You are on page 1of 162

Διεύθυνση: Xριστοκοπίδου 12, 10554 AΘHNA

Τηλέφωνο: 2103212713 & 2103212107


Email: info@ioannisvaptistis.gr
Στρατευομένη εἶναι καὶ λέγεται ἡ Ἐκκλησία. Τὰ μέλη τῆς εἶναι «στρατιώται Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄
Τιμ. β' 3). Ἄραγε ἔχουμε συνειδητοποιήσει οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ τὴ βασική μας αὐτὴ ἰδιότητα;
Ἂν ναί, τότε πῶς ἐξοπλιζόμαστε;
Μὲ τὴ βάπτισί μας δώσαμε ὑπόσχεσι, ὅτι συντασσόμαστε μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅτι τασσόμαστε
μὲ τὴν παράταξη τῶν ἁγίων, ὅτι ἔντασσομαστε στὸ «κέρας χριστιανῶν ὀρθοδόξων». Αὐτὸ σημαίνει,
ὅτι καθημερινὰ ἀγωνιζόμαστε.
Ὁ ἀγῶνας μᾶς ἀποβλέπει τόσο στὴ δική μας κάθαρσι καὶ τελείωσι, ὅσο καὶ στὴν ἐξάπλωση τῆς
βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἂν καὶ ἡ διάκρισις τῶν δύο στόχων τοῦ ἀγῶνα μας δὲν εἶναι τόσο ἐπιτυχής, ἐν
τούτοις χρησιμοποιεῖται, γιὰ νὰ αἰσθανθοῦμε τὸ διπλό μας χρέος. Εἴμαστε ὄφειλετες καὶ στὸν
ἑαυτό μας καὶ στοὺς ἄλλους. Ἡ σωτηρία μας καὶ ἡ σωτηρία τῶν ἄλλων ἄλληλοεξαρτωνται.
Ἄν, λοιπόν, ἡ ζωὴ μᾶς εἶναι ἕνας διαρκῇς ἀγῶνας, ἕνας ἀκατάπαυστος πόλεμος, ἔχουμε ἀνάγκη
διαρκοῦς ἀνεφοδιασμοῦ καὶ ἐξοπλισμοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ὁπλοστάσιό μας. Διαθέτει πολλὰ ὅπλα. Καὶ περιμένει τοὺς πιστούς, ποὺ
ἑκούσια στρατολογήθηκαν στὸ μεγάλο ἔργο, γιὰ νὰ τοὺς παραδώση ὅπλα, κατάλληλα γιὰ τὴν κάθε
περίστασι.
Ὅπλο ἰσχυρὸ στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή. Εἶναι ἀδύνατο νὰ σωθοῦμε καὶ νὰ
συμβάλλουμε στὴ σωτηρία ἄλλων, ἂν δὲν εἴμαστε ἐπιμελεῖς ἀναγνῶστες ἢ ἀκροατὲς τοῦ λόγου
τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ συνεπεῖς τηρητές του.
Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, μαζὶ μὲ τὴ συχνὴ θεία Κοινωνία, εἶναι «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ» γιὰ τὴ
μάχη μας «πρὸς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων» (Β' Κορ. ἰ' 4).
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι στρατόπεδο, ὅπου ἐκπαιδεύονται οἱ ὁπλῖτες τῆς παρατάξεως τοῦ Κυρίου. Κάθε
Ἐνορία, κάθε ὀρθόδοξη Κίνησις, κάθε θρησκευτικὴ Σύναξις, ὀφείλει νὰ ἐξελίσσεται σὲ σύγχρονο
κέντρο ἐκπαιδεύσεως, προκειμένου νὰ ἑτοιμάζονται οἱ «στρατευόμενοι» (Β΄ Τιμ. β' 4), ὥστε νὰ
γίνεται σωστὴ χρῆσις τοῦ ὅπλου, ποὺ λέγεται Ἁγία Γραφή.
Ἀλλοίμονο, ἂν σὲ κέντρο ἐκπαιδεύσεως οἱ ἐκπαιδευόμενοι δὲν διδάσκωνται τὴ χρήση τοῦ
βασικοῦ ὁπλισμοῦ!
Δυστυχῶς σὲ τέτοιο κέντρο θέλουν ὤρισμενοι νὰ μετατρέψουν τὴν Ἐκκλησία.
Ἀλλά, δόξα τῷ Θεῷ, ὑπάρχουν πάντοτε εὐσεβεῖς ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί,
ποὺ ἔχουν πρωταρχικὸ ἔργο τὴν καλλιέργεια τοῦ Ἁγιογραφικοῦ πόθου, τὸν ἐξοπλισμὸ τῶν
χριστιανῶν μὲ τὴν οὐράνια δύναμι τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Οἱ λεγόμενοι Ἁγιογραφικοὶ Κύκλοι ἀποτελοῦν
εὔλογημενη ποιμαντικὴ μέριμνα.
Ἐπιθυμοῦμε νὰ προσφέρουμε στὴ στρατευομένη Ἐκκλησία τὶς μικρές μας δυνάμεις γιὰ τὴν
ἐπιτυχῆ λειτουργία τῶν Ἁγιογραφικῶν Κύκλων. Ἡ πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου
θεωρεῖται βασικὴ γιὰ τὴ θεολογικὴ ὑποδομὴ τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνα.
Όσοι τυχὸν ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴν ἑρμηνευτικὴ καὶ οἰκοδομητικὴ αὐτὴ ἐργασία, ἃς παρακαλοῦν
τὸν Κύριο νὰ μᾶς χαρίζῃ τὸ ἔλεός Του, ὥστε «ἄκαταγνωστως» νὰ λαλοῦμε τὰ θαυμάσια «ἐκ τοῦ
νόμου Του».
(Γιὰ τὴν πρώτη ἔκδοση)
Ἀθῆνα, 14 Ἰουλίου 1989
Ἕνας φυλακισμένος διδάσκει
Ἕνας φυλακισμένος καὶ διδάσκαλός μας. Οἱ φυλακὲς κάποτε κρύβουν διαμάντια. Ἦταν ἐποχή,
ποὺ οἱ φυλακὲς ἤσαν γεμάτες ἁγίους. Ἀντὶ γιὰ τοὺς κακοποιούς, στὶς φυλακὲς ἤσαν οἱ χριστιανοί.
Καὶ στὸν αἰῶνα, ποῦ πέρασε (20ός αἱ.) ὑπῆρξαν χῶρες μὲ ἀθεϊστικὰ καθεστῶτα, ὅπου οἱ χριστιανοὶ
φανερὰ διώκονταν, φυλακίζονταν, βασανίζονταν καὶ θανατώνονταν γιὰ τὴν πίστη τους.
Σὲ χρόνια ἐμφανῶν διωγμῶν, τὸ νάναι κάποιος χριστιανός, ἀποτελεῖ ἔγκλημα γιὰ τὸ κράτος. Οἱ
χριστιανοὶ Ζοῦν μὲ τὸ «ἀπόκριμα τοῦ θανάτου» (Β' Κορ. ἃ' 9). Εἶναι ὑποψήφιοι μάρτυρες.
Φυλακισμένος ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Στὴ φυλακὴ τῆς Ρώμης γράφει καὶ τὴν πρὸς 'Ἐφεσίους
Ἐπιστολή.
• Φυλακὴ ὁ Παῦλος; Πολλὲς φορὲς φυλακίστηκε. Πολλὲς φορὲς κακοποιήθηκε, ραβδίστηκε,
βασανίστηκε.
• Ποιὸ τὸ ἔγκλημά του; Ἡ ἀγάπη του στὸ Χριστό. Ἀγαποῦσε φλογερά, τὸ Χριστό. Ἀπὸ τότε ποὺ
τὸν κάλεσε θαυμαστὰ ὁ Χριστὸς στὸ ἔργο Του, ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα καὶ ὁλόσωμα στὸ ἔργο τοῦ
Εὐαγγελίου. Κανένας ἄλλος δὲν ἀγάπησε τὸ Χριστὸ τόσο πολύ, ὅσο ὁ Παῦλος.
Όλοι ξέρουμε, ὅτι προτοῦ νὰ γίνῃ Ἀπόστολος ἦταν διώκτης τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν
φανατικὸς πολέμιος τῶν χριστιανῶν. Σκοπὸ τοῦ εἶχε βάλει νὰ καταστείλη τὸ χριστιανικὸ κίνημα,
ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ φουντώνῃ.
Ζήτησε κάποτε ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς συστατικὲς ἐπιστολὲς γιὰ τὴ συναγωγὴ τῆς Δαμασκοῦ, «ὅπως
ἐὰν τίνας εὔρη τῆς ὁδοῦ ὄντας, ἄνδρας τὲ καὶ γυναίκας, δεδεμένους ἀγάγη εἰς Ἱερουσαλὴμ» (Πράξ.
θ' 2). Πήγαινε στὴ Δαμασκό, γιὰ νὰ πιάση αἰχμαλώτους τους «τῆς ὁδοῦ», τοὺς χριστιανούς. Νὰ
τοὺς ὁδηγήση στὴ φυλακή. Ἀλλ' ἀντὶ νὰ αἰχμαλωτίση, αἰχμαλωτίστηκε. Τὸν ἐπίασε ἔξω ἀπ' τὴ
Δαμασκὸ ἢ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ὤδηγησε στὸ πλούσιο φῶς τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὅταν ὁ Κύριος ἔστειλε τὸν Ἀνανία νὰ βρῇ τὸ Σαῦλο, ποὺ εἶχε τυφλωθῆ στὸ ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ,
τοῦ μίλησε σαφῶς γιὰ τὸ ἔργο ποὺ θὰ ἐπιτελοῦσε ὁ νέος Ἀπόστολος: «Πορεύου, ὅτι σκεῦος
ἐκλογῆς μοὶ ἐστὶν οὗτος τοῦ βαστᾶσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τὲ Ἰσραὴλ»
(Πράξ. θ' 15).
• Ὁ Παῦλος ἦταν σκεῦος ἐκλογῆς.
• Προωριζόταν νὰ γίνῃ καὶ ἔγινε Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν.
• Ἂν ἡ μεταστροφὴ τοῦ Παύλου εἶναι τὸ καταπληκτικώτερο θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ,
τὸ ἔργο ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Παῦλος εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξις τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς δυνάμεως
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
• Ὁ Παῦλος ὑπῆρξε ἡ θερμοτερη καρδιὰ τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας.
• Ἀναδείχτηκε ὁ φλογερώτερος κήρυκας τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀγάπης.
• Πέταξε ὡς ἀετὸς τοῦ πνεύματος εἴκοσι πέντε χρόνια. Ἔτρεξε σὲ 'Ἀνατολὴ καὶ Δύσι, σ' ὅλο τὸν
τότε γνωστὸ κόσμο, κηρύσσοντας «Χριστὸν ἐσταυρωμένον» (Ἃ' Κορ. ἃ' 23).
Όσα πραγματοποιοῦσε ὁ Παῦλος, εἶχε τὴ συνείδηση, ὅτι τὰ ἐνεργοῦσε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ
χάρις εἶναι τὸ γλυκύτατο κήρυγμά του. Πρῶτος ὁ ἴδιος εἶχε αἰσθανθῆ τὴ μεταμορφωτική της
δύναμι.
Ο Ἱερὸς Χρυσόστομος, ποὺ ἀγάπησε πολὺ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, λέγει γιὰ τὸ τί ἔπετελεσε ὁ
μεγάλος Ἀπόστολος μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ: «Παῦλος, καὶ πολλὰ Κοπιάσας, καὶ μυρία τρόπαια κατὰ
τοῦ διαβόλου στήσας, καὶ ἐν σώματι τὴν οἰκουμένην πεζεύσας, ὁ γῆν καὶ θάλατταν καὶ ἀέρα
περιδραμῶν, ὁ καθάπερ ὑποπτερὸς τὶς τὴν οἰκουμένην περιελθῶν, ὁ λιθασθεῖς, ὁ φονευθεῖς, ὁ
τυπτηθεῖς, καὶ πάντα διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ παθῶν, ὁ οὐρανία φωνὴ κληθεῖς ἄνωθεν, ὅρα, οὗτος
τί λέγει, ποίαν φωνὴν Ἔλαβομεν χάριν, φησίν, ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κάγω ἐκοπίασα καὶ
συνεισήνεγκα. Καί ἢ χάρις αὐτοῦ ἢ εἰς ἐμὲ κενὴ οὐκ ἐγενήθη ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων
ἐκοπίασα καὶ συνεισήνεγκα” (Α΄ Κορ. ιε' 10)» (Ε.Π.Ε. 30,158). Μετάφρασις: Ὁ Παῦλος κοπίασε, ὅσο
κανένας ἄλλος, γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο, Ἔστησε ἀμέτρητα τρόπαια ἐναντίον τοῦ Διαβόλου. Διέσχισε μὲ
τὰ πόδια ὅλη τὴν οἰκουμένη. Περιέτρεξε τὴ γῆ, τὴ θάλασσα, τὸν ἀέρα. Φτερούγισε σ' ὅλο τὸν
κόσμο. Λιθοβολήθηκε, χτυπήθηκε, κακοποιήθηκε μέχρι θανάτου. Ἔπαθε τὰ πάντα γιὰ τὸ ὄνομα
τοῦ Θεοῦ. Κλήθηκε στὸ ἔργο τοῦ κηρύγματος μὲ οὐράνια κλῆσι. Πρόσεχε, λοιπόν, τί
βροντοφώναξε: Λάβαμε τὴ χάρι ἀπὸ τὸ Θεό. Παράλληλα καὶ ἐγὼ κοπίασα καὶ προσέφερα. «Καὶ ἢ
χάρις τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς δόθηκε, δὲν πῆγε χαμένη, ἀλλὰ καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλους κοπίασα καὶ
προσέφερα».
• Ἕνας ὁ Παῦλος! Καὶ ὅμως περιόδευσε ὅλο τὸν κόσμο.
• Ἔστησε παντοῦ το τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, γκρεμίζοντας τὰ κάστρα τοῦ Διαβόλου.
• Ἵδρυσε τόσες κατὰ τόπους Ἐκκλησίες.
• Ἔσωσε μυριάδες ψυχές.
Ένας ἐκεῖνος, ἔκανε τόσα πολλά. Χιλιάδες ἑκατομμύρια ἐμεῖς δὲν κάνουμε τίποτε. Κι αὐτό, διότι
δὲν ἔχουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Παύλου. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἦταν ἡφαίστειο ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη στὸ Χριστὸ ἦταν
ἀτομικὴ ἐνέργεια, ποῦ ἐνεργοῦσε θαυματουργικά.
Οἱ Ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου
Ὁ ἀθάνατος Παῦλος ἐξακολουθεῖ νὰ διδάσκῃ τὸν κόσμο μὲ τὶς θεόπνευστες Ἐπιστολές του. Εἶναι
δεκατέσσερις. Τὶς ἔστελνε σὲ τοπικὲς Ἐκκλησίες καὶ σὲ πρόσωπα.
Όπως ὀ προφορικός του λόγος, ἔτσι καὶ ὁ γραπτός, εἶχε δύναμι καὶ ἄλλαζε τὴν κοινωνία.
• Ὅποιος διαβάσει Παῦλο, ἀποκτᾷ τὴν ἐπίγνωση τοῦ Χριστοῦ.
• Ὅποιος διαβάζει Παῦλο, ἔχει τὸ γνήσιο πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου.
• Ὠνομάστηκε «στόμα Χριστοῦ» ὁ Παῦλος.
Ο δὲ ἱερὸς Χρυσόστομος, ποὺ ὀνομάστηκε «στόμα Παύλου», συγκρίνει τὴν κιβωτὸ τοῦ Νῶε μὲ
τὴν κιβωτὸ τῆς σωτηρίας, ποῦ ἤσαν οἱ Ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου. Καὶ παρουσιάσει κατὰ μεγαλειώδη
τρόπο τὸ ἀπείρως καταπληκτικώτερο σωστικὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἔργου τοῦ Παύλου: «Νῶε ἐαυτὸν
μετὰ τῶν παίδων διέσωσε μόνον. Οὗτος δὲ πολὺ χαλεπωτέρου τὴν οἰκουμένην κατακλυσμοῦ
καταλαβόντος, οὐ σανίδας πηξάμενος καὶ κιβωτὸν ποιήσας, ἀλλ' ἀντὶ σανίδων τὰς ἐπιστολᾶς
συνθεῖς, οὐ δύο καὶ τρεῖς καὶ πέντε συγγενεῖς, ἀλλὰ τὴν οἰκουμένην ἅπασαν, καταποντίζεσθαι
μέλλουσαν, ἐκ μέσων ἤρπασε τῶν κυμάτων. Οὐδὲ γὰρ τοιαύτη ἣν ἢ κιβωτός, ὡς ἐν ἐνὶ
περιφέρεσθαι τόπω, ἀλλὰ τὰ τέρματα τῆς οἰκουμένης κατέλαβε, καὶ ἐξ ἐκείνου πάντας εἰσάγει
μέχρι τοῦ νῦν εἰς τὴν λάρνακα ταύτην. Σύμμετρον γὰρ τῷ πλήθει τῶν σῳζομένων αὐτὴν
κατασκευάσας, δεχόμενος ἀλόγων ἀνοητοτέρους, ταϊς ἄνω δυνάμεσιν ἔφαμιλλους ἐργάχεται, καὶ
ταύτη νικῶν τὴν κιβωτὸν ἐκείνην. Ἐκείνη μὲν γὰρ κόρακα λαβοῦσα, κόρακα πάλιν ἐξέπεμψε. Καὶ
λύκον ὑποδεξαμένη, τὴν θηριωδίαν οὐ μετέβαλεν. Οὗτος δὲ οὒχ οὕτως, ἀλλὰ λαβῶν λύκους,
πρόβατα εἰργάσατο. Καὶ λαβῶν ἱέρακας καὶ κολοιούς, περιστερᾶς τούτους ἀπετέλεσε. Καὶ πᾶσαν
ἀλογίαν καὶ θηριωδίαν τῆς τῶν ἀνθρώπων φύσεως ἐκβαλῶν, τὴν τοῦ Πνεύματος ἐπεισήγαγεν
ἡμερότητα. Καὶ μέχρι νῦν μένει πλέουσα ἢ κιβωτὸς αὕτη, καὶ οὐ διαλύεται. Οὔδε γὰρ ἴσχυσεν
αὐτῆς τὰς σανίδας χαυνώσαι τῆς κακίας ὁ χειμών, ἀλλ' ὑπερπλέουσα μᾶλλον τοῦ χειμῶνος, τὴν
πάλην κατέλυσε. Καὶ μάλα εἴκοτως. Οὐ γὰρ ἀσφάλτω καὶ πίσση, ἀλλὰ Πνεύματι ἁγίω κεχρισμέναι
αἳ σὰνίδες αὑταὶ εἰσιν» (Ε.Π.Ε. 36,404 406). Μετάφρασις: Ὁ Νῶε ἔσωσε μόνο τὸν ἑαυτὸ τοῦ μαζὶ
μὲ τὰ παιδιά του. Ὁ Παῦλος ὅμως, ὅταν ἔγινε στὴν οἰκουμένη πολὺ χειρότερος κατακλυσμός, χωρὶς
νὰ καρφώση σανίδες καὶ νὰ σχηματίση κιβωτό, ἀλλ' ἀντὶ γιὰ σανίδες γράφοντας τὶς Ἐπιστολές του,
ὄχι δύο καὶ τρεῖς καὶ πέντε συγγενεῖς, ἀλλ' ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ
καταποντιστῆ, τὴν ἅρπαξε μέσα ἀπ' τὰ κύματα. Γιατί οὔτε ἡ κιβωτὸς τοῦ ἦταν τέτοια, ὥστε νὰ
περιφέρεται σ' ἕνα τόπο, ἂλλ' ἐπίασε τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα ὅλους
τους ὁδηγεῖ στὴν κιβωτὸ τῆς σωτηρίας. Ἔκανε τὴν κιβωτὸ τοῦ (ὁ Παῦλος) ἀνάλογη πρὸς τὸ πλῆθος
τῶν σῳζομένων. Δέχεται ἀνθρώπους πιὸ ἀνόητους ἀπὸ τὰ ζῷα καὶ τοὺς κάνει ἰσάξιους μὲ τὶς
οὐράνιες δυνάμεις, ξεπερνώντας ἔτσι τὴν κιβωτὸ τοῦ Νῶε. Στὴν παλαιὰ κιβωτὸ κόρακας μπῆκε,
κόρακας βγῆκε. Λύκος φιλοξενήθηκε, ἀλλὰ καθόλου δὲν ἄλλαξε. Κοντὰ στὸν Παῦλο ὅμως δὲν
συνέβη τὸ ἴδιο. Ὑποδέχτηκε λύκους καὶ τοὺς ἔκανε πρόβατα. Δέχτηκε γεράκια καὶ καλιακοῦδες, καὶ
τοὺς ἔκανε περιστέρια. Κι ἀφοῦ ἀπομάκρυνε κάθε παραλογισμὸ καὶ θηριωδία τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεως, ἔβαλε μέσα της τὴν ἡμερότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ μέχρι σήμερα πλέει ἡ κιβωτὸς
τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν διαλύεται. Οὔτε καὶ μπόρεσε ὁ χειμῶνας τῆς κακίας ν' ἀνοίξη τὶς σανίδες της,
ἀλλὰ κατώρθωσε νὰ ἐπιπλεύση καὶ νὰ διαλύση τὴ θύελλα τοῦ χειμῶνα. Καὶ πολὺ φυσικά, ἀφοῦ οἱ
σανίδες της δὲν εἶναι ἄλειμμενες μὲ ἄσφαλτο καὶ πίσσα, ἀλλὰ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Παῦλος καὶ Ἔφεσος
Προτοῦ νὰ προχωρήσουμε στὴν ἑρμηνεία της πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς, εἶναι ἀνάγκη νὰ
πληροφορηθοῦμε μερικὰ πράγματα γιὰ τὴν Ἐφεσο. Στὴν ἀρχαία Ἔφεσο, πόλι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας,
λατρευόταν ἰδιαίτερα ἡ «θεὰ» Ἄρτεμις, μία ἀπὸ τὶς «θεότητες» τοῦ εἰδωλολατρικοῦ δωδεκαθέου.
Χρυσὲς δουλειὲς ἔκαναν ὅσοι ἔφτιαχναν ἀγάλματα τῆς Ἀρτέμιδος ἢ ἀσημένια ὁμοιώματα τοῦ
ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ἔφεσο. Σπουδαιότερος ἀπ' αὐτούς, ποῦ πλούτισαν ἀπ' τὴν Ἀρτεμι, ἦταν
κάποιος Δημήτριος Ἀργυροκόπος.
Αὐτός, λοιπόν, μία ἡμέρα ξεσήκωσε ὅλους τους τεχνῖτες καὶ ἐργάτες, ποῦ Ζοῦσαν ἀπὸ τὴν
ὑπόθεση τῆς Ἀρτέμιδος, καὶ ἔκαναν διαδήλωση στὴν Ἔφεσο. Τὰ συνθήματά τους θὰ τὰ ἀποδίδαμε
κάπως ἔτσι:
- Κινδυνεύουμε σὰν ἐπαγγελματίες! Χάνουμε τὴ δουλειά μας! Χάνουμε τὸ ψωμί μας! Κι ὄχι μόνο
αὐτό, ἀλλὰ κινδυνεύει ἡ θεά μας, ἡ μεγάλη Ἄρτεμις.
Τὸ πλῆθος πίστεψε στὰ συνθήματα τῆς παράξενης αὐτῆς διαδηλώσεως καὶ ὅλοι μὲ μία φωνὴ
φώναξαν:
- Μεγάλη ἡ Ἄρτεμις τῶν Ἐφεσίων! Ἀπὸ ποιὸν κινδύνευε ἡ λατρεία τῆς θεᾶς τῶν εἰδώλων;
Κινδύνευε ἀπὸ ἕναν Ἰουδαῖο, ποὺ εἶχε ἔρθει στὴν Ἔφεσο. Ἀπ' τὸν Παῦλο. Ἔφτασε στὴν Ἔφεσο ὁ
Παῦλος, περιοδεύοντας τὴν οἰκουμένη. Ἀπ' τὶς Πράξεις πληροφορούμαστε, ὅτι καὶ στὴ δεύτερη καὶ
στὴν τρίτη ἱεραποστολική του περιοδεία ὁ Παῦλος πέρασε ἀπὸ τὴν Ἔφεσο. Ἀξίζει νὰ
σκιαγραφήσουμε ἁπλῶς μερικὰ ἀπ' τὰ γεγονότα, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴ δράση του στὴν Ἔφεσο:
• Ἂπ' τὴν Κόρινθο ὁ Παῦλος ἔρχεται στὴν Ἔφεσο. Τὸν συνοδεύουν ἕνα σπουδαῖο ἱεραποστολικὸ
ζευγάρι, ὁ Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα. Λίγο ἔμεινε αὐτὴ τὴ φορά. Ἐπισκέφθηκε τὴ συναγωγὴ τῶν
Ἰουδαίων. Υστερα ἔφυγε, ἀφοῦ ἄφησε στὴν Ἔφεσο τὸ πιστὸ ζεῦγος Ἀκύλα-Πρίσκιλλα (Πράξ. ἰη ?
19-21).
• Στὴν Ἔφεσο παρουσιάστηκε ἕνας σπουδαῖος κήρυκας, ὁ Ἀπολλῶς. Εἶχε δύναμι λόγου, ἀλλὰ
δὲν ἤξερε καλά το περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἤξερε μόνο το κήρυγμα καὶ τὸ βάπτισμα
τοῦ Ἰωάννου. Ὁ 'Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα τὸν ἄκουσαν νὰ διδάσκῃ στὴν Ἰουδαϊκὴ συναγωγή. “Όταν
ἔφυγαν οἱ ἄλλοι, τὸν πῆραν μαζί τους στὸ σπίτι τους καὶ τοῦ ἐξέθεσαν μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια τὴ
χριστιανικὴ πίστι. Μὲ ταπείνωσι ὁ Ἀπολλῶς δέχτηκε τὶς ὑποδείξεις τοῦ 'Ἀκύλα καὶ τῆς Πρίσκιλλας
(Πράξ. ἰη' 24-28).
• Ὁ Παῦλος ξανάρχεται στὴν Ἔφεσο. Αὐτὴ τὴ φορὰ παραμένει τρία χρόνια. Στὴν ἀρχὴ βρίσκει
δώδεκα ἄνδρες, ποὺ εἶχαν βαπτιστὴ στὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Τοὺς μιλάει γιὰ τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιον καὶ τοὺς βαπτίζει. Εἶναι ἡ πρώτη Ζύμη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου (Πράξ. 16' 1-7).
• Ὁ Παῦλος κηρύττει στὴ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων. Πολλοὶ πιστεύουν στὸ Χριστό. Γίνονται
θαύματα ἀπ' τὸν Παῦλο. Ἀκόμη καὶ τὸ προσόψιό του θαυματουργεῖ καὶ γιατρεύει ἀρρώστους.
Πολλοὶ ἐξομολογοῦνται τὰ ἁμαρτήματά τους. Καὶ κάποια μέρα συγκεντρώνουν ὅλα τα μαγικὰ
βιβλία καὶ τὰ καῖνε δημόσια. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἐπιβάλλεται «κατὰ κράτος» (Πράξ. ἰθ' 8-20).
• Ἡ μεταστροφὴ εἰδωλολατρῶν στὴ χριστιανικὴ πίστη ταράζει τοὺς ἐμπόρους, ποῦ πλούτισαν
ἀπ' τὴ λατρεία τῆς Ἀρτέμιδος. Γίνονται οἱ ταραχές, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸ Δημήτριο τὸν ἀργυροκόπο,
ὅπως ἀναφέραμε (Πράξ. 16' 21-41).
• Ὁ Παῦλος κατὰ τὴν τρίτη ἱεραποστολική του περιοδεία ξαναγυρίσει στὴν Ἔφεσο, ἀφοῦ
ἐπισκέφθηκε τὶς Ἐκκλησίες τῆς Ἑλλάδος (Ἀχαΐας). Στὴν παραλία τῆς Μιλήτου συγκεντρώνει τοὺς
πρεσβυτέρους καὶ ἐπισκόπους της περιοχῆς τῆς Ἐφέσου. Τοὺς ἀποχαιρετᾷ μὲ συγκινητικὴ
προσλαλιά. Τοὺς θυμίζει, «ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν» δὲν ἔπαψε νὰ νουθετῇ «ἕνα ἕκαστον».
Ἡ ὁμιλία καὶ ἡ σκηνὴ τοῦ ἀποχωρισμοῦ περιέχονται στὸ 20ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων.
• Ὁ Παῦλος φεύγει ἀπὸ τὴν Ἔφεσο. Πορεύεται γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπ' ἐκεῖ γιὰ τὴ Ρώμη. Δὲν
θὰ ξαναδῇ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου. Τοὺς ἀφήνει ἐπίσκοπο τὸν ἀπόστολο Τιμόθεο, ποὺ
ἀργότερα μαρτύρησε στὴν Ἔφεσο.
Ἡ πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολὴ
Φυλακισμένος στὴ Ρώμη, γιὰ τὸ Χριστό, ὁ Παῦλος γράφει τὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολή. Εἶναι
μία ἀπὸ τὶς τέσσερις Ἐπιστολὲς τῆς πρώτης φυλακίσεώς του στὴ Ρώμη. Πρόκειται γιὰ τὶς «Ἐπιστολὲς
τῆς αἰχμαλωσίας». Εἶναι ἡ πρὸς Φιλιππησίους, ἢ πρὸς Ἐφεσίους, ἢ πρὸς Κολασσαεῖς καὶ ἡ πρὸς
Φιλήμονα.
Σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Ἐπιστολῆς φαίνεται, ὅτι ὁ Παῦλος εἶναι δέσμιος. Στὸ τέλος π.Χ. γράφει:
«Προσεύχεσθε ὑπὲρ ἐμοῦ, ἶνα μοὶ δοθῆ λόγος ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματός μου, ἐν παρρησίᾳ γνωρίσαι
τὸ μυστήριον τοῦ εὐαγγελίου, ὑπὲρ οὐ ἐγὼ πρεσβεύω ἓν ἁλύσει» (Ἐφεσ. στ΄ 20).
Η πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολὴ εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ θεολογικὲς ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστ. Παύλου. Μοιάζει
μὲ τὴν πρὸς Κολοσσαεῖς. Ἀλλ' ἐνῷ τὰ πρῶτα κεφάλαιά της εἶναι βαθειὰ θεολογικά, τὰ τελευταῖα
της εἶναι ἤθικοκοινωνικα.
• Δογματικὴ καὶ ἠθική.
• Θεολογία καὶ Ζωή.
Η πρὸς 'Ἐφεσίους Ἐπιστολὴ παρουσιάζει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, τὴν ἀλήθεια
ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ πρακτικὲς συμβουλὲς γιὰ τὴν οἰκογένεια καὶ γιὰ τοὺς
χριστιανοὺς ἀτομικά.
• Ὅπως τὸ σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ζήση χωρὶς καθημερινὴ τροφή, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ
ζήση χωρὶς καθημερινὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
• Στὸ «Πάτερ ἠμῶν» ζητᾶμε τὸ καθημερινὸ ψωμί. «Τὸν ἄρτον ἠμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἠμὶν
σήμερον» (Ματθ. στ' 11). Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων, Ζητᾶμε καθημερινὰ ψωμὶ καὶ γιὰ τὸ
σῶμα καὶ γιὰ τὴν ψυχή. Κιὰ τὸ σῶμα φροντίΖουμε καὶ γιὰ τὴν ψυχή. Ἃς καταλάβουμε αὐτό, ποὺ
ἐπανειλημμένως τονίζει ὁ Ι. Χρυσόστομος, ὅτι «ἀδύνατον σωθῆναι ἄνευ τῆς τῶν Γραφῶν
ἀναγνώσεως».
• Ἂν εἴχαμε μία ἐπιταγὴ μεγάλης ἀξίας, θὰ τὴν ἀφήναμε ἀνεξαργύρωτη; 'Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἡ Ἁγία
Γραφὴ εἶναι ἡ ἐπιταγὴ μὲ οὐράνια ἀξία. Δὲν μᾶς τὴν ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὴν φυλᾶμε στὸ
εἰκονοστάσι ἢ στὴ βιβλιοθήκη, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν διαβάσουμε, νὰ τὴν κατατρῶμε.
Ἃς ἀγαπήσουμε τὴν Ἁγία Γραφή. Ἃς προμηθευτοῦμε Καινὴ Διαθήκη, μὲ κείμενο καὶ ἑρμηνεία.
Καὶ ἃς ἀρχίσουμε συστηματικὴ μελέτη.
Μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ θὰ γίνουμε συνειδητοὶ χριστιανοί. Ἀρκεῖ νὰ τὴ μελετᾶμε μὲ ὁδηγοὺς τοὺς
θεοφόρους Πατέρες.
1 Παῦλος, ἀπόστολος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ, τοῖς ἁγίοις τοῖς οὖσιν ἐν ᾿Εφέσῳ καὶ
πιστοῖς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ· 2 χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου ᾿Ιησοῦ
Χριστοῦ. 3 Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὁ εὐλογήσας ἡμᾶς ἐν πάσῃ
εὐλογίᾳ πνευματικῇ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ, 4 καθὼς καὶ ἐξελέξατο ἡμᾶς ἐν αὐτῷ πρὸ
καταβολῆς κόσμου εἶναι ἡμᾶς ἁγίους καὶ ἀμώμους κατενώπιον αὐτοῦ, ἐν ἀγάπῃ 5 προορίσας ἡμᾶς
εἰς υἱοθεσίαν διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἰς αὐτόν, κατὰ τὴν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ, 6 εἰς ἔπαινον
δόξης τῆς χάριτος αὐτοῦ, ἐν ᾗ ἐχαρίτωσεν ἡμᾶς ἐν τῷ ἠγαπημένῳ, 7 ἐν ᾧ ἔχομεν τὴν ἀπολύτρωσιν
διὰ τοῦ αἵματος αὐτοῦ, τὴν ἄφεσιν τῶν παραπτωμάτων, κατὰ τὸν πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ, 8 ἧς
ἐπερίσσευσεν εἰς ἡμᾶς ἐν πάσῃ σοφίᾳ καὶ φρονήσει

Παῦλος ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ (στ. 1)


Ποιὸ εἶναι τὸ γλυκύτερο ὄνομα τοῦ Χριστιανισμοῦ μετὰ τὸ ὄνομα τοῦ Inσού Χριστοῦ καὶ τῆς
Ὑπεραγίας Θεοτόκου; Τὸ ὄνομα Παῦλος. Μ' αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀρχίζει ἢ πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολή.
Ἄλλωστε ὁ Παῦλος σ' ὅλες σχεδὸν τὶς Ἐπιστολὲς τοῦ προτάσσει τὸ ὄνομά του. Εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ
ἀποστολέως. «Παῦλος ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ, τοῖς ἁγίοις τοῖς oύσιν ἐν
Ἐφέσῳ καὶ πιστοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (στ. 1). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Ἐγὼ ὁ Παῦλος,
ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀπευθύνομαι στοὺς ἀφιερωμένους καὶ
πιστοὺς στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ κατοικοῦν στὴν Ἔφεσο».
Ὅλους τους ἁγίους ὀφείλουμε ν' ἀγαπᾶμε, διότι ἀγάπησαν πολύ το Χριστό. Περισσότερο ὅμως
ἀπὸ ὅλους ὀφείλουμε ἀγάπη καὶ σεβασμὸ στὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἡ ζωὴ τοῦ ἦταν μία προσφορὰ
ἀγάπης. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Παῦλον διὰ τοῦτο θαυμάzομεν, οὐ διὰ τοὺς νεκρούς, οὖς
ἤγειρεν, οὐδὲ διὰ τοὺς λεπρούς, οὖς ἐκαθάρισεν, ἀλλ' ἐπειδὴ ἔλεγε, “Τὶς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ;
Τὶς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;”. Κὰν γὰρ μυρία πρὸς ταῦτα τῆς σημεῖα, οὐδὲν ἴσον
ἔρεις» (Ε.Π.Ε. 18α,372). Μετάφρασις: Καὶ τὸν Παῦλο γι' αὐτὸ τὸν θαυμάσουμε, ὄχι γιὰ τοὺς νεκροὺς
ποῦ ἀνέστησε, οὔτε γιὰ τοὺς λεπροὺς ποῦ γιάτρεψε, ἀλλ' ἐπειδὴ ἔλεγε: «Ποιὸς ἀσθενεῖ, κι ἐγὼ
μαζί του δὲν ὑποφέρω; Ποιὸς πέφτει, κι ἐγὼ μαζί του δὲν καίγομαι;». Γιατί, κι ἂν προσθέσης σ'
αὐτὰ ἀναρίθμητα θαύματα, δὲν θὰ πῇς τίποτε ἴσο μὲ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη.
Τί ἦταν ὁ Παῦλος; Ἦταν πρὶν διώκτης. Ἔγινε ἀπόστολος. Γιατί τονίΖει ἰδιαίτερα, ὅτι εἶναι
«ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ»; (στ. 1).
Ὑπῆρχαν πολλοὶ ψευδάδελφοι, ποὺ ἀμφισβητοῦσαν τὸ ἀποστολικό του ἔργο καὶ τὸ
ἐκκλησιαστικό του κῦρος. Αὐτὸ σήμαινε γκρέμισμα τοῦ ὅλου οἴκοδομηματος, ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ
μεγάλος Ἀπόστολος.
Όλα μποροῦσε νὰ τὰ ἀνεχθῆ ὁ Παῦλος. Ένα δὲν ἀνεχόταν: Νὰ τοῦ ἀμφισβητοῦν τὴν
ἀποστολικότητα.
• Ὁ Παῦλος εἶχε συνείδηση, ὅτι ἦταν Ἀπόστολος. Δὲν ἦταν βέβαια ἐκ τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων.
Δὲν συναναστράφηκε τὸν Κύριο, ὅταν Ἐκεῖνος βρισκόταν στὴ γῆ. Ἀλλ' εἶχε κληθῆ στὸ ἀποστολικὸ
ἔργο ἀπ' εὐθείας ἀπ' τὸ Θεό. Γι' αὐτὸ στὸ προοίμιό της πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς γράφει: «Παῦλος
ἀπόστολος οὐκ ἀπ' ἀνθρώπων, οὐδὲ δὶ' ἀνθρώπου, ἀλλὰ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ πατρὸς τοῦ
ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ νεκρῶν» (ἃ' 1). Τὸν κάλεσε ὁ Κύριος μὲ τὸ ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ. Τοῦ
ἀποκάλυψε τὸ εὐαγγέλιό Του ἀπ' εὐθείας. Δὲν διδάχτηκε τὸ εὐαγγέλιο ἀπὸ τοὺς «πρὸ αὐτοῦ
ἀποστόλους» (Γαλ. ἃ' 17), ἀλλὰ τὸ παρέλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ (Γαλ. ἃ' 11).
• Εἶχε τὴ γενικὴ ἀποστολικὴ κλῆσι ὁ Παῦλος. Καὶ ὅταν ᾖρθε ἡ ὥρα νὰ βγῆ στὸ ἱεραποστολικὸ
ἔργο καὶ νὰ κάνῃ τὴν πρώτη του ἱεραποστολικὴ περιοδεία, πάλι ἀπ' τὸν οὐρανὸ ᾖρθε ἡ κλήσης.
Λέγουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὅτι, ὅταν ἡ πρώτη Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας βρισκόταν σὲ
λατρευτικὴ σύναξι, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ λέῃ: «Ἀφορίσατε δὴ μοὶ τὸν
Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον καὶ προσκεκλημαι αὐτοὺς» (Πράξ. ἰγ' 2). Δηλαδὴ Ξεχωρίστε
μου ἀμέσως τὸ Βαρνάβα καὶ τὸ Σαῦλο (ἔτσι λεγόταν πρῶτα ὁ Παῦλος) γιὰ τὸ ἔργο, ποῦ τοὺς
προσκάλεσα μὲ ἔμπνευση, ποὺ μετέδωσα ἐγὼ στὸ ἐσωτερικό της καρδιᾶς τους.
• Ἦταν λοιπὸν ἀπόστολος ὁ Παῦλος. Ἐλεήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ εἶναι ἀπόστολος. Εἶχε βαθειὰ
ταπείνωση τῆς ἀναξιότητάς του. Καὶ ὅσο προώδευε στὴν ταπεινοφροσύνη, τόσο καὶ τοποθετοῦσε
τὸν ἑαυτὸ τοῦ πιὸ χαμηλά.
Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἀποστολικοῦ του ἔργου ἔλεγε: Εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀποστόλους (Α΄ Κορ. θ' 1).
Στὴ συνέχεια μὲ μεγαλύτερη ταπεινοφροσύνη ἔλεγε: Εἶμαι ὁ ἐλάχιστός των ἀποστόλων καὶ δὲν
εἶμαι ἄξιος νὰ καλοῦμαι ἀπόστολος (Α΄ Κορ. ιε' 9).
Περὶ τὸ τέλος τῆς δράσεώς του μὲ ἀκόμα βαθύτερη ταπεινοφροσύνη ἔλεγε: Ὁ Χριστὸς ᾖρθε στὸν
κόσμο νὰ σώση τοὺς ἁμαρτωλούς, «ὧν πρῶτος εἴμι ἐγὼ» (Ἃ ? Τιμ. ἃ ? 15).
Ἦταν ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Ὁ τίτλος «ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ» ἦταν τότε ὁ τιμητικώτερος, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀκριβώτερος.
Μεγάλη τιμὴ νὰ εἶναι κανεὶς ἀπόστολος τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ. Ἀλλ' ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ
γινόταν ἀπόστολος, ἀποκτοῦσε τὸ «ἀπόκριμα τοῦ θανάτου» (Β΄ Κορ. α' 9). Κανένας ἀπόστολος δὲν
ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸν παρόντα βίο χωρὶς διωγμούς, φυλακίσεις, βασανιστήρια καὶ μαρτυρικὸ
θάνατο.
Ἦταν ἀπόστολος ὁ Παῦλος «διὰ θελήματος Θεοῦ» (στ. 1). Όλα κατευθύνονται ἀπὸ τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ. Τίποτε δὲν γίνεται χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ πιστοὶ προσεύχονται μὲ πίστι:
«Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου, ὡς ἓν οὐρανὸ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ματθ. στ΄ 10). Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ
τὸν Παῦλο ἦταν νὰ γίνῃ ἀπόστολος. Ἦταν ἡ εὐδοκία γιὰ τὸν Παῦλο, ἡ ἰδιαίτερη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ
εἰδικὴ φιλάγαθη κλήσεις καὶ πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Κάθε διάκονος τοῦ Θεοῦ, κάθε ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, ἃς σκέπτεται, ὅτι εἶναι ἀπεσταλμένος
τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἀποστέλλει ὁ Θεός, γιὰ νὰ μεταφέρῃ τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας στὸν κόσμο. Ὀφείλει,
λοιπόν, ν' ἀγωνίζεται, ὥστε νὰ βαδίζη ἄξια της κλήσεως, τῆς ἀποστολικῆς του κλήσεως.

Ἅγιοι οἱ χριστιανοὶ (στ. 1)


Εἴδαμε ποιὸς στέλνει τὴν ἐπιστολή: Ὁ Παῦλος. Στὴ συνέχεια βλέπουμε σὲ Ποιοὺς τὴν
ἀποστέλλει: «Τοῖς ἁγίοις τοῖς oύσιν ἐν Ἐφέσῳ καὶ πιστοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (στ. 1). Τὴν στέλνει
στοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου.
Καὶ τοὺς ὀνομάζει «ἁγίους».
Τί σημαίνει ἡ λέξις «ἅγιος»; Σημαίνει ἄφωρισμενος (ξεχωρισμένος), καθιερωμένος, ἀγνισμένος.
• Εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει ξεκοπῆ ἀπ' τὸν κόσμο καὶ ἀνήκει ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό.
• Εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει ἐξαγνισθῆ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ πνεῦμα καὶ
τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου.
Κατὰ μία ἄλλη ἑρμηνεία, ἐξεζητημένη, ἀλλὰ πολὺ συμβολική, «ἅγιος» εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει
ξεκολλήσει ἀπὸ τὴ γῆ (στερητικὸ ἃ καὶ γῆ), ὁ ἀπογειωμένος ἀπ' τὸν κόσμο καὶ προσγειωμένος στὴν
Ἐκκλησία.
Σήμερα ἔχουμε συνηθίσει νὰ ὀνομάζουμε ἁγίους αὐτούς, ποὺ βλέπουμε στὶς εἰκόνες καὶ τοὺς
τιμᾶμε κάποια ἀπὸ τὶς ἡμέρες τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους. Ὀνομάζουμε ἁγίους ἐκείνους, ποὺ εἶχαν
κάτι ξεχωριστό: Βαθειὰ πίστι, θερμὴ ἀγάπη, ὁσία Ζωή, θεολογικὴ προσφορά, αἷμα μαρτυρίου.
Καὶ εἶναι πολλοὶ οἱ ἅγιοι αὐτοὶ τῆς Ἐκκλησίας. Περισσότεροι δὲ ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς ἁγίους εἶναι
οἱ ἄγνωστοι ἄγιοι, ποὺ λάμπουν στὸν οὐρανό, ἀλλὰ δὲν τοὺς γνωρίζει ἡ γῆ. Όταν ὅμως ὁ ἀπόστολος
Παῦλος στέλνῃ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ «τοῖς ἁγίοις», στοὺς ἁγίους της Ἐφέσου, δὲν σημαίνει ὅτι τὴν
στέλνει σὲ λίγους, ποὺ ξεχώρισαν ἀπὸ τοὺς πολλούς. Τὴν στέλνει σὲ ὅλους τους χριστιανούς.
• Ἅγιοι ὠνομάζονταν ὅλοι οἱ χριστιανοί. Ἤσαν ἅγιοι καὶ ὀντολογικὰ καὶ δεοντολογικά. Καὶ ἤσαν
χαριτωμένοι, καὶ σκόπευαν τὴν ἁγιότητα.
• Ἅγιοι, διότι ἤσαν πιστοὶ καὶ ἀνῆκαν στὴν Ἐκκλησία.
• Σκόπευαν τὴν ἁγιότητα, διότι ἀγωνίζονταν νὰ μιμηθοῦν τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸ πρότυπό της
ἁγιότητας.
Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἦταν ζωντανὴ ἢ πίστης καὶ θερμὴ ἡ ἀφοσίωσις στὸν Ἰησοῦ. Τὸ νόμισμα
τοῦ χριστιανικοῦ ὀνόματος ἦταν γνήσιο. Μὲ τὴν πάροδο τῶν ἐτῶν καὶ τῶν αἰώνων, ἄρχισε νὰ
ψευτίζη το νόμισμα καὶ νὰ χάνῃ τὴν ἀξία του.
Τότε δὲν ὑπῆρχαν κατ' ὄνομα μόνο χριστιανοί, ὅπως σήμερα. Ὑπῆρχαν γνήσιοι ἀγωνιστὲς τῆς
παρατάξεως Κυρίου. Πόθος καὶ στόχος ὅλων ἦταν ἡ ἁγιότητα, τὸ πῶς θὰ ὁμοιάσουν πρὸς τὸν ἅγιο
Θεό.
-Θέλω νὰ γίνω ἅγιος! Αὐτὸς ἦταν ὁ ὁραματισμός τους.
Σήμερα, ὅταν ἀκοῦμε «ἅγιος», τὸ μυαλὸ μᾶς πηγαίνει στοὺς ὁσίους. Ἀλλ' ὅταν ὁ Παῦλος γράφῃ
«τοῖς ἁγίοις τοῖς oύσιν ἐν Ἐφέσῳ», ἐννοεῖ ὅλους τους χριστιανούς, ποῦ ἀνάμεσά τους οἱ
περισσότεροι ἤσαν οἰκογενειάρχες.
Οὔτε ὁ γάμος οὔτε ἡ οἰκογένεια οὔτε τὸ ἐπάγγελμα στέκουν ἐμπόδιο στὴν ἁγιότητα. Λέει ὀ Ι.
Χρυσόστομος: «Ἰδοὺ ἁγίους καλεῖ ἄνδρας ἔχοντας καὶ παιδία καὶ γυναίκας καὶ οἴκετας. Καὶ τοῦτο
δηλον ἀπὸ τοῦ τέλους τῆς ἐπιστολῆς, ὡς ὅταν λέγῃ: “Αἳ γυναῖκες τοὺς ἰδίοις ἀνδρᾶσιν
ὑποτάσσεσθε” καὶ πάλιν: “Τὰ τέκνα ὑπακούετε τοῖς πατράσιν ὑμών” καί, “Οἱ δοῦλοι ὑπακούετε
τοὺς δεσπόταις”. Ἐννοήσωμεν ὅση κατέχει νῦν ρᾳθυμία, καὶ πῶς σπανίζει τὰ τῆς ἀρετῆς, καὶ ὅση
τότε ἡ φορὰ ἣν τῶν ἔναρετων, ὡς καὶ τοὺς κοσμικοὺς ἁγίους καὶ πιστοὺς λέγεσθαι» (Ε.Π.Ε. 20,416).
Μετάφρασις: Ἁγίους ὀνομάζει ὁ Παῦλος καὶ ἄνδρες, ποῦ εἶχαν καὶ παιδιὰ καὶ γυναῖκες καὶ
δούλους. Καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ τέλος τῆς ἐπιστολῆς, ὅπου λέει: «Οἱ γυναῖκες νὰ ὑποτάσσεσθε
στοὺς ἄνδρες σας». Καὶ πάλι λέει: «Τὰ παιδιὰ νὰ ὑπακούετε στοὺς πατέρες σας». Καὶ πάλι: «Οἱ
δοῦλοι νὰ ὑπακούετε στοὺς κυρίους». Ἃς κατανοήσουμε πόση ρᾳθυμία ὑπάρχει τώρα, καὶ πὼς
σπανίζει ἡ ἀρετὴ στοὺς ἀνθρώπους καὶ πόση ἦταν ἡ προθυμία τῶν ἐναρέτων τότε, ὥστε καὶ
κοσμικοὺς ἀνθρώπους νὰ τοὺς ὀνομάζη ὁ Παῦλος ἁγίους.
Χάρις καὶ εἰρήνη (στ.2)
Ἀφοῦ εἴδαμε ποιὸς ὁ ἀποστολέας τῆς ἐπιστολῆς καὶ ποιοὶ οἱ παραλῆπτες της, ἃς δοῦμε στὴ
συνέχεια τὴν εὐχή, ποὺ δίνει ὁ Παῦλος: «Χάρις ὑμὶν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ Πατρὸς ἠμῶν καὶ Κυρίου
Ἰησοῦ Χριστοῦ» (στ. 2). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Χάρι νὰ εἶναι σὲ σᾶς καὶ εὐλογία ἀπὸ τὸ
Θεὸ Πατέρα μας καὶ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό».
Στὰ λόγια αὐτὰ παρατηροῦνται:
• Ἡ χάρις. Εἶναι ἡ καινούργια λέξις τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὑπῆρχε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ
μὲ ἄλλη ἔννοια. Δυὸ λέξεις στὴν Καινὴ Διαθήκη πῆραν καινούργιο καὶ καθολικὸ περιεχόμενο:
Ἀγάπη καὶ Χάρις.
Χάρις στὴν Καινὴ Διαθήκη σημαίνει τὴ σωτηριώδη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ προσφέρεται
δωρεάν. Μᾶς ἔκανε χάρι καὶ μᾶς ἔσωσε. Ἤμασταν καταδικασμένοι σὲ θάνατο καὶ μᾶς ἔδωσε χάρι,
ὅπως χάρι δίνουν στοὺς καταδίκους οἱ βασιλεῖς ἢ ἄλλοι ἀνώτατοι ἄρχοντες τῆς γῆς.
Χάρις ἀκόμα εἶναι ἡ δύναμις, ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς στοὺς πιστούς Του δούλους. Ό,τι κατώρθωνε
ὁ Παῦλος, τὸ ἀπέδιδε στὴ χάρι. «Χάριτι Θεοῦ εἴμι ὃ εἴμι» (Α΄ Κορ. ιε' 10). Καὶ ἂν σήμερα κάτι
πετυχαίνουμε σὰν χριστιανοί, αὐτὸ τὸ ὀφείλουμε στὴ χάρι. Καὶ ἂν δὲν κατρακυλήσαμε ἀκόμα πιὸ
χαμηλά, καὶ αὐτὸ πάλι τὸ ὀφείλουμε στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Μὲ τὴ λέξι «χάρις» στὴν Καινὴ Διαθήκη σημειώνονται καὶ τὰ χαρίσματα. Τὸ χάρισμα εἶναι δωρεὰ
τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἁπλῶς ὁ ἄνθρωπος ἀποδέχεται καὶ ἐνεργεῖ πρὸς δόξαν Θεοῦ. Τὰ χαρίσματα
δὲν εἶναι δικά μας, γιὰ νὰ καυχώμαστε γι' αὐτά. Εἶναι δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Ἁπλῶς ἐμεῖς γινόμαστε
ὄργανα τοῦ Θεοῦ.
Τέλος μὲ τὴ λέξη «χάρις» στὴν Καινὴ Διαθήκη νοεῖται ἡ εὐχαριστία πρὸς τὸ Θεό. Χάρις στὸ Θεό!
Εὐχαριστία στὸ Θεό, ποὺ μᾶς κάνωσε νὰ εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ κληρονόμοι τῆς
βασιλείας Τοῦ (Κολασ. ἃ' 12).
• Ἡ Εἰρήνη. Εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα, ὁ καρπὸς τῆς χάριτος. Ἡ σωτηριώδης, ἡ λυτρωτικὴ χάρις, ἔχει
σὰν ἀποτέλεσμα τὴν εἰρήνη, τὴν ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ τὴν εἰρήνη, μὲ τὸν ἑαυτό μας, μὲ τὸ Θεὸ
καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ἡ εἰρήνη ἐδῶ μπορεῖ νὰ ἐκληφθῆ καὶ ὡς «εὐλογία». Όπως ἡ λέξις «χάρις», ἔτσι καὶ ἡ «εἰρήνη»
ἔχει εὐρεῖα σημασία καὶ σημαίνει «κάθε ἀγαθό».
• Ὁ Θεὸς Πατέρας καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Δύο πρόσωπα, ἀπ' τὰ ὁποῖα προέρχεται ἡ χάρις
καὶ ἡ εἰρήνη, ἡ σωτηρία καὶ ἡ λύτρωσις.
Όπως τὰ παρουσιάζει ὁ ἀπόστ. Παῦλος, φαίνεται ἡ ἰσοτιμία τῶν δύο προσώπων, τοῦ Πατρὸς
καὶ τοῦ Υἱοῦ. "Ἂν ἡ λύτρωσις ἦταν ὑπόθεσις μόνο του Πατρός, δὲν θὰ ὑπῆρχε τὸ συνδετικὸ «καί».
Ἂν ὁ Πατὴρ ἦταν ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, δὲν θὰ ἀποκαλοῦσε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ «Κύριο».
Κύριος, σημαίνει Θεός. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ποῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὴ
σωτηρία μας. Εἶναι ὅμοουσιος καὶ ἰσότιμος μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα. Μὲ τὴ φράση «ἀπὸ Θεοῦ Πατρὸς
καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» (στ. 2) ὁ ἀπόστολος Παῦλος «διδάσκει ἠμᾶς μὴ νομοθετεῖν τὴ ἀρρήτω
φύσει, μηδὲ μέτρα Θεότητος ὁρίζειν μέσον Υἵου καὶ Πατρὸς» (Χρυσόστομος). Δηλαδή: Νὰ μὴ
θέτουμε ἀνθρωπίνους νόμους στὴν ἄρρητο φύσι τοῦ Θεοῦ, οὔτε νὰ ὁρίσουμε μέτρα Θεότητας
μεταξὺ Υἵου καὶ Πατρός.
Θεὸς ὁ Πατήρ, Θεὸς ὁ Υἱός, Θεὸς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἕνας Θεός, τρία πρόσωπα. Μία οὐσία καὶ
φύσις, τρεῖς ὑποστάσεις, τρία πρόσωπα. Εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ὁμοουσιότητας τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς (στ. 3).


Μετὰ τὸ προοίμιο ἀκολουθεῖ μεγαλειώδης περικοπή. Παρουσιάσει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ
μᾶς διάλεξε γιὰ τὴ βασιλεία Του. Ἀρχίζει μὲ δοξολογία τοῦ Θεοῦ: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ
Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ εὐλογήσας ἠμᾶς ἐν πάσῃ εὔλογια πνευματικὴ ἓν τοῖς ἐπουρανίοις
ἐν Χριστῷ» (στ.3). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Δοξασμένος νὰ εἶναι ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας τοῦ
Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς εὐλόγησε μὲ κάθε εὐλογία πνευματική, γιὰ νὰ
κληρονομήσουμε τὰ ἐπουράνια διὰ μέσου του Χριστοῦ».
Μιλάει ἐδῶ ὁ Παῦλος γιὰ τὴν εὐλογία.
• Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ ὑλικὲς καὶ πνευματικές του προσφορές.
• Ἡ εὐλογία ἡ δική μας στὸ Θεὸ εἶναι ἡ δοξολογία καὶ ἡ εὐχαριστία.
«Εὐλογητὸς ὁ Θεός». Μὲ τὴ φράση αὐτὴ ἀρχίζουν καὶ οἱ περισσότερες ἀκολουθίες στὴν
ὀρθόδοξο λατρεία. Εἶναι εὐλογητὸς ὁ Θεός, ἄξιος δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας. Τὸν εὔλογουμε,
δηλ., Τὸν δοξολογοῦμε, διότι εὔλογηθηκαμε.
Ποιὸς μᾶς εὐλόγησε; «Ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (στ.3). Ο Θεὸς
ἀποκαλύφθηκε ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ, ποῦ εἶναι ὁ σαρκωμένος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Πατήρ, ποὺ εἶναι Θεός,
εἶναι καὶ Πατὴρ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεὸς Ἰησοῦς, μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύσι, εἶχε τὸν Πατέρα, Θεό.
Ὡς Θεὸς Λόγος εἶναι ἐν τῷ Πατρί. Ἀπ' τὴν ἀρχὴ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα. (Ἰωάν. ἃ' 1).
Τί εὐλογία μᾶς ἔδωκε ὁ Θεός! Ἐδῶ δὲν ἐννοεῖ τὴν ὑλικὴ εὐλογία, ἀλλὰ τὴν Πνευματική. «Ἐν πάσῃ
εὐλογία πνευματική». Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος παρουσιάσει αὐτὴ τὴν εὐλογία: «Γέγονας ἀθάνατος,
γέγονας ἐλεύθερος, γέγονας υἱός, γέγονας δίκαιος, γέγονας ἀδελφός, γέγονας συγκληρονόμος,
συμβασιλεύεις, συνδοξάκη: πάντα σοὶ κεχάρισται» (Ε.Π.Ε. 20,418). Μετάφρασις: Ἔγινες ἀθάνατος,
ἔγινες ἐλεύθερος, ἔγινες δίκαιος, ἔγινες ἀδελφός, ἔγινες συγκληρονόμος, συμβασιλεύεις,
συνδοξάζεσαι. Ὅλα σου χαρίστηκαν.

Ἡ ἐκλογὴ μᾶς (στ. 4)


Εἴμαστε χριστιανοί. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι μᾶς διάλεξε ὁ Θεός. Μέσα σὲ τόσο πλῆθος ἀνθρώπων,
μέσα σὲ δισεκατομμύρια κατοίκους τοῦ πλανήτη μας, θέλησε καὶ διάλεξε ἐμᾶς σὰν μέλῃ τοῦ
σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ τονίζει στὸ ὡραιότατο προοίμιό του ὁ Παῦλος.
Ἡ περικοπὴ 'Ἐφεσ. ἃ' 3-14 εἶναι ἕνας ὕμνος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἕνα τραγοῦδι τῆς ἐκλογῆς γιὰ
τὴ σωτηρία καὶ τὴν ἀπολύτρωσι. Ἀπὸ τὰ ὡραιότερα κομμάτια τῆς Καινῆς Διαθήκης. Φανερώνει τὸν
πλοῦτο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Μᾶς διάλεξε! «Καθὼς ἐξελέξατο ἤμας ἐν αὐτῷ πρὸ καταβολῆς κόσμου εἶναι ἠμᾶς ἁγίους καὶ
ἄμωμους κατενώπιον αὐτοῦ ἐν ἀγάπῃ...» (στ. 4). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Μᾶς διάλεξε γιὰ
τὸν ἑαυτὸ Τοῦ πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ εἴμαστε ἅγιοι καὶ ἄμεμπτοι μπροστά
Του. Κι αὐτὸ ἀπὸ ἀγάπη».
Μᾶς διάλεξε! Τί τιμὴ γιὰ μᾶς, ἀλλὰ καὶ τί εὐθύνη! Ὅταν λέῃ ὁ Παῦλος, ὅτι ἐμᾶς διάλεξε ὁ Θεός,
δὲν σημαίνει, ὅτι εἶναι προσωπολήπτης, ὅτι κάνει διακρίσεις, καὶ ἄλλους τοὺς διαλέγει καὶ ἄλλους
τοὺς ἀφήνει.
• Ὅλους τους ἀνθρώπους καλεῖ ὁ Θεὸς γιὰ σωτηρία. Γιὰ ὅλους σταυρώθηκε. Όλοι εἶναι κλητοί,
ἀλλὰ λίγοι γίνονται ἐκλεκτοί.
• Σὲ ὅλους στέλνει τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ λίγοι το ἀποδέχονται.
• Γιὰ ὅλους σταυρώθηκε, ἀλλὰ λίγοι πιστεύουν στὸ λυτρωτικὸ Σταυρό Του.
Στὴν ἀρχὴ ἡ ἐκλογὴ μᾶς ὀφείλεται στὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ σταθεροποιεῖται μὲ τὸ
δικό μας ἀγῶνα καὶ τὴ δική μας πίστι καὶ ἀρετή. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὸ ἐκλεγῆναι
καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας τεκμήριον καὶ τῆς αὐτῶν ἀρετῆς πάντως γὰρ ἂν τοὺς δοκίμους
ἐξελέξατο» (Ε.Π.Ε. 20,424). Μετάφρασις: Τὸ νὰ ἐκλεγοῦν εἶναι ἔργο τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ
καὶ τῆς δικῆς τους ἀρετῆς ὁπωσδήποτε τοὺς ἔναρετους ἐξέλεξε ὁ Θεός.
Ἂν δεχόμαστε τὴν κλῆσι, εἴμαστε ἐκλεκτοί του Θεοῦ. Ὄχι διότι τὸ ἀξίζουμε, ἀλλὰ διότι μᾶς τὸ
χάρισε Ἐκεῖνος καὶ μεῖς τὸ δεχτήκαμε. Πολὺ μιλάει ὁ Παῦλος γιὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. “Όλα εἶναι
ἀποτελέσματα τῆς χάριτος. Ἐμεῖς ἁπλῶς δεχόμαστε τὴ χάρι καὶ ἀγωνιζόμαστε νὰ φανοῦμε ἄξιοί
της χάριτος.
Η ἐκλογὴ μᾶς ἔγινε «ἓν αὐτῶ», δηλαδή, «ἓν τῷ Χριστῷ». Αὐτὸ σημαίνει: Καὶ μᾶς διάλεξε διὰ τοῦ
Ἰησοῦ, καὶ μᾶς διάλεξε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Ἰησοῦ.
• Σὰν ἄνθρωποι εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὸν παλαιὸ 'Ἀδάμ.
• Σὰν χριστιανοὶ καὶ ἄνθρωποι τῆς σωτηρίας εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὸ νέο 'Ἀδάμ, τὸν Ἰησοῦ
Χριστό.
Ἡ ἐκλογὴ εἶναι γιὰ μᾶς καινούργια ὑπόθεσις. Γιὰ τὸ Θεὸ ὅμως εἶναι παλαιὰ ὑπόθεσις. Μᾶς
διάλεξε «πρὸ καταβολῆς κόσμου» (στ. 4), προτοῦ νὰ γίνῃ ὁ κόσμος. Ἡ ὑπόθεσις τῆς σωτηρίας μᾶς
ἦταν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Τὸ πρῶτο πρᾶγμα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ
'Ἀναδημιουργία τοῦ κόσμου, προτοῦ νὰ γίνῃ ἢ Δημιουργία Του! Παράδοξο φαίνεται αὐτό, καὶ
ὅμως φανερώνει καὶ τὴν παγγνωσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη Του.
Ἑτοίμασε τὴ βασιλεία Του γιὰ τοὺς σεσωσμένους ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ «πρὸ καταβολῆς κόσμου».
Ἔτσι λέει καὶ στὴν περικοπὴ τῆς μελλούσης κρίσεως: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου,
κληρονομήσατε τὴν ἤτοιμασμενην ὑμὶν βασιλείαν πρὸ καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. κὲ ? 34).
• Ξέρεις τί θὰ πῇ νὰ σὲ ἔχῃ στὴν ἔγνοια Τοῦ ὁ Θεός;
• Ξέρεις τί θὰ πῇ, προτοῦ νὰ πέσης, νὰ ἔχῃ βρῇ καὶ νὰ ἔχῃ ἀποφασίσει τὸν τρόπο, ποῦ θὰ σὲ
σηκώση καὶ θὰ σὲ σώση;
Βέβαια, ἃς μὴ ξεχνᾶμε, ὅτι ὅλα ἐδῶ συναποτελοῦν μυστήριο, ὁλοφάνερο, ἀλλ' ἀνεξήγητο καὶ
ἀνερμήνευτο. Πρόκειται γιὰ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, ποὺ ἀκολούθησε τὸ μυστήριο τῆς ἀνομίας
καὶ ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ο ἄνθρωπος, δοξασμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ στὸν παράδεισο, γκρεμίστηκε μὲ τὴν πτῶσι καὶ ἔπεσε στὰ
τάρταρα τοῦ ᾅδη. Πρὶν ὅμως ὁ ἄνθρωπος γκρεμιστῆ ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς
τελειότητας, ὁ Θεὸς εἶχε ἤδη σκεφθῆ τὸν τρόπο γιὰ νὰ ξαναχτίση τὴ δόξα τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ τὸν
ἀνεβάση πάνω σ' αὐτήν. Τὸ θαυμαστὸ δὲν εἶναι μόνο, ὅτι σκέφτηκε τὴν ἀνόρθωση τοῦ ἀνθρώπου
καὶ τὴν ἀποφάσισε. Θαυμαστὸς εἶναι καὶ ὁ τρόπος τῆς ἀνορθώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀποφάσισε νὰ συνάψη μὲ τὸν ἄνθρωπο τὴ διαθήκη τῆς σωτηρίας του. 'Ἀλλ' ἡ διαθήκη ἔπρεπε
νὰ ὑπογραφὴ μὲ τὸ αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του! Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀπείρως θαυμαστότερο.
Προτοῦ νὰ προχωρήσουμε, ἃς ξανατονίσουμε, ὅτι ὡς πρὸς τὴν ἐκλογή μας δὲν μποροῦμε νὰ
κατηγορήσουμε τὸ Θεὸ γιὰ ἀδικία καὶ προσωποληψία. Ξέρει βέβαια ὁ Θεός, ποιοὶ τελικὰ θὰ
σωθοῦν, ἀλλ' αὐτὸ δὲν δεσμεύει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
• Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος, νὰ ὑπογράψη ἢ νὰ μὴν ὑπογράψη τὴ διαθήκη, ποῦ 'Ἐκεῖνος
ὑπέγραψε μὲ τὸ αἷμα τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ Του.
Ἡ ὑπογραφὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ πίστις του καὶ ἡ ὁμολογία του.
• Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐλεύθεροι νὰ πιστεύουν ἢ νὰ μὴ πιστεύουν. Δὲν φταίει ὁ Θεός, ἂν
πολλοὶ ἀρνοῦνται τὴν πίστη καὶ τὴ σωτηρία. Ἁπλῶς ὡς παντογνώστης γνωρίζει ποιοὶ θὰ ἀρνηθοῦν.
Γιὰ τὸ Θεὸ τὰ μέλλοντα εἶναι παρόντα. Ἀλλὰ κι ἐδῶ ἔχουμε μυστήριο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ
ἐξηγήση τὸ ἀνθρώπινο μυαλό.

Yioθεσία (στ. 5)
Γιατί μᾶς κάλεσε καὶ μᾶς διάλεξε ὁ Θεός; Τὸ λέει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος: «Εἷς το εἶναι ἠμᾶς
ἁγίους καὶ ἄμωμους κατενώπιον αὐτοῦ» (στ. 4).
Δὲν ἀρκεῖ, λοιπόν, τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἀρκεῖ ἡ ἐκτέλεσης τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἀρκεῖ
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μ' ἕνα λόγο, δὲν ἀρκεῖ μόνο ὁ θεῖος παράγων. Γιὰ τὴ σωτηρία ἀπαιτεῖται καὶ ἡ
συμβολὴ τοῦ ἀνθρωπίνου παράγοντος.
Ὀφείλουμε νὰ γίνουμε «ἅγιοι καὶ ἄμωμοι». Γι' αὐτὸ μας κάλεσε. Όταν κάποιον τὸν καλοῦν, τοῦ
τονίζουν καὶ τὰ καθήκοντα, ποῦ θὰ ἔχῃ στὴν ὑπηρεσία αὐτή. Ἔτσι καὶ ὁ Θεός. Μᾶς κάλεσε καὶ μᾶς
διάλεξε, προσδιορίζοντας τὰ καθήκοντά μας: «Εἷς το εἶναι ἠμᾶς ἁγίους καὶ ἄμωμους» (στ. 4).
Δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ πίστις. Ἀπαιτεῖται καὶ ἡ ἄμωμος καὶ ἁγία Ζωή. Καρπὸς τῆς πίστεως εἶναι ὁ
ἅγιος βίος.
• Τὸ «ἄμωμος» ἀναφέρεται στὴν ἀρνητικὴ στάση ἔναντί της ἁμαρτίας. Νὰ εἶναι ὁ χριστιανὸς
χωρὶς μῶμο, χωρὶς κηλῖδα, χωρὶς ψεγάδι.
• Τὸ «ἅγιος» ἀναφέρεται στὴ θετικὴ στάσι. Νὰ εἶναι ὁ χριστιανὸς καθαρὸς καὶ ἀφοσιωμένος στὸ
Θεό. Νὰ ἐπιτελῇ τὴν ἀρετή.
Μὲ μία λέξι, ἀπαιτεῖται ὁ προσωπικὸς ἀγῶνας γιὰ τὴ μέθεξι τῆς σωτηρίας καὶ τὴ θέωσι, ποὺ μᾶς
προσφέρει ὁ Θεός. Οὔτε μόνη της ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φέρνει τὴ σωτηρία, οὔτε μόνη της ἡ δική μας
ἀρετή. Ἔτσι λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐκ ἀπὸ πόνων καὶ κατορθωμάτων τοῦτο γίνεται, ἀλλ' ἀπὸ
ἀγάπης. Οὔτε ἀπὸ ἀγάπης μόνον, οὔτε ἀπὸ τῆς ἡμετέρας ἀρετῆς. Εἰ γὰρ δὴ ἀπὸ ἀγάπης μόνης,
ἔχρην ἅπαντας σωθῆναι: εἰ δὲ ἀπὸ τῆς ἡμετέρας ἀρετῆς πάλιν μόνης, περιττὴ ἡ παρουσία αὐτοῦ,
καὶ πάντα τα οἰκονομηθέντα. Ἀλλ' οὔτε ἀπὸ ἀγάπης μόνης, οὔτε ἀπὸ τῆς ἡμετέρας ἀρετῆς, ἀλλ' ἐξ
ἀμφοτέρων» (Ε.Π.Ε. 20,424). Μετάφρασις: Ἡ σωτηρία δὲν γίνεται ἀπὸ δικούς μας κόπους οὔτε ἀπὸ
κατορθώματα, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη. Οὔτε μόνο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, οὔτε μόνο ἀπὸ τὴ δική μας
ἀρετή. Διότι, ἂν γινόταν μόνο ἀπὸ ἀγάπη, ἔπρεπε νὰ σωθοῦμε ὅλοι. Ἂν πάλι γινόταν μόνο ἀπὸ τὴ
δική μας ἀρετή, θὰ ἦταν περιττὴ ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ ὅλα τα ἔργα τῆς θείας οἰκονομίας. Δὲν
συντελεῖται ὅμως (ἢ σωτηρία μας) οὔτε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μόνο, οὔτε ἀπὸ τὴ δική μας ἀρετὴ
μόνο, ἀλλὰ μὲ τὴ συνεργασία καὶ τῶν δύο.
Ἃς μὴν ἐπαναπαυόμαστε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κλῆσι Του. Καλεσμένες στὸ γάμο ἤσαν
καὶ οἱ πέντε μωρὲς παρθένες, ἀλλ' ἔμειναν ἔξω ἀπὸ τὸ νυμφῶνα (Ματθ. κὲ' 2-13). Ἀγῶνας, λοιπόν,
γιὰ νὰ εἴμαστε ἅγιοι καὶ ἄμωμοι. Ὄχι φυσικὰ μπροστὰ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ μπροστὰ
στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ.
• Τοὺς ἀνθρώπους εὔκολά τους ἐξαπατᾶμε μὲ τὴ φαρισαϊκή, τὴν ὑποκριτική, τὴν ἐπιφανειακὴ
ἀρετή, τὴν εὐσεβοφάνειά μας.
• Τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ κοροϊδέψουμε, διότι ὁ Θεὸς βλέπει τὰ βάθη τῆς ψυχῆς,
τὴ διάθεση καὶ τὴν προαίρεσι, τὰ κρυφά της καρδιᾶς μας, τὶς ἐπιθυμίες καὶ τοὺς λογισμούς μας.
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος τονίζει τὸ «κατενώπιον αὐτοῦ» (στ. 4). Ζοῦμε κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τοῦ
οὐρανοῦ, κάτω ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τα βλέπει. «Ἅγιος ἔστιν ὀ της πίστεως μετέχων,
ἄμωμος, ὁ ἀνεπίληπτον βίον ἔχων. Ἀλλ' ἁγιότητα καὶ τὸ ἀνεπίληπτον οὒχ ἁπλῶς Ζητεῖ, ἀλλὰ τὸ
ἐνώπιον αὐτοῦ τοιούτους φαίνεσθαι. Εἰσὶ γὰρ ἅγιοι καὶ ἄμωμοι, ἀλλ' ἀνθρώποις οὕτω νομιζόμενοι,
οἱ τάφοις ἔoικοτες κεκονιαμένοις, καθὼς οἱ τὰς δορᾶς τῶν προβάτων ἔχοντες» (Χρυσόστομος.
Ε.Π.Ε. 20,424). Μετάφρασις: Ἅγιος εἶναι ὅποιος μετέχει τῆς πίστεως, ὁ ἄμεμπτος, ὅποιος ἔχει βίο
ἀνεπίληπτο. Δὲν Ζητεῖ ἁπλῶς τὴν ἁγιότητα καὶ τὸ ἀνεπίληπτο, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ δείχνουμε σ' Ἐκεῖνον,
ὅτι εἴμαστε τέτοιοι. Διότι ὑπάρχουν νομιζόμενοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἅγιοι καὶ ἄμεμπτοι. Κι αὐτοὶ
μοιάζουν μὲ τάφους, ποὺ ἔχουν μόνο ἐμφάνιση ἐξωτερικὴ καλή, ὅπως κι ἐκεῖνοι, ποῦ ντύνονται μὲ
προβιὲς προβάτων.
Ζοῦμε ὑπὸ παρακολούθηση. Γι' αὐτό σε ἄλλη ἐπιστολὴ τονίζει ὁ Παῦλος: «Ὡς ἐκ Θεοῦ
κατενώπιον Θεοῦ λαλοῦμεν» (Β΄ Κορ. β' 17).
Ἡ ἀμοιβὴ τοῦ ἀγῶνα μᾶς εἶναι ἡ υἱοθεσία. Μᾶς προώρισε γιὰ νὰ μᾶς υἱοθετήση, νὰ μᾶς κάνῃ
παιδιά Του καὶ κληρονόμους Του. Αὐτὸ τονίζει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος: «Ἐν ἀγάπῃ προορίσας ἠμᾶς
εἰς υἱοθεσίαν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς αὐτὸν κατὰ τὴν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ» (στ. 5).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἀπὸ ἀγάπη μᾶς προώρισε νὰ υἱοθετηθοῦμε ὡς παιδιὰ Τοῦ διὰ
Ἰησοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα πρὸς τὴν ἀπόφαση τοῦ θελήματός Του».
Ἡ ἀγάπη Του, ἀδιάκριτη καὶ ἀπροσωπόληπτη, μᾶς προώρισε. Πρόκειται γιὰ τὸ θεῖο προορισμό,
ποῦ δὲν εἶναι ἀπόλυτος, διότι ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὸν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου. «Οὖς προώρισε,
τούτους καὶ ἐκάλεσε καὶ οὖς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν οὖς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ
ἐδόξασε» (Ρωμ. ἡ' 30).
• Ἀπὸ πολλὴ ἀγάπη μᾶς υἱοθέτησε. Ο Βασιλιὰς τοῦ οὐρανοῦ καταδέχεται καὶ υἱοθετεῖ τὰ
ἀποπαίδια τῆς ἁμαρτίας, τοὺς «ἀλλοτριωμένους», τοὺς ἀποξενωμένους, τοὺς ἀντάρτες, τοὺς
ἀναξίους ἀνθρώπους.
• Ἡ υἱοθεσία δὲν ἔγινε μόνο ἀπ' τὸν Πατέρα. Ἔγινε καὶ ἀπ' τὸν Υἱό. Λέγει: «Διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ»
(στ. 5). Ένα Υἱὸ εἶχε, τὸ Μονογενῆ Υἱὸ καὶ Λόγο Του. Καὶ Τὸν ἔδωσε.
Θυσίασε τὸν ἕνα Υἱό Του, γιὰ νὰ κάνῃ ἐμᾶς υἱοὺς καὶ θυγατέρες Του. Δὲν ἔστειλε ἄγγελο, ἀλλ'
ἔστειλε τὸν ἴδιο τὸν Υἱό Του, γιὰ νὰ γίνῃ ἡ πνευματική μας υἱοθεσία. Λέγει σχετικὰ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Ὁρᾷς πῶς οὐδὲν ἄνευ Χριστοῦ; Πῶς οὐδὲν ἄνευ τοῦ Πατρός; Ἐκεῖνος προώρισεν,
οὗτος προσήγαγε... Μεγάλα μὲν τὰ δοθέντα, πολλῶ δὲ μείζονα γίνεται τὸ διὰ τοῦ Χριστοῦ δοθῆναι
ὅτι οὐκ ἔπεμψε τινὰ τῶν δούλων πρὸς τοὺς δούλους, ἂλλ' αὐτὸν τὸν μονογενῆ» (Ε.Π.Ε. 20, 426).
Μετάφρασις: Βλέπεις, ὅτι τίποτε δὲν ἔγινε χωρὶς τὸ Χριστό; Πῶς τίποτε δὲν ἔγινε χωρὶς τὸν Πατέρα;
Ο Πατέρας μᾶς προώρισε, ὁ Χριστὸς μᾶς προσήγαγε... Εἶναι μὲν μεγάλα ὅσα δόθηκαν, ἀλλὰ
γίνονται πολὺ μεγαλύτερα ἀπὸ τὸ ὅτι δόθηκαν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διότι δὲν ἔστειλε ὁ Θεὸς
κάποιον ἀπὸ τοὺς δούλους Του πρὸς ἐμᾶς τοὺς δούλους Του, ἀλλ' ἀπέστειλε τὸν ἴδιο το Μονογενῆ
Υἱό Του.
Ο Παῦλος ὁ ἴδιος Ζῇ τὸ μυστήριο αὐτὸ τῆς ἀγάπης, τῆς υἱοθετούσης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Παῦλος
ὄχι ἁπλῶς ἦταν ξένος, ἀλλ' ἦταν ἐχθρός του Χριστοῦ. Καὶ τὸν κάλεσε. Καὶ τὸν ἔκανε υἱὸ καὶ
κληρονόμο Του.
Αὐτὴ ἡ τόσο μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ὀνομάζεται στὴ γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης
«εὐδοκία». Τὸ λέγει ὁ Παῦλος: «Προορίσας ἠμᾶς... κατὰ τὴν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ» (στ.
5).
Εὐδοκία εἶναι ἡ θερμὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, γιὰ νὰ δείξη πόσο μεγάλη καὶ
ἀνυποχώρητη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας, λέγει, ὅτι ἡ «εὐδοκία» εἶναι τὸ «πεῖσμα»
τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ μᾶς σώση.
Λέμε γιὰ ἀνθρώπους, ποὺ ἐπιμένουν σ' ἕνα ἔργο: -Αὐτὸς τόβαλε πεῖσμα καὶ θὰ τὸ κάνῃ!
Ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς «ἔβαλε πεῖσμα» νὰ μᾶς σώση καὶ μᾶς ἔσωσε, ἔστω κι ἂν αὐτὴ ἡ σωτηρία Τοῦ
στοίχησε τὴ μεγαλύτερη θυσία. «Εὐδοκίαν τὸ πρώτον θελημὰ φάσι, τὸ σφοδρὸν θέλημα, τὸ μετὰ
ἐπιθυμίας θέλημα, ὃ ἐφ' ἠμῶν οὐ γὰρ παραιτήσομαι καὶ καινοτέρα λέξει χρήσασθαι σαφηνείας
ἕνεκεν τῶν ἀφελεστέρων ὃ λέγομεν ἠμεῖς πεῖσμα, καὶ κατὰ τὸ πεῖσμα ἠμῶν. Τουτέστι, σφόδρα
ἐπιθυμεῖ τῆς σωτηρίας τῆς ἡμετέρας» (Χρυσόστομος Ε.Π.Ε. 20,426-428). Μετάφρασις: Εὐδοκία
ὀνομάζει τὸ πρῶτο θέλημα, τὸ σφοδρὸ θέλημα, τὴ σφοδρὴ ἐπιθυμία, ὅπως συμβαίνει καὶ σὲ μᾶς.
Διότι δὲν θὰ παύσω νὰ χρησιμοποιῶ ἀκόμα πιὸ ἁπλὴ καὶ λαϊκὴ λέξι, γιὰ νὰ νοήσουν καὶ οἱ
ἁπλοϊκώτεροι. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ λέξις «πεῖσμα», κάτι ἀνάλογο μὲ τὸ δικό μας πεῖσμα. Δηλαδή, ὁ Θεὸς
ἐπιθυμεῖ πάρα πολὺ τὴ δική μας σωτηρία.

Μᾶς χαρίτωσε καὶ μᾶς δόξασε (στ. 6)


Ἄμεσος σκοπὸς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δική μας σωτηρία. Τελικὸς ὅμως σκοπὸς εἶναι ἡ
δόξα τοῦ Θεοῦ ἢ δόξα τῆς χάριτός Του. Γι' αὐτὸ στὴ συνέχεια λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Εἷς
ἔπαινον δόξης τῆς χάριτος αὐτοῦ, ἓν ἢ ἔχαριτωσεν ἠμᾶς ἐν τῷ ἠγαπημένῳ» (στ. 6). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Γιὰ νὰ ὑμνηται τὸ μεγαλεῖο της χάριτός Του, μὲ τὴν ὁποία μᾶς χαρίτωσε διὰ τοῦ
ἀγαπημένου Υἱοῦ Του».
Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἔχει μοναδικὸ μεγαλεῖο. Εἶναι ἔνδοξη. Εἶναι ἀξιέπαινη. Ἔχει ἀνάγκη ἀπ' τὸ δικό
μας ἔπαινο ὁ Θεός; Ἀσφαλῶς ὄχι.
• Ἐπειδὴ εἶναι ἀξιέπαινος καὶ ἀξιοδόξαστος, γι' αὐτὸ ἐμεῖς ὀφείλουμε ἀπὸ πολλὴ εὐγνωμοσύνη
νὰ Τὸν δοξάζουμε.
• Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας, ἀλλ' ἐπειδὴ εἶναι ἀξιέραστος καὶ ἀξιαγάπητος, ὀφείλουμε
νὰ τὸν ἀγαπᾶμε. Λέγει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καὶ τί τοῦτο; 'Ἀνενδεὲς γὰρ τὸ θεῖον. Τίνος
οὒν ἕνεκεν βούλεται ἔπαινεισθαι καὶ δοξάζεσθαι παρ' ἠμῶν; “Ώστε τὴν πρὸς αὐτὸν ἀγάπην
θερμοτέραν ἠμὶν ἐγγενέσθαι... Ο γὰρ ἐπαινῶν καὶ θαυμάκων τὴν εἰς αὐτὸν χάριν γεγενημένην,
προσεκτικώτερος ἔσται καὶ σπουδαιότερος» (Ε.Π.Ε. 20,428). Μετάφρασις: Γιατί νὰ τὸν ἐπαινοῦμε;
Τὸ χρειάζεται; Ὄχι. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει καμμία ἀνάγκη. Γιατί, λοιπόν, θέλει νὰ ἐπαινηται καὶ νὰ
δοξάζεται ἀπό μας; Γιὰ νὰ γίνῃ θερμοτερη μέσα μας ἡ ἀγάπη πρὸς Αὐτόν.... Διότι αὐτός, ποῦ
δοξολογεῖ καὶ θαυμάσει τὴ χάρι, ποὺ τοῦ δόθηκε, θὰ εἶναι προσεκτικότερος καὶ καλύτερος.
Μὲ τὴ χάρι Τοῦ ὁ Θεὸς μᾶς χαρίτωσε. Όσοι πιστοὶ καὶ ἐνάρετοι, εἶναι χαριτωμένοι. Όπως
ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι μέσα στὸ φῶς, λάμπει ἀπὸ τὸ φῶς, εἶναι φωτισμένος, ἔτσι κι ἐκεῖνος ποῦ ζη
μέσα στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι λουσμένος στὴ χάρι εἶναι χαριτωμένος.
Φαντασθῆτε κάποιον ἄνθρωπο γεραλέο, ψωραλέο, γεμάτο πληγὲς καὶ ἄσχημια. Ξαφνικὰ
βρίσκεται τρόπος, ποὺ φεύγουν οἱ πληγές, ἐξαλείφεται ἢ ἄσχημια, ἐξαφανίζονται οἱ ρητίδες. Ὁ
ἄνθρωπος γίνεται νέος. Ντύνεται μὲ βασιλικὴ στολή. Στολίζεται μὲ στέμμα βασιλικό.
Αὐτὸ ἔκανε ὁ Χριστός. Μᾶς χάρισε τὴν ἀνανέωση, τὴν ἀναγέννησι, ποῦ στὴν προκειμένη
περίπτωση ἰσοδυναμεῖ, μὲ τὴν ἀναπαλαίωσι. Μᾶς πῆρε γερασμένους καὶ βρώμικους, ἀπ' τὴν
ἁμαρτία, καὶ μᾶς ξανάνιωσε. Μᾶς ἔφερε στὸ ἀρχαῖο κάλλος, στὴν προπτωτικὴ ὥραιοτητα.
Ὀμορφαίνουμε ψυχοσωματικά.
Κοντὰ στὸν “Ὡραῖο, στὸν Ἰησοῦ Χριστό, γίνεται κάθε ἄνθρωπος ὡραῖος. Γι' αὐτὸ λέγει ὁ Παῦλος:
«'Ἐν τῷ Ἠγαπημένῳ» (στ. 6). Χαριτωθήκαμε διὰ μέσου του ἠγαπημένου.
• Ὁ Χριστὸς λέγεται καὶ εἶναι ὁ Ἠγαπημένος. Ἔτσι τὸν εἶπε ὁ Θεὸς Πατέρας: «Οὗτος ἔστιν ὁ υἱός
μου ὁ ἀγαπητὸς» (Ματθ. γ ? 17).
• Καὶ γιὰ μᾶς εἶναι ὁ ἀγαπημένος μας, ὁ ἔρωτάς μας. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἔρωτας τῶν ἁγίων.
Όποιος δὲν ἀγαπάει τὸν Ἰησοῦ Χριστό, δὲν ἔχει ἀνθρώπινη εὐγένεια. «Εἰ τὶς οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον
Ἰησοῦν ἤτω ἀνάθεμα» (Α' Κορ. ιστ΄ 22).

Ἀπολύτρωσις (στ. 7-8)


Χαριτωθήκαμε μὲ τὸ Χριστό, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς μᾶς ἔλυσε καὶ μᾶς ἔλουσε. Λυτρωθήκαμε ἀπὸ τὰ
δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας. Λουστήκαμε «ἐν τῷ αἵματι Αὐτοῦ» (ΑΠΟΚ. ἃ' 5). Χαρίzει ὁ Χριστὸς τὴν
ἀπολύτρωσι στὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο. Τονίζεται στὴ συνέχεια: «Ἐνῷ ἔχομεν τὴν ἀπολύτρωσι διὰ
τοῦ αἵματος αὐτοῦ, τὴν ἄφεσιν τῶν παραπτωμάτων, κατὰ τὸν πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ, ἧς
ἐπερίσσευσεν εἰς ἠμᾶς» (στ. 7-8). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἔχουμε τὴ
λύτρωσι, διὰ τοῦ Αἵματός Του, τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν. Κι αὐτὸ ἐπειδὴ πλούσια εἶναι ἡ χάρις Του.
Αὐτὴ μας δόθηκε ἄφθονα μαζὶ μὲ κάθε σοφία καὶ φρόνησι».
Ἡ λύτρωσις ἔχει σχέση μὲ τὴν αἰχμαλωσία. Λυτρώνεται καὶ ἐλευθερώνεται ὁ αἰχμάλωτος, ὁ
δοῦλος, ὁ σκλάβος, ὁ ἁλυσοδεμένος. Ἡ ἁμαρτία μᾶς δένει σφιχτά. Δὲν μποροῦμε νὰ λυθοῦμε μόνοι
μας. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τοῦ Σατανᾶ (Λουκ. 1γ ? 16).
Γιὰ νὰ λυτρωθοῦμε κατέβαλε ὡς λύτρα τὸ πανάγιο αἷμα Του. Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι αἷμα
λυτρωτικό, αἷμα καθαρτικό, αἷμα ἀφέσεως.
• Μία σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ σπάει τὶς ἁλυσίδες τῆς χειρότερης σκλαβιᾶς.
• Μία σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μᾶς χαρίσει τὴν ἄφεσι τῶν παραπτωμάτων.
Ἡ ἀπολύτρωσις εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ προσφέρεται πλουσιοπάροχα.
Ἔχουμε πλοῦτο χάριτος.
• Δὲν εἶναι τσιγγούνης ὁ ἀγαθὸς Θεὸς στὴν ἀγάπη Του. Μᾶς ἀγαπᾷ πλούσια (Ἐφεσ. β' 4).
• Κι ἐμεῖς ἃς Τὸν ἀγαπᾶμε πλούσια, ὁλόψυχα, ὁλοθερμά. Ἃς εἴμαστε γενναιόδωροι στὴν ἀγάπη,
ὅπως γενναιόδωρος εἶναι καὶ ὁ Θεός.
9 γνωρίσας ἡμῖν τὸ μυστήριον τοῦ θελήματος αὐτοῦ κατὰ τὴν εὐδοκίαν αὐτοῦ, ἣν προέθετο ἐν
αὐτῷ 10 εἰςοἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν, ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ,
τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐν αὐτῷ, 11 ἐν ᾧ καὶ ἐκληρώθημεν προορισθέντες κατὰ
πρόθεσιν τοῦ τὰ πάντα ἐνεργοῦντος κατὰ τὴν βουλὴν τοῦ θελήματος αὐτοῦ, 12 εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς εἰς
ἔπαινον δόξης αὐτοῦ, τοὺς προηλπικότας ἐν τῷ Χριστῷ· 13 ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς ἀκούσαντες τὸν λόγον τῆς
ἀληθείας, τὸ εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας ὑμῶν, ἐν ᾧ καὶ πιστεύσαντες ἐσφραγίσθητε τῷ Πνεύματι
τῆς ἐπαγγελίας τῷ ῾Αγίῳ, 14 ὅς ἐστιν ἀρραβὼν τῆς κληρονομίας ἡμῶν, εἰς ἀπολύτρωσιν τῆς
περιποιήσεως, εἰς ἔπαινον τῆς δόξης αὐτοῦ.

Τὸ μυστήριο τοῦ θελήματός Του (στ. 9).


Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς πρώτους στίχους της πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς θέλει νὰ δείξη τὴν
ἄπειρη ἀγάπη καὶ τὴ φιλανθρωπία του Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ φαινόταν καὶ πρὸ Χριστοῦ στὸ φυσικὸ
κόσμο καὶ στὸν ἠθικὸ νόμο, ποὺ εἶχε χαρίσει στοὺς ἀνθρώπους.
Ἀλλ' ἡ ἀγάπη αὐτὴ κορυφώνεται στὴν ἀποστολὴ καὶ θυσία τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου
Ἰησοῦ Χριστοῦ.
• Εἶναι ἡ ἀγάπη «ἐν Χριστῷ», ἡ ἀγάπη «ἐν αὐτῷ», ἡ ἀγάπη, ὅπως φανερώθηκε στὸ πρόσωπο
τοῦ σαρκωμένου Κυρίου.
• Πρόκειται γιὰ τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης. Γιὰ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας. Γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸ τὸ μυστήριο, ποὺ ἀποτελοῦσε γιὰ τὸ Θεὸ ἕνα συγκεκριμένο σχέδιο ἀγάπης, καταρτισμένο
«πρὸ καταβολῆς κόσμου» (Α' Πέτρ. α' 20), ἦταν κρυμμένο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἁπλῶς ὁ ἄνθρωπος
ἀπὸ λόγια τῶν προφητῶν ἤξερε, ὅτι κάποτε θὰ ἐπέμβη ὁ Θεὸς γιὰ τὴ σωτηρία του, ὅτι θὰ ἔρθη ὁ
Μεσσίας. Δὲν ἤξερε ὅμως ὅλο το βάθος καὶ τὸ πλάτος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ὅλο τὸν πλοῦτο τῆς
γνώσεως τοῦ Θεοῦ ὅλες τὶς λεπτομέρειες τῆς ἐν Χριστῷ Inσου σωτηρίας.
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος στὴ συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς τονίζει τὴ σοφία καὶ τὴ σύνεσι, ποῦ
χρησιμοποίησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μᾶς γνωστοποιήση τὸ μυστήριο τοῦ θελήματός Του. Γράφει: «Ἐν
πάσῃ σοφία καὶ φρονήσει γνωρίσας ἠμὶν τὸ μυστήριον τοῦ θελήματος αὐτοῦ, κατὰ τὴν εὐδοκίαν
αὐτοῦ, ἣν προέθετο ἐν αὐτῷ» (στ. 9). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Μᾶς ἔκανε γνωστό το
μυστήριο τοῦ θελήματός του, ποὺ συνίσταται στὴν ἀπόφασί Του, ποὺ εἶχε προσχεδιάσει σχετικὰ
μὲ τὸ Χριστό».
Τὸ μυστήριο τοῦ θελήματός του εἶναι τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ἡ σωτηρία μᾶς ἀποτελεῖ
τὸ «θέλω» τοῦ Θεοῦ.
• Θέλει ὁ Θεὸς νὰ σώση ὅλους τους ἀνθρώπους. Ἂν λέγεται μυστήριο αὐτὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ,
εἶναι διότι ἀποτελεῖ ἀνεξήγητο στὴν ἀνθρώπινη λογική το πῶς μᾶς σώσει ἐν Χριστῷ, τὸ πῶς ἐκλέγει
ἐκείνους ποὺ σῴζει, τὸ πῶς διάλεξε τὸν ὁρισμένο χρόνο τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ, τὸ πῶς
θυσιάστηκε ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
• Μιλώντας γιὰ τὴ σοφία καὶ τὴ σύνεσι τοῦ Θεοῦ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, λέγει: «Τοῦτό ἐστι τὸ
μυστήριον τὸ πάσης σοφίας γέμoν καὶ φρονήσεως. Τί γὰρ ταύτης τῆς σοφίας ἴσον Ζητεῖς; Τοὺς
οὐδενὸς ἀξίους ὄντας, τούτους εὖρεν ὅπως εἷς πλοῦτον ἀναγάγη. Τί ταύτης τῆς εὔμηχανιας ἴσον;
“Ο ἐχθρός, ὁ μεμισημένος, οὗτος ἐξαίφνης ἄνω γέγονε. Καὶ οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐν τούτῳ
τῷ καιρῷ, καὶ τοῦτο σοφίας ἥν, καὶ τὸ διὰ σταυροῦ» (Ε.Π.Ε. 20,432434). Μετάφρασις: Αὐτὸ εἶναι
τὸ μυστήριο, ποὺ εἶναι γεμάτο ἀπὸ τὴν ὑπέροχη σοφία καὶ τὴ σύνεσι. Τί, λοιπόν, Ζητᾷς ἰσάξιο αὐτῆς
τῆς σοφίας; Ἐκείνους, ποῦ δὲν ἤσαν ἄξιοι γιὰ τίποτε, αὐτοὺς βρῆκε, γιὰ νὰ τοὺς ἀνυψώση στὸν
οὐράνιο πλοῦτο. Ὑπάρχει τίποτε ἰσάξιο μ' αὐτὸ τὸν πλοῦτο; Ἐκεῖνος, ποῦ εἶχε γίνει ἐχθρὸς καὶ
μισητός, αὐτὸς (ὁ ἄνθρωπος) ξαφνικὰ βρέθηκε στὸν οὐρανό. Κι αὐτὸ ἦταν ἔργο τῆς θεϊκῆς σοφίας,
ὅπως ἐκεῖνο, ποὺ συντελέστηκε διὰ τοῦ Σταυροῦ.
Ἦταν, λοιπόν, κρυμμένο τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας. Τὸ κρατοῦσε ὁ Θεὸς μυστικὸ δικό Του. Δὲν
μποροῦσε μόνος του ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸ γνωρίση, νὰ τὸ ἀνακαλύψη.
•Αν στὸ φυσικὸ κόσμο ἔχουμε μυστήρια, ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κατανοήση, καὶ
ἄλλα μυστήρια, ποὺ οὔτε κὰν τὴν ὕπαρξή τους ἔχει γνωρίσει, πολὺ περισσότερό το μυστήριο τῆς
σωτηρίας δὲν μποροῦσε νὰ τὸ συλλάβη καὶ νὰ τὸ κατανοήση.
• Αὐτὸ τὸ μυστήριο θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ γνωστοποιήση.
Ποιὸς ἄνοιξε τὸ κουτὶ μὲ τὸ μυστικὸ αὐτὸ τοῦ Θεοῦ; Ἡ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ. Εἴπαμε καὶ στὸν
προηγούμενο στίχο, ὅτι εὐδοκία εἶναι ἡ σφοδρὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι, ὅπως τονίζει ὁ
Χρυσόστομος, τὸ «πεῖσμα» τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς σώση. Μᾶς κυνηγάει νὰ μᾶς σώση. Ἔτσι κυνήγησε καὶ
τὸν Παῦλο καὶ τὸν ἔσωσε.
Καιγόταν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία ν' ἀποκαλύψη τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης Του. Κοιλοπονοῦσε,
κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο, μέχρι νὰ μᾶς ἀποκαλύψη τὸ σχέδιό Του καὶ νὰ μᾶς σώση.
«Τοῦτο ἐπεθύμει, τοῦτο ὤδινεν, ὡς ἂν τὶς εἴπoι ἐξειπεῖν ἠμὶν τὸ μυστήριον. Ποῖον δὴ τοῦτο; Ὅτι
ἄνθρωπος ἄνω καθίσαι βούλεται» (Ε.Π.Ε. 20,434). Μετάφρασις: Αὐτὸ ἐπιθυμοῦσε. Γι' αὐτὸ
πονοῦσε ὑπερβολικὰ (ὅπως ἡ γυναῖκα, ποὺ πρόκειται νὰ γεννήση). Θὰ μποροῦσε νὰ πῇ κανείς, ὅτι
πονοῦσε γιὰ νὰ παρουσιάση τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης Του σὲ μᾶς. Τί δηλαδή; Τὸ ὅτι θέλει νὰ
καθήση ὁ ἄνθρωπος στοὺς οὐρανούς.

Ἀνακεφαλαίωσις πάντων ἐν Χριστῷ (στ. 10)


Τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μᾶς λέγεται καὶ σχέδιο τῆς «θείας οἰκονομίας». Ἔτσι τὰ
οἰκονόμησε ὁ Θεός, ὥστε νὰ σωθοῦμε διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἑνωθῆ ὅλη ἡ κτίσις, ὁρατὴ καὶ
ἀόρατη, στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὴ ἡ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε ὅταν ᾖρθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου. Μιλάει γι' αὐτὴ
τὴν οἰκονομία τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ λέει: «Εἷς οἰκονομίας τοῦ
πληρώματος τῶν καιρῶν, ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἓν τῷ Χριστῷ, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοὺς καὶ τὰ
ἐπὶ τῆς γῆς, ἐν αὐτῷ» (στ. 10). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Μᾶς φανέρωσε τὸ μυστήριό Του,
ὥστε νὰ τακτοποιηθοῦν τὰ πράγματα σὰν ἔρθη ὁ κατάλληλος καιρός, γιὰ νὰ ἑνώση τὰ πάντα,
δηλαδή, τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Τὸ πλήρωμα τῶν καιρῶν!
Καὶ ἀλλοῦ, στὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολὴ (δ' 4), μιλάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὸ πλήρωμα τοῦ
χρόνου.
Δὲν ἦταν τυχαῖος ὁ καιρὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἦρθε στὸν καταλληλότερο χρόνο. Τότε ποὺ εἶχε
ὡριμάσει τὸ τραῦμα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἡ παγκόσμια λαχτάρα γιὰ λύτρωσι.
Όπως ἡ χειρουργικὴ ἐπέμβασης γίνεται ὅταν ὡριμάση τὸ ἀπόστημα, ἔτσι καὶ ἡ ἄμεση
ἐπέμβασης τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνθρωπίνη ἱστορία πραγματοποιήθηκε ὅταν εἶχε ὡριμάσει τὸ ἀπόστημα
τῆς ἁμαρτίας. Δὲν ἔπαιρνε πιὰ ἄλλο.
Ἐπενέβη ὁ Ἴδιος, ἐρχόμενος στὴ γῆ, ἀφοῦ ἐξάντλησε ὅλους τους ἄλλους τρόπους. Λέει σχετικὰ
ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐπεῖ πάντα ἔπραξε, καὶ δὶ' ἀγγέλων, καὶ διὰ προφητῶν καὶ διὰ νόμου, καὶ
οὐδὲν πλέον ἐγένετο, ἀλλ' ἔκινδυνευεν εἴκῃ γεγενήσθαι ὁ ἄνθρωπος, εἴκῃ παρήχθαι, μᾶλλον δὲ
καὶ ἐπὶ κακῶ, πάντων ἀπολλυμένων ἁπλῶς, καὶ μειζόνως ἢ ἐπὶ τοῦ κατακλυσμοῦ, εὗρε ταύτην τὴν
οἰκονομίαν, τὴν διὰ τῆς χάριτος, ὥστε μὴ εἴκῃ μηδὲ μάτην αὐτὸν γενέσθαι. Τὸ πλήρωμα τῶν καιρῶν
τοῦτο νόμον, καὶ σοφίαν ὅτι ὄτε μάλιστα ἔμελλον ἀπολλύσθαι, τότε διεσώθησαν» (Ε.Π.Ε. 20,436).
Μετάφρασις: Ἐπειδὴ ἔκανε τὰ πάντα, καὶ μὲ ἀγγέλους καὶ μὲ προφῆτες, καὶ μὲ τὸ νόμο, κι ὅμως
δὲν γινόταν τίποτε, ἀλλὰ κινδύνευε νὰ φτάση ὁ ἄνθρωπος σὰν νὰ ἔχῃ ἄσκοπα δημιουργηθῆ καὶ
μάταια νὰ παραχθῇ, μᾶλλον δὲ καὶ σὰν νὰ πλάστηκε γιὰ τὸ κακό, ἐπειδή, λοιπόν, τὰ πάντα γενικὰ
χάνονταν, πιὸ πολὺ ἀκόμα καὶ ἀπὸ ὅσο στὸν κατακλυσμό, βρῆκε ὁ Θεὸς αὐτὴ τὴν οἰκονομία,
δηλαδή, μὲ τὴ χάρι, ὥστε νὰ μὴν ἀποβῇ ἄσκοπη ἢ Δημιουργία Του. Αὐτὸ ὀνομάζει (ὁ Παῦλος)
πλήρωμα τῶν χρόνων καὶ σοφία. Τὸ ὅτι ἀκριβῶς τότε ποὺ ἐπρόκειτο νὰ χαθοῦν οἱ ἄνθρωποι, τότε
ἐπενέβη καὶ σώθηκαν.
Ἐπενέβη ὁ Θεὸς τὸν πιὸ κατάλληλο καιρό, γιὰ νὰ μᾶς σώση νὰ μᾶς ἑνώση μὲ τὸν οὐρανό.
Πῶς; Στέλνοντας τὸν Υἱό Του, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
πραγματοποιεῖται ἡ ἀνακεφαλαίωσις τῶν πάντων. «Ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ»
(στ. 10). Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωσις τῶν πάντων. Μὲ διπλὴ ἔννοια.
• Πρώτον, στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ συνοψίζεται ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα καὶ ὅλη ἡ Θεότητα. Ὁ
Χριστὸς εἶναι τὸ «κεφάλαιον» (Ἑβρ. ἡ' 1), τὸ συμπέρασμα, ἡ σύνοψις, ἡ συγκέντρωσις, ἡ συνένωσις
τῶν πάντων..
Μὲ τὸ Χριστὸ ἑνώνεται ἡ γῆ μὲ τὸν οὐρανό. Ἑνώνονται οἱ ἄγγελοι μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Μὲ τὸ Χριστὸ τέθηκε τέρμα στὴ διάσπαση ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο στὴ διάσπαση
ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους στὴ διάσπαση τοῦ ἀτόμου, τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.
Όλα καὶ ὅλοι ἑνώνονται, συγκεφαλαιώνονται στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴ λέξη
«ἀνακεφαλαίωσις» ὁ Παῦλος παρουσιάζει περιληπτικά, μονολεκτικά, τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας
ἐν Χριστῷ.
• Δεύτερον, ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ πάντων, καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων. Εἶναι ἡ
κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἐπιγείους καὶ οὐρανίους ἀνθρώπους, ἀπὸ τὴ
στρατευομένη καὶ τὴ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία.
Γιὰ νὰ γίνῃ ἢ ἕνωσις τοῦ κόσμου, ἡ ἀνακεφαλαίωσις, χρειάστηκε ἡ μεγαλύτερὴ θυσία νὰ χύση
τὸ αἷμα Τοῦ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἕνωσις, μὲ κεφαλὴ τὸ Χριστό, ἀρχίζει ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ στὸ σῶμα
τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ θὰ ὁλοκληρωθῆ καὶ θὰ τελειοποιηθῆ μετὰ τὴ Δευτέρα
Παρουσία, «ἶνα καὶ Θεὸς ἢ τὰ πάντα ἐν πάσιν» (Α΄ Κορ. ιε' 28).
• Ὅλα γίνονται διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ διὰ τὸν Χριστόν.
• Αὐτὸς δημιούργησε τὸν κόσμο.
• Αὐτὸς ἀνέπλασε τὸν κόσμο.
• Αὐτὸς ἕνωσε τὰ διεστῶτα.
• Σ' Αὐτὸν καταλήγει ὁ κόσμος.

