You are on page 1of 195

ΑΡΙ΢ΣΟΣΕΝΕΙΟ ΠΑΟΕΠΙ΢ΣΗΞΙΟ ΘΕ΢΢ΑΝΟΟΙΜΗ΢

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΜΗ ΢ΧΟΝΗ
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΜΟ ΣΞΗΞΑ ΔΗΞΟΣΙΜΗ΢ ΕΜΠΑΙΔΕΤ΢Η΢

ΠΡΟΓΡΑΞΞΑ ΞΕΣΑΠΣΤΧΙΑΜΩΟ ΢ΠΟΤΔΩΟ


΢ΣΙ΢ ΕΠΙ΢ΣΗΞΕ΢ ΣΗ΢ ΑΓΩΓΗ΢
ΜΑΣΕΤΘΤΟ΢Η: ΕΜΠΑΙΔΕΤ΢Η & ΜΟΙΟΩΟΙΜΟ΢ ΑΠΟΜΝΕΙ΢ΞΟ΢

Διπλωματικι Εργαςία
ΘΕΞΑ:
«Carl Rogers: Από τθν ψυχοκεραπεία ςτθν εκπαίδευςθ»

ΕΠΙΒΝΕΠΩΟ ΜΑΘΗΓΗΣΗ΢
Περικλισ Παυλίδθσ
ΞΕΝΗ:
Ακανάςιοσ Ξαρβάκθσ
Αναςτάςιοσ Νιάμπασ

ΑΞ: 267
Αγγελικι Παπαχριςτου

ΘΕ΢΢ΑΝΟΟΙΜΗ
2012
ΠΕΡΙΕΧΟΞΕΟΑ

ΕΙ΢ΑΓΩΓΗ
Σκοπόσ και ερωτιματα τθσ εργαςίασ ………………………………………..………………… 3
Θ διάρκρωςθ τθσ εργαςίασ …………………………………………….………………………….. 7

ΜΕΦΑΝΑΙΟ ΠΡΩΣΟ
Περί τησ θεωρίασ
1.1 Οι καταβολζσ του Carl Rogers ………………………………….………………………….. 10
1.2 Τα ςτάδια εξζλιξθσ τθσ ροτηεριανισ κεωρίασ ……………………………….….….. 25

ΜΕΦΑΝΑΙΟ ΔΕΤΣΕΡΟ
Από το γίγνεςθαι του προςώπου ςτο γίγνεςθαι μιασ κοινωνίασ προςώπων
2.1 «Το γίγνεςκαι του προςϊπου» ………………………………………….………………… 32
2.2 Το προςωπείο του προςϊπου ……………………………………………………………. 48
2.3 «Ζνασ τρόποσ να υπάρχουμε»: Ανιχνεφοντασ τθ ςθμαςία των
διαπροςωπικϊν ςχζςεων ...……………………………………………………..………... 61

ΜΕΦΑΝΑΙΟ ΣΡΙΣΟ
Για ένα ςχολείο ανθρώπινο κι ανθρωπιςτικό, ένα ςχολείο προςώπων
3.1 Το παιδί ςτθν προςωποκεντρικι κεωρία …………………………………………… 66
3.2 Θ ροτηεριανι άποψθ για το υπάρχον εκπαιδευτικό πλαίςιο ……………… 72
3.3 Θ παιδαγωγικι πρόταςθ του Rogers ….…………………....……………………..… 79

ΜΕΦΑΝΑΙΟ ΣΕΣΑΡΣΟ
Σχόλια
4.1 Γενικι αποτίμθςθ ………………………………………………………….....……………….. 96
4.2 Στάςεισ απζναντι ςτον κεωρθτικό ςτοχαςμό ……………………………………. 117
4.3 Από το ζποσ ςτο ζργο …………………………………………………………….…………. 128
4.4 Γενικζσ παρατθριςεισ και αδυναμίεσ μιασ εφαρμογισ ςτθν τάξθ ....…. 135
4.5 Για τθν ερμθνεία του ανεφίκτου ……………………………….…..…………….…… 146

ΕΠΙΝΟΓΟ΢ …………………………………………………………………………..………………….. 165

ΒΙΒΝΙΟΓΡΑΦΙΜΕ΢ ΑΟΑΦΟΡΕ΢ …………………………………………..…….……........... 183

2
ΕΙ΢ΑΓΩΓΗ
΢κοπόσ και ερωτιματα τθσ εργαςίασ
Θ Χόρνεχ (1975, 122) αναφζρει πωσ «ο δυτικόσ άνκρωποσ δίνει μεγάλθ
ςθμαςία κι εκτιμά τθν ιδιαιτερότθτα και τθ μοναδικότθτα του ατόμου. Ο άνκρωποσ
του πολιτιςμοφ μασ αιςκάνεται κακαρά πωσ το Εγϊ του αποτελεί μια ενότθτα
κακαυτι, που είναι διαφορετικι από τον εξωτερικό κόςμο ι ςτζκει ςε αντίκεςθ προσ
αυτόν. Δεν επιμζνει μόνο ςτθν ατομικότθτά του, αλλά απ’ αυτι τθν επιμονι αντλεί
μεγάλθ ικανοποίθςθ· βρίςκει ευτυχία ςτθν εξζλιξθ των ειδικϊν ικανοτιτων του,
χαίρεται να ταχτοποιείται με τον εαυτό του και τον κόςμο με ενεργθτικι κατάκτθςθ
και να προςφζρει εποικοδομθτικι και δθμιουργικι εργαςία. Γι’ αυτό το ιδανικό τθσ
προςωπικισ εξζλιξθσ είπε ο Γκαίτε: Θ ανϊτατθ ευτυχία των ανκρϊπων είναι θ
προςωπικότθτα».
Μία κεωρία τθσ προςωπικότθτασ, δθλαδι, μία κεωρία «των χαρακτθριςτικϊν
του ατόμου που εξθγοφν τουσ ςτακεροφσ τφπουσ ςυναιςκιματοσ, ςκζψθσ και
ςυμπεριφοράσ», επιτρζπει τθν αντίλθψθ του τρόπου με τον οποίο ςχετίηονται μεταξφ
τουσ αυτζσ οι ςκζψεισ, τα ςυναιςκιματα και οι φανερζσ ςυμπεριφορζσ για να
ςυγκροτιςουν το μοναδικό, ξεχωριςτό άτομο (Pervin & John, 2001, 37). Το γεγονόσ,
από μόνο του, κάνει μία μελζτθ για τθν προςωπικότθτα επικυμθτι. Στθν περίπτωςθ
τθσ κεωρίασ του προςϊπου, τϊρα, το δζλεαρ εμφανίηεται μεγαλφτερο.
Σφμφωνα με τον Stumm (2008, 11) «το being with others, για τθ φιλοςοφία
του υπαρξιςμοφ, ςυνιςτά condition umana και κάνει φανερό πωσ θ υπαρξιςτικι
κεραπεία προςπακεί να διατθριςει μία ιςορροπία ανάμεςα ςτο να είςαι ο εαυτόσ
ςου και ςτο να είςαι με τουσ άλλουσ». Το ίδιο φαίνεται ότι ενδιαφζρει και τθν
προςωποκεντρικι, αφοφ ο Rogers προτείνει: «Γίνε ο εαυτόσ ςου – Οικοδόμθςε
κοινότθτα» (1980, 263).
Ο αμερικανόσ ψυχίατροσ, παιδαγωγόσ και διανοθτισ, ειςθγείται μία κεωρία
τθσ προςωπικότθτασ θ οποία ενδιαφζρεται για τθ μετουςίωςθ του ατόμου ςε πλιρεσ
πρόςωπο και αποςκοπεί ςτθ δθμιουργία μίασ κοινωνίασ προςϊπων. «Θ κλινικι του
εμπειρία τον οδθγεί να πρεςβεφει ότι θ ςτιριξθ και αποκατάςταςθ του προςϊπου
εξαρτάται πολφ από τθ κεραπεία αλλά και από τθν αγωγι, τθν εκπαίδευςθ του
ατόμου. Συγκεκριμζνα εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο αςκοφν τα ζργα αυτά οι
λειτουργοί τουσ» (Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 91). Το προνομιακό

4
πρόςωπο τθσ ψυχοκεραπευτικισ του κεϊρθςθσ αφορά, εξίςου, και τθν παιδαγωγία,
αφοφ θ ςυγκρότθςι του βρίςκεται ςτον πυρινα τθσ.
Ο Rogers, διερευνϊντασ διττά τθν εξζλιξθ του ατόμου ςε πρόςωπο – ςτο χϊρο
τθσ ψυχοκεραπείασ και ςε αυτόν τθσ εκπαίδευςθσ – προβαίνει ςε μία ευρφτερθ
ανάγνωςθ τθσ ανάπτυξθσ του ανκρϊπου. «Είναι τόςο εκπαιδευτικόσ, όςο είναι και
κεραπευτισ» γράφει ο Shaffer· «προςπάκθςε να επεκτείνει τισ γενικζσ του ιδζεσ
ςχετικά με τισ ανκρϊπινεσ ικανότθτεσ για ανάπτυξθ, ςε όλθ τθ διαδικαςία τθσ
εκπαίδευςθσ» (1978, 108-109). Θ ςυνζργεια των δφο επιςτθμϊν, κακιςτά τθν οπτικι
εξζταςθσ πλθρζςτερθ – ι ζςτω, τθν εμπλουτίηει κατάτι – εφόςον δεν περιορίηεται ςτο
πεδίο τθσ μιασ αλλά ενςωματϊνει τθν εμπειρία των δφο. Θ μελζτθ αυτισ,
ςυνεπάγεται με τθ ςειρά τθσ, τθ διεφρυνςθ των οριηόντων μιασ προβλθματικισ πάνω
ςτο κζμα.
Επιπλζον, εςτιάηοντασ ςτθ δυναμικι του ουςιαςτικοφ ςχετίηεςκαι, ο Rogers
ειςθγείται μία κεωρία των ςχζςεων, και διερευνϊντασ τισ προδιαγραφζσ τθσ
ουςιαςτικισ μάκθςθσ, διατυπϊνει μία κεωρία τθσ μόρφωςθσ και τθσ καλλιζργειασ
του ανκρϊπου. Εξετάηει πϊσ, ςυναρτιςει των δφο αυτϊν παραμζτρων, μπορεί να
διαμορφωκεί ζνα διευκολυντικό πλαίςιο το οποίο, εξελιςςόμενο ςε μία
ςχεςιοδυναμικι μάκθςθ, κα προάγει διαδικαςίεσ κεραπείασ και ανάπτυξθσ. Το ότι
ςτθ κεωρία του, τζλοσ, θ μετουςίωςθ του ατόμου ςε πλιρεσ πρόςωπο εξαρτάται από
τθν ποιότθτα των ςχζςεων που δθμιουργεί ο άνκρωποσ, τόςο με τον εαυτό του όςο
και με τουσ άλλουσ, κακιςτά τθν προςζγγιςι του μία κεϊρθςθ ηωισ.
Ωσ τζτοια παρουςιάηει ακόμθ μεγαλφτερο ενδιαφζρον τόςο για τον άνκρωπο
ςτθν κακθμερινότθτά του, γενικά, όςο και για τθν εκπαιδευτικι του πραγματικότθτα,
ειδικότερα. Κι αυτό δίνει ςτθ κεωρία του τθν προοπτικι μιασ φιλοςοφίασ για τθν
παιδεία με τθν αρχαιοελλθνικι του όρου ζννοια, δθλαδι τθσ κουλτοφρασ· τθσ
γενικότερθσ πνευματικισ και ψυχικισ καλλιζργειασ του ανκρϊπου και μαηί του
πολιτιςμοφ (Μπαμπινιϊτθσ, 1998, 1312). «Σκοπόσ τθσ παιδείασ δεν είναι να υπθρετεί
τθν παραγωγι (ςε αυτό αποβλζπει θ εκπαίδευςθ και δθ θ τεχνικι) είναι να πλάκει
άνκρωπο» υποςτθρίηει ο ΢άμφοσ (1996, 6) ενϊ θ Αρβελζρ1 προβαίνοντασ ςτο

1
Αρβελζρ-Γλφκατηθ, Ε. (10.10.2011). Συνζντευξθ ςτθν Τςουκαλά. Εκπομπι «Ζχει Γοφςτο». Στο:
http://www.ert.gr/webtv/index.php/2011-06-03-13-11-34/item/613-10/10/2011-
%CE%B5%CE%BA%CF%80%CE%BF%CE%BC%CF%80%CE%AE-10.html. «Ραιδεία και εκπαίδευςθ δεν
είναι το ίδιο» ιςχυρίηεται, μεταξφ άλλων, ςτθ ςυνζντευξι τθσ θ Αρβελζρ. «Θ παιδεία είναι το πρϊτο
εκνικό κζμα και ξεκινά από το ςπίτι και τθν οικογζνεια» υποςτθρίηει. Επικαλοφμενθ αμερικανό
5
διαχωριςμό τθσ παιδείασ από τθν εκπαίδευςθ, ιςχυρίηεται πωσ «όταν δεν υπάρχει
οφτε παιδεία, οφτε αλλθλεγγφθ δεν υπάρχει κοινωνία».
Θ ςυγκεκριμζνθ εργαςία κα εςτιάςει ςτθ διαδικαςία με τθν οποία το άτομο,
τόςο ςτθ ηωι όςο και ςτθν εκπαίδευςθ, υπθρετεί τθν τάςθ αυτοπραγμάτωςισ του,
βελτιϊνοντασ τον τρόπο που ςχετίηεται με τον εαυτό του και με τουσ άλλουσ. Σκοπόσ
τθσ εργαςίασ είναι να εξετάςει αν θ προςωποκεντρικι κεωρία του Carl Rogers, ςτο
πλαίςιο τθσ οποίασ θ μετουςίωςθ του ανκρϊπου ςε πλιρεσ πρόςωπο διευκολφνεται
α) από τθ ςθμαντικι ςχζςθ του ατόμου με τον εαυτό και με τουσ άλλουσ και β) από τθ
ςθμαντικι μάκθςθ που αφορά ςτο ενιαίο πρόςωπο, μπορεί να αναχκεί ςε μία
φιλοςοφία των ςχζςεων και τθσ μάκθςθσ και ωσ τζτοια, ςε μία φιλοςοφία τθσ
παιδείασ.

Για τθ διερεφνθςθ του κζματοσ τίκενται τα παρακάτω ερωτιματα:


 Ροια είναι τα ςτάδια από τα οποία διιλκε θ κεωρία του Carl Rogers; Μπορεί θ
εξζλιξι τθσ να ιδωκεί ωσ μία ιδιότυπθ αυτοπραγματοποιθτικι πορεία τθσ
ίδιασ;
 Ροια είναι θ κεωρία του προςϊπου; Μπορεί το άτομο απεκδυόμενο τα
προςωπεία κι αποποιοφμενο τουσ αρνθτικοφσ όρουσ αξίασ του, να οδθγθκεί
ςτο γίγνεςκαι του προςϊπου και από εκεί ςτο γίγνεςκαι μιασ κοινωνίασ
προςϊπων;
 Είναι δυνατόν θ κεωρία του πλιρουσ προςϊπου να ςυςτιςει μία παιδαγωγικι
πρόταςθ θ οποία, ςτθριηόμενθ ςτθ ςχεςιοδυναμικι τθσ διευκόλυνςθσ και τθσ
μάκθςθσ που αφορά ςτο ενιαίο πρόςωπο και δθμιουργϊντασ τθσ
προδιαγραφζσ μετουςίωςθσ του μακθτι ςε πρόςωπο, να οδθγιςει ςε ζνα
ςχολείο ανκρϊπινο κι ανκρωπιςτικό, ςε ζνα ςχολείο προςϊπων;
 Ροιο είναι το πνεφμα που διζπει τθ φιλοςοφία τθσ κεωρίασ του;
 Ρϊσ με αφετθρία τθ κεμελιϊδθ ροτηεριανι αρχι: Μόνθ βεβαιότθτα ςυνιςτά θ
αβεβαιότθτα, μπορεί να ιδωκεί θ ζννοια του κεωρείν και τθσ κεωρίασ;
 Τι προκφπτει από τθν εμπειρία τθσ προςωποκεντρικισ κεωρίασ;

νομπελίςτα τθσ φυςικισ, αναπαράγει τα λόγια του, λζγοντασ: «μθ μου ηθτάτε να ςασ πω που ζχω μάκει
τα πράγματα· τα ζχω μάκει ςτον παιδικό κιπο και ςτο ςπίτι μου. Εκεί μου μάκανε να πλφνω τα χζρια
μου πριν φάω, εκεί μου μάκανε να μθν παίρνω τα παιχνίδια του διπλανοφ μου, εκεί μου μάκανε να
ςζβομαι τουσ κανόνεσ του παιχνιδιοφ, εκεί μου μάκανε να δίνω το χζρι ςτο άλλο παιδί για να περάςω
ςτο απζναντι πεηοδρόμιο».
6
Ο Carl Rogers υπιρξε μία πολυςχιδισ προςωπικότθτα. Ωσ επιςτιμονασ
κινικθκε και παριγαγε ςτα πεδία τθσ ψυχιατρικισ, τθσ ψυχολογίασ και τθσ
παιδαγωγικισ. Ωσ διανοθτισ ςτοχάςτθκε και προβλθματίςτθκε ςτο χϊρο τθσ
κοινωνιολογίασ, τθσ πολιτικισ και τθσ φιλοςοφίασ εν γζνει. Στο πλαίςιο τθσ εργαςίασ
αυτισ επιχειρείται θ διερεφνθςθ κάποιων πτυχϊν του πλουραλιςτικοφ πνεφματοσ και
ζργου του.

7
Η διάρκρωςθ τθσ εργαςίασ
Για τθν ικανοποίθςθ των ερωτθμάτων και τθν επίτευξθ του ςκοποφ τθσ θ
εργαςία διαρκρϊνεται ωσ εξισ:
Στο αρχικό κεφάλαιο επιχειρείται μία προςζγγιςθ των καταβολϊν τθσ κεωρίασ
του Rogers και ζνταξισ τθσ ςτο χωροχρόνο τθσ. Ζχοντασ υπόψθ ότι ζνα μζροσ τθσ
κριτικισ που δζχτθκε ςχετίηεται με τον εμπειρικό τρόπο δουλειάσ του Rogers και με
τθν εμπλοκι αυτοβιογραφικϊν δεδομζνων ςτο επιςτθμονικό του ζργο, εξετάηονται
κάποια από τα ςτοιχεία που ςυνζδραμαν ςτθ διαμόρφωςθ του τελευταίου.
Ακολοφκωσ, το ενδιαφζρον εςτιάηεται ςτθν εξζλιξθ τθσ ροτηεριανισ κεϊρθςθσ και ςτα
επιμζρουσ χαρακτθριςτικά των φάςεων από τα οποία διιλκε. Δεδομζνου ότι
πρόκειται για μία κεωρία που αφορά ςτθν αυτοπραγμάτωςθ, εξετάηεται θ εξελικτικι
τθσ διαδρομι ωσ απόρροια μιασ αυτοπραγματοποιθτικισ πορείασ τθσ ίδιασ θ οποία
ξεκινϊντασ ωσ μθ κατευκυντικι, μεταλλάςςεται ςε πελατοκεντρικι και, ακολοφκωσ,
ςε προςωποκεντρικι. Θ προςοχι εςτιάηεται ςτθ διαφοροποίθςθ τθσ προςζγγιςθσ των
ποιοτιτων α) τθσ κεραπευτικισ-αναπτυξιακισ ςχζςθσ, β) των ρόλων των
ςυμμετεχόντων ςε αυτι και γ) τθσ κεραπευτικισ-αναπτυξιακισ πράξθσ.
Στο δεφτερο μζροσ τθσ εργαςίασ αναπτφςςεται θ κεωρία του προςϊπου.
Διερευνάται θ τάςθ πραγμάτωςθσ που διζπει τθν ανκρϊπινθ φφςθ και παρουςιάηεται
το κατάλλθλο κι αναγκαίο πλαίςιο για τθν αυτοπραγμάτωςι τθσ. Μελετϊντασ τον
ρόλο του ςυμβοφλου και το κλίμα μζςα ςτο οποίο το πρόςωπο δφναται να
αποποιθκεί προςωπεία κι αρνθτικοφσ όρουσ αξίασ, αναδφεται θ ςπουδαιότθτα τθσ
ςχζςθσ βοικειασ και ο τρόποσ που το πρόςωπο μακαίνει πϊσ να μακαίνει. Θ
επικοινωνιακι γνθςιότθτα των ςυμμετεχόντων ςτθ ςχζςθ, θ άνευ προκαταλιψεων
αποδοχι του ςυμβουλευομζνου, θ εμπιςτοςφνθ ςτισ ικανότθτζσ του κακϊσ και θ
επιβράβευςθ των απόψεων, των ςυναιςκθμάτων κι, εν γζνει, τθσ ολότθτάσ του,
ςυνιςτοφν τα δομικά ςτοιχεία ενόσ ςχετίηεςκαι που εκφράηεται, κυρίωσ, ςτθν
ενςυναιςκθτικι ςτάςθ του διευκολυντι. Στο κλίμα που διαμορφϊνει ο τελευταίοσ,
δθμιουργοφνται ςυνκικεσ αυτοκεραπείασ, αυτομάκθςθσ και αυτεπίγνωςθσ. Το
πρόςωπο καλλιεργεί αυτοςεβαςμό και αυτοαποδοχι, ανοίγει ςτθν εμπειρία, δε
φοβάται τθν αλλαγι, οδθγείται ςτθν αυταξία και νιϊκει ελεφκερο και υπεφκυνο να
υπθρετιςει τθ μοναδικότθτά του. Στον επίλογο του δευτζρου μζρουσ αξιοποιείται θ
εμπειρία που ο ίδιοσ περιγράφει ςτο βιβλίο του «Ζνασ τρόποσ να υπάρχουμε», εν
είδει παραδείγματοσ προςωποκεντρικισ διαπροςωπικότθτασ.
Στο κεφάλαιο που ακολουκεί, παρουςιάηεται το ροτηεριανό ψυχογράφθμα τθσ
παραδοςιακισ εκπαίδευςθσ όπωσ και οι διαπιςτϊςεισ του περί πακογζνειάσ τθσ.
Αφοφ γίνει εμφανισ θ διάςταςι του με τουσ ςυμπεριφοριςτζσ ςτουσ οποίουσ
καταλογίηει τθ μετουςίωςθ του παιδιοφ ςε μθχανι, παρατίκενται οι απόψεισ του για
τθν παραδοςιακι εκπαίδευςθ και το δριμφ κατθγορϊ του για μία εκπαιδευτικι
πολιτικι που κακθλϊνει τθ δθμιουργικότθτα, τθ φανταςία και τθ χαρά ςτθ μάκθςθ,
που υπονομεφει τθν ζννοια τθσ δθμοκρατίασ, τθσ ιςότθτασ, του αλλθλοςεβαςμοφ,
που επιβουλεφεται τθν αυτονομία και πριμοδοτεί τθ νοθςιαρχία αδιαφορϊντασ για
τα ανκρϊπινα ςυναιςκιματα. Το ότι «δε νιϊκουμε τθ γνϊςθ μασ», αποτελεί για τον
Rogers (1980, 215) απόδειξθ του ελαττϊματοσ «ςτθν καρδιά του πολιτιςμοφ μασ». Το
κεφάλαιο ολοκλθρϊνεται με τθν παρουςίαςθ του ςκεπτικοφ που διζπει τθν
προςωποκεντρικι του προςζγγιςθ ςτο χϊρο τθσ εκπαίδευςθσ. Θ πρόταςι του
ςτθρίηεται ςτισ ςχζςεισ και είναι προςανατολιςμζνθ ςτθν καλλιζργεια ςτάςεων και
αντιλιψεων, ικανϊν να διαμορφϊςουν μία νζα φιλοςοφία τθσ μόρφωςθσ και τθσ
παιδείασ με ςτόχο τθν αντιμετϊπιςθ του μακθτι ωσ πρόςωπο ενιαίο και με ζγνοια
για μία ανάπτυξθ που κα το αφορά ςφαιρικά, ωσ νοθτικι και ςυναιςκθματικι
οντότθτα. Θ ροτηεριανι κεϊρθςθ, ςτθριγμζνθ ςτο διευκολυντικό πλαίςιο
αλλθλζγγυων και αλθκινϊν ςχζςεων, αποςκοπεί ςτθν εξζλιξι του ςε ελεφκερο,
ανεξάρτθτο, μοναδικό και πλιρωσ λειτουργικό πρόςωπο, ςτο πλαίςιο ενόσ ςχολείου
ανκρϊπινου και ανκρωπιςτικοφ.
Στο τζταρτο μζροσ τθσ εργαςίασ, επιχειρείται μία ευρφτερθ ανάγνωςθ του
ροτηεριανοφ ζργου με ςκοπό τθν κατανόθςθ του πνεφματοσ που το διζπει. Λδωμζνθ
ωσ κεωρία αντιλιψεων και ςτάςεων, εξετάηεται ωσ φιλοςοφία ηωισ. Ακολοφκωσ,
λαμβάνοντασ υπόψθ τθν, κατά Rogers, Αρχι τθσ Αβεβαιότθτασ και με αφορμι το
γεγονόσ ότι κζμα τθσ εργαςίασ ςυνιςτά θ μελζτθ μιασ κεωρίασ, κρίνεται ςκόπιμοσ ο
ςτοχαςμόσ, γφρω από το αν μία κεωρία αποτελεί πανάκεια ι αν κα πρζπει να
αντιμετωπίηεται ωσ τζτοια. Ο προβλθματιςμόσ πάνω ςτο κζμα, ολοκλθρϊνεται με τθν
ανάπτυξθ ενόσ ςκεπτικοφ προςζγγιςθσ μιασ κεωρίασ για τθν αξιοποίθςι τθσ ςτθν
εκπαιδευτικι διαδικαςία. Τθν κατακλείδα του κεφαλαίου απαρτίηουν δφο ενότθτεσ,

9
ςτισ οποίεσ επιχειροφνται δφο προςεγγίςεισ. Στθ μεν πρϊτθ, των δυςκολιϊν μιασ
εφαρμογισ ςτθν τάξθ και ςτθν ακολουκοφςα, μιασ ερμθνευτικισ του ανεφίκτου.
Στον επίλογο τθσ εργαςίασ, αφοφ δοκεί το ςτίγμα τθσ κεωρίασ του, θ προςοχι
εςτιάηεται ςτθν αναςκόπθςθ τθσ ςθμαντικισ ςχζςθσ και τθσ ςθμαντικισ μάκθςθσ,
τουσ δφο πυλϊνεσ τθσ διευκόλυνςθσ, ςυναρτιςει των οποίων το πρόςωπο τθσ
κεωρίασ του Rogers επιτυγχάνει τθ κεραπεία και τθν ανάπτυξθ, δθλαδι τθ μάκθςθ,
οδθγοφμενο ςτθν αυτοπραγμάτωςι του. Επιχειρείται μία ερμθνευτικι του τρόπου
λειτουργίασ των δφο παραμζτρων ςε προςωπικό και κοινωνικό επίπεδο, και μία
κζαςθ τθσ ταυτότθτάσ τουσ ωσ ζνα ςφνολο αρχϊν και αντιλιψεων, ςτάςεων και
ςυμπεριφορϊν οι οποίεσ επιτρζπουν τθν ανάγνωςι τουσ ωσ κεωρία ςχζςεων και
μάκθςθσ και τθ μετουςίωςι τουσ ςε φιλοςοφία κουλτοφρασ και ωσ τζτοια παιδείασ.

10
ΜΕΦΑΝΑΙΟ ΠΡΩΣΟ

«Περί τησ θεωρίασ»


1.1 Οι καταβολζσ του Carl Rogers
Ο ανκρωπάκοσ του Reich, άλλοτε υποφζρει όντασ
καταπιεςμζνοσ κι άλλοτε, καταπιεςτισ, προβαίνει ςε απίςτευτεσ
βαναυςότθτεσ. Και οι δφο καταςτάςεισ, όμωσ, ςυνιςτοφν εκφάνςεισ
τθσ ανκρϊπινθσ φφςθσ θ οποία καταλιγει να προκαλεί και να
υφίςταται το κακό για τον εαυτό τθσ. Γι’ αυτό κι ο ςυγγραφζασ κα πει
ςτον ανκρωπάκο του: «Εςφ μονάχα μπορείσ να γίνεισ ελευκερωτισ
του εαυτοφ ςου!»
(Reich, 2006, 13)

Πταν το 1920 ςιμανε τθν επιςτροφι από τον πόλεμο, οι παλιοί αγωνιςτζσ που
είχαν διαψευςτεί, απατθκεί, παραπλανθκεί γφριςαν ςτισ καριζρεσ τουσ με τθν
απόφαςθ το ίδιο κακό να μθν επαναλθφκεί και θ μελλοντικι γενιά να μθ γνωρίςει τον
όλεκρο που ζηθςαν οι ίδιοι (Daniel ςτο Peyronie, 2000, 273). Το νιτςεϊκό ό,τι δε ςε
ςκοτϊνει ςε κάνει πιο δυνατό, φαίνεται να τροφοδότθςε και τότε το μάχιμο τθσ ηωισ.
Για τον Peyronie (ο.π.) «θ εμπειρία του πολζμου ιταν, χωρίσ αμφιβολία, που
κινθτοποίθςε τον Freinet προσ τθν επίμονθ αναηιτθςθ επαγγελματικϊν, πολιτικϊν,
πολιτιςτικϊν εναλλακτικϊν λφςεων και τον προςανατόλιςε προσ ζνα επαγγελματικό
και προςωπικό μζλλον μακριά από νόρμεσ», αποςκοπϊντασ, απ’ τθ μια, ςτθν
ανακάλυψθ πρακτικϊν κι όχι ενόσ δόγματοσ κι από τθν άλλθ, ςτθν εφαρμογι αυτϊν
των πρακτικϊν, προςαρμοςμζνων ςτισ δεδομζνεσ ανάγκεσ τθσ τάξθσ (ο.π., 275).
Μεταξφ των ςτοιχείων τθσ παιδαγωγικισ του, ο Χατηθςτεφανίδθσ (1990, 109)
αναφζρει τθν αυτοαγωγι του μακθτι, τθν ελευκερία ςτθν ζκφραςθ και ςτθ δράςθ, τθ
μελζτθ αντικειμζνων που εξυπθρετοφν το ενδιαφζρον του και τθν άςκθςθ τθσ
κοινωνικότθτάσ του, κάτι που ςυνιςτά ψυχικι ανάγκθ κάκε ανκρϊπινθσ θλικίασ.
Οι απόψεισ του Freinet και το παιδαγωγικό κλίμα τθσ εποχισ του, μαηί με τθν
ουμανιςτικι ψυχολογία μετά το 1940, οδιγθςαν ςε μία από τισ ριηοςπαςτικότερεσ
τάςεισ τθσ αντιαυταρχικισ αγωγισ, τθ μθ κατευκυνόμενθ εκπαίδευςθ, υποςτθρίηει ο
ίδιοσ μελετθτισ. Εξθγεί πωσ οι ουμανιςτζσ ψυχολόγοι και παιδαγωγοί κζτουν ςτο
επίκεντρο τισ ςτάςεισ, τα αιςκιματα και τα ενδιαφζροντα του ατόμου, αποςκοπϊντασ
ςτθ δθμιουργία ενόσ περιβάλλοντοσ που να ευνοεί τθν αυτο-ανάπτυξθ και
αυτοκατανόθςθ, απαραίτθτεσ προδιαγραφζσ για τθν αυτοπραγμάτωςι του (ο.π., 109-
110). Ο Μζρυ (2002, 19) ςπεφδει να διευκρινίςει πωσ «ο όροσ ανκρωπιςτικι δεν
πρζπει να ςυγχζεται με τον ουμανιςμό, ο οποίοσ είναι μια αντίλθψθ που τοποκετεί τα
ανκρϊπινα ςυμφζροντα ςε πρϊτθ κζςθ και απορρίπτει το υπερφυςικό ι πνευματικό.
Θ πνευματικότθτα αποτελεί ςθμαντικό κζμα ςτθν ανκρωπιςτικι ψυχολογία και
12
πρόςφατα όςοι αςχολοφνται με αυτι τθν πλευρά τθσ ανκρϊπινθσ εμπειρίασ ζχουν
αρχίςει να αναπτφςςουν μια νζα μορφι ψυχολογίασ που ονομάηεται
Υπερπροςωπικι».
Ο Ακαναςόπουλοσ εςτιάηοντασ ςτθν περίοδο μετά το πζρασ του Βϋ
Ραγκοςμίου Ρολζμου, χαρακτθρίηει αυτιν, ωσ κοινό τόπο επϊαςθσ του υπαρξιςμοφ
και του τρίτου κφματοσ ςτον κόςμο τθσ ψυχολογίασ. Θ ζλλειψθ αξιϊν ςυνιςτοφςε τθ
μεγάλθ αςκζνεια τθσ εποχισ, τόςο για τουσ Υπαρξιςτζσ όςο και για τουσ ανκρωπιςτζσ
ψυχολόγουσ και κατά τθ γνϊμθ του: «Ο πλοφτοσ, θ ευθμερία περιςςότερων
ανκρϊπων, θ τεχνολογικι πρόοδοσ, θ ευρφτατα διαδεδομζνθ εκπαίδευςθ, τα
δθμοκρατικά πολιτικά ςχιματα, απζτυχαν παταγωδϊσ να δθμιουργιςουν ειρινθ,
αδελφικότθτα, ψυχικι γαλινθ ι ευτυχία, μασ άφθςαν πιο γυμνοφσ απζναντι ςτα
δυςνόθτα ηθτιματα που θ ανκρωπότθτα αποφεφγει ςυςτθματικά, επειδι είναι
απαςχολθμζνθ με το επιφανειακό» (ςτο Εnet Διάλογοι, 19.10.2010). Το τελευταίο
ςυνδζεται, διαχρονικά, με το ανοφςιο τθσ ηωισ και ςφμφωνα με τον Καςτοριάδθ
(Χαριτόπουλοσ, 2004, 19-20) πριμοδοτϊντασ τθν απάκεια τον κυνιςμό και τον
γενικευμζνο κομφορμιςμό, απειλεί τθν πολιτιςτικι δθμιουργικότθτα.
Το ίδιο μεταπολεμικό πλαίςιο εκτιμάται από τον Vitz – τον κυριότερο
εκφραςτι τθσ ρωμαιοκακολικισ επίκριςθσ για το ροτηεριανό ζργο – ωσ κατάλλθλο για
τθν ζλευςθ τθσ ανκρωπιςτικισ ψυχολογίασ. Στο πρόςωπο του Rogers αναγνωρίηει
«τον θγζτθ τθσ τρίτθσ ψυχολογικισ δφναμθσ θ οποία αμφιςβιτθςε το φροχδιςμό και
το μπιχεβιοριςμό, αλλά και τον εμπνευςτι μιασ εφαρμοςμζνθσ φιλοςοφίασ για τθ
ηωι και τον άνκρωπο θ οποία ιςοδυναμοφςε με ζνα νζο κοςμικό κρθςκευτικό
ςφςτθμα» (ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 188). Οι Pervin & John (2001,
303) εντάςςουν τισ ροτηεριανζσ απόψεισ μαηί με άλλων ςυναδζλφων του και
υπαρξιςτϊν όπωσ του Viktor Frankl, ςτο κίνθμα που εξετάηει και «τονίηει τθ ςθμαςία
τθσ αυτοπραγμάτωςθσ και τθσ ολοκλιρωςθσ του δυναμικοφ κάκε ατόμου».
Ιδθ, ςτθ δεκαετία του ’40, ζνα πλικοσ ψυχολόγων – Goldstein, Angyal,
Maslow, Mowrer, Kluckhohn, Lecky, Sullivan, Masserman, Murphy, Cameron, Murray,
White, Snygg και Combs – ενδιαφερόταν για μία νζα κεωρία τθσ προςωπικότθτασ
(Bertrand & Valois, 2000, 315). Ο Rogers, ζχοντασ ανάλογο προςανατολιςμό,
εντάχκθκε μαηί με τουσ Formm, Adler και Maslow ςτο δυναμικό των εκςυγχρονιςτϊν
τθσ ψυχολογίασ που αντιτάχκθκε ςτθν ψυχανάλυςθ και ςτον ςυμπεριφοριςμό. Θ

13
ςυμβολι του ςτθ δθμιουργία τθσ Τρίτθσ Δφναμθσ, όπωσ χαρακτθρίςτθκε κεωρείται
αποφαςιςτικι.
«Με το πνεφμα και το γράμμα τθσ φροχδικισ ψυχολογίασ», ςφμφωνα με τον
Patterson1 (1977) ζρχεται ςε επαφι ωσ εργαηόμενοσ ςτο Λνςτιτοφτου
Ρροςανατολιςμοφ του παιδιοφ. Είναι θ περίοδοσ που ξεκινά παρακολοφκθςθ
διαλζξεων και κάποιων μακθμάτων ςτο Teachers College, Columbia University, θ
οποία και ςυνιςτά το ζναυςμα για τθ μεταπιδθςι του ςτθν κλινικι ψυχολογία. Ο
Rogers «πίςτευε πωσ θ κλθρονομιά του ιταν μια άποψθ για μια κυριαρχοφμενθ από
τα ζνςτικτα ανκρϊπινθ φφςθ, τα οποία, αν αφινονταν ελεφκερα, κα είχαν πολφ
αρνθτικζσ και καταςτρεπτικζσ ςυνζπειεσ» (Μζρυ, 2002, 77). Ο Freud, απϋ τθν πλευρά
του, δεν αναγνωρίηει κάποια εςωτερικι τάςθ προσ τελειοποίθςθ και ςτθν περίπτωςθ
που αυτι εμφανίηεται, είναι προϊόν μιασ «νευρωτικισ ιδεολθψίασ». Συνιςτά ςυνζπεια
αναςτολισ ενςτίκτων και κλίςεϊν του (Axele ςτο Γκουτηαμάνθσ, 1998, 116). Θ
προςζγγιςι του, άλλωςτε, χαρακτθρίηεται ντετερμινιςτικι αφοφ θ προςωπικότθτα γι’
αυτόν αποτελεί ζνα ενεργειακό ςφςτθμα του οποίου θ ςυμπεριφορά κακορίηεται, ωσ
επί το πλείςτον, από τισ ορμζσ του και, επομζνωσ, είναι προκακοριςμζνθ (Pervin &
John, 2001, 29-30).
Για τον ςυμπεριφοριςμό, αφετζρου, θ ροτηεριανι άποψθ δεν είναι
κολακευτικι. «Αν μιλιςω ςε κάποιον ςυμπεριφοριςτι» γράφει, «κα μου πει: Δεν
είμαςτε τίποτα άλλο παρά το άκροιςμα των ειςερχόμενων ερεκιςμάτων μασ και των
εξαρτθμζνων αντιδράςεων που εκπζμπουμε. Πλα τα υπόλοιπα είναι αυταπάτθ.
Τελικά, λοιπόν, ζχουμε πραγματικότθτα!» ςυμπεραίνει με καυςτικότθτα. «Δεν
είμαςτε τίποτα άλλο πζρα από ζνα μθχανικό ρομπότ» (Rogers,1980, 89-90).
Πταν ςτα τζλθ τθσ δεκαετίασ του 1930 λειτοφργθςε ζνα πρωτοποριακό τμιμα
ςτον τομζα τθσ ςυμβουλευτικισ ςτο Ρανεπιςτιμιο του Οχάιο, ο τομζασ τθσ κλινικισ
ψυχολογίασ, όπωσ τον γνωρίηουμε ςιμερα, δεν υπιρχε. Από τθ ςυμμετοχι του ςε
αυτό, προζκυψε το Counseling and Psychotherapy το οποίο αν και βρικε, αρχικά, τουσ
εκδότεσ διςτακτικοφσ, το 1942 δθμοςιεφτθκε, παρουςιάηοντασ τισ βαςικζσ αρχζσ τθσ
μθ-κατευκυντικότθτασ που ζνασ ςφμβουλοσ οφείλει να εφαρμόςει (Μπακιρτηισ,
2003, 99). Το εν λόγω ςφγγραμμα μαηί με το βιβλίο The Art of Counseling του Rollo
May, ζμελλε «να διαδραματίςουν ζνα ςθμαντικό ρόλο ςτθ γζνεςθ τθσ κλινικισ

1
Στο:
http://www.sageofasheville.com/pub_downloads/CARL_ROGERS_AND_HUMANISTIC_EDUCATION.pdf.
14
ψυχολογίασ και να διαμορφϊςουν το μζλλον μιασ κεραπευτικισ προςζγγιςθσ με
ανκρωπιςτικό προςανατολιςμό» (Yalom ςτο Rogers, 1980, 12). Ο ίδιοσ ζλεγε πωσ «ο
κόςμοσ που ζρχεται κα είναι περιςςότερο ανκρϊπινοσ και ανκρωπιςτικόσ» (ςτο
Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 10).
«Θ κεωρία προςωπικότθτασ του Rogers διαμορφϊκθκε ςταδιακά, μζςα από
τθν δουλειά του ωσ κλινικόσ ψυχολόγοσ», παρακζτει ο Δοϊρανλισ2. «Ριρε τθν μορφι
τθσ μζςα από τθν ςφνκεςθ εμπειριϊν κεραπείασ με πελάτεσ, από πειραματικζσ
διαδικαςίεσ αλλά και από τθν βακιά γνϊςθ και τον ςεβαςμό που ο ίδιοσ ο Rogers
ζτρεφε προσ τισ αρχζσ τθσ φαινομενολογικισ φιλοςοφίασ». Θ ερευνθτικι του ματιά,
επομζνωσ, μελετά το αντιλθπτό και ενςυνείδθτο.
Θ κεραπευτικι και θ γενικότερθ ςκζψθ του «ενιςχφκθκε και οπλίςτθκε από τα
φιλοςοφικά ρεφματα του υπαρξιςμοφ και του ταοϊςμοφ» (Κοςμόπουλοσ &
Μουλαδοφδθσ, 2006, 61). Με τον υπαρξιςμό ιρκε ςε επαφι φςτερα από
διαπιςτϊςεισ φοιτθτϊν του για τθ ςυνάφεια απόψεϊν του με εκείνεσ του
φιλοςοφικοφ ρεφματοσ. Τρζφει ιδιαίτερθ ςυμπάκεια ςτον Kierkegaard και ςτον
Buber, ςυμμερίηεται απόψεισ τουσ και, ςυχνά – πυκνά, τισ εντάςςει ςε ειςθγιςεισ του
και γραπτά. «Ο τελειοποιθμζνοσ άνκρωποσ... δεν ανακατεφεται ςτθ ηωι των όντων,
δεν επιβάλλει τον εαυτό του ς’ αυτά, αλλά βοθκά όλα τα όντα για τθν ελευκερία
τουσ. Μζςα από τθν ενότθτά του, τα οδθγεί επίςθσ ςτθν ενότθτα, απελευκερϊνει τθ
φφςθ τουσ και τθ μοίρα τουσ» (Buber, ςτο Rogers, 1980, 48).
Πςο για τον ταοϊςμό και γενικότερα τθ φιλοςοφία τθσ ανατολισ, ενδεχομζνωσ,
να ιρκε ςε επαφι για πρϊτθ φορά ωσ φοιτθτισ, κατά τθν εξάμθνθ εκπαιδευτικι του
επιμόρφωςθ ςτο Ρεκίνο. Ρολφ αργότερα, ο ίδιοσ δθλϊνει: «Διαπιςτϊνω ότι τα
τελευταία χρόνια απολαμβάνω κάποιεσ από τισ διδαχζσ του βουδιςμοφ, του Ηεν και,
ειδικότερα, τα ρθτά του Λάο Τςε, του Κινζηου ςοφοφ που ζηθςε είκοςι πζντε αιϊνεσ
πριν» (Rogers, 1980, 47). «Στθν ερϊτθςθ ποιοσ είναι καλόσ θγζτθσ» περιγράφει ο Graf
(ο.π.) με γλαφυρότθτα, «κα τραβιξει πολλζσ φορζσ ζνα τςαλακωμζνο χαρτί από το
πορτοφόλι του και κα διαβάςει, μεγαλοφϊνωσ, κάτι που ο Κινζηοσ φιλόςοφοσ Λάο
Τςε ζγραψε. “Πταν το ζργο του τελειϊςει και τα πράγματα ζχουν ολοκλθρωκεί, όλοι
οι άνκρωποι λζνε: Εμείσ οι ίδιοι το ζχουμε πετφχει”».

2
Στο: http://e-psychology.gr/psychotherapy/125----carl-rogers.
15
Πντωσ, ο ίδιοσ ο Rogers (1980, 47) χαρακτθρίηοντασ τον ςτοχαςτι, αγαπθμζνο,
αναφζρεται ςτθ ςυγκεκριμζνθ ριςθ, δίνοντασ τθν ευκαιρία να διαπιςτϊςουμε μία
από τισ πθγζσ τθσ μθ-κατευκυντικότθτάσ του: «Ζνασ θγζτθσ είναι καλφτεροσ, όταν οι
άνκρωποι μετά βίασ γνωρίηουν ότι υπάρχει· δεν είναι τόςο καλόσ όταν τον υπακοφουν
και τον επευφθμοφν· είναι χειρότεροσ όταν τον περιφρονοφν… Αλλά για ζναν καλό
θγζτθ, που μιλά λίγο, όταν γίνεται θ δουλειά του, ολοκλθρϊνεται ο ςτόχοσ του, όλοι
κα πουν: Το καταφζραμε μόνοι μασ» (ο.π., 48). Είναι μία άλλθ ανάγνωςθ αυτοφ που
ιςχυρίηεται ο Freire: «Θ επιτυχία μασ να δθμιουργιςουμε δομζσ που κάνουν ικανά τα
μζλθ τθσ κοινότθτασ να ενδυναμϊςουν τον εαυτό τουσ εξαρτάται από το βακμό ςτον
οποίο θ δικι μασ παρουςία και παροχι τεχνογνωςίασ ςτθν κοινότθτα δεν είναι πλζον
απαραίτθτεσ» (2006, 47).
Ο Rogers αναφζρει πωσ θ ράνκεια κοινωνικι λειτουργόσ και ςυνάδελφόσ του
ςτο Rochester, ιταν το πρόςωπο που τον βοικθςε να αντιλθφκεί, ωσ πλζον
αποτελεςματικι προςζγγιςθ, τθν ακρόαςθ των ςυναιςκθμάτων και των ςυγκινιςεων
του πελάτθ. Γι’ αυτό, όταν ρωτικθκε ςε ςυνζντευξθ, ποιον κεωρεί δάςκαλό του,
απάντθςε: «Τον Otto Rank και τουσ πελάτεσ μου (ςτο Kramer, 1995, 79). Το 1935, ζνα
χρόνο πριν τθ ςυνάντθςι τουσ ο Rank ςχολίαηε τθν ψυχαναλυτικι προςζγγιςθ,
λζγοντασ πωσ κζτει ςτο επίκεντρο τον κεραπευτι, ενϊ θ πραγματικι κεραπεία
οφείλει να επικεντρϊνεται ςτον πελάτθ, ςτισ δυςκολίεσ, ςτισ ανάγκεσ και ςτισ
δραςτθριότθτζσ του. Θ ςυγκεκριμζνθ άποψθ ζπαιξε αποφαςιςτικό ρόλο ςτθ
διαμόρφωςθ τθσ ροτηεριανισ κεωρίασ και ςε αυτιν εδράηει θ πελατοκεντρικι τθσ
φάςθ, όπωσ και θ ζμφαςθ που δίδει ςτθν προςζγγιςι του ςτο πλιρεσ πρόςωπο ωσ
ενιαίο όλο. Ρολφ ενδιαφζρουςα είναι θ ςθμαςιολογικι του διάςταςθ όπωσ
περιγράφεται από τον Kramer (ο.π., 87): «Θ κεραπεία και θ πλθρότθτα είναι
πνευματικά φαινόμενα. Θ λζξθ whole (ολόκλθροσ) προζρχεται από το παλαιότερο
αγγλικό hal που ςθμαίνει healthy (υγιζσ) ι hale – δθλαδι, αδιάςπαςτο. Είναι
ενδιαφζρον, ότι θ λζξθ wholeness (ολότθτα-πλθρότθτα) που προζρχεται από τθ
healing (κεραπεία), ςχετίηεται, επίςθσ, με τισ λζξεισ holy (ιερό) και holiness
(αγιότθτα)». Θ πνευματικι αναγζννθςθ του ατόμου πραγματϊνεται όταν πλθροφνται
τρεισ βαςικζσ ςυνκικεσ: γνθςιότθτα, άνευ όρων αποδοχι και ενςυναιςκθτικι
κατανόθςθ. Ορίηουν το πλαίςιο μζςα ςτο οποίο θ ανκρϊπινθ φπαρξθ μπορεί να

16
οδθγθκεί ςτθ κεραπεία (healing) ι ςτθν ολοκλιρωςθ, το γίγνεςκαι του όλου (making
whole) *ο.π., 87-88].
Αυτό το πλιρεσ γίγνεςκαι μελετά και ςε αυτό αποςκοπεί αναπτφςςοντασ μία
κεωρία ςτο χϊρο τθσ ψυχοκεραπείασ αλλά και ςε εκείνον τθσ παιδαγωγικισ.
Μεταφζροντασ τθ μθ κατευκυντικότθτα που εφαρμόηει ςτθν κλινικι εργαςία ωσ
ψυχολόγοσ, ςτο πεδίο τθσ δεφτερθσ, ενδιαφζρεται για μία εκπαίδευςθ με κζντρο το
μακθτι, ςε αντικατάςταςθ τθσ υπάρχουςασ αυταρχικισ, όπωσ τθ χαρακτθρίηει. Θ
διδαςκαλία, κατά τθ γνϊμθ του, πρζπει να ζχει ςτόχο τθ δθμιουργία ατόμων
υπεφκυνων και ικανϊν να αυτοπροςδιορίηονται και να αυτενεργοφν.
Θ ροτηεριανι μάκθςθ ωσ ερευνθτικι εμπειρία και γενικότερα θ βιωματικι
φφςθ τθσ μάκθςθσ ςτθν παιδαγωγικι και ςτθν ψυχοκεραπευτικι του πρόταςθ, ζχουν
κατά πολφ επθρεαςτεί από το κθτεία του δίπλα ςτον Kilpatrick, ζναν από του
ςθμαντικότερουσ μακθτζσ και ςυνεχιςτζσ των απόψεων του Dewey. Το learning by
doing, θ ςφνδεςθ του ςχολείου με τθ ηωι, θ αίςκθςθ τθσ κοινότθτασ ςτθν τάξθ, θ
μακθτικι αυτενζργεια και πρωτοβουλία που ξεκινά από το προςωπικό ενδιαφζρον
του παιδιοφ είναι κάποια, μόνον, από τα κοινά ςτοιχεία που απαντϊνται και ςτισ δφο
κεωρίεσ. Ο ίδιοσ ο Rogers, επιςθμαίνει ο Groddeck (2003, 20) μιλϊντασ για τθν
παιδαγωγικι τθσ εμπειρίασ τθ χαρακτθρίηει, εκ νζου ανακάλυψθ των ουςιαςτικϊν
αρχϊν και αποτελεςματικϊν πρακτικϊν μεγάλων παιδαγωγϊν όπωσ ο Dewey και ο
Kilpatrick. Στθ ςυγκριτικι μελζτθ των Rogers-Montessori ο ίδιοσ ερευνθτισ
αναφζρεται διεξοδικά ςτο παραπλιςιο πνεφμα των δφο κεωριϊν. Θ μοντεςςοριανι
μθ κατευκυντικότθτα, το πλοφςιο ςε ερεκίςματα και μζςα διδακτικό περιβάλλον, το
attendere osservando, το βόθκα με να το κάνω μόνοσ μου ακόμθ και θ κοινι ιατρικι
αφετθρία των δφο παιδαγωγϊν, επιςθμαίνονται από τον Groddeck ωσ τόποσ κοινόσ.
Θ παιδαγωγικι του πρόταςθ υπακοφει ςτισ αρχζσ τθσ ανκρωπιςτικισ
εκπαίδευςθσ. Σε μία ςφνοψι τουσ ο Shaffer (1978, 122) παρακζτει: «Λδανικι μάκθςθ
είναι εκείνθ που επιδιϊκει τθν ευχαρίςτθςθ και τον ενκουςιαςμό ςτο παρόν, παρά
τθν ικανοποίθςθ ςτόχων, μελλοντικά προςανατολιςμζνων, μεταφραςμζνων ςε
ανταποδοτικά οφζλθ και status. Θ προςοχι δεν μπορεί να εξαντλείται ςτθ
διαμόρφωςθ ενόσ περιεχομζνου για τθ διδαςκαλία των γνωςτικϊν αντικειμζνων,
αλλά οφείλει να ενδιαφζρεται για τα ςυναιςκιματα και τισ ςυγκινιςεισ των μακθτϊν
που ςυνιςτοφν ζνα προςωπικό πλαίςιο μάκθςθσ. Τζλοσ, ο ρόλοσ του εκπαιδευτικοφ

17
είναι πιότερο ουςιϊδθσ και ουςιαςτικόσ όντασ καταλυτικόσ και διευκολυντικόσ παρά
αυταρχικόσ».
Θ κεωρία του Rogers ςυνιςτά μία μελζτθ τθσ ανκρϊπινθσ προςωπικότθτασ και
εδράηει ςτθν πεποίκθςι του πωσ ο άνκρωποσ τείνει με τρόπο, άκρωσ, φυςιολογικό
«προσ τθν ανάπτυξθ και τθν ωρίμανςι του» (ςτο Μπακιρτηισ, 1996, 103) και ότι ςε
αυτόν, «όπωσ και ςε κάκε ηωντανό οργανιςμό, ενυπάρχει μια ζμφυτθ αυτόνομθ τάςθ
που προςανατολίηεται κετικά υπό ευνοϊκζσ ςυνκικεσ και τον οδθγεί ςτθν
αυτοπραγμάτωςι του» (Pervin & John, 2001, 29).
Θ φιλοςοφικι βάςθ τθσ προςωποκεντρικισ προςζγγιςθσ, επιςθμαίνει πωσ το
ψυχολογικό κλίμα που επιτρζπει ςτα πρόςωπα να είναι, δε γίνεται αντιλθπτό ωσ
τυχαίο γεγονόσ. «Συνδεόμαςτε» υποςτθρίηει ο ειςθγθτισ τθσ «με τθν τάςθ που
διαπερνά κάκε οργανιςμικι ηωι – μια τάςθ να αποκτιςουμε όλο το μζγεκοσ τθσ
πολυπλοκότθτασ για τθν οποία είναι ικανόσ ο οργανιςμόσ. Και ςε ακόμθ μεγαλφτερθ
κλίμακα, πιςτεφω ότι ςυντονιηόμαςτε με μία, εν δυνάμει, δθμιουργικι τάςθ θ οποία
ζχει δθμιουργιςει το ςφμπαν μασ, από τθ μικρότερθ νιφάδα χιονιοφ ζωσ το
μεγαλφτερο γαλαξία, από τθν αςιμαντθ αμοιβάδα ζωσ τα πιο ευαίςκθτα και
χαριςματικά πρόςωπα. Και ίςωσ αγγίξαμε τθν αιχμι τθσ ικανότθτάσ μασ να
υπερβαίνουμε τουσ εαυτοφσ μασ, να δθμιουργοφμε νζεσ και πιο πνευματικζσ
κατευκφνςεισ3 ςτθν ανκρϊπινθ εξζλιξθ» (Rogers, 1980, 114-115).
Το ζργο του ςυνιςτά μία πρόταςθ κεραπείασ και ανάπτυξθσ, εκπαίδευςθσ και
κοινωνικοποίθςθσ του προςϊπου. Αγκαλιάηει τθ ςφαίρα του εαυτοφ αλλά και του
εμείσ, κζτοντασ «ςε επαφι αυκεντικά πρόςωπα με άλλα αυκεντικά πρόςωπα» όπωσ
λζει ο ειςθγθτισ τθσ. Λςχυρίηεται πωσ είναι «μία από τισ πλζον ευτυχείσ ςφγχρονζσ
μασ ανακαλφψεισ, για τθ διαχείριςθ των ςυναιςκθμάτων του απόκοςμου, του
απρόςωπου, τθσ απόςταςθσ και του χωριςμοφ που υπάρχει ςε τόςα πρόςωπα μζςα
ςτον πολιτιςμό μασ» (ςτο Μπακιρτηισ, 1996, 135).
Ερμθνεφοντασ τα δεινά του κόςμου που, ωσ πράξεισ, δε ςυνάδουν με τθν τάςθ
πραγμάτωςθσ του καλοφ εγγενϊσ ανκρϊπου, εξθγεί: «Θ ςυμπεριφορά του είναι
ζξοχα λογικι, κινοφμενθ με λεπτι και εφρυκμθ πολυπλοκότθτα προσ τουσ ςτόχουσ

3
«Είμαι ανοιχτόσ ςε ακόμθ πιο μυςτθριϊδθ φαινόμενα – πρόγνωςθ, μεταφορά ςκζψθσ, διόραςθ,
ανκρϊπινθ αφρα, κιρλιανι φωτογραφία, ακόμθ και ςε εμπειρίεσ όπου βγαίνουμε από το ςϊμα μασ.
Αυτά τα φαινόμενα, ίςωσ, δεν ταιριάηουν με τουσ γνωςτοφσ επιςτθμονικοφσ νόμουσ, αλλά μπορεί να
είμαςτε ςτο όριο να ανακαλφψουμε νζουσ τφπουσ ζννομθσ τάξθσ. Νιϊκω ότι μακαίνω πολλά ςε ζνα
νζο χϊρο και βρίςκω τθν εμπειρία αυτι απολαυςτικι και ςυναρπαςτικι» (Rogers, 1980, 77).
18
που επιδιϊκει να επιτφχει ο οργανιςμόσ του. Θ τραγωδία για τουσ περιςςότερουσ από
εμάσ είναι ότι οι άμυνζσ μασ, μασ εμποδίηουν να ζχουμε επίγνωςθ αυτισ τθσ λογικισ,
ζτςι ϊςτε, ενϊ ςυνειδθτά κινοφμαςτε προσ μια κατεφκυνςθ, οργανιςμικά κινοφμαςτε
προσ μια άλλθ» (ςτο Μζρυ, 2002, 51). Επικαλοφμενοσ, όμωσ, τα εμπειρικά του
δεδομζνα, λζει: «ςε μία ψυχολογικι ατμόςφαιρα που υποβοθκά τθν ανάπτυξθ και
τθν επιλογι δε ςυνάντθςα κανζναν που να επζλεξε το απάνκρωπο ι καταςτρεπτικό
μονοπάτι» (ο.π., 69). Για τον Τριβιηά4, «το καλό και το κακό ενυπάρχει ςτον κακζνα· το
δεφτερο μπορεί εφκολα να πυροδοτθκεί από λεκτικζσ κοινωνικζσ διαδράςεισ» και για
να αποφευχκεί χρειάηεται «ανκρωπιά και κοινι λογικι».
Ο Watson, που ςε πόνθμά του μελετά τθν θκικι του καλοφ και του κακοφ ςτθ
φφςθ, γράφει: «Θ ηωι είναι περίπλοκα διαςυνδεδεμζνθ – ωσ επί το πλείςτον, για το
κοινό καλό. Το δίχτυ, ωςτόςο, είναι τόςο δαιδαλϊδεσ και οριςμζνεσ από τισ
διαςυνδζςεισ είναι εφκραυςτεσ – το οποίο ςθμαίνει ότι ςυμβαίνουν διάφορα
πράγματα, ςυχνά απροςδόκθτα, οριςμζνα από αυτά καλά, οριςμζνα κακά. Μερικζσ
φορζσ είναι δφςκολο, βραχυπρόκεςμα ίςωσ ακατόρκωτο, να ξεχωρίςουμε αυτά τα
δφο. Μακροπρόκεςμα όμωσ, και ςε γενικζσ γραμμζσ, φαίνεται πωσ καλό είναι το
ςωςτό για το ςφνολο. Και κακό είναι το λάκοσ για το ςφνολο» (Watson, 1996, 64). Σε
μία αναγωγι του ςυλλογιςμοφ του Watson – ο Rogers, άλλωςτε, υπιρξε κιαςϊτθσ
των επιςτθμϊν εξζλιξθσ των οργανιςμϊν και θ κεωρία του φζρει γεννιματά τουσ – θ
ανκρϊπινθ φφςθ, ιδωμζνθ ωσ το όλον του οργανιςμοφ που ταλανίηεται μεταξφ καλοφ
και κακοφ, οδθγείται τελικά ςτθν υπθρεςία του πρϊτου. Αυτό για τον ειςθγθτι τθσ
προςωποκεντρικισ οφείλεται ςτθν εγγενι τάςθ πραγμάτωςθσ, αντίρροπθ τθσ
εντροπίασ, θ οποία τον ωκεί ςτθν εφρεςθ λφςεων προκειμζνου να οδθγθκεί ςτθν
οργανιςμικι ςυμφωνία. Θ ίδια ζμφυτθ αναπτυξιακι-αυτοπραγματοποιθτικι δφναμθ
είναι εκείνθ που τροφοδοτεί το όραμά του για μία αρμονικι αίςκθςθ κοινότθτασ κι
ζναν τελείωσ διαφορετικό, του ςθμερινοφ, τφπο ςυνείδθςθσ (Rogers, 1980, 166).
Για τον Rogers, o ολοκλθρωμζνοσ άνκρωποσ, ωσ επί το πλείςτον, είναι προϊόν
μίασ ιδιότυπθσ ςχεςιοδυναμικισ μάκθςθσ. Είναι ο καρπόσ μιασ ςχζςθσ βοικειασ, τθσ
ςθμαντικισ ςχζςθσ όπωσ τθν αποκαλεί, και μιασ ςθμαντικισ μάκθςθσ. Το
ςυλλείτουργό τουσ υπθρετεί τόςο τθ κεραπεία όςο και τθν ανάπτυξθ. Ωσ ςφλλθψθ
εμφανίηεται, αρχικά, ςτο πλαίςιο τθσ ψυχοκεραπευτικισ του προςζγγιςθσ,

4
Στο: http://www.tanea.gr/gnomes/?aid=4565712
19
επεκτείνεται, ακολοφκωσ, ςτθν παιδαγωγικι κι, ευρζωσ, εφαρμόηεται βιωματικά ςτο
πλαίςιο των ομάδων ςυνάντθςθσ και των ciclos.
Θ ιδιότυπθ μακθςιακι ςχζςθ που προτείνει ςτθρίηεται ςτθν αγάπθ, που για
τον ίδιο ςθμαίνει κατανόθςθ, αποδοχι, ςεβαςμό, εκτίμθςθ, αλικεια τόςο ςε
αυτοαναφορικό όςο και ςε κοινωνικό επίπεδο. Είναι καρπόσ τθσ πεποίκθςισ του πωσ
«θ πλζον ιςχυρι δφναμθ ςτο ςφμπαν μασ δεν είναι θ καταλυτικι εξουςία αλλά θ
αγάπθ» (ο.π.).
***
Αντιμετωπίηοντασ τον άνκρωπο ωσ υποκείμενο κι όχι ωσ αντικείμενο,
κεωρϊντασ τον πυρινα τθσ ανκρϊπινθσ φφςθσ, κατά βάςθ, κετικό, κατ’ ουςίαν καλό
και άξιο εμπιςτοςφνθσ, προςζγγιςε τθν ανκρϊπινθ ςυμπεριφορά με τρόπο εξαιρετικά
λογικό. «Για τον Rogers ο υποκειμενικόσ κόςμοσ τθσ εμπειρίασ ιταν ο πλζον
ανταποδοτικόσ: Θ εμπειρία είναι για μζνα θ κυριαρχικι αφετθρία. Ωςτόςο, γνϊριηε
ότι θ εμπειρία5 και ο τρόποσ που τθν κατανοοφμε χρειάηεται να ελζγχονται και να
δοκιμάηονται προτοφ μπορζςουμε να ςτθριχκοφμε πάνω τθσ με εμπιςτοςφνθ» (Μζρυ,
2002, 38). Γι’ αυτό θ μαγνθτοςκόπθςθ ζγινε τθσ δουλειάσ του εργαλείο αγαπθμζνο.
Εξαςφάλιςε, αφενόσ, γόνιμο υλικό ςε ερευνθτικό επίπεδο για τον ζλεγχο, τθν
αξιολόγθςθ τθσ κεωρίασ και τθ διεξαγωγι ςυμπεραςμάτων κι αφετζρου, βοικθςε
ςτθ μακθτεία κι εξάςκθςθ φερζλπιδων ςυναδζλφων του. Σφμφωνα με τον Merrill
(2008, 9) «ιταν ανοιχτόσ ςτο να μαγνθτοςκοπθκεί τθν ϊρα τθσ ςυμβουλευτικισ του
δράςθσ, πράγμα που βοικθςε πολλοφσ νζουσ ςυμβοφλουσ να αποκτιςουν ςιγουριά
και αυτοπεποίκθςθ ςτο ζργο τουσ, ϊςτε να εμπιςτευτοφν τθ διαίςκθςι τουσ ςτθν
αναηιτθςθ αποτελεςματικισ παρζμβαςθσ». Οι Pervin & John (2001, 300)
υποςτθρίηουν πωσ «μζςα ςτο πλαίςιο τθσ ψυχολογίασ, ο Rogers άνοιξε τον τομζα τθσ
ψυχοκεραπείασ ςτθν ζρευνα. Καταγράφοντασ τισ ςυνεντεφξεισ, διακζτοντασ τισ
ςυνεντεφξεισ και τισ ςθμειϊςεισ ςτουσ άλλουσ, αναπτφςςοντασ τθ δυναμικι αξία τθσ
ςχετικισ ζρευνασ, άνοιξε το δρόμο για τθ νομιμοποίθςθ τθσ ζρευνασ ςτθν
ψυχοκεραπεία».

5
Υποςτιριηε, ςφμφωνα με τον Μπακιρτηι, ότι «θ επιςτιμθ μπορεί να μελετιςει τα φαινόμενα που
εμφανίηονται, αλλά πάντοτε παραμζνει εκτόσ αυτοφ που βιϊνεται. Κα μποροφςαμε να ποφμε,
αναλογικά, ότι θ επιςτιμθ είναι ικανι να φζρει εισ πζρασ μιαν αυτοψία των νεκρϊν γεγονότων τθσ
κεραπείασ, αλλά από τθ φφςθ τθσ είναι αδφνατο να διειςδφςει ςτθ φυςιολογία τθσ κεραπείασ» (1996,
101).
20
Θ προςωπικι του εμπειρία, αναφζρει ο Schmid (1989, 100) είναι εκείνθ που
τον ζπειςε ότι «θ ανκρϊπινθ φφςθ είναι άξια εμπιςτοςφνθσ, είναι εποικοδομθτικι,
δθμιουργικι και ικανι προσ ωρίμανςθ. Θ βίωςθ μιασ ςχζςθσ, που εμπνζει
εμπιςτοςφνθ, υποςτθρίηει τθν αφξθςθ αυτϊν των δυνάμεων, οι οποίεσ είναι
ενδογενείσ ςτον άνκρωπο. Θ βίωςθ τθσ προςωπικισ επαφισ ςυμβάλλει ςθμαντικά
ςτθν ανάπτυξθ του προςϊπου».
Θ ζρευνα, για τον Rogers (1961, 42) αποςκοπεί – με τρόπο επίμονο και πεικαρχθμζνο
– να προςδϊςει νόθμα και τάξθ6 ςε φαινόμενα υποκειμενικισ εμπειρίασ. Λκανοποιεί
τθν ανάγκθ του ανκρϊπου να αντιλαμβάνεται τθν ευταξία και να ανταμείβεται
κατανοϊντασ τισ εφρυκμεσ ςχζςεισ ςτθ φφςθ. «Απολαμβάνω τθν ανακάλυψθ τθσ
τάξθσ ςε κάκε εμπειρία», γράφει (Rogers, 1961, 41) και εξθγεί πωσ, ερευνϊντασ,
κατάφερε να ελζγξει διάφορουσ τφπουσ νομοτζλειασ των εμπειριϊν του. Οι
δοκιμαςίεσ που πζραςε, όμωσ, δεν ιταν λίγεσ: «Κατά καιροφσ ζχω διεξαγάγει ζρευνα
για άλλουσ λόγουσ: για να ικανοποιιςω άλλουσ, για να πείςω τουσ αντιπάλουσ μου
και τουσ ςκεπτικιςτζσ, για να προοδεφςω επαγγελματικά, για να αποκτιςω κφροσ και
για παρόμοιεσ απεχκείσ αιτίεσ» (Rogers, 1961, 42). Εν τζλει, πείςτθκε ότι ο μόνοσ
ορκόσ λόγοσ, για τθν αξιοποίθςθ επιςτθμονικϊν δραςτθριοτιτων, ιταν θ
ικανοποίθςθ τθσ ζμφυτθσ ανάγκθσ του για νόθμα. «Αυτόσ που ζχει ζνα γιατί για να
ηιςει, μπορεί να υπομείνει, ςχεδόν, το κάκε πϊσ» ζγραψε ο Νίτςε ενϊ ο Φρανκλ, με
τθ ςειρά του, ςτιριξε ολάκερθ τθ κεωρία του ςτθν φπαρξθ του νοιματοσ. «Οι
άνκρωποι μποροφν να δϊςουν νόθμα ςτθ ηωι τουσ αναγνωρίηοντασ αυτζσ που εγϊ
ονομάηω δθμιουργικζσ αξίεσ, κατορκϊνοντασ επιτεφγματα. Αλλά μποροφν, επίςθσ, να
δϊςουν νόθμα ςτθ ηωι τουσ αναγνωρίηοντασ υπαρξιακζσ αξίεσ, βιϊνοντασ το Καλό, το
Αλθκινό και το Ωραίο, ι γνωρίηοντασ μία ανκρϊπινθ φπαρξθ ςε όλθ τθσ τθ
μοναδικότθτα. Και το να ζχει κανείσ τθν εμπειρία μίασ ανκρϊπινθσ φπαρξθσ ωσ
μοναδικισ, ςθμαίνει να τθν αγαπά» (Φράνκλ ςτο Μαλικιϊςθ-Λοΐηου, 1999, 167).

6
Εφτακτθ και μθ χαοτικι είναι θ ηωι και για τον Watson. «Βάηει τάξθ ςτο τυχαίο» υποςτθρίηει,
«ανατρζπει τθ γενικι τάςθ (τθσ εντροπίασ) ενκαρρφνοντασ τυχαίεσ αναμετριςεισ. Τθν τρζφουν
αφφςικα ςυμβάντα, κακϊσ ςυνενϊνει τα πιο απίκανα ςυςτατικά, με τρόπουσ που, ςτατιςτικϊσ, είναι
απίκανοι. Θ ηωι είναι ζνα ςπάνιο και παράλογο πράγμα. Ράει κόντρα και αναγνωρίηεται, εφκολα, από
το γεγονόσ ότι είναι παράταιρθ. Ζχει μορφι και τάξθ εν μζςω τθσ ςφγχυςθσ που τθν περιβάλλει» (1996,
32).
21
Ο τρόποσ εργαςίασ του κυμίηει κατάτι Αριςτοτζλθ7, ο οποίοσ χαρακτθρίηεται
από τον Watson (1996, 24) ςχολαςτικόσ και λεπτομερισ παρατθρθτισ, που ιξερε να
πειραματίηεται, να ελζγχει κακ’ οδόν τισ κεωρθτικζσ του προςεγγίςεισ και να υπάρχει
τόςο ςτο ρόλο του μακθτι, όςο και του δαςκάλου. «Συνειδθτοποιϊ πωσ το μόνο που
με ενδιαφζρει είναι να είμαι ζνασ μακθτευόμενοσ που προτιμά να μακαίνει
πράγματα που ζχουν αξία, που ζχουν κάποια ςθμαντικι επιρροι ςτθ ςυμπεριφορά
μου... Διαπιςτϊνω πωσ ζνασ άλλοσ τρόποσ μάκθςθσ για μζνα είναι να διατυπϊνω τισ
δικζσ μου αβεβαιότθτεσ, να προςπακϊ να διευκρινίηω τισ απορίεσ μου κι, ζτςι, να
ζρχομαι ςτο νόθμα που θ εμπειρία μου φαίνεται να ζχει για μζνα» (Rogers, 1980,
260).
Ο Rogers, «πειραματικά κι όχι διαβάηοντασ βιβλία» (Ακαναςόπουλοσ, ο.π.)
ανακάλυψε ότι ο άνκρωποσ ζχει μια ανϊτερθ και υπερβατικι φφςθ θ οποία είναι
μζροσ τθσ ουςίασ του – δθλαδι, τθσ βιολογικισ του φφςθσ ωσ εξελιγμζνου μζλουσ του
είδουσ. Ο Kramer (ςτο Rogers, 1961, 10) μασ πλθροφορεί για το αγαπθμζνο,
πολυςζλιδο, εφθβικό του ανάγνωςμα, με τίτλο Feeds and Feeding, και ο Μζρυ
(αποδίδει ςε αυτό, τον μεγάλο ςεβαςμό που ζτρεφε ςτθν πειραματικι μζκοδο (2002,
10). Ο ίδιοσ τουσ επιβεβαιϊνει: «Βυκίςτθκα ςτισ εκατοντάδεσ ςελίδεσ του
μακαίνοντασ τον τρόπο διενζργειασ των πειραμάτων… Ζμακα πόςο δφςκολο είναι να
επαλθκεφςεισ μια υπόκεςθ. Απζκτθςα γνϊςθ και ςεβαςμό για τισ επιςτθμονικζσ
μεκόδουσ μζςω μιασ πρακτικισ προςζγγιςθσ» (Rogers, 1961, 26).
Μακαίνει ςτθν πράξθ, δουλεφοντασ ςτενά, χιλιάδεσ ϊρεσ, πάνω ςτισ
προςωπικζσ αγωνίεσ των ανκρϊπων. Μοιράηεται όςα διδάχτθκε, διευκρινίηοντασ τθν
αξία τουσ για τον ίδιο προςωπικά και ςπεφδοντασ να αποποιθκεί τθν πρόκεςθ
παρουςίαςισ τουσ, ωσ οδθγό για τον οποιονδιποτε άλλο. Αποςαφθνίηει ότι θ μορφι
και θ ουςία των διδαγμάτων του δεν είναι ςτακερά. Υπάρχοντασ ςε μία διαρκι
αλλαγι, αποκτοφν, ενίοτε, μεγαλφτερθ ζμφαςθ και, άλλοτε, του φαίνονται λιγότερο
ςπουδαία απ’ όςο υπιρξαν κάποτε· δε χάνουν, όμωσ, ποτζ τθ ςθμαςία τουσ (ο.π., 34).
Ο ίδιοσ, πάλι, δε χάνει ποτζ το ςκοπό του. Αναηθτά τθν απελευκζρωςθ από τα
δεςμά τθσ αςυμφωνίασ μεταξφ εαυτοφ και εμπειρίασ, που οδθγεί ςε φαινόμενα
ψυχοπακολογίασ. Θ ζλλειψθ ςφγκρουςθσ επζρχεται όταν τα δφο ςτοιχεία βρίςκονται

7
«Ο Αριςτοτζλθσ είναι από τα κακολικότερα πνεφματα, αφοφ αςχολικθκε με όλα τα επιςτθμονικά και
φιλοςοφικά κζματα, ςυνδυάηοντασ τθ φιλοςοφικι κεϊρθςθ με τθν εμπειρικι παρατιρθςθ» (ςτο
Λ.Μ.Ε., Classical Period - Culture, http://www.ime.gr/chronos/05/gr/culture/2240aristotelis.html).
22
ςε ςυμφωνία τθν αποκαλοφμενθ οργανιςμικι. Θ άνευ όρων αποδοχι, θ
ενςυναίςκθςθ και θ γνθςιότθτα καλλιεργοφν αςφάλεια και εμπιςτοςφνθ ςτο
πρόςωπο και ςτθ ςχζςεισ του· προχποκζςεισ, εκ των ων ουκ άνευ, ανάπτυξθσ και
αυτοκακοριςμοφ. Τα ςτοιχεία αυτά, προφανϊσ, αποτζλεςαν μεγάλα ηθτοφμενα των
παιδικϊν του χρόνων και, ςφμφωνα με μελετθτζσ του, ξεκίνθςε να τα αναηθτά και να
τα επεξεργάηεται ωσ δεδομζνα ουςίασ για τθν ανκρϊπινθ ολοκλιρωςθ, πολφ νωρίσ
ςτθ ηωι του (Groddeck, 2003, 11-12).
***
Το γεγονόσ ότι θ προςωπικότθτα του ανκρϊπου εξαρτάται, εκτόσ των άλλων,
και από τα βιϊματά του είναι κοινόσ τόποσ. Ρολλζσ φορζσ, μάλιςτα, ςτοιχειοκετοφν
ζνα πλαίςιο αναφοράσ, τζτοιο, που να επθρεάηει καταλυτικά ακόμθ και τισ
επαγγελματικζσ του επιλογζσ. Ενδεικτικι είναι θ περίπτωςθ του Lewin (ςτο
Μπακιρτηισ, 2003,181) «όλεσ οι προτάςεισ και οι ζρευνεσ του οποίου, ςυγκλίνουν
προσ τθν αναηιτθςθ μιασ δθμοκρατικισ απάντθςθσ ςτα προβλιματα του
αυταρχιςμοφ και του ολοκλθρωτιςμοφ που ηοφςε θ ανκρωπότθτα τθν εποχι εκείνθ».
Ο ίδιοσ, εβραϊκισ καταγωγισ κι ζχοντασ χάςει τθ μθτζρα του ςε ςτρατόπεδο
ςυγκζντρωςθσ, βίωςε προςωπικά τον όλεκρο του ναηιςμοφ και ςτράφθκε «ςτθ
μελζτθ των φαινομζνων που παρατθροφνται ςτισ ανκρϊπινεσ ομάδεσ και ςτα
αποτελζςματα που είχε θ ςτάςθ και το φφοσ του θγζτθ» (ο.π.).
Και οι μελετθτζσ του Rogers, όμωσ, εκτιμοφν πωσ τα παιδικά του χρόνια
άςκθςαν μεγάλθ επιρροι ςτθ διαμόρφωςθ τθσ κεωρίασ του. «Ρρζπει να ιταν πολφ
δυνατζσ οι ςχετικζσ εμπειρίεσ ςτθν οικογζνειά του – άλλωςτε υπάρχει πλικοσ
ςχετικϊν αναφορϊν – ϊςτε να φκάςει ςτο ςθμείο να καταςτιςει τθν προάςπιςθ τθσ
ελευκερίασ του ωσ προςϊπου, τον πρϊτο ςτόχο τθσ αναπτυξιακισ του πορείασ»
(Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 43).
Ο ίδιοσ αναγνωρίηει το πολιτιςμικό και προςωπικό ζδαφοσ μζςα ςτα οποία
γεννιζται θ όποια κεϊρθςθ, ωσ δομικά ςτοιχεία αυτισ. «Δεν μποροφμε να
εννοιςουμε μια κεωρία χωρίσ καμιά προθγοφμενθ γνϊςθ του πολιτιςτικοφ και
προςωπικοφ εδάφουσ από τα οποία ξεπιδθςε» (Rogers, ο.π, 13).
Αφετζρου, πρεςβεφει πωσ ο άνκρωποσ είναι οι εμπειρίεσ του. Δε κα ιταν,
λοιπόν, ευφάνταςτθ θ αναγωγι και κυοφορία εννοιϊν, όπωσ το Growth, θ ςχζςθ, θ
ενςυναίςκθςθ, θ άνευ όρων αποδοχι, ςτο εμπειρικό του περιβάλλον. Στθν

23
αυτοβιογραφία του αφθγείται: «Από όςο μπορϊ να κυμθκϊ, αυτι θ αςυνείδθτα
αλαηονικι διαφορετικότθτα χαρακτιριηε τθ ςυμπεριφορά μου ςε όλο το δθμοτικό.
Βζβαια, δεν είχα ςτενοφσ φίλουσ. Υπιρχε μια ομάδα από ςυνομιλικα κορίτςια και
αγόρια που ζκαναν ποδιλατο ςτο δρόμο πίςω από το ςπίτι μασ. Πμωσ, ποτζ δεν πιγα
ςτο ςπίτι τουσ, οφτε ιρκαν εκείνα ςτο δικό μου» (Rogers 1980, 38).
Θ ζγνοια του για κατανόθςθ του εαυτοφ και των άλλων ςυνδζουν τθ ηωι με
τθν εργαςία του· πίςω από τθ κεωρία του κρφβεται θ μοναξιά των παιδικϊν του
χρόνων και θ ανάγκθ του για επικοινωνία (Groddeck, 2003, 11). «Γνϊριηα ότι οι γονείσ
μου με αγαποφςαν, αλλά ποτζ δεν κα μποροφςε να μου ςυμβεί να μοιραςτϊ μαηί
τουσ κάποιεσ από τισ προςωπικζσ, ιδιωτικζσ ςτιγμζσ ι ςυναιςκιματα, επειδι γνϊριηα
πωσ αυτά κα κρίνονταν» (Rogers ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 15).
Ο Thorne (1992, 7) ςυνδζει τθν ετερο-αξιολόγθςθ και τθν κριτικι που του
αςκικθκε από τον ζμμεςο ιδεολογικό δεςποτιςμό του οικογενειακοφ του
περιβάλλοντοσ με τθν άρνθςι του να μετουςιωκεί ςε guru figure ςτο πλαίςιο τθσ
επαγγελματικισ του δράςθσ. Ο ίδιοσ ςτθν αυτοβιογραφία του αν και χαρακτθρίηει
τουσ γονείσ του ςτοργικοφσ, αναφζρει πωσ αςκοφςαν επιδζξιο ςυναιςκθματικό και
παιδαγωγικό ζλεγχο πάνω ςτα παιδιά τουσ. Σε άλλο πάλι ςθμείο περιγράφει το ςπίτι
του ωσ «ςτενά φονταμενταλιςτικό και κρθςκευτικό» ςτο οποίο εςωτερίκευςε τισ
αξιακζσ ςτάςεισ των γονιϊν του προσ άλλουσ (Rogers, 1980, 28).
Κατά τθ γνϊμθ του Pervin (1981, 240) «από τθν περιγραφι των πρϊτων
χρόνων τθσ ηωισ του, ςυνάγονται δφο ςθμαντικζσ τάςεισ, οι οποίεσ
αντικατοπτρίηονται ςτο μετζπειτα ζργο του. Θ πρϊτθ, αφορά ςτισ κρθςκευτικζσ και
θκικζσ αξίεσ του. Θ δεφτερθ, ςτθν εκτίμθςθ που τρζφει απζναντι ςτθν επιςτθμονικι
μζκοδο, ιδιαίτερα, ςτο πλαίςιο τθσ πρακτικισ εργαςίασ. Θ τελευταία του
εμφυτεφκθκε, πικανϊσ, από τθν προςπάκεια του πατζρα του να εφαρμόςει
επιςτθμονικζσ μεκόδουσ ςτθν αγροτικι του μονάδα, αλλά και από τα εξειδικευμζνα
εγχειρίδια περί γεωργίασ, που διάβαςε και ο ίδιοσ». Ο Rogers (1961, 25-26)
αυτοβιογραφοφμενοσ, αναφζρει: «Στθ φάρμα ανζπτυξα δφο ενδιαφζροντα, που
πικανότατα είχαν κάποιον αντίκτυπο ςτθ μετζπειτα δουλειά μου. Με γοιτευαν τα
λεπιδόπτερα… και με επιμζλεια, ανάκρεψα νυχτοπεταλοφδεσ… Αςχολοφμενοσ με τθν
εκτροφι των ηϊων ζγινα ςτθν ουςία ζνασ μακθτισ τθσ επιςτθμονικισ γεωργίασ, αν

24
και μόνο πρόςφατα ςυνειδθτοποίθςα πωσ ζτςι ανζπτυξα το βαςικό μου ενδιαφζρον
για τθν επιςτιμθ».
Αφετζρου, οι αυςτθρζσ κρθςκευτικζσ αρχζσ διαπαιδαγϊγθςισ του φαίνεται να
ςυμβάλλουν αποφαςιςτικά, ςτθ μετζπειτα πορεία του. Σε μία πρϊτθ φάςθ γεννοφν
τθν επικυμία να γίνει πάςτορασ, και τον οδθγοφν ςτθ Κεολογικι Σχολι. Σε μία
επόμενθ, όμωσ – φςτερα από εξάμθνο ταξίδι ςτο Ρεκίνο8 για τθν παρακολοφκθςθ,
ςχετικοφ με τισ ςπουδζσ του, ςεμιναρίου – καταλιγει ςτο ςυμπζραςμα ότι τα
κρθςκευτικά δόγματα αποτελοφν ζνα εμπόδιο ςτθν ελευκερία τθσ ςκζψθσ. Ζτςι,
αποφαςίηει να αναηθτιςει ζναν τομζα, ςτον οποίο θ διανοθτικι ελευκερία δεν κα
περιορίηεται, κάτι που τον φζρνει ςε ριξθ με τισ χριςτιανικζσ αρχζσ.
Δφο ιςαν οι παράγοντεσ που τον επθρζαςαν ς’ αυτιν τθν αναηιτθςθ. Το
αυτόνομα οργανωμζνο και αυτοδιοικοφμενο ςεμινάριο φοιτθτϊν, χωρίσ υπεφκυνο
από τθ ςχολι και το μάκθμα Δουλεφοντασ με τουσ Νζουσ Ανκρϊπουσ του Goodwin
Watson. «Ωσ αποτζλεςμα αυτϊν των εμπειριϊν, πζραςα απζναντι (κυριολεκτικά) και
πιγα ςτο Κολζγιο Εκπαιδευτϊν τθσ Κολοφμπια, όπου ο Watson ζγινε επόπτθσ τθσ
διατριβισ μου κι εγϊ άρχιςα να αςχολοφμαι με τθν κλινικι ψυχολογία. Επίςθσ, ιρκα
ςε επαφι με τον τρόπο ςκζψθσ του John Dewey και του William Heard Kilpatrick»
(Rogers, 1980, 41).
Αν και, ςφμφωνα με τον Schmid (1989, 79) εγκατζλειψε το κρθςκευτικό του
δόγμα, χαρακτθρίηοντασ τθν προτεςταντικι παράδοςθ μζςα ςτθν οποία μεγάλωςε ωσ
ζνα αξίωμα περί τθσ κεμελιϊδουσ διαφκοράσ τθσ ανκρϊπινθσ φφςθσ, ωςτόςο,
αναφζρεται από τον Thorne (1992, 103), πωσ κα μποροφςε να ανιχνεφςει κανείσ ςτο
ζργο του ςτοιχεία μιασ κρθςκευτικισ παράδοςθσ που παραπζμπει ςτθν Ραλαιά
Διακικθ, όπωσ και ομοιότθτεσ των ομάδων ςυνάντθςθσ με κάποιεσ χριςτιανικισ
φφςθσ εμπειρίεσ. Θ ςυγκεκριμζνθ οπτικι εξθγεί, ςφμφωνα με τον ερευνθτι, τον λόγο
που «μερικά από τα μζλθ (των ομάδων) οδθγοφνται προσ μια κρθςκευτικι κεϊρθςθ
τθσ πραγματικότθτασ».

8
Θ Sheerer, κακθγιτρια ςτο Ρανεπιςτιμιο του Chicago και ςτενι ςυνεργάτιδα του Rogers, ςε
ςυνζντευξι τθσ το 1990, αναφερόμενθ ςτθ ςχζςθ του με τον χριςτιανιςμό είπε: «Μάκαμε από νωρίσ να
μθ μιλάμε μαηί του για τθ κρθςκεία. Αυτό ιταν ζνα κζμα ταμποφ, γιατί ιταν ενοχλθτικό για τον ίδιο…
Κάτι πρζπει να είχε ςυμβεί ςτο ταξίδι του ςτθν Κίνα, κάτι για το οποίο ποτζ δεν μίλθςε ι δεν ζγραψε…
Στα χρόνια που ανζπτυξε τθ κεωρία του απζρριπτε κάκε επίςθμθ κρθςκεία. Αλλά φυςικά το ζργο του
ζχει επθρεαςτεί πολφ βακιά από το παρελκόν του ςτο χριςτιανιςμό. Δεν πιςτεφω ότι κα είχε εξελιχκεί
χωρίσ αυτό το παρελκόν» (ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 184-185).
25
Οι Κοςμόπουλοσ και Μουλαδοφδθσ (2009, 184) υποςτθρίηουν πωσ αν και
υπιρξε ςτο ςφνολο τθσ ηωισ του αγνωςτικιςτισ9 «τα τελευταία χρόνια θ ανοιχτοςφνθ
του μζςα από τισ εμπειρίεσ των ομάδων ςυνάντθςθσ τον οδιγθςε να αναγνωρίςει τθν
φπαρξθ μιασ ανϊτερθσ διάςταςθσ ςτθν οποία απζδιδε επίκετα όπωσ υπερβατικι 10,
πνευματικι, κρθςκευτικι». Ζλεγε πωσ «οι άνκρωποι ζχουν εν δυνάμει διακζςιμο ζνα
τεράςτιο εφροσ διαιςκθτικϊν δυνάμεων. Είμαςτε, πράγματι, πιο ςοφοί από τθ νόθςι
μασ» (Rogers, 1980, 77). Αναφερόμενοσ ςε αςκενείσ με καρκίνο, ςτο τελευταίο
ςτάδιο, γράφει: «όταν παρακολουκοφν εντατικό πρόγραμμα εκπαίδευςθσ ςτο
διαλογιςμό και ςτθ φανταςία εςτιαςμζνο ςτθν καταπολζμθςθ τθσ κακοικειασ,
βιϊνουν εκπλθκτικι βελτίωςθ τθσ αςκζνειασ» (ο.π.).
Θ φαινομενολογικι του προςζγγιςθ, ςφμφωνα με τουσ Pervin & John (2001,
242) «αντίκετα με τθν ζμφαςθ που δίνει θ ψυχανάλυςθ ςτισ ενορμιςεισ, ςτα
ζνςτικτα, ςτο αςυνείδθτο, ςτθ μείωςθ τθσ ζνταςθσ και ςτθ διαμόρφωςθ του
χαρακτιρα κατά τα πρϊτα χρόνια», εςτιάηει «ςτθν αντίλθψθ, ςτα ςυναιςκιματα,
ςτθν υποκειμενικι αυτοαναφορά, ςτθν αυτοπραγμάτωςθ και ςτθ διεργαςία τθσ
αλλαγισ». Για τον Μζρυ (2002, 273), «θ ουςία τθσ ηωισ και του ζργου του ιταν θ
κεωρθτικι πίςτθ ςτθν αξία τθσ αποτελεςματικισ επικοινωνίασ και μια διαρκισ
αναηιτθςθ μζςων για να γίνει πράξθ αυτι θ πίςτθ, πρϊτα με μεμονωμζνα άτομα, ςτθ
ςυνζχεια με ομάδεσ και τελικά με ολόκλθρεσ κοινότθτεσ».
Γι’ αυτιν τθν πίςτθ του και το ζργο του, εν ςυνόλω, τιμικθκε ανά τον κόςμο,
βραβεφτθκε το 1956, το 1972 και, λίγο πριν το κάνατό του, προτάκθκε ωσ υποψιφιοσ
για το Νόμπελ Ειρινθσ.

9
Ωσ αγνωςτικιςμόσ αναφζρεται ο «αυτοπεριοριςμόσ ςτα εγκόςμια προβλιματα τθσ ηωισ», ςφμφωνα
με τον Ραπανοφτςο. Ωσ φιλοςοφικι κεωρία αρνείται τθ δυνατότθτα τθσ γνϊςθσ ςχετικά με τθν φπαρξθ
ι τθ φφςθ οποιαςδιποτε ζςχατθσ πραγματικότθτασ και ιδίωσ του Κεοφ (Ρφλθ για τθν Ελλθνικι
Γλϊςςα, http://www.greek-language.gr/).
10
Θ υπερβατικι ςυνείδθςθ για το Μαχαρίςι «είναι ζνα πεδίο όλων των δυνατοτιτων όπου όλο το
δθμιουργικό δυναμικό υπάρχει μαηί, απείρωσ ςυςχετιηόμενο αλλά ανεκδιλωτο ακόμθ. Είναι θ
κατάςταςθ τθσ τζλειασ τάξθσ, θ μιτρα από τθν οποία όλοι οι νόμοι τθσ φφςθσ αναδφονται, θ πθγι τθσ
δθμιουργικισ διάνοιασ» (ςτο Αςθμάκθσ, 1991, 88).
26
1.2 Σα ςτάδια εξζλιξθσ τθσ ροτηεριανισ κεωρίασ

Ο Rogers (1980, 75) μιλϊντασ για τον Maslow – τθν περίοδο λίγο πριν το
κάνατό του – γράφει: «Βίωνε μεγάλθ εςωτερικι πίεςθ, γιατί ζνιωκε ότι είχε τόςα
πολλά που ζπρεπε να πει και τα οποία δεν είχαν ειπωκεί ακόμθ. Αυτι θ ανάγκθ να τα
καταγράψει όλα τον οδιγθςε ςτο να γράφει μζχρι το τζλοσ. Θ δικι μου άποψθ είναι
αρκετά διαφορετικι. Ο Bergman φίλοσ μου ψυχαναλυτισ ζγραψε ότι κανζνα
πρόςωπο δεν ζχει περιςςότερεσ από μία καταλυτικά δθμιουργικζσ ιδζεσ ςτθ ηωι του.
Πλα τα ςυγγράμματα του προςϊπου αυτοφ είναι απλϊσ, περεταίρω ανάπτυξθ
εκείνου του ενόσ κζματοσ. Συμφωνϊ. Νομίηω ότι αυτό περιγράφει αυτό που ζχω
παράγει».
Πντωσ, ςτθ κεωρία του απαντάται ζνασ ενιαίοσ κορμόσ ο οποίοσ
μεταλλάςςεται ςτο πζραςμα του χρόνου και ςτο επίπεδο ορολογίασ, αρχικά
αυτοπροςδιορίηεται ωσ κεωρία «Μθ-κατευκυντικι» ςτθ ςυνζχεια «Ρελατοκεντρικι»
και τζλοσ «Ρροςωποκεντρικι». Ο κεραπευτισ, γίνεται πρϊτα ςφμβουλοσ και μετά
διευκολυντισ. Ο κεραπευόμενοσ, πελάτθσ και, ακολοφκωσ, πρόςωπο. Ενϊ θ μθ
κατευκυντικι κεραπεία κακίςταται πελατοκεντρικι ςυμβουλευτικι και, τζλοσ,
προςωποκεντρικι προςζγγιςθ.
Ο Coulson1 (1994) χαρακτθρίηει τθν προςωποκεντρικι, Rogerian-Maslovian. Γι’
αυτόν πιρε το όνομά τθσ από τουσ δφο επικρατζςτερουσ ειςθγθτζσ τθσ. «Τουσ
ανκρϊπουσ οι οποίοι μαηί με τουσ James Bugental και Rollo May (μα και άλλουσ
λιγότερο γνωςτοφσ) είχαν ςυςτιςει τθν Αμερικανικι Ζνωςθ Ανκρωπιςτικισ
Ψυχολογίασ».
Τθν ζννοια του προςϊπου για τον άνκρωπο, ειςάγει ςτθ κεωρία του τθν
περίοδο του’40, όντασ κακθγθτισ ςτο Ρανεπιςτιμιο του Ohio. Στο Counseling and
Psychotherapy – που εκδίδει ςε αυτι τθ φάςθ, τθν αποκαλοφμενθ μθ κατευκυντικι –
μιλά για το πρόςωπο ωσ ολότθτα. Το κεωρεί ανεξάρτθτο, αυτόνομο και εςτιάηει ςτα
ςυναιςκιματά του. Θ ζννοια του growth εμφανίηεται ωσ κυρίαρχθ και «αναφζρεται
ςτο ςφνολο των ανκρωπίνων λειτουργιϊν, ψυχολογικϊν και οργανικϊν, ςτισ ςχζςεισ
με τον εαυτό, όπωσ και με το περιβάλλον» (Μπακιρτηισ, 1996, 103). Το πρόςωπο
«κατζχει μια ικανότθτα για ανάπτυξθ (growth, to grow), για αυτογνωςία, για
αυτοοδιγθςθ, για αυτοαποδοχι» (ο.π., 99). Εξοφ και δφναται να επιλζξει τουσ δικοφσ

1
Στο: http://www.ewtn.com/library/ACADEMIC/FULLHEAR.htm.
του ςτόχουσ για τθν επίλυςθ των προβλθμάτων του. Είναι δικαίωμά του, όπωσ και το
«να είναι ανεξάρτθτο, διατθρϊντασ τθν ψυχολογικι του ακεραιότθτα» (Rogers ςτο
Μαλικιϊςθ-Λοΐηου, 2001, 36).
Ιδθ το 1936, είχε προςκαλζςει ςτθ Νζα Υόρκθ τον Otto Rank για να δϊςει μία
ςειρά διαλζξεων πάνω ςτα μετα-φροχδικά μοντζλα τθσ βιωματικισ και ςχεςιακισ
κεραπείασ - ςυνικιηε να λζει, μάλιςτα, πωσ είχε μολυνκεί με τισ ράνκειεσ ιδζεσ. Ο
Kramer (1995, 87) χαρακτθρίηει τθ ςυγκεκριμζνθ ςυνάντθςθ ςυναρπαςτικι κι
επικαλοφμενοσ ςχόλια του O’Hara αναφζρει πωσ το πνεφμα του Otto Rank ιταν
ηωντανό μεσ ςτο μυαλό, τθν καρδιά και τθν ψυχι του Carl Rogers (ο.π., 79). Σφμφωνα
με τον Kramer (ο.π, 88) ο τελευταίοσ αμζςωσ μετά τθ ςυνάντθςθ άρχιςε να
διαμορφϊνει τισ βαςικζσ ςυνκικεσ για τθν πνευματικι αναγζννθςθ του ατόμου:
γνθςιότθτα, άνευ όρων αποδοχι και ενςυναιςκθτικι κατανόθςθ. Είναι κοινά
αποδεκτό πωσ ο Rank, επζδραςε ςθμαντικά ςτθ διαμόρφωςθ, λίγο αργότερα, τθσ
πελατοκεντρικισ του κεωρίασ και ςτον προςανατολιςμό του ςτθ ςυμβουλευτικι.
Τθν τελευταία χαρακτθρίηει ωσ μία ςχζςθ οργανωμζνθ και επιτρεπτικι, διότι
όπωσ λζει ο ίδιοσ επιτρζπει ςτον πελάτθ να αναπτφξει το βακμό αυτογνωςίασ του για
να μπορζςει να κατευκυνκεί εκεί που του υποδεικνφει ο νζοσ προςανατολιςμόσ του.
«Συνίςταται ςε ςειρά άμεςων επαφϊν με το άτομο που αποςκοποφν ςτο να του
προςφζρουν βοικεια, ϊςτε να αλλάξει τισ ςτάςεισ και τθ ςυμπεριφορά του»
(Μαλικιϊςθ-Λοΐηου, ο.π.).
Το 1951 είναι θ χρονιά ζκδοςθσ του Client-Centered Therapy, γεγονόσ που
κακιερϊνει τθ κεωρία του ωσ πελατοκεντρικι, ενϊ τζςςερα χρόνια αργότερα αρχίηει
θ ςυηιτθςι του με τον Skinner και θ μακροςκελισ κι ζντονθ αντιπαράκεςι τουσ για
τον ζλεγχο τθσ ανκρϊπινθσ ςυμπεριφοράσ. Τθν περίοδο αυτι ζρχεται ςε επαφι με το
πνεφμα του υπαρξιςμοφ, φςτερα από επιςθμάνςεισ φοιτθτϊν του για φπαρξθ
ομοιοτιτων ςτισ δφο προςεγγίςεισ. Θ υπαρξιακι φιλοςοφία μπαίνει ςτθ ηωι του
αρχικά με τον Kierkegaard, ακολοφκωσ με τον Buber και ςποραδικά με τον Sartre. Θ
ανκρϊπινθ φπαρξθ «καταδικάςτθκε να είναι ελεφκερθ», λζει ο τελευταίοσ2,
εναποκζτοντασ τα πάντα ςτθν ευκφνθ και ςτθν ελευκερία τθσ – ςτοιχεία που ο
άνκρωποσ αδυνατεί να αρνθκεί είτε να ανακόψει· ιςχυρίηεται, δε, πωσ ο δικόσ του

2
«Με τον όρο εξιςτανςιαλιςμόσ (υπαρξιςμόσ) εννοοφμε μια κεωρία που κάνει τθ ηωι μπορετι, και που
διακθρφςςει πϊσ κάκε αλικεια και κάκε δράςθ υπονοεί ζνα μζςον και μια υποκειμενικότθτα
ανκρϊπινθ» γράφει ο Σαρτρ (ςτο: Ο Υπαρξιςμόσ ζνασ άλλοσ ανκρωπιςμόσ, ς.14). «Θ φπαρξθ»
αναφζρει, «προθγείται τθσ ουςίασ ι καλφτερα, όλα ξεκινάνε από τθν υποκειμενικότθτα» (ο.π., 17).
28
υπαρξιςμόσ είναι γνιςιοσ ανκρωπιςμόσ. Ο Rogers μελετά, κυρίωσ, το ζργο των Buber
και Kierkergaard3 και δζχεται επιρροζσ ςτθ διαμόρφωςθ τθσ κεωρίασ του. Για τθν
απουςία αναφοράσ του ςτουσ Heidegger και Jaspers, ο Stumm (2008, 9) εικάηει ωσ
αιτία πικανι, τθν ανυπαρξία ςχετικϊν μεταφράςεων κατά τθν περίοδο που ο Rogers
μελετοφςε το κζμα.
Στθ δεφτερθ αυτι φάςθ τθσ επαγγελματικισ του πορείασ διδάςκει ςτο
Ρανεπιςτιμιο του Σικάγου, αναφζρεται πλθρζςτερα ςτθ κεωρία τθσ προςωπικότθτασ,
πραγματοποιϊντασ ακριβζςτερεσ περιγραφζσ των χαρακτθριςτικϊν του προςϊπου,
τθσ ςχζςθσ, τθσ μάκθςθσ (κεραπευτικισ και παιδαγωγικισ) και ορίηοντασ τισ ζννοιεσ
ενςυναίςκθςθ, γνθςιότθτα και άνευ όρων αποδοχι. Σφμφωνα με τθ Hall4, άρχιςε να
χρθςιμοποιεί τθν ζκφραςθ πελάτθσ γιατί δεν αντιλαμβάνεται ωσ άρρωςτο το άτομο
που προςτρζχει ςε αυτόν· χρειάηεται, μεν, βοικεια όχι, όμωσ, τθν κλαςςικι που
παρζχει θ ιατρικι. Θ ςφγχρονθ ψυχολογία, υποςτθρίηει θ Hall, εφαρμόηει παγκοςμίωσ
τθν ςυγκεκριμζνθ πρακτικι, αντιμετωπίηοντασ το άτομο ωσ πελάτθ κι όχι ωσ αςκενι
που εναποκζτει τον εαυτό του, ολοκλθρωτικά, ςτα χζρια κάποιου εξειδικευμζνου
ειδικοφ.
Το Ρανεπιςτιμιο του Wisconsin ςθματοδοτεί το πζραςμα ςτθν τρίτθ φάςθ τθσ
ςταδιοδρομίασ του, τθν προςωποκεντρικι. Κατά τθν άποψθ τθσ Hall, ςυνιςτά
επζκταςθ τθσ πελατοκεντρικισ του κεωρίασ και ςτο πλαίςιό τθσ, οριοκετεί με τρόπο
ευκρινι και οριςτικό τθν ζννοια τθσ βοικειασ. «Ο πελάτθσ είναι ενιμεροσ πωσ ο
ςφμβουλοσ δεν ζχει όλεσ τισ απαντιςεισ και ότι ο ίδιοσ βοθκοφμενοσ από τον
τελευταίο, κα βρει μόνοσ λφςεισ για τα προβλιματά του». Αφετζρου, προςκζτει,
«κάκε άνκρωποσ ζχει μζςα του τθν ζμφυτθ τάςθ να ςυνεχίςει να μεγαλϊνει και να
αναπτφςςεται» ενϊ αυτι «θ εξζλιξθ μπορεί να επιτευχκεί, μόνο, μζςα από ό,τι ο
Rogers αναφζρει ωσ άνευ όρων αποδοχι» (Hall, ο.π.). «Θ αυτοπραγμάτωςθ είναι θ
επίτευξθ τθσ προςωπικισ αρμονίασ και γαλινθσ»5 (Οικονόμου, 2011). Ρρόκειται για
εγγενι τάςθ του οργανιςμοφ, ο οποίοσ προκειμζνου να τθν πετφχει, ενεργοποιεί το
ςφνολο των ικανοτιτων του.

