Professional Documents
Culture Documents
ΟΙ ΓΝΗΣΙΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΙΩΑΝΝΙΤΕΣ
ΟΙ ΓΝΗΣΙΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΙΩΑΝΝΙΤΕΣ
Ἔτσι κατανοοῦμε τὴν ἔνταση μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἰω. Χρυσόστομος, ὅπως καὶ
ὅλοι οἱ Πατέρες μέσα στοὺς αἰῶνες, εἶναι κατηγορηματικὰ ἀντίθετοι καὶ
ἀναφέρονται μὲ τὰ σκληρότερα λόγια γιὰ τὴν αἵρεση καὶ τὸ σχίσμα.
Λίγες μέρες μετά, καὶ ἐνῶ ὁ Ἰωάννης βρισκόταν ἐξόριστος στὴ Νικομήδεια,
ἰσχυρὸς σεισμός στὴν Κωνσταντινούπολη κατατρόμαξε τήν αὐτοκράτειρα
Εὐδοξία, ἡ ὁποὶα τὸν θεώρησε ὡς θεϊκὴ τιμωρία γιά τὴν ἐναντίον τοῦ
Ἀρχιεπισκόπου ἂδικη κρίση. Μετανοημένη ἔστειλε ἀμέσως αὐτοκρατορικοὺς
ἀπεσταλμένους καί τοῦ ζήτησε νὰ ἐπιστρέψει στὴ Βασιλεύουσα.
Λόγῳ τῆς σφοδρῆς ἀντίδρασης τοῦ λαοῦ ἡ ἐκτέλεση τῆς ποινῆς ἀναβλήθηκε γιὰ
λίγους μῆνες. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τελοῦσε ὑπὸ περιορισμό στὸ κτήριο τῆς
Ἀρχιεπισκοπῆς. Ἀνήμερα ὅμως τὸ Μ. Σάββατο 404 μΧ., ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ
στὸ ναὸ γιὰ νὰ λάβει μέρος στὴν Ἀναστάσιμη Πανυχίδα καὶ στὴν τελετή τῆς
Βαπτίσεως περίπου 3.000 κατηχουμένων! Αὐτοκρατορικὸ ἀπόσπασμα διέκοψε
τὴν Ἀκολουθία, συνέλαβε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο καὶ διεσκόρπισε τοὺς πρός τὸ
Βάπτισμα Κατηχουμένους, οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν μαζὶ μέ τούς ἱερεῖς καὶ
διακόνους στὰ δημόσια λουτρὰ γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τή Βάπτιση![11]
Ἀπό τὴ σύντομη αὐτὴ περιγραφή τῆς διώξεως καί τοῦ θανάτου τοῦ
Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννου δημιουργοῦνται κάποια
ἐρωτήματα τὰ ὁποῖα σχετίζονται μέ τό κρίσιμο ἐρώτημα γιά τή στάση τοῦ Ἁγίου
ἀπέναντι στὰ σχίσματα ποὺ ταλαιπωροῦν τήν Ἐκκλησὶα.
Καὶ μετά τὴ δεύτερη καταδίκη, μέχρι τὸ θάνατό του, θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του
κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὅσο τοῦ ἐπέτρεπαν οἱ
συνθῆκες ἔτσι πολιτευόταν μέχρι τοῦ θανάτου του, διότι γιά τὸν Ἰωάννη οἱ
σύνοδοι αὐτὲς δὲν στηρίζονταν στὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ παράδοση καὶ
ὡς ἐκ τούτου δὲν ἀλήθευαν, οἱ δε ἀποφάσεις τους δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ εἶναι
ἔγκυρες καὶ νὰ ἐφαρμοστοῦν ἀπό τοὺς πιστούς. Συνεπῶς, αὐτὸς παρέμενε ὁ
μόνος κανονικὸς Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως.
Παρά τὶς σοβαρὲς ἀσθένειες, τοὺς κινδύνους ληστῶν καὶ βαρβάρων, τὸ ψῦχος,
τήν ἐρημιὰ ὁ Ἅγιος δὲν παρέλειπε νὰ ἐνδιαφέρεται γιά τα πνευματικά του παιδιά
στὴν Κωνσταντινούπολη τὰ ὁποῖα ὑπέφεραν ἀπό τοὺς διῶκτες του,
ἐκκλησιαστικοὺς καὶ πολιτικούς. Παράλληλα, πολλαπλῶς ἐκδηλωνόταν ἡ ἀγάπη
του πρός τοὺς νέους συμπολῖτες του στὴν ἐξορία. Ὅπως διασώζει ὁ βιογράφος
τοῦ Ἁγίου, ὁ ἐπίσκοπος Ἑλενοπόλεως Παλλάδιος ἀπό τὶς προσφορὲς πού τοῦ
ἔστελναν οἱ πιστοί τῆς Κωνσταντινούπολης ἀλλὰ, καὶ οἱ Ἀντιοχεῖς πού τὸν
ἐπισκέπτονταν, «ὁ μὲν μακάριος Ἰωάννης οἰκήσας τήν Κουκουσὸν ἔτος ἓν,
πλείστους διαθρέψας πένητας τῆς Ἀρμενίας… (ἔφθασε γὰρ κατ’ ἐκεῖνο καιρὸν
μέγας λιμός τήν χώραν ἐκείνην)»[16].