Μᾶς ἔπεσε ὁ κλῆρος (στ. 11)


Ὅσοι ἔχουν κληθῆ ἀπ' τὸ Θεὸ καὶ ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία καὶ πιστεύουν στὸ μυστήριο τοῦ
Χριστοῦ, αὐτοὶ εἶναι οἱ μεγάλοι «τυχεροί». Κερδίσουν τὸν πρῶτο λαχνὸ στὸ λαχεῖο τῆς
αἰωνιότητας. Τοὺς ἔπεσε ὁ κλῆρος.
Φαντασθῆτε τὰ ὀνόματα ὅλων των ἀνθρώπων βαλμένα σ' ἕνα σάκκο, καὶ κάποιος τραβάει
κλῆρο γιὰ νὰ βγάλη τὰ ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι διαλεγμένοι γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὸν
παράδεισο. Ἀνάμεσα στὰ ἄλλα τραβάει κλῆρο καὶ τὸ δικό μας ὄνομα!
Αὐτὸ σημειώνει στὴ συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς ὁ Παῦλος: «'Ἐνῷ καὶ ἐκληρώθημεν προορισθέντες
κατὰ πρόθεσιν τοῦ τὰ πάντα ἐνεργοῦντος κατὰ τὴν βουλὴν τοῦ θελήματος αὐτοῦ» (στ. 11).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Διὰ τοῦ Χριστοῦ κληρωθήκαμε, ὅπως εἴχαμε προορισθῆ κατὰ τὴν
ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐνεργεῖ τὰ πάντα κατὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ θελήματός Του».
Ἔγινε κλήρωσης. Κληρώθηκε καὶ τὸ δικό μας ὄνομα. Εἴδατε τί χαρὰ κάνουν οἱ ἄστεγοι, ὅταν
γίνεται κλήρωσης γιὰ τὶς ἐργατικὲς κατοικίες καὶ τοὺς πέφτῃ καὶ κλῆρος καὶ γίνονται κάτοχοι ἑνὸς
διαμερίσματος;
'Ἀπείρως μεγαλύτερη χαρὰ πρέπει νὰ νιώθουν οἱ χριστιανοί. Ἔγινε κλῆρος, καὶ ἔπεσε σ' αὐτοὺς
ὁ κλῆρος, νὰ γίνουν κάτοχοι μιᾶς κατοικίας στὸν οὐρανό.
Προσοχὴ ὅμως σὲ δύο ἀλήθειες σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς κληρώσεως.
• Πρώτον, ποιὸς εἶναι ὁ κληρωσάμενος; Ο Θεός. Αὐτὸ ἀποκλείει Ὁποιαδήποτε ἀδικία καὶ
διάκρισι. Κληρονόμους τῆς βασιλείας Τοῦ ὁ Θεὸς θέλει ὅλους τους ἀνθρώπους.
Ἐπειδὴ ὡς παντογνώστης γνωρίζει, ποιοὶ θὰ δεχθοῦν τὴν κλήρωση καὶ Ποιοὶ θὰ τὴν ἄρνηθουν,
ποιοὶ θὰ πιστεύσουν καὶ ποιοὶ θ' ἀπιστήσουν, γι' αὐτὸ λέγεται ὅτι κληρώθηκαν οἱ πιστοί.
Πρόκειται γιὰ τὸ μυστήριο τῆς ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ νὰ διαλέγῃ ὅποιους θέλει, ποῦ αὐτὸ ὅμως
τὸ μυστήριο δὲν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἄλλο μυστήριο, ἐκεῖνο τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι μυστήριο πῶς συνυπάρχουν τὰ δύο μυστήρια! Ἃς μὴ ἐξετάσουμε, ἃς μὴ ἔρευνουμέ το
μυστήριο τῆς γνώσεως καὶ προγνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἃς χαιρώμεθα, διότι «κλήρου γενομένου ἠμᾶς
ἐξελέξατο» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 20,442).
• Δεύτερον, μαζὶ μὲ τὴ χαρά, ἃς ἔχουμε καὶ τὸ φόβο. Διότι ὅσο ζοῦμε, ὑπάρχει κίνδυνος νὰ
χάσουμε τὸν κλῆρο, νὰ φανοῦμε ἀνάξιοί της κλήσεως καὶ ἐκλογῆς.
Κλῆρος εἶχε πέσει καὶ στὸν Ἰούδα. Κλῆρος τιμητικός, τὸ νὰ εἶναι στὸν κύκλο τῶν Δώδεκα
Ἀποστόλων. Καὶ ὅμως ἐξέπεσε τοῦ κλήρου. Ἦταν «κατηριθμημένος σὺν ἠμὶν – λέγει ὁ Πέτρος - καὶ
ἔλαχε τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης». Ἀποδείχθηκε ἀνάξιος, καὶ κάλεσε ὁ Πέτρος τὴν πρώτη
Ἐκκλησία νὰ ἐκλέξη κάποιον, ποὺ θὰ ἔπαιρνε τὸν κλῆρο, τὴ θέση τοῦ Ἰούδα. Καὶ προσευχήθηκαν
θερμὰ στὸ Θεό, ἀπὸ τοὺς δύο ὑποψηφίους ν' ἀναδείξη ἕνα «λαβεῖν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας
ταύτης καὶ ἀποστολῆς, ἐξ ἧς παρέβη Ἰούδας πορευθῆναι εἷς τὸν τόπον τὸν ἴδιον» (Πράξ. ἃ' 17-25).
Ἃς μὴ καυχώμαστε, διότι μᾶς διάλεξε ὁ 'Ἀθάνατος. Δὲν μᾶς διάλεξε ἀξιομισθα, ἀλλὰ «κατὰ
πρόθεσιν αὐτοῦ» (στ. 11). Λέει ὁ Χρυσόστομος: «Ἐπειδὴ ὁ κλῆρος συντυχίας πρᾶγμα ἔστιν, οὐ
προαιρέσεως οὔδε ἀρετῆς, ὅρα πῶς αὐτὸ διορθoύται. “Προορισθέντες”, φησί, “κατὰ πρόθεσιν τοῦ
τὰ πάντα ἐνεργούντος”. Τουτέστιν, οὒχ ἁπλῶς ἔκληρωθημεν, ἀλλὰ κατὰ πρόθεσιν» (Ε.Π.Ε. 20,440).
Μετάφρασις: Ἐπειδὴ ὁ κλῆρος εἶναι ἀποτέλεσμα συμπτώσεως καὶ ὄχι προαιρέσεως, οὔτε ἀρετῆς,
πρόσεξε πὼς τὸ διορθώνει. «Προωριστήκαμε σύμφωνα πρὸς τὸ σχέδιο Ἐκείνου, ποὺ ἐν σοφίᾳ
ἐνεργεῖ τὰ πάντα». Δηλαδή, δὲν κληρωθήκαμε τυχαία, ἀλλὰ σύμφωνα καὶ μὲ τὴ δική του καὶ μὲ τὴ
δική μας πρόθεσι.
Στὴν πρόθεση τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ὑπάρχη ἢ πρόσθεσης καὶ τῆς δικῆς μας προθέσεως.
• Ἡ σωτηρία ξεκινάει ἀπὸ τὴν κλῆσι τοῦ Θεοῦ, σταθεροποιεῖται ὅμως μὲ τὸ δικό μας ἀγῶνα. "Ἂν
φανοῦμε ἄξιοί του κλήρου, θὰ σωθοῦμε.
• Πάντως σῳζόμαστε, διότι τὸ θέλει ὁ Θεός, ὄχι διότι τὰ ἀτομικά μας ἔργα εἶναι ἄξια της
κλήσεως. «Μήπω γὰρ γεννηθέντων μηδὲ πραξάντων τί ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἶνα ἢ κατ' ἐκλογὴν Θεοῦ
πρόθεσις μένῃ, οὐκ ἓξ ἔργων, ἀλλ' ἐκ τοῦ καλοῦντος» (Ρωμ. θ' 11).
• Ὅλα τα ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Όλα γίνονται κατὰ τὴν πρόθεση «τοῦ τὰ πάντα ἐνεργοῦντος κατὰ τὴν
βουλὴν τοῦ θελήματος αὐτοῦ» (στ. 11).

Ἐλπίδα καὶ ἐπαγγελία (στ. 12-13)


Ἐλπίδα καὶ ἐπαγγελία! Δύο καταστάσεις, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴ σωτηρία μας.
• Ἡ ἐλπίδα ἀνήκει στοὺς ἀνθρώπους.
• Ἡ ἐπαγγελία (ὑπόσχεσις) ἀνήκει στὸ Θεό.
Οἱ Ἰουδαῖοι ζοῦσαν μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, ποὺ θὰ κατέληγε στὴ δόξα τοῦ ἀνθρώπου καὶ
τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ λέει ὁ Παῦλος: «Εἰς τὸ εἶναι ἠμᾶς εἰς ἔπαινον δόξης αὐτοῦ, τοὺς προηλπικότας
ἐν τῷ Χριστῷ» (στ. 12). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Γιὰ νὰ ὕμνουμε τὴ δόξα Τοῦ ἐμεῖς, ποὺ ἀπὸ
πρὶν εἴχαμε ἐλπίσει στὸ Χριστό».
Ἡ ἐπαγγελία, ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ, δὲν καλύπτει βέβαια μόνο τους Ἰουδαίους. Καλύπτει ὅλους
τους ἀνθρώπους. “Όλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀπὸ ὅλα τα ἔθνη, μποροῦν νὰ σωθοῦν.
• Γιὰ νὰ σωθοῦν ὅμως ἀπαιτεῖται νὰ πιστεύσουν.
• Γιὰ νὰ πιστεύσουν, πρέπει ν' ἀκούσουν. Γι' αὐτὸ λέγει ὁ Παῦλος: «'Ἐνῷ καὶ ὑμεῖς ἀκούσαντες
τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, τὸ εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας ὑμῶν, ἐν ὢ καὶ πιστεύσαντες ἐσφραγίσθητε
τῷ Πνεύματι τῆς ἐπαγγελίας τῷ Ἁγίῳ» (στ. 13). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «'Ἐξ αἰτίας τοῦ
Χριστοῦ καὶ σεῖς (οἱ ἐθνικοί), ἀφοῦ ἀκούσατε τὸ λόγο τῆς ἀλήθειας, τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας
σας, κι ἀφοῦ πιστεύσατε σ' αὐτό, σφραγιστήκατε μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ποὺ ἔχει ὑποσχεθῆ ὁ
Θεός».
Ὁ θεῖος λόγος ὀφείλει νὰ εἶναι «τὸ εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας» (στ.13). Δὲν εἶναι λόγια καὶ
θεωρίες ἀνθρώπων. Δὲν εἶναι λόγος γιὰ ποικίλα θέματα. Ἕνα ἐνδιαφέρει: Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς
σωτηρίας. Ἡ εὐχάριστη εἴδησις καὶ πληροφόρησις, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Σωτῆρας, αὐτὴ
πρέπει νὰ μεταδίδεται.
Ὅποιος πιστεύει στὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας, αὐτὸς ἀποκτᾷ τὴ σφραγῖδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τὸ Ἄγ. Πνεῦμα εἶναι ἡ ἐπαγγελία τοῦ Χριστοῦ. Υποσχέθηκε, ὅτι θὰ ἔστελνε τὸν Παράκλητο, τὸ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον (Λουκ. κδ' 49). Καὶ ἡ ὑπόσχεσις Τοῦ ἐκπληρώθηκε (Ἰωάν. ιδ' 46. Πράξ. β' 23).
Λυτρωτικὴ περιποίησης (στ. 14)
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον χαρίζει τὸν ἀρραβῶνα τῆς κληρονομίας. «Ὃς ἔστιν ἀρραβὼν τῆς
κληρονομίας ἠμῶν, εἷς ἀπολύτρωσιν τῆς περιποιήσεως, εἰς ἔπαινον τῆς δόξης αὐτοῦ» (στ. 14).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι ὁ ἀρραβῶνας, ἡ ἐγγύησης, γιὰ τὴν
κληρονομία μας, μέχρι νὰ ἔρθη ἡ πλήρης λύτρωσις τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ Του, γιὰ νὰ ὑμνηται ἡ δόξα
Του».
Ὁ ἀρραβῶνας δὲν εἶναι ἡ ὁλοκλήρωσης τοῦ δεσμοῦ. Εἶναι ἡ ἐγγύησης γιὰ τὴν τελεία ἕνωσι στὸ
γάμο. Κι ἐμεῖς σ' αὐτὴ τὴ ζωὴ ἔχουμε τὸν ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης Ζωῆς καὶ βασιλείας, ὅπου θὰ
εἶναι ἡ τελεία ἕνωσής μας μὲ τὸ Θεό.
Ἀρραβῶνας:
• Δέσμευσις Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων γιὰ τὴ σωτηρία.
• Μέρος τοῦ ὅλου. Προαπόλαυσις τῆς οὐρανίου μεγαλειότητος.
• Ἐν σπέρματι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
• Φῶς πρὶν ἀπὸ τὸ πανέκλαμπρο φῶς τῆς αἰωνίου Ζωῆς.
• Προάγγελος τῆς ἀλήκτου χαρᾶς.
Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ἐκπληρώσει ὅλες τὶς ὑποσχέσεις, ποὺ ἔδωσε γιὰ τὴ σωτηρία μας, γιὰ τὴν
Ἐκκλησία, αὐτὸ ἀποτελεῖ ἐγγύηση (ἄρραβωνα), ὅτι θὰ ἐκπληρώση καὶ τὶς ὑποσχέσεις γιὰ τὴ
μέλλουσα Ζωὴ καὶ βασιλεία. «Τεκμήριον ποιεῖται τῆς τῶν μελλόντων ἐπαγγελίας τὰ ἤδη δεδομένα.
Διὰ τοῦτο καὶ ἀρραβῶνα καλεῖ» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 20,446). Μετάφρασις: Ἀπόδειξη γιὰ τὴν
πραγματοποίησι τῆς ὑποσχέσεως τῶν μελλόντων παρουσιάζει τὴν ἐκπλήρωση τῶν προηγουμένων
ὑποσχέσεων. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ ὀνομάσει ἀρραβῶνα.
Iσως νὰ ρωτήση κανείς: -Γιατί δὲν μᾶς τὰ δίνει ἀπὸ τώρα ὅλα ὁ Θεός; Γιὰ νὰ δοκιμαστοῦμε, ἂν
εἴμαστε ἄξιοι.
• Μὲ τὴν πίστι δεχτήκαμε τὴν κλήση καὶ τὴν ἐκλογή.
• Μὲ τὰ ἔργα σταθεροποιοῦμε τὴν ἀπόφαση γιὰ τὴ σωτηρία καὶ γινόμαστε ἄξιοί της διαθήκης.
Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Διατὶ μὴ τὸ ὅλον εὐθέως ἔδωκεν; Ἐπειδὴ μηδὲ ἠμεῖς τὸ ὅλον
εἴργασαμεθα. Ἐπιστεύσαμεν τοῦτο ἀρχή. Ἔδωκε καὶ αὐτὸς ἀρραβῶνα. Ὅταν τὴν πίστιν διὰ τῶν
ἔργων δείξωμεν, τότε τὸ πᾶν προστίθηση» (Ε.Π.Ε. 20, 448). Μετάφρασις: Γιατί δὲν μᾶς τὰ ἔδωσε
ἀμέσως ὅλα; Ἐπειδὴ κι ἐμεῖς δὲν ἔχουμε ἀκόμα ἐργαστῆ ἐπάξια γιὰ ὅλα. Πιστεύσαμε. Κάναμε τὴν
ἀρχή. Δώσαμε ἐμεῖς τὴ δική μας ὑπόσχεσι. Ἔδωσε κι Ἐκεῖνος τὸν ἀρραβῶνα. Όταν ἐμεῖς μὲ τὰ ἔργα
μᾶς ἀποδείξουμε τὴν πίστι, τότε θὰ τὰ δώση κι Ἐκεῖνος ὅλα.
Ἀξιωθήκαμε μεγάλης δωρεᾶς. Μᾶς ἔπεσε ὁ κλῆρος νὰ γίνουμε κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ. Προσοχὴ
νὰ μὴ χάσουμε τὸν κλῆρο. Ἃς μὴ ντροπιάσουμε τὸν εὐεργέτη μας. Ἃς μὴ γίνῃ σὲ μᾶς κενὴ ἢ χάρις
τοῦ Θεοῦ. Μετὰ ἀπὸ τόση ἀγάπη, ποὺ μᾶς ἔδειξε, καὶ τόσες ὑποσχέσεις, ποὺ μᾶς ἔδωσε, ἃς
ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν ἀρετή. Ἔτσι θὰ φτάσουμε κάποτε στὴν τελεία ἀπολύτρωσι, στὴ δόξα τοῦ
Οὐρανοῦ. Μᾶς ἔχει ἑτοιμάσει οὐράνια περιποίησι ὁ Θεός. Ἃς Τὸν δοξάζουμε γι' αὐτὸ καὶ ἃς
φαινόμαστε συνεπεῖς πρὸς τὶς ὑποσχέσεις, ποὺ σὰν χριστιανοὶ τοῦ ἔχουμε δώσει.
15 Διὰτοῦτο κἀγώ, ἀκούσας τὴν καθ' ὑμᾶς πίστιν ἐν τῷ Κυρίῳ ᾿Ιησοῦ καὶ τὴν ἀγάπην τὴν εἰς
πάντας τοὺς ἁγίους, 16 οὐ παύομαι εὐχαριστῶν ὑπὲρ ὑμῶν μνείαν ὑμῶν ποιούμενος ἐπὶ τῶν
προσευχῶν μου, 17 ἵνα ὁ Θεὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῆς δόξης, δῴη ὑμῖν
πνεῦμα σοφίας καὶ ἀποκαλύψεως ἐν ἐπιγνώσει αὐτοῦ, 18 πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς
καρδίας ὑμῶν, εἰς τὸ εἰδέναι ὑμᾶς τίς ἐστιν ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεως αὐτοῦ, καὶ τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης
τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις,

Ἡ πίστης καὶ ἡ ἀγάπη τῶν «ἁγίων» (στ. 15)


Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, σὰν πνευματικὸς πατέρας, ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν πρόοδο τῶν πιστῶν
χριστιανῶν. Ζητοῦσε πληροφορίες. Καὶ χαιρόταν, ὅταν οἱ πληροφορίες, ποὺ ἔφταναν στ' αὐτιά του,
ἤσαν εὐχάριστες. Αὐτὸ βλέπουμε καὶ στὴ συνέχειά της πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς.
Μέσα στὴ φυλακή, ποῦ βρίσκεται, πληροφορήθηκε, ὅτι οἱ χριστιανοὶ τῆς 'Ἐφέσου προκόπτουν
καὶ ὡς πρὸς τὴν πίστι καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀγάπη. Εἶχε ἀνθρώπους ὁ Παῦλος, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸ
σύνδεσμο ἀνάμεσα σ' αὐτὸν καὶ στοὺς χριστιανοὺς τῶν κατὰ τόπους ἐκκλησιῶν. Γι' αὐτὸ λέει:
«Ἀκούσας τὴν καθ' ὑμᾶς πίστιν ἐν τῷ Κυρίῳ Ἰησοῦ καὶ τὴν ἀγάπην τὴν εἰς πάντας τους ἁγίους...»
(στ. 15). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Γι' αὐτὸ κι ἐγώ, σὰν ἄκουσα τὴν πίστι σας στὸν Κύριο
Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὴν ἀγάπη σας πρὸς ὅλους τους ἁγίους (τους χριστιανούς), δὲν ἔπαυσα νὰ
εὐχαριστῶ τὸ Θεό».
• Εἶχε καλὲς πληροφορίες καὶ γιὰ τοὺς χριστιανούς, ποὺ ὁ ἴδιος προσωπικὰ κουράστηκε γιὰ νὰ
ἔρθουν στὴν πίστι, καὶ γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ποῦ δὲν γνώριζε. Καλὲς πληροφορίες ἔφταναν στὴ
φυλακὴ καὶ γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ἄλλων ἐκκλησιῶν.
• Πάλι μέσα ἀπὸ τὴ περίοδο φυλακή, τὴν τῆς ἴδιας φυλακίσεώς του, γράφει πρὸς τοὺς
Κολασσαεῖς: «Ἀκούσαντες τὴν πίστιν ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ τὴν ἀγάπην τὴν εἰς πάντας τους
ἁγίους...» (Κολασ. ἃ' 4).
• Γράφει, φυλακισμένος, καὶ πρὸς τὸν Φιλήμονα, τὸν ἄρχοντα τῶν Κολασσῶν: «Ἀκούω σου τὴν
ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν ἣν ἔχεις πρὸς τὸν Κύριον Inσούν καὶ εἰς πάντας τους ἁγίους» (Φιλημ. στ. 5).
Πίστις καὶ ἀγάπη!
Αὐτὰ τὰ δυὸ Ζητάει ὁ Παῦλος ἀπὸ τοὺς χριστιανούς. Αὐτὰ τὰ δυὸ εἶναι τὰ γνωρίσματα τοῦ
ἀληθινοῦ χριστιανοῦ.
• Ὅταν μιλάη γιὰ πίστι, δὲν ἐννοεῖ τὴν ὁποιαδήποτε πίστι. Διότι πίστι ἔχουν καὶ οἱ εἰδωλολάτρες,
καὶ οἱ ἀλλόθρησκοι, καὶ οἱ αἱρετικοί. Ζητάει τὴ συγκεκριμένη χριστιανικὴ πίστι, τὴν πίστι στὸν Κύριο
Ἰησοῦ Χριστό. Εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστις, καὶ ὡς πρὸς τὸ ποιὸν καὶ ὡς πρὸς τὸ ποσόν.
Οἱ χριστιανοὶ πιστεύουν στὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, ποὺ σαρκώθηκε, καὶ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Πιστεύουν δὲ μὲ ὅλη τὴν καρδιά τους. Πιστεύουν ἀκράδαντα. Δὲν ἀφήνουν χαραμάδα στὴν ψυχή
τους γιὰ νὰ εἰσχωρήση ἢ ἀπιστία καὶ ἡ ὀλιγοπιστία.
Ο Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι τὸ ἀντικείμενο τῆς πίστεως. Πιστεύουν στὸ Χριστό, διότι ἔχουν
μύριους ἐσωτερικοὺς λόγους νὰ πιστεύουν.
Η πίστις εἶναι κάτι, ποῦ αὐξομειώνεται. Ἀνάλογα μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ
προσλαμβάνει ὁ χριστιανός, καὶ ἀνάλογα μὲ τὸν ἀγῶνα, ποῦ κάνει γιὰ νὰ ἐκδηλώνῃ τὴν πίστη του.
• Ἡ σπουδαιότερη ἀπόδειξις τῆς πίστεως εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἂν ἡ πίστις εἶναι ἡ ρίζα, ἡ ἀγάπη εἶναι
ὁ καρπός.
Ἂν ἢ πίστις εἶναι τὸ θεμέλιο, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ στέγη. Πίστις καὶ ἀγάπη ἄποτελούν το ἱερὸ ζευγάρι,
ὅπως τονίζει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πανταχοῦ συνάπτει καὶ συγκολλᾷ τὴν πίστι καὶ τὴν ἀγάπην,
θαυμαστὴν τινὰ ξυνωρίδα» (Ε. Π.Ε. 20, 466). Μετάφρασις: Σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις συνενώνει καὶ
συναρμόζει τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη, ποῦ συναποτελοῦν τὸ θαυμαστὸ «δίδυμο».
Όταν χωριστοῦν αὐτὰ τὰ δυό, τότε ὁ χριστιανὸς εἶναι ἀσυνεπής. Οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, κατὰ
μεγάλη πλειονοψηφία, ἔχουμε νεκρὴ πίστι. Ἡ πίστις μᾶς ἔχει πάρει διαζύγιο ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὰ
καλὰ ἔργα. Σκανδαλίζουμε μὲ τὴν ἀπροσδόκητη ζωή μας καὶ μὲ τὴν ἔλλειψι ἁγιότητας καὶ ἀγάπης.
Ἡ ἀγάπη ἀναφέρεται στοὺς «ἁγίους». «Καὶ τὴν ἀγάπην τὴν εἰς πάντας τους ἁγίους...» (στ. 15).
Ἅγιοι, ὅπως ἔχουμε σημειώσει, στὴν Καινὴ Διαθήκη ὀνομάζονται ὅλοι οἱ πιστοί, ὅλα τα μέλη τῆς
Ἐκκλησίας.
Γιατί ἐδῶ ὁ Παῦλος ἀναφέρει τὴν ἀγάπη μόνο στοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν ἀναφέρει καὶ τὴν
ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, καὶ μάλιστα πρώτη αὐτήν;
Απλούστατα, διότι ἡ ἀγάπη στοὺς ἀνθρώπους εἶναι καὶ ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης στὸ Θεὸ (Α΄ Ἰωάν.
δ' 20). Ο χριστιανὸς ἀγαπᾷ τοὺς ἀνθρώπους μὲ μία ἀγάπη χριστοκεντρική. Ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ
καὶ γιὰ τὸ Χριστὸ τοὺς ἀγαπᾷ.
• Ὁ Χριστὸς συνδέει τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἀγαπώνται.
• Ὁ Χριστὸς βρίσκεται στὸ πρόσωπο τοῦ ἀγαπημένου ἀδελφοῦ. «Ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων
τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κὲ' 40). Ἄλλωστε, κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ
Ἰωάννη, ὅποιος δὲν ἀγαπάει τὸν ἀδελφό του, ποῦ τὸν βλέπει, πῶς μπορεῖ ν' ἀγαπάη τὸ Θεὸ ποῦ
δὲν τὸν βλέπει; (Α΄ Ἰωάν. δ' 20).
• Ἡ ἀγάπη μᾶς πρέπει νὰ προσφέρεται σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι
πλάσματα καὶ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.
• Ἡ ἀγάπη δὲν Ζητάει στοιχεῖα ταυτότητας, γιὰ νὰ ξεχυθῆ. Ὅταν ὁ ἄλλος εἶναι στὸ δρόμο
χτυπημένος ἀπὸ αὐτοκίνητο, τὸ ἀσθενοφόρο δὲν Znτάει πρῶτα τα στοιχεῖα τῆς ταυτότητάς του.
Δείχνει πρῶτα το ἐνδιαφέρον του, τὸν ὁδηγεῖ στὸ νοσοκομεῖο, τοῦ προσφέρονται οἱ πρῶτες
βοήθειες, καὶ ὕστερα ἀναζητοῦνται τὰ στοιχεῖα τῆς ταυτότητάς του.
• Ἡ ἀγάπη τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἐκ πρώτης ὄψεως «ἀδιάκριτη». Προσφέρεται δὲ πρὸς ὅλους,
«κατὰ τὴν ἑκάστου ἰδίαν χρείαν» (ἰδὲ καὶ Πράξ. β' 45).
• Εἶναι βέβαια φυσικὸ νὰ δείχνῃ ὁ χριστιανὸς περισσότερη ἀγάπη στοὺς οἰκείους της πίστεως.
Ὅλοι οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὅταν πάσχῃ ἕνα μέλος,
συμπάσχουν ὅλα τα μέλη (Α' Κορ. ιβ΄ 26). Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος τονίζει τὴν ἀγάπη «τὴν εἰς πάντας τους
ἁγίους» (στ. 15), σ' ὅλους τους χριστιανούς.
Ἡ πρώτη Ἐκκλησία ἐνδιαφερόταν γιὰ τὰ προβλήματα καὶ τὶς ἀνάγκες ὅλων των «ἁγίων», τῶν
ἀδελφῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ἀποτελοῦσε μία διαρκῇ πρόνοια γιὰ τοὺς χριστιανούς. Καὶ ἡ πρόνοια
αὐτή, ὡς ἐκδήλωσης τῆς ἀγάπης, δὲν ἀναφέρεται μόνο στὸ σῶμα. Ἀναφέρεται καὶ στὴν ψυχή, στὶς
σωματικὲς καὶ πνευματικὲς ἀνάγκες. «Πρόνοιαν πᾶσαν λέγει, τὴν κατὰ ψυχήν, τὴν κατὰ τὸ σῶμα»
(Χρυσόστομος).
• Εἶναι ἀνάγκη νὰ δείχνουμε ἀγάπη ἔμπρακτη, σὰν ἀπόδειξη ὅτι δὲν ἔχουμε ἀρνηθῆ τὴν ὀρθὴ
πίστι. «Εἰ τὶς τῶν ἰδίων, καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων, οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἔστιν ἀπίστου
χείρων» (Α΄ Τιμ. ε' 5).

Εὐχαριστήριος προσευχὴ (στ. 16)


Οἱ πιστοί της ἀρχαίας Ἐκκλησίας εἶχαν ἀγάπη. Τὴ μεγαλύτερη ἀγάπη τὴν εἶχε ὁπωσδήποτε καὶ
ἀπόστολος Παῦλος. Ἡφαίστειο πίστεως καὶ ἀγάπης ἢ εὐγενική του καρδιά.
• Τὴν ἀγάπη του καὶ ἀπόστολος Παῦλος τὴ δείχνει μὲ τοὺς κόπους, ποὺ κατέβαλλε γιὰ τοὺς
χριστιανούς.
• Τὴ δείχνει καὶ στὴν προσευχή του. Ἡ προσευχὴ εἶναι δεῖγμα ἀγάπης, ὄχι μόνο στὸ Θεό, ἀλλὰ
καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἐργαλεῖο ἀγάπης σπουδαῖο. Δὲν ἔχουν δίκαιο ὅσοι
κατηγοροῦν διαρκῶς προσευχομένους, καὶ μάλιστα τοὺς μοναχοὺς καὶ ἄσκητες, ὅτι τάχα δὲν ἔχουν
ἐνδιαφέρον καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν κόσμο. Τὸ ὅτι θερμὰ καὶ συνέχεια προσεύχονται γιὰ τοὺς
ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξις ξεχωριστῆς ἀγάπης.
Πολλὲς εὐεργεσίες ἔχουμε ἀπολαύσει ἀπὸ τὶς προσευχὲς ἀφιερωμένων στὸ Θεὸ προσώπων.
Καὶ ὁ Παῦλος μέσα ἀπὸ τὴ φυλακὴ προσφέρει τὴν ἀγάπη τῆς προσευχῆς. Ἡ δὲ προσευχὴ τοῦ
πρωταρχικὰ εἶναι εὐχαριστία στὸ Θεό. Τρία τα στοιχεῖα τῆς προσευχῆς:
• Ἡ δοξολογία.
• Ἡ εὐχαριστία.
• Ἡ δέησις.
Συνήθως παρακαλοῦμε τὸ Θεό, χωρὶς νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε. Εἴμαστε Ζητιάνοι μόνο, ὄχι καὶ
εὐγνώμονες δοῦλοι τοῦ Θεοῦ (Λουκ. ιζ΄ 17-18).
Ο Παῦλος εὐχαριστεῖ τὸ Θεό.
• Τὸν εὐχαριστεῖ γιὰ τὶς πνευματικὲς δωρεές Του.
• Τὸν εὐχαριστεῖ γιὰ τὴν προκοπὴ τοῦ Εὐαγγελίου.
• Τὸν εὐχαριστεῖ γιὰ τὴν πρόοδο τῶν χριστιανῶν, τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν. Λέει: «Οὐ
παύομαι εὐχαριστῶν ὑπὲρ ὑμῶν μνείαν ὑμῶν Ποιούμενος ἐπὶ τῶν προσευχῶν μου» (στ. 16).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Δὲν παύω νὰ εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ γιὰ σᾶς, καὶ νὰ σᾶς μνημονεύω
στὶς προσευχές μου».
Σὲ πολλὲς Ἐπιστολὲς εὐχαριστεῖ ὁ Παῦλος τὸ Θεὸ γιὰ τοὺς πιστούς, διότι μὲ τὸ ζῆλο τοὺς
ξαπλώνεται ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Λέει Π.Χ. στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή: «Πρώτον
εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ πάντων ὑμῶν, ὅτι ἡ πίστις ὑμῶν καταγγέλλεται ἐν
ὄλῳ τῷ κόσμῳ» (α' 8).
Συγκινητικό! «Μνείαν ἐποιεῖτο». Όλους τοὺς θυμόταν στὶς προσευχές του.
Τί ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ τί ἀγωνία εἶχε ὁ Παῦλος! Γιὰ κάθε μία ψυχὴ ξεχωριστά. Θυμόταν ἕναν-ἕναν,
ὀνομαστικά, στὶς προσευχές του. Εἶχε τὰ δίπτυχά του.
Μὰ τοὺς θυμόταν ὅλους; Προσπαθοῦσε νὰ τοὺς θυμᾶται. Ἄλλωστε στὴν πρώτη Ἐκκλησία δὲν
ἤσαν πολλοὶ οἱ χριστιανοὶ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν.
• Ὁ Παῦλος εἶχε μνήμη ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη τὸν ἔκανε νὰ θυμᾶται ὅλους καὶ νὰ τοὺς μνημονεύῃ.
• Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ ἔχουν καθένας τὰ δίπτυχά του. Νὰ μνημονεύουν ὀνομαστικά τα
πρόσωπα, ποὺ ἀγαποῦν, ποῦ εὐεργετήθηκαν, ποὺ βρίσκονται σὲ θλίψη καὶ ἀνάγκη. Νὰ
μνημονεύουμε κι ἐκείνους, ποὺ μᾶς τὸ ζητοῦν, «τοὺς ἐντειλαμένους ἠμὶν τοῖς ἀναξίοις εὔχεσθαι
ὑπὲρ αὐτῶν» (ἀπὸ τὴν ἐκτενῆ δέησι).
Ἡ μνημόνευσις γίνεται ἰδιαίτερα στὴ Θεία Λειτουργία, ὅταν μάλιστα ὁ λειτουργὸς προτρέπῃ:
«Καὶ ὧν ἕκαστος κατὰ διάνοιαν ἔχει καὶ πάντων καὶ πασῶν» (Θ. Λειτουργία). Ο Παῦλος, ὅταν
σκεπτόταν τοὺς χριστιανούς, εὕρισκε αἰτία νὰ εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν πνευματική τους προκοπή.
«Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου ἐπὶ πάση τὴ μνεία ὑμῶν» (Φιλιπ. ἃ' 3).
• Ἡ μνημόνευσις ἦταν ἀμοιβαία. Θυμᾶται τοὺς χριστιανοὺς ὁ Παῦλος στὶς προσευχές του, ἀλλὰ
ζητάει καὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν θυμοῦνται στὶς δικές τους προσευχές.
Η προσευχὴ εἶναι μυστικὴ κοινωνία τῶν ψυχῶν. Μία ἀλληλοπροσφορά. Όλοι ἔχουμε ἀνάγκη
τῶν προσευχῶν καὶ οἱ πλέον ἐνάρετοι καὶ οἱ ἅγιωτεροι.
• Πρώτον, διότι ὑπάρχει τὸ σκοτεινὸ βάθος, ὅπου καὶ ὁ ἅγιωτερος καὶ ὁ ἀγγελικώτερος μπορεῖ
νὰ καταπέση.
• Δεύτερον, διότι ὑπάρχει τὸ πνευματικὸ ὕψος, ὅπου μπορεῖ καὶ ὁ πλέον ἀνεβασμένος ν' ἀνεβῇ
ἔτι μᾶλλον. Ὑπάρχει ἄλλος ἐγγύτερός του Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Παῦλο; Καὶ ὅμως ὁ Παῦλος ἐκζητεῖ τὶς
προσευχὲς τῶν χριστιανῶν.
-Προσεύχεσθε καὶ ὑπὲρ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ! Εἶναι παράκλησίς μας στοὺς ἀδελφοὺς
χριστιανούς.

Πνευματικὰ αἰτήματα (στ. 17)


Ἡ προσευχὴ τοῦ Παύλου δὲν εἶναι μόνο εὐχαριστία. Εἶναι καὶ παράκλησις. Περιέχει αἰτήματα
γιὰ τοὺς χριστιανούς.
Τὰ αἰτήματα ἑνὸς Παύλου δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μικρά, ὑλικά, σωματικὰ μόνο. Κυρίως εἶναι
ὑψηλὰ καὶ πνευματικά. Παρακαλεῖ: «Ἶνα ὁ Θεὸς τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Πατὴρ τῆς
δόξης, δώη ὑμὶν πνεῦμα σοφίας καὶ ἀποκαλύψεως ἐν ἐπιγνώσει αὐτοῦ» (στ. 17). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Προσεύχομαι, γιὰ νὰ σᾶς δίνη ὁ Θεὸς τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἔνδοξος
Πατέρας, χάρισμα σοφίας καὶ ἀποκαλύψεως, γιὰ νὰ Τὸν γνωρίσετε καλύτερα».
«Ὁ Θεὸς τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»! Μὲ ποιὰ ἔννοια λέγεται;
Ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας τοῦ Χριστοῦ, ὡς Θεοῦ Λόγου, εἶναι δὲ καὶ Θεὸς τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀνθρώπου
Ἰησοῦ. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Σὰν Θεὸς ἔχει τὸ Θεὸ Πατέρα σὰν ἄνθρωπος Τὸν ἔχει
Θεό. Καὶ τὸ λέγει ἔτσι ὁ Παῦλος, «ίνα ἐκ Θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος δείξη τὸν Ἐμμανουὴλ»
(Χρυσόστομος).
Ὁ Θεὸς ὀνομάζεται ἐδῶ «πατὴρ τῆς δόξης».
• Εἶναι ὁ δοξασμένος Θεός, ὁ αἴτιος τῆς δόξης στοὺς ἀνθρώπους.
• Σ' αὐτὸν ὀφείλεται ἡ δόξα.
• Αὐτὸς ἀποτελεῖ τὴν αἰτία τῆς δόξης τῶν Ἁγίων. Χρησιμοποιεῖται δὲ ἀπὸ τὸν Παῦλο ἢ φράσις
αὐτή: «Κύριος της δόξης» ἢ «Πατὴρ τῆς δόξης», ποὺ δείχνει τὴ λαμπρότητα καὶ τὸ μεγαλεῖο του
Θεοῦ. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐκ ἔχει ἐπ' ὀνόματος αὐτὰ (τὰ μεγαλεῖα) παραστῆσαι,
καὶ πανταχοῦ δόξαν καλεῖ, ὅπερ πάσης ἐστι λαμπρότητος παρ' ἠμὶν ὄνομα καὶ προσηγορία» (Ε.Π.Ε.
20,468). Μετάφρασις: Δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφράση τὰ θεία μεγαλεῖα μὲ λόγο. Γι' αὐτὸ παντοῦ τα
ὀνομάζει δόξα, κάτι, ποὺ εἶναι σύμβολο καὶ ὄνομασια στὴν ἀνθρώπινη γλῶσσα.
Αὐτόν, λοιπόν, τὸν Πατέρα τῆς δόξης, παρακαλεῖ ὁ Παῦλος νὰ δώση «πνεῦμα σοφίας καὶ
ἀποκαλύψεως» (στ. 17).
Πρόκειται γιὰ τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποῦ σοφίσει τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἀποκαλύπτει
τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ.
• Ἡ ὅλη ὑπόθεσις τῆς χριστιανικῆς πίστεως δὲν εἶναι ὑπόθεσις ἀνθρωπίνης ἀνακαλύψεως.
• Εἶναι ὑπόθεσις οὐρανίου ἀποκαλύψεως. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μυστήρια μέλλει (ὁ
Παῦλος) διηγείσθαι Θεοῦ των δὲ μυστηρίων τοῦ Θεοῦ τὴν γνῶσιν τὸ Πνεῦμα οἶδε μόνον, τὸ καὶ τὰ
βάθη αὐτοῦ ἔρευνων, οὐκ ἄγγελος, οὐκ ἄρχαγγελος, οὐκ ἄλλη τὶς κτιστὴ δύναμις. Τουτέστι
χάρισμα ἤμιν παρέχει. Εἰ δὲ ἀποκαλύψεως τοῦτό ἐστι, οὐκ ἔστι λογισμῶν εὕρεσις» (Ε.Π.Ε. 20,468).
Μετάφρασις: Θὰ διηγηθῆ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Τὴ γνῶσι δὲ τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ τὴν κατέχει
μόνο το Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὸ καὶ ερευνά τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ἄγγελος οὔτε ἀρχάγγελος, οὔτε
κάποια ἄλλη κτιστῆ δύναμις. Δηλαδή, χορηγεῖ σὲ μᾶς χάρισμα. Ἀφοῦ, λοιπόν, αὐτὸ εἶναι
ἀποτέλεσμα ἀποκαλύψεως, δὲν εἶναι σκέψεων ἀνακάλυψις.
Ο Παῦλος Ζητάει ἀπ' τὸ Θεὸ νὰ ὁδηγῇ τοὺς πιστοὺς στὴν κατανόηση, τὴν πλήρη γνώση τῆς
ἀνθρωπίνης σωτηρίας καὶ τῶν εὐαγγελικῶν ἀληθειῶν. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐπίγνωσι. Ἐπίγνωσις εἶναι
ἡ ἀκριβεστέρα γνῶσις τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν μυστηρίων Του. «Ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ
ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 12).

Θεῖος φωτισμὸς (στ. 18)


Συνεχίζει τὰ πνευματικὰ αἰτήματα τῆς προσευχῆς τοῦ ὁ Παῦλος: «"Ἶνα ὁ Θεὸς δώη ὑμὶν
πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας ὑμῶν, εἰς τὸ εἴδεναι ὑμᾶς τὶς ἔστιν ἡ ἐλπὶς τῆς
κλήσεως αὐτοῦ, καὶ τὶς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις» (στ. 18).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Γιὰ νὰ σᾶς δίνη ὁ Θεὸς φωτισμένα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σας, γιὰ νὰ
γνωρίζετε καλύτερα, ποιὰ εἶναι τὰ ἐλπιζόμενα ἀγαθά, ποὺ γι' αὐτὰ σας κάλεσε. Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ
πλοῦτος τῆς κληρονομίας Του γιὰ τοὺς ἁγίους».
Ἀλλὰ καὶ μάτια σώματος ἔχουμε. Καὶ θὰ μποροῦσαν καὶ αὐτὰ ἀκόμα νὰ μᾶς ὁδηγοῦν σὲ
θαυμασμὸ καὶ πίστη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Πολὺ περισσότερο πάντως ὁδηγούμαστε στὴν πίστη καὶ τὴν ἐπίγνωσι, ὅταν εἶναι ἀνοιχτά τα
ἐσωτερικὰ μάτια τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς. Όταν εἴμαστε ἄνθρωποι ἐσωτερικὰ φωτισμένοι μὲ τὸ
φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μόνο τότε θὰ βλέπουμε καὶ θὰ καταλαβαίνουμε τὴν ἐλπίδα τῆς κλήσεως. Κληθήκαμε ἀπ' τὸ Θεὸ
γιὰ ν' ἀπολαύσουμε τὰ ἐλπιζόμενα, τὰ οὐράνια καὶ μένοντα, τὰ αἰώνια ἀγαθά της βασιλείας τῶν
οὐρανῶν. Οἱ χριστιανοὶ εἶναι πλούσιοι. Ἔχουν τὸν «πλοῦτον τῆς δόξης τῆς κληρονομίας» (στ. 18)
τοῦ Θεοῦ. Ἡ κληρονομία τῶν χριστιανῶν εἶναι ἡ ἀτελεύτητη οὐράνια δόξα. Ἡ δόξα αὐτὴ ἀρχίζει
ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωή, ἂλλ' ὁλοκληρώνεται στὴν ἄλλη ζωή.
Πῶς θὰ προοδεύσουμε στὴ γνώση τῆς κληρονομίας, ποῦ μᾶς περιμένει;
• Μὲ τὰ μέσα της χάριτος, ποὺ προσφέρει ὁ Χριστὸς στὴν Ἐκκλησία Του.
• Μὲ τὴν προσευχή.
• Μὲ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφής.
• Μὲ σκέψεις κατάλληλες γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἐσωτερικῆς Ζωῆς. Ἔτσι θὰ περάσουμε τὶς
θλίψεις τῆς παρούσης Ζωῆς μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐλπίδα.
Πόσο στ' ἀλήθεια πρέπει νὰ προσέχουμε τὴ ζωή μας, ὥστε νὰ μὴ χάσουμε τὸν πλοῦτο τῆς δόξης
καὶ τῆς κληρονομίας τοῦ Θεοῦ!

19 καὶ τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν
ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος αὐτοῦ, 20 ῝Ην ἐνήργησεν ἐν τῷ Χριστῷ ἐγείρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν,
καὶ ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις 21 ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ
δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ
καὶ ἐν τῷ μέλλοντι· 22 καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ
πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, 23 ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου.

Δύναμις καὶ ἐνέργεια (στ. 19).


Σὑνεχίζεται ἡ προσευχὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὑπὲρ τῶν χριστιανῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἐφέσου. Πνευματικά τα αἰτήματά της. Ζητάει ὁ Παῦλος ἀπὸ τὸν Κύριο, νὰ δώση τὴ σοφία Του καὶ
τὴν ἀποκάλυψί Του, ὥστε νὰ γνωρίσουν οἱ πιστοὶ τὸν πλοῦτο τῆς ἀγάπης Του, ὅπως φανερώνεται
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Μὲ τὸ φωτισμὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς καρδίας οἱ πιστοὶ θὰ γνωρίσουν «τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος
τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἠμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχῦος αὐτοῦ»
(στ. 19). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «(Γιὰ νὰ γνωρίζουμε) πόσο ὑπερβολικὰ μεγάλη εἶναι ἡ
δύναμίς Του σὲ μᾶς τοὺς πιστούς, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ἐνέργεια, ποῦ ἢ ἰσχυρὴ δύναμίς
Του ἐνήργησε στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ».
Βλέπουμε τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
• Ἡ δύναμις πάντοτε ὑπάρχει στὸ Θεό. Εἶσαι, Κύριε, παντοδύναμος. «Πάντα δύνασαι, ἀδυνατεῖ
δὲ σοὶ οὐδὲν» (Ἰὼβ μβ΄ 2). Ὁ Θεὸς ἔχει ἄπειρη δύναμι.
• Ἡ ἐνέργεια εἶναι ἡ ἀποκάλυψις τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ σὲ συγκεκριμένες σωτηριώδεις καὶ
εὐεργετικὲς πράξεις.
Μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἡ δύναμις, ἀλλὰ νὰ παραμένῃ ἀνενέργητη. Ἂν παραστήσουμε τὴ δύναμη τοῦ
Θεοῦ σὰν μία μηχανὴ μὲ πολλὲς δυνατότητες, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ μηχανὴ αὐτὴ πρὸ
Χριστοῦ ἔμπαινε σὲ ἐνέργεια προνοιακή, ἀλλὰ δὲν ἔμπαινε σὲ ἐνέργεια λυτρωτική.
Ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἐνεργοῦσε καὶ στὸν ἀρχαῖο κόσμο σὰν πρόνοια καὶ κυβέρνησης τοῦ
κόσμου, ἀλλὰ δὲν εἶχε φανερωθῆ σὰν σωτηρία καὶ λύτρωσις. Τέθηκε σὲ ἐνέργεια ἡ μηχανὴ τῆς
λυτρωτικῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, ὅταν ᾖρθε στὸν κόσμο ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ποῦ εἶναι ὁ
ἀπεσταλμένος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός.
• Μὲ τὴ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀποκαλύφθηκε ἡ ἐνέργεια «τοῦ κράτους τῆς ἰσχῦος αὐτοῦ»
(στ. 19). Ἡ σάρκωσις τοῦ Λόγου ἐνεργοποιεῖ τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ μὲ σκοπὸ τὴ σωτηρία. Μὲ τὸν
ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο φανερώνεται «τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ» (στ.
19). “Ό,τι δὲν κατωρθώθηκε νὰ γίνῃ μὲ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς ἀγγέλους, τὸ ἔκανε ὁ Θεὸς μὲ τὸ
σαρκωμένο Υἱό Του.
Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὄτε προφῆται οὐδὲν ἤνυσαν, ὄτε ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι,
ὄτε πᾶσα ἢ κτίσις ἢ ὁρατὴ καὶ ἀόρατος, ὤκονομησε τὴν αὐτοῦ παρουσίαν τότε, δεικνὺς ὅτι θείας
ἔχρῃζε τὸ πρᾶγμα δυνάμεως» (Ε.Π.Ε. 20,472). Μετάφρασις: “Ὅταν δὲν μπόρεσαν νὰ ἐνεργήσουν
τὴ σωτηρία οἱ προφῆτες, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι, ὅλη ἡ κτίσις, ἢ ὁρατὴ καὶ ἡ ἀόρατη, τότε
πραγματοποίησε, σύμφωνα πρὸς τὴν οἰκονομία Του, τὴν παρουσία Του, δείχνοντας, ὅτι ἡ σωτηρία
τῶν ἀνθρώπων χρειαζόταν θεία δύναμι.
Μὲ τρεῖς συνώνυμες λέξεις καὶ ἀπόστολος Παῦλος δείχνει τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ: δύναμις-κράτος-
ἰσχύς. Καὶ ἢ δύναμις αὐτὴ φάνηκε πάνω στοὺς πιστούς, «εἷς ἠμᾶς τοὺς πιστεύοντας» (στ. 19).
Ποῦ βλέπουμε τὴν ἐνεργοποίηση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ;
• Στὸ ὅτι ἀπὸ τὸ σκοτάδι ὤδηγησέ τους πιστοὺς στὸ φῶς. Ἀπὸ τὸ βυθὸ τῆς ἀγνοίας καὶ τῆς
ἁμαρτίας, τοὺς ὤδηγησε στὸ ὕψος τῆς γνώσεως καὶ τῆς λυτρώσεως καὶ τῆς ἁγιότητας.
“Ο ἄνθρωπος μετὰ Χριστὸν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ θέτῃ σὲ ἐνέργεια τὴ θεϊκὴ δύναμι. Πῶς;
• Μὲ τὴν πίστι καὶ τὴν προσευχή. Ἂν πιστεύῃ καὶ προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος, ἀναγκάζει τὸ Θεὸ νὰ
ἐπεμβῇ καὶ νὰ ἐνεργήση δυναμικά. Τὸ κουμπὶ τῆς μηχανῆς τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ τὸ χειρίζεται ὁ
ἄνθρωπος, πάντοτε βέβαια ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Διότι στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ φανερώθηκε ἡ
δύναμις τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ συνέχεια παρουσιάζει τέσσερεις ἐκδηλώσεις τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ
στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

'Ἀνάστασης καὶ ἀνύψωσης τοῦ Θεανθρώπου (στ. 20)


Ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξις τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ 'Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ λέγει
ὁ Παῦλος: «... κατὰ τὴν ἐνέργειας τοῦ κράτους τῆς ἰσχῦος αὐτοῦ, ἣν ἐνήργησεν ἐν τῷ Χριστῷ
ἐγείρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, καὶ ἐκάθισεν ἓν δεξιὰ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίους» (στ. 20). Ἀπόδοσης
στὴν ἁπλοελληνική: «Ἐνήργησε στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ νὰ Τὸν ἀναστήση ἀπ' τοὺς
νεκρούς. Τὸν ἀνέστησε καὶ Τὸν κάθισε στὰ δεξιά Του στὰ ἐπουράνια»
Μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ συντρίβεται ἡ μεγαλύτερη δύναμις, ποῦ ὑπῆρχε στὸν κόσμο, ὁ
θάνατος. Κατάργησε τὸ κράτος τοῦ θανάτου ὁ ἀναστᾶς Κύριος. Μέχρι τότε ὁ θάνατος ἦταν
τρομερός. Ὅλοι οἱ τρανοί της γῆς ἤσαν παιχνίδι μπροστὰ στὸ θάνατο. Όλοι ἔτρεμαν μπροστά του.
Ἡ ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ ἐπέφερε καίριο πλῆγμα κατὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου, ποῦ
τρομοκρατοῦσε τοὺς ἀνθρώπους μ' αὐτόν. Θριαμβευτικὰ πλέον ὁ χριστιανὸς μπορεῖ νὰ λέῃ στὸ
θάνατο: «Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σου, ᾅδη τὸ νίκος;» (Ἃ' Κορ. 1ε' 55).
Ο πιστὸς εὐχαριστεῖ τὸ Θεό, διότι μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ συνετρίβη ὁ θάνατος καὶ ᾖρθε
ἡ ποθητὴ ἀπελευθέρωσις ἀπ' τὸ σκλαβοπάζαρο τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. «Τῷ δὲ Θεῶ χάρις
τῷ διδόντι ἤμίν το νίκος διὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. ιε΄ 57).
«Ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ» (στ. 20-21) Δεύτερη ἀπόδειξις τῆς ὑπερβολικῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ
εἶναι ἡ Ἀνάληψις. Λέει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος: «Καὶ ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις»
(στ. 20). Ὁ Χριστὸς κάθεται στὰ δεξιά του Πατρός, ὄχι ὡς Θεός, διότι ὡς Θεὸς Λόγος πάντοτε
καθόταν καὶ κάθεται στὰ δεξιά του Πατρός. Κάθισε καὶ ὡς Θεάνθρωπος στὰ δεξιά του Πατρός.
Πῶς; Μὲ τὴν ἄνοδό Του κατὰ τὴν 'Ἀνάληψι.

«Ἐν δεξιᾷ του Πατρὸς» (στ. 20 - 21)


Μὲ τὴ φράσι θέλει νὰ δείξη τὴν ὑψίστη τιμή. Καὶ ἡ τιμὴ αὐτὴ καὶ ἡ δόξα ἀντανακλᾷ καὶ
ἀναφέρεται στὸν ἄνθρωπο.
Ο ἄνθρωπος ἀνέβηκε ψηλὰ μὲ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψι. Θεώθηκε τὸ προσλημμα, ἢ
ἀνθρωπίνη φύσις, ποὺ εἶχε προσλάβει ὁ Θεὸς Λόγος.
Ο ἄνθρωπος, ποὺ ἔπεσε τόσο χαμηλὰ ἐξ αἰτίας τοῦ Διαβόλου, ἀνεβαίνει τώρα τόσο ὑψηλὰ ἐξ
αἰτίας τοῦ Θεανθρώπου. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομός: «'Ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἄρα τὶς
λόγος τοῦτο παραστῆσαι δυνήσεται; Τὸν ἀπὸ τῆς γῆς, τὸν τῶν ἰχθύων ἄφωνοτερον, τὸν παίγνιον
τῶν δαιμόνων γενόμενον, ὅρα ποὺ ἀνήγαγεν. Ὄντως ὑπερβάλλον τὸ μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ.
Καὶ θέα ποὺ ἀνήγαγεν “Ἐν τοῖς ἐπουρανίοις”» (Ε.Π.Ε. 20,472). Μετάφρασις: Κάθισε τὸ Χριστὸ στὰ
δεξιά Του. Ἄραγε ποιὸς λόγος μπορεῖ νὰ παραστήση τὸ γεγονός; Τὸν ἄνθρωπο, τὸν γήινο, τὸν
ἄφωνοτερο κι ἀπὸ τὰ ψάρια, αὐτόν, ποὺ κατάντησε παιχνίδι τῶν δαιμόνων, κοίταξε ποῦ τὸν
ἀνύψωσε. Πραγματικὰ εἶναι ἀνυπέρβλητό το μέγεθος τῆς δυνάμεώς Του. Πρόσεξες ποῦ τὸν
ἀνέβασε; «Στὰ ἐπουράνια».
• Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Νυμφίος. Όπως λέει σὲ μία ὑπέροχη εἰκόνα o ι. Χρυσόστομος, ὁ Νυμφίος
Χριστὸς διάλεξε γιὰ νύμφη Τοῦ τὴν ἀνθρώπινη φύσι.
• Κάθε πιστὴ ψυχὴ εἶναι νύμφη Χριστοῦ.
• Μὲ τὴν ἀνάληψί Του ὁ Χριστὸς ὠδήγησε τὴ νύμφη ψυχὴ στὸ σπίτι Του, στὸ παλάτι Του, στὴ
βασιλεία Τοῦ τὴν οὐράνιο.
Καὶ ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀνέβηκε τόσο ὑψηλὰ ὡς Θεάνθρωπος, εἶναι «ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ
ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰώνι
τούτω, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι» (στ. 21). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Ἀνέβηκε πάνω ἀπὸ κάθε
ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ δύναμη καὶ κυριότητα καὶ πάνω ἀπὸ κάθε πρόσωπο, ποὺ ὑπάρχει ὄχι μόνο
σ' αὐτὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ στὸ μελλοντικό».
Μὲ τὴ φράση αὐτὴ θέλει νὰ δείξη, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς οὐράνιες καὶ ἐπίγειες
δυνάμεις.
• Δὲν εἶναι ἄγγελος ὁ Χριστός, ὅπως λένε οἱ Χιλιαστές.
• Εἶναι Θεὸς ἀληθινός. Καὶ ὡς Θεὸς εἶναι πάνω ἀπὸ τὰ τάγματα τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων.
Οἱ ἄγγελοι ὑποτάσσονται στὸν Χριστό. 'Ἀενάως Τὸν δοξολογοῦν καὶ Τὸν διακονοῦν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ
Χριστὸς δὲν εἶναι μόνο Θεός, ἀλλ' εἶναι καὶ ἄνθρωπος, στὸ πρόσωπό Του θεώνεται ὁ ἄνθρωπος καὶ
γίνεται δυνατός, «ὑπεράνω πάσης ἄρχης καὶ ἐξουσίας» (στ. 21).
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ θεανθρωποποιημένος, ἑνωμένος μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, γίνεται πιὸ
δυνατὸς ἀπὸ ὅλες τὶς δυνάμεις τοῦ κόσμου. Κανένα δὲν φοβᾶται. Αποκτά μία ὑπεραξία καὶ
ὑπερδύναμι. Αὐτός, ποῦ εἶναι μία σταγόνα στὸν ὠκεανό, γίνεται ἀνώτερος ὅλων των δυνάμεων.
Λέει σχετικὰ ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Εἰ πάντα τα ἔθνη ὡς σταγών, εἷς ἄνθρωπος πόσον ἄρα μέρος τῆς
σταγόνος; Ἀλλὰ τοῦτον πάντων ἀνώτερον ἐποίησεν, οὐ μόνον ἐν τῷ αἰώνι τούτω, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ
μέλλοντι”. 'Ἄρα ἐστὶ δυνάμεων τινῶν ὀνόματα ἠμὶν ἄσημα, καὶ οὐ γνωριζόμενα» (Ε.Π.Ε. 20,474).
Μετάφρασις: Ἂν ὅλα τα ἔθνη εἶναι σὰν μία σταγόνα, ἄραγε ἕνας ἄνθρωπος πόσο μέρος τῆς
σταγόνας εἶναι; Κι ὅμως, αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο τὸν ἔκανε ἀνώτερο ἀπὸ ὅλους, «ὄχι μόνο στὸν κόσμο
αὐτό, ἀλλὰ καὶ στὸ μέλλοντα». Ἑπομένως ὑπάρχουν ὄνοματα ὤρισμενων δυνάμεων, ποῦ δὲν εἶναι
ἐπισημασμένα, ἀλλ' εἶναι ἄγνωστα σὲ μᾶς.
• Οἱ ἄγγελοι ἀναγνωρίζουν τὸ Θεάνθρωπο ἀνώτερό τους, καὶ θαυμάζουν, πῶς ἡ ἀνθρώπινη
φύσις, ἑνωμένη μὲ τὴν θεία στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δοξάζεται περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴ
δική τους δόξα.
• Οἱ ἐπίγειοι ἄρχοντες, μὲ τὴν ὑπερηφάνειά τους, δὲν δέχονται τὴν ὑπεροχὴ τοῦ Χριστοῦ. Τὰ
σκουλήκια σηκώνουν κεφάλι ἐναντίον τοῦ ἀετοῦ.
• Τί εἶναι ὅλοι οἱ τρανοί του κόσμου μπροστὰ στὸ Χριστό; Ένα μηδενικό. Ἐκεῖνοι ἔρχονται καὶ
παρέρχονται. Ἐκεῖνος παραμένει στὸν αἰῶνα (Ἑβρ. ἃ' 11).
Ποιὸς θυμᾶται τὸ ὄνομα τοῦ βασιλιὰ Π.Χ. τῆς Ἀγγλίας πρὶν ἀπὸ διακόσια χρόνια; Κανένας. Τὸ
ὄνομα ὅμως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ γνωρίζουν ἄνθρωποι σὲ ὅλα τα μήκη καὶ τὰ πλάτη τοῦ πλανήτου
μας.
• Ὁ Χριστός, καὶ διὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἀνώτερος κάθε ἀρχῆς καὶ
ἐξουσίας, ὄχι μόνο τώρα, ἀλλὰ θὰ εἶναι καὶ τότε, στὸ μέλλοντα αἰῶνα.

Πάντα ὑποτάσσονται στὸν Θεάνθρωπο (στ. 22)


Σὰν ἀποτέλεσμά του ὅτι ὁ Θεάνθρωπος μὲ τὴν Ἀνάληψί Του κάθισε στὰ δεξιά του Πατρός,
ἔρχεται τὸ ἑπόμενο: «Καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ
πάντα τὴ Ἐκκλησία» (στ. 22). Στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ τὰ πάντα ὑπέταξε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια Του.
Κι Αὐτὸν κατέστησε κεφαλὴ ὑπεράνω πάντων στὴν Ἐκκλησία».
• Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπ' τὸ Δημιουργὸ κυρίαρχος πάσης φύσεως. Γι' αὐτὸ στὸν ὄγδοο
ψαλμό, ποῦ εἶναι ὁ ὕμνος τοῦ ἀνθρώπου, ἀκοῦμε: «Πάντα ὑπέταξας (σὺ ὁ Θεὸς) ὑποκάτω των
ποδῶν αὐτοῦ» (Ψάλμ. ἡ' 7).
• Ἡ δόξα τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἀφορμὴ γιὰ δοξολογία τοῦ Θεοῦ: «Κύριε ὁ Κύριος ἠμῶν, ὡς
θαυμαστόν το ὄνομά σου ἐν πάσῃ τὴ γῆ» (Ψάλμ. η΄ 10).
Η κυριότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαθίσταται στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μπροστὰ στὸ Χριστὸ ὑποτάσσονται τὰ πάντα καὶ οἱ πάντες. Στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια βλέπουμε, ὅτι
καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσονται στοὺς Ἀποστόλους (Λουκ. 1' 17). Ὁ Χριστὸς ὑπέταξε τὸ διάβολο καὶ
τὸ θάνατο.
Στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὑποτάσσεται ὅλη ἡ ἄψυχος καὶ ἀγγελικὴ κτίσις. Ο ιερός Χρυσόστομος ἔχει
μία χαρακτηριστικὴ εἰκόνα. Λέει, πῶς ὅ,τι εἶναι τὰ κουνούπια γιὰ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ὁλόκληρη ἡ
κτίσις γιὰ τὸ Θεό. «Ὅπερ εἰσὶ κώνωπες πρὸς ἀνθρώπους, τοῦτο πᾶσα ἢ κτίσις πρὸς τὸν Θεόν. Εἰ
πάντες ἄνθρωποι ὡς σίελος λογισθήσονται, καὶ ὡς ροπὴ Ζυγοῦ ἐλογίσθησαν, θὲς τὰς ἀοράτους
δυνάμεις ὡς κώνωπας» (Ε.Π.Ε. 20,474). Μετάφρασις: Ὅ,τι εἶναι τὰ κουνούπια ἐν σχέσει μὲ τοὺς
ἀνθρώπους, αὐτὸ εἶναι ὁλόκληρη ἡ κτίσις ἐν σχέσει μὲ τὸ Θεό. Ἂν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λογίζονται σὰν
σάλιο καὶ σὰν σκόνη λεπτὴ σὲ πλάστιγγα, λογάριασε τὶς ἀόρατες δυνάμεις σὰν κουνούπια.
Ἐν τῷ Χριστῷ παίρνει τέτοια δύναμι ὁ ἄνθρωπος, ὥστε στὸν ἀληθινὸ χριστιανὸ ὑποτάσσονται
τὰ πάντα. Λέει ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Βαβαί, φρικτὰ ὄντως τὰ πράγματα ἀνθρώπου γέγονε δούλη
πᾶσα ἢ κτιστῆ δύναμις διὰ τὸν ἔνοικουντα Θεὸν Λόγον» (Ε.Π.Ε. 20,474). Μετάφρασις: Πόσο
φοβερὲς πράγματι εἶναι οἱ ἀλήθειες αὐτές! Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε κύριος ὅλης της κτίστης δυνάμεως,
ἀκριβῶς διότι μέσα του κατοικεῖ ὁ παντοδύναμος Θεὸς Λόγος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Όλα ὑποτάσσονται στὸ Χριστό. Μόνο ὁ ἐγωιστὴς ἄνθρωπος δὲν ὑποτάσσεται στὸν Κύριό Του,
σ' Αὐτόν, ποῦ τὸν ἀγόρασε (Β΄ Πέτρ. β' 1). Εἶναι ὁ ἀποστάτης ἄνθρωπος.
Κι αὐτὸ γιατί;
Ὄχι διότι δὲν ἔχει δύναμι ὁ Θεός, ὁ Χριστός, νὰ ὑποτάξη καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ διότι ὁ Χριστὸς
σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ θέλει ἑκούσια ὑποταγή. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου
ἀκολουθεῖν» (Μάρκ. η΄ 34). Θὰ μποροῦσε μὲ τὴ βία νὰ κάνῃ τὸν ἄνθρωπο νὰ πειθαρχῇ. Μία τέτοια
ὅμως πειθαρχία δὲν θὰ εἶχε καμμία λυτρωτικὴ ἀξία. Ἀφήνει ἐλεύθερούς τους ἀνθρώπους.
• Ἄλλοι ὑποτάσσονται καὶ γίνονται δοῦλοι Χριστοῦ. Αὐτοὶ εἶναι ἀληθινὰ ἀπελεύθεροι.
• Ἄλλοι δὲν ὑποτάσσονται.
Θὰ ἔρθη ὅμως ἡ στιγμή, ποὺ ὅλοι, εἴτε θέλουν εἴτε δὲν θέλουν, θὰ ὑποταχθοῦν στὸν Ἰησοῦ
Χριστό. Τὸ τονίζει ὁ Παῦλος σὲ δύο ἄλλες Ἐπιστολές του.
• Στὴν πρὸς Φιλιππησίους λέει: «Καὶ ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψη ἐπουρανίων καὶ
ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν
Θεοῦ Πατρὸς» (Φιλιπ. β' 10-11).
• Στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ λέγει: «Εἴτα τὸ τέλος, ὅταν παραδῶ τὴν βασιλείαν τῷ Θεῷ
καὶ Πατρί, ὅταν καταργήση πᾶσαν ἀρχὴν καὶ πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν. Δεῖ γὰρ αὐτὸν
βασιλεύειν ἄχρις οὐ θῆ πάντας τους ἐχθροὺς ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. Ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται
ὁ θάνατος. Πάντα γὰρ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ» (Α΄ Κορ. ιε' 24-27).

Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας (στ. 23).


Ὅσοι στὴ ζωὴ αὐτὴ ἑκούσια ὑποτάσσονται στὸν Ἰησοῦ Χριστό, αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὸ σῶμα τοῦ
Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει κεφαλὴ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τονίζει στὴ
συνέχεια ὁ Παῦλος: «Καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τὴ ἐκκλησία, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ,
τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πάσι πληρουμένου» (στ. 22-23). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ
Αὐτὸν κατέστησε κεφαλὴ ὑπεράνω πάντων στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ σῶμα του, τὸ συμπλήρωμα ἐκείνου, ποὺ ὡς Θεὸς συμπληρώνει ὅλα μὲ ὅλα
ὅσα λείπουν».
Τὴν εἰκόνα τοῦ σώματος χρησιμοποιεῖ συχνὰ ὁ Παῦλος, γιὰ νὰ δείξη τὴν Ἐκκλησία, στὴ μυστικὴ
ἕνωση τῶν πιστῶν μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. «Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλῃ Χριστοῦ ἔστιν;»
(Α' Κορ. στ' 15).
• Δοξασμένη εἶναι ἡ Κεφαλή.
• Δοξασμένο εἶναι καὶ τὸ Σῶμα, ἡ Ἐκκλησία, ποὺ κυβερνᾶται ἀπὸ τὸ Χριστό. Τὰ λεπτότερα
ὄργανα ἑνὸς σώματος βρίσκονται στὸ κεφάλι. Ἀπὸ τὸ κεφάλι διοικεῖται τὸ σῶμα. Ἔτσι καὶ ἡ
Ἐκκλησία ὑπάρχει, διότι ὑπάρχει ἢ κεφαλή, ὁ Χριστός.
Εἶναι δυνατὸν νὰ φανταστοῦμε ἄνθρωπο νὰ ἔχῃ τὸ κεφάλι μόνο ἔξω ἀπ' τὴ γῆ, ἐνῷ ὅλο το σῶμα
τοῦ βρίσκεται θαμμένο κάτω ἀπὸ τὴ γῆ; Ἀσφαλῶς ὄχι.
Ἀφοῦ ἡ Κεφαλὴ ἀναστήθηκε, δὲν μπορεῖ νὰ παραμένῃ θαμμένο τὸ σῶμα, ἡ Ἐκκλησία. Δὲν
μποροῦν νὰ παραμένουν θαμμένοι οἱ πιστοί. Ἔχουμε συναναστηθῆ καὶ συνδοξασθῆ μὲ τὴν
κεφαλή, μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Βαβαὶ πάλιν, ποὺ καὶ τὴν ἐκκλησίαν
ἀνήγαγεν; Ὥσπερ διὰ τινὸς ἕλκων μηχανῆς, εἰς ὕψος αὐτὴν ἀνήγαγε μέγα, καὶ αὐτὴν ἐκάθισεν εἰς
ἐκεῖνον τὸν θρόνον. Ἔνθα γὰρ ἢ κεφαλή, ἐκεῖ καὶ τὸ σῶμα καὶ εἰ κεφαλὴ καὶ σῶμα, οὐδενὶ μέσῳ
διείργεται τόπο. Εἰ δὲ καὶ διείργεται, οὐκ ἂν εἲn σῶμα, οὐκ ἂν εἴη κεφαλὴ» (Ε.Π.Ε. 20,476).
Μετάφρασις: Ώ, πόσο καταπληκτικὸ κι αὐτό! Ποῦ ἀνύψωσε τὴν Ἐκκλησία; Σὰν νὰ χρησιμοποίησε
κάποια ἀνυψωτικὴ μηχανή, τὴν ἔφτασε σὲ μεγάλο ὕψος καὶ τὴν ἐνθρόνισε. Διότι ὅπου βρίσκεται
ἡ Κεφαλή, ἐκεῖ βρίσκεται καὶ τὸ Σῶμα. Κι ἐφ' ὅσον συνυπάρχουν κεφαλὴ καὶ σῶμα, μὲ καμμία
ἐνδιάμεση ἀπόσταση δὲν χωρίζονται. Ἂν χωρίζονταν, οὔτε ζωντανὸ σῶμα θὰ ὑπῆρχε, οὔτε ζωντανὴ
κεφαλή.
• Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ Χριστὸς τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
• Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, «παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας».
Ἃς θεωροῦμε ὑψίστη τιμή, τὸ ὅτι εἴμαστε σῶμα Χριστοῦ. Θὰ δοξαστοῦμε μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ
αἰώνια.

1 Καὶ ὑμᾶς ὄντας νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι καὶ ταῖς ἁμαρτίαις, 2 ἐν αἷς ποτε περιεπατήσατε
κατὰ τὸν αἰῶνα τοῦ κόσμου τούτου, κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος, τοῦ πνεύματος τοῦ
νῦν ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς ἀπειθείας· 3 ἐν οἷς καὶ ἡμεῖς πάντες ἀνεστράφημέν ποτε ἐν ταῖς
ἐπιθυμίαις τῆς σαρκὸς ἡμῶν, ποιοῦντες τὰ θελήματα τῆς σαρκὸς καὶ τῶν διανοιῶν, καὶ ἦμεν τέκνα
φύσει ὀργῆς, ὡς καὶ οἱ λοιποί· 4 ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν
ἠγάπησεν ἡμᾶς, 5 καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε
σεσωσμένοι· 6 καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, 7 ἵνα
ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν
χρηστότητι ἐφ' ἡμᾶς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. 8 τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο
οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, 9 οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. 10 αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα,
κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς
περιπατήσωμεν.
Παραπτώματα καὶ ἁμαρτίες (στ. 1)
Εἴμαστε ἕνα σῶμα μὲ τὸ Χριστό. Οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦμε τὸ σῶμα του, τὴν - Ἐκκλησία. Τὸ πλήρωμα
τοῦ σώματος εἶναι ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ πλήρωμα τῆς κεφαλῆς εἶναι τὸ σῶμα. Εἶναι ἡ ὑψίστη τιμή, ποὺ
θὰ μποροῦσε νὰ γίνῃ στὸν ἄνθρωπο, τὸ νὰ εἶναι σῶμα Χριστοῦ. Ἃς σεβαστοῦμε τὴ συγγένεια μὲ τὸ
Χριστό. Ἂν κάποιος μᾶς ἔβαζε στέμμα γεμάτο διαμάντια στὸ κεφάλι, θὰ προσέχαμε, μήπως
χάσουμε τὰ ἄψυχα διαμάντια. Πολὺ περισσότερο ὀφείλουμε νὰ προσέχουμε τώρα, ποὺ ἔχουμε
«Κορῶνα στὸ κεφάλι» τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Τὴν εἰκόνα αὐτὴ χρησιμοποιεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, λέγοντας: «Αἴδεσθωμεν τὴν ἐγγύτητα, τὴν
συγγένειαν, φοβηθῶμεν μὴ τὶς ἀποκοπὴ τοῦ σώματος τούτου, μὴ τὶς ἐκπέση, μὴ τὶς ἀνάξιος φανῆ.
Εἰ διάδημα τὶς ἠμῶν περιέθηκε τὴ κεφαλὴ στέφανον χρυσοῦν, ἄρα οὐκ ἂν πάντα ἐπράξαμεν, ὥστε
τῶν ἀψύχων λίθων ὀφθηναι ἄξιοι; Νῦν δὲ οὐ διάδημα ἠμῶν περικεῖται τὴ κεφαλή, ἀλλὰ κεφαλὴ
γέγονεν ὁ Χριστός, ὅπερ ἐστὶ μεῖζον, καὶ οὐδένα λόγον ποιούμεθα;» (Ε.Π.Ε. 20, 480). Μετάφρασις:
"Ἃς ντραποῦμε τὴ στενὴ σχέσι, τὴ συγγένεια. "Ἃς φοβηθοῦμε, μήπως ἀποκοπῆ κάποιος ἀπὸ τὸ
σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μήπως ἐκπέση, μήπως φανῆ ἀνάξιος. Ἂν κάποιος εἶχε τοποθετήσει στὸ κεφάλι
μᾶς διάδημα, χρυσὸ στεφάνι, δὲν θὰ κάναμε τὰ πάντα γιὰ νὰ φανοῦμε ἄξιοί των ἀψύχων λίθων;
Τώρα στὸ κεφάλι μας δὲν βρίσκεται ἄψυχο διάδημα, ἀλλὰ κεφαλὴ μᾶς ἔχει γίνει Ὁ Χριστός, κάτι
ποὺ εἶναι ἀπείρως ὑψηλότερο. Καὶ δὲν τὸ θεωροῦμε ἄξιο λόγου;
Ἀφοῦ εἴμαστε ἕνα σῶμα μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἔχουμε ἀναστηθῆ μαζί Του. Η μεγάλη δύναμις τοῦ
Θεοῦ φάνηκε στὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νόμισαν οἱ ἐχθροί Του, ὅτι Τὸν θανάτωσαν, ὅτι
μιὰ γιὰ πάντα θὰ ἔκλεινε ὁ φάκελλος «Ἰησοῦς». Ὅμως τέθηκε σὲ ἐνέργεια «τὸ κράτος τῆς ἰσχῦος»
τοῦ Θεοῦ, «ἔγειρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν» (α' 20).
Αὐτὴ ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ φαίνεται καὶ στὴ δική μας ἀνάστασι, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει
στὴν ἀρχὴ τοῦ δευτέρου κεφαλαίου καὶ ἄπ. Παῦλος. Ἤμασταν νεκροί. «Καὶ ὑμᾶς ὄντας νεκρούς
τους παραπτώμασι καὶ ταῖς ἁμαρτίαις» (στ. 1). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ σεῖς ἤσασταν
νεκροὶ ἐξ αἰτίας τῶν παραπτωμάτων καὶ τῶν ἁμαρτιῶν». 'Ἐννοεῖ ὄχι τὴ σωματικὴ νέκρα, ἀλλὰ τὴν
πνευματική.
• Μὲ τὸ σωματικὸ θάνατο ἐπέρχεται χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα.
• Μὲ τὸν πνευματικὸ ἐπέρχεται χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Θεό.
Ο ἄνθρωπος φτάνει στὸ ἔσχατο σημεῖο κακίας καὶ ἀναισθησίας. Οταν πεθαίνῃ ὁ ἄνθρωπος
σωματικά, παύουν νὰ λειτουργοῦν οἱ αἰσθήσεις. Όταν πεθαίνῃ πνευματικά, παύουν νὰ
λειτουργοῦν οἱ πνευματικὲς αἰσθήσεις. Ο ἄνθρωπος παραμένει ἀπαθὴς καὶ ἀσυγκίνητος στὶς
ὀμορφιὲς τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Οὔτε μιλάει, οὔτε ἀκούει, οὔτε αἰσθάνεται, οὔτε συγκινεῖται.
Εἶναι ψυχρὸς μπροστὰ στὰ ἐρεθίσματα τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ λόγου Του.
• Νεκροὶ ἤσαν προτοῦ γνωρίσουν τὸν Ἰησοῦ οἱ πιστοί της Ἐφέσου.
• Νεκροὶ πνευματικὰ εἶναι καὶ ὅσοι ζοῦν μακρυὰ ἂπ τὸ Χριστό, ἔστω κι ἂν λέγωνται χριστιανοί.
Ἀκοῦνε γιὰ πνευματικὰ θέματα, καὶ δὲν δίνουν σημασία.
Φλυαροῦν γιὰ κάθε λογὴς πράγματα, καὶ μόνο γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὴν ψυχή τους δὲν κάνουν λόγο.
Βλέπουν θαύματα, καὶ παραμένουν ἀσυγκίνητοι.
Κοντά τους ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ τὰ πόδια τοὺς εἶναι νεκρὰ πνευματικά, καὶ δὲν κάνουν
βήματα πρὸς τὸν τόπο τῆς λατρείας. Εἶναι «νεκροὶ τοῖς παραπτώμασι καὶ ταῖς ἁμαρτίαις» (στ. 1).
• Σὰν παραπτώματα μποροῦμε νὰ νοήσουμε τὶς παραβάσεις, ποὺ ἐν γνώσει γίνονται τὶς
παραβάσεις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
• Σὰν ἁμαρτίες τὶς ἐξ ἀγνοίας ἢ ἐξ ἀδυναμίας πράξεις τοῦ κακοῦ.
Πιὸ ἀξιοθρήνητος εἶναι ὁ πνευματικὰ νεκρός. Δὲν πρέπει φυσικὰ ν' ἀπελπιζώμαστε. Ὑπάρχει ἡ
ἀνάστασις. Πρὶν νὰ γίνῃ ἡ κοινὴ ἀνάστασις τῶν σωμάτων, συμβαίνει στὴ ζωὴ αὐτὴ ἡ ἠθικὴ καὶ
πνευματικὴ ἀνάστασις, ἡ μετάνοια. Όπως ἔγινε γιὰ τοὺς πρώτους ἀκροατὲς τοῦ Εὐαγγελικοῦ
λόγου.
Μπορεῖ ἡ ἁμαρτωλότητά μας νὰ εἶναι μεγάλη. Δὲν εἶναι ὅμως μεγαλύτερη ἀπ' τὴ φιλανθρωπία
τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ θὰ κάνῃ τὸ θαῦμα της. Ἡ χριστιανικὴ Ζωή, ἂν θέλουμε,
γίνεται μία νεκρανάστασις. Αὐτὸ βλέπουμε στὴ συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς.

Κατευθυνόμενοι ἀπὸ τὸ Διάβολο (στ. 2)


Κάποτε, λέει ὁ Παῦλος, περπατούσατε μὲ ὁδηγὸ τὸ Διάβολο, τὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου.
«Ἐν αἶς πότε περιεπατήσατε κατὰ τὸν αἰῶνα τοῦ κόσμου τούτου, κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας
τοῦ ἀέρος, τοῦ πνεύματος τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» (στ. 2). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Στὶς ἁμαρτίες Ζήσατε σύμφωνα μὲ τὴ ζωὴ αὐτοῦ του κόσμου, σύμφωνα μὲ τὸ
θέλημα τοῦ ἄρχοντα, ποὺ ἐξουσιάζει τὸν ἀέρα, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ πονηροῦ πνεύματος,
ποὺ τώρα ἐνεργεῖ στοὺς ἀπειθεῖς ἀνθρώπους».
• Τὸ ρῆμα «περιπατῶ» στὸν Παῦλο χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «Ζῶ». Ζήσατε τὴ
διεφθαρμένη Ζωή, ἀκολουθώντας τὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου.
• «Αἰὼν τοῦ κόσμου» σημαίνει «Ζωὴ τοῦ κόσμου». Τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου παρουσιάζεται ὡς
αἰῶνας τοῦ κόσμου. Πρόκειται γιὰ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, ποὺ εἶναι ἕνας τρόπος ζωῆς χωρὶς Θεό,
χωρὶς ἠθικοὺς φραγμούς.
• «Ἄρχων τῆς ἐξουσίας» ἐννοεῖται ὁ Διάβολος. Φυσικὰ ὁ Διάβολος δὲν ἔχει καμμία ἐξουσία, ἂν
δὲν τοῦ τὴν παραχωρήσουμε ἐμεῖς. Λέγεται ἄρχοντας τοῦ κόσμου ὁ Διάβολος, «ἐπειδὴ πᾶσα
σχεδὸν ἢ ἀνθρωπίνη φύσις ἐκείνω δέδωκεν ἐαυτὴν καὶ πάντες αὐτῶ δουλεύουσιν ἐκόντες καὶ
προαιρούμενοι» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 20,496). Μετάφρασις: Λέγεται ἄρχοντας τοῦ αἰῶνος τούτου,
διότι στὸ Διάβολο ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύσις παρέδωσε τὸν ἑαυτό της, καὶ ὅλοι σ' αὐτὸν
γίνονται ἑκούσια δοῦλοι, μὲ τὴ δική τους προαίρεσι.
Ὁ Διάβολος εἶναι ὁ σφετεριστὴς τῆς ἐξουσίας, ποὺ ἀνήκει μόνο στὸ Θεό. Εἶναι ὁ μεγάλος
μοιχεπιβάτης, ποὺ ἀνεβαίνει πάνω στὴν ἐξουσία τοῦ κόσμου καὶ τῶν ψυχῶν μᾶς ἐξουσία, ποὺ
δικαιωματικὰ ἀνήκει στὸ Θεό. Ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ πειραιώμαστε ἀπὸ τὸ Διάβολο, γιὰ νὰ φανῆ ἡ
πίστις μας καὶ ἢ προαίρεσίς μας. 'Ἀλλ' ἐμεῖς τοῦ τὰ παραδίνουμε ὅλα. Τὸν κάνουμε βασιλιά. Όπως
κάποτε τὰ δέντρα ἐξέλεξαν γιὰ βασιλιὰ τοὺς τὴ ράμνο, τὴν ἀγκαθιὰ (Κρίτ. θ' 14), ἔτσι οἱ ἄνθρωποι
διαλέγουν γιὰ βασιλιὰ τοὺς τὸ Σατανᾶ!
Στὶς μέρες μᾶς ὀργιάσει ἢ δαιμονοκρατία καὶ ἡ μαύρη μαγεία. Πρόκειται γιὰ θρησκεία τοῦ
Σατανᾶ!
Πῶς νὰ μὴν ὑπάρχη δαιμονοκρατία, ὅταν καὶ χριστιανικὰ ἀκόμη στόματα στέλνουν τοὺς
συνανθρώπους τους στὸ Διάβολο; Μητέρες πάνω στὰ νεῦρα τοὺς στέλνουν τὰ παιδιά τους στὸ
Σατανᾶ. Παιδιά, πάνω στὰ νεῦρα τους, στέλνουν τὸ ἕνα το ἄλλο στὸ Διάβολο. Μεγάλοι
διαβολοστέλνονται συνεχῶς. - Ἡ πελατεία τοῦ Διαβόλου αὐξάνει. Ἔπειτα, ὁ Διάβολος ξέρει καὶ
γαργαλάει τὶς κατώτερες ἐπιθυμίες τοῦ ἀνθρώπου καὶ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἀγαπητός. Στὴ διάθεσή
του εἶναι σήμερα τὰ μεγάλα μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως (Μ.Μ.Ε.). Αὐτὸς μοιράζει θρόνους καὶ
θέσεις. Μὲ ἕνα λόγο, ὅπως σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἡ ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου γίνεται
δύναμις δική του.
• Λέγεται ὁ Σατανᾶς «ἄρχων τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος» (στ. 2). Ὁ Διάβολος εἶναι πνεῦμα πονηρό,
ποὺ αἰωρεῖται σ' ὅλη τὴν ἀτμόσφαιρα. Ὅπως ἀναπνέουμε τὸν ἀέρα, ἔτσι ζοῦμε μέσα στὸ σατανικὸ
περιβάλλον.
Λέγεται ἀκόμη ὁ Διάβολος «ἄρχων τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος» διότι εἶναι ἄσαρκος εἶναι πνεῦμα.
Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐπεξήγηση, Ποῦ γίνεται παρακάτω: «Τοῦ πνεύματος τοῦ νῦν
ἐνεργοῦντος» (στ. 2).
Ο Παῦλος στὴν ἴδια Ἐπιστολή, προτρέποντας τοὺς χριστιανοὺς σὲ πνευματικὸ ἀγῶνα, λέει: «Οὐκ
ἔστιν ἠμὶν ἢ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς
κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικά της πονηρίας ἐν τοῖς
ἐπουρανίοις» (Ἐφεσ. στ' 12).
Ὁ Διάβολος βρίσκεται αἰωρούμενος στὸν ἀέρα, κάτω δηλαδὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Αὐτὸ σημαίνει,
ὅτι ἡ δύναμής του εἶναι περιορισμένη. Εἶναι δυνατός, ἀλλ' ὄχι παντοδύναμος. Ένας ὁ
παντοδύναμος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Ἑπομένως οὔτε νὰ ὑποτιμᾶμε, οὔτε καὶ νὰ ὑπερτιμᾶμε τὴ δύναμη τοῦ Διαβόλου. Οὔτε ν'
ἀγνοοῦμε τὴν ὕπαρξί του, ἀλλ' οὔτε καὶ νὰ τρομοκρατούμαστε ἀπὸ τὴν παρουσία του.

Ὑποταγμένοι στὶς ἐπιθυμίες τῆς σαρκὸς (στ. 3).


Στὸ Διάβολο ὑποτάσσονται ὅσοι δὲν ὑποτάσσονται στὸ Θεό. Εἶναι οἱ «υἱοὶ τῆς ἀπειθείας» (στ.
2). Σὲ κάποιον ὁπωσδήποτε θὰ ὑποταχθῆ ὁ ἄνθρωπος. Αὐτόνομος στὴν πραγματικότητα δὲν
ὑπάρχει. Ὁ ἄνθρωπος ἢ θὰ ὑποταχθῆ στὸ Θεὸ ἢ θὰ γίνῃ δοῦλος τοῦ Διαβόλου. Ἢ θὰ εἶναι ἀληθινὰ
ἐλεύθερος ἢ εἶναι καὶ θὰ γίνῃ τυφλὸ ὄργανο τοῦ Διαβόλου.
Κάποτε, λέει ὁ Παῦλος, ὅλοι ἤμασταν παιδιὰ τῆς ἀπειθείας. Πηγαίναμε κόντρα στὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ. Τηρούσαμε τὸ θέλημα τῆς σαρκός. «'Ἐν οἶς καὶ ἠμεῖς πάντες ἀνεστράφημεν πότε ἐν ταῖς
ἐπιθυμίαις τῆς σαρκὸς ἠμῶν, Ποιoύντες τὰ θελήματα τῆς σαρκὸς καὶ τῶν διανοιῶν, καὶ ἦμεν τέκνα
φύσει ὀργῆς ὡς καὶ οἱ λοιποὶ» (στ. 3). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Σὰν αὐτοὺς Ζήσαμε κάποτε
ὅλοι ἐμεῖς, οἱ Ἰουδαῖοι, ἀκολουθώντας τὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, κάνοντας τὰ θελήματα τῆς σάρκας
καὶ τῶν κακῶν λογισμῶν. Καὶ λόγω τῆς διεφθαρμένης φύσεώς μας ἤμασταν ἄξιοί της θείας ὀργῆς,
ὅπως καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι».
«Πάντες ἀνεστράφημεν». Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι περπατήσαμε ἢ περπατᾶμε τὸ δρόμο τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ ἁμαρτία δὲν κάνει διακρίσεις. Χωρὶς ἐξαίρεσι ὅλοι ἁμαρτάνουμε. Όπως ἡ χελῶνα, ὅπου κι ἂν
πηγαίνῃ, κουβαλάει τὸ καύκαλό της, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος, ὅπου κι ἂν διάγῃ, σέρνει μαζί του τὸν
παλαιὸ ἄνθρωπο, τὴν ἁμαρτωλή του φύσι.
Σὰν ἁμαρτωλοὶ ἐνεργοῦμε τὰ θελήματα τοῦ κατωτέρου ἐαυτοῦ μας, η, μᾶλλον, ὑποτασσόμαστε
στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἁμαρτωλῆς σάρκας. Δὲν πρόκειται μόνο γιὰ τὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα, στὰ
ὁποῖα πέφτει καὶ κυλιέται ὁ ἄνθρωπος. Ἀναφέρεται ὁ Παῦλος σὲ ὅλα τα ἁμαρτήματα τοῦ
ἀνθρώπου.
Όλα τὰ ἁμαρτήματα, κι αὐτὰ ποὺ τελοῦμε μὲ τὴ διάνοια καὶ τὴν καρδιά μας, ὅπως κακοὶ
λογισμοὶ καὶ κακὲς ἐπιθυμίες, εἶναι ἁμαρτήματα, ποῦ Ζωγραφίσουν τὸν κατώτερο, τὸ σαρκικὸ
ἄνθρωπο. Ἁμαρτήματα, ποὺ δουλεύουν στὸ νόμο τῆς σαρκός, ποὺ ἀντιβαίνει στὸ νόμο τοῦ
πνεύματος.
Ἡ ἁμαρτία ἐνοχλεῖ ὅλους τους ἀνθρώπους. Ἀλλ' ὑπάρχουν περιπτώσεις, ὅπου ἡ ἐπιθυμία
γίνεται φύσις τοῦ ἀνθρώπου.
• Ὅπως δηλαδή, δὲν μπορεῖ νὰ μὴ πιὴ ὁ ἄνθρωπος νερό, ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἁμαρτήση.
• Ὅπως αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη τῆς τροφῆς, ἔτσι αἰσθάνεται καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ ἁμαρτία γίνεται «ἄλκοολικι», ποὺ φαίνεται ἀδύνατο στὸν ἄνθρωπο νὰ τὸ κόψη. Μπαίνει μέσα
στὴ φύση μας ἢ ἁμαρτία, ἐνῷ εἶναι κάτι τὸ ξένο πρὸς τὴ φύσι μας. Δὲν πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος γιὰ
ν' ἁμαρτάνῃ.
• Ἡ ἁμαρτία εἶναι παρὰ φύσιν κατάστασις. Τὸ παρὰ φύσιν γίνεται κατὰ φύσιν! Μὲ δύο τρόπους.
• Μὲ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ποὺ μεταδίδεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά.
• Μὲ τὴν ἕξι, μὲ τὴ συνήθεια. Όπως λέγεται, ἢ ἕξις εἶναι δευτέρα φύσις. Εἶναι φοβερό το νὰ
συνηθίση κανεὶς στὰ ἁμαρτωλὰ πάθη, στὰ σαρκικά, στὴ φιλαργυρία, στὸ τσιγάρο, στὰ ναρκωτικὰ
κ.λπ.
Ἡ ἁμαρτία πρὸ Χριστοῦ ἦταν τέτοια, ποὺ προκαλοῦσε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅμως, ἀντὶ νὰ
ξεσπάση ἢ μπόρα τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ, ᾖρθε ἡ αὔρα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Σήμερα Ζοῦμε μετὰ
Χριστόν. Ἡ ἁμαρτία ἔχει ἄλλη βαρύτητα. Γι' αὐτὸ καὶ εἶναι πιὸ προκλητική. Εἶναι ἀσεβοῦσα
ἁμαρτία, ποὺ προκαλεῖ τὸ ξέσπασμα τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεὸς καὶ μακροθυμεῖ.
Ἀλλ' ἕως πότε;

Πλούσια ἀγάπη = Χάρις (στ. 4-5)


Ὁ Παῦλος παρουσίασε τί ἔκανε ὁ ἄνθρωπος. Στὴ συνέχεια ἔρχεται νὰ μᾶς πῇ τί ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ
τὸν ἄνθρωπο. Πλούσιοι σὲ ἁμαρτίες ἐμεῖς. Πλούσιος σὲ ἀγάπη 'Ἐκεῖνος. «Ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὧν
ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἠμᾶς, καὶ ὄντας ἠμᾶς νεκρούς τους
παραπτώμασι συνεζωοποίησε τὸ Χριστώ· χαριτι ἐστε σεσωσμένοι» (στ. 4-5). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «'Ἂλλ' ὁ Θεός, ἐπειδὴ εἶναι πλούσιος σὲ εὔσπλαχνια, λόγω τῆς Πολλῆς ἀγάπης Του,
μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἀγάπησε, κι ὅταν ἀκόμα ἤμασταν νεκροὶ λόγω τῶν παραπτωμάτων, μᾶς
Ζωοποίησε μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Ἀπὸ τὴν πολλή Του ἀγάπη, ποὺ δίνεται δωρεὰν καὶ λέγεται χάρις,
ἔχετε σωθῆ».
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνεξάντλητος πηγὴ ποικίλων ἐνεργειῶν. Ο Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη
Τὸν ὠθεῖ νὰ εὐεργετῇ συνεχῶς τὸν ἄνθρωπο. Καὶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἔπαυσε νὰ
ἐργάζεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἂν κηρύξη μία ἡμέρα ἀπεργία ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ κόσμος θὰ ἐξαφανισθῆ.
• Ἡ ἀγάπη Τοῦ ἐκδηλώνεται στὸ φυσικὸ κόσμο, στὰ ἀγαθά, ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο, στὶς
ποικίλες εὐεργεσίες.
• Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κορυφώνεται ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ἡ σάρκωσις τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἡ
πολυποίκιλος σοφία καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ μᾶς.
Ἀπογειώθηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ προσγειώθηκε στὴ γῆ γιὰ μᾶς. Κατέβηκε Ἐκεῖνος, γιὰ ν'
ἀνεβοῦμε ἐμεῖς.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὀνομάζεται ἔλεος. Ἀξίζαμε τιμωρία καὶ μᾶς
ἐλέησε! Καὶ στὴν προσφορὰ τοῦ ἐλέους Του δὲν εἶναι φειδωλός, τσιγκούνης. Εἶναι πλούσιος.
«Πλούσιος ὧν ἐν ἐλέει». Θυσίασε γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὅ,τι πολυτιμότερο εἶχε, τὸ μονογενῆ Του Υἱό.
«Τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο» (Ρωμ. η΄ 32). Γι' αὐτὸ λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὒχ ἁπλῶς
ἐλεήμων, ἀλλὰ πλούσιος ἐν ἐλέει» (Ε.Π.Ε. 20,500).
Ποῦ φαίνεται ἡ πολλὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο;
• Ὅταν κάποιος ψυχορραγῆ κι ἔχῃ ἀνάγκη ἀπὸ μετάγγιση αἵματος, ὅποιος τὸν ἀγαπᾷ σπεύδει
καὶ προσφέρει αἷμα.
Ο Θεός, ποὺ μᾶς ἀγαπᾷ μὲ μία ἀγάπη ἀνείπωτη, βλέποντας πῶς ψυχορραγούσαμε, ἔστειλε τὸν
Υἱό Του, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ἄνοιξε τὶς φλέβες Του καὶ μετάγγισε σ' ἐμᾶς τὸ πολύτιμο, τὸ
Ζωοποιὸ Αἷμα Του. Όσοι πιστεύουν στὸ Χριστό, Ζωοποιοῦνται.
Ὁ Παῦλος χρησιμοποιεῖ καὶ τὴν πρόθεση «σύν». «Συνεζωοποίησε τὸ Χριστῷ» (στ. 5). Ἡ πρόθεσις
αὐτὴ φανερώνει τὴν κοινωνία τοῦ Θεανθρώπου μὲ τὸν ἄνθρωπο.
• Ἔγινε Ἐκεῖνος κοινωνὸς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, γιὰ νὰ γίνουμε ἐμεῖς κοινωνοὶ τῆς θείας
φύσεως. Ἡ δική Του ἔνανθρωπισης σημαίνει τὴ δική μας ενχρίστωσι.
Βρισκόμαστε ὅλοι στὸ σῶμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
• Καὶ ὅταν ἡ κακία τοῦ κόσμου ὁδήγησε τὸ σαρκωμένο Θεὸ στὸ θάνατο, μέσα στὸ Πάθος Τοῦ
κρυβόταν ἡ μεγαλύτερη ἀγάπη. Θυσιάστηκε Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ ζήσουμε ἐμεῖς. «Ὁ θάνατός Του ἡ Ζωή
μας». Πέθανε Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ πεθάνουμε κι ἐμεῖς ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία.
• Ἀναστήθηκε Ἐκεῖνος, γιὰ ν' ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς σὲ νέα Ζωή: «ἶνα ἐν καινότητᾳ Ζωῆς
περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ ? 4).
Ἀφοῦ μὲ τὴν Ἀνάστασι Ζωοποιήθηκε ὁ Χριστός, ἡ κεφαλή, Ζωοποιήθηκε φυσικὰ καὶ τὸ σῶμα, ἡ
Ἐκκλησία. Μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ ἀναστηθήκαμε κι ἐμεῖς. Τώρα μὲν πνευματικά. Στὸ ἔσχατο δὲ μέλλον
καὶ σωματικά. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀποτελέσματα τῆς Χάριτος. Δὲν τὰ ἀξίζαμε. «Χάριτι ἐστε
σεσωσμένοι» (στ. 5).

Δόξα μὲ τὸ Χριστὸ στὸν οὐρανὸ (στ. 6)


Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ δόξα μας. Μὲ τὴ σάρκωσί Του δόξασε τὴν ἀνθρώπινη φύσι, τὸν ἄνθρωπο.
Ἔγινε ἕνα μέ μας. Καὶ ὅσα θαυμαστὰ καὶ ἔνδοξα γεγονότα συνέβησαν τότε, συμβαίνουν σήμερα
καὶ μέ μας, ποὺ εἴμαστε τὸ σῶμα Του. Αὐτὴ τὴν κοινωνία τῆς δόξας μὲ τὸ Χριστὸ ἐκφράζει ὁ
ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὰ ρήματα, ποὺ ἔχουν πρῶτο συνθετικὸ τὴν πρόθεση «σύν».
«Συνεσωοποίησε», «συνήγειρε», «συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις». Όλα αὐτὰ γίνονται «ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ».
• Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἁπλὰ ὁ ἐλευθερωτής μας. Εἶναι καὶ ὁ συμβασιλεύς μας. Μπορεῖ ἕνας
βασιλιὰς νὰ ἐλευθερώση κάποιον, ἕνα φυλακισμένο ἀπὸ τὴ φυλακή, ἀλλὰ τὸν στέλνει ὕστερα νὰ
μείνη στὸ φτωχικό του σπιτάκι.
Ο Θεάνθρωπος Σωτῆρας μᾶς Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴ φυλακὴ τῆς ἁμαρτίας
καὶ τοῦ θανάτου, γιὰ νὰ μᾶς ἀφήση νὰ ζήσουμε μακρυὰ ἀπ' Αὐτόν σε κάποιο ἄλλο μέρος. Όχι! Μᾶς
ἐλευθέρωσε, καὶ μᾶς πῆρε μαζί Του. Μᾶς ἔκανε συμπαρέδρους τῆς δόξας Του.
• Φαντασθῆτε δικαστῆ νὰ δικάση κατηγορούμενο, ἔνοχο γιὰ ἐγκλήματα πολλά. Ἀπὸ πολλὴ
ἀγάπη ὁ δικαστής, ὄχι μόνο ἀθῳώνει τὸν κατηγορούμενο, ἀλλὰ καὶ τὸν παίρνει πάνω στὴν ἕδρα
καὶ τὸν κάνει συμπάρεδρο!
Κάτι ἀνάλογο, ἢ μᾶλλον, ἀπείρως ἀνώτερο, ἔκανε ὁ Χριστὸς γιὰ μᾶς. Ἤμασταν κατηγορούμενοι,
ἔνοχοι μυρίων θανάτων καὶ κολάσεων. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ δικαστής μας. Καὶ ὅμως, ὄχι ἁπλῶς μᾶς
ἀθῳώνει, ἀλλὰ καὶ μᾶς κάνει συμπαρέδρους τῆς δόξας Του.
Μάλιστα, γιὰ νὰ συμβῇ αὐτό, δέχτηκε νὰ γίνῃ ὁ Ἴδιος «κατακριτος», νὰ καταδικαστῆ ἀπὸ
ἀνθρώπινα δικαστήρια ὡς κακοῦργος στὴν ἐσχάτη των ποινῶν!
Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ!
Ο Παῦλος λέει: «Συνήγειρε (ἠμᾶς) καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἶνα
ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ» (στ. 6-
7). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ μᾶς ὕψωσε μαζί Του καὶ μᾶς κάθισε μαζί Του στὰ
ἐπουράνια, λόγω τῆς ἑνώσεώς μας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἔτσι ἔκανε, γιὰ νὰ δείξη στοὺς ἔρχομενους
αἰῶνες τὸν ὑπερβολικὸ πλοῦτο τῆς δωρεᾶς Του».
«Συνήγειρε». Μᾶς ἀνέστησε μαζὶ μὲ τὸν ἑαυτό Του. Μᾶς ἀνέστησε πνευματικά. Ἤμασταν στὴν
ἁμαρτία. Μᾶς ἐπανέφερε στὴν καινούργια ζωή.
Θὰ μᾶς ἀναστήση καὶ σωματικά.
Χρησιμοποιεῖ χρόνο ἀόριστο «συνήγειρε», «συνεκάθισε», γιὰ νὰ δείξη, ὅτι τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας
καὶ τῆς δόξας μᾶς εἶναι τετελεσμένο. Ἀφοῦ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, ἡ κεφαλή, ἔχουμε ἀναστηθῆ κι
ἐμεῖς, τὸ σῶμα Του. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐδέπω οὐδεὶς ἔστιν ἔγηγερμενος, εἰ μὴ ὅτι τῆς
κεφαλῆς ἀναστάσης, καὶ ἠμεῖς ἠγέρθημεν, ὡς καὶ ἐκεῖ του Ἰακὼβ προσκυνήσαντος, καὶ ἡ γυνὴ
προσεκύνησε τὸν Ἰωσήφ. Οὔκουν οὕτω καὶ συνεκάθισες τῆς κεφαλῆς καθεζομένης καὶ τὸ σῶμα
συγκάθηται. Διὰ τοῦτο γὰρ ἐπήγαγεν, “ἐν Χριστῷ Ἰησοὺ”» (Ε.Π.Ε. 20,500). Μετάφρασις: Κανένας
δὲν ἀναστήθηκε Ποτέ, παρὰ μόνο ἀναστήθηκε ἡ Κεφαλή, ὁ Χριστός. Ἑπομένως ἀναστηθήκαμε κι
ἐμεῖς. Καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀφοῦ προσκύνησε ὁ Ἰακώβ, προσκύνησε καὶ ἡ γυναῖκα τὸν Ἰωσήφ.
Ἔτσι καὶ κάθισε μαζί. “Όταν κάθεται ἡ κεφαλή, κάθεται καὶ τὸ σῶμα. Γι' αὐτὸ προσέθεσε, «μαζὶ μὲ
τὸ Χριστό».
• Εἶναι δοσμένη ἢ δόξα μας. Τετελεσμένη.
• Ἀπομένει ἢ προσοικείωσις. Ἔχουμε τὸ γραμμάτιο τῆς σωτηρίας. Μένει νὰ τὸ ἐξαργυρώσουμε.
Καὶ ἢ ἐξαργύρωσίς του γίνεται διὰ τῆς μυστικῆς μας ἑνώσεως μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐπειδὴ
ἀνήκουμε στὸ σῶμα Του, στὴν Ἐκκλησία.
Τονίζει δὲ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι οἱ σεσωσμένοι θὰ καθίσουν μαζί Του «ἓν τοῖς ἐπουρανίοις»
(στ. 6).
Οἱ οὐρανοὶ εἶναι δικοί μας! Τὰ διαστημόπλοια κατακτοῦν ἕνα ἀπειροελάχιστο τμῆμα τοῦ
φυσικοῦ οὐρανοῦ. Ἐμεῖς θὰ κατακτήσουμε τοὺς οὐρανοὺς τῶν οὐρανῶν, τοὺς πνευματικοὺς
οὐρανούς.
• Οἱ ψυχὲς τῶν πιστῶν καὶ δικαίων φτερουγίζουν σὲ ὕψη ἀπροσπέλαστα.
Ὁ κόσμος αὐτὸς μὲ ὅλα τα πλούτη καὶ τὶς δόξες τοῦ εἶναι ἕνα μηδενικό, συγκρινόμενος μὲ τὴ
δόξα, ποὺ μᾶς περιμένει στὸν οὐρανό.
• Οἱ κουρασμένοι καὶ πονεμένοι τῆς Ζωῆς θὰ καθίσουν καὶ θ' ἀναπαυθοῦν στὴ δόξα τῆς
βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Χάρις καὶ χρηστότητα (στ. 7).


