You are on page 1of 6

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ

1
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ ΛΟΥΚΑ (ΙΣΤ´,19-3)

Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΦΤΩΧΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ

ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΛΕΓΟΝΤΩΝ ΟΤΙ Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ


ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΡΕΟΣ

Ἡ παραβολὴ τοῦ πλούσιου καὶ τοῦ Λάζαρου οὐράνια διδασκαλία γιὰ


τὴν μέλλουσα καταδίκη τῶν φιλήδονων καὶ ἄσπλαγχνων πλουσίων καὶ
τῆς δόξας ἐκείνων ποὺ ὑποφέρουν καρτερικὰ τὴν φτώχεια καὶ τὴν
ἀσθένεια. Γιατί τόσο βαριὰ ἁμαρτάνει ὅποιος δὲν ἐλεεῖ τοὺς φτωχούς.
Ἡ ἐλεημοσύνη χρέος ἀπαραίτητο στὸν χριστιανό· χωρὶς αὐτὴν δὲν
μπορεῖ κανεὶς νὰ σωθεῖ.

Ὁ μὲν Τερτυλλιανὸς καὶ οἱ ἅγιοι Εἰρηναῖος Λουγδούνων, Ἀμβρόσιος Μεδιο-


λάνων καὶ Γρηγόριος ὁ Ρώμης, ὁ καλούμενος Διάλογος, καὶ ἄλλοι, ἱστορία νό-
μισαν τὴν σημερινὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελίου· ὁ δὲ θεῖος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος, ὁ ἐν ἁγίοις Ἀλεξανδρείας Κύριλλος καὶ ὁ Βουλγαρίας Θεοφύλα-
κτος καὶ ἄλλοι τὴν διήγηση αὐτή, ἀνεκήρυξαν παραβολή (Τερτυλ. Περὶ ψυχ.,
κ.7· Εἰρην. β´,4· Ἀμβρ.β´,8. στὸν Λουκ.· Γρηγ. ὁμιλ. 40· Χρυσοστ. «Περὶ τοῦ πλου-
σίου καὶ τοῦ Λαζάρου»· Κυριλ. στὴν σειρ. στὸ κατὰ Λουκ.). Ἀληθηνὰ δέ, ἐὰν
στοχαστεῖς τὴν φαινομενικὴ ὀλιγότητα τῶν μεταφορῶν καὶ τῶν ἀλληγοριῶν, τὸν
τρόπο τῆς ἱστορικῆς διηγήσεως, τὸ κατ᾽ ὄνομα τοῦ Λαζάρου πρόσωπο, σχεδὸν
πείθεσαι ὅτι ἡ διήγηση εἶναι ἱστορία.
Ἐὰν πάλι συλλογιστεῖς ὅσες ἔχει μεταφορὲς καὶ ἀλληγορίες καὶ τὸν πλούσιο
εἰσαγόμενο χωρὶς ὀνόμα, γιὰ τὸ «ἄνθρωπός τις», ἀκόμα καὶ τὸ ὅτι πρὸ τῆς κρί-
σεως παρουσιάζει τὸν μὲν Λάζαρο στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, τὸν δὲ πλούσιο
στὸν ᾄδη, ἀποφασίζεις ὅτι παραβολικὰ μίλησε ὁ Θεάνθρωπος τὰ σήμερινα
ἀναγνωσθέντα λόγια.
Τὴν ἀπορία αὐτὴ κατὰ κράτος, ἔλυσαν τὰ ἐμφανισμένα παλαιὰ χειρόγραφα
του Εὐαγγελίου, στὰ ὁποῖα πρὸ τοῦ «ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος» βρίσκονται
αὐτὰ τὰ λόγια· «Εἶπε δὲ καὶ ἑτέραν παραβολήν. Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος
κτλ.». (Βλέπε τὴν ἐν ἔτ. 1711 ἐν Ἄμστ. τῆς Νέας Διαθ. ἐκδ.). Σκοπὸς δὲ τῆς
παραβολῆς εἶναι ἡ παράσταση τῆς καταδίκης τῶν φιλήδονων καὶ ἄσπλαγχνων
πλουσίων, καὶ τῆς δόξας ἐκείνων, ποὺ καρτερικῶς ὑποφέρουν τὴν φτώχεια καὶ
τὴν ἀσθένεια. Ὅποιος μετὰ πίστεως καὶ εὐλάβειας ἀκούσει αὐτὴ τὴν οὐράνια
διδασκαλία, ἐὰν εἶναι μὲν πλούσιος, γίνεται ἐγκρατὴς καὶ ἐλεήμων, ἐὰν δὲ
φτωχὸς καὶ ἀσθενής, γίνεται ἀνδρεῖος καὶ ὑπομονετικός.
