Professional Documents
Culture Documents
τομές και τις απόψεις του στην παιδαγωγική επιστήμη και τοποθετήστε τον στο
κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του.
-Ν. Εξαρχόπουλος-
Κεφάλαια
1. Βιογραφία και εργογραφία
2. Τομές και απόψεις του για την παιδαγωγική επιστήμη
3. Κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του
Περίληψη
Ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος είναι ένας από τους σημαντικότερους και
σπουδαιότερους Έλληνες παιδαγωγούς του 20ου αιώνα. Γεννημένος στην Νάξο
το 1874 και γόνος ιστορικής οικογένειας, σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία
στην Φιλοσοφική σχολή Αθηνών. Υπήρξε Θεμελιωτής της παιδαγωγικής
επιστήμης στην Ελλάδα και διακρίθηκε για τις τομές και τις απόψεις του στα
παιδαγωγικά. Ίδρυσε το Πειραματικό σχολείο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών καθώς
και το εργαστήριο Πειραματικής παιδαγωγικής του ίδιου Πανεπιστημίου. Με την
ίδρυσή τους είχε σαν βασικό στόχο την βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης
καθώς και την αναβάθμιση του διδακτικού έργου και ρόλου του δασκάλου. Η
αναβάθμιση επιτεύχθει με την ίδρυση του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης και
μέσω της διετούς μετεκπαίδευσης των δασκάλων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Επιπροσθέτως, υπήρξε εκπρόσωπος του Σχολείου Εργασίας στην Ελλάδα. Έλαβε
πολλές διακρίσεις για το μεταρρυθμιστικό του έργο από Έλληνες και ξένους
παιδαγωγούς.
Εισαγωγή
Η Παιδαγωγική επιστήμη εμφανίζεται ήδη από την αρχαιότητα και έχει άμεση
σχέση με την αρχαία λέξη παις. Ο παιδαγωγός στα αρχαία χρόνια όπως και στην
αρχαία Ρώμη ήταν ένας μορφωμένος σκλάβος ο οποίος συνόδευε τα παιδιά στο
σχολείο και η παιδαγωγική δεν ήταν απλώς ένα είδος επιστήμης αλλά μία τέχνη
ανατροφής. Το ρήμα παιδαγωγώ ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια σημαίνει
εκπαιδεύω, είμαι υπεύθυνος για την ανατροφή των παιδιών, καθοδηγώ το παιδί
στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού. Ή λέξη αγωγή ετυμολογικά μιλώντας
προέρχεται από τον ρηματικό τύπο άγω, που έχει την σημασία του οδηγώ
κάποιον (π.χ. το παιδί) προς μία κατεύθυνση. Εννοιολογικά διατηρεί τα στοιχεία
της καθοδήγησης και της επίδρασης. Ο όρος «αγωγή» χρησιμοποιείται αρκετά
στον χώρο της παιδαγωγικής για να δηλώσει τις προγραμματισμένες διαδικασίες
αλληλεπίδρασης των ενηλίκων με τα παιδιά, οι οποίοι έχουν σαν βασικό τους
στόχο να τα επηρεάσουν και να τα καθοδηγήσουν προς μορφές νοοτροπίας και
συμπεριφοράς, αξίες και πρακτικές της κοινωνίας. Οι μορφές αγωγής ποικίλουν
και ταξινομούνται σύμφωνα με το πλαίσιο στο οποίο δημιουργούνται, τον τομέα
που αφορούν, την μέθοδο που χρησιμοποιούν(Ξωχέλης, 2007΄Ματσαγγούρας &
Χατζηγεωργίου 2009)
Κατά τον 19ο αιώνα η κυρίαρχη παιδαγωγική εκφράζεται μέσα από την
ερβαρτιανή αντίληψη του Γιόχαν Φρίντριχ Χέρμπαρτ . Το σχολείο είναι ο χώρος
μέσα στον οποίο η κυρίαρχη γνώση μεταδίδεται στην νέα γενιά. Ο δάσκαλος
αποτελεί τον ιμάντα της γνώσης από τους σοφούς στους μαθητές. Τα παιδιά
οφείλουν να απομνημονεύσουν την γνώση και να λειτουργήσουν με βάση αυτή
την «δανεική» γλώσσα. Για να επιτύχουν πρέπει να υπακούν, να πειθαρχούν και
να δείχνουν υποταγή. Η απόκλιση από αυτόν τον κανόνα είναι αδιανόητη και
