You are on page 1of 92

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗ

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ

Ο Γρηγόριος Ευστρατιάδης (1864-1950) υπήρξε νομικός, εκδότης και βουλευτής. Επί σειρά ετών υπήρξε εκδότης και
διευθυντής της εφημερίδας ''ΣΚΡΙΠ'' της Αθήνας. Το ''ΣΚΡΙΠ'' αμέσως μετά την ημερολογιακή καινοτομία του 1924
τάχθηκε κατά του συνόλου των νεωτερισμών, που εισήγαγαν στο σώμα της Εκκλησίας ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
Χρυσόστομος Παπαδόπουλος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης. Φιλοξενούσε στις σελίδες του το
σύνολο σχεδόν των ανακοινώσεων της ''Ελληνικής Εκκλησιαστικής Κοινότητας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών'',
Δημοσίευε -με εμπεριστατωμένα ρεπορτάζ- όλες τις ειδήσεις για τις διώξεις των χιλιάδων αποτειχισμένων
''Παλαιοημερολογιτών'' και παρουσίαζε άρθρα αντινεωτεριστικά και κατά της κίνησης για την ''Ένωση των
Εκκλησιών'', όπως ονομαζόταν τότε η οικουμενική κίνηση. Το βιβλίο του ''Η Πραγματική Αλήθεια περί του
Εκκλησιαστικού Ημερολογίου'' δημοσιεύθηκε υπό την μορφή συνεχιζόμενων άρθρων τον Μάρτιο του 1928 και
αποτέλεσε μια εμπεριστατωμένη δημοσιογραφική και θεολογική εργασία για το ημερολογιακό σχίσμα. Το
περισσότερο -ίσως- ενδιαφέρον στο βιβλίο αυτό παρουσιάζει το γεγονός, ότι επιχειρήθηκε η προσέγγιση των
δρώμενων της ημερολογιακής καινοτομίας μέσα και από το πληροφοριακό φάσμα της δημοσιογραφίας και εύλογα
η επικαιρότητα ζωντανεύει ιδεατά στα ''πέτρινα'' αυτά χρόνια του Μεσοπολέμου, προσφέροντας στον αναγνώστη
διαδραστικά τον επίκαιρο και ζωντανό παλμό των γεγονότων! (Από τον πρόλογο του κ. Γιώργου Δ. Δημακόπουλου,
Δημοσιογράφου ο οποίος αντέγραψε το κείμενο του βιβλίου σε σειρά άρθρων για το προσωπικό του ιστολόγιο.)
Α' Μέρος
Το δημοσιευθέν εις το ''Σκριπ'' της 1ης Μαρτίου μικρόν άρθρον ''Φιλαλήθους'' περί της αληθείας δήθεν διά το ζήτημα
του ημερολογίου εζήτησε να συσκοτίση μάλλον την αλήθειαν των πραγμάτων και να παραστήση τον Μακαριώτατον
Αρχιεπίσκοπον Αθηνών αθωότερον περιστεράς εις το ζήτημα της και εν τη Εκκλησία εφαρμογής του Γρηγοριανού
Ημερολογίου. Ου μόνον δε τούτο, αλλά προσεπάθησε να πείση, ότι η μεταβολή του Εκκλησιαστικού ημερολογίου ήτο
κάτι φυσικόν και επιβεβλημένον, διότι κατά τον ''Φιλαλήθη''; το Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον είχε σφάλμα (!) ένεκα
του οποίου οι ημερομηνίαι απομακρύνθησαν 13 ημέρας από των πραγματικών.

Έπρεπε -λοιπόν- λέγει- να γίνει διόρθωσις και εγένετο διόρθωσις κατά τον απλούστερον τρόπον, όπως δηλαδή -λέγει-
γίνεται διόρθωσις του ωρολογίου, όταν συμβή να σφάλη. Την γνώμην και παρομοίωσιν ταύτην άλλοτε εξέφερεν
αυτός ούτος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών εν συνέντεύξει του προς τον Τύπον. Κατ' αυτόν η Αρχιεπισκοπή Αθηνών και
δι΄αυτής η Ιεραρχία της Ελλάδος έκαμον απλώς έργον ωρολογοποιού. Επήγαινεν οπίσω το ωρολόγιον της Εκκλησίας
και το έβαλεν εμπρός! Τίποτε άλλο.

Εις τα πολύ αφελή και ήκιστα θεολογικά και εκκλησιατικά επιχειρήματα του ''φιλαλήθους'' έχομεν καθήκον να
απαντήσωμεν επίσης διά μακρόν. Απαντώτες δε εις τον ''φιλαλήθην'' απαντώμεν συγχρόνως εις τον Μακαριότατον
Αρχιεπίσκοπον Αθηνών, του οποίου ο ''φιλαλήθης'' φαίνεται διερμηνεύων τας αντιλήψεις. Δύο είναι κυρίως τα
ζητήματα, τα οποία γεννώνται εκ του π ρ α ξ ι κ ο π ή μ α τ ο ς της μεταβολής του εκκλησιαστικού ημερολογίου. Α').
Ποίος είχεν την πρωτοβουλίαν της μεταβολής ταύτης; Ποίος επρωτοστάτησε διά μίαν μεταβολήν εκκλησιαστικού
καθεστώτος τόσων αιώνων; Υπήρξαν δε σοβαροί λόγοι επιβάλλοντες τοιαύτην αυτόχρημα ανατροπήν
Εκκλησιαστικήν και, Β'). Τα αποτελέσματα μιας τοιαύτης μεταβολής είναι ασήμαντα και μη σοβαρά ή μήπως είναι
ολέθρια διά την Εκκλησίαν και την θρησκευτικότητα των Ελλήνων χριστιανών.

Εάν η Εκκλησία της Ελλάδος εξηναγκάσθη εις την τοιαύτην μεταβολήν και υπέκυψεν εις ανωτέρα βίαν ασφαλώς η
ευθύνη της Ι. Μητροπόλεως Αθηνών και του Αρχιεπισκόπου ή και της Ιεραρχίας είναι ελαχίστη! Αλλά τότε είχε και
έχει καθήκον ή η Αρχιεπισκοπή και η Ι. Σύνοδος ή και η Ιεραρχία άμα, ως ήρθη η επ΄αυτής βία και ο εξαναγκασμός να
σπεύση να αποκαταστήση ό,τι ανέτρεψεν. Εάν όμως άνευ τινος βίας ή πιέσεως εισηγήθη αυτή την μεταβολήν και
μάλιστα άνευ απαραιτήτου ανάγκης, η ευθύνη της Αρχιεπισκοπής ή και της Ιεραρχίας -εφόσον ήτο ελευθέρα- είναι
βαρυτάτη και κολοσσιαία.

Εάν αφετέρου τα αποτελέσματα της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου είναι ασήμαντα και μηδαμινά εξ'
απόψεως πίστεως, θρησκείας και εκκλησιαστικής ειρήνης, εάν ουδαμού προσκόπτη και ουδεμίαν δύναται να έχει
συνέπειαν η μεταβολή αύτη, η ευθύνη των σχόντων την πρωτοβουλίαν αυτής θα είναι ελαφροτέρα. Αμφότερα τα
ζητήματα ταύτα πρέπει να αναλύσωμεν. Δεν θα εξετάσωμεν, πως μετά την Επανάστασιν του Πλαστήρα και μετά την
Επαναστατικώ δικαίω μεταβολήν του Μητροπολιτικού θρόνου Αθηνών και την εις αυτόν ανάρρησιν του νυν
Αρχιεπισκόπου Αθηνών ανετράπη όλη η κρατούσα Εκκλησιαστική τάξις και συνεκλήθη επαναστατικώ δικαίω η
ιεραρχία της Ελλάδος.

Θα εξετάσωμεν σήμερον μόνον τα των εργασιών αυτής. Την 18 Απριλίου 1923 είχε συνέλθει η Ιεραρχία. Από του
Φεβρουαρίου 1923 ο Πλαστήρας είχεν εισαγάγει το νέον πολιτικόν ημερολόγιον. Είχε δε αρχίσει να γίνεται λόγος περί
συγκλήσεως εν Κωνσταντινουπόλει του περιφήμου Πανορθοδόξου Συνεδρίου, το οποίον, ως θέμα συζητήσεως κύριον
είχε το ζήτημα του εκκλησιαστικού ημερολογίου. Κατά την πρώτην συνεδρίασιν της Ιεραρχίας της Ελλάδος την 18
Απριλίου εκλήθη εις την Ιεραρχίαν πρωτοβουλία του Σ. Μητροπολίτου Αθηνών ο αστρονόμος κ. Αιγινίτης ίνα
αναπτύξει από επιστημονικής απόψεως τα κατά το ημερολόγιον. Ως εάν το ζήτημα του εκκλησιαστικού ημερολογίου
ήτο ζήτημα αστρονομικόν και ως εάν διά την μεταβολήν αυτού δεν απητείτο καμμία άλλη γνώσις ή μόνον η
αστρονομική.

Πλην της προσκλήσεως του κ. Αιγινίτου, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αθηνών είχε την πρωτοβουλίαν να συντάξη
μικρόν υπόμνημα, αναπτύσσων το ζήτημα του Ημερολογίου και καταλήγων εις το ότι παρίσταται ανάγκη συμφωνίας
του εκκλησιαστικού προς το πολιτικόν ημερολόγιον. Εξηναγκάσθη παρά τινος ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών να
εισηγηθή την μεταβολήν του εκκλησιαστικού ημερολογίου εις την Ιεραρχίαν; Αναμφιβόλως ουχί. Εν πλήρη ελευθερία
είχε την σοφήν αυτήν έμπνευσιν. Τί προσέθεσεν ενώπιον της Ιεραρχίας δεν γνωρίζομεν. Ανακοίνωσεν άρα γε, ότι η
Επανάστασις είχε τοιαύτην αξίωσιν; Δεν το πιστεύομεν. Ας ομιλήσουν περί τούτου οι συγκληθέντες Ιεράρχαι.

Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ιεραρχία δεν απεδέχθη αμέσως, όπως γίνει η μεταβολή από μόνης της Εκκλησίας της
Ελλάδος. Εδέχθη μόνον όπως εφαρμοσθή το νέον ημερολόγιον και εν Εκκλησία, αφού προηγουμένως συμφωνήσωσι
προς τούτο τόσον το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, όσον και οι λοιπαί Ορθόδοξαι Εκκλησίαι. Και απεφάσισεν η
Ιεραρχία, όπως την γνώμην αυτής υπέρ της μεταβολής του εκκλησιαστικού ημερολογίου διαβιβάση εις το
Οικουμενικόν Πατριαρχείον και τας λοιπάς Εκκλησίας, είτε διά αντιπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος
αποστελλομένου, ίνα παρακαθήση εις το εν Κων/πόλει συγκληθησόμενον Πανορθόδοξον Συνέδριον, είτε διά
''γραμμάτων''.

Η οριστική λοιπόν απόφασις της Ιεραρχίας περί της εφαρμογής του νέου Ημερολογίου και εις την Εκκλησίαν,
εξηρτήθη από την απόφασιν του Πανορθοδόξου Συνεδρίου. Αφήνομεν το ζήτημα, αν έπρεπεν η Ελλάς να συμμετάσχη
εις εν Συνέδριον τοιούτον, μη έχον καμμίαν κανονικήν αρμοδιότητα, εις το οποίον δεν συμμετέσχον όλαι αι
Ορθόδοξαι Εκκλησίαι και εις το οποίον ουδείς την υποχρέου να συνέλθη. Τόσω μάλλον, όσον ο θρόνος του
Οικουμενικού Πατριαρχείου εκλονίζετο τότε ή μάλλον εκλονίζετο αυτός ο θεσμός του Οικουμενικού Πατριαρχείου
και επομένως, τούτο δεν είχεν την ελευθερίαν πνευματικής οράσεως, ούτε την επιβολήν και το κύρος να
πρωτοστατήση δι' εν τόσον μέγα Εκκλησιαστικόν ζήτημα και δεν ώφειλεν η Εκκλησία της Ελλάδος να βιασθή προς
λύσιν ενός ζητήματος, διά το οποίο εχρειάζετο όλη η ισχύς και όλη η ελευθερία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Το άνομον όμως τούτο Συνέδριον εγένετο και εις αυτό αντεπροσωπεύθη και η Ελληνική Εκκλησία δι΄ωρισμένου
αντιπροσώπου της. Και ιδού και αυτήν την πρώτην συνεδρίασιν του Πανορθοδόξου Συνεδρίου εν Κων/πόλει, τι είπεν
ο αντιπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Υπέβαλεν την δικήν της Συνοδικήν απόφασιν: ''Η Σύνοδος των Ιεραρχών
της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφασίζει: αποδέχεται το συμπέρασμα του υπομνήματος του μακαριωτάτου προέδρου
Αυτής, καθ΄ο εις το Ιουλιανόν Ημερολόγιον προστίθενται 13 ημέραι, χωρίς να μεταβληθή απολύτως το Πασχάλιον.
Εάν όμως συμβή, ώστε το εν Κων/πόλει Πανορθόδοξον Συνέδριον λάβη απόφασιν περί αλλοίας λύσεως διά τον
εορτασμόν του Πάσχα, η Εκκλησία της Ελλάδος αποδέχεται αυτήν''.

Ουδεμία αντίρρησις ετονίσθη υπό του αντιπροσώπου της Ελλάδος. Ουδεμία αντίθετος γνώμη ανεπτύχθη υπ΄αυτού.
Άμεσος αποδοχή πάσης μεταβολής και αυτού ακόμη του Πασχαλίου!! Διότι εκτός της άνω αποφάσεως, ο
αντιπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος υπέβαλε και έκθεσιν εν τη οποία μεταξύ των άλλων ελέγετο: ''Ερώτησις Γ'
- Είναι ανάγκη να μεταρρυθμισθεί και το Πασχάλιον ή αρκεί μόνο η προσαρμογή των ακινήτων εορτών προς τας
αντιστοίχους ημερομηνίας του Πολιτικού Ημερολογίου; Απόκρισις - Μετά την αποδοχήν υπό της Εκκλησίας του νέου
Ημερολογίου, διά τας ανάγκας τας βιωτικάς, η προσαρμογή προς αυτό και δη ταχέως και του Εορτολογίου αποβαίνει
αναπόφευκτος.

Άλλος λόγος επί πλέον προς άμεσον προσαρμογήν και του Πασχαλίου είναι η μεγάλη ηθική σημασία και εντύπωσις,
ην θα παραγάγη εις όλον τον πεπολιτισμένον κόσμον η διά της ΑΒΙΑΣΤΟΥ πρωτοβουλίας ταύτης προσέγγισις των δύο
Χριστιανικών κόσμων της Ανατολής και της Δύσεως, εν τω εορτασμώ των μεγάλων Χριστιανικών εορτών''. Είναι
κατάφωρος η πρωτοβουλία της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, αλλά και η βία αυτής να επέλθη η εκκλησιαστική μεταβολή.
Είναι κατάφωρος και ο πόθος αυτής να πρωτοστατήση και διά την μεταβολήν ακόμη του Πασχαλίου, ίνα προσεγγίση
προς την Δύσιν, η Ανατολική Εκκλησία!!! Αλλά, ας ίδωμεν εις το επόμενον άρθρον, ποιαν απάντησιν εις ταύτα έδωκεν
αυτός ο Οικουμενικός Πατριάρχης!

Β' Μέρος
Είδομεν εις το χθες δημοσιευθέν Α' μέρος περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου άρθρου, ότι την πρωτοβουλίαν της
μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου είχεν ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, όστις και υπέβαλεν εις την
συγκληθείσαν, μερίμνη αυτού, Ιεραρχίαν υπόμνημα, υπέρ της μεταβολής ταύτης. Είδομεν δε, ότι ο αντιπρόσωπος της
Εκκλησίας της Ελλάδος εις το συνελθόν εν Κωνσταντινουπόλει Συνέδριον, όπερ ωνόμασεν κακώς ''Πανορθόδοξον''
κατ' εντολήν βεβαίως της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, εδήλωσεν εις αυτό, ότι όχι μόνο το εορτολόγιον πρέπει να
προσαρμοσθεί προς το νέον πολιτικόν Ημερολόγιον, αλλά και το Πασχάλιον (!).

Και ως λόγον της τοιαύτης αλλαγής και του Πασχαλίου έφερεν τον μετά καταπλήξεως, γενικώς ακουσθέντα, την
προσέγγισιν των δύο χριστιανικών κόσμων της Ανατολής και της Δύσεως και την εντύπωσιν, ήτις θα παραχθή εις όλον
τον πεπολιτισμένον κόσμον εκ της αβιάστου πρωτοβουλίας της Ανατολικής Εκκλησίας διά την προσέγγισιν τούτων.
Κοσμοπολιτικοί λοιπόν λόγοι και όχι θρησκευτικοί, και όχι εκκλησιαστικοί, ήσαν οι ωθήσαντες την Αρχιεπισκοπήν
Αθηνών να βιάζηται τόσον διά την μεταβολήν του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου. Εβιάζετο δε και έσπευδε να επιτύχη
δια του δήθεν ''Πανορθοδόξου Συνεδρίου'' την μεταβολήν και υπέβαλεν εις αυτό τας ανωτέρας γνώμας, ως γνώμας
της Ιεραρχίας της Ελλάδος πότε;

Όταν εγνώριζεν, ότι είχον κηρυχθή εναντίον της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου τα Πατριαρχεία
Ιεροσολύμων, Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και αι Εκκλησίαι της Ρωσίας, Σερβίας, Αγίου Όρους και Ηνωμένων Πολιτειών
της Αμερικής. Και επέμενεν η Αρχιεπισκοπή Αθηνών εις την μεταβολήν καθ' ον χρόνον ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων
ετηλεγράφει: ''Συνταυτισμός των ορθοδόξων εορτών προς τας της Ρωμαικής Εκκλησίας κρίνεται ασύμφορος διά την
Ορθοδοξίαν''. Αλλά μήπως αυτός ο Οικουμενικός Πατριάρχης απεδέχθη εξ' αρχής ανεπιφυλάκτως την μεταρρύθμισιν;
Παν άλλο. Είχεν εκδηλώσει πολλούς ενδοιασμούς ειπών τα εξής:

''Η μεταρρύθμισις την οποίαν πρόκειται να κάμωμεν δεν πρέπει να επιφέρη σκανδαλισμόν εις το χριστεπώνυμον
πλήρωμα. Λαμβάνομεν σοβαρώς υπ' όψιν, ότι δεν είναι τι αδιάφορον, το πώς θα διατεθώσιν αι μάζαι των Χριστιανών
μας απέναντι μεταρρυθμίσεως αποδεχομένης το Γρηγοριανόν σύστημα''. Μεθ' όλας ταύτας τας αντιρρήσεις των
λοιπών Πατριαρχείων και ενώ ήτο κατάδηλον, ότι ταύτα δεν ήταν διατεθειμένα να αποδεχθούν την μεταρρύθμισιν
και ότι επομένως θα επήρχετο η διαίρεσις της ''Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας'', εν τούτοις η
Αρχιεπισκοπή Αθηνών δεν έπαυσεν ενεργούσα προς ταχυτέραν αποδοχήν της μεταρρυθμίσεως, χωρίς κανείς λόγος
να βιάζη αυτήν, λόγος σοβαρός, Εκκλησιαστικός, ανυπέρβλητος.

Το λεγόμενον ''Πανορθόδοξον Συνέδριον'' - το οποίον όμως απετελέσθη από 6 μόνον Μητροπολίτας του
Πατριαρχικού Θρόνου (εκ των 91 τοιούτων), από έναν λαικόν καθηγητήν των Μαθηματικών του Πανεπιστημίου
Βελιγκραδίου και έναν Ρουμάνον Γερουσιαστήν και εις το οποίον δεν έλαβε μέρος ουδεμία άλλη Ορθόδοξος Εκκλησία
πλην της Ελλάδος - μετά μακράς συζητήσεις κατέληξε και αυτό εις την εξής απόφασιν:

''Αναγνωρίσαν, ότι η άρσις της μεταξύ του θρησκευτικού και του πολιτικού ημερολογίου διαφοράς είναι ανάγκη
αναπόφευκτος και ότι ουδέν κανονικόν κώλυμα υπάρχει διά την διόρθωσιν του εν χρήσει Εκκλησιαστικού
Ημερολογίου κατά τα δεδομένα της Αστρονομικής Επιστήμης, ομοφώνως αποφασίζει την διόρθωσιν του Ιουλιανού
Ημερολογίου, ως εξής: Απαλείφονται οι 13 ημέρες του Ιουλιανού Ημερολογίου... Ούτως η 1 Οκτωβρίου 1923 θα
λογισθή ως 14 Οκτωβρίου 1923. Αι ακίνηται εορταί θα έχωσι την ημερομηνίαν ην είχον μέχρι σήμερον. Αι κινηταί
εορταί θα καθορίζωνται εκ της εορτής του Πάσχα. Κατά τας κανονικάς διατάξεις, αίτινες διατηρούνται άθικτοι, το
Πάσχα θα εορτάζεται την Κυριακήν, έπεται τη πρώτη πανσελήνω μετά την Εαρινήν Ισημερίαν''.

Ωρίσθη λοιπόν διά της αποφάσεως ταύτης του άνω Συνεδρίου, ως ημέρα ενάρξεως του νέου ημερολογίου η πρώτη
Οκτωβρίου 1923. Και τούτο ίνα εν τω μεταξύ προήρχετο η Μεγάλη Εκκλησία εις συννενοήσεις μετά των Αυτοκεφάλων
Εκκλησιών και εφηρμόζετο αυτό συγχρόνως παρ' όλων τούτων, ίνα μη διασπασθή η ενότης της Εκκλησίας. Επομένως
η εφαρμογή του νέου ημερολογίου απεφασίσθη και υπό του Συνεδρίου τούτου, υπό τον σιωπηρόν όρον της
συναινέσεως και των λοιπών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.

Διά τούτο και δεν εφηρμόσθη την 1ην Οκτωβρίου 1923, διότι, όταν έφθασεν η ημέρα αύτη δεν είχεν επιτευχθή η
συνεννόησις. Η Αρχιεπισκοπή όμως Αθηνών, η επί κεφαλής της Ελληνικής Εκκλησίας δεν απετράπη από την έμμονον
απόφασιν να αλλάξη έστω και μόνη αυτή το εκκλησιαστικόν ημερολόγιον. Δεν εκάμθη, ούτε από τους δισταγμούς
του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ούτε από τας επιφυλάξεις του ''Πανορθοδόξου Συνεδρίου''. Επέμενε καλά και σώνει
''να προσεγγίση αβιάστως προς την Δυτικήν Εκκλησίαν'' διά να έχη αυτή το ''εύσημον'' της πρωτοβουλίας. Και
εξηκολούθει να πιέζη το Οικουμενικόν Πατριαρχείον (μεθ' ου είχεν ως γνωστόν ιδιαίτερον σύνδεσμον) να αποδεχθή
την γνώμην της μεταβολής του νέου ημερολογίου έστω και υπό μόνης της Ελλάδος.
Βία ακατάσχετος, παράδοξος, αδικαιολόγητος κινούσα την έκπληξιν. Κι την 5ην Ιανουαρίου 1924 δι' εγγράφου της
προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, η Εκκλησία της Ελλάδος (δηλαδή η Αρχιεπισκοπή Αθηνών παρισταμένη ως
αντιπρόσωπος της Συνόδου και της Ιεραρχίας) διηπόρει διά την βραδύτητα της εφαρμογής της αποφάσεως του
''Πανορθοδόξου Συνεδρίου'' και παρίστα το ''επείγον του πράγματος διά την Ελλάδα''. Διατί επείγον: άδηλον. Διότι ο
αναφρόμενος εις το άρθρον του ''φιλαλήθους'' λόγος της επελθούσης δήθεν συγχύσεως εκ της Εθνικής Εορτής, ήτις
δεν συνέπιπτε προς την ημέραν του Ευαγγελισμού και εκ της εορτής της 1ης του έτους προ των Χριστουγέννων, κ.λπ.
είναι ασήμαντος, παιδαριώδης, προσχηματικός, ανάξιος μεγάλης προσοχής.

Εις το έγγραφον αυτό της 5 Ιανουαρίου 1924 απήντησεν το Οικουμενικόν Πατριαρχείον την 20 Ιανουαρίου 1924, διά
των εξής:

''Η ορισθείσα έναρξις της εφαρμογής του Νέου Ημερολογίου κατά την 1ην Οκτωβρίου παρελθόντος έτους απεδείχθη
εκ των πραγμάτων ανεπίτευκτος, διά την μη υπό πάντων αποδοχήν των αποφάσεων του ''Πανορθοδόξου Συνεδρίου''.
Επειδή, όμως, ως και εν τη επιστολή της Υμετέρας Μακαριότητος σημειούται, η επί μακρόν εισέτι παράτασις της νυν
ανωμαλίας πολλήν αναμφιβόλως και την Θρησκευτικήν και Εκκλησιαστικήν ζημίαν συνεπάγεται και απειλεί, η
Μετριότης Ημών μετά της καθ΄ημάς αγίας και Ιεράς Συνόδου έγνωμεν αποδέξασθαι την υπό της αδελφής Εκκλησίας
της Ελλάδος ΕΙΣΗΓΟΥΜΕΝΗΝ ΓΝΩΜΗΝ περί αποδοχής το γε νυν έχον της εφαρμογής του Νέου Ημερολογίου
δι΄άπασας τας ακινήτους εορτάς του Ορθοδόξου Εορτολογίου και προτείνομεν προς αποδοχήν, ως ημέρας κοινής
υπό πασών των αδελφών Εκκλησιών εφαρμογής του νέου Ημερολογίου, την δεκάτην του μηνός Μαρτίου του
αρξαμένου 1924 έτους, εισηγουμένης, όπως αύτη εν πάσαις ταις αδελφαίς ορθοδόξοις Εκκλησίαις λογισθή και
εορτασθή ως 23 Μαρτίου του ημετέρου εορτολογίου''.

Έχομεν εκ του ανωτέρω την αψευδεστέραν πιστοποίησιν, ότι ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ της μεταβολής του Εκκλησιαστικού
Ημερολογίου είναι η Ελληνική Εκκλησία, διότι εισηγητής εις την Ιεραρχίαν αυτής και φανατικός και υπέρμαχος της
μεταβολής κήρυξ ήτο ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Θα εξετάσωμεν εις επόμενον άρθρον, ποιαι ακόμη
σοβαραί αντιρρήσεις προεβάλλοντο από μέρος των λοιπών Εκκλησιών και πως αύται περιεφρονήθησαν υπό της
Αρχιεπισκοπής Αθηνών διά να εισέλθωμεν εις την εξέτασιν των αποτελεσμάτων, άτινα είχε και θα έχη η γενομένη
μεταρρύθμισις και εις ποιους προσκρούει κανόνας, ποιους δε σοβαρωτάτους διά την Εκκλησίαν απειλεί κινδύνους.

Γ' Μέρος
Απεδείχθη εκ των δημοσιευθέντων εις το χθεσινόν άρθρον επισήμων κειμένων, ότι ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ της μεταβολής του
Εκκλησιαστικού Ημερολογίου ήτο η Εκκλησία της Ελλάδος διά του Μακ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Και όχι μόνον τούτο.
Πρέπει να προστεθή, ότι και ο εισηγητής της ιδέας να συγκληθή η ιεραρχία ίνα ασχοληθή με την αφομοίωσιν του
Εκκλησιαστικού και πολιτικού ημερολογίου υπήρξεν αυτός ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Καθ΄ην εποχήν
το Κράτος εκυβέρνα, ως αρχηγός της επαναστάσεως ο Πλαστήρας. Καθ' ην εποχήν πρόεδρος της Κυβερνήσεως ήτο ο
Γονατάς, υπουργός δε της Παιδείας και των Εκκλησιαστικών ο Σιώτης, ο γνωστός διά τας του Μεταξάκη ενεργείας του
εν Κων/πόλει και εν Σμύρνη και εν Αθήναις.

Καθ' ην δηλαδή το Κράτος εστρατοκρατείτο, εύρε την κατάλληλον στιγμήν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών να ζητήση διά
της ιεραρχίας να λύση εν τόσω μέγα ζήτημα διά την Εκκλησίαν. Διότι μόνο το, ότι επί της επαναστάσεως ηδύνατο μα
επιβάλλη την γνώμην του εις όλην την ιεραρχίαν, ίνα ρίψη έπειτα την ευθύνην της Εκκλησιαστικής καινοτομίας εις
την Ιεραρχίαν. Διά τούτο την 28ην Οκτωβρίου 1923 προσκαλέσας σύσκεψιν εις το υπουργείον της Παιδείας, εις την
οποίαν έλαβον μέρος ο Πλαστήρας, ο Γονατάς, ο Αλεξανδρής, ο Κοφινάς, ο Σιώτης, ο Σίδερης, ο Τμηματάρχης των
Εκκλησιαστικών του υπουργείου της Παιδείας, ο Βασιλικός επίτροπος της Ιεράς Συνόδου και ο Διευθυντής του Γεν.
Εκκλησιαστικού Ταμείου, έλαβε πρώτος αυτός ο Αρχιεπίσκοπος τον λόγον και εζήτησεν, όπως επιτραπή η σύγκλησις
της Ιεραρχίας της Παλαιάς Ελλάδος, προκειμένου να ασχοληθή με την αφομοίωσιν του Εκκλησιαστικού και του
πολιτικού ημερολογίου και την αναθεώρησιν του Νόμου περί ενοριών.
Εχρησιμοποίησε λοιπόν την Επανάστασιν και την Επαναστατικήν Κυβέρνησιν ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών, διά να επιβάλλη την γνώμην, ην είχε περί αφομοιώσεως του πολιτικού και εκκλησιαστικού ημερολογίου και
διά την επιβολήν της οποίας, ως είδομεν εις τα προηγούμενα, τόσον εβιάζετο, δι' ουδένα άλλον λόγον ή διά να είναι,
ως είπεν ο αντιπρόσωπος αυτού εις το εν Κων/πόλει Συνέδριον - μεγάλη η εντύπωσις εις όλον τον πεπολιτισμένον
κόσμον εκ της αβιάστου πρωτοβουλίας της Ελληνικής Εκκλησίας διά την προσέγγισιν Ανατολικής και Δυτικής
Εκκλησίας.

Εν τω μέσω ενός επαναστατικού σάλου, εξ' ου εχειμάζετο και η Εκλησία της Ελλάδος εζήτησεν ο Μακαριώτατος με
πνευστιώσαν ταχύτητα να λύση το σοβαρώτερον και ακανθωδέστερον Εκκλησιαστικόν ζήτημα διά την λύσιν του
οποίου απηλείτο όλη η ηρεμία του Κράτους, η ομαλότης εν τη χώρα, η ψύχραιμος και ανεπηρέαστος συζήτησις των
ειδικών και προ παντός η ελευθερία γνώμης και η ελευθερία της σκέψεως. Τί συνέβαινεν εν τη Εκκλησία τόσον
σοβαρόν, τόσον ανυπέρβλητον, ώστε να θέλη ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών να λύση το μέγα αυτόν
ζήτημα, τόσον βιαστικώς εν μέσω μιας Επαναστατικής καταιγίδος εν τη χώρα;

Ουδέν απολύτως. Ο ''Φιλαλήθης'', ο γράψας εις το ''Σκρίπ'' της 1 Μαρτίου περί του ζητήματος τούτου, ίνα
δικαιολογήση την πρωτοβουλίαν και σπουδήν της Εκκλησίας της Ελλάδος, λέγει, ότι ''επηκολούθησεν απερίγραπτος
σύγχυσις'' εκ της υπάρξεως δύο ημερολογίων. Και τούτο, διότι τάχα η εορτή του Ευαγγελισμού εχωρίσθη από την
Εθνικήν εορτήν και η Πρωτοχρονιά προηγήθη της εορτής των Χριστουγέννων κ.λπ. Ήσαν ούτοι τόσον σοβαροί λόγοι,
ώστε να διακινδυνεύση η Εκκλησία να χωρισθή εις δύο στρατόπεδα, να διασπασθή η ενότης αυτής, να απειλήται
σχίσμα και να σκανδαλίζεται η θρησκευτική συνείδησις του Λαού, ότι μετά 20 αιώνας ''Εφραγκεύσαμεν'' την
Εκκλησίαν μας, αφομοιωθέντες προς τους Δυτικούς;

Ή μήπως δεν εγνώριζεν ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ότι αι περισσότεροι ορθόδοξοι Εκκλησίαι δεν
εδέχοντο της εφαρμογήν του νέου ημερολογίου (Γρηγοριανού) εις την Εκκλησίαν; Και αφού αναμφισβήτως εγνώριζε
τούτο, ως εκ του οποίου πάντως θα διεσπάτο η μέχρι σήμερον τελεία ενότης της ''ΜΙΑΣ, Αγίας, Καθολικής και
Αποστολικής Εκκλησίας'' διατι έστεργεν εις μόνην την συγκατάθεσιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου; Και διατι και
τούτου ακόμη διστάζοντος να αποφασίση μόνου, επίεζεν τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και διά γραμμάτων και διά
τηλεγραφημάτων να αποφασίση, διότι τάχα το ζήτημα ήτο επείγον; Δεν εγνώριζε δε επίσης την θέσιν εις ην ευρίσκετο
τότε το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, εκ της διώξεως ην υφίστατο υπό του Κεμάλ;

Ήτο πλέον τότε εις θέσιν το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ώστε μετά κύρους να λύση ζήτημα τόσον σοβαρόν
μονομερώς, άνευ της συγκαταθέσεως των λοιπών Πατριαρχείων; Και επετράπετο να εκλέξη την εποχήν εκείνην, η
Εκκλησία της Ελλάδος διά να εξαρτήση εκ του χειμαζομένου τότε Οικουμενικού Πατριαρχείου μονομερώς τούτο
ζήτημα; Ιδού, διατι είναι μεγάλη και βαρυτάτη η ευθύνη του Αρχηγού της εκκλησίας της Ελλάδος. Την θέσιν του
Πατριαρχείου, την εγνώριζε τόσον καλώς, ώστε ότε το πρώτο συνήλθεν η Ιεραρχία της Ελλάδος την 18 Απριλίου 1923,
πρώτη πράξις αυτής ήτο να απευθύνη τηλεγράφημα προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ''εκφράζουσα την
συμπάθειαν και τον σεβασμόν αυτής προς την πάσχουσαν Μεγάλην Εκκλησίαν''.

Αλλ' ενώ την εθεώρει ''πάσχουσαν'', την επίεζεν, ώστε να δεχθή να εφαρμόση μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος το νέον
ημερολόγιον και απεφάσιζε, να μην ακούση καμμιάς άλλης εκκλησίας ορθοδόξου την φωνήν, ει μη μόνον της
''πασχούσης'' και ως εκ τούτου αδυνάτου να αποφασίση μετά ηρεμίας και ελευθέρας σκέψεως, ου μην, αλλά να
αποφασίση και κανονικώς. Εγνώριζεν επίσης ο αρχηγός της ελληνικής εκκλησίας, ότι και εν Ελλάδι υπήρχον
σοβαρώταται αντιρρήσεις διά την μεταρρύθμισιν του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου και μάλιστα εν αυτή ταύτη τη
Ιεραρχία και εκτός της Ελλάδος αντέτεινον αι εκκλησίαι Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Ρωσσίας, Σερβίας,
Αγίου Όρους, Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής κ.λπ.

Και αι γνώμαι αυτών και αι αντιρρήσεις ήσαν σοβαρώταται. Εν τη Ιεραρχία δεν είναι αληθές, ότι υπήρχεν ομοφωνία,
ως αναληθώς έγραψεν ο ''Φιλαλήθης'' εις το ''Σκριπ''. Εκ των 32 εν όλω Ιεραρχών εμειονοψήφουν αι Σεβασμιώταταοι
Μητροπολίται Σύρου, Πατρών, Δημητριάδος, Χαλκίδος και Θήρας, αναπτύσσοντες σοβαρωτάτους λόγους. Εν τη
Συνόδω υπήρχε και η σημαίνουσα γνώμη του Καθηγητού -άλλοτε του Πανεπιστημίου- Ζολώτα, όστις έγραφε τα εξής:
''...Η Ρωσία κακώς έχουσα και η Εκκλησία αύτης κακουχουμένη, δεν δύνανται ελευθέραν να εκδηλώσωσιν την υπό
αυτών γνώμην. Αναμύνωμεν καιρούς ευθεστωτέρους και εις εκείνους και δι' ημάς, καιρούς γαλήνης των πολιτικών
και εκκλησιαστικών πραγμάτων ημών και εκείνων.

Αλλά προκειμένου περί μεταβολής προς πρακτικούς μεν σκοπούς προτεινομένης, η εκ πέραν εκ δε και απρόοπτα
επακολουθήματα, εκδεχόμενα μελλούσης να έχη τη Εκκλησία και τω Έθνη, ίσως δεν πρέπει ημείς να αναλάβωμεν την
πρωτοβουλίαν νομίζω δε, διότι η μεταβολή δεν είναι μόνο πολιτειακής του ελληνικού Κράτους δράσεως''. Αι
διαιρέσεις διατηρούνται και δεν εγκαταλείπονται του κινδύνου των εκκλησιαστικών και εθνικών συμφερόντων,
υφισταμένου και απειλούντος. Μετ' ου πολύ, οι καιροί θα δείξωσιν, αν οι κίνδυνοι της Εκκλησίας και του Έθνους
παρήλθον.

Εν τω μεταξύ, καταπαύσωμεν και αποφύγωμεν την έκφρασιν γνώμης, ίνα μετ' ου πολύ, θέλουσα η Εκκλησία να
δηλώση την εαυτής γνώμην, ευρεθή εις σύγκρουσιν προς γνώμην προκληθείσαν ήδη και εκφρασθείσαν. Ο υ-
δ έ ν το ε π ε ί γ ο ν, ώστε να σπεύσωμεν. Ας αναμείνωμεν έτι ολίγον χρόνον, ίνα μη έπειτα μετανοήσωμεν. Ας ίδωμεν,
όμως εν τω επομένω άρθρω, τι έγραφον αι άλλαι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, ίνα εκτιμηθεί δεόντως η παράδοξος και
αδικαιολόγητος πρωτοβουλία και σπουδή του Αρχηγού της Εκκλησίας της Ελλάδος και η μεγάλη ευθύνη αυτού διά τα
επελθόντα και μέλλοντα να επέλθουν αποτελέσματα.

Δ' Μέρος
Θα επιμείνωμεν και σήμερον εις το γεγονός, ότι η πρωτοβουλία της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου
ανήκει αποκλειστικώς εις τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών. Εις τα προγούμενα άρθρα ημών, παραθέσαμεν
πολλάς περί τούτου αποδείξεις, σημειώσαντες, ότι:

1) τη πρωτοβουλία αυτού συνεκλήθη προς τον σκοπόν τούτον, η Ιεραρχία κατόπιν συνεδριάσεως εντός του
υπουργείου της Παιδείας του Πλαστήρα, του Γονατά, του Σιώτη, του Μητροπολίτου Αθηνών κ.λπ. Διότι μεταξύ των
άλλων και διά να επιτευχθή η μεταβολή του Εκκλ. ημερολογίου, η Αρχιεπισκοπή Αθηνών εγένετο τέλειον όργανον της
Επαναστάσεως, ίνα επιτείχη να γίνη και αύτη εν τω ζητήματι του Εκκλ. Ημερολογίου όργανον της Αρχιεπισκοπής. Διότι
η Αρχιεπισκοπή υπαγόρευε και η Επανάστασις εξετέλει, πιέζουσα και απειλούσα.

2) ότι, δι' υπομνήματος αυτής της Αρχιεπισκοπής ήλθε το ζήτημα του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου εις την Ιεραρχίαν,

3) ότι αυτή επίεζε και διά γραμμάτων και διά τηλεγραφημάτων το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, να αποδεχθή ΤΑΧΕΩΣ
την μεταβολήν ως επείγουσα,

4) ότι εισηγήθη την μεταβολήν και του Πασχαλίου ακόμη εναντίον ρητών κανόνων των Οικουμενικών Συνόδων. Θα
προσθέσωμεν εις τας αποδείξεις ταύτας σήμερον, ότι η Επανάστασις ουδέν καν είχε σκεφθή να προσαρμόση προς το
πολιτικόν ημερολόγιον και το εκκλησιαστικόν. Όλως τουναντίον. Το Βασιλικόν Διάταγμα περί του νέου ''Πολιτικού
Ημερολογίου'', το οποίον υπεγράφη την 18 Ιανουαρίου 1923 και εδημοσιεύθη την 25 Ιανουαρίου 1923 και διά του
οποίου, η 16 Φεβρουαρίου 1923 ελέγετο 1 Μαρτίου 1923. Έλεγεν, ότι εν παραγράφω 3 του πρώτου άρθρου:

''Διατηρείται εν ισχύι το Ιουλιανόν Ημερολόγιον, όσον αφορά εν γένει την Εκκλησίαν και τας θρησκευτικάς εορτάς''.
Εις δε την παράγραφον 4 του αυτού άρθρου προσέθετε: ''Η Εθνική εορτή της 25 Μαρτίου και πάσαι αι κατά τους
κειμένους νόμους εορτάσιμοι και εξαιρετέαι ημέραι ρυθμίζονται κατά το Ιουλιανόν Ημερολόγιον''. Ανακριβώς, όθεν
ισχυρίσθη ο ''Φιλαλήθης'' εις το εν ''Σκριπ'' άρθρω του, ότι επήρχετο σύγχησις εκ της εορτής του Ευαγγελισμού, ήτις
δεν συνέπειπτε και δεν εωρτάζετο ομού μετά της Εθνικής Εορτής, και αναληθώς και ατόπως διέψευσε τον κ.
Αντωνιάδην, τονίσαντα δι' επιστολήν του προς το ''Σκριπ'' την ανακρίβειαν ταύτην του ''Φιλαλήθους''.

Άλλον το ζήτημα, εάν βραδύτερον η Επανάστασις και διά τίνον λόγον δεν ετήρησε την διάταξιν ταύτην του Β.
Διατάγματος και εώρτασε την Εθνικήν Εορτήν τη 25η Μαρτίου 1923, κατά το νέον Ημερολόγιον. Τούτον είναι
αντικείμενον ιδιαιτέρας εξετάσεως. Το γεγονός είναι, ότι η Επανάστασις με όλη της την αυθαιρεσίαν και την βίαν
εσεβάσθη το Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον και δεν εύρεν αυτή, ότι θα επήρχετο σύγχυσις δήθεν, εάν η Εκκλησία
παρέμενεν, ως παρέμεινεν εις το Ιουλιανόν Ημερολόγιον. Αλλά το εσεβάσθη η Επανάστασις; διότι η ΤΟΤΕ ιερά
Σύνοδος (προ της εκλογής του νυν Μητροπολίτου) αντεπεξήλθε κατά της ιδέας της μεταβολής και του θρησκευτικού
ημερολογίου και αντί να πρωτοστατήση εις την μεταβολήν δι' ιδίας της πρωτοβουλίας, ως έπραξεν ο νυν
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, επολέμησε ταύτην.

Η εισηγητική έκθεσις του Βασ. Διατάγματος της μεταβολής του ημερολογίου (25 Ιανουαρίου 1923) αντιγράφει
περικοπήν αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου, ληφθείσης κατά μίαν συνεδρίασιν αυτής προ της Επαναστάσεως, ήτοι της
20 Μαίου 1919 εις ην ενέμεινε μέχρι του Ιανουαρίου 1920. Η περικοπή αύτη της Ιεράς Συνόδου έχει ως εξής: ''Η Ιερά
Σύνοδος ασχοληθείσα επί του ζητήματος του Ημερολογίου κατόπιν μελέτης πάντων των σχετικών εγγράφων, και των
υπό της επί τούτω συσταθείσης επιτροπής υποβληθεισών προτάσεων απεδέξατο, ότι η μεταβολή του Ιουλιανού
Ημερολογίου, μη προσκρούουσα εις δογματικούς και κανονικούς λόγους δύναται να γίνει μετά συνεννόησιν ΜΕΤΑ
ΠΑΣΩΝ των λοιπών ορθοδόξων, αυτοκεφάλων εκκλησιών, ιδίως μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κων/πόλεως,
εις ο, θα ήτο ανάγκη να ανατεθή η πρωτοβουλία πάσης σχετικής ενεργείας.

Εάν η Πολιτεία, μη ελπίζουσα ταχείαν αποπεράτωσιν του νέου επιστημονικού ημερολογίου, αισθανομένη δε
αυξανούσας τας δυσχερείας τας σχετικώς, εφ' όσον και τα όμοια Κράτη εδέχθησαν το Γρηγοριανόν, νομίζει, ότι δεν
δύναται να παραμείνη εις το σήμερον υφιστάμενον ημερολογιακόν, καθεστώς είναι ελευθέρα να δεχθή το
Γρηγοριανόν, ως Ευρωπαικόν ημερολόγιον, της Εκκλησίας κρατούσης, μέχρι του νέου επιστημονικού ημερολογίου το
Ιουλιανόν''.

Πώς λοιπόν, η τότε Ιερά Σύνοδος δεν εύρισκεν καμμίαν σύγχυσιν εκ της μεταβολής μεν του πολιτικού ημερολογίου,
της παραμονής δε του Ιουλιανού διά την Εκκλησίαν; Κατά πόσον δε και η τότε (1919) Ιερά Σύνοδος έκρινεν ορθώς
αποφηναμένη, ότι δεν προσκρούει εις δογματικούς και κανονικούς λόγους η μεταβολή και εν τη Εκκλησία του
Ιουλιανού ημερολογίου και εις, ποιους άλλους σοβαρωτάτους λόγους προσέκρουε, θα το εξετάσωμεν εις χωριστόν
άρθρον.

Σήμερον τονίζομεν τούτο. Ότι ουδεμία απολύτως ανάγκη συνέτρεχεν, ίνα και η Εκκλησία ακολουθήση την μεταβολήν
του ημερολογίου. Όσα επιχειρήματα και όσους σοβαρούς λόγους ώφειλε και τώρα να προβάλλη η Εκκλησία της
Ελλάδος, ίνα εμμείνη εις το Ιουλιανόν Ημερολόγιον, τα προβάλλει αυτά η Επανάστασις διά της ανωτέρω
μνημονευθείσης εισηγητικής εκθέσεως του Β. Διατάγματος της 25 Ιανουαρίου 1923, οιονεί και καταισχύνουσα την
Εκκλησίαν.

Διότι ιδού, τι λέγει η εισηγητική αύτη έκθεσις κατωτέρω. ''...Λαβόντες υπ' όψιν ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, ως και οι
λοιπαί Ορθόδοξοι Αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι, αν και ανεξάρτητοι εσωτερικώς, είναι όμως στενώς συνδεδεμέναι προς
αλλήλας και ηνωμέναι διά της Αρχής της πνευματικής ενότητος της Εκκλησίας, αποτελούσαι μίαν και μόνην την
Ορθόδοξον Εκκλησίαν, και συνεπώς ουδεμία τούτων δύναται να χωρισθή των λοιπών και αποδεχθή νέον
ημερολόγιον ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΗ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ.

Όθεν και η Εκκλησία, όπως μεταβάλη το Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον αυτής είναι απαραίτητον, οφείλει ίνα μη
απισχισθή των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, τουθ' όπερ, ου μόνον την ενότητα και αρμονίαν της Ορθοδόξου
Εκκλησίας θέλει να καταστρέψει και την δύναμιν αυτής μειώση, αλλά και από Εθνικής απόψεως είναι ασύμφορον
και επιζήμιον, οφείλει να συνεννοηθή προηγουμένως, ως αποφαίνεται ανωτέρω και η ''Ιερά Σύνοδος ημών μετά των
λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών''.

Και προσθέτει εις τα ακλόνητα αυτά επιχειρήματα υπέρ της Εκκλησίας η εισηγητική έκθεσις, τα εξής: ''...Διά πάντας
τους ανωτέρω λόγους κρίνομεν πρέπον να διατηρηθή προσωρινώς εν ισχύι το Ιουλιανόν, καθ' όσον δηλαδή αφορά
και τας θρησκευτικάς εορτάς και τας της Εκκλησίας εν γένει, μέχρις ου συνεννοηθώσι και συναινέσωσιν εις την
μεταβολήν αυτού π ά σ α ι α ι ο ρ θ ό δ ο ξ ο ι Ε κ κ λ η σ ί α ι. Και όσον όμως αφορά εις την μεταβολήν του
ημερολογίου ως προς τας πολιτικάς σχέσεις και πράξεις θεωρούμεν ταύτην, χ ω ρ ί ς ν α θ ί ξ η π ο σ ώ ς τ α ς θρ η-
σ κ ε υ τ ι κ ά ς ε ο ρ τ ά ς, ως έπραξαν προ τινος και πάντα τα λοιπά ορθόδοξα κράτη και ως συνέβη προ πολλού εν
Τρανσυλβανία.

Εις πάσας τας χώρας ταύτας, ενώ το κράτος έχει ως πολιτικόν το Γρηγ. ημερολόγιον, κατ' ουδέν κωλύει τούτο την
Ορθόδοξον και την Ουνιτικήν Εκκλησίαν ν' ακολουθώσι διά τας εορτάς το Ιουλιανόν''. Δεν εγνώριζεν άρα γε ο
Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος τα ανωτέρω έγγραφα; Δεν εγνώριζε την ανωτέρω απόφασιν της Ιεράς Συνόδου του
1919; Δεν υπάρχει αύτη, ως και η χθες δημοσιευθείσα γνώμη του καθηγητού του Πανεπιστημίου κ. Ζολώτα εις τα
αρχεία της; Δεν είχε υπ' όψει την ανωτέρω εισηγητικήν έκθεσιν;

Ποία σοβαρά επιχειρήματα αντέταξεν, ίνα αναιρέση τα αδιάσειστα τοιαύτα επιχειρήματα; Και έθεσεν υπ' όψει της
Ιεραρχίας, ην συνεκάλεσε, τα έγγραφα ταύτα; Διεφώτισεν αυτήν, ώστε ν' αποφανθή αληθή εκκλησιαστική γνώμιν;
''Ή έλαβεν εκ συναρπαγής την απόφασιν αυτής, συμφώνως προς τους ιδίους αυτού πόθους και μόνον προς
ικανοποίησιν μιας ματαίας και αυτορθοδόξου φιλοδοξίας, να είναι αυτός ο Ιεράρχης, όστις να κατορθώση την
προσέγγισιν της Ανατολικής Εκκλησίας προς την Δυτικήν, διά π ρ ο σ χ ω ρ ή σ ε ω ς της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ή
τουναντίον, η έξαρσις της διαφοράς των περί την πίστιν και δόγματα κανόνων της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας
από της Δυτικής και η ζηλότυπος των ορθοδόξων θρησκευτικών παραδόσεων με τας οποίας εγεννήθη, έζησεν και
επεκράτησεν η Ορθόδοξος Ελληνική Εκκλησία Εθνικώς δι' αυτών δράσασα.

Αλλά δεν περιεφρόνησε μόνον τα ανωτέρω η Αρχιεπισκοπή Αθηνών, επέταξεν, ως άχρηστα και σοβαρώτατα
γράμματα και παρατηρήσεις των λοιπών Ορθοδόξων Χριστιανών και ιδίως του πολλού Πατριάρχου Αλεξανδρείας κ.
Φωτίου, ως θα ίδωμεν εις το επόμενον άρθρον.

Ε' Μέρος
Ως ανεπτύχθη εις το χτεσινόν άρθρον, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών βιαζόμενος να επιτύχη την μεταβολήν
του εκκλησιαστικού ημερολογίου, δεν έλαβεν υπ' όψει και δεν έθεσεν υπ' όψει της Ιεραρχίας προς συζήτησιν, τα
μέχρι της στιγμής εκείνης αποφασισθέντα υπό της Ι. Συνόδου, τα οποία είχε παραδεχθή, ως ορθά΄ ως είδομεν και
αυτή η Επανάστασις, αντιγράψασα εις την εισηγητικήν έκθεσιν του Β. Διατάγματος περί μεταβολής του Πολιτικού
Ημερολογίου ολόκληρον σχεδόν την απόφασιν της Ιεράς Συνόδου την εκδοθείσαν τη 20 Μαίου 1919, της οποίας το
μεγαλύτερον επιχείρημα ήτο, ότι η μεταβολή του Ιουλιανού Ημερολογίου πρέπει να γίνει ΜΕΤΑ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΙΝ
ΠΑΣΩΝ των λοιπών ορθοδόξων αυτοκεφάλων Εκκλησιών.

Διότι αύτη, ως έγραφεν η εισηγητική έκθεσις του Β. Διατάγματος της 25 Ιανουαρίου 1923, αποτελούσι μίαν και μόνην
την Ορθόδοξον εκκλησίαν και συνεπώς, ουδεμία τούτων δύναται να χωρισθή των λοιπών, χωρίς να καταστή
σχιματική. Πρέπει να προηγηθεί ενταύθα, ότι η ως άνω απόφασις της Ιεράς Συνόδου της 20 Μαίου ελήφθη κατόπιν
γνωμοδοτήσεως ορισθείσης Επιτροπής, αποτελεσθείσης υπό του Σ. Δημητριάδος Γερμανού ως Προέδρου, του Σ.
Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Αμβροσίου, του Αρχιμανδρίτου τότε και νυν Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σ. Χρυσοστόμου και
των Καθηγητών του Πανεπιστημίου κ. Αιγινίτου και Ζολώτα.

Εδημοσιεύσαμεν ήδη εν περιλήψει, την αναπτυχθείσαν τότε γνώμην του Καθηγητού κ. Ζολώτα εναντίον της
μεταβολής. Παραλείψαμεν όμως να σημειώσωμεν, ότι αναιρών ο αείμνηστος εκείνος καθηγητής τα μη σοβαρά
επιχειρήματα των υπερμάχων της μεταβολής έγραφε: ''Ο θέλων να έλθη εις Ημερολογιακήν προς τους ξένους
ισορροπίαν, αρκεί να έχη έννοιαν τινα της προσθέσεως και της αφαιρέσεως και το φοβερόν μαρμαλύκειον
ραγδαιότατα αποσοβείται και ευτυχώς ουδείς στερείται της περί -τας δύο ταύτας- αριθμητικάς πράξεις,
στοιχειώσεως. Και τα δάκτυλα μόνα εξορκούσιν αυτώ. Έθνος και Εκκλησία απειλούμενα έχουσι τα περί τα
θρησκευτικά διακρίσεις δι' ων την άμυναν ευχερέστερον έχουσιν εκ λόγων και προνοίας και αμύνης της
αυτοσυντηρήσεως αυτών.''

Η πρότασις αύτη του Καθηγητού Ζολώτα εγένετο δεκτή μόνον υπό του Σ. Δημητριάδος και αυτού του Ζολώτα. Τα δε
λοιπά μέλη την κατεψήφισαν. Εγένετο δε μετά τούτο δεκτή υπό πάντων των μελών (πλην του Ζολώτα) η πρότασις του
κ. Αιγινήτου, ήτις ως είπομεν, ήδη είχεν ως εξής:

''Η Επιτροπή φρονεί, ότι η μεταβολή του Ιουλιανού Ημερολογίου, μη προσκρούουσα εις δογματικούς και κοινωνικούς
λόγους, δύναται να γίνει ΜΕΤΑ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΙΝ μετά πασών των λοιπών Ορθοδόξων, Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ιδίως
μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εις ο και θα ήτο ανάγκη να ανατεθή πρωτοβουλία πάσης σχετικής ενεργείας,
ΥΠΟ ΤΟΝ ΟΡΟΝ ουχί της προσχωρήσεως εις το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, αλλά της συντάξεως νέου Ημερολογίου
κ.λπ. Αυτός ούτος λοιπόν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ως Αρχιμανδρίτης τότε και μέλος της άνω επιτροπής απεδέχθη
την γνώμην, ότι η μεταβολή δύναται να γίνη μόνον μετά συνεννόησιν μετά πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών΄
γενόμενος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, δια τί μετέβαλε και έσπευδε πιέζων το Οικουμενικόν Πατριαρχείον να δεχθή την
μεταβολήν; Το αληθές είναι ότι ετήρησε τον τύπον να αναφερθή εις τας λοιπάς Ορθοδόξους Εκκλησίας. Αλλ΄άπασαι
ηρνήθησαν να αποδεχθώσιν την μεταβολήν. Και

1) Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός εδημοσιεύσαμεν ήδη, ότι διεκήρυξεν, ότι ''Συνταυτισμός των ορθοδόξων
εορτών προς τας της Ρωμ. Εκκλησίας, κρίνεται ασύμφορος διά την ορθοδοξίαν''. Όταν δε εν τέλει, ο Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών τω ανακοίνωσεν την απόφασιν ην έχει η Εκκλησία της Ελλάδος, να αποδεχθή την μεταβολήν, ο γηραιός
Πατριάρχης απήντα, ότι ''για λόγους προσκυνηματικούς δεν δύναται να μεταβάλη γνώμην. Δεν θα κάμη εν τούτοις
ουδεμίαν διαμαρτυρίαν''. Την δε 6 Μαίου 1924 λαβών την είδησιν περί αποδοχής και του Εκκλησιαστικού
Ημερολογίου υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος απήντησεν, ως εξής:

''...Η αγιωτάτη μήτηρ των Εκκλησιών αδυνατεί μεν τω παρώντι και μέχρις άρσεως των κωλυόντων αυτήν
αποδεχθήναι, την άνω διόρθωσιν, διά τε την γνωστήν μειονεκτικήν θέσιν εις ην τίθησιν αυτήν έναντι των Λατίνων εν
τοις παναγίοις προσκυνήμασι και τους εκ του προσηλυτισμού κινδύνους''.

Αναληθώς λοιπόν, ο ''Φιλαλήθης'' εις το δημοσιευθέν εν τω ''Σκριπ'' άρθρω του λέγει, ότι ο Πατριάρχης Δαμιανός εις
το γράμμα του επεδοκίμασε την πράξιν της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ουδαμώς την επεδοκίμασε. Και ανεξαρτήτως των
ιδιαιτέρων λόγων, ους είχεν η Εκκλησία Ιεροσολύμων να μη δεχθή την αφομοίωσιν του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου
προς το Πολιτικόν, η απάντησις αυτού ήτο πάντως αρνητική, ώστε να δεσμεύση την Ελληνικήν Εκκλησίαν να μη
εφαρμόση το νέον Εκκλ. Ημερολόγιον, αφού δεν επληρούτο Ο ΟΡΟΣ, της υπό πάντων των Ορθοδόξων Εκκλησιών
αποδοχής της καινοτομίας, ο όρος, ον ρητώς έθεσε και η Ιερά Σύνοδος και η Πολιτική Κυβέρνησις.

2) Ο Πατριάρχης Αντιοχείας έγραφε: ''Οι πολιτικοί παράγοντες παρέστησαν -προόδου σύμπτωμα- την αλλαγήν του
Ημερολογίου, αν και σύμπασα η Ανατολική Εκκλησία έχεται του Ιουλιανού Ημερολογίου, παρά την βίαν, ην
μετέρχεται το Κράτος προς αποδοχήν του Γρηγοριανού. Η ροπή εις τας μεταβολάς των κανόνων εικονίζει προ των
οφθαλμών ημών κίνδυνον μέγαν''.

3) Ο Πατριάρχης των Σέρβων Δημήτριος είπε: ''...Υπεδείξαμεν την ανάγκην, όπως αναβληθή επί του παρόντος η
συγκληθείσα Σύνοδος, διά να συνέλθη μία προσύνοδος, η οποία να προπαρασκευάση και να καταρτίση την
ημερησίαν διάταξιν της Οικουμενικής Συνόδου. Ζητήματα εκκλησιαστικά υπάρχουν προς λύσιν αρκετά, αλλά πρέπει
να γίνη επιλογή μεταξύ αυτών, διά να προτιμηθούν τα ουσιωδέστερα και ζωτικώτερα. Τοιούτον είναι το ζήτημα του
Ημερολογίου, το οποίον πρέπει να απασχολήση πρωτίστως την Σύνοδον, ίνα καθιερωθή Ε ν ι α ί ο ν Η μ ε ρ ο λ ό γ ι-
ο ν όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών''.

Όταν δε υπό του βιαζομένου Αρχιεπισκόπου Αθηνών ανεκοινούτο εις αυτόν η απόφασις της Ελληνικής Εκκλησίας,
ούτος απήντα τηλεγραφικά, ότι δεν προσχωρεί και εύρε μόνον, ως δικαιολογίαν της αρνήσεώς του να είπη, ότι
''επειδή μικρόν διάστημα υπήρξεν από της κοινοποιήσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δεν εγένετο δυνατόν να
εισαχθή το νέον Ημερολόγιον, αλλ' είναι πιθανόν, ότι θα εισαχθή μετά την σύγκλησιν της ''Συνελεύσεως των
Αρχιερέων''. Δεν εισήχθη όμως, ούτε τότε (Μάρτιος 1924), ούτε και μέχρι σήμεον. Αλλά δριμυτέρα και καυστικωτέρα
είναι η απάντησις του πολλού και μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου τότε Αλεξανδρείας.

Ο ''Φιλαλήθης'' γράφων εις το ''Σκριπ'' απέκρυψε την αλήθειαν, ως προς την απάντησιν του Φωτίου και ανέφερεν
εντελώς ανακριβώς, ότι ο Φώτιος επέτρεψε την εισαγωγήν του νέου ημερολογίου εις εκτός της Αιγύπτου κοινότητας.
Έτι δε ανακριβέστερον προσθέτει σκοπίμως ο ''Φιλαλήθης'' ιδικήν του μόνον κρίσιν, ότι ''αναμφιβόλως, αν έζη ο
Φώτιος θα προέβαινεν εις την εφαρμογήν του νέου Ημερολογίου και εν Αιγύπτω, ων απεφασίσθη ήδη από τον
ανατροπέα των πάντων Μεταξάκην.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και ο διερμηνεύσας τας αντιλήψεις του ''Φιλαλήθης'' δεν ετόλμησαν να αναφέρουν, τι
απήντησεν ο Φώτιος. Διότι και μόνου αυτού η απάντησις, αναιρούντος και την σημασίαν της συγκαταθέσεως δήθεν
του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήτο αρκετή, ώστε να συγκρατήση την αντορθόδοξον, παράλογον και
αδικαιολόγητον σπουδήν του αχαλινώτου εις τας Εκκλ. καινοτομίας Αρχιεπ. Αθηνών και ανακόψη την προς την
διάσπασιν της ενότητος των Ορθοδόξων Εκκλησιών, βίαν αυτού την δικαιολογηθείσαν μόνον εκ του πόθου να φανή,
ότι ούτος ''αβιάστω ελευθερία'' εισηγήθη και επραγματοποίησε την προσέγγισιν της Ανατολιλής Εκκλησίας προς την
Δυτικήν. Την απάντησιν του Φωτίου θέλομεν δημοσιεύσει εις το επόμενον άρθρον.

ΣΤ' Μέρος
Εξεθέσαμεν χθες, πως απήντησεν εις την περί της αλλαγής του Εκκλησιαστικού ημερολογίου πρόσκλησιν της
Ελληνικής Εκκλησίας, της Αρχηγευομένης υπό του Μακ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών,

1) ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων,

2) ο Πατριάρχης Αντιοχείας,

3) ο Πατριάρχης των Σέρβων και

4) ο Πατριάρχης Φώτιος, με το χαρακτηρίζον αυτόν θάρρος και με τας αληθείς Εκκλησιαστικάς Αρχάς υφ' ων
διεπνέετο, ιδού τι απήντησεν εις τα γράμματα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών:

Αριθμ. 326

Τω Μακαρίω και Σεβασμιωτάτω Αρχιεπισκόπω Αθηνών και πάσης Ελλάδος Κυρίω Χρυσοστόμω, Προέδρω της ''Ιεράς
Συνόδου της εν Ελλάδι Εκκλησίας''

Χαίρειν εν Χριστώ τω αναστάντι Θεώ. Τα από Δευτέρας μεν και δεκάτης του παρελθόντος μηνός κατά το Γρηγοριανόν
Ημερολόγιον επεσταλμένα, τη δευτέρα δε και εικοστή του αυτού κεκομισμένα ημίν αδελφικά γράμματα της Υμετέρας
Μακαριότητος, τα περί ημερολογίου και πασχαλίου, μετά της δεούσης μεν και αυτοί ανέγνωμεν επιστάσεως,
εσπεύσαμεν δε ανακοινώσασθαι αυτά τη καθ' ημάς των Ιεροτάτων Μητροπολιτών χορεία, συνοδικώς
συνδιασκεπτομένων, τη δεκάτη και τετάρτη του αυτού μηνός Μαρτίου, καθ' ο παρειλήφαμεν πάτριον ημερολόγιον,
ότε πολλή τη προσοχή και φροντίδι και μετριοπαθεία και φιλαδελφεία εμελετήθη τα εν αυτοίς, πάντων και
εθελόντων και αφωνιζομένων πείσαι εαυτούς, μη μόνον κατιδείν, αλλά και ασπάσασθαι τας εν αυτοίς γνώμας, είγε
τη αληθεία μη ευρεθείεν αντικείμεναι. Κατά την συνοδικήν ουν απόφασιν, την ούτω μεμορφωμένην τότε απαντώμεν
σήμερον τα εξής:

Ότι μεν ουδεμίαν ουδαμώς η καθ' ημάς αγιωτάτη Εκκλησία έβλεπε πόθεν, ούτε ανάγκην, αλλ' ουδ' απλώς
περιστάσεων συνθήκην, η φοράν επιβάλλουσαν την διόρθωσιν του εν χρήσει της Ορθοδόξου Εκκλησίας Ημερολογίου,
τούτο και ημείς παρά τη Αγιωτάτη Εκκλησία Αλεξανδρίων και οι εν Χριστώ τω Θεώ σεβασμιώτατοι αδελφοί και
συλλειτουργοί, αι τας αρχεγόνους και αποστολικάς Εκκλησίας ανά την Εώαν θεία χάριτι εκπροσωπούντες,

ο τε Πατριάρχης Μεγάλης Θεουπόλεως Αντιοχείας και πάσης Ανατολίας κύριος Γρηγόριος και ο πατήρ και Πατριάρχης
της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης κύριος Δαμιανός, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κύριος Κύριλλος, εις
τα τηλεγραφήματα και τα γράμματα της Υμετέρας Μακαριότητος από έτους ήδη, κατ' επανάληψιν απαντώντες
εδήλωσαν αποφάσεσι και αυτοί στοιχούντες συνοδικαίς, επί ρυθμίσει των πραγμάτων, μη μόνον ειρηνική, αλλά και
της αληθείας μη ξένη, και προτείναντες και αποδεξάμενοι συγκρότησιν συνόδου πασών των Αγιωτάτων Εκκλησιών
του Θεού, μόνης δυναμένης αρμοδίως και οριστικώς αποφήνασθαι.

Ότι δ' εύη εν πάσιν ακριβής ο ισχυρισμός, ο εν τοις γράμμασι της Υμετέρας Μακαριώτατος, ευθύς εν αρχή
αναγεγραμμένης, καθ' ον τάχα ''δογματικώς τε και κανονικώς ακώλυτος'' αν είη, η υπ' αυτής αναιτίως επισπευδομένη
''διόρθωσις'', τούτο αυτό βεβαιοί μεγάλοις γράμμασι και τρανή τη φωνή η Υμετέρα Μακαριότης μόλις μετά στίχους
δέκα από του πρώτου εκείνου ισχυρισμού αποφαινομένη ''διορθωθήναι δε κατά το λοιπόν μέρος το Ιουλιανόν
ημερολόγιον προς άρσιν της συγχύσεως των ορθοδόξων Λαών, σκανδαλιζομένων εκ της διαφοράς των ημερολογίων
και κινδυνευόντων αποξενωθήναι της Εκκλησίας''.
Πώς δη αγαπητέ και περισπούδαστε αδελφέ ''δογματικών τε και κανονικών'' σχέσεων και συνθηκών λογισθήσεται
ξένη και απλώς απηλλαγμένη διαφορά, ήσπερ ένεκεν όλοι οι λαοί σκανδαλιζόμενοι κινδυνεύουν αποξενωθήναι της
Εκκλησίας; Και τούτων μέντοι κατ' αναμφήριστον βεβαιότητα, ούτως εχόντων η Υμετέρα Μακαριότης αναγγέλει, ότι,
η ''Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ουκ επ' αθετήσει των υπό της Α' Οικουμενικής Συνόδου νενομοθετημένοις,
αλλά της σωτηρίας και της προκοπής επί το κρείττον των ορθοδόξων προμηθουμένη απαραίτητον έκρινε, μετά την
συναίνεσιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου την διόρθωσιν του εν χρήσει της Εκκλησίας Ιουλιανού Ημερολογίου''.

Ου κρύπτομεν, Μακαριώτατε αδελφέ, ότι επί τη πολλών ένεκεν αδοκήτω ταύτη αγγελία, και ημείς λυπηράν έσχομεν
την έκπληξιν και τη Συνόδω εγκάρδια συνέσχε θλίψις τους ιεροτάτους αδελφούς, κατιδόντας, ότι ά ν ε υ α ι τ ί α ς π
ρ α γ μ α τ ι κ ή ς, κατά δε την ομολογίαν βεβαίωσιν της Υμ. Μακαριότητος , ά ν ε υ λ ό γ ω ν δ ο γ μ α τ ι κ ώ ν ή κ α
ν ο ν ι κ ώ ν α π ε κ ρ ο ύ σ θ η η α δ ε λ φ ι κ ή σ ύ σ τ α σ ι ς και παράκλησις τεσσάρων Αποστολικών θρόνων εξ'
αιώνων, υπέρ της αληθείας τον αγώνα βασταζόντων και μ ο ν ο μ ε ρ ώ ς εις Νόμον Εκκλησιαστικού τύπου
ανενεχθήναι προτείνεται ''διόρθωσις'' καθεστώτος εν χρήσει της ορθοδόξου εκκλησίας πάσης και άρα, ου της εν
Ελλάδι εκκλησίας μόνης, και ταύτα ότε υπ' αυτής ωμολόγηται της περινοίας αυτής, ότι ''εκ της διαφοράς των
ημερολογίων κινδυνεύουσιν αποξενωθήναι της εκκλησίας'', ουχί βεβαίως μόνης της εν Ελλάδι ''όλοι λαοί Ορθόδοξοι''.
Αλλά εξ ελλείψεως σήμερον του αναγκαίου χώρου θέλομεν συνεχίσει εις το αυριανόν φύλλον, την βαρυσήμαντον
ταύτην απαντητικήν επιστολήν, του αειμνήστου της Αλεξανδρείας Πατριάρχου Φωτίου.

Ζ' Μέρος
Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος, μέγας και εμπνευσμένος Ιεράρχης, προσηλωμένος δε εις τους κανόνας και τας
παραδόσεις της Εκκλησίας, με φρόνημα αληθώς Εκκλησιαστικόν υπήρξεν υπέρμαχος, ως είδομεν εις το χθεσινόν
άρθρον, απαντών εις τας παρακλήσεις και παροτρύνσεις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, όπως συναινέση εις τον
αντικανονικόν και αντορθόδοξον νεωτερισμόν της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου. Ήρχισε την
απάντησίν του επιτιμητικώτατα. Μετά το μέρος, όπερ εδημοσιεύσαμεν χθες, συνεχίζων ταύτην γράφει τα εξής:

''Καιρία ημών η λύπη διά ταύτα! Καίτη γαρ, εις δικαιολογίαν της ''διορθώσεως'' προβάλεται και η συναίνεσις του Οικ.
Πατριάρχου, τούτο, όμως μάλλον εντείνει ή μετριάζει την λύπην παντός τέκνου της αγιωτάτης Εκκλησίας,
σκοπουμένου εν οία νυν τελεί καταστάσει ο αγιώτατος Αποστολικός και Πατριαρχικός Θρόνος, απωφαρνισμένος μεν
τα πολλά, κρίμασιν οις οίδε Κύριος της ποτε δυσαριθμήτου και εκλάμπρου Ιεραρχίας, απωρφανισμένου δε του
πλείστου, ίνα μη λέγωμεν, παντός του ποιμνίου, γυμνός δε και πάσης της προτέρας δυνάμεως και χρήζων αυτός
συγκροτήσεως εν τη νέα καταστάσει και πανθολογουμένως υπό περιπετείας διατελών θίβερωτάτας, δι' ο και ο θεία
χάριτι αυτόν νυν καταπεπιστευμένος Θεόλευκτος ποιμήν εν γε τοις προς ημάς αδελφικοίς γράμμασι περί του αυτού
θέματος, επί την Ι. Σύνοδον της εν Ελλάδι Εκκλησίας δοκεί την περί ''διορθώσεως'' πρωτοβουλίαν αναφέρειν.

