You are on page 1of 6

1 από 6

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ ΛΟΥΚΑ (ΙΣΤ´,19-31) Νικηφόρου Θεοτόκη


ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΛΕΓΟΝΤΩΝ ΟΤΙ Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΡΕΟΣ

Ἡ παραβολὴ τοῦ πλούσιου καὶ τοῦ Λάζαρου εἶνα µία οὐράνια διδασκαλία γιὰ
τὴν µέλλουσα καταδίκη τῶν φιλήδονων καὶ ἄσπλαγχνων πλουσίων καὶ τῆς δόξας
ἐκείνων ποὺ ὑποφέρουν καρτερικὰ τὴν φτώχεια καὶ τὴν ἀσθένεια. Γιατί τόσο βαριὰ
ἁµαρτάνει ὅποιος δὲν ἐλεεῖ τοὺς φτωχούς; Ἡ ἐλεηµοσύνη εἶναι χρέος ἀπαραίτητο
στὸν χριστιανό· χωρὶς αὐτὴν δὲν µπορεῖ κανεὶς νὰ σωθεῖ.

Ὅποιος µετὰ πίστεως καὶ εὐλάβειας ἀκούσει αὐτὴ τὴν οὐράνια διδασκαλία, ἐὰν εἶναι µὲν
πλούσιος, γίνεται ἐγκρατὴς καὶ ἐλεήµων, ἐὰν δὲ φτωχὸς καὶ ἀσθενής, γίνεται ἀνδρεῖος καὶ
ὑποµονετικός.
Εὐαγγέλιο
Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον,
εὐφραινόµενος καθ᾽ ἡµέραν λαµπρῶς. Πτωχὸς δέ τις ἧν, ὀνόµατι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο
πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωµένος καὶ ἐπιθυµῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν
πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόµενοι ἀπέλειχον τὰ
ἕλκη αὐτοῦ. Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχόν, καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων
στὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάµ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος, καὶ ἐτάφη. Καὶ ἐν τῷ ᾅδη ἐπάρας
τοὺς ὀφθαλµούς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰµ ἀπὸ µακρόθεν, καὶ
Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· Πάτερ Ἀβραὰµ, ἐλέησόν µε, καὶ
πέµψον Λάζαρον, ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος, καὶ καταψύξῃ τὴν
γλῶσσάν µου· ὅτι ὀδυνῶµαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. Εἶπε δὲ ὁ Ἀβραάµ· Τέκνον, µνήσθητι ὅτι
ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁµοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε
παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι. Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις, µεταξὺ µας καὶ ὑµῶν χάσµα µέγα
ἐστήρικται· ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἐντεῦθεν πρὸς ὑµᾶς, µὴ δύνωνται, µηδὲ οἱ ἐκεῖθεν
πρὸς ἡµᾶς διαπερῶσιν. Εἶπε δέ· Ἐρωτῶ οὖν σε, Πάτερ, ἵνα πέµψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον
τοῦ πατρός µου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαµαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα µὴ καὶ αὐτοὶ
ἔλθωσιν στὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ Ἀβραάµ· Ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς
Προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. Ὁ δὲ εἶπεν· Οὐχί, πάτερ Ἀβραὰµ· ἀλλ᾽ ἐάν τις ἀπὸ
νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, µετανοήσουσι. Εἶπε δὲ αὐτῷ· Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν
προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ, πεισθήσονται.

