You are on page 1of 53

0

ΛΑΜΠΡΟΥ Δ. ΚΤΕΝΑ

Η ΚΥΡΙΑΚΗ
ΤΗΣ
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΚΑΤΑ ΠΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΩΝ
ΚΑΙ
ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΦΛΗΝΑΦΗΜΑΤΩΝ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΟ 10/3/2007 ΕΠΙΣΤΟΛΗΝ ΤΟΥ ΙΕΡ/ΧΟΥ
ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΤΣΑΛΑΓΚΑ

________________

«…καί ποικίλοις ρήμασι τήν ἑαυτῶν γνώμην συρραψωδήσαντες, τήν


Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ ὡς ἐσφαλμένην κρίνουσιν, ἀπαλύνοντες τούς
λόγους αὐτῶν ὑπέρ ἔλαιον, γραφικά τινά φθεγγόμενοι, ἀλλά δόλια τά
ρήματα αὐτῶν καί βολίς τιτρόσκουσα ἡ γλώσσα αὐτῶν…» (Ζ΄ Οἰκ.
Σύνοδος)
__________

ΑΛΛΑ
«τοῖς τολμῶσι λέγειν, τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν εἴδωλα ποτέ δεδέχθαι,
ὡς ὅλον τό Μυστήριον ἀνατρέπουσι, καί τήν Χριστιανῶν ἐνυβρίζουσι
πίστιν Ἀνάθεμα γ΄» (Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδος)
__________

«Σύ δέ (Παντελεήμων) κλέπτεις κανέν ρητόν θεῖον ἁγίου τινός Πατρός,


τό ὁποῖον εἶπε κατ’ ἀνάγκην, ἴσως διά κανέν ἄλλο ζήτημα καί ὄχι δι’
αὐτό καί μέ ἄλλον σκοπόν καί βιάζεις νά τό ἐννοήσης καί νά ἐννοῆται
κατά τήν πεπλανημένην σου δόξαν; ἀπατᾶς καί πλανᾶς τόν ἑαυτόν
σου» (Συμ. Ἀρχ/που Θεσσαλονίκης)

ΠΑΤΡΑ, ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2008


1

ΠΡΟΛΟΓΟΣ-ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ἔχουν περάσει περισσότερο ἀπό 12 αἰῶνες ἀπό τότε πού καθιερώθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία
νά ἑορτάζουμε μετά ζήλου καί πάσης πανηγυρικῆς λαμπρότητος τήν νίκη τῶν ἁγίων Πατέρων
τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου κατά τῶν εἰκονομάχων καί τήν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν Εἰκόνων. Ἐν
τούτοις ἡ γιορτή δέν ἔχασε τήν ζωντάνια της, καί δέν πρέπει νά τήν χάση, ἀφοῦ ὁ προορισμός
της δέν ἐτελείωσε, γι’ αὐτό θά συνεχίζεται μέχρι τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου μας.

Βεβαίως, ὁ πανηγυρισμός δέν γίνεται ἁπλά γιά ἀνθρώπινη μάταια ἱκανοποίηση τῶν
νικητῶν ἁγίων, ἀλλά ἔχει ἄλλους ὑψηλότερους καί ἱερώτερους σκοπούς, τούς ὁποίους καί
ἀνανεώνει στή μνήμη μας ἡ Ἐκκλησία μέ τά γράμματα αὐτῆς τῆς ἑορτής. «Ὥρισαν οἱ ἅγιοι
ὁμολογηταί (λέγει τό συναξάριον τῆς ἑορτῆς), ἐτήσιον οὕτω ταύτην τήν ἡμέραν πανήγυριν
γίνεσθαι ἵνα μήποτε καί αὖθις τῇ αὐτῇ δυσεβείᾳ (τῶν εἰκονομάχων) ἐμπέσωμεν».
Δηλαδή ἡ Ἐκκλησία συνιστᾶ σ’ ἐμᾶς τό ποίμνιόν της ἐπαγρύπνιση, ἑνῶ παράλληλα
ἐκφράζει τόν φόβον της μήπως μᾶς πλανήσουν οἱ εἰκονομάχοι καί ἐκπέσωμεν εἰς τήν ἀσέβειαν
ἐκείνων. Ἀπό αὐτό ὅμως μαρτυρεῖται ὅτι οἱ θεόπνευστοι τότε Πατέρες, ἀπό τήν ἐμπειρίαν τους
ἐγνώριζαν πώς ἡ εἰκονομαχία παρότι νικήθηκε καί ταπεινώθηκε, δέν ἀπέθανε διά παντός! Ζῆ
καί θά ζῆ ὡς θεραπευομένη καί τρεφομένη ὑπό τοῦ ἐμπνευστοῦ αὐτῆς Σατανά, καί τῶν
ἐχθρῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ Ἑβραίων!

Ἡ ἐκκλησιαστική εἰκονογραφία πολεμεῖται ἐπίμονα ἀπό τόν διάβολον μέσω τῶν Ἑβραίων,
γιατί προσφέρει στούς ἐκκλησιαζομένους καθημερινό κήρυγμα ἰσχυρότατο πρός τήν ἠθική καί
ἐνάρετον ζωή τῶν χριστιανῶν καί ταυτόχρονα πιστοποιεῖ σ’ αὐτούς μέ τήν ἀξία τοῦ ὀπτικοῦ
τρόπου τίς δογματικές ἀλήθειες, αὐτές πού διά τῆς ἀκοῆς καί τῆς ἀναγνώσεως διδάσκονται ἐκ
τῆς ἁγίας Γραφῆς.
Τήν ἰσχυρή αὐτή διά τῶν ἱ. Εἰκόνων διδασκαλία τήν ἔχουν ἐκτιμήσει ἰδιαίτερα οἱ Πατέρες
τῆς ἁγίας Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, οἱ ὁποῖοι εἶπαν πώς οἱ ἅγιες εἰκόνες «εἶναι οἱ βίβλοι τῶν
ἀγραμμάτων». Εἶπαν πώς γίνεται τῆς εἰκονικῆς στηλογραφίας ἡ μνήμη πρός φυλακήν
σώφρονος βίου καί ἐνεργεῖ προληπτικά πρός τό μή παλινδρομῆσαι, ὁ ἁμαρτωλός, εἰς τόν
ἴδιον ἔμετον. Καί σχετικά μέ τό δογματικό κήρυγμα τῆς περί τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ
εἰκονογραφίας οἱ Πατέρες εἶπαν, πώς αὐτές οἱ εἰκόνες γίνονται «πρός πίστωσιν τῆς ἀληθινῆς
καί οὐ κατά φαντασίαν τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως» (Ὅρος Πίστεως Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου).

Ἀκόμα, ὁ Μέγας Βασίλειος παραδεχόνταν τήν δύναμη τῆς εἰκόνος ὡς ἰσχυρότερη ἀπό τό
ὅποιο καλό κήρυγμα, καί καθώς μιά μέρα μέ τόν λόγον του ἐγκωμίαζε τόν μάρτυρα Βαρλαάμ,
αἰσθάνθηκε ἀδύναμος νά ἐξυμνήση ἐπαξίως τόν μάρτυρα καί εἶπε: «Διατί μέ παιδικά
ψελίσματα νά μειώσω τόν θριαμβευτήν; Ἄς παραχωρήσωμεν λοιπόν τήν ἐξύμνησίν του εἰς
τάς πιό μεγαλοπρεπεῖς γλώσσας… Σηκωθῆτε, παρακαλῶ, ὦ λαμπροί ζωγράφοι τῶν
ἀθλητικῶν κατορθωμάτων νά μεγαλύνετε μέ τήν τέχνην σας τήν κολοβωμένη εἰκόνα τοῦ
στρατηγοῦ μέ τά χρώματα τῆς σοφίας σας νά λαμπρύνετε τόν στεφανωμένον νικητήν τόν
ὁποῖον ἐγώ ἀμαυρώτερον περιέγραψα. Θέλω νά φύγω νικημένος ἀπό τήν δικήν σας
περιγραφήν τῶν κατορθωμάτων τοῦ μάρτυρος… Θέλω νά ἰδῶ ἐπάνω εἰς τόν πίνακάν σας
λαμπρότερον τόν παλαιστήν ζωγραφισμένον. Ἄς κλαύσουν τά δαιμόνια μέ τό νά κτυπῶνται
καί τώρα ἀπό σᾶς μέ τά κατορθώματα τοῦ μάρτυρος» (Μ. Βασιλ. Ε.Π.Ε. 7ος, 241-247).

Ἔτσι λοιπόν ἐξηγεῖται ὁ σκληρός καί ἀτελεύτητος διωγμός τῶν Ἱ. Εἰκόνων, πού καθώς
ὄλοι γνωρίζουμε ξεκίνησε ἀπό τρεῖς σατανοφώτιστους μάντεις Ἑβραίους, οἱ ὁποῖοι ἔπεισαν μέ
δόλο τόν ἀπαίδευτο βασιλιά τοῦ Βυζαντίου (πρώην βοσκόν ὄνων), τόν Λέοντα τόν Ἴσαυρον,
νά ἀπαγορεύση τήν προσκύνηση τῶν Ἱ. Εἰκόνων. Ἀλλά τό σατανοκίνητο ἔργο τῆς
2
εἰκονομαχίας τό ὁλοκλήρωσε ὁ γιός τοῦ Λέοντος, Κωνσταντῖνος ὁ Ε΄ ὁ ἐπικληθείς
κοπρώνυμος ἐκ τοῦ ὅτι καθώς «βρέφος ἐβαπτίζετο… τήν κολυμβῆθραν ὅλην ἠχρείωσε (μέ τά
κόπρανά του) καί ἐξεπλήρωσε πάντες τούς παρατυγχάνοντας τῆς δυσωδίας…» (Ἲ.
Δαμασκηνοῦ Ε.Π.Ε. 3ος σελ. 414).

Η ΛΗΣΤΡΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΩΝ

Ὁ Κοπρώνυμος συνεκάλεσε στήν Κωνσταντινούπολη τό 754 τήν σύνοδο τῶν εἰκονομάχων


ἀρχιερέων, οἱ ὁποῖοι ἦταν 348, καί ἐκεῖ ἀναθεμάτισαν ὅλους ὅσους ποιοῦν καί προσκυνοῦν
ἐκκλησιαστικές εἰκόνες. Εἰς δέ τήν ἀπόφασίν τους ἔγραφαν: «Ὁμοφώνως οὖν ὁρίζομεν
ἀπόβλητον εἶναι καί ἀλλοτρίαν καί ἐβδελυγμένην ἐκ τῆς τῶν Χριστιανῶν Ἐκκλησίας πᾶσαν
εἰκόνα…». Συνέταξαν καί ἐπί μέρους ἀναθεματισμούς οἱ ὁποῖοι ἀπευθυνόνταν κατά τῶν
Ὀρθοδόξων γιά δύο λόγους. Πρῶτον γιατί ποιοῦν καί προσκυνοῦν εἰκόνες, πρᾶγμα πού
ἀπαγόρευσε, ὡς ἔλεγαν, ὁ Θεός στήν Π. Διαθήκη, καί δεύτερον γιατί εἰκονίζουν τόν Χριστόν,
πρᾶγμα πού ἀπαγορεύεται διότι ὁ Θεός δέν εἰκονίζεται ἀφοῦ εἶναι ἀόρατος. Σ’ αὐτό
ἐπικαλέστηκαν τόν Εὐαγγελικόν λόγον «Θεόν οὐδείς ἐώρακε πώποτε». Ὁ σχετικός
ἀναθεματισμός ἔλεγε: «Εἴ τις τήν ἀπερίγραπτον τοῦ Θεοῦ Λόγου οὐσίαν καί ὑπόστασιν διά
τῷ σεσαρκῶσθαι ἐπιτηδεύοι δι’ ὑλικῶν χρωμάτων ἐν εἰκόσιν ἀνθροπωμόρφως
περιγράφειν… Ἀνάθεμα…» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, τμ. Γ΄ σελ. 863).

Μολαταῦτα ὁ Θεός ἔκαμε τό θαῦμα Του καί ἔτσι παρά τό μεγάλο κτύπημα πού δέχθηκε ἡ
Ὀρθοδοξία, κατάφερε μετά ἀπό 32 χρόνια, δηλαδή τό 786, νά συγκροτήση τήν ἁγία Ζ΄ Οἰκ.
Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀναίρεσε ὅλες τίς αἱρέσεις τῶν εἰκονομάχων, τούς ἀναθεμάτισε καί
ἀναστήλωσε τίς ἅγιες εἰκόνες.

Η ΑΓΙΑ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ

Συγκεκριμένα, ἡ ἁγία Σύνοδος ἀναίρεσε καί τά δύο σκέλη τῶν κατηγοριῶν τῶν
εἰκονομάχων. Δηλαδή, αὐτό πού στηριζόνταν, κακῶς, στήν ἀπαγόρευση νά γίνωνται εἰκόνες,
ὅπως εἶχε πῆ στήν ἀρχή ὁ Θεός στόν Μωϋσῆ «Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδέ παντός
ὁμοίωμα…» (Ἐξόδου Κ΄ 4) καί σ’ αὐτό πού στηριζόνταν στόν εὐαγγελικό λόγο «Θεόν οὐδείς
ἑώρακε πώποτε» (Ἰωάν. Α΄ 18) καί ἀφοροῦσε τήν εἰκονογραφία τοῦ Χριστοῦ.

Γιά τό πρῶτο θέμα ἡ ἁγία Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδος ἀναίρεσε τούς εἰκονομάχους ἀποδεικνύοντας
πώς ἡ ἐντολή «Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδέ παντός ὁμοίωμα…», ἦταν γιά κάποιο χρονικό
διάστημα καί ὄχι γιά πάντα. Γιαυτό, ἀφοῦ ἐξέλειπε ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον ἐδόθηκε, ὁ ἴδιος ὁ
Θεός διέταξε τόν Μωϋσῆ νά ποιήση εἰκόνες τῶν ἁγίων Ἀγγέλων. Ἀπό τότε ἔχουν τήν
παράδοση οἱ ἅγιες εἰκόνες. Περί αὐτοῦ οἱ Πατέρες εἶπαν: «Νομική γάρ καί αὐτή ἡ
Παράδοσις (τῆς εἰκονογραφίας) καί ἄκουσον τοῦ Θεοῦ λέγοντος πρός Μωϋσῆν εἰκόνας δύο
χερουβίμ χρυσογλύπτων κατασκευᾶσαι, κατασκιάζοντα τό ἱλαστήριον…» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ.
Συνόδου, τμ. Γ΄ σελ. 781).
Γιά τό δεύτερο θέμα, τό ἀναφερόμενο στήν περί τόν Χριστόν εἰκονογραφία, οἱ Πατέρες
τῆς ἁγίας Συνόδου ἀπάντησαν στούς εἰκονομάχους πώς μέ τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ δέν γίνεται
περιγραφή τῆς ἀπεριγράπτου καί ἀοράτου θείας φύσεώς Του. «Περιεγράφη γάρ ὁ Θεός Λόγος
σαρκί εἰς ἡμᾶς ἐπιδημήσας· οὐ μήν δέ τήν θεότητα αὐτοῦ διενοήθη τις ἀναζωγραφῆσαι.
Θεόν γάρ, φησίν οὐδείς ἐώρακε πώποτε. Ἀπερίγραπτος γάρ καί ἀόρατος καί ἀκατάληπτος,
ἀλλά περιγραπτός κατά τήν ἀνθρωπότητα…» εἶπαν οἱ Πατέρες (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συν. Τμ. Γ΄ σελ.
3
836). Καί στή συνέχεια εἶπαν: «Τίς γάρ τῶν εὖ φρονούντων οὐ γινώσκει, ὅτι τό, Θεόν οὐδείς
ἐώρακε πώποτε, ἐπί τῆς θείας φύσεως ἐστι γεγραμμένον;» (σελ. 847).

Στό τέλος οἱ Πατέρες τῆς ἁγίας Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου ἀναθεμάτισαν τούς εἰκονομάχους καί γιά
τά δύο σκέλη τῆς ἀβάσιμης κατά τῶν Ὀρθοδόξων κατηγορίας των, λέγοντες:

1) «Τῷ φρυαξαμένῳ συνεδρίῳ κατά τῶν σεπτῶν εἰκόνων, Ἀνάθεμα. Τοῖς ἐκλαμβάνουσι
τάς παρά τῆς θείας Γραφῆς ρήσεις κατά τῶν εἰδώλων εἰς τάς σεπτάς εἰκόνας Χριστοῦ τοῦ
Θεοῦ ἡμῶν καί τῶν ἁγίων Αὐτοῦ, Ἀνάθεμα».
2) «Τοῖς τῷ ρήματι τοῦ ἀπεριγράπτου κακῶς προσφυομένοις, καί διά τοῦτο μή
βουλομένοις εἰκονογραφεῖσθαι τόν παραπλησίως ἡμῖν σαρκός καί αἵματος κεκοινονηκότα,
Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν, καί ἐντεῦθεν φαντασιασταῖς δεικνυμένοις, Ἀνάθεμα»
(Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συνόδ. Τμ. Γ΄ σελ. 905-907) . Ἔτσι τελείωσε νικηφόρως ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας τό
εἰκονομαχικό πρόβλημα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Παρότι ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέν ἐσίγησε ἐπί 13 αἰῶνες τό διαχρονικό κήρυγμα ὑπέρ τῶν
ἁγίων εἰκόνων, ἡ Ἑβραιοκίνητη εἰκονομαχία κατάφερε νά ἐπιζήση σέ ἄλλους χώρους
αἱρετικῶν προτεσταντῶν, Μονοφυσιτῶν, χιλιαστῶν κ.τ.λ., ἔχοντας ὅμως στραμμένο τό μάτι
πρός τήν ὄμορφη Νύμφη τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθοδοξία. Ἔτσι κατάφερε μετά ἀπό κάποιους
αἰῶνες νά περάση τά σύνορα τῆς Ὀρθοδοξίας καί νά ἐμφανισθῆ ὑπό ἄλλη μορφή, γιά νά μήν
ἐκδιωχθῆ καί πάλι ὡς καταδικασμένη ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδο! Αὐτή τή φορά δέν ζητάει τήν
ἀποβολή ἐκ τῶν ναῶν πάσης εἰκόνος οὔτε τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ. Στόχος τῆς νέας αὐτῆς
εἰκονομαχίας εἶναι δύο βασικές εἰκόνες δογματικοῦ χαρακτῆρος, οἱ ὁποῖες μαρτυροῦν τήν
θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά ἀπ’ αὐτό φαίνεται πώς καί αὐτή ἡ μορφή τῆς νεοεικονομαχίας
εἶναι ἔργο τῶν Χριστοκτόνων. Ξέρουμε πώς αὐτοί ἐσταύρωσαν τόν Χριστό καταλογίζοντάς
Του τήν κατηγορία ὅτι εἶπε πώς εἶναι Υἱός Θεοῦ = Θεός. Γι’ αὐτό εἶπαν στόν Πιλάτο: «κατά
τόν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτόν Θεοῦ υἱόν ἐποίησεν» (Ἰωάν. ΙΘ΄ 7). Οἱ δέ δύο
αὐτές εἰκόνες εἶναι ἡ τῆς τριημέρου ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ Τάφου καί ἡ εἰκόνα ἡ
ἐπιγραφομένη «ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ». Καί οἱ δύο μαρτυροῦν τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, γιατί ὡς Θεός
ἀνέστη ἐκ τοῦ Τάφου, καί ἐπειδή εἶναι Θεός διά τοῦτο ἔχουμε εἰκόνα πού διδάσκει ὅτι ὁ ἕνας
Θεός εἶναι Τρισυπόστατος, δηλαδή Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα. Εἶναι, λοιπόν, πολύ
φυσικό νά μήν ἀναγνωρίζουν οἱ Ἑβραῖοι εἰκόνα πού μαρτυρεῖ τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ,
τουτέστι τό Τριαδικό δόγμα!

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ

Περί τό πότε ἀκριβῶς ἐμφανίσθηκε τό Ἑβραϊκό σχέδιο τῆς ἐπαναφορᾶς στήν Ὀρθοδοξία
τῆς εἰκονομαχίας μέ τήν νέα αὐτή μορφή, γνωρίζουμε λίγα, ἀφοῦ τέτοια κινήματα περπατοῦν
πολύ τήν «νύκτα ἡμῶν κοιμωμένων». Ἐμεῖς γνωρίζουμε πώς ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος (μέ
τόν Ἄναρχο Πατέρα ὡς παλαιό τῶν ἡμερῶν) πολεμεῖται ἀπό νεοεικονομάχους πού
ἐμφανίσθηκαν στήν Ρωσική Ἐκκλησία περί τόν 16ον καί 17ον αἰῶνα, πρωτοπόρος τῶν ὁποίων
ὑπῆρξε ὁ τότε ὑπουργός τῶν ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας Ἰωάννης Μιχαήλωφ υἱός Βισκοβάτυ, ὁ
ὁποῖος καταδικάστηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξον Σύνοδον τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τοῦ 1553-1554,
ἡ ὁποία ἀπέρριψε τήν κατά τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος θεωρία του «ὡς πονηρή καί
βλάσφημη».
Ἐπίσης γνωρίζουμε, ἐξ ἐγκύρου πηγῆς, ὅτι πρίν ἀπό τήν δράση τοῦ νεοεικονομάχου
Βισκοβάτυ ἔδρασε τό ἀντιτριαδικό κίνημα τοῦ Ἰσπανοῦ Μιχαήλ Σερβέτου, ὁ ὁποῖος τό 1531
εἶχε ἐκδόσει τήν συγγραφήν του μέ τίτλον «Περί τῶν πλανῶν τῆς Τριάδος». Κατόπιν οἱ
ἀντιτριαδικοί ὀπαδοί του «μετέβησαν εἰς Ἐλβετίαν καί ἐκεῖθεν, μετά τόν θάνατον τοῦ
4
Σερβέτου, εἰς Πολωνίαν, ὅπου εὗρον κατάλληλον ἔδαφος» (Ἐκκλ. Ἱστ. Β. Στεφανίδου, σελ. 631-
632). Ἐπίσης, ἀπό ἄλλη ἱστορική πηγή γνωρίζουμε ὅτι: «Τό 1487, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νοβγορόδ
Γεννάδιος ἀνεκάλυψε τήν παρουσία αἱρετικῶν εἰς τήν περιφέρειάν του… Εἰς τό Νοβγορόδ,
οἱ Ἰουδαΐζοντες ἠρνοῦντο τήν Ἁγίαν Τριάδα καί οὕτω συνεδέοντο πρός τά
Πολωνικά ἀντιτριαδικά κινήματα · ἀπεδοκίμαζον δέ τήν προσκύνησιν τῶν Ἱ. Εἰκόνων»
(Θρησκ. & Ἠθική Ἐγκυκλοπ., τόμ. 6ος, σελ. 927-929).

Φαίνεται λοιπόν πώς ὁ νεοεικονομάχος ντιάκ Βισκοβάτυ εἶχε, τουλάχιστον, ἐπηρεαστῆ ἀπό
τά ἀντιτριαδικά κινήματα πού δροῦσαν ἐπί τῶν ἡμερῶν του στη Ρωσία, ἄν ἀποκλείσουμε τό
ἐνδεχόμενο νά ἦταν ἐπίσημο μέλος τῆς ὀργανώσεως.
Ἔχουμε ὅμως καί δεύτερο στοιχεῖο, καί αὐτό μᾶς τό δίνει ἡ μεγάλη σύνοδος πού ἔγινε στη
Ρωσία τό 1666-1667, ἡ ὁποία, δυστυχῶς, ἀπέρριψε τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τήν ὁποία
ὁμολόγησε καί ἐστήριξε ἡ προηγούμενη σύνοδος τοῦ 1553-1554 καί οὕτως ἐδικαίωσε τόν
καταδικασμένο Βισκοβάτυ. Ἴσως στούς κόλπους τῆς συνόδου τοῦ 1666 νά ὑπῆρχαν καί
κάποια στελέχη τῆς νεοεικονομαχικῆς αἱρέσεως τοῦ Βισκοβάτυ. Πάντως, σύνοδος ἡ ὁποία
ἀπορρίπτει ἀποφάσεις προηγουμένης μεγάλης Ὀρθοδόξου Συνόδου εἶναι σαφῶς ἔνοχος καί
ὁπωσδήποτε ὕποπτος!

Τά αἱρετικά φρονήματα τοῦ ντιάκ Βισκοβάτυ υἱοθετήθηκαν ἀργότερα ἀπό τόν Ρῶσο
εἰκονολόγο Λεωνίδα Οὐσπένσκυ, ὁ ὁποῖος ἄφησε στά χέρια τῶν ὁμοφρόνων του πολυσέλιδο
σύγγραμμα μέ τίτλο «Ἡ θεολογία τῆς Εἰκόνος…». Αὐτό τό βιβλίο τιμᾶται, δυστυχῶς, ἀπό
ὅλους τούς νεοεικονομάχους τῆς ἐποχῆς μας, ὡς τό πέμπτον Εὐαγγέλιον τῆς Ἐκκλησίας!
Ἀπόδειξη εἶναι τό γεγονός ὅτι πάντα ὅσα «θεολογοῦν» κατά τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος οἱ
νεοεικονομάχοι ἀποτελοῦν ἀντιγραφή ἐκ τοῦ ὡς ἄνω βιβλίου τοῦ Ρώσου Λεων. Οὐσπένσκυ,
ὡς θά δοῦμε παρακάτω ἀναλυτικώτερα. Περιληπτικά ἀναφέρουμε τίς κατηγορίες πού
διατυπώνουν κατά τῆς εἰκόνος. Ξεκινοῦν μέ δύο βασικές κατηγορίες, ἄδικες ὅμως καί
ἀνυπόστατες. Πρῶτον, ἰσχυρίζονται πώς μ’ αὐτή τήν εἰκόνα «ἐπιχειρεῖται ἡ εἰκόνιση τῆς
ἀοράτου θείας φύσεως» καί δεύτερον λέγουν πώς «ὁ Θεός Πατήρ δέν εἰκονίζεται μέ καμμία
μορφή ἀφοῦ δέν ἔχει σαρκωθῆ». Ἀπό αὐτή τήν «βάση» διατύπωσαν τόν ἀπαράδεκτο ὅρο
«ἐκτός τῆς σαρκώσεως οὐδεμία εἰκόνισις ἐπιτρέπεται».

Ὅμως, ἐκτός ἀπό αὐτά τά δύο ψευδοεπιχειρήματα, κρατοῦν στήν φαρέτρα τους πολλά
ἄλλα ἐφεδρικά «βέλη», καί τά ἐκτοξεύουν κατά τῆς ἁγίας εἰκόνος, ὅταν τά δύο πρῶτα
«ἰσχυρά» ἐξουδετερώνονται ἀπό τίς τεκμηριωμένες ἀναιρέσεις τῶν Ὀρθοδόξων. Τά δέ
ἐφεδρικά εἶναι:

Πρῶτον: «Αὐτή ἡ εἰκόνα ἐμφανίζει διαιρετή καί ἑτερούσιον Τριάδα».


Δεύτερον:«Αὐτή ἡ εἰκόνα κηρύττει πολυθεΐα, Ἀρειανισμόν, καί τό παπικό Φιλιόκβε».
Τρίτον: «Αὐτή ἡ εἰκόνα μᾶς ὁδηγεῖ σέ εἰδωλολατρεία».
Τέταρτον:«Ὁ Ἄναρχος Πατήρ δέν ἐμφανίσθηκε σέ καμμία ὅραση, σ’ ὅλες τίς προφητικές
ὁράσεις ἐμφανιζόνταν μόνον ὁ Υἱός».
Πέμπτον: «Στήν ὅραση τοῦ Δανιήλ οἱ δύο μορφές πού εἶδε ὁ προφήτης ἦταν τοῦ ἑνός
ἰδίου προσώπου, τοῦ Υἱοῦ».
Ἕκτον: «Ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν ἀνταποκρίνεται σέ καμμία ὅραση».
Ἕβδομον: «Τό περιεχόμενο τῆς εἰκόνος εἶναι μωσαϊκό ἀπό μαζέματα».
Ὄγδοον: «Τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς ζωγραφίζεται μόνον στήν εἰκόνα τῆς
Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλοῦ ἀπαγορεύεται».
Ἔνατον: «Αὐτή τήν εἰκόνα τήν ἀπαγόρεψε ἡ Ρωσική Σύνοδος τοῦ 1666».
Δέκατον: «Δέν ζωγραφίζονται οἱ ὁράσεις σύμφωνα μέ τήν διήγηση τοῦ προφήτη πού εἶδε
τήν ὅραση».
5
Ἑνδέκατον: «Αὐτή τήν εἰκόνα τήν ἀπαγορεύει ἡ διδασκαλία τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου».
Δωδέκατον: «Αὐτή ἡ εἰκόνα δέν δικαιολογεῖται ἀπό τόν σκοπό πού ἔχουν οἱ Ὀρθόδοξες
εἰκόνες».
Δέκατον τρίτον: «Αὐτή ἡ εἰκόνα δέν ἀναφέρεται στόν Ὅρο τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου».

Δηλαδή, κατά τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος οἱ νεοεοικονομάχοι ἐξαπολύουν συνολικά
δεκαπέντε (15!) βαρειές κατηγορίες. Ἔτσι, τό φαινόμενο κραυγάζει πώς ἐκεῖνοι πού τούς
φύτεψαν μέσα στά κεφάλια τέτοιες εἰκονομαχικές βλασφημίες εἶναι ὁπωσδήποτε τά
ἀντιτριαδικά δαιμόνια τοῦ Ἑβραϊσμοῦ! Ἀπό αὐτό ἐπίσης μαρτυρεῖται τό ἀβάσιμο τῶν
κατηγοριῶν, γιατί ἄν ἦταν σοβαρές καί ἰσχυρές, δέν θά ἀναγκαζώνταν νά πλάσουν τόσες
πολλές, πρᾶγμα πού τό κάνουν μέ τήν λογική ὅτι λέγοντας τόσα πολλά ψεύδη, κάποιο ἀπ’ ὅλα
θά μπορέση νά ἀμαυρώση τήν εἰκόνα στη συνείδηση κάποιων! Στή συνέχεια θά ἀποδειχθῆ, μέ
τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, πώς ὅλα αὐτά εἶναι κυριολεκτικῶς ἄχυρα, ψεύδη καί διαστροφές κατά
τῆς ἁγιοπατερικῆς διδασκαλίας, τά ὁποῖα κατακαίονται ἀμέσως ἀπό τήν φωτιά τῆς ἀλήθειας,
πρίν φτάσουν στό πρόσωπο τῆς ἁγιωτάτης πατροπαραδότου εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιά νά
τήν ἀμαυρώσουν.
Οἱ 15 ὡς ἄνω αἱρετικές φλυαρίες σχηματίζουν ἑπτά ἑνότητες μέ συναφεῖς κατηγορίες κατά
τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος, τίς ὁποῖες θά ἐξετάσωμε σέ ἑπτά κεφάλαια, ἀφοῦ πρῶτα δοῦμε
δι’ ὀλίγων τόν διωγμό πού δέχεται ἀπό τούς νεοεικονομάχους ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ
Χριστοῦ.

ΔΙΩΓΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Οἱ νεοεικονομάχοι κατηγοροῦν ὡς ἀπαράδεκτη τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ


ἐκ τοῦ τάφου καί ἀντί αὐτῆς προτείνουν τήν εἰκόνα τῆς εἰς Ἅδου καθόδου, ὡς εἰκόνα τῆς
Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά οἱ δύο αὐτές ὀρθόδοξες εἰκόνες διηγοῦνται καί βεβαιώνουν
δύο διαφορετικά γεγονότα. Συνεπῶς, ἡ δεύτερη δέν μπορεῖ νά πάρη τή θέση τῆς πρώτης. Ἄν
γίνη κάτι τέτοιο, δέν θά ὑπάρχη συμφωνία μεταξύ τοῦ ἀκουστικοῦ καί τοῦ ὀπτικοῦ
ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος. Τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ἡ ὑμνολογία καί ἡ εἰκόνα τῆς ἡμέρας
ἀποτελοῦν καί τά τρία τόν ἕνα ὀπτικοακουστικό πομπό πρός διδαχή τῶν ἐκκλησιαζομένων.
Γιά παράδειγμα, δέν μπορεῖ ὁ πιστός διά τῆς ἀκοῆς τῶν γραμμάτων νά δέχεται στη σκέψη του
εἰκόνα Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ τάφου καί ταυτόχρονα διά τῆς ὁράσεως νά βλέπει τόν
Χριστό στόν Ἅδη. Δέν μπορεῖ νά ἀκούει τόν Ὑμνογράφο νά ψάλλει: «Τέρπου, χόρευε καί
ἀγάλου Ἱερουσαλήμ, τόν Βασιλέα Χριστό θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος ὡς νυμφίον
προερχόμενον» καί ταυτόχρονα νά βλέπη τόν Χριστό νά βρίσκεται ἀκόμα στόν Ἅδη!

Οἱ νεοεικονομάχοι ἐπιμένουν – καί σ’ αὐτό ἔχουν δίκιο - ὅτι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ
μαρτυρεῖ πώς κατ’ ἀλήθεια ἐσαρκώθηκε ὁ Θεός Λόγος. Ἀλλά γιατί δέν βλέπουν πώς καί ἡ
εἰκόνα τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ τάφου, μαρτυρεῖ πώς κατ’ ἀλήθεια
ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, καί δέν Τόν ἔκλεψαν οἱ μαθητές Του νεκρόν ἀπό τόν τάφο, ὅπως εἶπαν
οἱ σταυρωτές του;

Τά ἀβάσιμα ἐπιχειρήματά τους

Ὁ πρωτοστάτης τοῦ νεοεικονομαχικοῦ κινήματος στήν Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ., Ἱερ/χος


Κασσιανός Μπράουν, τό 1990 ἔγραφε πώς ἐμεῖς ζητᾶμε νά ἀντικαταστήσουμε τήν εἰκόνα τῆς
Καθόδου στόν Ἅδην (τήν ὁποία αὐτός θεωρεῖ Εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως) «μέ τήν ρωμαϊκή
6
καθολική εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού βγαίνει ἀπό τό μνῆμα, πού δέν ἔχει ὅμως καμμία ἱστορική
βάση, διότι κανείς δέν εἶδε αὐτό τό καθαρά ὑποθετικό γεγονός» (Κασ. Μπράουν, «Ἡ
εἰκονογραφική παρουσίαση τοῦ Θεοῦ Πατέρα», σελ. 12).
Ὁ δεύτερος τοῦ κινήματος Ἱερ/χος Ἀμφιλόχιος Ταμπουρᾶς ἔγραφε τότε: «Αὐτή ἡ εἰκών
εἶναι Δυτικῆς προελεύσεως, εἶναι ἀθεολόγητος, ἄνευ Ἁγιογραφικῆς καί ἁγιοπατερικῆς
τεκμηριώσεως, εἶναι ἁπλῶς μιά φαντασία ἀθέων Δυτικῶν Ζωγράφων, ἀποτέλεσμα
αἱρετικοῦ φρονήματος πρός δημιουργίαν ἐντυπώσεων καί διαστρέβλωσιν τοῦ Εὐαγγελικοῦ
κηρύγματος» (Πραγματ. Ἀμφιλοχίου Ταμπουρᾶ «Ἑτέρα εἰκών τῆς Ἀναστάσεως», σελ. 14).
Ἀκόμα, ὁ ἱερέας τῆς παρατάξεως τοῦ τότε Ἀρχ/που Ἀνδρέου Εὐστάθιος Τουρλῆς ἔγραφε
μεταξύ ἄλλων: «Δέν εἰκονίζεται οὔτε ὁ τρόπος οὔτε ἡ στιγμή τῆς ἀναστάσεως, γιατί εἶναι
ἀπρόσιτα καί ἀκατάληπτα στη διάνοια τοῦ ἀνθρώπου καί παραμένουν ἄγνωστα ὡς
"κεκρυμμένον μυστήριον"» (Ἱερέως Εὐστ. Τουρλή, «Παρατηρ. καί προτάσεις ἐπί τῆς ἀπό 26-2-93
Ἐγκυκλίου», 21 Ἰουνίου 1994, σελ. 11).

Τά ἐπιχειρήματα καί οἱ κατηγορίες εἶναι ἀβάσιμα, διότι κανείς δέν εἶδε καί τήν εἰς Ἅδου
Κάθοδον τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τήν εἰκονική παράσταση τήν ὁποία αὐτοί θέλουν νά
παρουσιάσουν ὡς εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Γιατί λοιπόν αὐτή νά ἐξαιρῆται ἀπό
τόν κανόνα, πού ὡς λέγουν, δέν ἐπιτρέπει νά εἰκονίζουμε κάτι πού δέν εἴδαμε; Ἔπειτα, ἡ
Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ τάφου, δέν εἶναι ὑποθετικό γεγονός, ὡς ἀσεβῶς λέγουν. Εἶναι
γεγονός ἀληθείας καί μόνον ἄθεοι ἤ Ἑβραῖοι θεωροῦν τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μῦθο καί
ὑποθετικό σενάριο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Λέγουν πώς ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ τάφου
δέν ἔχει καμμία ἱστορική βάση, πώς δέν ἔχει ἁγιογραφική τεκμηρίωση, πώς εἶναι μία
φαντασία ζωγράφων. Μ’ ὅλα αὐτά ὅμως οὐσιαστικά ἀρνοῦνται τό ἱερό Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο
κηρύττει τήν τριήμερον Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἀρνοῦνται τό ἱ. Εὐαγγέλιο πού ἐξιστορεῖ
λεπτομερῶς τίς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστηθέντος Χριστοῦ στίς Μυροφόρες καί στούς ἁγίους
μαθητές Του. Μέ μία λέξη, μ’ αὐτά πού λέγουν, ἀρνοῦνται τήν μοναδική ἀναμφισβήτητη
ἱστορική ἀλήθεια πού κηρύττει τό ἱ. Εὐαγγέλιο. Ποίου ἄλλου ἱστορικοῦ βιβλίου μαρτυρίες
μποροῦν νά θεωρηθοῦν ἀπό Χριστιανούς ἐγκυρότερες ἀπό τίς μαρτυρίες τοῦ Εὐαγγελίου;

Βεβαίως, ὁ τρόπος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τό πῶς ἐξῆλθε ἀπό τό
ἐσφραγισμένο μνῆμα, χωρίς νά ἀνατρέψη τόν λίθον ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου καί χωρίς νά
σπάση τίς σφραγῖδες, εἶναι μυστήριο. Δέν εἶναι ὅμως μυστήριο διαφορετικό ἤ θαυμαστότερο
ἀπό τό μυστήριο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ὑπέρ ἔννοια, καί ἐνάντια στούς
νόμους τῆς φύσεως, συνέλαβε ἀσπόρως υἱόν. Οὔτε ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Χριστός
ἐξῆλθε ἐκ τῆς κοιλίας τῆς Θεοτόκου διατηρήσας τήν παρθενίαν αὐτῆς ἀπαρασάλευτον. Οὔτε
ἀπό τόν τρόπο πού Αὐτός εἰσῆλθε εἰς τήν αἴθουσα πού ἦταν οἱ μαθητές Του, τῶν θυρῶν
κεκλεισμένων. Ὅλα αὐτά τά ἐξαίσια θαύματα ἡ Ἐκκλησία μας τά ἐντάσσει μέσα στό μέγα
μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, γι’ αὐτό καί ψάλλουμε: «Φυλάξας τά
σήμαντρα σῶα Χριστέ ἐξηγέρθης τοῦ τάφου, ὁ τάς κλεῖς τῆς Παρθένου μή λυμηνάμενος ἐν
τῷ τόκῳ Σου» (Ὑμνολ. τοῦ Πάσχα). «Κύριε ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου… προῆλθες ἐκ τοῦ
μνήματος καθώς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου». Καί πάλι: «Ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος ἡ
ζωή ἐκ τάφου ἀνέτειλες Χριστέ ὁ Θεός· καί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων τοῖς μαθηταῖς σου
ἐπέστης…» (Ἦχ. πλ. Α΄ Αἴνοι Κυριακῆς) (Ὑμνολ. Κυρ. τοῦ Θωμᾶ).
Μολαταῦτα ἔχουμε εἰκόνες ὅλων αὐτῶν τῶν μυστηρίων, τίς ὁποῖες λαμβάνουμε ἀπό τήν
Εὐαγγελική διήγηση. Γιά παράδειγμα, οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου εἶπαν γιά τήν εἰκόνα
τοῦ μυστηρίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. «Ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου ἠκούσαμεν τό πραγματευθέν
μυστήριον διά τοῦ Ἀγγέλου πρός τήν Παρθένον καί ἀναμιμνησκόμεθα· καί ἐν εἰκόνι
ὁρῶντες ὡσαύτως ἐμφαντικώτερον τό πραγματευθέν ἐννοοῦμεν» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συνόδ. Τμ. Γ΄
σελ. 844).
7

Μυστήριο μέγα ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου, καί κανένας δέν εἶδε, οὔτε κατανοεῖ τόν
τρόπο τῆς ἐκ Πνεύματος Ἁγίου συλλήψεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἰς τήν κοιλίαν τῆς Παρθένου!
Μολαταῦτα ἔχουμε εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐπίσης, ὁ τρόπος τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ
εἶναι τελείως ἀκατάληπτος καί ἀπερίγραπτος. Ἐν τούτοις ἔχουμε εἰκόνα τῆς ἁγίας Γεννήσεώς
Του! Ὡσαύτως καί ὁ τρόπος πού εἰσῆλθε ὁ Κύριος τῶν θυρῶν κεκλεισμένων εἰς τούς μαθητές
Του εἶναι ἀπρόσιτος καί ἀκατάληπτος, ἀλλ’ ἔχουμε εἰκόνα πού ἐμφανίζει Αὐτόν ἐντός τοῦ
κλεισμένου χώρου πού ἦταν οἱ μαθητές Του! Γιατί λοιπόν δέν ἐπιτρέπεται νά ἔχουμε εἰκόνα
πού νά δείχνει τόν Χριστό ἔξω καί ἄνω ἀπό τό ἐσφραγισμένο μνῆμα; Μᾶλλον γιά νά μήν
αἰσχύνονται οἱ Ἑβραῖοι!
Ἡ ἁγία Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδος μακαρίζει ὅσους πιστεύουν καί διακηρύττουν τά θαύματα τῆς
Πίστεως μέ τόν γραπτόν λόγον καί μέ εἰκονικά σχήματα, τά ὁποῖα ἀμφότερα συντελοῦν στήν
ἴδια ὠφέλεια καί ἔχουν τόν ἴδιο σκοπό, ὁ ὁποῖος ἐδῶ εἶναι ἡ βεβαίωση, καί διά τῆς εἰκόνος τῆς
ἀληθινῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Λέγει ὁ μακαρισμός: «Τῶν πιστευόντων καί
διακηρυττομένων, ἤτοι εὐαγγελιζομένων τούς λόγους ἐπί πραγμάτων, τά πράγματα ἐπί
σχημάτων· καί εἰς μίαν ἑκάτερον συντελεῖν ὠφέλειαν, τήν τε διά λόγων ἀνακήρυξιν καί τήν
δι’ εἰκόνων τῆς ἀληθείας βεβαίωσιν, αἰωνία ἡ μνήμη» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Τμ. Γ΄ σελ. 905).