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἐπέδειξε ἰδιαίτερη φροντίδα στὴν κατήχηση τοῦ λαοῦ τῶν
περιοχῶν στὶς ὁποῖες βρέθηκε ἐξόριστος: «οὐ μικρῶς διαλάμψας ταῖς ἀρεταῖς…
ἐξήγειρεν γὰρ καθάπερ ἐξ ὕπνου τῆς ἀγνοίας πρὸς τὴν τοῦ λόγου ἀκτῖνα ἐκ
πάσης περιχώρου τοὺς ἂγαν κεκαρωμένους τῇ ἀπιστίᾳ»[18] καὶ «πολλοὺς πρός
τήν ἀμώμητον πίστιν χειραγωγῶν, διδάσκων, βαπτίζων, χειροτονῶν καὶ
θαυματουργῶν»[19].
Το ἐνδιαφέρον τοῦ Ἰωάννου γιά τὸν εὐαγγελισμό τοῦ λαοῦ δὲν περιορίστηκε
μόνο στὴν περιοχὴ ποὺ ζοῦσε, ἀλλὰ ὡς πραγματικός Ἀρχιεπίσκοπος τῆς
Βασιλεύουσας ἐκτεινόταν σὲ ὅλη τήν Αὐτοκρατορία: Κατά τὶς πρῶτες ἡμέρες
τῆς ἐξορίας, εὑρισκόμενος προσωρινά στὴ Νίκαια καὶ ἀναμένοντας τὸ
αὐτοκρατορικὸ διάταγμα γιὰ νὰ πληροφορηθεῖ τὸν τόπο τῆς ἐξορίας του
ἐπέδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τήν ἱεραποστολή στὴ Φοινίκη[20] (Λίβανο)
ἀποστέλλοντας ἐπιστολὲς καὶ ἀναζητώντας καταλλήλους κληρικοὺς γιά τὸ ἔργο
αὐτό, τοὺς ὁποίους βρῆκε καὶ ἀπέστειλε[21]. Τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον ἐπέδειξε καὶ γιά
τήν πρόοδο τῆς Ἐκκλησὶας τῶν Γότθων (Κριμαία)[22], ἐνῶ προσπάθησε νὰ
καλλιεργήσει τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ δεδηλωμένου ἐχθροῦ του ἐπισκόπου Μαρουθά
γιά τὸν εὐαγγελισμό τῶν Περσῶν[23]. Στὴ μέριμνά του βρέθηκε καὶ ἡ Σαλαμῖνα
τῆς Κύπρου ἡ ὁποία κινδύνευε ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως ὡς «ὑπό τῆς αἱρέσεως
τῶν Μαρκιωνιστῶν πολιορκούμενη» [24]. Καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ ποιμαντικὴ μέριμνα
ἀπὸ ἕναν “καθηρημένο”, “ἀναθεματισμένο” καὶ ἐξόριστο μὲ οἰκουμενικὴ
ὅμως συνείδηση καὶ ποιμαντορικὴ εὐαισθησία Ἀρχιεπίσκοπο τῆς
Βασιλεύουσας…
Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ δράση τοῦ Ἰωάννου στὴν Ἀραβισσό, ὅπως μᾶς τήν
περιγράφει ὁ Ἁγ. Συμεών Μεταφραστής: Στὴν περιοχὴ ζοῦσαν πολλοὶ
εἰδωλολάτρες οἱ ὅποιοι ἀκούγοντας τὰ κηρύγματα τοῦ Χρυσοστόμου περί τοῦ
προσώπου τοῦ Κυρίου τὸν “προκάλεσαν” πὼς θὰ βαπτιστοῦν ἐὰν θεραπεύσει
ἕναν παράλυτο συμπολίτη τους. Ὁ Χρυσόστομος προσευχήθηκε καί στὸ ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ θεράπευσε τὸν παράλυτο.
Ἀσφαλῶς ὄχι! Ὁ πιστὸς λαός τῆς Βασιλεύουσας ἀπό τήν πρώτη στιγμὴ δὲν
ἀποδέχθηκε τήν καθαίρεση καί τήν ἐξορία τοῦ ποιμένα του. Παρά τοὺς ἀπηνεῖς
καὶ σκληροὺς διωγμοὺς μεγάλο μέρος τῶν πιστῶν δὲν εἶχαν ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία καὶ δὲν ἀναγνώρισαν ὡς ποιμένες τους τοὺς παρεισάκτους “διαδόχους”
τοῦ Χρυσοστόμου, τὸν Ἀρσάκιο (26.6.404 ἕως 11.11.405) καί τὸν Ἀττικὸ
(Μάρτιος 406 ἕως 10.10.425), διότι στὴ συνείδησή τους ὁ Χρυσόστομος
παρέμενε ὁ Ἀρχιεπίσκοπός τους.
