Professional Documents
Culture Documents
Τὰ θεῖα λόγια τοῦ Παύλου ποὺ συνιστοῦν τὸ δόγμα τῆς ἑνότητας καὶ τὸν
θεμελιώδη κανόνα τῆς ἠθικῆς διαβιώσεως. Ἡ ἑνότητα τοῦ πνεύματος καὶ
ἡ συμφωνία μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ἡ πηγὴ πάσης εὐτυχίας καὶ ἡ
πρόξενος τῆς αἰωνίου σωτηρίας. Ἡ ἀνοχή, μητέρα καὶ φύλακας τῆς
ἑνότητος καὶ τῆς συμφωνίας.
Ἀπόστολος
Ἀδελφοί, παρακαλῶ ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ, ἀξίως
περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε, μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης
καὶ πραότητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ,
σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς
εἰρήνης. Ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς
κλήσεως ὑμῶν. Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα. Εἷς Θεὸς καὶ Πατὴρ
πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ὑμῖν. Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ
2 από 8
Ὅτι ἡ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων συμφωνία εἶναι ἡ πηγὴ πάσης εὐτυχίας καὶ
ἡ πρόξενος τῆς αἰωνίου σωτηρίας, εἶναι τόσο φανερὸ καὶ βέβαιο, ὥστε δὲν ἔχει
ἀνάγκη καμιᾶς ἀποδείξεως. Αὐτὴ διαφυλάτει στερεὸ τὸ σύστημα τῆς
πολιτείας, ἀσάλευτη τὴ σύσταση παντός οἴκου, ἀσκανδάλιστο τὸ πλήρωμα
τῆς Ἐκκλησίας, βεβαία τὴν σωτηρία πάσης ψυχῆς· πλὴν αὐτὴ ἡ ἀρετή, ὅσο
εἶναι μεγάλη καὶ ἀναγκαία, τόσο εἶναι δυσκολοκατόρθωτη καὶ
δυσκολοφύλακτη· ὅσα πρόσωπα ἀνθρώπων, τόσες εἶναι καὶ οἱ γνῶμες,
διαφέρουν οἱ γνῶμες ἀπὸ ἀλλήλων ὅπως καὶ οἱ χαρακτῆρες τῶν προσώπων.
Ἐκ τούτων συμβαίνει ὅτι τὸ ἴδιο πρᾶγμα δὲν εἶναι ἐξ ἴσου ἀρεστὸ σὲ ὅλους,
ἀλλὰ στὸν ἕνα μὲν ἀρέσει, στὸν ἄλλο δὲ ὄχι· ἐκ τούτου συμβαίνει ὅτι ἐκεῖνο,
τὸ ὁποῖο ἐσὺ θαυμάζεις, στὸν ἄλλο προξενεῖ γέλια. Τοῦτο φέρνει μεγάλη
δυσκολία πρὸς τὴν σύσταση τῆς συμφωνίας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων· αὐξάνει
αὐτὴ ἡ δυσκολία κατὰ ἀναλογία τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀνθρώπων. Ὅσο δηλαδὴ
περισσότεροι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, τόσο μεγαλυτέρη εἶναι ἡ δυσκολία τῆς
συστάσεως συμφωνίας μεταξύ τους.
Ἐὰν οἱ γνῶμες τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἀμετάβλητες, ὅταν ἐπέρχετε μεταξύ
τους συμφωνία θὰ ἦταν διὰ παντὸς σύμφωνοι· ἀλλὰ οἱ γνῶμες τῶν ἀνθρώπων
ἀκατάπαυστα μεταβάλλονται· ἄλλο ἐπιθυμῶ καὶ θέλω σήμερα καὶ ἄλλο μετὰ
ἀπὸ λίγες μέρες· πολλὲς φορὲς ἄλλο τὸ πρωΐ καὶ ἄλλο τὸ βράδυ· ὁπότε, καὶ ἂν
σήμερα συμφωνήσουν οἱ ἄνθρωποι, αὔριο, μεταβάλλοντας τὴν γνώμη τους,
γίνονται ἀσύμφωνοι καὶ ἀντιμαχόμενοι. Ποιό πρᾶγμα, λοιπόν, εἶναι δυνατὸν
νὰ καταπολεμήσει τὰ ἐμπόδια τῆς ἑνότητας καὶ νὰ συσφίγξει τοὺς
συνδέσμους της; Μόνο ὁ ἀπ. Παῦλος μᾶς δίδαξε τὸν τρόπο· «Ἀνεχόμενοι»,
εἶπε, «ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφεσ. δ´,3). Ἡ ἀνοχή, λοιπόν, εἶναι ἡ μητέρα καὶ ὁ
φύλακας τῆς ἑνότητας, ἀλλοῦ δίδαξε σαφέστερα τί σημαίνει ἡ ἀνοχή,
λέγοντας· «Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον
τοῦ Χριστοῦ» (Γαλάτ. στ´,2). Ὁπότε μὲ ἀγάπη ὑποφέρουμε τὰ ἐλαττώματα
τῶν ἄλλων, τότε καὶ συνίσταται καὶ διαμένει ἡ μεταξύ μας ἕνωση· ὥστε ὅπου
ἀνοχή, ἐκεῖ καὶ ἕνωση· ὅπου λείπει ἡ ἀνοχή, ἐκεῖ φεύγει ἡ ἑνότητα.