Ανακεφαλαιούντες δη τ' ανωτέρω Μακαριώτατε εν Κυρίω αδελφέ, γνωρίζομεν τη Υμετέρα Μακαριότητι, ότι η καθ'
ημάς Ι. Σύνοδος την μη ''διόρθωσιν'' ην τεθεσπισμένην ήδη αναγγέλλει η περίνοια αυτής αποκρούει, ετοίμως μέντοι
έχουσα συνεξετάσαι τα κατ' αυτήν εν προσήκοντι τόπω και χρόνω μετά των αδελφών, Αγιωτάτων Εκκλησιών,
εμμένουσα δ' εν τοις πρότερον περί τούτου προδεδογμένοις, προτείνει και αύθις την συγκρότησιν Συνόδου ή μεγάλης
Τοπικής ή Οικουμενικής, ήσπερ άνευ ουδεμία περί καθεστώτος κοινού τη όλη Εκκλησία είυαι γνώμει, είτ' αποφάσει
μονομερή έσται ή λογισθήσεται έγκυρος κανονικώς και τη απαραιτήτω ισχύει κατωχυρωμένη.

Ούτως ουν γνώμης έχουσα η καθ' ημάς Αγιωτάτη Εκκλησία ου σμικράν ηρύσατο την παραμυθίαν από γε της
βεβαιώσεως της Υμ. Μακαριότητος, ότι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ''προθύμως έχει συνεργήσαι εις
την εν Συνόδω της καθ΄όλου Ορθοδόξου Εκκλησίας εξέτασιν και την διόρθωσιν του Πασχαλίου κανόνος'' και τοι γαρ
ρητώς και εκπεφρασμένως αποκλείει πάσαν αθέτησιν κανόνων, ελπίζει όμως, ότι πολλά μεν τα δεινά
προληφθήσεται, πολλά δε τα ωφέλιμα υποδειχθήσεται και τη θεία χάριτι καθορισθήσεται εν Συνόδω τοιαύτη
εγκαίρως, συγκροτουμένη και εν Αγίω Πνεύματι συνδιασκεπτομένη.
Τούτων μεν ουν άλις εις απάντησιν, ο δε Θεός της Αγάπης και Ειρήνης δώση ημίν την αγάπην και ειρήνην διά πάντας
εν παντί τρόπω. Αμήν

Εν Αλεξανδρεία μηνί Απριλίω κ' του α', λ, κ. δ'.

Της Υμετέρας Μακαριότητος Αδελφός εν Χριστώ Όλως πρόθυμος

+ Ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος

Αύτη ήτο η απάντησις του Πατριάρχου Φωτίου. Σημειωτέον, ότι ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, προ της
ανωτέρω απαντήσεως του Φωτίου, εζήτει μετά και ικετευτικώς παρ' αυτού να δεχθή την μεταβολήν του παλαιού
Ημερολογίου. Ιδού δε το τηλεγράφημα του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου προς τον Πατριάρχην Φώτιον:

''Η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδος προς τον Πατριάρχην Φώτιον. Αμέσου συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου αδυνάτου
καθισταμένης, εισηγούσης δι' αφομοιώσεως Ημερολογίου χάριν εκατομμυρίων Ορθοδόξων λαών, ε κ λ ι π α ρ ο ύ μ
ε ν Υμετέραν Μακαριώτητα δεχθήναι πρότασιν Οικ. Πατριαρχείου περί συνταυτίσεως ημερομηνιών, διά προσθήκης
18 ημερών από 10 προσεχούς Μαρτίου, άνευ οιασδήποτε μεταβολής Πασχαλίου, μόνης ταύτης παραπεμφθησομένος
Οικουμενική Συνόδω.

+Ο Αθηνών ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Αλλ' ο Πατριάρχης Φώτιος δεν ηνόησε ποτέ να αποδεχθή την αντικανονικήν πρότασιν του Μητροπολίτου Αθηνών,
απέστειλε δε εις Αθήνας και αντιπρόσωπόν του και έγραψε προς τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και επιστολήν, περί των
οποίων θα ασχοληθώμεν εις το επόμενον.

Η' Μέρος
Είδομεν εν τω χθεσινώ άρθρω, μετά ποιας επιμονής, αλλά και μετά ποιας δυνάμεως λόγου, αλλά και εκκλησιαστικού
φρονήματος, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος απέκρουε την γνώμην της Ελληνικής Εκκλησίας - δηλαδή του
Αρχιεπισκόπου Αθηνών - περί μεταβολής του Εκκλησιαστικού ημερολογίου, κατακρίνει και την δικαιολογίαν τούτου,
ότι διά την μεταβολήν ταύτην συνήνεσε και το Οικ. Πατριαρχείον, διά την οποίαν ο Φώτιος έλεγε, ότι ησθάνετο
μεγαλυτέραν θλίψιν γνωστού όντος, ότι τότε ο θρόνος του Οικ. Πατριαρχείου ήτο τελείως απωρφανισμένος της
άλλοτε πολυπληθούς Ιεραρχίας του και του ποιμνίου του, και ήτο εστερημένος πάσης δυνάμεως και κύρους.

Εν τούτοις ο ''Φιλαλήθης'' εις το -εν τω ''Σκριπ''- άρθρον του γράφει αναληθέστατα, ότι ο Πατριάρχης Φώτιος
αναληθέστατα αναμφιβόλως, αν έζη θα προέβαινεν εις την εφαρμογήν του Νέου ημερολογίου. Και γράφει τούτο, διά
να παραστήση, ότι και ο Φώτιος, αφού άπαξ εδέχθη ο Οικουμενικός Πατριάρχης και η Εκκλησία της Ελλάδος την
μεταβολήν, δεν είχε πλέον αντίρρησιν. Τούτο είναι ύβρις προς τον Φώτιον και ασέβεια προς τας μεγάλας και υψηλάς
αρχάς του. Διά να αποδείξωμεν δε, ότι ο Φώτιος και μετά την παραδοχήν υπό της Ελληνικής Εκκλησίας της
''διορθώσεως'' του Εκκλησιαστικού ημερολογίου, έτι μάλλον επέμενε και κατάκρινε ταύτην, μεμφόμενος του
Αρχιεπισκόπου Αθηνών, διότι απέφευγεν ούτος να του απαντήσει εις το προηγούμενον γράμμα του΄ δημοσιεύομεν
και δεύτερον γράμμα του Φωτίου προς τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών, προς τον οποίον απέστειλε και ιδιαίτερον
Ιεράρχην, όχι διά να βεβαιωθή περί της ανάγκης της διορθώσεως του Εκκλησιαστικού ημερολογίου - ως
αναληθέστατα ισχυρίζεται ο ''Φιλαλήθης'', διότι ο Φώτιος είχεν εδραίαν πεποίθησιν, ότι ουδεμία ανάγκη υπήρχεν,
αλλά διά να επιστήση την προσοχήν του Αρχιεπισκόπου Αθηνών εις το σφάλμα, όπερ διαπράττει και τον καταστήση
υπεύθυνον ελέγχων αυτόν συνάμα διά την σιωπήν του.

Ιδού, τι έγραφεν ο Φώτιος εις το δεύτερον γράμμα του:


Αριθ. 292

Τω Μακαριωτάτω και Σεβασμιωτάτω Αρχιεπισκόπω Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. κ. Χρυσοστόμω

Αδελφέ εν Χριστώ περισπούδαστε και συλλειτουργέ, αγάπην χαίρειν εν Χριστώ τω Θεώ. Φροντίδι επιβεβλημένη περί
της εαυτού υγείας υπείκων ο εν Χριστώ τω Θεώ αγαπητός αδελφός και συλλειτουργός ιερώτατος Μητροπολίτης
Νουβίας κ. Νικόλαος, έρχεται εις Αθήνας, ευτυχήσων και ταύτης της ποθητής ευκαιρίας του συναντηθήναι τη Υμετέρω
περισπουδάστω ημίν Μακαριότητι και τη μετ' αυτής αγαστή ομιλία εντρυφήσαι. Της καλής δε ταύτης περιστάσεως
και ημείς οπωσδήποτε απώνασθαι, ποθούντες πρωτίστως μεν προσαγορεύομεν δι' αυτού την υμετέραν Μακαριότητα
και το φίλημ' αυτή το Άγιον, εν Χριστώ αποδίδομεν.

Είτα δ' αξιούμεν και ακούσαι αυτού εν αγάπη περί ων αν έχοι ειπείν αυτή παρ' ημών και είγ' εγκρίνοι δηλώσαι αυτώ,
οιανδήποτ' αν διαψιλεύσοιεν αυτή απάντησιν άνωθεν ο Πατήρ των Φώτων. Ει γαρ και στερούμεθα μέχρι της ώρας
ταύτης αποκρίσεως παρ' αυτής εις τα από εικοστής Απριλίου του έτους τούτου καθ΄ημάς ημέτερα γράμματα, ουχ'
ηγούμεθα όμως πέρας ειλφυίαν την μελέτην των εν εκείνοις θεμάτων ουδ' εφικτήν διά μόνης της σιγής την κοινή
ποθουμένην ειρήνην της Εκκλησίας, ως ουδέ δικαίαν την δυνάμει βία υλικής και ουχ' υπαγορεύσει κρίσεως λογικής
επιβολήν και κατίσχυσιν ιδεών και αποφάσεων υφ' όλην μεν την Εκκλησίαν προωρισμένων νόμου κτήσασθαι ισχύν,
από δε της όλης εκκλησίας μας εγκεκοιμένην.

Πεπεισμένος, ότι η περίνοια αύτης ουκ αρνήσεται ταύτα, μετ' αγάπης και αύθις περιπτυσσόμεθα την Υμετέραν
Μακαριότητα και όλη καρδία αιτούμεθα άνωθεν, αύτη πάσαν χάριν εν βίω παντί. Της Υμετέρας Μακαριότητος
αδελφός εν ευχή όλως πρόθυμος.

+ Ο Αλεξανδρείας Φώτιος

Εν Αλεξανδρεία μηνί Ιουνίω

Είναι άρα εκτός πάσης αμφιβολίας, ότι ο Πατριάρχης Φώτιος ουδέποτε είχεν εν νω να μεταβάλη το Εκκλησιαστικόν
Ημερολόγιον, άνευ ομοφώνου γνώμης πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ουδέ είναι αληθές, ότι ο ελθών εις Αθήνας
Σεβ. Μητροπολίτης Λεντουπόλεως κατ' εντολήν δήθεν του Φωτίου επείσθη περί της ανάγκης της μεταβολής - ως
αληθώς έγραψεν ο ''Φιλαλήθης''. Διότι είναι βεβαιωμένον και το επιστοποίησεν ενώπιον της συνελθούσης Ιεραρχίας
την 27 Δεκεμβρίου 1923 ο Σεβ. Μητροπολίτης Χαλκίδος, όστις ανέφερεν, ότι ο Σεβ. Μητροπολίτης Λεντουπόλεως
μεταβάς εις Τήνον, πολύ μεταγενεστέρως ωμίλησε κατά της μεταβολής του Ημερολογίου.

Πώς λοιπόν ούτος επείσθη υπέρ της μεταβολής και εκ τίνων επιχειρημάτων επείσθη; Υπήρξε καν εν επιχείρημα
σοβαρόν απέναντι της ομοφώνου αρνήσεως όλων των ορθοδόξων εκκλησιών; Αλλ' ο ''Φιλαλήθης'' εις το άρθρον του
εν τω ''Σκριπ'' εκρέπεται και εις ένα ανευλαβή άτοπον και άνανδρον συνάμα ισχυρισμόν. Λέγει, ότι ιδιαιτέρως
επέμεινεν ο Βασιλεύς Γεώργιος εις την ανάγκην ταύτην, εν μακρά υπέρ την ώραν συνομιλία του προς τον
Μητροπολίτην Λεοντουπόλεως. Τούτο είναι ψεύδος. Και άλλοτε λεχθέν σκοπίμως υπό του Μακαρ. Αρχιεπισκόπου
Αθηνών και διαψευσθέν υπό του Τύπου, δεν επεβεβαιώθη υπό του Σεβ. Λεοντουπόλεως. Λέγεται δε και
επαναλαμβάνεται, διότι γνωρίζει ο Μακαριώτατος, ότι ο Βασιλεύς Γεώργιος δεν δύναται απουσιάζων και ως εκ της
θέσεώς του σήμερον να διαψεύση τούτο.

Διά τούτο - λέγομεν- είναι και άνανδρον και ανευλαβές και ανοίκειον, δι' ένα Ιεράρχην να επικαλείται γνώμην του
εξορίστου Βασιλέως, επί ζητήματος το οποίον, ο Βασιλεύς ουδεμίαν είχεν αρμοδιότητα να εισηγείται, πολλώ δε
μάλλον να ''επιμένη'' να επιβάλη. Ο Βασιλεύς δεν είναι, ούτε κληρικός, ούτε Πατριάρχης, ενώ το ζήτημα της
μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου ήτο και είναι καθαρώς Κανονικόν. Και αν ακόμη ο Βασιλεύς εν τη αγνοία
του ενόμιζεν, ότι έπρεπε να θιγή το Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον, όχι μόνον ο Σεβ. Λεοντουπόλεως, αλλ' αυτός ο
Αρχιεπίσκοπος είχεν επιβεβλημένον καθήκον να τον διαφωτίσουν ανακοινούντες αυτώ τας γνώμας των άλλων
Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Εάν δε ο Βασιλεύς και μόνον την γνώμην του Πατριάρχου Φωτίου εγνώριζεν, ήτο απολύτως αδύνατον να επέμενεν
εις αντορθόδοξον και αντικανονικόν πραξικόπημα. Αλλ' είχον την ειλικρίνειαν οι σημερινοί νεωτερισταί, οι άνευ
εκκλησιαστικού φρονήματος Ιεράρχαι, να υποβάλουν εις τον Βασιλέα τας γνώμας των ορθοδόξων Πατριαρχών; Και
δεν είναι μικρότης και αισχύνη να επικαλούνται δι' εν τόσον μέγα εκκλησιαστικόν ζήτημα την γνώμην τάχα του
Βασιλέως, διά να ρίψουν εις αυτόν ευθύνην, την οποίαν ολόκληρον φέρουν οι ίδιοι;

Ποίος λοιπόν ενεθάρρυνε τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών να πραξικοπηματίσει κατά της Εκκλησίας, αφού, ως είδομεν
και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων και ο Πατριάρχης Αντιοχείας και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας και ο Πατριάρχης Σέρβων
και, ως θα ίδωμεν και η Ρωσσία και το Άγιον Όρος αντετάχθησαν κατά της μεταβολής και, αφού και αυτό το
Οικουμενικόν Πατριαρχείον εδέχθη την μεταβολήν, υπό τον όρον να συμφωνήσουν και αι λοιπαί ορθόδοξαι
εκκλησίαι; Διά τι ησθάνθη την ανάγκην ο Αρχιεπίσκοπος να αποκρύψη όλην την αλήθειαν από την Ιεραρχίαν και ο
''Φιλαλήθης'' εν τω ''Σκριπ'' να γράφει αναληθώς, ότι ο μεν Πατριάρχης Ιεροσολύμων είπεν΄δοκίμασα (!!) την πράξιν
της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο δε Φώτιος ΘΑ προέβαινε και αυτός εις την μεταβολήν, εάν έζη; Ποία δύναμις ωδήγει
τον Σεβ. Αρχιεπίσκοπον εις τοιαύτα τεχνάσματα και, ποιος λόγος τον εβίαζε, να σπεύδη, να φέρη εν τετελεσμένον
γεγονός εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος προκαλών σχίσμα; Θα συνεχίσωμεν την έρευνάν μας περί όλων τούτων εις το
επόμενον.

Θ' Μέρος
Εξεθέσαμεν μέχρι τούδε, ότι αν όχι άπασαι, αλλ' η πλειονότης των Ορθοδόξων Εκκλησιών και δη τα Πατριαρχεία
Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας αντετάχθησαν εις την πρότασιν της μεταβολής του Εκκλησιαστικού
Ημερολογίου άνευ Οικουμενικής Συνόδου, καθοριζούσης τα περί ταύτης. Και αυτή, όμως η αποδεχθείσα την
μεταβολήν Ρουμανία, μετεμελήθη αιτιωμένη, ότι ηπατήθη εν Κωνσταντινουπόλει εκ της υπογραφής του Σέρβου
αντιπροσώπου, ήτις όμως υπογραφή εξεμηδενίσθη προ της εξεγέρσεως, ήτις εγένετο εν Βελιγκραδίω. Εν μια
συνεντεύξει του προς τον Τύπον, ο Πατριάρχης Ρουμανίας έλεγεν την 24ην Φεβρουαρίου 1926, τα εξής:

''...Είναι ανάγκη να γίνει δεκτό υπό όλων των ορθοδόξων Κρατών ενιαίον Ημερολόγιον. Η ανάγκη αύτη δεν είναι
μόνον θρησκευτική, είναι και Εθνική, ακόμη δε και οικονομική... Το ενιαίον ημερολόγιον θα ενοποιήση τας εορτάς
και θα περιορίση ούτω τας αργίας. Ημείς αποδέχθημεν ήδη το νέον Ημερολόγιον εν συνεννοήσει μετά των Σέρβων,
αλλ' οι Σέρβοι δεν το εφήρμοσαν ακόμη εις την Εκκλησίαν των''.

Εκ τούτων, προκύπτει σαφώς η μεταμέλεια της Ρουμανίας διά το ολίσθημα, εις ο παρεσύρθη. Διότι ο Λαός
απεδοκίμασε την συμμετοχήν της εις το πραξικόπημα της Κων/πόλεως και έκτοτε παρατηρείται εν Ρουμανία, ότι τας
μεν Κυριακάς πληρούνται οι ιεροί ναοί Χριστιανών, αλλά κατά τας εορτάς είναι όλοι κενοί. Και εκ τούτου, η Ρουμανία
αισθανομένη την ανάγκη να επανέλθη το παλαιόν εορτολόγιον επιζητεί τούτο δι' Οικουμενικής Συνόδου, αρμοδίας
να καθορίση κοινόν και ενιαίον ημερολόγιον.

Ότε δε απεστάλη εις Κων/πολιν και εις Αθήνας, ο Ρουμάνος Καθηγητής της Δογματικής εν τω Πανεπιστημίω του
Βουκορεστίου κ. Δημιτρέσκου, αγωνισθείς να επιτύχη την συγκρότησιν Οικουμενικής Συνόδου και ηρωτήθη εν
Αθήναις εν τω υπουργείο των Εξωτερικών, διατι ζητεί να επιταχυνθή η Οικουμενική Σύνοδος απάντησε:

- Διά να αποκατασταθή η κανονική ενότης της ορθοδοξίας, ήτις διεσπάθη εξ' αφορμής του νέου Εκκλησιαστικύ
Ημερολογίου. Η Σερβία, ως είπομεν, έστειλε μεν αντιπρόσωπον της εκλησίας της εις Κων/πολιν διά το ''Πανορθόδοξον
Συνέδριον'', όστις και υπέγραψε την απόφασιν αυτού, αλλά απεδοκίμασεν είτα την υπογραφήν του αντιπροσώπου
της και μετά κοινού μετά της Ρωσικής Εκκλησίας επωφελήθησαν της ευκαιρίας, όπως εμφανίσουν τον Σλαυισμόν
πιστότερον του Ελληνισμού εις την υπεράσπισιν της ορθοδόξου πίστεως. Ο Πατριάρχης των Σέρβων Δημήτριος είπε
τότε:

''...Υπεδείξαμεν την ανάγκην, όπως αναβληθή επί του παρόντος η συγκληθείσα Σύνοδος, διά να συνέλη μία
προσύνοδος, η οποία να προπαρασκευάση και να καταρτίση την ημερησίαν διάταξιν της Οικουμενικής Συνόδου... Το
ζήτημα του ημερολογίου πρέπει να απασχολήση πρωτίστως την Σύνοδον, ίνα καθιερωθή ενιαίον ημερολόγιον όλων
των ορθοδόξων εκκλησιών''.

Είναι άρα δεδομένον και αναμφισβήτητον, ότι όλοι σχεδόν οι ορθόδοξοι Εκκλησίαι ήσαν εναντίον μιας μονομερούς
καινοτομίας. Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και αυτό ακόμη (μολονότι ο Μεταξάκης ήταν κεκηρυγμένος υπέρ της
μεταβολής) δεν είχεν καμμίαν πρωτοβουλίαν και δεν έκαμεν αυτό πρότασιν μονομερούς μεταβολής. Εδέχθη μόνον
πρότασιν της Ελληνικής Εκκλησίας περί τούτου. Και εξεθέσαμεν ήδη τα της πρωτοβουλίας του Αρχιεπισκόπου
Αθηνών, υψώσαντος πρώτου την σημαίαν της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου. Αλλά εγείρεται το
ερώτημα:

Πώς την πρότασιν ταύτην του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, την επιπολαίαν, την αντικανονικήν, την διασκελίσασαν ΤΟ
ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, την περιφρονήσασαν γνώμας και
αποφάσεις τόσων Συνόδων και τόσων μεγάλων Πατριαρχών από αιώνων τηρουμένας, ως θα ίδωμεν κατωτέρω, πως
ταύτην απεδέχθη κατά πλειοψηφίαν η Ιεραρχία της Ελλάδος, η συνελθούσα το πρώτον την 24 Δεκεμβρίου 1923
κατόπιν της διά του Β. Διατάγματος της 17 Δεκεμβρίου 1923 και εισήγησιν του Μακ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών
συγκλήσεως αυτής υπό της επαναστάσεως;

Εκ των υπερτριάκοντα αρχιερέων, πως μόνον πέντε ευρέθησαν διαφωνούντες και δεν ηγέρθη η πλειονότης να
καταπολεμήση την πραξικοπηματικήν πρότασιν, την οποίαν με τόσην επιμονήν και τόσον σθένος επέσπευδεν ο
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών; Διά να εξηγήσωμεν την απορίαν ταύτην, πρέπει να αφηγηθώμεν, πως και υπό ποιας
περιστάσεις συνήλθεν η Ιεραρχία. Είπομεν ήδη ότι η Επανάστασις νομοθετήσασα την μεταβολή του πολιτικού
Ημερολογίου, ουδεμίαν ηννόησε να επιβάλη μεταρύθμισιν εις το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον.

Αν ήθελεν η Επανάστασις, θα επέβαλε ταύτην συγχρόνως με την μεταρύθμισιν του Πολιτικού Ημερολογίου. Την
μεταβολήν ηθέλησε και επεδίωξε αυτός, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Και προς τούτο ηθέλησε να στηριχθή επί
αποφάσεως της όλης Ιεραρχίας. Διά τούτο εισηγήθη την σύγκλησίν της. Αλλά, πως ήτο βέβαιος, ότι αύτη θα αποδέχετο
την πρότασίν του και δεν θα την απέρριπτε; Είχεν εις τας χείρας του πειστικώτατον και πιεστικώτατον όπλον. Είχε την
Επανάστασιν και την Κυβένησιν αυτής, ήτις ανέλαβε να τον ενισχύση εις την πραγματοποίησιν του πόθου, ον είχε, να
συμμορφωθεί και η Ελληνική Εκκλησία προς την Δυτικήν.

Και ιδού, πως κατά πρωτοφανή και ασεβή προς το κύρος της Εκκλησίας τρόπον κατεστρώθη το σχέδιον της
πανηγυρικής συνελεύσεως της Ιεραρχίας. Την 24ην Δεκεμβρίου 1923 εν τω Συνοδικώ μεγάρω συνήλθεν εις την α'
συνεδρίασιν η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, υπό την προεδρίαν του Μακαρ. Μητροπολίτου Αθηνών, ΠΑΡΟΝΤΩΝ
(ακούσατε!) και του αρχηγού της Επαναστάσεως, του κ. Πρωθυπουργού (Γονατά) και του υπουργού των
Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως (του πολλού πρώην χαμαμιτζή εν Κωνσταντινουπόλει κ. Σιώτη).

Μετά την τέλεσιν αγιασμού (!!!), ο Μακαρ. Μητροπολίτης (δεν είχεν ακόμη λάβη τον τίτλον του Αρχιεπισκόπου
Αθηνών και πάσης Ελλάδος) εκήρυξεν την έναρξιν των εργασιών της Ιεράς Συνόδου, την οποίαν και προσεφώνησε.

Θα ίδωμεν εις το επόμενον άρθρον, ποιον εγκώμιον έπλεξε ο Μακαριώτατος εις την Επανάστασιν, την παρισταμένην
διά των αντιπροσώπων της εις την αίθουσαν εκείνην εν η περίπταται το καθοδηγούν τας αποφάσεις των αγίων
Πατέρων Άγιον Πνεύμα και, όπου η Εικών του Εσταυρωμένου και άλλοι Εικόνες συμβολίζουν την ειρήνην και την
αγάπην εις την αίθουσαν εκείνην, την οποίαν εμόλυνεν το δυσεβώς προσκληθέν εκεί χυδαίον της Επαναστάσεως
πόλμα, οι απεχθείς μορφαί των δολοφόνων του Ελληνικού Λαού.

Θα ίδωμεν δε επίσης και τι απήντησαν και τι αξίωσαν οι παραστάται της Επαναστάσεως παρά της Ιεραρχίας και οποία
εκβιαστικά μέτρα εχρησιμοποίησαν κατ' αυτής.

Ι' Μέρος
Εις το προηγούμενον άρθρον είδομεν, ότι την 24ην Δεκεμβρίου 1923 συνήλθεν εν τω ΣυνΟδικώ μεγάρω, η Σύνοδος
της Ιεραρχίας εις την α' αυτής συνεδρίασιν της δευτέρας περιόδου. Διότι, ως ελέχθη εν αρχή των άρθρων μας, η
Ιεραρχία συνήλθε κατά πρώτον μετά την Επανάστασιν διά του Β. Διατάγματος της 31 Μαρτίου 1923, εις δε την
συνεδρίασιν αυτής, της 18 Απριλίου είπομεν, ότι επελήφθη του ζητήματος της διορθώσεως του εκκλησιαστικού
ημερολογίου, συνεπεία υπομνήματος του Μητροπολίτου Αθηνών, ζητούντος έκτοτε την διόρθωσιν, αλλ' απεφάνθη,
ως ίδωμεν, ίνα η διόρθωσις γίνει, αφού προηγουμένως συμφωνήσωσι προς τούτο, τόσον το Οικουμενικόν
Πατριαρχείον, όσο και οι λοιπαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι.

Επειδή όμως, ως γνωρίζομεν ήδη, οι λοιπαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι απέκρουον την διόρθωσιν, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
απεφάσισε να κάμη την διόρθωσιν και μόνη η Εκκλησία της Ελλάδος, έχων εξησφαλισμένην την συγκατάθεσιν εις
τούτο, του Οικουμενικού Πατριάρχου. Αλλ' ήτο ζήτημα Ιεραρχίας, ήτις, εάν ενέμενεν εις την α' απόφασιν - απόφασιν
ην είχε δεχθή και η Επανάστασις μη θίξασα έως τότε το Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον και μετά την διόρθωσιν του
πολιτικού - το ζήτημα της διορθώσεως εχάνετο. Διά τούτο ελήφθησαν όλα τα μέτρα όπως μη χαθή αυτό.

Και ιδού, εις την α' συνεδρίασιν της Ιεραρχίας την 24 Δεκεμβρίου 1923 καλούνται και παρίστανται εν τω Συνοδικώ
Μεγάρω, ο Αρχηγός της Επαναστάσεως Πλαστήρας, ο Πρωθυπουργός Γονατάς και ο υπουργός των Εκκλησιαστικών,
Σιώτης. Τελεία επιδρομή εις το Συνοδικόν Μέγαρον. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών δεν δύναται βεβαίως να
υπερηφανεύεται διά την πράξιν του ταύτην. Διότι ασφαλώς η πρωτοβουλία ήτο ιδική του.

Ενώ η Επανάστασις, έως τότε διορθώσασα το Πολιτικόν Ημερολόγιον, δεν έθιξεν το Εκκλησιαστικόν, σεβασθείσα την
πρώτην απόφασιν της Ιεραρχίας, εισβάλλει τώρα εις το Συνοδικόν Μέγαρον με απόφασιν να εκβιάση την Ιεραρχίαν
να αποδεχθή την διόρθωσιν του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου. Ας εννοήση πας τις, ποιος ήτο ο Εισηγητής της τοιαύτης
μεταβολής της γνώμης της Επαναστάσεως. Αλλ' ας ίδωμεν, τι ελέχθη εις την α' ταύτην συνεδρίασιν της Ιεραρχίας.

Μετά την τέλεσιν του αγιασμού, ο Μητροπολίτης Αθηνών κηρύσσων την έναρξιν των εργασιών της Ιεράς Συνόδου δεν
ανέπεμψε μεν θυμίαμα προς τον Ύψιστον, ούτε επεκαλέσθη την επιφοίτησιν του Αγίου Πνεύματος κατηύθυνεν όμως,
ως θυμίαμα ενώπιον του Πλαστήρα και του Γονατά την εξής προσφώνησιν, ην παραλαμβάνομεν από το επίσημον της
Εκκλησίας της Ελλάδος, την ''Εκκλησίαν'' της 29 Δ/βρίου του 1923.

''...Ο ευσεβής (!!!) Αρχηγός της Επαναστάσεως διά των από 14 Δεκεμβρίου 1923 αποφάσεων, τροποποιήσας την υπό
5 Δ/βρίου απόφασιν, παρέπεμψε μεν εις την Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας και κατήργησε μετά του Νόμου ΣΑ', του επί
του Ν. Διατάγματος του 1833 στηριζομένου, την δι' αυτού καθιδρυμένην διαρκή πενταμελή Σύνοδον. Η δε Κυβέρνησις
συνεκάλεσε σήμερον την Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας προς ανάληψιν των καθηκόντων αυτής.

Ο Θεός, ο λαλήσας αγαθά υπέρ της Εκκλησίας εις την καρδίαν του Αρχηγού, ας καταπέμψη τας ευλογίας Αυτού επ'
αυτόν τε και την Κυβέρνησιν και διά της θείας Αυτού ευδοκίας, ας οδηγήση εις την ειρήνην και την πρόοδον την
φιλτάτην ημών Πατρίδα και το Ελληνικόν Έθνος, μεθ' ου η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι αναποσπάστως δι' αδιαρρήκτων
πνευματικών δεσμών συνδεδεμένη''.

Και αφού εκφράζει την αγαλλίασίν του, διότι η Επανάστασις κατήργησε την πενταμελή διαρκή Σύνοδον, την οποίαν
χαρακτηρίζει, ως ξενικόν θεσμόν και εις την οποίαν αποδίδει όλην την μέχρι τούδε κακοδιοίκησιν της Εκκλησίας, διότι
τάχα τα κανονικά δικαιώματα της Εκκλησίας παρεδόθησαν εις πέντε μόνον Αρχιερείς ή κυρίως ειπείν, εις τρεις (την
πλειοψηφίαν), επάγεται τα εξής:

''...Ήδη η Πολιτεία μετά της γενναίας περί της εκκλησίας αποφάσεις της Επαναστάσεως, προς ην αμέριστον οφείλομεν
ευγνωμοσύνην επί τη εκδόσει αυτών, μελετά την κύρωσιν του νέου καταστατικού νόμου της Εκκλησίας... Μετά τον Σ.
Μητροπολίτην Αθηνών έλαβε τον λόγον ο Πρωθυπουργός τότε Γονατάς, όστις μεταξύ άλλων, έρριψε την πρώτην
βολήν της Επαναστάσεως διά το Ημερολόγιον ειπών ότι:

''...ο ειλικρινής και ανιδιοτελής πόθος της τε Κυβερνήσεως και της Επαναστάσεως είναι να βελτιώσωσι τα πράγματα
της χώρας, χάριν της μελλοντικής ευημερίας του Κράτους και του Έθνους, ου πόθου ένεκα δεν ηδύναντο αμφότεραι
αύται να παραλείψωσι την βελτίωσιν των πραγμάτων της Εκκλησίας, ης αντιλαμβάνεται την καθυστέρησιν ε ν τ η ο
δ ό τ ο υ ε π ι β α λ ο μ έ ν ο υ σ υ γ χ ρ ο ν ι σ μ ο ύ α υ τ ή ς, προς ον και απαιτείται ώθησης, ίνα μη η Εκκλησία
εκπέση εν τη συνειδήσει των Χριστιανών, συντελέση δε απ' εναντίας εις την ηθικήν βελτίωσιν και ευημερίαν του
Λαού.
Εγνωρίζομεν, ότι η Εκκλησία εδράζεται επί ειδικών Κανόνων, των οποίων η διατάραξις συνεπάγεται κλονισμόν αυτών
των βήβρων της Εκκλησίας, και διά τούτο δεν ηθελήσαμεν διά ριζικών μέτρων, όσον και αν εθεωρήσαμεν ταύτα
λυσιτελή και σκόπιμα, να επιβάλωμεν την αναμόρφωσιν αυτής, αλλ' επροτιμήσαμεν, αφού ενηργήσαμεν, ό,τι δεν
αντέκειτο εις τους Ι. Κανόνας, να παραδώσωμεν την συνέχειαν του έργου της βελτιώσεως της Εκκλησίας εις τας
αρμοδίους χείρας και προς τούτο εκαλέσαμεν την Ιεραρχίαν...

Κατόπιν ο αρχηγός της Επαναστάσεως ίνα δείξη, πόσον είναι σύμφωνος μετά του Σ. Μητροπολίτου Αθηνών εις τας
αποφάσεις περί Εκκλησίας είπε τα εξής:

''...Η Εκκλησία ήρχισε να αναγεννάται από της σήμερον, δε άρχεται η περίοδος αύτη της Εκκλησιαστικής
αναγεννήσεως. Αναφερόμενος δε εις την λύσιν των αναφυέντων εκκλησιαστικών ζητημάτων εξήρε την εις ταύτην
συμβολήν του Μακαρ. Μητροπολίτου Αθηνών κ. Χρυσοστόμου, ειπών ότι ''η μ ε τ ρ ι ο π ά θ ε ι α α υ τ ο ύ κ α ι η σ
ύ ν ε σ ι ς κ α ι η μ ό ρ φ ω σ ι ς α υ τ ο ύ ο υ κ ο λ ί γ ο ν σ υ ν έ β α λ ε ν ε ι ς τ η ν ε π ι τ ε υ χ θ ε ί σ αν λ ύ σ ι ν
του ζ η τ ή μ α τ ο ς''.

Όπερ εσήμαινεν, ότι όλα τα ζητήματα άτινα επρόκειτο να λυθώσιν υπό της Ιεραρχίας, είχον ήδη λυθή διά συμφωνίας
του Μακαρ. Μητροπολίτου Αθηνών και της Επαναστάσεως. Και την πρωτοβουλίαν των μέτρων τούτων δεν είχον
βέβαια οι λαικοί της Επαναστάσεως. Τελευταίον, ο υπουργός των Εκκλησιαστικών κ. Σιώτης έθεσε καθαρά το ζήτημα
του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου, υποδείξας, ότι η Επανάστασις εννοεί να λύση τούτο σήμερον η Ιεραρχία. Ιδού δε,
τι επί λέξει είπεν ο πολύς Σιώτης, ως προς τούτο:

''...Το έργον της Ιεραρχίας είναι μέγα και βαρύ. Έχει αύτη να μελετήση και εγκρίνη το σχέδιον νέου καταστατικού
νόμου της Εκκλησίας, στηριζομένου εις την απόφασιν της Επαναστάσεως και υποβληθησομένου προς επιψήφισιν...

''Έ χ ε ι τ έ λ ο ς η Ι ε ρ α ρ χ ί α τ ο έ ρ γ ο ν τ ο υ σ υ ν τ ο ν ι σ μ ο ύ τ ο υ ε κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ο ύ π ρ ο ς τ ο π ο λ
ι τ ι κ ό ν η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο ν, έ ρ γ ο ν, ό π ε ρ π ρ ο φ α ν ώ ς ε ί ν α ι ε π ε ί γ ο ν κ α ι α π α ρ α ί τ η τ ο ν π ρ ο ς π
ρ ό λ η ψ ι ν τ ω ν α τ ό π ω ν τ η ς δ ι α φ ο ρ ά ς τ ω ν η μ ε ρ ο λ ο γ ί ω ν...''

Αφού ούτως, η Ιεραρχία έμαθεν εκ του στόματος της Επαναστάσεως και ιδίως του υπουργού των Εκκλησιαστικών, ότι
η θέλησις αυτής είναι να διορθωθεί το εκκλησιαστικόν ημερολόγιον, έπρεπε να γνωρίση και, ποίοι κίνδυνοι να την
επαπειλούν, αν τυχόν δυστροπήση να εκτελέση την θέλησιν και απόφασιν της Επαναστάσεως, ήτις ήτο θέλησις και
απόφασις του Μακαριωτάτου. Και διά τούτο όταν απεχώρησαν οι επίσημοι, ανεγνώσθησαν δύο αποφάσεις της
Επαναστάσεως:

1) η περί διοικήσεως της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος υπ. αριθ. 35422 (14 Δεκ. 1923) και 2) η υπ. αριθ. 35420
(14 Δ/βρίου 1923) ''περί αναχωρήσεως, μεταθέσεως και περιθάλψεως των Μητροπολιτών και Αυτοκεφάλου
Εκκλησίας της Ελλάδος''. Πλην τούτων, υπήρχε και απόφασις ''περί ορίου ηλικίας'', μεταθέσεως κ.λπ.'' των
Μητροπολιτών. Αλλά περί των μέτρων τούτων, δι' ων επεζητείτο η εκβίασις των Μητροπολιτών, ίνα ψηφίσουν τα του
Ημερολογίου κ.λ.π. εις το επόμενον άρθρον.

ΙΑ' Μέρος
Απεκαλύψαμεν διά του χθεσινού άρθρου, πως η Εκκλησία εδέθη υπό του Μακαριωτάτου Μητροπολίτιου Αθηνών εις
το βορβορώδες άρμα της Επαναστάσεως του Πλαστήρα και, πως ωδηγήθησαν εντός αυτής της αιθούσης, ένθα
συνεδρίαζεν η Ιερά Σύνοδος, οι αιμοσταγείς Πλαστήρας, Γονατάς και Σιώτης, ίνα εκβιάσουν την Ιεραρχίαν μεταξύ
άλλων και εις την αποδοχήν της διορθώσεως του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου, ή μάλλον προς μόνον τον σκοπόν της
ημερολογιακής ταύτης μεταβολής.

Όταν απεχώρησεν εκ της αιθούσης, οι τρεις ασεβείς εκείνοι συνεργάται του Μακαρ. Μητροπολίτου Αθηνών αμέσως
και προ πάσης συζητήσεως ανεγνώσθησαν αι ειλημμέναι ήδη και εκδεδομέναι επαναστικαί αποφάσεις και Β.
Διατάγματα. Και πρώτον ανεγνώσθη από 17 Δεκεμβρίου 1923 Β. Διάταγμα, διά του οποίου εκλήθη η Ιεραρχία ίνα
συγκροτήση την Α' Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας. Εις το διάταγμα τούτο μεταξύ των άλλων έργων της Ιεραρχίας
αναφέρεται το εξής:

γ) θέλει αποφανθή περί της προσαρμογής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου προς το πολιτικόν τοιούτον.
Υπεδεικνύετο λοιπόν εις την Ιεραρχίαν, ότι έπρεπε να διορθώση και το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον, συμφώνως προς
τον ακάθεκτον πόθον του Μακαριωτάτου, εις τον οποίον οφείλεται και η εισήγησις όλων των περί της Εκκλησίας
μέτρων.

Επίσης ανεγνώσθη την ιδίαν ημέραν εις την Ιεραρχίαν, η περί διοικήσεως της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος
απόφασις υπ' αρ. 35422 (14 Δεκεμβρίου 1923) της Επαναστάσεως, ως επίσης και η άλλη απόφασις αυτής υπ. αρ.
35420 (14 Δ/βρίου 1923) αποφάσεως αυτής περί ορίου ηλικίας μεταθέσεως, κ.λ.π. Μητροπολιτών διά της οποίας οι
συμπληρώσαντες το 65ον έτος της ηλικίας αυτών αποχωρούσι της υπηρεσίας προς δε, ότι επιτρέπεται μετάθεσις και
των Μητροπολιτών μετά γνωμοδότησιν της Ιεραρχίας και απόφασιν του υπουργικού συμβουλίου.

Είχον ούτω ληφθή όλα τα μέσα προς άλωσιν της πλειονοψηφίας της Ιεραρχίας υπέρ των αποφάσεων της
Επαναστάσεως, ήτοι υπέρ των αποφάσεων του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Ιδού υπό ποιον Δαμόκλειον
ξίφος εζητήθη υπό την Ιεραρχίαν, να αποδεχθή έστω και μόνη η Εκκλησία της Ελλάδος το νέον Εκκλησιαστικόν
Ημερολόγιον.

Είναι ανάγκη να σημειωθή, ότι κατά τον εισαχθέντα και ψηφισθέντα νέον Νόμον της Εκκλησίας, η Σύνοδος της
Ιεραρχίας θα συνήρχετο τακτικώς, άπαξ μόνον του έτους και εκτάκτως, ότε παρίστατο ανάγκη. Καθ' όλον δε το άλλο
διάστημα, καθ' ο δεν ελειτούργει η Σύνοδος της Ιεραρχίας εδικαιούτο ο Πρόεδρος αυτής, Μητροπολίτης Αθηνών να
ενεργή εξ' ονόματος της Ιεράς Συνόδου.

Δεν πρέπει να παραλειφθή ακόμη, ότι διά της παρουσίας του Πλαστήρα και Γονατά αρξαμένη, ως ανωτέρω είπομεν
συνεδρίασις της Α' Συνόδου της Ιεραρχίας ετελείωσε την ημέραν εκείνην (24 Δ/βρίου) με εν ψήφισμα το οποίον κατ'
εισήγησιν του Σ. Μητροπολίτου Αθηνών υπέγραψεν η Ιεραρχία, κατά το οποίον, αφού αποφάσισε να μη δεχθή ποτέ
την εκ νέου επάνοδον του διοικητικού θεσμού διαρκούς ολιγομελούς Συνόδου ξένου προς τε τους Κανόνας και προς
το πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, απεφάσισεν επίσης, ίνα εκφράση διά του Προέδρου αυτής, την ευγνωμοσύνην
αυτής προς τους συντελεστάς της χειραφετήσεώς της (δηλαδή προς τον (Πλαστήραν-Γονατάν)!

Δουλικωτέρα εμφάνισις της Εκκλησίας απέναντι του Κράτους, Κράτους δε βίας και τυρρανίας, ουδέποτε
παρουσιάσθη εις τα χρονικά της Εκκλησίας της Ελλάδος. Δεν παρήλθον πολλαί ημέραι από της α'. ταύτης
συνεδριάσεως, ίνα το ποθούμενον υπό του Μακαριωτάτου περί της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου
πραγματοποιηθή, διότι την 27 Δ/βρίου 1923, η Ιεραρχία λησμονήσασα, ό,τι είχεν ήδη αποφασίσει τον Απρίλιον 1923,
απεφάσισεν, όπως αποδεχθή την εφαρμογή του νέου ημερολογίου λαμβάνουσα την συγκατάθεσιν του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, χωρίς να παύση να ενεργή, όπως και αι άλλαι Αυτοκέφαλοι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι συναινέσουν.

Ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος εγνώριζε πλέον καλώς, ότι αι Αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι απέκρουον την μεταβολήν, διά τούτο
εισηγήθη να βασισθή η Ιεραρχία, κυρίως εις την συναίνεσιν του Οικουμενικού Πατριάρχου, διότι εγνώριζεν εκ των
προτέρων, ότι η συγκατάθεσις αυτού ήτο ευχερής. Και επειδή η Ιεραρχία περατώσασα εκείνο διά το οποίον κυρίως
εκλήθη, απήλθεν, έμεινεν, αντιπρόσωπος αυτής ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, δυνάμενος κατ' απόφασιν αυτής να
διαπραγματευθή και περατώση μόνος την υπόθεσιν περί του εκκλησιαστικού ημερολογίου.

Δεν υπήρξεν, όμως εντελώς ειλικρινής, η στάσις του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών απέναντι της Ιεραρχίας.
Διότι:

Α) Μεθ' όλον τον εκβιασμόν, όστις ησκήθη επί της Ιεραρχίας, αύτη δεν ήτο δυνατόν να αποφασίση την μονομερή εκ
μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος μεταβολήν του Ημερολογίου, εάν εγνώριζε τα εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος, τα
σταλέντα γράμματα των λοιπών Ορθοδόξων Ορθοδόξων Εκκλησιών, εις απάντησιν των προτάσεων της Εκκλησίας της
Ελλάδος.

Αλλά τα γράμματα ταύτα, καίπερ ζητηθέντα υπό τινων Ιεραρχών πριν λάβη απόφασιν η Ιεραρχία, δεν ετέθησαν υπ'
όψιν αυτής. Ιδίως δε, η απάντησις του Πατριάρχου Φωτίου. Αντί δε να τεθώσιν υπ' όψει της Ιεραρχίας τα γράμματα
ταύτα και γνωρίση η Ιεραρχία τας γνώμας όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, τουναντίον ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
παρά την επιμονήν τινων Ιεραρχών, ουδόλως επαρουσίασε τα γράμματα ταύτα, αλλ' εβεβαίου, ότι καθ' ας είχε
πληροφορίας και κατά την πεποίθησιν αυτού, εντός ολίγων ημερών θα εφήρμοζον το νέον Ημερολόγιον και αι λοιπαί
Ορθόδοξοι Εκκλησίαι.

Β) Η επί τη βάσει των πληροφοριών, ας παρείχεν ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ληφθείσα την 27 Δ/βρίου 1923
απόφασις της Ιεράς Συνόδου διελάμβανε τα εξής, επί λέξει:

''Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας λαμβάνουσα μεν υπ' όψιν, την εκ της διαφοράς του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου προς
το επικρατήσαν ήδη πολιτικόν ημερολόγιον προερχομένην σύγχυσιν παρά τω Λαώ και, την εκ ταύτης θρησκευτικήν
βλάβην αυτού, ανταποκρινομένη δε εις την πανταχόθεν εκδηλουμένην επιθυμίαν, αποφασίζει, όπως αφομοιώση το
Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον προς το πολιτικόν, υπό τον όρον της συμφωνίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δι'
άλλους μεν λόγους, αλλά και διότι εν τω ελληνικώ κράτει, αι νέαι χώραι εξαρτώνται εκκλησιαστικώς εξ αυτού,
ανατίθησι δε τω Μακαριωτάτω Προέδρω, όπως προς τούτο συνεννοηθή μεθ' όλων των Εκκλησιών, ιδία δε του
Οικουμενικού Πατριαρχείου, η μεθ' ου συμφωνία έσται απαραίτητος''.

Εκ του κειμένου της αποφάσεως ταύτης, κατά διαβολικώτερον τρόπον διατυπωθείσης υπό του Αρχιεπισκόπου
Αθηνών είναι κατάφωρος, ο σκοπός της εξαπατήσεως της Ιεραρχίας, αλλά κατά την ιδίαν αυτού ερμηνείαν, καθ' ην
καταστρατηγών τα αποφασισθέντα υπό της Ιεραρχίας να δύναται να ισχυρισθή, ότι ενήργησε συμφώνως προς αυτή.
Περί τούτου θα ενδιατρίψωμεν εις το επόμενον άρθρον.

ΙΒ' Μέρος
Ομιλούντες εις το χθεσινόν άρθρον περί της ουχί ειλικρινούς στάσεως του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών
απέναντι της Ιεραρχίας, παρεθέσαμεν το κείμενον της Συνοδικής αποφάσεως της Ιεραρχίας της 27 Δεκεμβρίου 1923.
Δι΄αυτής, συντεταγμένης εις ύφος γριφώδες, η μεν Ιεραρχία αφέθη να πιστεύη, ότι η μεταρρύθμισις του
Εκκλησιαστικού Ημερολογίου θα εγίνετο κατόπιν κοινής αποφάσεως του τε Οικουμ. Πατριαρχείου και των λοιπών
ορθοδόξων Εκκλησιών, ο δε Μακαριώτατος ενεμφανίσθη, ως εντεταλμένος υπό της Ιεραρχίας να προβή εις την
μεταρρύθμισιν και μόνον με την συναίνεσιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου!!

Η εξαπάτησις της Ιεραρχίας υπήρξε πλήρης. Το πνεύμα της Συνοδικής αποφάσεώς της ήτο, ότι η γνώμη του
Πατριαρχείου έδει πρωτίστως και απαραιτήτως να ληφθή υπ' όψιν και, ως η πρώτη Εκκλησιαστική Αρχή ώφειλε να
αναλάβη αυτή την πρωτοβουλίαν και την μέριμναν της προκλήσεως, ως γνώμης των λοιπών Πατριαρχείων και των
Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Αλλά ουδέποτε η Ιεραρχία είχεν εν νω να αρκεσθή εις μόνην την γνώμην του Οικουμενικού
Πατριαρχείου. Εγνωμοδότησεν, ότι η γνώμη αυτού ήτο απαραίτητος.

Δηλαδή και αν όλαι αι λοιπαί Εκκλησίαι εδέχοντο την μεταβολήν, δεν έπρεπε να γίνει αύτη, άνευ της γνώμης του
Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αλλά, ουδέποτε δι' ουδεμιάς φράσεως εν τη ανωτέρω Συνοδική αποφάσει της 27
Δεκεμβρίου 1923, η Ιεραρχία ηννόησε να αρκεσθή εις μόνην την συγκατάθεσιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
χωρίς να συμφωνήσουν και αι λοιπαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι. Ο αναγιγνώσκων την Συνοδικήν απόφασιν, ην
κατεχωρήσαμεν εις το προηγούμενον άρθρον, πρέπει να είναι σοφιστής ή κακόπιστος διά να είπη, ότι ταύτη είχε την
έννοιαν να γίνη αποδεκτή η μεταβολή του Ημερολογίου διά μόνης της γνώμης του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Απόδειξις, ότι δεν ήτο το πνεύμα αυτό της Συνοδικής αποφάσεως είναι, ότι εάν επρόκειτο περί μόνης της γνώμης του
Οικουμενικού Πατριαρχείου, θα εδηλούτο καθαρά και αναμφιβόλως η απόφασις αύτη. Και τότε θα επερρίτευε η
τελευταία περίοδος της Συνοδικής αποφάσεως, ότι ''ανατίθησι τω Μακαριωτάτω Προέδρω, όπως ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ
συνεννοηθή ΜΕΘ' ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΙΔΙΑ ΔΕ του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Διότι είχεν ήδη συνεννοηθεί μετά
των λοιπών Εκκλησιών ο Μακαριώτατος (προ της Συνοδικής αποφάσεως ταύτης) και εγνώριζεν, ότι αύται απέκρουον
την εφαρμογήν του νέου Εκκλησιαστικού Ημερολογίου.
Τίς ο λόγος λοιπόν, εάν η Ιεραρχία ηννόει να λάβη μόνον του Οικουμενικού Πατριαρχείου την συγκατάθεσιν, να
αναθέτη εκ νέου εις τον Μακαριώτατον, να συνεννοηθεί μετά των λοιπών Εκκλησιών; Εάν δε πάλιν η Ιεραρχία ηννόει,
ως εκ περισσού, να συνεννοηθή ο Μακαριώτατος μετά των λοιπών Εκκλησιών, διά τι τούτο δεν διεσαφήνισεν εις την
απόφασίν της; Δεν θα έπρεπε να εκφράζη σαφώς την γνώμην, ότι και μόνη η συγκατάθεσις του Οικουμενικού
Πατριαρχείου άνευ της συγκαταθέσεως των λοιπών Εκκλησιών, θα ήτο επαρκής;

Αλλ' είπομεν, η απόφασις της Ιεραρχίας διετυπώθη κατά τρόπον διαβολικόν και σοφιστικόν, ώστε η μεν Ιεραρχία να
νομίζη, ότι συμφώνως και προς προηγουμένην απόφασιν της Συνόδου, η μεταβολή του Ημερολογίου εν τη Εκκλησία
θα εγένετο μετά προηγουμένην συγκατάθεσιν όλων των Ορθοδόξων Ελληνικών Εκκλησιών, ο δε Μακαριώτατος να
δύναται να επικαλήται την απόφασιν αυτήν, εις την αυθαίρετον ενέργειάν του. Είναι κατάδηλον, ότι ο Μακαριώτατος
υπερέβη τα όρια της εντολής, ην εχορήγησεν αυτώ η Ιεραρχία και αυτοβούλως και αυθαιρέτως εφήρμοσε το νέον
Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον, αρκεσθής εις μόνην την γνώμην του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Και γεννάται το ερώτημα: Αλλά διά τι η Ιεραρχία μέχρι τούδε δεν διεμαρτυρήθη; Διά τι, ούτε εις Ιεράρχης δεν ενόμισεν
επιβεβλημένον εις αυτόν καθήκον να διαμαρτυρηθή διά την κατάχρησιν ταύτην της Ιεραρχικής εντολής εκ μέρους του
Αρχιεπισκόπου Αθηνών; Αυτή η σιωπή, μήπως άρα γε είναι έγκρισις της αυθαιρέτου, παρανόμου, ασεβούς και
επιβούλου ενέργειας του Μακαριωτάτου; Θα είμεθα άδικοι κριταί, εάν κατελήγομεν εις το συμπέρασμα τούτο.
Είπομεν ήδη, εν αρχή των άρθρων τούτων, ότι εμειονοψήφισαν εις την περί μεταβολής του ημερολογίου απόφασιν
οι Σεβ. Μητροπολίται Σύρου, Δημητριάδος, Χαλκίδος, Πατρών και Θήρας.

Είπομεν επίσης, υπό ποιαν πίεσιν και ποιον εκβιασμόν εκλήθησαν οι Ιεράρχαι να λύσουν το ζήτημα του
εκκλησιαστικού ημερολογίου. Και όταν ακόμη εφηρμόσθη, διά της περιφήμου εγκυκλίου του Μακαριωτάτου το νέον
εκκλησιαστικόν ημερολόγιον, το Δαμόκλειον ξίφος της Επαναστάσεως εξηκολούθει να αιωρήται υπέρ τας κεφαλάς
των Ιεραρχών. Και ενώπιον ενός τετελεσμένου γεγονότος, ενός πραξικοπήματος του Μακαριωτάτου, εθεώρησαν τότε
ματαίαν, πάσαν διαμαρτυρίαν.

Κακώς, κάκιστα έπραξαν ως Ιεράρχαι, οι οποίοι έβλεπον την εν Συνόδω αυτών ληφθείσαν απόφασιν,
κουρελιαζομένην και διαστρεβλουμένην, υπό του Προέδρου της Συνόδου. Κακώς, κάκιστα έθεντο το εαυτών
συμφέρον, υπεράνω της Εκκλησίας συμφέροντος. Αλλ' ας μη είμεθα αυστηροί. Ας μη ζητώμεν ήρωας Ιεράρχας,
Διονυσίους και Γερμανούς και Ιερεμίας και Φωτίους και Ιωακείμ. Υπήρξαν άνθρωποι. Και υπετάγησαν εις την βίαν.
Απέφυγον δε και το σκάνδαλον της κατηγορίας κατά του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, επί καταχρήσει εμπιστοσύνης και
υπερβάσει της δοθείσης αυτώ εντολής. Η βία όμως της Επαναστάσεως παρήλθε.

Το σκάνδαλον επήλθε διά της Λαικής κατηγορίας και εξεγέρσεως, το δε νομιζόμενον, ως τετελεσμένον γεγονός
παρελθόν, προβάλλει καθημερινώς ζωηρώτερον, φλέγον και εκκρεμές ζήτημα. Η Ιεραρχία θα είναι αδικαιολόγητος,
εάν δεν ζητήση λόγον και εξηγήσεις διά το πραξικόπημα, το οποίον, ούτως ή άλλως ο λαός της Ελληνικής Ορθοδόξου
Εκκλησίας θα ζητήση πολύ προσεχώς, να ανατρέψη δι' εξεγέρσεως, εάν οι αντιπρόσωποι της Εκκλησίας
εξακολουθήσωσιν αδιαφορούντες περί αυτού.

Αποδείξαντες έως τώρα, ότι η πρωτοβουλία της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου ανήκει αποκλειστικώς
εις τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών, υπολείπεται, εξαντλούντες το κεφάλαιον τούτο, να εξετάσωμεν πως
υπέμεινεν μέχρι τέλους ο Αρχιεπίσκοπος εις την μεταβολήν ταύτην, παριδών όλας τας σοβαρωτάτας αντιρρήσεις των
λοιπών Εκκλησιών, χωρίς ουδείς σοβαρός λόγος να συντρέχη προς τούτο. Και θα φθάσωμεν εις το δεύτερον
κεφάλαιον των ολεθρίων αποτελεσμάτων της καινοτομίας ταύτης και των κανονικών διατάξεων εις ας, αύτη
προσκρούει.

ΙΓ' Μέρος
Είδομεν, ότι την 27 Δ/βρίου 1923, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας απεφάσισε να αφομοιώση το Εκκλησιαστικόν
Ημερολόγιον προς το πολιτικόν, κατεχωρήσαμεν δε το κείμενον της γριφώδους και διφορουμένης Συνοδικής
αποφάσεως, της οποίας αναμφισβήτως το πνεύμα ήτο, να μη γίνη η αφομοίωσης άνευ της γνώμης όλων των
Εκκλησιών, απαραιτήτως δε του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πολλάς όμως ημέρας προ της 27 Δ/βρίου και δη την 21
Δ/βρίου (3 Ιανουαρίου 1924) κατά το νέον ημερολόγιον, ενώ η Σύνοδος δεν είχε καταλήξει αμέσως εις καμμίαν
απόφασιν, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών προέβαινεν εις εν τόλμημα.

Απέστελλε προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον έγγραφον, προεξοφλούν την γνώμην και απόφασιν της Ιεραρχίας,
ενώ εισέτι δεν είχε λάβει παρ΄αυτής την εντολήν ταύτην. Τόσον έσπευδεν ο Μακαριώτατος. Το έγγραφον τούτο του
Αρχιεπισκόπου Αθηνών προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον - το οποίον σημειωτέον, ότι ουδέποτε ουδαμού
εδημοσίευσε η Αρχιεπισκοπή Αθηνών, ούτε επέδειξε προς την Σύνοδον της Ιεραρχίας - έχει, ως εξής:

''Αριθ. Πρωτοκ. 70

Δ. 3046

Τω Οικουμενικώ Πατριάρχη

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος επί του Ημερολογιακού ΕΚΚΡΙΝΕ την -χάριν του ορθόδοξου ελληνικού
λαού- προσαρμογήν του Εκκλησιαστικού προς το πολιτικόν ημερολόγιον. Επειδή δε δυσεπίτευκτος εν γε τω παρόντι
φαίνεται, η συμφωνία πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών, φρονεί, ό τ ι μ ε τ ά τ η ν α φ α μ ο ί ω σ ι ν των
Ημερολογίων και μέχρι της επιτεύξεως τοιαύτης ποθητής συμφωνίας και της οριστικής διαρύθμισης του Πασχαλίου,
το Πάσχα και αι μετ΄αυτού συνδεόμεναι εορταί δύνανται να εξακολουθήσωσι τελούμεναι κατά το Εκκλησιαστικόν
Ημερολόγιον, εν ταις αντιστοίχαις ημέραις του Πολιτικού Ημερολογίου.

Ούτω δε το Πάσχα του 1924 συμπίπτον κατά το εκκλησιαστικόν ημερολόγιον τη 14 Απριλίου, εορτασθήσεται τη 27
του αυτού μηνός. Και τούτο, ίνα μηδεμία απολύτως εν τω Πασχαλίω επέλθη μεταβολή, ως προς τας κινητάς εορτάς,
εκτός της ονομασίας των ημερομηνιών. Αι δε ακίνητοι εορταί εορτασθήσονται κατά το νέον Ημερολόγιον, εν ταις
καθωρισμέναις ημερομηνίαις του Παλαιού, ταις συνταυτισθησομέναις προς τας του νέου Ημερολογίου. Την μέσην
ταύτην λύσιν μέχρι της οριστικής π ρ ο τ ε ί ν ο υ σ α η Ι ε ρ ά Σ ύ ν ο δ ο ς, (!) παρακαλεί την Υμετέταν Παναγιότητα,
όπως αποδέξηται αυτήν ή και την οριστικήν υπόδειξη.

Αύτη η λύσις του ζητήματος, ην ασμένως αποδεχθήσεται η Ιερά Σύνοδος. Ου διαφεύγει πάντως την σύνεσιν της
Υμετέρας Παναγιότητος, ήτε σπουδαιότης του ζητήματος και εν ανάγκη του καθ' οιονδήποτε τρόπον επιλύσεως
αυτού. Καίτοι δε απαραίτητον και επιβεβλημένον θεωρούμεν την μεταβολήν του Ημερολογίου, όμως απαραίτητον,
οσαύτως και επιβεβλημένον κρίνομεν την συμφωνίαν της Υμετέτας Παναγιότητος, διά τε το εν τη καθόλου Εκκλησία
μέγα κύρος του Οικουμενικού Θρόνου και διά την εν τη θεοσώστω Βασιλείω της Ελλάδος ύπαρξει Μητροπόλεων και
επί σκοπού εχουσών, έτι την αναφοράν αυτών προς τον Οικουμενικόν Θρόνον.

Λυπηρόν, ότι οι λοιποί Πατριάρχαι της Ανατολής, ουδαμώς αποδέχθησαν την μεταβολήν του ημερολογίου, ως αύτη
ιδίως προυτάθη υπό του εν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου, αλλά πεποίθαμεν, ότι μετά την θεία
συνάρσει γενομένην εκλογήν της Υμετέρας Παναγιότητος τη ενεργεία αυτής ευχερεστέρα αποβήσεται η επίτευξις της
συμφωνίας των Πατριαρχείων. Εν ανάγκη δε και εν νέα διασκέψει αντιπροσώπων πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών
δύναται, ίνα εξετασθή το σοβαρότατον τούτον ζήτημα και της δεούσης τύχη επιλύσεως''.

Η ''Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος θερμή υποβάλλουσα παράκλησιν προς την Υμ. Παναγιότητα, όπως
σπουδαίως μεριμνήση περί του Ημερολογίου, απεκδέχεται, είτε την συμφωνίαν προς την προταθείσαν υπ' αυτής
λύσιν, είτε νέαν ενέργειαν προς οριστικωτέραν διευθέτησιν του σοβαρού τούτου ζητήματος. Πόθω δε πολλώ αυτήν
κατασπεζόμενοι διατελούμεν.

Αθήνησι 21 (3) Ιαναουαρίου 1924

Ο Αθηνών Χρυσόστομος Πρόεδρος


Προ λοιπόν της αποφάσεως της Ιεραρχίας, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αφ' ενός μεν ανακοινοί εις το Πατριαρχείον, ότι
έκρινεν ήδη η Ιερά Σύνοδος την προσαρμογήν του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου προς το πολιτικόν, αφ' ετέρου δε
προτείνει εξ' ονόματος της Ιεραρχίας, μέσην λύσιν, ενώ η Ιεραρχία ουδέν ακόμη, ούτε είχε προτείνει, ούτε είχεν
αποφασίσει! Τόσον λοιπόν ήτο βέβαιος περί της γνώμης της Συνόδου της Ιεραρχίας, ώστε την προεξώφλει;

Και τόσον έσπευδε να παρασύρη το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ώστε δεν επερίμενε, ούτε την τελικήν απόφασιν της
Ιεραρχίας, ήτις ελήφθη μόλις την 27 Δεκεμβρίου, ήτοι πέντε όλας ημέρας μετά την αποστολήν του ανωτέρω
εγγράφου, εν τω οποίω ψευδώς ανεκοινούτο εις τον Πατριάρχην ότι έκρινεν ήδη η Σύνοδος της Ιεραρχίας και, ότι
επρότεινε μέσην λύσιν; Αλλ' ας είδωμεν εις το επόμενον άρθρον, τι απήντησεν επί του ανωτέρω εγγράφου το
Οικουμενικόν Πατριαρχείον.

ΙΔ' Μέρος
Εις το χθεσινόν άρθρον υποπέσαμεν εις μίαν σύγχυσιν ημερομηνιών εκ πλάνης και έχομεν την υποχρέωσιν να την
διευκρινήσωμεν, πριν συνεχίσωμεν το σημερινόν άρθρον. Πρόκειται περί της ημερομηνίας, ην φέρει το δημοσιευθέν
χθες υπ' αριθ. 70 έγγραφον του Μ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην. Το έγγραφον φέρει
ημερομηνίαν 21/3 Ιανουαρίου 1924. Εξ επιστολής όμως ενός ''ορθοδόξου'', παρακολουθούντος την σειράν των
άρθρων μας και εφιστώντος την προσοχήν ημών επί της ημερομηνίας ταύτης, αποσταλείσης δε ημίν χθες, δύναται να
εξαχθή, ότι η ανωτέρω ημερομηνία 21/3 Ιανουαρίου είναι ενδεχομένως κατά το νέον ημερολόγιον (πολιτικόν).

Ήτοι εγράφη την 3 Ιανουαρίου 1924 (ήτις συνέπιπτε με την 21 Δ/βρίου 1923). Επομένως, αφού η απόφασις της
Ιεραρχίας της Ελλάδος περί της προσαρμογής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου προς το Πολιτικόν (νέον) εγένετο την
27 Δ/βρίου 1923 κατά το νέον ημερολόγιον, το έγγραφον του Αρχιεπισκόπου Αθηνών προς τον Οικουμ. Πατριάρχην
θα εστάλη πράγματι μετά την λήψιν αποφάσεως υπό της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας και διά τούτο, ομιλεί περί
ειλημμένης ήδη αποφάσεως αυτής.

Πάντως η σύγχυσις προέρχεται εκ του ότι, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών δεν εδημοσίευσεν -άγνωστον διατι- εις το
Εκκλησιαστικόν περιοδικόν ''Εκκλησία'' το έγγραφόν του τούτον, ούτε αλλού, ούτε το παρουσίασεν στην Ιεραρχίαν,
ενώ εις το περιοδικόν ''Εκκλησία'' εδημοσίευσε τα άλλα ανταλαγένεια έγγραφα, και δη την απάντησιν του
Οικουμενικού Πατριάρχου εις το ανωτέρω έγγραφον του Αρχιεπισκόπου Αθηνών.

Εδημοσίευσεν απλώς ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και διά της εγκυκλίου του και δι' άλλων εντύπων, ότι έγραψε προς το
Οικουμενικόν Πατριαρχείον και προς πάσας τας Αυτοκεφάλους Εκκλησίας, προτείνων συγκρότησιν νέας διασκέψεως.
Ενώ, ως φαίνεται εκ του ανωτέρω εγγράφου, η πρότασις περί διασκέψεως είναι δευτερεύουσα. Το έγγραφον δε
εστάλη κυρίως και πρωτίστως, ίνα δηλώση, ότι η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Ελλάδος έλαβεν ήδη την απόφασιν
να προσαρμόση το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον προς το Πολιτικόν και συγχόνως να προτείνη, ως μέσην λύσιν, αυτήν
ην και απεδέχθη η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, δηλαδή να εφαρμοσθή μεν το Εκκλησιαστικόν, να μείνει δε μόνον το
Πάσχα και αι εξ' αυτού κινηταί εορταί κατά το Παλαιόν Ημερολόγιον.

Πάντως είναι ανεπίδεκτον αμφιβολίας και αμφισβητήσεως, ότι ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και εις το Οικουμενικόν
Πατριαρχείον δεν διεβίβασεν πιστώς την απόφασιν της Ιεραρχίας της Ελλάδος (ήτις εξήρτησε την αφομοίωσιν του
Εκκλησιαστικού Ημερολογίου προς το Πολιτικόν, εκ της συνεννοήσεως και της αποδοχής όλων των Εκκλησιών) και
την απόφασιν αυτήν της Ιεραρχίας δεν ετήρησεν, αλλ' εν ονόματι αυτής, εφήρμοσε μονομερώς, μόνον μετά του
Οικουμ. Πατριαρχείου, άνευ της συγκαταθέσεως των λοιπών Εκκλησιών το νέον Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον,
υπερβάς ούτω τα όρια της εντολής του. Εις τω ανωτέρω υπ' αριθ. 70 έγγραφον του Αρχιεπισκόπου Αθηνών προς το
Οικουμ. Πατριαρχείον, τούτο απήντησε διά του υπ. αριθ. 221 εγγράφου, φέροντος ημερομηνίαν 28 Ιανουαρίου 1924,
όπερ έχει ως εξής:
Αριθ. Πρωτ. 221.

Μακαριώτατε,

Ληφθείσα μετά της προσηκούσης ανεγνώσθη προσοχής, η από 3 λήγοντος μηνός επιστολή της Υμετέρας
Μακαριότητος, εν η ανακοινοί την υπό της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ληφθείσαν
απόφασιν και διατυπωθείσαν πρότασιν και παράκλησιν περί του ημερολογίου. Η Αδελφή Εκκλησία της Ελλάδος
γιγνώσκει ήδη, εξ' όσων εν καιρώ απεστάλησαν αυτή κατά την ανακοίνωσιν των αποφάσεων του Πανορθοδόξου
Συνεδρίου, οπόσον η καθ' ημάς Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία εμερίμνησεν ευθύς εξ' αρχής περί της οιον τε, ταχείας
διευθετήσεως του ζητήματος του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου χάριν του γενικού συμφέροντος των Ορθοδόξων
Εκκλησιών και Λαών΄ μετά την υπό πάντων σχεδόν των Ορθοδόξων Κρατών παραδοχήν εν ταις πολιτικαίς και
κοινωνικαίς σχέσεσι, του εν χρήσει παρά τους λοιπούς πεπολιτισμένους Λαούς νέου Ημερολογίου και, πως διά την
επείγουσαν ανάγκην συνήργησε μεν εν τω Πανορθοδόξω Συνεδρίου, υπέρ της εφαρμογής και του εορτολογίου προς
το αποδεκτόν γενόμενον νέον ημερολόγιον, απεδέξατο δε και επικύρωσεν όσον γε αφεώρα, εις αυτήν διά τακτικής
συνοδικής αποφάσεως, την γνώμην και πρότασιν του Συνεδρίου, ενήργησε δε εγκαίρως και ό,τι ην ανατεθειμένον
αυτή προς ταχείαν υπό πασών των αδελφών εκκλησιών γνώσιν των αποφάσεων του Πανορθοδόξου Συνεδρίου και
δήλωσιν της επισήμου γνώμης και αυτών διά της εν συμφωνία από κοινού και σύγχρονον εφαρμογήν του νέου
ημερολογίου.

Δυστυχώς, η ορισθείσα έναρξις της εφαρμογής του νέου ημερολογίου κατά την 1ην Οκτωβρίου παρελθόντος έτους
απεδείχθη εκ των πραγμάτων ανεπίτευκτος, διά την μη αποπεράτωσιν κατά το μεταξύ διάστημα εν πάσαις ταις
αδελφαίς Εκκλησίαις της σχετικής προς το ζήτημα διασκέψεως και αποφάσεως, η και διά την μη υπό πάντων
αποδοχήν των αποφάσεων του Πανορθοδόξου Συνεδρίου. Επειδή όμως, ως και εν τη επιστολή της Υμετέρας
Μακαριότητας σημειούται, τυγχάνει δε άλλως τε και ευνόητον΄ η επί μακρόν εισέτι παράτασις της νυν ανωμαλίας,
της χρήσεως δηλονούν δύο ταυτοχρόνως ημερολογίων παρά τοις ορθοδόξοις Λαοίς, εκτός των εν κοινωνικαίς
σχέσεσιν αυξανομένων οσημέραι δυσχερειών, πολλήν αναμφιβόλων και την θρησκευτικήν και την εκκλησιαστικήν
ζημίαν συνεπάγεται και απειλεί, η Μετριότης ημών μετά της περί ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου, σπουδαίως και αύθις
επί του ημερολογιακού ζητήματος διασκεψάμενοι και εις το δυνατόν εν τη παρούση των πραγμάτων καταστάσει
αφορώντες, πρώτον μεν έγνωμεν αποδέξασθαι την υπό της αδελφής Εκκλησίας της Ελλάδος εισηγουμένην γνώμην,
περί αποδοχής το γε νυν της αναφερομένης μέσης λύσεως, ήτοι της εφαρμογής του νέου, διά πάσας τας ακινήτους
εορτάς του ορθοδόξου εορτολογίου, πλην του Πάσχα και των μετ΄αυτού συνεδεμένων κινητών εορτών, μέχρι της
οριστικής από κοινής γνώμης και αποφάσεως διευθετήσεως και του ζητήματος του Πασχαλίου, είτα δε και εις την
ταχίστην εκτέλεσιν διά την επείγουσαν ήδη πολλαχού ανάγκην, συντελούντες προήχθημεν ορίσας και προτείνομεν
προς αποδοχήν, ως ημέραν κοινής υπό πασών των αδελφών Εκκλησιών εφαρμογής του νέου Ημερολογίου την
δεκάτην του μηνός Μαρτίου, του αρξαμένου 1924 έτους εισηγούμενοι, όπως αύτη εν πάσαις ταις αδελφαίς
Ορθοδόξοις Εκκλησίαις λογισθή και ονομασθή και εωρτασθή, ως 23 Μαρτίου του ημετέρου Εορτολογίου, των μεταξύ
της 10ης και 23 ακινήτων εορτών, διά το παρόν έτος εορταζομένων κατά τα εν ταις αποφάσεσι του Πανορθοδόξου
Συνεδρίου υποδεικνυόμενα.

