You are on page 1of 74

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Τ Ο ΓΊΡΟΤΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

Gregor McLennan
Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Μάσεϊ, Νέα Ζηλανδία

1. Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η : Η Μ Ε Τ Α Μ Ο Ν Τ Ε Ρ Ν Α Κ Α Τ Α Σ Τ Α Σ Η

τα ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ εκθέσαμε τις κυριότερες παρεμ­

Σ βάσεις σχετικά με τις μεταβαλλόμενες δομές και τη δυναμική των


συγχρόνων (κυρίως δυτικών) κοινωνιών. Ορισμένες φορές αυτές οι
συζητήσεις αφορούν κοινωνικές διεργασίες, όπως η διαφοροποίηση
της αγοράς, η αναδιάρθριοση των επαγγελμάτων και η οικονομική ή
πολιτική «παγκοσμιοποίηση». Μερικές φορές το επίκεντρο φαινόταν
να είναι περισσότερο πολιτικό, πολιτιστικό και βιωματικό: η μεταβαλ­
λόμενη αντίληψή μας για την προσωπική ταυτότητα και την πολιτική
ένταξη, παραδείγματος χάρη. Βεβαίως, το βασικό ερώτημα ήταν αν
έρχεται το τέλος της «νεωτερικότητας» ή αν έχει κιόλας έρθει, δίνο­
ντας τη θέση της σε μια κατάσταση «μετανεοπερικότητας».
Το παρόν κεφάλαιο αφορά τη μεταβαλλόμενη φύση της σύγχρονης
κοινωνικής σκέψης. Μια εξέταση του θέματος αυτού επιβεβαιώνει,
ίσως ακόμη πιο πολύ από κάθε άλλο θεματικό πεδίο, πόσο ριζική είναι
η πρόκληση της «μετανεοπερικότητας», κι αυτό γιατί η κρίση και η
(υποτιθέμενη) υπέρβαση της νεαπερικότητας δεν είναι απλώς θέμα οι­
κονομικοί, πολιτικών και πολιτιστικών διεργασιώναλλά και η κρίση
ενός ολόκληρου τρόπου κατανόησης του κοινωνικού κόσμου, ένας προ
πολλού καθιερο)μένος τρόπος «εξοικείωσης» με την κοινοχνία. Οι με­
ταμοντέρνοι θεο)ρητικοί λένε ότι ένας μεταβαλλόμενος κοινοτικός κό­
σμος απαιτεί μια εντελώς διαφορετική μέθοδο στοχασμού πάνω στη
σημερινή μας ύπαρξη. Με άλλα λόγια, υποστηρίζουν ότι ακριβώς
όπως αλλάζουν οι κοινοτικές συνθήκες, έτσι αλλάζουν οι έννοιες και
Φ
Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΛ ΣΗΜΕΡΑ

οι κατηγορίες που χρησιμοποιούμε για να κατανοήσουμε την κοινω­


νία. Συνεπούς, ως κοινωνικοί επιστήμονες πρέπει να «αποδομήσουμε»
εκ θεμελίων τον τρόπο με τον οποίο συνήθως βλέπουμε το κοινωνικό
περιβάλλον. Αυτό σημαίνει να εξετάσουμε και ίσως ακόμη να απορρί-
ψουμε ορισμένες από τις βασικές ιδέες και φιλοδοξίες του Διαφωτι­
σμού του 18ου αιώνα. Να γιατί ετούτο το κεφάλαιο μας καλεί να «επι-
σκεφθούμε ξανά» ολόκληρο το πρόταγμα του Διαφωτισμού για την
κοινωνική επιστήμη.
Σημειούστε ότι, μιλώντας για «πρόταγμα του Διαφωτισμού», δεν
υπονοούμε μια συνολικά ενιαία θεωρία ή ένα οργανωμένο πνευματι­
κό κίνημα, αν και, προφανούς, η φράση προτείνει κάτι σκόπιμο και συ­
νεκτικό. Έ νας τέτοιος βαθμός ενότητας και σκοπού δεν υπήρχε ακόμη
και ανάμεσα στους αρχικούς φιλοσόφους* και σήμερα όσοι νιώθουν
την επιθυμία να διατηρήσουν κάτι από την κληρονομιά του Διαφωτι­
σμού δε μοιράζονται αναγκαστικά ένα ιδιαίτερο σύστημα πεποιθή­
σεων ούτε κάποιον «-ισμό» όπως οι μαρξιστές ή οι φεμινίστριες. Υπάρ­
χει, λοιπόν, κάτι ελαφρώς παραπλανητικό στον όρο «πρόταγμα του
•V .

Διαφωτισμού».
Και όμως είναι εξίσου αναμφισβήτητο ότι υφίσταται μια δέσμη βα­
σικών υποθέσετον και προσδοκιών σχετικά με τη φύση της σύγχρονης
κοινωνικής θεωρίας, τις οποίες συμμερίζεται ένας σημαντικός αριθμός
κοινωνικών επιστημόνων και πηγάζουν από τις κλασικές επιστημονι­
κές προσδοκίες του 18ου και του 19ου αιώνα. Σήμερα, αυτές οι υποθέ­
σεις μπαίνουν κάτω από το θεωρητικό μικροσκόπιο και, ανεξάρτητα
από το κατά πόσο η τελική απόφαση είναι να διατηρηθούν ή να απορρι-
φθούν, ένα πράγμα είναι βέβαιο: ότι σχηματίζουν ένα πολύ ισχυρό και
διακριτό σύνολο πεποιθήσεων και προσδοκούν σχετικά με το ρόλο της
γνώσης για τη βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης. Υπό αυτή την έν­
νοια, η ιδέα ενός «προτάγματος» -μιας γενικής προσδοκίας- φαίνεται
ότι είναι η καλύτερη λέξη που θα χρησιμοποιήσουμε για την κληρονο­
μιά του Διαφωτισμού αντί ενός άνοστου όρου, όπως «πρόβλεψη» ή
«προοπτική».
Με ποια έννοια όμως δέχονται επίθεση οι ιδέες του «προτάγματος
του Διαφωτισμού»; Πάρτε, για παράδειγμα, μια προδήλως κεντρική
ιδέα: η επιστημονική μελέτη κάποιου πράγματος που αποκαλείται
«κοινωνία». Εξαρχής, αυτή η πρόταση υποδηλώνει ότι ένα αρκετά συ-
478 νεκτικό και ενιαίο σύνολο αλληλοσχετιζόμενων φαινομένων, που
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ Ε ΠΑ ΝΕΞΕΤΑΣ Η

υπάρχει «έξω από μας», τρόπος του λέγειν, εύκολα υπόκειται στον
κοινωνιολογικό στοχασμό «μέσα μας». Επομένως, στην κοινωνιολογι­
κή γνώση, η πραγματική κατάσταση ενός μοναδικού όντος (κοινωνία)
συλλαμβάνεται διανοητικώς μέσα από αφηρημένες κοινωνιολογικές
έννοιες και κατάλληλες ερευνητικές μεθόδους.
Ό μως, σ' αυτό το σημείο εμφανίζεται ο μεταμοντέρνος και λέει:
Για σταθείτε, είμαστε πραγματικά σίγουροι ότι μπορούμε ακόμη να
προβούμε και σ’ ετούτη την αρχική διάκριση μεταξύ του τι είναι «έξω
από μας» και τι είναι «μέσα μας»; Επιπλέον, ποιος μας δίνει το δικαίω­
μα, ρωτάει, να θεωρήσουμε την κοινιυνία ως ολότητα, ως ενιαία και
συνεκτική οντότητα; Γιατί δεν είναι απλώς μια ετερόκλητη συλλογή
από άσχετα αποσπάσματα; Και πώς μπορούμε να διακρίνουμε εάν οι
έννοιές μας πραγματικά «συλλαμβάνουν» ή «αντανακλούν» αυτή την
οντότητα που αποκαλείται κοινωνία: Πράγματι, ποιος μπορεί να πει
με τι ουσιαστικά ισοδύναμε ί η «γνώση της κοινωνίας»;
Μια τέτοια σειρά προκλητικών ερωτήσεων δεν είναι μονοπώλιο
των μεταμοντέρνων - πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες τις έχουν θέσει.
Όμως, ειδικά οι μεταμοντέρνοι είναι πεπεισμένοι ότι σήμερα, περισ­
σότερο από ποτέ, πρέπει να εκφράζουμε ανοιχτά την αβεβαιότητά μας
σχετικά με το καθεστώς όλων τιυν εννοιιόν και των αποτελεσμάτων της
κοινωνικής επιστήμης. Αυτό το ενδιαφέρον να διαταράξουν τις βασι­
κές έννοιες της κοινωνιολογίας εξηγεί γιατί ένα από τα κείμενα στο τέ­
λος του κεφαλαίου, Η μεταμοντέρνα κατάσταση του Λιοτάρ, έχει τον
υπότιτλο «Αναφορά στη γνιυση» αντί «Αναφορά στην κοινωνική αλλα­
γή». Όντως, για ν’ αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε τη μετανεωτερική
κοινωνία, με άλλα λόγια, δεν αρκεί να καταγράφουμε και να συλλογι­
ζόμαστε τις αλλαγές στις κοινωνικές συνθήκες* η ίδια η μορφή και το
περιεχόμενο του κοινωνιολογικού στοχασμού πρέπει να αναπροσανα-
τολιστούν θεμελιωδώς.
Στο σημείο αυτό, έχει σημασία να αποσαφηνιστεί η σχέση ανάμεσα
στην κοινωνική επιστήμη και στη φιλοσοφία ή επιστημολογία (δηλαδή
τη θεωρία της γνώσης). Θα μπορούσατε να πείτε, για να αρχίσουμε από
κάπου, ότι μόνο οι φιλόσοφοι ενδιαφέρονται πρωταρχικά για επιστημο­
λογικά ερωτήματα, όπως «τι είναι γνώσπ;» ή «τι είναι αλήθεια:». Οι κοι­
νωνικοί επιστήμονες, αντιθέτως, ενδιαφέρονται πρωταρχικά για τη δια­
τύπωση άποψης σχετικά με την ανθρώπινη κοινωνία και για την ανά­
πτυξη θεωρούν όσον αφορά τη δομή και τη δυναμική της. Μολαταύτα, 479
*

Η ΝΕΩΤΕΡ1ΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

οι κοινωνικοί επιστήμονες εμπλέκονται σε φιλοσοφικά ζητήματα μόνο


ως «συμπληρωματική» ενασχόληση. Κι ατπό γιατί είναι αδύνατο να κα­
τανοήσουν την κοινωνία απλώς παρατηρούντας και βλέποντας τι υπάρ­
χει εκεί. Χρειαζόμαστε θεωρίες για την κοινωνία για βαθύτερη κατα­
νόηση. Ακόμη, όπως είναι αρκετά γνωστό, συνήθως υπάρχει μια ποικι­
λία θεωριών και ερμηνειών από τις οποίες μπορεί να αντλήσει κανείς
στοιχεία για οποιοδήποτε κοινωνιολογικό πεδίο. Αυτές οι διαφορετικές
θεωρίες συχνά μας παρουσιάζονται με πολύ διαφορετικά «γεγονότα»,
διαφορετικές «εικόνες» και διαφορετικές εκδοχές για το τι είναι τελικά
η κοινωνία. Έτσι, οι κοινωνικοί επιστήμονες, μολονότι ενδιαφέρονται
πρωταρχικά για την κοινωνία, ασχολούνται και με ζητήματα σχετικά με
την αλήθεια, τη γνώση και την εγκυρότητα, επειδή οι θεωρίες πρέπει να
αναμετρώνται και να αιτιολογούνται. Η δε διαδικασία αιτιολόγησης
εγείρει αναπόφευκτα το εριύτημα για το πώς γνωρίζουμε ότι μια θεω­
ρία ή εκδοχή για την κοινωνία είναι πιο καλή ή πιο σωστή από μία άλλη.
Επιπλέον, όταν γίνεται αποδεκτό ότι πολλοί από τους εμφανέστατα
«δύσκολους» όρους της κοινωνιολογίας -όπω ς «τάξη», «κοινωνική
δράση» ή «διάδραση», ακόμη και «κοινωνία»- είναι οργανωτικές έν­
νοιες όσο και χειροπιαστές οντότητες, τότε για άλλη μια φορά η κοινω­
νική επιστήμη βυθίζεται σε μια συμπληρωματική ενασχόληση με την
επιστημολογία. Θέλουμε να ρωτήσουμε: Γιατί αυτή η έννοια και όχι κά­
ποια άλλη; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στις κοινωνιολογικές έννοιες
και στην κοινωνική πραγματικότητα; - και ούτω καθεξής.

2. Μ Ε Τ Α Μ Ο Ν Τ Ε Ρ Ν Ι Σ Μ Ο Σ Ε Ν Α Ν Τ Ι Ο Ν Δ Ι Α Φ Ω Τ Ι Σ Μ Ο Υ

Ο Διαφωτισμός αναπτύχθηκε στο «ξεκίνημα» της χαρακτηριστικά


σύγχρονης δυτικής κοινωνίας και καθόρισε πολλές από τις ιδέες και
διαδικασίες της σύγχρονης δυτικής κοινωνικής επιστήμης (βλ. Hall και
Gieben, 2003, Κεφ. 1). Η μεταμοντέρνα πρόκληση κατά του μοντέλου
κοινωνικής γνώσης του Διαφωτισμού συνεπάγεται είτε την πλήρη
απόρριψη είτε, τουλάχιστον, τη σοβαρή αμφισβήτηση των ακόλουθων
χαρακτηριστικών δογμάτων του Διαφωτισμού:•
• Την άποψη ότι η γνώση μας για την κοινωνία, όπως και η ίδια η
κοινωνία, έχει χαρακτηριστικά ολιστικά, συσσωρεντικά και σαφούς
480 προοδευτικά.
ΤΟ ΝΡΟΤΑΓΜA TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

• 'Οτι μπορούμε να επιτύχουμε την ορθολογική γνώση της κοινω­


νίας.
• Οτι η γνώση aim] είναι καθολική και συνεπώς αντικειμενική.
• Ό τι η κοινωνιολογική γνώση είναι τόσο διαφορετική όσο και
ανώτερη σε σχέση με «διαστρεβλωμένες» μορφές σκέψης, όπως 7] ιδεο­
λογία, η θρησκεία, 7] κοινή λογική, η δεισιδαιμονία και η προκατάληψη.
• Οτι η κοινωνική επιστημονική γνιόση, από τη στιγμή που θα τεκ­
μηριωθεί και θα τεθεί σε εφαρμογή, μπορεί να οδηγήσει στην πνευμα­
τική απελευθέρωση και στην κοινωνική βελτίωση της ανθρωπότητας
γενικώς.

Εν περιλήιμει, 7] μεταμοντέρνα θέση είναι ότι 6χι μόνο έχουν αρχί­


σει να αλλάζουν δραματικά οι δομές της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά
και ότι τα θεμέλια της σύγχρονης κοινωνικής σκέψης είναι ξεπερασμέ­
να και δογματικά.
Υπάρχουν τρεις κύριες πιθανές απαντήσεις σ' αυτή την κριτική θέ-
ση. Η μία είναι να γίνει αποδεκτή ως έγκυρη και, κατά συνέπεια, να
αποδυθούμε στη σαφή διατύπωση μιας άποιμης με όρους πέραν του
Διαφωτισμού για την κοινωνιολογική έρευνα. Η δεύτερη απάντηση εί­
ναι να αρνηθούμε τη μεταμοντέρνα πρόκληση και με διάφορους τρό­
πους να υπερασπίσουμε το πρόταγμα του Διαφοπισμού. Η τρίτη απά­
ντηση είναι να αναζητήσουμε μια συμβιβαστική λύση κατά κάποιον
τρόπο· για παράδειγμα, μπορούμε να αποδεχθούμε ότι, ως αποτέλε­
σμα της μεταμοντέρνας κριτικής, σήμερα το πρόταγμα του Διαφωτι­
σμού φαίνεται μάλλον εξαντλημένο ή δογματικό ή σε κατάσταση κρί­
σης. Μπορούμε επίσης να αισθανθούμε ενδεχομένους ότι ο ίδιος ο με-
ταμοντερνισμός έχει μερικές εποικοδομητικές απαντήσεις στη σειρά
των δύσκολων ερωτημάτων που εγείρει.
Η δομή του κεφαλαίου ακολουθεί τη λογική της συζήτησης όπως
σκιαγραφήθηκε. Τα δύο επόμενα υποκεφάλαια παραπέμπουν σε σύ­
ντομα αποσπάσματα από τον Λιοτάρ και τον Χάμπερμας αντίστοιχα.
Κατόπιν, εξετάζω τις αντιδράσεις στις θέσεις αιτούν των δύο. που είναι
είτε υπέρ του Χάμπερμας είτε υπέρ του Λιοτάρ είτε ουδέτερες. Τέλος,
παραθέτω τη δική μου αξιολογική θεώρηση που περιλαμβάνει μια
ανακεφαλαίωση για το πούς η συζήτηση επηρεάζει δύο από τις πιο ση-
μαίνουσες παραδόσεις της κοινωνικής επιστήμης, δηλαδή το μαρξισμό
και το φεμινισμό.
Λ

Η ΝΕΟΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΛ ΣΗΜΕΡΑ

3. Λ Ι Ο Τ Α Ρ : Ε Γ Κ Α Τ Α Λ Ε Ι Π Ο Ν Τ Α Σ Τ Ι Σ Μ Ε Τ Α - Α Φ Η Γ Η Σ Ε Ι Σ
ΓΙ Α ΤΗ Ν Ε Ω Τ Ε Ρ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α

Α ς αρχίσουμε αναλύοντας ένα σύντομο ανάγνωσμα μιας προσωπικό-


τητας-κλειδί στο στρατόπεδο κατά του Διαφαπισμού, του Ζαν-Φραν-
σουά Λιοτάρ. Το βιβλίο του Η μεταμοντέρνα κατάσταση πρωτοεκδόθη-
κε στη Γαλλία το 1979 και μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1984 (στα ελ­
ληνικά το 1988), προκαλώντας σάλο στην κοινωνική φιλοσοφία.

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 Διαβάστε το Κείμενο Α \ «Εγκαταλείποντας τις μετα-


αφηγήσεις για τη νεωτερικότητα» του Ζαν-Φρανσουά
Λιοτάρ, στο τέλος του παρόντος κεφαλαίου.

Κατά τη γνώμη μου, ο Λιοτάρ τείνει να ορίσει τη «μεταμοντέρνα


εποχή» με όρους τεχνολογικών και κοινωνικών αλλαγών, που αναφέ-
ρονται σε προηγούμενα κεφάλαια. Δεν πρόκειται όμως γι’ αυτή καθ'
εαΐΓτήν τη «μεταμοντέρνα εποχή». Για τον Λιοτάρ, ο τελευταίος όρος
επιφυλάσσεται για την κατάσταση ή το καθεστώς της γνώσης σχετικά
με την κοινωνία, για τη γνιόση του εαυτού μας στη νεωτερική εποχή.
Αφορά, έτσι, το βασικό εννοιολογικό πλαίσιο που υιοθετούμε για να
καταλάβουμε τη σύγχρονη ζωή. Αυτή η εστίαση στη γνιόση συνεπάγε­
ται την ανάπτυξη μιας επιστημολογικής παρά μιας ουσιαστικής ροπής
σχετικά με το θέμα κατά πόσο η νεωτερικότητα περνά (έχει περάσει)
στη μετανεοπερικότητα. (Επιστημολογική = αφορά έννοιες της γνώ­
σης· ουσιαστική = αφορά θέματα εμπειρίας.)
Ο Λιοτάρ ισχυρίζεται ότι το κύριο στοιχείο της προσέγγισης του Δια­
φωτισμού στη γνιόση αποτελεί η φροντίδα να είναι επιστημονικά αιτιο­
λογημένη. Η επιστήμη με την έννοια αντί] υποθέτει την «αντικειμενική»
και «αμερόληπτη» γνιόση του κόσμου και έρχεται σε οξεία αντίθεση με
αυτό που ο Λιοτάρ αποκαλεί «αφηγήσεις», δηλαδή τις μυριάδες ιστο­
ρίες ή «μύθους» που επινοούμε για να δώσουμε νόημα και σημασία στη
ζωή μας. Αυτές οι ιστορίες ή αφηγήσεις μπορεί να είναι προσωπικές,
πολιτικές, ηθικές, μυθικές, θρησκευτικές ή οτιδήποτε. Το θέμα όμως,
όσον αφορά την άποψη του Διαφωτισμού για τη γνιόση, είναι ότι οι αφη­
γήσεις δεν παράγουν πραγματική γνώστ] (δηλαδή καθολικά έγκυρες αρ­
χές ή νόμους), ανεξαρτήτως αν είναι νόμοι της φύσης ή της κοινωνίας.
482 Αντιθέτως, οι αφηγήσεις υπάρχουν για να μας προσφέρουν υπαρξιακές
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

ή ιδεολογικές παραμυθίες καθώς περνάει η ζωή μας και κηλιδώνονται


ανεπανόρθωτα -σε σύγκριση με τις επιστημονικές αλήθειες- από τον
-Ουσιαστικό, τοπικό, κοινωνικό και προσωπικό περίγυρο. Η βασική υπό­
θεση που διέπει τη σκέψη του Διαφωτισμού, κατά τον Λιοτάρ, είναι πο­
λύ πιο φιλόδοξη από αυτή, δηλαδή ότι η κοινωνία «έξω από μας» μπορεί
προοδευτικά να «κατανοηθεί» από την κοινωνική επιστημονική σκέψη,
χωρίς οποιαδήποτε απολύτως προσφυγή στα μιάσματα και στις παραμυ­
θίες tojv προσωπικών και κοινωνικών αφηγήσεων.
Εντούτοις, ο δραματικός ισχυρισμός που διατυπιόνει ο Λιοτάρ είναι
ότι όλη αυτή η εικόνα του Διαφωτισμού για την «καθαρή» γνώση δεν
αποτελεί τίποτε άλλο παρά έναν πανίσχυρο μύθο- στην ουσία, πρόκει­
ται για ένα είδος αφήγησης. Σήμερα, ενώ το επιστημονικό ενδιαφέρον
για την αντικειμενική γνώση μπορεί να μην είναι μια παρηγορητική
ιστορία, μολαταύτα αυτό το ενδιαφέρον αιτιολογείται ή «νομιμοποιεί­
ται» σταθερά με αναφορά σε ένα χρονικό υψηλότερου επιπέδου που ο
Λιοτάρ αποκαλεί «μετα-αφηγήσεις». Ανάμεσα στις σημαίνουσες μετα-
αφηγήσεις των τελευταίων 200 ετιυν που έχουν χρησιμεύσει στη νομι­
μοποίηση του μύθου για την αντικειμενική επιστήμη, ο Λιοτάρ συγκα­
ταλέγει τους ηρωικούς θρύλους της «δημιουργίας του πλούτου», του
«εργαζόμενου υποκειμένου» και της «διαλεκτικής του πνεύματος».
Εκείνο στο οποίο καταλήγει ο Λιοτάρ είναι ότι οι προσδοκίες για την
επιστημονική γνώση δεν είναι ποτέ τόσο «αγνές» όσο διατείνεται η σκέ­
ψη του Διαφωτισμού. Η επιστημονική πρόοδος, για παράδειγμα, αυχνά ·.
θεωρείται αναγκαίος και κρίσιμος παράγοντας της εφόδου προς τη βιο­
μηχανική και εμπορική ανάπτυξη («η δημιουργία του πλούτου»). Και η
οικονομική ανάπτυξη θεωρείται με τη σειρά της προϋπόθεση της αν­
θρώπινης ευημερίας και του πολιτισμού. Οι μαρξιστές θεωρητικοί θα
παρουσίαζαν μια κάπως διαφορετική μετα-αφήγηση, λέγοντας ότι η επι­
στήμη τελικά εξυπηρετεί, ή θα έπρεπε να εξυπηρετεί, την απελευθέρω­
ση της ανθρωπότητας (δηλαδή «το εργαζόμενο υποκείμενο») από την
εκμετάλλευση, την εργασία και το μόχθο. Αλλοι φιλόσοφοι έχουν αντι-
ληφθεί την ανθρώπινη πρόοδο από την άποψη της προόδου των ιδεοϊν
αυτοίν καθαυτών, δημιουργιυντας ένα δυνητικό σπειροειδές σχήμα
πνευματικής χειραφέτησης («τη διαλεκτική του πνεύματος»).
Έτσι, φαίνεται επιτέλους ότι πολλές υποτιθέμενες αντικειμενικές
βλέψεις για την επιστήμη αναπόφευκτα τείνουν να πλαισιοίνονται από
κάποιου είδους μετα-αφήγηση, που υποδηλοόνει σαφούς τις αξιολογι- 483
Η ΝΕΩΤΕΡ1ΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

