You are on page 1of 18

Επιλέξτε να παρουσιάσετε το έργο ενός παιδαγωγού που διακρίθηκε για τις

τομές και τις απόψεις του στην παιδαγωγική επιστήμη και τοποθετήστε τον στο
κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του.

“Προ παντός επιβάλλεται να ανακαινίσωμεν τους εαυτούς μας, να μεταβάλωμεν τους


τρόπους του διανοείσθαι και πράττειν , να στηρίξωμεν επί νέων αρχών τας προς
αλλήλους διαθέσεις, σχέσεις και ενεργείας ημών, να αναγνωρίσωμεν τας αρετάς ημών και
ενισχύσωμεν αυτάς, να αντικρύσωμεν τας κακίας ημών και καταπολεμήσωμεν αυτάς.”

-Ν. Εξαρχόπουλος-

Κεφάλαια
1. Βιογραφία και εργογραφία
2. Τομές και απόψεις του για την παιδαγωγική επιστήμη
3. Κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του

Περίληψη
Ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος είναι ένας από τους σημαντικότερους και
σπουδαιότερους Έλληνες παιδαγωγούς του 20ου αιώνα. Γεννημένος στην Νάξο
το 1874 και γόνος ιστορικής οικογένειας, σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία
στην Φιλοσοφική σχολή Αθηνών. Υπήρξε Θεμελιωτής της παιδαγωγικής
επιστήμης στην Ελλάδα και διακρίθηκε για τις τομές και τις απόψεις του στα
παιδαγωγικά. Ίδρυσε το Πειραματικό σχολείο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών καθώς
και το εργαστήριο Πειραματικής παιδαγωγικής του ίδιου Πανεπιστημίου. Με την
ίδρυσή τους είχε σαν βασικό στόχο την βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης
καθώς και την αναβάθμιση του διδακτικού έργου και ρόλου του δασκάλου. Η
αναβάθμιση επιτεύχθει με την ίδρυση του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης και
μέσω της διετούς μετεκπαίδευσης των δασκάλων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Επιπροσθέτως, υπήρξε εκπρόσωπος του Σχολείου Εργασίας στην Ελλάδα. Έλαβε
πολλές διακρίσεις για το μεταρρυθμιστικό του έργο από Έλληνες και ξένους
παιδαγωγούς.
Εισαγωγή
Η Παιδαγωγική επιστήμη εμφανίζεται ήδη από την αρχαιότητα και έχει άμεση
σχέση με την αρχαία λέξη παις. Ο παιδαγωγός στα αρχαία χρόνια όπως και στην
αρχαία Ρώμη ήταν ένας μορφωμένος σκλάβος ο οποίος συνόδευε τα παιδιά στο
σχολείο και η παιδαγωγική δεν ήταν απλώς ένα είδος επιστήμης αλλά μία τέχνη
ανατροφής. Το ρήμα παιδαγωγώ ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια σημαίνει
εκπαιδεύω, είμαι υπεύθυνος για την ανατροφή των παιδιών, καθοδηγώ το παιδί
στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού. Ή λέξη αγωγή ετυμολογικά μιλώντας
προέρχεται από τον ρηματικό τύπο άγω, που έχει την σημασία του οδηγώ
κάποιον (π.χ. το παιδί) προς μία κατεύθυνση. Εννοιολογικά διατηρεί τα στοιχεία
της καθοδήγησης και της επίδρασης. Ο όρος «αγωγή» χρησιμοποιείται αρκετά
στον χώρο της παιδαγωγικής για να δηλώσει τις προγραμματισμένες διαδικασίες
αλληλεπίδρασης των ενηλίκων με τα παιδιά, οι οποίοι έχουν σαν βασικό τους
στόχο να τα επηρεάσουν και να τα καθοδηγήσουν προς μορφές νοοτροπίας και
συμπεριφοράς, αξίες και πρακτικές της κοινωνίας. Οι μορφές αγωγής ποικίλουν
και ταξινομούνται σύμφωνα με το πλαίσιο στο οποίο δημιουργούνται, τον τομέα
που αφορούν, την μέθοδο που χρησιμοποιούν(Ξωχέλης, 2007΄Ματσαγγούρας &
Χατζηγεωργίου 2009)
Κατά τον 19ο αιώνα η κυρίαρχη παιδαγωγική εκφράζεται μέσα από την
ερβαρτιανή αντίληψη του Γιόχαν Φρίντριχ Χέρμπαρτ . Το σχολείο είναι ο χώρος
μέσα στον οποίο η κυρίαρχη γνώση μεταδίδεται στην νέα γενιά. Ο δάσκαλος
αποτελεί τον ιμάντα της γνώσης από τους σοφούς στους μαθητές. Τα παιδιά