Ἀντίθετα, ἡ ἁγία Σύνοδος ἀποβάλλει τῆς Ἐκκλησίας, μέ δύο ἀναθεματισμούς, ὅσους


δέχονται μέν μέ τά λόγια ὅλο τό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλά
ἀρνοῦνται νά δεχθοῦν καί τίς ἱερές εἰκόνες πού ἔχουν γίνει σύμφωνα μέ τό σχετικό εὐαγγελικό
κήρυγμα.
Ὁ ἕνας ἀναθεματισμός λέγει: «Τοῖς λόγῳ μέν τήν ἔνσαρκον οἰκονομίαν τοῦ Θεοῦ Λόγου
δεχομένοις, ὁρᾶν δέ ταύτην δι’ εἰκόνων οὐκ ἀνεχομένοις· καί διά τοῦτο ρήματι μέν δέχεσθαι
κατασχηματιζομένοις, πράγματι δέ τήν σωτηρίαν ἡμῶν ἀρνουμένοις, Ἀνάθεμα».
Καί ὁ δεύτερος λέγει: «Τοῖς… οὐκ εἰσάγουσι δέ δι’ εἰκονισμάτων τήν τοῦ προφήτου
χάριν, καί τήν παγκόσμιον σωτηρίαν, ὡς ὡράθη (ὁ Χριστός) ὡς συνανεστράφη ἀνθρώποις,
ὡς πάθη καί νόσους ἰάσεως μείζονας ἐθεράπευσεν, ὡς ἐσταυρώθη, ὡς ἐτάφη, ὡς ἀνέστη,
ὡς πάντα ὑπέρ ἡμῶν ἐπαθέ τε καί ἐποίησε· Τοῖς οὖν ταῦτα… ἐν εἰκόσιν ὁρᾶν μή
ἀνεχομένοις… Ἀνάθεμα» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συνόδ. Τμ. Γ΄, σελ. 907).

Ἀλλά στήν περίπτωσή μας οἱ νεοεικονομάχοι μέ τά λόγια δέχονται νά σχηματοποιῆται ἡ


Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ ἐσφραγισμένου τάφου. Ἐν τούτοις δέν ἀνέχονται, ὡς εἴδαμε,
νά ζωγραφίζεται ἡ εἰκόνα τοῦ λόγου μέ χρώματα καί στά σανίδια ἤ στούς τοίχους τῶν ναῶν.
Αὐτό ὅμως, κατά τήν ἁγία Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδο, συνεπάγεται τήν ἄρνηση τῆς ἀληθινῆς καί οὐ κατά
φαντασίαν Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ ἐσφραγισμένου τάφου! (παράβαλλε Ὅρον τῆς Ζ΄
Οἰκ.). Γι’ αὐτό εἰσπράττουν ὅλο τό ὡς ἄνω ἁγιοπατερικό ἀνάθεμα.

Λέγουν ὅμως πώς δέχονται εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, καί δέχονται τήν εἰκόνα πού
σχηματίζεται ἀπό τό γεγονός τῆς εἰς Ἅδου καθόδου τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ὅμως εἶναι λάθος κατά
τόν πολυμαθέστατον ἅγιον Νικόδημον τόν Ἁγιορείτην, ὁ ὁποῖος γράφει πώς κάποιοι ζωγράφοι
«ζωγραφίζουν τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἐκ τοῦ τάφου τόν Χριστόν ἐξερχόμενον…
ἀλλά ζωγραφίζοντες, τόν μέν Χριστόν εἰς Ἅδην καταβαίνοντα, τόν δέ Ἀδάμ καί τήν Εὔαν
κρατουμένους ὑπό τῶν χειρῶν Αὐτοῦ, καί πύλας καί κλεῖθρα τοῦ Ἅδου συντετριμμένα… τά
ὁποῖα δέν εἶναι εἰκών τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλά εἰκών τῆς εἰς Ἅδην καταβάσεως τοῦ Κυρίου.
Ἀνάστασις δέ καί εἰς Ἅδην κατάβασις μεγάλην ἔχουσι τήν διαφοράν» (Ἱερόν Πηδάλιον, σελ.
321).
Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ Ὑμνολογία μνημονεύει τά γεγονότα κατά τήν σειρά πού ἔγιναν ἀπό τήν
ὥρα τῆς Σταυρώσεως μέχρι καί τήν ὥρα τῆς Ἀναστάσεως. Γιά τό πρῶτο ψάλλουμε:
8
«Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς…». Γιά τό δεύτερο: «καί συνέτριψας μοχλούς
αἰωνίους κατόχους πεπεδημένων Χριστέ». Καί γιά τό τρίτο ψάλλουμε: «καί τριήμερος ὡς ἐκ
κήτους Ἰωνᾶς ἐξανέστης τοῦ τάφου»!
Ἄλλος ὕμνος τοῦ Μ. Σαββάτου λέγει: «Σήμερον συνέχει τάφος, τόν συνέχοντα παλάμη
τήν κτίσιν· καλύπτει λίθος, τόν καλύψαντα άρετή τούς οὐρανούς, ὑπνοῖ ἡ ζωή, καί Ἅδης
τρέμει, καί Ἀδάμ τῶν δεσμῶν ἀπολύεται…». Δηλαδή, ἐνῶ ὁ Ἅδης τρέμει, τό πανάγιον σῶμα
τοῦ Χριστοῦ τό καλύπτει λίθος γιατί δέν ἔχει ἀναστηθῆ ἀκόμα!
Καί πάλι ὁ ὑμνογράφος θέλει τόν Χριστό νά λέγει τό Μ. Σάββατο: «…τόν Ἀδάμ γάρ σύν
τῇ Εὔα, λυτροῦμαι παγγενῆ, καί τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐξαναστήσομαι». Καί πάλι ψάλλουμε: «Ἐν
τάφῳ σωματικῶς (ἦσουν Χριστέ) ἐν Ἅδου δέ μετά ψυχῆς ὡς Θεός, ἐν παραδείσῳ δέ μετά
Ληστοῦ, καί ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες Χριστέ, μετά Πατρός καί Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὁ
ἀπερίγραπτος».
Ὅθεν οἱ νεοεικονομάχοι ἔχουν τά ἀναθέματα τῆς ἁγίας Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου καί ὄχι τήν
διδασκαλία αὐτῆς. Αὐτοί χρήζουν μετανοίας καί ταπεινώσεως καί ὄχι ἀλαζονείας. Αὐτοί ἔχουν
ἀνάγκη ἀπό ἔλεγχο σωτήριο καί ὄχι ἀπό χειροκροτήματα ἀφελῶν ἤ πονηρῶν
προσωπολατρῶν!

Ο ΑΠΗΝΗΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΙΚΟΝΟΜΑΧΩΝ


ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ὁ προαναφερθείς νεοεικονομάχος Ρῶσος ντιάκ Βισκοβάτυ, φιλονικώντας μέ τόν


Μητροπολίτη πασῶν τῶν Ρωσιῶν Μακάριο στη Σύνοδο τοῦ 1553, εἶπε πώς «Δέν ἐπιτρέπεται
νά ἀναπαριστάνουν (οἱ ἁγιογράφοι) τήν ἀόρατη θεότητα». Καί ὁ σχολιαστής ἅμα καί
ὁμόφρονας τοῦ Βισκοβάτυ, Λεων. Οὐσπένσκυ γράφει στό βιβλίον του: «Ὁ Βισκοβάτυ βλέπει
στήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός μία ἀπόπειρα ἀναπαράστασης τῆς ἰδίας τῆς ἀπερίγραπτης
θείας φύσης». Ἀλλά ὁ Ὀρθόδοξος Μητροποίτης τοῦ ἀπάντησε πώς οἱ ἁγιογράφοι, «δέν
ἀναπαριστάνουν τόν Θεό κατά τήν οὐσίαν Του, ἀλλά σύμφωνα μέ τά ὁράματα.
Ζωγραφίζουν τόν Κύριο Σαβαώθ ἔτσι ὅπως τόν εἶδαν οἱ Προφῆτες καί Πατέρες» (Λεων.
Οὐσπένσκυ, «Ἡ θεολογία τῆς Εἰκόνας στήν Ὀρθ. Ἐκκλησία», μτφρ. Σπ. Μαρίνης, ἐκδ. Ἁρμός, σελ. 368, 374-375) .

Ἀλλά ἀπ’ αὐτές τίς Ρωσικές ὡς ἄνω πηγές ἀντλοῦν ἰδέες καί σοφιστεῖες ὅλοι οἱ
νεοεικονομάχοι τῶν ἡμερῶν μας, οἱ ὁποῖοι ἔσχισαν καί σχίζουν τήν Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. ἤ
μᾶλλον ἀποκόπηκαν ἀπ’ αὐτήν, ἐπειδή δέν τούς ἐπέτρεψε νά περάσουν στό πλήρωμά της τίς
αἱρέσεις τῶν συγκεκριμένων Ρώσων. Γιά παράδειγμα, ὁ Ἱερ/χος Κασσιανός Μπράουν
ἐδημοσίευσε τό 1990 πραγματεία πού ἔλεγε: «Εἶναι τελείως παράλογο καί ἄπρεπο νά
ζωγραφίζουμε στίς εἰκόνες τόν Κύριο Σαβαώθ, δηλαδή τόν Πατέρα, προσπαθώντας νά
ἀπεικονίσουμε τήν θεϊκήν Του φύση» («Ἡ εἰκονογρ. Παρουσίαση τοῦ Θεοῦ Πατέρα», σελ. 4) . Μετά
ἀπό λίγο χρόνο ἐδημοσίευσε πραγματεία ὁ Ἱερ/χος Ἀμφιλόχιος Ταμπουρᾶς πού ἔλεγε: «Δέν
εἶναι δυνατόν νά ἀποδοθῆ μέ εἰκόνας τό θεῖον, καθότι τοῦτο εἶναι μέγα μυστήριον καί
κατορθοῦται μόνον μέ τήν πίστιν». Κατόπιν ὁ θεολόγος Ἐλ. Γκουτζίδης ἔγραψε στόν
ἐπίσκοπο Λαμίας Θεοδόσιον: «Γνωρίζετε τι αἵρεσις εἶναι νά περιγράφεται καί νά
μορφοποιῆται το θεῖον;…» (Ἐπιστ. πρός τόν Ἐπίσκ. Θεοδόσιον 23-7-1994, σελ. 42).

Καί πρόσφατα, ὁ νεοφώτιστος στήν νεοεικονομαχία Ἱερ/χος Παντελεήμων Τσαλάγκας


κατηγορεῖ τήν Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. γιατί ἀναθεμάτισε ὅσους φρονοῦν ὅτι «Εἶναι παράλογο
νά εἰκονίζεται ὁ Κύριος Σαβαώθ (δηλ. ὁ Πατήρ), διότι ἔτσι γίνεται προσπάθεια ἀπεικο-
9
νίσεως τῆς θεϊκῆς φύσεως». Καί παρατηρεῖ πώς «αὐτός ὁ ἀναθεματισμός ἀναθεματίζει τήν
Πανορθόδοξον Σύνοδο (τῆς Ρωσίας) τοῦ 1666-7, διότι αὐτή ἀπαγορεύει τήν ἀπεικόνιση τοῦ
Ἀνάρχου Πατρός» (Ἐπιστ. Ἱερ/χου Παντελεήμονος Τσαλάγκα, πρός Λάμπρον Κτενᾶ, ἀπό
10/3/2007, σελ. 11).
Ἐπίσης ὁ Παντελεήμων γράφει στήν ἴδια ἐπιστολή: «Ἔπειτα (οἱ πέντε Ἀρχιερεῖς)
ἀναθεμάτισαν ὅσους λέγουν ὅτι ἡ μορφοποίηση τοῦ θείου εἶναι εἰδωλολατρεία καί χεῖρον
τῆς εἰδωλολατρείας. Γιατί ἀναθεματίζουν τήν θέση αὐτή; Μήπως ἡ μορφοποίηση τοῦ θείου
εἶναι ὀρθή καί παραδεκτή ἀπό τήν Ἐκκλησία…» (ἔνθ’ ἀνωτέρω σελ. 5).

Κατόπιν ἀναφέρει περικοπές ἀπό λόγους τοῦ ἁγ. Ἰωαν. τοῦ Δαμασκηνοῦ πού λέγουν: «Τοῦ
ἀοράτου καί ἀσωμάτου καί ἀπεριγράπτου καί ἀσχηματίστου Θεοῦ τίς δύναται ποιήσασθαι
μίμημα; Παραφροσύνης τοίνυν ἄκρας καί ἀσεβείας τό σχηματίζειν τό θεῖον…» …
«Εἰ μέν γάρ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου εἰκόνα ἐποιοῦμεν, ὄντος ἡμαρτάνομεν· ἀδύνατον γάρ
τό ἀσώματον καί ἀσχημάτιστον καί ἀόρατον καί ἀπερίγραπτον εἰκονισθῆναι» … «εἰ δέ
θεότητος τῆς ἀΰλου καί ἀσωμάτου καί ἀοράτου καί ἀσχηματίστου καί ἀχρωματίστου
εἰκόνα τις τολμήσει ποιῆσαι, ὡς ψευδῆ ἀποβαλλόμεθα» (ἔνθ’ ἀνωτέρω σελ. 4-5).

Καί καταλήγει ὁ Παντελεήμων: «Πῶς λοιπόν, ἀπετολμήθη ὁ ἀναθεματισμός τῆς θέσεως


ὅτι "ἡ μορφοποίησις τοῦ θείου εἶναι εἰδωλολατρεία", ὅταν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας
φωνάζουν ὅτι ἀκριβῶς "εἰδωλολατρείας ἕνεκα" ἀπαγορεύεται ἡ μορφοποίησις τοῦ θείου…
Μήπως ἔτσι ἀναθεματίστηκε ἡ ὀρθόδοξος διδασκαλία;» (ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 6) … «Πολύ
φοβᾶμαι ὅτι καί ὁ Μέγας Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός εἶχε μπῆ στό "στόχαστρο" (τῶν
πέντε Ἀρχιερέων) καί δέν γνωρίζω ἄν "ἐγλύτωσε"!» (ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 8).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ – ΣΧΟΛΙΑ – ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Ὅπως βλέπουμε, ὅλοι οἱ νεοεικονομάχοι ἀπευθύνουν κατά τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος
καί ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων, τήν ἴδια συκοφαντία, ὅτι δηλαδή ζωγραφίζωντας τόν Ἄναρχον
Πατέρα ζωγραφίζουμε δῆθεν τήν ἀόρατον καί ἀσχημάτιστον θεϊκή φύση, πρᾶγμα πού
ἀπαγορεύεται. Τό ὅτι ἀπαγορεύεται ἡ ἀπόπειρα εἰκονίσεως τῆς θεϊκῆς φύσεως εἶναι ἀπόλυτα
σωστό, ἀλλά τό ὅτι ἐμεῖς ἀναθεματίζουμε ὅσους λέγουν πώς ἀπαγορεύεται ἡ εἰκόνισις τῆς
θείας φύσεως εἶναι συνειδητή, διαβολική συκοφαντία! Τό ὅτι ἐμεῖς μέ τόν συγκεκριμένο
ἀναθεματισμό, πού ἀναφέρει ὁ Παντελεήμων, ἀναθεματίσαμε δῆθεν ὅσους ἁγίους λέγουν, πώς
ἡ ἀσχημάτιστος θεία φύσις δέν εἰκονίζεται, ἀποτελεῖ τό ξεχείλισμα τοῦ κρυφοῦ θυμοῦ πού ἔχει
ὁ Παντελεήμων πρός τήν Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ., καί ὅλοι γνωρίζουν γιατί μαίνεται μέ τέτοιο
θυμό! Δέν φοβᾶται καθόλου τόν Θεόν, καί δέν θυμᾶται τίποτα ἀπό ὅσα ὁ ἴδιος ἔλεγε κατά τῶν
εἰκονομάχων ἐπί 15 καί πλέον χρόνια! Τώρα ἐκεῖνοι πού αὐτός κατηγοροῦσε τόν
χειροκροτοῦν, καί δέν καταλαβαίνει πώς ἔτσι τόν βραβεύουν γιατί τούς ἔμοιασε! Τώρα
μαθαίνουμε - ἄν εἶναι ἀλήθεια - πώς ἔδωσε τήν «εὐλογία» του νά μεταφραστῆ ἡ ἐν λόγω
ἀστεία καί αὐτοκατάκριτη ἐπιστολή του καί σε ξένη γλῶσσα! Τώρα μαθαίνουμε πώς κάποιοι
πρώην «εἰκονομαχοφάγοι» πού παρασύρθηκαν ἀπ’ αὐτόν, θαυμάζουν τίς μωροφυλαρίες τῆς
Ἐπιστολῆς του, καί τήν ἀποκαλοῦν «θεόπνευστον» οἱ ἀξιολύπητοι προσωπολάτρες, οἱ ὁποῖοι
ὡς νήπιοι περιφέρονται «παντί ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας, ἐν τῇ κυβείᾳ τῶν ἀνθρώπων, ἐν
πανουργίᾳ πρός τήν μεθοδείαν τῆς πλάνης» (Ἐφεσ. Δ΄ 14). Εἶναι λοιπόν θεόπνευστα τά
ψεύδη, οἱ παραποιήσεις τῶν πραγμάτων καί οἱ συκοφαντίες, ὅταν μάλιστα αὐτά γίνωνται
συνειδητά, γιά νά δικαιολογηθῆ ἡ ἀποστασία του καί ἡ ἔχθρα του πρός τούς πρώην
πνευματικούς πατέρες του;
10
Οἱ πέντε Ἀρχιερεῖς, ὡς ὁμολογεῖ ἐδῶ ὁ Παντελεήμων, ἀναθεμάτισαν ὅσους φρονοῦν «ὅτι
εἶναι παράλογο νά εἰκονίζεται ὁ Κύριος Σαβαώθ, διότι ἔτσι γίνεται προσπάθεια
ἀπεικονίσεως τῆς θεϊκῆς φύσεως». Ἀλλά τί εἶναι ἐκεῖνο πού ἀναθεματίζεται ἐδῶ; Ἐδῶ
σαφέστατα ἀναθεματίζεται ἡ ἀνυπόστατη κατηγορία ὅτι μέ τό νά εἰκονίζουμε τόν Πατέρα ὡς
Παλαιόν τῶν ἡμερῶν, εἰκονίζουμε δῆθεν τήν θεϊκή φύση τοῦ Πατρός. Αὐτός ὅμως ὁ
ἀναθεματισμός γιατί κατακρίνεται; Ἐκεῖνος πού τόν κατακρίνει ἐξ ἀνάγκης δέχεται ὅτι ὅποιος
εἰκονίζει τόν Πατέρα εἰκονίζει τήν θεϊκή φύση! Ἀλλά ὁ Παντελεήμων εἰκονίζει σήμερα - καί
καλῶς πράττει - τόν Θεό Πατέρα ὡς Παλαιόν τῶν ἡμερῶν! Γιατί τό κάνει, ἄν πιστεύει πώς
αὐτό ἀπαγορεύεται; Γιά νά κολαστῆ ὡς μορφοποιός τῆς ἀμόρφου καί ἀσχηματίστου θείας
φύσεως; Νά γιατί λέμε πώς ἡ ἐπιστολή του εἶναι αὐτοκατάκριτος!

Ὕστερα ξεχνάει πώς ὁμολόγησε μόνος του τί πρᾶγμα ἀναθεμάτισαν οἱ πέντε Ἀρχιερεῖς καί
τί δέν ἀναθεμάτισαν, καί λέγει ὡς εἴδαμε, τό ψεῦδος ὅτι οἱ Ἀρχιερεῖς ἀναθεμάτισαν ὅσους
φρονοῦν ὅτι «ἡ μορφοποίηση τοῦ θείου εἶναι εἰδωλολατρεία». Καί μέ τοῦτο, λέγει,
ἀναθεμάτισαν τούς μεγάλους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας! Γιατί διαστρέφει τήν ἀλήθεια; Γιά νά
δικαιολογήση τήν πνευματική αὐτοκτονία του ἀσφαλῶς, πείθοντας ἀφελεῖς - πού ὑπάρχουν
δυστυχῶς - μέ τό ψεῦδος ὅτι ἔφυγε ἀπό αἱρετικούς καί σ’ αὐτό τόν ὁδήγησε ἡ ἀφοσίωσή του
στήν Ὀρθοδοξία! Ἀλλά ἄς θυμηθῆ τό ἁγιογραφικό: «Θεός οὐ μυκτηρίζεται, ὅ γάρ ἐάν σπείρη
ἄνθρωπος, τοῦτο καί θερίσει». Ἄς μήν πλανᾶται, γιατί ἀφοῦ σπείρει διαστροφικά ψεύδη, τόν
καρπό τῆς κολάσεως θά θερίση!

Ὅλοι οἱ νεοεικονομάχοι ἐπικαλοῦνται λόγους τοῦ ἁγίου Ἰωάν. τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἕνας ἐν
τῶν ὁποίων λέγει: «Πάλαι μέν ὁ Θεός ὁ ἀσώματός τε καί ἀσχημάτιστος οὐδαμῶς
εἰκονίζετο, νῦν δέ σαρκί ὀφθέντος Θεοῦ καί τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφέντος εἰκονίζω
Θεοῦ τό ὁρώμενον» (Ἰ. Δαμασκ. Ε.Π.Ε. 3ος σελ. 42).
Ἐδῶ, ὁ ἅγιος ὑπερασπίζεται ἀποκλειστικά καί αἰτιολογεῖ θεολογικά καί Ὀρθόδοξα τό
δυνατόν τῆς εἰκονίσεως τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Μ’ αὐτό ὅμως δέν κατηγορεῖ τήν
εἰκόνιση τοῦ Πατρός σύμφωνα μέ τίς προφητικές ὁράσεις, οὔτε ποτέ διέψευσε πώς ὁ Θεός
Πατήρ ἔχει ἐμφανισθῆ οἰκονομικῶς μέ μορφή ἀνθρώπου, Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν. Οἱ
νεοεικονομάχοι ἁμαρτάνουν ἐνσυνειδήτως, ἐνῶ πλανῶνται καί πλανοῦν, διότι γνωρίζουν πώς
οἱ θέσεις καί τό φρόνημα τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ συνηγοροῦν ὑπέρ τῆς εἰκονίσεως, ὁμοῦ μετά
τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἄλλων δύο, μή σαρκωθέντων προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, διότι ἀλλοῦ
ὁ ἅγιος γράφει:
«Ἀλλ᾿ ἄκουσον ὁ ἀντιλέγων. Ἡ ἁγία καί ὁμοούσιος Τριάς οὐχί ἀκατάληπτος καί
ἀχώριστος καί ἀδιαίρετος; Καί πῶς ηὑδόκησεν ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἀβραάμ φιλοξενηθῆναι;
Οὐχ ὡς ἀνθρώπου μορφήν τεθέαται ὁ Θεοῦ θεράπων καί προσεκύνησεν; Οὐχί καί Λώτ, ὁ
ἀνεψιός αὐτοῦ εἰς τήν τῶν Σοδώμων καταστροφήν τούς δύο ἀγγέλους ὥσπερ ἐθεάσατο ἐν
εἴδει ἀνθρώπου αὐτούς ἐώρακε συνοδεύοντας αὐτῷ καί διασώζοντας ἐκ τῆς πόλεως
ἐκείνης τῆς παρανόμου, καί οἱ ἀθεώρητοι τῇ φύσει, ὁρατοί διά τήν συγκατάβασιν
γεγόνασιν;» (Ἰ. Δαμασκ. Ε.Π.Ε. 3ος, σελ. 400).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Οἱ νεοεικονομάχοι, ἐπικαλούμενοι ἀβάσιμες θεωρίες, καταλήγουν πώς ὁ Θεός Πατήρ δέν


εἰκονίζεται, ἀφοῦ δέν ἔχει σαρκωθῆ. Ἀλλ’ ἡ ἀρχή καί αὐτῆς τῆς κατηγορίας εὑρίσκεται στίς
καταδικασμένες ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Σύνοδο τῆς Ρωσίας τοῦ 1553 πλᾶνες τοῦ ντιάκ
Βισκοβάτυ, ὁ ὁποῖος ἔλεγε: «Δέν ἐπιτρέπεται ν’ ἀναπαριστάνουν τήν ἀόρατη θεότητα, οὔτε
τούς ἀσωμάτους». Μετά τοῦτον, ὁ Λεων. Οὐσπένσκυ ἔγραφε: «Γιά τήν Ὀρθόδοξη
11
συνείδηση ἐκτός τῆς σάρκωσης κάθε ἀναπαράσταση τοῦ Θεοῦ ἀποκλείεται» (Λ.
Οὐσπένσκυ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 368.474).
Μετά τούς δύο αὐτούς Ρώσους ἡ νεοεικονομαχία ὑποστηρίχθηκε καί ἀπό τούς
προαναφερθέντες Ἕλληνες. Γιά τήν ἀκρίβεια, ὁ Μον. Μάξιμος ἐπιχείρησε νά τήν
συστηματοποιήση καί νά τήν διευρύνη θεωρητικά, ἐνῶ τήν ἐμφανίζει ὡς διδασκαλία τῆς ἁγίας
Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου καί ἄλλων ἐγκρίτων Πατέρων. Ἔτσι, γράφει κάπου: «Κατά τήν 7η ἁγία
Οἰκουμενική Σύνοδο, τό θεμέλιο ἐπάνω στό ὁποῖο στηρίζεται ὁλόκληρη ἡ εἰκονογραφία,
εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἐδῶ ἀναφέρει
καί κάποιον λόγο τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καί ἀφοῦ τόν παραποιεῖ νοηματικά
καταλήγει στό ἀπαράδεκτο συμπέρασμα: «Ἄρα, ἐκτός τῆς σαρκώσεως οὐδεμία εἰκόνισις
(ἐπιτρέπεται)» («Ἐπιστ. Μον. Μαξίμου πρός ὁσιώτατον Πάτερ…» ἀπό 17 Φεβρ. 1995, σελ. 6-
7). Περί τῆς θεωρίας τοῦ Μαξίμου θά ἐπανέλθουμε σε ἄλλο κεφάλαιο, πού θά ἀποδειχθῆ ἡ
νοηματική παραποίηση πού κάνει στήν διδασκαλία τῆς ἁγίας Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου μέ ἀποτέλεσμα
νά ὑποπίπτη σέ θεμελιώδεις ἀντιφάσεις καί αὐτοαναιρέσεις.

Ἀπό τόν Μάξιμο διδάχθηκε = πλανήθηκε ὁ Ἱερ/χος Παντελεήμων τῆς Λαμίας, ὁ ὁποῖος καί
ἐπαυξάνει τήν κατά τῆς εἰκόνος κατηγορία. Δηλαδή, ἐνῶ ἐπικαλεῖται καί αὐτός κάποιες
ἁγιοπατερικές «μαρτυρίες», γράφει πώς οἱ ἅγιοι «συμφωνοῦν στό ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ
εἰκόνιση τοῦ Ἀνάρχου Πατρός, διότι ὁ Ἄναρχος Πατήρ εἶναι ἄσαρκος καί συνεπῶς
ἀπερίγραπτος-ἀνεικόνιστος». Κατόπιν ρωτάει «Ἡ ἔννοια αὐτή δέν ἐναρμονίζεται πλήρως μέ
τήν φράση τοῦ Μ. Μαξίμου "ἐκτός τῆς σαρκώσεως οὐδεμία εἰκόνισις";». Ἐπιπλέον, ἐδῶ ὁ
Παντελεήμων ἐπαυξάνει, καί ὑπερακοντίζοντας τόν δάσκαλό του Μ. Μάξιμο συμπληρώνει
στήν πεπλανημένη θεωρία ἕνα ἀκόμα ἐξοργιστικό χονδρό ψεῦδος καί λέγει: «…ὅπως εἶναι
γνωστό, πρίν τή θεία ἐνανθρώπιση δέν κατασκευαζόνταν εἰκόνες. Ἀκριβῶς ἡ θεία
ἐνανθρώπιση παρέχει τό δικαίωμα αὐτό, διότι χωρίς αὐτήν ἰσχύει ἡ ἀπαγόρευση τοῦ Θεοῦ
στόν Νόμο τοῦ Μωϋσέως: "Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ γλυπτόν, οὐδέ πᾶν ὁμοίωμα…"» (σελ. 13,
27). Αὐτές οἱ διαστροφικές εἰκονομαχικές θέσεις μεταφράζονται καί σέ ξένες γλῶσσες;…
«Οὐαί τῷ κόσμῳ ἀπό τῶν σκανδάλων»! (Ματθ. ΙΗ΄ 7).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ – ΣΧΟΛΙΑ – ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Ξεκινοῦν ἀπό βλάσφημες σοφιστεῖες καί μέσα ἀπό ἀλληλοδιαδοχικά συμπερασματικά


«Ἄρα … ἄρα…» καταλήγουν στήν ἀπόρριψη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, λέγοντες, χωρίς φόβο Θεοῦ
καί ντροπή, πώς πρίν ἀπό τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν κατασκευαζόνταν εἰκόνες. Λέμε χωρίς
φόβο Θεοῦ καί ντροπή, γιατί τό κάθε τί τό κάνουν μέ δόλο καί ψεύδονται συνειδητά! Γιά
παράδειγμα, ὁ Παντελεήμων ἔχει ἀναρτήση λάβαρο διαφωτίσεως τῶν Χριστιανῶν, ὅλων τῶν
λαῶν (;) μέ τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τήν διδασκαλία τοῦ ὁποίου ὅμως
τήν δέχεται ἐπιλεκτικά! Γιά παράδειγμα, γράφει: «Ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει
ὅτι ἐπειδή εἶναι γνώρισμα "παραφροσύνης ἄκρας καί ἀσεβείας, τό σχηματίζειν τό θεῖον",
γι’ αὐτό τόν λόγο "ἐν τῇ παλαιᾷ οὐκ ἦν τετριμένη ἡ τῶν εἰκόνων χρῆσις» (σελίς 28 τῆς
Ἐπιστολῆς του). Ἀγαπητοί, ἡ κατάστασή σας εἶναι κωμικοτραγική, σεῖς δέ ἀξιοθρήνητοι! Ἄν
σέβεσθε τόν ἱερό Δαμασκηνό πῶς τολμᾶτε νά γράφετε ὅτι πρίν ἀπό τήν θεία ἐνανθρώπιση δέν
κατασκευαζόνταν εἰκόνες, ὅταν ὁ ἅγιος ὁμολογεῖ στό ἴδιο σημεῖο τοῦ λόγου πού ἐπικαλεῖσθε
πώς ἡ Π. Διαθήκη εἶχε εἰκόνες; Λέγει ὁ ἅγιος:
«Τίνος οὖν ἕνεκεν ἀλλήλους προσκυνοῦμεν, εἰ μή ὡς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πεποιημένους;…
Τίνος ἕνεκεν ὁ Μωσαϊκός λαός τῇ σκηνῇ κύκλοθεν προσεκύνει, εἰκόνα καί τύπον φερούσῃ
τῶν οὐρανίων, μᾶλλον δέ τῆς ὅλης κτίσεως; Φησί γοῦν ὁ Θεός τῷ Μωϋσεῖ: "Ὅρα, ποιήσεις
πάντα κατά τόν τῦπον τόν δειχθέντα ἐν τῷ ὄρει". Καί τά χερουβίμ δέ τά σκιάζοντα τό
ἱλαστήριον οὐχί ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων ἦν;» (Ἰ. Δαμασκ. «Ἐκδοσ. Ἀκριβ. τῆς Ὀρθ. Πίστεως»,
12
Ε.Π.Ε. 1, 494). Ἀλλά οἱ εἰκονομάχοι δέν διαβάζουν τούς Πατέρες γιά νά μάθουν τήν ἀλήθεια.
Τούς διαβάζουν γιά νά βροῦν ἀφορμές καί μ’ αὐτές νά «θεμελιώσουν» τήν δική τους
ἀντιαγιοπατερική θεωρία! Ἐδῶ ἡ ἀφορμή, πού βόλευε τόν Παντελεήμονα, βρέθηκε καί αὐτή
εἶναι ἡ φράση τοῦ ἁγίου «ἐν τῇ Παλαιᾷ οὐκ ἦν τετριμμένη ἡ τῶν εἰκόνων χρῆσις». Τήν δέ
φράση «οὐκ ἦν τετριμμένη» τήν ἀποδίδει μέ τήν ἔννοιαν, καθόλου δέν ὑπῆρχαν εἰκόνες στήν
Παλαιά Διαθήκη! Ἀλλά ὁ ἅγιος ἄλλα πράγματα λέγει, γιατί σέ ἄλλους λόγους του ὁμολογεῖ
πώς ἡ Χριστιανική εἰκονογραφία ἔχει τήν ρίζα της στήν Παλαιά Διαθήκη, καί ἰδού τί ἀκριβῶς
λέγει:
«…Ἐγώ δέ παριστῶ σοι ἐν τῇ παλαιᾷ, ὅτι προσέταξεν ὁ Θεός ποιεῖν εἰκόνας, πρῶτον
μέν αὐτήν τήν σκηνήν καί πάντα τά ὄντα ἐν αὐτῇ» (Ἰ. Δαμασκηνός, Ε.Π.Ε. 3ος σελ. 220).

Ἀλλοῦ πάλι ὁ ἴδιος γράφει: «πολλά καί ποικίλα πράγματα ὁ Σολομῶν ἐν τῷ ναῷ γλυπτά
καί χωνευτά πεποίηκεν, ἅπερ οὐδέ ὁ Θεός αὐτῷ ποιῆσαι προσέταξεν οὐδέ ἡ σκηνή τοῦ
μαρτυρίου ταῦτα ἐκέκτητο, οὔτε ὁ ναός, ὅν ὁ Θεός τῷ Ἱεζεκιήλ ὑπέδειξε, καί οὐ
κατεγνώσθη ἐν τούτῳ ὁ Σολομών · εἰς δόξαν γάρ Θεοῦ τάς τοιαῦτας μορφάς
κατεσκεύασεν, ὥσπερ δή καί ἡμεῖς» (Ἰ. Δαμασκηνός, Ε.Π.Ε. 3ος σελ. 170).
Αὐτή εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου σχετικά μέ τήν παράδοση τῶν Ἱ. Εἰκόνων, ἡ ὁποία ἔχει
τή ρίζα της στήν Π. Διαθήκη!

Μετά τόν ἱερό Δαμασκηνό ἡ ἁγία Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδος ἐδέχθηκε καί συνομολόγησε τά ἑξῆς:
«…εἰς τόν Ἰσραηλίτην λαόν δύο ἄνδρας ἐξελέξατο ὁ Θεός καί εὐλόγησεν αὐτούς καί
ἡγίασεν, ἵνα ἔργα χειροποίητα ἐργάζονται, ἀλλ’ εἰς δόξαν καί ὑπηρεσίαν Θεοῦ… Λέγει ὁ
Θεός τῷ Μωϋσῇ· Λάξευσον πλάκας δύο λιθίνας καί φέρε μοι· καί λαξεύσας ἤγαγε· καί
ἔγραψε ὁ Θεός τῷ ἰδίῳ δακτύλῳ τούς δέκα καί ζωοποιούς καί ἀθανάτους λόγους. Εἶτα λέγει
ὁ Θεός· Ποίησον χερουβίμ καί σεραφίμ, καί ποίησον τράπεζαν καί περιχρύσωσον ἔσωθεν
καί ἔξωθεν…» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συνόδ. Τμ. Γ΄ σελ. 713).
Καί πάλι: «Φέρε δή λοιπόν περί τῶν σεπτογράφων εἰκόνων ἀπολογίαν ποιήσωμεν, ὅπως
ἐμφραγῶσι στόματα λαλούντων ἀδικίαν· Νομική γάρ καί αὐτή ἡ παράδοσις· καί
ἄκουσον τοῦ Θεοῦ λέγοντος πρός Μωϋσήν· Εἰκόνας δύο χερουβίμ χρυσογλύπτων
κατασκευάσαι, κατασκιάζοντα τό ἱλαστήριον. Καί πάλιν κατά τόν ναόν, ὅν ἔδειξεν ὁ Θεός
τῷ Ἱεζεκιήλ· πρόσωπα εἶπε φοινίκων καί λεόντων, καί ἀνθρώπων, καί χερουβίμ ἀπό
ἐδάφους αὐτοῦ ἕως τοῦ φατνώματος τῆς στέγης…» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου τμ. Γ΄ σελ.
781).

Ὁ δέ πρόεδρος τῆς ἁγίας Συνόδου, ἅγιος Ταράσιος, εἶπε: «Σκοπήσωμεν ἱεροί ἄνδρες, ὅτι
ἡ Παλαιά εἶχε θεῖα σύμβολα χερουβίμ δόξης κατασκιάζοντα τό ἱλαστήριον καί ἐκ
ταύτης παρέλαβεν ἡ νέα » (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συνόδ., τμ. Γ΄ σελ. 770).

Συνεπῶς, «οὐκ ἔστιν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν (τῶν νεοεικονομάχων) ἀλήθεια, καί ἐν τῇ ἀδικία
αὐτῶν ἀπολοῦνται»! Ἐνῶ αὐτή εἶναι ἡ πίστη τῶν ἁγίων, οἱ νεοεικονομάχοι παραποιοῦν τήν
διδασκαλίαν τους καί ἰσχυρίζονται πώς κατά τήν Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδο ἡ ἀρχή καί τό θεμέλιο τῆς
εἰκονογραφίας εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, καί φτάνουν στήν βλασφημία: «Ἄρα
ἐκτός τῆς σαρκώσεως οὐδεμία εἰκόνισις» καί ἔτσι ὁ Ἄναρχος Πατήρ, τό Ἅγιον Πνεῦμα καί
οἱ ἀσώματοι ἅγιοι Ἄγγελοι μένουν ἐκτός εἰκονογραφίας! Τό εἶπε, λέγουν, ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική
Σύνοδος. Ἀλλά πλανῶνται, γιατί ἄν εἶχε τέτοιο φρόνημα ἡ ἁγία ἐκείνη Σύνοδος δέν θά ἀναθε-
μάτιζε τόν εἰκονομάχο Ξεναΐα ἐπειδή δέν δεχόνταν νά εἰκονίζεται τό ἐκτός σαρκώσεως ἅγιον
Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς! Ἄν εἶχε τέτοιο φρόνημα δέν θά ἀνέφερε στόν Ὅρον Πίστεως τίς
εἰκόνες τῶν ἀσωμάτων ἁγίων Ἀγγέλων! Ἀλλά καί ὁ Θεός ἄν ἀπαγορεύει τήν συμβολικήν
εἰκόνιση τῶν μή σαρκωθέντων, δέν θά διέταζε τόν Μωϋσή νά εἰκονογραφήση χερουβίμ καί
13
σεραφίμ! Καί τέλος, ἄν ὁ ἅγιος Ἰωάν. ὁ Δαμασκηνός ἦταν ὁμόφρονας - ἄπαγε τῆς βλασφημίας
- τῶν νεοεικονομάχων, δέν θά ἔλεγε:
«Οἴδαμεν οὖν ὅτι οὔτε Θεοῦ οὔτε ἀγγέλων οὔτε ψυχῆς οὔτε δαίμονος δυνατόν θεαθῆναι
φύσιν, ἀλλ’ ἐν μετασχηματισμῷ τινι θεωροῦνται ταῦτα τῆς θείας προνοίας τύπους καί
σχήματα περιτιθείσης τοῖς ἀσωμάτοις καί ἀτυπώτοις καί μή ἔχουσι
σχηματισμόν σωματικῶς, πρός τό χειραγωγηθῆναι ἡμᾶς καί πρός παχυμερῆ καί
μερικήν αὐτῶν γνῶσιν ἵνα μή ἐν παντελῇ ἀγνοίᾳ ὦμεν ΘΕΟΥ καί τῶν ἀσωμάτων
κτισμάτων…» (Ἰ. Δαμασκηνός Ε.Π.Ε. 3ος σελ. 236).

Ὅθεν εἶναι κρῖμα καί ἄδικο νά θέλη ὁ κάθε Παντελεήμων νά περάση ἀσεβῶς τό μήνυμα,
ὅτι κατά τούς ἁγίους Πατέρες «εἶναι ἀδύνατη ἡ εἰκόνιση τοῦ Ἀνάρχου Πατρός, διότι Αὐτός
εἶναι ἄσαρκος καί συνεπῶς ἀνεικόνιστος». Ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ τόν ἄσαρκο
Πατέρα ἔχει παράδοση ἕνδεκα αἰώνων, κατά τήν ὁμολογία τῆς Συνόδου τοῦ 1553, γεγονός
πού τό βεβαιώνει καί ὁ Οὐσπένσκυ. Τί ἦταν αὐτοί πού τήν προσκυνοῦσαν ἐπί τόσους αἰῶνες;
Δέν ἦταν Ὀρθόδοξοι, δέν ἦταν ἅγιοι μεγάλοι καί θαυματουργοί μέσα σ’ αὐτούς, ὅπως
τελευταῖος ἦταν καί ὁ ἅγιος Πατέρας Ματθαῖος Καρπαθάκης; Λοιπόν … «ἄδικα πάντα τά ἔργα
τῶν νεοεικονομάχων καί ἡ καρδία αὐτῶν ματαία»!

