Professional Documents
Culture Documents
Yioθεσία (στ. 5)
Γιατί μᾶς κάλεσε καὶ μᾶς διάλεξε ὁ Θεός; Τὸ λέει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος: «Εἷς το εἶναι ἠμᾶς
ἁγίους καὶ ἄμωμους κατενώπιον αὐτοῦ» (στ. 4).
Δὲν ἀρκεῖ, λοιπόν, τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἀρκεῖ ἡ ἐκτέλεσης τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἀρκεῖ
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μ' ἕνα λόγο, δὲν ἀρκεῖ μόνο ὁ θεῖος παράγων. Γιὰ τὴ σωτηρία ἀπαιτεῖται καὶ ἡ
συμβολὴ τοῦ ἀνθρωπίνου παράγοντος.
Ὀφείλουμε νὰ γίνουμε «ἅγιοι καὶ ἄμωμοι». Γι' αὐτὸ μας κάλεσε. Όταν κάποιον τὸν καλοῦν, τοῦ
τονίζουν καὶ τὰ καθήκοντα, ποῦ θὰ ἔχῃ στὴν ὑπηρεσία αὐτή. Ἔτσι καὶ ὁ Θεός. Μᾶς κάλεσε καὶ μᾶς
διάλεξε, προσδιορίζοντας τὰ καθήκοντά μας: «Εἷς το εἶναι ἠμᾶς ἁγίους καὶ ἄμωμους» (στ. 4).
Δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ πίστις. Ἀπαιτεῖται καὶ ἡ ἄμωμος καὶ ἁγία Ζωή. Καρπὸς τῆς πίστεως εἶναι ὁ
ἅγιος βίος.
• Τὸ «ἄμωμος» ἀναφέρεται στὴν ἀρνητικὴ στάση ἔναντί της ἁμαρτίας. Νὰ εἶναι ὁ χριστιανὸς
χωρὶς μῶμο, χωρὶς κηλῖδα, χωρὶς ψεγάδι.
• Τὸ «ἅγιος» ἀναφέρεται στὴ θετικὴ στάσι. Νὰ εἶναι ὁ χριστιανὸς καθαρὸς καὶ ἀφοσιωμένος στὸ
Θεό. Νὰ ἐπιτελῇ τὴν ἀρετή.
Μὲ μία λέξι, ἀπαιτεῖται ὁ προσωπικὸς ἀγῶνας γιὰ τὴ μέθεξι τῆς σωτηρίας καὶ τὴ θέωσι, ποὺ μᾶς
προσφέρει ὁ Θεός. Οὔτε μόνη της ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φέρνει τὴ σωτηρία, οὔτε μόνη της ἡ δική μας
ἀρετή. Ἔτσι λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐκ ἀπὸ πόνων καὶ κατορθωμάτων τοῦτο γίνεται, ἀλλ' ἀπὸ
ἀγάπης. Οὔτε ἀπὸ ἀγάπης μόνον, οὔτε ἀπὸ τῆς ἡμετέρας ἀρετῆς. Εἰ γὰρ δὴ ἀπὸ ἀγάπης μόνης,
ἔχρην ἅπαντας σωθῆναι: εἰ δὲ ἀπὸ τῆς ἡμετέρας ἀρετῆς πάλιν μόνης, περιττὴ ἡ παρουσία αὐτοῦ,
καὶ πάντα τα οἰκονομηθέντα. Ἀλλ' οὔτε ἀπὸ ἀγάπης μόνης, οὔτε ἀπὸ τῆς ἡμετέρας ἀρετῆς, ἀλλ' ἐξ
ἀμφοτέρων» (Ε.Π.Ε. 20,424). Μετάφρασις: Ἡ σωτηρία δὲν γίνεται ἀπὸ δικούς μας κόπους οὔτε ἀπὸ
κατορθώματα, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη. Οὔτε μόνο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, οὔτε μόνο ἀπὸ τὴ δική μας
ἀρετή. Διότι, ἂν γινόταν μόνο ἀπὸ ἀγάπη, ἔπρεπε νὰ σωθοῦμε ὅλοι. Ἂν πάλι γινόταν μόνο ἀπὸ τὴ
δική μας ἀρετή, θὰ ἦταν περιττὴ ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ ὅλα τα ἔργα τῆς θείας οἰκονομίας. Δὲν
συντελεῖται ὅμως (ἢ σωτηρία μας) οὔτε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μόνο, οὔτε ἀπὸ τὴ δική μας ἀρετὴ
μόνο, ἀλλὰ μὲ τὴ συνεργασία καὶ τῶν δύο.
Ἃς μὴν ἐπαναπαυόμαστε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κλῆσι Του. Καλεσμένες στὸ γάμο ἤσαν
καὶ οἱ πέντε μωρὲς παρθένες, ἀλλ' ἔμειναν ἔξω ἀπὸ τὸ νυμφῶνα (Ματθ. κὲ' 2-13). Ἀγῶνας, λοιπόν,
γιὰ νὰ εἴμαστε ἅγιοι καὶ ἄμωμοι. Ὄχι φυσικὰ μπροστὰ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ μπροστὰ
στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ.
• Τοὺς ἀνθρώπους εὔκολά τους ἐξαπατᾶμε μὲ τὴ φαρισαϊκή, τὴν ὑποκριτική, τὴν ἐπιφανειακὴ
ἀρετή, τὴν εὐσεβοφάνειά μας.
• Τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ κοροϊδέψουμε, διότι ὁ Θεὸς βλέπει τὰ βάθη τῆς ψυχῆς,
τὴ διάθεση καὶ τὴν προαίρεσι, τὰ κρυφά της καρδιᾶς μας, τὶς ἐπιθυμίες καὶ τοὺς λογισμούς μας.
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος τονίζει τὸ «κατενώπιον αὐτοῦ» (στ. 4). Ζοῦμε κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τοῦ
οὐρανοῦ, κάτω ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τα βλέπει. «Ἅγιος ἔστιν ὀ της πίστεως μετέχων,
ἄμωμος, ὁ ἀνεπίληπτον βίον ἔχων. Ἀλλ' ἁγιότητα καὶ τὸ ἀνεπίληπτον οὒχ ἁπλῶς Ζητεῖ, ἀλλὰ τὸ
ἐνώπιον αὐτοῦ τοιούτους φαίνεσθαι. Εἰσὶ γὰρ ἅγιοι καὶ ἄμωμοι, ἀλλ' ἀνθρώποις οὕτω νομιζόμενοι,
οἱ τάφοις ἔoικοτες κεκονιαμένοις, καθὼς οἱ τὰς δορᾶς τῶν προβάτων ἔχοντες» (Χρυσόστομος.
Ε.Π.Ε. 20,424). Μετάφρασις: Ἅγιος εἶναι ὅποιος μετέχει τῆς πίστεως, ὁ ἄμεμπτος, ὅποιος ἔχει βίο
ἀνεπίληπτο. Δὲν Ζητεῖ ἁπλῶς τὴν ἁγιότητα καὶ τὸ ἀνεπίληπτο, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ δείχνουμε σ' Ἐκεῖνον,
ὅτι εἴμαστε τέτοιοι. Διότι ὑπάρχουν νομιζόμενοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἅγιοι καὶ ἄμεμπτοι. Κι αὐτοὶ
μοιάζουν μὲ τάφους, ποὺ ἔχουν μόνο ἐμφάνιση ἐξωτερικὴ καλή, ὅπως κι ἐκεῖνοι, ποῦ ντύνονται μὲ
προβιὲς προβάτων.
Ζοῦμε ὑπὸ παρακολούθηση. Γι' αὐτό σε ἄλλη ἐπιστολὴ τονίζει ὁ Παῦλος: «Ὡς ἐκ Θεοῦ
κατενώπιον Θεοῦ λαλοῦμεν» (Β΄ Κορ. β' 17).
Ἡ ἀμοιβὴ τοῦ ἀγῶνα μᾶς εἶναι ἡ υἱοθεσία. Μᾶς προώρισε γιὰ νὰ μᾶς υἱοθετήση, νὰ μᾶς κάνῃ
παιδιά Του καὶ κληρονόμους Του. Αὐτὸ τονίζει στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος: «Ἐν ἀγάπῃ προορίσας ἠμᾶς
εἰς υἱοθεσίαν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς αὐτὸν κατὰ τὴν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ» (στ. 5).
Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Ἀπὸ ἀγάπη μᾶς προώρισε νὰ υἱοθετηθοῦμε ὡς παιδιὰ Τοῦ διὰ
Ἰησοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα πρὸς τὴν ἀπόφαση τοῦ θελήματός Του».
Ἡ ἀγάπη Του, ἀδιάκριτη καὶ ἀπροσωπόληπτη, μᾶς προώρισε. Πρόκειται γιὰ τὸ θεῖο προορισμό,
ποῦ δὲν εἶναι ἀπόλυτος, διότι ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὸν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου. «Οὖς προώρισε,
τούτους καὶ ἐκάλεσε καὶ οὖς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν οὖς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ
ἐδόξασε» (Ρωμ. ἡ' 30).
• Ἀπὸ πολλὴ ἀγάπη μᾶς υἱοθέτησε. Ο Βασιλιὰς τοῦ οὐρανοῦ καταδέχεται καὶ υἱοθετεῖ τὰ
ἀποπαίδια τῆς ἁμαρτίας, τοὺς «ἀλλοτριωμένους», τοὺς ἀποξενωμένους, τοὺς ἀντάρτες, τοὺς
ἀναξίους ἀνθρώπους.
• Ἡ υἱοθεσία δὲν ἔγινε μόνο ἀπ' τὸν Πατέρα. Ἔγινε καὶ ἀπ' τὸν Υἱό. Λέγει: «Διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ»
(στ. 5). Ένα Υἱὸ εἶχε, τὸ Μονογενῆ Υἱὸ καὶ Λόγο Του. Καὶ Τὸν ἔδωσε.
Θυσίασε τὸν ἕνα Υἱό Του, γιὰ νὰ κάνῃ ἐμᾶς υἱοὺς καὶ θυγατέρες Του. Δὲν ἔστειλε ἄγγελο, ἀλλ'
ἔστειλε τὸν ἴδιο τὸν Υἱό Του, γιὰ νὰ γίνῃ ἡ πνευματική μας υἱοθεσία. Λέγει σχετικὰ ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Ὁρᾷς πῶς οὐδὲν ἄνευ Χριστοῦ; Πῶς οὐδὲν ἄνευ τοῦ Πατρός; Ἐκεῖνος προώρισεν,
οὗτος προσήγαγε... Μεγάλα μὲν τὰ δοθέντα, πολλῶ δὲ μείζονα γίνεται τὸ διὰ τοῦ Χριστοῦ δοθῆναι
ὅτι οὐκ ἔπεμψε τινὰ τῶν δούλων πρὸς τοὺς δούλους, ἂλλ' αὐτὸν τὸν μονογενῆ» (Ε.Π.Ε. 20, 426).
Μετάφρασις: Βλέπεις, ὅτι τίποτε δὲν ἔγινε χωρὶς τὸ Χριστό; Πῶς τίποτε δὲν ἔγινε χωρὶς τὸν Πατέρα;
Ο Πατέρας μᾶς προώρισε, ὁ Χριστὸς μᾶς προσήγαγε... Εἶναι μὲν μεγάλα ὅσα δόθηκαν, ἀλλὰ
γίνονται πολὺ μεγαλύτερα ἀπὸ τὸ ὅτι δόθηκαν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διότι δὲν ἔστειλε ὁ Θεὸς
κάποιον ἀπὸ τοὺς δούλους Του πρὸς ἐμᾶς τοὺς δούλους Του, ἀλλ' ἀπέστειλε τὸν ἴδιο το Μονογενῆ
Υἱό Του.
Ο Παῦλος ὁ ἴδιος Ζῇ τὸ μυστήριο αὐτὸ τῆς ἀγάπης, τῆς υἱοθετούσης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Παῦλος
ὄχι ἁπλῶς ἦταν ξένος, ἀλλ' ἦταν ἐχθρός του Χριστοῦ. Καὶ τὸν κάλεσε. Καὶ τὸν ἔκανε υἱὸ καὶ
κληρονόμο Του.
Αὐτὴ ἡ τόσο μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ὀνομάζεται στὴ γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης
«εὐδοκία». Τὸ λέγει ὁ Παῦλος: «Προορίσας ἠμᾶς... κατὰ τὴν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ» (στ.
5).
Εὐδοκία εἶναι ἡ θερμὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, γιὰ νὰ δείξη πόσο μεγάλη καὶ
ἀνυποχώρητη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας, λέγει, ὅτι ἡ «εὐδοκία» εἶναι τὸ «πεῖσμα»
τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ μᾶς σώση.
Λέμε γιὰ ἀνθρώπους, ποὺ ἐπιμένουν σ' ἕνα ἔργο: -Αὐτὸς τόβαλε πεῖσμα καὶ θὰ τὸ κάνῃ!
Ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς «ἔβαλε πεῖσμα» νὰ μᾶς σώση καὶ μᾶς ἔσωσε, ἔστω κι ἂν αὐτὴ ἡ σωτηρία Τοῦ
στοίχησε τὴ μεγαλύτερη θυσία. «Εὐδοκίαν τὸ πρώτον θελημὰ φάσι, τὸ σφοδρὸν θέλημα, τὸ μετὰ
ἐπιθυμίας θέλημα, ὃ ἐφ' ἠμῶν οὐ γὰρ παραιτήσομαι καὶ καινοτέρα λέξει χρήσασθαι σαφηνείας
ἕνεκεν τῶν ἀφελεστέρων ὃ λέγομεν ἠμεῖς πεῖσμα, καὶ κατὰ τὸ πεῖσμα ἠμῶν. Τουτέστι, σφόδρα
ἐπιθυμεῖ τῆς σωτηρίας τῆς ἡμετέρας» (Χρυσόστομος Ε.Π.Ε. 20,426-428). Μετάφρασις: Εὐδοκία
ὀνομάζει τὸ πρῶτο θέλημα, τὸ σφοδρὸ θέλημα, τὴ σφοδρὴ ἐπιθυμία, ὅπως συμβαίνει καὶ σὲ μᾶς.
Διότι δὲν θὰ παύσω νὰ χρησιμοποιῶ ἀκόμα πιὸ ἁπλὴ καὶ λαϊκὴ λέξι, γιὰ νὰ νοήσουν καὶ οἱ
ἁπλοϊκώτεροι. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ λέξις «πεῖσμα», κάτι ἀνάλογο μὲ τὸ δικό μας πεῖσμα. Δηλαδή, ὁ Θεὸς
ἐπιθυμεῖ πάρα πολὺ τὴ δική μας σωτηρία.
19 καὶ τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν
ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος αὐτοῦ, 20 ῝Ην ἐνήργησεν ἐν τῷ Χριστῷ ἐγείρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν,
καὶ ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις 21 ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ
δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ
καὶ ἐν τῷ μέλλοντι· 22 καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ
πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, 23 ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου.
1 Καὶ ὑμᾶς ὄντας νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι καὶ ταῖς ἁμαρτίαις, 2 ἐν αἷς ποτε περιεπατήσατε
κατὰ τὸν αἰῶνα τοῦ κόσμου τούτου, κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος, τοῦ πνεύματος τοῦ
νῦν ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς ἀπειθείας· 3 ἐν οἷς καὶ ἡμεῖς πάντες ἀνεστράφημέν ποτε ἐν ταῖς
ἐπιθυμίαις τῆς σαρκὸς ἡμῶν, ποιοῦντες τὰ θελήματα τῆς σαρκὸς καὶ τῶν διανοιῶν, καὶ ἦμεν τέκνα
φύσει ὀργῆς, ὡς καὶ οἱ λοιποί· 4 ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν
ἠγάπησεν ἡμᾶς, 5 καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε
σεσωσμένοι· 6 καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, 7 ἵνα
ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν
χρηστότητι ἐφ' ἡμᾶς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. 8 τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο
οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, 9 οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. 10 αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα,
κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς
περιπατήσωμεν.
