλεπε ότι «τυχόν διαφορά που μπορεί να
παρουσιαστεί μεταξύ των συμβαλλομένων λύνεται από τη Διεύθυνση Γεωργίας της έδρας του
δευτέρου των συμβαλλομένων (εναγομένης), η γνωμοδότηση της οποίας θα είναι υποχρεωτική και
για τους δύο συμβαλλομένους», με το δικαστήριο να αποφαίνεται ότι δι’ αυτού δε συμφωνήθηκε η
διαιτητική επίλυση της διαφοράς αλλά η διεξαγωγή διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης από τα
όργανα της Διευθύνσεως Γεωργίας, που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ως προς τα
αμφισβητούμενα περιστατικά, δηλαδή την ποιότητα της πωλούμενης μέντας.
1481 Κατά την ΑΠ 1271/1995, Δίκη 1997, σελ. 782, «η συμφωνία διαιτητικής
πραγματογνωμοσύνης, που είναι έγκυρη κατά το άρθρο 361 του ΑΚ, έχει ως αντικείμενο την
παραγωγή αποδεικτικού μέσου επί πραγματικών γεγονότων εχόντων ουσιώδη επιρροή στην
έκβαση της δίκης επί ορισμένης διαφοράς ιδιωτικού δικαίου».
1482 Βλ. τη σχετική διαπίστωση της ΕφΑθ 2471/2006, ΔΕΕ 2006, σελ. 1294, κατά την οποία ο

γενόμενος εκ μέρους των διαιτητών πραγματογνωμόνων προσδιορισμός «πρόκειται να


αποτελέσει το πραγματικό υλικό της δικαστικής ή διαιτητικής αποφάσεως, δεδομένου ότι το
δικαστήριο ή οι διαιτητές που θα επιληφθούν της υπόθεσης θα θέσουν ως βάση της δικαστικής ή
διαιτητικής κρίσης τους την εκτίμηση των διαιτητών πραγματογνωμόνων».
1483 Βλ. την ΑΠ 1271/1995, Δίκη 1997, σελ. 782, καθώς και την άποψη του Στ. Κουσούλη, Περί

της διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης, ΧρΙΔ 2007, σελ. 483, κατά την οποία, από τη στιγμή που
οι διάδικοι μπορούν να δεσμεύσουν το δικαστήριο με την ομολογία επιζήμιων γι’ αυτούς
γεγονότων (352§1 ΚΠολΔ), μπορούν να το πράξουν και συμφωνώντας να μην αμφισβητήσουν
την κρίση, επωφελή ή επιβλαβή γι’ αυτούς, του διαιτητή πραγματογνώμονα.
1484 Βλ. την ΠολΠρΑθ 3217/2015, Αρμ 2016, σελ. 89, όπου το δικαστήριο απέρριψε την

προβαλλόμενη από την ασφαλιστική εταιρεία ένσταση περί συνομολόγησης συμφωνίας


διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης, καθώς διαπίστωσε ότι από το ασφαλιστήριο έλειπε η
υπογραφή της λήπτριας της ασφάλισης. Σύμφωνα με την ΕφΑθ 3259/1999, ΕΕμπΔ 2000, σελ.
760, πάντως, «με την ανεπιφύλακτη συμμετοχή των μερών στη διαδικασία διεξαγωγής της
πραγματογνωμοσύνης θεραπεύεται, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 869 εδ. 2 ΚΠολΔ, η έλλειψη
εγγράφου τύπου».
1485 Βλ. και Φ. Δωρή, Δικαστικός έλεγχος διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης, ΝοΒ 1998, σελ. 1020-

1027, ο οποίος, πέραν των ουσιαστικών διατάξεων που μπορούν να εφαρμοστούν επί του
προκειμένου, προτείνει από δικονομικής απόψεως την αξιοποίηση του άρθρου 116 ΚΠολΔ, τόσο
σε επίπεδο αναζήτησης του περιεχόμενου της σύμβασης όσο και σε επίπεδο άμεσου ελέγχου
αυτής.

312
αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 371 ΑΚ 1486 και την άλλη υπέρ της
αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 897 ΚΠολΔ1487, με αξιολογικό πάντως
κριτήριο και στις δυο περιπτώσεις τη δίκαιη κρίση του πραγματογνώμονα,
δηλαδή την αποφυγή αυθαίρετης και μεροληπτικής συμπεριφοράς εκ
μέρους του1488. Ανεξάρτητα από τα ειδικότερα αυτά ζητήματα, στα οποία
δε θα υπεισέλθουμε, οφείλουμε για τις ανάγκες της παρούσης να
διαπιστώσουμε ότι η συνομολόγηση σύμβασης διαιτητικής
πραγματογνωμοσύνης, όπως και οι υπόλοιπες αποδεικτικές συμβάσεις,
μας απομακρύνει από το πρότυπο της προφορικής διεξαγωγής, από τη
στιγμή που το εκδιδόμενο πόρισμα, ενόψει του ειδικού χαρακτήρα των
εξεταζόμενων θεμάτων και των επιστημονικών γνώσεων που απαιτούνται
για την εξακρίβωση τους1489, εκ των πραγμάτων θα παρέχεται σε έγγραφη
μορφή, συνοδευόμενο από τα έγγραφα που βοήθησαν τον
πραγματογνώμονα στο σχηματισμό της κρίσης τους, αποκλειομένων
ούτως των προφορικών μαρτυριών που δε θα έχουν να προσθέσουν κάτι
το ουσιαστικό.

1486 Την άποψη αυτή φαίνεται να ενστερνίζεται και η νομολογία αν κρίνουμε από τις παραδοχές
των ΕφΑθ 2471/2006, ΔΕΕ 2006, σελ. 1294, και ΑΠ 957/1997, ΝοΒ 1998, σελ. 956. Κατά την
τελευταία, «οι διαιτητές πραγματογνώμονες, ως τρίτοι, προσδιορίζουν εμμέσως την παροχή κατά
τρόπο αποφασιστικό…, εφ’ όσον η κρίση του διαιτητή πραγματογνώμονα προσβάλλεται ως
προφανώς άδικη ή μεροληπτική, συγχωρείται προσφυγή στο δικαστήριο για τον κατ` άρθρο 371 ΑΚ
προσδιορισμό της παροχής».
1487 Βλ. Γ. Βερβενιώτη, Διαιτητική πραγματογνωμοσύνη, σελ. 233 επ.
1488 Βλ. πάντως την ΕφΑθ 2471/2006, ΔΕΕ 2006, σελ. 1294, που αναφέρει ότι το δικαστικό

πόρισμα των διαιτητών πραγματογνωμόνων, εκτός από την περίπτωση της προφανούς
ανακρίβειας, είναι δεσμευτικό για το δικαστήριο, επεκτείνοντας το δικαστικό έλεγχο και επί των
πραγματικών παραδοχών του πραγματογνώμονα.
1489 Βλ. ενδεικτικώς την ΠολΠρΘεσ 4057/2007, ΕφΑΔ 2008, σελ. 1255, όπου επί σύμβασης

πωλήσεως μετοχών εταιρείας τα μέρη απέβλεψαν στον καθορισμό της αξίας του μετοχικού
κεφαλαίου σε ανεξάρτητο ορκωτό λογιστή, οποίος στο πλαίσιο της ανατεθείσης εις αυτόν
εργασίας θα έπρεπε επί τη βάσει της καταγραφής του ενεργητικού και του παθητικού της
εταιρείας να διαπιστώσει την καθαρή θέσης αυτής και εντεύθεν το ύψος του οφειλόμενου
τιμήματος.
Συνηθισμένη είναι η ρήτρα διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης και σε ασφαλιστήρια συμβόλαια,
αναφορικά με το ύψος της επερχόμενης ζημίας στα ασφαλισμένα πράγματα ή εγκαταστάσεις,
οπότε αναγκαστικά θα πρέπει να χωρήσει υπολογισμός της αξίας τους και του ύψους της ζημίας
από οικονομικό εμπειρογνώμονα. Βλ. το σχετικό παράδειγμα της ΑΠ 1271/1995, Δίκη 1997, σελ.
782.

313
Ε. Τα ισχύοντα επί ενδίκων μέσων
α. Εισαγωγικά
Όπως αναφέραμε και παραπάνω,
μετά τη διεξαγωγή της συζήτησης και
μέχρι την έκδοση της απόφασης το
μόνο που μεσολαβεί είναι το στάδιο της
διασκέψεως, ενώ δεν είναι επιτρεπτή
καμία διαδικαστική πράξη εκ μέρους
των διαδίκων, ακόμα και στην
περίπτωση συνδρομής τινός εκ των
αναφερομένων στο άρθρο 286 ΚΠολΔ
λόγων διακοπής της δίκης, εφόσον δεν
υπάρχει στάδιο εφαρμογής των
αντίστοιχων διατάξεων 1490 . Αυτό
σημαίνει ότι η απόφαση νόμιμα
εκδίδεται και στο όνομα θανόντος, Σατιρική απεικόνιση της συχνότητας των λαθών
πτωχού κτλ., εξαίρεση πάντως γίνεται των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και της
αντίστοιχης επιβάρυνσης των ανώτερων
δεκτή επί των γαμικών διαφορών και δικαστηρίων
των διαφορών από τις σχέσεις γονέων
και τέκνων (591§1 και 2 ΚΠολΔ), όπου με βάση το άρθρο 596 ΚΠολΔ επί
θανάτου διαδίκου η δίκη καταργείται, εφόσον εκλείπει η ουσιαστική
έννομη σχέση επί της οποίας ερείδεται η διαφορά. Στην περίπτωση αυτή το
δικαστήριο, εφόσον με κάποιο τρόπο γνωστοποιείται προς αυτό ή άλλως
πληροφορείται το γεγονός του θανάτου, υποχρεούται να διατάξει την
επανάληψη της συζητήσεως, ώστε με επιμέλεια των ενδιαφερόμενων να
προσκομισθούν οι αναγκαίες αποδείξεις και να καταργηθεί και τυπικά η
δίκη1491. Από εκεί και πέρα, η εκδιδόμενη απόφαση είναι φυσικά έγγραφη,

1490 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 85/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, κατά την οποία «σε
περίπτωση που ο διάδικος αποβιώσει μετά το πέρας της προφορικής συζήτησης μετά την οποία
εκδίδεται η οριστική απόφαση ή πολύ περισσότερο μετά την έκδοση της τελευταίας, όταν δηλαδή
δεν υφίσταται πλέον εκκρεμής δικαστικός αγών, δεν υπάρχει στάδιο εφαρμογής των διατάξεων περί
διακοπής της δίκης».
1491 Το ζήτημα αυτό είχε απασχολήσει τον Άρειο Πάγο σε υπόθεση αγωγής διαζυγίου, όπου μετά

τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης επήλθε ο θάνατος του συζύγου, με την αντίδικο να καταθέτει
στη γραμματεία του δικαστηρίου τη ληξιαρχική πράξη θανάτου. Το τμήμα ενώπιον του οποίου
εκκρεμούσε η υπόθεση διχάστηκε (ΑΠ 1475/1982, ΝοΒ 1982, σελ. 1193), με την πλειοψηφία να
θεωρεί παρέλκουσα την εξέταση της αναιρετικής αιτήσεως ως άνευ αντικειμένου και τη
μειοψηφία (2 μελών) να επισημαίνει ότι η κατάργηση της δίκης δεν χωρεί αυτοδικαίως, εφόσον η
εφαρμογή του άρθρου 604 (νυν 596) ΚΠολΔ προϋποθέτει στάση της δίκης στο οποίο θα
προβληθεί το καταργητικό γεγονός. Σύμφωνα με την άποψη της μειοψηφίας, «αντίθετος εκδοχή
άγει προδήλως εις παραβϊασιν των οικονομικώς παραδεδεγμένων και ρυθμιζόμενων πράξεων των
διαδίκων και του δικαστηρίου εν τω ακροατηρίω και εκτός αυτού, ως επί το πολύ δε και των
θεμελιωδών δικονομικών κανόνων της δημοσιότητος των συνεδριάσεων και της προφορικής
διεξαγωγής της δίκης, περί ων τα άρθρα 113 και 115 ΚΠολΔ διαγορεύουσι, μηδεμιάς δικαστικής
ενεργείας του διαδίκου συγχωρουμένης δια δικονομικού κανόνος από του χρόνου περατώσεως της
συζητήσεως άχρι του εκ των προτέρων αγνώστου, ως εικός, τοιούτου διασκέψεως και πέραν αυτού
δημοσιεύσεως της αποφάσεως του δικαστηρίου».
Τελικά το ζήτημα παρεπέμφθη στην Ολομέλεια, η οποία με την ΟλΑΠ 653/1984, ΝοΒ 1985, σελ.
69, δέχθηκε πως στην περίπτωση αυτή η έννομη σχέση της δίκης που δημιουργήθηκε με την
αγωγή διαζυγίου έχει καταργηθεί, «δυναμένου απλώς του Δικαστηρίου να αποφανθή

314
με το προβλεπόμενο στο άρθρο 305 ΚΠολΔ περιεχόμενο 1492 και τις
προβλεπόμενες στο άρθρο 306 ΚΠολΔ υπογραφές του δικαστή και του
γραμματέως, αποτελεί δε έναντι πάντων πλήρη αναφορικά με την
εμφάνιση και την εκπροσώπηση των διαδίκων, την προφορική υποβολή
στο ακροατήριο ισχυρισμών και αιτήσεων, καθώς και για τη γνώμη που
έχει εκφέρει το δικαστήριο (312§1 ΚΠολΔ)1493.
Ο έλεγχος της εκδοθείσης αποφάσεως δι’ ενδίκου μέσου ξεκινάει με την
κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που
έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, τη σύνταξη έκθεσης για την
κατάθεση 1494 και την καταχώρηση αυτής στο σχετικό βιβλίο (496
ΚΠολΔ)1495, χωρίς να υφίσταται πλέον η δυνατότητα προφορικής άσκησης

κατηργημένην την δίκην, αφού ήδη από του θανάτου και λόγω τούτου έχει επέλθει η λύσις του
γάμου και δεν νοείται μετά ταύτην δια διαζυγίου λύσις του».
Βλ. σχετικώς και τη νεότερη ΠολΠρΑθ 6198/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος,
που σε παρόμοια περίπτωση, κατά την οποία ο εναγόμενος με αγωγή διαζυγίου σύζυγος είχε
αποβιώσει μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο και η σύζυγος του είχε προσκομίσει στην
εισηγήτρια της υπόθεσης τη σχετική ληξιαρχική πράξη θανάτου, το δικαστήριο απεφάσισε την
επανάληψη της συζήτησης σύμφωνα με το άρθρο 254 ΚΠολΔ ώστε «να προσκομισθεί νομότυπα
από την ενάγουσα το εν λόγω αποδεικτικό μέσο, που ασκεί ουσιώδη επιρροή για την ασφαλή
διάγνωση της συγκεκριμένης υπόθεσης, καθότι στην παρούσα διαφορά σε περίπτωση θανάτου ενός
των διαδίκων επέρχεται κατάργηση της δίκης».
1492 Σύμφωνα με το άρθρο 305 ΚΠολΔ, το πρωτότυπο της απόφασης πρέπει να αναφέρει:

1) τη σύνθεση του δικαστηρίου και, αν πρόκειται για πολυμελή δικαστήρια, το όνομα του
εισηγητή δικαστή,
2) το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο, την κατοικία, τη διεύθυνση και τον αριθμό φορολογικού
μητρώου των διαδίκων και των νόμιμων αντιπροσώπων και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα
την επωνυμία τους, τη διεύθυνση της έδρας τους και τον αριθμό φορολογικού μητρώου τους και
αναφέρεται αν αυτοί έχουν παραστεί και αν υπέβαλαν προτάσεις,
3) το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο, την κατοικία και τη διεύθυνση των δικαστικών
πληρεξουσίων τους,
4) σύντομη περίληψη του αντικειμένου και της πορείας της δίκης,
5) το αιτιολογικό και το διατακτικό της απόφασης και
6) ότι η απόφαση δημοσιεύθηκε.
1493 Βλ. και την ΑΠ 227/1989, ΕΕΝ 1990, σελ. 53, κατά την οποία δικαστική απόφαση

προσκομιζόμενη ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρχής αποτελεί πλήρη απόδειξη για την ύπαρξη ή
την ανυπαρξία της έννομης σχέσης που απετέλεσε το αντικείμενο της δίκης. Στο πλαίσιο των
εκτελεστικών δικών, η δικαστική απόφαση «αποδεικνύει πλήρως τη βεβαιούμενη απαίτηση, για
την οποία η εκτέλεση, όχι μόνο έναντι του οφειλέτη, αλλά και των στις δίκες αυτές συμμετεχόντων
τρίτων, όπως, επί πλειστηριασμού, των αναγγελθέντων σ’ αυτόν δανειστών, για τους οποίους δεν
γεννάται ζήτημα επεκτάσεως του από την απόφαση αυτή δεδικασμένου».
1494 Βλ. τη ρύθμιση του άρθρου 495§1 και 2 ΚΠολΔ. Επί αναιρέσεως, εφόσον δι’ αυτής

προσβάλλονται οι αποφάσεις του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η


κατάθεση του αναιρετηρίου γίνεται σε καθένα τα δικαστήρια αυτά (566§2 ΚΠολΔ).
1495 Εφόσον δε συνταχθεί έκθεση για την κατάθεση του ένδικου μέσου και ακολούθως δεν

καταχωρισθεί στο σχετικό βιβλίο, το ένδικο μέσο είναι όχι απλώς άκυρο αλλά δικονομικώς
ανυπόστατο και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1509/2006,
Τράπεζα Νομικών πληροφοριών Νόμος, που διαπίστωσε ότι για την κατάθεση της ανακοπής
ερημοδικίας (σε βάρος αποφάσεως μονομελούς πρωτοδικείου) είχε συνταχθεί, αντί για έκθεση
κατάθεσης ένδικου μέσου, έκθεση κατάθεσης δικογράφου, όπως επί αγωγής, η οποία ακολούθως
δεν καταχωρίσθηκε στο βιβλίο ενδίκων μέσων. Επί τη βάσει των ανωτέρω, ο Άρειος Πάγος έκρινε
ότι η απόρριψη της ανακοπής ερημοδικίας ως απαράδεκτης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο
λόγω του ανυπόστατου αυτής δεν εμπόδιζε την άσκηση νέας παραδεκτής ανακοπής κατά της
ερήμην αποφάσεως, προχωρώντας σε αναίρεση της εφετειακής αποφάσεως που είχε δεχθεί τα
αντίθετα.

315
ανακοπής ερημοδικίας και αναψηλάφησης κατά απόφασης ειρηνοδικείου,
που προβλεπόταν στην καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 495§3 ΚΠολΔ.
Στην συντασσόμενη έκθεση ο γραμματέας επισυνάπτει το προβλεπόμενο
παράβολο 1496 και την καταχωρίζει στο κατά το άρθρο 496§1 ΚΠολΔ
τηρούμενο βιβλίο, ενώ το πρωτότυπο του ενδίκου μέσου παραμένει στο
αρχείο του δικαστηρίου (497 ΚΠολΔ). Η συζήτηση προσδιορίζεται με
φροντίδα του επιμελέστερου διαδίκου, ο οποίος, προσκομίζοντας
αντίγραφο του ενδίκου μέσου και της προσβαλλόμενης απόφασης στη
γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο αυτό απευθύνεται, ζητάει τον
ορισμό δικασίμου, γνωστοποιώντας αυτήν στον αντίδικο με την
επιδιδόμενη κλήση (498§1 ΚΠολΔ)1497.
β. Ανακοπή ερημοδικίας
Ως προς τα κατ’ ιδίαν ένδικα μέσα, κατά τη σειρά που ρυθμίζονται στον
ΚΠολΔ, θα αναφερθούμε αρχικά στην ανακοπή ερημοδικίας, το πεδίο
εφαρμογής της οποίας περιορίζεται δραστικά στο πλαίσιο της πρόσφατης
τροποποίησης, εφόσον στην τακτική διαδικασία φαίνεται να
καταλείπονται πλέον ελάχιστα περιθώρια για την ευδοκίμηση της, ενόψει
της κατάργησης της κλήτευσης με σημείο αναφοράς τη δικάσιμο και της
έγγραφης διεξαγωγής της συζήτησης. Πιο συγκεκριμένα, η άσκηση
ανακοπής ερημοδικίας επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 501 ΚΠολΔ όταν
ο ερημοδικασθείς δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή
εμπρόθεσμα ή συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας, απαρίθμηση που είναι
μάλιστα περιοριστική ώστε περιστατικά μη υπαγόμενα στις ανωτέρω
κατηγορίες να μη δύνανται να στηρίξουν λόγο ανακοπής 1498 . Εκ των
ανωτέρω περιπτώσεων, όμως, η σημαντικότερη και συχνότερα
προβαλλόμενη στην πράξη ως λόγος ανακοπής ανωτέρω βία είναι
εξαιρετικά δύσκολο να θεμελιωθεί υπό το φως της νέας ρύθμισης, εφόσον
στην έννοια αυτή εμπίπτουν όλως έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά,
τα οποία δεν είναι δυνατόν να προληφθούν ή να αντιμετωπιστούν από το
διάδικο, ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης 1499 ,
προϋποθέσεις που είναι μάλλον απίθανο να γίνουν δεκτές από το
δικαστήριο στη νέα τακτική διαδικασία λόγω της μακράς προθεσμίας που
έχουν πλέον στη διάθεση τους οι δυο πλευρές για να προετοιμάσουν την
κατάθεση των προτάσεων τους (100 ημερών ο ενάγων και 70-100 ημερών
ο εναγόμενος), οπότε και τα συνήθως προβαλλόμενα περιστατικά, π.χ. μια
αιφνίδια βαριά ασθένεια του διαδίκου ή του δικηγόρου, μια απουσία στο

1496 Βλ. το άρθρο 495§3 ΚΠολΔ για τα παράβολα έφεσης, αναίρεσης και αναψηλάφησης (ύψους
200, 300 και 400 ευρώ αντιστοίχως) και το άρθρο 505§2 για το παράβολο της ανακοπής
ερημοδικίας (ύψους 88-290 ευρώ).
1497 Η προθεσμία κλητεύσεως είναι σύμφωνα με το άρθρο 498§2 ΚΠολΔ τριάντα ημέρες πριν από

τη συζήτηση.
1498 Βλ. και Β. Χατζηϊωάννου, Επίκαιρα ζητήματα της ανακοπής ερημοδικίας, ΝοΒ 2013, σελ. 1442,

με παραπομπές στη νομολογία.


1499 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1537/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος.

316
εξωτερικό, η αλλαγή δικηγόρου κτλ. δύσκολα θα αρκέσουν, θεωρούμενα ως
αντιμετωπίσιμα από το δικαστήριο1500.
Στις οριακές πάντως περιπτώσεις όπου συντρέχει λόγος άσκησης
ανακοπής ερημοδικίας, π.χ. επί κλητεύσεως του διαμένοντος στο εξωτερικό
διαδίκου ως αγνώστου διαμονής ή επί εξαπάτησης εκ μέρους του
αντιδίκου, ο οποίος διαβεβαίωσε τον ανακόπτοντα ότι δεν πρόκειται να
καταθέσει προτάσεις, με σκοπό να ματαιωθεί η συζήτηση 1501, ανακύπτει
θέμα σχετικά με την ακολουθητέα διαδικασία, καθώς ο ΚΠολΔ δεν
περιλαμβάνει ειδική ρύθμιση. Το ερώτημα εν προκειμένω είναι αν θα
ακολουθηθεί η οδός του άρθρου 498 ΚΠολΔ, οπότε θα γίνει ορισμός
δικασίμου και ακολούθως κλήτευση με σημείο αναφοράς την οριζόμενη
ημερομηνία, κατά την οποία θα διεξαχθεί αρχικά η συζήτηση επί του
παραδεκτού και του βάσιμου της ανακοπής ερημοδικίας και, εφόσον αυτή
κριθεί βάσιμη, η εκ νέου συζήτηση της αγωγής, βάσει των προτάσεων των
μερών, αναφερομένων τόσο στην ανακοπή ερημοδικίας όσο και στην
αγωγή, ή αν, αντιθέτως, θα εφαρμοσθεί το άρθρο 226§2 εδ. β ΚΠολΔ, οπότε
θα ορισθεί προθεσμία 100 ημερών για την κατάθεση των προτάσεων των
δυο πλευρών, όπως ακριβώς θα συνέβαινε και για την εκδίκαση μόνης της
αγωγής. Από τη στιγμή που, σύμφωνα με τα πορίσματα της θεωρίας1502, με
την ανακοπή ερημοδικίας δεν ανοίγει νέα δίκη, αλλά συνεχίζεται η παλαιά,
με τη διεξαγωγή νέας συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου,
ενώ εκδίδεται ενιαία απόφαση τόσο επί της ανακοπής όσο και για την
ουσία της διαφοράς 1503 , θεωρώ πως για τη διενεργούμενη συζήτηση θα
πρέπει να τηρηθούν οι σχετικοί κανόνες, δηλαδή εν προκειμένω ο νέος
τρόπος διεξαγωγής, έστω και αν αυτή στη μεγάλη πλειοψηφία των
περιπτώσεων θα περιορισθεί στην απόρριψη της ανακοπής και δε θα
προχωρήσει στην ουσία. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις όπου επιτρέπεται η

1500 Τη θέση του ανακόπτοντος δυσχεραίνει, εξάλλου, σε κάθε περίπτωση η παραδοχή των
δικαστηρίων μας ότι το πταίσμα του δικηγόρου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του δε
συνιστά ανώτερη βία αλλά καταλογίζεται στο διάδικο. Βλ. ενδεικτικώς την περίπτωση της ΑΠ
774/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου ο πληρεξούσιος δικηγόρος δεν
εμφανίσθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της έφεσης παρά τη σχετική διαβεβαίωση που
είχε παράσχει στο διάδικο, με το δικαστήριο να αποφαίνεται ότι «η απουσία του πληρεξουσίου
δικηγόρου από πρόθεση, οφείλεται σε συμπεριφορά του αντίθετη με εκείνη που επιβάλλει το
λειτούργημα του, η οποία δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ότι υπάγεται σε εκείνα από
τα οποία δημιουργείται κατάσταση ανώτερης βίας».
1501 Παραδείγματα ειλημμένα από την ανωτέρω μνημονευόμενη μελέτη του Β. Χατζηϊωάννου,

Επίκαιρα ζητήματα της ανακοπής ερημοδικίας, ΝοΒ 2013, σελ. 1425-1459.


1502 Βλ. Κ. Κεραμέα / Δ. Κονδύλη / Ν. Νίκα, Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος I,

σελ. 897.
1503 Βλ. Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, τόμος III, σελ. 106. Βλ. και την ΕφΑθ 2931/2007, ΕφΑΔ 2008,

σελ. 709, κατά την οποία, βάσει της διάταξης του άρθρου 509 ΚΠολΔ και με στόχο την ταχύτητα
στην απονομή της δικαιοσύνης, «το δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του
λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση με την οποία θα κρίνει και το τύποις
παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση, για τη διαμόρφωση της
οποίας δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων», ενώ «το ελάττωμα της
κλητεύσεως ή η ύπαρξη του περιστατικού ανώτερης βίας, που προκάλεσαν την ερημοδικία του
ανακόπτοντος, θα διαγνωσθούν με βάση τα στοιχεία που επικαλούνται και προσκομίζουν
προαποδεικτικώς οι διάδικοι».

317
άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, δηλαδή κατά των ερήμην αποφάσεων
μικροδιαφορών, ειδικών διαδικασιών, έφεσης και αναψηλάφησης 1504 , η
συζήτηση θα ορισθεί με βάση το άρθρο 498 ΚΠολΔ και θα διεξαχθεί
ανάλογα με τους ισχύοντες ενώπιον του οικείου δικαστηρίου κανόνες, θα
έχουμε δηλαδή προφορική συζήτηση επί πρωτοβάθμιας εκδίκασης της
διαφοράς και έγγραφη επί έφεσης ή αναψηλάφησης, με τις προτάσεις να
κατατίθενται επί της έδρας σε κάθε περίπτωση, και διεξαγωγή αποδείξεων
στο ακροατήριο.
Σε κάθε περίπτωση, επί απουσίας ή μη νόμιμης παράστασης του
ανακόπτοντος (π.χ. όταν παρίσταται άνευ δικηγόρου ή όταν δεν καταθέτει
προτάσεις) και στη νέα συζήτηση, το δικαστήριο ενεργεί σύμφωνα με το
άρθρο 507 ΚΠολΔ και κατά κανόνα απορρίπτει την ανακοπή ως
ανυποστήρικτη 1505 , ακόμη και επί απουσίας του καθ’ ου η ανακοπή, με
εξαίρεση την περίπτωση επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο,
οπότε οφείλει να ελέγξει αν ο ανακόπτων έχει κλητευθεί νόμιμα και
εμπρόθεσμα, απορρίπτοντας την ανακοπή επί αδικαιολόγητης απουσίας
και κηρύσσοντας τη συζήτηση απαράδεκτη στις λοιπές περιπτώσεις 1506 .
Στην αντίστροφη περίπτωση της απουσίας του καθ’ ου η ανακοπή, το
δικαστήριο εξετάζει αρχικά το νόμιμο και το εμπρόθεσμο της κλήτευσης
και εν συνεχεία το παραδεκτό και το βάσιμο της ανακοπής ερημοδικίας και,
εφόσον οι ανωτέρω προϋποθέσεις πληρούνται 1507 , εξαφανίζει την
προσβαλλόμενη απόφαση και προχωρεί στην ουσιαστική εξέταση της
διαφοράς, χωρίς να δημιουργείται σε βάρος του ερημοδικαζόμενου
τεκμήριο ομολογίας των ισχυρισμών του ανακόπτοντος, καθώς γι’ αυτόν
δεν είναι η πρώτη συζήτηση, κάτι που σημαίνει ότι ισχύουν οι
προβληθέντες κατά την αρχική συζήτηση, προφορικώς ή εγγράφως,
ισχυρισμοί και λαμβάνονται υπ’ όψιν οι κατατεθείσες εκ μέρους του
προτάσεις1508.