Ἐπειδὴ κανεὶς ἄνθρωπος στὸν κόσμο δὲν εἶναι χωρὶς ἐλάττωμα, κανεὶς
δὲν εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ σφάλματα, «τίς γὰρ καθαρὸς ἀπὸ ρύπου; Ἀλλ'
οὐδεὶς», εἶπε ὁ δίκαιος Ἰὼβ, «ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς
γῆς» (Ἰώβ, ιδ´,4-5), γι᾽ αὐτό, ἐὰν ὁ ἕνας ὑποφέρει τὸ ἐλάττωμα καὶ τὴν
ἀσθένεια τοῦ ἄλλου, σῴζεται ἡ συμφωνία καὶ ἡ ἕνωση· ἐὰν ὁ ἕνας οὔτε τὸ
ἐλάττωμα βαστάζει, οὔτε τὴν ἀσθένεια τοῦ ἄλλου ὑποφέρει, ἐξ ἀνάγκης
3 από 8
ἀκολουθεῖ ἡ λύση τῆς συμφωνίας καὶ ὁ χωρισμὸς τῆς ἑνότητας. Ὅταν ἐσὺ
ὑποφέρεις τὸ θυμό μου, κι ἐγὼ τὴν ὀκνηρία σου, τότε καὶ συναναστρεφόμαστε
καὶ συνεργαζόμαστε καὶ συγκατοικοῦμε καὶ συζοῦμε μαζὶ μὲ εἰρήνη καὶ
ἀγάπη· ἐὰν οὔτε ἐσὺ ὑποφέρεις τὰ ἔργα τοῦ θυμοειδοὺς ἤθους μου, οὔτε ἐγὼ
βαστάζω τὴν ζημιὰ ἀπὸ τὴν ὀκνηρία σου, ἐξ ἀνάγκης ἀποφεύγουμε καὶ
ἀποχωριζόμαστε ἀλλήλους.
Τί χώρισε τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο ἀνεψιό του Λώτ; Τὸ σφάλμα
τῶν ποιμένων· αὐτοὶ μάχονταν μεταξύ τους γιὰ τὴν στενότητα τοῦ τόπου,
στὸν ὁποῖο ποίμαιναν τὰ πρόβατα τῶν κυρίων τους. Ἐὰν ὁ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Λὼτ
βάσταζαν καρτερικὰ τὴν ἀλληλομαχία τῶν ποιμένων, δὲν θὰ ἔλεγε ὁ Ἀβραὰμ
στὸν Λώτ· «Διαχωρίσθητι ἀπ᾽ ἐμοῦ· εἰ σὺ εἰς ἀριστερά, ἐγὼ εἰς δεξιά· εἰ δὲ σὺ
εἰς δεξιά, ἐγὼ εἰς ἀριστερὰ» (Γεν. ιγ´,9). Ἐὰν αὐτοὶ ὑπέφεραν τὴν ἀδιακρισία
τῶν ποιμένων τους, δὲν θὰ χωρίζονταν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ θὰ ἔμεναν
ἐνωμένοι, ὅπως καὶ πρὶν. Ἐὰν ἡ Σάρρα ὑπέφερε τὴν ὑπερηφάνεια τῆς Ἄγαρ,
οὔτε θὰ κλαιγόταν πρὸς τὸν Ἀβραάμ, λέγοντας· «Ἀδικοῦμαι ἐκ σοῦ» (Αὐτόθ.