Προκειμένου δε περί του Αγίου Πάσχα και των μετ΄αυτού συνδεδεμένων κινητών εορτών, αύται μέχρι της οριστικής
και του σημείου τούτου διαρρυθμίσεως ενεκρίναμεν και ημείς, ίνα φυλάττωσι το γε νυν την κατά τα άχρι τούδε
Πασχάλιον θέσιν αυτών εν τω εορτολογίω, απλώς αυξανομένων κατά 13 των ημερομηνιών κατά το παλαιόν
ημερολόγιον, των υπολελογισμένων ημερών του εορτασμού αυτών και σημειουμένων τοιουτοτρόπως και των
κινητών εορτών κατά το νέον ημερολόγιον, προς προφυλακτικήν από της συγχύσεως.

Ταύτα ουν τα ούτω υφ' ημών συνοδικώς, εξ' αφορμής της προτάσεως και παρακλήσεως της Ιεράς Συνόδου της
Ελλάδος εγκριθέντα και αποφασισθέντα, γνωρίζοντες εις απάντησιν διά της παρούσης αδελφικής ημών επιστολής
και πληροφορούντες, ότι ταυτοχρόνως, ότι σχετικήν ανακοίνωσιν ποιούμεθα και προς πάσας εν γένει τας αδελφάς
Εκκλησίας, παρακαλούμεν την Υμ. Μακαριότητα, όπως το γ' επ' Αυτή, ως οίον τε τάχιστα διά τηλεγραφήματος αυτής
γνωρίση ημίν, την γνώμην και την τελειωτικήν συναίνεσιν της αδελφής εκκλησίας της Ελλάδος προς έναρξιν της
εφαρμογής από της 10ης του προσεχούς Μαρτίου, ου μη ο αλλά και είπου νομίζη πρόσφορον ενεργήση, ίνα και υπό
άλλων αδελφών εκκλησιών, όμοια εξενεχθή απόφασις και ταχέως φθάση προς ημάς Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΔΗΛΩΣΙΣ ΤΗΣ
ΣΥΝΕΝΑΙΣΕΩΣ ΑΥΤΩΝ. Επί τούτοις και αύθις εν Κυρίω κατασπαζόμενοι αυτήν διατελούμεν μετ' αγάπης αδελφικής.

1924 Ιανουαρίου 28

της Υμετέρας Σεβάσμιας Μακαριώτητος

αγαπητός εν Χριστώ αδελφός και όλως πρόθυμος

+ Ο Κωνσταντινουπόλεως ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

Ποία τα συμπεράσματα εκ της απαντήσεως ταύτης του Οικουμενικού Πατριάρχου και, τι ενήργησε μετ' αυτήν ο
Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, θα ίδωμεν εις το επόμενον άρθρον.

ΙΕ' Μέρος
Τα δύο επίσημα έγγραφα, άτινα εδημοσιεύσαμεν εις τα δύο προηγούμενα άρθρα, το εν της αποφάσεως της Ι.
Συνόδου της Ιεραρχίας της Ελλάδος, ληφθείσης την 27 Δ/βρίου 1923 (νέου ημερολογίου) και το έτερον της
απαντήσεως του Οικουμενικού Πατριάρχου της 28 Ιανουαρίου 1924 (νέου ημερολογίου) είναι τα δύο βάθρα, επί των
οποίων ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών θέλει να στηρίξει την αυθαίρετον και αντικανονικήν απόφασιν, ην
έλαβε, της μεταβολής του Εκκλησιαστικού ημερολογίου.

Αλλ' η μεν απόφασις της Ιεραρχίας, ως είδομεν κατά πλειοψηφίαν και ουχί ομοφώνως ληφθείσα, δεν ήτο απόλυτος
παραδοχή της αφομοιώσεως του Εκκλησιαστικού προς το Πολιτικόν Ημερολόγιον άνευ όρων και προυποθέσεων. Η
απόφασις ηξίωσεν απαραιτήτως μεν την συμφωνίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ουχί όμως και ΜΟΝΟΥ τούτου,
αλλά μετά συνεννόησιν προς τας λοιπάς ορθοδόξους Εκκλησίας, ήτις προυπέθετε την συγκατάθεσιν και των λοιπών
Εκκλησιών.

Η απάντησις δε επίσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως είδομεν, απεδέχθη μεν την γνώμην της Εκκλησίας της
Ελλάδος -ην γνώμην πρώτος είχε την πρωτοβουλίαν να εισηγηθεί ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και δεχθεί η Ιεραρχία-
δηλαδή του να γίνει η μεταβολή και προ της διευθετήσεως του ζητήματος του Πασχαλίου υπό Οικουμενικής Συνόδου,
αφομοιωμένου του Εκκλ. Ημερολογίου προς το πολιτικόν, μόνον ως προς τας ακινήτους εορτάς, τας μη εξαρτωμένας
εκ του Πάσχα, αλλά και την αποδοχήν και ταύτης της μέσης λύσεως εξήρτησεν εκ της αποδοχής της λύσεως ταύτης
υπό ''πασών των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών'', περί των οποίων γράφει το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εις το
απαντητικόν του έγγραφον, ως είδομεν, ότι είναι ''αναγκαία η δήλωσις της συναινέσεως αυτών και τούτο, ίνα μη
αποφασισθείσα, ημέρα της 10ης Μαρτίου 1924 προς εφαρμογήν του νέου Ημερολογίου είναι -ως λέγει το
Οικουμενικόν Πατριαρχεόν- ''ημέρα κοινής υπό πασών των αδελφών Εκκλησιών, εφαρμογής του νέου
Ημερολογίου''.

Είναι τόσον καθαρά τούτα και αναμφίβολα, ώστε μόνον κακής πίστεως ή σοφιστικής, δύναται να τα αμφισβητήσει.
Η τε απόφασις της Ιεραρχίας και η απάντησις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η αποδεχθείσα αυτήν, κατά τούτο
μόνον ετροποποίησαν τα παρ' αυτών αποφασισθέντα, ότι και διά της πρώτης αποφάσεως της Ιεραρχίας της Ελλάδος
της 18 Μαρτίου (5 Απριλίου 1923), της ληφθείσης διά το Ημερολόγιον και διά της αποφάσεως του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, εκτελούντος την απόφασιν του τότε συνελθόντος Πανορθοδόξου (δήθεν) Συνεδρίου αντιμετωπίζετο
και η ολοκληρωτική μεταβολή του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου, ήτοι και ως προς το Πάσχα, ανετίθετο δε η τελική
απόφασις εις το Οικουμενικό Πατριαρχείον.

Διά της τελευταίας όμως αποφάσεως της Ιεραρχίας της Ελλάδος (27 Δ/βρίου 1923) και της απαντητικής αποφάσεως
του Οικουμενικού Πατριαρχείου ετίθετο κατά μέρος το Πασχάλιον και απεφασίζετο η αφομοίωσις μόνον, ως προς
τας ακινήτους εορτάς. Αλλά και, ως προς τούτο -όπως και εν τω παρελθόντι- ετίθετο πάντοτε, ως προυπόθεσις η σ υ-
ν α ί ν ε σ ι ς π α σ ώ ν τ ω ν α δ ε λ φ ώ ν Ε κ κ λ η σ ι ώ ν. Αλλά εις είδομεν, τι εγένετο μετά την απάντησιν του
Οικουμενικού Πατριαρχείου στο υπ. αριθ. 70 της 3 Ιανουαρίου 1924 έγγραφον του Αρχιεπισκόπου Αθηνών.

Έχοντες την συνείδησιν, ότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος (όστις είχεν
ενθρονισθεί εις τον Οικουμενικόν θρόνον από τις 30 Νοεμβρίου 1923) ότι πάντως προς εφαρμογήν του νέου
Εκκλησιαστικού ημερολογίου από τις 10 Μαρτίου 1924 έπρεπε συμφώνως προς το πνεύμα της Συνόδου της Ιεραρχίας
της Ελλάδος να συναινέσουν και αι λοιπαί ορθόδοξοι Εκκλησίαι και, ότι η μονομερής εφαρμογή υπό μόνης της
Εκκλησίας της Ελλάδος ή και της συναινέσεως ακόμη και του Οικουμενικού Πατριαρχείου θα ήτο αυθαίρετος και
αντικανονική, δεν έπαυσαν εργαζόμενοι συντόνως να λάβουν την συγκατάθεσιν των άλλων Εκκλησιών.

Αν η απόφασις της Ιεραρχίας της Ελλάδος, η ληφθείσα την 27 Δεκεμβρίου 1923 είχε την έννοιαν, ότι και μόνη η
Εκκλησία της Ελλάδος έχουσαν μόνον την συναίνεσιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου ηδύνατο να εφαρμόσει από 10
Μαρτίου έστω και υπό μόνης της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δεν θα προέβαινεν
πλέον σε ουδεμίαν ενέργειαν παρά τοις λοιποίς Πατριαρχίοις. Αλλ' επειδή δεν ήτο τοιαύτη, ούτε του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, ούτε της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας της Ελλάδος, η έννοια της αποφάσεως αμφότεροι και ο Οικουμενικός
Πατριάρχης και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ενέτειναν τας ενεργείας των όπως επιτύχουν την συναίνεσιν των λοιπών
Εκκλησιών.

Και ο μεν Οικουμενικός Πατριάρχης διά τηλεγραφήματός του προς τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας Φώτιον υπ. αριθ.
623 της 12/25 Ιανουαρίου 1924 ετηλεγράφει, υφ' ο πνεύμα έγραψε και προς τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών επιλέγων
τας εξής:

''Ελπίζοντες Υμετέρα Μακαριότης συνταχθήσεται προτεινομένη μερική διαρρυθμίσει, παρακαλούμεν απαντήσαι


τηλεγραφικώς''.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών τη 16 Φεβρουαρίου 1924 ετηλεγράφει προς τον αυτόν Φώτιον, διά του υπ. αριθ. 327
τηλεγραφήματος τα εξής, εξ' ονόματος της Ιεράς Συνόδου:

''Αμέσου συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου, αδυνάτου καθισταμένης, επειγούσης δε αφομοιώσεως ημερολογιακής,


χάριν εκατομμυρίων Ορθοδόξων λαών, εκλιπαρούμεν Υμετέραν Μακαριότητα, δεχθήναι πρότασιν Οικουμενικού
Πατριαρχείου περί συνταυτίσεως ημερομηνιών, διά προσθήκης 13 ημερών από 10 προσεχούς Μαρτίου, άνευ
οιασδήποτε μεταβολής Πασχαλίου, μόνης ταύτης παραπεμφθησομένης Οικουμενική Συνόδω.

ΑΘΗΝΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Ο Πατριάρχης Φώτιος εις τον Οικουμενικόν Πατριάρχην απήντησε διά του εξής τηλεγραφήματος:

Αριθ. 28

Πατριάρχη Γρηγορίω

Κωνσταντινούπολιν

Συνεπεία τηλεγραφήματος Υμ. Παναγιότητος, συνελθούσα σήμερον η Ιερά καθ' ημάς Σύνοδος, έγνω τα εξής: Έχοντες
υπ' όψει γράμματα Εκκλησιών Ρουμανίας και Σερβίας, ως και προτάσεις Αιγηνίτου εμμένομεν εν προδεδογμένοις εν
προτέραις συνοδικαίς συνεδριάσεσι και αποκρούομεν πάσαν προσθήκην ή πάσαν μεταρρύθμισιν ημερολογίου, προ
συγκλήσεως μόνης αρμοδίας εις συζήτησιν αυτού Οικουμενικής Συνόδου, ης σύγκλησιν προτείνομεν ταχίστην.

Κάιρον 15 Ιαν. 1924 (παλ. ημερ.)

Πατριάρχης Φώτιος
Αν απήντησε και προς το ανωτέρω τηλεγράφημα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, δεν γνωρίζομεν. Αλλά, τι να απαντήσει
εις το ''ε κ λ ι π α ρ ο ύ μ ε ν'' του Αρχιεπισκόπου; Αποτεινόμενος προς τον Φώτιον, δι΄εν τόσω σοβαρόν Εκκλησιαστικόν
και Εθνικόν ζήτημα ενόμισεν, ότι απευθύνεται διά προσωπικήν του τινα υπόθεσιν, διά χάριν προσωπικήν και
ετηλεγράφει ''ε κ λ ι π α ρ ο ύ μ ε ν'' μετά το σοβαρότατον εκείνο και υψηλής εννοίας γράμμα του Φωτίου προς αυτόν,
το οποίον έθετε το ζήτημα εις την υψηλήν θέσιν του.

Επρόδιδε δηλαδή διά του άνω τηλεγραφήματός του ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, πόσον ηγνόει την αληθινήν σημασίαν
της μεταβολής του Εκκλησ. ημερολογίου και ποσον στενώς και πολιτικώς αντελαμβάνετο τα Εκκλησιαστικά
πράγματα. Θα εξετάσωμεν εις το επόμενον άρθρον τα της περαιτέρω εξελίξεως του ζητήματος.

ΙΣΤ' Μέρος
Ως είδομεν εις το χθεσινόν άρθρον, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και μετά το έγγραφον του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
δι' ου τούτο ώριζεν υπό τους γνωστούς όρους ημέραν ενάρξεως της εφαρμογής του νέου Εκκλησ. Ημερολογίου την 10
Μαρτίου 1924, συνειδώς ότι δεν ηδύνατο μονομερώς να επιφέρη την μεταβολήν έστω και τη συναινέσει του Οικουμ.
Πατριάρχου, κατέβαλεν απεγνωσμένην προσπάθειαν προς τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας Φώτιον ''ε κ λ ι π α-
ρών'' αυτόν τηλεγραφικώς να δεχθή τον από 10 Μαρτίου 1924 συνταυτισμόν ημερομηνιών πολιτικού και
Εκκλησιαστικού Ημερολογίου.

Ο Πατριάρχης Φώτιος, ως εδημοσιεύσαμεν ήδη, είχε ετηλεγραφήσει προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην αποκρούων
πάσαν μεταρρύθμισιν ημερολογίου προ Συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου. Επίσης δε ανεκοίνωσε την αυτήν
απόφασίν του προς τους Πατριάρχας Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και τον Αρχιεπίσκοπον Κύπρου, οίτινες και απήντησαν
εις τον Φώτιον, μη δεχόμενοι και ούτοι την μεταρρύθμισιν.

Όταν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών είδε, ότι ουδεμία άλλη εκκλησία εδέχετο την αποφασισθείσαν μεταρρύθμισιν,
εγνώριζε δε και τους δισταγμούς του Οικουμενικού Πατριάρχου, όστις, ως είδομεν, εξηκολούθει να ζητή την
συγκατάθεσιν των άλλων Εκκλησιών διά να αρχίση από 10 Μαρτίου κοινή όλων των Εκκλησιών αποφάσει, η
εφαρμογή του νέου εκκλησιαστικού ημερολογίου, απεφάσισε να π ρ α ξ ι κ ο π η μ α τ ή σ η τηλεγραφών εις τον
Οικουμενικόν Πατριάρχην, ότι οριστικώς την 10 Μαρτίου θα κάμη έναρξιν της εφαρμογής του νέου ημερολογίου.

Το τηλεγράφημά του έχει ως εξής:

10 Φεβρουαρίου 1924

Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως

Συμφώνω εγγράφω της Υμετέρας Παναγιότητος περί ημερολογίου, έναρξις εφαρμογής νέου Ημερολογίου 10 μηνός
Μαρτίου ο ν ο μ α σ θ ή σ ε τ α ι 23η Μαρτίου και παρακαλούμεν αναγγείλατε Μητροπολίτας Νέων Χωρών Ελλάδος
σ χ ε τ ι κ ή ν α π ό φ α σ ι ν Οικουμενικού Πατριαρχείου και γνωρίσητε ημίν α μ έ σ ω ς τούτο π ρ ο ς σ υ μ μ ό ρ-
φ ω σ ι ν και ενέργειαν δεόντων.

Ο Αθηνών ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Ως θα παρατηρήση τις, το ύφος του Αρχιεπισκόπου εν τω τηλεγραφήματι είναι ε π ι τ α κ τ ι κ ό ν. Νομίζει τις, ότι
τηλεγραφεί προιστάμενος προς υφιστάμενον. Δίδη να εννοηθή, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος έλαβεν ο ρ ι σ τ ι κ ή ν α
π ό φ α σ ι ν μ ο ν ο μ ε ρ ώ ς να εφαρμόση το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον από 10 Μαρτίου, καίπερ εγνώριζεν, ότι
ουδεμία των λοιπών Εκκλησιών απεδέχθη την τοιαύτην πρότασιν.

Ήθελε να παρουσιάση εν τετελεσμένον γεγονός. Και κυρίως ήθελε να αποκλείση από τον Οικουμενικόν Πατριάρχην
πάσαν νέαν αντίρρησιν αυτού, στηριζομένην εις την άρνησιν των λοιπών Εκκλησιών. Και το επέτυχε. Πώς, όμως ο
Οικουμενικός Πατριάρχης, ο εις το γράμμα αυτού, το ορίζον, ως ημέραν εφαρμογής του νέου ημερολογίου την 10
Μαρτίου, εξακολουθών να εξαρτά την από 10 Μαρτίου έναρξιν της εφαρμογής από την κ ο ι ν ή ν γνώμην όλων των
Εκκλησιών και εξακολουθών να συνεννοείται περί τούτων μετά των Εκκλησιών τούτων, πώς εδέχθη την μ ο ν ο μ ε-
ρ ώ ς υπό μόνης της Εκκλησίας της Ελλάδος εφαρμογήν΄ και συνήνεσεν εις τούτο;

Διά τινος μαγικής δυνάμεως εγκατέλειψε τους δισταγμούς του. Πώς η χ μ α λ ω τ ί σ θ η υπό του Αρχιεπισκόπου
Αθηνών; Θα δημοσιεύσωμεν εν έγγραφον αυτού προς το υπουργείον των Εξωτερικών, ίνα εξ' αυτού αφήσωμεν
έκαστον να συμπεράνη, πως επήλθε το αποτέλεσμα τούτο. Ιδού το έγγραφον:

Υπουργόν Εξωτερικών

4 Μαρτίου 1924

Παρακαλούμεν, ειδοποιήσατε επειγόντως τηλεγραφικώς τους Μακαριωτάτους Πατριάρχας Ιεροσολύμων,


Αντιοχείας, Αλεξανδρείας, Σερβίας και τους Αρχιεπισκόπους Ρουμανίας και Κύπρου, ότι Εκκλησία Ελλάδος απεδέχθη
απόφασιν Οικουμ. Πατριαρχείου περί συνταυτισμού Εκκλησιαστικού Ημερολογίου και πολιτικού τοιούτου,
οριζομένης 10 Μαρτίου ως 23ης, τον δε Οικουμενικόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, ότι έθηκεν εις εφαρμογήν
την περί Ημερολογίου σχετικήν απόφασιν αυτού.

Ο Αθηνών ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Εις το επόμενον άρθρον θα ίδωμεν, τι εγίνετο μετά το πραξικοπηματικόν τούτο διάβημα της Εκκλησίας της Ελλάδος.

ΙΖ' Μέρος
Εδημοσιεύσαμεν χθες το σταλέν υπό του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, προς το Υπουργείον των Εξωτερικών τη 4 Μαρτίου
1924 έγγραφον αυτού, διά του οποίου, ούτος παρενέβαλε πλέον το επίσημο Κράτος εις το καθαρώς Εκκλησιαστικόν
ζήτημα του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου, ίνα το Κράτος με την επιβολήν του και με το κύρος του, το οποίον
συνησθάνετο, ότι δεν είχεν ο Αρχηγός της Ελληνικής Εκκλησίας, καταστήση οριστικήν και ανέκκλητον την απόφασιν
της Εκκλησίας να εφαρμόση το νέον Ημερολόγιον από τις 10 Μαρτίου, εμποδίση δε πάσαν ενδεχομένην και
πιθανωτάτην αντίρρησιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, λόγω της μη συναινέσεως και των λοιπών Εκκλησιών.

Είναι αναντίρρητον και εξόφθαλμον, ότι ησκήθη πίεσις διά του υπουργείου των Εξωτερικών επί του Οικουμενικού
Πατριαρχείου. Αναμφισβητήτως, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εξεβιάσθη να στέρξη εις την οριστικήν εφαρμογήν
του Εκκλησ. Ημερολογίου υπό μόνης της Εκκλησίας της Ελλάδος, αξιωσάσης να έχη την συγκατάθεσιν του
Οικουμενικού Πατριαρχείου μόνον και αρκεσθείσης εις την συμφωνίαν μόνον αυτού, ως προς την εφαρμογήν και την
έναρξιν της εφαρμογής του νέου εκκλησιαστικού ημερολογίου.

Διότι τινα λόγον είχεν η παρέμβασις του υπουργείου των Εξωτερικών παρακαλουμένου να ειδοποιήση αυτό τον
Οικουμενικόν Πατριάρχην, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος ΕΘΗΚΕΝ ΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΝ την περί ημερολογίου σχετικήν
απόφασιν αυτού; Και διά τίνα λόγον από της 4 Μαρτίου ειδοποίει, ότι έθηκεν εις εφαρμογήν, ενώ θα έθετεν εις
εφαρμογήν την απόφασιν ταύτην την 23 Μαρτίου (νέον ημερολόγιον); Γνωρίζομεν όλοι οι εν Ελλάδι, πολύ δε
περισσότερον ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, την οικτράν θέσιν εις ην ευρίσκετο την εποχήν εκείνην το Οικουμενικόν
Πατριαρχείον απολέσαν εν Κωνσταντινουπόλει όλον το κύρος του.

Αλλά γνωρίζομεν επίσης, ποιαν ο ι κ ο ν ο μ ι κ ή ν εξάρτησιν τότε, ιδίως είχε εκ της Ελλάδος, ποσον επομένως
επεβάλετο εις αυτό το υπουργείον των Εξωτερικών. Και ερωτώμεν: Ήτο αρμόζον, ήτο ορθόν, ήτο εθνοπρεπές να
επωφεληθή η Ελληνική Εκκλησία και δι' αυτής η Ελληνική Κυβέρνησις την μειονεκτικήν αυτήν θέσιν του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, ίνα το εξαναγκάση εις αποδοχήν μονομερούς της Ελληνικής Εκκλησίας αποφάσεως, την οποίαν έως
τότε απέφευγε και αυτό το Πατριαρχείον να αποδεχθεί, επιμένον πάντοτε εις την κ ο ι ν ή ν απόφασιν όλων των
Εκκλησιών; Μετά δε τα ανωτέρω ερωτώμεν;
Η αποδοχή του νέου Εκκλησιαστικού Ημερολογίου ήτο απόφασις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως αρέσκεται να
επαναλαμβάνη εις όλας τας ανακοινώσεις του ο Μακαριώτατος Αθηνών, ή ήτο απόφασις της Εκκλησίας της Ελλάδος,
ην εξηναγκάσθη να αποδεχθή το Οικουμενικόν Πατριαρχείον; Αλλά περί τούτου και της μεγάλης ευθύνης του
Αρχιεπισκόπου Αθηνών θα ομιλήσωμεν κατωτέρω. Μετά την τελειωτικήν απόφασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτις
ανεκοινώθη εις τα λοιπά Πατριαρχεία, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος την 6/19 Μαρτίου μετέβη εις Κάιρον και
προεκάλεσεν ειδικήν Συνεδρίασιν της εκεί Ιεράς Συνόδου, ης Προήδρευσεν.

Ιδού δε, πως εκτίθενται τα της Συνόδου ταύτης εις τον ''Πάνταινον'' (εβδομαδιαίον παράρτημα του ''Εκκλησιαστικού
Φάρου'') επίσημον όργανον του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.

''...Κατά την συνεδρίασιν ταύτην, θέμα της συσκέψεως ην το Ημερολογιακόν ζήτημα και ιδία η νυν φάσις, εις ην
προώθησεν αυτό η παράδοξος σπουδή των εν Αθήναις και εν Κωνσταντινουπόλει μονομερώς λαβόντων την
απόφασιν να ταυτίσωσι το εορτολόγιον της Εκκλησίας προς το πολιτικόν Ημερολόγιον, πριν η έτι επιτευχθή η περί
τούτου συμφωνία των Εκκλησιών.

Η Ιερά Σύνοδος εν τη συνεδρεία ταύτη, υπ' όψει έχουσα:

1ον) ότι η εσπευσμένη ταύτη απόφασις, κατ' ουδέν καθ' εκάστην ωφέλιμος, διαταράσσει την κρατούσαν εν τη
εκκλησία ειρήνην.

20ν) ότι ληφθείσα, ως ελήφθη, μονομερώς, ουδ' όλως συμβιβάζεται προς την εκκλησιαστικήν ευταξίαν και τον
οφειλόμενον σεβασμόν προς τας εκκλησιαστικάς παραδόσεις.

3ον) ότι η δι' αυτής επιβαλλομένη διαρρύθμισις, υπ' ουδέ μιας των άλλων αυτοκεφάλων εκκλησιών εθεωρήθη
επείγουσα.

4ον) ότι η απόφασις της αδελφής εκκλησίας εν ''Ελλάδι'', ότι αφεύκτως από της δεκάτης του μηνός Μαρτίου θα προβή
εις προσαρμογήν και του εορτολογίου προς το πολιτικόν ημερολόγιον, ουδέ μίαν απολύτως εξυπηρετεί πραγματικήν
ωφέλειαν ή χρησιμότητα, εφ' όσον ουδεμία έως της στιγμής ταύτης προέκυψε βλάβη εκ της μη επιζητουμένης νυν
προσαρμογής.

5ον) ότι αι αδελφαί Εκκλησίαι Σερβίας και Ρουμανίας σαφώς και απεριφράστως αναβάλλουσιν αύτη μεν επί τον
Οκτώβριον του έτους τούτου, εκείνη δε και εις όλα έτη την προσαρμογήν ταύτην, επί τη βάσει κοινής των Εκκλησιών
ομοφωνίας.

6ον) ότι η εν Ρωσσία και Φιλανδία πιθανολογουμένη έναρξις της προσαρμογής ταύτης τυγχάνει διά μεν την Ρωσσίαν,
όλως μη ακριβής διά τας εκεί κρατούσας εκκλησιαστικάς ανωμαλίας, διά δε την Φιλανδίαν όλως ασήμαντος, εφ' όσον
το αρτισύστατον εκεί εκκλησιαστικόν συγκρότημα (αποτελεί όλον) χρήζει των έξωθεν νουθεσιών και χειραγωγίας.

7ον) ότι ούτως εχόντων των πραγμάτων, ουδέ μία απολύτως υφίσταται ουχί αδήριτος, αλλ' ουδέ απλή ανάγκη της
προσαρμογής ταύτης, ουδ' εγκυμονεί οίον δη τινα έστω και τον ελάχιστον κίνδυνον, είτε μερικόν, είτε γενικόν διά το
ορθόδοξον πλήρωμα. Ταύτα έχουσα υπ' όψει, ως και επίσης, ότι ουδεμίαν των κατά την εώαν πρεσβυγενών
εκκλησιών ανέχεται μονομερή του ημερολογιακού ζητήματος λύσιν, απεφάσισε να εμμείνη εις τας προτέρας
αποφάσεις αυτής, να τηρήση το έως τούδε καθεστώς εν τω ημερολογίω και να εξαρτήση και νυν, ως και πρότερον την
οριστικήν απόφασιν από Συνόδου μεγάλης, Τοπικής ή Οικουμενικής.

Η απόφασις αύτη ανεκοινώθη ήδη τηλεγραφικώς εις Κων/πολιν, γνωστοποιείται δε κατ' αυτάς δι' επιστολών εις τας
άλλας εκκλησίας. Θα συνεχίσωμεν εις το επόμενον άρθρον την έρευναν ημών περί της ευθύνης των αποτελεσμάτων
της πραξικοπηματικής μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου.
ΙΗ' Μέρος
Η δημοσιευθείσα, διά του χθεσινού ημών άρθρου, Συνοδική απόφασις των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας και μόνον
αυτή θα έπρεπε να σταματήση την αχαλίνωτον και ανεξήγητον ορμήν της Μητροπόλεως Αθηνών, εις το να καταστήση
γεγονός τετελεσμένον τον νεωτερισμόν του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου. Διότι η απόφασις αύτη είναι ράπισμα
βαθύτατον κατά της ακρίτου, αντορθοδόξου και εντελώς αδικαιολογήτου επινοίας και αποφάσεως του
Αρχιεπισκόπου Αθηνών, να αφομοιώση το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον προς το Πολιτικόν.

Αλλά είναι ράπισμα και κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίον λησμονήσαν την ιστορίαν του και τας
παραδόσεις του, υπέκυψεν εις την πίεσιν της Ελληνικής Εκκλησίας, ασκηθείσαν και διά του υπουργείου των
Εξωτερικών. Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος και η περί αυτόν Σύνοδος είναι καυστικώτατος διά το τόλμημα της
Εκκλησίας της Ελλάδος. Μας αποκαλύπτει η Συνοδική αύτη απόφασις των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας και τούτο:

ότι πολύ προ της εφαρμογής του εκκλησιαστικού ημερολογίου, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ενώ εγνώριζε και την
επίμονον άρνησιν του Πατριάρχου Φωτίου εις το να συγκατατεθή εις την μεταβολήν και δη εις την έναρξιν της
εφαρμογής του εκκλ. ημερολογίου από της 10ης Μαρτίου, ήτοι από τις 23 Μαρτίου κατά το πολιτικόν ημερολόγιον.

Ενώ εγνώριζεν, ότι εις τον Οικουμενικόν Πατριάρχην συνιστώντα την από 10 Μαρτίου έναρξιν του εκκλ. ημερολογίου
απήντησεν ο Φώτιος και διά του τηλεγραφήματός του της 15/28 Ιανουαρίου 1924 και διά της τελευταίας Συνοδικής
αποφάσεως, εμμένως εις τα ''προδεδογμένα'' και αποκρούων την μεταρρύθμισιν συμφώνως και προς τα γράμματα
των Εκκλησιών Ρουμανίας και Σερβίας.

Ενώ εγνώριζε την άρνησιν και του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δαμιανού. Ενώ προσθέτως εγνώριζε και την
εκφρασθείσαν επιθυμίαν και ευχήν αυτού του Οικουμενικού Πατριάρχου, όπως κ ο ι ν ή α π ο φ ά σ ε ι όλων των
Εκκλησιών αρχίσει η εφαρμογή από τις 10 (23) Μαρτίου, ενώ λέγομεν εγνώριζε τούτο, μας αποκαλύπτει η Συνοδική
απόφασις του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος είχεν ανακοινώσει ΩΣ ΑΠΟΦΑΣΙΝ αυτής, ότι
''αφεύκτως από της δεκάτης του μηνός Μαρτίου θα προβή εις προσαρμογήν και του εορτολογίου προς το Πολιτικόν
ημερολόγιον''.

Εν τινι δικαιώματι και με ποιον κύρος, παρά την γενικήν άρνησιν όλων των άλλων Εκκλησιών υψώνει ο Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών το ανάστημα αυτού, ανάστημα υποβασταζόμενον υπό μιας Επαναστάσεως αιμοσταγούς και εξαπολύει δ ε
σ π ο τ ι κ ώ τ α τ α ΑΠΟΦΑΣΙΝ αυτού, ότι ''ΑΦΕΥΚΤΩΣ'' θα προβή από 10 Μαρτίου εις την μεταβολήν; Αλλά και με
ποιαν άδειαν της Ιεραρχίας, αφού, ως είδομεν η τελευταία αυτής απόφασις της 27 Δεκεμβρίου 1923 καίπερ υπό την
πίεσιν της Επαναστάσεως ληφθείσα και μειονοφηφίαν έχει πολλών Ιεραρχών και η πλειοψηφία αυτής εξήρτησε την
εφαρμογήν του νέου Εκκλ. Ημερολογίου από την ''σ υ ν ε ν ν ό η σ ι ν μ ε θ' ό λ ω ν τ ω ν Ε κ κ λ η σ ι ώ ν ι δ ί α δ ε τ
ο υ Ο ι κ ο υ μ ε ν ι κ ο ύ Π α τ ρ ι α ρ χ ε ί ο υ''.

Αλλ' η Συνοδική απόφασις των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, απόφασις του μεγάλου Φωτίου, παραττάσει και τα
ακλόνητα εκείνα επιχειρήματα και αντλούμενα από την βαθείαν πίστιν προς τας παραδόσεις της Εκκλησίας και από
την υγιά αντίληψιν του κινδύνου της όλης Εκκλησιαστικής ενότητος. Διότι λέγει ο Φώτιος, ότι η εσπευσμένη και
παράδοξος απόφασις της Εκκλησίας της Ελλάδος.

1). Διαταράσσει την εν τη Εκκλησία ειρήνην.

2). Κατ' ουδέν είναι ωφέλιμος.

3). Μονομερώς ληφθείσα δεν συμβιβάζεται προς την Εκκλησιαστικήν ευταξίαν και τον οφειλόμενον σεβασμόν προς
τας Εκκλησιαστικάς παραδόσεις.

4). Ουδεμία άλλη αυτοκέφαλος Εκκλησία εθεώρησεν επείγουσαν την μεταβολήν.

5). Ουδεμία απολύτως υφίσταται, όχι ''αδήριτος'', αλλ' ουδ' απλή ανάγκη της προσαρμογής του Εκκλησιαστικού προς
το πολιτικόν ημερολόγιον.
6). Ουδείς ουδέ ο ελάχιστος υφίστατο κίνδυνος διά το ορθόδοξον πλήρωμα.

7). Ότι ουδεμία έκκλησις ανέχεται μονομερή του Ημερολογιακού ζητήματος λύσιν. Αλλά ταύτα πάντα η Αρχιεπισκοπή
Αθηνών προωθουμένη από το νεωτεριστικόν πνεύμα της εθεώρει ίσως ανόητα και οπισθοδρομικά. Εβιάζετο να
συγχρονίση και την Εκκλησίαν της Ελλάδος προς τας νεωτέρας κοσμοπολιτικάς ιδέας του Προτεσταντισμού και
κλείσασα ώτα και οφθαλμούς έσπευδε προς το υπουργείον των Εξωτερικών, ίνα διά της Κρατικής επιρροής επιβάλη
τ ο τ ε τ ε λ ε σ μ έ ν ο ν γ ε γ ο ν ό ς της μεταβολής του εκκλ. ημερολογίου.

Αποβαλούσα από των ώμων της την διαρκή Ιεράν Σύνοδον, ην διέλυσε διά του Πλαστηρικού διατάγματος και
κατακτήσασα το δικαίωμα να αντιπροσωπεύση αυτή μόνη την όλην Ιεραρχίαν, ην διά τίνας μόνον ημέρας του έτους
συνεκάλεσε, έμεινε κυρίαρχος διά να απεμπολήση τα δικαιώματα της Εκκλησίας και να δημιουργήση σχίσμα της
Εκκλησίας της Ελλάδος προς τας λοιπάς ορθοδόξους εκκλησίας, διαρέση δε και τον ορθόδοξον ελληνικόν Λαόν εις
δύο εκκλησιαστικά στρατόπεδα.

Αντί να σταματήση προ της επιβλητικής φωνής του Φωτίου και προ της αρνήσεως όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών
ή τουλάχιστον συγκαλέση εκ νέου την Ιεραρχίαν και ανακοινώση αυτή τας σοβαρωτάτας αντιρρήσεις των λοιπών
Ορθοδόξων Εκκλησιών και την επιμονήν αυτών εις την μη μεταρρύθμισιν, εθεώρησε σκοπιμώτερον να αποκρύψη
ταύτας, προβαλών μόνον αοριστολογίας τινάς τον Δεκέμβριον 1923 και ύψωσε την σημαίαν της Εκκλησιαστικής
ανταρσίας, σύμμαχον έχων τον υπουργόν των Εξωτερικών, διά του οποίου είχε κατορθωθεί να άρη όλους τους
δισταγμούς του και ο Οικουμενικός Πατριάρχης, όστις και πριν ακόμη του τελευταίου τηλεγραφήματος του
Υπουργείου των Εξωτερικών, όπερ προεκάλεσεν, ως είδομεν, το προς το υπουργείον τούτο έγγραφον του
Αρχιεπισκόπου της 4 Μαρτίου, ετηλεγράφει προς τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών την 25 Φεβρουαρίου, ότι:

''Συνοδική απόφασις ενεκρίθη σήμερον οριστικώς προσαρμογή εορτολογίου και πολιτικού Ημερολογίου από 10
προσεχούς Μαρτίου''.

Αλλά και το τηλεγράφημα τούτο του Οικουμενικού Πατριάρχου άφηνε πολλάς αμφιβολίας νέας μετατροπής και διά
τούτο ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών εκτύπησε τελευταίον την θύραν του υπουργείου των Εξωτερικών. Η απόφασις ήδη
είχε ληφθή. Η ανταρσία της Εκκλησίας της Ελλάδος εκηρύχθη, είχεν ετοιμαστεί από της 1 Μαρτίου και είχεν έκτοτε
δημοσιευθή και αποσταλή η περί της αποφασισθείσης μεταβολής.

Εγκύκλιος ''προς τους Ιεράρχας της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος'' εκ μέρους της ''Ιεράς Συνόδου της
Εκκλησίας της Ελλάδος'', ήτις Σύνοδος ην, ως γνωστόν, αυτός ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, όστις και μόνος υπέγραψε την
εγκύκλιον ταύτην. Την δε 3ην Μαρτίου 1924, δηλαδή μίαν ημέραν προ του αποσταλέντος εις το υπουργείον των
Εξωτερικών εγγράφου του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, απηύθυνεν ούτος προς το υπουργείον των Εκκλησιαστικών
ιδιαίτερον έγγραφον, διά του οποίου ''διαπέμπει εγκύκλιον προς Ιεράρχας Αυτοκεφάλου Εκκλησίας και παρακαλεί
αποστείλη ταύτην εις Διοικητάς διά τους των Νέων Χωρών Ιεράρχας''.

Θα πραγματευθώμεν εις το επόμενον άρθρον, τα της Εγκυκλίου ταύτης προς τους Ιεράρχας, ήτις αποτελεί την
τελευταίαν φάσιν του Εκκλησιαστικού πραξικοπήματος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

ΙΘ' Μέρος
Η ένοχος σπουδή υφ' ης, ως είδομεν εις τα προηγούμενα άρθρα, είχε καταληφθή ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών προς
εφαρμογήν του νεωτερισμού της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου, δεν επέτρεπεν εις αυτόν καμμίαν
μεταβολήν, καμμίαν μελέτην, καμμίαν νεωτέραν σκέψιν! Αφού ο Οικουμενικός Πατριάρχης επιέσθη δι' όλης της
δυνάμεως, ην διέθετε το πολλαχώς δεσπόζον αυτού υπουργείον των Εξωτερικών της Ελλάδος και οιονεί υποτελές, το
Πατριαρχείον ετηλεγράφει και έγραφεν εις τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών, ότι εγκρίνει την από 10 Μαρτίου (Παλαιού
Ημερολογίου) έναρξιν της μεταρρυθμίσεως, ούτως ώστε η 10 αύτη Μαρτίου να λογισθή ως 23η Μαρτίου και τούτο
κατόπιν της τηλεγραφηθείσης αποφάσεως του Αρχιεπισκόπου, ότι ''α φ ε ύ κ τ ω ς'' από της 10ης Μαρτίου θα
εφαρμόση η Εκκλησία της Ελλάδος το νέον Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον, αφού λέγομεν είχεν εις χείρας του ο
Αρχιεπίσκοπος την έγκρισιν ταύτην του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δεν επρόσεχεν εις ουδεμίαν πλέον αντίρρησιν.

Ενόμισεν, ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και η Εκκλησία της Ελλάδος, αυταί μόναι αποτελούν την ΜΙΑΝ, ΑΓΙΑΝ,
ΚΑΘΟΛΙΚΗΝ και ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ. Τα άλλα Πατριαρχεία κατά τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών ήσαν ανάξια
προσοχής. Και εξαπέλυσε την εγκύκλιόν του περί της από 10/23 Μαρτίου εφαρμογής του νέου Εκκλ. Ημερολογίου,
ενώ το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας εδημοσίευε την εξής γνωστοποίησιν προς πάντας, τους ευσεβείς χριστιανούς:

ΔΗΛΩΣΙΣ : Περί του Ημερολογίου των τε κινητών και των ακινήτων εορτών γνωστοποιείται πάσι τοις ευσεβέσι
χριστιανοίς, ότι το έως τούδε κρατούν ημερολόγιον εν τη Αγιωτάτη Εκκλησία θα τηρηθή και εφεξής αμετάτρεπτον και
αναλλοίωτον, εν άπαντι τω κλίματι του Αγιωτάτου Αποστολικού και Πατριαρχικού θρόνου Αλεξανδρείας, άχρις όπου
Θεία χάριτι μεγάλη Τοπική ή Οικουμενική Σύνοδος οριστικώς αποφήνηται περί αυτού...

Εν Αλεξανδρεία, 1η Μαρτίου 1924 (Εκ των Πατριαρχικών Γραφείων)

Ως είδομεν παρά την σοβαρωτάτην διάσπασιν, ήτις επήρχετο εις την ενότητα της όλης Εκκλησίας, ο Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών είχεν ετοιμάσει από τις 1 Μαρτίου και είχεν εξαποστείλλει εις όλους τους Ιεράρχας εξ ονόματος της Ιεράς
Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ην μόνος αυτός πλέον αντιπροσώπευε την υπ. αριθ. 430 της 1 Μαρτίου 1924
εγκύκλιον και είχε σπεύση να δημοσιεύση ταύτην εις την ''Εκκλησίαν'', (φύλλον 41 της 8 Μαρτίου 1924). Η εγκύκλιος
αύτη γέμει ανακριβειών αποκρύπτουσα επιμελώς την μεγάλην διαίρεσιν, ήτις εγεννάτο μεταξύ της Εκκλησίας της
Ελλάδος και των λοιπών Αυτοκεφάκων Εκκλησιών.

Η εγκύκλιος άρχεται ως εξής: ''Η Ιερά σύνοδος της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος επανειλημμένως
διασκεφθείσα περί του ζωηρώς απασχολούντος την Ελληνικήν κοινωνίαν ζητήματος του Ημερολογίου, εν τη συνεδρία
της 27 Δεκεμβρίου 1923 απεφάσισεν, όπως προβή εις σχετικήν πρότασιν προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και δι'
αυτού προς τας λοιπάς αυτοκεφάλους Ορθοδόξους Εκκλησίας, συνυποδεικνύουσα άμα και τρόπον λύσεως του
ζητήματος.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ' μετά της περί αυτόν Ιεράς Ενδημούσης Συνόδου της Εκκλησίας
Κωνσταντινουπόλεως, αποδεξάμενος την πρότασιν της Ιεράς Συνόδου και αναγνωρίσας την επείγουσαν ανάγκην της
επιλύσεως του ζητήματος, προς πρόληψιν της περαιτέρω δεινής και επιζημιωτάτης ημερολογιακής συγχύσεως και
ανωμαλίας, δι' επισήμου γράμματος από 28 Ιανουάρ. ανήγγειλεν προς την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος
και διά τηλεγραφήματος από 24 Φεβρουαρίου επανέλαβεν, ότι οριστικώς απεφασίσθη, όπως κατά το Ιουλιανόν
Ημερολόγιον, η 10η Μαρτίου 1924 ''λογισθή και ονομασθή και εορτασθή έως 23 Μαρτίου του ημετέρου ημερολογίου
(ενταύθα παρατίθεται εκ του γράμματος του Πατριαρχείου τα αφορώντα το Πάσχα και τας μετ΄αυτού συνεδεμένας
κινητάς εορτάς αίτινες θα φυλάττωσι την κατά το άχρι τούδε Πασχαλίου θέσιν των).

Η Εκκλησία της Ελλάδος - εξακολουθεί η εγκύκλιος - συμφώνως τη αποφάσει της Ιεράς Συνόδου παρεδέχθη χάριν του
Ορθοδόξου Ελληνικού Λαού την ρύθμισιν ταύτην του ζητήματος διά της απαραιτήτου καταστάσης διορθώσεως του
Ιουλ. Ημερολογίου. Μετά τούτου, η εγκύκλιος εκθέτει διά μακρόν άνευ τινός λόγου, τα της Ιστορίας της διαφοράς των
Ημερολογίων και τα της διατάξεως της Α' Οικουμενικής Συνόδου ζητούσα να παραστήση, τι επουσιώδες η αλλαγή
χρονολογικού συστήματος και δεν αποτελεί δογματικόν θεσμόν μεθ΄ο η εγκύκλιος λέγει τα εξής:

''Τα ορθόδοξα κράτη χάριν των διεθνών, πολιτικών, οικονομικών, εμπορικών και ποικίλων άλλων σχέσεων των λαών
αυτών προς τους λοιπούς λαούς, μεθ' ων διατελούσιν εν επικοινωνία, ηναγκάσθησαν να αποδεχθώσι το νέον
πολιτικόν Ημερολόγιον, ως προς τας ανωτέρω σχέσεις αλλ' ένεκα της μεταξύ αυτού και του Ορθοδόξου εορτολογίου
διαφοράς των 13 ημερών, απερίγραπτος σύγχυσις παρήχθη και ανωμαλία, ου μόνον εν τω κοινωνικώ, αλλά και εν
τω εκκλησιαστικώ βίω, εντεύθεν δε και βλάβη θρησκευτική και ηθική και κίνδυνος αποξενώσεως των ορθοδόξων
λαών από της εκκλησίας.

Επειδή δε το πολιτικόν ημερολόγιον οριστικώς επικρατήσαν εν ταις Πολιτείαις των Ορθοδόξων Λαών δεν ήτο δυνατόν
να αρθή, αι εκκλησίαι αυτών δεν ηδύναντο να μείνωσι αδιάφοροι προς το ζήτημα τούτο, επιτακτική δε ανάγκη
επέβαλε την διόρθωσιν του Ιουλιανού Ημερολογίου. Προς τούτο πλείσται διεξήχθησαν συζητήσεις και επιστημονικαί
εγένοντο μελέται, απεδείχθη δε και ανωμολογήθη παρ' απάντων, ότι ουδέν απολύτως δογματικόν ή κανονικόν
κώλυμα υπάρχει προς διόρθωσιν αυτού.

Επειδή, όμως δεν κατέστη δυνατή, η ριζική διόρθωσις προς πρόληψιν της περαιτέρω συγχύσεως των ορθοδόξων
λαών, απεφασίσθη η άρσις της διαφοράς των 13 ημερών, αποτελούσα την βάσιν της διορθώσεως του Ιουλιανού
Ημερολογίου. Επετεύχθη δε αύτη, διά της αποφάσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως η κατά το Ιουλιανόν
Ημερολόγιον 10 Μαρτίου του έτους τούτου λογισθή, ονομασθή και εορτασθή, ως 23 Μαρτίου''.

Αφού δε μετά τούτο, η εγκύκλιος αναφέρει, πότε θα εορτασθεί το Πάσχα, η εορτή της Πεντηκοστής, η εορτή του
Ευαγγελισμού, κ.λ.π. επιλέγει:

''Άλλαι δε τινες λεπτομέρειαι εν συνεννοήσει και μετά των λοιπών Εκκλησιών θα κανονισθώσιν υπό της Ιεράς
Συνόδου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, αυστηρώς μεν εχομένη των ιερών Παραδόσεων της Ορθοδόξου
Εκκλησίας, της σωτηρίας δε και προκοπής της επί το κρείττον του Ορθοδόξου Ελληνικού Λαού προμηθουμένης''.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών διά της άνω εγκυκλίου του, ου μόνον απέκρυψεν από την Ιεραρχίαν τας σοβαρωτάτας
αντιρρήσεις του Πατριάρχου Φωτίου και της αρνήσεως των λοιπών αυτοκεφάλων εκκλησιών, αλλ' αφήκε να εννοηθή,
ότι όλαι είναι σύμφωνοι και μόνον λεπτομέρειαι τινες θα κανονισθώσιν εν συνεννοήσει μετά των λοιπών εκκλησιών!!
Θα εκθέσωμε εις το επόμενον άρθρον λεπτομερέστερον, ποιας ανακριβείας περιέχει η ανωτέρω εγκύκλιος.

Κ' Μέρος
Η τελευταία πράξις της υπό του Αρχιεπισκόπου Αθηνών εκπροσωπουμένης Εκκλησίας της Ελλάδος προς τελείαν
ανατροπήν της ισχυούσης επί αιώνας Εκκλησιαστικής τάξεως και της αφομοιώσεως, ως προς το Ημερολόγιον μετά
της Εκκλησίας της Δύσεως ήτο, ως είδομεν εις τα προηγούμενα άρθρα, η υπ. αριθ. 430 της 1ης Μαρτίου 1924
εγκύκλιος, η αποσταλείσα προς τους Ιεράρχας της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, ην και εδημοσιεύσαμεν.
Είπομεν, ότι η εγκύκλιος αύτη γέμει ανακριβειών. Και:

α'. Λέγει εν αρχή, ότι ''ζωηρώς απησχόλησε την Ελληνικήν Κοινωνίαν το ζήτημα του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου''.
Αλλά πριν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών υψώση την σημαίαν της αφομοιώσεως του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου προς
το Πολιτικόν, ουδαμώς ουδέποτε η Ελληνική Κοινωνία απησχολήθη και μάλιστα ζωηρώς με το ζήτημα τούτο. Διότι
όλος ο Λαός απάσης της Ελλάδος, ουδέ εφαντάζετο, ότι θα υπήρχεν Ιεράρχης ανήκων εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος,
όστις θα έρριπτε την ιδέα της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου, παραβαίνων και ανατρέπων τα
προδεδογμένα, τας παραδόσεις της Εκκλησίας.

Ουδείς, ούτε εις τον τύπον, ούτε εις διαλέξεις, ούτε εις φυλλάδια, ούτε εις Σωματεία ή Συλλόγους, ούτε εις
συνεντεύξεις ανδρών Εκκλησιαστικών ή πολιτικών ή Καθηγητών, ούτε εις συλλαλητήρια, ουδείς εγένετο λόγος περί
του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου. Ο Λαός και η Κοινωνία τουναντίον ήρχισε να απασχολείται και να εξανίσταται
ακριβώς μετά την ανακίνησιν του ημερολογιακού Εκκλησιαστικού ζητήματος υπό της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Και
ήρχισε να απασχολήται διαμαρτυρόμενος ο Λαός διά τον μελετηθέντα αφρόνως νεωτερισμόν.

Εάν δε επήρχετο ο αιφνιδιασμός ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και δεν ανεπήδα η πρότασις αυτού
και το υπόμνημά του προς την Ιεράν Σύνοδον, η Κοινωνία, ο Λαός όλος θα ετήρει εν ειρήνη και αγάπη και ενότητι, ως
μέχρι τούδε την καθεσκηκυίαν από αιώνων από αιώνων Εκκλησιαστικήν Τάξιν. Πρώτη απασχόλησις του Λαού, αν
ενθυμούμεθα καλώς, εσημειώθη τον Φεβρουάριον 1924 -δηλαδή μετά την απόφασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος περί
της μεταβολής- ότε εν τη αιθούση του Συλλόγου των Εμπορουπαλλήλων εγένετο συγκέντρωσις την 22 Φεβρουαρίου
πλείστων ορθοδόξων Χριστιανών, οίτινες δι' επιτροπής διεμαρτυρήθησαν διά την ζητουμένην υπό της Εκκλησίας της
Ελλάδος μεταρρύθμισιν του Ημερολογίου, παρά τας διαμαρτυρίας των τριών Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας
και Ιεροσολύμων.

Ανακριβέστατον λοιπόν, ότι ζωηρώς απησχόλει την Ελληνικήν κοινωνίαν το ζήτημα του Ημερολογίου, εξ' ου δήθεν
ωρμήθη η Εκκλησία της Ελλάδος και να σκεφθή περί της μεταβολής.
β'. Αναφέρει επίσης η Εγκύκλιος, ότι την πρότασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος απεδέχθη ο Οικουμενικός Πατριάρχης,
αναγνωρίσας την επείγουσαν ανάγκην της επιλύσεως του ζητήματος ''προς πρόληψιν της περαιτέρω δεινής και
επιζημιωτάτης ημερολογιακής συγχύσεως και ανωμαλίας''. Ανακριβέστατον και τούτο. Αν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
υπέβαλεν εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον την ιδέαν, ότι υπάρχει δεινή και επιζημιωτάτη ημερολογιακή σύγχυσις,
αύτη ήτο τελείως ανυπόστατος. Διότι, ουδαμού είχε σημειωθή σύγχυσις και ανωμαλία, ώστε να την προλάβη δήθεν
η πρότασις της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η σύγχυσις και η ανωμαλία θα εσημειούτο, ως και εσημειώθη ακριβώς μετά την αποδοχήν της απερισκέπτου
προτάσεως, διότι η Ορθόδοξη Εκκλησία -εγνώριζεν η Αρχιεπισκοπή Αθηνών- ότι θα διηρείτο, ως διηρέθη εις δύο
μερίδας, της μιας τηρούσης τα παραδεδομένα και της εταίρας προσχωρούσης εις τους καθολικούς.

γ'. Προσθέτει ακόμη η Εγκύκλιος, ότι ''Η Εκκλησία της Ελλάδος παρεδέχθη την απαραίτητον διόρθωσιν του Ιουλιανού
ημερολογίου χάριν του Ορθοδόξου Ελληνικού Λαού''. Αναληθέστατον και τούτο. Ουδείς λόγος, ουδεμία αιτία, ουδέν
γεγονός καθίστα ''α π α ρ α ί τ η τ ο ν'' την εκκλησιαστικήν μεταβολήν. Εάν εωρτάζετο η πρώτη του έτους προ των
Χριστουγέννων, τούτο δεν θα εσκανδάλιζε κανένα. Η πρώτη του έτους δεν είναι θρησκευτική Εορτή, είναι πολιτική.
Επίσης και η Εθνική Εορτή της 25 Μαρτίου, όσον και αν ήτο συνυφασμένη με την εορτήν του Ευαγγελισμού δεν έπρεπε
να ανατρέψη την όλην εκκλησιαστικήν τάξιν και παράδοσιν, ίνα εορτασθή ομού με την εορτήν του Ευαγγελισμού.

Ουδέ ήσαν ισχυρά τα μοναδικά ταύτα και παιδαριώδη της Αρχιεπισκοπής Αθηνών επιχειρήματα, ίνα σημειώση η
Εκκλησία της Ελλάδος ανταρσίαν κατά της όλης Ορθοδοξίας και επιφέρει εν γνώσει την διαίρεσιν των Ορθοδόξων
Εκκλησιών. Το ότι δε ''χάριν του Ορθοδόξου Ελληνικού Λαού'' εγένετο η διόρθωσις, δεν είναι απλώς αναληθές΄ είναι
εμπαιγμός και ειρωνεία προς τον ελληνικόν λαόν. Είναι ύβρις προς αυτόν, μη εμπρέπουσα εις τους επί κεφαλής της
Εκκλησίας.

Εάν εκήδετο της ηρεμίας της συνειδήσεως του ελληνικού λαού και του θρησκευτικού αυτού αισθήματος, η
Αρχιεπισκοπή Αθηνών ώφειλε να αποκρούση πάση δυνάμει εκκλησιαστικήν μεταρρύθμισιν, ενισχύουσαν τας
Παπικάς αξιώσεις της Δύσεως και αυξάνουσαν τον κίνδυνον του εκ μέρους της Καθολικής εκκλησίας προσηλυτισμού,
θίγουσαν δε καιρίως το θρησκευτικόν αίσθημα του λαού. Ουχί λοιπόν προς το συμφέρον του ορθοδόξου ελληνικού
λαού, αλλά προς χάριν άλλων συμφερόντων, κατεβλήθη τόση προσπάθεια διά να επιτευθή η εκκλησιαστική
μεταρρύθμισις.

δ'. Τονίζει η αυτή εγκύκλιος, ότι ο Πατριάρης Κωνσταντινουπόλεως μετά της περί αυτόν Ε υ δ η μ ο ύ σ η ς Σ υ ν ό δ ο
υ, δι' επισήμου γράμματος από 23 Ιανουαρίου 1924 και διά τηλεγραφήματος από 24 Φεβρουαρίου 1924 ανήγγειλεν,
ότι οριστικώς απεφασίσθη, όπως η κατά το Ιουλιανόν ημερολόγιον 10 Μαρτίου λογισθή, ως 23 Μαρτίου 1924. Αφίνει
ούτω να εννοηθεί η εγκύκλιος, ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανεπιφυλάκτως ειδέχθη την πρότασιν της Εκκλησίας
της Ελλάδος.

Είδομεν όμως, ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης διά του από 28ης Ιανουαρίου 1924 γράμματός του δεν απεδέχθη μ ο
ν ο μ ε ρ ή απόφασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος, να μεταβάλη από τις 10 Μαρτίου -λογιζομένης ως 23 Μαρτίου- το
Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον, αλλ' ηθέλησεν η μεταβολή αύτη να γίνη κ ο ι ν ή α π ο φ ά σ ε ι όλων των Εκκλησιών.
Αν κατόπιν ο Οικουμενκός Πατριάρχης επειθαναγκάσθη ή εξεβιάσθη διά του υπουργείου των Εξωτερικών να
παραιτηθή και της επιφυλάξεως, ην είχε διατυπώσει διά του από 23 Ιανουαρίου γράμματός του, τούτο είναι άλλο
ζήτημα, καθιστών μείζονα την ευθύνην του αρχιεπσκόπου Αθηνών, του πρωτοστατήσαντος εις την πίεσιν ταύτην του
Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Αλλ' ήτο επιβεβλημένον εις τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών, όστις είχε λάβει, όχι άνευ ορίων, την εντολήν παρά της
Ιεραρχίας να αποφασίση περί της μεταβολής του Ημερολογίου, να είπη προς την Ιεραρχίαν διά της εγκυκλίου του όλη
την αλήθειαν, ουχί δε να αποκρύψη απ' αυτής ουσιωδέστερα γεγονότα. Διότι, διά της αποκρύψεως τούτων
παρεπλάνησε την Ιεραρχίαν και τον Ελληνικόν Λαόν, ώστε να πιστεύσουν, ότι η μεταρρύθμισις του Εκκλησιαστικού
Ημερολογίου εγένετο διά κοινής αποφάσεως όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών και να αγνοήσουν, ότι ελήφθη μ ο-
ν ο μ ε ρ ώ ς η απόφασις της μεταρρυθμίσεως.
Είναι ένοχος και εγκληματική, η υπό της Αρχιεπισκοπής Αθηνών απόκρυψις από της Ιεραρχίας του σοβαρωτάτου
γεγονότος, ότι πλην των Εκκλησιών Ελλάδος και Κωνσταντινουπόλεως, ουδεμία άλλη κατά τόπους Αυτοκέφαλη
Εκκλησία απεδέχθη (τότε) την συνταύτισιν του Εκκλησιαστικού προς το Πολιτικόν Ημερολόγιον. Και είναι ενοχωτέρα
η προσπάθεια της Αρχιεπισκοπής Αθηνών να αποπλανήση την Ιεραρχίαν, ως προς τούτο, διά διαστρεβλώσεως των
γεγονότων.

Διότι -λέγει εν τη εγκυκλίω του ο Αρχιεπίσκοπος- ''άλλαι δε τινες λεπτομέρειαι εν συνεννοήσει και μετά των λοιπών
εκκλησιών θα κανονισθώσιν υπό της Ιεράς Συνόδου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, αυστηρώς εχομένης
των ιερών παραδόσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας''. Ποίαι είναι αι ασήμαντοι, -όπως θέλει να είπη η
εγκύκλιος- λεπτομέρειαι αύται; Είναι αυτή η πλήρης διάστασις αυτών από της Εκκλησίας της Ελλάδος διά την
μονομερή αυτής απόφασιν. Είναι λεπτομέρεια αύτη, η πλήρης και ριζική διαφωνία, την οποίαν ήθελε να αποκρύψη
η Αρχιεπισκοπή Αθηνών και να αφήση να εννοηθή, ότι πλήρως υπάρχει ομοφωνία όλων των Εκκλησιών;

Θα εξετάσωμεν εις το επόμενον, αν πράγματι έχεται αυστηρώς των παραδόσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η κεφαλή
της Εκκλησίας της Ελλάδος.

ΚΑ' Μέρος
Κατεδείξαμεν εις το χθεσινόν άρθρον, ποιαν κατέβαλε προσπάθειαν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, όπως αποκρύψη από
την Ιεραρχίαν, την ριζικήν διαφωνίαν όλων των ορθοδόξων εκκλησιών, ως προς την εφαρμογήν του νέου
εκκλησιαστικού ημερολογίου και τους σοβαρωτάτους λόγους, εις ους, η διαφωνία αύτη εστηρίζετο.

Αφού κατά την συνεδρίασιν της Ιεραρχίας της 27 Δεκεμβρίου 1923, ότε ελήφθη και η απόφασις αυτής, δεν εξέθεσεν
εις την Ιεραρχίαν τας λεπτομερείας της διαφωνίας ταύτης, ουδέ παρουσίασεν, ουδέ ανέγνωσε τας, ας είχε λάβει
απαντήσεις παρά των άλλων Εκκλησιών, ιδία δε την απάντησιν του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και παρέστηκεν
έκτοτε και ότι κατ΄ αρχήν όλαι αι Εκκλησίαι δέχονται την μεταβολήν, ήλθε διά της εγκυκλίου να ενισχύση την ιδέαν
και την πεποίθησιν της Ιεραρχίας, ότι πάσαι αι Εκκλησίαι είναι σύμφωνοι σχεδόν και ότι μόνον ''λεπτομέρειαι τινες
θα κανονισθώσιν εν συνεννοήσει μετά των λοιπών Εκκλησιών υπό της Ιεράς Συνόδου''.

Δεν ηρκέσθη όμως εις την εγκύκλιον αυτού, την οποίαν εδημοσίευσε και εις τας εφημερίδας την 23 Μαρτίου 1924.
Εξέδωκε και ανακοινωθέν εν ονόματι της Ιεράς Συνόδου - την οποίαν πλέον μη υπάρχουσαν εξεπροσώπει μόνος -
δημοσιευθέν και τούτο την 23 Μαρτίου 1924, διά του οποίου ανακοινών εις τον λαόν τα της ενάρξεως της εφαρμογής
του νέου εκκλησιαστικού ημερολογίου, προσεπάθησε να εμβάλη την ιδέαν και την πεποίθησιν και εις τον ελληνικόν
λαόν και εις την Ιεραρχίαν, ότι επρόκειτο περί προτωβουλίας και αποφάσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, την οποίαν
εξηναγκάσθη να αποδεχθή το Οικουμενικόν Πατριαρχείον.

Εις ενίσχυσιν δε, του ότι τάχα το Οικουμενικόν Πατριαρχείον οιωνεί, επέβαλε την μεταβολήν εις την Εκκλησίαν της
Ελλάδος, ανέφερεν εις το ως άνω ανακοινωθέν της 23 Μαρτίου, ότι ''και δι' επισήμου γράμματος του Οικουμενικού
Πατριαρχείου από 8 Μαρτίου 1924 χρονολογουμένου, τούτο ανεκοίνωσε τη Ιερά Συνόδω, ότι από της Κυριακής 23
Μαρτίου εν Ημερολόγιον θα υπάρχη και εν τη Εκκλησία και εν τη Πολιτεία.

Πρέπει να δημοσιεύσωμεν ενταύθα και το ανακοινωθέν τούτο, εκ του οποίου καταφοράται η πρόθεσις και η
προσπάθεια να μη μάθη ο Λαός και ο Κλήρος την πραγματικήν αλήθειαν, ιδιαίτερα περί της διαφωνίας των λοιπών
Εκκλησιών. Το ανακοινωθέν άρχεται ως εξής:

''Η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδος εξέδωκε το ακόλουθον ανακοινωθέν: Κατά την ΑΠΟΦΑΣΙΝ του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, ήτις και δι' επισήμου γράμματος αυτού χθες ληφθέντος και από 8 Μαρτίου ε. ε. χρονολογουμένου,
ανεκοινώθη τη Ιερά Συνόδω από της σήμερον Κυριακής 23 Μαρτίου 1924, ότι εν ημερολόγιον θα υπάρχη και εν τη
Εκκλησία και εν τη Πολιτεία. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ΑΠΟΔΕΧΘΕΙΣΑ την απόφασιν ταύτην, θέτει
αυτήν εις εφαρμογήν προνοούσα περί της προλήψεως και της επικρατούσης συγχύσεως και ανωμαλίας ένεκα του
διχασμού του ημερολογίου, εξ' ων ου σμικρά ζημία εγένετο εις τον θρησκευτικόν βίον του Ελληνικού Λαού
(παρατίθεται ενταύθα το τετριμμένον και μοναδικόν επιχείρημα του ατόπου δήθεν του να προηγήται των
Χριστουγέννων η εορτή του Νέου Έτους και καθορίζεται πότε θα εορτάσωμεν τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου και
άλλαις εορτάς).

Και εξακολουθεί το ανακοινωθέν: ''Το Πασχάλιον όμως της Ορθοδόξου Εκκλησίας, επειδή τούτο προήλθεν εξ
αποφάσεως Οικουμενικής Συνόδου, μένει μετά την διόρθωσιν ταύτην του Ημερολογίου άθικτον και επαφίεται η επ'
αυτού κρίσις εις την όλην Οικουμενικήν Εκκλησίαν... Εξ ονόματος της Ιεράς Συνόδου αποτελουμένης εκ της όλης της
Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος βεβαιούμεν τον ευσεβή Ελληνικόν Λαόν, ότι η γενομένη αύτη διόρθωσις του
Ημερολογίου, όχι μόνο σκόπιμος και ωφέλιμος ήτο, αλλά και ανταποκρίνεται εις την πολλαχόθεν εκδηλωθείσαν
επιθυμίαν και ανάγκην αυτού και ουδέ καν προσκρούει, ούτε εις δόγμα, αλλ' ούτε εις κανόνα τινα της Εκκλησίας.

Η ορθόδοξος Ιεραρχία είναι η μόνη ήτις εκ της αποστολής της, τα ωφέλιμα τω Θεώ κατεργάζεται΄ οποία απόφασις
αυτής εις το καλώς νοούμενον συμφέρον της Εκκλησίας και της Πολιτείας αποβλέπει και συνεπώς, αι αποφάσεις
αυτής εν πλήρη επιγνώσει ελήφθησαν και οι τα ενάντια διεκδικόντες, ουδόλως το συμφέρον του Ελληνικού λαού
αγαπώσιν, αλλά το εναντίον επιδιώκουσι ζητούντες να καταρρίψωσι το γόητρον της κορυφής της εκκλησίας του
Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπερ, εάν εν ημέραις δυσχειμέρους την ιεράν της πίστεως παρακαταθήκην αμείωτον
διεφύλαξε, πολλώ μάλλον πράττει τούτο εν τω αιώνι του πολιτισμού και της προόδου, όπου το πνεύμα του
Χριστιανισμού εξαπλούται.

Δεν ήτο δυνατόν βεβαίως το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, αι Εκκλησίαι της Ελλάδος και της Κύπρο, ίνα άλλας
ομοδόξους εκκλησίας παραλίπωμεν να προβώσιν εις πράξιν προσκρούουσαν εις την ορθοδοξίαν. Ουδεμία παρ'
ορθοδόξου εκκλησίας διαμαρτυρία ηκούσθη΄ μόνον αντιρρήσεις προβάλλονται ένεκα τυπικών λόγων, οίτινες θα
αρθώσιν. Ο Μ. Πατριάρχης Ιεροσολύμων από του παρελθόντος ήδη θέρους εδήλωσεν ότι η Εκκλησία της Ελλάδος
δύναται να διορθώση το ημερολόγιον. ''Εφ' όσον το Πασχάλιον μένει άθικτον, επαφιέμενον, ως είπομεν εις την κρίσιν
της όλης Ορθοδόξου Εκκλησίας, και εφ' όσον η γενομένη διόρθωσις του Ιουλιανού Ημερολογίου δεν μεταβάλλει το
Εκκλησιαστικόν αυτού μέρος, αλλά τουναντίον αποκαθιστά τας ακινήτους εορτάς εις πραγματικάς των
ημερομηνίας, η ε ν ό τ η ς τ ω ν Ο ρ θ ο δ ό ξ ω ν Ε κ κ λ η σ ι ώ ν δ ε ν π α ρ α β λ ά π τ ε τ α ι (!!!)''.

Μελετάται δε, η συγκρότησις Συνόδου εν Ιεροσολύμοις προς οριστικόν διακανονισμόν του ζητήματος. Οι αναγνώσται,
οι γνωρίζοντες ήδη εκ των προηγουμένων, ποιον αγώνα κατέβαλον τα πατριαρχεία και ιδία το Πατριαρχείον
Αλεξανδρείας διά του Φωτίου, διά να ανατρέψουν την μονομερή ταύτην απόφασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος και
διά να αποφύγουν την διάσπασιν της ενότητος της ορθοδοξίας, ας χαρακτηρισθούν, ως προσήκει την προσπάθειαν
της Αρχιεπισκοπής Αθηνών να παραπλανήση Λαόν και Ιεραρχίαν διά των ανωτέρω αναληθών ανακοινώσεων και διά
της αποκρύψεως της αλήθειας.

Διατί δεν εξετέθη και εις την Ιεραρχίαν και εις τον Λαόν, η όλη αλήθεια; Διατί δεν ανεκοινώθη, ότι αντετίθεντο εις την
γνώμην και την απόφασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος ό λ α ι α ν ε ξ α ι ρ έ τ ω ς α ι ο ρ θ ό δ ο ξ ο ι Ε κ κ λ η σ ί α ι;
Διατί απεκρύβη ότι και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δεν έστεργε εις μονομερή μεταβολήν άνευ της συμφωνίας
όλων των λοιπών Εκκλησιών και, διατί δεν εξετέθησαν οι λόγοι δι' ους το Πατριαρχείον τη επιβολή του υπουργείου
των Εξωτερικών της Ελλάδος εξηναγκάσθη να αποδεχθή την φορτικήν πρότασιν του Αρχιεπισκόπου Αθηνών;

Τίνα σκοπόν είχε το ανακοινωθέν, ότι ''δεν ήτο δυνατόν βεβαίως το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, αι Εκκλησίαι της
Ελλάδος και της Κύπρου, ίνα άλλας ομοδόξους Εκκλησίας παραλίπωμεν να προβώσιν εις πράξιν προσκρούουσαν εις
την Ορθοδοξίαν'', ει μη να απατήση τον λαόν να πιστεύση, ότι όλαι αι ομόδοξοι Εκκλησίαι είναι σύμφωνοι; Και δεν
είναι ψεύδος, ''ουδεμία παρ' ορθοδόξου Εκκλησίας διαμαρτυρία ηκούσθη'' και, ότι ''μόνον αντιρρήσεις
προβάλλονται ένεκα τυπικών λόγων, οίτινες θα αρθώσι'';

Δεν είναι απάτη, ότι συναινεί δήθεν και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων το γραφέν άλλης εξηγήσεως, ότι ''εδήλωσεν
ούτος, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δύναται να διορθώση το Ημερολόγιον'';

Δεν είναι ψεύδος, ότι ''η Ενότης των ορθοδόξων Εκκλησιών δεν παραβλάπτεται'' διά της διορθώσεως του Ιουλιανού
ημερολογίου; Αυτή δε η προσπάθεια να αποκρυβή από τον Λαόν η αλήθεια και η βεβιασμένη ενέργεια να
παραπτισθή ούτος δι' αναληθών πληροφοριών, ότι η απόφασις της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι τι πανορθόδοξον και
Οικουμενικόν και ουδαμού απολύτως προσκρούει, δεν προδίδει κατάφωρον την ένοχον συνείδησιν της
Αρχιεπισκοπής Αθηνών περί της ατόπου, αντικανονικής, αντορθοδόξου και αντιθρησκευτικής πράξεως αυτής;

Θα ασχοληθώμεν όμως ειδικώτερον και εις τα επόμενα άρθρα περί του αντικανονικού της μονομερούς αποφάσεως
ταύτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, θα ίδωμεν που προσκρούει, ποια ολέθρια αποτελέσματα έχει και, πως η σημερινή
αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος παν άλλο ή αυστηρώς έχεται των παραδόσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

ΚΒ' Μέρος
Διά να προσδώση νομιμοφάνειαν κανονικήν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών εις το πραξικόπημα της αλλαγής του
Εκκλησιαστικού Ημερολογίου, διά μονομερούς αποφάσεως δύο μόνον Εκκλησιών και διά να απομακρύνη πάσαν
ιδέαν αντικανότητας εις την αυθαίρετον ταύτην μεταβολήν, ανεκοίνωσε διά τε του υπομνήματός του προς την
Ιεραρχίαν και διά της εγκυκλίου και των ανακοινωθέντων του, άτινα πάντα εδημοσιεύσαμεν, ότι:

1) Το Πασχάλιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, επειδή τούτον προήλθεν εξ αποφάσεως Οικουμενικής Συνόδου μένει και
μετά την διόρθωσιν του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου άθικτον.

