You are on page 1of 66

ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ Γ.Ο.Χ.

ΘΗΒΩΝ & ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ


ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ


Ἀπάντησις εἰς τὰ φυλλάδια
ΜΝΗΜΗ ΟΔΥΝΗΣ & ΗΧΗΡΟΝ ΡΑΠΙΣΜΑ
τοῦ Ἱερ/χου Εὐθυµίου Ἐπιφανίου (τοῦ Κυπρίου)

«Ἐφόρατος ἡ πλάνη κἂν µυρίοις


συσκιάζετα παραπετάσµασι»
Ἱερὸς ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΙΣΜΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΚΟΝ


ΚΑΙ ΟΧΙ ΓΡΗΓΟΡΙΑΝΟΝ
Ὁ π. Εὐθύµιος ὁ Κύπριος
διαστρέφει τὴν ἀλήθεια

Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων


Πανάκτου Βοιωτίας
Αὔγουστος 2017
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ἀγαπητέ ἀναγνῶστα ἡ ἀνά χείρας µελέτη εἶναι µία ἀπάντησις
α) εἰς τό ὑβριστικόν φυλλάδιον «ΜΝΗΜΗ ΟΔΥΝΗΣ» τό ὁποῖον τό
2012 ἐδηµοσίευσεν ὁ Ἱερ/χος π. Εὐθύµιος ὁ Κύπριος, καί β) εἶναι
ἀπάντησις εἰς τό ΗΧΗΡΟΝ ΡΑΠΙΣΜΑ τοῦ ἰδίου διά νά δικαιολο-
γήση τό σχίσµα πού ἔγινε τό 2002 εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Γ.Ο.Χ.,
ἐξαιτίας τῆς δηµοσιεύσεως εἰς τόν ἡµεροδείκτην τοῦ 1999 ἐκκλη-
σιολογικῶν θεωριῶν ἀπό τόν πρώην ἐπίσκοπον Θεσσαλονίκης κ.
Χρυσόστοµον. Μέ τό φυλλάδιον «ΜΝΗΜΗ ΟΔΥΝΗΣ», ὁ π. Εὐθύ-
µιος, µετά ἀπό δέκα χρόνια διαστρέφει τήν ἀλήθειαν καί καλύπτει
τήν πραγµατικήν αἰτίαν τοῦ σχίσµατος, ὁµιλῶντας διά Γρηγορια-
νόν σχίσµα, ἐνῶ εἶναι γνωστό τοῖς πάσι ὅτι αἰτία τοῦ σχίσµατος
ἦταν ἡ νεωτεριστική καί οἰκουµενιστική διδασκαλία περί ἀνάρχου
Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν ὁ πρώην Θεσ/νίκης Χρυσόστοµος εἶχε
δηµοσιεύση εἰς τόν Ἡµεροδείκτην τό 1999. Τό θεολογικόν αὐτό
θέµα ἔφερε τήν διαφωνία καί τελικά ἐπέφερε τόν χωρισµόν ἐξαι-
τίας τῆς ἐπιµονῆς τοῦ πρ. Θεσ/νίκης εἰς αὐτάς τάς νεοεκκλησιολο-
γικάς θέσεις του.
Κρίνοµεν καί κατακρίνοµεν τόν π. Εὐθύµιον διότι:
α) Ἐξ ἀρχῆς πού ἐνέκυψε τό ἐκκλησιολογικόν καί θεολογικόν
αὐτό θέµα, καί ἐπέφερε τήν διαφωνίαν εἰς τό ὀρθόδοξον πλήρωµα,
ἔπρεπε ὡς κατέχων πτυχίον θεολογίας νά γράψη καί νά ὑποδείξη
εἰς τούς πιστούς τό ὀρθόδοξον πιστεύω τῆς Ἐκκλησίας καί δέν τό
ἔκανε, ἀλλά παρέµεινε ἄφωνος τόσα χρόνια καὶ καµµία θετική
βοήθεια δέν προσέφερε.
β) Τό 2012 ἐµφανίστηκε ἔξαφνα, µέ τό ἐν λόγω φυλλάδιό του
«ΜΝΗΜΗ ΟΔΥΝΗΣ», τελείως διαφορετικός ἀπό ὅτι ἦταν τό 2002,
διότι ὄχι µόνο ἐδέχθη ὡς ὀρθόδοξον τήν διδασκαλίαν περί
ἀνάρχου Ἐκκλησίας, ἀλλά τό κυριώτερον διότι ἔχει πάθει µεγάλη
ψυχολογική ἀλλαγή ὥστε δέν δύναται νά ἐλέγξει τόν ἑαυτόν του.
Ὅποιος διαβάσει τά φυλλάδια «ΜΝΗΜΗ ΟΔΥΝΗΣ» καί τό,
µετέπειτα ἐκδοθέν ὑπ᾿ αυτοῦ, «ΗΧΗΡΟΝ ΡΑΠΙΣΜΑ» τοῦ 2015, δέν
2
βλέπει τίποτα πέρα ἀπό διαστροφή τῆς ἀλήθειας, ψεύδη, ὕβρεις,
κακίαν, ἀνθρώπινες ἀδυναµίες, πού δυστυχῶς ἐγράφησαν ἀπό
ἕναν κληρικό.
Θά δεχόµεθα εὐχαρίστως τίς παρατηρήσεις του, ἐάν τό φυλ-
λάδιον ἔφερε τά γνωρίσµατα χριστιανικοῦ ἐντύπου, πού ἔστω ἐκ
τῶν ὑστέρων, θά ὑπέδειχνε λάθη στά γραφόµενά µας καί θά
ἀπέβλεπε εἰς τήν διόρθωσίν των διά τήν ἐξάλειψιν, εἰ δυνατόν, καί
τοῦ σχίσµατος.
Ὡς ἐπίσκοπος τώρα καί ὑπεύθυνος δι᾽ ὅσα ἔγραψα ὡς
ἁγιορείτης Ἱερ/χος ἐθεώρησα καθῆκον µου νά ἀπαντήσω εἰς τά
φυλλάδια αὐτά πρός φανέρωσιν τῆς ἀληθείας καί διάψευσιν τῶν
συκοφαντιῶν, διότι ὁ π. Εὐθύµιος µέ τά δηµοσιεύµατα του αὐτά
διαδίδει στό ὀρθόδοξο πλήρωµα τῶν πιστῶν τίς νεωτεριστικές
αἱρετικές ἐκκλησιολογικές θεωρίες περί ἀνάρχου Ἐκκλησίας, πού
εἶχαν δηµοσιευθῆ εἰς τόν ἡµεροδείκτην τοῦ 1999, καί τίς ὁποῖες
θεωρεῖ ὀρθόδοξες, ἰσχυριζόµενος µάλιστα ὅτι τίς δέχεται ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Ἀκόµη διαστρέφοντας τήν ἀλήθεια ὁµιλεῖ
ὄχι διά Χ ρυσοστοµικόν ἀλλά διά Γρηγοριανόν σχίσµα
παραπλανῶντας τόν λαό .
Τόν Ὀκτώµβριο 2013 δηµοσιεύθηκε ἡ ἀναίρεσις µας διἀ τό
φυλλάδιον του «ΜΝΗΜΗ ΟΔΥΝΗΣ» µέ τιτλο «Ἀπάντησις εἰς τό
φυλλάδιον “ΜΝΗΜΗ ΟΔΥΝΗΣ” τοῦ π. Εὐθυµίου» ὑπό ἐπισκόπου
Θηβῶν & Λεβαδείας ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ. Δυστυχῶς ὅµως ἡ ἀπά-
ντησις πού κάναµε καµµία συνετή σκέψη πρός τό καλόν δέν ἐπέ-
φερε εἰς τὸν π. Εὐθύµιο. Ἀντιθέτως τό µῖσος καὶ ἡ κακία πού εἶχε,
πήραν διαστάσεις, ὥστε νά χάση τόν ἔλεγχον τοῦ ἑαυτοῦ του (πού
εἶναι δείγµα ἐνοχῆς) καί συνεχίζοντας τίς ὕβρεις ἔγραψε τό 2015
ὁλόκληρον βιβλίον µέ τίτλο «ΗΧΗΡΟΝ ΡΑΠΙΣΜΑ».
Ἀντί δηλαδή ὁ π. Εὐθύµιος νά ὁµολογήση τήν ἀλήθειαν καί νά
ἀφήση αὐτά τά ψεύδη, διά τά γεγονότα τοῦ σχίσµατος τοῦ 2002,
πού εἶναι πρόσφατα καί γνωστά εἰς πάντας, συνεχίζει νά ἐπιµένει
εἰς τήν διαστρέβλωσιν τῆς ἀληθείας καί εἰς τὸ νέον φυλλάδιό του
«ΗΧΗΡΟΝ ΡΑΠΙΣΜΑ». Καὶ ἐνῶ ὅλοι γνωρίζουν ὅτι τό δηµοσίευµα
3
περί ἀνάρχου Ἐκκλησίας εἰς τόν ἡµεροδείκτη τοῦ 1999 ἐκρίθη
ἐµφορούµενον ἀπό νεωτεριστικές οἰκουµενιστικές κακοδοξίες, ὁ
π. Εὐθύµιος ἀντί νά τίς διαγνώση καί τίς καταδικάση, τώρα τίς
διδάσκει ὡς ὀρθόδοξες!
Λυπηθήκαµε διά τήν ὁδυνηράν κατάστασιν του καί τήν
ἀπρεπή συµπεριφορά του. Ἐπειδή ὅµως δέν ἐπιτρέπεται σέ
κανέναν διά θέµατα δογµατικά νά δηµοσιεύη πεπλανηµένες καί
αἱρετικές δοξασίες χωρίς νά τίς ἀποδεικνύει, ὅπως κάνει ὁ π.
Εὐθύµιος, δηµοσιεύοµεν τὴν ἀναίρεσιν: «Ἀπάντησις εἰς τό φυλ-
λάδιον “ΜΝΗΜΗ ΟΔΥΝΗΣ” τοῦ π. Εὐθυµίου» καὶ ἐπισυνάπτοµεν
εἰς τό τέλος της, τίς παρατηρήσεις µας δι᾽ αὐτά πού ψευδόµενος µᾶς
συκοφαντεῖ εἰς τὸ τελευταίον φυλλάδιον του «ΗΧΗΡΟΝ ΡΑΠΙΣΜΑ»
ὥστε ὅσοι θέλουν νά µπορέσουν νά διακρίνουν τήν ἀλήθειαν.

Ἀπάντησις εἰς τό κείµενον «ΜΝΗΜΗ ΟΔΥΝΗΣ»


Μέ τήν µελέτη τοῦ κειµένου «ΜΝΗΜΗ ΟΔΥΝΗΣ» γεννᾶται τό
ἐρώτηµα, τί συµβαίνει µέ τόν π. Εὐθύµιον; Πῶς τόν κατέλαβε
τώρα ὁ ζῆλος πρός ὑπεράσπισιν τῶν οἰκουµενιστικῶν θεωριῶν
«περί Ἐκκλησίας»;
Ὁ π. Εὐθύµιος τό 1999, ὅταν οἱ θεωρίες αὐτές, εἰσῆλθον διά
τοῦ ἡµεροδείκτου εἰς τήν Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ., δέν ἔλαβε ἄµεσα
θέσιν ὑπέρ αὐτῶν. Ἡ συµφωνία του βέβαια µετά τοῦ ἐπισκόπου
Θεσ/νίκης Χρυσοστόµου, ἔδειξε ὅτι ἀποδεχόταν αὐτές τίς
κακοδοξίες, ὅµως οὔτε ἐναντίον αὐτῶν πού τίς ἀπεδοκίµασαν
ἐξηγέρθη οὔτε προσεπάθησε νά ἀποδείξη γραπτῶς ὅτι σφάλλουν.
Δι᾽ αὐτό δέν ἀληθεύει ὅταν γράφει:

«Ἐντεῦθεν καί ἐπί µίαν δεκαετίαν ἡ ἐλαχιστότης µου, ἀναλαβών τήν


πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ ἐνεδύθην <τόν θώρακα τῆς δικαιοσύνης> (Ἐφ. 6,
14), καί δραξάµενος <τήν µάχαιραν τοῦ Πνεύµατος, ὅ ἐστι ρῆµα τοῦ
Θεοῦ> (Ἐφ. 6, 17), περιεβλήθην «ἱµάτιον ἐκδικήσεως», ἵνα
καταπολεµήσω τό ἐπάρατον Γρηγοριανόν σχίσµα καί ἀνταποδώσω
<ἀνταπόδοσιν ὄνειδος τοῖς ὑπεναντίοις>».
4
Πότε εἰς τήν δεκαετίαν πού ἐπέρασε ἀναφέρθηκε στίς ἐκκλη-
σιολογικές αὐτές θεωρίες τίς ὑπεράσπισε καί ἔκρινε ἐσφαλµένον
τό φρόνηµα τῶν Ἀρχιερέων πού εἶναι τό πιστεύω τῆς Ἐκκλησίας;
Ὁ π. Εὐθύµιος ἐνῶ εἰς ὅλην τήν δεκαετίαν, δέν ἀνέλαβε
γραπτῶς τήν ὑπεράσπισιν αὐτῶν τῶν Ἐκκλησιολογικῶν θεωριῶν,
ἔξαφνα τήν ἀνέλαβε τώρα, δυστυχῶς ὅµως ὄχι εὐσχηµόνως καί
µετά λόγον ἀλλά ἐµπαθῶς, δέν γράφει διά νά ἀποδείξη ὀρθές τίς
θεωρίες αὐτές, ἀλλά µέ ὕβρεις καί συκοφαντίες (ἐκτραπής τῆς
ὀρθῆς κρίσεως) παραποιεῖ τήν ἀλήθειαν γράφοντας:

«Τόν Δεκέµβριον τοῦ 2002 <ἠγέρθη σάλος καί καταιγίς>. οἱ


ἀναρχικοί καί βλάσφηµοι Γρηγοριανοί ἐδηµιούργησαν ἕνα ἀκόµη
σχίσµα εἰς τούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. …. Ἐξετρά-
πησαν ἐκ τῆς εὐαγγελικῆς καί κανονικῆς ὁδοῦ µέ τό τῆς συνωµοσίας
καί φατρίας ἔγκληµά των καί ὄντες ἔνοχοι ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ,
ἀπεκόπησαν ἐκ τοῦ Σώµατος τῆς Ἐκκλησίας».

Αὐτά γράφει χωρίς νά ἀποδείξη τίποτα τό συγκεκριµένον.


Ἐνόχως ἀποσιωπᾶ τήν αἰτίαν τῶν πεπλανηµένων καί αἱρετικῶν
δοξασιῶν πού ἀπό τό 1999 εἰσῆλθον καί ἀναστάτωσαν τούς
πιστούς.
Ἱστορικῶς ἡ ἀλήθεια ἔχει ὡς ἑξῆς:
Εἰς τόν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. φορεῖς τῶν φρονη-
µάτων αὐτῶν, ὅπως διεπιστώσαµε ὅλοι, ἦταν µερικοί πού σπούδα-
σαν εἰς τά πανεπιστήµια. Αὐτοί ἀφοῦ ἦλθαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν,
ὡς µορφωµένοι θεολόγοι, ἐπροτιµήθησαν ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς καί
σύν τῶ χρόνῳ ἀνέλαβαν τήν καθοδήγησιν καί αὐτῆς τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου, ὥσπου τελικά µέ τίς κακοδοξίες τους τήν διέσπασαν καί
προεκάλεσαν πρῶτον, τό εἰκονοµαχικόν σχίσµα.
Τό σχίσµα πού προεκλήθη εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τήν νεοεικο-
νοµαχία, εἶχε ὡς αἰτία τά κατά τῶν ἱερῶν εἰκόνων νεωτεριστικά
φρονήµατα. Τά φρονήµατα αὐτά διδάσκονται εἰς τόν ἐξωτερικόν
χῶρον τῶν οἰκουµενιστῶν, εἰς τά πανεπιστήµια τῆς θεολογίας.
5
Οἱ κακοδοξίες ὅµως πού ἔφεραν εἰς τήν Ἐκκλησίαν, δέν ἦταν
µόνον κατά τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, ἀλλά ἦταν καί περί Ἐκκλησίας,
νεωτεριστικές οἰκουµενιστικές θεωρίες, µερικές τῶν ὁποίων
ἀπαρατήρητα ἀπό τούς πιστούς, ἐδηµοσιεύοντο πολλάκις εἰς τόν
Κ.Γ.Ο. Κανένας δέν περίµενε, ὅτι οἱ νεοεκκλησιολογικές αὐτές
θεωρίες θά ἐλάµβανον τέτοιες διαστάσεις, ὥστε νά δηµιουργή-
σουν καί σχίσµα. Αὐτό ἔγινε µέ τήν µελέτην περί Ἐκκλησίας, τήν
ὁποίαν ἐσύνταξε καί ἐδηµοσίευσεν εἰς τόν ἡµεροδείκτην τοῦ
1999, ἐκ µέρους τῆς Ι. Συνόδου, ὁ πρώην ἐπίσκοπος Θεσ/νίκης
Χρυσόστοµος.
Σηµειώνουµε λίγες ἀπ᾽ αὐτές τίς θεωρίες:

1) «Ἡ Ἐκκλησία ἔχει προαιώνιον καί αΐδιον τήν ὕπαρξίν της…».


(ἡµεροδ. 1999 σελ.33)
2) «Πρϋπῆρχε… µέσα εἰς τήν ΑΓΙΑΝ ΤΡΙΑΔΑΝ, εἰς τήν ἔνωσις τῶν
Τριῶν Θείων Προσώπων, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύµατος». (σελ. 40)
3) «Αὐτή δέ ὑπάρχει ἔξω καί ὑπεράνω χρόνου καί χώρου» (σελ.41)
4) «Τήν Ἐκκλησίαν… οὖσαν στενῶς συνηνωµένην µετά τῆς
ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ δυνάµεθα νά τήν
ὀνοµάσωµεν Θεοϋπόστατον» (σελ.55)
5) «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Θεοϋπόστατος: Διότι ἔχει ὡς Ὑπόστασιν τόν
Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ…» (σελ. 50)
6) «Ἡ ἔνωσις αὕτη ἐν τῆ Ἐκκλησία εἶναι ἁρµονική, καί ἐγένετο
ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, καί ἀναλλοιώτως.
Ἡνώθη τό θεῖον µετά τοῦ ἀνθρωπίνου, τό οὐράνιον µετά τοῦ
ἐπιγείου…» (σελ.50)
7) «Ἡ ἔνωσις αὕτη ἐγένετο καθ᾽ ὅν ἀκριβῶς τρόπον εἰς τόν
θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν ἡνώθησαν ἀσυγχύτως καί ἀτρέπτως, ἡ
θεία καί ἡ ἀνθρωπίνη φύσις». (σελ. 50)
Ὁ κάθε χριστιανός µέ τίς στοιχειώδεις ἐκκλησιαστικές γνώσεις
πού κατέχει, παρατηρώντας διακρίνει, ὅτι οἱ θεωρίες αὐτές,
θεοποιοῦν τήν Ἐκκλησίαν. Διδάσκουν ὅτι µέσα εἰς τόν Τριαδικόν
Θεόν, ὑπάρχει ἄλλος Θεός, ἡ Ἐκκλησία. Δοξασίες ξένες, δηλαδή,
πρός τήν ὀρθόδοξον χριστιανικήν πίστιν.
6
Οἱ ἀνωτέρω ἀντορθόδοξες δοξασίες πού διετυπώθησαν εἰς τόν
ἡµεροδείκτην τοῦ 1999, ἐξ ἀρχῆς δέν ἐπροξένησαν σκάνδαλον,
διότι οἱ ὀλίγοι πού τίς ἀντελήφθησαν, τίς παρέβλεψαν, ἐπειδή δέν
ἐπίστεψαν ὅτι αὐτές εἶναι ὄντως πεποιθήσεις τοῦ πρ. Θεσ/νίκης
Χρυσοστόµου. Ὁπότε καί ἀποσιωπήθηκαν, ὅπως καί ἄλλες κατά
καιρούς ἐσφαλµένες διατυπώσεις πού ἐδηµοσιεύοντο εἰς τά
περιοδικά.
Τό πρόβληµα ἐκδηλώθηκε µέ τό δηµοσίευµα τοῦ περιοδικοῦ
τῶν Φλωριναίων «Φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας» Ἰανουαρ. - Φεβρουαρ.
2001, τό ὁποῖο διελάµβανε: «ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ µας παρατηρεῖ ὅτι
τίς ἴδιες περίπου κακοδοξίες περί Ἐκκλησίας τοῦ κ. Ἐλ.
Γκουτσίδη δέχονται καί οἱ ΄΄Ματθαιϊκοί΄΄ …ὑπό τόν ἐπίσκοπο
Μεσσηνίας Γρηγόριον» καί ἐν συνεχεία ἀνεφέρετο εἰς τάς
ἐσφαλµένας διατυπώσεις περί Ἐκκλησίας τοῦ ἡµεροδείκτου 1999.
Σηµειώνουµε ὅτι, ὁ κ. Ἐλευθέριος Γκουτζίδης ἐπανειληµµένως
καί πρίν τοῦ χωρισµοῦ τοῦ 1995, ἐκήρυττε καί ἔγραφε ὅτι ἡ πρώτη
Ἐκκλησία εἶναι τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, χωρίς νά τόν
παρατηρήση κανείς. Μετά τό σχίσµα ἐχαρακτηρίσθη ὡς αἱρετικός,
δι᾽ αὐτάς τάς δοξασίας του, πρῶτον ἀπό τούς Φλωριναίους καί
ἔπειτα ἀπό τήν Σύνοδον τῶν Ἀνδρεϊκῶν «Ἀρχιερέων», µέ τήν
ὁποίαν εὑρίσκεται ἐν διαστάσει.
Ἀπό τόν κ. Ἐλ. Γκουτζίδη ἐδανείσθηκε τά περί Ἐκκλησίας
νεωτεριστικά φρονήµατα ὁ πρ. ἐπίσκοπος Θεσ/νίκης, µέ τήν
πολυχρόνιον συνεργασίαν µαζί του. Τά ἐκαλλιέργησε µελετώντας
τούς µεγάλους νεωτεριστάς καθηγητάς τῶν πανεπιστηµίων καί τά
ἔφερε διά τοῦ ἡµεροδείκτου τοῦ 1999 εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῶν Γ.Ο.Χ.
Τό δηµοσίευµα εἰς τήν «Φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας», ἔκρινε ὡς
αἱρετικήν τήν περί Ἐκκλησίας διδασκαλίαν τοῦ ἡµεροδείκτου καί
ἐχαρακτήριζε ὡς κακοδόξους τούς Ἀρχιερεῖς µας. Διά τοῦτο τό
ὀρθόδοξον πλήρωµα ζητοῦσε ἐξηγήσεις, καθότι δέν ἦταν δυνατόν
νά καλυφθοῦν πλέον τά σοβαρά λάθη τοῦ ἡµεροδείκτου. Εἶναι
φανερή λοιπόν ἡ εἴσοδος τῶν αἱρετικῶν ἐκκλησιολογικῶν θεω-
ριῶν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῶν Γ.Ο.Χ.
7
Ὁ π. Εὐθύµιος µέ τήν «ὁδύνη του», διαστρέφει τήν ἀλήθειαν
καί θέλει νά παρουσιάσῃ ὡς ἀλήθεια τήν πλάνην καί τήν αἵρεσιν.
Ἀναφέρεται εἰς τό µυστήριον τῆς Ἐκκλησίας καί γράφει:

«Αὐτό τό ἁγιώτατον καί προσφιλέστατον µυστήριον τοῦ Θεοῦ, αὐτό


τό µυστήριον τῶν µυστηρίων, ἤ µᾶλλον τό παµµυστήριον τῶν
παµµυστηρίων ἠθέλησαν πρό δεκαετίας τινές ἐξ ἡµῶν νά τό
ψηλαφήσουν. Νόες ὑπερφίαλοι ὄντες καί νεοφανή θεοµάχα
στόµατα, δέν ἠρκέσθησαν εἰς ὅσα µᾶς διδάσκουν ἡ Ἁγία Γραφή καί
οἱ πατέρες οἱ Ἅγιοι. Διετύπωσαν ἀντορθοδόξους θέσεις καί
<ἀκανθώδεις αἱρέσεις>» (Μνήµη Ὀδύνης σελ. 5-6).

Ποῖοι εἶναι οἱ ὑπερφίαλοι νόες … πού διετύπωσαν «ἀκανθώδεις


αἱρέσεις»;
Διά τόν π. Εὐθύµιον δέν εἶναι οὔτε οἱ οἰκουµενιστές καθηγηταί
πού τίς κηρύττουν, οὔτε ὁ πρ. Θεσ/νίκης πού τίς ἔφερε στήν
Ἐκκλησίαν τῶν Γ.Ο.Χ., ἀλλά εἶναι ὅσοι τίς διέγνωσαν καί τίς
κατεδίκασαν ὡς αἱρετικές. Καί ὡς λέγει εἶναι:

«Οἱ τρεῖς αὐτοί ἐχθροί τῆς ἀληθείας καί τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἱερ/χος
Χρυσόστοµος ὁ Ἁγιορείτης καί οἱ ἐκ Πατρῶν ὁρµώµενοι Π.
Ἀλεξόπουλος καί Λ. Κτενᾶς»

Αὐτά γράφει σήµερον ἀφοῦ τόν ἔπιασε ἡ ὀδύνη ὡς ἐξ ὕπνου


ἀφυπνισθείς καί πλάθει φανταστικά διά Γρηγοριανόν σχίσµα, διά
πτῶσιν τό 2002 τοῦ Σεβ/του Γρηγορίου.
Ἀναφέρεται στό 2002 διά «ἀκανθώδεις καί ἀντορθοδόξους
αἱρέσεις», ὅµως τί ἔκανε τότε ὁ ἴδιος καί πῶς δέν ἐπεσήµανε τάς
αἱρέσεις διά νά γράψη καί ὑπερασπίση τήν ἀλήθειαν;
Λυπούµεθα διά τόν π. Εὐθύµιον καί δέν πιστεύαµε µετά ἀπό
µίαν δεκαετίαν νά θέλη τώρα µέ ζῆλο νά ὑποστηρίξη τάς
κακοδοξίας τῶν νεωτεριστῶν νεοεκκλησιολόγων καί ψευδόµενος
νά µᾶς συκοφαντῆ παραπλανώντας ἁπλούς ἀδελφούς.
Οἱ Ἀρχιερεῖς τότε µέ πρόεδρον τόν Σεβ/τον Μεσσηνίας
Γρηγόριον ἔπραξαν τό καθήκων των. Ἐκάλεσαν νά γνωµατεύσουν
8
περί τοῦ θέµατος αὐτοῦ Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι καί ἀδελφοί, πρός
ἐπίλυσιν τοῦ προβλήµατος πού ταλάνιζε τήν Ἐκκλησίαν.
Τῇ 8ῃ Φεβρουαρίου 2002 (ὀρθ. ἑορτ.), ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου ὁ πρώην Θεσσαλονίκης Χρυσόστοµος Μητρόπουλος
ἔπειτα ἀπό πολύωρον Συνεδρίαν περί ὥραν πέραν τοῦ
µεσονυκτίου ὑπέγραψεν ὑποκριτικῶς ἔγγραφον «ΔΗΛΩΣΙΣ –
ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ», ἀποκηρύσσων τάς περισσοτέρας
αἱρετικάς θέσεις τοῦ ἐν λόγῳ ἡµεροδείκτου.

«ΔΗΛΩΣΙΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ (ΤΩΝ


Γ.Ο.Χ.) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ
ΚΑΙ ΙΕΡΑΝ ΣΥΝΟΔΟΝ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΙΣ ΑΘΗΝΑΣ (ΟΔΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 22 ΡΟΥΦ)
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Εἶναι θεσµοθεσία ἐκκλησιαστική ὅπως εἰς περιπτώσεις κατά τίς
ὁποίες ταράζεται ἡ Ἐκκλησία ὑπό σκανδάλων καί ἐρίδων προερχο-
µένων ἐξ ἐµφανίσεως αἱρέσεως τινός οἱ κατηγορηθέντες ὡς φορεῖς
αὐτῆς καί κατά τήν περίπτωση πού εἶναι ἀθῶοι, νά ὁµολογοῦν
ἐγγράφως τό φρόνηµά των, σχετικά µέ τήν ἐµφανισθεῖσαν αἵρεσιν, καί
νά τήν ἀναθεµατίζουν, ἐφ’ ὅσον δέν τήν ἀποδέχονται, ὥστε νά
ἐξαλείφεται πᾶσα κατηγορία καί ὑποψία κατ' αὐτῶν, καί παράλληλα
νά ἐπέρχεται ἡ εἰρήνη εἰς τήν Ἐκκλησίαν.
Ὅθεν καί ἐγώ, ὁ Χρυσόστοµος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης
ἐπειδή κατηγορήθηκα διά τήν ἐκ µέρους µου συγγραφήν Οἰκουµενι-
στικῆς Ἐκκλησιολογίας ἡ ὁποία δηµοσιεύτηκε εἰς τόν Ἡµεροδείκτην
τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ., τοῦ ἔτους 1999, ταύτην τήν παροῦσαν
ἔγγραφον ὁµολογίαν ποιοῦµαι καί προσάγω ὑµῖν.Ἐν αὐτῷ δέ καί
συγγνώµην αἰτοῦµαι παρά θεοῦ καί παρ' ὑµῶν διά πᾶν ὅ,τι ἐκ
λανθασµένης ἀντιλήψεως ἡ ἐκ προχείρου µελέτης µου ἐπί τοῦ
θέµατος ἤ ἐξ ἀσαφοῦς φραστικῆς διατυπώσεως ἐπί λεπτῶν σηµείων,
ποῦ ἅπτονται τοῦ δυσκολοτάτου σέ διατύπωση καί κατανόηση
ἐκκλησιολογικοῦ θέµατος καί οὕτως ὑπέπεσα σέ λανθασµένες
διατυπώσεις δίνοντας τήν ἐντύπωση τοῦ ἀρνητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου
ὁµολογίας (ἐνῶ χάριτι Θεοῦ δέν εἶµαι).
Ἐν πρώτοις δηλώνω ὑµῖν ὅτι δέ ἦτο πρόθεσίς µου νά γραφῆ
ὁ,τιδήποτε εἶναι ἀντίθετο µέ τό πνεῦµα καί τήν Παράδοση τῆς
9
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Διά τοῦτο καί ὁτιδήποτε ἔρχεται ἀµέσως ἤ
ἐµµέσως εἰς ἀντίθεσιν µέ τήν Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν τό ἀποκηρύτ-
τω, τό ἀνακαλῶ καί τό ἀναθεµατίζω ἐξ ὅλης ψυχῆς καί διανοίας.
Εἶναι γεγονός ὅτι τίς βασικώτερες θεολογικές θέσεις ἐπί τῶν
ὁποίων στηρίζεται τό ‘’ἐκκλησιολογικόν ἐγκόλπιον’’ τοῦ ἐν λόγῳ
Ἡµεροδείκτου, ἔλαβα ἀπό διάφορα συγγράµµατα νεοηµερολαγιτῶν –
οἰκουµενιστῶν. Τοῦτο ὅµως πόρρῳ ἀπέχει ἐκ τοῦ ὅτι ἐνήργησα
συνειδητά διά τήν εἴσοδον εἰς τήν Ἐκκλησίαν κακοδόξου διδασκαλίας
ἤ ὅτι υἱοθετῶ αὐτήν ἡ ὅτι ἀγνόησα τούς σχετικούς Ἱερούς Κανόνες.
Πᾶν ὅ,τι προέκυψε ὀφείλεται εἰς τήν µή ὑπάρχουσα εἰς ἐµέ ἄνεσην
καί ὁ ἀπαιτούµενος χρόνος, διά τήν βαθυτέραν µελέτην τοιούτων
συγγραµµάτων, ἄτινα, ὡς καί ὁ ἴδιος ἐκ τῶν ὑστέρων διαπιστώνω,
περιέχουν θέσεις οἱ ὁποίες καίτοι συνοδεύονται ἀπό ἁγιοπατερικές
ρήσεις, ἐν τούτοις δέν εἶναι ὀρθές.
Ὅθεν ὁµολογῶ ὅτι πιστεύω εἰς «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀπο-
στολικήν Ἐκκλησίαν» (ὅπως ἀναφέρεται εἰς τόν Ἡµεροδείκτην) ἡ
ὁποία τελεῖ τό «ἕν Βάπτισµα εἰς ἄφεσιν ἁµαρτιῶν» καί εἶναι ἡ µόνη
ποῦ παρέχει τήν σωτηρία εἰς τό γένος τῶν ἀνθρώπων. Ἀναθεµατίζω
δέ πᾶσαν διατύπωσιν καί θεωρίαν κατά τήν ὁποίαν αὐτή ἡ Μία
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖται ὡς ἀϊδίως προϋπάρχουσα ἐπειδή
προαιωνίως εἶχεν ὁ Θεός ἐν τῷ νῷ καί τῆ βουλησει Αὐτοῦ τό σχέδιον
καί τήν βουλήν περί Ἐκκλησίας. Ἐπίσης καί τήν θεωρία ὅτι ἡ
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ προϋπήρχεν πάντοτε εἰς τόν συνάναρχον καί
ἀνάρχως προϋπάρχοντα αἰώνιον Λόγον. Ἀποκηρύσσω ταῦτα καθότι
τά εὑρισκόµενα ἀπ' ἀρχῆς εἰς τήν βουλήν τοῦ Θεοῦ καί ἐν συνεχεία
γενόµενα δέν εἶναι ἄναρχα.
Ἀποκηρύττω καί ἀναθεµατίζω τήν πλάνην κατά τήν ὁποίαν ἡ
Ἐκκλησία εἶναι θεοϋπόστατος ὅτι δηλαδή ἡ φύσις αὐτῆς εἶναι θεϊκή καί
ὄτι προϋπῆρχε ἐξ ἀϊδίου ὡς πνευµατική Ἐκκλησία µέσα στήν Ἁγία
Τριάδα. Ταῦτα πάντα ἀπάδουν πρός τήν Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν ἡ
ὁποία κηρύττει, διά τοῦ Ἰ. Χρυσοστόµου ὅτι ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ
θεανθρώπου, «ἐξῆλθεν αἷµα καί ὕδωρ καί ἐξ’ ἐκείνου τοῦ αἵµατος
καί τοῦ ὕδατος ἡ Ἐκκλησία ἅπασα συνέστηκε». Καί «καθάπερ
τοῦ Ἀδάµ καθεύδοντος ἡ γυνή κατεσκευάζετο (χωρίς νά
προϋπάρχει) οὕτω τοῦ Χριστοῦ ἀποθανόντος ἡ Ἐκκλησία (τῆς
χάριτος, τῆς ὁποίας εἶναι κεφαλή ὁ Χριστός) διεπλάττετο ἐκ τῆς
πλευρᾶς Αὐτοῦ» Ε.Π.Ε. 27ος 168). Κηρύττω λοιπόν καί ὁµολογῶ τήν
Ἐκκλησία ὡς θεανθρώπινο καθίδρυµα καί ὄχι θεοϋπόστατον ὅπως
ἀναφέρεται καί εἰς τόν ἡµεροδείκτην.
10
Τέλος ἀποκηρύττω ὡς ἀδόκιµες τίς φράσεις τοῦ Ἡµεροδείκτου
κατά τίς ὁποίες: χάριν τῆς Ἐκκλησίας ἔλαβεν ὕπαρξιν ζωήν καί νόηµα
ὁ παρόν κόσµος (σελίς 36). Ἡ Ἐκκλησία οὐκ ἔστι ἐκ τοῦ κόσµου τούτου
(σελίς 41), ὡς λέγουν οἱ οἰκουµενιστές παρερµηνεύοντες τό Ἰωάν. ΙΗ’
36. Ὅτι εἰς τήν Πεντηκοστήν ἔγινεν ἡ ἐπανένωσις Θεοῦ µέ τάς ψυχᾶς
(σελίς 46) ὡς περιέχον ἀνακρίβειαν καί ἀσάφειαν (χωρίς ὅµως κακήν
πρόθεσιν) καί δύναται νά συνηγορήση ὑπέρ αἱρέσεων. Ὅτι ὁ Χριστός
δέν ἄφησε διαδόχους (σελίς 79). Ὅτι ἡ θριαµβεύουσα Ἐκκλησία εἶναι ἡ
ψυχή τῆς στρατευοµένης (σελίς 120) καίτοι τονίζεται εἰς τόν Ἡµεροδεί-
κτην ἡ ὁρατή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρά ταῦτα δύναται νά ἐνισχύση
τήν αἵρεση τῶν Προτεσταντῶν οἱ ὁποῖοι ὑπερεξαίρουν, σκοπίµως τήν
ἀόρατον Ἐκκλησίαν. Ὅτι ἡ Καθολική Ἐκκλησία εἶναι τό κριτήριον τῆς
Ὀρθοδοξίας καί ὄχι ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας (σελίς 75),
ἐνῶ ἐγράφη µέ τήν ἔννοιαν ὄτι ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι
ἀδιασπάστως ἡνωµένες καί προϋποθέτει ἡ µία τήν ἄλλη.
Προπαντός ἀποκηρύπω ὡς ἀδόκιµον τολµηρόν καί συνάδουσα µέ
αἱρέσεις τήν διατύπωσιν ὅτι: ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ὡς βάσιν
τήν ἀδιάσπαστον ἑνότητα ἡ ὁποία ὑπάρχει εἰς τήν τρισυπόστατον
θεότητα, τήν Παναγίαν Τριάδαν. Εἰς αὐτήν τήν ἑνότητα ὁ Χριστός
θέλων νά συµπεριλάβη καί τόν ἄνθρωπον εὔχεται «ἵνα πάντες ἕν
ὦσιν, καθώς σύ, Πάτερ, ἐν ἐµοί κάγῶ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡµῖν
ὤσιν» (σελίς 66) ἀποκηρύττω τοῦτο ὡς ἀδόκιµον καθότι ἡ ἕνωσις τῶν
πιστῶν µετά τοῦ θεοῦ γίνεται κατά χάρη καί ὄχι κατ' οὐσία, ποῦ εἶναι
ἡνωµένα τά τρία πρόσωπα τῆς µιᾶς θεότητος Ἄλλωστε τοῦτο
ἀναφέρεται καί εἰς ἄλλο σηµεῖον τοῦ Ἡµεροδείκτου.
Ὁµολογῶ δέ καί συγκατατίθεµαι ἐξ ὅλης καρδιᾶς ψυχῆς καί
διανοίας ἀποφαίναµαι ὑπέρ ἀπάσης τῆς «ἅπαξ παραδοθείσης τοῖς
Ἁγίοις Πίστεως» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ (Ἰούδα 3).
Αἱ εὐχαί ὅλων σας νά µέ στηρίζουν καί νά µέ φωτίζουν πάντοτε.
Ὁ ἐν ἐπισκόποις ἐλάχιστος καί ἐν Χριστῷ ὑµῶν ἀδελφός καί
συλλειτουργός.
Ἐν Ἀθήναις τῇ 8ῇ Φεβρουάριου 2002

Ὁ Μητροπολίτης τῶν Γ.Ο.Χ. Θεσσαλονίκης Χρυσόστοµος»


___________________________________________________

Τήν ὁµολογίαν αὐτή ὑπέγραψε ὁ πρ. Θεσ/νίκης καί ἔγινε


ἀποδεκτή ἀπό ὅλα τά µέλη πού συµµετεῖχαν εἰς τήν Σύναξιν.
Πρέπει νά σηµειώσουµε ὅµως ὅτι, ὅπως ἀπεδείχθη, τήν ὁµολογίαν
11
ὑπέγραψε ὁ πρ. Θεσ/νίκης κατ᾽ ἀνάγκη, ὄχι διότι ἐπίστεψε καί
παρεδέχθη τά λάθη τοῦ ἡµεροδείκτου, ἀλλά µή δυνάµενος νά
ἀντιδράση εἰς τήν κοινήν γνώµην τῆς Συνάξεως.
Ὁ π. Εὐθύµιος δέν παρουσιάζει τά γεγονότα ὅπως ἔγιναν,
γράφει διά τόν ἑαυτόν του:

«…εἶµαι κατά χάριν καί καθ᾽ ὑποχρέωσιν φορεύς καί ἐκφραστής τοῦ
προφητικοῦ χαρίσµατος τῆς Ἱεροσύνης. Καί τό νόηµα τῆς προφητείας
δέν εἶναι νά προλέγης τά µέλλοντα, ἀλλά νά ἀποκαλύπτης ὅσα
τραυµατίζουν τήν ἀλήθειαν εἰς τό παρόν καί ὑπονοµεύουν τήν
σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων εἰς τό µέλλον».

Ἐάν πραγµατικά εἶχε τό χάρισµα τῆς προφητείας ὅπως τά γράφει


δέν θά διέστρεφε τά γεγονότα, διά νά καλύψη τήν πραγµατικήν
αἰτίαν τοῦ σχίσµατος καί νά ὁµιλῆ διά Γρηγοριανό σχῖσχα.
Αὐτό δείχνουν τά ὅσα γράφει:

«…Ὁ Μεσσηνίας Γρηγόριος ἀναθέτει εἰς τόν Λ. Κτενᾶν νά ὁµιλήσῃ


περί τοῦ µυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας καί νά συγγράψῃ σχέδιον
Ἐγκυκλίου!!!...» (ΜΝΗΜΗ ΟΔΥΝΗΣ. σελ. 7)

Ὡστόσο δέν λέγει τήν ἀλήθειαν, διότι «σχέδιον ὁµολογίας


ἐπαρουσίασε ὁ κ. Κτενᾶς, τό ὁποῖον ἐδέχθη πολλές τροποποιή-
σεις εἰς τήν ἐπί δεκαώρου σύναξιν τήν ἀπό 8-2-2002. Αὐτό
βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ πρ. Θεσ/νίκης γράφοντας εἰς τήν ἐγκύκλιόν
του: <Ὁ Κτενᾶς δέν ἦτο ἱκανοποιηµένος ἀπό τό τελικόν κείµενον
διότι εἶχον γίνει εἰς αὐτό τόσες διορθώσεις>». Ἐφ᾽ ὅσον τό σχέ-
διον αὐτό ἐτέθη εἰς τήν κρίσιν τῶν Ἀρχιερέων καί τῆς ἐπιτροπῆς
ἔπαψε πλέον νά εἶναι µόνο τοῦ κ. Λ. Κτενᾶ. Ἐπειδή ὅµως εἰς τό
σχέδιον αὐτό καί µετά τίς τροποποιήσεις δέν εὑρέθει ἡ συµφωνία
ὅλων εἰς τήν ἐπιτροπήν, εἰς τό τέλος τῆς Συνεδριάσεως τῆς 8ης
Φεβρουαρίου 2002 τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἀπεφασίσθη νά συνταχθῆ
σχέδιον ποιµαντορικῆς Ἐγκυκλίου περί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
θέµατος τό ὁποῖον θά ὑπεβάλλετο εἰς τήν Ἱεράν Σύνοδον.
12
Διά τήν σύνταξιν σχεδίου Ἐγκυκλίου ὁ πρόεδρος τῆς Συνόδου
τήν 18ην Φεβρουαρίου 2002 ἀνέθεσε διά Ἀρχιερατικοῦ γράµµατος
εἰς τούς κ. Κτενᾶν Λάµπρον, Σκρέταν Δηµήτριον (Θεολόγον), Βρα-
κάτον Ἀπόστολον (Θεολόγον), Γλετζάκον Γεώργιον (Θεολόγον), Συν-
τζιρµᾶν Ἀθανάσιον (Θεολόγον) καί Ἀλεξόπουλον Παναγιώτην τήν
σύνταξιν σχεδίου Ἐγκυκλίου περί τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ θέµατος.
Κατόπιν τούτου µόνον οἱ τέσσαρες (4) ἐκ τῶν ὁρισθέντων
συνῆλθον πρός συνεργασίαν διά τήν περεταίρω διόρθωσιν τῆς
Ἐγκυκλίου ἤ σύνταξιν σχεδίου Ἐγκυκλίου ἀπουσιαζόντων
ἐσκεµµένως τῶν ἑτέρων δύο (2), ἤτοι τῶν κ. Γλετζάκου Γεωργίου
καί κ. Συντζιρµᾶ Ἀθανασίου.
Ὁ π. Εὐθύµιος ἀπεσιώπησε τόν διορισµόν τῆς ἐπιτροπῆς διά
συνεργασίαν καί σύνταξιν Ἐγκυκλίου κοινῆς ἀποδοχῆς καί
συµφωνίας. Ἐπίσης ἀπεσιώπησε τήν ἄρνησιν τῆς συνεργασίας
τῶν 2 θεολόγων διά τήν σύνταξιν Ἐγκυκλίου, πού σηµαίνει
ἄρνησις τοῦ διαλόγου πρός ἐξεύρεσιν τῆς ἀληθείας καί συµφωνίας
διά τό προκείµενον ἐκκλησιολογικόν θέµα.
Δηλαδή ὁ π. Εὐθύµιος ἀποσιωπᾶ τόν κανονικόν τρόπον
ἐνεργείας διά νά ἀποφευχθῆ ἡ πλάνη καί ὁ χωρισµός καί
κατασυκοφαντεῖ τούς Ἀρχιερεῖς ἐπαναλαµβάνοντας συνέχεια µέ
µῖσος, ὅτι τήν ὅλην ὑπόθεσιν τήν χειρίσθησαν ὁ κ. Κτενᾶς µέ τόν
κ. Ἀλεξόπουλον, καί τοῦτο διά νά πλανᾶ τούς ἀφελεῖς.
Ὁ πρώην Θεσσαλονίκης δυστυχῶς ἀρνήθηκε τήν ὁµολογίαν
του, καί τήν κοινήν συνεργασίαν καί συνεργάσθηκε µέ τούς
ἄλλους δύο θεολόγους, ὁµοῦ δέ καί οἱ τρεῖς δέν ἐδέχθησαν τό
σχέδιον ἐγκυκλίου τό ὁποῖον κατέθεσαν στήν Σύνοδον πρός
µελέτην τήν 27η Μαρτίου 2002 οἱ περί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
θεολόγοι, ἀλλά τήν 28η Ἀπριλίου 2002 ἐξέδωσαν τεῦχος µέ
ἐπιγραφή, «ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΣΧΕΔΙΟΥ ΕΓΚΥΚΛΙΟΥ» καί
συνεχίσθη ἡ διαφωνία. Ἔτσι ἄρχισε ἡ πολεµική καί ἡ ἀρχή τοῦ
χωρισµοῦ.
Ἡ διαφωνία αὐτή φανερά ἐκδηλώθηκε στό Ἱερατικό Συνέδριο
τῆς ἀπό 5ης Ἰουλίου 2002 πού ἔγινε πρός ἐνηµέρωσιν τοῦ κλήρου.
13
Εἰς τό Συνέδριον ἀνεγνώσθη ἡ Ἐγκύκλιος πρός ἔγκρισιν καί
ὑπογραφήν ἀπό τούς Ἱερεῖς.

Ἐπέµβασις τοῦ π. Εὐθύµιου


Ὁ π. Εὐθύµιος χωρίς νά κάνη κριτικήν καί ἀποδοκιµάζοντας
τήν Ἐγκύκλιον ὅλως ἀντικανονικῶς καί ἀσεβῶς σηκώθηκε
ἐνώπιον πάντων, ἔκαψε τήν ἐγκύκλιον ζητώντας τήν µαταίωση τῆς
ὑπογραφῆς. Εἰς τήν µελέτην του «ΟΔΥΝΗ…» στρέφετε ἐµπαθῶς µέ
ψεύδη καί συκοφαντίες κατά τοῦ Ἁγιορείτου Ἱερ/χου Χρυσοστό-
µου (νῦν Ἐπισκόπου Θηβῶν & Λεβαδείας) καί γράφει:

«Ὁ Ἱερ/χος Χρυσόστοµος Τζανῆς (τό ὀρθόν Τζάνης), ὡς <ἀλώπηξ


λιµώττουσα καί πονηρά>, ἵστατο σιωπῶν δολίως, παρ’ ὅτι
διαφωνοῦσε µέ τάς θεολογικάς θέσεις τῆς ψευδοεγκυκλίου» (σελ. 8).

Ἀπολογούµενος γι’ αὐτό ἀπορῶ πῶς ὁ π. Εὐθύµιος ψεύδεται ἐν


γνώσει του τόσο φανερά καί ἀπροκάλυπτα, διότι ὅταν ἐρωτήθη-
σαν οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες διατί δέν ὑπογράφουν τήν Ἐγκύκλιον,
ἀπήντησα προσωπικῶς ἐνώπιον ὅλων ὅτι ἔχουµε σηµειώσει
κάποιες παρατηρήσεις εἰς τήν Ἐγκύκλιον καί θέλουµε µερικά ση-
µεῖα νά διευκρινησθοῦν καί ἄλλα νά τροποποιηθοῦν ἤ νά διορθω-
θοῦν. Τό αἴτηµα αὐτό τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων ἔγινε δεκτόν ἀπό
τούς Ἀρχιερεῖς καί ἀπό ὅλη τήν Συνάξιν, ὡρίσθη µάλιστα εἰς τό
τέλος τῆς συνεδρίας νά ἐξετασθοῦν ἀπό ὅλους αὐτές οἱ θέσεις τῆς
Ἐγκυκλίου. Μάλιστα ἐπρότειναν εἰς τόν θεολόγον κ. Γεώργιον
Γλετζάκον (ὁ ὁποῖος συνεργάζετο µέ τόν πρ. Θεσ/νίκης) νά
συµµετάσχη εἰς τήν µελέτην τῆς Ἐγκυκλίου ὁ ὁποῖος πρόθυµα
ἐδέχθη, ὅµως δέν τοῦ ἐπέτρεψε τήν συνεργασίαν ὁ πρ. Θεσ/νίκης.
Ὁρίστε ποῖος δηµιουργεῖ σχίσµα. Ὁ π. Εὐθύµιος ἐθελοτυφλώ-
ντας δέν τό βλέπει αὐτό; Ὁ ἴδιος δέν ἔκανε τίποτε ὥστε νά παρακι-
νήση τόν πρ. Θεσ/νίκης διά συνεργασία, καί τώρα σκοπίµως καί
πανηρῶς θέλοντας νά ρίψῃ τήν εὐθύνην εἰς τούς Ἀρχιερεῖς,
ἐπωφελεῖται τήν ἐπιφύλαξιν τῶν Ἁγιορειτῶν καί διέδιδε εἰς τούς
κληρικούς ὅτι ἐφόσον δέν δέχθηκαν νά ὑπογράψουν (οἱ Ἁγιορεῖτες)
14
ἡ Ἐγκύκλιος ἔχει πράγµατι λάθη. Ὡς θεολόγος δέν ἦταν εἰς θέσιν
νά διακρίνῃ τά λάθη τοῦ Ἡµεροδείκτου καί τῆς Ἐγκυκλίου,
ἔπρεπε νά ἰδῇ τήν θέσιν τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων!
Δέν θέλησε ὁ ἴδιος τήν συνεργασίαν καί διαστρέφων τήν
ἀλήθειαν, ἐκτός ἀπό τήν ἄτοπον ἐρώτησιν πού κάνει τώρα, «διατί
π. Χρυσόστοµε τόν Ἰούλιον τοῦ 2002 δέν ὑπέγραψες τήν
Ἐγκύκλιον;» (σελ.8) κατηγορεῖ τήν προσπάθειαν διά τήν κοινήν
συνεργασίαν γράφοντας: «ἐγένοντο µονοµερῶς, ἀντικανονικῶς
καί ἀναρµοδίως διορθώσεις καί τροποποιήσεις ὑπό λαϊκῶν καί
κάποιων κληρικῶν εἰς τό ἤδη ὑπογραφέν κείµενον» (σελ.8).
Τίς κανονικότατες ἐνέργειες τῶν Ἀρχιερέων διά συνεργασίαν
πρός ἐξοµάλυνση τῶν διαφωνιῶν καί συµφωνίαν, πρός ἀποφυγή
τοῦ χωρισµοῦ τίς ἀρνήθηκε τότε καί τώρα τίς θεωρεῖ ἀντικανονικές.

Ἀποδίδει αἱρέσεις εἰς τόν Σεβασµιώτατον Μεσσηνίας


Γρηγόριον
Ὁ σκοπός τοῦ π. Εὐθυµίου πού ἔγραψε τήν µελέτη «Μνήµη
ὀδύνης» εἶναι νά περάση εἰς τό πλήρωµα τῶν πιστῶν τήν ἄποψιν,
ὅτι διά τό σχίσµα πού ἔγινε ἀπό τίς αἱρετικές ἐκκλησιολογικές
δοξασίες, (τίς ὁποῖες ὁ πρ. Θεσ/νίκης διά τοῦ ἡµεροδείκτου ἔφερε εἰς
τήν Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ.) εὐθύνεται ὁ Σεβ/τος Γρηγόριος καί ὄχι ὁ
πρ. Θεσ/νίκης, δι’ αὐτό µιλάει διά Γρηγοριανόν σχίσµα. Γράφει:

«Ὁ Μεσσηνίας Γρηγόριος ἐκήρυττεν γυµνῇ τῇ κεφαλῇ Ἀρειανισµόν


καί Νεστοριανισµόν. Ἠρνεῖτο τήν αἰωνιότητα τοῦ θεανθρώπου
Ἰησοῦ καί διασποῦσε τό θεανδρικόν Αὐτοῦ πρόσωπον ἀντιλέγων
οὕτως καί εἰς τό σύµβολον τῆς πίστεώς µας» (σελ. 17).

Τοῦτο, ὅµως, εἶναι ψευδές διότι ὁ Σεβ/τος Γρηγόριος δέν εἶχε


γράψει τίποτα διά τά ἐκκλησιολογικά αὐτά θέµατα.
Τοῦ ἀποδίδουν, ἐπίσης, ὡς αἱρέσεις ὅ,τι ὁ πρ. Θεσ/νίκης καί ὁ
π. Εὐθύµιος ἔκριναν ὡς αἱρετικά ἀπό τίς κριτικές τοῦ κ. Λ. Κτενᾶ
15
καί κ. Π. Ἀλεξοπούλου κατά τῶν νεωτεριστικῶν ἐκκλησιολογικῶν
θεωριῶν. Ὡς προσωπικήν κατηγορίαν τοῦ ἀποδίδει:

«Ὁ Μεσσηνίας Γρηγόριος ὡς ὄντως ἐκκλησιοµάχος ἠρνεῖτο τήν


πρό καταβολῆς κόσµου κοινωνίαν τοῦ Θεοῦ πρός τάς πνευµατικάς
καί λογικάς δυνάµεις. […] ἀναθεµάτισε τούς ἁγίους ἀγγέλους»(σελ. 17).

Αὐτά, λέγει, τά εἶπε προφορικά ὁ Σεβ/τος Μεσσηνίας καί, διά


νά ἐπιβεβαιώση ὅτι δι’ αὐτά εἶναι αἱρετικός, φέρει µαρτυρίες.

«Ὁ Μεσσηνίας Γρηγόριος ἀντέλεγεν εἰς τά ὅσα ὁ Ἀπόστολος τῶν


Ἐθνῶν εἰς τήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή του ἀναφέρει διά τήν
ἑνότητα µεταξύ τῶν Ἁγίων ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων:
<ἀνακεφαλαιώσασθαι τά πάντα ἐν τῷ Χριστῷ, τά ἐπί τοῖς οὐρανοῖς
καί τά ἐπί τῆς γῆς, ἐν αὐτῷ> (Ἐφ. 1, 9-10)» (σελ. 17).