1504 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε ανακοπή ερημοδικίας δεν υπόκεινται οι αποφάσεις των
πιστωτικών τίτλων (622Β§4 ΚΠολΔ), των ασφαλιστικών μέτρων (699 ΚΠολΔ), του πρώτου
βαθμού της εκουσίας (επιχείρημα εκ του άρθρου 764§3 ΚΠολΔ), του Αρείου Πάγου (576§4
ΚΠολΔ), των δικών περί την εκτέλεση (937§1β ΚΠολΔ), καθώς οι εκδιδόμενες επί αίτησης
διόρθωσης ή ερμηνείας αποφάσεως (319 ΚΠολΔ).
1505 Βλ. την ΜονΠρΘεσ 2995/2011, ΝοΒ 2012, σελ. 1453, όπου η πληρεξούσια δικηγόρος του

ανακόπτοντος παρεστάθη μόνο για την υποβολή αιτήματος αναβολής και εν συνεχεία αποχώρησε
χωρίς να λάβει μέρος στη συζήτηση, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να απορρίψει την ανακοπή
ερημοδικίας.
Βλ. πάντως και την ΕφΠειρ 426/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία
αντιμετώπισε περίπτωση επίσπευσης της συζήτησης για λογαριασμό του ανακόπτοντος από
δικηγόρο μη αποδεικνύοντα την παροχή πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο του, κηρύσσοντας για
το λόγο αυτό απαράδεκτη τη συζήτηση της ανακοπής ερημοδικίας.
1506 Βλ. το άρθρο 507§2 ΚΠολΔ, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 271 ΚΠολΔ.
1507 Εφόσον το δικαστήριο διαπιστώσει παρατυπίες στην κλήτευση, κηρύσσει τη συζήτηση της

ανακοπής απαράδεκτη.
1508 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΑθ 3215/1977, ΝοΒ 1977, σελ. 761, όπου το πρωτοβάθμιο

δικαστήριο, κατόπιν παραδοχής της ανακοπής ερημοδικίας του εναγομένου-αντενάγοντος,


προχώρησε σε αποδοχή της ανταγωγής, συνάγοντας σε βάρος της απουσιάζουσας από την
εκδίκαση της ανακοπής ενάγουσας-αντεναγομένης-καθ’ ης η ανακοπή τεκμήριο ομολογίας βάσει
του άρθρου 271 ΚΠολΔ. Το Εφετείο, διαπιστώνοντας ότι «η νέα εκδίκασις της ουσίας της

318
γ. Έφεση
Επί εφέσεως, η δίκη διεξάγεται εντός του προσδιοριζόμενου από το
εφετήριο, τους πρόσθετους λόγους και την τυχόν κατατιθέμενη αντέφεση
πλαισίου (522-523 ΚΠολΔ). Τα ανωτέρω δικόγραφα, σε συμφωνία προς
την αρχή της τηρήσεως προδικασίας, περιέχουν κατά τρόπο
αποκλειστικό 1509 τους λόγους εφέσεως 1510 και κοινοποιούνται στον
αντίδικο τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από τη συζήτηση, βάσει των
ειδικότερων προβλέψεων των άρθρων 498§2, 520§2 και 523§2 ΚΠολΔ,
προς αποφυγήν αιφνιδιασμού και για την παροχή δυνατότητας
προετοιμασίας της υπεράσπισης 1511 . Η διεξαγόμενη ενώπιον του
δευτεροβάθμιου δικαστηρίου διαδικασία έχει έντονα έγγραφο χαρακτήρα,
με τη διαφορά να αποφασίζεται, εκτός περιορισμένων εξαιρέσεων, βάσει
των εγγράφων που προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων
περιλαμβάνονται και τα διαδικαστικά έγγραφα του πρώτου βαθμού,
δηλαδή οι κατατεθειμένες προτάσεις, τα τηρηθέντα πρακτικά και φυσικά
η προσβαλλόμενη απόφαση. Μέσω των εγγράφων αυτών διασφαλίζεται η
εποπτεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου επί της εκτυλιχθείσης
πρωτοδίκως διαδικασίας και επί της ορθότητας των πορισμάτων της, ώστε
να μην απαιτείται η ενώπιον αυτού επανάληψη της προφορικής
συζητήσεως, σε συμφωνία και προς το σκοπό της εφέσεως κατά το παρ’
ημίν δίκαιο ως ενδίκου μέσου αποβλέποντος πρωταρχικά στη διόρθωση
των σφαλμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης δια της εξακολούθησης
της πρωτοβάθμιας συζήτησης και όχι στην εξ υπαρχής διεξαγωγή της
συζήτησης1512, υπό την έννοια της απεριόριστης δυνατότητας επικλήσεως

υποθέσεως δεν ήτο η πρώτη για τον καθ’ ου η ανακοπή», ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση
και έταξε αποδείξεις ως προς τα αναφερόμενα στην ανταγωγή περιστατικά.
1509 Με την εξαίρεση της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου, σύμφωνα με το άρθρο 764§1 ΚΠολΔ, οι

πρόσθετοι λόγοι και η αντέφεση δύνανται να ασκηθούν και με τις προτάσεις.


1510 Σύμφωνα με τον Ε. Ρίκο, Νέαι αποδείξεις κατ’ έφεσιν, ΕλλΔνη 1987, σελ. 6, «ο λόγος εφέσεως

συνίσταται εννοιολογικώς είτε εις την επαναφορά ή απόκρουσιν ενός πρωτοδίκως κριθέντος
ισχυρισμού, προκειμένου να κριθή διαφόρως εις τον δεύτερον βαθμόν, εν όλω ή εν μέρει, είτε εις την
υποβολήν ενός νέου ισχυρισμού (κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ) πρόσφορου να αγάγη εις μεταβολήν της
πρωτοδίκου κρίσεως εν όλω ή εν μέρει».
Οι λόγοι της έφεσης δεν προβλέπονται περιοριστικά από το νομοθέτη όπως επί αναιρέσεως, με
αποτέλεσμα ως παράπονο να δύναται να προταθεί κάθε νομικό ή πραγματικό σφάλμα του
πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (παραβάσεις δικονομικών ορισμών, εσφαλμένη ερμηνεία ή
εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, εγκατάλειψη αίτησης
αδίκαστης κτλ.) ή ακόμα και του ίδιου του διαδίκου, ο οποίος π.χ. απουσίασε αδικαιολόγητα από
την πρωτόδικη δίκη. Βλ. αναλυτικά Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ (εκδ. 2009), §540, σελ.
225 επ.
1511 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 88/2011, ΝοΒ 2011, σελ. 1302, η οποία έκρινε απαράδεκτο τον κατά

το άρθρο 393 ΑΚ ισχυρισμό των εναγόντων (εργολάβων) περί ανισχύρου ως υπαναχώρησης από
τη σύμβαση εργολαβίας της κήρυξης εκ μέρους των οικοπεδούχων έκπτωτης της εργολήπτριας
εταιρείας (ένσταση την οποία είχαν επικαλεσθεί οι εναγόμενοι με τις προτάσεις της
πρωτοβάθμιας δίκης), για το λόγο ότι προβλήθηκε το πρώτον με τις προτάσεις ενώπιον του
Εφετείου και όχι, ως επιβάλλετο, με την έφεση ή το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων.
1512 Βλ. και Β. Σταματόπουλο, Η αυτεπάγγελτος εξουσία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, Δίκη

2008, μελέτη διαθέσιμη και στην ηλεκτρονική διεύθυνση


http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1479&mnu=3&id=24935, «η έφεση στο
ελληνικό δικονομικό σύστημα, κατ' αρχήν, δεν ανοίγει μια δεύτερη δίκη πάνω στο ίδιο αντικείμενο,
ως επανάληψη της πρωτοβάθμιας δίκης ab ovo, αλλά αντιθέτως, ελέγχει την εκκαλουμένη, επί τη

319
νέων πραγματικών ισχυρισμών 1513 . Για το λόγο αυτό, και υπό την
παραδοχή ότι η ακροαματική διαδικασία δε θα είχε να προσθέσει κάτι
ουσιαστικό στη συζήτηση, η δευτεροβάθμια δίκη είναι καταρχήν έγγραφη,
ακόμη και στις περιπτώσεις που στον πρώτο βαθμό ισχύει η
προφορικότητα, με τους πραγματικούς ισχυρισμούς να προτείνονται
υποχρεωτικά μέσω των προτάσεων, δια των οποίων γίνεται επίσης και η
επίκληση των αποδεικτικών μέσων των δυο πλευρών, και τις αμοιβαίες
αντικρούσεις να γίνονται με την προσθήκη, που κατατίθεται έως τη
δωδεκάτη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση (524§1
ΚΠολΔ).
Ως ρύθμιση της έγγραφης διεξαγωγής, στη δευτεροβάθμια δίκη
αναπτύσσει κατεξοχήν την ισχύ του το άρθρο 240 ΚΠολΔ, αναφερόμενο
στον τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών προταθέντων σε προηγούμενη
συζήτηση 1514 , κατά το οποίο για την παραδεκτή επανυποβολή και θέση
προς κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου των πρωτοδίκως
προβληθέντων ισχυρισμών, απαιτείται η προσαγωγή επικυρωμένου
αντιγράφου των κατατεθειμένων στον πρώτο βαθμό προτάσεων που τους
περιέχουν, συνοδευόμενη από (τη γενόμενη στις νέες προτάσεις) σύντομη
περίληψη και αναφορά των σελίδων όπου γίνεται η εξειδίκευση τους. Με
το πέρασμα του χρόνου, η στάση της νομολογίας επί του σημείου αυτού
δείχνει να έχει χαλαρώσει1515, καθώς για λόγους επιείκειας γίνεται δεκτή
και η αντιγραφή (copy-paste) και ενσωμάτωση στις προτάσεις της κατ’
έφεση δίκης του κειμένου των προτάσεων της αρχικής συζήτησης, εφόσον
το ενιαίο κείμενο καλύπτεται από την υπογραφή του συντάκτη τους1516, μη

βάσει του ίδιου κατ' αρχήν -νομικού και πραγματικού- υλικού, που είχε στη διάθεσή του και ο
πρωτοβάθμιος δικαστής».
1513 Για το χαρακτήρα της εφέσεως στην ελληνική δικονομία βλ. και Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία,

Ένδικα μέσα και ανακοπές, Βιβλίο Γ΄, Κεφ. Γ΄, http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=


1096&mnu=1&id=14221.
1514 Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν.δ. 958/1971, σκοπός του άρθρου 240 ΚΠολΔ είναι

«η αποτροπή της υπέρμετρης καταπονήσεως των δικαστών από την αναζήτηση αυτοτελών
πραγματικών ισχυρισμών ή αποδεικτικών μέσων μνημονευομένων σε επαναφερόμενες από
προηγούμενες συζητήσεις σχοινοτενείς και πολυσέλιδες προτάσεις των διαδίκων».
1515 Βλ. πάντως την ΑΠ 239/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία απέρριψε την

επαναφερόμενη (και μη ερευνηθείσα πρωτοδίκως ως επικουρική) ένσταση εκ του άρθρου 281


ΑΚ, κρίνοντας ότι δεν έγινε κατά τον οριζόμενο στο άρθρο 240 ΚΠολΔ τρόπο. Εν προκειμένω ο
αναιρεσείων είχε επικαλεσθεί επί λέξει στις προτάσεις που κατέθεσε στο Εφετείο ότι «με τις
παρούσες προτάσεις επαναφέρω παραδεκτά ενώπιον του δικαστηρίου τούτου τις προτάσεις μου
ενώπιον του πρωτοβαθμίως δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας…, τις οποίες με τις
ενστάσεις, ισχυρισμούς και πραγματικά περιστατικά που αναφέρουν ενσωματώνω στις παρούσες,
κατατιθέμενες ενώπιον του Δικαστηρίου σας (Εφετείου) προτάσεις μου, τις οποίες θεωρώ ένα σώμα
προς αυτές, τις επικαλούμαι λέξη προς λέξη έχουν, δε, ως αναφέρονται συνημμένες στο τέλος των
παρουσών προτάσεων μου (λόγω του όγκου των)».
1516 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 946/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου κρίθηκε

νόμιμη η επαναφορά στο Εφετείο του πρωτοδίκως προβληθέντος ισχυρισμού [περί υπάρξεως
στις υπογραφείσες τραπεζικές συμβάσεις ανοίγματος κοινού λογαριασμού όρου αυτοδίκαιης
περιελεύσεως στους επιζώντες συνδικαιούχους του υπολοίπου της κατάθεσης (άρθρο 2 ν.
5638/1932 «περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό»)], καθώς το κείμενο των προτάσεων της
πρωτοβάθμιας δίκης που ενσωματώθηκε στις προτάσεις του Εφετείου απετέλεσε μετ’ αυτών
ενιαίο κείμενο καλυπτόμενο από την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου. Το δικαστήριο
μνημονεύει τη γενόμενη από την ενάγουσα αναφορά (στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης),

320
αρκούσης πάντως σε κάθε περίπτωση της γενικής παραπομπής στο
κείμενο των προτάσεων του πρώτου βαθμού άνευ ειδικότερης μνείας. Από
τους ίδιους κανόνες διέπεται και η επίκληση ενώπιον του Εφετείου των
πρωτοδίκως προσαχθέντων και επανυποβαλλόμενων αποδεικτικών
μέσων, για τα οποία απαιτείται ειδική αναφορά και αρίθμηση1517, χωρίς να
αρκεί η γενική αναφορά σε ενώπιον του πρωτοδικείου προσαχθείσες
αποδείξεις 1518 αν και εδώ επιτρέπεται η επικόλληση στις κατ’ έφεση
προτάσεις του χωρίου των πρωτόδικων προτάσεων όπου γίνεται ορισμένη
και ειδική αναφορά των αποδεικτικών μέσων1519.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ρύθμιση του άρθρου 240 ΚΠολΔ
συμπληρώνεται στη δευτεροβάθμια δίκη από το άρθρο 524§4 ΚΠολΔ, που
επιτάσσει, προς κατοχύρωση του θεμελιώδους δικονομικού δικαιώματος

κατά την οποία «Επειδή και κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου Σας συζήτηση της κρινόμενης
διαφοράς, προσάγω παραδεκτώς και επικαλούμαι… κεκυρωμένο αντίγραφο των πρωτοεισάκτων
προτάσεων μου κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος…, οι οποίες αποτελούν μετά των
παρουσών ένα ενιαίο και αδιαίρετο όλο».
Από την προηγούμενη νομολογία βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 378/2004, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος, η οποία έκρινε ως μη νόμιμη την επαναφορά στο Εφετείο εκ μέρους του
αναιρεσείοντος της προβληθείσης πρωτοδίκως με τις προτάσεις ενστάσεως εκ του άρθρου 656§2
ΑΚ, για το λόγο ότι το αναιρεσείον ενσωμάτωσε αυτούσιες τις πρωτόδικες προτάσεις σε αυτές
που κατατέθηκαν ενώπιον του Εφετείου, χωρίς να προβεί σε σύντομη περίληψη και αναφορά των
σελίδων όπου περιεχόταν ο εν λόγω ισχυρισμός. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, «η
συρραφή και ενσωμάτωση ολόκληρου του κειμένου των προτάσεων, που είχαν υποβληθεί στον
πρώτο βαθμό, στις προτάσεις για το Εφετείο, χωρίς ειδική μνεία στις τελευταίες των ισχυρισμών
που επαναφέρονται με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των πρώτων που τις περιέχουν,
δεν είναι νόμιμη».
1517 Βλ. την ΑΠ 620/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου η δήλωση του

αναιρεσιβλήτου στις κατ’ έφεση προτάσεις του ότι «…προς απόδειξη των νομίμων και βασίμων
ισχυρισμών της ένδικης αγωγής και της έφεσης μου, προσκομίζω και επικαλούμαι στο δικαστήριο
τούτο επίσημο αντίγραφο του με αριθ. 04/12 πρακτικού του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (σχετ. 3α)
και όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και έγγραφα που επικαλέστηκα και προσκόμισα στο πρωτοβάθμιο
δικαστήριο και αναφέρονται στις από 1-2-2012 προτάσεις μου στο ίδιο δικαστήριο, επίσημο
αντίγραφο των οποίων προσκομίζω και επικαλούμαι (σχετ. 4α) και οι οποίες προτάσεις και
ισχυρισμοί μου επαναφέρονται και στη παρούσα δίκη και έχουν ως ακολούθως…», συνοδευόμενη
από την ενσωμάτωση σε αυτές αυτούσιου του κειμένου των πρωτόδικων, κρίθηκε από τον Άρειο
Πάγο ως γενική και αόριστη, καθώς δεν προέκυπτε ποια ακριβώς έγγραφα επικαλείτο και
προσάγει ενώπιον του Εφετείου ο διάδικος.
1518 Βλ. την ΟλΑΠ 23/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, που απέκλεισε την

αξιολόγηση του επίμαχου εγγράφου, λόγω μη νόμιμης επίκλησης, καθώς στο δικόγραφο των κατ’
έφεση προτάσεων αναγραφόταν απλά η φράση «επειδή προσάγουμε και επικαλούμεθα άπαντα τα
και πρωτοδίκως προσαχθέντα έγγραφα».
1519 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 794/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου ο

αναιρεσίβλητος με τεχνική αναπαραγωγή (και όχι με φωτοτυπική ενσωμάτωση) είχε επικολλήσει


στις κατ’ έφεση προτάσεις του αυτούσιο το κείμενο των πρωτόδικων, στις οποίες γινόταν η
επίκληση όλων των αποδεικτικών του μέσων, αρχίζοντας με τη φράση «Επειδή αναφέρομαι και
πάλι στις προτάσεις μου, οι οποίες, μαζί με τις παρούσες δέον να αποτελέσουν ενιαίο και
αναπόσπαστο όλον και οι οποίες έχουν αυτολεξεί ούτω…». Συνεπεία αυτού, ο Άρειος Πάγος δέχθηκε
ως νόμιμη τη συνεκτίμηση από το Εφετείο της επίμαχης ένορκης βεβαίωσης, αναφέροντας
ειδικότερα ότι «είναι νόμιμη η επίκληση ενώπιον του εφετείου των εγγράφων, τα οποία
αναφέρονται κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο στο μέρος του ενιαίου κειμένου των προτάσεων
της κατ` έφεση δίκης, που έχει ληφθεί με τεχνική αναπαραγωγή από τις προτάσεις προηγούμενης
συζήτησης, αφού πρόκειται για άμεση και ειδική επίκληση των εγγράφων απευθείας με τις
εφετειακές προτάσεις, και όχι για έμμεση επίκληση με αναφορά στις προτάσεις προηγούμενης
συζήτησης ως αυτοτελή και διακριτή διαδικαστική πράξη».

321
της υπερασπίσεως του απολιπομένου διαδίκου (110§2 ΚΠολΔ), την
προσαγωγή από τον παριστάμενο διάδικο αντιγράφου του εισαγωγικού
δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου που κατατέθηκαν στην
πρωτοβάθμια δίκη, καθώς των συνταχθέντων στο πλαίσιο της πρακτικών
και εκθέσεων1520, με μοναδικό τρόπο θεραπείας της σχετικής παράλειψης
την κήρυξη της συζήτησης ως απαράδεκτης προκειμένου να
προσκομισθούν τα απαιτούμενα έγγραφα στη νέα συζήτηση. Η υποχρέωση
αυτή αφορά, πάντως, μόνο τον εκκαλούντα σε περίπτωση απουσίας του
εφεσίβλητου, εφόσον στην αντίστροφη περίπτωση το δικαστήριο
εμποδίζεται να προχωρήσει στην έρευνα των λόγων της έφεσης από το
άρθρο 524§3 ΚΠολΔ, που επιβάλλει την απόρριψη της έφεσης ως
ανυποστήρικτης, κάτι που καθιστά περιττή την προσαγωγή των ανωτέρω
εγγράφων1521.
Πέραν του άρθρου 240 ΚΠολΔ, ισχύ αναπτύσσει στη δευτεροβάθμια δίκη,
λόγω του έγγραφου χαρακτήρα της διαδικασίας, η διάταξη του άρθρου
242§2 ΚΠολΔ, κάτι που σημαίνει ότι οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα
επιλογής μεταξύ α) μιας τυπικής παράστασης κατά το άρθρο 242§1 ΚΠολΔ,
οπότε και καταθέτουν τις προτάσεις τους επί της έδρας, δυνάμενοι φυσικά
να προβούν και σε προφορική ανάπτυξη των ισχυρισμών τους εφόσον το
επιθυμούν, και β) της υποβολής δήλωσης περί μη παράστασης κατά την
εκφώνηση (242§2 ΚΠολΔ), την οποία επισυνάπτουν, μετά των λοιπών
απαιτούμενων εγγράφων (προτάσεων, σχετικών και γραμματίου
προείσπραξης) στον κατατιθέμενο στη γραμματεία του δικαστηρίου μέχρι
την προτεραία της δικασίμου φάκελλο 1522. Όπως γίνεται αντιληπτό, στη
1520 Στα έγγραφα αυτά η νομολογία δικαιολογημένα προσθέτει, υπό την εξίσωση πλέον αυτών με
τις μαρτυρικές καταθέσεις, τις προσαχθείσες πρωτοδίκως ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες
επιβάλλεται να τεθούν υπ’ όψιν και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως κρίσιμο μέσο απόδειξης
των ισχυρισμών του απόντος διαδίκου. Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΠειρ 170/2016, Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου ενώπιον του εφετείου ο εκκαλών προσήγε α) αντίγραφο της
αγωγής του αντιδίκου, β) αντίγραφο των πρωτόδικων προτάσεων του και γ) αντίγραφο των
πρακτικών της υπ’ αριθμόν 5491/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Πειραιώς, παραλείποντας όμως να προσκομίσει 2 ένορκες βεβαιώσεις που ο αντίδικος είχε
προσκομίσει προς υποστήριξη της αγωγής, με συνέπεια την κήρυξη της συζήτησης ως
απαράδεκτης προκειμένου να θεραπευθεί η σχετική πλημμέλεια.
1521 Βλ. τις σχετικές παραδοχές της ΑΠ 119/2015, ΕφΑΔ 2015, σελ. 351, κατά την οποία «από την

ρητή και σαφή διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 524§4 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την
αντίστοιχη της της παρ. 3 του άρθρου 524, συνάγεται ότι η θεσπιζόμενη δι` αυτής υποχρέωση του
παρισταμένου διαδίκου να προσκομίσει, επί ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως, τα αναφερόμενα
σ` αυτήν έγγραφα, μεταξύ των οποίων και αντίγραφο των προτάσεων του αντιδίκου του, αφορά
μόνον την περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου, οπότε η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και
ο ίδιος παρών και η υπόθεση ερευνάται κατ` ουσίαν. Αντιθέτως επί ερημοδικίας του εκκαλούντος,
τοιαύτη υποχρέωση προσκομιδής εγγράφων δεν προβλέπεται από την προπαρατεθείσα σχετική
διάταξη, θα ήταν άλλωστε και αλυσιτελής, αφού στην περίπτωση αυτή οι λόγοι της εφέσεως δεν
εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και βάσιμο αυτών, αλλά θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου,
ως αβάσιμοι και απορριπτέοι, αφού δεν παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως
αντιθέτου αποφάσεως περί αποδοχής των».
1522 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΑθ 8283/1998, ΕλλΔνη 1999, σελ. 1121, η οποία, λόγω μη υποβολής

της προβλεπόμενης από το άρθρο 242§2 ΚΠολΔ δήλωσης και εντεύθεν μη νομίμου παραστάσεως,
απέρριψε την υπό κρίση έφεση ως ανυποστήρικτη, παρότι ο εκκαλών είχε καταθέσει φάκελλο
δικογραφίας με προτάσεις και γραμμάτιο προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής για παράσταση
ενώπιον του Εφετείου.

322
δευτεροβάθμια συζήτηση καταλείπεται περιορισμένο πεδίο εφαρμογής
των άρθρων 233 επ. ΚΠολΔ, με το κατ’ άρθρον 236 ΚΠολΔ καθοδηγητικό
καθήκον του δικαστηρίου ειδικότερα να ισχύει μόνο όμως ως προς τους
ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της εφέσεως ή τις
κατατιθέμενες ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προτάσεις και σε
καμία περίπτωση ως προς τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή περιστατικά, τα
οποία, εφόσον έχουν προβληθεί κατά τρόπο αόριστο, αναγκαστικά θα
επιφέρουν την απόρριψη της ως απαράδεκτης, καθώς δεν προβλέπεται
στάδιο συμπλήρωσης ή διευκρίνισης των ισχυρισμών στο δεύτερο
βαθμό1523.
Παρά τον έγγραφο χαρακτήρα της διαδικασίας, οι διάδικοι δύνανται να
παρασταθούν στο ακροατήριο για να ζητήσουν την αναβολή της
συζήτησης (241§1 ΚΠολΔ), διασώζοντας με τον τρόπο αυτό την
κατάσταση σε περίπτωση παράλειψης ή εκπρόθεσμης κατάθεσης
προτάσεων1524, καθώς και για την επιχείρηση μιας σειράς διαδικαστικών
πράξεων επιτρεπόμενων σε κάθε στάση της δίκης, με ενδεικτικά
παραδείγματα α) το συμβιβασμό, υπό τους όρους του άρθρου 293§1
ΚΠολΔ, δηλαδή με την υποβολή προφορικών δηλώσεων ενώπιον του
δικαστή, ή υπό τους όρους του άρθρου 214Α§3 ΚΠολΔ, δηλαδή με την
προσκομιδή προς επικύρωση του συνταχθέντος πρακτικού συμβιβασμού,
β) την παραίτηση από την έφεση (299 ΚΠολΔ), γ) την παραίτηση από το
δικόγραφο της αγωγής ή το επίδικο δικαίωμα1525, υπό την προϋπόθεση του
παραδεκτού της εφέσεως, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο (294 και 296 ΚΠολΔ), και της αντίστοιχης
συναίνεσης του αντιδίκου 1526, δ) την αποδοχή της έφεσης ή της αγωγής

1523 Βλ. την ΕφΑθ 6001/2000, Αρμ 2001, σελ. 1093, όπου το Εφετείο που ασχολήθηκε για πρώτη
φορά με την υπόθεση, εξέδωσε, κατόπιν παραδοχής της εφέσεως ως εμπροθέσμως και νομοτύπως
ασκηθείσης, παρεμπίπτουσα απόφαση (με αριθμό 5700/1999), υποδεικνύοντας στον ενάγοντα
τη συμπλήρωση της αγωγής. Το δικαστήριο, διαπιστώνοντας το λάθος του και ενόψει των
ενστάσεων της εναγομένης περί αοριστίας, ανακάλεσε την απόφαση αυτή και απέρριψε την
αγωγή, σημειώνοντας ότι «η καθοδήγηση του δικαστηρίου προς τους διαδίκους μόνο κατά την
προφορική στο ακροατήριο συζήτηση μπορεί να γίνει, η δε αοριστία της αγωγής μόνο με τις
προτάσεις της πρώτης συζήτησης επιτρέπεται να θεραπευθεί και υπό τους όρους του άρθρου 224
ΚΠολΔ».
1524 Υπό την προϋπόθεση, πάντως, της επίκλησης σπουδαίου λόγου και της καταβολής του

απαιτούμενου από το άρθρο 241§3γ παραβόλου.


1525 Αντιθέτως, η μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής δεν κρίνεται κατά τις διατάξεις

που αφορούν την παραίτηση από το δικόγραφο, αλλά σύμφωνα με το άρθρο 223 ΚΠολΔ, που
προβλέπει ειδικά τη θεμιτή μεταβολή του αιτήματος της αγωγής, η οποία όμως είναι απαράδεκτη
στην κατ’ έφεση δίκη. Βλ. για το θέμα αυτό την ΑΠ 368/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
Νόμος.
1526 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΘεσ 749/2009, Δίκη 2009, σελ. 999, όπου ο ενάγων-εκκαλών, με

δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του στο ακροατήριο, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της
αγωγής. Το δικαστήριο διαπιστώνοντας το νομότυπο και το εμπρόθεσμο της έφεσης αλλά και τη
μη προβολή αντιρρήσεων των εφεσιβλήτων επί της παραιτήσεως, ενόψει και της μη
παραστάσεως τους στο ακροατήριο, απεδέχθη την παραίτηση και κήρυξε καταργημένη τη δίκη.
Βλ. επίσης το σκεπτικό της ΕφΑθ 78/2008, ΕλλΔνη 2008, σελ. 1459, κατά το οποίο «με την
άσκηση παραδεκτής έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης αναβιώνει η εκκρεμοδικία που
δημιουργήθηκε με την έγερση της αγωγής, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση, και
συνεπώς ο ενάγων έχει έκτοτε το δικαίωμα να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής ή και από

323
(298-299 ΚΠολΔ) 1527 , ε) τη συμφωνία προσφυγής σε διαιτησία (870§2
ΚΠολΔ), δικαστική μεσολάβηση (214Β§1 και 4 ΚΠολΔ) ή διαμεσολάβηση
(214Γ§1 ΚΠολΔ) ή τη γνωστοποίηση στο δικαστήριο ότι έχει επιλεγεί η
ακολούθηση της ανωτέρω οδού, οπότε, ανάλογα με την περίπτωση, η
διαφορά παραπέμπεται στο αρμόδιο διαιτητικό δικαστήριο ή χωρεί
αναβολή της συζήτησης1528, και στ) τη γνωστοποίηση λόγου διακοπής της
δίκης (287§1 ΚΠολΔ).
Κατ’ εξαίρεση, η προφορική συζήτηση μπορεί να είναι υποχρεωτική και
στο δεύτερο βαθμό, με συνηθέστερη περίπτωση την άσκηση έφεσης κατ’
ερήμην εκδοθείσης αποφάσεως, η οποία λειτουργεί εν προκειμένω ως
υποκατάστατο της καταργηθείσης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας
και παρέχει στον εκκαλούντα, υπό την προϋπόθεση της τυπικής
παραδοχής της από το δικαστήριο, τη δυνατότητα επανεκδίκασης της
υποθέσεως προφορικώς 1529 . Σε αυτήν την περίπτωση ο κανόνας του
άρθρου 242§2 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται, με συνέπεια οι διάδικοι να
υποχρεούνται να παρασταθούν στο ακροατήριο, υποχρέωση που ισχύει όχι
μόνο για τον εκκαλούντα, ο οποίος είχε στερηθεί τη δυνατότητα
προφορικής ακρόασης στον πρώτο βαθμό, αλλά και για τον παρασταθέντα
πρωτοδίκως εφεσίβλητο, ο οποίος, επομένως, δε δικαιούται να παρασταθεί
με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου και, εφόσον το πράξει,
βρίσκεται ο ίδιος πλέον αντιμέτωπος με το φάσμα της ερημοδικίας 1530. Η

το δικαίωμα που ασκήθηκε με αυτή, είτε με δήλωση καταχωριζόμενη στα πρακτικά, είτε με
δικόγραφο επιδιδόμενο στον εναγόμενο».
1527 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΠατρ 926/1999, ΕλλΔνη 1998, ΣΕΛ. 137, κατά την οποία «με την

δήλωση αποδοχής του αντιδίκου του ασκήσαντος το ένδικο μέσο της εφέσεως, δηλαδή του
εφεσίβλητου, αναγνωρίζεται ολικά ή εν μέρει το δικαίωμα που έχει ασκηθεί με την έφεση, ήτοι ο
έλεγχος της εκκαλουμένης αποφάσεως, για τα σφάλματα που αποδίδονται σ` αυτή και για τα οποία
ζητείται η εξαφάνιση της. Η απόφαση που θα πρέπει να εκδοθεί, θα πρέπει να αναγνωρίζει, ότι
ισχύει πραγματικά το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού στο οποίο αναφέρεται το αίτημα της
εφέσεως».
Βλ. επίσης την ΕφΠειρ 1203/1999, ΕλλΔνη 2000, σελ. 825, κατά την οποία «ως προς την έφεση,
με τη δήλωση αποδοχής της αναγνωρίζεται το δικαίωμα ελέγχου της εκκαλούμενης αποφάσεως για
το λόγο ότι αυτή έχει σφάλματα, το οποίο κατατείνει στην εξαφάνιση της προσβαλλόμενης
αποφάσεως και στην εκ νέου εξέταση της διαφοράς». Στην προκειμένη περίπτωση εις εκ των
εφεσίβλητων-ανακοπτόντων (εγγυητής της σύμβασης) δήλωσε πως ορίζει ως νόμιμη και ισχυρή
την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η επίδικη διαταγή πληρωμής, ότι με καταβολή προς την
εκκαλούσα (-καθ’ ης η ανακοπή) σε εκτέλεση μεταξύ τους συμφωνίας συμβιβασμού έχει
εξοφληθεί ολοσχερώς η οφειλή, καθώς και ότι προκειμένου να τελεσιδικήσει η διαταγή πληρωμής
θα απόσχει από οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια. Εκ της δηλώσεως αυτής το δικαστήριο
συνήγαγε παραίτηση από το δικόγραφο και το δικαίωμα της επίδικης ανακοπής.
1528 Βλ. για τη διαιτησία τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 870§1 και 264 ΚΠολΔ, για τη

δικαστική μεσολάβηση το άρθρο 214Β§4 ΚΠολΔ και για τη διαμεσολάβηση τα άρθρα 214Γ§1
ΚΠολΔ και 3§2 του ν. 3898/2010.
1529 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 524§2 εδ. α ΚΠολΔ, κατά την οποία «η προφορική συζήτηση είναι

υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528» και 528 ΚΠολΔ, κατά την οποία «αν ασκηθεί
έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια
που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που
τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει
πρωτοδίκως».
1530 Βλ. για το θέμα αυτό τις παραδοχές της ΑΠ 251/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών

Νόμος, κατά την οποία «η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου στην
περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ ισχύει όχι μόνο για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε στον πρώτο

324
υποχρέωση αυτή ισχύει μάλιστα και στις ανωτέρω αναφερόμενες
περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει περιθώριο ασκήσεως ανακοπής
ερημοδικίας, π.χ. επί πιστωτικών τίτλων ή δικών περί την εκτέλεση, καθώς
η άρση του σχετικού δικαιώματος, για λόγους επιτάχυνσης της
διαδικασίας, δε συνεπάγεται και αποκλεισμό της προφορικής συζήτησης.
Όπως δέχεται η νομολογία μας, το γεγονός ότι στις σχετικές δίκες «δεν
προβλέπεται παντάπασι η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (ούτε
αιτιολογημένης) καθιστά πολύ περισσότερο επιβεβλημένη την εφαρμογή
του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, ώστε να παρέχεται η ευκαιρία "ουσιαστικής"
ακροάσεως στον ερημοδικασθέντα και μη ακουσθέντα πρωτοδίκως διάδικο,
προκειμένου να ανατρέψει δυσμενείς εκ της απουσίας του στον πρώτο
βαθμό, συνέπειες ενώπιον του Εφετείου, το οποίο λειτουργεί πλέον ως
πρωτοβάθμιο δικαστήριο» 1531.

