You are on page 1of 6

1 από 6

ΚΥΡΙΑΚΗ 10η Ματθ. ΙΖ´,14-23. Νικηφόρου Θεοτόκη

ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ


ΚΑΤ᾽ ΑΥΤΟΥ ΟΠΛΩΝ

Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ Διάβολος, βλέποντας τὴν µακαρία καὶ πανένδοξη


κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στὸν παράδεισο, τὸν φθόνησε καί, ὕπουλα,
προκάλεσε βλάβη φανερὴ µέχρι σήµερα. Ποτὲ δὲν ἔπαψε νὰ ἀγωνίζεται µὲ
κάθε τρόπο καὶ µὲ κάθε δύναµη προσπαθόντας νὰ βλάψει καὶ νὰ
ἐξαπατήσει τὸν ἄνθρωπο. Τὸ σηµερινὸ Εὐαγγέλιο µᾶς δείχνει τρία
κραταιότατα ὅπλα, δηλαδή, τὴν πίστη, τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχή, µὲ τὰ
ὁποία διώκεται µακριὰ καὶ κατὰ κράτος ἐξαφανίζεται ἡ δύναµη τοῦ
διαβόλου.

Εὐαγγέλιο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ γονυπετῶν αὐτῷ,
καὶ λέγων· Κύριε, ἐλέησόν µου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται, καὶ κακῶς
πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ, καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. Καὶ
προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς µαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαναὐτὸν
θεραπεῦσαι. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ
διεστραµµένη, ἕως πότε ἔσοµαι µεθ' ὑµῶν; ἕως πότε ἀνέξοµαι ὑµῶν;
φέρετέ µοι αὐτὸν ὧδε. Καὶ ἐπετίµησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐξῆλθεν ἀπ᾽
αὐτοῦ τὸ δαιµόνιον, καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. Τότε
προσελθόντες οἱ µαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ' ἰδίαν, εἶπον· Διά τί ἐµεῖς οὐκ
ἠδυνήθηµεν ἐκβαλεῖν αὐτὸ; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Διά τὴν ἀπιστίαν
ὑµῶν. Ἀµήν γὰρ λέγω ὑµῖν· Ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον Σινάπεως, ἐρεῖτε
τῷ ὄρει τούτῳ· Μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ µεταβήσεται, καὶ οὐδέν
ἀδυνατήσει ὑµῖν. Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται, εἰµὴ ἐν προσευχῇ
καὶ νηστείᾳ. Ἀναστρεφοµένων δὲ αὐτῶν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, εἶπεν αὐτοῖς ὁ
Ἰησοῦς· Μέλλει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας
ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡµέρᾳ ἐγερθήσεται.

2 από 6

Γιατί ἄραγε ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος σιώπησε τὰ πάθη, µὲ τὰ ὁποῖα


