You are on page 1of 6

Νικηφόρου Θεοτόκη

ΚΥΡ ΙΑΚΗ Θ´ ΛΟΥ ΚΑ ( ΙΒ´, 16-21)


Ἡ παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου

Ἡ φιλονικία δύο ἀδελφῶν γιὰ τὴν διανομὴ τῆς πατρικῆς κληρονομιᾶς


ἔδωσε τὴν ἀφορμὴ στὸν Κύριο νὰ ἐκφωνήσει τὴν παραβολὴ τοῦ ἄφρονος
πλουσίου.
Εἶπε ὁ ἕνας ἀδελφὸς στὸν Κύριο «διδάσκαλε, εἰπὲ τῷ ἀδελφῷ μου
μερίσασθαι τὴν κληρονομίαν μετ᾽ ἐμοῦ». Ὁ Κύριος ἀρνήθηκε ν’
ἀναμειχθεῖ σ᾽ ἕνα τέτοιο ζήτημα, ξένο πρὸς τὴν ἀποστολή Του: «ἄνθρωπε,
ποῖος μὲ διόρισε δικαστὴ ἢ μοιραστή σας, γιὰ νὰ ἐπιλύσω ἐγὼ τὴ
διαφορά σας;»
Βλέποντας ὅμως, ὅτι καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀδικοῦνταν ἦταν ἔνοχος ἀφοῦ
δὲν ἤθελε νὰ συμβιβαστεῖ, τούς εἶπε: «Ὀράτε καὶ φυλάσσεσθαι ἀπὸ πάσης
πλεονεξίας ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινι ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστι ἐκ τῶν
ὑπαρχόντων αὐτοῦ». Δηλαδή νὰ προσέχεται καὶ νὰ προφυλάγεσθε ἀπὸ
κάθε πλεονεξία, διότι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαρτᾶται καὶ δὲν
διατηρεῖται ἀπὸ τὰ πολλὰ πλούτη καὶ τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ. Ἔτσι γιὰ νὰ
δείξει ἀκριβὼς τὶς κακὲς συνέπειες τῆς πλεονεξίας διηγήθηκε τὴν
παραβολή ποὺ ἀκούσαμε.
Εἶναι μία ἀπάντηση σ’ ὅσους συγκεντρώνουν καὶ ἀποθηκεύουν ὑλικὰ
ἀγαθὰ καὶ χρήματα σὲ βάρος τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς φιλαδελφίας. Διότι
ὁ πλούτος εἶναι δευτερεύων ἀγαθό. Πρώτο ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς
εἶναι ἡ ἀγάπη (Α΄ Τιμ. ΣΤ΄ 18).
«Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴ ταύτην· ἀνθρώπου τινὸς
πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί
ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;»
Γιατί ὁ Κύριος ἔδωσε τόσα πολλὰ ἀγαθὰ στὸν πλούσιο αὐτόν, ἀφοῦ
εἶχε ἤδη πολλά, καὶ μάλιστα τὶ στιγμὴ ποὺ ἤξερε ὅτι δὲν θὰ τὰ
διαχειρίζονται καλά;
Α. Ἐπειδὴ μὲ δύο τρόπους μᾶς δοκιμάζει ὁ Θεός, μὲ εὐτυχία καὶ μὲ
δυστυχία.
Β. Γιὰ νὰ φανεῖ περισσότερο ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ἡ καλοσύνη
του φθάνει μέχρι αὐτὸ τὸ σημείο, δηλαδή «βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους
2 από 6

καὶ ἀνατέλλει τὸν ἥλιο ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς.


