Professional Documents
Culture Documents
Δημήτρης Φαρμάκης,
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Α.Π.Θ.
1
Στυλιανού Ά., Θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου από τον Γκρότιους στο Ρουσσώ, Πόλις, Αθήνα,
2006 σελίδα 100.
2
Αγγελίδης Μ., 1994, Η Γένεση του Φιλελευθερισμού. Προβλήματα σύστασης του πολιτικού σε θεωρίες
του κοινωνικού συμβολαίου. Thomas Hobbes-John Locke, εκδόσεις Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα,
σελίδα 103.
3
Ό.π. σελίδα 83.
όπου η εκδήλωση της ανθρώπινης φύσης είναι ελεύθερη, αφού «αν επιθυμούμε να
κατανοήσουμε τι είναι μια κοινότητα, οφείλουμε αναλύοντάς την στα συνθέτοντα μέρη
να ανακαλύψουμε τις αρχές κίνησής τους ώστε να μπορέσουμε να παράγουμε
εννοιολογικά τους νόμους που εν είδει θεωρημάτων τη διέπουν και τη συντηρούν4».
Στη συνέχεια, όταν θα έχει κατανοήσει την ανθρώπινη φύση και την πρακτική της
εξωτερίκευση, θα μπορέσει να ανασυνθέσει το πολιτικό φαινόμενο, όχι με τυχαίο και
άναρχο τρόπο, αλλά βασισμένος σε a priori ορθολογικά κριτήρια. Ο ίδιος ο Hobbes
περιγράφει αυτή τη διαδικασία σαν τη μελέτη ενός ρολογιού, που για να αντιληφθεί
κάποιος τη λειτουργία του χρειάζεται να εξετάσει τη μορφή και το ρόλο κάθε
ξεχωριστού του κομματιού5. Έτσι, προϋποθέτει μια ανθρώπινη φύση σταθερή και
αναλλοίωτη. Οι ιδιότητές της αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της θεώρησής του,
καθώς αυτές κυριαρχούν στη φυσική κατάσταση. Προσπαθεί, δηλαδή, να μελετήσει
τον άνθρωπο καθ’ εαυτόν, «τον τρόπο που οι άνθρωποι όπως είναι θα
συμπεριφέρονταν κατ’ ανάγκη αν δεν υπήρχε καμιά εξουσία για να τους επιβάλλει νόμο
ή συμβόλαιο»6.
Η προ- πολιτική κατάσταση κυριαρχείται από τα πάθη, τα οποία, όμως, δεν
είναι προϊόντα μιας ελεύθερης βούλησης, αφού, αυτή κατά τον Hobbes, δεν υπάρχει.
Αυτό σημαίνει ότι «η φύση, εξωτερική και ανθρώπινη είναι σαν μια μηχανή […]
μπορούμε να εξηγήσουμε τη σωματική φύση του ανθρώπου ή την πολιτεία ή και το
ανθρώπινο πνεύμα αν υποθέσουμε ότι λειτουργούν σαν ένας μηχανισμός»7. Κάθε
πράξη του ανθρώπου καθορίζεται από την όρεξη ή την αποστροφή που νιώθει για
κάποιο αντικείμενο. Η όρεξη ή η αποστροφή εξηγείται με αιτιώδεις νόμους και
κυριαρχείται από αναγκαιότητα και όχι από ελευθερία. Για τον Horkheimer «η
ανθρωπολογία του Χομπς στηρίζεται στη θεμελιώδη σκέψη, ότι όλα τα πάθη, που
εξαιτίας τους ενεργούμε, είναι αυστηρά αναγκαίες επιδράσεις μηχανικών προβάσεων
στο σώμα μας και, ευρύτερα, στον εξωτερικό κόσμο»8. Στη φυσική κατάσταση ο
4
Μεταξόπουλος Α., «Το πρόβλημα της ατομικής ιδιοκτησίας στις θεωρίες του φυσικοί δικαίου και
στη νεότερη φιλοσοφία: Hobbes, Locke, Kant», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, Νο.39-40, 1980
σελίδα 416.
