Professional Documents
Culture Documents
Πριν από 125 χρόνια η πτωχή (στην κυριολεξία λόγω της πτώχευσης του 1893) πλην τίμια Ελλάς,
ζούσε μεγαλεία. Οι προετοιμασίες για τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες είχαν φτάσει στο ζενίθ
με την ελληνική πρωτεύουσα να φτιασιδιώνεται όπως-όπως για να υποδεχθεί τους ξένους
επισκέπτες. Η σκόνη πάνω από τους χωμάτινους δρόμους ή αλλοπρόσαλλη διάθεση των εισιτηρίων
ανησυχούσε τον Τύπο της εποχής, που δεν διέφερε πολύ από τον σημερινό. Είτε αποθέωνε, είτε
έχυνε δηλητήριο, όπως η κριτική της “Ακροπόλεως” στον ολυμπιακό ύμνο (!) του Σπυρίδωνα
Σαμαρά τον οποίο χαρακτήριζε … “βαγγνερίζοντα”. Στο γενικότερο κλίμα της εθνικής ανάτασης
που θα επέφερε στην χώρα η επιτυχημένη διοργάνωση των Αγώνων, οι εφημερίδες ήταν έτοιμες να
υπερθεματίσουν σε ενδεχόμενους ελληνικούς θριάμβους και, φυσικά, να συμμετάσχουν στην όποια
επίσημη προπαγάνδα.
Ένα κομμάτι αυτής ήταν ο μαραθώνιος δρόμος, στον οποίο οι διοργανωτές έδιναν τεράστια
σημασία. Η σύνδεση με τον αρχαιοελληνικό μύθο του νενικήκαμεν, ή από μόνη της ηρωϊκή
διαδρομή των 40 χιλιομέτρων (η τελική μαραθώνια απόσταση σε 42.195 μέτρα καθορίστηκε
μερικά χρόνια αργότερα) σε πραγματικά βουνά και λαγκάδια, που σχημάτιζαν τότε την αυθεντική
διαδρομή Μαραθώνας-Παναθηναϊκό Στάδιο, συνέγειρε τα πλήθη, ειδικά στην σκέψη μιας
ελληνικής νίκης.
Οι Έλληνες που θα έτρεχαν στον Μαραθώνιο, θα έπρεπε να είναι χαλύβδινοι, για να μη χάσουν από
τους αντίπαλους τους. Όπως έγραφε ο Γεώργιος Σουρής στο τεύχος της 30ής Μαρτίου 1896 (πέντε
μέρες μετά την έναρξη των αγώνων) βάζοντας τον Φασουλή να συνομιλεί με τον Περικλέτο
(φιγούρες από το κουκλοθέατρο) όπως συνήθιζε στις σελίδες του “Ρωμηού”
Υμνους αναξιφόρμιγγας, βρε Περικλή, θα ψάλω
και δι’ Αγώνας διεθνείς τον σβέρκο μου θα βγάλω.
Τίνα μεγάλον ήρωα, τίν’ άνδρα κελαδήσωμεν;
ελάτε βάρη ν’ άρωμεν, ελάτε να πηδήσωμεν,
και να παρακαλέσωμεν με δίσκους εις το χέρι
Αβέρωφ τον περίδοξον να λύσει το κεμέρι,
κι ολάκερο το Στάδιο μαρμάρινο να κάνει
για ν’ αλωνίζουν Κόννολυ και Φλακ κι Αμερικάνοι
Επεξηγήσεις: Οι αναξιφόρμιγγες ύμνοι έρχονται από την εποχή του Πίνδαρου, αφιερωμένους
στους πρώτους Ολυμπιονίκες και ξεκινούσαν με την φράση τίνα Θεόν, τιν’ ήρωα, τίνα δ’ άνδρα
κελαδήσωμεν. Ο Αβέρωφ είναι ο “εθνικός ευεργέτης” Γεώργιος Αβέρωφ, με προσωπικές δαπάνες
του οποίου καλύφθηκε με μάρμαρο ολόκληρο το Στάδιο (εξ ου και η εναλλακτική του ονομασία,
Καλλιμάρμαρο) και τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του έγιναν την παραμονή της τελετής
έναρξης.