Ὅμως ὁ Παντελεήμων μνημονεύει τήν Ρωσική Σύνοδο τοῦ 1666, ὡς εἴδαμε στό
προηγούμενο κεφάλαιο, καί λέγει πώς αὐτή ἡ Σύνοδος «ἀπαγορεύει τήν ἀπεικόνιση τοῦ
Ἀνάρχου Πατρός» (σελ. 11). Τήν δέ ἀπόφαση τῆς συνόδου ἐκείνης τήν ἀποκαλεῖ «ἀπόφανση
τῆς Ἐκκλησίας»! (σελ. 9). Ὄχι, αὐτή ἡ ἀπόφαση εἶναι νεωτεριστική καί παράνομος, γιατί
καταργεῖ τήν προηγουμένη Ὀρθόδοξη Σύνοδο τῆς Ρωσίας τοῦ 1553! Ἄλλωστε, γιατί
μεταλλάσσεται συνεχῶς καί δέν στέκεται σταθερός σ’ ἐκεῖνα πού ἔλεγε πρίν ἀπό τήν πτῶσιν
του γι’ αὐτή τήν Σύνοδο; Στίς 30/9/2006 μᾶς ἔγραφε πώς ἡ Σύνοδος τοῦ 1666 ἔσφαλε γιατί
κατάργησε τήν εἰκόνιση τοῦ Ἀνάρχου Πατρός ὡς Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν καί ὁμολογοῦσε τήν
μεγάλη ἀλήθεια ὅτι: «Ἡ κατάργηση αὐτή οὐδέποτε ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τό ἐκκλησιαστικό
σῶμα καί ἔτσι οἱ εἰκόνες αὐτές ὑπάρχουν παντοῦ» (σελ. 12 τῆς ἀπό 30/9/2006 ἐπιστολῆς του).
Κρῖμα, αὐτά κάνουν τά πάθη καί οἱ ἐγωϊσμοί!

Ἡ συγκεκριμένη ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1666 δέν εἶναι ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, διότι
αὐτοαναιρεῖται καί συγκρούεται μέ τόν ἑαυτόν της, ὅπως συμβαίνει μέ ὅλους τούς
αἱρετικούς, γιαυτό ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἔλεγε: «πανταχοῦ ἡ πλάνη ἑαυτῇ περιπίπτει καί τῇ
ἀληθείᾳ ἄκουσα συνηγορεῖ».
Οἱ νεοεικονομάχοι συγκρούονται μέ τόν ἑαυτόν τους διότι, ἐνῶ ὁμολογοῦν ὅτι στήν
ὀρθόδοξη εἰκονογραφία κυρίαρχον θέση ἔχουν οἱ ἄσαρκοι ἅγιοι Ἄγγελοι, οἱ ὁποῖοι μάλιστα
στόν Ὅρο τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου προηγοῦνται στή σειρά ἀπό τίς εἰκόνες «πάντων ἁγίων καί
ὁσίων ἀνδρῶν», κατόπιν φλυαροῦν λέγοντες πώς δέν ἐπιτρέπεται νά εἰκονογραφοῦνται οἱ
ἄσαρκοι καί δογματίζουν: «Ἐκτός τῆς σαρκώσεως οὐδεμία εἰκόνισις»! Ἐνῶ καταδικάζουν
τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος λέγοντες «Ἐκτός τῆς σάρκωσης κάθε ἀναπαράσταση τοῦ
Θεοῦ ἀποκλείεται», κατόπιν οἱ ἴδιοι γίνονται φανατικοί ὑπέρμαχοι τῆς εἰκόνος πού
στηρίζεται στήν Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ καί φέρει ζωγραφισμένα, ἐκτός ἀπό τόν Υἱό, καί
τά ἄλλα δύο ἄσαρκα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος! Καί πάλι, ἐνῶ κόπτονται καί
διαμαρτύρονται λέγοντες πώς ἐκτός τῆς σάρκωσης κάθε ἀναπαράσταση τοῦ Θεοῦ
ἀποκλείεται, ταυτόχρονα οἱ ἴδιοι ἐπικαλοῦνται τήν Σύνοδο τοῦ 1666! Ἀλλ’ αὐτή ἡ Σύνοδος
εἶπε πώς στήν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ «πρέπει νά ζωγραφίζεται τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει
περιστερᾶς».
14
Ἡ ἀπαράδεκτη γιά τούς Ὀρθοδόξους αὐτή Σύνοδος λέγει ἐπίσης πώς «εἰς δέ ἄλλο μέρος
(ἐκτός ἀπό τήν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ) ὁ ἔχων σύνεσιν δέν θέλει ζωγραφίσει τό ἅγιον πνεῦμα
ὡσάν περιστερά». Αὐτά ὅμως εἶναι ἐκτός ἀπό ἀπαράδεκτα, καί φαιδρολογήματα πού
γελοιοποιοῦν καί εὐτελίζουν κάθε θεολογική σοβαρότητα. Εἶναι ἀφορμές καί προφάσεις
φαρισαϊκές, πού ἀγωνίζονται νά «παγιδεύσουν ἐν λόγῳ» τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιά νά
τήν καταδικάσουν εἰς θάνατον! Μ’ αὐτά πού λέγουν γίνονται ἀστεῖοι εἰς τούς γνῶσιν ἔχοντας
καί σκάνδαλο στούς ἀδαεῖς! Μ’ αὐτά πού λέγουν ἀποδεικνύουν πώς οὔτε οἱ ἴδιοι σέβονται τό
πεπλανημένο «δόγμα» τους «Ἐκτός τῆς σαρκώσεως κάθε ἀναπαράσταση τοῦ Θεοῦ
ἀποκλείεται»!
Πῶς στήν μιά περίπτωση (στήν Βάπτιση) ζωγραφίζεται τό Ἅγιον Πνεῦμα, καί στήν ἄλλη
(στήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος) δέν ζωγραφίζεται; Θεός ἄσαρκος εἶναι καί στήν μία καί στήν
ἄλλη! Δυσερμήνευτο τό φαινόμενο τῆς ἀνακολουθίας! Πῶς στήν εἰκόνα τῆς Βαπτίσεως δέν
ἰσχύει τό περιβόητο «ἐκτός σαρκώσεως οὐδεμία εἰκόνισις» ἀλλά ἰσχύει, καί μάλιστα
αὐστηρῶς στήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος; Δυστυχῶς, μόνον μέ τήν λογική, ὅτι πίσω ἀπό τήν
ὑπόθεση εὑρίσκονται οἱ ἀντιτριαδικοί Ἑβραῖοι, μπορεῖ νά ἐξηγηθῆ ἡ ἀνακολουθία τῶν
νεοεικονομάχων! Ἔχει ὅμως καί συνέχεια ἡ ὑπόθεση.

Ἡ ὕποπτη γιά ἀντιτριαδικό φρόνημα Σύνοδος τοῦ 1666, ἡ ἀπό «μεμελανωμένη» καθώς
τήν ἔβλεπε ὁ Παντελεήμων τοῦ 2006 καί μετά μόλις 5 μῆνες (!) «λελευκανθισμένη» ὡς τήν
βλέπει ὁ ἴδιος, αὐτοαναιρεῖται ὡς μή διαπνεομένη ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Δηλαδή, ἐνῶ στήν
ἀρχή τῆς ἀποφάσεώς της γράφει: «Ἐντελλόμεθα νά μήν ζωγραφίζεται στό ἑξῆς ἡ εἰκόνα τοῦ
Κυρίου Σαβαώθ… διότι κανείς δέν ἔχει δῆ τόν Κύριο Σαβαώθ μέ σάρκα», παρακάτω γράφει:
«Μόνο μέσα στήν Ἀποκάλυψη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου μπορεῖ νά ἀναπαρασταθῆ ὁ ἀσπρομάλλης
Πατέρας…» (Λεων. Οὐσπένσκυ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 461-464).
Ὅθεν, ἔχουμε κάθε λόγο νά καταγγέλουμε, πώς πίσω ἀπό τήν «ἀθώα» θεωρία καί δράση
τῶν ὑπερζηλωτῶν τῆς …«Ὀρθοδοξίας» ὁμοφρόνων τοῦ Βισκοβάτυ, ὑπάρχει καί ὑπαγορεύει
σ’ αὐτούς σατανικές προφάσεις ὁ ἀντιτριαδικός Ἑβραϊκός ἐγκέφαλος. Κατά τήν Σύνοδο τοῦ
1666 ὁ Ἄναρχος Πατήρ, ὁ ἄσαρκος, δέν μπορεῖ νά ζωγραφίζεται μαζί μέ τόν Χριστό καί τό
Ἅγιο Πνεῦμα. Μόνος Του ὅμως, μπορεῖ νά εἰκονίζεται στά ὁράματα τῆς Ἀποκαλύψεως, καί ἄς
εἶναι ἄσαρκος, δέν πειράζει!!! Ἀλλά γιά κάτι τέτοιους, ὁμότροπους τῶν νεοεικονομάχων, ὁ
Χριστός εἶπε «Οὐαί ὑμῖν ὁδηγοί τυφλοί»! «τυφλός δέ τυφλόν ἐάν ὁδηγῆ, ἀμφότεροι εἰς
βόθυνον πεσοῦνται». Καιρός, λοιπόν, νά ἐγερθοῦν ἐκ τοῦ ὕπνου οἱ προσωπολάτρες!

Σ’ αὐτό τό κεφάλαιο πρέπει νά ποῦμε ἀκόμα πώς ὁ Παντελεήμων, κατά τήν προσπάθειάν
του νά ναρκώση τήν συνείδησίν του, γιά νά μήν τόν ἐλέγχει, καί παράλληλα νά φοβίση
«ἀγαθούς», μέ τήν ἀπατηλή εἴδηση πώς οἱ πέντε Ἀρχιερεῖς ἀναθεματίζουν δῆθεν τούς ἁγίους
Πατέρες, ἀναφέρει καί τήν περιφρόνηση αὐτῶν πρός τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1666, καί
γράφει:
«…ἀναθεμάτισαν (οἱ Πέντε) αὐτούς πού "δέν δέχονται νά εἰκονίζεται τό Πνεῦμα τό
Ἅγιον ἐν εἴδει περιστερᾶς, εἰς οὐδεμίαν ἄλλην εἰκόνα, ἐκτός τῆς Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ".
Τήν ἀνωτέρω ὅμως θέση τήν ἔχει ἐκφράσει ὡς ἀπόφανση τῆς Ἐκκλησίας (!) ἡ
Πανορθόδοξος Σύνοδος πού ἔγινε στήν Μόσχα τό 1666-1667» (Ἐπιστ. Παντελεήμονος, ἔνθ’
ἀνωτ. σελ. 9).

Ἀλλά ἡ εἴδηση, φοβίζει μόνον ὅσους «νηπιάζουν ταῖς φρεσί», γιατί ἐκεῖνοι πού εἶναι
τεταγμένοι εἰς ζωήν αἰώνιον, δυναμώνουν βλέποντες πώς οἱ πέντε Ἀρχιερεῖς καλῶς
ἀναθεματίζουν πᾶν ὅ,τι ὁδηγεῖ στήν ἀπόρριψη τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία ἔχει
παράδοση στήν Ἐκκλησία περισσότερο ἀπό δέκα αἰῶνες!
15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Κατ’ αὐτή τήν ἑνότητα ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐμφανίζεται ὡς νά προσβάλλη τά
ὀρθόδοξα δόγματα. Σ’ αὐτήν πρωτοστατοῦν οἱ δύο Ἱερ/χοι Κασσιανός Μπράουν καί
Ἀμφιλόχιος Ταμπουρᾶς. Ὁ πρῶτος ἰσχυρίζεται πώς ἡ Ὀρθοδοξία γνωρίζει μόνον μία
συμβολική εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τήν Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, καί λέγει: «Αὐτή ἡ θεϊκή
ἐκδήλωση στόν Ἀβραάμ χρησιμεύει ὡς βάση γιά τήν μοναδική εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος
πού εἶναι σύμφωνη μέ τήν παράδοση» (ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 3).

Ὁ δεύτερος φλυαρεῖ καί βλασφημεῖ ἀκατάσχετα λέγων: «Τά τρία πρόσωπα τῆς Εἰκόνος
εἶναι διαφορετικά καί ἑτερούσια ἀντί ὁμοούσια, ἤτοι γέρων, νέος, πτηνόν, καί δέν εἶναι
δυνατόν νά ἑνωθοῦν ὡς εἷς ζῶν Θεός. Δύο ἄνθρωποι καί ἕν πτηνόν εἷς Θεός ἀληθινός; …
Ὅταν τά τρία αὐτά πρόσωπα (γέρων, νέος, πτηνόν) τά ἴδωμεν μόνα καί εἰς ξεχωριστήν
εἰκόνα τό καθένα, ὅπως «Ὁ Παλαιός τῶν ἡμερῶν», «Ὁ ἄναρχος Πατήρ», «Ὁ Χριστός» ἤ ἡ
«Περιστερά» ἐννοοῦμεν τήν ἀχώριστον καί ἀδιαίρετον Τριάδα… Ὅταν ὅμως τά πρόσωπα
αὐτά, τά διαφορετικά καί ξεχωριστά τά ἑνώσωμεν εἰς μίαν εἰκόνα… Τότε παρουσιάζονται
Τρεῖς Πατέρες, Τρεῖς Υἱοί καί Τρία Πνεύματα , δηλαδή ἐννέα τόν ἀριθμόν καί
καταλήγομεν εἰς πολυθεΐαν… Τά δύο πρόσωπα τῆς εἰκόνος, ὁ γέρων καί ὁ νέος, ἔχουν
διαφορετικάς ἡλικίας, γεγονός τό ὁποῖον ἐνθυμίζει τήν αἵρεσιν τοῦ Ἀρείου… Τό Ἅγιον
Πνεῦμα, ἡ Περιστερά, εὑρίσκεται ἄνωθεν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τούς φωτίζει ἤ
φωτίζεται ἀπ’ αὐτούς, τό ὁποῖον ἐνθυμίζει τήν αἵρεσιν τῶν δυτικῶν… Τό περίφημον
φιλιόκβε…» (Βλ. σχετ. Πραγματ. Ἀμφ. Ταμπουρᾶ, σελ. 5-9).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ – ΣΧΟΛΙΑ – ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Οἱ μωρές ὅσο καί βλάσφημες αὐτές φλυαρίες εἶναι καί πάλι προϊόντα τῶν Ρώσων
Βισκοβάτυ - Οὐσπένσκυ καί ἁπλά οἱ προαναφερθέντες παπαγαλίζουν δουλοπρεπῶς,
ἀμνημονοῦντες πώς οἱ Πατέρες μας οἱ ἅγιοι ἔδωσαν εἰς τούς Ρώσους τά φῶτα τῆς πίστεως γιά
νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά εἴδωλα καί τό σκοτάδι, καί δέν μποροῦν ἐκεῖνοι νά ἀναδειχθοῦν
ξαφνικά φωστῆρες τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων! Γιά τήν ἀκρίβεια, εἰς τό βιβλίον τοῦ Λεων.
Οὐσπένσκυ, τό ὁποῖον, ὑπενθυμίζουμε, ἀποτελεῖ τό Πέμπτο Εὐαγγέλιο τῶν Κασσιανῶν,
Ἀμφιλοχίων, Μαξίμων καί τώρα τελευταία τοῦ Παντελεήμονος, γράφονται καί τά ἑξῆς:
«Οἱ ἑτερογενεῖς μορφές πού εἰκονίζονται (στήν εἰκόνα τῆς Ἁγ. Τριάδος) δέν μποροῦν νά
δείξουν οὔτε τήν ἰσότητα τῶν προσώπων οὔτε τήν ἑνότητα τῆς φύσης τους… μέσα σ’ αὐτή
τήν σύνθεση δέν ὑπάρχει φυσική ἑνότητα μεταξύ τοῦ γέρου, τοῦ ἐφήβου καί τοῦ
περιστεριοῦ. Γιά τόν ἴδιο λόγο δέν ὑπάρχει μήτε ἰσότητα» (σελ. 507-508).

Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς δέν θά ἔπρεπε κἄν νά ἀσχοληθοῦμε μ’ αὐτή τήν εἰκονομαχική
ἀντιχριστολογία, ἀλλά ὑπάρχουν δυστυχῶς κάποιοι πού νομίζουν πώς οἱ θεολόγοι τοῦ τότε
Ἀρχ/που Ἀνδρέου, ὡς ἐπιστήμονες, εἶδαν πώς ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει κακόδοξες εἰκόνες. Ἕτσι
πῆραν στό λαιμό τους τόν Ἀρχιεπίσκοπο καί τούς μισούς Γ.Ο.Χ. καί τούς ἔκαμαν νά ὑβρίσουν
τήν πίστη τοῦ Ἁγίου Πατέρα, τό ὄνομα τοῦ ὁποίου φαρισαϊκῶς ἐπικαλοῦνται οἱ ἀσεβεῖς.
Πρέπει λοιπόν νά ξέρουμε ὅλοι οἱ Γ.Ο.Χ. πώς ἡ νεοεικονολογία τῶν ἐν λόγῳ θεολόγων καί μή,
δέν εἶναι προϊόν ὀρθοδόξου γνώσεως, ἀλλά εἰσαγόμενο ἐκ τῆς χώρας τῶν Βισκοβάτυ καί
Οὐσπένσκυ!

Κάνουν λόγο γιά ἑτερούσια πρόσωπα στήν εἰκόνα καί ἐννοοῦν πώς ἄλλη εἶναι ἡ οὐσία-
φύση τοῦ γέρου ἀνθρώπου, δηλαδή τοῦ Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν, καί ἄλλη τῆς Περιστερᾶς.
Ὅμως, οἱ συμβολικές διαφορετικές μορφές τοῦ Θεοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ
16
ὁποῖες ἐμφανίσθηκαν συγκαταβατικῶς «κατά τήν ἀναλογίαν τῆς φύσεως ἡμῶν σχήματα
σωματικά» κατά τόν ἱ. Δαμασκηνόν (Ε.Π.Ε. 3ος, 238) οὐδεμία σχέση ἔχουν μέ τήν ἀόρατον
οὐσία καί φύση τῶν θείων αὐτῶν Προσώπων. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγει: «Ἡ δέ
θεία φύσις ἀπερίγραπτός ἐστι μόνη καί παντελῶς ἀνείδεος καί ἀσχημάτιστος καί
ἀκατάληπτος, εἰ καί ἡ θεία Γραφή τύπους Θεῷ περιτίθησι τό μέν δοκεῖν σωματικούς, ὥστε
σχήματα ὁρᾶσθαι καί αὐτούς τούς ἀσωμάτους» (Ε.Π.Ε. 3ος σελ. 236).

Ἐπικαλοῦνται κατά κόρον τά πρακτικά τῆς ἁγ. Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου καί τά ἐμφανίζουν ὡς
σύμφωνα μέ τήν πλάνη τους, κατάφεραν δέ κάποιους ἁπλοϊκούς νά πιστέψουν καί νά λένε,
πώς οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Συνόδου δέν ἐπιτρέπουν εἰκόνα τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, γιατί ἡ φύση καί οὐσία αὐτῶν εἶναι ἀόρατος. Δέν θέλουν δυστυχῶς νά
παραδεχθοῦν κατ’ ἀλήθεια τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων αὐτῶν Πατέρων, ἀλλά συγχέεουν τό
σχῆμα πού ἔδειξε συγκαταβατικῶς ὁ Θεός, μέ τήν οὐσία τοῦ προσώπου πού συμβολίζει τό
σχῆμα. Οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου ἐπανέλαβαν πολλές φορές πώς: «τάς σεπτάς εἰκόνας
ἀποδεχόμεθα εἰκόνας μόνον καί οὐδέν ἕτερον αὐτάς γινώσκοντες καθό τοῦ πρωτοτύπου τό
ὄνομα μόνον ἐχούσας καί οὐχί τήν οὐσίαν » (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ., τμ. Γ΄, σελ. 842).

Οἱ νεοεικονομάχοι ἁμαρτάνουν σοβαρά, ὄχι μόνον γιατί σκανδαλίζουν τούς πιστούς καί
σχίζουν τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί γιατί ἐλέγχουν ἀκόμα καί αὐτόν τόν ἴδιο τόν Θεό, ὁ ὁποῖος
στόν Ἰορδάνη, ἐνῶ βαπτιζόνταν ὁ Χριστός, ἔδειξε καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἡ
ὁποία περιστερά εἶναι ἄλλης φύσεως, δηλαδή, ὡς λέγουν αὐτοί οἱ ἀνόητοι, τά δύο πρόσωπα
τῆς Ἁγίας καί ὁμοουσίου Τριάδος ἐκεῖ ἐφάνηκαν ἑτερούσια, καί σ’ αὐτό ποιός εὐθύνεται; Ὁ
Θεός; ἄπαγε τῆς βλασφημίας καί οὐαί τῆς μωροφλυαρίας αὐτῶν τῶν πεπλανημένων
νεοεικονομάχων!

Ἀλλά τό μεγαλεῖο τῆς πωρώσεώς τους φαίνεται πλήρως στόν ἰσχυρισμόν τους ὅτι
βλέποντας οἱ Χριστιανοί σέ μία εἰκόνα τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ὁδηγοῦνται σέ
πολυθεΐα, διότι στήν εἰκόνα φαίνονται δῆθεν τρεῖς Πατέρες, τρεῖς Υἱοί καί τρία Πνεύματα!
Οὔτε ὁ διάβολος δέν ἔχει σκεφθεῖ νά διατυπώση τέτοιες κουτοπόνηρες θεωρίες!
Λέγουν, πώς ὅταν ζωγραφίζεται σέ εἰκόνα ὁ Θεός Πατήρ μόνος του, χωρίς τόν Χριστό καί
τό Ἅγιον Πνεῦμα, καί ἐπιγράφεται ἡ εἰκόνα «Ὁ Ἄναρχος Πατήρ»ἤ «Ὁ Παλαιός τῶν
Ἡμερῶν», τότε δέν ἐνοχλοῦνται, γιατί στό ἕνα αὐτό πρόσωπο βλέπουν τήν ἀχώριστον Ἁγία
Τριάδα! Ἰδού ὅμως ἡ πώρωση. Ἐδῶ ξέχασαν πώς αὐτή ἡ εἰκόνα θά ἔπρεπε νά τούς
σκανδαλίζη γιατί ὁ ζωγράφος σ’ αὐτή τήν εἰκόνα ἀποπειράθηκε (κατά τήν θεωρίαν τους) νά
εἰκονίση τήν ἀόρατον θείαν φύσιν, καί θά πρέπη αὐτός ὁ ζωγράφος, κατά τήν θεωρίαν τους, νά
εἶναι ἀναθεματισμένος, ἀφοῦ ὁ ἄσαρκος δέν εἰκονίζεται, ὡς λέγη ἡ ἀνόητη θεωρία τους!
Λέγουν ἀκόμα πώς τά τρία πρόσωπα ὅταν εἶναι μαζί σέ μία εἰκόνα, ἡ ὁποία ἐπιγράφεται
«Ἡ Ἁγία Τριάς» παρουσιάζονται ἐννέα Θεοί, δηλαδοί ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι τριαδικός, αὐτοί
πολλαπλασιάζουν τό κάθε πρόσωπο ἐπί τό τρία. Ταυτόχρονα ὅμως ὁμολογοῦν πώς στήν
Βάπτιση πρέπει νά εἰκονίζεται μαζί μέ τόν Χριστό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς.
Πῶς ὅμως δέν πολλαπλασιάζουν καί σ’ αὐτή τήν περίπτωση τά δύο αὐτά πρόσωπα ἐπί τό τρία,
γιά νά δοῦν ἕξ (6) Θεούς; Μία εἶναι ἡ ἀπάντηση: «ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν
καί ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· φάσκοντες εἶναι σοφοί ἐμωράνθησαν» (Ρωμ. Α΄
21-22).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Ὅλοι οἱ νεοεικονομάχοι ἀγωνίζονται νά στηρίξουν τό ψεῦδος, ὅτι ὁ Θεός Πατήρ δέν


ἐμφανίσθηκε σέ καμμία προφητική ὅραση, καί ὅτι ἡ ὅραση τοῦ Δανιήλ εἶναι διαφορετική ἀπό
17
αὐτό πού δείχνει ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γιαυτό καί λέγουν πώς ἡ εἰκόνα αὐτή εἶναι
«μωσαϊκό ἀπό μαζέματα» διαφόρων καί ἀσχέτων μεταξύ των ἁγιογραφικῶν διηγήσεων.
Καί αὐτή ὅμως ἡ σύνθετη κατηγορία ἐξεστομίσθηκε ἀπό τόν νεοεικονομάχο Βισκοβάτυ, ὁ
ὁποῖος κατηγόρησε τήν ἱερή αὐτή εἰκόνα γιά ἀπαράδεκτη σύνθεση καί γιά διαφωνία αὐτῆς μέ
τήν Παράδοση. Στό βιβλίο τοῦ Λεων. Οὐσπένσκυ διαβάζουμε: «Ὁ Βισκοβάτυ προσπαθεῖ νά
ἀποσαφηνίση τήν ἔννοια τῆς εἰκόνας, τήν πρόθεση τῶν νέων συνθέσεων, καθώς καί τήν
συμφωνία ἤ διαφωνία τους μέ τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση» (Λ. Οὐσπένσκυ, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ.
380). Διά τοῦτο καί ὁ ἴδιος ὁ Οὐσπένσκυ φρονεῖ ὅτι: «Σάν ὑποτιθέμενη εἰκόνα τῆς Ἁγίας
Τριάδος, ἡ σύνθεση αὐτή δέν βασίζεται πουθενά, οὔτε στίς προφητικές ὁράσεις… Εἶναι ἕνα
ἀμάλγαμα (= μεῖγμα ἀνόμοιων ἁγιογραφικῶν μαρτυριῶν) ἀπό τρία στοιχεῖα ἐντελῶς
διαφορετικῆς φύσεως μεταξύ τους» (ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 476).

Ἔτσι, πιστοί στά νέα φρονήματα αὐτῶν, οἱ νεοεικονομάχοι Ἕλληνες γράφουν, ἤ καλύτερα
ἀντιγράφουν ἀπ’ αὐτούς:
«Τά ὁράματα τῶν προφητῶν στήν Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρονται ὅλα στόν Χριστό καί
ὄχι στόν Πατέρα… καί ἄν ὁ προφήτης Δανιήλ λέγει πώς εἶδε τόν Παλαιό τῶν ἡμερῶν στόν
θρόνο τῆς κρίσεως, μ’ αὐτό δέν ἐννοεῖ τόν Πατέρα, ἀλλά τόν Υἱό… ὅλα τά Θεοφάνεια καί οἱ
προφητικές ὁράσεις τοῦ Θεοῦ μέσα στή Γραφή εἶναι τό ἴδιο ἀποκαλύψεις τοῦ μέλλοντος»
(Ἱερ/χος Κασσιανός Μπράουν, σελ. 3-7 τῆς πραγματείας του).

Κατόπιν, ὁ δεύτερος τοῦ κινήματος στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ἱερ/χος
Ἀμφιλόχιος Ταμπουρᾶς ἔγραψε στήν δική του πραγματεία:
«Ἡ εἰκών αὕτη (εἶναι) δημιούργημα τῶν αἱρετικῶν τῆς Δύσεως, εἶναι ἀπό μαζέματα
(μωσαϊκόν) διαφόρων ὁράσεων καί παραστάσεων, ὅπως ὁ Πατήρ ἀπό τάς ὁράσεις τῶν
προφητῶν ὡς «Ἄναρχος Πατήρ» ἤ «Ὁ Παλαιός τῶν ἡμερῶν», ὁ Υἱός ὡς ἄνθρωπος καί ἡ
περιστερά ἀπό τό «ἐν εἴδει περιστερᾶς τοῦ Ἰορδάνου»… ἡ ὄντως βυζαντινή ὀρθόδοξος
Ἁγιογραφία δέν ἐδημιούργησεν τοιαύτας συνθέσεις» (σελ. 5-9).

Μετά, ὁ τελευταῖος ἐνθουσιώδης μαθητής ὅλων αὐτῶν Ἱερ/χος Παντελεήμων στήν ἀπό
10/3/2007 45σέλιδον ἐπιστολήν του διαμαρτύρεται γιατί ἡ Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. ἔχει
ἀναθεματίσει ὅσους λέγουν ὅτι «ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος (τό Σύνθρονο) εἶναι μωσαϊκό
ἀπό μαζέματα» (σελ. 3). Καί ἐν συνεχεία διαμαρτύρεται γιατί ἀναθεματίστηκαν ὅσοι λέγουν
ὅτι «ὁ Ἄναρχος Πατήρ δέν ἐνεφανίσθη εἰς κανένα ὅραμα ποτέ, καί ὅτι εἰς ὅλα τά ὁράματα
ἦτο μόνον ὁ Υἱός» (σελ. 6).
Κατόπιν ἐπικαλεῖται ἕναν λόγο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου γιά νά ἀποδείξη μ’ αὐτόν πώς σ’ ὅλη
τήν Παλαιά Διαθήκη ἐμφανιζόνταν ὁ Υἱός καί ὄχι ὁ Πατήρ (σελ. 6-7).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ – ΣΧΟΛΙΑ – ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Τό συγκεκριμένο κεφάλαιο πού ἐπικαλεῖται ὁ Παντελεήμων καί εὑρίσκεται στήν Ἱ.


Κατήχηση τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, δέν πραγματεύεται τό ἐάν ἐμφανίσθηκε ἤ δέν ἐμφανίσθηκε ὁ
Θεός Πατήρ στήν Π. Διαθήκη. Αὐτό φαίνεται ἀπό τόν τίτλο τοῦ κεφαλαίου, πού εἶναι: «Περί
τοῦ Ἰεχωβά τοῦ ἀποκαλυφθέντος Θεοῦ ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ ὅτι ἔστιν ὁ Υἱός καί Λόγος
τοῦ Θεοῦ καί οὐχί ὁ Πατήρ».
Δηλαδή, ὁ ἀποκαλυφθείς στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τό ὄνομα ΙΕΧΩΒΑ ἦταν ὁ Υἱός καί ὄχι
ὁ Πατήρ, λέγει ὁ τίτλος τοῦ Κεφαλίου. Δέν λέγει ὁ ἀποκαλυφθείς ὡς Παλαιός τῶν ἡμερῶν
ἦταν ὁ Υἱός καί ὄχι ὁ Πατήρ!
18
Σ’ αὐτό τό κεφάλαιο γράφει ὁ ἅγιος: «Ὁ Ἱεχωβᾶ ὁ ἀποκαλυφθείς τῷ Μωϋσῇ Θεός ἐστιν
ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ… καί οὗτός ἐστιν ὁ ἐν ὅλῃ τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ ἀποκαλυπτόμενος Θεός».
Τό δέ κεφάλαιο τελειώνει ὡς ἑξῆς: «Ἐκ τῶν μέχρι τοῦδε εἰρημένων φρονοῦμεν ὅτι
ἀπεδείχθη σαφῶς ὅτι ὁ ἀποκαλυφθείς ἐν τῇ Π. Διαθήκῃ Θεός ὑπό τό ὄνομα Ἱεχωβᾶ ὁ
ὤν ἦτο τό δεύτερον πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός καί Λόγος» (Ἁγ. Νεκταρίου «Ἱερά
Κατήχησις», ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, σελ. 246-256).
Εἶναι λοιπόν δυνατόν νά ἐκλαμβάνεται ἡ σαφής αὐτή βεβαιωτική ἀναφορά τοῦ ἁγίου, ὅτι ὁ
ἐμφανισθείς ὑπό τό ὄνομα Ἱεχωβά ἦταν ὁ Υἱός, ὡς ἀποκλεισμός τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Θεοῦ
Πατέρα στήν Π. Διαθήκη; Ἄν ἔτσι καταλαβαίνουν τά λόγια τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, τότε ἄς
ἐξηγήσουν, πῶς ὁ ἅγιος αὐτός οἰκοδόμησε στήν Αἴγινα ναόν ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδος
καί ἔθεσε στήν οἰκεία θέση αὐτοῦ τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἡ ὁποία ἔχει ζωγραφισμένον
τόν Θεό Πατέρα ὡς Παλαιόν τῶν ἡμερῶν; Ποῦ βρῆκε ὁ ἅγιος τόν Παλαιόν τῶν ἡμερῶν καί
τόν ἐζωγράφισε, ἄν ἐκήρυττε πώς ὁ Πατήρ δέν ἐμφανίσθηκε πουθενά στήν Π. Διαθήκη;
Μήπως ἔλεγε θεωρίες μέ τά λόγια καί τίς ἀναιροῦσε μέ τά ἔργα;

Ἀλλ’ ἐμεῖς γνωρίζουμε πώς πολλοί ἔγκριτοι Πατέρες ὁμολογοῦν καί τήν ἐμφάνιση τοῦ
Πατρός στήν Π. Διαθήκη. Γιά παράδειγμα, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει: «Ἐν τῇ
Παλαιᾷ πάσῃ συνεχῶς ὁ Πατήρ Κύριος λέγεται "Κύριος ὁ Θεός σου" φησί, "Κύριος εἷς
ἐστιν"… Διά τοῦτο καί τό εἷς προσέθηκεν (ὁ Παῦλος) ἀλλ’ ἡμῖν "εἷς Θεός ὁ Πατήρ…" ἵνα
μή πολυθεΐαν εἰσάγεσθαι πάλιν ἐκεῖνοι… Τοῦτο γοῦν καί αἴτιον γέγονε τοῦ μή σαφῶς μηδέ
φανερῶς, ἀλλ’ ἀμυδρῶς πως καί σπανίως διά τῶν προφητῶν γνωρισθῆναι τοῖς Ἰουδαίοις
τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ» (Ἰ. Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε. 35ος, σελ. 154-160).
Καί πάλι ὁ ἴδιος: «…καί ὁ Πατήρ ἠγνόησε ἐν τῷ παραδείσῳ πού κέκρυπτο ὁ Ἀδάμ.
περιήρχετο γάρ ὡς ἐπιζητῶν αὐτόν ἐν τῷ παραδείσῳ λέγων: Ἀδάμ ποῦ εἶ; … Εἶδες πώς οὐκ
ἐγένετο ἄγνοια τοῦ Σωτῆρος (Χριστοῦ) ἐν τῷ εἰπεῖν ποῦ τεθήκατε αυτόν; (δηλαδή τόν
Λάζαρον) ὡς οὐδέ τῷ πατρί ἐν τῷ εἰπεῖν τῷ Ἀδάμ ποῦ εἶ; ἤ τῷ Κάϊν "ποῦ ὁ ἀδελφός σου
Ἄβελ"; …» (Ἰ. Χρυσόστομος, Ε.Π.Ε. 35ος, σελ. 302, 304).

Καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει: «Πρῶτον πεφανέρωται ὁ Πατήρ… Μετ’ Αὐτόν
ὁ Υἱός πεφανέρωται… Μετ’ Αὐτόν τό Ἅγιον πεφανέρωται Πνεῦμα, τά αὐτά τῆς αὐτῆς
φύσεως αὐχήματα καί Αὐτό τοῖς Ἀποστόλοις κατά χάριν παρέχον…» (Λόγος Β΄ «Περί τῆς
ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγ. Πνεύματος», Ε.Π.Ε. 1ος, σελ. 218).
Καί πάλι ὁ ἴδιος λέγει: «ὁ πρῶτος ἀποστάτης καί τῶν τοιούτων πονηρός προστάτης (= ὁ
διάβολος) τοῦ μέν γάρ Πατρός ὑπό Μωϋσέως κηρυχθέντος, Ἕλλησι κατεχρήσατο
συμμάχοις πρός ἀθέτησιν (τοῦ Θεοῦ Πατρός) καί μετ’ ἐκείνους κατά τῆς τοῦ Υἱοῦ Θεότητος
ἐπιφανείσης, ἐξέμεσεν Ἄρειον καί Ἀέτιον καί Εὐνόμιον. Εἶτα κατά τοῦ ἁγίου Πνεύματος
Μακεδόνιον…» (Ἁγ. Γρηγ. Παλαμᾶ Ε.Π.Ε. 5ος, σελ. 146).

Καί ὁ ἅγ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός λέγει: «Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐγεννήθη πρό τῶν
αἰώνων ἀπό τόν Θεό καί Πατέρα, ἀλλά δέν ἐφανερώνετο εἰς τούς ἀνθρώπους, ἀμή, ἔστεκεν
εἰς τόν κόλπον τοῦ Πατρός. Ἔτι καί δεύτερον ἐγεννήθη ἐκ τῶν χειλέων τῶν προφητῶν καί
ἐκ τῆς Πανάγνου Μαρίας τῆς Ἀειπαρφθένου καί τότε ἔγινε φανερός εἰς ὅλον τόν κόσμον»
(Ἐπισκ. Αὐγ. Καντιώτου «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός», σελ. 297-298).

Ἐκ τῶν πολλῶν ἄλλων Πατέρων πού ἐκήρυξαν ὅτι στήν Π. Διαθήκη φαινόνταν καί ὁ Θεός
Πατήρ, ἀναφέρουμε ἀκόμα ἕναν, τόν Ἰωσήφ Βρυέννιον, πού λέγει:
«…ὁ μέν Πατήρ, ὥσπερ τινές λέγουσι, τόν πρό τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας χρόνον τοῖς
ἀνθρώποις ἐλάλησε καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος… ὁ δέ Υἱός, ἐν τῇ ἐνσάρκῳ οἰκονομίᾳ
μόνον. Τό δέ Πνεῦμα τό Ἅγιον, τόν ἀπό τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς ἄχρι τῆς συντελείας ἅπαντα
19
χρόνον λαλεῖ πρός ἡμᾶς. Ἐγώ δέ καί τούτοις μέν συντίθεμαι, προστίθημι δ’ αὖ κακεῖνο…
ὅτι καθώς ὁ Πατήρ ἐλάλησεν ἐν τῇ Παλαιᾷ, οὕτω δήπου καί ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό
Ἅγιον…» (Ἰωσ. Βρυεννίου, «Τά Εὐρεθέντα», ἔκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, σελ. 263-264).

Μολαταῦτα, οἱ νεοεικονομάχοι μένουν ἀδιάφοροι καί σταθεροί στήν πλάνη τους.


Ταυτόχρονα ἐμφανίζουν ἀκόμα καί ἕναν λόγο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, πού λέγει:
«…καί Δανιήλ ὁμοίωμα ἀνθρώπου εἶδε καί ὡς Υἱόν ἀνθρώπου ἐλθόντα ἐπί τόν Παλαιόν
τῶν ἡμερῶν. Καί οὐ φύσιν Θεοῦ εἰδέ τις, ἀλλά τόν τύπο καί τήν εἰκόνα τοῦ μέλλοντος
ἔσεσθαι. Ἔμελλε γάρ ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ὁ ἀόρατος ἄνθρωπος γίνεσθαι ἐν
ἀληθείᾳ…» (Ἰ. Δαμασκηνός Ε.Π.Ε. 3ος, σελ. 238).

Ἔπρεπε ὅμως νά εἶχαν προσέξη ὅτι ὁ ἅγιος βλέπει δύο πρόσωπα στήν ὅραση τοῦ Δανιήλ.
Βλέπει «Υἱόν ἀνθρώπου ἐλθόντα», ἕνα πρόσωπο. «Ἐπί τῶν Παλαιόν τῶν ἡμερῶν», παλαιός
τῶν ἡμερῶν δεύτερο πρόσωπο! Ἀπό τοῦτο φαίνεται πώς ὁ ἅγιος ἐδῶ ἔχει συγκεκριμένο λόγο
καί ἀποκλειστικό σκοπό νά ὑπερασπισθῆ τήν ἀληθινή ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ ὁποία
εἶχε προκηρυχθῆ καί μέσω τῶν προφητικῶν ὁράσεων. Καί εἶναι αὐτό φανερό γιατί γνωρίζουμε
πώς αὐτά τά ἔλεγε πρός ἀναίρεση τῶν εἰκονομάχων πού ἔλεγαν πώς ἡ ἐνανθρώπιση εἶναι
φανταστική. Ἕτσι, ἐνῶ δέχεται δύο πρόσωπα στήν ὅραση τοῦ Δανιήλ, δέν ἀναφέρει τίποτα γιά
τόν Παλαιό τῶν ἡμερῶν Θεό Πατέρα, ἀλλά ἐπιχειρηματολογεῖ ὑπέρ τοῦ Υἱοῦ, ἀφοῦ κατά τῆς
εἰκόνος Αὐτοῦ ἐπιχειρηματολογοῦν οἱ αἱρετικοί τῆς ἐποχῆς του. Ἦταν ἀνάγκη νά διατρανωθῆ
ἡ ἀλήθεια περί τῆς πραγματικῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καί μέσα ἀπό τά σχετικά
στοιχεῖα τῶν προφητικῶν ὁράσεων, καί σ’ αὐτό ἐπικεντρώνουν τόν λόγον τους ὅλοι οἱ ἅγιοι
Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Οἱ νεοεικονομάχοι ὁμολογοῦν πώς τό ὄνομα «Κύριος Σαβαώθ» ἀναφέρεται στόν Θεό


Πατέρα, καί συγκεκριμένα λέγουν: «εἶναι τελείως παράλογο καί ἄπρεπο νά ζωγραφίζουμε
στίς εἰκόνες τόν Κύριο Σαβαώθ, δηλαδή τόν Θεό Πατέρα». Ταυτόχρονα ἰσχυρίζονται πώς
«τά ὁράματα τῶν προφητῶν στήν Παλαιά Διαθήκη… ἀναφέρονται ὅλα στόν Χριστό καί ὄχι
στόν Πατέρα» (Πραγματεία Ἱερ/χου Κασσιανοῦ Μπράουν, σελ. 3-4).
Δυστυχῶς ὅμως γι’ αὐτούς, τούς διαψεύδει ἡ θεόπνευστος Ἁγία Γραφή, εἰς τήν ὁποία
γράφεται, ἐκτός ἀπό τήν ὅραση τοῦ Δανιήλ καί ἡ ὅραση τοῦ Ἠσαΐου πού λέγει: «Ὦ τάλας
ἐγώ, ὅτι κατανένυγμαι, ὅτι ἄνθρωπος ὤν καί ἀκάθαρτα χείλη ἔχων… Τόν Βασιλέα
Κϋριον Σαβαώθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου » (Ἠσαΐου ΣΤ΄ 5).
Πῶς τά προφητικά ὁράματα ἀναφέρονται ὅλα στόν Χριστό, ὅταν ὁ Ἠσαΐας εἶδε τοῖς
ὀφθαλμοῖς του τόν Κύριο Σαβαώθ, δηλαδή τόν Θεό Πατέρα, ὡς οἱ ἴδιοι ἑρμηνεύουν τήν λέξη
«Σαβαώθ»; Ἀλλά καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύει πώς ὁ Ἠσαΐας τό Κύριος Σαβαώθ «περί
τοῦ Πατρός» τό λέγει! (Ε.Π.Ε. 8ος, σελ. 422).