τὸ ἀκάθαρτο πνεῦµα βασάνιζε τὸν ἐπιληπτικό, ἐνῶ µὲ ἀκρίβεια σηµείωσε
ὅτι συχνὰ τὸν γκρέµιζε στὴ φωτιὰ καὶ στὸ νερό;
Δύο εἶναι οἱ πηγὲς ὅλων τῶν ἁµαρτηµάτων, ὁ θυµὸς καὶ ἡ ἐπιθυµία·
ὅποιο ἁµάρτηµα καὶ ἂν σκεφθεῖς, ἢ ἀπὸ τὸ θυµὸ πηγάζει ἢ ἀπὸ τὴν
ἐπιθυµία· φιλονικίες, ἀνυποταξίες, ἔχθρες, καταπιέσεις, ἀσπλαγχνίες,
προδοσίες, βρησιές, συκοφαντίες, πληγές, τραύµατα, πόλεµοι, φόνοι,
βλασφηµίες καὶ πολλὰ ἄλλα φοβερὰ ἁµαρτήµατα ἔχουν πατέρα τὸν θυµό·
ἁρπαγές, ἀδικίες, ἐπιβουλές, φθόνοι, πορνεῖες, µοιχεῖες, µέθες,
γαστριµαργίες καὶ ἄλλα πολλὰ ἔργα τοῦ σκότους, εἶναι βλαστήµατα τῆς
κακῆς ἐπιθυµίας. Ὅποιον ὑποδουλώσει ὁ Διάβολος συχνὰ τὸν βάζει στὴ
φωτιά, δηλαδὴ τὸν ρίχνει στὰ φλογερὰ ἁµαρτήµατα τοῦ θυµοῦ, συχνὰ δὲ
στὸ νερό, δηλαδὴ στὰ παραπτώµατα τῆς κακῆς ἐπιθυµίας.
Γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο, ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος µὲ τόση ἀκρίβεια
σηµείωσε ὅτι τὸ πνεῦµα τὸ ἀκάθαρτο συχνὰ ἔριχνε τὸν δαιµονισµένο στὴν
φωτιὰ καὶ συχνὰ στὸ νερό. Κάτι τέτοιο καὶ ὁ προφήτης Δαβὶδ σήµαινε ὅταν
εὐχόµενος ἔλεγε· «Ἡµέρας ὁ ἥλιος οὐ συγκαύσει σε, οὐδὲ ἡ σελήνη
τὴν νύκτα» (Ψαλµ. ρκ´,6), µὲ τὴ σύγκαυση τοῦ ἡλίου ὑπονοεῖ τὴν φλόγα
τοῦ θυµοῦ, καὶ γιὰ τὴν νυκτερινὴ σελήνη τὶς σαρκικὲς ἡδονές.
Μετὰ τὸ πάθος καὶ τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἐξατµίστηκε ἀληθινὰ ἡ
δύναµη τῶν δαιµόνων· «Νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσµου τούτου, νῦν ὁ
ἄρχων τοῦ κόσµου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω» (Ἰωάν. ιβ´,31). Μετὰ τὴν
ἔνσαρκη παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἔγιναν ἄλαλα τὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα ἔλεγαν
καὶ µάντευαν τὰ µέλλοντα, ἔκλεισαν τὸ στόµα τους τὰ µαντεῖα καὶ οἱ
ψευδοχρησµολόγοι (ὄρα Πλουτάρχ. περὶ ἐκλελοιπ. χρηστηρ.), σχεδὸν ἔσβησε
ἡ πολυθεΐα, ἢ νὰ ποῦµε ὀρθότερα, ἡ λατρεία τῶν δαιµόνων. Λιγόστεψαν οἱ
δαιµονιζόµενοι, ὁ Διάβολος δὲν ἔχει καµία ἐξουσία στοὺς κεκοιµηµένους οἱ
ὁποῖοι ἔζησαν µὲ εὐσέβεια καὶ δικαιοσύνη. Ἀνοίχτηκε γιὰ τοὺς εὐσεβεῖς ἡ
πύλη τοῦ παραδείσου, τὴν ὁποία ἡ ἀπάτη τοῦ διαβόλου εἶχε κλείσει, καὶ
συγχρόνως κλείστηκε τὸ στόµα τοῦ Ἅδη, ποὺ ὁ διάβολος εἶχε ἀνοίξει·
ἔµεινε ὅµως σ᾽ αὐτὸν µόνο ἡ ἐξουσία νὰ πειράζει.
Ὁ ἀπ. Πέτρος λέει ὅτι ὁ δαίµονας περπατάει «ὡς λιοντάρι ἀγριεµένο,
ζητῶντας νὰ µᾶς καταπίει» (Α´ Καθολ. Πέτρ. ε´,8)· ὁ ἀπ. Παῦλος καταγγέλλει
σὲ µᾶς ὅτι δὲν παλεύουµε µὲ ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουν αἷµα καὶ σάρκα,