2
Εὐαγγέλιο
Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορ-
φύραν καὶ βύσσον, εὐφραινόμενος καθ᾽ ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχὸς δέ τις
ἧν, ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος
καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς
τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ
ἕλκη αὐτοῦ. Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχόν, καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν
ὑπὸ τῶν ἀγγέλων στὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλού-
σιος, καὶ ἐτάφη. Καὶ ἐν τῷ ᾅδη ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμούς αὐτοῦ,
ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν, καὶ Λάζαρον ἐν
τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· Πάτερ Ἀβραὰμ, ἐλέησόν
με, καὶ πέμψον Λάζαρον, ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ
ὕδατος, καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου· ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ
ταύτῃ. Εἶπε δὲ ὁ Ἀβραάμ· Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά
σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε
παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι. Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις, μεταξὺ μας καὶ
ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται· ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἐντεῦθεν πρὸς
ὑμᾶς, μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. Εἶπε δέ·
Ἐρωτῶ οὖν σε, Πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός
μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ
αὐτοὶ ἔλθωσιν στὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ·
Ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς Προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. Ὁ δὲ εἶπεν·
Οὐχί, πάτερ Ἀβραὰμ· ἀλλ᾽ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς,
μετανοήσουσι. Εἶπε δὲ αὐτῷ· Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ
ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ, πεισθήσονται.

Φόβος καὶ τρόμος καταλαμβάνει τὴν ἀθλία ψυχή μου, ὅταν φέρνω κατὰ νοῦν
τὸν ἐλεεινὸ πλούσιο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Ποιά τὰ ἁμαρτήματά του, γιὰ
τὰ ὁποῖα καταδικάστηκε σὲ τόσο φοβερὸ βάσανο; αὐτὸς οὔτε εἰδωλολάτρης
οὔτε ἐπίορκος οὔτε τῶν ἑορτῶν περιφρονητὴς οὔτε τῶν γονέων ὑβριστῆς οὔτε
μοιχὸς οὔτε κλέφτης οὔτε φονιᾶς οὔτε ψευδομάρτυρας οὔτε ἐπιθυμητὴς τῶν
ξένων πραγμάτων. «Ἐνεδιδύσκετο», λέει τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, «πορφύραν καὶ βύσ-
σον», δηλαδὴ λαμπρὰ καὶ πολύτιμα φορέματα· ἀλλὰ γι᾽ αὐτὸ ἄραγε τόση κα-
ταδίκη; «Εὐφραίνετο», λέει, «καθ᾽ ἡμέραν λαμπρῶς», δηλαδὴ ἔτρωγε, ἔπινε,
χόρευε, ἔψαλλε, γελοῦσε· ἀλλὰ γι᾽ αὐτὰ τόσα βάνασα; Ναί, γι᾽ αὐτά· ἐπειδή, σ’
αὐτὰ ἦταν προσηλωμένος κάθε μέρα, γι᾽ αὐτὰ καταδαπανοῦσε τὸν πλοῦτο του,
ἔπειτα, κλείνοντας τὰ σπλάγχνα του, δὲν ἐλεεῖ τὸν φτωχὸ Λάζαρο, ποὺ ἦταν
ἀσθενὴς καὶ καταπληγωμένος, ξαπλωμένος στὴν αὐλή του ἐνῷ οἱ σκύλοι
ἔγλειφαν τὶς πληγές του.