οφείλουν να απομνημονεύσουν την γνώση και να λειτουργήσουν με βάση αυτή
την «δανεική» γλώσσα. Για να επιτύχουν πρέπει να υπακούν, να πειθαρχούν και
να δείχνουν υποταγή. Η απόκλιση από αυτόν τον κανόνα είναι αδιανόητη και
όποιος δεν υπακούσει τιμωρείται με την χρήση σωματικής βίας. Το κύριο
πρόβλημα που εμφανίζεται σε αυτού του είδους τη μέθοδο είναι ότι αποτελεί
δασκαλοκεντρικό παιδαγωγικό μοντέλο(Mühlbauer, 1985). Με άλλα λόγια, το
αντικείμενο της μάθησης, ο τρόπος παρουσίασης, εμπέδωσης και πρακτικής
εφαρμογής του εξαρτώνται αποκλειστικά από τον εκπαιδευτικό και δεν
παρέχεται περιθώριο αυτενέργειας στον μαθητή. Ένα επιπλέον πρόβλημα στο
παιδαγωγικό σύστημα του Χέρμπαρτ σύμφωνα με επιστήμονες του κλάδου
αποτελεί η μονομερής ανάπτυξη του ατόμου, αφού αυτό που ενδιαφέρει τον
εκπαιδευτικό είναι η ηθικοποίηση του παιδιού, ενώ πλέον είναι σημαντικό ο
παιδαγωγός να στοχεύει και στην ψυχική όσο και σωματική ανάπτυξη του
ατόμου. Το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό σύστημα εν κατακλείδι δεν προάγει τις
δημοκρατικές διαδικασίες και σχέσεις στην σχολική τάξη, δεν ευνοεί την
διαδικασία κλίματος συνεργασίας και αγάπης μεταξύ των μαθητών, ενώ
αντίθετα δημιουργούνται ανταγωνιστικές και ατομικιστικές συμπεριφορές.
Στις αρχές του 20ου αιώνα εμφανίζεται το ‘’Νέο Σχολείο’’. Η νέα μέθοδος
διδασκαλίας διαφοροποιείται από την αρβαρτιανή αντίληψη ως προς την
μάθηση. Πλέον για την εποχή αυτή κύριο ρόλο δεν παίζει μόνο η απόκτηση της
μάθησης αλλά η διαφορετική χρήση της γνώσης, η οποία σχετίζεται με αλλαγές
στην παραγωγική διαδικασία. Η αποκτώμενη γνώση οφείλει να έχει
επιχειρησιακό χαρακτήρα. Το σχολείο πρέπει να συνδεθεί με την ζωή. Ή
αντίληψη για την μάθηση αλλάζει. Ο δάσκαλος καλείται να ενεργοποιήσει τις
εσωτερικές δυνάμεις του μαθητή, να δημιουργήσει ένα κατάλληλο και φιλικό
περιβάλλον με στόχο το παιδί να πειραματίζεται, να δημιουργεί. Η διδασκαλία
από διαδικασία πλήρωσης κενών δοχείων με γνώσεις μετατρέπεται σε
διαδικασία δραστηριοποίησης υποκειμένων μέσω της ενεργοποίησης των
εσωτερικών τους δυνάμεων. Ο δάσκαλος μετατρέπεται από μεταλαμπαδευτής
σε καθοδηγητής του μαθητή. Οι σωματικές ποινές περιορίζονται, το σχολείο
μετατρέπεται από τιμωρητικό ίδρυμα σε σωφρονιστικό κατάστημα. Γνώση και
διαδικασία πρόσκτησής της αποκτούν ισοβαρή σχέση. Η σχέση αυτή προσδίδει
στην Παιδαγωγική και τη Διδακτική ιδιαίτερη βαρύτητα και τις καθιστά
αυτόνομες επιστήμες (Jameson, 1999). Παιδαγωγοί-εκπρόσωποι όλων των
παιδαγωγικών θεωρήσεων που παρουσιάστηκαν τόσο στην Ελλάδα όσο και στο
εξωτερικό, εφάρμοσαν μεθόδους διδασκαλίας, εκπροσωπώντας την
επικρατούσα κάθε φορά παιδαγωγική τάση. Η παιδαγωγική που κυριαρχεί στη
νεοελληνική κοινωνία το μεγαλύτερο διάστημα του 20ού αιώνα είναι αυτή που
διατυπώνεται από τον Νικόλαο Εξαρχόπουλο. Ο Εξαρχόπουλος ήταν εξαιρετικός
γνώστης των απόψεων της μεταρρυθμιστικής παιδαγωγικής που κυριάρχησε στις
αρχές του 20ού αιώνα στη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική. Στην παρούσα
εργασία, επιχειρείται η σύντομη και περιεκτική παρουσίαση της προσωπικότητας
και του έργου του σημαντικού αυτού παιδαγωγού και μεταρρυθμιστή της
παιδαγωγικής του 20ου αιώνα, του οποίου το εκπαιδευτικό έργο και οι δράσεις
του, επηρέασαν ολόκληρο σχεδόν τον 20ο αιώνα, και οι αντιλήψεις του για την
εκπαίδευση, τον εκπαιδευτικό και το έργο αυτού, παραμένουν ακόμα και
σήμερα, το ίδιο σύγχρονες και αναγκαίες, όσο την εποχή της γέννησής τους.