3 από 6

ὅπως κι ἐµεῖς, «ἀλλὰ µὲ τὶς ἀρχές, πρὸς τὶς ἐξουσίες, µὲ τοὺς


κοσµοκράτορες τῆς παρούσας ζωῆς, µὲ τὰ πνευµατικὰ ὄντα γιὰ τὴν
κατάκτηση τῶν ἐπουρανίων» (Ἐφεσ. στ´,12)· µᾶς διδάσκει ἐπίσης, ὅτι ὁ
Διάβολος ἔχει µεθόδους (Αὐτόθ. 11), ἔχει παγίδες (Α´ Τιµόθ. γ´,7 καὶ Β´ Τιµ. β
´,26), ἔχει βέλη πυρωµένα (Ἐφεσ. στ´,16), µετασχηµατίζεται ἀκόµη καὶ σὲ
ἄγγελο φωτός (Β´ Κορ. ια´,14). Αὐτὸς εἶναι πνεῦµα· κι ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ τοῦ
ἀνθρώπου εἶναι πνεῦµα, διοχετεύει σ᾽ αὐτὴν µὲ µεγάλη εὐκολία τὶς
πονηρές του ἔννοιες καὶ διεγείρει σ᾽ αὐτὴν τοὺς κακοὺς λογισµούς.
Πρωτοῦ νὰ ἁµαρτήσεις, σοῦ περιγράφει τὴν ἁµαρτία ὡς ἐλαφριὰ καὶ
µικρή, ὥστε νὰ πέσεις εὔκολα· ἀφοῦ ὅµως ἁµαρτήσεις, σοῦ ζωγραφίζει τὴν
ἁµαρτία µεγάλη καὶ βαρειά, γιὰ νὰ µὴ µετανοήσεις, ἀλλὰ ν’ ἀπελπιστεῖς·
αὐτὸ εἶναι µία ἀπὸ τὶς µεθόδους του.
Συναντᾶς ξένο πρᾶγµα ἀπὸ συνέργεια δική του· αὐτὸς παρουσιάζει
εὔκολο τὸν δρόµο καὶ τοὺς τρόπους, ἔτσι ὥστε νὰ τὸ ἁρπάξεις· τοῦτο εἶναι
µία ἐκ τῶν παγίδων, τὴν ὁποία σοῦ προετοίµασε. Στοὺς κινδύνους σου,
ἁρπάζει τὴν ἐλπίδα σου, ὥστε νὰ µείνεις ἀπελπισµένος· στὶς ἀσθένειες
κλέβει τὴν ὑποµονή σου, γιὰ νὰ γογγύζεις κατὰ τοῦ Θεοῦ· Στὶς δυστυχίες
σου, ὀξύνει τὴν λύπη σου, ὥστε νὰ σὲ θανατώσει· στὸν θυµό σου, ἀνάβει
τὴν ὀργή σου γιὰ νὰ βρίσεις, νὰ δείρεις, νὰ πληγώσεις, νὰ σκοτώσεις, νὰ
βλασφηµήσεις. Λύνει τὸ χαλινάρι τῶν ἐπιθυµιῶν καὶ ἀναφλογίζει τὴν
λύσσα, γιὰ νὰ σὲ ντροπιάσει καὶ νὰ σὲ ἐξευτελίσει στοὺς ἀνθρώπου,
φθείρει τὸ σῶµά σου γιὰ νὰ κολάζει αἰωνίως τὴν ψυχή σου· αὐτὰ εἶναι τὰ
πυρωµένα του βέλη. Σχηµατίζει συχνὰ τὴν ἀνοµία ὡς ἀρετή, κι ἔτσι ἐσὺ
βρίζεις καὶ δέρνεις, τάχα γιὰ νὰ διορθώσεις τὸν φταίχτη· ἀδικεῖς, ὅταν
κάθεσαι ὡς κριτής, νοµίζοντας ὅτι ὑπερασπίζεσαι τὸν φτωχό· κατατρέχεις
τὸν ἀδελφό σου, τάχα γιὰ ζῆλο Θεοῦ· αὐτὸ εἶναι ὁ µετασχηµατισµός του σὲ
ἄγγελο φωτός.
Ἀλλὰ ποιός µπορεῖ, ἀδελφοί, νὰ περιγράψει µὲ λεπτοµέρεια ὅλες τὶς
ἐνέδρες, τὶς ἐπιβουλές, τοὺς δόλους καὶ τὴν ἀπάτη τοῦ Σατανᾶ; Κατὰ νύκτα
καὶ µέρα πειράζει καὶ πλέκει παγίδες· ἐπειδὴ εἶναι πνεῦµα, προφθάνει
ταχέως σὲ κάθε καιρὸ καὶ τόπο καὶ ἐπιβουλεύετε δίκαιους κι ἁµαρτωλούς·
ἔρχεται στὰ σπίτια καὶ φυτεύει σκάνδαλα ἀνάµεσα σὲ ἄνδρα καὶ γυναῖκα,
ἀνάµεσα σὲ πατέρα καὶ γιό, ἀνάµεσα σὲ µητέρα καὶ κόρη, σκανδαλίζει καὶ
τοὺς ἀγαπηµένους ἀδελφούς· τρέχει στὶς ἀγορὲς καὶ σπέρνει φιλονικίες
µεταξὺ τῶν πωλητῶν καὶ τῶν πελατῶν, δόλους, ψέµατα καὶ ὅρκους·