3
«Κατά τον Kierkegaard θ φπαρξθ αποτελεί το φψιςτο ενδιαφζρον του υπάρχοντοσ ατόμου, και
ςυγκροτείται από αντιφατικά διαλεκτικά ςτοιχεία, το χρονικό και το αιϊνιο. Το ενδιαφζρον του ατόμου
για τθν φπαρξι του ςυνκζτει τθν πραγματικότθτα» (Κογκοφλθσ, 1984, 57).
4
Στο: http://www.muskingum.edu/~psych/psycweb/history/rogers.htm.
5
Στο: http://oiko.wordpress.com/2011/05/02/carl-rogers-1902-1987/.
29
Κατά τθ διάρκεια τθσ προςωποκεντρικισ του διαδρομισ θ οποία διαρκεί ωσ το
τζλοσ τθσ ηωισ του, είναι πολυγραφότατοσ, δρα και ςυηθτά τισ ιδζεσ του ανά τον
κόςμο και το εκπαιδευτικό του ζργο περιλαμβάνει μφθςθ φοιτθτϊν ψυχολογίασ και
ιατρικισ ςτθ μζκοδο που ειςθγείται. Διοργανϊνει ςεμινάρια εμψυχωτϊν,
πραγματοποιεί προγράμματα εφαρμογισ των κεωριςεϊν του και πλικοσ
πειραματικζσ ζρευνεσ για τον ζλεγχο αυτϊν.
Οι ομάδεσ ςυνάντθςθσ αποτελοφν μία ιδζα που πρωτοεμφανίςτθκε ςτθν
περίοδο του Σικάγο. Είχε μετακομίςει ςτθν πόλθ το 1945 και φςτερα από πρόςκλθςθ
του εκεί Ρανεπιςτθμίου, προκειμζνου να οργανϊςει το Κζντρο Συμβουλευτικισ του.
Τότε του ηθτικθκε από τθν Ζνωςθ Ραλαιϊν Ρολεμιςτϊν να διοργανϊςει ςεμινάρια
για ςτρατιϊτεσ που είχαν επιςτρζψει από τον Β’ Ραγκόςμιο Ρόλεμο και εμφάνιηαν
πρόβλθμα κοινωνικισ επανζνταξθσ. Το πρόβλθμα ιταν εκτενζσ και προκειμζνου να το
αντιμετωπίςει προζβθ ςτθ διοργάνωςθ ταχφρρυκμων ςεμιναρίων εμψυχωτϊν
(Μπακιρτηισ, 2003, 120-121).
Οι ομάδεσ ςυνάντθςθσ και οι κατά πολφ ευρφτερεσ που ορίηει ωσ ciclos
εξελίςςονται ςταδιακά ςε μία νζα μεκοδολογικι προςζγγιςθ τθσ εκπαίδευςθσ. «Ππωσ
όλοι οι ψυχολόγοι τθσ τρίτθσ δφναμθσ, ο Rogers ενδιαφερόταν, κυρίωσ, για τισ
τεχνικζσ εργαςίασ με ομάδεσ, για τθ μθ κατευκυνόμενθ κεραπεία μζςω του
παιχνιδιοφ και για τισ κεραπείεσ ηωισ ςε ομάδεσ. Εφάρμοηε αυτζσ τισ τεχνικζσ ςε
διάφορεσ κατθγορίεσ ανκρϊπων, όπωσ ςτουσ βετεράνουσ του Δευτζρου Ραγκοςμίου
πολζμου (1939-1945) ςε παιδιά με ςωματικζσ αναπθρίεσ, ςε παιδιά που παρουςίαηαν
μακθςιακά προβλιματα, ςε άτομα που είχαν ςυναιςκθματικζσ διαταραχζσ, ακόμα και
ςε αυτοφσ που αντιμετϊπιηαν προβλιματα αλλεργίασ» (Bertrand & Valois, 2000, 315).
Το ςυγκεκριμζνο πεδίο παρεμβάςεων, παρατθροφν οι Bertrand & Valois, ιταν τόςο
ευρφ που οδιγθςε με απόλυτθ φυςικότθτα ςτθ μεταφορά τθσ μθ κατευκυνόμενθσ
μεκόδου ςτθν εκπαίδευςθ.
Θ επιςτθμονικι του διαδρομι κα μποροφςε να χαρακτθριςτεί ςχιμα
πρωκφςτερο. Αρχικά υπάρχει με γνθςιότθτα ςτο βίωμα και ςτθ ςυνζχεια, ζρχεται να
κεωριςει τουσ καρποφσ των εμπειριϊν του. Κι επειδι, όπωσ κα ‘λεγε κι ο ΢άμφοσ
(1996, 6) «μόνο εν ςχιματι οι ιδζεσ γίνονται πεποίκθςθ κοινι κι από ςφςτθμα
ατομικισ ςκζψεωσ μεταβάλλονται ςε όραμα πίςτεωσ και ταυτότθτα τθσ ομάδοσ», ο
Rogers προβαίνοντασ ςτον εντοπιςμό γόνιμων δράςεων και καλϊν πρακτικϊν,

30
αναηθτά τθ κεϊρθςι τουσ. Συμβολοποιεί, εννοιοποιεί, διαπιςτϊνει ευνοϊκζσ
ςυνκικεσ, τισ αναγάγει ςε αρχζσ που υπθρετοφνται από ςτάςεισ και διαμορφϊνει τθ
κεωρία του. Αυτιν κζτει ςε δοκιμαςία ςτθν πράξθ, τα αποτελζςματα τθσ οποίασ
διερευνά κι ο κφκλοσ ξαναρχίηει.
Ο άνκρωποσ υποςτθρίηει ο Καςτοριάδθσ «δθμιουργεί τθν ουςία του, και θ
ουςία αυτι είναι δθμιουργία και αυτοδθμιουργία» (ςτο Μπακιρτηισ, 2003, 17). Θ
κεωρία του Rogers υπακοφει ςε ζνα ςχιμα ανάλογο. Ωσ άλλοσ ςπόροσ
χριςτιανοπουλικόσ6, κυοφορϊντασ πάντα τθν εγγενι τάςθ αυτοπραγμάτωςισ τθσ,
δθμιουργοφμενθ, δθμιουργεί. Οι Pervin & John (2001, 300) υποςτθρίηουν πωσ «το
ςφςτθμά του αναπτφχκθκε μζςα από μια ςυνεχι αλλθλεπίδραςθ ανάμεςα ςτισ
γενικζσ παρατθριςεισ, τισ κεωρθτικζσ διατυπϊςεισ και τισ ςυςτθματικζσ ερευνθτικζσ
προςπάκειεσ». Εξελίχκθκε εκ τθσ κεραπευτικισ εμπειρίασ και τανάπαλιν· θ ίδια,
διαμόρφωςε τθ κεραπευτικι διαδικαςία. Άλλωςτε, ςφμφωνα με τον Οικονόμου 7, «θ
κεραπεία είναι μια κυκλικι διαδικαςία και ο κεραπευτισ είναι μζροσ αυτισ. Τόςο,
όςο και ο αςκενισ». Το εν λόγω ςχιμα υπακοφει ςτο μοτίβο που περιγράφει ο
Burman: «Υποςτθρίηουμε πωσ οι επαγγελματικζσ μασ κεωρίεσ ωσ ψυχολόγοι είναι
πρακτικζσ, κακϊσ επίςθσ, πωσ με τισ πρακτικζσ τθσ κεωρίασ μασ, μποροφμε να
αλλάξουν τθν επαγγελματικι πρακτικι (ςτο Μπίμπου, 2002, 41).
Θ ορολογία τθσ κεωρίασ παρουςιάηει ιδιαίτερο ενδιαφζρον. Μαρτυρά ζνα
ταξίδι διττό. Είναι μια αναηιτθςθ ςτο πεδίο τθσ κεϊρθςθσ των όρων αλλά και τθσ
νοθματοδότθςθσ των ςθμαινομζνων τουσ. Θ διαδρομι τθσ ξεκινά με ζναν ψυχίατρο ο
οποίοσ, ςυναρτιςει των ακαδθμαϊκϊν του κλθροδοτθμάτων, αναμζνεται να
ανταποκρικεί ςτο ρόλο του κλαςικοφ κεραπευτι, κάνοντασ τθ κεραπεία προςωπικι
του υπόκεςθ κι αντιμετωπίηοντασ το κεραπευόμενο ωσ αςκενι.
Ο Rogers, όμωσ, αποςταςιοποιείται από τθν πεπατθμζνθ τθσ επιςτιμθσ του
και αρχίηει να ξεδιπλϊνει ζναν ξεχωριςτό τρόπο αντίλθψισ τθσ. «Σποφδαςα τρία
χρόνια ςτο πανεπιςτιμιο και απζκτθςα ειδίκευςθ ςτθν κλινικι ψυχολογία. Ζμακα με

6
Ασ μου επιτραπεί θ οπτικι μιασ ποιθτικισ κζαςθσ του growth, που κα μποροφςε να ερμθνευτεί ωσ
εννοιολογικό αντάμωμα των Rogers - Χριςτιανόπουλου. Ραρακζτω δίςτιχο του τελευταίου: «Και τι δεν
κάνατε για να με κάψετε /αλλά ξεχάςατε πωσ είμαι ςπόροσ». Το ροτηεριανό «άτομο, δεν αντιδρά
πακθτικά ςτο περιβάλλον αλλά προχωράει, με γνϊμονα, ςκοπό και κινθτιρια δφναμθ τθν τάςθ του να
πραγματωκεί, να διατθριςει και να επεκτείνει τθν εμπειρία του. Θ τάςθ αυτι είναι ζμφυτθ και αν και
δφναται να καταπιεςτεί, δεν δφναται να καταςτραφεί χωρίσ τθν καταςτροφι του οργανιςμοφ» (Rogers
ςτο Δοϊρανλισ, ςτο: http://e-psychology.gr/psychotherapy/125----carl-rogers).
7
Βλ. Οικονόμου ςτο http://oiko.wordpress.com/2011/05/02/carl-rogers-1902-1987/.
31
ποιον τρόπο γίνονται οι αλάνκαςτεσ διαγνϊςεισ. Ζμακα τισ διάφορεσ τεχνικζσ
αλλαγισ απόψεων και ςυμπεριφοράσ. Κάτω από τθν ετικζτα τθσ ερμθνευτικισ και τθσ
κακοδιγθςθσ με ειςιγαγαν ςτισ λεπτεπίλεπτεσ μεκόδουσ τθσ χειραγϊγθςθσ. Μετά
άρχιςα να διαβάηω πράγματα, που πζταξαν ςτα ςκουπίδια όλα όςα είχα μάκει»
(Grabisch, 2002, 65).
Ρρϊτθ του ανατροπι ςυνιςτά θ άρνθςθ τθσ κακοδιγθςθσ· ςτθ κζςθ τθσ
προτείνει τθ μθ κατευκυντικότθτα. Ρολφ ςφντομα ο κεραπευτισ μεταςχθματίηεται ςε
ςφμβουλο και ο αςκενισ ςε πελάτθ. Ο τελευταίοσ, ςτθν προςπάκειά του να
αντιμετωπίςει υπάρχοντα προβλιματα, προςτρζχει ςτο ςφμβουλο αναηθτϊντασ
βοικεια ςτθ διαχείριςι τουσ. Θ ςχζςθ των δφο περνά ςε άλλθ φάςθ, επιτρζποντασ
ςτον πελάτθ, αποποιοφμενοσ τθν ετικζτα του αρρϊςτου, να αντιμετωπίςει τθ
δυςκολία του, ωσ μία κατάςταςθ που οφείλει να διαχειριςτεί προςωπικά, ζχοντασ τθν
αρωγι του ςυμβοφλου. Ζτςι, θ ψυχοκεραπεία, θ οποία παραπζμπει ςτθν αςκζνεια κι
ωσ τζτοια, ορίηει μία κατάςταςθ πακογζνειασ, εκπίπτει του κρόνου τθσ.
Τϊρα, θ μορφι τθσ κεϊρθςθσ γίνεται ςυμβουλευτικι. Το γεγονόσ, ςε μία
μετα-ανάγνωςθ, επιτρζπει να ιδωκεί θ πακογενισ κατάςταςθ, ωσ κζμα προσ επίλυςθ.
Το επίκεντρο, πλζον, δεν είναι θ κεραπεία που καταξιϊνει το κεραπευτι. Στθ
ςυμβουλευτικι ςχζςθ πριμοδοτείται ο ρόλοσ του πελάτθ ο οποίοσ, ζχοντασ επίγνωςθ
των δυςκολιϊν του, αξιοποιεί κατά το δοκοφν τθ βοικεια του ςυμβοφλου
προκειμζνου να τισ διευκετιςει.
Στθν ςυγκεκριμζνθ περίοδο, φαίνεται πωσ το ςπζρμα του growth δίνει τον
καρπό μιασ ςυλλογιςτικισ που ςτο πλαίςιό τθσ, θ εμπιςτοςφνθ ςτθν ικανότθτα του
πελάτθ φτάνει ςτθν απόλυτθ ωρίμανςι τθσ. Ο τελευταίοσ κινοφμενοσ από τθν εγγενι
τάςθ αυτοπραγμάτωςθσ – όντασ, όχι, ο τα πάντα ορϊν, ςίγουρα όμωσ, ο τα
περιςςότερα γνωρίηων για ό,τι τον αφορά – κρίνεται ωσ ο καταλλθλότεροσ των
ανκρϊπων για το πόςτο του ζχοντοσ το γενικό πρόςταγμα ςτθν αντιμετϊπιςθ των
δυςκολιϊν τθσ ηωισ του.
Θ ςχζςθ περνά από τθ φάςθ τθσ κεραπείασ, ςε εκείνθ τθσ ςυμβουλευτικισ
διαχείριςθσ για να μετουςιωκεί, εν τζλει, ςε ςχζςθ βοικειασ. Θ επίλυςθ των
προβλθμάτων αποτελεί ευκφνθ του ίδιου του προςϊπου που διευκολυνόμενο, κα
εντοπίςει τρόπουσ για τθ δθμιουργία των αναπτυξιακϊν του προδιαγραφϊν.

32
Ζτςι, το κεραπευτικό κακικον παφει να αποτελεί «καταςκευι, ανακαταςκευι,
χειραγϊγθςθ ι διαμόρφωςθ» κα πει ο Yalom (ςτο Rogers, 1980, 12) γίνεται
«διευκόλυνςθ, απομάκρυνςθ των εμποδίων που υπάρχουν, για τθν ανάπτυξθ και
βοικεια να απελευκερωκεί αυτό που, ιδθ, υπάρχει». Για να γίνει αυτό που είναι
(Χόρνευ ςτο ο.π.).
Ο Rogers (1980, 16) με τθ ςειρά του ςχολιάηει: «Θ αλλοτινι ζννοια τθσ
πελατοκεντρικισ κεραπείασ μετατράπθκε ςε προςωποκεντρικι προςζγγιςθ. Με άλλα
λόγια, δεν αναφζρομαι μόνο ςτθν ψυχοκεραπεία, αλλά και ςε μια οπτικι, μια
φιλοςοφία, μια προςζγγιςθ ηωισ, ζναν τρόπο φπαρξθσ, που ταιριάηει ςε οποιαδιποτε
κατάςταςθ ςτθν οποία θ ανάπτυξθ – ενόσ προςϊπου, μιασ ομάδασ ι μιασ κοινότθτασ
– είναι μζροσ του ςτόχου». Αν και είναι «περιςςότερο γνωςτόσ για τθν
πελατοκεντρικι του κεραπεία και τον ρόλο του ςτθν ανάπτυξθ τθσ ςυμβουλευτικισ»
λζει ο Smith8 «παρόλ’ αυτά ζχει πολλά να πει για τθν εκπαίδευςθ και τθ δουλειά ςε
ομάδεσ».

8
Στο: http://www.infed.org/thinkers/et-rogers.htm.
33
ΜΕΦΑΝΑΙΟ ΔΕΤΣΕΡΟ

«Από το γίγνεςθαι του προςώπου


ςτο γίγνεςθαι μιασ κοινωνίασ προςώπων»
2.1 «Σο γίγνεςκαι του προςϊπου»1
«Κακρζφτθ, κακρεφτάκι μου, είμαι λοιπόν εγϊ; Φαίνεται πωσ αυτό το
ερϊτθμα μποροφν να το κζςουν οριςμζνα μόνο είδθ. Στουσ ανκρϊπουσ απαιτείται
κάποια ωρίμανςθ, αλλά θ αυτοαναγνϊριςθ αρχίηει να αναπτφςςεται ςχετικά νωρίσ
και παραμζνει και ςτθν υπόλοιπθ ηωι ζνα ςθμαντικό χαρακτθριςτικό» (Lewis &
Brooks-Gunn ςτο Pervin & John, 2001, 245).
Στθν προςωποκεντρικι ψυχολογία θ κεωρία τθσ προςωπικότθτασ, ςφμφωνα
με τον Μζρυ (2002, 55) «είναι γνωςτι ωσ κεωρία εαυτοφ2-προςωπικότθτασ3».
Μελετά το πϊσ διαμορφϊνεται θ αυτοαντίλθψθ του ατόμου και το πϊσ αυτι
επθρεάηει τθ ςυμπεριφορά του ςτθ ηωι. Ο Krone (1988, 69 )υποςτθρίηει ότι «θ
ανκρωποκεντρικι ψυχολογία, ςτθν οποία εντάςςεται και θ κεραπευτικι ςυηιτθςθ
του Rogers, δεν διακζτει κάποια κεωρία τθσ προςωπικότθτασ, όπωσ π.χ. θ
ψυχανάλυςθ. Στα διάφορα ρεφματά τθσ διαπιςτϊνεται θ φπαρξθ των ακόλουκων
αρχϊν:
α) αντίλθψθ και αναγνϊριςθ των ανκρϊπινων ιδιοτιτων και
β) διερεφνθςθ και προαγωγι με ςκοπό τθν υποςτιριξθ τθσ πλιρουσ
ανάπτυξθσ των ανκρϊπινων ικανοτιτων».
Ο Rogers διαμορφϊνει τθν προςωποκεντρικι του, ωσ κεωρία τθσ ανάπτυξθσ
και τθσ ςυμπεριφοράσ τθσ προςωπικότθτασ, αποφεφγοντασ – ςχολιάηει ο Μπροφηοσ
(2004, 175) – να περιγράψει τθ δομι τθσ. Οι ζννοιεσ προςωπικότθτα και πρόςωπο

1
Ρρόκειται για τον ελλθνικό τίτλο του βιβλίου «On Becoming a Person» του Carl Rogers.
2
Οι Pervin & John εξθγοφν πωσ ζχει δοκεί ζμφαςθ ςτθν ζννοια του εαυτοφ για τρεισ λόγουσ: 1) Θ
ςυνείδθςθ του εαυτοφ μασ αποτελεί μια ςθμαντικι πτυχι τθσ φαινομενολογικισ ι υποκειμενικισ μασ
εμπειρίασ. 2) Ρολυάρικμεσ ζρευνεσ δείχχνουν ότι αυτό που νιϊκουμε για τον εαυτό μασ επθρεάηει τθ
ςυμπεριφορά μασ ςε πολλζσ περιςτάςεισ. 3) Θ ζννοια του εαυτοφ χρθςιμοποιείται για να εκφράςει τθν
οργανωμζνθ, ολοκλθρωμζνθ πλευρά τθσ λειτουργίασ τθσ ανκρϊπινθσ προςωπικότθτασ (2001, 56).
Σφμφωνα με τον Μζρυ (2002, 60) ο Pervin, ςχολιάηοντασ τθν προςωποκεντρικό ςθμαινόμενο του όρου,
γράφει: «Ρρϊτον, ο εαυτόσ δεν είναι ζνα ανκρωπάκι μζςα μασ. Ο εαυτόσ δεν κάνει τίποτα. Το άτομο
δεν ζχει ζναν εαυτό που ελζγχει τθ ςυμπεριφορά. Ο εαυτόσ αντιπροςωπεφει μάλλον ζνα οργανωμζνο
ςφνολο αντιλιψεων. Δεφτερον, θ διάταξθ των εμπειριϊν και αντιλιψεων που ξεχωρίηει ωσ ο εαυτόσ
είναι γενικά προςβάςιμθ ςτθν αντίλθψθ, και άρα μπορεί να γίνει ςυνειδθτι».
3
«Θ προςωπικότθτα είναι εκείνο το κομμάτι του κλάδου τθσ ψυχολογίασ το οποίο αςχολείται
περιςςότερο με τουσ ανκρϊπουσ ωσ ολοκλθρωμζνα άτομα και ςφνκετα όντα» (Pervin & John, 2001,
35). Μία κεωρία τθσ προςωπικότθτασ επιδιϊκει να απαντιςει ςτα ερωτιματα τι, πϊσ και γιατί. «Το τι
αναφζρεται ςτα χαρακτθριςτικά του ατόμου και ςτο πϊσ οργανϊνεται το ζνα ςε ςχζςθ με τα άλλα.
Χαρακτθρίηεται το άτομο από εντιμότθτα, επιμονι, ανάγκθ για επιτεφγματα; Το πϊσ αναφζρεται ςτισ
ςυνιςτϊςεσ που κακορίηουν τθν προςωπικότθτα του ατόμου. Σε ποιο βακμό και με ποιουσ τρόπουσ
αλλθλεπιδροφν οι γενετικζσ και περιβαλλοντικζσ δυνάμεισ για να φζρουν αυτό το αποτζλεςμα; Το γιατί
αναφζρεται ςτα αίτια τθσ ςυμπεριφοράσ του ατόμου. Οι απαντιςεισ αφοροφν τα κίνθτρα του ατόμου –
γιατί ζνα άτομο δραςτθριοποιείται και γιατί προσ μια ςυγκεκριμζνθ κατεφκυνςθ» (ο.π., 37-38).
35
χρθςιμοποιοφνται ωσ υπερκείμενεσ, εμπεριζχουςεσ τον οργανιςμό και τον εαυτό ωσ
δομικά ςτοιχεία τουσ.
Τον «εςϊτερο πυρινα τθσ προςωπικότθτασ του ανκρϊπου αποτελεί ο οργανιςμόσ» ο
οποίοσ «είναι ουςιαςτικά αυτοςυντθροφμενοσ και κοινωνικόσ» ιςχυρίηεται ο Rogers
(Rogers, 1961, 99). Κινείται προσ «τθν εκπλιρωςθ ςτόχων, όπωσ ωρίμανςθ,
μεγαλφτερθ διαφοροποίθςθ των οργάνων και των λειτουργιϊν, μεγαλφτερθ
ανεξαρτθςία και υπευκυνότθτα για τον εαυτό, περιςςότερο αυτοζλεγχο,
αυτορρφκμιςθ και αυτονομία. Αυτι θ επιδίωξθ του οργανιςμοφ ιςχφει τόςο για
αςυνείδθτεσ οργανικζσ λειτουργίεσ, όπωσ θ ρφκμιςθ τθσ κερμοκραςίασ του ςϊματοσ,
όςο και για διανοθτικοφσ ςτόχουσ, όπωσ θ επιλογι ςτόχων ηωισ. Ο οργανιςμόσ
κινείται προσ τθν κατεφκυνςθ τθσ κοινωνικοποίθςθσ» (Rogers ςτο Μπροφηοσ, 2004,
178). Μπορεί να επθρεαςτεί αλλά όχι και να ρυκμιςτεί από εξωτερικοφσ παράγοντεσ.

Σφμφωνα με τον Οικονόμου4, «ο οργανιςμόσ και ο εαυτόσ παίηουν


κακοριςτικό ρόλο ςτθ διαμόρφωςθ τθσ προςωπικότθτασ. Ο οργανιςμόσ είναι ο χϊροσ
όπου περικλείονται οι εμπειρίεσ μασ, θ ολότθτα των οποίων ονομάηεται
φαινομενολογικό πεδίο και είναι το προςωπικό ςφςτθμα αναφορϊν του ατόμου».
Ωσ εαυτόσ ορίηεται «το ςτακερά οργανωμζνο εννοιολογικό ςφνολο 5, που
αποτελείται από τισ αντιλιψεισ του ατόμου τόςο για τα χαρακτθριςτικά του εγϊ ι του
εμζνα, όςο και για τισ ςχζςεισ του εγϊ ι του εμζνα με τουσ άλλουσ και τισ ποικίλεσ
πλευρζσ τθσ ηωισ, κακϊσ και από τισ αξίεσ που ςχετίηονται με αυτζσ τισ αντιλιψεισ.
Αυτι θ μορφι, ενϊ είναι ρζουςα και μεταβαλλόμενθ, ςε δεδομζνθ ςτιγμι ςυνιςτά
μία ολότθτα… Δεν είναι απαραίτθτα ςυνειδθτι· ζχει, όμωσ, πρόςβαςθ ςτθ
ςυνειδθτότθτα. Αποτελεί ζνα διαρκζσ ςθμείο αναφοράσ για το άτομο και ς’ αυτό
προςανατολίηει τθ δράςθ του» (Μπροφηοσ, 2004, 176).
Ο κάκε άνκρωποσ ζχει τθ κεμελιϊδθ εντολι να εξελίξει το δυναμικό του κι
αυτό βιϊνεται ωσ βιολογικι πίεςθ προκειμζνου να ολοκλθρωκεί το γενετικό ςχζδιο

4
(ςτο http://oiko.wordpress.com/2011/05/02/carl-rogers-1902-1987/).
5
«Ζνασ κοινά αποδεκτόσ», κατά τον Βαςματηίδθ, «οριςμόσ τθσ προςωπικότθτασ, κεωρεί ότι αυτι
αποτελεί ζνα ςφςτθμα ςτακερϊν διακζςεων, τάςεων, πεποικιςεων, επικυμιϊν, αξιϊν και ςχθμάτων
προςαρμογισ που χαρακτθρίηουν το ςυγκεκριμζνο άτομο». Ο ίδιοσ διευκρινίηει πωσ «θ πολυπλοκότθτα
τθσ ανκρϊπινθσ ςυμπεριφοράσ μζνει ανεξιγθτθ, χωρίσ τθν παραδοχι ότι θ προςωπικότθτα είναι κάτι
ςφνκετο. Υπάρχουν πολλζσ πθγζσ ςυμπεριφοράσ μζςα ςε ζνα και το αυτό άτομο, και ο τρόποσ, με τον
οποίο ηει και πράττει, δείχνει πϊσ οι πθγζσ αυτζσ ςχετίηονται μεταξφ τουσ» (Βαςματηίδθσ, 2008, 280).
36
δράςθσ. Ζτςι περιγράφει ο Maddi6 τθν τάςθ πραγμάτωςθσ που για τον Rogers ςυνιςτά
μία εγγενι τάςθ7 ανάπτυξθσ του οργανιςμοφ8. Τον ωκεί ςτθν εξζλιξθ μζςω τθσ
εμπειρίασ, τθσ αλλαγισ και, οφςα κινθτιρια κι ζμφυτθ, βελτιϊνει τον οργανιςμό με
απϊτερο ςκοπό τθν αυτοπραγμάτωςι του. Σφμφωνα με τθ Μαλικιϊςθ-Λοΐηου (2001,
47) ςυνιςτά «τθν τάςθ του οργανιςμοφ να εξελιχκεί από μια απλι ςε μια ςφνκετθ
οντότθτα, να μεταβεί από τθν εξάρτθςθ ςτθ ανεξαρτθςία, από τθ ςτακερότθτα και
τθν ακαμψία ςε μια διαδικαςία αλλαγισ και ελεφκερθσ ζκφραςθσ».
Ο Μζρυ (2002, 62) εντοπίηοντασ ςφγχυςθ ςτθ χριςθ των όρων πραγμάτωςθ9
και αυτοπραγμάτωςθ, προβαίνει ςτθν αποςαφινιςι τουσ, υιοκετϊντασ τθ κζςθ του
Ford: «Ππωσ θ τάςθ πραγμάτωςθσ – από τθν οποία προζρχεται – (ομοίωσ) θ τάςθ
αυτοπραγμάτωςθσ ςχετίηεται με τθ διατιρθςθ και τθν ανάπτυξθ· θ ιδιαίτερθ, όμωσ,
λειτουργία τθσ είναι να προαςπίςει και να αναπτφςςει περιςςότερο τθν
αυτοςυγκρότθςθ παρά τον οργανιςμό γενικά». Ο Μπροφηοσ (2004,169) διευκρινίηει
πωσ θ τάςθ αυτοπραγμάτωςθσ αναφζρεται ςτον εαυτό και τθ χαρακτθρίηει «ωσ
υποςφςτθμα ι επιμζρουσ πτυχι τθσ βαςικισ κινθτιριασ δφναμθσ του οργανιςμοφ,
δθλαδι, τθσ τάςθσ πραγμάτωςθσ».
Στο ςυγκεκριμζνο του αγϊνα «ο οργανιςμόσ» γράφει ο Δοϊρανλισ (ο.π.)
«αξιολογεί κάκε νζα εμπειρία για το κατά πόςο ταιριάηει ι όχι ςτον εαυτό». Ζτςι,
ενςωματϊνει το εμπειρικό υλικό το οποίο τελεί εν αρμονία με τα χαρακτθριςτικά

6
Στο Δοϊρανλισ, ςτο: http://e-psychology.gr/psychotherapy/125----carl-rogers.
7
Μςωσ, ςτθν αρχι τθσ αυτοπραγμάτωςθσ, κα μποροφςε να δει κανείσ τθ δυναμικι του αποχτϊντοσ
λόγου. Τόςο ωσ διαδικαςία, όςο και ωσ το αποτζλεςμά τθσ υφίςταται εξαιτίασ τθσ εγγενοφσ τάςθσ του
προςϊπου γι’ αυτιν. Ο Leibniz, ειςθγθτισ τθσ αρχισ του αποχρϊντοσ λόγου, αναφζρει πωσ καμιά
γνϊςθ δεν είναι αλθκισ, αν δεν υπάρχει λόγοσ που να εξθγεί επαρκϊσ τθν αλικειά τθσ (ςτο:
http://mathandliterature.blogspot.com/2009/10/blog-post_16.html). Στο Επίτομο Λεξικό τθσ
Φιλοςοφίασ, ο Ρελεγρίνθσ, τθν επαναδιατυπϊνει ωσ εξισ: «Είναι αδφνατον να βρεκεί ζνα γεγονόσ που
να είναι αλθκζσ ι πραγματικό ι να βρεκεί μια πρόταςθ που να είναι αλθκισ, χωρίσ να υπάρχει λόγοσ
που να δικαιολογεί επαρκϊσ γιατί υφίςταται ζτςι κι όχι διαφορετικά, αν και ςτισ περιςςότερεσ
περιπτϊςεισ αγνοοφμε τουσ λόγουσ αυτοφσ» (ςτο http://mathandliterature.blogspot.com/2009/
10/blog-post_16.html). Θ αλικεια του ροτηεριανοφ προςϊπου, ωσ γνϊςθ και ωσ βίωμα, τεκμαίρεται
από τθν τάςθ αυτοπραγμάτωςισ του.
8
Θ τάςθ αυτοπραγμάτωςθσ παρομοιάηεται, ςυχνά, απ’ τουσ μελετθτζσ του με τθν αριςτοτελικι
ενδελζχεια. «Πταν ο Αριςτοτζλθσ μιλάει περί οριςμζνου ανκρϊπου, τότε μιλάει για ςυγκεκριμζνο και
ανεπανάλθπτο όν, για τθν πρϊτθ ουςία και ζτςι δίνει τον οντολογικό οριςμό τθσ ουςίασ αφοφ ορίηεται
το τόδε τι. Θ ψυχι πάλι είναι ο λόγοσ και θ μορφι του όντοσ, είναι θ εντελζχεια του, ο ςκοπόσ ςτο
γίγνεςκαί του» (Γκουτηαμάνθσ, 1998, 29). Κατά τον Τριανταφυλλίδθ, ο όροσ δθλϊνει τθ μετάβαςθ τθσ
φλθσ από τθν αδρανι ςτθν ενεργό κατάςταςθ με τθν πρόςλθψθ μορφισ (είδουσ), αλλά και τθν αιτία
αυτισ τθσ μετάβαςθσ. Επίςθσ, δθλϊνει τθ ηωτικι δφναμθ που διζπει και κακοδθγεί τθν υλικι ενζργεια
των οργανικϊν όντων. Λεξικογραφικϊσ (ςτο: http://www.greek-language.gr/) αποδίδεται ωσ ςυνεχισ
και με ηιλο, διαρκισ και ακατάπαυςτθ φροντίδα, επιμζλεια.
9
Θ τάςθ προσ τθν πραγμάτωςθ, είναι μια δια βίου ροπι, «εμπεριζχει τθν ζμφυτθ τάςθ κάκε
οργανιςμοφ να επιδιϊκει μεγαλφτερθ εκπλιρωςθ των δυνατοτιτων του» (Μζρυ, 2002, 16).
37
που, ο ίδιοσ, αναγνωρίηει ωσ αρμοςτά ςτθν αυτοεικόνα του ενϊ απορρίπτει τισ
αποςχίηουςεσ εμπειρίεσ. Αυτό το δεφτερο ςκζλοσ, όμωσ, χριηει ιδιαίτερθσ προςοχισ
ςτθ ροτηεριανι κεωρία. Στθν περίπτωςθ που οι εμπειρίεσ δε ςυμφωνοφν με τθ δομι
του εαυτοφ, δε γίνονται αντιλθπτζσ είτε ςυμβολίηονται με διαςτρεβλωμζνο τρόπο.
Αυτό ςθμαίνει, εξθγεί ο Μζρυ (2002, 89) πωσ υιοκετοφνται όροι αξίασ οι οποίοι δεν
ανταποκρίνονται ςτθν οργανιςμικι εμπειρία του ατόμου, γι’ αυτό που είναι καλό για
το ίδιο, ωσ άτομο και ωσ μζλοσ κοινωνικϊν ομάδων. Αυτοφσ χαρακτθρίηει ωσ
αρνθτικοφσ όρουσ αξίασ κι ζχουν ωσ ςυνζπεια «τθ διαμόρφωςθ ενόσ υπό όρουσ
λειτουργικοφ ι εξαρτθμζνου εαυτοφ» (ο.π., 74).
Πταν οι εμπειρίεσ που «αξιολογοφνται κετικά για τθ διατιρθςθ και τθν
ανάπτυξθ του οργανιςμοφ ωσ ςφνολο, βιϊνονται, ταυτόχρονα, ωσ απειλι για τθ
διατιρθςθ τθσ αυτοαντίλθψθσ και για τθν ικανοποίθςθ τθσ ανάγκθσ για κετικι
αναγνϊριςθ» (Μπροφηοσ 2004, 169), προκφπτει διάςταςθ ανάμεςα ςτθν τάςθ
πραγμάτωςθσ και ςτθν τάςθ αυτοπραγμάτωςθσ. Οι Zimbardo & Weber (1994, 557)
εξθγοφν πωσ το πρόςωπο διαταράςςεται όταν διαπιςτϊνει να διαφοροποιοφνται οι
προςδοκίεσ του για τον εαυτό τουσ, από εκείνεσ των υπολοίπων· επιπλζον, όςο πιο
ορατό γίνεται ςτο άτομο το φαινόμενο, τόςο περιςςότερο κινδυνεφει από
ψυχολογικζσ διακυμάνςεισ και κρίςεισ άγχουσ. Σε περιπτϊςεισ ακραίεσ, μάλιςτα,
αναφζρουν πωσ εμφανίηονται ςτοιχεία αποςτροφισ των άλλων,
αναποτελεςματικότθτα ςτθν επίτευξθ ςτόχων, αποξζνωςθ, χαμθλι αυτοεκτίμθςθ,
ακθδία, αδυναμία, ζλλειψθ ενδιαφζροντοσ και ανυπαρξία νοιματοσ ςτθ ηωι10.
Ο Rogers (ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 125) διαπιςτϊνοντασ τθν
υπάρχουςα απόςταςθ ανάμεςα ςτο Εγϊ και ςτθ βιωμζνθ εμπειρία, κάνει λόγο για
εςωτερικι αςυμφωνία. Εξαιτίασ τθσ ο άνκρωποσ κακίςταται διχαςμζνοσ και
ςυμπεριφζρεται ςτο επίπεδο του ςυνειδθτοφ, ςφμφωνα με παγιωμζνεσ καταςκευζσ,
ενςωματωμζνεσ με τρόπο ςτατικό ενϊ ς’ εκείνο του αςυνειδιτου, όπωσ θ τάςθ
πραγμάτωςθσ ορίηει. «Θ αςφαλζςτερθ οδόσ για να κατανοιςουμε τθ ςυμπεριφορά

10
Μία ενδιαφζρουςα εικόνα αποπροςανατολιςμοφ του ανκρϊπου, ςκιαγραφείται ςτο Αντικζατρο. Σε
αυτό «οι ιρωεσ δεν ζχουν ιςτορία αλλά οφτε ταυτότθτα. Ο χαρακτιρασ τουσ είναι ζνα πλζγμα από
επικυμίεσ ψυχικζσ διακζςεισ και πάκθ εντελϊσ ανομοιογενι και ςυχνά αντικετικά. Ζτςι οι εκδθλϊςεισ
του χαρακτιρα τουσ, τα λόγια τουσ και οι πράξεισ τουσ ςυνζχεια αντικροφονται, αλλθλοαναιροφνται,
χάνουν κάκε νόθμα. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι μαριονζτεσ αυτζσ παρωδοφν το ςφγχρονο άνκρωπο, που,
αλλοτριωμζνοσ από τθν ουςία τθσ φπαρξθσ τουσ, διαςπαςμζνοσ και ςε δυςαρμονία με τον εαυτό του,
περνάει αδιάφορα και αμιχανα τθ ηωι του μζςα ςε λόγια και πράξεισ άςκοπεσ ρθχζσ και αςιμαντεσ
χωρίσ να ςυνειδθτοποιεί τθν τραγικι ςχεδόν γελοιότθτά τουσ».
(Λονζςκο ςτο: http://www.artoftheater.com/theater/22-eugene-ionesco.html.
38
ενόσ προςϊπου» κατά τθ γνϊμθ του, λζει ο Thorne (1992, 24) «είναι να φκάςουμε ςε
κάποια γνϊςθ τθσ υποκειμενικισ ςυνειδθτότθτασ για τον εαυτό του και τον κόςμο
ςτον οποίο υπάρχει».
Γι’ αυτό και ειςθγείται τον όρο ςυμφωνία που ςθμαίνει το ακριβζσ
ςυνταίριαςμα τθσ βίωςθσ και τθσ επίγνωςθσ. Τον διευρφνει, μάλιςτα, προκειμζνου να
καλφψει μια αντιςτοιχία τθσ ςυνειδθτότθτασ και τθσ επικοινωνίασ. Ζτςι, διατυπϊνει
ζναν γενικό νόμο περί ςυμφωνίασ και μθ, ο οποίοσ προχποκζτει τθν φπαρξθ τριϊν
προδιαγραφϊν. Μία ελάχιςτθ προκυμία από τθν πλευρά δφο ανκρϊπων να ζρκουν
ςε επαφι, μία ικανότθτα μα και ελάχιςτθ διάκεςθ από τθν πλευρά του κακενόσ τουσ
να λάβει επικοινωνία από τον άλλο και, τρίτον, τθν υπόκεςθ ότι θ επαφι κα
ςυνεχιςτεί για μια χρονικι περίοδο. Πταν αυτζσ πλθροφνται, τότε κα ιςχφει θ
ακόλουκθ ςχζςθ (Rogers, 1961, 319-320):
Πςο μεγαλφτερθ είναι θ ςυμφωνία μεταξφ εμπειρίασ, ςυνειδθτότθτασ και
επικοινωνίασ από τθν πλευρά ενόσ ατόμου, τόςο περιςςότερο θ προκφπτουςα ςχζςθ
κα περιλαμβάνει: μία τάςθ προσ τθν αμοιβαία επικοινωνία με τθν ιδιότθτα τθσ
αυξανόμενθσ ςυμφωνίασ, μια τάςθ προσ μεγαλφτερθ, αμοιβαία, επακριβι κατανόθςθ
τθσ επικοινωνίασ, βελτιωμζνθ ψυχολογικι προςαρμογι και λειτουργία και των δφο
μερϊν αμοιβαία, κακϊσ και ικανοποίθςθ ςτθ ςχζςθ.
Αντιςτρόφωσ, τϊρα, όςο μεγαλφτερθ είναι θ επικοινωνοφμενθ αςυμφωνία
ανάμεςα ςτθν εμπειρία και τθ ςυνειδθτότθτα, τόςο περιςςότερο θ προκφπτουςα
ςχζςθ κα περιλαμβάνει: κι άλλθ επικοινωνία τθσ ίδιασ ποιότθτασ, αποςφνκεςθ τθσ
ςωςτισ κατανόθςθσ, ανεπαρκζςτερθ ψυχολογικι προςαρμογι και λειτουργία και από
τισ δφο πλευρζσ, αμοιβαία δυςαρζςκεια ςτθ ςχζςθ.
Θ οργανιςμικι ςυμφωνία επζρχεται όταν θ τάςθ πραγμάτωςθσ ςυμφωνεί
απόλυτα με τθν τάςθ αυτοπραγμάτωςθσ. Στθν ιδεϊδθ αυτιν περίπτωςθ το άτομο
μπορεί ό,τι είναι καλό για τον οργανιςμό του, να το εντάξει ςτθν αυτοαντίλθψι του.
Τότε γίνεται πρόςωπο ςε πλιρθ λειτουργία που είναι ςε κζςθ να αντιλθφκεί και να
αποδεχτεί κακ’ ολοκλθρίαν τι εμπειρίεσ του – κετικζσ κι αρνθτικζσ (Μπροφηοσ, 2004,
55).
Είναι, λοιπόν, ηθτοφμενθ κι επομζνωσ επιδιωκόμενθ, θ διάκριςθ μεταξφ
προςαρμοςμζνου και πραγματικοφ εαυτοφ, διότι τότε «θ εκπλιρωςθ ςτθ ηωι είναι
για όλουσ μασ πιο εφικτι…Θ ευτυχία και θ ικανοποίθςθ είναι πιο πικανό να

39
ακολουκιςουν αν αυτό που κάνουμε απορρζει από ςυνειδθτζσ επιλογζσ αντί από
αποφάςεισ που κακορίηουν οι όροι αξίασ μασ» υποςτθρίηει ο Μζρυ (2002, 123-124).
Για να πραγματοποιθκεί, όμωσ, θ αλλαγι κα χρειαςτεί το άτομο να μεταφζρει το
αξιολογικό κζντρο ςτο εςωτερικό τθσ φπαρξισ του. Ενδοκατοικϊντασ και μακαίνοντασ
να αναγνωρίηει τισ δικζσ του αλικειεσ11, διαμορφϊνει προςωπικό ςφςτθμα αξιϊν με
μεγαλφτερθ εμπιςτοςφνθ ςτθ δικι του κρίςθ. Για τον Rogers (ςτο Κοςμόπουλοσ &
Μουλαδοφδθσ, 2009, 110), άλλωςτε, «θ ελευκερία τθσ επιλογισ είναι ζνα από τα
βακφτερα ςτοιχεία τθσ αλλαγισ». Ο ίδιοσ περιγράφει το ευ ηθν ωσ «διαδικαςία
κίνθςθσ τθν οποία επιλζγει ο ανκρϊπινοσ οργανιςμόσ, όταν είναι εςωτερικά
ελεφκεροσ, να κινθκεί προσ κάκε κατεφκυνςθ». Το πρόςωπο αναδφεται μζςα από τθν
ίδια του τθν φπαρξθ, εμφορμοφμενο από τθν τάςθ πραγμάτωςθσ και
αναλαμβάνοντασ τθν ευκφνθ τθσ απόφαςισ του να είναι και να ηει τθν κάκε του
ςτιγμι, υπθρετεί τθν αυτοπραγμάτωςι του.
«Ηϊντασ τθ ςτιγμι» του, ιςχυρίηεται ο Maslow12, το άτομο οδθγείται ςτθ γνϊςθ του
εαυτοφ (Cognition of Being) ι αυτογνωςία (B-Cognition). Ο ίδιοσ πιςτεφει πωσ «θ
εμπειρία ι το αντικείμενο τείνει να ιδωκεί ωσ όλο, ωσ ολοκλθρωμζνθ μονάδα,
αποςπαςμζνο από ςχζςεισ χρθςιμότθτασ, ςκοπιμότθτασ και ενόσ ςτόχου» ςε μια
τζτοια κατάςταςθ το πρόςωπο «τείνει να είναι ο εαυτόσ του». Σφμφωνα με τθν, κατά
Σαρτρ (ςτο Στάμκοσ & Δαμουλιάνοσ, 2010, 17) πρϊτθ αρχι του υπαρξιςμοφ «ο
άνκρωποσ δεν είναι τίποτε περιςςότερο από αυτό που γίνεται μόνοσ του»· γι’ αυτό
δθλϊνει: «Δε με ενδιαφζρει τι είναι οι άνκρωποι, όςο το τι μποροφν να γίνουν».
Το ροτηεριανό υπάρχειν, εμπνζεται από τον Kierkegaard (ςτο Rogers, 1961,
166): «Ζνα άτομο που υπάρχει είναι, διαρκϊσ, ςτθ διαδικαςία του γίγνεςκαι13… και
μεταφράηει όλθ του τθ ςκζψθ ςε όρουσ διαδικαςίασ… είναι ςαν το ςυγγραφζα και το
φφοσ του, γιατί ζχει ζνα φφοσ που δεν ζχει ποτζ τελειϊςει κάτι, αλλά κινεί τα νερά τθσ

11
Σε ςυνζντευξθ που είχε παραχωριςει ο Κϊςτασ Καηάκοσ, με αφορμι το ανζβαςμα του ζργου του
Ζντουαρντ Άλμπι Ροιοσ φοβάται τθ Βιρτηίνια Γουλφ, είπε: «Είναι ςυγκλονιςτικόσ ο τρόποσ που
ανατζμνει *ο Άλμπι+ τθν περιπζτεια του ανκρϊπου. Το μόνο αιςιόδοξο μζςα ς’ αυτιν τθν αδιζξοδθ
κατάςταςθ είναι το πζταγμα τθσ μάςκασ, το καρραλζο κοίταγμα τθσ αλικειασ»
(ςτο: http://www.komvos.edu.gr/masks/masks.html).
12
Maslow, ςτο:
http://www.wwrsd.org/65512581691614/lib/65512581691614/Toward_a_Psychology_of_Being_-
_Maslow_(2).doc
13
Το ςκεπτικό κυμίηει δαρβινιςμό ο οποίοσ χαρακτθρίηεται από τον Λερουά-Γκουράν ωσ «μία κεωρία,
ςχεδόν, απόλυτθσ ελευκερίασ»· εξθγϊντασ το γιατί, γράφει:«Καυμάηουμε τθν αναγκαιότθτα των
μορφϊν δίχωσ να τισ αντιμετωπίηουμε ςαν κάτι απαραβίαςτο και αμετάβλθτο. Κοιτάηουμε τθν αρχαϊκι
μορφι και τθν ίδια ςτιγμι βλζπουμε τθν εξζλιξι τθσ μζςα ςτον χρόνο» (Κολίςθσ, πρόλογοσ
Ρρογράμματοσ Μορφωτικϊν Εκδθλϊςεων με τίτλο «Θ χρονιά του Δαρβίνου», 3-27.02.2009).
40
γλϊςςασ κάκε φορά που ξεκινά, ζτςι, ϊςτε και θ πιο κοινι ζκφραςθ υλοποιείται για
εκείνον με τθ δροςιά μιασ νζασ γζννθςθσ». Επομζνωσ, θ προςωπικότθτα δεν είναι
κάτι μόνιμο και ςτακερό αλλά αποτελεί μία διαδικαςία εν εξελίξει 14. «Tο άτομο ηει ςε
ζνα νζο ςφμπαν, όπου όλεσ οι οικείεσ ζννοιεσ ζχουν εξαφανιςτεί15 – χρόνοσ, χϊροσ,
αντικείμενα, φλθ, αιτία, αποτζλεςμα – δεν μζνει τίποτα εκτόσ από τθν παλλόμενθ
ενζργεια» (Rogers, 1980, 275).
Θ πλζον γνωςτι, θρακλείτειοσ αρχι πωσ τα πάντα ρει, βρίςκει ζναν ζνκερμο
υποςτθρικτι ςτο πρόςωπο του Rogers (1961, 4) «θ ηωι, ςτα καλφτερά τθσ, είναι μία
ροι, μια μεταβαλλόμενθ διαδικαςία, ςτθν οποία τίποτα δεν είναι ςτακερό». Θ ζννοια
τθσ αλλαγισ δεν είναι κατάςταςθ αλλά ενζργεια. Δεν είναι πακθτικι ςτάςθ αλλά
δυναμικι16. Ραραπζμπει ςτον υπαρξιςμό: «ο ίδιοσ ο άνκρωποσ17 εξθγεί το ςθμείο
που κα τον βοθκιςει ςτον προςανατολιςμό του» (Σαρτρ, ο.π., 29). Κακίςταται
αυτοςκοπόσ και ςυνιςτά μία διαρκι διαδικαςία ενόσ βιωματικοφ γίγνεςκαι.
Θ επίδραςθ τθσ ςωκρατικισ αυτεπίγνωςθσ αποτελεί κοινι διαπίςτωςθ των
μελετθτϊν του. Θ μαιευτικι γίνεται δυναμικό εργαλείο ςτο διάλογο18 με τον εαυτό
του κι, ακολοφκωσ, ςτθν προβλθματικι που αναπτφςςει κατά τθ διαμόρφωςθ του
ζργου του. Ακολουκϊντασ τα χνάρια του ζλλθνα φιλοςόφου, ενδοςκοπεί
παραπζμποντασ ςτο αρχαίο δελφικό ρθτό· δομεί τθ κεωρία του, ςυναρτιςει του

14
«Θ ζννοια ενόσ ιδεϊδουσ εαυτοφ είναι λογικά ακόλουκθ με τθν άποψθ του Rogers ότι θ
προςωπικότθτα δεν είναι κάτι το ςτατικό ι μια-για-πάντα, αλλά μπορεί πάντοτε να αναπτφςςεται»
(Μζρυ, 2002, 15-16).
15
Μιλϊντασ για τθν αποδόμθςθ, ο Ντεριντά δθλϊνει: «Δεν πρόκειται μόνο για το απροςδόκθτο. Θ
αποδόμθςθ είναι το να ςυμβαίνει το αδφνατο ι αυτό που φαινόταν αδφνατο» (Γιαλκζτςθσ, 2004, ςτο:
www.enet.gr/online/online_text?c=113&id=92561764). Κάτι ανάλογο, ςχθματικά, κα μποροφςε να πει
κανείσ μιλϊντασ για τθν αυτοπραγμάτωςθ. Το μόνο προςδοκϊμενο ςτθν περίπτωςι τθσ, ςυνιςτά το
γεγονόσ τθσ επίτευξισ τθσ. Και ς’ αυτιν τθ διαδικαςία, ακόμα και τα αδφνατα ι εκείνα που τζτοια
φαντάηουν, είναι εκεί για να ξεπεραςτοφν.
16
Το ςχιμα παραπζμπει ςτον Αριςτοτζλθ, ο οποίοσ περιγράφει με τρόπο ανάλογο τθν πραγμάτωςθ τθσ
ευδαιμονίασ. Ο άνκρωποσ μπορεί να μάκει να είναι ευτυχιςμζνοσ γιατί θ ευδαιμονία δεν είναι
κεόςταλτθ. Κακίςταται αυτοςκοπόσ και δεν είναι πακθτικι κατάςταςθ αλλά ενζργεια δυναμικι
(Λυπουρλισ, 2006, 68).
17
Ο Λυπουρλισ παρατθρεί ότι «θ υποκειμενικι, θ ξεχωριςτι δθλαδι για κάκε άτομο μεςότθτα που
δζχτθκε για τθν θκικι αρετι, ο Αριςτοτζλθσ ζκανε τθν αρετι αυτι υπόκεςθ προςωπικι του κακενόσ. Ο
κακζνασ, μετά λόγου γνϊςεωσ, αναηθτεί για τον εαυτό του το δικό του μζςον και ορίηει ο ίδιοσ ςτον
εαυτό του τον τρόπο με τον οποίο κα το πετφχει» (2000, 75).
18
Ο Buber πιςτεφει πωσ το πνεφμα χωρίσ διάλογο αντικειμενοποιείται και το πρόςωπα μετατρζπονται
ςε πράγματα: «Αν το πνεφμα (culture) δεν ςυγκεντρϊνεται πάνω ςτα ηωντανά και ςυνεχϊσ
ανανεοφμενα περιςτατικά, τότε ςκλθραίνει μζςα ς’ ζναν κόςμο πράγματοσ (it) που μόνο
απαςτράπτουςεσ ξεχωριςτζσ πράξεισ ξεμοναχιαςμζνων πνευμάτων μποροφν να το διαπεράςουν»
(Γζρου ςτο Freire, 1977, 11).
41
γνϊκι ςαυτόν19. Αντιλαμβάνεται τον άνκρωπο ςε ταγι20 για τθν αυτοπραγμάτωςι21
του.
Ο αυτοπροςδιοριςμόσ ωφελεί τόςο ςτθ ςφαίρα τθσ ανάπτυξθσ και τθσ ολοκλιρωςθσ,
όςο και ς’ εκείνον τθσ ψυχικισ υγείασ. Ο Σπινόηα (2009, 463) κα πει «μία
ςυναιςκθματικι επιρεια που είναι πάκοσ παφει να είναι πάκοσ μόλισ ςχθματίςουμε
μια ςαφι και διακριτι ιδζα αυτισ». Θ ανάγνωςθ πίςω από τισ γραμμζσ, είναι
ςθμαντικό ενδοςκοπικό εργαλείο και πζρα από αναπτυξιακό, κακίςταται κεραπευτικό
κι επουλωτικό. Για τον Σοπενάουερ, μάλιςτα, «το άγχοσ κανάτου είναι ελάχιςτο εκεί
που είναι μζγιςτθ θ αυτοπραγμάτωςθ», λζει ο Yalom (2005, 473). Ο ίδιοσ τεκμθριϊνει
τθν άποψι του επικαλοφμενοσ παρατθριςεισ κλινικϊν γιατρϊν που δουλεφουν με
μελλοκάνατουσ αςκενείσ. «Το άγχοσ κανάτου είναι μεγαλφτερο ς’ όςουσ νιϊκουν ότι
ζηθςαν μιαν ανολοκλιρωτθ ηωι» και προςκζτει πωσ «θ αίςκθςθ τθσ πραγμάτωςθσ,
τθσ ολοκλιρωςθσ τθσ ηωισ ςου, όπωσ ζλεγε ο Νίτςε», το μειϊνει. Γι’ αυτό και θ
διαδικαςία υλοποίθςισ τθσ δεν είναι, απλϊσ, το πολυτιμότερο αγακό ςτθ ηωι αλλά
και αυτοςκοπόσ τθσ· είναι ο τρόποσ που το πρόςωπο ολοκλθρϊνεται.
Θ ζννοια τθσ ολοκλιρωςθσ ςτθ ροτηεριανι κεωρία βρίςκει τθν ζκφραςι τθσ
ςτθν πλθρότθτα του προςϊπου. Το πλιρεσ και λειτουργικό πρόςωπο είναι ενιαίο γι’
αυτό και δεν μπορεί να γίνει αντιλθπτό ωσ κατακερματιςμζνθ22 οντότθτα και ωσ
προςζγγιςθ των επιμεριςμζνων δομικϊν του παραμζτρων. Ενδεχομζνωσ, ςε μία
προςπάκεια ενδελεχοφσ εξερεφνθςθσ ςυγκεκριμζνων ςτοιχείων του, αυτό να ζχει ζνα
νόθμα· αλλά ετοφτθ ςυνιςτά μία ad hoc διαδικαςία και ωσ αποςπαςματικι

19
«Το γνϊκι ςαυτόν αποτελεί μία από τισ κεμελιϊδεισ αρχζσ τθσ αρχαίασ ελλθνικισ φιλοςοφίασ. Θ
περίφθμθ αυτι φράςθ ιταν χαραγμζνθ ςτο μαντείο των Δελφϊν. Κατά πάςα πικανότθτα λζχκθκε από
των Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο, ςφμφωνα με τον Ρλάτωνα. Ο Ξενοφϊντασ όμωσ τθν αποδίδει ςτο
Σωκράτθ. Το βζβαιο πάντωσ είναι ότι λεγόταν από το Σωκράτθ ςυχνά. Ιταν δθλαδι κατά κάποιο τρόπο
αξίωμα για το μεγάλο φιλόςοφο.» (Τςίρογλου, 1997, 79).
20
Είκοςι και πλζον αιϊνεσ μετά τον Θράκλειτο, ο Hegel διαταράςςει το εννοιολογικό πλαίςιο περί
ςτακερότθτασ, κζτοντασ ςτο επίκεντρο τθσ δυτικισ φιλοςοφικισ ςκζψθσ, τθ ςχζςθ τθσ αλλαγισ με τθν
ουςία και με τα πράγματα. «Ο τελικόσ ςκοπόσ των πραγμάτων» υποςτθρίηει, «είναι ακριβϊσ αυτι θ
κίνθςθ που ζχουν μζςα τουσ, αυτι θ τάςθ, γεννθμζνθ απ' τθν αντίφαςθ που ενυπάρχει μζςα ςτθν
πεπεραςμζνθ τουσ πραγματικότθτα, που τα οδθγεί πζρ' απ' τον ίδιο τουσ τον εαυτό, προσ το άπειρο»
[Hegel (1770-1831), ςτο: http://www.kosmologia.gr/philosophy_history/HEGEL.htm].
21
Στο λεξικό του Γεωργακά αναφζρεται: «θ ~ αναγνωρίηει τθν αξία τθσ ομορφιάσ για τθν ανκρϊπινθ
ηωι (Papanoutsos)». Ενϊ ο Κεοδορακόπουλοσ αποδίδει το αυτοπραγματοποιοφμαι ωσ το ςυνειδζναι·
είναι ενζργεια, θ οποία αυτοπραγματϊνεται, είναι αυτοςυνείδθτο γίγνεςκαι» (ςτο: http://www.greek-
language.gr/).
22
«Ο κατακερματιςμόσ τόςο τθσ γνϊςθσ όςο και του ίδιου του ανκρϊπου ςε επιμζρουσ λειτουργίεσ και
φαινόμενα, αςφαλϊσ, ςυνζτεινε ςτον εντοπιςμό πολφ ςυγκεκριμζνων ςθμείων και λειτουργιϊν, αλλά
μασ απομάκρυνε από τθν ενιαία κεϊρθςθ του ανκρϊπου ωσ δυναμικοφ ςυνόλου» (Μπακιρτηισ, 1996,
12).
42
προςζγγιςθ δε δφναται, επουδενί, να ικανοποιιςει τθ ςφαιρικι και ολοκλθρωμζνθ
αντίλθψθ ενόσ προςϊπου. Ρολφ περιςςότερο, δεν ζχει νόθμα ςτθν προςπάκεια
ενδοςκόπθςθσ του τελευταίου και ςτον αγϊνα του για ολιςτικι23 αυτοαντίλθψθ.
Το πρόςωπο ςε πλιρθ λειτουργία δεν αμφνεται, δε φοβάται να ανοιχτεί ςτθν
εμπειρία και θ δράςθ του κατευκφνεται από τθν τάςθ πραγμάτωςθσ, ζχοντασ πλιρθ
επίγνωςθ τθσ μοναδικότθτασ του εαυτοφ του. Θ εξζλιξι του είναι προςδοκϊμενθ, όχι
όμωσ προβλζψιμθ. Το μόνο δεδομζνο αποτελεί θ αξιοπιςτία τθσ εξελικτικισ
διαδικαςίασ και θ βεβαιότθτα τθσ παρουςίασ του ςτθ ςτιγμι. Γι’ αυτό ο Merrill (2008,
9) εντοπίηει το επίκεντρο τθσ προςωποκεντρικισ κεωρίασ ςτθν εςωτερικι εμπειρία24.
Σφμφωνα με τον Maslow (ο.π.) θ τελευταία φτάνει ςτθν κορφφωςι τθσ όταν το
πρόςωπο «είναι περιςςότερο εδϊ και τϊρα, περιςςότερο απελευκερωμζνο από το
παρελκόν και το μζλλον, με μία ποικιλία αιςκιςεων κι ενταγμζνο ολιςτικά ςτθν
εμπειρία. Με άλλα λόγια και ακολουκϊντασ τθ διατφπωςθ τθσ ςφγχρονθσ
ψυχολογίασ, το πρόςωπο ηει τθ ςτιγμι του». Ο Rogers (1961, 41) ςυμμερίηεται τθ
ςυγκεκριμζνθ άποψθ και καταξιϊνει τθ βιωματικι αλικεια. «Θ εμπειρία είναι για
μζνα θ ανϊτερθ αρχι» γράφει και δθλϊνει πωσ προθγείται όλων:
Οφτε θ Αγία Γραφι, οφτε οι προφιτεσ – οφτε ο Φρόιντ ι θ ζρευνα – οφτε οι
αποκαλφψεισ του Κεοφ ι ο άνκρωποσ δεν ζχουν προτεραιότθτα μπροςτά ςτθ δικι
μου, άμεςθ εμπειρία». Επιπλζον, «όςο πιο πρωταρχικι γίνεται, τόςο περιςςότερο
ζγκυρθ είναι» ςυνεχίηει και ςπεφδει να διευκρινίςει πωσ «δεν είναι ζγκυρθ επειδι
είναι αλάνκαςτθ. Αποτελεί τθ βάςθ τθσ εγκυρότθτασ, γιατί μπορεί πάντα να ελεγχκεί
με νζουσ πρωταρχικοφσ τρόπουσ. Με αυτό τον τρόπο τα ςυνθκιςμζνα λάκθ ι
ςφάλματα είναι πάντα ανοιχτά ςε διορκϊςεισ».
Στθ ροτηεριανι κεωρία, θ αναηιτθςθ ψυχολογικισ βοικειασ δεν ςχετίηεται,
γενικϊσ, με τθν πακολογία. Εκτιμάται ωσ, ανάγκθ βοικειασ και διευκόλυνςθσ του
προςϊπου για τθν ευόδωςθ τθσ πραγμάτωςισ του. Αυτι θ εμπιςτοςφνθ ςτο άτομο

23
«Θ διάνοια, θ αφθρθμζνθ, αναλυτικι ςκζψθ, από τθ ςτιγμι που είναι αφθρθμζνθ και αναλυτικι, δεν
αναπαριςτά τισ αλλαγζσ, τθν ανάπτυξθ των διαδικαςιϊν, παρά εντοπίηει τα αντικείμενα (τισ πλευρζσ
τουσ κλπ) ωσ δεδομζνα, αναλλοίωτα, ζτοιμα» υποςτθρίηει ο Βιαηοφλιν. Πμωσ «θ κατάτμθςθ των
αντικειμζνων ςυνιςτά απομάκρυνςθ από τουσ δεςμοφσ των πλευρϊν και μερϊν και, ςυνεπϊσ,
απομάκρυνςθ από τισ αλλαγζσ και τθν ανάπτυξθ» (Βαηιοφλιν ςτο Ραυλίδθσ, 2006, 131-153).
24
Στο διάλογο «Κεαίτθτοσ», ο Ρλάτωνασ αναφζρει πωσ «κάκε νζα εμπειρία ι γνϊςθ αφινει το ίχνοσ
τθσ ςτθν ψυχι μασ επειδι μπορεί, με κάποιον άγνωςτο τρόπο, να εγγράφεται πακθτικά πάνω ςτθ
μνιμθ-εκμαγείο, αφινοντασ ζτςι ζνα ανεξίτθλο εςωτερικό αποτφπωμα ι ενκφμιο του προτφπου»
(Μανουςζλθσ, εφ. Ελευκεροτυπία, 26.11.2011).
43
υποςτθρίηει τθν αυτονομία και προφυλάςςει από ςχζςεισ εξάρτθςθσ που, ςυχνά,
δθμιουργοφνται ςτθ κεραπευτικι διαδικαςία (Rogers, 1988, 121).
Ο Merrill (ο.π.) δίνει ιδιαίτερθ ζμφαςθ ςτθ ςπουδαιότθτα τθσ γαλινιασ και
διακριτικισ διευκόλυνςθσ που ο κεραπευτισ παρζχει, ϊςτε ο κεραπευόμενοσ,
βιϊνοντασ μιαν αίςκθςθ ελευκερίασ, να βοθκθκεί ςτθ διαδικαςία τθσ αυτοαποδοχισ
του. Θ διευκόλυνςθ λειτουργεί με τον τρόπο τθσ ςωκρατικισ μαιευτικισ. «Ο
κεραπευτισ γίνεται θ μαία αλλαγισ, δεν είναι ο γεννιτοράσ τθσ… Το πεδίο τθσ
αξιολόγθςθσ και τθσ απόφαςθσ μζνει ςαφϊσ ςτα χζρια του πελάτθ» (Rogers ςτο
Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 61).
Ο Rogers (1988, 121) χαρακτθρίηει τθν εξζλιξθ του ατόμου, αυκόρμθτθ·
επομζνωσ, θ κατευκυντικότθτα κι ακόμθ χειρότερα μια ςτάςθ κατοχισ, ςτθ κεωρία
του, δεν ζχουν κζςθ. Αυτι, ακριβϊσ, θ εμπιςτοςφνθ ςτο άτομο υποςτθρίηει τθν
αυτονομία του και προφυλάςςει από ςχζςεισ εξάρτθςθσ που, τόςο ςυχνά,
δθμιουργοφνται ςτθ κεραπευτικι διαδικαςία25. Ριςτεφει, μασ πλθροφορεί θ Natiello26
(1998) πωσ «θ βιωματικι κεϊρθςθ βαςίηεται ςτθν προςωποκεντρικι προςζγγιςθ·
καλλιεργεί τθν εμπιςτοςφνθ και τθν ενδυνάμωςθ27 του προςϊπου, καταξιϊνοντάσ το
ωσ μοναδικό και ανεξαρτθτοποιϊντασ το από τθν ςτιριξθ τθσ εμπειρογνωμοςφνθσ
των άλλων»28. Κυμίηει τθ ςωκρατικι άποψθ ότι θ γνϊςθ είναι δικι μασ γιατί
προκφπτει από τθν προςωπικι μασ εμπειρία γι’ αυτό, μασ μζνει εκείνθ που
αποκτοφμε μόνοι μασ.

25
Ο Kramer επιςθμαίνει ότι θ ανάγκθ τθσ κεραπευτικισ ςυνάντθςθσ, ςτθ ςφγχρονθ πραγματικότθτα,
εμφανίηεται επιτακτικότερα, ιδιαίτερα αν λάβει κανείσ υπόψθ του τθν απερίςκεπτθ ι αςφδοτθ
φαρμακευτικι κατάχρθςθ. «Νζεσ ανακαλφψεισ ςτον τομζα τθσ ψυχοφαρμακολογίασ, ειδικά αυτι του
αντικατακλιπτικοφ Prozac – το οποίο, δίνοντασ γριγορθ λφςθ, ςθματοδοτεί επανάςταςθ ςτο χϊρο τθσ
κεραπεία – ζχει επιςκιάςει τθν ψυχοκεραπευτικι ςχζςθ» (ςτο:
http://www.nrogers.com/carlrogersbooks.html). Τζτοιου είδουσ φαρμακευτικζσ παρεμβάςεισ,
ςυνικωσ, δεν ορίηουν κεραπεία αλλά κατευναςμό των ςυμπτωμάτων – εν πολλοίσ, μάλιςτα,
ςθμαίνουν εξάρτθςθ για το χριςτθ. Θ ποιότθτα τθσ ροτηεριανισ προςζγγιςθσ, απαλλαγμζνθ από τθν
αυκεντία του κλαςικοφ κεραπευτι, καταξιϊνει το πρόςωπο, μεριμνϊντασ και διευκολφνοντασ τθν
οργανιςμικι του ςυμφωνία και απεξάρτθςθ.
26
Στο: http://pdfcast.org/download/person-centered-training-response-to-dave-mearns.pdf.
27
Ο Graf επιςθμαίνει πωσ τα κετικά αποτελζςματα για το κεραπευόμενο δεν επζρχονται εξαιτίασ
καινοτομιϊν ςε διαγνωςτικό και κεραπευτικό επίπεδο· δεν εξαρτϊνται από τισ τεχνικζσ οδθγίεσ του
κεραπευτι, ι από ζνα νζο φάρμακο-καφμα, αλλά από εγγενείσ ικανότθτεσ του πελάτθ για αυτο-
κεραπεία. Αναφζρεται ςε αποτελζςματα ερευνϊν που επιβεβαιϊνουν ότι θ εποικοδομθτικι αλλαγι
είναι, ςτθ ςυντριπτικι τθσ πλειοψθφία, απόρροια των κινιτρων του ίδιου του πελάτθ και τθσ
παρουςίασ ενόσ ενιςχυτικοφ προςϊπου το οποίο προςφζρει κατανόθςθ, αποδοχι, ςεβαςμό και
γνθςιότθτα (ςτο: http://www.person-centered.org/carl.html).
28
Ο Siegel ςχολιάηοντασ τουσ παραδοςιακοφσ κεραπευτζσ παρακζτει: «αφουγκράηονται ζνα πρόβλθμα
για να αναηθτιςουν πϊσ μπορεί αυτό να ταιριάξει ςε μια ευρφτερθ κατθγορία πρωτφτερα
προςδιοριςμζνων αςκενειϊν ι διαταραχϊν. Ζτςι λφνεται ωραία και καλά το πρόβλθμα για τουσ
κεραπευτζσ, αλλά όχι για τουσ αςκενείσ» (2006, 9).
44
Ο, κατ’ ουςίαν, καλόσ άνκρωποσ βρίςκεται αντιμζτωποσ με πλείςτεσ δυςκολίεσ
τθσ ηωισ και τθσ ψυχισ· είναι, λοιπόν, πικανό να ζχει ανάγκθ βοικειασ. Ο ψυχολόγοσ,
αναφζρει ο Οικονόμου (ο.π.) παρεμβαίνει για να προςφζρει τθν κατάλλθλθ βοικεια
δίχωσ να κατευκφνει. Άλλωςτε, ςτθν αντίλθψθ τθσ προςωποκεντρικισ για τθ
κεραπεία, «ο κεραπευτισ και ο πελάτθσ ςυμμετζχουν όςο το δυνατό πιο ιςότιμα» κα
πει ο Μζρυ (2002, 28) ενϊ ςτόχοσ του πρϊτου είναι «να βοθκιςει τουσ πελάτεσ να
αναγνωρίςουν τισ εςωτερικζσ τουσ ικανότθτεσ για αλλαγι και ανάπτυξθ. Με τθν
ζννοια αυτι, ο κεραπευτισ είναι περιςςότερο ζνασ ςυνοδοιπόροσ παρά ζνασ
ζμπειροσ κακοδθγθτισ».
Θ ζκφραςθ και, κατ’ επζκταςθ, ςτάςθ «κατανοϊ ποιο είναι το πρόβλθμα με
ςζνα», είναι για τον Rogers ο ςυνικθσ τρόποσ ακρόαςθσ και κλαςικισ κατανόθςθσ του
άλλου. Πμωσ, για τον ίδιο, το να τείνεισ ευικοον ουσ ςθμαίνει πολλά περιςςότερα.
Θ ροτηεριανι ςχζςθ απαιτεί τθν «εκτίμθςθ ςτθ ςυμμετοχι», αναφζρει ο
Schmid (1989, 100) και εξθγεί. Είναι ό,τι, ευρζωσ, επικράτθςε ωσ αποδοχι άνευ όρων.
Ρρόκειται για δεκτικότθτα29 που αποποιείται ςτοιχεία προκατάλθψθσ και
ςτερεοτυπικοφσ τρόπουσ αντίλθψθσ του άλλου. Άνευ όρων αποδοχι ςθμαίνει ότι
εκτιμϊ κι αναγνωρίηω ζνα πρόςωπο, με τον τρόπο που το ίδιο αντιλαμβάνεται τον
εαυτό του και τον κόςμο γφρω του. Ο ςφμβουλοσ είναι παρϊν και ανοιχτόσ ςτο
πρόςωπο χωρίσ να κζτει προδιαγραφζσ και ςτεγανά, δίχωσ επιφυλάξεισ και
καχυποψία. Αποδζχεται30 και αναγνωρίηει τθ διαφορετικότθτά του ακόμθ κι αν αυτι
φαντάηει παράξενθ ι αντίκειται ςτο προςωπικό του αξιακό ςφςτθμα. Επικυμεί να δει
τον κόςμο με τα μάτια του προςϊπου31· από τθ δικι του οπτικι γωνία· ςαν-να ιταν
ςτθ κζςθ του. Πμωσ, οφτε είναι και οφτε πρζπει να υπάρξει ποτζ. Ρρόκειται για μία
ςαν-να ςυνκικθ θ οποία απορρζει από τθν ενςυναίςκθςθ.
29
«Πςο μεγαλφτερθ αποδοχι και ςυμπάκεια νιϊκω για το άλλο άτομο, τόςο περιςςότερο δθμιουργϊ
μια ςχζςθ που ο άλλοσ μπορεί να τθ χρθςιμοποιιςει. Λζγοντασ αποδοχι εννοϊ ζνα ηεςτό βλζμμα για
τθν άνευ όρων αξία του ωσ προςϊπου, χωρίσ να ζχουν ςθμαςία θ κατάςταςθ, θ ςυμπεριφορά ι τα
ςυναιςκιματά του. Εννοϊ ςεβαςμό και ςυμπάκεια γι’ αυτόν ωσ μοναδικό πρόςωπο. Εννοϊ τθν
αποδοχι και τθν εκτίμθςθ τθσ ςτάςθσ του κάκε ςτιγμι, χωρίσ να ζχει καμία ςθμαςία πόςο αρνθτικι ι
κετικι είναι, ι πόςο μπορεί να αντικροφει άλλεσ που είχε κατά το παρελκόν» *Rogers (1961) 2006 49].
30
«Πμωσ, διευκρινίηει πωσ «αποδοχι δε ςθμαίνει τίποτα χωρίσ κατανόθςθ. Μόνον όταν καταλάβω τα
ςυναιςκιματα και τισ ςκζψεισ που κεωρείσ φρικτζσ ι πολφ αδφναμεσ, πολφ ςυναιςκθματικζσ ι πολφ
παράξενεσ, μόνο όταν τισ δω όπωσ τισ βλζπεισ εςφ και τισ αποδεχκϊ, όπωσ κι εςζνα, μόνο τότε κα
νιϊςεισ πραγματικά ελεφκεροσ να εξερευνιςεισ όλεσ τισ κρυφζσ γωνιζσ και τισ τρομακτικζσ πλευρζσ
των εςωτερικϊν και, ςυχνά, καμμζνων ςου εμπειριϊν» *Rogers (1961) 2002, 49-50].
31
Με τον τρόπο αυτό, γράφει ο Corchia, απελευκερϊνεται από κάκε κριτικι διάκεςθ,
προκατειλθμμζνθ αξιολόγθςθ κι, ζτςι, καταφζρνει να δομιςει μια ατμόςφαιρ Corchia, 2005, α ςτθν
οποία ο πελάτθσ μπορεί να ανοιχτεί και να εξελιχτεί (Corchia, 2005, ςτο:
http://arp.unipi.it/dettaglioar.php?ide=128209).
45
Ο Corchia (2005, 12) περιγράφει τθν ενςυναίςκθςθ (empatia) ωσ α) κεντρικι
κεραπευτικι δομι β) κεραπευτικι ςτάςθ ςε ςχζςθ με τον πελάτθ γ) διαπροςωπικι
διαδικαςία που βαςίηεται ςτθ μθ κατευκυντικι ςυμπεριφορά και τζλοσ, δ) μζροσ μιασ
κεραπευτικισ ςτάςθσ όπου θ ενςυναιςκθτικι κατανόθςθ ςυνδζεται με τρόπο
κατάλλθλο και με άνευ όρων αποδοχι του πελάτθ. Για τον τελευταίο «θ ςυμπεριφορά
και οι λζξεισ του κεραπευτι ςθμαίνουν ςε ζνα βακμό αποδοχι και κατανόθςθ».
Θ ενςυναιςκθτικι διαδικαςία γράφει ο Zimring (1994, 2) επιτρζπει ςτο
ςφμβουλο να υπειςζρχεςαι ςτον ιδιωτικό κόςμο του πελάτθ, προκειμζνου να βιϊςει
μαηί του τθν εμπειρία που του αφθγείται. Επιςθμαίνει, όμωσ, τθ ςχετικι παρατιρθςθ
του Rogers πωσ αυτι θ διαδικαςία είναι πολφ λεπτι και κα πρζπει να υπόκειται ςτθν
αυςτθρότθτα τθσ προςομοίωςθσ και όχι τθσ ταφτιςθσ. Για τθν ακρίβεια τονίηει πωσ
δεν πρζπει32 να χάνεται ποτζ θ «ςαν να» ςυνκικθ («as if» quality)· μόνον τότε και, δθ,
ςτθ κεραπεία, θ ενςυναίςκθςθ κακίςταται υγιισ και ουςιαςτικι. Διαφορετικά
υπάρχει ο κίνδυνοσ τθσ αποπροςωποποίθςθσ του ςυμβοφλου, ςτοιχείο ανοίκειο ςτθ
ροτηεριανι κεϊρθςθ. Δεν επιδιϊκει τθν ταφτιςθ, αντικζτωσ, αποηθτά τθ ςυνεχι
παρουςία του ςυμβοφλου ωσ ετερότθτα, που είναι εκεί για να ςυναιςκανκεί, να
κατανοιςει, να βοθκιςει, να διευκολφνει κι όχι να γνωματεφςει, να κρίνει και να
αξιολογιςει.
Ο Mearns (ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 59-60) κάνει λόγο για το
«υπαρξιακό πεδίο» τθσ εμπειρίασ33 του πελάτθ, εξθγϊντασ ότι ςυναντιζται μαηί του
ςε ζνα ςχεςιακό βάκοσ34 όπου δεν απαντϊνται ςτοιχεία μεταβίβαςθσ. Αυτό ςθμαίνει
ότι του επιτρζπεται να ειςζλκει «ςτα βακφτατα αιςκιματα και ςτισ μφχιεσ ςκζψεισ για
τον Εαυτό και τον πυρινα τθσ Φπαρξθσ του πελάτθ του». Γράφει, για τθν ακρίβεια:
«Βάηει κι εμζνα ςτο διάλογο που ζχει με τον εαυτό του». Ζτςι παρζχεται ςτον
κεραπευτι θ δυνατότθτα να ζρκει ςε επαφι με τθ γνθςιότθτα και αυκεντικότθτα του
ςυμβουλευμζνου κι όχι τθν ψεφτικθ εικόνα που ζχει επικακιςει με άμυνεσ και
προφάςεισ.

32
«Το να νιϊςεισ τον προςωπικό κόςμο του πελάτθ ςαν να ιταν δικό ςου, χωρίσ να χάνεισ ποτζ αυτιν
τθν ποιότθτα του ςαν να (come se), αυτό είναι ενςυναίςκθςθ» κα πει ο Corchia, «το να νιϊςεισ τθν
οργι, το φόβο, ςαν, όλα, να ιταν δικά ςου, χωρίσ όμωσ να προςκζτεισ τθ δικι ςου οργι και ςτάςθ»
(Corchia, ο.π., 11).
33
Ο Yalom χαρακτθρίηει «το ενδιαφζρον και το ςεβαςμό για το βιωματικό κόςμο του πελάτθ» ςτοιχεία
κεμελιϊδθ τθσ ροτηεριανισ κεωρίασ *ςτο Rogers (1980) 2006, 10].
34
«Θ ςυμπάκεια είναι κάτι το ιδιαίτερο, και οι κεραπευτζσ, μζςα ςτθ κεραπευτικι ςχζςθ, μποροφν να
τθν ζχουν πολφ περιςςότερο από τουσ φίλουσ ακόμθ και από αυτοφσ που ζχουν τισ καλφτερεσ
προκζςεισ» (Van der Veen, ςτο Μπακιρτηισ, 1996, 106).
46
Κατά τθ γνϊμθ του, όλα τα ςυναιςκιματα ζχουν τθ ςθμαςία τουσ και θ
αυκεντικι τουσ βίωςθ είναι ηθτοφμενθ. Λδιαιτζρωσ, ςθμαντικά είναι εκείνα που
ενεργοφν επίμονα και παραμζνουν ενεργά ςτον πελάτθ ακόμθ και ζξω από τθν
ςυνζντευξθ. Ρολλζσ φορζσ θ επικετικότθτα και, γενικότερα, αρνθτικά ςυναιςκιματα
γίνονται, με ςαφινεια, αντιλθπτά μετά το πζρασ τθσ· και είναι πολφ ςθμαντικό να μθν
αγνοθκοφν, αντικζτωσ, να ςυηθτθκοφν με τθν πρϊτθ ευκαιρία (Rogers, 1988, 238).
Εξθγεί πωσ θ προςπάκειά του με τουσ ανκρϊπουσ «κατευκυνόταν, ολοζνα και
περιςςότερο, ςτο να απελευκερϊςει τθ φφςθ και τθ μοίρα τουσ» (Λάο Τςε ςτο Rogers,
1980, 48).
Θ ςχζςθ βοικειασ δεν πρζπει να είναι ςυγχυτικι, αδιάφορθ, κατακτθτικι,
εξωτερικι οφτε, όμωσ και να εξελίςςεται ςε φιλία γιατί τότε «δθμιουργοφνται
αμοιβαίεσ ςυναιςκθματικζσ εξαρτιςεισ» (Rogers ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ,
2009, 126). Ο κεραπευτισ υιοκετϊντασ μία ςυνετι ςυμπεριφορά και αποφεφγοντασ
ακρότθτεσ επιφφλαξθσ και υπερεμπλοκισ, «δθμιουργεί ζνα δεςμό που
χαρακτθρίηεται από ηεςταςιά, ενδιαφζρον, ςυγκίνθςθ, ςυμπάκεια και ζνα βακμό
ςυναιςκθματικισ προςκόλλθςθσ κακαρά και με ςαφινεια προςδιοριςμζνο» (ο.π.,
126-127).
Σπουδαίο κριτιριο για τθ κετικι επίδραςθ του ςυμβοφλου αποτελεί θ
αυκεντικότθτά του. Αφορά τόςο ςτθ ςχζςθ του με τον ςυμβουλευόμενο, όςο και με
τον εαυτό του. Γνιςιο35 ι αυκεντικό είναι το άτομο που ζχει αντίλθψθ των
ςυναιςκθμάτων και των αντιδράςεϊν του κι, επιπλζον, δεν αποςιωπά τθν εκδιλωςι
τουσ. Θ ζκκεςθ των ςυναιςκθμάτων ςτουσ άλλουσ, πζραν τθσ προςωπικισ ζκφραςθσ,
ετοιμάηει και καλλιεργεί τον άνκρωπο για το μοίραςμα, τθν κοινωνία των εςωτερικϊν
του καταςτάςεων. «Ζνασ ςφμβουλοσ με τζτοιεσ ιδιότθτεσ μπορεί να αφουγκράηεται
καλά τον εαυτό του, επειδι είναι ελεφκεροσ, ανεξάρτθτοσ και ειλικρινισ απζναντι
ςτθν ίδια του τθν φπαρξθ. Και οι δφο παράμετροι, θ ειλικρίνεια απζναντι ςτον εαυτό
μα και ςτθν επικοινωνία με τον απζναντι, ςυνδζονται ςτενά μεταξφ τουσ και
ςυνιςτοφν τθν απαιτοφμενθ αυκεντικότθτα. Επιπλζον, εξαςφαλίηουν τθν
απελευκζρωςθ από όποιεσ μεκόδουσ και τεχνικζσ» (Schmid, 1989, 123).
Χαρακτθρίηει, μάλιςτα, τθν προςζγγιςι του ωσ ζναν τρόπο φπαρξθσ που βρίςκει τθν

35
«Το να είμαι γνιςιοσ ςυνεπάγεται να είμαι και να εκφράηω, με τισ λζξεισ και τθ ςυμπεριφορά μου, τα
διάφορα ςυναιςκιματα και τισ απόψεισ που υπάρχουν μζςα μου. Μόνον ζτςι θ ςχζςθ ζχει αλικεια,
και θ αλικεια φαίνεται να ζχει ουςιϊδθ ςθμαςία» (Rogers, 1961, 49).
47
ζκφραςι τθσ ςε ςτάςεισ36 και ςυμπεριφορζσ. Είναι πιότερο κεμελιϊδθσ φιλοςοφία
παρά απλι τεχνικι ι μζκοδοσ. Γι’ αυτό και «θ κεραπευτικι ςτάςεθ δεν εξαρτάται,
πρωτίςτωσ, από τθν εκπαίδευςθ ςτισ τεχνικζσ ι από τισ ειδικζσ γνϊςεισ, αλλά πολφ
περιςςότερο από τθν φπαρξθ ςυγκεκριμζνων ςτάςεων εκ μζρουσ του κεραπευτι»
(Rogers ςτο Μπροφηοσ, 2004, 210).
Στθ ροτηεριανι αντίλθψθ «θ βακιά κατανόθςθ είναι, το πιο πολφτιμο δϊρο
που μπορεί να δϊςει κανείσ ςτον άλλο» (ο.π., 134) και κυοφορεί τθν αυτοαποδοχι37.
«Πταν τα πρόςωπα διαπιςτϊνουν ότι τα καταλαβαίνουν με ευαιςκθςία και ακρίβεια,
αναπτφςςουν ζνα ςφνολο κεραπευτικϊν ςτάςεων ι ςτάςεων που προάγουν τθν
ανάπτυξθ προσ τον εαυτό τουσ» (Rogers, 1980, 132). Θ ενςυναίςκθςθ υπθρετεί τθν
αυτοανίχνευςθ. Διευκολφνει το πρόςωπο ςτθν ανακάλυψθ του δυναμικοφ του και
ςτθν αναηιτθςθ λφςεων ταιριαςτϊν ςτθ φφςθ και ςτον ιδιαίτερο χαρακτιρα των
προβλθμάτων του. Μακαίνοντάσ του πϊσ να μακαίνει για τον εαυτό του και για τθ
ηωι δθμιουργεί προδιαγραφζσ για τθν ανάπτυξθ τθσ ευρθματικότθτασ, τθσ φανταςίασ
και τθσ δθμιουργικότθτάσ του, ποιϊντασ… ποίθςθ ςτθν ανκρϊπινθ ψυχι τε και ηωι.
Αυτόσ είναι ο λόγοσ που ο εμπνευςτισ τθσ προςωποκεντρικισ ιςχυρίηεται πωσ
θ μάκθςθ38 βρίςκεται ςτθν αυτοαντίλθψθ και δεν μπορεί να διδαχτεί. Το πρόςωπο
μακαίνει, μόνον, όταν κάτι είναι ουςιϊδεσ, βιωματικό39 και με ενδεδειγμζνο, για τον
εαυτό του, τρόπο· δε γίνεται δια τθσ βίασ αλλά δια τθσ διευκόλυνςεωσ (Kierkegaard
ςτο Rogers, 1961, 196). Γι’ αυτό και ςυμπεραίνει, ςυνοψίηοντασ, τα εξισ:
«Αν μπορϊ να δθμιουργιςω μια ςχζςθ που κα χαρακτθρίηεται εκ μζρουσ μου
από:

36
«Θ κεραπευτικι ςτάςθ δεν εξαρτάται, πρωτίςτωσ, από τθν εκπαίδευςθ ςτισ τεχνικζσ ι από τισ ειδικζσ
γνϊςεισ, αλλά πολφ περιςςότερο από τθν φπαρξθ ςυγκεκριμζνων ςτάςεων εκ μζρουσ του κεραπευτι»
(Rogers ςτο Μπροφηοσ, 2004, 210).
37
«Το να ψευδίηει ζνασ θκοποιόσ είναι ελάττωμα...Υποφζρει...Πταν πρωτοάκουςα (θχογραφθμζνο) τον
εαυτό μου, ιταν τότε που ο Μαμάκθσ ζκανε Το κζατρο ςτο μικρόφωνο... Είχα πάκει ςοκ! Ιταν, όλο,
ζνα ψεφδιςμα. Κι ζλεγα… πϊσ είναι δυνατόν να με δζχονται μ’ αυτιν τθν ομιλία! Αλλά είχα πάρει και
κάρροσ. Γιατί, λζω, αφοφ με δζχονται κι ζτςι που μιλάω κα πει ότι είμαι πολφ καλι» (από ςυνζντευξθ
τθσ Λαμπζτθ ςτθν εκπομπι Ραραςκινιο, http://youtu.be/9rcRzm3jQgg).
38
«Θ γνϊςθ, όπωσ ζχουμε ςυνθκίςει να τθν εννοοφμε, μπορεί να διδαχκεί από ζνα άτομο ςε ζνα άλλο,
με δεδομζνο ότι και τα δυο ζχουν επαρκζσ κίνθτρο και ικανότθτα. Στθν ουςιϊδθ μάκθςθ, όμωσ, που
πραγματοποιείται ςτθ κεραπεία, ζνα άτομο δεν μπορεί να διδάξει ζνα άλλο. Θ διδαςκαλία κα
κατζςτρεφε τθ μάκθςθ» (Rogers, 1961, 196).
39
Το βίωμα και θ μάκθςθ που εκπορεφεται από αυτό «αναφζρεται ςτθ διαδικαςία κατανόθςθσ του
εαυτοφ μασ – αυτογνωςία – και των εμπειριϊν μασ, ιδιαίτερα αυτϊν που ςυνικωσ απωκοφμε»
(Καμαρινοφ, 2000, 24).
48
 αυκεντικότθτα και διαφάνεια, ςτισ οποίεσ είμαι τα πραγματικά μου
αιςκιματα, κερμι αποδοχι και επιβράβευςθ του άλλου προςϊπου ωσ
διαφορετικοφ ατόμου,
 ευαίςκθτθ ικανότθτα να βλζπω τον κόςμο του και τον εαυτό του όπωσ τα
βλζπει ο ίδιοσ,
Τότε το άλλο άτομο ςτθ ςχζςθ:
 κα βιϊςει και κα καταλάβει πλευρζσ του εαυτοφ του που παλιότερα
απωκοφςε,
 κα διαπιςτϊςει πωσ εντάςςεται ευκολότερα, γίνεται πιο ικανό να
λειτουργιςει αποτελεςματικά,
 κα μοιάςει με το άτομο που κα ικελε να ιταν,
 κα είναι πιο αυτο-κατευκυνόμενο και κα αποκτιςει μεγαλφτερθ
αυτοπεποίκθςθ,
 κα γίνει περιςςότερο πρόςωπο, πιο μοναδικό και αυτοεκφραηόμενο,
 κα αποκτιςει μεγαλφτερθ κατανόθςθ και κα αποδζχεται περιςςότερο τουσ
άλλουσ,
 κα είναι ικανό να αντιμετωπίηει τα προβλιματα με μεγαλφτερθ επάρκεια και
πιο άνετα» (Rogers, 1961, 52-53.).
Στο πλαίςιο τοφτο και εισ πείςμαν του μεταδομιςμοφ40, ο άνκρωποσ
καταφζρνει να διερευνιςει41 εαυτόν και να νοθματοδοτιςει τθ ηωι του, ζχοντασ
εμπιςτοςφνθ ςτισ δυνατότθτζσ του, αυτοπεποίκθςθ κι αυτοεκτίμθςθ. Είναι ο δρόμοσ,
καταλιγει ο Rogers (ο.π., 53) που παρζχει «ςυναρπαςτικζσ δυνατότθτεσ για τθν
ανάπτυξθ δθμιουργικϊν, προςαρμοςτικϊν και αυτόνομων προςϊπων».

40
«Για το μεταδομιςμό κακϊσ και τθ μεταμοντερνιςτικι ιδεολογία, το άτομο δεν είναι ο δθμιουργόσ
του εαυτοφ, ο κυρίαρχοσ μιασ δεδομζνθσ ταυτότθτασ από τθν οποία προκφπτουν νοιματα και ςκοποί,
παρά το ίδιο ςυνιςτά διαρκϊσ μεταβαλλόμενο δθμιοφργθμα γλωςςικϊν εκφράςεων και νοθμάτων»
υποςτθρίηει ο Ραυλίδθσ. «Θ βαςικι ιδζα είναι ότι κάκε ςθμαίνον, πάντα, παραπζμπει για τθν ερμθνεία
του ςε ζνα νζο ςθμαίνον, με αποτζλεςμα τθ διαρκι ολίςκθςθ ςτθ διαδικαςία τθσ ςιμανςθσ από το ζνα
ςθμαίνον ςτο άλλο. Τα ςθμαίνοντα μετατρζπονται ςε ςθμαινόμενα και αντίςτροφα. Πμωσ, ςε κανζνα
ςθμείο δεν υπάρχει άμεςθ παρουςία νοιματοσ» (Ραυλίδθσ, 2008,140).
41
«Για να δραπετεφςουμε από τον μικρόκοςμο τθσ παιδικισ εμπειρίασ μασ, από τον μικρόκοςμο τθσ
κουλτοφρασ μασ και των δογμάτων τθσ, από τισ μιςζσ αλικειεσ που μασ είπαν οι γονείσ μασ, είναι
απαραίτθτο να είμαςτε δφςπιςτοι για το τι νομίηουμε ότι ζχουμε μάκει μζχρι τϊρα. Θ επιςτθμονικι
ςτάςθ είναι εκείνθ που κα μασ δϊςει τθ δυνατότθτα να μεταβάλουμε τθν προςωπικι εμπειρία μασ του
μικρόκοςμου ςε προςωπικι εμπειρία του μακρόκοςμου. Ρρζπει να αρχίςουμε να γινόμαςτε
επιςτιμονεσ» (Ρεκ, 1988, 189).
49
2.2 Σο προςωπείο του προςϊπου

«Θ βακφτερθ μορφι απελπιςίασ είναι


να διαλζγεισ να είςαι άλλοσ από τον εαυτό
ςου. Πμωσ, το να επικυμείσ να είςαι ο εαυτόσ
που αλθκινά είςαι, είναι πράγματι το
αντίκετο τθσ απελπιςίασ· και αυτι θ επιλογι
είναι θ βακφτερθ ευκφνθ του ανκρϊπου»
Kierkegaard (ςτο Rogers 1961, 114)

Θ υπόκριςθ, ωσ εργαλείο, απαντάται ςε πολλζσ μορφζσ τζχνθσ όπωσ αυτζσ του


κεάτρου, του κινθματογράφου και τθσ λογοτεχνίασ. Ο Μαρωνίτθσ, για παράδειγμα,
μιλά για τθν αποςταςιοποίθςθ του ποιθτι από τον εαυτό του, προκειμζνου να
αποδευςμευτεί από τθ φορτιςμζνθ, βιωματικά, ανάγνωςθ του επεξεργαηόμενου
υλικοφ και να πετφχει τθν αποτελεςματικότερθ διαχείριςθ του τελευταίου.
«Γράφοντασ ο Σεφζρθσ ςτο Μυκιςτόρθμα για ιςτορία, ςυλλογιηόταν μια κατάςταςθ
πολφ εξαρτθμζνθ ακόμθ από τον εαυτό του και το περιβάλλον του, που δεν ικελε να
τθ μεταφζρει ςτο ποίθμα ωσ βιογραφικό υλικό. Ρροτίμθςε λοιπόν, για να αποφφγει
τθ μαλακι αιςκθματολογία, τθν υπόκριςι τθσ πίςω από διάφορα προςωπεία που του
εξαςφάλιηαν ιςτορικό άλλοκι» (Μαρωνίτθσ, 1987, 169). Εδϊ θ υπόκριςθ γίνεται το
εργαλείο που ο τεχνίτθσ του λόγου ζχει ανάγκθ, προκειμζνου να ςμιλζψει τθ μορφι
και το περιεχόμενο τθσ ςκζψθσ του. Το επιλζγει ωσ ςυνκικθ ςτοχοπροςιλωςθσ.
Αποποιοφμενοσ τθν ταυτότθτά του, καταφζρνει να υπθρετιςει αποτελεςματικότερα
τθν ιδιότθτα μα και το ζργο του.
Ρρόκειται για ςυνκικθ που απαντάται ςτον ανκρϊπινο πολιτιςμό1 και ςτθν
πολιτιςτικι δθμιουργία2 γενικότερα. Αποτελεί πρακτικι εμβάπτιςθσ ςτον ίδιο τον
εαυτό αλλά και ςτα ςυμπαρομαρτοφντα των κόςμων του. Γίνεται δρόμοσ
αποκαλυπτικόσ, κεραπευτικόσ, γενεςιουργόσ, ταγμζνοσ ςτθν υπθρεςία τθσ αλθκινισ

1
Ο ςκθνοκζτθσ Ρίτερ Μπρουκ παρατθρεί ότι αυτόσ που φοράει τθ μάςκα βοθκιζται να ξεπεράςει
φυςικοφσ ανκρϊπινουσ περιοριςμοφσ. Κάτι που, πολφ κακαρά, φαίνεται ςτθν περίπτωςθ των
τελετουργιϊν (Κυριάκου ςτο: http://www.komvos.edu.gr/masks/audiovideo.html).
2
Το προςωπείο και θ μάςκα αποτελοφν δθμιουργικά εργαλεία ςτον κόςμο τθσ τζχνθσ. Θ ουδζτερθ
μάςκα του Ηακ Λεκόκ, επί παραδείγματι, αποτελεί κεμζλιο λίκο ςτθ δθμιουργία του ςωματικοφ
κεάτρου. Ρίςω από τθν απρόςωπθ μάςκα εδράηει το δυναμικό του ςφμπαντοσ. Θ ενζργεια και θ κίνθςι
του είναι βακιά χαραγμζνεσ ςτθν κυτταρικι μασ μνιμθ, ςφμφωνα με τον Φιλίππογλου που δθλϊνει ότι
«είναι αυτονόθτο πωσ ο άνκρωποσ μπορεί να αναπαραςτιςει όλεσ τισ κινιςεισ και τισ ενζργειεσ τθσ
φφςθσ, αρχικά με το ςϊμα του και ςτθ ςυνζχεια με το μυαλό και τθν ψυχι του».
(http://www.copycity.gr/myfiles/copy/316_pages1.pdf).
ζκφραςθσ τθσ ψυχισ αλλά και τθσ γόνιμθσ διαχείριςθσ των εςωτερικϊν αντικζςεων
και των δυςκολιϊν τθσ ηωισ.
Στο χϊρο, μάλιςτα, τθσ ψυχοκεραπείασ, θ μάςκα, το προςωπείο και
γενικότερα θ υπόκριςθ, μποροφν να γίνουν εργαλεία μιασ επιλεγμζνθσ κεραπευτικισ
αγωγισ ςε ςυγκεκριμζνεσ ςυνκικεσ και με ςτοχευμζνεσ δράςεισ – όπωσ ςτθ
δραματοκεραπεία. Ο Κυριάκου3 εξθγεί, πωσ θ μάςκα βοθκά το κεραπευόμενο ςτθν
βίωςθ των όςων το αφοροφν, με τθν ωσ εάν κατάςταςθ. Του επιτρζπει να μπει ςτο
ρόλο τθσ μάςκασ, καταργϊντασ το ναρκιςςιςτικό λόγο και προάγοντασ το δραματικό
παράδοξο. Επίςθσ, όταν θ μάςκα ςυνοδεφεται από λεκτικι απουςία επιτρζπει τθν
ανάγλυφθ ζκφραςθ των ςωματοποιθμζνων ςυναιςκθμάτων. Ζχοντασ, το πρόςωπο
καλυμμζνο τον υποχρεϊνει να γίνει πιο ςυνειδθτόσ ςε ςχζςθ με το ςϊμα του,
απελευκερϊνοντασ πλικοσ κινιςεων και εκφράςεων που είναι αιςκθτζσ τόςο ςτον
ίδιο όςο και ςτουσ γφρω. Ουςιαςτικά, ςυνειδθτοποιεί τθ διεφρυνςθ του φάςματοσ
των επιλογϊν που ζχει τόςο ςε ςυμπεριφορικό, όςο και ςε ςυναιςκθματικό επίπεδο·
ςτοιχεία που είναι ιδιαίτερα ςθμαντικά ςτθν ψυχοκεραπεία.
Στθν κακθμερινότθτα, όμωσ, του ανκρϊπου το προςωπείο απεργάηεται τθν
αυκεντικι ζκφραςθ του εαυτοφ και υπονομεφει τθν αλικεια του. Οι ςυνζπειεσ,
μάλιςτα, είναι τραγικότερεσ αν λάβει κανείσ υπόψθ τθ ριςθ του Γκαίτε, πωσ
«ανϊτατθ ευτυχία των ανκρϊπων είναι θ προςωπικότθτα» (Χόρνεχ, 1975, 122) ι τθν
θρακλιτειο αντίλθψθ πωσ Θεόσ του ανκρϊπου είναι ο χαρακτιρασ του, «ικοσ
ανκρϊπω δαίμων» (Λυπουρλισ, 2006, 66).
Πταν, λοιπόν, θ υπόκριςθ κακίςταται μακθμζνθ ςυμπεριφορά και
διαμορφϊνει ςτάςθ ηωισ, δρομολογεί τθν απομάκρυνςθ του ανκρϊπου από τον
εαυτό. Το πόςο εφκολα και φυςικά γίνεται το πζραςμα ςε ζνα φαίνεςκαι και
φζρεςκαι, αςφμφωνο κι άςχετο με τθν προςωπικι αλικεια, ςχολιάηει ο Rogers,
παρακζτοντασ τθν περιγραφι φοιτιτριάσ του: «Δεν ιμουν ποτζ – εννοϊ δεν ζβριςκα
ποτζ τον εαυτό μου να είναι τοποκετθμζνοσ και ςυγκεκριμζνοσ για τα πράγματα»
ομολογεί θ κοπζλα. «Τϊρα, ο λόγοσ που το ζκανα αυτό είναι, πικανόν, πωσ το ζκανα
και ςτο ςπίτι μου για πολφ καιρό. Δεν υποςτιριηα τισ πεποικιςεισ μου και τϊρα δεν
ξζρω πια αν ζχω πεποικιςεισ για να τισ υποςτθρίξω. Δεν ιμουν ειλικρινά ο εαυτόσ
μου, οφτε ιξερα όντωσ ποιοσ είναι ο πραγματικόσ μου εαυτόσ, απλϊσ ζπαιηα ζνα είδοσ

3
Απομαγνθτοφωνθμζνα αποςπάςματα από ομιλία του ψυχίατρου δραματοκεραπευτι Κυριάκου. (Στο
βίντεο: http://www.komvos.edu.gr/masks/audiovideo.html).
51
ψεφτικου ρόλου» (Rogers, 1961, 113). Μία ενδιαφζρουςα διάςταςθ για το κζμα
ενζχει ο ςυλλογιςμόσ τθσ Χζλλερ: «Θ άμεςθ ενότθτα ςκζψθσ και δράςθσ επιβάλλει
ϊςτε ςτθν κακθμερινι ηωι να μθν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεςα ςε αυτό που
ιςχφει και ςε αυτό που είναι αλθκινό. Κατά ςυνζπεια, θ ςτάςθ τθσ κακθμερινισ ηωισ
είναι απόλυτα πραγματικι. Αυτό που ιςχφει είναι και αλθκινό, μόνο ςτο μζτρο που
εμείσ, με τθ βοικειά του, μποροφμε να ςυνεχίςουμε να ηοφμε ςτθν κακθμερινότθτα,
με όςο το δυνατό λιγότερεσ προςτριβζσ» (ςτο Ραυλίδθσ, 2004, 87).
«Το προςωπείο» γράφει θ Μιττα4, «είναι ςυνυφαςμζνο με αυτό που
βλζπουμε, με αυτό που φαίνεται, με ζνα φαινόμενο που μπορεί να αντίκειται ςτο
Είναι, τθν πραγματικότθτα, τθν αλικεια, οπότε και βριςκόμαςτε ςτον χωριςμό που
χαρακτιριςε τθ διαδρομι τθσ φιλοςοφίασ ιδθ από τον Ραρμενίδθ ςε Είναι και
Φαίνεςκαι με όλθ τθ ςθμειολογία των όρων. Με βάςθ αυτόν τον χωριςμό, το
φαινόμενο ςυνυφαίνεται με το ψεφδοσ, τθν απάτθ5 ι, τουλάχιςτον, τθ μθ αλικεια». Ο
Γιανναράσ (1988, 61) παρατθρεί πωσ ςτα όντα, ωσ φαινόμενα, «το Είναι μζνει απ’ ζξω,
λανκάνει· θ αλικεια του Είναι εκπίπτει. Δεν γνωρίηουμε το Είναι κακαυτό,
γνωρίηουμε μόνο τον τρόπο με τον οποίο είναι ό,τι είναι». Υπό τθν ζννοια αυτι, το
φαινόμενο παραπζμπει ςτο κωμικό του Λονζςκο6. Το τελευταίο – ωσ ζνα ςτάδιο τθσ
δραματικισ δθμιουργίασ, μία άλλθ όψθ του τραγικοφ – γίνεται, ςτα πρϊτα του ζργα,
ζνα δραςτικό μζςο κατάδειξθσ τθσ αςυναρτθςίασ που διζπει τθν ςυμπεριφορά των
προςϊπων.
Ο Σταμοφλθσ (2011) φωτίηει μία ενδιαφζρουςα πτυχι τθσ ανκρϊπινθσ
αςυναρτθςίασ, ςχολιάηοντασ τθν περίπτωςθ που το φαινόμενο Είναι – μία, εν
προκειμζνω, προαποφαςιςκείςα εικόνα – υπθρετείται ακόμθ και κατά τθν εξόδιο
λειτουργία. «Ρρόκειται για ζναν απόλυτο αποπροςανατολιςμό του ανκρϊπου που
ολοκλθρϊνεται με το τραγικό μακιγιάριςμα του νεκροφ, ςυνεχίηοντασ, ζτςι, το
μακιγιάριςμα που ο άνκρωποσ ξεκίνθςε κατά τθ διάρκεια τθσ ηωισ. Θ ςυνικεια
ειςιχκθ ςτθν Ελλάδα, προςφάτωσ, για να αποδείξει τον Ζλλθνα, όπωσ κα ζλεγε με
άκρα ειρωνεία ο Γιάννθσ Τςαροφχθσ, εφάμιλλο των Ευρωπαίων». Ο Σταμοφλθσ
εςτιάηει τθν ερμθνεία του ςτθν «απϊκθςθ του κανάτου αλλά και τθσ αςκζνειασ, τθσ

4
Στο: http://www.komvos.edu.gr/masks/concl.html.
5
«Οι μάςκεσ ςχετίηονται με τθν απόκρυψθ των χαρακτθριςτικϊν και τθν ελευκερία ι και τθν αςυδοςία
που πθγάηει από τθν ανωνυμία»
(Γιαννόπουλοσ, ςτο:http://www.komvos.edu.gr/masks/masks.html).
6
Βλ. Λονζςκο, ςτο: http://www.artoftheater.com/theater/22-eugene-ionesco.html.
52
αρρϊςτιασ»· εξθγεί, όμωσ, πωσ θ αδυναμία αποδοχισ τουσ από τον άνκρωπο
«ςυνιςτά ςτ’ αλικεια, απϊκθςθ τθσ ίδιασ τθσ ηωισ» 7.
Γίνεται, λοιπόν, εφκολα αντιλθπτό πωσ ο κίνδυνοσ αλλοίωςθσ του εαυτοφ και
διαςτρζβλωςθσ τθσ προςωπικισ αλικειασ είναι υπαρκτόσ και μπορεί να οφείλεται
τόςο ςε εςωτερικζσ επιταγζσ, όςο και ςε ζξωκεν επιβολζσ. Μία ακραία ςυνζπεια των
τελευταίων ςυνιςτά θ αποταυτοποίθςθ που περιγράφει ο Φρανκλ, ειςθγθτισ τθσ
λογοκεραπείασ. Ο εβραίοσ ψυχοκεραπευτισ, αφθγοφμενοσ τθν εμπειρία του ςτα
ςτρατόπεδα ςυγκζντρωςθσ, παρακζτει: «Ζνασ άνκρωποσ μετροφςε μονάχα, επειδι
είχε ζναν αρικμό κρατουμζνου… Γινόςουν, κυριολεκτικά, ο αρικμόσ: νεκρόσ ι
ηωντανόσ – δεν ζχει ςθμαςία αυτό· θ ηωι ενόσ αρικμοφ ιταν απολφτωσ άνευ
ςθμαςίασ. Αυτά που ςτζκονταν πίςω από εκείνον τον αρικμό και εκείνθ τθ ηωι
μετροφςαν ακόμθ λιγότερο: θ μοίρα, θ ιςτορία, το όνομα του ανκρϊπου» (2006, 94).
Σ’ ζνα τζτοιο πλαίςιο ο άνκρωποσ μπορεί να οδθγθκεί ςε ό,τι, ο ίδιοσ, αποκαλεί ωσ
προςωπικό τίποτα (ο.π., 107-108).
«Στθν κακθμερινι μασ ηωι» εξθγεί ο Rogers (1961, 115) «υπάρχουν χιλιάδεσ
λόγοι για να μθν αφιςουμε τουσ εαυτοφσ μασ να βιϊνουν τθ κζςθ μασ πλιρωσ· λόγοι
από το παρελκόν και το παρόν μασ, λόγοι που κατοικοεδρεφουν ςτθν κοινωνικι
κατάςταςθ. Θ πλιρθσ κι ελεφκερθ βίωςι τουσ φαίνεται επικίνδυνθ8 κι εν δυνάμει
επιβλαβισ». Δεν είναι παράξενο λοιπόν ότι μόνον ελάχιςτοι «από εμάσ ζχουν
αναπτφξει μια ξεχωριςτι προςωπικι ηωι. Το κακετί ςε μασ φαίνεται να είναι από
δεφτερο χζρι, ακόμα και οι ςυγκινιςεισ μασ» υποςτθρίηει ο Τηόουνσ και καταλιγει:
«Ρρζπει να υπάρχει ζνασ προςωπικόσ λόγοσ, μια μοναδικι, δικι μου αντιμετϊπιςθ,
αν κζλω να νιϊκω ηωντανόσ» (ςτο Ρεκ, 1988, 188).
Θ άκριτθ κι ενςτικτϊδθσ αναπαραγωγι προτφπων είναι ςτοιχείο, όχι απλϊσ,
ξζνο μα και εχκρικό τθσ ροτηεριανισ επιδίωξθσ. Ο πικθκιςμόσ, θ μίμθςθ ετζρου ωσ
τρόποσ ηωισ, το βίωμα ωσ δάνειο, είναι ςτοιχεία κιβδθλοποιά· ορίηουν αυταπάτθ. Θ

7
Ειςιγθςι του με τίτλο «Φλθ αδίςτακτθ ο Κάνατοσ», ςτο Συνζδριο Διαχείριςθ Ρζνκουσ Των Ραιδιϊν
Στο Σχολικό Ρλαίςιο, ςυνδιοργάνωςθ οκτϊ φορζων τθσ πόλθσ, Κεςςαλονίκθ, 18-19 Μαρτίου 2011.
8
Ο Johnson περιγράφει με παραςτατικό, ομολογουμζνωσ, τρόπο τισ δοκιμαςίεσ του ανκρϊπου ςτον
αγϊνα του να βιϊςει τον εαυτό. «Με ψυχολογικοφσ όρουσ μιλϊντασ, ςτόχοσ τθσ αδιζξοδθσ
κατάςταςθσ, τθν οποία θ anima ρυκμίηει με μεγάλθ επιδεξιότθτα ςτθ ηωι ενόσ άνδρα, είναι να τον
οδθγιςει ςε μια ςυνκικθ όπου κα ζχει τθ δυνατότθτα να βιϊςει τον Εαυτό. Πταν ςκεφτόμαςτε τθν
anima ωσ οδθγό τθσ ψυχισ, τότε αρμόηει να φανταςτοφμε τθ Βεατρίκθ να οδθγεί τον Δάντθ ςτον
Ραράδειςο· δεν πρζπει ωςτόςο να ξεχνάμε ότι το βίωςε αφοφ πρϊτα είχε περάςει μζςα από τθν
κόλαςθ. Θ anima κατά κανόνα, δεν παίρνει τον άνδρα από το χζρι και τον οδθγεί απευκείασ ςτον
Ραράδειςο· κα το κάνει· όμωσ πρϊτα, κα τον βάλει ςε ζνα καυτό καηάνι και κα τον ψιςει καλά-καλά»
(1991, 98-99).
53
προβλθματικι διάςταςθ τθσ άκριτθσ μίμθςθσ, εντοπίςτθκε, προφανϊσ, κι από τον ίδιο
τον Bandura, αφοφ ςτθ κεωρία του ειςιγαγε τον όρο modeling (Μπλζτςα, 2010, 20)
αντικακιςτϊντασ τθν άκριτθ μίμθςθ με ζναν τφπο διαμορφοφμενθσ. Ο Kirschenbaum
(ςτο Κουτςοκανάςθ, 2010, 56) εξθγεί πωσ ςτθν περίπτωςθ του modeling, θ μίμθςθ
περνάει από ζνα εςωτερικό πλαίςιο ψυχολογικϊν διαδικαςιϊν.
Θ αυκεντία και το πρότυπο, με τθν κλαςικι των όρων ζννοια, δεν απαντϊνται
ςτθ κεωρία του Rogers. Κατά τθ γνϊμθ του θ εξουςία-αυκεντία κα ζπρεπε να κατοικεί
μζςα ςτο άτομο, ςτθ ςυνείδθςι του. Ο Gendlin γράφει πωσ «αμφιςβθτοφςε κάκε
αυκεντία, ακόμθ και τθ δικι του» (ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 43). Γι’
αυτό και θ κατευκυντικότθτα, ωσ πολιτικι και πρακτικι μετάλλαξθσ του ανκρϊπου ςε
ετεροκακοριηόμενο ηϊντα οργανιςμό, τον βρίςκει αςφμφωνο και τον ςυγχφηει.
«Κυμϊνω με τον εαυτό μου» γράφει, «όταν ανακαλφπτω ότι κατάφερα με
επιδεξιότθτα να ελζγξω και να καλουπϊςω κάποιον άλλο ςφμφωνα με τισ απόψεισ
μου. Αυτό υπιρξε ζνα πολφ οδυνθρό μζροσ τθσ επαγγελματικισ μου εμπειρίασ» (ο.π.,
200). Ο Rogers γνωρίηει καλά πωσ μια ετεροκακοριηόμενθ ςυμπεριφορά παρζχει
βιμα ςτθν αυτοεκπλθροφμενθ9 προφθτεία. Το άτομο που ετερονομείται μακαίνει να
ενεργεί όπωσ οι άλλοι το ορίηουν. Αν ορίηεται π.χ. γριγοροσ ςτθ δουλειά του,
μακαίνει να ενεργεί ςαν τζτοιοσ. «Πςεσ φορζσ επαλθκεφει τουσ οριςμοφσ και τισ
προςδοκίεσ των άλλων, πθγαίνει εναντίον του εαυτοφ του», λζει ο Moustakas (1986,
20). Κατά τθ γνϊμθ του θ ςχζςθ με τον τελευταίο είναι ανζντιμθ, αφοφ κατευκφνεται
από άλλουσ, παίηει ρόλουσ και καταλιγει να μθν «ζχει ςυνείδθςθ του ποιοσ πράγματι
είναι και να μθν ξζρει τι μπορεί να κάνει· δεν ξζρει πια τι είναι γι’ αυτόν αλθκινό».
Πταν, όμωσ, ςυντθροφμε «ζναν πλαςτό εαυτό, ςυνειδθτά ι όχι, θ επικοινωνία
μασ, ςε ζνα βακφτερο επίπεδο, δε κα είναι ςφμφωνθ με τθν πραγματικότθτά μασ»
(Μζρυ, 2002, 111). Ο Rogers αγωνιά γι’ αυτιν τθ ςυμφωνία, αποηθτά τθν αλθκινι
ζκδοςθ του εαυτοφ. Ρίςω από το προςωπείο βλζπει να κρφβεται ζνα φοβιςμζνο
πρόςωπο που κεωρεί τον εαυτό του πολφ απαίςιο για να τον δει και να τον δείξει.
(Rogers, 1961, 163). Αφετζρου, αιςκάνεται πολφ τρομαγμζνο μπροσ ςτον κίνδυνο μα
και τον ενκουςιαςμό για εξερεφνθςθ και βίωςθ τθσ ανεξαρτθςίασ του (Rogers 1980,
146).