Στήν συνέχεια ἀναφέρει περισσότερες ἀπό 15 µαρτυρίες


ἄλλων Ἁγίων πού µαρτυροῦν τό ἴδιο ἤ παραπλήσιο διά τήν
Ἐκκλησίαν τῶν ἀγγέλων.
Ἡ σκόπιµος προσπάθεια διά τήν συκοφάντιση τοῦ Σεβ/του
Γρηγορίου ὡς αἱρετικοῦ, ἀποβαίνει µαταία χυδαιολογία καί
ψευδολογία, µπροστά στήν γραπτήν ὁµολογίαν τοῦ ἰδίου τοῦ
Σεβασµιωτάτου καί ὅλων τῶν Ἀρχιερέων διά τῆς ποιµαντορικῆς
Ἐγκυκλίου τῆς ἀπό 3/6/2005 ὅπου δηλώνουν ὅτι:
«Οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι τόσο κατά τήν περίοδον τῆς Π. Διαθήκης
ὅσο καί κατά τήν ἐποχή τῆς Χάριτος, ὑπηρετοῦν τόν Θεόν εἰς τό
ἔργον τῆς Οἰκονοµίας, συνεπῶς πάντοτε εὑρίσκονται ἐντός τῆς
Ἐκκλησίας. Ἡ Ἁγία Γραφή λέγει: <Παρεµβαλεῖ ἄγγελος Κυρίου
κύκλῳ τῶν φοβουµένων Αὐτόν, καί ρύσεται αὐτούς> (Ψαλµ. ΛΓ’ 8).
Καί ὁ Ἰ. Χρυσόστοµος λέγει: <Τοῦτο ἀγγέλων λειτουργία τό
διακονεῖν τῷ Θεῷ εἰς σωτηρίαν ἡµετέραν … Αὐτός γάρ ὁ Δε-
σπότης σώζει, οὗτοι δέ ὡς δοῦλοι… δι’ ἡµᾶς περιτρέχουσιν…>»
(ΕΠΕ 24ος, 226-228).
Ἔχουν δέ καί αὐτοί κεφαλήν των τόν Χριστόν. Ὁ Εὐγ.
Βούλγαρης γράφει: «Κεφαλήν εἶναι τόν Θεάνθρωπον τῶν
16
ἀνθρώπων ἅµα καί τῶν ἀγγέλων, µάρτυς ἐστίν ὁ Ἀπόστολος (πρός
Ἐφεσ. Κεφ. Α´), λέγων <Αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ
Ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶµα αὐτοῦ>˙ τῇ Ἐκκλησίᾳ µενοῦν οὐχ
ὅπως τῇ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί αὐτῷ τῷ τῶν ἀγγέλων
ἀθροίσµατι˙ καί γάρ καί αὐτό Ἐκκλησία ἐν ταίς Γραφαίς
εἴρηται…» (Εὐγ. Βουλγάρεως ἔκδ. Β Ρηγοπούλου, ἔκδ. Β΄ σελ. 528)

Ἡ ἐπίθεσις κατά τοῦ Ἱεροµονάχου Χρυσοστόµου τοῦ


Ἁγιορείτου
Κατά τό µακρό ἱερατικό στάδιο τῆς ζωῆς µου πού ἀριθµεῖ 43
συναπτά ἔτη, οὐδέποτε εἶχα ἔλθη εἰς διαφωνίας µέ τόν π. Εὐθύµιο.
Ἔξαφνα βλέπω τώρα µία ἐπίθεση ἐναντίον µου καί δέν ἠξεύρω
πού ὀφείλεται. Προσπαθεῖ µέ πολλά διακοσµητικά ἐπίθετα νά
σπιλώσῃ τήν ὑπόληψίν µου στό πλήρωµα τῶν πιστῶν.
Δέν θά ἀπαντοῦσα στόν π. Εὐθύµιον ἐάν δέν µέ ἀποκαλοῦσε
αἱρετικό, γράφοντας:

«Ὁ µοναχός Χρυσόστοµος Τζάνης ὁ Κατουνακιώτης κηρύσσει τήν


αἵρεσιν τοῦ Ἀρειανισµοῦ καί τοῦ Νεστοριανισµοῦ … Ὡς ἄλλος
Ἄρειος καί Νεστόριος, κηρύσσει δεινή αἵρεσιν. Ἀρνεῖται τήν
προαιωνιότητα καί διασπᾶ τό θεανδρικόν Πρόσωπον τοῦ
σεσαρκωµένου Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ…τολµᾶ ΄΄τόν ἕνα Χριστόν,
τόν Κύριον ἡµῶν καί Θεόν διαιρεῖν Ὑποστατικῶς’’ (Συνοδικόν Ζ’ Οἰκ.
Συνόδου) καί ἐνσπείρει εἰς τάς ψυχάς τῶν πιστῶν, τόν δισταγµόν καί
τήν ἀµφιβολίαν περί τῆς προαιωνιότητος τοῦ Σεσαρκωµένου Υἱοῦ
καί Λόγου τοῦ Θεοῦ». (σελ. 26)

Ἐν συνεχείᾳ ἀπό τήν µελέτην µας «ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΟΥΝ ΟΙ


ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΔΕΙΚΤΟΥ ΟΧΙ Η ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ» τῆς
1ης Ἰανουαρίου 2003, παίρνει µερικές περικοπές καί συνεχίζει:

«Αἱρετικώτατε µοναχέ Χρυσόστοµε Τζάνη Κατουνακιώτη, τό


κείµενον αὐτό τό ἐδηµοσίευσες τήν 1ην Ἰανουαρίου 2003. Μέ τό
κείµενον αὐτό ἐπεβράβευσες τούς συντελεστάς τῆς ἀνοµίας
17

ἐπαναλαµβάνων τάς βλασφηµίας ἐπάνω εἰς τάς ὁποίας ἐθεµελιώθη


τό σχίσµα τοῦ 2002. Εἶσαι τό πρόσωπον ἐκεῖνο τό ὁποῖο προώθησε
ὅσον οὐδείς ἄλλος τήν φοβεράν αὐτήν αἵρεσιν εἰς τά σπλάγχνα τῆς
Ὀρθοδοξίας.»

Ἀπολογούµενος ἀπαντῶ: Δέν ἐδέχθηκα καί δέν προώθησα


οὐδεµίαν αἵρεσιν, πολέµησα καί πολεµῶ κατά καθῆκον τίς ἐµφα-
νιζόµενες αἱρέσεις ἤ δίνω ἀπαντήσεις σέ ἐκκλησιαστικά θέµατα.
Στό µεγάλο σκάνδαλο τῆς εἰκονοµαχίας, παρακολουθοῦσα καί
ἐξασκοῦσα κριτική στά κείµενα πού ἐγράφοντο κατά τῶν εἰκόνων.
Ἐφανέρωνα τά σφάλµατα ὅταν δέν συµφωνοῦσαν µέ τήν
Γραφήν τούς Ἁγ. Πατέρας καί τήν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτό ἔκανα καί διά τῆς νεωτεριστικές ἐκκλησιολογικές θεωρίες
πού εἰσήλθον τό 1999 µέ τόν ἡµεροδείκτη στήν Ἐκκλησία τῶν
Γ.Ο.Χ. Ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος ἔγραψα στίς 20-9-2001 πρός τήν
Ἱεράν Σύνοδον:
1. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ στήν διδασκαλίαν περί Ἐκκλησίας τήν
Δηµοσιευθεῖσαν εἰς τόν Ἡµεροδείκτην τοῦ Ἔτους 1999.
2. Μᾶς χωρίζουν οἱ Αἱρέσεις τοῦ Ἡµεροδείκτου ὄχι ἡ Ἐγκύκλιος.
(1 Ἰανουαρίου 2003).
3. ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ εἰς τήν Ἐγκύκλιον καί εἰς ἄλλα
αἱρετικά φυλλάδια τοῦ πρ. ἐπισκόπου Θεσ/νίκης Χρυσοστόµου
καί τοῦ περιβάλλοντός του. (8 Νοεµβρίου 2003).
Ὁ π. Εὐθύµιος ἐγνώριζε τά ἀνωτέρω φυλλάδια καί ἐρωτᾶτε,
πῶς ἐπι 10 χρόνια δέν ἔβλεπε τά λάθη καί τώρα βλέπει αἱρέσεις;
Τό φυλλάδιο πού ἀνεφέρει τήν 1ην Ἰανουαρίου 2003 ὁ π. Εὐθύµιος
«Μᾶς χωρίζουν οἱ αἱρέσεις τοῦ ἡµεροδείκτου» ἐσχολιάσθη ἀπό
τό περιβάλλον τοῦ πρ. Θεσ/νίκης καί ἀπήντησα µέ τό φυλλάδιον:
«Μερικές παρατηρήσεις» στίς 8-11-2003. Αὐτές τίς
παρατηρήσεις τίς ἐπισυνάπτω τώρα στόν π. Εὐθύµιο, µήπως δέν
τίς ἔχει ἰδῆ καί περισσότερον δι᾽ ὅσους θέλουν νά κρίνουν ποῦ
ὑπάρχουν οἱ αἱρέσεις καί ποῖος τίς κηρύττει:
Ἀπαντήσαµε εἰς τό ἐρώτηµα.
18

Ὁ Χριστός ὡς Θεάνθρωπος εἶναι προαιώνιος;