όποιος δεν υπακούσει τιμωρείται με την χρήση σωματικής βίας. Το κύριο
πρόβλημα που εμφανίζεται σε αυτού του είδους τη μέθοδο είναι ότι αποτελεί
δασκαλοκεντρικό παιδαγωγικό μοντέλο(Mühlbauer, 1985). Με άλλα λόγια, το
αντικείμενο της μάθησης, ο τρόπος παρουσίασης, εμπέδωσης και πρακτικής
εφαρμογής του εξαρτώνται αποκλειστικά από τον εκπαιδευτικό και δεν
παρέχεται περιθώριο αυτενέργειας στον μαθητή. Ένα επιπλέον πρόβλημα στο
παιδαγωγικό σύστημα του Χέρμπαρτ σύμφωνα με επιστήμονες του κλάδου
αποτελεί η μονομερής ανάπτυξη του ατόμου, αφού αυτό που ενδιαφέρει τον
εκπαιδευτικό είναι η ηθικοποίηση του παιδιού, ενώ πλέον είναι σημαντικό ο
παιδαγωγός να στοχεύει και στην ψυχική όσο και σωματική ανάπτυξη του
ατόμου. Το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό σύστημα εν κατακλείδι δεν προάγει τις
δημοκρατικές διαδικασίες και σχέσεις στην σχολική τάξη, δεν ευνοεί την
διαδικασία κλίματος συνεργασίας και αγάπης μεταξύ των μαθητών, ενώ
αντίθετα δημιουργούνται ανταγωνιστικές και ατομικιστικές συμπεριφορές.
Στις αρχές του 20ου αιώνα εμφανίζεται το ‘’Νέο Σχολείο’’. Η νέα μέθοδος
διδασκαλίας διαφοροποιείται από την αρβαρτιανή αντίληψη ως προς την
μάθηση. Πλέον για την εποχή αυτή κύριο ρόλο δεν παίζει μόνο η απόκτηση της
μάθησης αλλά η διαφορετική χρήση της γνώσης, η οποία σχετίζεται με αλλαγές
στην παραγωγική διαδικασία. Η αποκτώμενη γνώση οφείλει να έχει
επιχειρησιακό χαρακτήρα. Το σχολείο πρέπει να συνδεθεί με την ζωή. Ή
αντίληψη για την μάθηση αλλάζει. Ο δάσκαλος καλείται να ενεργοποιήσει τις
εσωτερικές δυνάμεις του μαθητή, να δημιουργήσει ένα κατάλληλο και φιλικό
περιβάλλον με στόχο το παιδί να πειραματίζεται, να δημιουργεί. Η διδασκαλία
από διαδικασία πλήρωσης κενών δοχείων με γνώσεις μετατρέπεται σε
διαδικασία δραστηριοποίησης υποκειμένων μέσω της ενεργοποίησης των
εσωτερικών τους δυνάμεων. Ο δάσκαλος μετατρέπεται από μεταλαμπαδευτής
σε καθοδηγητής του μαθητή. Οι σωματικές ποινές περιορίζονται, το σχολείο
μετατρέπεται από τιμωρητικό ίδρυμα σε σωφρονιστικό κατάστημα. Γνώση και
διαδικασία πρόσκτησής της αποκτούν ισοβαρή σχέση. Η σχέση αυτή προσδίδει
στην Παιδαγωγική και τη Διδακτική ιδιαίτερη βαρύτητα και τις καθιστά
αυτόνομες επιστήμες (Jameson, 1999). Παιδαγωγοί-εκπρόσωποι όλων των
παιδαγωγικών θεωρήσεων που παρουσιάστηκαν τόσο στην Ελλάδα όσο και στο
εξωτερικό, εφάρμοσαν μεθόδους διδασκαλίας, εκπροσωπώντας την
επικρατούσα κάθε φορά παιδαγωγική τάση. Η παιδαγωγική που κυριαρχεί στη
νεοελληνική κοινωνία το μεγαλύτερο διάστημα του 20ού αιώνα είναι αυτή που
διατυπώνεται από τον Νικόλαο Εξαρχόπουλο. Ο Εξαρχόπουλος ήταν εξαιρετικός
γνώστης των απόψεων της μεταρρυθμιστικής παιδαγωγικής που κυριάρχησε στις
αρχές του 20ού αιώνα στη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική. Στην παρούσα
εργασία, επιχειρείται η σύντομη και περιεκτική παρουσίαση της προσωπικότητας
και του έργου του σημαντικού αυτού παιδαγωγού και μεταρρυθμιστή της
παιδαγωγικής του 20ου αιώνα, του οποίου το εκπαιδευτικό έργο και οι δράσεις
του, επηρέασαν ολόκληρο σχεδόν τον 20ο αιώνα, και οι αντιλήψεις του για την
εκπαίδευση, τον εκπαιδευτικό και το έργο αυτού, παραμένουν ακόμα και
σήμερα, το ίδιο σύγχρονες και αναγκαίες, όσο την εποχή της γέννησής τους.