ιστ´,5), οὔτε θὰ ἔδιωχνε τὴν Ἄγαρ ἀπὸ τὴν οἰκία τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλὰ θὰ ἔμενε
καὶ θὰ συγκατοικοῦσε μὲ αὐτὴν ἐν εἰρήνῃ, ὅπως καὶ πρὶν ὑπερηφανευθεῖ. Ὁ
Ἰσμαὴλ παίζει μὲ τὸν Ἰσαάκ, ἡ δὲ Σάρρα δὲν ὑποφέρει τὴν αὐθάδειά του, ἀλλὰ
λέει πρὸς τὸν Ἀβραάμ· «Ἔκβαλε τὴν παιδίσκην ταύτην καὶ τὸν υἱὸν
αὐτῆς» (Αὐτόθ. κα´,10)· ἐὰν ἡ Σάρρα βάσταζε τὴν παιδαριώδη τόλμη τοῦ
Ἰσμαήλ, ποιός ἀμφιβάλλει ὅτι αὐτὸς θὰ ἔμενε τότε στὴν οἰκία τοῦ πατέρα του;
Ἐὰν παρατηρήσεις καὶ τὸν παροξυσμό, ποὺ χώρισε ἀπὸ τοὺς ἄλλους τοὺς
συνοδοιποροῦντες καὶ ἀγαπημένους κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, τὸν Παῦλο,
λέω, καὶ τὸν Βαρνάβα, βλέπεις ὅτι ἡ ἔλλειψη τῆς ἀνοχῆς εἶναι τὸ αἴτιο καὶ τοῦ
παροξυσμοῦ καὶ τοῦ χωρισμοῦ· ἡ μὲν ἀγαθότητα τοῦ Βαρνάβα παρέβλεπε τὴν
ἀνυποταξία τοῦ Μάρκου, ὁ δὲ ζῆλος τοῦ Παύλου δὲν τὴν ὑπέφερε, ἀλλὰ
προέκρινε νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸν Βαρνάβα, νὰ παραλάβει τὸν Σίλα, γιὰ νὰ
διέλθει μαζί του «τὴν Συρίαν καὶ Κιλικίαν» (Πράξ. ιε´,41).
Ἀλλὰ ποιά ἡ ἀνάγκη παλαιῶν παραδειγμάτων καὶ μὴ βλεπομένων, ἀλλὰ
ἀναγινωσκόμενων; Περὶ τούτου, ὅπου κι ἂν στρέψεις τοὺς ὀφθαλμούς, ἐκεῖ
βλέπεις τὴν ἀπόδειξη. Ἀτένισε στὴν Ἐκκλησία· ὅταν οἱ ποιμένες τῆς
Ἐκκλησίας ὑποφέρουν τὰ σφάλματα τοῦ λαοῦ, ὅπως ὁ γεωργὸς τοῦ
Εὐαγγελίου τὴν ἀκαρπία τῆς συκιᾶς, καὶ τοὺς ἐλέγχουν μὲ πραότητα, καθὼς
ἐκεῖνος μὲ ὑπομονῆ ἔσκαβε τὴν ἄκαρπη συκῆ (Λουκ. ιγ´,8), καὶ μὲ ἐπιμέλεια
τοὺς νουθετεῖ καὶ τοὺς συμβουλεύει, ὅπως ἐκεῖνος ἔβαλε γύρω ἀπὸ αὐτὴν τὴν
κοπριά, ὁ δὲ λαός, οὔτε κατακρίνει, οὔτε περιεργαζόμενος τὰ ἐλαττώματα τῶν
ποιμένων, φυλάττει κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ὅλα ὅσα αὐτοὶ διδάσκουν
(Ματθ. κγ´,3), τότε βλέπεις στὴν Ἐκκλησία ἐκείνη τὸν σύνδεσμο τῆς εἰρήνης
4 από 8
καὶ τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος· ἐκεῖ βλέπεις τὴν πίστη καὶ τὴν εὐλάβεια, τὴν
φυλακὴ τῶν θείων νόμων καὶ τὴν διατήρηση τῶν πατρικῶν κανόνων καὶ
διατάξεων· ἐκεῖ βλέπεις τοὺς ὡραιότατους καὶ σωτήριους καρποὺς τῆς
ἀγάπης, καὶ τὸ «ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα» (Ἐφεσ. δ´,4), κατὰ τὴν διδασκαλία
τοῦ Παύλου.