5
Horkheimer M., 1971, Απαρχές της Αστικής Φιλοσοφίας, εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα, σελίδα 46.
6
Μακφέρσον Κ. Μ., 1986, Ατομικισμός και Ιδιοκτησία. Η πολιτική θεωρία του πρώιμου
φιλελευθερισμού από τον Hobbes ως τον Locke, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, σελίδα 37.
7
Μπαγιόνας Α., 1973, Η Φιλοσοφία στον 17ο αιώνα, Θεσσαλονίκη.
8
Horkheimer M., ό.π.
άνθρωπος δρα με βάση αυτά τα πάθη, χωρίς να περιορίζεται από τίποτα. Ο Hobbes
αναγνωρίζει ένα καθολικό πάθος για εξουσία9 και για δύναμη, έτσι, ώστε να μπορέσει
το άτομο να αποκτήσει ο,τιδήποτε μπορεί να τον κρατήσει στη ζωή. Η κύρια
αντίθεση που επισημαίνεται είναι αυτή της ζωής με το θάνατο. Ο άνθρωπος θέλοντας
να επιβιώσει προσπαθεί να αποκτήσει δύναμη και εξουσία εις βάρος των άλλων,
πράγμα που οδηγεί την ανθρωπότητα σε έναν bellum omnium contra omnes. Ο
χομπσιανός αυτός αλληλοκαταστροφικός πόλεμος είναι ένας αγώνας ζωής και
θανάτου στην κυριολεξία. Η φυσική κατάσταση δηλαδή, είναι μια εποχή
συγκρούσεων όπου καμιά κατοχή πράγματος ή εδάφους δεν είναι μόνιμη και η
παραγωγική δραστηριότητα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα λόγω της συνεχούς
καταστροφής της. Δεν υπάρχει ούτε εργασία ενώ κυριαρχεί ο φόβος του θανάτου. Η
ζωή, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Hobbes στο Leviathan, είναι «μοναχική, φτωχή,
αποκρουστική, θηριώδης και σύντομη»,10 με διαρκή θέληση για τα αντικείμενα του
ενός από τον άλλο. Έτσι λοιπόν, όπως παρατηρεί ο Κ.Μπ. Μακφέρσον, «η φυσική
κατάσταση είναι μια λογική αφαίρεση που πραγματώνεται σε δύο στάδια: στο πρώτο οι
φυσικές προδιαθέσεις του ανθρώπου αποδεσμεύονται από το πολιτικό σκηνικό τους,
ενώ στο δεύτερο οδηγούνται στο φυσικό τους αποτέλεσμα, την κατάσταση πολέμου»11.
9
Στυλιανού Α., ό.π. σελίδα 91.
10
Αγγελίδης Μ., ό.π. σελίδα 69.
11
Μακφέρσον Κ. Μ., ό.π. σελίδα 46.
12
Αγγελίδης Μ., ό.π. σελίδα 66 και σε Στυλιανού Α., ό.π. σελίδα 109.
13
Κιτρομηλίδης Π., ό.π. σελίδα 15.
14
Ό.π.
15
Στυλιανού Α., ό.π. σελίδα 110.
16
Αγγελίδης Μ., ό.π. σελίδα 100.
17
Στυλιανού Α., ό.π. σελίδα 114.