κές έννοιες της κοινωνικής προόδου και της ανθρώπινης χειραφέτη­


σης. Η χειραφέτηση εδώ είναι, εάν θέλετε, το τέλος του χρονικού και η
επιστήμη μάς καθιστά ικανούς να αντιληφθουμε καθαρά την ουσία του
χρονικού της ανθριύπινης προόδου.
Από μόνη της η επιστήμη όμως δεν μπορεί να καλύψει το σύνολο
της μετα-αφήγησης, γιατί, σύμφωνα με τον Λιοτάρ, είναι το έργο ενός
συγκεκριμένου λόγου που έγινε γνωστός ως φιλοσοφία. Η φιλοσοφία
και όχι η επιστήμη αποφασίζει για το τι θα ταξινομηθεί ως «πραγματι­
κή» επιστήμη και τι θα σιιγματισθεί ως «απλή» αφήγηση. Η φιλοσοφία
υπάρχει για να μας ενημερώνει ποια είναι τα πραγματικά θέματα της
ουσίας και του σκοποί» της ιστορίας της ανθρώπινης προόδου και γνώ­
σης. Εντέλει, η φιλοσοφία κρίνει τι είναι αληθινό και τι όχι.
Ο Λιοτάρ προτείνει επίσης ότι αυτή η νεωτερική έννοια της γνώ­
σης, που αναδεικνΰει μια αγαστή συνεργασία ανάμεσα στην ενασχό­
ληση, στην επιστήμη και στο νομιμοποιητικό λόγο της φιλοσοφίας,
πρέπει να εγκαταλειφθεί εντελούς. Αντί να επιδιώκουμε την αλήθεια,
πρέπει ανοιχτά να ασπαστούμε τη μετανεωτερική κατάσταση της αβε­
βαιότητας και της «αγωνιστικής» (δηλαδή των ρητορικών διαξιφι-
σμιυν). Εδώ υπάρχουν δυο αιχμές στην επίθεση του Λιοτάρ.
Η μία είναι πράγματι ένα θέμα λογικής και υπονοείται απ' όσα εί­
παμε μέχρι πύρα. Εάν το αντικειμενικό κύρος της «επιστήμης» στην
πράξη αποδεικνυεται πάντοτε ότι στηρίζεται σε κάποιου είδους μετα-
αφήγηση ή σε κάτι άλλο -που κανένα τους δεν μπορεί «αντικειμενικά»
να αποδειχθεί ή να διαψευστεί, αλλά το καθένα λειτουργεί ως φιλοσο­
φική εκλογίκευση ανθρωπίνων ιδεολογιών- τότε η ίδια η αξίωση για
αντικειμενικότητα και ουδετερότητα ως προς τις αξίες είναι πλαστή,
απατηλή και αυτοακυρουμενη. Επιπλέον, εάν το έμβλημα της «αντικει­
μενικότητας» είναι απλιυς ανύπαρκτο, τότε καμία μετα-αφήγηση δεν
είναι εγγενώς «προνομιούχα» σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη. Αλλά
εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε πρέπει να είμαστε πολύ δύσπιστοι
σχετικά με τις αξκόσεις για την ύστατη αλήθεια όλων των μετα-αφηγή-
σεων. Ο Λιοτάρ ορίζει την κατάσταση της μετανεωτερικότητας ως
«δυσπιστία απέναντι στις μετα-αφηγήσεις», ανεξαρτήτως εάν οι τε­
λευταίες αφορούν την ιστορική πορεία του λόγου, του πολιτισμού, του
πλούτου ή του προλεταριάτου.
Η δεύτερη αιχμή του επιχειρήματος του Λιοτάρ είναι πιο κοινωνιο-
484 λογική αντί για φιλοσοφική. Αναφέρεται στις σημαντικές αλλαγές που
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ Ε ΠΑΝΕΞΕΤΑΣ Η

λαμβάνουν χώρα στον συνολικό τρόπο συλλογής και διάδοσης των


κοινωνικών πληροφοριών. Και τελικά «γνώση» είναι ακριβώς αυτό: η
αποθήκευση και η περιβάλλουσα «αίγλη» ορισμένων ειδιόν λόγου και
πληροφοριών. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε υπονοεί ότι απλώς
δεν υφίσταται σήμερα χώρος για μια άποψη σχετικά με τη γνώση που
να τη θεωρεί προνομιούχο ενιαίο σώμα διανοημάτων, το οποίο υπάρ­
χει στο συλλογικό νου και φρουρείται από μια άγρυπνη ελίτ επίστημό-
νιυν, φιλοσόφων και ακαδημαϊκών. Αντιθε'τως, η πραγματικότητα της
γνοχτης σήμερα είναι μια τεράστια ποικιλία «κινήσεων» στο πλαίσιο
πραγματιστικών «λόγων» ή «γλωσσικών παιγνιων», που όλα απευθύ­
νονται σε πολύ συγκεκριμένα ακροατήρια, από τα οποία το καθένα
διαθέτει το δικό του κριτήριο πιστοποίησης και το καθένα ολοένα και
περισσότερο αντιμετιοπίζεται στην πράξη ως οικονομικό εμπόρευμα
προς αγορά και πώληση, σύμφωνα με την αγοραία ζήτησή του.
Επιπλέον, η προχωρημένη τεχνολογία της μηχανογραφημένης απο­
θήκευσης πληροφοριών μάς ενθαρρύνει να αντιμετωπίζουμε τη γνοόση
ως σύνολο πόρων και υπηρεσκύν που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε
και να μεταβιβάζουμε για ιδιαίτερους κοινωνικούς σκοπούς. Με το να
εκλαμβάνουμε τη γνιόση πραγματιστικά και ρεαλιστικά, κατ’ αυτό τον
τρόπο, ουσιαστικά καταστρέφουμε την ιερή «αίγλη» των μοντερνιστι-
κών αντιλήψεων για τη γνώση και την επιστήμη. Όμως, σημειιόστε επί­
σης ότι το να «αποδομείς» τη γνιόση, να αρνείσαι την ιερότητά της, να
την αφαιρείς από την κληρονομική μερίδα των φιλοσόφων, των λογίων
και των επιστημόνων δε σημαίνει, κατά τον Λιοτάρ, ότι αναγκαστικά
την απαξιιύνεις εντελώς. Αντιθέτως, υιοθετώντας τη μεταμοντερνιστι-
κή άποψη για τη γνώση ως καλειδοσκόπιο περιορισμένων και εφήμε­
ρων γλωσσικιόν παιγνίων, μπορούμε να δούμε πόσο βαθιά στην καρ­
διά της μετανεωτερικής κοινωνίας βρίσκονται πραγματικά οι γνώσεις
(στον πληθυντικό και όχι στον ενικό αριθμό). Ο έλεγχος των πληροφο­
ριών, για παράδειγμα, είναι κρίσιμος παράγοντας σήμερα στην οικο­
νομική παραγωγή, στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης στα πολιτικά,
όπως και στη στρατιωτική ισχύ. Τίποτ* άλλο δεν μπορεί να είναι πιο
σημαντικό.

485
Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΓΑ Σ ΗΜΕΡΑ

4. Χ Α Μ Π Ε Ρ Μ Α Σ : Υ Π Ε Ρ Α Σ Π Ι Ζ Ο Ν Τ Α Σ ΤΗ Ν Ε Ω Τ Ε Ρ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α
ΚΑΙ Τ Ο Δ Ι Α Φ Ω Τ Ι Σ Μ Ο

Στο έργο του Λιοτάρ, ο Γιούργκεν Χάμπερμας αναφέρθηκε ως ένας


που ακόμη ενδιαφέρεται πάρα πολύ να «νομιμοποιήσει» τη γνώση με
την κλασική έννοια του Διαφωτισμού. Ο Χάμπερμας αναπτύσσει εκτε­
νούς εδώ και δεκαετίες την υπεράσπιση του «εγχειρήματος του Διαφω­
τισμού», όπως το αντιλαμβάνεται. Ενώ μεγάλο μέρος αυτού του πνευ­
ματικού έργου προχρονολογείται της «μετωπικής επίθεσης» του Λιο­
τάρ και είναι χρήσιμο για να δούμε τις απόψεις του Χάμπερμας ως ένα
είδος απάντησης σε μεταμοντέρνους όπως Λιοτάρ.

ΕΡΓΑΣΙΑ 2 Διαβάστε το Κείμενο Β', «Η νεωτερικότητα: ένα ατελές


πρόταγμα», και το Κείμενο Β1\ «Ο φιλοσοφικός λόγος
της νεοπερικότητας» του Γιούργκεν Χάμπερμας.

Στις παρεμβάσεις αυτές, ο Χάμπερμας επεξεργάζεται λίγο περισ­


σότερο από τον Λιοτάρ τις απαρχές των φιλοδοξιών του Διαφωτισμού.
Μας υπενθυμίζει ότι μέρος του προτάγματος του Διαφωτισμού ήταν να
διαχωριστούν οι τρεις μορφές της ανθρώπινης σκέψης -επιστήμη, ηθι­
κή και τέχνη- μορφές που είχαν κατά το παρελθόν ισοπεδωθεί όλες
μαζί σε μια συνολική κοσμοθεωρία, υπό την ηγεμονία θρησκευτικών ή
μεταφυσικών αρχών. Κατ’ αυτή την έννοια, το πρόταγμα του Διαφωτι­
σμού ήταν πολύ λιγότερο «ολιστικό» απ’ όσο υπονοούν συχνά ο Λιο­
τάρ και οι μεταμοντέρνοι.
Ο Χάμπερμας διακρίνει τρεις διαφορετικούς τύπους ορθολογικό-
τητας, που αναπτύσσονται σύμφωνα μ* αυτόν το διαχωρισμό των γνω­
στικών σφαιρών. Οι «ειδικοί» κάθε σφαίρας φτάνουν στο σημείο να
ελέγχουν την πρόσβαση σ’ αυτήν, και χρησιμεύουν για να προστατεύ­
ουν τη γνώση των ειδικών από τους εναγκαλισμούς του ευρύτερου κοι­
νού. Κατά μία έννοια, ο Χάμπερμας παραδέχεται ότι το πρόταγμα του
Διαφωτισμού ήταν πάντοτε ένα «ιδανικό» και όχι μια πραγματικότητα,
επειδή από την αρχή διαμορφιόθηκε ένα είδος «αποσχιστικής» παρά­
δοσης που απομόνωσε και επαγγελματοποίησε τις διαφορετικές σφαί­
ρες της γνώσης. Πράγματι, ο Χάμπερμας φτάνει μέχρι το σημείο να
υποθέσει ότι η αρχική κατάτμηση («διάσπαση») της ορθολογικότητας
486 τείνει να οδηγεί στο είδος των εξατομικευμένων πραγματιστικών μορ-
ΤΟ ΠΡΟΤΛΓΜA TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

φών γνώσης που επισημαίνονται από μεταμοντέρνους τύπου Λιοτάρ.


Μέχρι το σημείο αυτό, ο Χάμπερμας δε διαφωνεί ότι η χρήση της γνώ­
σης μηχανογραφήθηκε, κατηγοριοποιήθηκε, εμπορευματοποιήθηκε
και κατατμήθηκε. Ούτε είναι αφελής όσον αφορά μια ρεαλιστική προ­
οπτική ενός αγνού Διαφωτισμού. Ό πως λέει, η θηριώδης ιστορία του
20ού αιώνα έχει συντρίψει αυτή την αισιοδοξία.
Τότε, ποια είναι η διαφωνία τους; Πρώτον, ο Χάμπερμας θέλει να
τονίσει τη σχετικά στενόμυαλη αντίληψη και οπισθοδρομικότητα της
προνεωτερικήζ εποχής. Στο πλαίσιο αυτό μας καλεί να θυμηθούμε το
θετικό ρόλο της εποχής του Διαφωτισμού. Δεύτερον, ο Χάμπερμας πι­
στεύει ότι έχουμε συναντήσει παλιότερα τους ομοίους του Λιοτάρ στην
ιστορία της σύγχρονης φιλοσοφίας και της σύγχρονης τέχνης. Πράγμα­
τι, η ιστορία της νεωτερικότητας στην ευρύτερή της έννοια πρέπει να γί­
νει κατανοητή ως εμπεριέχουσα «εκείνα τα ακραία προγράμματα που
προσπάθησαν να αρνηθούν τη νεοπερικότητα». Ενώ συμφωνεί να δι­
δαχτεί κάτι από τα αντι-μοντερνιστικά κινήματα (όπως αυτά που προ­
τείνει σήμερα ο Λιοτάρ και εκείνα που πρότεινε ο Γερμανός φιλόσο­
φος Φρίντριχ Νίτσε κατά τον 19ο αιώνα), ο Χάμπερμας πιστεύει ότι τέ­
τοια κινήματα έχουν «αποτύχει» πνευματικά. Ιδιαίτερα στο δεύτερο
απόσπασμα, ο Χάμπερμας βασικά κατηγορεί τη «ριζική κριτική του λό­
γου» ή «νιτσεϊσμό» ότι μαζί με τα παλιόνερα πετάει και το μωρό: τόσο
συνολικά αρνητική είναι αυτή η κριτική, ιυστε οι υποστηρικτές της ξε­
χνούν τις ιδιαίτερα αμφίσημες όψεις της νεωτερικότητας και, πράγματι,
ξεχνούν τις θετικές συνεκδοχές της, ιδιαίτερα «τη δυνατότητα μιας αυ-
τοσυνείδητης πρακτικής, στην οποία η αλληλεγγύη της αυτοδιάθεσης
όλων έπρεπε να συνδεθεί με την αυτοπραγμάτωση του καθενός».
Τρίτον, μια τέτοια (άστοχη) συνολική κριτική του Διαφοπισμού και
της νεωτερικότητας καταλήγει αναπόφευκτα, πολιτικά μιλιύντας, στην
απογοήτευση και στο συντηρητισμό. Αντιθέτως, εάν στηριχτούμε στις αρ­
χικές προθέσεις του Διαφωτισμού, τότε η αναζήτηση για ορισμένο βαθμό
καθολικότητας και αντικειμενικότητας συνδέεται ακόμα με την ελπίδα
ότι η γνιόση μπορεί «να προωθήσει [...] τη δικαιοσύνη των θεσμών, ακό­
μη και την ευτυχία των ανθρώπων». Ο Χάμπερμας πιστεύει ότι μπορούμε
να διατηρούμε την ελπίδα χωρίς να πέφτουμε θύματα απλοϊκών προσδο­
κούν και σε κάθε περίπτωση, κατά τη γνώμη του, η εναλλακτική επιλογή
μοιάζει να είναι ούτε λίγο ούτε πολύ η απόγνωση. Κατ’ αυτή την έννοια
μόνο, το πρόγραμμα του Διαφοπισμού έχει ακόμη δρόμο να διανύσει. 487
Λ

Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΛ ΣΗΜΕΡΑ

Όμως, συνεπής στην αποστροφή του για την καθαρά αρνητική κρι­
τική, ο Χάμπερμας δε στηρίζει την υπόθεσή του για την υποστήριξη
του εγχειρήματος του Διαφωτισμού αποκλειστικά στα (κατά την άπο­
ψή του) μειονεκτήματα των μεταμοντέρνων επιχειρημάτων. Επιπρο­
σθέτους, και με τρόπο πολύ διεξοδικό, συγκροτεί μια θεωρία γι’ αυτό
που αποκαλεί επικοινωνιακή δράση ή επικοινωνιακό Λόγο. Η θεωρία
του (στα βασικά στοιχεία της οποίας θα επιστρέφω) διατυπιυθηκε με
τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι από τη μια έγκυρη αναλυτικά ως περι­
γραφή των όρων μιας σημαντικής κοινωνικής διάδρασης και από την
άλλη πολιτικά προοδευτική ως κριτήριο για χειραφετημένες σχέσεις.

Λ νακεψαλαίωση
Ο Λιοτάρ έχει ασκήσει κριτική τόσο στη λογική ασυνέπεια όσο και
στην κοινιονιολογική απλοϊκότητα του Διαφωτισμού ή της μοντερνιστι-
κής επιστημολογίας. Αντιθέτως, αρθρώνει μια μεταμοντέρνα επινόη­
ση για τα τοπικά πραγματιστικά γλωσσικά παίγνια και μια δυσπιστία
απέναντι σε όλες τις μετα-αφηγήσεις. Απαντώντας, ο Χάμπερμας πα­
ραδέχεται τις ελλείψεις του αρχικού εγχειρήματος του Διαφωτισμού
και τον σχολαστικό τρόπο με τον οποίο παρουσιάστηκε η πίστη του
Διαφωτισμού στην επιστήμη. Μολαταύτα, θεωρεί ιστορικά προοδευτι-
κό το εγχείρημα του Διαφωτισμού σε σχέση με την προνεωτερικότητα
και τις προθέσεις του ακόμη προοδευτικές σήμερα, με δεδομένη την
προοπτική ενός μεταμοντέρνου συντηρητισμού. Μ’ αυτές τις πεποιθή­
σεις, αποπειράθηκε να συγκροτήσει μια θετική θεωρία για τον επικοι-
νωνιακό Λόγο* θεωρία που διατηρεί και προωθεί ένα ιδεώδες ισότι­
μης, ορθολογικής και αδιαστρέβλωτης διάδρασης ανάμεσα στους κοι­
νωνικούς παράγοντες.

5. Σ Χ Ε Τ Ι Κ Ι Σ Μ Ο Σ : Ε Ν Α Π Ρ Ο Β Λ Η Μ Α ΓΙ Α ΤΟ
ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟ

Θ α μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι το κεντρικό θέμα της συζήτη­


σης σχετικά με την προοπτική του εγχειρήματος του Διαφωτισμού στη­
ρίζεται στο ζήτημα του σχετικισμού. Σήμερα, πολλοί θα αποδέχονταν
την ιδέα ότι τα ήθη και οι τρόποι μιας κοινωνίας χαρακτηρίζουν τον
488 συγκεκριμένο τύπο κοινωνίας. Μ’ αυτή την έννοια, ο πολιτιστικός σχε-
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΜ

τικισμός εμφανίζεται ως ισχυρή βάση για να αρχίσει η διεξαγωγή κοι-


νωνικών ερευνών. Ό μως, κατά πόσο η υιοθέτηση του πολιτιστικού
σχετικισμού ως λογική βάση για κοινωνική παρατήρηση απαιτεί ανα­
γκαστικά την αποδοχή του γνωστικού σχετικισμού (δηλαδή της άπο­
ψης ότι δεν μπορεί να υπάρξουν τέτοια πράγματα, όπως καθολικές αρ­
χές εγκυρότητας, αλήθειας ή ορθολογικότητας) είναι θέμα που αμφι­
σβητείται με πάθος. Οι επικριτές του προτάγματος του Διαφοπισμού
είναι πεπεισμένοι ότι η σύνδεση ανάμεσα στους δύο τύπους σχετικι­
σμού δεν μπορεί να σπάσει και ότι ένας πιο αυθεντικός Διαφωτισμός
δημιουργείται απλώς με την καθολική αποδοχή του σχετικισμού. Στην
απέναντι όχθη, οι υπερασπιστές του προτάγματος του Διαφαπισμού
αισθάνονται ότι ο πολιτιστικός σχετικισμός δε συνεπιφέρει αναγκα­
στικά το γνωστικό σχετικισμό, γιατί αλλιο)ς θα έπρεπε να καταδικά­
σουμε οποιαδήποτε συμμόρφωση προς τη θεμελιωμένη πνευματική
εργασία. Όπως θα δούμε στο επόμενο κείμενό μας, αυτός είναι ο πρώ­
τος κύριος φόβος που επηρεάζει όσους είναι γενικώς υπέρ του Χά-
μπερμας και κατά του Λιοτάρ.

ΕΡΓΑΣΙΑ 3 Διαβάστε το Κείμενο Γ', «Χάμπερμας: αυτονομία και


αλληλεγγύη» του Πίτερ Ντιους (Peter Dews).

Ό πω ς ορισμένα άλλα κείμενα του παρόντος κεφαλαίου, η παρου­


σίαση του Ντιους ενδεχομένως να φανεί αρκετά ισχυρή κατά πρώτον,
κυρίως λόγω της παράθεσης τόσων διάσημων ονομάτων. Δεν είναι μό­
νο οι Χάμπερμας και Λιοτάρ αλλά και οι Νίτσε, Βίτγκενστάίν και Φε-
γιεράμπεντ (Feyerabend). Γενικά είναι προς όφελος μας όταν εξετά­
ζουμε διάφορες παρεμβάσεις στην κοινωνική θειορία να είμαστε εφο­
διασμένοι με μια τακτική προσέγγισής τους, όπου προσπερνάμε τη
συρροή των παραθεμάτων από τους κύριους πρωταγωνιστές της συζή­
τησης και προσηλωνόμαστε στην κύρια γραμμή της επιχειρηματολο­
γίας που ξεδιπλιόνεται (ασχέτως από τη βαρύτητα του ονόματος του
εκάστοτε ομιλητή ο οποίος παρελαύνει μπροστά μας).
Και στην πραγματικότητα, εάν είστε σε θέση να αναλάβετε το ρί­
σκο και να υπερβείτε το αίσθημα της ανεπάρκειάς σας (που σας διαβε-
βαιώ ότι κι άλλοι το αισθάνονται για τον εαυτό τους συνήθως αδικαιο­
λόγητα), τότε ένα κείμενο σαν αυτό του Ντιους προσφέρει μια ακριβή
καταγραφή διαμάχης όσον αφορά το σχετικισμό. 489
Λ

Η ΝΕΩΤΕΡ1KQTHTA Σ ΗΜΕΡΑ

Ο Ντιους ξεκινάει λέγοντας ότι, για τον Λιοτάρ και τον Νίτσε, ο κό­
σμος γίνεται αντιληπτός ως «πληθυντικός» - ένα τεράστιο σύνολο από
διαφορετικούς ανθρώπους, ιδέες, πεποιθήσεις και κριτήρια κρίσης.
Επιπλέον, υπονοεί ότι αυτός ο πληθυντικός για τον Λιοτάρ δεν επιδέχε­
ται περαιτέρω αναγωγή, δηλαδή κάθε απόπειρα να του προσδοθεί κά­
ποιου είδους ενότητα ή απόλυτο νόημα τον παραβιάζει ουσιαστικά. Η
εκδοχή του Λιοτάρ για το πλήθος-στον-κόσμο, όπως έχουμε ήδη δει,
αφορά την αντιμετώπιση του κοινωνικού κόσμου ως μιας σχεδόν ατέ­
λειωτης σειράς λόγων μικρής κλίμακας ή «γλωσσικών παιγνίων». Τα τε­
λευταία είναι σαφέστατα «ετερογενή» -δηλαδή εγγενούς διαφορετικά
και μη συγκρίσιμα-, ώστε σχεδόν εξ ορισμού δεν μπορούν να υπαχθούν
οπήν ίδια κατηγορία, σαν να είχαν τον ίδιο ή ακόμη παρόμοιο σκοπό ή
σημασία.
Ο Χάμπερμας όμως, σύμφωνα με τον Λιοτάρ, προσπαθεί να κάνει
ακριβώς αυτό: να «επιβάλει» την υποταγή στα μύρια τοπικά γλωσσικά
παίγνια σε ένα όμοιο καλούπι, μέσω του οποίου όλα εμφανίζουν την
ίδια κρυμμένη σημασία. Λ ιτό είναι, για τον Λιοτάρ. το θανάσιμο «λά­
θος» του Χάμπερμας.
Η απάντηση του Ντιους εντοπίζει «τρία διακριτά επίπεδα» αντι-
κριτικής, με τα οποία μπορούν να καταρριφθούν τα επιχειρήματα του
Λιοτάρ. Το ένα, τονίζει, είναι φιλοσοφικό. ('Οταν οι θεωρητικοί ανα-
φέρονται σ’ ένα φιλοσοφικό επιχείρημα, συνήθως εννοούν ότι υπάρχει
ένα θεμελιώδες ζήτημα λογικής ή ότι υφίσταται κάτι που αφορά τους
ίδιους τους ορισμούς των εννοιών που χρησιμοποιούνται από κάποιον
άλλο θεωρητικό, το οποίο καθιστά την υπό εξέταση θεωρία εσφαλμέ­
νη ή, ίσιος, και αυτοαναιρούμενη.)
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Ντιους ελέγχει τον Λιοτάρ επειδή
δημιούργησε μια «χρόνια σύγχυση» ανάμεσα σε δύο διακριτές ιδέες.
Από το γεγονός ότι υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός διαφορετικών
λόγων ή «γλωσσικών παιγνίων», ο Λιοτάρ συμπεραίνει εσφαλμένα ότι
δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν κοινά μέτρα και σταθμά συνέπειας ή
εγκυρότητας που να διατρέχουν όλους τους λόγους, παρά τις αξιοση­
μείωτες μεταξύ τους διαφορές. Όμως, ο Ντιους ισχυρίζεται ότι πρό­
κειται για λαθεμένη συνεπαγωγή - ότι η δεύτερη ιδέα δεν προκύπτει
λογικά από την πριύτη.
Επιπλέον, ο Ντιους υποστηρίζει ότι, αντίθετα με όσα ισχυρίζεται ο
490 Λιοτάρ, ο Χάμπερμας αποδέχεται πλήρους ότι υπάρχουν πολλαπλοί
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