Ὁ λαὸς ποὺ παρέμεινε πιστός στὸν Χρυσόστομο καὶ δὲν μνημόνευε, δηλαδὴ
δὲν εἶχε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία[27] μέ τοὺς διαδόχους του
Ἀρχιεπισκόπους, ὀνομάστηκαν ἀπό τοὺς κραττοῦντες περιφρονητικὰ
«Ἰωαννίτες» καὶ θεωροῦνταν γιά τήν κρατικὴ Ἐκκλησία «σχισματικοί».
Ἀποτελοῦν ὅμως ἔνδοξο στράτευμα στὴ ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀναμενόμενο λοιπὸν ἦταν το “σχίσμα” τῶν Ἰωαννιτῶν νὰ ἀναδείξει πολλοὺς
ἁγίους μὲ πλέον ἔνδοξη τήν Διακόνισσα Ἁγία Ὀλυμπιάδα.
Εἶναι συγκινητικὴ ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ καὶ ἡ προσπάθειά του νὰ προστατεύσει τὸν
Ἀρχιεπίσκοπό του ἀπό τὴ μανία τῶν ἐχθρῶν του. Ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ δώσει
καὶ τὸ αἷμα του γιὰ χάρη τοῦ Πατέρα του. Κατά τήν πρώτη, σύντομη ἐξορία,
μετά τή σύνοδο τῆς Δρυός, ὁ Ἰωάννης γιὰ νὰ μὴ χυθεῖ αἷμα ὑπάκουσε στὴν
αὐτοκρατορικὴ ἀντιπροσωπεία καὶ νύχτα, κρυφὰ ἀπό το λαό, παραδόθηκε στὸ
αὐτοκρατορικὸ ἀπόσπασμα γιά τήν ἐξορία. Τήν ἑπόμενη ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος καὶ ἡ συνοδεία του εἰσῆλθαν ὡς νικητὲς καὶ
ἐκκλησιαστικοὶ κατακτητές στὴ Βασιλεύουσα. Ὁ λαὸς ὅμως τῆς
Κωνσταντινουπόλεως πληροφορήθηκε τήν ἐξορία τοῦ ποιμένα του καὶ
διαμαρτυρήθηκε ἔντονα. Ὅταν ὁ Θεόφιλος «θέλησε νὰ μπεῖ στὸ ναὸ τῆς
Ἀρχιεπισκοπῆς, ἐκδιώχθηκε ἀπό τοὺς πιστούς. Οἱ Ἀλεξανδρινοί τῆς συνοδείας
του τράβηξαν τά ὃπλα τους καί ἔγινε μάχη. Ἡ ἀντίσταση τοῦ λαοῦ ἦταν
ἐνεργητική. Ἡ Ἐκκλησία καί τὸ βαπτιστήριο γέμισαν ἀπὸ πτώματα καὶ ἡ
κολυμβήθρα, καθὼς λένε, ξεχείλισε ἀπὸ ἀνθρώπινο αἷμα. Καθὼς ἄρχισε ἡ
σύγκρουση, οἱ ἀξιωματοῦχοι ἔστειλαν στρατό, γιὰ νὰ τήν ἐνισχύσουν.
Δόθηκαν μάχες παντοῦ. Κάθε Ἐκκλησία μεταβλήθηκε σὲ φρούριο, ὃπου ὁ
λαὸς ὀχυρωνόταν καὶ οἱ στρατιῶτες ἐφορμοῦσαν χτυπώντας μὲ λοστοὺς καὶ
βέλη. Τὸ αἷμα κυλοῦσε στὰ θυσιαστήρια καὶ οἱ κραυγαλέες κατάρες
ἀντικαθιστοῦσαν τὸν ὕμνο τῆς εὐσπλαχνίας… Οἱ στρατιῶτες ἔκαναν
ἐπίθεση ἐναντίον τῶν μοναχῶν. Τοὺς ἔσφαζαν ὁμαδικὰ μές στὶς Ἐκκλησίες
τους, ἐρευνοῦσαν τὰ κελλιά τους… καὶ ὡς τὸ δρόμο καταδίωκαν μέ τὸ σπαθὶ
στὸ χέρι ὅσους κατὰφεραν νὰ διαφύγουν»[28].
Κατά τήν δεύτερη καὶ ὁριστικὴ ἐξορία, ἀκόμα καὶ μετά τὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου οἱ
διωγμοὶ ποὺ ὑπέστησαν οἱ πιστοί τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τήν κρατικὴ
Ἐκκλησία ἦσαν φοβεροὶ καὶ ἐξαπλώθηκαν σὲ ὅλο τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς
Αὐτοκρατορίας.
Καὶ ὅμως . οἱ Ἰωαννίτες παρέμειναν πιστοί στὸν Πατέρα τους ὅσο ζοῦσε,
ἀλλὰ καὶ μετά τὸ θάνατό του συνέχιζαν νὰ εἶναι ἀποκομμένοι
ἐκκλησιαστικὰ ἀπὸ ὅσους δέν τὸν μνημόνευαν ὡς κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο.