Γ. Γιὰ νὰ χορτάσει τὴν ἐπιθυμία τοῦ πλουσίου, μήπως τοῦ προκαλοῦσε
κάποτε κορεσμὸ καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ βοηθοῦσε τὴν ψυχή του νὰ γίνη
πιὸ κοινωνική, πιὸ μεταδοτικὴ καὶ εὐσπλαχνική. Ἄν ὅμως αὐτὸ δὲν
μεταβάλη τὴν σκληρή του γνώμη (δηλαδὴ ἡ πλεονεξία του), αὐτὸς θὰ
βρεθεῖ ἀναπολόγητος στὴν μέλλουσα κρίση, ἡ τιμωρία ὅμως ποὺ θὰ τοῦ
δωθεῖ, θὰ ἀποκαλύψει τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Βλέποντας ὁ πλούσιος νὰ αὐξάνονται τόσο πολὺ τὰ ἀγαθά του τί
ἔκανε; Ὁ πλοῦτος τοῦ προξένησε διαλογισμούς, φροντίδες καὶ μέριμνες
πολλές. Ἀντὶ χαρὰ καὶ ἀνάπαυση, ἀπορία καὶ στενοχώρια.
Τί ποιήσω; λέει καὶ ὁ πτωχός. Ὅμως ὁ πτωχὸς δικαίως λέει «οὐκ
ἔχω»! Διότι ὄχι μόνο δὲν ἔχει, ἀλλὰ καὶ δὲν βρίσκει ἐξ᾽ αἰτίας τῆς
ἀσπλαγχνίας τῶν πλουσίων.
Πρὶν προχωρήσουμε καλὸ εἶναι νὰ ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν δύο εἰδῶν
πλούτη. Ὁ πλούτος ποὺ ἀποκτήθηκε μὲ ἐπιμέλεια, μὲ τίμια μέσα καὶ
ἱδρῶτα εἶναι εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Θεό. Εὐλογεῖ τοὺς ἐργατικοὺς καὶ
τίμιους, ὅπως καὶ τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰὼβ καὶ τόσους ἄλλους,
ποὺ πλούτησαν χωρὶς νὰ ἀδικήσουν καὶ νὰ ἐξαπατήσουν τὸν συνάνθρωπό
τους. Ἀντίθετα οἱ περισσότεροι γίνονται πλούσιοι ἐξ᾽ ἀρπαγῆς καὶ ἀδικίας
καὶ συγκεντρώνουν ἀγαθά, τὰ ὁποῖα θὰ καταφάγουν οἱ κληρονόμοι.
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ πλούτη, γίνονται αἰτία περισσότερης τιμωρίας. Ἡ
ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τους εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ καὶ ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο
στὴν καταστροφή.
Βρῆκε ὅμως τὴν λύση γιὰ νὰ βγεῖ ἀπ’ τὸ ἀδιέξοδό του.
«καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω. Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας
οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά
μου»
Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι λύση τῆς ἀπορίας ἀλλὰ σοῦ προσθέτη
περισσότερες μέριμνες, κόπους καὶ ἀγῶνες. Ἂν δηλαδὴ καὶ τὸν ἄλλο χρόνο
εὐφορήσει ἡ γῆ, τί θὰ κάνει; Πάλι θὰ γκρεμίζει καὶ θὰ χτίζει; Ὑπάρχει πιὸ
ἀλλόκοτο καὶ κοπιαστικὸ πρᾶγμα; Ἔχει τὶς ἀποθήκες του γεμάτες (ὄχι
μία ἀλλὰ πολλές), ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖτε. Αὐτὸ εἶναι τὸ κακὸ πάθος τῆς
πλεονεξίας: πάθος ἀκόρεστο, ποὺ ὅσα τοῦ δίνεις ἄλλα τόσα θὰ ζητάει.
Πρῶτα θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθήκες μου, εἶπε: Ἀλλὰ ἔτσι ὅλα τὰ ἀγαθὰ
θὰ μείνουν ἐκτεθειμένα πρῶτα στὰ καιρικὰ φαινόμενα, δεύτερον στὰ ζώα
3 από 6