βαθμό σαν να ήταν παρών, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος κανονικά είχε παραστεί στον
πρώτο βαθμό. Τούτο σαφώς προκύπτει από τις προαναφερόμενες διατάξεις διότι διαφορετικά,
χωρίς δηλαδή την πραγματική παράσταση όλων των διαδίκων, προφορική συζήτηση δε νοείται,
αλλά και επιβάλλεται, για την ισότητα των όπλων και από την αρχή της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 της
ΕΣΔΑ)».
1531 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1040/2013, ΧρΙΔ 2014, σελ. 128, όπου επί ανακοπής κατά πίνακα

κατατάξεως ο ερημοδικασθείς ενώπιον του Εφετείου λόγω παράστασης με δήλωση (242§2


ΚΠολΔ) εκκαλών ισχυρίσθηκε ενώπιον του Αρείου Πάγου ότι στις δίκες περί την εκτέλεση δεν
εφαρμόζεται το άρθρο 528 ΚΠολΔ, διότι αφού αποκλείεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, προς
εξασφάλιση της ταχύτητας της διαδικασίας, ο ερημοδικασθείς διάδικος στερείται κάποιων
δικαιωμάτων, όπως της προφορικότητας της συζητήσεως, καθώς και ότι αφού δεν υπάρχει
περιθώριο ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας, δεν υπάρχει και περιθώριο παραδοχής
"υποκατάστατου" αυτής. Το δικαστήριο με το ανωτέρω παρατιθέμενο σκεπτικό απέρριψε το
προβαλλόμενο παράπονο, αξίζει πάντως να σημειωθεί και η άποψη της μειοψηφίας (ενός μέλους),
σύμφωνα με την οποία «στην περίπτωση που ο δικασθείς ερήμην πρωτοβαθμίως εκκαλών
καταθέτει στο εφετείο έγγραφες προτάσεις υπεραμυνόμενος της εφέσεώς του και αιτούμενος την
αποδοχή της υποβάλλει δε και δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν προσέρχεται στο
ακροατήριο, η δήλωσή του έχει την έννοια ότι αυτός δεν επιθυμεί να αναπτύξει προφορικώς τις
απόψεις του κατά την εκδίκαση της υποθέσεως ούτε να αντιλέξει σε ενδεχόμενη αγόρευση του
αντιδίκου του όχι δε ότι παραιτείται της εφέσεως και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση. Η
αντίθετη εκδοχή οδηγεί στο άτοπο αφ` ενός μεν να αποδίδεται στη βούληση του Νομοθέτου η
θέσπιση αμάχητου τεκμηρίου περί του ότι η δήλωσή του εκκαλούντος ότι εμμένει στην βασιμότητα
της έφεσής του και το αίτημά του για αποδοχή της έχουν το ακριβώς αντίθετο από το δηλούμενο
νόημα (ακόμα και αν η κατάθεση της δήλωσης του άρθρου 242 ΚΠολΔ προηγήθηκε των εγγράφων
προτάσεων), αφ` ετέρου δε να εκλαμβάνεται το δικαίωμα του εκκαλούντος σε προφορική
υποστήριξη των απόψεων του σε υποχρέωση αυτού και μάλιστα τόσο θεμελιώδη υποχρέωση, ώστε
σε περίπτωση παραβίασής της να θεωρείται ηττώμενος διάδικος χωρίς ουσιαστική έρευνα της
διαφοράς».
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων υπεστήριξε επίσης ότι το Εφετείο, ανταποκρινόμενο
στις αρχές της δίκαιης δίκης και της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος), καθώς και στο
περί δικαίου και ορθής απονομής της δικαιοσύνης αίσθημα, θα έπρεπε, κατ` εφαρμογήν των
άρθρων 227 και 254 ΚΠολΔ, να διατάξει επανάληψη της συζητήσεως, προς το σκοπό διεξαγωγής
της προφορικής συζήτησης της υποθέσεως στο ακροατήριο, και να μην προσδώσει σε μία τυπική
παράλειψη ή έστω ερμηνευτική διαφωνία τις βαρύτατες συνέπειες της ερημοδικίας που
οδήγησαν στην απόρριψη της εφέσεως του ως απαραδέκτου. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε και τον
ισχυρισμό αυτό, με το σκεπτικό ότι εν προκειμένω δεν ήταν επιτρεπτή κατά νόμο η εφαρμογή των
διατάξεων των άρθρων 227 και 254 ΚΠολΔ, η πρώτη ενόψει του ότι αφορά σε συμπλήρωση
τυπικών ελλείψεων δυναμένων να αναπληρωθούν και όχι σε διόρθωση του εσφαλμένου τρόπου
παραστάσεως των διαδίκων, τον οποίο άλλωστε το Εφετείο δεν θα μπορούσε και να διαγνώσει
κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, ώστε να διατάξει ενδεχομένως την αναβολή
της συζητήσεως, προς θεραπεία της συγκεκριμένης πλημμέλειας, και η δεύτερη ενόψει του ότι

325
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι διεξαγωγή προφορικής συζητήσεως στο
δεύτερο βαθμό σημαίνει, πέραν της υποχρεωτικής παράστασης ενώπιον
του δικαστηρίου, κατάθεση προτάσεων επί της έδρας, εφαρμογή των
άρθρων 233 επ. ΚΠολΔ στην πλήρη τους διάσταση και δυνατότητα
διενέργειας αποδείξεων, π.χ. μαρτυρικών καταθέσεων, στο ακροατήριο,
υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 529 ΚΠολΔ, με εξαίρεση ως προς το
πρώτο σκέλος τις υποθέσεις της παλαιάς τακτικής ενώπιον του
πολυμελούς πρωτοδικείου, όπου, κατ’ εφαρμογή του προγενέστερου
καθεστώτος, η συζήτηση είναι μεν προφορική, ισχύει όμως παράλληλα και
ο κανόνας της προκατάθεσης προτάσεων είκοσι τουλάχιστον ημέρες προ
της δικασίμου 1532 . Αντιθέτως, στις υποθέσεις της νέας τακτικής
διαδικασίας, όπου ισχύει το σύστημα της έγγραφης διεξαγωγής, στην
εξεταζόμενη περίπτωση της άσκησης έφεσης κατ’ ερήμην εκδοθείσης
αποφάσεως, εφαρμογή των κανόνων της πρωτοβάθμιας δίκης στο εφετείο
σημαίνει αποκλεισμό της προφορικότητας, με τα μέρη να δικαιούνται εν
προκειμένω να αξιοποιήσουν τη δυνατότητα του άρθρου 242§2 ΚΠολΔ και
να παρασταθούν με δήλωση, και τη διαφορά θα αποφασίζεται
αποκλειστικά βάσει των προτάσεων, οι οποίες θα κατατεθούν μέχρι την
έναρξη της συζήτησης σύμφωνα με το άρθρο 524§2 ΚΠολΔ, και, επί του
αποδεικτικού πεδίου, βάσει εγγράφων, εκτός εάν το δικαστήριο κρίνει
σκόπιμο να διατάξει μαρτυρικές καταθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 529§1
ΚΠολΔ ή την εξέταση των διαδίκων κατ’ άρθρο 530 ΚΠολΔ.
Περίπτωση υποχρεωτικής διεξαγωγής προφορικής συζήτησης ενώπιον
του εφετείου υφίσταται και επί των οικογενειακών διαφορών του άρθρου
592§3 ΚΠολΔ 1533 , ενόψει της επιβαλλόμενης στο δικαστήριο κατ’ άρθρο
611 ΚΠολΔ απόπειρας συμβιβασμού των διαδίκων, η οποία προϋποθέτει
την αυτοπρόσωπη παρουσία αμφοτέρων στο ακροατήριο και την ακρόαση
αυτών και των δικηγόρων τους 1534 . Εν προκειμένω, παρότι η συζήτηση
στον πρώτο βαθμό έχει διεξαχθεί προφορικώς, προβλέπεται νομοθετικώς
η προφορική διαδικασία και στο εφετείο, το οποίο, εφόσον διαπιστώσει
απουσία ή μη νόμιμη παράσταση των διαδίκων, παρισταμένων π.χ. μέσω

μετά την ολοκλήρωση της συζητήσεως επανάληψη αυτής για το συγκεκριμένο λόγο, δηλαδή για
να παρασταθεί νομοτύπως ο εκκαλών, δεν προβλέπεται νομικώς.
1532 Βλ. τη μνημονευόμενη και ανωτέρω ΕφΘεσ 1190/2009, Αρμ 2010, σελ. 1388.
1533 Σύμφωνα με το άρθρο, «οι λοιπές οικογενειακές διαφορές αφορούν α) τον καθορισμό, τη

μείωση ή την αύξηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για τις ανάγκες της
οικογένειας, της διατροφής που οφείλεται λόγω γάμου, διαζυγίου ή συγγένειας, των δαπανών
τοκετού και της διατροφής της άγαμης μητέρας, καθώς και της διατροφής της μητέρας από την
κληρονομική μερίδα που έχει επαχθεί στο τέκνο που αυτή κυοφορεί, β) την άσκηση της γονικής
μέριμνας αναφορικά με το τέκνο κατά τη διάρκεια του γάμου, και σε περίπτωση διαζυγίου ή
ακύρωσης του γάμου ή όταν πρόκειται για τέκνο χωρίς γάμο των γονέων του, τη διαφωνία των
γονέων κατά την κοινή άσκηση από αυτούς της γονικής τους μέριμνας, καθώς και την επικοινωνία
των γονέων και των λοιπών ανιόντων με το τέκνο, γ) τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής
στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων, δ) κάθε άλλη περιουσιακού δικαίου
διαφορά, που απορρέει από τη σχέση των συζύγων ή των γονέων και τέκνων».
1534 Σύμφωνα με την ΕφΑθ 2105/2000, ΕλλΔνη 2001, σελ. 178, «η απόπειρα για συμβιβαστική

επίλυση της διαφοράς, παρότι δεν πρόκειται για ιδιωτική διαφορά δεκτική διάθεσης, αποσκοπεί
στην παροχή ευχέρειας στους διαδίκους ενόψει της φύσης της υπόθεσης και των επιπτώσεων στο
τέκνο, να αποτρέψουν τη συζήτηση στο ακροατήριο».

326
της υποβολής δήλωσης του 242§2 ΚΠολΔ, ή και ενός μόνο εξ αυτών, δεν
έχει άλλη λύση από το να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως, ώστε
να εμφανισθούν κανονικά ενώπιον του οι απολιπόμενοι και ενδεχομένως
και τα εμπλεκόμενα ανήλικα τέκνα για την ακρόαση τους και την παροχή
της γνώμης τους στο δικαστήριο1535.
Όσον αφορά το αποδεικτικό καθεστώς, σύμφωνα με το άρθρο 529§1 εδ.
α ΚΠολΔ, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προσάγονται
επιτρεπτώς και νέα αποδεικτικά στοιχεία, ακόμη κι αν δεν είχαν
προσκομισθεί στον πρώτο βαθμό, με το δικαστήριο να διατηρεί τη
δυνατότητα απόκρουσης τους μόνο σε περίπτωση που κρίνει ότι η μη
προσκομιδή τους πρωτοδίκως οφείλεται σε πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά
αμέλεια του διαδίκου (529§2 ΚΠολΔ), οπότε και υποχρεούται να περιλάβει
ειδική διάταξη στην απόφαση του αιτιολογώντας τη συγκεκριμένη
απόφαση 1536 . Με τον τρόπο αυτό, ο φάκελλος της δικογραφίας
διογκώνεται περιλαμβάνοντας, εκτός από τα αποδεικτικά και
διαδικαστικά έγγραφα του πρώτου βαθμού, τα διαδικαστικά έγγραφα που
είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή της δευτεροβάθμιας δίκης, όπως η
εκδοθείσα απόφαση, τα τηρηθέντα πρακτικά, οι προτάσεις των διαδίκων,
οι εκθέσεις επιδόσεως ενόψει του εφετείου κτλ., καθώς και τα νέα
αποδεικτικά στοιχεία, π.χ. καινούργια έγγραφα ή ένορκες βεβαιώσεις που
δε συνεκτιμήθηκαν πρωτοδίκως1537, τα οποία μάλιστα εφόσον δεν υπήρχε
περιθώριο να προσκομισθούν στον πρώτο βαθμό δε μπορούν και να
αποκρουσθούν υπό τους όρους του άρθρου 529§2 ΚΠολΔ 1538 . Σε κάθε
περίπτωση, η επίκληση των αποδεικτικών μέσων, νέων και παλαιών
γίνεται με τις κατατιθέμενες επί της έδρας προτάσεις 1539, χωρίς να είναι
παραδεκτή η επίκληση το πρώτον με την προσθήκη 1540 , εκτός εάν
προσάγονται προς υποστήριξη ισχυρισμού προτεινόμενου για πρώτη φορά

1535 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΑθ 5648/2008, ΕλλΔνη 2010, σελ. 506, όπου αμφότεροι οι διάδικοι
είχαν παραστεί μέσω της υποβολής δήλωσης, και την ΕφΠειρ 659/2015, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος, όπου με δήλωση παρέστη μόνο ο εφεσίβλητος.
1536 Αντιθέτως, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει την εκ μέρους του αποδοχή προς

συνεκτίμηση νέων αποδεικτικών μέσων ούτε να διατυπώσει ειδική αιτιολογία ως προς τη


διαπίστωση ότι η μη προσκόμιση αυτών στην πρωτόδικη δίκη δεν οφείλεται σε πρόθεση
στρεψοδικίας ή βαρεία αμέλεια. Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1590/2010, ΕΠολΔ 2011, σελ. 117.
1537 Νέο αποδεικτικό μέσο θεωρείται και η ένορκη βεβαίωση που συνετάχθη κατά τη διάρκεια της

πρωτοβάθμιας δίκης, πλην όμως δεν υφίστατο περιθώριο να προσκομισθεί παραδεκτώς και να
συνεκτιμηθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1746/2002, Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ Ισοκράτης.
1538 Βλ. τις σχετικές παραδοχές της ΑΠ 735/2013, ΝοΒ 2013, σελ. 2206, κατά την οποία «η

επίκληση νέων αποδεικτικών μέσων όχι μόνο εκ μέρους του εφεσιβλήτου αλλά και εκ μέρους του
εκκαλούντος μπορεί να γίνει με τις ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προτάσεις, για την
απόδειξη ή ανταπόδειξη του κατ’ ουσία βασίμου του λόγου εφέσεως ότι η εκκαλούμενη απόφαση
περιέχει σφάλμα σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων».
1539 Βλ. την ΑΠ 1238/2000, ΕλλΔνη 2002, σελ. 106, όπου προς απόδειξη της ανάγκης

πραγματοποίησης εκτεταμένων επισκευών στο υπό διανομή ακίνητο και του κόστους αυτών
προσκομίσθηκε από τον εκκαλούντα τεχνική έκθεση πολιτικού μηχανικού συνταχθείσα μετά την
πρωτοβάθμια δίκη.
1540 Βλ. την ΑΠ 1272/2002, ΕλλΔνη 2004, σελ. 405, όπου αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου

βάσει του προβλεπόμενου στο άρθρο 559 αρ. 11 αναιρετικού λόγου, καθώς εν προκειμένω
ελήφθησαν υπ’ όψιν έγγραφα προσκομισθέντα με την προσθήκη-αντίκρουση.

327
με την προσθήκη, τείνοντος στην απόρριψη αντίπαλου ισχυρισμού
προβληθέντος με τις προτάσεις.
Αναφορικά με τη δυνατότητα διεξαγωγής προφορικών αποδείξεων στο
ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, εξάλλου, θα πρέπει να
αποβλέψουμε στις διατάξεις των άρθρων 529§1 εδ. β και 530 ΚΠολΔ, που
ανάγουν την εμμάρτυρη απόδειξη και την εξέταση των διαδίκων στην
(αναιρετικά ανέλεγκτη 1541 ) κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ως
προς τους μάρτυρες, κατά πρώτο λόγο, νέες καταθέσεις είναι επιτρεπτές
τόσο για θέματα αναφυόμενα για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη όσο
και για θέματα για τα οποία είχε διεξαχθεί εμμάρτυρη απόδειξη στον πρώτο
βαθμό, με κριτήριο πάντοτε τη διαφώτιση του δικαστηρίου επί
αδιευκρίνιστων πτυχών της διαφοράς, ως προς τις οποίες δεν είναι δυνατό
να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα με βάση τα υπόλοιπα αποδεικτικά
μέσα 1542 . Αναφορικά με το πρόσωπο των μαρτύρων, καταρχήν δεν
φαίνεται να υπάρχει περιορισμός, κάτι που σημαίνει ότι το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο μπορεί να δεχθεί προς ακρόαση α) τους πρωτοδίκως
εξετασθέντες μάρτυρες, οι οποίοι θα καταθέσουν για δεύτερη φορά
συμπληρώνοντας την αρχική κατάθεση τους (411 ΚΠολΔ) 1543 , β) τα
πρόσωπα που έχουν δώσει ένορκη βεβαίωση, που θα εμφανισθούν για
πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου (423§1 ΚΠολΔ) 1544 , και γ) νέα
πρόσωπα, μη περιλαμβανόμενα στις ανωτέρω δυο κατηγορίες 1545 , η
συνδρομή των οποίων ενδέχεται να είναι απαραίτητη όταν ερευνώνται νέα
θέματα, όπως π.χ. ισχυρισμοί τους οποίους παρέλειψε να εξετάσει το

1541 Βλ. την ΑΠ 658/1995, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, που απέρριψε ως απαράδεκτο
λόγο αναιρέσεως με προβαλλόμενο εκ του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ παράπονο ότι το Εφετείο
απέρριψε το αίτημα του για την εξέταση νέου μάρτυρα κατά τη δευτεροβάθμια διαδικασία.
1542 Βλ. την ανωτέρω αναφερόμενη ΕφΘεσ 2386/2005, ΕπισκΕΔ 2006, σελ. 482, η οποία

αντιμετωπίζοντας αγωγή πρώην εταίρου ΕΠΕ σε βάρος των συνεταίρων του, με αίτημα την
απόδοση της αξίας της εταιρικής του μερίδας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κατά το χρόνο
αποχώρησης του από την εταιρεία, εξέτασε νέο μάρτυρα ώστε να διευκρινιστούν οι σχέσεις των
εταίρων, οι εκκρεμείς υποθέσεις της εταιρείας, η ύπαρξη τυχόν αφανών αποθεματικών κτλ.,
στοιχεία που δεν ήταν δυνατό να διακριβωθούν με βάση τον επίσημο ισολογισμό.
1543 Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, «το δικαστήριο μπορεί ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως

να διατάξει να εξετασθεί και πάλι ένας μάρτυρας, αν αυτό χρειάζεται για να συμπληρωθεί ή να
διευκρινιστεί η κατάθεση ή αν το δικαστήριο κρίνει πως ο μάρτυρας αρνήθηκε αδικαιολόγητα να
καταθέσει επάνω σε ορισμένο θέμα. Στις περιπτώσεις αυτές ο μάρτυρας δεν ορκίζεται και πάλι».
1544 Βλ. ενδεικτικώς την ανωτέρω μνημονευόμενη ΕφΘεσ 1203/2011, ΕΠολΔ 2011, σελ. 637,

όπου ο μεν ενάγων επικαλείτο την επί 5ετία εργασία του στο πρατήριο του εναγομένου, ζητώντας
οφειλόμενους μισθούς και επιδόματα, ενώ ο τελευταίος υπεστήριζε ότι δεν προσέλαβε και δεν
απασχόλησε ποτέ τον ενάγοντα, με τους μάρτυρες να καταθέτουν τα αντίθετα και τον ενόρκως
βεβαιούντα να δίνει διαφορετική κατάθεση στον πρώτο και τον δεύτερο βαθμό.
1545 Βλ. την ΑΠ 453/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία υπό την ισχύ του

προγενέστερου δικαίου, που προέβλεπε γνωστοποίηση στον αντίδικο των προσαγόμενων


μαρτύρων (καταργηθέν άρθρο 397 ΚΠολΔ), εδέχθη πως «δεν αποκλείεται η εξέταση νέων
μαρτύρων επί θεμάτων τα οποία για οποιοδήποτε λόγο τάσσονται για πρώτη φορά από το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο που δικάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση, έστω και αν οι μάρτυρες αυτοί
δεν είναι από εκείνους που έχουν νόμιμα γνωστοποιηθεί στον πρώτο βαθμό και υφίσταται
υποχρέωση γνωστοποιήσεως των μαρτύρων». Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό, το δικαστήριο
απέρριψε τον προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης (εκ του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ), που ερειδόταν
ακριβώς στο γεγονός στο ότι η εξετασθείσα στο εφετείο μάρτυρας δεν συγκαταλεγόταν σε
εκείνους που είχαν γνωστοποιηθεί από τον αναιρεσίβλητο στην πρωτόδικη δίκη.

328
πρωτοβάθμιο δικαστήριο 1546 , νέοι ισχυρισμοί προτεινόμενοι βάσει του
άρθρου 527 ΚΠολΔ, μη ερευνηθείσες πρωτοδίκως επικουρικές βάσεις της
αγωγής ή ανταγωγή κτλ. 1547. Εξαίρεση στον ανωτέρω κανόνα θα πρέπει
ίσως να γίνει δεκτή επί των υποθέσεων της νέας τακτικής διαδικασίας,
όπου ο νομοθέτης
επιτάσσει την επιλογή
των μαρτύρων εκ των
προσώπων που έχουν
παράσχει
προηγουμένως ένορκη
βεβαίωση, με στόχο
μεταξύ άλλων την
ενίσχυση της
αξιοπιστίας τους.
Εφόσον η
δευτεροβάθμια δίκη
Άποψη της εισόδου του Αρείου Πάγου με την επιγραφή Θέμιδος θεαθεί ως συνέχεια της
Μέλαθρον πρώτης, η ανωτέρω
εξαίρεση φαίνεται
σκόπιμη ως συνάδουσα και με τη νομοθετική προσέγγιση, με την
επισήμανση πάντως ότι και αυτή με τη σειρά της θα πρέπει να γνωρίσει
εξαίρεση στην περίπτωση όπου ερευνώνται νέα θέματα, οπότε θα
επιστρατευθούν τα πρόσωπα που κατέχουν σχετικές πληροφορίες
ανεξαρτήτως αν είχαν εμπλακεί προηγουμένως στη δίκη.
Τα ίδια ισχύουν σε γενικές γραμμές και για τη διατασσόμενη σύμφωνα με
το άρθρο 530 ΚΠολΔ εξέταση διαδίκου, εφόσον έχουν δημιουργηθεί στο
δικαστήριο αμφιβολίες ως προς την αλήθεια ορισμένων γεγονότων, που
δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθούν άλλως παρά μόνο με την κατάθεση των
άμεσα εμπλεκομένων και ειδότων καλύτερα από όλους την ουσία της
υπόθεσης. Και στις δυο περιπτώσεις, ενόψει της μη προκατάθεσης
προτάσεων και της εξ αυτής αδυναμίας του δικαστηρίου να γνωρίζει
προδικαστικώς το ακριβές περιεχόμενο των εκατέρωθεν ισχυρισμών και
τα προσαγόμενα προς υποστήριξη τους αποδεικτικά μέσα, η διεξαγωγή
προφορικής συζήτησης στο ακροατήριο θα χωρήσει κατ’ εφαρμογήν του
1546 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΛαρ 466/2001, Δικογραφία 2002, σελ. 52, η οποία, μετά από
εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως και στο πλαίσιο κατ’ ουσίαν εξέτασης της υπό κρίση
ανακοπής (535 ΚΠολΔ), διέταξε αποδείξεις για την εξακρίβωση της γνησιότητας της υπογραφής
της εκκαλούσας-ανακόπτουσας επί των κρίσιμων εγγράφων (αναγνώριση καταλοίπου
λογαριασμού), η οποία δεν ερευνήθηκε πρωτοδίκως παρότι είχε υποβληθεί σχετικό παράπονο.
Σύμφωνα με την απόφαση, «η απόδειξη με μάρτυρες είναι αναγκαία, διότι η απόφαση του ποινικού
δικαστηρίου δημιουργεί απλώς δικαστικό τεκμήριο, που, για να ληφθεί υπόψη, έπρεπε να επιτραπεί
η μαρτυρική απόδειξη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά αυτό εξέδωσε απευθείας οριστική
απόφαση».
1547 Για τις περιπτώσεις της αυτεπάγγελτης δικαιοδοσίας και δραστηριότητας του δικαστηρίου

στην κατ’ έφεση δίκη βλ. την ανωτέρω μνημονευόμενη μελέτη του Β. Σταματόπουλου, Η
αυτεπάγγελτος εξουσία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, Δίκη 2008, διαθέσιμη και στην
ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1479&mnu=3&id=
24935.

329
άρθρου 254 ΚΠολΔ, δηλαδή στο πλαίσιο επαναληπτικής συζήτησης, στην
οποία θα εμφανισθούν και τα υπό εξέταση πρόσωπα. Ανεξάρτητα πάντως
από τις περιπτώσεις αυτές, η διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ μπορεί να
αξιοποιηθεί και προς την κατεύθυνση της διασάφησης του πραγματικού
υλικού μέσω της αυτοπρόσωπης εμφάνισης των διαδίκων ενώπιον του για
την παροχή εξηγήσεων (245 ΚΠολΔ), εκ των οποίων θα συμπληρωθούν
κενά ή αμφίβολα σημεία1548 και θα προκύψουν στοιχεία για την καλύτερη
εκτίμηση των αποδείξεων 1549 , αλλά και προς την κατεύθυνση της
προσαγωγής εγγράφου1550, το οποίο κρίνεται κρίσιμο για τη διάγνωση της
διαφοράς. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, η διαδικασία αποκτά
προφορικό χαρακτήρα και στο δεύτερο βαθμό, κάτι που βέβαια μέχρι
σήμερα δεν αποτελεί τον κανόνα, αν και θα πρέπει να σημειωθεί ότι το
φάσμα υποθέσεων στις οποίες θα χωρήσει προφορική συζήτηση
αναμένεται να αυξηθεί στο πλαίσιο της πρόσφατης τροποποίησης, που
φαίνεται να μετατοπίζει το κέντρο βάρους στη δευτεροβάθμια διαδικασία
τόσο σε επίπεδο προβολής πραγματικών ισχυρισμών, ενόψει της
καθιέρωσης ενός αυστηρότερου συγκεντρωτικού συστήματος, όσο και σε
επίπεδο συλλογής του αποδεικτικού υλικού, για την ανωτέρω αιτία, υπό

1548 Βλ. τις σχετικές παραδοχές του Ε. Ρίκου, Νέαι αποδείξεις κατ’ έφεσιν, ΕλλΔνη 1987, σελ. 9,
αλλά και της ΕφΛαρ 423/2015, Δικογραφία 2016, σελ. 151, κατά την οποία «το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως κάποιου διαδίκου, να διατάξει την
επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη
μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται
συμπλήρωση ή επεξήγηση».
1549 Βλ. την ΕφΛαρ 423/2015, Δικογραφία 2016, σελ. 151, που διέταξε την αυτοπρόσωπη

εμφάνιση στο ακροατήριο του ενάγοντος, της πρώτης εναγόμενης (συζύγου του θανόντος) και
των εξετασθέντων πρωτοδίκως μαρτύρων, προκειμένου με την υποβολή προς αυτούς ερωτήσεων
και την παροχή διευκρινίσεων να καταστεί δυνατός ο σχηματισμός δικανικής πεποιθήσεως για τη
βασιμότητα των λόγων της υπό κρίση εφέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων
πράκτορας του ΟΠΑΠ είχε ζητήσει από τους κληρονόμους θανόντος παίκτη του πρακτορείου του
την καταβολή υπολοίπου από απλήρωτα δελτία συμμετοχής στο τυχερό παίγνιο «ΚΙΝΟ». Στο
δικαστήριο, ενόψει και των αντικρουόμενων ισχυρισμών των διαδίκων, δημιουργήθηκαν
αμφιβολίες για την ύπαρξη της οφειλής, βάσει των διαπιστώσεων ότι α) τα κατατεθειμένα δελτία
συμμετοχής στο τυχερό παίγνιο «ΚΙΝΟ» είναι ανώνυμα, β) το ποσό των δελτίων (40.543,50 ευρώ)
ήταν αρκετά υψηλό για να έχει παιχθεί μέσα σε τρεις ημέρες (26-29/10/2011) από ένα
«μισθοσυντήρητο», γ) ο ενάγων εμφανιζόταν να έχει παράσχει συνεχόμενη πίστωση στο θανόντα,
παρότι τα ποσά ήταν μεγάλα και ενώ γνώριζε τη μέτρια οικονομική επιφάνεια του παίκτη, καθώς
και οι μάρτυρες αποδείξεως δεν ήταν σε θέση να βεβαιώσουν τα ακριβή ποσά που «έπαιξε» ο
θανών, αναφέροντας γενικά και αόριστα ότι έπαιξε μεγάλα ποσά από 200, 300-650 ευρώ σε κάθε
κλήρωση.
1550 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΠειρ 428/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία

μάλιστα ανέβαλε για δεύτερη φορά την έκδοση αποφάσεως (την πρώτη φορά είχε διαταχθεί η
επανάληψη της συζήτησης για τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης), διατάσσοντας την
προσκομιδή των ελλειπόντων από την κατατεθείσα πραγματογνωμοσύνη τοπογραφικών
διαγραμμάτων, τα οποία κρίνονται απαραίτητα ώστε το δικαστήριο να καταλήξει σε ασφαλή
κρίση σχετικά με τα όρια και τη θέση του επίδικου (διεκδικούμενου ανάμεσα σε ιδιώτη και το
Ελληνικό Δημόσιο ακινήτου), καθώς και την ΕφΘεσ 975/2000, Αρμ 2000, σελ. 1132, όπου το
δικαστήριο έκρινε αναγκαία την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να
προσκομισθεί με επιμέλεια οποιουδήποτε από τους διαδίκους έγγραφο της αρμόδιας
αστυνομικής αρχής, εκ του οποίου να προκύπτει το ύψος του αιτούμενου από τον ενάγοντα
(τραυματισθέντα σε αυτοκινητικό ατύχημα) ειδικού κονδυλίου ενεργού υπηρεσίας, το οποίο
εστερήθη λόγω του τραυματισμού του.