Μόνο ὅταν 30 χρόνια μετά τὸν θάνατο τοῦ Χρυσοστόμου στὸν θρόνο τῆς
Βασιλεύουσας ἀνέβηκε ὁ μαθητής του Πρόκλος καὶ ἐνέγραψε τό ὄνομά του
στὰ Δίπτυχα, τότε οἱ Ἰωαννίτες ἀποκατέστησαν τήν κοινωνία μέ τήν
Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀπαίτησαν τήν ἐπιστροφή τοῦ
ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου στὴν Κωνσταντινούπολη (438 μ.Χ.).
Ἂς δοῦμε ὅμως ποιὰ στάση τήρησε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἔναντι των πιστῶν ποὺ
δὲν μνημόνευαν τοὺς διαδόχους του και εἶχαν διακόψει κάθε ἐκκλησιαστικὴ καὶ
λειτουργικὴ κοινωνία μαζί τους. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἱερὸς Πατὴρ ἦταν
ἐξαιρετικὰ αὐστηρὸς μὲ ὅσους ἔσχιζαν τήν Ἐκκλησία λέγοντας γιά το σχίσμα ὅτι
«οὐδὲν οὕτω παροξύνει τὸν Θεόν, ὡς τὸ Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι… οὐδὲ
μαρτυρίου αἷμα ταύτην ἒφησε δύνασθαι τήν ἁμαρτίαν ἐξαλείφειν»[35].
Γιά τὸ λόγο αὐτὸ καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης ὄχι μόνο δέν τοὺς ἐπιτίμησε,
ἀλλὰ ἀντίθετα ἐπιστρατεύοντας πρόσωπα Παλαιᾶς τε καὶ Καινῆς Διαθήκης
μέ τὴ ρητορικὴ δεινότητα πού τὸν χαρακτήριζε τοὺς συνεχάρη, τοὺς
ἐπαίνεσε καί τοὺς ἐνθάρρυνε στὸν ἀγῶνα αὐτό.
Γιά τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ὁ ἀγῶνας τῶν Ἰωαννιτῶν δὲν ἀφοροῦσε μόνο τήν
προσωπική του δικαίωση καὶ ἀποκατάσταση στὸ θρόνο του, οὔτε ἀφοροῦσε
μόνο τήν Ἐκκλησὶα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀλλά τήν ἀνά τήν οἰκουμένη
Ἐκκλησὶα καί τοὺς ἱεροὺς θεσμούς της[37]. Γράφοντας πρός τοὺς
φυλακισμένους στὴ Χαλκηδόνα ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους καὶ διακόνους
σημειώνει: «Διὸ δὴ παρακαλῶ τὴν ὑμετέραν ἀγάπην … πλείονα καὶ τὴν
προθυμίαν ἐπιδείξασθαι, καὶ καθ' ἑκάστην ἡμέραν μεριμνᾷν ὑπὲρ τῶν κατὰ
τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησιῶν, ὅπως ἂν γένοιτό τις διόρθωσις ἡ
προσήκουσα»[38]. Σὲ ἂλλη ἐπιστολή του κάνει χρήση «τῶν καλῶν τούτων
ἱδρώτων καὶ ἀγώνων, τῶν μόχθων, καὶ πόνων, καὶ τῶν κινδύνων, οὓς ὑπὲρ
τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην κειμένων ὑπομεμενήκατε»[39].
Φτάνει μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ σημειώσει ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίστηκαν ἐναντίον
τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως ποὺ ἐπικράτησε μετά τήν ἐκδίωξή του εἶναι
«δίκαιοι μυριάκις» καὶ πρέπει «εἰς τὸν τῶν μαρτύρων καταλεγῆναι χορὸν»,
«μετὰ τῶν μαρτύρων, μετὰ τῶν Ἀποστόλων, μετὰ τῶν γενναίων καὶ ὑψηλῶν
ἀνδρῶν στήσονται, λάμποντες ἀπὸ τῶν κατορθωμάτων, ἀπὸ τῶν παθῶν, ἀπὸ τῶν
στεφάων, ἀπὸ τῶν βραβείων, ἀπὸ τῆς πολλῆς παρρησίας»[40]!
Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του στὴν ἰδία διακόνισσα Πενταδία τῆς ζητεῖ νὰ μὴν φύγει ἀπό
τήν Πόλη ἀλλὰ νὰ παραμείνει ἐκεῖ καὶ νὰ συνεχίζει νὰ ἀγωνίζεται γιὰ νὰ
ἐνθαρρύνει καί τοὺς ἄλλους πιστοὺς μέ τὸ ἀνδρεῖο παράδειγμά της: «Τῶν μὲν
στεφάνων σε μακαρίζω, οὓς ἀνεδήσω καὶ νῦν, διὰ τῆς ἀνδρείας πάντα ἑλομένη
παθεῖν ὑπὲρ τῆς ἀληθείας. Διὰ τοῦτο καὶ τὸν Θεὸν ὑπερασπίζοντά σου ἔχεις μετὰ
πολλῆς τῆς σφοδρότητος. Ἕως γὰρ θανάτου, φησὶν, ἀγώνισαι ὑπὲρ τῆς
ἀληθείας, καὶ ὁ Κύριος πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ. Ὅπερ καὶ γέγονε. Μέχρι γὰρ
τοσούτου δραμοῦσα τὸν καλὸν τοῦτον ἀγῶνα, πολλὰ ἄνωθεν ἐπεσπάσω τὰ
βραβεῖα· τούτου μὲν οὖν ἕνεκεν χαίρω. Ἐπειδὴ δὲ ἔγνων, ὅτι βουλεύῃ περὶ
ἀποδημίας, καὶ μεταστῆναι ἐκεῖθεν βούλει, παρακαλῶ σου τὴν τιμιότητα μηδὲν
τοιοῦτον ἐννοῆσαι μηδὲ βουλεύσασθαι. Πρῶτον μὲν δι' αὐτὸ τοῦτο, ὅτι δὴ
στήριγμα τῆς πόλεως εἶ τῆς αὐτόθι, καὶ λιμὴν εὐρὺς, καὶ βακτηρία, καὶ τεῖχος
ἀσφαλὲς τοῖς καταπονουμένοις. Μηδὲ τοσαύτην ἀπὸ τῶν χειρῶν ἐμπορίαν ῥίψῃς,
μηδὲ τοσοῦτον πρόῃ κέρδος, τοσούτους καθ' ἑκάστην ἡμέραν συνάγουσα
θησαυροὺς ἀπὸ τῆς παρουσίας τῆς αὐτόθι. Οἵ τε γὰρ ὁρῶντες, οἵ τε ἀκούοντές
σου τὰ κατορθώματα, οὐ μικρὰ κερδαίνουσιν. Οἶσθα δὲ ἡλίκον τοῦτο φέρει σοι
τὸν μισθόν. Πρῶτον μὲν, ὅπερ ἔφην, διὰ τοῦτο παρακαλοῦμεν αὐτόθι μένειν· καὶ
γὰρ πεῖραν οὐ μικρὰν δέδωκας τῆς ὠφελείας, ἣν παρέσχες διὰ τῆς αὐτόθι
παραμονῆς»[44].
Σὲ ἄλλους κληρικοὺς ποὺ καὶ αὐτοὶ βρίσκονταν φυλακισμένοι γιὰ τὸν ἴδιο λόγο
γράφει: «Μακάριοι καὶ τρισμακάριοι, καὶ πολλάκις τοῦτο ὑμεῖς τῶν καλῶν
τούτων ἱδρώτων καὶ ἀγώνων, τῶν μόχθων, καὶ πόνων, καὶ τῶν κινδύνων, οὓς
ὑπὲρ τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην κειμένων ὑπομεμενήκατε,
λαμπροὶ μὲν ἐν γῇ, λαμπροὶ δὲ ἐν οὐρανοῖς διὰ τούτων γενόμενοι. Καὶ γὰρ
ἄνθρωποι πάντες οἱ νοῦν ἔχοντες ἀνακηρύττουσιν ὑμᾶς, καὶ στεφανοῦσιν,
ἐκπληττόμενοι τὴν εὐτονίαν ὑμῶν, τὴν ἀνδρείαν, τὴν καρτερίαν, τὴν
προσεδρείαν. Ὅ τε φιλάνθρωπος Θεὸς, ὁ μείζονας ἐκ πολλοῦ τοῦ περιόντος
τιθεὶς ἀεὶ τῶν πόνων τὰς ἀμοιβὰς, τοσούτοις ἀμείψεται ἀγαθοῖς, ὅσοις
ἀμείβεσθαι Θεῷ πρέπον τοὺς οὕτω γενναίως ἀγωνιζομένους ὑπὲρ τῆς κατὰ τὴν
οἰκουμένην ἅπασαν εἰρήνης. Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς οὐ παυόμεθα μακαρίζοντες
ὑμᾶς, ἐντρυφῶντες ὑμῶν τῇ μνήμῃ διηνεκῶς, ἐπὶ διανοίας περιφέροντες, εἰ καὶ
πολλῷ διῳκίσμεθα τῷ τῆς ὁδοῦ μήκει»[46].