Ἁγιοπατερικές μαρτυρίες γιά τόν Παλαιόν τῶν ἡμερῶν


Ὁ ἅγιος Ἱππόλυτος λέγει:
«Παλαιόν οὖν τῶν ἡμερῶν οὐχ ἕτερον λέγει ἀλλ’ ἤ τῶν ἁπάντων Κύριον τοῦ Χριστοῦ
ΠΑΤΕΡΑ, τόν παλαιοῦντα τάς ἡμέρας οὐκ αὐτόν παλαιούμενον ὑπό χρόνων καί ἡμερῶν» (ἐκ
τοῦ ὑπομνήμ. στόν Δανιήλ, Ἰ. Γιαννακοπούλου).

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει:


«Ὡς Υἱός ἀνθρώπου φθάνει εἰς τόν θρόνον τοῦ Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν τοῦ ΠΑΤΡΟΣ…
ΠΑΤΕΡΑ καί Υἱόν οὗτος (ὁ Δανιήλ) καί πρῶτος καί μόνος ὁρᾶ, ὡς ἐν ὄψει» (Ε.Π.Ε. 8ος, σελ.
636-644).
20
Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει:
«…Ἀλλά καί Πατέρα τόν Δαβίδ οὗτος (ὁ Χριστός) ἔχει, οὐκοῦν καί ἄνθρωπος ἐστιν ὁ
Αὐτός… Υἱόν τε ἀνθρώπου καί Υἱόν Θεοῦ, παρά Θεοῦ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ὡς ἄνθρωπος τήν
ἀδιάδοχον βασιλείαν λαμβάνοντα, ὡς εἶδε καί προεκήρυξε ὁ Δανιήλ…» (Ε.Π.Ε. 9ος, σελ. 390).

Ὁ Συμεών, Ἀρχ/πος Θεσσαλονίκης λέγει:


«…λέγει καί Δανιήλ ὅταν ἐθεώρησεν Αὐτόν, τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἤρχετο καί
ἔφθασεν ἕως τόν Παλαιόν τῶν ἡμερῶν, εἰς ΤΟΝ ΙΔΙΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ, καί παρέλαβεν
ἐπάνω εἰς ὅλους τήν ἐξουσίαν» («ΑΠΑΝΤΑ» Συμεών… ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, σελ. 412).

Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου λέγει:


«Καί τοῦτον τόν ΠΑΤΕΡΑ καί Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα τοῖς αὐτοῦ ἁγίοις καί ἀπ’ αἰῶνος
καταξιώσαντα ἐν ὁπτασίαις φανῆναι… ὡς ἐν στόματι τοῦ Ἠσαΐου ἔλεγεν. Ἰδού συνήσει ὁ
παῖς μου ὁ ἀγαπητός. Τοῦτο φωνή ΠΑΤΡΟΣ. Καί ὡς ὁ Δανιήλ εἶδε τόν Παλαιόν τῶν
ἡμερῶν. Τοῦτο ΟΠΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ» (P.G. 42, 809).

Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος λέγει:


«Καί ὧδε μέν διά λόγων ὑμῖν ἐγνώρισεν Ἑαυτόν Τρισυπόστατον εἶναι ὁ μόνος τῷ ὄντι
Θεός διά ποικίλων ἐμφανειῶν… Πάλιν ἡνίκα ἐφάνη ἰδίως ἕκαστον τῶν ταύτης προσώπων,
τῷ μέν Δανιήλ Ο ΠΑΤΗΡ, ὡς Παλαιός τῶν ἡμερῶν…» («Τά Εὑρεθέντα Ἰωσ. Βρυεννίου», ἐκδ. Βασ.
Ρηγοπούλου, σελ. 262).

Στίς Ἀποστολικές Διαταγές διαβάζουμε:


«Τοῦτον (τόν Ἰησοῦν) υἱόν ἀνθρώπου λέγει εἶναι ἐρχόμενον πρός τόν ΠΑΤΕΡΑ, καί πᾶσαν
τήν κρίσιν καί τήν τιμήν παρ’ Ἐκείνου ὑποδεχόμενον» (Β.Ε.Π. 2ος, σελ. 92).

Ὁ ἱερός Δοσίθεος λέγει:


«Οἱ προπάτορες καί πατριάρχαι καί προφῆται καί Ἀπόστολοι καί Αὐτός ὁ Κύριος Ἡ. Ἰ.
Χριστός γένειον εἶχον καί αὐτός ὁ ΘΕΟΣ (Πατήρ) φανείς τῷ Δανιήλ, μετά γενείων ἐφάνη,
ὅθεν καί Παλαιός τῶν ἡμερῶν ἐκλήθη» (Δωδεκάβιβλος, βιβλ. Η΄, σελ. 325).

Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγει:


«…Καί ἰδού μετά τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ ὡς Υἱόν ἀνθρώπου ἐρχόμενος καί ἕως τοῦ
Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν ἔφθασε, καί ἐνώπιον αὐτοῦ προσηνέχθη, καί αὐτῷ ἐδόθη ἡ τιμή, καί
ἡ βασιλεία. Καί πᾶσαι αἱ φυλαί, καί γλῶσσαι αὐτῷ δουλεύσουσιν. Ἰδού δή πάλιν σαφῶς τε
καί ἐναργῶς ἀναβαίνοντα πρός τόν ἐν οὐρανοῖς ΠΑΤΕΡΑ καί Θεόν, τεθέαται (ὁ Δανιήλ) τόν
Ἐμμανουήλ» (Πρακτ. Οἰκ. Συνόδων, τμ. Α΄, σελ. 641).

Γιά ὅλα αὐτά καί ἡ Ὀρθόδοξος Ὑμνολογία λέγει:


«Μυεῖται τῆς μιᾶς Κυριότητος, τό Τριφαές ὁ Δανιήλ. Χριστόν κριτήν θεασάμενος πρός
τόν ΠΑΤΕΡΑ ἰόντα καί Πνεῦμα τό προφαῖνον τήν ὅρασιν» (Ἦχ. πλ. Α΄, ὡδή δ΄).

Λοιπόν, ἀποστραφήτωσαν εἰς τά ὀπίσω καί καταισχυνθήτωσαν οἱ βουλόμενοι κακά, καί


λέγοντες αἱρετικές φλυαρίες κατά τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος!
Καταισχυνθήτωσαν ὅλοι ὅσοι «ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ’ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν» ἀπό τοῦ πρώτου
Κασσιανοῦ ἕως τοῦ τελευταίου Παντελεήμονος, οἱ τῷ πάθει τῆς ἀνθρωπαρεσκείας ἡττημένοι
καί ἐκ τῆς ἰδίας κοιλίας φθεγγόμενοι, καί ἐπιμένοντες ὅτι ὁ Ἄναρχος Πατήρ δέν ἐνεφανίσθη
εἰς κανένα ὅραμα ποτέ. Αὐτοί, οἱ λαοπλάνοι, «τά μηδέπω παρά Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν
λαληθέντα, ὡς ὁμολογούμενα λαμβάνουσι, καί παρασυλλογιζόμενοι σοφιστικῶς τήν Ἐκκλησίαν
21
(τῶν Γ.Ο.Χ.) ἐλέγχουσι· καί συνάγεται παρ’ αὐτῶν ὕβρις καί λοιδορία ἐπί προσθήκῃ δέ τούτων
καί ἀσεβεία» καί σχίσματα!
Ἡμεῖς οἱ μένοντες σταθερά καί ἀκλόνητα στήν πίστη τῶν ἁγίων καταγγέλλουμε τήν
ἀσέβεια αὐτῶν ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων καί τονίζουμε πώς αὐτοί δέν ἔχουν μέ τό μέρος
τους οὔτε ἕναν ἅγιον Πατέρα πού νά λέγει πώς στήν ὅραση τοῦ Δανιήλ δέν ἐμφανίσθηκε ὁ
Θεός Πατέρας μέ σχῆμα Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν. Ὅλα ὅσα λέγουν εἶναι ἀρρωστημένα δικά τους
συμπεράσματα πού εἰσάγονται μέ «Ἄρα», «συνεπῶς», «ἑπομένως» κ.λπ. Ὑπολείπεται νά
ἀπαντήσουμε στήν κατηγορία ὅτι ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἀπαράδεκτος, ἀφοῦ εἶναι
ἀπό μαζέματα μωσαϊκόν.

Περί τῆς συνθέσεως τῆς εἰκόνος

Σ’ αὐτό τό θέμα πρωτοπορεῖ ὁ Ἱερ/χος Παντελεήμων ὑπερασπιζόμενος ὅσους λέγουν πώς ἡ


εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι κακόδοξος, γιατί εἶναι «μωσαϊκό ἀπό μαζέματα» (σελ. 3), καί
στήν σελίδα 23 ἐπανέρχεται καί γράφει: «Ἡ εἰκόνα τοῦ "Συνθρόνου" θά πρέπει νά μήν
εἰκονίζεται, διότι δέν ἀνταποκρίνεται σέ καμμία ὅραση ἔτσι ὅπως εἰκονίζεται. Ἡ ὅραση τοῦ
πρ. Δανιήλ εἶναι διαφορετική».
Μέ λίγα λόγια, ὁ Παντελεήμων θέλει νά τοῦ ὑποδείξουμε σέ ποία ὅραση ἐφάνηκαν ἔτσι
μαζί τά τρία πρόσωπα, ὥστε νά μποροῦμε νά τά εἰκονίζουμε μαζί καί τά τρία. Σημειωτέον ὅτι
ἡ περίπτωση τῆς Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ ἀπορρίπτεται ἀπό τούς εἰκονομάχους, γιατί ὁ Θεός
Πατήρ δέν ἐφάνηκε, ἡ δέ φωνή Του πού ἀκούσθηκε, δέν ζωγραφίζεται. Συνεπῶς, κατά τήν
πλάνη τους, ἡ Ἐκκλησία σφάλλει ὅταν ψάλλει: «Τριάδος ἡ φανέρωσις ἐν Ἰορδάνῃ γέγονεν·
αὕτη γάρ ὑπέρθεος φύσις· ὁ Πατήρ ἐφώνησεν· Οὗτος ὁ βαπτιζπόμενος, Υἱός ὁ ἀγαπητός
μου, τό Πνεῦμα συμπαρῆν τῷ ὁμοίῳ» (Ὑμνολ. Θεοφανείων). Σφάλλει δέ, κατ’ αὐτούς, ἐκ
δευτέρου ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὅταν στήν ὅραση τοῦ Δανιήλ βλέπει τό μήνυμα τῆς
Τρισυποστάτου μιᾶς θεότητος καί ψάλλει: «Μυεῖται τῆς μιᾶς κυριότητος τό τριφαές ὁ
Δανιήλ…»!

Ὅμως, ἡ πλάνη τῶν νεοεικονομάχων ὁδηγεῖ στήν ἀπόρριψη πολλῶν ἀκόμα ἄλλων ἁγίων
εἰκόνων. Γιά παράδειγμα, ἡ πρώτη εἰκόνα, πού πρέπει νά προσκυνῆται στούς ναούς, εἶναι ἡ
ἐπιγραφομένη «Δέησις» ἤ ἀλλιῶς τό «Τρίμορφον». Πότε ὅμως καί ποῦ ἐφάνηκαν ἔτσι μαζί τά
τρία πρόσωπα τῆς εἰκόνος; Ὁ Κύριος εἶναι στή μέση καθήμενος ἐπί θρόνου, ἡ Κυρία
Θεοτόκος στέκεται ὄρθια στά δεξιά Του μέ σκυμένο τό κεφάλι καί δέεται εἰς Αὐτόν, ὅπως
ἐπίσης καί ὁ Τίμιος Πρόδρομος στ’ ἀριστερά Του. Ποῦ καί πότε καί σέ ποῖον ἐφάνηκαν ἔτσι
καί σ’ αὐτή τήν στάση τά τρία αὐτά θεῖα πρόσωπα; Καί τά τρία τά εἴδαμε οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά
σέ διαφορετικές στιγμές καί θέσεις. Ὅμως ἡ δέησις εἶναι καθαρά παρμένη ὄχι ἀπό κάποια
ὀπτική εἰκόνα ἀλλά ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί λοιπόν νά μήν ἰσχύουν ὅλ’ αὐτά
καί γιά τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος;

Ἄλλο παράδειγμα: Οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε εἰκόνα τῶν ἁγίων Πάντων. Σ’ αὐτήν οἱ ἅγιοι
στέκονται ὄρθιοι σέ παράταξη ὁ ἕνας παρά τόν ἄλλον. Ποῖος ὅμως καί ποῦ τούς εἶδε ἔτσι ὅπως
εἶναι ζωγραφισμένοι σέ μία εἰκόνα; Αὐτοί ἔζησαν σέ διαφορετικές ἐποχές καί χῶρες. Πότε
συναντήθηκαν καί τούς εἴδαμε ἔτσι ὅλους μαζί; Γιαυτό καί ἡ Ἐκκλησία μ’ αὐτή τήν εἰκόνα
διδάσκει ὅτι:
«Ἡ τοῦ Παναγίου Πνεύματος παρουσία τοιαῦτα διά τῶν Ἀποστόλων ἐνήργησεν,
ἁγιάσασα καί σοφίσασα τούς ἀπό τοῦ ἡμετέρου φυράματος καί εἰς ἀποπλήρωσιν τοῦ
ἐκπεπτωκότος ἐκείνου τάγματος αγγελικοῦ τούτους ἀποκαταστήσασα… »
«...ἔπρεπε τούς κατά μέρος ἐφ’ ἑκάστης ἡμέρας ἑορταζομένους ἁγίους καί μιᾷ συναχθῆναι
22
ἡμέρα, ἵνα δειχθείη, ὡς ὑπέρ ἑνός Χριστοῦ ἠγωνίσαντο καί πάντες τό αὐτό
τῆςἀρετῆς ἔδραμον στάδιον …» (Συναξάριον Πεντηκοσταρίου).

Ἐδῶ, οἱ νεοεικονομάχοι κατανοοῦν τόν σκοπό πού ὑπηρετεῖ ἡ ὡς ἄνω εἰκόνα καί ἡ θέα της
τούς διδάσκει καί τούς ἀναπαύει! Γιατί ὅμως ἡ θέα τῆς Εἰκόνος μέ τά τρία μαζί πρόσωπα τῆς
Ἁγίας Τριάδος τούς ταράζει; Ὅταν οἱ Χριστιανοί καλούμεθα μέ τήν Ὑμνολογία νά
προσκυνήσουμε Πατέρα καί Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, εἶναι ἁμαρτία νά ἔχουμε καί τήν
ἀνάλογη εἰκόνα; Ὅταν οἱ Χριστιανοί μποροῦμε νά κτίζουμε Ναούς ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἁγίας
Τριάδος, ἀπαγορεύεται νά ἔχουμε σ’ αὐτούς τήν ἀνάλογη εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος;
Δέν πρέπει, λέγουν οἱ Ἀμφιλόχιοι, νά βλέπουμε μαζί, σέ μία εἰκόνα, τά τρία πρόσωπα,
γιατί ἔτσι κηρύττουμε διαιρετή τριάδα καί τά τρία πρόσωπα γίνονται ἐννέα θεοί στά μάτια τῶν
Χριστιανῶν. Ὅταν ὅμως οἱ ἴδιοι, στήν παράταξή τους, ὑποστηρίζουν πώς τά τρία ἀδιαίρετα
πρόσωπα ἀποτελοῦν «τήν Ἄναρχον Ἐκκλησία τῶν Οὐρανῶν» πῶς γίνεται καί οἱ ἀκούγοντες
αὐτό δέν ὁδηγοῦνται σέ πολυθεΐα; Πῶς ἐκεῖ «ἐκκαλοῦνται» τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας
Τριάδος τά ὁποῖα ἀσφαλῶς δέν διαιροῦνται ὥστε νά ἑνώνονται καί νά ἀποτελοῦν τήν
«Ἄναρχον Ἐκκλησία»;

Ἄλλο παράδειγμα: Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ζωγραφισμένους σέ μία εἰκόνα τόν Ἄβελ, τόν
Ἀβραάμ καί τόν Μελχισεδέκ, καί τούς δείχνει νά θυσιάζουν εἰς τό αὐτό ἅγιο θυσιαστήριο, καί
ὅλοι ξέρουμε τό γιατί. Ἀλλά πότε συναντήθηκαν αὐτοί καί ἔκαμαν ἀπό κοινοῦ θυσία; Ποιός
ἄνθρωπος τούς εἶδε νά θυσιάζουν ἔτσι μαζί καί οἱ τρεῖς, ὅταν αὐτοί ἔζησαν σέ διαφορετικούς
χρόνους καί τόπους; Ἀλλά καί ἡ εἰκόνα τῆς εἰς Ἅδου Καθόδου δέν εἶναι ἄραγε μία σύνθεση
ἀπό πολλές ἁγιογραφικές διηγήσεις, προφητικῶν καί εὐαγγελικῶν χωρίων, ὅπως ἀπό τίς
Πράξεις τῶν Ἀποστόλων β΄ 27, Ἐφεσίους Δ΄ 9, Α΄ Πέτρου Γ΄ 18-19, Δ΄ 6 καί ἀπό ψαλμούς
τοῦ Δαβίδ; Πῶς δέν καταργῆται καί αὐτή γιά τό …«μωσαϊκόν» της; Οὐαί ὑμῖν
προφασιζόμενοι ὑποκριτές...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Στό προηγούμενο κεφάλαιο εἴδαμε πώς ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἅγιοι, ἐκεῖνοι πού ἐρμήνευσαν
τήν Π. Διαθήκη, μέσα στήν ὅραση τοῦ Δανιήλ βλέπουν δύο πρόσωπα. Τόν Παλαιόν τῶν
ἡμερῶν, πού εἶναι ὁ Πατήρ ὡς λέγουν, καί τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι ὁ Υἱός. Εἴπαμε δέ
πώς οἱ διαφωνοῦντες δέν ἔχουν οὔτε ἕναν ἅγιον μέ τό μέρος τους. Τό γεγονός ὅμως τούς
ἀναγκάζει νά σχηματίσουν ὑπεράσπιση στό κακό φρόνημά τους ἐκ τοῦ πλαγίου, δηλαδή διά
τῆς παρερμηνείας πατερικῶν κειμένων. Βεβαίως, αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια τήν περιφρόνηση τοῦ
ἁγιοπατερικοῦ φρονήματος, ἀλλά καθώς εἶναι διαπιστωμένο, δέν τούς ἐνδιαφέρει, ἀφοῦ τό
ἱερώτερο γι’ αὐτούς εἶναι ἡ δόξα τῆς πλάνης τους! Ἔτσι, ἐφεύραν μία θεωρία πού λέγει πώς οἱ
προφητικές ὁράσεις δέν ζωγραφίζονται σύμφωνα μέ τό γράμμα τῆς διηγήσεως τῆς ἁγίας
Γραφῆς, ἀλλά σύμφωνα μέ τό κοινό φρόνημα τῶν Πατέρων, κατά τό ὁποῖο, στήν Παλαιά
Διαθήκη τό πρόσωπο πού φαινόταν στούς προφῆτες δέν μπορεῖ νά ἦταν ἄλλο ἀπό τόν
«μέλλων ἔρχεσθαι» μετά σαρκός Θεόν Λόγον. Πῶς ὅμως εἶναι αὐτό τό κοινό φρόνημα τῶν
Πατέρων, ὅταν τόσοι πολλοί ἅγιοι βλέπουν καί τόν Θεό Πατέρα στίς ὁράσεις; Ἤ μήπως ὁ
μέγας Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, δέν ἐκφράζει τό κοινό
ὀρθόδοξο φρόνημα ὅταν λέγει, ἐκτός τῶν ὅσων εἴδαμε, καί τά ἑξῆς: «Καί διά τοῦτο διά
προφήτου τινός ὁ ΘΕΟΣ καί ΠΑΤΗΡ ἐμφαίνων ἔλεγεν. Ἐγώ ὁράσεις φησιν ἐπλήθυνα, καί
ἐν χερσί προφητῶν ὡμοιώθην…»; (Ἀνατολ. Ὀρθ. Μοναχισμός Τρίκ. & Σταγ. Διον., σελ. 745) . Ἤ ὁ
ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁ ὁποῖος λέγει: «…ὄντως ἐκήρυσσε φανερῶς ἡ Παλαιά ΤΟΝ
ΠΑΤΕΡΑ, τόν (δέ) Υἱόν ἀμυδρότερον…»; (Ε.Π.Ε. 4ος, σελ. 240). Ἤ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ
23
Παλαμᾶς πού λέγει: «Πρῶτον πεφανέρωται ὁ ΠΑΤΗΡ… μετ’ Αὐτόν ὁ Υἱός πεφανέρωται…»;
(Ε.Π.Ε. 1ος, σελ. 218).

Συγκεκριμένα, ὁ Μον. Μάξιμος, ὁ περισσότερο θεωρητικός τοῦ κινήματος, γράφει καί


ὑπογραμμίζει: «…κακῶς πιστεύεται ἀπό μερικούς, ὅτι εἰκονίζονται οἱ προφητικές ὁράσεις,
μέ περιεχόμενο τῆς εἰκονίσεως, τήν διά τοῦ χρωστῆρος ἀπόδοσιν τοῦ γράμματος τῆς
προφητικῆς διηγήσεως» (Μετάφρ.-Ἑρμην. …Ἐπί δύο τμημ. τοῦ Συνοδικοῦ», σελ. 7) . Καί παρακάτω
γράφει:
«Τό περιεχόμενο τῶν προφητικῶν ὁράσεων εἶναι ὁ μέλλων ἔρχεσθαι, δηλαδή τό
περιεχόμενόν τους εἶναι Χριστοκεντρικό… Εἶναι δέ Χριστοκεντρικό τόσο τό περιεχόμενο
ὅσο καί ἡ εἰκόνιση ΟΛΩΝ τῶν προφητικῶν ὁράσεων καί ὄχι μερικῶν» (ἔνθ’ ἀνωτέρω σελ. 15).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ – ΣΧΟΛΙΑ – ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Ἡ θεωρία τοῦ Μον. Μαξίμου λέγει δύο πράγματα. Πρῶτον, λέγει πώς ὅσοι βλέπουν στίς
προφητικές ὁράσεις καί ἄλλο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐκτός ἀπό τόν Χριστό, πλανῶνται.
Ἀλλά αὐτοί οἱ ὁποῖοι, κατ’ αὐτόν πλανῶνται, εἶναι οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅπως εἴδαμε. Δεύτερον,
λέγει πώς ἡ ὅποια προφητική διήγηση τῆς Π. Διαθήκης, πρέπει νά ζωγραφίζεται σύμφωνα μέ
τήν ἐν λόγω θεωρία, καί νά ἀγνοῆται ἡ ὁποιαδήποτε ἄλλη εἰκόνα σχηματίζεται ἀπό τόν λόγο
τῆς προφητικῆς διηγήσεως.
Τό ὅτι οἱ προφητεῖες καί οἱ ὁράσεις τῆς Π. Διαθήκης προεκήρυτταν τό μυστήριο τῆς θείας
οἰκονομίας, δηλαδή τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀποτελεῖ τήν ἀναμφισβήτητη
ἀλήθεια τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως. Ἀλλά τό συμπέρασμα ὅτι ἀπουσιάζει ἀπ’ αὐτές ἡ
προκήρυξη τοῦ μέλλοντος νά ἀποκαλυφθῆ πλήρως στήν Κ. Διαθήκη Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι
μέγα ψεῦδος. Ὅθεν, οἱ νεοεικονομάχοι δέν ἀποδέχονται ὁλόκληρη τήν χριστιανική διδασκαλία
καί πίστη, καί αὐτό εἶναι τό κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα ὄλων τῶν αἱρετικῶν καί κυρίως
τῶν παλαιῶν εἰκονομάχων. Γι’ αὐτό οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου εἶπαν γι’ αὐτούς: «Καί
αὐτοί γάρ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ τά πλεῖστα συμπεφωνήκασιν, ἐν ἑνί δέ ἤ δύο
παρεκβεβηκότες, τό ἀνάθεμα ἐκπληρώσαντο».

Ἡ κατηγορία ὅτι κακῶς πιστεύουμε πώς γίνεται ἡ ἀπόδοση στίς εἰκόνες μέ τόν χρωστῆρα
τοῦ ἁγιογράφου σύμφωνα μέ τίς διηγήσεις τῶν προφητῶν, δέν συνάδει μέ τήν διδασκαλία τῆς
Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, διότι οἱ Πατέρες αὐτῆς εἶπαν: «Ἐπακολουθεῖ γάρ ἡ διά στηλογραφίας
ἀνατύπωσις τῇ εὐαγγελικῇ διηγήσει, καί αὐτή τῇ στηλογραφικῇ ἐξηγήσει… Ἐάν ἴδωμεν ἐν
εἰκόνι εὐαγγελιζόμενον τόν ἄγγελον τῇ Παρθένῳ, πάντως εἰς ἀνάμνησιν ἔχομεν ἐλθεῖν τῆς
τοῦ εὐαγγελίου διηγήσεως… οὐκοῦν ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου ἠκούσαμεν τό πραγματευθέν
μυστήριον διά τοῦ ἀγγέλου πρός τήν Παρθένον, καί ἀναμιμνησκόμεθα, καί ἐν εἰκόνι
ὁρῶντες ὡσαύτως ἐμφαντικώτερον τό πραγματευθέν ἐννοοῦμεν» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου τμ. Γ΄,
σελ. 844).
Πρίν δέ ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενική, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἔλεγε στούς
εἰκονομάχους: «Διατί τήν Βίβλον προσκυνεῖτε καί τόν πίνακα (= τήν εἰκόνα) ἐμπτύετε;
Εἰπέ μοι, αἱρετικέ, τίς ἡ διαφορά τῶν δύο, ὅτι ἀμφότεροι μίαν ἐξήγησιν εὐαγγελίζονται…
Ἐπειδή γάρ ἄπερ εὐαγγέλιον λόγῳ ἐξηγεῖται οὗτος (ὁ πίνακας τοῦ ἁγιογράφου) ἔργῳ
δεικνύει… Τί διαφέρει χάρτης ἀσβέστου;… ἤ τί διαφέρει μεμβράνα τῆς σανίδος;» (Ε.Π.Ε.
3ος, σελ. 380-382).
Κατόπιν ὁ Συμεών Θεσσαλονίκης ἐπανέλαβε: «…εἶναι λοιπόν καί σεβάσμιαι καί ἅγιαι καί
προσκυνηταί αὐταί αἱ ὁράσεις, καί καθώς εἰς τάς θείας βίβλους οὕτω καί εἰς εἰκόνας ἅγιαι
ζωγραφίζονται. Καί καθώς ὅταν μέ τόν νοῦν ἐννοοῦνται, καί μέ τόν λόγον λέγονται,
τοιουτοτρόπως καί εἰς σανίδια καί εἰς τοίχους καί ἐνδύματα, ὅταν εὐσεβῶς καί θείως
24
γράφωνται, καλῶς καί εὐσεβῶς εἶναι ἐζωγραφισμέναι…» («Ἅπαντα» ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου σελ.
29).

Μολαταῦτα ἐδῶ παρεμβαίνει ὁ μαθητής τοῦ Μον. Μαξίμου Παντελεήμων καί λέγει: «…
Καί πῶς… νά εἰκονογραφηθῆ ὅλο ἀνεξαιρέτως τό περιεχόμενό της (τῆς Ἁγ. Γραφῆς) μέ ὅ,τι
ἀκριβῶς περιλαμβάνεται σ’ αὐτό; Ἐπί παραδείγματι, πῶς νά εἰκονογραφηθεῖ τό "Ἄσμα
ἀσμάτων" κατά γράμμα; Φαντάζεσθε τί θά προέκυπτε ἀπ’ αὐτό;» (σελ. 37 τῆς ἐπιστολῆς του).
Θαυμαστή ἡ σοφιστεία του, ἀλλά ὄχι γιά σοβαρούς ἀνθρώπους!

Θέλει νά πῆ ὅτι οἱ εἰκόνες πού θά ζωγραφίζαμε κατά τό γράμμα τῆς διηγήσεως τοῦ βιβλίου
«Ἄσμα ἀσμάτων» θά προκαλοῦσαν ζημία καί σκάνδαλο, διότι τό βιβλίο αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα
«τολμηρό» θεῖο «ἐρωτικό» ποίημα. Ἔτσι ὅμως μειώνει ἀσεβῶς τίς ὑψηλότερες καί λεπτότερες
ἔννοιες τῆς πίστεως πού περιέχουν οἱ συμβολικές καί ἀλληγορικές ἐκφράσεις τοῦ σοφοῦ
Σολομῶντος. Στό ἱερό βιβλίο του δέν ὑπάρχουν σαρκικές ἐρωτικές σκηνές, ἀλλά παριστάνεται
μέ ζωηρά χρώματα λόγου ὁ στενώτατος καί ἱερώτατος πνευματικός δεσμός τοῦ Νυμφίου
Χριστοῦ πρός τήν Νύμφην Ἐκκλησία καί αὐτό εἶναι μυστήριο μέγα. Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι οἱ
προφητικές ὁράσεις καί ἄλλο τό πνευματικό-ἀλληγορικό ποίημα τοῦ Σολομῶντος. Ἄλλο
πρᾶγμα εἶναι ἡ διά τῶν χρωμάτων παράστασις τῶν δύο προσώπων πού εἶδε ὁ Δανιήλ καί ἄλλο
ὁ πνευματικός δεσμός τοῦ Χριστοῦ μετά τῆς Ἐκκλησίας! Τά πρόσωπα τοῦ πρώτου
ζωγραφίζονται, ἐνῶ τά ἀλληγορικά λόγια τοῦ δευτέρου δέν ζωγραφίζονται. Ἀλλ’ ὁ
Παντελεήμων, ὡς φαίνεται, ἔχει τό «χάρισμα» νά ἀντιλογεῖ παντοῦ καί νά προφασίζεται κατά
φαρισαϊκό τρόπο. Γιαυτό ἐπικαλεῖται πᾶν ὅ,τι μπορεῖ νά ἐντυπωσιάση καί νά
ἀποπροσανατολίση ἀφελεῖς καί φλυαρεῖ «τά μή δέοντα» ὅπως εἰσπράξει δόξα παρ’ ἀνθρώπων
καί μάταιες προαγωγές ἀπό σύνοδο πού τήν κυβερνοῦν εἰκονομάχοι!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

Αὐτή ἡ ἑνότητα εἶναι ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτική τοῦ ἀντορθοδόξου χαρακτῆρος τῆς


νεοεικονομαχίας. Μέσα ἀπ’ αὐτή φανερώνεται ὁλοκάθαρα τό γεγονός ὅτι ἡ περί τῶν ἁγίων
εἰκόνων θεωρία της, ὄχι μόνον δέν ἀπορρέει ἀπό τήν διδασκαλία τῆς ἁγίας Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου,
ἀλλά καί τήν παραποιεῖ ἀσεβῶς καί ἐν ψυχρῶ. Συγκεκριμένα, παραποιεῖται ὁ Ὅρος Πίστεως
τῆς Ἁγίας Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου καί ἐμφανίζεται ὡς νά λέγει πώς ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν
δικαιολογεῖται ἀπό τόν σκοπό πού ἔχει ἡ Ἐκκλησιαστική εἰκονογραφία.

Κατά τούς νεοεικονομάχους, ὁ σκοπός τῆς εἰκονογραφίας εἶναι ἕνας καί μοναδικός, καί
αὐτός εἶναι νά βεβαιώνεται διά τῶν εἰκόνων ἡ ἀληθινή σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὡς λέγουν.
Ἔτσι, κατ’ αὐτούς, οἱ Χριστιανοί ἔχουμε εἰκόνες ἐπειδή σαρκώθηκε ὁ Θεός Λόγος,
διαφορετικά δέν θά μπορούσαμε νά ἔχουμε, γιατί πρίν ἀπό τήν σάρκωση ἀπαγορευόνταν οἱ
εἰκόνες, ἀλλά τό ψεῦδος αὐτό τό ἀναιρέσαμε ἤδη σέ προηγούμενο κεφάλαιο (Βλέπε Δευτέρα
ἑνότητα κατηγοριῶν).
Πρωταγωνιστής καί αὐτῆς τῆς θεωρίας ἀναδείχθηκε (μετά τόν Μον. Μάξιμο, ὁ ὁποῖος
εἶναι ὁ ἐφευρέτης τῆς θεωρίας) ὁ Ἱερ/χος Παντελεήμων. Αὐτός καταφέρεται καί πάλι κατά τῶν
πέντε Ἀρχιερέων γιατί ἀναθεμάτισαν ὅσους ὑποστηρίζουν ὅτι «Τό θεμέλιον ἐπάνω στό ὁποῖο
στηρίζεται ΟΛΟΚΛΗΡΗ ἡ εἰκονογραφία εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος Ἰησοῦ
Χριστοῦ» (σελ. 26 τῆς ἐπιστολῆς του).

Ἔπειτα, ἀφοῦ ἀναφέρει κάποιες δῆθεν «μαρτυρίες» ἁγίων, γράφει: «Γίνεται ἔτσι σαφές
ὅτι ἡ εἰκονογραφία εἶναι μαρτυρία τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἐνῶ ἡ ἄρνησή
25
της συνεπάγεται τήν ἄρνηση τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας… ὅπως εἶναι γνωστό πρίν τή θεία
ἐνσάρκωση δέν κατασκευαζόνταν εἰκόνες» (σελ. 27).
Καί παρακάτω γράφει: «Καί ἀπό τά ἀνωτέρω καταφαίνεται ὅτι ἡ εἰκονογραφία γίνεται
ἐπειδή ὁ Θεός… κατ’ οὐσίαν ἀληθῶς γέγονεν ἄνθρωπος, ἐνῶ παραλλήλως χρησιμεύει ὡς
ἄμεση μορφή διδασκαλίας τῆς θείας οἰκονομίας…» δηλαδή τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ
Λόγου (σελ. 29).
Τέλος, κλείνει τό θέμα μέ τά ἑξῆς: «Ἡ ἀλήθεια ὄμως ἔλαμψε! Οἱ εἰκόνες γίνονται πρός
πίστωσιν τῆς ἀληθινῆς καί οὐ κατά φαντασίαν τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως» (σελ. 36).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ – ΣΧΟΛΙΑ – ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Βλέπουμε σ’ ὅλα τά κεφάλαια, πώς οἱ σοφιστεῖες τοῦ Παντελεήμονος λέγονται μέν ἀπό τά
δικά του χείλη, ἀλλά βγαίνουν ἀπό τά σπλάχνα τῶν πρίν ἀπ’ αὐτόν γενομένων νεοεικονομά-
χων. Ἡ ἀντιπαραβολή τῶν λόγων του, μέ τούς λόγους τῶν: Βισκοβάτυ, Οὐσπένσκυ,
Κασσιανοῦ, Ἀμφιλοχίου, Μαξίμου γίνεται γιά νά μήν νομίσουν κάποιοι, πώς ὁ νεαρός αὐτός
πατήρ εἶδε τώρα τελευταῖα κάποιο θεῖο ὅραμα ἀποκαλυπτικό τῆς περί τῶν ἱ. Εἰκόνων ἀληθείας
ἤ ὅτι ἔκαμε κάποια πνευματική «βουτιά» στά ἁγιοπατερικά ὀρυχεῖα καί ἀνέσυρε στήν
ἐπιφάνεια χρυσό ὀρθοδοξίας, ἄγνωστο στούς «ἀγραμμάτους» καί ἁπλοϊκούς πρώην
πνευματικούς Πατέρες του, καί σέ μᾶς!

Ὅμως, ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς ὅλα αὐτά πού λέγει ὁ Παντελεήμων καί οἱ ὁμόφρονές του,
δικαιώνουν τούς θεόπνευστους Πατέρες τῆς ἁγίας Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, οἱ ὁποῖοι εἶπαν γιά τούς
εἰκονομάχους:
«Ἡ τῆς ἀληθείας ἀπόπτωσις νοῦ καί φρενός ἐστι τύφλωσις… καί οὐ μᾶλλον γελῶνται
τῆς ἀπαιδευσίας, ἤ οἰκτείρονται τῆς ἀσεβείας… διό καί τά τεθηγμένα αὐτῶν βέλη καί τά
ἐντεταμμένα τόξα, ἅ κατά τῆς Ἐκκλησίας ἠκόντισαν, οἱ τῆς ἀληθείας ἐρασταί καί τῆς
δικαιοσύνης ζητηταί εἰς τήν αὐτῶν καρδίαν ἐμπήσσουσι… διότι λέγουσι τό πικρόν γλυκύ
καί τό γλυκύ πικρόν, καί τιθέασι τό φῶς σκότος καί τό σκότος φῶς…» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συν. Τμ.
Γ΄, σελ. 866).
Πράγματι, τό «βέλος» τῶν νεοεικονομάχων, ὅτι ΟΛΟΚΛΗΡΗ ἡ εἰκονογραφία στηρίζεται
στη σάρκωση καί χωρίς τή σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου θά ἴσχυε, ὡς λέγουν, ἡ ἀπαγόρευση τοῦ
Μωσαϊκοῦ νόμου, ἐπιστρέφει «εἰς τήν αὐτῶν καρδίαν». Ἡ πρώτη ἀπαγόρευση τοῦ Θεοῦ πού
εἶπε νά μήν γίνονται εἰκόνες ἦταν γιά κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ὡς ἤδη ἔχουμε
ἐξηγήσει, καί εἶχε σκοπό νά προφυλάξη τούς Ἰσραηλίτες ἀπό τήν εἰδωλολατρεία, κατά τήν
χρονική περίοδο πού αὐτοί θά συγκατοικοῦσαν μέ εἰδωλολάτρες. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ παρῆλθε
ἐκείνη ἡ χρονική περίοδος, ὁ ἴδιος ὀ Θεός ἔδωσε νέα ἐντολή στόν Μωϋσή, νά κατασκευάση
εἰκόνες.

Ὁ Παντελεήμων ἀγνοεῖ τήν νέα ἐντολή τοῦ Θεοῦ κατά τόν ἴδιον τρόπον πού τήν
ἀγνοοῦσαν καί οἱ παλαιοί εἰκονομάχοι, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν: «Ἐν τῇ Παλαιᾷ (Διαθήκη) φήσας
πρός Μωσέα καί τόν λαόν· οὐ ποιήσεις σεαυτῶ εἴδωλον, οὐδέ παντός ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ
οὐρανῷ ἄνω, καί ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω…». Αὐτό ὅμως τό ἐπιχείρημά τους τό ἀναίρεσαν οἱ
Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου καί εἶπαν γιά τήν ἀκρίβεια:
«Ὄφελον (οἱ εἰκονομάχοι) ἐνενόησαν, ὅτι μέλλων ὁ Θεός εἰς τήν γῆν τῆς ἐπαγγελίας
εἰσάγειν αὐτούς (τούς Ἰσραηλίτες), διά τό κατοικεῖν ἐκεῖ ἔθνη εἰδωλολατροῦντα καί
προσκυνοῦντα δαιμονίοις, ἡλίω τε καί σελήνη… καί οὐ Θεῷ ζῶντι καί ἀληθινῷ, ἐνομοθέτει
οὐ ποιήσεις σεαυτῶ εἴδωλον, οὐδέ παντός ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω… Ἠνίκα δέ
(ὅταν δέ) τήν σκηνήν τοῦ μαρτυρίου κατά τήν τοῦ Θεοῦ διαταγήν ἐποίει ὁ πιστός θεράπων
αὐτοῦ Μωσῆς, τά σύμπαντα δεικύς δοῦλα αὐτῷ, αἰσθητά χερουβίμ ἀνθρωπόμορφα,
26
ἀντίτυπα τῶν νοητῶν ἐκ χρυσίου κατασκεύασε, κατασκιάζοντα τό ἱλαστήριον» (Πρακτ. Ζ΄
Οἰκ. Συνόδ., τμ. Γ΄, σελ. 848).

Ἐπίσης, στά πρακτικά τῆς Συνόδου διαβάζουμε: «Εἰς τόν Ἰσραηλίτην λαόν δύο ἄνδρας
ἐξελέξατο ὁ Θεός καί εὐλόγησεν αὐτούς καί ἡγίασεν, ἵνα ἔργα χειροποίητα ἐργάζωνται, ἀλλά
εἰς δόξαν καί ὑπηρεσίαν Θεοῦ, εἰς μνημόσυνον τῶν γενεῶν αὐτοῦ… Εἶτα λέγει ὁ Θεός·
ποίησον χερουβίμ καί σεραφίμ, καί ποίησον τράπεζαν, καί περιχρύσωσον ἔσωθεν καί
ἔξωθεν…» (Αὐτόθι, σελ. 713).
Πρίν δέ ἀπό τήν ἁγία Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδο, ὁ ἅγιος Ἰωάν. ὁ Δαμασκηνός εἶπε στούς
εἰκονομάχους: «Ἐγώ δέ παριστῶ σοι (= μπορῶ νά σοῦ δείξω) ἐν τῇ Παλαιᾷ, ὅτι
προσέταξεν ὁ Θεός ποιεῖν εἰκόνας, πρῶτον μέν αὐτήν τήν σκηνήν καί πάντα τά ὄντα
ἐν αὐτῇ…» (Ἰ. Δαμασκ. Ε.Π.Ε. 3ος, σελ. 220).

Ποῦ βρέθηκε λοιπόν, ἀλήθεια στά λεγόμενα τῶν νεοεικονομάχων; Ποῦ βρέθηκε ἡ
συμφωνία αὐτῶν μέ τήν διδασκαλία τῆς ἁγίας Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου; Ποῦ βρέθηκε ἡ σοβαρότητα
στίς κατηγορίες τοῦ Παντελεήμονος κατά τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ.; Ἀπεδείχθη λοιπόν
ψευδής ὁ λόγος του, ὅτι ἡ ἀρχή καί τό θεμέλιο τῆς εἰκονογραφίας εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ
Θεοῦ Λόγου. Ἀπεδείχθη ψευδής ὁ λόγος του ὅτι πρό Χριστοῦ ἀπαγορευόνταν νά ὑπάρχουν
ἐκκλησιαστικές εἰκόνες.