9
Στο κείμενο του Moustakas, ο Ρροδρόμου αποδίδει τον όρο ωσ αυτοολοκλθρωτικι προφθτεία
(Moustakas, 1986, 20).
54
Θ διαςτρζβλωςθ του εαυτοφ ςθμαίνει αλλοτρίωςθ. «Πταν υπάρχει μία
αςυμφωνία ανάμεςα ςτθν εμπειρία και ςτθ ςυνειδθτότθτα» λζει ο Rogers (1961, 316)
«ςυνικωσ, εκφράηεται ωσ αμυντικότθτα ι απροςιτότθτα ςτθ ςυνειδθτότθτα. Πταν θ
αςυμφωνία είναι ανάμεςα ςτθ ςυνειδθτότθτα και ςτθν επικοινωνία, ςυνικωσ, γίνεται
αντιλθπτι ωσ ψεφδοσ ι εξαπάτθςθ». Αυτό που εγκυμονεί τθν αςυμφωνία ι τθν
οξφτθτα ςτθ διαπροςωπικι επικοινωνία είναι ο φόβοσ τθσ απειλισ ι τθσ απόρριψθσ.
Ζτςι, προκφπτει, ςυχνά, ζνασ ςυγκεχυμζνοσ ςυγχρωτιςμόσ ελλόγων και κυμικϊν που
ςυνωςτίηονται πίςω από προςωπεία, άλλοτε, ωσ ςυνκικθ αυτοπροςταςίασ κι άλλοτε,
με αυτιν, ωσ πρόςχθμα. Υποκακιςτοφν το πρόςωπο και το απομονϊνουν, δίνοντασ
προβάδιςμα ςτθν εντροπία. Ο όροσ είναι οικείοσ ςτον Rogers και θ τάςθ τθσ φφςθσ
προσ αταξία δεν τον αφινει αδιάφορο. Εκφράηει, όμωσ, τθν «πεποίκθςθ, ότι υπάρχει
μια διαμορφωτικι παρόρμθςθ που εξιςορροπεί τθ δφναμθ τθσ εντροπίασ ςε κάκε
οργανικι ηωι» (Yalom ςτο Rogers, 1980, 12).
Το προςωπείο, ςε αντίκεςθ με το πρόςωπο, δεν ζχει αλικεια. Ο Γκουτηαμάνθσ
(2006, 3) αναφερόμενοσ ςτθ χριςθ του, εξθγεί πωσ «γίνεται, αφ’ ενόσ μεν, για να
κρφψει το πραγματικό πρόςωπο και αφ’ ετζρου, για να εξυπθρετιςει κάποιον ρόλο.
Σε καμιά περίπτωςθ δεν ταυτίηεται το προςωπείο με το πρόςωπο· είναι πάντα ζνα
επίκεμα του προςϊπου». Στθν περίπτωςθ αυτι ο εαυτόσ λειτουργεί με τρόπουσ
αντίκετουσ προσ τθ γενικι τάςθ πραγμάτωςθσ που αναχαιτίηουν τθν αυτοαντίλθψι
του. Το άτομο που ζχαςε τθν επαφι με τθν τάςθ πραγμάτωςθσ, λόγω διαςτρζβλωςθσ,
δε κα μπορζςει να μείνει άλλο ςτο κζντρο τθσ αξιακισ διαδικαςίασ. «Δεν κα είναι
ικανό να εμπιςτεφεται τα δεδομζνα που του παρζχουν οι αιςκιςεισ του και αντ’
αυτϊν κα ανατρζχει, ςυνεχϊσ, ςτθν κρίςθ των άλλων προκειμζνου να ορίςει τθν αξία
ενόσ αντικειμζνου ι μιασ εμπειρίασ» (Thorne, 1992, 33).
«Θ αλλαγι προχποκζτει να πάψουμε να προςποιοφμαςτε10 και να κρατάμε
αμυντικι ςτάςθ, που μασ εμποδίηουν να είμαςτε, πλιρωσ, ο εαυτόσ μασ. Οι αμυντικοί
μθχανιςμοί περιλαμβάνουν άρνθςθ ι διαςτρζβλωςθ ςυναιςκθμάτων και εμπειριϊν
που όμωσ υπάρχουν για το ςοβαρότατο λόγο πωσ διδαχτικαμε ότι το να
παραδεχόμαςτε οριςμζνα ςυναιςκιματα ι να ακολουκοφμε το διαιςκθτικό μασ
τρόπο φπαρξθσ, ζκετε ςε κίνδυνο τθν αγάπθ και τθ φροντίδα εκείνων από τουσ

10
«Κα του βγάλω τθ μάςκα, όπωσ κα βγάλω κι εγϊ τθ δικι μου, και κα κοιταχτοφμε, αυτι τθ φορά
πρόςωπο με πρόςωπο, δίχωσ πζπλα και δίχωσ ψζματα»
(Leroux, ςτο: http://www.komvos.edu.gr/masks/masks.html).
55
οποίουσ εξαρτιόμαςτε» (Μζρυ, 2002, 110). Ο εαυτόσ, ςτθν προςπάκεια του να
προςτατζψει τθν εικόνα του, προβαίνει ςε διαδικαςίεσ που τον υπονομεφουν. Θ
Λεοντάρθ (2006, 132) ςθμειϊνει πωσ «οι άνκρωποι φαίνεται ότι επιλζγουν τθν αυτό-
υπονόμευςθ όταν απειλείται δθμόςια μια ςθμαντικι πτυχι του εαυτοφ τουσ. Οι
Urdan και Midgley επιςθμαίνουν ότι θ αυτό-υπονόμευςθ δεν αντιπροςωπεφει φόβο
για τθν αποτυχία, δεδομζνου ότι θ χριςθ αυτό-υπονομευτικϊν ςτρατθγικϊν αυξάνει
τισ πικανότθτεσ τθσ αποτυχίασ, αλλά κυρίωσ, τθν ανθςυχία των ανκρϊπων που τθν
χρθςιμοποιοφν για το πϊσ κα φανοφν ςτουσ άλλουσ αν αποτφχουν». Στο πλαίςιο αυτό
γεννιοφνται, ςυχνά, νευρϊςεισ και ςυμπεριφορικά ςυμπλζγματα, προκαλϊντασ
επϊδυνα βιϊματα τόςο ςτο ίδιο το πρόςωπο, όςο και ςτα περιβάλλοντά του.
«Θ αφαίρεςθ μιασ μάςκασ που κάποιοσ νόμιηε πωσ ιταν κομμάτι του αλθκινοφ
του εαυτοφ μπορεί να είναι μια βακιά εμπειρία που τον ςυνταράηει» λζει ο Rogers
(1961, 114). Κι αυτό γιατί υπάρχει ο φόβοσ των καταπιεςμζνων ςυναιςκθμάτων και το
άγνωςτο τθσ ορμισ και τθσ ποιότθτάσ τουσ. Πμωσ, «όταν υπάρχει ελευκερία να
ςκζφτεται, να αιςκάνεται και να είναι, το άτομο προχωρά προσ ζνα τζτοιο ςτόχο»
(Rogers, ο.π.).
Για να καταςτεί θ αλλαγι εφικτι «κα χρειαςτεί να μετακινθκεί από τθν
εξάρτθςι του για αναγνϊριςθ από τουσ άλλουσ, προσ μια μεγαλφτερθ εμπιςτοςφνθ
ςτθ δικι του κρίςθ για τον εαυτό του και για το τι είναι ςωςτό ι όχι για τον ίδιο»
(Μζρυ, 2002, 110-111). Για να αλλάξει το άτομο, ϊςτε να αναδυκεί ο εαυτόσ που κα
ςτθρίηεται «ςτισ οργανιςμικζσ του αντιδράςεισ, ςτο εςωτερικό του βίωμα και όχι ςτισ
αξίεσ και προςδοκίεσ των άλλων» επιςθμαίνει ο Rogers, απαιτείται μία διεργαςία θ
οποία οφτε ομαλι, οφτε άνετθ είναι. Για να τα καταφζρει, είναι πικανό να χρειαςτεί
να διαφωνιςει με αγαπθμζνα πρόςωπα – όπωσ οι γονείσ – να αντιςτακεί,
ενδεχομζνωσ, ςε κοινωνικζσ πιζςεισ. Το γεγονόσ μπορεί να είναι οδυνθρό και να ζχει
κόςτοσ. «Κα ιταν ακόμθ και τρομακτικό αλλά πολφ πολφτιμο: το να είναι κανείσ ο
εαυτόσ του αξίηει ζνα μεγάλο τίμθμα» (Rogers, 1980, 147).
Αρωγόσ του ς’ αυτόν τον αγϊνα είναι θ, αποκαλοφμενθ ςτθ κεωρία του, ςχζςθ
βοικειασ. Το οικοδόμθμά τθσ, κεμελιωμζνο ςτθν αυκεντικότθτα, τθν ειλικρίνεια, τθν
ενςυναίςκθςθ και τθν αποδοχι άνευ όρων, αποςκοπεί ςτθν απελευκζρωςθ του
προςϊπου από τα δεςμά τθσ φενάκθσ και τθσ ςυνειδθτισ ι μθ ψευτιάσ. Κι ευνόθτο
είναι πωσ το προςωπείο δεν μπορεί να αφορά, με κανζναν τρόπο, τον ςφμβουλο ο

56
οποίοσ είναι εκεί για να τθν υπθρετιςει. Πταν ο τελευταίοσ δεν είναι ιςότιμοσ,
πραγματικόσ ι αυκεντικόσ, προδίδεται από τθν αςυνείδθτθ επικοινωνία, τθ φωνι, τισ
χειρονομίεσ ι τισ εκφράςεισ του προςϊπου καταδικάηοντασ, ζτςι, τθ ςχζςθ ςε
αποτυχία (Schmid, 1989, 123). Αντικζτωσ, θ γνθςιότθτά του εγγυάται τθν ευόδωςθ
του λειτουργιματόσ του γιατί «όςο πιο ολοκλθρωμζνα κατανοθκεί και γίνει αποδεκτό
ζνα άτομο, τόςο περιςςότερο τείνει να καταρρίψει τα ψεφτικα προςωπεία με τα
οποία αντιμετωπίηει τθ ηωι και να κινθκεί ςε μια κατεφκυνςθ προσ τα εμπρόσ»
(Rogers, 1961, 43).
Θ ανκρωπιςτικι ψυχολογία, οφςα αιςιόδοξθ, κζλει τον άνκρωπο ον κοινωνικό,
βριςκόμενο ςε ςυνεχι αναηιτθςθ του ουςιαςτικοφ και αποτελεςματικότερου, ςτθ
διαχείριςι τθσ, τρόπου ηωισ. Αυτό, όμωσ, δε ςθμαίνει πωσ παραβλζπει τυχοφςεσ
αντικοινωνικζσ κι απάνκρωπεσ, ενίοτε, ςυμπεριφορζσ του. Ο Rogers αναγνωρίηει τθ
δυςκολία αλλαγισ ριηωμζνων απόψεων και υπζρβαςθσ όλων εκείνων των ςτοιχείων
που ςυνκζτουν το προφίλ του κακοφ ανκρϊπου. «Ρροςωπικά» λζει, «αν και
ςυνειδθτοποιϊ, πολφ καλά, τθν απίςτευτου μεγζκουσ καταςτρεπτικι, ςκλθρι και
μοχκθρι ςυμπεριφορά ςτο ςθμερινό κόςμο, δεν πιςτεφω ότι θ κακία αυτι είναι
ζμφυτθ ςτθν ανκρϊπινθ φφςθ» (ςτο Μζρυ, 2002, 69). Θ ποιότθτά τθσ εξαρτάται από
τθν κοινωνικοποίθςθ και τισ ςχζςεισ του με τουσ άλλουσ. Πταν, λοιπόν, απαντάται μία
κακόβουλθ ςυμπεριφορά ςθμαίνει ότι θ, ουςιαςτικά, καλι ανκρϊπινθ φφςθ ζχει
υποςτεί βλάβεσ.
Επειδι κατά τθ γνϊμθ του «οι ςυμπεριφορζσ ι οι τρόποι φπαρξθσ που
βιϊνονται ωσ ικανοποιθτικοί και ουςιαςτικοί, τείνουν να ενιςχφονται» (Rogers, 1980,
159) ςτθρίηει τθν ανάπτυξθ ςτο ανκρϊπινο βίωμα. Γράφει πωσ το πρόςωπο είναι οι
εμπειρίεσ του και ο Maslow11 μιλά για τθν κορφφωςι τουσ. Ωσ τζτοια χαρακτθρίηει
τθν ςτιγμι που το άτομο βρίςκεται «ςτο φψιςτο ςθμείο των δυνατοτιτων του,
αξιοποιϊντασ όλεσ τισ ικανότθτζσ του, με τον καλφτερο και πλθρζςτερο τρόπο». Το
πρόςωπο που «εξελίςςει τον εαυτό του, ςε αυτό που πραγματικά είναι» (Rank ςτο
Kramer, 1995, 61) αποτελεί τον, κατά Rogers, ολοκλθρωμζνο άνκρωπο.
Ακολουκϊντασ τα χνάρια του Runk υποςτθρίηει, ότι είναι ο άνκρωποσ που μπορεί να
είναι όλο και περιςςότερο οι δυνατότθτζσ του.

11
Στο:
http://www.wwrsd.org/65512581691614/lib/65512581691614/Toward_a_Psychology_of_Being_-
_Maslow_(2).doc
57
Το πρόςωπο τθσ κεωρίασ του, διειςδφοντασ ςτα άδυτα τθσ ψυχισ και
αναςτοχαηόμενο, χωρίσ ζνςταςθ και φόβο μπροσ ςτο ενδεχόμενο τθσ αλλαγισ,
επιδιϊκει μια ατόφια και ακραιφνι ανάγνωςθ του οργανιςμικοφ του όλου. Γιατί όταν
ο κόςμοσ βιϊνεται περιςταςιακά κι όταν θ πραγματικότθτα προςλαμβάνεται
αποςπαςματικά, τότε οι άνκρωποι αδυνατοφν να πάρουν μία απόςταςθ από τθ
βιοτικι τουσ δραςτθριότθτα, να διακρίνουν τθ ςυνάφεια12 των αντιφατικϊν
φαινομζνων και διαδικαςιϊν. Το γεγονόσ κακιςτά το ςτοχαςμό ανζφικτο και τθν
κουλτοφρα τθσ ςιωπισ, μόνθ αλικεια. «Θ ςυνείδθςθ ςε αυτό το επίπεδο»
υποςτθρίηει ο Freire (ςτο Ραυλίδθσ, 2003, 96-97) «είναι εξαιρετικά μοιρολατρικι κι
ζτςι οι άνκρωποι παραμζνουν αδρανείσ». Κι όταν, όμωσ, κινθτοποιοφνται το
πράττουν με τρόπο εςφαλμζνο κι αναποτελεςματικό για τθν πλθρότθτα και τθν
ευτυχία τουσ. «Θ εναςχόλθςθ με το επιφανειακό, απαςχολεί, αλλά δεν πλθρϊνει»13.
Ο Rogers μζςα από μία διεργαςία – που, ςυχνά, χαρακτθρίηει περιπετειϊδθ
και επϊδυνθ - αναηθτά τθν κατάρρευςθ του γυάλινου τοίχουσ τθσ απομόνωςθσ, και
τθν πάταξθ τθσ μοναξιάσ του ςφγχρονου ανκρϊπου. Μιλά για τον ατελείωτο
προβλθματιςμό του προςϊπου, ςτθν προςπάκειά του να ανακαλφψει εκείνεσ τισ
ςυμπεριφορζσ που κα εναρμονίηονταν καλφτερα με τα περίπλοκα και αντιφατικά του
ςυναιςκιματα. Είναι ο τρόποσ τθσ ροτηεριανισ κεϊρθςθσ για μία ςχζςθ ουςιαςτικι κι
αλθκινι με τον εαυτό του και με τουσ άλλουσ (1980, 148).
Θ πρόταςι του επιςτρζφει τον άνκρωπο ςτθ βάςθ του, ςτο εςωτερικό του
κζντρο. Το πρόςωπο που οραματίηεται μακαίνει να εμπιςτεφεται τον οργανιςμό του,
να ικανοποιεί τισ ανάγκεσ του και να διορκϊνει τα ςφάλματά του, άλλωςτε «θ
αλικεια ξεπθδά πιο εφκολα απ’ το λάκοσ παρά από τθ ςφχγυςθ» (Bacon ςτο Kuhn,
1987, 82). «Κακϊσ ανακαλφπτει διαρκϊσ, νζεσ πτυχζσ του εαυτοφ του, ξεδιπλϊνει τισ
ικανότθτζσ του επιδιϊκοντασ το ευ ηθν, με τθν ζννοια μίασ αδιάλειπτθσ διεργαςίασ
και όχι μίασ ςτατικισ πραγματικότθτασ» ( Μπροφηοσ, 2002, 207).

12
Τα φαινόμενα κατανοοφνται πλθρζςτερα, ιςχυρίηεται ο Μπακιρτηισ «μζςα από τθ ςφνκεςθ των
διαφόρων παραμζτρων και τθν ολιςτικι τουσ κεϊρθςθ» (2003, 16).
13
Υποςτθρίηει ο Ακαναςόπουλοσ (ο.π.) και ςυμπλθρϊνει: «Οι άνκρωποι μποροφν να ςυνεχίηουν να
αγωνίηονται με ελπίδεσ, ακόμα και με χαρά, για τθν ψεφτικθ πανάκεια, εφόςον δεν τθν αποκτοφν. Είναι
ο ςτόχοσ τουσ, ο ςκοπόσ τθσ ηωισ, το ιδανικό τουσ. Πταν όμωσ τθν αποκτοφν, ανακαλφπτουν ςφντομα
ότι θ ελπίδεσ τουσ ιταν ψεφτικεσ. Ακολουκεί ψυχικι ςυντριβι και απελπιςία, βουτιά ςτον ωκεανό τθσ
ματαιότθτασ, μζχρι να γίνει δυνατό (ςυνικωσ με τθ βοικεια ψυχολόγου) να εμφανιςτοφν κάποιεσ
καινοφριεσ ελπίδεσ».
58
Ο αυτοπραγματωμζνοσ άνκρωποσ, κατά τον Μάςλοου, παρακζτει ο
Σεριπίδθσ14, είναι «ζνα άτομο ελευκερωμζνο από τα προβλιματα ελλείψεων τθσ
νιότθσ και από τα νευρωτικά προβλιματα τθσ ηωισ (παιδικά, φανταςτικά, μθ
απαραίτθτα ι μθ πραγματικά) και ζτςι, γίνεται ικανό να αντιμετωπίςει, να αντζξει και
να παλζψει με τα πραγματικά προβλιματά τθσ. Δθλαδι, δεν είναι μια απουςία
προβλθμάτων αλλά μια μετακίνθςθ από μεταβατικά, μθ πραγματικά προβλιματα ςε
αλθκινά προβλιματα. Κζλοντασ να ςοκάρω τον αναγνϊςτθ, κα μποροφςα να
αποκαλζςω τον αυτοπραγματωμζνο άνκρωπο ζνα οξυδερκι νευρωτικό που
αποδζχεται τον εαυτό του, γιατί θ φράςθ αυτι μπορεί να οριςτεί, ζτςι, ϊςτε να είναι
ςχεδόν ςυνϊνυμθ με το να κατανοεί και να αποδζχεται κανείσ τθν εγγενι βακφτερθ
ανκρϊπινθ κατάςταςθ, δθλαδι, με το να αντιμετωπίηει και να αποδζχεται με κάρροσ,
ακόμθ και να διαςκεδάηει καλόκαρδα με τισ αδυναμίεσ τθσ ανκρϊπινθσ φφςθσ αντί να
προςπακεί να τισ αρνθκεί».
Θ διάρκρωςθ τθσ ςφγχρονθσ κοινωνίασ» κα πει ο Φρομ (ςτο Γκουτηαμάνθσ,
1998, 115) «επιδρά πάνω ςτον άνκρωπο κατά δφο τρόπουσ. Γίνεται περιςςότερο
ανεξάρτθτοσ, με περιςςότερθ αυτοπεποίκθςθ και περιςςότερο απαιτθτικόσ, αλλά
παράλλθλα και περιςςότερο απομονωμζνοσ, μοναχικόσ και φοβιςμζνοσ». «Το να
είςαι ο εαυτόσ ςου» λζει ο Rogers «δε λφνει τα προβλιματά ςου. Απλά ανοίγει
μπροςτά ςτο άτομο ζνα νζο τρόπο ηωισ με περιςςότερο βάκοσ και φψοσ ςτθ βίωςθ
των ςυναιςκθμάτων του, με περιςςότερο εφροσ και ζκταςθ. Το άτομο νιϊκει
περιςςότερο μοναδικό και άρα περιςςότερο μόνο, ταυτόχρονα, όμωσ είναι πολφ πιο
αλθκινό, οπότε οι ςχζςεισ του με τουσ άλλουσ χάνουν τθν τεχνθτι τουσ υπόςταςθ,
γίνονται βακφτερεσ, πιο ικανοποιθτικζσ και ζλκουν περιςςότερθ από τθν αλθκινότθτα
του άλλου ατόμου ςτθ ςχζςθ» (Rogers, 1961, 195). Για τθν τελευταία, αποκαλϊντασ
τθν ςυνάντθςθ, ο Κεοδωρόπουλοσ (ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 58)
γράφει: «Είναι το ςυμβάν κατά το οποίο ο άνκρωποσ αναγκάηεται – μπροςτά ςε κάτι
που βρίςκεται απζναντί του – ςε ριηικι μεταςτροφι και διαφοροποίθςθ». Ο Φρανκλ
(2010, 170) αναφζρεται ςε «μία κατεφκυνςθ προσ κάτι ι προσ κάποιον άλλο, από τον
εαυτό – είτε πρόκειται για ζνα νόθμα που πρζπει να εκπλθρϊςεισ, είτε για ζναν άλλο
άνκρωπο που μζνει να ςυναντιςεισ». Στθ διαπροςωπικότθτα αναφζρεται και θ
ςινικικι φιλοςοφία. Ο άνκρωποσ για τον Κομφοφκιο «δεν είναι ον κακοριςμζνο από

14
Στο: http://www.vitatherapy.gr/B7529D63.el.aspx).
59
τθ φφςθ του, αλλά το ον που προκφπτει, τελικϊσ, από τισ πράξεισ του, ςτο πλαίςιο
των ςχζςεϊν του με τουσ άλλουσ» (Χαλικιάσ, 2001, 35). «Ακόμα κι όταν μιλάμε για
ζνα μόνο πρόςωπο δεν μποροφμε να ξεχάςουμε ότι το κάκε πρόςωπο επενεργεί
πάντοτε ςε κάποιουσ άλλουσ και δζχεται τισ επενζργειεσ άλλων. Οι άλλοι είναι κι
αυτοί παρόντεσ. Κανζνασ δεν ενεργεί οφτε βιϊνει ςε κενό... Κάκε ςχζςθ προχποκζτει
ζναν προςδιοριςμό του εαυτοφ μασ από τον άλλο και του άλλου από μασ...» (Laing
ςτο Cummins, 1999, 64).
Στθν προςωποκεντρικι οι ανκρϊπινεσ υπάρξεισ είναι πολφτιμεσ, το ίδιο και το
αντάμωμά τουσ. «Οι βαςικζσ ανκρϊπινεσ ανάγκεσ» πιςτεφει ο Maslow (ςτο
Ακαναςόπουλοσ, ο.π.) «μποροφν να εκπλθρωκοφν, μόνο, μζςω άλλων ανκρϊπων,
δθλαδι, μζςω τθσ κοινωνίασ. Θ ανάγκθ για κοινότθτα (το να ανικει κανείσ κάπου,
ανάγκθ για ανκρϊπινθ επαφι, ομαδοποίθςθ) είναι από μόνθ τθσ βαςικι. Μοναξιά,
απομόνωςθ, εξοςτρακιςμόσ, απόρριψθ από τθν ομάδα, όλα αυτά δεν είναι μόνο
οδυνθρά, αλλά και πακογόνα». Κάποια, μάλιςτα, απ’ αυτά είναι και αναπόφευκτα:
«Ραρ’όλθ τθν ευτυχία που μπορεί να μασ προςφζρει θ ηωι, θ ηωι είναι ταυτόχρονο
γεμάτθ από αναπόφευκτεσ τραγωδίεσ. Ακόμθ κι όταν ζνασ άνκρωποσ δεν ζχει να
υποφζρει πολφ ςτθ ηωι του, δε κα αποφφγει το γεγονόσ των γερατειϊν, τθσ
αρρϊςτιασ και του κανάτου. Γενικότερα εκφραςμζνο: Στον ξεχωριςτό άνκρωπο
τίκενται όρια και είναι μόνοσ – όρια αναφορικά με αυτό που μπορεί να εννοιςει, να
επιτφχει και να απολαφςει, και μόνοσ είναι επειδι είναι μια μοναδικι ολότθτα,
αποκομμζνοσ από τουσ ςυνανκρϊπουσ του και τθ φφςθ που τον περιβάλλει» (Χόρνεχ,
1975, 122).
Θ κοινωνία προςϊπων15, τθσ ροτηεριανισ κεωρίασ, ςτθρίηεται ςε «μια
ςυνάντθςθ ςτο βάκοσ των υπάρξεων» (Mearns ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ,
2009, 59). Θ αυκεντικότθτα του ςχεςιακοφ τθσ βάκουσ και θ γνιςια παρουςία16

15
Ο πατιρ Φάροσ, ψυχίατροσ, αναφζρει τον όρο κοινωνικό πρόςωπο, μιλϊντασ για τθ διαμόρφωςθ
του ανκρϊπου ςυναρτιςει ενόσ ςυνεχοφσ διαλόγου με τα περιβάλλοντά του. Θ ιςορροπία που θ
ανκρϊπινθ ψυχι αναηθτά δεν είναι ανεξάρτθτθ από τα ςυμπαρομαρτοφντα που ςυνιςτοφν το
εκάςτοτε ςυγκειμενικό του πλαίςιο. Το ροτηεριανό πρόςωπο εμπεριζχει αυτιν τθ διάςταςθ τθσ
κοινωνικότθτασ ςτο όλον του οργανιςμοφ του (Συνζντευξθ ςτθ Φλζςςα, εκπομπι «Στα Άκρα», ΝΕΤ,
επαναλθπτικι προβολι: Λοφλιοσ 2011).
16
Θ παρουςία ειςιχκθ ςτθ κεωρία ςτα τελευταία του ζργα, μασ πλθροφορεί ο Μπροφηοσ και
παρακζτει τθν ερμθνεία που τθσ δίνει ο Rogers: «Διαπιςτϊνω πωσ από οτιδιποτε κάνω φαίνεται να
εκπορεφεται μία κεραπευτικι επίδραςθ, όταν είμαι πάρα πολφ κοντά ςτον εςωτερικό, διαιςκθτικό
εαυτό μου, κατά κάποιον τρόπο, ζρχομαι ςε επαφι με το άγνωςτο μζςα μου, όταν, ίςωσ, βρίςκομαι ςε
μία διαφορετικι κατάςταςθ ςυνειδθτότθτασ. Τότε, απλϊσ, και μόνο θ παρουςία μου είναι
απελευκερωτικι και βοθκθτικι για τον άλλο» (ςτο Μπροφηοσ, 2004, 208).
60
επιτρζπουν «να διακινδυνεφςει κανείσ να είναι ο εςωτερικόσ του εαυτόσ»
υποςτθρίηει ο Rogers (1991, 152) κι αυτό «είναι ζνα από τα βιματα για να
ανακουφιςτεί θ μοναξιά που υπάρχει μζςα ςτον κακζνα μασ και να αποκτθκεί μια
γνιςια επαφι με τισ άλλεσ ανκρϊπινεσ υπάρξεισ17». Μιλά για τθ ςχζςθ προςϊπων,
χαρακτθρίηοντάσ τθν «απλι, εγκάρδια και ειλικρινι» (ςτο Κοςμόπουλοσ, 1994, 37). Το
ενςυναιςκθτικό τθσ ίδιον τθν κακιςτά επουλωτικι, ςτοργικι και παρζχουςα καλπωρι
και αγάπθ (Rogers, 1980, 133-134).
Στο ίδιο μικοσ κφματοσ με τον Rogers κινείται και θ Αρβελζρ (ο.π.)
εφιςτϊντασ τθν προςοχι ςτθν «ζγνοια του άλλου», όπωσ λζει. Ρροτείνει τθ
ςυνεργαςία και τθν αλλθλεγγφθ18, ςτον αντίποδα τθσ μοναξιάσ, τθσ διχόνοιασ και του
διχαςμοφ που αποδομεί καταςτρζφοντασ και πλθγϊνει. Αναηθτά τθν εξζλιξθ και τθν
πρόοδο ςτθ ςυνζργια19 και ςτθν ομαδικότθτα ενϊ μιλϊντασ για τθν απομόνωςθ,
εξθγεί πωσ, ςτθν παρερμθνεία τθσ, κάνει τθ μοναξιά αντιλθπτι ωσ μοναδικότθτα.
Επικαλοφμενθ τον Ραλαμά, «το ‘να τ’ άλλο χαλκάσ και κρατεί και κρατιζται κάκε
πλάςμα όπου πασ», αναηθτά ςτθν αλλθλοβοικεια και ςτθν εμπιςτοςφνθ, τθν πρόοδο
και τθν ευθμερία του προςϊπου και τθσ κοινωνίασ.
Μόνον ζτςι, πιςτεφει κι ο Rogers κα καταφζρει να υπάρξει ςε μια κοινωνία
προςϊπων· όντασ ανοιχτό, πρόκυμο, να δεχτεί ιςότιμα τισ εμπειρίεσ των άλλων και
λιγότερο «δογματικό ωσ προσ το ςωςτό και το λακεμζνο» (Μζρυ, 2002, 255).
Λειτουργϊντασ ωσ πρόςωπο πλιρεσ και ενιαίο, βελτιϊνει τθ ςτάςθ προσ τον εαυτό,
καλλιεργϊντασ «αυτο-αποδοχι, αυτοεκτίμθςθ, ςυνοχι μεταξφ του αντιλθπτοφ και
του ιδανικοφ εαυτοφ και αυτοπεποίκθςθ» (Rogers, 1991, 157) ενϊ παράλλθλα,

17
«Δεν υπάρχει άλλοσ τρόποσ ανάπτυξθσ τθσ προςωπικότθτασ από τθ διαμόρφωςθ ςχζςεων
αμοιβαιότθτασ και αλλθλεπίδραςθσ με τα άλλα ανκρϊπινα υποκείμενα και γενικότερα με τον
ευρφτερο κοινωνικό περίγυρο (Ραυλίδθσ, 2006, 168).
18
Αναφζρεται ςτο βυηαντινό αλλθλζγγυο, ςφμφωνα με το οποίο, ο αγροτικόσ φόροσ που αντιςτοιχοφςε
π.χ. ςε ζνα χωριό, πλθρωνόταν ςυνολικά. Ζτςι, οι ζχοντεσ κι ενδεχομζνωσ κατζχοντεσ, επωμίηονταν το
βάροσ όςων αδυνατοφςαν να πλθρϊςουν. Κατά τθ γνϊμθ τθσ, ο ςφγχρονοσ κατακερματιςμόσ τθσ
κοινωνίασ ςε υποομάδεσ, απομονωμζνεσ θ μία από τθν άλλθ με ποςοτικζσ, ωσ επί το πλείςτον,
διεκδικιςεισ ορίηουν μοναξιά κι όχι μοναδικότθτα. Αφετζρου, «ο κακζνασ μπορεί να ζχει κάποιο δίκιο
και κυρίωσ κάποιο δικαίωμα» κα πει (Αρβελζρ, ο.π.)
19
Ο Ρλάτων ςτον Τιμαίο του, βλζπει τθ δθμιουργία μζςω τθσ ςυνζργιασ. Αναφζρεται ςτθν οντότθτα τθσ
ψυχισ του κόςμου, θ οποία προκφπτει ωσ κράμα τριϊν ενδιάμεςων ςτοιχείων· τθσ ουςίασ, τθσ
ταυτότθτασ και τθσ διαφοράσ. Ρρόκειται για τθν κράςθ του αμζριςτου και του μεριςτοφ που
δθμιουργεί το ενδιάμεςο. Αυτι θ κράςθ, λοιπόν, ιδωμζνθ ωσ άλλθ διαλεκτικι, είναι εκείνθ που
επιτρζπει τθν μετουςίωςθ των αντικετικϊν εκφράςεων αυτϊν των ςτοιχείων, ςε μία ενδιάμεςθ
κατάςταςθ. Ζτςι, βρίςκοντασ τθν ιςορροπία ςτο εςωτερικό τθσ φφςθσ τουσ, τα τρία ςτοιχεία
ανταμϊνουν, ςυνεργαηόμενα αρμονικά, ςε μία ενιαία οντότθτα, αυτιν τθσ ψυχισ του κόςμου (Κάλφασ,
ςτο http://www.syllapofthem.com/article-kalfas.htm).
61
οικοδομεί αίςκθςθ γνιςιασ επικοινωνίασ επιτρζποντασ να ζρκει ςτθν επιφάνεια «ο
άνκρωποσ που ζχει αποκλειςτεί από τουσ άλλουσ πολφ προςεκτικά, μαηί με μικρό
μζροσ των πραγματικϊν του ςυναιςκθμάτων... Κάποια ςτιγμι ανακαλφπτει20
κατάπλθκτοσ πωσ όςο πιο πραγματικόσ γίνεται τόςο πιο αποδεκτόσ είναι» (Rogers,
1991, 28). Διαπιςτϊνοντασ «πωσ αγαπιζται γι’ αυτό που πραγματικά είναι και όχι γι’
αυτό που προςποιείται ότι είναι, όχι για τισ μάςκεσ πίςω από τισ οποίεσ κρφβεται,
αρχίηει να νιϊκει πωσ είναι ζνασ άνκρωποσ άξιοσ ςεβαςμοφ και αγάπθσ» (ο.π., 153-
154). Και τοφτο, λζει ο Rogers αποτελεί εφαλτιριο για μία «βακφτερθ γνωριμία με τον
εαυτό του και τουσ άλλουσ ςτθν κακθμερινι του ηωι» (ο.π., 28). Είναι ο μονόδρομοσ
που οδθγεί τον άνκρωπο «προσ τθν αυτοπραγμάτωςθ, προσ τθν ωριμότθτα, προσ τθν
κοινωνικοποίθςθ» (Rogers, 1961, 43). Γι’ αυτό και παραφράηοντασ το ςφνκθμα τθσ
Λαϊκισ Δθμοκρατίασ τθσ Κίνασ «Καταπολζμθςε τον Εαυτό ςου – Υπθρζτθςε του
Ανκρϊπουσ» και προςαρμόηοντάσ το ςτο δυτικό πολιτιςμό, κα πει: «Να Είςαι ο
Εαυτόσ Σου – Οικοδόμθςε Κοινότθτα» (Rogers, 1980, 263).

20
«Θ βακφτερθ πεποίκθςθ του μοναχικοφ προςϊπου είναι ότι από τθ ςτιγμι που κα το γνωρίςουν κα
πάψει να γίνεται αποδεκτό ι ακόμα και να είναι αγαπθτό. Θ διάλυςθ αυτισ τθσ πεποίκθςθσ ςε μια
ομάδα αποτελεί το ςυναρπαςτικό μζροσ τθσ διαδικαςίασ τθσ. Θ ανακάλυψθ ότι μια ολόκλθρθ ομάδα
ανκρϊπων το βρίςκει πιο εφκολο να ενδιαφζρεται για τον πραγματικό εαυτό ενόσ ατόμου παρά για το
εξωτερικό του προςωπείο, αποτελεί πάντα μια ςυγκινθτικι εμπειρία όχι μόνο για το ίδιο το πρόςωπο
αλλά και για άλλα μζλθ τθσ ομάδασ» (Rogers, 1991, 153).
62
2.3 «Ζνασ τρόποσ να υπάρχουμε»1 :
Ανιχνεφοντασ τθ ςθμαςία των διαπροςωπικϊν ςχζςεων

Θ ςχζςθ βοικειασ που είναι ςυνυφαςμζνθ με τισ ειδικζσ ςτάςεισ, εκφράηει για
τον Stumm (2008, 11) «ό,τι ο Rogers εννοεί, λζγοντασ ζνασ τρόποσ να υπάρχουμε με
τα πρόςωπα· εμφανίηει το άτομο ωσ ακεράπευτα κοινωνικό (uncurably social) και
κοινωνικι ψυχι (social anima) παραπζμποντασ ςτο Being –with (όντασ-με) του
Heidegger».
Στο βιβλίο Ζνασ τρόποσ να υπάρχουμε, ο Rogers (1980, 155- 186) αφιερϊνει
αρκετζσ ςελίδεσ, αναφερόμενοσ ςτισ ςχζςεισ του με τουσ ςυναδζλφουσ και
ςκιαγραφϊντασ ενδιαφζροντα ςθμεία ενόσ διαπροςωπικοφ ανάγλυφου που άπτεται
τθσ κεωρίασ του. Ρεριγράφει τθν προςωπικι του εμπειρία με ςυναδζλφουσ
εκπαιδευτικοφσ θ οποία ςυνιςτά ερμθνευτικι των δυνατοτιτων τθσ πρόταςισ του.
Θ εμπειρία μα και θ ζρευνα του δίδαξε πωσ ςτο πλαίςιο τθσ
προςωποκεντρικισ προςζγγιςθσ, οι άνκρωποι καταφζρνουν να είναι ο εαυτόσ τουσ.
Το γεγονόσ, πιςτϊνει με αλικεια τα ίδια τα πρόςωπα και πιςτοποιεί τθ ςχζςθ ωσ
αυκεντικι. «Είπα πωσ θ ζρευνα και θ μζχρι τϊρα εμπειρία μασ δείχνουν πωσ οι
κλονιςμοί ςτθν επικοινωνία και θ τάςθ αξιολόγθςθσ, που είναι το βαςικό εμπόδιο
ςτθν επικοινωνία, μποροφν να αποφευχκοφν. Θ λφςθ παρζχεται, αν δθμιουργιςουμε
μια κατάςταςθ, ςτθν οποία κακζνα από τα διαφορετικά μζρθ κα μπορζςει να
καταλάβει το άλλο από τθ δικι του οπτικι γωνία. Κάτι τζτοιο ζχει επιτευχκεί, ςτθ
πράξθ, ακόμα και όταν τα ςυναιςκιματα είναι ςε υψθλοφσ τόνουσ, με τθν επιρροι
ενόσ ατόμου που είναι πρόκυμο να καταλάβει ενςυναιςκθτικά κάκε άποψθ και το
οποίο κα δράςει ωσ καταλφτθσ επιςπεφδοντασ τθν περεταίρω κατανόθςθ» (Rogers,
1961, 312).
Σε ζνα τζτοιο κλίμα ο διάλογοσ και θ διαπραγμάτευςθ, ςε όλεσ τισ μορφζσ τθσ
– ςτο εςωτερικό τθσ φπαρξθσ αλλά και με τα περιβάλλοντά τθσ – ζχει και κζςθ και
λόγο. «Ρεσ μου τι κζλεισ για τον εαυτό ςου, πεσ μου πωσ κζλεισ να είναι τα πράγματα
για ςζνα και να ςκζφτεςαι ότι πρζπει να είναι τα ίδια και για τον άλλον, για να πασ,
ίςωσ, λίγο πιο πζρα. Για ςζνα και για τον άλλον μαηί» (Αρβελζρ, ο.π.). Ακόμθ κι αυτι θ
κριτικι ι θ ζνταςθ που, ενδεχομζνωσ, προκφπτουν δε διαταράςςουν τθν
αυτοπραγμάτωςθ, οφτε των προςϊπων οφτε τθσ ςχζςθσ τουσ. Θ πολυτζλεια του να

1
Ρρόκειται για τον ελλθνικό τίτλο του βιβλίου «A Way of Being» του Carl Rogers.
διαφωνείσ χωρίσ να καραδοκεί θ δαμόκλειοσ ςπάκθ τθσ περικωριοποίθςθσ και θ
απειλι τθσ απόρριψθσ και απομόνωςθσ του προςϊπου, όχι μόνο είναι
αποδεςμευτικι των προςωπικϊν δυνατοτιτων, αλλά πριμοδοτεί τθ μεταξφ τουσ
ςυνεργαςία με γονιμότθτα και φανταςία. Το ενδεχόμενο επίλυςθσ προβλθμάτων ςε
μία ατμόςφαιρα αλλθλεγγφθσ και αλλθλοκατανόθςθσ, ακόμθ και τισ ςτιγμζσ που το
επικοινωνιακό μζροσ αντιμετωπίηει τισ δυςκολίεσ του, επιτρζπει ςτθν ομάδα να μείνει
εςτιαςμζνθ ςτο ςτόχο τθσ διαχείριςθσ για τθν εφρεςθ λφςθσ ςτο πρόβλθμα, χωρίσ να
χακεί ςε αντιπαρακζςεισ επί του προςωπικοφ.
Ζχοντασ τθν ευρεία εμπειρία των ομάδων ςυνάντθςθσ υποςτθρίηει: «Είναι μία
από τισ πιο πετυχθμζνεσ ςφγχρονεσ επινοιςεισ μασ για να χειριςτοφμε το ςυναίςκθμα
του μθ πραγματικοφ, του απρόςωπου, τθσ απόςταςθσ και τθσ χωριςτικότθτασ που
υπάρχει μζςα ςε τόςουσ ανκρϊπουσ ςτον πολιτιςμό μασ» (Rogers, 1991, 155). Θ
εκμάκθςθ τθσ ςυγκεκριμζνθσ διαχείριςθσ, αποτελεί κατά τθ γνϊμθ του, ελπιδοφόρο
εργαλείο για τθ κεραπεία τθσ μοναξιάσ που μαςτίηει τισ ανκρϊπινεσ υπάρξεισ κι
επομζνωσ, διζξοδο από τθν κόλαςθ τθσ απομόνωςθσ.
Οι τελευταίεσ είναι μία διάςταςθ που, ςυνικωσ απαντάται ςτισ επιςφαλείσ
ςχζςεισ, όπου το ροτηεριανό κλίμα είναι απόν. Στισ περιπτϊςεισ αυτζσ θ
επικοινωνιακι διαδικαςία αποπροςανατολίηεται και γίνεται άλλοτε απολογθτικι, ςε
μία προςπάκεια του προςϊπου να αποδείξει τθν αξία του κι άλλοτε, επικετικι ι
καταγγελτικι, με ςτόχο τθν απαξίωςθ τθσ προςωπικότθτασ του άλλου. Ζτςι
γεννιοφνται ζνταςθ, ςφγχυςθ, άγχθ και κυμοί. Θ αρνθτικι ατμόςφαιρα και θ
παραγόμενθ πολεμικι, όχι μόνον, κακιςτά τθ διαδικαςία αναποτελεςματικι κι ωσ
τζτοια, μάταιθ και άκυρθ αλλά δθμιουργεί και προδιαγραφζσ για ςυγκροφςεισ και
ριξεισ, ςυχνά, τραυματικζσ για τθν ψυχι και προβλθματικζσ για τθν αυτοπραγμάτωςθ
προςϊπου και ςχζςεων. Επιπροςκζτωσ, ζνα ςυγκρουςιακό κακεςτϊσ αυτισ τθσ
ποιότθτασ παράγει αυταρχικζσ ςυμπεριφορζσ κι ολοκλθρωτιςμοφσ, εξ αιτίασ των
οποίων δε διακυβεφεται, μόνον, θ ουςία τθσ επικοινωνίασ αλλά θ ίδια θ φφςθ τθσ
δθμοκρατίασ και των αρχϊν τθσ. Δεν υποςκάπτονται, μοναχά, τα κεμζλια τθσ
αλλθλεγγφθσ αλλά προβάλλει φζρελπισ ο κίνδυνοσ του κοινωνείν δια του
απανκρωπίηειν. Ενδεικτικι ζκφραςθ του τελευταίου ςυνιςτά ο ρατςιςμόσ, για τον
οποίο ο Derrida (1983,11) γράφει ότι «προδίδει πάντα τθ διαςτροφι ενόσ ανκρϊπου,
ενόσ ηϊου ομιλοφντοσ. Κεςμοκετεί, δθλϊνει, γράφει, εγγράφει, προγράφει. Σφςτθμα

64
ςτιγμάτων, ιχνογραφεί τουσ τόπουσ για να ορίςει περιοριςμό κατ’ οίκον ι για να
κλείςει τα ςφνορα. Δεν διακρίνει, ειςάγει διακρίςεισ».
Πμωσ, «άριςτθ δθμοκρατία» για τον Ρλοφταρχο (ςτο Στάμκοσ & Δαμουλιάνοσ,
2010, 67) «είναι εκείνθ που, ενϊ ςε όλα τ' άλλα επικρατεί ιςότθτα, θ υπεροχι
προςδιορίηεται με βάςθ τθν αρετι και θ κατωτερότθτα με βάςθ τθν κακία».
Ηθτοφμενο ςτθ ροτηεριανι κεωρία αποτελεί «θ αμοιβαία επικοινωνία, που
τείνει να οδθγιςει προσ τθ λφςθ του προβλιματοσ και όχι προσ τθν επίκεςθ ςε ζναν
άνκρωπο ι μια ομάδα» υποςτθρίηει ο ειςθγθτισ τθσ (Rogers, 1961, 312-313) και
εξθγεί: «Οδθγεί ςε μια κατάςταςθ ςτθν οποία βλζπω πϊσ φαίνεται ςε εςάσ το
πρόβλθμα, όπωσ επίςθσ και ς’ εμζνα, κι εςείσ βλζπετε πϊσ φαίνεται ς’ εμζνα, όπωσ
επίςθσ και ς’ εςάσ. Αν το πρόβλθμα οριςτεί με τζτοια ακρίβεια και ρεαλιςτικότθτα,
είναι ςχεδόν ςίγουρο πωσ κα υποκφψει ςε μια ζξυπνθ επίκεςθ, ι, αν είναι εν μζρει
άλυτο, κα γίνει με άνεςθ αποδεκτό ωσ τζτοιο» (ο.π.)
Θ πολυτζλεια του διαφωνείν με τρόπο υγιι και γόνιμο είναι απόρροια
ωριμότθτασ του ςχετίηεςκαι – με τον εαυτό και με το ζξωκεν, του εαυτοφ, πλαίςιο.
«Το να κάνουμε μια ςτενι ςχζςθ μπορεί να ςθμαίνει μερικζσ κυςίεσ ι τουλάχιςτον
μερικζσ αλλαγζσ ςτον τρόπο ηωισ μασ, οι κυςίεσ δε ςυνεπάγονται απαραίτθτα τθν
εγκατάλειψθ ι τθν καταπίεςθ ςθμαντικϊν κομματιϊν του εαυτοφ μασ. Θ ιδζα ότι θ
οικειότθτα πρζπει να ςυνεπάγεται μια τζτοια καταπίεςθ, ωςτόςο, είναι πολφ
διαδεδομζνθ. Ρολφ ςυχνά δε ςυνειδθτοποιοφμε ότι οι ςυντροφικζσ ςχζςεισ είναι ο
χϊροσ όπου μποροφν να καλλιεργθκοφν και να ενιςχυκοφν αμοιβαία θ ανάπτυξθ και
θ αλλαγι. Αυτό ςυνδζεται με τθν ιδζα ότι θ αλλαγι είναι επικίνδυνθ, κάτι το οποίο
ιςχφει» (Μζρυ, 2002, 108-109).
Πμωσ ςτθ ροτηεριανι ςχζςθ θ αςφάλεια και θ εμπιςτοςφνθ που γεννά ζνα
ενςυναιςκθτικό και ωσ τζτοιο μθ-αξιολογθτικό κλίμα, «μπορεί να αντιμετωπίςει τισ
ανειλικρίνειεσ, τισ αμυντικζσ υπερβολζσ, τα ψζματα, τα λάκοσ μζτωπα, που
χαρακτθρίηουν ςχεδόν κάκε αποτυχία ςτθν επικοινωνία. Οι αμυντικζσ αυτζσ
διαςτρεβλϊςεισ εγκαταλείπονται με εκπλθκτικι ταχφτθτα, όταν οι άνκρωποι
διαπιςτϊνουν πωσ μοναδικι πρόκεςθ είναι να τουσ καταλάβουν και όχι να τουσ
κρίνουν»…«Θ εγκατάλειψθ κάποιου βακμοφ αμυντικότθτασ από τθ μία πλευρά
οδθγεί τθν άλλθ πλευρά ςε περαιτζρω εγκατάλειψθ τθσ αμυντικότθτασ, κι ζτςι
προςεγγίηεται θ αλικεια» (Rogers, 1961, 312).

65
Θ ςθμαντικι ςχζςθ επιτρζπει ςτο άτομο τθ διαφοροποίθςθ, τθν τόλμθ να
εκφραςτεί ελεφκερα, ακόμθ και να πειραματιςτεί ςε πορείεσ ςυλλογιςμϊν,
διεργαςιϊν και δράςεων πρωτόγνωρων. Ο Rogers, ανατρζχοντασ ςτισ εμπειρίεσ του,
εςτιάηει ςτθν περίπτωςθ τθσ Βραηιλίασ και παρακζτει: «Στθ διαδραςτικι λειτουργία
τθσ ομάδασ αυτισ, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ενκαρρφνουμε άμεςα ι ζμμεςα ο ζνασ
τον άλλον να επιχειριςει ζνα νζο ι τολμθρό εγχείρθμα. Για παράδειγμα, είμαι
βζβαιοσ ότι, ενεργϊντασ μεμονωμζνα, κανζνα μζλοσ τθσ ομάδασ μασ ςτθ Βραηιλία δε
κα είχε προχωριςει τόςο πολφ ςτον πειραματιςμό, όςο εμείσ οι πζντε που
ςυνεργαςτικαμε. Ιμαςταν ςε κζςθ να ριςκάρουμε γιατί, αν αποτυγχάναμε, είχαμε
ςυναδζλφουσ που πίςτευαν ςε μασ, οι οποίοι κα μασ βοθκοφςαν να
αναςυνταχκοφμε. Δίνουμε κουράγιο ο ζνασ ςτον άλλο» (Rogers, 1980, 72-73).
Επικαλοφμενοσ τον καλλιτζχνθ Weber, του οποίου θ κζςθ τον εκφράηει, κα
πει: «Συνεχίηοντασ τθ δικι μου ταπεινι δθμιουργικι προςπάκεια, εξαρτιζμαι πολφ
απ’ όςα δεν ξζρω και απ’ όςα δεν ζχω κάνει ακόμα» (Rogers, 1961, 40). Αυτό,
ακριβϊσ, το άνοιγμα, είναι που επιτρζπει ςτο ροτηεριανό πρόςωπο να απεγκλωβιςτεί
από τθν πεπατθμζνθ μακθμζνων και ςτερεοτυπικϊν ςυμπεριφορϊν, προάγοντασ τθν
κριτικι του ςκζψθ και τθ χειραφετθτικι του διάκεςθ. Μετουςιϊνεται, επομζνωσ, από
κοινό νου ςε ζνα πρόςωπο αυτόνομο, ανοιχτό ςτθ ηωι, με φανταςία και
δθμιουργικότθτα για το ίδιο και για τθν κοινωνία των προςϊπων.
Αν και θ ςυγκεκριμζνθ διαδρομι είναι για τον κακζνα προςωπικι, ο Μζρυ
(2002, 51) αναφζρει πωσ απαντϊνται κοινά γνωρίςματα, όπωσ «το να είναι κανείσ
ανοιχτόσ αντί να τθρεί μια αμυντικι ςτάςθ, να βαςίηεται περιςςότερο ςτο εςωτερικό
του ςφςτθμα αξιϊν αντί ςτισ κρίςεισ των άλλων, να μπορεί να δθμιουργεί και να
διατθρεί ςτενζσ ςχζςεισ με άλλουσ, να ενδιαφζρεται για τα κοινωνικά ηθτιματα αντί
να είναι εγωκεντρικόσ και να ζχει μια ευζλικτθ ςτάςθ απζναντι ςτθ ηωι αντί μιασ
παγιωμζνθσ ι δογματικισ». Ο Γιανναράσ2 (2009) ιςχυρίηεται πωσ: «τα ανοιχτά
ερωτιματα, ανοιχτά ςτθν ελπίδα, είναι παλιννόςτθςθ ςτθν ανκρωπιά μασ, ςτο κυρίωσ
ανκρϊπινον: Ραλιννόςτθςθ ςτθ ςχζςθ ωσ ερωτικι ανταπόκριςθ, ωσ εμπιςτοςφνθ. Αν
απαντθκοφν τα ερωτιματα, υποκαταςτακοφν με βεβαιότθτεσ, με πεποικιςεισ, τότε θ
δυναμικι τθσ ελπίδασ, το άκλθμα τθσ εμπιςτοςφνθσ, δίνουν τθ κζςθ τουσ ςτθν
ιδεολογία, ςτον ψυχολογιςμό, ςτθν εγωκεντρικι κωράκιςθ» .

2
Γιανναράσ, 22.02.2009, ςτο:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_22/02/2009_304482).
66
Τζλοσ, εκτιμϊντασ τθν εμπειρία των ομάδων ςυνάντθςθσ και των μεγαλφτερων
εξ αυτϊν – τισ τιτλοφοροφμενεσ ωσ ciclos – προβαίνει ςε μια ςειρά από
ενδιαφζρουςεσ παρατθριςεισ για τθν ωφζλεια και τθν κοινωνικοποιθτικι τουσ
δυναμικι.
Σε ςυνκικεσ γνθςιότθτασ, επιβράβευςθσ και κατανόθςθσ «ςυμβαίνουν
ςυναρπαςτικά πράγματα» (Rogers, 1980, 49). Θ ανταγωνιςτικι αναηιτθςθ κζςθσ ι
αξιϊματοσ και ο ςυμφεροντολογιςμόσ παραμερίηονται ενϊ, παράλλθλα, τα πρόςωπα
«ανακαλφπτουν τισ πθγζσ τθσ καλισ ηωισ μζςα τουσ, όχι ςε κάποιο εξωτερικό δόγμα ι
κεωρία, ςε κάποια υλικι μορφι» (Ο.π., 264). Θ ομαδικι εμπειρία επιτρζπει το
πολφτιμο να γεννθκεί εςωτερικά και όχι να επιβλθκεί, ζξωκεν, ωσ τζτοιο. Οδθγεί «ςε
μεγαλφτερθ προςωπικι ανεξαρτθςία, λιγότερα κρυμμζνα ςυναιςκιματα,
περιςςότερθ προκυμία για νεωτεριςμοφσ, περιςςότερθ αντίκεςθ ςτθ κεςμικι
ακαμψία» (Rogers,1991, 33).
Κάνει λόγο για τθ ςοφία τθσ ομάδασ και τθ χαρακτθρίηει ωσ αυτοδιορκοφμενθ
πορεία δράςθσ. «Πταν θ ομάδα αγωνίηεται για να οδθγθκεί ςε μια επιλογι, ζχοντασ
ακοφςει αυτιν τθν ανάγκθ και εκείνθ τθν απαίτθςθ, αυτιν τθν πρόταςθ και τθν άλλθ
που τθν αντικροφει, ςταδιακά, όλα τα δεδομζνα γίνονται διακζςιμα και θ απόφαςθ
ςτθν οποία οδθγείται είναι μία αρμονία, μετά από ςκλθρι δουλειά, όλων των ιδεϊν,
των αναγκϊν και των επικυμιϊν του κακενόσ ξεχωριςτά. Επίςθσ, εφόςον θ απόφαςθ
είναι δικι τουσ, είναι ςυνεχϊσ ανοιχτοί ςτθν ανατροφοδότθςθ και μποροφν να
διορκϊνουν τθν κατεφκυνςθ κακϊσ προκφπτουν νζα δεδομζνα. Αυτό, πικανϊσ, να
αντιπροςωπεφει τον πιο απαλλαγμζνο από λάκθ τρόπο λιψθσ αποφάςεων που
γνωρίηουμε» (Rogers, 1980, 264-265). Κατά τθ γνϊμθ του πρόκειται για ομάδεσ
ζντονθσ εμπειρίασ που υποκάλπουν εποικοδομθτικζσ αλλαγζσ και προετοιμάηουν τον
Εαυτό για τθ ηωι του μζλλοντοσ και διεκδικοφν για το πρόςωπο τθν ανκρωπιά του.
«Όηαλ ζην δξόκν ηεο Θήβαο, ν Οηδίπνπο ζπλάληεζε ηε Σθίγγα, θη απηή ηνπ
έζεζε ην αίληγκά ηεο, ε απόθξηζή ηνπ ήηαλ: ο άνθρωπος. Τνύηε ε απιή ιέμε ράιαζε ην
ηέξαο. Έρνπκε πνιιά ηέξαηα λα θαηαζηξέςνπκε. Αο ζπιινγηζηνύκε ηελ απόθξηζε ηνπ
Οηδίπνδα» νξκελεύεη ν Σεθέξεο3 θαη πξνηείλεη: «Σ’ απηόλ ηνλ θόζκν πνπ νινέλα
ζηελεύεη, ν θαζέλαο καο ρξεηάδεηαη όινπο ηνπ άιινπο. Πξέπεη λ’ αλαδεηνύκε ηνλ
άλζξσπν, όπνπ θαη λα βξίζθεηαη».

3
Απόςπαςμα από τθν ομιλία του, κατά τθν τελετι παραλαβισ του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίασ, ςτισ
11 Δεκεμβρίου 1963, ςτο: http://www.freespeech.gr/?p=501.
67
ΜΕΦΑΝΑΙΟ ΣΡΙΣΟ

«Για ένα ςχολείο ανθρώπινο κι ανθρωπιςτικό,


ένα ςχολείο προςώπων»
3.1 Σο παιδί ςτθν προςωποκεντρικι κεωρία
Οι Oliverio Ferraris & Oliverio (2002, 167) μιλϊντασ για θκικι ανάπτυξθ,
αναφζρονται ςτθ φάςθ εγωκεντριςμοφ των πρϊτων επτά χρόνων, «κατά τθν οποία το
παιδί κρίνει τισ ςυμπεριφορζσ ωσ καλζσ ι κακζσ, με βάςθ τα όςα ζχει αφομοιϊςει
από τουσ τρόπουσ ςυμπεριφοράσ και τισ διδαχζσ των ενθλίκων»…«τα παιδιά ζχουν
τθν τάςθ να κρίνουν τισ πράξεισ, ςφμφωνα με τθ ςθμαςία των ςυνεπειϊν τουσ». Ο
Μζρυ (2002, 168) επιςθμαίνει τθν ευαλωτότθτα των μικρϊν παιδιϊν ςτθν αρνθτικι
και ςκλθρι ςυμπεριφορά και τονίηει πωσ μεγάλθ ςθμαςία για τθν ανάπτυξι τουσ
ζχουν οι κετικζσ και δθμιουργικζσ ςχζςεισ με ςθμαντικά πρόςωπα.
Στα πρϊτα αυτά χρόνια τθσ ανκρϊπινθσ ηωισ, αποδίδει μεγάλθ ςθμαςία θ
προςωποκεντρικι κεωρία, αφοφ ςτο πλαίςιό τθσ είναι δυνατό να δθμιουργθκοφν οι
προδιαγραφζσ τθσ διαςτρζβλωςθσ. «Θ αμυντικι ςυμπεριφορά, θ διαςτρζβλωςθ ι
άρνθςθ τθσ αντίλθψθσ και θ ακαμψία ςυνιςτοφν το τρίπτυχο ενόσ μθχανιςμοφ
αντίδραςθσ του εαυτοφ απζναντι ςε ό,τι αιςκάνεται να τον υπονομεφει» υποςτθρίηει
ο Rogers (ςτο Μπροφηοσ, 2004, 143-144). Ριο ςυγκεκριμζνα το άτομο :
α) διαςτρεβλϊνει τθν εμπειρία ςτθ ςυνειδθτότθτα, ϊςτε να μειωκεί θ
αςυμφωνία μεταξφ εμπειρίασ και δομισ του εαυτοφ ι ακόμθ, να κρατθκεί μακριά
τθσ,
β) διαςτρεβλϊνει το νόθμα εκείνων των εμπειριϊν, που δε ςυμφωνοφν με τθν
αυτοαντίλθψι του ι, ακόμθ, αρνείται τθν πρόςβαςι τουσ ςτθ ςυνειδθτότθτα και
γ) ζχει τθν τάςθ να γενικεφει τισ εμπειρίεσ, δεν επιτυγχάνει να προςαρμόηει τθ
δράςθ του ςτθν πραγματικότθτα, με αποτζλεςμα να ςυγχζει γεγονότα και
αξιολογιςεισ.
Ζτςι, ςτθν περίπτωςθ που «κάποιο ςυναίςκθμα ςτθν παιδικι θλικία
αντιμετωπίςτθκε με αποδοκιμαςία ι τθν απειλι τθσ, ι, ακόμθ χειρότερα, τθν
ζμπρακτθ άρνθςθ αγάπθσ» παρακζτει ο Μζρυ (ο.π., 128) «είναι πικανό να το
καταπιζςαμε ι να το αρνθκικαμε οποτεδιποτε εμφανίςτθκε ξανά. Διδαχτικαμε ότι
είμαςτε αςφαλείσ και μασ αγαποφν μόνο υπό τον όρο να ςκεφτόμαςτε, να
αιςκανόμαςτε και να ςυμπεριφερόμαςτε με τον τρόπο που απαιτοφν οι άλλοι, ζςτω
κι αν αυτοί οι όροι ζρχονται ςε αντίκεςθ με τισ φυςικζσ μασ τάςεισ».
Και θ φυςικι τάςθ του ανκρϊπου, υποςτθρίηει ο Rogers, ορίηει ςυμφωνία.
Στθν περίπτωςθ του βρζφουσ, εξθγεί, θ ςυμφωνία απαντάται με ςαφινεια,

69
ολοκλθρωμζνα και ενοποιθμζνα. Πταν είναι πειναςμζνο βιϊνει ςωματικά και
ςπλαχνικά τθν ανάγκθ του να φάει, αντιςτοιχεί τθν αντίλθψι τθσ ςτθν εμπειρία του
και τθν επικοινωνεί για να καλφψει αυτιν τθν ανάγκθ. Είναι πειναςμζνο και
δυςαρεςτθμζνο ςε όλα τα εμπειρικά επίπεδα (ςπλαχνικό, ςυνειδθτότθτασ και
επικοινωνίασ) και, αντιςτοίχωσ, κακ’ όλα ευχαριςτθμζνο, όταν χορτάςει. «Τθ
δεδομζνθ ςτιγμι είναι ζνα ενοποιθμζνο πρόςωπο από τθν αρχι μζχρι το τζλοσ…Μςωσ
ζνασ από τουσ λόγουσ που οι περιςςότεροι άνκρωποι δεν αδιαφοροφν, αλλά
ανταποκρίνονται ςτα μωρά, είναι επειδι είναι τόςο γνιςια, ολοκλθρωμζνα και ςε
ςυμφωνία. Αν ζνα μωρό εκφράηει ςτοργι, κυμό, ευχαρίςτθςθ ι φόβο, δεν υπάρχει
καμία αμφιβολία ςτο μυαλό μασ πωσ αυτι είναι θ εμπειρία του, από τθν αρχι μζχρι
το τζλοσ. Είναι διάφανα φοβιςμζνο, τρυφερό, χαροφμενο ι οτιδιποτε άλλο» (Rogers,
1961, 315).
Τα εμπόδια ςτθν ανάπτυξθ τθσ ψυχικισ υγείασ του νεαροφ εξελιςςόμενου
ατόμου προκφπτουν, όταν εμφανίηεται «θ τάςθ των γονζων να τo αγαποφν υπό
όρουσ, νομίηοντασ ότι το βοθκοφν να διορκωκεί. Ζτςι το παιδί εςωτερικεφει τθν
απόρριψθ των άλλων προσ τον εαυτό του και καταφεφγει ςε διαςτρεβλωτικοφσ
μθχανιςμοφσ1 αρνοφμενο να αναγνωρίςει τισ αρνθτικζσ πλευρζσ του που τισ κεωρεί
απειλθτικζσ»2. Με τον τρόπο αυτό, όμωσ, εμποδίηεται θ αυτοπραγμάτωςι του γιατί
μακαίνει να αντιλαμβάνεται και να αξιολογεί τον εαυτό του ςφμφωνα με τισ
εκτιμιςεισ των ςθμαντικϊν άλλων. Είναι ό,τι ο Rogers (ςτο Μζρυ, 2002, 57) αποκαλεί
όρουσ αξίασ και ςθμαίνουν τουσ τρόπουσ με τουσ οποίουσ θ αυτοαντίλθψι μασ
διαμορφϊνεται από τισ κρίςεισ των γφρω μασ.
Οι τελευταίεσ και, δθ, ςτο πλαίςιο τθσ εκπαίδευςθσ παίηουν ςθμαντικότατο
ρόλο ςτθ ηωι του παιδιοφ. Θ Μπίμπου (2005, 62) αναφερόμενθ ςτισ ςχολικζσ
εμπειρίεσ, επιςθμαίνει ότι, όπου αυτζσ «δεν επιτρζπουν ςτο παιδί/ζφθβο να
ταυτιςτεί με τουσ ςτόχουσ του ςχολείου, το παρακινοφν να αναηθτιςει αποδοχι ζξω
από κανονικοποιθτικζσ κοινωνικζσ ςυμπεριφορζσ. Αυτό γίνεται γιατί απειλείται το

1
Ο Φρανκλ επικαλοφμενοσ τον Λζςιγκ, γράφει: «Μία ανϊμαλθ αντίδραςθ ςε μια ανϊμαλθ κατάςταςθ
είναι ομαλι ςυμπεριφορά. Ακόμα και εμείσ οι ψυχίατροι περιμζνουμε οι αντιδράςεισ ενόσ ανκρϊπου
ςε ανϊμαλθ κατάςταςθ, όπωσ όταν εγκλείεται ςε ζνα άςυλο, να είναι ανϊμαλεσ ςε αναλογία με το
βακμό τθσ ομαλότθτάσ του» (2010, 49-50). Ερχόμενοσ, λοιπόν, ο γονιόσ ι ο εκπαιδευτικόσ με μια
αφφςικθ αντίδραςθ του μακθτι κα ιταν ςκόπιμο να εξετάςει, μεταξφ άλλων, αν αυτι ςυνιςτά φυςικι
αντίδραςθ-ςυμπεριφορά ςε μια αφφςικθ κατάςταςθ. Και τοφτο διότι τόςο το οικογενειακό, όςο και το
εκπαιδευτικό περιβάλλον δθμιουργοφν προδιαγραφζσ καταναγκαςμοφ και διαςτρζβλωςθσ ςτθν
ανάπτυξι του.
2
Στο C.Rogers, http://www.asda.gr/gym04agan/sep/rogers.htm.
70
ίδιο, ο εαυτόσ του, φοβάται πωσ δε κα τα καταφζρει είτε ςε ςχζςθ με τα μακιματα,
είτε με τθ δθμιουργία φιλικϊν ςχζςεων ςτο ςχολείο».
Σφμφωνα με τθ ροτηεριανι κεωρία θ ζλλειψθ αποδοχισ δθμιουργεί εμπλοκι
ςτθν ομαλι αναπτυξιακι πορεία του παιδιοφ, οδθγϊντασ το, όπωσ λζει ο ειςθγθτισ
τθσ, ςε «ολζκριο διχαςμό». «Αντί να μάκει να λειτουργεί ωσ ενιαίο πρόςωπο,
μακαίνει να προδίδει, να ανταλλάςει τθν αυκεντικότθτα του είναι του με τθ
ςυμμόρφωςθ. Κι όλα αυτά ςτο όνομα τθσ αγάπθσ!» (Rogers ςτο Κοςμόπουλοσ &
Μουλαδοφδθσ, 2009, 125).
Κατά τθ γνϊμθ του «τα παιδιά ζχουν τθν ανάγκθ να νιϊκουν πωσ οι
ςθμαντικοί και πολφτιμοι γι’ αυτά άνκρωποι τα αγαποφν και τα εκτιμοφν χωρίσ
όρουσ» (Rogers ο.π.). Πτι θ αγάπθ που τουσ προςφζρεται δεν είναι αντικείμενο
διαπραγμάτευςθσ και υπό ςυνκικασ παροχι· παραμζνει εκεί γι’ αυτά, ακόμθ κι όταν
θ ςυμπεριφορά τουσ είναι απορριπτζα. Μόνο ςε ζνα τζτοιο κλίμα μποροφν να
αιςκανκοφν ελεφκερα, προκειμζνου να βιϊςουν τθν αλικεια του ςυνόλου των
ςυναιςκθμάτων τουσ· να μάκουν να τα αναγνωρίηουν και να τα εκφράηουν. Είναι θ
απαραίτθτθ ςυνκικθ ουςιαςτικισ επικοινωνίασ με τον ίδιο τουσ τον εαυτό και με τα
περιβάλλοντά τουσ. Είναι θ ςυνκικθ ςτθν οποία, εν πολλοίσ, ςτθρίηεται θ
προςωποκεντρικι παιδαγωγικι3.
Στθ ςυγκεκριμζνθ προςζγγιςθ «οι οργανιςμοί πάντα επιδιϊκουν, πάντα
ενεργοφν, πάντα μθχανεφονται κάτι4. Υπάρχει μια κεντρικι πθγι ενζργειασ ςτον
ανκρϊπινο οργανιςμό. Θ πθγι αυτι είναι μια αξιόπιςτθ λειτουργία ολόκλθρου του
ςυςτιματοσ παρά ενόσ μζρουσ του. Γίνεται απλοφςτερα αντιλθπτι ωσ τάςθ για
εκπλιρωςθ, για πραγμάτωςθ, που ςυμπεριλαμβάνει όχι μόνο τθ διατιρθςθ αλλά και
τθν ανάπτυξθ του οργανιςμοφ» (Rogers ςτο Μζρυ, 2002, 47).
Στθ ροτηεριανι κεϊρθςθ το ον είναι λογικό, κοινωνικό, προοδευτικό και
ρεαλιςτικό, παρατθρεί θ Μαλικιϊςθ-Λοΐηου (2001, 36) γι’ αυτό και ςτο παιδαγωγικό
εγχείρθμα που εκπορεφεται από τισ αρχζσ τθσ, το παιδί «ζχει δικαίωμα ςτθν

3
Αφουγκράηεται τισ αρχζσ τθσ ςυμβουλευτικισ ψυχολογίασ και ςτοχεφει ανάλογα. Σφμφωνα με τον
Thorne, θ τελευταία ζχει ωσ κφριο ςκοπό τθσ «να προςτατζψει και να ςιγουρζψει τθν ψυχικι υγεία του
ανκρϊπου προλαβαίνοντασ ι τροποποιϊντασ πακογόνουσ αιτιολογικοφσ παράγοντεσ που προκαλοφν
κακι προςαρμογι ι ψυχικι διαταραχι. Το κφριο χρζοσ του ψυχοκεραπευτι είναι να βοθκιςει τουσ
ανκρϊπουσ να ηιςουν πιο ευτυχιςμζνοι και περιςςότερο υγιείσ επουλϊνοντασ και
επανεκπαιδεφοντασ» (ςτο Μαλικιϊςθ-Λοΐηου, 1999, 278).
4
«Τα ανκεκτικά παιδιά ι καλφτερα τα παιδιά που λειτουργοφν ςε ανκεκτικά περιβάλλοντα, επιλζγουν
προςδιοριςμοφσ ταυτότθτασ που τουσ επιτρζπουν να κερδίηουν κάκε φορά από τα διάφορα πλαίςια
αναγνϊριςθσ ι ςφνδεςισ τουσ» (Billington ςτο Μπίμπου, 2005, 62).
71
ανεξαρτθςία και ςτθ διατιρθςθ τθσ ψυχικισ του ακεραιότθτασ». Επομζνωσ «αν
ςκοπεφουμε να ζχουμε πολίτεσ που μποροφν να ηιςουν δθμιουργικά ςε αυτόν τον
κόςμο που με τόςθ ταχφτθτα αλλάηει, πρζπει να λευτερϊςουμε τα παιδιά μασ ϊςτε
να καταςτοφν μακθτζσ οι οποίοι μποροφν να αναλαμβάνουν οι ίδιοι πρωτοβουλίεσ
(Rogers & Freiberg, 1994, 167). Θ μθ κατευκυντικότθτα βρίςκεται ςτον αντίποδα τθσ
ςυλλογιςτικισ που επικυμεί και επιδιϊκει τθ διαμόρφωςθ του κοινοφ νου 5. Ο Γζρου
(ςτο Freire, 1977, 23-24) υποςτθρίηει πωσ «θ δόξα δεν μπορεί να ξεπεραςτεί από τον
λόγο πζρα και χϊρια από τθ διαλεκτικι ςχζςθ του ανκρϊπου με τον κόςμο του και
χϊρια από των ανκρϊπων τθ ςτοχαςμζνθ6 δράςθ πάνω ςτον κόςμο».
Θ προςωποκεντρικι, ςφμφωνα με τον διαμορφωτι τθσ, ζχει ανακαλφψει τισ
ιδιότθτεσ που ςχετίηονται με τθ ςτάςθ και οι οποίεσ «είναι ευαπόδεικτα
αποτελεςματικζσ ςτθν πρόκλθςθ εποικοδομθτικϊν και αναπτυξιακϊν αλλαγϊν ςτθν
προςωπικότθτα και ςτθ ςυμπεριφορά των ατόμων» (Rogers, 1980, 114). Το
ενςυναιςκθτικό κλίμα που καλλιεργεί τθν κατανόθςθ, τθν άνευ όρων αποδοχι και τθ
μθ αξιολόγθςθ, όχι μόνον, προςτατεφει τα παιδιά από το ενδεχόμενο αποκλειςμοφ
και απόρριψθσ, αλλά καλλιεργεί και το απαραίτθτο πλαίςιο για τθν ανάπτυξθ τθσ
προςωπικότθτασ7 κι, επομζνωσ, τθσ αυτονομίασ τουσ. Είναι αναγκαία, ςφμφωνα με
τθν Μπίμπου (2005, 62) θ ανάπτυξθ προςεγγίςεων που «ςτθρίηουν τα παιδιά και τουσ
επαγγελματίεσ ςτο ςχολείο να κατανοοφν και να αποδζχονται και όχι να αρνοφνται
τθν πραγματικότθτα των εμπειριϊν τουσ, δθλαδι το νόθμα τθσ ηωισ τουσ».

5
Ο κοινόσ νουσ, αναφζρει θ Χζλερ, ιδιοποιείται αυκόρμθτα το ςφςτθμα εκίμων και χειραγωγιςεων του
περιβάλλοντοσ κόςμου· αποδζχεται, μάλιςτα, ςυμπλθρϊνει ο Ραυλίδθσ, τόςο τθν πραγματικότθτα, όςο
και το περιεχόμενο του εαυτοφ του, ωσ δεδομζνα (Ραυλίδθσ, 2004, 75).
6
Ο Τςουκαλάσ κάνει λόγο για τον homo economicus “εισ το τετράγωνον“ ο οποίοσ «δε ςχεδιάηει μόνο
τθ μεγιςτοποίθςθ του κζρδουσ του αλλά και αυτοςχεδιάηεται ο ίδιοσ ωσ μζλλων ορκολογικόσ
εργαηόμενοσ» (ςτο Ραυλίδθσ, 2003, 99). Στθ ροτηεριανι πραγματικότθτα είναι ηθτοφμενοσ ζνασ τφποσ
ανκρϊπου ςκεπτόμενου, υποψιαςμζνου, ανοιχτοφ ςτον εαυτό και ςτα περιβάλλοντα, ςυνεχϊσ
αυτορρυκμιηόμενου, ταιριαςτοφ ςε ζναν homo (αναςτοχάςτ-icus).
7
Ζρευνα εξζταςε τουσ κινδφνουσ που οδθγοφν ςτον κοινωνικό αποκλειςμό των νζων ςυναρτιςει,
αφενόσ, τθσ προςωπικότθτασ του μακθτι και αφετζρου, τθσ δομισ του ςχολικοφ ςυςτιματοσ.
Σφμφωνα με τα ευριματά τθσ, όταν ζνα νεαρό άτομο αντιμετωπίηει τον κοινωνικό αποκλειςμό, ςυχνά,
προθγείται μια ιςτορία κακισ ςχολικισ επίδοςθσ θ οποία ζχει ωσ επακόλουκο τον ευρφτερο
αποκλειςμό από τθν εκπαίδευςθ. Διαπιςτϊκθκε πωσ οι διαφορζσ ςτθν προςωπικότθτα εξθγοφν ςε
μεγάλο βακμό το λόγο για τον οποίο θ ςχολικι επίδοςθ μερικϊν παιδιϊν παραμζνει χειρότερθ,
ςυγκριτικά με των ςυμμακθτϊν τουσ. Ζνα ποςοςτό 20% των βακμϊν που λαμβάνουν, εξαρτάται από τα
προςωπικά τουσ χαρακτθριςτικά. Θ κοινωνικότθτα, θ κετικι διάκεςθ και θ γενικι ευκυμία
αναφζρονται ωσ γνωρίςματα προςωπικότθτασ που ζχουν κετικι επίδραςθ ςτθ ςχολικι επίδοςθ και
ςυνδζονται ςτενά με το φφλο· τα κορίτςια τα καταφζρνουν καλφτερα. (Sitra Reports 75, Helsinki, 2007,
ςτο: http://www.sitra.fi/en/News/2007-10-03_mediarelease.htm).
72
Θ εμπειρία των ερευνθτικϊν δεδομζνων, επιτρζπει να γίνει κατανοθτό, πωσ θ
ιςτορία τθσ ταυτότθτασ ενόσ παιδιοφ ι αλλιϊσ – με όρουσ γλωςςολογικοφσ – το
ςυγκεκριμζνο ςθμαινόμενο που θ ςυγκεκριμζνθ ταυτότθτα φζρει ωσ ςθμαίνον,
άλλοτε ςυντθρείται ενϊ άλλοτε, ελαφρϊσ, διαφοροποιείται ι, ουςιαςτικά,
μεταςχθματίηεται. «Τα παιδιά δθμιουργοφν, ενεργθτικά, αςυνζχειεσ ςε προθγοφμενεσ
ιςτορίεσ ταυτότθτασ, ενϊ κάποια άλλα επιλζγουν να ςυντθριςουν τισ ςυγκεκριμζνεσ
ταυτότθτεσ» (James & James ςτο Μπίμπου, 2005, 62). Επίςθσ, «το παιδί, ωσ επινόθςθ
τθσ νεοτερικότθτασ, αναγνωρίηεται ωσ μια ταυτότθτα που ςτθρίηεται ςε αναδυόμενεσ
φυςικζσ ιδιότθτεσ και ταλζντα ςε ανάπτυξθ» (Μπίμπου, 2002, 52).
Στθ ροτηεριανι παιδαγωγικι θ ςχζςθ του παιδιοφ με το περιβάλλον του δεν
είναι ςτατικι. Ενζχουςα τθ δυναμικι τθσ δια βίου εξζλιξθσ, επιτρζπει ςτο τελευταίο,
εμφοροφμενο από τθν τάςθ πραγμάτωςθσ να διαφοροποιείται ςυναρτιςει των
εμπειριϊν του8. Αυτό, πολφ απλά, ςθμαίνει ότι αν θ εμπειρία που διαδζχεται τθν
προθγοφμενθ είναι διαφορετικι, θ προοπτικι τθσ αλλαγισ είναι εφικτι. Θ
ςυγκεκριμζνθ ςυλλογιςτικι απελευκερϊνει τθν παιδαγωγικι ςκζψθ και πράξθ από
οριςμοφσ που κζλουν τθ ςυμπεριφορά του παιδιοφ παγιωμζνθ ι πεπεραςμζνθ,
πολλϊ δε μάλλον, ετικετοποιθμζνθ. «Αν ζνα παιδί πεντάχρονο» λζει ο McLuhan (ςτο
Rogers & Freiberg, 36) «μετακινθκεί ςε μια ξζνθ χϊρα και του επιτρζπεται να παίηει
με τισ ϊρεσ με τουσ καινοφργιουσ του ςυντρόφουσ χωρίσ κακόλου να διδαχκεί τθ
γλϊςςα, κα τθ μάκει, ςίγουρα, ςε λίγουσ μινεσ κι, επιπλζον, κα αποκτιςει τθν
κατάλλθλθ προφορά. Αυτό κα ςυμβεί γιατί κα μακαίνει με τρόπο που ζχει ςθμαςία
και νόθμα γι’ αυτό».
Το γεγονόσ ότι θ προςωποκεντρικι δεν αποδζχεται το τελεςίδικον κι
αμετάκλθτον – όπωσ αυτό μιασ απόφαςθσ δικαςτικισ – μεταφράηεται, αυτομάτωσ, ωσ
προοπτικι εξζλιξθσ9 γι’ αυτό και κα πρζπει να αφορά, «ςτθν οργάνωςθ τθσ τάξθσ, του
ςχολείου και του πανεπιςτθμίου ςυνολικά, και αυτό είναι ηιτθμα τόςο τθσ

8
Τα παιδιά είναι δυνατόν να επιλζγουν να αυτοπροςδιοριςτοφν με τρόπουσ ταιριαςτοφσ ςτα
περιβάλλοντά τουσ και τζτοιουσ που κα διευκολφνουν, αφενόσ, τθν ζνταξθ κι αφετζρου, τθν
αναγνϊριςι τουσ. Υπό τθν ζννοια αυτι «ςυντθροφν μία διαλογικι πρακτικι με κοινωνικά ςυςτιματα
λόγου που τουσ δυναμϊνει και τουσ βοθκά» (Billington ςτο Μπίμπου, 2005, 62).
9
Τα χρόνια που πζραςε ςτα μακθτικά ζδρανα και ςτα οικοτροφεία, τα κυμάται ο Ντεριντά με
ανάμεικτα ςυναιςκιματα: «Το ςχολείο με αρρϊςταινε. Ζβαηα τα κλάματα κάκε φορά που ζπρεπε να
επιςτρζψω ςτα κρανία, ακόμθ και όταν ιμουν αρκετά μεγάλοσ ϊςτε να ντρζπομαι γι' αυτό. Ακόμθ και
ςιμερα δεν μπορϊ να περάςω το κατϊφλι ενόσ εκπαιδευτικοφ ιδρφματοσ δίχωσ ςυμπτϊματα ςτο
ςτικοσ και ςτο ςτομάχι ι αγωνία και ανθςυχία. Ραρ' όλα αυτά, ουςιαςτικά δεν ζχω φφγει ποτζ από το
ςχολείο» (ςτο Κόλιου, 30/06/2002, ςτο:
http://www.tovima.gr/relatedarticles/article/?aid=143848).
73
εκπαιδευτικισ πολιτικισ όςο και τθσ παιδαγωγικισ ι ψυχολογικισ κεωρίασ» (Μζρυ,
2002, 168).
Συνεπϊσ, το αναπτυξιακό ενδεχόμενο του παιδιοφ επαφίεται ςτθν
εκπαιδευτικι τθσ ποιότθτα. Στο αν και κατά πόςο κα καταφζρει να εξαςφαλίςει το
απαραίτθτο διευκολυντικό κλίμα10, προκειμζνου ο μακθτισ να εξελιχκεί ςε πρόςωπο.
«Πταν μπορϊ να δεχτϊ ζναν άλλον άνκρωπο, πράγμα που ςθμαίνει να δεχκϊ τα
ςυναιςκιματα, τισ ςτάςεισ και τα πιςτεφω του, τότε τον βοθκάω να γίνει πρόςωπο, κι
αυτό ζχει μεγάλθ αξία» (Rogers, 1961, 39).

10
«Θ αςφάλεια να ςε ςυμπακοφν και να ςε επαινοφν ωσ πρόςωπο φαίνεται να είναι ζνα πολφ
ςθμαντικό ςτοιχείο ςε μια βοθκθτικι ςχζςθ» γράφει ο Rogers. Θ αποδοχι του άλλου και των
μεταβαλλόμενων πλευρϊν του «κάνει τθ ςχζςθ ηεςτι και αςφαλι γι’ αυτόν» (Rogers, 1961, 49).
74
3.2 Η ροτηεριανι άποψθ για το υπάρχον εκπαιδευτικό πλαίςιο
Οι πρακτικζσ ςφνδεςθσ υπθρεςιϊν και ρόλων του ςχολείου, με τουσ φορείσ
ψυχικισ υγείασ αποτζλεςαν πεδίο κερμϊν ςυηθτιςεων και θ κριτικι θ οποία
αςκικθκε ςτισ διαδικαςίεσ και ςτθν αποτελεςματικότθτά τουσ υπιρξε ζντονθ. Κατά
τθ γνϊμθ των Lloyd-Smith (ςτο Μπίμπου, 2005, 58) θ ςυμπτωματολογία ωσ απόρροια
ενόσ ιατρικοποιθμζνου ιεραρχικοφ μοντζλου, ςυμβάλλει ςτθν κοινωνικι
πακολογικοποίθςθ των παιδιϊν. Τα προβλιματα κα πρζπει να επιλφονται «με ζναν
τρόπο που αναγνωρίηεται ωσ περιςςότερο εκπαιδευτικόσ, παιδαγωγικόσ και λιγότερο
κεραπευτικόσ, και δίνει ζμφαςθ περιςςότερο ςτισ δεξιότθτεσ και ςτισ ικανότθτεσ και
λιγότερο ςτθν ςυμπτωματολογία», υποςτθρίηει θ Μπίμπου (ο.π., 59). Συμφωνεί με
μελετθτζσ όπωσ οι Waklerdine και Kraemer, που κεωροφν ότι «μοντζλα ψυχολογικισ
πρακτικισ τα οποία ανάγουν τθν ταυτότθτα των παιδιϊν ςε ατομικά χαρακτθριςτικά,
είναι απλουςτευτικά» (ο.π.).
Ο Rogers, με τθ ςειρά του, χαρακτθρίηοντασ το εκπαιδευτικό ςφςτθμα
απαρχαιωμζνο και άςχετο, «ωσ τον πιο παραδοςιακό, ςυντθρθτικό, δφςκαμπτο και
γραφειοκρατικό κεςμό τθσ εποχισ» (ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 104)
τονίηει τθν ανάγκθ κεραπείασ των αρνθτικϊν ςυνεπειϊν που προκαλεί ςτα παιδιά,
προτείνοντασ ςτουσ ςχολικοφσ ψυχολόγουσ να εγκαταλείψουν τισ αναχρονιςτικζσ κι
αναποτελεςματικζσ μεκόδουσ του κλάδου. Τουσ παρακινεί «να ςυμμετάςχουν ςτο
ςχεδιαςμό μια εκπαιδευτικισ εμπειρίασ που κα απελευκζρωνε τθν περιζργεια των
μακθτϊν και κα ενίςχυε τθ χαρά τθσ μάκθςθσ» (Yalom, ςτο Rogers, 1980, 9-10).
Με τουσ ςυμπεριφοριςτζσ, ςυγκεκριμζνα, οι ςχζςεισ του δεν είναι αγαςτζσ και
μαηί τουσ γίνεται, ιδιαιτζρωσ, καυςτικόσ. «Δϊςε μου τισ προδιαγραφζσ και κα ςου
δϊςω τον άνκρωπο» ιςχυριηόταν ο Skinner (ςτο Rogers & Freiberg, 1994, 299)
πιςτεφοντασ πωσ ο άνκρωποσ είναι ανελεφκεροσ και απολφτωσ κακοριηόμενοσ. Ο
ιςχυριςμόσ, δε, περί εςωτερικισ του ελευκερίασ, κεωρείται από τον ίδιο ωσ
προεπιςτθμονικό υποκατάςτατο. Ο Rogers (ο.π., 300) χαρακτθρίηει τισ κζςεισ του
ςυμπεριφοριςμοφ προκλθτικζσ και ιςχυρίηεται πωσ εξαιτίασ του, θ εκπαιδευτικι
πολιτικι αντιμετωπίηει το παιδί ωσ ελεγχόμενθ μθχανι.
«Γνωρίηουμε», γράφει ο Τςιάκαλοσ (2006, 1) «πωσ από τθν εποχι του διαφωτιςμοφ
οι παιδαγωγοί διακρίνονται από τθν ακαταμάχθτθ αιςιοδοξία ότι οι άνκρωποι
μποροφν μζςω τθσ εκπαίδευςθσ να γίνουν ελεφκεροι και ευτυχιςμζνοι. Οι
δθμοκρατικοί παιδαγωγοί διακρίνονται, επιπλζον, από τθν οργι που νοιϊκουν και
εκφράηουν όταν διαπιςτϊνουν ότι το όραμα ενόσ δθμοκρατικοφ και ανκρϊπινου
ςχολείου κυςιάηεται ςτο βωμό τθσ κοινωνικισ αναλγθςίασ, τθσ ιδιοτζλειασ και τθσ
αυτάρεςκθσ άγνοιασ των ικυνόντων».
Ραραπλιςια αιςιοδοξεί μα και προβλθματίηεται ο εκπρόςωποσ τθσ
προςωποκεντρικισ παιδαγωγικισ. Στο βιβλίο του Freedom to Learn επιτίκεται,
ευκζωσ, ςτον ελεγκτικό μθχανιςμό του εκπαιδευτικοφ ςυςτιματοσ που γεννϊντασ
άγχοσ, αναςφάλεια και φοβίεσ, υπαγορεφει τθ διαμόρφωςθ ανάλογου ψυχιςμοφ. «Τα
ςχολεία μασ περιςςότερο κάνουν ηθμιά παρά βοθκοφν τθν ανάπτυξθ τθσ
προςωπικότθτασ, ενϊ αςκοφν αρνθτικι επίδραςθ ςτθ δθμιουργικι ςκζψθ. Βαςικά
είναι κεςμοί για να φυλακίηουν ι να φυλάνε τθ νεολαία, για να τθν κρατοφν ζξω από
τον κόςμο των μεγάλων» (Rogers ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 104-105).
Οι ελεγκτικζσ δομζσ, κατά τθ γνϊμθ του, αποκακθλϊνουν κάκε διάκεςθ ςτοχαςμοφ,
αναςτοχαςμοφ, φανταςίασ και δθμιουργικότθτασ κι, επιπλζον, ςτεροφν από το παιδί
τθν ευκαιρία να αναπτφξει εμπιςτοςφνθ ςτον ίδιο του τον εαυτό.
Θ κεωρία τθσ αυτο-αξίασ του Covington, υποςτθρίηει ότι «θ αναηιτθςθ
αυτοαποδοχισ αποτελεί τθν υψθλότερθ ανκρϊπινθ προτεραιότθτα και ότι ςτο
ςχολείο θ αυτοαποδοχι κατζλθξε να εξαρτάται από τθν ικανότθτα του ατόμου να
επιτυγχάνει ςε ανταγωνιςμό με άλλουσ. Ο Covington τονίηει ότι εξαιτίασ τθσ τάςθσ
που επικρατεί ςτισ δυτικζσ κοινωνίεσ να εξιςϊνεται θ επιτυχία με τθν ανκρϊπινθ αξία,
οι μακθτζσ και οι μακιτριεσ ςυγχζουν τθν ικανότθτα με τθν προςωπικι αξία. Θ
ςφνδεςθ αυτι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνθ για τα αναςφαλι παιδιά επειδι ςτο
ςχολείο, πολλά από αυτά, απλά, αγωνίηονται να αποφφγουν τθν αποτυχία»
(Λεοντάρθ, 2006, 127-128). Για τον Rogers, το περιβάλλον αυτό υπονομεφει τθν
αυτοεκτίμθςθ και τθν αυτοπεποίκθςθ του παιδιοφ κι αποκλείει τθν αυτοδιάκεςθ και
τθν αυτονομία που οδθγοφν ςτθν αυτοπραγμάτωςι του.
Το επιηιμιο κλίμα, κατά τθ γνϊμθ του, ενιςχφει με ενοχζσ και καταπίεςθ, θ
αυςτθρότθτα των κριτθρίων αξιολόγθςθσ και εκτίμθςθσ των μακθτικϊν επιδόςεων
και ςυμπεριφορϊν. Κριτιρια αγχογόνα και δομθμζνα, τισ περιςςότερεσ φορζσ,
ςτερεοτυπικά1, ετικετοποιοφν τα παιδιά και προκαλοφν ανταγωνιςμοφσ,

1
Ο Μωραΐτθσ πιςτεφει πωσ δε κα πρζπει να κάνουμε τθν ανάγκθ αρετι και να καλλιεργοφμε
αυταπάτεσ για ζνα, προσ το παρόν, αναγκαίο κακό ηθτϊντασ «μια αξιολόγθςθ που να κακορίηεται από
το πραγματικό ςυμφζρον τθσ κοινωνικισ ομάδασ θ οποία αποτελεί τθ ςυντριπτικι πλειοψθφία των
76
διαταράςςοντασ τισ μεταξφ τουσ ςχζςεισ. Ο Ραυλίδθσ (2010, ο.π.) υποςτθρίηει πωσ «θ
αξιολόγθςθ είναι αςφμβατθ με τθν ελεφκερθ ανάπτυξθ τθσ προςωπικότθτασ και με
μια κοινωνία αλλθλζγγυων ανκρϊπινων ςχζςεων» ενϊ ο Shaffer (1978, 112)
επιςθμαίνει πωσ «το γεγονόσ τθσ αξιολόγθςθσ και τθσ κατθγοριοποίθςθσ που αυτό
ςυνεπάγεται – ζξυπνοσ vs κουτόσ, εργατικόσ vs τεμπζλθσ – είναι αςφμβατο με τθν
ζννοια του ανκρωπιςτικοφ και αντιαυταρχικοφ κλίματοσ».
Ορμϊμενοσ από τθν επικρατοφςα κατάςταςθ ςτο ςχολείο και ςτο
πανεπιςτιμιο ο Rogers (1988, 12) διαπιςτϊνει τθ διδαςκαλία και τθ μάκθςθ μιασ
γνϊςθσ που περιζχει αςιμαντεσ για το παιδί πλθροφορίεσ, οι οποίεσ οφτε το ίδιο
αφοροφν, οφτε τισ ανάγκεσ του υπθρετοφν· υπάρχουν, όμωσ, ςτο πρόγραμμα και
διδάςκονται, διότι εξυπθρετοφν τισ ανάγκεσ του ςυςτιματοσ. Θ Μπίμπου (2005, 62)
αναφζρει πωσ οι ςχζςεισ γνϊςθσ και εξουςίασ που αναπτφςςονται ςτο κεςμικό
πλαίςιο του ςχολείου, μεταφράηονται ςε κοινωνικζσ δραςτθριότθτεσ και πρακτικζσ·
ςτθ ςυγκεκριμζνθ περίπτωςθ το ςχολείο εμφανίηεται ωσ φορζασ εξουςίασ που
εργαλειοποιεί τθ γνϊςθ για τθν επίτευξθ προσ ίδιον όφελοσ.
«Σε κάκε κοινωνία το πνεφμα του πολιτιςμοφ διαμορφϊνεται από το πνεφμα
των ςτρωμάτων εκείνων που κατζχουν τθν ιςχυρότερθ κζςθ ς’ αυτι τθν κοινωνία...
ζχουν τθ δφναμθ να ελζγχουν το εκπαιδευτικό ςφςτθμα, τα ςχολεία, τθν εκκλθςία,
τον τφπο, το κζατρο και ζτςι να διαποτίηουν ολόκλθρο τον πλθκυςμό με τισ δικζσ τουσ
ιδζεσ» (Φρομ ςτο Γκουτηαμάνθσ, 1998, 115).
Ανάλογθ είναι θ οπτικι του Rogers και εκφράηει τισ ενςτάςεισ του για τον
μθχανιςμό αποπροςωποίθςθσ και τισ επιβεβλθμζνεσ επιταγζσ. Διερευνϊντασ το κζμα,
εςτιάηει ςε ζρευνα του Jacobs, ςφμφωνα με τθν οποία «θ βαςικι ςυνολικι επίδραςθ
τθσ ανϊτατθσ εκπαίδευςθσ, ςτισ αξίεσ των φοιτθτϊν τθσ χϊρασ του, είναι πωσ
επιφζρει γενικι αποδοχι ενόσ ςϊματοσ προδιαγραφϊν και ςτάςεων,
χαρακτθριςτικϊν των κολεγιόπαιδων τθσ αμερικάνικθσ κοινότθτασ» (Rogers, 1961,
165). Ο Jacobs ςχολιάηει δεικτικά τθν κοινωνικοποίθςι τουσ, θ οποία εκλεπτφνοντασ,
λουςτράροντασ ι διαμορφϊνοντασ αξίεσ, παράγει μοντζλα ταιριαςτά ςτθ φφςθ των
εκπαιδευτικϊν ιδρυμάτων και φζροντα, κατ’ ουςίαν, τισ προδιαγραφζσ που απαιτεί το
ςφςτθμα.

ανκρϊπων» *Βλ. Ραυλίδθσ, Ρ. (2001). Θ προςωπικότθτα ςτα γρανάηια τθσ αξιολόγθςθσ. Εκπαιδευτικι
Κοινότθτα, τχ. 56, Νοζμβριοσ - Λανουάριοσ, 18-23. Στο: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/prosopikaxiol.htm].
77
Ρροφανϊσ το ςφςτθμα που περιγράφει ο Rogers, δε ςυνιςτά ίδιον του
αμερικανικοφ κατεςτθμζνου. Σε ςυνζντευξι του ο Δθμαράσ2, ςχολιάηοντασ το
ελλθνικό ςχολείο, λζει: «Ρροςφζρει πολφ λιγότερα από όςα κα μποροφςε, γιατί δεν
ζχει εκςυγχρονιςτεί, γιατί ρυκμίηεται από ζνα ςφςτθμα που απαξιϊνει πλιρωσ και
ποικιλότροπα τουσ εκπαιδευτικοφσ (και οδθγεί τθν κοινωνία να τουσ κρίνει ανάλογα)
γιατί οδθγείται από μια αρρωςτθμζνθ προςιλωςθ ςτθν ομοιομορφία και τθν
ιςοπζδωςθ». Ρρόκειται για δφο χαρακτθριςτικά, τόςο εχκρικά ςτθ κεωρία του
προςϊπου, όςο και θ αποςπαςματικι προςζγγιςι του. Θ ροτηεριανι άποψθ για τθν
τελευταία, εκφράηεται άψογα δια ςτόματοσ Schiller. «Ο ποιθτισ και φιλόςοφοσ κα
αντιμετωπίςει επικριτικά τον κατακερματιςμό τθσ ανκρϊπινθσ προςωπικότθτασ και
τθ μονομερι ανάπτυξθ των ικανοτιτων τθσ, τθ διάρρθξθ των δεςμϊν μεταξφ του
κεωρθτικοφ νου, του κόςμου των αιςκιςεων και του πρακτικοφ πνεφματοσ. Αν και κα
αναγνωρίςει ότι ο κατακερματιςμόσ και θ εξειδίκευςθ των ανκρϊπινων δυνάμεων
ζδωςε ιςχυρι ϊκθςθ ςτθν ανάπτυξθ του πολιτιςμοφ, κα επιμείνει, ωςτόςο, ςτθν ιδζα
του ολοκλθρωμζνου ανκρϊπου, ο οποίοσ γεννιζται από το ςυγκεραςμό όλων των
δυνάμεϊν του» (Ραυλίδθσ, 2008, 242)
Αυτό το ενιαίο όλο, το οποίο βρίςκεται ςτο επίκεντρο τθσ προςωποκεντρικισ
προςζγγιςθσ, βάλλεται αςφςτολα από τον εκπαιδευτικό μθχανιςμό και κάνει τον
Rogers (1988, 12) να καταφζρεται εναντίον τθσ παραδοςιακισ μάκθςθσ που
περιορίηεται κάτω από το κεφάλι· δεν περιζχει ςυναιςκιματα και δεν είναι ςθμαντικι
για τον άνκρωπο ωσ ςφνολο. O Λικ Ντε Βοβναργκ πιςτεφει πωσ «τα ςυναιςκιματα
δίδαξαν ςτθν ανκρωπότθτα να ςκζφτεται λογικά» (ςτο Bradberry & Greaves, 2006)
και ο MacLeish (ςτο Rogers, 1980, 215) υποςτθρίηει πωσ γνϊςθ χωρίσ ςυναίςκθμα δεν
είναι γνϊςθ και μπορεί να οδθγιςει, μόνο, ςε δθμόςια ανευκυνότθτα και αδιαφορία,
πικανϊσ, και ςτθν καταςτροφι. Ρίςω από τισ ςκζψεισ και τισ αιςκιςεισ βλζπει και ο
Ζςςε (1985, 43) κρυμμζνο το βακφτερο νόθμα γι’ αυτό και ςυμβουλεφει: «να μθν
περιφρονείσ οφτε να υπερεκτιμάσ κανζνα, να ακοφσ τισ μυςτικζσ φωνζσ που υπάρχουν
ςτο βάκοσ τουσ».
Συνθγορϊντασ ο Rogers κι ζχοντασ τθν εμπειρία των ςεμιναρίων με τουσ
παλαίμαχουσ του Βιετνάμ, προβαίνει ςε αυςτθρι κριτικι τθσ αμερικανικισ πολιτικισ
και ςτάςθσ. «Θ γνϊςθ χωρίσ ςυναίςκθμα» γράφει (Rogers, 1980, 215) «κατζςτθςε

2
Συνζντευξθ ςτον Διαμαντι, 07.9.2008, ςτο: www.e-proodos.gr/an/dimaras.doc.
78
δυνατι τθ διάπραξθ απίςτευτων κτθνωδιϊν από τουσ ςτρατιωτικοφσ και εμάσ ωσ λαό,
χωρίσ ιδιαίτερθ αίςκθςθ ενοχισ». Ριςτεφει ότι θ γνωςτικι εκπαίδευςθ είναι
«επιτυχθμζνα υποδιαιρεμζνθ» (ο.π.) και ςχολιάηει τθ ςκοπιμότθτα του γεγονότοσ,
εξθγϊντασ πωσ, ζτςι, επιτυγχάνεται το να γνωρίηουμε τα γεγονότα ςε διανοθτικό
επίπεδο χωρίσ, όμωσ, να νιϊκουμε τθ γνϊςθ μασ. Ραρακζτει ςχετικά: «Μόνο αν ο
κακζνασ μασ μεμονωμζνα επρόκειτο να δει από κοντά τισ τρομερζσ ανκρϊπινεσ
ςυνζπειεσ των βομβαρδιςμϊν μασ, κα ςυνδεόταν θ βιωματικι φρίκθ με τθ νοθτικι
ετικζτα τθσ λζξθσ και κα αντιλαμβανόμαςταν τότε, με ολοκλθρωτικό τρόπο, τα
απίςτευτα πράγματα που ζχουμε κάνει» (ο.π.).
Θ ζλλειψθ εποπτείασ του κζματοσ απεργάηεται το ψεφδοσ, διότι δεν επιτρζπει
τθν αποκάλυψθ τθσ αλικειασ κι αυτό απειλεί το ενιαίο πρόςωπο. Το ςφςτθμα
αποςιωπά τθ ςφαιρικι και κακολικι προςζγγιςθ τθσ γνϊςθσ, μθχανορραφϊντασ και
μοντάροντασ τθν εικόνα των πραγμάτων και του κόςμου που επικυμεί να διδάξει.
Πμωσ, θ ολιςτικι κεϊρθςθ γίνεται πιότερο εφικτι όταν «ξεπερνιοφνται οι δυςκολίεσ
τθσ διαμεριςματοποιθμζνθσ γνϊςθσ και τθσ αποςτειρωμζνθσ προςζγγιςθσ και
μελζτθσ των φαινομζνων» (Μπακιρτηισ, 2003, 15-16).

Στο βιβλίο του Ζνασ τρόποσ να υπάρχουμε (Rogers, 1980, 235-237)


ςυνοψίηοντασ τα χαρακτθριςτικά τθσ ςυμβατικισ εκπαίδευςθσ, παρακζτει:
 Οι εκπαιδευτικοί είναι κάτοχοι τθσ γνϊςθσ, οι μακθτζσ είναι οι αναμενόμενοι
αποδζκτεσ.
 Θ διάλεξθ ι κάποια μζςα λεκτικισ διδαςκαλίασ, είναι το ςθμαντικότερο μζςο
μετάδοςθσ τθσ γνϊςθσ ςτουσ αποδζκτεσ. Θ εξζταςθ μετρά το βακμό ςτον
οποίο οι μακθτζσ τθν ζλαβαν.
 Οι εκπαιδευτικοί είναι κάτοχοι τθσ εξουςίασ, οι μακθτζσ είναι εκείνοι που
υπακοφν.
 Θ επιβολι μζςω τθσ αυκεντίασ είναι θ αποδεκτι πολιτικι ςτθν τάξθ.
 Θ εμπιςτοςφνθ βρίςκεται ςτα κατϊτερα επίπεδα.
 Στα υποκείμενα (τουσ μακθτζσ) αςκείται καλφτερθ διαχείριςθ όταν
διατθροφνται ςε ζνα περιςταςιακό ι ςυνεχζσ κακεςτϊσ φόβου.
 Θ δθμοκρατία και οι αξίεσ τθσ αγνοοφνται και περιφρονοφνται ςτθν πράξθ.

79
 Δεν υπάρχει χϊροσ για ενιαία πρόςωπα ςτο εκπαιδευτικό ςφςτθμα, μόνο για
τθ νόθςι τουσ.