2 από 6

Φόβος καὶ τρόµος καταλαµβάνει τὴν ἀθλία ψυχή µου, ὅταν φέρνω κατὰ νοῦν τὸν ἐλεεινὸ
πλούσιο τοῦ σηµερινοῦ Εὐαγγελίου. Ποιά τὰ ἁµαρτήµατά του, γιὰ τὰ ὁποῖα καταδικάστηκε σὲ
τόσο φοβερὸ βάσανο; αὐτὸς οὔτε εἰδωλολάτρης οὔτε ἐπίορκος οὔτε τῶν ἑορτῶν περιφρονητὴς
οὔτε τῶν γονέων ὑβριστῆς οὔτε µοιχὸς οὔτε κλέφτης οὔτε φονιᾶς οὔτε ψευδοµάρτυρας οὔτε
ἐπιθυµητὴς τῶν ξένων πραγµάτων. «Ἐνεδιδύσκετο», λέει τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, «πορφύραν καὶ
βύσσον», δηλαδὴ λαµπρὰ καὶ πολύτιµα φορέµατα· ἀλλὰ γι᾽ αὐτὸ ἄραγε τόση καταδίκη;
«Εὐφραίνετο», λέει, «καθ᾽ ἡµέραν λαµπρῶς», δηλαδὴ ἔτρωγε, ἔπινε, χόρευε, ἔψαλλε, γελοῦσε·
ἀλλὰ γι᾽ αὐτὰ τόσα βάνασα; Ναί, γι᾽ αὐτά· ἐπειδή, σ’ αὐτὰ ἦταν προσηλωµένος κάθε µέρα, γι᾽
αὐτὰ καταδαπανοῦσε τὸν πλοῦτο του, ἔπειτα, κλείνοντας τὰ σπλάγχνα του, δὲν ἐλεεῖ τὸν
φτωχὸ Λάζαρο, ποὺ ἦταν ἀσθενὴς καὶ καταπληγωµένος, ξαπλωµένος στὴν αὐλή του ἐνῷ οἱ
σκύλοι ἔγλειφαν τὶς πληγές του.
Ἀλλοίµονο λοιπόν! Πόσες φορὲς ἐγὼ ντυµένος λαµπρὰ καὶ πολύτιµα ἐνδύµατα, ἔχοντας
καὶ ἄλλα τὰ ὁποῖα σαπίζουν στὶς ἀποθήκες, συναντῶ τὸν Λάζαρον γυµνὸ καὶ ἀπὸ τὸ ψύχος
ἀναστενάζει καὶ τρέµει, ἀποστρέφω δὲ τὸ πρόσωπό µου ἀπ᾽ αὐτὸν καὶ διώχνω ἀπὸ τὴ µνήµη
µου τὴν ἔννοια τῆς γυµνώσεώς του; Πολλὲς φορὲς ἐγὼ µὲν κάθοµαι στὸ γεµάτο τραπέζι
πολλῶν καὶ ποικίλων φαγητῶν καὶ ποτῶν καὶ τρώω καὶ πίνω καὶ εὐφραίνοµαι, βλέπω δὲ τὸν
Λάζαρο πεινασµένο καὶ κακουχούµενο καὶ δὲν δίνω σ’ αὐτὸν οὔτε ἀπὸ τὰ περισσεύµατα καὶ τὶς