Ο Τζέιμς Μπρένταν Κόνολι, από τη Βοστώνη, κατέκτησε τρία μετάλλια στους Αγώνες της Αθήνας
(χρυσό στο τριπλούν, αργυρό στο ύψος και χάλκινο στο μήκος), ενώ ο Αυστραλός Έντουαρντ Φλακ
ήταν χρυσός Ολυμπιονίκης στα 800 και 1.500 μέτρα και χάλκινος στο μικτό διπλό του τένις. Ο
Αμερικανοί συνολικά πήραν τα περισσότερα μετάλλια σε αυτούς τους πρώτους Ολυμπιακούς της
σύγχρονης εποχής.
Ο δεύτερος προκριματικός
Η ανησυχία για μια ελληνική ήττα στο Μαραθώνιο εξακολουθούσε να υπάρχει στο προσκήνιο,
αλλά και στο παρασκήνιο. Διάφοροι πίεζαν για ένα δεύτερο προκριματικό, ώστε να βρεθούν -αν
γινόταν- ακόμα καλύτεροι από τον Βασιλάκο και τους υπόλοιπους που είχαν κερδίσει την
πρόκριση. Πράγματι στις 24/3 παραμονή της έναρξης των Ολυμπιακών διοργανώθηκε ο δεύτερος
αγώνας. Με προσωπικές ενέργειες, ο ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος έβαζε … από σπόντα
στον αγώνα και την ορντινάτσα του στον στρατό. Ήταν ο Σπύρος Λούης, ένας καλός φαντάρος
που περπατούσε ακούραστα για ώρες. Αυτό ήταν το βασικό προσόν για να μπει στον αγώνα.
Παρόλα αυτά ο άνθρωπος που θριάμβευσε στον μαραθώνιο των Ολυμπιακών, δεν … κατάφερε -με
την πρώτη- στον τελικό. Το εισιτήριο θα πήγαινε σε όσους έκαναν επίδοση κάτω από τις 3 ώρες και
17 λεπτά του Βασιλάκου. Τέσσερις αθλητές το πέτυχαν, όχι όμως και ο Λούης που έκανε 3 ώρες 18
λεπτά και 27 δευτερόλεπτα.
Ο δαιμόνιος ταγματάρχης πίεσε εκ νέου για να τον βάλει εν τέλει στην ολυμπιακή ομάδα, μαζί με
έναν ακόμη αθλητή, προφανώς για … προκάλυψη, όπως λένε και στον στρατό.
Και κάπως έτσι άρχισαν οι Αγώνες. Οι Αθηναίοι έδωσαν βροντερό παρών στις εξέδρες του
Καλλιμάρμαρου, η βασιλική οικογένεια παρούσα, με την κυβέρνηση Δηληγιάννη να προσπαθεί να
αποκομίσει όσα περισσότερα μπορούσε και τον Χαρίλαο Τρικούπη βαρύτατα ασθενή στις Κάννες.
Στις 29 Μαρτίου, γίνεται ο Μαραθώνιος. Την παραμονή οι αθλητές φιλοξενούνται σε διάφορα
οικήματα, όλος ο Μαραθώνας βρίσκεται στην υπηρεσία τους. Τον Αγώνα επιβλέπει, ποιος άλλος ο
ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος και οι έφιπποι στρατιώτες του.
Στο τέλος της ημέρας, το Παναθηναϊκό Στάδιο, θα σηκωθεί στο πόδι για να αποθεώσει τον
θριαμβευτή. Είναι Έλληνας, είναι ο Σπύρος Λούης.