πεδίο, όπου επιτρέπονται οικονομικές ενώσεις18. Αυτό δεν είναι χωρίς αιτία. Ο
Hobbes αναφέρει ρητά ότι επηρεάζεται βαθύτατα από την πολιτική πραγματικότητα
της Αγγλίας του 17ου αιώνα και κυρίως από την εμφύλια-συγκρουσιακή κατάσταση
που υπήρχε μεταξύ μοναρχικών και οπαδών του κοινοβουλίου19. Ακριβώς, επειδή
διαπιστώνει τα καταστροφικά αποτελέσματα αυτής της διαμάχης εισάγει στην
πολιτική φιλοσοφία κάποιους όρους για να αποφευχθούν τα κοινωνικά δεινά και να
μπορέσει να διαφανεί το κοινό κοινωνικό συμφέρον. Όσο πιο ισχυρό είναι το κράτος
τόσο περισσότερο προστατεύεται η ασφάλεια και η ζωή των πολιτών του. Αυτό δε
σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κανενός είδους ελευθερίες αλλά ότι αυτές περιορίζονται
σε μη πολιτικά δικαιώματα όπως η επιλογή κατοικίας, επαγγέλματος ή η σύναψη
οικονομικών συμφωνιών, καθώς «η ζωή στο κράτος Λεβιάθαν έχει […] κατ’ εξοχήν
περιεχόμενο ιδιωτικό. Σκοπός της είναι η απόκτηση, ιδιωτική κατοχή και απόλαυση
εγκόσμιων αγαθών»20.
Από όλα τα παραπάνω καταδεικνύεται η πρωτοκαθεδρία του κράτους στο
πολιτικοκοινωνικό πρόταγμα του Hobbes, στο οποίο μάλιστα υποτάσσει και τη
θρησκεία υποστηρίζοντας ότι είναι αναγκαία μια πολιτική θρησκεία που να
διαμορφώνει την ηθική των πολιτών με βάση τους σκοπούς του κράτους. Το κράτος
είναι η συλλογική βούληση, είναι η αναγωγή όλων των βουλήσεων σε μία.
Επιβάλλεται μέσω της δύναμης που κατέχει αλλά και με την ηθική νομιμοποίησή του
μέσω της θρησκείας ή άλλων ιδεολογικών θεσμών, έτσι, ώστε μην μπορεί κανένας να
αμφιβάλλει για αυτό. Αν γίνει κάτι τέτοιο, οι άνθρωποι θα βιώσουν ξανά τα δεινά του
πολέμου. Στο κράτος υπερέχει ο ηγεμόνας ενώ οι νόμοι αποτελούν τη θετικοποίηση
του φυσικού δικαίου21, μπροστά στους οποίους είναι όλοι ίσοι. Για τον Hobbes
δηλαδή πρέπει να υπάρχει ισονομία, όπως υπήρχε ισότητα στη φυσική κατάσταση,
που σήμαινε ισότητα δυνατοτήτων επιβίωσης.
αποτελεί μια λογική κατασκευή και όχι μια υπαρκτή ιστορική πραγματικότητα. Όμως
η δική του άποψη για την προ- πολιτική κατάσταση δεν συμβαδίζει με αυτή του
Hobbes.
Στη φυσική κατάσταση επικρατεί η ειρήνη, η ισότητα και η απόλυτη
ελευθερία. Οι έννοιες αυτές έχουν τη σημασία αφενός μιας ισότητας νοούμενης ως
ισότητα δυνατοτήτων υπαρξιακής αυτοσυντήρησης και αφετέρου μιας ελευθερίας ως
ανεξαρτησία από τις επιταγές μιας αλλότριας βούλησης και ως «δυνατότητα αυτό-
κίνησης σύμφωνα με τις επιθυμίες και τη βούληση του ανθρώπου»22. Αυτή η
πραγματικότητα υφίσταται, επειδή επικρατεί ο Φυσικός Νόμος που ταυτίζεται με το
Λόγο και τη θεϊκή βούληση. Ο Φυσικός αυτός Νόμος, προτρέπει τους ανθρώπους να