Ἀλλοίμονο λοιπόν! Πόσες φορὲς ἐγὼ ντυμένος λαμπρὰ καὶ πολύτιμα
ἐνδύματα, ἔχωντας καὶ ἄλλα τὰ ὁποῖα σαπίζουν στὶς ἀποθήκες, συναντῶ τὸν
Λάζαρον γυμνὸ καὶ ἀπὸ τὸ ψύχος ἀναστενάζει καὶ τρέμει, ἀποστρέφω δὲ τὸ
πρόσωπό μου ἀπ᾽ αὐτὸν καὶ διώχνω ἀπὸ τὴ μνήμη μου τὴν ἔννοια τῆς γυμνώ-
σεώς του; Πολλὲς φορὲς ἐγὼ μὲν κάθομαι στὸ γεμάτο τραπέζι πολλῶν καὶ ποι-
κίλων φαγητῶν καὶ ποτῶν καὶ τρώω καὶ πίνω καὶ εὐφραίνομαι, βλέπω δὲ τὸν
3
Λάζαρο πεινασμένο καὶ κακουχούμενο καὶ δὲν δίνω σ’ αὐτὸν οὔτε ἀπὸ τὰ πε-
ρισσεύματα καὶ τὶς ψίχες ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι μου; Πόσες φορὲς
ἔρχεται ὁ Λάζαρος στὴν ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ μου γυμνός, ἄρρωστος, κατα-
πληγωμένος καὶ χτυπᾶ τὴν πόρτα μου καὶ ζητῶντας τὸ ἔλεός μου περιμένει,
ἀντὶ δὲ παρηγοριᾶς βρίσκει ὀδύνη· γλείφουν τὶς πληγές του οἱ σκύλοι μου,
δηλαδὴ περιφρονοῦν καὶ τὸν διώχνουν οἱ δοῦλοι τῆς οἰκίας μου;
Αὐτὰ εἶναι ἁμαρτήματα μεγάλα καὶ πρόξενα φρικτῆς κολάσεως, καὶ ὅμως
σχεδὸν κανεὶς δὲν τὰ θεωρεῖ ἁμαρτήματα· ὅλοι σχεδὸν πλανῶνται, νομίζοντας
ὅτι, ἐὰν ἐλεήσουν τὸν φτωχό, κατορθώνουν ἔργο ἀρετῆς, ἐὰν ὅμως δὲν τὸν
ἐλεήσουν, νομίζουν ὅτι δὲν ἁμαρτάνουν. Καὶ τὸ μὲν σημερινὸ εὐαγγέλιο κηρύττει
φανερὰ ὅτι ὁ πλούσιος καταδικάστηκε στὴ φωτιά, ἐπειδή, ἀπολαμβάνοντας
μόνος τὸν πλοῦτο καὶ ξοδεύοντάς τον στὶς καθημερινὲς ἀπολαύσεις του,
οὐδέποτε ἐλέησε τὸν φτωχό, ἡ πλάνη ὅμως μένει μέχρι σήμερα. Ἀνάγκη λοιπὸν
εἶναι νὰ ἐξετάσουμε ποῦ στηρίζεται ἡ τόση πλάνη, ἐκ τούτου δὲ μαθαίνουμε
καὶ τὸ γιατί τόσο βαριὰ ἁμαρτάνει, ὅποιος δὲν ἐλεεῖ τοὺς φτωχούς.
Ἡ ἐλεημοσύνη στοὺς πένητες, λένε κάποιοι, δὲν εἶναι χρέος, ἐπειδὴ δὲν εἶναι
ἐντολὴ τῶν δέκα ἐντολῶν· ἑπομένως, ὅποιος δὲν ἐλεεῖ τοὺς φτωχούς, ἐκεῖνος
καθόλου δὲν ἁμαρτάνει. Τοῦτο εἶναι ψέμα· διότι ἡ δεύτερη ἐντολή, ἡ μεγάλη
καὶ ὅμοια μὲ τὴν πρώτη, παραγγέλνει τὴν ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς·
«Ἀγαπήσεις», λέει, «τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» (Ματθ. κβ´,39). Μὲ ποιὸν
τρόπο πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον, ἐξήγησε ὁ ἐπιστήθιος Ἰωάννης, λέγο-
ντας· «Τεκνία, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ γλώσσῃ, ἀλλ᾽ ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ» (Α´
Ἰωάν. γ´,18).
Μὴ νομίζεις λοιπὸν ὅτι, λέγοντας μὲ τὸ στόμα σου καὶ τὴν γλῶσσα σου «ἐγὼ
ἀγαπῶ τὸν πλησίον μου», ἐξεπλήρωσες τὴν ἐντολή· διότι γιὰ νὰ τὴν
ἐκπληρώσεις εἶναι πρέπον νὰ τὸν ἀγαπήσεις «ἔργω καὶ ἀληθείᾳ»· οὔτε νὰ νο-
μίζεις ὅτι, ὅταν δὲν σκέπτεσε ὕπουλα οὔτε κατατρέχεις οὔτε μισεῖς τὸν πλησίον
σου, τότε ἐκπλήρωσες τὴν ἐντολή, διότι, γιὰ νὰ τὴν ἐκπληρώσεις, εἶναι ἀνάγκη
«ἔργω καὶ ἀληθείᾳ» νὰ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου· ἐσὺ
δὲ ὄχι μόνο δὲν ἐνεργεῖς ὕπουλα, οὔτε κατατρέχεις οὔτε μισεῖς τὸν ἑαυτό σου,
ἀλλὰ καὶ τρέφεις καὶ ντύνεις καὶ μὲ κάθε τρόπο τὸν ἀναπαύεις.