Παραπτώματα καὶ ἁμαρτίες (στ. 1)
Εἴμαστε ἕνα σῶμα μὲ τὸ Χριστό. Οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦμε τὸ σῶμα του, τὴν - Ἐκκλησία. Τὸ πλήρωμα
τοῦ σώματος εἶναι ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ πλήρωμα τῆς κεφαλῆς εἶναι τὸ σῶμα. Εἶναι ἡ ὑψίστη τιμή, ποὺ
θὰ μποροῦσε νὰ γίνῃ στὸν ἄνθρωπο, τὸ νὰ εἶναι σῶμα Χριστοῦ. Ἃς σεβαστοῦμε τὴ συγγένεια μὲ τὸ
Χριστό. Ἂν κάποιος μᾶς ἔβαζε στέμμα γεμάτο διαμάντια στὸ κεφάλι, θὰ προσέχαμε, μήπως
χάσουμε τὰ ἄψυχα διαμάντια. Πολὺ περισσότερο ὀφείλουμε νὰ προσέχουμε τώρα, ποὺ ἔχουμε
«Κορῶνα στὸ κεφάλι» τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Τὴν εἰκόνα αὐτὴ χρησιμοποιεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, λέγοντας: «Αἴδεσθωμεν τὴν ἐγγύτητα, τὴν
συγγένειαν, φοβηθῶμεν μὴ τὶς ἀποκοπὴ τοῦ σώματος τούτου, μὴ τὶς ἐκπέση, μὴ τὶς ἀνάξιος φανῆ.
Εἰ διάδημα τὶς ἠμῶν περιέθηκε τὴ κεφαλὴ στέφανον χρυσοῦν, ἄρα οὐκ ἂν πάντα ἐπράξαμεν, ὥστε
τῶν ἀψύχων λίθων ὀφθηναι ἄξιοι; Νῦν δὲ οὐ διάδημα ἠμῶν περικεῖται τὴ κεφαλή, ἀλλὰ κεφαλὴ
γέγονεν ὁ Χριστός, ὅπερ ἐστὶ μεῖζον, καὶ οὐδένα λόγον ποιούμεθα;» (Ε.Π.Ε. 20, 480). Μετάφρασις:
"Ἃς ντραποῦμε τὴ στενὴ σχέσι, τὴ συγγένεια. "Ἃς φοβηθοῦμε, μήπως ἀποκοπῆ κάποιος ἀπὸ τὸ
σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μήπως ἐκπέση, μήπως φανῆ ἀνάξιος. Ἂν κάποιος εἶχε τοποθετήσει στὸ κεφάλι
μᾶς διάδημα, χρυσὸ στεφάνι, δὲν θὰ κάναμε τὰ πάντα γιὰ νὰ φανοῦμε ἄξιοί των ἀψύχων λίθων;
Τώρα στὸ κεφάλι μας δὲν βρίσκεται ἄψυχο διάδημα, ἀλλὰ κεφαλὴ μᾶς ἔχει γίνει Ὁ Χριστός, κάτι
ποὺ εἶναι ἀπείρως ὑψηλότερο. Καὶ δὲν τὸ θεωροῦμε ἄξιο λόγου;
Ἀφοῦ εἴμαστε ἕνα σῶμα μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἔχουμε ἀναστηθῆ μαζί Του. Η μεγάλη δύναμις τοῦ
Θεοῦ φάνηκε στὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νόμισαν οἱ ἐχθροί Του, ὅτι Τὸν θανάτωσαν, ὅτι
μιὰ γιὰ πάντα θὰ ἔκλεινε ὁ φάκελλος «Ἰησοῦς». Ὅμως τέθηκε σὲ ἐνέργεια «τὸ κράτος τῆς ἰσχῦος»
τοῦ Θεοῦ, «ἔγειρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν» (α' 20).
Αὐτὴ ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ φαίνεται καὶ στὴ δική μας ἀνάστασι, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει
στὴν ἀρχὴ τοῦ δευτέρου κεφαλαίου καὶ ἄπ. Παῦλος. Ἤμασταν νεκροί. «Καὶ ὑμᾶς ὄντας νεκρούς
τους παραπτώμασι καὶ ταῖς ἁμαρτίαις» (στ. 1). 'Ἀπόδοσις στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ σεῖς ἤσασταν
νεκροὶ ἐξ αἰτίας τῶν παραπτωμάτων καὶ τῶν ἁμαρτιῶν». 'Ἐννοεῖ ὄχι τὴ σωματικὴ νέκρα, ἀλλὰ τὴν
πνευματική.
• Μὲ τὸ σωματικὸ θάνατο ἐπέρχεται χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα.
• Μὲ τὸν πνευματικὸ ἐπέρχεται χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Θεό.
Ο ἄνθρωπος φτάνει στὸ ἔσχατο σημεῖο κακίας καὶ ἀναισθησίας. Οταν πεθαίνῃ ὁ ἄνθρωπος
σωματικά, παύουν νὰ λειτουργοῦν οἱ αἰσθήσεις. Όταν πεθαίνῃ πνευματικά, παύουν νὰ
λειτουργοῦν οἱ πνευματικὲς αἰσθήσεις. Ο ἄνθρωπος παραμένει ἀπαθὴς καὶ ἀσυγκίνητος στὶς
ὀμορφιὲς τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Οὔτε μιλάει, οὔτε ἀκούει, οὔτε αἰσθάνεται, οὔτε συγκινεῖται.
Εἶναι ψυχρὸς μπροστὰ στὰ ἐρεθίσματα τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ λόγου Του.
• Νεκροὶ ἤσαν προτοῦ γνωρίσουν τὸν Ἰησοῦ οἱ πιστοί της Ἐφέσου.
• Νεκροὶ πνευματικὰ εἶναι καὶ ὅσοι ζοῦν μακρυὰ ἂπ τὸ Χριστό, ἔστω κι ἂν λέγωνται χριστιανοί.
Ἀκοῦνε γιὰ πνευματικὰ θέματα, καὶ δὲν δίνουν σημασία.
Φλυαροῦν γιὰ κάθε λογὴς πράγματα, καὶ μόνο γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὴν ψυχή τους δὲν κάνουν λόγο.
Βλέπουν θαύματα, καὶ παραμένουν ἀσυγκίνητοι.
Κοντά τους ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ τὰ πόδια τοὺς εἶναι νεκρὰ πνευματικά, καὶ δὲν κάνουν
βήματα πρὸς τὸν τόπο τῆς λατρείας. Εἶναι «νεκροὶ τοῖς παραπτώμασι καὶ ταῖς ἁμαρτίαις» (στ. 1).
• Σὰν παραπτώματα μποροῦμε νὰ νοήσουμε τὶς παραβάσεις, ποὺ ἐν γνώσει γίνονται τὶς
παραβάσεις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
• Σὰν ἁμαρτίες τὶς ἐξ ἀγνοίας ἢ ἐξ ἀδυναμίας πράξεις τοῦ κακοῦ.
Πιὸ ἀξιοθρήνητος εἶναι ὁ πνευματικὰ νεκρός. Δὲν πρέπει φυσικὰ ν' ἀπελπιζώμαστε. Ὑπάρχει ἡ
ἀνάστασις. Πρὶν νὰ γίνῃ ἡ κοινὴ ἀνάστασις τῶν σωμάτων, συμβαίνει στὴ ζωὴ αὐτὴ ἡ ἠθικὴ καὶ
πνευματικὴ ἀνάστασις, ἡ μετάνοια. Όπως ἔγινε γιὰ τοὺς πρώτους ἀκροατὲς τοῦ Εὐαγγελικοῦ
λόγου.
Μπορεῖ ἡ ἁμαρτωλότητά μας νὰ εἶναι μεγάλη. Δὲν εἶναι ὅμως μεγαλύτερη ἀπ' τὴ φιλανθρωπία
τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ θὰ κάνῃ τὸ θαῦμα της. Ἡ χριστιανικὴ Ζωή, ἂν θέλουμε,
γίνεται μία νεκρανάστασις. Αὐτὸ βλέπουμε στὴ συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς.
17 καὶἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, 18 ὅτι δι' αὐτοῦ ἔχομεν τὴν
προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα. 19 ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ
πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, 20 ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ
τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, 21 ἐν ᾧ πᾶσα ἡ οἰκοδομὴ
συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· 22 ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς
κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι.