μην βλάπτουν τους άλλους σε καμιά έκφανση της ατομικής τους ύπαρξης (ζωή,
υγεία, ελευθερία και ιδιοκτησία). Σημαίνει, επίσης, ένα επίπεδο έλλογης σκέψης, μιας
σκέψης με ηθικό και ωφελιμιστικό περιεχόμενο. Δηλαδή, οι άνθρωποι «έχουν τη
δυνατότητα της έλλογης σκέψης, γιατί μπορούν να ζουν μαζί σύμφωνα με το νόμο της
φύσης, που είναι ο λόγος, ή τουλάχιστο που μπορεί να γνωστεί με το λόγο»23. Στη
φυσική κατάσταση τα άτομα επιθυμούν την αυτοσυντήρησή τους, η οποία
επιτυγχάνεται με τον υπολογισμό των ατομικών πράξεων. Αυτός ο υπολογισμός
καταλήγει να έχει ειρηνικό πρόσημο, έτσι, ώστε οι άνθρωποι να κατορθώνουν να
επιβιώνουν χάρη στον θεϊκής προέλευσης και επικύρωσης Φυσικό Νόμο. Αυτό
σημαίνει ότι «η επιδίωξη των εγωιστικών συμφερόντων από τους επιμέρους δρώντες
[…] διαμεσολαβείται από εκτιμήσεις κοινωνικού συμφέροντος»24. Η ατομική
ευδαιμονία δεν έχει ως προϋπόθεση μια ασυδοσία αλλά μια αυτοπεριοριστική
ελευθερία. Αυτή, έχοντας ως αφετηρία το λογικό στάθμισμα των αναγκαίων για την
επιβίωση όρων οδηγεί από τη μια σε μια εγωιστική αναζήτηση των
αυτοσυντηρητικών εφοδίων και από την άλλη σε μια στάση αλληλεγγύης που
αποτρέπει τη γενίκευση των ανταγωνιστικών διαθέσεων.
Το ερώτημα που αναφύεται είναι το εξής: αφού η λοκιανή φυσική κατάσταση
είναι βιώσιμη, γιατί επιλέγεται η σύναψη του κοινωνικού συμβολαίου; Η απάντηση
προϋποθέτει τη δυναμική αντίληψη αυτής της φυσικής κατάστασης. Αυτή δεν είναι
στατική αλλά εμπερικλείει κινδύνους αλλά και δυνατότητες αλλαγής και προόδου. Σε
22
Στυλιανού Α., ό.π. σελίδα 132.
23
Πλάγγεσης Γ., 1986, Πολιτική και Θρησκεία στη Φιλοσοφία του John Locke, εκδόσεις University
Studio Press Α.Ε., Θεσσαλονίκη, σελίδα 116.
24
Αγγελίδης Μ., ό.π. σελίδα 134.
κάποια στιγμή η προ- πολιτική ανθρώπινη ύπαρξη οδηγείται σε αδιέξοδο λόγω της
οικονομικής ανάπτυξης και ιδιαίτερα του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας. Στην
αρχή, εκκινώντας από το γεγονός της ισότητας στη δυνατότητα εξασφάλισης της
ζωής, ο Locke αποδέχεται «ως επιταγή τόσο του φυσικού λόγου όσο και των Γραφών,
ότι η γη και οι καρποί της είχαν αρχικά δοθεί στο σύνολο της ανθρωπότητας»25. Στη
συνέχεια η κατάσταση αυτή άρχισε να μεταβάλλεται. Οι άνθρωποι, με την εργασία
τους μορφοποιούσαν το κοινά δοσμένο, αλλάζοντάς το και μετατρέποντάς το σε
ατομική ιδιοκτησία. Έτσι ο Locke θεωρεί την εργασία ως «ένα κριτήριο με βάση το
οποίο θα νομιμοποιείται κατά τρόπο αντικειμενικό και κοινά αποδεκτό η μετάβαση από
την κοινοκτημοσύνη στην ιδιοχρησία ή μάλλον στο καθεστώς της ατομικής
ιδιοκτησίας»26.