330
την έννοια ότι οι νέοι ισχυρισμοί θα πρέπει και να αποδειχθούν, αλλά και
ενόψει της κατάργησης των μαρτύρων στον πρώτο βαθμό, η οποία
αναπόφευκτα θα αυξήσει τη συχνότητα εμφάνισης τους στην κατ’ έφεση
δίκη, προκειμένου να αναδειχθεί η αλήθεια των επίμαχων περιστατικών
που οι ένορκες βεβαιώσεις δεν αρκούν να φωτίσουν1551.
δ. Αναψηλάφηση
Κατ’ αντιστοιχία προς την εφετειακή δίκη, στις διατάξεις της οποίας
παραπέμπει1552, η δίκη της αναψηλάφησης έχει έγγραφο χαρακτήρα, με τη
συζήτηση να διεξάγεται σε πρώτο στάδιο γύρω από το παραδεκτό και
βάσιμο του προβαλλόμενου λόγου και, εφόσον αυτός γίνει δεκτός, επί της
ουσίας της υπόθεσης, εντός των καθοριζομένων από την αναψηλάφηση
ορίων1553. Πιο συγκεκριμένα, η δίκη της αναψηλάφησης εισάγεται με την
κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που
εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση1554, εμπεριέχοντος, σύμφωνα με το
άρθρο 547§1 ΚΠολΔ, αναφορά της προσβαλλόμενης απόφασης, του κατά
το άρθρο 544 ΚΠολΔ προβαλλόμενου παραπόνου 1555 , το οποίο
θεμελιώνεται προσηκόντως ανάλογα με την περίπτωση, και των
γεγονότων που αποδεικνύουν την τήρηση της προθεσμίας, καθώς και
διπλού αιτήματος, διαπλαστικού, ως προς την εξαφάνιση της δικαστικής
απόφασης, και διαγνωστικού, ως προς την ουσία της υποθέσεως 1556 .
Ανεξάρτητα από το ότι η αναψηλάφηση δεν έχει μεταβιβαστικό

1551 Βλ. και τις σχετικές διαπιστώσεις του Δ. Θεοδωρακόπουλου, Πρακτικά ζητήματα που
προκύπτουν από την εφαρμογή του ν. 4335/2015 στην τακτική διαδικασία, ΕΠολΔ 2016, σελ.
337-349.
1552 Βλ. το άρθρο 548 ΚΠολΔ, κατά το οποίο «στη διαδικασία της κατ' αναψηλάφηση δίκης

εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 268, 271 έως 312, 524 παράγραφος 1 εδάφιο
β' επ. έως 534 και 591 παράγραφος 4».
1553 Σύμφωνα με την ΕφΔυτΜακ 105/2007, Αρμ 2008, σελ. 106, «η δίκη ενώπιον του δικαστηρίου

της αναψηλαφήσεως διέρχεται συνολικά τέσσερα στάδια. Στο πρώτο το δικαστήριο εξετάζει το
παραδεκτό της αναψηλαφήσεως, αν δηλαδή αυτή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες
διατυπώσεις. Στο δεύτερο στάδιο εξετάζει το παραδεκτό και νόμιμο καθενός από τους λόγους της
αναψηλαφήσεως, ενώ στο τρίτο εξετάζει την ουσιαστική βασιμότητα τους. Μετά ταύτα, αν κάποιος
λόγος κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, επακολουθεί η εξαφάνιση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και
το τελευταίο στάδιο, κατά το οποίο το δικαστήριο εξετάζει την ουσία της υποθέσεως μέσα στα όρια
που καθορίζονται από την αναψηλάφηση».
1554 Σύμφωνα με το άρθρο 538 ΚΠολΔ, «με αναψηλάφηση, μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις

των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων, των εφετείων και του Αρείου
Πάγου εφόσον δικάζει κατ' ουσίαν».
1555 Όπως και επί αναιρέσεως, οι λόγοι της αναψηλάφησης προβλέπονται περιοριστικά από το

νομοθέτη, αναφερόμενοι στην ύπαρξη σοβαρών περιστατικών (ανεύρεση νέων κρίσιμων


εγγράφων, αμετάκλητη ανατροπή άλλης απόφασης) ή βαρέων δικονομικών παραβάσεων
(έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, παράνομη εκπροσώπηση, πλαστότητα απόφασης, νόθευση
αποδεικτικών μέσων, δόλια κλήτευση του αντιδίκου ως αγνώστου διαμονής, δωροληψία ή
παράβαση καθήκοντος δικαστού) που δικαιολογούν ανατροπή της τυπικής αληθείας και της
ασφάλειας του δεδικασμένου για χάρη της ουσιαστικής αληθείας και δικαιοσύνης.
1556 Στο κύριο ή πρόσθετο δικόγραφο της αναψηλάφησης δύναται να σωρευθεί και η κατά το

άρθρο 550 ΚΠολΔ αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από
την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, δια της οποίας, επί αποδοχής της αίτησης
αναψηλάφησης και δικαίωσης και ως προς την ουσία της υπόθεσης, ο διάδικος μπορεί να αξιώσει
τυχόν ποσά που κατέβαλε σε συμμόρφωση προς την τελεσίδικη απόφαση ή στο πλαίσιο
εκτέλεσης αυτής.

331
αποτέλεσμα, κάτι που σημαίνει επανεκδίκαση της υπόθεσης από το ίδιο
δικαστήριο, που ενδέχεται επομένως να είναι και πρωτοβάθμιο, ο κανόνας
της προφορικής συζήτησης δεν εφαρμόζεται 1557 , στη βάση του ότι η
διενεργούμενη συζήτηση θεωρείται συνέχεια της ήδη διεξαχθείσης (επί της
οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση) 1558 , το πραγματικό και
αποδεικτικό υλικό της οποίας παραμένει στη διάθεση του δικαστηρίου της
αναψηλάφησης, στην έκταση βέβαια που δε θίγεται από τον προβαλλόμενο
λόγο, όπως θα συμβεί π.χ. επί παράνομης εκπροσώπησης του διαδίκου
(544 αρ. 4), όπου το δικαστήριο δε μπορεί να λάβει υπ’ όψιν του
προβληθέντες από τον ψευδοπληρεξούσιο ισχυρισμούς, ή επί ψευδούς
καταθέσεως μάρτυρος (544 αρ. 6), όπου το συγκεκριμένο αποδεικτικό
μέσο δε γίνεται να συνεκτιμηθεί.
Τα μέρη δύνανται, επομένως, να παρασταθούν κατά τη συζήτηση δια
δηλώσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου σύμφωνα με το άρθρο 242§2
ΚΠολΔ, ενώ οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, αναφερόμενοι κατά τα ανωτέρω
τόσο στο παραδεκτό 1559 και τη βασιμότητα του ενδίκου μέσου όσο και
στην ουσία της υπόθεσης1560 προβάλλονται δια των κατατιθέμενων επί της
έδρας προτάσεων 1561 , εφαρμοζόμενης επίσης της ρύθμισης του άρθρου
240 ΚΠολΔ ως προς την προσκομιδή των προτάσεων της προηγούμενης
συζήτησης. Όπως και επί εφέσεως, οι διάδικοι δύνανται πάντως να
παρασταθούν στο ακροατήριο για να αναπτύξουν και προφορικώς τους
ισχυρισμούς τους αλλά και για την επιχείρηση ορισμένων διαδικαστικών
πράξεων, π.χ. προς αίτηση αναβολής, για γνωστοποίηση λόγου διακοπής,

1557 Βλ. τις σχετικές παραδοχές της ΕφΑθ 1623/2006, ΑρχΝ 2006, σελ. 324, σύμφωνα προς τις
οποίες «στη δίκη της αναψηλάφησης, από οποιοδήποτε δικαστήριο και αν διεξάγεται, δεν γίνεται
προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης και δεν εξετάζονται μάρτυρες ενώπιον του».
1558 Βλ. και Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, Ερμηνεία των άρθρων, άρθρο 549,
http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=5&mid=1096&mnu=1&id=14261.
1559 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1479/1987, ΕΕΝ 1988, σελ. 811, όπου ο καθ’ ου η αίτηση

αναψηλάφησης προέβαλε, δια των προτάσεων του που κατατέθηκαν επί της έδρας (κατά τη
συνεδρίαση της 10.04.1986), ένσταση απαραδέκτου της αναψηλάφησης βάσει του άρθρου 541
ΚΠολΔ, υποστηρίζοντας ότι η συζητούμενη είναι η δεύτερη κατά της ιδίας αποφάσεως λόγω μη
νομοτύπου παραιτήσεως της αιτούσας από προγενέστερη αίτηση. Η ένσταση του απερρίφθη από
το δικάζον δικαστήριο (Εφετείο), εγένετο όμως δεκτή από τον Άρειο Πάγο με την κρινόμενη
απόφαση (μέσω της προβολής αναιρετικού λόγου του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ), αφού
αποδείχθηκε ότι η αιτούσα παραιτήθηκε από την πρώτη αίτηση δια της επιδόσεως δικογράφου
στον καθ’ ου την επομένη της συζητήσεως (11.04.1986).
1560 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εγγράφως, δια των κατατιθέμενων στο πλαίσιο της συζητήσεως

προτάσεων, υποβάλλονται και οι κατά το άρθρο 546§1 και 2 ΚΠολΔ αιτήσεις α) άρσης του
ανασταλτικού αποτελέσματος της ασκηθείσης αναψηλάφησης (επί αποφάσεως διατασσούσης
την εξάλειψη υποθήκης, προσημείωσης ή κατάσχεσης) και β) αναστολής εκτέλεσης της
προσβαλλόμενης απόφασης. Βλ. ενδεικτικώς την ΜονΠρΡοδ 19/2010, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος, που επισημαίνει τον αποκλειστικό χαρακτήρα της δια των προτάσεων
αιτούμενης αναστολής, εκδικαζόμενης από το επιλαμβανόμενο της αναψηλάφησης δικαστήριο,
χωρίς να υπάρχει περιθώριο υποβολής αυτοτελούς αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, «και τούτο
για να μη δημιουργούνται άσκοπες στάσεις της δίκης».
1561 Σύμφωνα με την ΑΠ 2213/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, «η κατάθεση

προτάσεων είναι υποχρεωτική και όταν η αναψηλάφηση στρέφεται κατ` αποφάσεως του Αρείου
Πάγου, δικάσαντος ως δικαστήριο ουσίας, αφού, στην περίπτωση ευδοκίμησης κάποιου από τους
επικαλουμένους για το παραδεκτό αυτής (αναψηλάφησης) λόγους, θα επακολουθήσει η κατ` ουσίαν
έρευνα της υπόθεσης για την οποία απαιτείται η κατάθεση νέων προτάσεων».

332
για παραίτηση ή αποδοχή της αίτησης, αλλά και της αγωγής, υπό την
προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης αναψηλάφησης από τυπικής
πλευράς 1562 , χωρίς να υπάρχει καταρχήν η δυνατότητα συμβιβασμού,
ελλειπόντων των κατά το ουσιαστικό δίκαιο προϋποθέσεων, εφόσον η
επίδικη έννομη σχέση δεν είναι αβέβαιη αλλά έχει κριθεί με δύναμη
δεδικασμένου 1563 . Σύμφωνα με το άρθρο 524§3 ΚΠολΔ, στο οποίο
παραπέμπει το άρθρο 548, σε περίπτωση μη εμφάνισης ή μη κατάθεσης
των προτάσεων εκ μέρους του αιτούμενου την αναψηλάφηση, η αίτηση
απορρίπτεται άνευ ετέρου ως ανυποστήρικτη 1564 , ενώ στην αντίστροφη
περίπτωση της ερημοδικίας του καθ’ ου η αίτηση, αφού ελεγχθεί το
νομότυπο και εμπρόθεσμο της κλητεύσεως, η συζήτηση θα προχωρήσει
κανονικά και ο απολιπόμενος διάδικος θα δικασθεί ωσεί παρών σύμφωνα

1562 Βλ. την ΕφΑθ 505/2007, ΕλλΔνη 2008, σελ. 227, κατά την οποία «είναι δυνατή η, με βάση τη
διάταξη του άρθρου 298 ΚΠολΔ, αποδοχή της αίτησης αναψηλάφησης από τον καθ` ου η αίτηση, με
συνέπεια την έκδοση απόφασης σύμφωνα με αυτή, αφού με την αποδοχή αναγνωρίζεται το
δικαίωμα που έχει ασκηθεί με αυτήν. Με τη δήλωση αποδοχής αναγνωρίζεται το δικαίωμα ελέγχου
της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο κατατείνει στην εξαφάνιση αυτής και στην εκ νέου
εξέταση της διαφοράς κατ` ουσίαν. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει το Δικαστήριο και εκ του ότι
αντικείμενο της δίκης στην αναψηλάφηση είναι το διαπλαστικό της εξαφάνισης της
προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον κριθεί η αναψηλάφηση παραδεκτή και παραδεκτός και
βάσιμος κάποιος λόγος, και το διαγνωστικό της εξέτασης της ουσίας της υπόθεσης κατ` άρθ. 549 §
1 ΚΠολΔ».
1563 Βλ. πάντως την ΑΠ 1257/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, κατά την οποία

«είναι δυνατή η σύναψη συμβιβασμού και μετά την έκδοση της τελεσίδικης αποφάσεως, όταν
αμφισβητείται είτε η ύπαρξη είτε η ισχύς του δεδικασμένου και η απόφαση υπόκειται σε αναίρεση
ή αναψηλάφηση, οπότε η υποχώρηση για αμφότερα τα διάδικα μέρη, συνίσταται στην παραίτησή
τους από τα ένδικα μέσα της αναιρέσεως και αναψηλαφήσεως κατά της τελεσίδικης αποφάσεως,
γεγονός που έχει ως συνέπεια την απώλεια της δυνατότητας ως προς μεν τον ενάγοντα να αιτηθεί
μεγαλύτερο του ήδη επιδικασθέντος με την τελεσίδικη απόφαση ποσού, όσο και από μελλοντικές
αξιώσεις του, του δε εναγομένου την επιδίκαση μικροτέρων των ήδη επιδικασθέντων ποσών». Στην
προκειμένη περίπτωση μετά την τελεσιδικία της αποφάσεως ο ενάγων (για λογαριασμό του
τραυματισθέντος σε τροχαίο ατύχημα υιού του) προέβη με την ασφαλιστική εταιρεία σε εξώδικη
συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, δυνάμει της οποίας ο δικηγόρος του έλαβε από την
τελευταία 16.739,90 ευρώ σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της επιδικασθείσης απαιτήσεως, ενώ
με το κείμενο της καταρτισθείσης συμφωνίας (εξοφλητικής αποδείξεως) τα μέρη δήλωσαν, ο μεν
ενάγων ότι παραιτείται από την επιδίωξη κάθε μελλοντικής απαίτησης από το ατύχημα, η δε
εναγομένη ότι δε θα ασκήσει αναψηλάφηση ή αναίρεση κατά της απόφασης. Το δικαστήριο
κρίνοντας μεταγενέστερη αγωγή του ενηλικιωθέντος πλέον υιού για την επιδίκαση
αποζημιώσεως του άρθρου 931 ΑΚ και απώλεια εισοδημάτων περιόδου 2008-2053 από το ίδιο
ατύχημα, απεφάνθη υπέρ της νομιμότητας του συναφθέντος συμβιβασμού, εφόσον κατά τα
ανωτέρω οι δυο πλευρές προέβησαν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις.
1564 Βλ. την ανωτέρω μνημονευόμενη ΑΠ 2213/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος,

κατά την οποία «επί ερημοδικίας του αιτούντος την αναψηλάφηση, η οποία συντρέχει όταν είτε ο
τελευταίος δεν εμφανιστεί κατά την συζήτηση της υπόθεσης είτε εμφανισθεί μεν αλλά δεν λάβει
μέρος σ` αυτήν κανονικά, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που αυτός δεν καταθέσει εμπροθέσμως,
δηλαδή μέχρι την έναρξη της συζήτησης, προτάσεις, το δικαστήριο ερευνά με την επιμέλεια ποίου
εκ των διαδίκων επισπεύδεται η συζήτηση της υπόθεσης και αν αυτή γίνεται με την επιμέλεια του
αιτούντος (την αναψηλάφηση) συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την αίτηση». Στην
προκειμένη περίπτωση οι αιτούντες εμφανίστηκαν μεν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το
οικείο πινάκιο, πλην όμως μη προσηκόντως, αφού η κατάθεση των προτάσεων τους δεν έγινε
μέχρι την έναρξη της συζήτησης (20.10.14), όπως έπρεπε, αλλά την τελευταία ημέρα της
προθεσμίας αντικρούσεως (23.10.14), με αποτέλεσμα την κατά τα ανωτέρω (πλασματική)
ερημοδικία τους.

333
με το άρθρο 524§4 ΚΠολΔ εδ. α ΚΠολΔ1565. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε
ότι η διεξαγόμενη επί της αναψηλάφησης συζήτηση θεωρείται
εξακολούθηση της αρχικής, κάτι που σημαίνει ότι δεν είναι η πρώτη για τον
καθ’ ου, ο οποίος χάνει μεν τη δυνατότητα αμφισβήτησης του παραδεκτού
της αναψηλάφησης, οι ισχυρισμοί του όμως ως προς την ουσία της
υπόθεσης ισχύουν κανονικά, με τον αντίδικο να οφείλει, στο πλαίσιο του
άρθρου 524§4 εδ. γ ΚΠολΔ, να προσκομίσει αντίγραφο των προτάσεων του
ώστε να ληφθούν υπ’ όψιν από το δικαστήριο.
Νέες αποδείξεις στο ακροατήριο κατά κανόνα δε διεξάγονται, από τη
στιγμή που το δικαστήριο, όπως προαναφέρθηκε, έχει στη διάθεση του όλο
το αποδεικτικό υλικό της διεξαχθείσης συζητήσεως, π.χ. έγγραφα, ένορκες
βεβαιώσεις, μαρτυρικές καταθέσεις κτλ., στο οποίο βέβαια προστίθενται
και τα νέα στοιχεία βάσει των οποίων θα κριθεί η βασιμότητα του λόγου
αναψηλάφησης, τα οποία είναι κατά βάση έγγραφα, π.χ. επί προβολής
λόγου του άρθρου 544 αρ. 6 ή 10 τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας,
επί λόγων του άρθρου 544 αρ. 1 και 8 οι νεότερες αποφάσεις, επί λόγου του
άρθρου 544 αρ. 7 το νεωστί ανευρεθέν έγγραφο κτλ., ενώ θα πρέπει να
επισημανθεί και η ρύθμιση του άρθρου 545§4 ΚΠολΔ, που επί προβολής
λόγου αναψηλάφησης εκ των αριθμών 6, 7, 8 και 10 απαιτεί την έγγραφη
ή δια δικαστικής ομολογίας απόδειξη των γεγονότων που αποδεικνύουν
την αφετηρία των αντίστοιχων προθεσμιών. Σχετικώς, θα πρέπει να
παρατηρήσουμε ότι στις περιπτώσεις του άρθρου 544 αρ. 6, 8 και 10 το
αφετήριο γεγονός, ήτοι το αμετάκλητο της απόφασης του ποινικού
δικαστηρίου αποδεικνύεται ευχερώς από το προσαγόμενο αντίγραφο
αυτής, συνοδευόμενο από βεβαίωση της γραμματείας του δικαστηρίου
περί του αμετακλήτου 1566, ενώ επί ανευρέσεως νέου κρίσιμου έγγραφου
(544 αρ. 7) το γεγονός της γνώσεως, με την απόδειξη του οποίου βαρύνεται
πάντως ο αντίδικος του αιτούμενου την αναψηλάφηση1567, αποδεικνύεται
πιο δύσκολα, δύναται πάντως να προκύπτει από κάποια εισαγγελική

1565 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΠειρ 814/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, που
διαπίστωσε αδικαιολόγητη απουσία της καθ’ ης από τη συζήτηση, εφαρμόζοντας το άρθρο 524§4
ΚΠολΔ και προχωρώντας κανονικά στην εκδίκαση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα.
1566 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΠατρ 645/2002, ΑχΝομ 2003, σελ. 326, όπου ο αιτούμενος την

αναψηλάφηση βάσει του άρθρου 544 αρ. 6 ΚΠολΔ για ψευδή κατάθεση μάρτυρα προσήγαγε προς
απόδειξη τήρησης της προθεσμίας την υπ’ αριθμόν 2371/2000 καταδικαστική (για ψευδορκία)
απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, καθώς και την από 20.05.2002 βεβαίωση της
γραμματείας του ποινικού τμήματος του Εφετείου Πατρών, που απεδείκνυε ότι κατά της
αποφάσεως αυτής δεν είχε ασκηθεί αίτηση αναίρεσης.
1567 Βλ. Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, Ερμηνεία των άρθρων, άρθρο 545,
http://www.kostasbeys.gr/ articles.php?s=5&mid=1096&mnu=1&id=14257, κατά τον οποίο «το
βάρος της απόδειξης της γνώσης έχει ο αντίδικος του αιτούμενου την αναψηλάφηση και μάλιστα
αποκλειστικώς με έγγραφα ή με δικαστική ομολογία (545 § 4)». Ο συγγραφέας επισημαίνει πάντως
ότι αν ο αιτούμενος την αναψηλάφηση δεν μπορούσε τη στιγμή που πληροφορήθηκε την ύπαρξη
του εγγράφου να το χρησιμοποιήσει από λόγους ανώτερης βίας, η προθεσμία δεν αρχίζει από τη
γνώση αλλά με την άρση της ανώτερης βίας. Το βάρος της απόδειξης στην περίπτωση αυτή έχει,
ως προς το γεγονός που συνιστά ανώτερη βία, ο αιτούμενος την αναψηλάφηση, και ως προς το
γεγονός που σταμάτησε την κατάσταση της ανώτερης βίας, ο αντίδικός του, ενώ και για τους δυο
ισχύει ο περιορισμός του άρθρου 545§4, με συνέπεια τα σχετικά γεγονότα να πρέπει να
αποδειχθούν αποκλειστικά με έγγραφα ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου.

334
παραγγελία χορήγησης εγγράφου, από την αντίστοιχη σφραγίδα ή
σημείωση στο πρωτόκολλο της δημόσιας υπηρεσίας ή αρχής που χορήγησε
το έγγραφο, από τη βεβαίωση του ταχυδρομείου περί παραδόσεως1568 κτλ.
Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο της αναψηλάφησης διατηρεί, όπως και
το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επί εφέσεως, τη δυνατότητα να διατάξει τη
διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας είτε προς την κατεύθυνση της
αυτοπρόσωπης εμφάνισης των διαδίκων για την παροχή εξηγήσεων και
διασαφήσεων (245 ΚΠολΔ) είτε προς την κατεύθυνση της συμπλήρωσης
των μαρτυρικών καταθέσεων (411 ΚΠολΔ)1569 είτε προς την κατεύθυνση
της εξέτασης νέων μαρτύρων (529 ΚΠολΔ) είτε προς την κατεύθυνση της
εξέτασης των διαδίκων (530 ΚΠολΔ), δίνοντας έτσι ένα προφορικό τόνο
στη συζήτηση, αν και αυτό αποτελεί περιορισμένη εξαίρεση επί τη βάσει
των ανωτέρω αναφερομένων, για το λόγο ότι η παραδοχή της
αναψηλάφησης δεν αναιρεί τα πορίσματα του αποδεικτικού υλικού της
αρχικής συζητήσεως.
Κλείνοντας το κεφάλαιο της αναψηλάφησης, θα πρέπει να σταθούμε λίγο
στην προβλεπόμενη από το άρθρο 544 αρ. 7 ΚΠολΔ περίπτωση, η οποία
θεμελιώνει το σπουδαιότερο εξ επόψεως πρακτικής εφαρμογής λόγο
αναψηλάφησης 1570 , παρέχοντα στους διαδίκους τη δυνατότητα
αναθεώρησης του πορίσματος της αποδεικτικής διαδικασίας 1571 κατ’
αποκλειστικότητα στην περίπτωση της ανεύρεσης νέου εγγράφου και όχι
άλλων αποδεικτικών μέσων 1572 . Πρόκειται για μία ακόμα ρύθμιση
δηλωτική της προτίμησης του νομοθέτη προς το έγγραφο ως σταθερής και
αξιόπιστης πηγής αποδείξεως και της αποδιδόμενης προς αυτό σημασίας
ως παράγοντα καθοριστικού για την έκβαση της δίκης, μέσω της οποίας
επιτυγχάνεται παράλληλα η απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης, υπό την
έννοια ότι ο διάδικος αποκτά τη δυνατότητα να υποστηρίξει τους

1568 Βλ. ενδεικτικώς την περίπτωση της ΑΠ 1434/2001, ΕλλΔνη 2002, σελ. 1647, όπου εγένετο
επίκληση ως νέων κρίσιμων εγγράφων 11 μαγνητοταινιών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων (του
συζύγου της με την ερωμένη του), τις οποίες η αιτούμενη την αναψηλάφηση παρέλαβε από το
κεντρικό ταχυδρομείο Πειραιώς με συστημένο δέμα αγνώστου αποστολέως.
1569 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΑθ 12632/1988, ΑρχΝ 1989, σελ. 257, όπου (επί προβολής λόγου

αναψηλάφησης του άρθρου 544 αρ. 4 ΚΠολΔ) το δικαστήριο θεώρησε αναγκαία για το
σχηματισμό ασφαλέστερης κρίσης επί της διαφοράς, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 245 και 411
ΚΠολΔ, την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των νομίμων εκπροσώπων των διαδίκων στο ακροατήριο
για την παροχή διασαφήσεων και τη συμπληρωματική εξέταση των εκατέρωθεν μαρτύρων.
1570 Σύμφωνα με την Ι. Αλεξοπούλου, Ανεύρεση εγγράφου μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης,

https://analuseto.gr/anevresi-engrafou-meta-tin-ekdosi-dikastikis-apofasis/, η υφή και


διάρθρωση των λοιπών λόγων αναψηλαφήσεως καθιστούν την εμφάνισή τους στη δικαστηριακή
πρακτική εξαιρετική και σπάνια μάλλον περίπτωση, εν αντιθέσει με τη σπουδαιότητα του
συγκεκριμένου λόγου αναψηλαφήσεως, αναγόμενη στην αξία που κατέχει το έγγραφο στη
σύγχρονη συναλλακτική ζωή και κατ’ επέκταση στη δίκη.
1571 Σύμφωνα με τον Στ. Πανταζόπουλο, Αναψηλάφηση της απόφασης λόγω ανεύρεσης νέου

εγγράφου (άρθρο 544 αρ. 7 ΚΠολΔ), σελ. 21, «ο προκείμενος λόγος αναψηλάφησης στην ουσία δεν
είναι τίποτε άλλο παρά μια επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση ως προς τη δυνατότητα
επίκλησης και προσαγωγής ενός εγγράφου ώστε αυτό να συνεκτιμηθεί από το δικαστήριο».
1572 Σύμφωνα με τον Στ. Πανταζόπουλο, ο.π. αμέσως ανωτέρω, σελ. 20, ακόμα και ομολογία του

αντιδίκου σε άλλη δίκη ως προς την αναλήθεια των ισχυρισμών του δε μπορεί να αποτελέσει λόγο
αναψηλάφησης.