2) Ότι η μεταβολή δεν προσκρούει, ούτε εις δόγμα, ούτε εις κανόνα τινά της Εκκλησίας, ούτε εις την Ορθοδοξίαν.

3) Ότι την μεταβολήν απεδέχθη και ενέκρινεν το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως.

4) Ότι η γενομένη διόρθωσις του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου δεν μεταβάλλει το Εκκλησιαστικόν αυτού μέρος.

5) Ότι η ενότης των Ορθοδόξων Εκκλησιών δεν παραβλάπτεται.

Και, όταν τις αναγιγνώσκει τα αποφθέγματα ταύτα, απορεί, πως επί τόσους αιώνας από της εισαγωγής του
Γρηγοριανού Ημερολογίου εις την Δύσιν δεν εγένετο τούτο δεκτόν και υπό της Ορθοδοξίας και, πως δεν ευρέθη τις
κληρικός εξ ίσου μεγαλοφυής, όπως η Αρχιεπισκοπή Αθηνών, ίνα επινοήση το σωτήριον σχέδιον να αλλάξη μεν το
Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον, χωρίς να αλλάξη όμως το Πασχάλιον.

Τόσην λοιπόν στενότητα αντιλήψεως, τόσην μωρίαν είχον αι τόσαι Σύνοδοι Οικουμενικαί και τοπικαί, οι τόσοι
Πατριάρχαι και οι άλλοι της Εκκλησίας πρόμαχοι, ώστε να αντιτάσσουν μετά τόσης επιμονής άρνησιν εις τας
προσκλήσεις τόσων αιώνων περί μεταβολής του Ημερολογίου; Και αφού τόσον απλούν, τόσον νόμιμον, τόσον
κανονικόν ήτο το να προβή μία Εκκλησία οιαδήποτε εις την αφομοίωσιν Πολιτικού και Εκκλησιαστικού Ημερολογίου,
διατί παρήλθον τόσοι αιώνες χωρίς να ευρεθή εις κ. Χρυσόστομος με τας ευρείας και κοσμοπολιτικάς δοξασίας του,
ίνα επιφέρη μίαν τόσην απλήν και τόσην επιθυμητήν αφομοίωσιν;

Αληθώς το ζήτημα καταντά εγκληματικώς κωμικόν. Μόνον δε κληρικός άγευστος εντελώς της εκκλησιαστικής ημών
ιστορίας και άμοιρος στοιχειωδών εκκλησιαστικών γνώσεων θα ηδύνατο σοβαροφανώς να ισχυρισθεί, ότι και
κανονική είναι η θεσπιθείσα μεταβολή και το Πασχάλιον δεν μεταβάλλει και εις κανένα κανόνα και καμμίαν
παράδοσιν δεν προσκρούει και την ενότητα της Ορθοδοξίας δεν διασπά.

Και ας ίδωμεν πρωτίστως, είναι πράγματι αληθές, ότι μετά την διόρθωσιν του Εκκλησιαστικού ημερολογίου μένει
άθικτον το Πασχάλιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας; Το Πάσχα δεν είναι μία εορτή απλή, ως τόσαι άλλαι, μη έχουσα
επίδρασιν επί άλλων εορτών. Το Πάσχα είναι βάσις του κινητού της Εκκλησίας εορτολογίου. Εξ αυτού κανονίζεται
όλος ο Πασχάλιος κύκλος, ο μετά τόσης μελέτης και μετά τόσης προσοχής κανονισθείς υπό των Εκκλησιαστικών
κανόνων και της Εκκλησιαστικής παραδόσεως.
ΚΓ' Μέρος
Διά να κατανοηθή ευκόλως, ότι δεν είναι τι ασήμαντον και επουσιώδες από εκκλησιαστικής και θρησκευτικής
απόψεως -ως ηθέλησε να παραστήση ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών- η μεταβολή του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου, αλλά
σοβαρωτάτη ανατρεπτική καινοτομία, θίγουσα τον Πασχάλιον κύκλον και προσκρούουσα εις αυτήν την Ορθοδοξίαν
και τους περί εκκλησιαστικής τάξεως κανόνας, πρέπει να εκθέσωμεν, πως έχουσι σήμερον μετά την εφαρμογήν του
νέου Ημερολογίου τα του Πασχαλίου και, πως θα είχον αν δεν εγίνετο η μεταβολή.

Εάν λάβωμεν υπ' όψει το ενεστώς έτος 1928, το Πάσχα συμπίπτει την 2 Απριλίου (κατά το Παλαιόν Ημερολόγιον), ήτις
λόγω της προσθήκης των 13 ημερών του εφαρμοσθέντος νέου ημερολογίου αντιστοιχεί προς την 15 Απριλίου. Η θέσις
λοιπόν του Πάσχα δεν μετεβλήθη. Διά τούτο δεν έχομεν Πάσχα την 8ην Απριλίου, ότε θα έχουν και οι καθολικοί, αλλά
την 15ην Απριλίου, ήτις είναι αυτή η 2α Απριλίου του παλαιού Ημερολογίου. Αλλ' ακριβώς, διότι δεν μετεβλήθη το
Πάσχα και μετεβλήθη κατά τα λοιπά συμφώνως προς το Πολιτικόν και το Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον, ακριβώς διά
τούτο επήλθε πλήρης αναστάτωσις εις τα του Πασχαλίου και ανατροπή της κρατούσης Εκκλησιαστικής τάξεως.

Κατά τα κρατούντα εν τη Εκκλησία, μετά την Κυριακήν του Πάσχα έπονται οκτώ Κυριακαί, των οποίων η τελευταίαια,
η 8η είναι των Αγ. Πάντων. Είναι η Κυριακή αύτη ο πρώτος σταθμός του Πασχαλίου κύκλου. Από τις Κυριακές των
Αγίων Πάντων άρχεται άλλη σειρά Κυριακών μέχρι της Κυριακής της προ της Υψώσεως του Σταυρού, ήτις αποτελεί
τον δεύτερον σταθμόν. Καθ' όλας τας Κυριακάς ταύτας είναι εκ των προτέρων διαγεγραμμένοι ιδιαίτεροι τυπικοί
κανόνες, οίτινες τηρούνται υπό όλων των ορθοδόξων Εκκλησιών σχετικώς με τας ιεράς Ακολουθίας, τας περικοπάς
των αναγιγνωσκομένων Ευαγγελίων, των Αποστολικών Πράξεων, τους ήχους των υμνωδών, τα διάφορα τροπάρια,
τας καταβασίας, τους αίνους, κ.λ.π.

Τούτων τεθέντων, ας ίδωμεν, αν εκ της μεταβολής μεν του Ημερολογίου, της μη μεταβολής δε του Πάσχα, επέρχεται
μεταβολή εις το Κυριακοδρόμιον και το Πασχάλιον. Η Κυριακή των Αγίων Πάντων εφέτος, αν δεν μετεβάλλετο το
Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον θα συνέπιπτε την 28ην Μαίου, διότι είναι, ως είπομεν η 8η Κυριακή μετά την εορτήν του
Πάσχα, όπερ θα ήτο την 2 Απριλίου. Σήμερον μετά την μεταβολήν, η Κυριακή των Αγίων Πάντων θα συμπέση την 10ην
Ιουνίου. Μέχρι της ημέρας ταύτης, ουδεμία επέρχεται μεταβολή εις τον κύκλον του Πασχαλίου.

Από της Κυριακής, όμως των Αγίων Πάντων μέχρι της Κυριακής, της προ υψώσεως του Σταυρού 14 Σεπτεμβρίου κατά
την Εκκλησιαστικήν τάξιν και το τυπικόν της Εκκλησίας, εάν δεν εγίνετο η μεταβολή του Εκκλησιαστικού ημερολογίου,
έπρεπε να μεσολαβήσουν 15 Κυριακαί, ήτοι μετά την 28 Μαίου (Κυριακήν των Αγίων Πάντων) η 4 Ιουνίου, η 11
Ιουνίου, η 18 Ιουνίου, η 25 Ιουνίου, η 2 Ιουλίου, η 9 Ιουλίου, η 16 Ιουλίου, η 23 Ιουλίου, η 30 Ιουλίου, η 6 Αυγούστου,
η 13 Αυγούστου, η 20 Αυγούστου, η 27 Αυγούστου, η 3 Σεπτεμβρίου, η 10 Σεπτεμβρίου.

Αλλ' ήδη, μετά την μεταβολήν από της Κυριακής των Αγίων Πάντων, ήτις ως είπομεν συμπίπτει την 10 Ιουνίου κατά
το σημερινόν ημερολόγιον, μέχρι της Κυριακής της προ υψώσεως του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) μεσολαβούν όχι 15
Κυριακαί, αλλά μόνον 13 Κυριακαί. Ήτοι μετά την 10 Ιουνίου (Κυριακήν των Αγίων Πάντων), η 17 Ιουνίου, η 24 Ιουνίου,
η 1 Ιουλίου, η 8 Ιουλίου, η 15 Ιουλίου, η 22 Ιουλίου, η 29 Ιουλίου, η 5 Αυγούστου, η 12 Αυγούστου, η 19 Αυγούστου, η
26 Αυγούστου, η 2 Σεπτεμβρίου, η 9 Σεπτεμβρίου.

Δύο Κυριακαί επομένως, καθ' ας είναι καθιερωμέναι υπό της Εκκλησίας από αιώνων, ωρισμέναι ακολουθίαι
εσπερινού, όρθρου, λειτουργίας, συνδεόμεναι με τους διάφορους εκκλησιαστικούς ήχους, και καθ' ας είναι
θεσπισμέναι ωρισμέναι περικοπαί Ευαγγελίων και Αποστολικών επιστολών, δύο λέγομεν Κυριακαί εξοστρακίζονται
εκ του Πασχαλίου κύκλου αυθαιρέτως, αντικανονικώς, αντορθοδόξως, αντεκκλησιαστικώς.

Είναι τούτο ή δεν είναι ανατροπή τελεία της Εκκλησιαστικής τάξεως, των εκκλησιαστικών κανόνων και των
παραδόσεων της Εκκλησίας; Η αυτή ανατροπή επέρχεται εις τα Κυριακοδρόμια από της Κυριακής, της μετά την
Ύψωσιν του Σταυρού, μέχρις της Κυριακής μετά τα Φώτα και έκτοτε μέχρι της ενάρξεως του Τριωδίου. Κατά την
διαδρομήν ταύτην περισσεύουσιν αι Κυριακαί, ενώ κατά το παλαιόν ημερολόγιον θα ήσαν ολιγώτεραι. Ποίαι
ακολουθίαι θα ψαλώσι και ποία τάξις θα κρατήση κατά τους έξω του Πασχαλίου κύκλου Κυριακάς ταύτας;
Εκ τούτου, από του έτους 1924 επήλθε τοιαύτη σύγχυσις, ώστε ουδείς ιερεύς πλέον γνωρίζει, ποιον Ευαγγέλιον θα
αναγνώση ωρισμένας Κυριακάς. Εωθινόν θα ψαλή, Αποστολικήν Επιστολήν θα αναγνώση και ποια άλλα τροπάρια
θα ψαλλούν; Όχι μόνον ιερείς μιας πόλεως ψάλλουν και αναγιγνωσκομένας υπό των ιερέων ετέρας πόλεως, αλλά και
εν μια και τη αυτή πόλει, άλλα ο ιερεύς της μιας εκκλησίας και άλλα ο ιερεύς της άλλης. Συχνάκις δε, η Ι. Μητρόπολις
απορούσα και αυτή περί του πρακτέου δίδει εκ του προχείρου λύσεις, αυτογνώμονας και αυθαιρέτους.

Αλλά εκτός τούτου είναι γνωστόν, ότι μετά την εορτήν των Αγίων Πάντων άρχεται η νηστεία των Αγίων Αποστόλων, η
εορτή των οποίων είναι τη 29 Ιουνίου. Λόγω της μεταβολής του ημερολογίου επέρχεται καθ' όλα τα έτη σύντμησις της
νηστείας ταύτης κατά 13 ημέρας, διότι η Κυριακή των Αγίων Πάντων πλησιάζει προς την 29 Ιουνίου. Πέρυσιν, η
νηστεία των Αγίων Αποστόλων περιωρίσθη εις οκτώ μόνον ημέρας, το δε προσεχές έτος και κατά παν έτος, καθ' ο το
Πάσχα είναι εις το απώτατον χρονικόν όριον (22 Απριλίου), θα υπάρχει το κωμικόν πλέον φαινόμενον να προηγείται
η εορτή των Αγίων Αποστόλων και να έπεται η διά την εορτήν αυτών θεσπισμένη νηστεία!!

Διότι η Κυριακή των Αγίων Πάντων θα συμπέση μετά την 29 Ιουνίου. Καταργείται ούτως υπό της Εκκλησίας της
Ελλάδος η νηστεία των Αγίων Αποστόλων.

Ερωτώμεν μετά τα ανωτέρω΄ η κατάργησις αύτη Κυριακών ακολουθιών και της νηστείας των Αγίων Αποστόλων δεν
ανατρέπει το καθωρισμένον Εκκλησιαστικόν μηνολόγιον; Δεν αποκλείεται από τους κανόνας της Εκκλησίας;

Αν δυνάμεθα ήδη, νεωτερίζοντες κατ' αρέσκειαν, να διαγράφωμεν εκ του Τυπικού της Εκκλησίας Ευαγγελικάς
περικοπάς και να καταργώμεν νηστείας, χωρίς τούτο να ονομάζεται ανατροπή πάσης εκκλησιαστικής τάξεως και
κατάλυσις εκκλησιαστικών παραδόσεων και κανόνων, τότε, ποια είναι η τάξις ην υποχρεούμεθα να κρατώμεν, ποιαι
αι παραδόσεις, ποιαι αι κανόναι, ποια η Ορθοδοξία την οποίαν ακολουθούμεν;

Αλλ' ας συνεχίσωμεν εις το επόμενον άρθρον το θέμα τούτο, διότι είναι το σπουδαιότερον.

ΚΔ' Μέρος
Εξεθέσαμεν εις το χθεσινον άρθρον, ποια ανατροπή εγένετο των Εκκλησιαστικών κανόνων, της εν γένει
Εκκλησιαστικής τάξεως και των παραδόσεων της Εκκλησίας, διά της μεταβολής του Εκκλησιαστικού ημερολογίου.
Απεκαλύψαμεν δε, ότι δι' αυτού καταλύεται η τεθεσπισμένη υπό των Πατέρων της Εκκλησίας, νηστείας των Αγίων
Αποστόλων, συντεμνομένη μεν καθ' όλα τα έτη κατά 13 ημέρας, τελείως δε καταργουμένη καθ' α έτη το Πάσχα
συμπίπτει να είναι στο ακρώτατον όριον, ήτοι τη 22 Απριλίου, ως θέλει συμβεί κατά το προσεχές έτος, ότε θα έλθη
πρώτον η εορτή των Αγίων Αποστόλων (29 Ιουνίου) και μετ' αυτήν θα φθάση η ημέρα της ενάρξεως της νηστείας, διά
την εορτήν ταύτην!!

Την γενικήν ανατροπήν του όλου πασχαλίου κύκλου, την κατάργησιν του κανονίου των Κυριακών, την σύγχυσιν και
την κατάργησιν μιας σοβαράς νηστείας παραβλέπων ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ο πρωτοστάτης της ημερολογιακής
μεταβολής λέγει εν τε τη εγκυκλίω του και όλα τα δημοσιεύματά του: ''Η μεταβολή του ημερολογίου ουδεμίαν
απολύτως σχέσιν έχει προς τα δόγματα και τις παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η διόρθωσις του
εκκλησιαστικού ημερολογίου δεν μεταβάλλει το εκκλησιαστικόν αυτού μέρος (!!). Η ενότης των ορθοδόξων
εκκλησιών δεν παραβλάπτεται. Το Πασχάλιον μένει άθικτον''.

Αυτά λέγει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Αλλ' αφού δεν προσκρούομεν ουδαμού τροποποιούντες ή ανατρέποντες όλο το
Κυριακοδρόμιον και αποκόπτοντες ολοκλήρους Κυριακάς από το όλον Πασχάλιον. Αφού δεν θίγομεν ουδένα κανόνα
της Εκκλησίας, καταργούντες θεσπισμένας νηστείας. Αφού δεν προσβάλλομεν δόγματα και παραδόσεις της
Εκκλησίας, εις τι θα προσκρούσωμεν αύριον, εάν καταργήσωμεν τας λειτουργίας, εάν καταργήσωμεν Δεσποτικάς ή
Θεοημητορικάς εορτάς ή εορτάς αγίων, εάν καταργήσωμεν επισήμως και την νηστείαν των Χριστουγέννων και της
Μεγάλης Τεσσαρακοστής και εάν διαγράψωμεν τας εορτάς των αγίων;

Εάν μεταβάλλοντες το Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον διά της προσθήκης 13 ημερών είμεθα εντός της Ορθοδοξίας και
εντός της Εκκλησίας, διά τί δεν θα είμεθα επίσης εντός της Ορθοδοξίας και εντός της Εκκλησιαστικής τάξεως, ακόμα
και να καταργήσωμεν ύμνους, ευχάς, δεήσεις, νηστείας, ιεροτελεστίας κ.λ.π.; Και εις τας περιπτώσεις αυτάς, δεν
πρόκειται περί δογμάτων. Άρα δικαιούμεθα να το πράξωμεν; Αλλά, τότε τι μένει πλέον εις τας Εκκλησίας, το οποίον
θα τηρήσωμεν; Πρέπει μόνον τα δόγματα να τηρήσωμεν;

Δεν είναι δε όλα τα θέσμια της Εκκλησίας, όλοι οι κανόνες, όλαι αι παραδόσεις αυτής, όλαι αι διατάξεις δεν είναι
λίθοι αρρήκτως συνδεδεμένοι ενός και του αυτού, ωραίου και μεγαλοπρεπούς οικοδομήματος, το οποίον
εθεμελίωσεν η κεφαλή της Εκκλησίας, ο Χριστός και ανωκοδόμησαν οι θείοι Πατέρες; Εάν μετακινώμεν εκάστοτε και
ένα λίθον εξ' αυτού, με τι θα πληρώσωμεν το ανοιγόμενον κενόν και πως θα εξασφαλισθή η συνοχή και η στερέωσις
του όλου ανοικοδομήματος;

Και εάν ταύτα πάντα εγίνοντο από κοινού υπό συμπάσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας διά κοινής αποφάσεως, θα
ηδύνατο τις να είπη, ότι η κοινή απόφασις όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών ήτο σεβαστή, μα προκαλούσα διαίρεσιν
και σχίσματα; Αλλ' η αυθαίρετος και μονομερώς ανατροπή της Εκκλησιαστικής τάξεως μετά την επίμονον άρνησιν και
διαφωνίαν όλων σχεδόν των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, πως δύναται να ονομασθή, αν όχι ανταρσία κατά της
Εκκλησίας, ανατροπή της Ορθοδοξίας και προσβολή της Πίστεως και της θρησκείας;

Οι δε ανατροπείς και οι καταλυταί του Εκκλησιαστικού οικοδομήματος, ποιαν πλέον θέσιν δύνανται να έχουν εν τη
Εκκλησιαστική Ιεραρχία της Ελλάδος: Δεν είναι δε συνυπεύθυνοι και συνένοχοι μιας Εκκλησιαστικής στάσεως, οι
συγκροτούντες την όλην αντιπροσωπείαν της Εκκλησίας και μη διαμαρτυρόμενοι διά τον γενόμενον αυθαίρετον
διχασμόν των Ορθοδόξων Εκκλησιών; Αλλ' άραγε μόνο την ανατροπήν της εκκλησιαστικής τάξεως επέφερεν ο
αυθαίρετος και μονομερής νεωτερισμός της εκκλησίας της Ελλάδος;

Δεν προσκρούει εις ουδέν δόγμα, η μεταβολή του εκκλησιαστικού ημερολογίου λέγει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Έστω.
Μόνον, όμως επί δογμάτων στηρίζεται η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία; Ποία δε είναι η έννοια του ''δόγματος''; Και πως
ασθητοποιείται το δόγμα; Δόγματα βεβαίως είναι οι νόμοι αποβλέποντες εις την πίστιν, οι θεμελιώδεις κανόνες της
Ορθοδόξου πίστεως, ως λ.χ. το τρισυπόστατον της Θεότητος, η εκ του Πατρός εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος, κατά
δε τους καθολικούς το ''αλάθητον του Πάπα'' κ.λ.π. Αλλ' έκφρασις και ασθητοποίησις του δόγματος είναι η όλη
λατρεία. Και η λατρεία αύτη εν τη Ορθοδόξω θρησκεία είναι πρέπει να είναι ενιαία εν τη καθόλου Εκκλησία.

Εκ της γενικής δε εκκλησιαστικής συνειδήσεως, ότι η λατρεία πρέπει να είναι ενιαία απέρρευσεν η αντίληψις της
εφαρμογής του ενιαίου Πάσχα, των ενιαίων εορτών, της ενιαίας νηστείας κ.λ.π. Εις την ενότητα ταύτην απέβλεψαν
αι Οικουμενικαί Σύνοδοι και η απόφασις του καθορισμού της ημέρας του Πάσχα κύριον είχε λόγον, ίνα εορτάζηται
τούτο κοινών υπό πασών των Εκκλησιών, πράγμα το οποίον δεν εγένετο προ της Α' εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου.
Η ενότης άρα της πίστεως, η ενότης της θείας λατρείας είναι το θεμελιώδες διά την Εκκλησίαν και είναι ζήτημα, αν
δεν είναι δόγμα της Εκκλησίας.

Αν επομένως, η μεταβολή του Ημερολογίου, η ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ, η μη από κοινού υφ' όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών
γενομένη δεν θίγει αυτό καθ΄αυτόν το δόγμα, αλλ' ως εκ της μονομερούς αυτής θίγει την ενότητα της Θείας Πίστεως
και της θείας λατρείας, όπερ εσαεί ίσον του δόγματος. Την ενότητα της πίστεως άνευ εξωτερικής εκφράσεως, ουδείς
είναι δυνατόν να την αισθανθή, έστω και αν είναι ο μεγαλύτερος θεολόγος, διότι είναι αφηρημένη έννοια. Διά τούτο
είναι απόλυτος η ανάγκη της εξωτερικής ενότητας, ήτοι είναι ο ερμηνευτής των δογμάτων και το μέσον συγκρατήσεως
αυτών.

Το σημείο του Σταυρού, το οποίον κάμνει κάθε Χριστιανός ορθόδοξος δεν είναι δόγμα. Είναι όμως έκφρασις,
αισθητοποίησις του δόγματος της διά του θανάτου του Σωτήρος απολυτρώσεως ημών, διότι είναι σύμβολον και
αναπαράστασις του τιμίου σταυρού. Δύναται να είπη ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ότι δικαιούται να καταργήση το
σημείον του σταυρού εκ της ορθοδόξου θρησκείας, διότι τούτο δεν προσκρούει εις δόγμα; Όχι βέβαια. Διότι
προσκρούει εις την έκφρασιν δόγματος.

Ούτω και η κατάργησις του παλαιού εκκλησιαστικού ημερολογίου, εφ' όσον μονομερώς γενομένη διέσπασε την
ενότητα της λατρείας και της πίστεως, προσέκρουσεν εις την έκφρασιν του δόγματος, της ενότητος της Μιας, Αγίας,
Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Υπάρχει ήδη άρα γε ένωσις εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, όταν την συνοχήν ταύτης αναιρή
η τροποποίησις των εορτών, κατά τοιούτον τρόπον, ώστε άλλαι μεν Εκκλησίαι να έχωσι σήμερον Χριστούγεννα ή
Φώτα, ή εορτήν του Σταυρού κ.λ.π. και άλλαι προ 13 ημερών;

Άλλαι να λειτουργούν κατ' άλλον τρόπον και άλλαι κατ' άλλον; Εις το κεφάλαιον τούτο θα ενδιατρίψωμεν και εις το
επόμενον άρθρον.

ΚΕ' Μέρος
Το καιριότερον πλήγμα, το οποίον κατήνεγκεν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κατά της Εκκλησίας, εν τη πρωτοβουλία και
επιμονή του, να προσαρμόση το Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον προς το Πολιτικόν, η σοβαρωτέρα βλάβη, η ανομωτέρα
πράξις, η ολεθριωτέρα ζημία, ολεθριωτέρα και της δογματικής ακόμη προσβολής, είναι η διά της μονομερούς
μεταβολής του Ημερολογίου ΔΙΑΣΠΑΣΙΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ, η ΔΙΑΙΡΕΣΙΣ της Μίας,
Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, εις την οποίαν κατά το σύμβολον της Πίστεώς μας πιστεύομεν όλοι οι
Ορθόδοξοι.

Μόνον έλλειψις φρονήματος Εκκλησιαστικού, έλλειψις Εκκλησιαστικής συνειδήσεως και διαισθήσεως, δύναται να
δικαιολογήση την επιπολαιότητα, μεθ' ης απεφασίσθη η μεταβολή του παλαιού ημερολογίου εν τη Εκκλησία,
μονομερώς άνευ της συναινέσεως και παρά την θέλησιν απασών των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και διά μόνης της
εξαναγκαστικής συναινέσεως του δεδουλωμένου εκ των περιστάσεων και χειμαζομένου εκ των αλεπαλλήλων κατ'
αυτού ηθικών τραυμάτων Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Οι Καθολικοί εγένοντο η ισχυρωτέρα δύναμις λόγω της εκκλησιαστικής των ενότητος. Απορρέουσαι όλαι αι εκκλησίαι
των από μιας κεφαλής, του Πάπα, αποτελούν άπασαι εν σώμα, με μίαν μόνον κεφαλήν. Η Ανατολική Ορθόδοξος
Εκκλησία χωρισθείσα εις διαφόρους Αυτοκεφάλους Εκκλησίας απώλεσε μεν την τυπικήν ενότητα αυτής, ηνούτο
όμως, έως τώρα αρρήκτως διά της ενότητας της θρησκευτικής λατρείας, ίσης προς την ενότητα της πίστεως.

Σήμερον διά της αυθαιρέτου καινοτομίας της Ελληνικής Εκκλησίας διασπάται και η ενότης αύτη, διότι η Εκκλησία της
Ελλάδος μετά της Κωνσταντινουπόλεως και της Κύπρου αποσχίζεται της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής
Εκκλησίας ταύτης. Ποίαν σύγχυσιν και ποίαν αναστάτωσιν επέφερεν η ανατροπή αύτη του υπάρχοντος από δύο
χιλιάδων ετών Εκκλησιαστικού καθεστώτος, μόνον τυφλοί δεν δύνανται να ίδουν.

Ευρισκόμεθα από τις 23 Μαρτίου 1924, εις μίαν αυτόχρημα Εκκλησιαστικήν επανάστασιν. Άλλην ημέραν εορτάζουν
τα Χριστούγεννα οι εν Ελλάδι και άλλην ημέραν οι οι εν Ιερουσαλήμ, οι εν Αλεξανδρεία, οι εν Αντιοχεία, οι εν Αγίω
Όρει κ.λ.π. Άλλην ημέραν εορτάζει τα Θεοφάνεια, την Ύψωσιν του Τιμίου Σταυρού, την Κοίμησιν της Θεοτόκου κ.λ.π.
η μία Εκκλησία και άλλην ημέραν η άλλη. Ο εορτάζων εν Ελλάδι την γέννησιν του Χριστού είχεν εν τω πνεύματι αυτού,
ότι η μεγάλη αύτη εορτή εορτάζεται την αυτήν ημέραν, παρ' όλων εν γένει των χριστιανών, των τέκνων της Μίας,
Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.

Αναπέμπων έκαστος χριστιανός ορθόδοξος τους ύμνους και τας δοξολογίας του προς Θεόν, αναπέμπει τούτας ουχί
ως μονάς, αλλά ως μέλος αδιάσπαστον της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και υμνολογών τον
Θεόν αισθάνεται την υψίστην πνευματικήν αγαλλίασιν σκεπτόμενος, ότι κατ' αυτήν την στιγμήν αι απανταχού της
υφηλίου Ορθόδοξοι Χριστιανοί αναπέμπουσι τους αυτούς ύμνους, δι' ων νοερώς επικοινωνεί μετ' αυτών.

Σκεπτόμενος επίσης ο εορτάζων την Θείαν Γέννησιν Χριστιανός, ότι τη αυτή ημέρα εν Βηθλεέμ, εν η τόπω υπάρχει η
ιστορική φάτνη, πλήθος ορθοδόξων προσκυνεί το Άγιον σπήλαιον εντός αυτού ψάλλει το ''Δόξα εν Υψίστοις Θεώ'',
ριγεί εκ συγκινήσεως υψών το πνεύμα του προς τον Θεόν και εδραιούμενος εν τη πίστει αυτού. Αλλ' ήδη; Το μέγα
τούτον αγαθόν της κοινής παγχριστιανικής ορθοδόξου εορτής, ο συνδετικός ούτος κρίκος των απανταχού ορθοδόξων
εκκλησιών, εθραύσθη και η Βηθλεέμ σιγά, όταν η Ελλάς εορτάζη την του Χριστού γέννησιν, διά να εορτάση ταύτη
χωριστά άνευ πνευματικής μεθ' όλων των ορθοδόξων χριστιανών κοινωνίας!
Αλλά μόνον τούτο; Εν αυτή τη Ελλάδι, η διαίρεσις η εκκλησιαστική εχώρισε τον λαόν εις δύο μερίδας, ων η μεν
εορτάζει σήμερον, η δε μετά 13 ημέρας, μίαν και την αυτήν εορτήν. Η μεν μία μερίς νηστεύει, ίνα μεταλάβη των
αχράντων μυστηρίων επί τη εορτή των Χριστουγέννων ή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή των Αγίων Αποστόλων, η δε
ετέρα πανηγυρίζει εορτάσασα τας εορτάς ταύτας προ 13 ημερών! Και έτι χείριστον!

Εις μίαν και την αυτήν οικογένειαν, η μεν σύζυγος και τα τέκνα άγουν την εορτήν των Χριστουγέννων, ενώ την αυτήν
ημέραν ο σύζυγος νηστεύει ακόμη διά να εορτάση την αυτήν εορτήν, μετά 13 ημέρας! Είναι τούτο ενότης πίστεως;
Είναι τούτο μία Εκκλησία; Είναι κοινή λατρεία, κοινή εορτή, κοινή ανάμνησις, κοινή θρησκεία; Είναι δυνατόν να εύρη
δικαιολογίαν και συγνώμιν μία πράξις αυθαίρετος χωρίσασα εις δύο την μίαν Εκκλησίαν, διασπάσασα την
θρησκευτικήν ενότητα, ποδοπατήσασα παραδόσεις και κανόνας δυσχιλιετούς Εκκλησιαστικού καθεστώτος και
επιβουλευθείσα διά του σκανδάλου την ορθοδοξίαν, αυτήν την πίστιν και την θρησκείαν;

Και μόνον, διότι μία των Εκκλησιών, η Μήτηρ πασών, η Εκκλησία των Ιεροσολύμων εξ οιουδήποτε λόγου δεν
συνήνεσεν εις τον νεωτερισμόν του θρησκευτικού ημερολογίου και μόνον δι' αυτό ήτο υποχρεωμένη η Εκκλησία της
Ελλάδος ν' αποκρούση την μεταβολήν έστω και αν άπασαι αι Εκκλησίαι συνεφώνουν εις ταύτην. Αλλά η Εκκλησία
των Ιεροσολύμων δεν ήτο μόνη. Την ηκολούθησαν τόσαι άλλαι εκκλησίαι εν αδιασπάστω ενότητι. Και όμως
επιβουλευθείσα την ενότηταν ταύτην, η Εκκλησία της Ελλάδος ύψωσεν σημαίαν ανταρσίας και εσάλπισε σάλπισμα
χωριστικόν!

Και αγωνίζεται το χωριστικόν της τούτο κίνημα να το εδραιώση και το μονιμοποιήση αποτέμνουσα οριστικώς εαυτήν
από το σώμα της Μίας Εκκλησίας! Αλλά καθεστώς εκκλησιαστικής ανταρσίας και στάσεως, καθεστώς ξένον προς τας
πλείονας Εκκλησίας, καθεστώς αντιτιθέμενον προς τας θρησκευτικάς πεποιθήσεις και παραδόσεις είκοσι ολόκληρων
αιώνων, καθεστώς βίας και αυθαιρεσίας είναι αδύνατον να στερεωθώ και να εδραιωθή. Διότι δεν έχει και βάσιν
δικαιολογητικήν, θρησκευτικήν.

Έχει βάσιν πολιτικήν, κοινωνικήν και εμπορικήν. Αλλά την βάσιν ταύτην, ουδεμία Εκκλησία εδέχθη. Την μη
παραδοχήν του Γρηγοριανού ημερολογίου εν τη Εκκλησία υπηγόρευσαν, ουχί λόγοι πολιτικοί, αλλά καθαρώς
θρησκευτικοί και λόγοι ουσιώδεις. Εις τούτους δε ώφειλε να προσέξη ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, όταν εκήρυττεν, ότι
χάριν του Ε μ π ο ρ ί ο υ έπρεπε να χωρίση την Εκκλησίαν της Ελλάδος από τας άλλας Εκκλησίας.

Υπολείπεται να εξετάσωμεν εις επόμενα άρθρα, ποίους αγώνας διεξήγαγον αι Εκκλησίαι από των Αποστόλων του
Χριστού και των Πατέρων δι' Αποστολικών, Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, ίνα ενοποιήσωσι την όλην
Εκκλησίαν, εις Εκκλησίαν Μίαν, έχουσαν κεφαλήν τον Ιησούν Χριστόν και πως κατωχύρωσαν τους κανόνας και τας
διατάξεις αυτών, ώστε να μείνη αμετακίνητον και αδιάσπαστον το καθεστώς της Μίας, Αγίας, Καθολικής και
Αποστολικής Εκκλησίας. Εκ τινων δε λόγων δεν επετράπετο και απηγορεύετο ρητώς η μεταλλαγή του Εκκλησιαστικού
ημερολογίου.

ΚΣΤ' Μέρος
Είπομεν διά του χθεσινού άρθρου, ότι η ουσιαστικωτέρα και ολεθριωτέρα βλάβη την οποίαν επήνεγκεν η εν Ελλάδι
μονομερής μεταρρύθμισις του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου, είναι η διάσπασις της εκκλησιαστικής ενότητος. Ό,τι υπό
αιώνας ηγωνίσθησαν να επιτύχουν Αποστολικαί διατάξεις, Οικουμενικαί Σύνοδοι, Συνοδικαί άλλαι αποφάσεις και
Πατριαρχικά γράμματα διά το οποίον, η Ορθόδοξος Εκκλησία ανυψώθη εις ενιαίον σώμα, κεφαλήν έχον τον Ιησούν
Χριστόν, αυτό ήλθεν εν μια στιγμή οργιώδους Επαναστάσεως πολιτικής και διά της δυνάμεως αυτής να το θρυμματίση
ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Χρυσόστομος.

Προσηλώθη Φαρισαικώς εις την λέξιν: δ ό γ μ α. Και είπεν: Η Μεταβολή του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου δεν
προσκρούει εις κανένα δόγμα. Είπεν ακόμη: Δεν προσκρούει εις κανόνα της Εκκλησίας και δη εις τους όρους της Α'
Οικουμενικής Συνόδου. Άρα διατι να μη γίνη; Η έλλειψις Εκκλησιαστικού φρονήματος και Εκκλησιαστικής
συνειδήσεως, η στείρωσις παντός εκκλησιαστικού πνεύματος ωδήγησεν εις κοσμοπολιτικάς κρίσεις και λύσεις. Και
παρέταξεν, ως επιχειρήματα τ η ς Ε κ κ λ η σ ί α ς (!) υπέρ της μεταβολής διεθνείς, πολιτικούς, οικονομικούς και
εμπορικούς ακόμη λόγους και σύγχυσιν δήθεν εν τω κοινωνικώ βίω και συνεπώς και εν τω Εκκλησιαστικώ!

Ως, εάν η Εκκλησία ήτο Τράπεζα τις ή Εμπορικόν κατάστημα ή υπουργείον Οικονομικών και έπρεπε να αρθή χάριν της
κοινωνίας η επερχομένη δήθεν σύγχυσις εκ της διαφοράς των 13 ημερών ή ως, εάν η Εκκλησία έπρεπε να κανονίζη
τας εσωτερικάς αυτής διατάξεις και κανονισμούς σύμφωνα προς τα πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα! Δεν
προσκρούομεν εις κανένα δόγμα, ούτε εις κανόνα της Εκκλησίας λέγει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Κατά τον
Μακαριώτατον θα προσεκρούομεν εις δόγμα και εις κανόνας, μόνον εάν μεταβάλλομεν και την εορτήν του Πάσχα.

Διότι τα περί της εορτής αυτής έχει θεσπίσει η Α' Οικουμενική Σύνοδος εν Νικαία και αι μετ' αυτήν. Αλλά, διατι η Α'
Οικουμενική Σύνοδος και αι εις αυτήν αναφερόμεναι επόμεναι Οικουμενικαί και τοπικαί Σύνοδοι αποφάσισαν να
καθορίσουν την ημέραν του Πάσχα; Εξήτασεν άρα γε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και καθηγητής της θεολογίας τον
λόγον τ ο ν κ ύ ρ ι ο ν, τ ο ν μ ο ν α δ ι κ ό ν διά τον οποίον αι διάφοραι Οικουμενικαί Σύνοδοι ενόμισαν αναγκαίον
να ορίσουν, ποτε θα εορτάζηται το Πάσχα; Και αν το εξήτασε, διατι έκρινε καλόν να το παραβλέψη;

Δεν ηθέλησαν βεβαίως αι Οικουμενικαί Σύνοδοι να λύσουν ζητήματα επιστημονική ή οικονομικά. Ηθέλησαν να
υπάρξη Κ α θ ο λ ι κ ή απόφασις και ε ν ό τ η ς της Εκκλησίας. Από της Αποστολικής εποχής, μέχρι της εν Νικαία Α'
Οικουμενικής Συνόδου, η εορτή του Πάσχα δεν εωρτάζετο την αυτήν Κυριακήν ημέραν, αλλά κατά διαφόρους
Κυριακάς, ως εκάστη εκκλησία είχε παράδοσιν. Εκ τούτου διαίρεσις, σύγχυσις και έρις μεταξύ των εκκλησιών. Η εν
Νικαία Σύνοδος επέτυχεν ο μ ό φ ω ν ο ν α π ό φ α σ ι ν διά να εορτάζεται το Πάσχα την αυτήν Κυριακήν, παρ' όλων
των Εκκλησιών.

Αλλά και μετά την απόφασιν της εν Νικαία Α' Συνόδου δεν έλειψαν αι διαφοραί και η αταξία περί την εορτήν. Και
συνεκροτήθησαν αι επόμεναι Σύνοδοι, η εν Αντιοχεία, η Δ' Οικουμενική, η ΣΤ' Οικουμενική, η Ζ' Οικουμενική κ.λ.π.,
αίτινες πάσαι αναφερόμεναι εις τα αποφασισθέντα υπό της Α' εν Νικαία, ορίζουσι την απαρασάλευτον τήρησιν των
διατάξεων, όρων και κανόνων των προηγουμένων. Προς τι πάντα ταύτα; Διά να είναι τάχα ακριβής αστρονομικώς η
ημέρα της Κυριακής μετά την πανσέληνον της εαρινής ισημερίας; Όχι βεβαίως. Αλλά, διά να μη χωρίζονται αι
Εκκλησίαι και άλλη μεν εορτάζει μίαν ημέραν, άλλη δε άλλη.

Πάσαι αι Σύνοδοι απέβλεψαν εις την ε ν ό τ η τ α των Εκκλησιών. Ιδού το μεγαλύτερο δ ό γ μ α των Συνόδων. Ο
επιτακτικώτερος ό ρ ο ς και κ α ν ώ ν αυτών. Ο κυριώτερος λόγος της συγκροτήσεώς των. Όχι δε μόνον διά την
εορτήν του Πάσχα, αλλά και διά τας λοιπάς εορτάς, διά τας νηστείας, και εν γένει διά τα παραδεδομένα υπό των
Αποστόλων και Αγίων Πατέρων, αι Σύνοδοι πάσαι εις εν απέβλεπον. Εις το να τελώνται αύται α π ό κ ο ι ν ο ύ υφ'
όλων των εκκλησιών. Εάν άρα διά της μονομερούς μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου προσκρούομεν εις
τον σκοπόν τούτον της ε ν ό τ η τ ο ς τ ω ν Ε κ κ λ η σ ι ώ ν, παραβιάζομεν αυτούς τους Κανόνας και τους Ό ρ ο υς των
Οικουμενικών Συνόδων, οίτινες Κανόνες εθεσπίσθησαν διά την Ενότητα της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής
Εκκλησίας.

Και θα αποδείξωμεν αμέσως διά κειμένων, ότι αυτός ήτο ο σκοπός των Συνόδων, σκοπός ουσιώδης και κεφαλαιώδης
και, ότι επομένως, παν ό,τι αντιτίθεται εις τον σκοπόν τούτον, επιφέρον τον διχασμόν και την διάσπασιν των
Εκκλησιών -ως είναι και η μονομερής μεταβολή του Εκκλησιαστικού ημερολογίου- είναι εναντίον του κυριωτέρου ό
ρ ο υ και κ α ν ό ν ο ς των τε Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Ειδικώτερον δε θα αποδείξωμεν, ότι όχι μόνον διά
την εορτήν του Πάσχα, αλλά και διά τας μετ' αυτής συνδεδεμένας εορτάς, και διά τας ακινήτους εορτάς άπασας και
διά τας νηστείας, αι Οικουμενικαί Σύνοδοι και αι Τοπικαί ηθέλησαν να εορτάζωνται και να τελώνται από κ ο ι-
ν ού υφ' ό λ ω ν τ ω ν Ε κ κ λ η σ ι ώ ν.

Και όταν δε μόνον διά το Πάσχα ομιλούσιν αι Σύνοδοι αύται, αναφέρονται εις όλην την εκ της εορτής του Πάσχα
εξαρτωμένην τυπικήν διάταξιν, της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήτις βάσιν έχει το Ημερολόγιον, διότι επ' αυτού
είναι προσηρμοσμένον το Πασχάλιον της εκκλησίας, το εορτολόγιον, αι νηστείαι και το Κυριακοδρόμιον των
ευαγγελίων. Ο διαταράττων άρα την τυπικήν ταύτην της εκκλησίας τάξιν -και την διαταράττει πάντως διά της
ασεβείας του ημερολογίου- παραβιάζει αυτούς τους κ α ν ό ν α ς της εκκλησίας, σκοπός των οποίων είναι η ε ν ό-
τ ης της εκκλησίας, διότι διά την ε ν ό τ η τ α ωρίσθη και η μια κοινή ημέρα του Πάσχα.
Την ε ν ό τ η τ α εκήρυξε πρώτος η κεφαλή της Εκκλησίας, ο Χριστός, ειπών το υψηλόν εκείνο: ''Πάτερ, άγιε, τήρησον
αυτούς εν τω ονόματί σου, ους δέδωκάς μοι, ίνα ώσιν ΕΝ καθώς ημείς... Ίνα πάντες ΕΝ ώσιν καθώς και συ, πάτερ, εν
εμοί, καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν ΕΝ ώσιν...'' Υπέρ της ε ν ό τ η τ ο ς ειργάζοντο και εδίδασκον είτα οι Απόστολοι
του Χριστού, οίτινες ''ομοθυμαδόν γενόμενοι'', απεφάσιζον και έστελλλον πανταχού τα παραγγέλματα αυτών. Δια
το ε ν ι α ί ο ν δε της εορτής του Πάσχα, οριθείσης ίνα πάντες και πάσαι αι Εκκλησίαι α π ό κ ο ι ν ο ύ το εορτάζωσιν
και διά την αποφυγήν διαφωνιών και διαιρέσεων εν τη Εκκλησία, έχομεν τας εξής διατάξεις:

Α'). Τον Ε΄Κανόνα των Αγίων Αποστόλων έχοντα ως εξής: ''Ει τις επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος την αγίαν του
Πάσχα ημέραν προ της Εαρινής Ισημερίας μετά Ιουδαίων επιτελέσοι, καθαιρείσθε''.

Β΄). Επιστολάς του Αποστόλου Παύλου. α) προς Κορινθίους (κεφ. Α. 10). ''Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, διά του
ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα το αυτό λέγητε πάντες και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι
εν τω αυτώ νοί και εν τη αυτή γνώμη''. β) προς Γαλάτας (κεφ. Α' 8), ''αλλά και αν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού
ευαγγελίζηται υμίν παρ' ο ευηγγελισάμεθα υμίν ανάθεμα έστω''.

Γ). Τας διατάξεις της εν Νικαία Συνόδου και τας περί αυτής διατάξεις του Μεγάλου Κωνσταντίνου προς απάσας τας
εκκλησίας. Αλλά τα περί ταύτης μεγάλα και υψηλά ρήματα του τε Μεγάλου Κωνσταντίνου και των Αγίων Αθανασίου
και Ιωάννου Χρυσοστόμου και λοιπών, θα περιλάβωμεν εις τα επόμενα άρθρα.

ΚΖ' Μέρος
Εκ της επιστολής του Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Μεγάλου, του συμμετάσχοντος εις την Α' εν Νικαία
Οικουμενικήν Σύνοδον, προς τους συμπαραστάντας εις την Σύνοδον Επισκόπους, ην επιστολήν εδημοσιεύσαμεν εις
το χθεσινόν άρθρον, αποδεικνύεται αριδήλως, ότι τα υπ' αυτής θεσπισθέντα διά το Πάσχα δεν είχον σκοπόν τον
καθορισμόν της ακριβούς αστρονομικής ισημερίας εις ωρισμένην εποχήν, ούτε να ορίση κατά τίνα τρόπον έπρεπε να
τελήται το Πάσχα.

Σκοπόν είχον ένα: Να τελήται το Πάσχα υπό όλων των απανταχού της οικουμένης χριστιανών εν μια και τη αυτή
ημέρα, εν μια και τη αυτή Κυριακή. Και αναφέρει τους λόγους διατι:

1) Ίνα τηρήται μία πίστις και ομογνώμων ευσέβεια.

2) Διότι είναι αθέμιτον εις μίαν τοιαύτην εορτήν να υπάρχει διαφωνία.

3) Διότι μία πρέπει να είναι η Καθολική Εκκλησία του Σωτήρος.

4) Διότι είναι δεινόν και απρεπές κατά τας αυτάς ημέρας, άλλοι μεν να νηστεύωσιν, άλλοι δε να τελούν συμπόσια.
Άλλοι να επιδίδωνται εις τας εορτάς του Πάσχα και άλλοι εις τας νηστείας. Αλλά διατυπώνει και εν μέγα
εκκλησιαστικόν αξίωμα ο Μέγας Κωνσταντίνος εις την επιστολήν του ταύτην.

Ότι παν, ό,τι πράττεται και αποφασίζεται εις τας Οικουμενικάς Συνόδους, τούτο ερμηνεύει την θείαν βούλησιν. Αλλά
πρόκειται περί της Εορτής του Πάσχα, θα μας απαντήσουν οι Καινοτόμοι μετά του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, και ημείς
δεν καινοτομήσαμεν διά το Πάσχα. Όχι απαντώμεν. Τούτο είναι Φαρισαισμός και σοφιστεία.

Όταν μία Οικουμενική Σύνοδος ορίζει, ότι σκοπός του καθορισμού του Πάσχα είναι να μη διαφωνώσιν αι διάφοροι
Εκκλησίαι και ίνα μη, όταν εορτάζωσιν οι μεν, οι άλλοι νηστεύωσιν. Όταν δηλονότι, η Οικουμενική Σύνοδος θεσπίζει
την Ενότητα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και επιτάσση να μη χωρίζεται και να μη διαιρήται
αύτη, αλλά να βασιλεύη εν αυτή ο μ ο γ ν ω μ ί α, όταν τοιούτον λέγει, ότι είχον σκοπόν οι κανόνες της Οικουμενικής
Συνόδου, ο σκοπός ούτος υπάρχει διά πάσαν κοινήν εορτήν, διά πάσαν κοινήν νηστείαν.

Ουδέ ήτο δυνατόν να νοηθή, ότι η Α' Οικουμενική Σύνοδος περιώριζε την ανάγκην της ενότητος της Εκκλησίας μόνον
εις την εορτήν του Πάσχα και, ότι ηδιαφόρει διά την διχογνωμίαν εις άλλας εορτάς και εις άλλας νηστείας. Διά τούτο,
εάν υπήρχε προσβολή των αποφάσεων και κανόνων της Α' εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου, εφ' όσον μετεβάλλετο
η εορτή του Πάσχα και επήρχετο διαίρεσις και διαφωνία εις τας Εκκλησίας, ως προς την ημέραν του Πάσχα, η αυτή
προσβολή των διατάξεων της αυτής Οικουμενικής Συνόδου υπάρχει και όταν διά της μεταβολής του Εκκλησιαστικού
Ημερολογίου επέρχεται διαφωνία και διχασμός των Εκκλησιών διά την τέλεσιν και πάσης άλλης εορτής και δη της
εορτής των Χριστουγέννων, της εορτής των Θεοφανείων, της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, των Αγίων
Αποστόλων κ.λ.π.

Και τότε προσβάλλεται επίσης η ε ν ό τ η ς των Εκκλησιών και μόνον διά την ενότητα ταύτην εμερίμνησαν οι Πατέρες
της Εκκλησίας, ε ν ό τ η τ α την οποίαν διασπά και συντρίβει η μετά τόσης επιπολαιότητος και τόσης έλλειψης
Εκκλησιαστικής συνειδήσεως αποφασισθείσα μεταβολή του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου.

Και ότι δεν απέβλεψαν αποκλειστικώς εις την εορτήν του Πάσχα αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, αλλ' είχαν υπ' όψιν απάσας
τας εορτάς και τας νηστείας και δι' απάσας απήτησαν ε ν ό τ η τ α και ο μ ο φ ω ν ί α ν αποδεικνύεται, εκτός της
ανωτέρω Συνοδικής αποφάσεως και της επιστολής του Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου, και εκ των κατωτέρω:

Δ) Εκ της επιστολής Αγίου και Μεγάλου Αθανασίου, όστις επίσης -διάκονος τότε- συμμετέσχε εις την εν Νικαία
Σύνοδον, ην επιστολήν απηύθυνε προς τους Αφρικανούς Επισκόπους και διά της οποίας λέγει:

''...Η μεν γαρ (Α' Οικουμ. Σύνοδος εν Νικαία) διά την Αρειανήν αίρεσιν και διά το Πάσχα συνήχθη. Επειδή αι κατά
Συρίαν και Κιλικίαν και Μεσοποταμίαν διεδώνουν προς ημάς και τω καιρώ, εν ω ποιούσιν οι Ιουδαίοι, εποίουν και
αυτοί.

Αλλά χάρις τω Κυρίω, ώσπερ περί της πίστεως ούτω και περί της αγίας εορτής γέγονε συμφωνία. Και τούτο ην το
αίτιον της εν Νικαία Συνόδου''.

Η συμφωνία λοιπόν της Εκκλησίας ήτο ο λόγος της εν Νικαία Συνόδου και κατά τον Μέγαν Αθανάσιον. Εάν δε και περί
οιασδήποτε άλλης εορτής επήρχετο διαφωνία, ως περί του Πάσχα, θα συνεκροτείτο και περί ταύτης Οικουμενική
Σύνοδος. Διά τούτο κυρίως απέβλεπον αι Σύνοδοι και αι διατάξεις αυτής να ασφαλίσουν τ η ν ε κ κ λ η σ ι α σ τ ι-
κ ήν ε ν ό τ η τ α δ ι ά κ ο ι ν ή ς σ υ μ φ ω ν ί α ς.

Ότι δε και τας λοιπάς δεσποτικάς εορτάς εθεώρουν οι Πατέρες όπως και την του Πάσχα, το είπεν ο Ιωάννης ο
Χρυσόστομος.

Ε') Εκ του λόγου του Ιωάννου Χρυσοστόμου προς Μακάριον τον Φιλογένιον (Λόγος Γ'), ομιλούντος περί της εορτής
των Χριστουγέννων, ην ονομάζει ''Μ η τ ρ ό π ο λ ι ν π α σ ώ ν τ ω ν ε ο ρ τ ώ ν''. Και λέγει περί ταύτης:

''Από γαρ ταύτης τα Θεοφάνια και το Πάσχα το ιερόν και η Ανάληψις και η Πεντηκοστή, την αρχήν και την υπόθεσιν
έλαβον. Ει γαρ μη ετέχθη κατά σάρκα ο Χριστός, ουκ αν εβαπτίσθη, όπερ εστί τα Θεοφάνεια, ουκ αν εσταυρώθη, όπερ
εστί το Πάσχα, ουκ αν το Πνεύμα κατέπεμψεν, όπερ εστίν η Πεντηκοστή.

Ώστε εντεύθεν, ώσπερ από τίνος πηγής ποταμοί διάφοροι ρυέντες αύται ετέχθησαν ημίν αι εορταί''. Εάν τοιαύτη είναι
και θεωρήται υπό των Πατέρων της Εκκλησίας η εορτή των Χριστουγέννων, πως επετρέπετο δι' αυτήν διαφωνίαι των
Εκκλησιών και πως διά το Πάσχα μόνον, θα συνεκαλούντο αι Οικουμενικαί Σύνοδοι;

Και αφού αι διατάξεις αυτών εγένοντο, όπως ασφαλισθή η περί τας εορτάς ε ν ό τ η ς, πως διά μεν την εορτήν του
Πάσχα θεωρούμεν την μεταβολήν απηγορευμένην υπό των κανόνων, διά την εορτήν των Χριστουγέννων και τας
άλλας, ας μετεκίνησε κατά 13 ημέρας η μεταβολή του ημερολογίου θεωρούμεν αυτήν μη προσκρούουσαν εις τους
κανόνας των Συνόδων;

Αφού το πνεύμα των κανόνων περί της εορτής του Πάσχα είναι να υπάρχει ο μ ο γ ν ω μ ί α των εκκλησιών διά την
ημέραν πασών των εορτών, πως δεν είναι αντικανονική η ημερολογιακή μεταβολή, διά της οποίας άλλαι εκκλησίαι
άγουν τας εορτάς Χριστουγέννων, Φώτων, κ.λ.π. μίαν ημέραν και άλλαι άγουν αυτάς άλλην ημέραν;

Θα παραθέσωμεν εις το επόμενον άρθρον και άλλων Πατέρων γνώμας περί των ε ν ι α ί ω ν εορτών και εν ι α ί-
ων νηστειών διά να διελευκάνωμεν πλήρως το ζήτημα τούτο της Ε ν ό τ η τ ο ς των Εκκλησιών, ην αντικανονικώς και
αθεμίτως διέσπασεν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, διά της υπ' αυτού προταθείσης και υπ' αυτού επιβληθείσης μεταβολής
του Εκκλησιαστικού Ημεολογίου''.

ΚΗ' Μέρος
Ανεπτύχθη χθες, ότι ο κύριος λόγος των Οικουμενικών Συνόδων και των Τοπικών ήτο η επίτευξις ε κ κ λ η σ ι α σ τ ι-
κ ή ς ε ν ό τ η τ ο ς . Η δε παραβίασις των κανόνων των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων διά τούτο κυρίως
απαγορεύεται και διά τούτο ωρίσθησαν ποιναί καθαιρέσεων και αναθεματισμού διά την παρέμβασιν αυτών, ίνα μη
διασπάται η εκκλησιαστική ενότης. Αναφέραμεν δε εις το χθεσινόν άρθρον:

Α') Τον Ε' Κανόνα των Αγίων Αποστόλων διά την επιτέλεσιν της εορτής του Πάσχα και

Β') Επιστολάς του Αποστόλου Παύλου συνιστώντος την ε ν ό τ η τ α και την αποφυγήν σχισμάτων. Εκτός τούτων
έχομεν:

Γ') Τους Κανόνας και εν γένει τας διατάξεις της εν Νικαία συνελθούσης Α' Οικουμενικής Συνόδου. Είναι γνωστόν, ότι
η Α' εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε κατά το έτος 325 επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου, όστις και συνήγαγεν
εν Νικαία της Βιθυνίας 318 πατέρας, λαβών και ο ίδιος μέρος εις την Σύνοδον ταύτην μετά του Μεγάλου Αθανασίου,
του Νικολάου και Σπυρίδωνος (των έπειτα αγίων) και άλλων.

Είναι γνωστόν επίσης, ότι απησχολήθη η Σύνοδος αύτη κυρίως διά την αίρεσιν του Αρείου και εδογμάτισε τα του
Συμβόλου της Πίστεως. Η Σύνοδος αύτη επίσης ώρισε και τον χρόνον, καθ' ον ώφειλε να τελήται η εορτή του Πάσχα
και διά την οποία εκρίθη αναγκαία κ α θ ο λ ι κ ή σ υ ν ε ν ό η σ ι ς, διότι ο προηγουμένως ορισθείς διά το Πάσχα
Κανών των Αγίων Αποστόλων, λόγω της δυσχερούς συνεννοήσεως, δεν ήτο αρκετός να συνενώση πάντας τους
χριστιανούς διά την επιτέλεσιν της εορτής.

Ίνα λοιπόν ''Ο ι α ν ά π ά σ α ν τ η ν Ο ι κ ο υ μ έ ν η ν χ ρ ι σ τ ι α ν ο ί τ ο ν α υ τ ώ ε ο ρ τ ά ζ ω σ ι χ ρ ό ν ο ν''


παρέστη ανάγκη να λύση και τα της εορτής του Πάσχα Οικουμενική Σύνοδος. Μολονότι δεν είναι καιρός γνωστοί, οι
περί της εορτής του Πάσχα Όροι και Κανόνες της Α' εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου, καταφαίνεται όμως εκ των
αποφάσεων των μετέπειτα Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, αίτινες αναφέρονται εις τας περί της εορτής του
Πάσχα διατάξεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου.

Έχομεν όμως τας αποφάσεις της πρώτης ταύτης Οικουμενικής Συνόδου διατυπωμένας εις την σ υ ν ο δ ι κ ή ν ε π ι -
σ τ ο λ ή ν των συμμετασχόντων εις την Σύνοδον Αγίων Πατέρων προς τους αδελφούς αυτών, των μη φθάσαντες να
λάβωσι μέρος εις την εν Νικαία Σύνοδον. Η συνοδική αυτή επιστολή έχει ως εξής:

''Τη αγία και μεγάλη, χάριτι Θεού Αλεξανδρέων Εκκλησία και τοις κατά την Αίγυπτον και Λιβύην και Πεντάπολιν
αγαπητοίς αδελφοίς, οι εν Νικαία συναχθέντες και την μεγάλην και Αγίαν Σύνοδον συγκροτήσαντες Επίσκοποι εν
Κυρίω χαίρειν. Επειδή της του Θ. χάριτος και του Θεοφιλεστάτου Βασιλέως Κωνσταντίνου συναγαγόντας ημάς εκ
διαφόρων επαρχιών και πόλεων η μεγάλη και Αγία Σύνοδος εν Νικαία συνεκροτήθη, εξ απάσης της Ιεράς Συνόδου
αναγκαίον εφάνη και προς ημάς αποσταλήναι γράμματα, ιν' ουδέν τι έχοιτε τινα μεν εκινήθη και εξητάσθη τινα δε
έδοξε και εκρατύνθη...''

Αφού δε αναφέρεται ενταύθα η καταδίκη της ασεβείας του Αρείου, εν τέλει η Συνοδική απόφασις λέγει τα εξής:
''Ευαγγελιζόμεθα δε υμάς και περί της σ υ μ φ ω ν ί α ς του αγιωτάτου ημών Πάσχα, ότι τρεις υμετέρες προσευχές
κατωρθώθη και τούτο το μέρος, ώστε πάντας τους Εώας αδελφούς, τους το πρότερον μη ποιούντας σύμφωνα
Ρωμαίοις και υμίν και πάσι τοις εξ αρχής φυλάττουσι το Πάσχα, εκ του δεύρο μεθ' υμών άγειν. Χαίροις ουν επί τοις
κατωρθώμασι και επί τη κοινή ειρήνη και συμφωνία... (Migne 82.930).

Εκ της επιστολής ταύτης καταφαίνεται, ποσον εμερίμνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας διά την ε ν ό τ η τ α πασών των
Εκκλησιών και ποιους αγώνας κατέβαλον διά την επιτυχίαν αυτήν. Ονομάζουν δε κ α τ ό ρ θ ω μ α το, ότι επέτυχον
να εωρτάζεται κ ο ι ν ώ ς υ π ό π ά ν τ ω ν μία τόσον μεγάλην εορτήν, ως η του Πάσχα, και χαίρουν διότι επέτυχον
κοινήν ειρήνην και συμφωνίαν εις όλας τας Εκκλησίας. Την Συνοδικήν ταύτην επιστολήν υπέγραψαν οι λαβόντες
μέρος Πατέρες εις την εν Νικαία Σύνοδον.

Εκτός όμως της Συνοδικής ταύτης επιστολής, έχομεν επιστολήν αυτού του Βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου
''προς τους απολειφθέντας επισκόπους περί των εν τη Συνόδω τυπωθέντων''. Η επιστολή αύτη έχει ως εξής: ''Πείραν
λαβών εκ της των κοινών ευπραξίας, ώστε της θείας δυνάμεως πέφυκε χάρις, τούτον προ πάντων έκρινα είναι μοι
προσήκειν σκοπόν, όπως παρά τοις μακαριωτάτοις της καθόλου εκκλησίας πλήθεσι π ί σ τ ι ς μ ί α κ α ι ε ι λ ι κ ρ ι -
ν ή ς α γ ά π η ο μ ο γ ν ώ μ ω ν τ ε π ε ρ ί τ ο ν π α γ κ ρ α τ ή Θ ε ό ν ε υ σ έ β ε ι α τ η ρ ε ί τ α ι.

Αλλ', επειδή τούτο ετέρως ουχ οίον τε ακλινή και βεβαίαν τάξιν λαβείν, ει μη εις ταυτόν πάντων ομού, ήγουν των
πλειόνων επισκόπων συνελθόντων εκάστοτε των προσηκόντων τη αγιωτάτη θρησκεία διάκρισις γένοιτο. Τούτου
ένεκα πλείστων όσων συναθροισθέντων και αυτός δεκαθάπερ εις εξ αυτών ετύγχανον συμπαρών. Ου γαρ ας
νησαίμην, αν εφ' ω μάλιστα χαίρω συνθεράπων υμέτερος πεφυκέναι άχρι τοσούτου άπαντα της προσηκούσης
τεχύκηκεν εξετάσεως, άχρις ου η τω πάντων Εφόρω Θεώ αρέσκουσα γνώμη προς την της ενότητος συμφωνίαν εις
φως προήχθη, ως μηδέν έτι προς διχόνοιαν ή πίστεως αμφισβήτησιν υπολείπεσθαι.

Ένθα και περί της Αγιωτάτης του Πάσχα ημέρας γενομένης ζητήσεως, έδοξε κοινή γνώμη καλώς έχειν, επί μιας ημέρας
πάντας τους απανταχού επιτελείν. Τί γαρ ημίν κάλλιον, τι δε σεμνότερον υπάρξαι δυνήσεται, του την εορτήν ταύτην,
παρ' ης την της αθανασίας ειλήρα μεν ελπίδα, μία τάξει και φανερώ λόγω παρά φύσιν αδιαπτώτως φυλάττεσθαι;
Προς τούτοις, κακείνο πάρεστι συνοράν, ως εν τηλικούτω πράγματι και τοιαύτης θρησκείας εορτή, διαφωνίαν
υπάρχειν εστίν αθέμιτον.

Μίαν γαρ ημίν την της ημετέρας ελευθερίας ημέραν, τουτέστιν την του Αγιωτάτου πάθους, ο ημέτερος παρέδωκε
Σωτήρ΄ μίαν είναι την καθολικήν Αυτού Εκκλησίαν βεβούληται, ης ει και τα μάλιστα εις πολλούς τε και διαφόρους
τόπους τα μέλη διήρηται, αλλ' όμως ενί πνεύματι, τουτέστι τω θείω θελήματι θάλπεται. Λογισάσθω δε η της Υμετέρας
Οσιότητας αγχίνοια, όπως έστι δυνατόν τε και απρεπές κατά τας αυτάς ημέρας, ετέρους μεν νηστείας σχολάζειν,
ετέρους δε συμπόσια συντελείν΄ και μετά της του Πάσχα ημέρας, άλλους μεν εν εορταίς και ανέσεσιν εξετάζεσθαι,
άλλαις δε ταις ωρισμέναις εκδεδόσθαι νηστείαις. Διά τούτο γουν, της προσηκούσης επανορθώσεως τυχείν και προς
μίαν διατύπωσιν άγεσθαι τούτο η θεία Πρόνοια βούλεται, ως έγω γε άπαντας ηγούμαι συνοράν... Τούτων ούτω
στοιχούντων ασμένως δέχεσθε την ουράνιον χάριν και θείαν ως αληθή εντολήν. Παν γαρ ό,τι αν εν τοις αγίοις των
επισκόπων συνεδρίοις, πράττηται, τούτο προς την θείαν βούλησιν έχει την αναφοράν.

Διό πάσι της αγαπητοίς ημών αδελφοίς εμφανίσαντες τα προγεγραμμένα, ήδη και τον προειρημένον λόγον και την
παρατήρησιν της αγιωτάτης ημέρας υποδέχεσθαι τε και διατάττειν οφείλετε΄ ίνα επειδάν προς την πάλαιμοι
ποθουμένην της υμετέρας διαθέσεως όψιν αφίκωμαι εν μια και τη αυτή ημέρα την αγίαν μεθ' υμών εορτήν επιτελέσαι
δυνηθώ, και πάντων έκεκεν μεθ' υμών ευδοκήσω, συνορών την διαβολικήν ωμότητα από της της θείας δυνάμεως διά
των ημετέρων πράξεων ανηρημένην, ακμαζούσης πανταχού της ημετέρας πίστεως και ειρήνης και ομόνοιας. Ο Θεός
υμάς διαφυλάξοιεν, αγαπητοί αδελφοί''.

Είναι τόσον εύγλωττον και τόσον σαφές το γράμμα τούτο του Μεγάλου Κωνσταντίνου Βασιλέως του και
συμμετασχόντος εις την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον, περί του σκοπού ον επεδίωκε διά του καθορισμού της ημέρας του
Πάσχα, ώστε δεν υπάρχει ανάγκη να αναζητήσωμεν αλλαχού τον σκοπόν τούτον. Θα αναπτύξωμεν όμως εις το
επόμενον άρθρον ειδικώτερον την επιστολήν ταύτην του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ην ενισχύουν και άλλων μεγάλων
Επισκόπων γνώμαι, ας επίσης θα ίδωμεν εις το επόμενον.

ΚΘ' Μέρος
Πόσην υψίστην σημασίαν απέδιδαν οι Π α τ έ ρ ε ς της Εκκλησίας εις την ενότητα αυτής και πως, ως π ρ ό τ ι-
σ τ ον δό γ μ α εκήρυσσον την συμφωνίαν απασών εις τα της τελέσεως της εξωτερικής λατρείας, αποδεικνύουν οι
μέχρι τούδε δημοσιευθείσαι υφ' ημών δηλώσεις και επιστολαί αυτών. Πόσον επομένως θανάσιμον είναι το
πραξικόπημα της υ π ό μ ι α ς μ ό ν ο ν ή και υπό δύο ή τριών Εκκλησιών καινοτομίας εις την αρχαίαν εκκλησιαστικήν
τάξιν και την δισχιλιετή π α ρ ά δ ο σ ι ν, άνευ κοινής συμφωνίας απασών των Εκκλησιών, είναι αυτονόητον, ως είναι
υφ' αυτού νοητόν, ότι τοιαύτη μ ο ν ο μ ε ρ ή ς καινοτομία διασπώσα την ενότητα της Εκκλησίας, την διά Κανόνων
Οικουμενικών Συνόδων καθιερωμένην και κατωχυρωμένην, είναι απηγορευμένη και καταδικαστέα πολύ
περισσότερον της προσβολής ωρισμένης τινός δογματικής αποφάσεως.

Πρέπει όμως να φέρωμεν εις φως και άλλων ακόμη Πατέρων και μεγάλων Εκκλησιαστικών και ιστορικών ανδρών
γνώμας περί τούτου, διά να μη καταλίπωμεν και την ελαχίστην αμφιβολίαν, ότι η αποφασισθείσα α υ θ α ι ρ έ τ ω
ς και μ ο ν ο μ ε ρ ώ ς μεταβολή του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου α π η γο ρ η ύ ε τ ο, ω ς προσβάλλουσα την υπέρ
παν δόγμα αναγκαίαν τήρησιν της ε ν ό τ η τ ο ς και σ υ μ φ ω ν ί α ς απασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών.

ΣΤ') Ο εκ των Πατέρων Άγιος Επιφάνιος, επίσκοπος Κύπρου (367 μ.χ.) εις την κατά του σχίσματος των Αβδιανών
ομιλίαν του, λέγει τα εξής εν σχέσει προς την αιτίαν της συγκλήσεως της εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου, ην απέδιδον
τινές, εις την επέτειον της εορτής του γενεθλίου του Μεγάλου Κωνσταντίνου:

''...Ου γαρ διά το γενέθλιον ο Βασιλεύς επιμελήσατο, αλλά διά την Έ ν ω σ ι ν τ η ς Ε κ κ λ η σ ί α ς. Εν γαρ Πάσχα
Χριστός βούλεται και τούτο λογίζεται και προσδέχεται, τον αφιλονείκως επιτελούντα μέτοιγε μετά των μετ' ακριβείας
ποιούντων, μετά πάσης της Αγίας Εκκλησίας της κατά πολλούς τρόπους την εορτήν. Και οι μεν από Κωνσταντίνου
εσχίσθη το Πάσχα πιθανόν τοις τούτο συκοφαντούσι. Επειδή δε προ του Κωνσταντίνου τα σχίσματα ην, και ην χλεύη
Ελλήνων λεγόντων και χλευαζόντων της εν τη Εκκλησία διαφωνία επί Κωνσταντίνου διά της των επισκόπων σπουδής
συνηνώθη μάλλον το σχίσμα εις μίαν ομόνοιαν.

Τί ουν τούτου έστι προυργαίτερον και χαριέστατον από περάτων εν μια ημέρα απαλλάττειν λαώ Θεώ συμφωνιών τε
και αγρυπνιών και τ α ς α υ τ ά ς η μ έ ρ α ς ί σ α ς φ έ ρ ε ι ν ε ν τ ε α γ ρ υ π ν ί α ς κ α ι δ ε ή σ ε σ ι κ α ι ο μ ο ν ο
ί α κ α ι λ α τ ρ ε ί α, ν η σ τ ε ί α τε κ α ι ξ η ρ ο φ α γ ί α κ α ι α γ ν ε ί α και ταις άλλαις, ταις κατά την
πανσεβάσμιον ταύτην ημέραν αγαθαίς Θεώ ευαρεστήσεσι; (Migne 42. 371) Ζ')

Ο μακάριος Θεοδώρητος, διάσημος της Εκκλησίας Πατήρ, ακμάσας τον αιώνα και ολίγον βραδύτερον Ιωάννου του
Χρυσοστόμου ομιλεί σαφέστερον περί του τ ο ύ τ ο υ χ ρ ό ν ο υ απανταχού εορτασμού των εορτών της ορθοδοξίας,
ως επιβάλλει το δόγμα της ενότητος της Εκκλησίας, το οποίον ανέτρεψεν η αυθαιρεσία της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Εν επιστολή του προς Ερμησιγένην πάρεδρον, ο Θεοδώρητος λέγει τα εξής:

''Ηνίκα των ανθρώπων, ο της αγνοίας κατεκέχυτο ζόφος, ου τας αυτάς άπαντες εορτάς επιτέλουν, αλλά διηρημένας
είχον κατά πόλεις τας πανηγύρεις. Εν Ήλιδι μεν γαρ Ολύμπια ην... Επειδή δε το νοερόν φως την αχλύν εκείνην
εσκέδασε πανταχού γης και θαλάσσης, ηπειρώται και νησιώται κοινή του Θεού και Σωτήρος ημών επιτελούσι τας
εορτάς και ένθα αν τις αποδομήσαι θελήση καν π ρ ο ς ή λ ι ο ν α ν ί σ χ ο ν τ α , κ αν π ρ ο ς δ υ ό μ ε ν ο ν, π α ν τ α
χ ο ύ τ η ν α υ τ ή ν ε υ ρή σ ε ι κ α τ ά τ ο ν α υ τ ό ν χ ρ ό ν ο ν ε π ι τ ε λ ο υ μ έ ν η ν π α ν ή γ υ ρ ι ν.