καὶ τρίτον στοὺς κλέπτες. Τί ἔπρεπε νὰ πεῖ; ὅτι πρῶτα θὰ οἰκοδομήσω


νέες ἀποθήκες καὶ μετὰ θὰ συνάξω τὰ ἀγαθά μου γιὰ νὰ τὰ ἀσφαλίσει.
Ἁφοῦ εἶχε πολλὲς ἀποθήκες γεμάτες, ἦταν καὶ πλούσιος εἶχε δηλαδὴ
μεριμνήσει ὥστε νὰ περνάει ἄνετα γιὰ πολὺ καιρό, ὅμως ἤθελε κι ἄλλα,
δὲν χόρταινε τὸ μάτι του.
«καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη
πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου»
Βλέπετε μωρία καὶ ἀφροσύνη! Μιλάει στὴν ψυχή του, σὰν νὰ εἶχε
σῶμα καὶ λέει; ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Οἱ καρποὶ τῆς γῆς δὲν
εἶναι ἀγαθὰ τῆς ψυχῆς ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ ποὺ τὰ δίνει στοὺς πλούσιους γιὰ
νὰ τὰ διαχειριστοῦν καὶ νὰ οἰκονομήσουν τοὺς πτωχοὺς καὶ ἔτσι νὰ
λάβουν τὸ στεφάνη τῆς ἐλεημοσύνης.
Καρποὶ καὶ ἀγαθὰ τῆς ψυχῆς εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία,
χρηστότης, ἀγαθοσύνη, πίστη, πραότητα καὶ ἐγκράτεια.
Τό φάγε, πίε, εὐφραίνου, εἶναι ἴδιο τῶν ἀλόγων ζώων, ἐνῶ τῶν
λογικῶν ἀνθρώπων νὰ μελετοῦν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ νὰ εὐφραίνονται μὲ
τὶς διδασκαλίες καὶ τὰ θεία νοήματα.
Ἄλλη μία ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου εἶναι νὰ νομίζει ὅτι ἐξουσιάζει τὸν
χρόνο καὶ διορίζει στὸν ἑαυτό του ὅτι θὰ ζήσει πολλὰ χρόνια. Λέγοντας
αὐτὰ δίκαια ὁ Θεὸς τὸν ὀνόμασε ἄφρονα, δηλαδή, ἄνθρωπος χωρὶς μυαλό.
«εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου
ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;»
Πράγματι ἄφρων εἶναι κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἐμπιστεύεται τὰ ἐφήμερα
καὶ φθαρτὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ πλούσια παραγωγή του δὲν τοῦ
ἐξασφάλισε τὴ χαρά, ἀφοῦ ἐκείνη ἀκριβῶς τὴ νύκτα ἦλθε ὁ θάνατος νὰ
τὸν ἀπομακρύνει βίαια ἀπὸ τὰ πλούτη καὶ τὰ κτήματα. Ὁ πλούσιος
κτηματίας πίστεψε, ὅτι ἡ εὐφορία ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς καλλιέργειας καὶ
τῶν κόπων του. Δὲν ἀντιλήφθηκε, ὅτι ἦταν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ τὸ
λόγο θέλησε καὶ μόνος αὐτὸς νὰ ἀπολαύσει τὰ ἀγαθά. (Δὲν σκέφτηκε τὴν
χήρα καὶ τὰ ὀρφανά. Δὲν ἔδωσε κάτι ἀπὸ τὰ ἄφθονα ἀγαθὰ στοὺς
πτωχοὺς ἐργάτες του· ὅλα τὰ ἤθελε γιὰ τὸν ἑαυτό του.)
Ἡ πλεονεξία κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ παραλογίζεται. Τριπλῆ εἶναι ἡ
ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς ἢ μάλλον πολλαπλή.
Α. Λησμόνησε τὸ Θεό. Δὲν πιστεύει στὸ Θεό, δὲν αἰσθάνεται τὴν
παρουσία του. Δὲν ζητάει τὴ βοήθειά του. Πιστεύει μόνο στὰ ἀγαθά του,
4 από 6