Επικαλοφμενοσ τον Whyte, ο οποίοσ αναφζρεται ςτον άνκρωπο τθσ


οργάνωςθσ που «πρζπει να είναι ολοκλθρωτικά μζλοσ τθσ ομάδασ, να περιορίηει τθν
ατομικότθτά του, ϊςτε να ταιριάηει ςτισ ανάγκεσ τθσ ομάδασ, να γίνει ο καλά
διαμορφωμζνοσ άνκρωποσ, που μπορεί να χειριςτεί καλά διαμορφωμζνουσ
ανκρϊπουσ» (Rogers, 1961, 165) ςχολιάηει: «Ενάντια ςτισ πιζςεισ για ςυμμόρφωςθ,
διαπιςτϊνω πωσ όταν τα πρόςωπα είναι ελεφκερα να υπάρχουν με όποιον τρόπο
κζλουν, τείνουν να περιφρονοφν και να αμφιςβθτοφν τθν τάςθ οργάνωςθσ του
κολεγίου ι τθσ κουλτοφρασ να τουσ διαπλάςει ςε οποιαδιποτε δεδομζνθ μορφι»
(ο.π.). Σε κακεςτϊσ ελευκερίασ ευθμερεί θ Bildung, ζννοια θ οποία γίνεται από τον
Humboldt αντιλθπτι ωσ ςκοπόσ «τθσ ανκρωπότθτασ που αφορά ςτθ ςταδιακι,
αρμονικι ανάπτυξθ τθσ ολότθτασ των εςωτερικϊν δυνάμεων του ατόμου. Θ Bildung
βρίςκεται πζραν κάκε επιδίωξθσ πρακτικϊν και χριςιμων αποτελεςμάτων και γι’
αυτό το λόγο το πανεπιςτιμιο, ωσ προνομιακόσ χϊροσ τθσ, κα πρζπει κατά τθ γνϊμθ
του να κεραπεφει τθν ελεφκερθ αναηιτθςθ τθσ αλικειασ και τθ ςυνκετικι
επιςτθμονικι κατανόθςθ του κόςμου, ςε ςυνκικεσ αυτονομίασ από τουσ
εξαναγκαςμοφσ του κράτουσ και τα αιτιματα τθσ κοινωνίασ» (Ραυλίδθσ, 2008, 242).
Ερευνϊντασ3 τισ χειραφετθτικζσ, εκπαιδευτικζσ προςεγγίςεισ ςτθν τάξθ, θ
Munroe διαπιςτϊνει τθ δυνατότθτά τουσ να διαμορφϊςουν ζναν κριτικό τρόπο
ςκζψθσ, να ςυνδράμουν ςτθν αναγνϊριςθ και καταπολζμθςθ τθσ καταπίεςθσ, ςτθν
κατανόθςθ και το ςεβαςμό των διαφορετικϊν πολιτιςμϊν και ςτθν ικανότθτα
αναγνϊριςθσ των επιπτϊςεων του φφλου και τθσ φυλισ ςτο παρελκόν και ςτο παρόν.
Αναφερόμενθ ςτουσ Freire, Giroux και Hooks, υποςτθρίηει ότι πρόκειται για
δεξιότθτεσ ηωισ, οι οποίεσ εκτείνονται πζραν του αναλυτικοφ προγράμματοσ –
επομζνωσ, μπορεί να πει κανείσ πωσ δεν είναι μόνο κζμα εκπαίδευςθσ αλλά και
παιδείασ. «Οι προκαταλιψεισ» υποςτθρίηει θ Bronte «είναι πολφ δφςκολο να

3
Θ μελζτθ ενδιαφζρκθκε για τθν ενςωμάτωςθ των μεταςχθματιςτικϊν παιδαγωγικϊν ςτο αναλυτικό
πρόγραμμα των κοινωνικϊν ςπουδϊν. Θ εκπαιδευτικι προςζγγιςθ αφοροφςε ςτθν εκπαίδευςθ του
φοιτθτικοφ δυναμικοφ πάνω ςε κζματα ποικίλων μορφϊν καταπίεςθσ, ςχετικά με τθ φυλι, το φφλο, τθ
ςεξουαλικότθτα, τθν τάξθ, τθν εκνότθτα και τον πολιτιςμό, αξιοποιϊντασ το διάλογο, προκειμζνου να
διερευνιςει τθν κατανόθςθ και τθν προςωπικι εμπειρία των φοιτθτϊν για τισ ςυγκεκριμζνεσ ζννοιεσ
(Munroe, 2011, ςτο:
http://dr.library.brocku.ca/bitstream/handle/10464/3418/Brock_Munroe_Devonna.pdf?sequence=1)
80
ξεριηωκοφν από τισ καρδιζσ εκείνεσ που το ζδαφόσ τουσ δεν καλλιεργικθκε ποτζ από
τθ μόρφωςθ» (ςτο Μθτακίδου & Γιακοφδθ, 2010, 1).
«Το ερϊτθμα που τίκεται», ςφμφωνα με τον Ραυλίδθ (2010, ο.π.) «είναι αν το
εκάςτοτε εκπαιδευτικό ςφςτθμα αλλά και το εκάςτοτε κοινωνικό περιβάλλον
παρζχουν ςτον άνκρωπο τθ δυνατότθτα για μια διαρκι αφξθςθ των πολφπλευρων
δθμιουργικϊν του ικανοτιτων κεωρϊντασ ότι το ενδιαφζρον και θ φροντίδα για τθ
διαρκι ανάπτυξθ τθσ προςωπικότθτασ κάκε ατόμου αποτελεί το φυςικό μζλθμα μιασ
κοινωνίασ ελεφκερων και αλλθλζγγυων μεταξφ τουσ ανκρϊπων».

81
3.3 Η παιδαγωγικι πρόταςθ του Rogers
Θ παιδικι θλικία και θ νεότθτα πρζπει να γίνονται ςεβαςτζσ1· «θ παιδικότθτα
και θ νεανικότθτα πρζπει ν’ αντιμετωπίηονται ωσ ςυνκικεσ που ευνοοφν τθν
αναηιτθςθ τθσ γνϊςθσ και τθ χαρά που ςυνεπάγεται θ διαδικαςία αυτι, όταν
ςυνδυάηεται με τθν κοινωνικι ηωι ς’ ζνα προςτατευμζνο και γεμάτο ερεκίςματα
περιβάλλον»2.
Ο Rogers αγαπά τουσ νζουσ, τθ δθμιουργικότθτα, τθ φρεςκάδα τθσ ςκζψθσ
τουσ, γι’ αυτό κι αρζςκεται ςτθ ςυναναςτροφι τουσ. Φαντάηεται το ςχολείο ωσ όαςθ
χαροφμενθσ δθμιουργίασ και θ αγωγι3 που προτείνει, επιδιϊκει να εξαςφαλίςει ςτα
παιδιά ευκαιρία για επιτυχία και καλφτερθ ποιότθτα ηωισ4. «Κζλω να περάςω μζςα
ςτον κόςμο των παιδιϊν5 για να δω τι ζχει ςθμαςία γι’ αυτόν ι γι’ αυτιν 6. Κζλω να
καταςτιςω το ςχολείο τουλάχιςτον ζνα φιλικό ςπίτι 7 για κάκε μάκθςθ που ζχει
ςθμαςία για τα παιδιά» (Rogers & Freiberg, 1994, 173).

1
Ο ςοβιετικόσ παιδαγωγόσ Σουχομλίνςκι, υποςτθρίηει ότι «θ παιδικι θλικία, θ ςπουδαιότερθ περίοδοσ
τθσ ανκρϊπινθσ ηωισ, δεν είναι προετοιμαςία για τθ μελλοντικι ηωι, είναι πραγματικι φωτεινι,
πρωτότυπθ, ανεπανάλθπτθ ηωι. Και απ' το πϊσ πζραςε τθν παιδικι θλικία, απ' το ποιοσ το κρατοφςε
από το χζρι ςτα παιδικά χρόνια, από το τι μπικε ςτο μυαλό και τθν καρδιά του απ' το περιβάλλον, απ'
αυτό εξαρτιζται, ςε αποφαςιςτικό βακμό, τι άνκρωποσ κα γίνει το ςθμερινό παιδάκι» (ςτο Λωαννίδθσ,
εφθμ. «Κυριακάτικοσ ΢ιηοςπάςτθσ», 06.6.2010, 18).
2
Ρρόγραμμα Επιμόρφωςθσ για τα Νζα Αναλυτικά Ρρογράμματα 2010-2011, Υπουργείο Ραιδείασ &
Ρολιτιςμοφ Κφπρου, ςτο: Slide 1 - Νζα Αναλυτικά Ρρογράμματα,
www.nap.pi.ac.cy/files/pliroforiki/.../eisagogi_NAP_epimorfosidfasi...).
3
«Θ αγωγι για τον Ρλάτωνα δεν είναι ςα να ςτρίβεισ ζνα νόμιςμα κορόνα γράμματα (περιςτροφι
οςτράκου) αλλά ζνα πζραςμα τθσ ψυχισ από κάποια θμζρα ςκοτεινι ςα νφχτα ςε μια αλθκινι θμζρα,
μια επιςτροφι ςτο αλθκινό ον. Αυτό το πζραςμα από τθ νφχτα τθσ άγνοιασ ςτο φωσ τθσ γνϊςθσ
ςυντελείται με επίπονθ προςπάκεια και ςθμαδεφει κακοριςτικά τθν ψυχι (Βαςματηίδθσ, 2008, 289).
4
Θ Μπίμπου υπογραμμίηει πωσ «τα περιςςότερα παιδιά δεν ανικουν ςε άκρα, θ απουςία ζνταξισ τουσ
ςτο ςχολείο αποτελεί αντανάκλαςθ τθσ απουςίασ ζνταξθσ τθσ οικογζνειάσ τουσ ςτθν ευρφτερθ
κοινωνικι ςυνκικθ. Για το ευάλωτο παιδί, θ εμπειρία του ανικειν ι του αποκλειςμοφ δεν επιςυμβαίνει
μόνο ςτο ςχολείο αλλά και ςτο δρόμο, ςτθ γειτονιά, ςτα μαγαηιά, ςτο ςπίτι και ςε άλλουσ δθμόςιουσ
χϊρουσ. Κατ’ επζκταςθ, θ αναγκαιότθτα να μποροφν τα παιδιά να είναι διαφορετικά χωρίσ να
φοβοφνται, ςυνδζεται εξ οριςμοφ με τισ ειδικζσ εκπαιδευτικζσ ανάγκεσ τθσ κουλτοφρασ του ςχολείου»
(2002,52).
5
«Πταν ο εκπαιδευτισ ζχει τθν ικανότθτα να κατανοεί τισ αντιδράςεισ του κάκε μακθτι εκ των ζςω και
διακζτει ευαίςκθτθ επίγνωςθ του πϊσ φαίνεται θ διεργαςία τθσ εκπαίδευςθσ και τθσ μάκθςθσ ςτον
μακθτι, αυξάνεται θ πικανότθτα να λάβει χϊρα ςθμαντικι μάκθςθ» (Rogers, 1980, 218).
6
Ο Meylan υποςτθρίηει ότι «μόνο το ςχολείο ποφ γνωρίηει με ακρίβεια ποιον άνκρωπο επιδιϊκει να
μορφϊςει μπορεί να βοθκιςει ςτθν δθμιουργία αυκεντικϊν ανκρϊπων» (Κοςμόπουλοσ, ςτο:
http://www.avkosmopoulos.gr/gr_pdf/ekpaideftiki-agogi.pdf).
7
Ο Pestalozzi είχε χαρεί πάρα πολφ όταν, κάποτε, κάποιοι επζκριναν τθ δουλειά του λζγοντασ: «Μα
αυτό δεν είναι ςχολείο, είναι ςπιτικό!». Ο Rogers κυμίηει ζντονα τον παιδαγωγό που υποςτιριηε πωσ
«θ εκπαίδευςθ δεν είναι άλλο πράγμα από τθν τζχνθ του να βοθκιςεισ τθν ίδια τθν τάςθ τθσ φφςθσ για
ανάπτυξι τθσ»· τον παιδαγωγό που ςυμβοφλευε: «Αρχίςτε από το άνοιγμα τθσ καρδιάσ του παιδιοφ!»
(Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 108).
Στο ροτηεριανό ςχολείο γίνεται λόγοσ για ςχζςθ προςϊπων8, καλλιεργείται
«βακιά αίςκθςθ τθσ ςυντροφικότθτασ9 και τθσ κοινότθτασ για όλα τα μζλθ του10. Οι
παράγοντεσ αυτοφ του ςχολείου, εκπαιδευτικοί και μακθτζσ, εργάηονται – από δικό
τουσ ενδιαφζρον11 – με φιλικότθτα και ςυνζπεια και κατορκϊνουν να μετατρζψουν
το ςχολείο ςε κοινότθτα12... Το υγιζσ ςχολείο δεν ζχει τθν ανάγκθ να πιζςει για
ςυνεργαςία13· αυτι προςφζρεται ελεφκερα από τα μζλθ» (Κοςμόπουλοσ &
Μουλαδοφδθσ, 2009, 161).
Ο ροτηεριανόσ εκπαιδευτικόσ υπάρχει ςτο παρόν τθσ ςχζςθσ, με
αυκεντικότθτα και με ξεκάκαρθ πρόκεςθ να μθν κατευκφνει και, κυρίωσ, να μθν
κρίνει: «δεν κα πρζπει ο δάςκαλοσ να φζρεται ςαν κριτισ ςτα παιδιά» (Rogers, 1969,
114). Είναι δίπλα τουσ για να ενςυναιςκανκεί, να βοθκιςει μα και να βοθκθκεί. Να
διανφςει τθν πορεία του παιδιοφ διευκολφνοντασ τθν αυτοπραγμάτωςι του και
ταυτόχρονα να διαβεί το προςωπικό μονοπάτι τθσ αυτεπίγνωςθσ. Οι Κοςμόπουλοσ
και Μουλαδοφδθσ (ο.π., 126) υποςτθρίηουν πωσ «ςτθ γνθςιότθτα τθσ

8
Rogers ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 112. Στα Νζα Αναλυτικά Ρρογράμματα τθσ Κφπρου
γίνεται λόγοσ για μία εκπαίδευςθ θ οποία «οργανϊνεται με αφετθρία τον κάκε μακθτι και τθν κάκε
μακιτρια χωριςτά. Αυτό ςθμαίνει αντιμετϊπιςθ των μακθτϊν και μακθτριϊν ωσ μοναδικά πρόςωπα,
ωσ μζλθ τθσ ςχολικισ κοινότθτασ αλλά κι ωσ μζλθ τθσ οικογζνειασ και του ευρφτερου περιβάλλοντόσ
τουσ» (ςτο: Slide 1 - Νζα Αναλυτικά Ρρογράμματα,
www.nap.pi.ac.cy/files/pliroforiki/.../eisagogi_NAP_epimorfosidfasi...).
9
«Θ ςχζςθ που κεωρϊ βοθκθτικι, χαρακτθρίηεται από ζνα είδοσ διαφάνειασ εκ μζρουσ μου, ςτθν
οποία τα πραγματικά μου ςυναιςκιματα είναι προφανι. Χαρακτθρίηεται, επίςθσ, από μία αποδοχι του
άλλου προςϊπου ωσ μοναδικισ οντότθτασ με τθ δικι τθσ αξία και από μια βακιά ςυναιςκθματικι
κατανόθςθ, που μου επιτρζπει να βλζπω τον κόςμο του άλλου μζςα από τα δικά του μάτια» παρακζτει
ο Rogers. Πταν ςυντρζχουν οι ςυγκεκριμζνεσ προχποκζςεισ τότε βιϊνει ωσ ςφντροφοσ που είναι εκεί
για να ςυμπορευτεί γόνιμα με τον άλλον «ςτθν τρομακτικι αναηιτθςθ του εαυτοφ του, τθν οποία
νιϊκει, πλζον, ελεφκεροσ να αρχίςει» (1961, 50).
10
Είναι ηθτοφμενο ζνα ςχολείο ςτο οποίο «κανζνα παιδί δεν περικωριοποιείται, δε ςτιγματίηεται, δεν
περιφρονείται και δε δυςτυχεί εξαιτίασ κάποιασ ιδιαιτερότθτασ» (ςτο Νζα Αναλυτικά Ρρογράμματα
Κφπρου, ο.π.).
11
«Λόγω τθσ ζμφυτθσ επικυμίασ του ατόμου για γνϊςθ και κατανόθςθ του κόςμου, ο μακθτισ
εκδθλϊνει αυκόρμθτα ενδιαφζρον για τθν απόκτθςθ των γνϊςεων και των δεξιοτιτων που προςφζρει
το ςχολείο, το οποίο του παρζχει διευκολφνςεισ να αποκτιςει εκείνεσ τισ γνϊςεισ και τισ δεξιότθτεσ
που τον ενδιαφζρουν» (Οικονόμου, ςτο: http://oiko.wordpress.com/2011/05/02/carl-rogers-1902-
1987/).
12
Ο Ραυλίδθσ αναφζρεται ςτον τφπο «τθσ προςωπικότθτασ για τον οποίο θ αγάπθ κι επιδίωξθ τθσ
μάκθςθσ υπθρετεί πανανκρϊπινουσ ςκοποφσ, τθν πρόοδο τθσ ανκρϊπινθσ κοινωνίασ. Γι’ αυτιν τθν
προςωπικότθτα θ γνϊςθ αποτελεί μζςο ςυνειδθτοποίθςθσ τθσ κζςθσ του ατόμου ςτθν κοινωνία, των
δεςμϊν του με τουσ άλλουσ ανκρϊπουσ, των αυκεντικϊν ανκρϊπινων αναγκϊν και των προοπτικϊν
τθσ κοινωνικισ προόδου» (Ραυλίδθσ, 2001, ςτο: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/prosopikaxiol.htm).
13
Στθ ςθμαςία τθσ αναφζρεται, ο νόμοσ ψυχικισ ανάπτυξθσ του Vygotsky: «Οι ανϊτερεσ ψυχικζσ
λειτουργίεσ του παιδιοφ, οι ανϊτερεσ ιδιότθτεσ, χαρακτθριςτικζσ για τον άνκρωπο εμφανίηονται
πρωταρχικά ωσ μορφζσ ςυλλογικισ ςυμπεριφοράσ του παιδιοφ, ωσ μορφζσ ςυνεργαςίασ με τουσ
άλλουσ ανκρϊπουσ και μόνο ςτθ ςυνζχεια αυτζσ γίνονται εςωτερικζσ, ατομικζσ λειτουργίεσ του
παιδιοφ» (Vygotsky ςτο Ραυλίδθσ & Δαφερμάκθσ, 2006, 168).
83
ενςυναιςκθτικισ του παρουςίασ ζχτιςε τθν ελευκερία και πάνω τθσ ςτιριξε το
παιδαγωγικό του εγχείρθμα».
Ο ίδιοσ (Rogers, 1980, 238-240) ςυνοψίηει τισ αρχζσ τθσ παιδαγωγικισ του
πρόταςθσ, ωσ εξισ:
 Τα πρόςωπα που διευκολφνουν, μοιράηονται με τουσ υπόλοιπουσ 14 – μακθτζσ
και, πικανϊσ, γονείσ ι μζλθ τθσ κοινότθτασ – τθν ευκφνθ για τθ διεργαςία τθσ
μάκθςθσ.
 Οι διευκολυντζσ παρζχουν πθγζσ μάκθςθσ – από τον εαυτό τουσ και τθν
εμπειρία του, από βιβλία ι άλλο υλικό ι από τισ εμπειρίεσ τθσ κοινότθτασ.
 Οι μακθτζσ αναπτφςςουν τα δικά τουσ προγράμματα μάκθςθσ, μεμονωμζνα ι
ςε ςυνεργαςία με τουσ άλλουσ15.
 Ραρζχεται ζνα κλίμα που διευκολφνει τθ μάκθςθ.
 Θ εςτίαςθ του κζντρου μάκθςθσ βρίςκεται κατά βάςθ ςτθν ενκάρρυνςθ τθσ
διαρκοφσ διαδικαςίασ μάκθςθσ16.
 Θ πεικαρχία που απαιτείται για τθν επίτευξθ των ςτόχων των μακθτϊν είναι θ
αυτοπεικαρχία. Αναγνωρίηεται και γίνεται αποδεκτό από τουσ μακθτζσ ότι
αυτό είναι ατομικι τουσ ευκφνθ17.
 Οι αξιολογιςεισ του μεγζκουσ και τθσ ςπουδαιότθτασ τθσ μάκθςθσ του κάκε
μακθτι γίνεται πρωταρχικά από τον ίδιο τον μακθτι. Οι αυτοαξιολογιςεισ18
μπορεί να επθρεάηονται από τα ςτοργικά ςχόλια άλλων μελϊν τθσ ομάδασ και
του διευκολυντι19.

14
Σφμφωνα με τθν Τηάνθ: «Θ οικογζνεια και το ςχολείο ωσ κοινωνικόσ κεςμόσ, οι γονείσ και ο
δάςκαλοσ ωσ κοινωνικά πρόςωπα, ευνοοφν ι όχι τθν επιτυχία του παιδιοφ ςτο ςχολείο και τθ ςωςτι
προςαρμογι ςτθ ςχολικι κοινότθτα» (ςτο Κουφοφ, Σκεντερίδου & Σωτθρίου, 2007, 236).
15
«Οι μακθτζσ των ανοιχτϊν ςχολείων μακαίνουν με δικζσ τουσ δραςτθριότθτεσ, με αποτζλεςμα θ
προςωπικι ςυμμετοχι και πράξθ να βοθκάει τθν κατανόθςθ των εννοιϊν ςε βάκοσ και πλάτοσ και να
αναπτφςςει τθν κριτικι και δθμιουργικι ςκζψθ, τθ ςυνεργαςία και τθν κοινωνικότθτα»
(Χατηθςτεφανίδθσ, 1990, 115).
16
Σφμφωνα με τον Peters, «δεν είναι θ παιδεία αυτι που μεταδίδει αξιόλογα πράγματα, παρά ωσ
ζννοια ςθματοδοτεί το ίδιο το γεγονόσ τθσ μετάδοςθσ αξιόλογων πραγμάτων και τθσ εναςχόλθςθσ με
αυτά» (ςτο Ραυλίδθσ, 2008, 239).
17
Ο Ηουράρισ αναφζρει πωσ ο Αριςτοτζλθσ αρνείται τθ χρθςιμοκθρικι και τθν αναγκαία παιδεία· τθ
κζλει ελεφκερθ και καλι: ζςτι παιδεία τισ θν ουχ ωσ χρθςίμθν παιδευτζον τουσ υιείσ ουδ ωσ αναγκαίαν,
αλλ’ ωσ ελευκζριον και καλιν» (ςτο Γκουτηαμάνθσ, 1998, 28).
18
Θ Μπίμπου αναφζρεται ςτθν άποψθ των Corsaro (2005) & Kraemer (1995) γράφοντασ «Οι απόψεισ
των παιδιϊν για τθ δόμθςθ τθσ ταυτότθτάσ τουσ μασ είναι απαραίτθτεσ, κακϊσ τα παιδιά αποτελοφν
ενεργθτικοφσ δράςτεσ που μοιράηονται με τουσ γφρω τoυσ τα κοινωνικά ςυςτιματα λόγου» (2005, 62).
19
Ο Βεκ επιςθμαίνει «ότι θ ςχολικι αξιολόγθςθ κα πρζπει να ζχει το χαρακτιρα τθσ διαπίςτωςθσ και
όχι τθσ κφρωςθσ» κι ακόμθ, «ςκοπόσ τθσ αξιολόγθςθσ και τθσ βακμολογίασ είναι να αποτελεί κίνθτρο
84
Σε αυτό το κλίμα που προάγει τθν ανάπτυξθ, θ μάκθςθ τείνει να είναι βακφτερθ,
προχωρά με ταχφτερουσ ρυκμοφσ και είναι πιο διαπεραςτικι ςτθ ηωι και ςτθ
ςυμπεριφορά των μακθτϊν από ό,τι θ μάκθςθ που αποκτάται ςτθν παραδοςιακι
τάξθ.
Σφμφωνα με τουσ Bertrand & Valois (2002, 317) οι αρχζσ ςτισ οποίεσ ςτθρίηεται θ
ροτηεριανι διδαςκαλία είναι οι ακόλουκεσ:
Δεν μποροφμε να διδάςκουμε άμεςα ζνα άλλο άτομο· πρζπει καλφτερα να
διευκολφνουμε τθ μάκθςι του20.
 Ζνα άτομο μακαίνει πραγματικά, όταν αντιλαμβάνεται αυτι τθ μάκθςθ ωσ
αναγκαία για τθ διατιρθςθ ι για τθν πρόοδό του
 Θ δομι του ατόμου είναι πιο άκαμπτθ όταν υπάρχει μια απειλι· το άτομο δεν
μπορεί να αποκομίςει μια ςθμαντικι εμπειρία παρά μόνο όταν αυτό είναι
χαλαρό.
 Θ εκπαιδευτικι κατάςταςθ που επιτρζπει μια ουςιαςτικι μάκθςθ δεν μπορεί
να ςυνδζεται με μια απειλι για το άτομο.
Θ επιτυχία αυτισ τθσ νζασ παιδαγωγικισ προςζγγιςθσ δεν εδράηει τόςο ςτθν
πολυγνωςία του διδάςκοντοσ ι ςτισ διαλζξεισ, ςτον ςχεδιαςμό και ςτθ χριςθ ειδικϊν
βοθκθτικϊν μζςων. Για τον Rogers ςπουδαιότερθ τθσ διδαςκαλίασ κακίςταται θ
διευκόλυνςθ τθσ μάκθςθσ21. Θ ςυγκεκριμζνθ ποιότθτα υποςτιριξθσ, επιτρζπει τθν
ελεφκερθ ανάπτυξθ του μακθτι και τθ δθμιουργία ςυνκθκϊν22 «οι οποίεσ
ενκαρρφνουν23 ολόκλθρο τον άνκρωπο να αςκεί μια αυτόβουλθ, αυκεντικι,

για τθ βελτίωςθ τθσ επίδοςθσ του μακθτι είτε επιβραβεφοντάσ τον, είτε επιςθμαίνοντασ τισ αδυναμίεσ
του» (ςτο Ραυλίδθσ, 2001, 18).
20
«Σφμφωνα με τισ αρχζσ του Rogers, ο μακθτισ κα μάκει ευκολότερα, άρα με λιγότερο κόπο και με
ευχαρίςτθςθ, όταν ενκαρρφνεται ςτισ προςπάκειζσ του για μάκθςθ, όταν δεν αιςκάνεται να
απειλείται, όταν μακαίνει ςυμμετζχοντασ ενεργά ςτθ μακθςιακι διαδικαςία και όταν ακόμα του
δίνεται θ ευκαιρία να αντιμετωπίηει πρακτικά, κοινωνικά, θκικά, φιλοςοφικά, προςωπικά προβλιματα
και προβλθματικζσ καταςτάςεισ με δικι του ευκφνθ» (Χατηθςτεφανίδθσ, 1990, 111).
21
Οι μελετθτζσ του επιςθμαίνουν με ζμφαςθ πωσ αν θ προςωποκεντρικι παιδαγωγικι αντιμετωπιςτεί
ωσ μζκοδοσ είναι καταδικαςμζνθ ςε αποτυχία (Κοςμόπουλοσ & Μουλαλοφδθσ, 2009, 128). Ρρόκειται
για μία ςτάςθ ηωισ του παιδαγωγοφ, που θ αποτελεςματικότθτά τθσ δεν ζγκειται ςτθ «γνϊςθ των
μεκόδων διδαςκαλίασ» όπωσ κα πει ο Paterson, αλλά ςτον ίδιο ωσ πρόςωπο· ςτθν πίςτθ και ςτθν
αφοςίωςθ που επιδεικνφει ςτο ρόλο του διευκολυντι (ο.π., 129).
22
«Θ γενικότερθ πλατωνικι αρχι, που διζπει τθν πλατωνικι παιδεία, δε ςυνίςταται ςτθν προςφορά
ζτοιμθσ γνϊςθσ, ςτθν ψυχι, αλλά ςτο να αποδεςμεφεται και να ενεργοποιείται μζςα τθσ ό,τι καλφτερο
υπάρχει ιδθ ςε λανκάνουςα κατάςταςθ» (Βαςματηίδθσ, 2008, 294).
23
Ο κακθγθτισ Rosenthal ςε ςυνεργαςία με τον Jacobson περιζγραφαν το 1968 το φαινόμενο του
Ρυγμαλίωνα, εξθγϊντασ τον ρόλο των προςδοκιϊν του περιβάλλοντοσ κι εν προκειμζνω των
δαςκάλων, ςτθν νοθτικι ανάπτυξθ των παιδιϊν. Το δικό τουσ πείραμα απζδειξε ότι θ πραγματικότθτα
85
βιωματικι μάκθςθ, εξωκοφμενθ εκ των ζςω24» (Rogers, 1988, 116). «Για να μάκεισ»
αναφζρεται ςε επιμορφωτικό υλικό του Ρ.Λ. «πρζπει να υπάρχεισ. Για να υπάρχεισ
ςτθν τάξθ πρζπει να ςε ζχουν αναγνωρίςει ωσ άτομο. Για να αναγνωριςτεί ο μακθτισ
ωσ άτομο, πρζπει ο εκπαιδευτικόσ να τον ακοφει και να τον ςζβεται» (Unesco, ςτο
Ρ.Λ., Μ.Ρ.Ε., 2011, 8).
Στθ ροτηεριανι πρόταςθ «θ προαγωγι τθσ ςθμαντικισ μάκθςθσ εξαρτάται από
ςυγκεκριμζνα χαρακτθριςτικά τθσ ςχζςθσ που αναπτφςςεται μεταξφ του διευκολυντι
και των μακθτϊν» (Rogers, 1988, 117). Τθν ευκφνθ για τθν αποδοτικότθτά τθσ φζρει ο
διδάςκων, προςφζροντασ ςτθ διάκεςθ των μακθτϊν τα μζςα, το υλικό και τισ γνϊςεισ
που ζχουν ανάγκθ25, ενϊ θ αυκεντικότθτά του καλλιεργεί μία ςχζςθ αλθκινι και γι’
αυτό ςθμαντικι (Rogers, 1969, 106). Σ’ αυτιν τθν ειλικρίνεια και κατανόθςθ οι
μακθτζσ αντιδροφν κετικά, «δζχονται και ςζβονται τα ςυναιςκιματά τουσ 26, τα
λαμβάνουν υπόψθ και επεξεργάηονται νζεσ λφςεισ» (Rogers 1988, 119-120).
Θ ζννοια τθσ παρζμβαςθσ και, πολφ περιςςότερο, τθσ επιβολισ δεν απαντάται
ςτον ροτηεριανό λόγο. Οφτε ςυγχωρείται θ τυπικι και διεκπεραιωτικι ςυνφπαρξθ
ςυμβαλλομζνων μερϊν. Π,τι ςτισ ανκρϊπινεσ ςχζςεισ πριμοδοτεί το απρόςωπο, ςτθ
ροτηεριανι κεϊρθςθ κακίςταται ανοίκειο και ωσ τζτοιο απευκταίο. Ζτςι, ςτο
αντάμωμα εκπαιδευτικοφ-μακθτι θ κατευκυντικότθτα οφτε υπαρκτι, οφτε
υπονοοφμενθ είναι. Το πλθςίαςμα είναι απόρροια αυτοδιάκεςθσ, γι’ αυτό κι
επιτρζπει τθν ανάδυςθ των επιμζρουσ αλθκειϊν27. Τα δφο πρόςωπα ςυμβιϊνουν
κοινι ςυναινζςει, ςε μία ηεςτι, ειλικρινι και αγάπθσ ςχζςθ. «Ο ςεβαςμόσ, θ αποδοχι
των απόψεων, ςκζψεων, ςτάςεων, αντιδράςεων και ςυναιςκθμάτων των μακθτϊν, θ

μπορεί να επθρεαςτεί απ’ τισ προςδοκίεσ των άλλων κι, επομζνωσ, θ ευνοϊκι προςζγγιςθ και θ κετικι
γνϊμθ παίηει ουςιαςτικό ρόλο ςτθν εξζλιξι του (Rhem, ςτο:
http://www.ntlf.com/html/pi/9902/v8n2smpl.pdf).
24
«Ρεριςςότερα πράγματα ολοκλθρϊνονται με τρόπο καλφτερο και ευχερζςτερο, όταν ζνασ άνκρωποσ
καταπιάνεται ςτον κατάλλθλο καιρό με ζνα ζργο, το οποίο ανταποκρίνεται ςτθν φυςικι κλίςθ του,
χωρίσ ο ίδιοσ να απαςχολείται με οτιδιποτε άλλο» (Βαςματηίδθσ, 2008, 281).
25
«Στθν πρόςφατθ κεωρία για τθν πολλαπλι νοθμοςφνθ (Gardner) ςτισ προςεγγίςεισ για τθν ενεργό
μάκθςθ και τθ γνϊςθ (δθλωτικι – διαδικαςτικι) που οικοδομείται (Dewey, Freire, Vygotski, κ.α) ςτθ
μεταβλθτότθτα τθσ νοθμοςφνθσ (Caine & Caine, 1991) ςτισ κζςεισ για μια παιδαγωγικι τθσ ζνταξθσ
όπου θ διαφορετικότθτα είναι ςεβαςτι και αποδεκτι» οφείλεται, κατά τθ Γλζνθ, θ διαμόρφωςθ τθσ
διαφοροποιθμζνθσ διδαςκαλίασ ςτθν ςχολικι τάξθ *από ειςιγθςι τθσ ςε ςυνζδριο, 2009+.
26
«Για να γίνουμε όμωσ πιο αυκεντικοί χρειάηεται να βιϊςουμε όλα μασ τα ςυναιςκιματα, ϊςτε να
ξζρουμε τι ρόλο παίηουν ςτο να μασ κάνουν αυτό που είμαςτε. Μεγαλφτερθ αυκεντικότθτα ςθμαίνει
μεγαλφτερθ αυτοδυναμία, μικρότερθ εξάρτθςθ από τθν επιβεβαίωςθ τρίτων και μικρότερθ ςπατάλθ
ενζργειασ για τθ ςυντιρθςθ των αμυνϊν του προςαρμοςμζνου εαυτοφ» (Μζρυ, 2002, 119).
27
«Κεωρϊ πωσ θ διαφοροποίθςθ των ατόμων, το δικαίωμα κακενόσ να χρθςιμοποιεί τθν εμπειρία του
με το δικό του τρόπο και να τθσ προςδίδει τα δικά του νοιματα, αποτελεί μία από τισ πιο ανεκτίμθτεσ
δυνατότθτεσ τθσ ηωισ» (Rogers, 1961, 38-39).
86
δθμοκρατικι και ιςότιμθ αντιμετϊπιςι τουσ, θ ζλλειψθ πεικοφσ ι νουκεςίασ, όλα
αυτά αποτελοφν βαςικά χαρακτθριςτικά του δθμοκρατικοφ-ςυνεργατικοφ
εκπαιδευτικοφ» (Μπροφηοσ, 2004, 284).
Στθν παιδαγωγικι του ανκρϊπου γίνεται λόγοσ για ζναν γενναιόδωρο παιδαγωγό,
ο οποίοσ διζπεται από γνιςιο ανκρωπιςμό κι όχι φιλανκρωπία· γίνεται λόγοσ για
επικοινωνία ουςιαςτικι κι όχι μία διαλογικι μζκοδο τθσ οποίασ τα κακϊσ κείμενα
ζχουν ςχολιαςτεί28 επαρκϊσ και, δθ, καυςτικά από τουσ Macedo & A. Freire. (ςτο
Freire, 2006, 44). Ο μακθτισ «αντιμετωπίηεται ωσ πρόςωπο που αξίηει και χρειάηεται
ιδιαίτερθ προςοχι ςτο ςχολείο για ν’αποκτιςει όλα τα εφόδια που χαρακτθρίηουν
ζνα μορφωμζνο άνκρωπο» (ςτα Νζα Αναλυτικά Ρρογράμματα Κφπρου, ο.π.). Για τον
Rogers (1961, 49) «θ αςφάλεια να ςε ςυμπακοφν και να ςε επαινοφν ωσ πρόςωπο
φαίνεται να είναι ζνα πολφ ςθμαντικό ςτοιχείο ςε μια βοθκθτικι ςχζςθ». Το γεγονόσ
τθσ άνευ όρων αποδοχισ του, «κάνει τθ ςχζςθ ηεςτι και αςφαλι γι’ αυτόν» (ο.π.).
Ο ροτηεριανόσ εκπαιδευτικόσ αντιμετωπίηει το μακθτι ωσ πρόςωπο· του εκφράηει
τθν εμπιςτοςφνθ και τθν εκτίμθςι του, εςτιάηει ςτθν αναγνϊριςθ τθσ
προςωπικότθτάσ του και το αντιλαμβάνεται ωσ «αυτόνομο, το οποίο αξίηει να ζχει το
δικό του δίκαιο» (Rogers, 1988, 121). Στο επιμορφωτικό υλικό του Ρ.Λ., απαντάται το
ίχνοσ τθσ ροτηεριανισ ςυλλογιςτικισ: «Θ κοινι λογικι υπαγορεφει να ξεκινιςουμε
από εκεί που αρχίηουν και τελειϊνουν όλα: Τον μακθτι» (Ρ.Λ., ΜΡΕ, τ. Α’, 2011, 12).
Ο ΢ίηοσ μιλϊντασ για τα χαριςματικά παιδιά αναφζρει: «Οι ερευνθτζσ, που
αςχολοφνται με τθ ςυναιςκθματικι ανάπτυξθ των προικιςμζνων παιδιϊν αποδίδουν
μεγάλθ ςθμαςία ςτισ εκπαιδευτικζσ παροχζσ. Τα περιςςότερα ςυναιςκθματικά
προβλιματα οφείλονται ςτθν αςυμβατότθτα του ςχολικοφ προγράμματοσ με τισ
ικανότθτεσ και το ατομικό ςτυλ μάκθςθσ» (2007, 425). Ο διευκολυντισ Rogers
«εμπνζεται από και ςτθρίηεται ςτθν πίςτθ για τθ δυναμικι των αναπτυςςόμενων
ςχζςεων και, μάλιςτα, ςτθν πίςτθ για τθν οργανιςμικι ροι κάκε προςϊπου προσ τθν
υγεία και τθν ανάπτυξθ. Αιςκάνεται πωσ δεν ζχει άλλθ ουςιαςτικι δυνατότθτα, από
το να ςυμπαραςτακεί ςτον άλλο, παρζχοντάσ του ςυνκικεσ και μζςα εξζλιξθσ. Με τθ
ςυμπεριφορά του φροντίηει να μθν κυριαρχεί, να του δίνει χϊρο και χρόνο, να του

28
Υποςτθρίηουν ότι πολλοί από τουσ εκπαιδευτικοφσ που επιδιϊκουν τθν εφαρμογι τθσ διαλογικισ
μεκόδου, «μειϊνουν, μθχανιςτικά, τθν επιςτθμολογικι ςχζςθ του διαλόγου ςε ζνα χωρίσ ουςία, άνετο,
βολικό παιδαγωγικό πλαίςιο. Ζτςι το διαλογικό μοντζλο χάνει τθν ξεκάκαρθ εικόνα του αντικειμζνου
τθσ γνϊςθσ που μελετάται και υποβιβάηεται ο διάλογοσ ςε μια απλι ςυηιτθςθ για τισ εμπειρίεσ που
ζχουν ηιςει τα άτομα» (ςτο Freire, 2006, 44).
87
εμφυςά κετικι διάκεςθ για ανάπτυξθ, να είναι παρϊν δίπλα του, γνιςιοσ,
αποδεκτικόσ, κατανοθτικόσ, ανοιχτόσ ςτο καινοφργιο και το διαφορετικό και ικανόσ να
τίκεται ςτθ διάκεςι του χωρίσ να χάνει τθν ταυτότθτά του» (Κοςμόπουλοσ &
Μουλαδοφδθσ, 2009, 61). Το τελευταίο ςυνιςτά, άλλωςτε, απαίτθςθ του κάκε
προςϊπου: «δεν είμαι υποχρεωμζνοσ να είμαι ζνα καταςκεφαςμα των άλλων,
διαπλαςμζνοσ από τισ προςδοκίεσ τουσ, διαμορφωμζνοσ από τισ απαιτιςεισ τουσ. Δεν
είμαι αναγκαςμζνοσ να είμαι το κφμα άγνωςτων δυνάμεων μζςα μου» (Rorers ςτο
Μζρυ, 2002, 98-99).
Θ κατάκτθςθ τθσ ανεξαρτθςίασ του ζχει αντίκτυπο ςτθν προςζγγιςθ του μακθτι
του29. Κατοχυρϊνοντασ τθν προςωπικι του αυτονομία μπορεί να χαρεί τθν
προςωπικι του φπαρξθ και ελευκερία, γεγονόσ που κακιςτά «περιττι κάκε τάςθ
κριτικισ και παρζμβαςθσ ςτουσ άλλουσ ανκρϊπουσ» (Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ,
2009, 127). Άλλωςτε θ φιλοςοφία ενόσ ελεφκερου κι ανεξάρτθτου ανκρϊπου, απάδει
προσ τθν άςκθςθ κριτικισ με ςκοπό τον ζλεγχο ι τθν ποδθγζτθςθ. Αντικζτωσ,
ςυνυφαίνεται με τθν αναγνϊριςθ τθσ αυτοδιάκεςθσ και του δικαιϊματοσ ενόσ
εκάςτου για πορεία προςωπικι. «Ο δάςκαλοσ ςε μία τάξθ μθ κατευκυνόμενθσ
διδαςκαλίασ δεν επιβάλλει οφτε προγράμματα οφτε εργαςίεσ, δεν κρίνει οφτε
αξιολογεί οφτε διδάςκει και γενικά δεν προβαίνει ςε καμία ενζργεια, παρά μόνον αν
το ηθτιςουν οι ίδιοι οι μακθτζσ. Απλά είναι και ο δάςκαλοσ ζνα απλό μζλοσ τθσ
ομάδασ εργαςίασ, ζνασ ςυμμακθτισ, όπωσ όλοι οι μακθτζσ τθσ τάξθσ. Δθλϊνεται όταν
κζλει να λάβει το λόγο και διευκολφνει τουσ μακθτζσ ν’ ανακαλφψουν μόνοι τουσ
αυτό που κζλουν να μάκουν» (Χατηθςτεφανίδθσ, 1990, 111).
Ο Rogers πιςτεφει πωσ άνκρωποσ ωσ πρόςωπο και, δθ, ενιαίο30 ζχει τθν ανάγκθ
μιασ ενοποιθμζνθσ μάκθςθσ «ςτο γνωςτικό, αιςκθματικό επίπεδο και ςτα βάκθ τθσ
ψυχισ, με ςαφι επίγνωςθ των διαφορετικϊν πτυχϊν τθσ» (Rogers, 1980, 213). Για
δεκαετίεσ, μασ πλθροφορεί ο Γιάλομ, ςυμμετείχε ενεργά ςε εκπαιδευτικά
προγράμματα «υποςτθρίηοντασ ςτακερά ότι θ εκπαίδευςθ πρζπει να περιλαμβάνει

29
Θ Munroe (ο.π.) ςτθν ζρευνά τθσ, μεταξφ άλλων, ςυμπεραίνει πωσ θ ιδεολογία του εκπαιδευτικοφ
και θ προςωπικι του ιςτορία ζχει επίδραςθ, αφενόσ, ςτθ φιλοςοφία του για τθν εκπαίδευςθ και τθ
μάκθςθ κι αφετζρου, ςτθν εκπαιδευτικι προςζγγιςθ που ακολουκεί. Το γεγονόσ επθρεάηει τουσ
τρόπουσ που επιλζγει να επιμορφωκεί και ζχει επιπτϊςεισ, τόςο ςτο ςυνολικότερο κλίμα τθσ τάξθσ,
όςο και ςτο περιεχόμενο τθσ μάκθςθσ.
30
Ζχοντασ ωσ αυτοςκοπό του τον ενιαίο άνκρωπο, δθλϊνει βακφτατα ςυγκινθμζνοσ όταν ακοφει
ςχόλια ι δζχεται επιςτολζσ όπωσ αυτι του Knox. Ο τελευταίοσ του γράφει: «Νομίηω ότι ζχω πετφχει όχι
μόνο να γίνω ενιαίοσ άνκρωποσ, αλλά, το πιο ςθμαντικό, να καταλάβω τι ςθμαίνει ενιαίοσ άνκρωποσ.
Αυτό που ανακάλυψα είναι ...ότι αποτελείται από μυαλό, καρδιά, μυσ και κάρροσ» (Rogers, 1980, 214).
88
ςυναιςκθματικι31 και γνωςτικι μάκθςθ, ότι οι δάςκαλοι πρζπει να εςτιάηουν ςτο
ενιαίο πρόςωπο, ότι πρζπει να δθμιουργείται ζνα μακθςιακό περιβάλλον αποδοχισ,
αυκεντικότθτασ και ενςυναιςκθτικισ κατανόθςθσ, ότι οι δάςκαλοι και το προςωπικό
των ιδρυμάτων πρζπει να εκπαιδεφονται ςτθν προςωποκεντρικι προςζγγιςθ και ότι
πρζπει να γίνονται προςπάκειεσ για να οικοδομείται αυτοεκτίμθςθ ςτο μακθτι και να
απελευκερϊνεται θ φυςικι περιζργεια» (ο.π., 12). Λςχυρίηεται, άλλωςτε, πωσ τα
ανκρϊπινα όντα διακζτουν «μια φυςικι ικανότθτα να μακαίνουν. Είναι περίεργα και
κζλουν να αναπτυχκοφν όςο διάςτθμα οι εμπειρίεσ τουσ από το ςχολικό ςφςτθμα δεν
καταςτρζφουν αυτι τθν όρεξθ» (Rogers ςτο Bertrand, & Valois, 2000, 318).
Διαβαίνοντασ το δρόμο τθσ αγωγισ και μάκθςθσ ο άνκρωποσ κάκε εποχισ, γράφει
ο Κογκοφλθσ (1984, 15), καταφζρνει «να οικειοποιθκεί τθ γλϊςςα, τθν τζχνθ, τθ
κρθςκεία και τον πολιτιςμό». Στθν προςωποκεντρικι, θ επιλογι αυτισ τθσ πορείασ δε
ςυνιςτά εκπαιδευτικι επιταγι αλλά γεννιζται από το προςωπικό ενδιαφζρον του
μακθτι. «Θ ςυνειδθτοποιθμζνθ προοπτικι μετατρζπεται ςε ςκοπό των ανκρϊπινων
ενεργειϊν, κινθτοποιεί και κακοδθγεί τθν προςωπικότθτα ςτισ προςπάκειεσ για
υπζρβαςθ και πρόοδο, νοθματοδοτεί τθν φπαρξθ του ατόμου ςτο εκάςτοτε παρόν»
(Ραυλίδθσ, 2006, 170). Θ άποψθ τθσ Αρβελζρ (ο.π.): «Κανείσ δεν μπορεί να γίνει κάτι
καλφτερο αν δεν το κελιςει ο ίδιοσ», είναι κεμελιϊδθσ αρχι τθσ ςυμβουλευτικισ και
θ αποτελεςματικότθτά τθσ ζγκειται, εν πολλοίσ, ςτουσ από κοινοφ κακοριςμζνουσ
ςτόχουσ. «Το ςυμβουλευόμενο άτομο πρζπει να ζχει πειςτεί το ίδιο και να επικυμεί
να επιτφχει αυτοφσ τουσ ςτόχουσ για να υπάρξει το επικυμθτό αποτζλεςμα»
(Μαλικιϊςθ-Λοΐηου, 1999, 280).
Στο θμερολόγιο του Ρεςταλότςι (Κοςμόπουλοσ, 1970, 16) αναφζρεται πωσ «κάκε
γνϊςθ και δεξιότθτα, που επιβάλλεται εξωτερικά ςτο παιδί και δεν ζχει βγει ι
προζλκει από τισ ίδιεσ του τισ ικανότθτεσ, το ξεκολλάει από το φυςικό του χϊρο και το
μεταφυτεφει ς’ ζνα ζδαφοσ που δεν είναι δικό του. Ο παιδαγωγόσ οφείλει να
ανταποκρικεί ςτθν επικυμία τθσ παιδικισ ψυχισ, ν’ αναπτυχκεί ςφμφωνα με τισ
απαιτιςεισ του παιδιοφ και όχι ανάλογα με τθν κακοκεφαλιά του». Ο Μπακιρτηισ
(2003, 282) αναφερόμενοσ ςτισ νευροφυςιολογικζσ λειτουργίεσ του ανκρϊπου και
ςτα ςυγκινθςιακά βιϊματα που εδράηονται ςε αυτζσ, κάνει λόγο για εγγενι κριτιρια
που ρυκμίηουν τθν πορεία και τον προαςανατολιςμό τθσ ανάπτυξισ του. «Ο

31
«Ο άνκρωποσ είναι ζνασ κόκκοσ λογικισ κι ζνασ ωκεανόσ ςυναιςκθμάτων» είπε ο William James
(Tenenbaum ςτο Rogers, 1961, 291).
89
μακθτισ» γράφει, «προςλαμβάνει ςφμφωνα με τισ ιδθ εγκατεςτθμζνεσ ανάγκεσ,
τάςεισ επικυμίεσ, οι οποίεσ και αυτζσ προιλκαν από τθν εμπειρία με το περιβάλλον
με κριτιριο και ρυκμιςτικό παράγοντα το ςυγκινθςιακό βίωμα».
Το παιδί, ςτο πλαίςιο τθσ ςχζςθσ βοικειασ, διευκολφνεται ςτο να ανακαλφψει, το
ίδιο, τι είναι ουςιαςτικό και χριςιμο τι είναι γόνιμο κι ωφζλιμο ςτθν εξελικτικι του
πορεία. Μακαίνει να εμπιςτεφεται τον εαυτό του, για ό,τι ςυνιςτά επιλογι ςτθ ηωι
του, ενϊ ταυτόχρονα, καλλιεργεί το ςεβαςμό32 για τον εαυτό και τουσ άλλουσ33, το
αίςκθμα ευκφνθσ για τισ αποφάςεισ του, αντιλαμβανόμενο τισ ςυνζπειεσ των
πράξεϊν του για όλουσ34. «Εάν επικυμοφμε οι μακθτζσ να μάκουν να είναι ελεφκερα
και υπεφκυνα άτομα, κα πρζπει να κζλουμε να ζρχονται αντιμζτωποι με τθ ηωι, με τα
πραγματικά προβλιματα» (Rogers ςτο Bertrand, & Valois, 2000, 321). Θ ςυγκεκριμζνθ
μακθτεία προδιαγράφει τθν πορεία μιασ αντίςτοιχθσ ενιλικθσ ηωισ35.
Ο Μζρυ (2002, 167-168) αναφζρει πωσ ςτθ ροτηεριανι κεϊρθςθ «θ ςχολικι τάξθ
ζπρεπε να είναι χϊροσ όπου θ ςυναιςκθματικι και διανοθτικι ηωι παιδιϊν και νζων
κα εκτιμάται το ίδιο» ςυμπλθρϊνει πωσ ο ειςθγθτισ τθσ «κεωροφςε ότι οι ικανότθτεσ
του ανκρϊπου να μακαίνει νοθτικά, να αναπτφςςεται και να εξελίςςεται
ςυναιςκθματικά είναι ςυνυφαςμζνεσ με αδιαχϊριςτο τρόπο». Θ Natiello36 τονίηει,
επιπροςκζτωσ, πωσ θ προςωποκεντρικι προςζγγιςθ κακίςταται προϊόν βιϊματοσ και

32
Στο ςεβαςμό τθσ προςωπικότθτασ αναφζρεται ο Μακάρενκο. «Οι απαιτιςεισ μασ από κάκε
προςωπικότθτα εκφράηουν το ςεβαςμό μασ προσ τισ δυνάμεισ και δυνατότθτζσ τθσ, ενϊ ςτο ςεβαςμό
μασ εγγράφονται ταυτόχρονα οι απαιτιςεισ μασ από τθν κάκε προςωπικότθτα» (ςτο Ραυλίδθσ &
Δαφερμάκθσ, 2006, 172).
33
«Μακθτζσ που ο δάςκαλοσ τουσ μεταχειρίηεται με ςεβαςμό, που δεν τουσ υποβάλλει ςε ταπείνωςθ ι
γελοιοποίθςθ και που τουσ ανακζτει υπευκυνότθτεσ, γριγορα μακαίνουν τθν αυτοεκτίμθςθ και τον
αυτοςεβαςμό που είναι προχπόκεςθ για τθν εκτίμθςθ και τον αυτοςεβαςμό του άλλου»
(Ραπαδοποφλου, 1990, 63).
34
Το άρκρο 7 τθσ Διακιρυξθσ των Δικαιωμάτων του Ραιδιοφ δθλϊνει ότι πρζπει να δοκεί ςτο παιδί
μια εκπαίδευςθ που κα το βοθκιςει ςτθ βάςθ των ίςων ευκαιριϊν να αναπτφξει τισ ικανότθτζσ του,
τθν ατομικι του κρίςθ, τθν αίςκθςθ θκικισ και κοινωνικισ ευκφνθσ και να γίνει χριςιμο μζλοσ τθσ
κοινωνίασ» (ο.π., 62).
35
«Οι μακθτζσ των ανοιχτϊν ςχολείων, ςε ςχζςθ με τουσ μακθτζσ των παραδοςιακϊν ςχολείων,
αποκτοφν περιςςότερο ομαλά τισ δεξιότθτεσ τθσ ανάγνωςθσ, τθσ γραφισ και τθσ εκτζλεςθσ
αρικμθτικϊν πράξεων. Εκδθλϊνουν αυξθμζνθ επικυμία για ανάγνωςθ βιβλίων και κατανόθςθ
επιςτθμονικϊν εννοιϊν. Ραρουςιάηουν πλουςιότερο λεξιλόγιο και πρωτοτυπία ςτισ εργαςίεσ τουσ.
Ζχουν αυτοπεποίκθςθ και είναι καλφτερα προετοιμαςμζνοι για τον κοινωνικό ρόλο των ενθλίκων»
(Χατηθςτεφανίδθσ, 1990, 115).
36
Αναφζρεται ςε ζνα Ρρόγραμμα Εκπαίδευςθσ ςτθν Ρροςωποκεντρικι Ρροςζγγιςθ (A Learning
Program in the Person-centered Approach) που πραγματοποιικθκε ςτθ La Jolla τθσ California. Τθν ίδια
περίοδο οι: Graf, Sanford and Natiello ςε διαβοφλευςθ μαηί του, ξεκίνθςαν το Ρρόγραμμα Εισ Βάκουσ
Κατάρτιςθσ ςτθν Ρροςωποκεντρικι Ρροςζγγιςθ (Indepth Training Program in the Person-centered
Approach) ςτο Port Jefferson, New York (Natiello, 1998, 40, ςτο:
http://pdfcast.org/download/person-centered-training-response-to-dave-mearns.pdf).
90
μάκθςθσ37 μαηί. Για τον Rogers, επιςθμαίνει, τα πρόςωπα δρουν ολοκλθρωμζνα, όταν
αξιοποιοφν το ςφνολο του δυναμικοφ τουσ· αφενόσ, το βίωμα και το ςυναίςκθμα 38 κι
αφετζρου, τθ διανοθτικι δεινότθτά τουσ. Θ βιωματικι μάκθςθ δεν εξαντλείται ςτθ
νοθτικι ανάπτυξθ, κα πει θ Καμαρινοφ (Καμαρινοφ, 2000, 24) κι αυτό γιατί
«παρζχονται ςτουσ μακθτζσ δυνατότθτεσ να βιϊςουν το ηιτθμα που ερευνοφν,
γεγονόσ το οποίο αναμζνεται να επθρεάςει τθν κατανόθςθ και τθν εκτίμθςι του
(αναφορικά με ςυναιςκιματα, ςτάςεισ, αξίεσ κτλ)». Επικαλοφμενθ τον Kyriakou (ςτο
Καμαρινοφ, ο.π.) παρακζτει: «Στθν εκπαίδευςθ αυτι θ όψθ τθσ βιωματικισ μάκθςθσ
ανταποκρίνεται ςτθν ανάγκθ ανάπτυξθσ του ςυνόλου τθσ προςωπικότθτασ του
μακθτι μζςα ςε ζνα περιβάλλον ςεβαςμοφ και αποδοχισ».
Στο πλαίςιο ερευνϊν39 θ ςφγκριςθ τθσ παραδοςιακισ εκπαίδευςθσ με τθν
προςωποκεντρικι αγωγι ζδειξε ότι θ δεφτερθ υπερζχει ςε μία πλειάδα μεταβλθτϊν.
Οι ερευνθτζσ Tausch & Tausch (ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 162)
τονίηουν, πρωτίςτωσ, «το άγχοσ και τθν εξαςκζνθςθ τθσ ςωματικισ και
ςυναιςκθματικισ υγείασ των μακθτϊν ςτα ςχολεία» και επιςθμαίνουν ότι, για τθν
ανάπτυξθ τθσ προςωπικότθτασ και τθ βελτίωςθ των επιδόςεων τον παιδιϊν, είναι
απαραίτθτο ζνα διαφορετικό είδοσ εκπαιδευτικοφ40 που κα δθμιουργεί ςτθν αίκουςα
μια ατμόςφαιρα με ενςυναιςκθτικι κατανόθςθ41, ηεςταςιά, και ςεβαςμό, κα είναι
εκεί για να ενκαρρφνει και να διευκολφνει χωρίσ να κατευκφνει.

37
«Στον οριςμό που δίνει ο Ντιοφι για τθ νοθμοςφνθ, τονίηει ότι δεν είναι θ δυνατότθτα κατανόθςθσ
των πρϊτων αρχϊν τθσ λογικισ, αλλά θ πρακτικι τθσ δραςτθριότθτα. Δθλαδι θ εκτίμθςθ διαφόρων
καταςτάςεων και θ επίλυςι τουσ. Σφμφωνα μ’ αυτιν τθν άποψθ, ο άνκρωποσ δεν παραμζνει
ουδζτεροσ παρατθρθτισ, αλλά επεμβαίνει δθμιουργικά ςτθ διαμόρφωςθ των επιδιωκόμενων
αποτελεςμάτων. Βαςικι, λοιπόν, λειτουργία τθσ είναι θ αντιμετϊπιςθ διαφόρων προβλθμάτων και θ
ςυνεχισ ζρευνα» (Κογκοφλθσ, 1984, 60).
38
Για τον Μπακιρτηι «παιδαγωγικι ςχζςθ ςε όλεσ τθσ τισ διαςτάςεισ και τισ από τθν πιο ακαδθμαϊκι
διδαςκαλία μζχρι τθν πιο εφαρμοςμζνθ και πρακτικι, εδράηεται ςτο βίωμα των ςυγκινιςεων. Οι
ςυγκινιςεισ, όπωσ ζδειξε ςειρά ερευνϊν, κινθτοποιοφν, ςυν-κινοφν το άτομο από τισ πρϊτεσ ςτιγμζσ
τθσ ηωισ του και το προςανατολίηουν ςτισ καταςτάςεισ που βιϊνει, ςτισ αντιδράςεισ, ςτισ επιλογζσ και
ςτισ αποφάςεισ του» (2003, 279).
39
Ρρόκειται για μία ςφνκεςθ των ερευνϊν των τελευταίων 30 χρόνων, για το ςχολικό κλίμα και τθν
υγεία, τθν οποία πραγματοποίθςαν ο Hoy και οι ςυνεργάτεσ του (ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ,
2009, 161-162).
40
Ρολφ ςθμαντικό κεωρεί το ρόλο του εκπαιδευτικοφ θ Επιτροπι των Ευρωπαϊκϊν Κοινοτιτων και
αξιολογεί τθν ποιότθτά του, ωσ τον ςπουδαιότερο παράγοντα, επιρροισ τθσ μακθτικισ επίδοςθσ.
Σφμφωνα με ςχετικι τθσ ζκκεςθ «το προςωπικό πρζπει να ζχει τισ κατάλλθλεσ δεξιότθτεσ προκειμζνου
να παρζχει ςε κάκε μακθτι επαρκείσ ευκαιρίεσ για τθν απόκτθςθ των αναγκαίων ικανοτιτων ςε ζνα
αςφαλζσ και ελκυςτικό ςχολικό περιβάλλον, με βάςθ τον αμοιβαίο ςεβαςμό και τθ ςυνεργαςία που
προωκοφν τθν κοινωνικι, ςωματικι και πνευματικι ευεξία, ζνα περιβάλλον όπου θ παρενόχλθςθ και θ
βία δεν ζχουν καμία κζςθ» *COM(2008) 425 τελικό, ς.12+.
41
Θ ενςυναιςκθτικι κατανόθςθ είναι το ςτοιχείο που «εδραιϊνει το κλίμα για τθν εμπειρικι μάκθςθ»
(Rogers, 1980, 218).
91
Σε ζρευνα θ οποία πραγματοποιικθκε ςτθν πρωτοβάκμια εκπαίδευςθ, ςφμφωνα
με τον Zimring 42, θ ςφγκριςθ με τθν ομάδα ελζγχου ζδειξε πωσ τα παιδιά που βίωςαν
τισ αρχζσ τθσ προςωποκεντρικισ προςζγγιςθσ ςτθν εκπαιδευτικι τουσ
κακθμερινότθτα:
 Ζλειψαν λιγότερεσ μζρεσ, κατά τθ διάρκεια του χρόνου, από το ςχολείο.
 Αφξθςαν του δείκτεσ αυτοαντίλθψθσ και αυτοαποδοχισ.
 Εμφάνιςαν καλφτερεσ επιδόςεισ και ςτα μακθματικά και ςτθ γλϊςςα.
 Είχαν λιγότερα προβλιματα πεικαρχίασ.
 Σθμείωςαν λιγότερα επειςόδια βανδαλιςμοφ τθσ ςχολικισ περιουςίασ.
 Αφξθςαν το ςκορ τουσ ςτα τεςτ I.Q.
 Εμφάνιςαν μεγαλφτερα ποςοςτά δθμιουργικότθτασ.
 Ζγιναν περιςςότερο αυκόρμθτα, κοινωνικά και ανζπτυξαν το επίπεδο των
νοθτικϊν τουσ διεργαςιϊν.
Θ Natiello (1998, 42) με τθ ςειρά τθσ, αναφερόμενθ ςε αποτελζςματα
προγράμματοσ που εφαρμόςτθκε ςτθν εκπαίδευςθ, επιςθμαίνει ότι οι
εκπαιδευόμενοι ςτθν προςωποκεντρικι διαφοροποιικθκαν ςτον τρόπο διαχείριςθσ
τθσ ηωισ τουσ, κατάφεραν, εςτιάηοντασ ςτθν αυκεντικότθτα και ςτθν εμπιςτοςφνθ, να
ωφελθκοφν ςτθ ςχζςθ τουσ με τον εαυτό και τουσ άλλουσ 43. Επιπροςκζτωσ,
ενίςχυςαν το προςωπικό τουσ ςφςτθμα πεποικιςεων κι ζμακαν να αναηθτοφν οι ίδιοι
λφςεισ ςτα προβλιματά τουσ αλλά και προςωπικζσ κατευκφνςεισ ανάπτυξθσ ι
εποφλωςθσ των τραυμάτων τουσ.
«Θ προςωποκεντρικι κεωρία υποςτθρίηει ότι όςο περιςςότερο πλθςιάηει κανείσ
τθν ζννοια του πλιρωσ λειτουργικοφ ατόμου του Rogers, τόςο μεγαλφτερο είναι το
ενδεχόμενο να εκτιμά τισ (και να είναι καλφτεροσ ςτισ) εποικοδομθτικζσ ςχζςεισ.
Εξάλλου, όςοι ζχουν αντιμετωπίςει αποφαςιςτικά τουσ όρουσ αξίασ τουσ ζχουν όλο
και πιο εποικοδομθτικι ςυμπεριφορά κοινωνικά» (Μζρυ, 2002, 255).
Θ διαχείριςθ τθσ ελευκερίασ και θ αυτοπεικαρχία είναι δομικά ςτοιχεία τθσ
προςωποκεντρικισ κεωρίασ και προχποκζςεισ για τθν ανάπτυξθ του πλιρουσ

42
Συμμετείχαν 600 εκπαιδευτικοί και 10.000 μακθτζσ νθπιαγωγείου και δθμοτικοφ (ςτο:
http://www.ibe.unesco.org/publications/ThinkersPdf/rogerse.PDF).
43
«Ο ρόλοσ τθσ ελευκερίασ δεν είναι αςφδοτοσ, αλλά περιοριςτικόσ» τονίηει ο Χατηθςτεφανίδθσ κι
επικαλοφμενοσ τον Neill παρακζτει: «Απόλυτθ ελευκερία δεν υπάρχει. Πποιοσ αφινει το παιδί να κάνει
πάντα ό,τι κζλει, βρίςκεται ςε επικίνδυνο δρόμο. Κανζνασ άνκρωποσ δεν είναι απόλυτα ελεφκεροσ κι
αυτό γιατί είναι υποχρεωμζνοσ να ςεβαςτεί τα δικαιϊματα των άλλων. Ο κακζνασ κα ζπρεπε, όμωσ, να
απολαμβάνει προςωπικι ελευκερία» (Neill ςτο Χατηθςτεφανίδθσ, 1990, 33).
92
προςϊπου και τθσ αυτοδυναμίασ του. Για τοφτο, λζει ο Rogers, απαιτϊνται ςκλθρζσ
δοκιμαςίεσ, υπερβάςεισ, και διαρκείσ αλλαγζσ. Στθ κεωρία του, άλλωςτε, θ ζννοια τθσ
αλλαγισ είναι ταυτόςθμθ τθσ ηωι ςε κάκε τθσ ζκφανςθ. Αφορά τόςο ςτον ίδιο τον
άνκρωπο όςο και ςτο ςφνολο των περιβαλλόντων, μζςα ςτα οποία, θ αλλαγι,
πραγματοποιείται. Ορίηεται, μάλιςτα, ωσ μία αδιάλειπτθ διαδικαςία τθσ
αλλθλοδιαμορφωτικισ ςχζςθσ των ςυνιςτωςϊν που ςυνυπάρχουν, με τθν εκάςτοτε
δθμιουργθκείςα ςυνιςταμζνθ τουσ. Και είναι τοφτο το πλαίςιο, εκείνο που διδάςκει
ςτο παιδί κι αυριανό ενιλικα το πϊσ, που, πότε και γιατί, με ποιο ςκοπό και ςτόχο κα
πράξει κακετί, νοθματοδοτϊντασ τθ ςτιγμι και τθ ηωι του. Κάνει το πρόςωπο
κριτικό44 και υπεφκυνο για τισ επιλογζσ και τισ ςυνζπειζσ τουσ.
«Ρρζπει να τολμάμε να μάκουμε πϊσ να τολμάμε, για να λζμε όχι ςτθ
γραφειοκρατικοποίθςθ του νου ςτθν οποία είμαςτε εκτεκειμζνοι κάκε μζρα» λζει ο
Freire (Freire, 2006, 55) κι ο Rogers (ςτο Bertrand & Valois, 2000, 319) ςυμπλθρϊνει
πωσ «θ εκμάκθςθ των διαδικαςιϊν μάκθςθσ είναι, ςτον ςφγχρονο κόςμο, θ πιο
χριςιμθ κοινωνικά μάκθςθ. Θ μάκθςθ βοθκά, επίςθσ να παραμείνει κανείσ πάντα
ανοιχτόσ ςτθ δικι του εμπειρία και να αφιςει να διειςδφςει ςτον εαυτό του θ
διαδικαςία τθσ αλλαγισ45. Άτομα που αποδζχονται τθν αλλαγι, αποτελοφν τθν
εγγφθςθ ανανζωςθσ τθσ κοινωνίασ μασ46».
Κα μποροφςε να πει κανείσ ότι το ροτηεριανό «μακαίνω πϊσ να μακαίνω»47
ανταμϊνει με το φρεϊρικό «τολμϊ να μακαίνω πϊσ να τολμϊ». Θ ακολουκοφςα
άποψθ του Freire (ο.π.) κα μποροφςε κάλλιςτα να φζρει τθν υπογραφι του Rogers:
«Ρρζπει να τολμάμε, με τθν πλιρθ ζννοια τθσ λζξθσ, να μιλάμε για αγάπθ χωρίσ να

44
Θ Γλζνθ επικαλοφμενθ τουσ Dewey, Freire, Macebo, και Bernstein αναφζρεται ςτθν ανάγκθ
κατάκτθςθσ από το μακθτι «των κανόνων πρόςβαςθσ και κίνθςθσ μζςα ςτισ δομζσ τθσ εξουςίασ»
(2009, ο.π.).
45
«Αλλάηουμε τθν κατανόθςθ και τθ ςυνείδθςθ ςτο βακμό που ςυνειδθτοποιοφμε τισ πραγματικζσ
ςυγκροφςεισ ςτθν ιςτορία» και «ςε τελευταία ανάλυςθ, αλλάηουμε τουσ εαυτοφσ μασ ςτο βακμό που
εμπλεκόμαςτε ςτθ διαδικαςία αλλαγισ τθσ κοινωνίασ» (Freire ςτο Ραυλίδθσ, 2004, 82).
46
Για τθν Εκπαίδευςθ ςτα Δικαιϊματα του Ανκρϊπου «προτεραιότθτα ζχει θ καλλιζργεια ςτάςεων
ςεβαςμοφ, ανεκτικότθτασ, αλλθλεγγφθσ και ακολουκεί θ παροχι γνϊςεων για τα ςχετικά με τα
ανκρϊπινα δικαιϊματα κείμενα, για τισ ςυμβάςεισ ι για τισ παραβιάςεισ των δικαιωμάτων του
ανκρϊπου» (Ραπαδοποφλου, 1990, 55). Επιπλζον, κυρίαρχο ςτόχο τθσ εν λόγω εκπαίδευςθσ ςυνιςτά θ
δράςθ ςτθν οποία, τόςο οι ςτάςεισ όςο και οι γνϊςεισ, οδθγοφν (ο.π.).
47
Οι Oliverio εξθγοφν ότι «θ μεταγνϊςθ, δεν ςταματά ςτο μακαίνω πϊσ να μακαίνω· αφορά, επίςθσ, το
ςκζφτομαι πϊσ να ςκζφτομαι και ςτοιχειοκετείται ςυναρτιςει τθσ εγριγορςθσ και τθσ ςυγκζντρωςθσ.
Κάκε πτυχι τθσ γνωςτικισ δραςτθριότθτασ μπορεί να βρίςκεται ςτο επίκεντρο τθσ μεταγνωςτικισ
δράςθσ. Με τον τρόπο αυτό το παιδί αναπτφςςεται διττά (γνωςτικϊσ και μεταγνωςτικϊσ) κακιςτϊντασ,
αφενόσ, τθν πνευματικι του δραςτθριότθτα, ςταδιακά, πολυπλοκότερθ κι αφετζρου, τθ μνιμθ του
πλζον αποτελεςματικι (Oliverio Ferraris & Oliverio, 2002, 255).
93
φοβόμαςτε μθ μασ πουν γελοίουσ, υπερβολικά ςυναιςκθματικοφσ, ι μθ
επιςτθμονικοφσ, αν όχι και αντιεπιςτθμονικοφσ. Ρρζπει να τολμάμε, για να ποφμε
επιςτθμονικά, και όχι απλϊσ να φλυαροφμε, ότι μελετάμε, μακαίνουμε, διδάςκουμε,
γνωρίηουμε με ολόκλθρο το ςϊμα μασ. Τα κάνουμε όλα αυτά με ςυναίςκθμα, με
πάκοσ, με επικυμίεσ, με φόβο, με αμφιβολίεσ και με κριτικι ςκζψθ».
Για τον Hinz48 «ανάγνωςθ, γραφι και αρικμθτικι μόνο τότε ζχουν ςθμαςία, όταν
ςυμβάλλουν ςτο να γίνουν τα παιδιά μασ άνκρωποι». Θ γνϊςθ, για τον Κομφοφκιο,
ταυτίηεται με τθ γνϊςθ του για τον άνκρωπο49. Θ Anna Cheng (ςτο Χαλικιάσ, 2001, 35)
εξθγεί πωσ ςτο ιδεόγραμμα ren50 εμπεριζχεται θ μεγάλθ του ιδζα, το μεγάλο του
ςτοίχθμα γι’ αυτόν. Σε ερϊτθςθ μακθτι του, «τι είναι θ τζλεια ανκρωπιά», απαντά το
να «αγαπάσ τουσ ανκρϊπουσ» (ο.π., 191) κι ότι αυτό δεν είναι κάτι απόμακρο,
τουναντίον· βρίςκεται δίπλα ςτον κακζνα μασ. «Απόμακρθ θ τζλεια ανκρωπιά; Φτάνει
να τθ κελιςω και να ‘τθν. Στζκει δίπλα μου!» (ο.π., 164). Θ ίδια αίςκθςθ απορρζει κι
από το ενςυναιςκθτικό πνεφμα του Rogers.
Ο ειςθγθτισ τθσ προςωποκεντρικισ τρζφει μεγάλο ςεβαςμό κι αγάπθ για τον
άνκρωπο. Ριςτεφει πωσ θ εγγενισ του τάςθ για αυτεπίγνωςθ εδράηει ςτθ δυναμικι
του κοινωνείν51. Γι’ αυτό άλλωςτε, θ ςχζςθ γίνεται κινθτιριοσ μθχανιςμόσ επίτευξισ
τθσ52. Επεκτείνεται από το χϊρο τθσ κεραπείασ ς’ εκείνον τθσ εκπαίδευςθσ για να
πάρει πλείςτεσ, ακολοφκωσ, μορφζσ ςτο πλαίςιο των ομάδων ςυνάντθςθσ. Θ
επικοινωνία, θ αλλθλοκατανόθςθ και το ςυνδιαλζγεςκαι κακίςτανται ςτοιχεία ενόσ

48
Τςιάκαλοσ ςτο Μυτακίδου & Τρζςςου, 2006, 5.
49
«Τι είναι γνϊςθ;» ρωτά ο Φάο Τςι, «Να γνωρίηεισ τουσ ανκρϊπουσ» του αποκρίνεται ο Δάςκαλοσ
(ςτο Χαλικιάσ, 2001, 191).
50
«Για το ren, από τα χρόνια των Χαν ζωσ τισ μζρεσ μασ, ζχουν δοκεί διαφορετικζσ ερμθνείεσ, όλεσ τουσ
ωςτόςο, με τον ζναν ι τον άλλο τρόπο ζχουν το νόθμα τθσ αγάπθσ προσ τουσ ςυνανκρϊπουσ. Για τον
Τςου Σι και γενικϊσ για τουσ Νεοκομφουκιανοφσ πρόκειται για τθν ίδια τθν αρχι τθσ αγάπθσ. Πλοι,
όμωσ, ςυμφωνοφν πϊσ με το ιδεόγραμμα αυτό δθλϊνεται θ υπζρτατθ ανκρϊπινθ αρετι. Από τουσ
ςφγχρονουσ ςινολόγουσ ςυςχετίηεται, μάλιςτα, με τθν τζλεια αρετι του Αριςτοτζλθ» (ο.π., 34 & 35).
51
Ο Φράγκοσ κάνει λόγο για τθ δυαδικι ενότθτα και τθν κοινότθτα των ψυχϊν ωσ χαρακτθριςτικά
ςτοιχεία τθσ ςχζςθσ μακθτι-δαςκάλου, υπογραμμίηοντασ, ζτςι, τθ ςθμαςία του επικοινωνιακοφ
πλαιςίου για τθ μάκθςθ και τθν ανάπτυξθ. Ο Μπακιρτηισ αναφερόμενοσ ςτα λεγόμενά του παρακζτει:
«Θ ιεροπρζπεια του ζργου τθσ αγωγισ και θ ιερουργία τθσ μφθςθσ του μακθτι ςτα μυςτικά τθσ γνϊςθσ
και τθσ κοινωνικισ ηωισ υπογραμμίηουν τθ ςθμαςία τθσ Δθμιουργίασ του ψυχικοφ κόςμου μζςα από τθ
ςυνάντθςθ με το γενικότερο περιβάλλον και ιδιαίτερα τον άνκρωπο. Ο κόςμοσ των προςϊπων
προθγείται και δίνει νόθμα ςτον κόςμο των πραγμάτων» (Φράγκοσ ςτο Μπακιρτηισ, 2003, 13-14).
52
«Αν δεν γνωρίηουμε τι είναι τα παιδιά, τότε δεν ξζρουμε τι χρειάηονται και αν δεν ξζρουμε τι
χρειάηονται, τότε...τι; *από το βιβλίο των James, Jenks & Prout (1998), ςτο: Μπίμπου, Συνζδριο Σχολικισ
Ψυχολογίασ, 6-8 Δεκεμβρίου 2002+.
94
αξιακοφ ςυςτιματοσ ηωτικισ ςθμαςίασ53. Ζνασ διάλογοσ αυτισ τθσ ποιότθτασ, όπωσ
κα ‘λεγε κι ο Andre de Peretti (ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 199)
υπθρετείται από τθν ανκρωπιςτικι εκπαίδευςθ και αποςκοπεί ςτθν πολιτιςμικι
επικοινωνία και προοπτικι54.
Θ ποικιλομορφία, θ ανομοιογζνεια, θ διαφοροποίθςθ, οι ιδιαιτερότθτεσ κακενόσ
ςτο πλαίςιο τθσ τάξθσ, ςχολιάηονται, από αρκετοφσ, ωσ ςτοιχεία προβλθματικά για
τθν ομαλι τθσ λειτουργία. Ωςτόςο, ςτθ ροτηεριανι ανάγνωςθ αντιμετωπίηονται ωσ
γενεςιουργά και ςυμβάλλοντα ςτθν κατανόθςθ τθσ πολυδιάςτατθσ και πολυςιμαντθσ
πραγματικότθτασ. Πχι μόνο κρζφουν τθν εξοικείωςθ με το διαφορετικό μα
καλλιεργοφν τθν άποψθ τθσ διαφοράσ ωσ δικαίωμα. Ζνα τζτοιο δικαίωμα,
κατοχυρϊνει το ςεβαςμό ςτθν υποκειμενικότθτα κι επιτρζπει ςτο παιδί να μθν
αιςκάνεται άβολα για τθν όποια του ετερότθτα· εκεί όπου θ ανομοιογζνεια
προςεγγίηεται ωσ κατάςταςθ φυςικι, το παιδί μακαίνει να διεκδικεί ιςότιμα τθν
ζκφραςθ τθσ προςωπικισ του αλικειασ και τθσ δθμιουργικισ ςυμβίωςθσ55.
Θ ςφγχρονθ άποψθ56 για μια παιδεία ανκρϊπινθ57 και δθμοκρατικι58 βλζπει τθν
εκπαίδευςθ ωσ κοινωνικό και πολιτιςτικό δικαίωμα για όλουσ. Το όραμα ενόσ

53
Για ςυνκικεσ δθμιουργίασ ενόσ τζτοιου πλαιςίου γίνεται λόγοσ από τθν ΕΕ. Σφμφωνα με τα όςα
αναφζρονται ςτθν επίςθμθ ιςτοςελίδα τθσ, ο διάλογοσ μεταξφ των πολιτιςμϊν είναι κεμελιϊδθσ
λειτουργία τθσ δθμοκρατίασ και ςυνιςτά αντίδοτο ςτθν απόρριψθ και ςτθ βία. Ρροςφζρει τθ
δυνατότθτα ειρθνικισ και εποικοδομθτικισ ςυμβίωςθσ ςε ζνα πολυπολιτιςμικό κόςμο κακϊσ και τθν
καλλιζργεια του κοινωνικοφ πνεφματοσ που επιτρζπει τθ δόμθςθ κοινότθτασ (ςτο Council of Europe –
Intercultural Dialogue, http://www.coe.int/t/dg4/intercultural/default_EN.asp?).
54
Στθν Ρράςινθ Βίβλο αναφζρεται πωσ θ μετανάςτευςθ χαρακτθρίηεται ενδυναμωτικόσ και
εμπλουτιςτικόσ μθχανιςμόσ τθσ εμπειρίασ όλων, ενϊ θ γλωςςικι και πολιτιςτικι πολυμορφία,
ανεκτίμθτθ πθγι και κίνθτρο εμβάκυνςθσ κι ενίςχυςθσ τθσ παιδαγωγικισ, των δεξιοτιτων και τθσ ίδιασ
τθσ γνϊςθσ. Σφμφωνα με τθ Βίβλο, εφόςον ο ςκόπελοσ τθσ διακεκομμζνθσ φοίτθςθσ, πολλϊ δε μάλλον,
τθσ εγκατάλειψθσ του ςχολείου αποςοβθκεί, τα παιδιά που εκτίκενται ςε ζνα τόςο πλοφςιο,
πολιτιςμικά, περιβάλλον, μακροπρόκεςμα, βοθκιοφνται, ιδιαιτζρωσ, ςτθν ανάπτυξθ των
προςωπικοτιτων τουσ *COM(2008) 423, 2+.
55
Τα ςχολεία είναι απαραίτθτο να πριμοδοτοφν ςχζςεισ ιςότιμεσ, ενκαρρυντικζσ και ενδυναμωτικζσ για
όλα τα παιδιά, μετουςιωνόμενα, ζτςι, ςε «μακθςιακζσ κοινότθτεσ που λειτουργοφν με ςυνεργατικζσ,
ολιςτικζσ διαδικαςίεσ μάκθςθσ και διδαςκαλίασ, με ζμφαςθ ςτισ ιδιαιτερότθτεσ και τα ενδιαφζροντά»
τουσ (Μθτακίδου, Ειςιγθςθ διθμερίδασ, Σζρρεσ, 17.01.2009).
56
Ρρολογίηοντασ τθ μελζτθ/ζκκεςθ για τθ Δθμοκρατικι και Ανκρϊπινθ Ραιδεία ςτθν Ευρωκυπριακι
Ρολιτεία, ο Καηαμίασ, πρόεδροσ τθσ Επιτροπισ Εκπαιδευτικισ Μεταρρφκμιςθσ (Αφγουςτοσ του 2004, 5)
κάνει λόγο, μεταξφ άλλων, για:
 εκπαίδευςθ ωσ κοινωνικό και πολιτιςτικό δικαίωμα για όλουσ
 κοινωνικι ενςωμάτωςθ όλων των παιδιϊν, καταπολζμθςθ των διαρροϊν από το ςφςτθμα και
του κοινωνικοφ αποκλειςμοφ
 ςυμμετοχι του εκπαιδευτικοφ ςτθ λιψθ αποφάςεων, μετουςίωςι τουσ ςε επαγγελματία
παιδαγωγό
 ςεβαςμόσ τθσ διαφορετικότθτασ, του πολιτιςτικοφ, γλωςςικοφ, κρθςκευτικοφ πλουραλιςμοφ
και τθσ «πολλαπλισ νοθμοςφνθσ»
95
ςχολείου για όλα τα παιδιά, αποηθτά γζφυρεσ επικοινωνίασ 59 μεταξφ ςχολείου,
ςπιτιοφ και κοινότθτασ60· και ς’ ζνα τζτοιο ςχολείο, ςφμφωνα με τθ Μθτακίδου
(Διθμερίδα, 2009, ο.π.) κα πρζπει να «αποφεφγονται διαδικαςίεσ αξιολόγθςθσ και
ομαδοποίθςθσ που χωρίηουν τα παιδιά ςε πετυχθμζνα και αποτυχθμζνα». Θ
αξιολόγθςθ απαιτεί τθν παρουςία μετριςιμων και ςυγκρίςιμων, τουτζςτιν
ομοιογενϊν ςτοιχείων, ιδιοτιτων, επιδόςεων του ανκρϊπου, επιςθμαίνει ο
Ραυλίδθσ61 εξθγεί πωσ «θ εν λόγω ομογενοποίθςθ και τυποποίθςθ προχποκζτει μιαν
αφαίρεςθ από τθν πολυπλοκότθτα τθσ ανκρϊπινθσ προςωπικότθτασ, από κάκε τι
αντιφατικό, παράδοξο, διαφορετικό, απρόβλεπτο. Ρροχποκζτει επίςθσ μιαν
αφαίρεςθ απ’ τισ κοινωνικζσ ςυνκικεσ και διαδικαςίεσ διαμόρφωςθσ τθσ ανκρϊπινθσ
προςωπικότθτασ. Μάλιςτα, όςο περιςςότερο ουδζτερθ, αντικειμενικι, αξιοκρατικι
είναι θ επιχειροφμενθ αξιολόγθςθ τόςο μεγαλφτερθ είναι θ αφαίρεςθ από τθν
πολυπλοκότθτα και αντιφατικότθτα τθσ ανκρϊπινθσ προςωπικότθτασ».
«Αν αποδζχομαι τον άλλο ωσ κάτι ςτακερό» υποςτθρίηει ο Rogers, «το οποίο
ζχει ιδθ διαγνωςκεί, ταξινομθκεί και διαμορφωκεί από το παρελκόν του, τότε
επιβεβαιϊνω αυτιν τθν περιοριοριςτικι υπόκεςθ. Αν, όμωσ, τον αποδζχομαι ωσ

 καλλιζργεια δεξιοτιτων, ικανοτιτων, ςτάςεων, αξιϊν, διακζςεων, πολιτικϊν αρετϊν και, εν


γζνει, «ψυχισ τε και νου» του ανκρϊπου-πολίτθ, για τθν Κοινωνία τθσ Γνϊςθσ, αλλά και πζραν
αυτισ
 ανκρωποκεντικι επιδίωξθ τθσ «μόρφωςθσ», τθν παιδεία του ανκρϊπου-πολίτθ που ξεφεφγει
από το πλαίςιο τθσ εκπαίδευςθσ-κατάρτιςθσ για να καταςτεί μια γενικι νεο-ουμανιςτικι
παιδεία.
57
Ανκρϊπινο ςχολείο «είναι εκείνο ςτο οποίο τα παιδιά μποροφν να είναι χαροφμενα και ευτυχιςμζνα
και ζχουν τθ δυνατότθτα να ηιςουν και να χαροφν τθν παιδικι θλικία και τθ νεότθτά τουσ. Διότι θ
αλικεια είναι ότι τα ςχολεία μασ ζχουν εξελιχκεί πια ςε κεςμοφσ που το μόνο πράγμα που κάνουν με
ιδιαίτερθ επιτυχία είναι να κλζβουν από τα παιδιά μασ τθν παιδικι θλικία και τθ νεότθτα. Αυτό πρζπει
να αλλάξει ριηικά εάν θ κοινωνία μασ επικυμεί να είναι ανκρϊπινθ» (Τςιάκαλοσ, ςυνζντευξθ ςτον
Απόςτολο Ηϊθ, Ρωσ φτιάχνεται ζνα δθμοκρατικό κι ανκρϊπινο ςχολείο, εφ. «Ελευκερία», ανάρτθςθ
29.01,2012, ςτο:
http://www.eleftheria.gr/index.asp?cat=7&aid=13581).
58
Δθμοκρατικό είναι το ςχολείο ςτο οποίο «μποροφν να φοιτοφν όλα τα παιδιά για να προετοιμαςτοφν
για τθν κοινι ηωι: χωρίσ ζκπτωςθ ςτα μορφωτικά αγακά για κανζνα παιδί αλλά με μορφωτικά αγακά
κατάλλθλα προςανατολιςμζνα ςε εκείνα τα κζματα, των οποίων θ γνϊςθ αποτελεί το απαραίτθτο
κλειδί για τθν κατανόθςθ και τθν κατάκτθςθ του κόςμου» (Τςιάκαλοσ ςτο Μθτακίδου & Τρζςςου, 2006,
21).
59
«Το ςχολείο ωσ κεςμόσ βρίςκεται ςτο πεδίο τάςθσ μεταξφ των κεςμϊν του ςυςτιματοσ και τθσ
κοινωνίασ (Durkheim, Mead, Habermas κ.ά). Το ςχολείο ωσ κοινωνικόσ κεςμόσ αποκτά τθν αυτονομία
των πρακτικϊν του και επθρεάηεται άμεςα ςτθ λειτουργία του από τουσ εμπλεκόμενουσ κοινωνικοφσ
εταίρουσ – γονείσ, δαςκάλουσ, μακθτζσ» (Κουφοφ, Σκεντερίδου & Σωτθρίου, 2007 ςτο:
http://nefeli.lib.teicrete.gr/browse/seyp/ker/2007/Koufou,Eugenia/document.tkl).
60
Θ Επιτροπι των Ευρωπαϊκϊν Κοινοτιτων κάνει λόγο για ςχολεία που οφείλουν «να προςαρμόηονται,
διαρκϊσ, ςτο μεταβαλλόμενο περιβάλλον τουσ και ςτισ μεταβαλλόμενεσ ανάγκεσ των μακθτϊν, του
προςωπικοφ και των γονζων, που είναι οι κυριότεροι εταίροι τουσ» *COM(2008) 425 τελικό, 12+.
61
Βλ. Ραυλίδθσ, 2001, ςτο: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/prosopikaxiol.htm.
96
πρόςωπο ςε μια διαδικαςία εξζλιξθσ, τότε κάνω ό,τι μπορϊ για να επιβεβαιϊςω ι για
να πραγματϊςω τισ δυνατότθτζσ του» (Rogers ςτο Μαλικιϊςθ-Λοϊηου, 2001, 47).
«Διότι, είναι άλλο πράγμα» ςυμπλθρϊνει ο Τςιάκαλοσ, «να ζχεισ π.χ. ωσ δεδομζνο ότι
οριςμζνα παιδιά ζχουν από τθ φφςθ τουσ περιοριςμζνεσ δυνατότθτεσ μάκθςθσ και
ςυνεπϊσ, να περιορίηεισ με αντίςτοιχο τρόπο τα προςφερόμενα μορφωτικά αγακά,
και άλλο πράγμα να προςανατολίηεισ ςυςτθματικά τθ διδαςκαλία ςτθ ηϊνθ
επικείμενθσ ανάπτυξθσ62 του κάκε παιδιοφ χωριςτά διατθρϊντασ, όμωσ, το πλαίςιο
μιασ ςυνεργατικισ δραςτθριότθτασ όλων των παιδιϊν επάνω ςε ζνα κοινό
αντικείμενο» (Τςιάκαλοσ, 2006, 22-23).
Για τον Rogers (Rogers, 1980, 279) «θ αποδοχι τθσ ποικιλομορφίασ των αξιϊν,
των τρόπων ηωισ και των απόψεων είναι θ καρδιά τθσ δθμοκρατικισ διαδικαςίασ 63» .
Επιπλζον, «τα κριτιρια για τθν κριτικι των αξιϊν όλο και περιςςότερο εναποτίκενται
ςτο πρόςωπο64 και όχι ςε ζνα βιβλίο65, ζνα δάςκαλο ι ζνα ςφνολο δογμάτων. Το
ςθμείο αξιολόγθςθσ βρίςκεται μζςα ςτο πρόςωπο και όχι ζξω από αυτό» (Rogers,
1980, 159). Γι’ αυτό και καταλιγει: «Ζχω φτάςει ςτο ςθμείο όλο και λιγότερο να ζχω
τθν τάςθ να πιζηομαι για να ορίηω τα πράγματα, να κζτω ςτόχουσ, να καλουπϊνω
ανκρϊπουσ, να τουσ χειρίηομαι και να τουσ ςπρϊχνω ςτο δρόμο που κζλω να πάνε.
Είμαι πολφ περιςςότερο ευχαριςτθμζνοσ να είμαι, απλϊσ, ο εαυτόσ μου και να
επιτρζπω ςε ζνα άλλο πρόςωπο να είναι ο εαυτόσ του» (Rogers, 1961, 127).
Θ δθμοκρατικι κοινωνία, λζει ο Popper, κεωρεί κακικον τθσ «να διδάςκει
ςτουσ νζουσ τα ιδανικά τθσ ελευκερίασ, τθσ υπευκυνότθτασ και τθσ αλλθλεγγφθσ». Θ

62
«Θ Ρολιτιςμικι-ιςτορικι κεωρία του Βυγκότςκι επικεντρϊνεται ςτθ διερεφνθςθ τθσ ηϊνθσ εγγφτερθσ
ανάπτυξθσ των παιδιϊν, που αναπτφςςεται ςτο πλαίςιο τθσ ςυνεργαςίασ, τθσ αλλθλεπίδραςισ τουσ με
τουσ ενθλίκουσ και με τουσ ςυνομθλίκουσ του και αποτελεί τθ βάςθ τθσ ανάπτυξθσ των ανωτζρων
ψυχικϊν λειτουργιϊν» (Ραυλίδθσ, 2006, 169).
63
Είναι ό,τι, επιγραμματικά, αναφζρεται ωσ αντιρατςιςτικι εκπαίδευςθ: «Αναγνωρίηω το διαφορετικό
άλλο ωσ ίςο. Εντοπίηω και αμφιςβθτϊ ςτερεότυπα και προκαταλιψεισ που γεννοφν το ρατςιςμό, δεν
επιτρζπω τθν πολιτικι, κοινωνικι και ςυναιςκθματικι καταπίεςθ του άλλου, αγωνίηομαι ενεργθτικά
για να καταπολεμιςω τον αποκλειςμό του από κοινωνικζσ, πολιτικζσ και εκπαιδευτικζσ δομζσ»
(Μυτακίδου & Τρζςςου, 2006, 3).
64
Σφμφωνα με τθν κριτικι παιδαγωγικι θ διδαςκαλία και θ μάκθςθ δφνανται να μεγιςτοποιιςουν τισ
ευκαιρίεσ για κοινωνικι, πολιτικι και κοινωνικι δράςθ των μακθτϊν και των υπολοίπων. Θ εμπειρία
κακίςταται ςθμαίνουςα και θ παιδαγωγικι κινθτοποιεί τθν ουςιαςτικι επεξεργαςία τθσ πρϊτθσ, ϊςτε
να γίνει αντιλθπτι θ λειτουργία τθσ ςτθν παραγωγι γνϊςθσ, και θ εμπλοκι τθσ ςτθ διαμόρφωςθ τφπων
υποκειμενοποίθςθσ (subjectification). Θ παιδαγωγικι πρακτικι που ςυνεπάγεται θ πολιτικοποίθςθ τθσ
ςχζςθσ ανάμεςα ςτθ ςκζψθ και τθν εμπειρία, προςφζρει ζνα πεδίο ερωτθμάτων, αναλφςεων,
κεωριςεων και πρακτικϊν οπτικϊν, ςυναρτιςει του οποίου οι άνκρωποι επιδιϊκουν τθ ςυμμετοχι
τουσ, ςτον κακοριςμό των διαφόρων τομζων τθσ κακθμερινισ τουσ ηωισ (Giroux, 1997, 167-170).
65
«Το παιδί πρζπει να μάκει ότι δίπλα ςτο βιβλίο που κρατά, υπάρχει και ζνα άλλο που τα λζει με ζναν
άλλο τρόπο» (Αρβελζρ, ο.π.).
97
πρόταςι του για ανοιχτι κοινωνία – ςυγγενεφοντασ με το ροτηεριανό ςκεπτικό –
ςυνιςτά «ζνα δίκτυο αμοιβαιότθτασ και αλλθλεξάρτθςθσ, το οποίο προςφζρει ςτουσ
πολίτεσ τθ δυνατότθτα να αςκοφν γαλινια και δραςτιρια τθν προςωπικι τουσ
υπευκυνότθτα» (ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 198).
Για τον Rogers μία «πραγματικά ανκρωπιςτικι, προςωποκεντρικι εκπαίδευςθ
αποτελεί κανονικι επανάςταςθ. Δεν είναι ζνασ τρόποσ να επιδιορκωκεί θ
παραδοςιακι εκπαίδευςθ. Αντίκετα, ςυνεπάγεται τθ ςυκζμελθ αλλαγι τθσ πολιτικισ
τθσ εκπαίδευςθσ» (Rogers, 1980, 243). Ο ίδιοσ ςκζφτεται τον εαυτό του ωσ ζναν
ιρεμο επαναςτάτθ.