Καὶ τώρα, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, θὰ φανῆ πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ
Θεὸς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Στὴ μέλλουσα Ζωή, στὴν αἰώνια δόξα, θὰ ἐκτιμηθῆ δεόντως τὸ ἄπειρο ἔλεος
τοῦ Κυρίου. Ενας, ποὺ κερδίζει τὸν πρῶτο ἀριθμὸ τοῦ λαχείου, χαίρεται ὅταν ἁπλὰ μαθαίνῃ πῶς
αὐτὸς εἶναι ὁ τυχερός. Μὰ ἡ χαρὰ τοῦ γίνεται ἀπείρως μεγαλύτερη, ὅταν τελικὰ πηγαίνῃ στὸ ταμεῖο
καὶ εἰσπράττῃ τὰ ἑκατομμύρια, ποὺ κέρδισε.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει καὶ μέ μας. Πιστεύοντας στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἔχουμε κερδίσει τὸ πρῶτο
λαχεῖο. Χαρὰ μεγάλη. 'Ἀλλ' αὐτὴ ἡ χαρὰ θὰ γίνῃ ἀπείρως μεγαλύτερη, ὅταν θὰ ἔρθη ἢ ὥρα, στοὺς
«αἰῶνας τοὺς ἐπερχομένους», νὰ εἴσπραξουμε ὅλο το ἀνεκτίμητο ποσὸ τῆς οὐράνιας δόξας. Τώρα
εἰσπράττουμε μικρὴ προκαταβολὴ τοῦ ποσοῦ ἐκείνους προκαταβολὴ τῆς αἰώνιας χαρᾶς.
Λέει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος: «Ἶνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένoις τὸν ὑπερβάλλοντα
πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ' ἠμᾶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (στ. 7). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Ἔτσι ἔκανε, γιὰ νὰ δείξη στοὺς ἔρχομενους αἰῶνες τὸν ὑπερβολικὸ πλοῦτο τῆς
δωρεᾶς Του. Ἡ χάρις Τοῦ ἐκδηλώθηκε μὲ εὐεργεσίες σὲ μᾶς διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
• Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἁπλῶς ἀγάπη σὲ μᾶς.
• Ἔχει πλοῦτο ἀγάπης.
• Καὶ δὲν ἔχει ἁπλῶς πλοῦτο ἀγάπης. Ἔχει ὑπερβάλλοντα πλοῦτο ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
εἶναι ὑπερβολική. Ξεπερνάει κάθε σχετικὸ ἐνδεχόμενο. Εἶναι ἀσύλληπτη.
Φαντασθῆτε πατέρα νὰ λέῃ στὸ παιδί του: -Τί θέλεις νὰ σοῦ δώσω;
Ἐκεῖνο τοῦ Ζητάει μικρὸ δῶρο. Ἀλλ' ὁ πατέρας, ἀντὶ γιὰ μικρὸ δῶρο, τοῦ χαρίζει πολλὰ καὶ
μεγάλα δῶρα. Δὲν μποροῦσε νὰ φαντασθῇ τὸ παιδί, ὅτι ὁ πατέρας τοῦ ἔχει καὶ τόσο μεγάλη ἀγάπη,
ἀλλὰ καὶ τόσο ἀπέραντη δυνατότητα.
Ο ἄνθρωπος, τὸ παιδὶ τοῦ Θεοῦ, ποτὲ δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ ζητήσῃ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐκεῖνα, ποὺ ἡ
ἀγάπη καὶ ἡ παντοδυναμία τοῦ τελικά του χάρισε. Όλα αὐτά, ποὺ χάρισε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, ὁ
ἀπόστολος Παῦλος τὰ χαρακτηρίΖει «ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ'
ἠμᾶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (στ. 7).
Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ ἢ ἐπανάληψις, στὴν Παύλειο θεολογία, τῆς φράσεως «ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ». Ὅλα γίνονται διὰ τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Χριστὸς καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχει ἢ πρόσληψίς
μας ἀπὸ τὸ Χριστό. «Ἐξ αὐτοῦ καὶ δὶ' αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν τὰ πάντα» (Ρωμ. ἴα' 36).
• Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώνεται ὡς χρηστότητα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς (μὲ ι) εἶναι χρηστὸς (μὲ
η).
• Ἡ χρηστότητά Του, ἢ ἀγαθότητά Του, δὲν περιγράφονται. Τόσο πολύ μας ἀγαπάει καὶ ἔχει
ἑτοιμάσει τέτοια δόξα γιὰ μᾶς, ὥστε ἀξίζει, καὶ μύριες Ζωὲς ἂν εἴχαμε, νὰ τὶς θυσιάσαμε γι' Αὐτόν.
Ἔτσι λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὄντως ὑπερβάλλων πλοῦτος, ὄντως ὑπερβάλλον τὸ μέγεθος τῆς
δυνάμεως αὐτοῦ, μετὰ Χριστοῦ καθίσας. Κὰν μυρίας ψυχᾶς εἰ ἔχεις, οὐκ ἀπολύεις αὐτᾶς ἕνεκεν
αὐτοῦ; Εἰ γὰρ εἷς πῦρ ἐμβῆναι ἔδει, τοῦτο οὐκ ἔχρην ἐτοίμως ὑπομεῖναι;» (Ε.Π.Ε. 20,504).
Μετάφρασις: Πράγματι εἶναι ἄπειρος ὁ πλοῦτος τῆς ἀγάπης Του. Πράγματι εἶναι ἀνυπέρβλητό το
μέγεθος τῆς δυνάμεώς Του, τὸ νὰ δοξαστοῦμε μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Κι ἂν ἀκόμα εἶχες μυριάδες ζωές,
δὲν θὰ τὶς θυσίαZες γιὰ Ἐκεῖνον; Πράγματι, ἂν ἔπρεπε γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ στὴ φωτιὰ νὰ πέσης, θὰ
ἔπρεπε καὶ γι' αὐτὸ νὰ εἶσαι ἕτοιμος.
Ἀξίζει κάθε θυσία γι' Αὐτόν, ποῦ εἶναι ὁ Βασιλιὰς τοῦ σύμπαντος. Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ Βασιλιὰς
τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ἐκφράζει μία καταπληκτικὴ θέληση συνδοξασμοῦ. Θέλει νὰ εἴμαστε μαζί
Του, στὴ δόξα Του. Καὶ αὐτὴ τὴ θέλησι τὴν ξεχύνει ὡς προσευχὴ στὸ Θεὸ Πατέρα: «Πάτερ, οὖς
δέδωκας μοί, θέλω νὰ ὅπου εἴμι ἐγὼ κάκεινοι ὦσι μετ' ἐμοῦ...» (Ἰωάν. 12' 24).

Θεοῦ δῶρο ἢ σωτηρία (στ. 8-9)


Ἡ ἀλήθεια, ποὺ ἐπανειλημμένα τονίζει στὶς Ἐπιστολὲς τοῦ ὁ Παῦλος, εἶναι: Ἡ σωτηρία μᾶς εἶναι
ὑπόθεσις χαρίσματος, δωρεᾶς. Ὁ ἴδιος ἔζησε αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς χάριτος καὶ ἐπιθυμεῖ ὅλοι οἱ
χριστιανοὶ νὰ κοῦν τὸ αὐτὸ μυστήριο τῆς χάριτος, «ἶνα μὴ τὶς καυχήσηται».
Ό,τι εἴμαστε ὡς χριστιανοὶ καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τὸ ὀφείλουμε στὴ χάρι. Ἡ
χάρις, ὅπως καὶ ἡ ἀγάπη, εἶναι οἱ δυὸ λέξεις, ποῦ στὴν Καινὴ Διαθήκη παίρνουν διαστάσεις
ἄπειρες. Τὴν καινούργια ἀγάπη τῆς Καινῆς Διαθήκης τὴν ἐκφράσει ἡ λέξις χάρις.
Γιὰ νὰ μὴν ἐπαρθοῦμε, νὰ μὴν ὑπερηφανευόμαστε γιὰ τὴ σωτηρία μας, ὁ Παῦλος πάντοτε
σπεύδει νὰ θυμίση τὴ χάρι. Ό,τι ἔχουμε, δωρεὰν μᾶς δόθηκε. Γι' αὐτὸ καὶ στὴ συνέχεια λέει:
«Αὐτοῦ γὰρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἶς προητοίμασεν ὁ
Θεὸς ἶνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν». (στ. 10). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ναί, Αὐτοῦ εἴμαστε
δημιουργήματα. Μᾶς δημιούργησε, ὡς πιστούς, ὡς χριστιανούς, διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ
σκοπὸ νὰ ἐνεργήσουμε καλὰ ἔργα, ποῦ ὃ Θεὸς ἑτοίμασε ἐκ τῶν προτέρων, γιὰ νὰ ζήσουμε μὲ αὐτὰ
καὶ νὰ ἀμειφθοῦμε γι' αὐτά».
Χάρις! Φανερώνει τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ. Κάποιος καταδικάζεται σὲ θάνατο, στήνεται ἡ κρεμάλα,
ἑτοιμάζονται νὰ τὸν κρεμάσουν, καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ ἀκούγεται μία φωνή:
-Μή! Σταματῆστε! Δόθηκε χάρις! Χάρις; Ποιὸς ὅμως θὰ τιμωρηθῆ γιὰ τὰ ἀδικήματα ποῦ ἔκανε
ὁ ἔγκληματιας; - Ἐγὼ θὰ κρεμαστῶ γι' αὐτόν! ἀκούγεται ἡ ἴδια φωνή.
Καταλαβαίνετε, τί σημαίνει χάρις Χριστοῦ; Ὄχι μόνο μας ἐξάλειψε τὰ ἁμαρτήματα, ἀλλὰ
κρεμάστηκε Ἐκεῖνος πάνω στὸ ξύλο ἀντὶ γιὰ μᾶς. Καὶ μὲ τὸ αἷμα Τοῦ μᾶς λυτρώνει καὶ μᾶς
καθαρίσει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία.
• Ἡ λύτρωσις δίνεται μὲν δωρεάν, χαρισματικὰ («χάρις»), δὲν δίνεται ὅμως ὑποχρεωτικά, μὲ τὸ
ζόρι. Δίνεται γιὰ ὅλους, ἀλλὰ τὴν παίρνουν μόνο ὅσοι δέχονται τὴ χάρι.
• Γιὰ ὅλους ὁ Χριστὸς ἔχει καταθέσει στὴν τράπεζα τῆς Ἐκκλησίας τὸ μερίδιο τῆς σωτηρίας. Ἀλλὰ
γιὰ νὰ πάρης ἕνα ποσὸ ἀπὸ μία τράπεζα, πρέπει νὰ βάλῃς καὶ σὺ τὴν ὑπογραφή σου. Ἔτσι, γιὰ νὰ
πάρης τὸ μέρισμα τῆς σωτηρίας σου ἀπὸ τὴν τράπεζα τῆς Ἐκκλησίας, ὀφείλεις νὰ θέσης τὴν
ὑπογραφή σου. Καὶ ἡ ὑπογραφή σου εἶναι ἡ πίστις. Ἑπομένως ἡ χάρις δὲν καταργεῖ τὸ αὐτεξούσιο,
τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἂχ αὐτὴ ἡ ἐλευθερία! Τί σκάνδαλο γίνεται γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς ἐμποδίζει στὴν
προσοικείωση τῆς σωτηρίας! «Ἶνα μὴ τὸ αὐτεξούσιον λυμήνηται» (Χρυσόστομος, Ε.Π.Ε. 20,594),
γιὰ νὰ μὴ καταστραφῆ τὸ αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου, ὁ Χριστὸς ἀπαιτεῖ τὴν ἀντιπροσφορὰ τῆς
πίστεως στὴν προσφορὰ τῆς χάριτος. Ὑπάρχει ὁ ἀέρας, δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. "Ἂν ἐμεῖς δὲν
ἀναπνέουμε, πεθαίνουμε ἀπὸ ἀσφυξία.
• «Διὰ τῆς πίστεως» σωζόμεθα. Ὄχι διὰ τῶν ἔργων μας. Ἡ σωτηρία εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. «Θεοῦ
τὸ δῶρον, οὐκ ἓξ ἔργων, ἶνα μὴ τὶς καυχήσηται» (στ. 8). Δῶρο τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ἡ πίστις καὶ τὸ νὰ
σωθοῦμε.
• Οὐκ ἓξ ἔργων» Τὰ ἔργα δὲν σώσουν μόνα τους. Ἂν μποροῦσαν νὰ σώσουν τὰ ἔργα, δὲν θὰ
κατέβαινε ὁ Θεὸς στὴ γῆ, νὰ γίνῃ ἄνθρωπος καὶ νὰ σταυρωθῆ γιὰ μᾶς.
Δὲν σώσουν τὰ ἔργα καὶ γιὰ ἄλλους λόγους, ἀλλὰ καὶ διότι κανένας δὲν ὑπῆρξε στὸν ἀρχαῖο
κόσμο, ποῦ νὰ εἶχε τηρήσει ὅλο το νόμο τοῦ Θεοῦ, ἔμφυτο (ἄγραφο) καὶ γραπτό. Δύο τρόποι
σωτηρίας ὑπῆρχαν γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
• Ὁ ἕνας ἢ ἀναμαρτησία.
• Ὁ ἄλλος ἡ χάρις.
Ὁ πρῶτος ἀποκλείστηκε. Ποιὸς μποροῦσε νὰ καυχηθῆ, ὅτι τήρησε ὅλο το Νόμο τοῦ Θεοῦ; “Ότι
μόνο ἀγαθὰ ἔργα εἶχε ἐπιτελέσει; Κανένας, οὔτε ὁ μεγαλύτερος προφήτης καὶ ἅγιος της Παλαιᾶς
Διαθήκης. «Συνέκλεισε γὰρ ὁ Θεὸς τοὺς πάντας εἰς ἀπείθειαν, ἶνα τοὺς πάντας ἐλεήση» (Ρωμ. ια΄
31).
'Ἀπέμενε, λοιπόν, ὁ δεύτερος τρόπος σωτηρίας, ἡ χάρις. Λέει ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Οὐδεὶς ἓξ
ἔργων ἐδικαιώθη, ἶνα δειχθῆ τοῦ Θεοῦ ἡ χάρις καὶ ἡ φιλανθρωπία. Οὐχὶ ἔχοντας ἔργα ἀπώσατο,
ἀλλὰ πρoδεδομένους ἀπὸ τῶν ἔργων χάριτι ἔσωσεν, ὥστε μηδένα λοιπὸν ἔχειν καυχάσθαι» (Ε.Π.Ε.
20,506). Μετάφρασις: Κανένας δὲν δικαιώθηκε ἀπὸ τὰ ἔργα, γιὰ νὰ δειχθῆ ἡ χάρις καὶ ἡ
φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Δὲν μᾶς ἀπομάκρυνε, ἐπειδὴ ἔχουμε ἔργα. Μᾶς ἔσωσε μὲ τὴ χάρι Του,
ἐπειδὴ τὰ ἔργα μᾶς εἶχαν προδώσει. Κανένας, λοιπόν, δὲν μπορεῖ νὰ καυχηθῆ, ὅτι σῴζεται μόνος,
δικαιωματικά.

Κτίσματα Θεοῦ (στ. 10)


Πληρώνει ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴ σωτηρία του, ἀλλ' ἀφοῦ πρῶτος πλήρωσε ὁ Θεὸς πανάκριβα τὴ
σωτηρία μας. Ἐκεῖνος πλήρωσε τὰ 99. Ἐμεῖς καλούμαστε νὰ πληρώσουμε τὸ 1. Καὶ τὸ ἕνα εἶναι ἡ
πίστις, ποῦ βεβαίως ἐκδηλώνεται μὲ ἔργα ἀγαθά. Γι' αὐτὸ λέγει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος: «Αὔτου
γὰρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἶς προητοίμασεν ὁ Θεός, ἶνα
ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν» (στ. 10). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ναί, τοῦ Χριστοῦ εἴμαστε
δημιουργήματα. Μᾶς δημιούργησε ὡς πιστούς, ὡς χριστιανούς, διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ
σκοπὸ νὰ ἐνεργοῦμε καλὰ ἔργα. Γι' αὐτὰ τὰ ἔργα μᾶς ἔχει προετοιμάσει, ὥστε νὰ ζήσουμε μ' αὐτὰ
καὶ νὰ τὰ ἀπολαύσουμε».
• Εἴμαστε ποίημα τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἴμαστε, ὅπως λένε οἱ ὑλιστὲς καὶ οἱ ἄθεοι, παιδιὰ τῆς τύχης ἢ
τῆς ἐξελίξεως.
• Εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.
• Εἴμαστε δημιουργήματα ἰδιαιτέρας λειτουργικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
• Καὶ μάλιστα εἴμαστε ξεχωριστῆς ἀγάπης ἀναδημιουργήματα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ σαρκώθηκε
καὶ ἔγινε ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός.
Σ' Αὐτὸν ὀφείλουμε καὶ τὴν πρώτη μας κτίσι, ὅτι γίναμε ἄνθρωποι, καὶ τὴ δεύτερη κτίσι, ὅτι
γίναμε χριστιανοί.
Αὐτὸς μας ἔκτισε καὶ Αὐτὸς μας ἀπέκτησε ὅταν πουληθήκαμε στὴν ἁμαρτία καὶ τὸ Διάβολο.
Αὐτὸς μας ἔπλασε καὶ Αὐτὸς μας ἀνέπλασε. Αὐτὸς μας δημιούργησε καὶ Αὐτὸς μας
ἀναδημιούργησε.
Αὐτὸς μας γέννησε καὶ Αὐτὸς μας ἀναγέννησε. Τὴν πρώτη κτίσι τὴν ἔκανε μὲ τὸ λόγο καὶ τὸ
χῶμα. Τὴ δεύτερη κτίσι τὴν ἔκανε μὲ τὸ λόγο καὶ τὸ αἷμα.
Γιὰ τὴ νέα κτίσι μᾶλλον μιλάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, λέγοντας «Κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
Πρόκειται γιὰ τὴ νέα κτίσι. «Εἰ τὶς ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις» (Β΄ Κορ. ε' 17). Λέει ὁ Ι. Χρυσόστομος:
«Ὄντως κτίσις ἑτέρα ἔστιν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παρήχθημεν. “Όπερ ἦμεν πρότερον,
ἀπεθάνομεν, τουτέστιν ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος ὅπερ ἐγενόμεθα, οὐκ ἦμεν πρότερον. "Ἄρα κτίσις τὸ
πρᾶγμά ἐστι, καὶ τῆς ἑτέρας τιμιωτέρα ἐξ ἐκείνης μὲν γὰρ τὸ Ζῆν, ἐκ δὲ ταύτης τὸ καλῶς zην ἠμὶν
παραγέγονεν» (Ε.Π.Ε. 20,506). Μετάφρασις: Πράγματι πρόκειται γιὰ ἄλλη δημιουργία. Ἀπὸ τὴν
ἀνυπαρξία ὁδηγηθήκαμε στὴν ὕπαρξι. Αὐτό, ποὺ ἤμασταν πρίν, δηλαδή, ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος,
πέθανε. Αὐτό, ποῦ γίναμε, δὲν ἤμασταν πρίν. Ἄρα πρόκειται γιὰ ἀναδημιουργία, Πολυτιμότερη ἀπ'
τὴν ἄλλη. Διότι ἀπ' ἐκείνη, τὴν πρώτη, πήραμε ἁπλῶς τὴ Ζωή, ἐνῷ ἀπὸ τὴν ἀναδημιουργία πήραμέ
το νὰ ζοῦμε θεοπρεπῶς.
Γιατί ὅμως μᾶς ἀνέκτησε ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς ἔκανε καινὴ κτίσι; «Ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἶς
προητοίμασεν ὁ Θεός, ἶνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν» (στ. 10).
Ναὶ μὲν ὁ Θεὸς φύτεψε τὸ δέντρο τῆς σωτηρίας μας, ἀλλὰ τὸ δέντρο αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ
παραμείνη ἄκαρπο. Ὀφείλει ν' ἀποδίδῃ καρπούς. Καὶ οἱ καρποὶ εἶναι τὰ ἀγαθὰ ἔργα.
Εἶπε ὁ ἀπόστ. Παῦλος παραπάνω, ὅτι δὲν σῳζόμαστε μὲ τὰ καλά μας ἔργα. Σῳζόμαστε μὲ τὴν
πίστη μας στὸ μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλ' ἡ πίστις Χωρὶς τὰ ἔργα εἶναι «νεκρὰ» (Ἰακ. β' 17).
Κατὰ τὸ σπουδαῖο ὀρθόδοξο ἑρμηνευτὴ Νίκ. Σωτηρόπουλο, ἐδῶ ὁ Παῦλος ὡς «ἔργα ἀγαθὰ»
ἐννοεῖ τὰ «ἔργα τοῦ Θεοῦ», ποὺ θ' ἀπολαύσουν οἱ πιστοὶ κατὰ τὴ μέλλουσα Ζωή.
Ὅπως ὁ Θεὸς δημιούργησε ἔργα γι' αὐτὴ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι δημιούργησε ἔργα καὶ γιὰ
τὴν ἄλλη τοῦ Ζωή. Καὶ τὰ ἔργα αὐτά, τὰ πλούτη τῆς ἄλλης Ζωῆς, εἶναι προετοιμασμένα.
Σύμφωνα μ' αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία, ὁ στίχος 10 μεταφράζεται ὡς ἑξῆς: «Διότι εἴμαστε δημιούργημα
τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, μὲ σκοπὸ νὰ κληρονομήσουμε ἀγαθὰ ἔργα,
ποῦ ὃ Θεὸς προετοίμασε γιὰ ν' ἀπολαύσουμε».
Καὶ ἡ ἄλλη ἑρμηνεία εἶναι εὐλογημένη. Τὸ ὅτι, δηλαδή, εἴμαστε πλασμένοι γιὰ τὸ ἀγαθό, κι ὄχι
γιὰ τὸ κακό. Γιὰ τὸ ἀγαθό, ποὺ ἐνεργοῦμε στὸ παρόν, θ' ἀμειφθοῦμε μὲ τὸ ἀγαθό του μέλλοντος,
ποὺ εἶναι ὅσα ὑπέροχα, ὑπερλογὰ καὶ ἀνεκδιήγητα ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ μᾶς ὁ Θεὸς στὴ βασιλεία
Του.
11 Διὸ μνημονεύετε ὅτι ὑμεῖς ποτε τὰ ἔθνη ἐν σαρκί, οἱ λεγόμενοι ἀκροβυστία ὑπὸ τῆς λεγομένης
περιτομῆς ἐν σαρκὶ χειροποιήτου, 12 ὅτι ἦτε ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ χωρὶς Χριστοῦ, ἀπηλλοτριωμένοι
τῆς πολιτείας τοῦ ᾿Ισραὴλ καὶ ξένοι τῶν διαθηκῶν τῆς ἐπαγγελίας, ἐλπίδα μὴ ἔχοντες καὶ ἄθεοι ἐν
τῷ κόσμῳ. 13 νυνὶ δὲ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ὑμεῖς οἱ ποτὲ ὄντες μακρὰν ἐγγὺς ἐγενήθητε ἐν τῷ αἵματι τοῦ
Χριστοῦ. 14 αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ
φραγμοῦ λύσας, 15 τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας,
ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην, 16 καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς
ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ·

Ἀκροβυστία καὶ περιτομὴ (στ. 11)


Τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολή.
Βλέπει τὸ παρελθὸν καὶ τὸ παρόν. Βλέπει ποὺ βρίσκονταν προηγουμένως οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἐφέσου
καὶ ποὺ εἶναι τώρα. Βλέπει τὸ βάθος καὶ τὸ ὕψος.
• Τὸ βάθος, ἀπ' ὅπου τους ἀνείλκυσε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
• Τὸ ὕψος, ποῦ τοὺς ἀνέβασε.
Παράδειγμα πάντοτε γι' αὐτὴ τὴ σύγκρισι ἔχει ὁ ἄπ. Παῦλος τὴ δική του περίπτωσι. Ἀλλὰ καὶ
κάθε χριστιανός, βλέποντας πόσο μεγάλα ἀγαθὰ προσέφερε ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ, δοξολογεῖ ἀενάως τὸ Θεό.
Τρία πράγματα, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, φανερώνουν τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ:
• Πρώτον, ποιὸς μᾶς ἔσωσε καὶ μὲ ποιὸν τρόπο.
• Δεύτερον, τί ἤμασταν ἐμεῖς, ποὺ μᾶς ἔσωσε.
• Τρίτον, σὲ ποιὸ ὕψος μᾶς ἀνέβασε.
«Πολλὰ δείκνυσι τοῦ Θεοῦ τὴν φιλανθρωπίαν πρώτον, ὅτι δὶ' ἐαυτοῦ ἔσωσε καὶ δὶ' ἐαυτοῦ
τρόπω τοιούτω δεύτερον, ὅτι τίνας ὄντας ἔσωσε τρίτον, ὅτι ποὺ ἀνήγαγε» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε.
20,520).
Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε τὴν ἀγάπη ποὺ φανέρωσε καὶ φανερώνει ὁ Θεὸς σὲ μᾶς. Μία ἀπὸ τὶς
πρῶτες ἀνταποδόσεις στὴν ἀγάπη αὐτὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ διαρκὴς μνήμη.
• Ὅταν κάποιος ἀγαπᾷ ἕνα πρόσωπο, συνεχῶς τὸ θυμᾶται.
• Ὅταν δεχθῆ ἀπὸ κάποιον σπουδαία εὐεργεσία, δὲν ξεχνάει τὴν εὐεργεσία αὐτή. Ὁ Παῦλος
προτρέπει νὰ μνημονεύουμε, νὰ θυμόμαστε τόσο τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅσο καὶ τὸ τί ἔκανε γιὰ
μᾶς. Λέει στὴ συνέχεια: «Διὸ μνημονεύετε ὅτι ὑμεῖς πότε τὰ ἔθνη ἐν σαρκί, οἱ λεγόμενοι
ἀκροβυστία ὑπὸ τῆς λεγομένης περιτομῆς ἐν σαρκὶ χειροποιήτου...» (στ. 11). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνική: «Γι' αὐτὸ νὰ θυμᾶστε, ὅτι σεῖς ἄλλοτε οἱ ἐθνικοὶ (εἴδωλολατρες), οἱ λεγόμενοι κατὰ
τὴ σάρκα ἀπερίτμητοι ἀπὸ τοὺς λεγομένους κατὰ τὴ σάρκα περιτμημένους μὲ περιτομὴ ἀπὸ
ἀνθρώπινο χέρι....».
Μὴ ξεχνᾶτε τί ἤσασταν καὶ τί εἶστε.
Όλοι οἱ χριστιανοὶ αὐτὸ ἃς μὴ τὸ ξεχνᾶμε. Ποῦ ἤμασταν καὶ ποὺ μᾶς ὠδήγησε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
Ἤμασταν πεσμένοι στὸ βάθος τῆς ἀγνοίας, τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, καὶ μᾶς ἀνέσυρε καὶ μᾶς
ὁδήγησε στὰ ὕψη. Γιὰ δύο λόγους ὀφείλουμε νὰ ἐνθυμούμαστε αὐτὴ τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ.
• Πρώτον, γιὰ νὰ βλέπουμε πόσο μεγάλη δύναμι ἔχει ὁ Θεός. Καμμία δύναμις δὲν μποροῦσε νὰ
μᾶς ὁδηγήση ἐκεῖ ποὺ μᾶς ὁδήγησε ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ. Καμμία δύναμις δὲν μποροῦσε νὰ μᾶς
ἀνασύρῃ ἀπ' τὸ σκοτεινὸ γκρεμὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου καὶ νὰ μᾶς ἀνεβάση στὰ ὕψη τῆς
θεώσεως.
• Δεύτερον, γιὰ νὰ εὐγνωμονοῦμε καὶ νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«“Μνημονεύετε”. Ἱκανὴ γὰρ ἐκείνη ἡ μνήμη εὐγνώμονας περὶ τὸν εὐεργέτην ποιῆσαι» (Ε. Π.Ε.
20,520).
Ο ἀπόστολος Παῦλος στὴ συνέχεια, προκειμένου νὰ δείξη τοὺς δύο κόσμους, τοὺς Ἰουδαίους
καὶ τοὺς ἐθνικοὺς (εἰδωλολάτρες), ποῦ καὶ οἱ δύο συνενώθηκαν καὶ σώθηκαν, χρησιμοποιεῖ δύο
λέξεις.
• Τὴ λέξι «ἀκροβυστία», γιὰ νὰ δείξη τοὺς ἐθνικούς.
• Τὴ λέξη «περιτομή», γιὰ νὰ δείξη τοὺς Ἰουδαίους. Μὲ τὴ λέξη «περιτομὴ» παρουσιάζονται οἱ
Ἰσραηλῖτες. Ἡ περιτομὴ ἦταν τὸ ἐξωτερικὸ σημάδι, ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς σὰν σφραγῖδα τοῦ λαοῦ Του.
Πέρα ἀπὸ τὴν τελετουργική, εἶχε καὶ συμβολικὴ σημασία ἢ περιτομή. Συμβόλισε τὴν ἄλλη
περιτομή, τὴν ἀχειροποίητο περιτομὴ (Κολασ. β' 11), τὴν πνευματικὴ περιτομή, τὸ κόψιμο τῶν
παθῶν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Οπωσδήποτε ὅμως ἡ περιτομὴ ἀποτελοῦσε τὸ σπουδαιότερο σημεῖο τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
Ἦταν γιὰ τοὺς Ἰσραηλῖτες καύχημα καὶ ὑπερηφάνεια.
Ἀντίθετα πρὸς τοὺς Ἑβραίους, οἱ ἐθνικοὶ δὲν εἶχαν τὴν περιτομή. Καὶ γι' αὐτὸ οἱ Ἑβραῖοι,
βρίζοντάς τους τρόπον τινά, τοὺς ὤνομαζαν «ἄκροβυστια». Οἱ ἐθνικοὶ γιὰ τοὺς Ἑβραίους ἤσαν οἱ
ἀσφράγιστοι, οἱ ξένοι πρὸς τὸ Θεό, τὰ ἀποπαίδια τοῦ Θεοῦ.
Ο Παῦλος, ὅπως βλέπουμε σὲ ἄλλες ἐπιστολές του, ἰδιαίτερα στὴν πρὸς Ρωμαίους καὶ τὴν πρὸς
Γαλάτας, ἔδωσε μεγάλη μάχη, γιὰ νὰ καταλάβουν ὅλοι ὅσοι ἀποτελοῦσαν τὴν πρώτη Ἐκκλησία
(χριστιανοὶ ἐξ Ἰουδαίων καὶ ἐξ ἐθνῶν), ὅτι ἡ περιτομὴ δὲν ἔχει καμμία σωτηριώδη σημασία γιὰ τοὺς
πιστοὺς χριστιανούς.
Ἡ περιτομὴ ἦταν ἕνας τύπος, ἀναγκαῖος μέχρι νὰ ἔρθη τὸ προτυπούμενο. Ἦρθε τὸ
προτυπούμενο, ἡ χάρις! Δὲν χρειάζεται πλέον ἡ περιτομή. «Παρῆλθεν ἢ σκιὰ τοῦ νόμου τῆς χάριτος
ἐλθούσης» (θεοτοκίο ἔσπερ. ἤχου β').
Ἡ περιτομὴ ἦταν ἕνα ἐξωτερικὸ γνώρισμα, ἕνα θρησκευτικὸ σημάδι χωρὶς ἠθικὴ σημασία ἕνας
τύπος. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος τὴν ὀνομάζει «λεγομένη περιτομή». Δὲν ἦταν ἡ ἀληθινὴ περιτομή.
Λεγόταν ἁπλῶς περιτομή, γιὰ νὰ συμβολίση τὴν ἄλλη περιτομή, ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο.
• Ἔχουμε τὴν χειροποίητη περιτομή, ποῦ κοβόταν ἕνα μικρὸ ἄκρο τοῦ σώματος τοῦ ἀγοριοῦ.
• Ἔχουμε καὶ τὴν ἀχειροποίητη περιτομή, ποὺ κόβονται ὅλα τα πάθη, ὅλες οἱ ἁμαρτίες. «Ἐνῷ
(Χριστῷ) καὶ περιετμήθητε περιτομὴ ἀχειροποιῆτο ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς
σαρκός, ἐν τῇ περιτομῇ τοῦ Χριστοῦ» (Κολασ. β' 11).
Φυσικὰ οἱ ἐθνικοί, ποῦ δὲν εἶχαν περιτομή, ἤσαν σὲ χειρότερη κατάσταση ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους.
Τουλάχιστον οἱ Ἰουδαῖοι (οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι) μὲ τὴν περιτομὴ ἤξεραν πῶς ἤσαν παιδιὰ τοῦ
ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ ἐπὶ πλέον θυμόνταν τὶς ἐπαγγελίες (τὶς ὑποσχέσεις) τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἔλευση
τοῦ Μεσσία.
Τέτοια νοήματα δὲν εἶχαν οἱ ἐθνικοί. Ἤσαν σὲ χειρότερο θρησκευτικὸ καὶ ἠθικὸ σκοτάδι. Γι' αὐτὸ
τοὺς λέει ὁ Παῦλος: Μὴ ξεχνᾶτε, ὅτι οὔτε κὰν ἄνθρωποι τῆς περιτομῆς ἤσασταν. Ἤσασταν
«ἀκροβυστία», ἀπερίτμητοι.
Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἰσραηλῖτες, ποὺ εἶχαν θεοποιήσει τὸν τύπο μὲ τὴν τυπολατρία καὶ φαρισαϊκῶς
καυχόνταν γιὰ τὴν περιτομή, κι αὐτοὶ ἤσαν μακρυὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Διαθήκης τοῦ Θεοῦ.
Σήμερα δὲν ἔχουμε σαρκικὴ περιτομή. Ἔχουμε πνευματική.
• Δὲν ἔχουμε τὸ μαχαῖρι, μὲ τὸ ὁποῖο γινόταν ἡ σαρκικὴ περιτομή.
• Ἔχουμε τὴ χάρι, ποὺ κόβει σὰν τὸ πιὸ κοφτερὸ μαχαῖρι τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες.
• Δὲν ἔχουμε τὴν ἰουδαϊκὴ καύχησι.
• Ἔχουμε τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καύχησι.
• Δὲν ἔχουμε τὴ θρησκεία τῶν ὀλίγων, ὅπως εἶχε καταντήσει ἢ σαρκικὴ περιτομή.
• Ἔχουμε τὴ σωτηρία ὅλων.
Χρειάζεται ὅμως καὶ σήμερα προσοχή. Ὑπάρχει καὶ τώρα κίνδυνος, νὰ δίνουμε σημασία
μεγαλύτερη ἀπὸ ὅσο πρέπει σὲ τύπους καὶ νὰ μὴ δίνουμε σημασία στὴν οὐσία, στὸ μυστήριο τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει κίνδυνος:
• Ἡ τυπολατρία νὰ σκεπάση τὴν πίστι.
• Οἱ θρησκευτικὲς πράξεις νὰ καλύψουν τὸ μυστήριο.
Κοντεύουμε κι ἐμεῖς νὰ φτιάξουμε μία θρησκεία τῆς περιτομῆς. Τονίζουμε δευτερεύοντα
στοιχεῖα σὰν πρωτεύοντα. Δὲν προβάλλουμε τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Δὲν μιμούμαστε τὸν Ἰησοῦ
Χριστό. Δὲν διαβάζουμε Ἁγία Γραφή. Δὲ μνημονεύουμε Ἰησοῦν Χριστὸν «ἔγηγερμενον ἐκ νεκρῶν»
(Β΄ Τιμ. β' 8). Δὲ Ζοῦμε τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα τὴν εὐχαριστιακὴ λατρεία
καὶ κοινωνία.
Προσοχή! Δὲ μᾶς σώσουν οἱ τύποι. Μᾶς σώσει ἢ οὐσία, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τύπους.

Ἀπηλλοτριωμένοι καὶ ξένοι (στ. 12).


Συνεχίζει ὁ Παῦλος νὰ θυμίση στοὺς Ἐφεσίους τί ἤσαν: «Ὅτι ἦτε ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνω χωρὶς
Χριστοῦ, ἀπηλλοτριωμένοι τῆς πολιτείας τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ξένοι των διαθηκῶν τῆς ἐπαγγελίας,
ἐλπίδα μὴ ἔχοντες καὶ ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ» (στ. 12). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ θυμᾶστε,
ὅτι τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ἤσασταν χωρὶς Χριστό, ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὸ πολίτευμα τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ξένοι
πρὸς τὶς διαθῆκες, ποὺ περιεῖχαν τὴν ὑπόσχεση τῆς σωτηρίας, χωρὶς ἐλπίδα καὶ χωρὶς Θεὸ στὸν
κόσμο».
Κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς χαρακτηρισμοὺς αὐτοὺς εἶναι ἐνδεικτικός της ἀπελπιστικῆς καταστάσεως,
στὴν ὁποία βρίσκονταν οἱ ἄνθρωποι πρὸ Χριστοῦ καὶ βρίσκονται καὶ σήμερα οἱ ἄνθρωποι χωρὶς
Χριστό.
Ἤσασταν «χωρὶς Χριστοῦ». Ζωὴ Χωρὶς Χριστὸ εἶναι ζωὴ χωρίς... Ζωή! Εἶναι ζωὴ χωρὶς νόημα,
Ζωὴ καταδίκης καὶ θανάτου. Κάποτε βέβαια δικαιολογοῦνταν νὰ ζοῦν χωρὶς Χριστό, ἀφοῦ δὲν εἶχε
ἔρθει ὁ Χριστός. Σήμερα ὅμως, εἴκοσι ὁλόκληρους αἰῶνες μετὰ Χριστόν, ἐπιτρέπεται νὰ ὑπάρχουν
ἄνθρωποι χωρὶς Χριστό;
Ἐπιτρέπεται στὴν ἐποχὴ τοῦ ἠλεκτρισμοῦ νὰ ποῦν ἄνθρωποι στὸ σκοτάδι ἢ νὰ φωτίζονται μὲ
δαδί;
Χωρὶς Χριστὸ ἀσφυκτιὰ ὁ ἄνθρωπος, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ τοῦ λείπει τὸ ὀξυγόνο.
• Ἤσασταν «ἀπηλλοτριωμένοι τῆς πολιτείας τοῦ Ἰσραὴλ» (στ. 12). Ἡ ἀλλοτρίωσις τοῦ ἀνθρώπου
ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶναι ὁ φρικτὸς καρπὸς τῆς ἁμαρτίας, τῆς πτώσεως. Πρόκειται γιὰ μία ἀποξένωσι. Ἕνα
παραπέτασμα, ἡ ἁμαρτία, ἀπέκλειε στὸν ἄνθρωπο τὴ θέα καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ.
• Ὁ Διάβολος εἶχε κάνει ἀναγκαστικὴ ἀπαλλοτρίωσι. Καὶ ὅπως μὲ τὴν ἀναγκαστικὴ
ἀπαλλοτρίωσί σου παίρνει τὸ κράτος τὸ οἰκόπεδό σου, ἔτσι καὶ ὁ Σατανᾶς μὲ τὴν καταναγκαστικὴ
ἁμαρτία ἔκλεψε ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὸ περιουσιακό του στοιχεῖο, τὴν ψυχή του.
Ἀποκομμένοι λοιπὸν ἤσασταν ἄπο τὴν «Πολιτείας τοῦ Ἰσραήλ», δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Θεό. Διότι ὁ
Ἰσραὴλ ἦταν βέβαια καὶ αὐτὸς μακρυὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλ' ὄχι σὰν ἀλλότριος, σὰν ξένος, ἀλλὰ σὰν
ρᾴθυμος καὶ παραβάτης.
Τὸ ἴδιο εἶναι νὰ εἶσαι ἀποκληρωμένος ἀπὸ τὸν πατέρα σου, ἀποδιωγμένος ἀπὸ τὸ σπίτι, καὶ τὸ
ἴδιο νὰ σὲ ἀναγνωρίση μὲν ὁ πατέρας, καὶ σὺ νὰ δείχνῃς ἀπειθαρχία πρὸς τὸν πατέρα;
Τὸ πρῶτο ἤσαν οἱ ἐθνικοί, τὸ δεύτερο οἱ Ἰσραηλῖτες. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Καὶ Ἰσραηλίται
τῆς πολιτείας ἤσαν ἐκτός, ἀλλ' οὒχ ὡς ἀλλότριοι, ἀλλ' ὡς ρᾴθυμοι καὶ τῶν διαθηκῶν ἐξέπεσον, ἀλλ'
οὒχ ὡς ξένοι, ἀλλ' ὡς ἀνάξιοΙ» (Ε. Π.Ε. 20,524).
Ἤσασταν «ξένοι των διαθηκῶν τῆς ἐπαγγελίας» (στ. 12).
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὑπῆρχαν οἱ διαθῆκες τῆς ἐπαγγελίας. Μία ἐν τούτοις εἶναι ἡ μεγαλειώδης,
ἡ κεντρικὴ καὶ οὐσιώδης ἐπαγγελία (ὑπόσχεσις) τοῦ Θεοῦ: Ὅτι θὰ ἐρχόταν ὁ Μεσσίας καὶ Λυτρωτὴς
τοῦ κόσμου.
Αὐτὴ ἢ ἐπαγγελία δόθηκε μὲ τὸ στόμα τῶν προφητῶν. Κάθε φορᾷ, ποὺ ὁ Θεός, εἴτε διὰ
προφητικοῦ λόγου, εἴτε μὲ προφητικὸ σημεῖο (προτύπωσι) μιλοῦσε στοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν
ἔλευση τοῦ Λυτρωτοῦ, ἦταν σὰν νὰ ὑπέγραφε μία διαθήκη. Γι' αὐτὸ καὶ γίνεται ἐδῶ λόγος γιὰ
πολλὲς διαθῆκες. Πρόκειται ὅμως γιὰ τὴ μία Διαθήκη, ποὺ ὑπέγραψε μὲ τὸ λόγο Τοῦ ὁ Θεός.
Στοὺς Ἰσραηλῖτες ἦταν γνωστό το θέμα τῶν διαθηκῶν καὶ τῆς ἐπαγγελίας. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος,
ὅταν κήρυξε στὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας, ἀνέφερε ὅτι εὐαγγελίζεται τὴν ἐκπλήρωση τῆς
ἐπαγγελίας. «Καὶ ἠμεῖς ὑμὶν εὐαγγελιζόμεθα τὴν πρὸς τοὺς πατέρας ἐπαγγελίαν γενομένην, ὅτι
ταύτην ὁ Θεὸς ἐκπεπλήρωκε τοῖς τέκνοις αὐτῶν, ἠμίν, ἀναστήσας Ἰησοῦν» (Πράξ. 1γ ? 32).
Ἤσασταν «ἐλπίδα μὴ ἔχοντες» (στ. 12). Οἱ Ἰσραηλῖτες εἶχαν ἐλπίδα τὴν προσδοκία γιὰ τὴν
ἔλευση τοῦ Μεσσία. Ἀλλ' οἱ ἐθνικοὶ δὲν εἶχαν ἐλπίδα.
Φαντασθῆτε ἕνα καράβι νὰ βασανίζεται στὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα, νὰ ναυαγοῦν τὸ
πλήρωμα καὶ οἱ ἐπιβάτες του, καὶ ναυαγοσωστικὸ νὰ μὴ φαίνεται Πουθενά. Χαμένη κάθε ἐλπίδα...
Ἔτσι ἤσαν οἱ ἄνθρωποι πρὸ Χριστοῦ.
• Οἱ Ἰσραηλῖτες εἶχαν ἐλπίδα τὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ στὶς προφητεῖες.
• Οἱ ἐθνικοὶ δὲν εἶχαν ἐλπίδα. 'Ἀμυδρῶς πώς, ὠρισμένοι φιλόσοφοι μίλησαν γιὰ προσμονὴ
λυτρώσεως ἀπὸ τὸ Θεό.
Ἐκεῖνο, ποὺ δὲν δικαιολογεῖται σὲ μᾶς, τοὺς χριστιανούς, εἶναι νὰ χάνουμε τὴν ἐλπίδα. “Όσοι
πιστεύουν στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἔχουν τὴν ἐλπίδα σὰν ἄγκυρα (Ἑβρ. στ' 19) ριγμένη στὸν οὐρανό. Όσα
κι ἂν συμβοῦν στὴ ζωή μας, μὴ χάνουμε τὴν ἐλπίδα καὶ τὸ θάρρος μας.
Ἤσασταν «ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ» (στ. 12).
Πρόκειται γιὰ τὴν ἄθεη Πολυθεότητα! Εἶχαν πολλοὺς «θεοὺς» δὲν εἶχαν τὸ Θεό. Τί νὰ τὸ κάνῃς
νὰ ἔχῃς τὴ φωτογραφία τοῦ ψωμιοῦ; Γιὰ νὰ χορτάσης, πρέπει νὰ ἔχῃς τὸ ἴδιο το ψωμί.
• Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν εἴδωλα ψεύτικων θεῶν. Δὲν εἶχαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν Ἄρτο τῆς
Ζωῆς. Πεινοῦσαν τὸ Θεό, ἀλλὰ πέθαιναν νηστικοί!...
• Ξέρεις τί εἶναι νὰ ἔχῃς πολλοὺς πατέρες, καὶ ὅμως νὰ Ζῇς σὰν ὀρφανός; Πολλοὶ «θεοί», ἂλλ'
ἤσαν ὀρφανοί, ἄθεοι. Ἄθεος λοιπὸν δὲν λέγεται μόνο ἐκεῖνος, ποὺ ἀρνεῖται τελείως τὴν ὕπαρξη
τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κι ἐκεῖνος ποῦ δὲν Πιστεύει στὸν ἀληθινό, τὸν Τριαδικὸ Θεό.
Δυστυχῶς καὶ σήμερα εἶναι πολὺ διαδεδομένη ἢ ἀθεΐα. Ὑπάρχουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ θεωρητικοῦ
καὶ πρακτικοῦ ὑλισμοῦ, ποὺ ζοῦν σὰν ἄθεοι καὶ στὸ σύγχρονο κόσμο.
Μοιάζουν νὰ ζοῦν σὲ βαθειὰ νύχτα χωρὶς φεγγάρι καὶ ἀστέρια. Τραγικοὶ ὁδοιπόροι, ποῦ
βαδίζουν πρὸς τὸ γκρεμό!

Μακρὰν- Ἐγγὺς (στ. 13)


Τὸ σκηνικό της ζωῆς σᾶς ἄλλαξε, λέει ὁ Παῦλος στοὺς Ἐφεσίους. Βρισκόσασταν μακρυὰ ἀπ' τὸ
Θεό, καὶ τώρα βρίσκεστε κοντά. Ὄχι ἁπλῶς κοντά, ἀλλὰ εἴτε μέσα στὸ Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς Ζῇ μέσα σὲ
σᾶς. «Νυνὶ δὲ ἐν Χριστῷ Inσου ὑμεῖς οἱ πότε ὄντες μακρὰν ἐγγὺς ἐγενήθητε ἐν τῷ αἵματι τοῦ
Χριστοῦ (στ. 13). Στὴν ἁπλοελληνική: «'Ἀλλὰ τώρα διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σεῖς, ποὺ ἄλλοτε ἤσασταν
μακρυᾶ, ᾔρθατε κοντά. Διότι ὁ Χριστὸς ἔχυσε τὸ αἷμα Του».
Ἤσασταν μακρυὰ ὄχι τοπικῶς, ἀλλὰ τροπικῶς. Μπορεῖ κάποιος νὰ βρίσκεται κοντὰ στὴν
Ἐκκλησία, καὶ νὰ ζῇ μακρυὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία! Γεγονὸς πάντως εἶναι, ὅτι μὲ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ
τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Θεανθρώπου στὴ γῆ, ἔγινε ἡ μεγάλη προσέγγισις.
Φαντασθῆτε τὸν ἥλιο νὰ προσεγγίζῃ τὴ γῆ!
Κάτι ἀπείρως συγκλονιστικότερο συνέβη. Ὁ Θεός, ὁ Ἥλιος τῆς ζωῆς καὶ τῆς δικαιοσύνης,
προσέγγισε τὴ γῆ. Ἦλθε Ἐκεῖνος κοντά μας. Ἔτσι οἱ «μακρὰν ἐγγὺς ἐγενήθημεν» (στ. 13).
Μόνοι μας δὲν μπορούσαμε νὰ πᾶμε κοντά Του. Ἡ προσέγγισης ἔγινε «ἓν τῷ αἵματι τοῦ
Χριστοῦ» (στ. 13).
• Ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἔσπασε τὶς ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς καὶ γίναμε ἐλεύθεροι, ὥστε
νὰ μποροῦμε νὰ τρέχουμε πρὸς τὸ Θεό.
• Μὲ τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ γκρεμίστηκε τὸ μεσότοιχο, ποὺ μᾶς χώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Τὴν ἀλήθεια
αὐτὴ τονίσει ἀμέσως παρακάτω ὁ Παῦλος.
Τὸ μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ (στ. 14)
• Ἤμασταν χωρισμένοι ἀπ' τὸ Θεό.
• Χωρισμένοι μεταξύ μας.
• Χωρισμένοι μὲ τὸν ἑαυτὸ μᾶς διχασμένες προσωπικότητες.
Ο Χριστὸς ἔγινε ἡ εἰρήνη. Ένωσε ὅλα τα διεστῶτα. «Αὐτὸς γὰρ ἔστιν ἡ εἰρήνη ἠμῶν, ὁ ποιήσας
τὰ ἀμφότερα ἐν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ» (στ. 14).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Αὐτός, λοιπόν, εἶναι ἡ εἰρήνη μας, ποὺ ἔκανε τοὺς δύο (τους
Ἰουδαίους καὶ τοὺς ἐθνικούς), ἕνα, καὶ γκρέμισε τὸ μεσότοιχο, ποῦ τοὺς χώρισε, δηλαδή, τὴν ἔχθρα,
ἀφοῦ θυσίασε τὸ σῶμα Του».
Τὸ μεσοτοιχο Ποιὸ εἶναι ἐν προκειμένῳ,
• Ἐκεῖνο, ποὺ χώρισε τοὺς δύο λαούς, Ἰουδαίους καὶ ἐθνικούς.
• Ἐκεῖνο, ποὺ χώρισε τὸν ἄνθρωπο ἀπ' τὸ Θεό.
Φαντασθῆτε ἕνα πανύψηλο τεῖχος, σὰν ἐκεῖνο τὸ τεῖχος τοῦ αἴσχους, ποῦ διχοτομοῦσε κάποτε
τὸ Βερολίνο. Ξαφνικὰ γίνεται μία ἔκρηξις καὶ γκρεμίζεται. Οἱ κάτοικοι κυκλοφοροῦν ἐλεύθερα.
Συναντῶνται καὶ συzoύν.
Κάτι ἀνάλογο ἔγινε μὲ τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε ἡ
μεγάλη ἔκρηξις, ποῦ γκρέμισε τὸ τεῖχος τῆς ἁμαρτίας. Ο ἄνθρωπος μπορεῖ πλέον νὰ ἔχῃ πρόσβαση
στὸ Θεό.
Γιατί μιλάει ὁ Παῦλος γιὰ μεσότοιχο φραγμοῦ;
Φραγμὸς νοεῖται ὁ Μωσαϊκὸς νόμος. Δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ νὰ περιφράξη τὸ λαό Του. Ὅμως
ἀπὸ φραγμὸς κατάντησε φράχτης, ποὺ ἐμπόδιΖε τὴν προσέγγιση τοῦ Θεοῦ. Διότι οἱ συνεχεῖς
παραβάσεις τοῦ Νόμου ἀπέκλειαν τὴ σωτηρία καὶ ἑπομένως τὴν κοινωνία μὲ τὸ Θεό.
Γκρέμισε ὁ Χριστὸς αὐτὸ τὸ φράχτη, ὥστε νὰ φτιάξη ἄλλον, τελειότερο: Τὸ φράχτη τοῦ
Εὐαγγελίου Του, τὸ φράχτη τῆς Ἐκκλησίας Του. Καὶ ἂν ἀκόμα κάποιος δὲν προσέξη καὶ τὸν παραβῇ,
ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ τὸν ἐπαναφέρῃ, διὰ τῆς μετανοίας στὸν παράδεισο τῆς
λυτρώσεως.

Καινὸς ἄνθρωπος (στ. 15-16)


Όλα τὰ ἔκανε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ἑνώση τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό. Νὰ ἑνώση τὴν ἀνθρωπότητα σὲ
μία νέα κοινωνία.
Οἱ δύο γίνονται ἕνας. Μᾶλλον οἱ πολλοὶ γίνονται ἕνας. Πρόκειται γιὰ τὸν «καινὸν ἄνθρωπον».
«Τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἶνα τοὺς δύο κτίση ἐν ἐαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν
ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην, καὶ ἀποκαταλλάξη τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἐνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ
σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ» (στ. 15-16). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Κατάργησε
τὸ νόμο τῶν ἐντολῶν, ποὺ συνίσταντο σὲ ἀπαγορεύσεις (αὐτὲς ἐμπόδισαν τὸ συγχρωτισμὸ τῶν
Ἰουδαίων μὲ τοὺς ἐθνικούς). Καὶ κατάργησε τὸ νόμο, γιὰ νὰ δημιουργήση διὰ τοῦ ἐαυτοῦ του ἀπὸ
τοὺς δύο ἕνα νέο ἄνθρωπο, φέρνοντας μεταξύ τους εἰρήνη, καὶ νὰ συμφιλιώση τοὺς δύο ὡς ἕνα
σῶμα μὲ τὸ Θεό, διὰ τοῦ Σταυρικοῦ θανάτου, ἀφοῦ θανάτωσε τὴν ἔχθρα μὲ τὸ Σταυρικὸ θάνατο».
Ὁ Χριστός, ποὺ δημιούργησε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο κατὰ τὴν πρώτη δημιουργία, ὁ Ἴδιος
δημιουργεῖ καὶ τὸ νέο ἄνθρωπο κατὰ τὴν ἀναδημιουργία. «Ζύμωσε» ξανὰ τὸ ἀνθρώπινο
«φύραμα» μὲ τὸ τίμιο Αἷμα Του καὶ προῆλθε ὁ νέος ἄνθρωπος.
• Ἃς προσπαθοῦμε καὶ μεῖς τώρα, νὰ ζοῦμε ὡς νέοι ἄνθρωποι.
• Ἃς μὴ γινόμαστε ἕρμαια τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου (Ἃ' Κορ. ἐ' 7), ποῦ κρύβεται ἀκόμα μέσα μας.

17 καὶἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, 18 ὅτι δι' αὐτοῦ ἔχομεν τὴν
προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα. 19 ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ
πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, 20 ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ
τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, 21 ἐν ᾧ πᾶσα ἡ οἰκοδομὴ
συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· 22 ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς
κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι.

Ἦλθε καὶ ἔφερε τὴν εἰρήνη (στ. 17)


Ὁ Θεὸς ᾖλθε στὸν κόσμο. Πρόκειται γιὰ τὸ συγκλονιστικώτερο γεγονὸς στὴν παγκόσμια Ἱστορία.
Πρόκειται γιὰ τὸ ἱερώτερο, ἀλλὰ καὶ ἀγαπητικώτερο μυστήριο. Πρόκειται γιὰ τὴ σπουδαιότερη
πράξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνο ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τὸν κόσμο, ἦταν ἡ εἰρήνη. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν
ταραγμένος καὶ χωρισμένος.
• Χωρισμένος καὶ διχασμένος μὲ τὸν ἑαυτό του.
• Χωρισμένος καὶ τσακωμένος μὲ τοὺς ἄλλους συνανθρώπους του.
• Χωρισμένος πρὸ παντὸς μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα.
Ο ἀπόστολος Παῦλος παρουσιάσει σὰν μεσοτοιχο τὴν ἔχθρα ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ Θεό.
Σὰν ἕνα τεῖχος, ποὺ ἐμπόδισε τὸν ἄνθρωπο νὰ προσεγγίση τὸ Θεό. Καὶ αὐτὸ τὸ τεῖχος τῆς ἁμαρτίας
ᾖλθε καὶ γκρέμισε ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Γι' αὐτὸ στὴ συνέχειά της πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς παρουσιάσει τὸν ἔρχομό του Χριστοῦ στὸν
κόσμο σὰν ἔλευση εὐαγγελιστοὺ τῆς εἰρήνης. Λέγει χαρακτηριστικά: «Καὶ ἐλθῶν εὐαγγελίσατο
εἰρήνην ὑμὶν τοῖς μακρὰν καὶ τοὺς ἐγγὺς» (στ. 17). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ ἀφοῦ
ἀναστήθηκε, ἀνήγγειλε εἰρήνη γιὰ τοὺς μακρυὰ (τοὺς ἐθνικούς, τοὺς εἰδωλολάτρες) καὶ γιὰ τοὺς
κοντά (τους Ἰουδαίους)».
Ἦρθε! Ὄχι προφήτης, ὄχι ἀπεσταλμένος, ὄχι ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Ἦλθε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς κάτω στὴ
γῆ. Ὁ Θεὸς Πατέρας ἔστειλε τὸ Μονογενῆ Του Υἱὸ καὶ Θεὸ ἀληθινό.
• Αὐτά, ποὺ ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ πῇ στοὺς ἀνθρώπους, δὲν τὰ εἶπε μὲ ἀνθρώπους Του ἢ μὲ ἀγγέλους
Του, ὅπως πολλὲς φορὲς ἔκανε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Ἑβρ. ἃ' 1). Τὰ εἶπε ἐρχόμενος ὁ Ἴδιος.
• Αὐτά, ποῦ ἤθελε νὰ πράξη γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δὲν τὰ ἔπραξε στέλνοντας κάποιον
ἀπεσταλμένο, ἂλλ ᾖλθε ὁ Ἴδιος. Λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὗ δὶ' ἑτέρου
ἐπεμψεν, οὐδὲ δὶ' ἄλλου τινὸς ταῦτα ἔμηνυσεν ἠμίν, ἀλλ' αὐτὸς δὶ' ἐαυτοῦ. Οὐκ ἄγγελον, οὐκ
ἀρχάγγελον ἀπέστειλεν, ἐπειδὴ τὸ διορθώσαι τὰ τοσαύτα κακὰ οὐδενὸς ἑτέρου ἥν, ἀλλὰ τῆς αὐτοῦ
παρουσίας, καὶ τὸ ἀπαγγείλαι τὰ γενόμενα» (Ε.Π.Ε. 20,542). Μετάφρασις: Δὲν ἀπέστειλε (τὴ χάρι
Του) μὲ ἄλλον, οὔτε μὲ ἄλλον μίλησε σὲ μᾶς, ἀλλὰ διεμήνυσε ὁ Ἴδιος διὰ τοῦ ἐαυτοῦ Του. Δὲν
ἀπέστειλε οὔτε ἄγγελο, οὔτε ἀρχάγγελο. Κανένας ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ διορθώση τὰ τόσα κακά,
παρὰ μόνο ἢ δική Του παρουσία. Καὶ κανένας ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ ἐνεργήση τὰ ὅσα
ἐνεργήθηκαν, παρὰ μόνο ὁ Ἴδιος.
Γιατί ᾖρθε ὁ Χριστός; Γιὰ νὰ σώση τὸν κόσμο. Ἡ παρουσία του στὴ γῆ εἶναι ὁ μεγάλος
εὐαγγελισμός, τὸ πιὸ χαρμόσυνο μήνυμα στὴν Ἱστορία τοῦ κόσμου. Ο ἄγγελος τῶν Χριστουγέννων
ἀνήγγειλε τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία στὸν κόσμο: «Ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμὶν χαρὰν μεγάλην, ὅτι
ἐτέχθη ὑμὶν σήμερον σωτὴρ» (Λουκ. β' 10).
• Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι καὶ αὐτὸ ἕνας εὐαγγελισμός. Μεταφέρει τὸ μήνυμα τῆς
χαρᾶς στοὺς θλιμμένους καὶ πληγωμένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία: τὸ μήνυμα τοῦ φωτὸς στοὺς
σκοτεινιασμένους ἀνθρώπους. Ο Ἴδιος μιλάει διὰ τοῦ στόματος τοῦ προφήτη Ἠσαΐα:
«Εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκε μὲ» (Ἡσ. ξὰ' 1. Λουκ. δ' 18).
• Ὁ σταυρικός Του θάνατος εἶναι ἐπίσης ἕνας εὐαγγελισμός. Ο Σταυρὸς Τοῦ ἔγινε καὶ
ἐξακολουθεῖ νὰ λειτουργῇ ὡς πηγὴ εἰρήνης καὶ χαρᾶς. Μὲ τὸ σταυρὸ Τοῦ εἰρηνοποίησε τὸν κόσμο
ὁριζόντια καὶ κάθετα.
Κάθετα! Συμφιλίωσε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό. Οριζόντια! Συμφιλίωσε τοὺς ἀνθρώπους μεταξύ
τους. Τονίζει ὁ κήρυκας τοῦ Σταυροῦ, ὁ Παῦλος: «Εὐηγγελίσατο εἰρήνην» (στ. 17).
• Καὶ μὲ τὴν ἀνάστασή Του τὸν εὐαγγελισμὸ τῆς εἰρήνης ἔφερε στὸν κόσμο. Μήνυμα εἰρήνης
ἀπηύθυνε στοὺς Μαθητὲς Τοῦ μόλις ἀναστήθηκε (Λουκ. κδ' 36). Καὶ ἔστειλε τοὺς Μαθητὲς καὶ
Ἀποστόλους νὰ κηρύξουν παντοῦ το Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας, ποὺ εἶναι Εὐαγγέλιο τῆς εἰρήνης.
• Διὰ τῶν Ἀποστόλων, καὶ γενικὰ διὰ τῆς Ἐκκλησίας Του, ὁ Χριστὸς κηρύττει «εἰρήνην τοῖς
μακρὰν καὶ τοὺς ἐγγὺς» (στ. 17).
«Μακρὰν καὶ ἐγγύς»!
• Ἐννοοῦνται οἱ δύο λαοί, οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ ἐθνικοὶ (εἴδωλολατρες). Ὁ Χριστὸς ᾖρθε γιὰ ὅλους
τους ἀνθρώπους, καὶ γιὰ ἐκείνους, ποὺ σὰν περιούσιος λαὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης βρίσκονταν
«ἐγγύς», κοντὰ στὸν ἀληθινὸ Θεό, καὶ γιὰ ἐκείνους, ποὺ βρίσκονταν «μακράν», εἶχαν πολὺ
ἀπομακρυνθῆ ἀπ' τὸ Θεὸ καὶ λάτρευαν τὰ εἴδωλα.
• Μέσα στοὺς αἰῶνες, καὶ σήμερα, τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀπευθύνεται σὲ ὅλους τους
ἀνθρώπους, καὶ στοὺς «ἐγγύς», τοὺς λεγομένους χριστιανούς, καὶ στοὺς «μακράν», τοὺς
ἄλλοθρησκους καὶ ἀλλοδόξους.
• Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ὅλους σαρκώθηκε, γιὰ ὅλους
σταυρώθηκε, γιὰ ὅλους ἀναστήθηκε, γιὰ ὅλους ἀναλήφθηκε ὁ Θεάνθρωπος Κύριος.
Ο Παῦλος παρουσιάσει τὸν εὐαγγελισμὸ τοῦ Χριστοῦ σὰν εὐαγγελισμὸ «εἰρήνης». Ἡ εἰρήνη
βέβαια, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δὲν εἶναι ἡ εἰρήνη, ποὺ συζητάει ὁ κόσμος.
• Δὲν πρόκειται γιὰ μία ἐξωτερικὴ εἰρήνη, ποῦ μπορεῖ νὰ ἐξασφαλισθῆ μὲ τυχὸν ἀφοπλισμοὺς
τῶν μεγάλων κρατῶν καὶ μὲ συμφωνητικὰ καταπαύσεως τῶν πολέμων.
• Πρόκειται γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη, ποὺ ὁπωσδήποτε σὰν καρπὸ τῆς φέρνει καὶ τὴν ἐξωτερικὴ
εἰρήνη.
Τὴ διαφοροποίηση τῆς εἰρήνης τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν κοσμικὴ εἰρήνη τόνισε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λίγο
πρὶν ἀπὸ τὸ σταυρικό Του θάνατο: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμίν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμὶν οὐ καθὼς
ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμίν. Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἢ καρδία μηδὲ δειλιάτω» (Ἰωάν. Ἰδ' 27).
Μάταια οἱ ἄνθρωποι μιλᾶνε γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ κάνουν πορεῖες καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις εἰρήνης.
Πρόκειται μᾶλλον γιὰ εἰρηνολογία, κάποτε καὶ γιὰ εἰρηνοκαπηλεία. Ἡ ἀληθινὴ εἰρήνη θὰ ἔρθη στὸν
κόσμο, ὅταν οἱ ἄνθρωποι δεχθοῦν τὸν «Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης» (Ἡσ. θ' 6), τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ
καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰησοῦ Χριστό.

Προσαγωγὴ (στ. 18)


• Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ σημαίνει εἰρήνη.
• Ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ σημαίνει καταλλαγή, δηλαδή, συμφιλίωσης μὲ τὸ Θεό.
• Ἡ καταλλαγὴ τοῦ Χριστοῦ σημαίνει «προσαγωγὴ» στὸ Θεὸ Πατέρα. Γι' αὐτὸ λέει στὴ συνέχεια
καὶ ἀποστ. Παῦλος: «Ὅτι δὶ' αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἐνὶ πνεύματι πρὸς τὸν
Πατέρα» (στ. 18). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Εὐαγγελίστηκε, δηλαδή, ὅτι καὶ οἱ δύο κόσμοι
μὲ ἕνα Πνεῦμα διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἐπιτυγχάνουμε τὴν προσέλευση στὸν Πατέρα».
Ἐπειδὴ μόνοι μας δὲν μπορούσαμε νὰ πᾶμε στὸν Πατέρα, μᾶς πῆρε καὶ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ μᾶς
προσήγαγε. Μᾶς ὤδηγησε. Μᾶς ἔφερε κοντὰ στὸν Πατέρα.
Ἡ προσαγωγὴ ἐδῶ δὲν εἶναι προσαγωγὴ κατηγορουμένου, ἀλλὰ προσαγωγὴ δικαιωμένου. Ο
ἐγκληματίας προσάγεται στὴν ἀστυνομία μὲ χειροπέδες, γιὰ νὰ ἔγκλεισθη στὴ φυλακή. Ἔτσι πρὸ
Χριστοῦ συνέβαινε μὲ τὸν ἄνθρωπο. Κατηγορούμενος γιὰ μύρια ἁμαρτήματα (ἔγκληματα),
ὁδηγεῖτο στὸ κρατητήριο τοῦ θανάτου, γιὰ νὰ καταλήξη στὴ φυλακὴ τοῦ Ἅδη.
Πόσο ἄλλαξε ἡ προσαγωγὴ μᾶς μετὰ Χριστό! Φαντασθῆτε ἕνα παιδὶ νὰ ἔχῃ κάνει κάποια
σοβαρὴ ζημιὰ καὶ νὰ ντρέπεται νὰ ἐμφανιστῆ στὸν πατέρα. Φοβᾶται, μήπως τιμωρηθῆ πολὺ
αὐστηρά, ὅπως ἄλλωστε ἁρμόζει στὸ κακό, ποῦ διέπραξε.
Ξαφνικὰ ἔρχεται ἕνας φίλος του παιδιοῦ. Τὸ παρηγορεῖ καὶ τοῦ λέει: -Ἔλα! θὰ σὲ πάω ἐγὼ στὸν
πατέρα. Μὴ φοβᾶσαι! Ἐγὼ τὸν ἔχω ἐξευμενίσει...
Τὸ παιδὶ διστάζει, ἀλλ' ὁ καλός του φίλος το παίρνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ προσάγει στὸν πατέρα.
-Τὸν ἔφερα! λέει στὸν πατέρα.
Ο πατέρας ἀγκαλιάζει τὸ παιδί του, τὸ ἀσπάζεται καὶ τὸ βάζει πάλι μέσα στὸ σπίτι του, χωρὶς
καν νὰ τοῦ κάνῃ μνεία τῶν παραπτωμάτων του.
Αὐτὸ ἔκανε ὁ Χριστὸς γιὰ μᾶς.
• Ἦρθε σὰν ὁ καλός μας φίλος.
• Μᾶς βρῆκε ἀπομακρυσμένους ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα.
• Μᾶς «προσήγαγε». Δὲν πήγαμε μόνοι. Μᾶς πῆγε Ἐκεῖνος στὸ Θεὸ Πατέρα.
• Μᾶς πῆγε λυτρωμένους. Ἐκεῖνος εἶχε ἐξευμενίσει τὸ Θεὸ Πατέρα. «Οὐκ εἶπε πρόσοδον, ἀλλὰ
προσαγωγὴν οὐ γὰρ ἂφ' ἑαυτῶν προσήλθομεν, ἂλλ' ὓπ' αὐτοῦ προσήχθημεν» (Χρυσόστομος.
Ε.Π.Ε. 20,546).
Ο σαρκωμένος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, μὲ τὴ χάρη
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, μᾶς ὁδηγεῖ στὸν Πατέρα, τὸ πρῶτο
πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στὸ στίχο 18 ὁ Παῦλος παρουσιάσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας σὰν
ἔργο καὶ τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ προσαγωγή μας, ἡ προσέγγισίς μας στὸ Θεό, ἔγινε μὲ τὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ, τοῦ Θεανθρώπου
Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σταυρώθηκε, γιὰ νὰ πάρη ὅλους τους ἀνθρώπους, ἐλευθερωμένους πιὰ ἀπὸ τὴν
ἁμαρτία, καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήση στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα, στὸν παράδεισο. «Τὴν μὲν ὀργὴν (τοῦ Θεοῦ)
ἔλυσε τῷ θανάτῳ, ἐπεράστους δέημας ἐποίησε τῷ Πατρὶ διὰ τοῦ Πνεύματος» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε.
20,544). Μετάφρασις: Τὴ μὲν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ τὴν ἐξαφάνισε μὲ τὸ θάνατό του, ἐμᾶς δὲ μᾶς
κατέστησε ἀξιαγάπητους στὸν Πατέρα διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ο Χριστὸς ἔγινε ὁ χειραγωγός μας.
• Μᾶς πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι, ἢ μᾶλλον μᾶς σήκωσε πάνω στὸν ὦμο Του, ἀφοῦ προσέλαβε ὅλη τὴν
ἀνθρώπινη φύσι.
• Μᾶς ἐξασφάλισε ἐλεύθερη εἴσοδο πρὸς τὸ Θεὸ Πατέρα. Όποτε θέλουμε, συνομιλοῦμε καὶ
ἑνωνόμαστε μὲ τὸ Θεό.
Ἡ πρᾶξις αὐτὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ εἶναι διδακτικὴ καὶ γιὰ μᾶς. Υπάρχουν ἄνθρωποι μακρυὰ
ἀπὸ τὸ Χριστό. Καθένας μας μὲ τὴν ἀγάπη του, μὲ τὴν προσευχή του, μὲ τὸν ἱεραποστολικό του
Ζῆλο, μὲ ποικίλες ἐνέργειες, μπορεῖ νὰ γίνῃ χειραγωγὸς «εἷς Θεόν».
Νὰ ὁδηγήσουμε καὶ ἄλλους στὸ Θεὸ Πατέρα, στὴν Ἐκκλησία, στὴ σωτηρία, στὴν αἰώνια ζωή.
Ἔργο προσαγωγῆς κάνει ὁ πιστός. Τὸ αἰσθάνεται σὰν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη. Τὸ ἐπιβάλλει ἡ ἀγάπη.

Ὄχι ξένοι καὶ πάροικοι (στ. 19).


Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, τῆς προσαγωγῆς, δείχνει ὁ ἀπόστ. Παῦλος στὴ
συνέχεια: «Ἄρα οὒν οὔκετι ἐστε ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολίται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι του
Θεοῦ» (στ. 19). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Γι' αὐτό, λοιπόν, δὲν εἶστε πλέον ξένοι καὶ
προσωρινοὶ κάτοικοι χωρὶς πολιτικὰ δικαιώματα στὴν πολιτεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ' εἶστε συμπολῖτες
τῶν ἁγίων (δηλαδὴ τῶν πιστῶν Ἰσραηλιτῶν) καὶ οἰκεῖοι του Θεοῦ».
Ἡ ἁμαρτία μᾶς εἶχε κάνει ξένους. Ἤμασταν ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὸ Θεό, «ἀπηλλοτριωμένοι» ἀπὸ
τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπομακρυσμένοι ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τὴν πατρίδα μας. Οἰκία τοῦ ἀνθρώπου ἦταν
ὁ παράδεισος. Βρέθηκε ἔξω ἀπ' αὐτὸν καὶ γύρισε πρόσφυγας στὴ γῆ αὐτή.
• Εἶχε χάσει τὴ θεϊκὴ ἰθαγένεια.
• Εἶχε γίνει ἀλλοδαπὸς γιὰ τὸ Θεό.
• Εἶχε ξεκοπῆ ἀπὸ τὴ θεϊκὴ υἱοθεσία.
• Εἶχε καταντήσει ἀποπαῖδι τῆς ἁμαρτίας ἀλητεύοντας μακρυᾶ ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ.
Ἤμασταν πάροικοι. Ὄχι ἁπλῶς μὲ τὴν ἔννοια τῆς προσωρινότητας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἔννοια τῆς
ἀποξενώσεως καὶ τῆς δουλείας.
Ξέρεις τί εἶναι νὰ χάσης τὸ σπίτι σου μὲ ὅλες τὶς ἀνέσεις καὶ ν' ἀναγκαστῇς νὰ μένῃς σὲ παράγκα
καὶ νὰ εἶσαι πουλημένος σ' αὐτὸν ποῦ ἔχει τὴν παράγκα;
Ο ἄνθρωπος, τὸ παιδὶ τοῦ παραδείσου, κατάντησε νὰ Ζῇ στὴν παράγκα τῆς ἑτοιμοθάνατης Ζωῆς
καὶ νὰ εἶναι δουλοπάροικος στὴ γῆ τῆς Αἰγύπτου, μακρυᾶ ἀπὸ τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας.
Αὐτὰ πρὸ Χριστοῦ.
Σὰν ᾖρθε ὁ Χριστός, μᾶς ἀγόρασε ἀπὸ τὸ σκλαβοπάζαρο τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ Διαβόλου καὶ μᾶς
χάρισε τὴν υἱοθεσία.
• Γίναμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ κατὰ χάριν.
• Ἑπομένως ἀνήκουμε στὸ κράτος καὶ στὴν πολιτεία τοῦ Θεοῦ.
• Ἀνήκουμε στὴν πολιτεία, ποὺ ἀνήκουν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Εἴμαστε «συμπολίται τῶν ἁγίων» (στ. 19).
Εἴδατε πῶς καμαρώνει κάποιος, ποῦ ἔχει συντοπίτη του, συμπολίτη του, συχωριανό του, ἕνα
τρανό της γῆς; Ξέρει πῶς ὅ,τι ζητήσει, θὰ τοῦ τὸ κάνῃ ὁ συμπολίτης του μὲ τὴ μεγάλη δύναμι. Πολὺ
πιὸ εὐτυχισμένοι ὀφείλουμε νὰ αἰσθανόμαστε ἐμεῖς, ποὺ ἔχουμε συμπολῖτες τοὺς Ἁγίους.
• Ἔχουμε συγγενεῖς τους Ἁγίους της ἐν οὐρανῷ θριαμβευούσης Ἐκκλησίας. Καὶ οἱ συγγενεῖς μας
αὐτοὶ προσεύχονται, πρεσβεύουν γιὰ μᾶς. Ἀφοῦ εἴμαστε συμπολῖτες τῶν ἁγίων, εἴμαστε «οἰκεῖοι
του Θεοῦ».
• Ἀνήκουμε στὴν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὀνομάζεται Ἐκκλησία.
• Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα. Ἀφοῦ εἴμαστε μέλη Χριστοῦ
καὶ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἄρα εἴμαστε κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ καὶ συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ.
• Μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας καὶ ὁ πιὸ ἀπομακρυσμένος μπορεῖ
νὰ ξαναγίνῃ «οἰκεῖος του Θεοῦ» (στ. 19), νὰ μπῆ στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Στὴν οἰκοδομὴ τοῦ Θεοῦ (στ. 20-21)


Ὅλοι μαζί, Ζωντανοὶ καὶ κεκοιμημένοι, ἀποτελοῦμε τὴν οἰκοδομὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι παρουσιάζεται
στὴ συνέχεια ἀπὸ τὸν Παῦλο ἡ Ἐκκλησία. Σὰν oiκοδομή τὴν παρουσίασε καὶ ὁ Χριστός. Οἰκοδομῇ,
ποῦ «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. ἰστ' 18).
Εἶναι οἰκοδομή, ποὺ ἔχει θεμέλια τους Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους. Ἔχει
ἀκρογωνιαῖο λίθο τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἔχει ζωντανὰ λιθάρια ὅλους ἐμᾶς τοὺς πιστούς. Λέει σχετικὰ
ὁ Παῦλος: «Ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου
αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν ὢ πᾶσα ἢ οἰκοδομῇ συναρμολογουμένη αὔξει εἷς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ»
(στ. 20-21). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ ἔχετε οἰκοδομηθῆ πάνω στὸ θεμέλιο, ποῦ εἶναι οἱ
ἀπόστολοι καὶ οἱ προφῆτες, ἐνῷ ἀκρογωνιαῖος λίθος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Μὲ τὸν Ἰησοῦ
ὅλη ἡ οἰκοδομὴ δένεται ἁρμονικὰ καὶ στερεά, καὶ μεγαλώνει, γιὰ νὰ εἶναι ναὸς ἅγιος γιὰ τὸν
Κύριο».
• Τὸ ὅτι οἱ χριστιανοὶ εἴμαστε λίθοι Ζωντανοί της οἰκοδομῆς τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ τονίζεται καὶ
ἄλλου ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο (Α΄ Κορ. γ' 8-10), ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Πέτρο (Α΄ Πέτρ. β' 4-
8).
• Τὸ ὅτι οἱ Ἀπόστολοι εἶναι θεμέλιοί της οἰκοδομῆς τῆς Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὸ τονίζεται καὶ ἄλλες
φορὲς στὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ μάλιστα στὴν 'Ἀποκάλυψι (κὰ' 14).
• Ἐκεῖνο πάντως, ποὺ ἔχει βασικὴ σημασία, εἶναι ὅτι τὸ πᾶν στὴν οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι
ὁ Χριστός. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, ποὺ ὄχι ἁπλῶς συνενώνει τοὺς δύο τοίχους, τοὺς δύο
λαούς, τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς ἐθνικούς, ἀλλὰ συγκρατεῖ καὶ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη.
• Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κτισμένη μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ἑνώνει καὶ τὰ θεμέλια καὶ τὰ λιθάρια
τῆς οἰκοδομῆς. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅ το πᾶν συνέχων ἐστὶν ὁ Χριστός. Ὁ γὰρ λίθος
ὁ ἀκρογωνιαῖος καὶ τοὺς τοίχους συνέχει, καὶ τοὺς θεμελίους... Κὰν τὸν ὄροφον εἴπῃς, κὰν τοὺς
τοίχους, κὰν ὄ,τιουν ἕτερον, τὸ πᾶν διαβαστάζει» (Ε.Π.Ε. 20,546). Μετάφρασις: Ἐκεῖνος, ποῦ
συνέχει τὰ πάντα, εἶναι ὁ Χριστός. Διότι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος καὶ τοὺς τοίχους συγκρατεῖ καὶ τὰ
θεμέλια... Εἴτε γιὰ τὴν ὄροφη τῇς, εἴτε γιὰ τοὺς τοίχους, εἴτε γιὰ ὄ,τιδηποτε ἄλλο στὴν οἰκοδομή,
ὅλα τα στηρίζει ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος.

Κάθε πιστός, Ναὸς (στ. 22)


Μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ συναρμολογεῖται καὶ ἡ ἰδιαίτερη οἰκοδομή, ποῦ εἶναι κάθε πιστός.
Ὅπως σ' ἕνα μεγάλο μοναστῆρι ὑπάρχουν πολλὰ παρεκκλήσια, ἔτσι, θὰ λέγαμε, στὴν οἰκοδομὴ
τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν ἐπὶ μέρους οἰκοδομὲς μικρές, μικρὰ παρεκκλήσια, ποὺ εἶναι κάθε ἕνας
χριστιανός.
• Κάθε χριστιανὸς εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπως μέσα στὸ Ναὸ τελεῖται ἡ λατρεία καὶ
προσφέρεται ἡ θυσία, ἔτσι καὶ μέσα σὲ κάθε χριστιανικὴ ψυχὴ πρέπει νὰ λατρεύεται ὁ Χριστός.
• Κάθε καρδιὰ ἀποτελεῖ θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ.
• Εἴμαστε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ.
Λέει στὴ συνέχειά της πρὸς Ἐφεσίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «'Ἐν ὢ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε
εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι» (στ. 22). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Μ' Αὐτὸν
ἑνωμένοι εἶστε καὶ σεῖς καὶ ἀναπτύσσεστε σὰν οἰκοδομῇ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πιστούς, γιὰ νὰ εἶστε
κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ἐνοίκησι σ' αὐτὸ τὸ κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
• Ὁ Ναὸς πρέπει νὰ εἶναι πάντοτε καθαρός.
• Καὶ τὴν ψυχή μας καὶ τὸ σῶμα μᾶς ὀφείλουμε νὰ διατηροῦμε πάντοτε καθαρὰ ἀπ' τὸ μολυσμὸ
τῆς ἁμαρτίας. «Οὐκ οἴδατε, ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμὶν Ἁγίου Πνεύματος ἐστιν;» (Α' Κορ.
στ' 19).
• Μέσα στὸ Ναὸ δὲν μπορεῖ νὰ συνυπάρχῃ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἀλήθειας μὲ τὰ παραμύθια τῶν
εἰδώλων. Καὶ στὴ δική μας ὕπαρξι δὲν μπορεῖ νὰ συνυπάρχουν ἢ λατρεία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ λατρεία
τοῦ μαμωνᾶ. «Οὗ δύνασθε Θεῶ δουλεύειν καὶ μαμωνα» (Λουκ. 1στ ? 9).
• Ἡ Ζωὴ μᾶς εἶναι ἀποκλειστικὸ κατοικητήριο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἃς ἀγωνιζόμαστε, λοιπόν, γιὰ
τὴν καθαρότητά του. «Καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος,
ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἓν φόβω Θεοῦ» (Β΄ Κορ. ζ' 1).

1 Τούτου χάριν ἐγὼ Παῦλος ὁ δέσμιος τοῦ Χριστοῦ ᾿Ιησοῦ ὑπὲρ ὑμῶν τῶν ἐθνῶν, 2 εἴγε ἠκούσατε
τὴν οἰκονομίαν τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τῆς δοθείσης μοι εἰς ὑμᾶς, 3 ὅτι κατὰ ἀποκάλυψιν ἐγνώρισέ
μοι τὸ μυστήριον, καθὼς προέγραψα ἐν ὀλίγῳ, 4 πρὸς ὃ δύνασθε ἀναγινώσκοντες νοῆσαι τὴν
σύνεσίν μου ἐν τῷ μυστηρίῳ τοῦ Χριστοῦ, 5 ὃ ἑτέραις γενεαῖς οὐκ ἐγνωρίσθη τοῖς υἱοῖς τῶν
ἀνθρώπων ὡς νῦν ἀπεκαλύφθη τοῖς ἁγίοις ἀποστόλοις αὐτοῦ καὶ προφήταις ἐν Πνεύματι, 6 εἶναι
τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῦ ἐν τῷ Χριστῷ διὰ τοῦ
εὐαγγελίου, 7 οὗ ἐγενόμην διάκονος κατὰ τὴν δωρεὰν τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι κατὰ
τὴν ἐνέργειαν τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. 8 ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὕτη,
ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ 9 καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ
οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι
διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ,

Ὁ δέσμιος Παῦλος (στ. 1)


Αὐτοὶ ποῦ ἤσαν μακρυὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἔγιναν «συμπολίται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι του Θεοῦ». Ποιὸς
κουράστηκε γιὰ νὰ γίνῃ αὐτὴ ἡ θαυμαστὴ καὶ σωτηριώδης μεταβολή; Ο ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ
συμβολὴ στὸν εὐαγγελισμὸ τῶν Ἐθνῶν φαίνεται στοὺς πρώτους στίχους τοῦ 3ου κεφαλαίου.
Γράφει μέσα ἀπὸ τὴ φυλακή. Σὲ ἀρκετὰ σημεῖα θυμίζει τὴν πραγματικότητα αὐτή, ποῦ γιὰ τὸν
Παῦλο ἦταν αἰτία χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως. Ὁ Παῦλος ἦταν «δέσμιος». Ἦταν δεμένος μὲ ἁλυσίδες
μέσα στὴ φυλακή. Λέγει χαρακτηριστικά: «Τούτου χάριν ἐγὼ Παῦλος καὶ δέσμιος του Χριστοῦ
Ἰησοῦ ὑπὲρ ὑμῶν τῶν ἐθνῶν» (στ. 1). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Γι' αὐτὸ τὸ λόγο (ὅτι ἡ
σωτηρία εἶναι καὶ γιὰ σᾶς τοὺς ἐθνικοὺς) ὑπάρχω ἐγὼ ὁ Παῦλος (ὡς ἀπόστολος), ὁ φυλακισμένος
γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐξ αἰτίας τῆς δράσεώς μου γιὰ σᾶς τοὺς ἐθνικούς».
Ἦταν δεμένος ὁ Παῦλος. Διπλά τα δεσμά του. Τὰ μὲν προκαλοῦσαν τα δέ.
• Τὰ πρῶτα ἤσαν τὰ δεσμὰ τῆς φλογερῆς ἀγάπης του στὸ Χριστό. Ἦταν τόσο δεμένος μὲ τὸ
Χριστό, ὥστε καμμία δύναμις στὸν κόσμο δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἀποσπάση ἀπ' αὐτὴ τὴν ἀγάπη.
Ἄλλωστε προτοῦ νὰ καθηλωθῆ ἐκεῖνος στὴν ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστό, εἶχε πρῶτος καθηλωθῆ ὁ
Χριστὸς πάνω στὸ Σταυρὸ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Παῦλο καὶ πρὸς κάθε ἄνθρωπο.
• Αὐτὰ τὰ δεσμὰ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Χριστὸ ἔφεραν τὰ ἄλλα δεσμά, τὶς ἁλυσίδες τῆς φυλακῆς.
Ἂν δέθηκε καὶ βασανίστηκε καὶ σταυρώθηκε ἡ ἀγάπη του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ ἦταν ἄμωμος καὶ
ἀναμάρτητος, πόσο μᾶλλον ἔπρεπε νὰ δεθῆ καὶ νὰ βασανιστῆ γιὰ τὸ Χριστὸ ὁ Παῦλος!
Οἱ πρῶτοι χριστιανοί, μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο, θεωροῦσαν ἰδιαίτερο χάρισμα τοῦ Θεοῦ, τὸ ν'
ἀξιωθοῦν νὰ πάσχουν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ ἐδῶ ὀνομάσει τὸν ἑαυτὸ τοῦ «δέσμιόν
του Χριστοῦ Ἰησοῦ» (στ. 1). Λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ
δέδεμαι, φησίν. Εἰ γὰρ ὁ Δεσπότης ὁ ἔμος ἐσταυρώθη δὶ' ὑμᾶς, πολλῶ μᾶλλον ἐγὼ δέδεμαι. Οὗ
μόνον αὐτὸς ἐδέθη, ἀλλὰ καὶ τοὺς αὐτοῦ δούλους δεσμείσθαι συγχωρεῖ» (Ε.Π.Ε. 20,548).
Μετάφρασις: Γι' αὐτὸ κι ἐγὼ εἶμαι φυλακισμένος, λέει. Διότι, ἂν ὁ Κύριός μου σταυρώθηκε γιὰ σᾶς,
πολὺ περισσότερο ἐγὼ πρέπει νᾶμαι φυλακισμένος. Ὄχι μόνο φυλακίστηκε, ἀλλ' ἐπιτρέπει καὶ
στοὺς δούλους Του νὰ φυλακίζωνται.
Ο Παῦλος ἦταν φυλακισμένος καὶ δεμένος μὲ ἁλυσίδες ὄχι γιὰ ἁμαρτήματα καὶ ἐγκλήματα. Τὸ
μεγάλο του «ἔγκλημα» ἕνα ἦταν: Ὅτι ἀγαποῦσε τὸν Inσού Χριστὸ καὶ δίδασκε παντοῦ το Εὐαγγέλιο
τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ δεσμὰ ἀποτελοῦσαν γιὰ τὸν Παῦλο τιμή, οἱ δὲ ἁλυσίδες ἤσαν, κατὰ
τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, τὸ πολυτιμότερο πρᾶγμα στὸν κόσμο. Γράφει ὁ ἱερὸς Πατήρ: «Οὐδὲν οὕτω
λαμπρόν, ὡς δεσμὸς διὰ Χριστόν, ὡς αἳ ἁλύσεις αἳ περικείμεναι ταϊς ὀσίαις χερσὶν ἐκείναις. Τοῦ
ἀπόστολον εἶναι, τοῦ διδάσκαλον εἶναι, τοῦ εὐαγγελιστὴς εἶναι, τοῦτο λαμπρότερον, τὸ δέσμιον
εἶναι διὰ τὸν Χριστόν. Εἰ τὶς φιλεῖ τὸν Χριστὸν ἔγνω τὸ λεγόμενον' εἰ τὶς μαίνεται καὶ περικαίεται
τοῦ δεσπότου, οἶδε τὴν δύναμιν τῶν δεσμῶν, ἔλoιτο ἂν δέσμιος γενέσθαι διὰ Χριστόν, ἢ τοὺς
οὐρανοὺς οἴκειν. Παντὸς χρυσοῦ λαμπρότερος αὐτοῦ ἐδείκνυ τὰς χεῖρας, παντὸς διαδήματος
βασιλικοῦ... Εἰ τὶς φιλεῖ τὸν Χριστόν, οἶδε τοῦτο τὸ ἀξίωμα, οἶδε ταύτην τὴν ἀρετήν, οἶδεν ὅσον
ἔχαρισατο τῷ τῶν ἀνθρώπων γένει τὸ δεθῆναι δὶ' αὐτὸν» (Ε.Π.Ε. 20,592). Μετάφρασις: Τίποτε δὲν
εἶναι τόσο λαμπρό, ὅσο ἢ φυλάκισης γιὰ τὸ Χριστό, ὅσο οἱ ἁλυσίδες, ποὺ κρατοῦσαν δεμένα τὰ
ἅγια ἐκεῖνα χέρια. Ἀπὸ τοῦ νὰ εἶναι ἀπόστολος, ἀπὸ τοῦ νὰ εἶναι διδάσκαλος, ἀπὸ τοῦ νὰ εἶναι
εὐαγγελιστής, λαμπρότερο εἶναι το νὰ βρίσκεται φυλακισμένος γιὰ τὸ Χριστό. Όποιος ἀγαπᾷ τὸ
Χριστό, γνωρίζει αὐτό, ποὺ λέμε. Ἂν κάποιος ἀγαπᾷ μὲ πάθος καὶ καταφλέγεται γιὰ τὸν Κύριο, ξέρει
τὴ δύναμι τῆς φυλακῆς. Θὰ προτιμοῦσε νὰ φυλακιστῆ γιὰ τὸ Χριστό, παρὰ νὰ κατοικῇ στοὺς
οὐρανούς. Λαμπρότερα ἀπὸ κάθε χρυσάφι καὶ ἀπὸ κάθε βασιλικὸ στέμμα φαίνονταν τὰ χέρια τοῦ
Παύλου... Ἂν κάποιος ἀγαπᾷ τὸ Χριστό, αὐτὸς ξέρει τὸ ἀξίωμα, τὴν ἀρετή, δηλαδή, πόσο μεγάλο
χάρισμα εἶναι το ὅτι ἔδωσε στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων τὴ δυνατότητα νὰ φυλακίζωνται γι' Αὐτόν. Τὰ
δεσμὰ ἔδιναν τὸ θάρρος στὸν Παῦλο νὰ μιλάη μὲ μεγαλύτερη οἰκειότητα σ' ἐκείνους, γιὰ τοὺς
ὁποίους ὑποφέρει τὰ δεσμά. Καὶ αὐτοὶ ἤσαν οἱ «ἐθνικοί». Πάσχω, λέει, «ὑπὲρ ὑμῶν τῶν ἐθνῶν»
(στ. 1).
Ξεκινᾷ τὸ στίχο, γιὰ νὰ πῇ τί κάνει «τούτου χάριν», γιὰ τὸ ὅτι, δηλαδή, ὅσοι πίστεψαν στὸ
κήρυγμά του ἔγιναν «συμπολίται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι του Θεοῦ» (Ἐφεσ. β' 19). Ἀλλὰ προτοῦ νὰ
πῇ τί κάνει γι' αὐτό, παρεμβάλλει ἀρκετοὺς στίχους, γιὰ νὰ παρουσιάση πῶς ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν
κατέστησε κήρυκα τῶν ἐθνῶν.
• Τὰ ἔθνη ἀποτελοῦσαν βδελυγμία γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Μὲ μεγάλη περιφρόνησι μιλοῦσαν γιὰ
τοὺς ἐθνικούς (τους εἰδωλολάτρες). Τοὺς θεωροῦσαν ὄχι ἁπλῶς ἀκαθάρτους, ἀλλὰ καὶ μὴ
ἐπιδεχομένους καθαρισμοῦ. Πίστευαν, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθοῦν τὰ ἔθνη.
• Θεωροῦσαν, πῶς ὁ Μεσσίας θὰ ἐρχόταν μόνο γι' αὐτούς.
• Τὸ πνεῦμα αὐτὸ τοῦ στενοῦ φυλετισμοῦ καὶ σωβινισμοὺ προσπάθησαν νὰ τὸ μεταδώσουν καὶ
στὰ μέλη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Παρουσιάστηκαν οἱ Ἰουδαΐζοντες χριστιανοί, ποὺ ἀπέκλειαν ἀπ'
τὴ σωτηρία τοὺς ἐθνικούς.
• Θέλησαν μάλιστα σὲ κάποιο σημεῖο νὰ παρασύρουν μὲ τὸ μέρος τους καὶ τὸν ἀπόστολο Πέτρο.
Χρειάστηκε ἡ εἰδικὴ ἐπέμβασης τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ θαυμαστὴ κλῆσι τοῦ Παύλου.
Ο Παῦλος ὄχι μόνο ἀγάπησε τοὺς ἐθνικούς, καὶ ἃς ἦταν ὁ ἴδιος Ἰουδαῖος, ἀλλὰ καὶ φυλακίστηκε
γιὰ τοὺς ἐθνικούς.
Τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου πρὸς τὰ ἔθνη ἐρέθισε καὶ τοὺς ἐθνικούς, ποὺ ἔβλεπαν νὰ τοὺς κάνῃ
μεγάλη ζημιὰ ἕνας Ἰουδαῖος κήρυκας. Ἐρέθισε καὶ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ νόμιζαν πῶς μολύνεται ἡ
παράδοσής τους.
Όταν οἱ Ἰουδαῖοι ὁδήγησαν τὸν Παῦλο στὸ βασιλιὰ Ἀγρίππα κατηγορούμενο, εἶπαν: «Ἄνδρες
Ἰσραηλίται, βοηθεῖτε. Οὗτος ἔστιν ὁ ἄνθρωπος καὶ κατὰ τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ νόμου καὶ τοῦ τόπου
τούτου πάντας πανταχοῦ διδάσκων. Ἐτι τὲ καὶ Ἕλληνας εἰσήγαγεν εἰς τὸ ἱερὸν καὶ κεκοίνωκε τὸν
ἅγιον τόπον τοῦτον» (Πράξ. κὰ' 28).

Ἀπόστολος τῆς χάριτος (στ. 2).


Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἦταν φυσικὸ νὰ κηρύττῃ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ στὰ ἔθνη. Γιὰ δύο λόγους:
• Πρώτον, διότι ὅλα στὸ Χριστιανισμὸ εἶναι καρπὸς τῆς χάριτος, καὶ ὄχι τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ
Μωσαϊκοῦ νόμου. Ἡ χάρις δέ, ποῦ θαυμαστὰ ἐνήργησε στὸν ἴδιον, θαυμαστὰ ἐνεργοῦσε καὶ στοὺς
ἐθνικούς.
• Δεύτερον, διότι εἶχε εἰδικὸ κάλεσμα ἀπ' εὐθείας ἀπὸ τὸν Κύριο, νὰ κηρύξη στὰ ἔθνη.
Τὸ ὅλο ἔργο τοῦ ὁ Παῦλος στὰ ἔθνη τὸ ὀνομάζει «οἰκονομία τῆς χάριτος». Λέγει: «Εἰ γὲ ἠκούσατε
τὴν οἰκονομίας τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τῆς δοθείσης μοὶ εἰς ὑμᾶς» (στ. 2). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Ἀσφαλῶς ἀκούσατε τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο μου δόθηκε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ γιὰ
σᾶς».
Ὅλη ἡ ὑπόθεσις τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ποῦ σχεδίασε καὶ ἐκτέλεσε ὁ Θεός, ὀνομάζεται
«οἰκονομία τοῦ Θεοῦ», ἢ «σχέδιον τῆς θείας οἰκονομίας» ἢ «τὸ μυστήριον τῆς οἰκονομίας».
• Ἡ οἰκονομία εἶναι μία λέξις, ποὺ φανερώνει τὴ διέξοδο τοῦ Θεοῦ στὸ ἀδιέξοδό του ἀνθρώπου.
Δηλώνει τὸ θαυμαστὸ τρόπο, ποὺ βρῆκε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο. Τὰ οἰκονόμησε ἔτσι ὁ
Θεός, ὥστε νὰ σωθῆ ὁ ἄνθρωπος, νὰ λυτρωθῆ ἀπ' τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου, νὰ
ξαναβρῇ τὸ ἀρχαῖο κάλλος καὶ νὰ ξαναγυρίση στὴν παραδεισένια του πατρίδα.
• Ἡ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ καρπὸς τῆς συνεργασίας τριῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ: τῆς ἀγάπης,
τῆς σοφίας καὶ τῆς δυνάμεώς Του.
• Ἀλλ' ἐκτὸς ἀπ' τὴ γενικὴ οἰκονομία, ποὺ ἀναφέρεται στὴ σωτηρία ὅλων των ἀνθρώπων,
ὑπάρχει καὶ ἡ εἰδικὴ οἰκονομία, ποὺ ἀναφέρεται στὴν κλῆσι κάθε χριστιανοῦ ξεχωριστὰ καὶ στὶς
συνθῆκες, κάτω ἀπ' τὶς ὁποῖες ὁδηγήθηκε στὴν πίστι.
Στὴν περίπτωση τοῦ Παύλου ἔχουμε ἔκτακτη εἰδικὴ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Τί ἦταν ὁ Παῦλος καὶ
τί ἔγινε!
Η θαυμαστὴ μεταβολή του, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου,
εἶναι ἕνα σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, τῆς θείας εὐδοκίας. Εὐδόκησε, ὅπως ὁ ἴδιος λέει, ὁ Θεὸς καὶ
τὸν κάλεσε μὲ ἔκτακτο τρόπο στὴν πίστη καὶ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Εὐαγγελίου.
• Τὴν ἰδιαίτερη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σ' αὐτὸν ὁ Παῦλος τὴν ὀνομάζει «οἰκονομία τῆς χάριτος» (στ.
2). Τὰ οἰκονόμησε τόσο ὡραῖα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τὰ κατὰ τὸν Παῦλο, ὥστε ἀπὸ διώκτης ν' ἀναδειχθῆ
σὲ ἀπόστολο. Ἀπὸ φανατικὸς Ἑβραῖος νὰ μεταβληθῆ σὲ κήρυκα τῶν ἐθνῶν.
«Ἠκούσατε τὴν οἰκονομίας τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τῆς δοθείσης μοὶ εἰς ὑμᾶς» (στ. 2). "Ὅλοι εἶχαν
ἀκούσει γιὰ τὸ παρελθὸν τοῦ Παύλου. Δὲν αἰσχύνεται νὰ τὸ παρουσιάzn, διότι τὸ βάθος τῆς
κακότητας, ποὺ εἶχε ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ἀποκαλύπτει τὸ ὕψος καὶ τὴ δύναμη τῆς χάριτος.
Ἀπὸ τὸ βάθος τῆς πολεμικῆς τὸν ἀνέβασε στὸ ὕψος τῆς ἱεραποστολῆς. Ο ἴδιος θυμίζει καὶ στοὺς
Γαλάτες κατὰ παρόμοιο τρόπο τὸ παρελθόν του καὶ λέει: «Ἠκούσατε τὴν ἐμὴν ἀναστροφὴν πότε ἐν
τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτὴν» (Γαλ. ἃ'
13).
Ο ἀπόστολος Παῦλος ἔζησε τὴ δύναμη τῆς χάριτος ὅσο κανένας ἄλλος. Γι' αὐτὸ συνεχῶς στὶς
Ἐπιστολὲς τοῦ μιλάει γιὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι καλὸ γίνεται τὸ ἀποδίδει στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
«Χάριτι Θεοῦ εἴμι ὃ εἴμι» (Ἃ' Κορ. 1ε' 10).
'Ἀλλ' ἐδῶ, στὸ στίχο 2, μιλάει γιὰ τὴν οἰκονομία τῆς χάριτος. Αὐτὴ ἔχει σχέση μὲ τὸ ἔργο τοῦ
ἀνάμεσα στὰ ἔθνη.
• Ἰδιαίτερο σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὤρισε τὸν Παῦλο Ἀπόστολο οικουμενικό, κήρυκα γιὰ ὅλους τους
λαούς.
• Ἡ παρουσία τοῦ Παύλου σήμανε τὸ μεγάλο ἄνοιγμα τοῦ Χριστιανισμοῦ πρὸς τὰ ἔθνη, γιὰ μία
παγκόσμια ἐξάπλωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἤδη τὸ σχέδιο αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸ ἀποκάλυψε στὸν πρῶτο ἄνθρωπο, ποῦ χειραγώγησε τὸ Σαῦλο ἐν
Χριστῷ μετὰ τὸ ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀνανίας. Εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Ἀνανία:
«Πορεύου ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοὶ ἔστιν οὗτος τοῦ βαστᾶσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ
βασιλέων υἱῶν τὲ Ἰσραὴλ» (Πράξ. θ' 15).

Ἡ ἀποκάλυψις τοῦ μυστηρίου (στ. 3)


Ο Παῦλος δὲν ἦταν ἀπὸ τοὺς Δώδεκα ἢ ἄλλους μαθητὲς καὶ ἀκροατὲς τοῦ Κυρίου, ὅσο Ἐκεῖνος
βρισκόταν σωματικὰ στὴ γῆ. Καὶ ὅμως διδάχτηκε τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Πῶς; «Κατὰ
ἀποκάλυψιν» (στ. 3).
Ἀποκάλυψις ἦταν καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους Μαθητὲς τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. Ἀλλὰ στὴν
περίπτωση τοῦ Παύλου ἢ ἀποκάλυψις ἦταν πιὸ θαυμαστή.
Ἦταν φανέρωσις τῆς μορφῆς, τῆς Ζωῆς, τῆς διδασκαλίας, τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ
Χριστοῦ κατὰ μυστικὸ τρόπο. Σημειώνει ὁ ἴδιος στὴ συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς: «Κατὰ ἀποκάλυψιν
ἔγνωρισε μοὶ τὸ μυστήριον, καθὼς προέγραψα ἐν ὀλίγῳ» (στ. 3). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Μὲ εἰδικὴ αποκάλυψι ὁ Θεός μου γνώρισε τὸ μυστικὸ σχέδιό Του γιὰ σᾶς τοὺς ἐθνικούς, ὅπως
προηγούμενα ἔγραψα μὲ λίγα λόγια».
Ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως στὸν Παῦλο, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι αὐτὴ
ἦταν γενικὴ καὶ εἰδική.
• Γενικὴ ἀποκάλυψις εἶναι ἡ φανέρωσις τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου Του. Δὲν διδάχτηκε ὁ
Παῦλος ἀπὸ ἀνθρώπους τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ. Τὸ παρέλαβε ἀπ' εὐθείας ἀπὸ τὸ Χριστό, ποῦ τοῦ
φανερώθηκε ἔξω ἀπὸ τὴ Δαμασκό, ἀλλὰ καὶ ἄλλες φορὲς στὴ ζωή του. «Τὸ εὐαγγέλιον, τὸ
εὐαγγελισθὲν ὑπ' ἐμοῦ οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπων παρέλαβον αὐτὸ
οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δὶ' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. ἃ' 11-12).
Ἦταν θεοδίδακτος ὁ Παῦλος, κατὰ τρόπο μυστικὸ καὶ νηπτικό. Βέβαιά το κήρυγμά του συνέπιπτε
μὲ τὸ κήρυγμα τῶν ἄλλων Ἀποστόλων, μὲ τοὺς Ὁποίους εἶχε συνεργασία καὶ στοὺς ὁποίους κάποτε
εἶχε καὶ ἀναφορά.
• Εἰδικὴ ἀποκάλυψις στὸν Παῦλο εἶναι ὁ πόθος τοῦ Θεοῦ νὰ διδαχτοῦν καὶ νὰ σωθοῦν καὶ τὰ
ἔθνη, κάτι ποὺ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τὸ κατανοήσουν οἱ στενόκαρδοι Ἰουδαῖοι.
Αὐτὴ ἡ εἰδικὴ ἀποκάλυψις γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἐθνῶν φαίνεται καὶ στὸ Πράξ. κστ΄ 16-18. Λέει
σχετικὰ μὲ τὴν ἀποκάλυψη τῆς χάριτος ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Τί, εἶπε μοί; Παῦλος αὐτὸς ὁ μέγας καὶ
θαυμαστός, ὁ νομομαθής, ὁ ὑπὸ τοὺς πόδας Γαμαλιὴλ κατὰ ἀκρίβειαν παιδευθεῖς, οὐχὶ χάριτι
ἐσώθη; Μυστήριον γὰρ ἐστι τὸ τὰ ἔθνη ἐξαίφνης εἰς μείζονά των Ἰουδαίων εὐγένειαν ἀναγαγεῖν»
(Ε.Π.Ε. 20,550). Μετάφρασις: Τί; Πές μου; Ο Παῦλος, αὐτὸς ὁ μεγάλος καὶ θαυμαστός, ὁ
νομομαθής, ποῦ μορφώθηκε μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια κοντὰ στὸ Γαμαλιήλ, δὲν σώθηκε μὲ τὴ χάρι;
Εἶναι μυστήριο, λοιπόν, τὸ ν' ἀποδίδῃ ξαφνικὰ στὰ ἔθνη μεγαλύτερη εὐγένεια ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους.
Τὰ ἔθνη, καὶ ἀνάμεσα σ' αὐτὰ κι ἐμεῖς, βρισκόμαστε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας χάρι στὸν
ἀπόστολο Παῦλο. Θὰ πῇ παρακάτω (στ. 6) ὁ Παῦλος, ὅτι τὰ ἔθνη ἔγιναν «συγκληρονόμα τῆς
ἐπαγγελίας».

Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ (στ. 4)


Όποιος ἄκουγε τὸν Παῦλο νὰ μιλάη στὰ ἔθνη ἢ στὶς συναγωγὲς τῶν Ἰουδαίων καὶ ὅποιος
διαβάζει μὲ προσοχὴ καὶ εὐλάβεια τὶς θεόπνευστες Ἐπιστολές του, διαπιστώνει πῶς ἕνα εἶναι τὸ
θέμα τοῦ Παύλου: «Τὸ μυστήριον τοῦ Χριστοῦ».
Δὲν θέλει τίποτε ἄλλο νὰ σκιάση αὐτὴ τὴ μεγάλη καὶ σωτηριώδη πραγματικότητα, ποὺ λέγεται
«μυστήριον τοῦ Χριστοῦ».
Τί εἶναι αὐτὸ τὸ «μυστήριον τοῦ Χριστοῦ»;
• Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ κατὰ τρόπο μυστηριώδη καὶ ὑπερφυσικὸ ᾖρθε στὸν κόσμο καὶ
σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν. Δὲν θέλει ὁ Παῦλος στὸ κέντρο τῆς
καρδιᾶς τῶν ἀνθρώπων νὰ ὑπάρχη τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ (Α' Κορ. β' 2).
• Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ πρέπει νὰ περιστρέφεται γύρω ἀπ' τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Νὰ
ἐπηρεάζεται ἀπ' τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Νὰ εἶναι Ζωὴ «ἓν Χριστῷ», Ζωὴ xριστομίμητη. Γι' αὐτὸ καὶ
σημειώνει στὴ συνέχεια: «Πρὸς καὶ δύνασθε ἀναγινώσκοντες νοῆσαι τὴν σύνεσίν μου ἓν τῷ
μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ» (στ. 4). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Σύμφωνα δὲ μὲ αὐτά, ὅταν τὰ
διαβάσετε, μπορεῖτε νὰ καταλάβετε τὴ γνώση μου γιὰ τὸ μυστικό του Χριστοῦ».
Εἶχε σύνεσι ὁ Παῦλος. Καὶ ὅταν λέμε «σύνεση» ἐδῶ, δὲν ἐννοοῦμε τὴν προσαρμογὴ ἢ τὴ
συγκαταβατικότητα ἢ τὴν συμφεροντολογία, ποὺ πολλὲς φορὲς ἀποτελοῦν κίνητρα λεγομένων
«συνετῶν» ἀνθρώπων.
Ἐδῶ σύνεσις γιὰ τὸν Παῦλο εἶναι ἡ τελεία γνῶσις τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ.
• Μπροστά του εἶχε συνέχεια ὁ Παῦλος «Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α΄ Κορ.
β' 2).
• Σκοπὸς τοῦ κηρύγματός του ἦταν νὰ εἰσαγάγη τοὺς ἀνθρώπους στὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, σὲ
ἀλήθειες, ποὺ εἶναι χειροπιαστὲς καὶ φανερώνουν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ποῦ δὲν μπορεῖ
τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ νὰ τὶς κατανοήση στὸ βάθος τους.