4 από 6

µπαίνει στὰ µοναστήρια καὶ ταράζει τὴν ἡσυχία τῶν µοναχῶν· προχωράει
καὶ στὸ θυσιαστήριο καὶ ἐχθρεύει τοὺς ἱερωµένους· τὴν νύχτα, ὅταν
κοιµᾶσαι, σὲ πειράζει· τὸ πρωΐ, ὅταν σηκώνεσαι, σοὺ ρίχνει τὰ ταχύτατα
βέλη του· τὴν ὥρα τοῦ µεσηµεριοῦ ἔχει ἕτοιµες παγίδες ἀπόκρυφες καὶ
σκάνδαλα πολυποίκιλα· ἀκατάπαυστα «ἐνεδρεύει ἐν ἀποκρύφῳ, ὡς
λέων ἐν τῇ µάνδρᾳ αὐτοῦ» (Ψαλµ. θ´,30), γιὰ νὰ σὲ ἑλκύσει καὶ νὰ σὲ
ἁρπάξει.
Γιατί ἄραγε συγχωρεῖ ὁ Θεὸς στὸν Σατανᾶ νὰ ἐξεσηκώνει τόσους
πειρασµοὺς κατὰ τοῦ ἀνθρώπου; Τὸ γιατί εἶναι φανερό· ὥστε ἐκεῖνος,
πολεµῶντας, νικᾶται καὶ ντροπιάζεται, ἐµεῖς δέ, πολεµούµενοι, νικᾶµε καὶ
στεφανονώµαστε. Γιὰ νὰ µὴ φοβηθεῖς τοὺς πολέµους του, ἄκουσε πῶς σὲ
ἐνθαρρύνει ὁ Θεὸς διὰ τῆς φωνῆς τοῦ Προφήτη. Δὲν θὰ φοβηθεῖς ἀπὸ
κίνδυνο νυκτερινό, οὔτε ἀπὸ βέλος ποὺ ρίπτεται ἐναντίον σου ἐν καιρῷ
ἡµέρας. Δὲν θὰ φοβηθεῖς ἀπὸ φόβητρον, ποὺ ἐπέρχεται κατὰ τὴν νύκτα,
οὔτε ἀπὸ κανένα δυσάρεστον γεγονὸς τῆς ἡµέρας, ἢ ἀπὸ δαιµόνιο
πονηρό, ποὺ ἐνεργεῖ κατὰ τὴν µεσηµβρίαν «Οὐ φοβηθήσῃ ἀπὸ φόβου
νυκτερινοῦ, ἀπὸ βέλους πετοµένου ἡµέρας, ἀπὸ πράγµατος ἐν σκότει
διαπορευοµένου, ἀπὸ συµπτώµατος δαιµονίου µεσηµβρινοῦ» (Ψαλµ. Ϟ´,5-6).
Ἔρχονται χιλιάδες ἐξ ἀριστερῶν σου καὶ µυριάδες ἐκ δεξιῶν σου, ἀλλὰ
πέφτουν καὶ δὲν µποροῦν νὰ σὲ βλάψουν. «Πεσεῖται ἐκ τοῦ κλίτους σου
χιλιὰς καὶ µυριὰς ἐκ δεξιῶν σου, πρὸς σὲ δὲ οὐκ ἐγγιεῖ» (Αὐτόθ. 7). Ὁ Θεὸς σοῦ
στέλνει τοὺς ἁγίους ἀγγέλους νὰ σὲ διαφυλάξουν στὸ δρόµο τῆς ζωῆς σου:
«Ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ, τοῦ διαφυλάξαι σε ἐν πάσαις ταῖς
ὁδοῖς σου» (Αὐτόθ. 11).
Φοβᾶσαι, ὦ ἄνθρωπε, τοὺς πειρασµοὺς τοῦ δαίµονα καὶ ἀπορεῖς γιατί
ἐπιτρέπει σ᾽ αὐτὸν ὁ Θεὸς νὰ πειράζει; Ἐὰν µελετήσεις τὴν ἱστορία τοῦ
Ἰώβ, φεύγει ὁ φόβος σου, καὶ λύνεται ἡ ἀπορία σου· ἐκεῖ βλέπεις ὅτι ὁ
Διάβολος ζήτησε ἄδεια ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ πειράξει τὸν Ἰώβ· πέρνοντας
τὴν ἄδεια ἔστησε ὅλες τὶς παγίδες καὶ χρησιµοποίησε ὅλες τὶς µεθόδους,
ἔρριξε ὅλα τὰ πυρωµένα βέλη, ἄδειασε ὅλες τὶς δυνάµεις τοῦ Ἰώβ,
κατέφθειρε ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα, ὥστε ὁ πλουσιώτατος σὲ µία στιγµὴ
ἔγινε φτωχότατος. Θανάτωσε ὅλους τοὺς γιοὺς καὶ τὶς κόρες του, ἑποµένως
ὁ πολύτεκνος ἀπὸ τὴν µιὰ στιγµὴ στὴν ἄλλη, ἔγινε ἄτεκνος. Πλήγωσε ὅλο
τὸ σῶµα του µὲ τραύµατα ὁδυνηρά, κι ἑποµένως ὁ πρότερα ὑγιέστατος
βρισκόταν στὴν γῆ κατατραυµατισµένος καὶ σκουληκιασµένος νὰ ξύνει τὶς