Ὅταν λείψει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἡ ἀμοιβαία ἀρετὴ τῆς ἀνοχῆς, καὶ
νομίζεται τὸ καρφὶ ποὺ εἶναι στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦς ὡς δοκάρι (Ματθ. ζ´,3),
καὶ «διϋλίζηται ὁ κώνωψ» (Αὐτόθ. κγ´,24)· ὅταν οἱ μὲν ποιμένες διόλου δὲν
μακροθυμοῦν στὰ σφάλματα τοῦ λαοῦ, οὔτε παρακαλοῦν τὸν Κύριο, ὅπως ὁ
καλὸς γεωργὸς παρακαλεῖ ὑπὲρ τῆς ἄκαρπης συκῆς λέγοντας· «Κύριε, ἄφες
αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω
κοπρίαν» (Λουκ. ιγ´,8), ὁ δὲ λαός, διόλου δὲν παραβλέπει· οὔτε τὰ μικρότατα
ἀσθενήματα τῶν ποιμένων, τοὺς διασύρει καὶ τοὺς κατακρίνει, ὤ! πόσα κακὰ
τότε στὴν Ἐκκλησίαν! Ἀνυποταξίες, μῖσος, σκάνδαλα, ἀλληλομαχίες! Οἱ
ποιμένες ἀποστρέφονται τὰ πρόβατα, τὰ πρόβατα ἀποφεύγουν τοὺς ποιμένες,
λύνονται τῆς εἰρήνης οἱ σύνδεσμοι, συντρίβεται ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος καὶ
τοῦ πνεύματος.
Εἴσελθε σὲ ὅποια πόλη θέλεις· ἐὰν σ’ αὐτὴν βλέπεις ὅτι οἱ ἄρχοντες
βαστάζουν τῶν ὑπηκόων τους τὰ βάρη, οἱ δὲ ὑπήκοοι τὰ ἐλαττώματα τῶν
ἀρχόντων, οἱ ἀξιωματοῦχοι τὴν αὐθάδεια τῶν ἰδιωτῶν καὶ οἱ ἰδιῶτες τὴν
ὑπερηφάνεια τῶν ἀξιωματούχων, οἱ πλούσιοι τὴν ἐνόχληση τῶν φτωχῶν καὶ
οἱ φτωχοὶ τὴν περιφρόνησιν τῶν πλουσίων, μὲ ἕνα λόγο ἐὰν βλέπεις ἐκεῖ ὅτι
ἕκαστος βαστάζει τὰ παραπτώματα τοῦ ἄλλου, ἐκεῖ κατοικεῖ ἡ εἰρήνη καὶ ἡ
ὁμόνοια, σ’ αὐτὴν τὴν πόλη εὐδοκιμοῦν ὅλα τὰ συμφέροντα στὴν κοινότητα,
σ’ αὐτὴν προκόβει κάθε καλὸ ἐπιχείρημα, σ’ αὐτὴν ἀκμάζει καὶ ἀνθεῖ κάθε
εἶδος εὐτυχίας. Εἴσελθε σὲ ὅποια κατοικία θέλεις· ἐὰν ἐκεῖ ὑποφέρει ὁ ἀνρας
τὴν ἀδυναμία τῆς γυναίκας, καὶ ἡ γυναίκα τὸ ἐλάττωμα τοῦ ἀνδρός της, οἱ
γονεῖς τὴν ἀκαταστασία τῆς νεότητας τῶν τέκνων, καὶ τὰ τέκνα τὰ
ἀσθενήματα τῶν γονέων, ἡ πεθερὰ τὴν ἔπαρση τῆς νύφης, καὶ ἡ νύφη τῆς
πεθερᾶς τὸ «εὐάφορμον» καὶ εὐερέθιστον, ὁ οἰκοδεσπότης τὴν ἀμέλεια τῶν
δούλων, καὶ οἱ δοῦλοι τὴν αὐστηρότητα τοῦ Κυρίου, σ᾽ ἐκεῖνον τὸν οἷκο
βρίσκεται ἡ μεταξὺ ἀλλήλων συμφωνία καὶ ἡ χάρη τῆς εἰρήνης καὶ ἀγάπης
καὶ ἡ εὔτακτη διοίκηση καὶ συντήρηση τοῦ οἴκου.