Τὸ ἄγνωστον ἀπεκαλύφθη (στ. 5)


Αὐτὸ τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ, ἦταν ἄγνωστο στὶς
προηγούμενες γενεές. Πολλοὶ ἄνθρωποι ἔζησαν μὲ τὴ λαχτάρα τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ δὲν πρόλαβαν
στὴ γενιά τους νὰ δοῦν ἐκπληρούμενο τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό, ποὺ ἦταν ἄγνωστο πρίν, ἀποκαλύφθηκε στοὺς ἁγίους, δηλαδή, στοὺς χριστιανούς, στοὺς
ἀποστόλους, καὶ σ' ὅλα τα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Γράφει ὁ Παῦλος: «Ὃ ἐτέραις γενεαϊς οὐκ
ἔγνωρισθη τοῖς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων ὡς νῦν ἀπεκαλύφθη τοῖς ἁγίοις ἀποστόλους αὐτοῦ καὶ
προφήταις ἐν Πνεύματι» (στ. 5). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ σ' ἄλλες
ἐποχὲς δὲν ἔγινε γνωστὸ στοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τώρα φανερώθηκε διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
στοὺς ἐκλεγμένους ἀποστόλους Του καὶ προφῆτες».
Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα φωτίζει. Κάνει δέκτες τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ τὶς
καθαρὲς καὶ ἁγνὲς ψυχὲς (Ματθ. ε΄ 8).
•Σ' ὅσους εἶναι ἁπλῶς «υἱοὶ ἀνθρώπων», ὄντα τῆς ὕλης καὶ τοῦ ὑλισμοῦ, δὲν φανερώνεται ὁ
Θεός.
• Στοὺς ἁγίους φανερώνεται.

Σύσσωμοι, συμμέτοχοι, συγκληρονόμοι (στ. 6)


Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει στὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολὴ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως
ἐκδηλώθηκε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ἡ ὅλη ὑπόθεσις τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ «οἰκονομία τῆς
χάριτος».
• Τὰ οἰκονόμησε τόσο σοφὰ καὶ ἀγαπητικὰ ὁ Θεός, ὥστε κατέστησε τὸν ἄνθρωπο ἱκανὸ γιὰ
σωτηρία.
• Τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἦταν ἀπομακρυσμένος ἀπ' τὸ Θεὸ καὶ ξένος της ζωῆς τοῦ Θεοῦ.
• Τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἦταν ἄξιος τιμωρίας καὶ κολάσεως.
Πόσο μᾶς ἀγάπησε καὶ μᾶς ἀγαπᾷ ὁ Θεός! Ὅ,τι πολυτιμότερο εἶχε, τὸν μονάκριβό Του Υἱό, Τὸν
ἔδωσε γιὰ μᾶς (Ἰωάν. γ΄ 16). Καὶ ὅ, τί ἔκανε καὶ κάνει ὁ Θεὸς γιὰ τὴ σωτηρία μας, εἶναι καρπὸς τῆς
χάριτος.
Δωρεάν, χωρὶς νὰ τὸ ἀξίζουμε, μᾶς προσφέρει τὴ σωτηρία.
Αὐτὴ ἡ «οἰκονομία τῆς χάριτος» δὲν ἔχει περιορισμένη ἀκτίνα δράσεως. Εἶναι «παγγενὴς» ἢ
σωτηρία, παγκόσμια ἡ χάρις, πανανθρώπινη ἢ ἀγάπη.
Προτοῦ νὰ φανερωθῆ ὁ Χριστός, νόμιζαν οἱ Ἰσραηλῖτες, ὅτι γι' αὐτοὺς μόνο θὰ ἐρχόταν ὁ
Μεσσίας. Ἦταν ἀδιανόητο γιὰ τὴ στενόκαρδη ἀντίληψί τους, ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ σωθοῦν καὶ τὰ
ἄλλα ἔθνη, καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὸν «περιούσιο λαὸ» τοῦ Ἰσραήλ.
• Νὰ ὅμως, ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ἐκλέχτηκε ἀπ' τὸ Θεό, γιὰ νὰ μεταφέρῃ
τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου στὰ ἔθνη.
• Τὸν Παῦλο ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι.
• Τὸ Εὐαγγέλιο πῆρε οἰκουμενικὲς διαστάσεις.
• Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ χῶρος, ὅπου δὲν ὑπάρχουν διακρίσεις, ἀλλ' εἰσέρχονται ὅλοι
ἀνεξαιρέτως οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ σ' αὐτὸ τὸ σῶμα σύσσωμα εἶναι καὶ τὰ
ἔθνη.
• Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κληρονομία τοῦ Θεοῦ. Καὶ σ' αὐτὴ τὴν κληρονομία συγκληρονόμα εἶναι
ὅλα τα ἔθνη.
• Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μετοχὴ στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ σ' αὐτὴ τὴ μετοχὴ συμμέτοχα εἶναι ὅλα
τα ἔθνη.
Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τονίζει ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος: «('Ἀπεκαλύφθη) εἶναι τὰ ἔθνη
συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχά της ἐπαγγελίας αὐτοῦ ἐν τῷ Χριστῷ διὰ τοῦ
εὐαγγελίου» (στ. 6). Ἀπόδοσης στὴν ἀπολελληνική: «Ἀποκαλύφτηκε, ὅτι οἱ ἐθνικοὶ εἶναι μαζὶ μὲ
τοὺς Ἰουδαίους συγκληρονόμοι καὶ μέλῃ τοῦ ἴδιου Σώματος, τῆς Ἐκκλησίας, καὶ συμμέτοχοι τῆς
εὐλογίας, ποὺ ὑποσχέθηκε. Ὅλα αὐτὰ δὲ ἐπιτελοῦνται διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὕστερα ἀπ' τὸ
κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν ἀποδοχή του».
Ὅσοι πιστεύουν στὸν, Ἰησοῦ Χριστό, ἄσχετα ἀπὸ προέλευσι, συμμετέχουν στὸ βίο τοῦ Χριστοῦ,
Ζοῦν ἀπὸ τώρα τὴ χαρὰ τῆς κληρονομίας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Στὸν κόσμο ὑφίστανται διακρίσεις, ἀνάμεσά σε πλουσίους καὶ φτωχούς, σὲ σοφοὺς καὶ
ἀγραμμάτους, σὲ ἄσπρους καὶ μαύρους, σὲ ἀφεντικὰ καὶ ἐργάτες, σὲ ἄρχοντες καὶ ἀρχομένους.
Ὅλες αὐτὲς οἱ διακρίσεις ἔχουν παύσει νὰ ὑπάρχουν στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Τὸ
Εὐαγγέλιο καταργεῖ κάθε εἴδους ἀνισότητα καὶ κηρύττει τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἑνότητα καὶ ἰσότητα.
• Ἡ ἐπαγγελία, δηλαδή, ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι πλέον ὑπόθεσις μόνο του Ἰσραήλ. Εἶναι
ὑπόθεσις ὅλων των ἀνθρώπων, σ' ὅποιο ἔθνος κι ἂν ἀνήκουν. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία τοῦ
Θεοῦ, περιμένουμε «καινοὺς οὐρανοὺς καὶ καινὴν γῆν» (Β΄ Πέτρ. γ' 13).
• Ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ εἶναι δῶρο γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους.
Σύσσωμοι ὅλοι οἱ πιστεύοντες, διότι σύσσωμοι εἶναι μὲ τὸν Κύριο Inσού Χριστό. Αὐτὰ εἶναι
ἀποτέλεσμα τῆς προσλήψεως ἀπὸ τὸ σαρκωθέντα Λόγο, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Προσέλαβε ὁλόκληρη
τὴν ἀνθρωπότητα. Γι' αὐτὸ καὶ Παῦλος ἐπαναλαμβάνει: «Ἐν Χριστῷ».
Ἡ κατάργησης τῶν διακρίσεων, ἢ ἑνότητα ὅλου του ἀνθρωπίνου γένους σὲ μία νέα κοινωνία, ἡ
συνένωσις ὅλων των ἀνθρώπων, γίνεται «ἐν Χριστῷ».
Διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν Χριστῷ γίνεται ἡ καινὴ κτίσις, ὅπου ὅλοι οἱ πιστοὶ γίνονται κληρονόμοι
τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ.
Τὸ «ἐν Χριστῷ» τὸ καταλαβαίνουν οἱ ἄνθρωποι «διὰ τοῦ εὐαγγελίου» (στ. 6). Ο λόγος, τὸ
κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ συνειδητοποιοῦν τὴ μυστική τους ἕνωσι μὲ
τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὅταν ὑπάρχη ἄγνοια Εὔαγγελιου, ἄγνοια Ἁγίας Γραφῆς, ὑπάρχει οὐσιαστικὰ καὶ
ἄγνοια Χριστοῦ.
• Ὁ Χριστιανισμὸς καταντᾷ ἕνα κοινωνικὸ ἁπλῶς ἢ ἠθικιστικὸ σύστημα.
• Ὁ Χριστιανισμὸς ὅμως εἶναι ἐνσωμάτωσης στὸ Χριστό. Εἶναι ἡ μετοχὴ στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι ἔγχριστωσις.

Διάκονος τοῦ Εὐαγγελίου (στ. 7)


Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ἦταν γιὰ τὸν Παῦλο ἢ ὑψίστη ὑπόθεσης καὶ ἡ μεγίστη γι' αὐτὸν τιμή.
Τονίζει στὶς Ἐπιστολές του, ὅτι εἶναι διάκονος τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὸ λέει καὶ στὴ συνέχειά της πρὸς
Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς: «Οὗ (εὐαγγελίου) ἐγενόμην διάκονος κατὰ τὴν δωρεὰν τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ
τὴν δοθεῖσαν μοὶ κατὰ τὴν ἐνέργειαν τῆς δυνάμεως αὐτοῦ» (στ. 7). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική:
«Τοῦ Εὐαγγελίου ὑπηρέτης ἔγινα, σύμφωνα μὲ τὸ δῶρο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ δόθηκε σὲ
μένα μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς δυνάμεώς Του».
• Ὁ Παῦλος ἦταν διάκονος, ὑπηρέτης, δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ.
• 'Ἦταν διάκονος Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος «οὐκ ᾖλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν
ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Ματθ. κ' 28).
• Διάκονος, ὑπηρέτης Χριστοῦ! Ἰδοὺ τὸ ὕψιστο ἀξίωμα, ἡ ὑψίστη τιμή. Ἄλλωστε τοῦ τὸ εἶχε πεῖ
ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Εἰς τοῦτο ὤφθην σοῖ, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτης καὶ μάρτυρα ὧν τὲ εἶδες ὧν
τὲ ὀφθήσομαι σοὶ» (Πράξ. κστ' 16). Τὰ λόγια αὐτὰ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν Παῦλο, ὅταν ὡς Σαῦλο τὸν
κάλεσε ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Δαμασκοῦ.
Ἡ ἀνάθεσης στὸν Παῦλο τοῦ ἔργου τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἐθνῶν ἀποτελεῖ ξεχωριστὴ δωρεὰ τῆς
χάριτος.
• Εἶναι μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ νὰ σὲ καλέση νὰ Τὸν ὑπηρετήσης, νὰ Τὸν διακονήσης.
• Εἶναι μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ νὰ ἐμπιστευθῆ σὲ σένα τὸ μυστήριο τοῦ λόγου Του, τὸ θησαυρὸ
τῆς πίστεως, καὶ νὰ σὲ ἀξιώνῃ νὰ τὸν μεταδίδῃς καὶ σὲ ἄλλους.
• Εἶναι μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι κάποιος ἐργάτης τοῦ Θεοῦ, ἀπόστολος, ἱεραπόστολος.
Ποιὸς εἶμαι ἐγώ, ποῦ μὲ ἀξιώνει νὰ μιλάω, νὰ ὁμολογῶ, νὰ διδάσκω, νὰ κηρύττω; “Ενα
σκουλῆκι, ποὺ ὅμως γίνομαι φορέας οὐρανίου θησαυροῦ. Ἕνα σκουλῆκι, ποὺ ὅμως μεταφέρω τὰ
διαμάντια τῆς ἀλήθειας.
Στὰ λόγια τοῦ Παύλου βλέπουμε μία κλιμάκωσι.
• Ὁ Παῦλος εἶναι διάκονος τοῦ Εὐαγγελίου.
• Ἡ διακονία τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι δωρεά.
• Ἡ δωρεὰ εἶναι καρπὸς τῆς χάριτος.
• Ἡ χάρις παρουσιάσει τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
• Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ λέει: «Κατὰ τὴν
δωρεὰν τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσαν μοὶ κατὰ τὴν ἐνέργειαν τῆς δυνάμεως αὐτοῦ» (στ. 7).
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος παρουσιάζει ὡς ἑξῆς τὰ ἀνθρώπινα καὶ θεϊκὰ στοιχεῖα τοῦ διακόνου τοῦ
λόγου τοῦ Θεοῦ: «Ὄντως δυνάμεως μεγάλης, καὶ οὐκ ἤρκει ἀνθρωπίνη σπουδή. Τρία γὰρ
εἰσήνεγκεν εἰς τὸ κήρυγμα, προθυμίαν Ζέουσαν καὶ παραβόλον, ψυχὴν πᾶν ὄ,τιουν ὑπομεῖναι
ἕτοιμον, καὶ σύνεσιν καὶ σοφίαν οὐ γὰρ ἤρκει τὸ φιλoκίνδυνον δύναμιν Πνεύματος, βίον ἄληπτον»
(Ε.Π.Ε. 20,554). Μετάφρασις: Πραγματικὰ ἦταν ἔργο μεγάλης δυνάμεως καὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ
γίνῃ μὲ ἀνθρώπινη μόνο προσπάθεια. Τρία πράγματα προσέφερε ὁ Παῦλος στὸ κήρυγμα: Θερμὴ
καὶ ριψοκίνδυνη προθυμία, ψυχὴ ἕτοιμη νὰ ὑπομείνη ὅ, τιδήποτε, σοφία καὶ σύνεσι. Δὲν ἔφτανε ἡ
προθυμία στοὺς κινδύνους. Ἦταν ἀπαραίτητη καὶ ἡ δύναμις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπίσης
ἀπαραίτητος ἦταν καὶ ὁ ἀνεπίληπτος βίος.
Τρία, λοιπόν, πράγματα διέθετε ὁ Παῦλος γιὰ τὸ κήρυγμα:
• Θερμὴ καὶ ριψοκίνδυνη προθυμία.
• Ψυχὴ ἕτοιμη νὰ ὑπομείνη ὄ,τιδηποτε.
• Σοφία καὶ σύνεσι.
Ἦταν ὅμως ἀπαραίτητη καὶ ἡ δύναμις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὁ ἀνεπίληπτος βίος.
Στὴν περίπτωση τοῦ Παύλου φαίνεται ὁλοκάθαρα ἡ ἐνέργεια καὶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ. Ἂν
ἀπαιτῆται μεγάλη δύναμις ν' ἀλλάξη ὁ ροῦς ἑνὸς ποταμοῦ, νὰ γίνῃ Π.χ. ἡ ἐκτροπὴ τοῦ Ἀχελῴου,
ὑπεράνθρωπος, ἢ μᾶλλον θεϊκὴ δύναμις ἀπαιτεῖται, γιὰ ν' ἀλλάξη τὸ ὁρμητικὸ ποτάμι ἑνὸς
θρησκευτικῶς φανατικοῦ, ὅπως ἦταν ὁ Σαοὺλ (Σαῦλος).
• Ἦταν χείμαρρος, ποῦ παρέσερνε στὸ πέρασμά του κάθε τί τὸ χριστιανικὸ καὶ τὸ κατέστρεφε.
• Ἡ ὑπερβάλλουσα δύναμις, ὁ «ὑπερβάλλων πλοῦτος» τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ (Ἐφεσ. α' 19. β' 7)
ἄλλαξε τὴν κοίτη τοῦ ποταμοῦ τῆς θρησκευτικῆς ὁρμῆς τῆς προσωπικότητας τοῦ Σαύλου.
• Ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ ἔστρεψε τὴν ὁρμητικότητά του μέσα στὸ κανάλι τῆς χάριτος, ἔτσι
ὥστε νὰ ποτίζῃ πλέον στοὺς αἰῶνες τὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου.
Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς καὶ ἐν τῷ Παῦλῳ, κυρίως ἐν τῷ Παύλῳ!

Ὁ ἀνεξιχνίαστος πλοῦτος τοῦ Χριστοῦ (στ. 8)


Ὁ Παῦλος Ζοῦσε πάντοτε μὲ τὴ βαθειὰ συναίσθηση τῆς δωρεᾶς καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
• Τὸ ἔργο τοῦ βέβαιά το θεωροῦσε ὕψιστο.
• Τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὅμως τὸν θεωροῦσε τιποτένιο.
Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ταπεινοφροσύνη ἀπ' αὐτὴν τοῦ Παύλου. Σὲ πολλὰ σημεῖα τῶν
Ἐπιστολῶν τοῦ διαφαίνεται ἡ βαθειὰ καὶ ἀνεπιτήδευτή ταπεινοφροσύνη του. Ἰδιαίτερα φαίνεται
στὴ συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς: «Ἐμοὶ δὲ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων των ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὕτη, ἐν
τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ» (στ. 8). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνική: «Σὲ μένα, τὸν ἐλαχιστότερο ἀπὸ ὅλους τους ἁγίους (τους χριστιανούς), δόθηκε αὐτὴ
ἡ χάρις, νὰ κηρύξω στοὺς ἐθνικοὺς τὸν ἄπειρο καὶ ἀνεξάντλητο πλοῦτο τοῦ Χριστοῦ».
Φαντασθῆτε πλούσιο νὰ προτίθεται νὰ μοιράση ἀπὸ ἕνα μεγάλο δῶρο σὲ χίλιους ἀνθρώπους.
Ξαφνικὰ ἀποφασίσει νὰ μοιράση τὸ δῶρο αὐτὸ ὄχι μόνο σὲ χίλιους, ὄχι μόνο σὲ ἕνα ἑκατομμύριο,
ἀλλὰ σὲ δισεκατομμύρια ἀνθρώπους, σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους. Ἀσφαλῶς θὰ πιστεύουμε, ὅτι ὁ
ἄνθρωπος αὐτὸς ἔχει ἀμέτρητα πλούτη.
Τόσο καὶ ἀπείρως περισσότερο ἀμέτρητος, εἶναι ὁ πλοῦτος τοῦ Θεοῦ.
• Εἶναι ὁ πλοῦτος τοῦ ἐλέους Του, τῆς χρηστότητας, τῆς ἀγάπης Του.
• Ἐκεῖ, ποὺ περίμενε κανεὶς νὰ μοιράση ὁ Θεὸς τὸ δῶρο τῆς σωτηρίας σὲ λίγους ἀνθρώπους,
στὸ Ἰσραήλ, παρουσιάζεται ἀποφασισμένος ἀμετάκλητα νὰ μοιράση τὸ δῶρο αὐτὸ σ' ὅλα τα ἔθνη,
σ ὅλους τους ἀνθρώπους. Γι' αὐτὸ καὶ Παῦλος ὀνομάζει τὸν πλοῦτο τοῦ Θεοῦ «ἀνεξιχνίαστον».
Ἃς μὴ προσπαθοῦμε:
• νὰ ἐξιχνιάσουμε τὰ ἀνεξιχνίαστα,
• νὰ ἐξερευνήσουμε τὰ ἀνεξερεύνητα,
• νὰ ἑρμηνεύσουμε τὰ ἀνερμήνευτα,
• νὰ ἐξηγήσουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ο ἥλιος χιλιάδες χρόνια τώρα σκορπᾷ τὸ φῶς καὶ τὴ θέρμη τοῦ σ' ὅλους τους ἀνθρώπους, χωρίς,
Ὀπτικὰ τουλάχιστον, νὰ βλέπουμε νὰ μειώνεται ἡ ἐνέργειά του. Κάτι ἀπείρως περισσότερο
συμβαίνει μὲ τὸν Ἥλιο τῆς ἀγάπης, ποὺ λέγεται Τριαδικὸς Θεός.
• Ὁ φυσικὸς ἥλιος, ὅπως ἰσχυρίζεται ἡ ἐπιστήμη, καθημερινὰ κάτι χάνει, ἀνεπαίσθητο σὲ μᾶς.
• Ὁ Ἥλιος τῆς ἀγάπης, ὁ Θεός, δὲν χάνει καθόλου ἀπὸ τὴν ἐνέργεια καὶ δύναμί Του.
Τὸν ἀνεξιχνίαστο, λοιπόν, πλοῦτο τῆς ἀγάπης, ποὺ προορίζεται καὶ γιὰ τὰ ἔθνη, ἀνέθεσε ὁ Θεὸς
στὸν Παῦλο, καὶ νὰ τὸν παρουσιάση στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τονίση ὅτι προσφέρεται σὲ ὅλους.
«Ἐμοὶ ἐδόθη ἡ χάρις εὐαγγελίσασθαι ἐν τοῖς ἔθνεσιν τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ» (στ.
8).
Ο Παῦλος προωρίστηκε ἀπ' τὸ Θεὸ νὰ κάνῃ τὸ μεγάλο ἄνοιγμα πρὸς τὰ ἔθνη. Αἰσθάνεται ἱερὸ
δέος, ὅταν σκέπτεται πόσο μεγάλη τιμὴ τοῦ ἔκανε ὁ Θεός. Συναισθάνεται βαθειὰ τὴν ἀναξιότητά
του.
Πῶς ὀνομάζει τὸν ἑαυτό του! «'Ἐλαχιστότερον πάντων των ἁγίων» (στ. 8). Ο Παῦλος, ποὺ εἶχε
τὴ μεγαλύτερη ἀποστολή, ὁ Παῦλος, ποὺ ἔφτασε Ζώντας ἀκόμα (Β΄ Κορ. 1β' 2) μέχρι τρίτου
οὐρανοῦ, αὐτὸς ὁ Παῦλος θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὄχι ἁπλῶς ἐλάχιστό των Ἀποστόλων, ὄχι ἁπλῶς
ἐλάχιστό των πιστῶν, ἀλλὰ ἐλαχιστότερο «πάντων των ἁγίων» (στ. 8).
Εἶναι ὁ ἐλάχιστός των ἐλαχίστων! Ὁ τελευταῖος των τελευταίων πιστῶν! Πόσο ὑψηλὴ ἡ
ταπεινοφροσύνη τοῦ Παύλου! Ἡ ταπεινοφροσύνη γιὰ τὸν Παῦλο ηὔξανε προοδευτικά.
• Στὴν ἀρχὴ θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ὡς ἕνα των Ἀποστόλων (Ἃ' Κορ. θ' 2).
• Στὴ συνέχεια δήλωσε, ὅτι εἶναι ὁ ἐλάχιστός των Ἀποστόλων (Ἃ' Κορ. ἴε' 7).
•Τώρα, ποῦ βρίσκεται στὴ φυλακή, ἀστράφτει ἀπὸ θεϊκὸ μεγαλεῖο ἢ ταπεινοφροσύνη του.
Θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ τελευταῖο των τελευταίων! Αὐτὸ σημαίνει ὁ λόγος του πρὸς τὸν Τιμόθεο (Α΄
Τιμ. α' 15-16), ὅπου λέει, ὅτι ὁ Χριστὸς ᾖρθε γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ πρῶτος ἀπ' τοὺς
ἁμαρτωλούς, μεγαλύτερος ἁμαρτωλός, εἶναι ὁ ἴδιος! Εἶχε αὐτὴ τὴ βαθειὰ ταπείνωσι ὁ Παῦλος,
διότι εἶχε βαθειὰ συναίσθηση τοῦ παρελθόντος του, ὅτι, δηλαδή, ἁμάρτησε, ὅτι ἐδίωξε τὴν
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ὑπάρχουν πολλὰ ἀπ' τὸ παρελθόν μας, γιὰ νὰ μᾶς ταπεινώνουν καὶ νὰ μᾶς ἐμπνέουν τὴ
συναίσθηση, ὅτι δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ συγκαταλεγόμεθα μὲ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ μάλιστα μὲ τοὺς
ἐργάτες καὶ διακόνους τοῦ Θεοῦ. Λίγο μόνο ἂν ξεφυλλίσουμε τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς μας, θὰ δοῦμε
πράξεις, ποὺ μᾶς ταπεινώνουν. Ὅποιος θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ σπουδαῖο, αὐτὸς «μυωπάσει λήθην
λαβῶν τοῦ καθαρισμοῦ τῶν πάλαι αὐτοῦ ἁμαρτιῶν» (Β ? Πέτρ. ἃ' 9).
• Μὲ τὴ μετάνοια βεβαίως ἐπέρχεται ἡ ἄφεσις, ἢ ἐξαφάνισης τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὅσεσδηποτε
καὶ ὅποιεσδηποτε καὶ ἂν εἶναι.
• Ἐπέρχεται λήθη, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς λησμονεῖ τὶς ἁμαρτίες μας! Ἐμεῖς
δὲν τὶς λησμονοῦμε. Τὶς θυμόμαστε, ὄχι γιὰ ν' ἀπογοητευόμαστε, ἀλλὰ γιὰ νὰ εὐγνωμονοῦμε τὸ
Θεό, ποὺ μᾶς λύτρωσε ἀπὸ τόσα ἁμαρτωλὰ πάθη, γιὰ νὰ προσέχουμε νὰ μὴ ξαναπέσουμε. Γιὰ νὰ
παραμένουμε ἀληθινὰ ταπεινοί.
Ἂν ἕνας Παῦλος θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἐλαχιστότερο ὅλων των χριστιανῶν, πῶς ὀφείλουμε
νὰ θεωροῦμε ἐμεῖς τὸν ἑαυτό μας; Μηδαμινώτερο τῶν ἐλαχιστοτέρων!

Ἡ ἀποκάλυψις τοῦ ἀποκεκρυμμένου μυστηρίου (στ. 9)


Ὁ Παῦλος ἔγινε ὄργανο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ φανέρωση τοῦ μυστηρίου τῆς ἀγάπης Του στὰ ἔθνη.
Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ ᾖρθε στὸν κόσμο καὶ μᾶς ἔσωσε, ἀποτελεῖ μυστήριο. Τὸ
πρόσωπο, ἢ σάρκωσις, ἡ Ζωή, ἡ ἱστορικὴ διαδρομή, ἡ λυτρωτικὴ θυσία, ἡ ἀνάστασις, ἡ ἀνάληψίς
Του, ἀποτελοῦν θεοφανικὰ μυστήρια.
Θαυμάζονται ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἀλλ' ἢ λογικὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἔρευνηση.
• Ἂν μία φορὰ εἶναι μυστήριο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τώρα, φαντασθῆτε πόσες φορὲς μυστήριο ἦταν
τότε προτοῦ νὰ φανερωθῆ καὶ νὰ σαρκωθη! «Ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων» ὀνομάσει τὸ
μυστήριο τῆς σωτηρίας μᾶς ὁ Παῦλος.
• Μέσα στὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχε τὸ σχέδιο γιὰ τὴ σωτηρία μᾶς «πρὸ καταβολῆς κόσμου» (Ἃ'
Πέτρ. α' 20), «σεσιγημένον χρόνοις αἰωνίοις» (Ρωμ. 1στ ? 25).
• Τὸ κρατοῦσε μυστικὸ ὃ Θεός. Οὔτε οἱ ἄγγελοι οὔτε οἱ ἄρχαγγελοι γνώριζαν τὸν τρόπο, μὲ τὸν
ὁποῖο θὰ ἔσωσε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο. Ἁπλῶς προφητικὲς ἐπαγγελίες ὑπῆρχαν.
Ἦρθε ὁ καιρός, ποὺ φανερώθηκε τὸ μυστήριο. Ὁ δὲ Παῦλος γίνεται ὁ φωτιστῆς τῶν ἐθνῶν στὴ
γνώση αὐτοῦ του μυστηρίου. Γι' αὐτὸ λέγει: «Καὶ φωτίσαι πάντας τὶς ἢ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου
τοῦ ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ τῷ τᾷ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (στ. 9).
'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Δόθηκε σὲ μένα ἢ χάρις νὰ φανερώσω σὲ ὅλους, Ποιὰ εἶναι ἡ νέα
τάξις πραγμάτων, σύμφωνα πρὸς τὸ μυστικό, ποὺ ἦταν κρυμμένο αἰωνίως στὸ Θεό. Κι αὐτὸς ὁ Θεὸς
τὰ πάντα δημιούργησε διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Τόσο ἡ παλαιά, ὅσο καὶ ἡ νέα δημιουργία γίνονται διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Πάντα δὶ' αὐτοῦ
ἐγένετο» (Ἰωάν. ἃ' 3).
• Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Δημιουργικὸς Λόγος. Δημιούργησε τὸν ἄγγελικο καὶ τὸ φυσικὸ κόσμο.
• Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Σαρκωμένος Λόγος. Ἔκτισε τὴ νέα δημιουργία. Ο Πρωτομάστορας
θυσιάζεται, ὥστε μὲ βασικὸ «ὑλικό» το πανάγιο Αἷμα Του νὰ στερεωθῆ ἡ καινὴ κτίσις, ἡ Ἐκκλησία.
• Ὁ Χριστὸς «τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν». Αὐτὸς δημιούργησε τὸ ὑλικὸ φῶς. Αὐτὸς φωτίζει τοὺς
ἀποστόλους καὶ τοὺς λοιποὺς ἁγίους Του. Αὐτὸς ἀποκαλύπτει τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας. Αὐτὸς
φανερώνει τὴν ἀλήθεια περὶ Θεοῦ.
• Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Ἀπόστολος τῶν ἀποστόλων. Αὐτὸς καλεῖ τοὺς ἐργάτες Του, γιὰ νὰ γίνονται
οἱ μετασχηματιστὲς τοῦ θεϊκοῦ ρεύματος. Νὰ γίνωνται οἱ κήρυκες, ποὺ φανερώνουν τὴν ἀνείπωτη
ἀγάπη τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως.

10 ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ
πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ, 11 κατὰ πρόθεσιν τῶν αἰώνων ἣν ἐποίησεν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ
Κυρίῳ ἡμῶν, 12 ἐν ᾧ ἔχομεν τὴν παρρησίαν καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐν πεποιθήσει διὰ πίστεως
αὐτοῦ. 13 διὸ αἰτοῦμαι μὴ ἐκκακεῖν ἐν ταῖς θλίψεσί μου ὑπὲρ ὑμῶν, ἥτις ἐστὶ δόξα ὑμῶν. 14 Τούτου
χάριν κάμπτω τὰ γόνατά μου πρὸς τὸν πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, 15 ἐξ οὗ πᾶσα
πατριὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς ὀνομάζεται, 16 ἵνα δῴη ὑμῖν κατὰ τὸν πλοῦτον τῆς δόξης αὐτοῦ
δυνάμει κραταιωθῆναι διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ εἰς τὸν ἔσω ἄνθρωπον, 17 κατοικῆσαι τὸν Χριστὸν
διὰ τῆς πίστεως ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, 18 ἐν ἀγάπῃ ἐρριζωμένοι καὶ τεθεμελιωμένοι ἵνα ἐξισχύσητε
καταλαβέσθαι σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος, 19 γνῶναί τε τὴν
ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ἵνα πληρωθῆτε εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ
Θεοῦ. 20 Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑπὲρ πάντα ποιῆσαι ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν, κατὰ τὴν
δύναμιν τὴν ἐνεργουμένην ἐν ἡμῖν, 21 αὐτῷ ἡ δόξα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ εἰς πάσας τὰς
γενεὰς τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων· ἀμήν.

Ὁ ἄγγελικος κόσμος καὶ ἡ Ἐκκλησία (στ. 10)


Τί σχέση ἔχουν οἱ ἄγγελοι μὲ τὴν Ἐκκλησία; Νομίζουμε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει σχέση μόνο μὲ τοὺς
ἀνθρώπους. Ἀλλ' ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολὴ λέει, ὅτι καὶ οἱ ἄγγελοι ἔχουν
σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Οἱ ἄγγελοι ἀγνοοῦσαν τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Εἶναι λειτουργικὰ πνεύματα «εἷς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν
σωτηρίαν» (Ἑβρ. α' 14), ἀλλὰ δὲν εἶναι παντογνῶστες.
Τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας, τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἦταν «κεκρυμμὲνoν» (Ματθ. 1γ ? 35)
ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους.
Πῶς οἱ ἄγγελοι καὶ ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις γνώρισαν τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας; «Διὰ τῆς
Ἐκκλησίας». Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ Παῦλος: «Ἶνα γνωρισθῆ νῦν ταϊς ἀρχαις καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν
τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἢ Πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (στ. 10). Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνική: «Τὸ κρυμμένο μυστήριο ἔκανε ὁ Θεὸς νὰ φανερωθῆ τώρα στὶς ἀρχὲς καὶ τὶς
ἐξουσίες, ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό, διὰ μέσου της Ἐκκλησίας ἢ πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ»
Σ' ὅλο τὸν κόσμο, ὁρατὸ καὶ ἀόρατο, ἤσαν γνωστά τα τοῦ Θεοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἔλεος καὶ τὴν
ἀγάπη Του, ὅπως ἀποκαλύφθηκαν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τῆς 'Ἐκκλησίας.
• Ἡ παντοδυναμία καὶ ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ φανερώνονται στὴ δημιουργία τοῦ κόσμου.
• Ἡ ἀγαθότητά Του γνωρίζεται στὴν πρόνοιά Του.
• Ἡ χρηστότητα καὶ ἡ μακροθυμία Τοῦ γίνονται φανερὰ στὴν παροχὴ τῶν ἀγαθῶν σὲ δικαίους
καὶ ἀδίκους.
• Ἡ μεγαλωσύνη Τοῦ ἔχει ἐπιθέσει τὴ σφραγῖδα τῆς παντοῦ, σ' ὅλη τὴ δημιουργία.
• Τὸ ἔλεός Του μόνο στὴν Ἐκκλησία γίνεται κατάδηλο.
Οἱ φωτεινοὶ ἄγγελοι δὲν εἶχαν ἁμαρτήσει. Δὲν χρειάστηκε, λοιπόν, νὰ φανερώση τὸ ἔλεός Του
σ' αὐτούς, καὶ μάλιστα προτοῦ νὰ τὸ φανερώση στοὺς ἀνθρώπους.
Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἁμαρτήσει καὶ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
• Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἄρχισε νὰ φανερώνεται καὶ νὰ προσφέρεται μὲ τὴ σάρκωσι τοῦ Υἱοῦ Του,
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
• Ἡ σάρκωσις τοῦ Θεανθρώπου σήμαινε τὴ φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ προσληφθεῖσα ἀπὸ τὸ Θεὸ Λόγο ἀνθρωπίνη φύσις
ἀποτελεῖ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πρόσληψης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἶναι ἡ φανέρωσις τῆς
ἀγάπης καὶ τῆς σοφίας τοῦ καλοῦ Θεοῦ.
Συνεργάστηκε ἡ ἀγάπη μὲ τὴ σοφία καὶ κατασκεύασαν τὸ οἰκοδόμημα τῆς σωτηρίας, δηλαδή,
τὴν Ἐκκλησία. Τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ ὁ Παῦλος τὴν ὄνομαζει «πολυποίκιλον». Ὅπως παραπάνω μίλησε
γιὰ «τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ» (στ. 8), ἔτσι ἐδῶ μιλάει γιὰ «τὴν πολυποίκιλον
σοφίαν τοῦ Θεοῦ» (στ. 10).
Εἶναι καταπληκτικὸ θαῦμα, τὸ πῶς ἢ σοφία βρῆκε καὶ διάλεξε αὐτὸ τὸν τρόπο γιὰ σωτηρία τοῦ
ἀνθρώπου: τὴ σάρκωσι. Αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
• Οἱ ἄγγελοι πρὶν ἀπὸ τὴ σάρκωσι γνώριζαν τὴ Θεότητα τοῦ Λόγου.
• Τώρα, μὲ τὴ σάρκωσι, βλέπουν καὶ τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου. Βλέπουν Θεάνθρωπο,
ἐνῷ προηγουμένως ἔβλεπαν μόνο Θεό.
Αὐτό, ποὺ βλέπουν, τὸ βλέπουν «διὰ τῆς ἐκκλησίας» (στ. 10), διότι ὁ Χριστὸς εἶναι πλέον ἕνα μὲ
τὴν Ἐκκλησία. Τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ἀποκαλύπτεται μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Ἂν οἱ ἄγγελοι βλέπουν τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ «διὰ τῆς Ἐκκλησίας», ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὄχι
ἁπλῶς βλέπουμε, ἀλλὰ ζοῦμε τὸ μυστήριο αὐτό. Ἀπολαμβάνουμε τὴ σωτηρία, τοὺς καρποὺς τῆς
ἀγάπης καὶ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ποῦ δὲν τοὺς ἀπολαμβάνουν οἱ ἄγγελοι, ἀφοῦ δὲν ἔχουν ἀνάγκη
σωτηρίας.
Ἀποκαλύπτοντας ὁ Παῦλος τὸ εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας καὶ ἀποκαλύπτοντας τὴν Ἐκκλησία καὶ
στὰ ἔθνη, φανέρωνε καὶ στοὺς ἀγγέλους τὸν πλοῦτο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος,
κάνοντας τρόπον τινὰ διάλογο μὲ τὸν Παῦλο, λέγει: «Ἔστω, ἀνθρώποις οὐκ ἀπεκαλύφθη καὶ
ἀγγέλους φωτίσεις, καὶ ἀρχαγγέλους, καὶ ἄρχας καὶ ἐξουσίας; Ναί, φησὶν ἐν γὰρ τῷ Θεῷ κέκρυπτο,
καὶ τῷ Θεῷ τῷ τᾷ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ. Καὶ τολμᾷς τοῦτο εἴπειν; Ναί, φησίν. Ἀλλὰ πόθεν τους
ἀγγέλοις δηλον γέγονε; “Διά τῆς ἐκκλησίας”. Καὶ οὐδὲ ἁπλῶς εἶπεν, ἢ ποικίλη σοφία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ'
“ἡ πολυποίκιλος”. Τί οὒν ἐστι τοῦτο; Οὐκ ἤδεσαν ἄγγελοι; Οὐδαμῶς. Εἰ γὰρ ἄρχαι οὐκ ἤδεσαν,
πολλῶ μᾶλλον ἄγγελοι οὐκ ἤδεσαν ἄν. Τί οὔν; Οὔδε ἀρχάγγελοι ἤδεσαν; Οὐδὲ ἐκεῖνοι. Πόθεν
ἔμμελον εἴσεσθαι; Τίνος ἀποκαλύπτοντος; "Ὀτε ἠμεῖς ἐμάθομεν, τότε κάκεινοι δὶ' ἠμῶν» (Ε.Π.Ε.
20,568). Μετάφρασις: Ἃς ποῦμε, λοιπόν, ὅτι στοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶχε ἀποκαλυφθῆ τὸ μυστήριο
τῆς σαρκωμέτης ἀγάπης. Ἀλλ' ὅμως φωτίζεις (Παῦλε) καὶ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους καὶ
τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες τῶν οὐρανῶν; Ναί, ἀπαντᾷ. Διότι εἶχαν κρυφτῆ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀπὸ τὸ Θεό,
ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα διὰ τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ τολμᾷς (Παῦλε) νὰ πῇς αὐτό; Ναί, λέει. 'Ἀλλ' ἀπὸ
ποῦ φανερώθηκε στοὺς ἀγγέλους; Διὰ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ δὲν μίλησε ἁπλῶς γιὰ ποικίλη, ἀλλὰ γιὰ
πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ. Τί σημαίνει αὐτό; Δὲν τὸ γνώρισαν οἱ ἄγγελοι; Καθόλου. Διότι ἂν οἱ
οὐράνιες ἀρχὲς δὲν τὸ γνώριζαν, πολὺ περισσότερο δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τὸ γνωρίζουν οἱ ἄγγελοι.
Οὔτε, λοιπόν, οἱ ἀρχάγγελοι τὸ γνώρισαν; Οὔτε ἐκεῖνοι. Ἀπὸ ποῦ ἐπρόκειτο νὰ τὸ γνωρίσουν; Ποιὸς
ἦταν αὐτός, ποῦ θὰ ἀπεκάλυπτε τὸ μυστήριο; “Όταν θὰ τὸ γνωρίζαμε ἐμεῖς, τότε κι ἐκεῖνοι θὰ τὸ
γνώριζαν διὰ μέσου ἠμῶν.
• Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς ἀποκαλύψεως τοῦ μυστηρίου, τῆς φανερώσεως τοῦ
σχεδίου τοῦ Θεοῦ.
• Εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς θείου φωτισμοῦ.
• Ἡ μοναδικὴ ὁδὸς τῆς λυτρώσεως, τῆς θεώσεως.
Τὸ «κατ' εἰκόνα καὶ κὰθ ὁμοίωσιν» γιὰ τὸν ἄνθρωπο βρίσκει τὴν πραγμάτωσί του πλέον μόνο
μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ προαιώνιος πρόθεσις τοῦ Θεοῦ (στ. 11)
Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀποτελοῦν τὸ μεγάλο μυστήριο, ποὺ ἦταν κρυμμένο ἀπὸ ἀνθρώπους
καὶ ἀγγέλους. Στὸ νοῦ τοῦ Θεοῦ ἦταν σχεδιασμένο πρὸ καταβολῆς κόσμου.
Ένα ἄρχιτεκτονημα, γιὰ νὰ γίνῃ, χρειάζονται τὸ σχέδιο, ἡ ἐκτέλεσης τοῦ σχεδίου καὶ ἡ ὕλη, μὲ
τὴν ὁποία θὰ οἰκοδομηθῆ καὶ θὰ ἐκτελεσθῆ τὸ σχέδιο.
Καὶ ἢ σωτηρία μᾶς κάπως ἔτσι. Πρόκειται γιὰ τὸ πιὸ θαυμαστὸ οἰκοδόμημα.
• Τὸ σχέδιο ὑπῆρχε. Σχεδιάστηκε πρὶν νὰ γίνῃ ὁ ἄνθρωπος. Πρὶν νὰ πέση τὸ πλάσμα στὴν
ἁμαρτία, ὁ Πλάστης εἶχε σχεδιάσει τὴν ἀνάστασή του. Πρὶν νὰ βγῆ ἀπ' τὸν παράδεισο ὁ ἄνθρωπος,
ὁ Θεὸς εἶχε σχεδιάσει τὴν ἐπάνοδό του. Ἄν, δηλαδή, εἶναι σήμερα γιὰ μᾶς μία φορὰ μυστήριο ἢ ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ σωτηρία, μυριάδες φορὲς μυστήριο ἦταν προτοῦ φανερωθῆ. Ἔτσι λέει ὁ
Χρυσόστομος: «Εἰ μυστήριον ἔτι ἐστι, πολλῶ μᾶλλον πρὸ τοῦ γνωρισθῆναι» (Ε.Π.Ε. 20,570).
Τὸ σχέδιο ὑπῆρχε στὴ σκέψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
• Ἦρθε ἡ στιγμή, «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γαλ. δ' 4), ποὺ ἔπρεπε τὸ σχέδιο αὐτὸ νὰ ἐκτελεσθῆ.
• Τὸ πρόσωπο, ποὺ ἀνέλαβε ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ νὰ ἐκτελέση τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας, εἶναι
τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Θεὸς Λόγος.
• Ἡ ὕλη, ποῦ χρησιμοποίησε ὁ Θεὸς Λόγος γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τοῦ ἀρχιτεκτονήματος τῆς
σωτηρίας, εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, ποὺ προσέλαβε. Θεώθηκε ἡ ἀνθρωπίνη φύσις. Θεωμένη
θυσιάζεται πάνω στὸ Σταυρό.
• Τὸ Αἷμα τοῦ Λυτρωτοῦ καὶ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ ὑλικό, ποῦ συναρμολογοῦνται
(Ἐφεσ. δ' 16) οἱ λίθοι τῆς σωτηρίας. Εἶναι τὸ ὑλικό, ποὺ κτίζεται ἡ Ἐκκλησία.
Τὴν ἀλήθεια, ὅτι ἡ προαιώνιος βουλὴ πραγματοποιήθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ
Κυρίου μας, τονίζει στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστ. Παῦλος: «Κατὰ πρόθεσιν τῶν αἰώνων, ἣν ἐποίησεν ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἠμῶν» (στ. 11). 'Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Φανερώθηκε τὸ μυστήριο
τῆς σωτηρίας σύμφωνα μὲ τὴν πρὸ αἰώνων ἀπόφαση, ποὺ πραγματοποίησε διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ,
τοῦ Κυρίου μας».
Ἡ στιγμὴ τοῦ σχεδιασμοῦ δὲν συμπίπτει μὲ τὴ στιγμὴ τῆς ἐκτελέσεως. Τὸ σχέδιο προαιώνιο. Ἡ
ἐκτέλεσις καὶ ἢ φανέρωσις σὲ ὤρισμενο χρόνο. «Οὐ νῦν ὤριστο, ἀλλ' ἄνωθεν προτετύπωτο»
(Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 20,572). Μετάφρασις: Δὲν ἀποφασίστηκε τώρα, ἀλλ' εἶχε ἄνωθεν
προτυπωθῆ.
Στὸ ἀπολυτίκιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου,
ψάλλουμε: «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἠμῶν τὸ κεφάλαιον καὶ τοῦ ἀπ' αἰῶνος μυστηρίου ἢ
φανέρωσις. Ο Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται».
• Σὰν πιστοὶ μένουμε κατάπληκτοι γιὰ τὸν τρόπο, ποὺ διάλεξε ὁ Θεὸς νὰ μᾶς σώση. Ἔδωσε τὸν
Υἱὸ Τοῦ τὸ Μονογενῆ. Ό,τι ἐκλεκτότερο εἶχε, τὸ γέννημά Του, προσέφερε γιὰ τὴ σωτηρία μας.
• Μένουμε ἀκόμα κατάπληκτοι ἀπὸ τὴν πρόθεση τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρόθεσις τοῦ Θεοῦ πάντοτε, πρὸ
καταβολῆς κόσμου, ἦταν ἡ λύτρωσις καὶ ἢ θέωσίς μας.
• Μένουμε τέλος κατάπληκτοι ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. «Ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι
θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. β' 8). Φορτώνεται τὴν ἀνθρωπίνη φύσι γιὰ νὰ τὴ σώση, νὰ
τὴν καθαρίση μέσα στὸ λουτρὸ τοῦ αἵματός Του, γιὰ νὰ τὴ θεανθρωποποιήση.

Πεποίθησις καὶ πίστις (στ. 12)


Ἐμεῖς τί προσφέρουμε σὰν ἀντίδωρο στὴν πλούσια ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ; Τὸ
κυριότερο, ποῦ Ζητάει ὁ Θεὸς νὰ Τοῦ προσφέρουμε, εἶναι ἡ πίστις. Μὲ τὴν πίστι ἀποκτᾶμε τὴν
πεποίθηση.
Βέβαια καὶ ἡ πίστις εἶναι πεποίθησις. Πιστεύουμε ἀκράδαντα σημαίνει, ὅτι ἔχουμε πεποίθηση
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὴν ἀλήθεια, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ σαρκωμένος Λόγος. Γιὰ τὴ
σωτηρία, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴ σταυρική Του θυσία. Γιὰ τὴ βεβαιότητα τῆς σωτηρίας μέσα στὴν
Ἐκκλησία Του. «Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος» (Α΄ Τιμ. α' 15).
Ο πιὸ ἀξιόπιστος λόγος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λόγος χάριτος λόγος σφραγισμένος μὲ τὴ
ματωμένη, τὴ σταυρωμένη ἀγάπη.
Όποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, αὐτὸς ἔχει τὴν πεποίθηση τῆς παρρησίας καὶ τῆς
προσαγωγῆς. Λέει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος: «Ἐν ὢ (Χριστῷ) ἔχομεν τὴν παρρησίαν καὶ τὴν
προσαγωγὴν ἓν πεποιθήσει διά της πίστεως αὐτοῦ» (στ. 12). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Διὰ
τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν πίστι σ' Αὐτόν, ἔχουμε ἀσφαλῶς ἐλεύθερό το δρόμο γιὰ τὴν προσέλευσή μας
στὸ Θεό».
Τί σημαίνει «παρρησία»;
Εἶναι τὸ θάρρος, μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦμε ν' ἀτενίζουμε τὸν Πατέρα μας, τὸ Θεό. Ἡ ἁμαρτία μᾶς
πιέσει πρὸς τὰ κάτω καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ σηκώσουμε τὸ κεφάλι καὶ ν' ἀτενίσουμε τὸ Θεό.
Θεωροῦμε κάποτε τὸ Θεὸ τρομερό, γεμάτο ὀργὴ καὶ θυμὸ γιὰ τὴν ἀποστασία μας καὶ τὴν ἁμαρτία
μας.
Ἔρχεται, λοιπόν, ὁ Χριστὸς καὶ «αἴρει» τὶς ἁμαρτίες (Ἰωάν. ἃ' 29). 'Ἀνασταίνει τοὺς «πεσόντας τὴ
ἁμαρτία». Καὶ λέει:
-Ο Θεὸς δὲν εἶναι πλέον τρομερὸς γιὰ σᾶς. Δὲν εἶστε δοῦλοι Του. Εἶστε παιδιά Του. Πάρετε
θάρρος. Γιὰ κοιτάξτε, μὲ τί στοργὴ σᾶς βλέπει καὶ σᾶς ἀντιμετωπίσει! Τὸν τρόμο τὸν ἔδιωξε ἡ
συγγνώμη καὶ τὸ ἔλεος. Θάρρος λοιπόν. «Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἴμι, μὴ φοβεῖσθε» (Μάρκ. στ΄ 50).
Ο Γλυκύτατος Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς δίνει θάρρος. Εἶναι Ἐκεῖνος, διὰ τοῦ ὁποίου ἔχουμε τὴν
«προσαγωγὴν» πρὸς τὸν Πατέρα. Καὶ ἄλλοτε μίλησε στὴν ἴδια Ἐπιστολὴ ὁ Παῦλος γιὰ τὴν
«προσαγωγὴν» (β' 18).
Προσαγωγή!
• Μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες λέξεις τῆς Καινῆς Διαθήκης.
• Ἕνας ἀπ' τοὺς καρποὺς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ο ἄνθρωπος, εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς, θὰ βρεθῆ
μπροστὰ στὴν προσαγωγή.
• Ἂν πιστεύσουμε στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἀγωνιζόμαστε νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολὲς Τοῦ μέσα στὴν
Ἐκκλησία Του, μᾶς παίρνει ὁ Σωτῆρας καὶ Λυτρωτὴς Ἰησοῦς καὶ μᾶς προσάγει, μᾶς ὁδηγεῖ στὸ Θεὸ
Πατέρα. Σὰν νὰ λέῃ:
-Σοῦ τὸν ἔφερα. Δὲν εἶναι πιὰ κατηγορούμενος. Εἶναι ἀθῷος. Ἔχει καθαριστὴ στὸ Αἷμα μου. Ἔχει
τὴ χάρι μου. Σοῦ τὸν ἔφερα στὸ θρόνο Σου. Τοῦ ἀνήκει ἡ βασιλεία Σου.
• Ἂν ἀρνηθοῦμε νὰ πιστέψουμε, ἂν πᾶμε κόντρα στὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας, τότε μία ἄλλη
προσαγωγὴ μᾶς περιμένει. Ἡ προσαγωγὴ στὸν ἀρχισατανᾶ, στὴν αἰώνια κόλασι. Σκοτεινοὶ
δαίμονες θὰ παραλάβουν τὴν ψυχή μας καὶ θὰ ποῦν στὸν ἀρχηγό τους:
-Σοῦ τὸν φέραμε. Πάρε τὸν καὶ βασάνισε τὸν αἰώνια! 'Ἂλλ' ὄχι! Ὅσοι πιστοὶ ὀρθόδοξοι, ἃς Ζοῦμε
μὲ τὴ χαρά, ὅτι εἴμαστε ἐλεημένοι ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ κατηγορούμενοι καὶ ἄξιοι τιμωρίας,
γινόμαστε ἀθῷοι, ἄξιοι βασιλείας αἰωνίου.
Αὐτὴ τὴν πεποίθησι τὴν ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴ σταυρικὴ θυσία, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψη τοῦ
Κυρίου. Γι' αὐτὸ καὶ στὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ ὁ Παῦλος λέει: «Προσερχόμεθα οὒν μετὰ
παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ, ἶνα λάβωμεν ἔλεον» (Ἑβρ. δ' 16).

Καρτερία στὶς θλίψεις (στ. 13)


Τὴ μεγάλη ἀγάπη καὶ τὸ πλούσιο ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶχε ζήσει ὁ Παῦλος. Γι' αὐτὸ μὲ χαρὰ ὑπέμενε
τὶς θλίψεις καὶ τὰ βασανιστήρια. Ὁ ἴδιος χαίρεται γιὰ τὰ παθήματά του.
• Ξέρει, ὅτι τὰ παθήματα θὰ τὰ διαδεχθοῦν διαδήματα.
•Τόν πόνο θὰ τὸν διαδεχτῆ θρόνος.
• Τὴ φυλακὴ θὰ τὴν διαδεχτῆ ἀνάπαυσις.
• Τὸ μαρτυρικὸ θάνατο θὰ τὸν διαδεχτῆ αἰώνια ζωή.
Θέλει νὰ μὴ θλίβωνται καὶ οἱ ἄλλοι, νὰ μὴν ἀπογοητεύωνται καὶ νὰ μὴ κλονίΖωνται βλέποντας
τὸ δάσκαλό τους στὴ φυλακή. Γι' αὐτὸ στὴ συνέχεια γράφει: «Διὸ αἰτοῦμαι μὴ ἐκκακεῖν ἐν ταῖς
θλίψεσί μου ὑπὲρ ὑμῶν, ἥτις ἐστὶ δόξα ὑμῶν» (στ. 13). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Γι' αὐτὸ
σας παρακαλῶ, νὰ μὴν ἀποθαρρύνεσθε ἐξ αἰτίας τῶν θλίψεών μου γιὰ σᾶς. Αὐτὲς εἶναι ἡ δική σας
δόξα».
Βλέποντας τὸν ἅγιο διδάσκαλό τους, τὸν Παῦλο, στὴ φυλακή, ἦταν ἀνθρώπινο νὰ αἰσθάνονται
οἱ πρῶτοι χριστιανοί, καὶ μάλιστα οἱ νεοφώτιστοι, κάποια θλῖψι καὶ ἀπογοήτευση.
• Θέλει ὁ Παῦλος νὰ τοὺς προφυλάξη ἀπ' τὴν ἀπογοήτευση.
• Θέλει νὰ εἶναι τόσο θαρραλέοι, «ὥστε μηδὲν σαίνεσθαι (νὰ κλονίζεται) ἐν ταϊς θλίψεσι
ταύταις» (Α΄ Θεσ. γ΄ 3).
Τὰ παθήματα τοῦ Παύλου ἤσαν ἀπόδειξις ὄχι μόνο της ἀγάπης του στὸ Χριστό, ἀλλὰ καὶ τῆς
ἀγάπης του στοὺς ἀνθρώπους. Ἔπασχε γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ τὴν ἱεραποστολικὴ ἐργασία, ποὺ
ἔκανε γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πῶς ἔστιν ὑπὲρ αὐτῶν; Πῶς ἔστι
δόξα αὐτῶν; Ὅτι οὕτως αὐτοὺς ἠγάπησεν ὁ Θεός, ὥστε καὶ τὸν Υἱὸν αὐτοῦ ὑπὲρ αὐτῶν δοῦναι, καὶ
τοὺς δούλους κακοῦν. "Ἶνα γὰρ οὗτοι τύχωσι τοσούτων ἀγαθῶν, Παῦλος ἐδεσμεῖτο. "Ἄρα τοῦτο
τῆς πολλῆς του Θεοῦ περὶ αὐτοὺς ἀγάπης» (Ε.Π.Ε. 20,572). Μετάφρασις: Πῶς εἶναι ὑπὲρ αὐτῶν τὰ
παθήματα τοῦ Παύλου; Πῶς συμβαίνουν γιὰ τὴ δόξα τους; Διότι τόσο τοὺς ἀγάπησε ὁ Θεός, ὥστε
ἔδωσε καὶ τὸν Υἱὸ Τοῦ ὑπὲρ αὐτῶν, ἔκανε καὶ τοὺς ἐργάτες του νὰ ταλαιπωροῦνται ὑπὲρ αὐτῶν.
Γιὰ νὰ πετύχουν οἱ ἐθνικοὶ τόσα ἀγαθά, φυλακιζόταν ὁ Παῦλος. Ἄρα αὐτὸ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς
πολλῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γι' αὐτούς.
Ἄλλος στὴ θέση τοῦ Παύλου θὰ εἶχε ἀνάγκη παρηγοριᾶς. Ὁ Παῦλος τὸ ἀντίθετο. Αὐτὸς
παρηγορεῖ τοὺς ἄλλους.
• Τὰ παθήματα ὁδηγοῦν στὴ δόξα.
• Ὁ τρόπος, ποὺ ἀντιμετωπίσει ὁ Παῦλος τὰ παθήματα, ὁδηγοῦν τοὺς ἄλλους στὴν πίστη καὶ
στὴ δόξα.

Γονατιστοὶ μπροστὰ στὸν Πατέρα (στ. 14-15)


Τόσες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ἔζησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
• Εὐεργεσίες στὸν ἴδιο, ποὺ ἀπὸ τὸ σκότος ὁδηγήθηκε στὸ φῶς.
• Εὐεργεσίες στὰ ἔθνη, ποῦ τὰ δέχτηκε στὴν πίστη καὶ τὰ ἔκανε «συγκληρονόμα» τῆς βασιλείας
Του.
Βλέπει τὶς τόσες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ὁ Παῦλος, βλέπει τὸν πλοῦτο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ, καὶ ξεσπάει σὲ προσευχή. Καὶ ἢ προσευχὴ τοῦ εἶναι παράκλησις καὶ δοξολογία. Λέει
χαρακτηριστικὰ στὴ συνέχειά της πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς: «Τούτου χάριν κάμπτω τὰ γόνατά μου
πρὸς τὸν πατέρα τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐξ οὐ πᾶσα πατριὰ ἐν οὐρανοὺς καὶ ἐπὶ τῆς γῆς
ὀνομάζεται» (στ. 14-15). Μετάφρασις: Γι' αὐτὸ γονατίσω καὶ προσεύχομαι στὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου
μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀπ' Αὐτὸν ἔχει τὴν ὕπαρξη κάθε γένος στοὺς οὐρανοὺς καὶ στὴ γῆ, δηλαδή,
ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι.
Οἱ χριστιανοί, πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται ὁ Παῦλος στὴν Ἐπιστολὴ αὐτή, εἶναι ἐξ ἐθνῶν,
δηλαδή, οἱ πρὶν εἰδωλολάτρες, ποὺ ὅμως ἐλεήθηκαν ἀπ' τὸ Θεό. Ἀπ' τὸ σκοτάδι ὁδηγήθηκαν στὸ
Φῶς.
Παρ' ὅλο τοῦτο, εἶχαν ἀκόμα ἀρκετὲς ἀτέλειες καὶ πολλὲς πνευματικὲς ἀνάγκες. Γι' αὐτὸ ὁ
Παῦλος Ζητάει τὴ χάρι καὶ τὸ φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ θερμή του προσευχή.
• Ὅσα ἔκανε γιὰ τὰ ἔθνη ἤσαν καρπὸς τῆς χάριτος.
• Ὅσα δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιτύχη, τὰ ζητοῦσε στὴν προσευχή του καὶ τὰ πετύχαινε μὲ τὴ δύναμη
τοῦ Θεοῦ.
Μεγάλη ἡ δύναμις τῆς προσευχῆς. Όταν μάλιστα ἡ προσευχὴ γίνεται μὲ τὰ γόνατα. Ὁ σκοπευτὴς
τότε σκοπεύει σταθερότερα στὸ στόχο, ὅταν εἶναι γονατιστός. Καὶ ὁ χριστιανὸς τότε πετυχαίνει στὸ
στόχο τοῦ κατὰ τὴν προσευχή, ὅταν γονατίση. Τότε κατεβάζει τὸν οὐρανὸ κάτω στὴ γῆ. Καὶ τὴν
προσευχὴ τοῦ ὁ Παῦλος τὴν ἀπευθύνει πρὸς «τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐξ οὗ
πᾶσα πατριὰ ἐν οὐρανοὺς καὶ ἐπὶ γῆς ὀνομάζεται» (στ. 15).
• Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Πατέρας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
• Ἕνα Υἱὸ κατὰ φύσιν καὶ κατ' οὐσίαν ἔχει ὁ Θεὸς Πατέρας. Εἶναι ὁ Λόγος, τὸ δεύτερο πρόσωπο
τῆς Ἁγίας Τριάδος.
• Ὁ Υἱὸς εἶναι ὁμοούσιος πρὸς τὸν Πατέρα.
• Θεὸς ὁ Πατήρ, Θεὸς καὶ ὁ Υἱός. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος ὀνομάζει τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ Κύριο. Μὲ τὸ
ὄνομα ἐκεῖνο, ποῦ προσιδιάζει μόνο στὸν Θεό.
• Συνήθως ὁ Παῦλος, ὅταν ἀναφέρεται στὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ καὶ Λόγο
τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιεῖ τὸ ὄνομα «Κύριος».
• “Ὅταν ἀναφέρεται στὸν Πατέρα, χρησιμοποιεῖ τὸ ὄνομα «Θεός». Θεὸς καὶ Κύριος ὅμως εἶναι
τὸ αὐτό.
'Ἀλλ' ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πατέρας μόνο του Ἰησοῦ Χριστοῦ.
• Εἶναι καὶ πατέρας ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων. Βέβαια ἡ πατρότητά του ὡς πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ
εἶναι κατὰ φύσιν, ἐνῷ ἡ πατρότητά του ὡς πρὸς τὰ δημιουργήματα, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς
ἀνθρώπους, εἶναι κατὰ χάριν.
Τὸ μονογενῆ Του Υἱὸ γέννησε ἄχρονως, προαιωνίως. Τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς
δημιούργησε ἕνα χρόνο.
Ο μονογενής Του Υἱὸς ἔχει τὴ σφραγῖδα τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός. Οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι
ἔχουν τὴ σφραγῖδα τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ Πατρός.
Όλοι οἱ ἄνθρωποι ἀποτελοῦμε τὴν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Σ' αὐτὴ τὴν οἰκογένεια ἀνήκουν
καὶ οἱ ἄγγελοι. Όλοι ἀποτελοῦμε τὴν «πατριὰ» τοῦ Θεοῦ.
Τί μεγάλη παρηγοριὰ αἰσθανόμαστε, ὅταν σκεπτόμαστε, ὅτι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα
καὶ ὅτι δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀφήση ὁ Θεός! Ἡ μέριμνά Του γιὰ μᾶς εἶναι μεγάλη.
• Τὸ αἴσθημα τῆς υἱοθεσίας τὸ νιώθουμε ἔντονα μέσα στὴν Ἐκκλησία.
• Ἀποτελοῦμε ὅλοι μαζὶ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι ἡ ἁγία οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ.

Κραταίωσης τῆς ἐσωτερικῆς Ζωῆς (στ. 16)


Ποιὸ τὸ περιεχόμενο τῆς προσευχῆς τοῦ Παύλου; Διδασκόμαστε καὶ ἀπ' τὸν τρόπο, ποὺ
προσευχόταν ὁ Παῦλος.
Γονατιστοὶ ἃς προσευχόμαστε.
• Δείχνουμε ἔτσι ὄχι μόνο τὴν ταπείνωσί μας μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο του Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν
πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη μας πρὸς τὸ Θεό.
• Διδασκόμεθα ἀκόμα ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ Ζητᾶμε στὴν προσευχή
μας.
Συνήθως μικρὰ εἶναι τὰ αἰτήματά μας στὶς προσευχές μας. Ζητᾶμε ὑλικὰ πράγματα. Εἴμαστε
κοντόφθαλμοι καὶ ὡς πρὸς τὰ αἰτήματά μας καὶ ὡς πρὸς τὰ συμφέροντά μας.
Ο Παῦλος Ζητάει πνευματικὰ καὶ ἐσωτερικὰ πράγματα.
• Ζητάει πρόοδο πνευματική.
• Ζητάει κραταίωση τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῶν πιστῶν. Λέει ὡς πρὸς τὴ δέησί του: «Ἶνα δώη ὑμὶν
κατὰ τὸν πλοῦτον τῆς δόξης αὐτοῦ δυνάμει κραταιωθῆναι διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ εἷς τὸν ἔσω
ἄνθρωπον» (στ. 16). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Προσεύχομαι γιὰ νὰ σᾶς κάνῃ, σύμφωνα μὲ
τὸν ὑπέροχο πλοῦτο τῆς ἀγάπης Του, νὰ εἶστε ἰσχυροὶ μὲ δύναμι, διὰ τοῦ Πνεύματός Του στὸν
ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο».
Αἴτημα τῆς προσευχῆς τοῦ Παύλου ἢ κραταίωσις τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Ἡ πνευματικότητα, εἶναι
ὑπόθεσις τοῦ «ἔσω ἀνθρώπου» ὑπόθεσις τῆς ψυχῆς. Όπως, λοιπόν, ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος, τὸ
σῶμα, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐνίσχυσι, ἀπὸ τροφοδοσία, ἀπὸ στερέωση καὶ κραταίωση, ἔτσι καὶ ὁ
ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος, ἡ ψυχή, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐνίσχυση καὶ κραταίωσι.
• Τὸ σῶμα τρέφεται μὲ τὴν τροφή.
• Ἡ ψυχὴ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
• Τὸ σῶμα κραταιώνεται στὸ ν' ἀντέχῃ στοὺς πειρασμούς, γιὰ νὰ νικάη τὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου,
γιὰ νὰ ἐκτελῇ τὰ καθήκοντα καὶ τὰ εὐάρεστα στὸ Θεό.
• Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὴ δύναμη τῆς χάριτος μπορεῖ νὰ καταντήση τόσο μαλακή, σὰν
τὸ κερί, ὥστε νὰ λειώνη καὶ στὴν πιὸ παραμικρὴ θλῖψι. Ἡ ψυχὴ μὲ τὴ δύναμη τῆς χάριτος, μὲ τὴ
δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γίνεται στερεό, ἐκλεκτὸ μέταλλο, ἀσῆμι, χρυσάφι, καὶ ἀντέχει καὶ
στὸ πιὸ δυνατὸ καμίνι τῶν πειρασμῶν.
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος τονίζει, ὅτι ἡ κραταίωσις τοῦ ἔσω ἀνθρώπου γίνεται «κατὰ τὸν πλοῦτον τῆς
δόξης αὐτοῦ, δυνάμει, διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ» (στ. 16).
Πλοῦτος δόξης σημαίνει τὸν πλούσιο καὶ δοξασμένο Θεό. Ἔχει δύναμι μεγάλη, εἶναι
παντοδύναμος ὁ Θεός. Καὶ τὴ δύναμι Τοῦ τὴ φανερώνει στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
Ἡ δύναμις αὐτὴ φαίνεται στὸν ἔσω ἄνθρωπο.
• Μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος ἐξωτερικὰ νὰ εἶναι ἀσθενής, νὰ ἔχῃ ἀσθενικὸ καὶ καχεκτικὸ σῶμα, νὰ
εἶναι περιορισμένος καὶ φυλακισμένος, νὰ εἶναι πολὺ ἔξαντλημενος σωματικά.
• Καὶ ὅμως νὰ ἔχῃ δύναμι πνευματικὴ μεγάλη. Νὰ ἔχῃ δύναμι λόγου καὶ προσευχῆς. Νὰ ἔχῃ
δύναμι ὑπομονῆς καὶ καρτερίας. Νὰ ἔχῃ δύναμι ἐσωτερική, ποῦ νὰ κάνῃ θαύματα. Ὁ ἄνθρωπος
δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ φαίνεται, ἀλλ' αὐτὸ ποὺ δὲν φαίνεται. Εἶναι κυρίως ὁ «ἔσω ἄνθρωπος».
Μιλώντας σ' ἄλλη Ἐπιστολὴ τοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπο, λέει: «Συνήδομαι τῷ
νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον» (Ρωμ. ζ΄ 22).
Καὶ σ' ἄλλο σημεῖο μιλάει γιὰ τὴν πάλη (Ρωμ. ' 15-19) στὸ ἐσωτερικό του ἀνθρώπου, ἀνάμεσα
στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ νόμο τῆς ἁμαρτίας.
Καὶ στὴ Β΄ πρὸς Κορινθίους ἀντιδιαστέλλει τὸν ἔξω ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ἔσω. Καὶ λέει, ὅτι ὁ ἔξω
ἄνθρωπος φθείρεται καὶ καταστρέφεται, ἐνῷ ὁ ἔσω ἄνθρωπος ἀνακαινώνεται ξανακαινουργιώνει.
Τὸ σῶμα φθείρεται, παραδομένο στὴ φθορὰ τοῦ χρόνου. Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ξαναφέρη ἕνα
γερασμένο σῶμα στὸ ἄνθος τῆς νεότητας. Ἐνῷ ἡ ψυχή, μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ,
ξαναγίνεται νέα καὶ ὡραία. «Διὸ οὐκ ἐκκακοῦμεν, ἀλλ' εἰ καὶ ὁ ἔξω ἠμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται,
ἀλλ' ὁ ἔσωθεν ἀνακαινούται ἡμέρα καὶ ἡμέρα» (Β ? Κορ. δ' 16).
Τὸ πρόβλημα, λοιπόν, εἶναι ἂν Ζοῦμε τὴν ἐσωτερικὴ ζωή. Χρειαζόμαστε κραταίωση καὶ ἐνίσχυση
ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Καὶ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ τὸ Ζητᾶμε στὶς προσευχές μας:
-Κραταίωσαί μας, Κύριε, νὰ μένουμε σταθεροὶ καὶ νὰ ποῦμε τὴν ἀληθινὴ ἐσωτερικὴ Ζωή.

Παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν καρδιὰ μᾶς (στ. 17)


Ἕνα δεύτερο αἴτημα τῆς προσευχῆς τοῦ Παύλου:
Νὰ κατοικῇ ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά μας: «Κατοικῆσαι τὸν Χριστὸν διὰ τῆς πίστεως ἐν ταῖς
καρδίαις ὑμῶν, ἐν ἀγάπῃ ἔρριζωμενοι καὶ τεθεμελιωμένοι» (στ. 17). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Νὰ κατοικῇ ὁ Χριστός, διὰ τῆς πίστεως στὶς καρδιές σας, νὰ εἶστε ριζωμένοι καὶ θεμελιωμένοι μὲ
ἀγάπη».
Ο Χριστὸς εἶναι ὁ ἀχώρητος Θεός, ὁ ὁποῖος «χωρηθῆναι ηὐδόκησεν».
• Αὐτός, ποῦ δὲν Τὸν χωροῦν οἱ οὐρανοί, χώρεσε στὴ μητρικὴ ὕπαρξη τῆς Παρθένου Θεοτόκου.
• Χώρεσε στὴ φάτνη τῶν ἀλόγων.
• Χώρεσε στὴν ἀνθρώπινη φύση, ποὺ προσέλαβε.
• Χωράει στὸ ἅγιο Ποτήριο.
• Χωράει στὴν καρδιὰ ἑνὸς ταπεινοῦ ἀνθρώπου.
Μπαίνει στὴν καρδιά μας. Μπαίνει ὄχι μὲ τὸ «ἔτσι θέλω». Δὲν παραβιάζει πόρτες. Εἶναι ὁ
Εὐγενής. Χτυπάει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας. Χτυπάει ἐπανειλημμένα. Οἱ χτύποι τῆς ἐπισκέψεώς
Του εἶναι διαφορετικοὶ κάθε φορᾷ. Μᾶς εἰδοποιεῖ, ὅτι θέλει νὰ κάνῃ κατοικητήριό Του τὴν καρδιά
μας. Μᾶς εἰδοποιεῖ μὲ κάποιο λόγο, μὲ κάποιο κήρυγμα, μὲ κάποιο θαῦμα, μὲ κάποια ἀρρώστια,
μὲ κάποια θλῖψι, μὲ κάποια περιπέτεια, μὲ κάποιο ἔκτακτο γεγονὸς τῆς ζωῆς μας.
Πάντως δὲν μπαίνει αὐθαίρετα στὸ σπίτι τῆς καρδιᾶς μας. Τὸν ἀκοῦμε στὴν 'Ἀποκάλυψι νὰ λέῃ:
«Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω. Ἐὰν τὶς ἀκούση τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξη τὴν θύραν, καὶ
εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ' αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ' ἐμοῦ» ('Ἀποκ. γ' 20).
• Τὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας τῆς καρδιᾶς μᾶς εἶναι ὑπόθεσις τῆς ἐλευθερίας μας. Ἂν θέλουμε, Τοῦ
ἀνοίγουμε.
• Καὶ πῶς Τοῦ ἀνοίγουμε; Μὲ τὸ κλειδὶ τῆς πίστεως καὶ μὲ τὸ πόμολο τῆς ἀγάπης.
Ξεκλειδώνουμε τὴν καρδιά μας μὲ τὴν πίστι καὶ γυρίζουμε τὸ πόμολο τῆς ἀγάπης. Ἔτσι μπαίνει
μέσα μας καὶ μεγάλος Ἐπισκέπτης.
Ο Παῦλος ἰδιαίτερα προσεύχεται γιὰ τὴ φιλοξενία, τὴν κατοίκηση τοῦ Χριστοῦ μέσα μας.
Εὐδοκεῖ, ὅπως σημειώνει ἀλλοῦ, ὁ Χριστὸς «πᾶν το πλήρωμα κατοικῆσαι» (Κολασ. ἃ' 19).
• Εἶναι τὸ «πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πάσι πληρουμένου» (Ἐφεσ. ἃ' 23).
• Εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς δικῆς μας καρδιᾶς. Γεμίζει τὴν καρδιά μας μὲ τὴν παρουσία Του. Γεμίζει
εὐφροσύνη τὴν καρδιά μας.

Οἱ τέσσερις διαστάσεις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ (στ. 18-19)


Ὅταν ἔχουμε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ στὴν καρδιά μας καὶ ἔχουμε ἀληθινὴ καὶ βαθειὰ ἀγάπη, τότε θὰ
μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε τὶς τέσσερις διαστάσεις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Λέει στὴ συνέχεια ὁ
Παῦλος: «'Ἐν ἀγάπῃ ἔρριζωμενοι καὶ τεθεμελιωμένοι, ἶνα ἐξισχύσητε καταλαβέσθαι σὺν πάσι τοῖς
ἁγίοις τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος» (στ. 18). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ
εἶστε ριζωμένοι καὶ θεμελιωμένοι μὲ ἀγάπη. Γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ καταλάβετε, μαζὶ μὲ ὅλους τους
ἁγίους (τους χριστιανούς), Ποιὸ εἶναι τὸ πλάτος καὶ τὸ μῆκος καὶ τὸ βάθος καὶ τὸ ὕψος (τοῦ θείου
ἐλέους καὶ τῆς σωτηρίας).
Ρίκα καὶ θεμέλιο εἶναι ἡ ἀγάπη. Εἴμαστε, ὡς χριστιανοί, «Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομῇ» (Α΄
Κορ. γ΄ 9).
• Σὰν γεώργιο ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε βαθειὰ ρίζα.
• Σὰν οἰκοδομῇ πρέπει νὰ ἔχουμε βαθὺ θεμέλιο. Ἔτσι ἀποκτᾶμε τὴ δυνατότητα, νὰ βλέπουμε
τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὒχ ἁπλῶς εἶπε τὴν ἀγάπην,
ἀλλ' ἐρριζωμένην καὶ τεθεμελιωμένην, ὥστε μήτε πνεύματα αὐτὴν σαλεύειν, μήτε ἄλλο μηδὲν
αὐτὴν καταβάλλειν» (Ε.Π.Ε. 20,578). Μετάφρασις: Δὲν μίλησε ἁπλῶς γιὰ τὴν ἀγάπη, ἀλλὰ γιὰ τὴ
ριζωμένη καὶ θεμελιωμένη ἀγάπη, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὴ σαλεύουν οἱ ἄνεμοι, οὔτε τίποτε
ἄλλο νὰ τὴν καταβάλλῃ.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀποκαλύπτεται στὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι Πολυδιάστατη.
• Ἔχει εὐρὺ πλάτος.
• Ἔχει ἄπειρο μῆκος.
• Ἔχει δυσθεώρητο βάθος.
• Ἔχει ἀπροσμέτρητο ὕψος.
Μὲ τὶς διαστάσεις αὐτὲς ὁ Παῦλος δηλώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ μοιάΖει μὲ ὠκεανό, ποῦ
δὲν ἔχει βυθὸ καὶ ἀκτές. Θέλησε «τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γνώναι, πῶς πανταχοῦ
ἐκτέτακται» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 20,576)).
• Θεϊκὸ δεῖγμα τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ 'Ιnσου. "Ἂν ἐπεκτείνουμε τὶς
διαστάσεις τοῦ Σταυροῦ στὸ ἄπειρο, βλέπουμε κάπως, πόσο ἄπειρος εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Πάντως ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑψηλοὺς σκοποὺς τοῦ Παύλου ἦταν καὶ αὐτὸ ποὺ λέει στοὺς Ἐφεσίους:
Τὸ «γνώναι τὴν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ἶνα πληρωθῆτε εἰς πᾶν το
πλήρωμα τοῦ Θεοῦ» (στ. 19). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Προσεύχομαι νὰ γνωρίσετε
βιωματικὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὑπερβαίνει τὴ γνώση, γιὰ νὰ πλουτιστῆτε μ' ὅλο τὸν πλοῦτο
τοῦ Θεοῦ». Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὑπερβάλλει κάθε ἀνθρωπίνη γνῶσι. Ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν
ἀληθινὴ ἐπίγνωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, στὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ. Γεμίζει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ Θεό.
• Ἀνθρώπινο δεῖγμα τῆς ἀγάπης, ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Σταυροῦ, εἶναι τὸ ἔλεος καὶ
ἡ συγγνώμη.
Ἡ ἐλεημοσύνη πῆρε στὰ φτερὰ τῆς τὸ Θεὸ Λόγο καὶ Τὸν κατέβασε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ Τὸν
ἀνέβασε στὸ Σταυρό. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἡ δύναμις, ποῦ ἀνεβάσει καὶ τὸν ἄνθρωπο στὴ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ τὸν καθιστὰ μιμητὴ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Μεριμνήσωμεν, ἀγαπητοί, ὥστε τοῦ Θεοῦ τὴν ἀγάπην μαθεῖν. Μέγα τοῦτο ἐστιν. Οὐδὲν οὕτως
ἤμας ὠφελεῖ, οὐδὲν οὕτως ἤμας κατανοήσει. Τοῦ φόβου τῆς γεέννης ἱκανὸν τοῦτο μᾶλλον ἐλεειν
τὰς ἡμετέρας ψυχᾶς» (Ε.Π.Ε. 20,580). Μετάφρασις: Ἃς φροντίσουμε, ἀγαπητοί, νὰ μάθουμε τὴν
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μεγάλο πρᾶγμα εἶναι αὐτό. Τίποτε δὲν μᾶς ὠφελεῖ τόσο. Τίποτε δὲν μᾶς ὁδηγεῖ
μὲ τόση δύναμι στὴν κατάνυξι. Ἡ ἀγάπη μᾶς ἐλεεῖ. Μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὸ φόβο τῆς κολάσεως.
Ἡ συγγνώμη στοὺς ἐχθροὺς φανερώνει, ὅτι μᾶς ἔχει ἀγγίξει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ χαρίζει
τὴν ἄφεσι τῶν παραπτωμάτων μας. Τὸ Χριστὸ τῆς συγγνώμης «μιμώμεθα, τοὺς ἐχθροὺς εὖ
ποιωμεν, τοὺς μισοῦντας, τοὺς ἀποστρεφομένους προσιώμεθα τούτους» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε.
20,580).
• Ἡ ἀγάπη εἶναι Σταυρός.
• Ἡ ἀγάπη εἶναι ἔλεος.
• Ἡ ἀγάπη εἶναι συγχώρησις στοὺς ἐχθρούς.
• Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ παράδεισος πρὶν ἀπὸ τὸν παράδεισο.

Δοξολογία (στ. 20-21)


Ἡ προσευχὴ συνήθως τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἁπλῶς δέησις καὶ παράκλησις.
Σὲ στιγμὲς μεγάλης ἀνάγκης προσφεύγουν στὸ Θεό. Ἡ προσευχὴ ὅμως, ἢ ἀληθινὴ καὶ ἐξ ἀγάπης
πρὸς τὸ Θεὸ προσευχή, δὲν πρέπει νὰ εἶναι μόνο παράκλησις. Πρέπει νὰ εἶναι καὶ εὐχαριστία καὶ
δοξολογία.
Αὐτὸ βλέπουμε στὴν προσευχὴ τοῦ φυλακισμένου Παύλου. Ἀφοῦ ζήτησε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὑψηλὰ καὶ
πνευματικὰ πράγματα γιὰ τοὺς χριστιανούς, στὸ τέλος ξεσπάει σὲ μία δοξολογία: «Τῷ δὲ δυναμένω
ὑπὲρ πάντα ποιῆσαι ὑπερεκπερισσοὺ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν, κατὰ τὴν δύναμιν τὴν
ἐνεργουμένην ἐν ἠμίν, αὐτῶ ἢ δόξα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς πάσας τὰς γενεᾶς τοῦ
αἰῶνος τῶν αἰώνων. Ἀμὴν» (στ. 20-21). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Σ' Ἐκεῖνον δέ, ποῦ μπορεῖ
νὰ κάνῃ περισσότερα ἀπὸ ὅσα φανταζόμεθα, πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅσα Ζητᾶμε ἢ μποροῦμε νὰ
σκεφτοῦμε, σύμφωνα μὲ τὴ δύναμι, ποῦ ἐνεργεῖ σὲ μᾶς. Σ' Αὐτὸν ἃς εἶναι ἡ δόξα στὴν Ἐκκλησία
διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς τῶν ἀπεράντων αἰώνων. Ἀμήν».
"Ἔπρεπε ὁ Παῦλος νὰ δοξολογήση 'Ἐκεῖνον, ποὺ χαρίζει τόσες μεγάλες δωρεὲς στοὺς
ἀνθρώπους. «Ἔδει γὰρ τὸν τοσαύτα παρασχόντα ἤμιν δοξασθῆναι καὶ εὐλογηθῆναι»
(Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 20,578). Μετάφρασις: Ἔπρεπε Ἐκεῖνος, ποὺ τόσα χάρισε σὲ μᾶς, νὰ δοξαστῆ
καὶ νὰ εὐλογηθῆ.
Ἀπὸ τὴ δοξολογία πάλι κέρδος βγαίνει. Δοξολογοῦμε 'Ἐκεῖνον, ποῦ ἕνα Του Ζητᾶμε, καὶ χίλια
μας δίνει. Μᾶς δωρίσει «ὑπερεκπερισσοὺ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν» (στ. 20).
Πῶς μᾶς δίνει τόσα πολλὰ ὁ Θεός;
• Μὲ τὴ δύναμί Του καὶ τὴν ἀγάπη Του. «Καλῶς κατὰ δύναμιν εἶπε δυνάμεως γὰρ τὸ λαβεῖν, ἃ
μηδὲ ἤλπισαμεν πώποτε» (Χρυσόστομος).
• Μᾶς προσέφερε ἀνέλπιστες εὐεργεσίες.
Ένας ἰσοβίτης φυλακισμένος μπορεῖ νὰ ἐλπίζῃ κάποιες βελτιώσεις διαβιώσεως μέσα στὴ
φυλακή. Δὲν φαντάζεται ὅμως πλήρη ἀπελευθέρωσι.
Ο Θεὸς ἐμᾶς τοὺς ἰσοβῖτες, τοὺς σκλάβους τοῦ θανάτου, μᾶς ἐλευθέρωσε. "Ὄχι ἁπλῶς μᾶς
ἐλευθέρωσε, ἀλλὰ καὶ μᾶς δόξασε. Σ' Αὐτόν, λοιπόν, τὸ Θεὸ τῆς ἀπερίγραπτης ἀγάπης ἁρμόζει
δόξα καὶ αἶνος.
Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ γίνεται μόνο μέσα ἀπὸ τὸ κανάλι, ποὺ λέγεται 'Ἐκκλησία. Καὶ ἡ Ἐκκλησία πάλι
δοξολογεῖ τὸ Θεό, «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
Ο πολυέλαιος, ποῦ δοξάσει τὸ Θεὸ καὶ λέγεται Ἐκκλησία, κρέμεται ἀπὸ τὸ χρυσὸ κρίκο, ποὺ
λέγεται 'Ἰησοῦς Χριστός.
Σ' ὅλες τὶς γενεὲς θὰ δοξάζεται ὁ Θεός.
1 Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς
ἐκλήθητε, 2 μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πρᾳότητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων
ἐν ἀγάπῃ, σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης. 4 ἓν
3

σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· 5 εἷς Κύριος, μία πίστις,
ἓν βάπτισμα· 6 εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν.

Ὁ δέσμιος Παῦλος (στ. 1)


Φὑλακισμένος ὁ Παῦλος γράφει τὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολή. Αὐτὸ θυμίζει σὲ ἀρκετὰ σημεῖα
τῆς Ἐπιστολῆς. Γράφει ὡς «δέσμιος». Τὸ θυμίζει καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ 4ου κεφαλαίου. Ἀπ' αὐτὸ
ἔρχεται πλέον στὸ πρακτικό, θὰ λέγαμε, μέρος τῆς Ἐπιστολῆς. Ἡ πρὸς Ἐφεσίους καὶ ἡ πρὸς
Κολασσαεῖς θεωροῦνται ἀπὸ τὶς θεολογικώτερες Ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου.
• Ἡ θεολογία ὅμως τῶν πρώτων κεφαλαίων δὲν ἐμποδίζει στὴν παρουσίαση τῆς πρακτικῆς
ἐφαρμογῆς τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὴ Ζωγραφίζεται στὰ τελευταῖα κεφάλαια τῶν
Ἐπιστολῶν αὐτῶν.
• Ἡ θεολογία τότε ὑπηρετεῖ τὴν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν μεταφράζεται σὲ
ἠθική, πρακτικὴ Ζωή, σὲ συνεπῆ πορεία.
Παρακαλεῖ ὁ Παῦλος γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἤθικη Ζωή. Ἡ παράκλησίς του συγκινεῖ ἰδιαίτερα. Εἶναι
παράκλησις ἑνὸς δεσμίου. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀσχολεῖται πολὺ καὶ ἐγκωμιάζει τὰ δεσμά, τὶς
ἁλυσίδες, μὲ τὶς ὁποῖες ἦταν δεμένος ὁ Παῦλος. Μακρὺς ὁ λόγος του, κατὰ τὴν ἑρμηνεία της πρὸς
'Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς, γιὰ τὰ δεσμὰ τοῦ Παύλου.
Θεωρεῖ τὶς ἁλυσίδες τοῦ Παύλου καὶ ὅλων των μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ ὡς τὸ καλύτερο κόσμημα.
Αὐτὲς οἱ ἁλυσίδες μᾶς ἀνεβάζουν στὸν οὐρανό. “Όπως οἱ ὀρειβάτες πιάνονται ἀπὸ ἁλυσίδες καὶ
ἀνεβαίνουν στὶς κορυφές, ἔτσι κι ἐμεῖς μὲ τὶς ἁλυσίδες τοῦ Παύλου ἀνεβαίνουμε στὴν κορυφὴ τῆς
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ Ζωῆς.
Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Πατήρ: «Μακρὰ ἢ τοῦ Παύλου γέγονεν ἅλυσις, καὶ ἐπὶ πολὺ
κατέσχεν ἠμᾶς καὶ γὰρ ἔστιν ὄντως μακρά, καὶ πάσης σειρᾶς χρυσῆς κοσμιωτέρα. Αὕτη τοὺς
δεδεμένους καθάπερ διὰ τινὸς μηχανῆς ἕλκει πρὸς τὸν οὐρανόν, καὶ ὥσπερ χρυσὴ σειρὰ
ἑξαρτηθεῖσα, ἀνέλκει πρὸς αὐτὸν τὸν οὐρανόν. Καὶ τὸ δὴ θαυμαστόν, κάτω δοθεῖσα, τοὺς
δεδεμένους ἄνω ἕλκει» (Ε.Π.Ε. 20,628). Μετάφρασις: Ἔγινε μακρὰ ἢ ἁλυσίδα τοῦ Παύλου. Πολύ
μας ἀπασχόλησε. Καὶ εἶναι πραγματικὰ μακρὰ καὶ πολυτιμότερη ἀπὸ κάθε χρυσὴ ἁλυσίδα. Ἡ
ἁλυσίδα αὐτή, σὰν θαυμαστὸ μηχάνημα, σέρνει πρὸς τὸν οὐρανὸ ὅλους τους ἀνθρώπους. Εἶναι ἡ
χρυσὴ ἁλυσίδα, ποῦ κρεμασμένη ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀνεβάζει στὸν ἴδιο τὸν οὐρανὸ ὅσους
βασανίζονται γιὰ τὸ Χριστό. Καὶ τὸ πλέον καταπληκτικὸ εἶναι, ὅτι ἑλκύει πρὸς τὰ πάνω ὅσους εἶναι
δεμένοι κάτω.
• Δεμένος ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Θὰ νόμιζε κανείς, ὅτι ἦταν ἐξασθενημένος στὴ φυλακή. Καὶ
ὅμως τότε μᾶλλον ἦταν δυνατότερος. «'Ἐν ταῖς θλίψεσιν ὄντες οἱ δίκαιοι, τότε μάλιστα εἰσι
σφοδρότεροι, ὅταν ἐν δεσμοὺς ὦσι. Τὸ γὰρ διὰ Χριστὸν τί παθεῖν, πάσης παραμυθίας ἤδιον»
(Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 20,640). Μετάφρασις: “Ὅταν οἱ ἅγιοι βρίσκονται στὶς θλίψεις, τότε εἶναι
δυνατοί, καὶ δυνατότεροι ὅταν εἶναι φυλακισμένοι. Διότι τὸ νὰ πάσχῃ κανεὶς κάτι γιὰ τὸ Χριστό,
εἶναι γλυκύτερο ἀπὸ κάθε παρηγοριά.
• Ἦταν χαρούμενος ὁ Παῦλος, δεμένος στὴ φυλακή. Τὰ δεσμὰ τὸν ἔκαναν κοινωνὸ τῶν
παθημάτων τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ δέθηκε Ἐκεῖνος, ὁ 'Ἀναμάρτητος, ἃς χαιρόμαστε, ὅταν κάποια θλῖψι
πάσχουμε γι' Αὐτόν.
Θὰ χαιρόμαστε, ὅταν προτοῦ μᾶς δέσουν τὰ δεσμὰ τῶν θλίψεων, ἔχουμε δεθῆ μὲ τὰ δεσμὰ τῆς
ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Λέγει ο ι. Χρυσόστομος: «Ἐδέθη καὶ ὁ Δεσπότης ὁ ἡμέτερος, καὶ τὴν
οἰκουμένην λύσας τῶν ἁμαρτημάτων ἐδέθησαν χεῖρες αἳ μυρία ἐργασάμεναι καλά. Ταῦτα
ἐννοοῦντες, μηδέποτε δυσχεραίνωμεν, ἀλλὰ κὰν δεθῶμεν, χαίρωμεν κὰν μὴ ἐν τοῖς δεσμοὺς ὦμεν,
ὡς συνδεδεμένοι. “Οράς, ὅσον ἀγαθὸς ὁ δεσμός;» (Ε. Π.Ε. 20,642). Μετάφρασις: Δέθηκε ὁ δικός
μας Κύριος, Αὐτός, ποὺ ἔλυσε τὴν οἰκουμένη ἀπ' τὶς ἁμαρτίες. Δέθηκαν τὰ χέρια ἐκεῖνα, ποὺ
ἐνήργησαν ἄπειρα καλά. Ἀφοῦ ἀναλογιστοῦμε αὐτά, ἃς μὴ δυσανασχετοῦμε ποτέ. Κι ἂν
φυλακιστοῦμε, ἃς χαιρόμαστε. Κι ἂν δὲν φυλακιστοῦμε, νὰ αἰσθανόμαστε ὡς δεμένοι. Βλέπεις,
πόσο μεγάλο ἀγαθὸ εἶναι ὁ δεσμός;
• Δέσμιος, λοιπόν, γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὁ Παῦλος, γράφει πρὸς τοὺς 'Ἐφεσίους: «Παρακαλῶ οὒν
ὑμᾶς ἐγὼ καὶ δέσμιος ἐν Κυρίῳ ἄξιως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε» (στ. 1). Ἀπόδοσης
στὴν ἁπλοελληνική: «Σᾶς παρακαλῶ δὲ ἐγώ, ὁ φυλακισμένος γιὰ τὸν Κύριο, νὰ ζήσετε κατὰ τρόπο
ἀντάξιό της κλήσεως, μὲ τὴν ὁποία κληθήκατε».
Παρακαλεῖ. Τί εὐγένεια εἶχε ὁ Παῦλος! Ἐνῷ ἔχει ἀποστολικὴ ἐξουσία ἀπ' εὐθείας ἀπὸ τὸ Θεό,
ἐνῷ ἔχει δικαίωμα σὰν πνευματικὸς πατέρας νὰ δίνη ἔντολες στὰ πνευματικά του παιδιά, ἐν
τούτοις χρησιμοποιεῖ τὸν πιὸ ταπεινὸ καὶ εὐγενικὸ τρόπο, γιὰ νὰ ζητήσῃ κάτι ἀπ' τὰ πνευματικά
του παιδιά. Οὔτε διατάσσει, οὔτε ἐντέλλεται, ἀλλὰ «παρακαλεῖ».
Ὑπάρχουν βέβαια παρακλήσεις, ποὺ αἰχμαλωτίζουν, ὅταν προέρχονται ἀπὸ κάποια πρόσωπα
δοκιμασμένης ἀγάπης ἀπὸ πρόσωπα ποὺ πάσχουν γιὰ μᾶς.
Ἕνας φυλακισμένος παρακαλεῖ.
Ἀπὸ ἕνα ὁποιοδήποτε φυλακισμένο τί θὰ περιμέναμε νὰ παρακαλῇ; Νὰ Znτάη βοήθεια καὶ
συμπαράσταση. Νὰ παρακαλῇ γιὰ τὴν ἀποφυλάκισή του. Καὶ ὅμως, ὁ Παῦλος δὲν παρακαλεῖ γιὰ
τὸν ἑαυτό του. Παρακαλεῖ γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ τοὺς χριστιανούς. «'Ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως
ἧς ἐκλήθητε» (στ. 1).
Τὸ ρῆμα «περιπατῶ» τὸ χρησιμοποιεῖ ὁ Παῦλος γιὰ νὰ δείξη τὸν τρόπο Ζωῆς.
• Περπάτημα ἡ παροῦσα Ζωή. Εἶναι ἕνας δρόμος, ποὺ πρέπει νὰ τὸν βαδίσουμε, νὰ τὸν
«τελέσουμε».
• Ποιὸς εἶναι ὁ δείκτης μας στὴν πορεία τῆς Ζωῆς; Ἡ κλησίς μας. Ὑπάρχει ἡ γενικὴ κλήσης καὶ ἡ
εἰδικὴ κλήσις.
• Ἡ γενικὴ ἀφορᾷ σ' ὅλους τους χριστιανούς. Τὸ ὅτι εἴμεθα χριστιανοί, ἀποτελεῖ οὐράνια κλῆσι.
Μία πρόσκλησης γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ ὄφειλουμε νὰ ἐναρμονίζουμε τὴ ζωὴ μᾶς
σύμφωνα μὲ τὴν κλήση αὐτή. Οἱ περισσότεροι εἴμαστε χριστιανοὶ τῶν τύπων. Τὸ πολὺ πολὺ νὰ
εἴμεθα καὶ χριστιανοὶ τῆς Κυριακῆς. Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτό, ἡ ζωή μας δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Χριστιανοὶ στὸ ὄνομα, ἄχριστιανοι στὴ ζωή.
• Ἡ εἰδικὴ κλήσις ὑπάρχει γιὰ καθένα ξεχωριστά. Πρόκειται γιὰ τὸ ἔργο, ὅπου ἔχει ταχθῆ κάθε
πιστὸς νὰ ὑπηρετήση τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Όλοι ἔχουν κάποιο ἰδιαίτερο χάρισμα, κάποιο
διακόνημα, κάποια θέση μέσα στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία.
Στὸ ἀνθρώπινο σῶμα κάθε μέλος τελεῖ εἰδικὴ λειτουργία. Ἔτσι ὀφείλουμε κι ἐμεῖς νὰ
λειτουργοῦμε σὰν μέλῃ τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Μία περισυλλογή, ἕνας αὐτοέλεγχος γιὰ τὸ ἂν περπατᾶμε σύμφωνα μὲ τὴν κλῆσι μας,
χρειάζεται καθημερινά. Ὑπάρχει κίνδυνος νὰ νομίζουμε, ὅτι περπατᾶμε τὸ δρόμο γιὰ τὴ Βασιλεία
τῶν οὐρανῶν, καὶ ὅμως νὰ ἔχουμε κάνει λάθος. Νὰ ἔχουμε πάρει μονοπάτι, ποὺ μᾶς
ἀποπροσανατολίζει καὶ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν οὐράνιο προορισμό μας.

Ὁ δρόμος τῆς κλήσεως (στ. 2)


Ο Παῦλος δὲν μιλάει ἀόριστα. Συγκεκριμενοποιεῖ τὸ δρόμο τῆς κλήσεως. Εἶναι ὁ δρόμος τῆς
πνευματικῆς ἐν Χριστῷ Ζωῆς. Δὲν εἶναι δρόμος κοσμικοῦ μεγαλείου, ἀλλὰ σταυρικὴ πορεία γιὰ
θεϊκὴ δόξα.
Ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τοῦ καλεσμένου χριστιανοῦ δὲν χαρακτηρίζεται οὔτε ἀπὸ μεγαλοφυΐα, οὔτε
ἀπὸ ἐπιστημονικὴ κατάρτιση, οὔτε ἀπὸ ἐπίδειξι ταλέντων, οὔτε ἀκόμα ἀπὸ ἐντυπωσιακὰ
χαρίσματα, ὅπως εἶναι ἡ διδασκαλία καὶ ἡ θαυματουργία. Ὅλα αὐτὰ καλὰ εἶναι, ὅταν προέρχονται
ἀπὸ τὴν ταπεινὴ ψυχὴ καὶ διακονοῦν τὸ Θεὸ καὶ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ μόνα τους δὲν μᾶς σῴζουν.
Δὲν ἀποτελοῦν ἐγγύηση γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Ποιὰ εἶναι τὰ στοιχεῖα τῆς πνευματικῆς πορείας; Ἐπισημαίνονται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο:
«Μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πραότητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλλήλων ἐν
ἀγάπῃ» (στ. 2). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ ζήσετε μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ καλωσύνη σὲ
ὅλα, μὲ μακροθυμία. Νὰ ἀνέχεσθε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ ἀγάπη».
•Ταπεινοφροσύνη. Εἶναι ἡ βάσις τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ἡ οὐσιαστικὴ προϋπόθεσης γιὰ τὴ
συνύπαρξη τῶν χριστιανῶν. “Όταν μιλάη ὁ Παῦλος γιὰ ταπεινοφροσύνη, δὲν ἐννοεῖ τὴν
ταπεινολογία ἢ τὴν ταπεινοφάνεια. Ἐννοεῖ τὸ πραγματικὸ ταπεινὸ φρόνημα.
Τὸ ταπεινὸ φρόνημα ὁδηγεῖ σὲ μετάνοια γιὰ τὰ ἁμαρτήματα καὶ τὶς πτώσεις. Τὸ ταπεινὸ
φρόνημα ἀποδίδει τὰ τυχὸν χαρίσματα στὸ Θεό.
• Πραότητα. Μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι ταπεινός, καὶ ὅμως ὁ χαρακτῆρας του νὰ εἶναι ὁρμητικὸς
καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις νὰ τὸν ὁδηγῇ σὲ ὀργὴ καὶ θυμό. Τὶς περισσότερες βέβαια φορὲς ὁ θυμὸς
μᾶς εἶναι καρπὸς τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς ὑπερηφανείας μας.
Τύπος ταπεινοῦ καὶ πράου ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ ἴδιος
αὐτοπροσδιορίζεται: «Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι πρᾶος εἴμι καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία, καὶ εὔρησετε
ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (Ματθ. ἴα' 29).
Μὲ τὴν πραότητα ὄχι ἁπλῶς διατηροῦμε τὴν ψυχική μας ἠρεμία, ἀλλὰ καὶ δείχνουμε ὅτι
σεβόμεθα τοὺς ἄλλους.
• Μακροθυμία. “Όσοι εἶναι γύρω μας, δὲν εἶναι τέλειοι. Μπορεῖ κι ἐμᾶς τοὺς ἴδιους νὰ ἔχουν
βλάψει. Μποροῦμε νὰ τοὺς ἐκδικηθοῦμε, νὰ τοὺς διαπομπεύσουμε. Αὐτὸ εἶναι τὸ εὔκολο. Τὸ
δύσκολο εἶναι νὰ τοὺς συγχωροῦμε, δείχνοντας ἐπιείκεια. Αὐτὴ ἡ ἐπιείκεια, ἐνῷ δὲν σκεπάσει τὴν
ἀσέβεια καὶ τὸ σκάνδαλο, φέρνει τὸν ἁμαρτωλὸ ἀδελφό μας σὲ συναίσθηση καὶ μετάνοια.
Ἄλλωστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε τόσο ἁμαρτωλοί, ὥστε δὲν ὑπάρχουν περιθώρια νὰ ἐξαντλοῦμε
τὴ σκληρότητά μας στοὺς ἄλλους.
•'Ἀνοχή. Καρπὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς μακροθυμίας εἶναι ἡ ἀνοχή. Ὁ Παῦλος ἐδῶ μιλάει γιὰ τὴν
ἐν ἀγάπῃ ἀνοχή, ποὺ εἶναι εὐλογημένη ἀνοχὴ καὶ ἀποβλέπει στὴ μετάνοια καὶ ἀλλαγὴ τοῦ ἄλλου.
Ἡ ἀνοχὴ ἐπιβάλλεται σὲ δευτερεύοντα θέματα, ὄχι σὲ θέματα πίστεως, σὲ ἁμαρτήματα ἢ
ἐλαττώματα τοῦ ἄλλου, γιὰ τὰ ὁποῖα κι ἐκεῖνος ἔχει ἐπίγνωσι.
Ἐπιβάλλεται, διότι συκοῦμε ὄχι μὲ ἀγγέλους, ἀλλὰ μὲ ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους.
Ἐπιβάλλεται, διότι τὴν ἔχουμε κι ἐμεῖς ἀνάγκη. Όπως οἱ ἄλλοι μᾶς ἀνέονται, ἔτσι κι ἐμεῖς ἃς
ἀνεχώμεθα τοὺς ἄλλους.
Το σπουδαιότερο, ἐπιβάλλεται, διότι μᾶς ἀνέχεται ὅλους ὁ Θεός. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἰ
τοῦ πλησίον οὐκ ἀνέχη, πῶς σου ἀνέξεται ὁ Θεός; Εἰ αὐτὸς τὸν ὁμόδουλον οὐ φέρεις, πῶς σὲ οἴσει
ὁ δεσπότης; Ἔνθα ἂν ἡ ἀγάπη, πάντα οἰστὰ ἔστι» (Ε.Π.Ε. 20,654). Μετάφρασις: Ἂν δὲν ἀνέχεσαι
τὸν πλησίον σου, πῶς θὰ σὲ ἀνεχτῆ ὁ Θεός; Ἂν σὺ δὲν ὑποφέρῃς αὐτόν, ποῦ εἶναι συνδουλός σου,
πῶς θὰ ὑπομείνη ἐσένα ὁ Κύριος;

Ὁ σύνδεσμος τῆς εἰρήνης (στ. 3).


Όλες οἱ παραπάνω ἀρετὲς ἀποσκοποῦν στὴν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν μέσα στὸ σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας. Ἡ ἑνότητα αὐτὴ εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι' αὐτὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος
στὴ συνέχεια: «Σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (στ.
3). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ φροντίσετε νὰ διατηρῆτε τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος μὲ τὸ
σύνδεσμο τῆς εἰρήνης».
Μιλάει γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος, διότι ὑπάρχει καὶ ἡ ἑνότητα τοῦ ὑλικοῦ συμφέροντος,
τῆς ἁμαρτωλῆς σκοπιμότητας, τῆς κοσμικῆς συνεργασίας. Καὶ οἱ κακοποιοὶ καὶ οἱ λῃστὲς ἔχουν
ἑνότητα. Πρόκειται ὅμως γιὰ συμμορία, ποὺ ἀποσκοπεῖ στὸ κακὸ καὶ τὸ ἔγκλημα. Τοὺς ἑνώνει ὁ
Διάβολος.
Οἱ χριστιανοὶ ἑνώνονται μὲ τὸν δεσμὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
• Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ἑνωτικό. «Ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας» (Ὕμνος τῆς
Πεντηκοστῆς).
• Οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ ἤσαν τόσο συνδεδεμένοι, ὥστε ἀποτελοῦσαν μία καρδιὰ καὶ μία ψυχή.
«Τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἣν ἡ ψυχὴ καὶ ἡ καρδία μία» (Πράξ. δ' 32).
• Συνδέονται οἱ χριστιανοὶ μὲ ἅγιο δεσμό, ποῦ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ἀποσπάση ἀπ' αὐτόν.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «'Ἀλλήλοις προσδέδεσθαι βούλεται, οὒχ ἁπλῶς εἰρηνεύειν, οὐδὲ
ἁπλῶς φιλεϊν, ἀλλ' ἐν πάντας εἶναι μίαν ψυχήν... Τούτω τῷ δεσμῷ καὶ ἀλλήλοις καὶ πρὸς τὸν Θεὸν
συνδήσωμεν ἑαυτοὺς» (Ε.Π.Ε. 20,656). Μετάφρασις: Θέλει ὁ Παῦλος νὰ συνδέονται οἱ χριστιανοὶ
μεταξύ τους. Ὄχι ἁπλῶς νὰ εἰρηνεύουν, οὔτε ἁπλῶς ν' ἀγαποῦν, ἀλλὰ νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα, μία ψυχή...
Μ' αὐτὸ τὸ δεσμὸ καὶ μεταξύ μας καὶ μὲ τὸ Θεὸ ἃς συνδέσουμε τοὺς ἑαυτούς μας.
Ἡ σύσφιγξις τῶν χριστιανῶν γίνεται μὲ τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, «ἐν τῷ συνδέσμῳ τὴ εἰρήνης»
(στ. 3). Ο ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρουσιάζει μὲ εἰκόνα τὸ σύνδεσμο τῶν χριστιανῶν. Εἶναι
ἡ εἰκόνα μὲ τὰ ξύλα.
• Ὅταν τὰ ξύλα εἶναι ξερά, ἡ φωτιὰ τὰ συνδέει καὶ τὰ κάνει ἕνα σύνολο.
• Ὅταν εἶναι ὑγρά, καθόλου δὲν τὰ ἐπηρεάσει οὔτε μπορεῖ νὰ τὰ συγκολλήση.
Όταν οἱ ψυχὲς εἶναι πιστὲς καὶ ταπεινές, ἑνώνονται μὲ τὴ φωτιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν
εἶναι ψυχρὲς καὶ ὑπερήφανες, ὄχι μόνο δὲν συνδέονται μεταξύ τους, ἀλλὰ καὶ δὲν ἐπηρεάζονται
ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ "Ἅγιον. «Καθάπερ τὸ πῦρ, ὅταν μὲν ξηρὰ εὔρη ξύλα, μίαν τα πάντα ἐργάζεται
πυράν, ὅταν δὲ ὑγρά, οὐδὲ ἐνεργεῖ οὐδὲ συγκολλᾶται, οὕτω καὶ ἐνταύθα. Οὐδὲν τῶν ψυχρῶν
αὐτὴν συσφίγξαι δυνήσεται, ἕκαστον δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ των θερμῶν» (Ε.Π.Ε. 20,656).