1 Τούτου χάριν ἐγὼ Παῦλος ὁ δέσμιος τοῦ Χριστοῦ ᾿Ιησοῦ ὑπὲρ ὑμῶν τῶν ἐθνῶν, 2 εἴγε ἠκούσατε
τὴν οἰκονομίαν τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τῆς δοθείσης μοι εἰς ὑμᾶς, 3 ὅτι κατὰ ἀποκάλυψιν ἐγνώρισέ
μοι τὸ μυστήριον, καθὼς προέγραψα ἐν ὀλίγῳ, 4 πρὸς ὃ δύνασθε ἀναγινώσκοντες νοῆσαι τὴν
σύνεσίν μου ἐν τῷ μυστηρίῳ τοῦ Χριστοῦ, 5 ὃ ἑτέραις γενεαῖς οὐκ ἐγνωρίσθη τοῖς υἱοῖς τῶν
ἀνθρώπων ὡς νῦν ἀπεκαλύφθη τοῖς ἁγίοις ἀποστόλοις αὐτοῦ καὶ προφήταις ἐν Πνεύματι, 6 εἶναι
τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῦ ἐν τῷ Χριστῷ διὰ τοῦ
εὐαγγελίου, 7 οὗ ἐγενόμην διάκονος κατὰ τὴν δωρεὰν τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι κατὰ
τὴν ἐνέργειαν τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. 8 ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὕτη,
ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ 9 καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ
οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι
διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ,
10 ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ
πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ, 11 κατὰ πρόθεσιν τῶν αἰώνων ἣν ἐποίησεν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ
Κυρίῳ ἡμῶν, 12 ἐν ᾧ ἔχομεν τὴν παρρησίαν καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐν πεποιθήσει διὰ πίστεως
αὐτοῦ. 13 διὸ αἰτοῦμαι μὴ ἐκκακεῖν ἐν ταῖς θλίψεσί μου ὑπὲρ ὑμῶν, ἥτις ἐστὶ δόξα ὑμῶν. 14 Τούτου
χάριν κάμπτω τὰ γόνατά μου πρὸς τὸν πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, 15 ἐξ οὗ πᾶσα
πατριὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς ὀνομάζεται, 16 ἵνα δῴη ὑμῖν κατὰ τὸν πλοῦτον τῆς δόξης αὐτοῦ
δυνάμει κραταιωθῆναι διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ εἰς τὸν ἔσω ἄνθρωπον, 17 κατοικῆσαι τὸν Χριστὸν
διὰ τῆς πίστεως ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, 18 ἐν ἀγάπῃ ἐρριζωμένοι καὶ τεθεμελιωμένοι ἵνα ἐξισχύσητε
καταλαβέσθαι σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος, 19 γνῶναί τε τὴν
ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ἵνα πληρωθῆτε εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ
Θεοῦ. 20 Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑπὲρ πάντα ποιῆσαι ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν, κατὰ τὴν
δύναμιν τὴν ἐνεργουμένην ἐν ἡμῖν, 21 αὐτῷ ἡ δόξα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ εἰς πάσας τὰς
γενεὰς τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων· ἀμήν.
σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· 5 εἷς Κύριος, μία πίστις,
ἓν βάπτισμα· 6 εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων, καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ἡμῖν.
7 ῾Ενὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. 8 διὸ λέγει· ἀναβὰς
εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις. 9 τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστιν εἰ
μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς; 10 ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς
ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα. 11 καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους,
τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, 12 πρὸς τὸν
καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, 13 μέχρι
καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς
ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, 14 ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι,
κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας, ἐν τῇ κυβείᾳ τῶν ἀνθρώπων, ἐν
πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης,
20 ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως ἐμάθετε τὸν Χριστόν, 21 εἴγε αὐτὸν ἠκούσατε καὶ ἐν αὐτῷ ἐδιδάχθητε,
καθώς ἐστιν ἀλήθεια ἐν τῷ ᾿Ιησοῦ, 22 ἀποθέσθαι ὑμᾶς κατὰ τὴν προτέραν ἀναστροφὴν τὸν παλαιὸν
ἄνθρωπον τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, 23 ἀνανεοῦσθαι δὲ τῷ πνεύματι τοῦ
νοὸς ὑμῶν 24 καὶ ἐνδύσασθαι τὸν καινὸν ἄνθρωπον τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καὶ
ὁσιότητι τῆς ἀληθείας. 25 Διὸ ἀποθέμενοι τὸ ψεῦδος λαλεῖτε ἀλήθειαν ἕκαστος μετὰ τοῦ πλησίον
αὐτοῦ· ὅτι ἐσμὲν ἀλλήλων μέλη. 26 ὀργίζεσθε, καὶ μὴ ἁμαρτάνετε· ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ
παροργισμῷ ὑμῶν, 27 μηδὲ δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ. 28 ὁ κλέπτων μηκέτι κλεπτέτω, μᾶλλον δὲ
κοπιάτω ἐργαζόμενος τὸ ἀγαθὸν ταῖς χερσίν, ἵνα ἔχῃ μεταδιδόναι τῷ χρείαν ἔχοντι. 29 πᾶς λόγος
σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω, ἀλλ' εἴ τις ἀγαθὸς πρὸς οἰκοδομὴν τῆς χρείας, ἵνα
δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσι. 30 καὶ μὴ λυπεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον τοῦ Θεοῦ, ἐν ᾧ ἐσφραγίσθητε εἰς
ἡμέραν ἀπολυτρώσεως. 31 πᾶσα πικρία καὶ θυμὸς καὶ ὀργὴ καὶ κραυγὴ καὶ βλασφημία ἀρθήτω ἀφ'
ὑμῶν σὺν πάσῃ κακίᾳ. 32 γίνεσθε δὲ εἰς ἀλλήλους χρηστοί, εὔσπλαγχνοι, χαριζόμενοι ἑαυτοῖς
καθὼς καὶ ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ ἐχαρίσατο ἡμῖν.
Ὄχι στὸ Διάβολο, ναὶ στὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον (στ. 27. 30)
Μὲ τὸ θυμὸ καὶ τὴν ὀργή, ποὺ φανερώνουν ἐγωισμό, ἀνοίγουμε τὴν πόρτα στὸ Διάβολο. Γι' αὐτὸ
ὁ Παῦλος προτρέπει: «Μήτε δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ» (στ. 27).
Ὁ Διάβολος πολιορκεῖ τὴν καρδιά μας. Ἐπιδιώκει νὰ μπῆ μέσα. Δὲν μπορεῖ μόνος του, ἂν δὲν
τοῦ ἀνοίξουμε ἐμεῖς. Δυστυχῶς πολλοὶ ἔχουν ἁβροφροσύνες μὲ τὸν Διάβολο. Σὰν νὰ τοῦ λένε:
-Πέρασε, ἀξιότιμε κύριε Διάβολε. Ὁ τόπος τῆς καρδιᾶς μου εἶναι δικός σου.
Τότε μπαίνει καὶ στρογκυλοκάθεται. Κατακυριεύει καὶ καταδυναστεύει τὴν ψύχη. Στέλνουν
πολλοὶ πάνω στὸ θυμὸ τοὺς συνανθρώπους στὸ Διάβολο. Σὰν νὰ ρίχνουν τὸ πρόβατο τοῦ Θεοῦ στὸ
στόμα τοῦ λύκου. Ὁ Χριστὸς ᾖλθε νὰ μᾶς ἐλευθερώση ἀπὸ τὸ Διάβολο (Ἑβρ. β' 14). Κι ὑπάρχουν
χριστιανοί, ποὺ στέλνουν ἀδελφούς τους στὸ Διάβολο!
Όταν ἱκανοποιοῦμε τὸ πονηρὸ Πνεῦμα, λυπᾶμε τὸ ἀγαθὸ Πνεῦμα, τὸ πανάγιο Πνεῦμα. Γι' αὐτὸ
λέει ὁ Παῦλος: «Καὶ μὴ λυπεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιόν του Θεοῦ, ἐν ὢ ἐσφραγίσθητε εἰς ἡμέραν
ἀπολυτρώσεως» (στ. 30). Ἀπόδοσης στὴν ἁπλοελληνική: «Καὶ νὰ μὴ λυπᾶτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιό του
Θεοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο σφραγισθήκατε τὴ μέρα ποὺ σᾶς ἀγόρασε, ποὺ σᾶς λύτρωσε (ποῦ
βαφτιστήκατε)».
Καμμία πνευματικὴ ρᾳθυμία ἃς μὴ δείχνουμε.
• Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ὁ ἔνοικος στὸ κατοικητήριο τῆς ψυχῆς μας.
• Τὸ εἰσιτήριό μας γιὰ τὴ μεγάλη ἡμέρα τοῦ λυτρωμοῦ, ποὺ θὰ βεβαιωθῆ τὴν ἡμέρα τῆς
ἐκδημίας μας στὸν Κύριο, εἶναι σφραγισμένο ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Ἃς μὴ τὸ πικραίνουμε,
λοιπόν, μὲ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τὰ πάθη μας.