Τότε λοιπὸν μόνο ἐκπληρώνεις τὴν ἐντολή, ὅταν ἔχοντας δύο χιτῶνες δίνεις
τὸν ἕνα σ’ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει (Λουκ. γ´,11), καὶ ὅταν ἔχεις τροφές, ἐκτελεῖς τὸ
ἴδιο, καὶ ὅταν, ἔχεις ὑπάρχοντα, κάνεις, ὅπως ἔκανε ὁ Ζακχαῖος, ὁ ὁποῖος μοί-
ρασε τὰ μισὰ τῶν ὑπαρχόντων του «τοῖς πτωχοῖς» (Αὐτόθ. ιθ´,8). Ὅσο λοιπὸν
χρέος ἔχουμε γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς δεύτερης ἐντολῆς τοῦ δεκάλογου, τόσο
καὶ γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη· ἐκ τούτου δέ, εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ ἀσυμπαθεῖς καὶ
ἀνελεήμονες παραβαίνουν τὴν δεύτερη, τὴν μεγάλη καὶ ὅμοια μὲ τὴν πρώτη
ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλος πάλι λέει· Ὁ Θεὸς σὲ ὅσα μοῦ χάρισε, μὲ τοποθέτησε κύριο τούτων
καὶ δεσπότη· ἀμετανόητα δέ, εἶναι τοῦ Θεοῦ τὰ χαρίσματα· ἐπειδὴ λοιπὸν μὲ
ἔκανε κύριο καὶ δεσπότη τῶν ὑπαρχόντων μου, δὲν μὲ κολάζει, ἐὰν δὲν θελήσω
νὰ δώσω ἀπ᾽ αὐτὰ στοὺς φτωχούς, διότι τοῦτο δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὴν δι-
καιοσύνη Του. Ποιός σὲ δίδαξε τοῦτο τὸ ὀλέθριο μάθημα; Ἀληθινὰ ὁ Θεὸς πλου-
τίζει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν πλουτίζει, ὄχι γιὰ νὰ σφετερίζεται τὸν πλοῦτο καὶ
4
νὰ τὸν ξοδεύει στὶς ἀπολαύσεις του ἢ νὰ τὸν κρύβει, τίποτε σὲ κανένα δὲν με-
ταδίδει, ἀλλὰ γιὰ νὰ χορηγεῖ ἀπ᾽ αὐτὸν στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀνοίγει τὰ χέρια του
καὶ μεταδίδει στοὺς ἔχοντες ἀνάγκη. Ὁ Θεός, πλουτίζοντας τὸν ἄνθρωπο, τὸν
διορίζει οἰκονόμο καὶ διοικητὴ τῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα ἔδωσε σ’ αὐτόν, ὥστε
στὸν πρέποντα καιρὸ νὰ τὸν διαμοιράζει στοὺς ἔχοντας ἀνάγκη, κατὰ ἀναλογία
τῆς ἀνάγκης αὐτῶν.
Ἄκουσε τί λέει περὶ τούτου ὁ ἴδιος ὁ Θεός· «Τίς ἄρα ἐστιν ὁ πιστὸς οἰκονόμος
καὶ φρόνιμος, ὃν καταστήσει ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς θεραπείας αὐτοῦ, τοῦ δοῦναι ἐν
καιρῷ τὸ σιτομέτριον;» (Λουκ. ιβ´,42). Ἀκούς; Οἰκονόμο ὀνομάζει τὸν πλούσιο·
ἀκοῦς καὶ τὸν λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς σὲ κατέστησε πλούσιο; «Τοῦ δοῦναι»,
λέει, «ἐν καιρῷ τὸ σιτομέτριον», νὰ σιτομετρᾶς, δηλαδὴ γιὰ νὰ χορηγεῖς στοὺς
φτωχοὺς κατὰ τὸ μέτρο τοῦ πλούτου σου καὶ τῆς ἀνάγκης τους.