λόγοι στις πολύπλοκες σύγχρονες κοινωνίες. Ο ίδιος ο Χάμπερμας,


βεβαίως, τείνει να τονίζει μόνο τρεις κύριους τύπους λόγου (επιστήμη,
τέχνη και ηθική), αλλά μπορούμε κιόλας να διανοηθούμε πολλά ακόμη
γλωσσικά παίγνια στην κοινωνία, το καθένα από τα οποία διέπεται
από κανόνες και όρους που κατά μείζονα λόγο προσιδιάζει σ' αυτό.
Τα εμπόριο, για παράδειγμα, μπορεί να εμπεριέχει ένα διακριτό είδος
γλωσσικού παιγνίου, όπως και ο αθλητισμός, η εργασία, η σχόλη, τα
ψιόνια, ο έρωτας και ο πόλεμος. Και καθένα από αυτά τα «παίγνια» πι­
θανόν να διαφέρει, ανάλογα με τα διαφορετικά κοινωνικοπολιτιστικά
πλαίσια (π.χ., «Ανατολή» και «Δύση»), προσθέτοντας έτσι ένα ακόμη
στρώμα στην πολυπλοκότητα των λόγων στα πλαίσια της κοινωνίας.
Ωστόσο, οι Χάμπερμας και Ντιους θέλουν να διατηρήσουν τη δυνα­
τότητα ώστε όλη αυτή η πολυπλοκότητα να μην εξαφανίσει την ανάγκη
για έννοιες με εγκυρότητα και με μεγάλο βεληνεκές που διέπουν όλους
τους επιμέρους μικρούς λόγους. Αιπό δε σημαίνει ότι όλοι οι λόγοι επι­
καλούνται ακριβιός το ίδιο κριτήριο εγκυρότητας. Κάθε γλωσσικό παί-
γνιο επιτρέπει ορισμένα είδη έγκυρων «κινήσεων». Κι όμως, στο πλαί­
σιο οποιουδήποτε γλωσσικού παιγνίου, όλοι οι συμμετέχοντες πρέπει
να είναι εξίσου κατηγορηματικοί σχετικά με τους κανόνες που τα διέ­
πουν και πρέπει, με μία έννοια, να «συμφωνούν» να τους τηρούν, ακόμη
και μόνο για να δηλιόνουν πρόσθετες διαφωνίες. Γία τον Χάμπερμας
κάθε γλωσσική επικοινωνία συνεπάγεται μια «διαφωνία» αυτού του εί­
δους. Όταν δύο ομιλητές συναντούν ο ένας τον άλλο, ακόμη και μόνο
για να διαφωνήσουν, θεωρούν δεδομένες ορισμένες παραδοχές σχετι­
κά με την οργάνιοση της ομιλίας και αναγκαστικά υποθέτουν ότι μπο­
ρούν να καταλήξουν σε συμφωνία, εάν επρόκειτο να αντιπαρατεθούν
για ορισμένα ζητήματα υπό συνθήκες ελεύθερες από στρεβλωτικούς
παράγοντες (π.χ., ελεύθερες από κυριαρχία). Αυτή η έννοια είναι ο πυ­
ρήνας για ό,τι ο Χάμπερμας αποκαλεί «το ιδευ)δες του ορθολογικού λό­
γου», που στηρίζεται στην επικοινωνιακή δράση και βρίσκεται στον πυ­
ρήνα της θετικής θεωρίας του (για πληρέστερη περιγραφή, βλ. Bernstein,
1985).
Ο Ντιους ορίζει τη δεύτερη σειρά επιχειρημάτων του ως «πολιτικά»,
επειδή κατηγορεί τον Λιοτάρ για πολιτικό συμβιβασμό και συντηρητι­
σμό λόγω της ίδιας της χρήσης απ’ αυτόν του όρου «γλωσσικά παίγνια».
Έ να γλωσσικό παίγνιο δεν είναι απλώς θέμα απλού τρόπου ομιλίας ή
ειδικής ορολογίας. Αντιθέτως, τα «παίγνια» αποτελούν σφαίρες δρά- 491
*

Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

σης που αφορούν την ανταλλαγή νοοτροπιών, αξιών, συμπεριφοράς


και στρατηγικής. Τα παίγνια επίσης δίνουν αφορμή για σύγκρουση. Γία
παράδειγμα, αν και τα νεαρά αγόρια παίζουν συχνά «πολεμικά παί-
γνια», ο ίδιος ο πόλεμος είναι ένα είδος «παιγνίου» - δηλαδή ένα πρό­
τυπο δομημένης διάδρασης ανάμεσα σε ανθρώπους, με τους δικούς της
κανόνες συνεργασίας και σύγκρουσης (η «πρώτη κρούση», τα «αντί­
ποινα», η «εκεχειρία», η «ανάπαυλα στη μάχη» κτλ.). Κατά συνέπεια, ο
πόλεμος είναι ένα παίγνιο όπως πολλές ακόμη μορφές κοινωνικής διά­
δρασης, αλλά παίγνιο που δεν είναι καθόλου «προσποίηση»· είναι πέ­
ρα για πέρα αληθινός.
Ο Ντιους φαίνεται να πιστεύει ότι κάτι τόσο σοβαρό όσο ο πόλεμος,
ας πούμε, δεν πρέπει καθόλου να ονομάζεται «παίγνιο», ούτε ότι αυτά,
στην κυριολεξία, τα γεμάτα δράση παίγνια να ανάγονται στο γλωσσικό
τους στοιχείο. Έτσι, ανατίθεται στην ίδια την ιδέα της κοινιυνίας ότι συ­
γκροτείται στην ολότητά της από γλωσσικά παίγνια. Προτιμά τον όρο
«κοινωνική πρακτική», που περιλαμβάνει μια σχετική βαρύτιμα. Φυσι­
κά, οι κοινωνικές πρακτικές εμπεριέχουν ακόμη σε μεγάλο βαθμό τη
γλώσσα, αλλά δεν είναι αναγώγιμες στη γλωσσική τους πλευρά. Κατά
τον Ντιους, η συνήθης πρακτική του Λιοτάρ διαθέτει κάτι παραπάνω
από ίχνη φιλελεύθερης αυταρέσκειας, περίπου σαν μια φιλική κουβε-
ντούλα ή μια έριδα «αγωνιστική», δηλαδή ένας λεκτικός διαξιφισμός
γύρω από τη σημασιολογία, σαν να αρκούσε για να αντιμετωπιστούν
τόσο ζωτικής σημασίας κοινωνικά «γλωσσικά παίγνια» που αφορούν
τη ρύπανση, την αποβιομηχάνιση ή τον αλκοολισμό.
Στην πραγματικότητα, το δεύτερο μέρος της «πολιτικής» ένστασης
του Ντιους είναι μια επέκταση της παλιότερης «φιλοσοφικής» άποψής
του, κι εδώ είναι που ο Ντιους θέτει στην πιο πλήρη διάσταση το ζήτη­
μα του σχετικισμού. Ο Ντιους αρχίζει το επιχείρημά του υποστηρίζο­
ντας ότι ουσιαστικά η θέση του Λιοτάρ είναι σχετικιστική* κατόπιν
εξαπολύει την κατηγορία ότι η θέση του Λιοτάρ δεν είναι έγκυρη επει­
δή πέφτει στην παγίδα κάθε σχετικισμού, δηλαδή την αυτοαναίρεση.
Λς διερευνήσσυμε πιο προσεκτικά αυτές τις αντιρρήσεις. Το προπο
θέμα προκύπτει επειδή ο Λιοτάρ ισχυρίζεται ότι όλα τα γλωσσικά παί-
γνια είναι εκ φύσεως ξεχωριστά το ένα από το άλλο - όλα έχουν δια­
φορετικούς θεμελιακούς κανόνες, λογική και κίνητρα, που με κανέναν
τρόπο δεν μπορούν να αναχθούν το ένα στο άλλο οιπε μπορούν όλα να
492 υπαχθούν κάτω από κάποια ανώτερη αφηρημένη ιδέα όπως η «αλή-
ΤΟ Π ΡΟΤΑ ΓΜ Λ ΤΟΥ ΔΙ ΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

θεία». Αρα, μοιάζει σαν να προκύπτει ότι ουδείς λόγος ή συνομιλητής


στο πλαίσιο του λόγου αυτού μπορεί να επικοινωνήσει αληθινά με
οποιονδήποτε άλλο. Οι λόγοι, κατ' αυτή την έννοια, είναι «απροσμέ­
τρητοι» - απλώς δεν μπορούν να συγκριθούν ή να κριθούν ο ένας ένα­
ντι του άλλου. Θα φαινόταν ότι, ως συνομιλητές στο πλαίσιο λόγων,
πρέπει να είμαστε «καθηλωμένοι» στο εσωτερικό τους, για πάντα απο­
κλεισμένοι από το δικαίωμα να αποφαινόμαστε «αντικειμενικά», σχε­
τικά με το κατά πόσο ένα λόγος είναι καλύτερος ή χειρότερος από τον
άλλο* ή κατά πόσο κάτι είναι σωστό ή λάθος, τελεία και παύλα.
Κλασικό παράδειγμα αυτού του σχετικιστικού διλήμματος είναι η
συζήτηση αναφορικά με τους «άλλους πολιτισμούς». Το εροπή μα είναι:
Πώς μπορεί ένας σύγχρονος, δυτικός, επιστημονικός πολιτισμός (λό­
γος) να κρίνει -ή ακόμη και να κατανοήσει επαρκώς- έναν αποκαλού-
μενο «ξένο» ή «προπόγονο» πολιτισμό, όταν τα κυρίαρχα στο πλαίσιο
ενός λόγου πρότυπα και νοήματα δεν έχουν κανένα απολύτως αντίστοι­
χό τους στο πλαίσιο του άλλου: Είναι προτιμότερο τότε, λένε οι σχετικι-
στές, να αποδεχτούμε απλώς αυτές τις ενδιαφέρουσες διαφορές ανάμε­
σα σε πολιτισμούς/λόγους και να προσπαθήσουμε να τις κατανοήσουμε
όσο το δυνατόν καλύτερα με ευμενή και μη κριτικό τρόπο. Εκείνο που
δεν μπορούμε να κάνουμε είναι να τα αντιπαραβάλλουμε με ανυπόστα­
τες αφηρημένες έννοιες όπως αλήθεια, ομορφιά κ.ο.κ., μιας και κάθε
πολιτισμός έχει τα δικά του πρότυπα για τα ζητήματα αυτά. Έπεται ότι
κανείς δεν είναι ποτέ σε θέση να διαβεβαιιόσει την αλήθεια και την
εγκυρότητα οιασδήποτε σειράς «οικουμενικών» αρχιόν με τις οποίες να
διατυπώνονται συγκριτικές κρίσεις ανάμεσα στις κοινωνίες. Και από
αυτό συνεπάγεται ότι κανένας πολιτισμός δεν είναι πραγματικά οικου­
μενικός: όλοι είμαστε «εγκλωβισμένοι» στις νόρμες της δικής μας εφή­
μερης και ιδιαίτερης, τοπικά και ιστορικά προσδιορισμένης, «ρωγμής».
Η οποιαδήποτε διαφορετική σκέφη, λένε οι σχετικιστές, είναι απλή
ψευδαίσθηση, μια εντελώς λαθεμένη προσπάθεια του ανθρώπου να
αποκτήσει την αδύνατη «θεϊκή έποψη» για τον κόσμο.
Για τους «αντικειμενιστές» όμως αυτό το σχετικιστικό επιχείρημα
είναι απατηλό και το συμπέρασμά του μια καρικατούρα. Προττον, η
παραδοχή και μόνο ότι μπορούμε να κατανοήσουμε κάτι από έναν άλ­
λο πολιτισμό/λόγο σημαίνει, παραδόξως, να αποδεχτούμε ότι ορισμέ­
να πράγματα μπορούν να θεωρηθούν εξίσου σημαντικά για πολύ δια­
φορετικούς πολιτισμούς. Δεύτερον, εάν οι έννοιες και οι σημασίες κα- 493
Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΛ ΣΗΜΕΡΑ

ταλήξουν να είναι κοινές, τότε ενδεχομένως μπορούν να είναι κοινές


ορισμένες όιαπολιτιστικές έννοιες της αλήθειας και της εγκυρότητας,
όσο αναπόφευκτα δύσκολες και πολύπλοκες είναι. Τρίτον, ο ισχυρι­
σμός ότι οι αξίες του λόγου αποδεικνύονται πάντοτε ριζικά και ανα­
γκαστικά ασύμβατες φαίνεται, κατά ύποπτο τρόπο, σαν μια απόλυτη
αξίωση για εγκυρότητα, κι αυτό είναι κάτι που οι σχετικιστές θεωρούν
αδύνατο. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, ο σχετικισμός αυτοαναι-
ρείται και, ως εκ τούτου, δεν είναι πειστικός.
Αυτή η εισαγωγή στη διαμάχη σχετικισμού εναντίον αντικειμενι-
σμού ήταν απολύτως απαραίτητη, επειδή ο Ντιους ανακαλύπτει τη «νέ­
μεση για κάθε σχετικισμό» στη συγκεκριμένη εκδοχή του Λιοτάρ. Ο
δεύτερος λέει ότι κάθε απόπειρα επιβολής «ομοιογένειας» στο άπειρο
πλήθος των «ετερόμορφων» γλωσσικών παιγνίων είναι τόσο ανέφικτη
όσο και «τρομοκρατική». Ο Ντιους απαντά ότι από μόνη της είναι μια
απόλυτη και τρομοκρατική αξίωση που πρέπει να εφαρμοστεί σε όλα
τα γλωσσικά παίγνια. Συνεπώς, ορισμένες αρχές λεκτικής και πνευμα­
τικής ανταλλαγής είναι εντέλει οικουμενικές. Όμως, ετοιΐτο ακριβώς
το συμπέρασμα ο Λιοτάρ πασχίζει περισσότερο από κάθε άλλο να
αποφύγει!
Το τρίτο επιχείρημα του Ντιους είναι «ιστορικό». Η θέση του Λιο­
τάρ μοιάζει να υπονοεί ότι στη μετανεωτερική περίοδο βγαίνουμε από
μια εποχή ομοιομορφίας, συλλογικότητας και οικουμενικότητας και
μπαίνουμε σε μια άλλη που χαρακτηρίζεται από εξατομίκευση, κατα­
κερματισμό και διαφορά. Σε απάντηση, ο Ντιους επιθυμεί να αποφύ-
γει οποιαδήποτε οξεία αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτά τα συμπλέγματα εν­
νοιών, αποδεικνύοντας ότι, στην πραγματικότητα, ολόκληρη η περίο­
δος της νεοπερικότητας υπήρξε μάρτυρας τόσο της εξατομίκευσης όσο
και της οικουμενικότητας. Πράγματι, θεωρεί (από κοινού με τον Χά-
μπερμας) ότι όσο περισσότερο οι άνθρωποι ή οι κοινωνίες ή τα γλωσ­
σικά παίγνια ξεχωρίζουν μεταξύ τους τόσο περισσότερο τείνουν να
στηρίζονται σε αφηρημένες γενικές αρχές και στη ρητή τυποποίηση
των κοινωνικών κανόνων. Το όραμα για τον πλουραλισμό του Λιοτάρ
δεν έχει θέση γι’ αυτό το σημαντικό φαινόμενο της αυξανόμενης αφη-
ρημένης οικουμενικότητας. Ως αποτέλεσμα, ο μετανεοπερικός κόσμος
μοιάζει αποκλειστικά και μόνο «επιμεριστικός», δηλαδή πρόκειται για
έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι είναι απλώς εξατομικευμένοι και κατα-
494 κερματισμένοι. Ο Ντιους υπαινίσσεται ότι αυτή δεν είναι μια πολύ κα-
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ TOY Δ ΙΑΦΩΤΙ ΣΜΟΥ ΥΠΟ Ε ΠΑΝΕΞΕΤΑΣ Η

λή ή πολύ «χειραφετική» κατάσταση για να τάσσεται κανείς υπέρ της.


Επιπλέον, ο Ντιους λέει ότι ο σχετικισμός ενθαρρύνει την πνευματική
και προσωπική αδιαφορία: εάν όλες οι γνωστικές και ηθικές αξίες
αναλογούν σε συγκεκριμένους λόγους/γλώσσες/πολιτισμούς, τότε για­
τί να διατυπώνουμε οποιαδήποτε φιλόδοξη αξίωση σχετικά με το τι εί­
ναι σωστό, δίκαιο ή αληθινό; Γιατί να ενδιαφερθούμε και να έχουμε
άποψη για οτιδήποτε;
Καθ’ όλη την παράθεση των επιχειρημάτων τους, ο Ντιους (και ο
Χάμπερμας), αν και δεν επιδιώκουν να ανακαλύψουν μια μεγαλόπνοη
«θεϊκή έποψη» για την κοινωνία, εντοιποις φαίνεται να πιστεύουν ότι
οι συζητήσεις σχετικά με το τι είναι αληθές και καλό μπορούν να λαμ­
βάνουν χώρα με παραγωγικό τρόπο τόσο στο εσωτερικό κάθε πολιτι­
σμού όσο και μεταξύ τους. Πιστεύουν επίσης ότι μπορεί να καθιερωθεί
κάποιο σημαντικό μέτρο συμφουνίας σχετικά με το πώς θα αποφασίζε-
ται τι είναι καλό και τι κακό. Προς το παρόν, ο Λιοτάρ δείχνει να είναι
σε άμυνα.

6. Υ Β Ρ Ι Σ : Ε Ν Α Π Ρ Ο Β Λ Η Μ Α ΓΙ Α Τ Ο Δ Ι Α Φ Ω Τ Ι Σ Μ Ο

Σ το τελευταίο υποκεφάλαιο, θα είδατε ότι το βάρος της συζήτησης


έγερνε προς τη μεριά των Ντιους και Χάμπερμας και όχι του Λιοτάρ.
Αυτό εν μέρει οφείλεται στο ότι πήραμε ως βάση εκκίνησης την ίδια
την επιτομή του Ντιους για τον Λιοτάρ, και συχνά τέτοιες επιτομές
στην ακαδημαϊκή και πολιτική συζήτηση υπαινίσσονται σαφώς δυσμε­
νή «συμπεράσματα» στην παρουσίασή τους.
Συνεπιός, πρέπει να χειριστούμε τα επιχειρήματα της αντίπερα
όχθης με τον ίδιο τρόπο. Ποιο θα είναι όμως το όφελος από τον ισχυρι­
σμό του Ντιους ότι ο Λιοτάρ ελεεινολογεί τις απόψεις του Χάμπερμας,
την ίδια στιγμή που ο Ντιους δυσφημεί με τον ίδιο τρόπο τις ιδέες του
Λιοτάρ και των μεταμοντέρνων; Και ποιο θα είναι το αποτέλεσμα από
οποιοδήποτε ανεπιθύμητο πολιτικό συμπέρασμα που έπεται, υιοθετιό-
ντας τα επιχειρήματα των σκληροπυρηνικών αντικειμενιστιύν κατά του
σχετικισμού;
Το επόμενο απόσπασμα του Ζίγκμουντ Μπάουμαν έρχεται σε με­
γάλη αντίθεση με εκείνο του Πίτερ Ντιους, καθότι είναι σαφιός υπέρ
του Λιοτάρ. 495
Η ΝΕΩΤΕΡ1ΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

ΕΡΓΑΣΙΑ 4 Διαβάστε το Κείμενο Δ', «Νομοθε'τες και διερμηνείς»


του Ζίγκμουντ Μπάουμαν.

Στο κείμενο αυτό ο τόνος είναι αρκετά ηπιότερος, λιγότερο πολεμι­


κός σε σχέση με προηγούμενα αποσπάσματα. Το «επιχείρημα» δεν
εξελίσσεται με τρόπο διαυγή και διεκδικητικό, αλλά γεννά μια αίσθη­
ση στοχασμού ενόψει μιας σύνθετης πνευματικής κατάστασης, όπου ο
στοχασμός είναι, κατά την άποψή του, πιο κατάλληλος από την επιθετι­
κή διεκδίκηση, επειδή είναι πιθανό να μείνει μαζί μας για «πάρα πολύ
καιρό».
Η θέση του Μπάουμαν στη συζήτηση σχετικά με το πρόταγμα του
Διαφωτισμού δεν είναι άμεσα εμφανής, λόγω της άρνησής του να
υπερθεματίσει ή ακόμη και να ερευνήσει επί μακρόν τα αντίθετα
«άκρα» του ακραιφνούς Διαφωτισμού ή του ακραιφνούς σχετικισμού.
Η αφετηρία του είναι ότι «το δύο αιώνων φιλοσοφικό ταξίδι προς τη
βεβαιότητα και τα οικουμενικά κριτήρια της τελειότητας και του “ευ
ζην" μοιάζει με ανώφελη προσπάθεια». Κατά μία έννοια, αποκλείει
ευθύς εξαρχής εκείνα τα στοιχεία του επιχειρήματος των Ντιους και
Χάμπερμας που επιμένουν να θεωρούν ότι μια «θεϊκή έποψη» του κό­
σμου παραμένει εφικτή. Το κύριο μειονέκτημα σ’ ολόκληρη τη φιλοσο­
φία και την κοινωνική θεωρία του μοντερνισμού είναι η ύβρις τους: οι
δυτικές «αξιόίσεις για οικουμενικότητα».
Ως κοινωνιολόγος, ο Μπάουμαν δεν μπορεί να πάρει τοις μετρη-
τοίς αυτές τις φιλοσοφικές αξιώσεις. Αφήνει να εννοηθεί ότι πίσω απ’
όλες τις απόπειρες «νομοθεσίας» για το τι είναι αιώνια αληθινό, οι­
κουμενικό και ορθολογικό, βρίσκεται μια ιδεολογική εκστρατεία, ανε­
ξάρτητα από το αν ακολουθείται συνειδητά ή όχι: η ανάγκη για συνεχή
εκλογίκευση και εξύψιοση των θεσμιυν του δικού μας τύπου κοινωνίας.
Με άλλα λόγια, ενώ οι φιλόσοφοι και οι επιστήμονες, συχνά με καλή
πίστη, πάσχιζαν να απομονιάσουν την αλήθεια και την ορθολογικότη-
τα, είναι ο πολιτισμός και η κοινωνία της δυτικής επιστήμης και φιλο­
σοφίας που τελικά περιφρουρούνται και όχι οι αιώνιες πνευματικές
αξίες. Στο βαθμό αυτό, ο Μπάουμαν αποδέχεται τον ισχυρισμό του
Αιοτάρ ότι η επιστήμη και η αλήθεια είναι πάντοτε στενά συνδεδεμέ-
νες με ιδεολογικές μετα-αφηγήσεις. Η «ασυγκράτητη προέλαση του
496 Λόγου» είναι έτσι μόνο ένα μέτιυπο του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού,
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ Ε ΠΑΝΕΞΕΤΑΣ Η