Βιβλιογραφία Εισαγωγής
Mühlbauer, K. R. (1985). Κοινωνικοποίηση, θεωρία και έρευνα. Θεσσαλονίκη:
Εκδόσεις Κυριακίδης.
Jameson, F. (1999). Το Μεταμοντέρνο, η πολιτισμική λογική του ύστερου
καπιταλισμού. Aθήνα: εκδόσεις Νεφέλη.
Απόστολος Ν. Μαγουλιώτης , Εικαστική Παιδαγωγική: Εκδόσεις Συμμετρία
Πρώτο Κεφάλαιο
Ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος: Η ζωή και το συγγραφικό του έργο
Δεύτερο Κεφάλαιο
Οι Τομές και απόψεις του για την παιδαγωγική επιστήμη
Το μεταρρυθμιστικό έργο του Νικόλαου Εξαρχόπουλου
Θεμελιωτής της παιδαγωγικής επιστήμης στην Ελλάδα ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος
επιχείρησε και πέτυχε τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, μέσω της
επιβολής καινοτομιών, όπως την ίδρυση του Πειραματικού Σχολείου
Πανεπιστημίου Αθηνών, του Εργαστηρίου Πειραματικής Παιδαγωγικής, του
Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης και Δημοτικής Εκπαίδευσης. Το 1921
εισηγήθηκε και τελικά πέτυχε την αυτονόμηση της Παιδαγωγικής ως αυτοτελούς
επιστήμης καθώς επίσης ήταν και πρωτοπόρος στην εισαγωγή σπουδαίων
κλάδων στην παιδαγωγική-παιδολογική έρευνα, τον θεσμό του επαγγελματικού
προσανατολισμού. Επιπροσθέτως φρόντισε και την διεθνή συνεργασία των
Βαλκανικών Χωρών όπως και το θέμα της εκπαίδευσης των ενηλίκων. Η
πανεπιστημιακή διδασκαλία του περιελάμβανε τις ακόλουθες παραδόσεις : α)
Εισαγωγή στην Παιδαγωγική, β) Γενική Διδακτική, γ) Ειδική Διδακτική, δ)
Ψυχολογία του παιδιού, ε) Σωματολογία του παιδιού, στ) Ψυχολογία των
ατομικών διαφορών. Οι παραδόσεις συνοδεύονταν με επαναληπτικά
φροντιστήρια ή φροντιστηριακά μαθήματα και εργαστηριακές ασκήσεις.
Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης
Με την ίδρυση του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης - όπου με στόχο την
διδασκαλία της Παιδαγωγικής , Ιστορίας της Αγωγής Γενικής και Ειδικής
Διδακτικής, Ψυχολογίας ο Ν. Εξαρχόπουλος επεδίωξε την αναβάθμιση της
Μέσης Εκπαίδευσης με την παροχή πολύπλευρων παιδαγωγικών γνώσεων. Όλοι
οι πτυχιούχοι Φιλοσοφικής, Θεολογικής, Φυσικής και Μαθηματικών του
Πανεπιστημίου, έπρεπε υποχρεωτικά επί εξάμηνον να φοιτήσουν στο
Πειραματικό Σχολείο, εάν ήθελαν να διεκδικήσουν θέση καθηγητού σχολείων
Μέσης Εκπαίδευσης, καθώς σύμφωνα με τον Εξαρχόπουλο – όπως αναφέρεται
στον Χατζηστεφανίδη (1986)- «η σωστή γνώση μιας επιστήμης δεν κάνει από
μόνη της τον καλό δάσκαλο. Ο καλός δάσκαλος δεν είναι εκείνος που απλώς
γνωρίζει την επιστήμη του, αλλά, ο δάσκαλος που ξέρει να διδάξει σωστά το
μάθημα. Με την παιδαγωγική επιστήμη ο δάσκαλος γνωρίζει τη φύση του
παιδιού και πάνω σε αυτή τη γνώση βασίζει τη δουλειά του στο σχολείο».