Η άποψη αυτή του Locke προκύπτει από τη θεώρησή του για την ηθική
υπαρξιακή υπόσταση του ανθρώπου. Αυτός υπάρχει, επειδή είναι ο ιδιοκτήτης ενός
αντικειμένου, αρχικά του εαυτού του. Μόνο έτσι υπάρχει ως «πρόσωπο», ως ένας
άνθρωπος που είναι ιδιοκτήτης του εαυτού του και συνεπώς μπορεί να επεκτείνει
αυτή την ιδιοποιητική ικανότητα και στα πράγματα του κόσμου. Αφού ισχύει αυτό, η
εργασία του (ως μια ελεύθερη δραστηριότητα της αυτό- ιδιοποιημένης ατομικότητας)
του επιτρέπει να απολαμβάνει τα υλικά και πνευματικά της αποτελέσματα, των
οποίων και είναι ιδιοκτήτης27.
Σε αυτή την ιδιοποίηση αγαθών και γης, ο Locke θέτει αρχικά κάποιους
περιορισμούς, αυτούς της φθοράς και της επάρκειας28. Ο πρώτος υπαγορεύει να
καταναλώνει ο άνθρωπος τόσα, όσα μπορεί, πριν να φθαρούν, ενώ ο δεύτερος τόσα
όσα του εξασφαλίζουν την αυτάρκεια. Αυτά τα όρια, που δεν επιτρέπουν μια
αλόγιστη συσσώρευση περιουσίας, καταρρέουν με την επινόηση του χρήματος. Για
τον Locke οι άνθρωποι (μάλλον για ευκολία στις συναλλαγές τους) επέλεξαν να
δώσουν το χαρακτήρα γενικού αξιακού και ανταλλακτικού μέτρου στο χρυσό και τον
άργυρο. Με το χρήμα ο περιορισμός της φθοράς αίρεται επειδή ο καθένας μπορεί να
συγκεντρώσει όσο περισσότερο χρήμα επιθυμεί, αφού ο χρυσός και ο άργυρος δεν
φθείρονται. Ο περιορισμός της επάρκειας αίρεται με το επιχείρημα της
παραγωγικότητας της εργασίας. Ο Locke υποστηρίζει ότι η ιδιοποίηση που αυξάνει
25
Μακφέρσον Κ. Μ., ό.π. σελίδα 268.
26
Μεταξόπουλος Α., ό.π. σελίδα 421.
27
Ό.π. σελίδα 422.
28
Αγγελίδης Μ., ό.π. σελίδα 175.
τα αγαθά που παράγονται (για το κοινωνικό σύνολο) είναι πιο χρήσιμη από μια μη
παραγωγική κοινοκτημοσύνη29. Έτσι, με την είσοδο στο κοινωνικό γίγνεσθαι του
χρήματος και της παραγωγικότητας της εργασίας, θεωρεί ορθή και αναγκαία την
ατομική ιδιοποίηση και την οικονομική ανάπτυξη που αυτή συνεπάγεται. Όμως αυτή
γεννάει παράλληλα και ανισότητες. Αυτοί που δεν έχουν ιδιοκτησία προσπαθούν να
τη σφετεριστούν από αυτούς που έχουν και στην ουσία εγκαταλείπουν τις αρχές του
Λόγου30. Έτσι «ο χωρισμός των αγαθών κι η ανισότητα της ατομικής ιδιοκτησίας
πραγματοποιείται πριν τη συγκρότηση πολιτικής κοινωνίας, χωρίς ένα κοινωνικό
σύμφωνο, απλά με το ν’ αποδώσουν μια αξία στο χρυσό και τον άργυρο
συνεννοούμενοι σιωπηλά για τα όσα άπτονται της χρήσης του χρήματος»31. Η
κατάσταση που ακολουθεί είναι συγκρουσιακή. Οι μη ιδιοκτήτες με τη δύναμη και τη
βία προσπαθούν να αποσπάσουν ιδιοκτησία από τους ιδιοκτήτες, οι οποίοι με τη
σειρά τους απαντούν με τη βία. Η πραγματικότητα αυτή αναγκάζει τους ανθρώπους
να καταφύγουν στη λύση του κοινωνικού συμβολαίου.
29
Ό.π. σελίδα 182.
30
Ό.π. σελίδα 155.
31
Μεταξόπουλος Α., ό.π. σελίδα 423.