98
ΜΕΦΑΝΑΙΟ ΣΕΣΑΡΣΟ

«Σχολιαςμοί»
4.1 Γενικι αποτίμθςθ
Στθ ροτηεριανι κεωρία το πρόςωπο γίνεται αντιλθπτό κακ’ ολοκλθρίαν και εν
πλιρθ αλθκεία. Ετοφτο ορίηει ςυνκικθ εξαίρετθ και κεμελιϊδθ αρχι
αυτοπροςδιοριςμοφ, ανάπτυξθσ και αυτοπραγμάτωςισ του.
«Θ ζννοια του εαυτοφ που χρθςιμοποιεί ο Rogers ςυνιςτά ζνα ολοκλθρωμζνο
όλον και δεν αποτελεί ςφνκεςθ αςφνδετων μερϊν» υποςτθρίηουν οι Pervin & John
(2001, 295). Τα πολλαπλά ςυςτατικά του είναι ενςωματωμζνα και δίδεται μεγάλθ
ζμφαςθ ςτθ μεταξφ τουσ ςυνοχι (ο.π., 296). Το πρόςωπο δεν είναι μία εξειδικευμζνα
κι επιμεριςμζνα, αναγνωρίςιμθ οντότθτα και θ προςζγγιςι του κα πρζπει να
αποςκοπεί ςτθν ολιςτικι ανάδυςθ τθσ αλικειασ του.
Γι’ αυτό και οι ειδικοί, κατά τθ μελζτθ του, κα πρζπει να αποφφγουν τθν
κακοτοπιά που εντοπίηουν οι Foucault και Walkerdine, αναφζροντασ πωσ «οι νζοι
τρόποι παρατιρθςθσ, δόμθςθσ, και καταγραφισ τθσ ανκρϊπινθσ υποκειμενικότθτασ,
κινδυνεφουν να πεικαρχιςουν τθν οποιαδιποτε διαφορά, μζςω τθσ
κατθγοριοποίθςθσ, τθσ μζτρθςθσ ςτάςεων, τθσ ιεραρχίασ και τθσ αυτορφκμιςθσ τθσ
ςυμπεριφοράσ» (ςτο Μπίμπου, 2005, 59). Ο Johnson δίνοντασ τισ δικζσ του
προεκτάςεισ ςτο κζμα, διαβλζπει τον κίνδυνο του φανατιςμοφ, ςτθ φρενιρθ
προςπάκεια του ανκρϊπου να ελζγχει και να προςεγγίηει τα πράγματα με ζνα μόνο
μζροσ τθσ αλικειασ (2002, 94).
Γενικότερα, θ προςζγγιςθ του προςϊπου, ςυναρτιςει, ςυγκεκριμζνων
ποιοτικϊν χαρακτθριςτικϊν ι ςτοιχείων που άπτονται γνωριςμάτων φυλισ, φφλου,
θλικίασ, κρθςκείασ, φρονιματοσ, πεποικιςεων, προτιμιςεων κτλ κα μποροφςε να
καταςτεί ιδιαίτερα προβλθματικι. Θ εςτίαςθ ςτισ επιμζρουσ διαφοροποιιςεισ των
προςϊπων είναι πικανόν να υπονομεφςουν τόςο τθ μοναδικότθτά του, όςο και τον
τρόπο που ςχετίηεται με τουσ άλλουσ. «Αν εξετάςουμε τθ διαφορετικότθτα από τθ
ςκοπιά τθσ γενικισ ςθμαςίασ τθσ» υποςτθρίηει ο Ραυλίδθσ 1, «κα πρζπει να
διευκρινίςουμε ςε ποια διαφορετικότθτα αναφερόμαςτε· ποια είναι θ πανανκρϊπινθ
ςθμαςία τθσ εκάςτοτε διαφορετικότθτασ. Το ηιτθμα κακίςταται ιδιαίτερα περίπλοκο,
αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι, πολφ ςυχνά, οι ιδιαίτερεσ φωνζσ και ταυτότθτεσ οριςμζνων
ανκρϊπων είναι αντίκετεσ προσ τισ φωνζσ και ταυτότθτεσ των άλλων. Οι
φονταμενταλιςτζσ, φερ’ ειπείν, και οι οπαδοί του απαρτχάιντ, κακϊσ και άλλων

1
Αναπτφςςει το ςυλλογιςμό του επικαλοφμενοσ τον Bertens αλλά και τον Phillips.
100
εκδοχϊν του ρατςιςμοφ, ςυνιςτοφν κάποια ιδιαιτερότθτα θ οποία, όμωσ, ζχει μια
κακολικι ςθμαςία: τθν άρνθςθ κάκε άλλθσ ιδιαιτερότθτασ, κρθςκευτικισ,
πολιτιςμικισ, εκνο-φυλετικισ κλπ.»2.
Συνεπϊσ, είναι ςκόπιμο να εςτιάςει κανείσ ςτθν ζννοια τθσ μοναδικότθτασ του
προςϊπου θ οποία ορίηει αυταξία και ενζχει τθ διαφορετικότθτα. Με τθν ίδια λογικι
που θ διαπολιτιςμικότθτα ενζχει τθν πολυπολιτιςμικότθτα3.
Το ροτηεριανό πρόςωπο είναι ενιαίο και κακίςταται πλιρεσ και αλθκζσ, ςτο
βακμό που το ςφνολο των επί μζρουσ, φφςεων, κλίςεων και χαρακτθριςτικϊν
γνωριςμάτων του, μποροφν να εκφραςτοφν, να βιωκοφν, να αλλάξουν και,
αναπτυςςόμενα, να ωριμάςουν και να πραγματωκοφν. «Ο άνκρωποσ δεν είναι τίποτε
άλλο παρά το ίδιο του το ςχζδιο και δεν υπάρχει παρά ςτο μζτρο κατά το οποίο
πραγματοποιείται (ςφμφωνα με αυτό το ςχζδιο). Δεν είναι, λοιπόν, παρά το ςφνολο
των πράξεϊν του, τίποτα άλλο παρά θ ηωι του» (Σαρτρ, ο.π., 39). Γι’ αυτό ο
επιμεριςμόσ και θ αποςπαςματικι προςζγγιςθ του ζςω κι ζξω κόςμου, απζχουν
μακράν, ακόμθ κι από τθν υποψία του πλιρουσ προςϊπου· πολλϊ δε μάλλον,
υπονομεφουν τθν κακολικότθτά του, τθν αενάωσ, μεταβαλλόμενθ περιπλοκότθτά4
του, τθν, ςτθ διαχρονία, ρζουςα ηωι του. «Θ πραγματικότθτα δεν υπάρχει παρά
μονάχα ςτθ δράςθ» (Σαρτρ, ο.π., 39) και «ο οργανιςμόσ κινείται μζςα από τον αγϊνα
και τον πόνο προσ τθν ανφψωςθ και τθν ανάπτυξθ» (Rogers ςτο Μπροφηοσ, 2004,
166).
Σε μία ςφαίρα επίδραςθσ και αλλθλεπιρροισ, των επί μζρουσ μζςα ςτθν
ολότθτα, θ ακατάπαυςτθ μεταςχθματιςτικι πορεία τθσ τελευταίασ ςτο χωροχρόνο,
ζχει δφο ςκζλθ. Τθν εςϊτερθ διαπραγμάτευςθ – ενόσ γίγνεςκαι ενδόμυχου – και τθ
διαλεκτικι δυναμικι με τα περιβάλλοντά του – ενόσ γίγνεςκαι κοινωνικοφ. «Το άτομο
επιδεικνφει ϊριμθ ςυμπεριφορά όταν είναι δεκτικό ςε εμπειρίεσ και τισ
αντιλαμβάνεται με ρεαλιςτικό τρόπο, όταν δεν ςυμπεριφζρεται αμυντικά, όταν

2
Βλ. Ραυλίδθσ, 2006, ςτο: Βλ. Ραυλίδθσ, 2001, ςτο: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/prosopikaxiol.htm.
3
Για τον Τηάκομπι, θ πολυπολιτιςμικότθτα είναι το ζνδυμα ενόσ κακϊσ νοοφμενου πλουραλιςμοφ που
«γίνεται πανάκεια, το άλφα και το ωμζγα τθσ πολιτικισ ςκζψθσ». Χαρακτθρίηοντάσ τον όπιο
απογοθτευμζνων διανοοφμενων, κάνει λόγο για «ιδεολογία μιασ εποχισ χωρίσ ιδεολογία» (ςτο
Ραυλίδθσ, 2008, 158).
4
Θ Χόρνεχ εντοπίηει ςτον άνκρωπο τόςο τθν απολλϊνεια όςο και τθ διονυςιακι του διάςταςθ. Γράφει:
«Αλλά και αυτι θ αντίκετθ τάςθ του ανκρϊπου, θ τάςθ να ςπάηει το κζλυφοσ τθσ ατομικότθτασ και να
απελευκερϊνεται από τουσ περιοριςμοφσ και τθν απομόνωςι τθσ, είναι μια εξίςου βακιά ριηωμζνθ
ανκρϊπινθ τάςθ και προςφζρει και αυτι ικανοποίθςθ. Καμιά από τισ δφο τάςεισ δεν είναι κακαυτι
πακολογικι· τόςο θ διατιρθςθ και θ εξζλιξθ τθσ ατομικισ προςωπικότθτασ όςο και θ εγκατάλειψθ τθσ
ατομικότθτασ είναι κεμιτά μζςα για τθ λφςθ ανκρωπίνων προβλθμάτων» (1975,122).
101
αναλαμβάνει τθν ευκφνθ για τθ ςυμπεριφορά του, όταν αξιολογεί τισ εμπειρίεσ του
με γνϊμονα το βακμό ςυμφωνίασ τουσ με τισ αιςκιςεισ του. Ζνα τζτοιο άτομο
αλλάηει τθ αξιολόγθςθ, ωσ προσ τθ ςθμαςία των εμπειριϊν, μόνο, βάςει νζων
αποδεικτικϊν ςτοιχείων και αποδζχεται τουσ άλλουσ, ωσ μοναδικζσ και διαφορετικζσ
απ’ αυτόν οντότθτεσ, εκτιμϊντασ τόςο τον εαυτό του, όςο και τουσ άλλουσ»
(Μπροφηοσ, 2004, 145).
Θ ζννοια του προςϊπου ςε πλιρθ λειτουργία είναι καρπόσ ωρίμανςθσ και
απόρροια διαδικαςίασ, ορμϊμενθσ από τθν τάςθ πραγμάτωςθσ κι αυτοπραγμάτωςισ
του, μζςω τθσ οποίασ επιτυγχάνεται θ οργανιςμικι του ςυμφωνία. Σε ζνα τζτοιο
πλαίςιο το ροτηεριανό πρόςωπο μπορεί να υπάρξει ωσ ιδεϊδθσ εαυτόσ, δθλαδι,
αποκτά τθν αυτοαντίλθψθ που, ευχαρίςτωσ, κα ικελε να ζχει για τον εαυτό του
(Rogers ςτο Μπροφηοσ, 2004, 142). Στθ ςυνκικθ αυτι, τελεί εν αρμονία και,
βιϊνοντασ ςυγκροτθμζνα, μπορεί να δράςει δθμιουργικά κι ευφάνταςτα.
Βζβαια, οι εμπειρικζσ διαδικαςίεσ και ο μθχανιςμόσ τθσ αλλαγισ, ςυχνά,
προκαλοφν ςφγχυςθ ι και φόβο γιατί βιϊνονται ωσ απειλι. Ο Rogers εξθγεί πωσ όταν
ο πελάτθσ βρίςκεται μπροςτά ςε μία κατάςταςθ τθν οποία αντιλαμβάνεται ωσ
ςοβαρό πρόβλθμα, επικυμεί να τθν αλλάξει. Τθν ίδια, όμωσ, ςτιγμι, που ανυπομονεί
γι’ αυτιν τθν αλλαγι, «φοβάται ότι αυτό που κα ανακαλφψει για τον εαυτό του
μπορεί να τον ταράξει. Μία ςυνκικθ που υπάρχει ςχεδόν πάντα, είναι μια αβζβαιθ
και διφοροφμενθ επικυμία κάποιου, να μάκει ι να αλλάξει, απόρροια μιασ δυςκολίασ
που αντιλαμβάνεται πωσ ζχει ςτθν αντιμετϊπιςθ τθσ ηωισ» (Rogers, 1961, 264). Ο
Tenenbaum επιςθμαίνει πωσ «για το αυταρχικό άτομο που ςτθρίηει τθν πίςτθ του ςε
προςεκτικά ςυγκεντρωμζνα γεγονότα, θ μζκοδοσ αυτι μπορεί να είναι απειλθτικι
γιατί δεν προςφζρει καμία ςιγουριά, παρά μόνο ανοιχτοςφνθ, ροι κι όχι κατάλθξθ»
(Rogers, 1961, 287).
Ραρά τισ δυςκολίεσ του, όμωσ, ο δρόμοσ αυτόσ είναι απαραίτθτοσ για να
καταςτεί εφικτι θ ηθτοφμενθ πραγμάτωςθ. Ο Γιουγκ αναφζρει: «Βρείτε τι είναι αυτό
που φοβάται περιςςότερο κάποιοσ, και αυτό κα είναι το επόμενο κομμάτι που κα
καλλιεργιςει. Το εγϊ χαλκεφεται, όπωσ το μζταλλο, μεταξφ ςφυριοφ και αμονιοφ»
(ςτο Johnson, 2002, 96-67).
Είναι, ακόμθ, ο τρόποσ τθσ ψυχισ – όμοιοσ με αυτόν τθσ φφςθσ – που
«τακτοποιεί τα πράγματα καταπϊσ πρζπει» (Watson, 1996, 46). Με νόμουσ και όρουσ

102
που υπόκεινται ςε φυςικοφσ περιοριςμοφσ και ιςορροπίεσ, παράγοντασ
«δθμιουργικζσ ενςτάςεισ, ςτινοντασ αντίπαλεσ δυνάμεισ που αυξάνονται ι
καταρρζουν, που ενκαρρφνουν τθν ιςορροπία και υποκφπτουν ςτθ φκορά και που
βρίςκουν, αν τισ ευνοεί θ τφχθ, τισ δικζσ τουσ κατάλλθλεσ λφςεισ, τθ δικι τουσ Ηϊνθ
Goldilocks» (ο.π., 39) ι, υπό μίαν ζννοια, τθ δικι τουσ ηϊνθ επικείμενθσ ανάπτυξθσ,
ιδωμζνθσ ωσ «ζκφραςθ τθσ ενδότερθσ ςυνάφειασ και τθσ ςυγκεκριμζνθσ ιςτορικισ
ςφνδεςθσ τθσ ψυχοςωματικισ ανάπτυξθσ των επιμζρουσ ατόμων και τθσ
προοδευτικισ ανάπτυξθσ τθσ κοινωνίασ» (Ραυλίδθσ, 2006, 169).
«Υποκζτω» λζει ο Rogers, «ότι υπάρχει μία διαμορφωτικι κατευκυντικι τάςθ
ςτο ςφμπαν, θ οποία μπορεί να ανιχνευτεί και να παρατθρθκεί ςτο αςτρικό διάςτθμα,
ςτουσ κρυςτάλλουσ, ςτουσ μικροοργανιςμοφσ, ςτθν περιςςότερο ςφνκετθ οργανικι
ηωι και ςτα ανκρϊπινα όντα. Ρρόκειται για τθν τάςθ που εξελίςςεται προσ μία
μεγαλφτερθ τάξθ, μεγαλφτερθ ςυνκετότθτα, μεγαλφτερθ αλλθλεπίδραςθ. Στο
ανκρϊπινο είδοσ, αυτι θ τάςθ εμφανίηεται κακϊσ το άτομο μετακινείται από τθ
μονοκφτταρθ προζλευςθ προσ μία ςφνκετθ οργανικι λειτουργία, προσ τθ γνϊςθ και
τθ ςυναίςκθςθ κάτω από το επίπεδο τθσ ςυνειδθτότθτασ, ςε μία ςυνειδθτι επίγνωςθ
του οργανιςμοφ και του εξωτερικοφ κόςμου, προσ μία υπερβατικι επίγνωςθ τθσ
αρμονίασ και τθσ ενότθτασ του κοςμικοφ ςυςτιματοσ που ςυμπεριλαμβάνει και το
ανκρϊπινο γζνοσ» (ςτο Μπροφηοσ, 2004, 173).
Στον κόςμο τον ανκρϊπων, ςτον αντίποδα του εντροπιαςτικοφ – κι, ενίοτε,
ντροπιαςτικοφ – φαινομζνου, κινθτιριοσ δφναμθ κακίςταται θ διαλεκτικι τθσ
αυτοανίχνευςθσ κι αυτοαποκάλυψθσ· αφορά ςτουσ τρόπουσ και ςτισ διαδικαςίεσ που
κα πρζπει να καλλιεργθκοφν, ϊςτε τα διαφορετικά δεδομζνα των ςτοιχείων μιασ
υποκειμενικότθτασ – αλλά κι αυτϊν που προκφπτουν ςτθ ςυνάντθςι τθσ με τισ άλλεσ
– να ςυλλειτουργιςουν5 για το κοινό καλό6, να μάκουν να χαίρονται ςτο αντάμωμά
τουσ και αλλθλζγγυα7, δθμιουργικά, να εξελίςςονται μζςα ςτο, επίςθσ, εξελιςςόμενο

5
«Ο άνκρωποσ χρθςιμοποιεί αυτό που αντιλαμβάνεται ότι είναι διαφορετικό από αυτόν, αλλά αναηθτά
μια κοινι κατανόθςθ και κοινι αρμονία με αυτό που εκείνοσ αντιλαμβάνεται ότι είναι ίδιο μ’ αυτόν. Θ
πρϊτθ αντίλθψθ οδθγεί ςτθ χειραγϊγθςθ και ςτθν αυκεντικι τεχνολογία· θ δεφτερθ αντίλθψθ οδθγεί
ςτθν κατανόθςθ και ςτθν αυκεντικι επιςτιμθ» (Rogers, 1980, 192-193).
6
Δανειηόμενθ, ςκζψεισ του Λλιζνκοφ για το κετικιςτικό ςφςτθμα, κα πω, πωσ το καλό είναι κοινό όταν,
«ςυμβιβάηει, όςο το δυνατό περιςςότερο μθ αντιφατικά και αρμονικά, όλεσ τισ πικανζσ αντιλιψεισ ς’
ζνα ‘ςφμπλεγμα’», όταν «είναι ςε κζςθ να ανακαλφπτει το ‘κοινό’ ανάμεςα ςε όλα τα πραγματικά
ςυγκρουόμενα και αντιφατικά μεταξφ τουσ ςυςτιματα» (Υποςθμείωςθ ςτο Ραυλίδθσ, 2006, 131-153).
7
Για τθν προςωποκεντρικι κεϊρθςθ θ ςυλλογικι εξουςία μπορεί να «υπάρξει μζςα από τθν
αναγνϊριςθ τθσ αλλθλεξάρτθςθσ, τθν αποδοχι των αναγκϊν και των ςυναιςκθμάτων των άλλων
103
ςχετίηεςκαί8 τουσ. Ζτςι, θ οργανιςμικι ςυμφωνία του προςϊπου κα μποροφςε να
αξιϊςει και να αξιωκεί τθν οργανιςμικι ςυμφωνία τθσ κοινωνίασ9 και εν γζνει τθσ
ηωισ. «Καλό, είναι αυτό που ενκαρρφνει τθν ακεραιότθτα του όλου» (Watson, 1996,
26).
Για τον Μπερξόν, αναφζρει ο Αγγελόπουλοσ10, «μια ηωικι ορμι, μια
ανεξζλεγκτθ ςκοτεινι δφναμθ δθμιουργεί, ουςιαςτικά, τον κόςμο και κινείται ανοδικά
ςε μια διαρκι προςπάκεια να εξυψϊςει και να εξευγενίςει τθν φλθ και το πνεφμα».
Σφμφωνα με τον Αγγελόπουλο (ο.π.) «ο Καηαντηάκθσ επιςθμαίνει ότι θ αλθκινι
απελευκζρωςθ του αμιχανου μοντζρνου ανκρϊπου πρζπει να αναηθτθκεί ςτθν
ανιδιοτζλεια και τθν ακατάπαυςτθ εςωτερικι πάλθ για να δϊςει τθ δικι του
απάντθςθ ςτα αρχζγονα μυςτιρια και ερωτιματα: αλθκινι ελευκερία ςθμαίνει να
παλεφεισ χωρίσ να καταδζχεςαι να ηθτάσ ανταμοιβι, λζει ο Καηαντηάκθσ, ν’ απομείνεισ
μόνοσ και ν’ αρχίςεισ να πλάκεισ εςφ, με μοναχά τθ δφναμι11 ςου, ζναν κόςμο που να
μθν ντροπιάηει τθν καρδιά ςου».
Θ ελευκερία, κατά τον Freire (1977, 44) «πρζπει να επιδιϊκεται επίμονα και
υπεφκυνα. Θ ελευκερία δεν είναι ζνα ιδανικό που βρίςκεται ζξω από τον άνκρωπο.
Οφτε μια ιδζα που γίνεται μφκοσ. Είναι θ απαραίτθτθ προχπόκεςθ για να μπορζςει να

κακϊσ και τθν κατανόθςθ ότι, αυτό που επθρεάηει ζναν από εμάσ, επθρεάηει όλουσ μασ» (Natiello, ςτο
Μζρυ, 2002, 256).
8
Το ενδιαφζρον του για τθν επικοινωνία, παρουςιάηει ο Rogers, ωσ πόκο διακαι. «Από τα πρϊτα
κιόλασ χρόνια μου αυτό ιταν κάτι που με ενδιζφερε με πάκοσ. Ρονοφςα όταν ζβλεπα τθν ανικανότθτα
επικοινωνίασ μεταξφ των ανκρϊπων» γράφει. «Ρροςπάκθςα να διευκολφνω τθ ςαφινεια τθσ
επικοινωνίασ μεταξφ ατόμων με τισ πιο διαφορετικζσ απόψεισ. Εργάςτθκα για τθν καλφτερθ
επικοινωνία μεταξφ ομάδων των οποίων οι αντιλιψεισ και οι εμπειρίεσ βρίςκονται ςε άκρα αντίκετα:
αλλοδαποί, άτομα με διαφορετικζσ κουλτοφρεσ, εκπρόςωποι διαφορετικϊν κοινωνικϊν τάξεων»
(Rogers, 1980, 64).
9
Κλειδί επιβίωςθσ χαρακτθρίηει ο Rogers τθ ςυμμετοχικι παρόρμθςθ και εξθγεί: «Οι άνκρωποι κα
απαιτοφν όλο και περιςςότερο να ςυμμετζχουν ςε επιλογζσ που επθρεάηουν τθ ηωι τουσ, ςτο
ςχεδιαςμό τθσ πολιτικισ, ςτθ λειτουργία κυβερνθτικϊν και βιομθχανικϊν οργανιςμϊν. Αυτοί οι
οργανιςμοί είναι πικανόν να γίνονται μικρότεροι κακϊσ οι μεγάλεσ γραφειοκρατίεσ καταρρζουν,
κακιςτϊντασ ςυνεπϊσ, δυνατι όλο και περιςςότερο τθ ςυλλογικι επιλογι. Ζνασ οργανιςμόσ κα τείνει
να γίνεται ο οργανιςμόσ μασ, ςτον οποίο εμείσ λαμβάνουμε αποφάςεισ, παρά ο οργανιςμόσ τουσ»
(Rogers, 1980, 263).
10
Τον Γάλλο φιλόςοφο επικαλείται ο Ράνοσ Αγγελόπουλοσ, με αφορμι τθν παρουςίαςθ τθσ δουλειάσ
του θ Αςκθτικι του Καηαντηάκθ, τθσ οποίασ τθ κεατρικι διαςκευι, ςκθνοκζτθςε. Θ Αςκθτικι,
υποςτθρίηει, «αποδεικνφεται ζνα προφθτικό ζργο των καιρϊν μασ. Μασ παροτρφνει να ςιωπιςουμε
ϊςτε να αφιςουμε τον αλθκινό εςωτερικό μασ κόςμο να ακουςτεί ενϊ, παράλλθλα, μασ εξοικειϊνει με
τισ μεγάλεσ αγωνίεσ που μασ οδθγοφν ςτα λυτρωτικά ςυλλογικά οράματα» (Από Δελτίο Τφπου για
παραςτάςεισ του Σεπτεμβρίου 2011, που διατζκθκε ςτα ΜΜΕ).
11
Μία δφναμθ που δθμιουργεί κόςμο ολάκερο, δεν μπορεί παρά να είναι μία δφναμθ αγάπθσ. «Είναι
αδφνατο να ηιςουμε βίο ανκρϊπινο χωρίσ αυτό το ηεφγοσ ςτοιχείων. Θ δφναμθ χωρίσ τθν αγάπθ
γίνεται μια κτθνωδία· θ αγάπθ χωρίσ τθ δφναμθ είναι κουραςτικι και αδφναμθ» (Johnson, 2002, 93).
104
αρτιωκεί ο άνκρωποσ». Επομζνωσ, δεν πρόκειται για επικυμία αλλά για απαραίτθτθ
ςυνκικθ ηωισ. Ζτςι, κακίςταται ανάγκθ και, ωσ τζτοια, δικαίωμα.
Θ παραδοχι τθσ ανάγκθσ για ελευκερία12, προκειμζνου ο άνκρωποσ να βιϊςει
τθν προςωπικι του αλικεια, είναι εκείνθ που του επιτρζπει13, παράλλθλα, να
αναγνωρίςει τθν ελευκερία και ωσ ανάγκθ του άλλου, καλλιεργϊντασ τθν
επικοινωνία14, το δθμοκρατικό του πνεφμα και τον ςεβαςμό ςτο διαφορετικό ωσ
δικαίωμα και όχι ωσ παραχϊρθςθ προνομίου. Για τον Μαρξ (ςτο Ραυλίδθσ, 2001, 18)
«θ ελεφκερθ ανάπτυξθ του κακενόσ είναι θ προχπόκεςθ τθσ ελεφκερθσ ανάπτυξθσ
όλων». Ο Rogers αναφερόμενοσ ςτισ ομάδεσ ςυνάντθςθσ τονίηει πωσ «όλα αυτά τα
διαφορετικά πρόςωπα ςυμμετζχουν ενεργά και ο κακζνασ από αυτοφσ ςυνειςφζρει
το δικό του ξεχωριςτό εαυτό ςτθ διαδικαςία» ... «θ κοινότθτα αναπτφςςεται μζςα
από τθ διαφορετικότθτα» (1980, 157-158). Γι’ αυτό και ςυμπεραίνει ότι «το πιο
προςωπικό είναι και το πιο κακολικό» (Rogers, 1961, 43).
Θ Χόρνεχ (1975, 7) επιςθμαίνει ότι «κάκε μορφωμζνοσ άνκρωποσ γνωρίηει
πωσ αυτό που κεωρείται φυςιολογικό παρουςιάηει παραλλαγζσ» και ακόμθ «ότι οι
παραλλαγζσ δεν ζχουν μόνο τα ικθ, αλλά κι οι ορμζσ και τα ςυναιςκιματα». Θ ζννοια
του φυςιολογικοφ για τθν ίδια, «αλλάηει, όχι μόνο, ανάλογα με τον πολιτιςμό αλλά
μεταβάλλεται και μζςα ςτον ίδιο ςτο πζραςμα του χρόνου». «Ο οργανιςμόσ μασ, ωσ
όλο, ζχει μια ςοφία και μία ςκοπιμότθτα που ξεπερνοφν τθ ςυνειδθτι μασ ςκζψθ»
λζει ο Rogers «Νομίηω ότι άνδρεσ και γυναίκεσ, μεμονωμζνα και ςυλλογικά,
απορρίπτουν τόςο με τον εςωτερικό τουσ κόςμο όςο και οργανικά τθν άποψθ τθσ
μιασ και μοναδικισ πραγματικότθτασ που γίνεται πολιτιςμικά αποδεκτι 15. Ριςτεφω
ότι κινοφνται αναπόφευκτα προσ τθν αποδοχι εκατομμυρίων ξεχωριςτϊν,

12
Στον Rogers θ ζννοια απαντάται με τρόπο ανάλογο του υπαρξιςμοφ. «Δεν υπάρχει ντετερμινιςμόσ, ο
άνκρωποσ είναι ελεφκεροσ· ο άνκρωποσ είναι θ ελευκερία του», υποςτθρίηει ο Σαρτρ (ο.π., 29).
13
«Πςο πιο βακιά μποροφμε να εξερευνιςουμε τθ δικι μασ λειτουργία και όςο περιςςότερο
μπορζςουμε να κατανοιςουμε τον εαυτό μασ, τόςο πικανότερο είναι να ανακαλφψουμε ότι αυτό που
είναι θ δικι μασ πραγματικότθτα ιςχφει, επίςθσ, και για τουσ άλλουσ» (Μζρυ, 2002, 254-255).
14
«Θ επικοινωνιακι μεκοδολογία προωκεί τθν καταλλθλότθτα, τθν εςτίαςθ ςτο μινυμα, τθ
ψυχογλωςςικι επεξεργαςία, τθ διακινδφνευςθ και τθν ελεφκερθ εξάςκθςθ (Rodgers & Rodgers, 1998)
μζςα από προςομοιϊςεισ καταςτάςεων, παιχνίδια ρόλων, αςκιςεισ μεταφοράσ πλθροφοριϊν και
πλθροφοριακϊν κενϊν. Θ ανταλλαγι πλθροφοριϊν, θ διαπραγμάτευςθ τθσ ςθμαςίασ και θ διεπίδραςθ
είναι οι επικοινωνιακζσ διεργαςίεσ που απαιτοφνται κατά τθν επικοινωνιακι προςζγγιςθ» (Γλζνθ,
ειςιγθςθ, 2009).
15
Ο Rogers ςυμβουλεφει: «Κα ιταν καλό ο φοιτθτισ να ζχει μια ευρεία εμπειρικι γνϊςθ του
ανκρϊπου ςτο πολιτιςμικό του περιβάλλον… Μια τζτοια γνϊςθ χρειάηεται να ςυμπλθρϊνεται από
εμπειρίεσ ηωισ ι ςυναναςτροφισ με άτομα διαφορετικϊν πολιτιςμικϊν επιρροϊν από εκείνεσ που
ζχουν διαπλάςει το φοιτθτι. Αυτι θ εμπειρία και θ γνϊςθ μου φαίνονται απαραίτθτεσ για να κάνει
δυνατι τθ βακιά κατανόθςθ ενόσ άλλου» (ςτο Μζρυ, 2002, 226).
105
ενδιαφερόντων, ςυναρπαςτικϊν, ενθμερωτικϊν, ατομικϊν αντιλιψεων τθσ
πραγματικότθτασ16. Το κεωρϊ πικανό θ άποψθ αυτι να αρχίςει να υπάρχει
αποτελεςματικά ςε πολλά μζρθ του κόςμου τθν ίδια ςτιγμι17. Αν είναι ζτςι, κα
αρχίςουμε να ηοφμε ςε ζνα τελείωσ νζο ςφμπαν, διαφορετικό από οποιοδιποτε ςτθν
ιςτορία» (Rogers, 1980, 95).
Ο ιςχυριςμόσ του φαντάηει, ενδεχομζνωσ, υπερβατικόσ και γι’ αυτό
αικεροβάμων, ωςτόςο, μπορεί να γίνει κατανοθτόσ υπό το εξισ πρίςμα. Το άτομο ςτθ
ροτηεριανι κεϊρθςθ γίνεται πρόςωπο, μακαίνοντασ18 να εντοπίηει και να
αναγιγνϊςκει ςτον εαυτό του εννοιολογικζσ καταςκευζσ19, ωσ απόρροια
ςτερεοτφπων, προκαταλιψεων20, ςτοχευμζνων ι μθ διδαχϊν21, μακθμζνων
ςυμπεριφορϊν, φόβων και αναςφαλειϊν που, καλλιεργϊντασ ζνα άγονο κι, ενίοτε,
επικίνδυνο22 πλαίςιο ςτάςεων και ςυμπεριφορϊν, το εξωκοφν ςτθ χριςθ
προςωπείων, μπλοκάρουν τον αυτοκακοριςμό του και αναχαιτίηουν τθν πραγμάτωςθ
του εαυτοφ, προκαλϊντασ οργανιςμικι αςυμφωνία. Αν, λοιπόν, το άτομο κατακτιςει

16
«Δεν υπάρχει παρά μια τερατϊδθσ ποικιλία από αντιφάςεισ και αντικζςεισ. Ραλιό και νζο!
Ρολιτιςμόσ και αγριότθτα! Κακία και πάκοσ! Εγωιςμόσ κάτω από προβιά προβάτου, εγωιςμόσ κάτω
από προβιά λφκου! Ρρολιψεισ και απιςτία! Δουλεία και δεςποτιςμόσ! Ραράλογθ φρόνθςθ και
παράφρων λογικι! Ευαιςκθςία χωρίσ πνεφμα και πνεφμα χωρίσ ευαιςκθςία! Λςτορία, εμπειρία,
παράδοςθ χωρίσ φιλοςοφία, φιλοςοφία χωρίσ εμπειρία! Ενεργθτικότθτα χωρίσ αρχζσ και αρχζσ χωρίσ
ενεργθτικότθτα! Αυςτθρότθτα χωρίσ ανκρωπιά και ανκρωπιά χωρίσ αυςτθρότθτα! Εφθςυχαςμόσ όπου
διαφαίνεται θ υποκριςία, και ντροπαλι αλαηονεία! Νζοι που πράττουν το αυτονόθτο και ϊριμοι άντρεσ
που παιδιαρίηουν! Κα μποροφςαμε να ςυνεχίηουμε τθ λιτανεία αυτι από τθν αυγι ζωσ τθ νφχτα χωρίσ
να εξαντλιςουμε οφτε το ζνα χιλιοςτό από το ανκρϊπινο χάοσ. Αλλά ζτςι πρζπει να είναι! Αυτά τα
χαρακτθριςτικά του πιο γνωςτοφ μζρουσ του ανκρϊπινου γζνουσ προεικονίηουν καταπλθκτικά
πράγματα. Ριςτεφω ςε μία μελλοντικι Επανάςταςθ όλων των πεποικιςεων και τρόπων
αναπαράςταςθσ που κα επιςκιάςει όλα όςα γνωρίςαμε ςτο παρελκόν» (Holderlin, Γράμμα ςτον Johann
Gottfried Ebbel, 10 Λανουαρίου 1797, Fragments de Poetique, 167-168).
17
Κα μποροφςε να ςυμβεί, γράφει «όπωσ θ απότομθ και ξεχωριςτι ανακάλυψθ των αρχϊν τθσ
κβαντικισ μθχανικισ από επιςτιμονεσ ςε διαφορετικζσ χϊρεσ» (Rogers, 1980, 95).
18
«Ο καλλιεργθμζνοσ, πνευματικόσ άνκρωποσ ςυμμετζχει ςτθν κακθμερινι ηωι χωρίσ να ταυτίηεται
μαηί τθσ, από τθ ςτιγμι που διακζτει και αςκεί τθν ικανότθτα του αναςτοχαςμοφ τόςο τθσ φπαρξισ
του, όςο και των ιδεϊν που τθν αντανακλοφν» (Ραυλίδθσ, 2003, 95).
19
«Θ ςχετιηόμενθ προςωπικι εννοιολογικι καταςκευι διαλφεται ςτθ ςτιγμι τθσ βίωςθσ, και ο πελάτθσ
νιϊκει απελευκερωμζνοσ από το προθγοφμενο ςτακεροποιθμζνο πλαίςιό του» (Rogers, 1980, 148).
20
«Θ κακθμερινι ςυνείδθςθ ςυνιςτά αποςπαςματικι, επιδερμικι, μθ ςυςτθματικι, ςυχνά
αντεςτραμμζνθ και ςτρεβλι απεικόνιςθ τθσ πραγματικότθτασ. Χαρακτθρίηεται από τθν φπαρξθ
ςτερεοτφπων και προκαταλιψεων, από επιπόλαιθ και ςυναιςκθματικι κεϊρθςθ των πραγμάτων»
(Ραυλίδθσ, 2003, 95-94).
21
«Διδαχτικαμε ότι είμαςτε αςφαλείσ και μασ αγαποφν, μόνο, υπό τον όρο να ςκεφτόμαςτε, να
αιςκανόμαςτε και να ςυμπεριφερόμαςτε με τον τρόπο που απαιτοφν οι άλλοι, ζςτω κι αν αυτοί οι όροι
ζρχονται ςε αντίκεςθ με τισ φυςικζσ μασ τάςεισ» (Μζρυ, 2002, 128).
22
Χόρνεχ χαρακτθρίηει το φόβο, τθν άμυνα, τθν καχυποψία για το κάκε τι και το άγχοσ, ςτοιχεία που
πριμοδοτοφν τθν κινθτιρια δφναμθ, όπωσ λζει, τθσ νευρωτικισ διαδικαςίασ. «Ο νευρωτικόσ άνκρωποσ
ζχει τθν εντφπωςθ πωσ του φράηει το δρόμο ο ίδιοσ του ο εαυτόσ» (Χόρνεχ, 1975, 11-12).
106
τουσ μθχανιςμοφσ και τισ δεξιότθτεσ23 να ξεπερνά τουσ προςωπικοφσ ςκοπζλουσ και
τθν εντροπία τθσ ψυχισ και τθσ ηωισ, κα μποροφςε να αξιοποιιςει τθ ςυγκεκριμζνθ
γνϊςθ κι εμπειρία24 ςτθ διαχείριςθ25 τθσ αταξίασ, αποςκοπϊντασ ςτθν οργανιςμικι
ςυμφωνία του προςϊπου αλλά και τθσ κοινωνίασ του26.
Ο Μζρυ (2002, 28) δθλϊνει ότι «θ ανκρωπιςτικι ψυχολογία δεν είναι
πολιτικι, ζχει όμωσ μια πολιτικι διάςταςθ, ςτο ότι αμφιςβθτεί τισ δομζσ εξουςίασ οι
οποίεσ εμφανίηονται να ςυντρίβουν27 τουσ ανκρϊπουσ που ελζγχονται από αυτζσ».
«Ο άνκρωποσ είναι το μζλλον του» υποςτθρίηει ο Σαρτρ, «όποιοσ κι αν είναι αυτόσ ο
άνκρωποσ, ζχει ζνα μζλλον να πραγματοποιιςει, ζνα μζλλον παρκζνο που τον
αναμζνει» (Σαρτρ, ο.π., 30). Και απζναντι ςτο μζλλον αυτό, ο Rogers τον κζλει
υπεφκυνο και δραςτιριο28, αφοφ ο άνκρωποσ είναι αυτόσ που «κακορίηει το
πεπρωμζνο του. Συνεπϊσ, ο ζλεγχοσ βρίςκεται μζςα ςτο άτομο παρά ζξω από αυτό,
ςτο κοινωνικό πλαίςιο αναφοράσ» (Bimrose ςτο Μζρυ, 2002, 219).
Οι Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ (ο.π., 198) υποςτθρίηουν πωσ ο Rogers
ςκιαγραφεί, ωσ πολιτικό του πιςτεφω, τθν άμεςθ δθμοκρατία. Γεγονόσ που
παραπζμπει ςτον Καςτοριάδθ, για τον οποίο θ τελευταία ζχει «απόλυτθ οντολογικι
αξία» και ςυνιςτά «το πιο αποτελεςματικό μζςο ωρίμανςθσ τθσ ςχζςθσ μεταξφ του
ανκρϊπου και των δθμιουργιϊν του – κεςμϊν, αξιϊν, φανταςιακϊν ςθμαςιϊν»
(Χαριτόπουλοσ, 2004, 15).

23
«Ο κοινόσ νουσ» υποςτθρίηει ο Γκράμςι «δεν είναι κάτι άκαμπτο και ςτατικό, αλλά μεταλλάςςεται
διαρκϊσ, εμπλουτίηεται με επιςτθμονικζσ ιδζεσ και φιλοςοφικζσ απόψεισ που ζχουν ειςχωριςει ςτθν
κακθμερινι ηωι» (ςτο Ραυλίδθσ, 2003,95).
24
Ο Dewey βλζπει τθν εμπειρία ωσ κοινωνικι διαδικαςία και τθν κοινι ςυμμετοχι ωσ ςυςτατικό
ςτοιχείο του κφριου φορζα ελζγχου. Θ άςκθςθ εξουςίασ και ελζγχου, αφετζρου, δεν είναι αποτζλεςμα
αυκαιρεςίασ αλλά προϊόν κοινισ δουλειάσ τθσ ομάδασ που προωκεί το ςυμφζρον τθσ, με τθ ςυμμετοχι
όλων των εμπλεκομζνων ςε αυτι (Ηιϊγου, 2002, 277).
25
«Θ φπαρξθ τθσ δθμοκρατίασ βαςίηεται ςε αυτόνομα και ελεφκερα άτομα» (Rogers ςτο Bertrand
&Valois, 2000, 322).
26
«Οι άνκρωποι αποτελοφν ζνα απόλυτα αυτοδθμιουργοφμενο είδοσ ωσ προσ τον τρόπο φπαρξισ
τουσ» υποςτθρίηει ο Καςτοριάδθσ. Άρα δφνανται να διαφοροποιιςουν τθ ςχζςθ μεταξφ τθσ κοινωνίασ
και των κεςμϊν τθσ και επιπλζον μποροφν να ξεπεράςουν τθν «αυτοαποξζνωςθ, τόςο του κάκε
ατόμου όςο και τθσ κάκε κοινωνίασ, μζςα από τθν ανάπτυξθ μιασ διαφορετικισ ςχζςθσ μεταξφ των
ανκρϊπων και τθσ ριηικισ δθμιουργικότθτάσ τουσ» (ςτο Χαριτόπουλοσ, 2004, 67 & 15).
27
Ο Freire αναφζρεται ςτο ςφςτθμα, το οποίο αντιμετωπίηοντασ τουσ ανκρϊπουσ ωσ αντικείμενα και
απαιτϊντασ τθν προςαρμογι τουσ ςτθ δικι του λογικι, τουσ καταποντίηει όλο και περιςςότερο ςτθν
«κουλτοφρα ςιωπισ» (1977, 13).
28
«Από τθ ςτιγμι που τόςο θ βιολογικι φπαρξθ όςο και θ μάκθςθ και θ ανάπτυξθ περνοφν μζςα από
το περιβάλλον και τθ ςχζςθ με αυτό, το άτομο εξαρτάται από το περιβάλλον του και κακορίηεται από
αυτό και τουσ νόμουσ που το διζπουν, αλλά αυτό δε ςθμαίνει αναγκαςτικά ότι είναι υποταγμζνο.
Σθμαίνει ότι κακορίηεται από αυτοφσ τουσ νόμουσ, όπωσ όλοι και όλα, και παράλλθλα ςυναλλάςςεται
ελεφκερα και ιςότιμα, δίνει και παίρνει, ςυναντά, κοινωνεί, με δικι του απόφαςθ, βοφλθςθ και
ελευκερία» (Μπακιρτηισ, 2003, 283).
107
Σε κείμενό του με τίτλο «Θ πολιτικι μου τοποκζτθςθ», ο ίδιοσ ο Rogers (1985,
126) μεταξφ άλλων, παρακζτει: «Δεν ξζρω κανζνα πολιτικό κόμμα ι κυβζρνθςθ που
να λειτουργοφν ακριβϊσ πάνω ςε αυτζσ τισ βάςεισ. Ριςτεφω, όμωσ, ότι υπάρχει
πράγματι θ τάςθ για μεγαλφτερθ ςυμμετοχι ςτθ διακυβζρνθςθ και μια αυξανόμενθ
δυςπιςτία προσ τουσ αυταρχικοφσ κεςμοφσ κάκε είδουσ, γι’ αυτό και δεν
απελπίηομαι». Στον επίλογο του εν λόγω κειμζνου, χαρακτθρίηοντασ τθν πολιτικι του
τοποκζτθςθ ιδεαλιςτικι και ριηοςπαςτικι, καταλιγει λζγοντασ: «Από τθν εμπειρία τθ
δικι μου και των άλλων φαίνεται ότι καταπλθκτικζσ δυνατότθτεσ δθμιουργίασ
καρποφοροφν όταν τα άτομα είναι ικανά να κζςουν ζςτω και εν μζρει αυτζσ τισ
πολιτικζσ αρχζσ ςε εφαρμογι» (ο.π. 126-127).
Τισ κζςεισ (ο.π. 125) που τον κακιςτοφν πολιτικά ικανοποιθμζνο ςυνοψίηει ωσ
εξισ :
 Κάκε μζλοσ βοθκιζται να ςυνειδθτοποιιςει29 τθν εξουςία και τθ δφναμθ που
ζχει και ςυμμετζχει30, ολόψυχα και υπεφκυνα, ςε κάκε απόφαςθ που το
αφορά.
 Τα μζλθ τθσ ομάδασ μακαίνουν ότι θ κατανομι31 τθσ εξουςίασ είναι πιο
ικανοποιθτικι από τθν προςπάκεια να χρθςιμοποιείται αυτι για τον ζλεγχο
των άλλων32.
 Θ ομάδα βρίςκει τρόπουσ να παίρνει αποφάςεισ που ικανοποιοφν τισ ανάγκεσ
και τισ επικυμίεσ του κακενόσ33. Κάκε μζλοσ τθσ ομάδασ ςυνειδθτοποιεί τισ

29
Ο Freire επιςθμαίνει πωσ «δεν πρζπει να ξεχνοφμε ότι τθν άφωνθ κουλτοφρα δεν τθν επιβάλλουν
μόνο εξωτερικοί παράγοντεσ, που όταν λείψουν, αυτόματα ελευκερϊνεται θ φωνι. Κα χρειαςτεί θ
αγωγι των καταπιεςμζνων για να μπορζςει ο καταπιεηόμενοσ να αποκθρφξει το είδωλο του
καταπιεςτι, που ζχει κρονιάςει μζςα του. Με τθν αποκιρυξθ του ειδϊλου, ο καταπιεηόμενοσ αρχίηει
να βλζπει κριτικά τθν πραγματικότθτα και από τθ ςτιγμι αυτι απελευκερϊνεται» (1977, 13).
30
Στο πρϊτο κεφάλαιο του βιβλίου του Εκπαίδευςθ και Εξουςία (1993) ο Apple, αναπτφςςοντασ τθ
κεωρία τθσ αντίςταςθσ, δθλϊνει πωσ οι καταπιεςμζνοι δε κεωροφνται πακθτικά αντικείμενα απζναντι
ςτθν εξουςία και ότι αυτι δεν είναι μονοδιάςτατθ αλλά αςκείται μζςα από τισ αντιφάςεισ που
χαρακτθρίηουν τθ ςφγχρονθ κοινωνία. Στοχεφοντασ, λοιπόν, ςτθν απελευκζρωςθ των ανκρϊπων,
ιςχυρίηεται πωσ θ αλλαγι τθσ κοινωνίασ μπορεί να επζλκει μζςα από τθν εκμετάλλευςθ αυτϊν των
αντιφάςεων. Αναφερόμενοσ ςτον άγραφο νόμο τθσ αντίςταςθσ μακθτϊν τε και εκπαιδευτικϊν,
υποςτθρίηει πωσ οι τελευταίοι, εκτόσ από τθν αγάπθ για τθν εκπαίδευςθ, κα πρζπει να αναπτφξουν
επαγγελματικό ικοσ κακϊσ και κοινωνικι αλλθλεγγφθ.
31
Ο Καςτοριάδθσ ςχολιάηει: «Οι αντιπροςωπευτικζσ δθμοκρατίεσ βαςίηονται ςτθν αβάςιμθ ιδζα ότι με
κάποιον τρόπο ζνασ και μόνον αντιπρόςωποσ ενςαρκϊνει τισ ςκζψεισ και τισ επικυμίεσ χιλιάδων
ψθφοφόρων (ςτο Χαριτόπουλοσ, 2004, 16).
32
Θ κοινότθτα, απεταξάμενθ το ανταγωνιςτικό πνεφμα που υποκάλπει ςυλλογικοφσ εγωιςμοφσ,
μετουςιϊνεται ςε αυκεντικι μορφι ςυλλογικότθτασ. Διότι θ αλλθλεγγφθ και ςυνεργαςία ςτο
εςωτερικό ομάδων, ςυλλόγων, κοινοτιτων κ.λ.π. μπορεί, κάλλιςτα, να εγγράφεται ςε ζνα ευρφτερο
πλαίςιο ανταγωνιςτικϊν κοινωνικϊν ςχζςεων, να ςυνιςτά τρόπο κομφορμιςτικισ προςαρμογισ ςτισ
ςχζςεισ αυτζσ και, ςυνεπϊσ, τρόπο αναπαραγωγισ τουσ (βλ. Ραυλίδθσ, 2006, 175).
108
ςυνζπειεσ που κα ζχει κάποια απόφαςθ τόςο για τα ίδια τα μζλθ τθσ ομάδασ
όςο και για τον ζξω κόςμο34.
 Κάκε μζλοσ προωκεί τθν εφαρμογι κάποιασ απόφαςθσ τθσ ομάδασ μζςα από
τον αυτοζλεγχο τθσ ςυμπεριφοράσ του.
 Ο κακζνασ αιςκάνεται ότι θ δφναμι του μεγαλϊνει ολοζνα και περιςςότερο35.
 Κάκε άτομο – αλλά και το ςφνολο τθσ ομάδασ – είναι ευζλικτο, ανοιχτό ςε
αλλαγζσ, κεωρεί, δε, ότι οι προθγοφμενεσ αποφάςεισ μποροφν πάντα να
ανακεωρθκοφν
Είναι προφανζσ πωσ θ ευκφνθ απζναντι ςτον εαυτό αλλά και ςτθν κοινότθτα
αποκτά ςθμαίνοντα ρόλο. «Ζνα από τα πιο βαςικά ςτοιχεία για επιβίωςθ, είναι θ
ανάπτυξθ μεγαλφτερθσ αίςκθςθσ τθσ ςυνεργαςίασ, τθσ κοινωνίασ και τθσ ικανότθτασ
να εργαηόμαςτε μαηί για το κοινό καλό, όχι, απλϊσ, για προςωπικι ενίςχυςθ» (Rogers,
1980, 263) υποςτθρίηει, γι’ αυτό και καταλιγει ςτο ςφνκθμα: Να Είςαι ο Εαυτόσ Σου –
Οικοδόμθςε Κοινότθτα.
Για τθν Αρβελζρ (ο.π.) θ ευκφνθ του ανκρϊπου απζναντι ςτον εαυτό και ςτουσ
άλλουσ, αποτελεί κεμελιϊδθ αρχι. «Το να παίρνει κανείσ τθ ηωι του ςτα δικά του
χζρια» λζει, «ζχοντασ τθν ευκφνθ του εαυτοφ του κι όχι κάνοντασ, απλϊσ, ό,τι πρζπει»
είναι θ απάντθςθ ςτισ αντιξοότθτεσ και ο τρόποσ επίλυςθσ των προβλθμάτων του.
Στθν υπευκυνότθτα, ο Φρανκλ36 διακρίνει τθν ίδια τθν ουςία τθσ ανκρϊπινθσ
φπαρξθσ. «Δε κα ζπρεπε κανείσ να ψάχνει ζνα αφθρθμζνο νόθμα ηωισ» γράφει. «Ο
κακζνασ ζχει τθ δικι του οριςμζνθ κλίςθ ι τθ δικι του οριςμζνθ αποςτολι ςτθ ηωι,
ϊςτε να επιτελζςει μια ςυγκεκριμζνθ ανάκεςθ που ηθτά εκπλιρωςθ. Εκειδά, δεν
μπορεί να αντικαταςτακεί, μιτε θ ηωι του μπορεί να επαναλθφκεί. Ζτςι, το κακικον

33
«Πταν τα μζλθ μιασ κοινωνίασ κεωροφν προχπόκεςθ τθσ ανάπτυξισ τουσ τθν ελεφκερθ ανάπτυξθ
του κάκε ατόμου, τότε κεωροφν το κάκε άτομο, ςτθν αμεςότθτά του, οργανικό μζλοσ τθσ κοινωνίασ»
(Βλ. Ραυλίδθσ, 2001, ςτο: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/prosopikaxiol.htm).
34
Στθν Εκπαίδευςθ για τθν Ειρινθ, ςθμαντικότερο όλων κακίςταται θ «ευαιςκθτοποίθςθ του
ανκρϊπου ςτα ςφγχρονα προβλιματα τθσ ανκρωπότθτασ και θ ςυνειδθτοποίθςθ τθσ παγκόςμιασ
αλλθλεξάρτθςθσ ζτςι ϊςτε ο κακζνασ να μπορεί να παίξει το ρόλο του ςτθν αντιμετϊπιςθ και επίλυςθ
αυτϊν των προβλθμάτων» (Ραπαδοποφλου, 1990, 27).
35
«Τα αποτελζςματα μιασ τζτοιασ μετατόπιςθσ ςτο πολιτικό οικοδόμθμα είναι μια μεταμόρφωςθ
αξιϊν. Θ αλλθλεξάρτθςθ, θ μζριμνα, θ ςυμπόνια, θ ςυνεργαςία και θ ειρθνικι διαδικαςία
αντικακιςτοφν τθν ιςχυρι εξάρτθςθ, τθν κυριαρχία, τον ανταγωνιςμό και τθ λανκάνουςα βία…που
χαρακτθρίηουν τθν επικρατζςτερθ αυταρχικι δομι» (Natiello ςτο Μζρυ, 2002, 259).
36
Σφμφωνα με τον ίδιο, θ λογοκεραπεία – τθν οποία ειςθγείται – οφτε διδάςκει οφτε κθρφςςει. Είναι,
εξίςου, απομακρυςμζνθ από τθ λογικι αιτιολόγθςθ, όςο και από τθν θκικολογικι νουκεςία.
Εναπόκειται, ςυνεπϊσ, ςτον αςκενι να αποφαςίςει εάν κα πρζπει να εκλάβει ωσ κακικον του ςτθ ηωι
να είναι υπεφκυνοσ απζναντι ςτθν κοινωνία ι απζναντι ςτθν ίδια του τθ ςυνείδθςθ (2010, 168-169).
109
κακενόσ είναι τόςο μοναδικό, όςο θ ςυγκεκριμζνθ ευκαιρία του να το φζρει ςε
πζρασ». Και είναι αυτό το κακικον που ορίηει τθν ευκφνθ του απζναντι ςτθν κοινωνία
και ςτθν ίδια του τθ ςυνείδθςθ.
Θ προςωποκεντρικι κεωρία του Rogers επικεντρϊνεται ςτο πρόςωπο χωρίσ να
το κακιςτά λατρευτικό υποκείμενο. Θ ροτηεριανι κεϊρθςθ δεν είναι
προςωπολατρευτικι37 οφτε φιλανκρωπικι38. Είναι προςωποκεντρικι και
ανκρωπιςτικι. Θ ζννοια του πελάτθ δε ςχετίηεται με το πνεφμα39 τθσ επιχειρθματικισ
ριςθσ «ο πελάτθσ ζχει πάντα δίκιο». Τοφτθ ορίηει επιλεγμζνθ πολιτικι και πρακτικι
με ςκοπό το ίδιον όφελοσ40. Εν προκειμζνω, όμωσ, δεν αποηθτάται ικανοποίθςθ
ετεροκακοριηόμενων επιχειρθςιακϊν ςυμφερόντων και ςκοπιμοτιτων. Θ κεωρία
αγωνιά και εργάηεται για τθν ανάδειξθ του προςϊπου ωσ αυτόνομου και ανεξάρτθτου
όντοσ, το οποίο, μακαίνοντασ πϊσ να μακαίνει και πϊσ να τολμά, αυτοπραγματϊνεται
για το καλό του ανκρϊπου και τθσ κοινωνίασ του.
Θ κεωρία, άλλωςτε, δεν αντιλαμβάνεται τον άνκρωπο περιχαρακωμζνο 41 ςε
ζνα αυςτθρά προςωπικό πλαίςιο, φίλαυτο 42 κι αυτοαναφορικό. Σφμφωνα με τον
αποδομιςμό, δεν υπάρχει τίποτα ζξω από το κείμενο43· για τον Rogers, ςυγκειμενικό

37
Δε ςχετίηεται με καμίασ μορφισ προςωπολατρία. Για τα δεινά τθσ τελευταίασ ζχει τοποκετθκεί με
ενδιαφζροντα τρόπο ο Χρουτςόφ. Κατά τθν άποψι του, ο όροσ ςθμαίνει εξφμνθςθ μιασ
προςωπικότθτασ, μετατροπι τθσ ςε κάποιο είδοσ υπερανκρϊπου, ο οποίοσ διακζτει υπερφυςικζσ
ιδιότθτεσ και παρομοιάηεται με το Κεό (Χρουςτςόφ, 2007, 9).
38
Στθν Αγωγι των καταπιεςμζνων, ο Freire (1977) ςχολιάηει το ςτοιχείο τθσ φιλανκρωπίασ ςτο χϊρο
τθσ εκπαίδευςθσ.
39
Θ ροτηεριανι φιλοςοφία ςυγγενεφει με το πνεφμα του διαφωτιςμοφ και τθ ςυλλογιςτικι του
Βολτζρου που αναγνωρίηει ςτον κακζνα το δικαίωμα να πρεςβεφει αυτό που πιςτεφει και ςτον ίδιο,
τθν υποχρζωςθ υπεράςπιςθσ αυτοφ του δικαιϊματοσ.
40
Στο management o πελάτθσ γίνεται εργαλείο ςτθν επίτευξθ ετερόνομων βλζψεων. Θ ςτάςθ και κατ’
επζκταςθ θ ςυμπεριφορά απζναντί του – ςαν να πρόκειται για ζνα πρόςωπο ξεχωριςτό και απόλυτα
δικαιωμζνο – είναι απόρροια μιασ επιλεγμζνθσ, διαχειριςτικισ ςτάςθσ και ςυμπεριφοράσ,
προκειμζνου ο νουσ που επιχειρεί να πετφχει τουσ δικοφσ του ςτόχουσ.
41
«Στθ Σορβόννθ λζμε ότι όλα τα παιδιά του κόςμου ζρχονται για να μάκουν κάτι, πλθν των Ελλινων
που ζρχονται για να μάκουν όλα, ςε όλουσ...Το να ζχεισ εμπιςτοςφνθ ςτον εαυτό ςου χωρίσ να ζχεισ
τθν ευκφνθ των πράξεϊν ςου, ςε απομονϊνει» ςχολιάηει θ Αρβελζρ (ο.π.). Σ’ αυτιν τθν περίπτωςθ, θ
απομόνωςθ παρερμθνευμζνθ, αντί μοναξιάσ, γίνεται εςφαλμζνα αντιλθπτι ωσ μοναδικότθτα.
42
«Πταν μιλάτε για ναρκιςςιςμό κζλω να φωνάξω δυνατά και να πω: αυτό δεν είναι αλικινό!» αντιδρά
ο Rogers ςε ςχετικζσ επικρίςεισ του May. Απεναντίασ, υποςτθρίηει πωσ τα άτομα που ειςζρχονται ςτισ
ομάδεσ «γίνονται περιςςότερο ρεαλιςτζσ κοινωνικά και, επιπλζον, επικυμοφν να δραςτθριοποιθκοφν.
Οι άνκρωποι που δεν ζχουν ςυνείδθςθ των κοινωνικϊν ηθτθμάτων γίνονται πιο ενιμεροι και επιλζγουν
ρεαλιςτικζσ ενζργειεσ ςε τζτοια ηθτιματα. Ο παράλογοσ κυμόσ και θ βία εξουδετερϊνονται μερικζσ
φορζσ και αυξάνεται μια περιςςότερο ρεαλιςτικι δραςτθριότθτα» (ςτο Κοςμόπουλοσ &
Μουλαδοφδθσ, 2009, 199).
43
Ο Ντεριντά διευκρινίηει: «Χρειάηεται να προςζξουμε για να μθν το παρερμθνεφςουμε, εννοϊντασ ωσ
κείμενο, ζνα βιβλίο. Το να λζγαμε "δεν υπάρχει τίποτα ζξω από το βιβλίο" κα ιταν ανόθτο. Το κείμενο
πρζπει να γίνει αντιλθπτό με μια γενικευμζνθ ζννοια, που φτάνει ωσ το να ςυμπεριλαμβάνει ολόκλθρο
τον κόςμο ωσ ζνα ςφνολο από ίχνθ»
110
πλαίςιο αποτελεί το γόνιμο πεδίο μζςα ςτο οποίο λαμβάνουν χϊρα όλεσ εκείνεσ οι
διεργαςίεσ των αλλαγϊν που οι εμπειρίεσ ορίηουν, τόςο ενδομφχωσ, όςο και ςτθν
κοινωνικι και κοινωνικοποιθτικι, του προςϊπου, διάςταςθ. Είναι ο τρόποσ που το
πρόςωπο αποκτά εμπιςτοςφνθ44 ςτον εαυτό του, γίνεται υπεφκυνο και ωριμάηει45.
«Κάκε άτομο» κα πει «τείνει να χρθςιμοποιεί τθν ευκαιρία για να γίνει όλα αυτά που
μπορεί να γίνει. Θ ποικιλομορφία46 και θ διαφορετικότθτα47, θ μοναδικότθτα του να
είναι κανείσ εγϊ, γίνονται βιϊματα. Αυτό το ίδιο το χαρακτθριςτικό του ςαφοφσ
διαχωριςμοφ τθσ ςυνείδθςθσ, φαίνεται να ανυψϊνει το επίπεδο τθσ ομάδασ 48 ςτθν
ενότθτα τθσ ςυνείδθςθσ» (Rogers, 1980, 156). Γι’ αυτό και δθλϊνει: «Ζχω βρει το
πρόςωπο ςε εκείνουσ που αγωνίηονται για τθν ανάπτυξι τουσ και για ζναν νζο
κόςμο» (Rogers ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 99).
Γι’ αυτό και ο Rogers (1988, 13) απαιτεί τθ ςθμαντικι μάκθςθ που ςτθρίηεται
ςτθν προςωπικι εμπειρία49 και περικλείει αυτόβουλθ δραςτθριοποίθςθ50,

(ςτο: www.enet.gr/online/online_text?c=113&id=92561764).
44
«Σχεδόν όλοι οι ερευνθτζσ ςυμφωνοφν ότι θ βάςθ για τθν αυτο-υπονομευτικι ςυμπεριφορά είναι θ
παρουςία ςυναιςκθμάτων αβεβαιότθτασ: αβεβαιότθτα για τθ κετικι ζκβαςθ του επιτελοφμενου ζργου
ι τθν πικανότθτα αποφυγισ ενόσ αρνθτικοφ αποτελζςματοσ» (Λεοντάρθ, 2006,129).
45
Ωριμότθτα «ςθμαίνει ςυναίςκθμα ελευκερίασ που οδθγεί ςε πλοφςιο και αναπτυγμζνο κόςμο
ενορμιςεων και επικυμιϊν, γνϊςεων, δεξιοτιτων και ικανοτιτων, ικανϊν να επιτρζπουν τθ βακιά
ικανοποίθςθ ςτθ ηωι μζςα από αυτό που ιδθ ζχει κατακτθκεί, όπωσ και μζςα από τθν ςυνεχι
επαναπροςδιοριςμό, τθν ανίχνευςθ, τθν ανακάλυψθ και τθ δθμιουργία, δίχωσ όμωσ κίνδυνο κυρίευςθσ
από το άγχοσ και τθν αγωνία» (Μπακιρτηισ, 2003, 278).
46
«Θ ποικιλότθτα είναι το κλειδί για τθν επιτυχία» πιςτεφει ο Watson. «Κάκε απϊλεια ςτθν
ποικιλότθτα ςθμαίνει μείωςθ των δυνατοτιτων διαςφνδεςθσ και ςυνεργαςίασ και μια αντίςτοιχθ
απϊλεια οργανικισ αλκισ. Θ απϊλεια αυτι είναι προοδευτικι. Κακϊσ υποχωρεί θ ποικιλότθτα,
μειϊνονται και οι πικανότθτεσ για αλλαγι και τελικά υποβακμίηεται ολόκλθρο το ςφςτθμα» (1996, 63).
47
«Το ςυνθκζςτερο, μοτίβο ςυμπεριφοράσ ςτθν κοινωνία μασ είναι πωσ κάκε άνκρωποσ πρζπει να
νιϊκει, να ςκζφτεται και να πιςτεφει τα ίδια πράγματα μ’ εμζνα. Δυςκολευόμαςτε πολφ να
επιτρζψουμε ςτα παιδιά, τουσ γονείσ ι τουσ ςυντρόφουσ μασ να αιςκανκοφν διαφορετικά από εμάσ
ςχετικά με ςυγκεκριμζνα ηθτιματα ι προβλιματα. Δεν μποροφμε να επιτρζψουμε ςτουσ αςκενείσ ι
ςτουσ ςπουδαςτζσ μασ να διαφζρουν από εμάσ ι να χρθςιμοποιιςουν τθν εμπειρία τουσ με τουσ
δικοφσ τουσ προςωπικοφσ τρόπουσ. Σε εκνικό επίπεδο δεν μποροφμε να επιτρζψουμε ςε ζνα ζκνοσ να
νιϊςει διαφορετικά από ό,τι εμείσ» (Rogers, 1961, 38).
48
«Ππωσ ζνα άτομο διακζτει δεξιότθτεσ ςυναιςκθματικισ νοθμοςφνθσ, ζτςι και μια ομάδα ατόμων
που εργάηονται μαηί, ζχει ςυλλογικι ςυναιςκθματικι νοθμοςφνθ»...«Θ ομαδικι ςυναιςκθματικι
νοθμοςφνθ είναι ο τρόποσ με τον οποίο τα μζλθ τθσ ομάδασ ςχετίηονται μεταξφ τουσ, παίρνουν
αποφάςεισ και αντιδροφν απζναντι ςε άλλεσ ομάδεσ»...«Θ βαςικι δεξιότθτα επίγνωςθσ είνα θ
ικανότθτα να αναγνωρίηει και να κατανοεί κάποιοσ τα ςυναιςκιματα μόλισ εμφανίηονται ςτα μζλθ τθσ
ομάδασ. Οι τζςςερισ βαςικζσ δεξιότθτεσ τθσ ομαδικισ ςυναιςκθματικισ νοθμοςφνθσ είναι θ
ςυναιςκθματικι επίγνωςθ, θ διαχείριςθ των ςυναιςκθμάτων, κακϊσ και θ διαχείριςθ τόςο εςωτερικϊν
όςο και εξωτερικϊν ςχζςεων» (Bradberry & Greaves, 2006, 159-160).
49
Ο Dewey (ςτο Κογκοφλθ, 1984, 59) όντασ οπαδόσ του πραγματιςμοφ και υποςτθρικτισ τθσ άποψθσ θ
μάκθςθ μζςα από τθν πράξθ, δζχεται ότι οι απαρχζσ κάκε μάκθςθσ πρζπει να μπολιάηονται πάνω ςτθν
πείρα που ζχουν ιδθ τα παιδιά. Και θ πείρα αυτι πλουτιςμζνθ από τισ ανεπτυγμζνεσ με τθν άςκθςθ
ικανότθτεσ πρζπει με τθ ςειρά τθσ να χρθςιμεφει ςαν ξεκίνθμα για τθν κατοπινι διδαςκαλία.
50
«Θ παιδαγωγία αποτελεί ειδοποιό γνϊριςμα, ακριβϊσ, τθσ ϊριμθσ εργαςίασ, τθσ εργαςίασ ωσ
εςωτερικισ ανάγκθσ και ελεφκερθσ πολιτιςμικισ δραςτθριότθτασ» (Ραυλίδθσ, 2008, 156).
111
πρωτοβουλία, ςυνειδθτζσ επιλογζσ και αξιοποίθςθ του υπάρχοντοσ δυναμικοφ,
ςυμπεριλαμβάνει ολόκλθρο το άτομο και το κφριο χαρακτθριςτικό τθσ είναι το
νόθμα51. Το τελευταίο, ωσ υπόκεςθ προςωπικι του κακενόσ, αναδεικνφεται ςε
κεμελιϊδθ αρχι τθσ ροτηεριανισ μάκθςθσ. Ο ειςθγθτισ τθσ επικυμεί οι μακθτζσ να
επιλζγουν το υλικό τουσ, να κακορίηουν το είδοσ τθσ γνϊςθσ που χρειάηονται, που
είναι ενδιαφζρουςα και ςθμαίνουςα για τουσ ίδιουσ, το ρυκμό και τουσ τρόπουσ που
κα τθν κατακτιςουν, ειςπράττοντασ χαρά και ικανοποίθςθ. Ραραχωρϊντασ
ελευκερία επικυμεί να καλλιεργιςουν τθν πρωτοβουλία και τθν αυτονομία.

Ο Γζρου γράφει: «Μακαίνει κανείσ τθ δθμοκρατία, όταν αςκεί τθ δθμοκρατία»


(ςτο Freire, 1977, 16). Για τον Freire (ο.π.) θ παιδεία του μζλλοντοσ είναι ςυνδεδεμζνθ
με τθ ηωι, κζτει προβλθματιςμοφσ και δε ςυνιςτά λογοκοπικι κουλτοφρα – κάτι που
αντιςτοιχεί ςτθν ανεπάρκεια του διαλόγου και τθσ ζρευνασ. Οφςα δθμοκρατικι δε
φοβάται τθ δθμιουργικι ςυηιτθςθ και κακίςταται μία πράξθ αγάπθσ, αποκαλυπτικι,
ανακαλυπτικι και, κατά ςυνζπεια, μια πράξθ κάρρουσ.
«Οι άνκρωποι είναι, ακριβϊσ, εκείνοι που αλλάηουν τισ περιςτάςεισ»52
υποςτθρίηει ο Μαρξ (ςτο Ραυλίδθσ, 2003, 91) ςχολιάηοντασ τθν «υλιςτικι κεωρία που
κζλει τουσ ανκρϊπουσ, προϊόντα των περιςτάςεων και τθσ παιδείασ αλλά και τουσ
αλλαγμζνουσ ανκρϊπουσ, προϊόντα άλλων περιςτάςεων και διαφορετικισ παιδείασ.
Επίςθσ, δίνει ζμφαςθ ςτον παιδαγωγό που ζχει κι αυτόσ ανάγκθ να παιδαγωγθκεί».
Για τον Rogers, θ διαδικαςία τθσ αλλαγισ ςυνιςτά ουςιαςτικό ηθτοφμενο αλλά και
κινθτιριο δφναμθ αυτοπραγμάτωςθσ, μακθτι τε και εκπαιδευτικοφ53. Ο Buber (ςτο
Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 58-59) λζει πωσ ο βοθκόσ μζςα από τθ ςχζςθ54

51
Ο Μακάρενκο ειςάγει τον όρο προοπτικι – ζννοια κεμελιϊδουσ ςθμαςίασ ςτθ κεωρία του –
προκειμζνου να ορίςει «τθν πορεία του ανκρϊπου προσ ζνα ανοιχτό, δθμιουργικό, καλφτερο μζλλον. Θ
ςυνειδθτοποιθμζνθ προοπτικι μετατρζπεται ςε ςκοπό των ανκρϊπινων ενεργειϊν, κινθτοποιεί και
κακοδθγεί τθν προςωπικότθτα ςτισ προςπάκειεσ για υπζρβαςθ και πρόοδο, νοθματοδοτεί τθν φπαρξθ
του ατόμου ςτο εκάςτοτε παρόν» (Ραυλίδθσ & Δαφερμάκθσ, 2006, 170).
52
«Τα ανκρϊπινα όντα μποροφν, αλλάηοντασ τισ εςωτερικζσ ςτάςεισ του μυαλοφ τουσ, να αλλάξουν τισ
εξωτερικζσ πλευρζσ τθσ ηωισ τουσ» (Γουίλιαμ Τηζιμσ ςτο Bradberry & Greaves, 2006).
53
«Ωσ δάςκαλοσ, κεωρϊ πωσ εμπλουτίηομαι όταν μπορϊ να ανοίξω κανάλια μζςω των οποίων οι άλλοι
μποροφν να μοιραςτοφν τον εαυτό τουσ με μζνα»… «Μακαίνω από τισ εμπειρίεσ μου με τρόπουσ που
με αλλάηουν, που με κάνουν διαφορετικό και ικανότερο για ανταπόκριςθ. Ακόμα πιο ςθμαντικό, ίςωσ,
είναι το γεγονόσ πωσ θ κατανόθςι μου για τουσ ανκρϊπουσ τουσ επιτρζπει να αλλάξουν» (Rogers,
1961, 37).
54
«Θ βζλτιςτθ ςχζςθ βοικειασ είναι το είδοσ τθσ ςχζςθσ που δθμιουργείται από ζνα πρόςωπο που
είναι ϊριμο ψυχολογικά. Ι, για να το κζςω με άλλο τρόπο, ο βακμόσ ςτον οποίο μπορϊ να
δθμιουργιςω ςχζςεισ που να διευκολφνουν τθν ανάπτυξθ των άλλων ωσ ξζχωρα άτομα αποτελεί μζτρο
τθσ ανάπτυξθσ που ζχω επιτφχει ςτον εαυτό μου» (Rogers, 1961, 69) .
112
που διατθρεί με τον άλλο άνκρωπο, «οδθγείται ςε μια, ςυνεχϊσ, βακφτερθ
αναγνϊριςθ του τι χρειάηεται ο άνκρωποσ για να αναπτυχκεί. Οδθγείται, όμωσ,
ςυγχρόνωσ και ςτθ διαπίςτωςθ του τι είναι ικανόσ να προςφζρει, αυτόσ ο ίδιοσ, για
μια τζτοια ανάπτυξθ· τι μπορεί να δϊςει τϊρα και τι δεν είναι ακόμθ ςε κζςθ να
προςφζρει... Θ αναγνϊριςθ αυτι τον κατευκφνει προσ τθν αυτοαγωγι55».
Θ «ςαν να» ςυνκικθ56 δεν εγγυάται, μοναχά, τθν υγιι και γόνιμθ προςζγγιςθ
τθσ εμπειρίασ του προςϊπου αλλά τθν ανάγει ςε, μιασ μορφισ, δείκτθ πιςτοποίθςθσ,
τόςο για τθν ποιότθτα τθσ διευκόλυνςθσ όςο και για εκείνθν του εκπαιδευτικοφ, ωσ
προςϊπου.
Γίνεται ςαφζσ πωσ ο ρόλοσ του διευκολυντι είναι ιδιαίτερα απαιτθτικόσ ενϊ θ
διευκόλυνςθ ςτθν πράξθ, μεταςχθματίηεται ςε ζνα, πολυεπίπεδα, λειτουργικό και
αποτελεςματικό εργαλείο ςτα χζρια του. Μπορεί να παράγει, όπωσ επιςθμαίνει ο
Yalom (ςτο Rogers, 1980, 12) «ιςχυρι δφναμθ για προςωπικι αλλαγι». Ο ίδιοσ ο
Rogers κα πει «αν είμαςτε ςε κζςθ να αναλάβουμε μία ενςυναιςκθτικι ςτάςθ» θ
ιςχφσ τθσ μπορεί να ορίςει «δφναμθ για αλλαγι και ανάπτυξθ» (Rogers, 1980, 134).
Στο ενςυναιςκθτικό πλαίςιο τα άτομα μεταλλάςςονται ςε πρόςωπα
μετακινοφμενα «από τθν εξάρτθςθ ςτθν αυτονομία, από τθν αμυντικότθτα ςτθν
αυτοαποδοχι, από τθν προβλεψιμότθτα ςτθν απρόβλεπτθ δθμιουργικότθτα.
Ραρζχουν ηωντανι απόδειξθ τθσ τάςθσ πραγμάτωςθσ και δθμιουργίασ» (ο.π., 49). Υπό
τθν ζννοια αυτι, θ ενςυναιςκθτικι ςτάςθ, ωσ αρχι, είναι και γόνοσ και γεννιτωρ
μαηί. Εκφράηεται, ςχθματικά, ωσ ζνασ αζναοσ κφκλοσ δθμιουργοφμενθσ δθμιουργίασ.
Με ποιθτικι και ποίθςθ αξιϊνει ηωι.
Θ κατανόθςθ και θ άνευ όρων αποδοχι, μεταφράηεται ςε μθ αξιολογικι κι,
εμμζςωσ πλθν ςαφϊσ, επιβραβευτικι ςτάςθ. Ζτςι, «κακιςτά ικανά τα πρόςωπα να
ακοφν με μεγαλφτερθ ακρίβεια τον εαυτό τουσ, με μεγαλφτερθ ενςυναίςκθςθ προσ το
δικό τουσ ςπλαχνικό βίωμα, τα δικά τουσ νοιματα που γίνονται αμυδρά αιςκθτά»
(Rogers, 1980, 133). Είναι ο τρόποσ για να καλλιεργθκεί θ ςτοργι, θ δεκτικότθτα, θ

55
«Αν ενδιαφζρομαι να δθμιουργιςω ςχζςεισ βοικειασ, ζχω μια γοθτευτικι ιςόβια δουλειά μπροςτά
μου, επεκτείνοντασ και αναπτφςςοντασ τισ δυνατότθτζσ μου προσ τθν κατεφκυνςθ τθσ ανάπτυξθσ»
(ο.π.).
56
Στθ ςπουδαιότθτα τθσ «as if» quality αναφζρεται ο Zimring (1994, 2) υπογραμμίηοντασ με ζμφαςθ
τθν ανάγκθ αξιοποίθςισ τθσ με τον πρζποντα – δθλαδι, ενςυναιςκθτικό – τρόπο. Άλλωςτε, θ ςαν να
ςυνκικθ είναι θ μόνθ που επιτρζπει τθν πλιρθ κατανόθςθ του άλλου και αντιςτρατεφεται τθν ταφτιςθ.
Στθν περίπτωςθ τθσ τελευταίασ, διακυβεφεται θ κεραπευτικι διαδικαςία και μπορεί να καταςτεί
επιβλαβισ για αμφότερουσ, κεραπευόμενο και κεραπευτι.
113
φροντίδα του εαυτοφ που κα κάνει τθν εμπειρία γόνιμθ και κα υπθρετιςει τθν
αυτοαντίλθψθ και τθ ηθτοφμενθ οργανιςμικι ςυμφωνία. Και είναι τα ίδια ςτοιχεία,
που κα το κάνουν να μθν αρκεςτεί, απλϊσ, ςτθ ςυν-άκροιςθ – ωσ κα ‘λεγε κι ο
Μπακιρτηισ –αλλά ν’ αποηθτιςει τθ ςυν-κίνθςθ57 ςτθ ςυν-κοινωνία.

«Κακϊσ αναηθτϊ ποιεσ είναι οι κοινζσ μου εμπειρίεσ με κάποιο άτομο»


ςυνθγορεί ο Siegel (2006, 10) «ςυνδζομαι τόςο με τθ δικι μου ψυχι, όςο και με τουσ
άπειρουσ ςυνδυαςμοφσ των δυνατοτιτων που δθλϊνουν, ςυνεχϊσ, πωσ
ςυνδεόμαςτε58 όλοι μεταξφ μασ με κάποιον, εντελϊσ, πνευματικά και πικανότατα μθ
επιςτθμονικό τρόπο».
«Να προχωριςουμε ο κακζνασ μασ, για να ανακαλφψει με ανοιχτό μυαλό τισ
αμζτρθτεσ αντιλιψεισ τθσ πραγματικότθτασ59 που υπάρχουν» προτείνει ο Rogers
(1980, 93-94) «Ριςτεφω ότι ςτθν πορεία αυτι κα εμπλουτίηαμε τθ ηωι μασ. Κα
γινόμαςταν ακόμθ περιςςότερο ικανοί να αντιμετωπίςουμε τθν πραγματικότθτα ςτθν
οποία ο κακζνασ από μασ υπάρχει, γιατί όλοι κα είχαμε επίγνωςθ πολφ περιςςότερων
επιλογϊν60. Αυτό κα μποροφςε να ςθμαίνει μια ηωι γεμάτθ πολυπλοκότθτα και
δφςκολεσ επιλογζσ, που απαιτεί μεγαλφτερθ ωριμότθτα, μια ηωι, όμωσ,
ςυναρπαςτικι και περιπετειϊδθ» (Rogers, 1980, 93-94).

57
«Τόςο το παιδί όςο κι ο ενιλικασ εάν δεν ςυν-κινθκοφν από αυτό που κάνουν και από αυτό που
ηουν, παραμζνουν ςτάςιμοι, αςφυκτιοφν, πεκαίνουν, τόςο ψυχικά όςο και βιολογικά. Οφτε μάκθςθ,
οφτε ανάπτυξθ, οφτε ηωι μπορεί να υπάρξει δίχωσ το βίωμα των ςυγκινιςεων και τθν ζκφραςι τουσ,
το μοίραςμα και τθν κοινωνία τουσ» (Μπακιρτηισ, 2003, 279).
58
«Άλλο ςθμαντικό χαρακτθριςτικό τθσ διαδικαςίασ διαμόρφωςθσ κοινότθτασ, όπωσ τθν ζχω
παρατθριςει, είναι θ υπζρβαςθ ι θ πνευματικότθτά τθσ. Υπάρχουν λζξεισ τισ οποίεσ δεν κα
χρθςιμοποιοφςα παλιότερα. Αλλά θ ςοφία τθσ ομάδασ, που λειτουργεί ωσ ομπρζλα, θ παρουςία μιασ
ςχεδόν τθλεπακθτικισ επικοινωνίασ, θ αίςκθςθ ότι υπάρχει κάτι μεγαλφτερο φαίνεται ότι απαιτεί
τζτοιουσ όρουσ» (Rogers, 1980, 161).
59
Αναφερόμενοσ ςε παραδείγματα εμπειριϊν (Jung) και ζρευνασ (John Lilly) ςχετικά με το όνειρο, το
όραμα, το διαλογιςμό και τισ ςφγχρονεσ απόψεισ για τθν φπαρξθ πολλϊν επιπζδων τροποποιθμζνθσ
ςυνείδθςθσ, κα πει: «Πλεσ αυτζσ οι εντυπϊςεισ δείχνουν ότι φαίνεται να υπάρχει ζνα αχανζσ και
μυςτθριϊδεσ ςφμπαν – ίςωσ, μια εςωτερικι πραγματικότθτα ι, ίςωσ, ζνασ κόςμοσ πνευμάτων ςτον
οποίο ανικουμε χωρίσ να το γνωρίηουμε. Ζνα τζτοιο ςφμπαν δίνει ζνα τελικό ςυντριπτικό χτφπθμα
ςτθν άνετθ πεποίκθςι μασ ότι όλοι ξζρουμε τι είναι πραγματικόσ κόςμοσ» (Rogers, 1980, 90-91).
60
Είναι θ ροτηεριανι ςυλλογιςτικι προκειμζνου θ κοινωνία να υπερβεί τθν κυρίαρχθ ιδεολογία. Θ
τελευταία, ςφμφωνα με τον Ραυλίδθσ «δθμιουργείται, πρωτίςτωσ, από ολόκλθρθ τθν κοινωνία,
διαμζςου τθσ άμεςθσ-εμπειρικισ αντανάκλαςθσ των κυρίαρχων κοινωνικϊν ςχζςεων και, ςυνεπϊσ,
διαμζςου τθσ αντανάκλαςθσ αυτϊν ωσ δεδομζνων και αναπόδραςτα κυρίαρχων. Μία κοινωνία που
ςτον ζνα ι τον άλλο βακμό είναι προςαρμοςμζνθ ςτισ κυρίαρχεσ κοινωνικζσ ςχζςεισ, είναι
ςυμβιβαςμζνθ με τισ εν λόγω ςχζςεισ και γι’ αυτό δζχεται άκριτα τα δεδομζνα τθσ εμπειρικισ
ςυνείδθςθσ» (Ραυλίδθσ, 2004, 74).
114
«Βαςίηω τθν ελπίδα61 μου» γράφει (Rogers, 1980, 94) «εν μζρει ςτθν άποψθ
τθσ παγκόςμιασ ιςτορίασ, τόςο εφγλωττα διατυπωμζνθσ από τον Charles Beard: Πταν
ςκοτεινιάηει ο ουρανόσ, τα αςτζρια αρχίηουν να λάμπουν. Ζτςι, ίςωσ, να δοφμε τθν
ανάδειξθ νζων θγετϊν62 που κινοφνται προσ αυτι τθ νζα κατεφκυνςθ».
Για τον ίδιο υπάρχει εναλλακτικι λφςθ και τθν παρακζτει: «Αν αποδεχτοφμε
ωσ βαςικό γεγονόσ κάκε ανκρϊπινθσ ηωισ ότι ηοφμε ςε ξεχωριςτζσ πραγματικότθτεσ·
αν μποροφμε να κεωριςουμε αυτζσ τισ διαφορετικζσ πραγματικότθτεσ ωσ τθν πιο
ελπιδοφόρα63 πθγι μάκθςθσ ςτθν ιςτορία του κόςμου64· αν μποροφμε να ηοφμε μαηί
για να μακαίνουμε ο ζνασ από τον άλλο χωρίσ φόβο· αν μποροφμε να τα κάνουμε όλα
αυτά, τότε θ νζα εποχι κα μποροφςε να ανατείλει65. Και ίςωσ, απλϊσ ίςωσ, οι βακιζσ
οργανικζσ αιςκιςεισ του ανκρϊπινου γζνουσ ανοίγουν το δρόμο γι’ αυτιν τθν
αλλαγι» (Rogers, 1980, 96).
Ηθτοφμενο δεν είναι να αγωνιςτοφμε απλά, για «μία αξιοπρεπι φπαρξθ ςε
ζναν κόςμο απάνκρωπο και καταπιεςτικό» (Apple, 1993,173) αλλά για μία κοινωνία
αυτοκακοριηόμενων και ολοκλθρωμζνων προςϊπων, που με τα ειρθνικά εργαλεία τθσ
ενςυναίςκθςθσ, τθσ άνευ όρων αποδοχισ και τθσ γνθςιότθτασ μποροφν να

61
Θ ελπίδα ωσ όροσ ειςιχκθ από το Γερμανό φιλόςοφο Ernst Bloch και, ουδαμϊσ, ςχετίηεται με τθν
αφελι αιςιοδοξία ι τθν αςφάλεια. Στο εςωτερικό τθσ κυοφορείται, πάντα, «θ κατθγορία του
κινδφνου» υποςτθρίηει, επομζνωσ, «θ ελπίδα δεν είναι βεβαιότθτα...είναι κριτικι και μπορεί να είναι
απογοθτευτικι». Ραρόλ’ αυτά, επικαλοφμενοσ τον Πςκαρ Ουάιλντ, κα πει: «Ζναν χάρτθ, του κόςμου
που δεν ςυμπεριλαμβάνει τθν Ουτοπία δεν αξίηει, καν, τον κόπο να τον κοιτάξεισ» (Bloch & Adorno,
2000, 31).
62
«Τα χζρια που ςκοτϊνουν τουσ ανκρϊπουσ είναι τα ίδια που τουσ μοιράηουν τισ μετρθμζνεσ μερίδεσ
φαγθτοφ» ςθμειϊνει ο Breytenbach. Αναφερόμενοσ ςτον αγϊνα του Μαντζλα και ςτο ζργο τθσ
εξζχουςασ αυτισ μορφισ – απ’ τθν οποία, άλλωςτε, εμπνζεται και ο Rogers – ο Breytenbach
παρακζτει: «Το παράδειγμά του πάλλεται ςτθ μνιμθ εκατομμυρίων, θ φωνι του πολλαπλαςιάηεται, ςε
πολλζσ γλϊςςεσ... οι θγετικζσ του ικανότθτεσ ςυμβάλλουν ςτθν ανφψωςθ τθσ πλθγωμζνθσ ανκρϊπινθσ
αξιοπρζπειασ» (Μαντζλα, 1989, 11).
63
Θ αιςιοδοξία του Rogers παραπζμπει ςτον Breytenbach που δθλϊνει, κατθγορθματικά, υπζρμαχοσ
τθσ ελπίδασ. Ρρολογίηοντασ Το Απαρτχάιντ επιςθμαίνει, μεν, το ανυπόφορο τθσ αδικίασ, υποςτθρίηει,
όμωσ, με ςαφινεια πωσ «δεν ζχουμε το δικαίωμα ν’ απελπιηόμαςτε» (Μαντζλα, ο.π.). Μςωσ, ςτθν
περίπτωςθ τοφτθ, κάποιοσ να βλζπει το ζνςτικτο τθσ επιβίωςθσ. Στο ροτηεριανό ςκεπτικό, κατά τθ
γνϊμθ μου, θ ελπίδα υπαγορεφεται από τθν εγγενι τάςθ αυτοπραγμάτωςθσ. Για τον Rogers, μάλιςτα,
το πολιτικό προφίλ του Μαντζλα ςυνιςτά μία πρόταςθ θγεςίασ του μελλοντικοφ κόςμου.
64
Θ κοςμοϊςτορικι προοπτικι χειραφζτθςθσ τθσ ανκρωπότθτασ κα πρζπει, κατά τον Μακάρενκο, να
ςυνεπάγεται μιαν, εξίςου, κοςμοϊςτορικι προοπτικι διαμόρφωςθσ-εξζλιξθσ του κάκε ατόμου ςε
πολφπλευρα ανεπτυγμζνο άνκρωπο» (Ραυλίδθσ, 2006, 171).
65
Θ Ραπαδοποφλου αναφερόμενθ ςτθν Εκπαίδευςθ για τα Δικαιϊματα του Ανκρϊπου γράφει: «πρζπει
να καλλιεργεί ςτάςεισ και αξίεσ αγάπθσ και αλλθλεγγφθσ για το ςυνάνκρωπο, να οδθγεί κυρίωσ ςε
κάποιεσ θκικζσ δεςμεφςεισ για το ςεβαςμό και για τθν προςταςία των δικαιωμάτων του ςυνανκρϊπου
μασ» (1990, 68). Επικαλείται μάλιςτα το Επαναςτατικό Μανιφζςτο του Φεραίου (1797) όπου, μεταξφ
άλλων, αναφζρεται: «είμεκα όλοι ίςοι και όχι ο ζνασ κατϊτεροσ από τον άλλον· είμεκα ελεφκεροι και
όχι ο ζνασ ςκλάβοσ του αλλουνοφ· να είμεκα ςίγουροι εισ τθν ηωιν μασ και κανζνασ να μθν θμπορεί να
μασ τθν πάρθ αδίκωσ και κατά τθν φανταςίαν» (ο.π., 69).
115
υποςχεκοφν ζναν κόςμο περιςςότερο «ανκρϊπινο και ανκρωπιςτικό» (Rogers ςτο
Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 97). Με βρίςκει ςφμφωνθ ο χαρακτθριςμόσ
«αιςιόδοξοσ διανοοφμενοσ» (ο.π.,10) που του ζχει αποδοκεί. Και ςε αυτόν δε βλζπω
το όνειρο ενόσ αικεροβάμονοσ αλλά τθν πίςτθ66, το όραμα67 και τθν – κατά Γκράμςι –
αιςιοδοξία τθσ κζλθςθσ.
Ο Rogers (1980, 73) γράφει για το αναδυόμενο πρόςωπο του μζλλοντοσ,
χαρακτθρίηοντάσ το ευςεβι του πόκο. Αν κι αρχικά αμφιβάλλει, ακολοφκωσ, νιϊκει
δικαιωμζνοσ. Επικαλείται ζρευνα (Mitchell ςτο Rogers, 1980, 73) θ οποία εκτιμά ότι
45 εκατομμφρια Αμερικανοί ζχουν δεςμευτεί ςε ζναν νζο τρόπο ηωισ ανάλογο με τισ
αρχζσ που προτείνει. Υποςτθρίηει (Rogers, 1980, 277-279) πωσ ο «άκρωσ
επαναςτατικόσ κόςμοσ του μζλλοντοσ» απαιτεί τα ακόλουκα ςτοιχεία:
 Ανοιχτι διάκεςθ. Άνοιγμα ςε νζο τρόπο κεϊρθςθσ και βίωςθσ68 του ζςω κι ζξω
κόςμου κι επομζνωσ τθσ ηωισ ςτο ςφνολό τθσ
 Επικυμία για γνθςιότθτα. Θ ουςιαςτικι επικοινωνία επιτυγχάνεται όταν τα
πρόςωπα εκφράηουν τθν αλικεια τουσ απορρίπτοντασ τθν υποκριςία, τθν
απάτθ και τθ ςοβαροφάνεια.
 Σκεπτικιςμό69 ςχετικά με τθν επιςτιμθ και τθν τεχνολογία. Χρειάηεται
ςοφρωςφνθ ςτθ χριςθ τθσ επιςτιμθσ και τθσ τεχνολογίασ70, αποδοκιμάηοντασ
κάκε δράςθ για τθν καταςτροφικι εκμετάλλευςθ τθσ φφςθσ και τον ζλεγχο

66
«Πταν, ςε ςυγκεκριμζνθ περίςταςθ, ρϊτθςα τον κακθγθτι Άινςταϊν» λζει ο Reichenbach «πϊσ βρικε
τθ κεωρία τθσ ςχετικότθτασ, μου απάντθςε ότι τθ βρικε γιατί ιταν τόςο πολφ πεπειςμζνοσ για τθν
αρμονία του ςφμπαντοσ» (ςτο Rogers, 1980, 191). Με άλλα λόγια, ςχολιάηει ο Rogers (ο.π.) είχε ζνα
υποκειμενικά διαμορφωμζνο όραμα που τον κακοδθγοφςε.
67
«Το όραμα δείχνει τθν κατεφκυνςθ, ενϊνει, κινθτοποιεί» υποςτθρίηει ο Σταματουλάκθσ. Ριςτεφει
πωσ «θ ενότθτα δεν ακροίηει τισ επί μζρουσ δυνάμεισ, αλλά τισ πολλαπλαςιάηει με αρικμό μεγαλφτερο
των μερϊν» ζχοντασ το Πραμα ςυνδετικό υλικό τθσ (Σταματουλάκθσ, 2008, 35).
68
«Θ νοθτικι ανάπτυξθ ςυνδζεται με τθ ςυνεχι διαμόρφωςθ κι εν ςυνεχεία με τθν αλλαγι κεωριϊν
για τον κόςμο, ςε ςυνάρτθςθ με τα γεγονότα και τισ καταςτάςεισ που βιϊνονται και τισ πλθροφορίεσ
που γίνονται αντιλθπτζσ και ιδιοποιοφνται. Βάςει των κεωριϊν αυτϊν, οργανϊνει ο κακζνασ τθ ηωι
του και τισ ςχζςεισ του με το περιβάλλον, αναλφει τισ καταςτάςεισ, προετοιμάηει τισ κινιςεισ και τισ
μελλοντικζσ του ενζργειεσ» *Lecuyer (1990) και Βοςνιάδου (1992) ςτο Μπακιρτηισ 2003, 16].
69
«Υπάρχει αυξανόμενθ δυςπιςτία ςτθν επιςτιμθ που απλοποιεί τισ καταςτάςεισ και αυξθμζνο
ενδιαφζρον ςτθν αρχαία ςοφία παλαιότερων πολιτιςμϊν και ςτισ αρχαίεσ επιςτιμεσ επίςθσ» (Rogers,
1980, 275).
70
Ο Δαφζρμοσ επιςθμαίνει το γεγονόσ ότι «πολλζσ μεγάλεσ ιδιωτικζσ εταιρίεσ κατζχουν ζδρεσ και
εργαςτιρια ςε βρετανικά Ρανεπιςτιμια και χρθςιμοποιοφν το επιςτθμονικό δυναμικό και τθν
τεχνογνωςία τουσ για τθν αφξθςθ τθσ κερδοφορίασ. Ρικανι ςυνζπεια μιασ τζτοιασ προοπτικισ κα είναι
ο
θ αποδόμθςθ του πανεπιςτθμίου ωσ του κλαςςικοφ εκείνου κεςμοφ που από τον 12 αιϊνα ςτθν
Ευρϊπθ παρζχει ανκρωπιςτικι παιδεία (΢ιγοσ ςτο Δαφζρμοσ, 2010,
http://chrreppas.blogspot.com/2010/01/blog-post_04.html).
116
των λαϊν του κόςμου και ενιςχφοντασ κάκε προςπάκεια για τον ζλεγχο του
προςϊπου από το πρόςωπο.
 Επικυμία να αιςκάνονται ενιαία71. Τα πρόςωπα δεν ιςορροποφν ς’ ζναν κόςμο
τεμαχιςμζνο. Θ ηωι ολοκλθρϊνεται όταν ςκζψθ, ςυναίςκθμα και φυςικι,
ψυχικι και κεραπευτικι ενζργεια λαμβάνουν χϊρα ωσ ενιαία εμπειρία και
βίωμα.
 Επικυμία και ευχι για οικειότθτα. Θ δθμιουργία κοινοτιτων αποηθτά νζεσ
μορφζσ ςυνάντθςθσ, ανκρϊπινθσ επικοινωνίασ72 κι από κοινοφ ςτοχοκεςίασ
με γνϊμονα τθ νόθςθ και το ςυναίςκθμα73.
 Ρρόςωπα διεργαςιϊν74. Θ αλλαγι γίνεται αντιλθπτι ωσ βεβαιότθτα ςτθ ηωι
και οι υπάρξεισ εξελίςςονται ςε πρόςωπα μζςα από διαρκείσ μεταβολζσ και
διεργαςίεσ.
 Φροντίδα75. Θ φροντίδα δεν είναι επαγγελματικι υπόκεςθ αλλά αλθκινι κι
ακοφραςτθ υποςτιριξθ. Θ βοικεια ζχει το πρόςωπο τθσ ςτοργισ τθσ
ευγζνειασ, τθσ διακριτικισ, μθ επικριτικισ και μθ θκοπλαςτικισ διευκόλυνςθσ.

71
«Είμαι, λογικά, ζνα άτομο, ςυναιςκθματικά ευαίςκθτο και αρκοφντωσ διαιςκθτικό μα αρζςκομαι,
εξίςου, ςτο γεγονόσ ότι διακζτω ζναν εγκζφαλο που μου αρζςει να χρθςιμοποιϊ» (Natiello, ς.39, ςτο:
http://pdfcast.org/download/person-centered-training-response-to-dave-mearns.pdf).
72
«Θ επικοινωνία από μζςο πλθροφόρθςθσ και ανταλλαγισ μθνυμάτων αναγνωρίηεται και μελετάται
ωσ κεντρικόσ διαμορφωτικόσ παράγοντασ τόςο του ψυχικοφ κόςμου όςο και του κοινωνικοφ
περιβάλλοντοσ, με τθ διαλεκτικι ςχζςθ που εγκακιςτά μεταξφ ενδοψυχικϊν και διαψυχικϊν
λειτουργιϊν. Ρρόκειται για διεργαςία επί-κοινωνίασ και ςυν-κίνθςθσ, όπου μζςα από τθν εμπειρία τθσ
ςυνάντθςθσ του εαυτοφ με τον διαφορετικό άλλο, και με τθν ετερότθτα που αυτόσ αντιπροςωπεφει,
δθμιουργείται ο ψυχικόσ κόςμοσ, μακαίνει και αναπτφςςεται ο άνκρωποσ» (Μπακιρτηισ, 2003, 13).
73
Θ ενςυναιςκθτικι ςχζςθ αποτελεί ζκφραςθ και ζργο αγάπθσ. Ο Siegel γράφει ότι «θ αγάπθ δεν
μπορεί να προςεγγιςτεί με τθ λογικι και να εξεταςτεί κλινικά και εξονυχιςτικά ϊςτε να μποροφμε να
αρνθκοφμε το δζοσ που εμπνζει και δεν υπάρχει καμιά ικανοποιθτικι οργανικι εξιγθςθ, ακόμα, για το
πϊσ οι άνκρωποι καταφζρνουν να αναηθτοφν και να υπθρετοφν τόςο γενναιόδωρα και καλά τισ τόςο
ςυνθκιςμζνεσ αλλά ςυχνά, άκρωσ, εξατομικευμζνεσ ανάγκεσ ο ζνασ του άλλου. Είναι κάτι που, απλϊσ,
κάνουμε και ζνα μεγάλο μζροσ τθσ ικανοποίθςθσ που παίρνω από τθ δουλειά μου, προζρχεται από τθν
ζμπνευςθ που αποκομίηω βλζποντασ ξανά και ξανά πόςο ευφάνταςτα και δθμιουργικά το κάνουμε,
πόςο απευκυνόμαςτε ςτουσ ίδιουσ μασ τουσ φόβουσ, τισ ανάγκεσ, τισ παραδόςεισ και τισ αγάπεσ και
πόςο επίμονα και ςυμμετρικά αλλθλοβοθκοφμαςτε, εν γνϊςει μασ ι όχι» (2006, 16). Επικαλοφμενοσ
ςτίχουσ τραγουδιοφ των Flirtations, ενόσ ςυγκροτιματοσ τθσ ςόουλ, αποφαίνεται: «Το μοναδικό μζτρο
των λόγων και των πράξεϊν ςου είναι θ αγάπθ που αφινεισ πίςω ςου ςαν χακείσ» (ο.π., 185).
74
Κάνει λόγο για «μόρια τθσ αλλαγισ τθσ προςωπικότθτασ» (Rogers, 1980, 62). Γεγονόσ που οδθγεί ςε
τροποποιιςεισ. Ζτςι «το πρόςωπο είναι μία διεργαςία παρά ζνα ςφνολο ςτακερϊν ςυνθκειϊν. Αυτό
προκαλεί διαφοροποιθμζνουσ τρόπουσ ςυμπεριφοράσ, αυξάνει τισ επιλογζσ» (ο.π., 274).
75
Θ φροντίδα και θ ευγζνεια τθσ ροτηεριανισ ςχζςθσ φζρει ςτο νου τον τρόπο που αντιλαμβανόταν,
δίδαςκε, βίωνε και τιμοφςε τθ φιλία ο Ρυκαγόρασ, γεγονόσ που κα δικαιολογοφςε τθν απόδοςθ του
χαρακτθριςμοφ πυκαγόρειοσ, ςτον ειςθγθτι τθσ. «Τόςο γνωςτοί ιταν οι μακθτζσ του για τθ φροντίδα
του ενόσ προσ τον άλλον που μζχρι τθν εποχι του Χριςτιανιςμοφ οι Ζλλθνεσ αποκαλοφςαν κάκε άτομο
εξαιρετικισ ευγζνειασ πυκαγόρειο» (Strohmeier & Westbrook, 2004, 55). «Ο Ρυκαγόρασ ιταν αυτόσ
που ανακάλυψε το ςυμπαντικό νόμο τθσ αλλθλεξάρτθςθσ και τθσ αμοιβαίασ ζλξθσ, για τον οποίο
117
 Στάςθ προσ τθ φφςθ. Ο άνκρωποσ είναι ςφμμαχοσ τθσ φφςθσ, ζχει τθν ζγνοια
και μεριμνά για τθν προςταςίασ τθσ, καλλιεργϊντασ ςυνείδθςθ οικολογικι.
 Αντικεςμικι διάκεςθ76. Οι κεςμοί οφείλουν να υπάρχουν, μοναχά, για να
υπθρετοφν τον άνκρωπο· γι’ αυτό και ςε κάκε άκαμπτο, γραφειοκρατικό και
άνωκεν δομθμζνο κεςμό αξίηει αντιπάκεια.
 Θ αυκεντία εντόσ. Με εμπιςτοςφνθ ςτθν προςωπικι εμπειρία και δυςπιςτία
ςτθν εξωτερικι αυκεντία, τα πρόςωπα αςκοφν κριτικι 77 ςε κεςμοφσ και
νόμουσ, προβαίνοντασ, μάλιςτα, ςε ανυπακοι όταν οι τελευταίοι είναι άδικοι.
 Θ ζλλειψθ ςθμαςίασ των υλικϊν αγακϊν. Τα πρόςωπα ακόμθ κι αν ηουν ςτθν
αφκονία, δεν τθ κεωροφν απαραίτθτθ. Ο υλιςτικόσ τρόποσ αντίλθψθσ και
ςυμβολοποίθςθσ τθσ ηωισ – με όλθν τθν επιφάνεια των lifestyle ςτοιχείων τθσ
– δεν αφορά ςτθν ουςία και ςτθν αυκεντικότθτά τθσ.
 Ζντονθ επικυμία για πνευματικότθτα. Το πρόςωπο μακαίνει να εξερευνά και
να εξετάηει κάκε τρόπο που αξιοποιικθκε από το ανκρϊπινο είδοσ για να
εντοπίςει αξίεσ και δυνάμεισ που εκτείνονται πζραν του ατόμου και επιδιϊκει
ςκοποφσ και νοιματα ηωισ – όχι ατομικά. Εμπνζεται από μορφζσ όπωσ ο
Γκάντι78 κι ο Λοφκερ Κινγκ, ενϊ αποηθτά τθν εςωτερικι γαλινθ και

χρθςιμοποίθςε τον απλό όρο φιλία. Θ φιλία είναι θ κοςμικι δφναμθ που ζλκει όλα τα ςτοιχεία τθσ
Φφςθσ ςε αρμονικζσ ςχζςεισ» (ο.π., 54).
76
«Υπάρχει αυξθμζνθ επιμονι ςτθν ατομικι ελευκερία τθσ επιλογισ και μία αντίςτοιχθ αντίςταςθ ςτθ
ςυμμόρφωςθ και ςτθν αποδοχι τθσ εξουςίασ (Rogers, 1980, 274). «Υπάρχει αυξανόμενθ αντίκεςθ και
δυςαρζςκεια για μεγάλα ιδρφματα, εταιρείεσ, γραφειοκρατία, κακϊσ και μεγαλφτερο ενδιαφζρον και
προςπάκεια ςε μικρά, ςυνεργατικά, ομαδικά εγχειριματα» *ο.π., 274-275].
77
Ο Ρλάτων λζει πωσ θ καλι παιδεία επιτρζπει ςτουσ ανκρϊπουσ να γίνουν «ςτερεοί και μετρθμζνοι,
που εφκολα διακρίνουν όςα πρζπει να κάνουν ι να παραλείψουν, για ν’ αποτελζςει ολόκλθρθ θ πόλθ
κάτι ενιαίο και όχι κάτι πολλαπλό» (Ρολιτεία 424d-e), «Μία ςωςτι παιδεία διαςφαλίηει τουσ πολίτεσ
από ενδεχόμενεσ αυκαιρεςίεσ των φφςει και κζςει ιςχυρότερων αρχόντων τθσ πόλθσ» (ςτο
Βαςματηίδθσ, 2008, 293-294).
78
Ο Maslow, από τθν οικογζνεια των προςωποκεντρικϊν, ιταν εκείνοσ που κζλθςε, αρχικά, «να δει
από τι ςυνίςταται θ κετικι πνευματικι υγεία και ιταν αυτόσ, που ζφερε τον άνκρωπο πίςω ςτθν
ψυχολογία και ςτθν προςωπικότθτά του» γράφει ο Οικονόμου. Ο ίδιοσ μασ πλθροφορεί ότι επζλεξε μια
ομάδα ανκρϊπων (Abraham Lincoln, ο Mahatma Gandhi, ο Albert Einstein κ.ά.) που, κατά τθ γνϊμθ του
πλθροφςαν τισ προδιαγραφζσ για αυτοπραγμάτωςθ. Γνωρίηοντάσ τουσ προςωπικά, και μελετϊντασ τισ
βιογραφίεσ, το πνευματικό τουσ ζργο και τθ δράςθ τουσ, ζφτιαξε μια λίςτα με κοινά χαρακτθριςτικά.
«Είδε ότι αυτοί οι άνκρωποι ζχουν κζντρο τθν πραγματικότθτα, που ςθμαίνει ότι μποροφν να
ξεχωρίςουν αυτό που είναι ψεφτικο κι ανζντιμο από αυτό που είναι αλθκινό και αυκεντικό. Είχαν ωσ
κζντρο τα προβλιματα που απαιτοφν λφςεισ. Κεωροφςαν ότι οι ςκοποί δεν δικαιολογοφν τα μζςα, ότι
τα μζςα μπορεί να είναι και ςκοποί και ότι τα μζςα ςυχνά είναι πιο ςθμαντικά από τουσ ςκοποφσ. Είχαν
ανάγκθ για μοναξιά και ζνιωκαν άνετα να είναι μόνοι τουσ. Βαςίηονταν ςτισ δικζσ τουσ εμπειρίεσ και
κρίςεισ. Ιταν μθ κομφορμιςτζσ, είχαν δθμοκρατικζσ αξίεσ. Ιταν ανοιχτοί ςτισ εκνικζσ και ατομικζσ
διαφορζσ. Είχαν τθν ικανότθτα που ονομάηεται κοινωνικό ενδιαφζρον, ςυμπόνια και ανκρωπιςμόσ.
Είχαν ςτενζσ προςωπικζσ ςχζςεισ με ζναν μικρό κλειςτό κφκλο φίλων και οικογενειακϊν μελϊν
περιςςότερο, παρά πολλζσ επιφανειακζσ ςχζςεισ με πολλοφσ ανκρϊπουσ. Είχαν αίςκθςθ του χιοφμορ
118
τροποποιθμζνεσ ςυνειδθςιακζσ καταςτάςεισ που επιτρζπουν τθ βιωμζνθ
ενότθτα και τθν αρμονία79 του ςφμπαντοσ.
Θ ροτηεριανι κεϊρθςθ, ιδωμζνθ ωσ ζνα ιδιότυπο μακρυγιαννικό εμείσ, δεν
αρνείται τισ υποκειμενικότθτεσ, ςζβεται τισ ιδιαιτερότθτζσ τουσ, μοχκεί για τθν
ανάδυςθ τθσ αλικειασ τουσ κι αποηθτά τθν αυτονομία80 τουσ, ενϊ παράλλθλα
επιδιϊκει, ςυνειδθτά, τθν ουςιαςτικι επικοινωνία, τθν αλθκινι κι ανκρϊπινθ ςχζςθ81,
τθ ςφγκλιςθ82 και τθ δθμιουργικι83 ςυνεργία μιασ κοινωνίασ προςϊπων.
«Γθράςκω αεί διδαςκόμενοσ» ζλεγε ςτα χρόνια του ο Σωκράτθσ και «γθράςκω
αεί ανακεωρϊν», ςτιχουργοφςε, ςτα δικά του, ο Αναγνωςτάκθσ. Στον Rogers
ανταμϊνουν και τα δφο ςτοιχεία84. Θ αυτοπραγμάτωςθ είναι μία, εφ’ όρου ηωισ,
διδακτικι εμπειρία και μία, αδιαλείπτωσ, μεταρρυκμιηόμενθ αυτορρφκμιςθ. Στο
ςφμπαν του ψυχιςμοφ, θ τάςθ τθσ εντροπίασ βρίςκει τθν αντίρροπι τθσ ςτθν εγγενι,
τθσ αυτοπραγμάτωςθσ. Θ τελευταία κινθτοποιϊντασ τθν φπαρξθ, δρομολογεί τθν

και προτιμοφςαν να αυτοςαρκάηονται ι να ςχολιάηουν γενικά και ποτζ το χιοφμορ τουσ δεν είχε
αντικείμενο άλλουσ ανκρϊπουσ. Αποδζχονταν τον εαυτό τουσ και τουσ άλλουσ και προςπακοφςαν να
κεωροφν τουσ άλλουσ όπωσ πραγματικά είναι» (Οικονόμου Α., Abraham Maslow (1908-1970), ςτο:
http://oiko.wordpress.com/2010/01/13/%CE%BC%CE%AC%CF%83%CE%BB%CE%BF%CE%BF%CF%85/
79
«Εάν δεν αφιερϊςουμε ίςθ ενζργεια – ναι, και ίςο χριμα – ςτθν απελευκζρωςθ του δυναμικοφ του
προςϊπου, τότε θ πελϊρια αςυμφωνία *που υπάρχει+ ανάμεςα ςτα επίπεδα των πθγϊν φυςικισ
ενζργειασ και των πθγϊν ανκρϊπινθσ ενζργειασ κα μασ καταδικάςει ςε μια παγκόςμια καταςτροφι
που κα μασ αξίηει» (Rogers & Freiberg, 1994, 166).
80
«Οι αξίεσ που βαςίηονται ςτθν εξουςία, που προκφπτουν από πθγζσ εκτόσ του προςϊπου, τείνουν να
μειϊνονται. Οι αξίεσ που βιϊνονται τείνουν να ενιςχφονται. Αυτό που οι γονείσ, θ εκκλθςία, το κράτοσ
ι το πολιτικό κόμμα ζχουν δθλϊςει ότι είναι καλό και πολφτιμο τείνει να αμφιςβθτείται… Το ςθμείο
αξιολόγθςθσ βρίςκεται μζςα ςτο πρόςωπο κι όχι ζξω από αυτό» (Rogers, 1980, 159).
81
Ο Ρερράκθσ εντοπίηει ςτθν εξζλιξθ τθσ ανκρωπότθτασ τρεισ κατθγορίεσ ανκρωπίνων δικαιωμάτων.
Τα ατομικά και πολιτικά, ακολοφκωσ τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιςτικά και τζλοσ, μία νζα
κατθγορία, τα δικαιϊματα αλλθλεγγφθσ. «Μιλϊντασ ακόμα για δικαιϊματα του ανκρϊπου, κα πρζπει
να διαχωρίςουμε τουσ φορείσ τουσ, τα υποκείμενα αυτϊν των δικαιωμάτων, που είναι: τα άτομα
καταρχιν, οι ομάδεσ ατόμων μετά, οι μειονότθτεσ, οι λαοί – αλλά για τθν κατθγορία αυτι μιλοφμε ςε
διαφορετικό επίπεδο και για δικαιϊματα των λαϊν – και, τζλοσ, ςφμφωνα με μια άποψθ ίςωσ θ ίδια θ
ανκρωπότθτα, που μπορεί κανείσ ν’ αντιμετωπίςει πλζον ωσ ζνα υποκείμενο δικαιωμάτων, ιδιαίτερα
όταν μιλάμε για ειρινθ» (ςτο Ραπαδοποφλου, 1990, 115).
82
Ο Γκιμπ, ζνασ από τουσ ερευνθτζσ τθσ προςωποκεντρικισ, ςχολιάηοντασ τα όςα θ κεωρία επιτυγχάνει
ςτουσ τρόπουσ ςυμπεριφοράσ προσ τουσ άλλουσ αναφζρει «μείωςθ τθσ αυταρχικότθτασ, μεγαλφτερθ
αποδοχι των άλλων, μειωμζνθ ζμφαςθ ςτθ δομι και ςτον ζλεγχο και μεγαλφτερθ ζμφαςθ ςτθ
ςυμμετοχι ςτθ διοίκθςθ» (Rogers, 1991, 157).
83
Ο Rogers μιλϊντασ για δθμιουργικι διαδικαςία, λζει πωσ «πρόκειται για τθν ανάδυςθ ενόσ νζου
προϊόντοσ ςχζςθσ, απόρροια τθσ μοναδικότθτασ του ατόμου από τθ μία, και των υλικϊν, γεγονότων,
ανκρϊπων ι καταςτάςεων τθσ ηωισ του, από τθν άλλθ» (1961, 324+.
84
«΢ζοντασ μζςα ςτο ςφνκετο ρεφμα τθσ εμπειρίασ μου και προςπακϊντασ να καταλάβω τθν αζναα
μεταβαλλόμενθ περιπλοκότθτά τθσ, καταλαβαίνω πωσ δεν υπάρχουν ςτακερά ςθμεία. Αν κατορκϊςω
λοιπόν να βρεκϊ ς’ αυτι τθ διαδικαςία, είναι ξεκάκαρο πωσ δεν μπορϊ να κρατθκϊ από κανζνα
κλειςτό ςφςτθμα κάποιων πιςτεφω, ι αμετάβλθτο ςφςτθμα αξιϊν. Θ ηωι κακοδθγείται από μια
τροποποιοφμενθ κατανόθςθ και ερμθνεία τθσ εμπειρίασ μου. Βρίςκεται πάντα ςτθ διαδικαςία του
γίγνεςκαι» (Rogers, 1961, 44).

119
οργανιςμικι τθσ ςυμφωνία. Το πρόςωπο, όντασ οι αλλαγζσ και οι εμπειρίεσ του ςτθ
διαχρονία τουσ, πορεφεται ςτο μόνον τθσ... αυτοαντίλθψθσ ταξίδειον85 και ωσ Ικάκθ86,
ςθμαντικό.