1 Γίνεσθε οὖν μιμηταὶ τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα ἀγαπητά, 2 καὶ περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ, καθὼς καὶ ὁ
Χριστὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ παρέδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν προσφορὰν καὶ θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς
ὀσμὴν εὐωδίας. 3 πορνεία δὲ καὶ πᾶσα ἀκαθαρσία ἢ πλεονεξία μηδὲ ὀνομαζέσθω ἐν ὑμῖν, καθὼς
πρέπει ἁγίοις, 4 καὶ αἰσχρότης καὶ μωρολογία ἢ εὐτραπελία, τὰ οὐκ ἀνήκοντα, ἀλλὰ μᾶλλον
εὐχαριστία. 5 τοῦτο γάρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι πᾶς πόρνος ἢ ἀκάθαρτος ἢ πλεονέκτης, ὅς ἐστιν
εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ.
6 Μηδεὶς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοῖς λόγοις· διὰ ταῦτα γὰρ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς
τῆς ἀπειθείας. 7 μὴ οὖν γίνεσθε συμμέτοχοι αὐτῶν. 8 ἦτε γάρ ποτε σκότος, νῦν δὲ φῶς ἐν Κυρίῳ· ὡς
τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε· 9 ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ καὶ
ἀληθείᾳ· 10 δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. 11 καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς
ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε· 12 τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ' αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι
καὶ λέγειν· 13 τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς
ἐστι. 14 διὸ λέγει· ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός.
15 Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ' ὡς σοφοί, 16 ἐξαγοραζόμενοι τὸν
καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. 17 διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα
τοῦ Κυρίου. 18 καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν
Πνεύματι, 19 λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ
ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ, 20 εὐχαριστοῦντες πάντοτε ὑπὲρ πάντων ἐν ὀνόματι τοῦ
Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τῷ Θεῷ καὶ πατρί, 21 ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ.
22 Αἱγυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ὑποτάσσεσθε ὡς τῷ Κυρίῳ, 23 ὅτι ὁ ἀνήρ ἐστι κεφαλὴ τῆς
γυναικός, ὡς καὶ ὁ Χριστὸς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας, καὶ αὐτός ἐστι σωτὴρ τοῦ σώματος. 24 ἀλλ' ὥσπερ
ἡ ἐκκλησία ὑποτάσσεται τῷ Χριστῷ, οὕτω καὶ αἱ γυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ἐν παντί. 25 οἱ ἄνδρες
ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν
ὑπὲρ αὐτῆς, 26 ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι, 27 ἵνα παραστήσῃ
αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ' ἵνα ᾖ ἁγία
καὶ ἄμωμος.
Ὑποταγὴ στοὺς ἄνδρες (στ. 22)
Ἡ πρὸς Ἐφεσίους εἶναι Ἐπιστολή, ποὺ στὰ πρῶτα της κεφάλαια ἀγγίζει τὸν οὐρανό, καὶ στὰ
τελευταῖα της ἀγκαλιάζει τὴ γῆ. Ἡ θεολογία τῶν πρώτων κεφαλαίων μεταφράζεται, καὶ γίνεται
καθημερινὴ Ζωὴ στὰ τελευταῖα κεφάλαια, καὶ μάλιστα στὸ πέμπτο καὶ τὸ ἕκτο.
Η κοινωνία τότε θὰ ἐπιλύση σωστά τα ποικίλα προβλήματά της, ὅταν καὶ τὰ πιὸ πρακτικὰ
προβλήματα γίνουν θεολογικὰ καὶ χριστολογικά. Μέσα στὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, στὴ
βασικὴ ἔννοια τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, φαίνονται τελείως διαφορετικὰ καὶ
ἐπιλύονται ὀρθά τα ποικίλα κοινωνικά, οἰκονομικά, οἰκογενειακά, ἠθικά, πολιτιστικά, ἀκόμη καὶ
πολιτικὰ ζητήματα.
Πολὺς λόγος γιὰ τὸ λεγόμενο φεμινιστικὸ κίνημα καὶ τὴν ἰσότητα τῶν δύο φύλων. Νομίζουν, ὅτι
ἰσότητα εἶναι, νὰ καταργηθοῦν οἱ ξεχωριστοὶ ρόλοι τοῦ ἄντρα καὶ τῆς γυναίκας μέσα στὸ γάμο καὶ
τὴν οἰκογένεια. Μὲ τὶς θεωρίες τους, ἀντὶ νὰ ἐξυψώνουν τὴ γυναῖκα, τὴν ὑποβιβάζουν
περισσότερο. Τῆς ἀφαιροῦν τὴ δόξα, ποὺ ἔχει μέσα στὸν ὑπέροχο σκοπὸ τοῦ γάμου καὶ τῆς
οἴκογενειας.
Ἀντὶ νὰ λύσουν ἕνα πρόβλημα, δημιουργοῦν μύρια ἄλλα προβλήματα, ποὺ φαίνονται καὶ ἀπὸ
τὴ διάλυση, οὐσιαστικά, τῆς οἰκογενείας.
Η ἀληθινὴ ἰσότητα ἐπέρχεται μόνο μέσα στὸ χριστιανικὸ γάμο. Στὴ συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς ὁ
Παῦλος λέει: «Αἳ γυναῖκες, τοῖς ἰδίοις ἀνδρᾶσιν ὑποτάσσεσθε ὡς τῷ Κυρίῳ» (στ. 22). Ἀπόδοσης
στὴν ἁπλοελληνική: «Σεῖς, γυναῖκες, νὰ ὑποτάσσεσθε στοὺς ἄνδρες σας, ὅπως στὸν Κύριο».
Όποιος ἐπιπόλαια κρίνει τὸ χωρίο, σταματᾷ στὸ ρῆμα τῆς ὑποταγῆς καὶ κατηγορεῖ τὸ
Χριστιανισμό:
-Νά, ὁ Παῦλος παραγγέλλει ὑποταγὴ τῆς γυναίκας στὸν ἄντρα! Δηλαδή, δούλη τοῦ ἄντρα εἶναι
ἡ γυναῖκα;
Τὸ χωρίο ὅμως δὲν δηλώνει δουλικὴ ὑποταγὴ καὶ αὐταρχικὴ ἐπιβολὴ τοῦ ἄντρα. Ἃς δοῦμε τὸ
ἀληθινό του νόημα καὶ τὶς πραγματικὲς σχέσεις ἄντρα καὶ γυναίκας, ὡς μελῶν τοῦ αὐτοῦ σώματος,
τῆς Ἐκκλησίας.
• Ὑπάρχει ὁπωσδήποτε διάκρισις μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικός. Τὸ τονίζει ἢ Γραφὴ στὶς πρῶτες
σελίδες της: «Ἀρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς» (Γέν. ἃ' 27). Ἡ διάκρισις αὐτὴ δὲν σημαίνει
ὑπερτίμηση τοῦ ἑνὸς εἰς βάρος τοῦ ἄλλου. Σημαίνει τὴν εἰδικὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Όπως στὰ λουλούδια ὑπάρχει ποικιλία, ὅπως στὰ ἄστρα ὑπάρχει ποικιλία, ἔτσι καὶ στὸ
ἀνθρώπινο γένος ὑπάρχει ποικιλία. Ἡ ποικιλία αὐτὴ φανερώνει τὴ δύναμη καὶ τὴν πανσοφία τοῦ
Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀμορφιὰ μέσα στὴν πλάσι. Καὶ ὁ ἄντρας καὶ ἡ γυναῖκα ἔχουν τὴν ὀμορφιά τους.
Ἡ γυναῖκα εἶναι ὡραία καὶ ὡς πρὸς τὸ συναίσθημα καὶ ὡς πρὸς τὸ ρόλο, ποῦ τὴν ἔταξε ὁ Θεός.
• Ἡ διάκρισις ἀνάμεσα στὸν ἄντρα καὶ τὴ γυναῖκα δὲν εἶναι διάκρισις ἀξίας, ἀλλὰ ἀξιώματος.
Ἄλλο τὸ ἀξίωμα τῆς γυναίκας, ἄλλο τοῦ ἄντρα. Στὴν ἄξια ὅμως εἶναι καὶ οἱ δύο ἴσοι. Γι' αὐτὸ ὁ
Παῦλος τονίζει σ' ἄλλη Ἐπιστολὴ τοῦ τὸ ἀδιάκριτον: «Οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (Γαλ. γ ? 25). Ὁ λόγος
αὐτὸς δὲν ἰσοπεδώνει, ἀλλ' ἐξισώνει τὸ ἀντρόγυνο.