Ἐὰν λείψει ἡ ἀνοχὴ ἀπὸ τὶς πόλεις, ἐὰν ὁ πολίτης δὲν ὑποφέρει τὸ
ἐλάττωμα τοῦ συμπολίτη του, πόση δυστυχία ἀκολουθεῖ στὶς πόλεις, πόση
ἀσυμφωνία μεταξὺ τῶν πολιτῶν; Πόσα σκάνδαλα; Πόσες ἀλληλομαχίες; Πόση
φθορὰ στὰ κοινὰ πράγματα; Ἐὰν λείψει ἡ ἀνοχὴ ἀπὸ τὶς κατοικίες, ἐὰν ὁ
οἰκιακὸς δὲν βαστάζει τὸ βάρος τοῦ οἰκιακοῦ του, πόση διχόνοια στὸ σπίτι
5 από 8
ἐκεῖνο καὶ πόση πίκρα, ἀπὸ τὴν ὁποία χωρίζονται πολλὲς φορὲς οἱ συγγενεῖς
ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς καὶ τὰ ἀδέλφια ἀπὸ τ᾽ ἀδέλφια καὶ οἱ γονεῖς ἀπὸ τὰ
παιδιά; Οἱ ἀσυμφωνίες αὐτὲς καὶ οἱ διχόνοιες ὄχι μόνο διαμερίζουν, ἀλλὰ καὶ
ἐρημώνουν καὶ τὰ σπίτια καὶ τὶς πόλεις καὶ αὐτὰ ἀκόμα τὰ βασίλεια· «Πᾶσα
βασιλεία, μερισθεῖσα καθ᾽ ἑαυτῆς, ἐρημοῦται· καὶ πᾶσα πόλις ἢ οἰκία,
μερισθεῖσα καθ᾽ ἑαυτῆς, οὐ σταθήσεται» (Ματθ. ιβ´,25).
Ἀκοῦστε ὅμως, ἀδελφοί, πρᾶγμα παράδοξο καὶ ἀξιοσημείωτο· οἱ κακίες
κατοικοῦν πολὺ πλησίον καὶ σὲ αὐτὰ τὰ πρόθυρα, νὰ τὸ πῶ ἔτσι, τῶν ἀρετῶν·
κάθε ἀρετὴ ἔχει τὰ δικά της ὅρια. Ὥστε, ὅταν τὰ ὑπερβεῖς αὐτά, πέφτεις στὴν
κακία ποὺ εἶναι πλησίον τῆς ἀρετῆς ποὺ κατορθώθηκε ἀπὸ σένα·
παραδείγματος χάριν, ὅταν μὲ ὑπερβολικὴ αὐστηρότητα λεπτολογεῖς τὴν
δικαιοσύνη, πέφτεις εὔκολα στὸν βόθρο τῆς ἀσπλαγχνίας, γι᾽ αὐτὸ εἶπε ὁ
Ἐκκλησιαστής· «Μὴ γίνου δίκαιος πολύ» (Ἐκκλ. ζ´,17)· ὅταν ὑπερβαίνεις τοὺς
ὅρους τῆς εὐσπλαγχνίας, εὔκολα γκρεμίζεσαι στὸ βάραθρο τῆς ἀδιακρισίας,
γι᾽ αὐτὸ ὁ Προφητάναξ, συνάπτωντας τὴν δικαιοσύνη μὲ τὸ ἔλεος, ἔψαλλε·
«Ἔλεος καὶ κρίσιν ᾄσομαί σοι, Κύριε» (Ψαλμ. ρ´,1). Τοῦτο συμβαίνει, «φεῦ
τῆς δυστυχίας»! καὶ στὴν μεγάλη ἀρετὴ τῆς ἀνοχῆς· καὶ αὐτὴ ἔχει ὅρια καὶ
ὅταν τὰ ὑπερπηδήσουμε καταποντιζόμαστε στὴν ἄβυσσο τοῦ ὀλέθριου
ἁμαρτήματος τῆς ἀδιαφορίας.