Τούτου δη χάριν και διά γραμμάτων αλλήλους οι γειτονεύοντες προσφθεγγόμεθα την εκ της εορτής εγγινομένην
θυμωδίαν σημαίνοντες. Τούτο καγώ νυν ποιώ και την εορταστικήν πρόσρησιν τη ση μεγαλοπρεπεία προσφέρω΄
αντιδρώσει δε και αυτή πάντως την ίσην και τιμήση τον νόμον της εορτής''. (Migne 83, 1241). Η') Αναλυτικώτερον
ομιλεί ο Μέγας Βασίλειος περί του αναγκαίου της εν τη Εκκλησία σ υ μ φ ω ν ί α ς, ο μ ο ν ο ί α ς και ευταξίας, λέγων
τα εξής:

''Ει γαρ των προς εν πνεύμα αποβλεπόντων και βασιλεί χρωμένων ενί ίδιον ευταξία μετά συμφωνίας΄ άρα διαφωνία
πάσα και διάστασις σημείον αναρχίας. Κατά δη τον αυτόν λόγον, η τοιαύτη προς τε τας εντολάς του Κυρίου και προς
αλλήλους διαφωνία και εν ημίν ευρισκομένη κατηγόρημα αν είη η αναχωρήσεως του αληθινού Βασιλέως κατά το:

''Μόνον ο κατέχων άρτι έως αν εκ μέσου γένηται΄ η αρνήσεως αυτού κατά το ''Είπεν άφρων εν καρδία αυτού ουκ έστι
Θεός''. Ου καθάπερ σημείον τι ή έλεγχον επιφέρει το: ''Διεφθάρησαν και εβδελύχθησαν εν επιτηδεύμασι... Ίνα μη ή
σχίσματα εν τω σώματι, αλλά το αυτό υπέρ αλλήλων μεριμνώσι τα μέλη υπό μιας δηλαδή κινούμενα της ενοικούσης
ψυχής. Τίνος ένεκεν ούτως οικονομήθη: Εγώ μεν αίμα ίνα σώζηται τοιαύτη ακολουθία τε και ευταξία πολλώ πλέον
παρά τη Εκκλησία του Θεού, προς ην είρηται.
Υμείς δε έστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους΄ κρατούσης δηλονότι και συναπτούσης έκαστον τω άλλω προς
ομόνοιαν της μιας και μόνης αληθώς κεφαλής, ήτις εστίν ο Χριστός... Είτα αυτού του μονογενούς υιού του Θεού και
Κυρίου και Θεού ημών Ι. Χριστού βοώντος'', δι ου τα πάντα εγένετο: ''Κ α τ α β έ β η κ α ε κ τ ο υ ο υ ρ α ν ο ύ ο υ χ ί
ν α π ο ι ώ τ ο θ έ λ η μ α τ ο Ε μ ό ν, α λ λ ά τ ο θ έ λ η μ α τ ο υ π έ μ ψ α ν τ ό ς μ ε Π α τ ρ ό ς'' και ότι: ''απ'
εμαυτού ποιώ ουδέν΄ και εντολήν έλαβον τι είπω και τι λαλήσω'' και του πνεύματος του Αγίου του διαιρούντος μεν
τα μεγάλα και θαυμαστά χαρίσματα ενεργούντος δε τα πάντα εν πάσι λαλούντος τε αφ' εαυτού ουδέν, αλλ' όσα αν
ακούση παρά του Κυρίου ταύτα λαλούντος.

Πώς ου πολλώ μάλλον ανάγκη πάσαν την Εκκλησίαν του Θεού σπουδάζουσαν τηρείν την ενότητα του πνεύματος εν
τω συνδέσμω της Ειρήνης πληρούν εκείνο το εν ταις πράξεσιν ειρημένον, ότι του πλήθους των πιστευόντων ην η
καρδία και η ψυχή μία ουδενός μεν δηλονότι το ίδιον βούλημα ιστώντος, πάντων δε κοινή ζητούντων εν ενί τω Αγίω
Πνεύματι το του ενός Κυρίου Ι. Χριστού θέλημα του ειπόντος:

''Καταβέβηκα εκ του ουρανού, ουχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός΄ προς ον
φησί: Ου περί τούτων δε ερωτώ μόνον, αλλά και περί των πιστευόντων διά του λόγου αυτών εις εμέ, ί ν α π ά ν τ ε
ς ε ν ώ σ ι ν''. Εν τούτοις και πλείοσι τοις σεσιωπημένοις ούτως σαφώς και αναντιρρήτως αναγκαίον μεν είναι
πληροφορηθείς την παρά πάσης ομού της του Θεού Εκκλησίας, κατά το θέλημα του Χριστού, εν πνεύματι Αγίω
συμφωνίαν, επικίνδυνον δε και ολέθριον εν τη προς αλλήλους διαστάσει την προς Θεόν απήθειαν. (Ο γαρ απειθείν
φησί τω Υιώ ου όψεται την ζωήν, αλλ' η οργή του Θεού μενεί επ' αυτών (Migne 32 περί κρίματος Θεού).

Δεν νομίζομεν, ότι είναι ανάγκη άλλων μαρτυριών και επιχειρημάτων, ίνα αποδειχθή οπόση υψηλή σημασία
αποδίδεται υπό των Πατέρων εις την ανάγκην της ενότητος της Εκκλησίας περί πάντων των ενδιαφερόντων αυτής
ζητημάτων και, ότι συνεπώς εις ουδένα Αρχηγόν της Εκκλησίας ή εις ουδεμίαν Εκκλησίαν ήτο και είναι
επιτετραμμένον να λύη κοινά της Εκκλησίας ζητήματα μονομερώς και αυθαιρέτως, άνευ κοινής συμφωνίας απασών
των Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Και έπρεπε να παραβλεφθή και θυσιασθή πάσα άλλη πολιτικοκοινωνική ιδέα χάριν της ενότητος της Εκκλησιαστικής,
η διάσπασις της οποίας ήτο, είναι θα μείνη παράπτωμα παράξενον και πράξις εγκληματική. Θα εξετάσωμεν εις τα
επόμενα άρθρα τα της προσβολής των π α ρ α δ ό σ ε ω ν της Εκκλησίας, εις ας υπάγεται και η τήρησις του
Εκκλησιαστικού ημερολογίου.

Λ' Μέρος
Οι μετά τόσου ακαίρου ζήλου και τόσης ενόσου σπουδής επιδοθέντες προς εφαρμογήν και εν τη Εκκλησία του
νεωτερισμού του Ημερολογίου και δη, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών δύναται άρα γε μετά τα όσα διά τόσων κειμένων
αγίων Πατέρων απεδείξαμεν περί της υ π ε ρ δ ο γ μ α τ ι κ ή ς σημασίας, ην ενέχει η Ε ν ό τ η ς της Εκκλησίας, η
διασπαθείσι εκ της μονομερούς υπό της Ελληνικής Εκκλησίας μεταβολής του Ημερολογίου, δύνανται λέγωμεν να
ισχυρίζωνται, ότι η μεταβολή δεν προσκρούει εις κανέν δόγμα και επομένως ηδύνατο ελευθέρως να γείνη και υπό
μόνης της Εκκλησίας της Ελλάδος;

Θα αποδεικνύοντο μη έχοντες ουδέ στοιχειώδη ιδέαν των πραγμάτων της Εκκλησίας, ουδέ την ελαχίστην αίσθησιν
θρησκευτικήν, εάν διετείνεντο, ότι μόνον διά την ημέρα του Πάσχα διέταξαν: α. Οικουμενικαί Σύνοδοι να εορτάζεται
από κοινού μίαν και την αυτήν ημέραν και εάν ισχυρίζοντο, ότι μόνον ο αλλάσσων την εορτήν του Πάσχα προσκρούει
εις κανόνας της Εκκλησίας. Διότι πρέπει να επαναληφθή χιλιάκις και να τονισθή διά πάσης δυνατής φωνής, ότι ο
κανών διά την ταυτόχρονον εορτήν του Πάσχα είναι κανών πρωτίστως και κυρίως διά την ε ν ό τ η τ α της Εκκλησίας,
διά την υπ' αυτής δηλονότι τέλεσιν π ά σ η ς ε ο ρ τ ή ς και νηστείας κατά την αυτήν ημέραν.

Δεν διετύπωσαν δε οι Άγιοι Πατέρες διά τας λοιπάς εορτάς ειδικόν κανόνα, διετύπωσαν τούτον διά το Πάσχα, διότι
αι λοιπαί εορταί ετελούντο αείποτε εις σταθεράν ημέραν και μόνον η εορτή του Πάσχα, επειδή από τους χρόνους των
Αποστόλων εξηρτάτο εκ της εαρινής ισημερίας (Ζ' Αποστολικόν Κανών), δεν ήτο σταθερά και ένεκα της δυσχερείας
της κοινής συνεννοήσεως ετελείτο κατά διάφορον χρόνον εις διαφόρους Εκκλησίας, μόνον διά τούτο κατέστη η
ανάγκη του καθορισμού αυτής εις ωρισμένην ημέραν.

Εν λοιπόν ήτο το ενδιαφέρον της Εκκλησίας, όπως άπασαι αι Εκκλησίαι και όλοι οι Χριστιανοί συνεορτάζωσι και
συννηστεύωσι τ α ς α υ τ ά ς η μ έ ρ α ς. Και τούτον τον ύψιστον Ο Ρ Ο Ν της μιας Εκκλησίας ηθέτησεν η Εκκλησία
της Ελλάδος διά του ελευθεριάζοντος και προτεσταντικού πραξικοπήματος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Ας μη
ισχυρίζεται λοιπόν η Αρχιεπισκοπή Αθηνών, ότι δεν προσέβαλε δ ό γ μ α τ α.

Ας μη ισχυρίζεται, ότι αι Εκκλησίαι είναι ηνωμέναι πάσαι διά του δόγματος. Όχι΄ διότι είπομεν και το τονίζομεν, ότι
υπέρ το δ ό γ μ α είναι η Ενότης της Εκκλησίας. Εάν αι ορθόδοξοι Εκκλησίαι χωρισθώσιν εις σώματα διάφορα
πρεσβεύοντα μεν το αυτό δόγμα, διιστάμενα δε ως προς τους τύπους και τας παραδόσεις εν τη εξωτερική λατρεία.
Εάν η μία Εκκλησία τηρή τας νηστείας και η άλλη τας καταργήση, η μία τηρήση τας εορτάς των Αγίων και η άλλη τας
διαγράψη, εάν η μία καταργήση ή τροποποιήση τας λειτουργίας και η άλλη τας κρατήση, η μία αποβάλη το ιερατικόν
ένδυμα και η άλλη το διαφυλάξη, η μία καταργήση όλα ή τινά των μυστηρίων και η άλλη τα σεβασθή, εάν λέγωμεν
τούτο συμβή θα είναι ή μωρός ή κακοήθης ή θρησκευτικός έκφυλος και μη ορθόδοξος εκείνος, όστις θα ηδύνατο να
ισχυρισθή, ότι επειδή άπασαι αυταί αι Εκκλησίαι έχουσιν κοινόν δόγμα, άρα αποτελούσιν μίαν Εκκλησίαν και ότι
θεωρούνται ηνωμέναι;

Θα ήτο τούτο αποσύνθεσις της Εκκλησίας και τέλεια κατάλυσις της πίστεως και της θρησκείας. Και ει μεν αβέβαιοι,
ότι ο επιδειχθείς τελευταίως οργασμός προς τους νεωτερισμούς της Δύσεως και προς ελευθεριαζούσας γνώμας και
πράξεις εν τη Εκκλησία θα παρέσυρε και εις ριζικωτέρας μεταρρυθμίσεις, εις κατάργησιν δε και λήθην και ιστορίας
και παραδόσεων της εκκλησίας, αν μη ευρίσκοντο γεραροί Πατριάρχαι και ορθόδοξος λαός με βαθείαν θρησκευτικήν
συνείδησιν, όπως συγκρατήσουν την προτεσταντίζουσαν και ελευθεριάζουσαν αντιπροσωπείαν της Εκκλησίας της
Ελλάδος από την θρησκευτικήν αυτής κατωφέρειαν.

Δεν έχομεν ή να υπενθυμίσωμεν προς τούτο, την μετά φορτικότητος επιμονήν της Αρχιεπισκοπής Αθηνών να πείση,
όχι μόνον τον Πατριάρχη Φώτιον της Αλεξανδρείας να μεταβάλη το Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον, αλλά και τον
Κέρβερον των θείων προσκυνημάτων εν Ιερουσαλήμ Πατριάρχην Δαμιανόν, ενώ ως αγιοταφίτης ο Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών εγνώριζεν, ποιαν απώλειαν των θείων προσκυνημάτων διά την ορθόδοξον εκκλησίαν θα εσήμαινεν η προς
τους Καθολικούς αφομοίωσις του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου, πράγμα, το οποίο εδέησε να τονίση εναναλειμμένως
ο γηραιός θεματοφύλαξ των προσκυνημάτων μας Πατριάρχης Δαμιανός.

Διά την Αρχιεπισκοπήν Αθηνών δεν εσήμαινε τίποτα η πρωτοβουλία και η κυριαρχία, ην έχει κατ' εξοχήν το
Πατριαρχείο Ιεροσολύμων επί των Αγίων εκείνων κειμηλίων, απέναντι του αγαθού της προσεγγίσεως της Ορθοδόξου
Εκκλησίας προς την της Δύσεως διά του κοινού Εκκλησιαστικού Ημερολογίου. Και το μέγα τούτο δήθεν αγαθόν
υπενθυμίζομεν, ότι είχεν εντολήν να τονίση εις το εν Κωνσταντινουπόλει συνελθόν ψευδοπανορθόδοξον Συνέδριον,
ο κατ' αυτό αντιπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπερμαχήσας εκεί της μεταβολής του Εορτολογίου και επών,
ότι:

''Άλλος λόγος επί πλέον προς άμεσον προσαρμογήν και του Πασχαλίου είναι η μεγάλη ηθική σημασία και εντύπωσις,
ην θα παραγάγη εις όλον τον πεπολιτισμένον κόσμον, η διά της αβιάστου πρωτοβουλίας ταύτης (της Ελληνικής
Εκκλησίας) προσέγγισις των δύο Χριστιανικών κόσμων της Ανατολής και της Δύσεως εν τω Εορτασμώ των μεγάλων
Χριστιανικών Εορτών''.

Η επιπόλαια αύτη και ματαιόδοξος δήλωσις, συνδιαζομένη και προς την αντορθόδοξον και μωράν προσφώνησιν του
τότε (κατά το Πανορθόδοξον Συνέδριον) Πατριάρχου Κων/πόλεως Μεταξάκη προς τον συμπαρεδρεύσαντα εν τω
Συνεδρίω Άγγλον Επίσκοπον, τέως Οξφόρδης κ. Γκορ, μετά του συνοδού του ιερέως Μπαξ, τον ενεθάρρυνε τον άγγλον
τούτον Επίσκοπον, αντιφωνών να είπη:

''Δι' ημάς τους εν τη Δύση θα ήτο μεγάλη πνευματική ευχαρίστησις να ευρεθώμεν εις θέσιν να συνεορτάζωμεν τας
μεγάλας Χριστιανικάς εορτάς της Γεννήσεως, της Αναστάσεως και της Πεντηκοστής... Το δεύτερον βήμα θα μας κάμη
το ημερολογιακόν ζήτημα, το οποίον θα μας φέρει εις τον συνεορτασμόν των εορτών''.
Αυτός λοιπόν ήτο και είναι ο διακαής πόθος της Εκκλησίας της Δύσεως, ο σ υ ν ε ο ρ τ α σ μ ό ς και της Ορθοδόξου
Εκκλησίας μετά της Δύσεως. Και αυτόν τον πόθον εν οιστρηλασία έτρεξαν να ικανοποιήσουν δύο Ιεράρχαι, ο Μ ετ α-
ξ ά κ η ς και ο Μ α κ α ρ ι ώ τ α τ ο ς Α θ η ν ώ ν, ανατρέψαντες και πατήσαντες εν τη βία των και δόγματα και
παραδόσεις και ιστορίαν της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.

Πριν έτι έλθωμεν εις το θέμα της διά της μονομερούς μεταβολής του Εκκλησιαστικού ημερολογίου ρητής
παραβιάσεως κ α ν ό ν ω ν και π α ρ α δ ό σ ε ω ν της Εκκλησίας, νομίζομεν απαραίτητον να προσθέσωμεν εν ακόμη
αδαμάντινον στήριγμα των όσων περί της Ε ν ό τ η τ ο ς της εκκλησίας και της καταδικαστέας υπό των πατέρων
διασπάσεως αυτής, της επελθούσης ήδη διά της αυθαιρέτου και μονομερούς αποφάσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος
προς εφαρμογήν του νέου εκκλησιαστικού ημερολογίου.

Ο μέγας της Εκκλησίας ημών φωστήρ ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εν τω τρίτω αυτού λόγω ''εις τους τα πρώτα
Πάσχα νηστεύοντας'', ως και εν τη ΙΑ' αυτού ομιλία σφοδρότατα καταδικάζει τα σ χ ί σ μ α τ α και δ ι α ι ρ έ σ ε ι ς εν
τη Εκκλησία και τους συνεργούντας εις αυτάς και πολεμούντας ούτω ολόκληρον την χορείαν των Αγίων Πατέρων των
Οικουμενικών Συνόδων, λέγων τα εξής:

''Τούτο τοίνυν προς αυτούς λέγομεν πρότερον, ότι ουδέν χείρον φιλονικείας και μάχης και του την Εκκλησίαν διασπάν
και τον χιτώνα ον ουκ ετόλμησαν οι λησταί διαρρήξαι τούτον εις πολλά κατατεμείν μέρη. Ουκ αρκούσιν αι λοιπαί
αιρέσεις, αλλά και ηδείς εαυτούς κατατέμωμεν; Ουκ ακούεις του Παύλου λέγοντος: ει δε αλλήλους δάκνετε βλέπετε
μη υπ' αλλήλων αναλωθήτε... Ο μεν τοι της Συνόδου ταύτης εαυτόν διαρρήξας και της των Πατέρων διδασκαλίας
υπεξαγαγών και το Ιατρείον φυγών καν υγιαίνει δοκεί ταχέως εις αρρωστείαν πεσείται...

Και τι λέγω περί εμαυτού; Τριακόσιοι οι Πατέρες ή και πλείονος εκ των Βιθυνών χώραν συνελθόντες ταύτα
ενομοθέτησαν και πάντας ατιμάζεις εκείνους; Δυοίν γαρ θάτερον η άγνοια αυτών ουκ ακριβώς ειδότων
καταγιγνώσκεις, η δείλιαν ως ειδότων μεν υποκρινομένων δε και προδόντων την αλήθειαν, όταν γαρ μη μένης εφ' οις
ενομοθέτησαν εκείνοι ταύτα έπεται πάντως... Συ δε ου προτιμάς του χρόνου της Εκκλησίας την συμφωνίαν, αλλ' ίνα
δόξης ημέρας παρατητείν εις την κοινήν απάντων ημών εμπαρσινείς Μητέρα και την Αγίαν διατέμνεις Σύνοδον;

Και πως, αν άξιος είης συγνώμης υπέρ του μηδενός τοσαύτα αμαρτάνειν αιρούμενος; ...Εκκλησίας δε ολοκλήρου και
τοσούτων Πατέρων εχόντων κατά σου τολμάς και υπομένεις, μη καταλύσας την έχθραν την άκαιρον ταύτην, τοις
θείοις προσελθείν μυστηρίοις;... Ουδέν γαρ ειρήνης λισον και συμφωνίας. Αύτη γαρ εστίν η τροφός ημών και Μήτηρ,
θάλπουσα μετά πολλής της ακριβείας ημάς. Ειρήνην δε λέγω συ την αποσρήσεως ψιλής ουδέ από της κοινωνίας των
τραπεζών, αλλά την κατά Θεόν ειρήνην, την εκ της συμφωνίας της πνευματικής, ην πολλοί διασπώσι νυν υπέρ
ακαίρου φιλονικείας τα ημέτερα καθιερούντες...

Μη τοίνυν... μηδέ ημέρας και καιρούς και ενιαυτούς παρατηρούμεν, αλλά πανταχού τη Εκκλησία μετ' ακριβείας
επόμεθα την αγάπην και την ειρήνην προτιμώντες απόντων. Ει γαρ και εσφάλλετο η Εκκλησία ου τοσούτον
κατόρθωμα από της των χρόνων ακριβείας, ην όσον έγκλημα από της διαιρέσεως και του σχίσματος τούτου... Αλλ' εν
μόνον ζητώ, όπως εν ειρήνη και ομονοία άπαντα ποιώμεν, όπως μη νηστευόντων ημών και του Δήμου παντός και των
ιερέων τας κοινάς ποιουμένων υπέρ της Οικουμένης ικετηρίας, ου μένης μεθύων επί της οικίας.

Ευνόητον πως διαβολικώς τούτο εστίν ενεργείας και ως ουχ΄εν μόνον, ουδέ δύο, ουδέ τρία εστίν τα αμαρτήματα,
αλλά πολλώ πλείω. Ουδέ γαρ η Εκκλησία χρόνου ακρίβειαν οίδεν, αλλ' επειδή παρά την αρχήν πάσιν έδοξε τοις
πατράσι διηρημένοις ομού συνελθείν και τούτων ορισάντων ημέραν την συμφωνίαν πανταχού τιμώσα και την
ομόνοιαν αγαπώσα κατεδέξατο το επιταχθέν... Μη τοίνυν σκιαμαχώμεν μηδέ υπέρ των τυχόντων φιλονικούντες εν
τοις μεγάλοις εαυτούς κατά βλάπτωμεν.

Ουδέν όντως Εκκλησίαν δονήσεται διαιρεί, ως φιλαρχία. Ουδέν ούτω παροξύνει τον Θεόν, ως την Εκκλησίαν
διαιρεθήναι... Ο τοίνυν την ψυχήν προέμενος υπέρ του Χριστού, πως την Εκκλησίαν ποθείς υπέρ ης την ψυχήν
προήκατο ο Χριστός; ...Διά τούτο λέγω και διαμαρτύρομαι, ότι του εις αίρεσιν εμπεσείν το της Εκκλησίας σχίσας ουκ
έλαττον ισχείν κακόν. (Migne 48, 861-862, 85). Και ήδη θα εξετάσωμεν εις τα επόμενα άρθρα, ποιας παραδόσεις
έχομεν διά το αμετάβλητον των διατάξεων της Εκκλησίας, ποιους κανόνας και επιταγάς προς τήρησιν των
παραδόσεων και πως ούτοι αθετούνται και παραβιάζονται διά της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου.
ΛΑ' Μέρος
Είναι γνωστόν, ότι και η Εκκλησία, όπως και η Πολιτεία έχει το πολίτευμά της, τους νόμους της, το δίκαιόν της. Έχουσα
ιδρυτήν αυτής αυτόν τον Ιησούν Χριστόν, είναι θείον επί γης καθίδρυμα. Το δε δίκαιον αυτής είναι και έγγραφον και
άγραφον. Το έγγραφον δίκαιον αποτελείται από τα διάφορα Δόγματα και Εκκλησιαστικά διατάγματα, άτινα
εκδοθέντα υπό των Πατέρων της Εκκλησίας ωνομάσθησαν Κανόνες. Το δε άγραφον δίκαιον αποτελούσιν αι
παραδόσεις της Εκκλησίας, ή η συνήθεια της Εκκλησίας.

Ως επί του πολιτικού νόμου, ούτω και επί του Εκκλησιαστικού, ''το έθος ως άγραφος νόμος ισχύει''. Ως εκ της
διαφοράς όμως του χαρακτήρος των πολιτειών, ως γήινων κοινωνιών και του σκοπού και του έργου της Εκκλησίας,
διαφέρουσιν οι νόμοι της Εκκλησίας από τους της Πολιτείας. Διότι οι νόμοι της Εκκλησίας, στηριζόμενοι επί του θείου
θελήματος και έχοντες πηγήν τον αιώνιον νόμον είναι αμετάβλητοι, ενώ οι της πολιτείας στηριζόμενοι επί
ανθρωπίνης θελήσεως είναι μεταβλητοί.

Οι Κανόνες και η συνήθεια, ήτοι αι παραδόσεις της Εκκλησίας καθιερώθησαν ως κρατούντες νόμοι υπ' αυτών των
Πατέρων της Εκκλησίας. Οι εν Καρθαγένη συνελθόντες εις Σύνοδον Πατέρες ρητώς ώρισαν, ότι ''και τα της συνηθείας
της τω χρόνω δοκιμασθείσης και βεβαιωθείσης κρατείν οφείλει''. Και εις αυτάς δε τας ετεροδόξους Εκκλησίας, τα
διατάγματα των Συνόδων και η συνήθεια αποτελούν θεσμόν διά την Εκκλησίαν.

Ήδη επί ολοκλήρους αιώνας η Εκκλησία ζη, κινείται, λειτουργεί και δρα υπό το Ιουλιανόν ημερολόγιον, υπό το οποίον
έχει από αιώνων τάξει το εορτολόγιον αυτής. Το αμετάβλητον δε και αναλλοίωτον του ημερολογίου του
Εκκλησιαστικού είναι διατεταγμένον, όχι μόνον υπό των παραδόσεων της Εκκλησίας, αλλά και υπό ρητών διατάξεων
Οικουμενικών Συνόδων αυτής, τας οποίας διατάξεις δεν δύναται να μεταβάλη οικιοθελώς και μονομερώς μία
Εκκλησία.

Δύναται τις να αρνηθή, ότι η αλλαγή του Εκκλησιαστικού ημερολογίου δεν ανατρέπει την υπό της Εκκλησίας ανέκαθεν
διατεταγμένην τάξιν; Δύναται να αρνηθή, ότι η μεταβολή η μονομερής, η γενομένη υπό μιας Εκκλησίας δεν
προσβάλλει ρητάς διατάξεις Οικουμενικών Συνόδων;

Θα καταστήσωμεν και τούτο αναμφίβολον και αναμφισβήτητον διά ρητών κειμένων ωρισμένων διατάξεων, ως
κατεστήσαμεν ανεπίδεκτον πάσης αμφισβητήσεως και αμφιβολίας, ότι διά της μεταβολής του Εκκλησιαστικού
ημερολογίου προσβάλλεται αυτή η υπόστασις της Εκκλησίας, η ενότης της όλης Ορθοδοξίας, η διά ρητών κανόνων
και άλλων διατάξεων κατωχυρωμένη, ήτις ενόνης αποτελεί το επιτακτικώτερον και αξιωματικώτερον δόγμα της
Εκκλησίας.

Η Εκκλησία της Ελλάδος διά της σοφής επινοίας του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, επινοίας στενωτάτης αντιλήψεως και
σοφιστικής ουδόλως δε Εκκλησιαστικής, ενόμισε και διεκήρυξεν, ότι μη θίγουσα την εορτήν του Πάσχα και
εφαρμόζουσα, ως προς τούτο το παλαιόν Ημερολόγιον, δύναται ευλαβώς και ευχερώς να μεταβάλη όλο το
εορτολόγιον των ακινήτων εορτών και συγχρόνως να ευρίσκεται εντός των διατεταγμένων υπό της Εκκλησίας.

Και φαίνεται απορών ο Αρχιεπίσκοπος, πως οι αρχηγοί τόσων άλλων ορθοδόξων Εκκλησιών υπήρξαν τόσον
στενοκέφαλοι και τόσον οπισθοδρομικοί, ώστε να μη δεχθούν και αυτοί ασυζητητεί την μεταβολή του εκκλησιαστικού
ημερολογίου, αφού θα διαφυλάττετο το Πασχάλιον! Συγχύζων το Πάσχα με το όλον Πασχάλιον κύκλον ενόμισεν ή
μάλλον ηθέλησε να νομίζη, ίνα παραπλανήση τους αφελεστέρους, ότι διατηρών αμετάβλητον την εορτήν του Πάσχα,
μεταβάλλων όμως κατά 13 ημέρας τας ακινήτους εορτάς, διεφύλαττε τους όρους και τους Κανόνας των Συνόδων.

Ανεπτύξαμεν όμως εις προηγούμενα άρθρα, ότι το Πασχάλιον της Εκκλησίας ολόκληρον είναι προσηρμοσμένον
αναποσπάστως επί του παλαιού Ημερολογίου, ως είναι προσηρμοσμένον επ' αυτού το εορτολόγιον όλου του έτους,
αι νηστείαι, το Κυριακοδρόμιον των Ευαγγελίων, και εν γένει η όλη διάταξις του τυπικού, η ρυθμίζουσα την όλην
Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Και υπομιμνήσκομεν την αταξίαν της ένεκα της μεταβολής του Ημερολογίου καταργήσεως,
σχεδόν απάσης της νηστείας των Αγίων Αποστόλων, της εξοστρακίσεως ολοκλήρων Κυριακών λειτουργιών κ.λ.π.
Εν μόνον παράδειγμα εκ των πολλών θα προσθέσωμεν ενταύθα, το οποίον αποδεικνύει, ότι διά της μεταβολής του
Εκκλησιαστικού Ημερολογίου, της μη μεταβολής δε του Πάσχα, η προκύπτουσα αταξία εις την Εκκλησιαστικήν
διάταξιν φθάνει πολλάκις εις κωμικοποίησιν ανιεράν της θρησκευτικής πίστεως. Καθ' ο έτος το Πάσχα συμπίπτει
την 1 9 Α π ρ ι λ ί ο υ, ως συνέβη κατά το έτος 1926 και ως θα συμβή κατά το έτος 1937 και 1948, η εορτή του Αγίου
Γεωργίου (23 Απριλίου κατά το νέον ημερολόγιον) συμπίπτει την Παρασκευή του Λαζάρου.

Κατά τα διατεταγμένα υπό της Εκκλησίας, την εορτήν του Αγίου Γεωργίου (ήτις πάντοτε κατά το παλαιόν ημερολόγιον
συμπίπτει μ ε τ ά τ ο Π ά σ χ α σπανιώτατα δε και κατ' αυτήν την ημέρα του Πάσχα) τα ψαλλόμενα τροπάρια
συνδέονται μ ε τ η ν π ρ ο η γ η θ ε ί σ α ν εορτήν του Πάσχα. Ούτω λ.χ. ψάλλεται το εξής τροπάριον:

''Έαρ ημίν εξέλαμψεν η λαμπρά του Δεσπότου και θεία εξανάστασις... Ταύτη δε συνκλάμπει του Πανενδόξου
μάρτυρος Γεωργίου η μνήμη η φωταυγής''. Επίσης την αυτήν ημέρα ψάλλεται το ακόλουθον τροπάριον: ''Δεύτε την
πανέορτον φαιδράν ένδοξον ανάστασιν πάντες πανηγυρίσαντες, πάλιν εορτάσωμεν φαιδράν πανήγυριν Γεωργίου
του μάρτυρος...'' Επίσης δε ορίζονται εν τη λειτουργία διάφορα άλλα αναστάσιμα τροπάρια.

Ας φαντασθή τώρα εις το γελοίον του πράγματος να ψάλλωνται τα άνω τροπάρια και πλείστα όμοια πολύ προ της
Αναστάσεως, διότι θα ψάλλωνται την Παρασκευήν του Λαζάρου. Διά να μη συμβή τούτο ή θα διαταχθή να
απαλειφθώσιν όλα αυτά και να αντικατασταθώσιν, τις οίδε διά ποιων πρόχειρων τροπαρίων ή θα μετατεθή η εορτή
εις την άλλην ημέραν μετά το Πάσχα. Και τα δύο όμως αυτά θα είναι αυθαίρετα και αντικανονικά.

Διότι ουδείς έχει δικαίωμα ν α κ α τ α σ κ ε υ ά ζ η νέαν λειτουργικήν τάξιν, μη διατασσομένην εις το Τυπικόν της
Εκκλησίας. Είναι λοιπόν τούτο ή δεν είναι ανατροπή του Εκκλησιαστικού καθεστώτος; Είναι ή δεν είναι ανταρσία και
κρήμνισμα του πολιτεύματος της Εκκλησίας; Πώς είναι επομένως δυνατόν να υποστήριζεται, ότι η μεταβολή του
Ημερολογίου εν τη εκκλησία διά το ότι δεν μετακινεί την εορτήν του Πάσχα, άρα δεν θίγει τον Πασχάλιον κανόνα και
δεν προσκρούει εις καμμίαν παράδοσιν;

Τούτο είναι ψεύδος. Διότι και εις την παράδοσιν της Εκκλησίας προσκρούει και το όλον καθεστώς αυτής ανατρέπει.
Αλλ' αν ίδωμεν αυτό καθ' αυτό το ημερολόγιον της Εκκλησίας επί τη βάσει του οποίου ωρίσθησαν αι εορταί και η κατ'
αυτάς τάξις, δεν είναι π α ρ ά δ ο σ ι ς; Δεν είναι παράδοσις, το να μη εορτάζωμεν τας εορτάς ομού μετά των
ετεροδόξων και σχισματικών; Δεν είναι παράδοσις η νηστεία των αγίων Αποστόλων, η καταργουμένη διά της
μεταβολής του Ημερολογίου; Δεν είναι παράδοσις η ανάγνωσις ωρισμένων Ευαγγελίων κατά ωρισμένας Κυριακάς;

Δεν είναι παράδοσις, κανών και όρος να εορτάζουν ταυτοχρόνως όλαι αι Εκκλησίαι μίαν και την αυτήν εορτήν; Δεν
είναι παράδοσις να μη τελείται δις του έτους μια και η αυτή εορτή, ως λ.χ. η γέννησις και η βάπτισις του Χριστού, ως
τελείται ήδη δις, μίαν μεν φοράν υπό μίας Εκκλησίας, άλλην δε φοράν κατά το αυτό έτος υπό άλλης Εκκλησίας;

Το ζήτημα της μεταβολής του ημερολογίου δεν ήλθε πρώτην φοράν σήμερον προς συζήτησιν. Από του έτους 45 π.χ.
ότε ετέθη εις εφαρμογήν εν τη πολιτεία το Ιουλιανόν ημερολόγιον, το οφειλόμενον εις τον εξ Αλεξανδρείας
Αστρονόμον Σωσιγένην, εις διαφόρους Συνόδους εγένετο λόγος και σκέψις περί της μεταβολής τους, έως ότου ο
Πάπας Γρηγόριος ο ΙΓ' την 24 Φεβρουαρίου 1852 κατήργησεν αυτοβούλως το Ιουλιανόν ημερολόγιον και εισήγαγε το
Γρηγοριανόν, όπερ βαθμηδόν εφηρμόσθη εις την Δύσιν.

Η Ορθόδοξος όμως Ανατολική Εκκλησία απέρριψε την μεταρρύθμισιν ταύτην διά δύο λόγους: α). διότι αύτη δεν ήτο
τελεία και ακριβής εν πάσι και β). διότι διέβλεπε και κατενόει το ιδιοτελές και οπισθόβουλον των επαλειλημμένων
προτάσεων του Πάπα Γρηγορίου προς αποδοχήν και υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Γρηγ. ημερολόγίου, διότει
εθεώρει ο Πάπας ούτος το ζήτημα του ημερολογίου, ως σπουδαίον μέσον προς παραπλάνησιν και σαγήνευσιν των
Ορθοδόξων Χριστιανών της Ανατολής και εις την αποδοχήν του Γρηγ. ημερολογίου υπό των Εκκλησιών της Ανατολής
απέδιδε την σημασίαν της αναγνωρίσεως υπ' αυτών του πρωτείου του Πάπα και της υποταγής αυτών εις την
Ρωμαικήν Εκκλησίαν.
ΛΒ' Μέρος
Είπομεν εις το προηγούμενον άρθρον, ότι το ζήτημα της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου δεν ήλθε το
πρώτον σήμερον προς συζήτησιν. Πλειστάκις εγένοντο απόπειραι μεταβολής αυτού, αλλά πάντοτε ερρωμένως
απεκρούσθη αύτη υπό της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήτις ως π α ρ ά δ ο σ ι ν εθεώρησε και ως τοιαύτην
ετήρησε το ημερολογιακό καθεστώς της Εκκλησίας.

Εις δε την καινοτομίαν του Πάπα Γρηγορίου αντετάχθη και απέρριψε τας προτάσεις αυτού προς αποδοχήν του
μεταρρυθμισθέντος ημερολογίου. Η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία προσηλωμένη ολοψύχως εις την μακραίωνα της
Εκκλησίας π α ρ ά δ ο σ ι ν και εις τας αποφάσεις των Συνόδων, είχε ως είπομεν και ένα ιδιαίτερον αλλ' ουσιώδη
λόγον να μη προσχωρήση εις την Παπικήν μεταρρύθμισιν, διότι αφ' ενός μεν το νέον αυτής ημερολόγιον δεν ήτο το
ακριβές και τέλειον, όπως δεν ήτο και το Ιουλιανόν, αφ' ετέρου δε κατενόει και διέβλεπε το ιδιοτελές και
οπισθόβουλον των επανειλημμένων προτάσεων της Παπικής Εκκλησίας, διότι διά του νέου ημερολογίου, αύτη είχε
σπουδαίον μέσον παραπλανήσεως και σαγηνεύσεως των Ορθοδόξων Χριστιανών της Ανατολής, την αποδοχήν του
ημερολογίου των οποίων θα διεκήρυσσεν, ως αναγνώρισιν υπό πάντων των λαών του πρωτείου του Πάπα και ως
υποταγήν αυτών εις την Ρωμαικήν Εκκλησίαν.

Ιδού δε κατά χρονολογικήν σειράν, ποσάκις η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία απέκρουσε την μεταρρύθμισιν του
Εκκλησιαστικού ημερολογίου και εις ποιους λόγους εστήριξε την απόκρουσίν της, ταύτην δημιουργήσασα παράδοσιν
ολοκλήρων αιώνων, ήτις κατέστη διά την Εκκλησίαν δίκαιον Εκκλησιαστικόν, μη δυνάμενον ήδη μετά 2000 έτη να
καταλυθή και δη μονομερώς, ως κατελύθη μετά τοσαύτης επιπολαιότητος και τόσης θρησκευτικής ασυναισθησίας.

1). Από του 14ου αιώνος απαντώμεν ρητάς αρνήσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας διά πάσαν μεταβολήν. Ανδρόνικος ο
πρεσβύτερος ''σεσιγημένον αφήκε το πράγμα ένα μη μερισμόν τη Εκκλησία επάγη''. Ο δε Ματθαίος Βλασταράς
εφοβείτο, μήπως διά της διορθώσεως ''πρόξενος γεννήσεται στάσεως, ου μετρίας τη Εκκλησία''.

2). Κατά το έαρ του έτους 1583, ο μεταβαλών το Ιουλιανόν Ημερολόγιον Πάπας Γρηγόριος απέστειλε προς τον τότε
Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίαν τον Β', επιτροπήν αποτελουμένην υπό του Μιχαήλ Επάρχου Κερκυραίου
και Ιωάννου Βοναφέως Ζακυνθίου. Αύτη έφερε προς τον Πατριάρχην επιστολήν και δώρα πλούσια συγκείμενα εξ
ενός εσταυρωμένου χρυσού και Ειρήνης, είδος Παπικού φυλακτηρίου, λιθοκολλήτου.

Αλλ' οι πρέσβεις ούτοι του Πάπα, αποτυχόντες του σκοπού αυτών, επέστρεψαν άπρακτοι. Μετά τους πρέσβεις
τούτους απεστάλη προς τον Πατριάρχην ο επιφανής Μουρεζίνης προς τον αυτόν σκοπόν υπό του Πρίγκηπος της
Βενετίας Νικολάου Δαπόντε. Αλλά και ούτος απέτυχεν. Ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β' έγραψε προς τον Πρίγκηπα Δαπόντε
επιστολήν επιγραφομένην ''Περί της του νέου καλανδαρίου υποθέσεως''.

Η επιστολή αύτη έχει ως εξής: ''Ιερεμίας Ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και
Οικουμενικός Πατριάρχης. Γαληνότατε Πρίγκηψ των κλεινών Βενετειών, Κύριε, κύριε Νικόλαε Ντεπόντε υιέ αγαπητέ''
κ.λ.π. Ο ενταύθα περιφανέστατος Βαίουλος κύριος Τζονάν Φραντσέσκος Μουρεζίνης εμφανισθείς ημίν
σωματικώς, ηξίωσεν ημάς ως από της σης γαληνότητος και πάσης της μεγαλοπρεπούς Αριστοκρατίας υμών, ίνα
πρόβλεψιν τίνα οικονομήσωμεν, δι' ης της νέας διορθώσεως γεγονυίας του έτους δυνηθή η Εκκλησία της παλαιάς και
νέας Ρώμης συνεορτάζειν ένεκα της επομένης ειρήνης των απανταχού Χριστιανών.

Επεί δε ήκουστε παρ' ημίν, ότι αδύνατον παρ' ημίν γενέσθαι, εν μέρει τα κωλύοντα διηγησαμένων, ως φιλόχριστον
όντα σε και φιλέλληνα, και ως την αρχήν υμών φιλούσαν τους Γραικούς των άλλων πλέον χριστιανικών αρχών,
γράψαι προς σε εκρίναμεν διά την θείαν ειρήνην΄ ου γαρ αγνοούμεν όσα σκάνδαλα έχουσι γενέσθαι διά τα νέα
ταύτα.

Άξιον τοίνυν κρίνομεν οικονομίαν τινά γενέσθαι, ην εγώ μεν διά των γραμμάτων ωρίσω και μάλλον εις Κρήτην και
τας λοιπάς νήσους, η δε Γαληνότης σου επινεύσει και προστάξει. Και ώσπερ οι κατά καιρούς της πρεσβυτέρας Ρώμης
Μακαριώτατοι ειρήνης ένεκα έγραψαν και ώρισαν, ίνα οι μεν αυτοίς υπήκοοι τα έθη αυτών κρατώσιν, ει δε της
Ανατολικής ημών Εκκλησίας τα εαυτών, και ούτε Λατίνοι Γραικούς ενοχλώσιν, ούτε Γραικοί Λατίνους, αλλ' εν αγάπη
και ομονοία τον ένα Χριστόν δοξάζωσιν, ούτω και νυν εσταυρωμένον, η μεν Εκκλησία ημών διακρατεί Τ Α Π Α Ρ Α-
Δ Ο Θ Ε Ν Τ Α αυτή, η δε Δυτική ως θέλει και βούλεται.

Άλλως γαρ ποιήσαι ου έχομεν όλως, ως παντός Πατριάρχου της Εκκλησίας ημώς κανόσι και νόμοις οφείλοντος
υποκινείσθαι και Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Ε Σ Ι Ν Ε Κ Κ Λ Η Σ Ι Α Σ Τ Ι Κ Α Ι Σ΄ και ούτω διακρατούντος και τους ενταύθα
κυβερνόντος, μέχρι τα των Α γ ί ω ν Π α τ έ ρ ω ν πεφυλαγμένα''. Και αφού εκθέτει εν τη επιστολή τα της εορτής του
Αγίου Πάσχα, περί του οποίου λέγει:

''παρά τε του θείου Κλήμεντος και παρά της εν Νικαία Συνόδου καλώς εθεωρήθη (το Πάσχα) κανόνιόν τε άριστον
συνετέθη αυταίς αιώνιον, αστρονόμον εκάστοτε μη δεόμενον'' επιλέγει: ''Των αιτιών λοιπών τούτων, και άλλων
ευλόγων πολλών (ένδεκα) και το περί του Πάσχα ακαταζήτητον διατηρούμεν και όριον αιώνιον έχομεν ά χ ρ ι της εν-
δ ό ξ ο υ τ ο υ Χ ρ ι σ τ ο ύ ε λ ε ύ σ ε ω ς φ υ λ α τ τ ό μ ε ν ο ν.

Ου γαρ υπέρτεροι κανόνων ημείς, δι' ο πολλοί της ευθείας εξετράπησαν, υπήκοοι δε και εκπληρωταί, ως δυνατόν,
προς οικοδομείν την εξουσίαν, ην έδωκεν ημίν ο Κύριος, χρώμενοι εν τη Εκκλησία τη καθ' ημάς, ή τ ι ς έ χ ε ι λ ό γ ο
υ ς α γ ί ω ν π ο λ λ ο ύ ς, μ α ρ τ ύ ρ ι α, κ α ν ό ν α ς, κ α ι ά λ λ α κ α θ' ε ι ρ μ ό ν α ν α γ ι ν ο σ κ ώ μ ε να τ ο ν ε-
ν ι α υ τ ό ν ό λ ο ν΄ και εί τι της Παγχρύσσυ αλύσεως ταύτης αποτεμούμεν, εις την του όλου καθαίρεσιν την ζημίαν
επάξομεν ανωφελώς...

Ει ουν συνέβη τούτο ποτέ, σκήψιν τινα τα νέα είχον ωρολόγια. Επεί δε τη χάριτι του Θεού μέχρι του νυν παλαιά τε και
νέα Ρώμη καλώς τον ένα Χριστόν άπαξ του ενιαυτού συνεώρταζον, ως άπαξ αυτού παθόντος, τίνος ένεκα η σύγχυσις
αύτη και το παγκόσμιον σκάνδαλον των ακουομένων δέκα ημερών;... Την αυθεντίαν εχετώσαν οι των θείων Πατέρων
κανόνες και οι νόμοι των ευσεβών βασιλέων, και ουχί οι αστρονόμοι, ων τα τοιαύτα συμβούλια ασθενή τινα, ως δοκεί,
ευρόντες λαβήν, αινιττομένην τοις θείοις Πατράσι, και φυλαχθείσαν αναμάρτητον, έως της σήμερον.

Ει γαρ και ο χρόνος και η των φωστήρων κίνησις περί την ημέραν του Πάσχα ανωμαλία τινά ποιεί, τη ευσεβεία γε μην
ουδ' όπως τι ουν τούτο λυμαίνεται. Όθεν ουδέ μετατρέπειν δει των Αγίων Πατέρων κανόνα και καινοτομείν και εις
αιτίας στάσεως τας Χριστού Εκκλησίας κινείν. Είπερ αληθεία και θείω Πνεύματι περί αναγκαίων καλώς εσκόπουν
πολλά, εισί τα ψυχωφελή, και ουχί τα παίγνια των ωρολογίων τούτων, ουδέν όντων...

Εν μηνί Φεβρουαρίω, Ινδικτιώνος Γ', τω γαληνοτάτω Ντόζε των κλεινών Βενετειών τω κατά πνεύμα υιώ αγαπητώ της
ημών μετριότητος. Είναι χαρακτηριστικόν το αυστηρόν ύφος του τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, του
επονομαζομένου Τρανού, εις την άνω επιστολήν και η στερρά αυτού απόφασις ν α δ ι α κ ρ α τ ή τ α π α ρ α δ οθ έ-
ν τ α, ως οφειλούσης της Ανατολικής Εκκλησίας να υπείκη, εις τας Εκκλησιαστικάς παραδόσεις.

Εκείνο δε το οποίον μαρτυρεί, ότι δεν είχεν υπ' όψιν ο Πατριάρχης ούτος μόνον την εορτήν του Πάσχα, αλλ' εν γένει
το η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο ν - ως το ονομάζει κ α λ α ν δ ά ρ ι ο ν - είναι η ωραιοτάτη περικοπή του ότι η Ανατολική Εκκλησία
''έχει λόγους αγίων πολλούς, μαρτύρια, κανόνας και άλλα καθ' ειρμόν αναγινωσκόμενα τον ενιαυτόν όλον''.

Εκφραστικότατα δε παρομοιάζει πάντα ταύτα με πάγχρυσον άλυσσον, από την οποίαν λέγει, δεν δυνάμεθα να
αποκόψωμεν μέρος τι, διότι τότε θα επιφέρωμεν την καθαίρεσιν του όλου. Ιδού όλον το ζήτημα του Εκκλησιαστικού
Ημερολογίου λυόμενον διά της περικοπής ταύτης.

Εκείνο το οποίον εν αρχή της μελέτης ταύτης ετονίσαμεν: ότι δεν αρκεί, ότι αφέθη η εορτή του Πάσχα αμετακίνητος,
ως και αι λοιπαί εκ του Πάσχα εξαρτώμεναι εορταί, διότι η μεταβολή του ημερολογίου επιφέρει γενικήν ανατροπήν
εις το Εκκλησιαστικόν καθεστώς και παραβιάζει τ α ς π α ρ α δ ό σ ε ι ς της Εκκλησίας, έστω και αν δεν μετεβλήθη
η θέσις της εορτής του Πάσχα. Δεν είναι όμως μόνη, η ανωτέρω επιστολή του Πατριάρχου Ιερεμίου.

Ο αυτός Πατριάρχης έπεμψε τω 1588 γράμματα και προς τότε Μητροπολίτην Φιλαδελφείας και προς τους εφόρους
του Ναού του Αγίου Γεωργίου ''εν Ενετίαις'', οίτινες εζήτουν παρά του Πατριάρχου να αφαιρεθώσι μερικά εκ του
Τριωδίου και να δεχθώσι το Πάσχα, όπερ εκαινοτόμησαν οι Ιταλοί.

Προς πάντας τούτους επαναλαμβάνει την αυτήν επιταγήν δριμύτατα, ελέγχων την Δυτικήν Εκκλησίαν διά τας
καθημερινάς καινοτομίας της. Εκτός όμως των επιστολών τούτων, ο Πατριάρχης Ιερεμίας συνεκρότησεν εν Κων/πόλει
υπό την Προεδρίαν του Σύνοδον, εις ην έλαβον μέρος και οι Πατριάρχαι Αλεξανδρείας Μελέτιος ο Πηγάς και ο
Ιεροσολύμων Σωφρόνιος. Αύτη συνεκροτήθη το 1587.

Αλλά τα περί ταύτης ως και άλλων εγγράφων του αυτού Πατριάρχου θέλομεν ερευνήσει εις το επόμενον άρθρον.

ΛΓ' Μέρος
Ο δριμύτερον ελέγξας και καταδικάσας τον περί του ημερολογίου νεωτερισμόν της Ρώμης ήτο, ως είδομεν ο
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας ο Β' (1583). Εκτός της δημοσιευθείσης ήδη επιστολής του προς τον
Πρίγκηπα Δαπόντε της Βενετίας, ο Πατριάρχης ούτος έπεμψεν επιστολήν του προς αυτόν τον Πάπαν Ρώμης Γρηγόριον
ΙΓ', αποδοκιμάζων την διόρθωσιν του ημερολογίου και τας διδασκαλίας των διαμαρτυρομένων, ως αντιτιθέμενα
πάντα εις τας π α ρ α δ ό σ ε ι ς της Εκκλησίας.

Ο Ιερεμίας ούτος, ίνα δείξη τον σεβασμόν του μεν προς τον Πάπαν, αλλά όχι και την υποταγήν του εις τας καινοτομίας
του, τας αντιστρατευομένας εις τας παραδόσεις των Πατέρων, εδώρησε κατ' Αύγουστον του 1584 εις τον Πάπαν,
δάκτυλον του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και χείρα του Αγίου Ανδρέου του εν τη Κρίσει. Την επιστολήν του προς
τον Πάπα υπέγραψεν αυτός ούτος ο Πατριάρχης και ο Αλεξανδρείας Σίλβεστρος. Εν τη μακρά ταύτη επιστολή
υπάρχουσι και οι εξής περικοπαί:

''...Τα γαρ αρχαία έθη κρατείτω, ώρισαν (οι κανόνες), ο δε βιάζει παρ' ενορίας εστί και έξω της διδαχής του Χριστού΄
αυτός είπεν απελθόντες μαθητεύσατε, ουχί βιάσατε... Αλλ' έδει και τους υφ' αυτόν εσπερίους, μη νέα και πρόσφατα
διδάσκειν σκανδάλου πρόξενα, αλλά την Χριστού διδαχήν, αγίων Αποστόλων, των Ιερών Συνόδων, και όσα του θείου
Πνεύματος εισί.

Δεύτερον και υφηγούμεθα παντού χριστιανώ ορθοδόξω βουλομένω, ως ουκ έστιν ασύστατον το παρ' ημίν Πασχάλιον,
αλλ' ως ακόλουθον τοις ορισθείσι των Αγίων Πατέρων μένει ορθόν, και εις αιώνας σταθερόν διαμενεί, έως ου
φυλάττει την τάξιν, ην έλαχεν απαρασάλευτον, αρίστως εσκεμμένην τοις θείοις πατράσιν, ων ουδείς των νυν ούτε την
επιστήμην οίδε της αστρονομίας κατ' εκείνους τους αρίστους, ούτε τον αγιασμόν έχει, πλην ει μήπου δοκήσει, τα δε
άλλα εστίν αληθείας μακράν...

Βέλτιον ο ην αυτοίς μ η κ α ι ν ο τ ο μ ε ί ν και τοιαύτα μ ε τ α π ο ι ε ί ν, και ταις Εκκλησίαις Χριστού στάσεως αν


μετρίας γίνεσθαι προξένους... ουκ εύλογον λογίζεται ως τοις εντεχομένοις τα καλώς ορισθέντα τοις ιεροαγίοις
Πατράσιν, ου μόνον λελογισμένον αλλά και θείον.

Ο Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας

Ο Αλεξανδρείας Σίλβεστρος

Ο αυτός Πατριάρχης Ιερεμίας κατά την γ' εκλογήν του (1586-1595) συνεκρότησε την 12 Φεβρουαρίου 1593 (και ουχί
το 1587 ως εκ παραδρομής εδημοσιεύθη εις το προηγούμενον άρθρον) συνεκρότησε εν τω ναώ της Θεοτόκου
Παραμυθίας μεγάλην Σύνοδον, ήτις μεταξύ άλλων κατέκρινε και κατεδίκασε το γρηγοριανόν ημερολόγιον. Της
μεγάλης ταύτης πανορθοδόξου Συνόδου μετέσχον εκτός αυτού εξάρχοντος, Μελέτιος ο Πηγάς Αλεξανδρείας, Ιωακείμ
ο της Αντιοχείας και Σωφρόνιος ο των Ιεροσολύμων.

Της Συνόδου ταύτης, ο 8ος κανών επιγράφεται ''π ρ ο ς α π ο β ο λ ή ν τ ο υ ν έ ο υ κ α λ α ν τ α ρ ί ο υ, ή τ ι ς π ε-


ρί τ ο υ Π ά σ χ α Λ α τ ί ν ω ν κ α ι ν ο τ ο μ ί α ς'' και άρχεται ως εξής:

''Απαρασάλευτον διαμένειν βουλόμεθα το τοις Πατράσι διορισθέν περί του Αγίου και σωτηρίου Πάσχα'' και ορίζει ότι
''άπαντας τους τολμώντας παραλύειν τους όρους της αγίας και οικουμενικής μεγάλης Συνόδου της εν Νικαία
συγκροτηθείσης επί παρουσία της ευσεβείας του θεοφιλεστάτου Βασιλέως Κωνσταντίνου περί της αγίας εορτής του
σωτηριώδους Πάσχα ακοινωνήτους και αποβλήτους είναι της εκκλησίας, κ.τ.λ.
Ας μη είπη δε τις, ότι αποκλειστικώς και μόνον διά την εορτήν του Πάσχα διετάχθη τούτο. Διότι εκτός των όσων
ανωτέρω ανεπτύξαμεν περί του σκοπού και του πνεύματος των διατάξεων της εν Νικαία Συνόδου αποβλέποντος, ουχί
εις αυτό το Πάσχα, αλλ' εις το ε ν ι α ί ο ν της εορτής υφ' όλων των Εκκλησιών, η υπό τον Ιερεμίαν Σύνοδος ως και αι
επιστολαί του ομιλούν γενικώτερον περί της α π ο β ο λ ή ς τ ο υ ν έ ο υ κ α λ α ν τ α ρ ί ο υ. Της ανωτέρω Συνοδικής
αποφάσεως ερμηνευτικήν περικοπήν διά το ημερολόγιον γεγραμμένην εις απλήν γλώσσαν απέστειλεν ούτος δι'
εγκυκλίου του προς πάσας τας ορθοδόξους Εκκλησίας.

Το κείμενον δε ταύτης υπάρχει εις ανέκδοτον χειρόγραφον κώδικα της Βιβλιοθήκης της Σκήτης των Καυσοκαλυβίων
του Αγίου Όρους, μιας των Αρχαιοτέρων σκητών και έχει ως εξής:

''Όποιος δεν ακολουθεί τα έθιμα της Εκκλησίας καθώς αι απτά Οικουμενικαί Σύνοδοι εθέσπισαν και το Άγιον
Πάσχα και μ η ν ο λ ό γ ι ο ν καλώς ενομοθέτησαν να ακολουθώμεν και και θέλει να ακολουθή το νεοφεύρετον
Πασχάλιον κ α ι Μ η ν ο λ ό γ ι ο ν τ ο υ Π ά π α των αθέων αστρονόμων και εναντιώνεται εις όλα αυτά και θέλει να
τα ανατρέψη και να τα χαλάση, ας έχει το ανάθεμα και έστω της του Χριστού Εκκλησίας και της των πιστών ομηγύρεως
ας είναι.

Εσείς δε οι ευσεβείς και Ορθόδοξοι Χριστιανοί μ ε ί ν ε τ ε ε ν ο ι ς ε μ ά θ α τ ε και εγεννήθηκε και ανετράφητε΄ και
όταν το καλέση η χρεία, και αυτό το αίμα σας να χύσετε διά να φυλάξητε την πατροπαράδοτον πίστιν και ομολογίαν
σας, και φυλάγεσθε και προσέχετε από των τοιούτων, ίνα και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός σας βοηθή, και η ευχή
της ημών μετριότητος είη μετά πάντων Υμών. Αμήν.'' Εν έτει 1593 Φεβρουαρίου 12. Επισφράγισις

Ιερεμίας ο Παναγιώτατος Οικουμεν. Πατριάρχης, Σωφρόνιος Ιεροσολύμων και η Αγία Σύνοδος των Αρχιερέων.

Είναι άρα αναμφισβήτητον, ότι κατά τον Πατριάρχην Ιερεμίαν και την υπ' αυτού συγκροτηθείσαν πανορθόδοξον
Σύνοδον, όχι μόνον το Πάσχα, αλλά κ α ι τ ο μ η ν ο λ ό γ ι ο ν πρέπει να μείνη αμετάβλητον.

Εκτός της Συνόδου ταύτης εν έτει 1848 εξαπελύθη προς τους απανταχού ορθοδόξους εγκύκλιος της Μιας, Αγίας,
Καθολικής και ποστολικής Εκκλησίας ε ν α ν τ ί ο ν τ ω ν Ν ε ω τ ε ρ ι σ τ ώ ν. Την εγκύκλιον ταύτην υπέγραψαν: α).
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος. β). Ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ιερόθεος. γ). Ο Πατριάρχης
Αντιοχείας Μεθόδιος και δ). Ο Ιεροσολύμων Κύριλλος ως και αι περί αυτούς Ιεραί Σύνοδοι. Η εγκύκλιος αύτη
διαλαμβάνει μεταξύ άλλων τα εξής:

''Κρατώμεν τας ομολογίας, ην παρελάβομεν άδολον παρά τυλικούντων ανδρών αποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμόν
ως υ π α γ ό ρ ε υ μ α τ ο υ Δ ι α β ό λ ο υ.

Ο δεχόμενος νεωτερισμόν κατελέγχη ελλιπή την κεκηρυγμένην Ορθόδοξον πίστιν.

Αλλ' αύτη πεπληρωμένη ήδη εσφράγισται, μη επιδεχομένη μήτε μείωσιν, μήτε αύξησιν, μήτε αλλοίωσιν ην τινα ουν
και ο τολμών ή πράξαι ή συμβουλεύσαι ή διανοηθήναι τούτο ήδη ηρνήθη την πίστιν του Χριστού, ήδη εκουσίως
καθυπεβλήθη εις το αιώνιον ανάθεμα, διά το βλασφημείν εις το Πνεύμα το Άγιον, ως τάχα μη αρτίως λαλήσαν εν ταις
Γραφαίς και Οικουμ. Συνόδοις.

Το φρικτόν τούτο ανάθεμα αδελφοί και τέκνα εν Χριστώ αγαπητά, ουκ εκφωνούμεν ημείς σήμερον, αλλ' εξεφώνησε
πρώτος ο Σωτήρ ημών... Εξεφώνησαν τούτο αι επτά Οικουμενικαί Σύνοδοι και σύμπας ο χορός των Θεοφόρων
Πατέρων. Άπαντας ουν οι νεωτερίζοντες ή αιρέσει ή σχίσμασι εκουσίως ενεδύθησαν κατά τον ψαλμωδόν ''κατάραν
ως ιμάτιον''. Ούτω φρονούντες οι πατέρες ημών και υπακούουντες εις τους ψυχοσωτηρίους λόγους του Παύλου
εστάθησαν σταθεροί και εδραίοι ε ι ς τ η ν ε κ δ ι α δ ο χ ή ς π α ρ α δ ο θ ε ί σ α ν α υ τ ο ί ς π ί σ τ ι ν και διέσωσαν
αυτήν άτρεπτον και άχραντον διά μέσου τοσούτων αιρέσεων και παρέδωκαν αυτήν εις ημάς ειλικρινή και ανόθευτον,
ως εξήλθεν άδολος από του στόματος των πρώτων υπηρετών του Λόγου''.

Ούτω φρονούντες και ημείς άδολον, ως παρελάβομεν, μεταχετεύομεν αυτήν εις τας επερχομένας γενεάς, μηδέν
παραμείβοντες, ίνα ώτι κακείνοι, ως και ημείς, ευπαρουσίαστοι και ακαταίσχυντοι, λαλούντες περί της των προγόνων
πίστεως. Και η εγκύκλιος αύτη δεν ομιλεί περί του Πάσχα. Ομιλεί περί τ ω ν π α ρ α δ ό σ ε ω ν τ η ς Ε κ κ λ η σ ί α
ς, αίτινες πρέπει να διαφυλάσσωνται αμετάβλητοι, και εναντίον παντός νεωτερισμού. Θα ίδωμεν όμως εις τα
επόμενα άρθρα, ότι δεν είναι μ ό ν α ι αι ανωτέρω Σύνοδοι, αι ομιλούσαι περί του αθίκτου τ ω ν π α ρ α δ ό σ ε ω
ν και αποκρούουσαι πάντα νεωτερισμόν.

ΛΔ' Μέρος
Θα ήσαν αρκεταί αι εκτεθείσαι εις τα προηγούμενα άρθρα αποφάσεις, γνώμαι και Επιστολαί Συνόδων και
Πατριαρχών, δι' ων διαπιστούται μία Αρχή κοινή και απαράβατος τηρηθείσα εν τη Εκκλησία, η αρχή της εμμονής
εις τα ς π α ρ α δ ό σ ε ι ς της Εκκλησίας, τας από αιώνων ισχυούσας, θα ήσαν λίγομεν αρκεταί, ίνα πείσωσι πάντας,
ότι η γενομένη μετά τόσους αιώνας μεταβολή του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου αποτελεί ν ε ω τ ε ρ ι σ μ ό ν, την
οποίαν διά παν Εκκλησιαστικόν θέμα καταδικάζει η Εκκλησία, εφ' όσον καταλύει π α ρ ά δ ο σ ι ν μακραίωνα,
καθαγιασθείσαν διά του σεβασμού αυτής, υφ' απασών των από αιώνων Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Νομίζομεν όμως αναγκαίον να αναφέρωμεν και άλλας ακόμη αποφάσεις της Εκκλησίας, διά να καταδείξωμεν, ότι εν
ενί στόματι, εν ενί πνεύματι και μια καρδία, οι από αιώνων και ετών ενσαρκούντες την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και
Αποστολικήν Εκκλησίαν αντιπρόσωποι αυτής ομοιοτύπως και σταθερώς ανεγνώρισαν, ότι α ι π α ρ α δ ό σ ε ι ς της
Εκκλησίας, αίτινες ως θα ίδωμεν εγένοντο σεβασταί και υπό των παλαιών Οικουμενικών Συνόδων, είναι και πρέπει
να μείνωσιν αναλλοίωτοι και αμετακίνητοι.

4). Επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου του Γ' (1716-1726) συνεκλήθη σύνοδος εκ δώδεκα Μητροπολιτών
προισταμένων αυτής του Πατριάρχου τούτου Ιερεμίου και των Πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, ήτις
εστρέφετο κατά των πλανών και νεωτερισμών της Εκκλησίας της Ρώμης. Η μακρά απόφασις της Συνόδου ταύτης
(1722) περιλαμβάνει, ως 5ον όρον τα εξής: ''...Τρίτον, στέργειν και αποδέχεσθαι και πάσας τας Εκκλησιαστικάς
παραδόσεις, εγγράφους τε και αγράφους, καθώς αυτάς η Ανατολική του Χριστού Εκκλησία άνωθεν έτι εξ' αυτών των
Αποστόλων παρέλαβε και διεδέξατο και ενεργεί και φυλάττει απαρατρέτρως μέχρις της σήμερον.

5). Κατά το 1827 επί Οικουμενικού Πατριάρχου Αγαθαγγέλου, η αυτή αντετάχθη άρνησις διά την διόρθωσιν του
Ιουλιανού ημερολογίου εις τους αυτούς στηριχθείσα λόγους. Τότε Ακαδημαικοί τινές της Πετρουπόλεως προέβαλον
αίτησιν περί της διορθώσεως του Ιουλιανού ημερολογίου. Η Ιερά όμως Σύνοδος της Ρωσσίας, προς την οποίαν
απεστάλη η πρότασις αύτη απεφάνθη, ότι ίνα τεθή εις εφαρμογήν, πρέπει να εγκριθή υπό της εν Κωνσταντινουπόλει
Μεγάλης Εκκλησίας. Και απεστάλη προς τον Πατριάρχην Αγαθάγγελον η πρότασις αύτη.

Αλλ' ούτος απέρριψεν εντελώς την πρότασιν ταύτην επικαλεσθείς και ούτος τα θεσπισμένα υπό των Οικουμενικών
Συνόδων. Αείποτε άρα η Ορθόδοξος Εκκλησία προκειμένου περί της μεταβολής του Ημερολογίου αντετάχθη,
επικαλουμένη στερεοτύπως σχεδόν τ η ν π ρ ά ξ ι ν της Εκκλησίας, τας π α ρ α δ ό σ ε ι ς αυτής. Είναι περίεργον ότι
αυτός ούτος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ο αναλαβών την πρωτοβουλίαν και την εισήγησιν της μεταβολής εν τη
Εκκλησία της Ελλάδος του ημερολογίου, προ της ανόδου του εις τον Μητροπολιτικόν θρόνον Αθηνών, Αρχιμανδρίτης
έτι ων κατά το 1918, εδημοσίευσε εν τω ''Εκκλησιαστικώ Κήρυκι'' (φύλλον 145 του 1918) μελέτην ''περί του
Γρηγοριανού ημερολογίου εν τη Ανατολή''.

Εν αυτή αναφέρει την προς τον Δόγην της Ενετίας Ν. Νταπόντε επιστολήν του Πατριάρχου Ιερεμίου και περί της
αρνήσεως τούτου να παραδεχθή το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, επιλέγει: ''Η επιστολή αύτη του Πατριάρχου (Ιερεμίου
Β') χ α ρ α κ τ η ρ ί ζ ε ι ως ά ρ ι σ τ α την θέσιν, ην ευθύς αμέσως κατέλαβεν η Ορθόδοξος Εκκλησία απέναντι της
γρηγοριανής τροποποιήσεως του Ημερολογίου θεωρείται αύτη υπ' αυτής, ως μια των πολλών καινοτομιών της
πρεσβυτέρας Ρώμης ''π α γ κ ό σ μ ι ο ν σ κ ά ν δ α λ ο ν'' κ α ι α υ θ α ί ρ ε τ ο ς τ ω ν ε κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ώ ν π α-
ρ α δ ό σ ε ω ν κ α τ α π ά τ η σ ι ς...

Λαμβάνει δε αφορμήν ο Πατριάρχης να εξάρη την εμμονήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας ε ι ς τ α π α ρ α δ ε δ ο μ έ-


ν α και να ψέξη τας συνεχείς εν τη Δυτική Εκκλησία μεταβολάς διά παπικών θεσπισμάτων, άνευ γνώμης ειδήσεως
τινος των λοιπών Εκκλησιών γενομένας... Όθεν δ ε ν ε δ ι κ α ι ο ύ τ ο μ ό ν ο ς ο Πάπας να τροποποιήση το
ημερολόγιον θ ε ω ρ ώ ν ε α υ τ ό ν υ π έ ρ τ ε ρ ο ν των Οικουμενικών Συνόδων''.
Αλλ' ενώ ο Αρχιμανδρίτης κ. Χρυσόστομος συμφωνεί πλήρως προς όσα ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β' διεκήρυξε, πως
γενόμενος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών παρείδε τα παραδεδομένα; Και αφού παραδέχεται, ότι ούτε ο Πάπας δεν
εδικαιούτο μονομερώς να τροποποιήση το ημερολόγιον και αφού επαναλαμβάνει μετά του Ιερεμίου Β', ότι η
μεταρρύθμισις του Πάπα είναι ''π α γ κ ό σ μ ι ο ν σ κ ά ν δ α λ ο ν'' και αυθαίρετος ''κ α τ α π ά τ η σ ι ς τ ω ν Ε κ-
κ λ η σ ι α σ τ ι κ ώ ν π α ρ α δ ό σ ε ω ν'', πως δεν εσκέφθη, ότι κατά ισχυρότερον λόγον, ''π α γ κ ό σ μ ι ο ν σ κ ά ν-
δ α λ ο ν'' θα είναι η μονομερής υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος μεταρρύθμισις του ημερολογίου, χωρίς ταύτην να
δεχθώσιν αι άλλαι ορθόδοξοι Εκκκλησίαι;

Και πως εδέχθη να διαπράξη αυτός αυθαίρετον των Εκκλησιαστικών παραδόσεων καταπάτησιν, ομοίαν εκείνης ην
διέπραξεν ο Πάπας. Ας ίδωμεν όμως εις το επόμενον άρθρον και μεταγενεστέρας -συγχρόνως- αποφάσεις Συνόδων
και Πατριαρχικών αποφάσεων, αποφηνομένων την αυτήν με τας παλαιοτέρας αποφάσεις γνώμην και μη
αποδεξαμένων ουδεμίαν τροποποίησιν.

ΛΕ' Μέρος
Ως είδομεν εις τα προηγούμενα άρθρα, από τεσσάρων σχεδόν αιώνων το ζήτημα της αποδοχής του Γρηγοριανού
ημερολογίου και υπό της Ανατολικής Εκκλησίας απετέλει αντικείμενον συζητήσεων και συνελεύσεων εν αυτή,
πάντοτε δε απεκρούσθη, όχι δι' αστρονομικούς και επιστημονικούς άλλους λόγους, αλλά κυρίως και πρωτίστως, διότι
αντέκειτο εις κανόνας και εις τας παραδόσεις της Εκκλησίας. Αλλ' έχομεν και πολύ μεταγενεστέρας αποφάσεις της
Ανατολικής Εκκλησίας, αποφάσεις συγχρόνους, διά των οποίων η αυτή προεβλήθη επίμονος άρνησις και η αυτή
διετυπώθη προσήλωσις εις τους κανόνας και τας παραδόσεις της εκκλησίας.

Κατά το έτος 1893 (Ιούνιον) ήρχισε νέα ενέργεια προς ενεργοποίησιν του ημερολογίου. Εις διάλεξιν δε γενομένη την
7 Ιουλίου 1893 εν Κωνσταντινουπόλει εις τον εκεί ελληνικόν φιλολογικόν σύλλογον, ο τότε Πατριάρχης Νεόφυτος ο
Η' επέτρεψε να παραστή και αντιπρόσωπος αυτού ο Τανταλίδης. Αλλ' η συζήτησις εκείνη δεν απεκρυσταλλώθη εις
ουδεμίαν απόφασιν.

6). Κατά το 1895, ο Πατριάρχης Άνθιμος ο Ζ' απηγόρευσε την περί του ζητήματος των Πασχαλίων Κανόνων συζήτησιν
εις αυτόν τον Φιλολογικόν Σύλλογον, επέτρεψε δε μόνον και εδημοσιεύθη εις την ''Εκκλησιαστικήν Αλήθειαν'' της 24
Νοεμβρίου 1895 η περί του ημερολογίου γνώμη του, ότι ''συμφωνούμεν εν τη εκφράσει πόθων και ευχών υπέρ του
ενιαίου ημερολογίου δι' ά π α ν τ α ς τ ο υ ς χ ρ ι σ τ ι α ν ι κ ο ύ ς λ α ο ύ ς''.