και η ΰβρις στην αναζήτηση της αλήθειας στη δυτική φιλοσοφία είναι
οργανωμένη έτσι, ώστε να παράγει μια «ανακουφιστική» εικόνα της
οικουμενικότητας αντί της πραγματικότητάς της. Συνεπούς, ο Λόγος θα
μπορούσε να θεωρηθεί απλώς ως μια μορφή διαχωρισμού της «Δύ­
σης» από τους «Λοιπούς» (με τους όρους που χρησιμοποιήθηκαν νιυρί-
τερα, βλ. Hall και Gieben, 2003, Κεφ. 6).
Ο Μπάουμαν καθιστά σαφές ότι αντιλαμβάνεται το θέλγητρο της
αναζήτησης για τον καθαρό Λόγο, αλλά εκτιμά περισσότερο τους ορ-
θολογιστές φιλοσόφους όπως ο Έρνεστ Γκέλνερ, που παρατίθεται και
σχολιάζεται. Ο Γκέλνερ θεωρείται ότι είναι τουλάχιστον ανοιχτός
στην ιδέα ότι όλη αυτή η αναζήτηση γίνεται αναπόφευκτα, ματαίως και
ότι η προσφορότερη κατευθυντήρια γραμμή της δεν είναι τελικά η αλή­
θεια, αλλά μια χλιαρή πεποίθηση ότι η σύγχρονη δυτική κοινωνία
-π α ρ ’ όλα τα εγκλήματα και τα λάθη της- εμπεριέχει περισσότερες δυ­
νατότητες για το ύστατο καλό σε σχέση με άλλες εναλλακτικές λύσεις.
Με άλλα λόγια, οι καλύτεροι θεωρητικοί του αντικειμενισμού, κατά
τον Μπάουμαν, είναι εκείνοι που παραδέχονται ότι η «επιστήμη» βα­
σίζεται πάνω σε μια ηθική μετα-αφήγηση, που δεν μπορεί τελικά να
αποδεικνύεται έγκυρη παντού και πάντοτε.
Επιπλέον, ο Μπάουμαν βλέπει την παραδοσιακή ταυτότητα του δυ­
τικού διανοούμενου να εισέρχεται σήμερα στη φάση της τελικής κρί­
σης. Συνεπούς, πρέπει να εγκαταλειφθεί ο ρόλος του/της ως «νομοθέτη»
της επιστημονικής αλήθειας και του καλού της κοινωνίας, ενόψει της
ολοφάνερης αποτυχίας το)ν διανοουμένων να είναι στην πράξη επιτυ­
χημένοι νομοθέτες: απλούς η Ιστορία δεν ακολουθεί ένα και μοναδικό
πρότυπο ή νοητικά επεξεργαζόμενο προσχέδιο. Αντιθέτως, είμαστε
μάρτυρες ενός αυξανόμενου πληθυντικοί') του βιόκοσμου (για να χρησι­
μοποιήσουμε έναν όρο του Χάμπερμας1). Σ' αυτό τον «αμετάκλητα
πληθυντικό» κόσμο, ο σωστός ρόλος για τους διανοούμενους, κατά την
κρίση του Χάμπερμας, είναι ο μετριοπαθής ρόλος του διερμηνέα στις
διαφορετικές πολιτιστικές παραδόσεις και των μεταξύ τους δεσμών.
Σημειώστε εδώ ότι ο Μπάουμαν, ενστερνιζόμενος το σχετικισμό
και στηλιτεύοντας την ύβρη της δυτικής οικουμενιστικής φιλοσοφίας,

1. Η πατρότητα του όρου (lebcnswclt) βιόκοσμος ανήκει στον Έ . Χούσερλ (Hus­


serl) από τη δεκαετία του 1930. (Σ.τ.Ε.) 497
Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΛ ΣΗΜΕΡΑ

καθιστά σαφή τη δυσαρέσκεια του για ορισμένες εκφράσεις μιας πα­


ρόμοιας στάσης - δεν αναφέρεται εδώ ο Λιοτάρ αλλά σίγουρα είναι
στο στόχαστρο του Μπάουμαν. Υποδηλώνει ότι τα προβλήματα με τον
ακραιφνή μεταμοντερνισμό έχουν τρεις πτυχές. Είναι τόσο υπερβολι­
κά κραυγαλέα διατυπωμένος, ώστε ασκεί την κατάλληλη επιρροή σε
σοβαρούς αλλά διατακτικούς «νομοθέτες»· αυτοματαιώνεται καθόσον
το όνειρο του μη απολύτου διατυπώνεται με «απόλυτους όρους»· και
οποιοσδήποτε ρόλος για το διανοούμενο μοιάζει μάλλον άσκοπος, εάν
είμαστε αντιμέτωποι με έναν «απελπιστικά πολύμορφο» κόσμο με τον
οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Η μορφή του «διερμηνέα» που προβάλλει ο Μπάουμαν είναι σεμνή
αλλά όχι αυτοαναιροΰμενη. Πράγματι, διατηρώντας ένα σημαντικό αλ­
λά ιδιαίτερα περιορισμένο ρόλο για τους διανοουμένους, ο Μπάουμαν
παραδέχεται ότι κι ο ίδιος μπορεί να μην επιδίδεται σε τίποτε περισσό­
τερο από μια ταπεινή υπεράσπιση της δυτικής πνευματικής παράδοσης.
Επιπροσθέτως, η σπουδαιότητα του ρόλου αυτού θεωρείται ότι έγκει­
ται στην προώθηση της κατανόησης ανάμεσα σε διαφορετικούς επιμέ-
ρους πολιτισμούς και παραδόσεις, κατανόηση που θα συμβάλει εγκαί­
ρως σε μια από κοινού καλύτερη ζωή όλων των λαιόν του κόσμοι». Κατ’
αυτή την έννοια, ακόμη και η εικόνα του διερμηνέα είναι προσκολλημέ-
νη σε ορισμένες όψεις του προτάγματος του Διαφωτισμού.
Συμπερασματικά, η αιχμή της θεώρησης του Μπάουμαν στοχεύει
σαφώς στην αποδοχή μιας μετανεωτερικής αντίληψης της κοινωνικής
γνώσης και ταυτόχρονα εναντίον εκείνου του είδους του αντικειμενι-
σμού ο οποίος «αρνείται να παραδεχτεί τις πραγματικότητες» που θε-
μελιιύνουν αποφασιστικά το σχετικισμό.

7. Ο Μ Ε Τ Α Μ Ο Ν Τ Ε Ρ Ν Ι Σ Μ Ο Σ ΩΣ Σ Τ Ο Χ Α Σ Μ Ο Σ

•Σ' αυτό το σημείο της μελέτης θα ήταν καλοδεχούμενη μια περίληψη,


εάν δε θα ήταν ούτε ιδιαίτερα υπέρ του προτάγματος του Διαφωτισμού
ούτε ιδιαίτερα υπέρ του μεταμοντερνισμού. Μια τέτοια θειύρηση μπο­
ρεί να βρεθεί στα έργα του Βρετανού θεωρητικού Αντονι Γκίντενς.
Στο επόμενο απόσπασμα, ο Γκίντενς συμπυκνιυνει τη συζήτηση με τρό­
πο σαφή και χρήσιμο και καταφέρνει να συμπεριλάβει ένα ή δύο ση-
498 μεία τα οποία δεν έχουμε σκεφτεί πολύ ως τιόρα. Μιας και η γραφή
ΤΟ Π ΡΟΤΑ ΓΜ A ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

του Γκίντενς δεν είναι βαριά και δύσκολη, σε σύγκριση τουλάχιστον με


ορισμένα από τα προηγούμενα αναγνώσματα, δε θα χρειαστεί να επε­
ξεργαστώ λεπτομερώς τα επιχειρήματά του. Τώρα πια πρέπει να θεω­
ρείστε αξιόλογοι κριτικοί αναγνώστες - ανεξάρτητα από το αν νιώθε-
τε ότι παραμένουν ακόμη «κενά» στις γνώσεις σας. Γι' αυτό οφείλετε
να σχηματίσετε τη δική σας οπτική γωνία ή προτίμηση στη συζήτηση
για το μεταμοντερνισμό.

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 Διαβάστε το Κείμενο Ε', «Οι συνέπειες της νεωτερικό-


τητας» του Αντονι Γκίντενς.

1. Σημειιυστε τα σημεία που ο Γκίντενς θεωρεί αστήρι­


κτα: α) στο μεταμοντερνισμό, β) στη «θεμελίωση» του
Διαφωτισμού.
2. Πιος θεωρεί ο Γκίντενς ότι πρέπει να κατανοήσουμε
την κίνηση από τη νεωτερικότητα προς τη μετανεωτε-
ρικότητα;
3. Γιατί ο Γκίντενς θέτει ζήτημα «παρακμής της Δύσης»;

Η δική μου απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα θα στηριζόταν στις πα­


ρακάτω θέσεις. Πριότα απ' όλα, ο Γκίντενς έχει τρεις πολύ σύντομες
αλλά αρκετά αποφασιστικά διατυπωμένες επισημάνσεις για το μετα-
μοντερνισμό, σύμφωνα με τον Αιοτάρ. Επιθυμεί να απορρίψει ευθύς
εξαρχής ως «ανάξια σοβαρού προβληματισμού» την ιδέα ότι με την
έλευση του μεταμοντερνισμοΰ πρέπει να εγκαταλείπουμε κάθε αξίω­
ση ολοκληρωμένης γνώσης της κοινωνίας και να αξκόνουμε απλοκ και
μόνο επιμέρους απόψεις, διανοήματα ή γλωσσικά παίγνια. Ο Γκίντενς
είναι πεπεισμένος ότι, εάν αυτό αληθεύει, τότε βιβλία όπως Η μεταμο­
ντέρνα κατάσταση δε θα είχαν γραφτεί ποτέ και οι συγγραφείς τους
θα ασχολούνταν μόνο με την υγιεινή ζθ)ή, μακριά από φιλοσοφικές συ­
ζητήσεις.
Επιπρόσθετός, ο Γκίντενς παρατηρεί ότι το να θειυρείς πιυς η κοινω­
νία και η κοινωνική γνώση κινούνται από τη νεωτερικότητα στη μετανε-
ωτερικότητα είναι, είτε μας αρέσει είτε όχι, να προσδίδεις ένα αναγνιο-
ρίσιμο «σχήμα» ή μια κύρια πλοκή στην ιστορία της κοινωνίας - ακόμη
κι αν η τρέχουσα φάση αϊτού του γενικού σχήματος θεωρείται αρκετά
άμορφη. Με άλλα λόγια, ενώ ο μεταμοντερνισμός μοιάζει να χαίρεται 499
Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΛ ΣΗΜΕΡΑ

με τη νοητική και την κοινωνική απροσδιοριστία, ο ίδιος ο αυτοπροσδιο-


ρισμός του αναπόφευκτα εκχωρεί ένα βαθμό ενότητας και συνοχής στην
κοινωνική εξέλιξη - εντούτοις, η ενότητα, η συνοχή και η εξέλιξη είναι
ακριβώς το είδος τιυν αξιιόν που ο μεταμοντερνισμός θέλει να εγκατα-
λείψει. Έτσι, η μεταμοντέρνα προοπτική μοιάζει μάλλον αντιφατική.
Τώρα ο Γκίντενς μας λέει ότι αυτή η άποψη για την αυτοαναίρεση είναι
μάλλον «προφανής» και «πασίγνωστη», αλλά, πράγματι, εδώ φαίνεται
πολΰ συγκρατημένος. Θα έλεγα ότι η θέση αυτή δεν έχει τεθεί με τόσο
διαυγή τρόπο στο παρελθόν, ούτε (κατά την άποψή μου) με τόσο άμεση
αποτελεσματικότητα. Έτσι, αποδεικνυεται πώς μπορούν να υπάρξουν
σημαντικές συμβολές στην κοινωνική θεωρία τόσο αναδιατυπιύνοντας ή
αποσαφηνίζοντας ευρέως αποδεκτές θεωρητικές απόψεις όσο και
«επινοώντας» εντελώς καινοφανείς έννοιες.
Η τρίτη θέση του Γκίντενς εναντίον του μεταμοντερνισμού είναι ότι
δεν υποστηρίζει τίποτα που να μην υπήρχε ήδη στο έργο του Νίτσε, το
οποίο γράφτηκε περίπου πριν από εκατό χρόνια* έτσι, δεν μπορεί να
θεωρούνται σημερινές ιδέες. Όμως, συνεχίζει, στην περίπτωση αυτή
πρέπει να παραδεχτούμε είτε ότι ο μεταμοντερνισμός υπάρχει (παρα-
δόξως) εδώ και πάρα πολύ καιρό, ή (το πιο ευλογοφανές) ότι ο μο­
ντερνισμός καθ’ όλη αυτή τη διάρκεια εμπεριείχε μια μεταμοντέρνα
«ροπή» ή όψη. Είτε έτσι είτε αλλιώς, η νεωτερικότητα είναι πιο πολύ­
πλοκη απ’ όσο αντιλαμβάνονται οι μεταμοντέρνοι. Η συγκεκριμένη
θέση είναι γνωστή από προηγούμενα αποσπάσματα.
Πρόκειται για κατηγορηματικά επιχειρήματα και έχουν διατυπω­
θεί με διαύγεια. Πάντως, ο Γκίντενς δεν καταλήγει στην ένθερμη υπο­
στήριξη του προτάγματος του Διαφωτισμού. Ό πως ο Ζίγκμουντ Μπά-
ουμαν, έτσι και ο Γκίντενς είναι ιδιαίτερα καχύποπτος με τη «θεμελίω-
ση», δηλαδή το φιλοσοφικό εγχείρημα να βρεθούν και να εκτεθούν τα
ουσιώδη θεμέλια της γνιόσης μας για τον κόσμο, που έτσι τη θεμελιώ­
νει σε ένα σύνολο από αδιαμφισβήτητες αλήθειες και μεθόδους. Ανα­
φέρει μια σειρά από παρόμοια θεμελιιόδη εγχειρήματα στο κείμενό
του* για παράδειγμα, ορισμένοι ορθολογιστές φιλόσοφοι προσπάθη­
σαν να επικαλεστούν τη δύναμη του ίδιου του λόγου, ενοό άλλοι («λογι­
κοί θετικιστές») επικαλέστηκαν τη βεβαιότητα της διά των αισθήσεων
εμπειρικής αντίληψης του εαυτού, σε μια προσπάθεια «σταθεροποίη­
σης» επιστημονικιόν και κοινωνικο-επιστημονικών κατηγοριών.
500 Όμως, ο Γκίντενς αφήνει να εννοηθεί ότι αυτές οι κατηγορίες, και μά-
ΤΟ Π ΡΟΤΑ ΓΜ A ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

λίστα η ίδια η υπόθεση της επιστημονικής έρευνας, μεταβάλλονται συ­


νεχώς, δεν είναι πότε' σταθερές. Απλώς και μόνο δεν υπάρχει λόγος να
κυνηγάμε, κατ’ αυτό τον τρόπο, την επιστημολογική βεβαιότητα. Δεν
υπάρχουν αδιαμφισβήτητα «θεμέλια» προς ανακάλυψη στην ανθρώπι­
νη αναζήτηση για γνώση.
Ούτε υπάρχει οποιαδήποτε νομοτελειακή «πρόοδος» είτε στη γνώση
είτε στην κοινωνία. Ο Γκίντενς αντιτίθεται στην ιδέα ότι η Ιστορία έχει
ένα κρυμμένο ουσιώδες νόημα και κατεύθυνση (κάτι που αποκαλεί «τε-
λεολογία»). Επιμένει ότι πρέπει να αρχίσουμε να συμβιβαζόμαστε με το
γεγονός ότι πάντα θα υπάρχουν ανακρούομενες απόψεις για την πρόο­
δο, ότι πάντοτε θα υφίστανται διαφορετικοί τρόποι ερμηνείας όσον
αφορά την ουσία και το σκοπό της Ιστορίας κατά πρώτο λόγο. Εάν ο
Διαφωτισμός στην πραγματικότητα ήταν μόνο η υποκατάσταση της θρη­
σκευτικής βεβαιότητας με κάποιου είδους κοσμικής «πρόνοιας», τότε
δεν μπορεί καθόλου να γίνει αποδεκτός ως «λογικό» πρόταγμα.
Ερχόμαστε έτσι στην εννοιολόγηση του «μεταμοντερνισμού» όπως
την αντιλαμβάνεται ο Γκίντενς. Διακηρύσσει ότι στην πράγματικστητα η
θεώρηση του Διαφωτισμού ως ικανοποίηση της ανάγκης για μια νέα
«προνοιακή άποψη για την Ιστορία» δεν είναι η καλύτερη. Ο Γκίντενς
ισχυρίζεται ότι, ευθύς εξαρχής, κάθε τάσι] να γίνεται η προσφυγή στο
Λόγο δογματική και θρησκευτική ήταν σίγουρο ότι θα αμφισβητηθεί με
δριμύτητα στο όνομα του Λόγου. Με μια έννοια, ο κριτικός λόγος αφο­
ρά την αμφισβήτηση όλων των πίστεων, όλων των εκ των προτέρων δε-
δομένιον «θεμελίων» για τη γνώση και την κοινωνία. Πρόκειται για την
κριτική «φωνή» ή «στιγμή» στο πλαίσιο της ίδιας της σύγχρονης σκέψης,
μια φωνή που είναι δύσπιστη απέναντι στο Λόγο και στην πρόοδο και
που έχει γίνει δυνατότερη και πιο επίμονη κατά τη διάρκεια του 19ου
και του 20ού ακυνα. Ο Γκίντενς με τον όρο αναστοχασμός αποδίδει αυτή
την εγγενή αυτοκριτική πλευρά του προτάγματος του Διαφωτισμού και,
γενικότερα, την εμπειρία της νεωτερικότητας.
Ο Γκίντενς θεωρεί ότι το χαρακτηριστικό του ανθρώπου της νεωτε­
ρικότητας δεν είναι τόσο να έχει πειστεί για την ορθολογική πρόοδο
όσο το να είναι βασικά αβέβαιος για τον τρόπο με τον οποίο ο λόγος
και η πρόοδος μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πολύ διαφορετικούς
πολιτικούς και κοινωνικούς σκοπούς. Έτσι, η εμπειρία της νεωτερικό­
τητας αφορά τόσο την πνευματική αμηχανία και την υπαρξιακή αμφι­
βολία όσο και τη νοερή πίστη στη δύναμη του Λόγου. Ο Γκίντενς επι-
__________________Η ΝΕΩΤΕΡ1ΚΟΤΗΤΑ Σ Η ΜΕΡΑ______________________________

μένει ότι αυτή η αυτοαμφισβήτηση ή αναστοχασμός είναι έμφυτη στη


νεωτερικότητα. Όπως, πράγματι, μπορεί κανείς να το αντιληφθεί στην
ίδια την απεραντοσύνη των συζητήσεων σχετικά με το κατά πόσο η
γνώση έχει θεμέλια ή όχι!
Ας σημειωθεί εδώ ότι, εισάγοντας την έννοια του «αναστοχασμού»,
ο Γκίντενς αποσκοπεί στη διεύρυνση της συζήτησης, βγάζοντάς την από
τα περιορισμένα όρια της ακαδημαϊκής σφαίρας. Αιττό συμβαίνει επει­
δή είναι σίγουρος ότι ο αναστοχασμός (π.χ., η ένταση της αυτοαμφισβή-
τησης, μαζί με τον πολλαπλασιασμό των πηγών της πληροφόρησης) επι­
δρά στη σκέψη και στην καθημερινή ζωή των περισσότερων «νεωτερι-
κών» ανθροίπων. Αφήνει να εννοηθεί ότι τόσο στους δρόμους όσο και
στις αίθουσες σεμιναρίων οι άνθρωποι ολοένα και πιο πολύ έχουν επί­
γνωση του εαυτού τους αντί να παίζουν καθορισμένους ρόλους, είναι
περισσότερο ανήσυχοι παρά σίγουροι, έχουν συνειδητοποιήσει ότι
υπάρχουν πολλές, αντί για λίγες, βεβαιότητες τόσο στο εσωτερικό όσο
και ανάμεσα στους πολιτισμούς. Συγκρίνει την εμπειρία της νεωτερικό-
τητας με αυτή της επιβίβασης σε ένα, μόλις και μετά βίας ελεγχόμενο,
τεράστιο αρθρωτό καμιόνι. Αυτό απέχει πολύ από μια ευχάριστη εκδρο­
μή με το τρένο της Ιστορίας, που εγγυάται την ελεγχόμενη πρόοδο.
Συνολικά, ο Γκίντενς θεωρεί ότι, αν αφήσουμε κατά μέρος τους
εντυπωσιασμούς της πολιτιστικής επικαιρότητας, ο μεταμοντερνισμός
προσεγγίζει κάτι σημαντικό στη σύγχρονη εμπειρία και στον αναστο-
χασμό. Εντούτοις, θεωρεί ότι αυτό το «κάτι» γίνεται κατανοητό ως «ρι­
ζοσπαστική νεωτερικότητα», δηλαδή συμβιβάζεται με το δικό της εγ­
γενή αναστοχασμό αντί να αποτελεί μια νέα φάση της μετανεωτερικό-
τητας.
Τελικά, ο Γκίντενς θίγει ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα της συζήτησής
μας που έθεσε και ο Μπάουμαν. Συνδέει την άνοδο και την πτιύση του
Αόγου του Διαφωτισμού με εκείνη του δυτικού πολιτισμού γενικότερα.
Στο κάτω κάτω, όταν μιλάμε για την κοινωνία και τη σκέψη του Δια­
φωτισμού, αναφερόμαστε συνήθως στο προϊόν ενός μικρού αριθμού
σύγχρονων εθνιυν-κρατών της Βορειοδυτικής Ευριυπης - εθνών που
επίσης ανακάλυψαν τη δύναμη της καπιταλιστικής εκβιομηχάνισης.
Έτσι, παρ’ όλη την έμφασή του στις «υψηλόφρονες» επιδιώξεις της φι­
λοσοφίας και του πολιτισμού, το εγχείρημα του Διαφωτισμού μπορεί
να ιόιυθεί κοινιυνιολογικά ως η συνείδηση του ευρύτερου δυτικού, βιο-
502 μηχανικού, καπιταλιστικού οργανωμένου προτάγματος.
ΤΟ ΜΡΟΤΑΓΜΑ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

Η προέλαση του Λόγου είναι επίσης η προέλαση αυτού του ιδιαίτε­


ρου τύπου κοινωνίας, του «αναστοχασμού» της. Αυτές οι κοινωνίες
εξαρτιόνται απόλυτα από την τεχνολογική πρόοδο που, με τη σειρά
της, αναπτύσσεται στην ελεύθερη ανταλλαγή και στον ελεύθερο αντα­
γωνισμό στο πεδίο των επιστημονικών ιδεοόν και εφευρέσεων. Ευλό-
γως, αυτές οι πολιτιστικές «ανάγκες» ή οι αναστοχασμοί της σύγχρο­
νης βιομηχανικής κοινωνίας, επίσης με τη σειρά τους, τείνουν να δημι­
ουργούν μια βασική φιλοσοφική λογική: απ' όπου προέρχεται το εγ­
χείρημα του Διαφωτισμού που το χαρακτηρίζει ο Λόγος, η πρόοδος
και η ιστορική εξέλιξη. Ετούτα τα πνευματικά «εργαλεία» αποτελούν
φυσικά ένα μεγάλο μέρος εκείνου που διακρίνει τη «Δύση» από τους
«Λοιπούς» και οι θέτει υπεράνω από τους άλλους πολιτισμούς.
Μια τέτοια θεώρηση του Διαφωτισμού δε θα έπρεπε να θεωρηθεί
ανυπόκριτος κυνισμός. Είναι ένας τρόπος για να λεχθεί ότι όλα τα
πνευματικά έργα αποτελούν πολιτιστικά προϊόντα· ότι, αναπόφευκτα,
όλα τα πολιτιστικά προϊόντα αντανακλούν ένα μέρος από τον τύπο της
υλικής κοινωνίας που τα δημιουργεί· καθώς και ότι η δυτική σκέψη και
η κοινωνία δεν αποτελούν εξαίρεση. Σκεφτείτε πόσο ματαιόδοξη είναι
η αξίωση να «αποκαλυφθεί» το μυστικό του οικουμενικού Λόγου, δη­
λαδή μια χούφτα λαών και κρατών μέσα στην απεραντοσύνη των λαών
και των πολιτισμών του κόσμου. Ποια είναι η θέση για την επιστήμη και
τον πολιτισμό της Κίνας; Γιατί δε γίνεται λόγος για τις επιστήμες των
ανατολικών λαών; Ποιο είναι το κύρος της πρακτικής γνώσης των χωρι­
κών; Γιατί πρέπει οι δυτικές «επιστημονικές» ιδέες να αποκτούν αυτο­
μάτως την πολιτιστική κυριαρχία; Μόνο και μόνο επειδή η Δύση επι­
διώκει συχνά την επιβολή της πάνω στην υπόλοιπη ανθρωπότητα δε ση­
μαίνει ότι οι βασικές ιδέες της έχουν οικουμενική εγκυρότητα. Αν τη
δούμε μ* αυτό τον τρόπο, η αυξανόμενη αμφισβήτηση των νεωτε ρικών
ιδειύν μέσα από τη «ριζοσπαστική νεωτερικότητα» παραλληλίζεται με
την πιο γενική εξασθένηση του δυτικού ιμπεριαλισμού. Η πολιτιστική
παρακμή αυτών των «ανεπτυγμένων» εθνιυν σημαίνει ότι μια αντίστοι­
χα πιο σημαντική θέση πρέπει να καταλαμβάνεται από άλλους λαούς,
άλλους πολιτισμούς και άλλες φιλοσοφικές ιδέες διαφορετικές από τις
«δυτικές» - ανεξάρτητα από το αν αυτές οι άλλες γίνονται αντιληπτές
ως «ανατολικές», «νότιες», «μη λευκές», «τριτοκοσμικές», «περιφερει­
ακές» ή κάπως αλλκός.
Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