Ἀσφαλῶς, ὄχι! Ὅμως, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προτρέπει τοὺς πιστοὺς ποὺ τὸν
σέβονταν νὰ παραμείνουν μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους τους νὰ μὴν ἔχουν
καμμία λειτουργικὴ κοινωνία μαζὶ τους καὶ νὰ μὴν τοὺς μνημονεύουν ὡς
κανονικοὺς ποιμένες τους;
Μὲ ἂλλα λόγια, γιὰ τὸν Ἰωάννη, σὲ σχίσμα βρίσκονται ὅσοι περιφρονοῦν καὶ
ἐνεργοῦν ἀντίθετα μὲ τὴν κανονικὴ τάξη καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας
ἀκόμα καὶ ὅταν ἔχουν μὲ τὴν ἀνοχὴ ἢ τὴν συνεπικουρία τῆς κρατικῆς
ἐξουσίας ὑψηλὴ θέση στὴν Ἱεραρχία καὶ ἀναγνωρίζονται ὡς ἐκκλησιαστικοὶ
ἡγέτες. Ἀντίθετα, δὲν εἶναι σχισματικοὶ ἀλλὰ κανονικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας
ἂξια τιμῆς καὶ σεβασμοῦ ὅσοι ὑπακούουν, σέβονται, τιμοῦν καὶ ἀγωνίζονται
γιὰ τὴν κανονικὴ τάξη καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀκόμα καὶ ἂν εἶναι
ὀλίγοι ἢ βρίσκονται σὲ διάσταση καὶ δὲν κοινωνοῦν ἐκκλησιαστικὰ μὲ τοὺς
ἔχοντες τοὺς θρόνους ἐπισκόπους οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικὰ εἶναι «ψευδεπίσκοποι
καὶ ψευδοδιδάσκαλοι» (κανόνας 15ος Πρωτοδευτέρας).
Εἶναι ἀπολύτως σαφὴς ἡ θέση τῶν σαράντα ἐπισκόπων ποὺ στάθηκαν στὸ
πλευρὸ τοῦ Χρυσοστόμου, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ Ἰωάννη
ἀπάντησαν στὴ σύνοδο τῆς Δρυὸς καὶ ἰδιαιτέρως στὸν Ἀλεξανδρείας
Θεόφιλο: «Μὴ κατάλυε τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὴ σχίζε τὴν
Ἐκκλησίαν, δι’ ἣν ὁ Θεὸς εἰς σάρκα κατῆλθεν»[51]. Δηλαδή, ἔργο
σχίσματος διαπράττει ὅποιος μὲ βάση τοὺς ἱεροὺς κανόνες παρανομεῖ.
[2] Ιω. Χρυσοστομος, Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, 11, 5, ΕΠΕ 20, 712.
[3] Ιω. Χρυσοστομος, Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, 4, ΕΠΕ 20, 706.
[4] Α. Thierry, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Μεγαλομάρτυρας μετὰ τοὺς διωγμούς, μτφρ. Θ.
Σουγκάκη-Β. Τάτση, ἐκδ. «Χριστιανικὴ Ἐλπίς», Θεσσαλονίκη 20032, σ. 38.
[7] Αγ. Νεοφυτου Εγκλείστου, «Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Ἱεράρχην καὶ Πατέρα ἡμῶν θεῖον
Χρυσὸστομον…», Συγγράμματα, ἐκδ. Ἱ. Βασιλικὴ καὶ Σταυροπηγιακή Μονή Ἁγ. Νεοφὺτου,
Πάφος 1999, τ. Γ΄ σ. 395.
[9] Ἀναλυτικὰ γιὰ τὴν παρὰ τὴν Δρῦ Σύνοδο βλ. A. Thierry, σ. 161-181, Στ. Παπαδοπουλου,
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, τ. Α΄ σ. 58-73.
[10] Παλλαδιου Ελενοπολεωσ, «Διάλογος ἱστορικὸς περὶ τοῦ βίου καὶ πολιτείας τοῦ μακαρίου
Ἰωάννου ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου», PG 47, 30-31, A. Thierry, σ.
204-223.
[12] Παλλαδιου, «Διάλογος», ΕΠΕ 68, 158: Οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἁγίου «θεασάμενοι γὰρ μεταστᾶσαν
τὴν Ἀντιοχέων ἐπί τὴν Ἀρμενίων κἀκεῖθεν πάλιν ἐπί τὴν Ἀντιοχέων τὴν Ἰωάννου εὐχάριστον
φιλοσοφίαν ᾀδομένην, ηὔχοντο καί τὸ ζῆν ἀποῤῥῆξαι, καθάπερ ὑπὸ μαστίγων τῶν διηγημάτων
βασανιζόμενοι (τοιοῦτον γὰρ ὁ μισόκαλος φθόνος)».
[13] Δωρ. Dbar, Τόπος θανάτου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσόστομου, Θεσσαλονίκη 2003,
στὸ https://thesis.ekt.gr/thesis BookReader/id/37196?lang=el#page/1/mode/2up
[14] Ιω. Χρυσοστομος, Ἐπιστολὴ 125, «Πρὸς Κυριακὸν ἐπίσκοπον ἐν ἐξορίᾳ ὄντα καὶ αὐτόν»,
PG 52, 685, ΕΠΕ 38, 240-242).