335
ισχυρισμούς του με το σημαντικότερο αποδεικτικό μέσο, το οποίο
εστερήθη άνευ υπαιτιότητας του. Οι προϋποθέσεις, πάντως, που θέτει ο
νόμος για την εφαρμογή της διάταξης είναι αρκετά δεσμευτικές για τους
διαδίκους, αναιρώντας εν μέρει την δραστικότητα της, καθώς θα πρέπει,
σωρευτικώς, το νέο έγγραφο του οποίου γίνεται επίκληση α) να υπήρχε
κατά τη διάρκεια της δίκης, κάτι που αποκλείει όσα έγγραφα συντάχθηκαν
μετά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης 1573 , με
εξαίρεση πάντως την περίπτωση όπου εκ του περιεχομένου του προκύπτει
η ύπαρξη και το περιεχόμενο άλλου εγγράφου πληρούντος τους όρους της
εξεταζόμενης διάταξης, β) να είναι κρίσιμο, υπό την έννοια ότι αποδεικνύει
με αμεσότητα και πληρότητα ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό
προβληθέντα στη δίκη 1574 , της οποίας η έκβαση θα ήταν προφανώς
διαφορετική αν υπήρχε δυνατότητα συνεκτίμησης 1575 , και γ) να μην
προσκομίσθηκε στη δίκη λόγω ανωτέρας βίας ή λόγω παρακράτησης από
τον αντίδικο ή τρίτο πρόσωπο συνεννοηθέν με αυτόν1576. Σύντομη μνεία θα

1573 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΠειρ 814/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, που
απέρριψε την αίτηση αναψηλάφησης (επί αγωγής απόδοσης δανείου), καθώς διαπίστωσε ότι το
νέο έγγραφο (έκθεση εξέτασης μάρτυρα ενώπιον ανακριτή) συντάχθηκε μετά την εφετειακή δίκη,
η δε μνημονευόμενη σε αυτό ως κρίσιμη τραπεζική βεβαίωση πληρωμής είχε προσκομισθεί στη
διεξαχθείσα δίκη, καθώς και την ΕφΘεσ 1446/2010, Αρμ 2015, σελ. 280, που για τον ίδιο λόγο
(επί αδικοπρακτικής απαιτήσεως) απέρριψε την αίτηση στο πλαίσιο της οποίας προσήγοντο ως
νέα έγγραφα πράξη του ανακριτή και βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης
αποφαινόμενα υπέρ της μη απεύθυνσης κατηγορίας σε βάρος του αιτούντος για τα αποδιδόμενα
εις αυτόν εγκλήματα της απάτης, πλαστογραφίας και υπεξαίρεσης.
1574 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΘράκης 598/2006, Αρμ 2010, σελ. 346, η οποία (επί αγωγής

αναγνώρισης πατρότητας) δέχθηκε ως νέο κρίσιμο έγγραφο αποδεικνύον τον ισχυρισμό του
εναγομένου περί μη προελεύσεως του τέκνου εκ μέρους του την προσκομιζόμενη έκθεση εξέτασης
γενετικού υλικού με τη μέθοδο του DNA, θεμελιώνοντας τη συνδρομή ανώτερης βίας στο γεγονός
ότι κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν ήταν αντικειμενικώς δυνατή η
αξιοποίηση της νεότερης επιστημονικής μεθόδου που καθιστά προφανή την εσφαλμένη
αποδεικτική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης.
1575 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΑθ 1623/2006, ΑρχΝ 2006, σελ. 324, κατά την οποία τα φερόμενα ως

κρίσιμα έγγραφα πρέπει, αφενός, να μπορούσαν να ασκήσουν στη δίκη αποφασιστική επιρροή
από αποδεικτική άποψη, και, αφετέρου, να αφορούν περιστατικά τα οποία είχαν προταθεί από
τον αιτούντα διάδικο είτε προς θεμελίωση της αγωγής είτε προς θεμελίωση αυτοτελούς
ισχυρισμού προς αντίκρουσή του. Στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση αναψηλάφησης
απερρίφθη, καθότι οι συνδεόμενοι με τα νεωστί ανευρεθέντα έγγραφα ισχυρισμοί (ικανότητα του
ενάγοντος - καθ’ ου η αίτηση περί το οδηγείν και απασχόληση του ως οδηγού σε εταιρεία, έλλειψη
δυσμενών συνεπειών από την εξέλιξη της σωματικής βλάβης που υπέστη στο επίδικο ατύχημα)
δεν είχαν τεθεί υπ’ όψιν του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
1576 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 447/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου (σε δίκη

διεκδίκησης της ασφαλιστικής αποζημίωσης μεταξύ μισθωτή και εκμισθωτή του


κατεστραμμένου μηχανήματος) το δικαστήριο έκρινε πως η μη έγκαιρη προσκομιδή των
εγγράφων (εξουσιοδότηση της εκμισθώτριας προς το μισθωτή για την είσπραξη του
ασφαλίσματος από την ασφαλιστική εταιρεία και παραίτηση αυτής από κάθε απαίτηση σε βάρος
της ασφαλιστικής εταιρείας) δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία, από τη στιγμή που ο μισθωτής -
αιτούμενος την αναψηλάφηση γνώριζε την ύπαρξη των ανωτέρω εγγράφων, που συντάχθηκαν
με όχληση του και συνεχή πίεση στους νομίμους εκπροσώπους της εκμισθώτριας εταιρείας, ενώ
ο ίδιος κατείχε αντίγραφα αυτών, τα οποία είχαν εξαφανισθεί μέσα στα λοιπά έγγραφα του
λογιστηρίου της επιχείρησης, με συνέπεια τη δυνατότητα του να ζητήσει την προσκομιδή των
εγγράφων στο πλαίσιο της διεξαχθείσης δίκης μέσω της διαδικασίας επιδείξεως εγγράφων.
Βλ. επίσης την ΑΠ 1685/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, που έκρινε ότι η
παράσταση του διαδίκου - αιτούμενου την αναψηλάφηση με δήλωση (242§2 ΚΠολΔ) ενώπιον του

336
πρέπει, εξάλλου, να γίνει και για την προσθήκη της ψευδορκίας του
ενόρκως βεβαιούντος στη ρύθμιση του άρθρου 544 αρ. 6 ΚΠολΔ,
αναφερόμενου γενικώς στη νόθευση αποδεικτικών μέσων, η οποία είναι
σύμφωνη με την αναγωγή των ενόρκων βεβαιώσεων σε τακτικό
αποδεικτικό μέσο και την πλήρη εξομοίωση τους με τις μαρτυρικές
καταθέσεις. Επί τη βάσει αυτής, σε περίπτωση που το δικαστήριο βασίσει
την απόφαση του σε ένορκη βεβαίωση που εκ των υστέρων αποδεικνύεται
ψευδής, παρέχεται στον θιγόμενο η δυνατότητα αναψηλάφησης,
κατευθυνόμενης στη νέα κρίση της διαφοράς άνευ συνεκτιμήσεως της
συγκεκριμένης κατάθεσης1577.
ε. Αναίρεση
Ως προς την αναιρετική δίκη, τέλος, ισχύουν σε μεγάλο βαθμό τα ανωτέρω
αναφερόμενα επί εφέσεως και αναψηλαφήσεως περί έγγραφης
διεξαγωγής της διαδικασίας, η οποία εξυπηρετεί καλύτερα τον
επιδιωκόμενο με την αναίρεση σκοπό, που είναι ο έλεγχος της νομικής
ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης1578 και όχι η επανεκδίκαση ή η
περαιτέρω εξέταση της διαφοράς 1579 . Στο πλαίσιο αυτό, τα πραγματικά
περιστατικά της υπόθεσης και οι επ’ αυτών εκτιμήσεις του δικαστή της
ουσίας εκφεύγουν τον έλεγχο του Αρείου Πάγου (561§1 ΚΠολΔ), κάτι που
σημαίνει ότι εκλείπει το βασικό τμήμα της αποδεικτικής διαδικασίας που
συνήθως δίνει ένα προφορικό χρώμα στη συζήτηση. Πιο συγκεκριμένα, η
αναιρετική διαδικασία προχωρεί και διεκπεραιώνεται βάσει εγγράφων, με
πρώτη τη σχετική αίτηση, κατατιθέμενη στη γραμματεία του αρμόδιου
δικαστηρίου 1580 και εμπεριέχουσα τα κατ’ άρθρον 566§1 απαιτούμενα
στοιχεία, με κυριότερο τον προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης, ο οποίος πρέπει
να θεμελιώνεται επαρκώς, με αναφορά των διαπιστώσεων του

εφετείου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και η συνεπεία αυτής αδυναμία του να λάβει
γνώση των κατατεθέντων με τις επί της έδρας προτάσεις της αντιδίκου εγγράφων, ήτοι του
πρακτικού συμβιβασμού της εναγούσης με τους υπολοίπους εναγόμενους, δια του οποίου
περιόριζε την επίδικη απαίτηση, και της συνταχθείσης εξοφλητικής αποδείξεως (κάτι το οποίο
αναίρεσε τη δυνατότητα αξιοποίησης των εγγράφων αυτών προς αντίκρουση των ισχυρισμών
της αντιδίκου του με την προσθήκη, μέσω της προβολής ισχυρισμού περί μερικής από άλλον εις
ολόκληρον οφειλέτη εξόφλησης) δε μπορεί να θεμελιώσει το λόγο αναψηλάφησης του άρθρου
544 αρ. 7 ΚΠολΔ, καθώς δε συνιστά ανωτέρα βία αλλά υπαίτια παράλειψη, αναφερόμενη στον
τρόπο επιλογής ενός συγκεκριμένου τρόπου παράστασης στη διεξαχθείσα δίκη.
1577 Γενικώς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι εφαρμογή του άρθρου 544 αρ. 6 ΚΠολΔ χωρεί μόνον

εφόσον το πλαστό έγγραφο ή η ψευδής κατάθεση ή έκθεση άσκησαν αποφασιστική επίδραση


στην κρίση του δικαστηρίου, αποτελώντας βασικό στήριγμα της προσβαλλόμενης απόφασης,
ανεξαρτήτως του εάν ήταν το μοναδικό αποδεικτικό μέσο ή αξιολογήθηκε παράλληλα προς άλλα
στοιχεία. Βλ. ενδεικτικώς για τη θέση αυτή της νομολογίας την ΕφΠειρ 339/2016, Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών Νόμος (επί πλαστότητας εγγράφου).
1578 Σύμφωνα με τον Δ. Γιακουμή, Η αναιρετική διαδικασία, σελ. 1, ο Άρειος Πάγος δεν δικάζει την

υπόθεση, αλλά την απόφαση.


1579 Βλ. Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, III, σελ. 345, κατά τον οποίο ο Άρειος Πάγος «περιορίζεται

στον έλεγχο αν παραβιάσθηκαν είτε κανόνες ουσιαστικού δικαίου κατά την κατάστρωση της
μείζονος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού είτε θεμελιώδεις δικονομικοί κανόνες κατά τη
συγκρότηση της ελάσσονος προτάσεως ή κατά την ανέλιξη της διαδικασίας».
1580 Σύμφωνα με το άρθρο 566§2 ΚΠολΔ, στην περίπτωση που με την αναίρεση προσβάλλονται οι

αποφάσεις τόσο του πρωτοβάθμιου όσο και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η κατάθεση του
αναιρετηρίου πρέπει να γίνεται στο καθένα από τα δικαστήρια αυτά.

337
δικαστηρίου, της διαγνωσθείσης έννομης συνέπειας και του ουσιαστικού ή
δικονομικού κανόνα που παραβιάσθηκε. Ακολουθεί ο προσδιορισμός
δικασίμου, για τον οποίο απαιτείται η κατάθεση στη γραμματεία του
Αρείου Πάγου των κατά το άρθρο 568§1 ΚΠολΔ διαδικαστικών εγγράφων,
δηλαδή της αίτησης αναιρέσεως, των προσβαλλόμενων αποφάσεων, των
εισαγωγικών δικογράφων κάθε βαθμού (αγωγή, έφεση κτλ.) και των
προτάσεων αμφοτέρων των πλευρών στις προηγούμενες βαθμίδες, βάσει
των οποίων τίθεται ενώπιον του Άρειου Πάγου όλο το πραγματικό και
νομικό πλαίσιο της διαφοράς, ώστε να δύναται να ελεγχθεί η νομιμότητα
της εκδοθείσης αποφάσεως και η νομότυπη πρόταση των πραγματικών
ισχυρισμών ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, ενώ με βάση τα
χορηγούμενα αντίγραφα ο επισπεύδων τη συζήτηση κλητεύει σε αυτήν τον
αντίδικο βάσει των ειδικότερων διατυπώσεων του άρθρου 568§4
ΚΠολΔ1581. Δυνατή είναι και εδώ η άσκηση πρόσθετων λόγων (569 ΚΠολΔ),
για την οποία απαιτείται η κατάθεση ιδιαίτερου δικογράφου,
κοινοποιούμενου στον αντίδικο τουλάχιστον 30 ημέρες προ της
συζητήσεως, με το οποίο ορίζεται περιοριστικώς το αντικείμενο του
αναιρετικού ελέγχου, επιτρεπόμενων επίσης των αιτήσεων α) αναστολής
εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης (565§2 ΚΠολΔ), που
υποβάλλεται με ιδιαίτερη αίτηση και εκδικάζεται από συμβούλιο 1582 , β)
επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (579§2 ΚΠολΔ),
που υποβάλλεται με το αναιρετήριο, τις προτάσεις ή ιδιαίτερο δικόγραφο
και κατευθύνεται στην απόδοση των καταβληθέντων από τον
αναιρεσείοντα, εκουσίως ή αναγκαστικώς, ποσών (κεφαλαίου, τόκων και
δικαστικών εξόδων)1583 και γ) εξαιρέσεως δικαστή, η οποία υποβάλλεται
με την κατάθεση εγγράφου στη γραμματεία του Αρείου Πάγου (58§1

1581 Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διάταξη, η προθεσμία κλητεύσεως ορίζεται σε τουλάχιστον 60


ημέρες προ της δικασίμου.
1582 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 74/2017 (συμβ.), Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος. Σύμφωνα

με την απόφαση αυτή, η ανωτέρω διάταξη αφορά κυρίως καταψηφιστικές αποφάσεις, μη


εφαρμοζόμενη καταρχήν επί των απλώς αναγνωριστικών, «εκτός αν με βάση την απόφαση αυτή
παρέχεται στον διάδικο, που νίκησε, η δυνατότητα πραγμάτωσης του αντικειμένου της
αναγνωριστικής δίκης κατά τον χρόνο που παρεμβάλλεται μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της
αναιρέσεως, με την απόκτηση εκτελεστού τίτλου (διαταγής πληρωμής), οπότε μπορεί να διαταχθεί
η αναστολή της εκτελέσεως αυτής με την έννοια της αναστολής των εννόμων συνεπειών της, αφού
εμμέσως εκτελείται η εν λόγω αναγνωριστική απόφαση».
1583 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1215/2007, ΕφΑΔ 2008, σελ. 109, κατά την οποία «με την αίτηση

επαναφοράς ζητείται η απόδοση των καταβληθέντων από τον αναιρεσείοντα προς τον
αναιρεσίβλητο χρηματικών ποσών του κεφαλαίου, των τόκων και των δικαστικών εξόδων, με το
νόμιμο τόκο από την επίδοση της διατάσσουσας την επαναφορά των πραγμάτων αναιρετικής
απόφασης... όμως ο αναιρεσείων δεν έχει το δικαίωμα να αξιώσει με την άνω αίτηση του τα
καταβληθέντα έξοδα της έκδοσης απογράφου και αντιγράφου της προς εκτέλεση απόφασης, της
σύνταξης επιταγής για εκτέλεση, της εντολής για τη διενέργεια αυτής και της ενεργηθείσας
κατάσχεσης, διότι η διάταξη του άρθρου 579§2 ΚΠολΔ, κατά την αληθινή της έννοια, επιτρέπει την
απόδοση μόνο των ποσών που η παροχή τους διατάχθηκε από την ίδια την αναιρεθείσα απόφαση
και όχι, άρα, και των εξόδων της μετέπειτα επιχειρηθείσας αναγκαστικής ή εκούσιας εκτέλεσης της,
τα οποία βαρύνουν τον καθ’ ου η εκτέλεση όχι βάσει της απόφασης αυτής, αλλά βάσει του νόμου,
ήτοι του άρθρου 932 ΚΠολΔ».

338
ΚΠολΔ), δυνάμενη πάντως να ασκηθεί και προφορικώς κατά τη συζήτηση
στο ακροατήριο (59 ΚΠολΔ)1584.
Η παλαιότερη προδικασία περιελάμβανε και τον ορισμό εισηγητή
αρεοπαγίτη, επιφορτισμένου με τη σύνταξη εισηγητικής εκθέσεως για το
παραδεκτό της αναιρέσεως, καθώς και για το παραδεκτό και βάσιμο των
προβαλλόμενων λόγων, με το ν. 4335/2015 όμως η σχετική διαδικασία
διαφοροποιήθηκε1585, με τον εισηγητή να ορίζεται αποκλειστικά για τους
σκοπούς του άρθρου 571 ΚΠολΔ, δηλαδή για έναν προδικαστικό έλεγχο της
αίτησης, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται ένα φιλτράρισμα των υπό κρίση
υποθέσεων, εφόσον οι απαράδεκτες και προδήλως αβάσιμες αναιρέσεις
απορρίπτονται χωρίς τη διεξαγωγή συζήτησης, με απλή διάταξη τριμελούς
συμβουλίου εκδιδόμενη κατόπιν σχετικής εισηγήσεως. Σε περίπτωση,
πάντως, που ο αναιρεσείων επιμένει στην εκδίκαση της υπόθεσης, μέσω
της υποβολής αιτήσεως και καταβολής του απαιτούμενου παραβόλου, υπό
τους όρους του άρθρου 571§2 ΚΠολΔ, ή εφόσον δεν υπάρξει απορριπτική
εισήγηση, η διαφορά συζητείται κανονικά κατά την οριζόμενη δικάσιμο
(571§3 ΚΠολΔ). Κατ’ αυτήν, η συζήτηση είναι καταρχήν έγγραφη, παρά το
γεγονός ότι οι διάδικοι δεν υποχρεούνται στην κατάθεση προτάσεων
(570§1 ΚΠολΔ), κανόνας που γνωρίζει πάντως σημαντική εξαίρεση ως
προς τις αφορώσες τη νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση της αναιρέσεως
ενστάσεις, οι οποίες υποβάλλονται εγγράφως δια των προτάσεων 1586, που
στην περίπτωση αυτή κατατίθενται 20 τουλάχιστον ημέρες προ της

1584 Κατά πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, μόνη η διατύπωση γνώμης του εισηγητή
αρεοπαγίτη με τη συντασσόμενη έκθεση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αναίρεσης
δεν αρκεί για τη θεμελίωση λόγου εξαίρεσης, έστω κι αν είναι εσφαλμένη κατά την άποψη κάποιου
διαδίκου, ούτε μπορεί να δημιουργήσει υπόνοιες μεροληψίας υπέρ ή κατά κάποιου διαδίκου. Βλ.
ενδεικτικώς την ΑΠ 357/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος.
1585 Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015, σελ. 27-28, «η κατάργηση της

εισήγησης κρίθηκε αναγκαία για τη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ που αφορούν
καταδίκες για παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων λόγω της εισηγήσεως και για
εξοικονόμηση χρόνου μάταιης εργασίας». Η νέα ρύθμιση φαίνεται να εναρμονίζεται με την
νομοθετική επιδίωξη για ταχύτητα τόσο εξ επόψεως φιλτραρίσματος των αγομένων προς
εκδίκαση υποθέσεων όσο και εξ επόψεως αναβολών, που παρατηρούνταν πολλές φορές υπό το
προηγούμενο καθεστώς λόγω της παράλειψης σύνταξης εισηγητικής εκθέσεως ή μη ενασχόλησης
της με όλους τους προβαλλόμενους λόγους, η οποία απέληγε στην επανάληψη της συζήτησης
ώστε να καλυφθεί η σχετική πλημμέλεια. Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 295/2016, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος.
1586 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 2322/2009, ΔΕΕ 2011, σελ. 718, η οποία απέρριψε την ένσταση της

αναιρεσίβλητης εταιρείας περί σιωπηρής αποδοχής της προσβαλλόμενης απόφασης από τον
αναιρεσείοντα, ενόψει της ανεπιφύλακτης εκ μέρους του είσπραξης του επιδικασθέντος ποσού,
και του εξ αυτής παραγόμενου απαραδέκτου της αναιρέσεως, καθώς προεβλήθη δια των
εκπροθέσμως κατατεθειμένων προτάσεων.
Ανάλογη και η περίπτωση της ΑΠ 175/2011, ΕφΑΔ 2011, σελ. 893, όπου η προταθείσα (και
απορριφθείσα λόγω μη νόμιμης προβολής δια των προτάσεων) ένσταση αφορούσε στην αποδοχή
της τελεσίδικης αποφάσεως εκ μέρους της αναιρεσείουσας, η κατά τους ισχυρισμούς της
αναιρεσίβλητης υποδήλωνε παραίτηση εκ του δικαιώματος άσκησης αναίρεσης, επιβάλουσα
απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος (556
ΚΠολΔ).

339
δικασίμου1587, ώστε το δικαστήριο να έχει το περιθώριο να τις μελετήσει.
Υπό τα δεδομένα αυτά, η προθεσμία των 20 ημερών αφορά καταρχήν τον
αναιρεσίβλητο ως προς τις προτεινόμενες εκ μέρους του ενστάσεις
απαραδέκτου και επικουρικώς τον αναιρεσείοντα ως προς τις επ’ αυτών
αντενστάσεις του, αν και θα πρέπει να σημειωθεί και η άποψη μέρους της
αρεοπαγιτικής νομολογίας, που τάσσεται υπέρ της αυτεπάγγελτης
εξέτασης του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης με βάση τα έγγραφα
στοιχεία της δικογραφίας, ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της
διεξαγόμενης δίκης, χωρίς να προσαπαιτεί την προβολή σχετικού
παραπόνου εκ μέρους του αναιρεσίβλητου1588.
Ανεξάρτητα από το μη υποχρεωτικό χαρακτήρα της κατάθεσης
προτάσεων, στην πράξη οι διάδικοι συνηθίζουν να επικαλούνται δι’ αυτών
όλα τα νομικά επιχειρήματα και ισχυρισμούς τους αναφορικά με την
επίδικη διαφορά1589, κίνηση αναμενόμενη, στο μέτρο που τα εξεταζόμενα
θέματα είναι πολλές φορές αμφισβητούμενα και παρουσιάζουν μια
δυσκολία ως προς την υποστήριξη και την κατανόηση τους, δεικνύουσα
πάντως για άλλη μια φορά την προτίμηση του δικηγορικού κόσμου προς
τον έγγραφο τύπο και τη φαινομενική ανεπάρκεια της προφορικής
ανάπτυξης να αντιπαραβληθεί προς αυτόν. Γενικώς ως προς τη συζήτηση,
θα πρέπει να πούμε ότι, στην περίπτωση που τα μέρη επιλέξουν να
παραστούν στο ακροατήριο και δεν υποβάλλουν δήλωση με βάση το άρθρο
242§2 ΚΠολΔ 1590 , η διαδικασία εκκινεί με την εκφώνηση των ονομάτων
των διαδίκων, εκπροσωπούμενων υποχρεωτικά από δικηγόρο διορισμένο
στον Άρειο Πάγο1591, χωρίς να προβλέπεται πλέον στάδιο αναγνώσεως της
εισηγητικής εκθέσεως, η οποία πάντως και υπό το προηγούμενο καθεστώς

1587 Βλ. και την ΑΠ 1339/2003, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, που απεδέχθη την
προτεινόμενη ένσταση εκπρόθεσμης άσκησης της αναίρεσης λόγω μη τηρήσεως της προθεσμίας
του άρθρου 564 ΚΠολΔ, προβληθείσα νομίμως με τις έγγραφες προτάσεις της αναιρεσίβλητης.
1588 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1634/2005, ΝοΒ 2006, σελ. 560, κατά την οποία «το εμπρόθεσμο της

ασκηθείσας αναίρεσης είναι προϋπόθεση του παραδεκτού αυτής, τη συνδρομή δε της προϋπόθεσης
αυτής εξετάζει ο Άρειος Πάγος και αυτεπαγγέλτως, με βάση τα υποβληθέντα αποδεικτικά έγγραφα
στοιχεία της δικογραφίας, απορρίπτοντας την αναίρεση αν ελλείπει η προϋπόθεση αυτή. Αντίθετη
ερμηνεία δεν βρίσκει στήριγμα ούτε στη διατύπωση του άρθρου 570§1 ΚΠολΔ, …διότι η διάταξη
αυτή δεν αποσκοπεί στο να αποκλείσει την από τον Άρειο Πάγο αυτεπάγγελτη έρευνα της
συνδρομής του εμπρόθεσμου της άσκησης της αίτησης αναίρεσης που αποτελεί προϋπόθεση του
παραδεκτού της». Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό ο Άρειος πάγος απέρριψε εν προκειμένω την
υπό κρίση αίτηση για μερική ανάκληση της υπ’ αριθμόν 555/2004 απόφασης του δικαστηρίου.
1589 Βλ. και Δ. Γιακουμή, Η αναιρετική διαδικασία, σελ. 181.
1590 Η συγκεκριμένη διάταξη προστέθηκε στις εφαρμοζόμενες στην αναιρετική δίκη διατάξεις

(573 ΚΠολΔ) δυνάμει του άρθρου 6§11 του ν. 2479/1997.


Βλ. και τις παραδοχές της ΑΠ 148/2014, ΕΠολΔ 2014, σελ. 764, κατά την οποία «το άρθρο 242§2
ΚΠολΔ εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 573 ΚΠολΔ, και στην αναιρετική δίκη, στην οποία δεν
διεξάγεται προφορική συζήτηση της υπόθεσης, ανεξάρτητα από τη διαδικασία, κατά την οποία είχε
συζητηθεί η υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας».
1591 Σημειούται ότι για τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου η πληρεξουσιότητα παρέχεται,

σύμφωνα με το άρθρο 96§3 ΚΠολΔ μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση


καταχωριζόμενη στα πρακτικά, κάτι που σημαίνει ότι ο παριστάμενος δικηγόρος, εφόσον δε
συνοδεύεται στο ακροατήριο από το διάδικο και εφόσον δεν έχει καταθέσει προδικαστικώς το
συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, οφείλει να το παραδώσει κατά την εκφώνηση στο γραμματέα
του δικαστηρίου.

340
δε διαβαζόταν στο ακροατήριο, του εισηγητή περιοριζόμενου σε μια
μονολεκτική απάντηση προς τον πρόεδρο της συνθέσεως ως τη θετική ή
απορριπτική θέση του επί της αιτήσεως 1592 . Εν συνεχεία το λόγο
λαμβάνουν, εφόσον το ζητήσουν, διαδοχικώς, πρώτα ο συνήγορος του
αναιρεσείοντος και εν συνεχεία του αναιρεσιβλήτου (574§1 ΚΠολΔ),
αναπτύσσοντας τους ισχυρισμούς τους και ζητώντας την παραδοχή των
αιτημάτων τους, κάτι το οποίο, όπως αναφέραμε, συνηθίζουν πλέον να
πράττουν με τις προτάσεις τους, στις οποίες σε κάθε περίπτωση
παραπέμπουν για λόγους πληρότητας, ενώ τελευταίος αγορεύει, όταν
παρίσταται στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, εκτός εάν
είναι διάδικος ή εκπροσωπεί αναιρεσείοντα εισαγγελέα, οπότε ομιλεί κατά
την οικεία σειρά. Γενικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι ο εισαγγελέας δεν είναι
υποχρεωτικό να παρίσταται πλέον στα πολιτικά τμήματα, με εξαίρεση τις
συνεδριάσεις της Ολομέλειας και τις περιπτώσεις όπου έχει υποβάλλει
έγγραφη πρόταση1593, οπότε και αναπτύσσει προφορικώς το περιεχόμενο
της, μετά δε την αγόρευση αυτού δύνανται να λάβουν ξανά το λόγο οι
πληρεξούσιοι των διαδίκων τοποθετούμενοι επί της εισαγγελικής
πρότασης1594.
Με τον τρόπο αυτό και το δικαστή να παρέχει περιθώριο στους διαδίκους
για την κατάθεση των προτάσεων τους (κατ’ ακριβολογία σημειώματος,
εφόσον όπως είδαμε η κατάθεση δεν είναι υποχρεωτική), ολοκληρώνεται η
αναιρετική δίκη, στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει να προσθέσουμε ότι
επιτρέπεται κανονικά και παραίτηση από το δικόγραφο της αναιρέσεως,
ενεργούμενη υπό τους προβλεπόμενους στο άρθρο 297 ΚΠολΔ τρόπους,
δηλαδή με προφορική δήλωση καταχωριζόμενη στα πρακτικά ή δια
δικογράφου επιδιδόμενου στον αντίδικο και επιφέρουσα την κατάργηση
της δίκης εφόσον αναφέρεται στο σύνολο του δικογράφου1595, άλλως τη
συνέχιση της συζήτησης επί των υπολοίπων λόγων 1596 . Αντιθέτως, στην

1592 Βλ. Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, III, σελ. 539, ο οποίος εμφανίζεται αντίθετος με την εφαρμογή
του άρθρου 242§2 ΚΠολΔ στην αναιρετική δίκη και την εν γένει περιστολή της προφορικότητας
της, αναφέροντας ειδικότερα πως «στο βωμό της ταχύτητας θυσιάζονται δυστυχώς και τα
τελευταία παλλάδια της χρηστής διεξαγωγής της δίκης. Η υποβάθμιση και της διαδικασίας ενώπιον
του Αρείου Πάγου σε μια απλή ‘’διεκπεραιωτική’’ διαδικασία δε μπορεί παρά να προκαλεί θλίψη».
1593 Βλ. το άρθρο 23§5 του ν. 1756/1988 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης

Δικαστικών Λειτουργών), όπως τροποποιήθηκε δια του άρθρου 2§2 του ν. 2298/1995.
1594 Βλ. ενδεικτικώς την ΟλΑΠ 13/2015, διαθέσιμη στη διεύθυνση
http://www.synigoroskatanaloti.gr/ docs/law/nomgr/OlAP-13-2015.pdf, όπου μετά την
αγόρευση της εισαγγελέως, που πρότεινε την παραδοχή των λόγων της υπό κρίση αναίρεσης,
ώστε να κριθούν ανεφάρμοστες οι διατάξεις του ν. 2251/1994 επί της προκείμενης διαφοράς (το
θέμα που είχε ανακύψει στην επίμαχη περίπτωση ήταν το αν ο εγγυητής τραπεζικής σύμβασης
δανείου δύναται να θεωρηθεί ως καταναλωτής υπό την έννοια του ν. 2251/1994 και να
απολαύσει το ευεργετικό πλαίσιο διατάξεων του συγκεκριμένου νομοθετήματος), ο πρόεδρος
έδωσε εκ νέου το λόγο στους πληρεξούσιους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν για δεύτερη
φορά στα εξεταζόμενα θέματα.
1595 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1809/2007, Δίκη 2008, σελ. 201, όπου ο αναιρεσείων με δήλωση που

καταχωρήθηκε στα πρακτικά παραιτήθηκε από την ασκηθείσα αναίρεση ως προς την 1η και 8η
των αναιρεσιβλήτων, ως προς τις οποίες, κατά συνέπεια, κηρύχθηκε καταργημένη η δίκη.
1596 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 109/2008, ΕΠολΔ 2009, σελ. 378, όπου ο αναιρεσείων με το από

18.05.2007 δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου την 21.05.2007 και

341
αναιρετική δίκη δεν είναι παραδεκτή παραίτηση από το δικόγραφο της
αγωγής ή το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα 1597, αποδοχή της αγωγής
από τον εναγόμενο1598, ή δικαστικός συμβιβασμός, διαδικαστικές πράξεις
που προϋποθέτουν την ύπαρξη εκκρεμοδικίας και την εξουσία διαθέσεως
του αντικειμένου της δίκης από τους διαδίκους, η οποία δεν υφίσταται εν
προκειμένω, όπου η δίκη περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής ορθότητας
της απόφασης και στη διαπίστωση συγκεκριμένων πλημμελειών μη
εισάγουσα νέο βαθμό δικαιοδοσίας, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτημα της
συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς μετά την επέλευση της τελεσιδικίας
ή αποδοχής της τελεσίδικης αποφάσεως, η οποία, εφόσον προβληθεί
νομίμως και αποδειχθεί από τον αναιρεσίβλητο, οδηγεί σε απόρριψη της
ασκηθείσης αναιρέσεως λόγω έλλειψης του κατά το άρθρο 556 ΚΠολΔ
απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος 1599 . Ιδιαίτερο καθεστώς υφίσταται,

κοινοποιήθηκε νομίμως στον αναιρεσίβλητο, παραιτήθηκε από τους πρώτο, δεύτερο κατά το
πρώτο μέρος του, και τέταρτο λόγους του κυρίως δικογράφου της από 10-5-2005 αίτησης
αναίρεσης, με τη συζήτηση να χωρεί ως προς τους υπολοίπους λόγους.
1597 Βλ. τις παραδοχές της ΟλΑΠ 38/1996, ΕλλΔνη 1997, σελ. 41, κατά τις οποίες «η άσκηση της

αναιρέσεως και η επ` αυτής δίκη δεν καθιστά την αγωγή επίδικη, δεν ανοίγεται με το ένδικο αυτό
μέσο νέος βαθμός δικαιοδοσίας, ούτε κρίνεται πλέον η ουσία της υποθέσεως, αλλ` ερευνάται το
παραδεκτό και η βασιμότητα των προβαλλομένων με τους λόγους αναιρέσεως νομικών
πλημμελειών της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η επί της αγωγής δίκη, με την έκδοση της οριστικής
αποφάσεως έχει καταργηθεί ήδη και επομένως ούτε η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής
ούτε η παραίτηση από του δικαιώματος ως διαδικαστικές πράξεις, επιφέρουν την κατάργησή της,
διότι έχουν στερηθεί του αντικειμένου των».
1598 Βλ. την ΑΠ 980/2003, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου, με δήλωση των