Τῆς ἀνοχῆς τὸ ὁροθέσιο εἶναι ἡ ἀγάπη, ὄχι ἡ ἀγάπη ἡ σαρκικὴ καὶ
κοσμική, ἀλλὰ ἡ πνευματικὴ καὶ εὐαγγελική. Ὁ Παῦλος, ποὺ δίδαξε τὴν
ἀνοχή, αὐτὸς ἐξέθεσε καὶ τοὺς ὅρους τῆς ἀνοχῆς· «Ἀνεχόμενοι», εἶπε,
«ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφεσ. δ´,2). Ὅταν βλέπεις καὶ διακρίνεις ὅτι ἡ ἀνοχὴ
ὠφελεῖ τὸν πλησίον σου, βάσταζε τότε τὰ ἀσθενήματα καὶ τὰ ἐλαττώματά του
καρτερικὰ καὶ γενναιόφρονα, διότι αὐτὴ ἡ ἀνοχὴ εἶναι ἀρετὴ πρόξενος
πολλῶν ἀγαθῶν καὶ τῆς αἰωνίου σωτηρίας· ἐὰν γνωρίζεις ὅτι ἡ ἀνοχὴ
βλάπτει τὸν ἀδελφό σου, καὶ δὲν φροντίζεις διόλου, ἀλλὰ παραβλέπεις τὰ
σφάλματά του, τότε ἡ ἀνοχὴ δὲν εἶναι ἀρετή, ἀλλὰ μεγάλη ἁμαρτία· αὐτὴ
εἶναι ἡ ἀδιαφορία, δηλαδὴ εἶναι ἔλλειψη τῆς ἀγάπης καὶ ἑπομένως πηγὴ καὶ
μητέρα πολλῶν καὶ μεγάλων κακῶν.
Ἡ ἀδιαφορία ἄλλοτε γεννᾶται ἀπὸ τὴν ἀμέλειας καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὴν
φιλαυτία· ἄλλοτε τὴν γεννοῦν οἱ κοσμικοὶ στοχασμοί, καὶ ἄλλοτε ἡ σαρκικὴ
ἀγάπη. Βλέπω τὸν ἀδελφό μου νὰ ἁμαρτάνει καὶ ἔχω καὶ δύναμη καὶ
δικαίωμα νὰ τὸν νουθετήσω, ἀλλ᾽ ἡ ἀμέλεια κλείνει τὸ στόμα μου καὶ ἁρπάζει
τὴν νουθεσία ἀπὸ τὴν γλώσσα μου· βλέπω τὸν ἀδελφό μου νὰ ἁμαρτάνει καὶ
ἔχω δύναμη καὶ δικαίωμα νὰ τὸν ἐλέγξω, ἀλλ᾽ ἡ φιλαυτία βάζει θύρα
«περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου», καὶ μὲ πείθει ὅτι ὅταν ἐκεῖνος ἐλεγχθεῖ, θὰ
προξενήσει σὲ μένα πολλὴ ταραχὴ καὶ ἐνόχληση· βλέπω τὸν ἀδελφό μου νὰ
6 από 8
ἁμαρτάνει καὶ ἔχω δικαίωμα καὶ ἐξουσία νὰ τὸν ἐμποδίσω, ἀλλὰ ἔρχονται οἱ
πολιτικοὶ στοχασμοί, λέγοντας· Μὴ πράξεις τοῦτο, διότι θὰ παροργιστεῖ καὶ
θὰ γίνει ἐχθρὸς ἀντὶ γιὰ φίλος· ἢ ἔρχεται ἡ σαρκικὴ ἀγάπη λέγοντας· Μὴν
τὸν ἐμποδίσεις, διότι θὰ προξενήσεις σ’ αὐτὸν πίκρα καὶ θλίψη. Αὐτὰ μοῦ
κρατοῦν δεμένα τὰ χέρια καὶ ὡς τυφλὸς καὶ κουφὸς καὶ ἀναίσθητος, οὔτε
βλέπω, οὔτε ἀκούω, οὔτε αἰσθάνομαι πόσα κακὰ προέρχονται ἀπὸ τὴν
ἀδιαφορία μου.