32
Σύμφωνα με τον Άρη Στυλιανού (ό.π. σελίδες 149 και 150) ο Locke δεν χρησιμοποιεί τη λέξη
συμβόλαιο (contract) αλλά τις λέξεις σύμβαση (compact), συμφωνία (agreement) ή συναίνεση
(consent). Η χρήση της λέξης συμβόλαιο νομιμοποιείται εντάσσοντας τον Locke στην ιστορική
προβληματική της εποχής του.
33
Πλάγγεσης Γ., ό.π. σελίδα 118.
34
Στυλιανού Α., ό.π. σελίδα 144.
35
Κιτρομηλίδης Π., ό.π. σελίδα 29.
36
Πλάγγεσης Γ., ό.π. σελίδα 113.
37
Κιτρομηλίδης Π., ό.π. σελίδα 38.
38
Ό.π. σελίδα 41.
Συγκριτική θεώρηση της συμβολαιικής θεωρίας του Thomas Hobbes και του
John Locke
Οι διαφορές των πολιτικών συστημάτων των δύο φιλοσόφων, έχουν
περισσότερο βαθιά και ουσιαστικά χαρακτηριστικά από τις ομοιότητες. Οι τελευταίες
υφίστανται ακριβώς, επειδή και οι δύο διαμορφώνουν τη σκέψη τους σε ίδιες
ιστορικοκοινωνικές συνθήκες, οι οποίες ασφαλώς επηρεάζουν την κατεύθυνση της
θεώρησής τους.
Αρχικά, η κοινή τους βάση είναι η εναντίωσή τους στην παραδοσιακή-
θεολογική αντίληψη του πολιτικού. Και οι δύο αμφισβητούν «την άποψη ότι η
πολιτική εξουσία θεμελιώνεται σε κάποιο θεϊκό δικαίωμα των βασιλιάδων» και
θεωρούν «αναγκαία την εμπειρική έρευνα των κοινωνικών συνθηκών που
προσδιορίζουν τόσο την πηγή όσο και τη λειτουργία της»39 σκεπτόμενοι με μια νέα
μέθοδο. Επηρεασμένοι από τις θετικές επιστήμες (τη φυσική, τη μηχανική και τη
«γλώσσα» με την οποία εκφράστηκαν, τα μαθηματικά) εκκινούν από την ανάλυση
της κοινωνίας στα συστατικά της μέρη, τα άτομα, τα οποία και μελετούν σε μια
φυσική κατάσταση που αποτελεί μια λογική εργαλειακή αφαίρεση. Το δεύτερο βήμα
είναι η ορθολογική ανασυγκρότηση και στην ουσία, η ορθολογική εξήγηση της
πολιτικής κοινωνίας.
Κοινή βάση αποτελεί και ο ατομισμός ως ερμηνευτική αφετηρία. Και ο
Hobbes και ο Locke στρέφουν αρχικά το ερευνητικό τους ενδιαφέρον στις προ-
πολιτικές δι-ατομικές σχέσεις. Αυτή τους η αφετηρία τους οδηγεί στην ατομιστική
φιλελεύθερη άποψή τους για την υποταγή του κράτους στο άτομο. Το κράτος
αποτελεί εργαλείο των ανθρώπων, για να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν
ευνοϊκότερους όρους απόκτησης της ευτυχίας τους. Και τους δύο τους ενδιαφέρει «να
συγκροτηθεί έτσι το πλαίσιο των πολιτειακών θεσμών ώστε ν’ αφήνει απερίσπαστο το
άτομο στη θεραπεία των προσωπικών του επιδιώξεων»40. Αυτό σημαίνει ότι στον
πυρήνα της φιλοσοφίας και των δύο βρίσκεται ο φιλελευθερισμός, η ατομική
ελευθερία και η δυνατότητα των ανθρώπων να καθορίζουν τη ζωή τους και να
επιζητούν την προσωπική τους ευδαιμονία. Η πολιτική κοινωνία εκφράζει το κοινό
συλλογικό συμφέρον και αυτό είναι που πρέπει να προωθείται. Και οι δύο δέχονται
39
Πλάγγεσης Γ., ό.π. σελίδα 101.