• Ἡ ὑποταγὴ τῆς γυναίκας στὸν ἄντρα δὲν ἀποτελεῖ κατάργηση τῆς γυναικείας προσωπικότητας.
Εἶναι φανέρωσις τῆς σφοδρῆς ἀγάπης, ποὺ ἔχει ἡ γυναῖκα πρὸς τὸ σύζυγό της.
• Ἡ ἕλξις τῶν δύο φύλων, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ἔρωτας, εἶναι μία δύναμις, βαλμένη ἀπ' τὸ Θεὸ
στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ συγκρατῇ καὶ νὰ συγκροτῇ τὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες. Πιέζονται ὁ ἄντρας καὶ
ἡ γυναῖκα, γιὰ ν' ἀγαποῦν καὶ ν' ἀγαπιώνται. Τυραννίδα, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, ὀνομάζει ὁ Ἱερὸς
Χρυσόστομος αὐτὴ τὴν ἀγάπη. «Ὄντως πάσης τυραννίδος αὕτη ἢ ἀγάπη τυραννικωτέρα» (Ε.Π.Ε.
21,192).
Βέβαια, ἀπὸ τὴ φλογερὴ ἀγάπη τῶν δύο φύλων, δὲν προέρχονται μόνο καλά. Προέρχονται καὶ
κακὰ Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πῶς ξεκινάει αὐτὴ ἡ ἀγάπη. Ἀπὸ τὸ πῶς διατηρεῖται. Καὶ ἀπὸ τὸ ποὺ
σκοπεύει. Λέει o ι. Χρυσόστομος: «Μεγάλα ἀπὸ τούτου κακὰ τίκτεται καὶ μεγάλα καλὰ καὶ οἰκίαις
καὶ πόλεσιν. Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἤμων συγκροτεῖ τὸν βίον, ὡς ἔρως ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ὑπὲρ τούτου
καὶ ὅπλα πολλοὶ τίθενται, ὑπὲρ τούτου καὶ τὴν ψυχὴν προδιδόασιν» (Ε.Π.Ε. 21,194). Μετάφρασις:
Ἀπὸ τὴ σχέση τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας προξενοῦνται βέβαια μεγάλα κακὰ καὶ μεγάλα καλά, καὶ
στὰ σπίτια καὶ στὶς πόλεις. Τίποτε δὲν ἑνώνει τόσο τὴ Ζωή μας, ὅσο ὁ ἔρωτας τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς
γυναίκας. Χάριν αὐτοῦ πολλοὶ καὶ τὰ ὅπλα καταθέτουν. Χάριν αὐτοῦ πολλοὶ καὶ τὴν ψυχὴ τοὺς
παραδίνουν.
• Ἡ ὑποταγὴ στὸν ἄντρα ἐπιβάλλεται, γιὰ νὰ ὑπάρχη κάποια ἀρχὴ καὶ ἁρμονία στὶς σχέσεις μέσα
στὴν οἰκογένεια. Ἡ ὑποταγὴ αὐτὴ δὲν εἶναι αὐθαίρετη. Ἡ γυναῖκα προῆλθε ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Στὸν
Ἀδὰμ ἑνώνεται ὁλόκληρό το ἀνθρώπινο γένος, ὅπως ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ «ἀνακεφαλαίωσις» τοῦ νέου
κόσμου. (Ἐφεσ. ἃ' 10). Η ὑποταγὴ ἔχει σχέση μὲ τὸν Κύριο: «Ὑποτάσσεσθε ὡς τῷ Κυρίῳ» (στ. 22).
Ο ἄντρας εἶναι τύπος τοῦ Κυρίου. Ὀφείλει, λοιπόν, πρῶτα νὰ εἶναι ὁ ἴδιος «κύριος», γιὰ ν'
ἀπαιτῇ ὑποταγή. Νὰ εἶναι «κύριος», καὶ ὄχι «δοῦλος» παθῶν.
Ἔτσι θὰ μπορῇ ἡ γυναῖκα νὰ τὸν ἀποκαλῇ: «Ὁ κύρης μου». Ἡ ὑποταγὴ τῆς γυναίκας εἶναι «ὡς
τῷ Κυρίῳ». Όπως στὸν Κύριο. Ὑπάρχει ὁμοιότητα, ὄχι ταυτότητα ὑποταγῆς.
Η τελεία ὑποταγὴ μόνο στὸ Χριστὸ ὀφείλεται. Καὶ ἂν σὲ ὤρισμενα πράγματα ἡ γυναῖκα ὀφείλῃ
ὑποταγὴ στὸν ἄντρα της, εἶναι διότι τὸ λέει ὁ Κύριος, διότι ἡ ὑποταγὴ τῆς λαμβάνεται σὰν ὑποταγὴ
στὸν Κύριο, διότι ὁ ἄντρας ἔχει ὁμοιότητες μὲ τὸν Κύριο. Αὐτὸ ἄλλωστε βγαίνει καὶ ἀπὸ τὰ
λεγόμενα στοὺς παρακάτω στίχους.
28 οὕτως ὀφείλουσιν οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶν τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα. ὁ ἀγαπῶν
τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἑαυτὸν ἀγαπᾷ· 29 οὐδεὶς γάρ ποτε τὴν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν, ἀλλ' ἐκτρέφει
καὶ θάλπει αὐτήν, καθὼς καὶ ὁ Κύριος τὴν ἐκκλησίαν· 30 ὅτι μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς
σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ· 31 ἀντὶ τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ
καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα
μίαν. 32 τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν. 33 πλὴν καὶ
ὑμεῖς οἱ καθ' ἕνα ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν, ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται
τὸν ἄνδρα.
1 Τὰ τέκνα ὑπακούετε τοῖς γονεῦσιν ὑμῶν ἐν Κυρίῳ· τοῦτο γάρ ἐστι δίκαιον. 2 τίμα τὸν πατέρα
σου καὶ τὴν μητέρα, ἥτις ἐστὶν ἐντολὴ πρώτη ἐν ἐπαγγελίᾳ, 3 ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἔσῃ
μακροχρόνιος ἐπὶ τῆς γῆς. 4 καὶ οἱ πατέρες μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἀλλ' ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν
παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου.
5 Οἱ δοῦλοι ὑπακούετε τοῖς κυρίοις κατὰ σάρκα μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἐν ἁπλότητι τῆς καρδίας
ὑμῶν ὡς τῷ Χριστῷ, 6 μὴ κατ' ὀφθαλμοδουλίαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ' ὡς δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ,
ποιοῦντες τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐκ ψυχῆς, 7 μετ' εὐνοίας δουλεύοντες ὡς τῷ Κυρίῳ καὶ οὐκ
ἀνθρώποις, 8 εἰδότες ὅτι ὃ ἐάν τι ἕκαστος ποιήσῃ ἀγαθόν, τοῦτο κομιεῖται παρὰ τοῦ Κυρίου, εἴτε
δοῦλος εἴτε ἐλεύθερος. 9 Καὶ οἱ κύριοι τὰ αὐτὰ ποιεῖτε πρὸς αὐτούς, ἀνιέντες τὴν ἀπειλήν, εἰδότες
ὅτι καὶ ὑμῶν αὐτῶν ὁ Κύριός ἐστιν ἐν οὐρανοῖς, καὶ προσωποληψία οὐκ ἔστι παρ' αὐτῷ.
Ἀνθρωπάρεσκοι (στ. 6)
Όλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μέσα τους τὸ σπέρμα τοῦ κακοῦ. Σ' ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις ὑπάρχει
ἡ τάσις νὰ κοροϊδεύουν, νὰ μὴν ἐργάζονται τίμια. Καὶ οἱ δοῦλοι τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας
προσπαθοῦσαν νὰ ξεφύγουν, ὅσο γινόταν, ἀπὸ τὴν καταπίεση τῶν ἀφεντάδων. Ἄλλοτε
προσπαθοῦσαν ν' ἀρέσουν στοὺς κυρίους μὲ ὑποκριτικὴ ὑπακοὴ καὶ φαινομενικὴ ἐργασία.