πληρεξουσίων δικηγόρων τους στο ακροατήριο, ο μεν αναιρεσείων περιόρισε τις αγωγικές του
αξιώσεις σε συγκεκριμένα κονδύλια (καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, δώρο Πάσχα, επίδομα
αδείας και αποζημίωση απόλυσης), η δε αναιρεσίβλητη προέβη σε αποδοχή της αγωγής υπό το
νέο περιεχόμενο της. Ο Άρειος Πάγος έκρινε την κατά τα ανωτέρω μερική παραίτηση και αποδοχή
της αγωγής απαράδεκτες, διαπιστώνοντας ότι δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής των σχετικών
διατάξεων (294, 296 και 298 ΚΠολΔ) στην αναιρετική δίκη. Ιδίως ως προς την αποδοχή της
αγωγής, το δικαστήριο δέχεται ότι «δεν νοείται επέκταση της ισχύος και εφαρμογή στη διαδικασία
αυτή της διάταξης του άρθρου 298 του εν λόγω Κώδικα, για αποδοχή της αγωγής από τον
εναγόμενο… αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε στο άτοπο, πέρα από το να καθίσταται δυνατή η
παραδοχή αίτησης αναίρεσης που δεν ασκήθηκε παραδεκτά, να καθίσταται δυνατή η παραδοχή
αίτησης, οι στο δικόγραφο της οποίας διαλαμβανόμενοι λόγοι είναι αόριστοι, απαράδεκτοι,
αλυσιτελείς, αβάσιμοι κλπ ή δεν περιλαμβάνονται στους περιοριστικά, στα άρθρα 559 και 560
ΚΠολΔ, αναφερόμενους και να αναιρείται, έτσι, η προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς το δικαστήριο να
έχει υποπέσει σε μία, έστω, από τις νομικές πλημμέλειες που ιδρύουν τους λόγους αυτούς, πράγμα
που πρόδηλα δεν περιλαμβάνεται στα πλαίσια της εξουσίας διάθεσης του αντικειμένου της δίκης
από τους διαδίκους, που καθιερώνεται με το άρθρο 106 ΚΠολΔ».
1599 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1684/2006, ΧρΙΔ 2007, σελ. 59, όπου μετά την άσκηση της

αναιρέσεως οι διάδικοι συμβιβάστηκαν, με την αναιρεσείουσα να εισπράττει το ποσό των


105.838,65 ευρώ, δηλώνοντας ότι εξοφλήθηκε πλήρως για κάθε αξίωση εναντίον της
αναιρεσίβλητης και ότι αποδέχεται την προσβαλλόμενη απόφαση, παραιτούμενη του
δικαιώματος ασκήσεως αναιρέσεως κατ’ αυτής. Το γεγονός αυτό προέβαλε νομίμως η
αναιρεσίβλητη με τις κατατεθείσες σύμφωνα με το άρθρο 570§1 ΚΠολΔ προτάσεις της,
προσκομίζοντας την επίμαχη από 31.03.2004 δήλωση, με συνέπεια η αναίρεση να απορριφθεί
κατά τα ανωτέρω ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Σύμφωνα με τις
παραδοχές του δικαστηρίου, «η έλλειψη εννόμου συμφέροντος για την άσκηση αναιρέσεως μπορεί
να κριθεί και με βάση γεγονότα τα οποία επήλθαν μετά την προσβαλλομένη απόφαση και είτε
αναιρούν την ύπαρξη της βλάβης είτε αποκλείουν την επέλευσή της, η έλλειψη δε αυτή έχει ως
συνέπεια την απόρριψη της αναιρέσεως ως απαράδεκτης. Τέτοιο γεγονός αποτελεί η μετά την

342
επίσης επί ερημοδικίας των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 576 ΚΠολΔ,
όπου σε κάθε περίπτωση, δηλαδή τόσο επί απουσίας του αναιρεσείοντος
όσο και επί απουσίας του αναιρεσίβλητου, εφόσον διαπιστωθεί το νόμιμο
και εμπρόθεσμο της κλητεύσεως, η συζήτηση διεξάγεται κανονικά, με τη
σημείωση ότι επί συμμετοχής περισσοτέρων προσώπων στη δίκη, έλλειψη
ή παράτυπη κλήτευση τινός εξ αυτών επάγεται την κήρυξη του
απαραδέκτου της συζητήσεως ως προς όλους, εξαιρούμενης της απλής
ομοδικίας, όπου η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση προχωρεί κανονικά
μόνο ως προς τους παριστάμενους ομοδίκους, ενώ ως προς τους
απολιπόμενους ή μη νομίμως εκπροσωπούμενους κηρύσσεται απαράδεκτη
(576§3 ΚΠολΔ)1600.
Όπως προαναφέρθηκε, το αποδεικτικό σκέλος της αναιρετικής δίκης, υπό
την έννοια των μέσων εξέτασης του παραδεκτού της αναίρεσης και, εν
συνεχεία, του παραδεκτού και της βασιμότητας των προβαλλόμενων
λόγων (577 ΚΠολΔ), βασίζεται αποκλειστικά στα προσαγόμενα με την
επιμέλεια των διαδίκων διαδικαστικά και, κατ’ εξαίρεση, αποδεικτικά
έγγραφα. Έτσι λοιπόν, όλως ενδεικτικώς, από την έκθεση κατάθεσης
διαπιστώνεται το εμπρόθεσμο της άσκησης της υπό κρίση αιτήσεως, από
την προσαγόμενη εξοφλητική απόδειξη η σιωπηρή αποδοχή της
τελεσίδικης αποφάσεως που καθιστά απαράδεκτη την αίτηση1601, από το
κείμενο της απόφασης η αποδοχή ισχυρισμού ως αληθινού άνευ
αποδείξεως1602 και η συνεκτίμηση ή όχι ορισμένου αποδεικτικού μέσου 1603,
εκ του περιεχομένου της αγωγής το ορισμένο αυτής ή η ύπαρξη
επικουρικής βάσης μη ερευνηθείσης από το δικαστήριο 1604 , από τα

άσκηση επί αναιρέσεως συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς και η αποδοχή της προσβαλλομένης
αποφάσεως».
1600 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 194/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία α) διέταξε

το χωρισμό της υπόθεσης ως προς τους ομοδίκους (εργαζομένους) για τους οποίους δεν
αποδεικνυόταν η νόμιμη κλήτευση και η χορήγηση πληρεξουσιότητας προς τους παρασταθέντες
στο ακροατήριο δικηγόρους, κηρύσσοντας τη συζήτηση απαράδεκτη ως προς αυτούς, και β)
κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση και ως προς τους υπόλοιπους διαδίκους, λόγω μη κλητεύσεως
στη συζήτηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων ("Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργατοϋπαλλήλων
Μετάλλου" και "Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος" που είχαν ασκήσει πρόσθετη
παρέμβαση στην εφετειακή δίκη.
1601 Βλ. την ανωτέρω μνημονευόμενη ΑΠ 1684/2006, ΧρΙΔ 2007, σελ. 59.
1602 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 886/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου από το

κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης απεδείχθη πως το Εφετείο δεν κατέληξε στην κρίση του
περί σχηματισμού κοινοπραξίας μεταξύ των εναγόμενων εταιρειών και περί προσλήψεως ως
εργοταξιάρχη του ενάγοντος αυθαίρετα αλλά βάσει των μνημονευομένων σε αυτήν αποδεικτικών
μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων, ενόρκων βεβαιώσεων, εγγράφων και δικαστικών τεκμηρίων).
1603 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 114/2017, Τράπεζα Νομικών πληροφοριών Νόμος, όπου εκ του

κειμένου της αποφάσεως και τη γενόμενη σε αυτή αναφορά προέκυψε πως το Εφετείο έλαβε υπ’
όψιν του την επίμαχη υπ’ αριθμόν ΕΓ-53-13/157/54Δ/13 εισαγγελική διάταξη (με την οποία
τέθηκε στο αρχείο για λόγους ουσιαστικούς η έγκληση της αναιρεσίβλητης σε βάρος του νομίμου
εκπροσώπου της αναιρεσείουσας για το έγκλημα της ψευδούς αναφοράς στην αρχή).
1604 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1012/1995, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία (επί

αγωγής επιδίκασης δικηγορικής αμοιβής) διαπίστωσε ότι στο δικόγραφο της δεν περιεχόταν
επικουρική βάση ερειδόμενη στο άρθρο 4§1 του Συντάγματος (προς το οποίο σύμφωνα με τους
ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος αντίκειται το άρθρο 152 του ν. 3026/1954 και ο νόμος
4507/1966), με συνέπεια ο σχετικός αναιρετικός λόγος περί μη εξετάσεως αυτής να απορριφθεί
ως απαράδεκτος (562§2 ΚΠολΔ).

343
πρακτικά 1605 της πρωτοβάθμιας δίκης η διεξαγωγή δημόσιας
συνεδριάσεως, από την έκθεση επίδοσης η νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου
ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας ή το εμπρόθεσμο της ασκήσεως
ενδίκου μέσου1606. Υπό το ανωτέρω πλαίσιο, εφόσον ελλείπουν έγγραφα
απαραίτητα για την μόρφωση της κρίσης του δικαστηρίου ως προς την
ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, υφίσταται περιθώριο
επανάληψης της συζήτησης ώστε να προσκομισθούν από τους
διαδίκους 1607 . Ως προς τα αποδεικτικά έγγραφα, πρέπει ειδικότερα να
σημειωθεί ότι η εκτίμηση του περιεχόμενου τους, ως αναγόμενη στην ουσία
της υπόθεσης, διαφεύγει τον έλεγχο του Αρείου Πάγου (561§1 ΚΠολΔ), υπό
τις προβλεπόμενες πάντως στη διάταξη αυτή εξαιρέσεις, δηλαδή όταν η
εσφαλμένη εκτίμηση τους από το δικαστήριο της ουσίας οδήγησε σε
παραβίαση κανόνων του ουσιαστικού δικαίου 1608 , καθώς και όταν
προβάλλεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ή
παραμόρφωση εγγράφου1609 (559 αρ. 19 και 20 ΚΠολΔ). Εφόσον, πάντως,
μετά παραδοχή της αναιρετικής αιτήσεως, ο Άρειος Πάγος διακρατήσει την
υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, υπό τους όρους του άρθρου 580§3
ΚΠολΔ, τα προσαχθέντα από τους διαδίκους κατ’ άρθρο 570§2 ΚΠολΔ
αποδεικτικά έγγραφα εκτιμώνται κανονικά.
Γενικώς, σε περίπτωση που αναιρεθεί η απόφαση, κατά τη διάταξη του
άρθρου 579§1 του ΚΠολΔ, αναβιώνει η εκκρεμοδικία της αγωγής ή της
εφέσεως και οι διάδικοι επανέρχονται δικονομικώς στην κατάσταση που
υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, με την αναβίωση της

1605 Σύμφωνα με την ΑΠ 477/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, «τα πρακτικά
συνεδρίασης του δικαστηρίου της ουσίας, κατά το μέρος αυτών που περιέχουν τη σύνθεση του
δικαστηρίου, την εμφάνιση και εκπροσώπηση των διαδίκων κλπ, αποτελούν διαδικαστικό έγγραφο,
κατά το μέρος τους όμως που περιλαμβάνουν αποδείξεις (καταθέσεις μαρτύρων κλπ) δεν αποτελούν
διαδικαστικό έγγραφο, αλλά είναι αποδεικτικό έγγραφο και επομένως η εκτίμηση των αποδείξεων
αυτών γίνεται από το δικαστήριο ουσίας κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του».
1606 Βλ. την ΑΠ 627/1992, ΕΕΝ 1993, σελ. 495, όπου με βάση το περιεχόμενο της έκθεσης

επίδοσης ο Άρειος Πάγος διαπίστωσε ότι η πρωτόδικη απόφαση είχε επιδοθεί την 6η Ιουλίου 1987
και όχι την 6η Ιουνίου όπως δέχθηκε το Εφετείο, με αποτέλεσμα την εσφαλμένη απόρριψη της
ασκηθείσης εφέσεως ως απαράδεκτης.
1607 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 723/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, που για την

εξακρίβωση του παραδεκτού της αναιρέσεως διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο
ακροατήριο ώστε να προσκομισθεί πιστοποιητικό του αρμόδιου γραμματέα περί μη άσκησης
ανακοπής ερημοδικίας κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και την ΑΠ 197/2001,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου ζητήθηκε η προσκομιδή εγγράφων τόσο
διαδικαστικών, όπως το από 07.04.1977 εισαγωγικό δικόγραφο (αναγνωριστική αγωγή) και η
προηγηθείσα αναιρετική απόφαση, όσο και αποδεικτικών, όπως τα αναφερόμενα στην
ταυτότητα και τα όρια του επίδικου ακινήτου συμβόλαια.
1608 Σύμφωνα με τον Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, III, σελ. 410, αυτό συμβαίνει όταν στην

απόφαση αποτυπώνεται ορθώς το περιεχόμενο του εγγράφου αλλά ο δικαστής αντιλαμβάνεται


εσφαλμένα το νόημα του ή όταν γίνεται εσφαλμένη υπαγωγή της συμφωνίας των μερών π.χ. στις
διατάξεις της μίσθωσης έργου αντί για τις διατάξεις μίσθωσης εργασίας.
1609 Η καθιέρωση ειδικού αναιρετικού λόγου για την εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων από το

δικαστήριο της ουσίας αποτελεί μια ακόμη όψη της αναγνώρισης της προεξέχουσας σημασίας και
βαρύτητας του συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου, το περιεχόμενο του οποίου, ενόψει της
αυξημένης του δύναμης, ο νομοθέτης δεν επιτρέπει να αλλοιώνεται ή να τροποποιείται, με την
παραδοχή ως αναγραφομένων πραγματικών γεγονότων προφανώς διαφορετικών από τα
διαλαμβανόμενα σε αυτό.

344
αγωγής ή της έφεσης, αναλόγως αν η αναιρεθείσα απόφαση ήταν πρώτου
ή δεύτερου βαθμού, και την προηγηθείσα διαδικασία να ακυρώνεται κατά
το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή ως προς τα πληττόμενα με τον
λόγο αναιρέσεως κεφάλαια και τα αναγκαίως συνεχόμενα με αυτά 1610. Η
έκταση της νέας συζητήσεως ενώπιον του οικείου τμήματος του Αρείου
Πάγου ή του δικαστηρίου της παραπομπής προσδιορίζεται από τα
διαγραφόμενα με την αναιρετική απόφαση όρια, δηλαδή στα κεφάλαια της
υπόθεσης που αναιρέθηκαν. Και στις δυο περιπτώσεις θα απαιτηθεί η
κατάθεση νέων προτάσεων από τους διαδίκους σύμφωνα με το άρθρο
581§2 ΚΠολΔ, οι οποίες θα υποβληθούν μέχρι την έναρξη της συζήτησης
σύμφωνα με το άρθρο 524§1 εδ. β. Αυτό συμβαίνει διότι, στην μεν πρώτη
περίπτωση, το αναιρετικό τμήμα του Αρείου Πάγου, που διακρατεί την
υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν, λειτουργεί τυπικά ως δικαστήριο
παραπομπής, μη υφισταμένου και μη νοούμενου υπό την ισχύ του άρθρου
580§3 ΚΠολΔ ενοποιημένου σταδίου συζήτησης της αίτησης αναίρεσης και
της ουσίας της υπόθεσης 1611, η οποία θα εισαχθεί σε αυτό με κλήση του
επιμελέστερου των διαδίκων, ενώ στην δεύτερη περίπτωση της
παραπομπής της υπόθεσης σε άλλο δικαστήριο γίνεται δεκτό, κατά πάγια
νομολογία, ότι υποβληθείσες στο πλαίσιο της συζήτησης, μετά την οποία
εκδόθηκε η αναιρετική απόφαση, προτάσεις συνακυρώνονται και δεν
λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο που δικάζει εκ νέου την
υπόθεση 1612 . Η νέα μετά την παραπομπή συζήτηση, ακόμη και στην
περίπτωση που η υπόθεση αναπέμπεται σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο όπου
ισχύει η προφορική διαδικασία, θα έχει έγγραφο χαρακτήρα, στο μέτρο που
οι ήδη διενεργηθείσες αποδείξεις ευρίσκονται στη διάθεση του
δικαστηρίου και διατηρούν την ισχύ τους και υπό την προϋπόθεση ότι δεν
προβάλλονται νέοι ισχυρισμοί επιβάλλοντες τη συγκέντρωση πρόσθετου
υλικού.

1610 Βλ. ενδεικτικώς Λ. Σινανιώτη, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, σελ.323, ΑΠ 479/2009, ΝοΒ 2009,
σελ. 1701, ΑΠ 1717/2002, ΝοΒ 2003, σελ. 1223.
1611 Βλ. τις σχετικές παραδοχές της ΑΠ 1588/2013, ΕΠολΔ 2013, σελ. 793.
1612 Βλ. την ΑΠ 643/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ Ισοκράτης, κατά την οποία «αν

αναιρέθηκε η απόφαση, καταργείται η συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση
και κατά συνέπεια οι κατ' αυτήν υποβληθείσες προτάσεις συνακυρώνονται και δεν λαμβάνονται
υπόψη από το δικαστήριο που δικάζει εκ νέου την υπόθεση, έστω και αν γίνεται νόμιμη επίκλησή
τους κατ' άρθρο 240 ΚΠολΔ, δηλαδή με προσκομιδή τους σε κυρωμένο αντίγραφο και σύντομη
περίληψη επαναφερόμενων ισχυρισμών και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της
προηγούμενης συζήτησης που περιέχουν αυτούς. Ειδικότερα, η αναφορά στις προτάσεις που
υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και η
ενσωμάτωσή τους στις προτάσεις ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει εκ νέου την υπόθεση δεν
συνιστά νόμιμη προβολή ισχυρισμών. Η προβολή (και στην περίπτωση αυτή) μπορεί να γίνει είτε με
τις προτάσεις (νέες) ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει εκ νέου την υπόθεση είτε, με αναφορά,
με τις προτάσεις αυτές, σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προ τάσεων της
προηγούμενης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και
ορισμένη επίκληση των αποδείξεων, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ».

345
ΣΤ. Διαιτησία και εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης της διαφοράς
Απόρροια της συμβατικής βάσεως της διαιτησίας συνιστά η δυνατότητα
των μερών να καθορίζουν
κυριαρχικώς το είδος της
ακολουθητέας διαδικασίας 1613 , με
συμφωνία τους σύγχρονη με την
σύμβαση διαιτησίας ή
μεταγενέστερη από αυτήν, για
κατάρτιση της οποίας μάλιστα δεν
απαιτείται ο έγγραφος τύπος αλλά
ενδεχομένως και απλή προφορική
μεταξύ τους συνεννόηση 1614 .
Εφόσον τα μέρη παραλείψουν να
περιλάβουν ειδική μνεία στη
συμφωνία τους, ο καθορισμός της
διαδικασίας θα γίνει από το
διαιτητικό δικαστήριο, με γνώμονα
τον ακολουθούμενο εκ μέρους του Χιουμοριστική απεικόνιση της υπεροχής των
κανονισμό αλλά και τις ιδιαίτερες εναλλακτικών δικαιοδοτικών οδών εν σχέσει με τη
δικαστική αντιδικία
συνθήκες της υπό κρίση
υπόθεσης 1615 . Συνήθως, προς
διευκόλυνση των διαδίκων, επιλέγεται μια διαδικασία ελαστικότερη της
τακτικής 1616 και απαλλαγμένη από τυπικότητες τόσο ως προς την
επιχείρηση των διαδικαστικών πράξεων όσο και ως προς τη διεξαγωγή της
αποδείξεως 1617. Έτσι λοιπόν, μπορεί να συμφωνηθεί ότι οι απαιτούμενες
επιδόσεις δε θα γίνονται με δικαστικό επιμελητή αλλά με κάθε πρόσφορο
μέσο, π.χ. με χρήση fax ή με courier, ή ότι η αποδεικτική διαδικασία θα
διεξαχθεί σύμφωνα με τους κανόνες της πιθανολόγησης, με συνεκτίμηση
όλων ή κατ’ αποκλεισμό ορισμένων αποδεικτικών μέσων. Ουσιώδες μέρος
της συμφωνίας ή απόφασης καθορισμού της διαδικασίας αποτελεί φυσικά
και ο προσδιορισμός του τρόπου συζητήσεως, με την αποδοχή μόνο
έγγραφων υπομνημάτων1618 ή τη, σωρευτικώς προς αυτήν, διεξαγωγή και

1613 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 886§1 εδ. β ΚΠολΔ και 19§1 του ν. 2735/1999.
1614 Βλ. και Στ. Κουσούλη, Δίκαιο της διαιτησίας, §10, σελ. 89-90.
1615 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 886§1 εδ. β ΚΠολΔ και 19§2 του ν. 2735/1999.
1616 Βλ. πάντως και την περίπτωση της ΑΠ 511/2007, ΝοΒ 2007, σελ. 2120, όπου από την

πρόεδρο του διαιτητικού δικαστηρίου ορίστηκε ως τηρητέα η τακτική διαδικασία του


Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
1617 Βλ. και τις σχετικές παραδοχές των ΑΠ 1422/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος,

κατά την οποία η διαδικασία «ρυθμίζεται από το διαιτητικό δικαστήριο, το οποίο δεν υποχρεούται
να επιλέξει διαδικασία συμπίπτουσα προς την ακολουθούμενη από τα τακτικά δικαστήρια, αλλά
δικαιούται να συνθέσει και ανώνυμο διαδικαστικό μόρφωμα», και ΑΠ 45/2013, ΕφΑΔ 2013, σελ.
463, κατά την οποία «ο διαιτητής δεν κωλύεται να καθορίσει, χωρίς ιδιαίτερη πανηγυρικότητα,
διαδικασία ελεύθερη, απαλλαγμένη κατά το δυνατό από τύπους, αρκεί να μην προσκρούει αυτή σε
κανόνες δημόσια τάξης ή στα χρηστά ήθη».
1618 Βλ. ενδεικτικώς την ΕφΠειρ 323/2003, ΔΕΕ 2004, σελ. 566, όπου, σύμφωνα με το

περιεχόμενο της διαιτητικής συμφωνίας, η υπαγωγή και κρίση των μεταξύ των μερών

346
ακροαματικής διαδικασίας, στην οποία θα αναπτυχθούν τα εκατέρωθεν
επιχειρήματα και εξεταστούν τυχόν μάρτυρες ή πραγματογνώμονες.
Κατά κανόνα, ο διαιτητικός μηχανισμός τίθεται σε κίνηση με την
κατάθεση προσφυγής ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου και την
ακόλουθη γνωστοποίηση της στον καθ’ ου. Η προσφυγή αυτή μπορεί να
έχει την μορφή απλής αίτησης κίνησης της διαδικασίας ή αγωγής στην
οποία θα διατυπώνεται με σαφήνεια το αίτημα και τα θεμελιωτικά αυτού
γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση, θα δοθεί από το δικαστήριο μια προθεσμία
για την κατάθεση έγγραφων υπομνημάτων 1619 και για τις εκατέρωθεν
προσθήκες και αντικρούσεις1620, ενώ με το ίδιο ή διαφορετικό δικόγραφο
θα γίνει και η επίκληση των αποδεικτικών μέσων που προτίθεται να
χρησιμοποιήσει κάθε πλευρά 1621 . Ενδεικτική της ελαστικότητας της
διαδικασίας είναι η δυνατότητα των διαδίκων να τροποποιούν ή να
συμπληρώνουν, με μεταγενέστερο έγγραφο τους, το αγωγικό αίτημα ή την
απάντηση τους 1622 , αν και αυτό μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να
απαγορευθεί από το δικαστήριο, αν κρίνει ότι θίγεται το δικαίωμα
ακρόασης του άλλου μέρους ή επιμηκύνεται αναιτιολόγητα η πρόοδος της
διαδικασίας1623.

(ασφαλιστικού οργανισμού και ναυτιλιακής εταιρείας) διαφορών θα πραγματοποιείτο από τους


διοικητικούς συμβούλους του πρώτου, επί τη βάσει εγγράφων προτάσεων.
1619 Βλ. και το άρθρο 23§1 εδ. β του ν. 2735/1999, σύμφωνα με το οποίο «αν με την αίτηση

προσφυγής στη διαιτησία δεν έχει υποβληθεί αγωγικό αίτημα και τα μέρη δεν συμφώνησαν
διαφορετικά, μέσα στην προθεσμία που καθόρισαν τα μέρη ή το διαιτητικό δικαστήριο, οφείλει ο
μεν αιτών να εκθέσει το αγωγικό του αίτημα και τα πραγματικά περιστατικά που το στηρίζουν,
εκείνος δε κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση να απαντήσει».
1620 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 1893/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, όπου με το υπ’

αριθμόν 1/22.05.2007 πρακτικό της διαιτητικής επιτροπής είχε καθορισθεί, παρουσία των
διαδίκων, η διαδικασία της διαιτησίας και ο τρόπος και χρόνος καταθέσεως των δικογράφων των
αντιδίκων, οριζομένου ειδικότερα ότι ο ενάγων όφειλε να προσκομίσει υπόμνημα και σχετικά του
έγγραφα μέχρι 31.05.2017, η εναγομένη να παραλάβει από το γραμματέα της επιτροπής τα
υπομνήματα και έγγραφα του ενάγοντος και να υποβάλει το δικό της απαντητικό υπόμνημα και
έγγραφα μέχρι 14.06.2017 και ο ενάγων να ανταπαντήσει με προσθήκη-αντίκρουση μέχρι
21.06.2017. Με την υπό κρίση αγωγή ακύρωσης (897 αρ. 5 ΚΠολΔ) η εναγομένη διαμαρτυρήθηκε
ως στερηθείσα της δυνατότητας αντίκρουσης των πρόσθετων ισχυρισμών του αντιδίκου της,
εφόσον δεν προβλεπόταν η κατάθεση δικού της δικογράφου προσθήκης-αντίκρουσης, και
δικαιώθηκε στο Εφετείο, με τον Άρειο Πάγο πάντως να αναιρεί την εφετειακή απόφαση λόγω
παράθεσης ανεπαρκούς αιτιολογίας ως προς το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα του εάν ο
καθορισμός της διαδικασίας έγινε με την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη και συναίνεση των
διαδίκων.
1621 Βλ. το άρθρο 23§1 εδ. γ του ν. 2735/1999, σύμφωνα το οποίο μέσα στην προθεσμία

κατάθεσης των υπομνημάτων τους, τα μέρη μπορούν να υποβάλουν με τα δικόγραφα τους και τα
έγγραφα που θεωρούν κρίσιμα ή να μνημονεύουν τα έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά μέσα που
προτίθενται να χρησιμοποιήσουν.
1622 Βλ. το άρθρο 23§2 του ν. 2735/1999, καθώς και την περίπτωση της ΑΠ 1779/1999, ΔΕΕ

2001, σελ. 407, όπου η προσφεύγουσα [και εναγόμενη με την υπό κρίση αγωγή ακυρώσεως (897
αρ. 5 ΚΠολΔ)] με το από 14.11.1994 υπόμνημα της προσδιόρισε ακριβέστερα ορισμένα κονδύλια
της από 28.03.1994 προσφυγής της, υπολογίζοντας εκ νέου τα αιτούμενα ποσά, κατά τρόπο ώστε
άλλα εξ αυτών να αυξηθούν και άλλα να μειωθούν. Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι με την αποδοχή των
αλλαγών από το διαιτητικό δικαστήριο δεν παραβιάστηκε η θεσπιζόμενη με το άρθρο 886§2
ΚΠολΔ αρχή της ίσης μεταχείρισης των διαδίκων.
1623 Βλ. και Στ. Κουσούλη, Δίκαιο της διαιτησίας, §10, σελ. 94.

347
Η ανταλλαγή αυτή υπομνημάτων πλαισιώνεται κατά κανόνα από την
ακροαματική διαδικασία, η οποία διεξάγεται κατόπιν απόφασης του
διαιτητικού δικαστηρίου, που ορίζει τον τόπο και χρόνο της συνεδρίασης,
με τα μέρη καλούνται εγκαίρως να παρασταθούν, ώστε να τους δοθεί ο
χρόνος να προετοιμαστούν κατάλληλα. Η τελούμενη συνεδρίαση, όπως και
επί των τακτικών δικαστηρίων, είναι αφιερωμένη στην προφορική
ανάπτυξη των ισχυρισμών των μερών, την προσπάθεια εξεύρεσης μιας
συμβιβαστικής λύσης και φυσικά τη διεξαγωγή της απόδειξης, που μπορεί
να περιλαμβάνει μαρτυρικές καταθέσεις, εξηγήσεις εκ μέρους των
εμπλεκομένων και εξέταση του τυχόν ορισθέντος πραγματογνώμονα. Η
προφορική διαδικασία, πάντως, συχνά παραλείπεται κατόπιν συμφωνίας
των μερών ή σχετικής υπόδειξης του δικαστηρίου, κυρίως για λόγους
ταχύτητας και περιστολής των εξόδων, οπότε η διαφορά αποφασίζεται
αποκλειστικά με βάση τα κατατεθειμένα έγγραφα και στοιχεία 1624 , έχει
κριθεί μάλιστα ότι η πρακτική αυτή της έγγραφης διεξαγωγής δε θίγει το
δικαίωμα ακρόασης των μερών ούτε τη βασιμότητα της διαιτητικής
κρίσεως1625.
Ειδικά ως προς την αποδεικτική διαδικασία, θα πρέπει να σημειωθεί ότι
η επιλογή του πλαισίου διεξαγωγής, όπως και επί της συζητήσεως, ανήκει
καταρχήν στη διακριτική ευχέρεια των μερών 1626 , τα οποία μπορεί να
ορίσουν το μέτρο απόδειξης ή να επιτρέψουν ορισμένα μόνο αποδεικτικά
μέσα, σε περίπτωση πάντως που δεν υπάρξει ειδική συμφωνία, οι
αποδεικτικοί κανόνες ορίζονται από τους διαιτητές, συνήθως με βάση τις
συνθήκες της υπόθεσης ή τον κανονισμό του οικείου διαιτητικού
δικαστηρίου1627. Η απόδειξη διεξάγεται κατά τρόπο σεβόμενο τις αρχές της
ισότητας των διαδίκων, υπό την έννοια της έγκαιρης ειδοποιήσεως αυτών
να παρευρεθούν στην αφιερωμένη σε αυτήν συνεδρίαση και της

1624 Βλ. και το άρθρο 24§1 εδ. α του ν. 2735/1999, κατά το οποίο «αν δεν υπάρχει αντίθετη
συμφωνία, το διαιτητικό δικαστήριο αποφασίζει αν θα τηρηθεί ακροαματική διαδικασία ή αν η
διαιτητική διαδικασία θα διεξαχθεί με έγγραφα και άλλα στοιχεία».
1625 Βλ. τη ΜονΠρΤρικ 43/2013, ΔΕΕ 2013, σελ. 363, η οποία κλήθηκε να αποφανθεί επί αίτησης

κήρυξης εκτελεστότητας αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως (906 ΚΠολΔ). Στο πλαίσιο της δίκης
αυτής, η καθ’ ης προέβαλε τον ισχυρισμό περί αντιθέσεως της διαιτητικής απόφασης στην
ημεδαπή δημόσια τάξη (903 αρ. 6 ΚΠολΔ), λόγω μη προφορικής ακροάσεως των μερών,
αναφέροντας ειδικότερα ότι σχετικό αίτημα της δεν έγινε δεκτό από τους διαιτητές. Ο ισχυρισμός
αυτός απερρίφθη από το δικαστήριο, με το σκεπτικό ότι «η σχετική διαδικασία (μη προφορική
διαδικασία) δεν είναι άγνωστη στο ελληνικό δίκαιο» και ότι στην προκειμένη περίπτωση η καθ’ ης
είχε τη δυνατότητα να υποστηρίξει το δίκαιο των θέσεων της με την κατάθεση υπομνήματος,
καθώς και δημοσιευμάτων, γνωμοδότησης καθηγητή πανεπιστημίου περί του εφαρμοστέου
δικαίου και εγγράφων αλληλογραφίας μεταξύ των μερών, συμπεραίνοντας με βάση τα δεδομένα
αυτά ότι δεν εθίγη το δικαίωμα ακροάσεως της.
1626 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 886§2 ΚΠολΔ και 19 του ν. 2735/1999.
1627 Βλ. την ΑΠ 1422/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία αναγνώρισε το

δικαίωμα του διαιτητικού δικαστηρίου να καθορίζει ως προσφορότερη κατά την κρίση του
διαδικασία εκείνη των ασφαλιστικών μέτρων, με συνέπειες την προαπόδειξη και την
πιθανολόγηση, κρίνοντας επίσης ότι η απόκλιση που εισήχθη εν προκειμένω από αυτήν, με την
έκδοση προδικαστικής απόφασης για αποδείξεις, ήταν απολύτως νόμιμη και δε θεμελιώνει λόγο
ακυρώσεως για υπέρβαση εξουσίας, εφόσον δι’ αυτής «δεν αναιρέθηκε το ενιαίο της όλης δίκης,
αλλά αντιθέτως εξυπηρετήθηκε ο σκοπός αυτής που είναι η απονομή της ουσιαστικής δικαιοσύνης
και μάλιστα µε την τήρηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και του δικαιώματος ακρόασης».