Βιβλιογραφία Εισαγωγής
Mühlbauer, K. R. (1985). Κοινωνικοποίηση, θεωρία και έρευνα. Θεσσαλονίκη:
Εκδόσεις Κυριακίδης.
Jameson, F. (1999). Το Μεταμοντέρνο, η πολιτισμική λογική του ύστερου
καπιταλισμού. Aθήνα: εκδόσεις Νεφέλη.
Απόστολος Ν. Μαγουλιώτης , Εικαστική Παιδαγωγική: Εκδόσεις Συμμετρία

Πρώτο Κεφάλαιο
Ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος: Η ζωή και το συγγραφικό του έργο

Ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος υπήρξε σπουδαίος παιδαγωγός και μεταρρυθμιστής


του 19ου αιώνα με πλούσιο συγγραφικό έργο ως παρακαταθήκη. Γεννήθηκε στην
Νάξο το 1874. Ο πατέρας του ο Ιωάννης ήταν γιατρός με καταγωγή από την
Αμοργό, και η μητέρα του η Στυλιανή με καταγωγή από την Νάξο. Τη στοιχειώδη
του εκπαίδευση έλαβε στην Νάξο. Συνέχισε τις ανώτερες σπουδές του στην
Αθήνα, φοιτώντας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τις
ανώτερες σπουδές του ολοκλήρωσε στη Γερμανία και την Ελβετία, όπου
σπούδασε ως υπότροφος του ελληνικού κράτους. Ο Εξαρχόπουλος κατά τη
διάρκεια των σπουδών του στο εξωτερικό επηρεάστηκε από τις παιδαγωγικές
αντιλήψεις των χωρών αυτών και υπήρξε ένθερμος οπαδός του Σχολείου
Εργασίας στην Ελλάδα. Εισηγήθηκε και πέτυχε το 1921 την αυτονόμηση της
Παιδαγωγικής ως αυτοτελούς επιστήμης, οργάνωσε τη θέσπιση και λειτουργία
του Πειραματικού Σχολείου Πανεπιστημίου Αθηνών, του Εργαστηρίου
Πειραματικής Παιδαγωγικής, του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης, καθώς και
του θεσμού της επιμόρφωσης των σπουδαστών των διδασκαλείων Δημοτικής
Εκπαίδευσης.O K. Bασιλάκης (1954) χωρίζει την όλη δράση του Ν.
Εξαρχόπουλου σε δύο περιόδους, τη μία από το 1904-1912 και την άλλη από το
1912-1954. Κατά τη διάρκεια αυτών των δύο περιόδων, ο Ν. Εξαρχόπουλος
υπηρέτησε ως Επιθεωρητής Γυμνασίων και Ελληνικών Σχολείων Πελοποννήσου,
ως Διευθυντής του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης, ως Σύμβουλος και
Αντιπρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, ως Γενικός Γραμματέας του
Υπουργείου Παιδείας, ως πρόεδρος του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου,
πρύτανης του Πανεπιστημίου, ως Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1929), ως
πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Χαρακτηρίστηκε
συντηρητικός λόγω της πίστης του στα αιώνια ελληνικά ιδανικά και νεωτεριστής
λόγω της τάσης του για ανεύρεση νέων ασφαλών επιστημονικών αληθειών.
Στόχος του ήταν να δημιουργήσει επιστημονική Παιδαγωγική στη νεότερη
Ελλάδα και να παράσχει στους Έλληνες άρτιο εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν
περιορίστηκε, λοιπόν, μόνο στη διδασκαλία παιδαγωγικών και φιλοσοφικών
μαθημάτων αλλά επιδόθηκε στο να καταστήσει την έδρα της Παιδαγωγικής
φορέα υψίστης επιστημονικής και εθνικής αποστολής. Επεδίωξε να
δημιουργήσει καθαρά ελληνική επιστημονική Παιδαγωγική μέσω της
διαμόρφωσης ειδικών ερευνητών της Παιδαγωγικής αλλά και μέσω της
καλλιέργειας παιδαγωγικού ερευνητικού ενδιαφέροντος. Φιλοδόξησε να
διαμορφώσει πλήρες σύστημα Παιδαγωγικής με ενιαίες παιδαγωγικές βάσεις
προσαρμοσμένες στις ελληνικές επικρατούσες συνθήκες και εμπνεόμενες από τα
ελληνικά ιδανικά ενώ έθεσε ως στόχο του να εξυψώσει το επίπεδο της
παιδαγωγικής μόρφωσης των Ελλήνων και να βελτιώσει την παρεχόμενη
εκπαίδευση. Η οργάνωση της διδασκαλίας του απέβλεπε στην πολύπλευρη
παιδαγωγική μόρφωση στηριζόμενη στα νέα επιστημονικά δεδομένα.
Όντας μέλος της 6μελους Επιτροπείας (Χαραλάμπους,1987), η οποία στις αρχές
Φεβρουαρίου 1921, πρότεινε την καύση των βιβλίων της δημοτικής γλώσσας
που καθιερώθηκαν στο δημοτικό σχολείο με τη μεταρρύθμιση του 1917, καθώς
και την ποινική δίωξη των υπευθύνων της «διαφθοράς της ελληνικής γλώσσας»,
τις αντιλήψεις των οποίων χαρακτήριζε «υπερπροοδευτικές» και την επιστροφή
στα δημοτικά σχολεία των αναγνωστικών βιβλίων που είχαν εγκριθεί πριν τη
μεταρρύθμιση του 1917 (Φραγκουδάκη, 1977). Πέθανε το 1960.
Ως συγγραφέας ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος υπήρξε άριστος χειριστής της
ελληνικής γλώσσας, μεθοδικός, ακριβής, απλός, οξυδερκής παρατηρητής,
εξονυχιστικός στη διερεύνηση των θεμάτων, ενήμερος της ελληνικής και ξένης
βιβλιογραφίας.
Από τις συστηματικές έρευνες, παιδαγωγικές και ψυχολογικές, καθώς επίσης και
από τα νέα μέτρα αγωγής και διδασκαλίας προέκυψαν πολυάριθμες
επιστημονικές εργασίες, από τις οποίες άλλες ανακοινώθηκαν στην Ακαδημία
Αθηνών, άλλες δημοσιεύτηκαν ως μονογραφίες και άλλες αποτέλεσαν τη βάση
μεγάλων επιστημονικών συγγραμμάτων. Αρχίζοντας το συγγραφικό του έργο το
1906 δημοσίευσε τις «Ελάσσονες Διατριβαί» και το «Σύστημα της Παιδαγωγικής
της Βιβλιοθήκης», στο οποίο εκτίθενται τα περί αγωγής και παιδείας διδάγματα
και οι παιδαγωγικές του θεωρίες. Ενδεικτικά αναφέρονται κάποια από τα έργα
του:
 Ποιος τις πρέπει να είναι ο διδάσκαλος, Αθήνα 1907.
 Παιδαγωγικά Ζητήματα, Αθήνα 1909.
 Μαθήματα Ψυχολογίας, Αθήνα 1911.
 Le Procede developpant – expositif (Forme didactique), Αθήνα 1911.
 Σχέσις μεταξύ της σωματικής και ψυχικής εξελίξεως του ανθρώπου, Αθήνα
1921.
 Αι μέθοδοι της επιστημονικής παιδαγωγικής ερεύνης, Αθήνα 1922.
 Η εξέλιξις της παιδαγωγικής επιστήμης και αι σύγχρονοι κατευθύνσεις
αυτής, Πρακτ. Ακαδημία Αθηνών, 4, 1929.
 Γενικαί αρχαί διέπουσαι την εν τω Πειραματικώ Σχολείω τελουμένην
εργασίαν, Αθήνα 1933.
 Επιστημονικαί έρευναι, γενόμεναι εν τω Εργαστηρίω Πειραματικής
Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Συνεδρία 1ης Φεβρουαρίου
1934.

 Η φιλοπατρία ελληνική αρετή, περιοδικό Ερμής, 1, 1941.


 Προς αναμόρφωσιν της Ελληνικής εκπαιδεύσεως, Αθήνα 1945.
 Το Πειραματικόν Σχολείον του Πανεπιστημίου Αθηνών, «Παιδαγωγική
Επιθεώρησις», 1947.
 Εισαγωγή εις την Παιδαγωγικήν, τόμοι δύο, έκδοση 4η, Αθήνα 1950.
 Η οργάνωσις της παιδείας. Μελέτη παιδαγωγική και κοινωνιολογική,
Αθήνα 1954.
 Η κατάστασις της παιδείας εν Ελλάδι, Διδασκαλικόν Βήμα της 30 Ιουλίου
1954.
Με το σημαντικό του έργο λοιπόν, παρείχε ασφαλή ερείσματα στην
Παιδαγωγική και βοηθήματα στους εκπαιδευτικούς λειτουργούς για την επιτυχή
εκτέλεση του έργου τους.
Βιβλιογραφία Πρώτου Κεφαλαίου
Βασιλάκης, Κ. (1954). Νικόλαος Εξαρχόπουλος, ο κορυφαίος παιδαγωγικός της
νεωτέρας Ελλάδος, ανατύπωσις εκ του «Επιστημονικού Βήματος του
Διδασκάλου». Αθήνα.
Χατζηστεφανίδης, Θ. (1986). Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης (18211986).
Αθήνα: εκδόσεις Παπαδήμα.
Χαραλάμπους, Δ. (1987) .Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος: η ίδρυση, η δράση του για την
εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η διάσπασή του. Θεσσαλονίκη: εκδόσεις Αφοι
Κυριακίδη
Φραγκουδάκη, Α. (1977). Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και φιλελεύθεροι
διανοούμενοι. Αθήνα: εκδόσεις Κέδρος.