Ὅποιος λοιπόν, λαμβάνει τὸν πλοῦτο, τὸν οἰκονομεῖ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Κυ-
ρίου του, ἐκεῖνον καὶ ἐπαινεῖ ὁ Θεὸς ὡς πιστὸ καὶ φρόνιμο οἰκονόμο καὶ
ἀνταμείβει γιὰ τὴν καλή του οἰκονομία· «μακάριος», λέει, «ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, ὃν
ἐλθὼν ὁ Κύριος εὑρήσει ποιοῦντα οὕτως» (Αὐτόθ. 43)· ὅποιος δέ, παίρνει τὸν
πλοῦτο, τὸν σφετερίζεται ὡς δικό του καὶ τρώει καὶ πίνει καὶ μεθᾶ, ἐνῶ τοὺς
φτωχοὺς ἀποστρέφεται παντελῶς, ἐκεῖνον ἐλέγχει ὡς ἄπιστο καί, τὸν χωρίζει
ἀπὸ τὴν ὁμάδα τῶν πιστῶν, καὶ τὸν καταδικάζει μὲ τοὺς ἄπιστους· «καὶ διχο-
τομήσει», λέει,«αὐτὸν καὶ τὸ μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀπίστων θήσει» (Αὐτόθ.
46).
Ἐὰν ὁ Θεὸς τὸν πλούτιζε γιὰ νὰ εἶναι κύριος καὶ δεσπότης τῶν ἀγαθῶν ποὺ
δόθηκαν σ’ αὐτόν, κάνει, ὅπως ἐσὺ λές, ἢ ὅτι θέλει, μὴ δίνωντας τὸ
«σιτομέτριον» στοὺς φτωχούς, ἐκεῖνο δὲ τὸν καθιστὰ φτωχὸ γιὰ νὰ πάσχει καὶ
νὰ βασανίζεται, κανένα ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τοῦ πλούτου νὰ μὴν ἀπολαμβάνει, τότε
ὁ Θεὸς θὰ ἔπρατε ἔργο ἀδικίας, διότι φανερὴ ἀδικία εἶναι τέτοια ἀνισότητα
στοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐπίσης εἶναι πλάσματά Του. Ὁ Θεὸς ὅμως αὐτὸν
μὲν κατέστησε πλούσιο, ἐκεῖνον δὲ φτωχό, γιὰ νὰ σώσει καὶ τοὺς δύο· τὸν μὲν
πλούσιο μέσῳ τῆς πιστῆς καὶ φρόνιμης οἰκονομίας, δηλαδὴ τῆς μεταδόσεως
στοὺς φτωχούς, τὸν δὲ φτωχὸ μέσῳ τῆς ἁπλοϊκῆς καὶ ἀγόγγυστης ὑπομονῆς
καὶ καρτερίας.
Βλέπετε λοιπὸν ποῦ θεμελιώνεται ἡ πλάνη ἐκείνων, ποὺ νομίζουν ὅτι ἡ
ἐλεημοσύνη δὲν εἶναι ἐκπλήρωση χρέους ἀλλὰ κατόρθωμα ἀρετῆς; Αὐτὴ ἡ
πλάνη, ἀδελφοί μου, προέρχεται ὄχι ἀπὸ τὸ λόγο τῆς πειθοῦς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν
ἀσπλαγχνία τῆς καρδιᾶς. Ἡ ἀσπλαγχνία εἶναι ἡ δαιμονιώδης ρίζα της· ὁ
ἄσπλαγχνος πλούσιος διόλου δὲν αἰσθάνεται οὔτε τὴν στενοχώρια τῆς πείνας
οὔτε τὴν ταλαιπωρία τῆς γυμνώσεως οὔτε τὴν ὀδύνη τῆς ἀρρώστιας οὔτε τὴν
θλίψη τῆς φτώχειας, ἀπὸ τὴν ὁποία πάσχει ὁ φτωχός· γι᾽ αὐτό, ὅσα ἂν πεῖς σ’
αὐτόν, οὔτε μαλακώνει οὔτε κλίνει σὲ ἔλεος καὶ λύπη· ἀκούγοντας δὲ τὴν κα-
τάκριση τῶν ἀνελεημόνων καὶ τὰ βραβεῖα τῶν ἐλεούντων, θέλοντας νὰ δικαιώσει
τὸν ἑαυτό του, προβάλλει τὰ προαναφερθέντα παράλογα λόγια.