348
γνωστοποίησης σε αμφοτέρους των αποδεικτικών μέσων 1628 , π.χ. της
έκθεσης πραγματογνωμοσύνης ή των εγγράφων 1629 , της εκατέρωθεν
ακροάσεως, υπό την έννοια της αδυναμίας λήψης υπ’ όψιν αποδεικτικών
μέσων συλλεγέντων εν τη απουσία τους1630 και της απαγόρευσης χρήσης
ιδιωτικών γνώσεων 1631 , ενώ ως αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιούνται τα
γνωστά από την τακτική δίκη, ήτοι κυρίως μάρτυρες, πραγματογνωμοσύνη
και έγγραφα, με ορισμένες τυπικές αποκλίσεις στη διεθνή διαιτησία, όπου
κατά το πρότυπο αλλοδαπών νομοθεσιών μπορεί να προβλέπεται επί
μαρτύρων η προηγούμενη γνωστοποίηση στην άλλη πλευρά του
περιεχομένου της καταθέσεως, υπό τη μορφή μιας witness statement 1632,
για τους οποίους για τα οποία μάλιστα στη διεθνή διαιτησία συνήθως
προβλέπεται μια διαδικασία επίδειξης και αμοιβαίας γνωστοποίησης κατά
το πρότυπο των αγγλοσαξονικών δικαίων 1633 . Γενικώς υπάρχει ένα πιο
ελαστικό αποδεικτικό καθεστώς, υπό την έννοια π.χ. ότι τα έγγραφα
συναξιολογούνται από το δικαστήριο ακόμη και αν δεν πληρούν όλες τις
τυπικές προϋποθέσεις, το οποίο όμως δε φθάνει μέχρι του σημείου
αποδοχής αποδεικτικών μέσων κτηθέντων κατά παράβαση των άρθρων 9,

1628 Βλ. και Στ. Κουσούλη, Δίκαιο της διαιτησίας, §12, σελ. 110.
1629 Βλ. και το άρθρο 24§3 του ν. 2735/1999.
1630 Βλ. ενδεικτικώς την ΑΠ 714/1997, ΔΕΕ 1998, σελ. 1216, που έκρινε ότι ορθώς ακυρώθηκε η

προσβαλλόμενη διαιτητική απόφαση, καθώς συνεκτίμησε για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού


πορίσματος κατάθεση μάρτυρα (φαρμακοποιού, προϊσταμένης του εργαστηρίου ελέγχου
καλλυντικών του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων), η οποία εξετάσθηκε μετά το πέρας της
αποδεικτικής διαδικασίας (κατά τη διάρκεια των διασκέψεων των δικαστών), χωρίς να
κλητευθούν οι διάδικοι να παρασταθούν σε αυτήν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαπιστώνει ο Άρειος
Πάγος, «το διαιτητικό δικαστήριο στήριξε την απόφαση του και σε στοιχεία που συνέλεξε
ιδιωτικώς, χωρίς τον έλεγχο των διαδίκων, παραβιάζοντας έτσι τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως
και της εκατέρωθεν ακροάσεως και καθιστώντας την απόφαση του ακυρωτέα, κατά τα άρθρα 886
παρ. 2 και 897 αριθ. 5 ΚΠολΔ».
1631 Βλ. και την περίπτωση της ΕφΑθ 6839/1986, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η

οποία ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαιτητική απόφαση (αποφανθείσα επί της αγωγής του
εργολάβου, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι οι οικοπεδούχοι ήταν υπόχρεοι να
συντάξουν το οριστικό πρωτόκολλο παραλαβής του έργου και να καταβάλλουν το οφειλόμενο
υπόλοιπο) για το λόγο ότι ως προς το παρεμπίπτον θέμα της εκπλήρωσης όλων των
προβλεπόμενων υποχρεώσεων από τη μεριά του εργολάβου στηρίχθηκε σε προεκδοθείσα
διαιτητική απόφαση που είχε ακυρωθεί ενόψει ακριβώς της χρησιμοποίησης εκ μέρους του
διαιτητή ιδιωτικών γνώσεων. Με τον τρόπο αυτό, κρίνει το δικαστήριο, το διαιτητικό δικαστήριο
αξιοποίησε εμμέσως την ιδιωτική γνώση του προηγούμενου διαιτητή, παραβιάζοντας την αρχή
της ίσης μεταχείρισης των διαδίκων και της εκατέρωθεν ακροάσεως, δεδομένου μάλιστα ότι δεν
κατέστησε αντικείμενο συζητήσεως τα πορίσματα της προεκδοθείσης (και ακυρωθείσης)
αποφάσεως.
1632 Βλ. Ως παράδειγμα το άρθρο 4§4 και 5 των κανόνων απόδειξης (Rules on the Taking of

Evidence in International Arbitrationτου) του IBA (International Bar Association), διαθέσιμων


διαδικτυακώς με μια απλή αναζήτηση.
1633 Βλ. ως παράδειγμα τα άρθρα 3 και 9 των κανόνων απόδειξης του IBA, στα οποία περιγράφεται

η διαδικασία υποβολής της αίτησης επίδειξης, το περιεχόμενο αυτής, η υποβολή αντιρρήσεων εκ


μέρους του καθ’ ου η έκδοση απόφασης (άρθρο 3), οι λόγοι εξαίρεσης από την επίδειξη [νομικό
κώλυμα, υπερβολικό κόστος ή δυσκολία, απώλεια του εγγράφου, επιχειρησιακό ή κρατικό
απόρρητο κτλ. (άρθρο 9§2)], η δυνατότητα του δικαστηρίου επί άρνησης ή αδυναμίας επίδειξης
να θεωρήσει το περιεχόμενο του έγγραφου αντίθετο προς τα συμφέροντα του διαδίκου (άρθρο
9§5) και η δυνατότητα επισκόπησης του εγγράφου το οποίο κρίνεται μεν απαραίτητο για την
απόδειξη, εμπίπτει όμως και στο απόρρητο, από ανεξάρτητο ειδικό (άρθρο 3§8).

349
9α και 19 του Συντάγματος, κάτι λογικό στο μέτρο που οι συνταγματικοί
κανόνες δεν απευθύνονται μόνο στα τακτικά δικαστήρια αλλά εκφράζουν
μια γενικότερη επιταγή1634.
Η αντιδικία περατώνεται με την έκδοση της διαιτητικής αποφάσεως, η
οποία κατ’ επιταγήν του άρθρου 892§1 ΚΠολΔ συντάσσεται υποχρεωτικά
εγγράφως1635 και υπογράφεται ιδιοχείρως από τους διαιτητές1636, χωρίς να
προσαπαιτείται για την τελείωση της η κατά το άρθρο 893§2 ΚΠολΔ
κατάθεση του πρωτοτύπου της στη γραμματεία του πρωτοδικείου της
οικείας περιφέρειας 1637 ενώ, αν κάποιος εκ των διαιτητών αρνείται ή
κωλύεται να υπογράψει, το γεγονός αυτό αναγράφεται στο κείμενο της
αποφάσεως και υπογράφεται από την πλειοψηφία των δικαστών.
Σύμφωνα με το άρθρο 892§2 ΚΠολΔ, η απόφαση πρέπει υποχρεωτικά να
αναφέρει α) τα στοιχεία των διαιτητών και των διαδίκων, β) τον τόπο και
χρόνο εκδόσεως, γ) τη συμφωνία διαιτησίας στην οποία βασίσθηκε, δ) το
αιτιολογικό 1638 και ε) το διατακτικό της, χωρίς να απαιτείται πάντως,
σύμφωνα με την ορθότερη γνώμη 1639 , η καταχώρηση της γνώμης της
μειοψηφίας και των ονομάτων των μειοψηφούντων δικαστών 1640.
Αντίστοιχα με τη διαιτησία ισχύουν και επί των υπολοίπων εναλλακτικών
τρόπων επίλυσης της διαφοράς, όπου γενικώς εφαρμόζεται μια

1634 Βλ. και Στ. Κουσούλη, Δίκαιο της διαιτησίας, §12, σελ. 116.
1635 Σύμφωνα με τον Στ. Κουσούλη, Δίκαιο της διαιτησίας, §14, σελ. 129, «ο έγγραφος τύπος
αποτελεί συστατικό στοιχείο της διαιτητικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί ιδιωτικό έγγραφο
διαδικαστικού χαρακτήρα».
1636 Βλ. και τις σχετικές παραδοχές της ΕφΑθ 6050/2014, Αρμ 2016, σελ. 850, η οποία, λόγω

υπογραφής της προσβαλλόμενης απόφασης (της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης


Οικονομικών Διαφορών της ΕΠΟ) μόνο από τον πρόεδρο και τον εισηγητή και όχι από το τρίτο
μέλος της σύνθεσης, προέβη στην ακύρωση αυτής σύμφωνα με το άρθρο 897 αρ. 5 ΚΠολΔ.
1637 Βλ. και την ΕφΑθ 73/1984, ΕλλΔνη 1984, σελ. 376, κατά την οποία «οι λόγοι δι’ ους η

διαιτητική απόφασις δύναται να ακυρωθή δια δικαστικής αποφάσεως προβλέπεται κατά τρόπον
περιοριστικόν στο άρθρον 897 ΚΠολΔ και εν αυτοίς δεν καταλέγεται και η μη συμμόρφωσις των
διαιτητών προς την διάταξιν του άρθρου 893§2 ΚΠολΔ περί καταθέσεως του πρωτοτύπου της
διαιτητικής αποφάσεως εις την γραμματείαν του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφερείας εις την
οποίαν εξεδόθη, της αποφάσεως τελειουμένης, κατά την παρ. 1 του αυτού άρθρου, αφ’ ης υπογραφή
κατά το προηγούμενον άρθρον 892».
1638 Σύμφωνα με την ΕφΑθ 1107/2007, ΕλλΔνη 2007, σελ. 876, «έλλειψη αιτιολογίας επαγόμενη

ακυρότητα της διαιτητικής απόφασης υπάρχει όταν δεν προκύπτουν από το αιτιολογικό τα
περιστατικά εκείνα, τα οποία είναι αναγκαία για τη συγκρότηση της διάταξης του νόμου που
εφαρμόστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι δε και όταν υπάρχουν μεν ελλείψεις αναγόμενες
στην εκτίμηση των αποδείξεων, το προκύπτον όμως από την εκτίμηση αυτή συμπέρασμα εκτίθεται
ορθώς».
1639 Βλ. Στ. Κουσούλη, Δίκαιο της διαιτησίας, §14, σελ. 130.
1640 Βλ. την περίπτωση της ΕφΑθ 10861/1981, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, που

αντιμετώπισε αγωγή ακυρώσεως στηριζόμενη στο γεγονός ότι εις εκ των διαιτητών, καίτοι
συμμετείχε στη διάσκεψη κατά την οποία ελήφθη παμψηφεί η διαιτητική απόφαση, όταν εκλήθη
να την υπογράψει αρνήθηκε, ισχυριζόμενος ότι δε συμφωνεί προς το περιεχόμενο της και επιθυμεί
να μειοψηφήσει. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, «ουδόλως συνάγεται ότι, γενομένης
ψηφοφορίας, καθ’ ην απεφασίσθη ομοφώνως η λύσις της υπό διαιτησίαν διαφοράς καθ` ωρισμένον
τρόπον, εάν μέχρι της υπογραφής της αποφάσεως μεταγνώση τις των διαιτητών και, αντί
υπογραφής των αποφασισθέντων εισαγάγη μειοψηφίαν, διατηρουμένης της πλειοψηφούσης
γνώμης των λοιπών, καθίσταται επιβεβλημένον να επαναληφθή η διάσκεψις προς απόφανσιν επί
της διαφοράς, με το ενδεχόμενον μεταπείσεως των πλειοψηφούντων». Βλ. πάντως τις αντίθετες
παραδοχές της ΕφΑθ 1324/2000, Αρμ 2000, σελ. 1134.

350
απαλλαγμένη τύπων διαδικασία προσαρμοσμένη στα συμφέροντα των
μερών και προσανατολισμένη στην υπογραφή μιας κοινά αποδεκτής
συμφωνίας. Ως κατευθυνόμενη στο συμβιβασμό, η ακολουθούμενη
διαδικασία βασίζεται στην άμεση επικοινωνία των μερών ή των
πληρεξουσίων δικηγόρων τους και τη διεξαγωγή μιας ή περισσότερων
συναντήσεων υπό την αιγίδα του δικαστή ή μεσολαβητή και είναι κατά
βάση προφορική, όπως συμβαίνει με τις διαπραγματεύσεις που
απαιτούνται για την κατάρτιση οποιασδήποτε άλλης σύμβασης του
ουσιαστικού δικαίου 1641 . Στο πλαίσιο αυτό, επί της συμβιβαστικής
επέμβασης του ειρηνοδίκη ορίζεται ρητώς (210§1 ΚΠολΔ) ότι ο
ειρηνοδίκης εξετάζει από κοινού μετά των ενδιαφερομένων τη διαφορά και
εκτιμά ελεύθερα τα πραγματικά περιστατικά, χωρίς να δεσμεύεται από
δικονομικούς και ουσιαστικούς περιορισμούς, προσπαθώντας να βρει
τρόπο συμβιβασμού, ενώ προς την κατεύθυνση αυτή έχει το δικαίωμα να
διατάζει την προσαγωγή εγγράφων και την εξέταση μαρτύρων και γενικά
να ενεργεί οτιδήποτε χρειάζεται προκειμένου να διευκρινιστεί η διαφορά.
Αντίστοιχα ισχύουν επί της απόπειρας εξώδικης επίλυσης του άρθρου
214Α ΚΠολΔ, όπου την πρωτοβουλία για την επίτευξη συμφωνίας
αναλαμβάνουν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των μερών, αλλά και επί της
δικαστικής διαμεσολάβησης (214Β ΚΠολΔ), όπου το βάρος για τη
συνδιαλλαγή πέφτει κυρίως στο δικαστή, που αφού δεχθεί στο γραφείο
του διαδοχικώς τον προσφεύγοντα και τον καθ’ ου η προσφυγή και
συνομιλήσει με αυτούς, οργανώνει ατύπως (με τηλεφωνική συνήθως
επικοινωνία) την κοινή συνάντηση των μερών, επί της οποίας θα
συζητηθούν εκτενώς οι εκατέρωθεν απόψεις και θα προταθούν πιθανές
λύσεις επίλυσης της διαφοράς1642. Επί διαμεσολάβησης, τέλος, σύμφωνα με
τη ρύθμιση του άρθρου 8§3 του ν. 3898/2010, η διαδικασία καθορίζεται
από τα μέρη, έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και περιλαμβάνει ξεχωριστές ή
κοινές συναντήσεις του διαμεσολαβητή. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις
δυο τελευταίες περιπτώσεις, για τη διαφύλαξη της εμπιστευτικότητας της
διαδικασίας και την παροχή κινήτρου προς τα μέρη να τις επιλέξουν,
προβλέπεται με τις διατάξεις των άρθρων 214Β§6 ΚΠολΔ και 10 εδ. β του
ν. 3898/2010, αντιστοίχως, η έγγραφη δέσμευση των μερών να τηρήσουν
το απόρρητο της διαδικασίας. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, η τελική

1641 Βλ και την άποψη των Rosenberg/Schwab/Gottwald, Zivilprozessrecht, §79, σελ. 502, κατά
παραπομπή από τον Σπ. Τσαντίνη, Η αρχή της προφορικότητας της συζήτησης στην πολιτική
δίκη, Δίκη 2005, σελ. 1308, σύμφωνα με την οποία «ακόμη και στην ιδιωτική ζωή οικονομική ζωή
οι δύσκολες διαπραγματεύσεις επιτυγχάνουν μόνον όταν γίνονται προφορικά».
1642 Βλ. και το άρθρο 214Β§3 εδ. α ΚΠολΔ, κατά το οποίο «η δικαστική μεσολάβηση περιλαμβάνει

ξεχωριστές και κοινές ακροάσεις και συζητήσεις των μερών και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους
με τον μεσολαβητή δικαστή, ο οποίος και μπορεί να απευθύνει στα μέρη μη δεσμευτικές προτάσεις
επίλυσης της διαφοράς». Σύμφωνα με την Ι. Στρατσιάνη, Η δικαστική μεσολάβηση του ν.
4055/2012 (άρθρο 214Β ΚΠολΔ), μελέτη διαθέσιμη στη διεύθυνση
http://dikastis.blogspot.gr/2014/04/ 40552012-214.html, ο δικαστής ενεργεί ως καταλύτης, με
σκοπό να διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών, ενώ γενικώς η μεσολάβηση του
αφήνει την εξουσία της απόφασης στα μέρη, εκ των οποίων προσπαθεί να εκμαιεύσει μια κοινά
αποδεκτή λύση.

351
συμφωνία ή αποτυχία συνεννόησης, καθώς και το περιεχόμενο του
συναπτόμενου συμβιβασμού, αποτυπώνονται στο κείμενο του
συντασσόμενου εκ μέρους του δικαστή, δικηγόρου ή μεσολαβητή και
υπογραφόμενου από όλους πρακτικού συμβιβασμού, το οποίο, αν η
διαφορά έχει χαρακτήρα αναγνωριστικό, πιστοποιεί και αποδεικνύει το
δικαίωμα, ενώ, αν ενέχει καταψηφιστικό αίτημα, περιλαμβάνει μνεία της
οφειλόμενης παροχής 1643 και αποτελεί, από την κατάθεση του στη
γραμματεία του οικείου πρωτοδικείου 1644 ή την επικύρωση του από
αυτό 1645 , εκτελεστό τίτλο του άρθρου 904§2γ ΚΠολΔ, δυνάμενο επίσης,
στις περιπτώσεις του άρθρου 214Α§3 και 214Β§5 να χρησιμεύσει και ως
τίτλος προς εγγραφή ή εξάλειψη υποθήκης, εφόσον ισοδυναμεί με
συμβολαιογραφικό έγγραφο1646.

1643 Βλ. ενδεικτικώς, για την περιγραφή της διαδικασίας και το περιεχόμενο του πρακτικού, την
ΑΠ 729/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, η οποία μνημονεύει πως στην επίδικη
περίπτωση οι διαμαχόμενοι, συνοδευόμενοι από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, είχαν
μεταβεί, στο πλαίσιο συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς (214Α ΚΠολΔ), στα γραφεία του
Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, όπου υπεγράφη από όλους το από 23.06.2011 πρακτικό
συμβιβασμού, δια του οποίου αναγνωρίσθηκε ειδικότερα εκ μέρους των εναγομένων ότι κακώς
το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων είχε απευθυνθεί σε αυτούς ως δικαιούχους της
καταβλητέας αποζημιώσεως (από αναγκαστική απαλλοτρίωση), εφόσον κληρονόμοι της αρχικής
δικαιούχου τυγχάνουν οι ενάγουσες. Το πρακτικό εν συνεχεία κατατέθηκε στη γραμματεία του
πρωτοδικείου, επικυρώθηκε από τον πρόεδρο πρωτοδικών με την από 10.07.2011 πράξη του και
επιδόθηκε στους εναγομένους την 22.07.2011, χωρίς έκτοτε το κύρος του να αμφισβητηθεί ή να
ασκηθεί σε βάρος του αγωγή ακυρώσεως. Υπό την έννοια αυτή, το πρακτικό επέφερε τα έννομα
αποτελέσματα του, δηλαδή την κατάργηση της δίκης και την αναγνώριση του δικαιώματος των
εναγουσών. Με την υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων οι ενάγουσες απευθύνθηκαν κατά
του ΤΠΔ ζητώντας την καταβολή της αποζημιώσεως, με το Ταμείο να αντιτείνει ότι πρέπει να
στραφούν με την τακτική διαδικασία σε βάρος των κληρονόμων της αρχικής δικαιούχου προς
αναγνώριση της αξιώσεως τους. Το δικαστήριο, όπως αναμενόταν, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό,
κρίνοντας ότι η σχετική δίκη έχει καταργηθεί με το προαναφερόμενο πρακτικό συμβιβασμού, με
το οποίο το σχετικό δικαίωμα αναγνωρίστηκε τελεσίδικα.
1644 Βλ. τις διατάξεις των άρθρων 214Β§5 εδ. δ ΚΠολΔ, για τη δικαστική μεσολάβηση, και 9§3 του

ν. 3898/2010 για τη διαμεσολάβηση.


1645 Βλ. για το συμβιβασμό του άρθρου 214Α ΚΠολΔ την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, που

προβλέπει ως προϋπόθεση για την επικύρωση τη διαπίστωση εκ μέρους του δικαστή περί α)
δεκτικότητας της διαφοράς για συμβιβαστική επίλυση, β) προσήκουσας υπογραφής του
πρακτικού και γ) εξειδίκευσης του αναγνωριζόμενου δικαιώματος ή της καταψηφιζόμενης
παροχής, καθώς και των τυχόν όρων εκπλήρωσης της.
1646 Βλ. τη ρύθμιση του άρθρου 293§1 ΚΠολΔ.

352
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
Α. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Beccaria Cesare, Dei delitti e delle pene (Περί αδικημάτων και ποινών), σε
μετάφραση Αδαμ. Κοραή (1991)
Biscardi Arnaldo, Αρχαίο ελληνικό δίκαιο (1991)
Bury J.B. - Meiggs Russell, Ιστορία της αρχαίας Ελλάδας (2011)
De Romilly Jacqueline (μτφρ. Αθανασίου/Μηλιαρέση), Ο νόμος στην
ελληνική σκέψη (1997)
Εdwards Michael, Οι αττικοί ρήτορες (2002)
Gagarin Michael (μτφρ. Χ.Ε. Μαραβέλιας), Γραφή και δίκαιο στην αρχαία
Ελλάδα (2011)
Glasson Emmanuel - Tissier Albert - Morel Rene (Ράμμος Γεώργιος),
Σύστημα Πολιτικής Δικονομίας (1933)
Havelock Eric, The Greek concept of justice: from its shadow in Homer to
its substance in Plato (1978)
Hunger Herbert, Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών (2009)
Kennedy George, Ιστορία της κλασικής ρητορικής (2012)
Lanni Adriaan, Law and justice in the courts of classical Athens (2006)
MacDowell Donald (μτφρ. Γ. Μαθιουδάκης), Το δίκαιο στην Αθήνα των
κλασικών χρόνων (2009)
Pernot Laurent, Η ρητορική στην αρχαιότητα (2005)
Sommerstein Alan, Αισχύλου Ευμενίδες (μτφρ. Νικ. Γεωργαντζόγλου)
Van Caenegem Raoul, History of European Civil Procedure (International
Encyclopedia of Comparative Law) (1973)
VerSteeg Russ, Law in Ancient Egypt (2002)
Απαλαγάκη Χαρούλα, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’
άρθρο (2016)
Αρβανιτάκης Πάρις, Ζητήματα αποδεικτικών εγγράφων κατά τον ΚΠολΔ
(1992)
Βερβενιώτης Γεώργιος, Διαιτητική πραγματογνωμοσύνη (1981)
Βλάχος Γεώργιος, Πολιτικές κοινωνίες στον Όμηρο (1985)
Γκόφας Δημήτριος, Μελέτες ιστορίας του ελληνικού δικαίου των
συναλλαγών (1993)
Γέσιου-Φαλτσή Πελαγία, Civil Procedure in Greece (19th-20th Century),
μελέτη εμπεριεχομένη στο έργο: Η δικονομική έννομη τάξη, τόμος III
(2009), σελ. 81-103
Γέσιου-Φαλτσή Πελαγία, Αναγκαστική εκτέλεση (2007)
Γέσιου-Φαλτσή Πελαγία, Δίκαιο αποδείξεως (1986)
Γέσιου-Φαλτσή Πελαγία - Απαλαγάκη Χαρούλα - Αρβανιτάκης Πάρης,
Η νέα διαδικασία του ΚΠολΔ στον πρώτο και δεύτερο βαθμό (μετά τους ν.
2915/2001 και 3043/2002), (2004)
Γέσιου-Φαλτσή Πελαγία - Καΐσης Αθανάσιος, Η πολιτική δίκη σε κίνηση
(1985)
Γεωργιάδης Απόστολος - Σταθόπουλος Μιχαήλ, Αστικός Κώδικας
(2003)

353
Γιακουμής Διονύσιος, Η αναιρετική διαδικασία (2012)
Γιαννόπουλος Παναγιώτης, Οι ένορκες βεβαιώσεις ως αποδεικτικό μέσο
στην πολιτική δίκη (2005)
Γκουτζιουκώστας Ανδρέας, Η απονομή της δικαιοσύνης στο Βυζάντιο
(9ος-12ος αιώνες), Τα κοσμικά και δικαιοδοτικά όργανα και δικαστήρια
της πρωτεύουσας (2004)
Γρύλλης Σταμάτης, Διαδικασία πολυμελούς (Ν. 2915/2001) (2002)
Δημακόπουλος Γεώργιος, Ὁ κῶδιξ τῶν νόμων τῆς Ἑλληνικής
Ἐπαναστάσεως 1822-1828. Ἡ νομοθετική διαδικασία. Τα κείμενα τῶν
νόμων, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης και Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου
της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 10-11 (1966)
Ένωση Ελλήνων Δικονομολόγων - Δικηγορικός Σύλλογος Καρδίτσας,
Η νέα τακτική διαδικασία: υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της
πολιτικής δίκης (42ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ενώσεως Ελλήνων
Δικονομολόγων, Καρδίτσα, 7-10 Σεπτεμβρίου 2017, εκδ. 2018)
Εταιρεία Δικαστικών Μελετών, Συμβολή για την αποτελεσματικότητα
της δικαιοσύνης (2015)
Εταιρία Νομικών Βορείου Ελλάδος, Η αιτιολογία των δικαστικών
αποφάσεων - Η δικαστική μειοψηφία - Η κριτική των δικαστικών
αποφάσεων (1992)
Καλαβρός Κωνσταντίνος, Αιτήσεις και ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη
(2013)
Καλαβρός Κωνσταντίνος, Ο πρώτος ελληνικός Κώδικας Πολιτικής
Δικονομίας, μελέτη εμπεριεχόμενη στον συλλογικό τόμο «Προσφορά στον
Γεώργιο Μιχαηλίδη-Νουάρο» (1987), σελ. 403-436
Καλαβρός Κωνσταντίνος, Πολιτική Δικονομία (2016)
Καραβιδόπουλος Ιωάννης, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα (τόμος Α΄,
1999)
Καρακάλος Αθανάσιος, Η υπό του ειρηνοδίκου προσωρινή ρύθμισις της
νομής (1927)
Καρακίτσος Θεόδωρος, Η αμεσότητα στην αποδεικτική διαδικασία
(2011)
Κεραμεύς Κωνσταντίνος - Κονδύλης Διονύσιος - Νίκας
Νικόλαος, Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμοι I και II, και
Ερμηνεία ΚΠολΔ (2000)
Κεραμεύς Κωνσταντίνος - Κονδύλης Διονύσιος - Νίκας
Νικόλαος, Συμπλήρωμα στην ερμηνεία ΚΠολΔ (2003)
Κεραμεύς Κωνσταντίνος, Αστικό δικονομικό δίκαιο, Γενικό μέρος (1986)
Κεραμεύς Κωνσταντίνος, Η εκδίκαση των μικροδιαφορών κατά το
ελληνικό δίκαιο, μελέτη εμπεριεχόμενη στο έργο Νομικές Μελέτες, τόμος I
(1980), σελ. 192-208
Κιτσικόπουλος Αντώνιος, Πολιτική Δικονομία (1952)
Κλαμαρής Νικόλαος, Η διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών, μελέτη
εμπεριεχόμενη στο έργο «Αποζημίωση από τροχαία ατυχήματα - ιδιωτική

354
ασφάλιση - δικονομία αυτοκινητικών διαφορών» (πρακτικά διημερίδας 15
& 16 Οκτωβρίου 2010, εκδ. 2011), σελ. 98-122
Κοτσίρης Λάμπρος, Δίκαιο Ανταγωνισμού (2015)
Κουκουλές Φαίδων, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός (1949)
Κουσούλης Στυλιανός, Δίκαιο της διαιτησίας (2006)
Κουσούλης Στυλιανός, Η εξαίρεση του μάρτυρα λόγω συμφέροντος
(1987)
Κουσούλης Στυλιανός, Ηλεκτρονικό έγγραφο και ηλεκτρονική υπογραφή.
Οι σύγχρονες εξελίξεις», εμπεριεχόμενη στο συλλογικό έργο «Τα έγγραφα
στην πολιτική δίκη» (πρακτικά του 17ου πανελλήνιου συνεδρίου της
Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων, Χανιά, 3-6 Οκτωβρίου 1991, εκδ. 1994),
σελ. 213-236
Κυριακόπουλος Παναγιώτης, Αρχαίο ελληνικό δίκαιο (2013)
Λεονταρίτου Βασιλική, Οι μάρτυρες και τα έγγραφα ως αποδεικτικά μέσα
ενώπιον του πατριαρχικού δικαστηρίου (14ος/15ος αι.), μελέτη
εμπεριεχόμενη στο έργο: Τιμητικός Τόμος Σπύρου Ν. Τρωιανού, με τον
τίτλο Αντικήνσωρ (2013), σελ. 827- 853
Μακρίδου Καλλιόπη, Νομοθετική εξέλιξη των ειδικών διαδικασιών στο
ελληνικό δίκαιο, μελέτη εμπεριεχόμενη στο έργο: «Οι ειδικές διαδικασίες»
(πρακτικά 28ου πανελληνίου συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων
Δικονομολόγων, 11-14.09.2003, Ρέθυμνο, επιμ. Εμμ. Γιαννακάκη, εκδ.
2004), σελ. 121-143
Μανιώτης Δημήτριος, Η αρχή της τηρήσεως προδικασίας κατά τον
Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (1994)
Μαργαρίτης Λάμπρος, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’
άρθρο (2012)
Μητσόπουλος Γεώργιος, Διαδικαστικαί πράξεις, Τόμος προς τιμήν
Γεωργίου Θ. Ράμμου, τόμος II (1979)
Μπάκας Χρήστος, Η δημοσιότητα στην ακροαματική διαδικασία σήμερα,
μελέτη εμπεριεχόμενη στο συλλογικό έργο «Μνήμη Ν. Χωραφά, Η. Γάφου,
Κ. Γαρδίκα», τόμος β΄ (1986), σελ. 51-70
Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (2002)
Μπέης Κωνσταντίνος - Καλαβρός Κωνσταντίνος - Σταματόπουλος
Στυλιανός, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών (2001)
Μπρακατσούλας Βασίλειος, Οι μάρτυρες στην πολιτική δίκη (1992)
Νάκος Γεώργιος, Ιστορία ελληνικού και ρωμαϊκού δικαίου (1991)
Νίκας Νικόλαος, Πολιτική Δικονομία, τόμος I (2003), II( 2005) και III
(2007)
Οικονομίδης Βασίλειος - Λιβαδάς Μιχαήλ, Εγχειρίδιον της πολιτική
δικονομίας (1988)
Ορφανίδης Γεώργιος, Δικονομικά ζητήματα της ευθύνης από
αυτοκινητικά ατυχήματα, μελέτη εμπεριεχόμενη στο συλλογικό έργο
«Αστική Ευθύνη από αυτοκινητικά ατυχήματα» (Πρακτικά του 21ου
Πανελληνίου Συνεδρίου (Καλαμάτα 19-21 Μαΐου 1995, εκδ. 1997), σελ.
203-243