Δεύτερο Κεφάλαιο
Οι Τομές και απόψεις του για την παιδαγωγική επιστήμη
Το μεταρρυθμιστικό έργο του Νικόλαου Εξαρχόπουλου
Θεμελιωτής της παιδαγωγικής επιστήμης στην Ελλάδα ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος
επιχείρησε και πέτυχε τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, μέσω της
επιβολής καινοτομιών, όπως την ίδρυση του Πειραματικού Σχολείου
Πανεπιστημίου Αθηνών, του Εργαστηρίου Πειραματικής Παιδαγωγικής, του
Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης και Δημοτικής Εκπαίδευσης. Το 1921
εισηγήθηκε και τελικά πέτυχε την αυτονόμηση της Παιδαγωγικής ως αυτοτελούς
επιστήμης καθώς επίσης ήταν και πρωτοπόρος στην εισαγωγή σπουδαίων
κλάδων στην παιδαγωγική-παιδολογική έρευνα, τον θεσμό του επαγγελματικού
προσανατολισμού. Επιπροσθέτως φρόντισε και την διεθνή συνεργασία των
Βαλκανικών Χωρών όπως και το θέμα της εκπαίδευσης των ενηλίκων. Η
πανεπιστημιακή διδασκαλία του περιελάμβανε τις ακόλουθες παραδόσεις : α)
Εισαγωγή στην Παιδαγωγική, β) Γενική Διδακτική, γ) Ειδική Διδακτική, δ)
Ψυχολογία του παιδιού, ε) Σωματολογία του παιδιού, στ) Ψυχολογία των
ατομικών διαφορών. Οι παραδόσεις συνοδεύονταν με επαναληπτικά
φροντιστήρια ή φροντιστηριακά μαθήματα και εργαστηριακές ασκήσεις.
Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης
Με την ίδρυση του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης - όπου με στόχο την
διδασκαλία της Παιδαγωγικής , Ιστορίας της Αγωγής Γενικής και Ειδικής
Διδακτικής, Ψυχολογίας ο Ν. Εξαρχόπουλος επεδίωξε την αναβάθμιση της
Μέσης Εκπαίδευσης με την παροχή πολύπλευρων παιδαγωγικών γνώσεων. Όλοι
οι πτυχιούχοι Φιλοσοφικής, Θεολογικής, Φυσικής και Μαθηματικών του
Πανεπιστημίου, έπρεπε υποχρεωτικά επί εξάμηνον να φοιτήσουν στο
Πειραματικό Σχολείο, εάν ήθελαν να διεκδικήσουν θέση καθηγητού σχολείων
Μέσης Εκπαίδευσης, καθώς σύμφωνα με τον Εξαρχόπουλο – όπως αναφέρεται
στον Χατζηστεφανίδη (1986)- «η σωστή γνώση μιας επιστήμης δεν κάνει από
μόνη της τον καλό δάσκαλο. Ο καλός δάσκαλος δεν είναι εκείνος που απλώς
γνωρίζει την επιστήμη του, αλλά, ο δάσκαλος που ξέρει να διδάξει σωστά το
μάθημα. Με την παιδαγωγική επιστήμη ο δάσκαλος γνωρίζει τη φύση του
παιδιού και πάνω σε αυτή τη γνώση βασίζει τη δουλειά του στο σχολείο».
Δυστυχώς, ο θεσμός αυτός δεν διήρκησε πολύ.
Επιμόρφωση δασκάλων Δημοτικής Εκπαίδευσης
Η επιμόρφωση των δασκάλων Δημοτικής Εκπαίδευσης θεωρήθηκε επίσης
σημαντική για τον Εξαρχόπουλο. Επιχειρώντας την εξύψωση ης Δημοτικής
Εκπαίδευσης, ο Εξαρχόπουλος καθιέρωσε τη διετή μετεκπαίδευση των
δασκάλων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρέχοντας στους δασκάλους
πολύπλευρη πανεπιστημιακή μόρφωση. Όπως αναφέρει ο Χατζηστεφανίδης
(1986), «οι δάσκαλοι, οι οποίοι επιλέγονταν με διαγωνισμό, προορίζονταν να
καταλάβουν ανώτερες θέσεις, όπως θέσεις Επιθεωρητών Δημοτικής
Εκπαίδευσης και άλλες ηγετικές θέσεις. Ο θεσμός της μετεκπαίδευσης
λειτούργησε έως το έτος 1964-65 ως πανεπιστημιακή μετεκπαίδευση δασκάλων,
από το 1966-68 λειτούργησε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και από το 1969 και
έπειτα ως μετεκπαίδευση δασκάλων με την επωνυμία ‘Μαράσλειο Διδασκαλείο
Δημοτικής Εκπαίδευσης’».
Εργαστήρι Πειραματικής Παιδαγωγικής
Το Εργαστήρι Πειραματικής Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αθηνών ιδρύθηκε
το 1923 και στεγάστηκε στο κτίριο του Πειραματικού Σχολείου. Απέβλεπε σε
κάθε είδους έρευνα σχετικά με το ελληνόπουλο, τόσο από σωματική, ψυχική,
ηθική και παιδαγωγική άποψη καθώς επίσης ελέγχονταν τα πορίσματα που είχαν
συναχθεί σε άλλους κύκλους ή σε άλλες χώρες. Εκεί επίσης διαμορφώθηκαν οι
κατάλληλες επιστημονικές μέθοδοι ή προσαρμόστηκαν στις ελληνικές συνθήκες
μέθοδοι άλλων ερευνητών. Ως στόχοι ίδρυσης του Εργαστηρίου τέθηκαν οι εξής:
1. H έρευνα του ελληνόπαιδος από σωματικής, ψυχικής και ηθικής πλευράς,
2. H διάδοση της επιστημονικής Παιδαγωγικής στην Ελλάδα,
3. H εξοικείωση των φοιτητών σ’ αυτό, στις επιστημονικές μεθόδους
συστηματικής έρευνας και επεξεργασίας των παιδολογικών προβλημάτων.

Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Αθηνών


Το Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Αθηνών ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό «τη
θεωρητική και πρακτική παιδαγωγική μόρφωση των μέλλοντων καθηγητών και
σχολείων μέσης εκπαίδευσης» στα πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης.
Στεγάστηκε στο νεότερο διδακτήριο «Σωκράτης», επί της συμβολής των οδών
Σκουφά και Λυκαβηττού, και αποτελείτο από ένα μονοθέσιο και ένα εξαθέσιο
Δημοτικό και ένα Γυμνάσιο(Βασιλάκης, 1954) Ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος
φιλοδόξησε να το καταστήσει συγκρότημα πρότυπων σχολικών ιδρυμάτων της
μέσης και στοιχειώδους εκπαίδευσης, ικανό να ασκήσει επίδραση για την άρτια
οργάνωση και λειτουργία των λοιπών σχολείων του κράτους.
Στόχοι της ίδρυσής του ήταν οι εξής :
α) η θεωρητική και πρακτική άσκηση στην υποδειγματική σχολική πράξη,
β) η θεραπεία της παιδαγωγικής επιστήμης.
Στο Πειραματικό Σχολείο διεξήχθησαν έρευνες των παιδαγωγικών και
παιδολογικών προβλημάτων και εκεί εφαρμόστηκαν νέοι μέθοδοι διδασκαλίας
και μάθησης, διδακτικές αρχές και ποικίλα μέσα αγωγής ή μέτρα όπως :
ΓΕΝΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
1. Ενοποίηση διεύθυνσης και διδακτικού προσωπικού,
2. Εισαγωγή του θεσμού του επιστημονικού συμβούλου ή ψυχολόγου,
3. Εισαγωγή του θεσμού των τακτικών διδασκάλων,
4. Εφαρμογή υποδειγματικών διδασκαλιών,
5. Συνεργασία μεταξύ οικογένειας – σχολείου,
6. Συνεργασία μεταξύ Πειραματικού Σχολείου και Εργαστηρίου Πειραματικής
Παιδαγωγικής,
7. Διάγνωση της ατομικότητας των μαθητών καθώς και της επαγγελματικής
τους ιδιοφυΐας,
8. Αυτενέργεια των μαθητών μέσω της παροχής ελευθέρων ασχολιών
ΕΙΔΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
Διδακτικές καινοτομίες
1. Καθορισμός γλωσσικών αρχών για τη χρησιμοποιούμενη στη διδασκαλία
γλώσσα,
2. Προσαρμογή και εξοικείωση των μαθητών στο σχολικό περιβάλλον κατά
τις δέκα πρώτες μέρες του σχολικού έτους,
3. Δυνατότητα των μαθητών μια ώρα την εβδομάδα να προβούν σε
ελεύθερες ανακοινώσεις για κάθε ζήτημα και συζητήσεις για επίλυση κάθε
απορίας,
4. Εφαρμογή εκπαιδευτικών εκδρομών καθώς και ο τρόπος διεξαγωγής τους,
5. Εισαγωγή του θεσμού των επιτροπών των διδασκόντων,
6. Ενιαία διδασκαλία στις τέσσερις κατώτερες τάξεις του Δημοτικού,
7. Εφαρμογή ίδιου συστήματος ανάγνωσης και γραφής στην κατώτερη τάξη
του Δημοτικού,
8. Καθορισμός περιεχομένου, γλώσσας και τρόπου διόρθωσης των γραπτών
των εκθέσεων,
9. Καινοτομίες στον τρόπο διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών. Τέθηκαν σε
εφαρμογή τρεις τρόποι εισαγωγής στα αρχαία ελληνικά με διάθεση
διαφορετικών ωρών για καθέναν από αυτούς.
Μέτρα σχολικής ψυχολογίας
1. Διενέργεια σωματικών μετρήσεων και παρακολούθηση της εξέλιξης των
παιδιών,
2. Διενέργεια ψυχολογικών μετρήσεων,
3. Σύνταξη ψυχογραφημάτων στην πρώτη Δημοτικού από
μετεκπαιδευόμενους δημοδιδασκάλους,
4. Κατάρτιση ατομικών φακέλων για κάθε μαθητή,
5. Συλλογή στοιχείων για κάθε μαθητή που αφορούν τον οικογενειακό βίο
και το περιβάλλον,
6. Καθορισμός του τύπου του δελτίου υγείας του παιδιού που προκύπτει
έπειτα από εξέταση και μέτρηση του παιδιού καθώς και συνέντευξη με
τους γονείς και τον τακτικό δάσκαλο,
7. Κατάρτιση πινάκων επίδοσης των μαθητών από τους διδασκάλους,
8. Σύνταξη ελεύθερων χαρακτηρισμών των μαθητών από τον τακτικό
καθηγητή.
Μέτρα για τη λοιπή σχολική ζωή
1. Οργάνωση μαθητικών συλλόγων,
2. Εφαρμογή του θεσμού της λελογισμένης με βάση τον οποίο οι μαθητικές
κοινότητες αρχικά αναλαμβάνουν ελαφρότερα καθήκοντα και έπειτα
διανοητικότερα,
3. Διεξαγωγή σχολικών εορτών με αυτενέργεια των μαθητών,
4. Εισαγωγή του θεσμού των ελεύθερων απογευμάτων,
5. Συλλογή και έκθεση μαθητικών έργων,
6. Ίδρυση μαθητικής βιβλιοθήκης.
Μέτρα για συνεργασία γονέων - σχολείου
1. Ίδρυση συλλόγου γονέων και κηδεμόνων,
2. Συγκέντρωση γονέων και κηδεμόνων την πρώτη κάθε μήνα ή κάθε
διμήνου
Ο ρόλος του δασκάλου στο Νέο Σχολείο
Ο Εξαρχόπουλος (1962) στο βιβλίο του Γενική Διδακτική αναφέρεται στο νέο,
σύγχρονο, απαιτητικό ρόλο του δασκάλου στο Νέο Σχολείο, δίνοντας ιδιαίτερη
έμφαση στην αγάπη του δασκάλου προς το μαθητή και στα παιδαγωγικά ιδεώδη
που τον διακρίνουν. Στο νέο τύπο σχολείου, ο δάσκαλος δεν μονοπωλεί το
ενδιαφέρον της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Παύει να βρίσκεται στο κέντρο κάθε
δραστηριότητας, κι οφείλει να οργανώνει την πορεία της διδασκαλίας σύμφωνα
με τις γνώσεις και τα ενδιαφέροντα των μαθητών. Στο νέο σχολείο ο ρόλος του
δασκάλου αλλάζει, μεταβάλλεται. Γίνεται περισσότερο δύσκολος, πολυσύνθετος,
απαιτητικός. Πλέον στο κέντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας βρίσκεται ο
μαθητής, τα ενδιαφέροντα και οι ανάγκες του. Ο δάσκαλος από απλός
μεταλαμπαδευτής στείρων γνώσεων, καλείται να μετατραπεί σε οργανωτή,
ρυθμιστή, εμψυχωτή της εργασίας που πραγματοποιείται στο νέο σχολείο.
Καλείται να γίνει βοηθός των παιδιών στην προσπάθειά τους να αναπτυχθούν ως
ελεύθερες, ανεξάρτητες και αυτόνομες προσωπικότητες. Οφείλει ο δάσκαλος
στο νέο του ρόλο να σιωπά όταν πρέπει, και να παρεμβαίνει όπου χρειαστεί,
θέση η οποία είναι περισσότερο απαιτητική και υπεύθυνη από ότι στο παλαιό
σχολείο. Προκειμένου να επιτύχει στο νέο του ρόλο, προβάλλεται αδήριτη η
απόκτηση νέων δεξιοτήτων. Απαιτείται βαθιά παιδαγωγική και ψυχολογική
μόρφωση, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και στις διάφορες
απορίες των μαθητών του. Αναγκαία θεωρείται η επιμελής προπαρασκευή του
δασκάλου ώστε να ανταποκριθεί με επιτυχία στις απαιτήσεις της νέας διδακτικής
διαδικασίας. Κυρίως όμως, ο δάσκαλος στο νέο σχολείο, απαιτείται να
εμφορείται από χαρακτηριστικά γνωρίσματα όπως η υπομονή, ψυχική ηρεμία
και αγάπη προς τη δουλειά του και τους μαθητές του, προσόντα τα οποία, θα τον
οπλίσουν με το απαραίτητο κύρος, και θα τον βοηθήσουν να ανταποκριθεί με
τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο στο σύγχρονο, δύσκολο έργο του.