ψίχες ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι µου; Πόσες φορὲς ἔρχεται ὁ Λάζαρος στὴν ἐξώπορτα τοῦ
σπιτιοῦ µου γυµνός, ἄρρωστος, καταπληγωµένος καὶ χτυπᾶ τὴν πόρτα µου καὶ ζητῶντας τὸ
ἔλεός µου περιµένει, ἀντὶ δὲ παρηγοριᾶς βρίσκει ὀδύνη· γλείφουν τὶς πληγές του οἱ σκύλοι
µου, δηλαδὴ περιφρονοῦν καὶ τὸν διώχνουν οἱ δοῦλοι τῆς οἰκίας µου;
Αὐτὰ εἶναι ἁµαρτήµατα µεγάλα καὶ πρόξενα φρικτῆς κολάσεως, καὶ ὅµως σχεδὸν κανεὶς
δὲν τὰ θεωρεῖ ἁµαρτήµατα· ὅλοι σχεδὸν πλανῶνται, νοµίζοντας ὅτι, ἐὰν ἐλεήσουν τὸν φτωχό,
κατορθώνουν ἔργο ἀρετῆς, ἐὰν ὅµως δὲν τὸν ἐλεήσουν, νοµίζουν ὅτι δὲν ἁµαρτάνουν. Καὶ τὸ
µὲν σηµερινὸ εὐαγγέλιο κηρύττει φανερὰ ὅτι ὁ πλούσιος καταδικάστηκε στὴ φωτιά, ἐπειδή,
ἀπολαµβάνοντας µόνος τὸν πλοῦτο καὶ ξοδεύοντάς τον στὶς καθηµερινὲς ἀπολαύσεις του,
οὐδέποτε ἐλέησε τὸν φτωχό, ἡ πλάνη ὅµως µένει µέχρι σήµερα. Ἀνάγκη λοιπὸν εἶναι νὰ
ἐξετάσουµε ποῦ στηρίζεται ἡ τόση πλάνη, ἀπ᾽ αὐτὸ µαθαίνουµε καὶ τὸ γιατὶ τόσο βαριὰ
ἁµαρτάνει, ὅποιος δὲν ἐλεεῖ τοὺς φτωχούς.
Ἡ ἐλεηµοσύνη στοὺς πένητες, λένε κάποιοι, δὲν εἶναι χρέος, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἐντολὴ τῶν
δέκα ἐντολῶν· ἑποµένως, ὅποιος δὲν ἐλεεῖ τοὺς φτωχούς, ἐκεῖνος καθόλου δὲν ἁµαρτάνει.
Τοῦτο εἶναι ψέµα· διότι ἡ δεύτερη ἐντολή, ἡ µεγάλη καὶ ὅµοια µὲ τὴν πρώτη, παραγγέλνει τὴν
ἐλεηµοσύνη στοὺς φτωχούς· «Ἀγαπήσεις», λέει, «τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» (Ματθ. κβ
´,39). Μὲ ποιὸν τρόπο πρέπει νὰ ἀγαπᾶµε τὸν πλησίον, ἐξήγησε ὁ ἐπιστήθιος Ἰωάννης,