στὰ πλούτη του. Τὰ μάτια του ἔπαψαν νὰ κοιτοῦν πάνω, τὰ χείλη του δὲν
λέγουν προσευχές, Θεός του τώρα ἔγινε ὁ πλούτος. Αὐτὸς ἐξουσιάζει τὴν
καρδιά του. Ἔγινε ὑλιστής. Ἀδυνατεῖ νὰ δεῖ τὰ δώρα τοῦ Θεοῦ, ἴσως ἂν
κάποιος τοῦ ἔλεγε ὅτι, ὁ Θεὸς σοῦ τὰ ἔδωσε, νὰ τὸν εἰρωνευόταν κιόλας.
Μήπως νὰ ἴδια ἀκριβῶς δὲν κάνουν καὶ οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι; Πιστεύουν
μόνο ὅσα βλέπουν τὰ μάτια τους καὶ σκοτίζεται τὸ πνεῦμα τους.
Β. Λησμόνησε τὸν πλησίον του. Ἐδῶ ἡ ἀφροσύνη του εἶναι
χειρότερη. Τὸν Θεὸ δὲν τὸν ἔβλεπε, ἀλλὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους δὲν τοὺς
ἔβλεπε; Δὲν ἔβλεπε τοὺς πεινασμένους καὶ πτωχοὺς καὶ δυστυχεῖς ἔξω
ἀπὸ τὶς ἀποθῆκες του; Ὅμως δὲν τοὺς συμπονάει, δὲν συλλογίζεται τίποτε.
Σκέπτεται μόνο πῶς θὰ μεγαλώσουν οἱ ἀποθήκες του γιὰ νὰ χωρέσουν
τὴν νέα σοδιά. «Τί ποιήσω, διερωτᾶται, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς
καρπούς μου;»! Δὲν ἔχει ποῦ νὰ συνάξει τοὺς καρπούς του; πῶς δὲν ἔχει!
Ἔχει τὰ πεινασμένα στομάχια τῶν πτωχῶν, ὅπου κάθε χρόνο σὲ ὅλο τὸν
κόσμο πεθαίνουν κατὰ ἑκατομύρια. Ἔτσι θὰ ἀποκτοῦσε θυσαυρὸ στὸν
οὐρανό, ὅπου «οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει καὶ ὅπου κλέπται οὐ
διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσι»
Γ. Λυσμόνησε τὸν ἴδιον του τὸν ἑαυτό. Τοῦτο φαίνεται παράδοξον,
ἀλλ᾽ εἶναι ἀληθινὸ καὶ τρομερό. Ἀγνόησε ὁ δυστυχής, τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ πώρωση τῆς καρδιᾶς του τὸν παρέσυρε στὸν ὑλισμό, ὥστε νὰ νομίσει
ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο πέρα ἀπὸ τὸ τί θὰ φάει καὶ θὰ πίει καὶ θὰ
ἀπολαύσει. Εἶναι τόσο ἄφρων καὶ ἀνόητος, ὥστε ξεχνᾶ ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι
πνεῦμα καὶ δὲν μποροῦν νὰ τὴν εὐχαριστήσουν ὅλα μαζὶ τὰ ἀγαθὰ τοῦ
κόσμου. Μόνο ἡ προσευχή, ἡ ἐξάσκηση τῶν ἀρετῶν, ἡ μυστηριακὴ ζωὴ
χαροποιοῦν καὶ ἀναπαύουν τὴν ψυχή. Ἐμεῖς ὅμως μὴ γνωρίζοντας μὲ τί
θλίβεται καὶ μὲ τί εὐφραίνεται ἡ ψυχή, ἔχουμε ρίξει ὅλο τὸ βάρος τῶν
προσπαθειῶν μας σ᾽ ἐκεῖνα ποὺ τρέφουν καὶ κολακεύουν τὸ σῶμα. Λέει ὁ
Ἀπόστολος «πνεύματι περιπατεῖτε καὶ ἐπιθυμίαν σαρκὸς οὐ μὴ
τελέσητε· ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ πνεῦμα
κατὰ τῆς σαρκός… εἰ ζῶμεν πνεύματι, πνεύματι καὶ στοιχῶμεν…» Ἐὰν
πράγματι ζοῦμε τὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρέπει νὰ
συμπεριφερόμαστε σύμφωνα μὲ ὅσα τὸ Πνεῦμα μᾶς διδάσκει.
Λησμόνησε ὅτι ἡ ζωή μας εἶναι προσωρινὴ στὸν κόσμο αὐτὸ καὶ δὲν
γνωρίζουμε ποία ὥρα ὁ θάνατος ἔρχεται. Σ’ αὐτὴν ὅμως ἀκριβῶς τὴν
στιγμὴ τοῦ ἐγωϊσμοῦ καὶ τῆς πλεονεξίας ἦλθε ὁ θάνατος νὰ τὸν
5 από 6

προσγειώσει στὴν πραγματικότητα «ἂ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;»