Βιβλιογραφία δευτέρου κεφαλαίου


Βασιλάκης, Κ. (1954). Νικόλαος Εξαρχόπουλος, ο κορυφαίος παιδαγωγικός της
νεωτέρας Ελλάδος, ανατύπωσις εκ του «Επιστημονικού Βήματος του
Διδασκάλου». Αθήνα.
Εξαρχόπουλους, Ν. (1962). Γενική Διδακτική, τομ 2ος,εκδοσις 3η. Αθήνα:
εκδόσεις ΡΟΥΓΚΑ.
Χατζηστεφανίδης, Θ. (1986). Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης (18211986).
Αθήνα: εκδόσεις Παπαδήμα.
Χατζηστεφανίδης, Θ. (1990). Ριζοσπαστικά παιδαγωγικά κινήματα του 20ου
αιώνα. Σύγχρονη κριτική θεώρηση. Αθήνα: εκδόσεις Βυζάντιο.

Οι παιδαγωγικές του αντιλήψεις


Ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος θεωρείται γνωστός για τις Συντηρητικές Απόψεις του
καθώς και για τον Νεωτερισμό που υιοθέτησε αφού όπως φαίνεται επιθυμούσε
τον συνδυασμό νέων μεθόδων διδασκαλίας σε μία κοινωνία δομημένη πάνω σ
τα αιώνια ελληνικά ιδεώδη .Το σχολείο για τον Εξαρχόπουλο πρέπει να είναι
ναός- «εθνικής μυσταγωγίας, εν τω οποίω πρέπει να εγχαράσσηται εις τας ψυχάς
των παίδων η εικών της Πατρίδος»-, στον οποίο θα καλλιεργείται η
«φιλοπατρία». Χαρακτηρίζεται για την ευρυμάθειά του, την τάξη, την ακρίβεια,
την επιμέλεια, την εργατικότητα, την αγάπη προς το παιδί και το έργο της
αγωγής. Στόχος του ήταν να δημιουργήσει επιστημονική Παιδαγωγική στη
νεότερη Ελλάδα και να παράσχει στους Έλληνες άρτιο εκπαιδευτικό σύστημα.
Δεν περιορίστηκε, λοιπόν, μόνο στη διδασκαλία παιδαγωγικών και φιλοσοφικών
μαθημάτων αλλά επιδόθηκε στο να καταστήσει την έδρα της Παιδαγωγικής
φορέα υψίστης επιστημονικής και εθνικής αποστολής. Επεδίωξε να
δημιουργήσει καθαρά ελληνική επιστημονική Παιδαγωγική μέσω της
διαμόρφωσης ειδικών ερευνητών της Παιδαγωγικής αλλά και μέσω της
καλλιέργειας παιδαγωγικού ερευνητικού ενδιαφέροντος. Φιλοδόξησε να
διαμορφώσει πλήρες σύστημα Παιδαγωγικής με ενιαίες παιδαγωγικές βάσεις
προσαρμοσμένες στις ελληνικές επικρατούσες συνθήκες και εμπνεόμενες από τα
ελληνικά ιδανικά ενώ έθεσε ως στόχο του να εξυψώσει το επίπεδο της
παιδαγωγικής μόρφωσης των Ελλήνων και να βελτιώσει την παρεχόμενη
εκπαίδευση. Η οργάνωση της διδασκαλίας του απέβλεπε στην πολύπλευρη
παιδαγωγική μόρφωση.

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ «ΑΛΗΘΟΥΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ»


Για την «ευδοκίμησιν» του δασκάλου στην υψηλή αποστολή του διδακτικού
του έργου ο Εξαρχόπουλος διαχωρίζει δύο κατηγορίες χαρισμάτων: • Τα
«δώρα» της φύσης, τα οποία δεν αποκτούνται με την εργασία, αλλά τα φέρει ο
άνθρωπος από τη γέννησή του, όπως έχει «προικίσει αυτώ η μήτηρ φύσις».
Συγκεκριμένα αναφέρεται στην σωματική διάπλαση και την αρχική φύση της
ψυχής. Δηλ. δεν περιορίζεται μόνον σε σωματικά χαρίσματα, αλλά πολύ
περισσότερο πιστεύει ότι και η αρχική φύση της ψυχής συγκαταλέγεται στα
«δώρα» της φύσης. • Τα «επίκτητα» δώρα, τα οποία αποκτά ο δάσκαλος μέσω
της εργασίας και παρέχονται μέσω της γενικής και επιστημονικής μόρφωσης και
της ειδικής σπουδής του διδασκαλικού έργου.