40
Κιτρομηλίδης Π., ό.π. σελίδα 36.
την ισότητα και την ελευθερία σαν αξιωματικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης
ύπαρξης καθώς και ότι «το άτομο είναι το κέντρο αναφοράς και για χάρη των
συμφερόντων του δημιουργείται η πολιτική κοινωνία»41.
Από την άλλη, επισημαίνονται σοβαρές διαφορές. Η πρώτη έχει να κάνει με
την περιγραφή της φυσικής κατάστασης. Στον Hobbes η φυσική κατάσταση είναι
καθ’ εαυτή μια κατάσταση πολέμου και συγκρούσεων των αυτοσυντηρητικών
ενστίκτων των ανθρώπων. Καμιά κοινωνικότητα δεν υπάρχει, οι άνθρωποι
βρίσκονται σε μια ημι- άγρια κατάσταση. Αντιθέτως, στο Locke, η προ-πολιτική
κατάσταση δεν είναι a priori συγκρουσιακή αλλά αρχικά ειρηνική και μόνο, όταν
αναπτυχθούν οι οικονομικοκοινωνικές ανισότητες τίθεται το ζήτημα του πολέμου
στις διανθρώπινες σχέσεις.
Η προέκταση μιας τέτοιας θεώρησης καθορίζει την αντίληψή τους για το
ανθρώπινο Είναι. Οι φυσικοί άνθρωποι στον Hobbes είναι σαν μηχανές που κινούνται
με βάση τη ροπή προς ή την απώθηση από ένα αντικείμενο, πάθη που εξηγούνται με
τους νόμους της μηχανικής. Αντιθέτως, στο Locke η έλλογη σκέψη (με την έννοια
της βούλησης) υπάρχει στον άνθρωπο πριν από τη σύσταση της πολιτικής κοινωνίας,
ακριβώς, επειδή λειτουργεί ο Φυσικός Νόμος. Αυτός αποδεικνύει ότι τα άτομα είναι
δυνάμει έλλογοι οργανισμοί και υπάρχουν σπέρματα κοινωνικών δεσμών (όπως δια-
προσωπικές συμφωνίες) ήδη από τη φυσική κατάσταση. Αυτό σημαίνει ότι το
συμβόλαιο «δεν δημιουργεί τις κοινωνικές σχέσεις, που ήδη προϋπάρχουν και είναι
αρκετά ανεπτυγμένες, αλλά ορισμένους πολιτειακούς θεσμούς και μάλιστα εκείνους που
αφορούν τη διαιτησία των διαφορών, την επιβολή ποινών και τη θέσπιση νόμων που
αποβλέπουν στην ειρηνική ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων»42.
Μια άλλη σημαντική διαφοροποίηση του Locke από τον Hobbes έχει να κάνει
με το πρακτικό τους πολιτικό πρόταγμα. Ο Hobbes επιμένει στην πρωτοκαθεδρία του
Εκτελεστικού έναντι του Νομοθετικού, πράγμα που σημαίνει την υποστήριξη μιας
απόλυτης μοναρχίας. Ο ηγεμόνας ασκεί απόλυτη πολιτική εξουσία και η βούλησή
του υπερέχει των νόμων. Ο Locke δε συμφωνεί με αυτό. Η πρότασή του ταυτίζεται με
μια αντιπροσωπευτική, κοινοβουλευτική, συνταγματική μοναρχία, όπου η
Νομοθετική εξουσία είναι το ανώτατο όργανο εξουσίας. Ως εκ τούτου, όταν μια
κυβέρνηση αδυνατεί να υλοποιήσει τις νομοθετικές επιταγές, ο λαός έχει τη
41
Πλάγγεσης Γ., ό.π. σελίδα 105.
42
Κιτρομηλίδης Π., ό.π. σελίδα 29.