Εἰς τήν διατύπωσιν τῆς Ἐγκυκλίου: «Ἡ Ἐκκλησιολογία τῶν
οἰκουµενιστῶν παίρνει ὡς βάσιν τό ἀποστολικόν ὅτι <Αὐτός (ὁ
Χριστός) ἐστίν ἡ Κεφαλή τοῦ σώµατος τῆς Ἐκκλησίας> …
ἐµφανίζει τήν Ἐκκλησίαν τῆς Χάριτος πού οἰκοδόµησε ὁ
Χριστός ὡς προαιώνιον, ἀΐδιον, ἄναρχον, ἀφοῦ καθώς λέγει
προαιώνιος εἶναι ὁ Χριστός πού εἶναι ἡ Κεφαλή της.».
Ἐδῶ ἔχουν ἀνακαλύψει οἱ περί τοῦ Χρυσοστόµου µεγάλη
«αἵρεση»!Λέγουν: Διδάσκεται διά τῆς Ἐγκυκλίου, «ὅτι ὁ Χριστός
δέν εἶναι προαιώνιος»(!).
Μέ τήν διατύπωσιν αὐτή τῆς Ἐγκυκλίου ἐννοεῖται ὅτι ὁ Χρι-
στός δέν εἶναι προαιώνιος ὡς ἄνθρωπος. Ὡς Θεός, ὅλοι, µηδενός
ἐξαιρουµένου, πιστεύουµε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι προαιώνιος. Ἐπειδή
εἰς τήν Ἐγκύκλιο δέν γίνονται διευκρινίσεις, τό ἔχει ἐκµεταλευθῆ
αὐτό ὁ πρ. Θεσ/νίκης µέ τό περιβάλλον του καί ἔχει κυκλοφορήσει
πολλά φυλλάδια, µελέτες, ἐγκύκλιο, διά τῶν ὁποίων (καταπατώντας
τήν συνείδησιν) ἀποδίδει εἰς ὅλους, Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, λαϊκούς, ὅλες
τίς Χριστολογικές αἱρέσεις, σέ σηµεῖο πού µέχρι καί
Χριστοµάχους νά µᾶς ἀποκαλῇ.
Ὁ Δεσπότης αὐτός, ὡς φαίνεται, θέλει νά ἐπιβληθῇ καί νά στε-
ρεώσῃ τούς ὀπαδούς του, µέ ὕβρεις, συκοφαντίες καί ψεύδη, µιᾶς
καί οἱ ἁπλοί Χριστιανοί δέν ἠµποροῦν νά κατανοήσουν τά λεγόµε-
να καί γραφόµενά του. Εἰς τήν µελέτην µας, «Μᾶς χωρίζουν οἱ
αἱρέσεις τοῦ ἡµεροδείκτου, ὄχι ἡ Ἐγκύκλιος», µέ πατερικές
µαρτυρίες ἀπεδείξαµε τί πιστεύει ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διά τόν
Θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν. Κάναµε διευκρινίσεις: Εἴδαµε τόν
Μ. Ἀθανάσιο νά µᾶς λέγει, ὅτι ὁ Θεός Λόγος δέν ἔγινε Χριστός,
πρίν νά γίνῃ ἄνθρωπος. Ἔχουµε ὅµως παρατηρήσει, ὅτι ὁ Ἅγιος
Ἀθανάσιος καθώς καί ἄλλοι Ἅγιοι, τήν ὀνοµασίαν Χριστός, πού
εἶναι κυριολεκτικῶς τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν
ἀποδίδουν καί εἰς τόν ἄσαρκον Θεόν Λόγον. Αὐτό γίνεται διά τήν
ἐνυπόστατον ἕνωσιν τοῦ Θεοῦ Λόγου µέ τήν ἀνθρωπίνην φύσιν.
19
Μέ τό ὄνοµα Χριστός ἐννοεῖται πολλάκις καί ὁ ἄσαρκος Θεός
Λόγος. Ὅµως, εἰς τόν προαιώνιον Λόγον δέν ἠµπορεῖ νά ἀποδοθῇ
ὕπαρξις σαρκός πρίν τήν σάρκωσιν, διότι δέν εἶχε σάρκα προαιω-
νίως.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαµασκηνός ἐπισηµαίνει: «Τά µέν οὖν
πρό τῆς ἑνώσεως καί µετά τήν ἕνωσιν ἐπ᾽ αὐτῷ λεχθήσεται, τά
δέ µετά τήν ἕνωσιν πρό τῆς ἑνώσεως οὐδαµῶς…» (Ἰωάν. Δαµ.
Ε.Π.Ε. 1, 510).
Ἑρµηνεία: Ἐκεῖνα βέβαια πού ἀποδίδονται εἰς αὐτόν (Θεόν
Λόγον) πρό τῆς ἑνώσεως (σαρκώσεως) θά ἀποδοθοῦν καί µετά τήν
ἕνωσιν, ἐκεῖνα ὅµως πού ἀποδίδονται µετά τήν ἕνωσιν καθόλου
δέν ἀποδίδονται πρό τῆς ἑνώσεως. Μετά τήν ἕνωσιν, ἀποδίδεται
εἰς τόν Θεόν Λόγον ἡ ἀνθρώπινη σάρκα καί τά αὐτῆς. Αὐτά λέγει
ὁ Ἅγιος, καθόλου δέν ἀποδίδονται εἰς τόν Θεόν Λόγον πρίν τῆς
σαρκώσεως.
Ἄλλο εἶναι ἡ ὀνοµασία Χριστός νά ἐννοῆ τόν ἄσαρκον Θεό
Λόγο καί ἄλλο νά πιστεύης, ὅτι ὁ Χριστός, ὡς Θεάνθρωπος,
εἶναι προαιώνιος.
Ἄλλο ὀνοµάζεται καί ἄλλο εἶναι. Εἶναι σηµαίνει ὑπάρχει, ὅταν
πιστεύῃς ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι προαιώνιος, ἀκολουθεῖ
κατ᾽ ἀνάγκη νά δεχθῇς ὕπαρξιν τῆς σαρκός προαιωνίως, πού εἶναι
αἱρετικό φρόνηµα.
Κατηγογώντας ὅσους δέν τό διακρίνουν αὐτό, ὁ Μ. Ἀθανάσιος
λέγει: «Οὐ διακρίνουσι δέ ποῖα ρητά τῇ θότητι ἁρµόττει καί
ποῖα ὧ ἐφόρεσε ἀνθώπῳ». (Β.Ε.Π. 33. 261. 35).
Εἰς ἄλλο σηµεῖο ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐξηγεῖ: «οὕτω γοῦν ἡ τοῦ
σωτῆρος τοῦ Χριστοῦ προσηγορία, νῦν µέν δηλοῖ µόνην τήν
Θεότητα ὡς ἀνενδεῆ καί τελείαν, νῦν δέ τό συναµφότερον, ἵνα
δειχθῇ καί τῶν φύσεων τό διάφορον καί τέλειον καί τῆς ξένης
ἔνωσεως τό πρόσωπον ἄτµητον <εἰς φησίν Κύριος Ἰησοῦς
Χριστός δι’ οὗ τά πάντα αὕτη δήλωσις τῆς θεότητος˙ οὐ γάρ
µετά σαρκός ὥν τά πάντα ἐδηµιούργησε. Πάλιν εἰ παθητός ὁ
20
Χριστός, ἵνα δειχθῇ τό τῆς παθούσης ἀνθρωπότητος τό
τέλειον>», (ἔνθα Ἀνωτέρω σέλ. 189, 16).
Ὅτι µέ τό ὄνοµα Χριστός ἐννοεῖται πολλάκις ὁ Θεός Λόγος, τό
βλέπουµε καί εἰς τό πιστεύω τῶν ὀρθοδόξων, ὅπου ὁµολογοῦµεν:
«Καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν... τόν ἐκ τοῦ Πατρός
γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων». Πρό πάντων τῶν αἰώνων,
ὅµως, ἐγεννήθη ἀπό τόν Θεόν Πατέρα ὁ Θεός Λόγος, ὄχι ὁ
Χριστός. Ὁ Χριστός ἐγεννήθη ἐπ’ ἐσχάτων ἐκ παρθένου, µέ τήν
ἐνανθρώπησιν τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Γίνεται, λοιπόν, κατανοητόν εἰς ὅλους, ὅτι τό ὄνοµα Χριστός πού
εἶναι ὄνοµα τοῦ Θεανθρώπου ἀποδίδεται καί εἰς τόν Θεόν Λόγον.
Αὐτό µή διακρίνοντες ὁ πρ. Θεσ/νίκης Χρυσόστοµος µέ τό πε-
ριβάλλον του, παρουσιάζουν εἰς τήν µελέτην «Χριστολογικαί καί
Τριαδολογικαί αἱρέσεις» πολλές µαρτυρίες, οἱ ὁποῖες ἐνῶ ἀναφέ-
ρονται εἰς τόν Θεόν Λόγον, τίς ἀποδίδουν εἰς τόν Θεάνθρωπον
Ἰησοῦν, διά νά ἀποδείξουν ὅτι καί ὡς Θεάνθρωπος ὁ Χριστός
εἶναι προαιώνιος. Ἀναφέροµεν δύο:
α') «Δέσποτα Χριστέ, ὁ Θεός Βασιλεῦ τῶν αἰώνων καί
δηµιουργέ τῶν ἀπάντων» (Μέγ. Βασιλείου εὐχή µεταλήψεως).
Ἀπαντάει ὁ Μ. Ἀθανάσιος: «αὕτη δήλωσις τῆς Θεότητος˙ οὐ
γάρ µετά σαρκός ὥν τά πάντα ἐδηµιούργησε».
Καί β') «οἶδα Χριστόν ἐκ Μαρίας γεννηθέντα, καί οἶδα
Χριστόν πρό τῶν αἰώνων ὄντα». (Ἰωαν. Χρυσ. ΡG. 50. 818).
Ὅταν ὁ Ἅγιος Χρυσόστοµος λέγῃ «οἶδα Χριστόν πρό τῶν
αἰώνων ὄντα» ἀσφαλῶς ἀναφέρεται καί ἐννοεῖ τόν προαιώνιον
Λόγον τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν λέγῃ: «οἶδα Χριστόν ἐκ Μαρίας
γεννηθέντα» ἔννοει τόν σεσαρκωµένον Λόγον, τόν Θεάνθρωπον
Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι προαιώνιος ὡς ἄνθρωπος.
Ἀκριβῶς αὐτή τήν διάκρισιν κάνει ὁ Ἅγιος καί ἀναφέρεται, διά
τόν ἕνα, ὡς εἰς δύο Χριστούς.
Οἱ ἀγαπητοί κύριοι, ὅµως, αὐτή τήν διάκρισιν ποῦ κάνει ὁ Ἅγιος
δέν τήν βλέπουν. Ἀπό ποῦ, ὅµως, συµπεραίνουν, ὅτι ὁ Χριστός, ὁ
21
ἐκ Μαρίας σαρκωθεῖς, εἶναι ὡς Θεάνθρωπος προαιώνιος; Παραβλέ-
πουν ὅτι εἶχε σάρκα ἀνθρώπινην, τήν ὁποίαν προσέλαβε ἐν χρόνῳ;
Βλέπουµε ὅτι ἀπό ἀδιακρισία πλανώµενοι παρερµηνεύουν τά
πατερικά χωρία καί ἀποφαίνονται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι προαιώνιος
καί ὡς Θεάνθρωπος. Διά τόν λόγον αὐτόν οἱ συντάκται τοῦ
αἱρετικοῦ κειµένου «Χριστολογικαί καί Τριαδολογικαί αἱρέσεις»
ἀποδίδουν εἰς τήν διατύπωσιν τῆς Ἐγκυκλίου «ἀφοῦ καθώς λέγει
προαιώνιος εἶναι ὁ Χριστός», δύο µεγάλες αἱρέσεις!
α' «Τόν Ἀρειανισµόν»: Διότι κατ’ αὐτούς «προϋποθέτει πώς ὁ
Υἱός δέν εἶναι προαιώνιος»! Αὕτη ἡ προϋπόθεσις, ὅµως, εὑρίσκε-
ται µόνο εἰς τήν κεφαλήν των. Διατί δέν τήν ἐξηγοῦν διά νά τήν
καταλάβωµεν καί ἐµεῖς;
β' «Τόν Νεστοριανισµόν»: Λέγουν. «Β. Διαφοροποιεῖ τόν
Χριστόν ἀπό τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἄλλος εἶναι ὁ
Υἱός, ὁ ὁποῖος εἶναι προαιώνιος, καί ἄλλος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος
δέν εἶναι προαιώνιος».
Ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος, εἶναι κοινό πιστεύω
τῶν ὀρθοδόξων. Ἐπίσης, γνωρίζουµε οἱ ὀρθόδοξοι, ὅτι µέ τήν
πρόσληψιν τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ὑπό τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔχουµε
τόν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν.
Αὐτοί οἱ κύριοι ποῦ βλέπουν τήν διαφοροποίησιν; Μήπως εἶπε
κανείς ὅτι ἡ ἔνωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἰς τό πρόσωπον τοῦ
Θεοῦ Λόγου δέν ἔγινε ἐνυποστάτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως,
ἀχωρίστως και ἀσυγχύτως;
Ἀπό ποῦ φαντάζονται τόν Νεστοριανισµόν;
Μήπως ἐπειδή δέν παραδεχόµεθα ὕπαρξιν προαιωνίαν εἰς τόν
Θεόν Λόγον τῆς ἀνθρωπίνης σαρκός; Αὐτό ἐάν τό πιστεύουν (ὅπως
φαίνεται) εἶναι δική τους αἵρεσις.
Πῶς θά δικαιολογήσουν τήν πλάνη τους, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι
προαιώνιος καί ὡς ἄνθρωπος;
Ἀπό τήν µελέτην µας αὐτή ὁ πρ. Θεσ/νίκης ἔχει βγάλει τό
πεπλανηµένον συµπέρασµα ὅτι ἔχω πολλές «αἱρέσεις». Εἰς τήν
ἐγκύκλιόν του (σελ. 72) γράφει: «Κ3) Τά αἱρέτικα φρονήµατα τοῦ π.
22
Χρυσοστόµου δέν εἶναι ὁλίγα ... συγχέει σκοπίµως τάς φύσεις τοῦ
Χριστοῦ µέ τό πρόσωπόν του καί διδάσκει ὅτι ὁ Χριστός ὡς
Θεάνθρωπος δέν εἶναι προαιώνιος, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι
εἶναι προαιώνιος».
Θά ἐξετάσουµε λοιπόν νά εἰδοῦµε ποιός µέ τά γραφόµενά του
συνηγορεῖ µέ τόν διάβολον.
Μᾶς λέγει ὁ Δεσπότης τῆς Θεσ/νίκης, πώς «ἡ Ἐκκλησία
διδάσκει ὅτι ὁ Χριστός ὡς Θεάνθρωπος εἶναι προαιώνιος». Ὅµως,
αὐτή τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας δέν µᾶς εἶπε ποῦ τήν βρῆκε,
ποῦ µαρτυρεῖται ἀπό τούς Ἁγ. Πατέρας;
Ὁ Χριστός εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος, δι’ αὐτό λέγεται
Θεάνθρωπος. Καί ὡς Θεός εἶναι ἄκτιστος καί προαιώνιος, ὡς
ἄνθρωπος δέ εἶναι κτιστός καί ἐν χρόνῳ. Αὐτό µᾶς διδάσκουν οἱ
Ἅγιοι Πατέρες καί Συνοδικῶς ἀποφαίνονται: «Τῶν εἰδότων τῆς
τοῦ Χριστοῦ µιᾶς καί τῆς αὐτῆς Ὑποστάσεως, τό ἐν οὐσίαις
διάφορον, καί ταύτης τό κτιστόν τε καί ἄκτιστον, τό ὁρατόν
καί ἀόρατον, τό παθητόν καί ἀπαθές, τό περιγραπτόν καί
ἀπερίγραπτον, καί τῇ µέν θεϊκῇ οὐσίᾳ, τό ἄκτιστον, καί τά
ὅµοια προσαρµοζόντων, τῇ δέ ἀνθρωπίνῃ φύσει, τά τε ἄλλα
καί τό περιγραπτόν ἀνοµολογούντων, καί λόγῳ καί
εἰκονίσµασιν». Αἰωνία ἡ µνήµη γ'. (Συνοδικόν «Ὀρθοδοξίας)
[Δηλαδή, αὐτούς πού γνωρίζουν, τῆς µιᾶς καί τῆς αὐτῆς
ὑποστάσεως (ἤ τοῦ αὐτοῦ προσώπου) τοῦ Χριστοῦ, τήν διαφοράν
τῶν οὐσιῶν, καί γνωρίζουν (αὐτῆς τῆς µιᾶς Ὑποστάσεως τοῦ
Χριστοῦ) τό κτιστόν καί ἄκτιστον, τό ὁρατόν καί ἀόρατον, τό
παθητόν καί ἀπαθές, τό περιγραπτόν καί ἀπερίγραπτον˙ καί
προσαρµόζουν εἰς µέν τήν θεϊκήν οὐσιάν τό ἄκτιστον καί τά ἄλλα
φυσικά Ἰδιώµατα τῆς Θεότητος, εἰς δέ τήν ἀνθρώπινην φύσιν τοῦ
Χριστοῦ καί τά ἄλλα (φυσικά Ἰδιώµατα τῆς ἀνθρωπότητος) καί τό
περιγραπτόν, καί αὐτή τήν ὁµολογίαν ὁµολογοῦν καί µέ λόγια καί
µέ εἰκόνες. Αἰωνία ἡ µνήµη γ´.]
Βλέπουµε, λοιπόν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία πασιφανῶς µακαρίζει
αὐτούς πού διακρίνουν εἰς τήν µίαν Ὑπόστασιν, εἰς τό ἕνα
23
πρόσωπον τοῦ Κυρίου ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τά Ἰδιώµατα καί τῶν
δύο φύσεων, τῆς Θεότητος καί τῆς ἀνθρωπότητος. Δι’ αὐτό, ὅταν
λέµε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι προαιώνιος ὡς Θεός καί ὄχι προαιώνιος
ὡς ἄνθρωπος κάνουµε διάκρισιν, ἐπισηµαίνοντες τά ἰδιώµατα καί
τῶν δύο φύσεων τοῦ ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ
καί εἴµεθα κατά πάντα σύµφωνοι µέ τό ὀρθόδοξον πιστεύω τῆς
Ἐκκλησίας καί δέν συγχέοµεν τάς φύσεις τοῦ Χριστοῦ µέ τό
πρόσωπον, καθώς µᾶς συκοφαντεῖ πλανώµενος ὁ πρ. Θεσ/νίκης.
Σύγχυσιν καί σκάνδαλα προκαλεῖ ἐν προκειµένῳ ὁ ἴδιος, ὁ ὁποῖος,
µόνο τά θεία ἰδιώµατα βλέπει καί ἀποδίδει εἰς τόν Χριστόν, τά δέ
ἰδιώµατα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀρνεῖται ἤ παραβλέπει.
Ἄλλη «αἵρεσιν» πού µοῦ ἀποδίδει ὁ πρ. Θεσ/νίκης ἀφορᾶ εἰς
τό ὄνοµα Χριστός. Γράφει εἰς τήν ἐγκύκλιόν του: «β) ὅτι τό ὄνοµα
Χριστός εἶναι χαρακτηριστικόν τῆς ἀνθρωπότητος, ἐνῶ τό ὄνοµα
Χριστός εἶναι ἴδιον τοῦ προσώπου ἐκείνου τό ὁποῖον ἔχει ΔΥΟ
φύσεις.» Εἰς τήν µελέτην µας «Μᾶς χωρίζουν οἱ αἱρέσεις τοῦ
ἡµεροδείκτου» εἶχα γράψει: «Τό ὄνοµα Χριστός εἶναι χαρακτη-
ριστικόν τῆς ἀνθρωπότητος, εἶναι ὄνοµα τοῦ Θεανθρώπου...»
Ὁ πρ. Θεσ/νίκης ἔκοψε τήν φράσιν, «εἶναι ὄνοµα τοῦ Θεανθρώ-
που», ὥστε τήν διατύπωσίν µου «τό ὄνοµα Χριστός εἶναι χαρακτη-
ριστικόν τῆς ἀνθρωπότητος...» νά τήν χαρακτηρίση ὡς αἵρεσιν.
Ὀρθόδοξος Χριστιανός ὅµως, (πόσο µάλλον Δεσπότης), κάνει
τέτοιες παραποιήσεις;
Εἰς τήν µελέτην µας ἔγραψα: τό ὄνοµα Χριστός εἶναι
χαρακτηριστικόν τῆς ἀνθρωπότητος, διότι δέν ἀποδίδεται εἰς τήν
θεότητα, εἰς τόν Θεόν Λόγον πρίν τῆς ἐνανθρωπήσεως. Ὅταν
ὀνοµάζεται Χριστός πρίν τῆς ἐνανθρωπήσεως ἐννοεῖται ὁ
ἄσαρκος Θεός Λόγος. Αὐτό πιστεύει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.
Ἀµέσως πιό πάνω ἐσηµείωσα τί λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος: «Πῶς οὖν
γέγονε Χριστός ὁ Λόγος, Θεόν ὥν, πρίν γένηται ἄνθρωπος; Εἰ
µέν γάρ θεότητος ἴδιον τό Χριστός ὄνοµα, δίχα σαρκός,
προσακτέον ἄρα καί τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύµατι: ἔσται
δέ καί τό πάθος κοινόν, ὡς τινές πεπλανηµένοι λέγουσιν ...
24
Πρόδηλον οὖν, ὅτι οὐ δίχα σαρκός ἀνθρωπίνης ὁ Λόγος
Χριστός γέγονεν» (Μ. Ἀθ. ΒΕΠ 37. 284-5).
Ἀπό τά γραφόµενά του ὁ πρ. Θεσ/νίκης φαίνεται, ὅτι ἔχει πέσει
εἰς ἕνα θεολογικόν καί δογµατικόν πέλαγος ἀπό τό ὁποῖον δέν
ἠµπορεῖ νά ἐξέλθη, διότι ἔχει ἐµπλακεῖ ἡ σκέψις του µέ τόν
τρόπον σκέψεως τῶν νεωτεριστῶν καθηγητῶν, τά συγγράµµατα
τῶν ὁποίων, ὡς φαίνεται, πολύ τόν ἔχουν ἐπηρεάσει. Ἔτσι,
κηρύττει ὅλους αἱρετικούς, διότι δῆθεν πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός
δέν εἶναι προαιώνιος, χωρίς, ὡστόσο, νά ἐξακριβῶσῃ τί φρονεῖ ἡ
Ἐκκλησία, ἀλλά στηριζόµενος ὡς ἐπί τό πλεῖστον σέ ἀτοµικά του
συµπεράσµατα.
Αὐτό φαίνεται εἰς τό βιβλίον (ἔλεγχος τῆς Ἐγκυκλίου) ὅπου
γράφει: «Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι προαιώνιος. Διότι
ἡ ἔννοια τοῦ προαιώνιου ἀναφέρεται εἰς τό πρόσωπον ἤ
Ὑπόστασιν καί ὄχι εἰς τήν ἀνθρώπινον φύσιν. (σελ. 47).
Μέ τήν διατύπωσιν αὐτή δέν διευκρινίζεται τό θέµα, διότι τό
πρόσωπον τοῦ Θεοῦ Λόγου µέ τήν σάρκωσιν ἔγινε καί πρόσωπον
τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τήν ὁποίαν δέν εἶχε προαιωνίως. Κατά
τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Δαµασκηνόν: «Ἡ Ὑπόστασις τοῦ Θεοῦ
Λόγου, πρό τῆς σαρκώσεως ἁπλῆ ἧν καί ἀσύνθετος καί
ἀσώµατος καί ἄκτιστος, σαρκωθεῖσα δέ αὕτη γέγονε καί τῇ
σαρκί ὑπόστασις καί γέγονε σύνθετος ἐκ θεότητος ἧς ἀεί εἶχε
καί ἐξ ἧς προσείληφε σαρκός˙ καί φέρει τῶν δύο φύσεων τά
ἰδιώµατα ἐν δυσίν γνωριζοµένη φύσεσιν˙ ὥστε ἡ αὐτή µία
ὑπόστασις ἄκτιστός τε ἐστί τῇ θεότητι καί κτιστή τῇ
ἀνθρωπότητι, ὁρατή καί ἀόρατος...» (Ἰωάν. Δαµασκ. Ε.Π.Ε. 1. 428-30).
Φαίνεται δι’ αὐτῶν καθαρά, ὅτι εἶναι ἐσφαλµένος ὁ ἔµµονος
ἰσχυρισµός τῶν νεοεκκλησιολόγων, οἱ ὁποῖοι ἀποδίδουν τήν
προαιωνιότητα εἰς τόν Χριστόν ἀδιάκριτα, δηλαδή καί κατά τήν
ἀνθρώπινην φύσιν. Οἱ ἰδεολογίες αὐτές εἶναι ἀσύµφωνες µέ τήν
ὀρθόδοξον πατερικήν θεολογίαν.
Ὁ Χριστός εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος καί φέρει ἡ αὐτή
Ὑπόστασις ἤ τό Αὐτό πρόσωπον, τά ἰδιώµατα καί τῶν δύο
25
φύσεων, ὅπως µᾶς εἶπε ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαµασκηνός. Ἀλλά καί ὁ
ὅρος τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας (ὅπου ἀνωτέρω ἀναφέραµε)
γράφει: «... καί τῇ µέν Θεϊκῇ οὐσίᾳ, τό ἄκτιστον καί τά ὅµοια
προσαρµοζόντων, [σ.σ. δέν λέγει προσαρµοζόντων τό ἄκτιστον
καί προαιώνιον εἰς τό θεῖον πρόσωπον (ὅπως ὁ πρ. Θεσ/νίκης),
ἀλλά εἰς τήν θεϊκήν οὐσίαν]. Τῇ δέ ἀνθρωπίνῃ φύσει, τά τε ἄλλα
καί τό περιγραπτόν ἀνοµολογούντων».
Ὡς Θεάνθρωπος πρέπει νά ἐπισηµαίνωνται καί τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεως τά ἰδιώµατα. Ὅταν λέµε ὅτι εἶναι προαιώνιος ἐπισηµαίνο-
µεν ἰδίωµα τῆς θείας φύσεως. Καί ὅταν λέµε ὅτι ὁ Χριστός ὡς
ἄνθρωπος δέν εἶναι προαιώνιος, ἐπισηµαίνουµε εἰς τόν Αὐτόν
Χριστόν εἰς τήν αὐτήν Ὑπόστασιν ἰδίωµα τῆς ἀνθρωπίνης φύ-
σεως, σύµφωνα µέ τήν ὑποτύπωσιν καί διάκρισιν πού κάνουν οἱ
Ἅγιοι Πατέρες πού ἀνωτέρῳ ἀναφέραµε.
Τί γίνεται, ὅµως, µέ τόν πρ. Θεσ/νίκης καί τό περιβάλλον του;
Αὐτοί ὅταν τούς λέµε ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι ὡς Θεός
προαιώνιος, ὅµως ὡς ἄνθρωπος δέν εἶναι, αὐτό δέν τό δέχονται,
ἑποµένως κατ’ αὐτούς ἐµεῖς ὑποβιβάζουµε τόν Χριστό σέ κτίσµα,
ἡλικίας 2003 ἐτῶν, ἔχουµε ὅλες τίς χριστολογικές αἱρέσεις, εἴµεθα
Χριστοµάχοι, Θεοµάχοι, καί ὅ,τι ἄλλο συλλάβει ἡ ἀρρωστηµένη
φαντασία τους. Στήν πραγµατικότητα, ὅµως, οἱ ἴδιοι ἀρνοῦνται τά
ἰδιώµατα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ (ἴσως χωρίς νά τό
ἀντιλαµβάνονται) καί κηρύττουν Μονοφυσιτισµό.
Γ' «αἵρεσις», πού µοῦ ἀποδίδεται εἶναι ὅτι «ἄν παραδεχθῶµεν
πώς ὁ Χριστός εἶναι προαιώνιος ὡς Θεάνθρωπος πρέπει νά δεχθῶ-
µεν ὅτι ὁ Θεός Λόγος εἶχε σάρκα προαιωνίως, ἐνῶ ὁ Χριστός καί
ὡς Λόγος καί ὡς Θεάνθρωπος ἦτο καί παραµένει προαιώνιος,
χωρίς νά πρέπει νά δεχθώµεν ὅτι εἶχε σάρκα προαιωνίως».
Ἀπαντοῦµε. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν γνωρίζει Θεάνθρω-
πον Ἰησοῦν Χριστόν χωρίς σάρκα. Ἀφοῦ ὁ πρ. Θεσ/νίκης πιστεύει
ὅτι καί ὡς Θεάνθρωπος ὁ Χριστός εἶναι προαιώνιος, πρέπει κατ’
ἀνάγκη, νά παραδεχθῆ καί σάρκα προαιώνιον. Μέ αὐτές τίς παρα-
λογίες πού γράφει, ὅµως, φαίνεται πώς ἔφθασε σέ τέτοια κατάστα-
26
ση ὑπερφρονῆσεως ὥστε νά πιστεύῃ πώς ὅ,τι τοῦ ἔλθει στό µυαλό
εἶναι θεία ἔµπνευσις καί ἔτσι δέν ὑπολογίζει τί λέγουν οἱ Ἅγιοι
Πατέρες. Φέραµε εἰς µαρτυρία τόν Ἅγ. Ἀθανάσιο πού λέγει «Τό
Χριστός ὄνοµα δέν εἶναι ἴδιο τῆς θεότητος δίχα σαρκός». Καί:
«Πῶς οὖν γέγονε Χριστός ὁ Λόγος, Θεός ὤν, πρίν γένηται ἄν-
θρωπος;». Δηλαδή ὁ Θεός Λόγος, ἔγινε Χριστός καί Θεάνθρωπος
ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος, δέν ἦταν Θεάνθρωπος προαιωνίως. Ἅς κηρύ-
ξη, λοιπόν, πρῶτα αἱρετικόν, ὄχι µόνον τόν Μ. Ἀθανάσιον, ἀλλά
καί τούς Ἅγιους Πατέρας τῶν Οἰκουµ. Συνόδων, πού διευκρινίζουν
καί τονίζουν ὅτι ὁ Χριστός κατά τήν Θεότητα εἶναι προαιώνιος, ὄχι
κατά τήν ἀνθρωπότητα. Ἅς συνέχισῃ νά κηρύττῃ ἀναφανδόν, ὅτι
ὁ Χριστός καί κατά τήν σάρκα, ὡς Θεάνθρωπος, εἶναι προαιώνιος.
Δ' «αἵρεσίς» µου κατά τόν πρ. Θεσ/νίκης, ὁ ὁποῖος γράφει: «Ὁ
π. Χρυσόστοµος Τζάνης, δέν πιστεύει ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς
Χριστός ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι προαιώνιος». Εἰς τήν
µελέτην «Μᾶς χωρίζουν οἱ αἱρέσεις τοῦ ἡµεροδεῖκτου» εἶχα
γράψει: «Ἡ ἔρευνα εἰς τούς Ἁγίους Πατέρας µᾶς διδάσκει, ὅτι ὁ
Κύριος ἡµῶν Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι προαιώνιος κατά τήν
Θεότητα ὡς Θεός Λόγος καί ὄχι προαιώνιος κατά τήν
ἀνθρωπότητα». Ἐν συνεχείᾳ ἔφερα τίς µαρτυρίες τῶν Ἁγίων
Πατέρων πρός βεβαίωσιν, ἤτοι τοῦ Ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρειάς
(τοῦ ὁποίου τήν διδασκαλίαν ἔχει ἐπικυρώσει ἡ Γ' Οἰκουµ. Σύνοδος) τοῦ
Ἁγ. Ἰωαννοῦ τοῦ Δαµασκηνοῦ καί τοῦ Μ. Ἀθανασίου.
Διά νά ἔχῃ αἱρετικήν τήν διατύπωσιν αὐτή ὁ πρ. Θεσ/νίκης πι-
στεύει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι προαιώνιος καί κατά τήν ἀνθρωπότητα.
Καί ἐνῶ λέγει ὅτι παρερµηνεύω τούς Πατέρας, διατί δέν κάνει
αὐτός τήν σωστήν ἑρµηνεία, ὅπως νοµίζει διά νά ἰδοῦµε καί ἡµεῖς;
Ἀντ᾽ αὐτοῦ , ὅµως, χαρακτηρίζει ὡς ἐσφαλµένη τήν ἑρµηνεία τοῦ
Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου ποῦ ἔγραψα: «Ὅταν ὁ Ἅγ. Χρυσό-
στοµος λέγη <οἶδα Χριστόν πρό τῶν αἰώνων ὄντα> ἀσφαλῶς
ἀναφέρεται καί ἐννοεῖ τόν προαιώνιον Λόγον τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν
λέγη: <οἶδα Χριστόν ἐκ Μαρίας γεννηθέντα> ἐννοεῖ τόν
σεσαρκωµένον Λόγον, τόν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ
27
ὁποῖος δέν εἶναι προαιώνιος ὡς ἄνθρωπος. Ἀκριβῶς αὐτή τήν
διάκρισιν κάνει ὁ Ἅγιος» (σελ. 8).
Διά τήν ἑρµηνεῖα αὐτή λέγει ὁ πρ. Θεσ/νίκης: «Ἡ ἀνωτέρω
ἑρµηνεῖα πόρρω ἄπεχει ἀπό τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου». Καί
παρουσιάζει ὅλον τό κείµενον τοῦ Ἁγίου: «Ἐντεῦθεν ἡµῶν ἐπι-
λαµβάνονται οἱ αἱρετικοί, οἱ ὄντες ἀγνώµονες, οἱ ἀναγι-
νώσκοντες, καί µή ἐπιγινώσκοντες Χριστόν δέ σύ ὅταν
ἀκούσης, µή τόν Θεόν λογίζου µόνον, µήτε τήν ἔνσαρκον
οἰκονοµίαν µόνην, ἀλλά τό συναµφότερον, καί τόν Θεόν Λόγον
καί τήν ἔνσαρκον οἰκονοµίαν. Ἐπεί οἶδα Χριστόν πεινάσαντα,
καί οἶδα Χριστόν ἐκ πέντε ἄρτων καί δύο ἰχθύων θρέψαντα
πεντακισχιλίους χωρίς γυναικῶν καί παιδίων˙ οἶδα Χριστόν
διψήσαντα, καί οἶδα Χριστόν τό ὕδωρ εἰς οἶνον µεταβαλόντα˙
οἶδα Χριστόν πλεύσαντα, καί οἶδα Χριστόν ἐπί τῶν ὑδάτων
περιπατήσαντα˙ οἶδα Χριστόν ἀποθανόντα, καί οἶδα Χριστόν
νεκρούς ἐγείραντα˙ οἶδα Χριστόν Πιλάτῳ παρεστώτα, καί οἶδα
Χριστόν τῷ Πατρί συγκαθεζόµενον˙ οἶδα Χριστόν ὑπό
Ἰουδαίων ἐµπτυόµενον, καί οἶδα Χριστόν ὑπό ἀγγέλων
προσκυνούµενον καί τό µέν ἐπάγω τῇ θεότητι, τό δέ τῇ
ἀνθρωπότητι. Διά γάρ τοῦτο συναµφότερον εἴρηται, ἐπεί οἶδα
Χριστόν ἐκ Μαρίας γεννηθέντα καί οἶδα Χριστόν πρό τῶν
αἰώνων ὄντα. Δοξάσωµεν οὖν Ἰησοῦν Χριστόν, τό ἄρρητον
τεῖχος , …». (ἐγκύκλ. πρ. Θεσ/νίκης 72-73). Καί παρατηρεῖ: «Ὁ χρυσούς
τήν γλᾶτταν Ἰωάννης ... εἰς ὅλας τάς ἀνωτέρω ἐκφράσεις, ἐννοεῖ
τόν ἕναν καί µοναδικόν Ἰησοῦν Χριστόν µέ τάς δύο φύσεις Του».
Θά µᾶς ἐπιτρέψη ὁ πρώην ἀγαπητός ἐπίσκοπος νά εἰποῦµε, ὅτι
ἐπιπόλαια ἐµελέτησε τό χωρίον τοῦ Ἁγ. Χρυσοστόµου καί δέν
συνέλαβε ὅλον τό νόηµα. Διότι ἡ περίοδος αὐτή τοῦ κειµένου, ἐξ
ἀρχῆς καί µέχρι, «καί τό µέν ἐπάγω τῇ θεότητι, τό δέ τῇ
ἀνθρωπότητι», ἀναφέρεται εἰς Αὐτόν τόν Θεάνθρωπον Χριστόν,
ὁ ὁποῖος ἐνεργεῖ ὡς Θεός καί ὡς ἄνθρωπος.
Εἰς τήν συνέχεια ὅµως ἐξηγεῖ: «Διά γάρ τοῦτο συναµφότερα
εἴρηται». Δηλαδή, διά τόν λόγον αὐτόν ἔχουν εἰπωθῆ καί τῶν δύο
28
φύσεων οἱ ἐνέργειες. «...ἐπεί οἶδα Χριστόν ἐκ Μαρίας γεννηθέ-
ντα καί οἶδα Χριστόν πρό τῶν αἰώνων ὄντα». (Ἰω. Χρυσ. ΡG 50. 818).
Μέ αὐτά δέν έννοοῦνται οἱ δύο ἐνέργειες (θείας καί ἀνθρωπί-
νης) τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἡ ὕπαρξις τοῦ Χριστοῦ, οἱ δύο γεννήσεις.
Τό «οἶδα Χριστόν πρό τῶν αἰώνων ὄντα» δέν δηλοῖ ἐνέρ-
γειαν τῆς Θεότητος, ἄλλα τήν προαιώνιον ὕπαρξιν, «τόν ἐκ τοῦ
Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων», τόν ἄσαρκον
Θεόν Λόγον.
Καί τό «οἶδα Χριστόν ἐκ Μαρίας γεννηθέντα», δέν ἐννοεῖ
ἐνέργειαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀλλά τήν ἐν χρόνῳ σάρκωσιν
τοῦ Θεοῦ Λόγου, τήν ἐκ τῆς Παρθένου Θεοτόκου Γέννησιν τοῦ
Χριστοῦ. Αὐτό θά τό εἰδῇ ὅποιος ἀµερόληπτα µετά προσοχῆς
µελετήσει τό κείµενον τοῦ Ἁγίου.
Μέ τήν ἑρµηνειά τοῦ πρ. Θεσ/νίκης, ὅτι τό «οἶδα Χριστόν πρό
τῶν αἰώνων ὄντα», «δέν ἀναφέρεται εἰς τόν ἄσαρκον Λόγον τοῦ
Θεοῦ, ἀλλά εἰς τόν σεσαρκωµένον Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ,...»
κηρύττεται ἡ αἵρεσις ὅτι, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦταν πρό
τῶν αἰώνων σεσαρκωµένος!!
Ἐπιβεβαιώνεται δι’ ἄλλην µίαν φορᾶν ἀκόµη, ὅτι δέν κάνει
διάκρισιν (εἰς τόν ἕνα Χριστόν) τῶν ἰδιωµάτων τῶν δύο φύσεων, τῶν
τῆς Θεότητος καί τῶν τῆς ἀνθρωπότητος.
Τά πεπλανηµένα συµπεράσµατά του στηλιτεύονται καί ἀπό
τούς Ἁγίους Πατέρας τῆς Δ' Οἰκουµ. Συνόδου πού διατυπώνουν:
«...καί κηρύττοµεν τόν ἕνα Κύριον ἡµῶν Ἰησοῦν Χριστόν
προαιώνιον µέν ἐκ Θεοῦ Πατρός ἀνάρχως γεννηθέντα κατά τήν
θεότητα, ἐπ’ ἐσχάτων δέ τῶν ἡµερῶν τόν Αὐτόν δι’ ἡµᾶς, καί
διά τήν ἡµετέραν σωτηρίαν, ἐκ Μαρίας τῆς Παρθένου κατά
τήν ἀνθρωπότητα. Θεόν τέλειον καί ἄνθρωπον τέλειον τόν
Αὐτόν». (πρακτ. Δ' Οἰκουµ. Συνόδου, ἔκδοσις Καλύβης Τιµίου Προδρόµου Ἁγ. Ἄννης
Ἅγ. Ὅρος σέλ. 55).
Ἀσπαζόµεθα κατά πάντα τήν διδασκαλίαν καί ὑποτύπωσιν
αὐτῶν τῶν Ἁγ. Πατέρων, ἡ ὁποῖα εἶναι διδασκαλία τῆς ὀρθοδόξου
29
Ἐκκλησίας καί ἀποκηρύττοµεν κάθε διαφορετικήν νεωτεριστικήν,
νεοεκκλησιολογικήν διδασκαλίαν, ὡς ὑπαγόρευµα τοῦ διαβόλου.
Παρακαλοῦµεν ὅθεν καί προκαλοῦµε τόν πρ. Θεσ/νίκης
Χρυσόστοµον νά µᾶς ἀποδείξῃ ἔστω καί ἕναν (ἀπό αὐτούς πού
ἀποκαλεῖ αἱρετικούς) πού νά πιστεύῃ, ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι
προαιώνιος κατά τήν θεότητα.
Ἐάν αὐτός θέλῃ τόν Χριστόν προαιώνιον καί κατά τήν
ἀνθρωπότητα, τότε κηρύττει σάρκωσιν πρίν τῆς σαρκώσεως,
δηλαδή τήν αἵρεσιν τοῦ Ἀπολλιναρίου, τήν προκαταδικασθεῖσαν
ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, ὁπότε καί εἶναι ὁ ἴδιος αἱρετικός.
Ἐάν πιστεύῃ, ὅτι ὁ Χριστός κατά τήν ἀνθρωπότητα δέν εἶναι
προαιώνιος, τότε ποία ἡ διαφορά µας; Ἐν τοιαύτη περιπτώσει ἐν
γνώσει του κηρύττει αἱρέσεις καί αἱρετικούς, χωρίς νά ὑπάρχουν,
καί ἐκτελεῖ ἔργον διαβολικόν διότι χωρίζει τούς Χριστιανούς.
Μέ τά ἀνωτέρῳ δέν προβάλλεται ἡ δική µου ἄγνοια, καθώς συ-
κοφαντικῶς γράφει ὁ π. Εὐθύµιος, ἀλλά τό πιστεύω τῶν Γραφῶν
καί Ἁγίων Πατέρων, προβάλλεται ἡ πρᾶξις τῆς 4ης Οἰκ. Συνόδου,
ὅπως ἀκριβῶς πιστεύουµε οἱ ὀρθόδοξοι. Ἐάν δέν τήν παραδέχεται
τότε ἐκεῖνος προβάλλει τήν ἰδικήν του λογική ἄγνοια καί φανερώ-
νει ὅτι ἔχει πλανηθῆ δεχόµενος ὡς ὀρθές ὅλες τίς χριστολογικές
πλάνες τοῦ πρ. Θεσ/νίκης, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ δέν δέχθηκε καθόλου τήν
Ἐγκύκλιον, διά νά δικαιολογήσῃ τήν θέσιν του, ἀποφάσισε νά τήν
παρουσιάσῃ ὡς πολλαπλῶς αἱρετική. Ὅµως, εἰς τήν προσπάθειάν
του αὐτή καταπιάστηκε µέ τό Χριστολογικόν καί Τριαδολογικόν
δόγµα καί µή ἔχων τίς ἀπαραίτητες γνώσεις νά διακρίνῃ τίς λεπτο-
µέρειες, ἄρχισε συµπερασµατικά νά ἀποφαίνεται καί νά δογµατίζῃ
ἐσφαλµένες θεωρίες. Κατηγόρησε τήν Ἐγκύκλιο καί δέν δέχεται
τήν διευκρίνησιν καί τό πιστεύω τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι ὁ
Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος καί τό αὐτό πρόσωπο, κατά µέν τήν
θεότητα εἶναι προαιώνιο, ὄχι ὅµως κατά τήν ἀνθρωπότητα, ὅπως
ἔχει λεχθῆ.
Τήν διάκρισιν αὐτή δέν τήν δέχεται, τήν θεωρεῖ διαφορο-
ποίησιν τοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ.
30
Εἰς ἕνα κείµενο, «Χριστολογικαί καί Τριαδολογικαί αἱρέσεις»
τοῦ περιβάλλοντος τοῦ πρ. Θεσ/νίκης διατυπώνεται: «Β) Διαφορο-
ποιεῖ τόν Χριστόν ἀπό τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, ἄλ-
λος εἶναι ὁ Υἱός, ὁ ὁποῖος εἶναι προαιώνιος, καί ἄλλος ὁ Χριστός,
ὁ ὁποῖος δέν εἶναι προαιώνιος».
Τά πεπλανηµένα αὐτά συµπεράσµατα ἀκολουθοῦν καί ἄλλα
παρόµοια καταλήγοντας νά ἀποδίδουν εἰς τούς δεχοµένους τήν
Ἐγκύκλιον τούς ὑβριστικούς χαρακτηρισµούς τῶν «Χριστοµάχων,
Τριαδοµάχων καί Ἐκκλησιοµάχων».
Αὐτά δηµοσιεύονται καί κινοποιοῦνται εἰς τούς Ἀρχιερεῖς τόν
Ὀκτώβριο τοῦ 2002, ἐνῶ ἐκεῖνοι περίµεναν ἀπό τόν πρ. Θεσ/νίκης
νά τούς στείλῃ συγκεκριµένα τά σηµεῖα τά ὁποῖα ἔβλεπε ὡς λάθη
εἰς τήν Ἐγκύκλιον. Μέ τόν τρόπον αὐτόν ὁ πρ. Θεσ/νίκης ἀπέκοψε
τόν ἑαυτόν του ἀπό τούς ἄλλους Ἀρχιερεῖς καί ἐδηµιουργήθηκε τό
σχίσµα. Διότι οἱ Ἀρχιερεῖς Μεσσηνίας κ.κ. Γρηγόριος καί Κοζά-
νης κ.κ. Τίτος, εἶδαν ὅτι ὁ πρ. Θεσ/νίκης ἔφθασε εἰς ἀπόνοιαν καί
πλέον ἦταν ἀδύνατος ἡ συννενόησις µαζί του.
Ἀντί ὡς ὑπόλογος διά τίς νεοεκκλησιολογικές δοξασίες του νά
δώσῃ ἐξηγήσεις, ὁ πρ. Θεσ/νίκης ἐκήρυξε τούς Ἀρχιερεῖς Χριστο-
µάχους καί αἱρετικούς, ὁπότε ἐξ ἀνάγκης ἐκεῖνοι διέκοψαν τήν
Ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνία µαζί του µήπως συνέλθῃ καί µετα-
νοήσῃ.
Δυστυχῶς, ὅµως, ἡ κατάστασίς του ἐξελήχθηκε ἐπί τά χείρῳ.
Ἡ ὑπεροψία καί ἡ ὑπέρµετρη φιλαυτία του, τόν ὡδήγησαν εἰς
παράλογες καί ἐξωφρανικές πράξεις. Εἰς τήν Ἐγκύκλιόν του
ἔγραψε περίπου σαράντα ἀναθεµατισµούς κατά τῶν Ἀρχιερέων
τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ πού δέν συµφωνοῦν µέ τήν περί
Ἐκκλησίας διδασκαλίαν του. Πρᾶξις ἡ ὁποία δείχνει περιτράνως,
ὅτι ἔχει χάσει τόν ἔλεγχον τοῦ ἑαυτοῦ του. Ποῖος ἀπό αὐτούς πού
ἀναθεµατίζει ἔχει τίς αἱρέσεις τίς ὁποῖες τοῦ ἀποδίδει; Δέν
γνωρίζει ὅτι, τό νά συκοφαντῇ ὡς αἱρετικούς τούς ὀρθοδόξους
ἀναπόδεικτα καί νά τούς ἀναθεµατίζῃ δέν κάνει τίποτα ἄλλο παρά
νά ἀναθεµατίζῃ τόν ἑαυτόν του; Νά προσπαθήσῃ κάποιος νά
31
σχολιάσῃ τούς ἀναθεµατισµούς του, θά ἦταν µαταιοπονία, ἐφόσον
εἶναι ἐκτός πραγµατικότητος.
Ἐπί παραδείγµατι, γράφει: «Α) Τῶν λογιζόντων τήν ἐν χρόνῳ
δευτέραν Γέννησιν τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἤτοι, τοῦ
Κυρίου ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, οὐχί µόνον ὡς ἀρχήν τῆς ἐπί τῆς
ἐνσάρκου παρουσίας Αὐτοῦ, ἀλλά καί ὡς χρονικήν ἀρχήν τῆς
ὑπάρξεως Αὐτοῦ ὡς Προσώπου, ΑΝΑΘΕΜΑ (τρίς). (σελ.92)
Ἄς µᾶς ὑποδείξῃ ὁ Δεσπότης αὐτός ἔστω καί ἕναν πού νά φρο-
νῇ, ὅτι µέ τήν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ ἔλαβε ἀρχή ὁ Θεός Λόγος!
Ἔπρεπε νά ἐννοήσῃ ὁ πρώην Θεσ/νίκης ὅτι τέτοια νεωτεριστι-
κά οἰκουµενιστικά φρονήµατα περί Ἐκκλησίας δέν εἶναι δυνατόν
νά γίνουν ἀποδεκτά ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. Δέν εἶναι
δυνατόν νά πιστέψουν οἱ ὀρθόδοξοι καί νά παραδεχθοῦν
Ἐκκλησίαν µέ Θεϊκή φύσιν πού ὑπάρχει προαιωνίως µέσα εἰς τήν
Ἁγία Τριάδα, πέραν χρόνου καί χώρου. Δηλαδή ἄλλον Θεόν µέσα
εἰς τόν Τριαδικόν Θεόν.
Ἐπίσης δέν εἶναι δυνατόν οἱ Γ.Ο.Χ. νά παραδεχθοῦν ὅτι ἡ
Ἐκκλησία (οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί) ἑνώνονται µέ τόν Θεόν «καθ’ ὅν
ἀκριβῶς τρόπον εἰς τόν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν ἡνώθησαν
ἀσυγχύτως καί ἀτρέπτως ἡ Θεία καί ἡ ἀνθρωπίνη φύσις». (ὅπως
ἀναφέρει ὁ πρ. Θεσ/νίκης στόν Ἡµεροδείκτη τοῦ 1999). Ἡ ἕνωσις αὐτή
ἔγινε µόνο εἰς τόν Κύριον ἡµῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἡ τοιαύτη
ἄποψις εἶναι αἵρεσις τῶν παπικῶν οἱ ὁποῖοι συγχέουν καί δέν
διακρίνουν τήν θείαν φύσιν ἀπό τήν Θείαν ἐνέργειαν. Τήν αἵρεσιν
αὐτήν (καθώς καί ἄλλες φιλοσοφικές θεολογίες) ὁ φιλόσοφος Βαρλαάµ
τήν µετέφερε τόν 14ον αἰῶνα εἰς τήν Κων/πολιν, τήν ἐδέχθησαν οἱ
λόγιοι τοῦ Βυζαντίου καί ἐκινδύνευε νά ἐκλατινισθῇ ἡ ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία, ἐάν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς δέν ἀνελάµβανε τόν
ἀγῶνα νά γράψῃ ὁλοκλήρους τόµους καί νά ἀπογυµνώσῃ τίς
φιλοσοφικές παπικές κακοδοξίες µέ τήν θείαν σοφίαν καί τήν
ὀρθόδοξον πατερικήν θεολογίαν.
Δυστυχῶς αὐτήν ἡ αἵρεσις τῶν παπικῶν εἰσῆλθε διά τοῦ
ἡµεροδείκτου εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῶν Γ.Ο.Χ. καί ὑποστηρίζεται ὡς
32
ὀρθόδοξος ἀπό τό περιβάλλον τοῦ πρ. Θεσ/νίκης. Αὐτό τό λέµε
καί εἶναι γεγονός τήν στιγµή πού ὁ πρ. Θεσ/νίκης ἔγραψε εἰς τούς
Ἀρχιερεῖς ὅτι δέν ἔγραψε καµµία αἱρετική θέση, ἄν καί οἱ
αἱρετικές θέσεις εἰς τόν ἡµεροδείκτην εἶναι πολλές.» (ἴδε «Μᾶς
χωρίζουν οἱ αἱρέσεις…» σελ. 11)
Ὅλες αὐτές τίς ἐκκλησιολογικές δοξασίες καί πλάνες ἀποδέ-
χεται τώρα καί ὁ π. Εὐθύµιος.
Ἀποροῦµε πῶς ὁ πάτηρ αὐτός ἔπαθε τέτοια ἐγκατάληψη τέτοιο
θεολογικό ναυάγιο, ὥστε νά µή διακρίνῃ τίς αἱρέσεις πού ἔγιναν
αἰτία τοῦ σχίσµατος καί νά θέλῃ µέ ψεύδη καί ἀνυπόστατες
κατηγορίες νά ἀποδώσῃ τήν εὐθύνην εἰς τόν Σεβ/τον Γρηγόριον,
γράφοντας:

«…Ὁ Μεσσηνίας Γρηγόριος, συµπτύξας φατρίαν καί ἐνεργῶν


στασιαστικῶς, ἐκάλεσε εἰς τήν ἐπαρχίαν του (Καλαµάταν) τήν
<δικτυωµένην αἱρετικήν σπείραν> (κατωτέρους κληρικούς καί δύο
κοσµικούς) εἰς σύσκεψιν… Εἰς τήν σύσκεψιν αὐτήν, εἰς αὐτήν τήν
συνωµοσίαν κατά τῆς Ἐκκλησίας ἀπεφασίσθη ὕστερον, καί ἀπό τάς
φορτικάς πιέσεις πού ἤσκησε ὁ ἕνας κοσµικός, ἡ διακοπή τῆς
πνευµατικῆς κοινωνίας µετά τοῦ Θεσσαλονίκης Χρυσοστόµου… Ὁ
δέ Κοζάνης Τῖτος τήν ἡµέραν αὐτήν εὑρισκόταν εἰς τήν ἐπισκοπήν
του. Ἡ ἀπουσία τοῦ Κοζάνης ὅµως ἐγείρει σκέψεις καί
προβληµατισµούς…» (Μνήµη Ὀδύνης σελ. 10)

Αὐτά γράφει ψευδόµενος ὁ π. Εὐθύµιος, διότι ὁ ἀείµνηστος


Ἀρχιερεύς Τίτος ἦταν παρών εἰς τήν ἐν λόγῳ σύσκεψην! Ἐπίσης,
ψευδέστατον εἶναι ὅτι «ἕνας κοσµικός ἤσκησε φορτικάς πιέσεις»,
διότι καθώς ὁ ἴδιος κοσµικός ὁµολογεῖ δέν ἐδέχθησαν κάν τήν
γνώµην του, ἀφοῦ ὅλοι ἐπρότειναν τήν ἀποκοπήν ὡς αἱρετικοῦ
τοῦ Θεσ/νίκης Χρυσοστόµου.
Ἰδού ὁ ἔξυπνος «Θεολόγος» πῶς ἐργάζεται νά παραπλανήσῃ
τούς ἁπλούς νά πιστεύψουν πώς ὁ Σεβ/τος Γρηγόριος µέ φατρία
ἐχώρησε τόν ἐπίσκοπον Θεσ/νίκης, ἑποµένως αὐτός ἐδηµιούργησε
τό σχίσµα.
33
Ἔπρεπε, δηλαδή, τότε οἱ Ἀρχιερεῖς Μεσσηνίας Γρηγόριος καί
Κοζάνης Τῖτος νά παραδεχθούν ὅτι εἶναι «Χριστοµάχοι, Τριαδο-
µάχοι, Ἐκκλησιοµάχοι καί ὅσες ἄλλες αἱρέσεις ἔπλασε µέ τήν
ἀρρωστηµένη φαντασία του ὁ πρ Θεσ/νίκης, δηλαδή νά δεχθοῦν
ὅτι εἶναι αἱρετικοί οἱ ἴδιοι, διά νά µή χωρίσουν τόν αἱρετικόν!!!