Α. Σωματικά Χαρίσματα
Σύμφωνα με τον Εξαρχόπουλο σωματότυπος του δασκάλου πρέπει να είναι
τέτοιος ώστε να εμπνέει σεβασμό αλλά και να επιβάλλεται στους μαθητές του. Η
άποψή του αυτή δημιούργησε πληθώρα αρνητικών σχολίων λόγω το ότι κάποιοι
θεώρησαν τα κριτήρια επιλογής δασκάλων στις παιδαγωγικές Ακαδημίες( ύψος,
φωνή, αρτιότητα κ.α ) ρατσιστικά. Για να αιτιολογήσει την άποψή του ο κύριος
Εξαρχόπουλος αναφέρθηκε στα μικρά παιδιά τα οποία λόγω της ηλικίας τους θα
επικρίνουν δασκάλους «κυφούς, νάννους, χωλούς κτλ.» Αναγνωρίζει όμως ότι το
σκώμμα των μαθητών είναι αθώο και χωρίς κακεντρέχεια. Παρ’ όλα αυτά όμως
ένας τέτοιος δάσκαλος δεν είναι ικανός (δηλ. λόγω της σωματικής του
διάπλασης) να διατηρήσει το αξίωμά του στους μαθητές, καθώς αποτελεί έναν
από τους απαραίτητους όρους για την επιτυχία του έργου του. Στα σωματικά
«προτερήματα» για το δάσκαλο, τα οποία μπορούν να τον οδηγήσουν σε επιτυχή
διεξαγωγή του έργου του, ο Εξαρχόπουλος (1907 σελ., 12) συγκαταλέγει τη
συμπαθή μορφή, την εξωτερική επιβολή, τους ζωηρούς και εκφραστικούς
οφθαλμούς, τη γλυκιά και ηχηρή φωνή. Μάλιστα για τον Εξαρχόπουλο, ο
«πάσχων σωματικώς» δάσκαλος δεν είναι δυστυχής μόνον αυτός, αλλά και η
«εις εαυτού χείρας εμπεπιστευμένη νεολαία καθίσταται πρόξενος
ανυπολογίστου βλάβης». Ο δάσκαλος αυτός στερείται διαύγειας πνεύματος
αλλά και η διδασκαλία του δεν είναι καθόλου ευχάριστη, παράγοντες
απαραίτητοι για να κεντρίζουν το ενδιαφέρον των μαθητών για μάθηση.
Ουσιαστικά, ένας δάσκαλος με σωματικά ελαττώματα σύμφωνα με τον
Εξαρχόπουλο δεν ασκεί τη δέουσα επίδραση στις ψυχές των μαθητών, ενώ η
σωματική του κατάσταση δεν του επιτρέπει να εργάζεται διανοητικώς και να
επιμορφώνεται με περαιτέρω γνώσεις, ώστε να τελειοποιεί το έργο του, με
αποτέλεσμα η εργασία του στο σχολείο να αποβαίνει «μηχανική και άκαρπος».
Μάλιστα η σωματική κατάσταση του δασκάλου επιδρά και τον καθιστά
δύσθυμο, δύστροπο και οργίλο, ενώ παρεξηγεί και κάθε πράξη των μαθητών
του, ενώ διαρκώς υποπτεύεται ότι είτε προκαλεί λύπηση, είτε κοροϊδία με
αποτέλεσμα να παρασύρεται σε παράλογες αποφάσεις και σε επιβολή άδικων
ποινών και μέτρων στους μαθητές. Και για να μην ξεφύγουμε από το πνεύμα
αυστηρότητας που επιθυμεί για το σχολείο, ο Εξαρχόπουλος διατείνεται ότι η
σωματική καχεξία αναγκάζει το δάσκαλο να μένει αδρανής έναντι των
παραπτωμάτων των μαθητών και είναι «ανίκανος» να αναπτύξει τη δέουσα
ενεργητικότητα προς «κυβέρνησιν και αγωγήν των παίδων», καθώς του
διαφεύγουν από τα χέρια του τα ηνία της πειθαρχίας, χωρίς την οποία είναι
αδύνατη η απρόσκοπτη πρόοδος της διδασκαλίας και η επίτευξη του σκοπού της
αγωγής. Σύμφωνα με τον Εξαρχόπουλο (1907 σελ. 13) από τα πρώτα μελήματα
του δασκάλου είναι ο «εθισμός» των παιδιών στην ακρίβεια, η «εμφύτευση»
στις ψυχές τους του «έρωτα προς την τάξιν» και να τους προετοιμάσει για την
μετέπειτα κοινωνική ζωή. Η «εμφύτευση» των παραπάνω επιτυγχάνεται όχι δια
της διδαχής ή της παραίνεσης, αλλά «δια του ζώντος παραδείγματος του
διδασκάλου», το οποίο αποτελεί ισχυρότατη δύναμη της αγωγής. Οι μαθητές
μιμούνται και επαναλαμβάνουν το δάσκαλό τους και στο σημείο αυτό ο
φιλάσθενος δάσκαλος υστερεί διότι δεν μπορεί να παράσχει τον εαυτό του ως
πρότυπο τάξης και ακρίβειας προς μίμηση. Ο Εξαρχόπουλος αναφέρεται στη
συνέχεια επαινετικά και στα απαγορευτικά μέτρα κατά τη διαδικασία εισαγωγής
των δασκάλων στα Διδασκαλεία της εποχής. Δυστυχώς όμως για τον Παιδαγωγό
Εξαρχόπουλο, το μέτρο ισχύει μόνον για τους εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας
και όχι για τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Β. Φυσικά πνευματικά χαρίσματα