Πρέπει ὅμως νά προλάβουμε μία κατηγορία πού θά σπεύσουν, ἀσφαλῶς, νά μᾶς


καταλογίσουν, ἄν δέν διευκρινισθῆ ἡ ὑπόθεση περί τοῦ σκοποῦ τῆς εἰκονογραφίας. Λέγουν ὡς
είδαμε ὅτι: «Τό θεμέλιο πάνω στό ὁποῖο στηρίζεται ὁλόκληρη ἡ εἰκονογραφία εἶναι ἡ
ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου». Λέγουν ότι: «ἡ εἰκονογραφία εἶναι μαρτυρία τῆς ἀληθινῆς
καί οὐ κατά φαντασίαν τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐνανθρωπίσεως». Καί ἀκόμα λέγουν ὅτι
ΟΛΟΚΛΗΡΗ ἡ εἰκονογραφία ἔχει ἀρχή καί θεμέλιο τήν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Εἶναι ψεῦδος ὅτι ΟΛΟΚΛΗΡΗ ἡ εἰκονογραφία εἶναι μαρτυρία τῆς ἀληθινῆς καί οὐ κατά
φαντασία τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Εἶναι ψεῦδος ὅτι ΟΛΟΚΛΗΡΗ ἡ
εἰκονογραφία χρησιμεύει ὡς ἄμεση διδασκαλία τῆς θείας οἰκονομίας. Ἀλήθεια εἶναι ὅτι οἱ
Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου πῆραν ὡς θεμέλιο τήν ἀληθινή ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου
καί πάνω σ’ αυτό ἐστήριξαν τήν περί τοῦ προσώπου καί τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ εἰκονογραφία.
Ἀλήθεια εἶναι πώς ἡ περί τοῦ προσώπου καί τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ εἰκονογραφία ἀποτελεῖ
τήν βεβαίωση ὅτι ἡ ἐνανθρώπιση ἔγινε κατ’ ἀλήθεια καί οὐ κατά φαντασίαν. Ἀλήθεια εἶναι ὅτι
ἡ περί τοῦ προσώπου καί τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ εἰκονογραφία χρησιμεύει καί ὡς διδασκαλία
τῆς θείας οἰκονομίας! Ὅλ’ αὐτά τά ψεύδη λέγονται συνειδητά, γιατί, κατά τούς
νεοεικονομάχους, ὁ πόλεμος κατά τῆς εἰκόνος τοῦ ἀσάρκου Ἀνάρχου Πατρός, εἶναι ἱερώτερος
ἀπό τήν ἀναγνώριση τῆς ἀλήθειας! Ἐπαναλαμβάνουμε δέ πώς ὅλα αὐτά τά ψεύψη πῆρε ὁ
Μον. Μάξιμος καί τά ἐνέκλεισε μέσα στήν κακόδοξη διακήρυξη: «Ἄρα ἐκτός τῆς
σαρκώσεως οὐδεμία εἰκόνισις». Γιά τήν ἀκρίβεια, ὁ Μον. Μάξιμος, ἀπό τόν ὁοποῖον
ἀντέγραψε ὁ Παντελεήμων αὐτά τά ψεύδη, ἔχει γράψει τά ἑξῆς:
«Ἐπίσης σαφῶς ὁρίζεται ὑπό τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα διά τοῦ Ὅρου τῆς 7 ης
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι ὁλόκληρη ἡ εἰκονογραφία, κατά συνέπειαν καί αὐτή τῶν
προφητικῶν ὁράσεων δέν μπορεῖ νά εἶναι παρά ΧΡΙΣΤΟΚΕΝΤΡΙΚΗ!!!, καί γίνεται ἡ
εἰκονογραφία ("ἡ τῆς εἰκονικῆς ἀναζωγραφήσεως ἐκτύπωσις") ὅπως λέγει ὁ Ὅρος τῆς 7 ης
"πρός πίστωσιν τῆς ἀληθινῆς καί ὄχι κατά φαντασίαν τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως".
Τοιουτοτρόπως τό περί τήν εἰκονογραφίαν περιεχόμενον τῆς ἀποφάσεως (τῆς 7ης Οἰκ.
Συνόδου) καθίσταται δογματικόν» (Μον. Μαξίμου, ἔνθ’ ἀνωτ., παράρτημα Α΄ σελ. 25).
27
Ὅθεν παρατηροῦμε: Ὁ Ὅρος, καί γενικά ἡ ἀπόφαση τῆς ἁγίας Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, εἶναι
ἅγιος, θεόπνευστος, ὀρθόδοξος, ἀλλά ἐπ’ οὐδενί πηγάζουν ἀπ’ αὐτόν τά ὅσα λέγει ὁ Μον.
Μάξιμος! Τά συμπεράσματά του, ὅπως τά: «κατά συνέπειαν…» «δέν μπορεῖ νά εἶναι…»
«τοιουτοτρόπως…» «ὁλόκληρη ἡ εἰκονογραφία…» «τό περί τήν εἰκονογραφίαν…
καθίσταται δογματικόν», αὐτά εἶναι αὐθαίρετα! Εἶναι ψευδῆ, εἶναι λανθασμένα καί κακόδοξα
συμπεράσματα τά ὁποῖα παραποιοῦν τόν Ὅρο τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου!
Ὁ Ὅρος τῆς ἁγίας αὐτῆς Συνόδου παραποιεῖται ἀπό τόν Μάξιμο καί τόν Παντελεήμονα
στό σημεῖο πού λέγει: «…καί συνελόντες φαμέν, ἁπάσας τάς ἐκκλησιαστικάς ἐγγράφως ἤ
ἀγράφως τεθεσπισμένας ἡμίν παραδόσεις ἀκαινοτομήτως φυλάττομεν· ὧν μία (=μία ἐκ τῶν
παραδόσεων) ἐστί καί ἡ τῆς εἰκονικῆς ἀναζωγραφήσεως ἐκτύπωσις, ὡς τῇ ἱστορίᾳ τοῦ
Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος συνάδουσα, πρός πίστωσιν τῆς ἀληθινῆς καί οὐ κατά φαντασίαν
τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως…» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου τμ. Γ΄, σελ. 874).

Ὅλη ἡ σαθρή θεωρία τους ἐμφανίζεται ὡς νά ἀπορρέει ἀβιάστως ἀπό αὐτό τό κομμάτι τοῦ
Ὅρου. Ποῦ καί πῶς ὅμως γράφεται ἐδῶ τό ὅτι ΟΛΟΚΛΗΡΗ ἡ εἰκονογραφία καί αὐτή τῶν
προφητικῶν ὁράσεων εἶναι Χριστοκεντρική; Ὁ Ὅρος ρητῶς ἀναφέρεται στήν ἱστορία τοῦ
Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ὡς βλέπουμε, καί δέν κάνει ἀναφορά στό κεφάλαιο τῶν
προφητικῶν ὁράσεων! Μήπως λοιπόν συνδέουν κακῶς τά ὡς ἄνω τοῦ Ὅρου μέ ἄλλες
ἀναφορές τῆς Συνόδου πρός τίς προφητικές ὀράσεις, καί μέ τό ὅτι εἶπαν οἱ Πατέρες πώς σ’
αὐτές φαινόνταν ὁ μέλλων ἔρχεσθαι;
Μᾶλλον αὐτό συμβαίνει, ἀλλά κάνουν μεγάλο λάθος. Τό ὅτι στίς ὁράσεις φαινόνταν ὁ
μέλλων ἔρχεσθαι μετά σαρκός, πού εἶπαν οἱ Πατέρες, μέ τό ὅτι στίς ὀράσεις φαινόνταν
ΜΟΝΟΝ ὁ μέλλων ἔρχεσθαι, πού λέγουν αὐτοί, εἶναι ἄλλο καί ἄλλο, καί διαφέρουν μεταξύ
τους αὐτά τά δύο, ὅσο ὁ ὀρθός λόγος ἀπό τόν διεστραμμένο! Γιά παράδειγμα, στήν ὅραση τοῦ
Δανιήλ ἐφάνηκε ὁ μέλλων ἔρχεσθαι ὡς Υἱός ἀνθρώπου ἀλλά ὄχι μόνος του! Ταυτόχρονα στήν
εἰκόνα τῆς Ὁράσεως ἐφάνηκε καί ὁ Θεός Πατήρ ὡς Παλαιός τῶν ἡμερῶν, συνεπῶς μέ ποία
λογική ἡ ὅραση τοῦ Δανιήλ εἶναι ΧΡΙΣΤΟΚΕΝΤΡΙΚΗ καί μόνον, καί μάλιστα ὅταν ἡ
Ἐκκλησία σ’ αὐτή τήν ὅραση βλέπει τό ἁγιοτριαδικό δόγμα καί ψάλλει: «Μυεῖται τῆς μιᾶς
κυριότητος τό Τριφαές ὁ Δανιήλ…»;

Βλέπουμε στόν Ὅρο τούς Πατέρες νά δηλώνουν τήν ἀφοσίωσή τους στίς ἱερές
παραδόσεις, μία ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική εἰκονογραφία, ὡς λέγουν. Ἀλλά στό
προηγούμενο κεφάλαιο εἴδαμε πώς κατ’ αὐτούς ἡ Ἐκκλησία παρέλαβε τήν συνήθεια νά
ζωγραφίζει ἱερές εἰκόνες ἀπό τήν Π. Διαθήκη πού δέν εἶχε σαρκωθῆ ὁ Θεός Λόγος. Ποῦ
βρίσκεται λοιπόν ἀλήθεια στόν ἰσχυρισμό ὅτι ἡ θεία ἐνσάρκωση παρέχει τό δικαίωμα νά
ἔχουμε εἰκόνες ἤ στό ὅτι ὁλόκληρη ἡ εἰκονογραφία γίνεται πρός πίστωση τῆς ἀληθινῆς
ἐνανθρωπίσεως ἤ στό ὅτι ὀλόκληρη ἡ εἰκονογραφία εἶναι Χριστοκεντρική ἤ στό ὅτι τό
περιεχόμενο ὅλης τῆς εἰκονογραφίας εἶναι δογματικό-χριστολογικό ἤ στό ὅτι ὁλόκληρη ἡ
εἰκονογραφία χρησιμεύει ὡς διδασκαλία τῆς θείας οἰκονομίας;;;
Ἡ ἀλήθεια λοιπόν εἶναι πώς ὁ Ὅρος στό σημεῖο αὐτό μιλάει γιά εἰκόνες τοῦ Εὐαγγελικοῦ
κηρύγματος, τοῦ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥ κηρύγματος πού βεβαιώνει πώς ἡ σάρκωση ἔγινε ἀλη -
θινά καί ὄχι κατά φαντασίαν. Μιλάει γιά τό Χριστολογικό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, δηλαδή
γιά τίς εἰκόνες τοῦ Εὐαγγελίου πού ἀφοροῦν εἰδικά τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Δέν
μιλάει γιά ὁλόκληρο τό Εὐαγγελικό κήρυγμα, γιατί τό Εὐαγγέλιο μᾶς δίνει πολλές εἰκόνες,
ὅπως εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ Τελώνη, τοῦ Ζακχαίου κ.λπ., οἱ εἰκόνες τῶν ὀποίων
χρησιμεύουν γιά τό ἠθικό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι γιά τό δογματικό-χριστολογικό!!!

Αὐτό δέν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση, γιατί ὁ Ὅρος τῆς Συνόδου ἑρμηνεύεται σωστά καί μέ
ἀσφάλεια, μέσα ἀπό τά πρακτικά αὐτῆς, εἰς τά ὁποῖα γίνεται ἄλλη ἀναφορά γιά τίς εἰκόνες
28
πάντων τῶν ἁγίων, καί ἄλλη γιά τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή, γιά τόν σκοπό διά τόν
ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία ἔχει εἰκόνες πάντων τῶν ἁγίων διαβάζουμε στά Πρακτικά:
«…πολλῷ μᾶλλον ἡμᾶς ἐστι διά τῆς ὁμοιωματικῆς ἀναζωγραφήσεως τῶν ἁγίων
ἀνδρῶν, ἀναθεωρεῖν τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς αὐτῶν, καί τούτων μιμεῖσθαι τήν πίστην
κατά τήν ἀποστολικήν διδασκαλίαν».
Καί γιά τόν σκοπό πού γίνεται ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ διαβάζουμε στή συνέχεια:
«Τό δέ τοῦ Κυρίου τῆς κατά σάρκα ἰδέας (= μορφῆς) ἐν εἰκόσι τυποῦσθαι τόν
χαρακτῆρα, εἰς ἔλεγχον μέν ἐστι τῶν φαντασία καί οὐκ ἀληθεία ἄνθρωπον
αὐτόν γενέσθαι ληρωδούντων αἱρετικῶν …» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου τμ. Γ΄ σελ. 801).

Ἄλλωστε ὁ Ὅρος, λίγο παρακάτω, ἀπό τό ἀπόσπασμα πού ἐμφανίζουν οἱ νεοεικονομάχοι,


λέγει:
«Ὁρίζομεν σύν ἀκριβείᾳ πάσῃ καί ἐμμελείᾳ παραπλησίως τῷ τύπῳ τοῦ τιμίου καί
ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἀνατίθεσθαι τάς σεπτάς καί ἁγίας εἰκόνας, τάς ἐκ χρωμάτων καί
ψηφίδος καί ἑτέρας ὕλης ἐπιτηδείως ἐχούσης ἐν ταῖς ἁγίαις τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαις… τῆς τε
τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰκόνος, καί τῆς ἀχράντου
δεσποίνης ἡμῶν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, τιμίων τε Ἀγγέλλων, καί πάντων ἁγίων καί ὁσίων
ἀνδρῶν. Ὅσο γάρ συνεχῶς δι’ εἰκονικῆς ἀνατυπώσεως ὁρῶνται, τοσοῦτον καί οἱ ταῦτας
θεώμενοι διανίστανται πρός τήν τῶν πρωτοτύπων μνήμην καί ἐπιπόθησιν…» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ.
Συνόδου, τμ. Γ΄, σελ. 874).
Ἐδῶ ὁ Ὅρος μιλάει γιά τόν προορισμό πού ἔχουν οἱ ἅγιες εἰκόνες, ἀλλά δέν τόν περιορίζει
στήν πίστωση τῆς ἀληθινῆς ἐνανθρωπήσεως. Δέν λέγει πώς βλέποντας αὐτές οἱ Χριστιανοί
βεβαιώνονται γιά τήν ἀληθινή ἐνανθρώπηση. Λέγει σαφῶς πώς: «οἱ ταύτας θεώμενοι
διανίστανται πρός τήν τῶν πρωτοτύπων μνήμην καί ἐπιπόθησιν».

Θά ἀναρωτηθοῦν κάποιοι, πῶς δέν τό πρόσεξαν αὐτό ὁ Μον. Μάξιμος καί οἱ ὁμόφρονές
του, ἀλλά ἄς μή γίνωνται ἀφελεῖς, γιατί δέν εἶναι θέμα ἀπροσεξίας ἤ ἀνθρωπίνου λάθους.
Γνωρίζουν ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἀλλά δέν ἔχουν τήν δύναμη νά τήν ὁμολογήσουν, τώρα πού
ἔχουν ἐκτεθεῖ! Ἀπόδειξη εἶναι τό ὅτι ὀ Μον. Μάξιμος γράφει στήν ἴδια ἐργασία του πώς οἱ
τότε εἰκονομάχοι δέν ἀνεχόνταν «νά εἰκονογραφοῦν "ἐνανθρωπήσαντα τόν Λόγον καί τά
ὑπέρ ἡμῶν πάθη"». Καί ἐξηγεῖ: «Μέ ἄλλα λόγια, τίς εἰκονογραφίες πού ἀπορρέουν ἀπό τήν
ἐνσάρκωση τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δέν ἠνέχοντο…»
(Μον. Μαξίμου, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 21).
Ἔτσι ὅμως ἑρμηνεύει σωστά τό ἐπίμαχο τμῆμα τοῦ Ὅρου, πού λέγει πώς ἡ εἰκονογραφία
γίνεται πρός πίστωσιν τῆς ἀληθινῆς ἐνανθρωπήσεως καί εἶναι, ὡς ὀρθά λέγει ἐδῶ, ὄχι
ΟΛΟΚΛΗΡΗ ἡ εἰκονογραφία, ἀλλά ἐκείνη «πού ἀπορρέει ἀπό τήν ἐνσάρκωση» καί διηγεῖται
«τά ὑπέρ ἡμῶν πάθη» τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό τό κομμάτι τῆς εἰκονογραφίας εἶναι ὄντως
ΧΡΙΣΤΟΚΕΝΤΡΙΚΟ!

Ἐπίσης καί ὁ Ἱερ/χος Παντελεήμων, κατά βάθος ξέρει τήν ἀλήθεια, ξέρει τί γράφει ὁ Ὅρος
τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς, γιαυτό σέ ἕνα σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς του μᾶς δικαιώνει, ἀφοῦ γράφει:
«…Ὅλο τό πνεῦμα καί τό νόημα τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου βεβαιώνει καί στηρίζει τήν
εἰκόνιση τοῦ σαρκωθέντος καί κατά συνέπειαν περιγραπτοῦ κατά τήν
ἀνθρωπότητα Θεοῦ Λόγου … Οἱ Πατέρες τήν εἰκόνιση τοῦ Χριστοῦ σέ κανένα
ἄλλο ἐπιχείρημα… δέν τήν θεμελίωσαν παρά μόνον στήν πραγματική
σάρκωσή του…» (Σελ. 14).
Μᾶς δικαιώνει, γιατί ἐδῶ λέγει – καί πολύ σωστά τό λέγει – πώς «Οἱ Πατέρες τήν
ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ θεμελίωσαν στήν πραγματική σάρκωσή Του». Ἐνῶ στη συνέχεια,
εἶχε ξεχάσει τί γράφει ἐδῶ, καί ἔγραψε τό ψέμα, γιατί ὑποστήριξε τήν εἰκονομαχική θέση ὅτι:
29
«Τό θεμέλιο ἐπάνω στό ὁποῖο στηρίζεται ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ εἶναι ἡ
ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ…» (σελίς 26). Λοιπόν, ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στηρίζεται στήν σάρκωση
τοῦ Θεοῦ Λόγου, καί ὄχι ὁλόκληρη ἡ εἰκονογραφία!:

Ἡ ἀλήθεια περί τοῦ σκοποῦ τῆς εἰκονογραφίας ὄπως τήν ἐκήρυξε ἡ Ἁγία Ζ΄
Οἰκ. Σύνοδος

Ἔχουμε ἤδη ἀναλύση ἀρκούντως καί τεκμηριωμένα τό θέμα τοῦ σκοποῦ τῆς
Ἐκκλησιαστικῆς εἰκονογραφίας. Καί ἐνῶ ὁμολογήσαμε πώς ἡ ἀναφερομένη στό πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ χρησιμεύει διά τήν ἀναίρεση τοῦ Δοκητισμοῦ πού θεωρεῖ τήν ἐνανθρώπηση
φανταστική, καταγγείλαμε τήν παραποίηση πού κάνουν οἱ νεοεικονομάχοι στόν Ὅρο τῆς Ζ΄
Οἰκ. Συνόδου, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται πώς ὁλόκληρη ἡ εἰκονογραφία ἔχει τόν ἴδιον αὐτόν καί
μόνον Χριστολογικόν σκοπόν. Ἐδῶ, συμπληρώνοντας τό κεφάλαιο παραθέτουμε εἰδικό λόγο
πού ἔκανε ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική γιά τό θέμα τοῦ σκοποῦ τῆς εἰκονογραφίας. Εἶπε λοιπόν ἡ ἁγία
Σύνοδος:
«Ἡ γάρ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολική Ἐκκλησία ἐκ διαφόρων καί ποικίλων πραγμάτων τούς
ἐν αὐτῇ γεννηθέντας ἔλκει πρός μετάνοιαν καί ἐπίγνωσιν τῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ
τηρήσεως, καί πάσας τάς αἰσθήσεις ἡμῶν σπεύδει καθοδηγεῖν πρός δόξαν τοῦ ἐπί πάντων
Θεοῦ, καί δι’ ἀκοπῆς καί ὁράσεως τήν ἐπανόρθωσιν ποιεῖται αὐτά τά πεπραγμένα ἐπ’
ὄψεσιν τῶν προσερχομένων προτιθεῖσα . Ὅταν γάρ ἐκ πλεονεξίας καί φιλαργυρίας
ἁρπάσει τινά (ἡ Ἐκκλησία) ὑποδεικνύει αὐτῷ ἐν εἰκόνι Ματθαῖον τόν ἐκ τελωνῶν
Ἀπόστολον (τόν) τῆς φιλαργυρίας μανίαν καταλιμπάνοντα καί Χριστῷ ἀκολουθοῦντα·
Ζακχαῖον ἐπί συκομορέαν ἀνερχόμενον, ποθοῦντα Χριστόν ἰδεῖν καί Αὐτῷ συντασσόμενον,
τά ἥμισυ τῶν ὑπαρχόντων πάρεξειν πτωχοῖς καί εἰ τινός τι ἐσυκοφάντησεν, ἀποδιδόντα
τετραπλάσιον. Καί γίνεται πρός φυλακήν τῆς ἐπιστροφῆς καί διηνεκῆ μνήμην ἡ
τῶν εἰκονικῶν ὐποτυπώσεων συνεχῆς θέα, πρός τό μή παλινδρομῆσαι εἰς τόν
ἴδιον ἔμετον.
Ἥρπασεν (ἡ Ἐκκλησία) ἕτερον αὖθις ἔρωτι πορνικῷ κατεχόμενον, Ἰωσήφ τοῦ σώφρονος
τήν εἰκόνα προτίθησιν , ὅς τήν πορνείαν βδελυξάμενος καί τῇ σωφροσύνῃ ταύτην
νικήσας, τό κατ’ εἰκόνα διεφυλάξατο, οὗ μέτοχοι γίνονται οἱ ταύτης ἐρασταί. Πάλιν ἑτέρωθι
τήν μακάρια Σωσάνναν ἀνατίθησι σωφροσύνη κοσμουμένην καί χείρας ἐκτείνουσαν, τήν ἐξ
ὕψους βοήθειαν ἐπικαλουμένην. Καί Δανιήλ κριτήν προκαθήμενον, ταύτην ἐξαιρούμενον ἐκ
χειρός πρεσβυτέρων ἀνόμων. Καί γίνεται τῆς εἰκονικῆς στηλογραφίας ἡ μνήμη
πρός φυλακήν σώφρονος βίου … Τούτων γάρ (τῶν ἱερῶν εἰκόνων) ἐπ’ ὄψεσιν ὑμῖν
προκειμένων καρδία φοβουμένων τόν Κύριον εὐφραίνεται καί θάλλει πρόσωπον, ψυχῇ
ἀθυμοῦσα εἰς εὐθυμίαν μεταπεποίηται καί ψάλλει μετά τοῦ θεοπάτορος Δαβίδ· ἐμνήσθην
τοῦ Θεοῦ καί εὐφράνθην. Μνήμην οὖν Θεοῦ δι’ αὐτῶν πάντοτε ἔχομεν. Ἡ γάρ ἀνάγνωσις
(τῶν ἱ. Βιβλίων) ἔσθ’ ὅτε καί ἐλλείπει ἄδεσθε ἐν τοῖς Ναοῖς, ἡ δέ εἰκονική ἀνατύπωσις
ἑσπέρας καί πρωΐ καί μεσημβρίας, ὡς ἐν αὐτοῖς (τοῖς ναοῖς) καθιδρυμένη, διηγεῖται ἡμῖν
καί ἀγγέλη τήν τῶν πραγματευθέντων ἀλήθειαν» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, τμ. Γ΄, σελ. 869).

Καί πάλι, οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου εἶπαν: «…ἱστοριῶν δέ παλαιᾶς καί νέας
Διαθήκης πληρῶσαι ἔνθεν καί ἔνθεν χειρί καλλίστου ζωγράφου τόν Ναόν τῶν ἁγίων· ὅπως
οἱ μή εἰδότες γράμματα, μηδέ δυνάμενοι τάς θείας ἀναγινώσκειν Γραφάς, τῇ θεωρίᾳ τῆς
ζωγραφίας μνήμην τε λαμβάνωσι τῆς τῶν γνησίων τῷ ἀληθινῷ Θεῷ δεδουλευκόντων
ἀνδραγαθίας καί πρός ἅμιλλαν διαγείρωνται τῶν εὐκλεῶν καί ἀοιδίμων ἀριστευμάτων, δι’
ὧν τῆς γῆς τόν οὐρανόν ἀντιλλάξατο, καί τῶν βλεπομένων τά μή ὁρώμενα προτιμήσαντες»
(Πρακτικά Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, τμ. Γ΄, σελ. 778-779).
30

Ἀκόμα, ὁ ἅγ. Ἰωάν. ὁ Δαμασκηνός λέγει: «Τί τούτων τηλαυγέστερον πρός ἀπόδειξιν, ὅτι
βίβλοι τοῖς ἀγραμμάτοις εἰσιν αἱ εἰκόνες καί τῆς τῶν ἁγίων τιμῆς ἀσίγητοι κήρυκες ἐν ἀήχῳ
φωνῇ τούς ὁρῶντας διδάσκουσαι καί τήν ὅρασιν ἁγιάζουσαι; … Τιθέαμαι τήν
καρτερίαν τοῦ μάρτυρος, τῶν στεφάνων τήν ἀνταπόδοσιν καί ὡς πυρί πρός ζῆλον
ἐξάπτομαι τῇ προθυμίᾳ καί πίπτων προσκυνῶ Θεῷ διά τοῦ μάρτυρος καί λαμβάνω τήν
σωτηρίαν» (Ε.Π.Ε. 3ος, σελ. 78-80).

Ὅθεν οἱ νεοεικονομάχοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τήν ἁγία ταπείνωση γιά νά καταφέρουν νά
παραδεχθοῦν πώς οἱ θέσεις πού ἀγωνίζονται νά περάσουν στήν Ἐκκλησία, ἀντιφέρονται στήν
διδασκαλία τῆς Ἁγίας Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου. Ποτέ οἱ Πατέρες οἱ ἅγιοι δέν εἶπαν, οὔτε προκύπτει ὡς
συμπέρασμα ἀπό τήν διδασκαλία τους ὅτι:
1) «Ἐκτός τῆς σαρκώσεως οὐδεμία εἰκόνισις».
2) «Ἡ θεία ἐνανθρώπησις καθιστᾶ δυνατή τήν εἰκονογραφία».
3) «Ὁλόκληρη ἡ εἰκονογραφία γίνεται πρός πίστωσιν τῆς ἀληθινῆς ἐνανθρωπήσεως».
4) «Πρίν τήν θεία ἐνανθρώπιση δέν ἐπιτρεπόνταν ἡ κατασκευή ἱερῶν εἰκόνων».
5) «Ἡ εἰκονογραφία χρησιμεύει ὡς ἄμεση μορφή διδασκαλίας τῆς θείας οἰκονομίας».

Ὅλα αὐτά εἶναι κατασκευάσματα καί ζυμώματα πού ἔχουν πλάσει οἱ νεοεικονομάχοι, μέ τό
«προζύμι» τῶν ντιάκ Βισκοβάτυ καί Λεων. Οὐσπένσκυ, καί σκοπό ἔχουν νά ἀποκλείσουν δι’
αὐτῆς τῆς θεωρίας τήν συμβολικήν εἰκόνιση τῶν ἀσωμάτων, Θεοῦ Πατρός καί Ἁγίου
Πνεύματος!
Ἀλλά: «Οἱ γάρ Χριστιανοί ἕναν Θεόν σέβοντες ἐν Τριάδι ἀνυμνούμενον, αὐτῷ μόνῳ καί
λατρεύοντες, δι’αἰσθητῶν συμβόλων πρός τά νοητά ἀγόμεθα αἰσθητοί γάρ ὄντες
ἄλλως πῶς πρός τά νοητά οὐκ ἀνατεινόμεθα εἰ μή δι’ αἰσθητῶν συμβόλων,
διά τε γραφικῆς θεωρίας καί διά εἰκονικῆς ἀνατυπώσεως …» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ.
Συνόδου, τμ. Γ΄, σελ. 901-902) . Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή καί ὀρθόδοξος πίστις τῶν ἁγίων, καί ὑπέρ
αὐτῆς καί μόνον ἀγωνιζόμεθα, οἱ ἀληθινά Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Σ’ αὐτό τό κεφάλαιο θά ἐξετάσουμε δύο βασικές ἐνστάσεις τῶν νεοεικονομάχων γιά τήν
εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Πρῶτον, λέγουν ὅτι ἡ ἁγία Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδος δέν ἐπιτρέπει εἰκόνα
προσώπου πού δέν ἔχει σάρκα. Δεύτερον, λέγουν ὅτι στόν Ὅρο Πίστεως τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου
δέν ἀναφέρεται εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐπικαλοῦνται δέ τά πρακτικά τῆς ἁγίας Συνόδου
καί συγγράμματα ἁγίων, τά ὁποῖα ὅμως εἶναι ἄσχετα μέ τό θέμα. Καί σ’ αὐτό τό κεφάλαιο,
ὅπως καί σ’ ὅλα τά προηγούμενα, πηγή τῶν ἐνστάσεών των εἶναι ἡ θεωρία τῶν
προμνημονευθέντων δύο Ρώσων, γιατί περί αὐτοῦ ὁ Οὐσπένσκυ γράφει:
«Ἡ ἀπουσία μιᾶς εἰκόνας τοῦ Πατέρα, γιά τήν Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδο καί γιά τούς ὀρθόδοξους
ἀπολογητές, πηγάζει κατ’ εὐθείαν ἀπό τήν σάρκωση», δηλαδή ἀπό τό ὅτι ὁ Θεός Πατέρας
εἶναι ἄσαρκος (Βιβλ. Λεων. Οὐσπένσκυ, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 474). Ἔτσι, ὁ πλανηθείς ἀπ’ αὐτούς Ἱερ/χος
Παντελεήμων γράφει τώρα:
«Ὅσο ὅμως κι’ ἄν ψάξει κανείς στά πρακτικά, ἀλλά καί στόν ὅρο τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, πουθενά δέν θά βρῆ ἀναφορά βεβαιωτική τῆς εἰκόνος τοῦ Ἀνάρχου Πατρός» (σελ.
14 τῆς προμνημ. ἐπιστολῆς του).
31
Σ’ αὐτά, ὁ Μον. Μάξιμος συμπληρώνει: «…ἡ τῆς εἰκονικῆς ἀναζωγραφίσεως ἐκτύπωσις,
γίνεται σέ συμφωνία μέ τό Εὐαγγελικό κήρυγμα… καί ὄχι μέ τήν Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή
τούς τύπους καί τίς σκιές» (ἔνθ’ ἀνωτ., Παράρτημα Α΄ σελ. 15).

ΑΠΑΝΤΗΣΗ – ΣΧΟΛΙΑ – ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Ὁ Παντελεήμων, πῶς ζωγραφίζει τόν Ἄναρχο Πατέρα ὡς Παλαιόν τῶν ἡμερῶν, ἀφοῦ
τέτοιο δικαίωμα δέν τοῦ τό δίνει ἡ ἁγία Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδος; Πότε θά ὠριμάση καί θά σοβαρευθῆ;
Πότε θά ἐννοήση πώς αὐτά πού γράφει στήν ἐπιστολήν του εἶναι, ἐκτός ἀπό πλᾶνες, ἀκόμα καί
ἐπιπόλαια, ὥστε νά μήν τά κυκλοφορεῖ σέ «σιντί» (ὅπως μαθαίνουμε) καί ἔτσι
αὐτοεξουθενῆται; Ἐλπίζουμε, ἄν δέν μετανοήση καί δέν σταματήση τήν ἄχαρη «κατήχηση»,
νά συμπεριλάβη στό «σιντί» καί τήν παροῦσα ἀπάντησή μας πρός αὐτόν!

Ἀλλά καί τό τελευταῖο ὡς ἄνω συμπέρασμα τοῦ Μον. Μαξίμου, ὄχι μόνον δέν ἐξάγεται
ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, ἀλλά καί ἀντιφέρεται πρός αὐτήν. Εἴδαμε στό
προηγούμενο κεφάλαιο τήν ἁγία Σύνοδο νά δέχεται ὁμόφωνα πώς πρέπει: «ἱστοριῶν Παλαιᾶς
καί Νέας Διαθήκης πληρῶσαι ἔνθεν καί ἔνθεν χειρί καλλίστου ζωγράφου τόν ναόν τῶν
ἁγίων…» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συνόδ., τμ. Γ΄, σελ. 778).

Σ’ ἄλλο δέ σημεῖο οἱ Πατέρες ἀνέγνωσαν καί ἐδέχθηκαν ὁμόφωνα λόγον τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου Νύσσης, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στήν εἰκονογραφία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί λέγει:
«Εἶδον πολλάκις ἐπί γραφῆς εἰκόνα τοῦ Πάθους, καί οὐκ ἀδακρυτί τήν θέαν παρῆλθον,
ἐναργῶς τῆς τέχνης ὑπ’ ὄψιν ἀγούσης τήν ἱστορίαν. Λοιπόν πρόκειται ὁ Ἰσαάκ τῷ Πατρί
παρ’ αὐτῷ τῷ θυσιαστηρίῳ ὀκλάσας ἐπί τό γόνυ, καί περιηγμένας ἔχων εἰς τά ὀπίσω τάς
χείρας… καί ἅπτεται ἤδη τοῦ σώματος τῇ τοῦ ξίφους ἀκμῇ καί τότε αὐτῷ γίνεται θεόθεν
φωνή τό ἔργον κωλύουσα» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ., τμ. Γ΄, σελ. 771).
Ἀκούγοντας οἱ Πατέρες τόν λόγο τοῦ ἁγίου ἐθαύμασαν λέγοντες: «Πολλάκις ὀ πατήρ (ὁ
ἅγ. Γρηγόριος) ἀνέγνω τήν ἱστορίαν ἀλλά τυχόν οὐν ἐδάκρυσεν· ἀλλ’ ὁπηνίκα τήν ζωγραφίαν
κατεῖδεν, ἐδάκρυσεν» … «εἰ τοιούτῳ διδασκάλῳ ἡ ἱστορία παρέσχεν ὠφέλειαν καί δάκρυα,
πόσω γε μᾶλλον τῆς ἀμαθέσι…» (Αὐτόθι).

Πῶς μποροῦμε λοιπόν οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀγνοήσουμεν τέτοιους μεγάλους ἁγίους, οἱ ὁποῖοι


δέχονται νά εἰκονίζωνται οἱ ἁγιογραφικές παραστάσεις τῆς Π. Διαθήκης; Οἱ ἅγιοι δέν
περιορίζουν τήν εἰκονογραφία στό Εὐαγγελικό κήρυγμα, ὡς λέγει ὁ Μον. Μάξιμος, ὀ ὁποῖος
ἐδῶ ἐπικαλεῖται ἔμμεσα τόν Πβ΄ Κανόνα τῆς 6ης Οἰκ. Συνόδου, πού μιλάει γιά τούς τύπους καί
τίς σκιές τῆς Π. Διαθήκης! Γιά τήν ἀκρίβεια, ὁ ἱερός αὐτός κανόνας λέγει:
«…Τούς οὖν παλαιούς τύπους καί τάς σκιάς, ὡς τῆς ἀληθείας σύμβολά τε καί
προχαράγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ παραδεδομένους κατασπαζόμενοι τήν χάριν προτιμῶμεν καί
τήν ἀλήθειαν, ὡς πλήρωμα νόμου ταύτην ὑποδεξάμενοι… (Διά τοῦτο) τόν τοῦ αἵροντος τήν
ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου ἀμνοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν κατά τόν ἀνθρώπινον χαρακτῆρα, καί
ἐν ταῖς εἰκόσιν ἀπό τοῦ νῦν, ἀντί τοῦ παλαιοῦ ἀμνοῦ ἀναστηλοῦσθαι ὁρίζομεν…» (Κανών ΠΒ΄
6ης Ἱ. Πηδαλ., σελ. 292).

Τί συμβαίνει μ’ αὐτόν τόν ἱ. Κανόνα; Ἐκμετάλλευση τῆς ἀδιαφορίας καί τῆς ἀμάθειας τῶν
περισσοτέρων Χριστιανῶν ἐκ μέρους τῶν νεοεικονομάχων! Αὐτό συμβαίνει, διότι ἐνῶ ὁ
Κανόνας ὅ,τι λέγει, τό λέγει γιά τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, αὐτοί τό μεταφέρουν ἀθορύβως σ’
ὅλες τίς προφητικές ὁράσεις τῆς Π. Διαθήκης, γιά ν’ ἀποδίξουν πώς δέν μποροῦμε νά
ζωγραφίζουμε τόν Ἄναρχο Πατέρα σύμφωνα μέ τήν ὅραση τοῦ Δανιήλ! Ὁ κανόνας δέν λέγει
τέτοιο πρᾶγμα. Ἀντιθέτως, λέγει ὅτι «κατασπαζόμεθα» τούς τύπους καί τάς σκιάς «ὡς τῆς
ἀληθείας σύμβολα καί προχαράγματα». Πλήν οἱ τύποι καί τά σύμβολα πού προεκήρυτταν τόν
32
Χριστό δέν πρέπει νά ζωγραφίζωνται τώρα πού ἦρθε ὁ προτυπούμενος. Ὅλοι ξέρουμε πώς ἡ
αἰτία πού γράφηκε αὐτός ὁ Κανόνας ἦταν ἕνα λάθος πού γινώνταν μέχρι τήν ἐποχή τῆς 6 ης
Οἰκ. Συνόδου. Δηλαδή, ἀντί νά ζωγραφίζεται ὁ Χριστός ἐπί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ,
ζωγραφιζόνταν ἐπάνω στόν Σταυρό ἕνας ἀμνός, πού ἦταν στήν Π. Διαθήκη ὁ τύπος τοῦ
μέλλοντος νά θυσιασθῆ γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου Χριστοῦ. Σαφῶς λοιπόν αὐτός ὁ
Κανόνας δέν προεκτείνεται σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν θεία ἐνέργεια καί συγκατάβαση, χάριν τῆς
ὁποίας εἶδε ὁ Προφήτης Δανιήλ τόν ἀσώματον Θεό Πατέρα ὡς Παλαιόν τῶν ἡμερῶν!

Ἄλλωστε, οἱ νεοεικονομάχοι ὑποπίπτουν εἰς ἀλλεπάλλες ἀντιφάσεις, ἐφόσον δέχονται νά


ζωγραφίζεται ὁ Χριστός, καί μετά τήν ἐνανθρώπιση, ὡς Ἄγγελος στήν εἰκόνα πού ἐμφανίζει
τό ἀληθές ἰστορικό γεγονός τῆς Π. Διαθήκης, δηλαδή τῆς συμβολικῆς καί συγκαταβατικῆς
ἐμφανίσεως τοῦ Τρισυποστάτου Θεοῦ στόν Πατριάρχη Ἀβραάμ! Ἐάν ὁ πβ΄ τῆς Ἕκτης
καταργεῖ, ὡς λέγουν, κάθε τύπον καί σύμβολο καί προχάραγμα τῆς Π. Διαθήκης, πῶς δέχονται
- καί καλῶς τό δέχονται - νά ζωγραφίζεται σήμερα ὁ ἤδη ἐνανθρωπήσας Θεός Λόγος, δηλαδή
ὁ Χριστός, ὡς Ἄγγελος, πού φάνηκε πρό τῆς σαρκώσεώς Του; Εἶναι ἀπορίας ἄξιον καί μᾶς
ἐμβάλλει στόν πειρασμό νά σκεφθοῦμε: μήπως αὐτή ἡ ἁγία καί ὀρθόδοξος εἰκόνα τῆς Π.
Διαθήκης, τήν ὁποία δεχόμεθα ὡς παριστάνουσα τήν συμβολικήν καί συγκαταβατικήν
ἐμφάνισιν τοῦ Τρισυποστάτου Θεοῦ στόν Πατριάρχη Ἀβραάμ, δέν ἐνοχλεῖ τόσο τούς
Ἑβραίους ὅσο ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία, ἐκτός ἀπό τό
ἁγιοτγριαδικό δόγμα, μαρτυρεῖ καί αὐτό πού θέλει ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, δηλαδή τήν
ἀληθινή ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ταυτόχρονα κηρύττει τόν Χριστό ἴσον κατά τήν
θεότητα τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι;

Εἶναι πολύ λογικό νά σκεφθοῦμε καί αὐτό τό ἐνδεχόμενο, γιατί οἱ Ἑβραῖοι δέχονται ὄλους
τούς τύπους, τά σύμβολα, τίς προφητεῖες καί τίς προτυπώσεις τῆς Π. Διαθήκης πού
ἀναφέρονται στόν Μεσσία-Χριστό. Αὐτό πού δέν δέχονται, μέ κανέναν τρόπο, εἶναι τό ὅτι ὁ
Μεσσίας Χριστός ἦρθε στόν κόσμο, ὄχι πιά ὡς τύπος καί σύμβολο ἤ ὡς Ἄγγελος, ἀλλά ὡς
ἄνθρωπος, τέλειος κατά πάντα μέ ἡμᾶς, χωρίς ἁμαρτία, ὅπως φαίνεται στήν εἰκόνα τῆς ἁγίας
Τριάδος, καί εἶναι αὐτός τόν ὁποῖον οἱ κακοπροαίρετοι πατέρες αὐτῶν τόν ἐσταύρωσαν ὡς
κακοῦργον καί διότι εἶπε πώς εἶναι Υἱός Θεοῦ! Ἄς δοῦμε ὅμως καί τήν δήλωση τοῦ Ἱερ/χου
Παντελεήμονος, πού λέγει πώς: «ὅσο ὅμως καί ἄν ψάξει κανείς στά πρακτικά ἀλλά καί στόν
Ὅρο τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, πουθενά δέν θά βρῆ ἀναφορά βεβαιωτική τῆς εἰκόνος τοῦ
Ἀνάρχου Πατρός».
Σ’ αὐτό ἀπαντοῦμε πώς ἡ ἁγία Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδος σχετικά μέ τήν ὑπόθεση τῆς εἰκονίσεως
τοῦ Ἀνάρχου Πατρός εἶπε καί ἀπεριφράστως ἐτόνισε, πώς ἡ ἀόρατος θεία φύσις δέν
εἰκονίζεται μέ κανένα τρόπο, καί αὐτό ἰσχύει τό ἴδιο καί γιά τόν Υἱό καί γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Αὐτό ὅμως δέν θέλουν νά τό ἐννοήσουν οἱ περί τόν Παντελεήμονα, καί πολύ περισσότερο
αὐτός ὁ ἴδιος. Ἀντίθετα, ἀντιπαραθέτουν ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου
Πάπα Ρώμης, τό ὁποῖο λέγει:
«διά τί τόν Πατέρα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ οὐχ ἱστοροῦμεν καί ζωγραφοῦμεν;
Ἐπειδή οὐκ οἴδαμεν, τίς ἐστιν, καί Θεοῦ φύσιν ἀδύνατον ἱστορῆσαι καί ζωγραφῆσαι. Καί εἰ
ἐθεασάμεθα καί ἐγνωρίσαμεν, καθώς τόν υἱόν αὐτοῦ, κακεῖνον ἄν εἴχομεν ἱστορήσαι καί
ζωγραφῆσαι, καί ἵνα κακείνου τόν χαρακτῆρα εἴδωλον ἀποκαλῆς. μαρτυρόμεθά σοι ὡς
ἀδελφοί ἐν Χριστῷ, εἴσελθε πάλιν εἰς τήν ἀλήθειαν, ὅθεν ἐξῆλθες» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου τμ. Γ΄
σελ. 713).