Φωτογραφία της πρεμιέρας των Ολυμπιακών Αγώνων με στρατιώτες, φιλαρμονική και το πλήθος
στο Παναθηναϊκό Στάδιο AP
… Περί την 3ην παρά τέταρτον αναγέλλεται η άφιξις της βασιλικής οικογένειας και των ξένων της. Αι
μουσικαί ανακρούουν τον εθνικόν ύμνον και τον ύμνον της Σερβίας εναλλάξ, οι θεαταί δ’ εγειρόμενοι
αποκαλύπτονται. Ο Βασιλεύς, η πριγκήπισσα Σοφία (η βασίλισσα αδιαθετούσα δεν παρίστατο), η
πριγκήπισσα Μαρία και ο υψηλός αυτής μνηστήρ, ο Βασιλεύες της Σερβίας, φέρων πολιτική
ενδυμασίαν, ο Διάδοχος, οι πρίγκηπες Νικόλαος και Γεώργιος, ι μικροί πρίγκηπες Χριστόφορος και
Ανδρέας εισέρχονται, χαιρετίζοντες και χαιρετιζόμενοι….
… Ο Βασιλεύς μας και ο βασιλεύς Αλέξανδρος χαιρετίζουν ιδιαιτέρως τον κ.Δηλιγιάννην. Εις τον
κ.Δηλιγιάννην κατά την προ μικρού είσοδον του και το πλήθος έκαμεν υποδοχήν ενθουσιώδη,
χειροκροτήσαν αυτόν ζωηρώς. Και τα αγωνίσματα αρχίζουν…”
Η περιγραφή των αγωνισμάτων της ημέρας είναι ακόμα πιο γλαφυρή. Διαβάζουμε:
… στα 100 μέτρα νικά ο Αμερικανός Βούρκε σε 12 δευτερόλεπτα (μη ξεχνάτε βρισκόμαστε στο
1896) και δεύτερος έρχεται ο Γερμανός Χόφμαν: “Χειροκροτεί το πλήθος τον Βούρκε, ανευφημούν
δε κατά τον ιδιόρρυθμον των τρόπον αυτόν οι συνάδελφοί του Αμερικανοί, σείοντες μικράς
αμερικανικάς σημαίας. Ενθουσιωδώς χειροκροτούν την νίκη του από μιας κερκίδος και οι ναύται
του αμερικάνικου θωρηκτού Αγίου Φραγκίσκου”…
… στο άλμα εις ύψος περιγράφεται ως εξής το αγώνισμα: “Επί ενός μονοζύγου οι δυο εκατέρωθεν
ιστοί του οποίου είναι καταμετρημένοι λεπτομερέστατα με εκατοστά του μέτρου, τίθεται μια ευθεία
ράβδος. Ο αγωνιστής πρέπει να πηδήση αυτήν χωρίς να την ρίψη” Νικητής είναι ο Αμερικανός
Κλαρκ με 1.81, με δεύτερο τον συμπατριώτη του Γκάρετ και “η αμερικάνικη σημαία υψούται εκ
νέου και εκ νέου ακούομεν τα -Χαχι-Χι- Μπόστων-Μπόστων-Μπόστων! Ουράι των Αμερικανών και
εκ νέου κυματίζουν από των κερκίδων τα αμερικάνικα σημαΐδια των, εκ νέου δε το πλήθος ανευφημεί
την νέα νίκη των φίλων μας Αμερικανών”…
… στον τελικό των 110μ μετ’ εμποδίων, “ένα μείγμα πηδήματος και δρόμου” γίνεται μεγάλη
μάχη”. Ο Άγγλος Γκούλδιγκ μονομαχεί με τους Αμερικανούς Κούρτις και Χούιτ, συμβαδίζει με τον
πρώτο, μέχρι ενός σημείου αλλά κάπου προς το τέλους, ο Αμερικανός επιταχύνει “πηδών
ελαφρότερον τα παρεντιθέμενα εμπόδια και διανύει τον δρόμον εις δευτερόλεπτα 17.35.. Και νέαι
επευφημίαι. Και η αστερόεσσα πάντοτε εις την κορυφήν του ιστού”
… στο άλμα επί κοντώ, “το πλέον περίεργον και ενδιαφέρον ίσως των μέχρι τούδε αγωνισμάτων”
όπου οι Έλληνες αθλητές Δαμάσκος, Ξυδάς και Θεοδωρόπουλος έμειναν μέχρι τα 2 μέτρα και 60
εκατοστά, ο συντάκτης παραληρεί θαυμάζοντας τους Αμερικανούς Τάιλερ και Χόιτ καθώς ο ένας
“παίρνει φόραν στηρίζεται επί του κοντού (έχουν δε ιδικούς των κοντούς, επίτηδες φερμένους) και
αιωρούμενος εις το κενόν, εις ύψος 2.70 μέτρων, πηδά από την άλλην μεριάν, με μίαν ευστροφίαν, με
μίαν χάριν, με μίαν ευλυγισίαν, αποσπώσαν τον θαυμασμόν των θεατών.