ΟΙ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ


ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
Θέλοντας ὁ π. Εὐθύµιος νά ὁλοκληρώσῃ τόν σκοπόν τῶν κατη-
γοριῶν του, νά πείσῃ, δηλαδή, τούς πιστούς ὅτι οἱ χειροτονίες πού
ἔγιναν ἀπό τόν Σεβ/τον Γρηγόριον εἶναι ἀνυπόστατες, ἀναφέρεται
εἰς τούς Ἱερούς Κανόνας:
Α) Τάς Ἀποστολικάς Διαταγάς πού γράφουν περί χειροτονίας
ἐπισκόπου: «Ἐπίσκοπος ὑπό τριῶν ἤ δύο Ἐπισκόπων χειροτο-
νείσθω· ἐάν δέ τίς ὑπό ἑνός χειροτονήθῆ Ἐπισκόπου, καθαιρεί-
σθω καί αὐτός καί ὁ χειροτονήσας αὐτόν. Ἐάν δέ ἀνάγκη κατα-
λάβῃ ὑπό ἑνός χειροτονηθῶσι, διά τό µή δύνασθαι πλείονας πα-
ραγενέσθαι, διωγµοῦ ὄντος ἤ ἄλλης τοιαύτης ἀνάγκης, ψήφισµα
κοµιζέσθω τῆς ἐπιτροπῆς πλειόνων». (βιβλ. Η΄ κεφ. ΚΖ´)
Β) «τό τοῦ Ἀποστόλου Σίµωνος εἰς τάς Ἀποστολικάς Διαταγάς»
Γ) «τόν 4ον κανόνα τῆς Α´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου»
Δ) «τόν 3ον κανόνα τῆς Ζ´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου»
Ε) «τόν 13ον κανόνα τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου»
ΣΤ) «τόν 53ον κανόνα τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου»
Ζ) «τόν 19ον κανόνα τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου»
Κατ᾽ ἀρχάς, θά πρέπει νά ἐπισηµάνουµε, ὅτι εἶναι ἐντός τῶν
ὅρων τῆς οἰκονοµίας ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων περί χειροτονίας
ἐπισκόπου πού παραδέχεται ἡ Ἐκκλησία. Βάσει αὐτῆς τῆς παρα-
δοχῆς οἱ Ἀρχιερεῖς πρό ἑνός ἑξαµήνου καί περισσότερον εἶχαν Συ-
νοδικῶς ψηφίσει πρόσωπα Ἱεροµονάχων διά χειροτονίας Ἀρχιε-
ρέων. Ὁ π. Εὐθύµιος, ὅµως, διά νά ἀπορρίψῃ καί κάθε οἰκονοµίαν
ἀναφέρεται εἰς τόν ΚΕ´ Κανόνα τῆς Δ´ ἐν Χαλκιδόνι Οἰκουµε-
34
νικῆς Συνόδου πού λέγει: «Ἐπειδή περ τινές τῶν µητροπολιτῶν,
ὡς περιηχήθηµεν, ἀµελοῦσι τῶν ἐγκεχειρισµένων αὐτοῖς
ποιµνίων, καί ἀναβάλλονται τάς χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων̇
ἔδοξε τῇ Ἁγίᾳ Συνόδῳ, ἐντός τριῶν µηνῶν γίνεσθαι τάς
χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων, εἰ µήποτε ἄρα ἀπαραίτητος ἀνάγκη
παρασκευάσοι ἐπιταθῆναι τόν τῆς ἀναβολῆς χρόνον. Εἰ δέ µή
τοῦτο ποιήσοι, ὑποκεῖσθαι αὐτόν ἐκκλησιαστικοῖς ἐπιτιµίοις».
(25ος κανόνας τῆς Δ’ Οἰκουµ. Συνόδου).
Τήν οἰκονοµίαν τοῦ Ἱεροῦ αὐτοῦ κανόνος δέν τήν παραδέχεται
ὁ π. Εὐθύµιος, διότι λέγει ὅτι δέν ἔγιναν οἱ χειροτονίες «ἐντός
τριῶν µηνῶν» πού διαλαµβάνει ὁ Κανόνας. Οἱ χειροτονίες, ὅµως,
εἶναι ἔγκυρες διότι εἶναι δικαιολογηµένος ὁ χρόνος τῆς καθυστε-
ρήσεως πού ὁρίζει ὁ Κανόνας «...εἰ µήποτε ἄρα ἀπαραίτητος
ἀνάγκη παρασκευάσοι ἐπιταθῆναι τόν τῆς ἀναβολῆς χρόνον».
Ἐάν, ὅµως, ὁ π. Εὐθύµιος ἔκρινε ὀρθά θά ἔβλεπε τόν πραγµατικόν
λόγον τῆς καθυστερήσεως καί δέν θά τολµοῦσε κἄν νά ὁµιλῇ περί
ἀντικανονικότητος τῶν χειροτονιῶν. Ὁ λόγος εἶναι φανερός, εἶναι
ἡ θέσις πού ἐπῆρε ὁ πρ. Θεσ/νίκης, διότι µέ τήν ἀθέτησιν τῆς ὁµο-
λογίας πού εἶχε κάνει µέ τήν ὑποκριτικήν µετάνοιά του, δέν δέχ-
θηκε καί τήν συνεργασία διά τό ἐκκλησιαστικόν θέµα, ἀλλά οὔτε
καί τά λάθη πού ἔβλεπε τῆς Ἐγκυκλίου τά ἐπεσήµανε ἐγκαίρως.
Ἐάν ἡ καθυστέρησις τῆς χειροτονίας εἶναι ἀδικαιολόγητος, τότε ὁ
Ἱερός Κανών προβλέπει ἐπιτίµια στούς Ἀρχιερεῖς πού καθυστέρη-
σαν τήν χειροτονία, δέν ἀκυρώνει τήν χειροτονία. Δέν εἶναι ἐπαι-
νετή ἡ ἐπιτηδειότητα τοῦ π. Εὐθυµίου καί τοῦ συνεργάτη του πρ.
Θεσ/νίκης νά προσπαθοῦν µέ ψευδεπίγραφα τεχνάσµατα νά καλύ-
ψουν τήν ἀλήθειαν. Καθυστέρησαν οἱ ἴδιοι τίς χειροτονίες καί τώρα
διά νά πολεµήσουν τούς Ἀρχιερεῖς, θέλουν νά παρουσιάσουν εἰς
τούς πιστούς χριστιανούς, ὅτι οἱ χειροτονίες εἶναι ἄκυρες, δι᾽ αὐτό
ἐπικαλοῦνται τόν ΚΕ´ κανόνα τῆς Δ´ Οἰκουµ. Συνόδου. Ὅµως, ἡ
κακία τους δέν τούς ἀφήνει νά ἰδοῦν ὅτι ὁ Κανόνας ἐπιτιµᾶ τούς
ἰδίους, ὡς ὑπεύθυνους διά τήν καθυστέρησιν τῶν χειροτονιῶν, ὄχι
τόν χειροτονηθέντα.
35
Τά πρόσωπα τῶν Ἱεροµονάχων πού ἐχειροτονήθησαν εἶχαν
ψηφισθῆ ἀπό ὅλα τά µέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου κατά τήν 27ην
Φεβρουαρίου 2002, δι̕ αὐτό οἱ χειροτονίες εἶναι κανονικές βάσει
τῆς οἰκονοµίας τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ πρώην Θεσ/νίκης καί πρίν καί µετά τοῦ χωρισµοῦ προσπα-
θοῦσε νά χειροτονήσῃ Ἀρχιερέα τόν Ἱερ/χον γέροντα π. Ἰωάσαφ
τόν Ἁγιορείτην, ἐπειδή ἦταν ψηφισµένος διά χειροτονίαν ἀπό τήν
Σύνοδο. Ἆραγε ἐάν ὁ Γέροντας π. Ἰωάσαφ ἐδέχετο τήν χειροτο-
νίαν, θά µιλοῦσε τώρα ὁ π. Εὐθύµιος διά τίς ἀντικανονικές δῆθεν
χειροτονίες τοῦ Σεβ/του Γρηγορίου;

Αδικαιολόγητον τό µένος καί τό µῖσος κατά τοῦ Ἱερ/χου


Χρυσοστόµου
Μέ ἔκδηλον µῖσος κατά τοῦ Ἱερ/χου Χρυσοστόµου ὁ π. Εὐθύ-
µιος ἐκφέρει πολλές κατηγορίες καί βλασφηµίες, ἀδιαφορώντας
ἄν αὐτά εἶναι ψεύδη καί συκοφαντίες. Γράφει:

1. «Ὁ Χρυσόστοµος Τζάνης παιδιόθεν καθοδηγεῖται ὑπό τοῦ


ἑωσφορικοῦ πνεύµατος τῆς ἀνταρσίας».
2. «Ὁ Χρυσόστ. <ὡς σκάνθαρος ἐπί τῆς κόπρου> ἀκολουθεῖ τά
πρότυπα διεφθαρµένων ὁµάδων ψευδοπαλαιοηµερολογητῶν».
3. «Ὁ Χρυσόστ. εἶναι ἀνήρ ψυχοκάπηλος…».
4. «Ὁ Χρυσόστ. ... ἀλόγων ζώων θηριωδέστερος... ὡς ἄλογα
κτήνη καί ὡς ἡµίονοι αὐτός καί ἡ ὁµάς του, ὁ µαῦρος αὐτός
συρφετός τῆς ἀνοµίας...» (σελ. 24-25).

Ἀναφέραµε λίγα ἀπό τά πολλά, τά ὁποῖα οὔτε αὐτοί τοῦ


πεζοδροµίου καί τοῦ ὑποκόσµου θά ἠµποροῦσαν νά τά γράψουν.
Λυποῦµαι διότι δέν ἠµπορῶ νά καταλάβω διατί ὁ π. Εὐθύµιος ἔχει
τόσο µῖσος µαζί µου καί δέν ἠµπορῶ νά δεχθῶ, ὅτι ἡ συµπεριφορά
του αὐτή ὀφείλεται ἁπλῶς καί µόνον εἰς τήν διαφωνίαν διά τό
ἐκκλησιολογικόν θέµα.
Μέ κατηγορεῖ δι̕ ἀνταρσίαν καί παρακοήν. Ποία ὅµως εἶναι ἡ
παρακοή;
36
Μία µεγάλη παρακοή πού ἀναγνωρίζω εἶναι, ὅτι ἐπί µίαν
δεκαετίαν, ἀπό τό 1995 ἕως τό 2005, ἐπανειληµµένως µέ γραπτές
προσκλήσεις µέ καλοῦσε ἡ Ἱερά Σύνοδος νά δεχθῶ τήν χειροτονία
ἐπισκόπου καί ἐλάµβανε ἀρνητικές ἀπαντήσεις. Τήν χειροτονία
τήν ἔβλεπα ἐπικίνδυνη διά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς µου, δι᾽ αὐτό
τό 2005 µέ µεγάλη δυσκολία τήν ἐδέχθην.
Ὁ π. Εὐθύµιος ἐξ ἰδίων κρίνει τά ἀλλότρια. Ὁ ἴδιος ἐπεδίωκε
τήν χειροτονία καί δέν τήν ἐπέτυχε, ἀντίθετα ὁ Ἁγιορείτη ἀπέ-
φευγε τήν χειροτονία. Συνεχίζοντας τό κατηγορώ κατά τοῦ ἁγιο-
ρείτου Χρυσοστόµου γράφει: «οὐδέποτε ἐβάδισε τήν αὐστηράν
ὀρθόδοξον γραµµήν ἀλλά εἶχε τά βλέµµατα ἐστραµµένα στούς Φλω-
ριναίους καί τούς νεοεικονοµάχους». Ἠµπορεῖ νά ἀποδείξῃ τίποτα
ἀπό αὐτά; Τά τόσα κείµενα πού ἔγραψα κατά τῆς νεοεικονο-
µαχίας, πληροφοροῦν τόν π. Εὐθύµιο ὅτι εἶµαι νεοεικονοµάχος; Τό
ἀπύλωτον στόµα, ἀφοῦ κατεπάτησε τήν συνείδησιν καί ἀπέβαλε
τόν φόβον τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ἀκράτητον εἰς βλασφηµίας καί
συκοφαντίας, ὁ µεγαλύτερός του ἐχθρός εἶναι ὁ Ἁγιορείτης Ἱερ/
χος. Δι̕ ὅλα τά σκάνδαλα πού ἐδηµιούργησαν οἱ ἐπαναστατήσα-
ντες κληρικοί ὑπεύθυνος διά τόν π. Εὐθύµιον εἶναι ὁ Ἁγιορείτης.
Ἀναφέρεται εἰς τά γεγονότα «...τῆς Λαρίσσης, τῆς Μάνδρας,
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας
Ἀττικῆς, τῶν Τρικκάλων...» Δηλαδή ἡ ἀποστασία ἀπό τήν Ἱεράν
Σύνοδον τοῦ Δαµιανοῦ ἐπειδή δέν τόν ἐχειροτόνησαν Επίσκοπο,
πού κατηγοροῦσε διά µασώνον τόν Ἀττικῆς Ματθαῖον τόν
γέροντά του, καί µέ τήν προµετωπίδα ῾῾ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Η
ΘΑΝΑΤΟΣ’’ ἐχειροτονήθη ἀπό Φλωριναίους ἀπό τούς ὁποίους
ὕστερα χωρίσθηκε, δι̕ ὅλα αὐτά δέν εὐθύνεται ὁ π. Δαµιανός, οὔτε
διά τά γεγονότα τῆς Λαρίσσης καί τόν Τρικκάλων ὁ πρώην
Τρίκκης. Δι᾽ ὅλα αὐτά εὐθύνεται ὁ Θηβῶν ἀκόµη καί διά τά τῆς
Κερατέας.
Ὁ π. Εὐθύµιος ἀπό τό πάθος τῆς κακίας ἔχασε τόν ἔλεγχον καί
γράφει ὅ,τι θέλει, ἀρκεῖ νά ἐκδικηθῇ νά ἐξοντώσῃ τόν Ἁγιορείτην.
Ὅµως µαταιοπονεῖ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι φῶς, δέν σβήνει, δέν καλύ-
πτεται µέ τό µῖσος, τά ψεύδη καί τίς συκοφαντίες. Ὅσες βλασφη-
µίες καί ἄν ἐκστοµίσῃ ἀποκαλώντας τόν Ἁγιορείτην «...ἄλλον
37
Ἄρειον καί Νεστόριον...» ἐπιστρέφουν εἰς τόν ἴδιον, εἶναι ὅπλα τῶν
ἀδυνάτων. Ὁ Ἁγιορείτης, τό 2001-2 καί 2003, µε τά ἀνωτέρω
φυλλάδια (ἴδε σελ. 17 τοῦ παρόντος), ἔκανε κριτικήν εἰς τήν διδασκαλίαν
περί Ἐκκλησίας τοῦ Ἡµεροδείκτου 1999, βάσει τῆς Ἁγίας Γρα-
φῆς, τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων καί τῶν Οἰκουµ. Συνόδων, καί
τήν ἀπέδειξεν αἱρετικήν. Ἀντιθέτως ὁ π. Εὐθύµιος, ὁ «θεολόγος»,
δέν ἔκανε κανένα σχόλιο. Ἔξαφνα, τό 2012, ἐξύπνησε µέ
ὑπερβολικόν ζῆλον καί µῖσος καί βλέπει ὅλα ὅσα ἔγραψε ὁ
Ἁγιορείτης ὡς αἱρετικά, ἐπισηµαίνει µόνο µία θέση καί φωνάζει:
«Αἱρετικώτατε µοναχέ Χρυσόστοµε Κατουνακιώτη...ἀθεόφοβε,
τολµᾶς καί λέγεις ὅτι ὁ Χριστός ὡς Θεάνθρωπος δέν εἶναι
προαιώνιος;»
Διά τό ἐάν εἶναι ὁ Χριστός ὡς Θεάνθρωπος προαιώνιος φέραµε
µαρτυρίες ἀπό τήν διδασκαλίαν τῶν µεγάλων Ἁγίων καί θεολό-
γων, Ἰωάννου τοῦ Δαµασκηνοῦ καί Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου (ἴδε
ἀνωτέρω τοῦ παρόντος σελ. 19). Ἐάν τίς µαρτυρίες αὐτῶν τῶν µεγά-λων
Ἁγίων καί µεγάλων θεολόγων καθώς καί τά πρακτικά τῆς Δ´
Οἰκουµ. Συνόδου δέν τά παραδέχεται ὁ π. Εὐθύµιος, τότε εἶναι ὁ
ἴδιος αἱρετικός.
Ἕνας λόγος διά τόν ὁποῖον ὁ π. Εὐθύµιος ἀκολούθησε στό σχί-
σµα τόν πρ. Θεσ/νίκης, ἦταν διά τό ὅτι ἀπέβλεπε εἰς τήν χειροτο-
νίαν Ἐπισκόπου. Εἶχε προταθῆ διά ἐπίσκοπος Κύπρου. Δέν γνωρί-
ζουµε σίγουρα ἐάν τό ἐν λόγω ἀξίωµα τοῦ τό εἶχε ὑποσχεθῆ ὁ πρ.
Θεσ/νίκης. Ἡ τοιαύτη πληροφορία εἶχε διαρεύση ὡς ἀληθής ἀπό
τό περιβάλλον του, µάλιστα εἶχε ὁρισθῆ καί ἡ ἡµέρα τῆς χειροτο-
νίας του. Ὅµως, ὁ π. Εὐθύµιος δέν εἶχε ψηφισθῆ ἀπό τήν Ἱεράν
Σύνοδον τῶν Ἀρχιερέων, ὁπότε δέν εἶχε τό σύµψηφο καί ἔτσι θά
ἦταν ἀντικανονική ἡ χειροτονία. Δέν γνωρίζουµε ἐάν µόνο αὐτός
ἦταν ὁ λόγος, ἤ διότι γνωρίζοντας ὁ πρ. Θεσ/νίκης τόν χαρακτῆρα
τοῦ π. Εὐθυµίου, ἤξερε ὅτι µαζί του δέν θά ὑπῆρχε συνεργασία.
Ὅποια καί ἄν εἶναι ἡ αἰτία, τό γεγονός εἶναι ὅτι χωρίς νά ἔχῃ ψη-
φισθῇ ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο, ὁ π. Εὐθύµιος ἐπεδίωκε νά χειροτο-
νηθῇ ὑπό ἑνός ἐπισκόπου, καί παρ᾽ ὅλα αὐτά τολµᾶ σήµερα νά χα-
ρακτηρίζῃ ἀντικανονικές τίς χειροτονίες τοῦ Σεβ/του Γρηγορίου.
38
ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΙΣΜΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΚΟΝ ΚΑΙ ΟΧΙ
ΓΡΗΓΟΡΙΑΝΟΝ
Τό σχίσµα τοῦ 2002 ἔγινε ἀπό τήν αἱρετικήν οἰκουµενιστικήν
διδασκαλίαν περί Ἐκκλησίας τήν ὁποίαν ὁ πρ. ἐπίσκοπος Θεσ/
νίκης Χρυσόστοµος ἔφερε εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῶν Γ.Ο.Χ. διά τοῦ
Ἡµεροδείκτου τοῦ 1999. Ἡ διδασκαλία αὐτή ἔχει διεγνωσθῆ καί
κατακριθῆ ἀπό Ὀρθοδόξους θεολόγους καί Πατέρας, καί ὁ ἴδιος ὁ
Θεσ/νίκης κάποια στιγµή τό 2002 τό εἶχε ἀναγνωρίσει καί τήν
κατεδίκασε.
Ὁ π. Εὐθύµιος εἰς τό ἐκκλησιαστικό αὐτό θέµα δυστυχῶς
φέρθηκε ὡς ἕνας φανατισµένος ἀγράµµατος (ὅπως τώρα ἀποδει-
κνύεται ἀπό τά φυλλάδιά του). Ἐάν εἶχε θεολογικάς γνώσεις ὁ ἴδιος
ἔπρεπε µέ βάση τήν πατερικήν θεολογία νά γνωµοδοτήσῃ ὀρθά
καί νά βοηθήσῃ τόν Δεσπότη, ὁπότε καί θά ἀπεφεύγετο τό σχίσµα.
Τό µῖσος καί ἡ κακία ἀπαγορεύεται στούς χριστιανούς ἀκόµη καί
ὅταν διαφωνοῦν σέ δογµατικά θέµατα.
Τώρα δεχόµενος ὡς ὀρθά ὅλα τοῦ πρ. Θεσ/νίκης ὁµιλεῖ διά
Γρηγοριανόν σχίσµα καί διαστρέφει τήν ἀλήθειαν.
Ὁ π. Εὐθύµιος προσπαθεῖ νά ἀποδώσῃ τό σχίσµα εἰς τούς
Ἀρχιερεῖς Γρηγόριον καί Τῖτον καί εἰς τάς ἀντικανονικάς
ἐνεργείας των, καθώς καί εἰς τό ὅτι καταφρονοῦσαν τόν πρ. Θεσ/
νίκης, ὅµως παραβλέπει τήν ἀσυνέπειαν τοῦ πρ. Θεσ/νίκης.
Ἀπό τάς ἀρχάς Αὐγούστου οἱ δύο Ἀρχιερεῖς ζητοῦσαν τήν κρι-
τικήν κατά τῆς Ἐγκυκλίου ἀπό τόν πρ. Θεσ/νίκης καί ἔφθασε ὁ
Ὀκτώβριος καί δέν τήν εἶχε στείλει. Δι᾽ αὐτό τοῦ ἔγραψαν: «Πε-
ραίνοντες, τονίζοµεν ὅτι εἶναι παράλογο καί ἀδιανόητο νά ὁµιλεῖ-
τε συνεχῶς περί αἱρέσεων τῆς Ἐγκυκλίου χωρίς νά τάς ἐπισηµαί-
νετε. Διά τοῦτο παρακαλοῦµεν ὅπως µᾶς ἀποστείλατε ἐγγράφως
τά κατ᾽ ἐσᾶς αἱρετικά σηµεῖα αὐτῆς µέχρι τῆς 10ης-10ου-2002».
Στίς 29 Ὀκτωβρίου, ὁ πρ. Θεσ/νίκης ἀπήντησε εἰς τούς Ἀρχιε-
ρεῖς, ὄχι ὅµως αὐτό πού ζητοῦσαν. Τούς ἔστειλε δεκαπεντασέλιδον
κείµενον µέ ἐλέγχους ὅπου τούς ἐχαρακτίριζε ὡς Χριστοµάχους,
39
Τριαδοµάχους καί Ἐκκλησιοµάχους, καί οὕτω ἔδωσε τέλος σέ
κάθε προσπάθεια προσεγγίσεως δηµιουργώντας τό σχίσµα.
Σέ ὅλα αὐτά ὁ π. Εὐθύµιος δέν βλέπει καί δέν ἀποδίδει κανένα
σφάλµα εἰς τόν πρ. Θεσ/νίκης, δέν ὑποστέλλει τό ὑβρεολόγιον,
ἀντιθέτως ἀποκαλεῖ φατρία τήν συνεργασία τῶν Ἀρχιερέων,
παραβλέποντας ὅτι εἰς τήν τριµελῆ Σύνοδο ὁ πρόεδρος µέ τήν
συµφωνίαν ἑνός ἐπιλαµβάνεται καί δίνει λύσεις σέ ὅλες τίς
ὑποθέσεις κανονικότατα. Κι ἐνῶ ὁ πρ. Θεσ/νίκης µέ τά γραπτά
του ἀνακηρύττει ὡς αἱρετικούς τούς Ἀρχιερεῖς, ὁ π. Εὐθύµιος
διαµαρτύρεται διατί ὁ Σεβ/τος Γρηγόριος δέν ὥρισε τήν σύγκλη-
σιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου! Ὅλος ὁ ἀγώνας του ἀναλίσκεται εἰς τό
πῶς θά παραπλανήσῃ τούς ἁπλούς χριστιανούς πού δέν γνωρίζουν
µέ λεπτοµέριες τά πράγµατα.
Ὁ π. Εὐθύµιος καί ὁ κάθε Εὐθύµιος θά ἔχῃ τό δικαίωµα νά µᾶς
ἀποκαλῇ αἱρετικούς, µόνον ὅταν θά µπορέσῃ νά ἀποδείξῃ ὅτι ὁ
πρ. Θεσ/νίκης δέν ἀντέγραψε τήν αἱρετική Ἐκκλησιολογία τῶν
οἰκουµενιστῶν καί δέν τήν ἔφερε στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας,
µέσω τοῦ Ἡµεροδείκτου τοῦ 1999!