Τα σωματικά χαρίσματα, αν και χρήσιμα, δεν αρκούν για να καταστήσουν τέλειο
το δάσκαλο. Υπάρχουν και άλλα χαρίσματα, μείζονος σημασίας για τον
Εξαρχόπουλο τα οποία ενυπάρχουν στην ψυχή και τα ονομάζει «πνευματικά
φυσικά χαρίσματα». Αυτά είναι η «διδασκαλική ιδιοφυΐα και το διδασκαλικόν
τάλαντον». Για την επιλογή του διδασκαλικού επαγγέλματος θα πρέπει να
υπάρχει έμφυτη κλίση και να αρμόζει στην ιδιοφυΐα του υποψήφιου δασκάλου
και μάλιστα το «χάρισμα» αυτό δεν μπορεί καμία μέθοδος, μόρφωση και
επιστήμη να αναπληρώσει. Εάν ο μορφωμένος δάσκαλος στερείται το «ιερό
πυρ» δε θα μπορεί, πέρα από όποιες γνώσεις αποκτήσει, να γίνει «καλλιτέχνης»
στην αγωγή. Για τον Εξαρχόπουλο μάλιστα η «κατοχή διδασκαλικού τάλαντου»
μπορεί να αναπληρώσει μέχρι ενός σημείου την έλλειψη επιμελημένης
μεθοδικής μόρφωσης και ακόμη περισσότερο πιστεύει ότι μπορεί να συντελέσει
στην περαιτέρω ανάπτυξη και τελειοποίηση της τέχνης της διδασκαλίας και της
αγωγής. Και να ανοίξει νέους ορίζοντες στην παιδαγωγική επιστήμη. Αναφέρεται
και στην ιστορία της αγωγής όπου υπάρχουν, όπως ισχυρίζεται, ικανά
παραδείγματα «ελέω Θεού γεννηθέντων Παιδαγωγών». Ο Εξαρχόπουλος
επιχειρεί να διατυπώσει τα κυριότερα χαρακτηριστικά της διδασκαλικής
ιδιοφυΐας. Κατ’ αρχήν αναφέρεται στη «θερμή αγάπη προς το διδασκαλικόν
έργον», το σχολείο και το παιδί που πρέπει να διακρίνει το δάσκαλο και την
οποία αγάπη δεν μπορούν να αναπληρώσουν ούτε οι γνώσεις ούτε η εμπειρία. Η
αγάπη του δασκάλου για τα παιδιά πρέπει να προσπερνά και την πατρική. Ο
δάσκαλος πρέπει να προχωράει και στην εξωτερίκευση της αγάπης, όχι μέσω των
λόγων του αλλά κυρίως μέσω των έργων του. Θεωρεί το έργο του δασκάλου
πετυχημένο κατά 9/10 όταν έχει κερδίσει την αγάπη των μαθητών του. Η αγάπη
του δασκάλου για το έργο του έχει θετικές επιπτώσεις και συμβάλλει στην
επιμήκυνση της δικής του ζωής. Στη συνέχεια ο Εξαρχόπουλος αναφέρεται στο
έτερο σημαντικό συστατικό του διδασκαλικού έργου, στο «έμφυτον
παιδαγωγικόν tact», η δεξιότητα δηλαδή της διδασκαλίας και διακυβέρνησης
των παιδιών. Όποιος δάσκαλος κατέχει αυτό το διδασκαλικό «δώρο» βρίσκει την
καλύτερη διδασκαλία, την καλύτερη οδό της μετάδοσης των γνώσεων, τον
εκάστοτε αρμόζοντα τόνο κατά τη συνδιάλεξή του με τους μαθητές σε όλες τις
δραστηριότητες του σχολείου. Ο Εξαρχόπουλος θεωρεί «θείο πυρ» το
παιδαγωγικό tact, το οποίο οπλίζει με όλα τα μέσα το δάσκαλο να αντιμετωπίσει
οποιαδήποτε δυσκολία και να βρίσκει πάντα και άμεσα τη λύση που αρμόζει.
Οδηγεί το δάσκαλο στην προσήκουσα εφαρμογή των παιδαγωγικών κανόνων,
των οποίων η εφαρμογή μπορεί να γίνει με πολλές διαφοροποιήσεις και για τον
χειρισμό τους δεν αρκεί μόνο η γνώση τους αλλά και το tact του Εξαρχόπουλου.
Ο Εξαρχόπουλος αναφέρει ότι μόνο ορισμένης ιδιοσυγκρασίας πρόσωπα
μπορούν να ευδοκιμήσουν στο διδασκαλικό έργο. Κρίνει ακατάλληλους όσους
έχουν μελαγχολική ιδιοσυγκρασία, οι οποίοι μπορούν να προκαλέσουν
ανυπολόγιστη βλάβη στα παιδιά και να δηλητηριάζουν τη ζωή τους. Εκτός των
μελαγχολικών δασκάλων αποκλείει και τους ευέξαπτους ή «χολερικής»
ιδιοσυγκρασίας, οι οποίοι αντιδρούν λόγω χαρακτήρος υπερβολικά, χωρίς
υπομονή, ενώ δεν μπορεί να διατηρήσουν στην τάξη και την πειθαρχία τους
μαθητές και αδυνατούν να επιβάλλουν το κύρος τους. Τέλος αποκλείει από το
διδασκαλικό έργο και τον φλεγματικό δάσκαλο .«Η εντελής φλεγματικότης έχει
ως επακολούθημα την αδιαφορίαν, ήτις είναι επίσης επιβλαβής δια την αγωγήν
».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βρεττός, Ι. Ενθουσιασμός και εκφραστικότητα του εκπαιδευτικού: γνώρισμα της
προσωπικότητας ή ασκήσιμη συμπεριφορά; Μακεδνόν, 3. Φλώρινα.
Γκότοβος, Θ. (1984). Κριτική Παιδαγωγική και Εκπαιδευτική Πράξη. Αθήνα:
Ελληνικά Γράμματα.
Γρόλλιος, Γ.(1999). Ιδεολογία Παιδαγωγική και Εκπαιδευτική Πολιτική. Αθήνα:
Gutenberg.
Giroux H, Lankshear C, McLaren P, Peters M. (1996). Cultural studies and critical
pedagogies in postmodern spaces New York: Routledge Καζαμίας Α., (1995) «Ο
αποδύναμος δάσκαλος ένα αιρετικό νεωτερικό πρόσταγμα» στο Ο δάσκαλος του
Δημοτικού Σχολείου, 8ο Πανελλήνιο Συνέδριο ΔΟΕ-ΠΟΕΔ, Αθήνα: Επιστημονικό
Βήμα του Δασκάλου.
Καψάλης, Αχ. (1999). Ένα ελληνικό μοντέλο μικροδιδασκαλίας και η εφαρμογή
του στην εκπαίδευση εκπαιδευτικών, Μακεδνόν, 3. Φλώρινα.
Κοντονή Α. (1997) Το νεοελληνικό σχολείο και ο πολιτικός ρόλος των
παιδαγωγικών συστημάτων. Αθήνα : Κριτική
Λάμνιας, Κ.(2002).Κοινωνιολογική θεωρία και Εκπαίδευση. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Mortimore, P. (1992). Issues in school effectiveness. In D. Reynolds and P.
Cuttance (Eds), School Effectiveness, Research, policy and practice. London:
Cassel.
Ματσαγγούρας, Η. (2000). Η σχολική τάξη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μαυρογιώργος, Γ. (1998) Τους εκπαιδευτικούς και τα μάτια σας.. Σύγχρονη
Εκπαίδευση, 100, 41-45.
Μαυρογιώργος, Γ. (1999). Εκπαιδευτική πολιτική: Θεωρητικές οριοθετήσεις. Στο:
Αθανασούλα- Ρέππα, Κουτούζης, Μ., Μαυρογιώργος, Μ., Νιτσόπουλος, Β. &
Χαλκιώτης, Δ. (επιμ.) Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων (σελ. 115-155). Πάτρα:
Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Μποζώνης, Γ. (1967) Μεγάλη Παιδαγωγική Εγκυκλοπαίδεια, Ελληνικά Γράμματα
– Herder Murphy, J. (1992). Effective schools: Legacy and future directions. In: D.
Reynolds and P. Cuttance (Eds), (p.p. 67-72). School Effectiveness, Research,
policy and practice. London: Cassel.

You might also like