Από αριστερά Φράνσις Λέιν, Χέρμπερτ Τζέιμσον,Ρόμπερτ Γκάρετ και Άλμπερτ Τάιλερ (με το
κοντάρι του επί κοντώ) μέλη της αμερικάνικης ομάδας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 AP
Αλλά κι ο συναγωνιστής του Χόυτ, τι ωραία που πηδά και αυτός, πως εκσφενδονίζεται εις το κενόν,
πως πίπτει από το αντίθετον μέρος με τους πόδας ηνωμένους χωρίς να φαίνεται διστάζων ή αγωνιών,
με την γαληνιαίαν χάριν, με την οποία θα επήδων οι αθληταί οι αρχαίοι.
Και η ράβδος ολοέν υψούται. Είνε τώρα 2.90, Τάϋλερ και Χόυτ πηδούν εναέριοι, υπόπτεροι, ως
αρχαίοι Θεοί, παραστατικοί και ευμελείς ως… Αμερικανοί”…
Η μάχη των δυο Θεών, ε… συγγνώμη Αμερικανών, συνεχίζεται μέχρι τα 3.30 μέτρα!
“Επί τέλους η νίκη αποκλίνει προς τον Χόϋτ, τον οποόιον ο εφάμιλλος του Ταϋλερ προβαίνων
συγχαίρει δια θερμοτάτης, αδελφικής χειραψίας. Το Στάδιον ολόκληρον χειροκροτεί, ο πρίγκηψ
Γεώργιος θλίβει την χείρα του νικητού, όστις επήδησεν 3.30 (3.40, είναι το μέχρι τούδε γενόμενον
υψηλότερον πήδημα) και η αμερικάνικη σημαία υψούται εις το άκρον του ιστού της νίκης μετ’
επευφημιών ατελεύτητων”
“Άρα γε οι μετά τον νικητήν δρομείς ποίοι είνε; Η είδησις έρχεται ότι ο Λερμιζιώ, φθάσας εις το 33ον
χιλιόμετρον εσταμάτησαν, ότι ο Φλακ ο φοβερός Αυστραλιανός, έπεσεν αποκαμωμένος έξωθι του
εριουργείου (σ.σ εργοστάσιο επεξεργασίας μαλλιού) Πυρρή.
Έλληνες θα είνε λοιπόν και μετά του Λούη ερχόμενοι.
Τωόντι δε μετ’ ολίγα λεπτά εισέρχεται φαιδρός (σ.σ εννοεί χαρούμενος) και σχεδόν χωρίς να
διακρίνεται η κόπωσίς του ο Βασιλάκος (ο νικητής των Πανελληνίων) μεθ ον καταφθάνει ο
Μπελόκας.