Ὁ π. Εὐθύµιος διά τόν ἑαυτόν του


Γράφει ὁ π. Εὐθύµιος:

«Ἡ ἐλαχιστότης µου, ἱστάµενος ἐν τῇ κανονικῇ ἐκκλησιαστικῇ


ὁδῷ... οὐδεµίαν πνευµατικήν κοινωνία εἶχα ἤ ἔχω µετά τῶν
σχισµατικῶν Γρηγοριανῶν, ἀλλά ἡ κοινωνία ἡ ἡµετέρα µετά τοῦ
Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Ἀπό τήν πλευρά µας θά τοῦ θέσουµε τίς ἑξῆς ἐρωτήσεις:


๏Μέ τόν πρ. Θεσ/νίκης τοῦ ὁποίου τήν Ἐκκλησιολογία ἐπαινεῖ
διατί δέν ἔχει ἐπικοινωνία;
๏Δι᾽ αὐτόν δέν ὑπάρχει κανένας Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος;
๏Δέν παραβαίνει τόν 31ον Ἀποστολικόν Κανόνα πού ὁρίζει: «Εἴ τις
πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, χωρίς
40
συναγάγη, καί θυσιαστήριον ἕτερον πήξη, µηδέν κατεγνωκώς τοῦ
ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καί δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω, ὡς φίλαρχος
τύραννος γάρ ἐστιν»;
Ἐάν ἔφθασε εἰς τό σηµεῖο νά πιστεύῃ ὅτι αὐτός µόνος ἐκπρο-
σωπεῖ τήν Ἐκκλησίαν, τότε ἔχει περιπέσει εἰς τήν ἐσχάτην πλάνη
καί τήν αἵρεσιν τῶν ἀκεφάλων. Διότι θά πρέπει νά τόν πληροφο-
ρήσωµεν, ὅτι:
Πᾶσα Ἐκκλησία, Ὀρθόδοξος καλουµένη, ἄνευ Ἐπισκόπων,
οὐκ ἔστιν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Διότι ἄνευ τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώµατος, ἡ Ἐκκλησία καθίστα-
ται νεκρά. «Τό τοῦ Ἐπισκόπου ἀξίωµα, οὕτως ἐστιν ἐν τῇ Ἐκ-
κλησίᾳ ἀναγκαῖον, ὡς χωρίς αὐτοῦ µή δύνασθαι µήτε Ἐκκλη-
σίαν, µήτε χριστιανόν τινά εἶναι ἡ ὅλως λέγεσθαι. Οὕτω δέ
αὐτοῦ τό ἀναγκαῖον ἐννοοῦµεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὡς ἐν τῷ ἀν-
θρώπῳ τήν ἀναπνοήν, καί ἐν τῷ κόσµῳ τόν ἥλιον» (Ὅρος Ι´ τῆς
Ὀρθοδόξου Ὁµολογίας τοῦ Πατριάρχου Δοσιθέου, τῆς ἐγκριθείσης ὡς κοινῆς Ὀρθοδόξου
Ὁµολογίας ὑπό τῆς κατά τό ἔτος 1672 Ἱεροσολυµιτικῆς Συνόδου).
«Ἐπισκόπων δίχα, Ἐκκλησία οὐ καλεῖται. Πάντες τῷ
Ἐπισκόπῳ ἀκολουθεῖτε, ὡς Ἰησοῦς Χριστός τῷ Πατρί... Ὅπου
ἄν φανῇ Ἐπίσκοπος ἐκεῖ τό πλῆθος ἔστω, ὥσπερ οὔν ὅπου ἦ
Χριστός Ἰησοῦς ἐκεῖ ἡ Καθολική Ἐκκλησία». (Ἁγ. Ἰγνατίου τοῦ
Θεοφόρου πρός Σµυρναῖον, κεφ. 8).
Διότι πᾶς ὅστις φανῇ µή ἔχων καί µή ὑποκείµενος εἰς
Ἐπίσκοπον, οὗτος οὐκ ἔστι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
«Ὀφείλοµεν νά γνωρίζωµεν Ἐπίσκοπον ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ̇ µή
ποτε Ἐκκλησίαν δίχα Ἐπισκόπου. Καί εἴ τις φανῆ οὐχ ὑπό
Ἐπίσκοπον ὦν, οὐκ ἔστι τῇ Ἐκκλησίᾳ» (Ἁγ. Κυπριανοῦ Ἐπιστολή 66η).
«Ὡς τέκνα οὔν φωτός καί ἀληθείας, φεύγετε τόν µερισµόν
τῆς Ἑνότητος... Ὅσοι γάρ Χριστοῦ εἰσιν οὗτοι µετά τοῦ
Ἐπισκόπου εἰσιν. Ὅσοι δ’ ἄν ἐκκλίνωσιν αὐτοῦ... οὐ γάρ εἰσι
γεώργιον Χριστοῦ, ἀλλ’ ἐχθροῦ σπορά» (τοῦ αὐτοῦ πρός Φιλαδελφοῖς).
Κατά τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Πρεσβύτεροι
καί οἱ Διάκονοι δέν δύνανται νά πράττωσιν οὐδέν ἀπολύτως ἐν τῇ
Ἐκκλησίᾳ, οὐδέ νά ἱερουργῶσιν, ἄνευ ὑποταγῆς των εἰς Ἐπίσκο-
41
πον, ἄνευ τῆς γνώµης Ἐπισκόπου. Σχετικῶς λέγει ὁ ΛΘ´ Κανών
τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Οἱ Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι ἄνευ
γνώµης τοῦ Ἐπισκόπου µηδέν ἐπιτελήτωσαν. Αὐτός γάρ ἐστιν
ὁ πεπιστευµένος τόν λαόν τοῦ Κυρίου, καί τόν ὑπέρ τῶν ψυχῶν
αὐτῶν λόγον ἀπαιτηθησόµενος». «Χωρίς Ἐπισκόπου µηδέν
ποιεῖτε... Τῷ Ἐπισκόπῳ ὑποτάσσεσθε ὡς τῷ Κυρίῳ... Ἀνα-
γκαῖον οὔν ἐστιν, ὅσώ περ ποιεῖτε, ἄνευ τοῦ Ἐπισκόπου µηδέν
πράττειν ὑµᾶς... Ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Πατρός τῶν ὅλων τύπος
ὑπάρχει... χωρίς τούτων, Ἐκκλησία ἐκλεκτή οὐκ ἔστιν, οὐ συ-
νάθροισµα ἁγίων, οὐ συναγωγή ὁσίων» (Ἁγ. Ἰγνατίου τοῦ θεοφόρου
πρός Τραλλησίους).
Δέν ἔχει, ἑποµένως, οὐδεµίαν ἀπολύτως ἐξουσίαν καί οὐδέν
δικαίωµα εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ πᾶς Πρεσβύτερος ἤ
Διάκονος ἄνευ Ἐπισκόπου. Καί συνεπῶς, πάντα τά τελούµενα ὑπ’
αὐτῶν ἄνευ τῆς ὑποταγῆς των εἰς Ἐπίσκοπον, ἄνευ ἐντολῆς καί
εὐλογίας Ἐπισκόπου, εἶναι ἔργα παρακοῆς, ἔργα ἀπειθείας καί
ἀνυποταγῆς, ἔργα ἐπαναστατικά, ἀντεκκλησιαστικά, ἀντορθόδο-
ξα, ἔργα παρά τό θέληµα τοῦ Θεοῦ, ἔργα δηλονότι παρά τούς
Ἱερούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἄς ἀκούσωσιν ταῦτα πάντες οἱ καθ’ οἱονδήποτε λόγον µένο-
ντες ἄνευ Ἐπισκόπου.
Τόν π. Εὐθύµιον τόν συγχωροῦµε δι̕ ὅσα ψεύδη, ὕβρεις καί
συκοφαντίες µᾶς ἀποδίδει καί εὐχόµεθα ὁ Θεός νά τόν συγχωρήσῃ
καί νά τοῦ δώσῃ µετάνοια.
Μέ ἀγάπη ὁ ἐν Ἐπισκόποις ἐλάχιστος
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ Γ.Ο.Χ

✝ Ο ΘΗΒΩΝ & ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ


42

ΜΕΡΟΣ Β´

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Εἰς τό βιβλίον «ΗΧΗΡΟΝ ΡΑΠΙΣΜΑ» εἰς τούς
«σχισµατικούς Γρηγοριανούς»

Μέ τήν ἀπάντησίν µας εἰς τό φυλλάδιον «ΜΝΗΜΗ ΟΔΥΝΗΣ»


διαψεύσαµε µέ ἀποδείξεις καί µαρτυρίες τίς κατηγορίες πού εἶχε
ἐναντίον µας ὁ π. Εὐθύµιος. Ἐκεῖνο πού τοῦ προσέφερε ὅµως ἡ
ἀπάντησίς µας ἦταν νά τοῦ ἐξάψη τό θυµό καί τήν κακίαν καί νά
γράψη τό «ΗΧΗΡΟΝ ΡΑΠΙΣΜΑ».
Δέν ἡµπορεῖ ὅµως ὑποστηρίζοντας τώρα ἐµπαθῶς τήν αἱρετι-
κήν διδασκαλίαν περί ἀνάρχου Ἐκκλησίας τοῦ ἡµεροδείκτου τοῦ
1999 νά µᾶς κατηγορῆ ὡς αἱρετικούς, διότι ἀποδεικνύεται τοιου-
τοτρόπως ὅτι αὐτός εἶναι ὁ αἱρετικός.
Μέ τήν ἀπάντησιν εἰς τό φυλλάδιον «ΜΝΗΝΗ ΟΔΥΝΗΣ»
ἐξηγήσαµε τήν κυριωτέραν αἰτίαν διά τήν ὁποίαν µᾶς κατηγορεῖ.
Παραθέτοντας Πατερικές µαρτυρίες καί ἀποφάσεις Οἰκουµενικῶν
Συνόδων ἐκθέσαµε ποία εἶναι ἡ πίστις τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί
ποία ἡ ὀνοµασία πού αὐτή δίδει εἰς τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ
πρίν καὶ µετά τήν ἔνσαρκον οἰκονοµίαν Του.
Αὐτές τίς µαρτυρίες τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέραµε διά ἀπόδειξιν
ὅτι οἱ ἰδεολογίες τῆς νεοπατερικῆς οἰκουµενιστικῆς θεολογίας τῶν
σηµερινῶν θεολόγων περί ἀνάρχου Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες θεοποι-
οῦν τήν Ἐκκλησία καί τά µέλη της τούς χριστιανούς, εἶναι πεπλα-
νηµένες καί αἱρετικές.
Δέν γράψαµε τίποτα δικό µας. Ὁ π. Εὐθύµιος ὅµως εἶδε παρερ-
µηνευµένες και ἐσφαλµένες τίς πατερικές καί Γραφικές µαρτυρίες
πού παραθέσαµε. Ἔπρεπε ἐάν διέθετε χριστιανικήν συνείδησιν, νά
µᾶς ὑποδείξῃ τά λάθη πρός διόρθωσιν. Ὅµως δέν ἔκανε αὐτό, ἀλ-
43
λά ἀπό µίσος καί κακίαν ἐξετράπει εἰς ὕβρεις καί πλανώµενος
πλανᾶ αὐτούς πού δέν γνωρίζουν. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀπέδειξε
ὅτι τώρα, µετά ἀπό δέκα χρόνια, ἔχει ἀποδεχθῆ ὡς ὀρθές τίς πε-
πλανηµένες καί αἱρετικές ἐκκλησιολογικές θεωρίες τοῦ ἡµερο-
δείκτου τοῦ 1999 καί ἐπιδιώκει τήν ἀναβίωσίν των.
Διά τὸν λόγον αὐτόν θά πρέπει νά ἐξετάσουµε περιληπτικά
µερικές ἀπό τίς θέσεις τοῦ περιβάλλοντος τοῦ πρώην Θεσ/νικης
Χρυσοστόµου, γραµµένες ἀπό τούς ἀνθρώπους πού τόν πλαισιώ-
νουν, τίς ὁποῖες ἔγραψαν διά νά ὑποστηρίξουν τίς δοξασίες των.

ΔΗΛΩΣΙΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ


τοῦ πρώην Θεσσαλονίκης Χρυσοστόµου

Ἡ ὑποστήρηξις τῶν δογµατικῶν θέσεων τοῦ ἡµεροδείκτου τοῦ


1999 ἀπό τόν πρώην Θεσ/νίκης τὸ 2002 ἐδηµιούργησε σοβαρή
διαφωνία καὶ ἄρχισε νά διαφαίνεται κίνδυνος διασπάσεως τῆς
Ἐκκλησίας. Οἱ Ἀρχιερεῖς πρός ἀντιµετώπισιν τοῦ σκανδάλου ἔθε-
σαν τό θέµα εἰς ἐπιτροπήν, ὅπως διαλαµβάνεται καὶ εἰς τήν ἀπά-
ντησιν τοῦ κειµένου «ΜΝΗΜΗ ΟΔΥΝΗΣ». Ἡ ἐπιτροπή διαλόγου
πού ὁρίσθηκε διά τό θέµα αὐτό, ἔθεσε εἰς τήν κρίσιν τῆς Ι. Συνόδου
σχέδιον Ἐγκυκλίου, τό ὁποῖον κατόπιν τροποποιήσεως ἔγινε δεκτόν
ἀπό τόν πρώην Θεσ/νίκης. Ἀποδέχθηκε ἐπίσης τήν ὁµολογία πού
τοῦ προτάθηκε, καὶ ὑπῆρξε ἀνακούφισις τῶν φόβων τοῦ σχίσµατος.
Κατεδίκασε διὰ τῆς ὁµολογίας αὐτῆς ὡς ἐσφαλµένες τίς κυριό-
τερες κακοδοξίες τοῦ ἡµεροδείκτου, ὅπως:

1.«Ἀναθεµατίζω δέ πᾶσαν διατύπωσιν καί θεωρίαν κατά τήν ὁποίαν


αὐτή ἡ Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖται ὡς ἀϊδίως προϋπάρ-
χουσα ἐπειδή προαιωνίως εἶχεν ὁ Θεός ἐν τῷ νῷ καί τῆ βουλήσει
Αὐτοῦ τό σχέδιον καί τήν βουλήν περί Ἐκκλησίας. … Ἀποκηρύσσω
ταῦτα καθότι τά εὑρισκόµενα ἀπ᾽ ἀρχῆς εἰς τήν βουλήν τοῦ Θεοῦ
καί ἐν συνεχεία γενόµενα δέν εἶναι ἄναρχα». (σελ. Ἡµεροδ. 40)
2.«Ἀποκηρύττω καί ἀναθεµατίζω τήν πλάνην κατά τήν ὁποίαν ἡ
Ἐκκλησία εἶναι θεοϋπόστατος ὅτι δηλαδή ἡ φύσις αὐτῆς εἶναι
44

θεϊκή καί ὄτι προϋπῆρχε ἐξ ἀϊδίου ὡς πνευµατική Ἐκκλησία µέσα


στήν Ἁγία Τριάδα». (σελ. Ἡµεροδ. 50)
3.«Προπαντός ἀποκηρύπω ὡς ἀδόκιµον τολµηρόν καί συνάδουσα
µέ αἱρέσεις τήν διατύπωσιν ὅτι: ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ὡς
βάσιν τήν ἀδιάσπαστον ἑνότητα ἡ ὁποία ὑπάρχει εἰς τήν τρισυπό-
στατον θεότητα, τήν Παναγίαν Τριάδαν. … ἀποκηρύττω τοῦτο ὡς
ἀδόκιµον καθότι ἡ ἕνωσις τῶν πιστῶν µετά τοῦ θεοῦ γίνεται κατά
χάρη καί ὄχι κατ᾽ οὐσία, ποῦ εἶναι ἡνωµένα τά τρία πρόσωπα τῆς
µιᾶς θεότητος». (σελ. Ἡµεροδ. 50).

Δυστυχῶς ὅµως τό περιβάλλον τοῦ Θεσ/νίκης δέν ἐδέχθη τήν


ὁµολογίαν του αὐτή ὑποστηρίζοντας τά φρονήµατα τοῦ ἡµεροδεί-
κτου τοῦ 1999. Ἐπίσης δέν ἐδέχθησαν τό σχέδιον τῆς ἐγκυκλίου
οὔτε τήν κοινήν συνεργασίαν πρός συµφωνία καί σύνταξιν κοινοῦ
κειµένου. Ἄρχισαν τήν πολεµικήν συµπαρασύροντες καί τόν πρ.
Θεσ/νίκης εἰς τήν ἀθέτησιν τῆς ὁµολογίας του καί κατά συνέπεια
εἰς ἀθέτησιν τῆς καταδίκης τῶν λανθασµένων διατυπώσεων τοῦ
ἡµεροδείκτου.
Ἡ στάσις των αὐτήν ἦταν ἀπαράδεκτος ἀπό ἀπόψεως ὀρθο-
δόξου χριστανικῆς συµπεριφορᾶς καί δέν ἔπρεπε νά τήν ἀποδεχθῆ
ὁ πρ. Θεσ/νίκης Χρυσόστοµος.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεσ/νίκης ἐντόπισαν κάποια λάθη στό
πρόχειρο σχέδιο τῆς ἐγκυκλίου. Τά λάθη αὐτά ἐάν ἐξετάζονταν σέ
κάποια συνεδρίαση µέ χριστιανική ἀγάπη θα ἐξοµαλύνοντο οἱ
διαφωνίες καί θά εἶχε ἀποφευχθῆ ὁ χωρισµός. Ὄχι µόνον αὐτό δέν
ἔγινε, ἀλλά ἀντιθέτως ἔγραψαν ὁλόκληρον βιβλίον ἑκατό σελίδων
µέ ἐπιγραφήν « Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΩΝ
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ».
Ὀνοµάζοντας νεοεκκλησιολόγους καί οἰκουµενιστάς αὐτούς οἱ
ὁποῖοι κατεδίκασαν ὡς αἱρετικάς τάς νεωτεριστικάς δοξασίας περί
τῆς ἀνάρχου ἐκκλησίας, διά τάς ὁποίας ὁ πρ. Θεσ/νίκης ὁµολόγη-
σεν προηγουµένως ὅτι:
45

«Εἶναι γεγονός ὅτι τίς βασικώτερες θεολογικές θέσεις ἐπί


τῶν ὁποίων στηρίζεται τό ‘’ἐκκλησιολογικόν ἐγκόλπιον’’ τοῦ
ἐν λόγῳ Ἡµεροδείκτου, ἔλαβα ἀπό διάφορα συγγράµµατα
νεοηµερολαγιτῶν – οἰκουµενιστῶν» (δήλωσις Ὁµολογία Πίστεως).

Ἡ Ἐκκλησία διά τῆς τρίτης καί τετάρτης Οἰκουµε. Συνόδου


εἶχε ἐπιληφθῆ τῶν θεµάτων αὐτῶν. Ὁ Θεσ/νίκης Χρυσόστοµος
ὅµως καί τό περιβάλλον του ἐπηρεασµένοι ἀπό τίς νεοεκκλησιο-
λογικές δοξασίες αὐτές, προσπάθησαν, ὄχι νά τίς καταδικάσουν,
ἀλλά νά ἀποδείξουν ὅτι εἶναι ὀρθόδοξες! Ἔτσι εὑρέθησαν µέσα
εἰς λαβύρινθον καί ἀδιέξοδον.

Μερικές παρατηρήσεις
Εἰς τόν ἡµεροδείκτην εἶχε δηµοσιευθῆ:

1ον) «Ἡ Ἐκκλησία ἔχει προαιώνιον καί ἀΐδιον τήν ὕπαρξίν


της…» (ἡµεροδ. 1999 σελ. 33) καί «Αὐτή δέ ὑπάρχει ἔξω καί ὑπερά-
νω χρόνου καί χώρου» (σελ. 41).
Μέ τήν Ὁµολογία του ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου στίς
8/2/2002 ὁ πρώην Θεσ/νίκης καταδίκασε αὐτές τίς δοξασίες
γράφοντας:

«Ἀναθεµατίζω δέ πᾶσαν διατύπωσιν καί θεωρίαν κατά


τήν ὁποίαν αὐτή ἡ Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖται
ὡς ἀϊδίως προϋπάρχουσα ἐπειδή προαιωνίως εἶχεν ὁ
Θεός ἐν τῷ νῷ καί τῆ βουλησει Αὐτοῦ τό σχέδιον καί τήν
βουλήν περί Ἐκκλησίας... Ἀποκηρύσσω ταῦτα καθότι τά
εὑρισκόµενα ἀπ' ἀρχῆς εἰς τήν βουλήν τοῦ Θεοῦ καί ἐν
συνεχεία γενόµενα δέν εἶναι ἄναρχα».

Οἱ χαρακτηρισµοί «…προαιώνιον καί ἀΐδιον ὕπαρξιν…»


ἀνάγονται µόνο στόν Θεόν τόν πέρα ἀπό κάθε χρόνον, καί ὄχι στά
κτίσµατα. Ὅταν τούς χαρακτηρισµούς αὐτούς τούς ἀποδίδουν
στήν Ἐκκλησίαν φθάνουν στό σηµεῖο νά τήν θεοποιοῦν:
46

2ον) «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Θεοϋπόστατος: Διότι ἔχει ὡς Ὑπόστασιν


τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ…» (σελ. 50 ἡµεροδ.)
Ἐπίσης µέ τήν ὁµολογίαν του ὁ Θεσ/νίκης καταδίκασε καί
αὐτήν τήν δοξασίαν γράφοντας:

«Ἀποκηρύττω καί ἀναθεµατίζω τήν πλάνην κατά τήν


ὁποίαν ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεοϋπόστατος ὅτι δηλαδή ἡ
φύσις αὐτῆς εἶναι θεϊκή καί ὄτι προϋπῆρχε ἐξ ἀϊδίου ὡς
πνευµατική Ἐκκλησία µέσα στήν Ἁγία Τριάδα».

Τό περιβάλλον τοῦ πρ. Θεσ/νίκης ἀρνήθηκεν τήν ὁµολογίαν


του καί προσπάθησαν (ἀφοῦ ἔπεισαν καί τόν ἴδιον) νά ἀποδείξουν ὅτι
ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεοϋπόστατος.
3ον) Εἰς τό βιβλίον τους «Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΩΝ
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ» περί τοῦ ὅρου «Θεοϋπόστατος» γράφουν:

«Ὁ χαρακτηρισµός τῆς Ἐκκλησίας ὡς Θεοϋποστάτου


Σώµατος τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι Πατερικῶς ἀµάρ-
τυρος…», «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό ΘΕΟΫΠΟΣΤΑΤΟΝ
ΣΩΜΑ τοῦ Χριστοῦ» (σελ. 23).

Τό µεγάλο καί σοβαρό λάθος τῆς διατυπώσεως αὐτῆς ἔγκειται


εἰς τό ὅτι οἱ συντάκται δέν κάνουν διάκρισιν ὅταν γράφουν διά τό
σῶµα τοῦ Χριστοῦ ποῖον ἐννοοῦν σῶµα Χριστοῦ, τό σῶµα τό
ὁποῖον ἔλαβε ἀπό τήν Παναγία Θεοτόκο µέ τήν ἐνανθρώπησίν
Του, ἤ τό σύνολο τῶν πιστῶν Χριστιανῶν δηλαδή τό σῶµα τῆς
Ἐκκλησίας;
Εἰς τό βιβλίον τους ἀναφέρονται εἰς ἕνδεκα µαρτυρίες Ἁγίων
Πατέρων τίς ὁποῖες παραθέτοµεν.

1. «Διά τοῦτο ἐννεάµηνος νόµῳ ἀνθρωπίνης κυοφορίας,


κἀντεῦθεν ΘΕΟΫΠΟΣΤΑΤΟΣ δογµατίζεται ἡ Χριστοῦ
σάρκωσις, καί οὐδαµῶς ἀνθρωποϋπόστατος» (Ἅγιος
Ἀθανάσιος, PG 28, 925B).
47

2. «Ἰταµός ὁ θάνατος, ἀλλά τοῦτον σοι ὁµιλήσαντα, ἐκ


τῆς Παρθένου ὤλεσας, ΘΕΟΫΠΟΣΤΑΤΟΣ ΣΑΡΞ ΓΕΝΟ-
ΜΕΝΟΣ. Εὐλογητός εἶ Κύριε, ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων
ἡµῶν.» (Παρακλητική, ἦχος γ´, Κυριακή, Ὄρθρος, ὠδή ζ´ τῆς Θεοτόκου).
3. «Καί πρῶτον µέν ἡ τεθεωµένη ψυχή τοῦ Κυρίου µας,
ὅταν εὐγῆκεν ἀπό τό ΘΕΟΫΠΟΣΤΑΤΟΝ ΣΩΜΑ ΤΗΣ, καί
κατέβη εἰς τόν ἅδην γυµνή τῆς σαρκός…» (Ἁγίου Νικοδήµου,
Γυµνάσµατα Πνευµατικά, Μελέτη Ι, Ἑνότης Β, τρίτη ὑποσηµείωσις, Ἀθῆναι,
Ἐκδόσεις Ἅγιος Νικόδηµος, σελ. 77).
4. «Καί ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος µεταβάλλεται καί µετου-
σιοῦται εἰς αὐτό τό ΘΕΟΫΠΟΣΤΑΤΟΝ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΑΙΜΑ
τοῦ Κυρίου ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ἁγίου Νικοδήµου,
Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, σελ. 310, Θεσ/νίκη. Ἐκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλου).
5. Ἑρµηνεύοντας τό «ἀποκτείνας τήν ἔχθραν ἐν
αὐτῷ» (ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ, β´, 16) γράφει: «Τό δέ ῾῾ἐν αὐτῷ᾽᾽
δηλώνει πώς ἐθανάτωσε τήν ἔχθραν ὁ Χριστός ἐν τῷ
Σταυρῷ, ἤ ἐν τῷ ΘΕΟΫΠΟΣΤΑΤΩ ΣΩΜΑΤΙ ΑΥΤΟΥ, διατί
τήν πρός τόν Θεόν ἔχθραν τῶν ἀνθρώπων ὁ Χριστός
ἐθανάτωσε καί µέ τόν Σταυρόν Του καί µέ τό σῶµα Του,
µέ τό ὁποῖον ἐδέχθη καί τόν σταυρικόν θάνατον.» (ΑΙ ΙΔ´
ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ τοῦ θείου καί ἐνδόξου Ἀποστόλου ΠΑΥΛΟΥ Ἑρµηνευθεῖσαι ὑπό
ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ Βουλγαρίας. Μεταφρασθεῖσαι παρά τοῦ Ἁγίου ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ,
Τόµος Β´, Θεσσαλονίκη, Ὀρθόδοξος Κυψέλη, 1990, σελ. 402).
6. «ὅταν λέγῃ πώς ὁ Κύριος ἦτον ῾῾ὁµοιώµατι σαρκός
ἁµαρτίας᾽᾽ (Ρωµ. 8, 3) δέν ἐννοεῖ πώς δέν εἶχε σάρκα ἁπλῶς,
ἀλλά πώς Η ΘΕΟΫΠΟΣΤΑΤΟΣ ΕΚΕΙΝΗ ΣΑΡΚΑ ΤΟΥ δέν
ἥµαρτεν» (ΑΙ ΙΔ´ ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ τοῦ θείου καί ἐνδόξου Ἀποστόλου ΠΑΥΛΟΥ
Ἑρµηνευθεῖσαι ὑπό ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ Βουλγαρίας, Μεταφρασθεῖσαι παρά τοῦ
Ἁγίου ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ, Τόµος Β´, Θεσσαλονίκη, Ὀρθόξος Κυψέλη, 19990, σελ.
550).
7. «Σήµερον ἐκ ρίζης Ἰεσσαί ράβδος ἔφυ, ἐξ ἦς
ἀναβήσεται τῷ κόσµῳ ΑΝΘΟΣ ΘΕΟΫΠΟΣΤΑΤΟΝ» (Ἅγιος
Ἰωάννης Δαµασκηνός, PG 96, 664C).
8. «Ἐπί τῆς Ἠσαΐου µεγαλοφωνίας τῇ ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλη-
σίᾳ τά Εὐαγγέλια σήµερον, ὡς µέν ἀπό γλώττης κατην-
θρακωµένης ΤΩ ΤΟΥ ΘΕΟΫΠΟΣΤΑΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΟΣ
48

ψωµισµῶ ἔξαλλα καί λαµπρά, ὡς δ᾽ ἀφ᾽ ὕψους ἤκοντα


οὐρανίου, ἐξάκουστα καί βροντοηχῆ.» (Ἅγ. Γερµανός, Ἀρχ/πος
Κων/πόλεως. PG 98. 221 C).
9-10.«Ἔδειξαν οἱ οὐρανοί δι᾽ ἔργου ἀχώρητος εἶναι πᾶσι
τοῖς κτιστοῖς πᾶσαν ταύτην τήν δύναµιν καί ἐνέργειαν τοῦ
θείου Πνεύµατος: διό καί ταύτης ἐκφαινοµένης τε καί
διαβαινούσης οἶον πρός ΤΗΝ ΘΕΟΫΠΟΣΤΑΤΟΝ
ΕΚΕΙΝΗΝ ΣΑΡΚΑ. αὐτοί µή χωροῦντες διεσχίσθησαν …
Μ ό ν η δ έ Η Κ ΑΘ ᾽ Η Μ Α Σ Ε Ν Χ Ρ Ι Σ ΤΩ ΦΥ Σ Ι Σ
ΘΕΟΫΠΟΣΤΑΤΟΣ ΤΕ ΟΥΣΑ καί ὁµόθεος ὑπερτελῆ καί τήν
καθαρότητα πλουτεῖ, καί χωρητική πάσης τῆς
λαµπρότητος καί ἀγλαΐας ὡς εἰπεῖν καί δυνάµεως καί
ἐνεργείας τοῦ θείου Πνεύµατος» (Ἅγ. Γρηγόριος Παλαµᾶς, Ὁµιλία
Ξ, Εἰς τήν Ἑορτήν τῶν Φώτων, παράγραφος 10). (σελ. 23-25 Ἡ Αἵρεσις τῶν
νεοεκκλησιολόγων οἰκουµενιστῶν).
11. «Καί µᾶλλον διά τῆς ἡµῶν ἀπαρχῆς οὗ, (τοῦ ὁποίου),
π ρ ο σ ε ί λ η φ ε Σ Ω Μ ΑΤΟ Σ Θ Ε ΟΫ Π Ο Σ ΤΑΤΟΥ µ ε τ ά
ψυχῆς.» (Ἅγιος Συµεών Θεσσαλονίκης, PG 155, 877D).