85
Ραραφράηοντασ «Το μόνον τθσ ηωισ μου ταξείδιον» του Γεωργίου Βιηυθνοφ.
86
Κατά Κωνςταντίνο Καβάφθ.
120
4.2 ΢τάςεισ απζναντι ςτον κεωρθτικό ςτοχαςμό

Μία γυναίκα από τισ Δυτικζσ Λνδίεσ βρζκθκε, τθ


δεκαετία του ‘60, ςτθ Βρετανία. «Επιςκεπτόταν το γραφείο
εφρεςθσ εργαςίασ ψάχνοντασ για δουλειά. Στθ δεφτερθ ι
τρίτθ επίςκεψι τθσ, θ υπάλλθλοσ τθσ είπε: “Φοβάμαι ότι
ακόμα δε ςασ βρικαμε δουλειά”. Θ γυναίκα από τισ Δυτικζσ
Λνδίεσ απάντθςε: “Δε κζλω να με φοβάςτε, να με βοθκιςετε
να βρω δουλειά κζλω”»
(Lago & Tompson ςτο Μζρυ, 2002, 223)

Το νζο, το άγνωςτο, το διαφορετικό δε γίνονται, πάντα, κατανοθτά και,


αρκετζσ φορζσ, δεν αντιμετωπίηονται με ευχάριςτο και ευνοϊκό τρόπο. Δεν είναι λίγεσ,
μάλιςτα, οι περιπτϊςεισ, ςτισ οποίεσ εκφράηεται ζντονθ επιφφλαξθ, καχυποψία αλλά
και προκατάλθψθ· ενίοτε, δε, αςκείται εχκρότθτα και πολεμικι. Επιπλζον, «για να
μάκεισ κάτι καινοφργιο, χρειάηεται θ εγκατάλειψθ του παλιοφ εαυτοφ και ο κάνατοσ
των φκαρμζνων γνϊςεων. Βραχυπρόκεςμα είναι πιο βολικό να μθν το κάνουμε αυτό
– να μείνουμε εκεί που είμαςτε, να ςυνεχίςουμε να χρθςιμοποιοφμε τον ίδιο
μικροκοςμικό χάρτθ, να αποφεφγουμε τθν οδφνθ από το κάνατο προςφιλϊν ιδεϊν»
(Ρεκ, 1988, 187).
Θ ηωι όμωσ και θ επιςτιμθ, εν προκειμζνω, είναι ςυνυφαςμζνθ με τθν ζννοια
τθσ εξζλιξθσ. «Το άνοιγμα ςε εμπειρίεσ μπορεί να κεωρθκεί απόλυτα ότι είναι τόςο
ςθμαντικό χαρακτθριςτικό του επιςτιμονα όςο και θ κατανόθςθ του ςχεδίου τθσ
ζρευνασ. Και το όλο εγχείρθμα τθσ επιςτιμθσ μπορεί να κεωρθκεί ζνα μόνο μζροσ
του ευρφτερου πεδίου τθσ γνϊςθσ, ςτθν οποία θ αλικεια επιδιϊκεται με πολλοφσ
εξίςου ουςιϊδεισ τρόπουσ, με τθν επιςτιμθ να είναι ζνασ από τουσ τρόπουσ αυτοφσ»
(Rogers, 1980, 192).
Στθν προςωποκεντρικι προςζγγιςθ, θ τελευταία είναι μία διαρκισ διαδικαςία,
μία ρζουςα κατάςταςθ που ςθμαίνει αλλαγι και ορίηει ωσ βεβαιότθτα τθν
αβεβαιότθτα. «Πλο αυτό που εμείσ ζχουμε γνωρίςει ωσ επιςτιμθ γίνεται ζνα μόνο
ταπεινό μζροσ τθσ επιςτιμθσ. Μπορεί να κεωρθκεί ενςωματωμζνο ςε ζνα
εντυπωςιακό προςωπικό πλαίςιο, ςτο οποίο θ προςωπικι κρίςθ και θ κρίςθ τθσ
ομάδασ για τθν αλθκοφάνεια γίνονται τόςο ςθμαντικζσ όςο και θ ςτατιςτικι ςθμαςία.
Το μοντζλο μιασ ακριβοφσ, όμορφα δομθμζνθσ και απρόςβλθτθσ επιςτιμθσ (που οι
περιςςότεροι από εμάσ πιςτεφουμε, ςυνειδθτά ι αςυνείδθτα) γίνεται τότε ζνα
περιοριςμζνο και, ςαφϊσ, ανκρϊπινο καταςκεφαςμα, ανίκανο για ακριβι
τελειότθτα» (Rogers, ο.π.).
Δεδομζνου του ροτηεριανοφ ςκεπτικοφ, αναπτφςςεται ςτθ ςυγκεκριμζνθ
ενότθτα ζνασ ςυλλογιςμόσ για το αν και κατά πόςο μία κεωρία, ςε επίπεδο
εφαρμογισ, μπορεί να ςυνιςτά πανάκεια.
Για τον Βαςματηίδθ (2008, 299) θ διαλεκτικι φιλοςοφία, όπωσ τθ βίωςε ο
Ρλάτων ςτισ ςυνομιλίεσ του με το Σωκράτθ, οφςα αλθκινι παιδεία κι ζχοντασ «τθ
δφναμθ να αλλάξει εςωτερικά τον άνκρωπο, είναι μια μζκοδοσ που επιχειρεί να
ςυλλάβει με επιςτθμονικό τρόπο αυτιν κακεαυτιν τθν ουςία των πραγμάτων».
Σφμφωνα με τον Καραγιαννόπουλο1 «επιςτιμθ μποροφμε ν' αποκαλζςουμε το
ςφνολο των, αντικειμενικοφ χαρακτιρα, ςυςτθματικϊν γνϊςεων επί διαφόρων
τομζων του επιςτθτοφ *…+ Δεν υπάρχει ενιαίο, λογικά ςυνεχόμενο ςφςτθμα
επιςτθμϊν. Υπάρχουν, μάλλον, πολλζσ επιςτιμεσ με ρευςτά, πολλζσ φορζσ, μεταξφ
τουσ όρια *…+ Επιςτιμθ ςθμαίνει ςυνεχι πνευματικι δθμιουργία και απαρτιςμό ενόσ,
διαρκϊσ, αυξανόμενου κθςαυροφ ςυςτθματικϊν γνϊςεων που βρίςκονται ςε
πολυειδείσ ςχζςεισ με τισ υπόλοιπεσ πολιτιςτικζσ δθμιουργίεσ».
Αναφερόμενοσ ςτα ςφγχρονα δεδομζνα των φυςικϊν επιςτθμϊν ο
Μπακιρτηισ (2003, 17) επιςθμαίνει μία αξιοςθμείωτθ απομάκρυνςθ από τθν ανάγκθ
για γραμμικότθτα και απόλυτθ κακαρότθτα. Σε ςυνάρτθςθ με τθν ποιότθτα τθσ
ανκρϊπινθσ υπόςταςθσ, διατείνεται πωσ «ο ορκολογιςμόσ και θ αυκφπαρκτθ
καρτεςιανι λογικι και δομι του κόςμου, τθσ ςκζψθσ, των φυςικϊν, ψυχικϊν,
κοινωνικϊν, οικολογικϊν και άλλων φαινομζνων, υποχωροφν και ςχετικοποιοφνται»
(ο.π.). Οι Kirschenbaum & Henderson (1990, 169-170) κα πουν πωσ «θ παγκόςμια
κουλτοφρα φαντάηει, ολοζνα και περιςςότερο επιςτθμονικι και ςχετικιςτικι· θ
άκαμπτθ και απόλυτθ κεϊρθςθ των αξιϊν, που φτάνει ςτο ςιμερα από το παρελκόν,
φαίνεται αναχρονιςτικι».
Ο διάλογοσ ςτθν και για τθν επιςτιμθ δεν απαιτεί απόλυτθ και αξιωματικι
ματιά ςτθν εξζταςθ των κεωριςεων. Θ ίδια θ πράξθ και θ ηωι τθσ επιςτιμθσ
αποδεικνφει ότι οι διαφοροποιιςεισ κι ενδεχομζνωσ, οι ςυγκρουςιακζσ
αντιπαρακζςεισ των επιςτθμονικϊν λόγων, όχι μόνον, είναι υπαρκτζσ αλλά και
αναμενόμενεσ. Γεγονόσ που υπαγορεφεται και από τθν ζννοια του ιςτορικιςμοφ ι

1
Στο: http://www.sunfiles.org/uploads/2/2/4/3/2243214/istoria_1815-2000_sel_1_242.pdf
122
ςχετικιςμοφ: «Δεν μποροφμε να μιλιςουμε για μία ενιαία ςχολι» γράφει ο Kuhn
(1987, 19) – αναφερόμενοσ ςτθν τάςθ που εμφανίςτθκε τθν περίοδο του νζου
επιςτθμολογικοφ ρεφματοσ, ςτθ δεκαετία του ’70 – «οι βαςικοί αντιπρόςωποι
ρεφματοσ προζρχονται από διαφορετικζσ παραδόςεισ, διαφωνοφν ςε πολλά ςθμεία
και παίρνουν ο κακζνασ το δικό του δρόμο».
Στθν περίλθψθ τθσ ςυηιτθςθσ και ςφγκριςθσ των κεωριϊν ανάπτυξθσ ο Salkind
(1997, 351) μεταξφ άλλων, αναφζρει ότι διαφορετικζσ κεωρίεσ, ςπάνια, είναι
ςυγκρίςιμεσ μεταξφ τουσ, ακριβϊσ, επειδι βαςίηονται ςε διαφορετικζσ
κοςμοκεωριςεισ. Οι Αtkinson & Hornby ςχολιάηοντασ «τθν αξιολόγθςθ των
ςυνδζςεων του ςχολείου με τα προγράμματα ψυχικισ υγείασ» αναφζρουν ότι
«υπάρχουν αντιφατικά ευριματα, κακϊσ οι περιςςότερεσ μελζτεσ είναι ετερογενείσ
ωσ προσ τθ μεκοδολογία, και δεν επιτρζπουν τθ ςφγκριςθ των αποτελεςμάτων» (ςτο
Μπίμπου, 2005, 58). Επιπλζον, καμία κεωρία δεν είναι πλθρζςτερθ των υπολοίπων
και διαφοροποιοφνται εςτιάηοντασ το ενδιαφζρον τουσ ςε επιλεγμζνεσ, κάκε φορά,
διαςτάςεισ τθσ ςυμπεριφοράσ. Είναι ςφνθκεσ, μάλιςτα, να προβαίνουν ςτθν
περιγραφι όμοιων φαινομζνων, χρθςιμοποιϊντασ διαφορετικι ορολογία (Salkind,
ο.π.). «Μία κεωρία για να γίνει αποδεκτι ωσ Ραράδειγμα, πρζπει να φαίνεται
καλφτερθ απ’ τισ αντίπαλζσ τθσ, όμωσ δεν είναι αναγκαίο και ςτθν πραγματικότθτα δε
ςυμβαίνει ποτζ, να εξθγεί όλα τα γεγονότα που είναι δυνατό να αντιμετωπίςει»
(Kuhn, 1987, 81-82).
«Θ προςωποκεντρικι ψυχολογία» κα πει ο Μζρυ (2002, 213), «είναι μια
ηωντανι ψυχολογία, που ενδιαφζρεται για τα φιλοςοφικά ηθτιματα και τθν ανάπτυξθ
του ατομικοφ δυναμικοφ και προςπακεί να κατανοιςει τον άνκρωπο μζςα ςτα
ποικίλα κοινωνικά πλαίςια όπου ηει». Γίνεται ςαφισ λόγοσ για πολυπολιτιςμικότθτα2
θ οποία δεν περιορίηεται ςε κζματα φυλισ και εκνικότθτασ. Ο Bayne υπογραμμίηει
τθν ανάγκθ «οι ςφμβουλοι να ζχουν πολφ μεγαλφτερθ επίγνωςθ των διαφορϊν
εκνικισ καταγωγισ, φφλου, κοινωνικισ τάξθσ, αναπθρίασ, θλικίασ και άλλων
παραγόντων» (ςτο Μζρυ, 2002, 226-227). Τθν τεράςτια επίδραςθ των πολιτιςμικϊν

2
Για τον Mendus, θ γνωριμία με τισ αξίεσ άλλων πολιτιςμϊν, δεν επιτρζπει μοναχά τθν αναγνϊριςθ τθσ
ςθμαςίασ τουσ αλλά αναπτφςςει τθν κατανόθςθ του εαυτοφ μασ και τθν ανακάλυψθ των περιοριςμϊν
του δικοφ μασ ςυςτιματοσ αξιϊν (Ραυλίδθσ, 2006, 188).
123
παραγόντων ςτον ψυχολογικό τομζα, άλλωςτε, ζχει αναγνωρίςει πλικοσ
ςυγγραφζων3.
Σφμφωνα με τθ Χόρνεχ (ο.π., 8) «αυτζσ οι παρατθριςεισ ζχουν για τθν
ψυχολογία πολφ μεγαλφτερθ ςθμαςία απ’ αυτι που αφινουν να διαφαίνεται με τθν
πρϊτθ ματιά. Θ πρϊτθ ςυνζπεια είναι ζνα αίςκθμα αμφιβολίασ απζναντι ςτθν
ψυχολογικι παντογνωςία. Από τθν ομοιότθτα των ευρθμάτων μασ ςτον πολιτιςμό
μασ με αυτά ςε άλλουσ πολιτιςμοφσ, δεν μποροφμε να ςυμπεράνουμε πωσ
δθμιουργικθκαν από ίδια κίνθτρα. Δεν ζχει νόθμα να πιςτεφουμε πια ότι μια νζα
ψυχολογικι διαπίςτωςθ κα μποροφςε να αποκαλφψει ζνα γενικό γνϊριςμα τθσ
ανκρϊπινθσ φφςθσ, που ςαν τζτοιο κα είχε κακολικι ιςχφ. Τοφτο πιςτοποιεί εκείνο
που ζχουν διαπιςτϊςει αναρίκμθτεσ φορζσ μερικοί κοινωνιολόγοι: ότι δεν υπάρχει
μια ψυχολογία του φυςιολογικοφ που να ιςχφει για ολόκλθρθ τθν ανκρωπότθτα».
Θ υπόκεςθ ότι το φυςιολογικό για μια ομάδα είναι επίςθσ φυςιολογικό για
κάκε άλλθ, χαρακτθρίηεται από τον Pedersen (Μζρυ, 2002, 220) ωσ αίτιο πολιτιςμικισ
προκατάλθψθσ. Για τον ίδιο το φυςιολογικό υπόκειται ςε αλλαγζσ εξαρτϊμενεσ από
τθν τρζχουςα κατάςταςθ και το πολιτιςμικό παρελκόν του ατόμου4, γι’ αυτό και
κροφει τον κϊδωνα του κινδφνου διαγνωςτικϊν ςφαλμάτων ςτθν περίπτωςθ
αξιολόγθςθσ του φυςιολογικοφ ςε ζναν πολιτιςμό, με οριςμοφσ ενόσ άλλου. Ρολφ
εφςτοχα θ Χόρνεχ (1975, 7) κα πει πωσ «θ ζννοια του φυςιολογικοφ κακορίηεται από
τθ ςυμφωνία του με τα γενικά παραδεγμζνα μζτρα τθσ ςυμπεριφοράσ και των
ςυναιςκθμάτων μζςα ςε μια οριςμζνθ ομάδα, θ οποία επιβάλλει ςτα μζλθ τθσ αυτά
τα μζτρα. Μεταβάλλονται, όμωσ, ανάλογα με τον πολιτιςμό, τθν εποχι, τθν τάξθ και
το φφλο». Γι’ αυτό και ο Σαπίρ (ςτο Χόρνεχ, ο.π.) υποςτιριξε πωσ «ζνα από τα

3
Ο Erich Fromm ςτο άρκρο του “Zur Entstehung des Christusdogmas”*Για τθ γζνεςθ του δόγματοσ του
Χριςτοφ, ςτο imago, τομ. 16, 1930, 307-373+, περιζγραψε και επεξεργάςτθκε πρϊτοσ ςτθ γερμανικι
ψυχαναλυτικι βιβλιογραφία αυτι τθ μζκοδο ερμθνείασ. Αργότερα ακολοφκθςαν και άλλοι, όπωσ ο
W.Reich και ο Otto Fenichel. Στθν Αμερικι πρϊτοσ ο Harry Stack Sullivan αναγνϊριςε τθν αναγκαιότθτα
ότι θ ψυχιατρικι πρζπει να αςχολθκεί με τισ πολιτιςτικζσ ςυνκικεσ. Ψυχαναλυτζσ όπωσ ο Franz
Alexander και ο A.Kardiner ενδιαφζρκθκαν για τθν πολιτιςτικι ςθμαςία ψυχολογικϊν προβλθμάτων.
Στουσ ψυχολόγουσ που εκπροςωποφν αυτιν τθν άποψθ, ςυγκαταλζγονται ο H.D.Lasswell (World
Politics and Personal Insecurity) και ο John Dollard (Criteria for the Life History) *Βλ. Χόρνεχ, 1975, 130+.
4
Στθ ροτηεριανι προςζγγιςθ, το άτομο προφυλάςςεται από αυτό το ενδεχόμενο, διότι είναι εκείνο που
αποφαςίηει το προςωπικό του καλό και κζτει τουσ ςτόχουσ για τον εαυτό του. Σχετικι είναι θ
παράκεςθ του Usher: «Επειδι ο Rogers άφθνε τον προςδιοριςμό των αυτό-ςκοπϊν ςε κάκε άτομο,
ζνασ πελάτθσ από ζνα δεδομζνο πολιτιςμικό πλαίςιο αναφοράσ κα μποροφςε να προςδιορίςει μόνοσ
του ποιεσ αλλαγζσ ςτθ ςυμπεριφορά ι τθ ςτάςθ του κα ςυνιςτοφςαν μετακίνθςθ προσ τθν
αυτοπραγμάτωςθ του» (Μζρυ, 2002, 221).
124
επιτεφγματα τθσ ςφγχρονθσ ανκρωπολογίασ είναι να ανακαλφπτει ολοζνα από τθν
αρχι το φυςιολογικό».
Ο Μπουκάι (2008, 51) αναφερόμενοσ ςτθν πλθκϊρα των κεραπευτικϊν
τρόπων, τισ ερμθνεφει ωσ προϊόντα αντιςτοίχου αρικμοφ, φιλοςοφικϊν απόψεων. «Οι
ςχολζσ αυτζσ» γράφει, «είναι όλεσ διαφορετικζσ μεταξφ τουσ. Διαφζρουν ςτθν
ιδεολογία, ςτθ μζκοδο ι ςτθν προςζγγιςθ, όμωσ, νομίηω ότι όλεσ ζχουν ςτόχο: να
βελτιϊςουν τθν ποιότθτα ηωισ του πάςχοντοσ. Σ’ αυτό που δεν μποροφμε να
ςυμφωνιςουμε, ίςωσ, είναι ςτο τι εννοεί ο κάκε ψυχοκεραπευτισ λζγοντασ:
βελτίωςθ τθσ ποιότθτασ ηωισ». Ακριβϊσ, ςτο ςθμείο τοφτο, αντιλαμβάνεται κανείσ ότι
θ ζννοια τθσ κακολικισ αλικειασ5 ςτο χϊρο τθσ επιςτιμθσ και τθσ ηωισ6 – αυτι θ
ανάγκθ τθσ βεβαιότθτασ, του δεδομζνου – κα εξυπθρετοφςε, μοναχά, το ςκζπτεςκαι
του κοινοφ νου. «Ο Heider κάκε άλλο παρά προκάλεςε τον κοινό νου όταν υποςτιριξε
ότι οι άνκρωποι ζχουν τθν τάςθ να χρθςιμοποιοφν τισ αιτιακζσ αποδόςεισ με ζνα
αυτό-εξυπθρετικό τρόπο: Εγϊ προκάλεςα τα καλά πράγματα, τα κακά οφείλονται ςε
κάποιον άλλο» (Λεοντάρθ, 2006, 119).
Στθν προςζγγιςθ μιασ κεωρίασ, θ ζννοια του πλαιςίου είναι ςθμαίνουςα.
Επθρεάηει τον τρόπο αντίλθψθσ, ερμθνείασ και εφαρμογισ τθσ. Στθ γνωςτικι
ψυχολογία «ο όροσ εννοιολογικό πλαίςιο μπορεί να αναφζρεται και ςτον τρόπο που
διάφορεσ ζννοιεσ διαςυνδζονται μεταξφ τουσ ςτο νου ενόσ ατόμου που μακαίνει.
Στθν Γλωςςολογία και ςτισ Επικοινωνίεσ, με τον όρο πλαίςιο, εννοείται το νόθμα ενόσ
μθνφματοσ (όπωσ είναι θ πρόταςθ για παράδειγμα), θ ςχζςθ του με άλλα τμιματα
του μθνφματοσ, το κοινωνικό περιβάλλον ςτο οποίο ςυνζβθ θ επικοινωνία και
οποιαδιποτε ζννοια ςχετίηεται μαηί τθσ. Με άλλα λόγια το πλαίςιο είναι μια διάταξθ,

5
Στουσ κόλπουσ τθσ φιλοςοφίασ ςιμερα, ο Badiou (Από το είναι ςτο ςυμβάν, Ακινα, Ρατάκθ, 2009)
αποπειράται τθν επανακεμελίωςθ του κακεςτϊτοσ τθσ αλικειασ, διακθρφςςοντασ, όπωσ ο Λακάν, ότι
αλικειεσ υπάρχουν – ωσ άκουςμα, ςυνειρμικά, παραπζμπει ςτο ‘λεφτά υπάρχουν’. Και το λζω αυτό, εν
είδει προβλθματιςμοφ, διότι για τον ίδιο τον Λακάν «ο κόςμοσ των λζξεων είναι αυτόσ που δθμιουργεί
τον κόςμο των πραγμάτων» (υποςθμείωςθ ςτο Ραυλίδθσ, 2006). Υπό τθν ζννοια αυτι, μία αλικεια
κακολικι για τθν αντίλθψθ του κόςμου απειλείται, εκτόσ των άλλων, και από τθ δφναμθ του ςυνειρμοφ
(των αναπαραςτάςεων) αλλά και τθν ποιότθτα του πολιτιςμικοφ κεφαλαίου ενόσ εκάςτου.
6
Στθν προςπάκειά του να ερμθνεφςει τθν ζννοια τθσ εξουςίασ (authority), ο Giroux, καταλιγει ςτο
ςυμπζραςμα ότι θ τελευταία, δεν ζχει ζνα μοναδικό νόθμα αλλά, ωσ «ιςτορικι καταςκευι,
διαμορφϊνεται από τισ διαφορετικζσ παραδόςεισ που διζπονται από τισ δικζσ τουσ αξίεσ και οπτικζσ
του κόςμου». Ζτςι, εξθγεί και το γεγονόσ ότι αποτελεί διακφβευα ανάμεςα ςε διαφορετικζσ κεωρθτικζσ
απόψεισ. Υποςτθρίηει, μάλιςτα, ότι το νόθμά τθσ διαμορφϊνεται ςτο, εκάςτοτε, κεωρθτικό πλαίςιο γι’
αυτό και πρζπει μζςα ς’ αυτό να εξετάηεται, προκειμζνου να αποκαλυφτοφν τα ςυμφζροντα και οι
ςχζςεισ εξουςίασ που υποςτθρίηει (1997, 97).
125
μζςω τθσ οποίασ αντιλαμβανόμαςτε κάποιο μινυμα»7. Επομζνωσ, αυτι θ αντίλθψθ
δεν μπορεί να είναι μονοδιάςτατθ8. Ο αποδομθτικόσ9 λόγοσ ορίηει κάκε κείμενο ωσ
διαςτρωμάτωςθ εννοιϊν, απόρροια πολιτιςτικϊν και ιςτορικϊν διαδικαςιϊν,
ςυνεπϊσ, το νόθμά του δεν είναι οριςτικό αλλά ςυνάρτθςθ τθσ ερμθνείασ που του
δίνει ο αναγνϊςτθσ του. Ζτςι, ο τελευταίοσ μπορεί να διερευνιςει τα κρυμμζνα
νοιματα ενόσ κειμζνου, τα οποία μπορεί να μθν γνωρίηει οφτε ο ςυγγραφζασ.
Ο Rogers (1961, 206) πιςτεφει πωσ «θ επιςτιμθ υπάρχει μόνο ςε ςχζςθ με
τουσ ανκρϊπουσ. Κάκε επιςτθμονικό ςχζδιο10 οφείλει τθ δθμιουργικι του αφετθρία,
τθ διαδικαςία και το προςωρινό του ςυμπζραςμα ςε ζνα άτομο ι άτομα. Θ γνϊςθ –
ακόμθ και θ επιςτθμονικι γνϊςθ – είναι κάτι υποκειμενικά αποδεκτό. Θ επιςτθμονικι
γνϊςθ μπορεί να μεταδοκεί μόνο ςε όςουσ είναι υποκειμενικά ζτοιμοι να δεχτοφν τθ
μετάδοςθ αυτι. Ταυτόχρονα, οι άνκρωποι χρθςιμοποιοφν τθν επιςτιμθ μόνον όταν
αναηθτοφν αξίεσ με νόθμα γι’ αυτοφσ».
Από τθν άλλθ, θ ελαφρά τθ καρδία11 αναίρεςθ, κάκε προθγοφμενου
κεκτθμζνου ςτο όνομα του εκςυγχρονιςμοφ ι ςτθ μζκθ τθσ νζασ ανακάλυψθσ, κα
μποροφςε να ςθμάνει τθ γνωςιακι ζκπτωςθ κι, ενδεχομζνωσ, τθν αντίςτοιχθ
πτϊχευςθ. Θ υπερβολι ακόμθ και ςτισ ανϊτερεσ αξίεσ είναι αςτοχία, υποςτθρίηει ο
Αριςτοτζλθσ. Ο Watson (1996, 25) με τθ ςειρά του, αποδομϊντασ τθν αμετροζπεια
γράφει: «Ακόμθ και οι θκικζσ όπωσ θ ανδρεία, είναι καλζσ, μόνο εφ’ όςον βρίςκονται
μζςα ςτο ςτενό πεδίο τθσ μεςότθτασ. Κάποιοσ που φοβάται τα πάντα είναι δειλόσ·
αλλά κάποιοσ που δεν φοβάται τίποτε είναι ζνασ επικίνδυνοσ βλάκασ» (Watson, 1996,
25). Δικαίωσ, για παράδειγμα, θ ςυμπεριφοριςτικι λογικι δζχτθκε τθ ςκλθρι κριτικι

7
Ο όροσ χρθςιμοποιικθκε ιδιαίτερα υπό το πλαίςιο του διδακτικοφ ρεφματοσ του εποικοδομθτιςμοφ
(βλ. πχ. Διδακτικι των φυςικϊν επιςτθμϊν), ςφμφωνα με το οποίο το προχπάρχον εννοιολογικό
πλαίςιο επθρεάηει ςε κυρίαρχο βακμό τθ διαδικαςία τθσ μάκθςθσ (ςτο: http://el.wikipedia.org/wiki/,
εννοιολογικό πλαίςιο).
8
Θ αναηιτθςθ του φιλοςοφικοφ ςχετίηεςκαι υπόκειται ςτον αζναο κφκλο τθσ διαχρονίασ. Ο λόγοσ
γφρω από αυτό και ο τρόποσ προςζγγιςθσ, ςυναρτάται των επιςτθμονικϊν κεκτθμζνων και των
φιλοςοφικϊν τάςεων τθσ κάκε εποχισ. Τα ερμθνευτικά πλαίςια ςφμφωνα με τουσ ΢όηενταλ & Γιοφντιν,
είναι δφο: το υλιςτικό και το ιδεαλιςτικό (βλ. ΢όηενταλ & Γιοφντιν, Φιλοςοφικό Λεξικό, ς.197).
9
Βλ. Αφιζρωμα ςτον Ντεριντά, ςτο http://www.sansimera.gr/biographies/7.
10
Ο Rogers (1961, 207) αναφζρει πωσ «θ επιςτιμθ οφείλει τθν αφετθρία τθσ ςε ζναν ςυγκεκριμζνο
άνκρωπο που αναηθτά ςτόχουσ, αξίεσ, ςκοποφσ, με προςωπικό και υποκειμενικό νόθμα γι’ αυτόν». Ο
επιςτιμονασ, αποηθτϊντασ να ανακαλφψει τι γίνεται ςε κάποιον τομζα και βαςιςμζνοσ ςε όλεσ τισ
ςυνειδθτζσ και αςυνείδθτεσ εμπειρίεσ του, λζει: ζχω ζνα προαίςκθμα για τθν φπαρξθ τθσ τάδε ςχζςθσ
και θ φπαρξθ ενόσ τζτοιου φαινομζνου ςχετίηεται με τισ προςωπικζσ μου αξίεσ (ο.π.).
11
Ο Ηίηεκ ςτο βιβλίο του Ρρϊτα ςαν τραγωδία και μετά ςαν φάρςα, επικαλείται τθ ριςθ του
Μπακοφρα «είναι φριχτό να μθν ξζρεισ το παρελκόν και να πρζπει να αποφαςίςεισ για το μζλλον»
(Από τθν παρουςίαςθ – ανάγνωςθ αποςπαςμάτων – του εν λόγω βιβλίου ςτον 9.58 fm).
126
και των γνωςτικϊν ψυχολόγων και των παιδαγωγϊν. Θ μάκθςθ δεν ταυτίηεται μοναχά
με τθν ανάπτυξθ υπολογιςτικϊν δεξιοτιτων, οφτε είναι ζρμαιο τθσ ςυλλογιςτικισ μιασ
εξάρτθςθσ και προϊόν μθχανιςτικοφ διαλόγου, εξαντλοφμενου ςε μία ερζκιςμα-
αντίδραςθ-ςχζςθ. Μία περεταίρω, όμωσ, ςκζψθ κακιςτά εξίςου προφανζσ το όφελοσ
ενόσ μθχανιςτικοφ τρόπου εργαςίασ, ο οποίοσ προάγει τθν ταχφτθτα αλλά και τθν
ακρίβεια ςτουσ υπολογιςμοφσ. Καλλιεργεί τθν εςτίαςθ και τθ ςυγκζντρωςθ ϊςτε
κινθτοποιϊντασ το ςφνολο του ενεργειακοφ δυναμικοφ να καταςτιςει μία αντίδραςθ
ωσ απάντθςθ-λφςθ ενόσ προβλιματοσ, αποτελεςματικότερθ. Στοιχεία απαραίτθτα
ςτθν κακθμερινι πρακτικι τθσ επιςτιμθσ και τθσ ηωισ. Για τον Kierkergaard «θ
φπαρξθ αποτελεί το φψιςτο ενδιαφζρον του υπάρχοντοσ ατόμου και ςυγκροτείται
από αντιφατικά διαλεκτικά ςτοιχεία, το χρονικό και το αιϊνιο. Το ενδιαφζρον του
ατόμου για τθν φπαρξι του ςυνκζτει τθν πραγματικότθτα» (Ματςοφκα ςτο Κογκοφλθ,
1984, 57).
Ο κόςμοσ κα πρζπει να ιδωκεί, λζει ο Picasso, με το βλζμμα ενόσ μικροφ
παιδιοφ· με τθ διάκεςθ τθσ ανακάλυψθσ και τθσ δθμιουργίασ του από τθν αρχι. Και
κάτι τζτοιο, ςε καμία περίπτωςθ, δε ςθμαίνει απόρριψθ των γνωςιακϊν μασ
κλθροδοτθμάτων. Σθμαίνει, απλά, ότι «δθμιουργοφμε, κάκε φορά, τθ δικι μασ
οπτικι12, τθ δικι μασ κεωρία για τον κόςμο και τθ ςχζςθ μασ μ’ αυτόν, τθν οποία ςτθ
ςυνζχεια αλλάηουμε και επανατοποκετοφμαςτε ςε ςυνάρτθςθ με τα νζα δεδομζνα
που ζχουν εν τω μεταξφ ιδιοποιθκεί» (Μπακιρτηισ, 2003, 21).
Ο Ρεκ (1988, 187) υποςτθρίηει ότι είναι απαραίτθτο να αξιοποιθκεί ςε όλθ τθσ
τθν ζκταςθ θ προςωπικι πείρα, μαηί κι αυτι τθσ ενθλικιότθτάσ μασ, αλλά «και θ πείρα
μιασ πρόςκετθσ γενιάσ ανκρϊπινθσ ιςτορίασ». Θ τελευταία είναι παροφςα,
εκφράηοντασ τθ δικι τθσ αλικεια, κουβαλϊντασ τθν ουςία και τθν εμπειρία κόπων,
μόχκων και οραμάτων που τθ νοθματοδοτοφν αλλά και τθν πιςτοποιοφν. Και ωσ
τζτοια ζχει τθ κζςθ τθσ ςτο ςυνολικό δθμιοφργθμα του οποίου οι ψθφίδεσ άλλοτε
βρίςκονται κοντά, αντιμετωπίηοντασ τον μεταξφ τουσ αρμό ωσ ηϊνθ επικείμενθσ
ανάπτυξθσ κι άλλοτε, απζχουν παραςάγγασ, πιςτοποιϊντασ με τθν διαφοροποίθςθ ι

12
Ο Φρανκλ, αντιλαμβάνεται κάκε κατάςταςθ τθσ ηωισ ωσ πρόκλθςθ εφρεςθσ του νοιματόσ τθσ.
Υποςτθρίηει ότι δεν είναι ο άνκρωποσ, εκείνοσ που ρωτά αλλά, αυτόσ που ρωτιζται από τθ ηωι για το
νόθμά τθσ· και δεν μπορεί να δϊςει απάντθςθ, παρά μονάχα για τθ δικι του ηωι (2010, 168).
127
και τθν αντίκεςι τουσ, τον «λόγο των πραγμάτων»13 μα και τθν αλικεια τθσ
ετερότθτασ ςτθν ίδια τθ ηωι.
«Θ αναγνϊριςθ πωσ δεν είμαςτε εν μζρει ςε κζςθ να δϊςουμε λφςεισ εδϊ και
τϊρα, και από εδϊ και πζρα είναι ςθμαντικι. Οι νζεσ κατανοιςεισ ανοίγουν νζουσ
περιοριςμοφσ και τθν ανάγκθ για επεξεργαςία προςωπικϊν και κοινωνικϊν
αποκεμάτων και οφτω κακεξισ» (Μπίμπου, 2005, 62). Άλλωςτε, θ ζννοια τθσ
αυτοδιάκεςθσ, ςφννομθ τθσ αυτονομίασ και τθσ αυτοπραγμάτωςθσ, ςθμαίνει όπωσ
περιγράφεται από τον Μαρκοφηε «κριτικι αποδζςμευςθ από τον δεδομζνο κόςμο τθσ
εμπειρίασ» (ςτο Ραυλίδθσ, 2006, ςθμείωςθ τζλουσ).
«Μου φαίνεται» κα πει ο Rogers (1961, 152-153) «πωσ τθ μεγαλφτερθ
ςθμαςία ζχει το γεγονόσ ότι ζνα διευρυνόμενο ςϊμα αντικειμενικά επαλθκευμζνθσ
γνϊςθσ πάνω ςτθν ψυχοκεραπεία κα επιφζρει το ςταδιακό τζλοσ των διαφόρων
ςχολϊν, ςυμπεριλαμβανομζνθσ και τθσ δικισ μου. Κακϊσ κα μεγαλϊνει θ γνϊςθ
μασ… κα δίνεται όλο και λιγότερθ ςθμαςία ςε δογματικζσ14 και κακαρά κεωρθτικζσ
διατυπϊςεισ. Οι διαφορζσ γνϊμθσ, οι διαφορετικζσ κεραπευτικζσ διαδικαςίεσ, οι
διαφορετικζσ κρίςεισ για τθν ζκβαςι τθσ, κα τεκοφν υπό εμπειρικό ζλεγχο αντί να
αποτελοφν, απλϊσ, ζνα αντικείμενο διαφωνιϊν ι επιχειρθμάτων… Κα δθμιουργθκεί
μια όλο και πιο αποτελεςματικι και, ςυνεχϊσ, μεταβαλλόμενθ ψυχοκεραπεία που δε
κα ζχει ποτζ ανάγκθ ςυγκεκριμζνθσ ταμπζλασ. Κα ενςωματϊςει οτιδιποτε ζχει
επαλθκευτεί τεκμθριωμζνα από οποιονδιποτε κεραπευτικό προςανατολιςμό».
Επομζνωσ, οι προθγοφμενεσ κεωρίεσ τθσ ψυχολογίασ και τθσ παιδαγωγικισ,
κα ιταν ςκόπιμο να ιδωκοφν υπό το πρίςμα15, αφενόσ μεν, μίασ παράδοςθσ θ οποία –

13
«Αν δοφμε προςεκτικά τα λόγια του Αριςτοτζλθ, τότε αποδεικνφεται ότι οι ζννοιεσ τισ φπαρξθσ ι τθσ
μθ φπαρξθσ κάποιου πράγματοσ είναι ςαν να βρίςκονται ςε αυτόν χωριςτά το ζνα χωρίσ το άλλο. Στθν
πραγματικότθτα, όμωσ, τα αντίκετα και οι ζννοιεσ που ενυπάρχουν ς’ αυτά προχποκζτουν το ζνα το
άλλο. Ζτςι θ ηωι (φπαρξθ) προχποκζτει το κάνατο (μθ φπαρξθ), τον εμπεριζχει, θ ηωι και ο κάνατοσ
ςυνιςτοφν τθν ενότθτα των αντικζτων. Τα αντίκετα μετατρζπονται το ζνα ςτο άλλο (ςφμφωνα με τον
Θράκλειτο, το κερμό ψφχεται, το νζο γερνάει, θ ηωι κάποιων όντων προχποκζτει το κάνατο των άλλων
και αντιςτρόφωσ). Επομζνωσ, το ίδιο ον (και πράγμα γενικά) είναι ίςο και δεν είναι ίςο με τον εαυτό
του. Ακολουκϊντασ το πνεφμα τθσ Θρακλείτειασ ςκζψθσ, μποροφμε να ποφμε ότι ο διατυπωμζνοσ από
το ςταγιρίτθ νόμοσ τθσ απόλυτθσ ταυτότθτασ (Α=Α) διαςτρεβλϊνει τθν αντικειμενικι κατάςταςθ (τον
«λόγο») των πραγμάτων» (Κεςςίδθσ, 2006, ς.215-216)
14
Ο Φουκϊ, αρνοφμενοσ τα κοινωνικά ςχζδια «που ιςχυρίηονται ότι είναι κακολικά ι ριηοςπαςτικά»,
υποςτθρίηει ότι «θ προςπάκεια να ξεφφγουμε από το ςφςτθμα τθσ ςφγχρονθσ πραγματικότθτασ ζτςι
ϊςτε να παραγάγουμε τα ολικά προγράμματα μιασ άλλθσ κοινωνίασ, ενόσ άλλου τρόπου ςκζπτεςκαι,
μιασ άλλθσ κουλτοφρασ, μιασ άλλθσ κζαςθσ του κόςμου, ζχει οδθγιςει μόνο ςτθν επαναφορά των
πλζον επικίνδυνων παραδόςεων» (Υποςθμείωςθ ςτο Ραυλίδθσ, 2006).
15
Ο Κογκοφλθσ αναφζρει πωσ «θ ηωτικότθτα του ανκρϊπου απαιτείται να ςτερεωκεί και ςτα δυο του
πόδια. Σ’ ό,τι δθλαδι προςφζρει θ παράδοςθ και ς’ αυτά που ο ίδιοσ επιβάλλεται να δθμιουργιςει»
(1984, 19).
128
με τα κετικά και αρνθτικά τθσ ςτοιχεία – υπθρζτθςε τθν εξζλιξθ τθσ επιςτιμθσ ςτθ
διαχρονία τθσ και, αφετζρου, ωσ μία παρακατακικθ, ζνα επιςτθμονικό κλθροδότθμα
του οποίου δεδομζνα και καλζσ πρακτικζσ, ςτακμιςμζνεσ και προςαρμοςμζνεσ ςτισ
ανάγκεσ τθσ όποιασ χωροχρονικισ πραγματικότθτασ16, κα μποροφςαν να
ςυνθγοριςουν ςτθ διαμόρφωςθ γόνιμων ςυνκθκϊν ανάπτυξθσ. Υπό τθν ζννοια αυτι
το δεδικαςμζνο και πεπραγμζνο17 υπόκειται ςε μία απροκατάλθπτθ και τίμια
αξιολόγθςθ18, δεν διακατζχεται από ςφνδρομα19 απόρριψθσ και αφοριςμοφ, οφτε
άκριτθσ αξιολόγθςθσ ωσ παρωχθμζνου, οτιδιποτε περαςμζνου ι διαφορετικοφ 20.
Καμία κεωρία, επομζνωσ, δε διεκδικεί το παπικό αλάκθτο ι τθν απόλυτθ
αλικεια ςτθ διαχρονία. «Θ εξζλιξθ τθσ επιςτιμθσ δεν είναι μια ομαλι, γραμμικι
ςυςςωρευτικι διαδικαςία, αλλά ζνα πολφ πιο ςφνκετο φαινόμενο, με περιόδουσ
ςυνζχειασ και αςυνζχειασ, με ριηικζσ ανακεωριςεισ και βακιά ριγματα» (Kuhn, 1987,
20). Με ςκεπτικιςμό αντιμετωπίηονται από το μεταμοντερνιςμό «θ αντικειμενικότθτα
τθσ ςκζψθσ και το εφικτό τθσ αλθκοφσ γνϊςθσ» (Ραυλίδθσ, 2008, 139-140). Μζςα από
ςυνεχείσ αλλαγζσ, επανατοποκετιςεισ, ακυρϊςεισ και επαναδθμιουργίεσ προχωρά
ςτθ διατφπωςθ νόμων και αρχϊν, προκειμζνου να εξθγιςει τα φαινόμενα που τθν

16
«Το 1925-1926 ζψαξα ςτα διάφορα κινιματα του Μοντζρνου Σχολείου» λζει ςε ςυνζντευξι του ο
Freinet. «Οι εμπειρίεσ που πολλοί είχαν από ζνα Μοντζρνο Σχολείο και τισ οποίεσ ςυχνά παρουςίαηαν,
ιταν εμπειρίεσ οι οποίεσ δεν ταίριαηαν ς’ ζνα χϊρο ςαν το δικό μασ» (ςτο Peyronie, 2000, 275).
17
Το πεπραγμζνο ςθμαίνει εμπειρία και μζςα ς’ αυτιν υπάρχει θ ςοφία που ςυνεπάγεται θ πράξθ. Θ
πρότερθ γνϊςθ γίνεται για τουσ μεταγενζςτερουσ ζμμεςθ εμπειρία και θ κατάκτθςι τθσ ςθμαίνει
μόρφωςθ κι ενζχει μάκθςθ.
18
Θ παιδαγωγικι, ςυχνά, κεωρείται ανάξια να αντιμετωπιςτεί με ςοβαρότθτα κι, επιπλζον, εμφανίηει
μικρότερθ φερεγγυότθτα από τον λαϊκό πολιτιςμό, ιςχυρίηεται ο Giroux. Ακόμα και ςτθν περίπτωςθ
των ανκρωπιςτικϊν ςπουδϊν που εμπεριζχουν παιδαγωγικά κζματα, διαπιςτϊνεται μια εςκεμμζνθ
άρνθςθ να γίνουν αποδεκτά και να αξιοποιθκοφν τα επιτεφγματά τθσ. Ρίςω από όλα αυτά ο Giroux
διαβλζπει μια επιςτθμονικι πολιτικι, ζνα κατεςτθμζνο το οποίο αρνείται να διαςαλεφςει τα
ακαδθμαϊκά του όρια κι επιδιϊκει να ςτθρίξει τισ αναγκαιότθτεσ τθσ αυκεντικότθτασ, τθσ
ανταγωνιςτικότθτασ και του ελιτιςμοφ. Και είναι αυτόσ ο ελιτιςμόσ και ο επαγγελματιςμόσ που αςκεί
μια ιςχυρι επίδραςθ ςτο χϊρο των Cultural Studies, παρά τον υποτικζμενο εκδθμοκρατιςμό τθσ
κοινωνικισ γνϊςθσ (Giroux, 1997, 165-167).
19
Μία ενδιαφζρουςα ανάγνωςθ πραγματοποιεί ο Bosteels, γράφοντασ για ζνα είδοσ κεωρθςιακισ
βιαςφνθσ το οποίο φαίνεται, τελικά, πωσ κζλει να υπονοιςει και όχι να αποφφγει να ςκεφτεί, ότι ο
άλλοσ είναι ανόθτοσ. Αφοφ υπενκυμίςει με καυςτικότθτα τθ «χυδαία και μνθςίκακθ αντίλθψθ – τθν
τόςο ςυνικθ, μεταξφ των διανοουμζνων, που κινδυνεφει να καταςτεί κακοριςτικό χαρακτθριςτικό τουσ
– ότι κάποιοσ άλλοσ, πάντα, δθμοςιεφει υπερβολικά πολφ ι υπερβολικά γριγορα», προτείνει, μεταξφ
άλλων, να «ιδωκεί και ωσ μζροσ μιασ ευρφτερθσ τάςθσ θ οποία για κακαρά δομικοφσ λόγουσ αναγκάηει
τον υςτερικό-ωσ-αναλυτι πάντα να υποςκάπτει τον λόγο του αυκζντθ» (Bosteels, ςτο:
http://radicaldesire.blogspot.com/2011/01/bruno-bosteels_07.html).
20
Αντικζτωσ, θ διαφορετικότθτα μπορεί να επιςτζψει τθν πολφπλευρθ διερεφνθςθ ενόσ κζματοσ και
κατά ςυνζπεια να υπθρετιςει αποτελεςματικότερα τθν αντιμετϊπιςθ ενόσ προβλιματοσ. Θ Μπίμπου,
κάνοντασ λόγο για τθ ςυςτθμικι προςζγγιςθ, τθ χαρακτθρίηει βοθκθτικι, διότι εξαςφαλίηει ζνα
πλαίςιο ςτο οποίο «οι ςυμμετζχοντεσ χρθςιμοποιοφν τθν εμπειρία τουσ από ποικίλεσ προθγοφμενεσ
ςχζςεισ και επιλζγουν από κοινοφ δράςεισ» (2005, 62).
129
αφοροφν και, ςυναρτιςει τουσ, να προβλζψει ι να διαμορφϊςει ςτοιχεία εξελικτικά
αμφοτζρων.
Τοφτο, δε ςθμαίνει πωσ ςτερείται, ςτο χωροχρόνο τθσ, μιασ ειλικρινοφσ
κατάκεςθσ εαυτοφ, υπό τθν ζννοια: «Π,τι ςου λζω είναι αλικεια. Τουλάχιςτον,
αλικεια για μζνα. Δθλαδι, δε ςου λζω ψζματα» (Μπουκάι, 2008, 191). Επίςθσ, δε
ςθμαίνει πωσ κακίςταται άςκοπθ και μθ λειτουργικι, ςτισ επιμζρουσ μορφζσ και
φάςεισ τθσ. Οφςα, όμωσ, αντικοφμορμιςτικι, υποψιαςμζνθ21, κριτικι ςτισ μίηερεσ22
αναγνϊςεισ, προςδοκά κακετί γενεςιουργό, βρίςκεται ςε εγριγορςθ και επί των
επάλξεων, κάκε που χρειάηεται να αναμετρθκεί με τισ αλλαγζσ τθσ ίδιασ τθσ ηωισ. Θ
γνϊςθ τθσ τελευταίασ για τον εαυτό τθσ, αναπόφευκτα, μετουςιϊνεται, ϊςτε –
διατθρϊντασ τθ ςυμβατότθτα και τθ ςυνάφειά τθσ με τα εκάςτοτε δεδομζνα τθσ ηωισ
– να καλλιεργεί, ςυνεχϊσ, μία διαλεκτικι επικοινωνία μαηί τθσ προκειμζνου να τθν
κατανοεί, να τθν ερμθνεφει, να τθν εκφράηει και, εμπλουτίηοντάσ τθν, να τθν
εξελίςςει.
Ο ίδιοσ ο Rogers πιςτεφει πωσ θ αλικεια προςεγγίηεται από τθν ελεφκερθ
προςωπικι διαδικαςία αναηιτθςθσ. Γι’ αυτό δίνει ζμφαςθ ςτθν ωριμότθτα και τθν
προςωπικι ευκφνθ – προαπαιτοφμενα αυτισ τθσ διαδικαςίασ και προϊόντα τθσ,
υπαγορευόμενα από τθν τάςθ πραγμάτωςθσ. «Νομίηω πωσ είναι ςαφζσ πια (το) γιατί
δεν υπάρχει καμία φιλοςοφία ι πιςτεφω ι ςφςτθμα αξιϊν που κα ςυνιςτοφςα ςε
κάποιον να ακολουκιςει ι να αςπαςτεί. Μπορϊ μόνο να προςπακιςω να ηιςω με τθ
δικι μου ερμθνεία, για το τωρινό νόθμα τθσ δικισ μου εμπειρίασ και να προςπακιςω
να δϊςω ςτουσ άλλουσ τθν άδεια και τθν ελευκερία, να αναπτφξουν τθ δικι τουσ
εςωτερικι ελευκερία, άρα μια ερμθνεία τθσ προςωπικισ τουσ εμπειρίασ, που να ζχει
νόθμα γι’ αυτοφσ» (Rogers, 1961, 44).
Σε επίπεδο εφαρμογισ, πάλι, κι εφόςον καμία κεωρία δε ςυνιςτά πανάκεια, ο
άνκρωποσ και, εν προκειμζνω, ο εκπαιδευτικόσ είναι απαραίτθτο να λειτουργεί

21
Οφείλει να λαμβάνει υπόψθ τθσ τθν αγρανάπαυςθ του κοινοφ νου και τισ ςυνζπειζσ τθσ. Ο Ραυλίδθσ
ερμθνεφει τθν κυρίαρχθ ιδεολογία ωσ προϊόν, πρωτίςτωσ, ολόκλθρθσ τθσ κοινωνίασ «διαμζςου τθσ
άμεςθσ-εμπειρικισ αντανάκλαςθσ των κυρίαρχων κοινωνικϊν ςχζςεων και, ςυνεπϊσ, διαμζςου τθσ
αντανάκλαςθσ αυτϊν ωσ δεδομζνων και αναπόδραςτα κυρίαρχων. Μία κοινωνία που ςτον ζνα ι τον
άλλο βακμό είναι προςαρμοςμζνθ ςτισ κυρίαρχεσ κοινωνικζσ ςχζςεισ, είναι ςυμβιβαςμζνθ με τισ εν
λόγω ςχζςεισ και γι’ αυτό δζχεται άκριτα τα δεδομζνα τθσ εμπειρικισ ςυνείδθςθσ» (Ραυλίδθσ, 2004,
74).
22
Κατά τθ γνϊμθ μου, θ φτϊχεια είναι κατάςταςθ· θ μιηζρια, όμωσ, νοοτροπία. Και ωσ τζτοια
κακίςταται κατάντια, όταν απαντάται ςτθν οπτικι ματιά του κρίνοντοσ μια κεωρία, υπθρετϊντασ
εςωςτρεφείσ του λόγουσ κι όχι τθν ίδια τθν επιςτιμθ και τθ λειτουργικότθτα του ςκοποφ τθσ.
130
ζχοντασ επίγνωςθ των δυςκολιϊν που φζρει θ διαχείριςθ τθσ ελευκερίασ του. «Κάκε
άνκρωποσ κα ζπρεπε να προγραμματίηει τθ ηωι του με τζτοιον τρόπο ϊςτε κάποια
ςτιγμι ςτο μζλλον, θ πραγματικότθτα με το όνειρο να ςυναντθκοφν» (Ουγκϊ ςτο
Στάμκοσ & Δαμουλιάνοσ, 2010, 18). Απαιτοφνται γνϊςθ, ωριμότθτα, ςφνεςθ, μόχκοσ,
ςυνεργαςία και ευκφνθ. Χρειάηεται ςφαιρικι εξζταςθ των αναγκϊν και ολιςτικι
αντιμετϊπιςθ των προβλθμάτων. Με πλοθγοφσ τθν αγάπθ, τθν πίςτθ23 και τθν ελπίδα,
με ζγνοια ουςιαςτικι για τον άνκρωπο-πρόςωπο αλλά και για τθν ανκρωπότθτα ωσ
κοινωνία προςϊπων, διαμορφϊνεται γόνιμα κάκε πολιτιςμόσ. Για τον Τςαγκάρθ24,
«πολιτιςμόσ ςθμαίνει βιϊνω τθν αγωνία τθσ εποχισ μου, εμπνζω και εμπνζομαι,
δθμιουργϊ ζνα νζο όνειρο για τον άνκρωπο».
Με λογιςμό, ςυναίςκθμα και μ’ όνειρο25, λοιπόν!

23
Ραρά τισ δυςκολίεσ που αντιμετϊπιςε, δεν ζχαςε το κουράγιο του ο Κουντουράσ. Φζρελπισ, το
Δεκζμβρθ του ’28, ςε πρόχειρο χειρόγραφό του, παρακζτει: «Ο,τιδιποτε κι αν μου είπαν κι οςοδιποτε
κι αν με διατάξουν να μθν παραβαίνω το πρόγραμμα, θ πραγματικότθτα είναι τοφτθ: Π,τι ςιμερα εγϊ
αυτόβουλα ζπραξα και κεωρικθκα παραβάτθσ, αφριο κα εφαρμοςκι γενικά ς’ όλα τα Σχολειά. Κι ό,τι
ςιμερα με κατθγόρθςαν ότι ζκαμα, αφριο κα αναγκαςκοφν οι ίδιοι κατιγοροι να το εφαρμόςουν ςτα
Σχολειά τουσ. Μα πάντα ςε τζτοιουσ ανκρϊπουσ και τϊρα που φοβοφνται και αφριο που κα ςπρωχτοφν
ςτθν εφαρμογι, κα τουσ λείπει θ δροςιά τθσ δράςθσ και θ δθμιουργικι πνοι» (ςτο:
http://politikokafeneio.com/pedia/pedagogiki270405.htm).
24
Βλ. αναδθμοςίευςθ από ςυνζντευξθ του μουςουργοφ και μαζςτρου ςτο περιοδικό Flash Μεςςθνίασ,
ζτ. 21ο, τχ. 229, ς.29.
25
Ραράφραςθ γνωςτοφ ςτίχου του Διονυςίου Σολωμοφ (Οι ελεφκεροι πολιορκθμζνοι, ΓϋΣχεδίαςμα, Λ)
ενζχουςα το ροτηεριανό ςτίγμα.
131
4.3 Από το ζποσ ςτο ζργο
Θ φπαρξθ των κεωριϊν αλλά και κάκε γνωςτικι κατάκτθςθ αποτελοφν το
γόνιμο πεδίο αναφοράσ τθσ εκπαιδευτικισ δράςθσ. Θ όποια κεωρία και το όποιο
ςφςτθμα διατίκενται ωσ πρόταςθ που μζλλει να εξεταςτεί και να αποφαςιςτεί, αν και
κατά πόςο μπορεί να αποτελζςει λειτουργικό εργαλείο για τθν ικανοποίθςθ
δεδομζνων αναγκϊν, ςυγκεκριμζνθσ εκπαιδευτικισ πραγματικότθτασ. Διότι – κα πω
εν είδει λογοπαιγνίου – φάρμακο που χορθγείται φςτερα από ςωςτι διάγνωςθ, ςτθν
κατάλλθλθ δόςθ, ςτθν πρζπουςα ςτιγμι και με τον δζοντα τρόπο, αποτελεί πανάκεια.
Σε κάκε άλλθ περίπτωςθ μπορεί να καταςτεί ακόμθ και φαρμάκι.
Ζνα από τα πρϊτα πράγματα που διδάςκεται κανείσ ςτθ μακθτεία τθσ
δθμοςιογραφίασ είναι θ γραφι τθσ είδθςθσ· για τθσ είδθςθσ το τι, χρειάηεται να
απαντθκοφν τζςςερα π (ποιοσ, ποφ, πϊσ, πότε) κι ζνα γιατί. Ανάλογα είναι και τα
ερωτιματα που κζτει ο ιςτορικόσ και που, εν γζνει, οφείλουν να καλφπτονται ςτο
χϊρο τθσ επιςτθμονικισ ζρευνασ. Ρολφ ςοφά, μιλά για τθν κακολικι αξία τζτοιων
απαντιςεων θ Αρβελζρ (ο.π.) λζγοντασ πωσ ο άνκρωποσ κα πρζπει να παίρνει τισ
αποφάςεισ του ςτθ ηωι, αφοφ αναρωτθκεί το «ποφ, πϊσ, πότε, με ποιον και γιατί».
Τα ίδια ερωτιματα καλείται να απαντιςει και ο εκπαιδευτικόσ ςτθν εφαρμογι τθσ
όποιασ γνϊςθσ ι κεωρίασ. Ροια κεωρία, για ποιο παιδί, ςε ποιο χϊρο, ποια ςτιγμι, με
ποιον τρόπο, για ποιο λόγο και με ποιο ςκοπό.
«Πλεσ οι γνϊςεισ δεν χρειάηονται ςε όλουσ, πάντοτε και ςτον ίδιο βακμό» κα
πει ο Δθμαράσ (ο.π.) απαντϊντασ ςε ςχετικι ερϊτθςθ δθμοςιογράφου. «Δεν υπάρχει
άχρθςτθ γνϊςθ» ςυμπλθρϊνει, «ό,τι δε χρειάηεται, δεν το διατθρεί θ ςυλλογικι
μνιμθ». Ενδεχομζνωσ, το να αξιολογιςει κανείσ τθν ποιότθτα, τθν ποςότθτα, τθν
επάρκεια και τα όποια ςυμπαρομαρτοφντα τθσ γνϊςθσ προςβλζποντασ ςτθ
διεξαγωγι κακολικϊν ςυμπεραςμάτων, μάταιον εςτί. Διότι, πολφ απλά, θ γνϊςθ
οφείλει να εξετάηεται ςτο χωροχρονικό τθσ πλαίςιο και, πάντα, ςυναρτιςει των
ιδιαίτερων χαρακτθριςτικϊν τθσ. Άλλωςτε, θ όποια εκτίμθςθ πρζπει να ορίηει το
πεδίο αναφοράσ τθσ με τρόπο ςυγκεκριμζνο και ςαφι, διότι μονάχα ζτςι είναι
χριςιμθ και λειτουργικι. Ωςτόςο, θ κακολικι ματιά ζχει κι αυτι τθν κζςθ τθσ, όπωσ
ςτθν περίπτωςθ τθσ ςτατιςτικισ διερεφνθςθσ. Τότε, οι διάφορεσ μορφζσ τθσ γνϊςθσ ι
τθσ κεϊρθςθσ κακίςτανται αντικείμενο μελζτθσ και αξιολόγθςθσ προκειμζνου, μζςα
από τθ διαπίςτωςθ καλϊν πρακτικϊν και γόνιμων εμπειριϊν, να διεξαχκοφν
ςυμπεράςματα που κα οδθγιςουν ςε απόπειρεσ αξιοποίθςισ τουσ.
Θ ζννοια του απολφτου – αν και, πολλζσ φορζσ, ηθτοφμενθ ςτθν
κακθμερινότθτά μασ – κακίςταται επιςφαλισ. Είναι, τουλάχιςτον, αφελζσ να πιςτεφει
κανείσ ςε μία ςυνταγι-πανάκεια, ικανι να εγγυθκεί με μακθματικι ακρίβεια τθν
επίτευξθ του όποιου ςτόχου. Οφτε ζνα εξζχον προθγοφμενο πετυχθμζνθσ δράςθσ,
αυτουςίωσ εφαρμοηόμενο, κα μποροφςε να εξαςφαλίςει το ίδιο αποτζλεςμα.
Άλλωςτε, θ ίδια θ ζννοια τθσ διευκόλυνςθσ εδράηει ςτο πεδίο τθσ ιδιαιτερότθτασ και
τθσ διαφορετικότθτασ. Αντιμετωπίηοντασ το μακθτι ωσ πρόςωπο μοναδικό, αναηθτά
τισ εκάςτοτε ξεχωριςτζσ ςυνκικεσ που κα του επιτρζψουν – μζςα ςε ζνα προςωπικά
δομθμζνο πλαίςιο – να πετφχει τθν αυτοπραγμάτωςι του.
«Στθν εκπαίδευςθ τείνουμε να γινόμαςτε κομφορμιςτζσ, ςτερεότυπα άτομα
των οποίων θ εκπαίδευςθ ζχει ολοκλθρωκεί και όχι ελεφκεροι, δθμιουργικοί και
πρωτότυποι ςτοχαςτζσ» (Rogers, 1961, 322). Θ ροτηεριανι πρόταςθ παραπζμπει ςτα
ςτοχαςτικά άτομα του Καςτοριάδθ (ο.π., 66) που «όχι μόνο λαμβάνουν αποφάςεισ
και τισ εφαρμόηουν, αλλά μποροφν να επανεξετάηουν και να διαυγάηουν, διαρκϊσ,
αυτζσ τισ αποφάςεισ, κακϊσ και τισ επικυμίεσ τουσ προκειμζνου να είναι κάκε ςτιγμι
ςε κζςθ να πουν αυτό ακριβϊσ επικυμϊ».
Θ όποια κεωρία ορίηει μία κατεφκυνςθ, ζναν οδθγό. Ο εκπαιδευτικόσ,
απενοχοποιθμζνοσ αλλά κι ελεφκεροσ1 από αβανγκαρντιςμοφσ και ςτρατεφςεισ, φζρει
τθν ευκφνθ τθσ απόφαςθσ. Μπορεί να επιλζξει από τα μονοπάτια τθσ, να διαβεί
εκείνα που του αρμόηουν αξιοποιϊντασ τα ςτοιχεία τθσ διαδρομισ που είναι
ταιριαςτά ςτισ δικζσ του ανάγκεσ και εξελίξιμα ςυναρτιςει των δικϊν του δεξιοτιτων
και ικανοτιτων2. Θ εφαρμογι μιασ κεωρίασ γίνεται εφικτι όταν κάποιοσ – αφοφ
επεξεργαςτεί κακολικά τα δεδομζνα του, εντοπίηοντασ και κατανοϊντασ τα
προβλιματά του – αποφαςίηει να δραςτθριοποιθκεί διαλζγοντασ, εκ των ςτοιχείων

1
Ο Daco Pierre, κζλει τον εκπαιδευτικό αποποιοφμενο το ρόλο του κυρίαρχου και τθσ αυκεντίασ ςτθν
τάξθ. Απαγκιςτρωμζνο από οτιδιποτε μπλοκάρει τθν αξιοποίθςθ των δυνατοτιτων του προςϊπου για
κατόρκωςθ τθσ αλικειασ (ςτο Γκουτηαμάνθσ, 1998, 117).
2
«Ανζκακεν τθν ιςχυρότερι του επίδραςθ κάκε δάςκαλοσ τθν αςκοφςε με αυτό που είναι, δθλαδι με
τθν παρουςία του. Θ παιδαγωγικι ςχζςθ ανικει ςτθν κατθγορία των κατά Rogers, ςχζςεων βοικειασ,
εφόςον και ςτθ ςχζςθ αυτι ο ζνασ τουλάχιςτον από τουσ δφο ςυμμζτοχουσ επιδιϊκει να προωκιςει
τθν ανάπτυξθ, τθν εξζλιξθ, τθν ωριμότθτα του άλλου να βελτιϊςει τθ λειτουργία και τθν ικανότθτά του
ϊςτε να αντεπεξζλκει ςτθ ηωι» (Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 112).
133
τθσ, τα χριςιμα, λειτουργικά κι ωφζλιμα3 για τθν περίπτωςι του· για τθν υλοποίθςθ
ςυγκεκριμζνων ςτόχων του4. Επίςθσ, είναι πικανό να απαιτθκεί ςτάκμιςθ και
προςαρμογι5, ϊςτε να ταιριάηουν αρμονικά ςτισ ιδιαιτερότθτεσ τθσ εκάςτοτε
ςυνκικθσ. Γι’ αυτό θ ευελιξία, θ διαλεκτικι, θ εγριγορςθ αλλά και θ γνϊςθ, θ
ωριμότθτα, θ αίςκθςθ ευκφνθσ και το όραμα6 αποτελοφν ουςιαςτικζσ προδιαγραφζσ7
τθσ δράςθσ του. «Το ελεφκερο πρόςωπο κινείται εκοφςια, αδζςμευτα, υπεφκυνα, για
να παίξει το ςθμαντικό ρόλο – που του αναλογεί – ςε ζναν κόςμο του οποίου τα
κακοριςτικά γεγονότα περνοφν μζςα από τθν αυκόρμθτθ επιλογι και κζλθςι του»
λζει ο Rogers (ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 111) κάτι, που μπορεί να
αποδειχκεί «όχι μόνον θρωικό αλλά και κοινωνικοπολιτικά δθμιουργικό 8 και
ευεργετικό» (ο.π.).
Υπό τθν επιρεια, τϊρα, του ροτηεριανοφ πνεφματοσ κα μποροφςε να ιδωκεί θ
τάξθ ωσ οργανιςμόσ που αναηθτά τθν πραγμάτωςι του κι, επομζνωσ, τθν εξζλιξι του
ςε πρόςωπο ι, ακριβζςτερα, ςε κοινωνία προςϊπων. Θ τάξθ ωσ οργανιςμόσ είναι
μοναδικόσ και τοφτο ςυνιςτά κεμελιϊδθ αλικεια. Ηθτοφμενο, λοιπόν, αποτελεί θ

3
«Οι πολιτιςμοί μασ είναι το πρόςφορο ζδαφοσ για τθν αδικία, το οποίο όμωσ εμπεριζχει τουσ
ςπόρουσ τθσ κεραπείασ τουσ. Ζχουμε, υποςτθρίηω, μια ζμφυτθ προδιάκεςθ προσ τθν ιςορροπία.
Αναγνωρίηουμε τθν αςυμμετρία για αυτό που είναι, δθλ. τθ φυςικι κατάςταςθ πραγμάτων, και
καλλιεργοφμε τισ αρετζσ τθσ όταν λειτουργοφν προσ όφελόσ μασ» (Watson, 1996, 147-148).
4
«Για τθν υιοκζτθςθ οποιουδιποτε μοντζλου, είναι ςθμαντικό να αποςαφθνίηεται ο ςτόχοσ τθσ
παρζμβαςθσ, ο αποδζκτθσ (το παιδί, ο γονζασ, οι εκπαιδευτικοί, οργανωτικοί υπεφκυνοι) και οι
αντίςτοιχεσ αξίεσ και υποκζςεισ που κεωροφνται αποδεκτζσ ςε ςχζςθ με τθν ανκρϊπινθ φφςθ και τθν
επικοινωνία» (Μπίμπου, 2005, 58).
5
Θ φφςθ διδάςκει τθ ςυνεχι προςαρμογι κι, επιπλζον, τθ δυναμικι τθσ χρθςιμότθτασ ωσ κινθτιριο
μθχανιςμό ηωισ. Ο Δαρβίνοσ (2009, 167) ςυνδυάηει τθν τελευταία με τθν ανάπτυξθ ενϊ τθν απουςία
τθσ με τον εκφυλιςμό· «νομίηω πωσ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ςτα κατοικίδια ηϊα θ χρθςιμότθτα
ενδυνάμωςε και ανζπτυξε μερικά μζρθ, ενϊ θ αχρθςία τα εκφφλιςε», γράφει (ο.π.). Συμπεραίνει ότι «θ
ςυνικεια ι θ χριςθ και θ αχρθςία ζχουν παίξει ςε κάποιεσ περιπτϊςεισ ζναν ςθμαντικό ρόλο ςτθν
τροποποίθςθ τθσ κράςθσ και τθσ δομισ» (ο.π, 174) ενϊ, μιλϊντασ για τθν ευδοκίμθςθ των φυτϊν,
επιςθμαίνει πωσ, ςε πολλζσ περιπτϊςεισ, «κατζλθξαν να προςαρμοςτοφν ςε διαφορετικζσ
κερμοκραςίεσ, δθλαδι εγκλιματίςτθκαν» (ο.π, 172). Θ εξζλιξθ τθσ ίδιασ τθσ ηωισ,
ςυμπεριλαμβανομζνθσ κι αυτισ του ανκρϊπου, βρίκει κακθμερινϊν παραδειγμάτων εγκλιματιςμοφ ςε
διαφορετικζσ ςυνκικεσ και νζα δεδομζνα.
6
Το όραμα, ίςωσ, φαίνεται μθ ρεαλιςτικό, βάηει τον πιχθ ψθλά, όμωσ, αυτό είναι που το κάνει
ανατρεπτικό – ανανεωτικό, υποςτθρίηει ο Σταματουλάκθσ. Είναι ολιςτικό, μοιράηεται ςε πολλοφσ,
περιλαμβάνει ζνα κοινό όφελοσ και πρζπει να είναι διατυπωμζνο κετικά. Ζτςι γίνεται ελκτικό ζχοντασ
«ιδιότθτεσ που κεραπεφουν τθν αδράνεια, τθν αμθχανία, τον αποπροςανατολιςμό» (2008, 36-37).
7
«Θ αφετθρία, θ διαδικαςία και τα ςυμπεράςματα τθσ επιςτιμθσ δεν είναι τα μόνα που υπάγονται
ςτθν υποκειμενικι εμπειρία των ανκρϊπων, κακϊσ το ίδιο ιςχφει και για τθ χριςθ τουσ» (Rogers, 1961,
211).
8
«Θ δθμιουργικότθτα τθσ ανκρϊπινθσ προςωπικότθτασ – τόςο του εκπαιδευτικοφ όςο και του
εκπαιδευόμενου – ςτθν εκπαιδευτικι διαδικαςία αναδεικνφεται και καλλιεργείται όταν ο άνκρωποσ
αρχίηει να χρθςιμοποιεί τθν κεκτθμζνθ γνϊςθ για παραγωγι νζασ γνϊςθσ. Αυτό προχποκζτει... τθν
ανάπτυξθ μιασ ερευνθτικισ-κριτικισ ικανότθτασ» (Ραυλίδθσ, 2001, ςτο:
http://www.ilhs.tuc.gr/gr/prosopikaxiol.htm).
134
ενςυναιςκθτικι εξακρίβωςθ των ταυτοτικϊν τθσ ςτοιχείων. Ο εκπαιδευτικόσ κα
πρζπει να βρει τουσ τρόπουσ9 για να τθν προςεγγίςει ςτθν ολότθτά τθσ10. Να τθ
γνωρίςει, να τθν κατανοιςει και να αξιοποιιςει τισ ευκαιρίεσ που κα του
παρουςιαςτοφν ι κα δθμιουργιςει, προκειμζνου να διαμορφϊςει ζνα περιβάλλον
διευκολυντικό και, ωσ τζτοιο, απελευκερωτικό του δυναμικοφ και των δυνατοτιτων
τθσ εν ςυνόλω, αλλά και του κάκε μζλουσ τθσ χωριςτά.
Θ εκπαιδευτικι πράξθ οφείλει να είναι ενταγμζνθ ςτθ ηωι. Συμβαίνουν
γεγονότα ςτθν κακθμερινότθτα του ςχολείου μα και ςτθν προςωπικι ηωι των
παιδιϊν που, όχι μόνο, χριηουν προςοχισ – ςτο πίςω μζροσ του μυαλοφ ενόσ
εκπαιδευτικοφ – αλλά είναι δυνατόν να απαιτοφν το χρόνο τουσ για ςυηιτθςθ και
διαχείριςθ ςτο πλαίςιο τθσ τάξθσ. Μιλϊ για τθ χωροχρονικι αλικεια ςε προςωπικό
και διαπροςωπικό επίπεδο θ οποία οφείλει να εκτιμθκεί ωσ ηϊςα κατάςταςθ και να
αντιμετωπιςτεί βιωματικά. Θ ροτηεριανι προςζγγιςθ δίνει χϊρο και χρόνο ςτθν
αποκάλυψθ τθσ αλικειασ αυτισ. Θ μθ κατευκυντικι τθσ φφςθ επιτρζπει ςτθν τάξθ να
εκφραςτεί αυκόρμθτα και να οδθγθκεί με τρόπο φυςιολογικό και πθγαίο ςτθ
ςυηιτθςθ του τρζχοντοσ κζματοσ και, ενδεχομζνωσ, ςτθ διευκζτθςθ του προβλιματοσ
που είναι πικανόν να δθμιουργεί. Το γεγονόσ ςυνιςτά πτυχι τθσ διαδικαςίασ για τθν
αυτοαντίλθψι τθσ.
Επίςθσ, ο εκπαιδευτικόσ, υποψιαςμζνοσ για τισ ποικίλεσ αναγνϊςεισ11 του
αναλυτικοφ προγράμματοσ (επιςιμου και κρυφοφ) αλλά και του αδυνάτου τθσ
ετοιμοπαράδοτθσ λφςθσ ςτα προβλιματά του, αντιλαμβάνεται τθν προςωπικι του

9
«Ρροκειμζνου να ανταποκρικεί ςτισ απαιτιςεισ του λειτουργιματόσ του ο δάςκαλοσ οφείλει πριν από
τθ διδαςκαλία να μετακινθκεί μζςα ςτον ίδιο το ρόλο του για να γνωρίςει το μακθτι του και να τον
προετοιμάςει ζτςι, ϊςτε ο τελευταίοσ να δεχκεί τθν προςφορά του, να τθν αφομοιϊςει και να τθν
αξιοποιιςει κατά τον καλφτερο δυνατό τρόπο, με ςτόχο πάντα τθν ανάπτυξθ του προςϊπου του
μακθτι» (Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 112).
10
Η δηάλνηα αζρνιείηαη κε ηε δηαίξεζε θαη ηελ αθαίξεζε. Οη έλλνηεο ηεο δηάλνηαο
απνηεινύλ άξλεζε ηεο δσληαλήο επνπηείαο, από ηε ζηηγκή πνπ ζ’ απηέο, πιένλ, έρεη
ραζεί ε αξρηθή νιόηεηα ηεο κνξθήο, θαη έρνπλ απνκείλεη νξηζκέλα κόλν γεληθά, θνηλά
ραξαθηεξηζηηθά ησλ δηαθόξσλ πηπρώλ ηνπ αληηθεηκέλνπ. Με ηελ άξλεζε όκσο ηεο
δσληαλήο επνπηείαο ε λόεζε απνκαθξύλεηαη από ην πξαγκαηηθό αληηθείκελν, ην νπνίν
ππάξρεη θαη αλαπηύζζεηαη κόλν ζηελ ελόηεηα όισλ ησλ πιεπξώλ ηνπ (Βι. Παπιίδεο,
2006, ζην: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Paideia_kai_metaneoterikotita.htm).
11
«Θ λατινικι λζξθ curriculum ςθμαίνει πορεία δρόμου, αγϊνα. Με αυτιν τθν ζννοια ο πιο
ςυνθκιςμζνοσ οριςμόσ του είναι: ζνα εκπαιδευτικό πρόγραμμα ςταδιακισ μελζτθσ ενόσ ςυγκεκριμζνου
διδακτικοφ αντικειμζνου. Πμωσ, αυτόσ ο προςδιοριςμόσ ζχει αποτελζςει αντικείμενο ευρφτατθσ
κριτικισ ςτθ διεκνι βιβλιογραφία με αποτζλεςμα, ςιμερα, δφςκολα να μπορεί να εντοπιςτεί μια κοινά
αποδεκτι ςθμαςιοδότθςθ τθσ ζννοιασ. Αυτό που ςυμβαίνει τελικά είναι οι ερευνθτζσ να
προςδιορίηουν το περιεχόμενό του με βάςθ τισ αντιλιψεισ τουσ και το εννοιολογικό πλαίςιο ςτο οποίο
ζχουν τοποκετιςει το αντικείμενο που μελετοφν» (Καμαρινοφ, 2000, 14).
135
ευκφνθ για διαρκι λιψθ αποφάςεων, ςτο πλαίςιο μια ςυνεχοφσ διαδικαςίασ 12
εκπαιδευτικοφ ςχεδιαςμοφ. Με αρωγοφσ τθ γνθςιότθτα, τθν ανοιχτοςφνθ ςτο
ςυναίςκθμα και ςτθ γνϊςθ φροντίηει13, βιωματικά, για τθ διεφρυνςθ των ψυχικϊν και
πνευματικϊν οριηόντων. Αποςκοπϊντασ ςτθν αυτοπραγμάτωςθ τθσ τάξθσ (των
μακθτϊν μα και του εαυτοφ του) νοθματοδοτεί το ζργο του ωσ εμπειρία αγάπθσ και
δθμιουργίασ.
Ο Rogers υποςτθρίηει ότι δε χρειάηεται να είςαι ειδιμων, προκειμζνου να
εφαρμόςεισ τθ κεωρία του14. Αναφερόμενοσ τθν περίπτωςθ τθσ δαςκάλασ Barbara
Shiel θ οποία επιχείρθςε να ςτθρίξει τθν εργαςία τθσ ςτο ςχολείο ςτθν ελευκερία και
ςτθ μθ κατευκυντικότθτα, εξθγεί ότι προχπόκεςθ ενόσ τζτοιου εγχειριματοσ είναι θ
πίςτθ ςε ό,τι κάνεισ. Αυτι ςου επιτρζπει να το οικειοποιθκείσ, να το αγαπιςεισ, να το
καταςτιςεισ μεράκι ςου και να διαμορφϊςεισ ζναν εςωτερικό τόπο αξιολόγθςισ15
του.
Ζχοντασ, τϊρα, επίγνωςθ των δυςκολιϊν ενόσ τζτοιου ρόλου – και
παραφράηοντασ τον αριςτοτελικό λόγο16, κα πω: Κςωσ κάποιοσ εκπαιδευτικόσ
επικυμεί να υπάρξει ςτο ρόλο του ροτηεριανοφ διευκολυντι ι, γενικότερα, αποηθτά
τθν εφαρμογι μιασ κεωρίασ. Το να το πράξει, όμωσ, απευκυνόμενοσ ςτο ςωςτό
μακθτι, ςτο ςωςτό βακμό, για το ςωςτό λόγο, ςτθ ςωςτι ςτιγμι και με το ςωςτό
τρόπο – αυτό δεν είναι κακόλου εφκολο17. Ρροφανϊσ και δεν υπάρχουν εγγυιςεισ για

12
«Είναι αδφνατο να προβλεφκοφν οι ςυνκικεσ και τα μεγζκθ ςε βάκοσ χρόνου... γιατί θ εκπαιδευτικι
διαδικαςία δεν είναι ςτατικι, είναι κομμάτι, ζκφραςθ τθσ κοινωνίασ, μεταβάλλεται μαηί τθσ, και πρζπει
να μεταβάλλεται μαηί τθσ γιατί διαφορετικά δεν τθν υπθρετεί – τθν καταπιζηει, γίνεται όργανο εκείνου
που ελζγχει το εκπαιδευτικό ςφςτθμα» (Δθμαράσ, ο.π.).
13
«Τα άτομα ζχουν κίνθτρα για αλλαγι και μποροφν να βοθκθκοφν για να αλλάξουν, προσ τθν
κατεφκυνςθ του να είναι πιο ανοιχτοί ςτθν εμπειρία, άρα προσ τθν κατεφκυνςθ τθσ ςυμπεριφοράσ που
βελτιϊνει τον εαυτό και τθν κοινωνία, αντί να τα καταςτρζφει» (Rogers, 1961, 212).
14
Το 1970, οι ερευνθτζσ Aspy & Roebuck απζδειξαν ότι «ο κακζνασ μπορεί να μάκει να είναι
περιςςότερο διευκολυντικόσ» (ςτο: Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 159).
15
Θ ςυγκεκριμζνθ ροτηεριανι ςυνκικθ δεν παραγνωρίηει τθν επίγνωςθ των ζξωκεν κρίςεων, ωςτόςο,
εδραιϊνει τθν αξιολογικι βάςθ μζςα ςτο πρόςωπο, ςτθ δικι του οργανιςμικι αντίδραςθ κι εκτίμθςθ
του προϊόντοσ του. «Αν το άτομο ζχει τθν αίςκθςθ πωσ το προϊόν είμαι εγϊ ςε δράςθ, πωσ είναι μια
πραγμάτωςθ των δυνατοτιτων του εαυτοφ του, που πριν δεν υπιρχαν και τϊρα αναδφκθκαν ςτθν
φπαρξθ, τότε είναι ικανοποιθτικό και δθμιουργικό, και καμία εξωτερικι αξιολόγθςθ δεν μπορεί να
αλλάξει το κεμελιϊδεσ αυτό γεγονόσ» (Rogers, 1961, 328-329).
16
«Ο κακζνασ μπορεί να κυμϊςει· αυτό είναι εφκολο. Αλλά να κυμϊςεισ με το ςωςτό άτομο, ςτο
ςωςτό βακμό, για το ςωςτό λόγο, τθ ςωςτι ςτιγμι και με το ςωςτό τρόπο, αυτό δεν είναι κακόλου
α
εφκολο» (Αριςτοτζλθσ, Θκικά Νικομάχεια, 1109 26-29. Βλ. και ςτο:
http://htsoukas.blogspot.com/2011/06/blog-post_23.html).
17
«Αν γνωρίηουμε τι να κάνουμε, το ηθτοφμενο είναι μόνο να υλοποιιςουμε ζνα πρόγραμμα. Πταν δε
γνωρίηουμε τι να κάνουμε, τότε είναι που είμαςτε υποχρεωμζνοι να πάρουμε αλθκινζσ αποφάςεισ. Θ
θκικι, νομικι ι πολιτικι υπευκυνότθτα περνάει μζςα από αυτιν τθν απροςδιοριςτία» (Ντεριντά ςτο:
www.enet.gr/online/online_text?c=113&id=92561764).
136
τθν ευόδωςθ μιασ τζτοιασ επιδίωξθσ. Ωςτόςο, ακόμθ κι αν αυτι εγκυμονεί τθν
αποτυχία, θ τελευταία, κατά τον Ziglar18, δεν κακίςταται ταυτόςθμθ του προςϊπου·
είναι ζνα ςυμβάν και, μάλιςτα, διδακτικό. Επιπλζον, κα ςυμφωνιςω με τθν άποψι
του19 ότι επιτυχία είναι θ μζγιςτθ αξιοποίθςθ των ατομικϊν δυνατοτιτων20. Άλλωςτε,
ςφμφωνα με τον Φόκνερ, ςκοπόσ του κακενόσ είναι να γίνεται καλφτεροσ από τον
εαυτό του κι όχι από τουσ ςυγχρόνουσ ι προκατόχουσ του. Επιπροςκζτωσ, κα πω ότι
μία ατυχισ ζκβαςθ κα ιταν, τουλάχιςτον, αφελζσ να μεταφραςτεί ςε αδυναμία
επιτυχίασ21 εν’ γζνει. Τουναντίον, θ αδράνεια προσ αποφυγιν του λάκουσ 22, πικανόν,
αποτελεί προφάςεισ εν αμαρτίαισ. Για τον Rogers (ςτο Κοςμόπουλοσ &
Μουλαδοφδθσ, 2009, 133) θ αίςκθςθ τθσ αποτυχίασ «εμπεριζχει ςτοιχεία υγείασ τα
οποία και οδθγοφν ςε περαιτζρω μάκθςθ».
Θ ανοιχτοςφνθ ςτθν εμπειρία, θ ευκαμψία και, επιπλζον, ο διευρυμζνοσ
προςανατολιςμόσ23, θ εςωτερικι εςτία αξιολόγθςθσ και το να παίηει (το πρόςωπο) με
ςτοιχεία και ζννοιεσ αποτελοφν τθσ ροτηεριανζσ ςυνκικεσ δθμιουργικότθτασ. Το
αποπειράςκαι ςυνιςτά, όχι μόνο, επιςτθμονικό αλλά και ανκρϊπινο ηθτοφμενο24. Γι’
αυτό και θ εκπαιδευτικι δράςθ είναι ςκόπιμο να μθν εγκλωβιςτεί ςτθ διεκπεραιωτικι
λογικι μιασ υποχρζωςθσ25 ι ενόσ προνομίου. Αλλά με τθν παρακατακικθ των
γνϊςεων, με αλλθλεγγφθ, ςυνεργαςία26 και με οδθγοφσ τθν ενςυναίςκθςθ, τθ

18
Ziglar ςτο: http://www.brainyquote.com/quotes/authors/z/zig_ziglar_2.html.
19
ο.π.
20
Το ζλλογο άτομο τρζφει μεγάλθ εκτίμθςθ για τισ ςπουδζσ που κα φτιάξουν τθν ψυχι του προσ το
καλφτερο και κζτει πάντοτε τθν αρμονικι διάπλαςθ του ςϊματόσ του ςτθν υπθρεςία τθσ ψυχικισ του
ιςορροπίασ για να καταςτεί ςτ’ αλικεια ζνασ καλλιεργθμζνοσ άνκρωποσ» (Βαςματηίδθσ, 2008, 292).
21
«Βλζπω, ςυχνά, άτομα που δεν τα καταφζρνουν αλλά, ςπανίωσ, κάποιον που δεν μπορεί να τα
καταφζρει» (Ziglar ο.π.).
22
Ο Kuhn με αφορμι αναφορά του ςτισ επιςτθμονικζσ κεωρίεσ, κα πει γενικεφοντασ πωσ «κάκε
ανκρϊπινο καταςκεφαςμα είναι ιςτορικι οντότθτα με γζννθςθ, ακμι και τζλοσ κακϊσ και με
ςυμμετοχι, όχι μόνο, ςτθν αλικεια αλλά και ςτο λάκοσ» (1987, 20).
23
Ο Rogers (1961, 328) αποδίδει τον όρο ςτθ κεωρθτικι ςθμαντικι που για τον ίδιο ςθμαίνει α)
ζλλειψθ ακαμψίασ και διαπερατότθτα των ορίων ςτισ ζννοιεσ, τα πιςτεφω, τισ αντιλιψεισ και τισ
υποκζςεισ, β) ανεκτικότθτα για το διφοροφμενο εκεί όπου υπάρχει και γ) ικανότθτα να λαμβάνεισ
πολλζσ ςυγκρουόμενεσ πλθροφορίεσ, χωρίσ να βιάηεισ το κλείςιμο τθσ κατάςταςθσ.
24
Θ τάςθ του ανκρϊπου να αυτοπραγματωκεί, να γίνει το δυναμικό του γίνεται θ πθγι τθσ
δθμιουργικότθτάσ του (Rogers, 1961, 325).
25
«Κανζνασ ςχεδιαςμόσ δεν μπορεί να αποδϊςει καρποφσ αν δεν εμφυτευκεί με προςοχι ςτον γόνιμο
πυρινα τθσ κακθμερινισ ςχολικισ πράξθσ, μζςα από τθν ειλικρινι επαφι με τουσ μακθτζσ». Και λίγο
παρακάτω «Θ τελικι εφαρμογι του επαφίεται ςτθν φανταςία, τθν ευαιςκθςία, τθν επιμονι και τθν
τόλμθ του Δαςκάλου» (Ρ.Λ., Μ.Ρ.Ε., 2011, 8).
26
Θ ζλλειψθ ομαδικοφ πνεφματοσ και ςυνεργαςίασ ςυνιςτά για τθν Αρβελζρ (ο.π.) ζνα από τα
μεγαλφτερα μειονεκτιματα των Ελλινων. Διεκνισ ζρευνα μάλιςτα, αφοροφςα 69 χϊρεσ, εμφανίηει τθν
θ
Ελλάδα ςτο τζλοσ του πίνακα ςυνεργαςίασ και ςυλλογικότθτασ, κατζχοντασ τθν 61 κζςθ. Στοιχεία τθσ
παρουςιάςτθκαν από τον Μπουρουντι, υπεφκυνο τθσ ζρευνασ για τθ χϊρα μασ, ςτο πλαίςιο
ςυνζντευξθσ που παραχϊρθςε ςτθν Τςουκαλά («Ζχει γοφςτο», ΝΕΤ, 22.11.2011).
137
κετικι27 διάκεςθ και το μεράκι, να κεακεί ωσ εμπνευςμζνθ αντίλθψθ τθσ ηωισ, θ
οποία κυοφορεί τθ χαρά τθσ δθμιουργίασ28.
«Κατά τθν άποψι μου αντιμετωπίηουμε μια τελείωσ νζα29 κατάςταςθ ςχετικά
με τθ μόρφωςθ και τθν εκπαίδευςθ» λζει ο Rogers (1988, 116). «Αν κζλουμε να
επιβιϊςουμε, ο ςτόχοσ τθσ εκπαίδευςθσ κα είναι να προάγουμε αλλαγζσ και να
διευκολφνουμε τθν μάκθςθ. Ο μοναδικόσ άνκρωποσ τον οποίο μποροφμε να
ονομάςουμε μορφωμζνο είναι εκείνοσ που ζμακε πϊσ να μακαίνει, εκείνοσ που
ζμακε πϊσ να προςαρμόηεται30 και να αλλάηει, εκείνοσ που ζμακε ότι δεν υπάρχει
βζβαιθ γνϊςθ κι ότι, μόνο, θ διαδικαςία αναηιτθςθσ τθσ γνϊςθσ προςφζρει μια βάςθ
βεβαιότθτασ. Το μοναδικό πράγμα που ςτο δικό μασ μοντζρνο κόςμο μπορεί να ζχει
νόθμα, ωσ ςτόχοσ τθσ εκπαίδευςθσ, είναι θ ικανότθτα για αλλαγζσ και, ςυγχρόνωσ, θ
εμπιςτοςφνθ πιότερο ςτθ διαδικαςία παρά ςτθν ςτατικι γνϊςθ» (Rogers, 1988, 116).

27
«Οι ειδικοί λζνε πωσ το μυαλό μασ είναι ζτςι καταςκευαςμζνο, ϊςτε να δζχεται εικόνεσ τθσ
κατάφαςθσ και όχι τθσ άρνθςθσ. Για το μυαλό δεν υπάρχει εικόνα μθ φτϊχειασ, αλλά του πλοφτου. Δεν
υπάρχει εικόνα τθσ μθ αποτυχίασ, αλλά τθσ επιτυχίασ. Το όραμα, λοιπόν, για να αποτελζςει μια νοθτικι
εικόνα του μζλλοντοσ, που κα δθμιουργιςει αποτζλεςμα, πρζπει να είναι διατυπωμζνο ωσ κατάφαςθ
και όχι ωσ άρνθςθ κάποιου πράγματοσ ι κάποιασ κατάςταςθσ» (Σταματουλάκθσ, 2008, 37-38).
28
«Θ διεφρυνςθ τθσ ευτυχίασ είναι ο ςκοπόσ τθσ ηωισ και θ εξζλιξθ είναι θ διεργαςία μζςω τθσ οποίασ
αυτό εκπλθρϊνεται. Θ διεφρυνςθ τθσ ευτυχίασ φζρνει μαηί τθ διεφρυνςθ τθσ ενζργειασ, τθσ
δθμιουργικότθτασ κακϊσ και του οτιδιποτε μπορεί να χαρακτθριςτεί ωσ ςθμαντικό τθσ ηωισ»
(Μαχαρίςι ςτο Αςθμάκθσ, 1991, 21).
29
«Εργαηόμαςτε για μια δθμοκρατία ςτθν εκπαίδευςθ, θ οποία κατευκφνεται, ςαφϊσ, προσ τα κεμζλιά
τθσ» δθλϊνει· «Ρρζπει να αντιμετωπίςουμε τθ ςοβαρι ευκφνθ αυτισ τθσ νζασ πολιτικισ ενϊ
προχωροφμε με κάρροσ και ςκλθρι δουλειά προσ τθν εκπλιρωςθ του επαναςτατικοφ μασ οράματοσ.
Αξίηει να προςπακιςουμε όςο περιςςότερο μποροφμε» (1980, 243).
30
Επικαλοφμενοσ τον Oppenheimer, και τθν άποψι του για τθ γνϊςθ – παλιά διπλαςιαηόταν ςε
χιλιετίεσ ι αιϊνεσ, τϊρα διπλαςιάηεται ςε μια γενιά ι μια δεκαετία – δθλϊνει πωσ «χρειάηεται να
ανακαλφψουμε ό,τι περιςςότερο μποροφμε για τθν απελευκζρωςθ τθσ δθμιουργικότθτασ, αν κζλουμε
να μπορζςουμε να προςαρμοςτοφμε αποτελεςματικά» (Rogers, 1961, 366).
138
4.4 Γενικζσ παρατθριςεισ και αδυναμίεσ μιασ εφαρμογισ ςτθν τάξθ
Θ προςωποκεντρικι ωσ πρωτότυπο τθσ ανκρωπιςτικισ ψυχολογίασ ςυνιςτά
κατά τον Yalom (ςτο Stumm, 2008, 15) τον «αμερικανό γείτονα» τθσ υπαρξιςτικισ
ψυχοκεραπείασ. Ωσ κεωρία ςχετίηεται με αρκετά ςτοιχεία τθσ τελευταίασ
(φαινομενολογία, ςυνάντθςθ, αναγνϊριςθ τθσ υποκειμενικότθτασ, ςθμαςία ςτθν
αυκεντικότθτα) αλλά και κάποια που αφοροφν ςτο πρόςωπο όπωσ αυτομάκθςθ, μθ
κατευκυντικότα, διαδικαςία οργανιςμικισ αξιολόγθςθσ, αντίλθψθ του εαυτοφ και τθσ
αυτοπραγμάτωςθσ (ο.π.). Ο Stumm (ο.π., 11-15) εκτόσ από τισ προαναφερκείςεσ
ομοιότθτεσ κάνει λόγο και για αρκετζσ διαφοροποιιςεισ.
Είναι ςκόπιμο να επιςθμανκεί ότι θ ελευκερία που αποτελεί ηθτοφμενο τθσ
κεωρίασ του προςϊπου δεν αφορά με τον ίδιο τρόπο τον υπαρξιςμό. Για τον
τελευταίο ςυνιςτά ςυνκικθ τθσ φπαρξθσ που ο άνκρωποσ μζλλει να διαχειριςτεί. Για
τον Rogers, όμωσ, δεν είναι δεδομζνο αλλά απαραίτθτθ ςυνκικθ αυτοπραγμάτωςθσ
γι’ αυτό και το άτομο, αφενόσ, διεκδικεί τθν ανάπτυξι τθσ κι αφετζρου, τθ διαχείριςι
τθσ. Στθ λογοκεραπεία, επίςθσ, το νόθμα βρίςκεται ςτο επίκεντρο τθσ ανκρϊπινθσ
φπαρξθσ. Είναι θ κινθτιριοσ δφναμθ για τθν ολοκλιρωςθ του ατόμου και γι’ αυτό θ
ικανοποίθςθ αναγκϊν που ζχουν προςωπικό νόθμα ςτθ ηωι του ατόμου γίνεται
αυτοςκοπόσ. Για τον Frankl θ εφρεςθ νοιματοσ ξεπερνά τον εαυτό. Ο Rogers, απ’ τθν
άλλθ, κεωρϊντασ πωσ κινθτιριοσ δφναμθ είναι θ τάςθ αυτοπραγμάτωςθσ,
αντιλαμβάνεται τθ νοθματοδότθςθ των οργανιςμικϊν δράςεων ωσ μζροσ ενόσ
ευρφτερου ςυςτιματοσ που υπθρετεί τθν ανκρϊπινθ ολοκλιρωςθ. Επίςθσ, αξίηει να
αναφερκεί θ διαφορά ςτθν προςζγγιςθ του άγχουσ, τθσ αγωνίασ και τθσ απομόνωςθσ
που ςτον υπαρξιςμό αποτελοφν δεδομζνα και υπό τθν ζννοια αυτι
διαφοροποιοφνται από τισ κλινικζσ εκδθλϊςεισ. Στθ ροτηεριανι κεωρία, δεν πρόκειται
για ζμφυτεσ καταςτάςεισ άλλα ςυνζπειεσ διαςτρεβλϊςεων τθσ αυτοαντίλθψθσ και
ςχετικϊν αςυμβατοτιτων. Ενδεικτικό παράδειγμα τθσ διαφορετικισ προςζγγιςθσ των
δφο, αποτελεί θ μελζτθ περίπτωςθσ τθσ αυτόχειροσ Ellen West (Kirschenbaum &
Henderson, 1989, 157-168). Θ υπαρξιςτικι ματιά αποδίδει τθν αυτοκτονία τθσ
κοπζλασ ςτθν τραγικι μοίρα και ςτθν υπαρξιακι απομόνωςθ. Ο Rogers, όμωσ,
υποςτθρίηει πωσ θ αυτο-απομόνωςθ και θ μοναξιά κα είχαν περιοριςτεί και ίςωσ
ξεπεραςτεί, ςτο πλαίςιο μια ςχζςθσ φροντίδασ και κατανόθςθσ.
Αξίηει, επίςθσ, να αναφερκεί πωσ ςτθ ςυγκριτικι μελζτθ των Montessori-
Rogers, επιςθμαίνεται θ λεπτι διαφορά ανάμεςα ςτθν αυτονομία-ανεξαρτθςία τθσ
πρϊτθσ και ςτθν αυτονομία-ςεβαςμό του τελευταίου (Groddeck, 2003, 21). Ο
ειςθγθτισ τθσ προςωποκεντρικισ ςαφϊσ και αναγνωρίηει τθν ανάγκθ να
ανακαλυφκοφν οι πθγζσ αξιϊν ςτο εςωτερικό του προςϊπου, να καλλιεργθκοφν θ
αυτοπεποίκθςθ και θ αυτονομία, παράλλθλα όμωσ, ςυναρτά τον ολοκλθρωμζνο
άνκρωπο και τον αυτοςεβαςμό του με τθν αίςκθςθ κοινότθτασ τθν οποία οφείλει να
αναπτφξει, ϊςτε ο καταςτροφικόσ ανταγωνιςμόσ τθσ εποχισ μασ να αντικαταςτακεί
από τθ ςυνεργαςία, το ςεβαςμό για τουσ άλλουσ και τθν αμοιβαία βοικεια (Rogers,
1980, 165-166).
Θ επιςτθμονικι του διαδρομι, εδράηοντασ ςτθν εμπειρία, ςχολιάςτθκε από
αρκετοφσ μελετθτζσ αρνθτικά κι από κάποιουσ απαξιϊκθκε ωσ μθ επιςτθμονικι.
Ενδεικτικά και μόνο, αναφζρονται κάποια παραδείγματα προκειμζνου να δοκεί ζνα
κεματικό ςτίγμα των επικρίςεων.
Επιςθμαίνεται, ωσ μειονζκτθμα του ζργου του, θ εμπλοκι αυτοβιογραφικϊν
δθλϊςεων και επιςτθμονικϊν ςτοιχείων. Επιπλζον, τα κετικά αποτελζςματα τθσ
ροτηεριανισ ςχζςθσ αξιολογοφνται από αρκετοφσ ωσ προςωπικζσ εκτιμιςεισ του
διευκολυντι και όχι ωσ επιςτθμονικά μετριςιμα και, άρα, ελζγξιμα ντοκουμζντα
(Groddeck, 2003, 11).
Σφμφωνα με τον Herbert (1992, 28): «ο κακζνασ μασ ζχει τισ προκαταλιψεισ
και τισ μερολθψίεσ του – ζχουν τισ ρίηεσ τουσ ςτον τρόπο ανατροφισ μασ, ςτθν
προςωπικότθτά μασ και ςτθν εκπαίδευςι μασ – οι οποίεσ ςυχνά μασ κάνουν, κατά
κάποιον τρόπο, αυκαίρετα να αποφαινόμαςτε». Κατά τθ γνϊμθ του, όπωσ και πολλϊν
ανκρωπολόγων και ψυχολόγων τα αξιολογικά κριτιρια δεν είναι ίδια ςε όλεσ τισ
εποχζσ και ο τρόποσ με τον οποίο εκτιμάται μία ςυμπεριφορά ποικίλει τόςο από
κοινωνία ςε κοινωνία, όςο και ςτο εςωτερικό τθσ ίδιασ (ο.π., 27). Τθν άποψθ αυτι
ςυμμερίηεται, προφανϊσ, μία μερίδα τθσ ροτηεριανισ επίκριςθσ. Θ τελευταία εςτιάηει
ςτθν αδυναμία απροκατάλθπτθσ ςυμπεριφοράσ και κεωρεί ανζφικτθ τθν άνευ όρων
αποδοχι ωσ ςτάςθ του διευκολυντι. Αμφιςβθτεί, επίςθσ, ωσ εφικτι, τθν υπζρβαςθ
τθσ προςωπικϊν αξιολογικϊν κριτθρίων που διαμορφϊνονται ςυναρτιςει των
χωροχρονικϊν ςυνκθκϊν του κακενόσ. Συνεπϊσ, διατυπϊνει ενςτάςεισ ωσ προσ τθν
ποιότθτα τθσ ενςυναιςκθτικισ κατανόθςθσ.

140
Στθν ποιότθτα τθσ ροτηεριανισ ςχζςθσ αναφζρεται κι ο Buber (ςτο
Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 188-189) αμφιςβθτϊντασ τθν ιςότθτα και τθν
αμοιβαιότθτα ςτο πλαίςιό τθσ. Επικαλοφμενοσ τουσ Anderson & Cissna, ιςχυρίηεται
ότι ο άνκρωποσ δεν αναπτφςςεται οφτε με τθν ατομικότθτα οφτε με τθ ςυλλογικότθτα
αλλά μζςα από τθ διαλογικι ςχζςθ Εγϊ-Συ. Επίςθσ, διακρίνει τθν παιδαγωγικι
διαλογικι ςχζςθ από τον παιδαγωγικό ζρωτα, όπωσ τον χαρακτθρίηει, διευκρινίηοντασ
ότι ζρωτασ ςθμαίνει επιλογι και αυτό δε ςυμβαίνει ςτθν αγωγι. Ο εκπαιδευτικόσ δεν
επιλζγει τον μακθτι του και τανάπαλιν.
Ο Ardoino (ο.π., 186) με τθ ςειρά του διατυπϊνει ενςτάςεισ ωσ προσ τθν
αποτελεςματικότθτά τθσ υποςτθρίηοντασ πωσ «θ ωρίμανςθ δε μοιάηει να εξαρτάται
μόνο από τθν κάποια εντολι που κα δοκεί, και νομίηουμε ότι είναι απερίςκεπτο κι
επικίνδυνο να πιςτεφουμε ότι μπορεί κάποιοσ μετά από υποβολι αιϊνων ςε
κοινωνικό επίπεδο και μετά από οικογενειακι, ςχολικι και επαγγελματικι υποβολι
αρκετϊν δεκαετιϊν ςε ατομικό επίπεδο να ιςχυρίηεται ότι κα ανατρζψει ςχεδόν
μαγικά τθν υφιςτάμενθ τάξθ πραγμάτων».
Σθμείο τριβισ, επίςθσ, αποτελεί θ αξιοποίθςθ των ευρθμάτων τθσ
ψυχοκεραπείασ ςτο χϊρο τθσ εκπαίδευςθσ. Εκφράηεται αναςφάλεια για τθν άμεςθ
μεταφορά τθσ κεραπευτικισ εμπειρίασ ςτο ςχολείο και εφιςτάται προςοχι ςτθ
κεςμικι ιδιαιτερότθτα τθσ ςχολικισ πράξθσ. «Θ διαμόρφωςθ του τριγϊνου Δάςκαλοσ-
Μακθτισ-Μακθςιακό Αντικείμενο είναι ςφμφωνα με τθν άποψθ τθσ κεματοκεντρικισ
αλλθλεπίδραςθσ τθσ ΢ουκ Κον πάντα μια παιδαγωγικι και διδακτικι-μεκοδολογικι
διαδικαςία και δεν μπορεί να ςυναχκεί από ζνα μοντζλο ψυχοκεραπευτικϊν
διαδικαςιϊν» (Hartdegen, 2006, 32).
Επιπλζον, ςτο πρϊτο κεφάλαιο ζγινε αναφορά ςτθ ριξθ του με τον κόςμο του
Χριςτιανιςμοφ εξαιτίασ τθσ οποίασ δζχτθκε μεγάλθ πολεμικι και απαξίωςθ από τον
ςχετικό κρθςκευτικό χϊρο. Σε ριξθ, όμωσ, ιρκε και με ψυχολόγουσ, ψυχιάτρουσ,
παιδαγωγοφσ και γενικότερα με το κατατεςτθμζνο τθσ εκπαίδευςθσ και τθσ ηωισ.
Αυτό ςθμαίνει πωσ θ κριτικι του ζργου του προζρχεται από πολλοφσ και
διαφορετικοφσ χϊρουσ και μία επιδίωξθ αναςκόπθςθσ αυτϊν κα ιταν κζμα άλλθσ
εργαςίασ. Ωςτόςο, ςτθν παροφςα μελζτθ και ςτθ ςυγκεκριμζνθ ενότθτα, κρίνεται
ςκόπιμθ και ενδιαφζρουςα μία αναφορά ςτισ δυςκολίεσ που εντοπίηονται κατά τθν
εφαρμογι τθσ κεωρίασ του ςτθν εκπαιδευτικι πράξθ.