Τον Βασιλάκον υποδέχονται παταγώδεις ανευφημίαι, χειροκροτήματα, εύγε, “μπράβο Βασιλάκο”, τα
αυτά δε και ολιγώτερον ζωηρά πλέον κ.Μπελόκαν….”
“Πότε με πέρασε ο Λούης;;”
Αυτά συνέβησαν σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής στο Καλλιμάρμαρο. Ολόκληρη η Αθήνα,
ολόκληρη η Ελλάδα ήθελε να αγκαλιάσει τον θριαμβευτή, τον Ολυμπιονίκη, Σπύρο Λούη. Ο
Χαρίλαος Βασιλάκος, όπως έλεγε ο γιος του Κωνσταντίνος χρόνια αργότερα, μπήκε στα
αποδυτήρια και ξεμονάχιασε τον Λούη, λεγοντάς του: “Ήταν άτιμο αυτό που έκανες. Δεν θα κάνω
ένσταση γιατί δεν θέλω να αμαυρώσω την ημέρα. Εσένα, πάντως, θα σε κρίνει ο Θεός”.
Από την στιγμή που τερμάτισε ο Πειραιώτης δρομέας αναρωτιόταν πότε τον είχε προσπεράσει ο
Λούης και δεν το είχε καταλάβει. Το ίδιο, λέγεται ότι αναφώνησαν μετά και πολλοί άλλοι αθλητές.
Ήδη ο Ούγγρος Κέλνερ είχε κάνει ένσταση όχι για τον χρυσό Ολυμπιονίκη, αλλά για τον
Μπαλόκα, υποστηρίζοντας ότι σε ένα σημείο της διαδρομής “έκλεψε” ανεβαίνοντας σε ένα κάρο. Ο
Έλληνας δρομέας παραδέχθηκε την πράξη του και ο Κέλνερ πήρε, εν τέλει, το χάλκινο μετάλλιο.
Κι ο Λούης; Δεν αμφισβητήθηκε, αλλά οι φήμες άρχισαν να διαρρέουν συχνά-πυκνά. Πολλά χρόνια
μετά, ο Ελληνοσκωτσέζος Ντόναλντ Γεώργιος Μακφέηλ, δέχθηκε μια σειρά επιστολών από τον
Θάνο Κουτσικόπουλο, παλαίμαχο αθλητή και κριτή σε Ολυμπιακούς Αγώνες, που υποστήριζε
ευθέως ότι ο Βασιλάκος ήταν ο πραγματικός νικητής του πρώτου μαραθωνίου.
Τα στοιχεία και τα ερωτηματικά του Κουτσικόπουλου αλλά και άλλα σημαντικά στοιχεία από την
έρευνα του ίδιου του Μακφέηλ συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο του “Ο Χαρίλαος Βασιλάκος και ο
αμφιλεγόμενη πρωτιά του Σπύρου Λούη” που κυκλοφόρησε πριν από κάποια χρόνια από τις
εκδόσεις “Αδούλωτη Μάνη”. Εκεί εξιστορείται όλο το χρονικό πριν και κατά τη διάρκεια του
Μαραθωνίου στην Αθήνα του 1896 και υπέρ του Βασιλάκου παρατίθενται τα εξής επιχειρήματα:
• Σε καμιά από τις αναφορές (όχι επίσημες, ωστόσο) για την εξέλιξη της κούρσας μέχρι οι
δρομείς να φτάσουν κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο δεν αναφέρεται ως προπορευόμενος ο
Λούης. Στο Πικέρμι (20ό χλμ) η κατάταξη ήταν Λεμιρσιό, Φλακ, Μπλέικ, Κέλνερ,
Βασιλάκος, Λούης (σε απόσταση 2 λεπτών από τον πρώτο), ενώ στο Χαρβάτι (Παλήνη,
26χλμ) η σειρά είχε τροποποιηθεί σε Λεμιρσιό, Φλακ, Βασιλάκος, Λούης, Κέλνερ,