δυνατότητα της ανατροπής της, πράγμα που για το Hobbes είναι αδιανόητο. Ο
Hobbes επί της ουσίας ταυτίζει την κοινωνία με το κράτος και τον μονάρχη (και
πρέπει να είναι απόλυτος, για να μπορεί να αποτρέψει τον εμφύλιο) ενώ στο Locke
υπάρχει μια διάκριση κράτους - κοινωνίας γι’ αυτό και η πτώση της κυβέρνησης δε
συνεπάγεται και διάλυση της κοινωνίας. Παρόλο που στον πυρήνα και των δύο
βρίσκεται ο φιλελευθερισμός, στο Locke εκφράζεται πιο οργανωμένα και
επεκτείνεται και στην πολιτική του θέση.
Τα παραπάνω συνδέονται με άλλη μια βασική τους διαφορά, που εντοπίζεται
στο σκοπό της θέσμισης της πολιτικής κοινωνίας. Στον Hobbes ο κύριος λόγος που οι
άνθρωποι δημιουργούν το κράτος είναι η ειρήνη και η ασφάλεια. Το κράτος
συγκροτείται λόγω των απειλητικών για την ανθρώπινη ζωή βίαιων ανταγωνισμών
και όλα τα υπόλοιπα (οικονομική δραστηριότητα και ατομική ιδιοκτησία) έπονται και
χρονικά και οντολογικά. Στο Locke το πρωταρχικό είναι η ατομική ιδιοκτησία. Η
πολιτική κοινωνία πραγματώνεται με τη συναίνεση όλων, αλλά το μεγαλύτερο
συμφέρον για αυτή το έχουν οι ιδιοκτήτες. Το κράτος έχει ως θεμελιώδη του σκοπό
την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας και από αυτήν καθορίζονται εννοιολογικά οι
ιδέες της ασφάλειας και της ειρήνης.
Ως κατακλείδα αρμόζει να επισημανθεί ότι ο Thomas Hobbes και ο John
Locke είναι οι αντιπροσωπευτικότεροι εκφραστές του αγγλικού εμπειρισμού. Η
πολιτική τους φιλοσοφία έθεσε σε νέα βάση τη μελέτη του πολιτικού φαινομένου,
καθώς επιχείρησαν να εξηγήσουν επιστημονικά την ύπαρξη της πολιτικής κοινωνίας
με τρόπο ανάλογο με αυτόν των φυσικών επιστημών. Η συνεισφορά τους στην
πολιτική φιλοσοφία και την πολιτική επιστήμη είναι αξιοσημείωτη.
Βιβλιογραφία
Άρθρα από περιοδικά
Μεταξόπουλος Α., «Το πρόβλημα της ατομικής ιδιοκτησίας στις θεωρίες του φυσικοί δικαίου
και στη νεότερη φιλοσοφία: Hobbes, Locke, Kant», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών,
Νο.39-40, 1980
Παυλίδης Π., «Το κοινωνικό συμβόλαιο ως θεωρία του κοινωνικού γίγνεσθαι και ως
ιδεώδες», Ουτοπία, τ.41, 1984
Μανιάτης, Γ., «Κριτική παρουσίαση της φιλοσοφίας του πολιτικού φιλελευθερισμού»,
Επιστημονική Σκέψη, Νο.3, 1981
Πρωτότυπα έργα
Hobbes, Thomas., Λεβιάθαν ή Ύλη, Μορφή και Εξουσία μιας Εκκλησιαστικής και Λαϊκής
Πολιτικής Κοινότητας, τομ. Α’-Β’, (εισ.) Α. Μεταξόπουλος, (μετ.) Γ. Πασχαλίδης/ Α.
Μεταξόπουλος, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1989
Locke, John., Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως. Δοκίμιο με θέμα την αληθινή αρχή,
έκταση και σκοπό της πολιτικής εξουσίας, (εισ./μετ.σχ.) Π.Μ. Κιτρομηλίδης, εκδόσεις Γνώση,
Αθήνα, 1990