3 από 6

λέγοντας· «Τεκνία, µὴ ἀγαπῶµεν λόγῳ µηδέ γλώσσῃ, ἀλλ᾽ ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ» (Α´ Ἰωάν. γ
´,18).
Μὴ νοµίζεις λοιπὸν ὅτι, λέγοντας µὲ τὸ στόµα σου καὶ τὴν γλῶσσα σου «ἐγὼ ἀγαπῶ τὸν
πλησίον µου», ξεπλήρωσες τὴν ἐντολή· διότι γιὰ νὰ τὴν ξεπληρώσεις εἶναι πρέπον νὰ τὸν
ἀγαπήσεις «ἔργω καὶ ἀληθείᾳ»· οὔτε νὰ νοµίζεις ὅτι, ὅταν δὲν σκέπτεσε ὕπουλα οὔτε
κατατρέχεις οὔτε µισεῖς τὸν πλησίον σου, τότε ἐκπλήρωσες τὴν ἐντολή, διότι, γιὰ νὰ τὴν
ἐκπληρώσεις, εἶναι ἀνάγκη «ἔργω καὶ ἀληθείᾳ» νὰ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό
σου· ἐσὺ δὲ ὄχι µόνο δὲν ἐνεργεῖς ὕπουλα, οὔτε κατατρέχεις οὔτε µισεῖς τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ
καὶ τρέφεις καὶ ντύνεις καὶ µὲ κάθε τρόπο τὸν ἀναπαύεις.
Τότε λοιπὸν µόνο ἐκπληρώνεις τὴν ἐντολή, ὅταν ἔχοντας δύο χιτῶνες δίνεις τὸν ἕνα σ’
αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει (Λουκ. γ´,11), καὶ ὅταν ἔχεις τροφές, ἐκτελεῖς τὸ ἴδιο, καὶ ὅταν, ἔχεις
ὑπάρχοντα, κάνεις, ὅπως ἔκανε ὁ Ζακχαῖος, ὁ ὁποῖος µοίρασε τὰ µισά του ὑπάρχοντα στοὺς
πτωχούς (Αὐτόθ. ιθ´,8). Ὅσο λοιπὸν χρέος ἔχουµε γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς δεύτερης ἐντολῆς
τοῦ δεκάλογου, τόσο καὶ γιὰ τὴν ἐλεηµοσύνη· ἀπ᾽ αὐτὸ εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ ἀσυµπαθεῖς καὶ
ἀνελεήµονες παραβαίνουν τὴν δεύτερη, τὴν µεγάλη καὶ ὅµοια µὲ τὴν πρώτη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλος πάλι λέει· Ὁ Θεὸς σὲ ὅσα µοῦ χάρισε, µὲ τοποθέτησε κύριο τούτων καὶ δεσπότη·
ἀµετανόητα δέ, εἶναι τοῦ Θεοῦ τὰ χαρίσµατα· ἐπειδὴ λοιπὸν µὲ ἔκανε κύριο καὶ δεσπότη τῶν
ὑπαρχόντων µου, δὲν µὲ κολάζει, ἐὰν δὲν θελήσω νὰ δώσω ἀπ᾽ αὐτὰ στοὺς φτωχούς, διότι
τοῦτο δὲν εἶναι σύµφωνο µὲ τὴν δικαιοσύνη Του. Ποιός σὲ δίδαξε τοῦτο τὸ ὀλέθριο µάθηµα;
Ἀληθινὰ ὁ Θεὸς πλουτίζει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν πλουτίζει, ὄχι γιὰ νὰ σφετερίζεται τὸν
πλοῦτο καὶ νὰ τὸν ξοδεύει στὶς ἀπολαύσεις του ἢ νὰ τὸν κρύβει, τίποτε σὲ κανένα δὲν
µεταδίδει, ἀλλὰ γιὰ νὰ χορηγεῖ ἀπ᾽ αὐτὸν στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀνοίγει τὰ χέρια του καὶ µεταδίδει
στοὺς ἔχοντες ἀνάγκη. Ὁ Θεός, πλουτίζοντας τὸν ἄνθρωπο, τὸν διορίζει οἰκονόµο καὶ διοικητὴ
τῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα ἔδωσε σ’ αὐτόν, ὥστε στὸν πρέποντα καιρὸ νὰ τὸν διαµοιράζει στοὺς
ἔχοντας ἀνάγκη, κατὰ ἀναλογία τῆς ἀνάγκης αὐτῶν.
Ἄκουσε τί λέει ὁ ἴδιος ὁ Θεός· «Τίς ἄρα ἐστιν ὁ πιστὸς οἰκονόµος καὶ φρόνιµος, ὃν
καταστήσει ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς θεραπείας αὐτοῦ, τοῦ δοῦναι ἐν καιρῷ τὸ σιτοµέτριον;» (Λουκ. ιβ
´,42). Ἀκούς; Οἰκονόµο ὀνοµάζει τὸν πλούσιο· ἀκοῦς καὶ τὸν λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς σὲ
κατέστησε πλούσιο; «Τοῦ δοῦναι», λέει, «ἐν καιρῷ τὸ σιτοµέτριον», νὰ σιτοµετρᾶς, δηλαδὴ
γιὰ νὰ χορηγεῖς στοὺς φτωχοὺς κατὰ τὸ µέτρο τοῦ πλούτου σου καὶ τῆς ἀνάγκης τους.
Ὅποιος λοιπόν, λαµβάνει τὸν πλοῦτο, τὸν οἰκονοµεῖ κατὰ τὸ θέληµα τοῦ Κυρίου του,
ἐκεῖνον καὶ ἐπαινεῖ ὁ Θεὸς ὡς πιστὸ καὶ φρόνιµο οἰκονόµο καὶ ἀνταµείβει γιὰ τὴν καλή του
οἰκονοµία· «µακάριος», λέει, «ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, ὃν ἐλθὼν ὁ Κύριος εὑρήσει ποιοῦντα οὕτως»
(Αὐτόθ. 43)· ὅποιος παίρνει τὸν πλοῦτο, τὸν σφετερίζεται ὡς δικό του καὶ τρώει καὶ πίνει καὶ