Δεληγιάννης, Μπελόκας. Μόνο στους Αμπελόκηπους εμφανίζεται, πλέον, ο Λούης πρώτος
και ακολουθούν οι Κέλνερ, Βασιλάκος, Μπελόκας
• Ο Βασιλάκος όχι μόνο δεν θυμόταν αν τον προσπέρασε ο Λούης, αλλά κατήγγειλε και τη
σχεδόν διακοπή του αγώνα στο Χαρβάτι, όταν ένας υποτιθέμενος παπάς, εμφανίστηκε και
υποστήριξε ότι οι ξένοι είχαν φτάσει ήδη στο Στάδιο, άρα δεν υπήρχε λόγος συνέχισης του
αγώνα. Οι χωρικοί μπήκαν στη μέση για να αποθεώσουν τους δρομείς και ο Βασιλάκος
συνέχισε τον αγώνα, αφού πρώτα πέρασε κάτω από την κοιλιά ενός αλόγου. Είχε χάσει
τουλάχιστον 20 λεπτά. Κάπου εκεί εξαφανίστηκαν οι έφιπποι του ταγματάρχη
Παπαδιαμαντόπουλου και η φιγούρα του Λούη που εμφανίζεται ξανά -ενώπιον των άλλων
αθλητών- προς το τέλος της διαδρομής.
• Ο Λούης έτρεξε τη διαδρομή σε 2 ώρες 58, ενώ στον δεύτερο προκριματικό (πέντε μέρες
πριν από τον επίσημη αγώνα) η επίδοσή του ήταν 3 ώρες 18. Δηλαδή ο μετέπειτα
Ολυμπιονίκης, μέσα σε ένα πενθήμερο, βελτίωσε το χρόνο του κατά 20 λεπτά.
Προς επίρρωση όλων αυτών, ο πρύτανης του ελληνικού αθλητισμού Ιωάννης Χρυσάφης στο βιβλίο
του για τους Ολυμπιακούς Αγώνες που εκδόθηκε το 1930 σημειώνει ότι ο “παντοδύναμος
ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος έχων περί αυτόν δια την επιτήρηιν των δρομέων ολόκληρον
επιτελείον εφίππων” και αν τελικά πραγματοποιήθηκε η φημολογούμενη “απαγωγή” του Λούη
μόνο από αυτόν μπορούσε να οργανωθεί.
Ο Σπύρος Λούης το 1936 στο Βερολίνο AP
Από την άλλη υπάρχουν ενστάσεις πάνω στις ενστάσεις. Ο Λούης μπορεί να κατέβασε το χρόνο
του κατά είκοσι λεπτά, το ίδιο έκανε όμως και ο Βασιλάκος, που έτρεξε στους Ολυμπιακούς
Αγώνες έντεκα λεπτά πιο γρήγορα απ’ ό,τι στους Πανελλήνιους. Το όνομα του Μαρουσιώτη
δρομέα αναφέρθηκε στον Τύπο σχεδόν σε όλα τα περάσματα και δεν “εξαφανίστηκε” ποτέ. Νίκησε
δηλαδή δικαιότατα και με το σπαθί του.
Ο Βασιλάκος, πάντως, σύμφωνα με τους βιογράφους του αποφάσισε να μείνει σιωπηλός, μέσα
στην ευδαιμονία της επόμενης μέρας για τον θρίαμβο αλλά και ταυτόχρονα το πένθος για τον
θάνατο του Χαρίλαου Τρικούπη. Συνέχισε να αθλείται, ασχολήθηκε συστηματικά με το βάδην και
μέχρι το τέλος της ζωής του αναρωτιόταν αν τελικά τον είχε περάσει ή όχι ο νερουλάς από το
Μαρούσι. Ο θρυλικός Σπύρος Λούης…
Info:
Πηγή: Sports retro, Μάνος Ναβροζίδης