Ὅλες οἱ ἀνωτέρω µαρτυρίες ἀναφέρονται εἰς τό σῶµα τοῦ Χρι-


στοῦ τό ὁποῖον ὁ Θεός Λόγος µέ τήν ἐνανθρώπησίν Του προσέλα-
βεν ἀπό τήν Παναγίαν. Ὅταν αὐτοί τίς ἀποδίδουν εἰς τήν Ἐκκλη-
σίαν, δηλαδή εἰς τό σύνολο τῶν πιστῶν χριστιανῶν, δέν κάνουν
διάκρισιν, ἀλλά ταυτίζουν τό σῶµα τό ὁποῖο προσέβαλε ὁ Θεός
Λόγος ἀπό τήν Παναγία ἐνανθρωπίσας, µέ τό σῶµα τῶν πιστῶν
χριστιανῶν (την Ἐκκλησία) καί τά ἐξισώνουν, ἐνῶ διαφέρουν καί
ἀπέχουν µεταξύ τους ὅσον ὁ Θεάνθρωπος ἀπό τόν ἄνθρωπον.
Οἱ περί τοῦ πρώην Θεσ/νίκης διά τίς ἀνωτέρω µαρτυρίες ἐξηγοῦν:

<Οἱ ἀνωτέρω Ἅγιοι Πατέρες χρησιµοποιοῦντες τόν


ὅρον «Θεοϋπόστατον» περί τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ,
ἤ τῆς σαρκώσεώς Του, ἤ τῆς Σαρκός Του, ἤ «διά τό
Σῶµα καί τό Αἷµα Του», ἤ τό «Ἀνθος», ἤ τόν
«Ἄνθρακα», ἤ «Φύσιν», (τήν καθ᾽ ἡµᾶς ἐν Χριστῷ),
49

οὐδέποτε ἐννόησαν τήν καθ᾽ ὑπόστασιν ἕνωσιν τῆς


Θείας µετά τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ.>

Μέ αὐτά παρερµηνεύουν καί ἐκφράζουν ἄµεσον ἀντίθεσιν εἰς


τό πραγµατικόν νόηµα ὅλων τῶν ἀνωτέρω µαρτυριῶν τῶν Ἁγίων
Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ὁµολογοῦν τήν ἕνωσιν τῆς ἀνθρωπίνης φύ-
σεως µετά τῆς θείας εἰς τό πρόσωπον ἤ τήν ὑπόστασιν τοῦ Θεοῦ
Λόγου καί διά τοῦτο ὀνοµάζουν Θεοϋπόστατον τό σῶµα τοῦ
Κυρίου ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Αὐτό εἶναι τό πιστεύω τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία διά τῆς Δ´ Οἰκ.
Συνόδου ὁρίζει ὅτι εἰς τό πρόσωπον ἤ τήν ὑπόστασιν τοῦ Θεοῦ
Λόγου προσελήφθη ἡ ἀνθρώπινος φύσις καί ἡνώθη µέ τήν θείαν
Φύσιν «ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί
ἀναλλοιώτως».
Ἀντίθετα αὐτοί, τίς µαρτυρίες αὐτές, τίς προβάλλουν διά νά ἀπο-
δείξουν ὀρθήν τήν θεολογική θέσιν τοῦ ἡµεροδείκτου πού λέει ὅτι:

«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεοϋπόστατος: Διότι ἔχει ὡς Ὑπόστασιν


τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ…» (σελ. 50 ἡµεροδείκτου).
Ἀναγνωρίζοντας τίς δοξασίες αὐτές ὡς ὀρθές, ταυτίζουν τήν
ἕνωσιν τοῦ Χριστοῦ µέ τήν Ἐκκλησία, ὅπως ἑνώθηκε εἰς τό πρό-
σωπον τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐνυποστάτως ἡ θεία µέ τήν ἀνθρώπινην
φύση Του. Ἔτσι ἀποκαλοῦν τήν ἕνωσιν αὐτήν θεοϋπόστατον.
Αὐτή ὅµως εἶναι ἐσχάτη πλάνη καί αἵρεσις τῶν οἰκουµενιστῶν
νεοεκκλησιολόγων, οἱ ὁποῖοι δέν κάνουν διάκρισιν µεταξύ τῆς
Θείας οὐσίας καί τῆς Θείας ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Πῶς ὅµως αὐτές
οἱ κακοδοξίες ἔγιναν δεκτές ἀπό µερικούς θεολογοῦντας τοῦ
περιβάλλοντος τοῦ πρ. Θεσ/νίκης καί τίς δέχθηκαν ὡς ὀρθές;
Μάλιστα δέν περιµέναµε νά τίς δεχθῆ ὡς ὀρθές καί νά θέλη νά τίς
διαδόση ὁ π. Εὐθύµιος.
Προβάλλουν πολλές πατερικές µαρτυρίες πρός απόδειξιν τῆς
λανθασµένης δογµατικά θεολογικῆς θέσεως τοῦ ἡµεροδείκτου ὅτι:
«Ἡ ἕνωσις αὕτη ἐν τή Ἐκκλησία εἶναι ἁρµονική, καί ἐγένετο
50
ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀναλλοιώ-
τως. Ἡνώθη τό θεῖον µετά τοῦ ἀνθρωπίνου, τό οὐράνιον µετά
τοῦ ἐπιγείου…» (σελ.50). Τίς µαρτυρίες ὅµως αὐτές ἠθεληµένα ἤ
µή, τίς παρερµηνεύουν καί κατά συνέπειαν ἐφευρίσκουν νέες
ἀνορθόδοξες θεωρίες. Δέν χρειάζεται ἄλλη ἀπόδειξις ὅτι δέν δια-
κρίνουν τήν διαφοράν µεταξύ τῆς Θείας ἐνεργείας καί τῆς Θείας
φύσεως τοῦ Θεοῦ. Πρός στήριξιν τῶν ἀπόψεών των φέρουν µάλι-
στα µαρτυρία τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ. Ἡ µαρτυρία εἶναι µία
ἀπό τίς δέκα, ἡ «9-10» τίς ὁποῖες ἀνωτέρω (σελ. 48) παραθέσαµε.
Εἰς τήν προσπάθεια πού ἔγινε ἀπό τούς ἁρµοδίους νά συνταχθῆ
κάποιο σχέδιο ἐγκυκλίου, ἔγιναν πολλές συζητήσεις τροποποιή-
σεις καί ἀλλαγές. Ἔτσι κατέληξαν στό τελικό κείµενο τῆς Ποιµα-
ντορικῆς Ἐγκυκλίου ἡ ὁποία ἐκυκλοφόρησε µέ ἀριθ. πρ. 22 στίς
3/6/2005. Ὁ π. Εὐθύµιος ἐπισηµαίνει λάθη στά πρόχειρα σχέδια
τῆς Ἐγκυκλίου, πρός ἄγραν ὀπαδῶν, καὶ ὄχι στό τελικό σχέδιο
πού ἐκυκλοφόρησε. Ἐάν τόν ἐνδιέφερε ἡ ἀλήθεια καί ἤθελε νά
ἐπισηµάνη λάθη, ἔπρεπε νά ἀναφερθῆ εἰς τυχόν λάθη τῆς Ποιµα-
ντορικῆς Ἐγκυκλίου καί ὄχι εἰς τά πρόχειρα σχέδια αὐτῆς, τά
ὁποῖα δέν εἶναι ἡ τελική ἔκφρασις κανενός.
Ἐκεῖνο πού εἶναι σοβαρόν καί ἔχει µεγάλη σηµασία εἶναι ὅτι ὁ
π. Εὐθύµιος εἰς τήν προσπάθειάν του νά ἀποδείξη καί κηρύξη µέ
ζῆλο καί ἐµπάθεια αἱρετικούς τούς κατ᾽ αὐτόν Γρηγοριανούς, δέν
κατάλαβε ὅτι ἄνοιξε φανερή πολεµική κατά τῆς ὀρθοδόξου διδα-
σκαλίας τῆς Ἐκκλησίας.

ΜΙΑ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΙΣ
Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς δέν ἀφήνει περιθώρια παρερµη-
νείας. Ἀνασκευάζοντας τίς πλάνες τοῦ Βαρλαάµ, ὁ ὁποῖος πίστευε
ὅτι εἶναι κτιστές οἱ θείες ἐνέργειες, ἔγραψε:

«Ὁ θεῖος ὅµως Μάξιµος ὀνόµασε αὐτήν ὄχι µόνον ἐνυ-


πόστατη, ἀλλά καί ἀγένητη, ὄχι µόνον ἄκτιστη, ἀλλά καί
ἀπερίγραπτη καί ὑπέρχρονη, ὥστε ἐκεῖνοι πού ἀπέκτησαν
51
αὐτήν τήν θείαν ἐνέργειαν νά καθίστανται ἐξ αἰτίας της
ἄκτιστοι, ἄναρχοι καί ἀπερίγραπτοι» (ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἠσυχαζόντων Λόγος
3.1. ΕΠΕ τ.2 σελ. 524 §31).

«Ὁ µέν γάρ τοῦ Θεοῦ Υἱός εἷς ἐστι µετά τοῦ προσλήµατος·
ἥνωται γάρ τῇ ἐξ ἀνθρώπων ἀπαρχῇ καθ᾽ ὑπόστασιν, διό καί
µεταλαµβάνει τῶν ἐκεῖθεν κλήσεων κἀκείνῃ χαρίζεται τάς
ἑαυτοῦ. Μεθ᾽ ἑκάστου δέ τῶν κεχαριτωµένων οὐκ ἔστιν εἷς ὡς
µετά τοῦ προσλήµµατος, οὐ γάρ καθ᾽ ὑπόστασιν ἑκάστῳ
τούτων, ἀλλά κατ᾽ ἐνέργειαν καί χάριν ἥνωται. Διό καί εἷς
Χριστός, διά τήν µίαν καί παντάπασιν ἀµέριστον ὑπόστασιν
τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. ''Χρίσις γάρ αὕτη τῆς ἀνθρωπότητος, οὐκ
ἐνεργείᾳ κατά τούς ἄλλους χριστούς ἁγιάζουσα, παρουσίᾳ δέ
ὅλου τοῦ χρίοντος''. Πάντα µέν γάρ τά τοῦ Πατρός ἐν τῷ λόγῳ
ἦν ἀεί, πάντα δέ τά ἐν τῷ λόγῳ εἴληφεν ἡ προσληφθεῖσα σάρξ,
διό καί κατά τό ἀνθρώπινον ἅ εἶχεν εἰληφέναι λέγεται ὁ
Κύριος. ''Εἷς µέν οὖν Χριστός, οὐχ εἷς δέ χριστοειδής. Νεύµατι
γάρ'', φησί, ''Θεοῦ ἐκινοῦντο καί Μωϋσῆς καί Δαβίδ καί ὅσοι
τῆς θείας ἐνεργείας χωρητικοί τῇ ἀποθέσει τῶν σαρκικῶν
ἰδιωµάτων γεγόνασι'' καί ''ζῶσαί τινες εἰκόνες τῶν Χριστοῦ,
καί ταυτόν αὐτῷ µᾶλλον κατά τήν χάριν ἤ ἀφοµοίωµα''.» (Ἁγ.
Γρηγορίου Παλαµᾶ τόµ. 5, λόγος ἀντιρρητικός γ´ 6, 13 σελ. 382-384).
Ἐξηγεῖ δηλαδή ὅτι ὅσοι διά τῆς καθάρσεως ἠξιώθησαν νά
γίνουν µέτοχοι τῆς Θείας ἐνεργείας, ἀξιώνονται τῆς θεώσεως καί
εἰσέρχονται εἰς τήν πνευµατικήν χώραν δι᾽ αὐτό καί τούς ὀνοµάζει
ἀνάρχους καί ἀκτίστους, καί ὄχι Θεοϋποστάτους. Ἑνώνονται µέ
τήν ἐνυπόστατον θείαν ἐνέργειαν καί ὄχι µέ τή θείαν φύσιν µέ τήν
ὁποίαν ἑνώθηκε µόνο ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ εἰς τό
Πρόσωπον τοῦ Θεοῦ Λόγου καί εἶναι Θεοϋπόστατος.
Συνεχίζοντας ποιό κάτω, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος, λεπτοµερῶς
διευκρινίζει:
«Ἑποµένως ἡ θεοποιός δωρεά τοῦ Πνεύµατος δέν εἶναι ἡ
ὑπερούσια οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾽ ἡ θεοποιός ἐνέργεια τῆς ὑπε-
ρουσίας οὐσίας τοῦ Θεοῦ, καί οὔτε ὁλόκληρη αὐτή, ἄν καί
52
ἐκείνη καθ᾽ ἑαυτήν εἶναι ἀµέριστη. Γιατί ποιός ἀπό τούς
κτιστούς θά µποροῦσε νά χωρέσει ὁλόκληρη τήν ἀπειροδύ-
ναµη δύναµη τοῦ Πνεύµατος, ἐκτός ἀπό ἐκεῖνον πού κυοφορή-
θηκε µέσα στήν παρθενική κοιλία µέ τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου
Πνεύµατος καί τήν ἐπισκίαση τῆς δυνάµεως τοῦ Ὑψίστου;
(Λουκ. α´, 35) Γι᾽ αὐτό καί αὐτός χώρεσε «ὁλόκληρο τό πλήρωµα
τῆς θεότητας»(Κολ. β´, 9), «καί ἀπό τό πλήρωµα αὐτοῦ ἐλάβαµε ὅλοι
ἐµεῖς» (Ἰω. α´, 16). (ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἠσυχαζόντων Λόγος 3.1. ΕΠΕ τ.2 σελ. 531§34)
Διευκρινίζει καί τονίζει εἰδικά ὁ Ἅγιος ὅτι: «Μόνη δέ ἡ δική
µας ἀνθρωπίνη φύσις τήν ὁποίαν προσέλαβε στό πρόσωπόν
του ὁ Θεός Λόγος εἶναι Θεοϋπόστατος διότι τήν ἕνωσε µέ τήν
Θείαν Φύσιν, εἶναι ὑπερτελῆς καί χωρητική … πάσης ἐνερ-
γείας Του τῆς λαµπρότητος καί ἀγλαΐας ὡς εἰπεῖν καί δυνάµεως
καί ἐνεργείας τοῦ θείου Πνεύµατος».
Ἐπειδή ἡ λέξις Θεός ἐξ ἀγνοίας γίνεται σέ µερικούς ἀφορµή
διά παρερµηνεία τῶν πατερικῶν κειµένων, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος
ἐξηγεῖ: «Ἀλλά καί τό Θεός ὄνοµα κοινόν ἐστι καί τῆς θείας
οὐσίας καί τῆς θείας δυνάµεως καί ἐνεργείας καί τῶν ὑποστά-
σεων αὐτῶν» (Γρ. Παλαµᾶ τόµος 6ος, σελ. 124 Ε.Π.Ε.)
Γίνεται δηλαδή µέ ἐνδελεχή καί ὄχι ἐπιπόλαιη µελέτη πλήρως
κατανοητόν ὅτι οἱ Ἅγιοι πού φθάνουν στήν θέωσιν ἑνώνονται µέ
τόν Θεόν, ὄχι µέ κάποια ὑπόσταση (τοῦ Θεοῦ), ἀλλά µέ τήν θείαν
ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ.
Μετά ἀπό αὐτήν τήν διευκρίνισιν δέν ὑπάρχει µεγαλυτέρα
παρεξήγησις, παρερµηνεία καί διαστροφή τῆς ἀληθείας ἀπό τό νά
πιστεύη κάποιος ὅτι ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή τό σύνολο τῶν πιστῶν,
ἑνώνονται µέ τήν ὑπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου, τό ὁποῖο διατυπώ-
νεται εἰς τόν Ἡµεροδείκτην:

«Ἡ ἔνωσις αὕτη (ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ) ἐγένετο καθ᾽ ὅν ἀκριβῶς


τρόπον εἰς τόν θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν ἡνώθησαν ἀσυγχύ-
τως καί ἀτρέπτως, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρωπίνη φύσις». (σελ. 50 Ἡµεροδ.)
53
Αὐτή ἡ διατύπωσις δηλώνει ἐνυπόστατον ἕνωσιν ὅλων τῶν πι-
στῶν µέ τόν Θεόν, ἀντίθετα ἀπό ὅτι γράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαµᾶς: «ὅτι µόνον ἡ ἀνθρώπινος φύσις τήν ὁποίαν προσέ-
λαβε ὁ Θεός Λόγος ἑνώθηκε ἐνυποστάτως εἰς τό πρόσωπόν Του
µέ τήν θείαν φύσιν». Προβάλλεται δηλαδή µέ τήν διατύπωσιν τοῦ
Ἡµεροδείκτου µία ἐωσφορική Θεοποίησις τῶν χριστιανῶν, τήν
ὁποίαν προσπαθοῦν νά τήν δικαιολογήσουν γράφοντας: «Ἐπειδή
λοιπόν καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι καί ὀνοµάζεται Σῶµα Χριστοῦ,
δυνάµεθα νά τήν χαρακτηρίσωµεν καί «Θεοϋπόστατον», ἐπειδή
ἔχει κεφαλήν τόν Χριστόν (ἦτοι τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱόν καί
Λόγον τοῦ Θεοῦ) καί τό Πανάγιον Πνεῦµα ὡς ψυχή αὐτῆς». (Η
ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΩΝ…σελ.25)
Προσπαθοῦν εἰς ἄλλο σηµείο τῆς µελέτης των νά δικαιολογή-
σουν τίς πεπλανηµένες κακοδοξίες πού δηµοσιεύτηκαν εἰς τόν
Ἡµεροδείκτη τοῦ 1999 καί εἰδικώτερον τόν χαρακτηρισµόν τῆς
Ἐκκλησίας ὡς θεοϋποστάτου. Θεολογοῦντες καί ἐξετάζοντες µέ
ὀρθολογιστικήν κρίσιν τά θέµατα τοῦ χριστολογικοῦ δόγµατος, τά
ὁποία εἶναι λελυµένα ἀπό Οἰκουµενικές Συνόδους, περιῆλθον εἰς
σύγχυσιν καί ἔγινε ἔκδηλος ἡ ἔλλειψις διακρίσεως µεταξύ θείας
ἐνεργείας καί θείας οὐσίας τοῦ Θεοῦ ὥστε νά γράψουν:

«Οὔτε ἐµεῖς πιστεύουµε, οὔτε ὁ ἡµεροδείκτης ἐννοεῖ ὅτι τό


Σῶµα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἑνωµένο µέ τήν Κεφαλή κατ᾽ οὐσίαν
καί φύσιν ἤ καθ᾽ ὑπόστασιν. Τήν ἕνωσιν αὐτήν τήν ἀντιλαµβα-
νόµεθα ὡς ἕνωσιν κατά χάριν καί ἐνέργειαν, ὅπως ὁ ἡµεροδεί-
κτης» (βιβλίον Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΩΝ… σελ. 33).

Αὐτή ἡ θέσις των ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεσιν µέ τά ὅσα µέχρι


τώρα διετύπωναν καί προκαλοῦν ἔκπληξιν καί ἀπορία. Δηλαδή µέ
λίγα λόγια, ἤ δέν ξέρουν τί πιστεύουν, ὅπερ καί πιθανότερον, ἤ
ἄλλα γράφουν καί ἄλλα πιστεύουν. Ἡ ἀντίθεσις φαίνεται καθαρά
στό κάτωθι χωρίο τοῦ ἡµεροδείκτου: «Ἡ ἕνωσις αὕτη (ἐν τῇ
Ἐκκλησίᾳ) ἐγένετο καθ᾽ ὅν ἀκριβῶς τρόπον εἰς τόν θεάνθρωπον
Ἰησοῦν Χριστόν ἡνώθησαν ἀσυγχύτως καί ἀτρέπτως, ἡ θεία καί
ἡ ἀνθρωπίνη φύσις». (σελ. 50)
54
Δηλαδή ὑπάρχει πλήρης αντίφασις µέ τά προηγούµενα. Φά-
σκουν καί ἀντιφάσκουν. Ἀπό τή µία ἡ ἕνωσις εἶναι «κατά χάριν
καί ἐνέργειαν» καί ἀπό τήν ἄλλην «καθ᾽ ὅν ἀκριβῶς τρόπον εἰς
τόν θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν ἡνώθησαν ἀσυγχύτως καί
ἀτρέπτως, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρωπίνη φύσις». Τό πρῶτο δηλαδή
ἀποτελεῖ πιθανόν δικαιολογία διότι τό δεύτερον ἐπαναλαµβάνεται
πλειστάκις καί στόν ἡµεροδείκτην τοῦ 1999 καί στό σύγγραµµά
τους «Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΩΝ» µέ διαφορετικούς
ταυτοσήµους ὅρους.
Αὐτή ἀκριβώς ἡ ταύτησις Θείας Οὐσίας καί Ἐνεργείας εἰς τόν
Θεόν εἶναι αἵρεσις τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας καί αὐτήν πρεσβεύει
καί ὁ π. Εὐθύµιος. Αὐτό ἐπανειληµµένως ἐπαναλαµβάνεται εἰς τόν
ἡµεροδείκτην τοῦ 1999!! Δέν χρειάζεται νά ἔχη σπουδάσει κανείς
θεολογία ἤ φιλολογία νά τό κατανοήση.
Δύσκολο εἶναι νά κατανοήσωµεν τά γραφόµενα εἰς τό βιβλίον
«Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ» εἰς τάς
σελίδας 24-34. Γράφουν:

«Μέ τόν ἐν λόγω ὅρον <Θεοϋπόστατον> ἐννοοῦν (οἱ Ἅγιοι


Πατέρες) ὅτι ἡ Σάρξ, τό Σῶµα καί τό Αἶµα, ἡ ἀνθρώπινος φύσις
τοῦ Χριστοῦ κ.λ.π. ἔχουν ἐντός των τήν Θείαν Ὑπόστασιν τοῦ
Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς δοχεῖον ἤ ναός τοῦ Θεοῦ.
Δηλαδή, ὁ ὅρος ἤ ἡ ὀνοµασία <Θεοϋπόστατος> προσδίδεται
εἰς τήν ἀνθρώπινον φύσιν τοῦ Χριστοῦ, (ἤτοι τῆς λογικῆς ψυχῆς
µετά τοῦ Σώµατός Του), καί ὄχι εἰς τήν ἕνωσιν αὐτῆς (τῆς ἀν-
θρωπίνης φύσεως) µετά τῆς Θείας, ἡ ὁποία ὀνοµάζεται, ὅπως
ἀνωτέρω εἴποµεν, <Ὑποστατική ἕνωσις>. Τό γεγονός τῆς <Ὑπο-
στατικῆς Ἑνώσεως> κατέστησεν τήν ἀνθρωπίνη φύσιν ἤτοι: τό
Σῶµα καί τήν λογικήν ψυχήν τοῦ Χριστοῦ, <Θεοϋπόστατον>» …
«Ἐπειδή λοιπόν καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι καί ὀνοµάζε-
ται Σῶµα Χριστοῦ, δυνάµεθα νά τήν χαρακτηρίσωµεν καί <Θεο-
ϋπόστατον>, ἐπειδή ἔχει κεφαλήν τόν Χριστόν (ἤτοι τόν ἐνανθρω-
πήσαντα Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ) καί τό Πανάγιον Πνεῦµα ὡς
ψυχήν αὐτής».
55
Ὅτι τόν ὅρον «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Θεοϋπόστατος» τόν ἐδέχ-
θησαν ὡς ὀρθόδοξον δόγµα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπεδείχθη µέ τό νά
µήν ἀποδεχθοῦν τήν ὁµολογίαν τοῦ πρώην Θεσ/νίκης πού κατα-
δίκασε καί ἀναθεµάτισε τίς θεωρίες τοῦ Ἡµεροδείκτου.
Ἡ ἄρνησις τῆς ὁµολογίας αὐτῆς ἀπεδείχθη ὅτι ἦταν καί δικό
του πιστεύω αὐτές οἱ δοξασίες, οἱ ὁποῖες εἶχαν ὡς ἀποτέλεσµα τήν
διάσπασιν τῆς συµφωνίας µεταξύ τῶν Ἀρχιερέων καί τήν ἀνάπτυ-
ξιν τῆς φιλονικίας πού κατέληξε εἰς τόν χωρισµόν.
Ἐάν, καθώς γράφουν εἰς τήν σελ. 33, ὅτι «τήν ἕνωσιν αὐτήν
τήν ἀντιλαµβανόµεθα ὡς ἕνωσιν κατά χάριν καί ἐνέργειαν», ὅπως
φρονεῖ ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, τότε ποία θέση ἔχει τό οἰκουµενι-
στικόν φρόνηµα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Θεοϋπόστατος; Μέ αὐτήν
τήν θέσιν, αὐτοί δέν θεοποιοῦν τούς χριστιανούς;

Ἡ ἐπέµβασις τοῦ π. Εὐθυµίου


Μέ τά κείµενα «ΜΝΗΜΗ ΟΔΥΝΗΣ» καί «ΗΧΗΡΟΝ ΡΑΠΙΣΜΑ»
ἔρχεται τώρα, ὅπως εἴπαµε ὁ π. Εὐθύµιος, µέ τό περιβάλλον τοῦ
πρ. Θεσ/νίκης καί κηρύττει τίς οἰκουµενιστικές κακοδοξίες ὡς
ὀρθές. Κατεχόµενος µάλιστα ὑπό ὑπερβολικοῦ ζήλου ἄρχισε τόν
ἀγῶνα ἵνα ἀποδείξη ὅτι, ὅσοι ἀντέδρασαν καί κατεδίκασαν τίς
ἐκκλησιολογικές κακοδοξίες τοῦ ἡµεροδείκτου 1999, εἶναι σχι-
σµατικοί.
Ἡ ἀπόδοσις τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν θέσεων εἰς τούς Γρηγορια-
νούς, τούς ὁποίους ὀνοµάζει σχισµατικούς, θέτει τόν π. Εὐθύµιον
παραλογιζόµενον και ἐκτός πραγµατικότητος. Ἐµφανέστατα τό
δείχνουν αὐτό τά κείµενα που δηµοσίευσε, διότι τίποτα δέν
ἀποδεικνύουν συγκεκριµένα ἀλλά ἐµπάθεια καί συγχυσιν.

Οἱ αἱρέσεις πού µᾶς ἀποδίδει.


Μία αἵρεσις πού µᾶς καταλογίζει εἶναι:

«Οἱ σχισµατικοί Γρηγοριανοί ἀρνοῦνται τήν προαιωνιότητα


τοῦ Θεανθρώπου καί κηρύσσουν γυµνῇ τῇ κεφαλῇ Ἀρειανισµόν»
(ΗΧΗΡΟ ΡΑΠΙΣΜΑ σελ. 14).
56
Ὁ Ἄρειος ἀρνεῖτο τήν προαιωνιότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὄχι τοῦ
Χριστοῦ. Ὁ π. Εὐθύµιος αὐτό δέν τό γνωρίζει καί ἀποδίδει Ἀρεια-
νισµόν εἰς ὅσους δέν παραδέχονται προαιώνιον τήν ἀνθρώπινην
φύσιν τοῦ Χριστοῦ ἡ ὁποία ὄντως δέν εἶναι προαιώνιος!!
Τό συµπέρασµα αὐτό τό βγάζει ἀπό τό γραπτόν κείµενον τοῦ
Ἁγιορείτου Ἱερ/χου Χρυσοστόµου «Μᾶς χωρίζουν οἱ αἱρέσεις τοῦ
Ἡµεροδείκτου ὄχι ἡ Ἐγκύκλιος(1-1-2003)» πού λέγει: «…ὅµως ἐγεν-
νήθη ἀπό τόν Θεόν Πατέρα, ὁ Θεός Λόγος, ὄχι ὁ Χριστός. Ὁ
Χριστός ἐγεννήθη ἐπ᾽ ἐσχάτων ἐκ Παρθένου, µέ τήν ἐνανθρώπη-
σιν τοῦ Θεοῦ λόγου…» (σελ. 22).
Τήν διατύπωσιν αὐτήν ὁ π. Εὐθύµιος τήν χαρακτηρίζει ὡς µία
µεγάλη αἵρεσιν, γράφοντας:
«…ἀρνεῖται θρασύτατα τήν προαιωνιότητα τοῦ Θεανθρώπου»,
καί χωρίς ἴσως νά τό ἀντιληφθῆ (ὁ π. Εὐθύµιος) ἔρχεται εἰς ἀντίθεσιν
µέ τήν Δ´ Οἰκ. Σύνοδο, ἡ ὁποία µέ τόν Συνοδικόν ὅρον δογµατίζει:
«...καί κηρύττοµεν τόν ἕνα Κύριον ἡµῶν Ἰησοῦν Χριστόν,
προαιώνιον µέν ἐκ Θεοῦ Πατρός ἀνάρχως γεννηθέντα κατά τήν
θεότητα ἐπ’ ἐσχάτων δέ τῶν ἡµερῶν τόν Αὐτόν δι’ ἡµᾶς, καί
διά τήν ἡµετέραν σωτηρίαν, ἐκ Μαρίας τῆς Παρθένου κατά
τήν ἀνθρωπότητα. Θεόν τέλειον καί ἄνθρωπον τέλειον τόν
Αὐτόν». (πρακτ. Δ´ Οἰκουµ. Συνόδου, ἔκδοσις Καλύβης Τιµίου Προδρόµου Ἁγ. Ἄννης
Ἅγ. Ὅρος σέλ. 55).