7). Κατά το έτος 1902, ο εκ Σμύρνης μαθηματικός Επαμεινώνδας Πολυδώρου υπέβαλεν εις την Μεγάλην Εκκλησίαν εν
χειρογράφω πραγματείαν περί της εκκλησιαστικής μεταρρυθμίσεως του Ιουλιανού ημερολογίου. Αύτη παρεπέμφθη
εις επί τούτω επιτροπήν, υποτελεσθείσαν υπό των τότε καθηγητών Γ. Λιανοπούλου, Β. Αντωνιάδου, Κορνηλίου Α.
Σπαθάρη και Ηλ. Βαλσαμάκη. Η επιτροπή αύτη υπέβαλε την από 5 Δεκεμβρίου 1902 έκθεσίν της, διά της οποίας
απέρριψε την πρότασιν του Πολυδώρου, αναιρέσασα εν προς εν τα επιχειρήματα αυτού.

Προκειμένου περί της Εκκλησιαστικής απόψεως του ζητήματος, η έκθεσις λέγει: ''... Εκ της αυτής εκκλησιαστικής
απόψεως εξετάζουσα το ζήτημα, ουδέν ευρίσκει το θρησκευτικώς συνηγορούν υπέρ της ανάγκης τ ο υ α π ο σ τ ή-
ν α ι τ η ς δ ι ά τ ω ν α ι ώ ν ω ν κ α θ ι ε ρ ω θ ε ί σ η ς π ρ ά ξ ε ω ς τ η ς Ε κ κ λ η σ ί α ς και αντικαταστήσαι το
αστρονομικώς ατελέστερον θεωρούμενον ημερολόγιον δι' ετέρου αστρονομικώς τελειοτέρου υποτιθεμένου
ημερολογίου, χάριν αστρονομικής ακριβείας περί τον εορτασμόν της ζωηφόρου Αναστάσεως του Κυρίου.

Ευπροσδέκτως τω Θεώ εορτάζουσιν ουχί οι αστρονομικήν ακρίβειαν επιτηδεύοντες περί την τήρησιν των καιρών, αλλ'
οι ακριβείς περί την ευσέβειαν και την αγνότητα της ψυχής... κατά δε τον Απόστολον το παρατηρείν ημέρας και
καιρούς και ενιαυτούς και νουμηνίας τεκμηριοί νηπιότητα εν τη πίστει και αυτό τούτο μετάπτωσιν από του
ζωοποιούντος πνεύματος του Χριστού εις το κτείνον γράμμα του Ιουδαισμού και του Φαρισαισμού.

8). Τέλος ο αείμνηστος Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ' κατά την δευτέραν αυτού Πατριαρχείαν (1902), έχων υπ' όψει την
ενταθείσαν τότε συζήτησιν περί της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου έλαβε την πρωτοβουλίαν να
προκαλέση απόφασιν της Αγίας και Ιεράς Συνόδου της Μεγάλης Εκκλησίας, δι' ης να προσκαλή πάσας τας
αυτοκεφάλους Ορθοδόξους Εκκλησίας, ίνα μελετήσωσιν επισταμένως τα του ημερολογίου και εξεύρωσι τρόπον
συμβιβασμού των απαιτήσεων της επιστήμης και των διεθνών σχέσεων μετά της τηρήσεως των Εκκλησιαστικών
ορισμών.

Η Πατριαρχική και Συνοδική εγκύκλιος υπό ημερομηνίαν 12 Ιουνίου 1902, η απολυθείσα προς απάσας τας Εκκλησίας
εξεδόθη υπό των Πατριαρχείων εις ίδιον τεύχος μετά των εις αυτήν απαντήσεων και επιγράφεται: ''Περί τεσσάρων
σοβαρών και πολλής μελέτης και σπουδής αξίων ζητημάτων. Έστι δε ταύτα συντόμως ειπείν: α'). η εν ομονοία και
αγάπη συνάντησις και ενίσχυσις των Αγίων του Θεού ορθοδόξων Εκκλησιών,

β'). η δυνατή τούτων προς τας δύο μεγάλας του Χριστιανισμού αναδενδράδας, τον Καθολικισμόν και τον
Προτεσταντισμόν σχέσις και εν Χριστιανική αγάπη προσέγγισις, γ'). πως δει την Ορθόδοξον Εκκλησίαν προσενεχθήναι
ιδία προς τους λεγομένους Παλαιοκαθολικούς, επιποθούντας την μετ' αυτής ένωσιν και δ'). το περί δυνατής
ή μη τροπ ο π ο ί σ ε ω ς κ α ι α κ ρ ι β ε σ τ έ ρ ο υ κ α θ ο ρ ι σ μ ο ύ τ ο υ π α ρ' η μ ί ν κ ρ α τ ο ύ ν τ ο ς Η μ ε-
ρ ο λ ο γ ί ο υ.

Τοις μακαριωτάτοις και Αγιωτάτοις Πατριάρχαις Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων και ταις αγιωτάταις εν Χριστώ
αδελφαίς αυτοκεφάλοις Εκκλησίαις ταις εν Κύπρω, Ρωσσία, Ελλάδι, Ρουμανία, Σερβία και Μαυροβουνίω. Αι
ενδιαφέρουσαι ημάς περικοπαί της μακράς ταύτης και περισπουδάτου Συνοδικής εγκυκλίου του αειμνήστου Ιωακείμ
Γ' είναι αι εξής:

''...Ούσα δε κατά τον θεόπνευστον και ουρανοβάμονα Απόστολον στύλος και εδραίωμα της αληθείας και σώμα
Χριστού, η αγία λεγομένη Εκκλησία, μία εστί πράγματι εν ταυτότητι πίστεως και ομοιότητι ηθών και εθίμων συνωδά
ταις αποφάσεσι των επτά Οικουμενικών Συνόδων, και μία οφείλει είναι, αλλ' ου πολλοί και διαφέρουσαι προς
αλλήλας κατά τε τα δόγματα και τους θεμελιώδεις θεσμούς της εκκλησιαστικής διακυβερνήσεως...

Ουχ ήττονος προσοχής άξια λογιζόμεθα και τα περί κοινού ημερολογίου αφ' ικανού ήδη χρόνου λεγομένα τε και
γραφόμενα, εν οις ιδία τα προτεινόμενα συστήματα μεταρρυθμίσεως του απ' αιώνων κρατούντος εν τη Ορθοδόξω
Εκκλησία Ιουλιανού ημερολογίου ή αποδοχής του Γρηγοριανού εκείνου μεν ως ελλιπεστέρου επιστημονικώς, τούτου
δε ως ακριβεστέρου νομιζομένου και περί της κατ' αναγκαίαν ακολουθίαν μεταστάσεως του καθ' ημάς
εκκλησιαστικού πασχαλίου.

Και εν ταις του θέματος τούτου μελέτης διχαζομένας βλέπομεν τας παρά τοις ειδικώς εγκύψασιν ημετέροις
ορθοδόξοις κρατούσας γνώμας. Τινές μεν γαρ αυτών των εν ημίν έκπαλαι παρεδεδεγμένον, ως μόνον αρμόζον τη
Εκκλησία κρίνουσι διά τ ο ε ί ν α ι π α τ ρ ο π α ρ ά δ ο τ ο ν κ α ι Ε κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ώ ς α ν έ κ α θ ε ν κ ε κ υ ρ ω-
μ έ ν ο ν, ήκιστα δε αναγκαίαν την τούτου μεταρρύθμισιν, αλλά και φευκτέαν μάλλον θεωρούσι διά λόγους, ους
αναπτύσσουσιν, ένιοι δε δι' ακρίβειαν χρονομετρικήν όσον ένεστι πληρεστέραν ή και την του ομοιομόρφου κοινήν
χρησιμότητα προβαλλόμενοι, υπέρμαχοι του των δυτικών ημερολογίου και της παρ' ημίν ησαγωγής αυτού
αποφαίνονται, συνηγορούντων αυτοίς, ως εικάς και των εκ της δυτικής Εκκλησίας, επί προσδοκία ίσως ενδεχεμένων
θρησκευτικών, κατά τας ιδίας αυτών απόψεις ωφελειών.

Ούτω δ' επετεινομένης εν ταις ημέραις ημών της συζητήσεως, καθ' ην εκατέρωθεν εμμένως προτάσσονται ποικίλοι
και σπουδής άξιοι ισχυρισμοί προς τε την επιστήμην και την θρησκείαν ταυτοχρόνως αναφερόμενοι εν' ω συνάμα εν
τισι των ορθοδόξων χωρών έφεσιν, τις εκδηλούται προσχωρήσεως εις την γνώμην της του καθ' ημάς ημερολογίου
μεταλλαγής, ή τινος αυτού διαρρυθμίσεως, πρόσφορον επίσης ημίν δοκεί, άτε δη του ζητήματος τούτου συν τη
επιστημονική μορφή προφανή έχοντος σημασίαν εκκλησιαστικήν, διαμείψασθαι προς αλλήλας τας Αγίας
Ορθοδόξους Εκκλησίας σχετικάς ανακοινώσεις, ίνα και περί τούτου διαμορφωθή ΚΟΙΝΟΝ ΕΝ ΑΥΤΑΙΣ ΦΡΟΝΗΜΑ, ΜΙΑ
ΔΕ ΓΝΩΜΗ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, η μόνη απόκειται η περί τούτου κρίσις και η
εξεύρεσις εν ανάγκη τρόπου συνδιάζοντος κατά το εφικτόν την επιζητουμένην σχετικήν επιστημονικήν ακρίβειαν
προς την ποθουμένην τήρησιν καθιερωμένων εκκλησιαστικών ορισμών''.

Ως βλέπομεν ο μέγας εκείνος, ο θεωρούμενος και προοδευτικός και συγχρονισμένος Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ' με όλον
το κύρος το οποίον είχεν επί των ημερών του το Πατριαρχείον, με όλην την επιβουλήν του, ου μόνον εις τας λοιπάς
ορθοδόξους Εκκλησίας, αλλά και εις τας ετεροδόξους, μολονότι του είχον προβληθή σπουδαιότατοι λόγοι προς
μεταρρύθμισιν του ημερολογίου και ηδύνατο, αν ήθελε να ρίψη όλον το κύρος του εις την πλάστιγγα των διαφόρων
τότε γνωμών, Κληρικών και Λαικών, και να αποτελέση μετ' ολιγίστων ίσως βαρύνουσαν μειονοψηφίαν δεχομένην
τον νεωτερισμόν, εν τούτοις αυτή η μεγάλη Πατριαρχική φυσιογνωμία δεν ηδυνήθη να αντιστή εις το ανυπέρβλητον
πρόσκομμα του κοινού εν ταις ορθοδόξοις Εκκλησίαις φρονήματος και της ανάγκης της μιας γνώμης και αποφάσεως
της καθόλου ορθοδόξου Εκκλησίας του πόθου δε της τηρήσεως των καθιερωμένων Εκκλησιαστικών ορισμών''.

Και θα ίδωμεν εις το επόμενον, πως μετά τας γνώμας όλας των Εκκλησιών απεφάνθη, ότι ''ουκ εξόν καινοτομήσαι
περί το Πασχάλιον'' και ότι ''και το υπερπηδήσαι μόνον 13 ημέρας παραφυλάσσειν δε το Ιουλιανόν ημερολόγιον και
το εορτολόγιον ημών αμετακίνητον, ανόητον και άσκοπον είναι''.

ΛΣΤ' Μέρος
Εις την κατά το έτος 1902 γενομένην πρόσκλησιν του Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ' προς απάσας τας αυτοκεφάλους
ορθοδόξους Εκκλησίας, όπως μελετήσωσι τα του ημερολογίου και εκφράσουν την γνώμην αυτών, πρόσκλησιν
γενομένην διά Πατριαρχικής και Συνοδικής εγκυκλίου, ην εδημοσιεύσαμεν εις το προηγούμενον άρθρον, αι
ορθόδοξαι εκκλησίαι απήντησαν η μία κατόπιν της άλλης εκτός των Εκκλησιών:

1). Α λ ε ξ α ν δ ρ ε ί α ς, διότι τότε ο Πατριάρχης Φώτιος δεν είχεν αλληλογραφίαν μετά του Πατριάρχου Ιωακείμ ένεκα
προσωπικών λόγων

2). Α ν τ ι ο χ ε ί α ς, διότι ήσαν τότε διακεκομμέναι αι σχέσεις

3). Κ ύ π ρ ο υ, διότι υστερείτο Προέδρου και

4). Κ α ρ λ ο β ι σ ί ο υ, διότι δεν είχεν αποσταλή εις αυτήν και η εγκύκλιος.

Και 1) Η Ρωσική Εκκλησία τη 28 Φεβρουαρίου 1903 απήντησεν, ως εξής: ''Τοις αγαπητοίς ημών και σεβασμίοις
πατράσι και αδελφοίς, γνωστοί εισίν οι αιώνιοι της Ρώμης πόθοι, οίτινες ποτέ και υπήρξαν η αιτία αποστασίας αυτής.
Γνωσταί εν τη ιστορία εισί και αι διαφόροι αυτής μεθοδείαι αι τε φανεραί και αι κρύφιαι, αι προς καθυπόταξιν της
Ορθοδόξου Ανατολής τείνουσαι γνωσταί και νυν αι υφιστάμεναι και πολλάς τας δαπάνας απαιτούσι σχολαί, αι
ιεροαποστολικαί τε εταιρείαι, τα ιδιαίτερα τε μοναχικά τάγματα και τα λοιπά και τα λοιπά καθιδρύματα, ον ο αριθμός
αδιαλείπτως αυξάνει και ων ο μόνος σκοπός εστίν η των τέκων της Ορθοδοξου Εκκλησίας, ει δυνατόν σαγήνευσις...

Το ζήτημα της μεταβολής ή και της μερικής μόνον μεταρρυθμίσεως του ημερολογίου, ου μικρόν ωσαύτως, από πολλού
ήδη τ α ρ ά τ τ ε ι τους ορθοδόξους και εν τη ημετέρα χώρα. Εντολή του εν μακαρία τη λήξει γενομένου αυτοκράτορος
ημών, επίτηδες χάριν της εξετάσεως του ζητήματος τούτου, συνέστη παρά τη Αυτοκρατορική Ακαδημία των
Επιστημών ιδιαιτέρα επιτροπή, εκ λογίων εκπροσωπούντων τους διαφόρους σχετικούς προς το θέμα κλάδους της
γνώσεως. Αλλ' αι εργασίαι της επιτροπής ταύτης, πολυσύνθετοι λίαν και πολυποίκιλοι ούσαι, άχρι τούδε, εισέτι ουκ
επερατώθησαν, αδύνατον δε προειπείν εκ των προτέρων το τελικόν εξαγόμενον αυτών.

Η εφαρμογή του νέου εν μόνη τη πολιτική χρονολογία άνευ μεταβολής του Πασχαλίου και άνευ μετακινήσεως των
κινητών εορτών, μεταφερομένης δε της μετονομασίας των ημερομηνιών συμφώνως προς το νέον ημερολόγιον,
βεβαίως ου μέλλει θίξειν ιδιαζόντως τα εκκλησιαστικά συμφέροντα, εν τη εκκλησιαστική πράξει, π α ρ α μ έ-
ν ε ι εν ό λ η α υ τ ο ύ τ η ι σ χ ύ ι τ ο Ι ο υ λ ι α ν ό ν Η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο ν.

Αλλ' εάν θίξωμεν το ζήτημα της καθαρώς επιστημονικής εχεγγυότητος ταύτης τε και εκείνης της χρονολογίας, οι
αυθεντικώτεροι των ημετέρων λογίων κλίνουσι μάλλον υπέρ του Ιουλιανού ημερολογίου... Η αυθεντική αύτη των
λογίων φωνή ποιεί και ημάς τ ο υ ς τ η ς ε κ κ λ η σ ί α ς φ ρ ο υ ρ ο ύ ς π ρ ο σ φ έ ρ ε σ θ α ι μ ε τ ά μ ε γ ά λ η ς ε-
π ι φ υ λ ά ξ ε ω ς προς επιθυμίαν, όπως μεταβληθή το ημερολόγιον, εάν συνυπονοείται η μεταβολή και του πασχαλίου
και της όλης εκκλησιαστικής χρονολογίας.
Η τοιαύτη γαρ μεταβολή, ως διασαλεύουσα την ανέκαθεν και πολλάκις καθαγιασθείσαν υπό της Εκκλησίας τάξιν,
συνεπήγετο αν αναμφιβόλως διασαλεύσεις τινάς εκ τω εκκλησιαστικώ βίω... Διό το εφ' ημίν, ημείς υπεστηρίξαιμεν
αν την τήρησιν εν τη εκκλησιαστική πράξει του Ιουλιανού ημερολογίου συγχωρούντες εν εσχάτη ανάγκη τυπικάς
μόνον μεταβολάς εν σχέσει προς το νέον έτος και την μετονομασίαν των ημερομηνιών''.

2) Η Ε κ λ η σ ί α Ι ε ρ ο σ ο λ ύ μ ω ν τ η 5 η Ι ο υ ν ί ο υ 1 9 0 3 απήντησεν ως εξής: ''...Επί του περί δε του εν τη


Ορθοδόξω Εκκλησία κρατούντος Ιουλιανού Ημερολογίου ερωτήματος της Υμετέρας Γερασιμωτάτης Παναγιότητος τον
λόγον μεταφέροντες, παρατηρούμεν προ παντός, ότι υφ' ας σήμερον η εν τη Ανατολή Ορθόδοξος Εκκλησία διατελεί
συνθήκας, υπό των οπαδών της Καθολικής και της των Διαμαρτυρομένων Εκκλησίας, αδιαλείπτως διά των
προσυλητιστικών ενεργειών προσβαλλομένη, πάσα περί μεταρρυθμίσεως του κρατούντος ημερολογίου και δη επί
προτιμήσει του Γρηγοριανού απόφασις έ σ τ α ι ε π ί β λ ά β η της Ορθοδοξίας.

Ει δ' όμως, οι εν τη Δύσει χριστιανικοί λαοί έλθοιεν ποτέ εις επίγνωσιν του αντιευαγγελικού κ α ι δ ι ά τ ο σ χ έ δ ι ο
ν τ η ς π α γ κ ο σ μ ί ο υ χ ρ ι σ τ ι α ν ι κ ή ς ε ν ό τ η τ ο ς, ολεθρίου του υπ' αυτών υποστηριζομένου έργου του
προσηλυτισμού, και οι τούτων προιστάμενοι θελήσοιεν καταργήσαι και διά παντός εκ του μέσου άραι το σκάνδαλον,
φρονούμεν ότι ουδέν ασυνεπές προς εαυτήν ποιήσει η ορθόδοξος Εκκλησία, παραδεχομένη το υπό της επιστήμης
κατά το εφικτόν ακριβές υποδεικνυόμενον ημερολόγιον, προς τε χρονολογικήν ακρίβειαν, προς τε ευκολίαν εν ταις
βιωτικαίς συναλλαγαίς, αλλά μην και προς δόξαν Χριστού, της των εις αυτόν πιστευόντων ενότητος και εν τη του
χρόνου μετρήσει και εν τη των σωτηρίων εορτών, ταυτοχρόνω επιτελέσει καταφαινομένης...

Αλλά των ηθικών αιτίων, αφ' ων ό,τε Αποστολικός Κανών (περί της εορτής του Πάσχα) και η συνήθεια απέρρευσαν,
ουκέτι υφισταμένων, πρόδηλον ως ουδέν το κωλύον από δογματικής απόψεως την ορθόδοξον εκκλησίαν ε ν ο μ ο-
φ ω ν ί α των μελών αυτής ετέρως, συμφώνως προς τα αληθή της επιστήμης πορίσματα, τα περί του ημερολογίου
διατάξασθαι''.

3) Η Ε κ κ λ η σ ί α τ η ς Ε λ λ ά δ ο ς τ η 1 4 Ι ο υ λ ί ο υ 1 9 0 3 απήντησεν ούτω: ''...Ουχ ήττονος προσοχής ηξίωσεν


η Ιερά Σύνοδος και του ζήτηματος της μεταρρυθμίσεως του απ' αιώνων εν τη ημετέρα Ορθοδόξω Εκκλησία κρατούντος
ημερολογίου, ου η επίλυσις φαίνεται μεν ομαλωτέρα, πάντως όμως αύτη εξαρτάται εκ περιστάσεων και συνθηκών
εθνικών και κοινωνικών. Και ποίον μεν εκ των δύο ημερολογίων είναι ακριβέστερον, το ημέτερον Ιουλιανόν, ή το εν
τη Δύσει κρατούν Γρηγοριανόν, ή εάν και τούτο χρήζη τροποποιήσεως και ακριβεστέρου καθορισμού, τούτο είναι
ζήτημα κυρίως αστρονομικόν, θρησκευτικής δε και θεολογικής σπουδαιότητος μετέχει τοσούτο μόνον, καθ' όσον μετ'
αυτού συνδέεται το εορτολόγιον της Εκκλησίας.

Διά τούτο, αν άπασαι αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι της Ανατολής πεισθώσιν, ότι αι περιστάσεις των Εθνών
των διαφόρων Εκκλησιών εισί κατάλληλοι προς μεταρρύθμισιν του ημερολογίου, άνευ διαταράξεως των
θρησκευτικών συνειδήσεων των απλουστέρων, των μη δυναμένων διακρίναι τα δόγματα και τα λειτουργικά ζητήματα
από των αστρονομικών ζητημάτων, δύνανται αύται εν συνεννοήσει μετ' αλλήλων και μετά της πολιτείας εκάστης
αυτών, να επιχειρήσωσι την μεταρρύθμισιν του νυν εν χρήσει παρ' ημίν ημεροιλογίου, συμφώνως προς τας προόδους
και τα πορίσματα της Αστρονομικής επιστήμης.

4) Η Ε κ κ λ η σ ί α τ η ς Ρ ο υ μ α ν ί α ς απήντησεν ούτω: ''...Χωρίς να αναφερθώμεν εις τα αποτελέσματα των


επιστημόνων, οίτινες εμελέτησαν το ζήτημα... η ιερά σύνοδος της Αγίας Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Ρουμανικής
Εκκλησίας φρονεί και εξαιτείται, ί ν α μ έ ν ω μ ε ν ε ι ς ά π ε ρ ε υ ρ ι σ κ ώ μ ε θ α σ ή μ ε ρ ο ν. Επειδή είναι
αδύνατον, να μη θίξωμεν τας κανονικάς διατάξεις, εάν ηθέλομεν σκεφθή περί μεταβολής τινος ή μεταρρυθμίσεως
του Ιουλιανού Ημερολογίου, μεθ' ου η Ορθόδοξος Εκκλησία ζη από τοσούτου χρόνου, ή και για να μη αισθανθή
στενοχωρίαν.

Εκτός τούτου, ο ύ τ ε δ ι ά τ ο υ δ α κ τ ύ λ ο υ δεν επιτρέπεται ημίν να θίξωμεν τας απηρχιωμένας αποφάσεις, αίτινες
αποτελούσι την ημετέραν εκκλησιαστικήν δόξαν. Ο Θεός, ο Μέγας Κύριος των αιώνων, και υπό την άποψιν ταύτην,
θέλει ορίσει το θέλημα Αυτού, και τι Αυτός θεωρεί εύλογον ίνα γίνηται. Μέχρι τούδε, εν τούτοις δεν ωμίλησεν ή άπαξ
δι' εκείνων, οίτινες παρεδέξαντο το ημερολόγιον τούτο εν τη ημετέρα Εκκλησιαστική αρχαιότητι. Εάν δε πάλιν άλλως
θελήση, εξ άπαντος θέλει μας φωτίσει διά του Αγίου Πνεύματος, όπως και εν ταύτη τη περιπτώσει γινόσκωμεν τι να
θελήσωμεν και τι να πράξωμεν''.

Θα ίδωμεν εις το επόμενον άρθρον και των λοιπών Εκκλησιών τας γνώμας ως και την ανταπάντησιν διά του Ιωακείμ
της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.

ΛΖ' Μέρος
Είδομεν εις το χθεσινόν άρθρον, τι απήντησαν εις τον Πατριάρχην Ιωακείμ τον Γ' περί της μεταβολής του Ημερολογίου
(1902-1903) αι εκκλησίαι, 1) Ρωσσίας, 2) Ιεροσολύμων, 3) Ελλάδος, 4) Ρουμανίας.

5) Η Εκκλησία της Σερβίας τη 6η Ιουνίου 1903 απήντησεν, ως εξής: ''...Αναφορικώς δε προς το ζήτημα του ημερολογίου
έχομεν να δηλώσωμεν τάδε: Ούτε το Γρηγοριανόν, ούτε το Ιουλιανόν Ημερολόγιον εισίν ακριβή εν τη υπολογίσει του
χρόνου. Τα επιζήμια ακόλουθα της ανακριβείας ταύτης εισίν οφθαλμοφανή, ώστε αυτή καθ' αυτήν προφανής
τυγχάνει η ανάγκη, όπως του ημερολογίου ανακρίβεια αύτη εν τη υπολογίσει του χρόνου γίνη εκποδών, καθιερωθή
δε ορθός υπολογισμός, λ α μ β α ν ο μ έ ν ο υ υ π' ό ψ ε ι τ ου θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ ο ύ και κανονικού μέρους του
Ημερολογίου.

Εζητήσαμεν τας γνώμας ειδικών ανδρών, ως προς το ζήτημα τούτο και εσχηματίσαμεν την πεποίθησιν, ότι η γνώμη
του κ. Μαξίμου Τέρπκοβιτς είναι η πλέον πειστική, ως προς την υπολόγισιν του χρόνου και αναφορικώς προς το
θρησκευτικόν και κανονικόν μέρος του Χριστιανικού ημερολογίου. Θεωρούμεν εύκαιρον να δηλώσωμεν, ότι το μέρος
εκείνο του ημερολογίου, όπερ ανάγεται εις την τακτοποίησιν του έτους, προσήκει ν' αφεθή καθ' ολοκληρίαν εις τους
ειδικούς διά το ζήτημα τούτο.

Το μόνον το οποίον υπόκειται εις την εξέτασιν και εκτίμησιν ημών, είναι το θρησκευτικόν και κανονικόν μέρος του
ημερολογιακού χρόνου... Καλόν θα ήτο να ληφθή η γνώμη ειδικών προσώπων, ενόσω πρόκειται π ε ρ ί θ ε σ π ί σ ε-
ω ς κ α ν ό ν ω ν διά την υπολόγισιν του χρόνου, ούτως ώστε το Πάσχα και ά π α σ α ι α ι ε ο ρ τ α ί α ί τ ι ν ε ς ε υ-
ρ ί σ κ ο ν τ α ι σ υ ν δ ε δ ε δ ε μ έ ν α ι μ ε τ' α υ τ ώ ν ν α ρ υ θ μ ι σ θ ώ σ ι κ α τ ά τ ρ ό π ο ν κ α θ' ο λ ο κ λ η ρ ί-
α ν α ν τ α π ρ ο κ ρ ι ν ό μ ε ν ο ν ε ι ς τ ο π ν ε ύ μ α τ η ς Ο ρ θ ο δ ό ξ ο υ Ε κ κ λ η σ ί α ς.

6) Η ε κ κ λ η σ ί α του Μ α υ ρ ο β ο υ ν ί ο υ τη 28 Απριλίου 1903 απήντησεν ως εξής: ''...Όσον αφορά την μεταβολήν


ή την εν μέρει διόρθωσιν του Ημερολογίου, περί τούτου εν πάσαις ταις Ορθοδόξοις χώραις ήδη προ πολλού ήρξατο
να γίνεται λόγος. Μεταξύ των άλλων και ο εν Μακαρία τη λήξει Μητροπολίτης Βελιγραδίου Μιχαήλ εποιήσατο περί
τούτου πρότασιν τω μακαρίας μνήμης Παναγιωτάτω Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ τω Δ'. Την πρότασιν
ταύτην, εάν δεν απατώμαι, η Α. Παναγιότης παρέπεμψεν εις εγνωσμένης αυθεντίας πρόσωπα, όπως εξετάσωσι το
πράγμα και υποβάλωσι την γνώμην αυτήν.

Προς τούτοις ήλθεν εις τας ακοάς ημών, ότι και εν Ρωσσία επίσης συνέστη ειδική επί τούτω επιτροπή, εις ην εδόθη
εντολή, ίνα διελευκάνη το ζήτημα τούτο από επιστημονικής απόψεως. Όσον δε μοι είναι μέχρι τούδε γνωστόν και, αν
δεν απατώμαι, ούτε η μία, ούτε η άλλη επιτροπή έφθασεν εις οριστικόν τι περί του ζητήματος τούτου συμπέρασμα.
Άλλως τε πρόδηλον, ότι δεν είναι εύκολον να φθάση εις τοιούτον συμπέρασμα, διότι το ζήτημα είναι λίαν σοβαρού
χαρακτήρος. Οι αντιπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών ανάγκη ίνα ώσι μάλλον επιφυλακτικοί, όσον μάλλον το
ζήτημα τούτο.

Δ ι ό τ ι, ω ς γ ν ω σ τ ό ν, η μ ε τ α β ο λ ή τ ο υ Η μ ε ρ ο λ ο γ ί ο υ ε ξ υ π ο ν ο ε ί τ η ν μ ε τ α λλ α γ ή ν τ ο υ Π α-
σ χ α λ ί ο υ τ. ε. π α ν τ ό ς τ ο υ ε κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ο ύ σ υ σ τ ή μ α τ ο ς κ α ι τ ο υ υ π ο λ ο γ ι σ μ ο ύ τ η ς ε ν ι-
α υ σ ί ο υ π ε ρ ι ό δ ο υ και των κινητών εορτών. Γνωρίζομεν εκ της Ιστορίας, ότι εγένοντο και τινες μικρότεραι
μεταβολαί, αίτινες ότε εφηρμόσθησαν εν τη Εκκλησία προυκάλεσαν κατά το μάλλον και ήττον δυσαρέσκειαν μεταξύ
των πιστών. Ταύτα έχοντες υπ' όψιν οι Αρχηγοί των Ορθοδόξων Εκκλησιών οφείλουσι να έχωσι κατά νουν πάντα τα
δυνατά αποτελέσματα, άτινα εκ της μεταβολής του Ημερολογίου ηδύναντο να συμβώσι.
Διά τούτο φοβούμενοι μη υποπέσωμεν εις κίνδυνον τινά, οποίους γνωρίζομεν και της ιστορίας ειμί ταύτης της
ταπεινής γνώμης, όπως και εις το εξής τηρώμεν την πράξιν του Ιουλιανού Ημερολογίου''. Εις τας απαντήσεις ταύτας
των Ορθοδόξων αυτοκεφάλων Εκκλησιών, η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία ανταπαντώσα έγραφεν αυταίς υπό
ημερομ. 12 Μαίου 1904 τα εξής άξια μεγάλης σημασίας: ''...Τούτο γαρ γνώρισμα ουσιωδέστερον Ορθοδοξίας, το
θεμέλιον αυτό του όλου αυτής κανονικού και διοικητικού οικοδομήματος συγκροτούν το ''ΜΗ ΚΙΝΕΙΝ ΟΡΙΑ ΑΙΩΝΙΑ,
Α ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΗΜΩΝ ΕΘΕΝΤΟ''.

Τούτο μόνον δυνήσεται αποκρούσαι τας νεωτερικάς τάσεις και ενεργείας τας προιούσας. Πώς γαρ ου δίκαιον τα υπ'
αιώνας τοσούτους κατά τάξιν γιγνόμενα και ευσχημόνως έχοντα ταύτα και του λοιπού κρατείν και αιδέσιμα είναι;
Πώς δε ουκ ακίνδυνον διασείεσθαι και διασαλεύεσθαι το από Συνόδων Οικουμενικών και όρων Πατέρων αποπηγάζον
σεμνόν και ιερώτατον σύστημα των αγιωτάτων Πατριαρχικών Εκκλησιών, ων και τα θεμέλια Αποστολικά και ο δέκα
και εννέα αιώνων βίος πόνοις ατρύτοις και μόχθοις και αγώσιν ανεκδιηγήτοις και αίμασι μαρτυρικοίς ασφυρηλάτηται
και αι προς την καθόλου Εκκλησίαν θεολογικαί υπηρεσίαι πανθομολογούμεναι και πολύτιμοι;

Των ειρημένων πατρικών διατάξεων και ορίων η ολιγωρία εγέννησεν, ως μήποτ' ώφειλε, και τα εν τοις κόλποις της
Ορθοδόξου Εκκλησίας υπάρχοντα προς της παλαιούς νεώτερα, λυπηρά όντως και θρήνων άξια ρήγματα. Ως δε εκ της
των εκείνων ολιγωρίας εγεννήθησαν, ούτω και εκ της εκείνων τηρήσεως εκποδών γενήσονται του Θεού
συναιρουμένου, και των αδελφών Εκκλησιών τα κρείττονα και εχόμενα σωτηρίας υποτιθεμένων τοις ακούειν
βουλομένοις, καίτοι δυσχερώς τω λόγω της αληθείας και του δικαίου πείθονται οι κατά κόσμον αγαθοί κ α ι τ α ς ι-
δ ί α ς δ ό ξ α ς υ π έ ρ τ ο κ ύ ρ ο ς τ η ς Ε κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ή ς κ α ι κ α ν ο ν ι κ ή ς τ ά ξ ε ω ς κ α ι δ ι δ α σ κ α-
λί α ς τ ι θ έ μ ε ν ο ι.

Περί δε του καθ' ημάς ημερολογίου, τοιαύτην έχομεν γνώμην: Αιδέσιμον είναι και έμπεδον τ ο α π ό α ι ώ ν ω ν μ ε
ν ή δ η κ α θ ω ρ ι σ μ έ ν ο ν, κ ε κ υ ρ ω μ έ ν ο ν δ ε τ η δ ι η ν ε κ ε ί τ η ς Ε κ κ λ η σ ί α ς π ρ ά ξ ε ι Πασχάλιον,
καθ' ο την λαμπροφόρον του Κυρίου του Κυρίου Ανάστασιν εορτάζειν, δεδιδάγμεθα τη πρώτη Κυριακή την μετά την
πανσέληνον της εαρινής ισημερίας ή συμπιπτούση ή μεθεπομένη ως ουκ εξόν περί τούτο καινοτομήσαι,

το δε παραφυλάσσοντας το Ιουλιανόν Ημερολόγιον και το εορτολόγιον ημών αμε-


τ α κ ί ν η τ ο ν, υ π ε ρ π η δ ή σ α ι μ ό ν ο ν 1 3 η μ έ ρ α ς, ώστε συμπίπτειν τας μηνολογίας ημών τε και των τω
ετέρω ημερολογίω κατακολουθούντων, α ν ό ν η τ ο ν κ α ι ά σ κ ο π ο ν ε ί ν α ι της μεν παραλείψεως τοσούτων
ημερών υπ' ουδενός επιβαλλομένης λόγου, ούτε εκκλησιαστικού, ούτε επιστημονικού, της δ' εντεύθεν συμπιπτώσεως
των μηνολογιών εσομένης προσκαίρου, μέχρι δηλονούν του 2 1 0 0 έ τ ο υ ς, ότε και αύθις άρξεται η διαφορά μιας
ημέρας.

Αλλά και το μεταρρυθμίσαι το Ιουλιανόν ημερολόγιον, ως δήθεν επιστημονικώς ανακριβές και το μέσον πολιτικόν
έτος καταστήσαι ούτω συμφωνότερον τω τροπικώ, πρόωρον το γε νυν και όλως περιττόν ηγούμεθα ημείς τε γαρ ου-
δ α μ ώ ς α π ό ε κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ή ς α π ό ψ ε ω ς υ π ο χ ρ ε ο ύ μ ε θ α μ ε τ α λ λ ά τ τ ε ι ν η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο ν,
και η επιστήμη, ως γε παρ' ειδικών ανδρών βεβαιούται, ούτω οριστικώς απεφήνατο περί της ακριβείας, μεθ' ης το
τροπικόν έτος λογίζεται''.

Βλέπομεν ούτω, ότι ανέκαθεν παγίως και αδιαλείπτως και μέχρις εσχάτων (1904) η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία
είχετο στερρώς των παραδόσεων και των θεσπισμάτων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας και σταθερώς και
ομοφώνως απέκρουσε την μεταβολήν του Ιουλιανού ημερολογίου. Τρανή απόδειξις, ότι το Ιουλιανόν ημερολόγιον
εθεώρει η εκκλησία συνυφασμένον μετά της υπάρξεως και της ενότητος αυτής, κείνται αι ανωτέρω υπό του
Πατριάρχου Ιωακείμ προκληθείσαι γνώμαι των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Και αν τινες εθεώρουν
αναγκαίαν την μεταβολήν και μη προσκρούουσαν εις δόγμα, όμως ουδεμία ουδέποτε ηννόησε να ασπασθή
μεταβολήν άνευ της γενικής συνεννοήσεως και ομοφωνίας απασών. Ρητώς ή σιωπηρώς, άπασαι αι Ορθόδοξοι
Εκκλησίαι εννόουν κ ο ι ν ή σ υ μ φ ω ν ί α να επέλθη η μεταβολή.

Ο δε μέγας Πατριάρχης Ιωακείμ ελέγχων καυστικώτατα τους νεωτερίζοντας υψώνει την βροντώδη φωνήν του διά να
διακηρύξη, ως θεμέλιον του όλου κανονικού και διοικητικού οικοδομήματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το του
Ωριγένους, ''μ η κ ι ν ε ί ν ό ρ ι α α ι ώ ν ι α, α ο ι Π α τ έ ρ ε ς η μ ώ ν έ θ ε ν τ ο'' και να διαπιστώση ότι ''ο υ δ α-
μ ώ ς υ π ο χ ρ ε ο ύ μ ε θ α α π ό Ε κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ή ς α π ό ψ ε ω ς μ ε τ α λ ά τ τ ε ι ν η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο ν''.

Αυτή η επιτακτική υποχρέωσις της Ορθοδόξου εκκλησίας να σέβηται και να μη θίγη όρια αιώνια και ε κ κ λ η σ ι α-
σ τ ι κ ή ν τ ά ξ ι ν μονίμως από αιώνας διατεταγμένην, δεν είναι εφεύρημα των νεωτέρων. Θα ίδωμεν εις το επόμενον
άρθρον, ότι είναι επιβεβλημένη διά ρητών διατάξεων ολοκλήρων αιώνων.

ΛΗ' Μέρος
Εκ των όσων μέχρι τούδε εξεθέσαμεν, εν γεγονός μένει ανανείλεκτον και πανθομολογούμενον: Ότι η Μία, Αγία,
Καθολική και Αποστολική Εκκλησία έχει καθιερώσει από αμνημονεύτων χρόνων -από είκοσι αιώνων- το εορτολόγιον
αυτής, επί τη βάσει του Ιουλιανού Ημερολογίου. Ότι επί τη βάσει αυτού, άπαντες οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί από
αιώνων συνεορτάζουν τας αυτάς πάντοτε ημέρας του έτους, νηστεύουν ταυτοχρόνως τας αυτάς κεκανονισμένας
νηστείας, ακούουν τας αυτάς λειτουργίας, τα αυτά ευαγγέλια, τας αυτάς υμνωδίας, τους αυτούς ψαλμούς, τας αυτάς
αποστολικάς επιστολάς και πράξεις.

Εν άλλοις λόγοις, διά του Ιουλιανού ημερολογίου, επί τη βάσει του οποίου συνετέθη το εορτολόγιον της Εκκλησίας
και μετά του οποίου ημερολογίου είναι συνημμένον αυτό τούτο το Πασχάλιον από της Α' Οικουμενικής Συνόδου,
συνδέονται αρρήκτως δι' ιερού δεσμού άπασαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι και αποτελούσιν ε ν ό τ η τ α αδιαίρετον και
αδιάσπαστον εν τη εξωτερική λατρεία. Την επί 20 αιώνας π ρ ά ξ ι ν ταύτην της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας,
αποτελούσαν ι ε ρ ά ν π α ρ ά δ ο σ ι ν αυτής, αποτελούσαν δυσχιλιετές αυτής κ α θ ε σ τ ώ ς, εκύρωσαν και
καθηγίασαν Σύνοδοι Οικουμενικαί και Τοπικαί διατάξεις Πατριαρχικαί, κανόνες και αποφάσεις απαρεγκλίτως
τηρηθείσαι επί τόσους αιώνας.

Πάσα άρα οιαδήποτε παρέκκλισις από του εκκλησιαστικού τούτου κ α θ ε σ τ ώ τ ο ς, του στηριζομένου επί του
Ιουλιανού ημερολογίου, είναι απάρνησις της ε κ π α ρ α δ ό σ ε ω ς τ ά ξ ε ως της Εκκλησίας. Είναι ανατροπή αυτής
ολοκλήρου' διότι είδομεν ήδη, ότι διά της μεταβολής του ημερολογίου ανατρέπονται Κυριακοδρόμια, καταλύονται
νηστείαι, διαγράφονται εκκλησιαστικά τροπάρια, δημιουργούνται κενά εις την σειράν του Πασχαλίου κύκλου,
μετατοπίζονται εορταί και εν γένει α ι π α ρ α δ ό σ ε ι ς τ η ς Ε κ κ λ η σ ί α ς α θ ε τ ο ύ ν τ α ι και παραβιάζονται.

Αλλά διά την τήρησιν την ακριβή των Ε κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ώ ν π α ρ α δ ό σ ε ω ν έχομεν ρητάς και κατηγορηματικάς
διατάξεις από των Αποστολικών ακόμη χρόνων, τας οποίας ουδείς ηδύνατο να παρίδη, και η Εκκλησία της Ελλάδος
παριδούσα εντελώς ταύτας απηρνήθη παραβιάσασα τας Εκκλησιαστικάς παραδόσεις. Ιδού δε αι κυριώτεραι ρήτραι
και διατάξεις περί των Ε κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ώ ν π α ρ α δ ό σ ε ω ν, διατάξεις αίτινες αποτελούν και πρέπει να
αποτελούν Νόμον διά την Εκκλησίαν.

Α') Πρώτος ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ εις την προς Θεσσαλονικείς δευτέραν από Αθηνών γραφείσα επιστολήν του (Κεφ.
Β' 15) επιτάσσει την τήρησιν των εκκλησιαστικών παραδόσεων λέγων: ''Άρα ουν, αδελφοί, στήκετε, και κρατείτε τας
παραδόσεις, ας εδιδάχθητε, είτε διά λόγου, είτε δι' επιστολής ημών''.

Β') Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ εις τον 91ον κανόνα αυτού (εκ του ΚΖ Κεφαλαίου των περί του Αγίου Πνεύματος προς τον
Μακάριον Αμφιλόχιον Γεγραμμένων) λέγει τα εξής: ''...Ει γαρ επιχειρήσαιμεν τ α ά γ ρ α φ α τ ω ν ε θ ώ ν, ως μη
μεγάλην έχοντα την δύναμιν, παραιτείσθαι, λάθοιμεν αν εις αυτά τα καίρια ζημιούντες το Ευαγγέλιον, μάλλον δε εις
όνομα ψιλόν παριστώντες το κήρυγμα, οίον (ένα του πρώτου και κοινοτάτου πρώτον μνησθώ) τω τύπω του Σταυρού
τους εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ηλπικότας κατασημαίνεσθαι, τις ο διά γράμματος διδάξας; Το προς
Ανατολάς τετράσθαι κατά την προσευχήν, ποίον ημάς εδίδαξεν γράμμα;... Ευλογούμεν δε το ύδωρ του βαπτίσματος
και το έλαιον της χρίσεως, και προσέτι αυτόν τον βαπτιζόμενον από ποίων εγγράφων; Ο υ κ α π ό τ η ς σ ι ω π ω-
μ έ ν η ς κ α ι μ υ σ τ ι κ ή ς π α ρ α δ ό σ ε ω ς;

Αλλά και όσα περί το βάπτισμα, αποτάσσεσθαι το Σατανά και τοις αγγέλοις αυτού, εκ ποίας έστι Γραφής; Ουκ εκ της
αδημοσιεύτου ταύτης και απορρήτου διδασκαλίας, ην εν απολυπραγμονήτω και απεριεργάστω σιγή οι Πατέρες ημών
εφύλαξαν, καλώς εκείνο δεδιδαγμένοι, των μυστηρίων το σεμνόν σιωπή διασώζεσθαι; (Ράλλη και Ποτλή Σύνταγμα
ιερών Κανόνων, Τόμος 4, σελ. 283).

Γ') ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΝΥΣΣΗΣ, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο και Πατήρ Πατέρων επικληθείς, λέγει: ''...Αρκεί γαρ εις
απόδειξιν του ημετέρου λόγου το έ χ ε ι ν π α τ ρ ό θ ε ν τ η ν π α ρ ά δ ο σ ι ν, οίον τινα κλήρον δι'
ακολουθίας εκ των Α π ο σ τ ό λ ω ν δ ι ά τ ω ν ε φ ε ξ ή ς α γ ί ω ν π α ρ α π ε μ φ θ έ ν τ α. (Migne 45,653)

Δ') Ο ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ Αρχιεπίσκοπος Κύπρου τονίζει: ''...Είτα δε περί τούτου αύθις επιλήψομαι της ακολουθίας, ότι
αναγκαίως η Εκκλησία τούτο επιτελεί π α ρ ά δ ο σ ι ν λ α β ο ύ σ α π α ρ ά Π α τ έ ρ ω ν. Τίς δε δυνήσεται θεσμόν
μητρός καταλύειν ή νόμον πατρός; Ως τα παρά τω Σολομώντι ειρημένα: ''Άκουες υιέ λόγους πατρός σου, και μη απώση
θεσμούς μητρός σου'' δείξας, ότι εγγράφως τε και αγράφως εδίδασκεν ο Πατήρ, τουτέστιν ο Θεός ο μονογενής και το
Άγιον Πνεύμα' η δε μήτηρ ημών Εκκλησία είχε θεσμούς εν αυτή κειμένους απολύτους, μη δυναμένους κατακλυθήναι.
(Migne τ. 42,516).

Ε') Ο Άγιος ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ εις τον β' λόγον του αναφωνεί: ''...Ακούσατε λαοί, φυλαί, γλώσσαι, άνδρες,
γυναίκες και παίδες, πρεσβύται, νεανίσκοι τε και νήπια, το έθνος των Χριστιανών, το άγιον. Ε ι τ ι ς ε υ α γ γ ε λ ί ζ η
τ α ι η μ ά ς π α ρ' ο π α ρ έ λ α β ε ν η Κ α θ ο λ ι κ ή Ε κ κ λ η σ ί α (η Ορθόδοξος Αγία Αποστολική Εκκλησία) παρά
των Αγίων Αποστόλων, Πατέρων και Συνόδων και μέχρι του νυν διεφύλαξε, μη ακούσητε αυτού, μηδέ δέξησθε την
συμβουλήν του όφεως, ως εδέξατο Εύα και ετρύγησε θάνατον. Καν Άγγελος, καν Βασιλεύς ευαγγελίζηται
ημάς παρ' ο π α ρ ε λ ά β α τ ε, κ λ ε ί σ α τε τ α ς α κ ο ά ς' ο κ ν ώ γ α ρ τ έ ω ς ε ι π ε ί ν ω ς έ φ η ο θ ε ί ο ς Από-
σ τ ο λ ο ς Α ν ά θ ε μ α έ σ τ ω ε κ δ ε χ ό μ ε ν ο ς τ η ν δ ι ό ρ θ ω σ ι ν''.

Αλλά, ας ίδωμεν εις το επόμενον, και τους Κανόνας των Οικουμενικών Συνόδων και τα κηρύγματα των Πατριαρχών
περί των π α ρ α δ ό σ ε ω ν της Εκκλησίας, ως αγράφου νόμου αυτής, ον ουδείς επιτρέπεται να παραβιάζη.

ΛΘ' Μέρος
Επιμένομεν εκθέτοντες εν μεγαλειτέρα λεπτομερεία, όσα περί της ισχύος και του απαραβιάστου τ ω ν ε κ κ λ η σ ι α
σ τ ι κ ώ ν π α ρ α δ ό σ ε ω ν έχουσι κηρύξει Απόστολοι, Πατέρες Άγιοι, Σύνοδοι Οικουμενικαί και Τοπικαί και άλλαι
επίσημαοι πράξεις και γνώμαι, διά να καταστήσωμεν έκδηλον την ανίερον αυθαιρεσίαν την εκ μέρους της
Αρχιεπισκοπής Αθηνών και διά τ η ς π ρ ω τ ο β ο υ λ ί α ς αυτής και μόνης ανατροπής της από αιώνων κρατούσης
εκκλησιαστικής τάξεως, ανατροπής γενομένης διά της μεταβολής του Ιουλιανού ημερολογίου, ήτις συνεπάγεται, ως
είδομεν, αναγκαίαν μετακίνησιν και αλοίωσιν τ ο υ κ α θ ε σ τ ώ τ ο ς της Εκκλησίας, του σχετιζομένου προς το
Πασχάλιον, προς τας εορτάς, προς τας νηστείας, προς τας ακολουθίας Κυριακών και εορτών κ.λ.π.

Η αλλοίωσις και ανατροπή όλων τούτων είναι ανατροπή δισχιλιετών εκκλησιαστικών παραδόσεων, αίτινες με την
ελαφροτέραν συνείδησιν και έτι ελαφροτέραν κρίσιν κατεπατήθησαν, ενώ και μόνη, η μεταβολή του Ιουλιανού
Ημερολογίου, αυτή καθ' εαυτήν, άνευ των ανωτέρω συνεπειών της και της ολοθριωτέρας συνεπείας της διασπάσεως
της εκκλησιαστικής ενότητος, και μόνη λέγομεν αυτή απετέλει παράβασιν π α ρ α δ ό σ ε ω ς, διότι παράδοσις ήτο η
ανέκαθεν αδιάλειπτος και ομοιόμορφος ισχύς αυτού εν τη Εκκλησία και η μη προσχώρησις κατά τούτο εις την Δυτικήν
- σχισματικήν Εκκλησίαν. Και ο σεβασμός της παραδόσεως ταύτης επί τόσους αιώνας, και η επίμονος άρνησις διά
μέσου τόσων αιώνων μεγάλων εκκλησιαστικών αναστημάτων και υπερόχων Πατριαρχικών φυσιογνωμιών να
αποδεχθώσι το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, έστω και κρατούντες άθικτον την εορτήν του Πάσχα, η επίμονος λέγομεν
άρνησις αυτών, αυτή και μόνο έπρεπε να συγκρατήση τους σημερινούς ν ά ν ο υ ς τ η ς Ε κ κ λ η σ ί ας ασεβήσαντας
προς τας καθαγιασθείσας, διά των αιώνων γνώμας τόσων υψηλών της Εκκλησίας κορυφών.

Είδομεν εις το προηγούμενον άρθρον τας περί π α ρ α δ ό σ ε ω ν γνώμας, Α) του Αποστόλου Παύλου, Β) του Μεγάλου
Βασιλείου, Γ) Γρηγορίου του Νύσσης, Δ) Επιφανίου του Αρχιεπισκόπου Κύπρου και Ε) του Ιωάννου του Δαμασκηνού.
Εις τούτους, ας προστεθούν ακόμη: ΣΤ) Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ λέγων τα εξής: ''...Ίδωμεν δε όμως και προς τούτοις και
αυτήν και αυτήν την ε ξ α ρ χ ή ς π α ρ ά δ ο σ ι ν και διδασκαλίαν και πίστιν της Καθολικής (Ορθοδόξου) Εκκλησίας,
ην ο μεν Κύριος έδωκεν, οι δε Απόστολοι εκήρυξαν και οι Πατέρες εφύλαξαν' εν ταύτη γαρ η Εκκλησία
τεθεμελιώνεται... κ α ι τ η ρ ε ί τ ε τ η ν τ ω ν Π α τ έ ρ ω ν π α ρ ά δ ο σ ι ν (Migne κς' 593968).

Και Ζ). Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ λέγων εις τον λόγον δ' της Β' προς Θεσσαλονικείς, τα εξής: ''...Ενταύθα
δήλον, ότι ου πάντα δι' επιστολής παρεδίδοσαν (οι Απόστολοι) αλλά και πολλά και αγράφως. Ομοίως δε και εκείνα
και ταύτα εστίν αξιόπιστα. Ώστε και την π α ρ ά δ ο σ ι ν της Ε κ κ λ η σ ί α ς αξιόπιστον ηγούμεθα. Π α ρ ά δ ο σις
εσ τ ί μ η δ έ π λ έ ο ν ζ ή τ ε ι''. Αλλ' εκείνοι οίτινες ανύψωσαν τ α ς π α ρ α δ ό σ ε ι ς της Εκκλησίας εις περιωπήν δό-
γ μ α τ ο ς και εκήρυξαν αφορισμούς και αναθέματα κατά των καινοτόμων των περιφρονούντων και καταπαντούντων
τας παραδόσεις είναι οι άγιοι Πατέρες, διά των Οικουμενικών και τοπικών Συνόδων.

Οι άγιοι Πατέρες είναι οι μετά τους Αποστόλους του Χριστού θεμελιωταί και στύλοι της Εκκλησίας. Δεν είναι απλοί
κήρυκες και αξιωματικοί της Εκκλησίας. Υψώθησαν υπέρ τους κοινούς διδασκάλους της πίστεως, εις πεδίον
υπεργήινον. Είναι θ ε ό π ν ε υ σ τ ο ι και θ ε ο φ ό ρ ο ι. Τα κηρύγματα αυτών είναι δ ό γ μ α τ α και α ξ ι ώ μ α-
τ α, εις τα οποία η προσθήκη ή η αφαίρεσις και ενός ιώτα είναι βεβήλωσις και των οποίων η παρακοή ή αθέτησις
είναι ασέβεια, ίση προς την προσβολήν δόγματος. Η Ορθόδοξος Ελληνική Εκκλησία εξαίρουσα το θεόπνευστον των
Αγίων Πατέρων υμνωδεί περί αυτών λέγουσα: ''Όλην εισδεξάμενοι την νοητήν λαμπηδόνα του Αγίου Πνεύατος, το
υπερφυέστατον χρησμολόγημα, το βραχύ ρήματι και πολύ συνέσει, θεοπνεύστως απεφθέγξαντο οι Χριστοκήρυκες,
ευαγγελικών προιστάμενοι δογμάτων οι μακάριοι, κ α ι τ ω ν ε υ σ ε β ώ ν π α ρ α δ ό σ ε ω ν, άνωθεν λαβόντες την
αποκατάστασιν αυτών και φωτισθέντες εξέθεντο πίστιν θεοδίδακτον.

Και ακόμη περί αυτών λέγει: ''...Ω θεία παρεμβολή θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου' αστέρες πολύφωτοι του
νοητού στερεώματος' της μυστικής Σιών οι ακαθαίρετοι πύργοι, τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου' τα πάγχρυσα
στόματα του Λόγου' Νικαίας το καύχημα, οικουμένης αγλάισμα'' κ.λ.π. Των Πατέρων τούτων της Εκκλησίας έχουσι
διατυπωθή τα αποφθεύγματα εις τους Κανόνας, εις τους Όρους και εις τα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων.
Εκάστη δε Οικουμενική Σύνοδος αναφέρεται εις τα αποφασισθέντα των προηγουμένων και κρατύνει το έθος, την
πράξιν, και την παράδοσιν των προηγουμένων.

Ιδού δε, πως αποφαίνονται περί τ ω ν π α ρ α δ ό σ ε ω ν της Εκκλησίας:

1) Η Α' Ο ι κ ο υ μ ε ν ι κ ή Σ ύ ν ο δ ο ς διά του ΣΤ' Κανόνος αυτής επιτάσσει: ''Τ α α ρ χ α ί α έ θ η κ ρ α τ ε ί τ ω''... Ο


δε ερμηνευτής του κανόνος τούτου Ζωναράς λέγει: ''Βούλεται ο Κανών τα παλαιά έθη κρατείν, ο και κανόνες
μεταγενέστεροι και νόμοι πολιτικοί διορίζονται''. Διά δε του Ζ' Κανόνος αυτής λέγει: Επειδή συμφωνία κεκράτηκε,
και π α ρ ά δ ο σ ι ς αρχαία, ώστε τον εν Αλία επίσκοπον τιμάσθαι εχέτω την ακολουθίαν της τιμής...'' (Ράλλη Συντάγ.
Κανών, τόμ. Β', σελίς 128-131).

2) Η Ι' Ο ι κ ο υ μ ε ν ι κ ή Σ ύ ν ο δ ο ς (εν Εφέσω) εις τον Η' Κανόνα αυτής ομιλούσα περί θέματος ''παρά τους
εκκλησιαστικούς και τους κανόνας των Αγίων Αποστόλων καινοτομουμένου'' λέγει: ''...Έδοξε τοίνυν τη αγία και
Οικουμενική Συνόδω, σώζεσθαι εκάστη επαρχία, καθαρά και αβίαστα τα αυτή προσόντα δίκαια ε ξ α ρ χ ή ς κ α ι ά-
ν ω θ ε ν, κ α τ ά τ ο π ά λ α ι κ ρ α τ ή σ αν έ θ ο ς''... Ει δε τις μαχόμενον τύπον τοις νυν ωρισμένοις προσκόμμασι, ά
κ υ ρ ο ν τ ο ύ τ ο ν ε ί ν α ι έδοξε πάντοτε τη αγία πάση και Οικουμενική Συνόδω''. Ο κανών ούτος κυροί κατά τον
Ζωναράν τον 35ον κανόνα των Αγίων Αποστόλων, τον 3ον της εν Αντιοχεία συνόδου και τον 6ον και 7ον κανόνα της
Α' Οικουμ. Συνόδου (Ράλλη τόμ. Β', σελ. 203-204).

Θα συνεχίσωμεν εις το επόμενον άρθρον, των λοιπών Οικουμενικών Συνόδων τας διατάξεις, περί του απαραβιάστου
των παραδόσεων.

Μ' Μέρος
Είδομεν, πως αποφαίνονται η Α' και Γ' Οικουμενική Σύνοδος περί των εθών και των παραδόσεων της Εκκλησίας.
3) Η Δ' Οικουμενική Σύνοδος (η εν Χαλκιδόνι), διά του Α' αυτής κανόνος λέγει: ''Τους παρά των Αγίων Πατέρων καθ'
εκάστην Σύνοδον άχρι του νυν εκτεθέντας κανόνας κρατείν εδικαιώσαμεν (εκρίνομεν δίκαιον)''. Και η Σύνοδος αύτη
κυροί τους προ ταύτης κανόνας των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, όχι μόνον τους ''συντελούντας εις δογμάτων
ακρίβειαν'', ως λέγει ο ερμηνευτής Ζωνάρ, αλλά και τους ''εις εκκλησιαστικήν αφορώντας κατάστασιν και τας
Εκκλησίας ρυθμίζοντας''. Η αυτή Δ' Οικουμενική Σύνοδος διά του ΚΗ' Κανόνος αυτής αποφαίνεται:

''Πανταχού τ ο ι ς τ ω ν Α γ ί ω ν Π α τ έ ρ ω ν ό ρ ο ι ς ε π ό μ ε ν ο ι και τον αρτίως αναγνωσθέντα κανόνα των


εκατόν πεντήκοντα θεοφιλεστάτων επισκόπων, των συναχθέντων επί του της ευσεβούς μνήμης Μεγάλου Θεοδοσίου
του γενομένου Βασιλέως εν τη βασιλίδι Κωνσταντινουπόλεως Νέα Ρώμη γνωρίζοντες, τ α α υ τ ά κ α ι η μ ε ί ς ο ρί-
ζ ο μ ε ν τ ε κ α ι ψ η φ ι ζ ό μ ε θ α.

4) Η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος, η λεγομένη Πανθέκτη, η εν Τρούλλω του Βασιλικού Παλατίου συνελθούσα εν τω Α'
Κανόνι αυτής ορίζει τα εξής: ''Τάξις αρίστη παντός αρχομένου και λόγου και πράγματος, εκ Θεού τε άρχεσθαι, και εις
Θεόν αναπαύεσθαι... Και νυν αρχήν των ιερών ποιούμενοι λόγων, χάριτι θεία, ορίζομεν, α κ α ι ν ο τ ό μ η-
τόν τε και α π α ρ ά τ ρ ω τ ο ν φ υ λ ά τ τ ε ι ν τ η ν π α ρ α δ ο θ ε ί σ αν η μ ί ν π ί σ τ ι ν... Και συνελόνται φάναι
πάντων των εν τη Εκκλησία του Θεού διαπρεψάντων ανδρών, οι γεγόνασι φωστήρες εν κόσμω, λόγον ζωής επέχοντες,
την πίστιν κρατείν βεβαίαν, και μέχρι συντελείας του αιώνος ασάλευτον διαμένειν θεσπίζομεν, και τα αυτών
θεοπαράδοτα συγγράμματά τε και δόγματα, πάντας απόβαλλόμενοί τε και αναθεματίζοντες, ους απέβαλον (οι
Πατέρες) και ανεθεμάτισαν, ως της αληθείας εχθρούς και κατά Θεού φρυαξαμένους κενά, και αδικίαν εις ύψος
εκμελετήσαντας. Ει δε τις των απάντων μη τα προειρημένα της ευσεβείας δόγματα κρατοί και ασπάζοιτο, και ούτω
δοξάζοι τε και κηρύττοι, αλλά εξ εναντίας ιέναι τούτων επιχειροί, έστω ανάθεμα, κατά τον ήδη εκτεθέντα όρον υπό
των προδηλωθέντων αγίων και μακαρίων Πατέρων, και του Χριστιανικού καταλόγου, ως αλλότριος, εξωβείσθω και
εκπιπτέτω. Η μ ε ί ς γ α ρ ο ύ τ ε π ρ ο σ τ ι θ έ ν α ι τ ι, ο ύ τ ε μ ε ν α φ α ι ρ ε ί ν, κ α τ ά τ α π ρ ο ο ρ ι σ θ έ-
ντα, π α ν τ ε λ ώ ς δ ι ε γ ν ώ κ α μ ε ν ή κ α θ' ο ν τ ι ν ά ο υ ν δ ε δ υ ν ή μ ε θ α λ ό γ ο ν.

5) Η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος, ήτις είναι η Δευτέρα εν Νικαία Σύνοδος επί της Βασιλείας Κωνσταντίνου και της μητρός
αυτού Ειρήνης, η κατά των Εικονομάχων συνελθούσα ονομάζει ''μ α ρ τ ύ ρ ι α'' τας διατάξεις των ιερών Κανόνων και
την π α ρ ά δ ο σ ι ν των Αγίων Εικόνων, όπερ προσκύνημα είναι π α ρ ά δ ο σ ι ς και ουχί κανών προηγουμένης
Συνόδου. Η Σύνοδος αύτη εις μεν τον Α' αυτής κανόνα λέγει τα εξής: ''...Εις τον αιώνα η προφητική φωνή (του Δαυίδ)
εντέλλεται ημίν φ υ λ ά τ τ ε ι ν τ α μ α ρ τ ύ ρ ι α τ ο υ Θ ε ο ύ, και ζην εν αυτοίς, δ η λ ο ν ό τ ι α κ ρ ά δ α ν τ α και α
σ ά λ ε υ τ α δ ι α μ έ ν ο ν τ α, ότι και ο θεόπτης Μωυσής ούτω φησίν' ε ν α υ τ ο ί ς ο υ κ έ σ τ ι π ρ ο σ θ ε ί -
ναι και α π' α υ τ ώ ν ο υ κ έ σ τ ι ν α φ ε λ ε ί ν.

Και ο θείος Απόστολος Πέτρος εν αυτοίς εγκαυχώμενος βοά: ''Εις α επιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι''. Και ο Παύλος
φησί: ''Καν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν, παρ' ο ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω''. Τούτων
ουν ούτως όντων και διαμαρτυρομένων ημίν, αγαλλιώμενοι επ' αυτοίς, ως ει τις εύροι σκύλα πολά, ασπάσως τους
θείους κανόνας ενστερνιζόμεθα και ολόκληρον την αυτών διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν των εκτεθέντων υπό
των αγίων σαλπίγγων του Πνεύματος, των πανευφήμων Αποστόλων, των τε εξ Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, και των
τοπικώς συναθροισθεισών επί εκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, και των Αγίων Πατέρων ημών.

Εξ ενός γαρ άπαντες και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες, ώρισαν τα συμφέροντα. Και ους μεν τω αναθέματι
παραπέμπουσι, και ημείς αναθεματίζομεν ους δε τη καθαιρέσει, και ημείς καθαιρούμεν΄ ους δε τω αφορισμώ και
ημείς αφορίζομεν΄ ους δε επιτιμίω παραδιδόασι, και ημείς ωσαύτως υποβάλλομεν...'' Η αυτή δε Ζ' Σύνοδος διά του
Ζ' Κανόνος αυτής ομιλεί ρητότερον περί της α γ ρ ά φ ο υ θ ε σ μ ο θ ε σ ί α ς λέγουσα τα εξής: ''...Την ουν ασεβεί
αιρέσει των χριστιανοκατηγόρων και άλλα ασεβήματα συνακολούθησαν ώσπερ γαρ την των σεπτών εικόνων
αφείλοντο όψιν εκ της Εκκλησίας, και έ τ ε ρ α τ ι ν ά έ θ η π α ρ α λ έ λ ο ι π ά σ ι, α χρη ανανεωήναι και κατά τ η
ν έ γ γ ρ α φ ο ν κ α ι τ η ν ά γ ρ α φ ο ν θ ε σ μ ο θ ε σ ί α ν ο ύ τ ω κ ρ α τ ε ί ν.

Όσοι ουν σεπτοί ναοί καθιερώθησαν εκτός αγίων λειψάνων μαρτύρων, ορίζομεν εν αυτοίς κατάθεσιν γίνεσθαι
λειψάνων μετά της συνήθους ευχής. Ο δε άνευ αγίων λειψάνων καθιερών ναόν, καθαιρείσθω ως π α ρ α β ε β η-
κώς τ α ς ε κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ά ς π α ρ α δ ό σ ε ι ς''. Απλούν λοιπόν έθος Εκκλησιαστικόν όπως οι θείοι όπως οι
θείοι ναοί καθιερούνται δι' αγίων λειψάνων μαρτυρικών, περιεφρούρησεν η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος διά του
ανωτέρω Κανόνος αυτής, κυρούσα την αρχήν ότι πρέπει να κρατή και να είναι σεβαστή ή τε έγγραφος και η άγραφος
θεσμοθεσία.

6) Εις τα πρακτικά όμως της Ζ' ταύτης Οικουμενικής Συνόδου ευρίσκομεν κατηγοριματικωτέραν την απόφασιν και
διαταγήν περί της τηρήσεως των ''π α ρ α δ ο θ έ τ ω ν''. Ο ιερός Ταράσιος, Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως, και
άγιος είτα, Προεδρεύσας της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (8ος αιών) εν Νικαία προσεφώνησε τους συνελθόντας εν αυτή
Πατέρας ειπών μεταξύ άλλων τα εξής: ''...Και νήφοντες εν πάσιν αποστολικώς, το ισόρροπον κρίνομεν΄ ίνα πάσαν
καινοφωνίαν ύφεσίν τε και πλεονασμόν, ως ζιζάνια τω καθαρώ σίτω επισπαρέντα, αναβολής πάσης εκτός,
εκτίλλωμεν, ως της αληθείας αντίθετα και της Εκκλησίας αντίμαχα. Τ α γ α ρ ε ν α υ τ ή π α ρ δ ο θ έ ν τ α ουκ εισί
ναι και ου, αλλά ναι εισίν εν αληθεία και μένουσιν αρραγή και ακράδαντα εις τον αιώνος χρόνου''. (Mansi τόμ. 12,
σελ. 1002). Και λέγει ταύτα ο ιερός Τράσιος όχι διά παραβάσεις δ ο γ μ α τ ι κ ά ς αλλά διά τα ζητήματα της λ α τ ρ ε
ί α ς διά τα οποία ως επίσης και διά τα δογματικά επικαλείται τ α ς π α ρ α δ ό σ ε ι ς, ας ολόκληρος η Σύνοδος
επινεύουσα κηρύσσει σεβαστάς.

7) Ο αυτός Ταράσιος εν τη Δ' ΠΡΑΞΕΙ της αυτής Ζ' Οικουμενικής Συνόδου λέγει τα εξής: ''...Προσαγέσθωσαν εις μέσον
ημών προς ακρόασιν των περιδόξων Αγίων Πατέρων αι βίβλοι και εξ αυτών αρυόμενοι ποτίσωμεν έκαστος ημών το
καθ' ημάς ποίμνιον ούτω γαρ και εις πάσαν την γην εξελεύσεται ο ημέτερος φθόγγος και εις τα πέρατα της Οικουμένης
των ρημάτων ημών η δύναμις΄ διότι ου μετατίθεμεν όρια α έθεντο οι Πατέρες ημών, αλλ' αποστολικώς διδαχθέντες
κρατούμεν τας παραδόσεις, ας παρελάβομεν''. (Mansi τόμ. 13, σελ. 41 και σελ. 128).8) Μετά την τοιαύτην δήλωσιν
του Ταρασίου, ολόκληρος η Σύνοδος εκβοά τα εξής βαρυσήμαντα:

''(Η αγία Σύνοδος εξεβόησε), Πατέρες κηρύττουσι, τέκνα υπακοής εσμέν και εγκαυχώμευθα εν προσώπω μητρός τη
παραδόσει της Καθολικής Εκκλησίας... Ημείς τη αρχαία θεσμοθεσία της Καθολικής Εκκλησίας επακολουθούμεν. Ημείς
τους θεσμούς των Πατέρων φυλάττομεν. Ημείς τους προστεθέντας ή αφαιρούντας εκ της Καθολικής Εκκλησίας
αναθεματίζομεν. Ημείς κατά πάντα των αυτών Θεοφόρων Πατέρων ημών τα δόγματα και πράγματα κρατούντες,
κηρύσσομεν εν ενί στόματι και μια καρδία μηδέν προστιθέντες μηδέν αφαιρούντες των εξ αυτών παραδοθέντων ημίν,
αλλά τούτοις βεβαιούμεθα, τούτοις στηριζόμεθα''. (Mansi 23, σελ. 128)

Δεν είναι όμως μόνον ταύτα τα ''μ α ρ τ ύ ρ ι α'' περί του απαραβιάστου και απαρατρώτου των Εκκλησιαστικών
παραδόσεων. Θα συνεχίσωμεν εις το επόμενον άρθρον παραθέτοντες και έτερα ίνα μη αφήσωμεν ουδεμίαν
αμφιβολίαν, ότι και αι π α ρ α δ ό σ ε ι ς τ η ς Ε κ κ λ η σ ί α ς έχουν την αυτήν ισχύν κανόνων και δογμάτων, ούσαι
κατά τους θείους Πατέρας, όπως εκείναι, ισχυραί, σεβασταί, απαραβίασται.

ΜΑ' Μέρος
Εις το προηγούμενον άρθρον, ομιλούντες περί των αποφασισθέντων εις την Ζ' Οικουμενικήν Σύνοδον, όσον αφορά
το απαραβίαστον των π α ρ α δ ό σ ε ω ν εξεθέσαμεν εν αριθμ. 8), τι απεφήνατο ολόκληρος η Σύνοδος μετά την προς
τους συγκληθέντας Πατέρας δήλωσιν του προεδρεύσαντος αυτής Ταρασίου.

9. Εις τα π ρ α κ τ ι κ ά της αυτής Ζ' Οικουμενικής Συνόδου αναφέρεται, τι απεφάνθη αύτη εις αναίρεσιν της προ 30
ετών (δηλ. 30 έτη προ της εν Νικαία Ζ' Οικουμενικής Συνόδου), συγκληθείσης εν τοις ανακτόροις Ιερείας
ψευδοσυνόδου υπό του Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου, ήτις και αυτωνομάσθη Οικουμενική και ήτις συνεκλήθη, ίνα
κυρώση την θέλησιν του Κωνσταντίνου περί μη προσκυνήσεως των αγίων εικόνων. Περί της ψευδοσυνόδου ταύτης,
η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος λέγει τα εξής:

''Μετά της του κρείττονος επιφροσύνης προς αυτούς αντιταξώμεθα, μίαν ασφάλειαν εν αυτοίς ποριζόμενοι, το
μη και ν ο υ ρ γ ε ί σ θ α ι τ ι π α ρ' η μ ώ ν των ηκόντων εις θεοσέβειαν π ε ι θ ό μ ε ν ο ι δε μάλλον Α π ο σ τ ο -
λ ι κ α ί ς και π α τ ρ ι κ α ί ς δ ι δ α σ κ α λ ί α ι ς και Ε κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ α ί ς π α ρ α δ ό σ ε σ ι... Πώς δ' αύτη μεγάλη
και Οικουμενική, ην ούτε εδέξαντο, ούτε συνεφώνησαν οι των λοιπών Εκκλησιών Πρόεδροι, αλλ' αναθέματι ταύτην
παρέπεμψαν; Αλλ' ούτε συμφρονούντας αυτή τους Πατριάρχας της Έω, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και της Αγίας
Πόλεως, ή τους ουν αυτοίς αρχιερείς; Ούτως καπνός πλήρης σκοτίζων οφθαλμούς αφρόνων ο λόγος αυτών, και ουχί
λύχνος τεθείς επί την λυχνίαν, του φωτίζειν τοις εν τη οικία.