8. Α Ξ Ι Ο Λ Ο Γ Η Σ Η

Μ ε τη θέση του Γκίντενς (ραίνεται ότι επιτυγχάνεται ένας ικανοποιη­


τικός συμβιβασμός ανάμεσα στο Διαφωτισμό και στο μεταμοντερνι-
σμό. Έ χουν αμβλυνθεί τα «άκρα» και από τις δύο πρωταγωνιστικές
εναλλακτικές προτάσεις και η προβληματική περιοχή έχει δεξιοτεχνι-
κά αναπροσδιοριστεί, έτσι ιοστε να συμπεριληφθούν στοιχεία και από
τις δυο απόψεις. Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε: Τι περισσότερο χρει­
άζεται να ειπο)θεί; Δεν είναι αυτή η κορύφιυση της πλοκής; Όμως,
πριν αποδεχτούμε τις απόψεις του Γκίντενς ως την τελευταία λέξη επί
του θέματος, πρέπει να κάνουμε ακόμη μια προσπάθεια να θέσουμε
ορισμένα δυσεπίλυτα ερωτήματα και γι’ αυτόν: για παράδειγμα, μή­
πως στο τέλος ο Γκίντενς προσπαθεί να έχει «και την πίτα ολόκληρη
και το σκύλο χορτάτο»;
Παίρνοντας λίγο από δω και λίγο από κει και μην προσφέροντας τί­
ποτα, δεν επιδεικνύει ο Γκίντενς σημάδια μιας αμήχανης αμφισημίας ή
ακόμη και σύγχυσης; Μια τέτοια γραμμή καχύποπτης αμφισβήτησης
μοιάζει δικαιολογημένη, λαμβάνοντας υπόψη την παρουσίαση του
Γκίντενς για την πνευματική ιστορία της νεοπερικότητας ως μια συνε­
χούς ταλάντευσης ανάμεσα στους πόλους ή «φωνές» του Διαφωτισμού
και του αντι-Διαφωτισμού. Στο τέλος τέλος, πρόκειται για μια δυσάρε­
στη κατάσταση, για την οποία αισθάνεται ότι έχει φτάσει σε μια πρω­
τοφανή κλιμάκωση της έντασης, την οποία, μας βεβαιώνει, μοιράζο­
νται εξίσου οι φιλόσοφοι και οι μη ειδήμονες (σ’ αυτούς, προφανούς,
συγκαταλέγει τον εαυτό του). Κατ’ αυτή την έννοια, ο αχειραγώγητος
διάλογος για το Διαφωτισμό δεν επιλύεται καθόλου από τον Γκίντενς*
αντίθετος, φαίνεται ότι προτείνει να αποδεχτούμε το απροσδόκητο ιυς
μέρος της δομής της ζωής στη «ριζοσπαστική νεωτερικότητα». Έτσι,
ενού ορισμένοι αναγνώστες θα γοητευτούν από τον τρόπο που ο Γκί­
ντενς χειρίζεται τη συζήτηση μετανεοπερικότητα/Διαφωτισμός, άλλοι
μπορεί να τον βρουν κάπως αναποφάσιστο και ανεπαρκή και θα φα­
νούν πολύ πρόθυμοι να πιέσουν για μια τελεσίδικη τοποθέτηση. «Με
ποια πλευρά είσαι;» ενδέχεται να ρωτήσουμε. Ως εναλλακτική έκβα­
ση, θα μπορούσε ίσως κάποιος να επιστρέφει εδού στους Ντιους και
Χάμπερμας από τη μια ή στους Αιοτάρ και Μπάουμαν από την άλλη. Η
πρώτη δυάδα συμμερίζεται την καχυποψία του Γκίντενς (Απέναντι στο
μεταμοντερνισμό, καθώς και την ανησυχία του για τη διατήρηση στοι-
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜA ΤΟΥ ΔΙ ΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

χείων της νεοττερικότητας και της κλασικής κοινωνιολογικής παράδο-


σης. Γιατί όμως τότε, θα ρώταγε ο Ντιους, είναι τόσο επιφυλακτικός ο
Γκίντενς -τόσο εδώ όσο και σε άλλα έργα του- να θέσει συγκεκριμένα
ορισμένα βασικά «θεμέλια» για την κοινωνική θεωρία; Και γιατί ανα­
τίθεται τόσο σφοδρά (σε αντίθεση με τον Χάμπερμας) στην εξελικτική
άποψη για την κοινωνία;
Φυσικά, οι μεταμοντέρνοι θα ανέστρεφαν απλιός τη στάθμιση αυ­
τών των κρίσιμων ερωτημάτων. Εάν ο Γκίντενς είναι τόσο αντίθετος με
τους αντικειμενιστές και τον εξελικτισμό, πώς μπορεί να αξιιυνει ακό­
μη και μια μερική άμυνα της νεωτερικής σκέψης, αφού ο αντικειμενι-
σμός και ο εξελικτισμός είναι ευρέως γνωστό ποος βρίσκονται στην
καρδιά της κλασικής κοινωνικής θεωρίας του Διαφωτισμού; Ωστόσο,
ενιό ο Γκίντενς εμφανίζεται να είναι ολόψυχα αφοσιωμένος στον ανα-
στοχασμό, ποτέ δεν αντιμετιυπίζει στην ολοκληρία του το κρίσιμο ζήτη­
μα του σχετικισμού, με το οποίο βρίσκεται σε στενή συνάφεια. Τουλά­
χιστον οι μεταμοντέρνοι αρπάζουν τον ταύρο από τα κέρατα στο συ­
γκεκριμένο ζήτημα.
Από τη σκοπιά αυτή, θα μπορούσατε ευλόγως να υποστηρίξετε ότι
ο Γκίντενς δεν «προχωρεί» τόσο πολύ τη συζήτηση όσο τη θολώνει- οι
δε αρχικές θέσεις, «πέρα» από τις οποίες εμφανίζεται να έχει «μετακι­
νηθεί», μπορούν να φαίνονται, αν τις εξετάσουμε καλύτερα, ότι δια-
πνέονται περισσότερο από αρχές και κύρος συγκριτικά. Αυτή η ακο­
λουθία επικρίσεων θα αποτελούσε επίσης έκφραση αποδοκιμασίας
της ήπιας «μέσης οδού» του Γκίντενς, επειδή μάλλον αφήνει εξίσου
αδιευκρίνιστες τις πολιτικές επιπτώσεις της συζήτησης. Σίγουρα, οι θε­
ωρητικές απόψεις τείνουν να αντανακλούν γενικά ιδεολογικά ζητήμα­
τα· βέβαια, όμως, υπάρχουν συνάμα για να τα ενισχύουν και να τα αρ­
θρώνουν κατά τρόπο δυναμικό. Με βάση αυτό το κριτήριο, η συλλογι­
στική του Γκίντενς για τη μετανεωτερικότητα δεν είναι ιδιαίτερα πει­
στική.
Με άλλα λόγια, για ορισμένους αναγνιύστες η προσέγγιση του Γκί­
ντενς εμφανίζεται σαν μια προσεκτική σύνθεση που συνοδεύεται από
πολιτική θέση, ενιύ για άλλους εκφράζει απλώς επαμφοτερισμό και
αμφισημία. Η επίδραση από τις δικές μας προγενέστερες θειυρητικές
και ιδεολογικές κλίσεις στην εκτίμηση μιας θέσης είναι ολοφάνερα συ­
ναφής στο σημείο αυτό. Ό σοι έχουν ήδη ευθυγραμμιστεί με μια θεω­
ρητική παράδοση ή στάση είναι πιθανό να κλίνουν προς την πλευρά 505
Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

εκείνιι της συζήτησης που τείνει προς την επιβεβαίωση της πεποίθησης
αυτής, ενώ οι εντελώς «ανοιχτόμυαλοι» αναγνώστες ίσως τείνουν να
είναι κάπως αφελείς και ευεπηρέαστοι.
Προτού, συνεπώς, καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, ας δούμε
δυο πιθανές απαντήσεις στη συζήτηση για το Διαφωτισμό με στερεότε­
ρους δεσμούς, με ιδιαίτερες πολιτικές και θεωρητικές παραδόσεις απ'
ό,τι του Γκίντενς, δηλαδή το μαρξισμό και το φεμινισμό. Τα δυνατά και
τα αδύνατα σημεία αυτών των «στρατευμένων» απαντήσεων πρέπει να
μας καταστήσουν πιο ενημερωμένους για το φάσμα των διαθέσιμων
επιλογών στην αξιολόγησή μας.

8.1. Η ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ Λ ΥΣΗ

Θειορητικά, ο μαρξισμός αφορά, κυρίως, την ταξική ανάλυση των συγ­


χρόνων καπιταλιστικών κοινωνιών. Ουσιαστικά, κατά τους μαρξιστές,
ο καπιταλισμός υπάρχει και ευδοκιμεί στη βάση της εκμετάλλευσης της
εργασίας από το κεφάλαιο, των εργατών από τους καπιταλιστές. Η δυ­
ναμική της τεχνολογικής ανάπτυξης μπορεί γενικά να εξηγηθεί με ανα­
φορά στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας και στην αδιάκοπη παρόρμηση
για κέρδος που είναι εγγενής στη δομή του οικονομικοί» συμφέροντος.
Αυτή η οικονομική δομή προσδιορίζει γενικώς τις κοινωνικές προτε­
ραιότητες, τους πολίτικους σχηματισμούς και το ιδεολογικό περιβάλλον
της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Πιο γενικά, η μαρξιστική θεωρία βλέπει την ανθρώπινη ιστορία ως
μια αλληλουχία κοινωνικών σχηματισμών, που ο καθένας διέπεται από
τον δικό του κυρίαρχο τρόπο οικονομικής παραγωγής. Σε διαδοχικούς
τρόπους παραγωγής, οι κύριοι εκμεταλλεύονταν τους σκλάβους, οι φεου­
δάρχες τους χωρικούς και στις μέρες μας οι καπιταλιστές τους εργάτες.
Επιπλέον, κάθε τρόπος παραγωγής «προσδίδει» τον κοινωνικό, πολιτικό
και πολιτιστικό χαρακτήρα στην εποχή του καθώς και το χαρακτήρα των
κοινωνικτον αλλαγών από τον ένα τρόπο παραγωγής στον επόμενο. Ο
Μαρξ θεωρούσε ότι κάθε τρόπος παραγωγής μπορούσε να επεκτείνεται
και να συντηρείται μόνο έτος ότου, τεχνολογικά και κοινωνικά μιλώντας,
προκόψουν σοβαρές και εγγενείς «αντιφάσεις». Τέτοιες αντιφάσεις και
οι κοινωνικές κρίσεις που ενθαρρύνουν ωθούν την κοινωνία στην επανα­
στατική αλλαγή προς κάποια άλλη, πιο αντίστοιχη ιστορικά, οικονομική
506 και κοινωνική δομή.
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

Νοούμενος έτσι, ο κλασικός μαρξισμός είναι ένα πρόταγμα του


Διαφωτισμού κατά τρεις βασικε'ς έννοιες: Πρώτον, η ταξική ανάλυση
προσπαθεί να είναι «αντικειμενική» κατά μία έννοια. Ο Μαρξ υπο­
στήριξε ότι, ανεξάρτητα από το ποιες μπορεί να είναι οι κοινωνικές
και οι διανοητικές πεποιθήσεις της εποχής, η ύστατη λογική όσων κά­
νουμε και όσων σκεφτόμαστε απορρέει από τη λογική του τρόπου πα­
ραγωγής και από τις κοινωνικές σχέσεις ή τους ταξικούς αγώνες που
χαρακτηρίζουν αυτό τον τρόπο. Οι εξέχουσες «υποκειμενικές» όψεις
της κοινωνικής ζιυής σε κάθε εποχή μπορούν έτσι να συσχετιστούν γε­
νικώς με πιο αντικειμενικούς κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες.
Κατ' αυτή την έννοια, η μαρξιστική ανάλυση επιδιώκει να είναι «επι­
στημονική» και προσηλωμένη στο ορθολογικό έργο της απομάκρυν­
σης του προσωπείου από τις διάφορες ιδεολογικές «όιαστρεβλιύσεις»
που συσκοτίζουν τις πραγματικές κινητήριες δυνάμεις της σύγχρονης
κοινωνίας.
Δεύτερον, όταν διευρύνουμε την εικόνα για να καλύψουμε την αν­
θρώπινη ιστορία στο σύνολό της, είναι σαφές ότι, για τους μαρξιστές, η
Ιστορία φαίνεται να έχει μια εσωτερική λογική και δυναμική που την
ωθεί προς τα εμπρός. Έτσι, η Ιστορία υποτίθεται ότι έχει ένα σημαντι­
κό εξελικτικό σχήμα* είναι σχετικά συνεκτικό, ενιαίο, προοδευτικό και
λογικό - όχι με την έννοια ότι είναι εύλογο, με δεδομένη τη φοβερή
ιστορία της καταπίεσης, αλλά σίγουρα από την άποψη ότι έχει ένα εξη­
γήσιμο σκεπτικό.
Τρίτον, στο μαρξισμό, όπως και στην αυθεντική ιδέα του Διαφωτι­
σμού, η επιστημονική γνώση της ανθρώπινης κοινωνίας θεωρείται ικα­
νή να οδηγήσει στην κοινωνική και πνευματική χειραφέτηση, εάν χρη­
σιμοποιηθεί σωστά. Συνεπώς, η αρχική ώθηση στο μαρξισμό, που θέ­
τει σε κίνηση ολόκληρη την πνευματική του προσπάθεια, είναι στην
πραγματικότητα μια βαθιά αίσθηση της ανθρώπινης σπατάλης και αδι­
κίας από την ταξική εκμετάλλευση. Έτσι, ο μαρξισμός ξεκινάει με μια
έντονη δέσμευση να διορθώσει τις αδικίες των καπιταλιστικών και των
υπόλοιπων ταξικιόν κοινωνιών, να βοηθήσει τους εργάτες και τις λοι­
πές καταπιεζόμενες ομάδες να απελευθερωθούν, ώστε να υλοποιή­
σουν μια καλύτερη, ειρηνική και συνεργατική κοινωνία που θα κατα-
ξιώνει τα άτομα. Από την ηθική αυτή ώθηση αναπτύσσεται η μαρξιστι­
κή «επιστημονική» ανάλυση, η οποία, με τη σειρά της, προσδίδει ένα
«αντικειμενικό» κύρος στη μαρξιστική πολιτική πρακτική. 507
Η ΝΕΩΤΕΡ1ΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

Τώρα φαίνεται ξεκάθαρα γιατί ο μεταμοντερνισμός αναθεματίζε­


ται από τον παραδοσιακό μαρξισμό. Ο μεταμοντερνισμός «αποδομεί»
και κάθε τόσο χλευάζει τις έννοιες της επιστήμης, της αντικειμενικότη­
τας, της προόδου και της χειραφέτησης, που τη μία ή την άλλη εκδοχή
του προϋποθέτει ο μαρξισμός. Ο μεταμοντερνισμός είναι επιφυλακτι­
κός απέναντι στις μετα-αφηγήσεις, ενώ η μαρξιστική «αφήγηση» για
την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από την καταπίεση και την
άγνοια μέσα από τους ταξικούς αγώνες προσφέρει ακριβώς έναν τέ­
τοιο πανίσχυρο μϋθο. Ο μεταμοντερνισμός διαλύει την ιδέα της κοινω­
νίας ως κατόχου ενός είδους κρυμμένου νοήματος στο «παιχνίδι» των
αναρίθμητων γλωσσικών παιγνίων ενώ, αντιθέτως, η κατηγορία του
«τρόπου παραγωγής» προσφέρει μια σαφή, ουσιώδη έννοια για τη θε-
ώρηση της κοινωνίας ως ολότητας παρά τις πολλές περίπλοκες πλευ­
ρές της. Ο μεταμοντερνισμός (αισθάνονται οι αντίπαλοί του) μπορεί
να οδηγήσει στη φιλελεύθερη αυταρέσκεια ή (ακόμη χειρότερα) στον
υπερσυντηρητικό μηδενισμό, ενώ, αντιθέτως, ο μαρξισμός πρέπει να
διατηρεί μια αταλάντευτη αίσθηση (πίστη) σοσιαλιστικής ελπίδας.
Στην πραγματικότητα, με δεδομένο αυτό τον ανταγωνισμό, δεν εί­
ναι όλοι οι μαρξιστές ικανοποιημένοι που ο Χάμπερμας θεωρείται ο
κύριος υπερασπιστής του Διαφωτισμού. Εδώ πρέπει να θυμίσουμε ότι
ο Χάμπερμας θεωρεί (θεωροΐίσε) τον εαυτό του ένα είδος μαρξιστή.
Με το πέρασμα του χρόνου όμως κατέληξε να συμμερίζεται ορισμένες
συνήθεις επιφυλάξεις σχετικά με τον κλασικό μαρξισμό, τις οποίες
έχει διατυπώσει με τον ξεχωριστό του τρόπο. Συγκεκριμένα, ο Χά­
μπερμας αμφιβάλλει κατά πόσο η μαρξιστική επικέντρωση στην εργα­
σία και στην παραγωγή μπορεί να είναι τόσο ευρεία, ώστε να περιλά-
βει τα ειδικά χαρακτηριστικά της πολιτιστικής και πολιτικής ζα>ής. Το
κράτος, για παράδειγμα, έχει τόσο πολύ εμπλακεί στην οικονομική
ζωή, ώστε το να θεωρείται μια «απλή» υπερδομή της οικονομικής βά­
σης είναι επικίνδυνα σχηματικό. Πράγματι, για τον Χάμπερμας, ολό­
κληρη η σφαίρα του ηθικού και πολιτικού λόγου, η σφαίρα που είναι
καίρια για τη νομιμοποίηση των κυρίαρχων κοινωνικοοικονομικών
δομών, κατέχει σήμερα μια αυτονομία και ισχύ που ο παραδοσιακός
μαρξισμός δεν μπορεί, πράγματι, να αποδεχθεί. Αυτή η επιχειρηματο­
λογία δίνει όχι μόνο στο κράτος αλλά και στην επιστήμη, στην τεχνολο­
γία και σ* ολόκληρο το μηχανισμό του λόγου, της επιχειρηματολογίας
50S και της απόδειξης σημαντικό προβάδισμα στην κοινωνική ανάπτυξη.
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

Αυτές οι πολύ ουσιώδεις «αναθεωρήσεις» του μαρξισμού προτρέ-


πουν τον Χάμπερμας να αναδιαμορφώσει τη συνολική τροχιά της κοι­
νωνικής εξέλιξης σαν μια συνεχή κοινωνική μαθησιακή διαδικασία,
παρά μια απλή διαδοχή ταξικών κοινωνιών ή σαν την ιστορική ανά­
πτυξη της παραγωγικής εργασίας. Ό λ ’ αυτά βοηθούν στην εξήγηση
γιατί μια θεωρία «επικοινωνιακού Λόγου» έχει καταστεί καίρια στη
σκέψη του Χάμπερμας. Κατά μία έννοια, ο Χάμπερμας διατυπώνει με
διαφορετικό τρόπο τη μαρξιστική αφήγηση της ανθριυπινης ανάπτυ­
ξης (όσον αφορά τη λογική της υποτέλειας και τη χειραφέτηση της ερ­
γασίας), σε μια αφήγηση σχετικά με τη λογική της διαστρέβλωσης και
της (δυνατότητας) πραγμάτωσης του επικοινωνιακού Λόγου.
Υπό τύπον απάντησης σ* αυτή την κριτική, οι ορθόδοξοι μαρξιστές
θα ήθελαν ενδεχομένως πρώτα να κατηγορήσουν τον Χάμπερμας ότι
υπερβάλλει όσον αφορά την αυτονομία του Λόγου, της ηθικής και της
διαδικασίας της επικοινωνιακής διάδρασης. Πράγματι, στα έργα του
αυτές οι όψεις της κοινωνίας χάνουν σχεδόν όλη τους τη στήριξη στις
υλικές δομές και στις ταξικές σχέσεις της σύγχρονης ζωής. Έτσι, ο Χά­
μπερμας μπορεί να θεωρηθεί σχεδόν εξίσου «ιδεαλιστής» και «υπερ-
δομιστής» όπως οι μεταμοντέρνοι στους οποίους αντιτίθεται.
Δεύτερον, παρά την επιθυμία του Χάμπερμας να διασοόσειτις έν­
νοιες του Διαφωτισμού σχετικά με την εγκυρότητα, την ορθολογικότητα
και την αλήθεια, αυτός λειτουργεί με μια «πραγματιστική» έννοια της
αλήθειας. Με άλλα λόγια, θεωρεί την αλήθεια και την εγκυρότητα προϊ­
όντα της διαδραστικής επικοινωνίας ανάμεσα στα κοινοτικά δρώντα
υποκείμενα. Δε βλέπει την αλήθεια με απόλυτους όρους, ως κάτι εγγε­
νές στον κόσμο που ο ανθρώπινος λόγος αγωνίζεται να κατακτήσει·
αντιθέτως, αλήθεια είναι αυτό στο οποίο τα ανθρώπινα όντα, στη διαδι­
κασία της καθημερινής επικοινωνιακής ανταλλαγής, καταφέρνουν να
συμφωνήσουν. Αλλά εδώ φαίνεται ότι ο Χάμπερμας για άλλη μια φορά
συμμερίζεται πολλές απόψεις (π.χ., σχετικισμός) των μεταμοντέρνων.
Για άλλη μια φορά δε, επειδή ουσιαστικά ο κλασικός μαρξισμός είναι
σταθερά αντισχετικιστικός, φαίνεται ότι είναι ο πιο αφοσιωμένος υπε­
ρασπιστής των αξιών του Διαφωτισμού και όχι ο Χάμπερμας.
Γ ενικά, ο κλασικός μαρξιστής θα προσπαθούσε να κρίνει τη δημό­
σια συζήτηση ανάμεσα στον Χάμπερμας και στον Λιοτάρ στη βάση της
διαπίστοχτης ότι και οι δύο επιλογές είναι εξίσου κακές - μολονότι στις
συμπάθειες ο Χάμπερμας κερδίζει οριστικά στα σημεία. Επιπλέον, οι 509
Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΑ Σ Η ΜΕΡΑ

μαρξιστές τείνουν να δουν τις μη μαρξιστικές προσπάθειες υπέρβασης


αυτής της συζήτησης (όπως εκείνης του Γκίντενς) ως ένα είδος υπεκ­
φυγής ή αποχής από τα σοβαρά θέματα που θέτει καίρια η συζήτηση.
Ό πω ς είναι αναμενόμενο, το συμπέρασμα θα ήταν ότι ο μαρξισμός
πρέπει να τιμάται ως η πιο εξελιγμένη και καθαρή υπεράσπιση του
«ριζοσπαστικού Διαφωτισμού» (βλ. Callinicos, 1990).
Τι επιπτώσεις έχει όμως το γεγονός -κάτι που αναφέρεται συχνά σε
κείμενα κοινωνικής επιστήμης- ότι υπάρχουν διάφορες παραλλαγές
του μαρξισμού: Μήπως δε βρίσκεται ολόκληρη η μαρξιστική παράδοση
στη μέση μιας μεγάλης θειυρητικής και πολιτικής κρίσης; Πολιτικά μι­
λώντας, την περίοδο που άρχισε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980
υπήρξαμε μάρτυρες της πιο δραματικής κατάρρευσης καθεστώτων που
ισχυρίζονταν ότι είχαν ως βάση τους τις μαρξιστικές ιδέες. Επιπλέον,
πολλοί στην Αριστερά αλλά και στη Δεξιά, εδώ και καιρό, αισθάνονται
ότι τα χαρακτηριστικά και οι πολυπλοκότητες της ίδιας της ανεπτυγμέ­
νης καπιταλιστικής κοινωνίας δεν μπορούν πλέον να γίνουν κατανοητά
καλύτερα ή αποκλειστικά με τους κλασικούς μαρξιστικούς όρους. Ακό­
μη και η πιο γόνιμη και αναλυτική κατηγορία -ο «τρόπος παραγωγής»-
του μαρξισμού θεωρείται από πολλούς νεομαρξιστές μία μόνο από τις
πολλές έννοιες που είναι αναγκαίες για την κατανόηση της συνεργα­
σίας και της διαπάλης ανάμεσα στους ανθρώπους. (Μεταξύ των άλλων
εννοιών συμπεριλαμβάνονται οι σχέσεις ανάμεσα στα φύλα, η εθνικό­
τητα, η γενεά, η παιδεία κ.ά.)
Ο «κλασικός» ή «φονταμενταλιστής» μαρξιστής θα επιδίωκε αναμ­
φίβολα την επιστροφή σ' αυτές τις εμφανείς αδυναμίες του μαρξισμού,
αποσκοπώντας να αποδείξει ότι αυτές οι «αναθεωρήσεις» είναι άστο­
χες ή άσχετες. Ό μως, εδο) που τα λέμε, είναι σαφές ότι ο μαρξισμός
επιδέχεται πολλές παραλλαγές, ορισμένες από τις οποίες διατηρούν
ορισμένες αμφιβολίες όχι μόνο σχετικά με το σύνολο και την εγκυρότη-
τα του κλασικού μαρξισμού, αλλά και σχετικά με τη μορφή του Διαφω­
τισμού όπου αναμφίβολα κατατάσσεται ο κλασικός μαρξισμός. Αυτοί
οι οιονεί μαρξιστές θεωρούν ότι ο μαρξισμός πρέπει να γίνει πιο πλου-
ραλιστικός, όσον αφορά την αναλυτική στρατηγική του, επειδή η ίδια η
κοινωνία και η πολιτική είναι πιο πολυεπίπεδες ή πλουραλιστικές απ’
όσο οι μαρξιστές παραδοσιακά αναγνωρίζουν. Αυτοί οι «αναθεωρη­
τές» μαρξιστές θα αποδεχτοϊίν έτσι αρκετά σημεία της μεταμοντέρνας
κριτικής του Διαφωτισμού. Θα τους δούμε να ρωτούν: Ποιος πρόκειται
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

να αποφασίσει τελικά για το ποια από τις «μεγάλες αφηγήσεις» είναι


«αντικειμενικά» ορθή; Και γιατί συνεχώς πασχίζουμε να παρουσιά­
σουμε τον ίδιο το μαρξισμό ως επιστημονικό και αντικειμενικά αληθι­
νό, ενώ στις άλλες απόψεις αποδίδουμε το ρόλο της «στρεβλής» και
«στρατευμενης» σκέψης; Δεν είναι, πράγματι, αυτό ακριβώς η αντικα­
τάσταση της πραγματικής επιστήμης -που έπρεπε να είναι ανοιχτή,
σχετικιστική και συγκρατημένη- με την τυφλή πίστη στο (μαρξιστικό)
λόγο; Ο ευπρόσβλητος κόσμος του υστέρου 20ου αιώνα δίνει την εντύ­
πωση πως αποτελεί πολύ σημαντικό γενικό πλαίσιο για να επιμένουν οι
μαρξιστές να αναγορεύουν τους εαυτούς τους σε παντογνώστες «νομο-
θέτες» (με τους όρους του Μπάουμαν).
Σύμφωνα με αυτό τον ειρμό σκέψεων, η αρχική στιβαρότητα της
μαρξιστικής «γραμμής» στη συζήτησή μας μπορεί δίκαια να θεωρηθεί
ότι καταρρέει σε μια σειρά από διλήμματα και προβλήματα για τον
ίδιο το μαρξισμό. Αν μη τι άλλο, αυτό αποδεικνύει τη ζοπικότητα και
τη σημασία των παρεμβάσεων για την «τύχη του Διαφωτισμού». Μόλις
κατασιγάσει, αναζωπυρώνεται ξανά. Έ ν α παρόμοιο μήνυμα μπορεί
να αναδειχθεί από την εξέταση της στάσης μιας άλλης ριζοσπαστικής
παράδοσης, δηλαδή του φεμινισμού.