Στὸ ἔργο τῆς ἐλεημοσύνης προτρέπει, ναί, ἡ δύναμη τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ
καὶ ὁ φόβος τῆς κολάσεως καὶ ἡ ἐλπδα τῆς ἀνταποδόσεως, προτρέπει ὅμως
περισσότερο ἡ εὐσπλαγχνία τῆς καρδιᾶς. Ὁ εὔσπλαγχνος, ὅταν δεῖ ἄνθρωπο
νὰ κινδυνεύει καὶ νὰ πάσχει, τόσο συντρίβεται ἡ καρδιά του, ὥστε πάσχει, σὰν
5
νὰ κινδύνευε καὶ ἔπασχε αὐτός· ἄρα καὶ κλαίει μετὰ τοὺς κλαίοντες καὶ θλίβε-
ται μετὰ τῶν θλιβομένων· γι’ αὐτό, ὅταν δεῖ κάποιον νὰ βρίσκεται σὲ ἀνάγκες
καὶ θλίψεις, ὄχι ἀπὸ τὴν ἐντολὴ οὔτε ἀπὸ τὸ φόβο οὔτε ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς
ἀνταποδόσεως προσελκόμενος, ἀλλὰ κινούμενος ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν εὐσπλαγχνία
του, τὸν ἐλεεῖ· θεραπεύοντας δέ, τὴν ἀνάγκη τοῦ φτωχοῦ, συνθεραπεύει συγ-
χρόνως καὶ τὴν θλίψη, τὴν ὁποία δοκιμάζει γι᾽ αὐτόν. Ἐκ τούτου μετὰ τὴν με-
τάδοση τῆς ἐλεημοσύνης χαίρεται καὶ εὐφραίνεται περισσότερο ὁ ἐλεήσας παρὰ
ὁ ἐλεηθείς.
Τοῦτο, τὸ ὁποῖο λέω, γνωρίζουν καὶ αἰσθάνονται ὅσοι εἶναι εὔσπλαγχνοι·
αὐτὴ ἡ ἐλεημοσύνη, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐσπλαγχνία τῆς καρδιᾶς, εἶναι
ἡ ἀληθινὴ ἐλεημοσύνη, ἡ ἁγία, ἡ ἀγαπημένη στὸν πολυεύσπλαγχνο Θεό. Γι᾽
αὐτὸ ὁ Ἀπ. Παῦλος, γράφοντας πρὸς τοὺς Κορινθίους περὶ ἐλεημοσύνης, πα-
ρήγγελλε νὰ ἐλεεῖ «ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ» (Β´ Κορινθ. θ´,7),
δηλαδὴ κατὰ τὴν εὐσπλαγχνία τῆς καρδιᾶς του· ὄχι γιὰ τὴν λύπη, τὴν ὁποία
προξενεῖ ὁ φόβος τῆς κολάσεως, οὔτε γιὰ τὴν ἀνάγκη τῆς ἀνταποδόσεως, «μὴ
ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» (Αὐτόθ.). Ποῖος εἶναι
ὁ «ἱλαρὸς δότης» ποὺ φοβᾶται μὴν κολασθῇ καὶ γι᾽ αὐτὸ δίνει; Ὄχι· διότι ὁ φο-
βούμενος δὲν εἶναι ἱλαρός, χαρούμενος δηλαδή, ἀλλὰ ἀνήσυχος. Δότης ἱλαρὸς
εἶναι ἐκεῖνος μόνο, ποὺ εὐσπλαγχνιζόμενος ἐλεεῖ μὲ χαρὰ καὶ βαθιὰ
εὐχαρίστηση.