Διότι τυπικώς ως εν παραβύστω τα αυτών ελαλήθη και ουκ του της Ορθοδοξίας όρους. Ουδέ εις πάσαν την γην
αποστολικώς εξήλθεν ο φθόγγος αυτών, η της τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών, ώ σ π ε ρ τ ω ν ε ξ α γ ί-
ω ν Ο ι κ ο υ μ ε ν ι κ ώ ν Σ υ ν ό δ ω ν... (Mansi Τ. 13, σελ. 208, 209). Εις τα αυτά πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου
φέρεται επίσης το εξής, όπερ ''ανέγνω Επιφάνιος διάκονος''. ''...Και ποικίλοις ρήμασι της εαυτών γνώμην
συρριψωδήσαντες, την εκκλησίαν του Θεού ως εσφαλμένην κρίνουσαν, απαλύνοντες τους λόγους αυτών υπέρ
έλαιον, γραφικά τινά φθεγγόμενοι... και ρήμασι μεν σχηματίζονται την ευσέβειαν, περί δε τον νουν κακουργούσι΄ και
τοις χείλεσι ταύτην τιμώσι, τη δε καρδία πόρρω απέχουσιν απ' αυτής (της ευσεβείας), μ η π ρ ο σ ι θ έ μ ε ν ο ι δ έ-
χε σ θ α ι τ η ν ε ν π α ν τ ί τ ω π α ρ ε λ θ ό ν τ ι χ ρ ό ν ω υ π ό τ ο σ ο ύ τ ω ν α γ ί ω ν κ ε κ ρ α τ η κ υ ί αν π α-
ρ ά δ ο σ ι ν'' (Mansi Τόμ. 13, 217)''.

Οπόση ομοιότης των τότε κρινομένων, περί της ψευδοσυνόδου του Κοπρωνύμου, με τα σήμερον εναντίον της ''υπό
τοσούτων αγίων κεκρατηκυίας παραδόσεως. Αλλά δεν ηρκέσθη εις ταύτα μόνον η Ζ Οικουμενική Σύνοδος. Ομιλούσα
περί των ασεβώς κοινοτομησάντων ιεραρχών της ανωτέρω ψευδοσυνόδου και ελέγχουσα την κενόδοξον αυτών
σπουδήν προς νεωτερισμούς, τους οποίους και οι σήμερον διέποντες τα της εκκλησίας της Ελλάδος επιδιώκουν εν
ασεβεί περιφρονήσει των καθηγιασμένων Εκκλησιαστικών θεσμών και παραδόσεων, λέγει εις τα Π ρ α κ τ ι κ ά αυτής
και τα εξής βαρυσήμαντα:

''Αυτοί τε... δόξαν εαυτοίς βουλόμενοι περιθείναι αδόξως παρά της Καθολικής (Ορθοδόξου) Εκκλησίας θριαμβεύονται
οις εικότως προσφθέγγεται Χριστός, ο Θεός ημών διά του Προφήτου: '' ο ι ι ε ρ ε ί ς η θ έ τ η σ α ν ν ό μ ο ν μου και ε-
β ε β ή λ ω σ α ν ο υ δ ι έ σ τ ε ι λ α ν'' και κατηγορηματικώς συκοφαντήσαντες την Εκκλησίαν... και προφασιζόμενοι
προφάσεις εν αμαρτίαις διαιρέσεως και συγχύσεως περιβομβούσι λοιδωρήματα εις την θεολογικήν επιστήμην της
καθολικής Εκκλησίας... ο ι γ α ρ θ ε ί ω ζ ή λ ω κ ι ν ο ύ μ ε ν ο ι π ά ν τ ο τ ε τ ο ι ς π α τ ρ ά σ ι σ υ μ φ ω ν ο ύ σ
ι κ α ι τ η π α ρ α δ ό σ ε ι τ ω ν Ε κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ώ ν θ ε σ μ ώ ν τ ω ν δ ε ε ν α ν τ ί ω ς ε χ ό ν τ ω ν ω ς ε χ-
θρόν α π ο φ ε ύ γ ο υ σ ι ν''. (Mansi, Τόμ. 13, 232, 245, 277).

11) Εκτός όμως των πρακτικών της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου έχομεν και τον Ό ρ ο ν της αυτής αγίας Συνόδου, δι' ου
περιχαρακούνται και δι' επιτιμίων αι παραδόσεις και οι θεσμοί της Αγίας Αποστολικής ημών Εκκλησίας εις τον αιώνα.
Ο όρος ούτος περιλαμβάνει συν τοις άλλοις και τα εξής:

''Μετά πάσης τοίνυν ακριβείας ερευνήσαντές τε και διασκεψάμενοι και τω σκοπώ της αληθείας ακολουθήσαντες, ο
υ δ έ ν α φ α ι ρ ο ύ μ ε ν, ο υ δ έ ν π ρ ο σ τ ί θ ε μ ε ν, α λ λ ά π ά ν τ α τ η ς (ο ρ θ ο δ ό ξ ο υ) Κ α θ ο λ ι κ ή ς Ε κ-
κ λ η σ ί α ς α μ ε ί ω τ α δ ι α φ υ λ ά τ τ ο μ ε ν...Τους ουν τολμώντας ετέρως φρονείν ή διδάσκειν ή κατά τους εναγείς,
αιρετικούς τας εκκλησιαστικάς παραδόσεις αθετείν και κ α ι κ α ι ν ο τ ο μ ί α ν τινά επινοείν ή αποβάλλεσθαί τι εκ
των ανατεθειμένων τη Εκκλησία Ευαγγέλιον, ή τύπον του Σταυρού, ή εικονικήν αναζωγράφισιν, ή άγιον λείψανον
μάρτυρος, ή επινοείν σκολιώς και πανούργως π ρ ο ς τ ο α ν α τ ρ έ ψ α ι ε ν τ ω ν ε ν θ έ σ μ ω ν π α ρ α δ ό σ ε-
ων τ η ς Κ α θ ο λ ι κ ή ς Ε κ κ λ η σ ί α ς. 'Ετι γε μην, ως κοινοίς χρήσθαι τοις ιεροίς κειμηλίοις ή τοις ευαγέσι
Μοναστηρίοις Επισκόπους μεν όντας ή κληρικούς κ α θ α ι ρ ε ί σ θ α ι προστάσσομεν, μονάζοντας δε ή λαικούς της
Κοινωνίας αφορίζεσθαι... (Mansi, Τόμ. 13, 380).

Αλλά το απαύγασμα τούτο της ευσεβείας και της προς τας παραδόσεις της Εκκλησίας ευλαβείας των συνελθόντων εις
την Ζ' Οικουμενικήν Σύνοδον Πατέρων, ο ό ρ ο ς αυτής, περιλαμβάνει και άλλας ακόμη ρήτρας, τας οποίας ο χώρος
δεν μας επιτρέπει σήμερον να δημοσιεύσωμεν, θα τας ίδωμεν δε εις το επόμενον άρθρον.

ΜΒ' Μέρος
Το ισχυρότερον τείχος, το οποίον ύψωσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας εναντίον εκείνων, οίτινες αφρόνως εζήτουν να
ποδοπατήσουν περιφρονούντες Τ Α Σ Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Ε Ι Σ της Εκκλησίας, είναι η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος, η το δεύτερον
εν Νικαία συνελθούσα. Επρόκειτο, ως είδομεν, περί της π α ρ α δ ό σ ε ω ς του προσκυνήματος των αγίων εικόνων.
Ως είδομεν δε εις τα προηγούμενα την π α ρ ά δ ο σ ι ν ταύτην κατωχύρωσεν η Ζ' αύτη Οικουμενική Σύνοδος διά των
αποφασισθέντων υπ' αυτής, άτινα εκτίθενται εις τα πρακτικά της Συνόδου ταύτης.

Ανεφέραμεν δε εις το χθεσινόν άρθρον και περικοπάς του Ο Ρ Ο Υ της Συνόδου ταύτης, όστις είναι τα δόγματα αυτής,
αποτελών ν ό μ ο ν αμετάτρεπτον της Εκκλησίας, αποβλέποντα όχι εις την εκκλησιαστικήν πειθαρχίαν και ευταξίαν,
όπως οι Κανόνες, αλλ' εις την Π ί σ τ ι ν. Επειδή δε ο όρος ούτος της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου αναφέρεται ακριβώς
εις π α ρ ά δ ο σ ι ν της Εκκλησίας και περιχαρακώνει ταύτην και εν γένει τους θεσμούς αυτής κρίνομεν αναγκαίον
να δημοσιεύσωμεν πληρέστερον το κείμενον αυτού αποτελούντος το ιστορικώτερον έγγραφον. Έχει δε τούτο ως εξής:

Όρος της Αγίας Μεγάλης και Οικουμενικής εν Νικαία Συνόδου το δεύτερον (Ζ' Οικουμενικής Συνόδου): Η Αγία, Μεγάλη
και Οικουμενική Σύνοδος, η κατά Θεού χάριν και θέσπισμα των ευσεβών και φιλοχρίστων ημών Βασιλέων
Κωνσταντίνου και Ειρήνης της αυτού μητρός συναθροισθείσα το δεύτερον εν των Νικαίων λαμπρά Μητροπόλει των
Βιθυνών Επαρχίας, εν τη Αγία του Θεού Εκκλησία τη επονομαζομένη Σοφία, ακολουθήσασα τη παραδόσει της
καθολικής Εκκλησίας, ώρισε τα υποτεταγμένα. Το φως της αυτού επιγνώσεως ημίν χαρισάμενος, και του σκότους της
ειδωλικής μανίας ημάς λυτρωσάμενος, Χριστός ο Θεός ημών, νυμφευσάμενος την αγίαν αυτού καθολικήν Εκκλησίαν,
μη έχουσαν σπίλον ή ρυτίδα, ταύτην επηγγείλατο διαφυλάττεσθαι, τοις τε αγίοις αυτού μαθηταίς διαβεβαιούτο
λέγων: μεθ' υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος.

Ταύτην δε την επαγγελίαν ου μόνον αυτοίς εχαρίσατο, αλλά και ημίν τοις δι' αυτών πιστεύσασιν εις το όνομα αυτού.
Της ουν δωρεάς ταύτης αλογίσαντες τινές, ως υπό του απατεώνος εχθρού αναπτερούμενοι εξέστησαν του ορθού
λόγου και τη παραδόσει της καθολικής εκκλησίας αντιταξάμενοι προς την σύνεσιν της αληθείας διήμαρτον, και ως
φησιν ο παροιμιακός λόγος ''τους άξονας του ιδίου γεωργίου πεπλάνηται'', και συνήξαν εν χερσίν ακαρπίαν, ότι των
ιερών αναθημάτων την θεοπρεπή ευκοσμίαν διαβάλλειν τετολμήκασιν ιερείς μεν λεγόμενοι, μη όντες δέ· περί ων ο
θεός διά της προφητείας βοά· ''ποιμένες πολλοί διέφθειραν τον αμπελώνα μου, εμόλυναν την μερίδα μου''· ανιέροις
γαρ επακολουθήσαντες ανδράσι ταις ιδίας φρεσί πειθομένοις κατηγόρησαν της αρμοσθείσης Χριστώ τω θεώ αγίας
αυτού εκκλησίας και αναμέσον αγίου και βεβήλου ου διέστειλαν, την εικόνα του Κυρίου και των αγίων αυτού ομοίως
τοις ξοάνοις ταν σατανικών ειδώλων ονομάσαντες. δι' ο μη φέρων οράν υπό τοιαύτης λύμης διαφθερόμενον το
υπήκοον ο δεσπότης Θεός ημάς τους απανταχού της ιερωσύνης αρχηγούς τη ευδοκία συνεκάλεσε θείω ζήλω και
επινεύσει Κωνσταντίνου και Ειρήνης των πιστοτάτων ημών βασιλέων, όπως η ένθεος παράδοσις της καθολικής
εκκλησίας κοινή ψήφω απολάβη το κύρος· μετά πάσης τοίνυν ακριβείας ερενήσαντές τε και διασκεψάμενοι και τω
σκοπώ της αληθείας ακολουθήσαντες ουδέν αφαιρούμεν ουδέ προστίθεμεν, αλλά πάντα τα της καθολικής εκκλησίας
αμείωτα διαφυλάττομεν· και επόμενοι ταις αγίαις οικουμενικαίς εξ συνόδοις, πρώτα μεν τη εν τη λαμπρά Νικαέων
μητροπόλει συναθροισθείση, έτι γε μην και τη μετ' αυτήν εν τη θεοφυλάκτω βασιλίδι πόλει· Πιστεύομεν εις ένα Θεόν
πατέρα (παρατίθεται ενταύθα η ομολογία της πίστεως και η καταδίκη υπό της Εκκλησίας των απ' αρχής άχρι της
εποχής εκείνης αιρεσιαρχών)... και συνελθόντες φαμέν, απάσας τας Εκκλησιαστικάς εγγράφως ή αγράφως
τεθεσπισμένας ημίν παραδόσεις ακαινοτομήτως φυλάττομεν. Ων μια εστί και η της εικονικής αναζωγραφήσεως
εκτύπωσις, ως τη ιστορία του ευαγγελικού κηρύγματος συνάδουσα, προς πίστωσιν της αληθινής και ου κατά
φαντασίαν του Θεού Λόγου ενανθρωπήσεως, και εις ομοίαν λυσιτέλειαν ημίν χρησιμεύουσα. τα γαρ αλλήλων
δηλωτικά αναμφιβόλως και τας αλλήλων έχουσιν εμφάσεις''.

''Τούτων ούτως εχόντων, την βασιλικήν ώσπερ ερχόμενοι τρίβον, επακολουθούντες τη θεηγόρω διδασκαλία των
αγίων Πατέρων ημών και τη παραδόσει της Καθολικής Εκκλησίας (του γαρ εν αυτή οικήσαντος Αγίου Πνεύματος είναι
ταύτην γινώσκομεν), ορίζομεν ουν ακριβεία πάση και εμμελεία παραπλησίως τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού
σταυρού ανατίθεσθαι τας σεπτάς και αγίας εικόνας, τας εκ χρωμάτων και ψηφίδας και ετέρας ύλης επιτηδείως
εχούσης, εν ταις αγίαις του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς
της τε του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εικόνος, και της αχράντου Δεσποίνης ημών της αγίας
Θεοτόκου, τιμίων τε αγγέλων και πάντων αγίων και οσίων ανδρών.

Όσω γαρ συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την
πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν, και ταύτας ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησιν απονέμειν, ου μη τα κατά
πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, ή πρέπει μόνη τη θεία φύσει. αλλ’ ον τρόπον τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού
σταυρού και τοις αγίοις ευαγγελίοις και τοις ιεροίς αναθήμασι, και θυμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την
τούτων τιμήν ποιείσθαι, καθώς και τοις αρχαίοις ευσεβώς είθισται.

''Η γαρ της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει'', και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του
εγγραφομένου την υπόστασιν. Ούτω γαρ κρατύνεται η των αγίων Πατέρων ημών διδασκαλία, είτουν παράδοσις της
Καθολικής Εκκλησίας, της από περάτων εις πέρατα δεξαμενής το ευαγγέλιον. ούτω τω εν Χριστώ λαλήσαντι Παύλω
και πάση τη θεία αποστολική ομηγύρει και πατρική αγιότητι εξακολουθούμεν κρατούντες τας παραδόσεις, ας
παρειλήφαμεν. ούτω τους επινικίους τη Εκκλησία προφητικώς κατεπάδομεν ύμνους. ''Χαίρε σφόδρα θύγατερ, Σιών,
κύρησσε θύγατερ Ιερουσαλήμ. τέρπου και ευφραίνου εξ όλης της καρδίας σου. περιείλε Κύριος εκ σου τα αδικήματα
των αντικειμένων σοι, λελύτρωσαι εκ χειρός εχθρών σου.

Κύριος Βασιλεύς εν μέσω σου. ουκ όψει κακά ουκέτι'', και ειρήνη σοι εις τον αιώνα χρόνον''. ''Τους ουν τολμώντες
ετέρως φρονείν ή διδάσκειν, ή κατά τους εναγείς αιρετικούς τας εκκλησιαστικάς παραδόσεις αθετείν και καινοτομίαν
τινά επινοείν, ή αποβάλλεσθαί τι εκ των ανατεθειμένων τη εκκλησία ευαγγέλιον ή τύπον του σταυρού ή εικονικήν
αναζωγράφησιν ή άγιον λείψανον μάρτυρος, ή επινοείν σκολιώς και πανούργως προς το ανατρέψαι έν τι των
ενθέσμων παραδόσεων της καθολικής Εκκλησίας, έτι γε μην ως κοινοίς χρήσθαι τοις ιεροίς κειμηλίοις ή τοις ευαγέσι
μοναστηρίοις, επισκόπους μεν όντας ή κληρικούς καθαιρείσθαι προστάσσομεν, μονάζοντες δε ή λαικούς της
κοινωνίας αφορίζεσθαι.

(Έπονται ενταύθα αι υπογραφαί όλων των πατριαρχών και εκατοντάδων ιεραρχών και κληρικών)... Ακολουθεί είτα
όσα εξεβόησεν η Ιερά Σύνοδος, άτινα θα περιλάβωμεν εις το επόμενον άρθρον.

ΜΓ' Μέρος
Ο ΟΡΟΣ της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, ο αποβλέπων ολόκληρος εις την τήρησιν των παραδόσεων της Εκκλησίας, διά
την οποίαν και συνεκλήθη Σύνοδος λόγω της επιχειρηθήσεις ανατροπής της παραδόσεως περί προσκυνημάτων των
Αγίων Εικόνων, ο ιερός αυτός Νόμος της Εκκλησίας, ούτινος το κείμενον εδημοσιεύσαμεν χθες, ακολουθείται από τα
εξής, άτινα ''εξεβόησεν η Αγία Σύνοδος'':

''Η αγία Σύνοδος εξεβόησεν πάντες ούτω πιστεύομεν, πάντες το αυτό φρονούμεν, πάντες συναινέσαντες
υπεγράψαμεν. Αύτη η πίστις των αποστόλων, αύτη η πίστις των ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξε΄
πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι υμνούμενον, τας τιμίας εικόνας απαζόμεθα. Οι μη όντως έχοντες ανάθεμα
έστωσαν. Οι μη ούτω φρονούντες, πόρρω της Εκκλησίας εκδιωχθήτωσαν. Ημείς τη αρχαία θεσμοθεσία της καθολικής
Εκκλησίας επακολουθούμεν, ημείς τους θεσμούς πατέρων φυλάττομεν.

Ημείς τους προστιθέντας τι ή αφαιρούντας εκ της καθολικής Εκκλησίας αναθεματίζομεν΄ ημείς την επείσακτον
καινοτομίαν των χριστιανοκατηγόρων αναθεματίζομεν΄ ημείς τα σεπτάς εικόνας ασπαζόμεθα. Ημείς τους μη ούτως
έχοντας τω αναθέματι καθυποβάλλομεν. Τοις εκλαμβάνουσι τα παρά της θείας γραφής ρήσεις, τας κατά των ειδώλων
εις τας σεπτάς εικόνας, ανάθεμα. Τοις λέγουσιν, ότι πλην του Χριστού του Θεού ημών άλλας ερρύσατο ημάς εκ των
ειδώλων, ανάθεμα τοις τολμώσι λέγειν την καθολικήν Εκκλησίαν είδωλα ποτε δεδέχθαι, ανάθεμα.

Πολλά τα έτη των Βασιλέων Κωνσταντίνου και Ειρήνης της αυτού μητρός, πολλά τα έτη. Νικητών Βασιλέων πολλά τα
έτη. Νέω Κωνσταντίνω και νέα Ελένη αιωνία η μνήμη. Ο Θεός φυλάξοι το Κράτος αυτών. Ουράνιε Βασιλεύ τους
επιγείους φύλαξον... όλους τους αιρετικούς ανάθεμα. Τω φρυαξαμένω συνεδρίω κατά των σεπτών εικόνων,
ανάθεμα. Τω δεχομένω τα δυσσεβή της αιρέσεως αυτών λογύδρια ανάθεμα... (Έπονται αναθέματα κατά συγχρόνων
τη αγία Συνόδω άλλων αιρετικών)... Ει τις χριστιανοκατηγορικής αιρέσεως όντα τινά, ή εν αυτή τον βίον απορρήξαντα
διεκδικεί, ανάθεμα.

Ει τις Χριστόν τον Θεόν περιγραπτόν ουχ ομολογεί κατά το ανθρώπινον, ανάθεμα. Ει τις τας Ευαγγελικάς εξηγήσεις,
τας στηλογραφικώς γενομένας ου προσίεται, ανάθεμα. Ει τις ουκ ασπάζεται ταύτας ως εις όνομα του Κυρίου, ούσας
και των αγίων αυτού, ανάθεμα. Ει τις πάσαν παράδοσιν εκκλησιαστική έγγραφόν τε ή άγραφον αθετεί ανάθεμα... Η
αυτή Ζ' Οικουμενική Σύνοδος απηύθυνε διά του Πατριάρχου και Προέδρου αυτής Ταρασίου προς τους βασιλείς
Κωνσταντίνον και Ειρήνην την μητέρα αυτού επιστολήν, εν η προλογίζεται εν αρχή ούτω:

''Δοξάζεται η της Εκκλησίας κεφαλή Χριστός ο Θεός ημών, κράτιστοι βασιλείς, ότιπερ εν τη χειρί αυτού φυλαττομένη
καρδία Υμών έβλυσε λόγον αγαθόν προστάξασα συναγεγέρθαι ημάς, εν τω ονόματι αυτού ί ν α τ ω ν ε κ κ λ η σ ι α-
σ τ ι κ ώ ν δ ο γ μ ά τ ω ν α κ ρ ά δ α ν τ ο ν κ α ι α σ ά λ ε υ τ ο ν θ ε η γ ο ρ ί α ν β ε β α ί α ν κ α τ ά σ χ ω μ ε ν...

Τί γαρ του φυλάττεσθαι εκκλησιαστικών πραγμάτων, βεβαίωσιν φαιδρότερον προς ευφροσύνην χαριέστερον; Επεί
δε ανέστησαν τινες άνδρες μόρφωσιν μεν ευσεβείας έχοντες, ότι ιερωσύνης αξίωμα περιεβέβληντο, την δε δύναμιν
αυτής ηρνησάμενοι, των Βαβηλωνίων ιερέων την κατηγορίαν επισπασάμενοι... και ως έπος ειπείν τας καθ΄ημάς
εκκλησίας λυμηνάμενοι διετάραξαν και αιρεσιάρχαι οι Ιεράρχαι γεγόνασι΄ και αντί μεν ειρήνης έριν τω λαώ
προσεφώνησαν, αντί δε σίτου ζιζάνια ταις εκκλησιαστικαίς αρούραις ανέσπειραν... και λύκοι αραβικοί όντες δοράν
προβάτων υπεκρίθησαν ενδύσασθαι΄ και την αλήθειαν παραλογιζόμενοι το ψεύδος απεσπάσαντο... και ουκ ανεκτόν
ή φορητόν ηγήσασθαι τα μεν άλλα ομονοείν ημάς και συμβιβάζεσθαι, περί δε το της ζωής ημών κεφάλαιον ήτοι την
ειρήνην των εκκλησιών, εαυτών α π ο ρ ρ ή γ ν υ σ θ α ι και α π ο σ χ ί ζ ε σ θ α ι... και δη αποστολικαίς και
πατρικαίς εξακολουθήσαντες π α ρ α δ ό σ ε σ ι, τολμώ δε λέγειν συμπνοία του παναγίου ομονοήσαντος πνεύματος
αλλήλοις συνενεχθέντες άπαντες σύμφωνον ημίν έχοντες την παράδοσιν της καθολικής εκκλησίας ταις
υποτυπωθείσαις... παρά των αγίων εξ Οικουμενικών συνόδων συμπερωνήκαμεν... καθώς εκ των ανέκαθεν χρόνων η
αγία του Θεού καθολική Εκκλησία π α ρ έ λ α β ε και ε θ ε σ μ ο θ ε τ ή θ η παρά τε των αγίων Πατριαρχών της ημών
διδασκαλίας και των αυτών διαδόχων θεσπεσίων Πατέρων ημών... και ει τις μη ούτως έχον, αλλ' αμφισβητοίν και
νοσεί περί των αυτών σεπτών εικόνων προσκύνησιν τούτων αναθεματίζει η Οικουμενική ημών Σύνοδος, οχυρωθείσα
τη του θείου πνεύματος ενεργεία και ταις πατρικαίς και εκκλησιαστικαίς παραδόσεσι και το ανάθεμα ουδέν έτερον
έστι ή χωρισμός από του Θεού''.

Τέλος δε η αυτή Ζ' Οικουμενική Σύνοδος απήυθυνε Συνοδικήν εγκύκλιον ''τοις θεοφιλεστάτοις ιερεύσι και κληρικοίς
τοις τε αγιωτάτης του Θεού Μ. Εκκλησίας και πασών'' εν τη οποία μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής: ''...Ούτως τη
παραδόσει της καθολικής εκκλησίας, εξηκολουθήσαμεν και ούτε ύδρεσιν, ούτε πλεονασμόν εποιησάμεθα'', αλλ'
αποστολικώς διδαχθέντες κρατούμεν τας παραδόσεις, ας παρελάβομεν πάντα αποδεχόμενοι και ασπαζόμενοι,
όσαπερ η αγία καθολική εκκλησία αρχήθεν των χρόνων αγράφως και εγγράφως παρέλαβεν...αλλ' εξουθένωσαν το
ρήμα Κυρίου ''οράτε κ.λ.π.'' αθετήσαντες τας εκκλησιαστικάς παραδόσεις...

Η γαρ αληθινή της εκκλησίας και ευδυτάτη κρίσις καινουργείσθαι εν αυτή συγχωρεί ουδέν, ούτε α φ α ί ρ ε σ ι ν ποι-
ε ί σ θ α ι. Ημείς τοιγαρούν πατρώοις νόμοις επόμενοι παρά του ενός πνεύματος λαβόντες χάριν α κ α ι ν ο τ ο μ ή-
τ ω ς και αμειώτως πάντα τα της Εκκλησίας εφυλάξαμεν, καθώς αι άγιαι εξ Οικουμενικαί Σύνοδοι παραδεδόκασι...
και όστις ταύτης της ομολογήσεως έχεται της καθολικής Εκκλησίας έστι γνήσιος υιός τε και μέτοχος''. (Mansi τ. 23,
σελ. 412, 413, 416 κ.λ.π.)

Τα θεσπισθέντα παρά των εξ Οικουμενικών Συνόδων, επομένως και τα περί αμετατρέπτου και ακαινοτομήτου των
Εκκλησιαστικών παραδόσεων, είναι τελείως καθηγιασμένα και έχουσι την ισχύν των δογμάτων της Εκκλησίας, τα
οποία ουδείς έχει δικαίωμα και δη μονομερώς να μεταβάλη. Άπασαι αι κατόπιν Σύνοδοι επικυρούσι και επιβεβαιούσι
τους θεσπισθέντας όρους, κανόνας και πράξεις των εξ μεγάλων Οικουμενικών Συνόδων.

Ουδεμίαν παράδοσιν, ουδέν έθος της Εκκλησίας διενοήθη μεταγενέστερα τις Σύνοδος η Εκκλησιαστική αρχή να
ανατρέψη ή να μεταβάλη με τόσην μάλιστα ευκολίαν και ελαφρότητα με όσην επέταξεν η Εκκλησία της Ελλάδος διά
του Αρχιεπ. Αθηνών την μακραίωνα παράδοσιν νηστειών, ακολουθιών, Κυριακοδρομίων, και άλλων τυπικών της
Εκκλησίας διατάξεων, διά της μεταβολής του Εκκλησιαστικού ημερολογίου, διαπράξασα διά τούτου και το
σοβαρώτατον έγκλημα του χωρισμού της Εκκλησίας της Ελλάδος από των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών, χωρισμόν
εναντίον του οποίου όλαι αι Οικουμενικαί Σύνοδοι ηγωνίσθησαν και κατά του οποίου έστησαν τόσα αναθέματα.

Των μεταγενεστέρων τούτων Συνόδων θα μνημονεύσωμεν εις το επόμενον άρθρον ωρισμένας διατάξεις, ίνα
καταδείξωμεν μετά πόσης ευλαβείας αύται και οι αποτελέσαντες ταύτας ιεράρχαι ωμίλουν περί των παραδόσεων της
Εκκλησίας και μετά πόσης υπερηφανείας διεκήρυσσον την προς αυτάς προσήλωσίν των, ίνα καταδείξωμεν
ενργέστερον το ανόσιον έργον, το οποίον μονομερώς, άνευ ουδενός σπουδαίου λόγου και επί διασπάσει της ενότητος
της Εκκλησίας απετολμήθη, τη συνδρομή της στρατιωτικής Επαναστάσεως υπό της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

ΜΔ' Μέρος
Εκτός των Οικουμενικών Συνόδων και αι κατά καιρούς έκπαλαι συνελθούσαι Τοπικαί Σύνοδοι, ηννόησαν να
κατοχυρώσουν διά κανόνων και επιτιμίων όλας τας παραδόσεις της Εκκλησίας.

1) Ούτω προκειμένου περί των καταφρονούντων τους τόπους εκείνους, εις ους απέκειντο λείψανα μαρτύρων και
εκείνων οίτινες ενόμιζον βδεληκτάς τας συνάξεις τας επί των μαρτύρων, η εν Γάγγρα Σύνοδος διά του Κ' κανόνος
αυτής, λέγει τα εξής: ''Ει τις αιτιώτο υπερηφάνω διαθέσει κεχρημμένος και βδελυσσόμενος τας Συνάξεις των
Μαρτύρων ή τας εν αυταίς γενομένας Λειτουργίας και τας Μνήμας αυτών, ανάθεμα έστω.''

Η αυτή Σύνοδος εν τω ΚΑ' κανόνι αυτής ομιλεί περί τίνων έργων, τα οποία ενομίζοντο ενάρετα, ως π.χ. να νηστεύη τις
και εις ημέρας απηγορευμένας, το να διαλύη τον γάμον λόγω ασκητείας κλπ. και λέγει περί αυτών: ''Ταύτα δε
γράφομεν, ουκ εκκόπτοντες τους εν τη εκκλησία του Θεού κατά τας Γραφάς ασκείσθαι βουλομένους, αλλά τους
λαμβάνοντας την υπόθεσιν της ασκήσεως εις υπερηφανίαν, κατά των αφελέστερον βιούντων επαιρομένους τε, και
παρά τας Γραφάς και τους εκκλησιαστικούς κανόνας καινισμούς εισάγοντας... και πάντα συνελόντας ειπείν, τα
παραδοθέντα υπό των θείων Γραφών και των Αποστολικών παραδόσεων εν τη Εκκλησία γίνεσθαι ευχόμεθα.''

Ο δε Ζωναράς και Βαλσαμών ερμηνεύσαντες τον κανόναν τούτον συμπεραίνουν λέγοντες: ''Και τα άγραφα γαρ έθη,
τα χρόνω δοκιμασθέντα και κυρωθέντα, και οι της πολιτείας νόμοι κρατείν τε και ενεργείν θεσπίζουσι, και οι θείοι
κανόνες. Και ο μέγας τα πάντα Βασίλειος, περί της τούτων φυλακής μακρόν αποτείνει λόγον εις διαφόρους λόγους
αυτού.

Παράδοσιν λοιπόν εξ' ίσσου σπουδαίαν και σοβαράν, όπως και η παράδοσις του κατά το παλαιό ημερολογίον
εορτολογίου, μεθ' ου συνέχονται Πασχάλιον, Κυριακοδρόμια, νηστείαι κλπ, η ανωτέρω Σύνοδος εννοεί να κρατύνη
και καταστήση σεβαστήν, ενώ η Αρχιεπισκοπή Αθηνών την εποδοπάτησεν, ως εάν επρόκειτο περί κοινής
εμποροπανηγύρεως και την κατήργεισε μετά της μεγαλειτέρας ευκολίας.

Και άλλο Κανόνα της αυτής Συνόδου, τον ΙΘ', ο τας εκκλησιαστικάς νηστείας εκτρέπων, ανάθεμα. Το κείμενον του
Κανόνος τούτου έχει ως εξής: ''Ει εις των ασκουμένων, χωρίς σωματικής ανάγκης, υπερηφανεύοιτο, και τας
παραδεδομένας νηστείας εις το κοινόν και φυλαττομένας υπό της Εκκλησίας παραλύοι, υποικουρούντος εν αυτώ
τελείου λογισμού, ανάθεμα έστω.''

Κατά τον ερμηνευτήν Ζωναράν, επειδή οι περί τον Ευστάθιον έλυον τας παραδεδομένας νηστείας λέγοντες ότι τάχα
έφθασαν ούτοι εις την τελειότητα και δεν έχουσιν ανάγκη νηστείας, η Σύνοδος εξεφώνησε τον ανωτέρω κανόνα
καταψηφίζουσα ανάθεμα εις τους καταργούντας τας παραδεδομένας νηστείας, τας υπό της Εκκλησίας φυλαττομένας,
εκτός άν πρόκηται περί σωματικής ασθενείας.

Παρ' όλον όμως τον αντωτέρω Κανόνα, τον απαγορεύοντα την κατάργησιν των εκ παραδόσεως νηστειών, η
Αρχιεπισκοπή Αθηνών διά της πρωτοβουλίας αυτής προς μεταβολήν του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου, κατήργησεν,
ως είδομεν, πάντοτε μεν κατά 13 ημέρας, κατά τίνα δε έτη και τελείως την νηστείαν των Αγίων Αποστόλων της εκ
παραδόσεως της Εκκλησίας ισχύουσαν.

2) Ετέρα τοπική Σύνοδος, η εν Καρθαγένη, ήτις απετελέσθη εν 212 Πατέρων και εις την οποίαν έλαβον μέρος και
τοποτηρηταί εκ του Πάπα της Ρώμης αποσταλέντες, οι Φαυστίνος επίσκοπος Πικένου της Ποτεντινής Εκκλησίας των
Ιταλών και οι πρεσβύτεροι Φίλιππος και Άσελος, της οποίας δε προεξήρχε Αυρίλιος επίσκοπος της εν Καρχηδόνι
Εκκλησίας, ον και Πάπαν ωνόμαζον, απεφάσισε να επαναφέρη εις το μέσον και επικυρώση και διαφυλάξη τα τε παρά
των εν Νικαία Πατέρων δογματισθέντα και ορισθέντα, όσα είχον παραλάβει από των προηγουμένων Πατέρων και
όσα οι προηγησάμενοι Πατέρες εβεβαίωσαν, και όσα εκείνοι ετύπωσαν περί πάντων των εν τω κλήρω κατειλεγμένων.

''Τούτο ορίζεται δι' όλων των κανόνων αυτής, ο δε Γ' Κανών αυτής λέγει ''...ίνα και το διά των Αποστόλων παραδοθέν,
και εξ' αρχής της αρχαιότητος κρατηθέν, και ημείς ομοίως φυλάξωμεν.''

Σημαντιώταται είναι και οι διατάξεις του λεγομένου ''Τόμου της Ενώσεως'', του εκδοθέντος κατά το έτος 920 εν
Κωνσταντινουπόλει επί Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου, όστις συγκαλέσας τον τε Πατριάρχην Νικόλαον και
σύμπαντας τους αρχιερείς έπεισε τούτους όπως συνερχόμενοι επαναφέρωσι την ένωσιν και την ομόνοιαν της
Εκκλησίας, ήτις είχε διαταραχθή εκ του παρανόμου γάμου του Λέοντος του Σοφού, ελθόντος εις τέταρτον γάμον και
ένεκα τούτου αφορισθέντος υπό του Πατριάρχου και των Μητροπολιτών.

Εκ τούτου εγεννήθησαν σχίσματα και στάσεις εις την Εκκλησίαν αναγκάσαντα τον Λέοντα να εξορίση τον Πατριάρχην
Νικόλαον και να εγκαθιδρύση ως Πατριάρχην τον πνευματικόν αυτού πατέρα Ευθύμιον. Αποθανόντος όμως του
Λέοντος, ο αδελφός αυτού Αλέξανδρος γενόμενος βασιλεύς εξεδίωξε τον Ευθύμιον και επανέφερε τον Πατριάρχην
Νικόλαον, πράγμα το οποίον επέτεινε την εν τη Εκκλησία διαίρεσιν και στάσιν. Διά τούτο, ο μετά τον θάνατον και του
Αλεξάνδρου βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, θέλων ν' αποκαταστήση την ενότητα και ομόνοιαν της
Εκκλησίας συνεκάλεσε σύμπαντας τους αρχιερείς, οίτινες εξέδωκαν τον ''Τόμον της Ενώσεως''.

Εκ της ιδιαιτέρας αυτής σημασίας του τόμου τούτου, τα αποφασισθέντα δι' αυτού έχουν ιδιαιτέρα βαρύτητα. Του
Τόμου τούτου, ο Δ' Κανών λέγει: ''Άπαντα παρά την εκκλησιαστικήν παράδοσιν, και την διδασκαλίαν και υποτύπωσιν
των αοιδήμων πατέρων καινοτομηθέντα και πραχθέντα, η μετά τούτο πραχθησόμενα ανάθεμα.''

Ο δε Ζ' κανών του Τόμου της Ενώσεως προσθέτει: ''Τοις εν καταφρονήσει τιθεμένοις τους ιερούς και θείους κανόνας
των μακαρίων Πατέρων ημών, οι και την αγίαν Εκκλησίαν υπερείδουσι, και όλην την χριστιανικήν πολιτείαν
κοσμούντες προς θείαν οδηγούσιν ευλάβειαν, ανάθεμα.'' Επομένως κατά τας διατάξεις του Τόμου της Ενώσεως, όχι
μόνον τα έως τότε καινοτομηθέντα και πραχθέντα παρά την εκκλησιαστικήν παράδοσιν καταδικάζονται και
αναθεματίζονται, αλλά και τα εις το μέλλον πραχθησόμενα παρά την εκκλησιαστικήν παράδοσιν.

Σαφώς άρα και ανενδοιάστως καταδικαστέα και αποδοκιμαστέα είναι κατά τους κανόνας του ανωτέρω ''Τόμου
Ενώσεως'', τα περί μεταβολής του εκκλησιαστικού ημερολογίου αποφασισθέντα, τα συνεπαγόμενα μεταβολήν και
ανατροπήν εορτών και νηστειών και άλλων τυπικών διατάξεων της Εκκλησίας.

Αλλά προκειμένου περί των παραδόσεων της Εκκλησίας δεν δυνάμεθα να παρίδωμεν τα εμπνευσμένα αξιώματα και
τα υψηλά διδάγματα του Μεγάλου Φωτίου (λογίου και Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως), ιδίως εις τας περιφήμους
263 επιστολάς αυτού, περί ων θέλομεν διαλάβει εις το επόμενον άρθρον.

ΜΕ' Μέρος
Προκειμένου περί της αποφυγής των νεωτερισμών εν τη Εκκλησία και της τηρήσεως των Παραδόσεων, ο Φώτιος, ο
της ορθοδοξίας αήττητος πρόμαχος, ο σοφώτατος και αγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο κατά τον
Ζαμπέλιον ''καταβάς εις τον τάφον ομολογητής των πατρίων παραδόσεων'', είπε και έγραψε πολλά εις τας
περιφήμους Επιστολάς αυτού. Εξ αυτών ολίγιστα μόνον θα μεταφέρωμεν ενταύθα διότι θα ήτο μακροτάτη η έκτασης
της διά των δημοσιευμένων άρθρων ημών μελέτης και θα εξετρέπετο του κυρίου σκοπού αυτής.

Αι Επιστολαί του Φωτίου είναι: 1) Δογματικαί και Ερμηνευτικαί, 2) Παραινετικαί και 3) Παραμυθητικαί. Εκ των
πρώτων Επιστολών του η Γ' απευθυνόμενη προς τον Πάπαν της Πρεσβυτέρας Ρώμης Νικόλαον, περιλαμβάνει μεταξύ
πλείστων άλλων και τα εξής: ''Πολλοί κανόνες άλλοις μεν παραδίδονται ετέροις δε ουδέ γνώριμοι. Ο παραλαβών και
αθετών δίκης άξιος... Και γαρ έστιν όντως κοινά πάσιν, α πάντας φυλάττειν επάναγκες, και προ γε των άλλων τα περί
Πίστεως, ένθα και το παρεγκλίναι μικρόν αμαρτείν εστίν αμαρτίαν την προς τον θάνατον...
Τίς δε των Δεσποτικών και Πατριαρχικών και Συνοδικών δογμάτων ουκ αν αισχυνθείη και πράττων ομολογήσαι την
εξουδένωσιν; (το τελευταίον τούτο είπε ο Φώτιος κατά των καινοτομούντων Λατίνων ως εξουδενούντων τα Δεσποτικά
και Πατρικά και Συνοδικά προστάγματα)... Δει γαρ τα τεθέντα φυλάσσειν, και Πατράσις τέκνα δίκαιόν τε και όσιον
πειθαρχείν... Φιλεί γαρ ως τα πολλά των αγελαίων ο τρόπος διά το της γνώμης ηρρωστικός και αστήρικτον ταις
καινοτομίαις τε και ταις νεωτεροποιίαις προσκεχηνέναι μάλλον, η τοις καθεστηκόσι και καλώς κειμένοις
προσεπερείδεσθαι.''

Η Δ' Επιστολή του Φωτίου, ήτις εστίν η περιώνυμος αυτού εγκύκλιος η θορυβήσασα τόσον τον Πάπαν Νικόλαον, ώστε
έντρομος να επικαλεσθή εις συμμαχίαν όλην την Δύσιν, απευθύνεται προς τους της Ανατολής Αρχιερατικούς Θρόνους
και περιλαμβάνει και τα εξής: ''...Και πρώτον μεν αυτούς εκθέσμως εις την των Σαββάτων νηστείαν μετέστησαν. ΟΙΔΕ
ΔΕ ΚΑΙ Η ΜΙΚΡΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΘΕΝΤΩΝ ΑΘΕΤΗΣΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΟΛΗΝ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΕΠΙΤΡΕΨΑΙ ΚΑΤΑΦΡΟΝΗΣΙΝ!''

Γράφων δε εν τη Επιστολή ταύτη ο Φώτιος περί της ασεβείας των Δυτικών Επισκόπων, ους ονομάζει ''Επισκόπους του
σκότους, οίτινες ανέσπειρον πολλά αθέμιτα εις το Έθνος των Βουλγάρων, εκφράζει όλην αυτού την θλίψιν διά την
παραβίασιν και απώλειαν των παραδεδομένων υπό της Εκκλησίας θεσπισμάτων διά της εξής ωραιοτάτης εικόνος:
''...Ήλθεν η τούτων φήμη εις τας ημετέρας ακοάς΄ επλήγημεν διά μέσων των σπλάχνων καιρίαν πληγήν, ως ει τις τα
έκγονα της κοιλίας αυτού κατ' οφθαλμούς ίδοι υπό ερπετών και θηρίων σπαρασσομένα τε και διασπώμενα.

Και γαρ οις κόποι και πόνοι και ιδρώτες εις την εκείνων αναγέννησίν τε και τελείωσιν κατεβλήθησαν, αναλόγως αυτοίς
συμπεσείν αφόρητον την λύπην και την συμφοράν, των γεννημάτων παραπολλυμένων εξεγένετο.'' Περαιτέρω εν τη
αυτή επιστολή ομιλών περί των νηστειών κατά Σάββατον λέγει τα εξής επαναλαμβάνων τον Αποστολικόν και
Συνοδικόν Κανόνα:

''Επειδή μεμαθήκαμεν τους εν τη Ρωμαίων πόλει εν ταις Αγίαις της Τεσσαρακοστής νηστείας τοις ταύτης Σάββασιν
νηστεύειν παρά την παραδοθείσαν Εκκλησιαστικήν ακολουθίαν, έδοξε τη αγία Συνόδω, ώστε κρατείν και επί την
Ρωμαίων Εκκλησίαν απαρασηλεύτως τον κανόνα τον λέγοντα: ''Ει τις Κληρικός ευρεθείη τη Αγία Κυριακή νηστεύων ή
το Σάββατον πλην του ενός και μόνου, καθαιρείσθω΄ ει δε λαικός αφοριζέσθω.''

Εν άλλη επιστολή του, τη ΣΤ' απευθυνομένη προς τον Μιχαήλ τον Άρχοντα Βουλγαρίας και διδάσκων αυτόν ''Τί εστίν
έργον Άρχοντος'' λέγει μεταξύ άλλων: ''...Ώσπερ γαρ επί των κάλλει διαφερόντων σωμάτων και μικρά τις επιγενομένη
κηλίς θάττον συνοράται και πεφωράται τη παραθέσει της λοιπής εν τω σώματι ωραιότητος, τοις δ' αισχροίς την όψιν
ουκ αν εξελεγχθείη ραδίως τα της ασχημοσύνης πάθη επισυνιστάμενα (υπολανθάνει γαρ της ομορφιάς τω συγγενεί
και τη ομοιότητι) ούτω και επί της των χριστιανών ωραιοτάτης ως αληθώς και υπερλάμπρου θρησκείας και πίστεως,
καν το βραχύτατόν της αυτής παρατρέψη, μεγάλην ασχημοσύνην εργάζεται, και παραυτίκα τον έλεγχον δέχεται...

Ούτω Χριστός ο κοινός Δεσπότης εγκελεύεται... και μη καταισχύνειν την πίστιν διά των πράξεων. Ούτω Παύλος ο
μέγας της Εκκλησίας συμβουλεύει Διδάσκαλος. Ούτω Πέτρος ο κορυφαίος των Αποστόλων, και των ουρανίων πυλών
τας κλεις εμπεπιστευμένος και την είσοδον. Ούτω των λοιπών Αποστόλων ο θείος χορός την οικουμένην εμαθήτευσεν.
Ούτω ημών οι πατέρες παρειλήφθησαν΄ ούτως ημίν τοις μετ' εκείνοις παραδεδώκασιν!...

Εν άλλη επιστολή, τη 146η από της υπερορίας του προς τους επισκόπους λέγει: ''...Πώς γαρ ο τοιαύτα λέγων ή εννοών,
οίαν λέγειν ημάς και φρονείν ο καλός εκείνος φίλος ανεπλάσατο, ουκ εις έσχατον μεν ανοίας ελαύνει, κοινός δε
προδότης πάσης εστί της Εκκλησίας υπερόπτης δε και υβριστής των πατρικών παραδόσεων; Και τέλος εν άλλη
επιστολή αναφέρει μεταξύ των άλλων τα εξής: ''...και μη λιπείν την πατρώαν τάξιν, ην υμάς οι πρόγονοι, δι' ων
έπραξαν, κατέχειν παραδεδώκασι.''

Και ενώ τόσοι θεόφρονες Πατέρες και μεγάλοι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας ομολογούσι πίστιν και σεβασμόν εις τας
παραδόσεις της Εκκλησίας και διά κανόνων κατωχύρωσαν την τήρησιν αυτών, η Εκκλησία της Ελλάδος τη
πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, παρεμέρισε και ελάκτισε πάσαν εκκλησιαστικήν παράδοσιν, ίνα φθάση
εις τον αντορθόδοξον νεωτερισμόν της μεταβολής του Εκκλησιαστικού ημερολογίου.
Θα συνεχίσωμεν εις τα απομένοντα ολίγα ακόμη άρθρα την έρευναν ημών εξετάζοντες και κατά πόσον η τοιαύτη
μονομερής παρά τους κανόνας και παρά τας παραδόσεις μεταβολή, η διανοίγουσα σχίσμα μεταξύ των Ορθοδόξων
Εκκλησιών είναι υποχρεωτική διά τους πιστούς ορθοδόξους Χριστιανούς.

ΜΣΤ' Μέρος
Συνοψίζοντες την όλην σειράν των μέχρι σήμερον δημοσιευθέντων άρθρων δυνάμεθα να εξαγάγωμεν τα ακόλουθα
συμπεράσματα, αψευδή, αναντίλεκτα, αυταπόδεκτα, κατωχυρωμένα διά των επισήμων κειμένων τα οποία
εδημοσιεύσαμεν.

Α') Ότι η μεταβολή του εκκλησιαστικού ημερολογίου, μεθ' ου συνδέονται και εξ' ου εξαρτώνται και μεταβάλλονται
όχι μόνον το Πασχάλιον, αλλά ειδικαί διατάξεις προαιώνιοι του Τυπικού της Εκκλησίας, νηστείαι, Κυριακοδρόμια,
εκκλησιαστικοί ύμνοι κ.λ.π, καθιερωμέναι υπό Κανόνων Συνοδικών και παραδόσεων των Πατέρων της Εκκλησίας, η
μεταβολή λέγομεν αύτη εγένετο τη πρωτοβουλία και τη εισηγήσει του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Χρυσοστόμου.

Β') Ότι η πρωτοβουλία αύτη και η εισήγησις εγένετο άνευ ουδενός σοβαρού λόγου και άνευ ουδεμιάς σπουδαίας
ανάγκης, χωρίς δε ουδεμία να υπάρξη παρ' οιουδήποτε πίεσις ή βία, και σκοπόν είχε κυρίως το επισήμως δηλωθέν
υπό του αντιπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος και κατ' εντολήν του Αρχιεπισκόπου Αθηνών εις το συγκληθέν εν
Κωνσταντινουπόλει υπό του Μεταξάκη Συνέδριον, το ονομασθέν ψευδώς ''Πανορθόδοξον'' 1923, ότι δηλαδή ''θα
είναι μεγάλη η ηθική σημασία και η εντύπωσις, ην θα παραγάγη εις όλον τον πεπολιτισμένον κόσμον η διά της
αβιάστου πρωτοβουλίας της Εκκλησίας της Ανατολής προσέγγισις των δύο χριστιανικών κόσμων της Ανατολής και της
Δύσεως εν τω εορτασμώ των μεγάλων χριστιανικών εορτών.

Γ') Ότι η μεταβολή του Εκκλησιαστικού ημερολογίου απεφασίσθη παρά και αυτήν την απόφασιν του
''Πανορθοδόξου'' Συνεδρίου και την μεταγενεστέραν απόφασιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθ' ας η κριθείσα
ως αναγκαία μεταβολή εξηρτήθη από τον όρον ''συναινέσεως απασών των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών''.

Δ') Ότι η εφαρμογή του Νέου Εκκλησιαστικού Ημερολογίου απεφασίσθη παρά ταύτα υπό του Αρχιεπισκόπου Αθηνών
εναντίον της σαφούς και δεδηλωμένης γνώμης των Ορθοδόξων Εκκλησιών Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας,
Αγίου Όρους κ.λ.π. αρνηθεισών να εφαρμόσουν το νέον Ημερολόγιον άνευ συγκροτήσεως Οικουμενικής Συνόδου.

Ε') 'Οτι η μεταβολή απεφασίσθη υπό του Αρχιεπισκόπου Αθηνών ισχυρισθέντος ότι εκτελεί εντολήν της Ιεραρχίας,
ενώ η απόφασις της Ιεραρχίας της Ελλάδος, η ληφθείσα την 27 Δ/βρίου 1923 ήτο μεν η αφομοίωσις του
Εκκλησιαστικού Ημερολογίου προς το πολιτικόν, αλλ' υπό τον όρον της συμφωνίας όχι μόνου του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, αλλά και όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Την απόφασιν ταύτην της Ιεραρχίας διέστρεψεν ο
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και εφήρμοσε τον νέον ημερολόγιον όχι μόνον καθ' υπέρβασιν της δοθείσης αυτώ υπό της
Ιεραρχίας εντολής, αλλά και παραπλανήσας αυτήν και αποκρύψας απ' αυτής ότι αι λοιπαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι
ηρνήθησαν να εφαρμόσουν το νέον Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον.

ΣΤ') Ότι και αυτό το Οικουμενικόν Πατριαρχείον μεθ' όλας τας απ' αυτού πιέσεις της Επαναστατικής τότε Εκκλησίας
της Ελλάδος, απεδέχθη μεν την εισηγηθείσαν εις αυτό γνώμην του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και την δηλωθείσαν
απόφασιν αυτού να αρχίση την μεταβολήν του παλαιού ημερολογίου από τις 10/23 Μαρτίου 1924, αλλά και τότε
αποστέλλων ο Οικουμενικός Πατριάρχης την συγκατάθεσιν αυτού προς τον Αθηνών (Ιανουάριον 1924) έγραφεν ότι η
εφαρμογή πρέπει να αρχίση ''Εν πάσαις ταις αδελφαίς Ορθοδόξοις Εκκλησίαις'', των οποίων την συναίνεσιν ενόμιζεν
αναγκαίαν.

Ζ') Ότι παρ' όλα ταύτα ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών απεφάσισε μονομερώς άνευ της συμφωνίας όλων των Ορθοδόξων
Εκκλησιών, να εφαρμόση αυθαιρέτως από της 10/23 Μαρτίου το νέον Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον ασκηθείσης δι'
αυτού υπό του Υπουργείου των Εξωτερικών ψυχολογικής βίας επί του τότε Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου,
όστις παρά την γνώμην του περί συναινέσεως απασών των ορθοδόξων Εκκλησιών εξηναγκάσθη να αποδεχθή την
μονομερή απόφασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος και να εφαρμόση μετ' αυτής το νέον ημερολόγιον από της 10/23
Μαρτίου 1924.

Η') Ότι η μεταβολή εγένετο ούτω άνευ τινός νόμου ή διατάγματος διά μιας εγκυκλίου του αρχιεπισκόπου Αθηνών
προς τους ιεράρχας της εκκλησίας της Ελλάδος και δι' ενός τηλεγραφήματος του υπουργείου των Εξωτερικών προς
τας λοιπάς ορθοδόξους εκκλησίας.

Θ') 'Οτι ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών προβάς αυθαιρέτως εις την μεταβολήν του εκκλησιαστικού ημερολογίου, παρέβη
και περιεφρόνησε το επί Βασιλέως Γεωργίου του Β', Β. Διάταγμα περί μεταβολής του πολιτικού ημερολογίου, το
προκληθέν υπ΄αυτής της Επαναστάσεως και δημοσιευθέν την 25ην Ιανουαρίου 1923, όπερ δεν κατηργήθη έκτοτε δι'
ουδενός νόμου ή άλλου διατάγματος και το οποίον ώριζεν, ότι ''Διατηρείται εν ισχύι το Ιουλιανόν Ημερολόγιον όσον
αφορά εν γένει την Εκκλησίαν και τας θρησκευτικάς εορτάς.''

Ι') 'Οτι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών αδιαφορήσας προς την γνώμην των λοιπών ορθοδόξων εκκλησιών των μη
αποδεξαμένων τον νεωτερισμόν του εκκλησιαστικού ημερολογίου, διέπραξε θανάσιμον εκκλησιαστικόν αμάρτημα
διασπάσας την ενότητα της ανατολικής Αποστολικής Εκκλησίας και χωρίσας υπ' αυτών την Ελληνικήν Εκκλησία
εορτάζουσαν, νηστεύουσαν και ιερουργούσαν ουχί συγχρόνως μεθ' όλων των ορθοδόξων εκκλησιών, αλλά
κεχωρισμένως.

ΙΑ') 'Οτι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών δημιουργήσας ούτω σχίσμα στην Ορθόδοξον Εκκλησίαν και μεταλλάξας διά του
νεωτερισμού του νέου εκκλησιαστικού ημερολογίου όλην την απ' αιώνων κρατούσαν εκκλησιαστικήν τάξιν, ήτοι
καταργήσας τα Κυριακοδρόμια και την νηστείαν των αγίων Αποστόλων, μεταβαλών τον Πασχάλιον κύκλον και
τροποποιήσας τας ιεράς ακολουθίας, της λειτουργίας εορτών και Κυριακών, παρεβίασε τας εκκλησιαστικάς
παραδόσεις, τας οποίας Αποστολικοί και Συνοδικοί κανόνες Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων εκήρυξαν ισχυράς
και απαρατρώτους, αναθεματίσαντες τους μη τηρούντας αυτάς.

ΙΒ') Διά της καταπατήσεως των Εκκλησιαστικών παραδόσεων και των ιερών Αποστολικών και Συνοδικών κανόνων ο
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών παρεβίασε την θεμελιώδη διάταξιν του Συντάγματος, καθ' ην ''η Ορθόδοξος Εκκλησία της
Ελλάδος υπάρχει αναποσπάστως ηνωμένη δογματικώς μετά της εν Κωνσταντινουπόλει μεγάλης και πάσης άλλης
ομοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, τηρούσα απαρασαλεύτως τους ιερούς, Αποστολικούς και Συνοδικούς κανόνας και
τας ιεράς παραδόσεις.

Ας μη υπολάβη επιπόλεός τις ή αμαθής και άγευστος των Εκκλησιαστικών και Εθνικών ημών πραγμάτων, ότι
πρόκειται περί παρωνυχίδος και ότι η μεταβολή του Εκκλησιαστικού ημερολογίου είναι απλώς ζήτημα αριθμητικόν,
ήτοι προσθήκης ή αφαιρέσεως 13 ημερών. Τούτο υποστηρίζων θα ελεγχθή αμαθής και ανιστόρητος, αγνοών τους
υπερλάμπρους αγώνας επικρατήσεως της ορθοδόξου εκκλησίας, διά των οποίων επεκράτησεν, υψώθη και
εμεγαλύνθη το Έθνος ημών, του οποίου η ύπαρξις είναι συνυφασμένη με την γέννησιν, την ζωήν, την δράσιν και το
κλέος της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας.

Έλληνες Ιεράρχαι αψηφούντες το δόγμα της ενότητος της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, περιφρονούντες και
καταπατούντες τας ιεράς της Εκκλησίας παραδόσεις και τους προασπίζοντας αυτάς θείους και ιερούς Κανόνας δεν
είναι μόνον επίορκοι και απαρνηταί της ιεράς ημών πίστεως και θρησκείας΄ είναι υπονομευταί και της εθνικής ημών
ενότητος. Είναι απλοί κοσμοπολίται άνευ αισθήματος εθνισμού, με εσβεσμένον το πατριωτικόν πυρ εις τα στήθη των,
ελληνίζοντες αλλ' όχι Έλληνες. Ιεράρχαι το σχήμα, αλλ' όχι αληθείς απόστολοι της Εκκλησίας του Χριστού.

Πως ούτοι είναι πολέμιοι της εθνικής ημών ενότητος και υπονομευταί της Ορθοδόξου ημών πίστεως, ποιον
απεργάζονται όλεθρον κατά του Έθνους και της Εκκλησίας, και κατά ποσον οι πιστοί Ορθόδοξοι οφείλουν υπκοήν και
σεβασμόν εις άθεσμα, αντικανονικά και αντορθόδοξα κελεύσματα αυτών, έστω και περιβαλλομένων το ένδυμα του
Αρχηγού της Εκκλησίας θα αναπτύξωμεν εις το επόμενον άρθρον.
ΜΖ' Μέρος
Εκείνο το οποίον καθιστά εγκληματικώτερον και ανοσιώτερον το πραξικόπημα της Εκκλησίας της Ελλάδος -της
Επαναστατικής Εκκλησίας- ήτις δικαιώματι επενεξετάσεως απεφάσισε να ανατρέψη και τους Εκκλησιαστικούς
θεσμούς, ως το επαναστατικόν Κράτος ανέτρεψε τους πολιτικούς θεσμούς, είναι τούτο΄ ότι δεν εσεβάσθη ό,τι
εκράτησαν και εσεβάσθησαν επί είκοσι αιώνας οι διάδοχοι των Αποστόλων, οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι επίγονοι
αυτών.

Ουδείς Αυτοκράτωρ, ουδείς Πατριάρχης, ουδεμία Σύνοδος Οικουμενική ή Τοπική, ουδείς αντιπρόσωπς της Εκκλησίας
έθεσεν επί δύο χιλιάδας έτη χείρα επί του Εκκλησιαστικού ημερολογίου. Αφ' ης η Παπική Εκκλησία ενεωτέρισεν
εισαγαγούσα το νέον Γρηγοριανόν ημερολόγιον, ησκήθη τοιαύτη πίεσις και τοιαύτη βία σωματική και ψυχολογική
επί της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς αποδοχήν του νέου ''καλλενδαρίου'', ώστε να διεγείρη στάσεις και διαιρέσεις εις
τους κόλπους αυτής και να απειλή αυτήν την πολιτικήν και την προσωπικήν ακόμη Κρατών, Εθνοτήτων, Θρόνων και
Πατριαρχών.

Και όμως η Ορθόδοξος Εκκλησία διά πάντων των κατά καιρούς αντιπροσώπων αυτής, όχι μόνον δεν υπέκυψεν, αλλά
σθεναρώτατα ηγωνίσθη και υψώσασα την σημαίαν των Παραδόσεων της Εκκλησίας εθωρακίσθη δι' αυτής, την
ήπλωσεν εις όλην την Ορθοδοξίαν και εκεραυνοβόλησε διά Κανόνων, αναθέματος και αφορισμού πάντας τους
νεωτερίζοντας, τους ζητούντας να μεταβάλλωσι το καθεστώς της Εκκλησίας διά της μεταβολής του Ιουλιανού
ημερολογίου.

Υπομιμνήσκομεν δε μετά τας Οικουμενικάς Συνόδους την μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον του έτους 1593 επί
Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου του Β' ''περί της αποβολής του νέου καλανδαρίου'' και την εγκύκλιον του
Πατριάρχου τούτου, δι' ης ανεθεμάτισε τους ακολουθούντας ''το νεοφεύρετον Πασχάλιον και μηνολόγιον του Πάπα'',
ως επίσης και την Σύνοδον του 1720 επί Ιερεμίου του Γ' και την του έτους 1827 επί Πατριάρχου Αγαθαγγέλου, απασών
αντιταχθεισών ερρωμένως εις την διόρθωσιν του Ιουλιανού Ημερολογίου.

Επίσης δε και την τελευταίαν Συνοδικήν Εγκύκλιον της 12 Ιουνίου 1902 του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επί
Ιωακείμ του Μεγάλου (Ιωακείμ Γ') και την ανταπάντησιν αυτού της 12 Μαίου 1904 εις τας απαντήσεις όλων των
Ορθοδόξων Εκκλησιών, δι' ης έθετε τέρμα εις τας συζητήσεις περί του νέου Ημερολογίου αποφαινόμενος ότι
γνώρισμα ουσιωδέστατο της Ορθοδοξίας είναι ''μη κινείν όρια αιώνια, α οι Πατέρες ημών έθεντο''.

Και ό,τι ηρνήθησαν να διαπράξουν πάσαι αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, οι Ιερεμίαι, οι Ιωακείμ, οι Φώτιοι, άπαντες οι
γεραροί της Ορθοδοξίας στηλοβάται, το διέπραξαν εν μια στιγμή μονομερώς, αυθαιρέτως, ανιέρως, αντορθοδόξως,
διά μιας εγκυκλίου του ο Αρχηγός της Ελληνικής Εκκλησίας, ο επαναστατικώ δικαίω αρχηγός αυτής, κατακρημνίσας
δύο χιλιάδων ετών ιερόν και καθηγιασμένον οικοδόμημα, το της Ορθοδοξίας, ίνα ισοπεδώση τούτο με το Ιησουιτικόν
και κακότεχνον οικοδόμημα της Παπικής Εκκλησίας!

Ποία απόφασις, ποία δικαιολογία, ποία επιχειρήματα είναι ικανά να πνίξουν την φωνήν της αλήθειας, την
''πραγματικήν περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου'' ήτις διακηρύσσει διά κειμένων, διά Γραφών, διά Συνόδων, διά
Κανόνων, δι' αποφάσεων, ότι η μεταβολή του Ιουλιανού Ημερολογίου, η αντικανονική, η αυθαίρετος, η άνευ της
συμφωνίας απασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών είναι υπερτέρα των δογματικών παραβάσεων, διασπώσα την
Ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δημιουργούσα σχίσματα και διαιρέσεις, ανατρέπουσα θείους και ιερούς κανόνας,
προσβάλλουσα και ποδοπατούσα προαιωνίους εκκλησιαστικάς παραδόσεις;

Ποία χείλη Ελλήνων ορθοδόξων δύνανται να αρνηθώσιν, ότι την διάσωσιν της πίστεως ημών, αλλά και την διάσωσιν
του Εθνισμού μας οφείλομεν εις την μη προσχώρησιν ημών εις τους νεωτερισμούς της Παπικής Εκκλησίας, εις τους
οποίους ο νεωτεριστής Αρχιεπίσκοπος Αθηνών έκαμε τον πρώτον και θρασύτατον βήμα διά της οικτράς αυτού
στάσεως εις το ζήτημα του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου;

Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο πολυμαθέστατος και ευγλωττότατος Λευκάδιος λόγιος και συγγραφεύς, γράφων περί του
Μεγάλου Φωτίου του σοφού λέγει εις τας βυζαντινάς αυτού μελέτας (σελ. 485-8): ''Ο Φώτιος κατεβαίνει εις τον τάφον
ομοογητής των πατρίων παραδόσεων΄ όμως το ψήφισμα της ογδόης εκείνης Συνόδου, η Καινή αύτη Διαθήκη της
Ελληνικής Ενότητος, επιζή, επικρατεί, ηγεμονεύει, και το γένος μας θωρακίζει επί χιλίους ενιαυτούς''. Ο δε αοίδημος
Κοραής εις τα προλεγόμενά του, του Α' Τόμου των Ατάκτων (σελ. 24) λέγει τα εξής: ''Εις δεισιδαιμονίαν ημών
αποδίδουσιν οι Λατίνοι το πείσμα του κοινού Λαού να μην ενωθή με τους Παπιστάς και την σταθεράν αυτού
αντίστασιν εις τους επιθυμούντας να τον ενώσουν Αυτοκράτορας. Εις την δειδαιμονίαν όμως ταύτην (αν εγέννησε
ποτέ τι καλόν η δεισιδαιμονία) χρεωστούμεν οι σημερινοί Γραικοί την ύπαρξίν μας.

Χωρίς το ευτυχέστατον τούτο πείσμα των προ ημών και η δεισιδαιμονία ήθελ' αυξηθήν επί πλέον, και τα πολυπληθή
τάγματα των Δυτικών Μοναχών έμελλαν να καταβρωμίσωσι το έδαφος της ταλαιπώρου Ελλάδος'' και τα Νερωνικά
της Ιεράς εξετάσεως κριτήρια να φλογίζωσι τους Έλληνας, ως κατέφλεξαν πολλάς μυριάδας Δυτικών, και η Ανατολική
Εκκλησία να υποταχθή, ως εις καφαλήν τον Πάπα, καθώς υποτάσσονται ακόμη σήμερον (1828) πολλοί της
φωτισμένης Ευρώπης λαοί, άλλοι διότι κρατούν έτι τους οφθαλμούς κλεισμένους εις τα πανταχόθεν περιλάμποντα
φώτα της παιδείας, και άλλοι, διότι έχοντες και αυτοί μεταξύ των όχι ολίγους ακόμη εκουσίους τυφλούς, έκριναν
φρονιμώτερον να αφήσωσι την κατάτριψιν της Παπικής Τυραννίας εις το ρινίον της Τυπογραφίας, παρά να την
πελεκίσωσι με βίαν...''

Διά να φανώμεν πολιτισμένοι δήθεν, όπως οι Δυτικοί, και διά να προσεγγίσωμεν προς αυτούς, υπερηφανευομένους
σήμερον διά τούτο, απηρνήθημεν τας ιδικάς μας παραδόσεις, τας Εκκλησιαστικάς άμα και Εθνικάς, και ενδέχθημεν
το νέον Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον αφηφούντες τον μέγαν κίνδυνον σχίσματος, ήτοι της διασπάσεως της Ενότητος
ημών εν τη πίστει, κίνδυνον, ον εγκυμονεί η προσαρμογή και της Εκκλησίας ημών προς το νέον της Παπικής Εκκλησίας
ημερολόγιον. Και όμως και αυτός ο Πάπας σήμερον, καταισχύνων την ασυνεσίαν και την επιπολαιότητα των
ιθυνόντων τα της ημετέρας Εκκλησίας, θεωρεί ότι αι εκκλησιαστικαί τροποποιήσεις και αν δεν προσκρούουν εις
δόγματα είναι όμως ''εγκατάλειψις αποκατεστημένων παραδόσεων'' και διά τούτο και αυτός τας αποκρούει.

Είναι τελευταία -της 7 Απριλίου 1924- γνώμη αυτού, την οποίαν ο παρ' ημίν έγκριτος λόγιος και των Εκκλησιαστικών
πραγμάτων, εντριβέστατος κ. Ψάχος, καθηγητής, έφερεν εις φως δημοσιεύσας ταύτην εις το αξιόλογον θρησκευτικόν
περιοδικόν ''Η Φωνή της Ορθοδοξίας'' (φύλ. 5 της 19 Μαρτίου 1928). Κατ' αυτήν εις άρθρον της παρισινής ''Ζουρνάλ''
ο Ρενέ Σύντρα πραγματευόμενος το ζήτημα περί σταθεροποιήσεως της εορτής του Πάσχα και περί μεταρρυθμίσεως
του Γρηγοριανού ημερολογίου, ζήτημα ευρισκόμενον από πολλού εις την ημερησίαν διάταξιν της Κοινωνίας των
Εθνών, εκθέτει τας γνώμας τας οποίας εξέφρασαν όλαι αι Εκκλησίαι, η Αγγλικανική, αι της Αμερικής και Γερμανίας
Ευαγγελικαί, η Ομοσπονδία των διαμαρτυρομένων της Ελβετίας ως και 82 άλλαι Εκκλησίαι διαμαρτυρομένων, αίτινες
πάσαι συμπίπτουν με την προτεινομένην μεταρρύθμισιν, ως χρήσιμον εις την ανθρωπότητα.

Η γνώμη όμως της Καθολικής Εκκλησίας (του Πάπα) είναι εντελώς διάφορος. Η Αγία Έδρα την 7 Απριλίου 1924 διά
του εν Ελβετία Αποστολικού αυτής Νουντσίου, έδωσε την εξής απάντησιν: ''Η Αγία Έδρα μετ' ευχαριστήσεως διαπιστοί
ότι η Κοινωνία των Εθνών αναγνωρίζει ότι το ζήτημα του ημερολογίου και ιδία, ό,τι αφορά τον καθορισμόν του Πάσχα
είναι κυρίως εκκλησιαστικόν. Η Αγία Έδρα φρονεί, ότι αι τυχόν τροποποιήσεις, αν δεν προκαλώσι δογματικάς
δυσκολίας, θα ηδύναντο όμως να επιφέρωσι εγκατάλειψιν αποκατεστημένων παραδόσεων, τα οποίας δεν θα ήτο
ούτε νόμιμον, ούτε αποδεκτόν να εγκαταλείψωμεν, άνευ της υπάρξεως λόγων παγκοσμίου συμφέροντος.

Η Αγία Έδρα κανέναν λόγον δεν ευρίσκει επαρκή διά να μεταβάλη ό,τι έχει καθιερωθή διά μακράς χρήσεως και δι'
αποφάσεων των Αρχαίων Συνόδων. Κατά συνέπειαν εάν απεδεικνύετο, ότι το γενικόν συμφέρον απαιτεί ποιαν τινα
μεταβολήν εις τας παραδόσεις, η Αγία Έδρα δεν θα ηξήταζε το ζήτημα αν προηγουμένως δεν ελαμβάνετο απόφασις
εις μίαν Οικουμενικήν Σύνοδον. Έπρεπε και αυτή η Παπική Εκκλησία να δώση μάθημα εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος
και μάθημα καυστικώτατον!