Στὸ νοῦ τους δὲν εἶχαν τὸ καθῆκον, ἀλλὰ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια. Πῶς ν' ἀποσπάσουν τὴ
συμπάθεια τῶν ἀφεντάδων! Ὄχι πῶς ν' ἀρέσουν στὸ Θεὸ καὶ τὴ συνείδησί τους!
Κάτι τέτοιο συμβαίνει σ' ὅλους τους ἀνθρώπους, ὅταν δὲν ὑπάρχη συνείδησις τίμιας δουλειᾶς.
Φυσικὰ πολὺ περισσότερο συνέβαινε στοὺς δούλους, ποὺ εἶχαν καὶ κάποιο ἐλαφρυντικό. Ἤθελαν
νὰ ξεφύγουν κάπως ἀπ' τὴ σκληρότητα καὶ βαναυσότητα τῆς ἁλυσοδεμένης δουλειᾶς.
• Ἀλλ' ὁ Παῦλος θέλει καὶ τοὺς χριστιανοὺς δούλους ἐντάξει στὴν ἐργασία τους, ὄχι φυσικὰ γιὰ
νὰ διαιωνίζεται τὸ καθεστὼς τῆς δουλείας ἢ γιὰ νὰ ὑποστηρίζεται τὸ «μεγάλο κεφάλαιο», ὅπως
θάλεγαν μερικοὶ σήμερα, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνεται ἀφορμὴ ἢ τιμιότητά τους πρὸς «ἄγραν» ψυχῶν στὸ
Χριστό. Συνιστᾷ στοὺς χριστιανοὺς δούλους: «Μὴ κατ' ὀφθαλμοδουλίαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ'
ὡς δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, Ποιoύντες τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐκ ψυχῆς» (στ. 6). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Ὄχι δουλεύοντας γιὰ τὰ μάτια, γιὰ νάστε ἄρεστοι στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ' ὡς
δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, ἐκτελώντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ψυχή σας».
• Πάνω ἀπὸ δοῦλοι ἀνθρώπων ἤσαν δοῦλοι Χριστοῦ. Καὶ ὅποιος εἶναι δοῦλος Χριστοῦ, Ζῇ τὴν
ἐλευθερία στὴν ὡραιότερη μορφή της. Καὶ ἑπομένως ἡ σωματικὴ δουλεία δὲν τοῦ φαίνεται
δυσβάστακτη.
• Πῶς πρέπει νὰ δουλεύῃ ἕνας χριστιανὸς ἐργάτης, ἕνας χριστιανὸς ὑπάλληλος, ἐξαρτώμενος
ἀπὸ ἐργοδότη, ἀπὸ προϊστάμενο, ἀπὸ διευθυντὴ;
Ὄχι «κατ' ὀφθαλμοδουλείαν». Σὲ ἁπλὴ γλῶσσα, ὀφθαλμοδουλεία μεταφράζεται «λοῦφα». Ἐφ'
ὅσον δὲν βλέπει κανείς, κάνουμε τὸ κορόιδο καὶ δὲν δουλεύουμε! Στὶς μέρες μας ἢ ἀσυνειδησία
στὸν ἐργασιακὸ χῶρο ἔχει φτάσει στὰ ἄκρα. Πολλοὶ πληρώνονται, ἰδίως στὸ δημόσιο τομέα, χωρὶς
καθόλου νὰ δουλεύουν.
• Κατὰ βάθος ὑπάρχει σὲ ὅλους δόσις ἀσυνειδησίας καὶ ἔλλειψις φόβου Θεοῦ. Δουλεύουν ἀπὸ
τὸ φόβο τοῦ προϊσταμένου. Φτάσαμε νάχουμε τόσους προϊσταμένους καὶ ἐπόπτες ἐργασίας,
ὅσους καί... ἐργάτες!
Ο χριστιανὸς δὲν δουλεύει «κατ' ὀφθαλμοδουλείαν». Ἐργάζεται κατὰ συνείδησι. Ξέρει, ὅτι τὸ
ψωμί του, τὸ μισθό του, ὀφείλει νὰ τὸν παίρνῃ τίμια, ἀδιαφορώντας ἂν κάποιοι ἄλλοι εἶναι
κομπιναδόροι. Ἄλλωστε γιὰ τὸ χριστιανό, πάνω ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ ἀφεντικοῦ ἢ τοῦ ἐπόπτη, ὑπάρχει
ἡ παρακολούθησις τοῦ Παντεπόπτη Θεοῦ.
• Ἡ ὀφθαλμοδουλεία ὁδηγεῖ σὲ ἀνθρωπαρέσκεια. Σὲ δουλειές, ὅταν ἔρχεται ὁ προϊστάμενος,
τὸ σύνθημα εἶναι ἡ λέξις «σύρμα». Ἕνας φυλάει «τσίλιες» καὶ εἰδοποιεῖ τοὺς ἄλλους, ὅτι ἔρχεται ὁ
ἐπόπτης. Καὶ τότε ὅλοι κάνουν πῶς δουλεύουν.
Μὲ τέτοια νοοτροπία πῶς νὰ πάῃ μπροστὰ οἰκονομικὰ ἕνας τόπος;
• Ἀλλ' ἢ ἀνθρωπαρέσκεια ὁδηγεῖ καὶ σὲ ἄλλα κακά, ὅπως ἡ κολακεία. Πολλοὶ συμπεριφέρονται
δουλοπρεπῶς. Παριστάνουν τοὺς ἐλεύθερους, ἐνῷ καταντοῦν δοῦλοι ἀνθρώπων. Κάμπτουν τὴ
σπονδυλική τους στήλη στοὺς ἰσχυρούς της ἡμέρας. Ἀπὸ πίσω συνήθως τοὺς βρίζουν καὶ τοὺς
μουτζώνουν!
Καὶ ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ κερδίσουν τὴν εὔνοια, ποὺ θὰ τοὺς ὁδηγήση σὲ μεγαλύτερη ἀμοιβὴ ἢ σὲ
καλύτερη θέσι.
Ἡ ἀνθρωπαρέσκεια κάνει τὸν ἄνθρωπο περίγελω. Θαυμάσει ἀρετὲς ἀνύπαρκτές του
προϊσταμένου, ἐνῷ εἶναι ἕτοιμος νὰ τὸν ἐγκαταλείψη ἢ νὰ τὸν προδώση, μόλις πάψη νάναι ἰσχυρὸ
πρόσωπο.
Ἐκεῖνος ποὺ δουλεύει «ἐκ ψυχῆς» «μετ' εὐνοίας» ποὺ δουλεύει γιὰ τὸ Χριστό, αὐτός, ὅσο
σκληρὴ καὶ νάναι ἡ δουλειά του, αἰσθάνεται ἄνετος, ἐλεύθερος.
Οἱ χριστιανοὶ δοῦλοι καὶ ἀπὸ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ἀποκτοῦσαν οὐσιαστικὰ τὴν ἐλευθερία τους,
προτοῦ τὴν ἀποκτήσουν κάποτε καὶ τυπικά. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ Ι. Χρυσόστομος: «Ἀπὸ
προθυμίας, μὴ ἀπὸ ἀνάγκης, ἀπὸ προαιρέσεως, μὴ ἀπὸ βίας. Ἂν οὕτω δουλεύῃς, οὐκ εἰ δοῦλος,
ἂν ἐκ προαιρέσεως, ἂν μετ' εὐνοίας, ἂν ἀπὸ ψυχῆς, ἂν διὰ τὸν Χριστόν. Ταύτην γὰρ τὴν δουλείαν
καὶ Παῦλος δουλεύει ὁ ἐλεύθερος» (Ε.Π.Ε. 21,274). Μετάφρασις: Νὰ δουλεύετε μὲ προθυμία, ὄχι
ἀπὸ ἀνάγκη. Μὲ καλὴ διάθεση, ὄχι καταπιεστικά. Ἂν δουλεύῃς μ' αὐτὸ τὸν τρόπο, δὲν εἶσαι δοῦλος.
Ἄν, δηλαδή, δουλεύῃς μὲ καλὴ διάθεση, μὲ εἰλικρίνεια, ἀπὸ τὴν ψυχή σου, γιὰ τὸ Χριστό. Διότι
τέτοια δουλειὰ δούλευε καὶ ὁ Παῦλος, ὁ ὄντως ἐλεύθερος.