Ἑνοποιοῦντα στοιχεῖα (στ. 4-6)


Στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος παρουσιάζει τὰ κοινὰ στοιχεῖα, ποὺ ἑνώνουν τοὺς χριστιανούς. «Ἓν
σῶμα καὶ ἐν Πνεῦμᾳ, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν εἰς Κύριος, μία πίστις,
ἓν βάπτισμα εἰς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πάσιν ἠμὶν» (στ. 4-
6). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἕνα σῶμα ὑπάρχει, ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἕνα Πνεῦμα, ποὺ
ἐμψυχώνει τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ κληθήκατε γιὰ μία ἐλπίδα τῆς κλήσεώς σας, τὴν
ἐλπίδα τῆς οὐράνιας βασιλείας. “Ένας Κύριος ὑπάρχει, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μία πίστις, ἕνα βάπτισμα.
Ἕνας Θεὸς καὶ Πατέρας ὅλων. Αὐτὸς δεσπόζει ὅλων, ἐνεργεῖ δὶ' ὅλων, καὶ εἶναι μέσα σὲ ὅλους μας.
Πρέπει, λοιπόν, νὰ εἴμαστε ὅλοι ἕνα».
• Ἕνα σῶμα.“Όλοι οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦμε τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. «Καὶ γὰρ ἐν ἐνὶ Πνεύματι ἠμεῖς
πάντες εἰς ἓν σῶμα ἐβαπτίσθημεν» (Ἃ' Κορ. 1β ? 13). Εἶναι ἀπὸ τὶς προσιδιάζουσες στὸν ἀπόστολο
Παῦλο εἰκόνες ἢ τοῦ σώματος.
Όπως τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἔχει ὀργανικὴ ἑνότητα, ἔτσι καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ
Ἐκκλησία. Όλοι οἱ πιστοὶ εἴμαστε μέλη της.
• Ἕνα Πνεῦμα. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι ἡ κοινὴ πηγὴ ὅλων των χαρισμάτων. Ό,τι καλὸ ἔχουμε,
τὸ ὀφείλουμε στὸ αὐτὸ Ἅγιον Πνεῦμα. «Οἱ ἓν Πνεῦμα λαβόντες καὶ ἐκ μιᾶς ποτισθέντες πηγῆς, οὐκ
ὀφείλετε διχονοεῖν» (Χρυσόστομος).
Τὸ αὐτὸ Πνεῦμα Ἅγιόν μας ἀφύπνισε ὅλους. Τὸ αὐτὸ μας φώτισε. Τὸ αὐτὸ μας κατευθύνει. Τὸ
αὐτὸ διαποτίζει τὴν ὕπαρξί μας. Κοινωνοῦντες μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ αὐτοῦ Σώματος καὶ Αἵματος
τοῦ Χριστοῦ, γινόμαστε ἕνα σῶμα καὶ ἕνα πνεῦμα.
• Μία ἐλπίδα. Δὲν ὑπάρχει διάκρισης στὴν ἐλπίδα. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία τοῦ Χριστοῦ, μᾶς
περιμένει ὁ αὐτὸς οὐρανός. Όλοι οἱ χριστιανοὶ ἐλπίΖουν στὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ σωτηρία καὶ στὴν
αὐτὴ αἰώνια ζωή.
Πίσω ἀπὸ τοὺς τάφους ὅλων των χριστιανῶν κρύβεται ἢ μᾶλλον ἀνατέλλει ἡ ἴδια ἐλπίδα τῆς
πέραν τοῦ τάφου Ζωῆς. «Τουτέστιν ὁ Θεὸς ἐπὶ τοῖς αὐτοὺς ἐκάλεσεν, οὐδὲν ἐτέρω πλέον ἀπέμεινε
τοῦ ἑτέρου, πάσιν ἀθανασίαν, πάσι δόξαν ἀθάνατον ἔχαρισατο» (Χρυσόστομος).
• Ἕνας Κύριος. Ο Θεὸς Κύριος εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἑνότητας. Εἴμαστε παιδιὰ τοῦ αὐτοῦ Πατέρα.
Εἴμαστε δοῦλοι τοῦ αὐτοῦ Κυρίου. Ἒφ ὅσον δουλεύουμε γιὰ τὴ δόξα τοῦ ἴδιου Κυρίου, εἴμαστε
ὅλοι ἑνωμένοι.
Ἂν ὅμως ἄλλοι δουλεύουν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλοι γιὰ τὸν Μαμμωνά, τότε ἐπέρχεται
διάστασις.
• Μία πίστις.
• Ἕνα βάπτισμα. Μᾶς ἑνώνει ἡ κοινὴ πίστις. Ὅσοι ξεκόβονται ἀπ' τὴν Ὀρθόδοξο πίστι, αὐτοὶ
δημιουργοῦν σχίσμα, διασποῦν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἑνότητα χωρὶς τὴν ἀλήθεια. Ἡ κοινὴ πίστις ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ ἑνότητα.
Όπου δὲν ὑπάρχει κοινὴ πίστις, ἐκεῖ ὑπάρχει ψευτοένωσις. Καὶ ὅσοι δὲν εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὴν
Ἐκκλησία τῆς Ἀλήθειας, αὐτοὶ εἶναι σχισματικοί.
• «Εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πάσιν ἠμὶν» (στ. 6). Ἔχουμε
κοινὸ Πατέρα, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ ὅλους. Ἡ δύναμις Τοῦ περνάει διὰ μέσου ὅλων των μελῶν τῆς
Ἐκκλησίας. Βρίσκεται μέσα σὲ ὅλους.
Το «ἐπὶ πάντων» τονίζει τὴ δεσποτεία τοῦ Θεοῦ.
Το «διὰ πάντων» τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Το «ἐν πάσιν» τὴν ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ. Μεγαλειώδεις ἀλήθειες, ποὺ φανερώνουν τὴν ἑνότητα
τῆς Ἐκκλησίας!

7 ῾Ενὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. 8 διὸ λέγει· ἀναβὰς

εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις. 9 τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστιν εἰ
μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς; 10 ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς
ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα. 11 καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους,
τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, 12 πρὸς τὸν
καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, 13 μέχρι
καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς
ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, 14 ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι,
κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας, ἐν τῇ κυβείᾳ τῶν ἀνθρώπων, ἐν
πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης,

Ἑνότητα, ἀλλὰ καὶ ποικιλία (στ. 7)


Μιλάει γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν πιστῶν καὶ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολή. Ἂν ἡ
Ἐκκλησία γιὰ τὸ Θεὸ ἀποτελῇ τὴν ἔκφραση τῆς ὑψίστης ἀγάπης, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἀποτελεῖ τὸ
σημεῖο τῆς ἑνότητας. Ὅλοι οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα, τὸ ἴδιο σῶμα: Τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας,
ποῦ Κεφαλὴ ἔχει τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν δὲν σημαίνει καὶ ὁμοιότητα τῶν πιστῶν σὲ ὅλα.
• Ἡ ἑνότητα βρίσκεται στὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη, ὄχι ὅμως καὶ στὴν ἰδιαιτερότητα ἑνὸς ἑκάστου
μέλους.
• Ἡ χριστιανικὴ Ζωὴ εἶναι χαρισματική. Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία, μοιάζει μὲ κῆπο. Ο κῆπος τότε εἶναι
ὄμορφος καὶ εὐχάριστος στὴν ὄψη καὶ τὴν ὄσφρησι, ὅταν περιέχῃ Ποικιλία λουλουδιῶν.
Φαντασθῆτε κῆπο, ὅπου ὑπάρχει ἕνα μόνο εἶδος λουλουδιοῦ, Π.Χ. μόνο τριαντάφυλλα ἢ μόνο
κρίνα. Ὡραία τα τριαντάφυλλα ἢ τὰ κρίνα, ἀλλὰ κουράΖει ἡ μονοτονία τοὺς τὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅταν στὸν κῆπο ὑπάρχη Ποικιλία λουλουδιῶν, τότε καὶ ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ εὐωδία εἶναι ποικίλη.
• Ἡ ποικιλία καὶ τὴν ἑνότητα διατηρεῖ καὶ εὐχαρίστηση προσφέρει. Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει
«ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ».
Ἄλλωστε αὐτὸ τὸ παρατηροῦμε καὶ στὸ σῶμα, μὲ τὸ ὁποῖο παρομοιάζεται ἡ Ἐκκλησία. Ποικίλα
τα μέλη. Δὲν κάνουν ὅλα τὴν αὐτὴ ἐργασία. Ἀλλὰ θεωροῦνται σπουδαιότερα, ὅπως τὸ μάτι, ἡ
καρδιά, ὁ ἐγκέφαλος. Ἀλλὰ θεωροῦνται κατώτερα, ὅπως τὰ πόδια. Όλα ὅμως εἶναι ἀναγκαία γιὰ
τὴ λειτουργία τοῦ σώματος.
Ποτὲ ἄνθρωπος δὲν εἶπε νὰ θυσιάση ἕνα μέλος τοῦ σώματός του, διότι εἶναι κατώτερο ἀπὸ τὰ
ἄλλα. Όλα τὰ θεωρεῖ ἀναγκαῖα καὶ ἀναντικατάστατα.
Ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία. Τὰ μέλη, οἱ πιστοί, τελοῦν ὁ καθένας ξεχωριστὴ ἐργασία. Ἔχουν καθένας
τὸ δικό του χάρισμα, τὸ δικό του διακόνημα, χωρὶς ὅμως αὐτὸ νὰ σημαίνῃ ὅτι ὑπάρχουν μικροὶ καὶ
μεγάλοι στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ μικρὸν ἢ μεγάλον ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲν κρίνεται ἀπ' τὴ θέση καὶ τὸ
διακόνημα, ποὺ ἔχει καθένας, ἄλλο ἀπὸ τὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς καὶ τὴ μετάνοια, ποὺ δείχνει
καθένας.
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος τονίζει: Ὅ,τι καθένας ἔχει, τὸ ἔχει δωρεάν, σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο τοῦ Χριστοῦ.
«Ἐνὶ δὲ ἐκάστω ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ» (στ. 7). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς δόθηκε ἡ χάρις σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο, μὲ τὸ ὁποῖο δωρίσει
ὁ Χριστός».
«Ἐνὶ ἐκάστω». Στὸν καθένα, σὲ ὅλους, δηλαδή, ὁ Θεὸς δίνει τὴ χάρι Του. Ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ
τὴ γενικὴ χάρι, δηλαδὴ τὴ σωτηρία, ποὺ εἶναι κοινὸ δῶρο γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους. Πρόκειται
γιὰ τὴν εἰδικὴ χάρι, γιὰ τὰ χαρίσματα, γιὰ τὰ προτερήματα, γιὰ τὰ διακονήματα, γιὰ τὶς ἱκανότητες,
ποὺ σ' ὅλους δίδονται. Δὲν εἶναι τὰ ἴδια. Εἶναι διαφορετικά. «Κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ
Χριστοῦ» (στ. 7).
Δὲν πρέπει νὰ παραπονῆται ὁ χριστιανός, ἐπειδὴ ἔχει διαφορετικὸ χάρισμα ἀπ' τὸν ἄλλον.
• Πρόκειται γιὰ δωρεά. Δὲν μᾶς χρωστοῦσε τίποτε ὁ Θεός, ὥστε νὰ μᾶς τὸ ξοφλήση. Ἐμεῖς εἴχαμε
ἕνα μεγάλο χρέος, ποὺ δὲν μπορούσαμε νὰ τὸ ξοφλήσουμε, τὶς ἁμαρτίες μας. Τὸ ξόφλησε Ἐκεῖνος
γιὰ μᾶς, καταβάλλοντας σὰν λύτρα τὸ πανάγιο Αἷμα τοῦ Υἱοῦ του.
Ό,τι, λοιπόν, μᾶς δίνει σὰν χάρισμα ἢ διακόνημα ἢ θέση, δὲν μᾶς τὰ δίνει διότι τὰ ἀξίζουμε. Τὸ
δίνει δωρεάν. Ὅταν κάποιος δίνη κάτι δωρεάν, δὲν παραπονούμεθα. Ἀντίθετα τὸν εὐχαριστοῦμε,
ἄσχετα ἂν σ' ἄλλους θέλησε νὰ χαρίση περισσότερα. Λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐκ ἀπὸ τῆς
οἰκείας ἀξίας καὶ μὲν πλέον, ὁ δὲ ἔλαττον ἔλαβεν» (Ε.Π.Ε. 20,692). Μετάφρασις: Δὲν ἔλαβε ἀπὸ τὴ
δική του ἀξία ὁ μὲν περισσότερο, ὁ δὲ ὀλιγώτερο.
• Πρόκειται γιὰ διανομὴ τῶν χαρισμάτων καὶ δωρεῶν, ποὺ δὲν ἔγινε ἀπὸ ἄνθρωπο μὲ
μεροληπτικὴ κρίση, ἀλλ' ἀπὸ τὸν Κύριο, ποῦ εἶναι ὁ ἀμερόληπτος Κριτής. «Κατὰ τὸ μέτρον τῆς
δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ» (στ. 7).
• Τὰ γενικὰ χαρίσματα σώζουν αὐτά, ποῦ σ' ὅλους εἶναι δοσμένα. Τέτοια εἶναι ἡ κοινὴ πίστις,
τὸ κοινὸ βάπτισμα, ὁ κοινὸς Πατέρας, ἡ κοινὴ σωτηρία ἢ ἐν Χριστῷ, ἡ κοινὴ ἀνάστασις, ἢ κοινὴ
δόξα στὸν παράδεισο.
Σ' αὐτὰ καμμία διάκρισις δὲν ὑπάρχει.
Γιὰ τὰ ἄλλα, γιὰ τὰ διακονήματα, τὶς θέσεις, τὶς ἱκανότητες, τὰ θαυμαζόμενα ὡς χαρίσματα, δὲν
πρέπει νὰ ζηλεύουμε τοὺς ἄλλους. Όσο λιγώτερα διαθέτει κανείς, τόσες λιγότερες εὐθύνες ἔχει καὶ
τόσο περισσότερες πιθανότητες νὰ σωθῆ.
Ν' ἀγωνιοῦμε γι' αὐτούς, ποὺ ἔχουν «μεγάλα» χαρίσματα καὶ «ὑψηλὲς» θέσεις μέσα στὴν
Ἐκκλησία. Αὐτοὶ κινδυνεύουν νὰ λυγίσουν κάτω ἀπ' τὸ βάρος τῆς εὐθύνης.
Οἱ ἅγιοι ἀπέφευγαν τὶς ὑψηλὲς θέσεις, διότι ἔτρεμαν τὶς εὐθύνες, ἀλλὰ καὶ τὶς πτώσεις, ποὺ
ὁπωσδήποτε εἶναι φοβερότερες ἀπὸ ψηλά. Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὰ πάντων
κεφαλαιωδέστερα, φησί, κοινὰ πάντων ἐστι, τὸ βάπτισμα, τὸ διὰ πίστεως σωθῆναι, τὸ τὸν Θεὸν
ἔχειν Πατέρα, τὸ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος ἅπαντας μετέχειν. Εἰ δὲ τί πλέον ὁ δεῖνα ἔχει ἐν τῷ
χαρίσματᾳ, μὴ ἄλγει, ἐπεῖ καὶ ὁ πόνος αὐτω πλείων ἐστι καὶ ὃ τὰ πέντε τάλαντα λαβῶν, πέντε
ἀπητεῖτο ὁ δὲ τὰ δύο, δύο μόνον προσήνεγκε, καὶ οὐδὲν ἔλαττον ἔσχεν ἐκείνου» (Ε.Π.Ε. 20,690).
Μετάφρασις: Τὰ κυριώτερα ὅλων, λέει ὁ Παῦλος, εἶναι κοινά σὲ ὅλους, δηλαδή, τὸ βάπτισμα, ἡ
σωτηρία μὲ τὴν πίστι, τὸ νάχουμε τὸ Θεὸ Πατέρα, τὸ νὰ μετέχουμε ὅλοι στὸ αὐτὸ Πνεῦμα. Ἂν πάλι
ὁ τάδε ἔχῃ κάποιο χάρισμα περισσότερο, μὴ στενοχωριέσαι, διότι κι ὁ κόπος σ' αὐτὸν εἶναι
περισσότερον. Ἀπ' ἐκεῖνον, ποὺ ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα, πέντε του ζητήθηκαν. Ἐκεῖνος, ποὺ ἔλαβε
τὰ δύο, δύο μόνο προσέφερε, καὶ δὲν πῆρε λιγότερα ἀπὸ τὸν ἄλλον.

Αἰχμάλωτοι οἱ δήμιοι, ἐλεύθερά τα δῶρα (στ. 8)


Γιατί πρὸ Χριστοῦ δὲν ὑπῆρχαν τόσα χαρίσματα καὶ τόσες δωρεὲς τῆς χάριτος, ὅπως στὴν Καινὴ
Διαθήκη;
Ἃς φέρουμε ἕνα παράδειγμα. Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια στὸ Σουδᾶν ἑκατοντάδες χιλιάδες
ἄνθρωποι πέθαιναν ἀπὸ τὴν πεῖνα. Γιατί; Τρόφιμα ὑπῆρχαν. Κάπου 45 καράβια, φορτωμένα μὲ
πολλὰ ἀγαθά, βρίσκονταν στὸ Νεῖλο. Μὰ δὲν μποροῦσαν νὰ ξεφορτώσουν. Δὲν ἄφηωαν οἱ
ἀντάρτες, ποὺ πίεζαν μ' αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν τότε κυβέρνησι. Τί χρειαζόταν; Νὰ ἐξουδετερωθοῦν οἱ
ἀντάρτες, γιὰ ν' ἀνοίξη ὁ δρόμος γιὰ τὴν τροφοδοσία τῶν πεινασμένων.
Ὁ Θεὸς εἶχε πάντοτε τὴ δυνατότητα νὰ τροφοδοτῇ τοὺς ἀνθρώπους μὲ ποικίλα χαρίσματα. Ἀλλ'
ὑπῆρχαν οἱ ἀντάρτες. Ἦταν ὁ Διάβολος καὶ τὰ ὄργανά του, ποὺ κρατοῦσαν αἰχμαλώτους τους
ἀνθρώπους καὶ δεμένους μὲ τὰ συρματόσχοινα τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Ἔπρεπε νὰ βρεθῆ
κάποιος νὰ ἐξουδετερώση τὴν «αἰχμαλωσίαν», ἐκείνους, δηλαδή, ποὺ κρατοῦσαν αἰχμάλωτο τὸν
ἄνθρωπο. Νὰ μεριάση τὰ μεγάλα ἐμπόδια ποὺ παρενέβαλλε ὁ Διάβολος. Ν' ἀνοίξη ὁ δρόμος, γιὰ
νὰ ἔρθη ἢ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ.
Κι ἐκεῖνος, ποὺ αἰχμαλώτευσε τὸν ἀπάνθρωπο τύρρανο καὶ τὸν ἐκθρόνισε, εἶναι ὁ Ἰησοῦς
Χριστός. Τονίζει ὁ Παῦλος στὴ συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς: «Διὸ λέγει: 'Ἀναβὰς εἰς ὕψος ἤχμαλωτευσεν
αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοὺς ἀνθρώποις» (στ. 8). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Γι' αὐτὸ
λέει ἡ Γραφή: Ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ καὶ ἅρπαξε ἀφθονία χαρισμάτων καὶ ἔδωσε δῶρα στοὺς
ἀνθρώπους».
Ἡ μεγάλη μάχη δόθηκε στὸ ὕψος, ποὺ ἀνέβηκε ὁ Χριστός. Εἶναι τὸ ὕψος τοῦ Σταυροῦ. Τὸ
τελειωτικὸ χτύπημα καὶ ἡ αἰχμαλωσία τῶν ἐχθρῶν ἔγινε μὲ τὸ ἀκόμα μεγαλύτερο ὕψος, ποὺ
ἀνέβηκε μὲ τὴν 'Ἀνάληψί του. «Ἀναβὰς εἰς ὕψος» σημαίνει «ἀναβὰς στὸν οὐρανό».
Ποιοὺς αἰχμαλώτευσε ἀνεβαίνοντας ψηλὰ ὁ Χριστός; Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ποίαν
αἰχμαλωσίαν φησί; Τὴν τοῦ διαβόλου. Αἰχμάλωτον τὸν τύρρανoν ἔλαβε, τὸν διάβολον καὶ τὸν
θάνατον καὶ τὴν ἀρᾶν καὶ τὴν ἁμαρτίαν. “Οράς σκύλα καὶ λάφυρα;» (Ε.Π.Ε. 20,692). Μετάφρασις:
Ποιὰ αἰχμαλωσία ἐννοεῖ; Τὴν αἰχμαλωσία τοῦ Διαβόλου. Συνέλαβε αἰχμάλωτο τὸν τύραννο, τὸ
διάβολο, τὸ θάνατο, τὴν κατάρα, τὴν ἁμαρτία. Βλέπεις λάφυρα καὶ ὅπλα;
Ὁ Χριστὸς ἀνέβηκε ψηλά. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο ποὺ ἔχει σημασία.
• Ὁ καλύτερος ἅλτης πηδάει τὸ πολὺ 2,40 μ.. Ἂν εἶναι ἅλτης στὸ ἐπὶ κοντῶ, πηδάει 6 τὸ πολὺ
μέτρα.
• Ὁ καλύτερος ὀρειβάτης μπορεῖ ν' ἀνεβῇ μέχρι τὴν κορυφὴ τῶν Ἰμαλαΐων, Ποῦ εἶναι περίπου
8.000 μέτρα.
• Ὁ ἀεροπόρος μὲ τὸ καλύτερο ἀεροπλάνο μπορεῖ ν' ἀνεβῇ περίπου 10.000 μέτρα.
• Ὁ ἀστροναύτης ἔχει φτάσει μέχρι τὸ κοντινότερο ἄστρο, τὴ Σελήνη, καὶ πλησιάσει τὸ ἑπόμενο,
τὸν Ἄρη. Ἀλλὰ πέρα ἀπ' αὐτὰ τὰ ἄστρα ὑπάρχουν ἄστρα μὲ ὕψη ὄχι ἑκατομμύρια ἢ
δισεκατομμύρια χιλιόμετρα, ἀλλὰ μὲ ὕψη ποῦ «μετριοῦνται» μὲ ἑκατομμύρια ἔτη φωτός!
Ἐκεῖνος ποὺ ἀνέβηκε στὸ μεγαλύτερο ὕψος καὶ κατέχει τὸ ρεκὸρ τοῦ ὕψους, εἶναι ὁ Ἰησοῦς
Χριστός. Ἀνέβηκε πάνω ἀπ' τὰ ἄστρα καὶ τοὺς γαλαξίες. Ἀνέβηκε στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ κάθισε
στὰ δεξιά του Πατρός.
Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἔχει ξεχωριστὴ σημασία το ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέβηκε μόνος του σὲ τέτοια
ὕψη. Ἀνέβηκε συντροφιὰ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἀνέβηκε ὡς Θεάνθρωπος. “Η 'Ἀνάληψις τοῦ Χριστοῦ
εἶναι ἡ ἄνοδος τοῦ ἀνθρώπου στὸ μεγαλύτερο ὕψος. 'Ἀνέβασε τὴν προσληφθεῖσα ἀνθρωπίνη φύσι
καὶ δόξασε τὸν ἄνθρωπο.
Ἀνεβαίνοντας λοιπὸν ὁ Θεάνθρωπος στὸν οὐρανὸ ἐξουδετέρωσε τὰ ἐμπόδια των ἀερίων
πνευμάτων. Ἄνοιξε ὁ δρόμος τῆς ἐλεύθερης ἐπικοινωνίας μὲ τὸ Θεό. Ὁ Θεὸς ἐλεύθερα πλέον
τροφοδοτεῖ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὰ «δόματα», μὲ τὶς δωρεές Του, μὲ τὰ χαρίσματά Του.

Ἀνέβηκε, ἀφοῦ πρῶτα κατέβηκε (στ. 9)


Ἡ ἀνάβασις τοῦ Χριστοῦ ἔγινε, διότι προηγήθηκε ἡ κατάβασις. Αὐτὸ τονίζει στὸν ἑπόμενο στίχο:
«Τὸ δὲ ἀνέβη τί ἔστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρώτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς;» (στ. 9). Ἀπόδοσης
στὴν ἁπλοελληνική: «Τὸ δὲ ἀνέβηκε τί σημαίνει, παρὰ τὸ ὅτι κατέβηκε πρῶτα στὰ κατώτερα μέρη
τῆς γῆς (δηλαδή, στὸν ᾅδη);
Ο Χριστὸς ἦταν ὁ ὑψηλὸς Θεός. Προϋπῆρχε πρὸ πάντων των αἰώνων στὸν οὐρανό. Θέλησε ἀπὸ
πολλὴ ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο, εὐδόκησε, νὰ κατεβῇ κάτω στὴ γῆ.
Γιὰ νὰ κατεβῇ κανεὶς ἀπὸ ἕνα ὕψος, πρέπει νὰ χρησιμοποιήση σκάλα. Καὶ ὁ Χριστὸς
χρησιμοποίησε δύο σκάλες γιὰ νὰ κατεβῇ.
• Ἡ μία θεϊκή. Ὀνομάζεται ταπείνωσις, συγκατάβασις, κένωσις. «Ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὒχ
ἅρπαγμον ἠγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῶ, ἀλλ' ἐαυτὸν ἔκενωσε μορφὴν δούλου λαβῶν, ἐν ὁμοιώματᾳ
ἀνθρώπου γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεῖς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἐαυτόν...» (Φῖλ. β' 6-8).
• Ἡ ἄλλη σκάλα ἀνθρωπίνη. Τοῦ τὴν προσέφερε τὸ ἀνθρώπινο γένος. Εἶναι ἡ Παναγία Μητέρα
τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ λέμε στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο: «Χαῖρε, κλῖμαξ
ἐπουράνιε, δὶ' ἧς κατέβη ὁ Θεός».
Κατέβηκε ὁ ὑψηλὸς Θεός. Ποῦ κατέβηκε; «Εἷς τα κατώτερα μέρη τῆς γῆς». Ποιὰ εἶναι αὐτά;
• Τροπικὰ εἶναι οἱ ἄθλιες συνθῆκες ποὺ γεννήθηκε. Ἀναπαύθηκε μέσα σὲ μία βρώμικη σπηλιά.
Εἶναι οἱ βρωμιὲς τῆς γῆς, ποὺ συνάντησε καὶ ἔπρεπε νὰ τὶς καθαρίση.
Ο μυθικὸς Ἡρακλῆς ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἄθλους τοῦ καθάρισε καὶ τὴν κόπρο τοῦ Αὔγειου,
ἀφοῦ ἔστρεψε τὴν κοίτη τοῦ Ἀλφειοῦ ποταμοῦ. Ο ἀληθινὸς Ἡρακλῆς, ὁ παντοδύναμος Κύριος,
καθάρισε τὴν κόπρο τοῦ Αὔγειου, τὴν κοπριὰ τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ ἔστρεψε πάνω στὸ ἀνθρώπινο
γένος τὸ καθαρτικὸ ποτάμι τοῦ παναγίου Αἵματός του.
Τροπικὰ ἀκόμα θὰ λέγαμε, ὅτι κατώτερα μέρη τῆς γῆς εἶναι ὁ φρικτὸς τρόπος ποὺ πέθανε ὁ Υἱὸς
τῆς Παρθένου. Ἀθλιώτερος τρόπος γεννήσεως ἀπὸ τὸ σταῦλο δὲν ὑπάρχει. Καὶ ὀδυνηρότερος
τρόπος θανάτου ἀπὸ τὸ σταυρὸ δὲν ὑπάρχει.
• Τοπικὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς εἶναι ὁ Ἅδης.
Ὁ Χριστὸς κατέβηκε. Ο Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. «Οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν
οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὧν ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ἰωάν. γ΄ 13).
Ἡ σάρκωσις καὶ ἢ εἰς Ἅδου κάθοδος τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὰ δύο διαδοχικὰ κατεβάσματά Του.
Κατέβηκε μὲ τὴ σάρκωσί του στὸ ὑπόγειο τοῦ οὐρανοῦ.
Κατέβηκε μὲ τὴν εἰς Ἅδου κάθοδό του στὸ ὑπόγειο τῆς γῆς.
Υπόγειο τοῦ οὐρανοῦ ἦταν ἡ γῆ. Ὑπόγειο τῆς γῆς ὁ Ἅδης. «Κατῆλθες ἐν τοὺς κατωτάτοις τῆς γῆς
καὶ συνέτριψας μοχλοὺς αἰωνίους» (στ' ᾠδὴ κανόνος τοῦ Πάσχα).

Γεμίζει μὲ τὴν παρουσία τοῦ τὰ πάντα (στ. 10)


Ἦταν ἀνάγκη ὁ Χριστὸς νὰ κατεβῇ μέχρι τὸν Ἅδη καὶ ν' ἀνεβῇ μέχρι τὸν οὐρανό; Ο ἀπόστολος
Παῦλος παρουσιάζει ἕνα λόγο, καὶ δὲν εἶναι ὁ μοναδικός.
Ο Χριστὸς ὡς Θεὸς ἦταν «πανταχοῦ παρών». Ἔπρεπε καὶ ὡς Θεάνθρωπος νὰ γίνῃ «πανταχοῦ
παρών». Νὰ πληρώση τὰ πάντα. Κατέβηκε, λοιπόν, καὶ στὸν Ἅδη, «νὰ πληρώση ἐαυτῶ τὰ πάντα»
(λειτουργία Μ. Βασιλείου).
• Εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ τὴ λυτρωτική του παρουσία καὶ οἱ νεκροί του Ἅδη.
• Ἀνέβηκε ὡς Θεάνθρωπος μὲ τὴν Ἀνάληψί Του γιὰ νὰ γεμίση ἢ θεανθρώπινη παρουσία του καὶ
τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ Τὸν δοῦν ὡς Θεάνθρωπο καὶ οἱ ἄγγελοι.
Λέει στὸν ἑπόμενο στίχο ὁ Παῦλος. «Ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω πάντων των
οὐρανῶν, ἶνα πληρώση τὰ πάντα» (στ. 10). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Αὐτός, ποὺ κατέβηκε,
Αὐτὸς εἶναι καὶ ποὺ ἀνέβηκε πάνω ἀπὸ ὅλους τους οὐρανούς, γιὰ νὰ γεμίση (μὲ τὴν παρουσία Τοῦ)
τὰ πάντα».
Ο Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς κάλυψε ὅλο το διάστημα τοῦ χώρου, ἂν μποροῦμε νὰ
χρησιμοποιήσουμε τὸν ὄρο. Εἶναι ὁ ἀληθινὰ διαστημικὸς ἄνθρωπος. Κατέβηκε στὰ κατώτερα μέρη,
ἀνέβηκε στὰ ἀνώτερα ὕψη, «ὑπεράνω πάντων των οὐρανῶν» (στ. 10).
Πάνω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ τίποτε δὲν ὑπάρχει. Διέσχισε ὅλους τους οὐρανούς.
Πολλὲς φορὲς στὴ Γραφὴ τονίζεται ἡ ὕπαρξις οὐρανῶν. Ἄλλοτε γίνεται λόγος γιὰ τρεῖς οὐρανοὺς
(Β΄ Κορ. ιβ' 2), ἄλλοτε γιὰ ἑπτά, ἄλλοτε γιὰ πολλοὺς οὐρανούς.
Συμβολικὲς παραστάσεις, γιὰ νὰ δείξη ἢ Γραφὴ τὴν ὑπέροχη δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς βαθμίδες
δόξας τῶν ἀνθρώπων. Πάντως γεγονὸς εἶναι, ὅτι «ἔχομεν ἀρχιερέα διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς,
Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, διὸ κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας» (Ἑβρ. δ' 14).
Ο ἱερὸς Χρυσόστομος μιλάει γιὰ τρία παράδοξα, ποὺ συνέβησαν μὲ τὴν κάθοδο καὶ τὴν ἄνοδο
τοῦ Χριστοῦ: «Τρία παράδοξα θαύματα ἐξ ἀρχῆς χρόνου οὐ γνώριμα. Ταῦτα δὲ ἔστιν ἄνυμφευτου
μητρὸς ὠδίς, τριημέρου πάθους ἀνάστασις, σαρκὸς εἰς οὐρανοὺς ἀνάληψις. Οἶδεν ὁ χρόνος
στείρας τικτούσας, ἀλλ' οὐ γαμικῆς συναφείας ἐκτός. Οἶδε νεκροὺς ἀναβιώσαντας, ἀλλ' οὐχὶ εἰς
Ζωὴν ἀτελεύτητον. Οἶδε προφήτην ἀναλαμβανόμενον, ἀλλ' ὡς εἰς οὐρανόν το, ὡς, τῆς ἀληθείας
δεύτερον».
Ο Χριστὸς γεμίσει τὰ σύμπαντα μὲ τὴν παρουσία Του. Ἃς γεμίση καὶ τὴ δική μας ὕπαρξι. Ἡ θεία
Λειτουργία τελειώνει μ' αὐτὴ τὴν εὐχή: «Πλήρωσον χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ἠμῶν».
Γεμάτοι Χριστὸ οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Ἔτσι κι ἐμεῖς.
• Γεμάτοι Χριστό.
• Γεμάτοι χαρά.
• Γεμάτοι ἐλπίδα.
• Γεμάτοι Ζωή.

Χαρίσματα-Διακονήματα (στ. 11)


Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ μυστικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ περιποιήθηκε ὁ Χριστός. Τὸ καθάρισε μὲ τὸ
Αἷμα Του.
• Τὸ Σῶμα, ὡς σῶμα, εἶναι τέλειο καὶ ἀναμάρτητο.
• Τὰ μέλη τοῦ σώματος, οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἀτελεῖς, ἁμαρτωλοί. Ἔχουμε ἀνάγκη στοργῆς,
ἀγάπης, διακονίας, καταρτίσεως.
Γι' αὐτὸ ὁ Χριστὸς δὲν ἄφησε τὸ Σῶμα Τοῦ μόνο ἐπὶ τῆς γῆς. Δὲν ἄφησε τὴν Ἐκκλησία Τοῦ
ἀποίμαντη. Ἂν Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ἀόρατη Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὤρισε καὶ ὁρατὴ κεφαλὴ στὴν ἐπὶ τῆς
γῆς στρατευομένη Ἐκκλησία. Ἀνθρώπους πιστούς, ποὺ ἀναλαμβάνουν ἔργο διακονίας μέσα στὴν
Ἐκκλησία.
Τὰ χαρίσματα, ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν εἶναι χαρίσματα ἐπιδείξεως.
Εἶναι διακονήματα ἀγάπης.
Σὲ ὅλους χαρίζονται οἱ δωρεές, «κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ» (στ. 7). 'Ἀλλ'
ὑπάρχουν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν ὑπευθυνότερους ρόλους, ἀνώτερα
διακονήματα. Καὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι ἀξιοζήλευτοι. Όσοι ἔχουν τὶς τιμές, αὐτοὶ ἔχουν καὶ τὶς εὐθύνες.
Όσο ὑψηλότερα ἀνεβασμένος εἶναι κάποιος, τόσο περισσότερο κινδυνεύει νὰ πέση καὶ ἡ πτῶσις
τοῦ μπορεῖ νὰ εἶναι θανατηφόρα.
Ο ἀπόστολος Παῦλος στὴ συνέχεια τονίζει, ὅ,τι τὰ ὑψηλὰ διακονήματα μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν
τὰ παίρνει κανεὶς μόνος του. Τὰ δίνει ὁ Θεός. Στὴν Ἐκκλησία δὲν ἔχουν θέσι οἱ σπουδαρχίδες, αὐτοὶ
ποὺ ἐπιδιώκουν ὑψηλὲς θέσεις. Ἔχουν θέσι ὅσοι ἐπιστρατεύονται στὴν ὑπηρεσία τοῦ πιστοῦ λαοῦ.
Λέγει, λοιπόν, ὁ Παῦλος: «Καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ
εὐαγγελιστᾶς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους» (στ. 11). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Αὐτὸς
ἐπίσης ἔδωσε, ὥστε νὰ εἶναι, ἄλλοι μὲν ἀπόστολοι, ἄλλοι δὲ προφῆτες, ἄλλοι δὲ εὐαγγελιστὲς
(δηλαδὴ περιοδεύοντες κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου), ἄλλοι δὲ ποιμένες καὶ διδάσκαλοι».
Προνοεῖ ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν Ἐκκλησία Του.
Στὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἔδωσε ὁ Δημιουργὸς μάτια, ἐγκέφαλο καὶ καρδιά, τὰ λεπτότατα αὐτὰ
ὄργανα. Καὶ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔδωσε αὐτούς, ποῦ πρέπει νὰ εἶναι τὰ μάτια, νὰ ἐπισκοποῦν
(ἐπίσκοποι), ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀγαπώσα καρδιά, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ὁ σκεπτόμενος καὶ
ἀποφασίζων ἐγκέφαλος.
Τοὺς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου ὁ Θεὸς τοὺς δίνει. Βέβαια δὲν εἶναι ὅλοι ἄξιοι καὶ τέλειοι. Γι' αὐτὸ
θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι δίνονται «κατ' εὐδοκίαν ἢ κατ' ἀνοχὴν ἢ κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ».
Στὴν πρώτη Ἐκκλησία οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ συνεργοὶ τοὺς ἤσαν ἀξιώτεροι ἀπ' τοὺς ποιμένες τῶν μετ'
ἔπειτα αἰώνων. Ἀλλὰ πάντοτε ἡ Ἐκκλησία εἶχε καὶ ἔχει καὶ τοὺς ἀξίους ποιμένες.
Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι πρώτους στὸν κατάλογο τῶν χαρισματούχων θέτει ὁ Παῦλος τοὺς
Ἀποστόλους. Καὶ ὅταν στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ μιλάη γιὰ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, πάλι τοὺς Ἀποστόλους θέτει πρώτους: «Καὶ οὖς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς πρώτον ἀποστόλους,
δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἴτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις,
κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν» (Α΄ Κορ. ιβ' 28).
• Μπορεῖ νὰ ἐντυπωσιάσουν τὰ χαρίσματα τῆς γλωσσολαλίας, τῆς θαυματουργίας, τῆς
προορατικότητας, ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὰ τὰ ἀνώτερα.
• Στὴν Ἐκκλησία ἀνώτερα εἶναι τὰ χαρίσματα, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ λόγο καὶ τὴν ἀγάπη.
Δυστυχῶς, σήμερα, ἂν ἀκουστῇ, ὅτι κάπου ὑπάρχει Γέροντας μὲ προορατικὸ ἢ θαυματουργικὸ
χάρισμα, τρέχουν οἱ πολλοὶ μὲ περιέργεια. Ἂν πληροφορηθοῦν, ὅτι κάπου γίνεται κήρυγμα
ἑρμηνευτικὸ καὶ ἐποικοδομητικὸ ἀπὸ σπουδαῖο θεολόγο, δὲν ἐντυπωσιάζονται κατὰ τὸν ἴδιο
τρόπο.
Καὶ ὅμως ὁ Παῦλος δὲν θέτει πρῶτα τα χαρίσματα ποὺ δὲν ἐντυπωσιάζουν, ἀλλ' ἐκεῖνα ποὺ
οἰκοδομοῦν.
Πρῶτοι στὴν Ἐκκλησία εἶναι οἱ Ἀπόστολοι. Πρόσωπα μὲ εἰδικὴ ἄποστολη.
• Οἱ Ἀπόστολοι τὰ εἶχαν ὅλα, καὶ τὸ λόγο καὶ τὸ θαῦμα. Καὶ τὴν ἱερωσύνη καὶ τὴ διακονία. Ἤσαν
καὶ εὐαγγελιστὲς καὶ προφῆτες καὶ ποιμένες καὶ διδάσκαλοι. Ἐνῷ οἱ εὐαγγελιστὲς καὶ οἱ προφῆτες,
οἱ ποιμένες καὶ οἱ διδάσκαλοι, δὲν ἤσαν ἀπαραίτητα καὶ ἀπόστολοι.
• Οἱ Ἀπόστολοι ἤσαν πνευματικοὶ ἡγέτες πάνω ἀπὸ κάθε ἄλλη πνευματικὴ ἐξουσία. Εἶχαν τὰ
χαρίσματα καὶ τὶς ἐξουσίες τῶν ἄλλων. Οἱ ἄλλοι δὲν εἶχαν καὶ δὲν ἔχουν τὴν ἀποστολικὴ ἐξουσία.
Λέγει σχετικὰ ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Ὁ προφήτης ἄρχων ἐστὶ παρ' ἠμὶν ὁ δαίμονας ἐξελαύνων ἄρχων
ἐστὶ παρ' ἠμὶν ὁ ποιμὴν καὶ διδάσκαλος ἄρχων ἐστὶ πνευματικὸς ἀλλὰ τούτων μείζων ἐστὶν ἀρχὴ ἢ
ἀποστολική... Καὶ ὁ μὲν προφήτης οὐ δύναται εἶναι καὶ ἀπόστολος καὶ προφήτης ὁ δὲ ἀπόστολος
καὶ προφήτης ἐστὶ πάντως, καὶ χαρίσματα ἔχειν ἴαματων, καὶ γένη γλωσσῶν, καὶ ἑρμηνείας
γλωσσῶν διὸ ἀρχὴ καὶ ρίζα ἐστὶ τῶν χαρισμάτων» (Ε.Π.Ε. 26,288-290). Μετάφρασις: Ὁ προφήτης
εἶναι ἄρχοντας. Σὲ μᾶς ὅποιος βγάζει δαιμόνια, εἶναι ἄρχοντας. Ὁ ποιμένας καὶ ὁ δάσκαλος εἶναι
ἄρχοντας πνευματικός. Ἀλλ' ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς ἀνώτερη εἶναι ἡ ἀποστολικὴ ἐξουσία... Καὶ ὁ
προφήτης βέβαια δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἀπόστολος καὶ προφήτης. Ἐνῷ ὁ ἀπόστολος εἶναι
ὁπωσδήποτε καὶ προφήτης καὶ ἔχει θεραπευτικὸ χάρισμα, καὶ γλωσσολαλεῖ καὶ διαθέτει τὸ
χάρισμα τῆς ἑρμηνείας γλωσσῶν. Γι' αὐτὸ εἶναι ἀρχὴ καὶ ρίζα ὅλων των χαρισμάτων.
• Οἱ Ἀπόστολοι ἀποτελοῦν τοὺς συνεχιστὲς τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. "Ἔχουν καθένας ξεχωριστά,
ἀλλὰ καὶ ὅλοι μαζὶ αὐθεντικὸ κῦρος.
• Οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι εἶναι μοναδικοί. Οἱ μαθητὲς τῶν Ἀποστόλων, οἱ λεγόμενοι Ἀποστολικοὶ
Πατέρες, οἱ ἑπόμενοι, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἐπίσκοποι, καὶ γενικὰ οἱ ποιμένες τῆς
Ἐκκλησίας, εἶναι διάδοχοί των Ἀποστόλων, ἀλλ' ὄχι μὲ τὴν ἐξουσία καὶ τὸ ἀλάθητό των Δώδεκα.
Μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους ὁ Χριστὸς ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία τοῦ προφῆτες καὶ εὐαγγελιστές.
Ἔχουν σχέση μὲ τὴ μετάδοση τοῦ λόγου καὶ τὴν ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος.
• Οἱ προφῆτες δὲν εἶναι μὲ τὴν ἔννοια τοῦ προλέγειν τὰ μέλλοντα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ
κήρυκος καὶ τοῦ παρηγορητῆ τοῦ λαοῦ.
• Οἱ εὐαγγελιστὲς εἶναι ὅσοι εὐαγγελίζονται εὔκαιρως ἀκαίρως τὴ σωτήρια διδασκαλία τοῦ
Χριστοῦ.
Οἱ ποιμένες καὶ οἱ διδάσκαλοι εἶναι ὅσοι ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἐγκαθίσταντο ἐπισκόποι καὶ
πρεσβύτεροι στὶς κατὰ τόπους ἐκκλησίες.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ποίμνη τοῦ Χριστοῦ, ποῦ ποιμαίνεται ἀπὸ εἰδικὰ πρόσωπα, ποῦ λέγονται
ποιμένες. Ὁ μεγάλος Ποιμένας, Διδάσκαλος καὶ 'Ἀρχιερέας εἶναι Ἐκεῖνος. Προσέφερε καὶ τὸ λόγο
καὶ τὴ θυσία
Καὶ οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλουν νὰ προσφέρουν τὸ λόγο καὶ τὴ θυσία. Νὰ εἶναι
διδάσκαλοι καὶ ἱερεῖς. Δὲν νοεῖται ποιμένας, ποῦ δὲν διδάσκει, δὲν κατηχεῖ τὸ λαό. Καὶ δὲν νοεῖται
ἐκκλησιαστικὴ λατρεία χωρὶς διδαχή.

Ὁ σκοπὸς τῶν διακονιῶν στὴν Ἐκκλησία (στ. 12)


Οἱ ποιμένες ὑπάρχουν γιὰ νὰ ξεχωρίζουν ἀπὸ τὸν πολὺ κόσμο; Γιὰ νὰ ἐπιδεικνύωνται; Γιὰ νὰ
κατεξουσιάζουν τὸ λαό; Γιὰ νὰ ἐκμεταλλεύονται τὰ πρόβατα καὶ νὰ πλουτοῦν ἀπὸ τὴ διαποίμανση
τῆς μάνδρας τῆς Ἐκκλησίας;
Μέσα στὴν πάροδο τῶν αἰώνων, στὸ ξεύτισμα καὶ τῶν διακονημάτων, ἐμφανίστηκαν καὶ αὐτὰ
τὰ κακέκτυπά των ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιὰ τοὺς «Ποιμένες», ποὺ λέει ὁ Προφήτης,
ὅτι ἐκμεταλλεύονται τὰ πρόβατα (“Ἱερ. 1β' 10). Πρόκειται γιὰ λυκοποιμένες (Πράξ. κ' 29).
Ο Παῦλος φυσικὰ βλέπει ὑψηλό το σκοπὸ τῶν Ποιμένων καὶ διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας. Τριπλὸς
ὁ πνευματικὸς σκοπός τους:
• Ὁ καταρτισμὸς τῶν χριστιανῶν.
• Ἡ διακονία τῆς Ἐκκλησίας.
• Ἡ οἰκοδομὴ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. «Πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας,
εἰς οἰκοδομῇς τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (στ. 12). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Γιὰ νὰ
καταρτίζουν τοὺς ἁγίους (τους χριστιανούς), γιὰ νὰ κάνουν ἔργο διακονίας, ὥστε νὰ στηρίζεται καὶ
νὰ ὠφελῆται τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ (οἱ πιστοί).
Καταρτισμὸς τῶν ἁγίων. Οἱ «ἅγιοι», δηλαδή, οἱ χριστιανοί, ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ καταρτισμό, ὥστε
νὰ ἐνσωματωθοῦν πλήρως στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ δογματικὸ καὶ ἠθικὸ
καταρτισμό, νὰ μάθουν καλὰ τὰ πιστευτέα καὶ τὰ πρακτέα, τὸ τί πρέπει νὰ πιστεύουν καὶ τὸ τί
πρέπει νὰ πράττουν στὴν καθημερινή τους πορεία.
Εἶναι δυστυχῶς ἀκατάρτιστοι σήμερα οἱ πολλοί. Καὶ αὐτὸ διότι βαπτίσθηκαν μικρὰ βρέφη χωρὶς
ν' ἀκολουθήση συστηματικὴ κατήχησις καὶ διδασκαλία. 'Ἀγνοοῦν βασικὰ θέματα τῆς πίστεως,
ἀλήθειες τῆς Θεολογίας. Ἡ ἄγνοια προέρχεται ἀπὸ ἀδιαφορία ἢ τῶν ἰδίων ποὺ δὲν θέλουν νὰ
πληροφορηθοῦν τὰ τῆς Πίστεως, ἢ τῶν κληρικῶν, ποὺ ἀρκοῦνται σὲ ἐπιτέλεσι τυπικῶν
λατρευτικῶν πράξεων καὶ δὲν κατηχοῦν ζωντανὰ καὶ συστηματικά το λαό.
Ἀν ἡ ἀδιαφορία γεννᾷ τὴν ἄγνοια, ἡ ἄγνοια γεννᾷ τὴν ἀμφιβολία. Ο καταρτισμὸς τῶν πιστῶν
εἶναι ἄμεση ἀπαίτησις. Οἱ ποιμένες δὲν εἶναι ἄρχοντες κοσμικοί. Εἶναι διάκονοι τοῦ λαοῦ. Ἐκεῖνος
«οὐκ ᾖλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν»
(Ματθ. κ' 28).
Το ἔργο τῶν ποιμένων εἶναι ἡ οἰκοδομὴ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Φυσικά το σῶμα τοῦ Χριστοῦ
ὑπάρχει, δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία, ἡ θεία οἰκοδομῇ. «Καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ.
ἰστ' 18). Τὸ πρόβλημα εἶναι, πῶς καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ «ἐποικοδομούμεθα» πάνω στὴν οἰκοδομὴ
τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι οἰκοδομή. Καὶ κάθε πιστὸς εἶναι μία οἰκοδομή. Οἱ ποιμένες κάποτε γκρεμίζουν,
ἀντὶ νὰ κτίζουν. Γκρεμίζουν μὲ τὸ παράδειγμά τους ἢ μὲ τὴν ἀδιαφορία τους. Γκρεμίζουν μέσα στὶς
ψυχὲς τὸ οἰκοδόμημα τῆς πίστεως.

Ποῦ πρέπει νὰ φτάσουμε (στ. 13)


Ο τελικὸς σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ἐργασίας στὴν Ἐκκλησία παρουσιάζεται στὴ συνέχεια:
«Μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἵου τοῦ
Θεοῦ, εἷς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (στ. 13). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνική: «Μέχρις ὅτου ὅλοι φτάσουμε στὴν ἑνότητα, ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ πίστης καὶ ἡ ἐπίγνωσις
τοῦ Υἵου τοῦ Θεοῦ, σὲ ἄνθρωπο ὥριμο, στὸ μέτρο τῆς τέλειας χριστιανικῆς ἡλικίας».
• Ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως παρουσιάζεται μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ σώματος. Ἡ πίστης μᾶς συνδέει καὶ
μᾶς συναρμολογεῖ σ' ἕνα σῶμα. Μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἐπίγνωσι τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
• Ἐπίγνωσις δὲν εἶναι μία ἁπλὴ γνῶσις. Εἶναι ἡ βιωματικὴ κατανόησης τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ
Χριστοῦ.
• Τελικὸς σκοπὸς εἶναι ἡ χριστομίμησις. Ἂν ὁ ἀγῶνας μᾶς εἶναι ἡ πνευματική μας πρόοδος,
μέτρο γιὰ τὴν πρόοδο αὐτὴ εἶναι ὁ Χριστός, «ἡ ἥλικιά του Χριστοῦ».
• «Ἡλικία» ἐδῶ σημαίνει πνευματικὴ ὡριμότητα. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ μέτρο αὐτῆς τῆς «ἡλικίας».
Ὑπάρχει μέτρο νὰ μετρήσουμε τὴν ἀξία, τὴν ἀρετή, τὴν ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ;
• Ἂν μπορείς νὰ μετρήσης τὴ διάσταση τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος, ἄλλο τόσο μπορεῖς νὰ μετρήσης
τὴ διάσταση τῆς ἀρετῆς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅμως τὸ σύμπαν, ὡς ὑλικό, κάπου σταματάει, ἔχει κάποια
ἀκτίνα, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ὑπολογίσουμε. Εἶναι τόσο μεγάλο το σύμπαν. Ὁ Χριστὸς δὲν
εἶναι ἁπλῶς μεγάλος καὶ ὑψηλός. Εἶναι ἀδιάστατος. Εἶναι ἀπροσμέτρητος, διότι εἶναι Θεός.
Θέλησαν μερικοὶ μέσ' στοὺς αἰῶνες νὰ μετρήσουν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ τὰ δικά τους μέτρα.
• "Ἂν μπορῶς μὲ ὑποδεκάμετρο νὰ μετρήσης τὴν ἀπόσταση ποὺ χωρίζει τὴ γῆ ἀπ' τὸν ἥλιο, ἄλλο
τόσο μπορεῖς νὰ μετρήσης μὲ τὸ ὑποδεκάμετρο τῆς διανοίας σου τὴν ἀπόσταση ποὺ χωρίζει τὸν
ἄνθρωπο ἀπ' τὸ Χριστό, ποῦ εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός.
• Ἂν μπορῶς νὰ προσεγγίσης τὸν ἥλιο καὶ μὲ θερμόμετρο συνηθισμένο νὰ μετρήσης τὴ
θερμοκρασία του, ἄλλο τόσο μπορεῖς μὲ τὸ θερμόμετρο τῶν ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων νὰ
μετρήσης τὴ λάμψη τοῦ προσώπου τοῦ Θεανθρώπου.
Ὑπάρχει μέτρο νὰ μετρήσουμε τὸν Ἰησοῦ Χριστό; Καλεῖται «πλήρωμα». «Εἷς μέτρον ἥλικιάς του
πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (στ. 13). Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος. “Όταν μία δεξαμενὴ
εἶναι γεμάτη, λέμε ὅτι ἔχει πληρωθῆ. Καὶ ἢ δεξαμενὴ τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἦταν γεμάτη
ἀπὸ τὴ Θεότητα. Μέσα στὸν Ἰησοῦ «κατοικεῖ πᾶν το πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς» (Κολασ.
β' 9).
Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ «μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος». Θέλεις νὰ δῇς τὰ σωστὰ πνευματικά σου
μέτρα; Μὴ συγκρίνεις τὸν ἑαυτό σου μ' ὅσους θεωρεῖς κατωτέρους. Σύγκρινε τὸν μὲ τοὺς
ἀνωτέρους, μὲ τοὺς ἁγίους.
Πόσο μικροὶ φαινόμαστε μπροστὰ στοὺς ἁγίους!
Προχώρα ἀκόμα καὶ μέτρησε τὸν ἑαυτό σου μὲ τὸ τέλειο μέτρο συγκρίσεως, μὲ τὸν Ἰησοῦ
Χριστό. Τί εἶναι καὶ ὁ μεγαλύτερος ἄνθρωπος καὶ ὁ σοφώτερος καὶ ὁ ἐνδοξότερος ἄνθρωπος
μπροστὰ στὸν Χριστό;
• Ἕνας νᾶνος μπροστὰ σ' ἕναν γίγαντα.
• Μία σταγόνα μέσα στὸν ὠκεανό.
Καὶ ὅμως ὁ χριστιανὸς μπορεῖ νὰ πλησιάση τὸ μέτρο τῆς «ἡλικίας» τοῦ Χριστοῦ. Πῶς; Μὲ τὴ
χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε ὁ προορισμὸς μᾶς εἶναι ἡ χριστομίμησις, ἡ θέωσις.

Ὄχι νήπια παρασυρόμενα (στ. 14)


Γιὰ νὰ φτάσουμε στὸ μέτρο «ἡλικίας», στὴν ὡριμότητα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀνάγκη νὰ πάψουμε
νὰ εἴμαστε νήπια πνευματικά. «Ἶνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ
ἀνέμω τῆς διδασκαλίας, ἐν τῇ κυβείᾳ τῶν ἀνθρώπων, ἓν πανουργία πρὸς τὴν μεθοδείας τῆς
πλάνης» (στ. 14). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε πλέον νήπιοι, σαλευόμενοι
σὰν τὰ κύματα καὶ πρὸς τὰ ἐδῶ καὶ πρὸς τὰ ἐκεῖ φερόμενοι ἀπὸ κάθε ἄνεμο τῆς διδασκαλίας, ἀπὸ
τὴ δολιότητα τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ τὴν πανουργία γιὰ τὴ μεθοδικὴ παρουσίαση τῆς πλάνης».
•Υπάρχει καὶ ἡ καλὴ σημασία τῆς λέξεως «νήπιον». Νὰ εἴμαστε σὰν τὰ νήπια στὴν κακία. «Μὴ
παιδία γίνεσθε ταῖς φρεσίν, ἀλλὰ τὴ κακία νηπιάσετε» (Α΄ Κορ. ιδ' 20).
• Ἀλλ' ἐδῶ θέλει νὰ τονίση ὁ Παῦλος τὴν πνευματικὴ ἀνωριμότητα. Τὰ νήπια εὔκολα
παρασύρονται καὶ ἐπηρεάζονται. Ἔχουν ἀστάθεια πνευματική. Ἔτσι καὶ μερικοὶ χριστιανοὶ ἔχουν
παραμείνει σὲ νηπιακὴ κατάσταση. Παρασύρονται εὔκολα. Κλυδωνίζονται μὲ τὸ παραμικρό.
Σήμερα πνέουν δυνατοὶ ἰδεολογικοὶ ἀγέρες. Ἀγέρες ἀπιστίας, αἱρέσεως, διαφθορᾶς. Ὑπάρχουν
ἄνθρωποι, ποῦ πηγαίνουν «ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος». Δὲν ἔχουν σταθερότητα. Εἶναι καιροσκόποι.
Κοιτάζουν τὸ ὑλικό τους συμφέρον. Πουλᾶνε καὶ τὴν πίστη τους.
"Ἄλλοτε πάλι χριστιανοὶ πέφτουν θύματα τῆς πανουργίας καὶ τῆς ἀπάτης. “Υπάρχουν οἱ
ἀπατεῶνες τοῦ πνεύματος. “Όπως στοὺς κύβους, στὰ τυχερὰ παιχνίδια, κάνουν οἱ παῖκτες ἀπάτες
καὶ μὲ πανουργία παίρνουν τὰ λεφτὰ τοῦ ἄλλου, ἔτσι καὶ στὸν πνευματικὸ χῶρο ὑπάρχουν αὐτοὶ
ποὺ παίζουν ἄτιμο παιχνίδι καὶ ἐξαπατοῦν.
Προσοχὴ λοιπόν! Ὄχι ἀνώριμα νήπια, ἀλλ' ὡρίμους καὶ σταθεροὺς στὴν πίστι καὶ τὴν
πνευματικὴ ζωὴ μᾶς θέλει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
15 ἀληθεύοντες δὲ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός, 16 ἐξ
οὗ πᾶν τὸ σῶμα συναρμολογούμενον καὶ συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας κατ'
ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνὸς ἑκάστου μέρους τὴν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖται εἰς οἰκοδομὴν ἑαυτοῦ
ἐν ἀγάπῃ. 17 Τοῦτο οὖν λέγω καὶ μαρτύρομαι ἐν Κυρίῳ, μηκέτι ὑμᾶς περιπατεῖν καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ
ἔθνη περιπατεῖ ἐν ματαιότητι τοῦ νοὸς αὐτῶν, 18 ἐσκοτισμένοι τῇ διανοίᾳ, ὄντες ἀπηλλοτριωμένοι
τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν ἄγνοιαν τὴν οὖσαν ἐν αὐτοῖς διὰ τὴν πώρωσιν τῆς καρδίας
αὐτῶν, 19 οἵτινες, ἀπηλγηκότες, ἑαυτοὺς παρέδωκαν τῇ ἀσελγείᾳ εἰς ἐργασίαν ἀκαθαρσίας πάσης
ἐν πλεονεξίᾳ.

Ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ (στ. 15)


Ο χριστιανὸς ἀντιμετωπίζει «τὴν μεθοδείας τῆς πλάνης», ποῦ μὲ πανουργία σερβίρει ὁ
Διάβολος. Στημένες παντοῦ οἱ παγίδες τοῦ ἐχθροῦ. Ἐπιδιώκουν νὰ συλλάβουν αἰχμάλωτο τὸν πιστὸ
στὴν πλάνη καὶ τὴ διαφθορά. Γι' αὐτὸ ὀφείλει νὰ προσέχῃ νὰ μὴ ξεφύγη ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια.
•Η ἀλήθεια σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀγάπη ἐξασφαλίζουν στὸν ἄνθρωπο τὴ βασικὴ προϋπόθεση
τῆς σωτηρίας. Οὔτε μόνη της ἢ ἀλήθεια σώζει, οὔτε μόνη της ἡ ἀγάπη.
• Δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια χωρὶς ἀγάπη καὶ ἀγάπη χωρὶς ἀλήθεια. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει στὴ
συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς: «'Ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν πάντα, ὃς ἔστιν ἡ κεφαλή,
ὁ Χριστὸς» (στ. 15). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Ἔχοντας τὴν ἀλήθεια μαζὶ μὲ τὴν ἀγάπη, ἃς
αὔξηθουμε σ' ὅλα χάριν αὐτοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Κεφαλή, ὁ Ἰησοῦς Χριστός».
• Ἡ ἀγάπη πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ Ἀλήθεια.
• Δὲν θυσιάζουμε τὴν ἀλήθεια στὸ βωμὸ τῆς ἀγάπης μιᾶς ἀγάπης ψεύτικης καὶ ἀνθρωπάρεσκης.
• Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ὑψίστη ἐκδήλωσης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν ἄνθρωπο.
Ἄν, λοιπόν, ἀγαπᾶμε τὸν Θεό, θὰ τὸν ἀγαπᾶμε ὅπως εἶναι, ὄχι ὅπως τὸν παραποιεῖ ἢ πλάνη καὶ
ἡ αἵρεσις.
Ἂν ἀγαπᾶμε τοὺς ἀνθρώπους, θὰ τοὺς προσφέρουμε τὸ καλύτερο δῶρο. Κι αὐτὸ εἶναι ἢ
σῴζουσα ἀλήθεια.
Ἂν ἀγαπᾶμε τὸν ἄλλον, ποὺ εἶναι ἄρρωστος, θὰ τοῦ δώσουμε τὸ σωστὸ φάρμακο, ὄχι τὸ
ἀλλοιωμένο. Τὸ ἀλλοιωμένο θὰ τοῦ προξενήση παρενέργειες καὶ θὰ τὸν ὁδηγήση στὸ θάνατο.
Ἂν ἀγαπᾶμε τὸ διψασμένο, θὰ τοῦ προσφέρουμε καθαρὸ νερό, ὄχι βοῦρκο.
Ἂν ἀγαπᾶμε τὸ νήπιο, θὰ τοῦ προσφέρουμε τὸ κανονικὸ γάλα, ὄχι τὸ νοθευμένο. Δίνοντας
νοθευμένο γάλα τὸ ὁδηγοῦμε στὸ θάνατο.
Ἂν ἀγαπᾶμε τὸν πεινασμένο, θὰ τοῦ δώσουμε τὸ καλοζυμωμένο ψωμί, ὄχι τὸ μουχλιασμένο.
Ἂν ἀγαπᾶμε αὐτόν, ποῦ Ζῇ στὸ σκοτάδι, θὰ τοῦ χαρίσουμε ἕνα φωτιστικὸ σῶμα συνδεδεμένο
μὲ τὴν ἠλεκτρικὴ ἐνέργεια γιὰ νὰ φωτίζεται.
Ἡ Ἀλήθεια εἶναι τὸ φάρμακο γιὰ τὸν ἄρρωστο, τὸ κρυστάλλινο νερὸ γιὰ τὸν διψασμένο, τὸ
ἀνόθευτο γάλα γιὰ τὸν νηπιακῆς ἡλικίας ἄνθρωπο, τὸ ψωμὶ γιὰ τὸν πεινασμένο, τὸ φῶς γιὰ τὸν
πορευόμενο στὸ σκοτάδι.
• Δὲν ἀγαπᾶμε τοὺς αἱρετικούς, ἂν δὲν τοὺς ὑποδεικνύουμε τὴν πλάνη τους.
• Ἡ ἀγάπη χωρὶς ἀλήθεια εἶναι ἀπάτη. Οἱ διαφορὲς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς δὲν λύνονται μὲ κάποια
συναισθηματικὴ ἀγάπη. Οἱ διαφορὲς λύνονται μὲ τὴν ἀληθεύουσα ἀγάπη. Δὲν ἀγαπᾶμε τὸν ἄλλον,
ὅταν τὸν ἀφήνουμε νὰ βαδίζη στὸν γκρεμό. Ὀφείλουμε μὲ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ σταθερότητα νὰ τοῦ
ποῦμε, ὅτι ὁ δρόμος τοῦ εἶναι ὀλισθηρὸς καὶ ὁδηγεῖ στὸ γκρεμὸ καὶ τὸν ὄλεθρο.
Κάποτε ὀργανώνονται συναντήσεις ὀρθοδόξων μὲ αἱρετικούς. Λέγεται, ὅτι πρυτανεύει ἡ ἀγάπη.
Γίνονται ἀσπασμοὶ καὶ ἐναγκαλισμοὶ μεταξὺ ὀρθοδόξων ἐπισκόπων καὶ παπικῶν, ἀκόμη καὶ μεταξύ
του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοῦ Πάπα. Ἀπὸ τὴν πλευρὰ ὅμως τῶν αἱρετικῶν δὲν
παρουσιάζεται καμμία ἔνδειξις στροφῆς πρὸς τὴν 'Ἀλήθεια, πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία. 'Ἀλλοίμονο, ἂν
οἱ ἐναγκαλισμοί, οἱ συναντήσεις καὶ οἱ συμπροσευχὲς δίνουν τὴν ἐντύπωσι ἐναγκαλισμοῦ τῆς
ἀλήθειας μὲ τὴν πλάνη!
• Βάσις τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἀλήθεια.
• Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀλήθεια πρέπει νὰ παρουσιάζεται μὲ ἀγάπη.
“Η οὐσία τῆς πίστεως εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ τρόπος μαρτυρίας καὶ βιώσεως τῆς πίστεως εἶναι ἡ
ἀγάπη. Τοὺς ἀντιφρονοῦντες ἀντιμετωπίζουμε μὲ σταθερότητα, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀγάπη καὶ πραότητα.
Λέγει ὁ Παῦλος: « Ἐν πραότητι ἐλέγχοντες τοὺς ἀντιδιατιθεμένους» (Β΄ Τιμ. β' 25). Ὡς πρὸς τὸν
ἑαυτό μας ἢ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι οἱ δύο πτέρυγες γιὰ τὴν πνευματικὴ πρόοδο καὶ αὔξησι.
• Πίστης καὶ ἀγάπη.
• Πίστις στὴ θεωρία, ἀγάπη στὴν πρᾶξι. Ἔτσι θὰ πετύχουμε τὴν αὔξησί μας, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει
ὁ Παῦλος: «Αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, ὃς ἔστιν ἢ κεφαλὴ ὁ Χριστὸς» (στ. 15).
Ο κόσμος μιλάει γιὰ αὔξηση σὲ ὑλικὰ πράγματα. Γιὰ αὔξηση μισθοῦ, αὔξηση περιουσίας, αὔξησι
ἀνέσεων. Δὲν κάνει λόγο γιὰ πνευματικὴ αὔξησι.
Ἔχουμε δυσαρμονία. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος αὔξηση ὑλικῶν ἀγαθῶν, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μείωσι
πνευματικῶν ἀρετῶν καὶ χαρισμάτων. Ὑπερτροφία ὑλική, ἀτροφία πνευματική. Αὐτὸ μας
ἀπομακρύνει ἀπ' τὸ ἰδεῶδες μας, ἀπ' τὸ πρότυπό μας. Καὶ πρότυπό μας εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός,
ποῦ εἶναι ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματός μας. Εἴμαστε ὡς χριστιανοὶ μέλῃ Χριστοῦ. Τὰ μέλη εἶναι ἀνάλογα
μὲ τὴν κεφαλή. Δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἕνα μεγάλο κεφάλι καὶ ἕνα μικρούτσικο σῶμα.
Φαντασθῆτε ἄνθρωπο, νάχη ὡραιότατο κεφάλι, καὶ σῶμα ὄχι ἁπλῶς ἄσχημο, ἀλλὰ καὶ παράλυτο.
“Ωραία ἢ Κεφαλή, ὁ Χριστός. Καὶ τὸ σῶμα, ἐμεῖς, ἄσχημο, ἀτροφικό, παράλυτο, ἀσθενικό. Ὁ
Χριστὸς εἶναι τὸ τέλειο μέτρο γιὰ τὴν πνευματικὴ αὔξηση καὶ πρόοδο. Σὰν ἄτομα καὶ κοινωνία θὰ
ἔχουμε προοδεύσει, ὅταν πλησιάσουμε τὸ μέτρο τελειότητας, τὸν Ἰησοῦ.
Αὐτὸ ποὺ συνήθως καλοῦμε πρόοδο καὶ αὔξηση, στὴν πραγματικότητα εἶναι πισωγύρισμα τοῦ
ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας σὲ καταστάσεις πλάνης καὶ ὑλισμοῦ.
«Τὰ πάντα», λοιπόν, ἃς αὐξήσουμε μὲ μέτρο τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Τὰ πάντα, καὶ τὸ βίο μας, καὶ τὶς
γνώσεις μας, καὶ τὴν ἀγάπη μας, καὶ τὸ λόγο μας, καὶ τὴν ἱεραποστολική μας προσφορά.
Συναρμολόγησης τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας (στ. 16)
Τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου συναρμολογεῖται ἀπὸ πολλὰ μέλη. Ἡ συναρμολόγησις γίνεται μὲ τοὺς
ἁρμοὺς καὶ τὶς ἀρθρώσεις. Ἔτσι καὶ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴ διαφορά, ὅτι Ἐκεῖνος, ποὺ
συναρμολογεῖ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι συγχρόνως καὶ ἡ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργικὸς Λόγος, ποὺ συναρμολόγησε τὸ σῶμα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου κατὰ τὴ
δημιουργία, ὁ ἴδιος συναρμολογεῖ τώρα καὶ τὸ πνευματικὸ σῶμα, τὴν Ἐκκλησία. “Όλοι
συναρμολογούμαστε καὶ ἐνσωματωνόμαστε στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Στὴ συνέχεια λέει ὁ Παῦλος:
«'Ἐξ οὐ πᾶν το σῶμα συναρμολογούμενον καὶ συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας
κατ' ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνὸς ἑκάστου μέρους τὴν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖται εἰς οἰκοδομὴν
ἐαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ» (στ. 16). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Από τόν Κύριο Ιησού όλο το σώμα
συναρμόζεται και συνταιριάζεται, και με κάθε πρόσληψη της χορηγούμενης βοήθειας, ανάλογα με
την ενέργεια καθενός μέλους κάνει το σύνολο ν' αυξάνη, για να οικοδομηται με αγάπη».
• Το σώμα της Εκκλησίας και υπάρχει και γίνεται, όπως η σωτηρία. Υπάρχει μέν αντικειμενικά
για όλους, καθίσταται όμως κτήμα καθενός μέ τήν πίστι.
• Το σώμα της Εκκλησίας έχει συναρμολογηθη από τότε, πού ο Χριστός προσέλαβε την
ανθρωπίνη φύση και την καθάρισε με το πανάγιο Αίμα του. Αλλά για να καταστη ο άνθρωπος μέλος
συνειδητό της Εκκλησίας, απαιτείται πίστις από πλευράς του ανθρώπου, χάρις από πλευράς του
Θεού.
Όποιος πιστεύει στόν Ιησού Χριστό και τον αναγνωρίζει Σωτήρα και Λυτρωτή, αυτός
ενσωματώνεται στο σώμα της Εκκλησίας. Αυτή βέβαια ή ενσωμάτωσης γίνεται με την επιχορηγία
του Θεού, με τη βοήθεια του Χριστού. Πόσο μεγάλη είναι η αγάπη του Χριστού! Μας κάνει μέλη
του. Μακρυά από τον Ιησού Χριστό είμεθα νεκροί, όπως ένα μέλος, Π.Χ. ένα χέρι, ένα πόδι, αν είναι
ξεκομμένο από το σώμα, είναι νεκρό. Το θαύμα είναι, ότι κάθε άνθρωπος με τη χάρη του Θεού
γίνεται ταιριαστό μέλος στο σώμα του Χριστού, «έξ ού πάν το σώμα διά των αφών και συνδέσμων
επιχορηγούμενον και συμβιβαζόμενον αύξει την αύξησιν του Θεού» (Κολασ. β' 19).
Η συναρμολόγησις γίνεται ανάλογα μέ τήν πίστι καί τήν προθυμία κάθε Πιστου. Έρχεται από την
Κεφαλή, από το Χριστό.
Από το κεφάλι ξεκινούν τα νεύρα, που συγκρατούν σε ισορροπία το σώμα, που δίνουν Ζωή στα
διάφορα μέλη. Ο εγκέφαλος είναι το κέντρο, που δίνει εντολές και δραστηριότητες στα διάφορα
μέλη του σώματος. Αν παύση να λειτουργή ο εγκέφαλος, τα μέλη παραλύουν ή νεκρώνουν.
Και στο σώμα της Εκκλησίας όλα παρέχονται από την κεφαλή καί τήν καρδιά.
• Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός.
• Καρδιά της Εκκλησίας είναι το Πνεύμα το Αγιον.
Η χάρις, που συναρμολογεί τούς ανθρώπους στο σώμα της Εκκλησίας, δίνεται ανάλογα με την
πίστι, με την ανάγκη, με τον αγώνα του χριστιανού. «Εν μέτρω ενός εκάστου μέρους την αύξησιν
του σώματος Ποιείται» (στ. 16).
Όσα προσφέρει η χάρις του Θεού, και τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα, όλα δίνονται «είς
οικοδομής του σώματος της Εκκλησίας εν αγάπη» (στ. 16).
Όλα τα μέλη στο σώμα είναι αναγκαία. Όλοι οι άνθρωποι είναι αναγκαίοι στο σώμα της
Εκκλησίας. Κανένας δεν πιέζεται να γίνη μέλος της. Αλλ' η αγάπη οφείλει να ενεργή, ώστε να
οικοδομηται και ο άλλος και να γίνεται μέλος της οικοδομής της Εκκλησίας.
Η αγάπη είναι η τέχνη της οικοδομής της Εκκλησίας. Είναι η χειρουργική επέμβασις, που ένα
μέλος τραυματισμένο γίνεται καλά ή άλλο, ξεκομμένο, ξανασυνδέεται με την Εκκλησία.
Ο Παύλος αισθανόταν την ενότητα του σώματος της Εκκλησίας. Πρόκειται για μυστήριο το ότι
ανήκουμε στο σώμα της Εκκλησίας, που έχει Κεφαλή τόν Ιησού Χριστό.

Πώς συμπεριφέρεται ο ενωμένος με το Χριστό (στ. 17)


Ενωμένοι με τον Ιησού, όπως το σώμα ενωμένο με το κεφάλι.
Φαντάζεσθε ανταρσία μέλους του σώματος στις εντολές του εγκεφαλικού κέντρου; Έτσι δεν
μπορεί ο χριστιανός να κάνη ό,τι θέλει. Οφείλει να υπακούη στις εντολές του Χριστού. Δέν μπορεί
να Ζή, όπως οι άθεοι, οι κοσμικοί, σύμφωνα μέ τήν ξεροκεφαλιά του και να λέη: «Εγώ θα κάνω ό,τι
μου γουστάρει...».
Ο νους χωρίς το φωτισμό του Θεού είναι σκοτισμένος. Οδηγεί στην πλάνη καί τό χάος. Λέγει στη
συνέχεια ο Παύλος: «Τούτο ούν λέγω και μαρτύρομαι εν Κυρίω, μηκέτι υμάς περιπατείν καθώς και
τα λοιπά έθνη περιπατεί έν ματαιότητα του νοός αυτών» (στ. 17). Απόδοσης στην απλοελληνική:
«Τούτο δε λέω και τονίζω στό όνομα του Κυρίου: Νά μή Ζητε πιά, όπως ζούν και οι υπόλοιποι
εθνικοί (είδωλολάτρες), ακολουθώντας τούς ματαίους διαλογισμούς τους».
«Μηκέτι περιπατείν». Ας σταματήσουμε πιά. Ας σταματήσουν οι αυτοσχεδιασμοί της αμαρτίας.
Οι εθνικοί, όσοι δεν έχουν πιστεύσει στόν Χριστό, όσοι Ζούν χωρίς Θεό, αυτοί κάνουν «του
κεφαλιού τους». Περπατούν «έν ματαιότητι του νοός αυτών» (στ. 17).
Ας μή τούς ακολουθούμε στον τρόπο ζωής.
Αν ένα αυτοκίνητο έχη χαλασμένα τα φρένα και βαδίκη πρός τό γκρεμό, θα το ακολουθήση και
το άλλο αυτοκίνητο πού έχει σωστά φρένα; Δέν μπορούμε ν' ακολουθούμε τη ζωή του χωρίς Θεό
κόσμου, που μας παρασύρει στο γκρεμό.

Σκότος, άγνοια, πώρωσις (στ. 18)


Ποιά είναι τα συμπτώματα του ανθρώπου χωρίς Χριστό;
• Σκοτάδι πνευματικό.
• Απαλλοτρίωσις, αποξένωσις από τη ζωή του Θεού.
• Αγνοια της αλήθειας.
•Πώρωσις και ασυνειδησία.
Αυτά λέγει ο Παύλος στη συνέχεια: «Εσκοτισμένοι τη διανοία όντες, απηλλοτριωμένοι της ζωής
του Θεού διά τήν άγνοιαν τήν ούσαν εν αυτοίς, διά τήν πώρωσιν της καρδίας αυτών» (στ. 18).
Απόδοσης στην απλοελληνική: «Αυτοί εἶναι σκοτισμένοι στὸ νοῦ, ἀποξενωμένοι ἀπ' τὴ ζωὴ τοῦ
Θεοῦ, λόγω τῆς ἀγνοίας ποῦ ὑπάρχει σ' αὐτούς, λόγω τῆς πωρώσεως τῆς καρδιᾶς τους».
• Μακρυὰ ἀπ' τὸ Χριστὸ ὑπάρχει τὸ σκοτάδι. “Όσοι ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ νόημα τῆς
ζωῆς μακρυᾶ Του, μοιάζουν μὲ ἄνθρωπο, ποῦ ψάχνει ψηλαφητὰ μέσ' στὸ σκοτάδι νὰ βρῇ διαμάντι
πεσμένο σὲ βουνὸ ἄχυρα.
Ο Χριστὸς εἶναι τὸ Φῶς τῆς ζωῆς. Φωτίζει τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦ ἄποκαλυπτει τὴν ἀλήθεια.
Τὸν ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή.
• Μακρυὰ ἀπ' τὸ Χριστὸ οἱ ἄνθρωποι ζοῦν τὴν «ἄλλοτριωσι», τὴν ἀποξένωση ἀπ' τὸ ἀληθινὸ
νόημα τῆς ζωῆς. Ζοῦν «ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ».
Ο νοῦς τοῦ ἀνθρώπου σκοτίζεται ἀπ' τὴν ἁμαρτία. Αὐτὴ μας ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸν παράδεισο,
ἀπὸ τὴ συνομιλία, τὴ συντροφιὰ τοῦ Θεοῦ.
• Ἡ ἁμαρτία γίνεται ἐπικίνδυνη κατάστασις, ἀθεράπευτο κακό, ὅταν καταντήση πώρωσις.
• Ἡ ἄγνοια Θεοῦ, ἡ ἄγνοια Εὐαγγελίου, ἡ ἄγνοια τῆς Ὀρθοδοξίας ὀφείλεται καὶ σὲ ἔλλειψη
πνευματικῆς ἐργασίας. Κάποτε ὀφείλεται καὶ στὴν πώρωσι. Μπορεῖ νὰ ὑπάρχη Ζωντανὸ
ἀποστολικὸ ἔργο, καὶ ὅμως ὁ ἄλλος νὰ μὴ συγκινῆται. Νὰ ἐξακολουθῇ τὸ δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὸ
ὀφείλεται στὴν πώρωσι.
Ἡ πώρωσις προέρχεται ἀπ' τὴν ἕξι τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι ἕνα πεῖσμα στὴν ψυχή. “Ο πωρωμένος
δὲν θέλει ν' ἀνοίξη τὰ παράθυρα τῆς ψυχῆς του νὰ μπῆ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Ἀναλγησία καὶ ἀσέλγεια (στ. 19). Ἡ πώρωσις ὁδηγεῖ στὴν πνευματικὴ ἀναλγησία, γιὰ τὴν ὁποία
μιλάει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος. Φοβερό! Μπορεῖ νὰ πάσχῃ κάποιος ἀπὸ φοβερὴ ἀρρώστια, καὶ νὰ
μὴ πονάη. Ὁ πόνος εἶναι εὐεργεσία. Εἶναι τὸ καμπανάκι, ποῦ εἰδοποιεῖ γιὰ τὸν κίνδυνο καὶ σὲ κάνει
νὰ πηγαίνῃς στὸ γιατρὸ καὶ νὰ παίρνῃς τὴν κατάλληλη ἀγωγή.
Πνευματικὰ πολλοὶ παθαίνουν ἀναλγησία. Δὲν αἰσθάνονται τὸν πόνο τῆς συνειδήσεως, ποῦ
εἶναι εἰδοποίησης γιὰ μετάνοια, γιὰ τὴ σπουδὴ τῆς σωτηρίας. Λέει ὁ Παῦλος: «Ὀΐτινες,
ἀπηλγηκότες, ἑαυτοὺς παρέδωκαν τὴ ἀσελγεία εἰς ἐργασίαν ἀκαθαρσίας πάσης ἓν πλεονoξία» (στ.
19). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Αὐτοί, ἀφοῦ κατάντησαν ἀναίσθητοι, παρέδωσαν τὸν ἑαυτό
τους σὲ ἀκολασία, γιὰ νὰ προβαίνουν σὲ κάθε βρώμικη πρᾶξι, ξεπερνώντας κάθε ὅριο».
• Ἡ ἁμαρτία δὲν ἀποτελεῖ πάρεργο. Ἔχει γίνει τὸ ἔργο.
• Ἀχαλίνωτοι καταντοῦμε πρὸς τὸ κακό.
• Ἃς τινάξουμε τὴν πώρωσι. Ἃς διατηρήσουμε τὴν εὐαισθησία τῆς συνειδήσεως, μὲ τὸ Φῶς τοῦ
Θεοῦ.

20 ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως ἐμάθετε τὸν Χριστόν, 21 εἴγε αὐτὸν ἠκούσατε καὶ ἐν αὐτῷ ἐδιδάχθητε,
καθώς ἐστιν ἀλήθεια ἐν τῷ ᾿Ιησοῦ, 22 ἀποθέσθαι ὑμᾶς κατὰ τὴν προτέραν ἀναστροφὴν τὸν παλαιὸν
ἄνθρωπον τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, 23 ἀνανεοῦσθαι δὲ τῷ πνεύματι τοῦ
νοὸς ὑμῶν 24 καὶ ἐνδύσασθαι τὸν καινὸν ἄνθρωπον τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καὶ
ὁσιότητι τῆς ἀληθείας. 25 Διὸ ἀποθέμενοι τὸ ψεῦδος λαλεῖτε ἀλήθειαν ἕκαστος μετὰ τοῦ πλησίον
αὐτοῦ· ὅτι ἐσμὲν ἀλλήλων μέλη. 26 ὀργίζεσθε, καὶ μὴ ἁμαρτάνετε· ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ
παροργισμῷ ὑμῶν, 27 μηδὲ δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ. 28 ὁ κλέπτων μηκέτι κλεπτέτω, μᾶλλον δὲ
κοπιάτω ἐργαζόμενος τὸ ἀγαθὸν ταῖς χερσίν, ἵνα ἔχῃ μεταδιδόναι τῷ χρείαν ἔχοντι. 29 πᾶς λόγος
σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω, ἀλλ' εἴ τις ἀγαθὸς πρὸς οἰκοδομὴν τῆς χρείας, ἵνα
δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσι. 30 καὶ μὴ λυπεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον τοῦ Θεοῦ, ἐν ᾧ ἐσφραγίσθητε εἰς
ἡμέραν ἀπολυτρώσεως. 31 πᾶσα πικρία καὶ θυμὸς καὶ ὀργὴ καὶ κραυγὴ καὶ βλασφημία ἀρθήτω ἀφ'
ὑμῶν σὺν πάσῃ κακίᾳ. 32 γίνεσθε δὲ εἰς ἀλλήλους χρηστοί, εὔσπλαγχνοι, χαριζόμενοι ἑαυτοῖς
καθὼς καὶ ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ ἐχαρίσατο ἡμῖν.

Μαθητὴς τῆς ἀληθείας (στ. 20-21)


Ἡ ἀναλγησία καὶ ἡ ἀσέλγεια εἶναι χαρακτηριστικά της χωρὶς Θεὸ zωής.
Εἶχαν πρὸ Χριστοῦ οἱ ἄνθρωποι δικαιολογητικὸ τὴν ἄγνοια. Δὲν ὑπάρχει πλέον. Οἱ χριστιανοὶ
τῆς Ἐφέσου, στοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶχαν γνωρίσει τὴν ἀλήθεια τοῦ
Χριστοῦ. Εἶχαν χρηματίσει μαθητὲς Ἐκείνου. Θυμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος αὐτὴ τὴ μαθητεία τους:
«Ὑμεῖς δὲ οὒχ οὕτως ἐμάθετε τὸν Χριστόν, εἰ γὲ αὐτὸν ἠκούσατε καὶ ἐν αὐτῷ ἐδιδάΧθητε, καθὼς
ἐστὶν ἀλήθεια ἐν τῷ Ἰησοῦ» (στ. 20-21). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «'Ἀλλὰ σεῖς δὲν μάθατε, ὅτι
εἶναι ἔτσι ὁ Χριστός, ἀφοῦ βέβαια ἀκούσατε γι' Αὐτὸν καὶ διδαχθήκατε δὶ' Αὐτοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν
ἀλήθεια, ποῦ ὑπάρχει στὸν Ἰησοῦ».
Πότε διδάχτηκαν γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό; Ὅταν κατηχήθηκαν. Πρὶν νὰ βαπτιστοῦν οἱ πρῶτοι
χριστιανοί, περνοῦσαν ἀπ' τὸ στάδιο τοῦ κατηχουμένου.
Ἦταν ἀδιανόητο νὰ βαπτιστὴ κάποιος καὶ νὰ ἐνταχτῆ στὶς τάξεις τῶν πιστῶν, Χωρὶς
προηγουμένως νὰ διδαχτῆ καὶ νὰ μὴ ξέρῃ τί πιστεύει. Ἔτσι ὅλοι οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ γίνονταν
πρῶτα μαθητὲς καὶ ὕστερα χαρακτηρίζονταν πιστοί.
Δύο λέξεις ἀποτελοῦσαν τὶς ὀνομασίες τῶν πρώτων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
• Μαθητές.
• Πιστοί.
Καὶ συνέχιζαν σ' ὅλη τους τὴ ζωὴ οἱ χριστιανοὶ νὰ εἶναι μαθητές. Καὶ τότε καὶ πάντοτε. Πλούσιος
ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποῦ καὶ στὰ μυστήρια τῆς πίστεως χειραγωγεῖ τοὺς πιστοὺς καὶ στὴν
ἐφαρμογὴ τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν ὁδηγεῖ.
Σὲ πολλὲς περιπτώσεις τίθεται τὸ ἐρώτημα:
“Όσοι βαπτίστηκαν ἔχουν μάθει «τὸν Χριστόν»; Ἔχουν διδαχθῆ τὰ τῆς πίστεως; Κάποτε εἶναι
ἀδίδακτοι.
• Πρώτον, διότι βαπτίζονται μικρὰ παιδιά, βρέφη, χωρὶς συνείδηση τοῦ τί συντελεῖται. “Ο
ἀνάδοχος, ποὺ ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη καὶ τὴν ὑποχρέωση γιὰ τὴν κατήχηση τοῦ παιδιοῦ, εἶναι
τὶς περισσότερες φορές, ὁ ἴδιος ἀκατήχητος, κάποτε πέρα γιὰ πέρα ἀδιάφορος.
• Δεύτερον, ὅταν τὰ βρέφη μεγαλώνουν, δὲν ὁδηγοῦνται ἀπ' τὴν οἰκογένεια στὴν κατήχησι τῆς
Ἐκκλησίας.
• Τρίτον, πολλοὶ ποιμένες, ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι, δὲν καταβάλλουν ποιμαντικὴ μέριμνα
γιὰ τὴν κατήχηση τοῦ ποιμνίου τους.
Ἔτσι ἡ ὑπόθεσης τοῦ Παύλου, «εἰ γὲ αὐτὸν ἠκούσατε», γίνεται ἄρνησις.
Οἱ περισσότεροι εἶναι τυπικοὶ χριστιανοί. Γι' αὐτὸ μὲ τὴν πρώτη ἐπίθεση τῆς ἀπιστίας ἢ τῆς
αἱρέσεως ἢ τῆς κοσμικῆς Ζωῆς κλονίζονται καὶ παύουν νὰ εἶναι καὶ τυπικὰ ὀρθόδοξοι χριστιανοί.
Εἶναι ἀπόλυτη ἡ ἀνάγκη τῆς διδασκαλίας, τῆς κατηχήσεως καὶ τοῦ κηρύγματος. Καὶ τὸ πρόσωπο
τῆς διδασκαλίας εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
«Ἐμάθετε τὸν Χριστόν». «Ἐν αὐτῷ ἐδιδάχθητε».
Ο Χριστὸς διὰ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν κηρύκων διδάσκει. Όσοι κατηχοῦν καὶ κηρύττουν,
ὀφείλουν νὰ ἔχουν τὴ συναίσθηση, ὅτι εἶναι στόματα Χριστοῦ.
• Τὰ ὅσα λένε, νὰ εἶναι προσεγμένα.
•Ν' ἀναφέρονται στὸ πρόσωπο, στὸ ἔργο καὶ στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ.
• Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας νὰ εἶναι ὁ Χριστός. «Καθὼς ἔστιν ἀλήθεια ἐν τῷ Χριστῷ» (στ. 21).
Όλα ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ εἶναι ἀλήθεια. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀλήθεια (Ἰωάν. Ἰδ' 16).
Ὁ Χριστὸς ἀποτελεῖ τὴ σαρκωμένη Ἀλήθεια. Ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια τοῦ Τριαδικοῦ
Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς ἔζησε γιὰ νὰ μᾶς διδάξῃ τὴν ἀλήθεια. Ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε γιὰ νὰ ζήσουμε τὴν
ἀλήθεια. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ζωή. Ό,τι εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ Χριστό, εἶναι ψέμα.
Γνωρίζουμε τὸ Χριστὸ ἢ γνωρίζουμε δευτερεύοντα θρησκευτικὰ πράγματα γύρω ἀπὸ τὸ Χριστὸ
καὶ τὴν Ἐκκλησία;
Γνωρίζουμε τὸ μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας;
Γνωρίζουμε τὸ βίο καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ;
Γνωρίζουμε τὴ διδασκαλία καὶ τὸ σταυρικὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ;
Γνωρίζουμε τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἢ ἔχουμε ἐσφαλμένη εἰκόνα γι' αὐτό; Γνωρίζουμε
ὅλη τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ;
Ο Χριστὸς δὲν γνωρίζεται μὲ κοσμικοὺς τρόπους διδασκαλίας. Γνωρίζεται μέσα στὴ ζωὴ τῆς
Ἐκκλησίας. Εἶναι φανέρωσις σ' ἐκεῖνον ποὺ καθαρίσεται καὶ ζὴ τὸν ὀρθὸ βίο. Λέγει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Ἄρα καὶ τοῦτο μαθείν ἐστι τὸν Χριστόν, τὸ ὄρθως βιοῦν. Ὁ γὰρ πονηρῶς βιῶν,
ἀγνοεῖ τὸν Θεὸν καὶ ἀγνοεῖται παρ' αὐτοῦ» (Ε.Π.Ε. 21,34). Μετάφρασις: “Ἑπομένως μποροῦμε νὰ
ποῦμε ὅτι γνωρίζουμε τὸ Χριστό, ὅταν ζοῦμε ὀρθά. Διότι ἐκεῖνος, ποῦ Ζῇ ἄσχημα, ἀγνοεῖ τὸ Θεό,
καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἄγνοει.

Νὰ ξεντυθοῦμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο (στ. 22)


Γνῶσις Χριστοῦ σημαίνει μίμησις Χριστοῦ.
Ο Χριστὸς εἶναι ὁ «Καινὸς ἄνθρωπος», ὁ νέος Ἀδάμ. Όσοι Ζοῦν μακρυὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ εἶναι
ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, αὐτοὶ εἶναι «παλαιοὶ» ἄνθρωποι.
Ο Παῦλος σὲ ἀρκετὲς Ἐπιστολὲς τοῦ μιλάει γιὰ τὸν «παλαιὸν» καὶ γιὰ τὸν «καινὸν» ἄνθρωπο.
Καὶ μάλιστα μεταφορικὰ μιλώντας, λέει νὰ πετάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο. Ενα
ροῦχο, ὅταν τὸ φορᾶμε πολὺ καιρό, λερώνεται καὶ τὸ πετᾶμε. Ἔτσι ἀπὸ πάνω μας πρέπει νὰ
πετάξουμε σὰν πεπαλαιωμένο ροῦχο τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο. Λέγει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος:
«Ἀποθέσθαι ὑμᾶς κατὰ τὴν προτέραν ἀναστροφὴν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον τὸν φθειρόμενον κατὰ
τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης» (στ. 22). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ ἀποβάλετε τὸν παλαιὸ
ἄνθρωπο τῆς προηγούμενης ζωῆς σας. Αὐτὸς φθείρεται ἀπ' τὶς ἡδονές, ποὺ προκαλεῖ ἡ ἀπατηλὴ
ἁμαρτία».
Ντύνομαι καὶ ξεντύνομαι κάτι, σημαίνει ἀρνοῦμαι καὶ δέχομαι ἕνα νέο τρόπο Ζωῆς.
• Ὁ «παλαιὸς» ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὸν παλαιὸ Ἀδάμ. Ἔχει κληρονομήσει
τὸ μικρόβιο τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι ὁ μολυσμένος ἀπὸ τὰ πάθη ἄνθρωπος. Τὸ θηρίο τῶν παθῶν
φαίνεται κάποτε νὰ «λουφάzn», νὰ κρύβεται. Νομίζουμε ὅτι ἡσυχάσαμε. Ἀλλὰ μόλις δὴ ἀδιαφορία
καὶ ρᾳθυμία ψυχῆς, ξαναεμφανίζεται καὶ βρυχᾶται καὶ κατασπαράσσει τὴν ψυχή μας.
Ἡ «ἀναστροφὴ» θεριεύει τὸν «παλαιὸν» ἄνθρωπο. Όλα στὸν κόσμο γύρω δίνουν τροφὴ στὴν
ἁμαρτία.
Όσοι πιστοὶ ἀγωνίζονται νὰ πετάξουν ἀπὸ πάνω τους τὸ ἔνδυμα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου.
Πιστεύουν, ὅτι γιὰ κάθε ἁμαρτία σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ σπουδαιότερος λόγος,
ποὺ μισοῦν τὴν ἁμαρτία. Γι' αὐτὸ καὶ ἀγωνίζονται γιὰ τὸ θανάτωμά της. Λένε μὲ τὸν Παῦλο: «Ὁ
παλαιὸς ἠμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη, ἶνα καταργηθῆ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι
δουλεύειν ἠμᾶς τὴ ἁμαρτία» (Ρωμ. στ ? 6).
Ξεντύνομαι τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, δὲν σημαίνει, ὅτι ἀρνοῦμαι τὴν ἀνθρωπίνη φύσι. Σημαίνει,
ὅτι πολεμῶ τὴν ἐνέργεια τῆς ἁμαρτίας. Ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου παραμένει ἡ ἴδια, ἀλλὰ δὲν γίνεται
πλέον ὄργανο τῆς ἁμαρτίας. Ἀρνούμαστε τὴν κακία καὶ τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη, ποὺ εἶναι φθοροποιά.
«Τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης» (στ. 22).
• Ἡ ἁμαρτία δὲν φθείρει μόνο τὴν ψυχή.
Φθείρει καὶ τὸ σῶμα, ποὺ εἶναι κατοικητήριο τῆς ψυχῆς, ποὺ συνδέεται ὀργανικὰ μὲ τὴν ψυχή,
ποῦ εἶναι συνένοχο γιὰ τὸ κακό. «Τὰ ὄψωνια της ἁμαρτίας θάνατος», λέγει ὁ Παῦλος (Ρωμ. στ ?
23).
• Ἡ ἁμαρτία ἀφήνει τὴ σφραγῖδα της καὶ πάνω στὸ σῶμα. Παρασημοφορεῖ τὰ θύματά της μὲ
ἀνεξίτηλα παράσημα. Ἑκατομμύρια Π.Χ. ἄνθρωποι πεθαίνουν ἀπὸ καρκίνο ἢ καρδιακὴ προσβολή,
αἰτίες ποὺ ὀφείλονται στὸ τσιγάρο. “Ένα ἀνόητο καὶ ἁμαρτωλὸ πάθος προκαλεῖ τόσους θανάτους.
Καὶ νέα σφραγῖδα τῆς ἁμαρτίας ἐμφανίστηκε, ποῦ τρομοκρατεῖ τὸν πλανήτη. Εἶναι τὸ
τρομακτικὸ ἔητζ. Ἀποτελεῖ ἀρρώστια τῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας, τῆς διαστροφῆς καὶ τῶν ναρκωτικῶν.
Όποιος, λοιπόν, πετάει ἀπὸ πάνω του τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, κερδίζει καὶ σωματικά. Δὲν φθείρει
τὸ σῶμα του, ποὺ εἶναι «ναὸς τοῦ ἐν ἠμὶν Ἁγίου Πνεύματος» (Ἃ' Κορ. στ' 19). Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος
ὀνομάσει τὴν ἐπιθυμία τῆς ἁμαρτίας «ἐπιθυμίαν τῆς ἀπάτης» (στ. 22).
Μᾶς ἐξαπατᾷ ἡ ἁμαρτία. Εἶναι γλυκειὰ καραμέλλα, ποῦ μέσα της κρύβει τὸ φαρμάκι, τὸ
δηλητήριο. Ἡ βιτρίνα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὡραία. Πίσω ὅμως ἀπὸ τὴ βιτρίνα ὑπάρχει ἡ ταλαιπωρία,
ἡ βρωμιὰ καὶ ὁ πόνος. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐκ ἔστιν ἡδονή, ἀλλὰ πικρία καὶ ἀπάτη τὸ
πρᾶγμα, ὑπόκρισις καὶ σκηνή.
Καὶ τὸ μὲν πρόσωπον λαμπρόν των πραγμάτων, αὐτὰ δὲ τὰ πράγματα οὐδὲν ἕτερον, ἢ
ταλαιπωρίας καὶ πολλῆς πτωχείας γέμοντα καὶ ἀηδίας καὶ πολλῆς της πενίας. Κὰν ἀφέλης το
προσωπεῖον, καὶ γυμνώσης τὴν ὄψιν, ὄψει τὴν ἀπάτην» (Ε.Π.Ε. 21,36). Μετάφρασις: Δὲν ὑπάρχει
πραγματικὴ ἡδονὴ στὴν ἁμαρτία. Τὸ πρᾶγμα εἶναι πικρία καὶ ἀπάτη, προσποίησης καὶ θέατρο. Καὶ
ἢ μὲν μάσκα τῶν πραγμάτων φαίνεται λαμπρή, ὅμως τὰ ἴδια τὰ πράγματα τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι,
παρὰ ταλαιπωρία καὶ κακομοιριὰ καὶ ἀηδία καὶ μεγάλη φτώχεια. Ἂν ἀφαιρέσης τὸ προσωπεῖο καὶ
ξεγυμνώσης τὰ πράγματα, τότε θὰ διαπιστώσης τὴν ἀπάτη.

Ἀνανέωσις πνευματικὴ (στ. 23)


Ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος ἀνανεώνεται μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ ἐξωτερικὰ ὁ ἄνθρωπος νὰ
εἶναι γερασμένος, ἄρρωστος, κατάκοιτος στὸ κρεββάτι τοῦ πόνου, ἐξαθλιωμένος, καὶ ὅμως
ἐσωτερικὰ νὰ εἶναι ἀνανεωμένος. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ξανανιώνει. Συμβαίνει αὐτὸ
ποὺ λέγει ὁ Ψαλμῳδός: «Ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἢ νεότης σου» (Ψάλμ. 102,5).
Γι' αὐτὴ τὴν ἀνανέωσι μιλάει ὁ Παῦλος στὴ συνέχεια: «Ἀνανεούσθαι δὲ τῷ πνεύματι τοῦ νοὸς
ὑμῶν» (στ. 23). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ ν' ἀνανεώνεστε στὸ φρόνημα τοῦ νοῦ σας».
Ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «'Ἀνανεούσθαι ἔστιν, ὅταν αὐτὸ τὸ γεγηρακὸς ἀνανεούται,
ἄλλο ἓξ ἄλλου γενόμενον» (Ε.Π.Ε. 21,38). Μετάφρασις: Ἀνακαίνισης σημαίνει, ὅταν αὐτό, πούχει
γεράσει, ξανανιώνει. Σὰν νὰ γίνεται ἀπὸ ἄλλο πρᾶγμα, κάτι ἄλλο.
Καινούργια μυαλὰ χρειαζόμαστε. Ἀρκετὰ σκεφτήκαμε τὸ κακό. Ἀρκετὰ διαλογισμοὶ πονηροὶ
ταλαιπώρησαν τὸ μυαλό μας. Ἀρκετὰ λογισμοὶ ἀμφιβολίας προκάλεσαν πάλη στὴν ψυχή μας.
Χρειάζεται φιλτράρισμα τὸ μυαλό μας ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
• Ν' ἀποκτήσουμε «νοῦν Χριστοῦ» (Ἃ' Κορ. β' 17).
• Νὰ σκεπτόμαστε συνεχῶς τὸν Θεό.
• Νὰ ἔχουμε σκέψεις ἀγαθές.
Ἀπὸ τὸ νοῦ ξεκινοῦν οἱ ἐντολὲς γιὰ τὶς ἁμαρτίες ἢ γιὰ τὶς ἀρετές. Ὁ νοῦς εἶναι ἡ ἀκρόπολίς μας.
Ἂν κυριευθῆ ἢ ἀκρόπολις μιᾶς πόλεως, κυριεύθηκε ὅλη ἢ πόλις. Ἡ μάχη τῶν ἁγίων ἦταν
περισσότερο στὸ πεδίο τῆς διανοίας. Μάχη μὲ τοὺς λογισμούς.
Η λατρεία μᾶς πρέπει νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀνανεώσεως τοῦ νοῦ. Πρέπει νὰ εἶναι καὶ
πνευματικὴ καὶ νοητική. «Προσεύξομαι τὸ πνεύματι, προσεύξομαι δὲ καὶ τὸ νοῦ» (Α' Κορ. ιδ΄ 15).

Νὰ ντυθοῦμε τὸν καινὸ ἄνθρωπο (στ. 24)


Ἡ ἀνανέωσης τοῦ ἀνθρώπου συνίσταται στὴν ἀποβολὴ τοῦ παλαιοῦ καὶ στὸ ντύσιμο τοῦ νέου
ἐνδύματος. Μίλησε ὁ Παῦλος γιὰ τὴν ἄρνηση, γιὰ τὴν ἀπόθεσι τοῦ ρούχου, ποὺ λέγεται «παλαιὸς
ἄνθρωπος». Αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βγάπη ἕνα ροῦχο, δὲν παραμένει γυμνός. Ντύνεται
κάποιο ἄλλο.
Ο γυμνὸς ἄσχημονει. Ὁ χριστιανὸς γιὰ νὰ μὴν ἄσχημονῃ, ὀφείλει, μόλις πετάξη τὸ ροῦχο τοῦ
παλαιοῦ, νὰ ντυθῆ τὸ ροῦχο τοῦ νέου ἀνθρώπου. Λέει ὁ Παῦλος γι' αὐτὴ τὴν ἔνδυση: «Καὶ
ἐνδύσασθαι τὸν καινὸν ἄνθρωπον τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὁσιότητα τῆς
ἀληθείας» (στ. 24). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ νὰ ντυθῆτε τὸ νέο ἄνθρωπο, ποὺ
δημιουργήθηκε ἀπ' τὸ Θεὸ γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια, σύμφωνα πρὸς τὴν ἀλήθεια».
Συγκεκριμένα, «Καινὸς» ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ νέος Ἀδάμ. Γι' αὐτό σε ἄλλη
Ἐπιστολὴ τοῦ λέγει, πῶς ὅσοι «εἷς Χριστὸν ἐβαπτίσθησαν, Χριστὸν ἐνεδύθησαν» (Γαλ. γ' 27). “Ο
συγκεκριμένος Ἰησοῦς Χριστός, ποῦ ἢ ἄρετη Τοῦ καλύπτει τὸν οὐρανό, ἀποτελεῖ τὸ πρότυπό μας.
Ἀποτελεῖ τὴ ζωή μας.
• Ὅποιος ντύνεται καινούργια στολή, προσέχει νὰ μὴ τὴ λερώση. Καὶ ἡ προσοχὴ τοῦ γίνεται
ἀκόμη μεγαλύτερη ὅταν περνάη ἀπὸ λασπότοπο.
Ο χριστιανός, ντυμένος τὸ Χριστό, προσέχει νὰ μὴ λερώση τὴν ψυχὴ τοῦ περπατώντας στὰ
λασπόνερα τῆς ἁμαρτίας. Λέει ὁ Παῦλος: «'Ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν
μὴ ποιεῖσθε εἷς ἐπιθυμίαν» (Ρωμ. ἰγ' 14).
• Ὁ νέος ἄνθρωπος ἀφήνει τὸ ἁμαρτωλὸ παρελθόν του. Ὅπως ἕνας ὑγιὴς νέος ἔχει δύναμι, ἔτσι
καὶ ὁ ἀνακαινισμένος χριστιανὸς ἔχει δύναμι καὶ χάρι. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ νέος
ἰσχυρὸς ἔστιν οὐκοῦν καὶ ἠμεῖς ἰσχυροὶ γενώμεθα πρὸς τὴν ἔνεργειάς των ἀγαθῶν πράξεων. Ὁ νέος
ρυτίδα οὐκ ἔχει οὐκοῦν μηδὲ ἠμεῖς. Ὁ νέος οὐ περιφέρεται, οὐδὲ ἔστιν εὐάλωτος τοῖς νοσήμασιν
οὐκοῦν μηδὲ ἠμεῖς» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 21,38). Μετάφρασις: Ὁ νέος κατὰ τὴν ἡλικία ἄνθρωπος
εἶναι ἰσχυρός. Ἃς γίνουμε, λοιπόν, κι ἐμεῖς ἰσχυροί, ὥστε νὰ πράττουμε τὶς ἀγαθὲς πράξεις. Ὁ νέος
δὲν ἔχει ρυτίδα. Κι ἐμεῖς, λοιπόν, ἃς μὴν ἔχουμε. Ὁ νέος δὲν εἶναι ἀσταθὴς οὔτε εὐάλωτος στὶς
ἀρρώστιες. Κι ἐμεῖς, λοιπόν, ἃς μὴν εἴμαστε εὐάλωτοι στὴ νόσο τῆς ἁμαρτίας.
• Ὁ νέος, ὁ ἐν Χριστῷ, ἄνθρωπος ἀποτελεῖ θαυμαστὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Θαυμαστότερο
ἀπὸ τὸ πρῶτο.
Στὴν πρώτη δημιουργία ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ν' ἀντιμετωπίση τὴν ἀντίδραση κανενός. Εὔκολα
δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ λόγο καὶ τὸ χῶμα.
Γιὰ τὴ νέα δημιουργία ὅμως, τὴν ἀναδημιουργία, χρειάστηκε ὁ λόγος καὶ τὸ αἷμα τοῦ
σαρκωμένου Υἱοῦ του.
Ἡ ἀναδημιουργία, ἡ ἀνάπλασης τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ν' ἀντιμετωπίση τὴν ἀντίδραση τῆς
θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅλα τα ἐμπόδια ποὺ παρεμβάλλει ὁ ἀντίχριστος Διάβολος. Ἄξιος,
λοιπόν, μεγαλύτερης δοξολογίας εἶναι ὁ Θεός, ποὺ ἀναδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, ποῦ τὸν
ξανάφερε στὴν ἀρχαία δόξα καὶ μακαριότητα. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος, μιλώντας γιὰ τὸν «καινὸν
ἄνθρωπον», τὸν παρουσιάζει «κτισθέντα» ἀπὸ τὸν Θεό. Ξαναχτίζεται ὁ ἄνθρωπος. Ἐπιστρέφει στὸ
ἀρχαῖο κάλλος. Ξαναγίνεται εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Σκοπὸς τῆς νέας «κτίσεως»; «Ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὄσιοτητι» (στ. 24).
• Ἡ δικαιοσύνη ἀναφέρεται περισσότερο στὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ Ζωὴ καὶ προσιδιάζει στὶς
σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό.
• Ἡ ὁσιότητα ἀναφέρεται περισσότερο στὴν ἀληθινὴ προσπάθεια τοῦ Πιστοῦ γιὰ κάθαρσι τοῦ
ἐαυτοῦ του.
Νέοι ἄνθρωποι οἱ χριστιανοί. Καὶ ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, Ζοῦν τὴν αἰωνία νεότητα στὴ βασιλεία
τῶν Οὐρανῶν.