Μόνο μὲ τὴ σκέψη ὅτι θὰ οἰκοδομήσει καινούργιες ἀποθήκες καὶ θὰ
ἀπολαύσει ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ χωρὶς νὰ προλάβει νὰ τὸ κάνει ἔρχονται οἱ
δαίμονες καὶ ἀπαιτοῦν τὴν ψυχή του. Δὲν εἶπε ἀπαιτῶ τὴν ψυχή σου ἐγώ,
ἀλλὰ οἱ δαίμονες, οἱ ὁποῖοι καὶ τὴν δούλωσαν. Ξαφνικὸς θάνατος εἶναι ὁ
χειρότερος θάνατος. Διότι ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀμετανόητος,
ἀνεξομολόγητος. Ποῦ θὰ μείνουν οἱ ἀποθήκες του; Γι᾽ αὐτὸ μὴ
θησαυρίζεται ἐπὶ τῆς γῆς
«οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν».
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὁ πλοῦτος δημιουργεῖ πολλὲς ψευδαισθήσεις, κάνει
τὸν ἄνθρωπο νὰ παραλογίζεται. Οἱ πλούσιοι θέλουν νὰ δίχνονται ὅτι εἶναι
πάνω ἀπ᾽ ὅλους. Μὲ τὰ χρήματά τους νομίζουν ὅτι ἔχουν ξεπεράσει ὅλα τὰ
προβλήματα τῆς ζωῆς. Δὲν ὑπολογίζουν κανέναν. «Ἐὰν ἔχεις χρήματα
ἔχεις τὰ πάντα» λένε. Φουσκωμένοι ἀπὸ ἐγωϊσμὸ καὶ προσκολλημένοι
στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀρνοῦνται τὸν Θεὸ καὶ γίνονται εἰδωλολάτρες. Γι᾽
αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «τοῖς πλουσίοις ἐν
τῷ νῦν αἰῶνι παράγγειλε μὴ ὑψηλοφρονεῖν, μηδὲ ἡλπικέναι ἐπὶ
πλούτου ἀδηλότητι, ἀλλ᾽ ἐν τῷ Θεῷ τῷ ζῶντι, τῷ παρέχοντι ἡμῖν
πάντα πλουσίως εἰς ἀπόλαυσιν» (Α΄ Τιμ. 6,17).
Ἡ πλεονεξία κάνει τὸν ἄνθρωπο εἰδωλολάτρη, ὄχι ἰδεολογικὰ καὶ
φιλοσοφικά, ἀλλὰ πρακτικά, γιατὶ οἱ θεοὶ ποὺ λατρεύει εἶναι τὰ λεφτά
του, τὰ φαγητά του, τὰ ποτά του κτλ. λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος
«νεκρώσατε οὐν τὰ μέλη ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ τὴν πλεονεξία ἤτις
ἐστὶν εἰδολολατρεία». Πῶς τὸ καταλαβαίνουμε αὐτό; ἀπὸ τὴν προσευχὴ
ποὺ κάνει. Ὁ πιστὸς πῶς προσεύχεται καὶ τί λέει στὴν ψυχή του; Εὐλόγη
ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο καὶ πάντα… ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος πῶς
προσεύχεται; Ψυχή μου λέει εὐλόγει τὰ ἀγαθά σου, εὐλόγη τὸ φαγητό, τὸ
ποτό, τὴν κοιλιά, τῆς ἡδονές. Ψυχή μου ἔχει πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη
πολλά.
Ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη πλεονεξίας. Ἡ πλεονεξία στὸ χρήμα, στὸ
φαγητό, στὶς ἡδονές, στὶς διασκεδάσεις, στὴν ταχύτητα. Ὅπου βάλει χέρι
ἡ πλεονεξία τὰ καταστρέφει ὅλα. Τὸ δαιμόνιο αὐτὸ προσβάλει πλούσιους
καὶ πτωχούς, Νέους καὶ γέρους.
Τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουμε ὁ Θεὸς μᾶς τὰ ἔδωσε γιὰ νὰ τὰ διαχειριστοῦμε,
δὲν εἶναι δικά μας. Ἐμεῖς εἴμαστε οἰκονόμοι καὶ θὰ δώσουμε λόγο.
6 από 6