4 από 6

µεθᾶ, ἐνῶ τοὺς φτωχοὺς ἀποστρέφεται, ἐκεῖνον ἐλέγχει ὡς ἄπιστο καί, τὸν χωρίζει ἀπὸ τὴν
ὁµάδα τῶν πιστῶν καὶ τὸν καταδικάζει µὲ τοὺς ἄπιστους· «καὶ διχοτοµήσει», λέει,«αὐτὸν καὶ
τὸ µέρος αὐτοῦ µετὰ τῶν ἀπίστων θήσει» (Αὐτόθ. 46).
Ἐὰν ὁ Θεὸς τὸν πλούτιζε γιὰ νὰ εἶναι κύριος καὶ δεσπότης τῶν ἀγαθῶν ποὺ δόθηκαν σ’
αὐτόν, κάνει, ὅπως ἐσὺ λές, ὅτι θέλει, µὴ δίνωντας τὸ «σιτοµέτριον» στοὺς φτωχούς, ἐκεῖνον
δὲ τὸν καθιστὰ φτωχὸ γιὰ νὰ πάσχει καὶ νὰ βασανίζεται, καὶ νὰ µὴν ἀπολαµβάνει κανένα ἀπὸ
τὰ ἀγαθὰ τοῦ πλουσίου, τότε ὁ Θεὸς θὰ ἔπρατε ἔργο ἀδικίας, διότι φανερὴ ἀδικία εἶναι τέτοια
ἀνισότητα στοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐπίσης εἶναι πλάσµατά Του. Ὁ Θεὸς ὅµως ἔδωσε στὸν
ἕναν πλούτο, ἑνῶ στὸν ἄλλο ὄχι, γιὰ νὰ σώσει καὶ τοὺς δύο· τὸν µὲν πλούσιο µέσῳ τῆς πιστῆς
καὶ φρόνιµης οἰκονοµίας, δηλαδὴ τῆς µεταδόσεως στοὺς φτωχούς, τὸν δὲ φτωχὸ µέσῳ τῆς
ἁπλοϊκῆς καὶ ἀγόγγυστης ὑποµονῆς καὶ καρτερίας.
Βλέπετε λοιπὸν ποῦ θεµελιώνεται ἡ πλάνη ἐκείνων, ποὺ νοµίζουν ὅτι ἡ ἐλεηµοσύνη δὲν
εἶναι ἐκπλήρωση χρέους ἀλλὰ κατόρθωµα ἀρετῆς; Αὐτὴ ἡ πλάνη, ἀδελφοί µου, προέρχεται ὄχι
ἀπὸ τὸν λόγο τῆς πειθοῦς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀσπλαγχνία τῆς καρδιᾶς. Ἡ ἀσπλαγχνία εἶναι ἡ
δαιµονιώδης ρίζα της· ὁ ἄσπλαγχνος πλούσιος καθόλου δὲν αἰσθάνεται τὴν στενοχώρια τῆς
πείνας οὔτε τὴν ταλαιπωρία τῆς γυµνώσεως οὔτε τὴν ὀδύνη τῆς ἀρρώστιας οὔτε τὴν θλίψη τῆς
φτώχειας, ἀπὸ τὴν ὁποία πάσχει ὁ φτωχός· γι᾽ αὐτό, ὅσα ἂν πεῖς σ’ αὐτόν, οὔτε µαλακώνει οὔτε
γίνεται ἐλεήµον. Ἀκούγοντας τὴν κατάκριση τῶν ἀνελεηµόνων καὶ τὰ βραβεῖα τῶν ἐλεούντων,