Στόμα καθαρὸ καὶ ἀληθινὸ (στ. 25. 29).


Μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ γίνεται καινὸς κάθε ἄνθρωπος, ποῦ ζη τὸ Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του.
Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, γιὰ ν' ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς καὶ νὰ Ζήσουμε τὴ νέα Ζωή, μὲ τὴ χάρη τοῦ
Θεοῦ. Οἱ αἰσθήσεις καὶ τὰ μέλη μᾶς μετὰ τὴν Ἀνάστασι ὀφείλουν νὰ ζοῦν τὴ χαριτωμένη Ζωή.
«Ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἠμεῖς ἐν καινότητᾳ Ζωῆς
περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ΄ 4).
Ο καινὸς ἄνθρωπος σηματοδοτεῖται ἀπὸ συγκεκριμένες ἐνέργειες. Ὁ Παῦλος στὴ συνέχεια
παρουσιάσει τὶς πρακτικὲς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τοῦ «καινοῦ ἀνθρώπου». Καὶ ἀναφέρεται στὶς
περισσότερες αἰσθήσεις.
Ἀρχίζει ἀπὸ τὸ στόμα. Θεωρεῖ, ὅτι στὸ στόμα βρίσκεται ἡ ἀρχὴ τῶν κακῶν καὶ εἶναι ἡ ἔκφρασης
τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου. «Διὸ ἀποθέμενοι τὸ ψεῦδος λαλεῖτε τὴν ἀλήθειαν ἕκαστος μετὰ τοῦ
πλησίον αὐτοῦ, ὅτι ἐσμὲν ἀλλήλων μέλῃ» (στ. 25). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Γι' αὐτὸ νὰ
ἀποβάλετε τὸ ψεῦδος καὶ νὰ λέτε καθένας στὸν πλησίον του τὴν ἀλήθεια, διότι ἀνήκουμε στὸ αὐτὸ
σῶμα, στὴν Ἐκκλησία, κι ἔτσι εἴμαστε ἀλληλοεξαρτώμενα ὄργανα».
Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τοῦτο πάντων αἴτιον τῶν κακῶν, τὸ στόμα μᾶλλον δὲ οὐ τὸ στόμα,
ἀλλ' οἱ κακῶς αὐτῶ χρώμενοι. Ἐντεῦθεν ὕβρεις, λοιδορίαι, βλασφημίαι, ἐκκαύματα τῶν ἡδονῶν,
φόνοι, μοιχείαι, κλοπαί, πάντα ἀπὸ τούτου τίκτεται» (Ε.Π.Ε. 21,66). Μετάφρασις: Αἰτία ὅλων των
κακῶν εἶναι τὸ στόμα. Μᾶλλον δὲ ὄχι τὸ στόμα, ἀλλ' αὐτοὶ ποὺ κάνουν κακὴ χρήση τοῦ στόματος.
Ἀπὸ τὸ στόμα προέρχονται οἱ βρισιές, οἱ κακολογίες, οἱ βλασφημίες, ἡ φωτιὰ τῶν ἡδονῶν, οἱ φόνοι,
οἱ μοιχεῖες, οἱ κλοπές. “Όλα ἀπὸ τὸ στόμα γεννιώνται.
Ν' ἀποθέσουμε τὸ ψεῦδος. Μερικοὶ νομίζουν, ὅτι δὲν εἶναι καὶ σπουδαῖο ἁμάρτημα τὸ ψεῦδος.
-Δὲν ἔκανα δὰ καὶ τίποτε. Ἁπλῶς εἶπα ἕνα ψεματάκι...
• Τὸ ψέμα ὅμως εἶναι ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα. Συγγενεύει ἄμεσα μὲ τὸ Διάβολο, ποῦ
εἶναι ὁ «πατὴρ τοῦ ψεύδους» (Ἰωάν. ἡ' 44). Τὸ ψέμα χρησιμοποίησε ὁ Διάβολος, γιὰ νὰ βγάλη τὸν
ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν παράδεισο. Καὶ συνεχίζει νὰ πλανᾷ τοὺς ἀνθρώπους μὲ ποικιλία ψεμάτων.
• Τὸ ψέμα, ὅταν ἀναφέρεται σὲ θέματα πίστεως, ὀνομάζεται αἵρεσις.
• Ὅταν ἀναφέρεται στὴν καθημερινὴ ζωή, ὀνομάζεται ἀπάτη.
• Τὸ ψέμα ἔχει σχέση μὲ κάποια ἄλλη ἁμαρτία, ποὺ θέλει νὰ τὴν κρύψη ἢ νὰ τὴν δικαιολογήση.
«Λαλεῖτε ἀλήθειαν ἕκαστος μετὰ τοῦ πλησίον αὐτοῦ» (στ. 25). Στὶς συναλλαγές μας νὰ ἐπικρατῇ
ἡ ἀλήθεια.
Εἴμαστε «ἄλληλων μέλῃ» (στ. 25). Εἴμαστε μέλη τοῦ ἰδίου σώματος. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ
συνεργάζονται ὅπως συνεργάζονται τὰ μέλη τοῦ σώματος μεταξύ τους. Ἐρμηνεύοντας τὴν ἀλήθεια
αὐτὴ ὁ Ι. Χρυσόστομος, λέει:
Ἂν τὸ μάτι ἰδῆ κάποια παγίδα, λέγει ψέματα στὸ πόδι; Ὄχι! Τοῦ λέγει ἀμέσως τὴν ἀλήθεια, καὶ
τὸ πόδι ἀποφεύγει νὰ πατήση τὴν παγίδα.
"Ἂν ἡ ὄσφρησις αἰσθανθῆ κάτι βρώμικο καὶ δηλητηριῶδες, λέει ψέματα στὸ στόμα; Ὄχι! Λέγει
τὴν ἀλήθεια, καὶ τὸ στόμα δὲν γεύεται τὸ βρώμικο καὶ φαρμακερὸ πρᾶγμα.
"Ἂν ἡ γλῶσσα καταλάβη, ὅτι κάτι εἶναι πικρό, κοροϊδεύει τὸ στομάχι; Ὄχι! Λέει τὴν ἀλήθεια καὶ
δὲν στέλνει στὸ στομάχι κάτι τὸ βλαβερό.
Ἔτσι κι ἐμεῖς. Ὁ ἕνας νὰ λαλοῦμε στὸν ἄλλον τὴν ἀλήθεια. Αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἡ ἑνότητα καὶ ἡ ἀγάπη
(Ε.Π.Ε. 21,58).
• Ἀπὸ τὸ στόμα δὲν βγαίνει μόνο το ψέμα. Βγαίνουν καὶ ἕνα σωρὸ ἄλλα ἁμαρτωλὰ στοιχεῖα,
ὅπως ἡ αἰσχρολογία, ἡ λοιδορία, ἢ συκοφαντία, ἡ βλασφημία, ἢ εἰρωνεία, ἡ κολακεία κ.λ.π. Γι'
αὐτὸ ὁ Παῦλος τονίζει: «Πᾶς λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὕμων μὴ ἐκπορευέσθω, ἀλλ' εἰ τὶς
ἀγαθὸς πρὸς οἰκοδομὴν τῆς χρείας, ἶνα δῶ χάριν τοὺς ἀκούουσι» (στ. 29). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνική: «Κανένας κακὸς λόγος νὰ μὴ βγαίνῃ ἀπ' τὸ στόμα σας, ἀλλὰ μόνο καλὸς γιὰ
οἰκοδομῇ, ὅπου ὑπάρχει ἀνάγκη, γιὰ νὰ ὠφελήση αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀκοῦνε».
Τὸ στόμα ἀποτελεῖ τὸ ἐκφραστικὸ ὄργανο τῆς καρδιᾶς. Ὅπως μέσα ἀπὸ ἀνοικτὸ ὑπόνομο δὲν
μπορεῖ παρὰ ν' ἀναδύεται δυσοσμία, ἔτσι καὶ ἀπὸ καρδιὰ διεφθαρμένη δὲν μπορεῖ, παρὰ ν'
ἀναδύεται ἡ δυσοσμία τοῦ σαπροῦ λόγου. «Ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καιρδίας τὸ στόμα
λαλεῖ. Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθὰ» (Ματθ. Ἰβ' 34-35). Φοβερὴ
ἢ δυσοσμία τῆς βρώμικης γλώσσας. Στὶς τρεῖς λέξεις οἱ δύο εἶναι χυδαῖες, βρώμικες!
• Τὸ στόμα ὁ Θεὸς μᾶς τόδωσε γιὰ νὰ λαλοῦμε ἀγαθὰ καὶ νὰ δοξολογοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ὁ
λόγος νὰ εἶναι λόγος οἰκοδομῇς καὶ χάριτος. «Εἰ τὶς ἄγαθος (λόγος) πρὸς οἰκοδομὴν τῆς χρείας, ἶνα
δῶ χάριν τοὺς ἀκούουσι» (στ. 29).
Ο λόγος νὰ εἶναι ἁλατισμένος μὲ τὸ ἁλάτι τῆς χάριτος. «Ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι
ἤρτυμενος, εἰδέναι πὼς δεῖ ἐνὶ ἐκάστω ἀποκρίνεσθαι» (Κολασ. δ' 6). Καὶ σημειώνει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Διὰ τοῦτο σοῖ στόμα καὶ γλῶσσαν ἔδωκεν ὁ Θεός, ἶνα εὐχαριστῇς αὐτῶ, ἶνα
οἰκοδομῇς τὸν πλησίον ὡς ἐὰν καθαιρῇς τὴν οἰκοδομήν, βέλτιον σιγᾶν καὶ μηδέποτε φθέγγεσθαι»
(Ε.Π.Ε. 21,66). Μετάφρασις: Γι' αὐτό σου ἔδωσε τὸ στόμα, γιὰ νὰ Τὸν εὐχαριστῆς καὶ γιὰ νὰ
οἰκοδομῇς τὸν πλησίον. "Ἂν προκηται νὰ γκρεμίσης τὴν οἰκοδομή, καλύτερα εἶναι νὰ σιγᾶς καὶ ποτὲ
νὰ μὴ μιλᾷς.

Χέρια καθαρὰ καὶ τίμια (στ. 28)


Μετὰ τὸ ψέμα ἀντιμετωπίζει ὁ Παῦλος τὴν κλοπή. Κάποτε αὐτὰ τὰ δύο συνεργάζονται, ὅπως
στὴν περίπτωση τοῦ Ἀνανία καὶ τῆς Σαπφείρας (Πράξ. ἐ' 1-11).
Τὸ εὔκολο κέρδος ὁδηγεῖ πολλοὺς καὶ στὸ ψέμα καὶ στὴν κλεψιά. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος τονίζει: «Ὁ
κλέπτων μηκέτι κλεπτέτω, μᾶλλον, δὲ καὶ κοπιάτω ἔργαΖομενός το ἀγαθὸν ταϊς χερσίν, ἶνα ἔχῃ
μεταδιδόναι τῷ χρείαν ἔχοντι» (στ. 28). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ὁ κλέπτῃς νὰ μὴ κλέβῃ
πλέον, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ κοπιάση κάνοντας τὸ ἔντιμο ἔργο μὲ τὰ χέρια του, γιὰ νὰ ἔχῃ νὰ μεταδίδῃ
σ' ὅποιον ἔχει ἀνάγκη».
Εἶχαν πρὶν τὴ συνήθεια τῆς κλοπῆς. Γι' αὐτὸ λέει: «Μηκέτι κλεπτέτω».
• Κλοπή! Γιὰ τὸ εὔκολο κέρδος. Κέρδος χωρὶς κόπο καὶ ἱδρῶτα. Ἀντίθετα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ,
ποὺ λέει: «Ἐν ἱδρῶτᾳ τοῦ προσώπου σου φαγῆ τὸν ἄρτον σου» (Γέν. γ΄ 19).
• Ἡ κλοπὴ εἶναι τὸ παιδὶ τῆς ἀργίας, ποὺ εἶναι «μήτηρ πάσης κακίας». Πολλοὶ δὲν θέλουν νὰ
ἐργάζονται, ἀλλὰ θέλουν νὰ ἔχουν χρήματα. Ἔτσι ἀναγκάζονται νὰ κλέβουν.
•'Ἄλλοτε πάλι ἢ πολυτέλεια ὁδηγεῖ ἀνθρώπους σὲ κομπίνες καὶ κλοπές. Ἡ κλοπὴ γιὰ τὰ
ἐξαρτημένα ἄτομα εἶναι ἡ καταφυγὴ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν δόσι τῶν ναρκωτικῶν.
Ἄριστο φάρμακο, γιὰ νὰ σταματήση ἕνας ἄνθρωπος τὴν κλοπὴ εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ
ἐργατικότητα.
Χρειάζεται ἀγωγὴ ἐργασίας. Ἡ ἐργασία εἶναι λύσις πολλῶν προβλημάτων.
• Νὰ ἐργάζονται οἱ χριστιανοὶ «τὸ ἀγαθὸν ταϊς χερσίν». Νὰ ἐργάζονται τίμια. Καὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι
εἶδος ἐργασίας. Κουράζει. Καὶ ἡ κλοπὴ εἶναι δουλειά. Εἴδατε τί λένε μεταξύ τους οἱ ἀπατεῶνες καὶ
οἱ κλέπτες; «Πῶς πῆγε ἡ δουλειά»;
• Ἡ τίμια χειρωνακτικὴ ἐργασία δὲν εἶναι ὑποτιμητικὸ πρᾶγμα. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας ἀποτελεῖ
ὑπόδειγμα χειρωνακτικῆς ἐργασίας. Δούλευε μέχρι τὰ τριάντα του χρόνια «ὡς υἱὸς τοῦ τέκτονος»
(Ματθ. ἰγ' 55), στὸ ξυλουργεῖο τῆς ΝαΖαρέτ. “Ο δὲ Παῦλος, καίτοι εἶχε ἔργο νὰ ξαπλώση τὸ
Εὐαγγέλιο σ' ὅλο τὸν κόσμο, εὕρισκε χρόνο καὶ δούλευε χειρωνακτικὰ ὡς σκηνοποιός. Λέει: «Ταῖς
χρείαις μου καὶ τοὺς οὔσι μετ' ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἳ χεῖρες αὗται» (Πράξ. κ ? 34).
• Ἡ ἐργασία ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπ' τὸν πειρασμὸ τῆς κλοπῆς. Ἀπασχολεῖ τὸν ἄνθρωπο
καὶ δὲν τὸν ἀφήνει ν' ἁμαρτάνῃ. Τὸν καθιστὰ ἀβαρῆ στοὺς ἄλλους.
Δὲν γίνεται παράσιτο. Δὲν ζη εἰς βάρος τῶν ἄλλων. Δικαιοῦται τὸ ψωμί του, τὸ μισθό του. Εἶναι
παραγωγικὸ μέλος τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου.
• Ἀλλὰ καὶ κάτι ἀκόμη, ποὺ τονίζει ὁ Παῦλος. Ἡ ἐργασία κάνει τὸν ἄνθρωπο ἐλεήμονα.
Δὲν ἀρκεῖ, δηλαδή, νὰ μὴ κλέβῃς. Ἡ ἠθικὴ δὲν εἶναι μόνο ἄρνησις. Εἶναι καὶ θέσις.
Δὲν ἀρκεῖ τὸ στόμα νὰ μὴ λέῃ ψέμα καὶ νὰ μὴ βωμολοχῇ. Κάτι τέτοιο τὸ κάνουν καί τα... ψάρια,
ποῦ δὲν μιλᾶνε καθόλου. Ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ περάση καὶ στὴ θέσι. Νὰ μιλάη, νὰ διαλαλῇ τὴν
ἀλήθεια, νὰ δοξολογῇ τὸν Θεό.
Δὲν ἀρκεῖ νὰ μὴ κλέβῃς. Ὀφείλεις καὶ νὰ ἐλεῇς μὲ τὰ χρήματα, ποὺ βγάζεις ἀπ' τὸ τίμιο ἔργο
σου. Γι' αὐτὸ λέει ὁ Παῦλος: «Ἶνα ἔχῃ μεταδιδόναι τῷ χρείαν ἔχοντι» (στ. 28).
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν ἄμεση ἀνάγκη ἀπὸ τὴ βοήθειά μας. Νὰ εἴμαστε μεταδοτικοί. Οἱ
χριστιανοὶ εἶναι σὰν τὰ συγκοινωνοῦντα δοχεῖα καὶ στὰ ὑλικὰ καὶ στὰ πνευματικὰ ἀγαθά. Λέγει ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁρᾶτε πῶς ἀπολύεσθαι τὰ ἅμαρτηματα δεῖ; "Ἔκλεψαν, τοῦτό ἐστι τὸ
ἁμάρτημα πράξαι. Οὐκ ἔκλεψαν, τοῦτο οὐκ ἔστι τὸ ἁμάρτημα λύσαι. Ἀλλὰ πῶς; Εἰ ἐκοπίασαν, καὶ
ἐτέροις μετέδωσαν. Οὕτως ἔλυσαν τὸ ἁμάρτημα» (Ε.Π.Ε. 21,66). Μετάφρασις: Βλέπετε, πῶς πρέπει
ν' ἀποφεύγετε τὰ ἁμαρτήματα; Ἂν κλέψουν, αὐτὸ ἀποτελεῖ διάπραξι ἁμαρτίας. Δὲν ἔκλεψαν; Αὐτὸ
δὲν ἀποτελεῖ λύση τῆς ἁμαρτίας. Ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία εἶναι, ὅταν κοπιάζουμε καὶ δίνουμε
σὲ ἄλλους. Ἔτσι συγχωρεῖται τὸ ἁμάρτημα.
Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ ἔχουν σὰν βασικὸ μέλημα τῆς ζωῆς τοὺς τὴν ἐλεημοσύνη. Νὰ δίνουν
τουλάχιστον τὸ ἕνα δέκατο ἀπὸ τὸν τίμιο κόπο τους γιὰ ἐλεημοσύνη.

Ὀργὴ ἁγία καὶ ἀγρία (στ. 26. 31)


Μετὰ τὸ ψέμα καὶ τὴν κλοπὴ ὁ Παῦλος ἔρχεται ν' ἀντιμετωπίση καὶ τὸ ἄλλο πάθος, τὸ θυμό. Καὶ
ἀρχίζει μὲ τὸ ψαλμικό: «Ὀργίζεσθε καὶ μὴ ἁμαρτάνετε» (Ψάλμ. δ' 5).
Πρόκειται γιὰ τὴν ὀργὴ κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ Διαβόλου. Λέγει ὁ ι. Χρυσόστομος: «Βούλει
εἶναι μνησίκακος καὶ ἐχθρός; 'Ἐχθρὸς ἔσο, ἀλλὰ τοῦ διαβόλου, μὴ τοῦ μέλους τού σου. Διὰ τοῦτο
ἤμας ὅπλισε τῷ θυμῷ ὁ Θεός, οὒχ νὰ τὸ ξίφος κατὰ τῶν ἡμετέρων σωμάτων, ἀλλ' ἶνα ὁλόκληρον
τὴν μάχαιραν εἰς τὸ τοῦ διαβόλου στῆθος βαπτίσωμεν» (Ε.Π.Ε. 21,64). Μετάφρασις: Θέλεις νὰ
εἶσαι μνησίκακος καὶ ἐχθρός; Νὰ εἶσαι ἐχθρὸς ὄχι τοῦ δικοῦ σου μέλους, ἀλλὰ τοῦ διαβόλου. Γι'
αὐτὸ ὁ Θεὸς μᾶς ὅπλισε μὲ θυμό, γιὰ νὰ μὴ στρέφουμε τὸ ξίφος ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας, ἀλλὰ
γιὰ νὰ βυθίζουμε ὁλόκληρη τὴ μάχαιρα στὸ στῆθος τοῦ διαβόλου.
“Αγία εἶναι ἡ ὀργὴ ὅταν διεκδικῇ τὰ δικαιώματα τοῦ Θεοῦ. Ὁ χριστιανὸς θυμώνει ὅταν «Θεὸς τὸ
ὑβριζόμενον». Συνήθως συμβαίνει τὸ ἀντίθετο:
• Ὅταν θίγεται τὸ ἐγώ μας, γινόμαστε θηρία ἐξαγριωμένα.
• Ὅταν θίγεται ἡ πίστις, μένουμε ἀπαθεῖς καὶ ἀδιάφοροι.
Ὠργίστηκε ὁ Κύριος ὅταν τὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ εἶχαν μεταβάλει σὲ οἶκο ἐμπορίου (Ἰωάν. β' 16).
Ὀργίζεται ὁ χριστιανὸς ὅταν βλασφημῆται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἢ τῆς Θεοτόκου.
'Ἀλλ' ὁ Παῦλος μὲ τὸ «Ὀργίζεσθε καὶ μὴ ἁμαρτάνετε» ἐννοεῖ καὶ κάτι ἄλλο. Κι ἂν νικηθοῦμε ἀπὸ
τὴν ὀργή, δὲν πρέπει ν' ἀφήνουμε νὰ περάση ἡμέρα, νὰ νυχτώση, χωρὶς νὰ ἔχουμε τακτοποιηθῆ
ψυχικὰ μ' ἐκεῖνον ποὺ θυμώσαμε. «Ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» (στ. 26). Στὴν
ἁπλοελληνική: «Νὰ ὀργίζεσθε, ἀλλὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνετε. Ἡ δύσης τοῦ ἥλιου νὰ μὴ σᾶς βρίσκῃ
ὀργισμένους».
•Φουρτούνα τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ θυμός. Πρὶν νὰ δύση ὁ ἥλιος, πρέπει νὰ ἔχῃ ἐπικρατήση ἢ
γαλήνη. Τὰ «μποφὼρ» τῆς ὀργῆς δὲν πρέπει νὰ ὑψώνωνται. 'Ἀλλ' ἂν κάποτε ὑψώνωνται ἀπ' τὴν
ἀδυναμία μας, τουλάχιστον σύντομα νὰ πέφτουν. Νὰ ἔρχεται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ λέῃ στὴν
ταραγμένη θάλασσα τῆς ψυχῆς μας: «Σιώπα, πεφίμωσο» (Μάρκ. δ' 39).
Ο ἥλιος ἀνέτειλε ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἀγαθότητα τὴ δικὴ μᾶς ἃς δύῃ κάθε
ἡμέρα. Ποτὲ νὰ μὴ μᾶς βρῇ ἡ νύχτα μὲ θυμὸ καὶ κακία. «Μήποτε ὑπνώσωμεν ἐν ἁμαρτίαις εἰς
θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου, ἴσχυσα πρὸς αὐτὸν» (ἀπὸ τὸ Μέγ. Ἀπόδειπνο).
• Ὁ θυμὸς εἶναι ὁλόκληρο ψυχοσωματικὸ κύκλωμα.
Ξεκινᾷ ἀπ' τὴν πικρία. Θεωροῦμε τὸν ἑαυτὸ μᾶς ἀδικημένο. Ἡ πικρία γεννάει τὸ θυμό.
Ο θυμὸς γεννάει τὴν ὀργή. Ὁ θυμὸς εἶναι ὁ ἐσωτερικὸς βρασμὸς τῆς ψυχῆς. Ἡ ὀργὴ ἢ
ἐξωτερίκευσης αὐτοῦ του βρασμοῦ. Βράζει τὸ καζάνι μὲ τὸ θυμό. Μὲ τὴν ὀργὴ ξεχειλίζει.
Η ὀργὴ γεννάει τὴν κραυγή. Η κραυγὴ γεννάει τὴν αἰσχρολογία.
Ἔτσι σταδιακὰ παρουσιάσει τὸ κακὸ ποὺ γίνεται μὲ τὸ θυμὸ ὁ Παῦλος: «Πᾶσα πικρία καὶ θυμὸς
καὶ θυμοκαὶ κραυγὴ καὶ βλασφημία ἄρθητω ἂφ' ὑμῶν σὺν πάση κακία» (στ. 31). 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνική: «Κάθε ἀγανάκτησης καὶ θυμὸς καὶ ὀργὴ καὶ κραυγὴ καὶ λόγος ὑβριστικὸς νὰ
ἐξαφανισθῆ ἀπὸ σᾶς μαζὶ μὲ κάθε κακότητα».
Κραυγάζουμε πάνω στὸ θυμό μας. Δὲν ξέρουμε τί λέμε. Ἐκσφενδονίζουμε μύδρους βρισιῶν
ὅταν θυμώσουμε. Ο ι. Χρυσόστομος λέγει, ὅτι ἡ κραυγὴ μόνο γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ
ἐπιτρέπεται: «'Ἐν ἐνὶ χρήσιμόν το κράτειν μόνον, ἐν τῷ κηρύττειν καὶ διδάσκειν, ἀλλαχοῦ δὲ
οὐδαμοῦ, ἀλλ' οὔτε ἐν εὐχῇ» (Ε.Π.Ε. 21,88). Μετάφρασις: Σὲ μία περίπτωσι μόνο εἶναι χρήσιμη ἡ
κραυγή, στὸ κήρυγμα καὶ στὴ διδασκαλία. Πουθενὰ ἀλλοῦ οὔτε καὶ στὴν προσευχή.

Ὄχι στὸ Διάβολο, ναὶ στὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον (στ. 27. 30)
Μὲ τὸ θυμὸ καὶ τὴν ὀργή, ποὺ φανερώνουν ἐγωισμό, ἀνοίγουμε τὴν πόρτα στὸ Διάβολο. Γι' αὐτὸ
ὁ Παῦλος προτρέπει: «Μήτε δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ» (στ. 27).
Ὁ Διάβολος πολιορκεῖ τὴν καρδιά μας. Ἐπιδιώκει νὰ μπῆ μέσα. Δὲν μπορεῖ μόνος του, ἂν δὲν
τοῦ ἀνοίξουμε ἐμεῖς. Δυστυχῶς πολλοὶ ἔχουν ἁβροφροσύνες μὲ τὸν Διάβολο. Σὰν νὰ τοῦ λένε:
-Πέρασε, ἀξιότιμε κύριε Διάβολε. Ὁ τόπος τῆς καρδιᾶς μου εἶναι δικός σου.
Τότε μπαίνει καὶ στρογκυλοκάθεται. Κατακυριεύει καὶ καταδυναστεύει τὴν ψύχη. Στέλνουν
πολλοὶ πάνω στὸ θυμὸ τοὺς συνανθρώπους στὸ Διάβολο. Σὰν νὰ ρίχνουν τὸ πρόβατο τοῦ Θεοῦ στὸ
στόμα τοῦ λύκου. Ὁ Χριστὸς ᾖλθε νὰ μᾶς ἐλευθερώση ἀπὸ τὸ Διάβολο (Ἑβρ. β' 14). Κι ὑπάρχουν
χριστιανοί, ποὺ στέλνουν ἀδελφούς τους στὸ Διάβολο!
Όταν ἱκανοποιοῦμε τὸ πονηρὸ Πνεῦμα, λυπᾶμε τὸ ἀγαθὸ Πνεῦμα, τὸ πανάγιο Πνεῦμα. Γι' αὐτὸ
λέει ὁ Παῦλος: «Καὶ μὴ λυπεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιόν του Θεοῦ, ἐν ὢ ἐσφραγίσθητε εἰς ἡμέραν
ἀπολυτρώσεως» (στ. 30). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ νὰ μὴ λυπᾶτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιό του
Θεοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο σφραγισθήκατε τὴ μέρα ποὺ σᾶς ἀγόρασε, ποὺ σᾶς λύτρωσε (ποῦ
βαφτιστήκατε)».
Καμμία πνευματικὴ ρᾳθυμία ἃς μὴ δείχνουμε.
• Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ὁ ἔνοικος στὸ κατοικητήριο τῆς ψυχῆς μας.
• Τὸ εἰσιτήριό μας γιὰ τὴ μεγάλη ἡμέρα τοῦ λυτρωμοῦ, ποὺ θὰ βεβαιωθῆ τὴν ἡμέρα τῆς
ἐκδημίας μας στὸν Κύριο, εἶναι σφραγισμένο ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Ἃς μὴ τὸ πικραίνουμε,
λοιπόν, μὲ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τὰ πάθη μας.

Χρηστοὶ ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ (στ. 32).


Συνοψίζει ὁ Παῦλος τὰ ὅσα γιὰ τὴν πρακτικὴ ζωὴ τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου λέγει: «Γίνεσθε δὲ εἰς
ἀλλήλους χρηστοί, εὔσπλαγχνοι, χαριζόμενοι ἐαυτοῖς, καθὼς καὶ ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ ἔχαρισατο
ὑμὶν» (στ. 32). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ νὰ φέρεστε μεταξὺ σας μὲ καλωσύνη, μὲ
εὔσπλαχνια, συγχωρώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὅπως κι ὁ Θεὸς μᾶς συγχώρεσε διὰ τοῦ Χριστοῦ».
'Ἀγαθοεργοί, γλυκεῖς καὶ εὐγενεῖς ἃς εἴμαστε στὶς διαπροσωπικές μας σχέσεις. Καὶ ἂν ὁ ἄλλος
μᾶς στενοχωρῇ καὶ μᾶς ἀδικῇ, ἃς τοῦ «χαριζώμεθα».
Ἃς τὸν συγχωροῦμε, ὅπως μᾶς συγχώρεσε καὶ μᾶς συγχωρεῖ ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Ἔχουμε ἀνάγκη ἐλέους. Ἃς δείχνουμε κι ἐμεῖς στοὺς ἄλλους ἔλεος.

1 Γίνεσθε οὖν μιμηταὶ τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα ἀγαπητά, 2 καὶ περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ, καθὼς καὶ ὁ
Χριστὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ παρέδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν προσφορὰν καὶ θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς
ὀσμὴν εὐωδίας. 3 πορνεία δὲ καὶ πᾶσα ἀκαθαρσία ἢ πλεονεξία μηδὲ ὀνομαζέσθω ἐν ὑμῖν, καθὼς
πρέπει ἁγίοις, 4 καὶ αἰσχρότης καὶ μωρολογία ἢ εὐτραπελία, τὰ οὐκ ἀνήκοντα, ἀλλὰ μᾶλλον
εὐχαριστία. 5 τοῦτο γάρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι πᾶς πόρνος ἢ ἀκάθαρτος ἢ πλεονέκτης, ὅς ἐστιν
εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ.

Παιδιὰ ἀγαπητὰ (στ. 1)


Ὅσα ζητάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δὲν εἶναι ἀφηρημένες ἀλήθειες. Εἶναι συγκεκριμένες πράξεις,
ποὺ βρῆκαν ἐφαρμογὴ πρῶτα στὴ ζωὴ τοῦ Inσού Χριστοῦ. Μᾶς εἶπε παραπάνω, στὸ τέλος τοῦ 4ου
κεφαλαίου, ὅτι ὀφείλουμε νὰ συγχωροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὅπως καὶ ὁ Θεὸς μᾶς συγχώρεσε καὶ
μᾶς συγχωρεῖ «ἐν Χριστῷ».
Κάθε πρᾶξις τῆς ἐνάρετης Ζωῆς εἶναι ἀντιγραφὴ τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, ὅπως φανερώθηκε στὸ
πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ ἀρχίζει τὸ 5ο κεφάλαιο μὲ τὴ μίμησι τοῦ
Θεοῦ, ποὺ εἶναι σὲ τελευταία ἀνάλυσι, μίμησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς. Λέει, λοιπόν, ὁ
Παῦλος: «Γίνεσθε οὒν μιμηταὶ τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα ἀγαπητὰ» (στ. 1). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική:
«Νὰ γίνεστε, λοιπόν, μιμητὲς τοῦ Θεοῦ σὰν τέκνα Τοῦ ἀγαπητά».
Εἴμαστε «τέκνα Θεοῦ», παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀποκαλοῦμε τὸν Θεὸ «Πατέρα».
Ἔτσι μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος στὴ λεγομένη Κυριακὴ προσευχή: «Πάτερ ἠμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»
(Ματθ. ἐ' 7).
• Εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, διότι μᾶς δημιούργησε ὁ Θεός.
• Εἰδικότερα, διότι δεχτήκαμε τὴν υἱοθεσία ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Η ἁμαρτία καὶ ὁ Διάβολος μᾶς εἶχαν ἀποξενώσει ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Ἐνῷ εἴχαμε δημιουργηθῆ
ἀπὸ τὸ Θεὸ Πατέρα, ζούσαμε μακρυὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, σὰν ἀποπαίδια τοῦ Θεοῦ, δούλα τῆς
ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.
Ἦρθε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ ξαναγίνουμε ἐμεῖς υἱοὶ τοῦ Θεοῦ.
Όσοι πιστεύουν στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ Τὸν δέχονται σὰν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή, αὐτοὶ παίρνουν τὴ
σφραγῖδα τῆς υἱοθεσίας. Τοὺς υἱοθετεῖ ὁ Θεός. Τονίζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Ὅσοι ἔλαβον
αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰωάν. ἃ' 12).
• Γίναμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Καὶ μάλιστα «ἀγαπητά». Μᾶς ἀγάπησε τόσο πολὺ ὁ Θεός, ὥστε τὸν
«ἀγαπητόν» Του Υἱὸ θυσίασε γιὰ μᾶς.
• Γιὰ νὰ ὑπογραφὴ ἡ δική μας υἱοθεσία, ὁ κατὰ φύσιν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ
Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ σταυρώθηκε ἀπὸ ἀπέραντη ἀγάπη σὲ μᾶς. Ό,τι πιὸ πολύτιμο
καὶ ἀγαπητὸ εἶχε ὁ Θεός, τὸ ἔδωσε γιὰ μᾶς.
Ἂν ὅμως ἐμεῖς γιὰ τὸ Θεὸ εἴμαστε ἀγαπητὰ τέκνα, πρέπει καὶ γιὰ μᾶς o Θεὸς νὰ γίνῃ ὁ ἀγαπητὸς
Πατέρας. Θὰ γίνῃ δὲ ἀγαπητὸς Πατέρας, ἂν Τὸν ἀγαπᾶμε ὁλόψυχα καὶ Τὸν μιμούμεθα.
Ἡ μίμησις τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ γίνεται πιὸ συγκεκριμένη. Μπορεῖς Π.Χ. νὰ πῇς, ὅτι ἐνεργεῖς
ὅπως ὁ Θεός, ὅταν ἐλεῇς ἀδιακρίτως ὅλους τους ἄνθρωπους, ἀφοῦ κι Ἐκεῖνος «βρέχει ἐπὶ δικαίους
καὶ ἀδίκους» (Ματθ. ἐ' 45).
Μὲ τὴ σάρκωση ὅμως τοῦ Θεοῦ Λόγου γίνεσαι χριστομίμησις. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι πλέον μόνο
το Πρωτότυπο. Εἶναι καὶ τὸ πρότυπο γιὰ κάθε ἄνθρωπο. «Ὁ λέγων ἐν αὐτῷ μένειν ὀφείλει, καθὼς
ἐκεῖνος περιεπάτησε, καὶ αὐτὸς οὕτω περιπατεῖν» (Α΄ Ἰωάν. β' 6).
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας Ζωῆς Τοῦ ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἄφησε ἀνεξίτηλα ἴχνη γιὰ ὅλες τὶς
περιπτώσεις. Πάνω στὰ ἴχνη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὀφείλουμε νὰ βαδίζουμε. Στὴ ζωὴ μᾶς πρέπει νὰ
καθρεπτίζεται ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἐρώτημα, ποὺ θέτει ὁ πιστὸς σὲ κάθε ἐνέργεια τῆς ζωῆς τοῦ
εἶναι:
-Τί θὰ ἔκανε ὁ Χριστός, ἂν ἦταν στὴ θέση μου;
Η μίμησις τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι βέβαια κατορθωτὴ δίχως τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορεῖς ν'
ἀνεβῇς σὲ διαστημικὰ ὕψη, παρὰ μόνο μὲ ἀεροπλάνο ἢ διαστημόπλοιο. Ἔτσι δὲν μπορεῖς ν' ἀνεβῇς
στὰ ὕψη τῆς χριστομίμητης πνευματικῆς Ζωῆς χωρὶς τὴν ὑψοποιὸ δύναμι, ποὺ ὀνομάζεται χάρις.
Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ πιστὸς γίνεται ἕνας μικρὸς Χριστὸς καὶ ἐπαναλαμβάνει τὸ τοῦ Παύλου:
«Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, Ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γαλ. β' 20).
Ἀγάπη καὶ θυσία (στ. 2)
Ἂν θέλουμε μὲ μία λέξι νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν πορεία τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ, πρότυπο καὶ γιὰ τὴ
δική μας πορεία, θὰ χρησιμοποιήσουμε τὸν ὄρο «Πορεία ἀγάπης». Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος στὴ
συνέχεια μᾶς παρουσιάζει τὴ μίμησι τοῦ Θεοῦ σὰν μίμησι τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Λέει: «Καὶ
περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησεν ἠμᾶς καὶ παρέδωκεν ἐαυτὸν ὑπὲρ ἠμῶν
προσφορὰν καὶ θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὄσμην εὐωδίας» (στ. 2). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ
βαδίσετε μὲ ἀγάπη, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς ἀγάπησε, καὶ γιὰ μᾶς παρέδωσε τὸν ἑαυτό του στὸ
θάνατο ὡς εὐωδιάζουσα προσφορὰ καὶ θυσία στὸ Θεό».
Ἡ Ζωὴ τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ εἶναι ὁδηγὸς πορείας, ὑπὸ τὴν ἐπωνυμία «Ἡ 'Ἀγάπη».
• Μᾶς ἀγάπησε φλογερά, ὥστε τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ξεκολλήση ἀπ' αὐτήν. Λέει ὁ Ι.
Χρυσόστομος: «Ἐραστὴς ἔσο τῆς ἀγάπης δὶ’ αὐτῆς γὰρ ἐσώθης, δὶ' αὐτῆς υἱὸς γέγονας» (Ε.Π.Ε.
20,122). Μετάφρασις: Γίνε ἐραστὴς τῆς ἀγάπης. Μὲ τὴν ἀγάπη σώθηκες. Μ' αὐτὴν ἔγινες υἱός.
Γινόμαστε ἐραστὲς τῆς ἀγάπης. Γινόμαστε, δηλαδή, ἐραστὲς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ
σαρκωμένη 'Ἀγάπη.
• Μᾶς ἀγάπησε, γι' αὐτὸ σαρκώθηκε. Καταδέχτηκε νὰ κενωθῆ, νὰ κατεβῇ, νὰ ἐνδυθῆ τὴν
ἀνθρώπινη φύση, νὰ ὁμοιάση τέλεια μ' ἐμᾶς, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
• Μεγαλύτερη ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης Τοῦ εἶναι ἡ θυσία Του.
Ἀγάπη ἔδειχνε κι ὅταν μὲ τὰ θαύματα εὐεργετοῦσε.
Ἀγάπη κι ὅταν μὲ τὸ θεϊκό Του λόγο ἀποκάλυπτε τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἀγάπη κι ὅταν παρηγοροῦσε τοὺς πονεμένους.
Ἀλλὰ κυρίως ἔδειξε ἀγάπη ὅταν θυσιάστηκε γιὰ μᾶς πάνω στὸ Σταυρό. Γι' αὐτὸ λέγει ὁ Παῦλος:
«Ἠγάπησεν ἠμᾶς καὶ παρέδωκεν ἐαυτὸν ὑπὲρ ἠμῶν προσφορᾶς καὶ θυσίαν τῷ Θεῷ» (στ. 2).
Παρέδωσε τὸν ἑαυτό του. Ἂν ἤθελε, δὲν παραδινόταν, δὲν σταυρωνόταν. Γι' αὐτὸ ὅμως ᾖρθε στὸν
κόσμο, γιὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου τοῦ (Ἰωάν. 1στ ? 21). Ἦρθε γιὰ νὰ παραδοθῆ ἑκούσια ὑπὲρ ἠμῶν.
«Τὴ νυκτὶ ἢ παρεδίδετο, μᾶλλον δὲ ἐαυτὸν παρεδίδου» (λειτουργία Χρυσοστόμου).
Ἡ σκέψις, ὅτι ὁ 'Ἀναμάρτητος Κύριος γιὰ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ παραδόθηκε στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν
Του καὶ βασανίστηκε καὶ καρφώθηκε πάνω στὸν πιὸ ὀδυνηρὸ σταυρό, πρέπει νὰ μὲ συνέχῃ. Τὴ
θυσία τοῦ Χριστοῦ νὰ φέρνω μπροστά μου σὰν προσωπική. Εἶναι χαριστικὴ θυσία εἰδικὰ γιὰ μένα.
Ἔτσι τὴν ἔβλεπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ξεφύγη ἀπ' τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ.
Ἔλεγε: «Ἐν πίστει Ζῶ τὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντος μὲ καὶ παραδόντος ἐαυτὸν ὑπὲρ
ἐμοῦ» (Γαλ. β' 20).
Ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη προσφορὰ μέσα στὸν κόσμο. Καμμία ἄλλη προσφορὰ
δὲν στοίχισε τόσο πολύ, ἀλλὰ καὶ δὲν εὐεργέτησε τόσο πολύ.
• Στὶς θυσίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πρόσφεραν διάφορα σφάγια. Οἱ θυσίες αὐτὲς ἦταν θυσίες
ποὺ μύριζαν τσίκνα καιομένων κρεάτων.
• Ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι εὐωδία σ' ἕνα κόσμο, ποὺ εἶχε βρωμήσει ἀπ' τὴ δυσωδία τῆς
ἁμαρτίας. Στὸ βοῦρκο τῆς ἀκάθαρτης, ἀλλὰ μετανοούσης καρδιᾶς στάρει κάποια σταγόνα ἀπ' τὸ
Αἷμα τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτομάτως ὁ βοῦρκος μεταβάλλεται σὲ εὐωδιαστὸ
ἀνθόκηπο.
• Ἡ Σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἁγνότερη προσφορά. Γιὰ νὰ τελεστῆ Λειτουργία
ἀπαιτεῖται καλοζυμωμένο ἀπὸ ἁγνὰ ὑλικὰ πρόσφορο. Ἔτσι γιὰ τὴ λειτουργία τῆς σωτηρίας μᾶς
χρειάστηκε τὸ πρόσφορό του Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποῦ τὸ Ζύμωσε ἡ σοφία καὶ ἡ ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ μὲ τὰ ἁγνότερα ὑλικά, τὴ Θεότητα καὶ τὴν ἀπαλλαγμένη ἀπ' τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινη
φύσι. Τὸ πρόσφορο αὐτὸ λειτουργήθηκε ἀπὸ ἀγάπη στὸ θυσιαστήριο τοῦ Σταυροῦ.
Ἀγάπη, θυσία, ἑκούσια προσφορά!
Νὰ τὸ ὑπόδειγμά μας. Ὁ χριστιανὸς ἀπὸ ἀγάπη θυσιάζει τὸν παλαιὸ ἑαυτό του, τὰ ἁμαρτωλά
του πάθη. Κάποτε θυσιάσει τὶς ἀνέσεις τῆς ζωῆς, καὶ αὐτὴ ἀκόμα τὴ ζωή του. Ἡ θυσία, τὸ μαρτύριο
τῶν ἁγίων, εἶναι «ὁσμὴ εὐωδίας». Λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁρᾷς τὸ ὑπὲρ ἐχθρῶν παθεῖν, ὅτι
ὀσμὴ εὐωδίας ἐστι καὶ θυσία εὐπρόσδεκτος; Κὰν ἀποθάνης, τότε ἔση θυσία τοῦτο μιμήσασθαί ἐστι
Θεὸν» (Ε.Π.Ε. 20,124). Μετάφρασις: Βλέπεις, ὅτι τὸ νὰ πάθης ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν εἶναι ἄρωμα, ποὺ
εὐωδιάζει συνεχῶς, καὶ θυσία εὐπρόσδεκτη; Καὶ ἂν πεθάνης, τότε θὰ εἶναι πραγματικὴ θυσία.
Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ἔγινες μιμητὴς τοῦ Θεοῦ.

Αγία καὶ βρώμικη ἀγάπη (στ. 3)


Γιὰ τὴν ὡραιότερη ἀγάπη μιλάει ὁ Παῦλος. Εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ μας καλεῖ νὰ
μιμηθοῦμε.
Ὁ κόσμος, καὶ πολλοὶ λεγόμενοι χριστιανοὶ ,παρασυρμένοι ἀπ' τὸν κόσμο, ἔχoυν ἀγάπη, ἀλλ' ὄχι
τὴν ἁγνὴ καὶ ἄδολη. Ἔχουν ἀγάπη πονηρὴ καὶ ἅμαρτωλη.
• Δὲν ἔχουν ἀγάπη στὸ Θεὸ ἔχουν ἀγάπη στὴν ἁμαρτία.
• Δὲν ἔχουν θεῖο ἔρωτα ἔχουν ἁμαρτωλὸ σαρκικὸ ἔρωτα. Τὰ τραγούδια τοῦ κόσμου τραγουδοῦν
τὴν ἀγάπη, ἀλλὰ ἐννοοῦν τὴ βρώμικη, τὴν πρόστυχη ἀγάπη.
Ξέρετε πῶς μοιάζει αὐτό; Εἶναι σὰν νὰ παίρνῃς ἕνα πολύτιμο διαμάντι καὶ νὰ τὸ ρίχνῃς στὸν
ὑπόνομο, στὶς ἀκαθαρσίες.
Ἀκαθαρσίες εἶναι τὰ πάθη τῆς σαρκός, ἡ πορνεία καὶ κάθε σαρκικὴ παρεκτροπή. Ἀκαθαρσία γιὰ
τὸν Παῦλο εἶναι καὶ ἡ πλεονεξία, ποὺ θεωρεῖται χειρότερη καὶ ἀπὸ τὴν πορνεία. Λέει: «Πορνεία δὲ
καὶ ἀκαθαρσία ἢ πλεονεξία μηδὲ ὀνομαζέσθω ἐν ὑμίν, καθὼς πρέπει ἁγίοις» (στ. 3). 'Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνική: «Πορνεία δὲ καὶ κάθε ἀκαθαρσία ἢ ἀνωμαλία οὔτε σὰν ὄνομα νὰ μὴν
ἀκούγεται ἀνάμεσά σας, ὅπως ἁρμόζει σὲ ἁγίους, δηλαδή, σὲ χριστιανούς».
Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία οἱ πιστοὶ λέγονταν «ἅγιοι». Πρέπει ὅλοι οἱ χριστιανοὶ νὰ εἴμαστε ἅγιοι.
Ἐμεῖς κάποτε εἴμαστε ἄγριοι. Τὰ ἄγρια πάθη μᾶς κυριεύουν, ἡ πορνεία καὶ πᾶσα ἀκαθαρσία. Ὁ
Παῦλος θέλει τοὺς χριστιανοὺς μακρυὰ ἀπ' τὴν πορνεία.
• Ὅταν λέῃ πορνεία, ἐννοεῖ κάθε σαρκικὴ πρᾶξι ἔξω ἀπὸ τὸ γάμο ἢ μέσα σ' αὐτόν, ποῦ δὲν
ἀποβλέπει ὅμως στὸ σκοπὸ τοῦ γάμου.
• Ἡ σαρκικὴ ἡδονὴ δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, γιὰ νὰ ἰκανοποιῆται μὲ κάθε τρόπο. Εἶναι μέσο, γιὰ
τὴν ἐπιτέλεση τοῦ μεγάλου σκοποῦ τοῦ γάμου. Σήμερα ἔχει θεοποιηθῆ τὸ σέξ.
• Ἡ πορνεία, ἔκφρασις ὅλων των παρὰ φύσι σαρκικῶν πράξεων, εἶναι διαδεδομένη ἔκλυσις
ἠθῶν.
Ὑπάρχει ποικιλία ἁμαρτωλῶν παθῶν. Δὲν εἶναι τυχαῖο, ὅτι μαζὶ μὲ τὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα
ἀναφέρει καὶ τὴν πλεονεξία. Ἡ φιληδονία καὶ ἡ φιλαργυρία ἔχουν τὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα. Ἀποκλείουν
τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ σωτηρία. Ἄλλωστε καὶ ἡ πλεονεξία (φιλαργυρία) εἶναι πνευματικὴ μοιχεία.
Παίρνει ὁ φιλάργυρος διαζύγιο ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ συνδέεται μὲ τὸ χρυσό.
• Γιὰ τὸν Παῦλο οὔτε νὰ κουβεντιάζωνται αὐτὰ τὰ πάθη ἐπιτρέπεται. «Μηδὲ ὀνομαζέσθω ἐν
ὑμὶν» (στ. 3). Τί θὰ ἔλεγε γιὰ τοὺς σημερινοὺς χριστιανούς, ποὺ ἀσχολοῦνται μόνο μὲ τὸ σὲξ καὶ τὰ
λεφτά;
• Τὸ χειρότερο, μερικοί, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ὑποστηρίζουν καὶ θεωρητικὰ τὴν πορνεία. Πορνεία
-λένε- εἶναι μόνο ἡ ἐπὶ πληρωμὴ σαρκικὴ πρᾶξις!

Αἰσχρότητα στὸ στόμα (στ. 4)


Ἡ εἰκόνα τῆς αἰσχρῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ διεφθαρμένου σώματος εἶναι τὸ στόμα. Μερικοὶ νομίζουν,
ὅτι μπορεῖ νὰ λένε ἄσχημα λόγια, καὶ νάναι καὶ καλοὶ ἄνθρωποι!
Ἀλλὰ τὸ στόμα εἶναι ξεχείλισμα τῆς καρδιᾶς. Τὸ περίσσευμα τῆς καρδιᾶς βγαίνει στὰ χείλη. Γι'
αὐτὸ ὁ Παῦλος ἔρχεται νὰ καυτηριάση καὶ τὰ ἁμαρτήματα τῆς γλώσσας: «Καὶ αἰσχρότης καὶ
μωρολογία ἢ εὐτραπελία, τὰ οὐκ ἀνήκοντα, μηδὲ ὀνομαζέσθω, ἀλλὰ μᾶλλον εὐχαριστία» (στ. 4).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Ἐπίσης νὰ μὴν ὑπάρχη σὲ σᾶς τὸ ἄσεμνο καὶ ἢ μωρολογία καὶ ἡ
αἰσχρὴ ἀστειολογία, τὰ ἀπρεπῆ αὐτὰ πράγματα, ἀλλὰ μᾶλλον δοξολογία».
Ἂν πῇς σὲ κάποιον νὰ μὴ βρίση, νὰ μὴ χυδαιολογῇ, σοῦ ἀπαντᾷ: -Γιατί; Σὲ ἐνδιαφέρει; Δικαίωμά
μου δὲν εἶναι; Κανενὸς δικαίωμα δὲν εἶναι νὰ βρίση. Κάνει πράγματα «οὐκ ἀνήκοντα».
• Δὲν ἁρμόζουν σὲ πολιτισμένο ἄνθρωπο.
• Δὲν ἁρμόζει σὲ χριστιανὸ νὰ βωμολοχῇ.
• Δὲν ἁρμόζει σὲ μέλος τῆς Ἐκκλησίας νὰ βρίζη. Στὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ «οὒχ εὑρέθη δόλος» (Α'
Πέτρ. β' 22). «Λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει» (Α΄ Πέτρ. β΄ 23).
Φαντάζεστε βυτιοφόρο μὲ ἀκάθαρτα λύματα ν' ἀδειάση μέσα σὲ Ναό; Αὐτὸ κάνει ὁ βωμολόχος.
Μολύνει μὲ τὰ βρώμικα λόγια τοῦ τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ. Κάθε χριστιανὸς εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ. Ὁ
αἰσχρολογῶν εἶναι ποταμὸς λασπολογίας. Καὶ δὲν ἀπαγορεύονται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο μόνο
τα αἰσχρὰ λόγια, ἀλλὰ καὶ τὰ εὐτράπελα λόγια. Μιλάει γιὰ «εὐτραπελίαν». Πρόκειται γιὰ τὰ ἄνοστα
ἀστεῖα, γιὰ τὴν ἀκατάσχετη πολυλογία, γιὰ τὰ «σόκιν», ποὺ λένε γιὰ νὰ γελάσουν οἱ ἄλλοι. Πολλὲς
φορὲς ἡ «εὐτραπελία» ἔχει σὰν περιεχόμενο θρησκευτικὰ θέματα καὶ θρησκευτικὰ πρόσωπα
Τὰ λόγια μας νὰ εἶναι μετρημένα. Μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴ γλῶσσα, νὰ Τὸν ὑμνοῦμε καὶ νὰ Τὸν
εὐχαριστοῦμε. Λέει ὁ Παῦλος: «'Ἀλλὰ μᾶλλον εὐχαριστία» (στ. 4).
• Μὲ τὰ λόγια εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό.
• Τὸν εὐχαριστοῦμε μὲ δοξολογικὰ λόγια.
• Ό,τιδήποτε λέμε, πρὸς δόξαν Θεοῦ νὰ τὸ λέμε.
• Μὲ τὰ λόγια νὰ προκαλοῦμε εὐχαρίστηση καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Νὰ εἶναι λόγια χαριτωμένα,
«ἅλατι ἤρτυμενα» (Κολασ. δ' 6). Ένας χαριτωμένος, διδακτικὸς καὶ ζωντανὸς λόγος μπορεῖ νὰ
ὁδηγήση μία ψυχὴ στὴ σωτηρία.

Ἡ αἰσχρότητα, εἰδωλολατρία (στ. 5)


Τὸ τίμημα γιὰ τὶς αἰσχρὲς πράξεις καὶ τὰ αἰσχρὰ λόγια εἶναι βαρύ. Χάνουμε τὴν κληρονομιὰ τῆς
αἰωνιότητας. Γιὰ μία αἰσχρὴ λέξι, γιὰ λίγα δευτερόλεπτα ἁμαρτωλῆς ἡδονῆς, γιὰ τὰ χρήματα,
πουλᾶμε τὰ πρωτοτόκιά μας.
Ως ἀγαπητὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ εἴμαστε «κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ» (Ρωμ.
η΄ 17). Καὶ ὅμως ἀποκλείεται νὰ σωθοῦμε, νὰ κληρονομήσουμε τὸν παράδεισο, ἂν συνεχίσουμε
αἰσχρολογοῦντες καὶ αἰσχροπράττοντες. Λέει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος: «Τοῦτο γὰρ ἔστε
γινώσκοντες, ὅτι πᾶς πόρνος ἢ ἀκάθαρτος ἢ πλεονέκτης, ὃς ἔστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει
κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ» (στ.5). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ
γνωρίζετε δὲ τοῦτο, ὅτι κάθε πόρνος ἢ ἀκάθαρτος ἢ ἀνώμαλος, ποὺ στὴν οὐσία εἶναι
εἰδωλολάτρης, δὲν ἔχει κληρονομία στὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ».
Λεγόμαστε χριστιανοί, ἐνῷ Ζοῦμε σὰν εἰδωλολάτρες. Θέλουμε νὰ συμβιβάσουμε τὰ
ἀσυμβίβαστα, ἐνῷ σαφῶς ὁ Κύριος λέει: «Οὗ δύνασθε δυσὶ κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. στ' 24).
Ἀνάγκη νὰ μετανοήσουμε. Ἀξίζει γιὰ τὴν αἰωνία κληρονομία μας νὰ κόψουμε κάθε δεσμὸ
ἁμαρτίας καὶ ἀδικίας. Ὁ Χριστὸς ὁ Θεὸς μᾶς σταυρώθηκε γιὰ μᾶς. Τοῦ ἀνήκουμε.
Ἃς Τὸν δοξάζουμε μὲ τὸ σῶμα μας καὶ μὲ τὸ πνεῦμα μᾶς (Α' Κορ. στ' 20).

6 Μηδεὶς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοῖς λόγοις· διὰ ταῦτα γὰρ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς
τῆς ἀπειθείας. 7 μὴ οὖν γίνεσθε συμμέτοχοι αὐτῶν. 8 ἦτε γάρ ποτε σκότος, νῦν δὲ φῶς ἐν Κυρίῳ· ὡς
τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε· 9 ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ καὶ
ἀληθείᾳ· 10 δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. 11 καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς
ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε· 12 τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ' αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι
καὶ λέγειν· 13 τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς
ἐστι. 14 διὸ λέγει· ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός.

Προσοχή! Ἀπατεῶνες (στ. 6-7).


Κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε τὴν κληρονομία τοῦ Θεοῦ. Ὁ κίνδυνος προέρχεται ἀπ' τὴν ἁμαρτία
καὶ τὴν πλάνη. Ὑπάρχουν πολλοί, ποῦ σπρῶχνοῦν ἢ μαγεύουν στὸ κακό. Εἶναι οἱ ἀπατεῶνες τοῦ
πνεύματος. Διαστρεβλωτὲς τῆς ἀλήθειας, παρουσιάζουν ὡραιοποιημένες καὶ ἑλκυστικὲς τὶς
ἀντιλήψεις καὶ θεωρίες τους.
Ο ἀπόστολος Παῦλος ἐφιστᾷ τὴν προσοχή μας: «Μηδεὶς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοις λόγοις διὰ ταῦτα
γὰρ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» (στ. 6). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Κανένας ἃς μὴ σᾶς ἐξαπατᾷ μὲ κούφια λόγια, λέγοντας, πῶς δὲν θὰ τιμωρηθοῦν τὰ ἁμαρτήματα.
Ὁπωσδήποτε γι' αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ πάνω στοὺς ἀπειθεῖς ἀνθρώπους».
• Ἡ ἀπάτη γίνεται μὲ τὰ λόγια. Ἄλλωστε καὶ ἡ πρώτη ἀπάτη τοῦ Διαβόλου στὴν Ἐδέμ, ἦταν μὲ
κενὰ λόγια.
• Κενά τα λόγια, ποὺ εἶναι ἄδεια ἀπὸ ἀλήθεια. Κούφια.
• Κενὰ σήμερα εἶναι καὶ ὁρισμένα καινὰ λόγια. Καινοφανεῖς θεωρίες, εἶναι κενολογία,
ἀερολογία. Προβάλλονται ὅμως μὲ τέτοια μαεστρία καὶ στὰ τόσο μαγνητικὰ μέσα μαζικῆς
ἐνημερώσεως, ὥστε εὔκολα ἐξαπατῶνται οἱ ἄνθρωποι.
Οἱ χριστιανοὶ δὲν πιάνονται κορόιδα. Δὲν ἐξαπατῶνται ἀπ' τὰ λόγια τοῦ α ή τοῦ β, ὅσο τρανὸς
κι ἂν εἶναι. Δὲν τείνουν «εὐήκοον οὖς» στὸν ὁποιονδήποτε ἔρχεται καὶ τοὺς ζαλίσει μὲ θεωρίες καὶ
ἰδέες. Κρίνουν καὶ συγκρίνουν τὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, μὲ τὴ διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας. Ἔχουν Ζυγαριὰ νὰ ζυγίσουν τὰ λόγια τῶν ἄλλων.
Πρόσεχε, μὴν ἀπατηθῆς ἀπὸ αἱρετικούς, ὅπως οἱ Χιλιαστές, ἀπὸ ἀθέους, ὅπως οἱ θεωρητικοί
του ὑλισμοῦ, ἀπὸ κοσμικόφρονες, ὅπως οἵ «τα ἐπίγεια φρονοῦντες» (Φιλιπ. γ' 19).
Όσοι ὄχι ἁπλῶς ἁμαρτάνουν καὶ μένουν ἀμετανόητοι, ἀλλὰ καὶ ἀνάγουν τὴν ἁμαρτία τους σὲ
θεωρία καὶ φιλοσοφία, αὐτοὶ ἐνσυνείδητα πηγαίνουν κόντρα στὸ Θεό. Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος
τοὺς ὀνομάζει «υἱοὺς τῆς ἀπειθείας».
Ἀντάρτες! Ἀκολουθοῦν τὸν ἀρχιαντάρτη Διάβολο. Ὁ Θεὸς δὲν ὀργίζεται γιὰ τὸν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ
γιὰ τὸν ἄπειθη.
• Ὁ ἁμαρτωλός, ὅταν μετανοῇ, ἑλκύει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
• Ὁ ἀπειθὴς ὅμως καυχᾶται γιὰ τὴν ἁμαρτία, καὶ προκαλεῖ τὸ Θεό. Ἑλκύει τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
«Μηδεὶς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοὺς λόγοις διὰ ταῦτα γὰρ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς
ἀπειθείας» (στ. 6).
Οἱ χριστιανοὶ συγκρατοῦν τὸ ξέσπασμα τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ μετάνοιά τους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ
διαφωνία τους πρὸς τοὺς κράχτες τῆς ἀθεΐας, τοὺς ἀπατεῶνες τοῦ πνεύματος καὶ τοὺς
θεωρητικούς της διαφθορᾶς. Τονίζει ὁ Ἀπόστολος: «Μὴ οὒν γίνεσθε συμμέτοχοι αὐτῶν» (στ. 7).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Μὴ γίνεστε, λοιπόν, σὰν κι αὐτούς».
Συμμετέχει ὁ χριστιανὸς στὶς θεωρίες καὶ τὰ ἔργα τῶν ἀσεβῶν ὄχι μόνο συμφωνώντας ἄμεσα
καὶ συμπράττοντας, ἀλλὰ καὶ ἀνεχόμενος καὶ σιωπώντας.
• Η ἀνοχὴ εἶναι πολλὲς φορὲς ἔνοχη καὶ συνενοχή.
• Ἡ σιωπὴ τῶν χριστιανῶν γιὰ ὅσα ἔκτροπα συμβαίνουν, ἀποθρασύνει τοὺς πονηρούς. Γιὰ τὸ
θρίαμβο τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο μεγάλη εὐθύνη ἔχουν οἱ λεγόμενοι καλοί, ποῦ ἀνέχονται καὶ
συσχηματίζονται (Ρωμ. ιβ' 2).

Σκότος καὶ σκοτεινὰ ἔργα (στ. 8. 11)


Ὁ Παῦλος χρησιμοποιεῖ τὶς εἰκόνες σκότους καὶ φωτός, γιὰ νὰ παραστήση τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν
ἀσέβεια. Ἐκεῖνοι, στοὺς ὁποίους ἀπευθύνει τὴν Ἐπιστολή, ζοῦσαν κάποτε στὸ σκοτάδι. Ὄχι ἁπλῶς
εἶχαν πλανεμένες ἀντιλήψεις περὶ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔργα τοὺς ἤσαν σκοτεινὰ καὶ πονηρά.
Ὅταν πίστεψαν στὸ Χριστό, ἄλλαξαν. Ζοῦσαν μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ
θυμίζει ὁ Παῦλος, γιὰ νὰ ἐπιστήση τὴν προσοχὴ νὰ μὴ ξαναπαρασυρθοῦν: «Ἦτε γὰρ Πότε σκότος,
νῦν δὲ φῶς ἐν Κυρίῳ ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε» (στ. 8). Στὴν ἁπλοελληνική: «Ἄλλοτε βεβαίως
ἤσασταν σκοτάδι, ἀλλὰ τώρα διὰ τοῦ Κυρίου εἶστε φῶς. Νὰ ζῆτε σὰν παιδιὰ τοῦ φωτός, δηλαδή,
νὰ Ζῆτε πνευματικά».
Τί ἤμασταν, τί θὰ ἤμασταν, τί εἴμαστε! «Ἤμασταν σκοτάδι. Ζούσαμε στὴν ἄγνοια καὶ τὴν πλάνη.
• Θὰ ἤμασταν, ἂν δὲν ἦταν ὁ Χριστός, βουτηγμένοι στὴν ἁμαρτία. Στὸν Inσού Χριστὸ χρωστᾶμε,
ὅτι βρήκαμε τὸ δρόμο μας, ὅτι συγκρατούμαστε ἀπ' τὸν κατήφορο τῆς καταστρεπτικῆς ἁμαρτίας.
Ὁ Παῦλος δὲν λέει ὅτι βρισκόμασταν στὸ σκοτάδι, ἀλλ' ὅτι ἤμασταν σκοτάδι. «Ἠτὲ πότε σκότος, νῦν
δὲ φῶς ἐν Κυρίως ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε» (στ. 8).
• Τώρα, δόξα τῷ Θεῷ, μὲ τὴ χάρι Του καὶ τὴ μετάνοιά μας εἴμαστε παιδιὰ τοῦ φωτός. Ζοῦμε στὸ
χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, στὸ φῶς τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἃς προσέξουμε νὰ μὴν παλινδρομήσουμε πρὸς τὰ παλαιά. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Ἀναμιμνήσκει (ὁ Παῦλος) αὐτοὺς τῆς προτέρας κακίας Ἐννοήσαντες, τί ἦτε πότε ὕμεις καὶ τὸ
γεγόνατε νῦν, μὴ παλινδρομεῖτε πρὸς τὴν προτέραν κακίαν, μηδὲ ἐνυβρίσητε τοῦ Θεοῦ τὴν χάριν»
(Ε. Π.Ε. 21,140). Μετάφρασις: Τοὺς ὑπενθυμίζει τὴν προηγούμενη κακία τους: Ἀφοῦ κατανοῆστε τί
ἤσασταν ἄλλοτε καὶ τί ἔχετε γίνει τώρα, νὰ μὴν ἐπιστρέφετε στὴν προηγούμενη σκοτεινὴ Ζωή σας,
οὔτε νὰ φέρεστε ὑβριστικὰ πρὸς τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ.
• Τώρα βρισκόμαστε στὸ φῶς. Δὲν εἶναι δικό μας τὸ φῶς, δὲν εἴμαστε αὐτόφωτα. Ένας εἶναι
αὐτόφως, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ σαρκωμένος Θεός.
Ἐμεῖς εἴμαστε ἕτεροφωτα. Δανεισμένο ἔχουμε τὸ φῶς, χαρισμένο μᾶλλον, ἀπὸ Ἐκεῖνον, ποῦ
εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ φωτός.
• Δὲν ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχη ἢ γεννήτρια τοῦ φωτός. Χρειάζεται καὶ ἡ σύνδεσης μὲ τὴ γεννήτρια. Δὲν
ἀρκεῖ ὅτι ὑπάρχει ὁ Χριστός, τὸ Φῶς τοῦ κόσμου. Ἀπόλυτη ἡ ἀνάγκη νὰ συνδεθοῦμε μὲ τὸ Φῶς, μὲ
τὴ γεννήτρια ποὺ λέγεται Χριστός.
• Ἡ σύνδεσης γίνεται μὲ τὴν πίστι. Αὐτὴ μας καθιστᾷ «τέκνα φωτός». Αὐτὸ ἀποτελεῖ γιὰ μᾶς μία
τεράστια εὐθύνη.
• Ὀφείλουμε νὰ ποῦμε στὸν κόσμο, σὰν «τέκνα φωτός». «Ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε» (στ. 8).
Τὰ τέκνα τοῦ φωτὸς δὲν πράττουν τὰ ἔργα τοῦ σκότους. Ἔχουν μπροστά τους, κατὰ τὴν πορεία
τῆς ζωῆς τους, ἀναμένους τοὺς προβολεῖς τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. «Λύχνος τοῖς ποσί μου ὁ νόμος
σου καὶ φῶς ταῖς τρίβοις μου» (Ψάλμ. 118,105). Ἀντίθετα ὅσοι δὲν πιστεύουν τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ,
δουλεύουν συνεχῶς στὰ ἄκαρπα ἔργα. Ἔτσι τὰ χαρακτηρίζει ὁ Παῦλος: «Καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοὺς
ἔργοις τοῖς ἀκάρπους του σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε» (στ. 11). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Καὶ νὰ μὴν ἔχετε σχέση μὲ τὰ ἄκαρπα ἔργα τοῦ σκότους, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ νὰ τὰ ἐλέγχετε».
Λέγονται ἄκαρπά τα ἔργα τοῦ σκότους, διότι εἶναι ἀνώφελα καὶ ἐπιζήμια. Δελεαστικὴ εἶναι ἡ
ἁμαρτία, ἂλλ' ὁδηγεῖ σὲ πονηρὰ καὶ καταστρεπτικὰ ἀποτελέσματα. Καταστρεπτικὰ γιὰ τὴν ψυχή
μας, ποὺ ὁδηγεῖται στὸν αἰώνιο θάνατο. Καταστρεπτικὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους.
Ἡ στάσις τῶν χριστιανῶν:
• Ἀρνητική, η μὴ συμμετοχή.
• Θετική, ὁ ἔλεγχος καὶ ἡ διαμαρτυρία. «Καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοὺς ἔργοις τοῖς ἄκαρπούς του
σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε» (στ. 11).
Παραπάνω εἶπε νὰ μὴ συμμετέχουμε. Ἐδῶ λέει νὰ μὴ συγκοινωνοῦμε. Καμμία μετοχὴ καὶ
κοινωνία μὲ ἀνθρώπους τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀσεβείας.
• Ὁ χριστιανὸς δὲ συμμετέχει.
• Δὲν συγκοινωνεῖ, δὲν ἔχει κοινωνία μὲ τὸ κακό.
• Δὲν ἀνέχεται τὸ κακό.
• Δὲν σιωπᾷ γιὰ τὴ γύρω του ἀσέβεια καὶ διαφθορά.
• Προχωρεῖ ἀκόμα περισσότερο. Ἀπὸ τὴν ἄμυνα περνάει στὴν ἐπίθεση. «Μᾶλλον δὲ καὶ
ἐλέγχετε». Ὁ ἔλεγχος δὲν εἶναι κατάκρισις. Ἡ κατάκρισις εἶναι ἁμαρτία φανερώνει ἐγωισμό. Ὁ
ἔλεγχος εἶναι ἀρετὴ καὶ ὁμολογία.
• Κατάκρισις εἶναι ὅταν κρίνουμε προσωπικὰ ἔργα κάποιου μὲ διάθεση νὰ τὸν ἐκθέσουμε, νὰ
τὸν διαπομπεύσουμε.
• Ἔλεγχος εἶναι ὅταν ἐλέγχουμε ἀπρόσωπες πράξεις καὶ ἰδέες, ἢ ὅταν κρίνουμε πρόσωπα γιὰ
προκλητικά τους ἔργα.
Ἂν δοῦμε Π.Χ. ἐπίσημο πρόσωπο νὰ πέφτῃ σὲ κάποια ἁμαρτία, ποῦ δὲν δημιουργεῖ σκάνδαλο,
ὀφείλουμε νὰ τὸ συμβουλεύσουμε κατ' ἰδίαν.
Όταν ὅμως τὸ ἴδιο πρόσωπο ἐνεργὴ δημόσια κατὰ ἀντιχριστιανικὸ τρόπο, ὅταν Π.Χ. συμβάλῃ
στὴν ἔκδοση ἀντιχριστιανικοῦ νόμου ἢ διοργανώνῃ εἰδωλολατρικὲς καὶ αἰσχρὲς γιορτές, τότε
ὀφείλουμε νὰ ἐλέγχουμε.
Σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἡ σιωπὴ ἀποτελεῖ προδοσία.
Δὲν μπορεῖ ὁ χριστιανὸς νὰ παρακολουθῇ μὲ ἀδιαφορία ἐνέργειες γιὰ ἀλλοίωση τοῦ ἤθους ἢ
ἐπικράτηση τῆς διαστροφῆς ἢ νομιμοποίηση τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ ἀγάπη του στὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Ἁγιότητα, ἀλλὰ καὶ ἡ εὐαισθησία καὶ ἡ παρρησία ἀπαιτοῦν
ἀποδοκιμασία, ἔλεγχο, ἀγῶνα.

Στὰ κρυφά τα πονηρὰ (στ. 12-13)


Ἄνθρωποι χωρὶς Θεό, κάνουν πράξεις, ποῦ ντρέπεσαι καὶ νὰ τὶς ὀνομάσης. Μιλώντας ὁ Παῦλος
γιὰ ἔργα τοῦ σκότους, ἐπισημαίνει: «Τὰ γὰρ κρυφὴ γινόμενα ὑπ' αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν»
(στ. 12). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἐκεῖνα δέ, ποὺ γίνονται ἀπὸ αὐτοὺς κρυφά, εἶναι ντροπὴ
καὶ νὰ τὰ ἀναφέρῃ κανείς».
Τὰ πονηρὰ ἔργα κάποτε γίνονταν κρυφά. Λαμβάνονταν ὅλα τα μέτρα, ὥστε κανεὶς νὰ μὴν πάρη
εἴδησι τὶς πονηρὲς πράξεις, τὶς ἀτιμῖες, τὶς κομπίνες, τὶς κλοπές, τὶς ἀπάτες, τὶς αἰσχρότητες καὶ
ἀνηθικότητες. Ἂν δῇς κάποιον καὶ λαμβάνῃ ὅλα τα μέτρα του, ὥστε νὰ μὴν τὸν δὴ κανεὶς τί κάνει,
σημαίνει πῶς αὐτό, ποὺ ἐπιχειρεῖ, εἶναι φαῦλο (Ἰωάν. γ΄ 20).
Ἀλλ' ἐνῷ φοβόμαστε μήπως μᾶς ἰδοῦν οἱ ἄλλοι, δὲν σκεπτόμαστε ὅτι ὑπάρχουν δύο μάτια ποὺ
τὰ βλέπουν ὅλα.
• Τὸ ἕνα εἶναι ἡ συνείδησις.
• Τὸ ἄλλο εἶναι τὸ μάτι τοῦ παντεπόπτου Θεοῦ.
Τὰ κρυφὰ ἔρχεται στιγμὴ ποὺ ἐλέγχονται καὶ φανερώνονται καὶ ἀποκαλύΠτονται. Γι' αὐτὸ λέει
ὁ Παῦλος: «Τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανερούται πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς
ἔστιν» (στ. 13). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Ὅλα ὅμως τὰ πράγματα, ὅταν ρίπτεται πάνω τους
τὸ φῶς, γίνονται φανερά».
• Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι φῶς. Καὶ ὅσα γίνονται ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἔργα ἀγαθά. Ἀλλὰ
καὶ τὰ ἄλλα ἔργα φανερώνονται ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, ὅτι εἶναι πονηρά.
•Υπάρχει καὶ ἄλλη φανέρωσις τῶν σκοτεινῶν μας ἔργων. Ἢ θὰ τὰ φανερώσουμε μόνοι μας, ἢ
θὰ τὰ φανερώση ὁ Θεός.
Ἂν ἡ συνείδησής μας τὰ φανερώση μόνη της μὲ συντριβὴ καὶ εἰλικρινῆ μετάνοια μπροστὰ σ'
ἕναν ἄνθρωπο, στὸν πνευματικό μας, τότε ὅλα, καὶ τὰ πιὸ κρυφὰ καὶ πονηρά, συγχωροῦνται,
ἐξαφανίζονται.
Ἂν ἀμελήσουμε καὶ δὲν προλάβουμε νὰ μετανοήσουμε, τότε θὰ φανερώση ὅλα τα ἁμαρτήματά
μας ὁ Θεός. Καὶ μάλιστα μπροστὰ σ' ὅλους τους ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τότε δὲν θὰ
συγχωρηθοῦν θὰ εἰσπράξουν κόλασι.
Ἃς ἀποκαλύπτουμε, λοιπόν, ὅσα κρυφὰ ἔχουμε κάνει.
• Πολλοὶ περιφρονοῦν τόσο τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ αἴσθημα τῆς αἰδοῦς, ὥστε πράξεις, ποὺ
ἄλλοτε γίνονταν κρυφά, τώρα τὶς κάνουν ὁλοφάνερα, ἀδιάντροπα.
Ἀσχημονοῦν δημόσια. Περιφέρονται τὸ καλοκαῖρι γυμνοὶ ἢ ἡμίγυμνοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, καὶ
προκαλοῦν.
Εἶναι οἱ καρποὶ τοῦ σατανικοῦ πνεύματος.

Καρπὸς τοῦ Πνεύματος (στ. 9-10)


Οἱ χριστιανοὶ δὲν κατευθύνονται ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα. Κατευθύνονται καὶ φωτίζονται ἀπὸ τὸ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
Εἶναι δέντρα, ποῦ ποτίζονται ἀπὸ τὴ δρόσο τοῦ Πνεύματος. Καὶ παράγουν γλυκεῖς καὶ
ὠφέλιμους καρπούς. Μιλάει γιὰ τὴν πνευματικὴ καρποφορία καὶ ἀπόστολος Παῦλος: «Ὁ γὰρ
καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνη καὶ δικαιοσύνη καὶ ἀληθεῖα» (στ. 9). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματος συνίσταται σὲ κάθε ἀγαθωσύνη καὶ καλωσύνη καὶ
ἀρετή».
Δὲν εἶναι μόνο λόγια ὁ χριστιανός. Εἶναι καὶ ἔργα. Τὸ δέντρο τῆς εὐσεβοῦς πολιτείας του δὲν
ἔχει μόνο φύλλα. Ἔχει καὶ καρπούς. Ἀναφέρει ὁ Παῦλος τρεῖς βασικοὺς καρπούς.
• Τὴν ἄγαθωσυνη, τὸ νὰ σκορπᾷς τὸ ἀγαθὸ πρὸς πάντας.
• Τὴ δικαιοσύνη, τὸ νὰ εἶσαι δίκαιος καὶ καλωσυνάτος.
• Τὴν ἀλήθεια. Ὄχι ἁπλῶς νὰ πιστεύῃς στὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ νὰ εἶσαι φιλαλήθης. Νὰ μὴ λὲς
ψέματα. Νὰ ἔχῃς ἀληθινὴ ἀρετή.
Σ' ἄλλη Ἐπιστολὴ τοῦ ὁ Παῦλος ἀναλύει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ λέει: «Ὁ καρπὸς
τοῦ Πνεύματος ἔστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης,
ἐγκράτεια» (Γαλ. ε΄ 22).
Ο ἀγῶνας τοῦ χριστιανοῦ γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀρετὴ συνοψίζεται στὸν ἄλλο στίχο τῆς
Ἐπιστολῆς: «Δοκιμάζοντες τί ἔστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ» (στ. 10). Στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ
ἐξετάσετε τί εἶναι εὐάρεστο στὸν Κύριο».
Τί ἀρέσει στὸ Θεό; Αὐτὸ νὰ πράττω στὴ ζωή μου. Πρὶν ἀπὸ κάθε ἐνέργεια νὰ σκέπτομαι: Αὐτὸ
ἀρέσει στὸ Θεό;
• Οἱ ἄνθρωποι συνήθως εἶναι φιλάρεσκοι καὶ ἀνθρωπάρεσκοι. Προσπαθοῦν ν' ἀρέσουν στὸν
ἑαυτό τους, νὰ ἱκανοποιοῦν τὸ «ἐγώ» τους, καὶ ν' ἀρέσουν στοὺς ἄλλους. Εἶναι ματαιόδοξοι.
• Ὁ χριστιανὸς προσπαθεῖ νὰ μειώνῃ τὴ φιλαρέσκεια καὶ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια. Ἐπιδιώκει τὴ
θεαρέσκεια.

Ἀνάστασις πνευματικὴ (στ. 14).


Δὲν τὰ καταφέρνει πάντοτε. Ὡς ἄνθρωπος, πέφτει. Ἀλλ' ἔχει τὸν τρόπο νὰ σηκώνεται. Δὲν
παραμένει μόνιμα στὸν τάφο τῆς ἁμαρτίας. Διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἕνας θάνατος.
Ο ἁμαρτωλὸς εἶναι νεκρὸς πνευματικά, ἐφ' ὅσον δὲν μετανοεῖ. Λέει σχετικὰ ὁ Ι. Χρυσόστομος:
«Καθεύδοντα καὶ νεκρὸν τὸν ἐν ἁμαρτίαις φησι καὶ γὰρ δυσωδία πνεϊ, ὡς ὁ νεκρός, καὶ
ἀνενεργητὸς ἔστιν, ὡς ὁ καθεύδων, καὶ οὐδὲν ὁρᾷ, ὡς ἐκεῖνος, ἀλλ' ὄνειρωττει καὶ φαντάζεται»
(Ε.Π.Ε. 20,144). Μετάφρασις: Ὁ Παῦλος λογίζεται ὡς νεκρὸ καὶ κοιμισμένο τὸν ἄνθρωπο τῆς
ἁμαρτίας. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἀποπνέει δυσοσμία, ὅπως ὁ νεκρός. Εἶναι ἀδρανής, ὅπως ὁ
κοιμισμένος. Ὅπως ὁ κοιμισμένος τίποτε δὲν βλέπει, παρὰ μόνο βλέπει ὄνειρα καὶ φαντάζεται.
Γιὰ τὸ χριστιανὸ ὑπάρχει ὁ Νεκρεγέρτης. Εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτός, ποὺ εἶπε στὸ νεκρὸ
νεανίσκο: «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι» (Λουκ. Ζ' 14), ὁ Ἴδιος λέει καὶ σὲ κάθε ἁμαρτωλό: «Σήκω!
'Ἀναστήσου». «Διὸ λέγει
Ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοὶ ὁ Χριστὸς» (στ. 14). 'Ἀπόδοσις
στὴν ἁπλοελληνική: «Γι' αὐτὸ λέει: Σήκω σύ, ποὺ κοιμᾶσαι, καὶ ἀναστήσουν ἐκ νεκρῶν (ἀπὸ τὴν
κατάσταση τῆς πνευματικῆς νέκρας), καὶ θὰ σὲ κάνῃ φωτεινὸ ὁ Χριστός».
Ο νεκρεγέρτης Χριστὸς μᾶς χαρίσει τὴ μετάνοια. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη δύναμις τῆς πνευματικῆς
ἀναστάσεως.
• Εἴμαστε κοιμισμένοι ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας.
• Βλέπουμε καὶ ὄνειρα ἀπατηλά.
• Ὅταν ξυπνήσουμε, θ' ἀστράψη μπροστὰ μας τὸ φῶς Του καὶ θὰ δοῦμε Ποιὸς γκρεμὸς μᾶς
περιμένει.
• Ἀναστημένοι πνευματικά, δὲν θὰ μετέχουμε στὴν ἀσέβεια καὶ τὴ διαφθορὰ τοῦ κόσμου.

15 Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ' ὡς σοφοί, 16 ἐξαγοραζόμενοι τὸν
καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. 17 διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα
τοῦ Κυρίου. 18 καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν
Πνεύματι, 19 λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ
ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ, 20 εὐχαριστοῦντες πάντοτε ὑπὲρ πάντων ἐν ὀνόματι τοῦ
Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τῷ Θεῷ καὶ πατρί, 21 ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ.

Ἀληθινὰ σοφοὶ (στ. 15)


Ποιοὶ θεωροῦνται σοφοί; Σὲ πολλὰ σημεῖα ἡ Ἁγία Γραφὴ κάνει διάκρισι τῆς κοσμικῆς σοφίας
καὶ τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας. Αὐτὸ ποὺ ὁ κόσμος θεωρεῖ σοφία, μπορεῖ γιὰ τὸ Θεὸ νὰ εἶναι μωρία.
Καὶ αὐτὸ ποὺ ὁ κόσμος θεωρεῖ μωρία, μπορεῖ γιὰ τὸ Θεὸ νὰ εἶναι σοφία.
• Ἡ κατὰ κόσμον σοφία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις, ἀπὸ τὰ πτυχία καὶ τὰ
διπλώματα, ἀπὸ τὶς σπουδὲς καὶ τὶς μελέτες.
• Ἡ σοφία κατὰ Θεὸν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐπίγνωση καὶ ἐφαρμογὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.
Σοφὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ κατέχει τὰ ὕψιστα ἀγαθά. Καὶ ὕψιστα ἀγαθὰ εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὅσα
Ἐκεῖνος χαρίζει. Ἑπομένως ὅσοι ἔχουν ὀρθὴ πίστη καὶ ἀγαθὴ διάθεση καὶ ἀγωνίζονται γιὰ καλὰ
ἔργα, αὐτοὶ εἶναι σοφοί. Αὐτοὶ ἀληθινὰ εἶναι οἱ ἔξυπνοι, ἀφοῦ βρῆκαν καὶ ἀπέκτησαν τὴν ὑψίστη
γνῶσι, τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀληθινὴ εὐτυχία, τὸν παράδεισο. Ο ἀδελφόθεος Ἰάκωβος
ἅπαντώντας στὸ ἐρώτημα, ποιὸς εἶναι ὁ σοφός, λέγει: «Δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα
αὐτοῦ ἓν πραϋτητι σοφίας» (Ἰακ. γ΄ 13).
Ο ἐνάρετος χριστιανὸς εἶναι ἀληθινὰ σοφός. Γι' αὐτὸ τὴ σοφία καὶ ἀπόστολος Παῦλος δὲν τὴ
σχετίζει μὲ τὴν ἐγκεφαλικὴ γνώση, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀναγεννημένη καρδιὰ καὶ τὴν καθημερινὴ
προσεκτικὴ καὶ ἁγία Ζωή. Λέει: «Βλέπετε οὒν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ' ὡς
σοφοὶ» (στ. 15). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Προσέχετε, λοιπόν, πῶς ἀκριβῶς
συμπεριφέρεσθε. Μὴ συμπεριφέρεσθε ὡς ἄσοφοι, ἀλλ' ὡς σοφοί».
Τὸ «βλέπετε» σημαίνει «προσέχετε».
Όταν κανεὶς περπατᾷ σὲ ναρκοπέδιο, ἀπαιτεῖται μεγάλη προσοχὴ γιὰ κάθε βῆμα. Ὁ χριστιανὸς
γνωρίζει, ὅτι ὁ Διάβολος ναρκοθετεῖ τὴν πορεία του μὲ Ποικίλους πειρασμούς.
• Ὀφείλει, λοιπόν, νὰ προσέχῃ πὼς θὰ βαδίζη, πῶς θὰ ἐνεργὴ σὲ κάθε περίστασι.
• Ὀφείλει πολὺ περισσότερο νὰ ζητᾷ τὸ θεῖο φωτισμό, ὥστε νὰ μὴν πέση σὲ παγίδα καὶ ἡττηθῆ
ὡς ἀνόητος. «Ἐν μέσῳ γὰρ ἔστε λύκων. Μεταξὺ διαβαίνετε παγίδων. Ἀσφαλῶς oὺν βιοῦτε»
(Χρυσόστομος).

Ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρὸ (στ. 16-17)


Δὲν ἔχουμε πολλὰ περιθώρια γιὰ πειραματισμούς. Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μᾶς κυλάει. Περνάει χωρὶς
νὰ τὸ καταλαβαίνουμε. Καὶ περνάει ἀνεπιστρεπτί.
Ο καλὸς ὁ ἔμπορος ἐκμεταλλεύεται τὶς εὐκαιρίες στὴν ἀγορά. Πολὺ περισσότερο ὁ χριστανὸς
ὀφείλει νὰ ἐκμεταλλεύεται τὶς εὐκαιρίες τοῦ παρόντος χρόνου. Γι' αὐτὸ στὴ συνέχεια λέει ὁ
Παῦλος: «Ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἳ ἡμέραι πονηραὶ εἰσι» (στ. 16). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Νὰ ἀξιοποιῆτε τὸ χρόνο, διότι οἱ ἡμέρες εἶναι πονηρές».
Καιρὸς ἐδῶ σημαίνει εὐκαιρία. Ὅλη ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι μία εὐκαιρία γιὰ τὴ σωτηρία μας. Μὲ
τὴ μικρὴ παροῦσα Ζωὴ ἀγοράζουμε τὴ μεγάλη, τὴν ἀτελείωτη ἄλλη ζωή, τὴν αἰωνιότητα.
Καὶ εἰδικότερα παρέχει ὁ Θεὸς ὤρισμενες σημαντικὲς εὐκαιρίες, ποὺ ὁδηγοῦν στὴ σωτηρία.
• Ἃς μὴ τὶς χάσουμε. Μὲ τὸ λίγο χρόνο τῆς παρούσης Ζωῆς, ἂν τὸν τοκίσουμε στὴν τράπεζα
θεαρέστων πράξεων, θὰ εἰσπράξουμε τὸ ἀνυπολόγιστο «ποσὸν» τῆς αἰωνιότητας!
Ο Παῦλος μὲ τὸ «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρὸν» τονίζει νὰ μὴ σπαταλᾶμε ἄσκοπά το χρόνο μας σὲ
ἔργα πονηρά.
Εἶναι τόσο λίγος, καὶ ἄγνωστο εἶναι τὸ μῆκος του! Μπορεῖ νὰ εἶναι ἐγγύς το τέλος.
• Ἃς προσφέρουμε τὸ λίγο χρόνο, ποῦ ἢ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ χαρίζει, σὲ ἔργα χρήσιμα γιὰ τὴ
σωτηρία μας.
Τέτοια εἶναι ἡ διαρκὴς μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀδιάλειπτος προσευχή, ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ,
ἡ μετοχὴ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἱεραποστολή.
• Εἶναι ἀνάγκη νὰ προσέχουμε τὴν ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου μας, διότι «αἳ ἡμέραι πονηραὶ εἰσιν».
Ἂν ἤξερε κάποιος, ὅτι σὲ λίγο θὰ ἐπέλθη πληθωρισμὸς καὶ τὰ χρήματά του θὰ χάσουν τὴν
ὀνομαστική τους ἀξία, θὰ προσπαθοῦσε νὰ τὰ ἐπενδύση σὲ ἀκίνητα.
Κάτι τέτοιο ὀφείλει νὰ κάνῃ ὁ «σοφὸς» χριστιανός. Οἱ εὐκαιρίες ὅλο καὶ λιγοστεύουν. Γύρω μας
μύρια ἐμπόδια γιὰ πνευματικὴ ζωή. Εἶναι ἀνάγκη, πρὶν νὰ μᾶς κλέψουν τὸν πλοῦτο, ποὺ λέγεται
χρόνος, νὰ τὸν ἀξιοποιήσουμε. Νὰ κάνουμε ἐπένδυση. Καὶ ἡ καλύτερη ἐπένδυσης εἶναι ἕνα
«ἀκίνητο» στὸν οὐρανὸ μία γωνίτσα στὸν παράδεισο.
• Μὲ τὸ χρόνο ἀγοράζεται ἡ ἄχρονη πραγματικότητα.
Ὅποιος ἀφήνει καὶ κυλάει ἄσκοπα ὁ χρόνος, μοιάζει μὲ τὸν ἄνθρωπο, ποῦ σπαταλάει ἀνόητά
τα χρήματά του. Μοιάzει μὲ τὸν ἄφρονα πλούσιο ποῦ, πάνω στὴν τρέλλα του, βγῆκε στὸ μπαλκόνι
του καὶ πετοῦσε στὸν ἄνεμο τὰ χρήματά του. Ὁ Παῦλος μιλάει γιὰ ἀφροσύνη. Καὶ δίνει ἕνα χρυσὸ
κριτήριο, γιὰ νὰ κρίνουμε καὶ νὰ βλέπουμε ἂν τὸ χρόνο μᾶς τὸν σπαταλᾶμε ἢ τὸν
ἐκμεταλλευόμαστε ἐπ' ἀγαθῶ. Καὶ τὸ κριτήριο αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Διὰ τοῦτο μὴ
γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου» (στ. 17). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Γι' αὐτὸ νὰ μὴν εἶστε ἄφρονες, ἀλλὰ νὰ καταλαβαίνετε, ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου».
Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου εἶναι ἐκπεφρασμένο, γραμμένο στὴν Ἁγία Γραφή. Ο χριστιανὸς ἐξετάζει,
γιὰ κάθε περίσταση τῆς ζωῆς του, Ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου!
Τί θέλει ὁ Θεός! Γιὰ τὴ συγκεκριμένη ἐνέργεια τί θέλει ὁ Θεός; Ἀρέσει στὸ Θεό; Εἶναι γιὰ τὴ δόξα
τοῦ Θεοῦ; Δὲν ἔχει σημασία ἂν ἀρέσῃ στοὺς ἀνθρώπους, ἂν τὴ θέλῃ τὸ «ἐγώ» μου. Σημασία ἔχει
ἂν τὴ θέλῃ ὁ Θεός. Ἡ ἀναζήτησίς μας ἃς καταλήγῃ πάντοτε στὸ: «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου».

Πνεῦμα καὶ οἰνόπνευμα (στ. 18)


Ἀπὸ τὰ γενικὰ καὶ ἀόριστα ὁ Παῦλος συνηθίσει νὰ πηγαίνῃ στὰ εἰδικὰ καὶ συγκεκριμένα. Ὁ
ἀγῶνας τοῦ χριστιανοῦ εἶναι συγκεκριμένος ἐναντίον ὤρισμενων παθῶν. Καὶ ὁ Παῦλος στὴ
συνέχεια μιλάει γιὰ ἕνα ἀπὸ αὐτά. Ξενίζει, πῶς ἐπιλέγει αὐτὸ τὸ πάθος, γιὰ νὰ τονίση τὴ ζωὴ τοῦ
πνεύματος.
Προσεκτικὴ μελέτη τῆς περικοπῆς πείθει, ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ τὴ μέθη.
• Ἡ μέθη συνδέεται μὲ πολλὰ ἄλλα ἁμαρτωλὰ πάθη.
• Ἀπ' τὴν ὑλικὴ καὶ ἁμαρτωλὴ μέθη μπορεῖ ν' ἀναχθῇ κανεὶς στὴν πνευματικὴ μέθη, στὸ ζῆλο
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι' αὐτὸ λέει στὸν ἑπόμενο στίχο: «Καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνω, ἐν ὢ ἔστιν
ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι» (στ. 18). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ νὰ μὴ μεθᾶτε
μὲ κρασί, πρᾶγμα, ποὺ εἶναι ἀσωτία, ἀλλὰ νὰ γεμίσετε μὲ Πνεῦμα (νὰ μεθᾶτε μὲ τὴ χάρι τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος)».
Η μέθη δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴ χρῆσι, ἄλλο ἀπὸ τὴν κατάχρηση τοῦ οἴνου. Ὁ οἶνος εἶναι καὶ
αὐτὸς ἀπὸ τὰ ἀγαθά του Θεοῦ. «Οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου» (Ψάλμ. 108,15). “Όταν ὅμως
ὁ οἶνος δὲν χρησιμοποιῆται μὲ μέτρο, ἀλλὰ καταναλίσκεται μὲ ἄμετρια, τότε γίνεται αἴτιος πολλῶν
κακῶν. Λέει σχεικὰ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἷς εὐφροσύνην ὁ οἶνος δέδοται... Οὐκ ἐκ τοῦ οἴνου ἡ
μέθη, ἀλλ' ἐκ τῆς ἄμετριας» (Ε.Π.Ε. 20, 168). Μετάφρασις: Τὸ κρασὶ ἔχει δοθῆ, γιὰ νὰ προκαλῇ
εὔθυμια... Ἄρα δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ κρασὶ ἡ μέθη, ἀλλ' ἂπ' τὴν ἄμετρια.
• Πράγματα ἠθικῶς ἀδιάφορά τα καθιστὰ ἁμαρτωλὰ ἡ ἄμετρια. Κάποτε καταντοῦν καὶ
ἐξαρτήσεις.
• Ὁ χριστιανὸς εἶναι σύμμετρος. Σ' ὅλα του εἶναι σύμμετρος. Ὅλα χρησιμοποιοῦνται μὲ μέτρο.
Μᾶλλον ὄχι ὅλα, ἀλλ' ἐκεῖνα, ποὺ αὐτὰ καθ' ἑαυτὰ δὲν συνιστοῦν ἁμαρτία.
Ὑπάρχουν πράγματα, ποὺ καὶ ἡ παραμικρή τους χρήσης ἀποτελεῖ ἁμαρτία, ὅπως τὸ τσιγάρο, ἢ
ἐξωσυζυγικὴ σχέσις, τὸ ναρκωτικό, ἡ κλοπὴ κ.α.
• Τὸ κρασὶ σὲ μικρὴ δόσι δὲν ἀποτελεῖ ἁμαρτία. Ἀντίθετα, σὲ πολλὲς περιπτώσεις, εἶναι καὶ
ὠφέλιμος, ὅπως παραγγέλλει ὁ Παῦλος στὸν Τιμόθεο (Α΄ Τιμ. ε' 23). Ἡ μεγάλη δόσις, ἢ κατάχρησης,
μεταβάλλει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ χρήστη, σὲ δοῦλο. Ἀπὸ εὐγενῆ καὶ εὐχάριστο, ἀλκοολικὸ καὶ
βάρβαρο.
Τὰ κακά της μέθης ὁ Παῦλος τὰ χαρακτηρίζει μὲ μία λέξι: «ἀσωτία». Ἡ μέθη ἀποτελεῖ μάστιγα,
πηγὴ μυρίων κακῶν. Θυμηθῆτε τὴν περίπτωση τοῦ συμποσίου τοῦ Ἡρῴδη, γιὰ νὰ δῆτε πόσα πάθη
γέννησε τὸ ἕνα πάθος, τὸ μεθύσι τοῦ Ἡρῴδη. Ὁ μέθυσος δὲν ξέρει τί κάνει. Ἀσχημονεῖ, ἀσελγεῖ,
βιαιοπραγεῖ, σπαταλᾷ τὰ χρήματά του, ἐγκαταλείπει τὴν οἰκογένειά του, καταστρέφει τὰ σωθικά
του.
Καὶ τὸ χειρότερο, γίνεται αἴτιος βαρειᾶς κληρονομικότητας στοὺς ἀπογόνους του. Τί φταῖνε
ἀθῴα παιδάκια νὰ παρουσιάζουν μελαγχολία ἢ ἄλλα ψυχονευρωτικὰ φαινόμενα, μόνο καὶ μόνο
ἐπειδὴ γεννήθηκαν ἀπὸ ἀλκοολικοὺς γονεῖς;
Ἀλλ' ἡ μέθη γίνεται πιὸ ἐπικίνδυνη, διότι ἔχουν αὐξηθῆ τὰ εἴδη τῶν ποτῶν. Μεθᾶνε μὲ
πανάκριβα ποτά, ποὺ σερβίρονται σὲ κέντρα ἀκολασίας.
• Ἡ ἀσωτία δὲν προέρχεται μόνο ἀπὸ τὴ χρήση καὶ κατάχρηση μεθυστικῶν ποτῶν. Προέρχεται
καὶ ἀπὸ τὴ μέθη, ἀπὸ τὴ μανία, ἀπὸ τὴ λύσσα περιττῶν καὶ βλαβερῶν πραγμάτων, μὲ τὰ ὁποῖα
συνήθισε ὁ ἄνθρωπος νὰ Ζῇ καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα τυραννικὰ ἐξαρτᾶται ὁ ὀργανισμός του.
'Ἀλκοολίκι κατάντησε τὸ τσιγάρο. 'Ἀλκοολίκι τὸ σέξ. 'Ἀλκοολίκι τὸ ναρκωτικό. Ἁπλοκοολίκι κάθε
πάθος, ποὺ φθείρει τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ σῶμα μας. Τὰ ἀποτελέσματα; «Τὰ ὄψωνια της ἁμαρτίας
θάνατος» (Ρωμ. στ ? 23).
Ἐντοπίζοντας ὁ Παῦλος τὸ κακὸ στὸ οἰνόπνευμα, προσφέρει τὸ ἀντίδοτο.
Ζητᾶτε μέθη; Ἐλᾶτε νὰ σᾶς ὑποδείξω μία ἁγία μέθη. Μεθῦστε, ὄχι μὲ τὸ οἰνόπνευμα, ἀλλὰ μὲ
τὸ Πνεῦμα. Καὶ ὅταν λέῃ Πνεῦμα, ἐννοεῖ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. «Ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι» (στ. 19).
Όταν τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ Ἰουδαῖοι εἶδαν τοὺς Ἀποστόλους νὰ μιλᾶνε σ' ὅλες τὶς
γλῶσσες τὰ μεγαλεῖα του Θεοῦ, τοὺς ἐξέλαβαν γιὰ μεθυσμένους. Καὶ εἶπαν: «Γλεύκους
μεμεστωμένοι εἰσὶν» (Πράξ. β' 13).
Πράγματι ἤσαν μεθυσμένοι. Ὄχι μὲ ὑλικὸ κρασί, ἀλλ' ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον. «'Ἐπλήσθησαν ἅπαντες
Πνεύματος “Ἁγίου» (Πράξ. β' 4). Εἶχαν τὸ πλήρωμα τῆς Ζωῆς, τὸ πλήρωμα τῆς ἀλήθειας, τὸ
πλήρωμα τοῦ φωτισμοῦ, τὸ πλήρωμα τῆς γνώσεως, τὸ πλήρωμα τῆς δυνάμεως, τὸ πλήρωμα τῆς
χαρᾶς.
Όσοι πίνουν κρασί, νομίζουν ὅτι θὰ χαροῦν, θὰ ξεχάσουν πίκρες, θὰ ξεδώσουν. Ἀφοῦ, λοιπόν,
Ζητᾶτε χαρά, λέει ὁ Παῦλος, ἐλᾶτε νὰ σᾶς δείξω ἐγὼ μία πηγή, ποὺ ἀναβλύζει ἀληθινὴ χαρά. Εἶναι
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.

Πνευματικὲς ᾠδὲς (στ. 19)


Όταν ἡ ψυχὴ τοῦ πιστοῦ πλημμυρίση ἀπὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τότε ἡ χαρὰ ξεχειλίσει. Βγαίνει ἀπὸ τὰ
χείλη. Καὶ γίνεται τραγοῦδι θεϊκό. Όσοι μεθᾶνε, συνήθως τραγουδᾶνε. Όσοι μεθᾶνε ἀπὸ Πνεῦμα
Ἅγιον, γίνονται πνευματοφόροι καὶ τραγουδᾶνε τὶς ψαλμῳδίες τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ Παῦλος στὴ
συνέχεια: «Λαλοῦντες ἐαυτοῖς ψαλμοὺς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαῖς πνευματικαῖς, ἄδοντες καὶ
ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ» (στ. 19). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ νὰ τέρπετε
τοὺς ἑαυτούς σας μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ ᾠδὲς πνευματικές, τραγουδώντας καὶ ψάλλοντας μὲ
τὴν καρδιά σας στὸν Κύριο».
Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι κάποιος μουσικός, γιὰ νὰ ψάλλῃ καὶ νὰ τραγουδᾷ χριστιανικὰ
τραγούδια.
• Ἡ καρδιὰ εἶναι ἡ καλύτερη κιθάρα, ποὺ παίζει γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
• Τὰ χείλη μὲ ὁποιοδήποτε πρόχειρο, ἀλλὰ καρδιακὸ καὶ ζωντανὸ τρόπο ἀπευθύνονται στὸ Θεό,
ἂν εἶναι καθαρά, μεταδίδουν τόνους ἀγγελικούς.
• Καλὸ εἶναι νὰ γνωρίζῃ κανεὶς καὶ τὴ μουσικὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ γιὰ τὸν Παῦλο δὲν εἶναι
σκοπὸς ἢ μουσική. Σκοπὸς εἶναι ἡ ἔκφρασης τῶν συναισθημάτων, ποὺ πλημμυρίζουν ἕνα
πνευματοφόρο χριστιανό. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μάθε ψάλλειν, καὶ ὄψει
τοῦ Πνεύματος τὴν ἡδονὴν οἱ ψάλλοντες γὰρ Πνεύματος πληροῦνται ἁγίου, ὥσπερ οἱ ἄδοντες τὰς
σατανικᾶς ὤδας πνεύματος ἀκαθάρτου» (Ε.Π.Ε. 20,170). Μετάφρασις: Μάθε νὰ ψάλλῃς, καὶ θὰ
δῇς τὴν εὐχαρίστηση τοῦ πράγματος. Ἐκεῖνοι ποὺ ψάλλουν μὲ τὴν καρδιά τους, γεμίζουν μὲ τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι, ποῦ ψάλλουν τὰ τραγούδια τοῦ Διαβόλου γεμίζουν μὲ πνεῦμα
ἀκάθαρτο.
Ὁ Παῦλος ἐδῶ μιλάει γιὰ τρία εἴδη ἄδoμενων:
• Ψαλμοί. Εἶναι οἱ γνωστοὶ ψαλμοὶ τοῦ Δαβίδ.
• Ὠδές. Πρόκειται γιὰ ᾄσματα τῆς Ἐκκλησίας.
• Ὕμνοι. Εἶναι τὰ τραγούδια τῆς εὐσεβοῦς ποιήσεως, ποῦ βέβαια βρίσκονται μέσα στὸ
χριστιανικὸ πνεῦμα.
Ἐκεῖνο ποὺ πάνω ἀπ' ὅλα σ' ἕνα ψάλσιμο ἔχει σημασία, εἶναι τὸ «ἓν τὴ καρδία ὑμῶν τῷ Κυρίῳ»
(στ. 19).
• Ὅ,τι λέγεται, πρέπει νὰ λέγεται μὲ τὴν καρδιά. Νὰ κατανοηται. Νὰ τὸ Ζοῦμε.
• Ὁ ψάλτης καὶ ὁ ἱερεὺς στὴ Θεία λατρεία δὲν εἶναι ψυχρὰ μαγνητόφωνα, ποὺ ἁπλὰ
ἀναμεταδίδουν μερικὰ μουσικὰ κομμάτια ἢ μερικὲς ἐκφωνήσεις καὶ εὐχές. Στὸ ψάλσιμο δὲν
λειτουργοῦν μόνο τα χείλη καὶ οἱ φωνητικὲς χορδές. Λειτουργοῦν πρὸ παντὸς ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά.
• Ἃς μελετήσουμε μὲ ἐπιστήμη τὰ ὅσα λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ 140 κεφάλαιο τῆς Α΄ πρὸς
Κορινθίους Ἐπιστολῆς γιὰ τὴν ἐν Πνεύματι λατρεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἃς προσαρμοστοῦμε σ' αὐτά, ποῦ
ὃ Λατρευόμενος θέλει.
Ἡ λατρεία ὅταν καταντᾷ τυπολατρία, εἶναι βδελυκτὴ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸν προφήτη
Ἠσαΐα (ἃ' 12). Εἶναι ἀνάγκη νὰ καταλάβουμε, ὅτι ἡ μουσικὴ εἶναι τὸ μέσο, ὄχι ὁ σκοπός. Καὶ μέσο
ὄχι ἐπιδείξεως τοῦ ψάλτη ἢ τοῦ ἱερέως, ἀλλὰ μέσο γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.