Λέει ὁ Μέγας Βασίλειος «σὰν ξένα νὰ θεωρεῖς ὅτι ἔχεις στὰ χέρια
σου. Λίγο χρόνο σ᾽ εὐχαριστοῦν, ἔπειτα σκορποῦν καὶ φεύγουν. Θὰ
σοῦ ζητηθεῖ λεπτομερὴς λογαριασμὸς γι᾽ αὐτά». Σκεφθήκαμε ὅμως
πόσο διαφορετικὰ σκέπτεται ὁ κόσμος; Πόσο διαφορετικὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα
τοῦ Χριστοῦ ἀνατρέφουν οἱ γονεῖς τὰ παιδιά τους καὶ τὰ κατευθύνουν σ᾽
ἕνα τρόπο ζωῆς καταναλωτικὸ καὶ ὑλιστικό; Πρέπει ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ νὰ
ἔχουμε σὰν καθημερινὸ σύνθημά μας τὸ τοῦ Παύλου «τὰ ἄνω ζητεῖτε, τὰ
ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» διότι
Τὸ μόνο βέβαιο πρᾶγμα στὴ ζωὴ αὐτὴ εἶναι, ὅτι τὰ πάντα εἶναι
ἐφήμερα καὶ ρευστά. Σήμερα εἶσαι πλούσιος καὶ αὔριο πεθαίνεις
πάμπτωχος καὶ ἐγκαταλελειμμένος. Εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅτι
πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν. Μόνο ἐκεῖνοι πού ἐκζητοῦν τὸν
Κύριο δὲν πρόκειται νὰ στερηθοῦν τίποτε στὴ ζωή. «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ πάντα
προστεθήσεται ὑμῖν» λέει ὁ Κύριος.
Βυθισμένοι μέσα στὴν ὑλικὴ ἀφθονία, ἔχουμε λησμονήσει ὅτι κάποτε
ὅλα τελειώνουν. Δεμένοι στὸ ἄρμα τοῦ χρόνου, μὲ ταχύτητα ὁδεύουμε
πρὸς τὸ τέρμα χωρὶς νὰ τὸ ὑποπτευόμαστε. Περνοῦν οἱ μέρες, οἱ μῆνες, τὰ
χρόνια καὶ ξαφνικὰ ἔρχεται ἡ μεγάλη ὥρα τῆς ἀναχωρήσεως γιὰ τὸν ἄλλο
κόσμο. Ὅ,τι ἀποκτήσαμε, τὰ ἐγκαταλείπουμε ὅλα. Οὔτε κτήματα, οὔτε
χρήματα, οὔτε διαμερίσματα, οὔτε χρυσός, οὔτε ἄργυρος περνοῦν ἀπὸ τὸ
κατώφλι τοῦ θανάτου. Γυμνοὶ καὶ φτωχοὶ φεύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο. Μόνο
ἡ περιουσία τῆς ψυχῆς μπορεῖ νὰ μεταφερθεῖ στὴ νέα ζωὴ καὶ στὴ νέα
πατρίδα. Ὅποιος ἔχει ἀποκτήσει τοὺ θησαυροὺς τοῦ οὐρανοῦ, αὐτὸς
γίνεται πραγματικὰ πλούσιος καὶ εὐτυχής.
Ἀδελφοί, Ἀντὶ γιὰ χάλασμα ἀποθηκῶν νὰ χαλάσουμε τὰ πάθη μας καὶ
νὰ ἀποκτήσουμε ἀρετές. Διότι «Ὅποιος γεύτηκε τὰ οὐράνια εὔκολα
καταφρονεῖ τὰ ἐπίγεια», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Γιὰ νὰ
ὑπερνικήσουμε τὴν ἔλξη τοῦ πλούτου, ἂς προσπαθήσουμε νὰ γευθοῦμε τὴ
χαρὰ τοῦ πλούτου καὶ τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ. Τότε θὰ δοῦμε, ὅτι ἡ
πραγματικὴ εὐτυχία δὲν βρίσκεται στὴ συγκέντρωση χρημάτων, ἀλλὰ
στὴ διανομὴ τῶν ἀγαθῶν. «Μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ
λαμβάνειν» (Πράξ. Κ’ 35). Ἀμήν
Μὲ χαρὰ νὰ δίνουμε, διότι αὐτὸς ποὺ λαμβάνει παίρνει ὑλικά, αὐτὸς
ποὺ δίνει κερδίζει τὰ οὐράνια, ἀλλὰ καὶ ἐδῶ τὸν εὐλογεῖ ὁ Θεός.

You might also like