Ἀλλὰ ἀποκρίνεσαι γι᾽ αὐτὰ λέγοντας· Ἐὰν ἡ ἀσπλαγχνία κάνει τὸν ἄνθρωπο
ἀνελεήμονα, ἡ δὲ εὐσπλαγχνία ἐλεήμονα, ὁ ἀνελεήμων διόλου δὲν ἁμαρτάνει,
διότι ἡ ἀσπλαγχνία καὶ ἡ εὐσπλαγχνία εἶναι ἰδιώματα φυσικά· ἐὰν ἡ φύση διέ-
πλασε τὰ νεῦρα τῶν αἰσθήσεών μου σκληρὰ καὶ ἀλύγιστα στὶς προσβολὲς τῶν
θλιβερῶν πραγμάτων ποὺ συμβαίνουν σὲ μένα, ἐὰν ἡ κράση τῆς φύσεώς μου μὲ
ἔκανε ἀσυμπάθιστο καὶ δυσαίσθητο, τί φταίω ἐγὼ ἢ πῶς ἁμαρτάνω;
Ἐμεῖς δὲν ἀρνούμαστε ὅτι αὐτὸς μὲν κατὰ φύση εὔκολα αἰσθάνεται τὴν θλίψη
τοῦ ἄλλου, ἐκεῖνος δὲ δύσκολα· ὁμολογοῦμε ὅτι κάποιοι ἔχουν ἐκ φύσεως
ἁπαλὴ καρδιά, ἄλλοι δὲ σκληρή, καθὼς κατὰ τὴν φύση κάποιοι εἶναι σώφρονες,
περὶ τῶν ὁποίων ὁ Κύριος εἶπε· «εἰσί γὰρ εὐνοῦχοι, οἵτινες ἐκ κοιλίας μητρὸς
αὐτῶν ἐγεννήθησαν οὕτω» (Ματθ. ιθ´,12), ἄλλοι δὲ ἐπιρρεπεῖς στὴν ἀσέλγεια,
ὅπως ὁ Σολομῶντας, γιὰ τὸν ὁποίο γράφτηκε· «Καὶ ὁ βασιλεὺς Σολομῶν ἦν φι-
λογύνης» (Γ´ Βασιλ. ια´,1). Λέμε δὲ ὅτι ἡ φύση, ὅταν ἐμεῖς θέλουμε, ὑποτάσσεται
στὴ χάρη· ὁ Ζακχαῖος ὁ σκληρόκαρδος ἔγινε πρὸς τοὺς φτωχοὺς συμπαθέστα-
τος καὶ εὐεργετικότατος· ἡ ἀκόλαστη πόρνη ἔνιψε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
καὶ μέσῳ τῶν δακρύων καὶ ἔγινε φρόνιμη· ἡ Σαμαρείτιδα, ἡ ὁποῖα ἔλαβε πέντε
ἄνδρες καὶ ἄλλο ἕκτο, συνετίσθηκε καὶ κήρυξε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἐνώπιον τῶν
τυράννων.
Ἄνθρωπε, λοιπὸν ἐσὺ λές ὅτι, ἐπειδὴ εἶσαι ἐκ φύσεως ἀσυμπάθιστος, οὐδεμία
ἁμαρτία ἔχεις, ἐὰν δὲν ἐλεήσεις τὸν φτωχό· ἀλλὰ ἐπειδὴ τὰ σπέρματα τῆς
ἀρετῆς εἶναι φυτεμένα ἐντὸς τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι
ἕτοιμη στὴν βοήθειά σου, ἐὰν θέλεις, μπορεῖς νὰ γίνεις συμπαθὴς καὶ
εὔσπλαγχνος, καθώς, ἐὰν θέλεις, γίνεσαι ἐγκρατὴς καὶ φρόνιμος· γι᾽ αὐτὸ
ἁμαρτάνεις ἐπειδὴ δὲν θέλεις.
Ἀλλὰ ὁ ἀσελγής, λές, ἔχει διάφορους τρόπους, μέσῳ τῶν ὁποίων μαραίνει τὴν
6
φλόγα τῆς σάρκας καὶ καταπραΰνει τὴ λύσσα τῆς ἐπιθυμίας· μέσῳ τῆς
προσευχῆς, τῆς νηστείας, τῆς ἀγρυπνίας, τῆς σκληραγωγίας «ὑπωπιάζων τὸ
σῶμα καὶ δουλαγωγῶν» (Α´ Κορινθ. θ´,27), γίνεται νικητὴς καὶ τροπαιοῦχος. Ὄχι
ἐμεῖς, ἀλλὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νικάει καὶ τοποθετεῖ στὸ κεφάλι μας τὸ στεφάνι
τῆς νίκης· ἐμεῖς καθ᾽ ἑαυτοῦ δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ γιὰ τέτοια κατορθώματα· ἐμεῖς
τὴν καλὴ διάθεση μόνο δείχνουμε, τὴ θέλησή μας δίνουμε, κάνουμε τὸ κατὰ δύ-
ναμη, ὁ δὲ Θεὸς μᾶς καθιστᾷ ἱκανοὺς πρὸς τὸ κατόρθωμα. Πεποίθηση δὲ τέτοια
ἔχουμε μέσῳ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Θεόν· «οὔχ ὅτι ἱκανοί ἐσμεν ἀφ᾽ ἑαυτῶν λο-
γίσασθαί τι ὡς ἐξ ἑαυτῶν, ἀλλ᾽ ἡ ἱκανότης μας ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Β´ Κορινθ. γ´,4-
5).