Αὐτά ἔγραφε ὁ Πάπας Γρηγόριος, πρός τόν εἰκονομάχο Λέοντα, βασιλέα τόν Ἴσαυρον, μέ
θέμα τήν εἰκόνα τοῦ σεσαρκωμένου Θεοῦ Λόγου, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ. Τονίζομε τό θέμα,
γιατί πρῶτα πρέπει νά ἐξετάζουμε τήν αἰτία καί τόν σκοπό τοῦ συγγραφέως γιά νά ἐννοήσουμε
33
τί λέγει ἤ τί δέν λέγει τό ἀπόσπασμα τῆς ἐπιστολῆς του. Ἔτσι, βλέπουμε λίγο παραπάνω τόν
ἅγιος νά μαρτυρεῖ τήν αἰτία διά τήν ὁποία ἔγραψε αὐτά στόν εἰκονομάχο τά ὁποῖα ἀποτελοῦν
ὑπεράσπιση ὑπέρ τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ. Γράφει λοιπόν πιό πάνω γιά τόν Χριστό:
«…καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν αὐτόν, καί γνώριμος ἡμῶν ἐγένετο· καί ἐφανερώθη
ἡμῖν ἡ ἀλήθεια… ἰδόντες τόν Κύριον (θεοσεβεῖς ἄνθρωποι) καθώς εἶδον, ἱστορήσαντες
ἐζωγράφησαν. ἰδόντες Ἰάκωβον τόν ἀδελφόν τοῦ Κυρίου, καθώς εἶδον αὐτόν ἱστορήσαντες
ἐζωγράφησαν…» (ἔνθ’ ἀνωτέρω).

Ἐξ αὐτοῦ γίνεται φανερό πώς ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπικαλεῖται τήν ἀληθινή σάρκωση τοῦ
Θεοῦ Λόγου, γιά νά στηρίξη τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ δέ ἀναφορά του στόν ἄσαρκο Θεό
Πατέρα, ἔρχεται ὡς ἀπόδειξη κατά τῶν εἰκονομάχων, πού ἔλεγαν ὅτι ἀπαγορεύεται νά
εἰκονίζεται ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι Θεός, καί τό ἔλεγαν αὐτό, γιατί συνυπῆρχε εἰς αὐτούς
καί ἡ αἵρεση τοῦ Δοκητισμοῦ ἤ τοῦ αὐστηροῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ὡς πολλές φορές εἶπαν οἱ
Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου!
Ἔτσι, στό σημεῖο αὐτό ὁ ἅγιος, ἀναιρώντας τήν συκοφαντία, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι
ζωγραφίζουν, δῆθεν, τήν ἀόρατον θεία φύση, φέρνει ὡς παράδειγμα τόν Θεό Πατέρα καί λέγει
πώς ἄν καί ἐκεῖνος εἶχε ἐνανθρωπήσει, καί ἐρχόνταν στόν κόσμο ὡς τέλειος ἄνθρωπος, καί τόν
εἶχαν ψηλαφήσει τά χέρια μας «κακεῖνον ἄν εἴχομεν ἱστορῆσαι καί ζωγραφῆσαι». Ἐνῶ τώρα,
πού δέν ἔχει ἐνανθρωπήσει, δέν τόν ζωγραφίζουμε ὄπως τόν Χριστό, γιατί δέν ξέρουμε πῶς
εἶναι, ἀφοῦ ἡ θεία φύση εἶναι ἀσώματος καί ἀσχημάτιστος καί δέν ζωγραφίζεται!

Ἀλλά οἱ νεοεικονομάχοι προτιμοῦν τήν εὔκολη, πλήν λανθασμένη νοηματική ἀπόδοση


στόν λόγο τοῦ πάπα Γρηγορίου, γιατί τούς συμφέρει καί μεταφέρουν τά λόγια του καί στίς
προφητικές ὁράσεις, ἐνῶ ὁ ἅγιος δέν ἀναφέρθηκε σ’ αὐτό τό κεφάλαιο τῶν προφητικῶν
ὁράσεων, πού εἶναι ἄσχετο μέ τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία γίνεται, ὡς εἴπαμε πολλές
φορές, «πρός πίστωσιν τῆς ἀληθινῆς καί οὐ κατά φαντασίαν τοῦ Θεοῦ Λόγου
ἐνανθρωπήσεως». Οἱ Ὀρθόδοξοι, μέ τήν εἰκόνα τοῦ Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν, δέν διδάσκουμε τό
πῶς εἶναι ὁ Θεός Πατήρ κατά τήν ἀόρατον καί ἀσχημάτιστον θεία φύση Του. Ἀλλά
ζωγραφίζουμε τό πῶς Αὐτός ἠθέλησε, συγκαταβατικῶς καί συμβολικῶς, νά δείξη τήν ὅραση
στόν Δανιήλ, διά τῆς ὁποίας μαρτυρεῖται Πατήρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δίδων εἰς
Αὐτόν τήν ἀρχή, τήν τιμή καί τήν βασιλεία καί «ἡ ἐξουσία Αὑτοῦ αἰώνιος, ἥτις οὐ
παρελεύσεται…».
Ἀλλ’ οἱ συγκεκριμένοι συκοφάντες τῶν Ὀρθοδόξων, μή ἔχοντες οὐδεμία σοβαρή
ἁγιοπατερική ὑπεράσπιση, ἔχουν ἐντοπίση κάποιες - δύο τρεῖς - προτάσεις ἀπό ἐπιστολές
ἁγίων, σάν καί αὐτή τοῦ ἁγ. Γρηγορίου, οἱ ὁποῖες ὅταν ἀκούγονται μέ τήν ἁπλή ἀνάγνωση τοῦ
γράμματος, δίνουν τήν ἐντύπωση στούς ἁπλοϊκούς, ὅτι οἱ κατήγοροί μας ἔχουν δίκιο καί αὐτές
τίς ἐκμεταλλεύονται ἐπιδέξια. Τό ἴδιο ὅμως, ἀκριβῶς, ἔκαναν καί οἱ παλαιοί εἰκονομάχοι, οἱ
ὁποῖοι εἶχαν ἐπισημάνει κάποιες προτάσεις ἁγίων - καί μάλιστα μεγάλων - οἱ ὁποῖες φαινόνταν
ἐκ πρώτης ὄψεως πώς ἀπαγόρευαν τίς ἐκκλησιαστικές εἰκόνες. Γιά τήν ἀκρίβεια, εἶχαν
ἐπισημάνει τίς παρακάτω ἁγιοπατερικές προτάσεις:

1) Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, πού λέγει σ’ ἕνα σημεῖο: «Ὕβρις πίστιν ἔχειν ἐν
χρώμασι, καί μή ἐν καρδίᾳ· ἡ μέν γάρ ἐν χρώμασιν εὐχερῶς ἐκπλύνεται· ἡ δέ ἐν τῷ βάθει
τοῦ νοός, ἐκείνη ἐμοί προσφιλής».
2) Τοῦ ἁγίου Ἰωάν. τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος εἶπε κάπου: «Ἡμεῖς διά τῶν Γραφῶν τῆς
τῶν ἁγίων ἀπολαύομεν παρουσίας, οὐχί τῶν σωμάτων αὐτῶν, ἀλλά τῶν ψυχῶν τάς εἰκόνας
ἔχοντες. Τά γάρ παρ’ αὐτῶν εἰρημένα, τῶν ψυχῶν αὐτῶν εἰκόνες εἰσί».
34
3) Τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος εἶπε κάπου: «πῶς οὐκ ἔστιν ἐλεῆσαι τούς τά κτίσματα
σεβομένους; ὅτι οἱ βλέποντες τοῖς μή βλέπουσι προσεύχονται, καί οἱ ἀκούοντες τοῖς μή
ἀκούουσι· κτίσμα γάρ ὑπό κτίσματος (ὅπως εἶναι οἱ ἅγιοι κτιστοί) οὐδέποτε σωθήσεται».
4) Τοῦ ἁγίου Ἀμφιλοχίου, τοῦ Ἰκονίου, ὁ ὁποῖος εἶπε κάπου: «Οὐ τοῖς πίναξι τά σαρκικά
πρόσωπα τῶν ἁγίων διά χρωμάτων ἐπιμελές ἡμῖν ἐντυποῦν, ὅτι οὐ χρήζομεν τούτων, ἀλλά
τήν πολιτείαν αὐτῶν δι’ ἀρετῆς ἐκμιμεῖσθαι» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, τμ. Γ΄, σελ. 850-853).

Καθώς βλέπουμε, ἡ παρεξήγηση στό φρόνημα τῶν ὡς ἄνω τεσσάρων μεγάλων ἁγίων εἶναι
γεγονός ἀναμφισβήτητο. Οἱ Πατέρες αὐτοί λέγουν, πώς ἐάν δέν μιμηθοῦμε τήν πολιτεία τῶν
ἁγίων, δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε μέ τό νά προσκυνοῦμε μόνον τίς εἰκόνες αὐτῶν! Ἐντούτοις,
οἱ εἰκονομάχοι εἶχαν ἀποκτήση μεγάλη δύναμη ἀπ’ αὐτά τά ἁγιοπατερικά ἀποσπάσματα, διά
τοῦτο καί ἡ ἁγία Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδος, ἀναφερομένη στήν διαστροφική πονηρία τῶν εἰκονομάχων,
εἶπε: «Αἱρετικῶν οὖν ἴδιόν ἐστι τό περικεκομμένας ἐκβάλλειν τάς χρήσεις. Ἐπεί εἴ τις
φιλοπόνως ἐρευνήσει, οὐδαμῶς τήν ἔννοιαν τοῦ πατρός (Ἀμφιλοχίου) εὑρήσει
ἀπαγορεύουσαν τήν τῶν σεπτῶν εἰκόνων ἀνατύπωσιν· ἀλλ’ ἐγκωμιάζων τήν ἀνδρεία καί
στερρότητα τῆς ψυχικῆς διαθέσεως τῶν ἁγίων καί προκρίνων τήν τῶν ἀρετῶν ἐργασίαν,
ταῦτά φησιν ὁ πατήρ, …» (Αὐτόθι, σελ. 853).
Λοιπόν, ἄς μή θαυμάζει εὔκολα κανείς τά ρητά πού ἐπικαλοῦνται οἱ νεοεικονομάχοι, γιατί
ἄλλο πρᾶγμα λέγουν οἱ ἅγιοι, καί ἄλλο αὐτοί συμπεραίνουν δολίως!

Ὁ Ὅρος Πίστεως τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου

Ὁ Ἱερ/χος Παντελεήμων ἰσχυρίζεται πώς τά πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου δέν ἐπιτρέπουν
εἰκόνα τοῦ Ἀνάρχου Πατρός, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει σαρκωθῆ καί αὐτό τό στηρίζει εἰς τό ὅτι τέτοια
εἰκόνα δέν ἀναφέρεται στόν Ὅρο τῆς Συνόδου. Ἀπ’ αὐτό ὅμως φαίνεται ἡ στενή ἀντίληψη πού
ἔχει γιά τό ἔργο τῶν ἁγίων Οἰκ. Συνόδων καί μᾶς ἀναγκάζει νά ὑπενθυμίσουμε τά ἑξῆς:

Ἡ κάθε ἁγία Σύνοδος ἀσχολήθηκε κυρίως καί ἐπισταμμένως μέ τό πρόβλημα πού εἶχαν
δημιουργήσει οἰ αἱρετικοί τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καί ποτέ μία Σύνοδος δέν ἔλυσε μέ ἀκρίβεια
τά προβλήματα πού ἔμελλαν νά δημιουργήσουν οἱ μετά ἀπ’ αὐτήν ἐρχόμενοι αἱρετικοί, μέ τίς
νεώτερες κακές δοξασίες τους. Γιαυτό ἀκριβῶς ἔχουμε Ἑπτά Οἰκουμενικές, ἐκτός ἀπό τίς
Πανορθόδοξες καί πολλές τοπικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες θά γίνωνται μέχρι τῆς δευτέρας
παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Γιά παράδειγμα, ἡ πρώτη Ἀποστολική ἀσχολήθηκε κυρίως μέ τήν
περιτομή (Πράξ. Κεφ. ΙΕ΄) καί περί αὐτῆς ἀπεφάσισε. Καί ἐνῶ ἀληθῶς σ’ αὐτή ἐμίλησε διά τῶν
ἁγίων Ἀποστόλων τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, δέν ἔγινε λόγος ἐκεῖ γιά τήν προαιώνιον θεότητα τοῦ
Χριστοῦ οὔτε γιά τίς δύο φύσεις Αὐτοῦ οὔτε γιά τά δύο θελήματα καί ἐνέργειες Αὐτοῦ. Οὔτε
γιά τήν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οὔτε ἡ ἁγία Παρθένος Μαρία ἀνακηρύχθηκε Θεοτόκος
ἀπό τήν Ἀποστολική Σύνοδο!

Κατόπιν, ἡ Πρώτη Οἰκουμενική ἐδογμάτισε ὑπέρ τῆς προαιωνίου θεότητος τοῦ Υἱοῦ καί
τόν ἐκήρυξε ὁμοούσιον τῷ Πατρί. Κατόπιν ἦρθε ἡ Δευτέρα Οἰκουμενική, ἡ ὁποία
ἀντιμετώπισε τήν χιλιαστική αἵρεση τοῦ Ἀπολλιναρίου καί ἐπρόσθεσε στό «Πιστεύω» διά τόν
Χριστόν «οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος», δόγμα πού δέν τό διαλαμβάνει τό «πιστεύω»
τῆς Α΄ Οἰκ. Συνόδου. Ἐπίσης, ἀντιμετώπισε τήν αἵρεση τοῦ Πνευματομάχου Μακεδονίου,
προσθέσασα εἰς τό «Πιστεύω» «καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τό Κύριον τό ζωοποιόν…», γιατί
καί αὐτό δέν τό εἶπε ἀπ’ ἀρχῆς ἡ Α΄ Οἰκουμενική!
Κατόπιν ἦρθε ἡ Τρίτη Οἰκουμενική, ἡ ὁποία ἐκήρυξε τήν ἁγία Μητέρα τοῦ Χριστοῦ
Θεοτόκον καί καταδίκασε τόν Νεστόριον. Κατόπιν, ἦρθε ἡ Τετάρτη Οἰκουμενική, ἡ ὁποία
ἐκήρυξε τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ καί καταδίκασε τούς Μονοφυσίτες. Κατόπιν ἦρθαν ἡ
35
Πέμπτη καί Ἕκτη Οἰκ. Σύνοδοι καί κήρυξαν τίς δύο ἐνέργειες καί θελήσεις τοῦ ἑνός Χριστοῦ.
Κατόπιν ἦρθε ἡ Ἁγία Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδος, ἡ ὁποία ἀντιμετώπισε δύο φοβερές συγκεκριμένες
αἱρέσεις τῶν τότε εἰκονομάχων. Μία πού ἀφοροῦσε γενικά ὅλες τίς ἱερές εἰκόνες, τίς ὀποῖες οἱ
εἰκονομάχοι ἀποκαλοῦσαν εἴδωλα, καί μία δεύτερη πού ἀφοροῦσε εἰδικά τήν εἰκόνα τοῦ
Χριστοῦ. Δέν ἔκαμε ὄμως λόγο εἰδικά γιά τήν εἰκόνιση τοῦ Ἀνάρχου Πατρός, τήν γενομένη
σύμφωνα μέ τίς προφητικές ὁράσεις, καί ἀπ’ αὐτό ὁρμώμενος ὁ Παντελεήμων θεωρεῖ ἐνάντια
πρός τήν Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδον τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος!

Σ’ αὐτό ἀπαντοῦμε πώς ἡ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετώπιση τῶν ἀναφυομένων διαχρονικά
αἱρέσεων, δέν σταματάει στήν Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδο! Παίρνει ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἀπ’ αὐτήν τά
σχετικά ἐρείσματα γιά τήν ἀναίρεση τῶν νέων μορφῶν τῶν αἱρέσεων πού ἐμφανίζονται.
Γιαυτό καί ὁ ἱερός Δοσίθεος λέγει: «Τά ἀναφυόμενα πάντα (ζητήματα πίστεως) ἐκ τῶν
διωρισμένων ἐν ταῖς Ἑπτά εὐκόλως διαλύονται».
Ἀπό τά πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου ἔχουμε τήν ἐπίσημη μαρτυρία, ὅτι πρίν ἀπό τήν
Σύνοδο αὐτή ἡ Ἐκκλησία εἶχε εἰκόνες εἰς τύπον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ «χρυσᾶς τε καί
ἀργυρᾶς περιστερᾶς κρεμαμένας ὑπεράνω τῶν θείων κολυμβηθρῶν καί θυσιαστηρίων»
(Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ., τμ. Γ΄, σελ. 820). Καί αὐτό ἀποτελεῖ τήν ἀδιαμφισβήτητη κατάθεση τοῦ Προέδρου
τῆς Συνόδου, τοῦ ἁγίου Ταρασίου, ὁ ὁποῖος εἶπε: «Εἰ τάς ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Πνεύαμτος
ἀνατεθείσας περιστερᾶς ἐδέξαντο οἱ (πρό ἡμῶν) Πατέρες, πόσω μᾶλλον τοῦ
σαρκωθέντος Λόγου, καί ὀφθέντος ἐπί γῆς μετά σώματος; ἀλλά πιστεύσατε, ὅτι καί
Ἀναστάσιος ὁ προηγησάμενος τῆς Κωνσταντινουπόλεως (ὁ εἰκονομάχος) τάς χρυσάς καί
ἀργυράς εἰκόνας ἐσφετερίσατο εἰς ἰδίαν χρείαν, καθά πεποίηκε Σεβῆρος» (ἔνθ’ ἀνωτέρω).

Στό σημεῖο τοῦτο δύο θεολόγοι, κληρικοί τῆς Ἀρχ/πῆς Ἀθηνῶν ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ
Ἀρχ/που Ἀνδρέου, ἠθέλησαν νά ἀντιπαρέλθουν τήν μαρτυρία λέγοντες πώς οἱ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ
ἁγίου Πνεύματος περιστέρες δέν ἦταν εἰκόνες πρός προσκύνηση. Ἠθέλησαν δηλαδή νά
ἀντιδιαστείλουν τάς «χρυσᾶς καί ἀργυρᾶς περιστερᾶς» ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἁγιογραφία.
Ἀλλά ἐάν οἱ εἰκόνες ἐκεῖνες δέν ἦταν εἰκόνες πρός προσκύνηση, τότε σαφῶς πρέπει νά ἦταν
εἴδωλα! Πῶς ὅμως οἱ ἅγιοι Πατέρες τίς εἶχαν τοποθετήσει ὐπεράνω τῶν θείων κολυμβηθρῶν
καί θυσιαστηρίων τῶν ἱ. Ναῶν; Ἂνάγκη λοιπόν εἶναι (ἄν ἔχει ἴχνος σοβαρότητος ὁ λόγος τῶν
δύο αὐτῶν νεοεικονομάχων) νά δεχθοῦμε πώς οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶχαν τοποθετήσει εἴδωλα
πάνω ἀπό τό ἅγιο θυσιαστήριο τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἁγίας κολυμβήθρας, ἡ ὁποία συμβολίζει
τόν Πανάγιον Τάφον Του, ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Ἐκ τούτου ὅμως, ὡς καί ἐκ τοῦ ὅτι θεωροῦν
τήν εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδος εἴδωλο, ἔχουν τό φοβερό ἀνάθεμα τῆς ἁγίας Ζ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου: «Τοῖς τολμῶσι λέγειν τήν καθολικήν Ἐκκλησίαν εἴδωλα ποτέ δεδέχθαι, ὡς ὅλον τό
μυστήριον ἀνατρέπουσι, καί τήν τῶν Χριστιανῶν ἐνυβρίζουσι πίστιν, Ἀνάθεμα» (Πρακτ. Ζ΄
Οἰκ. Συνόδου τμ. Γ΄, σελ. 906).

Τό δέ σπουδαιότερο εἶναι, ὅτι στά πρακτικά τῆς Ζ΄ διαβάζουμε πώς ὁ εἰκονομάχος Ξεναΐας
μεταξύ τῶν ἄλλων ἔλεγε: «νηπιώδες εἶναι φρενός τό πλαστουργεῖν ἐν περιστερᾶς εἰδώλῳ τό
Πανάγιον καί προσκυνητόν Πνεῦμα· καί τοι τῶν εὐαγγελικῶν οὐδαμῶς παραδεδωκότων
γραμμάτων, ὅτι γέγονε περιστερᾶ τό ἅγιον Πνεῦμα· τό δέ οἰκονομικῶς, ἀλλ’ οὐκ οὐσιωδῶς
οὕτω πῶς ἐφάπαξ φανέν οὐδαμῶς ἁρμόδιον τοῖς εὐσεβοῦσι σώματος εἴδωλον ποιεῖν». Καί
μετά ταῦτα: «Ἡ ἁγία Σύνοδος εἶπεν· Ἀνάθεμα αὐτοῖς», δηλαδή ἀναθεμάτισε τόν Ξεναΐα καί
τούς ὁμόφρονές του εἰκονομάχους (Σελίς Πρακτικῶν 819, Βλέπε καί Ἱ. Πηδάλιον σελ. 320).
Ὅθεν, ἐκ τῶν τελευταίων τούτων καί μόνον, ὁ Παντελεήμων στερεῖται παντελῶς κάθε
δικαιώματος νά νομίζει καί νά δημοσιεύει πώς «ὅσο καί ἄν θά ψάξει κανείς στά πρακτικά
καί στόν Ὅρο τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, πουθενά δέν θά βρῆ ἀναφορά βεβαιωτική τῆς εἰκόνος
τοῦ Ἀνάρχου Πατρός». Ἀλλά ἀπ’ αὐτή τήν δήλωσή του μαρτυρεῖται πώς ἤ ὁ ἴδιος δέν ἔχει
36
μελετήση μετά προσοχῆς τά πρακτικά τῆς ἁγίας Συνόδου ἤ δέν ἔχει περάσει ἀπό τό μυαλό του
πώς πᾶν ὅ,τι ἰσχύει καί λέγεται, γιά τήν ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰκόνα τῆς
περιστερᾶς, ἰσχύει ἀκριβῶς καί γιά τήν ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Πατρός εἰκόνα τοῦ Παλαιοῦ τῶν
ἡμερῶν. Ἄσαρκος, ἀόρατος καί ἀσχημάτιστος Θεός ὁ Πατήρ, ὡσαύτως καί τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Οἰκονομικῶς καί συμβολικῶς ἐμφανίσθηκε ὁ Θεός Πατήρ ὡς Παλαιός τῶν ἡμερῶν, ὡσαύτως
καί τό ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς! Συνεπῶς, ἐφόσον παρά τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου γίνεται
δεκτή ὁμοφώνως, καί μέ ἀνάθεμα κατά τῶν ἀντιφρονούντων, ἡ τοιαύτη συμβολική εἰκόνα τοῦ
ἁγίου Πνεύματος, πᾶς ὅστις ἀρνῆται τήν ἐν λόγω συμβολική εἰκόνα τοῦ Πατρός ὑποπίπτει εἰς
τό ἀνάθεμα τῆς ἁγίας αὐτῆς Συνόδου!

Καθώς βλέπουμε, οἱ ἐνστάσεις τοῦ ἀναθεματισθέντος Ξεναΐα ἦταν πανακριβῶς ἴδιες μέ τίς
ἐνστάσεις τῶν νεοεικονομάχων. Ἐκεῖνος ἔλεγε πώς τό ἅγιον Πνεῦμα δέν εἰκονίζεται ὡς
περιστερά, διότι δέν ἔγινε κατ’ ἀλήθεια περιστερά. Τό ἴδιο λέγουν καί οἱ νεοεικονομάχοι γιά
τήν εἰκόνιση τοῦ Ἀνάρχου Πατρός. Ἐκεῖνος ἔλεγε πώς «τό δέ οἰκονομικῶς, ἀλλ’ οὐκ
οὐσιωδῶς οὕτω πῶς ἐφάπαξ φανέν (ἐν εἴδει περιστερᾶς) οὐδαμῶς ἁρμόδιον τοῖς εὐσεβοῦσι
σώματος εἴδωλον ποιεῖν». Τό ἴδιο ἀκριβῶς λέγουν καί αὐτοί γιά τήν «οἰκονομικῶς, ἀλλ’ οὐκ
οὐσιωδῶς» ἐμφάνεια τοῦ Ἀνάρχου Πατρός στήν ὅραση τοῦ Δανιήλ! Ἐκεῖνος ἔλεγε πώς οἱ
Ὀρθόδοξοι «σώματος εἴδωλον» ποιοῦν τό ἀσώματον Ἅγιον Πνεῦμα. Τό ἴδιο ἀκριβῶς λέγουν
καί αὐτοί σήμερα γιά τήν συμβολική εἰκόνα τοῦ Πατρός καί μάλιστα μᾶς κατηγοροῦν γιά
«μορφοποίηση τοῦ Θείου» καί γιά «εἰδωλολατρεία»!
Δι’ ὅλα αὐτά, θά ἔπρεπε νά τρέμουν κυριολεκτικῶς σάν φύλλα δένδρων φθινοπωρινά πού
τά κτυποῦν οἱ ἄνεμοι, ἀναλογιζόμενοι ὅτι οἱ ἴδιοι ἔχουν τό φοβερό ἀνάθεμα τῆς ἁγίας Ζ΄ Οἰκ.
Συνόδου, παρά νά παριστάνουν τόν φωτισμένο δάσκαλο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως! Καί τό πού
λέγουν πώς ἡ ἁγία Ζ΄ Οἰκουμενική δέν ἐμίλησε ἀπεριφράστως αὐτολεξεί καί εὐθέως ὑπέρ τῆς
συμβολικῆς εἰκόνος τοῦ Πατρός ἤ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὄντως τοῦτο «νηπιώδους εἶναι
φρενός».

Περί αὐτοῦ ὅμως ἄς διδαχθοῦν Ὀρθοδοξία ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, πού
λέγει:
«Ποῦ εὗρες ἐν τῇ Παλαιᾷ ἤ ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ὄνομα Τριάδος ἤ ὁμοούσιον ἤ μίαν φύσιν
θεότητος τρανῶς ἤ τρεῖς ὑποστάσεις αὐτολεξεί ἤ μίαν ὑπόστασιν τοῦ Χριστοῦ ἤ δύο φύσεις
αὐτολεξεί; Ἀλλ’ ὅμως ἐπειδή ἐκ τῶν ἰσοδυναμουςῶν λέξεων τῶν ἐν τῇ Γραφῇ κειμένων
ὥρισαν ταῦτα οἱ ἅγιοι Πατέρες δεχόμεθα καί τούς μή δεχομένους ἀναθεματίζομεν »
(Ε.Π.Ε. 3ος σελ. 218-220).

Βεβαίως, ἡ ἁγία Σύνοδος δέν διαλαμβάνει στόν Ὅρον της αὐτολεξεί συμβολική εἰκόνα τοῦ
ἀσωμάτου Θεοῦ Πατρός, ἀλλά μία τέτοια εἰκόνα εἶναι θεολογικῶς καί κατά πᾶσαν
ἁγιοπατερική δεοντολογία ἰσοδύναμη μέ τήν καθιερωμένη ἀπό τήν Σύνοδο εἰκόνα τοῦ
Παναγίου Πνεύματος ἐν εἴδει περιστερᾶς. Συνεπῶς, τό ὅτι δέν ἀναφέρεται αὐτολεξεί
συμβολική εἰκόνα τοῦ Πατρός, εἶναι μωρόν ἐπιχείρημα! Στόν ὅρο τῆς Συνόδου δέν
ἀναφέρεται οὔτε ἡ ἐν εἴδει περιστερᾶς συμβολική εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μολαταῦτα ἡ
ἁγία Σύνοδος ἀναθεμάτισε ὄσους ἀρνοῦνται νά ζωγραφίσουν καί προσκυνήσουν τό Ἅγιον
Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς. Γιατί λοιπόν θέλουν νά ἀπαλείψουν ἀπό τά ἐπίσημα πρακτικά τῆς
ἁγίας Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου πᾶν ὅ,τι δέν ἀναφέρεται αὐτολεξεί στόν Ὅρον αὐτῆς; Στόν Ὅρο τῆς
Συνόδου δέν ἀναφέρεται εἰκόνα λαμβανομένη ἀπό προφητικές ὀράσεις. Μολαταῦτα ἡ
Ἐκκλησία εἶχε καί ἔχει εἰκόνες ἀπό προφητικές ὁράσεις, ὄπως εἶναι σκηνές ἀπό τήν
Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, ὅπως εἶναι ἡ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ
Χριστοῦ καί ἄλλες τέτοιου εἴδους ἰερές εἰκόνες, πού τίς ἔχουν δεχθῆ μεγάλοι ἅγιοι Πατέρες
καί τίς ἔχουν θαυμάση γιά τήν ὠφέλεια πού προσφέρουν στούς Χριστιανούς. Γιά παράδειγμα,
37
ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός κάνει λόγο γιά εἰκόνα πού δέν ἀναφέρεται στόν Ὅρο τῆς Ζ΄
Οἰκ. Συνόδου καί εἶναι ἡ εἰκόνα πού παριστάνει τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Λέγει ὁ
ἅγιος:
«Ἐπεί, εἰπέ μοι, ἐάν ἴδης διά εἰκονικῆς τυπώσεως τήν δευτέραν Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν
παρουσίαν, πώς μετά δόξης ἔρχεται, καί τάς τῶν ἀγγέλων μυριάδας ἔμπροσθεν τοῦ θρόνου
Αὐτοῦ παρεστώσας μετά φόβου καί τρόμου, ποταμόν δέ ἐκπορευόμενον πύρινον ἐκ τοῦ
θρόνου Αὐτοῦ κατεσθίοντα τούς ἁμαρτωλούς… εἰπέ μοι οἷος σκληρός καί ἀμείλικτος τόν
νοῦν καί τήν καρδίαν ὑπάρχη, οὗ μή κατανυγῆ ἡ καρδία ἐκ τῆς φοβερᾶς ἐκείνης ὥρας…;»
(Ἰ. Δαμασκηνός, Ε.Π.Ε. 3ος σελ. 394).

Ἰδού λοιπόν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἱερές εἰκόνες πού δέν ἀναφέρονται στόν Ὅρο τῆς Ζ΄ Οἰκ.
Συνόδου ἄμεσα, ἀλλ’ ἀναφέρονται ἔμμεσα μέσα ἀπό τίς ὁμολογιακές διακηρύξεις αὐτῆς πού
λέγουν:
«Ὡς γάρ ἄγκυραν ἀσφαλῆ ἡ καθολική Ἐκκλησία ταῦτα τά δόγματα καί ἀπεδέξατο καί
ἐσφράγισε, … καί γένοιτο πάντας τῇ καθολικῇ κατακολουθεῖν Ἐκκλησία, ἀποδέχεσθαι
πάσας τάς Εὑαγγελικάς ἀναζωγραφήσεις καί τῶν μαρτυρικῶν ἄθλων τάς ἐκτυπώσεις…» …
«ἔχομεν γάρ πᾶσαν τήν τοῦ Εὐαγγελίου διήγησιν ἀναστηλογραφουμένην καί εἰς μνήμην
Θεοῦ ἡμᾶς ἄγουσαν...» … «ἱστοριῶν δέ Παλαιᾶς καί Νέας Διαθήκης πληρῶσαι ἔνθεν καί
ἔνθεν χειρί καλλίστου ζωγράφου τόν ναόν τῶν ἁγίων…» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, σελ. 835. 869.
778).

Ἐπίσης ἔμμεσα, πλήν σαφῶς ἠ συμβολική εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός στηρίζεται καί στήν
διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ πού λέγει:
«Οἴδαμεν οὖν, ὅτι οὔτε Θεοῦ οὔτε ἀγγέλου οὔτε ψυχῆς οὔτε δαίμονος δυνατόν θεαθῆναι
φύσιν, ἀλλ’ ἐν μετασχηματισμῷ τινι θεωροῦνται ταῦτα τῆς θείας προνοίας τύπους καί
σχήματα περιτιθείσης τοῖς ἀσωμάτοις καί ἀτυπώτοις καί μή ἔχουσι σχηματισμόν
σωματικῶς πρός τό χειραγωγηθῆναι ἡμᾶς καί πρός παχυμερῆ καί μερικήν αὐτῶν γνῶσιν,
ἵνα μή ἐν παντελεῖ ἀγνοίᾳ ὦμεν Θεοῦ καί τῶν ἀσωμάτων κτισμάτων… Μή θέλων οὖν ὁ
Θεός παντελῶς ἀγνοεῖν ἡμᾶς τά ἀσώματα περιέθηκεν αὐτοῖς τύπους καί σχήματα καί
εἰκόνας κατά τήν ἀναλογίαν τῆς φύσεως ἡμῶν σχήματα σωματικά ἐν ἀΰλω ὁράσει νοός
ὀρώμενα, καί ταῦτα σχηματίζομεν καί εἰκον ίζομεν, ἐπεί πως ἐσχηματίσθη καί εἰκονίσθη τά
χερουβίμ. Ἀλλά καί Θεοῦ σχήματα καί εἰκόνας ἡ Γραφή ἔχει… Καί Ἀδάμ εἶδε Θεόν καί
ἤκουσε τῆς φωνῆς τῶν ποδῶν αὐτοῦ περιπατοῦντος τό δειλινόν καί ἐκρύβη ἐν τῷ
παραδείςῳ, καί Ἰακώβ εἶδε καί ἐπάλαισε μετά Θεοῦ - δῆλον δέ, ὅτι ὡς ἄνθρωπος ἐφάνη
αὐτῷ ὁ Θεός -, καί Μωςῆς ὡς ὀπίσθια ἀνθρώπου εἶδε, καί Ἠσαΐας ὡς ἄνθρωπον εἶδε
καθήμενον ἐπί θρόνου, καί Δανιήλ ὁμοίωμα ἀνθρώπου εἶδε καί ὡς Υἱόν ἀνθρώπου ἐλθόντα
ἐπί τόν Παλαιόν τῶν ἡμερῶν, καί οὐ φύσιν Θεοῦ εἶδέ τις, ἀλλά τόν τύπον καί τήν εἰκόνα τοῦ
μέλλοντος ἔσεσθαι· ἔμελλε γάρ ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ὁ ἀόρατος ἄνθρωπος γίνεσθαι ἐν
ἀληθείᾳ, ἵν’ ἑνωθῇ τῇ φύσει ἡμῶν καί ὁραθῇ ἐπί γῆς» (Ἰ. Δαμασκηνός Ε.Π.Ε. 3ος σελ. 236-238).

Δηλαδή ἡ ἁγία Γραφή ἔχει, ἐκτός τῶν ἀσωμάτων Ἀγγέλων, σχήματα καί αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ,
ὁ ὁποῖος ἐφάνηκε μέ ὁμοίωμα ἀνθρώπου εἰς τούς Προφῆτες. Ναί, λέγουν οἱ ἀντιτιθέμενοι,
ἀλλά ὁ ἅγιος ἐννοεῖ τόν μέλλοντα νά ἔρθη μετά σαρκός Θεόν Λόγο. Πῶς ὅμως ὁ ἅγιος φρονεῖ
ὅτι οἱ προφῆτες εἶδαν, μέ ὁμοίωμα ἀνθρώπου, μόνον τόν Θεό Λόγο, ὅταν στήν ὅραση τοῦ
Δανιήλ βλέπει δύο πρόσωπα μέ ὁμοίωμα ἀνθρώπου, ἐκ τῶν ὁποίων τό ἕνα εἶναι ὁ Πατήρ ὁ
ὁμοιωθείς μέ ἄνθρωπον Παλαιόν τῶν ἡμερῶν; Πῶς ματαιοπονοῦν θέλοντας νά ἐμφανίσουν
τόν ἅγιο ὁμόφρονά τους, ὅταν αὐτός ἀλλοῦ λέγει: «Ἡ ἁγία καί ὁμοούσιος Τριάς οὐχί
ἀκατάληπτος καί ἀχώριστος καί ἀδιαίρετος; Καί πῶς ηὐδόκησεν ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἀβραάμ
φιλοξενηθῆναι;» (Ε.Π.Ε. 3ος σελ. 400).
38
Ὁ ἅγιος, μέ τόν παραπάνω λόγο του διδάσκει σαφῶς δύο πράγματα. Πρῶτον, διδάσκει ὅτι
στήν Π. Διαθήκη ἔχουμε ἐμφάνεια καί τοῦ Πατρός στόν Δανιήλ, καί δεύτερον, λέγει καθαρά-
καθαρά ὅτι τά ὁρώμενα ὑπό τῶν Προφητῶν «ταῦτα σχηματίζομεν καί εἰκονίζομεν» «ἵνα μή
ἐν παντελεῖ ἀγνοίᾳ ὦμεν ΘΕΟΥ καί τῶν ἀσωμάτων κτισμάτων»!

Καί περί τῆς εἰκονίσεως τῶν προφητικῶν ὁράσεων

Μέ τό ζήτημα ἄν μποροῦμε ἤ ὄχι οἱ Ὀρθόδοξοι νά εἰκονίζουμε τίς προφητικές ὁράσεις,


ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα ὁ Μον. Μάξιμος, ὁ ὁποῖος προσπαθώντας νά ἀναιρέση ὅσους ἔχουμε τό
φρόνημα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου, ὑπέπεσε σέ σοβαρές ἀντιφάσεις. Ὁ ἅγιος
Νικόδημος ἔχει γράψει:
«Ἐπειδή ἡ παροῦσα (Ζ΄ Οἰκουμενική) Σύνοδος… μακαρίζει μέν ἐκείνους ὅπου ἠξεύρουν
καί ἀποδέχονται ἑπομένως δέ καί εἰκονίζουν καί τιμῶσι τάς ὀράσεις καί
Θεοφανείας τῶν προφητῶν … Συμπεραίνεται ὅτι καί ὁ ἄναρχος Πατήρ πρέπει νά
ζωγραφίζεται καθώς ἐφάνη εἰς τόν προφήτην Δανιήλ, ὡς Παλαιός ἠμερῶν …»
(Ἱ. Πηδάλ., σελ. 320). Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό φρόνημα καί τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ., τό ὁποῖον
ἐσχάτως ἀπαρνήθηκαν οἱ νεοεικονομάχοι, κατηγορώντας τόν ἅγιο καί ἐμᾶς, γιά τό δῆθεν
παπικό φρόνημά μας!

Ὁ Μον. Μάξιμος θέλησε νά ἀποκλείση τήν συμβολική εἰκόνιση τοῦ Θεοῦ Πατρός μέ μία
θεωρία του, ὅτι ἡ ἁγία 6η Οἰκ. Σύνοδος ἔχει ἀπαγορεύση νά ζωγραφίζεται ὁ Θεός μέ τά
σχήματα πού Τόν εἶδαν οἱ Προφῆτες στήν Π. Διαθήκη. Γιά τήν ἀκρίβεια, ἔχει γράψει:
«Ὥρισεν ἡ 6η Οἰκουμενική νά ζωγραφίζεται διά χρωμάτων καί νά τίθεται πρό τῶν
ὀφθαλμῶν μας, ὄχι ἡ συμβολική καί σχηματική ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε
στήν Παλαιά Διαθήκη ἀλλά τό τέλειον, ἡ τελεία ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε διά τοῦ
αἵροντος τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν… Καί εἶναι ἡ ἀρχή τῆς
δογματοποιήσεως τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας περί τῶν Ἁγίων εἰκόνων. Καί αὐτή τήν
ἀρχή θά ἀκολουθήση 100 περίπου χρόνια ἀργότερα ἡ 7 η Οἰκουμενική Σύνοδος» (Φυλλάδιο
Μον. Μαξίμου ἀπό Μεγαλ. Τεσσαρ. 1995, Παράρτημα Α΄, σελ. 15).

Αὐτό εἶναι μεγάλο ψεῦδος καί ἐνσυνείδητη παρερμηνεία στόν ΠΒ΄ ἱερόν κανόνα τῆς ἁγίας
ης
6 Οἰκ. Συνόδου. Ὁ κανόνας μιλάει ἀποκλειστικά καί μόνον γιά τό πρόσωπο τοῦ
σεσαρκωμένου Θεοῦ-Λόγου Χριστοῦ καί οὐδεμία ἀπολύτως ἰσχύ ἔχει γιά ὅ,τι ἀφορᾶ τό
πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Πατρός! Λέγει, ψευδῶς, πώς καί ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική ἀπαγόρευσε τήν
εἰκόνιση τῶν συμβολικῶν εἰκόνων τοῦ Θεοῦ πού ἀναφέρονται στίς ὁράσεις τῶν Προφητῶν.
Δυστυχῶς ὅμως δι’ αὐτόν, ἔτσι ἦρθε ἀντιμέτωπος τόσο μέ ἕναν μακαρισμό ὅσο καί μέ ἕναν
ἀναθεματισμό τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου. Ὁ μακαρισμός λέγει:
«Τῶν τάς προφητικάς ὁράσεις, ὡς αὐτό τό θεῖον αὐτάς ἐσχημάτισε, καί διετύπου,
εἰδότων καί ἀποδεχομένων, καί πιστευόντων, ἅπερ ὀ τῶν Προφητῶν χορός ἑωρακότες
διηγήσαντο, καί τήν διά τῶν Ἀποστόλων, καί εἰς Πατέρας διήκουσαν ἔγγραφόν τε, καί
ἄγραφον παράδοσιν κρατυνόντων, καί διά τοῦτο εἰκονιζόντων τά Ἅγια, καί τιμώντων,
Αἰωνία ἡ μνήμη γ΄» (Πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Τμ. Γ΄ σελ. 905).