Δυστυχώς, ο θεσμός αυτός δεν διήρκησε πολύ.
Επιμόρφωση δασκάλων Δημοτικής Εκπαίδευσης
Η επιμόρφωση των δασκάλων Δημοτικής Εκπαίδευσης θεωρήθηκε επίσης
σημαντική για τον Εξαρχόπουλο. Επιχειρώντας την εξύψωση ης Δημοτικής
Εκπαίδευσης, ο Εξαρχόπουλος καθιέρωσε τη διετή μετεκπαίδευση των
δασκάλων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρέχοντας στους δασκάλους
πολύπλευρη πανεπιστημιακή μόρφωση. Όπως αναφέρει ο Χατζηστεφανίδης
(1986), «οι δάσκαλοι, οι οποίοι επιλέγονταν με διαγωνισμό, προορίζονταν να
καταλάβουν ανώτερες θέσεις, όπως θέσεις Επιθεωρητών Δημοτικής
Εκπαίδευσης και άλλες ηγετικές θέσεις. Ο θεσμός της μετεκπαίδευσης
λειτούργησε έως το έτος 1964-65 ως πανεπιστημιακή μετεκπαίδευση δασκάλων,
από το 1966-68 λειτούργησε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και από το 1969 και
έπειτα ως μετεκπαίδευση δασκάλων με την επωνυμία ‘Μαράσλειο Διδασκαλείο
Δημοτικής Εκπαίδευσης’».
Εργαστήρι Πειραματικής Παιδαγωγικής
Το Εργαστήρι Πειραματικής Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αθηνών ιδρύθηκε
το 1923 και στεγάστηκε στο κτίριο του Πειραματικού Σχολείου. Απέβλεπε σε
κάθε είδους έρευνα σχετικά με το ελληνόπουλο, τόσο από σωματική, ψυχική,
ηθική και παιδαγωγική άποψη καθώς επίσης ελέγχονταν τα πορίσματα που είχαν
συναχθεί σε άλλους κύκλους ή σε άλλες χώρες. Εκεί επίσης διαμορφώθηκαν οι
κατάλληλες επιστημονικές μέθοδοι ή προσαρμόστηκαν στις ελληνικές συνθήκες
μέθοδοι άλλων ερευνητών. Ως στόχοι ίδρυσης του Εργαστηρίου τέθηκαν οι εξής:
1. H έρευνα του ελληνόπαιδος από σωματικής, ψυχικής και ηθικής πλευράς,
2. H διάδοση της επιστημονικής Παιδαγωγικής στην Ελλάδα,
3. H εξοικείωση των φοιτητών σ’ αυτό, στις επιστημονικές μεθόδους
συστηματικής έρευνας και επεξεργασίας των παιδολογικών προβλημάτων.
Α. Σωματικά Χαρίσματα
Σύμφωνα με τον Εξαρχόπουλο σωματότυπος του δασκάλου πρέπει να είναι
τέτοιος ώστε να εμπνέει σεβασμό αλλά και να επιβάλλεται στους μαθητές του. Η
άποψή του αυτή δημιούργησε πληθώρα αρνητικών σχολίων λόγω το ότι κάποιοι
θεώρησαν τα κριτήρια επιλογής δασκάλων στις παιδαγωγικές Ακαδημίες( ύψος,
φωνή, αρτιότητα κ.α ) ρατσιστικά. Για να αιτιολογήσει την άποψή του ο κύριος
Εξαρχόπουλος αναφέρθηκε στα μικρά παιδιά τα οποία λόγω της ηλικίας τους θα
επικρίνουν δασκάλους «κυφούς, νάννους, χωλούς κτλ.» Αναγνωρίζει όμως ότι το
σκώμμα των μαθητών είναι αθώο και χωρίς κακεντρέχεια. Παρ’ όλα αυτά όμως
ένας τέτοιος δάσκαλος δεν είναι ικανός (δηλ. λόγω της σωματικής του
διάπλασης) να διατηρήσει το αξίωμά του στους μαθητές, καθώς αποτελεί έναν
από τους απαραίτητους όρους για την επιτυχία του έργου του. Στα σωματικά
«προτερήματα» για το δάσκαλο, τα οποία μπορούν να τον οδηγήσουν σε επιτυχή
διεξαγωγή του έργου του, ο Εξαρχόπουλος (1907 σελ., 12) συγκαταλέγει τη
συμπαθή μορφή, την εξωτερική επιβολή, τους ζωηρούς και εκφραστικούς
οφθαλμούς, τη γλυκιά και ηχηρή φωνή. Μάλιστα για τον Εξαρχόπουλο, ο
«πάσχων σωματικώς» δάσκαλος δεν είναι δυστυχής μόνον αυτός, αλλά και η
«εις εαυτού χείρας εμπεπιστευμένη νεολαία καθίσταται πρόξενος
ανυπολογίστου βλάβης». Ο δάσκαλος αυτός στερείται διαύγειας πνεύματος
αλλά και η διδασκαλία του δεν είναι καθόλου ευχάριστη, παράγοντες
απαραίτητοι για να κεντρίζουν το ενδιαφέρον των μαθητών για μάθηση.