141
Θ εφαρμογι τθσ προςωποκεντρικισ πρόταςθσ ςτθν εκπαιδευτικι διαδικαςία
ζγινε αντικείμενο μελζτθσ πολλϊν και του ίδιου του Rogers ςυμπεριλαμβανομζνου.
Ζχοντασ επίγνωςθ τθσ αντίςταςθσ που γνϊριηε θ κεωρία του, ομολογεί τθν αρχικι του
επιφφλαξθ για τθ δθμοςίευςθ των παιδαγωγικϊν του ιδεϊν: «Οι απόψεισ μου για τθν
ψυχοκεραπεία με είχαν ιδθ καταςτιςει αμφιλεγόμενθ μορφι ανάμεςα ςτουσ
ψυχολόγουσ και τουσ ψυχιάτρουσ. Δεν είχα καμιά επικυμία να προςκζςω και τουσ
εκπαιδευτικοφσ ςτον κατάλογο» (Rogers, 1961, 258). Αναφζρει επίςθσ, πωσ θ
εφαρμογι τθσ ςχζςθσ βοικειασ που ορίηει το διευκολυντικό πλαίςιο ανάπτυξθσ,
κεωρείται από πολλοφσ ςυναδζλφουσ του απελπιςτικά ιδεαλιςτικι και ουτοπικι·
πρόκειται κατά τθ γνϊμθ τουσ για «μία ιδζα εξαιρετικά αξιζπαινθ ωσ όραμα, αλλά δεν
μπορεί να εφαρμοςτεί ςτθν πράξθ» (Rogers & Freiberg, 1994, 166 & 215).
Θ παιδαγωγικι του πρόταςθ ςυνιςτά μία προςπάκεια αντιμετϊπιςθσ τθσ
εκπαιδευτικισ νοςθρότθτασ, όψθ τθσ οποίασ αποτελεί και θ περιγραφι του
Moustakas (1986, 16): «Ρολλά ςτθ ςθμερινι ςχολικι ηωι ςυμβάλλουν ςε μια
νευρωτικι διαδικαςία, ιδίωσ όταν το παιδί το χειριηόμαςτε ςαν ζνα αντικείμενο που
μακαίνει να ςχθματίηεται, να διαμορφϊνεται, να πιζηεται, να ςπρϊχνεται και μετά να
αμείβεται ι να τιμωρείται. Πςεσ φορζσ τα μακιματα υπαγορεφονται και
επιβάλλονται, όςεσ φορζσ ζνα παιδί ταξινομείται και ετικετάρεται, όςεσ φορζσ
διαχωρίηεται πάνω ς’ ζνα χάρτθ και ςυγκρίνεται, παραβιάηεται θ μοναδικότθτά του,
είτε για να πάρει το μονοπάτι τθσ ςυμμόρφωςθσ είτε να βουλιάξει» .
Ο Rogers αντιπροτείνει ζνα πλοφςιο ςε ερεκίςματα, μζςα, διαδικαςίεσ και
πρακτικζσ, πεδίο αναφοράσ το οποίο ενδιαφζρεται για τθν εμπειρικι κατάκτθςθ τθσ
γνϊςθσ από το παιδί. Αμφιςβθτϊντασ τθ διδαχι και τθ κακοδιγθςθ, καλλιεργεί τθν
ζρευνα, τον πειραματιςμό και τθν ανακάλυψθ. Ριςτεφει ςτθ γνϊςθ που προκφπτει ωσ
προςωπικό ηθτοφμενο του παιδιοφ, επιδιϊκεται με τρόπουσ επιλεγμζνουσ από το
ίδιο, κατακτιζται με το ρυκμό που επικυμεί κι ζχει τθν ποιότθτα που προςιδιάηει ςτθ
φφςθ και ςτισ ανάγκεσ του. Ζτςι μόνο νοθματοδοτείται το εκπαιδευτικό βίωμα και θ
μάκθςθ κακίςταται ουςιαςτικι.
Μελετϊντασ τθν ανκρωπιςτικι προςζγγιςθ ςτθν εκπαίδευςθ, ο Shaffer (1978,
95-123) χαρακτθρίηει το ροτηεριανό freedom-to-learn περιςςότερο ελεφκερο από τα
υπόλοιπα ανκρωπιςτικά μοντζλα εξαιτίασ τθσ άρνθςθσ του δαςκάλου να αναλάβει
τθν ευκφνθ για τθν οργάνωςθ του εκπαιδευτικοφ χρόνου. Στθ ςυγκεκριμζνθ

142
περίπτωςθ, όλεσ οι αποφάςεισ για τθν επίτευξθ των επιδιωκόμενων ςτόχων τθσ τάξθσ
και το ςφνολο των δράςεϊν τθσ, αποτελοφν προϊόν ςυηιτθςθσ και κοινισ ςυναίνεςθσ
μακθτϊν και δαςκάλου (Shaffer, 1978, 122). Το γεγονόσ δθμιουργεί ςε αρκετζσ
περιπτϊςεισ άγχοσ και ςφγχυςθ. Κάτι που επιςθμαίνεται από τουσ μελετθτζσ του
αλλά και από τον ίδιο τον Rogers.
Θ άποψι του πωσ κακζνασ μπορεί να μάκει να είναι περιςςότερο
διευκολυντικόσ φαίνεται να προςκροφει ςε μία ςειρά από εμπόδια ςχετικά με τον
επιφορτιςμζνο ρόλο του διευκολυντι ενϊ, παράλλθλα, ο διαφοροποιθμζνοσ, από τον
κλαςικό, ρόλοσ του μακθτι κακϊσ και οι αντιςτάςεισ του εκπαιδευτικοφ ςυςτιματοσ
και των εμπλεκομζνων ςε αυτό, δε δθμιουργοφν τισ ευνοϊκότερεσ ςυνκικεσ.
Ζνα από τα πρϊτα ςτοιχεία που κα είχε να παρατθριςει κανείσ αφορά ςτθ
φφςθ τθσ προςωποκεντρικισ κεωρίασ. Θ ιδιαιτερότθτά τθσ ζγκειται ςτο γεγονόσ πωσ
πρόκειται για ζνα ςφνολο αντιλιψεων που ορίηουν ςτάςεισ και μεταφράηονται,
ακολοφκωσ, ςε ςυμπεριφορζσ ταιριαςτζσ ςτο πνεφμα τθσ. Άρα, ςε επίπεδο
εφαρμογισ τθσ κι εφόςον αυτι δε ςυνιςτά μία ςειρά από τεχνικζσ οδθγίεσ και
μεκόδουσ, ο εκπαιδευτικόσ ζρχεται αντιμζτωποσ με τον ίδιο του τον εαυτό. Στθν
περίπτωςθ που θ προςωπικι του κοςμοκεωρία δεν άπτεται μιασ ανκρωπιςτικισ
κουλτοφρασ, τότε προβλιματα κατανόθςθσ και αποδοχισ τθσ διαφορετικότθτάσ τθσ
αλλά και θ πικανι απόρριψθ τθσ φιλοςοφίασ τθσ, κάκε άλλο παρά υπόςχονται τθν
απόπειρα αξιοποίθςισ τθσ ςτθν πράξθ. Ωςτόςο, κι αν ακόμθ θ τελευταία επιδιωχκεί –
πόςο μάλλον αν επιβλθκεί – το ενδεχόμενο επιτυχοφσ υλοποίθςισ τθσ φαντάηει
μθδαμινό.
Θ νοοτροπία του εκπαιδευτικοφ ςυνιςτά ςθμαντικότατο παράγοντα για τθν
ευόδωςθ τθσ εφαρμογισ τθσ. Και θ ςυγκεκριμζνθ κεωρία, περιςςότερο από πολλζσ
άλλεσ, χριηει τθσ ςυναίνεςισ του. Ο φόρτοσ εργαςίασ είναι μεγαλφτεροσ ςτθν
περίπτωςθ τθσ προςωποκεντρικισ από ό,τι ςτθν παραδοςιακι εκπαίδευςθ και θ
πίεςθ που πθγάηει από τθν πολυπλοκότθτα των απαιτιςεϊν τθσ και από μία
γενικότερθ, ίςωσ, δυςλειτουργικι κακθμερινότθτα, οδθγεί πολλοφσ δαςκάλουσ να
αναηθτοφν ευκολότερεσ, αποτελεςματικότερεσ και καταλλθλότερεσ διδακτικζσ
μεκόδουσ.
Θ προςωποκεντρικι κζλει τον εκπαιδευτικό γνιςιο, να κατακζτει με
αυκεντικότθτα τα ςυναιςκιματα και τον εαυτό του ςτθν τάξθ επιδιϊκοντασ τθν

143
αυτοεξζλιξι του, αφενόσ, και τθν αλθκινι ςχζςθ με το μακθτι, αφετζρου. Πμωσ, «οι
δάςκαλοι είναι άνκρωποι με προςωπικά προτεριματα, αποκζματα και κενά. Δεν
επικυμοφν όλοι να βρίςκονται ςτο μάκθμα και μπροςτά ςτουσ ςυναδζλφουσ τουσ
αντιμζτωποι με ςυναιςκιματα που πθγάηουν από αυτά τα χαρακτθριςτικά. Σφμφωνα
με τθν εξζλιξθ τθσ προςωπικότθτάσ τουσ οι δάςκαλοι αυτοί επικυμοφν να
παρουςιάηονται ωσ ικανοί για εξζλιξθ αλλά δεν είναι υποχρεωμζνοι να εφαρμόηουν
τθν βελτιςτοποίθςθ τθν ϊρα του μακιματοσ. Στο ςθμείο αυτό θ κεωρία του ΢ότηερσ
υπερβαίνει, ςαφϊσ, τα προςωπικά όρια και αντοχζσ πολλϊν εκπαιδευτικϊν. Σε
αντίκεςθ με διανοθτικζσ και γνωςτικζσ διαδικαςίεσ, καμιά ςυναιςκθματικι-
προςωπικι εξζλιξθ δεν μπορεί να επιβλθκεί ςτον δάςκαλο» (Hartdegen, 2006, 33).
Το κζμα τθσ κατάρτιςθσ αλλά και μιασ ευρφτερθσ επιμορφωτικισ διαδικαςίασ
που κα προάγει το μορφωτικό επίπεδο του εκπαιδευτικοφ και κα ευνοεί τθν
καλλιζργεια του ανκρϊπου προκφπτει ωσ ουςιαςτικό ηθτοφμενο. Θ φφςθ τθσ
παιδαγωγικισ πρόταςθσ του Rogers αποςκοπεί ςτθν παροχι ενόσ πολυεπίπεδα
εμπλουτιςμζνου πλαιςίου μζςων και διαδικαςιϊν, το ςχεδιαςμό και τθν οργάνωςθ
του οποίου ζχει, πρωτίςτωσ, ο εκπαιδευτικόσ. Επίςθσ, θ ευρφτθτα και το είδοσ τθσ
μάκθςθσ ςε τρόπουσ, μζςα, διαδικαςίεσ και κεματικζσ απαιτεί ζναν εκπαιδευτικό με,
εξίςου, διευρυμζνο φάςμα γνϊςεων, με ςυναιςκθματικι ωριμότθτα, ςυγκρότθςθ,
αυτεπίγνωςθ, αυτοπεποίκθςθ, οργανωτικζσ ικανότθτεσ και με εμπιςτοςφνθ ςτον
εαυτό του και ςτουσ άλλουσ, ο οποίοσ κα επιλζξει ςυνειδθτά τθν εφαρμογι τθσ και κα
τθν υποςτθρίξει με ηιλο και ςκζνοσ. Ειδάλλωσ, το πολυδιάςτατο των δυςκολιϊν και
ενεργειακϊν απαιτιςεων κα ςκοντάψει ςτθ κοφραςθ, τθν απογοιτευςθ και τθ βολι.
«Θ ριξθ με τθν παραδοςιακι οργάνωςθ τθσ ςχολικισ διδαςκαλίασ και
μάκθςθσ προκαλεί, ςχεδόν πάντα, οργανωτικζσ και δομικζσ αβεβαιότθτεσ οι οποίεσ
πρζπει να καλυφκοφν με εντατικι δουλειά, ομαδικι εργαςία και επιπρόςκετο κόπο.
Αν θ ομάδα των κακθγθτϊν δεν ανταποκρίνεται με τθν αναγκαία εμπιςτοςφνθ, θ
εφαρμογι τθσ προςωποκεντρικισ μεκόδου επιφζρει ρωγμζσ, διενζξεισ και προκαλεί
τον κατακερματιςμό τθσ» (Hartdegen, 2006, 31).
Θ ζκβαςθ, όμωσ, τθσ εφαρμογισ δεν περιορίηει τθν εξάρτθςι τθσ ςτισ
ςυναδελφικζσ ςχζςεισ των εκπαιδευτικϊν. Για τθν επιτυχία τθσ απαιτείται θ
ςυνεργαςία όλων: μακθτϊν, εκπαιδευτικϊν, γονιϊν, διεφκυνςθσ ςχολείου και
εμπλεκόμενων φορζων. Αυτό ςθμαίνει ςυναίνεςθ και ικανότθτα διαπραγμάτευςθσ ςε

144
όλα τα επίπεδα. Απαιτεί ςφμπνοια, κοινζσ αποφάςεισ και δράςεισ, κοινζσ προςδοκίεσ
και ςτόχουσ. Το ενδεχόμενο απογοθτευτικϊν ι ακόμθ και εχκρικϊν διαπροςωπικϊν
ςχζςεων, θ αδυναμία ςυντονιςμοφ, ςυνεννόθςθσ, θ ζλλειψθ ευελιξίασ, οι
διαφορετικζσ πεποικιςεισ, τα διαφορετικά ςυμφζροντα, οι ανταγωνιςμοί ςυνιςτοφν
κάποιουσ, μόνον, λόγουσ αποτυχθμζνθσ εφαρμογισ.
Επιπρόςκετεσ δυςκολίεσ προκφπτουν κατά τον Hartdegen (2006, 32) «από
προβλιματα επικοινωνίασ και ενδιαφζροντοσ, από περιοριςμοφσ που επιβάλλει το
εκάςτοτε κοινωνικό ςτρϊμα, από ελλείψεισ ςτθν πεικαρχία, ςτθν μακθςιακι
ικανότθτα και ςτθν ικανότθτα για ςυγκζντρωςθ, από τθν διανοθτικι και
κοινωνικοπολιτιςμικι ετερογζνεια τθσ τάξθσ μζςα ςε ζνα δφςκολο δομικό πλαίςιο και
με περιοριςμζνα μζςα (Ressourcen)».
«Το να είμαι ανοιχτόσ με φοβίηει απίςτευτα – με κάνει, όμωσ, επίςθσ και να
νιϊκω καλά» κα πει ο εκπαιδευτικόσ Hudiburg (Rogers, 2006, 213). Θ Shiel (Rogers,
1988, 24) εκφράηει τισ δικζσ τθσ αμφιβολίεσ, ςκιαγραφϊντασ, ενδεικτικά, τισ
δοκιμαςίεσ ενόσ εκπαιδευτικοφ: «Οι μζρεσ άλλαηαν μεταξφ αιςιοδοξίασ και
ανθςυχίασ, ελπίδασ και φόβου. Το κερμόμετρο των ςυναιςκθμάτων μου ανεβαίνει
και κατεβαίνει ανάλογα με τθν άνοδο ι τθν κάκοδό μασ πάνω ςτθν ςκάλα τθσ
περιπζτειάσ μασ... Ρρζπει να αςκϊ μεγάλθ αυτοπεικαρχία όταν βλζπω ζνα παιδί να
μθν κάνει όλθ τθν θμζρα τίποτα (παραγωγικό). Μερικζσ φορζσ είναι μεγάλο
πρόβλθμα το να δίνει κανείσ ςτουσ μακθτζσ τθν δυνατότθτα να αναπτφξουν μόνοι
τουσ αυτοπεικαρχία. Απζκτθςα τθν άποψθ ότι πρζπει κανείσ να ξζρει καλά τον εαυτό
του, αν πρόκειται να αρχίςει ζνα τζτοιο πρόγραμμα. Για να εγκαταλείψει κανείσ τθν
εικόνα του δαςκάλου που περιζχεται ςτο δαςκαλοκεντρικό πρόγραμμα, πρζπει να
κατανοεί και να αποδζχεται πρϊτα τον εαυτό του».
Πμωσ, θ εξουςία που βιϊνει ο εκπαιδευτικόσ ςτον παραδοςιακό του ρόλο δεν
είναι ςτοιχείο ευκόλωσ αποποιιςιμο. Θ ζννοια τθσ αυκεντίασ και του εξζχοντοσ ζχουν
κρζψει, δαςκαλοκεντρικά, γενιζσ και γενιζσ. Γι’ αυτό κι ο Rogers προςδιορίηει ωσ
ςτοιχεία απειλθτικά και, πάντα, υποφϊςκοντα τισ διακζςεισ θγεςίασ αλλά και
γονικότθτασ. Ραραδζχεται, μάλιςτα, πωσ, ενϊ αυτοςκοπόσ του είναι να επιτρζψει
ςτον άλλον να διαφοροποιθκεί και να υπάρξει ςτθ δικι του πραγματικότθτα,
οριςμζνεσ φορζσ, αδυνατεί να τα καταφζρει διότι θ υφζρπουςα παρουςία τουσ
υπονομεφει τθν όλθ προςπάκεια. «Αυτό υπιρξε ζνα πολφ οδυνθρό μζροσ τθσ

145
επαγγελματικισ μου εμπειρίασ» ομολογεί· «μιςϊ να ζχω φοιτθτζσ που ζπλαςαν τον
εαυτό τουσ, λεπτομερϊσ, ςφμφωνα με το πρότυπο που αιςκάνονται ότι επικυμοφςα»
(ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 200). Τόςο θ θγετικι, όςο και θ γονικι
ςυμπεριφορά του εκπαιδευτικοφ ςυνιςτά απειλθτικι πικανότθτα, διότι χειραγωγεί
και δεν επιτρζπει ςτο παιδί να υπάρξει ςτθν πθγαία του αλικεια. «Μακαίνουν από
μικροί ότι θ διαφωνία με το δάςκαλο δεν τουσ προςφζρει αςφάλεια και ότι θ
υποταγι ςτθν αυκεντία και θ ςυμμόρφωςι τουσ ςτουσ κανόνεσ αποδεικνφεται πολφ
ςθμαντικι για τθν επιβίωςι τουσ ςτο ςχολείο (ο.π., 107).
Ο Rogers (1980, 218) διαπιςτϊνει πωσ θ επιφφλαξθ των μακθτϊν είναι
μεγαλφτερθ από εκείνθ των πελατϊν με τθ κεραπεία. Ζχοντασ εξαπατθκεί,
επανειλθμμζνωσ, ςτθ ςχζςθ τουσ με τον εκπαιδευτικό, υποκζτουν πωσ μία καλι
ςυμπεριφορά του δεν μπορεί παρά να ςυνιςτά προςωπείο. Επιπλζον, όντασ
εκιςμζνοι ςε αμφιςβθτιςεισ κι επικρίςεισ, αιςκάνονται δυςπιςτία όταν ο δάςκαλοσ
είναι φροντιςτικόσ και επιβραβευτικόσ. Θ ενςυναιςκθτικι του ςτάςθ, ωςτόςο, είναι
ζνα από τα πρϊτα ςτοιχεία που κα τουσ πείςει για το αντίκετο (Rogers 1980, 219).
Το γεγονόσ ότι τα περιεχόμενα, ο ςτόχοσ και θ ταχφτθτα τθσ μάκθςθσ
επαφίενται ςτθ διάκεςθ του ίδιου του μακθτι μπορεί να δθμιουργιςει ςφγχυςθ και
δυςφορία ςτον τελευταίο, προκαλϊντασ τθν επικετικι ι πακθτικι του αντίδραςθ.
Δεν είναι πάντα εφκολο για ζνα παιδί να διαχειριςτεί τθν πολυποίκιλθ, ςε επίπεδο
απαιτιςεων, ςυνεργαςία. Οφτε να επωμιςτεί και, δθ, ςτισ μικρζσ τάξεισ του
δθμοτικοφ, τθν ευκφνθ τθσ οργάνωςθσ μιασ εκπαιδευτικισ διαδικαςίασ – τθν
απόφαςθ τθσ ςτοχοκεςίασ τθσ, τθ διάκριςθ αυτοφ που είναι ςθμαντικό για το ίδιο και,
εν γζνει, τθ διαχείριςθ τθσ κακθμερινότθτάσ τθσ θ οποία απαιτεί ςυνεχι
διαπραγμάτευςθ με τουσ άλλουσ για όλα όςα οφείλουν να ςυμβοφν μζςα ςτο
πεπεραςμζνο διάςτθμα τθσ διδακτικισ ϊρασ.
Ο Saffer (ο.π., 111) αναφερόμενοσ ςτθν αξιολόγθςθ – θ οποία δε ςυνάδει με
το πνεφμα τθσ κεωρίασ – εξθγεί ότι, εκ των εκπαιδευτικϊν που εφαρμόηουν τθν
προςωποκεντρικι προςζγγιςθ, κάποιοι προβαίνουν ςε αξιολογιςεισ, είτε γιατί αυτό
ςυνιςτά απαίτθςθ τθσ κεςμικισ διεφκυνςθσ, είτε γιατί προβάλλεται ωσ ηθτοφμενο των
μακθτϊν, προκειμζνου οι τελευταίοι να αποποιθκοφν τθν ευκφνθ τθσ
αυτοαξιολόγθςθσ – γεγονόσ για το οποίο τα αίτια και θ ερμθνευτικι ποικίλουν. Εκείνο
που ςτο ςθμείο αυτό ζχει αξία να επιςθμανκεί είναι θ αδυναμία διαχείριςθσ τθσ

146
παρεχόμενθσ ελευκερίασ κάτι που μεταφράηεται ςε αδυναμία ανάλθψθσ τθσ ευκφνθσ
για τον εαυτό.
Ο Rogers αναγνωρίηει πωσ «μία μάκθςθ θ οποία προχποκζτει μια αλλαγι ςτθν
οργάνωςθ του ίδιου του ατόμου ι ςτθν αντίλθψθ του εαυτοφ του γίνεται αντιλθπτι
ωσ απειλθτικι και γίνεται προςπάκεια να αςκθκεί αντίςταςθ απζναντί τθσ» (2000,
318). Θ ζννοια τθσ απειλισ απαντάται ςε κάκε περίπτωςθ αλλαγισ και είναι φυςικό,
το ενδεχόμενό τθσ, να αναςτατϊνει τόςο τουσ εκπαιδευτικοφσ και τουσ μακθτζσ όςο
και τουσ λοιποφσ εμπλεκομζνουσ ςτθ διαδικαςία. Θ εφαρμογι τθσ μεκόδου απαιτεί
δουλειά προςωπικι και επαγγελματικι ςε μία νζα βάςθ και αυτό με τθ ςειρά του
εγείρει φόβουσ, αναςφάλειεσ, αμφιβολίεσ και αντιςτάςεισ.
Επίςθσ, το ςχολείο ωσ κεςμόσ είναι αποδζκτθσ πολυςφνκετων κοινωνικϊν
αιτθμάτων κι επομζνωσ κακίςταται αναγκαία, ςφμφωνα με τουσ ιςχυριςμοφσ του
Hartdegen (2006, 37) «θ φπαρξθ, μζςα ςτο μάκθμα, μιασ βαςικισ δομισ του
μακθςιακοφ ςτόχου ϊςτε να ικανοποιοφνται οι προδιαγραφζσ του γενικοφ πλαιςίου».
Κατά τθ γνϊμθ του, «θ προςωποκεντρικι προςζγγιςθ ςτθν ςυνεπι τθσ εκδοχι δεν
μπορεί και δεν επικυμεί να υπθρετιςει κάτι τζτοιο» (ο.π.). Επιπροςκζτωσ, το
ςφςτθμα των μακθμάτων, ςφμφωνα με τον Peterssen, ςυνεχίηει να είναι πολφ
ςπουδαίο για το ςχολικό μάκθμα «ζχει προκφψει μζςα από τθν ιςτορικι πείρα και
ζχει επικρατιςει· μεταδίδει μια εξειδικευμζνθ γνϊςθ που εγγυάται ςυςτθματικότθτα,
ταξινόμθςθ και ςυνεκτικότθτα» (ςτο Rogers & Rosenberg, 1980, 29).
Ευλόγα, λοιπόν, προκφπτει το ερϊτθμα αν και κατά πόςο διακυβεφεται θ
ιςότθτα των δυνατοτιτων. Στθν προςωποκεντρικι προςζγγιςθ, ο ρόλοσ του
διευκολυντι, του μακθτι και τθσ υλικοτεχνικισ υποδομισ φζρουν μεγάλο φορτίο.
Αυτό ςθμαίνει πωσ ζνασ αναποτελεςματικόσ διευκολυντισ, όπωσ επίςθσ, ζνασ
αμζτοχοσ μακθτισ, κακϊσ κι ζνα φτωχό ςε μζςα και παροχζσ διδακτικό πλαίςιο, είναι
πικανόν να ζχουν μεγαλφτερο κόςτοσ, για τθν εξζλιξθ των παιδιϊν και του
εκπαιδευτικοφ ζργου, απ’ ό,τι ςτθν παραδοςιακι εκπαίδευςθ.
Οι Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ (2009, 160-161) αναφζρουν ότι
αποτελζςματα ερευνϊν ζδειξαν πωσ θ μακθτικι ςυμπεριφορά εξαρτιζται ςε μεγάλο
βακμό από το επίπεδο ενςυναιςκθτικισ δυνατότθτασ που παρζχουν οι διευκολυντζσ.
Πμωσ, όλοι οι εκπαιδευτικοί δε ζχουν τθν ίδια ποιοτικι επίδοςθ ςτο ζργο τουσ, είτε
λόγω προςόντων, είτε εξωγενϊν παραγόντων, είτε λόγω επιλογισ. Από τθ ςτιγμι,

147
λοιπόν, που ο ρόλοσ του διευκολυντι είναι τόςο ςθμαντικόσ για τθν αποτελεςματικι
τθσ εφαρμογι, γίνεται αντιλθπτό πωσ το ενδεχόμενο μιασ μθ ποιοτικισ διευκόλυνςθσ
εγκυμονεί κινδφνουσ για το όφελοσ των παιδιϊν.
Το ίδιο επιβαρυντικό προσ αυτιν τθν κατεφκυνςθ είναι και ζνα φτωχό, ςε
μζςα και υλικά, διδακτικό περιβάλλον. Στθν περίπτωςθ τθσ προςωποκεντρικισ, θ
ςυγκεκριμζνθ ζνδεια δθμιουργεί δυςάρεςτεσ ςυνζπειεσ αφοφ, εν πολλοίσ, θ γόνιμθ
εκπαιδευτικι πράξθ επαφίεται ςτο εν λόγω πλαίςιο – ςτθν περίπτωςθ του
παραδοςιακοφ ςχολείου δεν εξαρτάται ςτον ίδιο βακμό.
Επιπλζον, θ ςυναίνεςθ του μακθτι, θ ςυνειδθτι και με αφοςίωςθ ςυμμετοχι
του κρίνονται ουςιαςτικισ ςθμαςίασ για τα οφζλθ που κα αποκομίςει διότι, ςτθν
αντίκετθ περίπτωςθ, δεν υπάρχει ζνασ μθχανιςμόσ αντίςτοιχοσ του παραδοςιακοφ
μοτίβου για τθν, ζςτω και διεκπεραιωτικι, ζκβαςθ τθσ εκπαιδευτικισ διαδικαςίασ.
Δεδομζνου ότι ο ςχεδιαςμόσ ενόσ προςωποκεντρικοφ προγράμματοσ ζχει
προςωπικό χαρακτιρα, τίκεται, επίςθσ, ζνασ διττόσ προβλθματιςμόσ. Ρρϊτον, πϊσ
διαςφαλίηεται θ ποιότθτα κάκε εφαρμογισ, ϊςτε να μθν παρατθροφνται φαινόμενα
ανιςότθτασ μεταξφ εκείνων που εφαρμόηουν ζνα τζτοιο πρόγραμμα· ανιςότθτεσ ςε
επίπεδο τάξεων του ίδιου ςχολείου, αλλά και ςχολείων διαφορετικϊν περιοχϊν.
Δεφτερον, ςε ποιον βακμό και με ποιουσ τρόπουσ ςυνδζεται θ ςτοχοκεςία του κάκε
προγράμματοσ, ςε επίπεδο κατάκτθςθσ γνωςτικϊν αντικειμζνων, με εκείνθν μίασ
εκνικισ, ενιαίασ παιδείασ θ οποία οφείλει να εξαςφαλίςει ίςεσ ευκαιρίεσ ςτθ γνϊςθ
για κάκε πολίτθ.
Πςον αφορά ςτα κετικά αποτελζςματα που επιφζρει θ εφαρμογι τθσ, ςχετικι
αναφορά πραγματοποιικθκε ςτο τρίτο κεφάλαιο. Επίςθσ, ςτθ βιβλιογραφία
απαντάται ζνα πλικοσ ερευνϊν, του Rogers και άλλων, ωσ αντίλογοσ ςτον παραπάνω
προβλθματιςμό.
Αυτό που κα μποροφςε να ειπωκεί, ςτον επίλογο αυτισ τθσ ενότθτασ, είναι
πωσ θ ποιότθτα τθσ εφαρμογισ ενόσ προςωποκεντρικοφ προγράμματοσ ςτθν
εκπαίδευςθ εξαρτάται από υποκειμενικοφσ και μθ παράγοντεσ. Οι περιςςότεροι από
τουσ δεφτερουσ ευκφνονται για τθν επιτυχι ι μθ ζκβαςθ οποιαςδιποτε
εκπαιδευτικισ απόπειρασ – τθσ προςωποκεντρικισ ςυμπεριλαμβανομζνθσ. Οι πρϊτοι,
όμωσ, εδράηοντασ ςτο πεδίο τθσ νοοτροπίασ των ςυμμετεχόντων (δομικοφ ςτοιχείου
τθσ ροτηεριανισ κεωρίασ) ευκφνονται, κατά το πλείςτον, για τθν αποτελεςματικότθτά

148
τθσ. Εν κατακλείδι, και λαμβάνοντασ υπόψθ το δεδικαςμζνο των επιτυχϊσ
εφαρμοςμζνων προςωποκεντρικϊν προγραμμάτων – επομζνωσ, των κετικϊν τουσ
αποτελεςμάτων για τα παιδιά – τίκεται το ερϊτθμα αν και κατά πόςο μία ανεπιτυχισ
εφαρμογι είναι απόρροια ανεπάρκειασ τθσ κεωρίασ ι των εμπλεκομζνων, ςτθν
υλοποίθςι τθσ, υποκειμζνων και παραγόντων.

149
4.5 Για τθν ερμθνεία του ανεφίκτου
Το φθμιςμζνο δίλλθμα του Dewey κζλει τθ ςκζψθ να ξεκινά ςτο ςταυροδρόμι.
«Κακϊσ πλθςιάηουμε ςτο ςταυροδρόμι, δεν ξζρουμε ποια κατεφκυνςθ να
ακολουκιςουμε, για να φτάςουμε ςτον προοριςμό μασ. Κι ζτςι, αρχίηουμε να
εξετάηουμε τθν κατάςταςθ. Από δω ξεκινά θ ςκζψθ» (Rogers, 1961, 283).
Θ δυνατότθτα επιλογισ ςθμαίνει αυτονομία. «Ο Ρλάτων κλονίηει τθ βολικι
παραδοχι ότι οι κακθμερινζσ επιλογζσ δεν ζχουν ιδιαίτερθ ςθμαςία και προβάλλει
τθν υπαρξιακι υφι των ατομικϊν αποφάςεων, δυνάμει των οποίων κακζνασ είναι
αυτό που είναι. Διαλζγοντασ θ ψυχι ζναν βίο, δθλαδι τισ ςυνκικεσ τθσ ηωισ τθσ,
αναλαμβάνει τθν ευκφνθ για το χαρακτιρα τθσ, όπωσ αυτόσ κα διαμορφωκεί με
αναγκαιότθτα από τουσ όρουσ και τθν υφι του βίου που θ ίδια διάλεξε»
(Βαςματηίδθσ, 2008, 282).
Στο νόθμα τθσ απόφαςθσ, τθσ επιλογισ δίνει μεγάλθ ςθμαςία ο Rogers. «Το
πρόςωπο είναι μία διεργαςία παρά ζνα ςφνολο ςτακερϊν ςυνθκειϊν. Αυτό προκαλεί
διαφοροποιθμζνουσ τρόπουσ ςυμπεριφοράσ, αυξάνει τισ επιλογζσ» (Rogers, 1980,
274). Ο ρόλοσ τθσ απόφαςθσ είναι ουςιαςτικόσ και κεμελιϊδθσ τόςο για τθν
κατανόθςθ των αναγκϊν του προςϊπου, όςο και για τθ διαμόρφωςθ δράςεων
προκειμζνου να τισ ικανοποιιςει.
Ο ειςθγθτισ τθσ προςωποκεντρικισ εςτιάηει ςτθ δυςκολία που βιϊνει το
πρόςωπο, όταν καλείται να αναλάβει τθν ευκφνθ του. Μερικοί μακθτζσ παρατθρεί ο
Shaffer (1978, 112) αιςκάνονται άβολα με τθν αυτοαξιολόγθςθ και βρίςκουν τθν
ευκφνθ απεχκι, γι’ αυτό προτιμοφν να τθν ανακζςουν ςε κάποιον άλλον. Ο Rogers
(1961, 195) αναφζρει τον πανικό που προκαλεί θ ευκφνθ και θ επιλογι ωσ μία από τισ
ςυνθκζςτερεσ διαπιςτϊςεισ ςτθ δουλειά του: «Θ διαδικαςία να γίνεςαι ο εαυτόσ ςου
εμπεριζχει τθν ουςιαςτικι εμπειρία τθσ προςωπικισ επιλογισ. Το άτομο
ςυνειδθτοποιεί πωσ μπορεί να επιλζξει να ςυνεχίςει να κρφβεται πίςω από
προςωπεία ι να διακινδυνεφςει να είναι ο εαυτόσ του, πωσ είναι ζνα ελεφκερο ον
που διακζτει τθ δφναμθ να καταςτρζψει τον εαυτό του και τον άλλον, αλλά και να
βελτιϊςει τον εαυτό του και τον άλλον. Αντιμζτωπο με μια τόςο ξεκάκαρθ
πραγματικότθτα επιλογισ, το άτομο επιλζγει να κινθκεί προσ τθν κατεφκυνςθ του να
είναι ο εαυτόσ του».
Ο Siegel (2006, 187) κάνει λόγο για τθν ανάγκθ εξιςορρόπθςθσ τθσ αλλαγισ και
τθσ αςτάκειασ. Υποςτθρίηει ότι «ο οριςμόσ που δίνουν οι άνκρωποι ςτα προβλιματά
τουσ, τείνει να τα ςυντθρεί». Γι’ αυτό και ο Apple (1993, 133) επιςθμαίνει τθ ςοβαρι
αλλθλεξάρτθςθ μεταξφ τθσ αντίλθψθσ που ζχει κάποιοσ για τθ κζςθ του και τθσ
αντίςταςθσ που παρουςιάηει. Θ αντίλθψθ ενόσ υποβακμιςμζνου ρόλου, κατά τθ
γνϊμθ του, προκαλεί τθν παραδοχι τθσ επιβαλλόμενθσ ιδεολογίασ. Μια τζτοια
κατάςταςθ μπορεί να οδθγιςει ςε πολιτικι αδράνεια. Για τον Siegel ο μόνοσ τρόποσ
για να αλλάξουν τα πράγματα είναι να διαφοροποιθκεί ο οριςμόσ ι θ αντίλθψθ που
ζχουν οι άνκρωποι γι’ αυτά. Μιλά για τθν αλλαγι και τθ μεταμόρφωςθ,
προςδιορίηοντασ ωσ εμπόδια επίτευξισ τουσ, τθν αποφυγι και τθν αποδοχι των
ςυνεπειϊν είτε τθσ πρϊτθσ είτε τθσ δεφτερθσ. Μιλά για όςα μποροφν να ςυμβοφν
ξαφνικά, όταν αυτό που παρουςιάηεται ωσ παλιό πρόβλθμα φωτιςτεί από ζνα
καινοφργιο φωσ. «Με άλλα λόγια, θ αλλαγι ςυμβαίνει όταν οι άνκρωποι
δθμιουργοφν μια νζα ιςορροπία», ιςχυρίηεται ο Siegel (2006, 188). Ρρόκειται για μία
προςζγγιςθ προςομοιάηουςα τθσ ροτηεριανισ: «Δεν μποροφμε να αλλάξουμε, δεν
μποροφμε να μετακινθκοφμε από αυτό που είμαςτε, μζχρι να αποδεχτοφμε απόλυτα
ό,τι είμαςτε. Τότε θ αλλαγι επζρχεται ςχεδόν απαρατιρθτθ» (Rogers, 1961, 36).
Πμωσ, θ εξζλιξθ του ροτηεριανοφ προςϊπου και θ ζννοια τθσ αλλαγισ οφτε
προβλζψιμεσ οφτε ανϊδυνεσ είναι. Επιπλζον, το απροςδόκθτο, θ ζλευςθ του νζου και
διαφορετικοφ, είναι πικανό να διαταράξουν το μακθμζνο κομφορμιςμό και τθν
αίςκθςθ του οικείου. Και δεν είναι απίκανο αυτό το οικείο να ςυντθρεί, ακόμθ, και
μία προβλθματικι κακθμερινότθτα. Ενδεικτικι είναι θ περίπτωςθ ανκρϊπων που
βιϊνουν καταςτάςεισ δυςάρεςτεσ ι τραυματικζσ των οποίων θ αλλαγι κα ζπρεπε,
λογικά, να ιταν όχι μόνο ευπρόςδεκτθ αλλά και επιδιωκόμενθ. Θ Miller αναφζρει πωσ
θ κακοποίθςθ ενόσ παιδιοφ προκαλεί καταςτρεπτικά τραφματα ςε ζνα ανκρϊπινο ον
εφ’ όρου ηωισ και είναι πικανό, να καλλιεργιςει τθν επικετικότθτά του και να το
εξελίξει ςε ζναν βίαιο ενιλικα (ςτο Μζρυ, 2002, 74). Είναι ςφνθκεσ το φαινόμενο,
παιδιά που κακοποιικθκαν ςτθν παιδικι τουσ θλικία, να ανζχονται τθν κακοποίθςθ
και ςτο πλαίςιο τθσ ενιλικθσ ηωισ τουσ· όταν, δθλαδι, είναι πλζον ςε κζςθ να
αντιδράςουν ςτο κακό και πολφ περιςςότερο να επιλζξουν ζνα μοτίβο ηωισ
διαφορετικό. Γίνεται προφανζσ, ότι θ αίςκθςθ του οικείου αναπαράγεται εφκολα,
ακόμθ και ςε περιπτϊςεισ που το οικείο ταυτίηεται με το δυςάρεςτο ι δυςτυχζσ. Δεν

151
είναι, επί παραδείγματι, λίγεσ οι περιπτϊςεισ που πίςω από μία κακοποιθμζνθ
γυναίκα, υπομζνουςα και μθ αντιδροφςα, κρφβεται μία κακοποιθμζνθ παιδοφλα.
Ρολφ περιςςότερο εμφανζσ γίνεται το – παράδοξο κατά τ’ άλλα – γεγονόσ, να επιλζγει
θ ίδια ζναν αυταρχικό, καταπιεςτικό ι ακόμθ κι επικίνδυνο για τθ ηωι τθσ ςφηυγο,
αναπαράγοντασ ζτςι τθν αντίςτοιχθ, δομικά και ςυμπεριφορικά, φιγοφρα του πατζρα
τθσ. Κι αυτό διότι, ςφμφωνα με τθ Χόρνεχ (2004) το οικείο, το μακθμζνο γίνεται
αντιλθπτό, ωσ κακϊσ νοοφμενο, φυςιολογικό.
Ωςτόςο θ ενθμζρωςθ και θ καρραλζα μαρτυρία, ιςχυρίηεται θ Miller
αναφερόμενθ ςτθν περίπτωςθ του κακοποιθμζνου παιδιοφ, μποροφν να παίξουν ζναν
αποφαςιςτικό ρόλο για τθ ςωτθρία του. Κατά τθ γνϊμθ τθσ, ςθμαντικότατοσ
παράγοντασ κακίςταται θ εμπειρία αγάπθσ και τρυφερότθτασ που μπορεί να δεχτεί
από κάποιο πρόςωπο, κάτι που επιτρζπει ςτο παιδί να ξεχωρίςει τι είναι ςκλθρότθτα,
να τθ ςυνειδθτοποιιςει και να τθν απαρνθκεί. Θ Rogers προτείνοντασ τθν άνευ όρων
αποδοχι, ςυνθγορεί ςτθν εμπειρία αγάπθσ και τρυφερότθτασ που θ Miller προτείνει.
Ριςτεφει ότι μπορεί να βοθκθκεί ςτο να ξεπεράςει τισ «πρϊιμεσ εξαρτθμζνεσ
αντιδράςεισ και να επανζλκει ςε ζναν πιο εποικοδομθτικό τρόπο ηωισ» (ςτο Μζρυ,
2002, 74-75). Αναφερόμενοσ ςε περιπτϊςεισ αςκενϊν και δθ ψυχωςικϊν, διευκρινίηει
πωσ «θ κεραπεία τουσ προχϊρθςε, μόνον, όταν είχαν φτάςει ςτο ςθμείο να κάνουν
προςωπικζσ επιλογζσ και να πάρουν αποφάςεισ που ζρχονταν ςε αντίκεςθ με τισ
δικζσ τουσ εξαρτιςεισ» (Rogers & Freiberg, 1994, 302).
Θ επιλογι, ωσ ςτοιχείο τθσ κεωρίασ του, είναι τόςο διαδικαςιακό τθσ αλλαγισ
του προςϊπου, όςο και αποδεικτικό τθσ αυτονομίασ του. Πταν, όμωσ, ο άνκρωποσ
καλείται να επιλζξει, ζρχεται αντιμζτωποσ με τθ διαχείριςθ τθσ ελευκερίασ του. Ο
Freire κάνει λόγο για το φόβο τθσ ελευκερίασ. Πςο οι καταπιεηόμενοι διακατζχονται
από αυτόν όχι μοναχά δεν κινθτοποιοφνται αλλά αρνιοφνται να μεταδϊςουν το
μινυμά τθσ ακόμθ και ςτθ φωνι τθσ ςυνείδθςισ τουσ. «Ρροτιμοφν τθν αγελαία
κατάςταςθ από τθ γνιςια ςυντροφικότθτα. Ρροτιμοφν τθν αςφάλεια τθσ
ςυμμόρφωςθσ ςτο κατεςτθμζνο τθσ ανελευκερίασ από τθ δθμιουργικι επικοινωνία
που προζρχεται από τθν ελευκερία ι και από τθν ίδια τθν επιδίωξι τθσ» (Freire, 1977,
45). Είναι δφςκολο για το πρόςωπο, διαπιςτϊνει ο Rogers, «να αφιςει πίςω του τθν
αςφάλεια τθσ αδυναμίασ να δεχτεί το άγγιγμα και να ειςζλκει ςτθν περιπζτεια τθσ
αλθκινισ ανκρϊπινθσ ςχζςθσ, ςτθν οποία βρίςκεται κυριολεκτικά και μεταφορικά ςε

152
επαφι με τον άλλο» (Rogers & Freiberg, 1994, 302). Και γίνεται ακόμθ πιο δφςκολο να
αυτοπροςδιοριςτεί και να αποφαςίηει με ωριμότθτα και ευκφνθ για τον εαυτό και τθ
ηωι του.
Ο ίδιοσ διαπίςτωςε τθ ςυγκεκριμζνθ δυςχζρεια όταν επιχείρθςε να δϊςει τθν
ελευκερία ςτουσ φοιτθτζσ του να επιλζξουν για τουσ εαυτοφσ τουσ το προϊόν και τθν
παραγωγι τθσ μακθτείασ τουσ. Ενδεικτικι είναι θ περιγραφι ενόσ εξ αυτϊν: «Θ τάξθ
μασ ακολουκεί τον καλφτερο, τον πιο γόνιμο και επιςτθμονικό τρόπο μάκθςθσ. Για
ανκρϊπουσ, όμωσ, ςαν κι εμάσ, που εδϊ και πάρα πολφ καιρό διδαςκόμαςτε τισ
διαλζξεισ, τον αυταρχικό τρόπο, θ νζα αυτι διαδικαςία δεν γίνεται κατανοθτι.
Άνκρωποι ςαν εμάσ ζχουμε προγραμματιςτεί να ακοφμε τον κακθγθτι, να κρατάμε
πακθτικά ςθμειϊςεισ και να απομνθμονεφουμε τα κείμενα που μασ δίνει να
διαβάςουμε για τισ εξετάςεισ. Δε χρειάηεται να πω πωσ παίρνει πολφ καιρό ςτουσ
ανκρϊπουσ να ξεφορτωκοφν τισ ςυνικειζσ τουσ, ακόμθ, κι όταν αυτζσ είναι άγονεσ
και ςτείρεσ» (Rogers, 1961, 282).
Γίνεται προφανζσ, πωσ θ ελευκερία από μόνθ τθσ δεν ορίηει τθν αλλαγι, αλλά
το πλαίςιο μζςα ςτο οποίο αυτι κα επζλκει. Εφςτοχα ο Freire μιλά για το φαινόμενο
τθσ διαρχίασ «που ζχει κρονιαςτεί ςτο πιο μφχιο είναι των καταπιεςμζνων.
Ανακαλφπτουν ότι χωρίσ ελευκερία δεν μποροφν να υπάρξουν πραγματικά. Κι
ωςτόςο, αν και επικυμοφν μιαν αυκεντικι υπόςταςθ, τθ φοβοφνται. Είναι
ταυτόχρονα: και αυτοί οι ίδιοι και ο δυνάςτθσ που τθ ςυνείδθςι του ζχουν
ενςτερνιςκεί» (1977, 45). Γι’ αυτό κι επιςθμαίνεται από τον Rogers (1980, 243) ότι
«πολλοί μακθτζσ που απαιτοφν περιςςότερθ ελευκερία οδθγοφνται ςε πλιρθ και
ςυγκεχυμζνθ παφςθ όταν τουσ επιτρζπεται υπεφκυνθ ελευκερία. Τίποτα ςτο
παρελκόν τουσ δεν τουσ ζχει προετοιμάςει να κάνουν επιλογζσ, να κάνουν λάκθ και
να ηουν με τισ ςυνζπειζσ τουσ να αντζχουν ςτο χάοσ τθσ αβεβαιότθτασ κακϊσ
προςπακοφν να επιλζξουν κατευκφνςεισ ςτισ οποίεσ επικυμοφν να προχωριςουν».
Για τον Αριςτοτζλθ «θ ζξισ, θ τελικι κατοχι ενόσ ςυγκεκριμζνου (αυτό κα πει:
ενόσ μόνιμου και ςτακεροφ τρόπου ςυμπεριφοράσ) δεν προχποκζτει μόνο τθν
επιλογι, τθν προαίρεςιν, μεταξφ του καλοφ και του κακοφ...προχποκζτει και τθν
αποδοχι και αναγνϊριςθ του πόςο δφςκολο ζργο είναι θ απόκτθςθ τθσ αρετισ – μια
αποδοχι που εφοδιάηει τελικά το άτομο με τθ διάκεςθ για υποκειμενικι εμμονι ςτθν
άςκθςθ» (Λυπουρλισ, 2000, 75-76). Και ςαφζςτατα, «θ γνϊςθ τθσ εςωτερικισ

153
αλικειασ των πραγμάτων, θ οποία δεν είναι άμεςα αντιλθπτι, απαιτεί ιδιαίτερθ
πνευματικι προςπάκεια, κριτικι διάκεςθ και ςτοχαςμό προκειμζνου να
ανακαλυφκεί» (Ραυλίδθσ, 2003, 95).
Ο Rogers γνωρίηει τθ δυςκολία του εγχειριματοσ, όμωσ, ζχει εμπιςτοςφνθ
ςτον άνκρωπο και πιςτεφει ςτθν ικανότθτα του οργανιςμοφ να επιλζγει ό,τι το
εξελίςςει, γι’ αυτό κι ο ςυμπεριφοριςμόσ δεν τον εκφράηει. «Αν θ ακραία
μπιχεβιοριςτικι κζςθ είναι ςωςτι, τότε, όλα όςα κάνει ο άνκρωποσ ςτεροφνται εξ
αρχισ οποιαςδιποτε αξίασ, αφοφ αυτόσ δεν είναι τίποτα άλλο παρά ζνα άτομο μζςα
ςε μια απζραντθ αλυςίδα αιτίων και αποτελεςμάτων. Αν πάλι είναι ςωςτι θ
ανκρωπιςτικι κζςθ, τότε υφίςταται θ δυνατότθτα για επιλογι, και αυτι θ ατομικι,
υποκειμενικι επιλογι ζχει επίδραςθ πάνω ςτθν αλυςίδα των αιτίων και των
αποτελεςμάτων» (Rogers, 1989, 13).
Ραρατθρεί πωσ, θ ελευκερία – ουςιαςτικι προδιαγραφι για τθν καλλιζργεια
τθσ αυτονομίασ και ανάπτυξθσ του προςϊπου εν όλω – δυςκολεφει, αγχϊνει μα και
φοβίηει. Δεν είναι λίγεσ οι φορζσ που αντί να ορίςει πεδίο δόξθσ λαμπρό – για τθν
ανάπτυξθ πρωτοβουλιϊν αυτορρφκμιςθσ και αυτοδιάκεςθσ του προςϊπου –
βιϊνεται ωσ απειλι τθσ δόξασ. Θ τελευταία, ςτθν αρχαία φιλοςοφία, ςθμαίνει τθν
απλι γνϊςθ· κα μποροφςε να ιδωκεί, ςφμφωνα με τον Ραυλίδθ (2003, 98), ωσ τθν
κακθμερινι ςυνείδθςθ1 θ οποία «διαμορφϊνει κοςμοαντίλθψθ, θκικζσ αρχζσ,
ιδεολογία και ςτόχουσ ηωισ κατά τρόπο που να υπθρετεί πάνω απ’ όλα τθν
προςπάκεια προςαρμογισ ςτθν πραγματικότθτα». Κάκε απόπειρα αποποίθςισ τθσ
απαιτεί κόπο, δθμιουργεί αναςφάλεια και αγωνία.
«Μερικοί μακθτζσ ζχουν τθν τάςθ να ςυμπεριφζρονται αποδεκτικά μζςα ςτο
μάκθμα» παρατθρεί ο Hartdegen (2006, 32) «Για αυτοφσ τουσ μακθτζσ μπορεί θ
εκμάκθςθ μιασ νζασ επικοινωνιακισ ςτρατθγικισ (αναφζρεται ςτθν
προςωποκεντρικι) να αποτελεί ζνα απειλθτικό βίωμα. Πταν οι κακιερωμζνεσ
γνωςτικζσ δομζσ του εγϊ αιςκάνονται ότι απειλοφνται, οι μορφζσ αντίςταςθσ
περιλαμβάνουν ςυηθτιςεισ, ςκεπτικιςμό, επιδεικτικι πακθτικότθτα, αίςκθμα
ανορεξίασ, φόβουσ αποτυχίασ, παραβολζσ και αντιπαραβολζσ. Αυτό το παλιό

1
Ο εγκλωβιςμόσ του ατόμου ςτισ ιδζεσ τθσ κακθμερινισ του ςυνείδθςθσ, εξθγεί ο Ραυλίδθσ (2003, 98)
ςθμαίνει αποδοχι των υπαρχουςϊν αξιακϊν ςχζςεων, ωσ δεδομζνων, φυςικϊν, αναλλοίωτων και
αναπόδραςτων· ορίηονται, επομζνωσ, ωσ μοναδικό πλαίςιο τθσ ανκρϊπινθσ ςυνείδθςθσ. Σε ζνα τζτοιο
πλαίςιο θ προςαρμογι υπθρετεί και υπθρετείται από τθ χρθςτικότθτα του αδιατάρακτου τθσ βολισ,
μεταςχθματιηόμενθ, ζτςι, ςε υποταγι.
154
παιδαγωγικό και κοινωνικοποιθτικό υλικό μπορεί να προκαλζςει ςτουσ μακθτζσ
ανθςυχία και μια γενικι αντίςταςθ κατά του πειραματιςμοφ με νζα περιεχόμενα και
νζεσ μεκόδουσ».
Ο εμπνευςτισ τθσ προςωποκεντρικισ ζχοντασ επίγνωςθ ότι θ αγωγι τθσ
ελευκερίασ ςε ςυνδυαςμό με τθν υπευκυνότθτα που κακιςτά το άτομο ωριμότερο
δεν είναι εφκολο εγχείρθμα, διαπραγματεφεται, διεξοδικά, τθν πλοφςια
προβλθματικι του κζματοσ και, μεταξφ άλλων, παρακζτει: «Ραλαιότερα κεωροφςα
κακικον μου να δίνω απόλυτθ ελευκερία και να προετοιμάηουν μόνοι τουσ το
μάκθμα οι φοιτθτζσ. Κατάλαβα, όμωσ, ότι αυτι θ ελευκερία δθμιουργοφςε άγχοσ και
αντιδράςεισ. Αργότερα, λοιπόν, είτε θ πείρα είτε θ ςφνεςθ είτε θ τεμπελιά με ζκαναν
να κζςω μερικζσ απαιτιςεισ που κα μποροφςαν να γίνουν αιςκθτζσ ωσ περιοριςμοί
ςτουσ φοιτθτζσ, γεγονόσ που τουσ διευκόλυνε περιςςότερο ςτθν εργαςία. Μόνο ςιγά-
ςιγά μπόρεςαν να καταλάβουν ότι αυτζσ οι αςκιςεισ ιταν ςαν να λζμε με άλλα λόγια
ότι ςε αυτό το μάκθμα κάνουμε αυτό που κζλουν να κάνουν· πείτε και γράψτε
ακριβϊσ αυτό που ςκζπτεςτε και αιςκάνεςτε. Αυτι θ ελευκερία φαίνεται λιγότερο
κοπιαςτικι και αγχϊδθσ όταν ζχει παρουςιαςτεί με τουσ κλαςικοφσ τρόπουσ ςαν μια
απαίτθςθ» (ςτο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009, 126).
Ο Giroux (1997, 99) εφιςτά τθν προςοχι ςτο γεγονόσ, επιςθμαίνοντασ πωσ θ
«εξουςία νομιμοποιείται ωσ απάντθςθ ςτο κάλεςμα των ίδιων των μακθτϊν και
μακθτριϊν για κακοδιγθςθ ςτθ μακθςιακι διαδικαςία και αποδίδεται ςτισ ειδικζσ
γνϊςεισ που κατζχει ο δάςκαλοσ ι θ δαςκάλα ωσ αυκεντία».
Ο Graf (ο.π.) κεωρεί ενδεικτικό αυταρχικοφ ςυςτιματοσ, τθν προςδοκία των
πελατϊν για παρεμβατικζσ οδθγίεσ, όπωσ και το γεγονόσ ότι οι κεραπευτζσ ςτθν
πλειοψθφία τουσ, αναηθτοφν αςφάλεια κι, ενδεχομζνωσ, αίγλθ, ςτο να είναι ειδικοί.
Κατά τθ γνϊμθ του «θ επιβίωςθ τθσ ιςόνομθσ προςζγγιςθσ του Rogers ςτον 21ο
αιϊνα, απειλείται ςτο βακμό που οι άνκρωποι ςυνεχίηουν να είναι ψυχολογικά
εκιςμζνοι ςτθν αυταρχικι εξουςία, ειδικά ςτισ Θνωμζνεσ Ρολιτείεσ».
Θ Allman, αναφερόμενθ ςτισ μορφζσ προοδευτικισ διδαςκαλίασ,
διευκολυντικζσ, μθ κανονιςτικζσ, μθ κακοδθγθτικζσ, εν είδει ςχετικιςτικοφ laissez-faire
τισ χαρακτθρίηει «περιπτϊςεισ μθ κριτικισ-αναπαραγωγικισ πράξθσ, που κατατείνουν
ςτθν εκπαίδευςθ των ανκρϊπων, προκειμζνου να αποδεχτοφν τθν κεφαλαιοκρατικι
πραγματικότθτα και να προςαρμοςτοφν ςε αυτι» (ςτο Ραυλίδθσ, 2008, 159). Σε

155
αντίκεςθ με τθ γενικευμζνθ απόρριψθ τθσ Allman, ο Μπροφηοσ (2004, 286)
διαφοροποιεί τα μοντζλα μεταξφ τουσ και διευκρινίηει πωσ θ μθ-κατευκυντικότθτα,
ωσ ζννοια, δεν είναι μία και δεν εφαρμόηεται με τον ίδιο τρόπο. Διακρίνει
διαφορετικοφσ τφπουσ και ςυγκεκριμενοποιεί πωσ «το διςδιάςτατο μοντζλο
εκπαιδευτικοφ φφουσ του ηεφγουσ Tausch, το οποίο ςυνιςτά εξζλιξθ του αντίςτοιχου
μοντζλου του Lewin, ςτρζφεται γφρω από δφο διπολικοφσ άξονεσ: Τθν κακοδιγθςθ
και τθν αναγνϊριςθ-ςυναιςκθματικι κζρμθ. Ο υπερβολικόσ βακμόσ κακοδιγθςθσ, το
χαμθλό επίπεδο αναγνϊριςθσ και θ ςυναιςκθματικι ψυχρότθτα χαρακτθρίηουν το
αυταρχικό φφοσ αγωγισ. Αντίκετα, το δθμοκρατικό-ςυνεργατικό φφοσ διακρίνεται
από χαμθλό βακμό κακοδιγθςθσ, υψθλό επίπεδο αναγνϊριςθσ και ςυναιςκθματικι
κζρμθ, ενϊ θ ελάχιςτθ κακοδιγθςθ και θ ςυναιςκθματικι ουδετερότθτα
προςιδιάηουν ςτο αδιάφορο φφοσ αγωγισ».
Θ προςωποκεντρικι προςζγγιςθ, μάλιςτα, βρικε μεγάλθ απιχθςθ ςτθν
κοινωνικι εργαςία και ςφμφωνα με τον ίδιο μελετθτι, «περιςςότερο ςυνιςτά ζνα
εργαλείο αντίλθψθσ παρά ζνα κεραπευτικό μζςο» (ο.π.). Θ εφαρμογι τθσ ςτον
ςυγκεκριμζνο τομζα, ζδειξε μεταξφ άλλων, δυνατότθτα ανάπτυξθσ όλων των ατόμων,
ςτιριξθ και προϊκθςθ τθσ αυτοδιάκεςισ τουσ, μείωςθ του κινδφνου χειραγϊγθςισ
τουσ και αποφυγι εξαρτιςεων. Επιπλζον, προςφζρει ςτον κοινωνικό λειτουργό ζνα
μοντζλο δράςθσ, ενϊ άλλεσ προςεγγίςεισ εςτιάηουν το ενδιαφζρον τουσ, κυρίωσ, ςτθν
εξιγθςθ τθσ προβλθματικισ ςυμπεριφοράσ. Απολαμβάνουν, τζλοσ, ζνα ευχάριςτο
ςυναίςκθμα, ειςπράττοντασ κατανόθςθ για τθν κατάςταςι τουσ και ικανοποίθςθ για
τθ βοικεια που δζχονται προκειμζνου να αντιλθφκοφν, ακριβζςτερα, τα βιϊματά
τουσ (ο.π., 285).
Δουλεφοντασ με τισ ομάδεσ ςυνάντθςθσ αλλά και τισ μεγαλφτερεσ που
ονομάηει ciclos, ο Rogers (1980, 255) εντοπίηει μια ςειρά γνωριςμάτων που
απαντϊνται, ςχεδόν πάντα, ςτθ ςυγκεχυμζνθ, όπωσ τθ χαρακτθρίηει, ζναρξθ των
εργαςιϊν τουσ, τα οποία ςυνιςτοφν τθν ζκφραςθ του μακθμζνου:
 Απαίτθςθ για θγεςία· για κάποιον ωσ υπεφκυνο.
 Επικυμία για μαςθμζνθ τροφι, για βοικεια, ςυμβουλζσ, απαντιςεισ· επικυμία
να πάρουν κάτι μαηί τουσ φεφγοντασ.
 Απαίτθςθ για δομι, πρόγραμμα, επιβεβλθμζνθ ςειρά πραγμάτων.

156
 Βιϊνονται ματαίωςθ, κυμόσ και απογοιτευςθ εξαιτίασ των ανεκπλιρωτων
προςδοκιϊν – εκφράηονται, δε, με τθ βοικεια τθσ ελευκερίασ που παρζχει θ
ομάδα. Οι γκουροφ δεν ζδωςαν απαντιςεισ.
 Αςυναρτθςία ςτισ δθλϊςεισ. Κάκε πρόςωπο λειτουργεί ξεχωριςτά, χωρίσ να
δίνει προςοχι ςτισ δθλϊςεισ των άλλων ι να ακοφει ό,τι ζχει ειπωκεί.
 Επικυμία να κάνουμε κάτι, οτιδιποτε, αντί να μζνουμε με το άγνωςτο και τθν
αγωνία που αυτό προκαλεί.
 Επικυμία για γριγορεσ λφςεισ που κα τακτοποιιςουν τα πάντα.
Θ ςτάςθ αυτι, όμωσ, αλλάηει ακολοφκωσ προςανατολιςμό κι εναρμονίηεται με
τθν προοπτικι του προςωποκεντρικοφ πνεφματοσ. Χρειάηεται το χρόνο τθσ για να
αποκαλφψει τθν ενζργειά τθσ, καλλιεργϊντασ τθ δυναμικι τθσ ομάδασ και τθν
δθμιουργικι τθσ ζκφραςθ. Το ενςυναιςκθτικό πλαίςιο επιτρζπει, θ αρχικι παράλυςθ
και ο αποςυντονιςμόσ να ξεπεραςτοφν «ςταδιακά, οργανικά κάνοντασ μερικζσ
ςαφείσ, ςυνειδθτζσ επιλογζσ». Αρχίηει να αναδφεται θ ςυγκίνθςθ που προκφπτει από
τθ ςυμμετοχι ςε μια ρευςτι διαδικαςία – τθσ οποίασ το αποτζλεςμα αγνοείται – από
τθν παροχι και ανάλθψθ πρωτοβουλιϊν, από το μοίραςμα ςθμαντικϊν εμπειριϊν κι
απ’ τθν «αναγνϊριςθ ότι θ επίλυςθ τθσ κατάςταςθσ βρίςκεται εντόσ τθσ
αρμοδιότθτασ τθσ ομάδασ και παρουςιάηεται μζςα από τθν αυκόρμθτθ λειτουργία
του κάκε προςϊπου» (Rogers, 1980, 255-256).
Ο Tenenbaum (ςτο Rogers, 1961, 287) επιςθμαίνει πωσ «για το αυταρχικό
άτομο που ςτθρίηει τθν πίςτθ του ςε προςεκτικά ςυγκεντρωμζνα γεγονότα, θ μζκοδοσ
αυτι μπορεί να είναι απειλθτικι, γιατί δεν προςφζρει καμία ςιγουριά, παρά μόνο
ανοιχτοςφνθ, ροι κι όχι κατάλθξθ». Το γεγονόσ δθμιουργεί αναςφάλεια και πολλζσ
φορζσ τρομάηει. Ο Rogers εξθγεί πωσ όταν ο πελάτθσ βρίςκεται μπροςτά ςε μία
κατάςταςθ τθν οποία αντιλαμβάνεται ωσ ςοβαρό πρόβλθμα, επικυμεί να τθν αλλάξει.
Τθν ίδια, όμωσ, ςτιγμι, που ανυπομονεί γι’ αυτιν τθν αλλαγι, «φοβάται ότι αυτό που
κα ανακαλφψει για τον εαυτό του μπορεί να τον ταράξει. Μία ςυνκικθ που υπάρχει
ςχεδόν πάντα, είναι μια αβζβαιθ και διφοροφμενθ επικυμία κάποιου, να μάκει ι να
αλλάξει, απόρροια μιασ δυςκολίασ που αντιλαμβάνεται πωσ ζχει ςτθν αντιμετϊπιςθ
τθσ ηωισ» (Rogers, 1961, 264). «Αυτζσ οι μακιςεισ», όμωσ ιςχυρίηονται οι Bertrand &
Valois (2000, 318) «οι οποίεσ είναι απειλθτικζσ για το εγϊ, γίνονται πιο εφκολα
αντιλθπτζσ και εξομοιϊνονται επίςθσ ευκολότερα, όταν οι εξωτερικζσ απειλζσ

157
περιορίηονται ςτο ελάχιςτο. Πταν θ απειλι προσ το άτομο είναι μικρι, θ βιωμζνθ
εμπειρία μπορεί να ιδωκεί διαφορετικά και θ μάκθςθ μπορεί να πραγματοποιθκεί».
Πμωσ, δεν είναι αςφνθκεσ, τθν προαγωγι τθσ μάκθςθσ να υποςκελίηει ο
εξουςιαςμόσ του ανκρϊπου. Θ άςκθςθ ελζγχου ερμθνεφεται ωσ αποτζλεςμα τθσ
δυςπιςτίασ απζναντι ςτον άνκρωπο και αυτι με τθ ςειρά τθσ, ωσ αποκφθμα
παρελκοντικϊν αρνθτικϊν αντιλιψεων για το ανκρϊπινο ον (Κοςμόπουλοσ &
Μουλαδοφδθσ, 2009, 164-165). Ο Russell2 επικαλείται το ευρζωσ διαδεδομζνο
δίςτιχο: «A dog, a wife, and a walnut tree / The more you beat them the better they
be», ςχολιάηοντασ τθ βία και τον εξουςιαςμό που ζχει λάβει χϊρα ςε αυτιν τθ ηωι, με
τθ δικαιολογία τζτοιων απόψεων.
«Υπάρχουν μζςα μασ από τα παιδικά μασ χρόνια κάποιεσ ριηωμζνεσ
πεποικιςεισ για το δίκαιο και το καλό, με τισ οποίεσ ζχουμε γαλουχθκεί και τισ
ζχουμε όπωσ τουσ γονείσ μασ» γράφει ο Ρλάτων ςτθν Ρολιτεία του (539c 6-7). Ο
Βαςματηίδθσ (2008, 289) ερμθνεφει το γεγονόσ ωσ ζναν «μθχανιςμό ταυτοποίθςθσ
που προςλαμβάνει και αφομοιϊνει τα ιδεϊδθ και τισ αξίεσ τόςο των γονζων όςο και
των ανκρϊπων που αςκοφν ςθμαντικι επιρροι». Και οι αλλαγζσ ςε αυτόν το
μθχανιςμό δεν προκφπτουν με τον ευκολότερο τρόπο.
Ζτςι, ςε επίπεδο αντιλιψεων μπορεί να εντοπίςει κανείσ αρκετζσ από τισ
δυςκολίεσ ςτθν υλοποίθςθ τθσ προςωποκεντρικισ. Ο Vitz (ςτο Κοςμόπουλοσ &
Μουλαδοφδθσ, 2009, 187-188) χαρακτθρίηει τισ ιδζεσ του Rogers καταςτροφικζσ και
επιηιμιεσ για τθν οικογζνεια και τθν κοινωνία. Στθν περίπτωςθ του θ επίκριςθ
ςυνιςτά μία κωράκιςθ απζναντι ς’ ζναν αντίπαλο· ο Rogers καταδικάηεται διότι
κεωρείται εχκρικόσ προσ τα ςυμφζροντα και το ρόλο τθσ κρθςκείασ και ειδικότερα
του χριςτιανιςμοφ. Αρκετζσ φορζσ, οι διαφοροποιιςεισ ςτθν προςζγγιςθ τθσ ηωισ,
ςτθ φιλοςοφικι ματιά και κοςμοκεωρία του κακενόσ, υπθρετοφν δογματιςμοφσ και
ςτρατεφςεισ και τότε δυςχεραίνουν, ζωσ απαγορεφουν, τθν ενςυναιςκθτικι
προςζγγιςθ τθσ άλλθσ γνϊμθσ, τθν κατανόθςθ τθσ διαφορετικισ οπτικισ ι τθν
αποδοχι τθσ. Ο Coulson (ο.π., 197) επί παραδείγματι, μακθτισ και ςτενόσ ςυνεργάτθσ
του Rogers, χαρακτιριςε αυκαίρετθ τθ μεταφορά τθσ προςωποκεντρικισ κεωρίασ
από τθν ψυχοκεραπεία ςτθν εκπαίδευςθ. Διλωςε, μάλιςτα, υπόλογοσ απζναντι ςτον

2
Ειριςκω εν παρόδω, μασ πλθροφορεί πωσ, ςτθ μεταπολεμικι Αγγλία, ο ςνομπιςμόσ ωσ φαινόμενο,
ςυνεχίηει να απαντάται και μάλιςτα, ευρζωσ· όμωσ πλζον, δε ςυνδζεται τόςο με το ειςόδθμα ι τθν
κοινωνικι κζςθ, όπωσ παλαιότερα, αλλά με τθν εκπαίδευςθ και τον τρόπο ομιλίασ (ςτο:
http://www.panarchy.org/russell/ideas.1946.html) .
158
αμερικανικό λαό, διότι ςυνζβαλε ςτθν οικτρι παραπλάνθςι του, ενκαρρφνοντασ τουσ
ανκρϊπουσ να αποφαςίςουν μόνοι τουσ για τθν κατεφκυνςθ τθσ ηωισ τουσ. Πμωσ, θ
διαφοροποίθςθ και θ ςκλθρι του κριτικι, εξθγοφνται από τον Kirschenbaum ωσ
απόρροια του μετζπειτα κρθςκευτικοφ προςανατολιςμοφ του. Ο Coulson,
ανεξαρτιτωσ δόγματοσ και φιλοςοφίασ, κεωρεί τον άνκρωπο ετερόνομο. Υπό το
πρίςμα αυτό γίνεται κατανοθτι θ ανακεϊρθςι του, όπωσ και θ γενικότερθ αντίδραςθ
που εκφράςτθκε από τον κόςμο τθσ κρθςκευτικισ κεϊρθςθσ τθσ πραγματικότθτασ. Ο
Ρλάτων λζει πωσ «θ ευκφνθ είναι εκείνου που διαλζγει ο κεόσ δεν ζχει ενοχι» κι ο
Βαςματηίδθσ (ο.π., 291) ςχολιάηοντασ, γράφει: «Μία πίςτθ ςτθν υπαιτιότθτα του
κείου για τα λάκθ των ανκρϊπων κα ακφρωνε τθν ανκρϊπινθ ευκφνθ και ουςιαςτικά
κα αναιροφςε κάκε δυνατότθτα για παιδεία».
Στθν περίπτωςθ τθσ προςωποκεντρικισ μάκθςθσ ορίηεται ωσ απαραίτθτθ
προχπόκεςθ «οι αρχθγοί ι τα πρόςωπα που εκλαμβάνονται ωσ φορείσ εξουςίασ ςτθν
κατάςταςθ, να είναι επαρκϊσ αςφαλι μζςα τουσ και με τθ ςχζςθ τουσ με τουσ
άλλουσ, ϊςτε να βιϊνουν μια ουςιαςτικι εμπιςτοςφνθ ςτθν ικανότθτα των άλλων να
ςκζφτονται για τον εαυτό τουσ, να μακαίνουν για τον εαυτό τουσ» (Rogers, 1980, 238-
240).
Θ προςωποκεντρικι, οφςα, άκρωσ, δθμοκρατικι διαδικαςία, επιτρζποντασ τθν
ανάπτυξθ ενόσ πνεφματοσ κριτικισ προςζγγιςθσ τθσ ίδιασ τθσ ηωισ, ςυνιςτά τθν
πρόταςθ του Rogers για τθν ανατροπι τθσ αναχρονιςτικισ και ελεγκτικισ
εκπαιδευτικισ πραγματικότθτασ, κάτι, που τον φζρνει αντιμζτωπο με τουσ
Λδεολογικοφσ Μθχανιςμοφσ του Κράτουσ. Ο Αλτουςζρ επιςθμαίνοντασ πωσ
λειτουργοφν μζςω τθσ ιδεολογίασ και διακρίνοντάσ τουσ ςε κρθςκευτικό, ςχολικό,
οικογενειακό, νομικό, πολιτικό, ςυνδικαλιςτικό, πολιτιςμικό και αυτόν των ΜΜΕ,
κεωρεί ιςχυρότερο όλων το ςχολείο· θ εκπαιδευτικι κεςμικότθτα υποςτθρίηει πωσ
ςυμβάλει ςτθν πλζον μακροχρόνια, ςυςτθματικι, μαηικι διάδοςθ τθσ κυρίαρχθσ
ιδεολογίασ (ςτο Ραυλίδθσ, 2004, 67-68). «Οι κεςμοί τθσ κοινωνίασ μασ –
εκπαιδευτικοί, εταιρικοί, κρθςκευτικοί, οικογενειακοί – βρίςκονται ςε άμεςθ
αντίκεςθ με οποιονδιποτε αψθφά τθν παράδοςθ» λζει ο Rogers (1980, 280) και
παρατθρεί πωσ αντιςτρατεφονται τθν προςωπικι ανάπτυξθ, τθν
αυτοςυνειδθτοποίθςθ και τθ ςυνεργαςία. Επιπλζον, προςκζτει, ότι κα εξοςτρακίςουν
και κα αποβάλουν, όποτε είναι δυνατόν, ό,τι δεν ταιριάηει ςτθν παράδοςι τουσ (ο.π.).

159
Θ κεωρία του εναντιϊνεται ςε ζνα ςχολείο που «ωσ ολότθτα είναι μια
δυςάρεςτθ εμπειρία για τουσ μακθτζσ, εφόςον θ ςυναφισ με τθ ηωι μάκθςθ
βρίςκεται ζξω από αυτό. Στο ςφγχρονο ςχολείο δεν υπάρχει κζςθ για το αυκόρμθτο
ενδιαφζρον, τθν ενεργθτικότθτα ι τισ πρωτότυπεσ ιδζεσ των μακθτϊν. Οι μακθτζσ
είτε ςυμμορφϊνονται με τουσ κανόνεσ που ιςχφουν είτε δζχονται, αν δε
ςυμμορφωκοφν, τισ ςυνζπειεσ των πράξεϊν τουσ» (Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ,
2009, 107). Ο Snook «διαβλζπει τθν περίπτωςθ του δογματικοφ διαποτιςμοφ, ςτθ
ςκόπιμθ προςπάκεια να διδαχτεί ςτο μακθτι μια πρόταςθ ι ζνα ςφνολο προτάςεων,
με ςτόχο αυτόσ να τισ αποδζχεται πιςτά, αδιαφορϊντασ για τισ αποδείξεισ» (ςτο
Ραυλίδθσ, 2004, 69).
Σφμφωνα με το Giroux (1997, 95) οι νεοςυντθρθτικοί παιδαγωγοί
αντιλαμβάνονται τθν εξουςία (authority) ωσ «μια εγκακιδρυμζνθ πολιτιςτικι
παράδοςθ, τθσ οποίασ οι πρακτικζσ και οι αξίεσ εμφανίηονται υπεράνω
αμφιςβιτθςθσ». Θ ςυγκεκριμζνθ άποψθ, αντιμετωπίηοντασ τθν εκπαίδευςθ ωσ απλι
και ουδζτερθ μετάδοςθ γνϊςεων, αποςκοπεί ςτθν κοινωνικι αναπαραγωγι και δεν
αφινει περικϊρια ςφνδεςθσ τθσ εξουςίασ με τθν ελευκερία και τθ δθμοκρατία. Θ
εξουςία που εκφράηεται ςτα ςχολεία, ςυνεπϊσ, κα πρζπει να ςτοχεφει ςτθ
διαμόρφωςθ τθσ κριτικισ δθμοκρατικισ ςυνείδθςθσ των μακθτϊν και μακθτριϊν ενϊ
θ διδαςκαλία οφείλει να μετατραπεί, από εκτζλεςθ εντολϊν ι απλι μετάδοςθ
τυποποιθμζνων γνϊςεων, ςε επιςτθμονικι πρακτικι με κοινωνικζσ προεκτάςεισ
(Giroux, 1997, ςελίδεσ 95-179).
Το ροτηεριανό πρόςωπο εξαςφαλίηει, μζςα από τισ αυτοδιερευνθτικζσ
διαδικαςίεσ αυτοπραγμάτωςθσ, επίγνωςθ του εαυτοφ, των αναγκϊν και των
δυνατοτιτων του και ουςιαςτικά, αναπτφςςει ζναν μθχανιςμό αναγνϊριςθσ και
αξιολόγθςθσ των δεδομζνων, τα οποία ενζχουν ρόλο επίςθμο ι κρυφό ςτθ
διαμόρφωςθ, όχι μόνο, του ίδιου, ωσ προςϊπου, αλλά και τθσ κοινωνίασ.
Επιπροςκζτωσ, εφόςον για τον Rogers θ τελευταία, δε ςυνιςτά ςυνάκροιςθ ατόμων,
αλλά αποτελεί κοινωνία προςϊπων, μποροφμε να μιλιςουμε για μία αναβάκμιςθ ςτθ
ςθμαντικι τθσ και, κατ’ επζκταςθ, για ζναν πιο προθγμζνο τρόπο αντίλθψθσ τόςο τθσ
αξίασ τθσ όςο και τθσ δυναμικισ τθσ.
Ο Apple, ςτουσ πανίςχυρουσ μθχανιςμοφσ του ςυςτιματοσ που τίκενται
ενάντια ςε κάκε ζννοια αλλθλεγγφθσ οδθγϊντασ ςτθν απομόνωςθ και ςτθν

160
πακθτικότθτα, αντιπαρακζτει τον άγραφο νόμο τθσ αντίςταςθσ. Ο τελευταίοσ ςυνιςτά
ζνα ςφνολο αντιςταςιακϊν τρόπων, οι οποίοι μπορεί να είναι πρόχειροι,
ανοργάνωτοι, ενδεχομζνωσ προϊόν αυτοάμυνασ κι όχι πολιτικισ ςυνειδθτοποίθςθσ,
όμωσ, είναι υπαρκτοί «και ζτςι δεν μποροφμε να δεχτοφμε μια χωρίσ όρουσ
αναπαραγωγι τθσ κυρίαρχθσ ιδεολογίασ μζςα από το ςχολικό ςφςτθμα. Μιλϊντασ
μεταφορικά, αν το ςχολικό ςφςτθμα είναι ζνασ κακρζφτθσ τότε δεν είναι επίπεδοσ
αλλά προκαλεί ςοβαρζσ παραμορφϊςεισ ςτο είδωλο που αναπαράγει»
(Apple,1993,125).
Σφμφωνα με τον ειςθγθτι τθσ, θ προςωποκεντρικι εκπαίδευςθ ωσ ανκρϊπινθ,
καινοτόμοσ και, διαρκϊσ εξελιςςόμενθ ςε ςθμαντικι κοινωνικι δφναμθ, ςυνιςτά
πολιτικι απειλι (Rogers, 1980, 250). Οι διευρυμζνοι γνωςτικοί, ςυναιςκθματικοί και
εμπειρικοί ορίηοντεσ του μακθτι, το ευαιςκθτοποιθμζνο, υποψιαςμζνο,
αυτοκακοριςμζνο, μορφωμζνο και καλλιεργθμζνο ενιαίο παιδί ςτο οποίο αποβλζπει
ζνασ, αντίςτοιχα, ολοκλθρωμζνοσ διευκολυντισ, ςυνιςτοφν μία εκπαιδευτικι
πραγματικότθτα που επικροτεί τθ χειραφζτθςθ και προάγει τθν ανάπτυξθ ενόσ
ελεφκερου και αυτόνομου πνεφματοσ. Ο Apple κάνει λόγο για πολιτικι
ςυνειδθτοποίθςθ και άμεςεσ διδακτικζσ πρωτοβουλίεσ. Θ γνϊςθ, κα πει, αποτελεί τθν
αποτελεςματικότερθ ςτρατθγικι για εκπαιδευτικι πρωτοβουλία (1993, 133). Για τον
Δθμαρά (ο.π.): «Λαόσ μορφωμζνοσ, ποτζ νικθμζνοσ».
Είναι, λοιπόν, δεδομζνο πωσ θ ροτηεριανι πρόταςθ δεν τελεί εν αρμονία με
τθν ιεραρχία του εκπαιδευτικοφ ςυςτιματοσ και τον ελεγκτικό του μθχανιςμό. Και
αυτό, για τον Zimring (1994, 8) αποτελεί ζναν από τουσ βαςικότερουσ λόγουσ
αποτυχίασ ςτθν εφαρμογι τθσ προςωποκεντρικισ ςτο ςχολείο. Εξθγεί πωσ θ
αντίςταςθ του ςυςτιματοσ, των διοικιςεων των ςχολείων και θ γραφειοκρατία
περιορίηουν τθν εφαρμογι των ροτηεριανϊν αρχϊν ςτθν πράξθ ι ακόμθ και
τερματίηουν ςχετικά προγράμματα. Κατά τθ γνϊμθ του, θ ζλλειψθ διάρκειασ των
εκπαιδευτικϊν καινοτομιϊν όςων πίςτεψαν ςε αυτιν, και παρά τα κεαματικά
αποτελζςματα που είχε ςτουσ μακθτζσ θ εφαρμογι τθσ προςωποκεντρικισ, είναι
απόρροια είτε εςωτερικϊν ατελειϊν είτε εξωτερικϊν πιζςεων.
«Θ πίεςθ για αποδοτικότθτα που κυριαρχεί ςτθν κοινωνία, αντικατοπτρίηεται
και ςτο ςχολείο, με αποτζλεςμα τα παιδαγωγικά πειράματα, όπωσ αυτό τθσ
ενςωμάτωςθσ τθσ προςωποκεντρικισ προςζγγιςθσ να ερμθνεφονται ςαν μια πολφ

161
χαλαρι παιδαγωγικι άποψθ, ιδιαίτερα όταν δεν αποςκοπεί ςτθν (ελεγχόμενθ) άνοδο
τθσ αποδοτικότθτασ και αποτελεςματικότθτασ των διδακτικϊν μεκόδων» (Rogers &
Rosenberg, 1980, 28). Το πολιτικό κλίμα που υπαγορεφεται από τθν εποχι τθσ PISA,
εποχι των input-output αναλφςεων, των ςυγκριτικϊν μετριςεων αποδοτικότθτασ και
ποιότθτασ, κάκε άλλο παρά κατάλλθλο είναι για παιδαγωγικζσ μεταρρυκμίςεισ προσ
τθν κατεφκυνςθ τθσ ανκρωπιςτικισ ψυχολογικισ προςζγγιςθσ (ο.π.).
Το να αντιπαρατεκεί κάποιοσ ςτο ςφςτθμα οφτε εφκολο, οφτε αρκετό για να
επιφζρει τθν αλλαγι του, είναι. Ο Τςιάκαλοσ (2000, 230) αναφερόμενοσ ςτισ
παρεμβάςεισ των εκπαιδευτικϊν για μια παιδεία αντιρατςιςτικι3 κι, επομζνωσ,
δθμοκρατικι και ανκρϊπινθ, επιςθμαίνει τθν πεπεραςμζνθ δυναμικι τουσ. Εξθγεί
πωσ οι ςυμπεριφορζσ οι οποίεσ προκφπτουν ωσ αποτζλεςμα κεςμοκετθμζνων μζτρων
για τθ δικαιολόγθςθ των διακρίςεων, φζρνουν τον εκπαιδευτικό λόγο ςε άμεςθ
αντιπαράκεςθ με τον επίςθμο, κεςμικό. Θ δυςκολία του εγχειριματοσ, ζγκειται ςτο
γεγονόσ ότι κυβερνιςεισ και αρχζσ αιτιολογοφν τισ πολιτικζσ τουσ επιλογζσ,
ιςχυριηόμενεσ πωσ υπεραςπίηονται τα ςυμφζροντα τθσ χϊρασ και των πολιτϊν τθσ·
αυτό ςθμαίνει ότι θ προςπάκεια των εκπαιδευτικϊν να καλλιεργιςουν τθν κριτικι
κεϊρθςθ, τουσ φζρνει ςε ευκεία αντιπαράκεςθ με τισ εν λόγω αρχζσ. Ρρόκειται για
ςφγκρουςθ με ενδεχόμενεσ ςυνζπειεσ και κόςτθ.
Ενδεικτικι είναι θ περίπτωςθ του ςχολείου τθσ Γκράβασ, επιςιμωσ, 132ου ΔΣ
Ακθνϊν. «Βλζπετε τι γίνεται όταν κάποιοσ, κάπου, δοκιμάςει τθν ανάταςθ;» ςχολιάηει
ςε ςυνζντευξι του ο Δθμαράσ. «Είδατε τθ δυςμενι διοικθτικι μεταχείριςθ τθσ κ.
Ρρωτονοταρίου που τόλμθςε να ηωντανζψει το ςχολείο τθσ ςτθ Γκράβα, να βοθκιςει
τα αλβανόπουλα να μάκουν ελλθνικά (και να μθ χρειάηονται αφριο φροντιςτιριο) να
τα οδθγιςει να ςζβονται τον εαυτό τουσ και τουσ άλλουσ, να ςυνεργαςτεί με τισ
μανάδεσ τουσ (και να τισ μορφϊςει)». Αν και διαπιςτωμζνα δυςχερζσ, ζνα ζργο που
κα ςτθρίηει τθν αλλαγι των αντιλιψεων αποτελεί ηθτοφμενο κι επιβάλλεται,
υποςτθρίηει ο Τςιάκαλοσ (ο.π.) προκειμζνου να αναπτυχκεί θ κριτικι ςκζψθ των
παιδιϊν και θ ςυνοχι τθσ κοινωνίασ· επομζνωσ, δεν μπορεί να υποταχκεί ςτισ
απαιτιςεισ οποιαςδιποτε ςυγκυριακισ πολιτικισ επιλογισ.

3
Επιγραμματικά αντιρατςιςτικι εκπαίδευςθ ςθμαίνει: «Αναγνωρίηω το διαφορετικό άλλο ωσ ίςο.
Εντοπίηω και αμφιςβθτϊ ςτερεότυπα και προκαταλιψεισ που γεννοφν το ρατςιςμό, δεν επιτρζπω τθν
πολιτικι, κοινωνικι και ςυναιςκθματικι καταπίεςθ του άλλου, αγωνίηομαι ενεργθτικά για να
καταπολεμιςω τον αποκλειςμό του από κοινωνικζσ, πολιτικζσ και εκπαιδευτικζσ δομζσ» (Στο
Μυτακίδου & Τρζςςου, 2006, 3).
162
Σε άρκρο του ο Φωτίου4, μιλϊντασ για το αδιζξοδο του ςυςτιματοσ,
παρακζτει: «Για το καταναλωτικό ςφςτθμα ο κίνδυνοσ δεν απορρζει από τον νζο,
όταν ανυπομονεί να αντικαταςτιςει τον ϊριμο ςτθν επάνδρωςθ μιασ δομισ, αλλ'
όταν δεν κζλει κακόλου να τον διαδεχκεί, γιατί αρνείται τθν ίδια τθ δομι.
Επικίνδυνοσ είναι ο νζοσ που ενςαρκϊνει με το ικοσ του μια άλλθ ςτάςθ ηωισ, μια
άλλθ αντίλθψθ για τα τίμια τθσ φπαρξθσ».
Ο ανκρωπιςτικόσ και ριηοςπαςτικόσ προςανατολιςμόσ τθσ παιδαγωγικισ
πρόταςθσ του Rogers, γίνεται αντιλθπτόσ από τισ πρϊτεσ, κιόλασ, ςελίδεσ του βιβλίου
του Freedom to Learn κι εκφράηει το όραμά του για τθν εκπαίδευςθ του μζλλοντοσ.
Αναρωτιζται αν είναι εφικτι θ απελευκζρωςι τθσ από παρελκοντικζσ μανιζρεσ, οι
οποίεσ είναι δυνατόν να αναπαράγουν ςτερεοτυπικζσ μορφζσ αντίλθψθσ του κόςμου.
Και οδθγείται ςτο ςυμπζραςμα πωσ θ ςφγχρονθ πραγματικότθτα, ενζχουςα πλικοσ
αντιφατικϊν ςτοιχείων και μεταβλθτϊν, χριηει ανανεωμζνθσ ματιάσ ςτθν προςζγγιςι
τθσ και απαιτεί τθν ανάπτυξθ μιασ νζασ φιλοςοφικισ και πολιτικισ κεϊρθςισ τθσ. Γι’
αυτό με τον όρο πολιτικι δεν εςτιάηει ςτα πολιτικά κόμματα ι τουσ κυβερνθτικοφσ
οργανιςμοφσ. Θ χριςθ του όρου ςτο ζργο του, ςχετίηεται, ωσ επί το πλείςτον, με τθν
εξουςία ι τον ζλεγχο ςτισ διαπροςωπικζσ ςχζςεισ και το βακμό ςτον οποίο τα
πρόςωπα επιδιϊκουν να αποκτιςουν τζτοια εξουςία (Rogers, 1978, 4).
Εςτιάηει ςτισ ραγδαίεσ μεταβολζσ του κόςμου, ςτισ φυλετικζσ εντάςεισ, ςτουσ
εμφφλιουσ αλλθλοςπαραγμοφσ, ςτον αυξανόμενο εκνικιςμό, ςτθ διεκνείσ
ςυγκροφςεισ και διαμάχεσ, ςτθν πυρθνικι απειλι. Ρροβλθματίηεται για το αν θ
παραδοςιακι εκπαίδευςθ προετοιμάηει τα άτομα ϊςτε να μπορζςουν να
αντεπεξζλκουν ςτα νζα δεδομζνα· αν δφναται να ικανοποιιςει τθν επαναςτατικότθτα
τθσ νεολαίασ, να καλλιεργιςει τθν αμφιςβιτθςθ και τον αντικομφορμιςμό. Αν μπορεί
να αποποιθκεί το ςυντθρθτιςμό, τθν ακαμψία, τθ γραφειοκρατία τισ δεςμεφςεισ που
υπαγορεφουν τθν πακθτικι κοινωνικι προςαρμογι. Αν είναι ζτοιμθ να παραδοκεί
ςτα χζρια τθσ ιδιωτικισ πρωτοβουλίασ που εμφανίηεται, μεν, ωσ καινοτόμοσ και
πολλά υποςχόμενθ, όμωσ, υπαγορεφεται από κίνθτρα κζρδουσ και ενδιαφζρεται για
τθν παραγωγι προςοδοφόρου υλικοφ. «Θ γλϊςςα των ειςροϊν και των εκροϊν, των
δεικτϊν απόδοςθσ και των ελζγχων...τθσ εκπαίδευςθσ ωσ εμπορεφματοσ που ζχει μια
αξία ςτθν αγορά και τθσ ποιότθτασ που περιγράφεται με πίνακεσ ... υπθρετεί άριςτα

4
Φωτίου, Σ. Αντινεανικι κοινωνία και αντικοινωνικι νεότθτα: θ Εκκλθςία ωσ υπζρβαςι τουσ. Στο:
http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1289.
163
τθ νζα τάξθ των μάνατηερ, αλλά δεν προκφπτει από κάποια ανάλυςθ αυτοφ που
ςθμαίνει να είςαι μορφωμζνο άτομο» (Pring ςτο Ραυλίδθσ, 2008, 238-253).

Ο μεγάλοσ όγκοσ ερευνϊν και το αντίςτοιχο εφροσ τουσ, αποδεικνφουν τθν


ζγνοια του Rogers για τθν πιςτοποίθςθ τθσ κεωρίασ και τθν ειλικρινι του διάκεςθ να
αναπτφξει ζναν ελεγκτικό μθχανιςμό, ο οποίοσ με τρόπο επιςτθμονικά ςυνεπι, κα
εξετάηει τθ ςυνάφεια του ζπουσ και του ζργου του. Ο ίδιοσ δθλϊνει «Υπάρχει μόνον
ζνασ τρόποσ με τον οποίο θ προςωποκεντρικι προςζγγιςθ μπορεί να αποφφγει να
γίνει ςτενι, δογματικι και περιοριςτικι. Αυτόσ είναι μζςω ερευνϊν – ταυτόχρονα
αυςτθρϊν μεκοδολογικά και ιδεαλιςτικϊν – οι οποίεσ ανοίγουν νζουσ ορίηοντεσ,
φζρνουν νζεσ ιδζεσ, προκαλοφν τισ υποκζςεισ μασ, εμπλουτίηουν τθ κεωρία μασ,
επεκτείνουν τθ γνϊςθ μασ και μασ οδθγοφν ςε μια βακφτερθ κατανόθςθ των
φαινομζνων τθσ ανκρϊπινθσ αλλαγισ» (Στο Κοςμόπουλοσ & Μουλαδοφδθσ, 2009,
202).
Θ προςωποκεντρικι κεωρία του Rogers ζγινε αντικείμενο μελετϊν και δζχτθκε
πλείςτεσ κετικζσ κρίςεισ αλλά και επικρίςεισ. Οι αιτίεσ, δεν είναι, πάντα εφκολο, να
ανιχνευτοφν, να κατανοθκοφν και να ερμθνευτοφν, πολλϊ δε μάλλον, αν λάβει κανείσ
υπόψθ το ενδεχόμενο τθσ παρεξθγθμζνθσ τουσ ανάγνωςθσ, όπωσ υποςτθρίηουν οι
Bertrand & Valois (2000, 324).
Ο Μπροφηοσ (Pervin & John, 2001, 30-31) προλογίηοντασ το βιβλίο «Κεωρίεσ
τθσ προςωπικότθτασ» αναφζρεται ςτθν ιςτορία των ζξι τυφλϊν ςοφϊν από τθν Λνδία
που προςπάκθςαν, ψθλαφϊντασ ζναν ελζφαντα, να αναγνωρίςουν τθ μορφι του.
Ζτςι, ανάλογα με το ςθμείο του ηϊου που επεξεργαηόταν, απτικά, ζκαςτοσ, ζδινε τθ
δικι του περιγραφι. Κάτι που αν και δε μεταφράηεται ςε αναλθκζσ, ςυνιςτά μία
ανάγνωςθ του όλου πεπεραςμζνθ κι ωσ τζτοια, αποδυναμωμζνθ ςτθν κατανόθςθ
άλλων. Ο Rank υποςτθρίηει πωσ θ ψυχολογία δεν αςχολείται με τα γεγονότα, όπωσ θ
επιςτιμθ, αλλά με τθ ςτάςθ του ατόμου απζναντι ςτα γεγονότα. Με άλλα λόγια, τα
αντικείμενα τθσ ψυχολογίασ είναι ερμθνείεσ κι επομζνωσ, υπάρχουν τόςεσ, όςα και τα
άτομα. Επιπλζον, επιςθμαίνει, πωσ οι διαφορετικζσ καταςτάςεισ του ατόμου,
ερμθνεφονται με διαφορετικό ςε κάκε περίςταςθ τρόπο (Kramer, 1995, 86).
«Κοιτάηω με ευχαρίςτθςθ και ςυγκίνθςθ τθν αμφικυμία που ζχω προκαλζςει
ςτθν ψυχολογία» λζει ςε απολογιςμό του ο Rogers (1980, 65). Ουςιαςτικά, είναι

164
ςφμφωνοσ με τθν προςζγγιςθ του Rank, γι’ αυτό οι διαφορετικζσ γνϊμεσ ακόμα κι οι
επικρίςεισ δεν τον ξενίηουν και τισ διαχειρίηεται με κατανόθςθ και ανοιχτοςφνθ.
Ενδεικτικό παράδειγμα ςυνιςτά θ παρουςίαςθ τθσ παιδαγωγικισ του πρόταςθσ ςτο
Χάρβαρντ. Αφθγείται: «Συναντικθκα με τουσ ςυνζδρουσ, παρουςίαςα τισ απόψεισ
μου μζςα ςε λίγα μόνο λεπτά και άφθςα τον υπόλοιπο χρόνο για ςυηιτθςθ. Ζλπιηα ςε
κάποια απόκριςθ, αλλά δεν περίμενα τθ κφελλα που ακολοφκθςε. Τα πνεφματα
οξφνκθκαν. Φαινόταν ςαν να είχα απειλιςει τισ δουλειζσ τουσ… Το πιο ςθμαντικό
ςχόλιο το ζκανε ζνα από τα μζλθ του ςυνεδρίου το επόμενο πρωί… Το μόνο που είπε,
ιταν: Κρατιςατε πολλοφσ ανκρϊπουσ ξφπνιουσ χτεσ το βράδυ!... Ρροςπάκθςα να
αποδεχτϊ με ενςυναίςκθςθ τθν αγανάκτθςθ, τθ ματαίωςθ, τισ κριτικζσ που ζνιωκαν.
Επιςιμανα πωσ, απλϊσ, είχα εκφράςει κάποιεσ πολφ προςωπικζσ απόψεισ» (Rogers,
1961, 258).
Ο Mearns, ςε ςυηιτθςι5 του με τον Thorne, αναφζρει πωσ, μπορεί θ κριτικι να
μθν είναι ευχάριςτθ, όμωσ ςτον Rogers ιταν επικυμθτι. Ο Thorne, πάλι, ςχολιάηει το
γεγονόσ ωσ αποδεικτικό του κάρρουσ και του ανοίγματόσ του ςε νζεσ εξελίξεισ και
τονίηει με καυμαςμό, τθν ικανότθτά του να αξιοποιεί τισ εμπειρίεσ αυτζσ, για νζεσ
προοπτικζσ και ιδζεσ.
Μιλϊντασ για τθν προάςπιςθ του δικαιϊματοσ ςτθ διαφορετικότθτα, ο
Ραυλίδθσ (2006, 131-153) αναγνωρίηει πωσ είναι απαραίτθτο να ςυγκρουςτεί κανείσ
«με εκείνεσ τισ περιπτϊςεισ του διαφορετικοφ που αρνοφνται κάκε διαφορετικότθτα,
που υποχρεϊνουν τουσ πάντεσ ςε καταπιεςτικι ομοιογζνεια και που
αντιςτρατεφονται τθν ανάπτυξθ ςχζςεων αλλθλεγγφθσ μεταξφ όλων των ανκρϊπων».
Ο Rogers (1980, 281) ειςθγοφμενοσ «το άτομο τθσ διεργαςίασ που αναηθτά τθν
αλικεια» κα μιλιςει για τουσ φανατικοφσ του δόγματοσ «θ αλικεια μασ είναι
αλικεια» οι οποίοι «κα εντοπιςτοφν ςτθν αριςτερά, ςτθ δεξιά και ςτο κζντρο» και,
όχι μόνο, δε κα το ανεχκοφν αλλά κα του αντιταχκοφν, διεκδικϊντασ τθ ςυμμόρφωςι
του ςτθ δικι τουσ αλικεια.
Ερμθνεφοντασ τθν αντίδραςθ που βίωςε κατά τθν παρουςίαςθ των
παιδαγωγικϊν του απόψεων ςτο Χάρβαρντ, κάνει λόγο για τθ δυςκολία των
ανκρϊπων να αντιμετωπίςουν το διαφορετικό και τθν επιφφλαξι τουσ για το
καινοφργιο κι άγνωςτο. Ρολλζσ φορζσ πζρα από καχφποπτοι γίνονται κι επικετικοί,

5
Οι Mearns and Thorne Brian ςυηθτοφν και παρουςιάηουν τθν τρίτθ ζκδοςθ του Person-Centred
Counselling in Action. Published by SAGE. Στο: http://www.youtube.com/watch?v=IvN781-RqPk.
165
διότι το νεοειςελκζν ςτοιχείο ειςπράττεται ωσ ξεβόλεμα από τθν αςφάλεια τθσ
πατθμζνθσ ι, ακόμθ χειρότερα, ωσ απειλι των κεκτθμζνων τουσ. Βλζπουν τα όςα
εκτυλίςςονται γφρω τουσ «ωσ δυνθτικοφσ εχκροφσ, ωσ πικανοφσ φορείσ
καταςτροφισ» (Rogers, 1961, 42).
Θ μθ κατευκυντικι του πρόταςθ δζχεται δριμφτατθ κριτικι διότι, εκτόσ των
άλλων, υπερβαίνει τα εςκαμμζνα αμφιςβθτϊντασ τθν αυκεντία του ςυμβοφλου και
τθν «εγκυρότθτα κεραπευτικϊν διαδικαςιϊν, όπωσ θ ςυμβουλι, θ πεικϊ, θ
διδαςκαλία, θ διάγνωςθ και θ ερμθνεία» (Μαλικιϊςθ-Λοΐηου, 2001, 36). Κάνοντασ
ςκλθρι κριτικι ςε όλα τα ςυμπαρομαρτοφντα του παρωχθμζνου και αναχρονιςτικοφ,
ςτο χϊρο τθσ ψυχοκεραπείασ, τθσ ψυχολογίασ και τθσ εκπαίδευςθσ δθμιουργεί
μζτωπα και δυςκολίεσ ςτθν καταξίωςι του.
Δε φείδεται αυςτθρότθτασ και αμεςότθτασ ςτθν ζκφραςθ των απόψεϊν του
κατακρίνοντασ ςυςτιματα που υπονομεφουν τθν πραγμάτωςθ του προςϊπου και τθν
ευθμερία τθσ ανκρωπότθτασ. Ωσ επιςτιμονασ, φιλόςοφοσ και διανοθτισ
αντιςτρατεφεται ςτθν αυτοαναφορά των ςυςτθμάτων και ςτον αυτοςκοπό τθσ
αναπαραγωγισ και τθσ διαιϊνιςισ τουσ.
Στο χϊρο τθσ ροτηεριανισ ψυχοκεραπείασ και εκπαίδευςθσ οι ζννοιεσ
κεραπεία και μάκθςθ δε ςυνδζονται με μεκόδουσ παρά ςυνιςτοφν «αποτζλεςμα μιασ
κεμελιϊδουσ αλλαγισ ςτθ νοοτροπία» (Groddeck (2003, 27). Το ςυγκεκριμζνο
γεγονόσ πυροδότθςε πολλζσ αντιδράςεισ. Ο Stumm (2008, 11) εξθγεί πωσ θ ειςαγωγι
των ειδικϊν ςτάςεων του ψυχοκεραπευτι, ωσ κεραπευτικι ςυνκικθ, τον ζφερε
αντιμζτωπο με τουσ υποςτθρικτζσ των κλαςικϊν μεκόδων και τεχνικϊν. Ο Yalom (ςτο
Rogers, 1980, 10) κάνει λόγο για μεγάλο αγϊνα κι αναφζρεται ςτισ μάχεσ που ζδωςε
«με τον κλάδο τθσ ιατρικισ και τθσ ψυχιατρικισ, μάχεσ ςτισ οποίεσ προςπάκθςε να
εμποδίςει τουσ ψυχολόγουσ να αςκοφν κεραπεία, ιδεολογικζσ μάχεσ με τουσ
ψυχαναλυτζσ, που κεωροφςαν τθν πελατοκεντρικι προςζγγιςθ απλοϊκι και
αντιδιανοθτικι».
Στο «Ζνασ τρόποσ να υπάρχουμε», αναπτφςςει ολόκλθρθ επιχειρθματολογία
ενάντια ςτον επαγγελματιςμό, χαρακτθρίηοντασ, μάλιςτα, το λόγο του, αιρετικό.
Αξιολογϊντασ τισ διαδικαςίεσ πιςτοποίθςθσ και αδειοδότθςθσ, εμφανίηεται
πεπειςμζνοσ για τθν αναποτελεςματικότθτα και τθν παταγϊδθ αποτυχία τουσ. Μιλά
για μια γραφειοκρατία που κρατάει το επάγγελμα δζςμιο του παρελκόντοσ, μία

166
διαδικαςία βαςιςμζνθ ςε παρωχθμζνεσ αντιλιψεισ και όρουσ, μία πιςτοποίθςθ που
δεν είναι ιςοδφναμθ με τθν ικανότθτα και τονίηει το γεγονόσ φπαρξθσ ικανϊν
ανκρϊπων που τίκενται εκτόσ των τειχϊν των διαπιςτευτθρίων.
«Ρρζπει να αντιμετωπίςουμε το γεγονόσ ότι, όταν αςχολοφμαςτε με τουσ
ανκρϊπουσ, ζνα πιςτοποιθτικό δεν εξαςφαλίηει επαρκϊσ τισ πραγματικζσ ικανότθτεσ.
Αν ιμαςταν λιγότερο αλαηόνεσ, κα μποροφςαμε επίςθσ να μάκουμε πολλά από το
«μθ πιςτοποιθμζνο» άτομο, που είναι μερικζσ φορζσ αςυνικιςτα επιδζξιο ςτον τομζα
των ανκρϊπινων ςχζςεων». Επικαλοφμενοσ τον Farson κα πει: «Ο πλθκυςμόσ που
ζχει το πρόβλθμα ζχει και τουσ καλφτερουσ τρόπουσ να αντιμετωπίηει το πρόβλθμα»
(Rogers, 2006, 198).
Ο ίδιοσ (ο.π., 196), αν και ςυνζβαλε6 ςτθ διαμόρφωςθ κριτθρίων πιςτοποίθςθσ
και αδειοδότθςθσ, δε φείδεται διόλου χαρακτθριςμϊν, όταν χρειάηεται να εκφράςει
τθν αρνθτικι του γνϊμθ για τον επαγγελματικό του χϊρο. Μιλά για πιςτοποιθμζνουσ
αγφρτεσ, τυχάρπαςτουσ και τςαρλατάνουσ του επαγγζλματοσ, κακϊσ και για
«εκμεταλλευτζσ που τρζφονται από ζνα κοινό το οποίο, προφανϊσ, επιδιϊκει
απεγνωςμζνα να εξαρτάται από κάποιον που ιςχυρίηεται ότι ζχει τθν απάντθςθ ςε
όλα τα ανκρϊπινα προβλιματα» (Rogers, 2006, 199).
Αν και αναγνωρίηει πωσ θ εφαρμογι τθσ προςωποκεντρικισ του κεωρίασ δεν
είναι εφκολθ υπόκεςθ τρζφει τθν πεποίκθςθ ότι ο αγϊνασ προσ τθν πραγμάτωςθ των
ανκρωπίνων δυνατοτιτων είναι αγϊνασ προσ τθν αυτονομία. Θ ςυμβουλευτικι
διαδικαςία αποηθτά τθν εξάλειψθ τθσ αυτο-αποτυχίασ του ατόμου. Βοθκά τον
άνκρωπο «να αναπτφξει, τζτοιεσ ικανότθτεσ, ϊςτε να μπορεί να λαμβάνει μόνοσ του
αποφάςεισ και να μπορεί να ςχεδιάηει και να οργανϊνει τισ μελλοντικζσ του
δραςτθριότθτεσ»· γι’ αυτό και τον τροφοδοτεί με «ικανότθτεσ υπεροχισ αλλά και με
νοθτικι και ςυναιςκθματικι κατανόθςθ» (Μαλικιϊςθ-Λοϊηου, 1999, 279).
Θ κεωρία του δε ςυνιςτά ζνα δομθμζνο ςφςτθμα νόμων, μεκόδων ι τεχνικϊν
και αν αντιμετωπιςτεί ωσ τζτοιο είναι καταδικαςμζνθ ςε αποτυχία. Ρρόκειται για μία
ςτάςθ ηωισ του ςυμβοφλου γι’ αυτό και θ επιτυχία τθσ δράςθσ του, δεν εξαρτάται
από τθν εφαρμογι μιασ μεκοδολογίασ αλλά από τον ίδιο ωσ πρόςωπο· από το
ςκζνοσ, τθν πίςτθ και τθν αφοςίωςι του ςτο ρόλο του διευκολυντι ενόσ ατόμου το

6
Το 1047 και με τθν ιδιότθτα του προζδρου τθσ Αμερικανικισ Ψυχολογικισ Εταιρείασ, ςυμμετείχε ςτθ
διαμόρφωςθ του ABEPP *Αμερικανικό Συμβοφλιο Εξετάςεων ςτθν Επαγγελματικι Ψυχολογία· ςθμερινό
Αμερικανικό Συμβοφλιο Επαγγελματικισ ψυχολογίασ+ (Rogers, 2006, 196).
167
οποίο αγωνίηεται «να αλλάξει ςτάςεισ και ςυμπεριφορά και να γίνει, κατά κάποιον
τρόπο, ζνασ διαφορετικόσ άνκρωποσ» (ο.π.).
Ορίηει, πιότερο, μία φιλοςοφικι πρόταςθ, μία κατευκυντιριο ςτάςεων,
ςυμπεριφορϊν και δράςεων κεραπευτι ι εκπαιδευτικοφ και αποςκοπεί ςτθν
καλλιζργεια μιασ ελεφκερθσ, υπεφκυνθσ κι αυτοπραγματοποιοφμενθσ
προςωπικότθτασ, με περιςςότερεσ πικανότθτεσ ευτυχίασ, δικισ τθσ και τθσ κοινωνίασ
τθσ. «Θ προςωποκεντρικι ψυχολογία λειτουργεί ςτθ βάςθ τθσ πεποίκθςθσ ότι,
μολονότι υπάρχουν πολλά εμπόδια και περιοριςμοί ςτθν ελευκερία, ο άνκρωποσ
μπορεί τουλάχιςτον να προςπακιςει να τα ξεπεράςει. Κάκε άτομο είναι υπεφκυνο να
δομιςει κάποιο νόθμα μζςα από τθν εμπειρία και, ςυνεπϊσ, είναι ο αρχιτζκτονασ τθσ
δικισ του μοναδικισ πραγματικότθτασ» (Μζρυ, 2002, 96).
Νομίηω πωσ θ μελζτθ τθσ ροτηεριανισ κεωρίασ, ακολουκϊντασ τθ λογικι
προςζγγιςθσ που αναφζρκθκε ςτθ ςχετικι ενότθτα, ζχει ζνα νόθμα να αντιμετωπιςτεί
με πνεφμα ανοιχτό όπωσ αυτό που ευαγγελίηεται, χωρίσ άγχοσ και προκατάλθψθ και
χωρίσ τθν ανάγκθ μιασ κατθγοριοποίθςθσ ι τθσ αντιπαράκεςισ τθσ με άλλεσ. Ωσ
κεωρία μα και φιλοςοφία ςχζςεων και μάκθςθσ ζχει να προςφζρει πολλά ςτο
πρόςωπο και ςτθν προςϊπων κοινωνία, αφοφ αλλάηει ςτάςεισ κι αξίεσ και ςυνεπϊσ
νοοτροπίεσ.

168
ΕΠΙΝΟΓΟ΢
Επίλογοσ
Στθ ςυγκεκριμζνθ εργαςία μελετικθκε θ προςωποκεντρικι κεωρία του Carl
Rogers τθν οποία, ςε παρουςίαςι τθσ (το 1959 και φςτερα από πρόςκλθςθ τθσ
American Psychological Association) όριςε ο ίδιοσ, ωσ:
 Μία Κεωρία τθσ Ψυχοκεραπείασ,
 Μία Κεωρία του Ρροςϊπου
 Μία κεωρία των Διαπροςωπικϊν Σχζςεων (Groddeck, 2003, 17)
Αξίηει, πρωτίςτωσ, να ςθμειωκεί ότι πρόκειται για μία κεωρία που, εν πολλοίσ,
ςτθρίηεται ςτθν εμπειρία του ειςθγθτι τθσ και ότι θ ζρευνα παίηει ςθμαντικό ρόλο
ςτθ διαμόρφωςι τθσ. Δεν ακολουκεί τθν κλαςικι πεπατθμζνθ θ οποία κζλει το
ςθμαίνον, ωσ κεωρείν, να προθγείται του ςθμαινομζνου, ωσ πράττειν. Λκανοποιϊντασ
ζνα ςχιμα πρωκφςτερο, ξεκινά από το βίωμα κι, ακολοφκωσ, προχωρεί ςτθν
ανάπτυξθ τθσ εννοιοδότθςισ του· πρϊτα υπάρχει ςτο νόθμα και φςτερα προβαίνει
ςτθ ςυμβολοποίθςι του. Το ίδιο πρωκφςτερο ςχιμα, όμωσ, απαντάται και ςτθ ςχζςθ
του Rogers με τον υπαρξιςμό. Ρρϊτα μιλά υπαρξιςτικά κι ακολοφκωσ – φςτερα από
διαπίςτωςθ φοιτθτϊν του για τθ ςυνάφεια του πνεφματόσ του με αυτό του
υπαρξιςμοφ – μελετά το ςχετικό ρεφμα.
Θ εξζλιξθ τθσ κεωρίασ του εκτυλίςςεται ςε τρία ςτάδια, αποτελϊντασ ζνα
παράδειγμα των αρχϊν και ιδεϊν τθσ κεϊρθςισ του ςτθν πράξθ. Το άνοιγμα ςτθν
εμπειρία και θ διαρκισ αλλαγι – ωσ διαδικαςία αλλά και αποτζλεςμα
αυτοκακοριςμοφ – ςυνιςτοφν προδιαγραφζσ τθσ αυτοπραγμάτωςθσ του προςϊπου.
Θ κεωρία του, υπακοφοντασ ςτισ ίδιεσ προδιαγραφζσ, διζρχεται από τισ επιμζρουσ
φάςεισ τθσ, δεικνφοντασ πωσ θ ζννοια τθσ αυτοπραγμάτωςθσ δεν αποτελεί μόνο
αντικείμενό τθσ, αλλά απαντάται και ωσ ηωτικό τθσ ςτοιχείο που ωκεί ςτθν εξζλιξι
τθσ. Εκκινϊντασ από τθν αφετθρία τθσ μθ κατευκυντικότθτασ, αξιοποιεί τα εμπειρικά
τθσ δεδομζνα και προβαίνει ςε αλλαγζσ υπακοφοντασ ςτθν αυτοπραγματοποιθτικι
τθσ δυναμικι. Ζτςι, μεταλλάςςεται ςε πελατοκεντρικι και καταλιγει, ςτθν ωριμότερθ
των μορφϊν τθσ, ωσ προςωποκεντρικι προςζγγιςθ. Ο αρχικόσ κεραπευτισ, γίνεται
ςφμβουλοσ κι, εν τζλει, διευκολυντισ. Ενϊ ο αςκενισ, πελάτθσ και τελικά πρόςωπο.
Επιπροςκζτωσ, θ ροτηεριανι προςωποκεντρικι πρόταςθ διαφοροποιείται ωσ
κεωρία από εκείνεσ που ςτοιχειοκετοφνται μεκοδολογικϊσ. Για τθν εφαρμογι τθσ δεν
προτείνεται ζνα ςφνολο τεχνικϊν οδθγιϊν και μεκόδων αλλά αντ’ αυτϊν, αρχζσ και

170
ςτάςεισ, ενόσ μακθςιακοφ ςχετίηεςκαι ι, άλλωσ, ενόσ ςχεςιαδυναμικοφ μανκάνειν. Θ
μοναξιά των παιδικϊν του χρόνων και θ ανάγκθ για επικοινωνία ςε ςυνδυαςμό με τθν
αυτομάκθςθ ςτο αγρόκτθμα, ωσ διαδικαςία ικανοποίθςθσ πθγαίων προςωπικϊν του
ερωτθμάτων και προβλθματιςμϊν, αποτζλεςαν ζνα πρϊιμο εκκολαπτιριο για τθ
μετζπειτα διατφπωςθ μιασ κεωρίασ των ςχζςεων και τθσ μάκθςθσ· μίασ προςζγγιςθσ
που εδράηει ςτο βίωμα και ςτθν πεποίκθςθ ότι ο κάκε οργανιςμόσ ζχει τθν αυτόνομθ
τάςθ να εξελιχκεί με τθ μεγαλφτερθ εφικτι πλθρότθτα, αξιοποιϊντασ το ςφνολο του
δυναμικοφ του, με τρόπουσ που του ταιριάηουν και προσ κατευκφνςεισ που το
αφοροφν.
Δεδομζνου ότι για τον Rogers «ζνα είναι βζβαιο, πωσ τίποτα δεν είναι βζβαιο»
καμία κεωρία – τθσ δικισ του ςυμπεριλαμβανομζνθσ – δε ςυνιςτά πανάκεια και δεν
υπόςχεται διαχρονικι ιςχφ. Στο πλαίςιο τθσ μελζτθσ και ςε ςχετικι ενότθτα,
διαπιςτϊκθκε πωσ θ ανάπτυξθ κεωριϊν ςυνιςτά, εκ των ων ουκ άνευ, ςυνκικθ
προόδου τθσ επιςτιμθσ και, ςαφϊσ, θ ςυμβολι τουσ ςτθν εξζλιξθ τθσ ηωισ είναι
αδιαμφιςβιτθτθ. Ωςτόςο, μία εξζταςθ που αγωνιά για τθ διαπίςτωςθ τθσ ςχετικισ,
πόςο μάλλον, απόλυτθσ ιςχφοσ τουσ, δε ςυνιςτά ηθτοφμενο. Αντικζτωσ – και ςε
επίπεδο εφαρμογισ – κρίνεται ςκόπιμθ μία προςζγγιςθ που κα ενδιαφζρεται να
ελζγξει, αν και ςε ποιο βακμό, μία κεωρία διακζτει τθ δυναμικι υλοποίθςθσ του
ςκοποφ τον οποίο καλείται να επιτελζςει, ςτισ εκάςτοτε χωροχρονικζσ ςυνκικεσ. Ζνα
τζτοιο ςκεπτικό επιτρζπει τθν αντιμετϊπιςθ τθσ όποιασ κεωρίασ, ωσ ζνα ευρφ φάςμα
εργαλείων και δυνατοτιτων. Στο πλαίςιό του κα πρζπει να αναηθτθκοφν ςτοιχεία,
αφοροφντα ςε μεκόδουσ και τεχνικζσ, αφενόσ, αντιλιψεισ και ςτάςεισ, αφετζρου,
ικανά να διαςφαλίςουν τθν ουςιαςτικότερθ εξυπθρζτθςθ των τικεμζνων ςτόχων.

Ο αμερικανόσ ψυχίατροσ, παιδαγωγόσ, διανοθτισ Carl Rogers, εξθγϊντασ τθν


ζννοια τθσ προςωποκεντρικισ του προςζγγιςθσ, γράφει: «Δεν αναφζρομαι μόνο ςτθν
ψυχοκεραπεία, αλλά και ςε μια οπτικι, μια φιλοςοφία, μια προςζγγιςθ ηωισ, ζναν
τρόπο φπαρξθσ, που ταιριάηει ςε οποιαδιποτε κατάςταςθ ςτθν οποία θ ανάπτυξθ –
ενόσ προςϊπου, μιασ ομάδασ ι μιασ κοινότθτασ – είναι μζροσ του ςτόχου» (Rogers,
1980, 16).
Αυτι είναι θ οπτικι που υιοκετικθκε και για τθ μελζτθ του ζργου του, ςτθ
ςυγκεκριμζνθ εργαςία. Ζχοντασ ωσ ηθτοφμενο τθ διαπίςτωςθ μιασ φιλοςοφικισ

171
υπόςταςθσ τθσ κεωρίασ του, εξετάςτθκαν τα τικζμενα ερωτιματα με ςκοπό τθν
ανάγνωςθ αυτισ τθσ διάςταςθσ. Στθν κατακλείδα τθσ εργαςίασ κι επικεντρϊνοντασ
ςτο, κατά Rogers, πλαίςιο διευκόλυνςθσ, κα πραγματοποιθκεί αναςκόπθςθ των
ςθμαντικότερων ςθμείων των απόψεϊν του που ςυνιςτοφν μία κεωρία ςχζςεων και
μάκθςθσ ικανι να μετουςιωκεί ςε μία φιλοςοφία τθσ παιδείασ για τθν «ανάπτυξθ
ενόσ προςϊπου, μιασ ομάδασ ι μιασ κοινότθτασ» όπωσ λζει ο ίδιοσ.
Για τον λόγο αυτό θ επιςκόπθςθ εςτιάηει, κυρίωσ, ςτθ ςθμαντικι ςχζςθ και
ςτθ ςθμαντικι μάκθςθ, τουσ δφο πυλϊνεσ τθσ διευκόλυνςθσ, επιχειρείται μία
ερμθνευτικι τθσ δυναμικισ τουσ προσ τθν κατεφκυνςθ του ςτόχου και αναπτφςςονται
περαιτζρω ςυλλογιςμοί.