θέλοντας νὰ δικαιώσει τὸν ἑαυτό του, προβάλλει τὰ προαναφερθέντα παράλογα λόγια.
Στὸ ἔργο τῆς ἐλεηµοσύνης προτρέπει, ναί, ἡ δύναµη τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ φόβος
τῆς κολάσεως καὶ ἡ ἐλπδα τῆς ἀνταποδόσεως, προτρέπει ὅµως περισσότερο ἡ εὐσπλαγχνία τῆς
καρδιᾶς. Ὁ εὔσπλαγχνος, ὅταν δεῖ ἄνθρωπο νὰ κινδυνεύει καὶ νὰ πάσχει, τόσο συντρίβεται ἡ
καρδιά του, ὥστε πάσχει, σὰν νὰ κινδύνευε καὶ ἔπασχε αὐτός· ἄρα καὶ κλαίει µετὰ τοὺς
κλαίοντες καὶ θλίβεται µετὰ τῶν θλιβοµένων· γι’ αὐτό, ὅταν δεῖ κάποιον νὰ βρίσκεται σὲ
ἀνάγκες καὶ θλίψεις, ὄχι ἀπὸ τὴν ἐντολὴ οὔτε ἀπὸ τὸ φόβο οὔτε ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς
ἀνταποδόσεως προσελκόµενος, ἀλλὰ κινούµενος ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν εὐσπλαγχνία του, τὸν ἐλεεῖ.
Θεραπεύοντας τὴν ἀνάγκη τοῦ φτωχοῦ, συνθεραπεύει συγχρόνως καὶ τὴν θλίψη, τὴν ὁποία
δοκιµάζει γι᾽ αὐτόν. Ἐκ τούτου µετὰ τὴν µετάδοση τῆς ἐλεηµοσύνης χαίρεται καὶ εὐφραίνεται
περισσότερο ὁ ἐλεήσας παρὰ ὁ ἐλεηθείς.
Τοῦτο, τὸ ὁποῖο λέω, γνωρίζουν καὶ αἰσθάνονται ὅσοι εἶναι εὔσπλαγχνοι· αὐτὴ ἡ
ἐλεηµοσύνη, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐσπλαγχνία τῆς καρδιᾶς, εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἐλεηµοσύνη,
ἡ ἁγία, ἡ ἀγαπηµένη στὸν πολυεύσπλαγχνο Θεό. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Ἀπ. Παῦλος, γράφοντας πρὸς τοὺς
Κορινθίους περὶ ἐλεηµοσύνης, παρήγγελλε νὰ ἐλεεῖ «ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ»
(Β´ Κορινθ. θ´,7), δηλαδὴ κατὰ τὴν εὐσπλαγχνία τῆς καρδιᾶς του· ὄχι γιὰ τὴν λύπη, τὴν ὁποία