[15] Ιω. Χρυσοστομος, ἐπιστολή 120, «Θεοδώρᾳ», ΕΠΕ 38, 218: «Ἀνηλώθημεν,
ἐδαπανήθημεν, μυρίους ἀπεθάνομεν θανάτους· καὶ ταῦτα ἴσασιν ἀκριβέστερον ἀπαγγεῖλαι οἱ τὰ
γράμματα ἐγχειρίζοντες, καὶ ταῦτα βραχείαν ροπὴν ἡμῖν συγγενόμενοι· πρὸς οὓς οὐδὲ
διαλεχθῆναί τί μικρὸν ἠδυνήθημεν, ὑπό τῶν συνεχῶν πυρετῶν καταβεβλημένοι, οὓς ἔχων καὶ ἐν
νυκτὶ καὶ ἐν ἡμέρᾳ ὁδοιπορεῖν ἠναγκαζόμην, καὶ θάλπει πολιορκούμενος, καὶ ὑπὸ ἀγρυπνίας
διαφθειρόμενος, καὶ ὑπό τῆς τῶν ἐπιτηδείων ἐρημίας ἀπολλύμενος, καί τῆς τῶν προστησομένων
ἀπορίας. Καὶ γάρ τῶν τὰ μέταλλα ἐργαζομένων, καί τὰ δεσμωτήρια οἰκούντων χαλεπώτερα καὶ
πεπόνθαμεν καὶ πάσχομεν. Ὀψὲ δὲ πότε καὶ μόλις ἐπέτυχον τῆς Καισαρείας, ὡς ἀπὸ χειμῶνος
εἰς γαλήνην καὶ εἰς λιμένα ἐλθών. Ἀλλ' οὐδὲ ὁ λιμὴν οὗτος ἴσχυσεν ἀνακτήσασθαι τὰ ἀπό τοῦ
κλυδωνίου κακά· οὕτω καθάπαξ ἡμᾶς ὁ ἔμπροσθεν χρόνος κατειργάσατο. Ἀλλ' ὅμως ἐλθὼν εἰς
τὴν Καισάρειαν, μικρὸν ἀνέψυξα, ὅτι ὕδατος ἔπιον καθαροῦ, ὅτι ἄρτου οὐκ ὀδωδότος οὐδὲ
κατεσκληκότος μετέλαβον, ὅτι οὐκ ἔτι ἐν τοῖς κλάσμασι τῶν πίθων ἐλουόμην, ἀλλ' εὗρον
βαλανεῖον οἷον δήποτε, ὅτι συγκεχώρημαι τέως τῇ κλίνη προσηλῶσθαι. Ἐνῆν καὶ πλείονα
τούτων εἰπεῖν, ἀλλ' ἶνα μὴ συγχέω σου τὴν μάθησιν, μέχρι τούτου ἵστημι τὸν λόγον, ἐκεῖνο
προστιθείς, ὅτι μὴ παύση ὀνειδίζουσα τοῖς ἀγαπῶσιν ἡμᾶς, ὅτι τοσούτους ἔχοντες ἐραστάς, καὶ
τοσαύτην δύναμιν περιβεβλημένους, οὐκ ἐτύχομεν οὗ τυγχάνουσιν οἱ κατάδικοι, ὥστε εἰς
ἡμερώτερον καὶ ἐγγύτερον ποὺ κατοικισθῆναι τόπον· ἀλλὰ καί τοῦ σώματος ἡμῖν
ἀπαγορεύσαντος, καί τοῦ φόβου τῶν Ἰσαύρων πάντα πολιορκοῦντος, τῆς μικρᾶς ταύτης καὶ
εὐτελοῦς οὐκ ἐπετύχομεν χάριτος. Δόξα τῷ Θεῷ καὶ διὰ τοῦτο. Οὐ παυόμεθα γὰρ αὐτὸν ἐπὶ
πᾶσι δοξάζοντες. Εἴη τὸ ὄνομα αὐτοῦ εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας».
[19] Αγ. Νεοφυτου Εγκλείστου, «Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Ἱεράρχην καὶ Πατέρα ἡμῶν θεῖον
Χρυσὸστομον…», Συγγράμματα, ἐκδ. Ἱ. Βασιλικὴ καὶ Σταυροπηγιακή Μονή Ἁγ. Νεοφὺτου,
Πάφος 1999, τ. Γ΄ σ. 400.
[21] Προκαλεῖ συγκίνηση ἡ ψυχικὴ ἔνταση μέ τὴν ὁποία γράφει στὸν πρεσβύτερο Κωνσταντῖνο
γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν ἱεραποστολή στὴ Φοινίκη, ἂν ἀναλογιστοῦμε τὴ δεινὴ θέση στὴν ὁποία
βρισκόταν ὁ Χρυσόστομος ἀναμένοντας τὴν ἀπόφαση γιά τὸν τόπο ἐξορίας (Ιω. Χρυσόστομος,
«Κωνσταντίνῳ πρεσβυτέρῳ», PG, 52, 732-733).
[26] Λεων Στ, «Λόγος ἐγκωμιαστικὸς εἰς τὸν μέγαν τοῦ Θεοῦ ἀρχιερέα… Ἰωάννην τὸν
Χρυσόστομον», PG 107, 288.