5 από 6

πληγές του µὲ ὄστρακο. Ἔστειλε τοὺς φίλους του, κι ἀντὶ νὰ τὸν


παρηγορήσουν τὸν πίκραναν· ἀντὶ νὰ τὸν βοηθήσουν τοῦ πρόσφεραν
κοροϊδία. Τέλος ἔπεισε ὁ διάβολος καὶ τὴν γυναῖκα του, καὶ µὲ τὰ ἐλεεινά
της λόγια τὸν ἀπέλπησε καὶ τὸν προέτρεψε νὰ ἐκφωνήσει βλασφηµία.
«Μέχρι τίνος καρτερήσεις»; Ἔλεγε πρὸς αὐτὸν· «ἀλλ᾽ εἶπον τι ρῆµα πρὸς
Κύριον καὶ τελεύτα» (Ἰώβ β´,9).
Τί κατώρθωσε µ᾽ αὐτὰ ὁ Διάβολος; Πέτυχε ἄραγε τὸν σκοπό του;
Ἁµάρτησε ἄραγε ὁ Ἰὼβ; Ὄχι· «ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς συµβεβηκόσιν αὐτῷ
οὐχ ἥµαρτεν Ἰὼβ οὐδὲ ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ»
(Αὐτόθ. 10). Τί λοιπὸν κατώρθωσε; αὐτὸς µὲν φανέρωσε τὴν ἀδυναµία του
καὶ ἔµεινε ντροπιασµένος, ὁ δὲ Ἰὼβ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο διπλάσια ἀπ᾽ ὅσα
εἶχε προτύτερα καὶ δοξάσθηκε «ἀπ᾽ ἄκρου γῆς ἕως ἄκρου» (Αὐτόθ. µβ
´,10)· ἀπὸ τότε µέχρι σήµερα καὶ γιὰ πάντα µεγαλύνεται καὶ ἐπαινεῖται ἡ
ὑποµονή, ἡ ἀνδρεία, ἡ ὑπακοὴ καὶ εὐλάβειά του στὸν Θεό. Ἔδωσε ἄδεια ὁ
Θεὸς στὸν Διάβολο νὰ βλάψει καὶ τὰ ὑπάρχοντα τοῦ Ἰὼβ καὶ τὰ παιδιά του
καὶ τὸ ἴδιο τὸ σῶµα του, πλὴν δὲν ἐπέτρεψε σ᾽ αὐτὸν νὰ φθείρει τὴν ψυχή
του. «Εἶπε δὲ ὁ Κύριος τῷ Διαβόλῳ. Ἰδοὺ παραδίδωµί σοι αὐτὸν· µόνον τὴν
ψυχὴν αὐτοῦ διαφύλαξον» (Αὐτόθ. β´,6).
Ἐὰν λοιπὸν οὔτε ὁ Σατανᾶς ἔχει ἐξουσία, οὔτε ὁ Θεὸς δίνει σ᾽ αὐτὸν
ἄδεια στὸ νὰ βλάψει τὴν ψυχή µας, καὶ ἐὰν τὰ φθειρόµενα ἀπ᾽ αὐτὸν
ἐπίγεια ἀγαθὰ διπλασιάζονται καὶ οἱ πόλεµοι τοῦ προξενοῦν στεφάνι
ἀµαράντινο καὶ δόξα οἰκουµενικὴ καὶ αἰώνια, τί τὸν φοβόµαστε; Ὅταν ἐµεῖς
ἔχουµε πίστι θερµή, ὅλα τὰ τεχνάσµατά του εἶναι σὰν τὰ βέλη τῶν νηπίων,
καὶ γίνονται σὲ µᾶς δῶρα ψυχωφελὴ καὶ σωτήρια.
Ἔπειτα, ἔχοντας ὅπλα θεοκατασκεύαστα καὶ θεοπαράδοτα, µὲ τὰ
ὁποία, ἐὰν θέλουµε, τὸν διώκουµε µακρυά µας, τί φοβώµαστε; Δύο ὅπλα
ἔχει αὐτὸς ἐναντίον µας, δύο ὅπλα ἔχουµε κι ἐµεῖς κατ᾽ αὐτοῦ· αὐτὸς
πειράζει µὲ τὶς ἐπιθυµίες τῆς σάρκας καὶ τὴν µαταιότητα τοῦ κόσµου, ἐµεῖς
µὲ τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχὴ τὸν ἐκβάλλουµε ἔξω· ἄλλα ὅπλα οὔτε
αὐτὸς ἔχει οὔτε ἐµεῖς. «Τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται, εἰµὴ ἐν προσευχῇ καὶ
νηστείᾳ» (Ματθ. ιζ´,21).
Ποιός ἀµφιβάλλει ὅτι ἡ νηστεία µαραίνει καὶ καταδαµάζει τὴν ἐπιθυµία
τῆς σάρκας; Ἔρχεται αὐτός, ξεσηκώνει τὴν κακὴ ἐπιθυµία καὶ ζητάει νὰ
καταποντίσει τὴν ψυχή σου στὴν λάσπη τῶν ἁµαρτηµάτων τῆς σάρκας·