21 ῞Ιναδὲ εἰδῆτε καὶ ὑμεῖς τὰ κατ' ἐμέ, τί πράσσω, πάντα ὑμῖν γνωρίσει Τυχικὸς ὁ ἀγαπητὸς
ἀδελφὸς καὶ πιστὸς διάκονος ἐν Κυρίῳ, 22 ὃν ἔπεμψα πρὸς ὑμᾶς εἰς αὐτὸ τοῦτο, ἵνα γνῶτε τὰ περὶ
ἡμῶν καὶ παρακαλέσῃ τὰς καρδίας ὑμῶν. 23 Εἰρήνη τοῖς ἀδελφοῖς καὶ ἀγάπη μετὰ πίστεως ἀπὸ
Θεοῦ πατρὸς καὶ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. 24 ῾Η χάρις μετὰ πάντων τῶν ἀγαπώντων τὸν Κύριον ἡμῶν
᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἐν ἀφθαρσίᾳ· ἀμήν.
Ἀδελφὸς διάκονος (στ. 21)
Ποιὸς γνωρίζει τὸν Τυχικό; Οὔτε κὰν τὸ ὄνομά του δὲν ἔχουμε ἀκούσει. Καὶ ὅμως, ὁ Τυχικὸς ἦταν
σπουδαῖος μαθητὴς τοῦ ἀποστόλου Παὺλου. Ἂν οἱ φίλοι φαίνονται στὶς θλίψεις, τότε ὁ Τυχικὸς
ἦταν πιστὸς φίλος του Παύλου. Ἔμεινε κοντά του κατὰ τὸν καιρὸ τῆς «ἁλύσεως» (Β΄ Τιμ. α' 16),
κατὰ τὴ φυλάκιση τοῦ Παύλου.
Πολλοὺς φίλους καὶ μαθητὲς εἶχε ὁ Παῦλος. Ἀλλ' ἐρχόταν στιγμή, ποῦ τὸν ἐγκατέλειπαν. “Όταν
διωκόταν καὶ φυλακιζόταν γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔβλεπαν ὅτι κοντὰ στὸν Παῦλο ἢ ζωὴ
τοὺς γινόταν ἐπισφαλής, μὲ διακριτικότητα ἀποχωροῦσαν ἀπὸ κοντά του.
Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος ἀποδίδει δίκαιο ἔπαινο στοὺς λίγους, ποὺ παρέμεναν κοντά του τὶς δύσκολες
ὧρες τῆς φυλακῆς.
Στοὺς λίγους αὐτοὺς ἀφοσιωμένους στὸν ἀπόστολο Παῦλο ἀνήκει καὶ ὁ Τυχικός. Ὅταν ἔγραψε
ὁ Παῦλος τὴ Β΄ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή, ποῦ εἶναι συντεταγμένη κατὰ τὴν τελευταία φυλάκισή
του καὶ ἀποτελεῖ τὸ κύκνειο ᾆσμα του, στὸ τέλος μὲ ἀνθρώπινο παράπονο ἀναφέρεται στὴν
ἐγκατάλειψη τοῦ Δημᾶ. «Δημᾶς μὲ ἐγκατέλειπεν ἀγαπήσας τὸν νῦν αἰῶνα» (Β΄ Τιμ. δ' 10).
Στὴ συνέχεια ὅμως ἀναφέρει καὶ τὰ πρόσωπα, ποὺ ἔμειναν κοντά του, ὅπως ὁ Λουκᾶς. Ἀνάμεσα
σ' αὐτοὺς πάλι ἀναφέρεται ὁ Τυχικός. «Τυχικὸν δὲ ἀπέστειλα εἷς Ἔφεσον» (Β ? Τιμ. δ' 12).
Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι καὶ κατὰ τὴν πρώτη φυλάκιση τοῦ Παύλου στὴ Ρώμη, ὁπότε ἔγραψε καὶ
ἔστειλε τὴν πρὸς 'Ἐφεσίους Ἐπιστολή, καὶ κατὰ τὴ δευτέρα φυλάκισή του, ὁπότε ἔγραψε τὴ Β΄ πρὸς
Τιμόθεον, ὁ Τυχικὸς ἦταν μαζί του. Καὶ τὶς δύο φορὲς τὸν ἔστειλε ὁ Παῦλος στὴν Ἐφεσο.
Ποιὸς ὁ σκοπὸς τῆς ἀποστολῆς τοῦ Τυχικοῦ; Ὄχι τυχαῖος, ἀλλὰ συγκεκριμένος καὶ εὐλογημένος.
Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἶνα δὲ εἴδητε καὶ ὑμεῖς τὰ κατ' ἐμέ, τί πράσσω, πάντα ὕμϊν γνωρίσει
Τυχικὸς ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ Πιστὸς διάκονος ἐν Κυρίῳ» (στ. 21). Ἀπόδοσης στὴν
ἁπλοελληνική: «Γιὰ νὰ γνωρίζετε δὲ καὶ σεῖς τὰ νέα μου, τί πράττω, δηλαδή, γιὰ ὅλα θὰ σᾶς
πληροφορήση ὁ Τυχικός, ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ πιστὸς διάκονος στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου».
• Ὁ Παῦλος ἤθελε νὰ γνωστοποιήση στοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου το πῶς περνάει καὶ τί κάνει.
• Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἐφέσου ἤθελαν κι αὐτοὶ νὰ πληροφορηθοῦν λεπτομερῶς γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ
Παύλου. Ὄχι ἀπὸ περιέργεια, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον.
Ο Παῦλος δὲν ἦταν κανένας ξένος ἢ ἁπλῶς κάποιος γνώριμος. Ἦταν ὁ πατέρας τους. Δὲν εἶναι
περιέργειά το νὰ θέλῃς νὰ μάθης νέα γιὰ τὸν πατέρα σου. Εἶναι ἱερὸ ἐνδιαφέρον, φυσικὸ καθῆκον.
Τόνισε πολλὲς φορὲς ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολή, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα,
ὅτι ὅλοι οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα. Ἀφοῦ, λοιπόν, καὶ οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἐφέσου αἰσθάνονται
ὅτι εἶναι ἕνα σῶμα μὲ τὸν Παῦλο, τί φυσικώτερο νὰ θέλουν νὰ μάθουν λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωή
του; Ἤσαν κοινωνοὶ τῶν παθημάτων τοῦ Παύλου.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος δὲν δυσκολεύεται νὰ γνωστοποιήση τὸ «τί πράσσει», ἀφοῦ μὲ τὴ χάρη τοῦ
Θεοῦ δὲν ἔπραττε κάτι τὸ ἐπαίσχυντο.
• Τί ἔπραττε ὁ Παῦλος; Μεγάλα καὶ θαυμαστὰ γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ τὴ σωτηρία
ψυχῶν καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιατί, λοιπόν, νὰ μὴ μάθουν καὶ οἱ ἄλλοι τὰ ἔργα του, ἀλλὰ καὶ τὴ
ζωή του;
• Ἡ Ζωὴ τοῦ ἐργάτου τοῦ Εὐαγγελίου ἔχει διαφάνεια. Δὲν ἀφήνει ἔρωτηματικα καὶ ἀπορίες.
Σημασία στὸ στίχο αὐτὸ ἔχουν καὶ τὰ ἐπίθετα, μὲ τὰ ὁποῖα κοσμεῖ ὁ Παῦλος τὸν Τυχικό. «Τυχικὸς
ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ πιστὸς διάκονος ἐν Κυρίῳ» (στ. 21).
Γιὰ τὸ Θεὸ ἦταν διάκονος ὁ Τυχικὸς
• Γιὰ τὸν Παῦλο ἦταν «ἀδελφὸς ἀγαπητός».
Δὲν ἤθελε ὑπηρέτες ὁ Παῦλος. Ὑπῆρχαν βέβαια μαθητές του, ποῦ τὸν διακόνησαν πιστά. Ἀλλ' ὁ
Παῦλος τοὺς ἔβλεπε ὡς ἀδελφούς.
Ἀγαπητὸς ἀδελφός! Ἀφοῦ ἦταν ἀγαπητός, ὅλα τα τοῦ Παύλου θὰ τὰ ἤξερε. Ἀφοῦ ἦταν πιστός,
δὲν θὰ ἔλεγε ψέματα στοὺς Ἐφεσίους. Ἔτσι ὁ Τυχικὸς ἦταν τὸ καταλληλότερο πρόσωπο, γιὰ νὰ
πληροφορηθοῦν οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἐφέσου τὰ κατὰ τὸν Παῦλο, τὸ «τί πράσσει».