Αὐτός ὁ μακαρισμός ἔφερε τόν Μον. Μάξιμο σέ πολύ δύσκολη θέση, ὥστε χρειάστηκε νά
γράψη πολλές μεγάλες πυκνογραφημένες σελίδες, γιά νά «μπαλώση» τά πράγματα. Τελικά
κατέληξε στό ἀστεῖο συμπέρασμα, ὅτι ἐδῶ μακαρίζονται ὅσοι: «…κρατοῦν τήν παράδοσι καί
εἰκονίζουν τά Ἅγια, δηλαδή ποιοῦν εἰκόνας "τῆς τε τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀχράντου δεσποίνης ἡμῶν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, τιμίων τε ἀγγέλων,
39
καί πάντων ἁγίων καί ὁσίων ἀνδρῶν" (ὅπως δηλ. ὁρίζει ἡ 7 η Οἰκουμενική)» (ἔνθ’ ἀνωτέρω σελ.
15).
Δηλαδή, τήν φράση τοῦ μακαρισμοῦ: «εἰκονιζόντων τά Ἅγια» τήν περιορίζει, ὡς
βλέπουμε, στίς εἰκόνες πού ἀναφέρονται στόν Ὅρο τῆς 7 ης, γιά νά ἀποκλείση τήν συμβολική
εἰκόνα τοῦ Ἀνάρχου Πατρός. Ἀλλά ὁ Ὅρος ἀναφέρει καί τίς εἰκόνες «πάντων ἁγίων καί
ὁσίων ἀνδρῶν», θέμα πού εἶναι ἐντελῶς ἄσχετο μέ τίς προφητικές ὀράσεις τίς ὁποῖες αὐτό τό
θεῖο ἐσχημάτισε καί διετύπου, καί τίς ὁποῖες οἱ ἀποδεχόμενοι καί πιστεύοντες μακαρίζονται!
Ἤ μήπως εἰς ἐκεῖνα τά ὁποῖα «ὁ τῶν προφητῶν χορός εἶδε καί διηγήθηκε» ἀναφερόνταν καί
τά συγκεκριμένα πρόσωπα, ἡ ζωή καί τά ποικιλότροπα μαρτύρια πάντων τῶν ἁγίων καί ὁσίων
ἀνδρῶν; Κρῖμα, γιά τούς «ἐπιστήμονες» τέτοιας θεολογίας! Εἶναι φοβερό, νά μή θέλουν νά
εἰκονογραφοῦμε τούς λόγους πού εἶπαν οἱ προφῆτες, μέ τούς ὀποίους περιέγραψαν αὐτά πού
εἶδαν, ἀλλά νά θέλουν νά μᾶς ἐξηγήσουν αὐτοί τί εἶδαν ἤ τί δέν εἶδαν οἰ προφῆτες!

Εἶναι φοβερό νά θέλουν νά εἰκονογραφοῦμε ἀπό τό Εὐαγγέλιο μόνον ὄ,τι ἀναφέρεται στήν
ἀληθινή ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀρνοῦνται τήν εἰκονογράφηση ἄλλων
ἁγιογραφικῶν διηγήσεων, προκειμένου νά ἀπορρίψουν τελικά τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος!
Γράφει ἀκόμα ὁ Μον. Μάξιμος:
«Ἡ τῆς εἰκονικῆς ἀναζωγραφήσεως ἐκτύπωσις, γίνεται σέ συμφωνία μέ τό Εὐαγγελικό
κήρυγμα. Μέ τό Εὐαγγελικό κήρυγμα καί ὄχι μέ τήν Παλαιά Διαθήκη τούς τύπους καί τίς
σκιές» (ἔνθ’ ἀνωτέρω). Αὐτό τό ἐμφανίζει ὡς δόγμα τῆς ἁγίας Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, ἀλλά δέν
ἀληθεύει, διότι ἕνας ἄλλος μακαρισμός τῆς Συνόδου λέγει:
«Τῶν πιστευόντων καί διακηρυττομένων, ἤτοι εὐαγγελιζομένων τούς λόγους ἐπί
γραμμάτων· τά πράγματα ἐπί σχημάτων· καί εἰς μίαν ἑκάτερον συντελεῖν ὠφέλειαν, τήν τε
διά λόγων ἀνακήρυξιν καί τήν δι’ εἰκόνων τῆς ἀληθείας βεβαίωσιν, αἰωνία ἡ μνήμη» (Πρακτ.
Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου τμ. Γ΄ σελ. 905).
Δηλαδή μακαρίζονται ὅσοι διακηρύττουν καί διδάσκουν καί βεβαιώνουν τήν ἀλήθεια τῶν
πραγμάτων, τῆς Πίστεως γενικά καί ὄχι μόνον τοῦ χριστολογικοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος,
μέ λόγους, μέ σχήματα καί εἰκόνες.

Ἀλλά καί ὁ ἀναθεματισμός τῆς Συνόδου πού λέγει: «Τοῖς τάς μέν προφητικάς ὀράσεις,
κἄν μή βούλοιντο παραδεχομένοις, τάς δ’ ὀφθείσας αὐτοῖς (= τοῖς Προφῆταις) εἰκονογρα-
φίας, ὤ θαῦμα! καί πρό σαρκώσεως τοῦ Λόγου μή καταδεχομένοις, ἀλλ’ ἤ αὐτήν τήν ἄλη-
πτόν τε καί ἀθέατον οὐσίαν ὀφθῆναι τοῖς τεθεαμένοις κενολογοῦσιν, ἤ εἰκόνας μέν ταῦτα
τῆς ἀληθείας, καί τύπους, καί σχήματα ἐμφανισθῆναι τοῖς ἑωρακόσι συντιθεμένοις, εἰκονο-
γραφεῖν δέ ἐνανθρωπήσαντα τόν Λόγον, καί τά ὑπέρ ἡμῶν αὐτοῦ πάθη οὐκ ἀνεχομένοις.
Ἀνάθεμα» (πρακτ. Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου τμ. Γ΄, σελ. 907), πάλι ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τήν διδασκαλία
τοῦ Μον. Μαξίμου.
Τό κείμενο ἀναθεματίζει μέν κυρίως ὄσους δέν ἀνέχονται νά εἰκονογραφοῦν ἐναν-
θρωπήσαντα τόν Θεόν Λόγον, ἀλλά ἀπό τό αἰτιολογικό φαίνεται πώς συναναθεματίζονται καί
οἱ τάς ὀφθείσας τοῖς Προφῆταις εἰκονογραφίας μή καταδεχόμενοι, γιά τούς λόγους πού
ἐπικαλοῦνταν κενολογώντας. Ἄλλωστε, αὐτή ἡ ἑρμηνεία δίνεται καί ἀπό τόν Ἅγιο Νικόδημο
στό ἱερό Πηδάλιο (σελ. 320), τό ὁποῖο φέρει τήν ἔγκριση τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου, καί τῶν
μεγάλων θεολόγων τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖοι τό ἐξέτασαν λεπτομερῶς.

Ἐν ὄψει αὐτῶν, ὁ Μον. Μάξιμος ἀναγκάστηκε νά ὁμολογήση τά ἑξῆς:


«Κατά τήν Ἁγία 7η Οἰκουμενική Σύνοδο καί ὅπως φαίνεται ἀπό τό συγκεκριμένο τμῆμα
τοῦ Συνοδικοῦ, πού ἀναφέρεται εἰς τάς προφητικάς ὁράσεις, μέ τόν σχετικό ἀναθεματισμό,
ἀναθεματίζονται πράγματι αὐτοί πού δέν καταδέχονται τίς εἰκονογραφίες τῶν προφητικῶν
ὁράσεων. Ἐπίσης εἶναι εἰς τό "αἰωνία ἡ μνήμη" αὐτοί πού γνωρίζουν τάς προφητικάς
40
ὁράσεις καί ἀποδέχονται καί πιστεύουν αὐτά τά ὀποῖα οἱ προφῆτες, ἀφοῦ εἶδαν,
διηγήθηκαν» (ἔνθ’ ἀνωτέρω, Συμπεράσματα Παράρτ. Β΄, σελ. 24.
Ἐάν κάποιος ἀναρωτηθεῖ, γιατί ὁ Μάξιμος διαφωνεῖ μαζί μας ἐφόσον ὁμολογεῖ ὄτι
ἀναθεματίζονται πράγματι αὐτοί πού δέν καταδέχονται τίς προφητικές ὁράσεις, ἀπαντοῦμε
πώς διαφωνεῖ ὡς πρός τό περιεχόμενο τῶν προφητικῶν ὁράσεων καί ἰσχυρίζεται πώς στίς
ὀράσεις ἐμφανιζόνταν μόνον ὁ Θεός Λόγος. Ἀρνεῖται δέ πώς στήν ὅραση τοῦ Δανιήλ
ἐμφανίσθηκε καί ὁ Θεός Πατήρ ὡς Παλαιός τῶν ἡμερῶν!

Ἐντούτοις, ἔχει ὑποπέσει σέ σοβαρή ἀντίθεση. Δηλαδή, ἐνῶ καθώς εἴδαμε ἔχει ἰσχυρισθεῖ,
πώς ὄρισε ἡ 6η Οἰκ. Σύνοδο νά μήν ζωγραφίζεται διά χρωμάτων «ἡ συμβολική καί σχηματική
ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε στήν Παλαιά Διαθήκη» διά τῶν προφητικῶν ὀράσεων, καί
πώς ἦταν εἰς ὅλες ὁ Θεός Λόγος καί μόνον Αὐτός, ταυτόχρονα ὁμολογεῖ πώς ἡ Ζ΄ Οἰκ.
Σύνοδος ἀναθεματίζει πράγματι αὐτούς πού δέν καταδέχονται τίς εἰκονογραφίες τῶν
προφητικῶν ὁράσεων! Καί ὄχι μόνον ἔτσι αὐτοαναιρεῖται, ἀλλά ἐμφανίζει καί τήν ἁγία Ζ΄ Οἰκ.
Σύνοδο ὡς ἀναιροῦσα τήν 6η Οἰκουμενική!
Ἐάν στίς προφητικές ὀράσεις ἐμφανιζώνταν ὁ μέλλων νά σαρκωθῆ Θεός Λόγος, ἀφοῦ δέ
Αὐτός σαρκώθηκε ἀπαγορεύεται πιά νά ζωγραφίζεται σύμφωνα μέ τήν συμβολική ἀποκάλυψή
Του στίς προφητικές ὀράσεις, τότε γιατί ἡ ἁγία Ζ΄ Οἰκουμενική ἀναθεματίζει ὅσους δέν
καταδέχονται τίς εἰκονογραφίες τῶν προφητικῶν ὁράσεων, ἄν δικαιολογημένα δέν τίς
καταδέχονται; Ἤ γιατί μακαρίζει ὅσους τίς ἀποδέχονται ἄν κακῶς τίς ἀποδέχονται; Μήπως ἡ
ἁγία Σύνοδος ἀναθεματίζει ὅσους συμμορφώνονται μέ τήν 6 η Οἰκουμενική καί ἀντίθετα
μακαρίζει ὅσους ἀσεβοῦν πρός αὐτή, καί δέχονται εἰκόνες πού ἔχουν ληφθῆ ἀπό τίς
προφητικές ὀράσεις; Πάλι λοιπόν δικαιώνεται ὁ ἱερός Χρυσόστομος πού εἶπε: «Πανταχοῦ ἡ
πλάνη ἑαυτῇ περιπίπτει, καί τῇ ἀληθείᾳ ἄκουσα συνηγορεῖ»!

Ἀλλά στό σημεῖο τοῦτο παρεμβαίνει καί πάλι ὁ Ἱερ/χος Παντελεήμων, ὄχι βέβαια γιά νά
ἐκφράση λόγο «ἐν χάριτι ἅλατι ἠρτυμένον» (Κολασ. Δ΄ 6), ἀλλά γιά νά προσθέση
προφασιστικές σοφιστεῖες ἐπί τῶν προηγουμένων τοιούτων πού εἶπε. Γιά τήν ἀκρίβεια,
ἐμφανίζεται ὡς προβληματισμένος καί ρωτάει, γιατί οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, καί
ἄλλοι, ἀγωνίστηκαν νά στηρίξουν τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στήν ἀληθινή ἐνανθρώπηση
τοῦ Θεοῦ Λόγου. Κατά λέξη γράφει:
«Δέν θά μποροῦσαν (οἱ ἅγιοι Πατέρες) νά "ἀλλάξουν" τρόπο εἰκονίσεως (τοῦ Χριστοῦ)
καί ἀπό τήν εἰκόνιση πού βασίζεται στήν σάρκωση, - τήν πραγματική δηλαδή εἰκόνιση, - νά
"μεταπηδήσουν" στήν "συμβολική εἰκόνιση" (ὅπως κάνουμε ἐμεῖς ἀπό τό 1992 καί μετά)
θεμελιώνοντας ἔτσι τήν δυνατότητα εἰκονίσεως τοῦ Ἀνάρχου Πατρός (στίς προφητικές
ὁράσεις); Γιατί δέν εἰσέρχονται καθόλου σ’ αὐτή τή λογική; Δέν ξέρω ἄν θά βρῶ ἤ θά πάρω
ἀπάντηση σ’ αὐτά τά ἐρωτήματα» (σελ. 13 τῆς Ἐπιστολῆς του).

Ἀφοῦ λοιπόν εἴμαστε χρεωμένοι γιά ἀπάντηση, καί ἀφοῦ ἡ ἐπιστολή του δέν εἶναι πιά
προσωπική, καί ἀφοῦ ἔχει μεταφραστῆ καί σέ ξένη γλῶσσα, καί ἀφοῦ κυκλοφορεῖ σέ «σιντί»,
ἀπαντοῦμε ὑπενθυμίζοντάς του κάτι πού ὤφειλε νά μήν ξεχνάει.
Ἡ «λογική», ὅτι ὁ Θεός Πατήρ ζωγραφίζεται ἀκωλύτως καί ὀρθοδόξως ὡς Παλαιός τῶν
ἡμερῶν, βάσει τῶν προφητικῶν ὁράσεων δέν εἶναι καθόλου ὄψιμος! Δέν εἶναι ἐπινόηση τοῦ
ἔτους 1992, ὅπως ψευδῶς καί συκοφαντικά γράφει. Ἔχει παράδοση ἕνδεκα (11) περίπου
αἰώνων! Ὁ μεγάλος καί θαυματουργός, πρό τῆς κοιμήσεώς του, ἅγιος τῆς Ρωσίας
Μητροπολίτης τῆς Συνόδου τοῦ 1553 Μακάριος, ἀπευθυνόμενος στόν νεοεικονομάχο ντιάκ
Βισκοβάτυ εἶπε:
«Στό Ἅγιον Ὄρος ὑπάρχουν εἴκοσι μία Μονές καί μέσα σ’ ὅλες τίς ἅγιες Ἐκκλησίες τους
εἶναι ἀδύνατον νά μή δεῖς ζωγραφισμένη τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου Σαβαώθ ἤ τῆς
41
Ἁγίας Τριάδος . Στη χώρα μας, τήν Ρωσία, συμπεραίνει ὁ Μητροπολίτης, ἀπό τήν
ἐποχή πού φωτιστήκαμε ἀπό τό ἅγιο Βάπτισμα , οἱ ζωγράφοι δέν ἀναπαριστάνουν
τήν ἀόρατη θεότητα κατά τήν οὐσία Της, ἀλλά ζωγραφίζουν καί ἀναπαριστάνουν
σύμφωνα μέ τίς προφητικές ὀράσεις καί τά παλαιά ἑλληνικά πρότυπα » (Λεων.
Οὐσπένσκυ, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 373).
Λοιπόν, ἄς ὑπολογίση ὁ Παντελεήμων πόσοι αἰῶνες ἔχουν περάση ἀπό τότε πού
φωτίστηκαν οἱ Ρῶσοι, καί ἄς πάψει νά μιλάει γιά νέες «λογικές» τοῦ 1992, γιατί δέν τόν
ἀκούουν μόνον ἀγράμματοι βιοπαλαιστές, ἀλλά καί ὁ Θεός!

Ρωτάει: Δέν θά μποροῦσαν οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς «νά ἀλλάξουν τρόπο


εἰκονίσεως καί ἀπό τήν εἰκόνιση πού βασίζεται στη σάρκωση, νά μεταπηδήσουν στήν
συμβολική εἰκόνιση» τῶν προφητικῶν ὁράσεων;
Τό ἐρώτημά του εἶναι ἀπαραδέκτως ἀβασάνιστο, εἶναι ἐπιπόλαιο. Κατ’ ἀρχήν περιέχει σύν
τοῖς ἄλλοις καί διαστροφή, γιατί ἀναφέρεται στήν ἐν γένει «εἰκόνιση» καί τήν ἐμφανίζει ὡς
βασιζομένη στη σάρκωση, ἀφοῦ ἔχει δεχθῆ τήν πλάνη τοῦ Μαξίμου: «Ἄρα ἐκτός τῆς
Σαρκώσεως οὐδεμία εἰκόνισις». Οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν ἐστήριξαν πάσαν εἰκόνα στήν
σάρκωση, ἀλλά μόνον τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ! Καί δέν ὑπῆρχε τότε ζήτημα, ἀπό τούς
εἰκονομάχους, γιά τήν δυνατότητα ἤ μή τῆς εἰκονίσεως τοῦ Πατρός, βάσει τῶν προφητικῶν
ὁράσεων! Μήπως νομίζει πώς ἔπρεπε, οἱ ἅγιοι, νά ἀνοίξουν μέ τούς εἰκονομάχους καί ἄλλα
περισσότερα μέτωπα; Κατά δεύτερον, τό ἐρώτημα εἶναι ἐπιπόλαιο, διότι, ἐάν οἱ Πατέρες
ἐπιχειροῦσαν νά στηρίξουν τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στίς προφητικές ὁράσεις, εἰς τίς ὀποῖες ὁ
Θεός Λόγος φαινόνταν μέ ὁμοίωμα ἀνθρώπου, «ὡς Υἱός ἀνθρώπου», τότε θά παραδεχώνταν
στήν πράξη, πώς ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δέν ἔγινε κατ’ ἀλήθεια, ἀλλά κατά φαντασία!
Δηλαδή οἱ ἅγιοι μέ αὐτό θά δικαίωναν πανηγυρικά τούς Δοκητιστές καί φαντασιαστές
εἰκονομάχους! Δέν καταλαβαίνει ἄρα ὁ Παντελεήμων αὐτά τά τόσο ἁπλά νοήματα; Δέν βλέπει
πώς οἱ ἅγιοι, προκειμένου νά ἀναιρέσουν τήν αἵρεση τοῦ Δοκητισμοῦ, τονίζουν τήν ἀλήθεια
καί γράφουν εἰς τόν Ὅρον τῆς 7ης, ὅτι ἡ περί τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ εἰκονογραφία
γίνεται «πρός πίστωσιν τῆς ἀληθινῆς καί οὐ κατά φαντασίαν τοῦ Θεοῦ Λόγου
ἐνανθρωπήσεως»; Δέν ἀκούει τήν Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας πού ψάλλει: «Σαρκός τό
ἐκτύπωμα ἀναστηλοῦντες σου Κύριε, σχετικῶς ἀσπαζόμεθα, τό μέγα μυστήριον, τῆς
οἰκονομίας τῆς σῆς ἐκδηλοῦντες· οὐ γάρ δοκήσει, ὡς φασίν, οἱ θεομάχοι παῖδες τοῦ
Μάνεντος, ἡμῖν ὤφθης φιλάνθρωπε, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί φύσει σαρκός;».

Γιά τό ἴδιο θέμα ἐπιμένει καί γράφει πάλι: «Ἄν τό περιεχόμενο τῶν προφητικῶν ὁράσεων
ἐδικαίωνε τήν εἰκόνιση τοῦ Θεοῦ, δέν νομίζω ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός θά
μιλοῦσε τόσο ξεκάθαρα ὅτι: "Πάλαι μέν ὁ Θεός ὁ ἀσώματός τε καί ἀσχημάτιστος οὐδαμῶς
εἰκονίζετο, νῦν δέ σαρκί ὀφθέντος Θεοῦ καί τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφέντος εἰκονίζω
Θεοῦ τό ὁρώμενον"» (Ε.Π.Ε. 3ος σελ. 32, Βλεπ. Ἐπιστ. Παντελεήμονος, σελ. 17).
Ἀλλά, καθώς βλέπουμε καί ἐδῶ, συνεχίζεται τό ἴδιο λάθος, δηλαδή ὁ ἀδόκιμος νοῦς (Ρωμ.
Α΄ 28) τοῦ Παντελεήμονος ἐξάγει ἐσφαλμένα συμπεράσματα. Αὐτό συμβαίνει γιατί δέν
λαμβάνει υπόψιν του τόν σκοπόν τοῦ ἁγίου, καί δέν μελετάει τό πνεῦμα τῶν ἑκάστοτε
διατυπωθέντων ἁγιοπατερικῶν λόγων. Ἄν ζοῦσε στόν κόσμο σήμερα ὁ ἱερός Δαμασκηνός θά
ἔλεγε γιά τήν ἀπειρία τοῦ Παντελεήμονος: «Ἀδελφοί, ὄντως πλανῶνται οἱ μή εἰδότες ὡς "τό
γράμμα ἀποκτένει τό δέ πνεῦμα ζωοποιεῖ" οἱ μή ἐρευνῶντες τό ὑπό τῷ γράμμᾳ
κεκρυμένον πνεῦμα » (Ἰ. Δαμασκηνοῦ Ε.Π.Ε. 3ος σελ. 206).

Ποῖος εἶναι ἐδῶ ὁ σκοπός τοῦ Ἁγίου; Νά ἀναιρέση τούς εἰκονομάχους τῆς ἐποχῆς του,
ἐκείνους πού στηριζόνταν σέ Μονοφυσιτική αἵρεση καί ἔλεγαν, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός καί
συνεπῶς δέν πρέπει νά εἰκονίζεται. Σ’ αὐτούς ὁ ἅγιος ἀπαντάει: Ἐγώ «εἰκονίζω Θεοῦ τό
42
ὁρώμενον», δέν εἰκονίζω τήν ἀόρατον θείαν φύσιν Αὐτοῦ. Ἄλλωστε καί εἰς ἄλλο μέρος λέγει ὁ
ἅγιος: «Διό θαρρῶν εἰκονίζω Θεόν τόν ἀόρατον οὐχ ὡς ἀόρατον, ἀλλά ὡς ὁρατόν δι’ ἡμᾶς
γενόμενον ἐν μεθέξει σαρκός καί αἵματος. Οὐ τήν ἀόρατον εἰκονίζω θεότητα, ἀλλά εἰκονίζω
Θεοῦ τήν ὁραθεῖσα σάρκα» (ἔνθ’ ἀνωτέρω, σελ. 206). Καί πάλι λέγει ὁ ἴδιος: «Ἰουδαῖοιςμέν οὖν
διά τό πρός εἰδωλολατρείαν εὐόλισθον ταῦτα νενομοθέτητο, ἡμεῖς δέ, θεολογικῶς εἰπεῖν, οἷς
ἐδόθη φυγοῦσι τήν δεισιδαίμονα πλάνην… λαβόντες τήν διακριτικήν ἕξιν παρά Θεοῦ
καί εἰδότες, τί τό εἰκονιζόμενον καί τί τό μή εἰκόνι περιγραφόμενον …» (Αὐτόθι,
σελ. 210).
Χρειάζεται λοιπόν πολύ σοφία γιά νά καταλάβει κάποιος πώς σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ
ἰεροῦ Δαμασκηνοῦ, μοροῦμε καί ἐμεῖς σήμερα νά απαντήσουμε στούς νεοεικονομάχους. Δέν
εἰκονίζουμε τήν ἀόρατη θεότητα τοῦ Ἀνάρχου Πατρός, ἀλλά εἰκονίζουμε Θεοῦ τήν ἐνέργεια
καί συγκατάβαση, ὅπως ἐφάνηκε στόν προφήτη Δανιήλ ὁ Θεός Πατήρ, τόν ὁποῖον ὁ προφήτης
περιέγραψε ὡς ἄνθρωπον, Παλαιόν τῶν ἡμερῶν! Μποροῦμε νά ποῦμε καί ἐμεῖς: θαρρῶν
εἰκονίζω θεόν τόν ἀόρατον (Πατέρα) «οὐχ ὡς ἀόρατον» ἀλλά ως αὐτός ὡμοιώθηκε
ἔμπροσθεν τοῦ Δανιήλ ὥστε νά μπορέση νά δῆ τήν θεία ἐνέργεια, ἀφοῦ εἶναι ἀδύνατον νά δῆ
ἄνθρωπος τήν θεία φύση! Τέλος, μποροῦμε νά ποῦμε καί ἐμεῖς σήμερα: «Λαβόντες τήν
διακριτικήν ἕξιν παρά Θεοῦ, γνωρίζομεν τί εἰκονίζεται καί τί δέν περιγράφεται σέ εἰκόνα»
καί αὐτό πού δέν περιγράφεται εἶναι ΜΟΝΟΝ ἡ θεϊκή φύση καί οὐσία!

Εἶναι δυνατόν, νά ἀπορρίπτη ὁ ἱερός Δαμασκηνός τήν εἰκόνιση τῶν προφητικῶν ὁράσεων,
ὅταν ἔχη διδάξει: «Τέταρτος τρόπος, καθ’ ὅν προσκυνοῦνται αἱ εἰκόνες αἱ ὁφθεῖσαι τοῖς
προφῆταις (ἐν εἰκονικῇ γάρ ὁράσει εἶδον Θεόν)…» (Αὐτόθι, σελ. 252).
Καί πάλι: «…εἰδέναι χρή, ὡς ἀνθρώπους ὄντας ἠμᾶς καί τό παχύ τοῦτο σαρκίον
περικειμένους τάς θείας καί ὑψηλάς καί ἀΰλους τῆς θεότητος ἐνεργείας νοεῖν ἤ λέγειν
ἀδύνατον, εἰ μή εἰκόσι καί τύποις καί συμβόλοις τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρησαίμεθα …»
(Ἰ. Δαμασκηνός Ε.Π.Ε. 1ος σελ. 192).
Καί πάλι: «Οἴδαμεν οὖν, ὅτι οὔτε Θεοῦ οὔτε ἀγγέλου οὔτε ψυχῆς οὔτε δαίμονος δυνατόν
θεαθεῖναι φύσιν, ἀλλ’ ἐν μετασχηματισμῷ τινί θεωροῦνται ταῦτα ... ἵνα μή ἐν παντελῆ
ἄγνοια ὦμεν Θεοῦ καί ἀσωμάτων κτισμάτων» (Ι. Δαμασκηνός, Ε.Π.Ε. 3ος, σελ. 236).

Ἀποροῦμε μέ τήν τόσο ἀπότομη ἀλλαγή τοῦ Παντελεήμονος κατά τό φρόνημα, ἀλλά καί
μέ τήν σφοδρή ἐπίθεσή του κατά ἱερῶν εἰκόνων, μέ τίς ὀποῖες ἐμεγάλωσε! Ἀποροῦμε καί
ἀναζητοῦμε τό βαθύτερο αἴτιο αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς του, γιατί ἔφτασε στό σημεῖο νά μήν δέχεται
τήν θεοπαράδοτη εἰκονογραφία τῆς Π. Διαθήκης. Συμβαίνουν σ’ αὐτόν ἀπίστευτα καί παρά-
δοξα πράγματα, γιατί ἔφτασε στό σημεῖο νά διακηρύττει πώς πρίν ἀπό τήν σάρκωση τοῦ Θεοῦ
Λόγου ἀπαγόρευε ὁ Θεός νά γίνεται ὁποιαδήποτε εἰκόνα, ἐπικαλούμενος τό ἴδιο χωρίο τῆς
Ἁγίας Γραφῆς, πού ἐπικαλοῦνται καί οἱ Γιαχωβάδες: «Οὐ ποιήσεις σευτῷ γλυπτόν, οὐδέ πᾶν
ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ καί ὅσα ἐν τῇ γῇ», ὅπως τό γράφει στήν σελίδα 27 τῆς
ἐπιστολῆς του. Τό γεγονός ὅτι ἡ σκηνή τοῦ Μαρτυρίου καί ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντο ἦταν
κατάμεστα ἀπό εἰκονικές παραστάσεις τό παραβλέπει ἀσεβῶς!
Ἀλλ’ ἐπειδή ἐγνώριζε πώς θά κατηγορηθῆ γι’ αὐτό τό ψεῦδος, ἐμηχανεύθηκε ἄλλη μέθοδο,
καί ἐξήγησε πώς ὅλα ἐκεῖνα πού εἶχε ἡ σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, τά ἱερά σκεύη, τά χερουβίμ
δόξης, τόν χαλκοῦν ὄφιν κ.λπ., ὅλα αὐτά εἶπε «δέν ἔχουν δική τους ἀξία, ἀλλά παίρνουν ἀξία
καί σημασία ἀπό τόν "προτυπούμενο" σ’ αὐτά "πάλαι σκιωδῶς" ὁ ὁποῖος "νῦν
ἀναφανδόν" φανερώθηκε…» (σελίς 36 τῆς Ἐπιστολῆς του).

Δυστυχῶς, ἐδῶ ἀσκεῖ συνειδητά φαρισαϊκή δημοκοπία. Ἐδῶ ἐπικαλεῖται μία μεγάλη
ἀλήθεια γιά νά περάση ὅμως στούς ἁπλοϊκούς, μαζί μ’ αὐτή, ἕνα μεγάλο ψέμμα τυλιγμένο μέ
τό χρυσόχαρτο τῆς ἀλήθειας! Λέγει πώς τά εἰκονιζόμενα ἅγια στη σκηνή τοῦ Μαρτυρίου δέν
43
εἶχαν δική τους ἀξία ἀλλά ἔπαιρναν ἀπό τόν προτυπούμενο σ’ αὐτά Θεόν Λόγον. Αὐτό εἶναι
ἀλήθεια, ἀλλά σέ τί μπορεῖ νά μειώση τήν ἀξία πού εἶχε, γιά ἐκείνη τήν ἐποχή, ἡ εἰκονογραφία
τῆς Π. Διαθήκης; Μήπως καί σήμερα δέν συμβαίνει τό ἴδιο; Μήπως οἱ τοῖχοι καί τά σανίδια,
πάνω στά ὁποῖα εἰκονίζουμε τά ἅγια, ἔχουν ἀφ’ ἐαυτῶν δική τους ἀξία καί θαυματουργική
δύναμη; Μήπως καί σήμερα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἐκείνη πού ἐνεργεῖ δι’ αὐτῶν; Τί σχέση
ἔχει αὐτή ἡ ἀλήθεια μέ τό προηγούμενο ψεῦδος πού εἶπε, ὅτι δηλαδή πρίν ἀπό τήν σάρκωση
τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ Θεός ἀπαγόρευε νά γίνονται εἰκόνες;
Οὐδεμία σχέση ἔχει τό ἕνα μέ τό ἄλλο, καί τό ξέρει, ἀλλά χρησιμοποιεῖ ἐνσυνειδήτως
ἀνόητα ὅσο καί ἀθέμιτα μέσα, γιά νά δικαιώση τά σαθρά: «Ἄρα ἐκτός τῆς σαρκώσεως
οὐδεμία εἰκόνισις», ἄρα δέν μποροῦμε νά ἔχουμε εἰκόνα τοῦ ἄσαρκου Ἀνάρχου Πατρός, ἄρα
δέν μποροῦμε νά ἔχουμε εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος!

Πλήν, γιά ὅλους τούς νεοεικονομάχους, ἀπό τόν Βισκοβάτυ μέχρι καί τόν Παντελεήμονα,
ἰσχύει ἡ παρατήρηση τῶν Πατέρων τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου: «Ἡ τῆς ἀληθείας ἀπόπτωσις, νοῦ
καί φρενός ἔστι τύφλωσις» «Ἐκ ψεύδους ἀρξάμενοι, καί δι’ ὅλης αὐτῶν ταύτης τῆς
νεωτεροποιοῦ καινοφωνίας, εἰς ψεῦδος κατέληξαν οἱ Χριστιανοκατήγοροι»!

ΑΔΙΑΣΕΙΣΤΟΣ Η ΒΑΣΗ
ΤΗΣ ΕΠ’ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΕΙΚΟΝΟΣ

Καθώς ἤδη εἴπαμε, ἡ ἐν λόγω ἰ. Εἰκόνα «Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ» δέν ἀναφέρεται ἄμεσα στόν
Ὅρο Πίστεως τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, κθως δέν ἀναφέρονται καί ἄλλες, ὅπως τῆς Ἀναστάσεως
τῶν νεκρῶν, τῆς δευτέρας παρουσίας, σκηνές τῆς ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως, τῆς θυσίας τοῦ
Ἀβραάμ, τοῦ Ἄβελ καί τοῦ Μελχισεδέκ, τῆς ἐξορίας τῶν Πρωτοπλάστων ἐκ τοῦ Παραδείσου
κ.λπ., ἀλλά ὑπάχουν στήν ὀρθόδοξον εἰκονογραφία καί κανένας δέν τίς ἀμφισβήτησε ποτέ,
πλήν των εἰκονομάχων!

Ἡ συγκεκριμένη λοιπόν εἰκόνα στηρίζεται γερά καί ἀδιάσειστα ἐπάνω σέ θετικά δι’ αὐτήν
ἐρείσματα τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου. Δηλαδή, εἰς τήν πέραν πάσης ἀμφιβολίας εἰκόνιση τῶν
προφητικῶν ὁράσεων, πού ἀφορᾶ τό ἀόρατο καί ἀσώματο πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Πατρός. Εἰς τό
γεγονός ὅτι ἐπί τῶν ἡμερῶν τῆς ἁγίας Συνόδου ὑπῆρχε ἡ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
ἱερή εἰκόνα τῆς περιστερᾶς, ἡ ἀναφερομένη ρητῶς εἰς τά πρακτικά της ὡς ἁγία εἰκόνα, ὑπέρ
τῆς ὁποίας ἔγινε ἰδιαίτερη συζήτηση ὑπό τῶν Πατέρων καί ἡ ὑπόθεση κατέληξε μέ
ἀναθεματισμό κατά τῶν εἰκονομάχων πού δέν τήν ἐδέχοντο. Καί τέλος, στηρίζεται εἰς τήν
εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία βεβαιώνει τό μυστήριον τῆς ἀληθινῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ
Λόγου. Μαζί δέ καί τά τρία αὐτά θετικά ἁγιοπατερικά ἐρείσματα, τά εὑρισκόμενα εἰς τήν ἁγία
Ζ΄ Οἰκ. Σύνοδο, καθιστοῦν ὀρθοδοξοτάτην τήν σύνθεση τῆς ἱερᾶς αὐτῆς εἰκόνος, ἡ ὁποία,
ἐκτός τῶν ἄλλων, βεβαιώνει καί τήν δογματικήν διδασκαλία τῶν Ὀρθοδόξων, περί ὑπάρξεως
τριῶν θείων προσώπων τῆς μιᾶς Θεότητος, καί ἔτσι ἀναιρεῖται θαυμάσια ἡ αἵρεση τοῦ
Σαβελλίου ἡ ὁποία καταργοῦσε τό Τριαδικόν μέ τήν λεγομένη «συναλοιφή» τῶν τριῶν θείων
προσώπων. Ἄξιον δέ ἰδιαιτέρας προσοχῆς εἶναι ἐκεῖνο πού ἔχει πῆ ὁ ἅγιος Ἐπιφάνειος, κατά
τόν ὁποῖον ἡ ἐμφάνιση τοῦ ἁγίου Πνεύματος στόν Ἰορδάνη, «ἐν ἰδίᾳ ὑποστάσει», ἐγένετο
πρός ἀναίρεση τῆς «συναλοιφῆς». Λέγει ὁ ἅγιος:
«Ἀνελθών (ὁ Χριστός) ἀπό τοῦ Ἰορδάνου, ἀκούων φωνήν Πατρός εἰς ἀκοήν παρόντων
μαθητῶν, εἰς τό ὑποδεῖξαι τίς ὁ μαρτυρούμενος, καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν εἴδει
περιστερᾶς κατερχομένου, καθάπερ ἐν πολλαῖς αἱρέσεις εἰρήκαμεν, ἵνα μή συναλοιφή ἡ
Τριάς νομισθείη, σχηματοποιουμένου τοῦ Πνεύματος ἐν ἰδίᾳ ὑποστάσει …» (Ἄγ.
44
Ἐπιφ. Κύπρου, P.G. 42, σελ. 813). Αὐτό τό τόνισε ὁ ἅγιος πολλές φορές, λέγει ὁ ἴδιος, καθώς ἔκανε
ἀναιρέσεις σέ πολλές αἱρέσεις!

Διά τοῦτο καί ἡ Ἐκκλησία ψάλλει: «Τριάδος ἡ φανέρωσις ἐν Ἰορδάνη γέγονεν. Αὕτη γάρ
ὑπέρθεος φύσις. Ὁ Πατήρ ἐφώνησεν· Οὗτος ὁ βαπτιζόμενος, Υἱός ὁ ἀγαπητός μου, τό
Πνεῦμα συμπαρῆν τῷ ὁμοίῳ…» (ἐκ τῆς Ὑμνολ. τῶν Θεοφανείων).
Ὅθεν ἡ εἰκόνα, ἡ μαρτυροῦσα ἐναργῶς τά τρία πρόσωπα τῆς μιᾶς θεότητος, ἔχει ὡς στερεά
βάση της, ἐκτός ἀπό τήν διδασκαλία τῆς ἁγίας Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου καί τήν ἐκκλησιαστική ἀνάγκη
νά ὑπάρχει διά τόν ἀντιαιρετικόν σκοπόν παντός τύπου ἀντιτριαδικῆς θεωρίας καί αἱρέσεως
Ἰουδαϊζόντων, καί πάσης ἄλλης ἀντιχρίστου διδασκαλίας χιλιαστῶν, Ἰεχωβάδων κ.λπ.!
Πέραν δέ ὅλων τούτων, ἡ εἰκόνα τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος στηρίζεται καί
στήν Ρωσική Σύνοδο τοῦ 1553, ἡ ὁποία, μέ πρωταγωνιστήν τόν θαυματουργόν ἅγιον
Μακάριον, τόν Μητροπολίτην τῆς Συνόδου καί πασῶν τῶν Ρωσιῶν, ἀνακηρύχθηκε εἰκόνα
τῶν Ὀρθοδόξων, μέ παράδοση τουλάχιστον ἀπό τόν δέκατον αἰῶνα, ὡς καί πάλι εἴπαμε. Ἡ δέ
Σύνοδος, διά στόματος τοῦ Μητροπολίτου αὐτῆς Μακαρίου, οὐσιαστικά κατοχύρωσε τήν
εἰκόνα πέρα ἀπό τήν παράδοση καί ἐπί τῆς διδασκαλίας τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου καί
συγκεκριμένα εἰς τήν εἰκόνιση τῶν προφητικῶν ὀράσεων. Ὁ Μητροπολίτης αὐτῆς ἐτόνισε πώς
οἱ Ὀρθόδοξοι ἁγιογράφοι δέν ἀναπαριστάνουν τόν Θεό κατά τήν οὐσίαν Του, ἀλλά σύμφωνα
μέ τά ὁράματα. Τόν ζωγραφίζουν εἶπε «ἔτσι ὅπως τόν εἶδαν οἱ ἅγιοι Προφῆτες καί Πατέρες».
Ὁ ἴδιος δέ κατέκρινε τόν Βισκοβάτυ, ὁ ὁποῖος παράβλεπε τό γεγονός ὅτι στόν Ὅρο τῆς Ζ΄
Οἰκουμενικῆς ἀναγράφονται οἱ εἰκόνες τῶν ἁγίων ἀσωμάτων Ἀγγέλων. Ὁ Βισκοβάτυ δηλαδή
παράβλεπε σκόπιμα, τό γεγονός πού ἀναιρεῖ τό σαθρό νεοεικονομοαχικό δόγμα, ὅτι ὁ
ἀσώματος Θεός Πατήρ δέν μπορεῖ ἐπ’ οὐδενί νά παριστάνεται, ἀφοῦ οἱ ἀσώματοι δέν
εἰκονίζονται (Πρβλ. Λεων. Οὐσπένσκυ, ἔνθ’ ἀνωτέρω, σελ. 375.382).

Ἡ δέ προβαλλομένη ὑπό τῶν νεοεικονομάχων ἑπόμενη Ρωσική Σύνοδος τοῦ 1666, ἡ ὁποία
ἀντινομοθέτησε καί ἀπεφάσισε τήν κατάργηση τῆς τοιαύτης εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος,
κατάρρευσε πάραυτα ὡς παράνομος, ὡς ἐναντιουμένη εἰς τήν παράδοση καί προπαντός ὡς
ἀπορριπτομένη ἀπό τό καθολικόν Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἴσχυσε δηλαδή δι’
αὐτήν ὁ λόγος τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 1848 πού διακήρυξε: «Ὁ φύλαξ τῆς
Ὀρθοδοξίας, τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τουτέστι ὁ λαός αὐτός ἐστι».