6 από 6

ἐσὺ µὴ περιµένεις νὰ νηστέψεις τὴν Τετάρτη ἢ τὴν Παρασκευή, ἀλλὰ


νήστεψε ὅλη τὴν ἡµέρα· τὸ βράδυ φάε µόνο ψωµὶ καὶ πιὲς νερό· αὐτὸς
βλέπει τότε τὴν ἀδυναµία του καὶ φεύγει, δὲν παρατείνει τὸν πειρασµὸ γιὰ
νὰ µὴν παρατείνεις τὴν νηστεία καὶ πολλαπλασιάσεις τὰ στεφάνια σου.
Ἦρθε αὐτός, ἔστησε ἐµπρός σου τὶς παγίδες τῆς µαταιότητας τοῦ κόσµου·
τρέξε ἀµέσως στὴν προσευχὴ µὲ πίστη καὶ εὐλάβεια, ζήτησε τὴν χάρη τοῦ
Θεοῦ, πὲς µαζὶ µὲ τὸν Δαβίδ· «Στρέψε ἀλλοῦ τὰ µάτια µου ἔτσι ὥστε νὰ
µὴν δοῦν τὴν µαταιότητα τοῦ κόσµου» (Ψαλµ. ριη´,37).
Ἡ προσευχὴ αὐτὴν δὲν µένει ἀνενέργητη καὶ ἄπρακτη· διότι αὐτὴ εἶναι
ἡ προσευχὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς εἶπε· «Καὶ πάντα, ὅσα ἂν αἰτήσητε ἐν τῇ
προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε» (Ματθ. κα´,22). Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν
δέησή σου, καὶ σοῦ ἀποστέλλει τὴ χάρη Του, ἡ ὁποία ἀποστρέφει τὰ µάτια
σου ἀπὸ τὴν κοσµικὴ µαταιότητα· καὶ κατ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐκεῖνος µὲν
φεύγει ντροπιασµένος, ἐνῶ ἐσὺ µένεις νικητὴς καὶ τροπαιοῦχος ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ τὸν Κύριό µας, «ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν
αἰώνων. Ἀµήν».

You might also like