Ἄκουσε τὸν τρόπο, μέσῳ τοῦ ὁποίου εὔκολα γίνεσαι εὔσπλαγχνος. Ὅταν
συναντᾷς τὸν φτωχό, μὴ ἀποστρέφεις τὸ πρόσωπό σου ἀπ᾽ αὐτόν, ἀλλά, στήριξε
τὰ μάτια σου σ’ αὐτὸν καὶ παρατηρῶντας τὴν ἐλεεινή του κατάσταση, προσή-
λωσε τὸ νοῦ σου στὴ στενοχώρια καὶ τὴ θλίψη τῆς καρδιᾶς του. Ὅταν βλέπεις
τὸ σπίτι τῆς φτωχῆς καὶ ἄπορης χήρας, μὴ φύγεις, ἀλλὰ μπὲς σ᾽ αὐτό, δὲς τὰ
δάκρυά της, ὅταν τὴν περικυκλώνουν τὰ μικρὰ ὀρφανά της, γυμνὰ καὶ κλαίγο-
ντας καὶ μὲ φωνὴ θλιβερὴ ζητοῦν ἀπ᾽ αὐτὴν τροφή.
Ὅταν πλησιάζεις στὸ σπίτι, ὅπου κατοικεῖ ὁ φτωχός, ὁ ἀσθενής, μὴν
ἀναχωρήσεις γι’ ἀλλοῦ, ἀλλὰ μπὲς καὶ δές, ὅτι οὔτε γιατρὸς ἐκεῖ, οὔτε γιατρικό,
οὔτε ὑπηρέτης, οὔτε τροφή, οὔτε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ δροσίσει τὴν δίψα του· μὴ
φύγεις ἀμέσως, ἀλλὰ στάσου ἐκεῖ καὶ βλέπε τον ξαπλωμένον κατὰ γῆς, δὲς τὶς
πληγές, ἐρεύνησε ποιὰ ἡ ἀσθένεια· στάσου ἐκεῖ καὶ ἄκουσε τὶς ὀδυνηρὲς φωνές,
ἀπὸ τοὺς πόνους τῆς ἀρρώστιας του. Ὅταν βλέπεις τὸν φτωχὸ ν’ ἁπλώνει τὸ
χέρι καὶ νὰ ζητάει τὸ ἔλεός σου, μὴν ὀργίζεσαι, μὴν ἀγανακτεῖς, ἀλλὰ νὰ ἔχεις
χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, νομίζοντας ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριός σου καὶ ὁ Σωτήρας
σου, ὁ ὁποῖος ἁπλώνει τὸ χέρι καὶ ζητάει ἀπὸ σένα τὸ κλειδί, γιὰ νὰ ἀνοίξει σὲ
σένα τοῦ παραδείσου τὴν πόρτα.
Ὅταν αὐτὰ κάνεις, τότε καὶ τὴν ἀγαθή σου προαίρεση δείχνεις καὶ τὸ κατὰ
τὴν δύναμή σου συνεισφέρεις καὶ ἑτοιμάζεις τὴν καρδιά σου πρὸς ὑποδοχὴ τῆς
χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως τότε ἡ χάρη ἐνεργεῖ σὲ σένα καί, νικάει τὴν φύση,
ἁπαλύνει τὴν σκληρότητα τῆς καρδιᾶς σου· τότε γίνεσαι συμπαθὴς καὶ
εὔσπλαγχνος καὶ συμπάσχεις μὲ τοὺς πάσχοντες καὶ ἀπλώνεις μετὰ χαρᾶς τὸ
χέρι σὲ βοήθεια τῶν φτωχῶν καὶ ἀπόρων, γίνεσαι οἰκτίρμων, συμπονᾶς δηλαδὴ
τοὺς ἄλλους, καθὼς καὶ ὁ Πατέρας σου ὁ ἐπουράνιος «οἰκτίρμων ἐστί» (Λουκ.
στ´,36)· γι’ αὐτὸ καὶ κληρονόμος γίνεσαι τῆς αἰωνίου βασιλείας Του «ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ μας, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

You might also like