Ενώ ο Πάπας αρνείται πάσαν μεταρρύθμισιν του ημερολογίου του, εκ σεβασμού προς τας παραδόσεις της Εκκλησίας
αυτού, και προς τα καθιερωθέντα δι' αποφάσεων των Αρχαίων Συνόδων και δεν εννοεί ούτε καν να εξετάση το ζήτημα
άνευ αποφάσεως Οικουμενικής Συνόδου, ο Αρχηγός της Ελληνικής Εκκλησίας γράφει ''εις τα παληά του παπούτσια''
τας παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας και διά μιας αυθαιρεσίας του και μονομερούς αποφάσεώς του, παρά την
γνώμην των άλλων Εκκλησιών, τροποποιεί το Εκκλησ. ημερολόγιον και προκαλεί σχίσμα εις την Εκκλησίαν ολέθριον!
Είναι όμως ανάγκη και περί του κεφαλαίου τούτου να ομιλήσωμεν εις επόμενον άρθρον.
ΜΗ' Μέρος
Και αυτός ο Πάπας, ως είδομεν εις το χθεσινόν άρθρον, εφάνη ευλαβέστερος και ευσεβέστερος προς τους Κανόνας
και τας παραδόσεις της Εκκλησίας, από τον Αρχηγόν της Ελληνικής Εκκλησίας. Και εις την διατυπωθείσαν αξίωσιν της
Δύσεως να τροποποιήση το Γρηγοριανόν ημερολόγιον, αντέταξεν ένα μέγα VETO προβάλλων το ακράδαντον τείχος
των ''αποκατεστημένων παραδόσεων''. Ποίον είναι σήμερον το αποτέλεσμα της αυθαιρέτου, της ασεβούς, της
κρημνιστικής κανόνων και παραδόσεων πραξικοπηματικής πράξεως του Αρχηγού της Ελληνικής Εκκλησίας διά την
επιβολή της οποίας εξηπατήθη η κοινή γνώμη, ησκήθη δε και εκβίασης ου μόνον επί της Ιεραρχίας, αλλά και επ' αυτού
του Οικουμενικού Πατριάρχου;

Τί απέφερεν η προσβολή αύτη του δόγματος της Ενότητος εν τη Λατρεία, η περιφρόνησις και καταπάτησις των
παραδόσεων της Εκκλησίας, η ασεβής ανυπακοή προς τους Κανόνας Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και προς τα
κελεύσματα Τόσων Πατέρων της Εκκλησίας, ο κοσμοπολιτικός αυτός νεωτερισμός εις την όλην Εκκλησιαστικήν
διάταξιν; Σκάνδαλον μεταξύ των πιστών, διαίρεσιν αυτών εις δύο στρατόπεδα, απόσχισιν της Εκκλησίας της Ελλάδος
από του σώματος της όλης Ορθοδοξίας, σύγχυσιν εις εορτάς και νηστείας,

κατάργησιν του ταυτοχρόνου εορτασμού των δεσποτικών και άλλων Εορτών, θεομητορικών και αγίων εις απάσας
τας Ορθοδόξους Εκκλησίας, εορταστικόν χωρισμόν της Εκκλησίας της Ελλάδος από της Αγιωτάτης Μητρός των
Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ιερουσαλήμ και κίνδυνον επισήμου σχίσματος της Εκκλησίας της Ελλάδος, σχίσματος
υφισταμένου και ήδη ουσιαστικώς, τυπικώς δε μόνον μη κηρυσσομένου υπό των λοιπών Εκκλησιών.

Ιδού το αποτέλεσμα μιας αμελετήτου, ασυνέτου, μωράς, αυθαιρέτου και βεβιασμένης πράξεως της Εκκλησίας της
Ελλάδος, καταρριψάσης αυτήν εις την Ορθόδοξον συνείδησιν και εγκολαψάσης εις αυτήν το όνειδος της ανταρσίας
κατά των ιερών κανόνων και παραδόσεων και της επί βλάβη της Ορθοδοξίας υποταγής εις τους νεωτερισμούς της
Δυτικής Εκκλησίας. Ουδεμία μέχρι τούδε Εκκλησία ύψωσε σημαίαν σχίσματος από των λοιπών Ορθοδόξων
Εκκλησιών.

Μία κενοδοξία αλύγιστος, εν πνεύμα άφρονος και αντιθρησκευτικού νεωτερισμού, ύψος ακολάστου ξεναρεσκείας
και κοσμικολατρείας και ακατάσχετος σπουδή προς αντορθόδοξον και αντεθνικήν προσέγγισιν προς την Δυτικήν
Εκκλησίαν ήγαγον τον Αρχηγόν της εν Ελλάδι Εκκλησίας εις την δημιουργίαν σχίσματος. Διότι σχίσμα ουσιαστικώς
εδημιούργησεν εν τη Ορθοδοξία η ξενοπρεπής και ξενόθρησκος πρωτοβουλία, αντικανονική δε, παράνομος και
ασχημονεστάτη χειρονομία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Θα βαρύνη δε αυτόν πάντοτε η ευθύνη του σχίσματος
τούτου απέναντι του κόσμου των πιστών της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και των κεφαλών των λοιπών Ορθοδόξων
Εκκλησιών και απέναντι αυτού του Κράτους, όταν τούτο αναλάβη το κύρος του διά της ανορθώσεως του νομίμου
πολιτεύματός του και όταν οι αντιπρόσωποι αυτού είναι πραγματικοί αντιπρόσωποι της θελήσεως του Ελληνικού
Λαού.

Εάν το σχίσμα τούτο, όπερ προεκάλεσεν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών δεν έλαβε την τυπικήν μορφήν αποφάσεως των
Ορθοδόξων Εκκλησιών υφίσταται όμως κατ' ουσίαν πλήρες. Διότι κατά τον ορισμόν τον οποίον ο Μέγας Βασίλειος
δίδει εις τον Α' αυτού Κανόνα, τον διατυπούμενον εις την προς τον άγιον Αμφιλόχιον, επίσκοπον Ικονίου, της
Μητροπόλεως Φρυγίας επιστολήν του: ''...αιρέσεις μεν, τους παντελώς απερηγμένους, και κατ’ αυτήν την πίστην
απηλλοτριωμένους, σχίσματα δε, τους δι’ αιτίας τινάς εκκλησιαστικάς, και ζητήματα ιάσιμα, προς αλλήλους
διενεχθέντας· παρασυναγωγάς δε, τας συνάξεις τας παρά των ανυποτάκτων πρεσβυτέρων, ή επισκόπων, και παρά
των απαιδεύτων λαών γινομένας…''

Κατά τον κανόνα τούτον του Μ. Βασιλείου, τον κρατούντα μέχρι τούδε εις το Εκκλησιαστικόν δίκαιον, οι μη
επικοινωνούντες με την Μίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησία διαιρούνται εις τρία΄ εις αιρετικούς, εις
σχισματικούς και εις παρασυναγώγους. Και αιρετικοί μεν εισίν οι παντελώς απηλλοτριώσαντες εαυτούς της εις Θεόν
πίστεως, ήτοι οι παρά την ορθόδοξον πίστιν δοξάζοντες, οι εκκλίναντες δηλονότι από θεμελιώδους κανόνας της
ορθοδόξου πίστεως, οι παραχαράττοντες τα δόγματα και διά τούτο παντελώς απερρηγμένοι και κατ' αυτήν την πίστιν
απαλλοτριωμένοι. Σχισματικοί δε είναι οι της Εκκλησίας εαυτούς αποστήσαντες, δι' αποχωρισμού από της ενότητος
της Εκκλησίας ένεκα έριδος, ουχί περί δογματικήν διδασκαλίαν της Εκκλησίας, αλλά περί την Εκκλησιαστικήν
διοίκησιν και ευταξίαν.

Παρασυνάγωγοι δε είναι οι κατακριθέντες διά τινα πταίσματα επίσκοποι ή πρεσβύτεροι και μετακινηθέντες της
λειτουργίας και μη υποκύψαντες εις τους κανόνας. Όσοι λοιπόν δεν σφάλλωνται μεν περί τα δόγματα, αλλά
απερράγησαν του σώματος της Εκκλησίας, σχίσαντες εαυτούς από της Ενότητος της Εκκλησίας, ως ακολουθήσαντες
ιδίαν γνώμην και ίδιον κανόνα περί την Εκκλησιαστικήν διοίκησιν και ευταξίαν, ήτοι διαφωνήσαντες εις ζητήματα
ιάσιμα, ως λέγει ο Μέγας Βασίλειος, δυνάμενα δηλονότι να διορθοθώσι διά μεταλείας κ.λ.π. είναι ένοχοι σχίσματος.
Την δημιουργίαν τοιούτου σχίσματος της Εκκλησίας της Ελλάδος είχε πάντοτε υπ' όψει του ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.

Και είναι έτι μεγαλείτερον το σφάλμα αυτού και μεγαλειτέρα η ευθύνη του, διότι ενώ εγνώριζε και ώφειλε να γνωρίζη,
ότι η άνευ κοινής συμφωνίας όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών μεταβολή του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου εκ μέρους
της Εκκλησίας της Ελλάδος θα εξέθετεν αυτήν εις τον κίνδυνον του αποχωρισμού της από των λοιπών Εκκλησιών εις
το ζήτημα της λατρείας, όπως εψήφισε τούτο.

Και τόσον βέβαιον είναι ότι προέβλεπε και εφοβείτο την αποκήρυξιν της Εκκλησίας της Ελλάδος ως σχισματικής εκ
μέρους των άλλων Εκκλησιών, ιδιαίτερα δε εκ μέρους του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Φωτίου, ώστε μετά το
πραξικόπημα του απέστειλλε προς τον Φώτιον, το από 9 Ιουλίου 1924 υπ. αριθ. 1121-601 Γράμμα αυτού, δι ου
προσεπάθει να αποτρέψη τον μέγαν εκείνον Πατριάρχην από του να διαμαρτυρηθή επισήμως κατά της Εκκλησίας
της Ελλάδος και κηρύξη αυτήν σχισματικήν. Διότι έγραψε προς τον Φώτιον ότι' ''...η Εκκλησία της Ελλάδος πάνυ
προθύμως έχει συνεργήσαι εις την εν Συνόδω της καθόλου Εκκλησίας εξέτασιν του Πασχαλίου κανόνος...

Βεβαιούσθω δε αύτη (η Υμετέρα Μακαριότης), ως από μακρού ημάς καλώς ειδυία, ότι της Ειρήνης των Εκκλησιών
ημείς ουδέν ουδέποτε προετιμήσαμεν ουδέ γε προτιμήσομεν, του ουρανίου Πατρός της ειρήνης και αγάπης
ευδοκούντος. Οίδαμεν δε και την Ημετέραν Μακαριότητα την ειρήνην φιλούσαν και διώκουσαν κατά τον Απόστολον.
Όθεν και παρεκαλέσαμεν πολλάκις αυτήν και αντιβολούμεν αύθις μη λογιζέσθω το παρεμπεσόν των Εκκλησιών
ζήτημα του Ημερολογίου άλλως ή ως ελογίσαντο οι προ ημών εν Κυρίω το πάλαι προστάτες των Αγίων του Θεού
Εκκλησιών... τας αναμέσον των Εκκλησιών παρεμπιπτούσας παραπλησίας και πολλώ σπουδαιοτέρας διαφοράς και
ουχί ικανάς την των Εκκλησιών δηλονότι Ενότητα διασπάσαι.''

Εγνώριζε λοιπόν και κατενόει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ότι η περί του ημερολογίου ληφθείσα υπ' αυτού μονομερής
απόφασις ηδύνατο να διασπάση την ενότητα των Εκκλησιών και ικέτευε τον Φώτιον ίνα μη θεωρήση την περί του
Ημερολογίου διαφοράν, ως διασπώσαν την ενότητα των Εκκλησιών! Αλλ' εάν ο Φώτιος ή άλλος Αρχηγός
Αυτοκεφάλου Εκκλησίας εξ οίκτου ή εξ επιγνώσεως ανωτέρου καθήκοντος εις περιστάσεις ούτω δεινάς διά την
Εκκλησίαν δεν διεμαρτυρήθη και δεν κατελόγισε σχίσμα εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος διά την σχισματικήν αυτής
απόφασιν, παύει άρα γε εκ τούτου να είναι πράγματι και ουσία σχισματική ή αυθαίρετος αύτη απόφασις της
Εκκλησίας της Ελλάδος; Και δεν υφίσταται άρα γε πάντοτε ο κίνδυνος να αποκηρυχθή, ως σχισματική η απόφασις
αύτη εκ μέρους των λοιπών Εκκλησιών;

Υπολείπεται ήδη να εξετασθή, αν η τοιαύτη αυθαίρετος απόφασις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών εξ ονόματος της
Εκκλησίας της Ελλάδος, η διασπάσασα την ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών και η κατά παράβασιν κανόνων και
παραδόσεων αποτολμηθείσα είναι υποχρεωτική διά την όλην Εκκλησίαν και αν εις την τοιαύτην απόφασιν οφείλεται
υπακοή εκ μέρους των πιστών ορθοδόξων.

ΜΘ' Μέρος
Οι αποτολμήσαντες το αντικανονικόν, το αντορθόδοξον, το αποσχισματικόν, το αντισυνταγματικόν και έκθεσμον
πραξικόπημα της αυθαιρέτου και άνευ κοινής συμφωνίας απασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών μεταβολής του
Εκκλησιαστικού Ημερολογίου, επιτυχόντες τούτο και καλύψαντες το ''έκνοον πρόσταγμά των'' με μίαν
νομιμοφάνειαν Συνοδικής εγκυκλίου, υψώνουν ήδη τον δάκτυλον προ των χειλέων αυτών λέγοντες εις τους
ελέγχοντας το πραξικόπημά των, τους εμμένοντας εις το πατροπαράδοτον ημερολόγιον:
-Σιωπή! Είναι απόφασις και διαταγή της Εκκλησίας. Δεν έχετε δικαίωμα να ομιλείτε. Οφείλετε υπακοήν. Μη
υπακούοντες είσθε παραβάται των διαταγών της Εκκλησίας και τιμωρείσθε!

Είναι το αυτό, όπερ επέτασσεν η αιμοσταγής Επανάστασις του 1922 -η γεννήσασα και το Επαναστατικόν
Εκκλησιαστικόν καθεστώς, το καταλύσαν την καθεστηκυίαν Εκκλησιαστικήν τάξιν. Και εκείνη διαπράξασα το
στυγερώτερον και ειδεχθέστερον κακούργημα διά του τουφεκισμού εξ τιμίων Ελλήνων πατριωτών, των αρχηγών του
Λαού και του Στρατού έλεγε:

Σιωπή! Ό,τι έπραξεν η Επανάστασις είναι νόμιμον. Δεν επιτρέπω έλεγχον. Οι τουφεκισμοί εγένοντο υπό του
εκπροσωπουμένου υπό της Επαναστάσεως Κράτους! Οφείλετε να υπακούσητε και να εγκρίνητε τα τελεσθέντα!

Αλλ' είναι πράγματι ισχυρά, έχουν κύρος Εκκλησιαστικής νομίμου αποφάσεως, τα αποτολμηθέντα περί της
μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου; Και οφείλουν υπακοήν εις την περί της μεταβολής του Εκκλησιαστικού
Ημερολογίου απόφασιν του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και εις την -γνωρίζομεν κατά τίνα απατηλόν τρόπον
επιτευχθείσαν- απόφασιν ή μάλλον σιωπηράν έγκρισιν της Ιεραρχίας της Ελλάδος οι τε κληρικοί Έλληνες ορθόδοξοι
και οι λαικοί οι εμμένοντες εις το πατροπαράδοτον Ημερολόγιον;

Ας ενθυμηθώμεν και ας επαναλάβωμεν ότι και αν διά της μεταβολής του Εκκλησιατικού Ημερολογίου δεν εθίχθη
δόγμα της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, τούτο δεν καθιστά την γενομένην μεταβολήν επουσιώδες τι και ανάξιον
λόγου μη συνεπαγόμενον τάχα Κανονικά αποτελέσματα. Εθίχθη διά της μεταβολής αρχή υπέρ παν δόγμα. Η αρχή της
Ενότητος της Εκκλησίας εν τη εξωτερική λατρεία. Εχωρίσθη δηλονότι η Εκκλησία της Ελλάδος από των λοιπών
Εκκλησιών εν τη εκφάνσει της πίστεως, εν τη λατρεία.

Αυτή δε η διάσπασις της Ενότητος της Εκκλησίας προσβάλλει, ως είδομεν, και ρητούς Κανόνας Συνόδων Οικουμενικών
και Τοπικών, διότι μεταξύ άλλων προσβάλλονται και καταπατούνται αι παραδόσεις καθ' ας άπαντες οι χριστιανοί
εορτάζομεν και συνηστεύομεν ταυτοχρόνως.

Τούτο δε δεν είναι μόνον παράδοσις προφορική και έθιμον, αλλά και επιταγή ρητών κανόνων Αποστολικών και
Οικουμενικών Συνόδων (ΝΓ' Αποστολ. Κανών, 52, 56, 79 της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, 16 και ΙΘ' και Κ' της εν Γάγγρα,
50 και 64 της εν Καρθαγέννη κ.λ.π.) καθ' ας δέον να επικρατή η αυτή τάξις ως προς τας νηστείας εις απάσας τας
Εκκλησίας.Υπομιμνήσκομεν τους Κανόνας 55 και 56 της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου καθ' ους: ''...έδοξε τοίνυν και τούτο
ώστε την κατά πάσαν την Οικουμένην του Θεού Εκκλησίαν, μια κατακολουθούσαι τάξει την νηστείαν επιτελείν...''

Επομένως έχομεν απόφασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος, προκαλούσαν σχίσμα εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Και το
σχίσμα της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι κατάδηλον. Εορτάζουσα άλλας ημέρας παρά εκείνας τας οποίας εορτάζουν
και αι λοιπαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, αι μη μεταβαλούσαι το Ημερολόγιον, νηστεύουσα άλλας ημέρας παρά εκείνας
καθ' ας νηστεύουν αι λοιπαί Εκκλησίαι, συνταυτίσασα το εορτολόγιον αυτής με το της Δυτικής Εκκλησίας,
ανατρέψασα την εκ παραδόσεως καθεστηκυίαν τάξιν εν τη Εκκλησία, καταρτίσασα ίδια πασχάλια και
Κυριακοδρόμια, και προκαλούσα ούτω διπλούν εντός του έτους εορτασμόν εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία των αυτών
εορτών της Γεννήσεως, της Βαπτίσεως, της Κοιμήσεως και λοιπών εορτών αγίων, παρεβίασε αυτήν την επιταγήν του
Αποστόλου Παύλου φωνούντος:

''παρακαλώ υμάς ίνα το αυτό λέγητε πάντες και μη είναι εν υμίν σχίσματα'' και το του Ιωάννου Χρυσοστόμου
λέγοντος: ''Ει γαρ Θεού εστίν η Εκκλησία ήνωται και μία εστίν εν πάση τη Οικουμένη...ουδέ γαρ από του διεστάναι
κατά την πίστιν τα σχίσματα εγίνοντο αλλ' από του την γνώμην διαιρείσθαι κατά ανθρωπίνην φιλονικείαν''. Επίσης
δε και το του Αγίου Γρηγορίου ονομάζοντος την Εκκλησίαν ''άτμητον και αμέριστον και υφαντόν διόλου χιτώνα''. Εις
τας διαταγάς της ούτω εκτός της Εκκλησιαστικής ενότητος και της Εκκλησιαστικής τάξεως τεθείσης Εκκλησιαστικής
Αρχής της Ελλάδος, οφείλεται υπακοή;

Είναι υποχρεωτικός διά πάντα πιστόν ο έκθεσμος, ο αντικανονικός και μονομερής νεωτερισμός του Εκκλησιαστικού
Ημερολογίου; ΟΧΙ, λέγουσιν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο Απόστολος Παύλος εις την προς Γαλάτας επιστολήν του (1,
8-10) λέγει: ''Αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίσητε υμίν παρ' ο ευαγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα
έστω΄ ως προσερήκαμεν και άρτι πάλιν λέγω, ει τις υμάς ευαγγελίζηται παρ' ο παρελάβετε ανάθεμα έστω''.
Ο Μέγας Βασίλειος εις την ερώτησιν (ΡΙΔ') ''ει δη παντί και οτιδήποτε επιτάσσοντι υπακούειν'' απαντά: ''..Ώστε αν μεν
τι συνεμπίπτον τη εντολή του Κυρίου, ή συμβαλλόμενον επιταχθώμεν ως του Θεού θέλημα σπουδαιότερον και
επιμελέστερον καταδέχεσθαι χρη πληρούντες το ειρημένον΄ ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη Χριστού. Όταν δε τι
εναντίον τη του Χριστού παραφθείρον ή μολύνον αυτήν επιταχθώμεν παρά τινος, καιρός ειπείν τότε:

Πειθαρχείν δη Θεώ μάλλον ή ανθρώποις μνημονεύοντας του Κυρίου λέγοντος: Αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσι,
αλλά φεύξονται απ΄αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν, και του Αποστόλου τολμήσαντος υπερ της
ημετέρας ασφαλείας και αυτών καθάψασθαι των Αγγέλων δι΄ών φησί: Καν ημείς ή Άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζητε
υμίν, παρ΄ό ευαγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω. Εξ ων παιδευόμεθα, ότι καν πολύ γνήσιος τις ή, καν
υπερβαλλόντως ένδοξος ο κωλύων το υπό του Κυρίου προστεταγμένον ή προτρέπων ποιείν το υπ΄αυτού
κεκωλυμένον φευκτός ή και βδελυκτός οφείλει είναι εκάστω των αγαπώντων τον Κύριον''.

Ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός λέγει εις τον Β' λόγον του: ''...Ακούσατε λαοί, φυλαί, γλώσσαι, άνδρες, γυναίκες και
παίδες, πρεσβύται, νεανίσκοι τε και νήπια, το έθνος των Χριστιανών και άγιον. Ει τις ευαγγελίζεται υμάς παρ΄ο
παρέλαβεν η Καθολική (Ορθόδοξος) Εκκλησία παρά των Αγίων Αποστόλων, Πατέρων και Συνόδων και μέχρι του νυν
διεφύλαξεν, μη ακούσητε αυτού μηδέ δέξησθε την συμβουλήν του Όφεως, ως εδέξατο Εύα και ετρύγησεν θάνατον.
Καν Άγγελος, καν Βασιλεύς, ευαγελίζηται υμάς, παρ΄ό παρελάβατε κλείσατε τας ακοάς...''

Ας προσθέσωμεν εις τα ανωτέρω και όσα αυταί αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, ως είδομεν εις τα προηγούμενα, διέταξαν
και δη η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος διά του όρου αυτής ειπούσα: ''Ημείς τους προστιθέντας τι ή αφαιρούντας εκ της
καθολικής Εκκλησίας αναθεματίζομεν΄ και ει τις πάσαν παράδοσιν Εκκλησιαστική, έγγραφον ή άγραφον αθεεί
ανάθεμα''. Δεν δεσμεύει λοιπόν ούτε μοναχόν, ούτε άλλον κληρικόν, ούτε λαικόν τινα ή παρά τας κανονικάς διατάξεις
ταύτας απόφασις η διαταγή του Αρχηγού της Εκκλησίας της Ελλάδος περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου και ουδείς
οφείλει υπακοήν και συμμόρφωσιν προς αυτήν.

Εξαντλούντες το περί τούτον θέμα θα προσθέσωμεν εις το επόμενον άρθρον την περί τούτου γνώμην του Μεγάλου
Φωτίου, αξίαν πολλής προσοχής.

Ν' Μέρος
Είδομεν εις το χθεσινόν άρθρον ότι κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας δεν οφείλεται υπακοή εκ μέρους των πιστών,
εις αποφάσεις και διαταγάς προισταμένων της Εκκλησίας εκδιδομένας εναντίον των όσων παρά των Αποστόλων, των
Πατέρων και των Συνόδων παρέλαβε και διεφύλαξεν η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.

Ο Μέγας Φώτιος γράφων προς τον Ιγνάτιον Μητροπολίτην Κλαυδιουπόλεως (επιστολή Φωτίου 163) περί του
εναντίον αυτού τούτου του Φωτλίου ασεβεστάτου και οκταφώνου αναθέματος του γενομένου τη εμπνεύσει και
εισηγήσει του Πάπα Ανδριανού του Β' (869 μ. Χ.) επί αυτοκράτορος Βασιλείου του Μακεδόνος, ον ο Φώτιος,
προσελθόντα εις κοινωνίαν των Αχράντων Μυστηρίων απέπεμψε της Εκκλησίας, ως πατροκτόνον, δολοφονήσαντα
τον θετόν αυτού πατέρα Αυτοκράτορα Μιχαήλ, γράφων, λέγομεν περί του αναθέματος τούτου του γενομένου προς
χλεύην και ταπείνωσιν του Φωτίου και της Ανατολικής Εκκλησίας, λέγει τα εξής:

''Ήν ποτέ φευκτόν και φοβερόν το ανάθεμα, ότε κατά των ενόχων της ασεβείας, υπέρ των της ευσεβείας κηρύκων,
εφέρετο. Aφ' ου δε η τολμηρά και αναίσχυντος των αλαστόρων απόνοια, παρά πάντα θεσμόν θείον τε και
ανθρώπινον, και παρά πάντα λόγον Eλληνικόν τε και βάρβαρον, το οικείον ανάθεμα κατά των προμάχων τής
ορθοδοξίας αναστρέφειν εφρυάξατο, και την βαρβαρικήν μανίαν εκκλησιαστικήν παρανομίαν εφιλονείκησεν
απεργάσασθαι, αυτίκα και το φρικτόν εκείνο τής ποινής απάσης πέρας έσχατον, εις μύθους και παίγνια μεταπέπτωκε
μάλλον δε, τοις ευσεβέσι και αιρετόν παρεσκεύασται.

Oυδέ γαρ ουδ' η πάντολμος των εχθρών της αληθείας γνώμη, τάς ποινάς, καί μάλιστα τάς εκκλησιαστικάς, ποιεί
φοβεράς, αλλά των πασχόντων το υπεύθυνον ως το γε ανεύθυνον και εις χλεύην τας εκείνων τιμωρίας τρέπει, και
κατ' εκείνων το δικαίωμα της τιμωρίας αναστρέφει, και τω υπ' αυτών τιμωρουμένω στεφάνους ακηράτους, και
αθάνατον δόξαν, αντί ποινής απεργάζεται. Δι' ο και έκαστος των ευσεβών και αγίων, υπ' αυτών ηλλοτριωμένων
Xριστού, μυριάκις αιρείται προπηλακίζεσθαι, και αναθεματίζεσθαι ή τοις αυτών μισοχρίστοις και θεοστυγέσιν μετά
λαμπράς της ευφημίας κοινωνήσαι πονηρεύμασιν''.

Και εις άλλην επιστολήν του προς Γρηγόριον Διάκονον και Χαρτουλάριον (επιστολή Φωτίου 164) ο Μέγας Φώτιος
γράφει: ''Ανεθεμάτισαν ημάς χρόνοις μακροίς πάσα σύνοδος αιρετική και παν εικονομάχων συνέδριον, ουχ ημάς δε
μόνον, αλλά και πατέρα και θείον ημέτερον, άνδρας ομολογητάς Χριστού και αρχιερέων σεμνολόγημα· αλλ'
αναθεματίσαντες εις τον αρχιερατικόν θρόνον ημάς ανήγαγον και μη θέλοντας... Αναθεματιζέτωσαν τοιγαρούν και
υν οι παραπλησίως εκείνοις των Δεσποτικών εντολών αλογίσαντες, και παρανομίας απάσης πλατείαν την πύλην και
ευρύχωρον αναπετάσαντες, ίνα και αυτοί από γης εις την ουράνιαν ημάς βασιλείαν και οκνούντας αναβιβάσωσιν''.

Όχι μόνον άρα υπακοή δεν οφείλεται εις προστάγματα και αποφάσεις εναντίας των θείων παραγγελμάτων και των
αρχαιοπαραδότων ημίν θεσμών, ως είναι η αυθαίρετος, μονομερής και έκνομος απόφασις περί μεταβολής του
Εκκλησιαστικού ημερολογίου, αλλά και αι ποιναί και αι καταδίκαι και τα αναθέματα και αι καθαιρέσεις δι'
ανυπακοήν εις τοιαύτας αντορθοδόξους και αντικανονικάς αποφάσεις, είναι κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας και δη
τον Μέγαν Φώτιον άνευ αποτελέσματος και ισχύος κατεργαζόμενα εις τους ούτω τιμωρουμένους αντί ποινής
''στεφάνους ακηράτους και δόξαν αθάνατον''.

Ουδείς εκ των πιστών έχει ευθύνην τινα αρνούμενος να υπακούση και να συμμορφωθή προς τοιαύτας αντικανονικάς
και ακύρους αποφάσεις αυθαιρέτων και σατραπικών αρχηγών της Εκκλησίας. Τουναντίον πάντες έχουν καθήκον να
ακολουθώσι τας παραδόσεις και τους κανόνας της Εκκλησίας και να μη ακολουθώσι νεωτερισμούς τους οποίους οι
Πατέρες της Εκκλησίας έχουν καταδικάσει προ αιώνων. Αναθέματα και αφορισμοί και καθαιρέσεις διατασσόμεναι
εναντίον των πιστών εκείνων οίτινες αρνούνται να δεχθώσιν επιβαλλομένους αντικανονικούς νεωτερισμούς και
οίτινες εμμένουν εις τας παραδόσεις της Εκκλησίας, είναι άκυρα και άνευ ουδενός αποτελέσματος.

Την απόφασιν του Αρχιεπισκόπου Αθηνών περί μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου ως και την εκβιασθείσαν
ομοίαν απόφασιν του Οικουμενικού Πατριάρχου πλείστοι εκ των παρ' ημίν και εκ του κλίματος του Οικουμενικού
Πατριαρχείου ιεράρχαι απεδοκίμασαν. Αλλ' η θέσις αυτών ήτο και είναι τοιαύτη ώστε εξηναγκάσθησαν να δεχθώσιν
την μεταβολήν χωρίς να επιδοκιμάζουν ταύτην. Έχομεν υπ' όψει επιστολήν διακεκριμένου Ιεράρχου του
Πατριαρχικού θρόνου, του Σεβ. Κασσανδρείας κ. Ειρηναίου γραφείσαν εν Πολυγήρω τη 1/14 Μαίου 1924 προς φίλον
του ιερομόναχον εις Καρυάς Αγίου Όρους. Εις την επιστολήν ταύτην ο διαπρεπής Ιεράρχης, πρόμαχος των πατρίων
παραδόσεων, γράφει τα εξής:

''Εις την Γενικήν Διοίκησιν και την Κυβέρνησιν, παρ' ων το πρώτον ελάβομεν εντολάς προς εφαρμογήν του Νέου
Ημερολογίου απηντήσαμεν αμέσως, ότι εν τοσούτω σοβαροίς ζητήμησιν εν οις διακυβεύεται το κύρος Αποστολικών
και Συνοδικών κανόνων και διατάξεων, αδυνατούμεν να συμμορφωθώμεν προς συστάσεις κοσμικών΄ εις δε το
Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ότε αργότερον ελάβομεν την υπ. αριθ. 756 ημερομην. 27ην Φεβρουαρίου εγκύκλιον
αυτού και είδομεν ότι διατασσόμεθα αμέσως από τις 16 Μαρτίου να προσαρμόσωμεν προς το πολιτικόν Ημερολόγιον
και το Εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας ημών, και ανέγνωμεν την φράσιν ''μόνο δε το Πασχάλιον το γε νυν μείνη
ως έχει'', και ηκούσαμεν επισήμως εν Πατριαρχική εγκυκλίω το κατά το θέρος του 1923 συνελθόν εν Κων/πόλει, υπό
την προεδρίαν του Μεταξάκη καταφανές αντορθόδοξον συνέδριον να αποκαλήται Πανορθόδοξον, γνωστού όντως
ότι ουδείς των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής απεδέξατο να συμμετάσχη αυτού, και ανέγνωμεν την
παρένθεσιν ''της πλειονότητος των αδελφών αυτοκεφάλων Εκκλησιών αποδεξαμένων ήδη κατ' αρχήν τας περί
τούτων αποφάσεις του Πανορθοδόξου Συνεδρίου, ενίων δε και λίαν ήδη επισπευδουσών την εφαρμογήν, ενώ το
αληθές είναι ότι ούτε τα τρία της Ανατολής Πατριαρχεία, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, ούτε αι
αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι Ρωσσίας, Σερβίας και Ρουμανίας εισήγαγον το νέον ημερολόγιον,
όταν είδομεν ταύτα πάντα θεωρήσαμεν καθήκον οικόν να γράψωμεν προς την Μητέρα Μεγάλην Εκκλησία
εκτεταμένη επιστολήν και ευλαβώς να αποδείξωμεν τους κινδύνους, ους διατρέχει η γαλήνη της Εκκλησίας, ένεκα
της εφαρμογής του νέου ημερολογίου εν τοσούτω χαλεπώ καιρώ, εχαρακτηρίσαμεν δε πρεπόντως τα αντορθόδοξα
σχέδια και ενεργείας του κακή τη μοίρα διά μέσου τοσούτων παρανομιών ανελθόντος τον Οικουμενικόν θρόνον
Μεταξάκη, όστις νυχθημερόν ειργάζετο, ίνα κλονίση τα ασάλευτα θεμέλια της Ορθοδοξίας,
ήτοι τας Αποστολικάς και Συνοδικάς παραδόσεις και διατάξεις επιπροσθέτως ότι δεν πρέπει να παρασύρηται το
Οικουμενικόν Πατριαρχείον υπό των Εισηγήσεων του Αθηνών, ο οποίος έχει και αποστολήν να εφαρμόση το
αντορθόδοξον πρόγραμμα του συνεταίρου του Μεταξάκη προς επικράτησιν της απιστίας...'' Γνωρίζομεν όμως και
άλλους Ιεράρχας τόσον εκ των της Εκκλησίας της Ελλάδος όσον και εκ του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
των οποίων δυστηχώς δεν δυνάμεθα ακόμη να αναφέρωμεν τα ονόματα, οίτινες συμφωνούσιν ότι είναι
αντορθόδοξος και αντικανονική η εφαρμογή και εν τη Εκκλησία του νέου (Γρηγοριανού) ημερολογίου, και ότι είναι
άκυρος ως έκθεσμος και αντικανονική η περί της μεταβολής ταύτης απόφασις και ουδείς οφείλει υπακοήν εις αυτήν.

Θα αναφέρωμεν εν τούτοις την γνώμην διακεκριμένου λαικού ειδικώς ασχολουμένου εις το Κανονικόν Δίκαιον, του
βουλευτού Λακωνίας κ. Πετρακάκου, δεινώς πολεμήσαντος την εφαρμογήν του νέου Εκκλησιαστικού Ημερολογίου,
υπερμάχου δε του Παλαιού Ημερολογίου. Ούτος εις άρθρα αυτού δημοσιευθέντα εις Αθηναικάς εφημερίδας ως και
εις την ''Ατλαντίδα'' της Αμερικής λέγει τα εξής:

''Εκ της συνεχούς αρθρογραφίας μου είναι γνωστά πλείστα σημεία εν τω ζητήματι της αποτολμηθείσης άρσεως της
διαφοράς μεταξύ του νέου πολιτικού και θρησκευτικού ημερολογίου''... Και αναπτύσσων ο κ. Πετρακάκος περαιτέρω
το θέμα αν οφείλεται υπακοή εις τας αντικανονικάς διατάξεις των προισταμένων της Εκκλησίας, καταλήγει εις το
συμπέρασμα ότι η υπακοή οφείλεται εις Κανονικάς εντολάς των προισταμένων, εις επιτάγματα αυτών ''καθαρά όντα
αμαρτίας'' και επιλέγει:

''Η εντολή της Εκκλησίας, προς την οποίαν απήντησε διά της χαρακτηριστικής αυτού περιφρονήσεως ο Ελληνικός
Λαός, η εντολή όπως προδίδοντες το θρησκευτικόν των Πατέρων ημών εορτολόγιον, ακολουθήσωμεν το των Λατίνων,
διότι έτσι το ηθέλησαν μερικοί Λούθηροι (!!) της πολυτλήμονος Ελληνικής Εκκλησίας, υπήρξεν -ουχί πλέον διά τους
Λαικούς αλλά διά τον κλήρον αυτόν- Κανονικής Υπήρξεν αμαρτίας καθαράς. Είναι φυσικώτατον δε και αυτονόητον
πλέον ότι όπερ δεν δεσμεύει τους κληρικούς, κατά πολλώ βέβαια μείζονα λόγον δεν είναι ποτέ δυνατόν να δεσμεύση
τον Λαόν''.

Εκτός όμως των ανωτέρω, επί τηλεγραφήματος του Συνδέσμου των Αγιορειτών προς την Σύνοδον και την Κυβέρνησιν,
εφ' ου ο Μητροπολίτης Ιερισσού είπεν ότι δέον να υπακούσουν πάντες εις την απόφασιν της Εκκλησίας, ο κ.
Πετρακάκος προσκληθείς επισήμως να γνωμοδοτήση, εγνωμοδότησεν ως εξής τη 23 Δεκεμβρίου 1926: ''Δεν
επιτρέπεται υπακοή εις πράξεις τόσο βαναύσως αντικανονικάς ως η προκειμένη (περί του ημερολογίου) καθ' ης
μάλιστα εκηρύχθη η πλειονότης της ορθοδοξίας''.

Εις το επόμενον τελευταίον άρθρον θα αναπτύξωμεν τα συμπεράσματα, τα εξαγόμενα εκ της ύλης δημοσιευθείσης
μελέτης ημών.

ΝΑ' Μέρος
Τα συμπεράσματα εκ της σειράς των δημοσιευθέντων άρθρων ημών επί των βασισθέντων επί της Ιστορίας της
Ανατολικής ημών Εκκλησίας, επί των κειμένων Κανόνων, Συνόδων και Πατριαρχικών αποφάσεων διά μέσου
ολοκλήρων αιώνων εκδοθεισών, ως και επί των εδραίων Πατέρων της Εκκλησίας, πηγάζουσι αφ' εαυτών. Ό,τι
εθεμελιώθη εν τη Εκκλησία υπό των Αποστόλων του Χριστού και των διαδόχων αυτών Αγίων Πατέρων΄ ό,τι
εσεβάσθησαν τόσοι αίνες΄ εν αδαμάντινον οικοδόμημα αγιασθέν διά των πράξεων, διά της πίστεως, διά του αίματος,
διά των θυσιών, των αγίων, των μαρτύρων και των ομολογητών της πίστεως΄ ό,τι ανύψωσε και έκλεισε την
Ανατολικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν διασωθείσαν εκ της Παπικής κατακτήσεως διά μόνης της εμμονής των Πατέρων
και λοιπών μεγάλων της Εκκλησίας Ιεραρχών και υπέρ μαχών της πίστεως΄ ό,τι απετέλεσε το εδραίον θεμέλιον αυτής
της εθνικής ημών αναστάσεως και δόξης, ήλθε να κρημνίση αναισθήτως, ασεβώς, αλογίστως, αντορθοδόξως και
αντεθνικώς εις μίαν στιγμήν επαναστατικής ορμής, εν αύθαδες και αυθαίρετον πρόσταγμα του εκλεκτού της
στρατιωτικής Επαναστάεως και δουλοθέντως αυτή Ιεράρχου, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών΄ μία ανίερος απόφασις της
ιδίας αυτού πρωτοβουλίας, εκ παιδαριώδους φιλοτιμίας και εκ κούφου αλαζονείας προκληθείσα ίνω επιδείξη
πρόοδον πρόοδον πολιτισμού και ζήλον προσεγγίσεως προς την Εκκλησίαν της Δύσεως, ης εγένετο ασφαλές όργανον
προς διχοστασίαν των ανατολικών Εκκλησιών.

Δεν αναλογίσθησαν οι μετά του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και δι' αυτού τόσον βαναύσως πραξικοπήσαντες κατά της
Εκκλησίας, ότι η μεταβολή του Ημερολογίου δεν διέσειε μόνον αυτά τα θεμέλια της Εκκλησίας, τα οποία τόσων
αιώνων Εκκλησιαστικοί Άρχοντες, Βασιλείς και Αυτοκράτορες ηυλαβήθησαν, αλλά εκλόνοζεν αυτό το Εθνικόν ημών
οικοδόμημα και έριπτε τον σπόρον της διαιρέσεως και της διασπάσεως της Ελληνικής φυλής.

Αμελέτητοι και ανιστόρητοι, ηγνόησαν τον μέγα αγώναν τον οποίον διεξήγαγον μεγάλοι Εθνικοί και Εκκλησιαστικοί
άνδρες κατά του εκλατινισμού του Έθνους, μικρόν προ της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Ότε ο πολύς
Βησσαρίων φοβούμενος τον εξισλαμισμόν του Έθνους, του οποίου εκλονείτο το οικοδόμημα και του οποίου η πτώσις
διεφαίνετο αναπόφευκτος, συνεβούλευε και εκήρυττε την ανάγκην του προσεταιρισμού της Δύσεως διά της Ενώσεως
της Ανατολικής Εκκλησίας προς την Δυτικήν, νομίζων ότι δι' αυτού θα απέφευγε το Έθνος τη βοηθεία της Δύσεως την
πτώσιν του και τον εξισλαμισμόν του, τότε κατέναντι του σχηματισθέντος ρεύματος της προς τον Πάπαν
προσελεύσεως της Ανατολικής Εκκλησίας, ηγέρθη το γιγαντιαίον ανάστημα Μάρκου του Ευγενικού, του από Ιερέως
χειροτονηθέντος μητροπολίτου Εφέσου, εκλεγέντος δε Εξάρχου πάσης της Ανατολικής Συνόδου, και εβροντοφώνησεν
η ενσαρκωμένη εκείνη ιδέα της Ορθοδοξίας, ότι είναι προτιμώτερος ο τουρκικός ζυγός του Παπισμού΄ διότι ο μεν
Τουρκικός ζυγός, ακούσιος ων δύναται να αποσεισθή, όταν το Έθνος εμμείνη εν τη πίστει αυτού, ενώ ο Παπισμός
συνεπήγετο ''την... της πατρώας ευσεβείας αθέτησιν, εμμέσως δε του Γένους την εντελή εξόντωσιν''.

Διότι κατά τον Γεννάδιον τον Σχολάριον το έθνος έμελλεν αφεύκτως να υποστή το της εξωμοσίας όνειδος. Και
αποβλέπων ο Μάρκος ο Ευγενικός, όχι πλέον απλώς εις της Ανατολικής Εκκλησίας την εις τον παπισμόν δούλωσιν,
αλλ' εις του Έθνους αυτού την εξόντωσιν, ότε την 4 Ιουλίου 1439 επί Βασιλέως Ιωάννου του Παλαιολόγου συνεκλήθη
εν Φλωρεντία η τον απαίριον Όρον της Ενώσεως των δύο Εκκλησιών μέλουσα να υπογράψη Σύνοδος και επρόκειτο
δι΄αυτής να υποδουλωθή εις την Ρωμαικήν Παπωσύνην, η Ανατολική Εκκλησία, η συγκροτήσασα τας Οικουμενικάς
Συνόδους, η παραλαβούσα εκ των Αποστόλων τας παραδόσεις εν τη ιδία αυτών γλώσση και η αναπτύξασα τα
Χριστιανικά δόγματα και καθορίσασα τους διοικητικούς θεσμούς κατά το Ελληνικόν πνεύμα, αποβλέπων, λέγομεν, ο
Μάρκος ο Ευγενικός εις τον κίνδυνον της εξοντώσεως του Έθνους, ηγέρθη ενώπιον της Συνόδου εκείνης, της οποίας
οι Ιεράρχαι με τρέμουσαν χείρα υπέγραψαν κατησχημένοι τον Όρον της εγκρίσεως και εξερχόμενος εκ της
συνελεύσεως ανεφώνει το περιλάλητο εκείνο:

''Ουχ' υπογράψω, ουδ' είτι και γέννηται''. Και ήρχισε ρίπτων κεραυνούς κατά των κηρύκων της Ενώσεως και λέγων΄
''Φευκτέον αυτούς, ως φεύγει τις από όφεως, ως αυτούς εκείνους τους χριστοκαπήλους και χριστεμπόρους... Φεύγετε
αυτούς, αδελφοί, και την προς αυτούς κοινωνίαν. Οι γαρ τοιούτοι ψευδαπόστολοι, εργάται δόλιοι,
μετασχηματιζόμενοι εις Αποστόλους Χριστού''.

Την ιστορίαν ταύτην της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως σωτείρας δυνάμεως της Εθνικής ημών Ενότητος ηγνόησαν
παντελώς οι σημερινοί Λούθηροι. Ηγνόησαν ότι ακριβώς η διαφορά του ημερολογίου και άλλαι Εκκλησιαστικαί ημών
διαφοραί προς την Παπικήν και προς τας άλλας Εκκλησίας διέσωσαν επί αιώνας την Ορθόδοξον Ανατολικήν
Εκκλησίαν και την Πίστιν ημών και δι' αυτής εκραταίωσαν του Γένους την Ενότητα και επέφερον την Ανάστασιν και
την Ελευθερίαν του Έθνους.

Μόνον απολέσαντες εντελώς το αίσθημα της πίστεως και του Εθνισμού ηδύναντο να αμβλυωπώσι προς τον
κλονισμόν, ον ήθελε προκαλέση η διά της αυθαιρέτου και μονομερούς μεταβολής του Εκκλησιαστικού ημερολογίου
διάσπασις της Εκκλησιαστικής Ενότητος και χαλάρωσις του συνεκτικού δεσμού του ενούντος αρρήκτως τας
Ανατολικής αυτοκεφάλους Εκκλησίας τας αποτελούσας εν Ενότητι την ισχυρωτέραν δύναμιν της Εθνικής υμών
υπάρξεως.

Τί επήλθε δε εκ της καταφώρως ασεβούς εμπνεύσεως της βία επιβληθείσης καινοτομίας του Αρχιεπισκόπου Αθηνών,
εμπνεύσεως καθαρώς Αγγλικανικής; Οικτρά, οικτρότατα αποτελέσματα. Ουδ' επ' ελάχιστον προήχθη ο θρησκευτικός
του Λαού βίος΄ τουναντίον ο αντορθόδοξος νεωτερισμός προσέκρουσεν εις το Έθνικόν και θρησκευτικόν αυτού
αίσθημα, απεμάκρυνε τη ευσεβεστέραν και υγιεστέραν αυτού μερίδα από της Εκκλησίας και διήγειρε ταύτην εις
στάσιν και απείθειαν προς την κακόδοξον θέλησιν της Ιεραρχίας, η οποία οσάκις έθεσεν εις κίνησιν την αστυνομίαν
διά να επιβάλλη την παράνομον και εκκλησιαστικώς έκθεσμον απόφασί της εγένετο πρόξενος και αιματηρών σκηνών,
ως εν Μάνδρα, εν Θεσσαλονίκη, κ.λ.π.

Οι Αρχιερείς αντί ποιμένων μετεβλήθησαν εις απηνείς διώκτας της Ευσεβείας. Ιερείς καθηρέθησαν και ο λαός μετ'
αυτών εφυλακίσθη. Διαπομπέφθη το ιερατικόν σχήμα και η Εκκλησία εγένετο αντικείμενον χλεύης και σαρκασμών
διά της βιαίας κουράς παλαιοημερολογιτών ιερέων.

Και ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών εις εγκύκλια δημοσιεύματά του ισχυρίζετο αναληθώς ότι ο κοσμοπολιτικός
νεωτερισμός του περιεφρούρει τας θρησκευτικάς παραδόσεις απ' εναντίας διεπιστώθη, ότι γενικώς παρά τω λαώ το
ασεβές τούτο πραξικόπημα ήμβλυνε το καθόλου θρησκευτικόν φρόνημα, εμείωσε τον σεβασμόν εν γένει τούτου προς
τας παραδόσεις, νηστείας κ.λ.π. της Εκκλησίας.

Ποίαν δύναμιν, ποιον λόγον θα έχουν παρά τω λαώ, νηστείαι, τας οποίας ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και η Ιεραρχία δι'
αυτού καταργεί και διαγράφει, ως η νηστεία των Αγίων Αποστόλων, την οποίαν σχεδόν εξάλειψεν εκ της Εκκλησίας
η μεταβολή του Ημερολογίου;

Και διά να αποκαλύψωμεν, ποιαν ιδέαν είχε και έχει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών περί της νηστείας ταύτης και μετά
πόσης χλεύης εκφράζεται δι' αυτήν, διδάσκων ούτω τον λαόν να μη πιστεύη εις την νηστείαν, αναφέρομεν ότι εις το
επίσημον όργανον της Εκκλησίας της Ελλάδος ''η Εκκλησία'', το συντασσόμενον και διευθυνόμενον, κατά το πλείστον
υπ' αυτού, εν τω υπ. αριθμ. 28 της 6 Δεκεμβρίου 1924 φύλλω αυτού γράφει υπεραμυνόμενος του νέου Ημερολογίου,
ότι άλλοτε κατά το 1719 (!!) επρόκειτο η Εκκλησία Κων/λεως να περιορίση την νηστείαν των Αγίων Αποστόλων εις 12
ημέρας, αλλ' ότε συνήλθε η Σύνοδος προς τούτο, ''οι μπακάληδες και οι ψαράδες του Φαναρίου, επειδή δεν θα
επωλούντο ευκόλως η μουρούνα και το χαβιάρι του, έτρεξαν εις το Πατριαρχείον και εφώναζαν, ότι θέλουν να
χαλάσουν την πίστιν του Χριστού, και οι Συνοδικοί φοβηθέντες δεν έλαβον καμμίαν απάντησιν (!!!)

Και αμέσως ο Αρχιεπίσκοπος εις το ασεβές και αναιδές τούτο δημοσίευμα της ''Εκκλησίας'', το οποίον λέγει, ότι το
διηγείται ο Αθανάσιος Υψηλάντης, (!) προσθέτει το εξής:

''Ούτω λοιπόν ολίγοι μπακάληδες, χάριν του συμφέροντός των, ημπόδσαν την Εκκλησίαν να κανονίση την νηστείαν
ταύτην, όπως εις τας ημέρας διακηρύττουσι τινές, ότι διά της γενομένης διορθώσεως του ημερολογίου εχάλασεν η
θρησκεία και κατηργήθησαν τα πάθη του Χριστού'' (!!) Ιδού πως διδάσκει ο Αρχηγός της Εκκλησίας τους πιστούς τον
σεβασμόν προς τας παραδεδομένας νηστείας! Ιδού πως χλευάζει τας θρησκευτικάς παραδόσεις! Ιδού πως γελοιοποιεί
την θρησκείαν! Και αξιοί έπειτα να είναι σεβαστή η θέλησίς του και να ασκή επιβολήν και κύρος εις τους Ορθοδόξους
Χριστιανούς!

Αλλά δεν ήμβλυνεν απλώς παρά τω λαώ το θρησκευτικόν φρόνημα η αλόγιστος και ασεβής καινοτομία του
ημερολογίου, διήρεσεν αυτόν θρησκευτικώς εις γνησίους οθοδόξους και μη γνησίους. Αυτάς τας οικογενείας
συνετάραξε, συζύγους εκίνησεν εις διάστασιν και τέκνα εναντίον γονέων παρέταξε και εν γένει προεκάλεσεν
ανωμαλίαν εις τον κοινωνικόν και οικογενειακόν βίον από απόψεως θρησκείας.

Ανεστάτωσε τον ειρηνικόν βίον των πολλαχού της Ελλάδος Ιερών Μονών, εις πολλάς των οποίων μέχρι σήμερον
συνεχίζεται αξιεπαίνως ο θρησκευτικός βίος κατά τας αρχαίας της Εκκλησίας παραδόσεις. Εις άλλας δε Μονάς
διηρέθησαν οι Μοναχοί εις δύο μερίδας και οι ευσεβέστεροι αναγιγνώσκουν τας ακολουθίας ή και πανυχίδας, έτι
επιτελλούν εις τα κελλία των κατά το πατροπαράδοτον εορτολόγιον, ενώ άλλοι κατά τύπους μόνον κατέρχονται εις
τους ιερούς Ναούς.

Ούτω δε μία αδικαιολόγητος και άνευ ανάγκης τινός εκ συναρπαγής και αυθαιρέτως γενομένη μεταβολή, η
ανατρέψασα το αρχαίον καθεστώς της Εκκλησίας, και τα βίαια μέσα άτινα ετέθησαν εις χρήσιν υπό του
Αρχιεπισκόπου Αθηνών προς επιβολήν αυτής, διέσεισαν εκ βάθρων το κύρος της Εκκλησίας και κατέρριψαν το κύρος
αυτής. Αλλά και την πίστιν αυτήν εκλόνισεν παρά πολλοίς. Διότι ευλόγως εγεννήθησαν τα ερωτήματα΄
Εις ποιους λοιπόν κανόνας, εις ποιας παραδόσεις, εις ποιας αποφάσεις Συνόδων στηρίζεται η Εκκλησία ημών, αφού
πας τις ελευθεριάζων δύναται ερχόμενος Μητροπολίτης να τας ποδοπατή και να τας ανατρέπη;

Και είναι λοιπόν τόσον πολύν αμφίβολον το κύρος κανόνων και παραδόσεων και τόσον ανθρώπινον, εστερημένον
πάσης ανωτέρας πνευματικής δυνάμεως, ώστε μετά τόσης ευκολίας να γίνηται δεκτή η επί το κοσμοπολιτικώτερον
μετατροπή αυτών; Πότε δε η Εκκλησία έλεγε προς τον λαόν την αλήθειαν;

Μέχρι του 1924, επί 20 αιώνας, διεπομένη υπό τας διατάξεις και το καθεστώς των Πατέρων, ή από του 1924 και εφεξής
διά της ιδρύσεως νέου κοσμοπολιτικού καθεστώτος; Ποίον εκ των δύο καθεστώτων ευρίσκετο εν τη αληθεία; Το των
Πατέρων της Εκκλησίας ή το Επαναστατικόν καθεστώς του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, το εγκαινιασθέν υπό του
Πλαστήρα και του Γονατά εν αυτή τη αιθούση της Ιεράς Συνόδου;

Αλλ' είμεθα υποχρεωμένοι να συνεχίσωμεν τα συμπεράσματα ημών και εις επόμενον άρθρον.

ΝΒ' Μέρος
Ανεπτύξαμεν εις το προηγούμενον άρθρον, ποια ολέθρια αποτελέσματα επέφερεν η βεβιασμένη, αλόγιστος και
αδικαιολόγητος καινοτομία της μεταβολής του Ημερολογίου εν τη Εκκλησία, πως διήρεσε τους ορθοδόξους
Χριστιανούς θρησκευτικώς, πως εγέννησε την αμφιβολίαν περί της ιερότητος, του κύρους και του απαρασαλεύτου
των Ιερών Κανόνων και των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων και της ισχύος των Εκκλησιαστικών ημών
παραδόσεων.

Πώς επομένως εκλονίσθη η θρησκευτική πίστις παρά τω Λαώ και πως εν μια και τη αυτή οικογενεία επήλθε
διχοστασία εν τω ζητήματι της πίστεως και της λατρείας. Ας προστεθή εις ταύτα και η μεγάλη επίδρασις, ην έσχε και
εις αυτό το στράτευμα, ο εκ της μεταβολής του Εκκλησιαστικού ημερολογίου κλονισμός της πίστεως΄ διότι εν τη
θεωρία, ήτις γίνεται εις το στράτευμα περί της αφοσιώσεως του στρατιώτου είς την έννοιαν της πίστεως και της
Πατρίδος διδάσκεται και οφείλη να διδάσκεται ο σεβασμός και η προσήλωσις, τον Προγονικόν θησαυρόν της
θρησκείας των Πατέρων ημών και της δι' αυτής αναγεννηθείσης Πατρίδος.

Αλλ' ο στρατιώτης, ο διδασκόμενος να σέβηται την θρησκείαν των Πατέρων και να τηρή τας παραδόσεις αυτών, ποιαν
θα λάβη περί αυτών ιδέαν όταν γνωρίζη, ότι αυτοί οι Αρχηγοί της Εκκλησίας τας περιφρονούν και τας ανατρέπουν;
Πώς και διά τίνος άλλου μέσου ή διά του παραδείγματος των Πατέρων της Εκκλησίας και των παρ' αυτών εις ημάς
παραδοθέντων θα εμπνεύσωμεν εις τον στρατιώτην την Ιδέαν της θρησκείας και δι΄αυτής την Ιδέαν της Πατρίδος;

Είναι γνωστή η εναντίον της θρησκείας προπαγάνδα και ο κομμουνιστικός άνεμος. Απέναντι της προσπαθείας των
κομμουνιστών, ζητούντων να διαφθείρουν την θρησκευτικήν συνείδησιν διά των αναρχικών και ανατρεπτικών πάσης
ηθικής τάξεως ιδεών, η Εκκλησία η ποιμαίνουσα ώφειλε να κατοχυρώση την θρησκείαν διά του τείχους του σεβασμού
των Παραδόσεων και της αυστηράς συντηρητικότητος, ήτις αποτελεί και τον χαρακτήρα της ορθοδόξου ημών
Εκκλησίας.

Αντί τούτου έδωκεν αυτή το σύνθημα της κατακρημνίσεως των αρχαιοπαραδότων της Εκκλησίας σημάτων και
συμβόλων και συνήργησεν εις τον εγερθέντα σάλον και εις τον κλονισμόν του θρησκευτικού αισθήματος υπό των
αντιθρησκευτικών οργανώσεων, διά της μετά τόσης ελαφρότητος αν μη αντορθοδόξου προθέσεως καταρρίψεως
ενός φυσικού οχυρώματος της θρησκείας, οίον είναι το Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον, το ισχύσαν επί δισχίλια περίπου
έτη διά την Εκκλησίαν, και καταλυθέν διά μιας απλής Εγκυκλίου του Αρχιεπισκόπου Αυηνών.

Ιδού το μέγεθος του αποτολμηθέντος υπό του Αρχιεπισκόπου Αθηνών εγκλήματος κατά της θρησκείας και επομένως
κατ' αυτού του Έθνους. Ανεξαρτήτως όμως τούτων, η Ορθόδοξος Εκκλησία από του 16ου αιώνος προσέλαβεν ίδιον
χαρακτηριστικόν γνώρισμα εξωτερικόν, το Ιουλιανόν Ημερολόγιον, ως η Δυτική το Γρηγοριανόν. Το εξωτερικόν τούτο
γνώρισμα ήτο σωτείρα άγκυρα διά το πλήρωμα της Ορθοδοξίας, το οποίον εν τη ολότητι αυτού μη δυνάμενον να
διακρίνη και εμβαθύνη εις τας υφισταμένας δογματικάς διαφοράς μεταξύ των δύο Εκκλησιών, προεφυλάσσετε από
πάσης επιβούλου προπαγάνδας προς προσηλυτισμόν εις την κακοδοξίαν του Παπισμού διά της διαφοράς των 13
ημερών.

Η διαφορά αύτη κατά τον αείμνηστον Ζολώταν απετέλη ένα των ογκολίθων του οικοδομήματος της Ορθοδοξίας, όπερ
ούτος ισχυροποιείτο και προεφυλλάσετο από πάσης επιβουλής Παπικής Εκκλησίας. Η αποβολή του ογκολίθου
τούτου, καθ' ον ιδίαν τρόπον εγένετο υπό του Αρχηγού της Ελληνικής Εκκλησίας ήτο αυτόχρημα προδοσία και
απεμπόλισιν των υψίστων δικαιωμάτων και συμφερόντων της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Είναι γνωστόν πως εκμεταλλεύθη η Λατινική προπαγάνδα τον άφρονα νεωτερισμόν του Αρχιεπισκόπου Αθηνών εις
βάρος του Ορθοδόξου ποιμνίου. Ενθουσιώδη τα Όργανα του Παπισμού εκληρυσσον και κηρύττουν, μεταξύ του
Ορθοδόξου πλήθους, ότι ως επλανάτο η Ορθόδοξος Εκκλησία εις το ζήτημα του ημερολογίου και την αλήθειαν κατείχε
μόνον η Δυτική, ούτω και εις όλα τα άλλα ζητήματα, τα διαιρούντα τας δύο Εκκλησίας συμβαίνει.

Και εις ενίσχυσιν του κηρύγματος τούτου των Παπιστών εμφανίζεται αυτός ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
προστατευόμενος υπό της Πολιτείας και ζητεί να παρεμποδίση πάσαν διαμαρτυρίαν. Αν εξ Εθνικής φιλοτιμίας και
ευσεβείας ευρέθησαν ιερείς και μερίς του Λαού ζητούντες ως Έλληνες και ορθόδοξοι να εορτάζουν και λατρεύουν τον
Θεόν και ουχί ως νεωτερίζοντες και Παπισταί, οι ιερείς ούτοι και οι πολίται κατεδιώχθησαν και εξακολουθούν
διωκόμενοι υπό του πρωτοστάτου της Παπικής Καινοτομίας Αρχιεπισκόπου Αθηνών και τίνων άλλων Αρχιερέων
δούλων του κόμματος και της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

Οσάκις δε ο λαός κατά χιλιάδας κοινοτήτων και πόλεων εξεδήλωσε την θέλησίν του να εορτάζη κατά τας Παραδόσεις
των Πατέρων του και όχι κατά το Εορτολόγιον του Πάπα, η Πολιτεία τη εισηγήσει του Αρχιεπισκόπου αντέταξε την
βίαν των όπλων, ως συνέβη τελευταίον διά τους προσκυνητάς της Τήνου. Είναι ούτω ή δεν είναι συνεργός του Έργου
του Παπισμού ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, διά των τοιούτων ενέργειών του;

Τί σημαίνει ότι προς επίδειξιν και εκπλήρωσιν ενός τύπου συντάσσει και απεστέλλει εις το Υπουργείον Έγγραφα,
εναντίον δήθεν της Λατινικής προπαγάνδας, όταν διά των πράξεών του εμφανίζεται σύμμαχος αυτής; Είναι γνωστόν
αφ' ετέρου, ποσον οργιάζει η αυτή προπαγάνδα εις τα κλίματα των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ανατολής, εις τα οποία
η εισαγωγή του νέου ημερολογίου έχει την σημασίαν του πλήρους θριάμβου των σχεδίων του Παπισμού και της
ανεπανορθώτου ζημίας της Ορθοδοξίας.

Και λόγοι επομένως στοιχειώδους προνοίας υπέρ του Ορθοδόξου πληρώματος, έναντι του κινδύνου του Παπισμού
και υπέρ της ευσταθείας των Αγίων του Θεού Ορθοδόξων Εκκλησιών επέβαλον την διατήρησιν του αρχαίου
Εκκλησιαστικού καθεστώτος, απέναντι του οποίου μόνον άνθρωποι εστερημένοι βαθείας ορθοδόξου συνειδήσεως
ηδύναντο να αδιαφορήσουν. Ουδείς, απολύτως ουδείς εκ των εν τη Αρχιεπισκοπή Αθηνών εζήτησε να μελετήση το
ζήτημα της μεταβολής του Ημερολογίου από καθαράς ορθοδόξου Εκκλησιαστικής απόψεως.

Ουδείς έστρεψε το βλέμμα προς την Ιστορίαν της Εκκλησίας και τας παραδόσεις της Εκκλησίας. Όταν ο σοφός
Σολομών εν ταις παροιμίαις αυτού έλεγε: ''Μη μέταιρε όρια αιώνια α έθεντο οι πατέρες σου'' εκήρυσσε πρώτος τον
νόμον του σεβασμού προς τας παραδόσεις.

Και ο νόμος αυτός χαραχθείς έκτοτε εις τας συνειδήσεις των Χριστιανών απετέλει το θεμέλιον της πίστεως. Θεμέλιον
παντός γραπτού και θετού νόμου ισχυρότερον. Αλλ' ο Αρχηγός της Εκκλησίας της Ελλάδος με αλαζονικήν δοξησοφίαν
διασκέλισε τα ''αιώνια όρια, α έθεντο οι Πατέρες'', ίνα χωρήση αδέσμευτος προς την Εκκλησίαν της Δύσεως!

Τί εκέρδισε σήμερον η Εκκλησία διά της ασεβούς διαρρήξεως του υπερηφάνου τείχους των παραδόσεων και των
σεβασμάτων της Ορθοδοξίας; Ποίον απέμεινεν αυτή όπλον κατισχύσεως και επιβολής απέναντι των ετεροδόξων της
Δύσεως; Πώς θα αντεπεξέλθη κατά του κινδύνου της εκμηδενίσεως αυτής;

Εις το επόμενον άρθρον περατούντες την όλην μελέτην ημών, θα είπωμεν την γνώμην μας.
ΝΓ' Μέρος - Τελευταίο
Η Εκκλησία της Ελλάδος μετά την απογύμνωσιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της προτέρας μεγάλης αυτού
Εθνικής δυνάμεως και την σχεδόν δούλωσιν αυτού εις την Τουρκικήν Δημοκρατίαν του Κεμάλ, είχε μέγαν προορισμόν
εν τη όλη Ορθοδοξία και ηδύνατο και ώφειλε να είναι ο στύλος αυτής, το καύχημα και η ελπίς του πληρώματος των
πιστών.

Η Εκκλησία της Ελλάδος ηδύνατο και ώφειλε να εδραιώσει το υπό πολλών και παντοίων κινδύνων εσωτερικών και
εξωτερικών απειλούμενον και κλονιζόμενον κράτος αυτής, ερειδομένη εις το αρραγές των Κανόνων της καθόλου
Ανατολικής Εκκλησίας και των παραδόσεων αυτής θεμέλιον.

Αντί τούτου είχε την αφροσύνην να ανοίξη διάπλατα την θύραν του ιερού αυτής αδύτου εις την Επανάστασιν και να
παραδώση εις ανιέρους και αιματωμένας εκ του εγκλήματος χείρας, τα όσια και τα ιερά αυτής προς εμπορίαν, προς
απόκτησιν προσωπικών αξιωμάτων και ωφελημάτων, αντί των οποίων διά βεβήλων συμβάσεων εδούλωσεν εαυτήν
κατασπιλώσασα την θείαν ιστορίαν αυτής, ιστορίαν δύο χιλιάδων ετών, ιστορίαν αίγλης και δόξης, ιστορίαν
καθηγιασμένην διά του αίματος του Ιδρυτού αυτής.

Η ανατροπή του Εκκλησιαστικού ημερολογίου, υπήρξεν το πρώτο ρήγμα του απροσμαχήτου τείχους αυτής των
παραδόσεών της- ρήγμα διανοιγέν διά των ιδίων χειρών του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, εις τας οποίας η επανάστασις
εδάνεισε την καταστρεπτικήν της σκαπάνην. Διά της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου η Εκκλησία της
Ελλάδος αποσχισθείσα από του σώματος των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών ηυτομόλησε προς της Παπικής Εκκλησίας
τας προφυλακάς, χωριζομένη από του όλου στρατοπέδου, της διά του τύπου του δόγματος αυτής.

Αλλ' όταν χιλιετηρίδων παραδόσεις και ιστορία ιερών μυστηρίων και θυσιών διεσκελίσθησαν και φρούρια ισχυρά
θείων κανόνων και Συνοδικών αποφάσεων εκρημνίσθησαν διά να συντομευθή η απόστασις, η χωρίζουσα την
Εκκλησίαν της Δύσεως από την Ορθοδοξίαν, ο τύπος της δογματικής διαφοράς θα σχισθή αύριον υπό του αυτού
Αρχιεπισκόπου Αθηνών ή υπό άλλου νεωτεριστού συναδέλφου του, μετά της αυτής ελαφρότητος και ευκολίας, μεθ'
ης κατερρίφθησαν τα υπερήφανα τείχη των παραδόσεων και των κανόνων της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας,
διά της μιαιφόνου σκαπάνης της Επαναστάσεως, οδηγουμένης υπό της ιεροσύλου χειρός ενός Ιεράρχου.

Προς εξαπάτησιν λαού και κλήρου διεμαρτυρήθησαν κατά της αδίκου δήθεν μομφής, της επιρριφθείσης εις αυτούς,
ως Διοικούντας την Εκκλησίαν της Ελλάδος, ότι απεμπόλισαν τα συμφέροντα της Εκκλησίας, αθετήσαντες το δίκαιον
αυτής. Και εκραύγασαν Ιησουιτικώς: ''Όχι δεν προσεκρούσαμεν εις τα δόγματα, ούτε εις τους κανόνας της Εκκλησίας!

Αλλά και αθετούντες τα δόγματα, ποιαν θα επέφερον μεγαλειτέραν βλάβην εις την Εκκλησίαν από την επενεχθείσαν
διά της αθετήσεως των Ιερών παραδόσεων;

Αθετούντες τας παραδόσεις τι διέσωσαν κρατούντες το δόγμα;

Εκρήμνησαν το όλον οικοδόμημα και κρατούσι τους ακρογωνιαίους λίθους αυτής, ίνα τους επιδεικνύουν εις τους
απλουστέρους, ενώ διά της ισοπεδώσεως του πεδίου εφ' ου υψούτο το οικοδόμημα ήνοιξαν την δίοδον προς την
Παπικήν Εκκλησίαν και τείνουν προς αυτήν την χείρα, έτοιμοι να τεθώσιν υπό το κράτος και την ευλογίαν αυτής.

Αι παραδόσεις είναι η ιστορία της Εκκλησίας ημών. Αι παραδόσεις είναι το κραταίωμα της πίστεως ημών. Αι
παραδόσεις είναι η ιερά ημών κιβωτός. Διατί τας ηρνήθησαν;

-Μη επιχειρήσωμεν- αναφωνεί ο μέγας ιστορικός Παπαρρηγόπουλος- να ανατρέψωμεν διά της μικράς ημών σοφίας
τους μεγάλους της φύσεως νόμους΄ μη επιβάλωμεν χείρα ιερόσυλον επί τας πατρίους παραδόσεις οι νήπιοι ημείς, οι
χθες και πρώην ψηφίσαντες ποικίλας τελετάς και δοξολογίας, αίτινες ήνθησαν και απήνθησαν, ως ο χόρτος του
αγρού, ο σήμερον ων και αύριον εις κλίβαννον βαλλόμενος, ενώ τα ιδρύματα των αοιδήμων ημών βασιλέων
κατίσχυσαν τοσούτων αιώνων και τοσούτων πολιτικών μεταβολών!
Διά της αθετήσεως και αρνήσεως των Εκκλησιαστικών ημών παραδόσεων παραδίδομεν εις την Δυτικήν Εκκλησίαν το
μοναδικόν όπλον μας.

Ιεράρχαι της Εκκλησίας της Ελλάδος: Σεις οι ενσαρκούντες την Ιδέαν της Πίστεως και της Θρησκείας, μη εγκαταλείψητε
την ιεράν σημαίαν της Εκκλησίας εις τα βλήματα των εχθρών αυτής. Αναλογίσθητε, ότι Εκείνοι τους οποίους
διεδέχθητε και ους εκπροσωπείτε, ''διά της πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, έφραξαν
στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας,
εγεννήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλινον αλλοτρίων...''

Εις Υμάς ενεπιστεύθη η Εκκλησία και το πλήρωμα πάντων των πιστών την εκπροσώπησίν της, την ιερότητά της, το
αλώβητον αυτής, την αίγλην της, την ισχύν και το κύρος της. Η δε αίγλη αυτής και η ισχύς της είναι αίγλη και ισχύς
του Έθνους. Διά της μεταβολής του Εκκλησιαστικού ημερολογίου εξησθενήσατε την δύναμιν αυτής και εμειώσατε το
κύρος της διασπάσαντες την Εκκλησιαστική Ενότητα, τον αδαμάντινον τούτον δεσμόν της Αγίας, Καθολικής και
Αποστολικής Εκκλησίας.

Έχετε καθήκον απέναντι των ιερών σκιών των Πατέρων ημών, απέναντι της Ιστορίας της Εκκλησίας, απέναντι των
παραδόσεων αυτής, απέναντι αυτού του Έθνους να επαναφέρετε την Ενότητα της πίστεως, επί της οποίας εδράζεται
η Εκκλησία ημών. Μόνον διά του όπλου τούτου θα ανταπεξέλθητε κατά του κινδύνου της εντελούς πτώσεως της
Εκκλησίας και της εκμηδενίσεως αυτής.

Η ευθύνη της αρξαμένης αποσυνθέσεως του σώματος της Εκκλησίας, της νεκρώσεως αυτής και της τελείας
δουλώσεώς της εις την Δύσιν, δουλώσεως συνεπαγομένης αναγκαίως την δήλωσιν του Έθνους θα βαρύνη
αποκλειστικώς υμάς. Υψώθητε εις τα αναστήματα των Βασιλείων, των Χρυσοστόμων, των Γρηγορίων, των Γερμανών,
των Φωτίων και των άλλων υπερμάχων της Ορθοδοξίας και του Έθνους, Πατέρων της Εκκλησίας.

Ο ορθόδοξος λαός της Ελλάδος δεν θα παύση να παρακολουθή την δράσιν σας κλονισθείς εις τας περί Υμών
πεποιθήσεις του. Και ο λαός γνωρίζει να αγωνίζεται υπέρ της Εκκλησίας και της πίστεως αυτού, ως ηγωνίσθη
αδιαλείπτως διά μέσου των αιώνων και θα αναφωνή πάντοτε μετά του σοφού Βρυεννίου:

''Ουκ αρνησόμεθά σε, φίλη Ορθοδοξία· ου ψευσόμεθά σοι, πατροπαράδοτον σέβας΄ ουκ αφιστάμεθά σοι, μήτερ
ευσέβεια. Εν σοι εγεννήθημεν, εν σοι ζώμεν, και εν σοι κοιμηθησόμεθα· ει δε καλέσοι καιρός, και μυριάκις υπέρ σού
τεθνηξόμεθα''.

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩΙ ΜΟΝΩΙ ΤΡΙΑΔΙΚΩΙ ΘΕΩΙ ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΠΑΣΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ!

You might also like