You are on page 1of 18

Ο Γιώργος και το συναπάντημα των

καλικαντζάρων! ΑΝΘΑΚΗΣ - ΓΚΑΝΤΣΙΔΗΣ


 Ένα παραμύθι γραμμένο από τους μαθητές της Στ τάξης του Δ.Σ. Πέλλας
 Ανθάκη Βλάση και Γκαντσίδη Νικόλαο
Μια φορά κι έναν χριστουγεννιάτικο καιρό , σε ένα ορεινό χωριό της Μακεδονίας ,
ζούσε ο Γιώργος με την οικογένεια του.
Ο Γιώργος όμως δεν ήταν σαν όλα τα άλλα αδέρφια του ήταν ζωηρός , σκανταλιάρης και
πολύ φωνακλάς. Αυτό όμως που τον χαρακτήριζε ήταν η ξεροκεφαλιά του!
ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΕ ΚΑΝΕΝΑΝ!
Έτσι λοιπόν παραμονή Χριστουγέννων θέλησε να βγει έξω στο χωριό για να δει τον
στολισμό του δέντρου , της φάτνης και φυσικά όλου του χωριού. Μάταια
παρακαλούσε τους γονείς του …
« Αφήστε με λίγο να βγω έξω! Δεν θα αργήσω! Σας το
υπόσχομαι! Είναι τόσο όμορφα τέτοια μέρα το χωριό!»
απαντούσε λυπημένος.
« Δεν κατάλαβες, Γιώργο! Έξω έχει κρύο και είναι πολύ
επικίνδυνο για τα μικρά παιδιά σαν και εσένα να κυκλοφορούν
μόνα τους τέτοια ώρα !» απαντούσαν οι γονείς του.
«Και τα καλικαντζαράκια που τριγυρίζουν ανενόχλητα στους δρόμους και πειράζουν
όσους μένουν έξω μέχρι αργά και τον αναγκάζουν να χορέψει μαζί τους; Τι θα κάνεις
καημένε Γιώργο;» είπε η γιαγιά που από την ταραχή της αναποδογύρισε την κούπα του
καφέ της.

«Άσε μας γιαγιά με τα παραμύθια σου! Δεν υπάρχουν τέτοια πλάσματα ! Μόνο στην
τηλεόραση και στη φαντασία σου!»
Το χιόνι έπεφτε πυκνό και το ίδιο
βράδυ , μόλις όλοι κοιμήθηκαν , ο
Γιώργος δίχως να ακούσει κανέναν,
άνοιξε το παράθυρο του μικρού
δωματίου του, αφού βεβαιώθηκε πως
είχαν κοιμηθεί τα αδέρφια του και
βγήκε έξω στους δρόμους.
«Τι όμορφα που είναι όλα Θεέ μου!»
αναρωτιόταν.
Χάζευε τα σπίτια με τα πολύχρωμα λαμπάκια,
καθώς και τις βιτρίνες των καταστημάτων.
Μέσα σε αυτήν την ησυχία και τη γαλήνη της
νύχτας δυνατές φωνές και γέλια τον τάραξαν.
Οι φωνές και η φασαρία ερχόταν από το
ζαχαροπλαστείο του χωριού!
Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Τι να
συνέβαινε άραγε; Μήπως είχε δίκιο η
γιαγιά του;
Σαν έφτασε έξω από το μαγαζί και βρήκε
το θάρρος να κρυφοκοιτάξει από τη
βιτρίνα του μαγαζιού τρόμαξε πάρα
πολύ.
Δεν πίστευε στα μάτια του!
Μικρά , τρομακτικά, κοντά, και άσχημα πλάσματα με τρίχες σε όλο τους το σώμα
τριγυρνούσαν μέσα στο ζαχαροπλαστείο κάνοντας ζαβολιές και κάθε είδους ζημιές.
Αναποδογύριζαν τα ταψιά με τα γλυκά, ανακάτευαν τα παγωτά, έριχναν το αλεύρι
και τη ζάχαρη ενώ κάποιοι από αυτούς είχαν ήδη φάει μερικές ντουζίνες με
μελομακάρονα και κείτονταν ήδη ξαπλωμένοι στο πάτωμα , πιάνοντας τις
τεράστιες κοιλιές τους.
«Ουυυυυφφφφφ, ουυυυφφφφφφ. Νιώθω
σαν παραγεμισμένο βαρέλι» είπε
κρατώντας την κοιλιά του ο Περίδρομος
κι έπεσε ανάσκελα στο πάτωμα
συνεχίζοντας να ξεφυσάει.
«Ελπίζω να μην με πάρουν είδηση!» μονολόγησε ο
Γιώργος και έκανε να γυρίσει την πλάτη του για να φύγει.
Ήταν όμως άτυχος, γιατί ο Γουρλός τον πρόσεξε, αφού
έχει μάτια πεταχτά και τεράστια σαν αυγά. Άλλωστε είναι
γνωστό σε όλους πως δεν του ξεφεύγει τίποτα.

«ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΜΟΥ!!!» φώναξε ο Γιώργος. Τώρα ήταν που


ήθελε πραγματικά να εξαφανιστεί και να βρεθεί στην
ηρεμία και ζεστασιά του σπιτιού του , στην ασφάλεια των
γονιών του.
Με μιας όλη η παρέα των καλικαντζάρων ξεχύθηκε στο δρόμο
και τον περικύκλωσαν. Άρχισαν να τον τραβούν από τα χέρια
και τα πόδια για να χορέψουν μαζί του. Χόρευαν ασταμάτητα
τόσο γρήγορα που ζαλίστηκε και έπεσε κάτω ο Γιώργος.
Έκλεισε τα μάτια του και θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιά του .
Πόσο δίκιο είχε τελικά! Θυμήθηκε πως του ‘χε πει πως οι
καλικάντζαροι εξαφανίζονται με το πρώτο φως της μέρας,
αλλά το ξημέρωμα αργούσε και αυτός θα έπρεπε να
στροβιλίζεται ακόμα μαζί τους!
Το μαρτύριο του καθώς φαίνεται θα αργούσε να τελειώσει. Δεν
πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του όταν ο Τρικλοπόδης, που όλο
μπερδεύεται και σκουντουφλάει, έχασε την ισορροπία του ,
γκρεμοτσακίστηκε και άφησε από το χέρι του τον Γιώργο. Αμέσως
κατάλαβε τότε πως ήταν η κατάλληλη ώρα να το βάλει στα πόδια ,
αν πραγματικά ήθελε να ξεφύγει από όλο αυτό το μαρτύριο.
Κανένας δεν τον πήρε χαμπάρι! Έβαλε όλη του τη
δύναμη και έβγαλε φτερά στα πόδια ώσπου
έφτασε μετά από λίγο λαχανιασμένος και
τρομαγμένος έξω από το δωμάτιο της γιαγιάς του.

Άρχισε να χτυπά την πόρτα τόσο δυνατά που λίγο


έλειψε να την σπάσει. Έντρομος της εξιστόρησε όλα
όσα είχε περάσει και αισθανόταν πραγματικά πολύ
τυχερός που κατάφερε να ξεφύγει .
Από εκείνη τη στιγμή ο Γιώργος κατάλαβε το
λάθος του και πηρέ ένα σπουδαίο μάθημα
ότι πρέπει να ακούει τους γονείς του και να
μη βγαίνει ποτέ έξω μόνος του. Υποσχέθηκε
να μην το ξανά κάνει ποτέ! Και ζήσαν αυτοί
καλά και εμείς καλύτερα…..
Καλά Χριστούγεννα!

You might also like