8.2. ΤΑ ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ

Κατά κάποιον τρόπο, έπρεπε να περιμένουμε από το φεμινισμό να


προσφέρει την πιο αποφασιστική παρέμβαση στη συζήτηση που παρα-|
κολουθούμε. Αν μη τι άλλο, ο φεμινισμός είναι μια θαρραλέα, προση­
λωμένη και ιστορικά ισχυρή προοπτική· συνεπώς, παραμένει ιστορικά
ανεπίληπτος (σε αντίθεση με το μαρξισμό) και πυροδοτείται συνεχώς
(σε αντίθεση με το φιλελευθερισμό) από την ισχύ της ανδρικής αντί­
στασης στις φεμινιστικές διεκδικήσεις και στοχασμούς.
Από τη σκοπιά του παρόντος κεφαλαίου, η φεμινιστική κριτική του
φιλοσοφικού ύφους είναι ιδιαίτερα σημαντική. Το θέμα εδιυ είναι ότι
επιφανειακά ασχολείται η φιλοσοφία με την πολύ αφηρημένη συζήτη­
ση, με καθαρά λογικές μορφές απόδειξης και απόφανσης, που την ξε­
χωρίζει από τους άλλους επιστημονικούς κλάδους. Οι φιλόσοφοι δεν
ασχολούνται με ανθριυπους ή πράγματα αλλά με ιδέες και αποκομμέ­
να επιχειρήματα. Με αυτή την έννοια, τίποτε δε θα μπορούσε να απο-
στασιοποιηθεί περισσότερο από τις προκαταλήψεις όσον αφορά το 511
Η ΝΕΩΤΕΡ1ΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

φύλο, την τάξη ή οτιδήποτε άλλο. Επιπλέον, προϋποτίθεται ότι με την


έναρξη της φιλοσοφικής συζήτησης, από συνήθεια, οι συμμετε'χοντες
εισέρχονται σε υψιπετή πεδία και με προθυμία απομακρύνονται από
τα εγκόσμια για να εμπλακούν σε μια καθαρή διανοητική συνάντηση.
Οι διανοητες αυτοί μπορεί να είναι στην πλειονότητά τους άνδρες,
όπως και γυναίκες· η ιδιότητά τους ως ανδρών ή γυναικών είναι, πράγ­
ματι, απολιντως συμπτωματική στη διαδικασία της ορθολογικής έρευ-
νας στην οποία αποδίδονται.
Εντούτοις, η φεμινιστική κριτική, πάνω απ’ όλα, κατέληξε να αμφι­
σβητεί αυτή την εικόνα του φιλοσοφικού βασιλείου ως αποπροσωποι-
ημένη σφαίρα του λόγου. Αντιθε'τως, ρωτούν «Δεν είναι ακριβές χαρα­
κτηριστικό του εγχειρήματος της τυπικά ανδρικής προοπτικής να προ­
σπαθεί απελπισμένα να αποτινάξει τις εγκόσμιες διασυνδέσεις και ευ­
θύνες, έτσι ώστε να αποτολμήσει να μιλήσει στο όνομα του ίδιου του
Λόγου»;
Το ιδεώδες της επιστημονικής ορθολογικότητας (όπως την ενστερ­
νίζονται πολλές εκδοχές του εγχειρήματος του Διαφωτισμού) δεν είναι
παρά μία έκφραση αυτής της ανδρικής προσπάθειας για τον καθαρό
Λόγο. Έ να τέτοιο ιδεώδες προέρχεται πρωτίστως από μια οξεία αντί­
θεση ανάμεσα στον ατομικό νου ή στο καθαρό εγώ από τη μια και στον
πεζό ζωντανό κόσμο της φύσης και της κοινωνίας από την άλλη. Μέσα
από μια διαδικασία διερεύνησης (επιστημονική έρευνα) και στοχα­
σμού (φιλοσοφία), το καθαρό εγώ μαθαίνει να κατανοεί και κατόπιν
να ελέγχει τη φύση. Η διαδικασία της διανοητικής και φυσικής κυ­
ριαρχίας είναι τότε πλήρης και ο φιλόσοφος-βασιλιάς μπορεί να συγ­
χαρεί τον εαυτό του για τις απεριόριστες λογικές και τεχνικές ικανότη-
τές του. Κατόρθιοσε να γνωρίζει και, πράγματι, ακόμη και να κατέχει
τον μέχρι πρόσφατα μυστηριιόδη και απειλητικό «άλλο» - τον απτό και
διαισθητικό κόσμο της φύσης.
Εν ολίγοις, από μια φεμινιστική οπτική, η σοβαρή ασχολία της φιλο­
σοφικής έρευνας θα μπορούσε να κατανοηθεί ως τίποτε περισσότερο ή
λιγότερο από το πιο εξελιγμένο αγορίστικο παιχνίδι. Η φιλοσοφική συ­
ζήτηση δεν είναι διόλου ανιδιοτελής και δε διέπεται από συνεργατικό
πνεύμα· αντιθέτως, συχνά είναι σχολαστική, εγωιστική και ανταγωνιστι­
κή. Η εικόνα καθαρού λόγου που θέλει να παρουσιάζει φανερώνει τον
κόσμο ενός απομονωμένου ανθρώπου που κυνηγά την αλήθεια, που
512 «ερευνά», «ρωτά» και τελικά «κατέχει» τα μυστικά της φύσης (όπου η
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΛ ΤΟΥ ΔΙ ΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

φύση συνήθως περιγράφεται με γυναικείους όρους). Και ο γενικός στό­


χος είναι, σε τελευταία ανάλυση, ο έλεγχος, δηλαδή η εξουσία. Μια τέ­
τοια εικόνα ορθολογικότητας είναι κάθε άλλο παρά χωρίς προϋποθέ­
σεις (όπως πάντοτε υπέθεταν οι φιλόσοφοι) και βρίθει καταφανούς από
ανεξέταστες εικασίες που είναι ουσιαστικά «ανδροκρατικές».
Αυτή η ερμηνεία του φιλοσοφικού εγχειρήματος είναι, αναμφίβο­
λα, διορατική και κανονιστική. Εντούτοις, εάν όλες οι αξιώσεις για την
«αλήθεια» και το «Λόγο» αποτελούν μέρη ενός μεγάλου αγορίστικου
παιχνιδιού γνωστού ως φιλοσοφία, τότε τι βαρύτητα μπορούν να έχουν
τα επιχειρήματα του ίδιοι» του φεμινισμού: Δεν πρέπει να κρίνονται με
όρους αιτιολόγησης, βασιμότητας, ισχύος, λογικής και αλήθειας, με
όποιο νόημα (έστω ανδρικό) κι αν επενδύονται αυτοί οι όροι;
Στο τελευταίο μας κείμενο αυτό το πιεστικό για τη φεμινιστική φι­
λοσοφία ερώτημα ερευνάται διεξοδικότερα.

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 Διαβάστε το Κείμενο Σ Τ , «Φεμινιστική επιστημολογία:


ένα αδύνατο σχέδιο» της Μαργκαρέτα Χόλμπεργκ (Mar-
gareta Hallberg).

Η Χόλμπεργκ παρέχει μια αξιοθαύμαστα μεστή περιεχομένου σύ­


νοψη των διλημμάτων για τη φεμινιστική φιλοσοφία. Είναι επίσης μια
πολύ έντιμη σύνοτμη: η ίδια δηλιονει στο τέλος ότι νιώθει αβέβαιη για
το πώς μπορούν να επιλυθούν αυτά τα ζητήματα. Πράγματι, αν και δη­
λώνει ότι αδυνατεί να δει οποιονδήποτε εφικτό τρόπο «θεμελιωσης»
της φεμινιστικής επιστημολογίας (συ μμεριζόμενη έτσι τη μεταμοντέρ­
να κριτική κατά του Διαφωτισμού), είναι εξίσου διατακτική να εγκα­
ταλείψει εντελούς τον αντικειμενικό στόχο του Διαφοπισμού για την
προοδευτική διεύρυνση της συνολικής κοινής γνιοσης μας, την απόδει­
ξη αντί για την απλή διατύπιυση των καλιντερων επιχειρημάτων, και τη
θετυρηση ότι τα καλά επιχειρήματα οποιουδήποτε τύπου μάς λένε κάτι
θετικό σχετικά με τον πραγματικό κόσμο, «εκτός» του επιλεγμένου λό­
γου του ομιλούντος.
Έτσι, η συγγραφέας συμπεραίνει ότι τα προβλήματα που θίγει δεν
μπορούν να επιλυθούν στο θεωρητικό επίπεδο: οι τρεις αντιθέσεις που
εντοπίστηκαν (αντικειμενισμός εναντίον σχετικισμού, γυναικεία ενα­
ντίον ανδρικής σκέψης, ενότητα εναντίον διαφοράς) είναι εγγενείς.
Επιπλέον, η Χόλμπεργκ δέχεται ότι η πιο προφανής πρακτική «έν- 513
Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

νοια» που θα μπορούσε να κριθεί ότι βοηθάει στην επίλυση του ζητή­
ματος, δηλαδή η κοινή εμπειρία των γυναικών, είναι απλώς τόσο ασα­
φής και αμφισβητήσιμη για να αντέξει το θεωρητικό βάρος που της
έχει επιβληθεί. Ό πω ς στην περίπτωση του μαρξισμού -αν και με δια­
φορετικές θεωρητικές επιπτιόσεις-, μια εμφανούς σταθερή και ολιστι­
κή επίλυση της δημόσιας αντιπαράθεσης για το Διαφωτισμό ακόμη μία
φορά περιπλέκεται.

9. Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α

Στο παρόν κεφάλαιο, παρουσίασα μια σειρά από σχόλια για την επα­
νεξέταση του εγχειρήματος του Διαφωτισμού. Σε κάθε περίπτιυση, ο
στόχος δεν ήταν μόνο να σας προσφέρω μια γνιυση για τα βασικά θέ­
ματα, αλλά και να σας δείξω τον τρόπο να προσεγγίζετε μια σειρά από
εναλλακτικές δυνατότητες εκτίμησης. Ο σκοπός είναι να αισθανθείτε
τουλάχιστον ότι έχετε εμπλακεί στα σοβαρά σε μια ενδιαφέρουσα αλ­
λά ορισμένες φορές πολύπλοκη θεωρητική συζήτηση. Επιπροσθέτιος,
ελπίζω ότι τώρα πια θα αισθάνεστε ότι είστε σε θέση να αποφασίσετε
αν, για παράδειγμα, θα υπερασπιστείτε την κοινωνική επιστήμη, ή εί­
στε σχετικιστές ή όχι, ή κατά πόσο προτιμάτε μια ολιστική κοινωνική
θεωρία (όπως ο μαρξισμός) ή όχι.
Όμως, ένα από τα πράγματα που αναδύονται από συζητήσεις όπως
αυτή είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο τα ζητήματα διατυπιόνονται στην
αρχή και τίθενται στη συνέχεια επηρεάζει έντονα τον τρόπο με τον
οποίο τελικά τα κρίνουμε* και, όπως σημείωσα νωρίτερα, κανείς μας
δεν προσέρχεται σε παρόμοιες συζητήσεις εντελούς ελεύθερος από
αξιακές δεσμεύσεις, ύφος και πολιτικές προτιμήσεις και ούτω καθε­
ξής. Με αυτό το δεδομένο, νομίζω ότι είναι πρέπον να τελειιυσω με
δυο αναφορές σχετικά με τον τρόπο που διατυπιύνω τα συγκεκριμένα
ζητήματα. Κάνοντας αυτές τις αναφορές, επιδιώκω να σας ενθαρρύνω
να προχωρήσετε παραπέρα και να αναρωτηθείτε: «Τι θα κάνουμε
όμως στην πράξη;». Κι ύστερα, το καίριο ζήτημα είναι να απαντήσετε
εσείς σ’ αυτό το ερώτημα.
Το πρώτο σημείο έχει σχέση με το ύφος που γράφτηκε το κεφά­
λαιο, δηλαδή μια «διαλογική συζήτηση». Οπότε, κατά μία έννοια, αυτή
514 η ρητορική στρατηγική μπορεί ήδη να θεωρηθεί ότι ευνοεί μια θεο')ρη-
ΤΟ Π ΡΟΤΑ ΓΜ Λ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

ση υπέρ του Διαφωτισμού και όχι μια μεταμοντέρνα. Κι αυτό γιατί οι


μεταμοντέρνοι θα έλεγαν ότι μια μορφή διαλογικής συζήτησης, κάπως
σαν δικαστήριο, ενθαρρύνει το ακροατήριο να γίνει κριτής που θα ζυγί­
ζει κατά τρόπο ορθολογικό τα υπέρ και τα κατά και κατόπιν θα αποφα­
σίζει ποιος κατέχει την αλήθεια στο συγκεκριμένο θέμα. Όμως, οι με­
ταμοντέρνοι θα προτιμούσαν να θέσουν σε εντελώς διαφορετική βάση
ολόκληρο το ζήτημα της «αλήθειας» και της «ορθολογικότητας» και,
αντιθέτως, να ομιλούν για διάφορες ρητορικές ανταλλαγές, σύμβολα
και συζητήσεις. Επιπλέον, θα έλεγαν ότι επιλέγουμε ανάμεσα σ’ αυτές
τις διάφορες στρατηγικές τόσο με όρους αισθητικής και συναισθήματος
όσο και με όρους καθαρά διανοητικούς (και ότι οι τελευταίοι, με οποια­
δήποτε θεωρητική έννοια, είναι πράγματι απλώς αποκυήματα της ακα­
δημαϊκής φαντασίας).
Συνεπούς, ένα από τα πρόσφορα συμπεράσματα, το οποίο όμως δε
σας έχω ακόμη παρουσιάσει σοβαρά, είναι ότι όλη η μορφή της «δια-
λογικής συζήτησης» αποτελεί ένα είδος τεχνάσματος, ένα ακαδημαϊκό
ρητορικό στρατήγημα που δεν πρέπει να νιώθετε υποχρεωμένοι να
ακολουθήσετε. Όμως, ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι αποδεκτό, παρα-
δόξως, μόνο υπό τον όρο ότι συζητείται επιμελούς από την αρχή μέχρι
το τέλος και δεν επιβάλλεται απλούς. Επίσης, όσο έχουμε επίγνωση ότι
χρησιμοποιούμε μια ιδιαίτερη ρητορική μορφή (στη συγκεκριμένη πε_
ρίπτοχτη εκείνη της διαλογικής συζήτησης), τότε ευλόγως έχουμε τηρή­
σει τον ελάχιστο όρο για «στοχασμό» στον τομέα αυτό.
Η δεύτερη αναφορά έχει σχέση με τη δική μου προτιμούμενη θέση
σ’ ετούτη τη συζήτηση. Κι εδού ενδέχεται να έχω προσανατολίσει επι­
δέξια και έξυπνα τη συζήτηση προς μία κατεύθυνση που ευνοού προ­
σωπικά* κι έτσι, για να είμαι ειλικρινής και έντιμος απέναντι στον/στην
αναγνούστη/τρια, πρέπει τουλάχιστον να δηλούσο) την κατεύθυνσή μου
- έστο) και μόνο για να προσφέρω ένα συμπέρασμα το οποίο θα μπο­
ρείτε να «ανακρούσετε» διατυπούνοντας το δικό σας.
Από τις επιλογές που τέθηκαν, η δική μου άποψη προσεγγίζει πε­
ρισσότερο εκείνη του Ντιους. Με άλλα λόγια, ευνοώ σαφώς μια προο­
πτική υπέρ του Διαφωτισμού, κατά κύριο λόγο επειδή, όπως πολλοί
κρυφο-«αντικειμενιστές», είμαι θορυβημένος με την προοπτική του γε-
νικευμένου σχετικισμού. Μου φαίνεται ότι χωρίς ορισμένες οικουμενι­
κές έννοιες, χωρίς κάποια προσπάθεια να θεωρήσουμε τον κοινωνικό
κόσμο σαν μια διαμορφούμενη ολότητα, χωρίς κάποια προσδοκία να 515
Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

βελτιωθεί η ανθριοπότητα μέσα από την καλλιέργεια της γνώσης, δε


βλέπω κανένα λόγο να ασχολούμαστε με την κοινωνική επιστήμη. Θεω­
ρώ ότι, όντως, με έμμεσο τρόπο πολλοί δεδηλωμένοι μεταμοντέρνοι,
στην πραγματικότητα αποσκοποΰν κι αυτοί να βελτιώσουν τις αυτοκρι­
τικές ικανότητές μας, συμβάλλοντας έτσι στη βελτίωση της ολιστικής
προοπτικής για τη φύση και την κατεύθυνση της κοινωνίας.
Με το να προτιμώ ετούτη τη γενική στάση υπέρ του Διαφωτισμού,
πρέπει να προσθέσω ότι πολλά από τα αρχικά κίνητρα προήλθαν από
μια γενική πίστη στο μαρξισμό ως την. κατά την άποψή μου, καλύτερη
θεωρητική και πολιτική παράδοση. Ό πως πολλοί άλλοι οιονεί μαρξι­
στές, θα ήθελα τώρα να επεξηγήσω τη θέση μου ως εξής:
1. Η υπέρ του Διαφωτισμού στάση μπορεί και πρέπει να τύχει υπε­
ράσπισης, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προτίμηση για ιδιαίτερες κοι­
νωνικές θεωρίες (συμπεριλαμβανομένου του μαρξισμού).
2. Η απήχηση του μαρξισμού σήμερα έγκειται τόσο στο γεγονός ότι
είναι ένας τύπος θεωρίας του Διαφωτισμού όσο και στους ιδιαίτερους
υλικούς ή θεωρητικούς ισχυρισμούς του. Με άλλα λόγια, η μορφή του
μαρξισμού ως ολοποιητική, συγκεκριμένη κοινωνική θειορία μού φαί­
νεται τόσο σημαντική όσο και οι επιμέρους ισχυρισμοί του σχετικά με
την ταξική πάλη ή την επίδραση των τρόπων παραγωγής σε οποιονδή-
ποτε δεδομένο χρόνο.
Εστιάζοντας στον τύπο της θεωρίας στον οποίο ανήκει ο μαρξισμός,
οι σύγχρονοι μαρξιστές επιτρέπουν στους εαυτούς τους έναν «όρο δια-
φυγής», που τους καθιστά ικανούς να αγκαλιάζουν κατ' αρχάς τις συμ­
βολές άλλων παραδόσεων (π.χ., του φεμινισμού), με την ελπίδα ότι μια
νέα «σύνθεση» μπορεί να αναδυθεί για να ικανοποιηθεί ο σφοδρός πό­
θος πολλών κοινω νικοί επιστημόνιον για τη διαιιυνιση του Διαφωτι­
σμού. Επιλέγω σκόπιμα αυτές τις συναισθηματικές λέξεις (αγκαλιάζω,
ελπίδα, ικανοποίηση, πόθος): γιατί το κυριότερο μάθημα που έχουν δε­
χτεί οι οπαδοί του Διαφωτισμού από τους μεταμοντέρνους (και δεν
αποτελο) εξαίρεση) είναι ότι το τελικό κίνητρο για την «ορθολογική»
πρόοδο της γνοχτης και της κοινωνίας είναι τόσο συγκινησιακό, γλωσ­
σικό και κοινωνικό όσο και καθαρά νοητικό. Πώς αλλιώς θα μπορούσε
να γίνει, αφού οι άνθρωποι είναι τόσο τα υποκείμενα όσο και τα αντι­
κείμενα της γνοκτης; Κατ' αυτή την έννοια, η στρατηγική του κεφαλαίου
516 δεν ήταν να σας κατευθύνω μονόπλευρα προς το δρόμο του Διαφωτι-
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

σμού, αλλά, αντίθετα, να σας τονίσω τα ανάμεικτα αγαθά από τις διά­
φορες εκδοχές. Η κυρία πρόθεση μου θα έχει εκπληρωθεί, με άλλα λό­
για, εάν θα σας έχω κάνει να νιώσετε κάπως τη διανοητική και ηθική
αμφισημία που αποτελεί κεντρικό στοιχείο από την εμπειρία της (μετα-
νεωτερικότητας).