Στθν προςωποκεντρικι κεωρία του Carl Rogers, ο ολοκλθρωμζνοσ άνκρωποσ


ορίηεται ωσ πλιρεσ πρόςωπο. Ο ειςθγθτισ τθσ, ζχοντασ εμπιςτοςφνθ ςτθν ανκρϊπινθ
φφςθ και κεωρϊντασ τθν, κατά βάςθ, καλι, πιςτεφει πωσ ωκείται από μία εγγενι
τάςθ πραγμάτωςθσ, ικανι να εξελίξει τον εαυτό του, ςε αυτό που πραγματικά είναι
(Rank ςτο Kramer, 1995, 61). Θ ολότθτα του οργανιςμοφ εξαρτάται από το ςφνολο τθσ
ψυχο-βιολογικισ υπόςταςθσ του προςϊπου και τθ ςυνεχι αλλθλεπίδραςι του με το
περιβάλλον. Πταν τα δεδομζνα αυτά τελοφν εν αρμονία, όταν υπάρχει, δθλαδι,
ακριβζσ ςυνταίριαςμα βίωςθσ κι επίγνωςθσ, τότε το πρόςωπο οδθγείται ςτθν
οργανιςμικι ςυμφωνία.
Στθν πορεία του προσ ολοκλιρωςθ το άτομο μεταλλάςςεται ςε πλιρεσ
πρόςωπο μζςω τθσ εμπειρίασ, τθσ αλλαγισ και τθσ δια βίου μάκθςθσ. Ρρόκειται για
μία ατελείωτθ, μα όχι ατελζςφορθ διαδικαςία, παραπζμπουςα ςτθν θρακλείτειο
αντίλθψθ πωσ τα πάντα ρει, πάντα χωρεί, ουδζν μζνει. Θ ροτηεριανι κζςθ
ςυνοψίηεται ςτο ζνα και μόνο βζβαιο, πωσ τίποτα δεν είναι βζβαιο. Δεδομζνθσ τθσ
αβεβαιότθτασ, λοιπόν, κάκε κεκτθμζνο τίκεται υπό διαπραγμάτευςθ και είναι ανοιχτό
ςε οποιαδιποτε αναρρφκμιςθ, ανακεϊρθςθ ι αντικατάςταςι του.
Το πρόςωπο καλείται να προςαρμοςτεί ςτισ νζεσ, ζςω κι ζξω, ςυνκικεσ
προκειμζνου να υπθρετιςει τθν αλικεια και τθν πλιρθ λειτουργικότθτά του, ςτο εδϊ
και ςτο τϊρα. Το άνοιγμα ςτθν εμπειρία, θ πλιρθσ βίωςθ τθσ κάκε ςτιγμισ και θ
εμπιςτοςφνθ ςτον οργανιςμό απαρτίηουν τα τρία βαςικά γνωρίςματα του
ροτηεριανοφ εφ ηθν. Θ καλι ηωι για τον ειςθγθτι τθσ δεν αποτελεί μία δεδομζνθ

172
υπαρξιακι κατάςταςθ πλθρότθτασ, νιρβάνα, ι άπλετθσ ευτυχίασ αλλά μία διαδικαςία
(process). Ρρόκειται, ουςιαςτικά, για μια κατεφκυνςθ κι όχι ζναν προοριςμό. Μία
κατεφκυνςθ που επιλζγει ο οργανιςμόσ ςτο ςφνολό του, όντασ ψυχικά ελεφκεροσ
(Rogers, 1953, ο.π.).
Ο ειςθγθτισ τθσ προςωποκεντρικισ είναι, εντελϊσ, πεπειςμζνοσ για τθ
κεμελιϊδθ ικανότθτα του ανκρϊπου να ευαιςκθτοποιθκεί, να αξιολογιςει και να
λφςει τα προβλιματά του, όταν θ διυποκειμενικι διακεςιμότθτα είναι υπαρκτι,
ορίηοντασ ευνοϊκζσ ςυνκικεσ (Stumm, 2008, 11). Ζτςι, εςτιάηοντασ ςτθ
ςχεςιοδυναμικι ςυμβοφλου και ςυμβουλευομζνου, παιδαγωγοφ και μακθτι, εξετάηει
ςε βάκοσ τθν ζννοια τθσ ςχζςθσ και τθσ μάκθςθσ, θ ποιότθτα των οποίων βρίςκεται
ςε άμεςθ ςυνάρτθςθ με αυτιν τθσ προςωπικότθτασ του ανκρϊπου. Το υποςτθρικτικό
και διευκολυντικό πεδίο αναφοράσ, ςυνίςταται ςε ιδζεσ και αντιλιψεισ, διζπεται από
ςυνκικεσ και αρχζσ που οδθγοφν ςτθ διαμόρφωςθ ςτάςεων και εξ αυτϊν
ςυμπεριφορϊν. Ωσ ςφλλθψθ εμφανίηεται και εφαρμόηεται, αρχικά, ςτο πλαίςιο τθσ
ψυχοκεραπείασ, επεκτείνεται, ακολοφκωσ, ςτθν παιδαγωγικι και γίνεται βιωματικά
γνωςτι, ευρζωσ, ςτο πλαίςιο των ομάδων ςυνάντθςθσ και των ciclos.
Στθ ροτηεριανι κεωρία, επιςθμαίνει ο Groddeck (2003, 27) θ μάκθςθ είναι
εργαλείο κεραπείασ και θ κεραπεία, εργαλείο μάκθςθσ. «Ραρουςιάηει τθν
πικανότθτα το πρόβλθμα ενόσ αςκενι να μθν είναι πρόβλθμα, αλλά μια λφςθ που
περιμζνει να τθν ανακαλφψει κάποιοσ και να τθν αξιοποιιςει» όπωσ κα ‘λεγε κι ο
Siegel (2006, 9). Επιπλζον «υπάρχει κάκε λόγοσ να πιςτεφουμε ότι θ κεραπευτικι
ςχζςθ είναι, απλϊσ, μια υπόκεςθ τθσ διαπροςωπικισ ςχζςθσ και ότι ο ίδιοσ νόμοσ
διζπει όλεσ τισ κοινωνικζσ ςχζςεισ» (ο.π., 21). Αυτό είναι και το πνεφμα που
υιοκετικθκε ςτθ μελζτθ τθσ εν λόγω εργαςίασ και που ακολουκείται και ςτθν
ανάπτυξθ τθσ ςυγκεκριμζνθσ ενότθτασ.
Ο Rogers δίνει νζο περιεχόμενο ςτθ κεραπεία, αντιλαμβανόμενοσ αυτιν ωσ το
προϊόν μιασ μακθςιο-ςχεςιακισ δυναμικισ και, ωσ τζτοια, παιδευτικισ. Θ ροτηεριανι
ςχζςθ γίνεται κεραπευτικι γιατί είναι μακθςιακι άρα αναπτυξιακι και, τανάπαλιν,
κακίςταται αναπτυξιακι γιατί είναι κεραπευτικι. Τοφτο ςυνιςτά απόρροια τθσ
ροτηεριανισ φιλοςοφίασ και πρόκειται για μία οπτικι που επιτρζπει να γίνει εφκολα
κατανοθτι θ μετουςίωςθ τθσ ψυχοκεραπευτικισ του ςκζψθσ ςε παιδαγωγικι,

173
κακιςτϊντασ, ζτςι, ωσ φυςικό κι επόμενο το πζραςμα του Rogers από τθν
ψυχοκεραπεία ςτθν εκπαίδευςθ.
Θ ςθμαντικι ςχζςθ αποςκοπεί ςτθν ανάπτυξθ ενόσ ανκρϊπου ενιαίου, ικανοφ
να ηει με πλθρότθτα το ςφνολο, των ςυναιςκθμάτων, των νοθτικϊν διεργαςιϊν και
των αντιδράςεϊν του. Να προβαίνει ςτο οργανιςμικό βίωμα τθσ υπαρξιακισ του
κατάςταςθσ – ςε επίπεδο μφχιο αλλά και κοινωνικό – αποηθτϊντασ τθν αυτεπίγνωςθ.
Να αξιοποιεί το ςφνολο των πλθροφοριϊν του νευρικοφ του ςυςτιματοσ,
αναγνωρίηοντασ πωσ ο οργανιςμόσ του, κακολικά, είναι ςοφότεροσ από τθν
επιμζρουσ ευαιςκθτοποίθςθ. Να λειτουργεί αυτόνομα και να εκφράηει τθν
πολυπλοκότθτά του, επιδιϊκοντασ τθν εκμαίευςθ τθσ μζγιςτθσ ικανοποίθςθσ ςτθ
ςτιγμι. Να εμπιςτεφεται τον οργανιςμό του, όχι γιατί είναι αλάνκαςτοσ, αλλά επειδι
μπορεί να είναι, πλιρωσ, ανοικτόσ ςτισ ςυνζπειεσ κάκε του δράςθσ μα και τθσ όποιασ
διόρκωςθσ κα χρειαςτεί (ςτο Kirschenbaum & Henderson, 1989, 184-185).
Θ ςθμαντικι ςχζςθ, τθσ ενςυναίςκθςθσ, τθσ γνθςιότθτασ, τθσ παρουςίασ και
τθσ άνευ όρων αποδοχισ, μετατρζπεται ςε μία ςχζςθ αγάπθσ, ςτοργισ και φροντίδασ
που απ’ τον Rogers, παρομοιάηεται με εκείνθ του παιδιοφ – γονιοφ. Ωσ τζτοια ενζχει
επουλωτικι δράςθ και μπορεί να επιφζρει ςτον ςυμβουλευόμενο τθν πολυπόκθτθ
αλλαγι (Rogers, 1978, 10). Μακριά από προκαταλιψεισ και ςτερεότυπα και με
ςεβαςμό ςτο ςυμβουλευόμενο καλλιεργεί, με τθ ςειρά τθσ, τθν αυτοαποδοχι αφοφ ο
διευκολυνόμενοσ «αναπτφςςει τον εαυτό του ςε βακμό που ποτζ πριν δεν είχε
καταφζρει. Θ αίςκθςθ τθσ δφναμισ του μεγαλϊνει. Πςο περιςςότερο γνωρίηει κι
αποδζχεται τον εαυτό του, μειϊνει τισ άμυνεσ, γίνεται περιςςότερο ανοιχτόσ κι
ελεφκεροσ να αναπτυχκεί, αλλάηοντασ με τρόπο φυςικό για τον ανκρϊπινο
οργανιςμό και ςε κατευκφνςεισ που του ταιριάηουν» (ο.π., 12). Στο υποςτθρικτικό
αυτό κλίμα «μποροφν να προκφψουν ευαίςκθτεσ πειραματικζσ νζεσ ςκζψεισ και
παραγωγικζσ διεργαςίεσ» (Rogers, 1980, 134).
Θ ενςυναιςκθτικι ςτάςθ του διευκολυντι δεν είναι αξιολογικι αλλά
ςυντροφικι: «Τον αιςκάνομαι ζνα είδοσ ςυντρόφου ςε αυτι μου τθν προςπάκεια.
Φαίνεται πραγματικά να με καταλαβαίνει» (Μαρτυρία ςτο Rogers, 1978, 12). «Τα
πρόςωπα όταν τα καταλαβαίνουν με ευαιςκθςία και ακρίβεια, αναπτφςςουν ζνα
ςφνολο κεραπευτικϊν ςτάςεων ι ςτάςεων που προάγουν τθν ανάπτυξθ προσ τον
εαυτό τουσ» (Rogers, 1980, 132). Σε τζτοιεσ ςυνκικεσ το άτομο ενδυναμϊνεται,

174
αποκτά αυτοπεποίκθςθ και επιχειρεί τθν απαλλαγι από αρνθτικοφσ όρουσ αξίασ που
διαςτρεβλϊνουν τθν αυτοαντίλθψι του και αποπροςανατολίηουν τθν
αυτοπραγματοποιθτικι του πορεία.
Θ ςχεςιοδυναμικι μάκθςθ κάνει τον άνκρωπο υπεφκυνο για τθν εφρεςθ και
επιλογι, προςωπικϊν τρόπων και μεκόδων εξζλιξθσ του εαυτοφ και των
περιβαλλόντων του αλλά και πιο δθμιουργικό, αφοφ ςυνειδθτοποιεί τθ δφναμθ, τισ
ικανότθτεσ και τθν ελευκερία του. Θ ζρευνα ζδειξε πωσ το αυτοκακοριηόμενο άτομο,
ζχοντασ επίγνωςθ τθσ αλικειασ του, εμφανίηει «πολλαπλι μείωςθ των δυςκολιϊν
προςαρμογισ με παράλλθλθ αφξθςθ τθσ τάςθσ για αυτοδιερεφνθςθ» (Κοςμόπουλοσ
& Μουλαδοφδθσ, 2009, 161). Τα άτομα ανοίγοντασ ςτθν εμπειρία «αποκτοφν
ειλικρίνεια, ανεξαρτθςία, αυτοπροςδιοριςμό, αυτογνωςία, κοινωνικι ευκφνθ και
αγάπθ για τισ διαπροςωπικζσ ςχζςεισ» (Kirschenbaum & Henderson, 1989, 185).
Στο πλαίςιο τθσ εκπαιδευτικισ διαδικαςίασ ο εκπαιδευτικόσ, όντασ ίςοσ μεταξφ
ίςων, ενδιαφζρεται για τθν ανάπτυξθ του ενιαίου παιδιοφ και διευκολφνει μια
μάκθςθ που να αφορά ςτθν ολότθτά του. «Ο διδάςκων πρζπει να βοθκά το μακθτι
να βρίςκει και να προςπακεί να λφνει προβλιματα, διότι θ αυκεντικι μάκθςθ
ςτθρίηεται ςτθ ςυνειδθτοποίθςθ, από τθν πλευρά του μακθτι, τθσ ςχζςθσ ανάμεςα
ςτθ γνϊςθ που πρζπει να αποκτθκεί και ςτα προςωπικά και ρεαλιςτικά προβλιματα
που πρζπει να ρυκμιςτοφν» (Bertrand & Valois, 2000, 320).
Ο μακθτισ ωσ πρόςωπο ςτο ροτηεριανό ςχολείο γίνεται κτιτορασ τθσ δικισ
του ηωισ, εκφράηει τον εαυτό του πάνω ςτθ βάςθ των δικϊν του επικυμιϊν και
προτιμιςεων. Διεκδικεί τθν ουςιαςτικι και ςθμαντικι για τον ίδιο μάκθςθ, φζρει τθν
ευκφνθ των επιλογϊν του και καλλιεργεί υπευκυνότθτα απζναντι ςτουσ άλλουσ.
Μακαίνει να δεςμεφεται και να είναι ςυνεπισ, μετζχοντασ ςτο ςχεδιαςμό και ςτθν
οργάνωςθ τθσ εκπαιδευτικισ διαδικαςίασ και υπογράφοντασ ςυμβόλαιο γι’ αυτό. Ζχει
λόγο και άποψθ για τθ χριςθ τθσ τάξθσ και γενικότερα του εκπαιδευτικοφ χϊρου, τθν
επιλογι των πθγϊν και μζςων, τον κακοριςμό του ρυκμοφ, των διαδικαςιϊν και του
περιεχομζνου τθσ μάκθςθσ. «Θ δζςμευςθ, θ ανάμειξθ και θ ενεργόσ ςυμμετοχι του
παιδιοφ αποτελοφν τθ διαφορά μεταξφ μιασ πραγματικισ διαδικαςίασ μάκθςθσ και
των κινιςεων τθσ μάκθςθσ που τυποποιοφν πάρα πολλζσ ςχολικζσ δραςτθριότθτεσ»
(Moustakas & Perry, 1986, 16-17).

175
Θ μάκθςθ μπορεί να είναι ατομικι ι ομαδικι και διαμορφϊνεται από τον
μακθτι ςε ςυνάρτθςθ με τισ ανάγκεσ, τισ δυνατότθτεσ και τουσ ςτόχουσ του. Θ
διαφοροποιθμζνθ εργαςία ςε ομάδεσ είναι, επίςθσ, μία ενδιαφζρουςα επιλογι. Ππωσ
εξθγεί ο Shaffer (1978, 111) ο μακθτισ μπορεί ανάλογα με τα ενδιαφζροντά του να
ενταχκεί ςε ομάδεσ που ακολουκοφν παραδοςιακοφσ τρόπουσ ςτθν προςζγγιςθ του
κζματοσ, ι άλλεσ που αρζςκονται ςτθν ζρευνα και ςτον πειραματιςμό. Ωςτόςο, θ
ςυμμετοχι ςε μία ομάδα δεν είναι δεςμευτικι και υπάρχει θ ευελιξία, εφόςον
κάποιοσ το επικυμεί να ςυμμετζχει και ςε άλλεσ. Ζτςι, θ ανταλλαγι των εμπειριϊν και
θ πλουραλιςτικι προςζγγιςθ του κζματοσ διευρφνει το μακθςιακό πεδίο και
επιτρζπει τθν καλλιζργεια των διαπροςωπικϊν ςχζςεων.
Θ κλαςικι αξιολόγθςθ δε ςυνάδει με το πνεφμα τθσ προςωποκεντρικισ
κεϊρθςθσ και θ αυτοαξιολόγθςθ που προτείνεται δε ςυνιςτά, απλϊσ, ζναν άλλον
τρόπο, αλλά μία ουςιαςτικι διαδικαςία αυτεπίγνωςθσ. Υπακοφει ςε μία ευζλικτθ
ςυλλογιςτικι εκτίμθςθσ κι αποτίμθςθσ τθσ προόδου του, επιλογισ των ςτόχων του και
θ ποιότθτα αρωγισ του διευκολυντι, ανικει ςτθ ςφαίρα των κοινϊν τουσ
αποφάςεων.
Θ μάκθςθ για τον Rogers είναι ςθμαντικι όταν απευκφνεται ςτο ενιαίο
πρόςωπο. Εςτιάηοντασ ςτο τρίπτυχο νόθςθ, ςυναίςκθμα, βίωμα, προτείνει μια
μάκθςθ, περιζχουςα πολλά ςτοιχεία γνωςτικά, μια που θ ταχφτθτα τθσ νόθςθσ
επιτρζπει τθν επεξεργαςία τουσ κι, επιπλζον, ςτοιχεία ςυναιςκθματικά όπωσ
περιζργεια, ενκουςιαςμό, πάκοσ αλλά και βιωματικά όπωσ ευκφνθ, προςοχι,
αυτοπεικαρχία, αυτοπεποίκθςθ, ςυγκίνθςθ ανακάλυψθσ (Rogers, 1980, 214).
Στθ ροτηεριανι προςζγγιςθ το πρόςωπο ζχοντασ επίγνωςθ των αναγκϊν, των
δυνατοτιτων, των προςδοκιϊν του από τον εαυτό και τθν ηωι γενικότερα:
 ευαιςκθτοποιείται, ςχεδιάηει, προγραμματίηει, προτείνει, αναπτφςςει
πρωτοβουλίεσ, καινοτομεί, ενεργεί
 ερευνά, πειραματίηεται, ανακαλφπτει
 κεωρεί, ανακεωρεί, ςυμπεραίνει
 διαχειρίηεται δυςκολίεσ, βρίςκει λφςεισ, παίρνει αποφάςεισ, δεςμεφεται
 ςυμμετζχει, διαπραγματεφεται, ςυνεργάηεται
 ςτοχάηεται, αναςτοχάηεται, διανοείται, αιςκάνεται, ενςυναιςκάνεται, βιϊνει
 εκφράηεται, αποκαλφπτεται, επικοινωνεί

176
 ακοφει, κατανοεί, αποδζχεται, ςζβεται
 είναι αλθκινό, ανοιχτό, απροκατάλθπτο,
 διαλεκτικό, ευζλικτο, προςαρμοςτικό
 τείνει να μθν είναι δογματικό, καχφποπτο, φοβικό, εςωςτρεφζσ
 καλλιεργεί ςχζςεισ ςτοργισ, αλλθλεγγφθσ, αγάπθσ, ςυντροφικότθτασ
 διακζτει φανταςία και δθμιουργικότθτα
 είναι ανοιχτό ςτθν εμπειρία, ςτισ αλλαγζσ, ςτουσ άλλουσ και υποψιαςμζνο για
τθν εξζλιξι του
 είναι αυτόνομο, ελεφκερο, υπεφκυνο, αυτεξοφςιο
«Θ γνιςια μάκθςθ και ανάπτυξθ, είτε μζςα ςτον ίδιο τον εαυτό, είτε μ’ ζνα
άλλο πρόςωπο, είτε ςε μια ομάδα, χρειάηεται ςυνειδθτοποίθςθ και τθν ελευκερία να
υπάρχει» (Moustakas & Perry, 1986, 16). Θ αυτεπίγνωςθ ςυνιςτά, αφενόσ, προϊόν τθσ
μάκθςθσ κι αφετζρου, προαγωγό τθσ. Ρροςδίδει ςε αυτιν ηωντάνια και ηωτικότθτα.
Τθν κακιςτά πθγαία, ουςιαςτικι και μόνιμθ, ενϊ το πρόςωπο αντιλαμβανόμενο το
όφελοσ τθσ νοθτικισ και ςυγκινθςιακισ ανακάλυψθσ, τθν αποηθτά δια βίου. O Rogers
(1980, 216) πάλι, αποηθτά τισ «ςυνκικεσ για τθ νοθτικι μάκθςθ, τθ ςυναιςκθματικι
μάκθςθ, τθ μάκθςθ ςτα βάκθ τθσ ψυχισ». Οι Macedo και Α. Freire, αναφζρουν ωσ
ηθτοφμενο τθσ παιδαγωγικισ, τθν απελευκζρωςι τθσ από τθν πεπατθμζνθ των
βεβαιοτιτων και των εξειδικεφςεων, απευχόμενοι τθν αυτοματοποίθςθ τθσ
νοθςιαρχίασ. Επιπλζον, προτείνουν μία «αντι-μζκοδο παιδαγωγικισ, που αρνείται τθν
ακαμψία των μοντζλων και των μεκοδολογικϊν παραδειγμάτων» (ςτο Freire, 2006,
53). Για τον Freire (ο.π.) «θ παιδεία που κζτει προβλθματιςμοφσ είναι μία
επαναςτατικι παιδεία του μζλλοντοσ».
Θ ςθμαντικι μάκθςθ που κυοφορείται ςε ςυνκικεσ διευκόλυνςθσ, είναι τόςο
το προϊόν μιασ διαδικαςίασ, όςο και θ διαδικαςία, ωσ ςτάςθ ηωισ. Είναι θ αγωγι ενόσ
μορφωμζνου και καλλιεργθμζνου, ενιαίου ψυχοςωματικά ατόμου που ανακαλφπτει
βιωματικά τθν αλικεια του, τθν ειλικρίνεια και τθν ουςία ςτισ διαπροςωπικζσ του
ςχζςεισ· ενόσ ανκρϊπου που γαλουχείται ςτον ςεβαςμό, ςτθν άνευ όρων αποδοχι,
ςτθν ενςυναίςκθςθ και ςτθν αγάπθ για τον εαυτό και για τουσ ςυνανκρϊπουσ του.
Αποβλζπει ςε ζνα πρόςωπο με ευρφ ορίηοντα πνεφματοσ και ψυχισ, χωρίσ
προκαταλιψεισ και ςτερεότυπα, με ανοιχτοςφνθ, επικυμία για γνθςιότθτα,
οικειότθτα και αλλθλεγγφθ. Αγωνιά για ζναν άνκρωπο που κα διακατζχεται από

177
ςκεπτικιςμό για τθν επιςτιμθ και τθν τεχνολογία, από ςεβαςμό για τθ φφςθ, που κα
‘ναι αντικεςμικόσ, αδιάφοροσ για τα υλικά αγακά και κα επικυμεί τθν
πνευματικότθτα. Ζνα πρόςωπο που κα βιϊνει, κακολικά, τθν λειτουργικότθτά του και
κα αξιοποιεί ολάκερο το οργανιςμικό του δυναμικό μακαίνοντασ πϊσ να μακαίνει και
τολμϊντασ να μακαίνει πϊσ να τολμά. «Αν θ γνϊςθ, θ αρετι και θ ομορφιά είναι
αναχϊματα ςτθ πλθμμυρίδα του κακοφ, τότε θ παιδεία προβάλλει ωσ θ πλζον
ρεαλιςτικι δυνατότθτα για τθ διάπλαςθ τθσ θκικισ και πνευματικισ προςωπικότθτασ,
τθσ μόνθσ πραγματικισ διαλεκτικισ ςφνκεςθσ ςτθ ηωι» (Ρλάτων ςτο Βαςματηίδθσ,
2008, 293).
Σφμφωνα με τον Farson «Ο C.Rogers δεν είναι γνωςτόσ για τισ πολιτικζσ του. Οι
άνκρωποι ςυνικωσ ςυνδζουν το όνομά του με καινοτομίεσ του ςτθ ςυμβουλευτικι,
τθ κεωρία τθσ προςωπικότθτασ, τθ φιλοςοφία τθσ επιςτιμθσ, τθν ζρευνα ςτθν
ψυχοκεραπεία, τισ ομάδεσ ςυνάντθςθσ, τθν προςωποκεντρικι διδαςκαλία… Πμωσ, τα
τελευταία χρόνια, αρχίηω να τον αντιλαμβάνομαι πιότερο ωσ πολιτικι φιγοφρα, ζναν
άνκρωπο του οποίου θ ςωρευτικι επίδραςθ ςτθν κοινωνία, τον ζχει καταςτιςει ωσ
ζναν από τουσ… κοινωνικοφσ επαναςτάτεσ των καιρϊν μασ» (ςτο Rogers, 1978, 4).
Ζχοντασ επίγνωςθ τθσ επαναςτατικισ διάςταςθσ του ζργου του, ο Rogers
υποςτθρίηει πωσ θ αλλαγι τθσ κοινωνίασ είναι εφικτι αν τοφτθ μετουςιωκεί ςε
κοινωνία προςϊπων. Θ κοινωνία, ιςχυρίηεται ο ΢άμφοσ (1996, 6) οφείλει να οδθγθκεί
ςτθν «ενθλικίωςθ και τθν ωρίμανςι τθσ» ςτθριηόμενθ ςτθν «εν ευκφνθ ελευκερία
των πολιτϊν» ςτον «ενεργό και υπεφκυνο πολίτθ, το υποκείμενο τθσ πρωτοβουλίασ
και τθσ ςυνκζςεωσ, το άτομο τθσ κακολικότθτοσ που ςτθν ορκόδοξθ – και όχι μόνο –
παράδοςθ αποκαλοφμε πρόςωπο».
Θ ροτηεριανι ςχεςιοδυναμικι μάκθςθ είναι επαναςτατικι διότι ςτθρίηεται ςε
μία πολιτικι διευκόλυνςθσ που δεν αποςκοπεί ςτον εφρεςθ λφςεων πριν από το
πρόςωπο γι’ αυτό, οφτε το κακοδθγεί ι του υποδεικνφει τρόπουσ για να αποςβζςει
τισ δυςκολίεσ του. Θ πολιτικι τόςο τθσ κεραπείασ (ιδθ από το 1940) όςο και τθσ
ανάπτυξθσ ςε κάκε τομζα ηωισ τε και εκπαίδευςθσ, εςτιάηει ςτθν απελευκζρωςθ τθσ
ζμφυτθσ αναπτυξιακισ του δυναμικισ και ςτθν απομάκρυνςθ εμποδίων που δεν
επιτρζπουν τθν ανεξαρτθτοποίθςθ και τθν ολοκλιρωςι του. Με τον τρόπο αυτό το
άτομο κακίςταται ικανό να εντοπίςει πθγαία τρόπουσ και διαδικαςίεσ που κα
επιφζρουν το επικυμθτό γι’ αυτό αποτζλεςμα και, επιπλζον, μακαίνει να

178
διαχειρίηεται τθν ζννοια του προβλιματοσ και τθσ αντιξοότθτασ ςτθ ηωι του γενικά
(Rogers, 1978, 6).
Καλλιεργεί τθ δφναμθ του ίδιου του προςϊπου και προάγει τισ ςυνκικεσ για
τθν ελευκερία και τθν αυτονομία του. Θ παραγόμενθ, από τθ κεωρία του, πολιτικι
του μακαίνω πϊσ να μακαίνω και μάλιςτα δια βίου αποκτά αξιοςθμείωτθ δυναμικι
αν εξετάςει κανείσ, επί παραδείγματι, το κζμα τθσ ελευκερίασ. Το μακαίνω πϊσ να
μακαίνω να είμαι ελεφκεροσ άνκρωποσ, μεταφράηεται ςτο μακαίνω πϊσ να ενεργϊ,
πϊσ να τολμϊ για να το πετφχω και όταν το κατακτιςω, ςτο πϊσ να το διαχειριςτϊ για
να το διατθριςω και να ζχει τθν ποιότθτα που του πρζπει.
Αυτό το άνοιγμα ςτθ διαχρονία μιασ γνϊςθσ βιωματικισ που δε ςυνιςτά prova
generalle για τθ ηωι αλλά είναι θ ηωι του ενιαίου προςϊπου, ςτο εδϊ και ςτο τϊρα,
ενζχει μία δυναμικι προοπτικι. Σε αυτιν εςτιάηει ο Rogers γι’ αυτό βλζπει ςτθ
διευκόλυνςθ τθν επαναςτατικι τθσ διάςταςθ, εξοφ και μιλά για ιςχφ ςτα χζρια του
προςϊπου και του ςυμβοφλου. «Είτε λειτουργοφμε ωσ κεραπευτζσ, είτε ωσ
διευκολυντζσ ομάδων ςυνάντθςθσ είτε ωσ δάςκαλοι ι ωσ γονείσ, ζχουμε ςτα χζρια
μασ, αν είμαςτε ςε κζςθ να αναλάβουμε μία ενςυναιςκθτικι ςτάςθ, μία ιςχυρι
δφναμθ για αλλαγι και ανάπτυξθ. Θ ιςχφσ τθσ πρζπει να εκτιμθκεί» (Rogers, 1980,
133). Αν, τϊρα, θ μεταξφ τουσ ςχζςθ, ιδωκεί ωσ μία κοινοτικι οντότθτα, τότε μιλάμε
για ζνα πανίςχυρο κφτταρο. Ο ςυνδυαςμόσ, μάλιςτα, τθσ διαπροςωπικισ αυτισ
οντότθτασ με τθν ζννοια τθσ ροτηεριανισ αλλαγισ, γεννά δφο ενδιαφζροντεσ
ςυλλογιςμοφσ: α. Θ αλλαγι, ωσ κεϊρθςθ και δράςθ ψυχοκεραπευτικι, μπορεί να
επιφζρει ςτθν επιςτιμθ, επανάςταςθ, β. Θ αλλαγι, ωσ παιδαγωγικι πρόταςθ και
εκπαιδευτικι πράξθ μπορεί να προκαλζςει επανάςταςθ ςτουσ κόλπουσ τθσ
κοινωνίασ.
Ο Rogers αυτοαποκαλείται ειρθνικόσ επαναςτάτθσ και θ ζννοια τθσ διαρκοφσ
ροισ και αβεβαιότθτασ των πάντων, ωσ ςκζψθ είναι από μόνθ τθσ ριηοςπαςτικι. Θ
παραγόμενθ από τθ ροτηεριανι κεωρία, ανακεϊρθςθ αντιλιψεων και ςτάςεων
κακϊσ και θ αλλαγι νοοτροπίασ ςυνιςτά μία αναίμακτθ ανατροπι του κατεςτθμζνου.
Θ ενςυναιςκθτικι ςτάςθ του διευκολυντι, οφςα μια μορφι πολιτικισ, κακίςταται
βιωματικά διδακτικι. Πςο περιςςότερο ενςυναιςκθτικόσ είναι ο ςφμβουλοσ,
ςυμπεριφερόμενοσ με γνθςιότθτα και αποδοχι, τόςο περιςςότερο ο
ςυμβουλευόμενοσ καλλιεργεί ανάλογα ποιοτικά χαρακτθριςτικά. Τείνει να

179
διαμορφϊςει μία γόνιμθ πολιτικι αντιμετϊπιςθσ του εςϊτερου είναι, θ οποία
επιτρζπει ςτον εαυτό να βιϊςει τα αλθκινά του αιςκιματα κι αποδεχόμενοσ φόβουσ,
κυμοφσ, εντάςεισ και αρνθτικά ςτοιχεία του ψυχιςμοφ του να καταφζρνει τθν
ελαχιςτοποίθςθ ζξωκεν καταλογιςμζνων ενοχϊν και κλθροδοτθμζνων φόβων (1978,
11-12). Θ αυτογνωςία ςθμαίνει δυνατό προςωπικό νόθμα, εςωτερικό κίνθτρο για ηωι
κι αυτό κάνει τθν ανκρϊπινθ φφςθ ανοιχτι ςτθν αλλαγι ςτθν εμπειρία του αγνϊςτου
και του διαφορετικοφ. Αυτό με τθ ςειρά του, πριμοδοτεί τθ χειραφζτθςθ από
οτιδιποτε ζξωκεν επιβαλλόμενο ςε όλα τα πεδία τθσ ανκρϊπινθσ ηωισ. Ζτςι, θ
ανάπτυξθ τθσ ελευκερίασ και τθσ αυτεπίγνωςθσ τθσ κοινωνικισ διάςταςθσ του
προςϊπου, μεταφράηεται ςε καλλιζργεια τθσ διαπολιτιςμικότθτασ και διαχείριςθ τθσ
διαφορετικότθτασ.
Θ πολυπολιτιςμικότθτα δε ςυνεπάγεται, απαραιτιτωσ, τθ διαπολιτιςμικότθτα,
επιςθμαίνει ο Δαμανάκθσ (1989, 2). Διευκρινίηει, μάλιςτα, ότι θ πρϊτθ αφορά ςε μία
κατάςταςθ υπαρκτι και περιγράφει το τι είναι, άρα το δεδομζνο, ενϊ θ
διαπολιτιςμικότθτα κινείται ςτο πεδίο του τι κα ζπρεπε να υπάρχει και γι’ αυτό
ςυνιςτά το ηθτοφμενο. Κάτι που εμφανίηει μεγάλο βακμό δυςκολίασ αν ςκεφτεί
κανείσ πωσ «οι επιλογζσ μασ κακορίηονται, αρχικά, από τα πολιτιςμικά δεδομζνα
μζςα ςτα οποία πρωτοδιαμορφϊνεται θ ςυνείδθςι μασ. Αυτι θ αρχικι
διαπαιδαγϊγθςθ του ατόμου ςτο πλαίςιο ενόσ μόνο πολιτιςμικοφ περιβάλλοντοσ,
ενζχει τον κίνδυνο τθσ άκριτθσ υιοκζτθςθσ του τρόπου ηωισ, των προτφπων και αξιϊν
που το χαρακτθρίηουν» (ςτο Ραυλίδθσ, 2006, 186).
Απ’ τθν άλλθ, «οι προςπάκειζσ μασ να ηιςουμε ςε ζναν πραγματικό κόςμο τον
οποίο όλοι αντιλαμβανόμαςτε με τον ίδιο τρόπο, κατά τθ γνϊμθ μου, μασ οδιγθςε
ςτο χείλοσ τθσ εξόντωςθσ ωσ είδοσ» λζει ο Rogers (1980, 93). Γι’ αυτό το πρόςωπο τθσ
κεωρίασ του επικυμεί να ηει, ολοζνα και περιςςότερο, αξιοποιϊντασ «ζνα ςφνολο
προτφπων που ζχουν εςωτερικι, προςωπικι βάςθ». Επιπλζον, ζχοντασ «επίγνωςθ ότι
αυτά τα πρότυπα βαςίηονται ςτθ διαρκϊσ μεταβαλλόμενθ εμπειρία, τα υποςτθρίηει
περιςςότερο διςτακτικά, λιγότερο απόλυτα» (ο.π., 160). Άλλωςτε το πρόςωπο
ςυνιςτά διεργαςία κι όχι ζνα ςτακερό ςφνολο ςυνθκειϊν. Κι αυτό με τθ ςειρά του,
προκαλεί διαφοροποιθμζνουσ τρόπουσ ςυμπεριφοράσ, αυξάνει τισ επιλογζσ κι
επιπλζον, καλλιεργεί τθν κατανόθςθ, τθν αποδοχι και τον ςεβαςμό ςτθ ςφαίρα του

180
εαυτοφ μα και τθσ κοινωνίασ. Αντιλαμβάνεται τθν αξία τθσ μοναδικότθτασ του
προςϊπου και τθσ ανάγκθσ για μία κοινωνία προςϊπων.
Ο άνκρωποσ για τον Ρατζλθ «παρουςιάηει ενδιαφζρον για τουσ άλλουσ, λόγω
τθσ ιδιομορφίασ και τθσ μοναδικότθτασ τθσ προςωπικότθτάσ του» αφοφ, ετοφτθ, είναι
εκείνθ που ςυνειςφζρει «ςτον αμοιβαίο εμπλουτιςμό των προςωπικοτιτων» (ςτο
Ραυλίδθσ, 2001, 18-23). Οι Pervin & John (2001, 29) υποςτθρίηουν πωσ «κάκε
άνκρωποσ είναι μζχρισ ενόσ ςθμείου όπωσ οι άλλοι, εν μζρει όπωσ κάποιοι άλλοι και
ςε κάποια ςθμεία όπωσ κανζνασ άλλοσ. Μπορεί, δθλαδι, να υπάρχουν κάποιεσ
ομοιότθτεσ ςτισ επιμζρουσ πτυχζσ, το ςφνολο όμωσ είναι μοναδικό και
ανεπανάλθπτο». Ο Rogers, με τθ ςειρά του, κεωρεί τουσ ανκρϊπουσ ξεχωριςτά
πρόςωπα με ιδιαίτερεσ πραγματικότθτεσ. Γιϋ αυτό και παρακζτει: δε «νοιάηομαι για
ςζνα γιατί είςαι ίδιοσ με μζνα αλλά, ςε τιμϊ και ςε κεωρϊ πολφτιμο, γιατί είςαι
διαφορετικόσ από μζνα» (ςτο Kirschenbaum & Henderson, 1989, 427). Οτιδιποτε
υπονομεφει το ςεβαςμό των πολλαπλϊν πραγματικοτιτων και απειλεί τθν ατομικι
ελευκερία δεν τον βρίςκει ςφμφωνο. Αντικζτωσ, εκφράηει το ςεβαςμό ςτθν
κοςμοκεωρία ενόσ εκάςτου και αποςκοπεί ςτθ χειραφζτθςθ του προςϊπου (ο.π.,
427- 428). Γεγονόσ που επιτρζπει «ςε κάκε προςωπικότθτα να προβάλλει, όχι ωσ
τυποποιθμζνθ-ομοιογενοποιθμζνθ και μόνο ποςοτικά διαφζρουςα από τισ άλλεσ,
αλλά ωσ πολφπλευρα ανεπτυγμζνθ» 1.
Στο πλαίςιο τθσ ςθμαντικισ ςχζςθσ θ κατανόθςθ, ωσ προϊόν τθσ
ενςυναιςκθτικισ ςτάςθσ τθν οποία προτείνει ςτθ κεωρία του, είναι άκρωσ παιδευτικό
και διδακτικό. Θ προςπάκεια του ατόμου να μετουςιωκεί ςε πρόςωπο ικανό να
λειτουργεί με πλθρότθτα, απαιτεί ζναν κοπιαςτικό και πολυδιάςτατο αγϊνα, με
ςκοπό τθν αυτό-αποκάλυψθ, τθν αυτεπίγνωςθ, τθν αυτό-αποδοχι, και τθ
ςυνακόλουκθ καλλιζργεια του οργανιςμοφ για τθν ανάδυςθ του προςϊπου. Και αυτι
θ πορεία είναι εκείνθ που ωφελεί και διδάςκει, διότι δεν περιορίηεται μόνο ςτθν
υπθρεςία τθσ αυτοπραγμάτωςισ του. Ρροκειμζνου να εξελιχκεί ςε ζνα αλθκινό και εν
πλιρθ λειτουργία πρόςωπο, ανακαλφπτει διαδικαςίεσ, ςκαρφίηεται μεκόδουσ και
τεχνικζσ που δθμιουργοφν ςυνκικεσ ενδόμυχθσ ανάγνωςθσ. Διαμορφϊνει, βακμθδόν,
ζναν μθχανιςμό αντίλθψθσ, ερμθνείασ, και αποδοχισ του εςωτερικοφ του κόςμο που,
όμωσ, ςυνιςτά, ταυτοχρόνωσ, εργαλείο αντίλθψθσ, κατανόθςθσ και αποδοχισ του

1
Βλ. ςχετικι αναφορά ςτο: Ραυλίδθσ, 2001, http://www.ilhs.tuc.gr/gr/prosopikaxiol.htm.
181
κόςμου γφρω του. Πςο περιςςότερο ζρχεται ςε επαφι με το πολυδιάςτατο και
πολυςχιδζσ τθσ φφςθσ του, βρίςκοντασ τρόπουσ να το προςεγγίςει και κάνοντασ
ειρινθ με τισ εςωτερικζσ του αντιφάςεισ, τόςο περιςςότερο αντιλαμβάνεται ωσ
φυςικι κι επόμενθ τθ ςυνκετότθτα και πολυπλοκότθτα του κόςμου που το
περιβάλλει. Κατανοεί τισ διαφοροποιιςεισ αλλά και τισ αντιπαλότθτεσ των επιμζρουσ
ςτοιχείων του, ωσ εκφάνςεισ του κοςμικοφ όλου. Ζτςι, αιςκάνεται πιο ανοιχτόσ ςτθν
αποδοχι τουσ και πλζον ζτοιμοσ να νοιαςτεί και να αναηθτιςει τρόπουσ υπζρβαςθσ
των δυςκολιϊν που δθμιουργοφνται ςτισ μεταξφ τουσ ςχζςεισ.
Οι τελευταίεσ ςτθν προςζγγιςι του γίνονται «βακφτερεσ, πιο ικανοποιθτικζσ
και ζλκουν περιςςότερθ από τθν αλθκινότθτα του άλλου ατόμου ςτθ ςχζςθ» (Rogers,
1980, 195). Στθρίηονται ςτθν αμοιβαιότθτα, ςτθν αλλθλοβοικεια, ςτθν ζμπρακτθ
φροντίδα και αποδοχι. Ο ΢άμφοσ (1996, 6) επιςθμαίνει τθν ανάγκθ να ελευκερωκοφν
«οι αξίεσ τθσ ςυλλογικισ ηωισ, με το αίςκθμα τθσ αλλθλεγγφθσ και τθσ
αυταπαρνιςεωσ που τισ ςυνοδεφει, από τα δεςμά τθσ ςυμβολικισ ςυνειδιςεωσ, θ
οποία αντί να τισ ευρφνει και να τισ βακφνει ωσ τρόπουσ ηωισ, τισ θκικοποιεί και τισ
μεταβάλλει ςε κενζσ υπεριςτορικζσ πραγματικότθτεσ». Κατά τθ γνϊμθ του, το μζλλον
τθσ κοινωνίασ είναι ευοίωνο, αν καλλιεργθκεί θ αλλθλεγγφθ και θ αγάπθ για τον
αφθρθμζνο άνκρωπο. Στθ ροτηεριανι κεωρία οι αξίεσ αυτζσ αποτελοφν πθγι
ζμπνευςθσ. Θ ςτάςθ του διευκολυντι αποτελεί ενςάρκωςθ των νοθμάτων τουσ. Ο
Rogers, ακόμθ και ςτο χϊρο τθσ ψυχοκεραπείασ, αντικατζςτθςε τθν πεπατθμζνθ τθσ
μεκοδολογίασ και των τεχνικϊν, με τισ ειδικζσ ςτάςεισ του ψυχοκεραπευτι,
μεταλλάςςοντάσ τον ςε ςφμβουλο κι, ακολοφκωσ, ςε διευκολυντι. Οι κοινότθτεσ των
ομάδων ςυνάντθςθσ και των ciclos, ορίηονται από ςυνκικεσ και αρχζσ, που
επιτρζπουν ςτα μζλθ τουσ να «νιϊκουν μια οικεία αίςκθςθ τθσ δικισ τουσ δφναμθσ
και μια αίςκθςθ ςτενισ και αξιοςζβαςτθσ ζνωςθσ με όλα τα άλλα μζλθ. Θ ςυνεχισ
διεργαςία περιλαμβάνει όλο και πιο ανοιχτι διαπροςωπικι επικοινωνία, μία
αυξανόμενθ αίςκθςθ ενότθτασ και ζνα ςυλλογικό, αρμονικό ψυχικό κόςμο, ςχεδόν
πνευματικό» (ο.π., 150).
Οι Blackledge & Hunt (2004, 155-156) υποςτθρίηοντασ πωσ «ο μαρξιςτισ
ςυγγραφζασ Ralph Miliband ζχει αποδϊςει, αρκετά καλά, τα χαρακτθριςτικά τθσ
διαδικαςτικισ ςυναίνεςθσ περιγράφοντασ, ςυνοπτικά, αυτό που ονομάηει
φιλελεφκερθ αντίλθψθ τθσ πολιτικισ», μεταξφ άλλων, παρακζτουν: «… Σφμφωνα με

182
αυτιν τθν άποψθ θ πολιτικι δεν είναι ζνασ εμφφλιοσ πόλεμοσ που διεξάγεται με άλλα
μζςα, αλλά μια διαρκισ διεργαςία διαπραγματεφςεων και διακανονιςμϊν, που
βαςίηεται ςε αποδεκτζσ διαδικαςίεσ και ανάμεςα ςε ομάδεσ που ζχουν, εκ προοιμίου,
αποφαςίςει ότι μποροφν και κζλουν να ηιςουν μαηί περιςςότερο ι λιγότερο
αρμονικά. Αυτι θ ςφγκρουςθ όχι μόνο δεν είναι βλαβερι για τθν κοινωνία, αλλά ζχει
και πολλά πλεονεκτιματα. Δεν είναι μόνο πολιτιςμζνθ αλλά και εκπολιτίηουςα. Δεν
είναι μόνο ζνα μζςο για να λφνονται ειρθνικά τα προβλιματα, αλλά και για να
παράγονται νζεσ ιδζεσ, να διαςφαλίηεται θ πρόοδοσ, να επιτυγχάνεται όλο και
μεγαλφτερθ αρμονία και οφτω κακεξισ».
Θ ςυγκεκριμζνθ παράκεςθ δεν αποςκοπεί ςτθ ςυςχζτιςθ του Rogers με τον
φονξιοναλιςμό που «δζχεται, ςαν δόγμα, ότι υπάρχει ζνασ νόμοσ τθσ τάξθσ (low of
order) ςτθν κοινωνία» (ο.π., 161). Ζνασ προβλθματιςμόσ προσ αυτιν τθν κατεφκυνςθ,
άλλωςτε, δεν εντάςςεται ςτθ ςτοχοκεςία τθσ ςυγκεκριμζνθσ εργαςίασ. Ο
παραλλθλιςμόσ γίνεται διότι θ λογικι τθσ πολιτιςμζνθσ κι εκπολιτίηουςασ ςφγκρουςθσ
για τθν εφρεςθ ειρθνικϊν λφςεων, μζςω διαρκϊν διεργαςιϊν και διαπραγματεφςεων,
ςκιαγραφεί αρκετά πετυχθμζνα, τθν πολιτικι διαχείριςθσ των διαπροςωπικϊν
ςχζςεων, ςτο πλαίςιο των ομάδων ςυνάντθςθσ και των ciclos. Ο Rogers (1985, 125)
χαρακτθρίηει τθν εξελικτικι πορεία τθσ εν λόγω διαχείριςθσ, αρχικά, πολφ δφςκολθ
αλλά ςτθν κατάλθξι τθσ «χαριτωμζνθ όςο κι ζνα κομψοτζχνθμα. Θ ομάδα προςεγγίηει
πιο πολφ τθ δυνατότθτα λιψθσ αποφάςεων, που λαμβάνουν υπόψθ τισ ανάγκεσ και
τισ επικυμίεσ κάκε ατόμου».
Ο Apple (2008, 340-341) αναφερόμενοσ ςτισ ςχζςεισ εξουςίασ, εξθγεί τθν
ανάγκθ για μία «ςυνειδθτι προςπάκεια να εμπνευςτοφμε μια κεωρία και πρακτικι
που δεν κα κεωρεί, απαραίτθτα, οποιαδιποτε ςχζςθ ωσ πρωταρχικι. Οι
αντιπαρακζςεισ ςυνεχίηονται: δεν επιλφονται ποτζ μια για πάντα. Οι εντάςεισ πάνω ς’
αυτό ςυνεχίηονται και δεν είναι ποτζ μόνο κεωρθτικζσ, αλλά ςχετίηονται ςτενά με τισ
ατομικζσ και ςυλλογικζσ βιογραφίεσ μασ ωσ υποκειμζνων που ανικουν ςε κοινωνικι
τάξθ, φυλι και κοινωνικό φφλο. Πμωσ, ςτθν ίδια τθν αναγνϊριςθ των εντάςεων και
ςτθν ενδεχόμενθ πλουραλιςτικι επίλυςι τουσ, μια κοινότθτα, βαςιςμζνθ ς’ αυτιν τθν
αναγνϊριςθ, διατθρείται, με κάποιον τρόπο, ακόμθ». «Ο Vygotsky τόνιςε ότι θ
δθμιουργικότθτα, θ ικανότθτα του υποκειμζνου να ςυμβάλλει ςτθ διαμόρφωςθ νζων
πραγμάτων και διαδικαςιϊν δεν είναι υπόκεςθ κάποιων ολίγων και εκλεκτϊν

183
ατόμων, αλλά αναγκαία ςυνκικθ φπαρξθσ του κάκε ανκρϊπου, που ςυνδζεται με τθν
ενεργό ςτάςθ ηωισ, με τθ μθ προςαρμοςτικότθτά του, με τθν ικανότθτά του να μθν
ςυμβιβάηεται και να υπερβαίνει τισ αντιξοότθτεσ, τισ δυςκολίεσ τθσ ηωισ»
(Δαφερμάκθσ & Ραυλίδθσ, 2006, 169).
Ο ειςθγθτισ τθσ προςωποκεντρικισ οραματίηεται τον άνκρωπο ενταγμζνο ςτθν
εμπειρία τθσ ηωισ και ςυμμετζχοντα ςτα όςα τθν ορίηουν. Σε μία καταφατικι
διατφπωςθ του γκραμςικοφ «μιςϊ τουσ αδιάφορουσ», ο Rogers «αγαπά τουσ
ενδιαφερόμενουσ». Ο όροσ πολιτικι για τον ίδιο (1985, 123) «περιζχει τα ερωτιματα:
ποφ βρίςκεται θ δφναμθ, ποιοσ κάνει τισ επιλογζσ και παίρνει τισ αποφάςεισ, ποιοσ
εκτελεί ι επιβάλλει αυτζσ τισ αποφάςεισ και ποιοσ ζχει τθ γνϊςθ ι τα δεδομζνα,
ςχετικά με τισ ςυνζπειεσ αυτϊν των αποφάςεων». Εμπεριζχει, επιπλζον, τθ
ςτρατθγικι απόκτθςθσ τθσ εξουςίασ, τθν κατανομι, τθ διατιρθςθ και το μοίραςμα ι
τθν παραχϊρθςι τθσ (ο.π., 123). Απζναντι ςτθ «κεςμικι δφναμθ που κάποιοι
ονομάηουν γραφειοκρατίεσ πολζμου-ευθμερίασ-βιομθχανίασ-επικοινωνιϊν-
αςτυνομίασ» αντιπαρακζτει το ενιαίο πρόςωπο που περιλαμβάνει «ςϊμα, μυαλό,
ςυναιςκιματα, πνεφμα και υπερφυςικζσ δυνάμεισ» (Rogers, 1980, 280).
Ριςτεφει ότι το πρόςωπο διακζτει καταπλθκτικζσ δυνατότθτεσ και είναι ικανό, για
μάκθςθ, επιτυχία, δθμιουργικι λφςθ προβλθμάτων, πεικαρχθμζνθ προςπάκεια προσ
ζνα ςκοπό, ςυμμετοχι ςτθ διακυβζρνθςθ και αμφιςβιτθςθ τθσ αυταρχικότθτασ των
κεςμϊν (1985, 126). Πςο πιο πολφ κα ανοίγει ςτθν εμπειρία και κα κατακτά τουσ
ςτόχουσ που κάκε φορά κζτει τόςο περιςςότερο κα εξελίςςεται και κα οδεφει ςτθν
αυτοπραγμάτωςι του, διότι «οι ςυμπεριφορζσ ι οι τρόποι φπαρξθσ που βιϊνονται ωσ
ικανοποιθτικοί και ουςιαςτικοί, τείνουν να ενιςχφονται» (Rogers, 1980, 159). Και θ
ανάπτυξθ των δϊρων και των ταλζντων του, ορίηουν για το πρόςωπο μία ηωι,
αυτεξοφςια και αξιοπρεπι, ςτο πλαίςιο μιασ αλλθλζγγυασ και δθμοκρατικισ
κοινότθτασ (Groddeck, 2003, 20).
Το καινοτόμο πνεφμα του νοθματοδοτεί δθμιουργικά τα ςθμαίνοντα κεραπεία
και ανάπτυξθ, απελευκερϊνοντάσ τα από μεκοδολογικισ φφςθσ ςθμαινόμενα.
Ουςιαςτικά, πρωτοτυπεί μεταλλάςςοντασ τθ κεραπεία ςε εκπαίδευςθ. Θ
διευκόλυνςθ μετουςιϊνεται ςε πολιτικι κι επιτρζπει τόςο τθν παραγωγι, όςο και τθ
διαχείριςθ ενόσ ςτόχου, ςυμβάλλει π.χ. τόςο ςτθν ανάπτυξθ όςο και ςτθ διαχείριςθ
τθσ ελευκερίασ. Θ αλλθλεξάρτθςθ και θ αλλθλεγγφθ τθσ ςθμαντικισ ςχζςθσ και τθσ

184
ςθμαντικισ μάκθςθσ δθμιουργοφν μία ηωντανι και ηωτικι κοινοτικι οντότθτα που τθ
διζπει μία κουλτοφρα ανκρϊπινθ και ανκρωπιςτικι. Ο Τςιάκαλοσ (2000, 230)
αναφερόμενοσ ςτισ αντικειμενικζσ δυςκολίεσ παρζμβαςθσ ςτο πλαίςιο τθσ
αντιρατςιςτικισ εκπαίδευςθσ, κεωρεί ότι υπάρχει περικϊριο αποτελεςματικότθτασ,
όταν οι παρεμβάςεισ αφοροφν ςε ςυμπεριφορζσ-γεννιματα, αποκλειςτικά,
λανκαςμζνων αντιλιψεων και αρνθτικϊν ςτάςεων.
Ο Rogers μιλά για ιδζεσ και αρχζσ τθσ κεωρίασ του, κακϊσ και για ευριματα
των εμπειρικϊν του ερευνϊν που προχπιρξαν και που ο ίδιοσ, εκ νζου, ανακάλυψε.
Ορίηει, ζτςι, τθ κεωρία του, αντίςτοιχα, με τον τρόπο που νοθματοδοτεί ςτο ζργο του
τθ ηωι. Γίνεται, δθλαδι, αντιλθπτι ωσ μία διαρκισ ροι ενζργειασ θ οποία, οφςα οι
εμπειρίεσ τθσ (άρα εγκολπϊνοντασ κλθροδοτιματα του παρελκόντοσ) κι αφετζρου,
οφςα οι αλλαγζσ τθσ (επομζνωσ, εγκυμονϊντασ κλθρονομιζσ του μζλλοντοσ) διεκδικεί
τθν πλθρότθτά τθσ ςτο εκάςτοτε παρόν. Επιπλζον, θ φφςθ και θ κζςθ τθσ
προςωποκεντρικισ κεωρίασ επιτρζπει κάτι που, ίςωσ, λίγεσ κα μποροφςαν να
υποςχεκοφν: α) ζνα ςυνδιαλλζγεςκαι με ζτερα ςτοιχεία και β) εκ τθσ εμπειρίασ
αυτοφ, ζνα ενδεχόμενο αλλάηειν. Και τοφτο γιατί θ ροτηεριανι αβεβαιότθτα και
ανοιχτοςφνθ ορίηουν μία ατζλειωτθ εξελικτικι πορεία για τθν αυτοπραγμάτωςθ τθσ
κεωρθτικισ του πρόταςθσ.
Επομζνωσ, μπορεί κανείσ να μιλιςει για μία αειφόρο κεωρία θ οποία
προκειμζνου να υπθρετιςει το πρόςωπο είναι ικανι να διαφοροποιθκεί, να
ανακεωρθκεί, άρα, να εξελιχκεί ςε ό,τι καλφτερο μπορεί, μακαίνοντασ από μία
διαχρονικι διάδραςθ με ό,τι μπορεί να διευκολφνει τθ κεραπεία ι τθν ανάπτυξι τθσ.
Ανεξάρτθτα, λοιπόν, από τον τρόπο που εκτιμάται – ωσ μία πρόταςθ ουςιαςτικι,
αδιάφορθ ι ακόμθ και κατακριτζα – ςυνιςτά ζναν δυναμικό κόςμο ιδεϊν και
αντιλιψεων, ανκρϊπινων ςτάςεων και ςυμπεριφορϊν, ζναν φορζα αγωγισ,
μόρφωςθσ και καλλιζργειασ, διαπολιτιςμικά, αντιρατςιςτικά2 κι, επομζνωσ,
ανκρωπιςτικά προςανατολιςμζνων.
«Ζκκεςθ ςτθν προςωποκεντρικι προςζγγιςθ ςθμαίνει ϊκθςθ ςτθν εμπειρία
μεγαλφτερθσ αμοιβαίασ εμπιςτοςφνθσ, προςωπικισ ανάπτυξθσ και μοιράςματοσ
ενδιαφερόντων» (Rogers, 1978, 50). Το επιςτθμονικό ζργο του Rogers εκφράηει,
2
Εφςτοχα παρακζτει ο Φρανκλ (2010, 140-141): «Δφο ράτςεσ ανκρϊπων υπάρχουν ςτον κόςμο αυτό·
αλλά μονάχα αυτζσ οι δφο. Θ ράτςα των ευπρεπϊν και θ ράτςα των απρεπϊν. Αμφότερεσ βρίςκονται
παντοφ· διειςδφουν ςε όλεσ τισ ομάδεσ τθσ κοινωνίασ. Καμία ομάδα δεν απαρτίηεται εντελϊσ από
ευπρεπείσ ι απρεπείσ ανκρϊπουσ. Με αυτι τθν ζννοια, καμία ομάδα δεν είναι κακαρι ράτςα».
185
ταυτόχρονα, τθν κοςμοκεωρία του και τθν πολιτικι του ςτάςθ. Το γίγνεςκαι του
προςϊπου και Ζνασ τρόποσ να υπάρχουμε, ςυνιςτοφν διακυβεφματα τθσ προςζγγιςθσ
του επιςτιμονα, τθσ φιλοςοφίασ του ανκρϊπου και τθσ πολιτικισ άποψθσ του
διανοθτι.
Το πρόταγμα τθσ χειραφζτθςθσ του προςϊπου, εδράηει ςτθν επαναςτατικι
δφναμθ τθσ ςθμαντικισ ςχζςθσ θ οποία, όχι μόνον υπθρετεί τθ ςθμαντικι μάκθςθ,
αλλά και υπθρετείται από αυτιν. Σε μία αναγωγι, τϊρα, του μζρουσ ςτο όλον, και
αποςκοπϊντασ ςτθ χειραφζτθςθ μιασ ςυλλογικότθτασ προςϊπων, το ροτηεριανό
ςχετίηεςκαι – ωσ ζνα πλζγμα αξιϊν και ςτάςεων, αρχϊν και ςυνκθκϊν – μπορεί να
ιδωκεί ωσ μία φιλοςοφία κουλτοφρασ, κι ωσ τζτοια, παιδείασ, ικανι να διαμορφϊςει
μία προςωποκεντρικι πολιτικι, μεταφραςμζνθ ςτθν πράξθ, ςε μία αντίςτοιχθ
εμπειρία κοινωνικισ ηωισ.
Λδωμζνθ, όμωσ, μόνον ωσ φιλοςοφία τθσ κεςμικισ εκπαίδευςθσ δεν επαρκεί
για να υπθρετιςει τθν αυτοπραγμάτωςθ του μοναδικοφ-ενόσ και του κακολικοφ των
μοναδικοτιτων. Ζνασ τόςο ςθμαντικόσ ςτόχοσ για να γίνει επιτεφξιμοσ, ζχει τθν
ανάγκθ μιασ φιλοςοφίασ που κα διζπει όλεσ τισ ςυνιςτϊςεσ αγωγισ και
διαπαιδαγϊγθςθσ, επίςθμεσ και μθ. Κα πρζπει να υπθρετεί κάκε πνευματικι και
ψυχικι παραγωγι αλλά και κάκε μορφι πολιτιςμοφ.
Συναρτιςει αυτοφ του ςκεπτικοφ, κα είχε πολλά να προςφζρει ςτθν
πολυπολιτιςμικι πραγματικότθτα τθσ ςφγχρονθσ κοινωνίασ και εκπαίδευςθσ,
καλλιεργϊντασ, ταυτόχρονα, μία κουλτοφρα μοναδικότθτασ και διαπροςωπικότθτασ.
Θ διευκόλυνςθ χαρακτθρίηεται από τον Rogers, ωσ πολιτικι κεραπείασ και ανάπτυξθσ
και ωσ τζτοια, κακίςταται μία πολιτικι προςζγγιςθσ τθσ προςωπικισ και κοινωνικισ
υπόςταςθσ του ανκρϊπου και τθσ κοςμοκεωρίασ του. Επομζνωσ, θ ςχζςθ και θ
μάκθςθ, ωσ δεοντολογικζσ και οντολογικζσ ςτρατθγικζσ χάραξθσ και άςκθςθσ τθσ εν
λόγω πολιτικισ, μποροφν να ςυμβάλουν ςτθν καλλιζργεια μιασ παιδείασ που δεν κα
αντιμετωπίηει το πρόςωπο ωσ ζνα διαχρονικό απόλυτο, αλλά ωσ μία ςυνεχϊσ
διαμορφοφμενθ, πολυςχιδι, οργανιςμικι οντότθτα ςτο χωροχρόνο. Επιπλζον,
εφόςον, ωσ τζτοιο διαμορφϊνει τθν κοινωνία του, κα μπορεί να αντιλαμβάνεται και
τθν ανάγκθ για τθν καλλιζργεια μίασ αντίςτοιχθσ ποιότθτασ για τθν τελευταία.
Επιπροςκζτωσ, θ ςυγκεκριμζνθ φιλοςοφία παιδείασ μπορεί να ςυμβάλλει,
ςτθν ανάπτυξθ μιασ διττισ χειραφετθτικισ νοοτροπίασ, του εαυτοφ και του εμείσ.

186
Αυτό ςθμαίνει ότι το πρόςωπο αποκτά τθν ικανότθτα να διεκδικεί για τον εαυτό, τθν
αποδζςμευςθ από ενδοβολζσ, αρνθτικοφσ όρουσ αξίασ και προςωπεία και για τθν
κοινωνία, τθν απελευκζρωςθ από πάςθσ φφςθσ ποδθγετιςεισ, καταπιζςεισ και
επιβολζσ αυταρχικϊν και ρατςιςτικϊν αξιακϊν ςυςτθμάτων μα και απάνκρωπων
κοινωνικϊν και πολιτικϊν κατεςτθμζνων. Ζτςι, κακίςταται εφικτό να υπθρετείται,
αφενόσ, θ μοναδικότθτά του, δθλαδι, θ εξζλιξι του ςε ζνα ξεχωριςτό, ανεπανάλθπτο
και πλιρεσ πρόςωπο και, αφετζρου, θ διαπροςωπικότθτά του, θ ανάπτυξθ, δθλαδι,
τθσ διαπολιτιςμικότθτασ και τθσ δθμιουργικισ του κοινωνικοποίθςθσ. Κατά τθ γνϊμθ
του Rogers «θ αποδοχι τθσ ποικιλομορφίασ των αξιϊν, των τρόπων ηωισ και των
απόψεων είναι θ καρδιά τθσ δθμοκρατικισ διαδικαςίασ» (1980, 279).
Συνεπϊσ, θ κεωρία του, ιδωμζνθ ωσ φιλοςοφία τθσ παιδείασ, κεςμικισ τε και
μθ, μπορεί να παίξει ουςιαςτικό ρόλο τόςο ςτθν ανάπτυξθ τθσ μοναδικότθτασ και ςτθ
διαχείριςθ του αυτεξουςίου, όςο και ςτθν καλλιζργεια τθσ διαπολιτιςμικότθτασ και
ςτθ διαχείριςθ τθσ διαφορετικότθτασ ωσ αενάωσ διαμορφοφμενθσ μοναδικότθτασ.
Υπό τθν ζννοια αυτι παρουςιάηει μεγάλο ενδιαφζρον για μία διαπολιτιςμικι
εκπαίδευςθ και κοινωνία. Θ περαιτζρω διερεφνθςθ του κζματοσ κα επζτρεπε τθ
διαπίςτωςθ, αν και κατά πόςο, θ πολλά υποςχόμενθ δυναμικι τθσ μπορεί να
καταςτεί γόνιμα υλοποιιςιμθ.

187
ΒΙΒΝΙΟΓΡΑΦΙΜΕ΢ ΑΟΑΦΟΡΕ΢

Ακαναςόπουλοσ, Τ. (19.10.2010). Ανκρωπιςτικι Ψυχολογία: ΢ότηερσ-Μάςλοου. «Εnet


Διάλογοι». Στο: http://dialogoi.enet.gr/post/%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-
%CF%88%CF%85%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1-%CF%81%CF%8C%CF%84%CE%B6%CE%B5%CF%81%CF%82-
%CE%BC%CE%AC%CF%83%CE%BB%CE%BF%CE%BF%CF%85.

Αρβελζρ-Γλφκατηθ, Ε. (10.10.2011). Συνζντευξθ ςτθν Τςουκαλά. Εκπομπι «Ζχει Γοφςτο». Στο:


http://www.ert.gr/webtv/index.php/2011-06-03-13-11-34/item/613-10/10/2011-%CE%B5%CE%BA%CF%80%CE%BF%CE%BC%CF%80%CE%AE-
10.html.
Αςθμάκθσ, Ρ. (1991). Υπερβατικόσ διαλογιςμόσ. Θ ψυχοφυςιολογία τθσ ολοκλιρωςθσ. Ακινα:
Aquarius.
Apple, M. (1993). Εκπαίδευςθ και Εξουςία. Κεςςαλονίκθ: Ραρατθρθτισ.
Apple, M. (2008). Επίςθμθ γνϊςθ. Επιμ. Γ.Γρόλλιοσ. Μτφ. Μ.Μπατίλασ. Κεςςαλονίκθ:
Επίκεντρο.
Βαςματηίδθσ, Ρ. (2008). Υγεία και κεραπεία τθσ ψυχισ ςτθν Αρχαιότθτα: Μία ιςτορικι,
φιλοςοφικι, ψυχιατρικι και ψυχαναλυτικι προςζγγιςθ. Ακινα: Καςτανιϊτθ.
Bertrand, Y.& Valois, P. (2000). Carl Rogers. Στο: J. Houssaye (επ.). Δεκαπζντε παιδαγωγοί:
ςτακμοί ςτθν ιςτορία τθσ παιδαγωγικισ ςκζψθσ (Rousseau, Pestalozzi, Frobel, Robin, Ferrer,
Steiner, Dewey, Decroly, Montessori, Makarenko, Ferriere, Cousinet, Freinet, Neill, Rogers).
Μετ. Δ.Καρακατςάνθ. Ακινα: Μεταίχμιο.
Bosteels, B. (07.01.2011). Ο Μπαντιοφ χωρίσ τον Ηίηεκ.
Στο: http://radicaldesire.blogspot.com/2011/01/bruno-bosteels_07.html.
Blackledge, D. & Hunt, B. (2004). Κοινωνιολογία τθσ Εκπαίδευςθσ. Ακινα: Μεταίχμιο.
Bradberry, T. & Greaves, J. (2006). Συναιςκθματικι νοθμοςφνθ. Το απλό βιβλίο. Μτφ.
Ε.Μαρκοηάνε. Ακινα:Κριτικι
Γιανναράσ, Χ. (1988). Χάιντεγγερ και Αρεοπαγίτθσ, ι, Ρερί απουςίασ και αγνωςίασ του Θεοφ.
Ακινα: Δόμοσ.
Γιανναράσ, Χ. (22.02.2009). Το κϊμα, τα κόμματα και θ ευκαναςία. Εφθμ. «Κακθμερινι».
Στο: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_22/02/2009_304482.
Γκουτηαμάνθσ, Β. (1998). Το πρόςωπο ςτθν παιδεία και θ ςθμαντικι των προςωπείων.
Κεςςαλονίκθ: Ερωδιόσ.
Γκουτηαμάνθσ, Β. (2006). Ελευκερία και Ραιδεία. Σθμειϊςεισ μακιματοσ ςτο Γ’ εξάμθνο του
Διδαςκαλείου «Δ.Γλθνόσ». Κεςςαλονίκθ: ΡΤΔΕ, ΑΡΚ.
Γλζνθ, Χρ. (2009). Θεωρία και πράξθ τθσ γλωςςικισ διδαςκαλίασ ςτο ςχολείο τθσ πολιτιςμικισ
ετερότθτασ-Αποτελζςματα ερευνϊν. Ειςιγθςθ ςτο Διεκνζσ Συνζδριο Διαπολιτιςμικισ Αγωγισ,
22-26 Λουνίου. Ακινα: IAIE & IMEPO.
Council of Europe. Intercultural Dialogue. Στο: http://www.coe.int/t/dg4/intercultural/default_EN.asp?.
Corchia, L. (2005). La teoria della personalita di Carl R. Rogers. Στο Il Trimestrale, The Lab’s
Quarterly, 4. Στο: http://arp.unipi.it/dettaglioar.php?ide=128209.
Coulson, W.R. (1994). FULL HEARTS AND EMPTY HEADS: THE PRICE OF CERTAIN RECENT PROGRAMS
IN HUMANISTIC PSYCHOLOGY. (Expanded from an Address of October 20, 1994, at a Conference
on The Nature and Tasks of a Personalistic Psychology, Franciscan University of Steubenville,
Ohio U.S.A.). Στο: http://www.ewtn.com/library/ACADEMIC/FULLHEAR.htm.
Cummins, J. (1999). Ταυτότθτεσ υπό Διαπραγμάτευςθ. Εκπαίδευςθ με ςκοπό τθν ενδυνάμωςθ
ςε μια Κοινωνία τθσ Ετερότθτασ. Σκοφρτου (επιμ.). Μετ. Αργφρθ. Ακινα: Gutenberg.
Δαμανάκθσ, 1989, 2, ςτο: http://ediamme.edc.uoc.gr/download.php?id=259442,135,8.
Δαρβίνοσ, Κ. (2009). Θ καταγωγι των ειδϊν. Τόμοσ Α’. Ρανεπιςτθμίου Ρατρϊν: Ειδικι ζκδοςθ
για τθν εφθμερίδα το ΒΘΜΑ.
Δαφζρμοσ, Μ. (04.01.2010). Εκπαίδευςθ, Κατάρτιςθ και Ανάπτυξθ τθσ Ρροςωπικότθτασ.
Στο: http://chrreppas.blogspot.com/2010/01/blog-post_04.html.
Δαφερμάκθσ, Μ. & Παυλίδθσ, Ρ. (2006). Θ διαμόρφωςθ τθσ προςωπικότθτασ ωσ ηιτθμα τθσ
παιδείασ και του πολιτιςμοφ. Μια αναφορά ςτο ζργο των Λ.Βυγκότςκι και Α.Μακάρενκο. Τα
Εκπαιδευτικά. Τεφχ. 81-82, 164-178.
Δθμαράσ, Α. (7/9/2008). Συνζντευξθ ςτον Απόςτολο Διαμαντι. Ρεριοδικό Ζψιλον. 61-67.
Εφθμ. «Ελευκεροτυπία». Στο: www.e-proodos.gr/an/dimaras.doc.
Δοϊρανλισ, Ν. Θεωρία προςωπικότθτασ του Carl Rogers.
Στο: http://e-psychology.gr/psychotherapy/125----carl-rogers.
Devonna, M. (2011). Emancipatory Pedagogies in a Grade 11. Social Studies Classroom, Faculty
of Education, Brock University. Ontario: St. Catharines.
Στο: http://dr.library.brocku.ca/bitstream/handle/10464/3418/Brock_Munroe_Devonna.pdf?sequence=1.
Derrida, J. (1983). Θ τελευταία λζξθ του ρατςιςμοφ, μετ. Χ.Γ.Λάηου. Ακινα: Άγρα.
ΕΠΙΣΡΟΠΗ ΣΩΟ ΕΤΡΩΠΑΛΜΩΟ ΜΟΙΟΟΣΗΣΩΟ (Βρυξζλλεσ, 3.7.2008). COM (2008) 425 τελικό.
Ανακοίνωςθ τθσ Επιτροπισ ςτο Ευρωπαϊκό Κοινοβοφλιο, ςτο Συμβοφλιο, Στθν Ευρωπαϊκι
Οικονομικι Επιτροπι και ςτθν Επιτροπι των Ρεριφερειϊν. Βελτίωςθ των ικανοτιτων για τον
21ο αιϊνα: ατηζντα για τθν ευρωπαϊκι ςυνεργαςία ςτο ςχολικό τομζα, ,SEC(2008) 2177-.Στο:
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2008:0425:FIN:EL:PDF.
Ζςςε, Ε. (1985). Σιντάρτα. Μετ. Λ.Ηουργοφ. Κεςςαλονίκθ: Εκδοτικι.
Groddeck, N. (2003). Carl Rogers, die Reformpädagogik und die Reform der Regelschule. Στο:
http://www.norbertgroddeck.de/files/rogersregelschule-2003.pdf.
Giroux, H. (1997).Pedagogy and Politics of Hope. Theory, Curture and Schooling. A critical
Reader. Westview Press.
Grabisch, S. (2002). Erziehung zur Freiheit? Anmerkungen zum Humanismus im Werke von Carl
R. Rogers und Joseph Beuys. Universität Hildesheim. Στο: http://ideal.istik.de/Texte/GrabischDA.pdf.
Graf, C. About Carl Rogers and The Person-Centered Approach, ςτο http://www.person-centered.org/carl.html.
Hall Jo, K. (1997). Carl Rogers - Psychology History.
Στο: http://www.muskingum.edu/~psych/psycweb/history/rogers.htm.
Hartdegen, K. (2006). Der personenzentrierte Ansatz von Carl Rogers im Schulunterricht und
seine Auswirkungen auf die Lehrerrolle. Bachelorarbeit. FernUniversität Hagen. Στο: http://www.gwg-
ev.org/cms/cms.php?fileid=59.
Hegel (1770-1831), ςτο: http://www.kosmologia.gr/philosophy_history/HEGEL.htm.
Herbert, M. (1992). Ψυχολογικά προβλιματα τθσ παιδικισ θλικίασ. Επ. Λ.Ραραςκευόπουλοσ.
Ακινα: Ελλθνικά Γράμματα.
Holderlin, F. (1797). Γράμμα ςτον Johann Gottfried Ebbel. 10 Λανουαρίου 1797.
Ιωαννίδθσ, Κ. (2010). Οι αντιδραςτικζσ τομζσ ςτθν εκπαίδευςθ βλάπτουν ςοβαρά τθν παιδικι
θλικία. Εφθμ. Κυριακάτικοσ ΢ιηοςπάςτθσ, 06.6.2010, 18-19.
Κδρυμα Ξείηονοσ Ελλθνιςμοφ, Classical Period – Culture.
Στο: http://www.ime.gr/chronos/05/gr/culture/2240aristotelis.html.
Ιονζςκο Ε., ςτο: http://www.artoftheater.com/theater/22-eugene-ionesco.html.
Johnson, R. (2002). Από τθ ςκιά ςτο φωσ. Ρϊσ να ςυμφιλιωκείτε με τθν άγνωςτθ και πιο
δθμιουργικι πλευρά του εαυτοφ ςασ. Μετ. Στ.Μεταξάσ. Κεςςαλονίκθ: Αρχζτυπο.
Μαβάφθσ, Κ. Τα Ροιιματα (1897-1933). Κεςςαλονίκθ: Μετόπθ.
Μάλφασ, Β. (16.02.2009). Ερμθνεφοντασ τον «Τιμαίο» του Ρλάτωνοσ. Ομιλία ςτο 1ο Λφκειο
Κερατςινίου. Στο: http://www.syllapofthem.com/article-kalfas.htm.
Μαμαρινοφ, Δ. (1998). ΒΙΩΜΑΤΙΚΘ ΜΑΘΘΣΘ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. Ξυλόκαςτρο: Ραράρτθμα Αγωγισ
Καταναλωτι.

189
Μαραγιαννόπουλοσ, Λ. ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΘΓΘΤΘ για τθν ΙΣΤΟ΢ΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΤΕ΢ΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΓΧ΢ΟΝΟΥ
ΚΟΣΜΟΥ (από το 1815 ζωσ ςιμερα).
Στο: http://www.sunfiles.org/uploads/2/2/4/3/2243214/istoria_1815-2000_sel_1_242.pdf.
Μαςτοριάδθσ, Κ. (1988). Θ Φανταςιακι Θζςμιςθ τθσ Κοινωνίασ. Ακινα: ΢άππα.
Μεςςίδθσ, Κ. (2006). Θράκλειτοσ, Ακινα: Γόρδιοσ.
Μογκοφλθ, Λ. (1984). Ειςαγωγι ςτθν Ραιδαγωγικι. Κεςςαλονίκθ: Αφοι Κυριακίδθ.
Μόλιου, Κ. (30.06.2002). Ηακ Ντεριντά. Γλωςςολόγοσ, φιλόςοφοσ (1930-2004). ΕΛΔΛΚΟ
ΕΝΚΕΤΟ. Εφ. «ΤΟ ΒΘΜΑ». Στο: http://www.tovima.gr/relatedarticles/article/?aid=143848.
Μολίςθσ, Φ. (2009). Θ χρονιά του Δαρβίνου. Γϋ Κφκλοσ Ομιλιϊν του Ρρογράμματοσ
Μορφωτικϊν Εκδθλϊςεων: ΕΡΛΣΤΘΜΘΣ ΚΟΛΝΩΝΛΑ.
Στο: http://www.eie.gr/epistimiskoinonia/2008-2009/%CE%922009%20%CE%94%CE%B1%CF%81%CE%B2%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%82.pdf.
Μοςμόπουλοσ, Α. (1994). Ψυχολογία και οδθγθτικι τθσ παιδικισ και νεανικισ θλικίασ. Ακινα:
Γρθγόρθσ.
Μοςμόπουλοσ, Α. & Ξουλαδοφδθσ, Γ. (2009). Ο Carl Rogers & Θ προςωποκεντρικι του
κεωρία για τθν ψυχοκεραπεία και τθν εκπαίδευςθ. Ακινα: Ελλθνικά Γράμματα.
Μοςμόπουλοσ, Α. Θ αγωγι ωσ αποκατάςταςθ του άνκρωπου.
Στο: http://www.avkosmopoulos.gr/gr_pdf/ekpaideftiki-agogi.pdf.
Μουντουράσ, Μ. Μακθτοκεντρικι κεωρία και πράξθ ςτθν Ελλάδα, Μζροσ 4ο.
Στο: http://politikokafeneio.com/pedia/pedagogiki270405.htm.
Μουτςοκανάςθ, Χ. (2010). Στάςεισ και απόψεισ των κακθγθτϊν δευτεροβάκμιασ
εκπαίδευςθσ, ςχετικά με τθ διαχείριςθ προβλθμάτων ςυμπεριφοράσ των μακθτϊν μζςα ςτθ
ςχολικι τάξθ. Χαροκόπειο Ρανεπιςτιμιο-Τμιμα Οικιακισ Οικονομίασ και Οικολογίασ. Ακινα.
Στο: http://estia.hua.gr:8080/dspace/bitstream/123456789/1147/1/Koutsothanasi_Crysoula.pdf.
Μυριάκου, Ν. Μάςκεσ - Οπτικοακουςτικό υλικό. Στο: http://www.komvos.edu.gr/masks/audiovideo.html.
Μουφοφ, ΢κεντερίδου & ΢ωτθρίου. (2007). Απόψεισ εκπαιδευτικϊν πρωτοβάκμιασ
εκπαίδευςθσ, για τθ ςχζςθ ςχολικισ επίδοςθσ και ςχολικισ προςαρμογισ, μακθτϊν διάφορων
εκνικϊν ομάδων ςτισ πόλεισ Θρακλείου και Αλεξανδροφπολθσ. Τμ. Κοινωνικισ Εργαςίασ.
Θράκλειο.Στο: http://nefeli.lib.teicrete.gr/browse/seyp/ker/2007/Koufou,Eugenia/attached-document/pdf.
Kirschenbaum, H. & Henderson, L.V. (1989). The Carl Roger Reader. Boston: Houghton Mifflin
Company.
Kramer, R. (1995). The birth of client-centered therapy: Carl Rogers, Otto Rank and “The
Beyond”. Journal of Humanistic Psychology, Vol. 35, No. 4, Fall 1995, 54-110.
Στο: http://www.ottorank.com/essays/rogers.
Krone, W. (1988). Zur Erziehung des Erziehers. Behaviorismus - Psychoanalyse - Humanistische
Psychologie, Frankfurt/Main: Verlag Peter Lang.
Kuhn, T. (1987). Θ δομι των επιςτθμονικϊν επαναςτάςεων. Μτφ. Γεωργακόπουλοσ &
Κάλφασ, Ακινα: Σφγχρονα Κζματα.
Ναμπζτθ, Ε. Συνζντευξθ ςτθν εκπομπι «Ραραςκινιο». Στο: http://youtu.be/9rcRzm3jQgg.
Νεοντάρθ, Α. (2006). Αυτο-υπονόμευςθ. Στο Ε.Συγκολλίτου (επιμ.), Ζννοια του εαυτοφ και
λειτουργικότθτα ςτο ςχολείο, 119-138. Κεςςαλονίκθ: Αφοί Κυριακίδθ.
Νυπουρλισ, Δ. (2000). Αριςτοτζλθσ. Θκικά Νικομάχεια, Βιβλίο Βϋ. Κεςςαλονίκθ: Ηιτροσ.
Leibniz, G. Στο: http://mathandliterature.blogspot.com/2009/10/blog-post_16.html.
Ξαλικιϊςθ-Νοΐηου, Μ. (1999). Συμβουλευτικι Ψυχολογία 2. Ακινα: Ελλθνικά Γράμματα.
Ξαλικιϊςθ-Νοΐηου, Μ. (2001). Θ Συμβουλευτικι Ψυχολογία ςτθν Εκπαίδευςθ. Από τθ κεωρία
ςτθν πράξθ. Ακινα: Ελλθνικά Γράμματα.

190
Ξανουςζλθσ, Σ. (26.11.2011). Ρϊσ εγγράφονται, παγιϊνονται και ανακαλοφνται τα μνθμονικά
ίχνθ ςτον εγκζφαλό μασ. Εγκζφαλοσ ο μνιμων, εφ. «Ελευκεροτυπία».
Στο: http://www.enet.gr/?i=news.el.episthmh-texnologia&id=328472.
Ξαντζλα, Ν. (1989) Το Άπαρτχάιντ. Μετ. Αςτερίου. Ακινα: Θρόδοτοσ.
Ξαρωνίτθσ, Δ. (1987). ΜΥΚΟΣ ΚΑΛ ΛΣΤΟ΢ΛΑ ΣΤΟ ΘΜΕ΢ΟΛΟΓΛΟ ΚΑΤΑΣΤ΢ΩΜΑΤΟΣ, Γϋ. Ανάτυπο από
τον τόμο Ο Σεφζρθσ ςτθν Ρφλθ τθσ Αμμοχϊςτου, Ακινα: Μ.Λ.Ε.Τ. .
Ξζρυ, Τ. (2002). Ρρόςκλθςθ ςτθν προςωποκεντρικι προςζγγιςθ. Μετ. Γ. Δίπλασ. Ακινα:
Καςτανιϊτθ.
Ξιττα, Δ. Πψεισ του προςωπείου. Στο http://www.komvos.edu.gr/masks/concl.html.
Ξπακιρηισ, Κ. (1996). Θ δυναμικι τθσ αλλθλεπίδραςθσ ςτθν επικοινωνία: κριτικι παρουςίαςθ
τθσ ςυμβολισ των Kurt Lewin, Jacob Moreno και Carl Rogers. Ακινα: Gutenberg.
Ξπακιρτηισ, Κ. (2003). Επικοινωνία και αγωγι, Ακινα: Gutenberg, Ραιδαγωγικι ςειρά.
Ξπίμπου-Οάκου, Λ. (2002). Θ κζςθ των παιδιϊν ςτισ πρακτικζσ των ψυχολογικϊν κεωριϊν
ςτο εκπαιδευτικό πλαίςιο. 2ο Ρανελλινιο Συνζδριο Σχολικισ Ψυχολογίασ, 6-8 Δεκεμβρίου
2002.
Ξπίμπου-Οάκου, Λ. (2005). Διεπαγγελματικι ςυνεργαςία οικογενειϊν, εκπαιδευτικϊν και
ςχολικϊν ψυχολόγων: Ραραδοχζσ, διαπραγματεφςεισ και διλιμματα. 2ο Ρανελλινιο Συνζδριο
Σχολικισ Ψυχολογίασ, 6-8 Δεκεμβρίου 2002. Κεςςαλονίκθ. Ανακεϊρθςθ του κειμζνου,
Νοζμβριοσ 2005.
Ξπλζτςα, Μ. (2010). Διερεφνθςθ τθσ ςχζςθσ ανάμεςα ςτθ βιωματικι μάκθςθ και ςε πτυχζσ
τθσ γνωςτικισ ανάπτυξθσ ςτθ νθπιακι θλικία. Χαροκόπειο Ρανεπιςτιμιο, Τμιμα Οικιακισ
Οικονομίασ & Οικολογίασ. Ακινα. Στο:http://estia.hua.gr:8080/dspace/bitstream/123456789/1096/1/bletsa_marilena.pdf.
Ξπουκάι, Χ. (2008). Να ςου πω μια ιςτορία. Μετ. Κρ.Θλιόπουλοσ. Ακινα: Οpera.
Ξπουρουντισ, Δ. (22.11.2011). Συνζντευξθ ςτθν Τςουκαλά. Εκπομπι «Ζχει γοφςτο».
Ξπροφηοσ, Α. (2004). Ρροςωποκεντρικι Συμβουλευτικι. Θεωρία, ζρευνα και εφαρμογζσ.
Ακινα: Τυπωκιτω- Δάρδανοσ.
Ξυτακίδου, Σ. & Σρζςςου, Λ. (2006). Κείμενα για το μάκθμα: Α΢ΧΕΣ ΔΙΑΡΟΛΙΤΙΣΜΙΚΘΣ
ΕΚΡΑΙΔΕΥΣΘΣ, ςτο Διδαςκαλείο «ΔΘΜΘΤ΢ΘΣ ΓΛΘΝΟΣ». Κεςςαλονίκθ: ΡΤΔΕ, ΑΡΚ.
Maslow, A. Toward a Psychology of Being, Essential Concepts.
Στο: http://www.wwrsd.org/65512581691614/lib/65512581691614/Toward_a_Psychology_of_Being_-_Maslow_(2).doc.
Mearns, D. & Thorne, B. Video-Συηιτθςθ για τθ νζα ζκδοςθ του βιβλίου τουσ Person-Centred
Counselling in Action, 3 edition. SAGE. Στο: http://www.youtube.com/watch?v=IvN781-RqPk.
Merrill, C. (2008). Carl Rogers and Martin Buber in Dialogue: The Meeting of Divergent Paths,
The Person-Centered Journal, Vol. 15, No. 1-2. Στο: http://www.adpca.org/Journal/journalindex.htm.
Moustakas, C. (1986). Συνειδθτοποίθςθ και ελευκερία ςτθ μάκθςθ. Στο Moustakas, C. &
Perry, C. Ραιδαγωγικι τθσ ελευκερίασ. Μετ. Γ.Ρροδρόμου. Ακινα: Ταμαςόσ.
Οζα Αναλυτικά Προγράμματα, Υπουργείο Ραιδείασ & Ρολιτιςμοφ Κφπρου.
Στο: Slide 1 - Νζα Αναλυτικά Ρρογράμματα, www.nap.pi.ac.cy/files/pliroforiki/.../eisagogi_NAP_epimorfosidfasi...
Οτεριντά, Η. (1930 ζωσ 2004). Στο: http://www.sansimera.gr/biographies/7.
Οτεριντά, Η. (3-7-2002). Συνζντευξθ του γάλλου φιλόςοφου ςτον ιταλό μακθματικό
Ριερτηόρτηιο Οντιφρζντι. Εφθμ. «La Repubblica». Αναδθμοςίευςθ ςτθν εφ. «Ελευκεροτυπία»,
ΣΘΜΕΛΩΜΑΤΑ΢ΛΟ ΛΔΕΩΝ, Στα ίχνθ του Ντεριντά από το Θανάςθ Γιαλκζτςθ, 7-31/10/2004. Στο:
www.enet.gr/online/online_text?c=113&id=92561764.
Natiello, P. (1998). PERSON-CENTERED TRAINING: RESPONSE TO DAVE MEARNS. The Person-
Centered Journal, Volume 5, Issue1. Printed in the USA. Στο: http://pdfcast.org/download/person-centered-
training-response-to-dave-mearns.pdf.

191
Oliverio Ferrarsi, An. & Oliverio, Al. (2002). Fondamenti di psicologia dello sviluppo. Estratto da
Psicologia. I motivi del comportamento umano. Bologna: Zanichelli.
Οικονόμου, Α. (2010). Abraham Maslow (1908-1970). Στο:
http://oiko.wordpress.com/2010/01/13/%CE%BC%CE%AC%CF%83%CE%BB%CE%BF%CE%BF%CF%85/.
Οικονόμου, Α. (2011). Carl Rogers (1902-1987)-Ανκρωπιςτικι Θεωρία.
Στο: http://oiko.wordpress.com/2011/05/02/carl-rogers-1902-1987/.
Παιδαγωγικό Ινςτιτοφτο. (2011). ΒΑΣΙΚΟ ΕΡΙΜΟ΢ΦΩΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ. Τόμοσ Α : Ειδικό Μζροσ –
ΡΕ70 – Δάςκαλοι. Ακινα:Μείηον Ρρόγραμμα Επιμόρφωςθσ Εκπαιδευτικϊν.
Παιδαγωγικό Ινςτιτοφτο (2011). ΒΑΣΙΚΟ ΕΡΙΜΟ΢ΦΩΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ. Τόμοσ Βϋ: Ειδικό Μζροσ –
ΡΕ70 – Δάςκαλοι. Ακινα: Μείηον Ρρόγραμμα Επιμόρφωςθσ Εκπαιδευτικϊν.
Παπαδθμθτρίου, Ε.Γ. (1988). Θεωρία τθσ επιςτιμθσ και ιςτορία τθσ φιλοςοφίασ: Για μία
φιλοςοφικά και κοινωνικά κεμελιωμζνθ επιςτθμολογία. Ακινα: Gutenberg.
Παπαδοποφλου, Δ. (1990). Ειςαγωγι ςτθν Εκπαίδευςθ για τθν Ειρινθ και τα Δικαιϊματα του
Ανκρϊπου. Στο Δ. Ραπαδοποφλου (επιμ.), Εκπαίδευςθ για τθν ειρινθ και τα δικαιϊματα του
ανκρϊπου, ςς. 19-69. Κεςςαλονίκθ: Εργαςτιριο Εκπαίδευςθσ για τθν Ειρινθ.
Παυλίδθσ, Ρ. (2001). Θ προςωπικότθτα ςτα γρανάηια τθσ αξιολόγθςθσ. Εκπαιδευτικι
Κοινότθτα, τχ. 56, Νοζμβριοσ-Λανουάριοσ, ςς. 18-23. Στο: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/prosopikaxiol.htm.
Παυλίδθσ, Ρ. (2003). Ραιδεία και κακθμερινι ςυνείδθςθ υπό το πρίςμα τθσ κοινωνικισ
προόδου, Μζροσ 1ο. Στο Σφγχρονθ Εκπαίδευςθ, τχ.131, ςς. 89-99.
Παυλίδθσ, Ρ. (2004). Το γίγνεςκαι τθσ ιδεολογίασ και θ εκπαιδευτικι κεςμικότθτα. ΤΟ ΒΘΜΑ
ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΙΣΤΘΜΩΝ, τ. ΛΑ, τχ. 41, ςς. 65-88.
Παυλίδθσ, Ρ. (2006). Σφγκρουςθ των πολιτιςμϊν και παιδεία τθσ πολυπολιτιςμικότθτασ.
Κριτικι κεϊρθςθ τθσ φιλελεφκερθσ άποψθσ. Στο Κ.Βουδοφρθσ (επ.). Θ φιλοςοφία του
Ρολιτιςμοφ, ςς. 184-196. Ακινα: Λωνία. Στο: http://users.auth.gr/ppavlidi/page2.htm.
Παυλίδθσ, Ρ. (2006). Για μια μετα-μετανεωτερικι επιςτροφι ςτθ χειραφετικι αντίλθψθ τθσ
παιδείασ. ΕΛΛΘΝΙΚΘ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΘ ΕΡΙΘΕΩ΢ΘΣΘ, τ. 23, τχ. 68, ςς.131-153.
Στο: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Paideia_kai_metaneoterikotita.htm.
Παυλίδθσ, Ρ. (2008). Θ εκπαίδευςθ ςτον ορίηοντα τθσ κοινωνικισ χειραφζτθςθσ. ΟΥΤΟΡΙΑ, τχ.
80, ςς.139-159.
Παυλίδθσ, Ρ. (2008). Θ παιδεία ωσ ςκοπόσ του βίου. Στο Κ.Βουδοφρθσ (επιμ.), Ραιδεία: Θ
εκπαίδευςθ ςτθν εποχι τθσ οικουμενικότθτασ, ςς.238-253. Ακινα, Λωνία.
Πελεγρίνθσ, Κ. Στο: http://mathandliterature.blogspot.com/2009/10/blog-post_16.html.
Πεκ, Σ. (1988). Ο δρόμοσ ο λιγότερο ταξιδεμζνοσ. Μια νζα ψυχολογία για τθν αγάπθ, για τισ
παραδοςιακζσ αξίεσ και για τθν πνευματικι ανάπτυξθ. Μετ. Στ.Ηαχαρόπουλοσ. Ακινα:
Κζδροσ.
Περράκθσ, Στ. (1990). Δικαιϊματα του ανκρϊπου και Ειρινθ. Στο Δ.Ραπαδοποφλου (επιμ.),
Εκπαίδευςθ για τθν ειρινθ και τα δικαιϊματα του ανκρϊπου, 113-138. Κεςςαλονίκθ:
Εργαςτιριο Εκπαίδευςθσ για τθν Ειρινθ.
Πφλθ για τθν Ελλθνικι Γλϊςςα. ΡΘΓΕΣ & ΛΕΞΙΚΑ. Στο: http://www.greek-language.gr.
Patterson, C.H. (1977). Foundations for a Theory of Instruction and Educational Psychology,
«Chapter 5: Carl Rogers and Humanistic Education». Harper & Row. Στο:
http://www.sageofasheville.com/pub_downloads/CARL_ROGERS_AND_HUMANISTIC_EDUCATION.pdf.

Pervin, L. & John, O. (2001). Θεωρίεσ Ρροςωπικότθτασ. Ζρευνα και Εφαρμογζσ. Ακινα:
Τυπωκιτω-Δαρδανόσ.
Pervin, L. (1981). Persönlichkeitstheorien. Freud, Adler, Jung, Rogers, Kelly, Catell, Eysenck,
Skinner Bandura u.a. München/Basel: E.Reinhardt.

192
Peyronie, H. (2000). Celestin Freinet. Βιογραφία του Freinet και ιςτορία των αρχϊν του
κινιματόσ του. Στο J. Houssaye (επ.). Δεκαπζντε παιδαγωγοί: ςτακμοί ςτθν ιςτορία τθσ
παιδαγωγικισ ςκζψθσ (Rousseau, Pestalozzi, Frobel, Robin, Ferrer, Steiner, Dewey, Decroly,
Montessori, Makarenko, Ferriere, Cousinet, Freinet, Neill, Rogers). Μετ. Δ.Καρακατςάνθ.
Ακινα: Μεταίχμιο.
Prendergast, J. (2003) The sacred mirror: being together. In Prendergast, Fenner & Krystal. The
Sacred Mirror. St.Paul: Paragon House. Στο: http://www.person-centered.org/carl.html.
Ράμφοσ, Σ. (1996). Σκζψεισ ενόσ ακεραπεφτωσ αιςιοδόξου για το ελλθνικό μζλλον. Κνδικτοσ.
Φκινόπωρο, τχ. 6ο. Στο: http://echo.grmedia.gr/doc/ramfos.pdf.
Ρίηοσ, Σ. (2007). Χαριςματικά Ραιδιά και Εκπαίδευςθ. Στο Ρρακτικά του Ελλθνικοφ Λνςτιτοφτου
Εφαρμοςμζνθσ Ραιδαγωγικισ και Εκπαίδευςθσ (ΕΛΛ.Λ.Ε.Ρ.ΕΚ.). 4ο Ρανελλινιο Συνζδριο με
κζμα: Σχολείο Κςο για Ραιδιά Άνιςα. Ακινα, 4-6 Μαΐου, ςς.420-429.
Στο: http://www.elliepek.gr/documents/4o_synedrio_eisigiseis/420_429.pdf.
Ρόηενταλ, Μ. & Γιοφντιν, Ρ. ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ. Ζννοιεσ, ερμθνεία, ανάλυςθ φιλοςοφικϊν
όρων. Ακινα: Νζα Εποχι (ανατφπωςθ από τθν ελλθνικι ζκδοςθ που ζγινε ςτισ Λαϊκζσ
Δθμοκρατίεσ).
Reich, W. (2006). Άκου ανκρωπάκο. Μετ. Ν.Βαρςάκθ. Ακινα: Λάμβλιχοσ.
Rhem, J. Pygmalion in the classroom. The National Teaching & Learning FORUM, v.8, n.2.
Στο: http://www.ntlf.com/html/pi/9902/v8n2smpl.pdf.
Rogers, C. (1940). Speech at the University of Minnesota.
Στο: http://www.atpweb.org/pioneers/pioneers.carlrogers.html.
Rogers, C. (1953). The Good Life and the Fully Functioning Person.
Στο: http://www.panarchy.org/rogers/person.html.
Rogers, C. (1961). On Becoming a Person. Στο: http://www.panarchy.org/rogers/person.html.
Rogers, C. Θεωρίεσ προςωπικότθτασ. Στο: http://www.asda.gr/gym04agan/sep/rogers.htm.
Rogers, C. (1961). Το γίγνεςκαι του προςϊπου: θ ματιά του κεραπευτι ςτθν ψυχοκεραπεία.
Μετ. Μ.΢θγοποφλου. Ακινα: Ερευνθτζσ. (2006).
Rogers, C. (1969). Freedom to Learn. Στο: http://www.panarchy.org/rogers/learning.html.
Rogers, C. (1980). Ζνασ τρόποσ να υπάρχουμε. Μτφ. Μ.Τςουμάρθ. Ακινα: Ερευνθτζσ. (2006).
Rogers, C. & Rosenberg, R. (1980). Die Person als Mittelpunkt der Wirklichkeit. Stuttgart: Klett-
Cotta.
Rogers, C. (1985). Θ πολιτικι μου τοποκζτθςθ. Μετ. Ν. & Ν. Ραϊηθ – Α. Κοςμόπουλοσ.
Ραιδαγωγικι Επικεϊρθςθ, 2, 123-127, Ακινα. Στο: http://dspace.lib.uom.gr/bitstream/2159/3829/1/rogers_p123-
p127_1985.pdf.
Rogers, C. (1988). Lernen in Freiheit. Zur inneren Reform von Schule und Universität.
Frankfurt/Main: Fischer.
Rogers, C. The Great Carl Rogers-Person Centred Therapy.
Video: http://www.youtube.com/watch?v=DjTpEL8acfo&feature=endscreen.
Rogers, C. (1989). Freiheit und Engagement – Personenzentriertes Lehren und Lernen. Frankfurt
am Main: Fisher, Geist und Psyche.
Rogers, C. (1991). Ομάδεσ ςυνάντθςθσ: Αυτογνωςία – Ψυχολογία Ομάδων – Επικοινωνία.
Μετ. Α. Ντοφργα. Ακινα: Δίοδοσ.
Rogers, C. & Freiberg, J. (1994). Freedom to learn. N.York: Merill.
Rogers, C. (2003). Carl Rogers on personal power: Inner strength and its revolutionary impact.
London: Constable.
Russell, B. (1946) Ideas that Have Harmed Mankind. Στο: http://www.panarchy.org/russell/ideas.1946.html.

193
΢πινόηα, Μπ. (2009). Θκικι. Μετ. Ε.Βανταράκθσ. Ακινα:Εκκρεμζσ,.
΢αρτρ, Η.Ρ. Ο Υπαρξιςμόσ είναι Ανκρωπιςμόσ. Μετ. Μ. Ρολίτθ. Δαμιανόσ: Σειρά Φιλοςοφίασ.
΢επετίδθσ, Ρ. Ρροςωποκεντρκι. Στο: http://www.vitatherapy.gr/B7529D63.el.aspx.
΢εφζρθσ, Γ. (1963). Ομιλία κατά τθν τελετι παραλαβισ του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίασ,
ςτισ 11 Δεκεμβρίου. Στο: http://www.freespeech.gr/?p=501.
΢ταματουλάκθσ, Α. (2008). Δαμάηοντασ τθ μεγάλθ, ροη Αρκοφδα. Κεςςαλονίκθ: Λανόσ.
΢τάμκοσ, Γ. & Δαμουλιάνοσ, Μ. (2010). 999 Μαργαριτάρια τθσ Ανκρϊπινθσ Σκζψθσ.
Κεςςαλονίκθ: Άγνωςτο.
΢ταμοφλθσ, Χ. (2011). Φλθ αδίςτακτθ ο Θάνατοσ. Ειςιγθςθ ςτο Συνζδριο «Διαχείριςθ Ρζνκουσ
Των Ραιδιϊν Στο Σχολικό Ρλαίςιο». Συνδιοργάνωςθ οκτϊ φορζων: 18-19 Μαρτίου.
Salkind,N. (1997). Θεωρίεσ τθσ ανκρϊπινθσ ανάπτυξθσ. Μετ. Δ.Μαρκουλισ. Ακινα: Ρατάκθ.
Schmid, P. (1989). Personale Begegnung. Der personzentrierte Ansatz in Psychotherapie
Beratung Gruppenarbeit und Seelsorge, Echter, Würzburg. Ανάρτθςθ 30.04.2002. Στο: www.ebi-
berlin.de/Profil/profil.html.
Shaffer, J. (1978). Humanistic Psychology. New Jersey: Prentice-Hall, Inc. Englewood Cliffs.
Siegel, S. & Lowe, E. (2006). Ο αςκενισ που κεράπευςε το κεραπευτι του. Μετ.
Μ.Τουλγαρίδου, Ακινα: Ερευνθτζσ.
Smith, M. (1997). Carl Rogers and informal education. The encyclopaedia of informal
education. (01.12.2011). Στο: www.infed.org/thinkers/et-rogers.htm.
Strohmeier, J. & Westbrook, P. (2004). Ο Ρυκαγόρασ. Θ ηωι και θ διδαςκαλία του. Μετ. Δ.
Γιαννιοφ. Κεςςαλονίκθ: Αρχζτυπο.
Stumm, G. (2008). The Person-centered Approach from an Existential Perspective. In Praxis
und Empirie. 1/2008, 25. Jahrgang, ςς. 7-15. Στο: http://logoterapia.org/uploads/media/EA_2008-1.pdf#page=7.
Tριβιηάσ, Ε. (18.3.2010). Ο «πζμπτοσ καβαλάρθσ». Εφ. «Τα Νζα». Στο:
http://www.tanea.gr/gnomes/?aid=4565712.
Σςαγκάρθσ, Γ. (2004). Καιροφ επιτρζποντοσ. Ακινα: Ergo.
Σςαγκάρθσ, Γ. (2008). Αφιζρωμα. Στο περιοδικό Flash Μεςςθνίασ. Ζτ. 21ο, τχ. 229, ς.29.
Σςιάκαλοσ, Γ. (2006). Από τθν Ειδικι Αγωγι ςτθν Ραιδαγωγικι για ζνα Δθμοκρατικό και
Ανκρϊπινο Σχολείο. Στο Μυτακίδου & Τρζςςου (επιμ.). Κείμενα για το μάκθμα: Α΢ΧΕΣ
ΔΙΑΡΟΛΙΤΙΣΜΙΚΘΣ ΕΚΡΑΙΔΕΥΣΘΣ, Διδαςκαλείο «ΔΘΜΘΤ΢ΘΣ ΓΛΘΝΟΣ», ΡΤΔΕ, ΑΡΚ. Κεςςαλονίκθ.
Σςιάκαλοσ, Γ. (2000). Οδθγόσ Αντιρατςιςτικισ Εκπαίδευςθσ. Ακινα: Ελλθνικά Γράμματα.
Σςίρογλου, Δ. (1997). Λεξικό Αρχαϊςτικϊν Φράςεων τθσ Νζασ Ελλθνικισ Γλϊςςασ. Ακινα:
Σαββάλασ.
Σςοφκασ, Χ. (2011). Αριςτοτζλθσ. Θκικά Νικομάχεια. 1109α 26-29.
Στο: http://htsoukas.blogspot.com/2011/06/blog-post_23.html.
Thore, B. (1992). Carl Rogers. London: Sage.
ΤΠΔΒΞΘ. Νζα Αναλυτικά προγράμματα. Φιλοςοφία και Βαςικζσ Αρχζσ.
Στο: Slide 1 - Νζα Αναλυτικά Ρρογράμματα,www.nap.pi.ac.cy/files/pliroforiki/.../eisagogi_NAP_epimorfosidfasi...)
Φιλίππογλου, Κ. Απρόςωπθ μάςκα του Λεκόκ Στο: http://www.copycity.gr/myfiles/copy/316_pages1.pdf.
Φρανκλ, Β. (2010). Το νόθμα τθσ ηωισ. Μετ. Γ.Λ. Μπαμπαςάκθσ. Ακινα: Ψυχογιόσ.
Φωτίου, Σ. Αντινεανικι κοινωνία και αντικοινωνικι νεότθτα: θ Εκκλθςία ωσ υπζρβαςι τουσ.
Στο: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1289.
Freire, P. (1977). Θ αγωγι των καταπιεςμζνων. Ακινα: Κζδροσ-΢άππα.
Freire, P. (2006). Δζκα επιςτολζσ προσ εκείνουσ που τολμοφν να διδάςκουν. Μετ.
Μ.Νταμπαράκθσ. Κεςςαλονίκθ: Επίκεντρο.
Watson, L. (1996). Σκοτεινι Φφςθ. Θ Φυςικι Ιςτορία του Κακοφ. Μετ. Λ.Αβραμίδου.
Κεςςαλονίκθ: Κφρακεν.

194
Χαλικιάσ, Σ. (2001). Τα ανάλεκτα του Κομφοφκιου. Φιλοςοφικζσ ςυνομιλίεσ με τουσ μακθτζσ
του. Τόμοσ Α’. Ακινα: Μνδικτοσ, Ζκδοςθ τθσ εφθμερίδασ «Κυριακάτικθ Ελευκεροτυπία».
Χαριτόπουλοσ, Γ. (2004). Κορνιλιοσ Καςτοριάδθσ. Κριτικι επιςκόπθςθ τθσ ςκζψθσ του.
Ακινα: Φψιλον/Βιβλία.
Χόρνεχ, Κ. (1975). Ο νευρωτικόσ άνκρωποσ τθσ εποχισ μασ. Μετ. Γ.Βαμβαλισ. Ακινα:
Επίκουροσ.
Χρουςτςόφ, Ν. Σ. (2007). Για τθν προςωπολατρία και τισ ςυνζπειζσ τθσ. Ειςιγθςθ ςτο 20ο
Συνζδριο του ΚΚΣΕ. Μετ. Δ.Τριανταφυλλίδθσ. Ακινα: Μεταμεςονφκτιεσ Εκδόςεισ.
Χατηθκωνςταντίνου, Γ. (1990). Θ κατανόθςθ τθσ πολυπλοκότθτασ και θ Εκπαίδευςθ για τθν
Ειρινθ· οικονομικι προςζγγιςθ, ςς.139-152. Στο Δ.Ραπαδοποφλου (επιμ.). Εκπαίδευςθ για
τθν ειρινθ και τα δικαιϊματα του ανκρϊπου. Κεςςαλονίκθ: Εργαςτιριο Εκπαίδευςθσ για τθν
Ειρινθ.
Χατηθςτεφανίδθσ, Κ. (1990). ΢ιηοςπαςτικά παιδαγωγικά κινιματα του 20ου αιϊνα. Σφγχρονθ
κριτικι κεϊρθςθ. Ακινα: Βυηάντιο.
Yalom, Λ. (2005). Θ κεραπεία του Σοπενάουερ. Μτφ. Ε.Ανδριτςάνου & Γ. Ηζρβασ. Ακινα: Άγρα.
Ziglar, Z. (2010). Στο: http://www.mariakyriakidou.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=86%3A-lr-&catid=40%3A2010-
01-16-07-57-08&Itemid=75.
Zimbardo & Weber, 1994, 557. Στο: http://e-psychology.gr/psychotherapy/125----carl-rogers.
Zimring, F. (1994). CARL ROGERS (1902-1987). Prospects: the quarterly review of comparative
education. Paris: UNESCO, International Bureau of Education. Vol. XXIV, no. 3/4, p. 411-22. Στο:
http://www.ibe.unesco.org/publications/ThinkersPdf/rogerse.PDF.

195

You might also like