5 από 6

προξενεῖ ὁ φόβος τῆς κολάσεως, οὔτε γιὰ τὴν ἀνάγκη τῆς ἀνταποδόσεως, «µὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ
ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» (Αὐτόθ.). Ποῖος εἶναι ὁ «ἱλαρὸς δότης» ποὺ
φοβᾶται µὴν κολασθῇ καὶ γι᾽ αὐτὸ δίνει; Ὄχι, διότι ὁ φοβούµενος δὲν εἶναι ἱλαρός, χαρούµενος
δηλαδή, ἀλλὰ ἀνήσυχος. Δότης ἱλαρὸς εἶναι ἐκεῖνος µόνο ποὺ εὐσπλαγχνιζόµενος ἐλεεῖ µὲ
χαρὰ καὶ βαθιὰ εὐχαρίστηση.
Ἀλλὰ ἀποκρίνεσαι γι᾽ αὐτὰ λέγοντας· Ἐὰν ἡ ἀσπλαγχνία κάνει τὸν ἄνθρωπο ἀνελεήµονα,
ἐνῶ ἡ εὐσπλαγχνία ἐλεήµονα, ὁ ἀνελεήµων καθόλου δὲν ἁµαρτάνει, διότι ἡ ἀσπλαγχνία καὶ ἡ
εὐσπλαγχνία εἶναι ἰδιώµατα φυσικά· ἐὰν ἡ φύση διέπλασε τὰ νεῦρα τῶν αἰσθήσεών µου
σκληρὰ καὶ ἀλύγιστα στὶς προσβολὲς τῶν θλιβερῶν πραγµάτων ποὺ συµβαίνουν σὲ µένα, ἐὰν ἡ
κράση τῆς φύσεώς µου µὲ ἔκανε ἀσυµπάθιστο καὶ δυσαίσθητο, τί φταίω ἐγὼ ἢ πῶς ἁµαρτάνω;
Ἐµεῖς δὲν ἀρνούµαστε ὅτι αὐτὸς µὲν κατὰ φύση εὔκολα αἰσθάνεται τὴν θλίψη τοῦ ἄλλου,
ἐνῶ ὁ ἄλλος δύσκολα· ὁµολογοῦµε ὅτι κάποιοι ἔχουν ἐκ φύσεως ἁπαλὴ καρδιά, ἐνῶ ἄλλοι
σκληρή, καθὼς κατὰ τὴν φύση κάποιοι εἶναι σώφρονες, περὶ τῶν ὁποίων ὁ Κύριος εἶπε· «εἰσί
γὰρ εὐνοῦχοι, οἵτινες ἐκ κοιλίας µητρὸς αὐτῶν ἐγεννήθησαν οὕτω» (Ματθ. ιθ´,12), ἐνῶ ἄλλοι
εἶναι ἐπιρρεπεῖς στὴν ἀσέλγεια, ὅπως ὁ Σολοµῶντας, γιὰ τὸν ὁποίο γράφτηκε· «Καὶ ὁ βασιλεὺς
Σολοµῶν ἦν φιλογύνης» (Γ´ Βασιλ. ια´,1). Λέµε ὅτι ἡ φύση, ὅταν ἐµεῖς θέλουµε, ὑποτάσσεται
στὴν χάρη· ὁ Ζακχαῖος ὁ σκληρόκαρδος ἔγινε πρὸς τοὺς φτωχοὺς συµπαθέστατος καὶ
εὐεργετικότατος· ἡ ἀκόλαστη πόρνη ἔνιψε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ µὲ τὰ δάκρυά της καὶ
ἔγινε φρόνιµη· ἡ Σαµαρείτιδα, ἡ ὁποῖα ἔλαβε πέντε ἄνδρες καὶ ἄλλον ἕκτο, συνετίστηκε καὶ
κήρυξε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἐνώπιον τῶν τυράννων.
Ἐσὺ λὲς ὅτι, ἐπειδὴ εἶσαι ἐκ φύσεως ἀσυµπάθιστος, δὲν ἔχεις καµία ἁµαρτία ἐὰν δὲν
ἐλεήσεις τὸν φτωχό· ἀλλὰ ἐπειδὴ τὰ σπέρµατα τῆς ἀρετῆς εἶναι φυτεµένα ἐντὸς τῆς
ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕτοιµη στὴν βοήθειά σου, ἐὰν θέλεις, µπορεῖς
νὰ γίνεις συµπαθὴς καὶ εὔσπλαγχνος, καθώς, ἐὰν θέλεις, γίνεσαι ἐγκρατὴς καὶ φρόνιµος· γι᾽
αὐτὸ ἁµαρτάνεις ἐπειδὴ δὲν θέλεις.
Ἀλλὰ ὁ ἀσελγής, λές, ἔχει διάφορους τρόπους, µέσῳ τῶν ὁποίων µαραίνει τὴν φλόγα τῆς
σάρκας καὶ καταπραΰνει τὴν λύσσα τῆς ἐπιθυµίας· µέσῳ τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας, τῆς
ἀγρυπνίας, τῆς σκληραγωγίας «ὑπωπιάζων τὸ σῶµα καὶ δουλαγωγῶν» (Α´ Κορινθ. θ´,27),
γίνεται νικητὴς καὶ τροπαιοῦχος. Ὄχι ἐµεῖς, ἀλλὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νικάει καὶ τοποθετεῖ στὸ
κεφάλι µας τὸ στεφάνι τῆς νίκης· ἐµεῖς ἀπὸ µόνοι µας δὲν εἴµαστε ἱκανοὶ γιὰ τέτοια
κατορθώµατα· ἐµεῖς τὴν καλὴ διάθεση µόνο δείχνουµε, τὴ θέλησή µας δίνουµε, κάνουµε τὸ
κατὰ δύναµη, καὶ ὁ Θεὸς µᾶς καθιστᾷ ἱκανοὺς πρὸς τὸ κατόρθωµα. Τέτοια πεποίθηση ἔχουµε
µέσῳ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Θεό· «οὔχ ὅτι ἱκανοί ἐσµεν ἀφ᾽ ἑαυτῶν λογίσασθαί τι ὡς ἐξ
ἑαυτῶν, ἀλλ᾽ ἡ ἱκανότης µας ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Β´ Κορινθ. γ´,4-5).