Παρατηροῦµεν
Α) Ἡ Δ´ Οἰκ. Σύνοδος δέν λέγει προαιώνιον τόν Χριστόν ὡς
Θεάνθρωπον. Διά νά τόν λέγει προαιώνιον ὡς Θεάνθρωπον ὁ π.
Εὐθύµιος πιστεύει λανθασµένα ἀποδίδοντας αἱρετικόν φρόνηµα
εἰς τήν Δ´ Οἰκ. Σύνοδον.
Β) Διά τοῦ ὅρου αὐτοῦ ἡ Δ´ Οἰκ. Σύνοδος λέγει ὅτι ὁ Χριστός
ὡς ἄνθρωπος δέν ἐγεννήθη προαιωνίως ἀπό τόν Θεόν Πατέρα
«ἀλλά κατά τήν ἀνθρωπότητα ἐγεννήθη ἐπ᾽ ἐσχάτων ἐκ
Μαρίας τῆς Παρθένου». Ἔτσι ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ π. Εὐθύµιος
57
δέν παραδέχετε ὡς ὀρθόν τόν ὅρον τῆς Δ´ Οἰκ. Συνόδου, πού
ὁρίζει ὅτι «ὁ Χριστός κατά τήν ἀνθρωπότητα ἐγεννήθη ἐπ᾽
ἐσχάτων ἐκ Μαρίας τῆς Παρθένου» καί φαντάζεται ὅτι ἡ
Σύνοδος δέχεται τόν Νεστοριανισµόν, ὅτι δῆθεν χωρίζει τό
πρόσωπον τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἐπειδή ὅµως δέν τολµᾶ νά κηρύξη
αἱρετικόν τόν ὅρον τῆς Δ´ Οἰκ. Συνόδου βλασφηµεῖ τήν
ἐλαχιστότητά µου διά τήν ἰδίαν διατύπωσιν καί γράφει:

«Εἰς τήν φράσιν αὐτήν ὁ ἐν λόγῳ ρασοφόρος Χρυσόστοµος Τζάνης


ὁ κατουνακιώτης, ἁγιορείτης ὤν, πρῶτον, ὡς ὁ Νεστόριος <Θεοτό-
κον οὐ λέγει τήν µητέρα τοῦ Θεοῦ>».
«Εἰς τήν οὐσίαν δηλαδή ἐπαναλαµβάνει µέ ἄλλην διατύπωσιν τά
βδελυρά λόγια τοῦ χριστοµάχου Νεστορίου καί τοῦ πρεσβυτέρου
Ἀναστασίου, τά ὁποῖα ἐξ ἄµβωνος ἐξεφώνησαν οὗτοι οἱ βδελυροί
τό ἔτος 428 µ.Χ. καί εἶπον: <Θεοτόκον τήν Μαρίαν µηδείς καλείτω,
Μαρία γάρ ἄνθρωπος ἦν, ὑπό ἀνθρώπου δέ Θεόν τεχθῆναι
ἀδύνατον>». (Mansi (MCC) IV, 1014). (ΗΧΗΡΟΝ ΡΑΠΙΣΜΑ σελ. 23).

Ὁ π. Εὐθύµιος συνεχίζοντας τήν συκοφαντίαν ἐναντίον µου ἐπανα-


λαµβάνει τήν ἴδιαν φράσιν τῶν πατέρων τῆς Δ´ Οἰκ. Συνόδου:

«…ὅµως ἐγεννήθη ἀπό τόν Θεόν Πατέρα, ὁ Θεός Λόγος, ὄχι ὁ


Χριστός. Ὁ Χριστός ἐγεννήθη ἐπ᾽ ἐσχάτων ἐκ Παρθένου, µέ τήν
ἐνανθρώπησιν τοῦ Θεοῦ λόγου…».

Ἄραγε «γινώσκει ἅ ἀναγινώσκει» καί γράφει ὁ π. Εὐθύµιος;


Χρησιµοποιεῖ τούς ὅρους τῶν Πατέρων πού καταδικάζουν τό φρό-
νηµά του ὅτι εἶναι προαιώνιος ὁ Χριστός ὡς Θεάνθρωπος διά νά
κατηγορήση καί ἀνακηρύξη αἱρετικούς ἐµᾶς. Τό παρατιθέµενον
δηλαδή εἶναι ἔπαινος δι᾿ ἐµᾶς, διότι αὐτό κηρύττοµε τόσα χρόνια.
Εἶναι δέ καταδίκη δι᾿ αὐτόν, διότι µέ αὐτό πού ἔγραψε µόνος του,
ὁµολογεῖ ὅτι ὁ Χριστός ἐγεννήθη ἐπ᾿ ἐσχάτων καί συνεπῶς δέν
εἶναι προαιώνιος ὡς Θεάνθρωπος Χριστός. Δέν κατάλαβε ἄραγε
ὅτι καταδικάζει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτόν του;
Συνεχίζοντας τήν κατηγορίαν γράφει:
58

«Ὥς ὁ Νεστόριος ἀποδέχονται δύο πρόσωπα εἰς τόν ἐνανθρωπή-


σαντα Θεόν Λόγον καί κηρύσσουν γυµνῇ τῇ κεφαλῇ ξεκάθαρον
Νεστοριανισµόν λέγοντες καί γράφοντες:…» (ΗΧΗΡΟΝ ΡΑΠΙΣΜΑ σ. 35).

Ἡ Δ´ Οἰκ. Σύνοδος ἐδογµάτισε ὅτι µέ τήν σάρκωσιν προσέλα-


βε ὁ Θεός Λόγος τήν ἀνθρωπίνην φύσιν καί τήν ἕνωσε µέ τήν
Θείαν φύσιν στό ἰδικόν Του µοναδικό θεῖο πρόσωπο, «ἀδιαιρέτως
ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀχωρίστως». Τόν δέ Νεστόριον ἡ Σύνο-
δος τόν ἀναθεµάτισε, ἐπειδή ἐχώριζε τόν ἕνα Χριστόν εἰς δύο πρό-
σωπα δηλαδή σέ ψιλόν ἄνθρωπον µέ ἰδίαν ὑπόστασιν καί εἰς τόν
Θεόν Λόγον· ὄχι ὅµως ἑνωµένον καθ᾽ ὑπόστασιν µετά τοῦ προσ-
λήµατως τῆς ἀνθρωπότητος. Πότε καί ποῖοι ἀπό αὐτούς πού
ὀνοµάζει Γρηγοριανούς δέχονται δύο πρόσωπα εἰς τόν Αὑτόν
Χριστόν;
Ἡ Δ´ Οἰκ. Σύνοδος διευκρίνησε µέ τόν ὁρισµόν της, ὅτι ὁ
Χριστός ὡς Θεός Λόγος εἶναι προαιώνιος. Θεάνθρωπος ὅµως
ἔγινε ἐν χρόνω, µέ τήν σάρκωσιν. Δι᾽ αὐτό οὔτε ἡ ἐλαχιστότης
µου οὔτε ἡ Σύνοδος χωρίζει τόν Χριστόν εἰς δύο πρόσωπα, ὅπως
φαντάζεται ὁ π. Εὐθύµιος. Οὔτε συµφωνεῖ µέ τόν αἱρετικόν
Νεστόριον, τόν ὁποῖον ἀναθεµάτισε, ἐπειδή χώριζε πραγµατικά
τόν Χριστόν σέ δύο πρόσωπα.
Ἡ παπική ἀδιακρισία, θείας Οὐσίας καί θείας Ἐνεργείας
τήν ὁποίαν ἐξετάσαµε παραπάνω εἶναι αἵρεσις τοῦ π.
Εὐθυµίου· διατί λοιπόν τήν ἀποδίδει εἰς ἐµᾶς;
Ματαιοπονία ἦταν νά συγκεντρώση δεκάδες ἀναφορές εἰς
Ἁγίους οἱ ὁποῖοι καταδικάζουν τήν αἵρεσιν τοῦ Νεστορίου ἄσχε-
τες µέ τό θέµα. Αὐτό τόν ἔφερε εἰς σύγχυσιν, διότι οἱ µαρτυρίες
τῶν Ἁγίων πού ἀναφέρει καταδικάζουν τήν αἵρεσιν τοῦ Νεστο-
ρίου, ἀλλά καταδικάζουν καί τήν αἵρεσιν τῶν Μονοφυσιτῶν, εἰς
τήν ὁποίαν αὐτός ὑποπίπτει. Καί ἐξηγοῦµε:
Ὁ π. Εὐθύµιος φέρει πολλές δεκάδες µαρτυριῶν γιά νά ἀποδεί-
ξη ὑποτίθεται τό «προαιώνιον» τοῦ Χριστοῦ. Οἱ µαρτυρίες αὐτές
στήν οὐσία καταδικάζουν ὡς αἵρεσιν τήν κήρυξιν προαιωνιότητος
59
εἰς τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Θεανθρώπου, ἡ ὁποία προσελήφθη ἐν
χρόνῳ, δι᾿ αὐτό καί δέν εἶναι προαιώνιος. Ἀναγνωρίζουν, δηλαδή,
οἱ ὀρθόδοξοι στόν Θεάνθρωπον Κύριον ἡµῶν Ἰησοῦν Χριστόν
καί τά ἰδιώµατα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του, δηλαδή τήν ἐν
χρόνῳ γέννησιν, τό περιγραπτόν καί τό κτιστόν. Ὁ π. Εὐθύµιος
ἰσχυριζόµενος ὅτι ὁ Χριστός ὡς Θεάνθρωπος (πού σηµαίνει Θεός
καί ἄνθρωπος) εἶναι προαιώνιος δέχεται τίς δοξασίες τῶν
µονοφυσιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀρνούνται τά ἰδιώµατα τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεως εἰς τόν Χριστόν. Καθίσταται τελικά περίγελος δι᾽ ὅσους
καταλαβαίνουν τά γραφόµενά του, διότι παρουσιάζει µαρτυρίες
πού στήν οὐσία τόν ἀναιροῦν. Διά τοῦ λόγου τό ἀσφαλές λοιπόν
θά ἀναφερθοῦµε σέ µερικές ἀπό τίς µαρτυρίες αὐτές.

ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ
Φέρει µαρτυρία τοῦ Ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί γράφει:

«Ἐν τοῦτοις οἱ σχισµατικοί Γρηγοριανοί <γελῶσι τό τῆς ἐναν-


θρωπήσεως µυστήριον> (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας) καί διαιροῦν <Ὑπο-
στατικῶς> τόν Ἕνα Χριστόν, τόν Κύριον ἡµῶν καί Θεόν» (ΗΧΗΡΟ
ΡΑΠΙΣΜΑ σελ. 35)

Σκέπτετε ἄραγε τί γράφει καί διά ποιούς τά γράφει; Ποῖοι Γρη-


γοριανοί «διαιροῦν ὑποστατικῶς» τόν Κύριον ἡµῶν Ἰησοῦν Χρι-
στόν ἐφόσον δέχονται ἀκριβῶς τόν ὁρισµόν τῆς Δ´ Οἰκ. Συνόδου;
Τήν µαρτυρίαν αὐτή τήν φέρει διά νά ἀποδείξη ὅτι ὁ Χριστός
εἶναι καί ὡς Θεάνθρωπος προαιώνιος καί παραβλέπει ὅτι ὁ Ἅγιος
Κύριλλος διευκρινίζει καθαρά τί πιστεύει διά τόν Χριστόν. Διότι
σύµφωνα µέ τόν ὅρον τῆς Δ´ Οἰκ. Συνόδου ἀναγνωρίζει τά ἰδιώ-
µατα καί τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ καί γράφει: «Χρῆ-
ναι γάρ ἔγωγε φηµί (ἐγώ δηλαδή λέγω) µήτε τόν ἐκ Θεοῦ Θεόν
Λόγον ἀνθρωπότητος δίχα, µήτε µήν τόν ἐκ γυναικός ἀποτεχ-
θέντα ναόν, οὐχ ἑνωθέντα τῷ Λόγῳ, Χριστόν Ἰησοῦν ὀνοµά-
ζεσθαι·» Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. (ΕΠΕ 1 σελ. 431-3). Δηλαδή κατά τόν
ἅγιον Κύριλλον Χριστός ὀνοµάζεται µετά τήν ἐνανθρώπησιν, ἡ
60
ὁποία ὡς εἴποµεν ἔγινε ἐν χρόνῳ καί ὄχι προαιωνίως. Δέν
συµφρονεῖ λοιπόν µέ τον π. Εὐθύµιο ὁ Ἅγιος Κύριλλος.
Ἐπίσης τό αὐτό µᾶς διδάσκουν καί ἄλλοι Ἅγιοι ὅπως ὁ Ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Δαµασκηνός. Ἑρµηνεία: «Ἐµεῖς ὅµως παραδεχόµεθα
ὅτι ἔγινε Χριστός ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν στιγµήν
πού ἐσκήνωσε µέσα εἰς τήν κοιλίαν τῆς Ἁγίας Ἀειπαρθένου καί
ἔγινε σάρκα χωρίς µεταβολήν καί ἐπῆρεν ἡ σάρκα τό χρῖσµα
ἀπό τήν θεότητα· ‘διότι αὐτή εἶναι ἡ χρῖσις τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεως, ὅπως λέγει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος’». (Ἰ.Δαµασκ.ΕΠΕ 1, 431).
Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέγει: «Ποία τοίνυν ἡνώθη σαρ-
κί, µήπω τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως παρελθούσης εἰς γένεσιν;…
Τίς ἡµῖν ἑρµηνεύσει τῶν καινῶν τοῦτων αἰνιγµάτων τήν
ἀτοπίαν; Ἄνθρωπος προτοῦ γενέσθαι ἄνθρωπον καί σάρξ τῆς
ἰδίας δηµιουργίας προγενεστέρα, καί προαιώνιον τό ἐπ᾽
ἐσχάτων χρόνων γενόµενων …» (Γρηγ. Νύσσης PG 45, 1161-D).
Σηµειωτέον, ὅτι ἡ θεωρία αὐτή τοῦ Ἀπολλιναρίου, δηλαδή τῆς
προγενεστέρας καί προαιωνίας γεννησεως τοῦ Χριστοῦ κατά τήν
Σάρκα, ἀποτέλεσε τήν ρίζα τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισµοῦ καί
καταδικάστηκε ἀπό τήν Γ´ Οἰκ. Σύνοδο: «Εἴτις δέ ἐξ οὐρανοῦ
λέγει σῶµα ἔχει τόν Χριστόν, ἤ ὁµοούσιον τῷ Θεῷ κατά
τήν σάρκα, ἔστω ἀνάθεµα». (Πρακτ. Γ´ Οἰκ. Συνόδου τόµος Α´ στήλη 481)
Ὁ π. Εὐθύµιος τήν συγκεκριµένη ἐξήγηση πού κάνουν οἱ
παραπάνω Ἅγιοι τήν παραβλέπει καί ἀναφέρεται σέ µαρτυρίες
τῶν ἰδίων Ἁγίων, ὅµως γιά ἄσχετες µέ τό θέµα µας ὑποθέσεις.
Μᾶς ἀποδίδει τήν ἴδια κατηγορία πού ὁ Μέγας Ἀθανάσιος εἶχε
διατυπώσει ἐναντίον τοῦ Ἀρείου. Συγκεκριµένα λέει:

«…ὅτι δηλαδή µέ τήν συγκεκριµένην ἔκφρασίν των, ὅτι ὁ


Χριστός ὡς Θεάνθρωπος ΔΕΝ εἶναι προαιώνιος, οἱ σχισµατικοί
Γρηγοριανοί εἰς τήν οὐσίαν διδάσκουν τήν <ἐν χρόνῳ> γέννησιν
τοῦ Θεοῦ Λόγου». (ΗΧΗΡΟ ΡΑΠΙΣΜΑ σελ. 25).

Ὑπάρχει µεγαλυτέρα διαστροφή τῆς ἀληθείας καί συκοφαντία


ἀπό αὐτή; Ἐνῶ φανερά ἀρνεῖται τήν ἀπόφασιν τῆς Δ´ Οἰκουµ.
61
Συνόδου, ἡ ὁποῖα διευκρίνησε τήν ὀρθόδοξον πίστιν µεταξύ τῶν
αἱρετικῶν µονοφυσιτῶν καί τοῦ Νεστορίου, θέλει νά παρουσιάση
καί τόν Ἅγιον Ἀθανάσιον ὅτι συµφωνεῖ µαζί του! Ὁ Ἅγιος Ἀθα-
νάσιος λέγει, ὅτι πρίν νά σαρκωθῆ ὁ Θεός Λόγος, νά γίνη καί ἄν-
θρωπος, δέν ὑπῆρχε Χριστός. Αὐτό τό µαρτυροῦν ὅλοι οἱ Ἅγιοι.
Ἐάν τό ἀρνεῖται ὁ π. Εὐθύµιος εἶναι αἱρετικός.
Μέ τό ὄνοµα Χριστός ἐννοεῖται πολλάκις καί ὁ ἄσαρκος Θεός
Λόγος. Ὅµως, εἰς τόν προαιώνιον Λόγον δέν ἠµπορεῖ νά ἀποδοθῇ
ὕπαρξις σαρκός πρίν τήν σάρκωσιν, διότι δέν εἶχε σάρκα προαιω-
νίως. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαµασκηνός ἐπισηµαίνει: «Τά µέν οὖν
(ἰδιώµατα) πρό τῆς ἑνώσεως (σαρκώσεως) καί µετά τήν ἕνωσιν ἐπ᾽
αὐτῷ λεχθήσεται, τά δέ µετά τήν ἕνωσιν πρό τῆς ἑνώσεως
οὐδαµῶς…» (Ἰωάν. Δαµ. Ε.Π.Ε. 1, 510).
Ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, εἶναι
κοινό πιστεύω τῶν ὀρθοδόξων. Ἐπίσης, ὅτι µέ τήν ἐν χρόνῳ πρόσ-
ληψιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ὑπό τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἔχουµε τόν
Θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν, οἱ ὀρθόδοξοι τό γνωρίζουµε. Δέν
τόν ἔχουµε προαιωνίως. Ὁ π. Εὐθύµιος ποῦ βλέπει τήν διαφορο-
ποίησιν; Μήπως εἶπε κανείς ὅτι ἡ ἕνωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως
µετά τῆς θείας εἰς τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ Λόγου, δέν ἔγινε ἐνυπο-
στάτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως καί ἀσυγχύτως; Ἀπό
ποῦ φαντάζεται τόν Νεστοριανισµόν; Τό θαυµαστό εἶναι ὅτι ὁ
ἀρρωστηµένος νοῦς του ἔφθασε εἰς σηµεῖο νά ἀποδίδει σε ἐµᾶς
τό ἐξωφρενικό, «τήν ἐν χρόνῳ γέννησιν τοῦ Θεοῦ Λόγου». Καί
αὐτό γίνεται ἐπειδή δέν παραδεχόµεθα τό αἱρετικόν τους φρόνηµα
τήν προαιωνίαν ὕπαρξιν τῆς ἀνθρωπίνης σαρκός εἰς τόν Θεόν
Λόγον. Αὐτό ἄµα τό πιστεύουν (ὅπως φαίνεται), εἶναι δική τους
αἵρεσις. Διά νά δικαιολογήσουν τήν πλάνη τους, ὅτι ὁ Χριστός
εἶναι προαιώνιος καί ὡς ἄνθρωπος. Γράφει ὁ π. Εὐθύµιος στή
σελ. 58 (ΗΧΗΡΟΝ ΡΑΠΙΣΜΑ):

«Ὁ προαιώνιος, πρόσφατος, ὑπό χρόνον ὁ ἄναρχος» (Μ. Ἀθανάσιος)


καί στή σελ. 61 λέει «…ἐκ κόλπων πατρώων γεγενηµένος ἀχρό-
νως καί ἀνάρχως, ἐλθόντα δέ ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν ἡµερῶν Θεόν
62

Λογόν ὅντα…» (Ἅγ. Ἐπιφάνιος). Ἐπίσης στή σελ. 65 ἐρανίζεται ἐκ τῆς


ὑµνολογίας «ὡς βρέφος ὀκταήµερον, τῶν αἰώνων ὁ Κτίστης».

Δηλαδή, ἐνῶ ὁ π. Εὐθύµιος ἐπικαλεῖται πατερικά κείµενα, τά


ὁποῖα συνάµα µέ τήν προαιωνιότητα µαρτυροῦν καί τήν
χρονικότητα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἴδιος ἀποσιωπεῖ τό ὅτι ὁ Χριστός
εἶναι καί χρονικός. Ἔφθασε καί στό σηµεῖο νά κηρύττει τόν
Χριστόν προαιώνιον καί ὡς ἄνθρωπον, ἀθετώντας τά ἰδιώµατα τῆς
ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ὁποία εἶναι χρονική. Δι᾽ αὐτό γράφη ὅτι:

«Ἐν βαθεῖᾳ λύπῃ ὑπάρχοντες λοιπόν, διά τήν <παράνοµον


βλασφηµίαν> καί τήν οἰκτράν πτῶσιν τῶν σχισµατικῶν Γρη-
γοριανῶν, τῶν ἀρνουµένων τήν προαιωνιότητα τοῦ θεανδρικοῦ
Τόκου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου» (ΗΧΗΡΟΝ ΡΑΠΙΣΜΑ σελ. 172)

Ἐκπλήττεται καί θαυµάζει κανείς, ἐάν αὐτά γράφονται ἀπό


λογικόν ἄνθρωπον (ὄχι ἀπό θεολόγον), ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι
πιστεύη ἀπό τό παραπάνω γραφόµενό του, πώς ἡ Παναγία
προαιωνίως ἐγέννησε τόν Χριστόν!!!

Ἀνεξέλεγκτες κατηγορίες καί συκοφαντίες διά τήν


«προαιωνιότητα» τῆς Ἐκκλησίας.
Στή σελ. 47 µᾶς κατηγορεῖ ὅτι ἀρνούµαστε τήν προαιωνιότητα
τοῦ Θεανθρώπου καί κηρύσσουµε Ἀρειανισµό. Ἐσκεµµένως ἀπο-
σιωπεῖ τό ὅτι εἰς τήν Ποιµαντορική Ἐγκύκλιο ὑπ. ἀρ. 22 τῆς 3ης/6ου/
2005 Ο Μ Ο Λ Ο Γ Ο Υ Μ Ε ὅτι: «Ἡµεῖς ὅµως ἀποπτύωµεν µετά
βδελυγµίας τήν βλασφηµίαν ταύτην καί ἐµµένοµεν ἀσάλευτοι
εἰς τήν ἁγιοπατερικήν ὁµολογίαν, κηρύττοντες τόν ἕναν Κύ-
ριον ἡµῶν Ἰησοῦν Χριστόν ὄχι µόνον τέλειον, ἄναρχον καί
προαιώνιον Θεόν, ἀλλά καί τέλειον ἄνθρωπον, γενόµενον ἐπ᾽
ἐσχάτων τῶν ἡµερῶν. Συγκεκριµένως ὁµολογοῦµεν τόν
Χριστόν: «πρό αἰώνων µέν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα κατά
τήν Θεότητα, ἐπ᾽ ἐσχάτων δέ τῶν ἡµερῶν τόν αὐτόν δι᾽ ἡµᾶς
καί διά τήν ἡµετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς Παρθένου τῆς
63
Θεοτόκου κατά τήν ἀνθρωπότητα». (Ὅρος Πίστεως Δ´ καί ΣΤ´ Οἰκ.
Συνόδων) καί «Δύο τοῦ αὐτοῦ Θεοῦ Λόγου γεννήσεις πιστεύο-
µεν· µίαν µέν ἐκ Θεοῦ Πατρός ἥν καί ἄναρχον καί ἀΐδιον
οἴδαµεν καί δευτέραν τήν ἐκ τῆς Θεοτόκου Μητρός, ἥν καί
πρόσφατον καί χρονικήν ἐπιστάµεθα» (Ἐκ τῆς Συνοδ. ἐπιστολῆς Ἁγ.
Σωφρονίου Ἱεροσολύµων PG 3164)(σελ. 16 τῆς Π. Ἐγκυκλίου).
Στήν σελ. 21 (ΗΧΗΡΟΝ ΡΑΠΙΣΜΑ) γράφει:

«Διαβάσατε ποτέ τόν Ἱερόν Δαµασκηνόν ὁ ὁποῖος λέγει: <καί


ὅταν ἄνθρωπος καί Υἱός ἀνθρώπου όνοµάζηται, δέχεται τά τῆς
θείας οὐσίας ἰδιώµατα καί αὐχήµατα, παιδίον προαιώνιον καί
ἄνθρωπος ἄναρχος>».

Ὁ π. Εὐθύµιος δέν ἔχει διάβασει τόν ἡµεροδείκτη τῆς Ἱερᾶς


µας Συνόδου τοῦ ἔτους 2005 (στό µήνα Ὁκτώβριο) ὅπου γράφουµε τά
ἴδια περί τοῦ τρόπου τῆς ἀντιδόσεως καί συµπληρώνουµε: «οὐ
καθό παιδίο καί ἄνθρωπος, ἀλλά καθό Θεός ὥν προαιώνιος,
γέγονεν ἐπ᾽ ἐσχάτων παιδίον». Αὐτό γιατί τό ἀποσιωπεῖ, ἄν ὄχι
ἀπό τήν αἰχµαλωσία τοῦ µίσους, πού τόν διακατέχει;
Ἐπιπλέον πρέπει νά ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν ὅτι: «Ἡ τῶν ἰδιωµάτων
ἀντίδοσις ἐπιτρέπεται µόνον ἐν τῷ ἁπλῷ λόγῳ, οὐχί δέ ἐν τῷ
δογµατικῷ» (Ἁγ. Νεκταρίου Ι. Κατήχησις σελ. 74).
Γενόµενος ἄνθρωπος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν ἔχασε τήν προαιω-
νιότητα Του οὔτε ἔπαψε νά εἶναι αὐτό πού ἦταν, δηλαδή Θεός.
Ἀλλά ἀπό τήν στιγµή πού ἔγινε καί αὐτό πού δέν ἦταν, δηλαδή
καί τέλειος ἄνθρωπος, ἀρχίζει νά µετράει ὁ χρόνος τῆς ὑπάρξεώς
Του ὡς Θεανθρώπου.
Ὅλα ὅσα γράφει στήν 3η ΑΝΑΙΡΕΣΗ συνηγοροῦν στίς
αἱρέσεις τοῦ Ἡµεροδείκτου τοῦ 1999 περί προαιωνίου Ἐκκλη-
σίας, καί ἀντικρούονται ἀπό τήν Ποιµαντορική Ἐγκύκλιο ὑπ. ἀρ.
22 τῆς 3/6/2005 στή σελ. 7.
64

ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΟΝ Π. ΕΥΘΥΜΙΟ;


Ὁ π. Εὐθύµιος δέχεται ὡς ὀρθόδοξον τήν διδασκαλίαν περί
ἀνάρχου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐδηµοσιεύθη εἰς τόν ἡµεροδείκτην
τοῦ 1999. Αὐτό ἀποδεικνύεται σαφέστατα ἀπό τά φυλλάδια πού
ἔχει δηµοσιεύση «ΜΝΗΜΗ ΟΔΥΝΗΣ» & «ΗΧΗΡΟΝ ΡΑΠΙΣΜΑ», εἰς
τά ὁποῖα ὑπερασπίζεται τίς αἱρετικές αὐτές δοξασίες τοῦ
ἡµεροδείκτου.
Πολλοί εὐλαβεῖς χριστιανοί ἐκπλήττονται ἐµπρός σέ µία τέτοια
κατάσταση κληρικοῦ, πού τόν θεωροῦσαν ὀρθόδοξο καί διερωτῶ-
νται: Τί συµβαίνει µέ τόν π. Εὐθύµιο; Ἀπό θεολόγος τῶν Γ.Ο.Χ.
ἔγινε αἱρετικός νεοεκκλησιολόγος; Τόσο πολύ ἐγγαταλήφθηκε;
Δυστυχῶς, ἐγκλωβισθείς εἰς τόν ἑαυτόν του, τόν ὁποῖον ἐθεώ-
ρησε ὡς µόνον ὀρθόδοξον, ἐπλανήθη πλάνην οἰκτράν. Αὐτό ἀπο-
καλύπτουν τά φυλλαδία «ΜΝΗΜΗ ΟΔΥΝΗΣ» καί «ΗΧΗΡΟΝ ΡΑΠΙ-
ΣΜΑ» εἰς τούς Γρηγοριανούς. Εἰς αὐτά δέν προσπαθεῖ νά κατακρί-
νη τό ψεῦδος καί νά αποδείξη τήν ἀλήθεια, ἀλλά αἰχµάλωτος ἀπό
ἀκατάσχετον µίσος ἐκτρέπετε εἰς ὕβρεις µέ τίς ὁποῖες δέν πληρο-
φορεῖ κανέναν. Τό µίσος δέν προέρχεται ἀπό τήν διαφωνίαν διά τό
ἐκκλησιολογικόν θέµα, δι᾽ αὐτό εἶναι τελείως ἀδικαιολόγητος.
Εὐχόµεθα ὁ πανάγαθος Θεός νά τόν φωτίση νά ἰδῆ τόν ἑαυτόν
του, νά µετανοήση καί νά ἐπιστρέψη εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς
ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Μέ ἀγάπη ὁ ἐν Ἐπισκόποις ἐλάχιστος


Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ Γ.Ο.Χ

✝ Ο ΘΗΒΩΝ & ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

You might also like