[27] Σωζομενοσ, «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία» 8, 23, PG 67, 1573D-1576Α: «Ἔπει γὰρ αὐτῷ
καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ συνοῦσι κοινωνεῖν ἢ συνεύχεσθαι οὐκέτι ἀνεκτὸν ἡγοῦντο,
ἀναμεμειγμένων αὐτοῖς τῶν ἐπιβούλων Ἰωάννου, καθ’ ἑαυτοὺς δέ, ὡς εἴρηται, συνιέντας
ἐν ταῖς ἐσχατιαῖς τῆς πόλεως ἐκκλησίαζον, κοινοῦται βασιλεῖ περὶ τούτου. Συνηγμένοις δὲ
συνταγματάρχης ἅμα στρατιώταις ἐμβαλεῖν ἐπιτραπείς, τὸ μὲν πλῆθος παίων ξύλοις καὶ λίθοις,
εἰς φυγεῖν τρέπει. τοὺς δὲ ἐπισημότερον καὶ προθυμότερον τὰ Ἰωάννου ζηλοῦντας, ἐν φρουρᾷ
ποιεῖται… Μεγίστης δὲ ταραχῆς καὶ οἰμωγῆς ἀνὰ τὴν πόλιν συμβάσης, οὐδ’ οὕτως μετέθεντο
τοῦ περὶ Ἰωάννη φίλτρου».
[29] Γιά τὸ ἦθος καί τὴν ἄνοδο τοῦ Πορφυρίου στὸν θρόνο τῆς Ἀντιόχειας βλ. A. Thierry, σ.
311-315.
[33] Ιω. Χρυσοστομος, «Πρός τοὺς σκανδαλισθέντας ἐπὶ ταῖς δυσημερίαις ταῖς γενομέναις, καί
τῇ τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἱερέων διώξει καὶ διαστροφῇ», ΕΠΕ 33, 612.
[34] Αγ. Συμεων Μεταφραστης, «Εἰς τὸν βίον τοῦ Ἰ. Χρυσόστομου», PG 114, 1193-1196.
[35] Ιω. Χρυσοστομος, Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, 4, ΕΠΕ 20, 708.
[36] Παλλαδιου, «Διάλογος», PG 47, 35.
[37] Ιω. Χρυσοστομος, «Πρός τοὺς σκανδαλισθέντας ἐπὶ ταῖς δυσημερίαις ταῖς γενομέναις, καί
τῇ τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἱερέων διώξει καὶ διαστροφῇ», ΕΠΕ 33, 608: «νόμοις πατρώοις καὶ
θεσμοῖς Ἐκκλησίας ἐπηρεασθεῖσι παραστάντες».
[39] Ιω. Χρυσοστομος, ἐπιστολὴ 148, «Κυριακῷ, Δημητρίῳ, Παλλαδίῳ, Εὐλυσίῳ, ἐπισκόποις»,
ΕΠΕ 38, 288.
[40] Ιω. Χρυσοστομος, «Πρός τοὺς σκανδαλισθέντας ἐπὶ ταῖς δυσημερίαις ταῖς γενομέναις, καί
τῇ τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἱερέων διώξει καὶ διαστροφῇ», ΕΠΕ 33, 632.
[41] Ιω. Χρυσοστομος, «Πρός τοὺς σκανδαλισθέντας ἐπὶ ταῖς δυσημερίαις ταῖς γενομέναις, καί
τῇ τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἱερέων διώξει καὶ διαστροφῇ», ΕΠΕ 33, 608-610.
[42] Ιω. Χρυσοστομος, «Πρός τοὺς σκανδαλισθέντας ἐπὶ ταῖς δυσημερίαις ταῖς γενομέναις, καί
τῇ τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἱερέων διώξει καὶ διαστροφῇ», ΕΠΕ 33, 630-632.
[43] Ιω. Χρυσοστομος, ἐπιστολὴ 94, «Πενταδίᾳ διακόνῳ», ΕΠΕ 38, 168.
[44] Ιω. Χρυσοστομος, ἐπιστολὴ 94, «Πενταδίᾳ διακόνῳ», ΕΠΕ 38, 186.
[46] Ιω. Χρυσοστομος, ἐπιστολὴ 148, «Κυριακῷ, Δημητρίῳ, Παλλαδίῳ, Εὐλυσίῳ, ἐπισκόποις»,
ΕΠΕ 38, 288-289.
[48] Ιω. Χρυσοστομος, ἐπιστολὴ 89, «Θεοδοσίῳ, ἐπισκόπῳ Σκυθοπόλεως», ΕΠΕ 38, 158-160.
[49] Ιω. Χρυσοστομος, Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, 11, 1, ΕΠΕ 20, 686: «ἓν πνεῦμα, καλῶς
εἶπε, δεικνὺς ὅτι ἀπὸ τοῦ ἑνὸς σώματος ἓν πνεῦμα ἔσται, ἢ ὅτι ἔστι μὲν σῶμα εἶναι ἓν, οὐχ ἓν δὲ
πνεῦμα· ὡς ἂν εἴ τις καὶ αἱρετικῶν φίλος εἴη».
[52] Ιω. Χρυσοστομος, Ὁμιλία «εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, 4, ΕΠΕ 20, 706.