517
Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

Ε Γ Κ Α Τ Α Λ Ε Ι Π Ο Ν Τ Α Σ Τ Ι Σ Μ Ε Τ Α - Α Φ Η Γ Η Σ Ε Ι Σ ΓΙ Α ΤΗ
ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ
Jean-F rangois L y o ta rd

Τ ο αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι η κατάσταση της γνώσης


στις πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες. Αποφάσισα να χρησιμοποιήσω τη
λέξη μεταμοντέρνα για να την περιγράφω. Η λέξη χρησιμοποιείται σή­
μερα στην αμερικανική ήπειρο από κοινιυνιολόγους και κριτικούς και
ορίζει την κατάσταση του πολιτισμού μας μετά τους μετασχηματισμούς
που, από το τέλος του 19ου αιώνα και ύστερα, αλλάξανε τους κανόνες
του παιχνιδιού στην επιστήμη, στη λογοτεχνία και στις τέχνες. Η πα­
ρούσα μελέτη θα θέσει αυτούς τους μετασχηματισμούς στο πλαίσιο της
κρίσης των αφηγήσεων.
Η επιστήμη πάντοτε ερχόταν σε αντίθεση με τις αφηγήσεις. Κρινό-
μενες με τα κριτήρια της επιστήμης, οι περισσότερες απ’ αυτές αποδει-
κνύονται μύθοι. Στο βαθμό όμως που η επιστήμη δεν αυτοπεριορίξεται
για να εκθέσει χρήσιμες κανονικότητες και αναζητά την αλήθεια, είναι
υποχρεωμένη να νομιμοποιήσει τους κανόνες του δικού της παιγνίου.
Τότε, όσον αφορά τη δική της υπόσταση, παράγει ένα λόγο νομιμοποί­
ησης που αποκαλείται φιλοσοφία. Θα χρησιμοποιήσω τον όρο σύγ­
χρονη για να περιγράφω κάθε επιστήμη που αυτονομιμοποιείται με
αναφορά σε ένα μετα-λόγο αυτού του τύπου, ο οποίος επικαλείται ρη­
τά ορισμένες μεγάλες αφηγήσεις, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται η
διαλεκτική του πνεύματος, η ερμηνευτική του νοήματος, η χειραφέτη­
ση του ορθολογικού ή του εργαζόμενου υποκειμένου, η δημιουργία
πλούτου. Για παράδειγμα, ο κανόνας της συναίνεσης ανάμεσα στον
αποστολέα και στον παραλήπτη μιας δήλωσης με τιμή αλήθειας θα θε­
ωρηθεί αποδεκτός, εάν διατυπωθεί με όρους μιας ενδεχόμενης ομο­
φωνίας ανάμεσα σε ορθολογικά πνεύματα: πρόκειται για την αφήγη­
ση του Διαφωτισμού, όπου ο ήρωας της γνώσης εργάζεται για έναν κα­
λό ηθικο-πολιτικό στόχο - την παγκόσμια ειρήνη. Ό πως μπορεί να γί­
νει αντιληπτό από αυτό το παράδειγμα, εάν μια μετα-αφήγηση που συ­
νεπάγεται μια φιλοσοφία της Ιστορίας χρησιμοποιείται για να νομιμο-

Πηγή: L y o ta r d J.-F . (1 9 8 4 ). The Postmodern Condition: A Report on Knowledge,


518 M anchester, M a n c h e ste r U niversity Press, o. xx u i-xxv κ α ι 3-1 1 .
TO ΠΡΟΤΛΓΜΑ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΓΙΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

ποιήσει τη γνώση, εγείρονται ερωτήματα σχετικά με την εγκυρότητα


των θεσμών που διέπουν τον κοινωνικό δεσμό: κι αυτές πρέπει επίσης
να μονιμοποιηθούν. Έτσι, η δικαιοσύνη παραδίδεται στη μεγάλη αφή­
γηση κατά τον ίδιο τρόπο με την αλήθεια.
Απλοποιιόντας στο έπακρο, ορίζω το μεταμοντέρνο ως δυσπιστία
απέναντι στις μετα-αφηγήσεις. Αναμφίβολα, αυτή η δυσπιστία είναι
προϊόν της προόδου των επιστημών με τη σειρά της όμως αυτί] η πρόο­
δος την προϋποθέτει. Στην απαρχαίωση του μετα-αφηγηματικού μηχα­
νισμού της νομιμοποίησης αντιστοιχεί κυρίως η κρίση της μεταφυσικής
φιλοσοφίας και του πανεπιστημιακού θεσμού που στο παρελθόν στη­
ριζόταν σ’ αυτήν. Η αφηγηματική λειτουργία χάνει τους λειτουργούς
της, τον μέγα ήρωά της, τους μεγάλους κινδύνους της, τα μεγάλα ταξί­
δια της, το μεγάλο σκοπό της. Διαχέεται σε νεφελώματα από αφηγη­
ματικά γλωσσικά στοιχεία - αφηγηματικά αλλά και υποδηλωτικά, κα­
νονιστικά, περιγραφικά και ούτω καθεξής. Μέσα σε κάθε νεφέλωμα
μεταφέρονται πραγματικές διασυνδέσεις. Ο καθένας μας ζει στα
σταυροδρόμια πολλοίν απ' αυτά. Ωστόσο, δεν καθιερώνουμε υποχρε­
ωτικά σταθερούς γλωσσικούς συνδυασμούς, οι δε ιδιότητες όσων κα­
θιερώνουμε δεν είναι αναγκαστικά ευμετάδοτες. (...)
... Πού μπορεί να «ενοικεί» η νομιμότητα ύστερα από τις μετα-αφη-
γήσεις; Το κριτήριο της λειτουργικότητας είναι τεχνολογικό· δεν έχει
σχέση με την εκτίμηση για το αληθές ή το δίκαιο. Πρόκειται η νομιμό­
τητα να βρεθεί στη συναίνεση που επιτυγχάνεται μέσα από τη συζήτη­
ση, όπως θεωρεί ο Γιούργκεν Χάμπερμας; Αυτή η συναίνεση παραβιά­
ζει την ετερογένεια των γλωσσικών παιγνίων. Το δε μύθευμα αποτελεί
πάντοτε γέννημα της διχογνωμίας. Η μεταμοντέρνα γνώση δεν είναι
απλώς εργαλείο στα χέρια των αυθεντιών, αλλά εκλεπτύνει την ευαι­
σθησία μας απέναντι στις διαφορές και ενισχύει την ικανότητά μας να
ανεχόμαστε το απροσμέτρητο. (...)

/. Το πεδίο: η γνώστ] στιςμηχανοργανωμένες κοινωνίες


Η υπόθεση εργασίας μας είναι ότι η κατάσταση της γνώσης μεταβάλλε­
ται, καθώς οι κοινωνίες εισέρχονται στην εποχή που είναι γνωστή ως
μεταβιομηχανική, οι δε πολιτισμοί εισέρχονται σ’ εκείνη που είναι γνω­
στή ως μεταμοντέρνα. Αυτή η μετάβαση έχει ξεκινήσει τουλάχιστον
από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, που για την Ευρώπη σημαίνει την
Η ΝΕΩΤΕΡ1ΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

ολοκλήρωση της ανασυγκρότησης. Ο ρυθμός αυξομειώνεται ανάλογα


με τη χώρα, στο δε εσωτερικό τους ποικίλλει ανάλογα με τον τομέα
δραστηριότητας: η γενική κατάσταση πραγμάτων είναι εκείνη της χρο­
νικής διάσπασης που καθιστά δύσκολη την περιγραφή με αδρές γραμ­
μές μιας σφαιρικής θεώρησης. Έ να μέρος της περιγραφής αναγκαστι­
κά θα βασίζεται σε εικασίες. Όπως και να χει, γνωρίζουμε ότι δεν εί­
ναι συνετό να δίνουμε τόσο μεγάλη πίστη στη μελλοντολογία.
Αντί να συνθέσω μια εικόνα που αναπόφευκτα θα μείνει ατελής,
θα πάρω ως σημείο αφετηρίας μου ένα απλό χαρακτηριστικό που κα­
θορίζει άμεσα το υπό μελέτη αντικείμενό μας. Η επιστημονική γνώση
αποτελεί ένα είδος λόγου. Και είναι δίκαιο να λέμε ότι κατά την τελευ­
ταία τεσσαρακονταετία οι «κορυφαίες» επιστήμες και τεχνολογίες εί­
χαν να κάνουν με τη γλώσσα: η φωνολογία και οι θεωρίες της γλωσσο­
λογίας, τα προβλήματα της επικοινωνίας και η κυβερνητική, οι σύγ­
χρονες θεωρίες της άλγεβρας και της πληροφορικής, οι ηλεκτρονικοί
υπολογιστές και οι γλιύσσες τους, τα προβλήματα της μετάφρασης και
η αναζήτηση πεδίων συμβατότητας ανάμεσα στις γλούσσες των ηλε­
κτρονικών υπολογιστών, τα προβλήματα της αποθήκευσης των πληρο­
φοριών και οι τράπεζες δεδομένων, η τηλεματική και η τελειοποίηση
των έξυπνων τερματικών, η παραδοξολογία. Τα γεγονότα μιλούν μόνα
τους (και ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός).
Αυτοί οι τεχνολογικοί μετασχηματισμοί αναμένεται ότι θα επιδρά-
σουν σε σημαντικό βαθμό στη γνιυση. Οι δύο κύριες λειτουργίες της -η
έρευνα και η μετάδοση της αποκτιομενης γνιύσης- αισθάνονται ήδη τις
συνέπειες ή θα τις αισθανθούν στο μέλλον. Όσον αφορά την πριύτη, η
γενετική παρέχει ένα παράδειγμα που είναι προσιτό στον μη ειδήμο­
να: οφείλει το θεωρητικό παράδειγμά της στην κυβερνητική. Θα μπο­
ρούσαν να αναφερθούν πολλά ακόμη παραδείγματα. Όσον αφορά τη
δεύτερη λειτουργία, είναι γνωστό σε όλους ότι η σμίκρυνση και η
εμπορικοποίηση των μηχανών αλλάζει κιόλας τον τρόπο με τον οποίο
αποκπόνται, ταξινομούνται, καθίστανται προσβάσιμες και αξιόπιστες
οι γνιύσεις. Είναι εύλογο να υποτεθεί ότι ο πολλαπλασιασμός των μη­
χανών επεξεργασίας πληροφορούν έχει, και θα συνεχίσει να έχει, τό­
ση επίδραση στην κυκλοφορία των γνώσεων όση είχαν οι πρόοδοι της
κυκλοφορίας των ανθρούπων (συστήματα συγκοινωνούν) και, αργότε­
ρα, της κυκλοφορίας του ήχου και της οπτικής εικόνας (τα μέσα μαζι­
κής επικοινωνίας).
Γ ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

Η φύση της γνώσης δεν μπορεί να επιβιώσει δίχως μεταβολή μέσα


στο πλαίσιο του γενικού μετασχηματισμού. Η γνώση μπορεί να προ­
σαρμοστεί στους νέους διαύλους και να γίνει λειτουργική, μόνο εάν
μεταφράζεται σε ποσότητες πληροφοριών. Μπορούμε να προβλέπου­
με πως οτιδήποτε περιέχεται στο συντεταγμένο σώμα της γνώσης και
δεν μπορεί να μεταφραστεί κατ' αιπό τον τρόπο θα εγκαταλείπεται και
ότι η κατεύθυνση της νέας έρευνας θα υπαγορεύεται από τη δυνατότη­
τα να μεταφραστούν τα παρεπόμενα αποτελέσματά της σε γλώσσα
ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι «παραγωγοί» και οι χρήστες της γνώσης
πρέπει σήμερα, και πάντοτε στο μέλλον, να κατέχουν τα μέσα μετά­
φρασης στις γλώσσες αυτές, οσωνδήποτε θέλουν να επινοούν ή να μα­
θαίνουν. Η έρευνα για τις μεταφραστικές μηχανές είναι ήδη πολύ προ­
χωρημένη. Μαζί με την ηγεμονία των ηλεκτρονικιόν υπολογιστών έρ­
χεται μια ορισμένη λογική και, ως εκ τούτου, ένα ορισμένο σύνολο
προδιαγραφών που καθορίζουν ποιες αποφάνσεις θα γίνονται αποδε­
κτές ως «γνιίχτη».
Μπορούμε, έτσι, να αναμένουμε μια πλήρη αποδέσμευση της γνιύ-
σης από τον «ειδήμονα», οποιαδήποτε θέση κι αν κατέχει στη διαδικα­
σία της γνώσης. Η παλιά αρχή ότι η απόκτηση της γνοχτης είναι αξεδιά­
λυτη από τη μόρφωση (Bildung) του πνεύματος, ή ακόμη και του ατόμου,
ξεπερνιέται και θα ξεπερνιέται όλο και πιο πολύ. Η σχέση ανάμεσα
στους χορηγούς και στους χρήστες της γνώσης με την ίδια τη γνιίχτη που
παρέχουν και χρησιμοποιούν τείνει σήμερα, και θα συνεχίσει όλο και
πιο πολύ, να προσλάβει τη μορφή που έχει ήδη πάρει η σχέση ανάμεσα
σε παραγωγούς εμπορευμάτιυν και καταναλοπών ως προς τα εμπορεύ­
ματα που παράγουν και καταναλιυνουν - αυτή είναι η μορφή της αξίας.
Η γνιίχτη παράγεται, και θα παράγεται, με στόχο την πιόλησή της· κατα­
ναλώνεται, και θα καταναλιόνεται, με στόχο την αξιοποίησή της σε νέα
παραγωγή* και στις δύο περιπτιίχτεις, στόχος είναι η ανταλλαγή της. Η
γνώση παύει να αποτελεί αυτοσκοπό και χάνει την «αξία χρήσης» της.
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι η γνιίτση έχει γίνει η κύρια δύναμη πα­
ραγωγής τις τελευταίες δεκαετίες. Έ χει κιόλας επιδράσει σημαντικά
στη σύνθεση του εργατικού δυναμικού των πιο ανεπτυγμένων χωριον
και αποτελεί τον κύριο ανασχετικό παράγοντα για τις αναπτυσσόμενες
χώρες. Στη μεταβιομηχανική και μετανεωτερική εποχή η επιστήμη θα
διατηρεί και αναμφίβολα θα ενισχύει τη σημαντική θέση της στο οπλο­
στάσιο των παραγωγικών ικανοτήτων των εθνών-κρατιυν. Πράγματι, 521
Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

αυτή η κατάσταση πραγμάτων είναι μια από τις κυρίες αιτίες που οδη­
γούν στο συμπέρασμα ότι το χάσμα ανάμεσα στις ανεπτυγμένες και
σας αναπτυσσόμενες χώρες θα διευρύνεται συνεχιός στο μέλλον.
Όμως, δε θα έπρεπε ετούτη η πλευρά του προβλήματος να επικα­
λύψει την άλλη, που είναι συμπληρωματική της. Η γνιόση με τη μορφή
ενός πληροφοριακού εμπορεύματος, αναντικατάστατου για την παρα­
γωγική δύναμη, είναι ήδη, και θα συνεχίσει να είναι, ένα κύριο -ίσως
το κύριο- διακύβευμα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για ισχύ. Είναι
πιθανό μια μέρα να γίνουν μάχες ανάμεσα στα έθνη-κράτη για τον
έλεγχο των πληροφοριιόν, ακριβώς όπως μάχονταν στο παρελθόν για
τον έλεγχο περιοχιόν και μετά για τον έλεγχο στην πρόσβαση και εκμε­
τάλλευση των πρώτων υλιόν και της φθηνής εργασίας. [...]

2. Το πρόβλημα: η νομιμοποίηω]
...Ότι η επιστημονική και τεχνική γνιόση είναι συσσωρευτική δεν έχει
αμφισβητηθεί ποτέ. Κατ’ ανοπατο όριο, εκείνο που συζητείται δημο­
σίως είναι η μορφή που παίρνει αυτή η συσσιόρευση. Ορισμένοι την
απεικονίζουν α>ς κανονική, συνεχή και ομόθυμη, άλλοι ως περιοδική,
ασυνεχή και συγκρουσιακή.
Όμως ετούτες οι αυταπόδεικτες αλήθειες είναι παραπλανητικές. Εν
πρώτοις, η επιστημονική γνιόση δεν αναπαριστά το σύνολο της γνιόσης*
πάντοτε υπήρχε ξέχωρα από, και σε ανταγωνισμό και σε σύγκρουση με,
ένα άλλο είδος γνώσης, που θα αποκαλώ αφήγηση για λόγους απλού-
στευσης (τα χαρακτηριστικά της θα περιγραφούν αργότερα). Δεν εννοιο
ότι η γνώση της αφήγησης μπορεί να επικρατήσει της επιστήμης, αλλά
ότι το μοντέλο της σχετίζεται με ιδέες για την εσωτερική ισορροπία και
συντροφικότητα, απέναντι στις οποίες η σύγχρονη επιστημονική γνώση
υστερεί αφάνταστα, ιδιαίτερα εάν πρέπει να αποδεσμευτεί σε σχέση με
τον «ειδήμονα» και να αποξενωθεί από το χρήση] η]ς πολύ περισσότερο
απ’ όσο πρωτύτερα. Η προκύπτουσα απογοήτευση για το ηθικό των
ερευνητών και διδασκόντων είναι σημαντικότατη και έχει γίνει ευρέως
γνωστό ότι κατά η] δεκαετία του 1960, σε όλες τις ιδιαίτερα ανεπτυγμέ­
νες κοινωνίες, πήρε τόσο εκρηκτικές διαστάσεις ανάμεσα σ' εκείνους
που προετοιμάζονταν να εξασκήσουν αυτά τα επαγγέλματα -φοιτητές-,
ιυστε υπήρξε αξιοσημείαπη μείωση της παραγωγικόημας στα εργαστή­
ρια και τα πανεπκπήμια δεν ήταν σε θέση να ανοσοποιηθούν και προ-
ΤΟ Π ΡΟΤΑ ΓΜ A ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ Ε ΠΑΝΕΞΕΤΑΣ Η

σβλήθηκαν απ' αυτήν. Το να αναμένει κανείς, με φόβο ή ελπίδα, ότι


ετούτη η κατάσταση θα οδηγήσει σε επανάσταση (όπως συχνά γινόταν
τότε) είναι εκτός συζήτησης* δε θα αλλάξει μέσα σε μια νύχτα η τάξη των
πραγμάτων στη μεταβιομηχανική κοινωνία. Αυτή όμως η αμφιβολία από
τη μεριά των επιστημόνων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως ένας κύριος
παράγοντας για την αξιολόγηση της σημερινής και της μελλοντικής κα­
τάστασης της επιστημονικής γνώσης. [... ]
...Το ζήτημα για τη νομιμότητα της επιστήμης ήταν πάντοτε αδιάρρη-
κτα συνδεδεμένο με τη νομιμοποίηση του νομοθέτη, από την εποχή του
Πλάτωνα. Από την άποψη αυτί), το δικαίωμα της απόφασης για το τι εί­
ναι αληθινό δεν είναι ανεξάρτητο από το δικαίωμα της απόφασης για το
τι είναι δίκαιο, ακόμη κι αν οι αποφάνσεις στην αρμοδιότητα των δύο
πλευρών διαφέρουν ως προς τη φύση. Το θέμα εδιυ είναι ότι υπάρχει μια
αυστηρή αλληλοσύνδεση ανάμεσα στο είδος της γλιυσσας που αποκα-
λείται επιστήμη και στο είδος της γλιυσσας που αποκαλείται ηθική και
πολιτική, μιας και οι δυο προέρχονται από την ίδια λογική θεώρηση, την
ίδια «επιλογή» αν θέλετε, που αποκαλείται Δύση.
'Οταν εξετάζουμε τη σημερινή κατάσταση της επιστημονικής γνώσης
-σε μια εποχή που η επιστήμη φαίνεται να έχει υποταχθεί περισσότερο
από κάθε άλλη φορά στις κυρίαρχες εξουσίες και, μαζί με τις νέες τεχνο­
λογίες, κινδυνεύει να γίνει κύριο διακύβευμα στις συγκρούσεις τους-το
ζήτημα της διπλής νομιμοποίησης, αντί να χάνεται στο παρασκήνιο, έρ­
χεται υποχρεωτικά στο προσκήνιο. Γιατί εμφανίζεται στην πιο πλήρη
μορφή του, αυτή της αντιστροφής, αποκαλύπτοντας ότι γνιίκτη και εξου­
σία αποτελούν απλώς τις δύο πλευρές του ίδιου ζητήματος: Ποιος απο­
φασίζει τι είναι γνώση και ποιος γνιυρίζει τι πρέπει να αποφασίζεται;
Στην εποχή του ηλεκτρονικού υπολογιστή, το ζήτημα της γνιυσης είναι
σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ζήτημα εξουσίας.

3. Η μέθοδος: γλω σσικά παίγνια


Ο αναγνώστης θα έχει ήδη παρατηρήσει ότι, αναλύοντας αϊτό το πρό­
βλημα μέσα στο πλαίσιο που παρατέθηκε, έχω ευνοήσει μια συγκεκρι­
μένη διαδικασία, δίνοντας έμφαση στα γεγονότα της γλιυσσας, και ιδι­
αίτερα στην πραγματιστική τους διάσταση. [...]
Είναι χρήσιμο να κάνουμε τις ακόλουθες τρεις παρατηρήσεις σχε­
τικά με τα γλωσσικά παίγνια. Η πριυτη είναι ότι οι κανόνες δε διαθέ-
Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

τουν από μόνοι τους νομιμοποίηση, αλλά αποτελούν, ρητά ή σιωπηρά,


αντικείμενο ενός συμβολαίου ανάμεσα σε παίκτες (δε σημαίνει όμως
ότι οι παίκτες επινοούν τους κανόνες). Η δεύτερη είναι ότι εάν δεν
υπάρχουν κανόνες δεν υφίσταται παίγνιο, ότι ώστε ακόμη και μια
απειροελάχιστη τροποποίηση ενός κανόνα ενδέχεται να μεταβάλει τη
φύση του παιγνίου, ότι ώστε μια «κίνηση» ή μια φραστική διατύπωση
που δε συμμορφώνεται προς τους κανόνες δεν ανήκει στο παίγνιο που
οι ίδιοι ορίζουν. Η τρίτη παρατήρηση υπονοείται απ’ όσα ελέχθησαν
πριν: κάθε φραστική διατύπωση πρέπει να θειυρείται «κίνηση» σε ένα
παίγνιο.
Η τελευταία παρατήρηση μας φέρνει στην αρχή που αποτελεί το
θεμέλιο της μεθόδου μας ως συνόλου: το να μιλάς σημαίνει να αγωνί­
ζεσαι, με την έννοια του παίζειν, οι δε πράξεις ομιλίας εμπίπτουν στο
πεδίο μιας γενικής αγωνιστικής. Αυτό δε σημαίνει υποχρεωτικά ότι
κάποιος παίζει με στόχο τη νίκη. Μία κίνηση μπορεί να γίνει για τη
σκέτη απόλαυση της επινόησής της: Τι άλλο συμβαίνει με όλα αυτά τα
κατορθουματα της λαϊκής ρητορικής και της λογοτεχνίας που ταλαιπω­
ρούν τη γλώσσα; Μεγάλη είναι η χαρά να επινοείς αδιάκοπα σειρές
από φράσεις, λέξεις και σημασίες, η διαδικασία που βρίσκεται πίσω
από την εξέλιξη της γλώσσας στο επίπεδο του λόγου. Αναμφίβολα,
όμως, ακόμη κι αυτή η ευχαρίστηση εξαρτάται από ένα αίσθημα επιτυ­
χίας που επετεύχθη σε βάρος ενός αντιπάλου - τουλάχιστον ενός αντι­
πάλου, και μάλιστα τρομερού: της καθιερωμένης γλιόσσας ή της συν­
δήλωσης.
Η ιδέα μιας αγωνιστικής της γλακκτας δε θα πρέπει να μας κάνει να
χάνουμε από μπροστά μας τη δεύτερη αρχή, που αποτελεί συμπλήρω­
μά της και διέπει την ανάλυσή μας: ότι οι παρατηρήσιμοι κοινωνικοί
δεσμοί αποτελούνται από γλτυσσικές «κινήσεις».

524
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

Η Ν Ε Ω Τ Ε Ρ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α : ΕΝΑ Α Ν Ο Λ Ο Κ Λ Η Ρ Ω Τ Ο ΕΡΓΟ
Jurgen H a b e rm a s

Η ιδέα της νεωτερικότητας είναι στενά δεμένη με την ανάπτυξη της


ευρωπαϊκής τέχνης, όμως αυτό που αποκαλώ «πρόγραμμα της νεωτε­
ρικότητας» έρχεται στο επίκεντρο όταν εστιάσουμε το βλέμμα μας πέ­
ρα από το χώρο της τέχνης. Θα ξεκινήσω από μια διαφορετική ανάλυ­
ση, υπενθυμίζοντας μια ιδέα του Μαξ Βέμπερ. Χαρακτήρισε πολιτιστι­
κή νεωτερικότητα τη διάσπαση του αυθύπαρκτου πρωταρχικού λόγου,
που εκφραζόταν με τη θρησκεία και τη μεταφυσική, σε τρεις αυτόνο­
μες σφαίρες: επιστήμη, ηθική, τέχνη. Λ ιτές οι σφαίρες διαχωρίστηκαν
επειδή οι ενιαίες κοσμοαντιλήψεις της θρησκείας και της μεταφυσικής
κατέρρευσαν. Από τον 18ο αιώνα κι ύστερα, τα προβλήματα που κλη­
ρονομήθηκαν από ετούτες τις παλιότερες κοσμοαντιλήψεις κατέστη
δυνατό να διευθετηθούν, έτσι (όστε να υπαχθούν σε συγκεκριμένες
διαστάσεις εγκυρότητας: αλήθεια, κανονιστική δικαιοσύνη, αυθεντι­
κότητα και ομορφιά. Έτσι, θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν ως ζη­
τήματα γνώσης, δικαιοσύνης, ηθικής ή γούστου. Ο λόγος της επιστή­
μης, οι θεωρίες για την ηθική, τη νομική επιστήμη και για την καλλιτε­
χνική δημιουργία και κριτική μπορούσαν με τη σειρά τους να θεσμοθε­
τηθούν. Κάθε πεδίο του πολιτισμού πιθανόν να ανταποκρίνεται στα
πολιτιστικά επαγγέλματα όπου τα προβλήματα θα αντιμετωπίζονταν
ως αντικείμενα ασχολίας των εμπειρογνωμόνων. Αυτή η επαγγελματι­
κή μεταχείριση της πολιτιστικής παράδοσης φέρνει στην επιφάνεια τις
εγγενείς δομές καθεμιάς από τις τρεις διαστάσεις του πολιτισμού.
Εμφανίζονται οι δομές της γνωστικής-εργαλειακής, της ηθικής-πρα-
κτικής και της αισθητικής-εκφραστικής ορθολογικότητας, καθεμιά
τους υπό τον έλεγχο των ειδημόνων που δίνουν την εντύπωση πως εί­
ναι περισσότερο καταρτισμένοι στα συγκεκριμένα πεδία σε σύγκριση
με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Ως συνέπεια, αυξάνεται η απόσταση
ανάμεσα στον πολιτισμό των ειδικών και σ’ αυτή του ευρύτερου κοι­
νού. Ό,τι συσσωρεύεται μέσα από την εξειδικευμένη εξέταση και σκέ­
ψη δε γίνεται άμεσα και αναγκαστικά κτήμα της καθημερινής πράξης.