Αὐτό τό θανατηφόρο ράπισμα τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας κατά τῆς παρανόμου
ἀποφάσεως τῆς Συνόδου τοῦ 1666, δέν τό ἀπέκρυψε οὔτε αὐτός ἀκόμα ὁ ὑπερασπιστής τῶν
κακοδοξιῶν τοῦ Βισκοβάτυ Λεων. Οὐσπένσκυ, ὁ ὁποῖος ἔχει ὁμολογήσει τήν ἧττα τῆς
συγκεκριμένης ἀποφάσεως. Στό προμνημονευθέν βιβλίο του διαβάζουμε:
«"Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός", λέει ὁ Ἀρχιπρεσβύτερος Σέργιος Μπουλγκανώφ, "…
χωρίς νά προβλέπεται ἀπό ἄμεση ἀπόφαση τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔχει ὡστόσο
νομιμοποιηθεῖ ἀπό τήν συνήθεια πού ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχτηκε"». Καί ὁμολογεῖ ὁ
Οὐσπένσκυ: «Αὐτή ἡ "νομιμοποίηση" ἀπό συνήθεια ἔχει παρουσιάσει μιά τέτοια
ἀντίσταση, ὥστε, παρά τήν ἀπόφαση τῆς μεγάλης Συνόδου τῆς Μόσχας (= τοῦ 1666)
ἐσυναντᾶτο ἀκόμη καί πρόσφατα σέ ἐπίσημα ἔγγραφα ἀπευθυνόμενα στόν κλῆρο… ἡ
ἀπόφασή της δέν ἐμπόδισε οὔτε τή διάδοση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ Πατρός οὔτε
τή θεωρητική της δικαιολόγηση » … «Παρά τήν κατηγορηματική ἀπαγόρευση τῆς
Μεγάλης Συνόδου τῆς Μόσχας, οἱ παραστάσεις τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὄχι μόνον συνέχισαν
νά πολλαπλασιάζωνται , ἀλλά μέ τόν καιρό βάλθηκαν νά τίς δικαιολογοῦν ἔξω ἀπό
προφητικά ὁράματα…» (Λ. Οὐσπένσκυ, «Ἡ Θεολ. τῆς Εἰκόνας», σελ. 465-467. 482).
45
Ἀκόμα, σ’ αὐτό τό βιβλίο σχολιάζεται τό ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ ἁγίου Μακαρίου τῆς
Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι ἁγιογράφοι «ζωγραφίζουν τόν Κύριο Σαβαώθ, ἔτσι
ὅπως τόν εἶδαν οἱ ἅγιοι προφῆτες». Ὁμολογεῖται δέ ὄτι:
«Αὐτό τό ἐπιχείρημα τοῦ Μητροπολίτη ὑπῆρξε τόσο ἀδιάσειστο, πού ἐξακολουθεῖ νά
ὑπάρχει δικαίως στήν ἐπιχειρηματολογία ὅλων ὅσων ὑποστηρίζουν τήν
ἀπεικόνιση τοῦ Θεοῦ Πατρός μέχρι τίς ἡμέρες μας, δέν ἔχασε καθόλου ἀπό
τήν ἀξία του »! (Αὐτόθι, σελ. 375).

Πράγματι, τό ὀρθόδοξο αὐτό ἐπιχείρημα δέν ἔχασε καθόλου τήν ἀξία του οὔτε θά τήν χάση
ποτέ, γιατί πηγάζει ἀπό τήν ἀλήθεια πού τήν ἐκήρυξαν χείλη ἁγίων Χρυσοστόμων Ἱεραρχῶν,
καί ἀπό τήν συνείδηση τοῦ Σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τό ὀρθόδοξο λαϊκό στοιχεῖο,
ἡ Ἱεραρχία τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας καί γενικῶς τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, δέν θά γίνη ποτέ
ἀδύνατο καί παθητικό στοιχεῖο στη διάθεση τῶν ἑκάστοτε καινοτόμων! Τό εὐσεβές πλήρωμα
τῆς Ἐκκλησίας δέν θά ἀπωλέση ποτέ τό κριτήριο ἐκεῖνο τοῦ χαρίσματος πού ἔλαβε ἀπό τόν
Θεό, νά διακρίνη μεταξύ ψευδοῦς καί ἀληθοῦς διδασκαλίας καί θά διαχωρίζη τίς πράγματι
θεοπνεύστους ἀποφάσεις τῶν Συνόδων ἀπό τίς ψευδοσυνόδους τοῦ τύπου τοῦ 1666! Ἔτσι, ἡ
εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος θά συνεχίση νά κάνη τό ἴδιο διαχρονικό θαῦμα της καί ὅσο πιό πολύ
πολεμεῖται ἀπό τούς ἀνοήτους νεοεικονομάχους, τόσο θά πληθαίνει καί θά βασιλεύει στούς
ναούς καί στά σπίτια τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν! Ὅσο πιό πολύ θά ἀγωνίζωνται νά
σπιλώσουν τήν ὀρθόδοξον προέλευση καί ὑπόστασίν της, τόσο περισσότερο ἐκεῖνοι θά
ταπεινώνονται καί θά πέφτουν στη συνείδηση τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκλησίας!
Γιά μᾶς, ἡ δειλία πού διακατέχει τούς νεοεικονομάχους, καί δέν τολμοῦν νά ἀφαιρέσουν
δυναμικά ἀπό τούς ναούς πού λειτουργοῦν τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τήν ὁποία πολεμοῦν
μέ τίς πολλές ἀνυπόστατες κατηγορίες πού εἴδαμε, εἶναι ἕνα μεγάλο ὁλοφάνερο θαῦμα!
Δειλιάζουν καί ἀναγκάζονται νά ὑποκρίνωνται καί νά προσκυνοῦν ἀναγκαστικά εἰκόνες πού
τίς θεωροῦν παπικές-αἱρετικές, πού τίς θεωροῦν εἴδωλα! Καί αὐτό τό κάνουν, ἀφοῦ διαβάζουν
στά πρόσωπα, ἀκόμα καί αὐτῶν πού δέν τούς ἔχουν ἀποκηρύξει (ἐμποδιζόμενοι ἀπό πάθη καί
προσωπολατρεῖες) τήν ἀταλάντευτη καί ἀδιαπραγμάτευτη ἀπόφασή των, νά μείνουν ψηλά στη
θέση τους οἱ εἰκόνες τῆς Ἁγίας Τριάδας καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ τάφου, τίς
ὀποῖες παρέλαβαν ἀπό τούς Πατέρες των!

Μέ τήν πίστη λοιπόν ὅτι ἠ Εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά καί τῆς τριημέρου
Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ Τάφου, δέν θά ἀφήσουν νά «προκόψουν ἐπί πλεῖον» σέ
ἀσέβεια καί ἀμετανοησία οἱ πολεμοῦντες αὐτάς καί ταυτόχρονα τήν ἑνότητα καί τήν εἰρήνη
τῶν πιστῶν πρός ὠφέλεια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά σύντομα «ἡ ἄνοια αὐτῶν» (Β΄ Τιμόθ. Γ΄ 9)
θά γίνη ὁλοφάνερη εἰς ὅλους, ἀκόμα καί στούς φανατικούς προσωπολάτρες ὀπαδούς των,
παραδίδουμε καί τήν παρούσα ταπεινή ἐργασία μας στά χέρια παντός ἐνδιαφερομένου γιά
ἀλήθεια καί Ὀρθοδοξία. Ἐπί τούτοις διατελοῦμεν εὐχόμενοι ὅπως ὁ Θεός φωτίση αὐτούς, καί
πρῶτα τόν Ἱερ/χο Παντελεήμονα, εἰς τήν ἐπιστολήν τοῦ ὁποίου ἀπαντήσαμε καθηκόντως, ἵνα
«μή ἐπιμείνωσι τῇ απιστίᾳ, ἀλλά ἐγκεντρισθήσονται τῇ ἰδίᾳ ἐλαίᾳ, ἐκ τῆς ὁποίας
ἐξεκλάσθησαν» (Ρωμ. ΙΑ΄ 20-24).

Ὁ ἐλάχιστος τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν

Λάμπρος Δ. Κτενᾶς
46

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΤΟ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΗΘΙΚΗΣ
ΤΩΝ ΝΕΟΕΙΚΟΝΟΜΑΧΩΝ
Κατά τήν ἐξέταση τῶν Ἑπτά κεφαλαίων τοῦ παρόντος ἀπεδείχθη πώς ἡ διαστροφική
διάθεση καί προσπάθεια τῶν νεοεικονομάχων, νά παραποιήσουν τήν διδασκαλία τῆς ἁγίας Ζ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τό θεολογικό σκέλος τῆς περί τῶν ἱερῶν εἰκόνων
ὑποθέσεως, εἶναι γεγονός βεβαιωμένον διά πολλῶν τεκμηρίων. Ὅμως, ταυτόχρονα, οἱ
ἀθεόφοβοι αὐτοί ἔχουν προσβάλει μαζί μέ τό περί εἰκονογραφίας δόγμα καί τόν ἠθικόν νόμον
τοῦ Εὐαγγελίου. Δηλαδή τά εὐαγγελικά: «οὐ ψευδομαρτυρήσεις», «μή ψεύδεσθαι εἰς
ἀλλήλους», «ἔστω δέ ὁ λόγος ὑμῶν ναί ναί, οὔ οὔ», «μηδένα συκοφαντήσητε μηδένα
διασείσητε» ἔπαψαν νά ἀποτελοῦν γι’ αὐτούς τό πηδάλιο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς! Αὐτοί ἔχουν
μορφώση δικό τους σύστημα ἠθικῆς, ἀντιευαγγελικό δυστυχῶς, καί οὕτως ἀπώλεσαν τήν
παρθενία τῆς ψυχῆς, δηλαδή δέν ἔχουν ἄψογα παρθένα χρηστά χριστιανικά ἤθη. Τό δικό τους
σύστημα στηρίζεται καθαρά στόν «μακιαβελισμό», δηλαδή στήν ἐπιδίωξη τῆς ἐπιτυχίας τοῦ
σκοποῦ τους ἄνευ οὐδενός ἠθικοῦ φραγμοῦ, καί ἐξηγούμεθα:
Ἐνῶ τά πάντα στήν Ἐκκλησία μέχρι τό 1990 ἦταν καλά καί Ὀρθόδοξα, ὅλοι δέ ἐμεῖς, οἱ
Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, κλῆρος καί λαός, εἴχαμε στραμμένα τά ὅμματα πρός τούς
ἀγωνιστές τοῦ 1924, ἐπί κεφαλῆς τῶν ὁποίων γιά μᾶς ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μέ ὁρατή κεφαλή
τόν πρῶτο Ἀρχιεπίσκοπό μας Ματθαῖο Καρπαθάκη, καί ἀπό αὐτούς ἀντλούσαμε πίστη,
δύναμη καί ἀνυποχώρητη ἀγωνιστικότητα, ξαφνικά οἱ ἀγωνιστές ἐκεῖνοι, ὁ ἅγιος
Ἀρχιεπίσκοπός μας Ματθαῖος καί οἱ κανονικοί διάδοχοί του Ἀρχιερεῖς, κατηγορήθηκαν ἀπό
τούς ἐμφανισθέντες τότε στόν χῶρο μας νεοεικονομάχους ἐμμέσως πλήν σαφῶς ὡς
κακόδοξοι, «αἱρετικοί Φράγκοι», «μορφοποιητές τῆς ἀοράτου θεότητος», «εἰδωλολάτρες».

Τό 1990 ἐκυκλοφόρησαν «θεολογικές» ἐργασίες τους, μέ τίς ὁποῖες ἐμφάνιζαν τήν εἰκόνα
τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία ἦταν τό σύμβολο καί ἡ σημαία τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1924, ὡς
εἰκόνα αἱρετική, καθώς ἐπίσης καί τήν εἰκόνα τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ
Τάφου. Ὑπῆρξε δέ καί ὑπάρχει πεῖσμα σατανικό ἐκ μέρους τους νά τίς κατεβάσουν ἀπό τήν
τιμητική θέση τῶν Ναῶν εἰς τήν ὁποία ὑπάρχουν καί ἔχουν σεβαστή παράδοση αἰώνων, ὡς
εἴδαμε. Ἔκτοτε, διά τόν λόγον αὐτόν καί μόνον αὐτόν, ἄρχισαν οἱ ἔριδες καί ὁ διχασμός
μεταξύ τῶν Ἀρχιερέων, πέντε ἐκ ἐκ τῶν ὁποίων ἐτέθηκαν εἰς τό στόχαστο τῶν
νεοεικονομάχων ἐπειδή ἀντιστάθηκαν εἰς τό κίνημα, οἱ δέ ὑπόλοιποι τρεῖς, δηλαδή ὁ Ἀρχ/πος
Ἀνδρέας μετά τῶν Πειραιῶς Νικολάου καί Ἀργολίδος Παχωμίου τελικά ὑποχώρησαν ἐνόχως.
Ἔτσι, ἀπό το 1994 καί ἐν συνεχεία δημιουργήθηκε σχῖσμα μεταξύ τῶν Ἀρχιερέων, ἀλλά καί
τοῦ λαοῦ, τό ὀποῖον ὁριστικοποιήθηκε τήν ἄνοιξη τοῦ ἑπομένου ἔτους. Αἴτιοι δέ αὐτοῦ ἦταν
ἀποκλειστικά ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μετά τῶν ἄλλων δύο, Πειραιῶς καί Ἀργολίδος, οἱ ὁποῖοι
ἐκάλυπταν τούς νεοεικονομάχους, ἀλλά καί γινόνταν φερέφωνα αὐτῶν, πού μετέδιδαν
ἀνυπόστατες καί θεομίσητες κατηγορίες κατά τῶν ὑπολοίπων πέντε Ἀρχιερέων.
Τίς ἡμέρες ἐκείνες ἀκούστηκαν καί δημοσιεύθηκαν ἀπό τήν πλευρά τῶν τριῶν,
τερατολογικά μυθεύματα καί χονδροειδῆ συκοφαντικά ψεύδη, πλασμένα ἀπό τό κακόδοξο
«θεολογικό» περιβάλλον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, τά ὁποῖα εἶχαν σκοπό νά ἀποπροσανατολίσουν
τούς πιστούς καί νά διαβάλλουν στήν συνείδηση αὐτῶν τούς πέντε ἄλλους Ἀρχιερεῖς. Κατ’
αὐτά τά τερατώδη συκοφαντικά ψεύδη, οἱ πέντε Ἀρχιερεῖς εἶχαν δῆθεν διαπράξει
«συνωμοσίαν, φατρίαν, τυρείαν καί ἀνταρσίαν κατά τῆς Κανονικῆς Ἱερᾶς Συνόδου», ὡς δέ
Ἱερά Σύνοδος ἐμφανιζόνταν ἡ ὄντως συνωμοτική ὀμάδα τῶν ἰδίων τριῶν αὐτῶν Ἀρχιερέων!
47
Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες σκηνοθετήθηκε ἡ συκοφαντία περί δῆθεν ὑπάρξεως σχεδίου «ὑφαρ-
παγῆς τῶν Ἱ. Μονῶν ὑπό τοῦ Ἀττικῆς Ματθαίου» καί αὐτό πρός ἐξόντωση τοῦ Ἀρχιερέως
αὐτοῦ, διότι ἀντέδρασε δυναμικά κατά τοῦ θελήματος καί τῆς αἱρέσεως τῶν νεοεικονομάχων!
Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἀκούστηκαν καί δημοσιεύθηκαν συκοφαντίες φοβερές περί πίστεως
κατά τῶν πέντε Ἀρχιερέων, οἱ ὁποῖοι ἐμφανιζόνταν, ἀπό τούς κατ’ ἀλήθεια ἐκπεσόντας ἐκ τῆς
Πίστεως, ὡς πεπλανημένοι «Φράγκοι, ἐπηρεασμένοι καί ἐμποτισμένοι ὑπό τῆς
ὀρθολογιστικῆς καί αἱρεσιοβριθοῦς Δύσεως». Οἱ ἴδιες αὐτές ἀνυπόστατες κατηγορίες
ὑποστηρίχθηκαν, μετά τό σχῖσμα τοῦ 1995, καί ἐνώπιον τῶν Δικαστηρίων τῆς Πολιτείας,
προκειμένου οἰ νεοεικονομάχοι νά καταλάβουν καί νά κρατήσουν τίς Ἱ. Μονές, τούς Ναούς
καί γενικά τήν ὅποια περιουσία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἐνῶ οὐδέν τούτων
τούς ἀνήκει, σύμφωνα μέ τό Καταστατικό τοῦ «ΙΦΣΚΑΕΕ» τοῦ 1982.
Τό δεύτερον ἄρθρον τοῦ Καταστατικοῦ ἀναφέρεται στούς σκοπούς τοῦ Ἱεροῦ αὐτοῦ
Συνδέσμου, κυριώτερος ἐκ τῶν ὀποίων εἶναι: «Ἡ τήρησις τῶν Ἱ. Κανόνων καί παραδόσεων
καί ἡ δι’ αὐτῶν ἀντιμετώπισις πάσης ἀντορθοδόξου… προπαγάνδας ἐπί τῷ τέλει τῆς
θριαμβεύσεως τῶν ἀρχῶν τῆς Ἀκαινοτομήτου Μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἧς αἱ ἀρχαί ἀνόθευτοι διαφυλάττονται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς
προεδρευομένης σήμερον (τότε) ὑπό τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κ. Ἀνδρέου κανονικοῦ διαδόχου τοῦ
ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου ΜΑΤΘΑΙΟΥ τοῦ Α΄».
Τό δέ 8ον ἄρθρον τοῦ αὐτοῦ Καταστατικοῦ ἀναφέρει ρητῶς: «…πᾶν μέλος τό ὁποῖον
ἤθελεν ἐπιχειρήσει νά ἐκτρέψη τόν Σύνδεσμον ἐκ τῶν σκοπῶν του ἤ ἐνεργήσει κατά τρόπον
ἀρνητικόν διά τήν εὐόδωσιν τῶν ἀρχῶν καί τῶν σκοπῶν αὐτοῦ διαγράφεται δι’ ἀποφάσεως
τοῦ Δ.Σ. δεόντως ἠτιολογημένης… (καί) πᾶν μέλος ἀποβαλλόμενον ἤ ἐκουσίως
ἀπερχόμενον τοῦ Συνδέσμου, οὐδέν δύναται νά διεκδικήση ἐκ τῶν περιουσιακῶν του
στοιχείων, οὐδέ τινά ἄλλην ἀποζημίωσιν…».

Ὅθεν, οἱ τρεῖς Ἀρχιερεῖς μετά τοῦ θεολογικοῦ περιβάλλοντος αὐτῶν ἐκ μέν τῆς
Ὀρθοδόξου πίστεως καί παραδόσεως τῶν Γ.Ο.Χ. αὐτοαποκόπηκαν ἀποδεχόμενοι ἤ καί
ἀνεχόμενοι (οἱ δύο τελευταῖοι) κατεγνωσμένη, παλαιά εἰκονομαχική αἵρεση, καταδικασμένη
ἀπό τήν Ρωσική Ἐκκλησία τό 1553, ἀλλά καί ἀπό τό καθολικόν πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο οὐδέποτε ἀναγνώρισε ἤ ἀνέχθηκε ἀπόπειρα προσβολῆς τῆς εἰκόνος τῆς
Ἁγίας Τριάδος. Ἐκ δέ τοῦ Ἱεροῦ Φιλανθρωπικοῦ Συνδέσμου ἹΦΣΚΑΕΕ» κατά τόν νόμον
τυγχάνουν ἀπόβλητοι, διότι ἐποίησαν ἐνσυνειδήτως ἐκτροπή τοῦ Ὀργανισμοῦ ἐκ τῶν ἱερῶν
δογματικῶν σκοπῶν αὐτοῦ καί τῶν παραδόσεων τῶν Γ.Ο.Χ., μία ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι ἡ
εἰκονογράφησις καί προσκύνησις τῶν Ἱ. Εἰκόνων «Ἁγίας Τριάδος» καί «Ἀναστάσεως τοῦ
Χριστοῦ ἐκ τοῦ Τάφου».
Ἐμπνεόμενοι οὗτοι ἀπό τό ἐπαναστατικό πνεῦμα τοῦ πρώτου ἀποστάτου ἐκ τῆς Βασιλείας
τοῦ Θεοῦ Ἐωσφόρου, ἀντιφέρονται ἀσεβῶς πρός πᾶν ὅ,τι παρεμποδίζει τήν ἐπικράτησιν τῶν
κακοδόξων φρονημάτων αὐτῶν, καί τήν παράδοση τῆς πνευματικῆς ἡγεσίας τῶν Γ.Ο.Χ. εἰς
χείρας των. Οὕτως ἀπειθοῦν ὄχι μόνον πρός τούς Ἱ. Κανόνας καί τό δίκαιον τοῦ Εὐαγγελίου,
ἀλλά καί πρός τό δίκαιο πού πηγάζει ἀπό τούς νόμους τῆς Πολιτείας.

Διαβάζοντας κανείς τήν Εἰσηγητική Ἔκθεση γιά τήν δίκη τοῦ Πρωτοδικείου Ἀθηνῶν πού
ἔγινε στίς 1.2.2007, τήν ἀναφερομένη στήν συμπεριφορά τῶν Μοναζουσῶν τῆς Κερατέας,
διαπιστώνει πώς ὄντως οἱ νεοεικονομάχοι ἀσεβοῦν κατά πάσης Ἀρχῆς Θεοῦ καί ἀνθρώπων.
Γιά τήν ἀκρίβεια, στήν ἔκθεση πού δικάζει τούς νεοεικονομάχους διαβάζουμε καί τά ἑξῆς:
«…στήν ἀνωτέρω Μονή (Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στήν Κερατέα) προκλήθηκαν ἐκ μέρους
τῶν ἐναγομένων σοβαρά ἐπεισόδια, τά ὁποῖα συνιστοῦν παράνομη καί προσβλητική
συμπεριφορά σέ βάρος τοῦ ἐνάγοντος. Εἰδικώτερα, τό βράδυ τῆς 17.7.1995 ἡ ἡγουμένη
Νεκταρία κατέβαινε στόν Ναό τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, ὅταν κάποια ἀπό τίς
48
ἐναγόμενες (= κάποια Μοναχή ἐκ τῆς πλευρᾶς τῶν νεοεικονομάχων) φώναξε τήν φράση
"Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ" καί ἐκείνη τή στιγμή ὅλες οἱ ἐναγόμενες ἐπιτέθηκαν στήν ἡγουμένη
κτυπώντας την… (καί) φώναζαν "θά σέ σκοτώσουμε Βρωμονεκταρία"». «Ἐπίσης, στίς
24.7.1995 ἡ ὑπερήλικας μοναχή Ἰουλιανή (95 ἐτῶν) δέχθηκε ἐπίθεση ἀπό τίς ἐναγόμενες…
οἱ ὁποῖες τήν χτύπησαν καί τῆς εἶπαν ἀπειλητικά ὅτι "θά τήν χώσουν μέσα στήν ἀναπηρική
της καρέκλα, διότι δέν ἀκολουθοῦσε τόν πρῶτο ἐναγόμενο" (Ἀρχ/πο Ἀνδρέα)». . . . . . . . . . .
«Λόγω ὅλων τῶν ἀνωτέρω γεγονότων ἡ Ἡγουμένη Νεκταρία ζήτησε ἀπό τήν
Ἀστυνομική ἀρχή (βοήθεια)». Ἀλλά «οἱ ἐναγόμενες ἀρνοῦνταν νά ἀνοίξουν τήν πόρτα καί
ἔτσι ἡ Ἡγουμένη Νεκταρία ἔδωσε τήν ἐντολή στούς παρισταμένους ἀστυνομικούς νά
ἀνοίξη ἡ πόρτα, ἀλλά οἱ ἀστυνομικοί δέν μποροῦσαν νά κόψουν τήν ἀλυσίδα, καθώς οἱ
ἐναγόμενες… ἔβαλαν τά χέρια τους ἐπάνω στίς ἀλυσίδες, ἐμποδίζοντας τό ἔργο τῶν
ἀστυνομικῶν. Τότε ἡ δικηγόρος Αἰμιλία Μανώλη ἐπιχειρώντας νά κόψη ἡ ἴδια τήν ἀλυσίδα,
δέχθηκε ἐπίθεση ἀπό ὀπαδούς τοῦ τέως Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέα οἱ ὁποῖοι ἐπίσης
βρισκόνταν ἔξω ἀπό τήν πόρτα καί οἱ ὁποῖοι τήν κλωτσοῦσαν, τήν ἔριξαν πάνω στά
κάγκελα καί κάτω δύο φορές, τήν κτυποῦσαν μέ κλωτσιές καί μπουνιές καί τήν ἐξύβριζαν,
ἐνῶ σώθηκε μετά ἀπό παρέμβαση τῆς ἀστυνομίας… Ὅλο τό συμβάν καταγράφηκε ἀπό τήν
ἐπαγγελματική κάμερα τοῦ Γεωργίου Κώνστα. Τό ἀπόγευμα δέ τῆς ἴδιας ἡμέρας χτυπήθηκε
καί ἡ ἀδελφή Χριστοδούλη στό στόμα καί στά δόντια, ἡ ὁποία εἶναι θυρωρός… Ἐπίσης
ἀπειλοῦσαν ὅτι δέν θά ἐπέτρεπαν στό αὐτοκίνητο τῆς τροφοδοσίας νά μπεῖ στη Μονή,
ὀπότε θά πέθαιναν ἀπό πείνα… Ὅλες δέ οἱ ἀνωτέρω ἐνέργειες τῶν ἐναγομένων
προσβάλλουν τήν τιμή, τήν φήμη καί τό μέλλον τοῦ ἐνάγοντος Ἡσυχαστηρίου… (Εἰσοδίων
Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας)».
«Ὁ δικαστικός ἐπιμελητής… τήν 23.7.1996 ἐκτέλεσε τίς ἀνωτέρω ἀποφάσεις, μόνον μέ
τήν συνδρομή τῶν ΜΑΤ καί παρουσία Εἰσαγγελέως καί κατόπιν μεγάλης δυσκολίας καί
ἐπεισοδίων, πού προκλήθηκαν ἀπό τίς ἐναγόμενες μοναχές (ἐπίθεση στόν δικαστικό
ἐπιμελητή, στά συμπράττοντα στήν ἐκτέλεση πρόσωπα, στούς ἀστυνομικούς ἀλλά καί στόν
Εἰσαγγελέα), προκαλώντας τους ἀμυχές, σκίζοντάς τους τά ροῦχα, σπάζοντας γυαλιά… ἐνῶ
ἡ ἐναγομένη μοναχή Ἐπιστήμη ἀνέφερε ὅτι "οἱ ἀποφάσεις εἶναι κουρελόχαρτα καί ἐκεῖ
κυβερνοῦν αὐτές"».

Αὐτά καί ἄλλα ἀκόμη χειρότερα καί ἀκατανόμαστα πράττουν καί λέγουν οἱ εἰκονομάχοι
Μοναχοί, Μοναχές καί λαϊκοί καί δι’ αὐτῶν τῶν δειγμάτων συμπεριφορᾶς διαπιστώνεται πώς
δικαίως καταγγέλλουμε ὅτι ἀπώλεσαν τήν παρθενία τῆς ψυχῆς καί ἀντεκατέστησαν τίς
χριστιανικές ἀρετές μέ τήν κανιβαλική βαρβαροσύνη καί θηριωδία.
Ἀλλά καί στόν τομέα τῆς δημαγωγίας ἀναδεικνύονται ἀντάξιοι τῶν Φαρισαίων, τούς
ὀποίους ἔχουν ὡς πρότυπον γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ των, πού εἶναι ἡ ἀπονάρκωση τῶν
ἁπλοϊκῶν, ἡ ὁποία ἀσκεῖται μεθοδικά, μέ μελισταγεῖς λόγους δῆθεν ὑψηλῆς θεολογίας, κατ’
ἀλήθεια ὅμως πλάνης καί κακοδοξίας, ἄσματα σειρῆνος ἀπ’ ἄμβωνος ἐκπεμπόμενα!
Γιά παράδειγμα, ἐνῶ στήν καρδιά τους ἔχουν ριζωμένη τήν νεοεικονομαχική πλάνη τῶν
Ρώσων Βισκοβάτυ-Οὐσπένσκυ, μέ τά χείλη τους τά φαρισαϊκά ἐγκωμιάζουν τόν ἅγιο Πατέρα
τῶν Γ.Ο.Χ., τόν ἀοίδιμον Ἀρχιεπίσκοπον Ματθαῖο καί διανθίζουν τίς ὁμιλίες αὐτῶν ὑπέρ
αὐτοῦ μέ εὐαγγελικούς στίχους, γιά νά ἔχουν ὁλόκληρη τήν κατάκριση τοῦ Κυρίου πού εἶπε:
«εἰ τέκνα τοῦ Ἀβραάμ εἶτε, τά ἔργα τοῦ Ἀβραάμ ἐποιεῖτε».

Ὤ τῆς ὑποκρισίας των! Πῶς ὁ μέν ἀοίδιμος ἅγιος Πατέρας εἶναι ἄξιος ἐπαίνων
Ὀρθοδοξίας ἐνῶ τά πιστά τέκνα αὐτοῦ τυγχάνουν ἀξιοκατάκριτα καί ἐπονείδιστα, διά τόν
λόγον καί μόνον ὅτι εἰκονίζουν καί προσκυνοῦν ἐκκλησιαστικές εἰκόνες τίς ὁποῖες ἐκεῖνος
πρῶτα ἐτίμησε μετά περισσοῦ ζήλου, ἀφοῦ τίς παρέλαβε ἀπό ἁγίους ἄνδρες καί τίς παρέδωσε
εἰς τά πνευματικά του τέκνα πρός φύλαξιν καί προσκύνησιν;
49
Ὤ, καί στό ἀποκορύφωμα τῆς Χριστοκατάκριτης τελείας ὑποκρισίας καί διπροσωπείας
αὐτῶν! Πῶς μποροῦν νά ἀσπάζονται, μέ φίλημα Ἰούδα, τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, μέ τόν
Ἄναρχο Πατέρα, ὅταν μέ τά ἴδια αὐτά χείλη τους τήν ὑβρίζουν καί τήν ἀποκαλοῦν εἴδωλον,
αὐθαίρετον κατασκεύασμα ἀθέων ζωγράφων καί φανταστική ἐπινόηση αἱρετικῶν πρός ἐμπέ-
δωσιν τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ Παπικοῦ φιλιόκβε καί τῆς πολυθεΐας; Ὁ Ἰούδας ἦταν: «Τοῖς μέν
Ἰουδαίοις συναγαλλόμενος, τοῖς δέ ἀποστόλοις συναυλιζόμενος». Αὐτός «μισῶν ἐφίλει,
φιλῶν ἐπώλει». Ἑκεῖνος ἐπώλει τόν ἐξαγοράσαντα ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας, οἱ δέ νεοεικονομάχοι
μέ φίλημα Ἰούδα «πωλοῦν» τήν ἱερά εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τήν ὑπό μυριάδων ἁγίων
εἰκονογραφηθεῖσα καί προσκυνηθεῖσα! Ὁ τρόπος σας δολιότητος γέμει, παράνομοι
νεοεικονομάχοι!

Πῶς μποροῦν νά ἁγιογραφοῦν οἱ ὑποκριτές καί δειλοί τήν ἁγία αὐτή εἰκόνα μέ τόν Ἄναρχο
Θεό Πατέρα, ὅταν μέ τά ἴδια χέρια τους γράφουν μακροσκελεῖς βλάσφημες κατ’ αὐτῆς
θεωρίες, καί ἰσχυρίζονται μεθ’ «ὅρκου» πώς ἐκ τῶν Γραφῶν καί τῶν Πατέρων ἀποδεικνύεται
ὅτι ἀπαγορεύεται ἡ εἰκόνιση τοῦ Ἄσαρκου Θεοῦ Πατέρα; Ὅταν Τόν ζωγραφίζουμε οἱ
Ὀρθόδοξοι ἁμαρτάνουμε γιατί μορφοποιοῦμε τό Θεῖο, λέγουν! Ὅταν Τόν ζωγραφίζουν οἱ ἴδιοι
πῶς γίνεται καί δέν ὑποπίπτουν καί αὐτοί στήν ἴδια κατάκριση; Ὁ Θεός Πατήρ οὐδέποτε
ἐμφανίσθηκε στούς προφῆτες, λέγουν. Ποῦ ὅμως Τόν εἶδαν αὐτοί, ὡς Παλαιό τῶν ἡμερῶν καί
Τόν ζωγραφίζουν ἔτσι; Μήπως σ’ αὐτούς τούς «ἀξίους» ἐμφανίσθηκε, καί στούς «ἀναξίους»
προφῆτες δέν ἐμφανίσθηκε ποτέ; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Ἀλλά διά τοῦτο «οὗτοι λήψονται
περισσότερον κρῖμα».
Τέλος, πῶς μποροῦν νά καταλογίζουν εὐθύνες σ’ ἄλλους γιά τό σχῖσμα τοῦ 1995, ὅταν τά
αἴτια τοῦ σχίσματος εἶναι δύο: Πρῶτον τά κακόδοξα φρονήματα, προπαντός τοῦ περιβάλ-
λοντος τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου, καί δεύτερον ἡ κοινοπραξία στήν συγκάλυψη τῶν
κακοδόξων νεοεικονομάχων ἐκ μέρους τῶν τριῶν, δηλαδή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, τοῦ Πειραιῶς
καί τοῦ Ἀργολίδος;

Οἱ τρεῖς αὐτοί δημιούργησαν τό πρῶτο ρῆγμα στήν ἑνότητα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Ἀρχιε-
ρέων τόν Δεκέμβριο τοῦ 1994, τό ὁποῖο δέν ἔκλεισε, γιατί δέν τό θέλησαν αὐτοί, καί εἶναι τό
ἴδιο ρῆγμα πού ἔγινε ὁρατό σέ ὅλη του τήν διάσταση τήν ἄνοιξη τοῦ 1995. Συγκεκριμένα, τά
Χριστούγεννα τοῦ 1994 οἱ τρεῖς ὡς ἄνω ἀρχιερεῖς συνέταξαν μία ἐπίσημη ἐπιστολή, τήν ὁποία
ὀνόμασαν «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΟΝΟΥ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΑΣ» καί τήν ἀπέστειλαν «πρός τούς
ἀπανταχοῦ Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς… Κληρικούς, Μοναχούς καί Λαϊκούς».
Δι’ αὐτῆς καλοῦσαν τούς πιστούς νά προσέξουν διότι ὁ ἀρχέκακος ὄφις, ὀ ὁποῖος
ἐξηπάτησε τούς Πρωτοπλάστους, «κατά τά τέσσερα τελευταῖα ἔτη συκοφαντεῖ, πολεμᾶ καί
ἐξαπατᾶ μέ τήν πλάνη περί "εἰκονομαχίας"». Διεμαρτύροντο δέ ὅτι κατηγοροῦνται ἄδικα
(ὑπό τῶν ἄλλων πέντε προφανῶς) ὅτι «ἐκάλυψαν εἰκονομάχους». Καί κατέληγαν μέ τήν
ψευδέστατη δήλωση: «Ἀπεδείχθη μέ τήν καθολικήν ἀποδοχήν τῆς Ἐγκυκλίου, ὅτι δέν
ὑπῆρξεν, οὔτε ὑπάρχει "εἰκονομαχία" καί "εἰκονομάχοι"».

Μετά τήν ἐπιστολή αὐτή ἀκολούθησαν ἔντονες διαμαρτυρίες ἐκ μέρους πολλῶν Χριστια-
νῶν, τόσο γιά τήν ψευδή αὐτή παραπλανητική δήλωση, ὅτι δἦθεν οὔτε ὑπῆρξε ποτέ, οὔτε
ὑπάρχει εἰκονομαχία, ὅσο καί γιά τήν διασπαστική κατά τῆς ἑνότητος μονομερή ἐνέργεια τῶν
τριῶν.
Ἐκ τοῦ τελευταίου τούτου, ὁ Ἀργολίδος Παχώμιος ἦλθε πρός στιγμήν σέ συναίσθηση τῆς
ἐνοχῆς τῶν τριῶν, καί ἔγραψε πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀνδρέα τήν παρακάτω ἐπιστολή, ἡ
ὁποία βεβαιώνει πώς τέτοιες πράξεις, μονομερῶν ἐνεργειῶν, δύνανται νά δημιουργήσουν
ἀφορμή «διχασμοῦ ἤ σχίσματος», διά τοῦτο καί ἀνακαλλοῦσε τήν ὑπογραφήν του ἀπό τήν
ἐπιστολή «ΠΟΝΟΥ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΑΣ». Παραθέτουμε σέ φωτοτυπία αὐτούσια τήν ἐπιστολή.
50
51
52
Αὐτά ὡμολόγησε ὁ Ἀργολίδος Παχώμιος, ἀλλά δέν ἠθέλησε δυστυχῶς νά ἀνακαλέση ὡς
εἶχε χρέος, εἰδικά καί τήν ψευδή δήλωση τῆς ἐπιστολῆς «Πόνου καί Ἀγωνίας», πού ἔλεγε ὅτι
«δέν ὑπῆρξε, οὔτε ὑπάρχει εἰκονομαχία καί εἰκονομάχοι», πρᾶγμα πού θά ἦταν ἱκανό νά
ἀπαλλάξη αὐτόν τῆς κατηγορίας ὄτι συγκαλύπτει εἰκονομάχους. Ἔτσι θά μποροῦσε νά κλείση,
τουλάχιστον εἰς ὄ,τι ἀφοροῦσε τό πρόσωπόν του, τό ρῆγμα-σχῖσμα πού εἶχε δημιουργηθῆ
μεταξύ τῶν Ἀρχιερέων ἐξ’ αἰτίας τῶν μονομερῶν ἐνεργειῶν τῶν τριῶν, πρώτη καί ἐπικίνδυνη
ἐνέργεια γιά σχῖσμα ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν τό Συλλείτουργο τοῦ 1994, τό ὁποῖον δέν εἶχε
ἀποφασισθῆ ἀπό τήν Ἱ. Σύνοδο ἀλλά μονομερῶς, καί κατόπιν τό δημοσίευμα τῆς ἐπιστολῆς
«Πόνου καί Ἀγωνίας»!
Οὕτως ἐχόντων κατ’ ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, ἡ κατά τῶν πέντε Ἀρχιερέων κατηγορία γιά
δῆθεν «συνωμοσίαν, φατρίαν, τυρείαν καί ἀνταρσίαν κατά τῆς Κανονικῆς Ἱ. Συνόδου»
διαλύεται ὑπό τῶν ὡς ἄνω ἀδιαψεύστων μαρτυριῶν καί καταφαίνεται περίλαμπρα ἡ ἐνοχή τῶν
Τριῶν διά τό σχῖσμα πού προῆλθε ἐκ τῆς συμπράξεως αὐτῶν μετά τῶν νεοεικονομάχων!
Οἱ τρεῖς λοιπόν ἁμάρτησαν βαρύτατα, πρῶτον διότι ἐκάλυψαν τήν ὑπαρκτή καί δρῶσα
νεοεικονομαχία, χαρίζοντας εἰς αὐτήν καί ἐπισκόπους, καί δεύτερον διότι ἄσκησαν καί ἀσκοῦν
δημαγωγία πρός διαιώνιση τοῦ σχίσματος, μέ τό ἀνήθικον κατά τούς νόμους τοῦ Εὐαγγελίου
ψεῦδος, μέ τήν παραπληροφόρηση καί τήν συκοφαντία.
Οἱ νεοεοικονομάχοι, προβαίνοντας εἰς ἐπίθεση κατά τῶν πέντε, τούς ἐμφανίζουν
ἀδιάντροπα ὡς δῆθεν πραγματικούς εἰκονομάχους καί προπαντός τόν ἅγιον Μεσσηνίας
Γρηγόριον, ἐκμεταλλευόμενοι τήν ἁπλότητα τῶν ἐκφράσεών του καί τήν προσπάθειάν του νά
τηρήση στό ἀκέραιον τήν ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ 1992, κατά τήν ὁποίαν ἡ εἰκόνα πού
φέρει ζωγραφισμένο τό ἀληθές γεγονός τῆς συγκαταβατικῆς καί συμβολικῆς ἐμφάνειας τοῦ
Τρισυποστάτου Θεοῦ στόν Πατριάρχη Ἀβραάμ «δέον νά μήν εἰκονογραφῆται τοῦ λοιποῦ μέ
τήν ἐπιγραφήν "Ἁγία Τριάς" ἀλλ’ ἁπλῶς μέ τήν ἐπιγραφήν "Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ"».
Ἀλλ’ ὡς πάντες γνωρίζουμε, ἡ ἀπόφαση αὐτή ἀποβλέπει σαφῶς καί ἀποκλειστικῶς εἰς τήν
ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως τῶν νεοεικονομάχων, πού ἔχουν ὡς κύριο στόχον τους τήν
ἀπόρριψη τῆς Εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος, μέ τόν Ἄναρχο Πατέρα ὡς Παλαιό τῶν ἡμερῶν, καί
τό ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ὡς ἐφάνει στήν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ!
Ἐπί πλέον, οἱ νεοεοικονομάχοι ἄς μήν ξεχνοῦν τήν μεγάλη ἁγιοπατερική ἀλήθεια καί
παρατήρηση, κατά τήν ὁποίαν «ἕτερον ἐστιν ἡ ὑπέρ τῆς εὐσεβείας ἀντιλογία καί ἕτερον ἡ
τῆς πίστεως ὁμολογία, καί ἐπί μέν τῆς ἀντιλογίας οὐκ ἀνάγκη περί τάς λέξεις
ἀκριβολογεῖσθαι τόν ἀντιλέγοντα, ὡς καί ὁ μέγας φησί Βασίλειος… Ἀλλ’ οὐδέ ταῦτα
εἶπον ἄν, εἰ μή πρός ἀνάγκην ἦλθον παρά τοῦ ἀντιλέγοντος καί κατά ἀντιπαράστασιν καί
πρός ἐκεῖνον ἀγωνιζόμενος…».
Αὐτά εἶπε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅταν ἔγραφε κατά τοῦ αἱρετικοῦ Βαρλαάμ. Αὐτά
ἀκριβῶς μπορεῖ νά πῆ καί ὁ κάθε ἁπλοϊκός Ἐπίσκοπος Γρηγόριος γιά ἐκεῖνα πού ἔχει πῆ
ἀγωνιζόμενος κατά τῆς λαίλαπας τῆς νεοεικονομαχίας. Τά ἄλλα εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ καί οὐαί
σ’ ὅλους τούς νεοεικονομάχους, γιατί αὐτοί καί μόνον αὐτοί εἶναι οἱ κύριοι αἴτιοι τοῦ
σχίσματος.

Γι’ αὐτούς ἀκριβῶς λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «Ἀνήρ ἁμαρτωλός ταράξη φίλους καί ἀναμέσον
εἰρηνευόντων ἐμβάλλει διαβολήν». Γι’ αὐτούς λέγει πάλι «τοῖς δέ δειλοῖς… καί πᾶσι τοῖς
ψευδέσι τό μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρί καί θείῳ».
Προπαντός γι’ αὐτούς λέγει ὁ Κύριος: «Ὅς δ’ ἄν σκανδαλίση ἕνα τῶν μικρῶν τούτων
τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῆ μύλος ὀνικός εἰς τόν τράχηλον
αὐτοῦ καί καταποντισθῆ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης» (Ματθ. ΙΗ΄ 6).
Ὅθεν προσευχόμεθα διά τήν μετάνοιαν αὐτῶν!
Ὁ ἴδιος

You might also like