355
Ορφανίδης Γεώργιος, Η τακτική διαδικασία στην πρωτοβάθμια δίκη,
μελέτη εμπεριεχόμενη στο συλλογικό έργο «Η πολιτική δίκη σε κρίσιμη
καμπή : επιστημονικό συμπόσιο προς τιμήν του καθηγητή Νικόλαου Νίκα
(2015, 4-5 Δεκεμβρίου : Θεσσαλονίκη, εκδ. 2016)», σελ. 15-37
Ορφανίδης Γεώργιος, Συγκρούσεις συμφερόντων δανειστών στην
αναγκαστική εκτέλεση (2004)
Ορφανίδης Γεώργιος, Το επιτρεπτό των αποδεικτικών συμβάσεων
(1988)
Παϊσίδου Νικολέττα, Έννοια και λειτουργία των τεκμηρίων στην πολιτική
δίκη, μελέτη εμπεριεχόμενη στο συλλογικό έργο «Τα μη πληρούντα τους
όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και τα δικαστικά τεκμήρια» (πρακτικά
του 27ου Πανελλήνιου Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων,
Κως 12-15 Σεπτεμβρίου 2002, επιμ. Εμμανουήλ Γιαννακάκη, εκδ. 2003),
σελ. 153-192
Παϊσίδου Νικολέττα, Η επίδειξη εγγράφων στην πολιτική δίκη (2006)
Παϊσίδου Νικολέττα, Τα δικαστικά τεκμήρια ως ανώνυμα αποδεικτικά
μέσα. Μια νομολογιακή επινόηση, μελέτη εμπεριεχόμενη στον Αναμνηστικό
Τόμο Στυλιανού Κουσούλη (2012), σελ. 381-395
Πανταζόπουλος Αθανάσιος, Επιλεγμένη νομολογία του Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε θέματα αστικού
δικονομικού δικαίου (2004)
Πανταζόπουλος Αθανάσιος, Η αρχή της δημοσιότητας στην πολιτική δίκη
(2009)
Πανταζόπουλος Στέφανος, Αναψηλάφηση της απόφασης λόγω
ανεύρεσης νέου εγγράφου (άρθρο 544 αρ. 7 ΚΠολΔ) (2005)
Παπαγιάννη Ελευθερία - Αρναούτογλου Ηλίας - Δημοπούλου Αθηνά -
Καράμπελας Δημήτρης - Λιαρμακόπουλος Αλέξανδρος - Χατζάκης
Ιωάννης - Χέλμης Ανδρέας (συλλογικό έργο), Ιστορία Δικαίου (2015)
Παπαγιάννη Ελευθερία, Η αυτοκρατορική δικαιοδοσία σύμφωνα με την
Πείρα μελέτη εμπεριεχόμενη στο έργο: Τιμητικός Τόμος Νικολάου Κ.
Κλαμαρή, (2016), σελ. 823-828
Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη Λυδία, «Η έννοια του «ὀρθοῦ λόγου» στον
νεοελληνικό νομικό βίο: Ρυθμιστής ή καταλύτης;», Τιμητικός Τόμος Καθηγ.
Ν. Κ. Κλαμαρή, (2016), σελ. 875-906
Παπαστερίου Δημήτριος, Γενικές αρχές αστικού δικαίου (1994)
Πετρόπουλος Γεώργιος, Ιστορία και εισηγήσεις του ρωμαϊκού δικαίου
(2008)
Ποδηματά Ευαγγελία, Ορισμένα ιστορικά και δικαιοπολιτικά στοιχεία
σχετικά με τα δυο θεμελιώδη συστήματα εκτιμήσεως των αποδείξεων,
μελέτη εμπεριεχόμενη στο έργο: Τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου
αποδεικτικά μέσα (Πρακτικά του 27ου Πανελλήνιου Συνεδρίου της
Ένωσης Ελλήνων Δικονομολόγων, Κως 12-15 Σεπτεμβρίου 2002, επιμ.
Εμμανουήλ Γιαννακάκη, εκδ. 2003), σελ. 194-199
Ράμμος Γεώργιος, Εγχειρίδιον αστικού δικονομικού δικαίου (1985)
Σαμουήλ Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ (2009)

356
Σερεμέτης Δημήτριος, Η Δικαιοσύνη επί Καποδίστρια, Α. Πρώτη περίοδος
1828-1829 (1959)
Σινανιώτης Λάμπρος, Ειδικές διαδικασίες κατά τον Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας (2008)
Σινανιώτης Λάμπρος, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ (2006)
Σπανουδάκης Βασίλειος, Τα έγγραφα ως δικαστικά τεκμήρια, μελέτη
περιεχόμενη στο συλλογικό έργο: Τα έγγραφα στην πολιτική δίκη
(πρακτικά του 17ου πανελληνίου συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων
Δικονομολόγων, Χανιά, 3-6 Οκτωβρίου 1991, εκδ. 1994), σελ. 121-136
Σύλλογος Αποφοίτων Κολλεγίου Αθηνών, Δικαιοσύνη και μέσα μαζικής
ενημέρωσης [1ο Νομικό Συνέδριο Συλλόγου Αποφοίτων Κολλεγίου Αθηνών
(2 και 3 Δεκεμβρίου 1994)
Σχινάς Γεώργιος, Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας του δικαίου (2008)
Τουρτόγλου Μενέλαος, Μάρτυρες και αντιμάρτυρες στο μεταβυζαντινό
δίκαιο. Επιδράσεις αττικού δικαίου, μελέτη εμπεριεχόμενη στο έργο:
Μελετήματα ιστορίας ελληνικού δικαίου, τόμος Β΄ (2000), σελ. 161-169
Τριανταφυλλόπουλος Κωνσταντίνος, Η Πολιτική Δικαιοσύνη επί
Καποδίστρια», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 23 (1948), 472-490
Τρωιανός Σπυρίδων, Η βυζαντινή δίκη και οι πρωταγωνιστές της:
δικαστές και νομικοί παραστάτες, μελέτη εμπεριεχόμενη στο έργο:
Τιμητικός Τόμος Κωνσταντίνου Δ. Κεραμέως, II (2010), σελ. 1491-1507
Τρωιανός Σπυρίδων - Βελισσαροπούλου Ιωάννα, Ιστορία δικαίου
(2010)
Τσάτσος Δημήτριος, Συνταγματικό Δίκαιο (2015)
Τσούμας Βασίλειος, Το δικαίωμα πληροφόρησης και επίδειξης εγγράφων
(2014)
Φέδερ Γοδεφρείδος, Αι περί πολιτικής δικονομίας παραδόσεις (1847)
Χαμηλοθώρης Ιωάννης, Ασφαλιστικά μέτρα, Ερμηνεία - Νομολογία –
Υποδείγματα (2016)
Χριστοφιλόπουλος Αναστάσιος, Δίκαιο και Ιστορία (1973)

Β. ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
Calhoun George Miller, Oral and written pleading in Athenian courts,
Transactions and Proceedings of the American Philological Association
1919, σελ. 177-193
Carawan Edwin, Erotesis: Interrogation in the courts of fourth-century
Athens, Greek, Roman and Byzantine Studies (GRBS) 1983, σελ. 209-226
Carawan Edwin, The Athenian law of agreement, Greek, Roman, and
Byzantine Studies (GRBS) 2006, σελ. 339-374
Carey Christopher, Legal space in classical Athens, Greece & Rome 1994,
σελ. 172-186
Gagarin Michael, The torture of slaves in Athenian law, Classical Philology
1996, σελ. 1-18
Jeffery L. H., The Courts of Justice in Archaic Chios, The Annual of the British
School at Athens (ABSA) 1956, σελ. 157-167

357
Karawan Edwin, Diadikasiai and the Demotionid problem, Classical
Quarterly, 2010, σελ. 381-400
Lanni Adrian, Publicity and the courts of Classical Athens, Yale Journal of
Law & the humanities 2012, σελ. 119-135
Lanni Adrian, Spectator sport or serious politics? Οι περιεστηκότες and the
Athenian lawcourts, The Journal of Hellenic Studies 1997, σελ. 183-189
Leipold Dieter, Έγγραφη και προφορική διαδικασία στη γερμανική
πολιτική δικονομία, Δίκη 1983, σελ. 585-594 (σε μετάφραση Ηλία
Ηλιακόπουλου)
Lentz Tony, Spoken versus written inartistic proof in Athenian courts,
Philosophy & Rhetoric 1983, σελ. 242-261
Morris Rosemary, Travelling judges in Byzantine Macedonia (10th-11th c.),
Recueil des travaux de l’ Institut d’ études byzantines
Saradi Helen (Σαράντη Ελένη), The byzantine tribunals: Problems in the
application of justice and state policy (9th-12th c), Revue des etudes
byzantines, 1995
Thomas Rosalind, Written in stone? Liberty, equality, orality and the
codification of law, Bulletin of the Institute of Classical Studies (BICS) 1995,
σελ. 59-74
Wolff Hans Julius, The origin of judicial litigation among the Greeks,
Traditio 1946, σελ. 31-87
Βελισσαροπούλου-Καράκωστα Ιουλία, Κωδικοποιήσεις στην αρχαϊκή
Ελλάδα, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού
Δικαίου (Ε.Κ.Ε.Ι.Ε.Δ.) 2002, σελ. 301-322
Βελλής Γεώργιος, Δημοσιότητα - ανθρώπινα δικαιώματα - δικαστήρια,
ΝοΒ 1998, σελ. 302-304
Βισβίζης Ιάκωβος, Δικαστικαί αποφάσεις του 17ου αιώνος εκ της νήσου
Μυκόνου, Επετηρίδα του Αρχείου της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου,
τεύχος 7 (1956), σελ. 23-25
Γερασοπούλου Μαρία-Ευφραιμία, Πρόσφατες τροποποιήσεις που
επέφερε ο ν. 4055/2012 στο άρθρο 632 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ: Θεωρητικοί
προβληματισμοί υπό το πρίσμα της διαφύλαξης θεμελιωδών δικαιωμάτων
των διαδίκων, Αρμενόπουλος 2014, σελ. 1465-1474
Γέσιου-Φαλτσή Πελαγία, Η δίκη στο λαϊκό δικαστήριο της αρχαίας
Ηλιαίας: η γένεση δικονομικών αρχών με σύγχρονη σημασία, Δίκη 1994,
σελ. 475-497
Γεωργουλέας Σπυρίδων, Η δίκη ενώπιον των πρωτοβάθμιων
δικαστηρίων κατά την τακτική διαδικασία: νομοτεχνικά ζητήματα,
πρακτικά προβλήματα εφαρμογής και προτεινόμενες λύσεις, ΕλλΔνη 2016,
σελ. 41-58
Γιαννόπουλος Παναγιώτης / Τριανταφυλλίδης Χρήστος, Οι
τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στο πεδίο του δικαίου
της αποδείξεως, ΕλλΔνη 2016, σελ. 665-690
Γιαννόπουλος Παναγιώτης, Οι ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά τον ν.
4335/2015, ΕΠολΔ 2015, σελ. 453-486

358
Γιαννόπουλος Παναγιώτης, Προτάσεις προς μεταρρύθμιση του άρθρου
237§1 ΚΠολΔ υπό το πρίσμα του άρθρου 6§1 ΕΣΔΑ, ΝοΒ 2019, σελ. 2103-
2109
Δωρής Φίλιππος, Δικαστικός έλεγχος διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης,
ΝοΒ 1998, σελ. 1020-1027
Ηλιάδης Χρήστος, Μερικές επισημάνσεις στην αποδεικτική διαδικασία
μετά την πρόσφατη δικονομική μεταρρύθμιση, ΕλλΔνη 1994, σελ. 543-551
Καλαβρός Κωνσταντίνος, Εισαγωγή - Η φυσιογνωμία των νέων
ρυθμίσεων, ΕΠολΔ 2014, σελ. 172-177
Καλαβρός Κωνσταντίνος, Το σύστημα και τα μέσα απόδειξης στην
τακτική διαδικασία του πολυμελούς πρωτοδικείου, ΧρΙΔ 2005, σελ. 5-19
Καλφέλλης Γεώργιος, Η δημοσιότητα στην ποινική δίκη (και ιδίως η
δημοσιότητα στην κύρια διαδικασία), ΕπιστΕπετΑρμενόπουλου 1985, σελ.
25-50
Καράσης Μαριανός, Περί της φύσεως της δικαστικής αποφάσεως στο
αρχαίο ελληνικό δίκαιο, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του
Ελληνικού Δικαίου 2001, σελ. 333-376
Καφέζας Γεώργιος, Η διαταγή πληρωμής είναι δικαστική απόφαση,
Αρμενόπουλος 1999, σελ. 1015-1018
Κλαμαρής Νικόλαος, Η διαμεσολάβηση ως τρόπος επιλύσεως των
ιδιωτικών διαφορών, ΧρΙΔ 2015, σελ. 51-62
Κόλλια Ελένη, Ο θεσμός των ξένων δικαστών στις ελληνικές πόλεις της
Μικράς Ασίας, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 1995, σελ. 45-83.
Κονδύλης Διονύσιος, Διαδικαστικά προβλήματα κατά την τακτική
διαδικασία, Δίκη 1991, σελ. 1-24
Κοροτζής Ιωάννης, Μερικές σκέψεις για το πρόβλημα των διεξαγωγών
των αποδείξεων, Δίκη 1984, σελ. 250-252
Κοσμίδης Χριστόφορος, Δημόσιες συνεδριάσεις με κλειστές πόρτες,
ΕλλΔνη 1984, σελ. 103-104
Κουσούλης Στυλιανός, Περί της διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης, ΧρΙΔ
2007, σελ. 483
Λεμπέσης Νικόλαος, Δημοσιότης της συνεδριάσεως, ΠοινΧρ 1981, σελ.
209-219
Λουγγής Τηλέμαχος, Η εξέλιξη της βυζαντινής πόλης από τον τέταρτο στο
δωδέκατο αιώνα, περιοδικό Βυζαντιακά, 1996, σελ. 35-67
Μάζης Παναγιώτης, Η ελληνική νομική σκέψη, και ειδικότερα δικανική,
στις παραδουνάβιες ηγεμονίες Βλαχίας και Μολδαβίας κατά την περίοδο
των Φαναριώτων ηγεμόνων, Αρμενόπουλος 2007, σελ. 670-695
Μακρίδου Καλλιόπη, Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις του ΣχΝΚΠολΔ (2014)
ως προς την τακτική διαδικασία - συζήτηση στο ακροατήριο, ΕΠολΔ 2014,
σελ. 187-194
Μακρίδου Καλλιόπη, Πραγματικοί ισχυρισμοί και θεμελιώδη δικονομικά
συστήματα, ΕλλΔνη 2008, σελ. 321-338
Μακρίδου Καλλιόπη, Προτάσεις αλλαγής του ΚΠολΔ, ΝοΒ 2019, σελ.
2096-2102

359
Μακρογιάννης Παράσχος, Δίκη 1987, Συνέπειες της μη τήρησης
πρακτικών στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, σελ. 547-550
Μανιώτης Δημήτριος, Η προδικασία ως το στάδιο της διαδικασίας για την
προετοιμασία της άμυνας των διαδίκων κατά αυτοτελών αιτήσεων
παροχής δικαστικής προστασίας και τον περιορισμό της ισχύος της αρχής
της δημοσιότητας αποκλειστικά στους διαδίκους, Δίκη 1994, σελ. 818-829
Μανιώτης Δημήτριος, Προβλήματα από τη νομολογιακή εφαρμογή του
αποδεικτικού μέσου των δικαστικών τεκμηρίων, Αρμενόπουλος 1989, σελ.
1189-1196
Μητσόπουλος Γεώργιος, Η νομολογία του Αρείου Πάγου επί τινών
θεμάτων της εργατικής διαδικασίας, ΝΔ 1950, σελ. 597 επ.
Ορφανίδης Γεώργιος, Η αφετηρία του νομοθέτη για το άρθρο 237 ΚΠολΔ,
ΝοΒ 2019, σελ. 2081-2089
Ορφανίδης Γεώργιος, Η προσωρινή διαταγή κατ’ άρθρο 691§2 ΚΠολΔ,
ΕΠολΔ 2011, σελ. 155-175
Πανταζόπουλος Στέφανος, Οι νομοθετικές τροποποιήσεις του Ν.
4335/2015 στη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής και στη δίκη της
εναντίον της ανακοπής, ΕφΑΔ 2016, σελ. 134-138
Παπακωνσταντίνου Ζήνων, Legal procedure in the Homeric Hymn to
Hermes, Revue Internationale des droits de l'Antiquité LIV (2007), σελ. 83-
110
Παπακωνσταντίνου Ζήνων, Written law, literacy and social conflict in
archaic and classical Crete, Ancient History Bulletin (AHB) 2002, σελ. 135-
150
Ποδηματά Ευαγγελία, Οι περιορισμοί της εμμάρτυρης αποδείξεως κατά
τα άρθρα 393-394 ΚΠολΔ και η σημασία τους μετά τον ν. 2915/2001,
Αρμενόπουλος 2006, σελ. 357-382
Ράμμος Γεώργιος, Ο νέος Κώδιξ Πολιτικής Δικονομίας, ΝοΒ 1967, σελ. 721-
722
Ρεντούλης Παντελεήμων, Σύντομη ιστορική επισκόπηση του ελληνικού
αστικού δικονομικού δικαίου, Δίκη 2005, σελ. 490-520
Ρίκος Ευάγγελος, Νέαι αποδείξεις κατ’ έφεσιν, ΕλλΔνη 1987, σελ. 1-27
Σεβαστίδης Χρήστος, Οι ειδικές διαδικασίες στον νέο ΚΠολΔ (ν.
4335/2015), ΕλλΔνη 2016, σελ. 73-77
Σταθόπουλος Μιχαήλ, Η έννοια της δημόσιας τάξης κατά την ΚΠολΔ 897
αριθ. 6 και η νομολογία του Αρείου Πάγου, ΕλλΔνη 2014, σελ. 1281-1290
Σταμάτης Κωνσταντίνος, Η εξέτασις των διαδίκων, ως νέον κατά τον
ΚΠολΔ μέσον αποδείξεως και η σχέσις αυτού προς τα λοιπά αποδεικτικά
μέσα, Δίκη 1973, σελ. 433-469
Τασίδου Δέσποινα, Η τηλεόραση στις αίθουσες των γερμανικών
δικαστηρίων - Α 128α γερμΚΠολΔ, Αρμενόπουλος 2005, σελ. 1156-1163
Τριανταφυλλίδης Χρήστος, Η άσκηση και συζήτηση της αγωγής κατά την
τακτική διαδικασία με βάση το νέο ΚΠολΔ, ΕφΑΔ 2015, σελ. 973-980
Τσαντίνης Σπυρίδων, Η αρχή της προφορικότητας της συζήτησης στην
πολιτική δίκη, Δίκη 2005, σελ. 1307-1327

360
Τσαντίνης Σπυρίδων, Μερικές παρατηρήσεις για την αρχή της
προφορικότητας, ιδίως στη δίκη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου,
Digesta 2004, σελ. 15-22
Τσαντίνης Σπυρίδων, Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Γενικό
μέρος, ΕΠολΔ 2014, σελ. 178-186
Τυπάλδος Ιωάννης, Περί του νόμου του Σόλωνος περί διαθηκών,
περιοδικό Αθηνά 1889, σελ. 337-357.
Χατζηϊωάννου Βασίλειος, Επίκαιρα ζητήματα της ανακοπής ερημοδικίας,
ΝοΒ 2013, σελ. 1425-1459
Χειρδάρης Βασίλειος, σχόλιο επί της αποφάσεως του ΕΔΔΑ (06.12.2007)
στην υπόθεση Κατράμη κατά Ελλάδος, ΝοΒ 2008, σελ. 791-793

Γ. ΑΡΧΑΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Quintilian, Institutio oratoria (Ρητορική εκπαίδευση)
Αισχύλος, Ευμενίδες
Αντιφών, Περὶ τοῦ Ἡρῷδου φόνου
Αριστοτέλης, Ἀθηναίων Πολιτεία
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Αριστοτέλης, Τέχνη ρητορική
Αριστοφάνης, Σφήκες
Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις
Δημοσθένης, Κατὰ Διονυσοδώρου βλάβης
Δημοσθένης, Κατ’ Εὐέργου καὶ Μνησιβούλου Ψευδομαρτυριῶν
Δημοσθένης, Κατὰ Στεφάνου ψευδομαρτυριῶν Β΄
Δημοσθένης, Πρὸς Ἀπατούριον παραγραφή
Δημοσθένης, Πρὸς Ὀνήτορα Ἐξούλης Α
Δημοσθένης, Πρὸς τὴν Λάκριτον παραγραφὴν
Δημοσθένης, Πρὸς Τιμόθεον ὑπὲρ Χρέως
Ευριπίδης, Ἱκέτιδες
Ησίοδος, Έργα και Ημέραι
Ηρόδοτος, Ἱστορίαι
Θέογνις, Ἐλεγεῖαι
Ισαίος, Περὶ τοῦ Ἁγνίου κλήρου
Ισαίος, Περὶ τοῦ Απολλοδώρου κλήρου
Όμηρος, Ιλιάς
Πλάτων, Φαίδρος
Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Λυκούργος
Πλούταρχος, Ηθικά
Σέξτος Εμπειρικός, Προς Μαθηματικούς, ΙΙ
Στοβαίος Ιωάννης, Ανθολόγιο
Υπερείδης, Κατ᾽ Ἀθηνογένους

361
Δ. ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Broda-Bahm Ken, Account for the Media's Effect (Even in Civil Cases),
http://www.persuasivelitigator.com/2013/01/account-for-the-medias-
effect-even-in-civil-cases.html,
Theo Broodryk, The erosion of the principle of orality in South African civil
procedure: Fact or fiction?,
http://www.ufh.ac.za/speculum/sites/default/files/Broodryk.pdf
Emmett Arthur, Towards the Civil Law?: The Loss of ‘Orality’ in Civil
Litigation in Australia, UNSW Law Journal Volume 26(2), διαθέσιμη και
διαδικτυακώς στη διεύθυνση
http://www.unswlawjournal.unsw.edu.au/sites/default/files/36_arthur_e
mmett_2003.pdf
Grenfell Bernard / Arthur Hunt, The Hibeh Papyri, part Ι,
http://bibletranslation.ws/down/ Grenfell-Hunt-Hibeh-Papyri.pdf
Honda Yasunori, Η δικαστική προστασία του επαγγελματικού απορρήτου
στο ιαπωνικό δικονομικό δίκαιο (εισήγηση στο επιστημονικό συμπόσιο της
Σύρου, 10-16 Σεπτεμβρίου 2000),
http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=5&mid=1479&mnu=3&id=179
38
Jolowicz J. A., Orality and immediacy in English Civil Procedure
Kroytor V., The principle of publicity in roman civil procedure, ЗАКОН И
ЖИЗНЬ 12.2013, http://www.legeasiviata.in.ua/archive/2013/12-
rus/12.pdf
Langbein John, The Disappearance of Civil Trial in the United States,
https://www.yalelawjournal.org/pdf/1121_gocaah57.pdf
Lanni Adriaan, Spectator sport or serious politics? Οι περιεστηκότες and
the Athenian lawcourts (The Journal of Hellenic Studies,
https://www.cambridge.org/core/journals/ journal-of-hellenic-
studies/article/spectator-sport-or-serious-politics-and-the-athenian-
lawcourts/ 8DAFAB6D90B29ABB230ED0196A4CC94E)
Lim Claire, Media Influence on Courts: Evidence from Civil Case
Adjudication, δημοσιευμένη στο American Law and Economics Review,
2015, 17(1), pp.87-126, και στην ηλεκτρονική διεύθυνση
https://lim.economics.cornell.edu/civilpaper.pdf
Manning Joe, Courts, justice and culture in Ptolemaic law: or The Rise of the
Egyptian jurists
https://www.academia.edu/15063953/Courts_justice_and_culture_in_Ptol
emaic_law_or_The_Rise_of_the_Egyptian_jurists
Metzger Ernest, An outline of roman civil procedure,
http://www.romanlegaltradition.org/ contents/2013/RLT9-
METZGER.PDF
Metzger Ernest, Roman Judges, Case Law, and Principles of Procedure,
http://iuscivile.com/ legacy/reprints/PP-metzger-1.pdf

362
Palme Bernhard, Roman litigation - Reports of Court Proceedings,
Imperium and Officium Working Papers (IOWP),
http://iowp.univie.ac.at/sites/default/files/IOWP_palme_litigation 02.pdf
Riess Werner, The Athenian Legal System and its Public Aspects,
https://www.geschichte.uni-hamburg.de/arbeitsbereiche/alte-
geschichte/colloquium-atticum/_ressourcen/ca-2-2013-vortrag-riess.pdf
Rodell Fred, Goodbye to Law Reviews, Virginia Law Review 1936-37, σελ.
38-45, διαθέσιμη και στη διεύθυνση
https://www.uniceub.br/media/180305/TextoVII.pdf
Roth Michael, Laissez-faire videoconferencing: Remote witness testimony
and adversarial truth, UCLA Law Review, Volume 48, October 2000
(διαθέσιμη και διαδικτυακώς στη διεύθυνση http://www.caldwell-
leslie.com/pdf/ucla_law_review.pdf)
United States Bill of Rights, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/
United_States_Bill_of_Rights
Watson Farley & Williams, Confidentiality in arbitration: Fact or Fiction?,
μελέτη διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.wfw.com/wp-
content/uploads/2015/10/ WFW-ArbitrationNewsletterEdition2-
Confidentiality.pdf
Weiss Steven, The Ten Attic Orators,
http://www.rhetinfo.com/uploads/7/0/4/3/7043482/
ten_attic_orators.pdf
Αλεξοπούλου Ιωάννα, Ανεύρεση εγγράφου μετά την έκδοση δικαστικής
απόφασης, https://analuseto.gr/anevresi-engrafou-meta-tin-ekdosi-
dikastikis-apofasis/
Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, Το νόμισμα
στον αρχαίο ελληνικό κόσμο,
https://argolikivivliothiki.gr/2011/05/16/το-νόμισμα-στον-αρχαίο-
ελληνικό-κόσμο/
Βουλή των Ελλήνων, Συνταγματική ιστορία,
http://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/To-
Politevma/Syntagmatiki-Istoria/
Γρύλλης Ιωάννης, Οι αλλαγές της πολιτικής δίκης με το ν. 4055/2012,
http://nomikospoudastirio.gr/
Διαμαντής Ευάγγελος, Αστυνομία και ακούσια νοσηλεία, νομολογία &
ΕΣ∆Α, στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.astynomia.gr/images/
stories/periodiko/281_2.pdf
Ζιγκόλης Δημήτριος, Η αιτιολογία της δικαστικής απόφασης σε σχέση με
την καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, στην ηλεκτρονική
διεύθυνση http://dikastis.blogspot.gr/ 2014/02/blog-post20.html
Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
https://curia.europa.eu/jcms/upload/docs/application/pdf/2012-
10/rp_el.pdf
Κράνης Δημήτριος, Ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής των
ασφαλιστικών μέτρων (εισήγηση σε ημερίδα διοργανωθείσα από το

363
Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας), διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση
http://www.dslar.gr/2012/12/zitimata-erminias-ke-efarmogis-ton-
asfalistikon-metron-isigisi-areopagiti-d-krani-se-imerida-dsl/
Κώδιξ Πολιτικής Διαδικασίας (ψήφισμα 152 της 15/27ης Αυγούστου
1830), στην ηλεκτρονική διεύθυνση
http://81.186.130.244/digitalbook_203#
Λαμπαδά Δέσποινα, «Κωνσταντινούπολη ως Νέα Ρώμη»
(Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού του Ιδρύματος Μείζονος
Ελληνισμού, λήμμα Κωνσταντινούπολη), στην ηλεκτρονική διεύθυνση
http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBody Extended.aspx?
lemmaId=10831
Μανδραβέλης Πάσχος, Το τέλος του γραπτού λόγου; (06.09.2009),
http://www.kathimerini.gr/716241/opinion/epikairothta/arxeio-
monimes-sthles/to-telos-toy-graptoy-logoy.
Μιχαηλίδου Χρυσούλα, Δυνατότητες συγκέντρωσης αποδεικτικού υλικού
στο προστάδιο της δίκης, Μια δικαιοσυγκριτική παρουσίαση, διαθέσιμη
στην ηλεκτρονική διεύθυνση
http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1479&mnu=3&id=247
80
Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Αγωγή προφορικού λόγου, Το Βήμα,
13.04.2014, https://www.tovima.gr/2014/04/12/opinions/agwgi-
proforikoy-logoy/
Μπέης Κωνσταντίνος, ομιλία σχετικά με τον Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας του έτους 1834, εκφωνηθείσα κατά την αναγόρευση του Γ.
Μητσόπουλου σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Erlangen της
Γερμανίας, http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=5&mid=1479&mnu=
3&id=17263
Μπέης Κωνσταντίνος, Πολιτική δικονομία,
http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=1&mid=1096&mnu=1&id=114
1
Παναγιωτίδης Ιωάννης, Η δέηση ενώπιον του αυτοκράτορα στο
βυζαντινό-ρωμαϊκό δίκαιο (4ος-15ος αι.),
https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/20603?lang=el#page/1/mode
/2up
Πανταζόπουλος Αθανάσιος, Παρέμβαση στη διημερίδα του ΔΣ Πατρών με
θέμα «Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας», διαθέσιμη διαδικτυακώς στη
διεύθυνση https://lawtakpap.blogspot.com/2016/01/iii-video.html
Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος (Γ΄ Εθνοσυνέλευση, Τροιζήνα 1827),
http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/f3c70a23-7696-49db-9148-
f24dce6a27c8/ syn09.pdf
Πρωτοδικείο Αθηνών, στατιστικά στοιχεία καταθέσεων και αποφάσεων
(2000-2015), http://www.protodikeio-ath.gr/opencms_prot/opencms/
ProtSite/info/statistics.html
Σταματόπουλος Βασίλειος, Η αυτεπάγγελτος εξουσία του
δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, Δίκη 2008, μελέτη διαθέσιμη και στην

364
ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=
4&mid=1479&mnu=3&id=24935
Στρατσιάνη Ιωάννα, Η δικαστική μεσολάβηση του ν. 4055/2012 (άρθρο
214Β ΚΠολΔ), μελέτη διαθέσιμη στη διεύθυνση
http://dikastis.blogspot.gr/2014/04/40552012-214.html
Φεραίος Ρήγας, Νέα Πολιτική Διοίκηση,
http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/f3c70a23-7696-49db-9148-
f24dce6a27c8/syn01.pdf
Φορτσάκης Θεόδωρος, ομιλία ενώπιον του Ελληνικού Ιδρύματος
Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) το έτος 2013,
http://www.eliamep.gr/wp-content/uploads/2013/05/ Fortsakis_Speech.
pdf
Χατζηλαζάρου Δημήτριος, Η Βασίλειος Στοά και η σύνθεση του
μνημειακού κέντρου της Κωνσταντινούπολης: τοπογραφία, λειτουργίες,
συμβολισμοί, http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/38058#page/
390/mode/2up

365

You might also like