Ουσιαστικά, ένας δάσκαλος με σωματικά ελαττώματα σύμφωνα με τον
Εξαρχόπουλο δεν ασκεί τη δέουσα επίδραση στις ψυχές των μαθητών, ενώ η
σωματική του κατάσταση δεν του επιτρέπει να εργάζεται διανοητικώς και να
επιμορφώνεται με περαιτέρω γνώσεις, ώστε να τελειοποιεί το έργο του, με
αποτέλεσμα η εργασία του στο σχολείο να αποβαίνει «μηχανική και άκαρπος».
Μάλιστα η σωματική κατάσταση του δασκάλου επιδρά και τον καθιστά
δύσθυμο, δύστροπο και οργίλο, ενώ παρεξηγεί και κάθε πράξη των μαθητών
του, ενώ διαρκώς υποπτεύεται ότι είτε προκαλεί λύπηση, είτε κοροϊδία με
αποτέλεσμα να παρασύρεται σε παράλογες αποφάσεις και σε επιβολή άδικων
ποινών και μέτρων στους μαθητές. Και για να μην ξεφύγουμε από το πνεύμα
αυστηρότητας που επιθυμεί για το σχολείο, ο Εξαρχόπουλος διατείνεται ότι η
σωματική καχεξία αναγκάζει το δάσκαλο να μένει αδρανής έναντι των
παραπτωμάτων των μαθητών και είναι «ανίκανος» να αναπτύξει τη δέουσα
ενεργητικότητα προς «κυβέρνησιν και αγωγήν των παίδων», καθώς του
διαφεύγουν από τα χέρια του τα ηνία της πειθαρχίας, χωρίς την οποία είναι
αδύνατη η απρόσκοπτη πρόοδος της διδασκαλίας και η επίτευξη του σκοπού της
αγωγής. Σύμφωνα με τον Εξαρχόπουλο (1907 σελ. 13) από τα πρώτα μελήματα
του δασκάλου είναι ο «εθισμός» των παιδιών στην ακρίβεια, η «εμφύτευση»
στις ψυχές τους του «έρωτα προς την τάξιν» και να τους προετοιμάσει για την
μετέπειτα κοινωνική ζωή. Η «εμφύτευση» των παραπάνω επιτυγχάνεται όχι δια
της διδαχής ή της παραίνεσης, αλλά «δια του ζώντος παραδείγματος του
διδασκάλου», το οποίο αποτελεί ισχυρότατη δύναμη της αγωγής. Οι μαθητές
μιμούνται και επαναλαμβάνουν το δάσκαλό τους και στο σημείο αυτό ο
φιλάσθενος δάσκαλος υστερεί διότι δεν μπορεί να παράσχει τον εαυτό του ως
πρότυπο τάξης και ακρίβειας προς μίμηση. Ο Εξαρχόπουλος αναφέρεται στη
συνέχεια επαινετικά και στα απαγορευτικά μέτρα κατά τη διαδικασία εισαγωγής
των δασκάλων στα Διδασκαλεία της εποχής. Δυστυχώς όμως για τον Παιδαγωγό
Εξαρχόπουλο, το μέτρο ισχύει μόνον για τους εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας
και όχι για τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.