Ποιός μπορεῖ νὰ παραστήσει ποιά καὶ πόσα ἁμαρτήματα προξενεῖ ἡ
ἀδιαφορία; Ὅταν οἱ προεστῶτες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔχουν ἀποστολικὴ
ἐντολὴ νὰ τιμοῦν τοὺς προστάτες τῶν καλῶν ἔργων καὶ μάλιστα τοὺς
κοπιῶντες «ἐν λόγῳ καὶ διδασκαλίᾳ» (Α´ Τιμ. ε´,17), ἐλέγχουν δὲ τοὺς
ἁμαρτάνοντες (Αὐτόθ. 20), καὶ ἐπιφέρουν τὰ ἐπιτίμια καὶ τοὺς παρακαλοῦν
«ἐν πάσῃ μακροθυμίᾳ καὶ διδαχῇ» (Β´ Τιμ. δ´,2), ἐνῶ αὐτοὶ ὡς ἀναίσθητοι δὲν
προσφέρουν στοὺς ἐνάρετους ἀνθρώπους καμία τιμή, κι ὡς ἄλαλοι ποτὲ δὲν
ἐλέγχουν, οὔτε νουθετοῦν τοὺς πράττοντες τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, πόσο
ἀμελεῖται τότε ἡ ἀρετή; Πόσο πολλαπλασιάζεται ἡ ἁμαρτία; Ὅταν ὁ λύκος,
δηλαδὴ ὁ ἄπιστος ἢ ὁ αἱρετικὸς ἢ ὁ χωρισμένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία
εἰσέρχηται στὴν αὐλὴ τῶν λογικῶν προβάτων, καὶ οἱ ποιμένες οὔτε τὰ
πρόβατα ὑποστηρίζουν στὴν εὐσέβεια, οὔτε τοῦ λύκου τὶς ἐπιβουλὲς
ἐμποδίζουν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια ἀδιαφορία, βλέπουν καὶ τὸν λύκο καὶ τὰ
πρόβατα, πόσα πρόβατα τότε ἁρπάζονται, πόσα σκορπίζονται, πόση φθορὰ
καὶ ἀπώλεια γίνεται στὶς ψυχὲς τῶν πιστευόντων;
Ὅταν τοῦ Θεοῦ οἱ διάκονοι (Ρωμ. ιγ´,14), δηλαδὴ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ
ἄρχοντες καὶ ἐξουσιαστές, δὲν ὀργίζονται ἐναντίον αὐτῶν ποὺ πράττουν τὰ
ἔργα τῆς ἀνομίας, ἀλλὰ φοροῦν τὴν μάχαιρα ἀργὴ καὶ μάταιη καὶ μὲ ἱλαρὸ
βλέμμα βλέπουν καὶ τοὺς ἀγαθοὺς καὶ τοὺς πονηρούς, τότε φεύγει ὁ φόβος
τῆς ἁμαρτίας, φεύγει ἡ ντροπὴ καὶ ἡ συστολή, ἀναισχυντοῦν οἱ ἄνομοι,
θριαμβεύει ἡ ἁμαρτία, ὑπερπληθύνονται ὅλα τὰ κακά. Ὅταν οἱ γονεῖς διόλου
δὲν φροντίζουν γιὰ τὴν διόρθωση τῶν ἁμαρτημάτων τῶν παιδιῶν τους, πόσο
αὐξάνει τότε στὸ σπίτι τους ἡ ἀνομία καὶ ἡ διαφθορά; Γνωστὰ καὶ φανερὰ
εἶναι τὰ πολλὰ καὶ μεγάλα ἁμαρτήματα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία
καὶ ὅμως, κάποιοι νομίζουν ὅτι ἡ ἀδιαφορία δὲν εἶναι ἁμαρτία, ἐπειδὴ οὔτε
ἐντολή, οὔτε νόμος τὴν ἐμποδίζει. Ἆ! «Μάταιοι οἱ υἱοί τῶν ἀνθρώπων, ψευδεῖς
οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ζυγοῖς» (Ψαλμ. ξα´,10). Καὶ τί ἄλλο εἶναι ἡ
ἀδιαφορία, παρὰ μόνο παντελὴς ἀθέτηση τῆς δεύτερης ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ,
δηλαδὴ τὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον; Ποιός εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀγαπᾷ
τὸν πλησίον του ὡς τὸν ἑαυτόν του, ἔπειτα, βλέπωντάς τον νὰ δυστυχεῖ ἢ μὲ
κοσμικὴ δυστυχία ἢ μὲ ψυχικὴ συμφορὰ καὶ ἐνῶ μπορεῖ νὰ τὸν βοηθήσει,
7 από 8