6 από 6

Ἄκουσε τὸν τρόπο, µέσῳ τοῦ ὁποίου εὔκολα γίνεσαι εὔσπλαγχνος. Ὅταν συναντᾷς τὸν
φτωχό, µὴν ἀποστρέφεις τὸ πρόσωπό σου ἀπ᾽ αὐτόν, ἀλλά, στήριξε τὰ µάτια σου σ’ αὐτὸν καὶ
παρατηρῶντας τὴν ἐλεεινή του κατάσταση, προσήλωσε τὸ νοῦ σου στὴ στενοχώρια καὶ τὴ
θλίψη τῆς καρδιᾶς του. Ὅταν βλέπεις τὸ σπίτι τῆς φτωχῆς καὶ ἄπορης χήρας, µὴ φύγεις, ἀλλὰ
µπὲς σ᾽ αὐτό, δὲς τὰ δάκρυά της, ὅταν τὴν περικυκλώνουν τὰ µικρὰ ὀρφανά της, γυµνὰ καὶ
κλαίγοντας καὶ µὲ φωνὴ θλιβερὴ ζητοῦν ἀπ᾽ αὐτὴν τροφή.
Ὅταν πλησιάζεις στὸ σπίτι, ὅπου κατοικεῖ ὁ φτωχός, ὁ ἀσθενής, µὴν ἀναχωρήσεις γι’
ἀλλοῦ, ἀλλὰ µπὲς καὶ δές, ὅτι οὔτε γιατρὸς ἐκεῖ, οὔτε γιατρικό, οὔτε ὑπηρέτης, οὔτε τροφή,
οὔτε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ δροσίσει τὴν δίψα του· µὴ φύγεις ἀµέσως, ἀλλὰ στάσου ἐκεῖ καὶ βλέπε
τον ξαπλωµένον κατὰ γῆς, δὲς τὶς πληγές, ἐρεύνησε ποιὰ ἡ ἀσθένεια· στάσου ἐκεῖ καὶ ἄκουσε
τὶς ὀδυνηρὲς φωνές, ἀπὸ τοὺς πόνους τῆς ἀρρώστιας του. Ὅταν βλέπεις τὸν φτωχὸ ν’ ἁπλώνει
τὸ χέρι καὶ νὰ ζητάει τὸ ἔλεός σου, µὴν ὀργίζεσαι, µὴν ἀγανακτεῖς, ἀλλὰ νὰ ἔχεις χαρὰ καὶ
ἀγαλλίαση, νοµίζοντας ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριός σου καὶ ὁ Σωτήρας σου, ὁ ὁποῖος ἁπλώνει τὸ
χέρι καὶ ζητάει ἀπὸ σένα τὸ κλειδί, γιὰ νὰ ἀνοίξει σὲ σένα τοῦ παραδείσου τὴν πόρτα.
Ὅταν αὐτὰ κάνεις, τότε καὶ τὴν ἀγαθή σου προαίρεση δείχνεις καὶ τὸ κατὰ τὴν δύναµή
σου συνεισφέρεις καὶ ἑτοιµάζεις τὴν καρδιά σου πρὸς ὑποδοχὴ τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἑποµένως
τότε ἡ χάρη ἐνεργεῖ σὲ σένα καί, νικάει τὴν φύση, ἁπαλύνει τὴν σκληρότητα τῆς καρδιᾶς σου·
τότε γίνεσαι συµπαθὴς καὶ εὔσπλαγχνος καὶ συµπάσχεις µὲ τοὺς πάσχοντες καὶ ἀπλώνεις µετὰ
χαρᾶς τὸ χέρι σὲ βοήθεια τῶν φτωχῶν καὶ ἀπόρων, γίνεσαι οἰκτίρµων, συµπονᾶς δηλαδὴ τοὺς
ἄλλους, καθὼς καὶ ὁ Πατέρας σου ὁ ἐπουράνιος «οἰκτίρµων ἐστί» (Λουκ. στ´,36)· γι’ αὐτὸ καὶ
κληρονόµος γίνεσαι τῆς αἰωνίου βασιλείας Του «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ µας, ᾧ ἡ δόξα εἰς
τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀµήν».

You might also like