Εὐχαριστιακὴ ὑμνῳδία(στ. 20-21)


Ὁ βασικὸς σκοπὸς τῆς ὕμνῳδίας εἶναι ἡ εὐχαριστία τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ λέει ὁ Παῦλος στὴ
συνέχεια: «Εὐχαριστοῦντες πάντοτε ὑπὲρ πάντων ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῷ
Θεῷ καὶ πατρὶ» (στ. 20. 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ δοξάζετε πάντοτε γιὰ ὅλα το Θεὸ καὶ
Πατέρα στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Πάντοτε νὰ εἴμαστε εὐχάριστοι, μὲ τὴν ἔννοια τῆς εὐχαριστίας πρὸς τὸ Θεό. Ένας ποὺ ἔχει
συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του καὶ τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, εἶναι πάντοτε εὐχαριστημένος καὶ
πάντοτε εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ Πατέρα. Τὸν εὐχαριστεῖ «ὑπὲρ πάντων». Γιὰ ὅλα. «Ὑπὲρ πάντων
εὐχαριστεῖν δεῖ τῶν συμβαινόντων» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 21,172).
Γιὰ ὅλα εὐχαριστίες ὀφείλουμε στὸ Θεό.
Ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ θεωρούμενα δυσάρεστα. Καὶ γιὰ τὶς χαρὲς καὶ γιὰ τὶς θλίψεις. Ὅταν μάλιστα
γνωρίζουμε, ὅτι οἱ δοκιμασίες ἔχουν παιδαγωγικὸ χαρακτῆρα καὶ ἀποτελοῦν ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ.
Όταν γνωρίζουμε, ὅτι οἱ θλίψεις μᾶς ἐξασφαλίζουν τὸ εἰσιτήριο γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τότε
πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε γι' αὐτὲς περισσότερό το Θεό.
Ἐκεῖνο, ποὺ μᾶς κάνει νὰ εὐχαριστοῦμε θερμά το Θεό, εἶναι ἡ ταπείνωσις. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος γιὰ
τὶς μεταξὺ μας σχέσεις λέγει: «Ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Θεοῦ» (στ. 20. 'Ἀπόδοσις στὴν
ἁπλοελληνική: «Καὶ νὰ ὑποτάσσεσθε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο μὲ φόβο Χριστοῦ».

22 Αἱγυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ὑποτάσσεσθε ὡς τῷ Κυρίῳ, 23 ὅτι ὁ ἀνήρ ἐστι κεφαλὴ τῆς
γυναικός, ὡς καὶ ὁ Χριστὸς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας, καὶ αὐτός ἐστι σωτὴρ τοῦ σώματος. 24 ἀλλ' ὥσπερ
ἡ ἐκκλησία ὑποτάσσεται τῷ Χριστῷ, οὕτω καὶ αἱ γυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ἐν παντί. 25 οἱ ἄνδρες
ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν
ὑπὲρ αὐτῆς, 26 ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι, 27 ἵνα παραστήσῃ
αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ' ἵνα ᾖ ἁγία
καὶ ἄμωμος.
Ὑποταγὴ στοὺς ἄνδρες (στ. 22)
Ἡ πρὸς Ἐφεσίους εἶναι Ἐπιστολή, ποὺ στὰ πρῶτα της κεφάλαια ἀγγίζει τὸν οὐρανό, καὶ στὰ
τελευταῖα της ἀγκαλιάζει τὴ γῆ. Ἡ θεολογία τῶν πρώτων κεφαλαίων μεταφράζεται, καὶ γίνεται
καθημερινὴ Ζωὴ στὰ τελευταῖα κεφάλαια, καὶ μάλιστα στὸ πέμπτο καὶ τὸ ἕκτο.
Η κοινωνία τότε θὰ ἐπιλύση σωστά τα ποικίλα προβλήματά της, ὅταν καὶ τὰ πιὸ πρακτικὰ
προβλήματα γίνουν θεολογικὰ καὶ χριστολογικά. Μέσα στὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, στὴ
βασικὴ ἔννοια τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, φαίνονται τελείως διαφορετικὰ καὶ
ἐπιλύονται ὀρθά τα ποικίλα κοινωνικά, οἰκονομικά, οἰκογενειακά, ἠθικά, πολιτιστικά, ἀκόμη καὶ
πολιτικὰ ζητήματα.
Πολὺς λόγος γιὰ τὸ λεγόμενο φεμινιστικὸ κίνημα καὶ τὴν ἰσότητα τῶν δύο φύλων. Νομίζουν, ὅτι
ἰσότητα εἶναι, νὰ καταργηθοῦν οἱ ξεχωριστοὶ ρόλοι τοῦ ἄντρα καὶ τῆς γυναίκας μέσα στὸ γάμο καὶ
τὴν οἰκογένεια. Μὲ τὶς θεωρίες τους, ἀντὶ νὰ ἐξυψώνουν τὴ γυναῖκα, τὴν ὑποβιβάζουν
περισσότερο. Τῆς ἀφαιροῦν τὴ δόξα, ποὺ ἔχει μέσα στὸν ὑπέροχο σκοπὸ τοῦ γάμου καὶ τῆς
οἴκογενειας.
Ἀντὶ νὰ λύσουν ἕνα πρόβλημα, δημιουργοῦν μύρια ἄλλα προβλήματα, ποὺ φαίνονται καὶ ἀπὸ
τὴ διάλυση, οὐσιαστικά, τῆς οἰκογενείας.
Η ἀληθινὴ ἰσότητα ἐπέρχεται μόνο μέσα στὸ χριστιανικὸ γάμο. Στὴ συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς ὁ
Παῦλος λέει: «Αἳ γυναῖκες, τοῖς ἰδίοις ἀνδρᾶσιν ὑποτάσσεσθε ὡς τῷ Κυρίῳ» (στ. 22). Ἀπόδοσης
στὴν ἁπλοελληνική: «Σεῖς, γυναῖκες, νὰ ὑποτάσσεσθε στοὺς ἄνδρες σας, ὅπως στὸν Κύριο».
Όποιος ἐπιπόλαια κρίνει τὸ χωρίο, σταματᾷ στὸ ρῆμα τῆς ὑποταγῆς καὶ κατηγορεῖ τὸ
Χριστιανισμό:
-Νά, ὁ Παῦλος παραγγέλλει ὑποταγὴ τῆς γυναίκας στὸν ἄντρα! Δηλαδή, δούλη τοῦ ἄντρα εἶναι
ἡ γυναῖκα;
Τὸ χωρίο ὅμως δὲν δηλώνει δουλικὴ ὑποταγὴ καὶ αὐταρχικὴ ἐπιβολὴ τοῦ ἄντρα. Ἃς δοῦμε τὸ
ἀληθινό του νόημα καὶ τὶς πραγματικὲς σχέσεις ἄντρα καὶ γυναίκας, ὡς μελῶν τοῦ αὐτοῦ σώματος,
τῆς Ἐκκλησίας.
• Ὑπάρχει ὁπωσδήποτε διάκρισις μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικός. Τὸ τονίζει ἢ Γραφὴ στὶς πρῶτες
σελίδες της: «Ἀρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς» (Γέν. ἃ' 27). Ἡ διάκρισις αὐτὴ δὲν σημαίνει
ὑπερτίμηση τοῦ ἑνὸς εἰς βάρος τοῦ ἄλλου. Σημαίνει τὴν εἰδικὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Όπως στὰ λουλούδια ὑπάρχει ποικιλία, ὅπως στὰ ἄστρα ὑπάρχει ποικιλία, ἔτσι καὶ στὸ
ἀνθρώπινο γένος ὑπάρχει ποικιλία. Ἡ ποικιλία αὐτὴ φανερώνει τὴ δύναμη καὶ τὴν πανσοφία τοῦ
Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀμορφιὰ μέσα στὴν πλάσι. Καὶ ὁ ἄντρας καὶ ἡ γυναῖκα ἔχουν τὴν ὀμορφιά τους.
Ἡ γυναῖκα εἶναι ὡραία καὶ ὡς πρὸς τὸ συναίσθημα καὶ ὡς πρὸς τὸ ρόλο, ποῦ τὴν ἔταξε ὁ Θεός.
• Ἡ διάκρισις ἀνάμεσα στὸν ἄντρα καὶ τὴ γυναῖκα δὲν εἶναι διάκρισις ἀξίας, ἀλλὰ ἀξιώματος.
Ἄλλο τὸ ἀξίωμα τῆς γυναίκας, ἄλλο τοῦ ἄντρα. Στὴν ἄξια ὅμως εἶναι καὶ οἱ δύο ἴσοι. Γι' αὐτὸ ὁ
Παῦλος τονίζει σ' ἄλλη Ἐπιστολὴ τοῦ τὸ ἀδιάκριτον: «Οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (Γαλ. γ ? 25). Ὁ λόγος
αὐτὸς δὲν ἰσοπεδώνει, ἀλλ' ἐξισώνει τὸ ἀντρόγυνο.
• Ἡ ὑποταγὴ τῆς γυναίκας στὸν ἄντρα δὲν ἀποτελεῖ κατάργηση τῆς γυναικείας προσωπικότητας.
Εἶναι φανέρωσις τῆς σφοδρῆς ἀγάπης, ποὺ ἔχει ἡ γυναῖκα πρὸς τὸ σύζυγό της.
• Ἡ ἕλξις τῶν δύο φύλων, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ἔρωτας, εἶναι μία δύναμις, βαλμένη ἀπ' τὸ Θεὸ
στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ συγκρατῇ καὶ νὰ συγκροτῇ τὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες. Πιέζονται ὁ ἄντρας καὶ
ἡ γυναῖκα, γιὰ ν' ἀγαποῦν καὶ ν' ἀγαπιώνται. Τυραννίδα, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, ὀνομάζει ὁ Ἱερὸς
Χρυσόστομος αὐτὴ τὴν ἀγάπη. «Ὄντως πάσης τυραννίδος αὕτη ἢ ἀγάπη τυραννικωτέρα» (Ε.Π.Ε.
21,192).
Βέβαια, ἀπὸ τὴ φλογερὴ ἀγάπη τῶν δύο φύλων, δὲν προέρχονται μόνο καλά. Προέρχονται καὶ
κακὰ Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πῶς ξεκινάει αὐτὴ ἡ ἀγάπη. Ἀπὸ τὸ πῶς διατηρεῖται. Καὶ ἀπὸ τὸ ποὺ
σκοπεύει. Λέει o ι. Χρυσόστομος: «Μεγάλα ἀπὸ τούτου κακὰ τίκτεται καὶ μεγάλα καλὰ καὶ οἰκίαις
καὶ πόλεσιν. Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἤμων συγκροτεῖ τὸν βίον, ὡς ἔρως ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ὑπὲρ τούτου
καὶ ὅπλα πολλοὶ τίθενται, ὑπὲρ τούτου καὶ τὴν ψυχὴν προδιδόασιν» (Ε.Π.Ε. 21,194). Μετάφρασις:
Ἀπὸ τὴ σχέση τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας προξενοῦνται βέβαια μεγάλα κακὰ καὶ μεγάλα καλά, καὶ
στὰ σπίτια καὶ στὶς πόλεις. Τίποτε δὲν ἑνώνει τόσο τὴ Ζωή μας, ὅσο ὁ ἔρωτας τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς
γυναίκας. Χάριν αὐτοῦ πολλοὶ καὶ τὰ ὅπλα καταθέτουν. Χάριν αὐτοῦ πολλοὶ καὶ τὴν ψυχὴ τοὺς
παραδίνουν.
• Ἡ ὑποταγὴ στὸν ἄντρα ἐπιβάλλεται, γιὰ νὰ ὑπάρχη κάποια ἀρχὴ καὶ ἁρμονία στὶς σχέσεις μέσα
στὴν οἰκογένεια. Ἡ ὑποταγὴ αὐτὴ δὲν εἶναι αὐθαίρετη. Ἡ γυναῖκα προῆλθε ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Στὸν
Ἀδὰμ ἑνώνεται ὁλόκληρό το ἀνθρώπινο γένος, ὅπως ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ «ἀνακεφαλαίωσις» τοῦ νέου
κόσμου. (Ἐφεσ. ἃ' 10). Η ὑποταγὴ ἔχει σχέση μὲ τὸν Κύριο: «Ὑποτάσσεσθε ὡς τῷ Κυρίῳ» (στ. 22).
Ο ἄντρας εἶναι τύπος τοῦ Κυρίου. Ὀφείλει, λοιπόν, πρῶτα νὰ εἶναι ὁ ἴδιος «κύριος», γιὰ ν'
ἀπαιτῇ ὑποταγή. Νὰ εἶναι «κύριος», καὶ ὄχι «δοῦλος» παθῶν.
Ἔτσι θὰ μπορῇ ἡ γυναῖκα νὰ τὸν ἀποκαλῇ: «Ὁ κύρης μου». Ἡ ὑποταγὴ τῆς γυναίκας εἶναι «ὡς
τῷ Κυρίῳ». Όπως στὸν Κύριο. Ὑπάρχει ὁμοιότητα, ὄχι ταυτότητα ὑποταγῆς.
Η τελεία ὑποταγὴ μόνο στὸ Χριστὸ ὀφείλεται. Καὶ ἂν σὲ ὤρισμενα πράγματα ἡ γυναῖκα ὀφείλῃ
ὑποταγὴ στὸν ἄντρα της, εἶναι διότι τὸ λέει ὁ Κύριος, διότι ἡ ὑποταγὴ τῆς λαμβάνεται σὰν ὑποταγὴ
στὸν Κύριο, διότι ὁ ἄντρας ἔχει ὁμοιότητες μὲ τὸν Κύριο. Αὐτὸ ἄλλωστε βγαίνει καὶ ἀπὸ τὰ
λεγόμενα στοὺς παρακάτω στίχους.

Κεφαλὴ τῆς γυναικός. Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας (στ. 23).


Γιὰ νὰ κάνῃ ἐμφανέστερη τὴ στενὴ σχέση καὶ ἐξάρτηση τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, ὁ Παῦλος
χρησιμοποιεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ σώματος. Μάλιστα αὐτὴ τὴν εἰκόνα ἐπανειλημμένως χρησιμοποιεῖ
στὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολή, γιὰ νὰ δείξη τὴ σχέση καὶ τὴν ἕνωσι Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας. Λέει:
«Ὅτι ὁ ἀνὴρ ἐστι κεφαλὴ τῆς γυναικός, ὡς καὶ ὁ Χριστὸς Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὸς ἐστι
Σωτὴρ τοῦ σώματος» (στ. 23). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Διότι ὁ ἄντρας εἶναι κεφαλὴ τῆς
γυναίκας, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι Κεφαλὴ τῆς 'Ἐκκλησίας».
• Ἡ σχέσις κεφαλῆς καὶ σώματος εἶναι σχέσεις κοινωνίας, καὶ ὄχι κυριαρχική. Βεβαίως ἀπὸ τὸ
κεφάλι ἐξαρτᾶται τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὸ σῶμα δὲν ὑπάρχει κεφάλι.
• Μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε σῶμα νὰ περπατάη ἀκέφαλο; Μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε κεφάλι νὰ
περπατάη χωρὶς σῶμα; Ἀμοιβαία εἶναι καὶ ἀναγκαία. Ἔτσι ἃς νοήσουμε τὴ σχέσι Χριστοῦ καὶ
Ἐκκλησίας, τὴ σχέση γυναικὸς καὶ ἀνδρός.
• Ὁ Χριστὸς εἶναι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ Σωτῆρας τοῦ σώματος. Ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μόνο
ὑποτάσσεται στὶς ἐντολὲς τῆς Κεφαλῆς, ἀλλὰ καὶ ἔχει ἑνωθῆ μὲ Αὐτόν.
Καὶ στὸ χριστιανικὸ γάμο, ὁ ἄντρας εἶναι κεφαλή, ἀλλὰ μὲ πρότυπό το Χριστό. Ἂν ὁ ἄντρας δὲν
ὠθεῖ σὲ σωτηρία τὸ σῶμα, τὴ γυναῖκα καὶ τὴν οἰκογένεια, ἀλλ' ἐνεργὴ βλαβερά, οἱ ἐντολές του δὲν
ἰσχύουν καὶ δὲν ὑπόκεινται σὲ ὑπακοή.
• Ἡ γυναῖκα δὲν ζη κάτω ἀπὸ τρομοκρατία, ἀλλὰ κὴ μέσα σὲ συζυγία. 'Ἀλλοίμονο, ἂν ὁ ἄντρας
παρερμηνεύση τὴν ὑπεροχὴ καὶ θελήση νὰ μεταβάλῃ τὸ ρόλο του σὲ δικτατορικὴ καταπίεση καὶ
ἔτσιθελικη ἐπιβολή! Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γιὰ τὴν ἐν ἐλευθερίᾳ, ἐν ἀγάπῃ καὶ
ἓν χαρὰ ὑποταγὴ τῆς γυναίκας στὸν ἄντρα: «Τὴν τοῦ βίου κοινωνόν, τὴν παίδων μητέρα, τὴν πάσης
εὐφροσύνης ὑπόθεσιν, οὐ φόβω καὶ ἀπειλαϊς δεῖ καταδεσμεῖν, ἀλλ' ἀγάπη καὶ διαθέσει. Ποία γὰρ
συζυγία, ὅταν ἡ γυνὴ τὸν ἄνδρα τρέμῃ; Ποίας δὲ αὐτὸς ὁ ἄνηρ ἀπολαύσεται ἥδονης, ὡς δούλη
συνοικῶν τὴ γυναικί, καὶ οὒχ ὡς ἐλευθέρα;» (Ε.Π.Ε. 21,200). Μετάφρασις: Τὴ σύντροφο τῆς Ζωῆς,
τὴ μητέρα τῶν παιδιῶν, τὴν ἀφορμὴ κάθε εὐφροσύνης, δὲν πρέπει νὰ τὴν καταδεσμεύουμε μὲ
φόβο καὶ ἀπειλές, ἀλλὰ νὰ συμπεριφερόμαστε μὲ ἀγάπη καὶ καλὴ διάθεσι. Διότι Ποιὰ συζυγία
ὑπάρχει, ὅταν ἡ γυναῖκα τρέμῃ τὸν ἄντρα; Ποιὰ ἡδονὴ θ' ἀπολαύση ὁ ἴδιος ὁ ἄντρας, ὅταν Ζῇ μὲ
τὴ γυναῖκα του καὶ τῆς συμπεριφέρεται ὡς δούλη, κι ὄχι ὡς ἐλευθέρα;

«Ἐν παντί;» (στ. 24)


Ἑπομένως ἡ γυναῖκα δὲν εἶναι ἕνα ἄβουλο ἀντικείμενο στὰ χέρια τοῦ ἄντρα. Τόσο ὁ στίχος 23,
ὅσο καὶ ὁ 25, δίνουν τὸ μέτρο γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ τόσο παρεξηγημένου ἀπὸ ὁρισμένους στίχου
24: «'Ἂλλ' ὥσπερ ἢ Ἐκκλησία ὑποτάσσεται τῷ Χριστῷ, οὕτω καὶ αἳ γυναῖκες τοὺς ἰδίοις ἀνδρᾶσιν
ἐν παντὶ» (στ. 24). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ὅπως δὲ ἡ Ἐκκλησία ὑποτάσσεται στὸ Χριστό,
ἔτσι καὶ οἱ γυναῖκες νὰ ὑποτάσσονται στοὺς ἄντρες τους σὲ ὅλα (τα σωστὰ βεβαίως, καὶ ὄχι τὰ
ἀντίθετα πρὸς τὴν εὐσέβεια)».
Ἀκούγεται πολλὲς φορὲς τὸ ἀνδροκρατικὸ σύνθημα:
-Θὰ κάνῃς σὲ ὅλα ὑπακοὴ σὲ μένα! Ἐγὼ κυβερνάω τὸ σπίτι. Ἐσὺ δὲν ἔχεις γνώμη...
Τέτοιες ἀντιλήψεις εἶναι καὶ ἀντιχριστιανικές.
• Ἡ Ἐκκλησία ὑποτάσσεται στὸ Χριστό, διότι ὑπάρχει φυσικὴ σχέσης μεταξὺ Χριστοῦ καὶ
Ἐκκλησίας, καὶ πρὸ παντὸς διότι ὁ Χριστὸς ἀγαπάει εἰλικρινὰ τὴν Ἐκκλησία.
Καὶ ἢ γυναῖκα ὀφείλει νὰ ὑποτάσσεται στὸν ἄντρα, ὅταν ὁ ἄντρας εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν
ὅσα λέει δὲν ἀντιβαίνουν στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὑπάρχη Κοινωνία ψυχῶν καὶ σωμάτων, κατὰ
τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Διαφορετικὰ ἡ γυναῖκα δὲν εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ ὑπακούῃ στὸν ἄντρα, ὅπως καὶ ὁ ἄντρας δὲν
εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ἱκανοποιῇ ἀντιχριστιανικὰ θελήματα τῆς γυναίκας.
• Στὴν περίπτωση, ποῦ ἢ ὑπακοὴ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά Του, ἰσχύει ὁ λόγος
τοῦ Κυρίου: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμέ, οὐκ ἔστί μου ἄξιος» (Ματθ. 1' 37).
Όταν ὁ ἕνας σύζυγος ἀπαιτῇ σαφῶς ἀντιχριστιανικὰ πράγματα, δὲν παρασύρεται ὁ ἄλλος.
Φυσικὰ καὶ δὲν πειθαρχεῖ. Ἡ ἀγάπη τότε εἶναι σωστὴ καὶ δεσμευτική, ὅταν εἶναι ἀπόρροια τῆς
ἀγάπης στὸ Χριστό.
• Δὲν δημιουργεῖ κάποιος οἰκογένεια, γιὰ νὰ πάῃ μὲ τὸ σύντροφό του στὴν κόλασι, ἀλλὰ γιὰ νὰ
βαδίσουν ἀντάμα γιὰ τὸν παράδεισο. Ἡ προτεραιότητα τῆς ἀγάπης εἶναι ὁπωσδήποτε ἡ συζυγική,
ἐφ' ὅσον δὲν εἶναι ἀγάπη τυφλὴ ἢ εἴδωλικη. Ἡ συζυγικὴ ἀγάπη, κάτω μάλιστα ἀπὸ τὴν καθοδήγησι
σοφοῦ καὶ διακριτικοῦ πνευματικοῦ, εἶναι σωστικὴ λειτουργία. Σὲ θέματα δευτερεύοντα, ποῦ δὲν
θίγεται ἡ πίστης καὶ τὸ χριστιανικὸ ἦθος, ἡ γυναῖκα ὑποχωρεῖ. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνει, καὶ ἀποβλέποντας
στὴ σωτηρία τοῦ ἄντρα (Α' Πέτρ. γ΄ 1). Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν ἄντρα.
• Ἔχει, δηλαδή, καὶ ἱεραποστολικὸ σκοπὸ ὁ γάμος. Νὰ σώση τὸ ἕτερον ἥμισυ, κατὰ τὸ λόγο τοῦ
Παύλου: «Τί γὰρ οἶδᾳς, γύναι, εἰ τὸν ἄνδρα σώσεις; Ἢ τί οἶδᾳς, ἄνερ, εἰ τὴν γυναῖκα σώσεις;» (Ἃ ?
Κορ. 7, 16).

Ἀγάπη τοῦ ἀνδρὸς (στ. 25)


Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ ρυθμιστὴς τῶν σχέσεων στὸ χριστιανικὸ ἀντρόγυνο. Ὁ ἄντρας δὲν ἔχει μόνο
δικαιώματα. Ἔχει καὶ καθήκοντα. Καὶ μάλιστα προηγεῖται στὰ καθήκοντα, ὅπως προηγεῖται καὶ στὴ
θυσία.
Οἱ πιστοί, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, θυσιάζονται γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γίνονται
μάρτυρες, διότι προηγήθηκε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ θυσία Του. Δὲν μπορεῖ ἕνας ἄντρας ν'
ἀπαιτῇ θυσίες ἀπὸ τὴ γυναῖκα, ὅταν ὁ ἴδιος πρῶτα δὲν τὴν ἀγαπᾷ θυσιαστικά. Αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη
σημασία καὶ ἐξηγεῖ τὸ «ὑποτάσσεσθε». Γι' αὐτὸ λέει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος: «Οἱ ἄνδρες, ἀγαπᾶτε
τὰς γυναίκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ
αὐτῆς» (στ. 25). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Σεῖς, ἄντρες, νὰ ἀγαπᾶτε τὶς γυναῖκες σας, ὅπως
καὶ ὁ Χριστὸς ἀγάπησε τὴν Ἐκκλησία καὶ θυσιάστηκε γι' αὐτήν».
Πρότυπο ἀγάπης εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἀγάπησε τὴν Ἐκκλησία. Παρέδωσε τὸν ἑαυτὸ
Τοῦ ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπότητας ὅλης, δίνοντάς της τὴ δυνατότητα νὰ γίνῃ
Ἐκκλησία, νὰ γίνῃ σῶμα Του, νὰ γίνῃ ἕνα μ' Αὐτόν.
Ἡ ἀγάπη τοῦ ἄντρα, ποὺ εἶναι τύπος ἐν προκειμένῳ τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ βασικὴ προϋπόθεση
γιὰ τὴν ὑποταγὴ τῆς γυναίκας. Θέλουν οἱ ἄντρες νὰ ὑποτάσσονται οἱ γυναῖκες;
Ὀφείλουν νὰ φροντίζουν μὲ στοργὴ τὶς γυναῖκες τους, νὰ κάνουν τὰ πάντα ὑπὲρ αὐτῶν. Λέει ὁ
Ι. Χρυσόστομος: «Καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν 'Ἐκκλησίαν. Εἶδες μέτρον ὑπακοῆς; Ἀκουσον
καὶ μέτρον ἄγαπης. Βούλει σοὶ τὴν γυναϊκα ὑπακούειν, ὡς τῷ Χριστῷ τὴν Ἐκκλησίαν; Προνόει καὶ
αὐτὸς αὐτῆς, ὡς ὁ Χριστὸς τῆς Ἐκκλησίας κὰν τὴν ψυχὴν ὑπὲρ αὐτῆς δοῦναι δεῖ, κὰν κατακοπῆναι
μυριάκις, κὰν ὄ,τιουν ὑπομεῖναι καὶ παθεῖν, μὴ παραιτήση» (Ε.Π.Ε. 21,198). Μετάφρασις: «Καθὼς
καὶ ὁ Χριστὸς ἀγάπησε τὴν Ἐκκλησία». Εἶδες μέγεθος τῆς ὑπακοῆς; "Ἄκουσε καὶ τὸ μέγεθος τῆς
ἀγάπης. Θέλεις νὰ ὑπακούῃ σὲ σένα ἢ γυναῖκα σου, καθὼς ἡ Ἐκκλησία στὸ Χριστό; Φρόντισε καὶ
σὺ τὴ γυναῖκα σου, ὅπως ὁ Χριστὸς φροντίζει τὴν Ἐκκλησία. Φρόντισε, ἔστω κι ἂν πρέπῃ νὰ δώσης
τὴ ζωή σου γι' αὐτήν, ἔστω κι ἂν πληγωθῆς μύριες φορές, ἔστω κι ἂν χρειαστῆ νὰ ὑπομείνης καὶ νὰ
ὑποφέρῃς ὅ, τιδήποτε. Μὴν ἀποκάμῃς.
• Ὀφείλουν ν' ἀγαποῦν τὶς γυναῖκες τοὺς ὄχι μὲ βάση τὸ ἐξωτερικὸ κάλλος ἢ τὰ χρήματα
(προῖκα), ἀλλὰ μὲ βάση τὴν εὐγένειά τους καὶ τὸ ἐσωτερικό τους κάλλος. Λέει ὁ Χρυσόστομος: «Μὴ
χρήματα Ζητῶμεν, μηδὲ εὐγένειαν τὴν ἔξωθεν, ἀλλ' εὐγένειαν τὴν ἐν ψυχῇ. Μηδεὶς ἀπὸ γυναικὸς
ἀναμενέτω πλουτεϊν αἰσχρὸς γὰρ καὶ ἐπονείδιστος οὗτος ὁ πλοῦτος. Μηδὲ ὅλως Znτείτω τὶς
ἐντεῦθεν πλουτεΐν» (Ε.Π.Ε. 21,204). Μετάφρασις: Ἃς μὴ Ζητᾶμε χρήματα, οὔτε τὴν ἐξωτερικὴ
εὐγένεια, ἀλλὰ τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς. Κανένας ἃς μὴ περιμένῃ νὰ γίνῃ πλούσιος ἀπὸ τὴ γυναῖκα
του, διότι αὐτὸς ὁ πλοῦτος εἶναι αἰσχρὸς καὶ ἐπονείδιστος.
Ὁ Χριστὸς ἁγίασε τὴν Ἐκκλησία (στ. 26-27)
Τὰ ἐξωτερικὰ θέλγητρα παίζουν κάποιο ρόλο ὡς ἀρχή, ὡς ξεκίνημα, τῆς ἀγάπης. Ἀλλὰ δὲν εἶναι
τὰ πρῶτα καὶ βασικά. Τὸ ἐξωτερικὸ κάλλος μαραίνεται καὶ σβήνει.
Ἂν ἡ ἀγάπη εἶναι ταυτισμένη μόνο μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ὀμορφιά, τότε θὰ διαρκῇ ὅσο καὶ ἡ
δροσερότητα τῆς νεότητας. Ὅμως ἡ ἀγάπη στὸ χριστιανικὸ ἀντρόγυνο εἶναι ἰσόβια, ἢ μᾶλλον
αἰώνια. Ἂν πολλοὶ γάμοι διαλύονται σήμερα, εἶναι καὶ διότι ὡς βάσης τοῦ ἔρωτα ἐτέθη πρωταρχικὰ
ἢ ἐξωτερικὴ συμπάθεια ἢ τὸ ἐπιφανειακὸ κάλλος.
• Ὑπάρχει κάλλος ἀνώτερο, ποὺ συνδέει ἀληθινὰ τὸν ἄντρα μὲ τὴ γυναῖκα. Λέει ὁ Χρυσόστομος:
«Ψυχῆς ἐπιζήτει κάλλος τὸν Νυμφίον τῆς Ἐκκλησίας μίμου» (Ε.Π.Ε. 21,202).
• Ὁ Νυμφίος Χριστὸς ἀγάπησε τὴν πιὸ ἄσχημη νύμφη, τὴν ἀνθρώπινη ἀθλιότητα. Τὴν
προσέλαβε. Καὶ πέτυχε μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ θυσία Του νὰ τὴν πλύνῃ, νὰ τὴν καθαρίση, νὰ τὴν
ἁγιάση, νὰ τὴν ὄμορφωνη. Λέει ὁ Παῦλος: «Ἶνα αὐτὴν ἁγιάση καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἓν
ρήματι, ἶνα παραστήση αὐτὴν ἐαυτῶ ἔνδοξον τὴν Ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἢ τί τῶν
τοιούτων, ἀλλ' ἶνα ἢ ἁγία καὶ ἄμωμος» (στ. 26-27). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Γιὰ νὰ τὴν
ἁγιάση, ἀφοῦ τὴν καθαρίση στὸ λουτρὸ τοῦ ὕδατος (μὲ τὸ βάπτισμα), συνοδευόμενο μὲ τὸ λόγο
(τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ), γιὰ νὰ τὴν παρουσιάση στὸν ἑαυτό Του ὡς νύμφη ἔνδοξη
τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς νὰ ἔχῃ κηλῖδα ἢ στίγμα ἢ κάτι ὅμοιο, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἁγία καὶ ἄμεμπτη».
Κάθε σύζυγος σ' αὐτὸ ὀφείλει ν' ἀποβλέπῃ: Στὸ νὰ καθαρίση μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ θυσία του καὶ
τὸν ἄλλον καὶ νὰ τὸν βοηθάη στὴν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας. Τότε θὰ ὑπάρχη ἀληθινὴ ἕνωσις καὶ
κοινωνία.

28 οὕτως ὀφείλουσιν οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶν τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα. ὁ ἀγαπῶν
τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἑαυτὸν ἀγαπᾷ· 29 οὐδεὶς γάρ ποτε τὴν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν, ἀλλ' ἐκτρέφει
καὶ θάλπει αὐτήν, καθὼς καὶ ὁ Κύριος τὴν ἐκκλησίαν· 30 ὅτι μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς
σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ· 31 ἀντὶ τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ
καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα
μίαν. 32 τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν. 33 πλὴν καὶ
ὑμεῖς οἱ καθ' ἕνα ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν, ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται
τὸν ἄνδρα.

Στοργὴ στὴ γυναῖκα (στ. 28-29)


Θεμέλιο ἀνθρώπινης, πολὺ δὲ περισσότερο, χριστιανικῆς κοινωνίας, ὁ γάμος. Τὸ συμβόλαιο τοῦ
Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὀνομάζεται Καινὴ Διαθήκη. Τὸ συμβόλαιο τοῦ ἄντρα καὶ τῆς γυναίκας
ὀνομάζεται συΖυγία, εὐλογημένος γάμος, ἁγία οἰκογένεια, κατ' οἶκον ἐκκλησία.
Ο Θεὸς ἔλαβε πρόνοια γιὰ τὴν ἁρμονικὴ συνύπαρξη στὸ γάμο. Ὄχι ἁπλῶς ἁρμονική, ἀλλὰ
χριστοκεντρική.
Στὶς προϋποθέσεις ἑνὸς χριστιανικοῦ γάμου καὶ μιᾶς εὐλογημένης οἰκογένειας βρίσκεται καὶ τὸ
στοργικὸ καθῆκον τῶν ἀντρῶν. Εἶναι οἱ δυνατοὶ ὄχι τῆς βίας καὶ τυραννίας, ἀλλὰ τῆς στοργῆς καὶ
τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης. Γιὰ τὸ τί ὀφείλουν μιλάει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος: «Οὕτως ὀφείλουσιν οἱ
ἄνδρες ἀγαπᾶν τὰς ἑαυτῶν γυναίκας ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα. Ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐαυτοῦ γυναῖκα ἐαυτὸν
ἀγαπᾷ» (στ. 28).
• Ἡ γυναῖκα προσφέρει ἀγάπη, ἀλλ' εἶναι καὶ ἀποδέκτης ἀγάπης. Καὶ δὲν Ζητάει ὑπερβολικὰ
πράγματα.
• Ἡ ἀγάπη τοῦ ἄντρα στὴ γυναῖκα δὲν εἶναι ὑπέρβασης. Εἶναι κάτι τὸ φυσικό. Μέσα του εἶναι
φυτεμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ ἢ ἕλξις πρὸς τὴ γυναῖκα.
Ἡ γενικὴ ἕλξις πρὸς τὸ γυναικεῖο φῦλο, γίνεται θέλεις πρὸς μία συγκεκριμένη γυναῖκα, ποὺ
γίνεται σύζυγός του.
Καὶ ἢ θέλεις στὴ συνέχεια γίνεται θαλπωρή. Ὄχι γιὰ λόγους μόνο σαρκικούς, ἀλλὰ κυρίως γιὰ
πνευματικούς. Ὁ δεσμὸς τοῦ γάμου μεταβάλλεται σὲ σύνδεσμο ψυχῶν. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Καὶ ὁ γάμος οὐκ ἀπὸ πάθους, οὐδὲ σωμάτων, ἀλλὰ πνευματικὸς ὅλος, ψυχῆς πρὸς Θεὸν
συναπτομένης συνάφειαν ἄρρητον» (Ε.Π.Ε. 21,216). Μετάφρασις: Καὶ ὁ γάμος συνάπτεται ὄχι ἀπὸ
πάθος, οὔτε ἁπλῶς ἀπὸ ἕνωσι σωμάτων, ἀλλ' ὅταν ὅλη ἡ ὑπόστασίς του εἶναι πνευματική. “Όταν
καὶ τῶν δυὸ ἡ ψυχὴ συνδέεται μὲ ἀνέκφραστη σχέση μὲ τὸ Θεό.
• Στὴν κοινωνία τοῦ γάμου ἡ γυναῖκα δὲν εἶναι ξένη ἢ δούλη. Εἶναι μέλος τοῦ ἴδιου σώματος. Κι
ὅπως ἀγαπᾷ ὁ ἄντρας τὸ δικό του σῶμα, ἔτσι ἀγαπᾷ καὶ τὴ γυναῖκα του.
Ἂν τὸν ἐχθρὸ ὁ χριστιανὸς δὲν ἔχῃ δικαίωμα νὰ τὸν μισή, πολὺ περισσότερο τὴ σύζυγό του, ποὺ
μοιράζονται μαζὶ τὴ χαρὰ τῆς ζωῆς. «Οὐδεὶς γὰρ Πότε τὴν ἐαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν, ἀλλ' ἐκτρέφει
καὶ θάλπει αὐτήν, καθὼς καὶ ὁ Κύριος τὴν Ἐκκλησίαν» (στ. 29). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Κανένας ποτὲ δὲ μίσησε τὴ σάρκα του, ἀλλὰ τὴν τρέφει καλὰ καὶ τὴν περιθάλπει, ὅπως ὁ Κύριος
τὴν Ἐκκλησία».
Πῶς ἐκλαμβάνεται ὁ γάμος; Εἶναι συντροφικότητα; Ἀνήκει στὴ σφαῖρα τῆς σεξουαλικότητας;
Χαρίζει μία ὄμορφη, γιὰ τὶς ποικίλες ἀνάγκες τῆς Ζωῆς συνοίκηση;
Εἶναι κάτι παραπάνω. Εἶναι κοινωνία ἀγάπης. Καὶ δὲν κλονίζεται, ἀλλὰ στέκει σταθερὸς καὶ
ἀκλόνητος, ὅταν τὰ δύο μέρη, ἄντρας καὶ γυναῖκα, διαθέτουν στὴν καρδιά τους ὡς κοινὴ ἀγάπη,
τὴν ἀγάπη στὸ Θεό.
Τότε ὄχι ἁπλῶς ἑνώνονται, ἀλλὰ καὶ προσκολλῶνται ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Λέγει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Ζήτει τὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὰ ἀνθρώπινα ἀκολούθεῖ μετὰ πολλῆς της εὐκολίας.
Ρύθμισε τὴν γυναῖκα, καὶ οὕτω συγκροτεῖται ἢ οἰκία» (Ε.Π.Ε. 21,220). Μετάφρασις: Νὰ Ζητᾷς τὰ
τοῦ Θεοῦ, καὶ τὰ ἀνθρώπινα θὰ ἀκολουθήσουν πολὺ εὔκολα. Κατεύθυνε τὴ γυναῖκα πρὸς τὸ Θεό,
κι ἔτσι συγκροτεῖται τὸ σπίτι.

Μέλῃ καὶ οἱ δύο του αὐτοῦ σώματος (στ. 30)


• Στὸν Παῦλο προσφιλὴς ἢ εἰκόνα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ὄχι μὸνο γιατί εἶναι θαῦμα, ἀλλὰ
καὶ γιατί ὀργανικὰ εἶναι ἑνωμένα καὶ συνυπάρχοντα τὰ μέλη του.
• Ἡ εἰκόνα γίνεται ἀκόμα σημαντικότερη, ὅταν τὴν δοῦμε στὴ θεανθρώπινη παρουσία τοῦ
Χριστοῦ. Προσέλαβε σῶμα ὁ ἀσώματος Χριστός. Καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα τὸ ἁγίασε.
• Αὐτοῦ του σώματος μέλῃ εἶναι ὅλοι οἱ χριστιανοί. Καὶ οἱ δύο του χριστιανικοῦ γάμου σύζυγοι.
«Μέλῃ ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (στ. 30).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός Του (τῆς Ἐκκλησίας), ἀπὸ τὴ σάρκα Του
καὶ ἀπὸ τὰ ὀστᾶ Του».
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ ὁ Θεὸς δημιούργησε τὴ γυναῖκα. Ἀπὸ τὸ Σῶμα τοῦ Νέου Ἀδὰμ
προέρχονται καὶ ὁ ἄντρας καὶ ἡ γυναῖκα, ποὺ ἀποφασίζουν νὰ συνάψουν χριστιανικὸ γάμο καὶ νὰ
δημιουργηθῆ ἔτσι ἕνα νέο «σῶμα», ἡ συζυγία. «Μέλῃ ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς
αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (στ. 30).
• Ἂν ὁ ἕνας ἐξετίμησε τὸν ἄλλον, γιατί ἔχει κάτι ἀπ' τὴν ἀνταύγεια τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ Χριστοῦ,
τότε ὁ γάμος παραμένει ἀδιάλυτος. Μέχρι νὰ γεράσουν ὁ ἕνας θ' ἀρέσῃ στὸν ἄλλον. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Πόσοι οὐ σφόδρα εὔμορφοις μετὰ πολλῆς ἡδονῆς εἰς ἔσχατον γῆρας Πλασαν;»
(Ε.Π.Ε. 21,204). Μετάφρασις: Πόσοι ἄντρες, ποῦ συνδέθηκαν μὲ γυναῖκες ὄχι τόσο ὄμορφες
ἐξωτερικά, ἔφτασαν ἑνωμένοι σὲ βαθειὰ γεράματα, μὲ πολλὴ εὐχαρίστησι;
• Ἂν καὶ οἱ δυὸ πιστεύουν, ὅτι ὁ γάμος τοὺς προσέλαβε σάρκα καὶ ὀστᾶ «ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ
καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (στ. 30), τότε θ' ἀνέχεται ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Θὰ ἀλληλοπροσλαμβάνονται.
«Προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ἠμᾶς» (Ρωμ. ἴε ? 15).

Ἀγάπη, ὄχι ἐπέμβασις (στ. 31).


Στὸν ἑπόμενο στίχο ἐπαναλαμβάνει ὁ Παῦλος τὸν τιμητικὸ λόγο, μὲ τὸν ὁποῖο ὑποδέχτηκε ὁ
Ἀδὰμ τὸ μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ, τὴ γυναῖκα, τὴ σύζυγο γυναῖκα. «Ἀντὶ τούτου καταλείψει
ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ
ἔσονται οἱ δύο εἷς σάρκα μίαν» (στ. 31). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ
γάμου, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τῆς Γραφῆς, θ' ἀφήση ὁ ἄνθρωπος τὸν πατέρα του καὶ τὴ μητέρα του
καὶ θὰ προσκολληθῆ στὴ γυναῖκα του. Καὶ θὰ γίνουν οἱ δύο μία σάρκα (ἕνα σῶμα)».
• Μεγαλειώδης ἡ περιγραφὴ τῆς συναντήσεως τῶν δύο φύλων, μὲ χειραγωγὸ τὸ Θεό: «Καὶ
ὤκοδομησεν ὁ Θεὸς τὴν πλευρὰν εἰς γυναῖκα. Καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν 'Ἀδάμ. Καὶ εἶπεν Ἀδάμ:
Τοῦτο νῦν ὄστουν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου. Αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ
τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη. Ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα
καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γέν. β' 22-24).
• Ὁ λόγος αὐτὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κατακυρώνεται στὴν Καινὴ Διαθήκη ἀπὸ τὸ Νέο Ἀδάμ.
«Ὁ ποιήσας ἀπ' ἀρχῆς ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς, καὶ εἶπεν, ἕνεκεν τούτου καταλείψει
ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ κολληθήσεται τὴ γυναικὶ αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ
δύο εἰς σάρκα μίαν. Ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ σὰρξ μία. Ὃ οὒν ὁ Θεὸς συνέλευξεν, ἄνθρωπος μὴ
χωριΖέτω» (Ματθ. 1θ' 46).
• Γιὰ τὴν ἀγάπη τῆς γυναίκας ὁ ἄντρας ἐγκαταλείπει τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα. Πρόκειται γιὰ
ἀγάπη, ποῦ εἶναι μικρογραφία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
• Ὁ Πατέρας εὐδόκησε νὰ δώση τὸν Υἱό Του. Τὸν ἔδωσε, ὄχι ἁπλῶς γιὰ τοὺς ἀρραβῶνες καὶ τὸ
γάμο μὲ τὴ νύμφη, μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ θυσιασθῆ γιὰ τὴ νύμφη! Ἃς ἀκούσουν
κάθε πατέρας καὶ κάθε μητέρα:
Θὰ δώσης τὸ παιδί σου γιὰ τὴν ἀγάπη.
Θὰ θυσιασθῆς γιὰ τὴν ἀγάπη.
Θὰ τὸ ἐνισχύῃς στὴν πορεία τῆς προσφορᾶς.
Ξεκόβεται καθένας ξεχωριστὰ ἀπ' τὸ δικό του οἰκογενειακὸ δέντρο, γιὰ νὰ φυτευθῆ καὶ νὰ
μεταφυτευθῆ. Καινούργιο δέντρο τὸ ἀντρόγυνο. «Καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ,
καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (στ. 31).
«Εἷς σάρκα μίαν». Ἕνα σῶμα. Ἕνας ὀργανισμός. Μία οἰκογένεια. Ἑνώνονται σωματικὰ καὶ
ψυχικά. Δύο = ἕνας.
• Τὸ δέντρο ὑπάρχει γιὰ τοὺς καρπούς. Καρποὶ τοῦ γάμου εἶναι τὰ παιδιά. Ἡ ἀποφυγὴ τῆς
τεκνογονίας, ποὺ σήμερα εἶναι καθεστὼς στὰ περισσότερα ἀντρόγυνα, σημαίνει παρὰ φύσιν
ἔνεργειες καὶ αἰσχρὲς πράξεις.
Ἂν γιὰ τὸ γάμο (γιὰ τὴ γυναῖκα ὁ ἄντρας, καὶ γιὰ τὸν ἄντρα ἢ γυναῖκα) ἐγκαταλείπῃ ὅ,τι πιὸ ἱερό,
τοὺς γονεῖς, πολὺ περισσότερο ἐγκαταλείπει τὰ αἰσχρὰ καὶ αἰσχρότερα. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Πάντα τα ᾄσματα τὰ αἰσχρά, τὰ σατανικά, τὰς ἀσέμνους ὠδᾶς, τὰς συνδρομὲς τῶν ἀκoλάστων
νέων περίελε τοῦ γάμου. Εὐθέως γὰρ παρ' ἐαυτὴ (ἢ νύμφη) λογιεῖται Βαβαί! Ποῖος οὗτος ὁ ἀνήρ;
Ἐπὶ παιδοτεκνίαν καὶ παιδοτροφίαν μὲ ἤγαγεν εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἐαυτοῦ, ἐπὶ οἰκουρίαν» (Ε.Π.Ε.
21,232) Μετάφρασις: Ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸ γάμο ὅλα τα αἰσχρὰ τραγούδια, τὰ ἄσεμνα, τὶς παρέες
τῶν ἀκολάστων νέων. Διότι ἀμέσως ἡ νύφη θὰ σκεφθῆ: Πῶ, πῶ! Τί ἄντρας εἶναι αὐτός; Μὲ ὁδήγησε
στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ τεκνοποιήσω καὶ ν' ἀναθρέψω τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ φροντίζω τὸ σπίτι.

Γιατί μυστήριο ὁ γάμος; (στ. 32-33)


Μυστήριο ὁ γάμος. Καὶ μὲ τὴν ἔννοια τῆς Ἱερολογίας εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ μυστήρια τῆς
Ἐκκλησίας. Δὲν νοεῖται γάμος χωρὶς τὴν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁποιαδήποτε γαμικὴ σχέσις
λεγομένων χριστιανῶν, ἔστω καὶ μὲ ὑπόσχεσι ἰσοβιότητας, χωρὶς ἱερολογία, ἀποτελεῖ πορνεία.
Στὴ θεολογία τοῦ Παύλου ὀνομάζεται κυρίως μυστήριο, σὲ σχέση μὲ τὴν Κοινωνία Χριστοῦ καὶ
Ἐκκλησίας: «Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἷς τὴν Ἐκκλησίαν» (στ.
32). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Αὐτὸ τὸ μυστήριο (τῆς ἑνώσεως τοῦ ἄντρα μὲ τὴ γυναῖκα)
εἶναι σπουδαίας σημασίας, καὶ μάλιστα ὅταν τὸ δοῦμε στὴ σχέσι Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας».
• Θεανθρώπινο μυστήριο.
• Μυστήριο καὶ γιὰ τὸ ἀδιάλυτο. Όπως δὲν μπορεῖ νὰ διασπασθῆ ἢ ἑνότητα Χριστοῦ καὶ Ἀγάπης,
Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας, Χριστοῦ καὶ Ἀνθρώπου, ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ διασπαθὴ ἡ ἕνωσις τοῦ ἄντρα
καὶ τῆς γυναίκας.
Όποιος γιὰ τὴ γυναῖκα ἄφησε τὰ ἱερώτερα πρόσωπα, ὅπως οἱ γονεῖς, πῶς μετὰ ν' ἀφήση αὐτὴ
τὴ γυναῖκα του, ἢ ἡ γυναῖκα τὸν ἄντρα της;
• Οἱ δυσκολίες στὴ χριστιανικὴ συζυγία ὑπάρχουν. Μόνο ὅμως ἡ μοιχεία μπορεῖ νὰ τὴ
διασπάση. Οὔτε ὁ θάνατος, ἀφοῦ μὲ τὸ θάνατο προσωρινὰ χωρίΖουν τὰ ἀντρόγυνα.
Κάποτε δημιουργοῦνται σκηνὲς ζηλοτυπίας. Τὶς προσπερνοῦν οἱ χριστιανοί. Σκέπτονται:
-Γιὰ νὰ φοβᾶται, μήπως τὸν χάσω, ἄρα μ' ἀγαπάει.
Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἄντρας. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Κὰν ἐγκαλῇ ἢ γυνή, μὴ δυσχέραινε. Φιλίας
ἐστίν, οὐκ ἀπονοίας. Φιλίας ἐστὶ Ζεούσης τὰ ἐγκλήματα καὶ διαθέσεως πεπυρωμένης καὶ φόβου.
Δέδοικε γάρ, μὴ τὶς αὐτῆς ἔκλεψε τὴν εὐνήν, μὴ τὶς αὐτὴν περὶ τὸ κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν
ἐzημίωσε» (Ε.Π.Ε. 21,224). Μετάφρασις: Κι ἂν ἀκόμα σὲ κατηγορῇ ἡ γυναῖκα, νὰ μὴ δυσανασχετῇς.
Η στάσις τῆς φανερώνει θερμὴ ἀγάπη, ὄχι ἀπόρριψι. Οἱ διαμαρτυρίες τῆς εἶναι δεῖγμα φλογερῆς
ἀγάπης καὶ διαθέσεως καὶ φόβου. Φοβᾶται, μήπως κάποια ἄλλη τῆς ἔκλεψε τὴ συζυγικὴ ἀγάπη,
μήπως κάποια ἄλλη τῆς ἀφαίρεσε τὸ σπουδαιότερο ἀγαθό της (τὸν ἄντρα της).
• Τελειώνοντας ὁ Παῦλος τὴ διδαχή του γιὰ τὸ «μυστήριο» τοῦ γάμου, τονίζει ἀκόμα μία φορὰ
τὴν ἀγάπη. Ἡ συζυγικὴ ἀγάπη ἱεραρχικά, μεταξύ των ἀνθρώπων, εἶναι ἡ ἀνώτερη. «Πλὴν καὶ ὑμεῖς
οἱ καθ' ἕνα ἕκαστος τὴν ἐαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἐαυτόν, ἢ δὲ γυνὴ νὰ φοβῆται τὸν
ἄνδρα» (στ. 33). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «'Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ σᾶς ὁ καθένας ἔτσι ν' ἀγαπᾷ τὴ
γυναῖκα του, ὅπως τὸν ἑαυτό του. Ἡ δὲ γυναῖκα νὰ σέβεται τὸν ἄντρα της».
Ἡ τελευταία φράσις παρερμηνεύεται. Δὲν εἰσάγει τρομοκρατία στὸ σπίτι καὶ Παῦλος. Ἄλλωστε,
ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀγάπη, ἐκεῖ γίνεται ἔξωσις τοῦ φόβου (Ἃ' Ἰωάν. δ' 18).
Τὸ «ἢ δὲ γυνὴ νὰ φοβῆται τὸν ἄνδρα» (στ. 33), ἐννοεῖ τὸ σεβασμό, ποῦ ὀφείλει ἡ γυναῖκα στὸν
ἄντρα της, ὅπως τὸ «οἱ καθ' ἕνα ἕκαστος τὴν ἐαυτοῦ γυναϊκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἐαυτὸν» (στ. 33)
ὑπερτονίζει τὴν ἀγάπη τοῦ ἄντρα στὴ γυναῖκα.
Μιλάει τρυφερὰ καὶ ὄχι βάναυσα ὁ ἄντρας στὴ γυναῖκα του. Τῆς τονίζει, ὅτι εἶναι ἐλεύθερη, ὅτι
εἶναι ἴση, ὅτι μαζὶ θὰ περπατήσουν ἀτενίζοντας πρὸς τὴν ἀτέρμονα αἰωνιότητα.
-Ὅλα τ' ἄφησα γιὰ σένα!
Ἔτσι ἀρχίζει τὴν ὑπέροχη προσφώνησί του ὁ ἄντρας πρὸς τὴ γυναῖκα, κατὰ τὸν ἱερὸ
Χρυσόστομο: «Ταῦτα ἀφεῖς, ἐπὶ τὴν τῆς σῆς ἀρετὴν ἦλθον ψυχῆς, ἣν παντὸς προτιμῶ χρυσίου.
Συνετὴ γὰρ καὶ ἐλευθέρα κόρη νέα, καὶ εὐλαβείας ἐπιμελουμένη, πάσης της οἰκουμένης ἐστὶν
ἀναξία. Διὰ δὴ ταῦτά σε καὶ ἤσπασαμην καὶ φιλῶ, καὶ τῆς ἐμαυτοῦ προτίθημι ψυχῆς. Οὐδὲν γὰρ ὁ
παρὼν βίος ἐστι, καὶ εὔχομαι καὶ παρακαλῶ καὶ πάντα ποιῶ, ὥστε ἠμᾶς οὕτω καταξιωθῆναι τὸν
παρόντα στῆσαι βίον, ὥστε δυνηθῆναι καὶ ἐκεῖ ἐν τῷ μέλλοντᾳ αἰώνι μετὰ πολλῆς της ἀδείας
ἀλλήλοις συνεῖναι» (Ε.Π.Ε. 21,224). Μετάφρασις: Ὅλα τα ἐγκατέλειψα καὶ ᾖρθα σὲ σένα, στὴν
ἀρετὴ τῆς δικῆς σου ψυχῆς. Τὴν προτιμῶ ἀπὸ κάθε πλοῦτο. Ἡ συνετὴ καὶ ἐλεύθερη νέα κόρη, ποὺ
ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν εὐσέβεια, ἀξίζει ὅσο ὅλη ἡ οἰκουμένη. Γι' αὐτὸ βέβαια καὶ σὲ ἀσπάστηκα καὶ
σ' ἀγαπῶ καὶ σὲ τοποθετῶ μπροστὰ κι ἀπ' τὴ ζωή μου. Διότι ἡ παροῦσα ζωὴ δὲν ἀξίζει τίποτα.
Εὔχομαι δὲ καὶ παρακαλῶ καὶ ὅλα τα κάνω, ὥστε νὰ καταξιωθοῦμε νὰ ζήσουμε κατὰ τέτοιο τρόπο,
ὥστε νὰ μπορέσουμε καὶ στὸ μέλλοντα νὰ συνυπάρχουμε μὲ πολλὴ ἄνεσι.

1 Τὰ τέκνα ὑπακούετε τοῖς γονεῦσιν ὑμῶν ἐν Κυρίῳ· τοῦτο γάρ ἐστι δίκαιον. 2 τίμα τὸν πατέρα
σου καὶ τὴν μητέρα, ἥτις ἐστὶν ἐντολὴ πρώτη ἐν ἐπαγγελίᾳ, 3 ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἔσῃ
μακροχρόνιος ἐπὶ τῆς γῆς. 4 καὶ οἱ πατέρες μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἀλλ' ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν
παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου.

Τέκνα ὑπακοῆς (στ. 1)


Θεολογία καὶ Ζωή! Εἶναι ἡ συνοπτικὴ εἰκόνα της πρὸς 'Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς. Στὰ πρῶτα
κεφάλαια ἡ θεολογία. Στὰ τελευταῖα ἡ Ζωή. Ζωή, ποῦ δὲν στηρίζεται στὴ θεολογία, δὲν εἶναι κατὰ
Θεὸν Ζωή. Ἢ μᾶλλον, ἡ Ζωὴ εἶναι μία θεολογία στὴν πρᾶξι. Καὶ ἢ θεολογία εἶναι μία ζωὴ στὴ
θεωρία.
Στὸ τελευταῖο κεφάλαιο καὶ ἀπόστολος Παῦλος ἀρχίζει μὲ ἀναφορὰ σὲ σπουδαῖο θέμα. Εἶναι τὸ
θέμα τῶν παιδιῶν. Ἀπὸ τὴ σωστὴ ἀντιμετώπισή του ἐξαρτᾶται τὸ μέλλον ὄχι μόνο της οἰκογενείας,
ἀλλ' ὅλου του κόσμου.
• Μίλησε ὁ Ἀπόστολος γιὰ τοὺς ἄντρες.
• Μίλησε γιὰ τὶς γυναῖκες.
• Εἶναι φυσικὸ ν' ἀναμένουμε τὸ λόγο του καὶ γιὰ τὰ παιδιά. Εἶναι ὁ λόγος ἀπὸ ἕνα πατέρα. Δὲν
εἶχε βέβαια σαρκικὴ οἰκογένεια ὁ Παῦλος. Ἦταν ἄγαμος, ἀφιερωμένος στὸ Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία.
'Ἀλλ' ἂν καὶ δὲν εἶχε δικά του παιδιά, ὅλα τα παιδιὰ τοῦ κόσμου τὰ ἔβλεπε σὰν δικά του.
Μὲ πολὺ πόνο καὶ μὲ πολλὰ δάκρυα εἶχε γεννήσει ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἄνθρωπους. “Όλους τοὺς
ἀγαποῦσε. Πολὺ περισσότερό τα παιδιά, καὶ ἀγωνιοῦσε γι' αὐτά.
• Ὅποιος χάνει τὴ μάχη τῆς νέας γενηᾶς, χάνει τὴ μάχη τοῦ μέλλοντος. Ὁ Παῦλος ἦταν ὁ
ὁραματιστὴς τοῦ μέλλοντος.
Μιλάει γιὰ τὰ παιδιά, ὄχι ὅπως οἱ δημαγωγοὶ τῆς νεότητας, ποὺ δὲν ἐνδιαφέρονται νὰ
ὠφελήσουν τὰ παιδιά, ἀλλὰ νὰ χειροκροτηθοῦν ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους.
Μιλάει γιὰ ὑπακοὴ ὁ Παῦλος! Σὲ μία ἐποχή, ὅπου ἀμφισβητεῖται ἢ οἱαδήποτε ἐξουσία καὶ
αὐθεντία, ὁ λόγος γιὰ ὑπακοὴ καὶ πειθαρχία θεωρεῖται... φασισμός!
Καὶ ὅμως, ἡ πειθαρχία εἶναι ἐκείνη, ποὺ ἐξασφαλίσει τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία. Καὶ κατὰ τοῦτο
εἶναι προοδευτικώτερος ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μὲ αἴσθημα εὐθύνης, ἀλλὰ καὶ φωτισμένος ἀπὸ τὸ
Πνεῦμα τὸ "Ἅγιον, λέει: «Τὰ τέκνα, ὑπακούετε τοὺς γονεύσιν ὑμῶν ἐν Κυρίῳ τοῦτο γὰρ ἔστι
δίκαιον» (στ. 1). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Σεῖς, παιδιά, νὰ ὑπακούετε στοὺς γονεῖς σᾶς ὅπως
θέλει ὁ Κύριος. Διότι αὐτὸ εἶναι δίκαιο».
Ο ἄνθρωπος δὲν εἶναι αὐτόνομος Εἶναι ἐξαρτώμενος.
• Ἀπόλυτα ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ Θεὸ τῆς ἀγάπης.
• Σχετικὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἀγάπης.
Ὑπάρχει σχέσις ἐξαρτήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Θεό. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ παιδὶ τοῦ Θεοῦ.
Κατ' οἰκονομίαν αὐτὴ ἡ σχέσις χαρίζεται καὶ ἀνάμεσα στὸ παιδὶ καὶ τοὺς γονεῖς. Οἱ γονεῖς ἐπιτελοῦν
θεϊκὸ ἔργο, φέρνοντας παιδιὰ στὸν κόσμο. Κάθε παιδί, ὅσο εἶναι μικρό, αἰσθάνεται ἀσυναίσθητα
τὴν ἐξάρτησι ἀπ' τοὺς γονεῖς. Σὰν μεγαλώση, ὀφείλουμε νὰ τοῦ προσφέρουμε τὴ δυνατότητα νὰ
Ζῇ συνειδητὰ αὐτὴ τὴ σχέσι.
Ἡ ὑπακοὴ εἶναι θεϊκὴ ἐντολή.
• Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «ὑπογραμμὸς» καὶ στὸ θέμα τῆς ὑπακοῆς.
• Ὡς ἄνθρωπος, ὅταν ἦταν μικρὸ παιδὶ καὶ νέος, «ἣν ὑποτασσόμενος» στοὺς γονεῖς του, στὴν
Παρθένο Μαρία, καὶ τὸ θετό Του πατέρα, τὸν Ἰωσὴφ (Λουκ. β' 51). "Ἔκανε ὑπακοὴ ἐκεῖ στὴ
Ναζαρέτ, ὅπου πέρασε τὰ παιδικὰ καὶ νεανικά του χρόνια.
• Ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔκανε ὑπακοὴ στὸ Θεὸ Πατέρα. Ὑπάκουσε στὴν ἀπόφασί Του νὰ σαρκωθῇ
καὶ νὰ σταυρωθῆ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. «Ἐταπείνωσεν ἐαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι
θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. β' 8).
Η ὑπακοὴ τῶν παιδιῶν στοὺς γονεῖς δὲν εἶναι ἀδιάκριτη. Εἶναι «ἐν Κυρίῳ».
Ἂν οἱ γονεῖς ζητοῦν ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοὺς πράγματα παράλογα καὶ ἀντιχριστιανικά, τὰ παιδιὰ δὲν
δεσμεύονται σὲ ὑπακοή. Ἀντίθετα μάλιστα, ὀφείλουν ἀνυπακοὴ καὶ ἀπειθαρχία, πάντοτε βέβαια
μὲ σκοπὸ νὰ συνετίσουν καὶ τοὺς ἀσεβεῖς ἢ ἀθέους γονεῖς.
Ἡ ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς, ὅταν αὐτοὶ ζητοῦν λογικὰ καὶ σωστὰ πράγματα, εἶναι ἐπιβαλλόμενο
καθῆκον.
• Εἶναι πρᾶξις, ποὺ τιμᾷ τὰ παιδιά.
• Εἶναι δεῖγμα χαριτωμένου καὶ εὐλογημένου παιδιοῦ.
• Εἶναι ἐνέργεια, ποῦ θὰ βρῇ ἀνταπόδοση. Κάποτε καὶ τὸ παιδὶ θὰ γίνῃ γονιός. Καὶ θὰ Ζητῇ ἀπὸ
τὰ παιδιὰ τοῦ ὑπακοή.

Ἐντολὴ ἐπαγγελίας (στ. 2)


Ἡ ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς δείχνει τιμὴ στοὺς γονεῖς. Καὶ ἡ τιμὴ αὐτὴ προβλέπεται καὶ ἀπὸ τὸ
Μωσαϊκὸ Δεκάλογο. Ἡ ἕκτη ἐντολὴ τοῦ Δεκαλόγου λέει: «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου,
ἶνα ἐν σοῖ γένηται, καὶ ἕνα μακροχρόνιος γένη ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἐξόδ. κ' 12). Τὴν ἐντολὴ αὐτὴ θυμίζει ὁ
Παῦλος στὴ συνέχεια: «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα, ἥτις ἐστὶν ἐντολὴ πρώτη ἐν
ἐπαγγελίᾳ» (στ. 2). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα. Εἶναι ἡ
μόνη ἐντολὴ μὲ ὑπόσχεση».
«Πρώτη ἐν ἐπαγγελίᾳ» Μέσα στὶς Δέκα ἐντολὲς ἡ πρώτη, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ ὑπόσχεσι, εἶναι
αὐτὴ ποὺ ἀναφέρεται στὴν τιμὴ πρὸς τοὺς γονεῖς. ἉρμόΖει τιμὴ στοὺς γονεῖς.
• Εἶναι μετὰ τὸ Θεὸ οἱ μεγαλύτεροι εὐεργέτες μας.
• Εἶναι συνδημιουργοί του Θεοῦ γιὰ τὴν ὕπαρξί μας. Τιμὴ στοὺς γονεῖς σημαίνει:
• Σεβασμός. 'Ἀλλοίμονο ἂν τὸ παιδὶ ἐξοικειωθῆ πολὺ μὲ τοὺς γονεῖς, ὥστε ἄφοβα καὶ μὲ
ἀναίδεια νὰ διαπράττῃ τὰ πάντα μπροστά τους!
Αὐτὸ δὲν σημαίνει, ὅτι μπορεῖ ὤρισμενα πράγματα νὰ τὰ διαπράττῃ πίσω τους. Κάτι τέτοιο θὰ
ἦταν ὑποκρισία.
Τὸ παιδὶ συνδέεται μὲ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα ὄχι μὲ φόβο, ἀλλὰ μὲ ἀγάπη. Τὰ πάντα συζητεῖ
μαζί τους καὶ γιὰ ὅλα ἄνετά τους ρωτᾷ. Σεβασμὸς δὲν σημαίνει ἀπόστασης καὶ ὑποκρισία, ἂλλ'
οὔτε ἰσοπέδωσης ἢ ἀναίδεια.
• Ὑπολογισμὸς τῆς γνώμης τους. Δὲν εἶναι βέβαια δεσμευτικὴ ἢ γνώμη αὐτή, καὶ μάλιστα σὲ
θέματα προσωπικά, ὅπως τοῦ ἐπαγγελματικοῦ προσανατολισμοῦ ἢ τῆς ἐπιλογῆς συζύγου.
Ἀλλ' ἡ γνώμη ἃς Ζητῆται, διότι ἡ πεῖρα καὶ ἡ ἀγάπη τῶν γονέων πιθανὸν νὰ διαφωτίση κάποια
πλευρὰ στὸ πρόβλημα τοῦ παιδιοῦ, ποὺ τὸ ἴδιο δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνῃ. Οἱ γονεῖς δὲν εἶναι μόνο
γιὰ «ἄρμεγμα». Εἶναι καὶ γιὰ συμβουλή.
• Ἐνδιαφέρον γι' αὐτούς. Ἔρχεται ἡ ὥρα, ποὺ ἀνήμποροι οἱ γονεῖς ἔχουν ἀνάγκη προστασίας.
Τότε τὸ παιδὶ καλεῖται νὰ ἐξοφλήση τὰ τροφεῖα τῆς ἀγάπης τῶν γονέων.
Οἱ γονεῖς δὲν εἶναι γιὰ νὰ πεταχτοῦν σὲ κάποιο γηροκομεῖο ἢ ἵδρυμα. Οἱ γέροντες γονεῖς εἶναι
στολίδι στὸ σπίτι τοῦ παιδιοῦ τους.
• Ἡ ἀγάπη στοὺς γονεῖς εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἢ τὴν σύζυγο. Ἡ μία δὲν
καταργεῖ τὴν ἄλλη. Εἶναι παράλληλες ἀγάπες, ὄχι κάθετες. Ιερώτερη ἢ συζυγική.
• Ἡ τιμὴ στοὺς γονεῖς εὐλογεῖται. Ὅπως λέει ὁ Παῦλος, ἡ ἐντολὴ τῆς τιμῆς αὐτῆς εἶναι «πρώτη
ἓν ἐπαγγελία».
Ἄλλες ἐντολὲς συνιστοῦν τὴν ἀρνητικὴ ἠθική, ὅπως π.Χ. τὸ «Οὐ φονεύσεις», τὸ «Οὐ μοιχεύσεις»,
τὸ «Οὐ κλέψεις». Ἡ ἐντολὴ αὐτὴ συνιστᾷ στοιχεῖο τῆς θετικῆς ἠθικῆς.

Εὐτυχία μὲ τὴν εὐχὴ τῶν γονέων (στ. 3).


Τὴν ἐπαγγελία, τὴν ὑπόσχεση τῆς ἀμοιβῆς γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς, ἀναφέρει στὴ
συνέχεια ὁ Παῦλος: «Ἶνα εὖ σοὶ γένηται καὶ ἔση μακροχρόνιος ἐπὶ τῆς γῆς» (στ. 3). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Γιὰ νὰ εὐτυχήσης καὶ νὰ Ζήσης πολὺ χρόνο πάνω στὴ γῆ».
Πολλοὶ ξεκίνησαν φτωχοί, μὲ μόνο ἐφόδιο τὴν εὐχὴ τῶν γονιῶν τους, ποὺ τὴν πῆραν φιλώντας
τὸ χέρι τοὺς ὅταν ἀναχωροῦσαν ἀπὸ τὸ χωριό. Καὶ ἢ εὐχὴ αὐτὴ γέννησε τὴν προκοπή.
Ἀντίθετα, βλέπουμε παιδιά, ποὺ ξεκινοῦν μὲ ἄφθονα ἢ καὶ πλούσια οἰκονομικὰ ἐφόδια, καὶ
ὅμως δὲν προκόπτουν. Ένας λόγος εἶναι καὶ ἡ ἀσέβεια πρὸς τοὺς γονεῖς. Κηρύττουν ἀνταρσία κατὰ
τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ, σὰν τὸν ἄσωτο υἱό. Γίνονται θρασεῖς καὶ αὐθάδεις. Δὲν λογαριάζουν
καθόλου τοὺς γονεῖς.
Τὸ ἀποτέλεσμα; Όλα στραβὰ κι ἀνάποδα πᾶνε. Βέβαια οἱ γονεῖς δὲν πρέπει νὰ καταριώνται τὰ
παιδιά τους. Ὅ,τι κι ἂν ἔχουν κάνει, εἶναι παιδιὰ τοὺς κάποτε μπορεῖ νὰ διορθωθοῦν.
'Ἀλλ' ἂν οἱ γονεῖς δὲν δίνουν κατάρα στὰ ἀσεβῆ παιδιά, τὰ παιδιὰ δὲν ἀποσποῦν τὴν εὐλογία
τῶν γονέων, ὅταν ἀσεβοῦν καὶ δὲν τηροῦν τὸ «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου...».
«Μακροχρόνιος ἔση ἐπὶ τῆς γῆς...».
• Παλληκάρια γύρω στὰ 20 θάβονται καθημερινὰ στὰ κοιμητήρια τῶν μεγαλουπόλεων.
Ἀνεξιχνίαστες ἀσφαλῶς οἱ βουλὲς τοῦ Θεοῦ.
Όταν ὅμως σκοτώνονται ἀπὸ τὴν τρέλλα τῆς ταχύτητας, μήπως ἔμεινε ὀλιγοχρόνια ἡ ζωή τους,
διότι δὲν σεβάστηκαν τὶς συμβουλὲς τῶν γονέων, ποῦ τοὺς τόνιζαν:
-Μή! Μὴν τρέχετε τρελλά....
• Καὶ τὰ παιδιά, νέοι καὶ νέες, ποὺ βρίσκονται καθημερινὰ νεκρὰ ἀπὸ ἰσχυρὴ δόση ναρκωτικῶν,
θὰ μποροῦσαν νὰ ἤσαν μακροχρόνια, ἂν ἄκουγαν τὴ συμβουλὴ τῶν γονέων καὶ συγκινοῦνταν ἀπὸ
τὰ δάκρυα τῆς μητέρας καὶ ἀπ' τὶς ἱκεσίες τοῦ πατέρα. Λουλούδια, ποὺ μαράθηκαν πάνω στὴν
ἄνοιξη τῆς νιότης!
Φοβερὴ ἢ αἱμορραγία ἀπὸ νεανικὸ αἷμα! Κι αὐτό, διότι τὰ παιδιὰ ξερριζώνονται ἀπ' τὴν
οἰκογενειακὴ ἑστία. Δὲν θέλουν τὴ φυσικὴ ἐξάρτηση ἀπὸ τοὺς γονεῖς. Δὲν λογαριάζουν τὴν εὐχὴ
τῶν γονέων, κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ εὐθύνη τῶν γονέων (στ. 4)
Εὐθύνη ἔχουν καὶ οἱ γονεῖς, καὶ μάλιστα μεγαλύτερη. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος, ἀποβλέποντας σὲ
μία ὄμορφη οἰκογενειακὴ εἰκόνα, δὲν ἀρκεῖται ν' ἀναφέρῃ μόνο τα καθήκοντα τῶν παιδιῶν.
Προχωρεῖ καὶ στὰ καθήκοντα τῶν γονέων: «Καί, οἱ πατέρες, μὴ παροργίσετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἂλλ'
ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου» (στ. 4). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ σεῖς,
γονεῖς, νὰ μὴ λυπῆτε καὶ ταράζετε τὰ παιδιά σας (νὰ μὴ τὰ τραυματίσετε ψυχικά), ἀλλὰ νὰ τὰ
ἀνατρέφετε μὲ παιδεία καὶ διδασκαλία Κυρίου».
Μὲ τὴ λέξη «πατέρες», ἐννοεῖ ἐδῶ καὶ τοὺς δύο γονεῖς.
Ἔχουν καθήκοντα πρὸς τὰ παιδιὰ τοὺς οἱ γονεῖς. Ἀκόμα καὶ τὰ ζῷα αἰσθάνονται ἔνστικτωδως
καθήκοντα πρὸς τὰ μικρὰ νεογνά τους. Πολὺ περισσότερο οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν συνείδηση τῆς
ὑψηλῆς ἀποστολῆς τους.
«Οἱ πατέρες μὴ παροργίσετε τὰ τέκνα ὑμῶν» (στ. 4).
• Εὔκολο εἶναι ν' ἀντιδρᾷ ὁ γονιὸς ἀπότομα σὲ μία ἀδυναμία, ἀνωριμότητα ἢ ἐλάττωμα τοῦ
παιδιοῦ. Ἀλλ' ἢ ἀποτομία καὶ ἡ ὀργὴ προκαλοῦν ἀντιδράσεις στὸ παιδί, ποῦ κι αὐτὸ μὲ τὴ σειρὰ
τοῦ γίνεται νευρικό. Κόντρα στὴν κόντρα! Κάποτε ἡ κατάστασης γίνεται ἔκρυθμος. Ὁ πατέρας καὶ
ἡ μητέρα, παρ' ὅλη τὴν κούρασί τους, ὀφείλουν νὰ ἔχουν αὐτοσυγκράτησι. Νὰ μὴν ἐνεργοῦν κάτω
ἀπὸ τὸ κράτος τῆς ὀργῆς.
• Δὲν μποροῦν νὰ εἶναι πιεστικοὶ καὶ καταπιεστικοί, καὶ μάλιστα στὶς μέρες μας, ποὺ τὰ παιδιά,
ἐπηρεασμένα ἀπὸ τὸν κοινωνικὸ περίγυρο, εἶναι ἕτοιμα νὰ ξεφωνίσουν:
-Μὴ μὲ καταπιέζης...
Τὰ παιδιὰ εἶναι ἐλεύθερα ὄντα. Καὶ φυσικὰ χρειάζονται χειραγωγία, ἀλλ' ἡ χειραγωγία αὐτὴ νὰ
εἶναι καρπὸς ἀγάπης καὶ ἐμπιστοσύνης. Ὑπάρχουν γονεῖς, ποὺ μόνο μὲ ἀπειλὲς καὶ τιμωρίες
θέλουν νὰ ἐπιβληθοῦν.
• Κάποτε φτάνουν καὶ σὲ ἀκραῖες πράξεις, μέχρι καὶ ν' ἀποκληρώνουν τὰ παιδιά τους.
Τὰ παιδιὰ δὲν εἶναι Ζῷα, γιὰ νὰ τὰ σπρώχνῃς μὲ τὸ ξύλο καὶ τὴ βία. Ἡ ἀγωγὴ τῶν γονέων δὲν
ἐξαντλεῖται στὸ νὰ μὴ δίνουν ἀρνητικὸ παράδειγμα στὰ παιδιά τους. Προχωρεῖ καὶ στὸ θετικὸ
ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν τροφὴ καὶ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν τους. Εἶναι τέχνη, τὸ νάναι κανεὶς πατέρας ἢ
μητέρα. Τὸ παιδὶ θέλει προφύλαξι.
• Κινδυνεύει λόγω τῆς ἡλικίας του. Δὲν ἔχει δέσει ἀκόμα, ὅπως δὲν ἔχει δέσει τὸ μικρὸ
δενδρύλλιο. Ἀπαιτεῖται μέριμνα εἰδική.
• Κινδυνεύει ἀπ' τὴν κοινωνία, ποῦ βίαια το παραλαμβάνει, σὰν μεγαλώση, τὸ ξεγελᾷ καὶ τὸ
ἐξαπατᾷ καὶ τὸ ἐξωθεῖ μὲ κάθε μέσο στὸ κακό. Δὲν ἡσυχάσει ὁ κόσμος μέχρι νὰ τὸ μεταβάλλει σὲ
ἐξαρτημένο ἀντικείμενο, σὲ ἄβουλο νούμερο. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πολλὴ ἢ ἄνοια ἐν ἐκείνῃ
τὴ ἡλικία τὴ δὲ ἀνοία προσθήκη γίνεται καὶ τὰ παρὰ τῶν ἔξωθεν λόγων, ὅταν μάθωσιν ἐκεῖ τους
παρ' αὐτοὺς θαυμαζομένους ἥρωας, παθῶν δούλους ὄντας καὶ δειλοὺς πρὸς θάνατον»
(Χρυσόστομος, Ε.Π.Ε. 21,250-252). Μετάφρασις: Στὴν ἥλικια ἐκείνη ὑπάρχει πολλὴ ἀνοησία. Στὴν
ἀνοησία προστίθενται καὶ τὰ λόγια τῶν κοσμικῶν, ποῦ τοὺς σερβίρουν ψεύτικους ἥρωες κι ὕστερα
διαπιστώνουν, ὅτι οἱ ἥρωές τους εἶναι δοῦλοι στὰ πάθη καὶ δειλοὶ στὸ θάνατο.
Οἱ περισσότεροι γονεῖς ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴ σωματική, καὶ ἴσως καὶ γιὰ τὴ διανοητικὴ
ἀνάπτυξη τῶν παιδιῶν τους. Ξεχνοῦν, ὅτι τὸ παιδὶ δὲν εἶναι γουρουνόπουλο προορισμένο γιὰ
σφαγή, καὶ ἑπομένως πρέπει νὰ τὸ θρέψουν γιὰ νὰ παχύνη! Τὸ παιδὶ κυρίως εἶναι ψυχὴ ἀθάνατη.
Ὀφείλουν νὰ συμβάλουν οἱ γονεῖς στὴ σωστὴ διάπλασί του.
• Τὸ σπίτι δὲν εἶναι Χοιροστάσιο, γιὰ ν' ἀσχολοῦνται μόνο μὲ τὸ τί θὰ φᾶνε τὰ παιδιά. Εἶναι
σχολεῖο. Παιδεία μεταδίδουν οἱ γονεῖς. Εἶναι οἱ πρῶτοι παιδαγωγοί. Ὀφείλουν νάναι οἱ καλύτεροι
παιδαγωγοί. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος μιλάει περὶ παιδείας: «Ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία
Κυρίου».
• Ἡ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν ἐν Κυρίῳ ἀρχίζει ἀπ' τὴ βρεφικὴ ἡλικία. Τὸ δέντρο ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ
ρίζα. Τὸ οἰκοδόμημα ἀπ' τὸ θεμέλιο. Τὸ σπουδαῖο οἰκοδόμημα τῆς κοινωνίας, ἐξαρτᾶται ἀπ' τὴν
ἀγωγή. Λέει ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Ὅταν πρᾶγμα τὴν ἄρχην καὶ τὴν ὑπόθεσιν λάβη καλὴν καὶ ἰσχυρᾶν
καὶ κοσμίαν, ὀδῶ πάντα καὶ νόμω προβαίνει λοιπὸν μετὰ πολλῆς της εὐκολίας. Τὸ γὰρ
χαλεπώτερον, τὸ θεμέλιον θέσθαι καὶ τὴν κρηπῖδα ὑποβαλεῖν» (Ε.Π.Ε. 21,248). Μετάφρασις: Ὅταν
κάτι ἀρχίση σωστὰ καὶ τὸ ὅλο ἔργο τελῆται καλά, γερὰ καὶ κόσμια, τότε μὲ πολλὴ εὐκολία
συνεχίζεται σύμφωνα μὲ τὰ δεδομένα. Διότι τὸ δυσκολοτερο εἶναι νὰ θέσουμε τὸ θεμέλιο καὶ νὰ
ἑδραιώσουμε τὴ βάσι.
• Καλό το νὰ ἐνδιαφέρονται οἱ γονεῖς γιὰ τὴν τροφὴ τῶν παιδιῶν τους καὶ τὴ συντήρησή τους.
• Καλύτερό το νὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴ μόρφωσή τους καὶ τὶς σπουδές τους.
• Κάλλιστό το ν' ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ψυχική τους καλλιέργεια καὶ τὴν πνευματική τους πρόοδο.
Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Μὴ τὴν γλώτταν ἀκονήσης, ἀλλὰ τὴν ψυχὴν ἔκκαθαρε. Οὐ κωλύων
παιδεύειν ταῦτα λέγω, ἀλλὰ κωλύων ἐκείνοις μόνοις προσέχειν» (Ε.Π.Ε. 21,256). Μετάφρασις: Μὴν
ἐξασκῇς τὴ γλῶσσα σου, ἀλλὰ καθάρισε τὴν ψυχή σου. Δὲν τὰ λέω αὐτά, γιὰ νὰ σ' ἐμποδίσω νὰ
μορφώσης τὸ παιδί σου, ἀλλὰ γιὰ νὰ σ' ἐμποδίσω νὰ ρίχνῃς τὸ βάρος μόνο στὴ διατροφὴ καὶ τὴν
κοσμικὴ μόρφωση.
Ερμηνεύοντας ὁ ἱερὸς Χρυσόστομός το «ἓν παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου», λέει, ὅτι αὐτὴ ἡ
παιδεία γίνεται μέσα στὸ ἐκπαιδευτήριον τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἀπὸ μικρά τα παιδιὰ νὰ τὰ
ἐγκλιματίζουμε στὴ Γραφή. «Δῶμεν αὐτοῖς ὑπόδειγμα, ἐκ πρώτης ἡλικίας τὴ τῶν Γραφῶν
ἀναγνώσει ποιoύντες αὐτοὺς ἐνσχολάρειν» (Ε.Π.Ε. 21,252). Μετάφρασις: Νὰ δώσουμε στὰ παιδιὰ
τὸ παράδειγμα, νὰ τὰ κάνουμε νὰ συνηθίζουν, ἀπὸ μικρὴ ἡλικία, στὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν.
Ἂν πῇς σὲ κάποιον, ὅτι τὸ παιδὶ τοῦ πρέπει νὰ τὸ μάθη ἀπὸ μικρὸ νὰ διαβάZη τὴν Ἁγία Γραφή,
νὰ διδάσκεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀμέσως θ' ἀντιδράση:
- Καὶ τί; Καλόγερο θὰ τὸ κάνω;
Σ' αὐτὸ ἀπαντᾷ ὁ ἱερὸς Πατήρ. Μὲ τὴ Γραφὴ δὲν γίνεται τὸ παιδὶ καλόγερος. Γίνεται χριστιανός.
Ἡ κοινωνία ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ χριστιανούς.
Ἂν μία φορὰ γιὰ τοὺς μοναχοὺς εἶναι ἀναγκαία ἡ τροφοδοσία μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, ἑκατὸ φορὲς
εἶναι γιὰ τοὺς κοσμικούς: «Μὴ εἴπῃς: Τοῦτο τῶν μοναζόντων ἐστι. Μὴ γὰρ μονάzοντα αὐτὸν ποιῶ;
Οὐκ ἔστιν ἀνάγκη γενέσθαι αὐτὸν μονάχοντα. Τί δέδοικας δέος πολλοῦ κέρδους ἀναμεστόν;
Χριστιανὸν αὐτὸν Ποίησον Μάλιστα γὰρ τοῖς κοσμικοὺς ἀναγκαῖον τα ἐντεῦθεν εἰδένα διδάγματα,
μάλιστα τοὺς παισὶ» (Ε.Π.Ε. 21,250). Μετάφρασις: Νὰ μὴ πῇς: Αὐτὸ εἶναι γιὰ τοὺς μοναχούς. Τί,
δηλαδή; Καλόγερο θὰ κάνω τὸ παιδί μου; Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνῃ μοναχός. Γιατί φοβᾶσαι τὸ
φόβο, πούναι γεμάτος πολὺ κέρδος; Κᾶνε τὸ παιδί σου χριστιανό. Διότι στοὺς κοσμικοὺς εἶναι πρὸ
πάντων ἀνάγκη νὰ γνωρίζουν τὰ διδάγματα αὐτά, μάλιστα δὲ στὰ παιδιά.
Οἱ χριστιανοὶ γονεῖς ὀφείλουν:
• Νὰ κατανοήσουν, ὅτι τὸ πρῶτο ἔργο εἶναι ἡ πρόνοια τῶν παιδιῶν, ἡ σωματικὴ καὶ πνευματική
τους φροντίδα. «Πάντα ἠμὶν δεύτερα ἔστω τῆς προνοίας τῶν παίδων, καὶ τοῦ ἐν παιδείᾳ καὶ
νουθεσία Κυρίου αὐτὰ ἐκτρέφεσθαι» (Ε.Π.Ε. 21,254).
• Νὰ προετοιμάζουν τὰ παιδιά τους γιὰ κάθε ἐνδεχόμενο. Νὰ μὴν ἀπογοητεύωνται, μὲ τὴν
πρώτη δυσκολία. «Τοιούτους παρασκευάζομεν τοὺς παίδας, ὥστε δύνασθαι πρὸς πάντα ἀντέχειν,
καὶ μὴ ξενίζεσθαι τοὺς ἐπιούσιν» (Ε.Π.Ε. 21,264).
• Νὰ γνωρίζουν, ὅτι πρῶτοι αὐτοὶ θ' ἀπολαύσουν τοὺς καρποὺς τῆς σωστῆς ἢ τῆς κακῆς ἀγωγῆς.
Γιὰ τοὺς κακοὺς καρποὺς λέει ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Πρῶτοι των καρπῶν ἠμεῖς ἀπολαύομεν
θρασεῖς, ἀκολάστους, ἀπειθεῖς, βάναυσους, ἐκτρέφοντες τοὺς παϊδας» (Ε.Π.Ε. 21,252).
Γιὰ τοὺς καρποὺς τῆς σωστῆς ἀγωγῆς λέει: «Εἰ ἄνθρωποι ἀγάλματα ποιούντες βασιλέων, καὶ
εἰκόνας γράφοντες, τοσαύτης ἀπολαύουσι τιμῆς, ἠμεῖς τὴν βασιλικὴν εἰκόνα καλλωπίζοντες (εἰκὼν
γὰρ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος), οὐ μυρίων ἀπολαύσομεν τῶν ἀγαθῶν, τὸ καθ' ὁμοίωσιν ἀποδιδόντες;
Τοῦτο γὰρ ἔστιν ὅμοιον, ἢ τῆς ψυχῆς ἀρετή, ὅταν ἀγαθοὺς εἶναι παιδεύσωμεν τοὺς παίδας» (Ε.Π.Ε.
21,266). Μετάφρασις: Ἂν οἱ ἄνθρωποι, ποὺ κατασκευάζουν ἄγαλματα βασιλιάδων καὶ
Ζωγραφίζουν εἰκόνες τους, ἀμείβονται μὲ μεγάλη τιμή, ἐμεῖς, ποῦ στολίζουμε τὴ βασιλικὴ εἰκόνα,
τὸν ἄνθρωπο, πούναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δὲν θ' ἀπολαύσουμε ἀμέτρητα ἀγαθά, ἀφοῦ ἀγωνιζόμαστε
νὰ φτάση μία ψυχὴ στὸ καθ' ὁμοίωσιν; Μεγάλη ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, ὅταν ἐκπαιδεύσουμε τὰ παιδιὰ
μᾶς ναναι ἀγαθά, νὰ μὴν ὀργίζωνται, νάναι ἀνεξίκακα.

5 Οἱ δοῦλοι ὑπακούετε τοῖς κυρίοις κατὰ σάρκα μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἐν ἁπλότητι τῆς καρδίας
ὑμῶν ὡς τῷ Χριστῷ, 6 μὴ κατ' ὀφθαλμοδουλίαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ' ὡς δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ,
ποιοῦντες τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐκ ψυχῆς, 7 μετ' εὐνοίας δουλεύοντες ὡς τῷ Κυρίῳ καὶ οὐκ
ἀνθρώποις, 8 εἰδότες ὅτι ὃ ἐάν τι ἕκαστος ποιήσῃ ἀγαθόν, τοῦτο κομιεῖται παρὰ τοῦ Κυρίου, εἴτε
δοῦλος εἴτε ἐλεύθερος. 9 Καὶ οἱ κύριοι τὰ αὐτὰ ποιεῖτε πρὸς αὐτούς, ἀνιέντες τὴν ἀπειλήν, εἰδότες
ὅτι καὶ ὑμῶν αὐτῶν ὁ Κύριός ἐστιν ἐν οὐρανοῖς, καὶ προσωποληψία οὐκ ἔστι παρ' αὐτῷ.

Ὑπακοὴ χριστιανοῦ δούλου (στ. 5)


Ἕνα ἀπὸ τὰ φαινόμενα τῆς ἐποχῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἦταν καὶ ἡ δουλεία. Στὴν ἀρχαία
Ἑλλάδα λίγοι ἐθεωροῦντο ἐλεύθεροι πολῖτες. Οἱ περισσότεροι ἤσαν καὶ λέγονταν δοῦλοι. Οἱ
κύριοι, τὰ ἀφεντικά, ἐκμεταλλεύονταν τοὺς δούλους. Τοὺς λογάριαζαν γιὰ κατώτερα ὄντα, γιὰ
ἐργαλεῖα δουλειᾶς. Οἱ δὲ δοῦλοι προσπαθοῦσαν νὰ ξεγελοῦν τοὺς κυρίους καὶ νὰ μὴν κάνουν τὶς
ἐργασίες ποῦ τοὺς ἀνέθεταν.
Τὸ φαινόμενο τῆς δουλείας ὁ Χριστιανισμὸς τὸ ἀντιμετώπισε μὲ τὸ πρῖσμα τῆς χριστιανικῆς
ἀδελφότητας. Τὸ πρόβλημα δὲν ἔμεινε ἄλυτο ἀπὸ τὴ νέα τάξι πραγμάτων, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς
ἀγάπης, ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθινῆς ἰσότητας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στὸ
τελευταῖο κεφάλαιό της Ἐπιστολῆς, θίγει καὶ τὸ ζήτημα τῶν δούλων. Ἐξετάζει τὶς σχέσεις δούλων
καὶ κυρίων.
Κατηγόρησαν τὸ Χριστιανισμό, ὅτι δὲν ξεσήκωσε τοὺς δούλους σὲ βίαιη ἐξέγερσι ὥστε ν'
ἀποτινάξουν τὸ αὐγὸ τῆς δουλείας, ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς καταντοῦσε τυραννία. Εἶπαν, ὅτι
ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ὑπὲρ τοῦ θεσμοῦ τῆς δουλείας καὶ κατ' ἐπέκταση ὑπὲρ τῆς καταπιέσεως τῶν
ἀδυνάτων!
Πρόκειται γιὰ διαστρέβλωση τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας. Ἀρκεῖ νὰ μελετήση κανεὶς τὴν
πρὸς Φιλήμονα Ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, γιὰ νὰ διαπιστώση τὸ ἀντίθετο.
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχουν δοῦλοι καὶ κύριοι. Ὑπάρχουν ἄδελφοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ὁ
Παῦλος προτρέπει τὸν «κύριο», τὸ Φιλήμονα, νὰ ἔχῃ πλέον τὸ «δοῦλο», τὸν 'Ὀνήσιμο, σὰν ἀδελφό:
«Παρακαλῶ, ἶνα ἔχῃς αὐτὸν οὐκέτι ὡς δοῦλον, ἀλλ' ὑπὲρ δοῦλον, ἀδελφὸν ἀγαπητόν, μάλιστα δὲ
ἔμοι, πόσω δὲ μᾶλλον σοὶ καὶ ἐν σαρκὶ καὶ ἐν Κυρίῳ» (Φιλήμ. στίχ. 16).
Μὲ βάση τὰ ὅσα λέει ὁ Παῦλος καὶ σὲ ἄλλες Ἐπιστολές του καὶ στὴν πρὸς 'Ἐφεσίους, μποροῦμε
νὰ συνοψίσουμε τὰ περὶ δούλων στὶς ἑξῆς βασικὲς χριστιανικὲς ἀρχές:
• Ἡ δουλεία εἶναι καρπὸς τῆς ἁμαρτίας. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἰ δὲ τὶς ἔρoιτο πόθεν ἡ
δουλεία καὶ διατὶ εἷς τὸν βίον εἰσῆλθε τὸν ἀνθρώπινον (καὶ γὰρ οἶδα πολλοὺς ἔρωτωντάς τα
τοιαῦτα ἤδεως καὶ μαθεῖν βουλομένους), ἐγὼ πρὸς ὑμᾶς ἐρῶ: Ἡ πλεονεξία τὴν δουλείαν ἔτεκεν, ἢ
βαναυσία, ἡ ἀπληστία» (Ε.Π.Ε. 21,278). Μετάφρασις: Ρωτάει κάποιος: Ἀπὸ ποῦ προῆλθε ἡ δουλεία
καὶ γιατί εἰσῆλθε στὸν ἀνθρώπινο βίο; Γνωρίζω μάλιστα πολλούς, ποῦ εὔκολα ρωτᾶνε αὐτὸ τὸ
ἐρώτημα καὶ θέλουν ἀπάντησι. Ἐγὼ θὰ πῶ: Τὴ δουλεία τὴ γέννησε ἡ πλεονεξία, ἡ σκληρότητα, ἡ
ἀπληστία.
Ἂν δὲν συνέβαινε ἡ πτῶσις, ἡ ἁμαρτία, οἱ ἄνθρωποι θὰ ζοῦσαν ἀδελφοποιημένοι κάτω ἀπὸ τὴ
σκέπη τοῦ ἴδιου Πατέρα, τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὡς δοῦλοι
ἤθελαν νὰ καλύψουν τὴ δουλεία τους καὶ παρίσταναν τοὺς κυρίους καταπιέζοντας ἄλλους
συνανθρώπους τους. Μὲ βάσι, λοιπόν, τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, εἶναι καταδικασμένος ὁ ρατσιστικὸς
θεσμὸς τῆς δουλείας.
• Ὑπάρχει δουλεία τοῦ σώματος καὶ δουλεία τῆς ψυχῆς. Κακό το νάναι κανεὶς σκλάβος
σωματικά. Καὶ ὀφείλει ν' ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀνάκτηση τῆς ἐλευθερίας του.
Ἀλλὰ χίλιες φορὲς χειρότερό το νάναι ὑποταγμένος στὴν τυραννία τῶν παθῶν. Τονίζεται πολὺ ἡ
μικρὴ ἐλευθερία. Παραθεωρεῖται ὁ ἀγῶνας γιὰ τὴ μεγάλη ἐλευθερία, τὴν ἐλευθερία τοῦ
πνεύματος, ποῦ, ἂν δὲν τὴν πετύχη ὁ ἄνθρωπος, θὰ καταδικαστῆ στὴ φρικτότερη σκλαβιά, στὴν
αἰώνια κόλασι.
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι δέσμιοι σωματικά, ἀλλ' ἀδούλωτοι πνευματικά. Τέτοιο ἀδούλωτο πνεῦμα
ὑπῆρξε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Όταν ἔγραφε γιὰ τοὺς δούλους, ὁ ἴδιος ἦταν δέσμιος, φυλακισμένος.
Μέσα ἀπ' τὴ φυλακὴ γράφει καὶ τὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολή. Ἦταν ὅμως ἀδούλωτος ὁ Παῦλος.
Ἀπελεύθερος Χριστοῦ (Α΄ Κορ. ζ΄ 22).
Οἱ δοῦλοι, ὅταν γίνονταν χριστιανοί, ἀποκτοῦσαν τὴ μεγάλη ἐλευθερία, τὴν ἐλευθερία τῆς
ψυχῆς τους. Κι ἔτσι δὲν τοὺς φαινόταν πολὺ φοβερὴ ἢ σκλαβιὰ τοῦ σώματος.
• Ἡ δουλεία καταργήθηκε ἀπ' τὸ Χριστιανισμό, ἀλλ' ὄχι μὲ τὴ βία. Καταργήθηκε μὲ τὴν ἀγάπη.
Οἱ δοῦλοι ἔγιναν ἐλευθερωτὲς τῶν κυρίων τους! Μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐσυνειδησία τοὺς
ἀποσποῦσαν τὸ θαυμασμὸ τῶν «κυρίων». Γίνονταν μαγνῆτες, ποὺ τραβοῦσαν τοὺς «κυρίους» τους
στὸ Χριστιανισμό.
Ἀπὸ τὴν ὥρα δὲ ποὺ ἕνα ἀφεντικὸ γνώρισε ἀληθινά το Χριστό, καὶ ὁ ἴδιος λευτερωνόταν
πνευματικά, ἀλλὰ καὶ τὸ «δοῦλο» τὸν λευτέρωνε σωματικά. Ἔτσι γινόταν πραγματικότητα ἢ
κατάργησης τῶν διακρίσεων καὶ ἡ ἰσότητα.
Νὰ γιατί ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος προτρέπει τοὺς δούλους νὰ μὴν πονᾶνε ἔπειδη ἤσαν δοῦλοι,
ἀφοῦ στὴν πραγματικότητα ἤσαν ἐλεύθεροι καὶ ἐλευθερωτές: «Μὴ ἄλγει, ὅτι ἔλαττον ἔχεις καὶ τῆς
γυναικὸς καὶ τῶν παίδων. "Ὄνομα δουλείας ἐστὶ μόνον κατὰ σάρκα ἐστὶν ἢ δεσποτεία, πρόσκαιρος
καὶ βραχεῖα» (Ε.Π.Ε. 21,270). Μετάφρασις: Νὰ μὴ λυπᾶσαι, ἐπειδὴ βρίσκεσαι σὲ ὑποδεέστερη θέσι
καὶ ἀπὸ τὴ γυναῖκα καὶ ἀπὸ τὰ παιδιά. Ἡ δουλεία εἶναι μόνο κατ' ὄνομα. Καὶ ἢ ἐξουσία τοῦ
ἀφεντικοῦ κατὰ τὸ φαινόμενο, πρόσκαιρη καὶ σύντομη.
• Ὅλοι εἴμαστε κατὰ κάποιο τρόπο δοῦλοι, ἀφοῦ ὅλοι στὴν ἐργασία μᾶς εἴμαστε ἐξαρτώμενοι.
Ἑπομένως τὰ λόγια τοῦ Παύλου ἰσχύουν γιὰ κάθε ἐργαζόμενο: «Οἱ δοῦλοι, ὑπακούετε τοὺς κυρίοις
κατὰ σάρκα μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἐν ἁπλότητᾳ τῆς καρδίας ὑμῶν ὡς τῷ Χριστῷ» (στ. 5).
Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Σεῖς, δοῦλοι, νὰ ὑπακούετε στοὺς κατὰ σάρκα κυρίους μὲ φόβο καὶ
τρόμο, μὲ εἰλικρίνεια τῆς καρδιᾶς σας, ὅπως στὸ Χριστό».
Οἱ προϊστάμενοι ἔχουν ἐργασιακὴ ἁπλῶς ἐξουσία. Κάθε ἐργαζόμενος ὀφείλει ὑπακοή. Στὰ
πνευματικὰ ὅμως ὑπακούουμε στὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸ μοναδικὸ ΚΥΡΙΟ.
Οἱ ἐργασιακὲς σχέσεις εἶναι σχέσεις τιμιότητας καὶ ἁπλότητας. Ὁ χριστιανὸς στὴ δουλειὰ τοῦ
εἶναι συνεπής. Δὲν κάνει, ὅπως κοινῶς λέμε, «λοῦφα». Δουλεύει εὐσυνείδητα.
Θεωρεῖται κορόιδο ὅποιος δουλεύει μὲ τιμιότητα καὶ συνέπεια. Θεωρεῖται, ὅτι δουλεύει γιὰ τὸ
κεφάλαιο ἢ γιὰ τὸ κράτος.
Ὁ χριστιανὸς ὅμως δὲν βλέπει ἔτσι τὰ πράγματα. Βλέπει τὴν ἐργασία ὡς καθῆκον. Πιστεύει, ὅτι
ἐκτελώντας τὸ καθῆκον του, εἶναι συνεπὴς ὄχι μόνο μὲ τὴ συνείδησή του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν καλὴ
μαρτυρία τῆς πίστεώς του. Γίνεται αἰτία νὰ δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Εἶναι
ὑπόδειγμα γιὰ ὅλους, ἀφεντικὰ καὶ ἐργάτες, ὥστε κάποτε νὰ ἐπικρατήση ἢ τιμιότητα καὶ νὰ
ἐξαλειφθῆ ἢ ἐκμετάλλευσης καὶ ἡ ἀτιμία.
Ἡ ἐργασία, ὅταν γίνεται μὲ ἁπλότητα, τότε δὲν εἶναι οὔτε ἀγγαρεία, οὔτε δουλεία. Εἶναι
καθῆκον, ποῦ εὐχάριστα ἐπιτελεῖται. Ό,τι κάνει ὁ πιστός, τὸ κάνει κατ' ἐνώπιον Θεοῦ καὶ γιὰ τὴ
δόξα τοῦ Θεοῦ. Πάντοτε δὲ ἰσχύει τὸ «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῶ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. ἐ' 29).

Ἀνθρωπάρεσκοι (στ. 6)
Όλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μέσα τους τὸ σπέρμα τοῦ κακοῦ. Σ' ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις ὑπάρχει
ἡ τάσις νὰ κοροϊδεύουν, νὰ μὴν ἐργάζονται τίμια. Καὶ οἱ δοῦλοι τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας
προσπαθοῦσαν νὰ ξεφύγουν, ὅσο γινόταν, ἀπὸ τὴν καταπίεση τῶν ἀφεντάδων. Ἄλλοτε
προσπαθοῦσαν ν' ἀρέσουν στοὺς κυρίους μὲ ὑποκριτικὴ ὑπακοὴ καὶ φαινομενικὴ ἐργασία.
Στὸ νοῦ τους δὲν εἶχαν τὸ καθῆκον, ἀλλὰ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια. Πῶς ν' ἀποσπάσουν τὴ
συμπάθεια τῶν ἀφεντάδων! Ὄχι πῶς ν' ἀρέσουν στὸ Θεὸ καὶ τὴ συνείδησί τους!
Κάτι τέτοιο συμβαίνει σ' ὅλους τους ἀνθρώπους, ὅταν δὲν ὑπάρχη συνείδησις τίμιας δουλειᾶς.
Φυσικὰ πολὺ περισσότερο συνέβαινε στοὺς δούλους, ποὺ εἶχαν καὶ κάποιο ἐλαφρυντικό. Ἤθελαν
νὰ ξεφύγουν κάπως ἀπ' τὴ σκληρότητα καὶ βαναυσότητα τῆς ἁλυσοδεμένης δουλειᾶς.
• Ἀλλ' ὁ Παῦλος θέλει καὶ τοὺς χριστιανοὺς δούλους ἐντάξει στὴν ἐργασία τους, ὄχι φυσικὰ γιὰ
νὰ διαιωνίζεται τὸ καθεστὼς τῆς δουλείας ἢ γιὰ νὰ ὑποστηρίζεται τὸ «μεγάλο κεφάλαιο», ὅπως
θάλεγαν μερικοὶ σήμερα, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνεται ἀφορμὴ ἢ τιμιότητά τους πρὸς «ἄγραν» ψυχῶν στὸ
Χριστό. Συνιστᾷ στοὺς χριστιανοὺς δούλους: «Μὴ κατ' ὀφθαλμοδουλίαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ'
ὡς δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, Ποιoύντες τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐκ ψυχῆς» (στ. 6). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Ὄχι δουλεύοντας γιὰ τὰ μάτια, γιὰ νάστε ἄρεστοι στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ' ὡς
δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, ἐκτελώντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ψυχή σας».
• Πάνω ἀπὸ δοῦλοι ἀνθρώπων ἤσαν δοῦλοι Χριστοῦ. Καὶ ὅποιος εἶναι δοῦλος Χριστοῦ, Ζῇ τὴν
ἐλευθερία στὴν ὡραιότερη μορφή της. Καὶ ἑπομένως ἡ σωματικὴ δουλεία δὲν τοῦ φαίνεται
δυσβάστακτη.
• Πῶς πρέπει νὰ δουλεύῃ ἕνας χριστιανὸς ἐργάτης, ἕνας χριστιανὸς ὑπάλληλος, ἐξαρτώμενος
ἀπὸ ἐργοδότη, ἀπὸ προϊστάμενο, ἀπὸ διευθυντὴ;
Ὄχι «κατ' ὀφθαλμοδουλείαν». Σὲ ἁπλὴ γλῶσσα, ὀφθαλμοδουλεία μεταφράζεται «λοῦφα». Ἐφ'
ὅσον δὲν βλέπει κανείς, κάνουμε τὸ κορόιδο καὶ δὲν δουλεύουμε! Στὶς μέρες μας ἢ ἀσυνειδησία
στὸν ἐργασιακὸ χῶρο ἔχει φτάσει στὰ ἄκρα. Πολλοὶ πληρώνονται, ἰδίως στὸ δημόσιο τομέα, χωρὶς
καθόλου νὰ δουλεύουν.
• Κατὰ βάθος ὑπάρχει σὲ ὅλους δόσις ἀσυνειδησίας καὶ ἔλλειψις φόβου Θεοῦ. Δουλεύουν ἀπὸ
τὸ φόβο τοῦ προϊσταμένου. Φτάσαμε νάχουμε τόσους προϊσταμένους καὶ ἐπόπτες ἐργασίας,
ὅσους καί... ἐργάτες!
Ο χριστιανὸς δὲν δουλεύει «κατ' ὀφθαλμοδουλείαν». Ἐργάζεται κατὰ συνείδησι. Ξέρει, ὅτι τὸ
ψωμί του, τὸ μισθό του, ὀφείλει νὰ τὸν παίρνῃ τίμια, ἀδιαφορώντας ἂν κάποιοι ἄλλοι εἶναι
κομπιναδόροι. Ἄλλωστε γιὰ τὸ χριστιανό, πάνω ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ ἀφεντικοῦ ἢ τοῦ ἐπόπτη, ὑπάρχει
ἡ παρακολούθησις τοῦ Παντεπόπτη Θεοῦ.
• Ἡ ὀφθαλμοδουλεία ὁδηγεῖ σὲ ἀνθρωπαρέσκεια. Σὲ δουλειές, ὅταν ἔρχεται ὁ προϊστάμενος,
τὸ σύνθημα εἶναι ἡ λέξις «σύρμα». Ἕνας φυλάει «τσίλιες» καὶ εἰδοποιεῖ τοὺς ἄλλους, ὅτι ἔρχεται ὁ
ἐπόπτης. Καὶ τότε ὅλοι κάνουν πῶς δουλεύουν.
Μὲ τέτοια νοοτροπία πῶς νὰ πάῃ μπροστὰ οἰκονομικὰ ἕνας τόπος;
• Ἀλλ' ἢ ἀνθρωπαρέσκεια ὁδηγεῖ καὶ σὲ ἄλλα κακά, ὅπως ἡ κολακεία. Πολλοὶ συμπεριφέρονται
δουλοπρεπῶς. Παριστάνουν τοὺς ἐλεύθερους, ἐνῷ καταντοῦν δοῦλοι ἀνθρώπων. Κάμπτουν τὴ
σπονδυλική τους στήλη στοὺς ἰσχυρούς της ἡμέρας. Ἀπὸ πίσω συνήθως τοὺς βρίζουν καὶ τοὺς
μουτζώνουν!
Καὶ ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ κερδίσουν τὴν εὔνοια, ποὺ θὰ τοὺς ὁδηγήση σὲ μεγαλύτερη ἀμοιβὴ ἢ σὲ
καλύτερη θέσι.
Ἡ ἀνθρωπαρέσκεια κάνει τὸν ἄνθρωπο περίγελω. Θαυμάσει ἀρετὲς ἀνύπαρκτές του
προϊσταμένου, ἐνῷ εἶναι ἕτοιμος νὰ τὸν ἐγκαταλείψη ἢ νὰ τὸν προδώση, μόλις πάψη νάναι ἰσχυρὸ
πρόσωπο.
Ἐκεῖνος ποὺ δουλεύει «ἐκ ψυχῆς» «μετ' εὐνοίας» ποὺ δουλεύει γιὰ τὸ Χριστό, αὐτός, ὅσο
σκληρὴ καὶ νάναι ἡ δουλειά του, αἰσθάνεται ἄνετος, ἐλεύθερος.
Οἱ χριστιανοὶ δοῦλοι καὶ ἀπὸ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ἀποκτοῦσαν οὐσιαστικὰ τὴν ἐλευθερία τους,
προτοῦ τὴν ἀποκτήσουν κάποτε καὶ τυπικά. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Ἀπὸ
προθυμίας, μὴ ἀπὸ ἀνάγκης, ἀπὸ προαιρέσεως, μὴ ἀπὸ βίας. Ἂν οὕτω δουλεύῃς, οὐκ εἰ δοῦλος,
ἂν ἐκ προαιρέσεως, ἂν μετ' εὐνοίας, ἂν ἀπὸ ψυχῆς, ἂν διὰ τὸν Χριστόν. Ταύτην γὰρ τὴν δουλείαν
καὶ Παῦλος δουλεύει ὁ ἐλεύθερος» (Ε.Π.Ε. 21,274). Μετάφρασις: Νὰ δουλεύετε μὲ προθυμία, ὄχι
ἀπὸ ἀνάγκη. Μὲ καλὴ διάθεση, ὄχι καταπιεστικά. Ἂν δουλεύῃς μ' αὐτὸ τὸν τρόπο, δὲν εἶσαι δοῦλος.
Ἄν, δηλαδή, δουλεύῃς μὲ καλὴ διάθεση, μὲ εἰλικρίνεια, ἀπὸ τὴν ψυχή σου, γιὰ τὸ Χριστό. Διότι
τέτοια δουλειὰ δούλευε καὶ ὁ Παῦλος, ὁ ὄντως ἐλεύθερος.

Μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ (στ. 7)


Γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο πάνω ἀπὸ τὴ φιλαρέσκεια καὶ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια εἶναι ἡ
θεαρέσκεια. Πάνω ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων εἶναι τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ τονίζει πάντοτε
τὸ «κατ' ἐνώπιον Θεοῦ» (ἴδε καὶ Β΄ Κορ. δ' 2).
Σὰν νὰ λέῃ καὶ στοὺς δούλους:
- Κοιτᾶτε πάνω. Σᾶς ἀγαπᾷ ὁ Κύριος, ποὺ ἐλευθέρωσε καὶ σᾶς ἀπ' τὴν τυραννία τοῦ Διαβόλου.
Όλα νὰ τὰ κάνετε ὡς θέλημα Θεοῦ, ἔχοντες ὑπ' ὄψι σᾶς πάντοτε ὅτι σᾶς βλέπει ὁ Θεός.
Τὰ λόγια στὴ συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς: «Μετ' εὐνοίας δουλεύοντες ὡς τῷ Κυρίῳ καὶ οὐκ
ἀνθρώποις» (στ. 7). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Δουλεύοντας μὲ καλὴ διάθεση, σὰν νὰ
δουλεύετε γιὰ τὸν Κύριο, καὶ ὄχι γιὰ ἀνθρώπους».
Μία τέτοια σκέψις ἀμέσως μεταστοιχειώνει τὴν ἐργασία.
• Ἀπὸ δουλεία τὴν μεταβάλλει σὲ δουλειά.
• Ἀπὸ τυραννία σὲ εὐχάριστη ἐνασχόληση.
Ἐξαρτᾶται, λοιπόν, κάτω ἀπὸ ποιὸ πρῖσμα βλέπει κανεὶς τὴ θέση του καὶ τὴν ἐργασία του.
Τὸ «μετ' εὐνοίας», φανερώνει καὶ τὸ εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ δουλειά, γιὰ τὴν καλὴ
ἀπόδοση. Τοὺς πολλοὺς ἕνα ἐνδιαφέρει: Πολλὰ λεφτὰ μὲ λίγη (ἢ καὶ καθόλου) δουλειά!
Μόνο σὲ μία γνήσια χριστιανικὴ κοινωνία οἱ ἄνθρωποι ἐργάζονται τίμια. Ἡ δουλειὰ ἐδῶ
ἀποτελεῖ θέλημα Θεοῦ. Θεωρεῖται λειτουργία πρὸς τὸν Κύριο.
Γιὰ τὸν Κύριο, γιὰ χάρι Του, γιὰ νὰ δοξαστῆ 'Ἐκεῖνος, θὰ κάνω καὶ τὴν πιὸ ταπεινὴ δουλειά, καὶ
τὴν πιὸ ἐξευτελιστική. Γιὰ ποιὸν Κύριο; Γι' Αὐτόν, ποῦ γιὰ τὴ δική μας ἀγάπη, ἀπὸ Κύριος ἔγινε
δοῦλος. «Ἔλαβε δούλου μορφὴν» (Φιλιπ. β' 7). Γι' Αὐτόν, ποῦ προκειμένου νὰ μᾶς ἀφήση
ὑπόδειγμα ταπεινῆς δουλειᾶς, διακόνησε τὸν ἄνθρωπο.
Ἔκανε τὴν πιὸ ταπεινωτικὴ δουλειά. Ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του. «Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
οὐκ ᾖλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι» (Ματθ. κ' 28). Σὰν ἔσκυψε στὰ πόδια τῶν μαθητῶν,
εἶπε: «Ὑπόδειγμα δέδωκα ὑμίν, ἶνα καθὼς ἐγὼ ἐποίησα ὑμίν, καὶ ὑμεῖς ποιῆτε. Ἀμὴν ἀμὴν λέγω
ὑμίν, οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων του κυρίου αὐτοῦ, οὐδὲ ἀπόστολος μείζων του πέμψαντος αὐτὸν»
(Ἰωάν. ιγ΄ 15-16).
• Ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος, ποῦ συμβουλεύει τοὺς δούλους νὰ δουλεύουν τίμια, δὲν ἦταν κάποιο
ἀφεντικό, ποὺ ἔγραφε τὶς προτροπὲς πρὸς τοὺς δούλους καθισμένος σὲ πολυτελὲς γραφεῖο. Ἦταν
ὁ ἴδιος ταπεινὸς ἐργάτης. Δούλευε καὶ χειρωνακτικὰ γιὰ τοὺς ἄλλους. «Ταϊς χρείαις μου καὶ τοῖς
οὔσι μετ' ἔμου ὑπηρέτησαν αἳ χεῖρες αὗται» (Πράξ. κ΄ 34).
Ἑπομένως εἶχε δικαίωμα αὐτός, ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν συνανθρώπων τοῦ ἔγινε ταπεινὸς
ἐργάτης καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἔγινε δέσμιος, ν' ἀπευθύνεται στοὺς δούλους καὶ νὰ ζητάη
τιμιότητα ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τιμιότητα, ποὺ τελικὰ θὰ τοὺς ἐξασφάλισε τὴν ἐλευθερία.

Μισθὸς μὲ τὸ παραπάνω (στ. 8)


Πολὺς λόγος γίνεται γιὰ τὸ μισθό. Καὶ φυσικὰ πρῶτος ὁ Χριστιανισμὸς τονίζει τὴν ἀνάγκη τῆς
δίκαιης μισθοδοσίας.
- Κάτω ἢ ἐκμετάλλευσις! Δίκαιο μισθό!
Εἶναι συνθήματα καθαρὰ χριστιανικά. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος μιλάει γιὰ τὸ μισθὸ τῶν δούλων.
Ὁπωσδήποτε οἱ δοῦλοι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν πληρώνονταν. Μόλις καὶ μετὰ βίας τοὺς πετοῦσαν
ἕνα κομμάτι ψωμί, κι αὐτὸ μουσκεμένο στὸν ἱδρῶτα, πολλὲς φορὲς καὶ στὸ αἷμα τους.
Δίκαιη κατανομὴ τῶν ἀγαθῶν ἐπέρχεται, ὅταν ἀνάμεσα στοὺς «κυρίους» καὶ τοὺς «δούλους»
μπαίνῃ ὁ Χριστός. Αὐτὸ ἄλλωστε φαίνεται ἀνάγλυφα στὴν πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα τῶν
Ἱεροσολύμων (Πράξ. β' 44. δ' 32).
Μέχρι νὰ καταστῇ ἰδανικὴ ἡ εἰκόνα τῆς κοινωνίας, οἱ χριστιανοὶ γνωρίζουν, ὅτι πέρα ἀπὸ τ'
ἀφεντικὰ τοὺς ὑπάρχει ἄλλος μισθαποδότης. Αὐτὸς θὰ πληρώση ἀπόλυτα δίκαια ὅλους τους
ἀνθρώπους γιὰ ὅλες τὶς πράξεις τοὺς (Ἑβρ. ἴα' 6).
Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τονίζει ὁ Παῦλος: «Εἴδοτες ὅτι ἐὰν τί ἕκαστος ποιήση ἀγαθόν, τοῦτο κομιεῖται
παρὰ τοῦ Κυρίου, εἴτε δοῦλος εἴτε ἐλεύθερος» (στ. 8). Στὴν ἁπλοελληνική: «Νὰ ξέρετε, ὅτι καθένας,
γιὰ ὅ,τι καλὸ κάνει, γι' αὐτὸ θ' ἀνταμειφθῆ ἀπὸ τὸν Κύριο, εἴτε εἶναι δοῦλος, εἴτε εἶναι ἐλεύθερος».
Ο Θεὸς δὲν κάνει διακρίσεις.
Γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχουν δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι. Όλοι εἶναι παιδιὰ τοῦ αὐτοῦ Πατέρα, ἀδέλφια
μεταξύ τους.
Τὴν κατάργηση τῶν κοινωνικῶν καὶ λοιπῶν διακρίσεων διακήρυξε δύο φορὲς σαφέστατα ὁ
Παῦλος: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὔδε Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ.
Πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἔστε ἐν Χριστῷ 'Ἰησοῦ» (Γαλ. γ' 28). – «Οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ
καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος καὶ Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πάσι Χριστὸς»
(Κολοσ. γ΄ 11).
Ἀφοῦ, λοιπόν, ὅλοι εἶναι ἴσοι, ἄρα καὶ ἡ ἀμοιβὴ πρέπει νὰ εἶναι δίκαιη. Καὶ ἂν ἢ κακία, ἡ ἀδικία
καὶ ἡ ἀπληστία ὠρισμένων δὲν ἐπιτρέπῃ νὰ ὑπάρχη ἢ ἴση ἀμοιβὴ σὲ τούτη τὴ Ζωή, ὁπωσδήποτε
θὰ ὑπάρχη δίκαιη ἀμοιβὴ στὴν ἄλλη Ζωή.
Ἀνάλογα μὲ τὴν παραγωγὴ καλῶν ἔργων καὶ ἀγάπης ὁ καθένας θὰ πληρωθῆ. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Καθάπερ οἱ καλῶς πάσχοντες, ὅταν μὴ ἀμείβονται τοὺς εὐεργέτας, τὸν Θεὸν αὐτοῖς
ὀφειλέτην ποιούσιν, οὕτω δὴ καὶ οἱ δεσπόται, ἂν παθόντες εὖ παρά σου μὴ ἀμείψωνταί σε, μᾶλλον
ἤμειψαντο, τὸν Θεὸν ὀφειλέτην σοὶ καταστήσαντες» (Ε.Π.Ε. 21,276). Μετάφρασις: Ὅπως ἀκριβῶς
ὅσοι εὐεργετοῦνται, ὅταν δὲν ἀμείβουν τοὺς εὐεργέτες τους, κάνουν τὸ Θεὸ ὄφειλετη σ' αὐτούς,
ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ κύριοι, ἂν εὐεργετηθοῦν ἀπὸ σένα καὶ δὲν σὲ πληρώσουν, κατέστησαν τὸ Θεὸ
ὄφειλετή σε σένα. Ἔτσι εἶναι σὰν νὰ σὲ ἄμειψαν περισσότερο.
Ἀφεντικά, ἔχετε καὶ σεῖς Ἀφεντικό! (στ. 9)
Δὲν ἀφήνει μόνο στοὺς δούλους ὑποθῆκες ὁ Παῦλος. Κατὰ λόγον δικαιοσύνης, ἀφήνει καὶ στοὺς
λεγομένους κυρίους, φυσικὰ σ' ἐκείνους ποὺ ἔχουν πιστέψει στὸ Χριστὸ καὶ ἄρα λαμβάνουν
σοβαρά τα θεόπνευστα λόγια τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου. Λέει: «Καί, οἱ κύριοι, τὰ αὐτὰ ποιεῖτε πρὸς
αὐτούς, ἀνιέντες τὴν ἀπειλήν, εἰδότες ὅτι καὶ ὑμῶν αὐτῶν ὁ Κύριος ἔστιν ἐν οὐρανοῖς, καὶ
προσωποληψία οὐκ ἔστι παρ' αὐτῶ» (στ. 9). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ σεῖς, κύριοι, νὰ
συμπεριφέρεστε πρὸς αὐτοὺς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀφήνοντας τὴν ὀργὴ καὶ τιμωρία, ἔχοντας ὑπ'
ὄψιν, ὅτι καὶ σεῖς ἔχετε Κύριο στοὺς οὐρανούς, καὶ δὲν ὑπάρχει προσωποληψία σ' Αὐτόν».
• Ἕνας εἶναι ὁ Κύριος: Ὁ Θεός. Αὐτὸς κυριεύει τοῦ σύμπαντος κόσμου. Εἶναι ὁ «κύριος των
κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. στ ΄15). Κανένας ἄνθρωπος ἃς μὴ παριστάνῃ τὸν κύριο. Ὄχι μόνο διότι ὅλοι
εἴμαστε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ διότι γίνεται ἀντιποίησης ἀρχῆς, ποὺ ἀνήκει σὲ ἄλλον. Ἡ
κυριότητα σὲ ἀπόλυτο βαθμὸ εἶναι ἀποκλειστικὸ προνόμιο τοῦ Θεοῦ.
• Ὅσοι κατέχουν ὑπεύθυνη θέση, διοικοῦν ὄχι μὲ ἀπειλὲς καὶ ἀγριάδες, ἀλλὰ μὲ ἀγάπη.
«Ἀνιέντες τὴν ἀπειλήν».
Ἡ ἀγάπη, ὅταν λειτουργῇ ἀνυπόκριτα, καταργεῖ τὶς διακρίσεις. Συνδέει, ἀδελφοποιεῖ τοὺς
ἀνθρώπους. Φέρνει τὴν ἰσότητα. «Τὴν ἰσότητα τοὺς δούλοις παρέχεσθε» (Κολασ. δ' 1).
• Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι προσωπολήπτης. Στὸ Θεὸ δὲν περνοῦν τὰ διαπιστευτήρια τῆς γῆς.
Ο Θεὸς δὲν βλέπει τὸ ἐξωτερικό του ἀνθρώπου, ὀμορφιά, δόξα, τιμές, θρόνους, σπουδές. Βλέπει
τὸ ἐσωτερικό. Μετράει τὴν καρδιά του, τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη. Ἔτσι κρίνει καὶ ἀμείβει (δὲ καὶ Ἰακ.
β' 1-13). Λέει Χρυσόστομος: «Μὴ νομίσης, ὅτι τὰ εἷς τὸν δοῦλον, ὡς εἰς δοῦλον γινόμενα, οὕτως
ἀφήσει. Οἱ μὲν γὰρ ἔξωθεν νόμοι διαφορὰν ἴσασι τούτων τῶν γενῶν, ἄτε ἀνθρώπων ὄντες νόμοι.
Ὁ δὲ νόμος καὶ τοῦ κοινοῦ Δεσπότου οὐδεμίαν οἶδε διαφοράν, ἄτε κοινὴ πάντας εὖ ποιῶν, καὶ πάσι
τῶν αὐτῶν μεταδιδοὺς» (Ε.Π.Ε. 21,278). Μετάφρασις: Νὰ μὴ νομίσης, ὅτι ὅσα ἔχουν κάνει κατὰ
τοῦ δούλου, ἐπειδὴ τάχα ἔγιναν κατὰ δούλου, θὰ τὰ συγχωρήση ὁ Θεός. Διότι οἱ μὲν κοσμικοὶ νόμοι
ἀναγνωρίζουν τὴ διαφορὰ τῶν γενῶν (δούλου καὶ κυρίου), ἐπειδὴ εἶναι ἀνθρώπινοι. Ὁ νόμος ὅμως
τοῦ Κυρίου τῶν πάντων δὲν γνωρίζει καὶ δὲν ἀναγνωρίζει καμμιὰ διαφορά. Τοὺς εὐεργετεῖ ὅλους.
Σὲ ὅλους δίνει τὰ ἴδια ἀγαθὰ
• Ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος. Μπορεῖ πολλοὶ σὲ τούτη τὴ Ζωὴ νάναι περιφρονημένοι. Οἱ ἐνάρετοι στὴν
ἄλλη Ζωὴ θὰ δοξαστοῦν.
• Ἀνεξαρτήτως τούτου, οἱ πιστοὶ ὀφείλουν ν' ἀγωνίζονται γιὰ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἰσότητα καὶ
σὲ τούτη τὴ Ζωή.

10 Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος


αὐτοῦ. 11 ἐνδύσασθε
τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας
12
τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς
ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς
πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. 13 διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε
ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. 14 στῆτε οὖν περιζωσάμενοι
τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, 15 καὶ ὑποδησάμενοι
τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, 16 ἐπὶ πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς
πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· 17 καὶ τὴν
περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι ρῆμα Θεοῦ, – 18 διὰ
πάσης προσευχῆς καὶ δεήσεως, προσευχόμενοι ἐν παντὶ καιρῷ ἐν Πνεύματι, καὶ εἰς αὐτὸ τοῦτο
ἀγρυπνοῦντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει περὶ πάντων τῶν ἁγίων, 19 καὶ ὑπὲρ ἐμοῦ, ἵνα
μοι δοθῇ λόγος ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματός μου, ἐν παρρησίᾳ γνωρίσαι τὸ μυστήριον τοῦ
εὐαγγελίου, 20 ὑπὲρ οὗ πρεσβεύω ἐν ἁλύσει, ἵνα ἐν αὐτῷ παρρησιάσωμαι ὡς δεῖ με λαλῆσαι.

Τὸ ἰσχυρὸ κράτος (στ. 10)


Ἡ χριστιανικὴ Ζωὴ δὲν εἶναι εὔκολη. Οἱ συνέπειες τῆς ὀρθῆς ἐν Χριστῷ Inσοῦ πίστεως εἶναι
πολλές. Σὲ πολλοὺς γεννιέται ἢ ἀπορία: «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ πραγματοποιηθοῦν ὅσα ἐπιτάσσει
τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ στόματος τοῦ ἀποστόλου Παύλου;».
Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπάντηση δίνουν οἱ ἑπόμενοι στίχοι. Ὁ χριστιανὸς δὲν εἶναι μόνος στὸν
ἀγῶνα του γιὰ τὴν κατάκτηση τοῦ «βραβείου τῆς ἄνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ' 14). Μαζί τοῦ εἶναι ὁ
παντοδύναμος Κύριος. Ζῇ μέσα στὸ κράτος τοῦ Θεοῦ. Τονίζει ὁ Παῦλος: «Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου,
ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχῦος αὐτοῦ» (στ. 10). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική:
«Τέλος, ἀδελφοί μου, νὰ ἐνδυναμώνεσθε ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ ἀπὸ τὴν ἰσχυρὴ δύναμί Του».
Ἐρμηνεύοντας τὸ στίχο ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, λέει: «Ἐπειδὴ πολλὰ ἐπέταξεν ἅπερ ἔδει γενέσθαι,
μὴ δείσητε, φησίν, ἐπιρρίψατε τὴν ἐλπίδα ἐπὶ τὸν Κύριον, καὶ πάντα ἐξευμαρίσει» (Ε.Π.Ε. 21,282).
Μετάφρασις: Ἐπειδὴ πολλὰ παρήγγειλε, ποῦ ἔπρεπε νὰ γίνουν, τονίζει: Μὴ φοβᾶστε. Στηρίξτε τὴν
ἐλπίδα σας στὸν Κύριο κι ὅλα θὰ τ' ἀνακουφίση.
• Δίνει ὁ Παῦλος θάρρος στοὺς χριστιανούς, ὅταν τοὺς ὀνομάζη «ἄδελφους» Οἱ χριστιανοὶ εἶναι
μαχητές. Ἀνήκουν στὴν παράταξη τοῦ Κυρίου Ιnσού Χριστοῦ. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι δὲν μάχονται
μόνοι τους. Ἔχουν σύμμαχο τὸν παντοδύναμο Χριστὸ καὶ συναγωνιστὲς τοὺς ἁγίους. Λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Παραταττώμεθα, ἔχοντες σύμμαχον μέγαν τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν» (Ε.Π.Ε.
21,298).
• Ὁ Θεὸς ἔχει τὸ δικό του κράτος. Ὅλα τα κράτη καὶ οἱ ἐξουσίες καὶ οἱ αὐτοκρατορίες ἔρχονται
καὶ παρέρχονται. Ένα κράτος παραμένει ἀσάλευτο στοὺς αἰῶνες. Τὸ κράτος τοῦ Θεοῦ.
Ο Θεὸς εἶναι ἰσχυρός. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ «κράτος τῆς ἰσχῦος αὐτοῦ» (στ. 10). Ο Θεὸς εἶναι ἡ
πηγὴ τῆς δυνάμεως.
Οἱ κραταιοί της γῆς φοβοῦνται πάντοτε κάποιον, πούναι πιὸ κραταιός. Κραταιότερος κάποτε
ἀναδεικνύεται ὁ λαός, ποὺ σαρώνει καὶ ἰσχυρὰ βασίλεια. Καὶ κραταιότατος εἶναι ὁ θάνατος, ποῦ
μπροστά του τρέμουν ὅλοι σὰν μικρὰ παιδιά.
• Μόνος ἕνας εἶναι ἀήττητος: Ὁ Θεός. Ὁ θρόνος Του δὲν στηρίζεται στὴ συμπάθεια ἢ τὴν εὔνοια
τοῦ λαοῦ. Στηρίζεται στὴν οὐσία τῆς Θεότητάς του. Ὁ θρόνος Τοῦ εἶναι στὸν οὐρανό. «Κύριος ἐν
οὐρανῷ ὁ θρόνος αὐτοῦ» (Ψάλμ. 17 4). Πολλὲς φορὲς ὁ Ψαλμῳδὸς Δαυὶδ μιλάει γιὰ τὸν ἀσάλευτο
θρόνο τοῦ Θεοῦ. «Ὁ θρόνος σου, ὁ Θεός, εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος. Ράβδος εὐθύτητος ἢ ράβδος
τῆς βασιλείας σου» (Ψάλμ. μδ' 7).
• Ὁ Θεὸς εἶναι κραταιὸς γιὰ τοὺς πιστούς, ποὺ βαλλόμεθα συνεχῶς καὶ κινδυνεύουμε νὰ
ἡττηθοῦμε. Εἶναι «ἀντιλήπτωρ». Ὁποιαδήποτε στιγμὴ καὶ ἂν τὸν καλέσουμε, σπεύδει σὲ βοήθειά
μας. «Κύριος των δυνάμεων μεθ' ἠμῶν, ἀντιλήπτωρ ἠμῶν ὁ Θεὸς Ἰακὼβ» (Ψάλμ. μὲ 8).
Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τονίζει ὁ Παῦλος: «'Ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχῦος
αὐτοῦ» (στ. 10). Ἔχουμε πηγὴ δυνάμεως ἀνεξάντλητη. Ὁ χριστιανὸς Ζῇ ἑνωμένος μὲ τὸ Θεό, μέσα
στὴν Ἐκκλησία. Δοξολογεῖ τὸ Θεό, ποὺ τοῦ χαρίσει τὴν εὐκαιρία, νὰ Ζῇ κάτω ἀπὸ τὸ κράτος, κάτω
ἀπὸ τὴν παντοδύναμο σκέπη Του. Σὲ κάθε Λειτουργία λέει ὁ ἱερεύς: «Ὑπὸ τοῦ κράτους Σου πάντοτε
φυλαττόμενοι, σοὶ δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρὶ καὶ τὸ Υἱῶ καὶ τῷ “Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ
εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».

Ντυθῆτε τὴν πανοπλία (στ. 11).


Δυνατὸς αἰσθάνεται κανείς, ὅταν εἶναι ἔξωπλισμενος. Ο ἀπόστολος Παῦλος στὴ συνέχεια μιλάει
γιὰ τὸν πνευματικὸ ἐξοπλισμό. Δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι ἄοπλος, ὅταν ὁ ἀντίπαλός σου εἶναι πάνοπλος.
Στὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ὅλα δείχνουν, ὅτι βρίσκεται σὲ διαρκῇ πόλεμο. Ἀκόμα καὶ ἡ συμπεριφορὰ
τοῦ μέσα στὸ σπίτι, γιὰ τὴν ὁποία μίλησε ὁ Παῦλος λίγο πρίν, προϋποθέτει ἀγῶνα. Ένα
στρατόπεδο, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, εἶναι τὸ σπίτι: «Στρατόπεδον ἔστιν ὁλόκληρον ἢ ἑκάστου
οἴκια» (Ε.Π.Ε. 21,280).
Εἴμαστε στρατευμένοι σὲ τούτη τὴ ζωή. Ἡ Ἐκκλησία ἐδῶ ὀνομάζεται «στρατευομένη», σὲ σχέση
μὲ τὴν Ἐκκλησία στὸν οὐρανό, ποὺ λέγεται «θριαμβεύουσα».
Ἀντίπαλός μας ὁ Διάβολος. Δὲν θὰ ἦταν φοβερὸς καὶ τόσο ἐπικίνδυνος, ἂν ἦταν φανερὸς
ἀντίπαλος. Ὁ Διάβολος εἶναι ὕπουλος ἐχθρός. Γι' αὐτὸ καὶ Παῦλος ἐφιστᾷ τὴν προσοχή μας:
«Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ
Διαβόλου» (στ. 11). Στὴν ἁπλοελληνική: «Ντυθῆτε τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορῆτε ν'
ἀντιμετωπίσετε τὶς πανουργίες τοῦ Διαβόλου».
Μὲ τὴ λέξι «μεθοδεία» Ὁ Παῦλος δείχνει πόσο ὕπουλα ὁ Διάβολος ἀπεργάΖεται τὴν ἀπώλειά
μας, τὴν αἰώνια καταστροφή μας. Τρία στοιχεῖα καθιστοῦν τὸ Διάβολο ἐπικίνδυνο:
• Τὸ ἕνα. Εἶναι πανοῦργος. Πάντοτε ἐμφανίζεται μὲ διαφορετικὸ προσωπεῖο. Φτάνει στὸ σημεῖο
νὰ «μετασχηματίζεται» αὐτός, ποὺ εἶναι σκοτεινὸς καὶ ἀπαίσιος, σὲ ἄγγελο φωτός. Αὐτός, ποὺ
εἶναι πιὸ αἱμοβόρος ἀπὸ τὸ λύκο, σὲ πρόβατο. «Αὐτὸς γὰρ ὁ σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον
φωτός. Οὐ μέγα οὒν εἰ καὶ οἱ διάκονοι αὐτοῦ μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι δικαιοσύνης» (Β΄
Κορ. ια' 14-15).
• Τὸ δεύτερο: Εἶναι μηχανορράφος καὶ μεθοδευτῆς. Ἡ μέθοδός του ἀποβλέπει στὴν παγίδευση
τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, μιλάει γιὰ τὴ μεθοδεία τοῦ Σατανᾶ: «Οὔδε ἁπλῶς, οὐδὲ
φανερῶς ἠμὶν ὁ ἐχθρὸς πολεμεῖ, ἀλλὰ μεθοδεία. Τί ἔστι μεθοδεία; Μεθοδεύσαι ἐστι τὸ ἀπατῆσαι,
καὶ διὰ μηχανῆς ἐλεῖν, ὅπερ καὶ ἐπὶ τῶν τεχνῶν γίνεται, καὶ ἐν λόγοις καὶ ἓν ἔργοις, καὶ ἐν
παλαίσμασιν, ἐπὶ τῶν παραγόντων ἠμᾶς» (Ε. Π.Ε. 21,282). Μετάφρασις: Ὁ ἐχθρὸς δὲν μᾶς πολεμάει
ἁπλὰ καὶ φανερά, ἀλλὰ μὲ τεχνάσματα. Τί σημαίνει «μεθοδεία»; Σημαίνει, ὅτι χρησιμοποιῶ
πονηρία, γιὰ νὰ παραπλανήσω, καὶ μὲ δόλιες ἐπινοήσεις καταβάλω κάποιον. Αὐτὸ γίνεται καὶ στὶς
τέχνες, καὶ μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ στὰ ἀγωνίσματα, μ' αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ
μᾶς παγιδεύσουν.
• Τὸ τρίτο: Εἶναι ἀεικίνητος καὶ ἄγρυπνος ἀντίπαλος. Δὲν γνωρίζει ὡράριο ἐργασίας ὁ Διάβολος,
οὔτε φυσικὰ διακοπές. Δουλεύει ἀδιάκοπα. Ἀκούραστος στὸ κακό.
Ένα τέτοιο, λοιπόν, ἀντίπαλο μποροῦμε νὰ τὸν ἀγνοοῦμε; Ἄγνοια ἀντιπάλου δὲν δικαιολογεῖται
σὲ ἕνα στρατιώτη. Πολὺ περισσότερο σὲ ἕνα χριστιανό, ποῦ ἡ ἄγνοια πιθανὸν νὰ τοῦ στοιχίση τὴν
αἰώνια κόλασι.
Ὀφείλει ὁ χριστιανὸς νὰ γνωρίzn, ὅτι ὁ Διάβολος εἶναι «μεθόδιος», τεχνίτης ἄριστος στὸ νὰ
στήνῃ παγίδες.
• Ὁ ἀπόστολος Παῦλος πάντοτε προετοίμασε τοὺς χριστιανοὺς γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ
ἀντιπάλου, τοῦ ἀπανθρώπου καὶ ἀντιχρίστου Διαβόλου. Ωρισμένοι δὲν ἀναφέρουν κὰν τὸ ὄνομα
τοῦ Διαβόλου, γιὰ νὰ μὴ χαρακτηριστοῦν Ὀπισθοδρομικοὶ ἢ γιὰ νὰ μὴ τρομοκρατήσουν δῆθεν τοὺς
ἀνθρώπους. Ἀλλοίμονο, ἂν κλείνουμε τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ μὴ βλέπουν!
Ἄλλωστε γιὰ τὸν πιστὸ ὁ Διάβολος δὲν εἶναι παντοδύναμος. Δὲν τρομοκρατεῖται ἀπὸ τὴν
παρουσία του καὶ ἀπὸ τὴ συνεχῆ πολεμική του, ἀφοῦ πιστεύει, ὅτι «μείζων ὁ ἐν ἠμὶν (ὁ Χριστὸς) ἢ
ὁ ἐν τῷ κόσμῳ (ὁ Διάβολος)» (Α' Ἰωάν. δ΄ 4).
• Προκειμένου, λοιπόν, νὰ ἡττηθοῦμε ἀπὸ τὸ Διάβολο, δὲν εἶναι προτιμότερο νὰ γνωρίζουμε
καλὰ τὶς πανουργίες του καὶ τὶς δολιότητές του καὶ νάχουμε τὰ μάτια μᾶς ἀνοικτά; Καὶ αὐτό, «ἶνα
μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ σατανᾶ οὐ γὰρ αὐτοῦ τα νοήματα ἁγνοοῦμεν» (Β' Κορ. β' 11).

Πάλη μὲ τὶς σκοτεινὲς δυνάμεις (στ. 12)


Στὴ γνωριμία τοῦ ἀντιπάλου ἐντάσσεται καὶ ὁ ἑπόμενος στίχος: «Ὅτι οὐκ ἔστιν ἠμὶν ἢ πάλη πρὸς
αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἄρχας, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους
τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ Πνευματικά της πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (στ. 12). Ἀπόδοσης
στὴν ἁπλοελληνική: «Διότι ἢ πάλη μας δὲν εἶναι μὲ ἀνθρώπους, μὲ ἀρχές, μὲ τὶς ἐξουσίες, μὲ τοὺς
σκοτεινοὺς κοσμοκράτορες τῆς παρούσης Ζωῆς, μὲ τὰ πονηρὰ πνευματικὰ ὄντα γιὰ τὴν κατάκτηση
τῶν ἐπουρανίων».
Ὁ ἀντίπαλός μας δὲν εἶναι «αἷμα καὶ σάρξ», δηλαδή, ἄνθρωπος. Μακάρι νὰ ἦταν ἄνθρωπος!
• Ὁ ἄνθρωπος μᾶς πολεμάει σχεδὸν ἐπὶ ἴσοις ὄροις. Ἄνθρωπος αὐτός, ἄνθρωπος κι ἐγώ. Φυσικὰ
ἄνθρωπος ἀπὸ ἄνθρωπο διαφέρει, ἀλλὰ καὶ οἱ δύο βρίσκονται στὸ ἴδιο ἐπίπεδο.
• Καὶ ὁ χειρότερος ἄνθρωπος ἔχει ὁρισμένα καλὰ στοιχεῖα. Μέσα καὶ στὸν πιὸ ἀπαίσιο
ἔγκληματια ἐνυπάρχουν σπινθῆρες καλωσύνης.
• Κάποτε ἡ πάλη μὲ τοὺς ἀνθρώπους σταματάει. Ἀνακύπτουν γεγονότα, ποὺ ἐπιβάλλουν
ἐκεχειρία.
Ἐδῶ, ὅπως λέει ὁ Παῦλος, δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἄνθρωπο. Ο ἀντίπαλος εἶναι ἀόρατος,
πνεῦμα πονηρό. Εἶναι ὁ Σατανᾶς. Ὡς πνεῦμα ἔχει πλεονεκτήματα στὴ μάχη τοῦ ἐναντίον μας. Καὶ
δὲν εἶναι ἕνα πνεῦμα. Πρόκειται γιὰ ἀναρίθμητο πλῆθος σκοτεινῶν πνευμάτων.
Ἡ πάλη μᾶς εἶναι «πρὸς τὰς ἄρχας, πρὸς τὰς ἐξουσίας» τοῦ σκότους. Ὅπως οἱ φωτεινοὶ ἄγγελοι
διακρίνονται σὲ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, ἔτσι καὶ οἱ δαίμονες, κατ' ἀντιστοιχίαν, διακρίνονται σὲ ἀρχὲς
καὶ ἐξουσίες.
Ὀνομάζονται οἱ δαίμονες:
•'Ἀρχαί! Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀποτελοῦν τὴν ἀρχὴ τοῦ κακοῦ. Τὸ μυστήριο τοῦ κακοῦ ξεκινάει ἀπὸ
τὸ Διάβολο.
•'Ἐξουσίαι! Ἔχει ἐξουσία ὁ Διάβολος, ἀλλὰ περιωρισμένη. Ὑπάρχουν δὲ περιπτώσεις στὴν Ἁγία
Γραφὴ (Π.Χ. τοῦ Ἰώβ, τοῦ Πέτρου, τῶν Χοίρων τῶν Γαδαρηνῶν), ὅπου φαίνεται, ὅτι τίποτε δὲν κάνει
ὁ Διάβολος, ἂν δὲν τὸ ἐπιτρέψη ὃ παντοδύναμος Θεός.
• Τὸ ἐπίθετο, ποὺ καθιστᾷ ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνό το Διάβολο, εἶναι τὸ «Κοσμοκράτωρ».
Κυβερνάει τὸν κόσμο. Ἐδῶ ἡ λέξις «κόσμος» εἶναι μὲ τὴν κακή της σημασία.
Πρόκειται γιὰ τὸν πονηρὸ κόσμο, γιὰ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀθέου κόσμου. Φυσικὰ δὲν εἶναι... κόσμος
(στολίδι)! Κατ' εὐφημισμὸν λέγεται κόσμος. Ἀντίθετα, ἀποτελεῖ παραφωνία μέσα στὸν ὄμορφο
κόσμο τοῦ Θεοῦ.
• Οπωσδήποτε ὅμως ὑπάρχει αὐτὸς ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος ὅλος «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄ Ἰωάν.
ε' 19). Ο κόσμος μισεῖ τὸ Χριστό. «Ἐμὲ ὁ κόσμος μισεῖ, ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ, ὅτι τὰ ἔργα
αὐτοῦ πονηρὰ ἐστιν» (Ἰωάν. ζ' 7).
• Καὶ ἂν ὁ κόσμος μισῇ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Κύριο καὶ Διδάσκαλο, μισεῖ Ὁπωσδήποτε καὶ τοὺς
μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος, στὴν ἀρχιερατική του προσευχή, ἀναφέρεται στοὺς χριστιανούς:
«Ἐγὼ δέδωκα αὐτοὺς τὸν λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου,
καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 12' 14).
• Οἱ χριστιανοὶ Ζοῦν μέσα στὸν κόσμο, ἀλλ’ ἀγωνίζονται νὰ μὴ γίνουν σὰν τὸν κόσμο.
Εἶναι τὰ λουλούδια, ποὺ φυτρώνουν πάνω σε κοπριά.
Εἶναι ἡ ζύμη, ποῦ μπορεῖ νὰ ζυμώση καὶ νὰ μεταμορφώση ὁλόκληρο τὸν κόσμο.
Ὁ ρόλος δύσκολος, ἀφοῦ ὑπάρχει ὁ κοσμοκράτωρ. Καὶ δὲν εἶναι ἕνας. Εἶναι πολλοὶ οἱ
«κοσμοκράτορες τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (στ. 12).
• Σκοτάδι ὁ Διάβολος: Διότι εἶναι ἀντίθετός του Θεοῦ, ποῦ εἶναι τὸ Φῶς. Διότι τὰ ἔργα τοῦ εἶναι
πονηρά.
Διότι ὁ σκοπὸς τοῦ εἶναι σκοτεινός, νὰ μᾶς ὁδηγήση ὅλους στὸ σκοτάδι τῆς αἰωνίου κολάσεως.
• Ὁ Διάβολος εἶναι κοσμοκράτωρ. Ὅλα τα ἐξουσιάζει. Όλα τὰ μέσα ἐμεῖς τοῦ τὰ προσφέρουμε,
γιὰ νὰ τὰ ἐξουσιάζn. Ἰσχυρότερη καὶ μαζικότερη σήμερα ἡ ἐξουσία του, ἀφοῦ τὰ σύγχρονα μέσα
μαζικῆς ἐπικοινωνίας εἶναι κυρίως δικά του. Ραδιόφωνο, τηλεόρασις, τυπογραφία, κομπιοῦτερς,
ἰντερνέτ, DVD, ὅλα τα ἠλεκτρονικὰ μέσα, βρίσκονται στὴ διάθεσή του.
Οἱ πειρασμοὶ δελεαστικοί. Όλα τὰ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο, ἂν πέση νὰ τὸν προσκυνήση. Ὁ
τελευταῖος ἀπὸ τοὺς τρεῖς πειρασμοὺς τοῦ Κυρίου ἀπευθύνεται καὶ σὲ μᾶς: «Ταῦτα πάντα σου
δώσω, ἐὰν πεσῶν προσκυνήσης μὲ» (Ματθ. δ' 9).
• Ἄνθρωποι ἐμεῖς, πνεῦμα παμπόνηρο ἐκεῖνος. Ἀδύνατοι ἐμεῖς, κοσμοκράτορας ἐκεῖνος.
Ἐπίγειοι ἐμεῖς, «ἐπουράνιος» ἐκεῖνος. Ἡ πάλη μας «πρὸς τὰ πνευματικά της πονηρίας ἐν τοῖς
ἐπουρανίοις» (στ. 12).
Φαντάσου νὰ δίνουμε μία μάχη μὲ ἐπίγειες δυνάμεις κι ὁ ἀγῶνας νὰ εἶναι ἀμφίρροπος.
Ξαφνικά, ὁ ἐχθρός μας ἐπιτίθεται ἄγρια καὶ μὲ δυνάμεις ἀπὸ ἀέρος.
Ο Διάβολος βάλλει ἐναντίον μας καὶ ἀπ' τὸν ἀέρα. Εἶναι ἀρχηγὸς πλήθους «ἀερίων πνευμάτων».
• Καὶ ἄλλη ἔννοια ἔχει τὸ «ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (στ. 12). Ὁ Διάβολος δὲν εἶναι γιὰ τὰ ἐπουράνια
τοῦ Θεοῦ. Εἶναι γιὰ τὰ καταχθόνια της κολάσεως. Πολεμάει ὅμως νὰ κλείση τὸ δρόμο στοὺς
πιστοὺς γιὰ τὰ ἐπουράνια.
Ὁ Οὐρανὸς εἶναι ἡ μόνιμη πατρίδα μας. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅρα πὼς ἤμας
διεγείρει ἢ δύναμις τοῦ ἐχθροῦ, καὶ νήφειν ποιεῖ, τὸ εἴδεναι ὑπὲρ μεγάλων ὄντα τὸν κίνδυνον καὶ
ὑπὲρ μεγάλων τὴν νίκην. Τοῦ γὰρ οὐρανοῦ ἠμᾶς ἐκβάλλειν σπουδάσει» (Ε.Π.Ε. 21,284).
Μετάφρασις: Πρόσεχε, πῶς μᾶς διεγείρει ἢ δύναμις τοῦ ἐχθροῦ καὶ μᾶς κάνει νὰ εἴμαστε
προσεκτικοί, τὸ νὰ ξέρουμε ὅτι κινδυνεύουμε γιὰ μεγάλα πράγματα καὶ τὸ ὅτι ἡ νίκη εἶναι γιὰ
σπουδαία ἄγαθα. Κι αὐτό, ἀφοῦ ὁ Διάβολος πασχίζει νὰ μᾶς διώξη ἀπ' τὸν οὐρανό.

Στὰ ὅπλα! (στ. 13)


Μποροῦμε ν' ἀδιαφοροῦμε; Νὰ κοιμόμαστε; Ὁ Κύριος μας προτρέπει: «Γρηγορεῖτε» (Ματθ. κδ'
42). Ο Παῦλος μᾶς τονίζει, ὅτι ὀφείλουμε νὰ ξυπνήσουμε (Ρωμ. ἰγ' 11). Ο ἀγῶνας μας καὶ
πνευματικὸς εἶναι διηνεκής.
Οἱ ὁπλῖτες, ποὺ εἶναι σὲ ἐπιφυλακή, κοιμοῦνται μὲ τὰ ὅπλα, γιὰ νάναι πάντοτε σὲ ἑτοιμότητα,
ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν ν' ἀντιμετωπίσουν τὸν ἐχθρό.
Ἀλλοίμονο ἂν ὁ ἐχθρός μας βρῇ στὸν ὕπνο!
Ο Παῦλος μᾶς καλεῖ νὰ ἐξοπλιστοῦμε. Καὶ μάλιστα, γιὰ νὰ δείξη πόσο ἐξοικειωμένοι μὲ τὰ
πνευματικά μας ὅπλα ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε, χρησιμοποιεῖ δύο ρήματα: «ἀναλάβετε» –
«ἐνδύσασθε».
• Τὰ πνευματικὰ ὅπλα δὲν εἶναι γιὰ τοὺς ἄλλους. Εἶναι γιὰ μᾶς.
• Δὲν εἶναι γιὰ νὰ τὰ θαυμάσουμε. Εἶναι γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε.
• Δὲν εἶναι γιὰ τὸ μουσεῖο. Εἶναι γιὰ τὴ μάχη. «Διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ,
ἶνα δυνηθῆτε ἀντιστηναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τὴ πονηρὰ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι» (στ. 13).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Γι' αὐτὸ νὰ φορέστε τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσετε ν'
ἀντισταθῆτε κατὰ τὴν κακὴ μέρα, καὶ ἐκτελώντας ὅλα, ν' ἀναδειχθῆτε νικητές».
Ἀντίστασης στὸ Διάβολο! Εἶναι ἡ ἠρωικώτερη ἀντίστασις. Πολλοί, ποὺ κατόρθωσαν ν'
ἀντισταθοῦν πάνω στὰ βουνὰ σὲ ὠπλισμένες στρατειές, ὑποχώρησαν κάτω στὶς πόλεις μπροστὰ σ'
ἕνα πάθος! Ἡ ἠρωικώτερη ἀντίστασις εἶναι ἐνάντια στὰ πάθη μας, ἐνάντια στὸ Διάβολο, ποῦ τὰ
διεγείρει. Καὶ ἡ ἀντίστασης εἶναι ἡ καλύτερη στάσις. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος τὸ «στῆναι» τὸ ἐξαρτᾷ ἀπὸ
τὸ «ἀντιστῆναι». Όποιος ἀντιστέκεται στὸ Διάβολο, αὐτὸς στέκεται ὄρθιος. Εἶναι νικητής.
Ἡ ἀντίστασης στὸ Διάβολο, μὲ τὰ ὅπλα τοῦ Θεοῦ, κρατάει ὅσο κρατάει ἡ «ἡμέρα» τῆς Ζωῆς
αὐτῆς. «Ἐν τῇ ἡμέρᾳ τὴ πονηρά». Ἐξηγεῖ ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Ἡμέραν πονηρᾶν τὸν παρόντα βίον,
καὶ αἰῶνα δὲ πονηρὸν τοῦτον καλεῖ, ἀπὸ τῶν ἐν αὐτῷ γινομένων κακῶν. Τουτέστιν, ἀεὶ ὀπλίκεσθε»
(Ε.Π.Ε. 21,286). Μετάφρασις: Ὀνομάσει πονηρὴ μέρα τὴν παροῦσα Ζωὴ καὶ πονηρὸ αἰῶνα τὸν
παρόντα, λόγω τῶν κακῶν, ποὺ γίνονται στὸ παρόν. Ἑπομένως πάντοτε νάστε ἔξωπλισμενοι.
• Ἡ ἀντίστασης καὶ ἡ μάχη ἀπαιτεῖ νὰ ἐκτελοῦμε ὅλα ὅσα παραγγέλλει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
«Καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι» (στ. 13). Δὲν μποροῦμε νὰ ἐπιλέγουμε ἐμεῖς τὶς θέσεις μας
καὶ τὶς πράξεις μας. Σ' ὅλες τὶς φάσεις τῆς ζωῆς ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε πολεμική, ἀσυμβίβαστη
στάση πρὸς τὸν ἀντίπαλό μας. Καὶ νὰ μὴ λησμονοῦμε δύο πράγματα:
• Τὸ ἕνα. Σύμμαχο ἔχουμε τὸν παντοδύναμο Θεό. «Σύμμαχον ἔχομεν ἄμαχόν του Πνεύματος τὴν
χάριν. Τέχνην ἐδιδάχθημεν τοιαύτην, ὥστε μὴ πρὸς ἀνθρώπους δύνασθαι παλαίειν, ἀλλὰ πρὸς
δαίμονας» (Χρυσόστομος. Ε.Π.Ε. 21,290). Μετάφρασις: Ἔχουμε σύμμαχο ἄμαχο τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Διδαχτήκαμε τὴν τέχνη αὐτή, ὥστε νὰ μποροῦμε ν' ἀγωνιζόμαστε ὄχι πρὸς ἀνθρώπους,
ἀλλὰ πρὸς τοὺς δαίμονες.
• Τὸ ἄλλο: Νικητὲς θ' ἀναδειχθοῦμε μόνο ὅταν θὰ φύγουμε ἀπ' αὐτὴ τὴ Ζωή. Λέγει ὁ Ι.
Χρυσόστομος: «Τότε ἡ νίκη λαμπρὰ γίνεται, ὅταν ἔξελθωμεν ἐντεῦθεν» (Ε.Π.Ε. 21,294).
Μόνο ὅταν κλείσουμε τὰ μάτια, θὰ ἔχουμε σιγουριὰ ὅτι δὲν θὰ μᾶς ξαναπολεμήση ὁ ἀντίπαλός
μας Διάβολος. Μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἡ μάχη παραμένει ἀδιάπτωτη. Ἔτσι ἔχουμε ἐλπίδα, ὅτι τὸ
στεφάνι τοῦ νικητῆ θὰ στέψη τὴν κεφαλή μας, ὅπως συνέβη μὲ τὸ μακάριο Παῦλο καὶ τόσους
ἁγίους.

Ἀμυντικὰ ὅπλα (στ. 14. 16)


Ὁ Παῦλος παρουσιάσει παραστατικὰ τὸν ἀγῶνα μας ὡς πάλη. Ὡς ἄνθρωποι ἀδύνατοι, ποὺ
φέρουμε μέσα μας τὸν παλαιὸ ἑαυτό μας, ἔρχονται δύσκολες στιγμές, ποὺ φαίνεται πῶς
νικώμαστε. Ἀλλ' ἃς μὴν ἀπελπισώμαστε.
Στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει σημασία ἢ μὴ πτῶσις, ὅσο ἔχει ὁ ἀγῶνας. Ἄν, δηλαδή, ὁ θάνατος
μᾶς βρῇ στὸν ἀγῶνα, στὴν πάλη ἐνάντια στὶς σκοτεινὲς δυνάμεις, τότε ὁ Κύριος θὰ λάβη ὑπ' ὄψιν
τοῦ τὴν πρόθεσή μας γιὰ ἀγῶνα καὶ γιὰ ἀποφυγὴ τῆς πτώσεως.
Ἡ τελικὴ νίκη θὰ ἐπέλθη στὴν ἄλλη Ζωή, ἐφ' ὅσον ἐκεῖ δὲν θὰ βρίσκεται ὁ ἐχθρός μας καὶ δὲν
θὰ κινδυνεύουμε πλέον. Λέει σχετικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τότε ἢ νίκη λαμπρὰ γίνεται, ὅταν
ἔξελθωμεν ἐντεῦθεν. Οἶον, ἔστω τὶς ἐπιθυμία πονηρά. Τὸ μὲν παράδοξον, μηδὲ δέχεσθαι ταύτην,
ἀλλὰ σβεννύναι. Εἰ δὲ τοῦτο οὐ δυνατόν, κὰν παλαίωμεν καὶ διαπαντὸς κατέχωμεν. "Ἂν παλαιοντες
ἐξέλθωμεν, γενικήκαμεν. Οὐ γὰρ ὡς ἐπὶ τῶν ἀθλητῶν, οὕτω καὶ ἐνταύθα. Ἐκεῖ μὲν ἂν μὴ
καταβάλῃς, οὐ νενίκηκας. 'Ἐνταύθα δὲ ἂν μὴ καταβληθῆς, νενίκηκας» (Ε.Π.Ε. 21,294). Μετάφρασις:
Ἡ νίκη τότε γίνεται λαμπρή, ὅταν βγοῦμε ἀπ' αὐτὴ τὴ ζωή. Παράδειγμα: Ἃς ὑποτεθῆ, ὅτι ὑπάρχει
μία πονηρὴ ἐπιθυμία. Τὸ παράδοξο εἶναι, ὄχι νὰ τὴ δεχτοῦμε, ἀλλὰ νὰ τὴν ἐξαφανίσουμε. Ἂν ὅμως
αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατόν, τουλάχιστον ἃς ἀγωνιζόμαστε καὶ ἃς τὴν κατατροπώνουμε πάντοτε. Ἂν μὲ
τὸν ἀγῶνα ἐξαφανίζουμε τὴν ἐπιθυμία, ἔχουμε νικήσει. Διότι σὲ μᾶς δὲν συμβαίνει ἀκριβῶς ὅ,τι
καὶ στοὺς ἀθλητές. Ἐκεῖ, ἂν δὲν καταβάλῃς τὸν ἀντίπαλο, δὲν ἔχεις νικήσει. Ἐδῶ ὅμως, ἂν δὲν σὲ
καταβάλῃ ὁ ἀντίπαλος, εἶσαι νικητής.
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος στὴ συνέχεια ἀπαριθμεῖ τὰ διάφορα ὅπλα, ποὺ ὀφείλει καθημερινὰ νὰ
χρησιμοποιῇ ὁ παλαιστὴς τῆς πίστεως. Τὰ ὅπλα εἶναι δανεισμένα ἀπ' τὸν ὁπλισμὸ τῶν ἀρχαίων.
Συμβολικὰ χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τὸν Παῦλο. Ἴσως ὁ Παῦλος, φυλακισμένος ὅταν ἔγραφε τὴν πρὸς
'Ἐφεσίους Ἐπιστολή, νὰ ἐμπνεύσθηκε τὰ τοῦ ὁπλισμοῦ ἀπ' τὸ Ρωμαῖο στρατιώτη-φύλακα ἔξω ἀπ'
τὸ κελλί του.
Γιὰ τὴν ἀποτελεσματικὴ χρησιμοποίηση τῶν ὅπλων σπουδαῖο ρόλο παίζει ἡ στάσις τοῦ ὁπλίτη.
Πεσμένος κατὰ γῆς, δὲν ἔχει νὰ ὠφεληθῆ ἀπὸ τὰ ὅπλα. Στέκει ὀρθός. «Στητὲ οὒν περιζωσάμενοι
τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθεῖᾳ καὶ ἔνδυσαμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης» (στ. 14). Στὴν
ἁπλοελληνική: «Σταθῆτε, λοιπόν, σὲ θέση μάχης, ἀφοῦ Ζωσθῆτε στὴ μέση σας μὲ τὴν ἀλήθεια, καὶ
φορέστε τὸ θώρακα τῆς ἀρετῆς».
Στάσις, τάξις, παράταξις. Καὶ ἡ στάσης τοῦ χριστιανοῦ νὰ εἶναι σωστή, καὶ ἡ τάξις στὸν ἀγῶνα
του νὰ ὑπάρχη καὶ νὰ ἱεραρχῆται ὁ ἀγῶνας, καὶ μέσα στὴν παράταξι τοῦ Κυρίου, τὴν Ἐκκλησία, νὰ
στέκῃ σωστὰ καὶ νὰ παρατάσσεται κανονικά.
Μὲ τὸ «στῆναι» ὁ Παῦλος θέλει νὰ τονίση τὴν προσοχὴ καὶ τὴ γενναιότητα. Νὰ στεκόμαστε
ὀρθοί. Κι ὅταν βλέπουμε ἀδελφοὺς πεσμένους, ἃς φοβώμαστε. Μπορεῖ κι ἐμεῖς νὰ πέσουμε: «Ὁ
δοκῶν ἐστάναι, βλεπέτω μὴ πέση» (Α΄ Κορ. 112).
Θὰ μπορούσαμε νὰ διακρίνουμε τὰ πνευματικὰ ὅπλα τοῦ Παύλου σὲ ἄμυντικα καὶ ἐπιθετικά.
Τὰ ἀμυντικά:
•Η Ζώνη: «Στητὲ οὒν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθεῖᾳ» (στ. 14). Ἀπαραίτητο γιὰ ἕνα
στρατιώτη εἶναι τὸ σφίξιμο τῆς μέσης. Οἱ ὁπλῖτες τῆς ἑλληνικῆς λεβεντιᾶς λέγονται «εὔζωνοι».
Ἔχουν καλὰ σφιγμένη τὴ Ζώνη.
Ἡ ὀσφύς, ἡ μέση, εἶναι σὰν τὸ θεμέλιο σὲ οἰκοδομῇ. Εἶναι σὰν τὴ βάση, τὴν καρῖνα, σὲ πλοῖο.
Λέγει ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Καθάπερ ἐπὶ τῶν νηῶν ἢ τρόπις (ἢ καρῖνα), οὕτω καὶ ἐφ' ἠμῶν ἢ ὑπόθεσις
παντός του σώματος ἢ ὄσφυς ἐστιν. Ὥσπερ γὰρ θεμέλιόν ἐστι, καὶ ἐπ' αὐτὸ τὸ πᾶν οἰκοδομεῖται.
Τὴν τοίνυν ψυχὴν ἠμῶν συσφίγγεις, Ζωννύων τὴν ὀσφὺν οὐ γὰρ δὴ ταύτην τὴν ὀσφὺν φησιν, ἀλλὰ
νοητῶς διαλέγεται» (Ε.Π.Ε. 21,302).
Τὴν ἀνάγκη νὰ εἶναι περισφιγμένη ἢ Ζώνη, νὰ ἔχουμε τὴ βάση γιὰ τὸν ἀγῶνα τὸν πνευματικό,
τονίζει καὶ ὁ Κύριος: «Ἔστωσαν ὑμῶν αἳ ὄσφυες περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι» (Λουκ. ιβ΄
35).
Η ζώνη στὸν πνευματικὸ ἐξοπλισμὸ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια εἶναι το περιεχόμενο τῆς ζωῆς
μας, τὸ περιεχόμενο καὶ τῆς πίστεώς μας, ἀλλὰ καὶ τοῦ βίου μας. Τί τὸ ὄφελος νὰ πιστεύουμε
ἀληθινά, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε ψεύτικα. Λέει ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Μηδὲν ψεῦδος ἀγαπῶμεν. Πάντα τα
πράγματα μετέωμεν ἓν ἀλήθεια, μὴ ψευδώμεθα εἰς ἀλλήλους. Κὰν δόξα ἤ, τὸ ἀληθὲς Ζητῶμεν.
Κὰν βίος ἤ, τὸν ἀληθῆ. Ἂν τούτω ἑαυτοὺς περιφράξωμεν, ἂν τὴ ἀληθεῖα σωζώμεθα, οὐδεὶς ἠμῶν
περιέσται. Ὁ δόγμα ἀληθείας Ζητῶν, οὐ καταπεσεῖται εἷς τὴν γῆν» (Ε.Π.Ε. 21,304). Μετάφρασις:
Κανένα ψεῦδος νὰ μὴν ἀγαπᾶμε. Ἃς ἐπιδιώκουμε πάντα τὴν ἀλήθεια. Ἃς μὴ ψευδώμαστε ὁ ἕνας
στὸν ἄλλον. Κι ἂν προκηται γιὰ δόξα, ἃς ζητᾶμε τὴν ἀλήθεια. Κι ἂν προκηται γιὰ τὴ ζωή μας, ἃς
ζοῦμε μὲ ἀλήθεια. Ἂν ἀποκλείσουμε τὸ ψέμα, ἂν Ζωστοῦμε τὴν ἀλήθεια, κανένας δὲν θάναι
ὑπέρτερός μας. Όποιος ζὴ μὲ τὴν ἀλήθεια, δὲν θὰ νικηθῆ ποτέ.
• Ὅταν ὁ ὁπλίτης κουραστῆ, βάσει τὰ χέρια στὴ μέση. Πιάνεται ἀπ' τὴ Ζώνη καὶ ξεκουράσεται.
Καὶ ὁ χριστιανὸς μὲ τὴ σκέψη, ὅτι ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀλήθεια, ὅτι ὑποστηρίζει τὴν ἀλήθεια, ὅτι
πάσχει γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀναπαύεται. Η παρατήρησις αὐτὴ ἀνήκει στὸν ἱερὸ Χρυσόστομο: «Ὁ
μέντοι ἔσωσμενος τὴ ἀληθεῖα, πρώτον μὲν οὐδέποτε κομιεῖται δεύτερον δέ, κὰν κάμῃ, εἰς αὐτὴν
ἐπαναπαύσεται τὴν ἀλήθειαν» (Ε. Π.Ε. 21,306).
• Ὁ θώρακας. Βασικὸ ἀμυντικὸ ὅπλο. Ἡ μικρὴ ἀσπίδα. Κάλυπτε κυρίως τὸ στῆθος, τὴν καρδιὰ
τοῦ μαχητῆ. Γιὰ τὸ χριστιανὸ θώρακας εἶναι ἡ δικαιοσύνη. «Καὶ ἔνδυσαμενοι τὸν θώρακα τῆς
δικαιοσύνης» (στ. 14).
Η λέξις «δικαιοσύνη» ἐδῶ σημαίνει ὅλη τὴν ἀρετή. Δὲν ἀρκεῖ, δηλαδή, θεωρητικὰ νὰ δεχόμαστε
τὴν ἀλήθεια. Ὀφείλουμε καὶ νὰ ζοῦμε ἐνάρετα. Πρᾶξις καὶ θεωρία νὰ συμφωνοῦν. Ἡ ἐνάρετη Ζωὴ
ἔχει σχέση μὲ τὴν καρδιά. Γι' αὐτὸ ἀναφέρεται ὡς θώρακας, ὡς ὅπλο, ποῦ προφυλάσσει τὴν
καρδιά, τὸ κέντρο τοῦ ἀγῶνα καὶ τῆς ἁγίας Ζωῆς.
• Ὁ θυρεός. Ὁ ὁπλίτης εἶχε κι ἄλλη ἀσπίδα, ποὺ κάλυπτε ὅλο το σῶμα του. Ἦταν ὁ θυρεός. Γιὰ
τὸ χριστιανὸ εἶναι ἡ πίστις. «Ἐπὶ πάσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐνῷ δυνήσεσθε πάντα
τα βέλη τοῦ Πονηροῦ τα πεπυρωμένα σβέσαι» (στ. 16). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ μαζὶ
μὲ ὅλα φορέστε τὴν ἀσπίδα τῆς πίστεως. Μ' αὐτὴν θὰ μπορέσετε νὰ σβήσετε ὅλα τα πύρινα βέλη
τοῦ Πονηροῦ».
Ἂν μὲ τὴ λέξη «ἀλήθεια» ὁ Παῦλος ἐννοῇ ὅλα τα πιστευόμενα, μὲ τὴ λέξι «πίστις» ἐννοεῖ τὴ
δύναμι, μὲ τὴν ὁποία γίνεται ἀποδεκτὴ ἡ ἀλήθεια. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι
τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως.
Όποιος ἔχει πίστι, δὲν μένει ἀκάλυπτος. Όπως ὁ θυρεός, ἡ ὁλόσωμη ἀσπίδα, καλύπτει ὁλόκληρό
το σῶμα, ἔτσι καὶ ἡ πίστις καλύπτει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο. Δὲν ἀφήνει χαραμάδα ὀλιγοπιστίας,
ἀμφιβολίας, ἀπελπισίας.
Ὅσα βέλη καὶ ἐὰν ἔρριχνε ὁ ἐχθρός, ὁ ὁπλίτης μὲ τὸ θυρεὸ τὰ ἀπέκρουε. Ἔτσι καὶ ὁ χριστιανός.
Ο ἀντίπαλός μας, ὁ Διάβολος, ἐκτοξεύει συνεχῶς βέλη. Εἶναι οἱ πειρασμοί. Βέλη αἰχμηρά, ἀλλὰ καὶ
πυρφόρα.
Στὴν ἀρχαιότητα, πρὶν ἐκτοξεύσουν τὰ μυτερὰ βέλη, τὰ πυράκτωναν στὴ φωτιά, κι ὕστερά τα
πετοῦσαν. Ἔτσι τὰ βέλη ὄχι μόνο τρυποῦσαν τὸν ἀντίπαλο, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔκαιγαν.
Ο Παῦλος παρουσιάσει τὰ βέλη τοῦ Διαβόλου, «πεπυρωμένα». Ο Ι. Χρυσόστομος λέει, ὅτι, ὅταν
τὰ βέλη τῶν πειρασμῶν γεννοῦν σφοδρὴ τὴν ἔπιθυμιά του κακοῦ ἢ ἀνάβουν φλόγα λογισμῶν
ἀπιστίας, τότε εἶναι πυρακτωμένα.
Ἐπικίνδυνες οἱ ἐπιθέσεις τοῦ κακοῦ, οἱ πειρασμοί, εἴτε ὡς ὀδύνη (πόνος), εἴτε ὡς ἡδονὴ
(ἁμαρτωλὴ ἐπιθυμία). Ἀλλ' ὅλα τα βέλη τοῦ κακοῦ ἐξουδετερώνονται, ἂν ἔχουμε ἀκράδαντη πίστι.
Ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό, στὴ βοήθειά του, ἀλλὰ καὶ στὶς ἐπαγγελίες Του. Μὲ τὸ θυρεὸ τῆς πίστεως
μποροῦν οἱ χριστιανοὶ «πάντα τα βέλη τοῦ πονηροῦ τα πεπυρωμένα σβέσαι» (στ. 16).
• Περικεφαλαία. Στὸ κεφάλι βρίσκονται εὐαίσθητα ὄργανα τοῦ σώματος. Γι' αὐτὸ ἰδιαίτερη
προφύλαξι ἔπαιρναν οἱ ὁπλῖτες γιὰ τὸ κεφάλι, φορώντας τὴν περικεφαλαία.
Ἡ περικεφαλαία γιὰ τὸ χριστιανὸ εἶναι ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. «Καὶ τὴν περικεφαλαίαν του
σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὃ ἐστι ρῆμα Θεοῦ» (στ. 17). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Πᾶρτε καὶ τὴν περικεφαλαία της σωτηρίας καὶ τὴ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος, ποὺ
εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ».
Περισσότερο ἐπικίνδυνη ἀπὸ κάθε ἄλλη, εἶναι ἡ ἐπίθεσης τῶν λογισμῶν. Οἱ λογισμοὶ
τρελλαίνουν τὸ μυαλό. Δὲν ἀφήνουν τὸ ἄνθρωπο νὰ ἡσυχάση. Ἂν ἡττηθῆ ἀπὸ τοὺς λογισμούς, ἔχει
κριθῆ ὅλος ὁ ἀγῶνας. Προφυλάσσεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν περικεφαλαία. Όταν στὸ
κεφάλι τοῦ ἔχῃ πάντοτε τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ νοσταλγία τῆς σωτηρίας.

Ἐπιθετικὰ ὅπλα (στ. 15, 17).


Ὁ χριστιανὸς δὲν κάνει μόνο ἄμυνα. Περνᾷ καὶ στὴν ἀντεπίθεσι.
• Ἡ ἄμυνα ἀναφέρεται στὸν προσωπικό του ἀγῶνα.
• Ἡ ἐπίθεσης ἀναφέρεται στὸν ἱεραποστολικό του ἀγῶνα. Δὲν ἀρκεῖ ν' ἀμυνθοῦμε στὴν ἐπίθεση
τοῦ κακοῦ καὶ νὰ σταθοῦμε ὄρθιοι. Ὀφείλουμε καὶ νὰ κινητοποιηθοῦμε. Νὰ τρέξουμε γιὰ τὴν
ἐξάπλωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος ἀναφέρει καὶ ὅπλα ἐπιθετικά.
Ὑποδήματα: Οἱ ἀθλητὲς ἔχουν εἰδικὰ ὑποδήματα, γιὰ νὰ τρέξουν καὶ νὰ καταλάβουν τὸ βραβεῖο.
Τὸ ἴδιο καὶ ὁ μαχητής, ποὺ πρέπει νὰ τρέξη καὶ νὰ καταλάβη τὴν κορυφή. Ἔτσι καὶ ὁ χριστιανός.
Τρέχει. Ἡ ζωὴ τοῦ εἶναι ἕνα συνεχὲς τρέξιμο. Καὶ τὰ ὑποδήματά του; Εἶναι ἡ ἑτοιμότητα γιὰ τὸν
ἀγῶνα. «Καὶ ὑποδυσάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης» (στ. 15).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ βάλτε στὰ πόδια σας, σὰν ἄλλα ὑποδήματα, τὴν ἑτοιμότητα,
γιὰ νὰ διακηρύττετε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς εἰρήνης».
Λέει ὁ Ι. Χρυσόστομος: «H ἑτοιμασία τοῦ Εὐαγγελίου οὐκ ἄλλο τί ἔστιν, ἂλλ' ἢ βίος ἄριστος.
Όπερ ἔλεγεν ὁ Προφήτης, “Τὴν ἑτοιμασίας τῆς καρδίας αὐτῶν προσέσχε τὸ οὖς σού”, τουτέστι, τὸ
ἔμπαρασκευον» (Ε.Π.Ε. 21,320). Μετάφρασις: H ἑτοιμασία τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ὁ ἄριστος βίος.
Κάτι ποὺ καὶ ὁ προφήτης (Ψάλμ. θ' 38) ἔλεγε: «Τὴν ἑτοιμασία τῆς καρδιᾶς τοὺς βάλε στὸ νοῦ σου
καὶ δῶσε προσοχή». Πρόκειται γιὰ τὴν προετοιμασία.
• Σύμφωνα μὲ τὸν νεώτερο ἑρμηνευτὴ τῶν Γραφῶν Νίκ. Σωτηρόπουλο, τὸ «ἓν ἑτοιμασία»
δηλώνει τὴν ἑτοιμότητα, τὴν προθυμία, τὸν πόθο γιὰ τὸν εὐαγγελισμό, ποὺ πρέπει νὰ φλογίζῃ τὰ
στήθη τῶν πιστῶν. Τὸ δὲ «τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης» δὲν ἀναφέρεται στὸν εὐαγγελισμὸ τῆς
εἰρήνης, ἀλλὰ γενικῶς στὸν εὐαγγελισμὸ τῆς ἐν Χριστῷ ἀπολυτρώσεως.
Σωστὴ ἡ ἑρμηνεία αὐτή. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἑρμηνεία, ποὺ κάνει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, εἶναι ἐπίσης
σωστή. Ἐνῷ ὁ Παῦλος ἀναφέρεται σὲ πολεμικὴ παράστασι, ἐν τούτοις μιλάει γιὰ εἰρήνη. Τί θέσι
ἔχει καὶ εἰρηνικὸς λόγος μέσα σὲ πολεμικὴ εἰκόνα; Ἁπλούστατα, διότι ὁ πόλεμος κατὰ τοῦ
Διαβόλου ὁδηγεῖ στὴν εἰρήνη μὲ τὸ Θεό.
• Κανεὶς δὲν εἶναι εἰρηνικός, παρὰ μόνο ἂν εἶναι πολεμικός. «Ἐπειδὴ πολέμου ἐμνήσθη καὶ
μάχης, δείκνυσιν ὅτι τὴν μάχην πρὸς τοὺς δαίμονας ἔχειν δεῖ. Τὸ γὰρ Εὐαγγέλιον, εἰρήνης ἐστίν.
Ἐκεῖνος ὁ πόλεμος ἕτερον καταλύει πόλεμον, τὸν πρὸς τὸν Θεόν. Ἂν τῷ διαβόλῳ πολεμῶμεν,
εἰρηνεύομεν τῷ Θεῷ» (Ε.Π.Ε. 21,320).
• Ἡ μάχαιρα. Ἔχει ὁ ὁπλίτης καὶ ὅπλο, ποῦ ἐξουδετερώνει τὸν ἐχθρό. Εἶναι τὸ ξίφος ἢ τὸ μαχαῖρι.
Καὶ ὁ χριστιανὸς ἔχει μαχαῖρι. Εἶναι τὸ ρῆμα τοῦ Θεοῦ, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. «Καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ
Πνεύματος, ὃ ἔστι ρῆμα Θεοῦ» (στ. 17). Ο λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅπλο. Ποιὸς λόγος;
• Πρώτον, ὁ ἀκουόμενος, ὁ λόγος ποὺ ἐμεῖς δεχόμαστε. Μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ὡς μαχαῖρι,
κόβουμε τὰ κεφάλια τῆς λερναίας ὕδρας τῶν παθῶν. Γιὰ τὴ δύναμι αὐτὴ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ
μιλάει ἄλλου ὁ Παῦλος. «Ζῶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργῆς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν
δίστομον» (Ἑβρ. δ' 12).
• Δεύτερον, ὁ λεγόμενος, o μεταδιδόμενος, o προσφερόμενος λόγος. “Ο λόγος εἶναι μοναδικὸ
ὅπλο γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορεῖ ἕνας θερμὸς χριστιανὸς νὰ μὴ διαδίδῃ
τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ὁμολογῇ Χριστὸν Ἐσταυρωμένον. Καρδιά, ποὺ βράζει ἀπὸ
πίστι, ξεχειλίζει ἀπὸ ὁμολογία, «Καρδία γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται
εἰς σωτηρίαν» (Ρωμ. 1-10).

Ὅπλο ἀμυντικὸ καὶ ἐπιθετικὸ (στ. 18)


Πανίσχυρο ὅπλο γιὰ τὸν ὁπλίτη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ προσευχή. Τὸ ἀναφέρει ὁ Παῦλος καὶ ὡς
ἀμυντικό, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐπιθετικό: «Διὰ πάσης προσευχῆς καὶ δεήσεως, προσευχόμενοι ἐν παντὶ
καιρῶ ἐν Πνεύματι, καὶ εἰς αὐτὸ τοῦτο ἄγρυπνουντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει περὶ
πάντων των ἁγίων» (στ. 18). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ μὲ κάθε εἶδος προσευχῆς καὶ
δεήσεως νὰ προσεύχεσθε πάντοτε μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ Πνεύματος. Γι' αὐτὸ τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς
ν' ἀγρυπνητε μὲ κάθε ἐπιμονὴ καὶ παράκληση γιὰ ὅλους τους ἁγίους (τους χριστιανούς)».
Τὸ ὅπλο τῆς προσευχῆς εἶναι πολλαπλοὺς χρήσεως καὶ ἔχει μεγάλο βεληνεκές.
• 'Ἄλλοτε ἡ προσευχὴ εἶναι δοξολογία, ἄλλοτε εὐχαριστία, ἄλλοτε δέησις. Ἐδῶ βέβαια μᾶλλον
ἡ δέησις ἐπικρατεῖ.
Ἄλλοτε ἢ δέησις αὐτὴ εἶναι ἥσυχη, ἄλλοτε γίνεται κραυγὴ ἀγωνίᾳς.
• Ἄλλοτε εἶναι ἐπίμονη παράκλησις, ἄλλοτε εἶναι συναισθηματικὴ ἔκχυσις πρὸς τὸ Θεό. Πάντοτε
ἡ προσευχὴ συνδέει μὲ τὴν πηγὴ τῆς δυνάμεως, τὸ Θεό. 'Ἀντλοῦμε μεγάλη δύναμι. “Ό,τι δὲν
μποροῦμε μὲ ἄλλα μέσα νὰ πετύχουμε, τὸ πετυχαίνουμε μὲ τὴν προσευχή.
Εἶναι ὅπλο, ποῦ ἀνὰ πᾶσαν ὥραν μποροῦμε νὰ τὸ χειριστοῦμε, χωρὶς νὰ ὑποστοῦμε βλάβη ἢ ν'
ἀφήσουμε ἄλλη ἐργασία καὶ ἄλλον ἀγῶνα. «Ἐν παντὶ καιρῶ». Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ὧρες ποὺ δέχεται,
ἀλλὰ πάντοτε μᾶς καταδέχεται.
• Ὅλη ἡ ζωὴ μᾶς εἶναι μία προσευχή, ὅταν κάθε πρᾶξις μᾶς γίνεται γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ
καὶ ὅταν ὁ πόθος τῆς ἀδιάλειπτης κοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ εἶναι ἄσβεστος μέσα μας. Ἔτσι νοεῖται τὸ
«Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. ἐ' 17). Αὐτὸ τὸ «ἀδιαλείπτως» εἶναι ὁ στόχος τῶν μοναχῶν,
ἀλλὰ καὶ πολλῶν «κοσμικῶν» χριστιανῶν, ποὺ βρίσκονται πάντοτε στὴν ἔπαλξι τοῦ πιὸ ὡραίου
ἀγῶνα.
• Τὸ ὅπλο τῆς προσευχῆς παθαίνει ἐμπλοκὴ καὶ γίνεται ἄσφαιρο, ἂν δὲν ἔχῃ τὸ στοιχεῖο, ποὺ
ἀναφέρει ὁ Παῦλος, τὸ «ἐν Πνεύματι» Ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι μία μηχανικὴ κίνησης τῶν χειλέων.
Εἶναι μία μετοχὴ στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ χριστιανός, εἴτε κατὰ
τὴν προσευχὴ τῆς λατρείας, εἴτε στὴν ἀτομική του προσευχή, ὀφείλει νὰ προσεύχεται «ἐν
Πνεύματι», νὰ μετέχῃ σ' ὅσα λέει.
Τότε θὰ αἰσθάνεται χαρά, καὶ ὄχι κούρασι στὴν προσευχή. Θὰ ἔχῃ τὴν προσκαρτέρησι, τὴ
λαχτάρα γιὰ προσευχή. Μία λαχτάρα, ποὺ τὸν ὁδηγεῖ σὲ ὅλονυκτια προσευχή, σὲ ἱερὲς ἀγρυπνίες.
«Ἀγρυπνοῦντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει» (στ. 18).

Προσευχὴ γιὰ τὸν Παῦλο (στ. 19-20)


Ἡ προσευχὴ μᾶς ἀναφέρεται καὶ στοὺς ἄλλους συναγωνιστὲς τῆς πίστεως. «Περὶ πάντων των
ἁγίων» (στ. 18). Ἄν, λοιπόν, ὁ Παῦλος ἦταν ἀγωνιστής, ποὺ πολεμοῦσε στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ
πυρὸς γιὰ τὸ κράτος τοῦ Θεοῦ, εἶχαν ὑποχρέωσι οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἐφέσου νὰ προσεύχονται καὶ γι'
αὐτόν. Καὶ μάλιστα γι' αὐτόν.
Ο Παῦλος ἦταν ὁ πατέρας τους. Ὁ μεγάλος εὐεργέτης τους. Αὐτὸς τοὺς ὠδήγησε ἀπ' τὸ σκοτάδι
στὸ Φῶς. Καμμία ἄλλη ἀμοιβὴ γιὰ τὸν κόπο του δὲν Ζητάει ὁ Παῦλος, παρὰ μόνο τὴν προσευχή
τους: «Καὶ ὑπὲρ ἐμοῦ, νὰ μοὶ δοθῆ λόγος ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματός μου ἐν παρρησίᾳ γνωρίσαι τὸ
μυστήριον τοῦ εὐαγγελίου» (στ. 19). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ γιὰ μένα (νὰ
προσεύχεσθε), γιὰ νὰ μοῦ χαρίση ὁ Θεὸς δύναμι λόγου, ὅταν ἀνοίγω τὸ στόμα μου, ὥστε μὲ
παρρησία (θάρρος) νὰ γνωστοποιῶ τὸ μυστήριο τοῦ Εὐαγγελίου».
Τελευταῖο θέτει τὸν ἑαυτό του καὶ Παῦλος στὰ δίπτυχά των προσευχῶν τῶν χριστιανῶν. Ἐμεῖς
ὀφείλουμε ν' ἀναφέρουμε στὰ δίπτυχά μας τὰ διάφορα ὀνόματα τῶν γνωστῶν μᾶς προσώπων, καὶ
μάλιστα τῶν πνευματικῶν μας πατέρων καὶ τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Κι Ἐκεῖνος γνωρίζει ποιὸς
ἔχει προτεραιότητα καὶ σὲ ποιὸ πρόβλημα.
Ποιὸ τὸ πρόβλημα τοῦ Παύλου, ποῦ Ζητάει τὶς προσευχὲς τῶν χριστιανῶν; Γιὰ ἕνα φυλακισμένο,
ὅπως ἦταν ὁ Παῦλος, τὸ πρῶτο πρόβλημα εἶναι ν' ἀποφυλακιστῆ.
Γιὰ τὸν Παῦλο πρῶτο πρόβλημα δὲν ἦταν ν' ἀνοίξη ὁ Θεὸς τὴ θύρα τῆς φυλακῆς, ἀλλὰ ν' ἀνοίξη
τὴ θύρα τοῦ κηρύγματος! «Ἶνα μοὶ δοθῆ λόγος ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματός μου». Ὁ Παῦλος εἶχε
συνείδηση τῆς ἀποστολῆς του ὡς κήρυκος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ λόγου τοῦ
Θεοῦ.
Μεγάλη σημασία ἔχει αὐτό, ποὺ ζητάει ὁ Παῦλος ἀπὸ τοὺς χριστιανούς. Τοὺς παρακαλεῖ νὰ
προσεύχονται γιὰ τὸ εἶδος τοῦ εὐαγγελικοῦ του λόγου καὶ γιὰ τὸν τρόπο τοῦ κηρύγματος.
• Ποιὸ τὸ εἶδος; Μυστήριο. «Ἐν παρρησίᾳ γνωρίσαι τὸ μυστήριον τοῦ εὐαγγελίου». Πόθος τοῦ
Παύλου ἦταν νὰ γνωστοποιήση σ' ὅλους τους ἀνθρώπους τῆς γῆς τὸ μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἀνθρώπινα λόγια. Μιλᾶμε γιὰ ὅλα τα πράγματα, καὶ δὲ μιλᾶμε γιὰ τὸ
ἕνα, ποὺ χωρὶς αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε καὶ νὰ σωθοῦμε. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ
Χριστοῦ.
Καλὴ ἡ ἁγιολογία, καλὴ ἢ ἠθικολογία, καλὴ ἢ κοινωνιολογία, καλὴ ἡ ἄνθρωπολογια. “Όμως,
πρώτιστο πάντων εἶναι ἡ Χριστολογία, τὸ νὰ μεταδίδουμε τὸ μυστήριο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ
Χριστοῦ.
Σήμερα ἴσως αὐτὸ ναναι ἀνώδυνο. Ἀλλὰ στὴν ἐποχὴ τοῦ Παύλου ἦταν πολὺ ἐπικίνδυνο. Στοίχισε
φυλακὴ καὶ μαρτυρικὸ θάνατο. Γι' αὐτὸ καὶ ὑπῆρχε περίπτωση νὰ καλυφθῆ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς
Ἀλήθειας ἀπὸ τὴ δειλία καὶ τὴ σκοπιμότητα. Ὁ Παῦλος Ζητάει νὰ τοῦ δίνη ὁ Θεὸς παρρησία. «“Υπέρ
οὐ πρεσβεύω ἐν ἁλύσει, ἶνα ἐν αὐτῷ παρρησιάσωμαι ὡς δεῖ μὲ λαλῆσαι» (στ. 20). 'Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο ἐκτελῶ ἔργο πρεσβευτοῦ δεμένος μὲ ἁλυσίδες, γιὰ νάχω τὸ
θάρρος νὰ μιλάω γι' αὐτό, ὅπως πρέπει νὰ μιλάω».
Ἡ παρρησία ἀπαιτεῖ θάρρος. Τὸ πρόβλημα γιὰ τὸν Παῦλο δὲν ἦταν ἐκεῖ. Ἦταν ἀποφασισμένος
νὰ θυσιάση τὰ πάντα γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦσε ἦταν νὰ τοῦ ἀποκαλύπτῃ
σὲ κάθε περίστασι ὁ Θεός, «ὡς δεῖ λαλῆσαι».
Εἶναι σπουδαῖο νὰ ξέρῃ κανεὶς πὼς θὰ μιλήσῃ σὲ κάθε ἄνθρωπο προσωπικά, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ, τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Ἃς γίνῃ αἴτημα καὶ τῆς δικῆς μας προσευχῆς.
• Νὰ προσευχόμαστε, ν' ἀνοίγῃ ὁ Θεὸς τὴν «θύραν τοῦ λόγου» (Κολασ. δ' 3).
• Νὰ φωτίση τοὺς κήρυκες τοῦ λόγου, ὥστε ὁ λόγος τους νὰ εἶναι κατάλληλος στὴν κάθε
περίπτωσι.
• Καθένας νὰ δανείζῃ τὸ στόμα του, ὥστε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νὰ τρέχῃ καὶ νὰ καρποφορῇ πλούσια
καὶ στὴ σύγχρονη κοινωνία

21 ῞Ιναδὲ εἰδῆτε καὶ ὑμεῖς τὰ κατ' ἐμέ, τί πράσσω, πάντα ὑμῖν γνωρίσει Τυχικὸς ὁ ἀγαπητὸς
ἀδελφὸς καὶ πιστὸς διάκονος ἐν Κυρίῳ, 22 ὃν ἔπεμψα πρὸς ὑμᾶς εἰς αὐτὸ τοῦτο, ἵνα γνῶτε τὰ περὶ
ἡμῶν καὶ παρακαλέσῃ τὰς καρδίας ὑμῶν. 23 Εἰρήνη τοῖς ἀδελφοῖς καὶ ἀγάπη μετὰ πίστεως ἀπὸ
Θεοῦ πατρὸς καὶ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. 24 ῾Η χάρις μετὰ πάντων τῶν ἀγαπώντων τὸν Κύριον ἡμῶν
᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἐν ἀφθαρσίᾳ· ἀμήν.
Ἀδελφὸς διάκονος (στ. 21)
Ποιὸς γνωρίζει τὸν Τυχικό; Οὔτε κὰν τὸ ὄνομά του δὲν ἔχουμε ἀκούσει. Καὶ ὅμως, ὁ Τυχικὸς ἦταν
σπουδαῖος μαθητὴς τοῦ ἀποστόλου Παὺλου. Ἂν οἱ φίλοι φαίνονται στὶς θλίψεις, τότε ὁ Τυχικὸς
ἦταν πιστὸς φίλος του Παύλου. Ἔμεινε κοντά του κατὰ τὸν καιρὸ τῆς «ἁλύσεως» (Β΄ Τιμ. α' 16),
κατὰ τὴ φυλάκιση τοῦ Παύλου.
Πολλοὺς φίλους καὶ μαθητὲς εἶχε ὁ Παῦλος. Ἀλλ' ἐρχόταν στιγμή, ποῦ τὸν ἐγκατέλειπαν. “Όταν
διωκόταν καὶ φυλακιζόταν γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔβλεπαν ὅτι κοντὰ στὸν Παῦλο ἢ ζωὴ
τοὺς γινόταν ἐπισφαλής, μὲ διακριτικότητα ἀποχωροῦσαν ἀπὸ κοντά του.
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος ἀποδίδει δίκαιο ἔπαινο στοὺς λίγους, ποὺ παρέμεναν κοντά του τὶς δύσκολες
ὧρες τῆς φυλακῆς.
Στοὺς λίγους αὐτοὺς ἀφοσιωμένους στὸν ἀπόστολο Παῦλο ἀνήκει καὶ ὁ Τυχικός. Ὅταν ἔγραψε
ὁ Παῦλος τὴ Β΄ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή, ποῦ εἶναι συντεταγμένη κατὰ τὴν τελευταία φυλάκισή
του καὶ ἀποτελεῖ τὸ κύκνειο ᾆσμα του, στὸ τέλος μὲ ἀνθρώπινο παράπονο ἀναφέρεται στὴν
ἐγκατάλειψη τοῦ Δημᾶ. «Δημᾶς μὲ ἐγκατέλειπεν ἀγαπήσας τὸν νῦν αἰῶνα» (Β΄ Τιμ. δ' 10).
Στὴ συνέχεια ὅμως ἀναφέρει καὶ τὰ πρόσωπα, ποὺ ἔμειναν κοντά του, ὅπως ὁ Λουκᾶς. Ἀνάμεσα
σ' αὐτοὺς πάλι ἀναφέρεται ὁ Τυχικός. «Τυχικὸν δὲ ἀπέστειλα εἷς Ἔφεσον» (Β ? Τιμ. δ' 12).
Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι καὶ κατὰ τὴν πρώτη φυλάκιση τοῦ Παύλου στὴ Ρώμη, ὁπότε ἔγραψε καὶ
ἔστειλε τὴν πρὸς 'Ἐφεσίους Ἐπιστολή, καὶ κατὰ τὴ δευτέρα φυλάκισή του, ὁπότε ἔγραψε τὴ Β΄ πρὸς
Τιμόθεον, ὁ Τυχικὸς ἦταν μαζί του. Καὶ τὶς δύο φορὲς τὸν ἔστειλε ὁ Παῦλος στὴν Ἐφεσο.
Ποιὸς ὁ σκοπὸς τῆς ἀποστολῆς τοῦ Τυχικοῦ; Ὄχι τυχαῖος, ἀλλὰ συγκεκριμένος καὶ εὐλογημένος.
Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἶνα δὲ εἴδητε καὶ ὑμεῖς τὰ κατ' ἐμέ, τί πράσσω, πάντα ὕμϊν γνωρίσει
Τυχικὸς ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ Πιστὸς διάκονος ἐν Κυρίῳ» (στ. 21). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Γιὰ νὰ γνωρίζετε δὲ καὶ σεῖς τὰ νέα μου, τί πράττω, δηλαδή, γιὰ ὅλα θὰ σᾶς
πληροφορήση ὁ Τυχικός, ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ πιστὸς διάκονος στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου».
• Ὁ Παῦλος ἤθελε νὰ γνωστοποιήση στοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου το πῶς περνάει καὶ τί κάνει.
• Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἐφέσου ἤθελαν κι αὐτοὶ νὰ πληροφορηθοῦν λεπτομερῶς γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ
Παύλου. Ὄχι ἀπὸ περιέργεια, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον.
Ο Παῦλος δὲν ἦταν κανένας ξένος ἢ ἁπλῶς κάποιος γνώριμος. Ἦταν ὁ πατέρας τους. Δὲν εἶναι
περιέργειά το νὰ θέλῃς νὰ μάθης νέα γιὰ τὸν πατέρα σου. Εἶναι ἱερὸ ἐνδιαφέρον, φυσικὸ καθῆκον.
Τόνισε πολλὲς φορὲς ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολή, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα,
ὅτι ὅλοι οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα. Ἀφοῦ, λοιπόν, καὶ οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἐφέσου αἰσθάνονται
ὅτι εἶναι ἕνα σῶμα μὲ τὸν Παῦλο, τί φυσικώτερο νὰ θέλουν νὰ μάθουν λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωή
του; Ἤσαν κοινωνοὶ τῶν παθημάτων τοῦ Παύλου.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος δὲν δυσκολεύεται νὰ γνωστοποιήση τὸ «τί πράσσει», ἀφοῦ μὲ τὴ χάρη τοῦ
Θεοῦ δὲν ἔπραττε κάτι τὸ ἐπαίσχυντο.
• Τί ἔπραττε ὁ Παῦλος; Μεγάλα καὶ θαυμαστὰ γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ τὴ σωτηρία
ψυχῶν καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιατί, λοιπόν, νὰ μὴ μάθουν καὶ οἱ ἄλλοι τὰ ἔργα του, ἀλλὰ καὶ τὴ
ζωή του;
• Ἡ Ζωὴ τοῦ ἐργάτου τοῦ Εὐαγγελίου ἔχει διαφάνεια. Δὲν ἀφήνει ἔρωτηματικα καὶ ἀπορίες.
Σημασία στὸ στίχο αὐτὸ ἔχουν καὶ τὰ ἐπίθετα, μὲ τὰ ὁποῖα κοσμεῖ ὁ Παῦλος τὸν Τυχικό. «Τυχικὸς
ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ πιστὸς διάκονος ἐν Κυρίῳ» (στ. 21).
Γιὰ τὸ Θεὸ ἦταν διάκονος ὁ Τυχικὸς
• Γιὰ τὸν Παῦλο ἦταν «ἀδελφὸς ἀγαπητός».
Δὲν ἤθελε ὑπηρέτες ὁ Παῦλος. Ὑπῆρχαν βέβαια μαθητές του, ποῦ τὸν διακόνησαν πιστά. Ἀλλ' ὁ
Παῦλος τοὺς ἔβλεπε ὡς ἀδελφούς.
Ἀγαπητὸς ἀδελφός! Ἀφοῦ ἦταν ἀγαπητός, ὅλα τα τοῦ Παύλου θὰ τὰ ἤξερε. Ἀφοῦ ἦταν πιστός,
δὲν θὰ ἔλεγε ψέματα στοὺς Ἐφεσίους. Ἔτσι ὁ Τυχικὸς ἦταν τὸ καταλληλότερο πρόσωπο, γιὰ νὰ
πληροφορηθοῦν οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἐφέσου τὰ κατὰ τὸν Παῦλο, τὸ «τί πράσσει».

Ἄγγελος παρακλήσεως (στ. 22).


Στὴ φυλακὴ ὁ Παῦλος! Θὰ περίμενε κανεὶς νὰ εἶναι θλιμμένος καὶ νάχη ἀνάγκη παρακλήσεως,
παρηγοριᾶς.
Ὁ Τυχικὸς εἶναι ἄγγελος παρακλήσεως, ἀλλ' ὄχι γιὰ τὸν Παῦλο. Τὸν ἔστειλε ὁ Παῦλος νὰ
παρηγορήση τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου. Μιλάει γι' αὐτὴ τὴν παρακλητικὴ ἀποστολή: «Ὃν
ἔπεμψα πρὸς ὑμᾶς εἰς αὐτὸ τοῦτο, ἶνα γνῶτε τὰ περὶ ἠμῶν καὶ παρακαλέση τὰς καρδίας ὑμῶν»
(στ. 22). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν ἔστειλα σὲ σᾶς, γιὰ νὰ μάθετε τὰ νέα
μας καὶ νὰ σᾶς ἐνισχύση».
Ο ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐρμηνεύοντας αὐτὸ τὸ στίχο, ἀναφωνεῖ: «Βαβαί, πόση ἡ ἀγάπη!» (Ε.Π.Ε.
21,340).
Ο στίχος αὐτὸς φανερώνει καὶ τὴν ἀγάπη τῶν χριστιανῶν στὸν Παῦλο καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Παύλου
στοὺς χριστιανούς.
• Ὁ Παῦλος ἦταν δέσμιος, ἁλυσοδεμένος, ἀλλὰ κι οἱ χριστιανοὶ πονοῦσαν.
• Τὰ δεσμὰ τοῦ Παύλου, γιὰ τὸν ἴδιο, ἤσαν ἀφορμὴ χαρᾶς. «Χαίρομαι -λέει- ἐν τοῖς παθήμασί
μου ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἀνταναπληρῶ τὰ ὕστερηματά των θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ σώματί μου»
(Κολασ. α' 24).
Ο Παῦλος, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μεταστοιχείωνε τὴ θλῖψι σὲ χαρά. Μετέτρεπε τὴ φυλακὴ σὲ
παράδεισο.
Μὰ γιὰ τοὺς ἄλλους οἱ θλίψεις καὶ τὰ βάσανα τοῦ Παύλου ἦταν δική τους θλῖψις καὶ δικά τους
βάσανα. Ἡ φυλάκισης τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα ἦταν πηγὴ πόνου. Βυθίζονταν σὲ στενοχώρια.
Αἰσθάνονταν ὀρφανοί.
• Ἀντὶ νὰ κλαίῃ ὁ Παῦλος, ἔκλαιγαν ἐκεῖνοι.
• Ἀντὶ νὰ ἔχῃ ἀνάγκη παρακλήσεως καὶ Παῦλος, εἶχαν ἐκεῖνοι ἀνάγκη παρηγοριᾶς.
Κι ἐδῶ φαίνεται πάλι ἡ ἀγάπη τοῦ Παύλου στοὺς χριστιανούς. Τοὺς σκέπτεται. Δὲν θέλει νάναι
στενοχωρημένοι. Θέλει νὰ ἔχουν παράκλησι, ἀκόμα καὶ χαρά. Εἶναι παιδιὰ ἑνὸς πατέρα, ποῦ
ἀξιώνεται νὰ πάσχῃ «ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου» (Πράξ. ἐ' 41). Καὶ ἀκριβῶς γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ
στέλνει κοντά τους τὸν Τυχικό. Τοὺς τὸ γράφει: «Ἶνα γνῶτε τὰ περὶ ἠμῶν καὶ παρακαλέση τὰς
καρδίας ὑμῶν» (στ. 22).
Διψοῦν γιὰ νέα του Παύλου. Ἀπὸ τὸν Τυχικό, λοιπόν, θὰ μάθαιναν, ὅτι ὁ Παῦλος εἶναι καλὰ
πνευματικά. Θὰ μάθαιναν ὅτι ἐπιθυμοῦσε νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ πνευματικὰ καλὰ καὶ νὰ ζοῦν
χαρούμενοι. Καὶ ὅταν θὰ διάβασαν τὴν Ἐπιστολή του μὲ τὰ τόσο βαθειὰ θεολογικὰ νοήματα, ἀλλὰ
καὶ τὶς τόσο πρακτικὲς συμβουλές, θὰ ἔπαιρναν δύναμι.
Θὰ ἄλλαζε ἡ ψυχική τους κατάστασις. Θὰ ἔπαιρναν «παράκλησιν» καὶ «παραμυθίαν» γιὰ τὸν
πόνο ποὺ ἔνιωθαν.
Ἄγγελος, λοιπόν, παρακλήσεως ὁ Τυχικός. Εἶναι ὁ ἀναγκαιότερος ἄγγελος γιὰ τὴν ἐποχή μας.
Ποιὸς θὰ «παρακαλέση τὰς καρδίας» τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων; Ποιὸς θὰ τοὺς παρηγορήση;
Ποιὸς θὰ τοὺς ἐνισχύση; Ποιὸς θὰ τοὺς ἐνθαρρύνῃ; Λιποψυχοῦν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὰ
ποικίλα προβλήματα. Ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη παρακλήσεως...

Ἀγάπη καὶ πίστις (στ. 23)


Ἔχουν παράκλησι, στηριγμὸ καὶ χαρὰ ἀληθινὴ οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ἂν ὑπάρχουν τὰ τρία
πράγματα, ποὺ ἀναφέρει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος: «Εἰρήνη τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἀγάπη μετὰ πίστεως
ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» (στ. 23). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Εἴθε στοὺς
ἀδελφοὺς νὰ εἶναι εὐλογία καὶ ἀγάπη μὲ πίστι ἀπὸ τὸ Θεὸ πατέρα (μας) καὶ τὸν Κύριο Inσού
Χριστό».
Εἰρήνη, ἀγάπη, πίστις!
Λέξεις, ποὺ στὴν Καινὴ Διαθήκη παίρνουν νέο περιεχόμενο, πλατύτερο, εὐρύτερο, βαθύτερο.
• Ἡ εἰρήνη εἶναι καρπὸς τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Ἀναφέρεται καὶ στὴ συμφιλίωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό, μὲ τοὺς
συνανθρώπους καὶ μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἀναφέρεται καὶ γενικὰ στὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Όταν ὁ Χριστὸς ὕψωσε τὰ χέρια καὶ εἶπε «Εἰρήνη ὑμὶν» (Ἰωάν. κ' 19), δὲν ὑπῆρξε ἁπλῶς ὁ
Εἰρηνοποιός. Ἔγινε καὶ ὁ Εὔλογων. Εἰρήνη σημαίνει καὶ εὐλογία.
• Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ εἶναι καρπὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς πίστεως. «Ἀγάπη μετὰ πίστεως ἀπὸ Θεοῦ
Πατρὸς καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» (στ. 23). Ποιὰ ἀγάπη ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ Παῦλος;
• Τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκδηλώνεται ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεὸς καὶ
ἐξακολουθεῖ νὰ μᾶς ἀγαπᾷ. Κι ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾷ, μᾶς χάρισε τὸ δῶρο τῆς πίστεως.
• Τὸ χάρισμα τῆς ἀγάπης. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀγάπη, ποὺ ἔχουμε ὡς χριστιανοί. Γιὰ τὴν ἀγάπη,
ποῦ ἔκπηγαζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὴν ἀγάπη, ποῦ εἶναι τὸ κίνητρο ὅλων των πράξεων
καὶ ἐνεργειῶν μας.
Προσοχὴ ὅμως, διότι ὅποιος μιλάει γιὰ ἀγάπη, δὲν σημαίνει ὅτι ἀναφέρεται πάντοτε στὴ σωστὴ
ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη τότε εἶναι θεοπρόβλητη καὶ ἀληθινή, ὅταν εἶναι δεμένη, ἀγκαλιασμένη, μὲ τὴν
πίστη. Θερμὴ ἀγάπη καὶ ὀρθὴ πίστις συναποτελοῦν τὸ δίδυμό της ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ πορείας.
Πολλοὶ μιλᾶνε γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ παραθεωροῦν τὴν πίστι. Θέλουν νὰ πρυτανεύση ἢ ἀγάπη,
ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως. Ἡ παγκοσμιοποίησις τῆς ἀγάπης εἶναι ὅραμα, ποὺ
μόνο μὲ βάση τὴν πίστι γίνεται πραγματικότητα.
• Ἀγάπη ποτὲ δὲν σημαίνει συμφωνία.
Ἀλλοίμονο ἂν τὸ φῶς, ἐν ὀνόματι κάποιας ἀγάπης, συμφωνήση μὲ τὸ σκοτάδι!
• Ἀγάπη χωρὶς πίστι εἶναι ἀπάτη.
• Πίστις χωρὶς ἀγάπη εἶναι ὑποκρισία.
Οἱ ὀρθόδοξοι ὀφείλουν νὰ εἶναι χριστιανοὶ «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφεσ. δ' 15) καὶ
«ἀγαπῶντες ἐν ἀληθεῖᾳ». Δὲν ἔχει κανεὶς νὰ ὠφεληθῆ ἀπὸ μία ἀγάπη χωρὶς πίστι, χωρίς, δηλαδή,
κοινωνία μὲ τὸ Θεό. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐδὲν ὄφελος ἀγάπης, πίστεως
χωρὶς μᾶλλον δὲ οὐδ' ἂν γένοιτο ἀγάπη ἐτέρως» (Ε.Π.Ε. 21,340). Μετάφρασις: Καμμία ὤφελεια
δὲν ἔχουμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἂν δὲν ὑπάρχη πίστις. Μᾶλλον δὲ οὔτε θὰ μποροῦσε νὰ ἀγαπάη
διαφορετικὰ (χωρὶς πίστι).

Χάρις, ἀγάπη, ἀφθαρσία (στ. 24)


Τελείωσε τὴν Ἐπιστολὴ τοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἀπομένουν οἱ τελικὲς εὐχές. Ἃς τὶς ἀκούσουμε
στὸν τελευταῖο στίχο: «Ἡ χάρις μετὰ πάντων των ἀγαπώντων τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν
ἀφθαρσίᾳ. Ἀμὴν» (στ. 24). Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Ἡ χάρις νὰ εἶναι μὲ ὅλους, ὅσοι ἀγαποῦν
τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ ἁγνότητα. Ἀμήν».
Η χάρις, μαζὶ μὲ τὴ λέξι εὐδοκία, εἶναι Παύλειες. Μ' αὐτὲς ὁ μεγάλος Ἀπόστολος παρουσιάσει
τὴν ἀνέκφραστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους.
• Ἡ χάρις κρύβει μέσα της καὶ τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἄφεσι καὶ τὶς δωρεὲς καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Ἂν ἔχουμε τὴ χάρι, ἔχουμε τὰ πάντα.
Αὐτὴ τὴ χάρι εὔχεται ὁ Παῦλος.
• Σὲ ποιούς; Σὲ ὅσους ἀγαποῦν τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γιὰ τὸν Παῦλο μία εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία,
τὸ νὰ μὴν ἀγαπᾷ κάποιος τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ (Α΄ Κορ. ιστ΄ 22). Μόνο χυδαῖες ψυχὲς δὲν ἀγαποῦν
φλογερὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἃς προσέξουμε πῶς ἀναφέρει ὁ Παῦλος τὸ Χριστό. Πολλοὶ λένε ἁπλῶς
«ὁ Inσούς». Ἄλλοι, «ὁ Χριστός». Ἄλλοι, «ὁ Κύριος». Ὁ πλήρης τίτλος τοῦ Χριστοῦ γιὰ μᾶς, εἶναι
αὐτὸς ποὺ ἐδῶ δίνει ὁ Παῦλος: «ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός».
Φανερώνει τί εἶναι ὁ Χριστός, τί ἔκανε γιὰ μᾶς καὶ πὼς ὅλοι ἀποτελοῦμε τὴ νέα κοινωνία,
ἔχοντας τὸν ἴδιο Κύριο.
Πρόβλημα ἑρμηνευτικὸ παρουσιάζει τὸ «ἐν ἀφθαρσίᾳ». Ἀναφέρουμε τρεῖς ἑρμηνεῖες, ποὺ
νομίζουμε ὅτι καὶ οἱ τρεῖς εἶναι ὀρθές.
Ὁ «Ἀγαπώντων ἐν ἀφθαρσίᾳ» Πρόκειται γιὰ μία ἀγάπη ἄφθαρτη, ποὺ διαρκεῖ αἰώνια. Όπως
ἄλλου λέει ὁ Παῦλος, «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 8).
Θὰ ἔλθη καιρός, ποὺ ὅλα τα χαρίσματα θὰ καταργηθοῦν. Στὴν ἄλλη Ζωὴ δὲν θὰ ὑπάρχουν
χαρίσματα. Τότε θὰ καταργηθοῦν καὶ ἡ πίστις καὶ ἡ ἐλπίδα Ἕνα δὲν θὰ καταργηθῆ. Θὰ ζη αἰώνια,
«ἐν ἄφθαρσιᾳ». Εἶναι ἡ ἀγάπη.
• Κατὰ τὴ δευτέρα ἑρμηνεία, ποὺ ὑποστηρίζει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, τὸ «ἓν ἄφθαρσια» ἐδῶ
ἀναφέρεται στὴν ἀρετή. Ἐκεῖνοι ἀγαποῦν ἀληθινά το Χριστό, ὅσοι ἔχουν ἀρετή. Αὐτοὶ διατηροῦν
τὴν ἀφθαρσία, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία εἶναι φθορά. Ἡ ἁμαρτία φθείρει καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή. Λέει ὁ
Ι. Χρυσόστομος: «Τὸ “ἔν”, “διά” ἐστι. Διὰ ἄφθαρσιας, φησὶ τουτέστι, δὶ' ἀρετῆς. Πᾶσα γὰρ ἁμαρτία
φθορὰ καὶ καθάπερ τὴν παρθένον φθείρεσθαι λέγομεν, οὕτω καὶ τὴν ψυχὴν» (Ε.Π.Ε. 21,340).
Μετάφρασις: Ἡ πρόθεσις «ἓν» σημαίνει ἐδῶ «διά». Δηλαδή, διὰ ἄφθαρσιας, ἢ διὰ ἀρετῆς (μὲ
ἀφθαρσία ἢ μὲ ἀρετή). Διότι κάθε ἁμαρτία εἶναι φθορά. Κι ὅπως λέμε, ὅτι διαφθείρεται ἡ
παρθένος, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή.
Ὁ Παῦλος μιλάει καὶ ἀλλοῦ γιὰ ἄφθαρσια. «Μήπως φθαρῆ τὰ νοήματα ὑμῶν» (Β΄ Κορ. ια' 3).
Μιλάει γιὰ ἄφθαρσια καὶ ἀδιαφθορία. «Περὶ πάντα σεαυτὸν παρεχόμενος τύπον καλῶν ἔργων, ἓν
τὴ διδασκαλία ἀδιαφθορίαν, σεμνότητα, ἀφθαρσίαν» (Τίτ. β' 7).
Ὅλα φθείρονται στὸν κόσμο. Ένα παραμένει ἄφθαρτο καὶ θὰ τὸ πάρουμε μαζί μας καὶ μετὰ
θάνατον. “Η ἀρετή, τὰ καλὰ ἔργα. Ἡ ἀρετὴ καθιστᾷ τὴν ψυχὴ ἀδαμάντινη, ποῦ δὲν μπορεῖ νὰ τὴ
φθείρῃ ὁ σκώληκας τοῦ θανάτου. Λέγει ὁ Χρυσόστομος: «'Ἀδάμαντος σκώληξ οὒχ ἅπτεται: κὰν
ἄψηται, οὐδὲν εἴργασατο» (Ε.Π.Ε. 21,342).
• Ἡ τρίτη ἑρμηνεία, παρεμφερὴς πρὸς τὴ δεύτερη, εἶναι ἐκείνη, ποὺ ἀναφέρει ὁ σύγχρονος
θεολόγος Νίκ. Σωτηρόπουλος: «Τὸ “ἀγαπᾶν ἐν ἀφθαρσία”, σημαίνει ν' ἀγαπᾷ τὶς μετὰ ἐσωτερικῆς
καὶ ἐξωτερικῆς ἁγνότητος. Ἡ ἄφθαρσια, δηλαδή, σημαίνει τὴν ὅλην ἁγνότητα». Τὸ θέμα εἶναι νὰ
ζοῦμε μέσα στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Νὰ ζοῦμε ἑνωμένοι μὲ τὸ Χριστό. Νὰ βιώνουμε τὴν τιμή, ὅτι εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός Του. Νὰ
ἀγαπᾶμε ἀληθινά. Νὰ περπατᾶμε εὐαγγελικά. Νὰ ὁραματιζόμαστε τὸν οὐρανό.
Νὰ προσδοκᾶμε τὴν ἐπουράνιο βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ἄφθαρτοι καὶ αἰώνιοι ὅλοι
οἱ ἅγιοι.

You might also like