ΙΙηγή: H a b e rm a s J. (1 9 8 5 ), «M odernity: a n in c o m p le te project», σ τ ο F o ster Η . ( ε π ιμ .)


Postmodern Culture. L o n d o n , P lu to Press, o. 8-15.
Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

Με αυτού του είδους τον πολιτιστικό εξορθολογισμό, αυξάνεται η


απειλή για μια ολοένα και μεγαλύτερη ένδεια του βιόκοσμου, η παρα­
δοσιακή υπόσταση του οποίου έχει ήδη απαξιωθεί.
Το πρόγραμμα της νεωτερικότητας, που διαμόρφωσαν τον 18ο αιώ­
να οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού, συνίσταται στις προσπάθειές τους
να αναπτύξουν αντικειμενική επιστήμη, οικουμενική ηθική και δίκαιο
καθώς κι αυτόνομη τέχνη, σύμφωνα με την εσώτερη λογική τους. Ταυ­
τόχρονα, αυτό το πρόγραμμα σκόπευε να απελευθεριόσει τις γνωστι­
κές δυνατότητες καθενός πεδίου από τις απόκρυφες μορφές τους. Οι
φιλόσοφοι του Διαφωτισμού ήθελαν να αξιοποιήσουν ετούτη τη συσ­
σώρευση ειδικευμένης παιδείας για τον εμπλουτισμό της καθημερινής
ζωής, δηλαδή για την ορθολογική οργάνωση της καθημερινής κοινωνι­
κής ζωής.
Οι στοχαστές του Διαφωτισμού, της νοοτροπίας του Κοντορσέ (Con-
dorcet), είχαν ακόμη την υπερβολική προσδοκία ότι οι τέχνες και οι επι­
στήμες δε θα προωθούσαν μόνο τον έλεγχο των φυσικών δυνάμεων αλ­
λά και την κατανόηση του κόσμου και του εαυτού, την ηθική πρόοδο, τη
δικαιοσύνη των θεσμών, ακόμη και την ευτυχία των ανθριόπων. Ο 20ός
ακύνας διέλυσε αυτή την αισιοδοξία. Η διαφοροποίηση της επιστήμης,
της ηθικής και της τέχνης έφτασε να συνεπάγεται την αυτονομία των
τμημάτων που θεράπευαν οι ειδικοί και το διαχωρισμό τους από την ερ­
μηνευτική της καθημερινής επικοινιυνίας. Αυτή η απόσχιση είναι το
πρόβλημα που έδωσε αφορμή στις προσπάθειες άρνησης του «πολιτι­
σμού» της πραγματογνωμοσύνης. Όμως, το πρόβλημα δε θα εξαφανι­
στεί: πρέπει να διατηρήσουμε τις προθέσεις του Διαφωτισμού, όσο ανε­
παρκείς κι αν είναι, ή να διακηρύξουμε ότι ολόκληρο το πρόταγμα της
νεοπερικότητας είναι μια χαμένη υπόθεση; [...]
Θειυριό ότι, αντί να εγκαταλείψουμε τη νεοπερικότητα και το πρό-
ταγμά της ως χαμένη υπόθεση, πρέπει να διδαχθούμε από τα λάθη εκεί­
νων των υπερβολικών προγραμμάτων που προσπάθησαν να αρνηθούν
τη νεοπερικότητα. [...]
Η απογοήτευση από τις πραγματικές αποτυχίες αυτών των προ­
γραμμάτων, που καλούσαν στην άρνηση της τέχνης και της φιλοσο­
φίας, κατέληξε να χρησιμεύσει ως πρόσχημα για συντηρητικές θέσεις.
Θα ξεχο^ριΤκυ, συνοπτικά, τον αντιμοντερνισμό των «νεοσυντηρητι-
κο)ν» από τον προμοντερνισμό των «παλαιοσυντηρητικο>ν» και από το
μεταμοντερνισμό των νεοσυντηρητικών.
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

Αιητή η τυπολογία είναι, όπως και κάθε άλλη φυσικά, μια απλοποίη­
ση, αλλά δεν μπορεί να αποδειχθεί εντελώς άχρηστη για την ανάλυση
των συγχρόνων πνευματικών και πολιτικιάν συγκρούσεων. Φοβάμαι
ότι οι ιδέες της αντινεωτερικότητας, με μια πρόσθετη πινελιά προνεω-
τερικότητας, γίνονται δημοφιλείς στους κύκλους της εναλλακτικής
κουλτούρας.

Ο Φ Ι Λ ΟΣ ΟΦ Ι Κ Ο Σ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ Ν Ε Ω Τ Ε Ρ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α Σ ΚΕΙ ΜΕΝΟ ΒΓ


Jurgen H a b e rm a s

Η ριζοσπαστική κριτική του Λόγου αποσπά υψηλό τίμημα για την


εγκατάλειψη της νεωτερικότητας. Εν πριότοις, οι λόγοι αυτοί δεν μπο­
ρούν και δε θέλουν να δώσουν εξηγήσεις για τη δική τους θέση. Η αρ­
νητική διαλεκτική, η γενεαλογία και η αποδόμηση, κατά τον ίδιο τρό­
πο, αποφεύγουν αυτές τις κατηγορίες, σε εναρμόνιση με τις οποίες η
σύγχρονη γνώση έχει διαφοροποιηθεί -καθόλου τυχαία- και με βάση
τις οποίες κατανοούμε τα κείμενα σήμερα. Δεν μπορούν να ενταχθούν
με σαφήνεια ούτε στη φιλοσοφία ούτε στην επιστήμη, ούτε στην ηθική
ούτε στη νομική θεωρία, ούτε στη λογοτεχνία ούτε στην τέχνη. Ταυτό­
χρονα, αντιστέκονται σε κάθε επιστροφή σε μορφές θρησκευτικής
σκέψης, είτε είναι δογματικές είτε αιρετικές. Έτσι, δημιουργείται δυ­
σαρμονία ανάμεσα στις «θεωρίες» που εγείρουν αξκάσεις εγκυρότη-
τας μόνο για να τις αποκηρύξουν και στον τύπο της θεσμοποίησης στον
οποίο υποβάλλονται τα ζητήματα της επιστήμης. [...] 'Οτι η αυτοανα-
φορική κριτική του Λόγου εντοπίζεται παντού και πουθενά, τρόπος
του λέγειν, σε λόγους χωρίς συγκεκριμένο τόπο, την καθιστά σχεδόν
απρόσβλητη από ανταγωνιστικές ερμηνείες. [.. .]
Οι παραλλαγές μιας κριτικής του Λόγου που αγνοεί προκλητικά τη
δική της θεμελίωση αλληλοσχετίζονται κι από μια άλλη άποψη. [...]
Δεν καταδικάζονται μόνο οι καταστρεπτικές συνέπειες μιας αντικει-
μενικοποιητικής αυτοαναφορικότητας, παράλληλα με αυτή την αρχή
της νεωτερικότητας, αλλά και οι υπόλοιπες υποδηλώσεις που κάποτε

Πηγή: H a b e rm a s J. (1 9 8 7 ), « T h e n o r m a tiv e c o n te n t o f m o d e rn ity» , στο The Philoso­


phical Discource of Modernity, C am brid g e, P o lity Press, o. 3 3 6 -3 4 0 . 527

m
Η ΝΕΩΤΕΡ1ΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

σχετίζονταν με την υποκειμενικότητα ως ανεκπλήρωτη υπόσχεση: η


προοπτική μιας αυτοσυνείδητης πρακτικής, όπου ο αλληλέγγυος αυτο-
προσδιορισμός όλων θα συνδυαζόταν με την αυτοπραγμάτωση του κα-
θενός. Εκείνο που απορρίπτεται είναι ακριβώς μια αυτοεπιβεβαιούμε-
νη νεωτερικότητα που οριζόταν κάποτε με τις έννοιες της αυτοσυνεί­
δησης, του αυτοπροσδιορισμού και της αυτοπραγμάποσης.
Έ να επιπρόσθετο μειονέκτημα αυτίόν τιον λόγων γίνεται ανάγλυφο
αποκηρύσσοντας ολιστικά τους συγχρόνους τρόπους ζωής: αν και έχουν
ενδιαφέρον όσον αφορά τις θεμελιιόδεις αρχές, δε διαφοροποιούνται ως
προς τα αποτελέσματά τους. Τα κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία ο Χέ-
γκελ και ο Μαρξ, αλλά και οι Μαξ Βέμπερ και Λούκατς (Lukacs) διέκρι-
ναν ανάμεσα σε χειραφετικές-εναρμονιστικές όψεις του κοινωνικού
εξορθολογισμού και στις καταπιεστικές-αλλοτριωτικές όψεις έχουν αμ-
βλυνθεί. Στο μεταξύ, η κριτική κατέλαβε και κατεδάφισε εκείνες τις έν­
νοιες με τις οποίες θα μπορούσαν να διαχωριστούν οι όψεις αυτές η μία
από την άλλη, έτσι ιίχπε να γίνει ορατή η παράδοξη σύγχυσή τους. Ο Δια­
φωτισμός και η χειραγώγηση, το συνειδητό και το ασυνείδητο, οι δυνά­
μεις της παραγωγής και οι δυνάμεις της καταστροφής, η εκφραστική αυ­
τοπραγμάτωση και η καταδυναστευτική ισοπέδωση που διασφαλίζουν
αλλά και καταργούν την ελευθερία, την αλήθεια και την ιδεολογία - σή­
μερα όλες αυτές οι στιγμές ρέουν η μία μέσα στην άλλη. Δεν αλληλοσυν-
δέονται όμως, ας πούμε, τα συγκρουόμενα στοιχεία σε ένα καταστροφι­
κό λειτουργικό πλαίσιο - ακούσιοι συνένοχοι σε μια αντιφατική διαδικα­
σία που τη διαπερνά η σύγκρουση τιον αντιθέτων. Σήμερα, οι διαφορές
και οι αντιστάσεις έχουν σε τέτοιο βαθμό υπονομευθεί και, επιπλέον,
έχουν καταρρεύσει, ώστε η κριτική να μη διακρίνει πλέον αντιθέσεις,
διαβαθμίσεις και διφορούμενους τόνους μέσα στο ισοπεδωμένο και χλω­
μό τοπίο ενός κόσμου πλήρως κατευθυνόμενου, υπολογισμένου και ο
οποίος γογγύζει υπό το βάρος της εξουσίας.
Για το νιτσεϊσμό, η διαφοροποίηση της επιστήμης και της ηθικής
εμφανίζεται ο)ς η διαδικασία διάπλασης ενός Δόγου που κάποτε σφε­
τερίζεται και καταπνίγει την ποιητική, αποκαλυπτική για τον κόσμο,
δύναμη της τέχνης. Η πολιτιστική νεοπερικότητα μοιάζει με το κράτος
τρόμου που χαρακτηρίζεται από τα ολοκληρωτικά γνωρίσματα του
υποκειμενο-κεντρικού Λόγου, ο οποίος, από μόνος του, υπερφορτίζει
τις δομές του. Τρία απλά γεγονότα που είναι το απόσταγμα της εικό­
νας: Προπον, το γεγονός ότι αυτές οι αισθητικές εμπειρίες, στο φιυς

I
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

των οποίων υποτίθεται ότι η πραγματική φύση θα αυτοαποκαλυφθεί σ’


έναν αποκλειστικό Λόγο, οφείλονται στην ίδια διαδικασία που αντι­
διαστέλλει την επιστήμη από την ηθική. Κατόπιν, το γεγονός ότι σε μια
αύξηση της γνώσης, που δεν αμφισβητείται εύκολα, οφείλει και η πολι­
τιστική νεωτερικότητα τη διαίρεσή της σε ειδικούς λόγους για ζητήμα­
τα γούστου, αλήθειας και δικαιοσύνης. Και ιδιαίτερα το γεγονός ότι
είναι μόνο οι τρόποι της ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτά τα συστήματα
γνώσης και στην καθημερινή πρακτική που προσδιορίζει κατά πόσο το
κέρδος από μια τέτοια απόσταση της επιστήμης από την πεζή πραγμα­
τικότητα μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το βιόκοσμο.

Χ Α Μ Π Ε Ρ Μ Α Σ : Α Υ Τ Ο Ν Ο Μ Ι Α ΚΑΙ Α Α Α Η Α Ε Γ Γ Υ Η ΚΕΙΜΕΝΟ Γ
P eter D e w s

Στο έργο των σημαντικιόν συγχρόνων στοχαστών, όπως ο Λιοτάρ και


ο Φεγιεράμπεντ, πίσω από τους οποίους βρίσκεται, φυσικά, η μορφή
του Νίτσε - οι ίδιες οι έννοιες της «αλήθειας», της «αντικειμενικότη­
τας», της «συναίνεσης» θειυρουνται ότι έχουν μια στιγμή καταναγκα­
σμού, μιας και συνεπάγονται την επιβολή της ενοποίησης της πολλα­
πλότητας. Ο Λιοτάρ, στα πιο πρόσφατα έργα του, επιδίωξε να δραπε­
τεύσει από αυτό τον καταναγκασμό, υιοθετώντας από τον Βίτγκεν-
σταϊν την έννοια των γλωσσικών παιγνίων, που είναι εγγενώς πολύ­
πλευρα και μη αναγώγιμα σε οποιοδήποτε καθολικό γλωσσικό μοντέ­
λο. Το λάθος του Χάμπερμας μπορεί τότε να έγκειται στην πεποίθηση
ότι «η ανθρωπότητα ως συλλογικό (οικουμενικό) υποκείμενο επιδιώ­
κει την κοινή χειραφέτησή της διαμέσου της κανονικότητας των “κινή­
σεων” που επιτρέπονται σε όλα τα γλωσσικά παίγνια». Η «αφήγηση
της χειραφέτησης» της κριτικής θεωρίας βασίζεται, δυστυχώς, σ’ ένα
τέλος της συλλογικής συμφωνίας που «παραβιάζει την ετερογένεια
των γλωσσικών παιγνίων» (Lyotard, 1984, σ. 66 και xxv).
Υπάρχουν τρία ξεχιυριστά επίπεδα στα οποία ατ»τή η κριτική κατά
του Χάμπερμας πρέπει με τη σειρά της να κριθεί. Πραπα απ’ όλα, ιπο

Πηγή: D e w s Ρ. (1 9 8 6 ), « In tr o d u c tio n » σ τ ο Habermas: Autonomy and Solidarity,


L o n d o n , Verso, σ. 22-27. S29
Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΛ ΣΗΜΕΡΑ

φιλοσοφικό επίπεδο τα επιχειρήματα του Λιοτάρ στηρίζονται στη χρό­


νια σύγχυση ανάμεσα στα γλωσσικά παίγνια και στις αξιώσεις εγκυ-
ρότητας. Αποτυγχάνει να ξεχωρίσει ανάμεσα στη διαφοροποίηση του
βιόκοσμου σε τρεις διακριτές σφαίρες αξιών, που σχετίζονται αντί­
στοιχα με γνωστικά, ηθικά και αισθητικά ζητήματα, και σ’αυτό που ο
Χάμπερμας ορίζει ως «πληθυντικό των αποκλινόντων κόσμων του λό­
γου που ανήκει στην αποκλειστικά νεωτερική εμπειρία...». Έτσι, ενώ
αποδέχεται την πολλαπλότητα των γλωσσικών παιγνίων στον σύγχρο­
νο πολιτισμό, επιτρέπει στον εαυτό του να επιχειρηματολογεί ότι οι
αξιώσεις εγκυρότητας (που από μόνες τους δεν αποτελούν ένα συγκε­
κριμένο είδος γλωσσικών παιγνίων, αλλά εμφανίζονται στα πλαίσια
διαφορετικιόν γλωσσικών δραστηριοτήτων) τέμνουν αυτό τον πληθυ­
ντικό. Με άλλα λόγια, θα υπάρξουν συγκρούσεις απόψεων όσον αφο­
ρά τα γνωστικά, ηθικά και αισθητικά ζητήματα, αλλά δεν μπορούμε να
ισχυριστούμε ότι αυτές οι συγκρούσεις δεν υπόκεινται, κατ' αρχάς, σε
συζήτηση και σε πιθανή επίλυση. Το ίδιο επισημαίνει και ο Χάμπερ­
μας, στο πλαίσιο της κριτικής του στον Μαξ Βέμπερ, ο οποίος, όπως ο
Λιοτάρ, έχει την τάση να εξισώνει αξιακά περιεχόμενα και τις ιδιότη­
τες της εγκυρότητας. Κατά τον Χάμπερμας, «ο Βέμπερ υπερβαίνει τα
όρια [...] όταν συμπεραίνει από την απώλεια της ουσιαστικής ενότητας
του Λόγου μια πληθώρα θειον και δαιμόνων που παλεύουν όλοι ενα­
ντίον όλων, με τη μη αναγωγιμότητά τους ριζωμένη σε μια πολλαπλό­
τητα ασύμβατων αξιώσεων εγκυρότητας. Η ενότητα της ορθολογικό-
τητας, στην πολλαπλότητα των αξιακιόν μικρόκοσμων, εξορθολογισμέ-
νη σύμφωνα με την επιμέρους εσωτερική λογική τους, που διασφαλίζε­
ται ακριβώς στο τυπικό πεδίο της επιχειρηματολογικής πραγμάτωσης
των αξιώσεων εγκυρότητας» (Habermas, 1984, σ. 249).
Δεύτερον, στο πολιτικό επίπεδο η θέση του Λιοτάρ δεν είναι ικανο­
ποιητική, στο βαθμό που δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα της κοινωνικής
σύγκρουσης. Μια από τις κύριες αιτίες γι' αυτό είναι οι επιπόλαιες υπο­
δηλώσεις του όρου «γλωσσικά παίγνια» που χρησιμοποιεί ο Λιοτάρ με
υπερβολική αυθαιρεσία. Αν είχε χρησιμοποιήσει κάποιον εναλλακτικό
όρο, όπως «κοινωνικές πρακτικές», και είχε σκεφθεί ότι αυτή η κατηγο­
ρία θα περιλάμβανε δραστηριότητες όπιος η εκπομπή ρυπογόνων απο­
βλήτων, το κλείσιμο εργοστασίων σε οικονομικά υποβαθμισμένες πε­
ριοχές και η οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών, θα το
έβρισκε λιγότερο αληθοφανές να απεικονίζει τη σύγκρουση ως ένα εί-
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ TOY ΔΙ ΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

δος λεκτικών διαξιφισμών στο εσωτερικό κάθε γλωσσικού παιγνίου.


Έ νας ακόμη σημαντικός λόγος είναι ότι αμέσως μόλις προσπαθήσει ο
Λιοτάρ να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των αμοιβαίων σχέσεων των
«γλωσσικών παιγνίων», έρχεται αντιμέτωπος με τη νέμεση κάθε σχετι­
κισμού. Γιατί το να ισχυρίζεται κανείς ότι «η αναγνώριση της ετεροει­
δούς φύσης των γλωσσικών παιγνίων» υποδηλώνει «την καταδίκη του
τρόμου, που υποθέτει ότι είναι ομοειδή και προσπαθεί να τα καταστή­
σει ομοειδή» (Lyotard, 1984, σ. 66) είναι πάλι σαν να βασίζεται σε μια
αμφισημία ανάμεσα στην «αναγνώριση» ως την καταγραφή μιας κατά­
στασης πραγμάτο^ν ή ως μια αναγνώριση της εγκυρότητας. Εκτός εάν
αυτή η αναγνώριση, με τη δεύτερη έννοια, δεν είναι απλώς ένα γλωσσι­
κό παίγνιο μεταξύ άλλων, τότε είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς
μπορεί ο Λιοτάρ να αξιώνει την προτεραιότητα πιστοποίησης της εγκυ­
ρότητας. Εάν ο Λιοτάρ είχε συλλογιστεί λίγο παραπάνω σ' αυτό το θέ­
μα, θα είχε αντιληφθεί ότι η θεωρία για τη συναίνεση του Χάμπερμας
ουδεμία σχέση έχει με την ομογενοποίηση των γλωσσικών παιγνίων ή
με την καθιέρωση της κυριαρχίας ενός γλωσσικού παιγνίου, αλλά, αντι-
θέτως, με τις συνθήκες δυνατότητας της πολλαπλότητας, δηλαδή τη ρύθ­
μιση των συνεπειών της αλληλεπίδρασης των κοινωνικών πρακτικών,
με δεδομένη την ελευθερία έκφρασης των συμφερόντων όλων των εν­
διαφερομένων.
Όμως, η θέση του Λιοτάρ δεν είναι μόνο φιλοσοφικά και πολιτικά
αμφίβολη αλλά και ιστορικά ανακριβής, στο βαθμό που δεν μπορεί να
αντιληφθεί ότι η οικουμενικότητα των αρχών και η εξατομίκευση των
τρόπων ζωής αποτελούν δύο πλευρές της ίδιας διαδικασίας Ο Χά­
μπερμας υπενθυμίζει ότι στις νεωτερικές κοινωνίες ο συντονισμός της
δράσης εξαρτάται όλο και πιο πολύ από τη ρητή και διά της πειθούς
συμφωνία, παρά από την προϋπάρχουσα συναίνεση του βιόκοσμου.
Στο βαθμό όμως που αυτό αληθεύει, οι συγκεκριμένες μορφές ζωής
και οι γενικές δομές του βιόκοσμου αποκλίνουν ολοένα και περισσό­
τερο οι μεν από τις δε. Είναι πιθανόν να πολλαπλασιαστούν οι επιμέ-
ρους πολιτισμοί, ακριβώς επειδή ικανοποιείται σε ολοένα και υψηλό­
τερα επίπεδα αφαίρεσης η ανάγκη για συμφωνία σε βασικούς κανόνες
κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Επειδή παραλείπει εξ ολοκλήρου αυτό
το γενικό συστατικό της σύγχρονης συνείδησης, ο Λιοτάρ εξισώνει τον
χειραφετικό πλουραλισμό με μια οπισθοχώρηση σε αποσπασματικές
και επιμεριστικές μορφές συνείδησης.
Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΛ ΣΗΜΕΡΑ

Οι ασυναρτησίες και οι παραλείψεις του Λιοτάρ, θεωρούμενες ως


το παράδειγμα της αυτοανακηρυχθείσας μεταμοντέρνας φιλοσοφίας,
δείχνουν ορισμένα από τα γενικά θεμελιώδη προβλήματα των μεταδο-
μιστικών θεωρήσεων της νεωτερικότητας. (...) Μελετιόνταςτη στάση
του Λιοτάρ απέναντι στη φιλοσοφία της Ιστορίας, η επιρροή του Νίτσε
στο μεταδομισμό μάς διαβεβαιώνει ότι ο μεταφυσικός χαρακτήρας των
θεωρούν εξισο^νεται με τη συστηματικότητά τους. Για τον Χάμπερμας
όμως δεν είναι η συστηματικότητα που θέτει το πρόβλημα, αλλά το γε­
γονός ότι τα φιλοσοφικά συστήματα -οι ερμηνείες του κόσμου ως συνό­
λου- βασίζονταν σε μία θεμελιώδη αρχή που ήταν απρόσβλητη από την
κριτική έρευνα, ότι παραδοσιακά η φιλοσοφία αντιλαμβανόταν την
οντότητά της ως λόγο που λειτουργούσε σε ένα επίπεδο εντελίός δια-
κριτό από αυτό της εμπειρικής επιβεβαίωσης ή διάψευσης. Ο Χάμπερ­
μας μοιράζεται με τους μεταδομιστές την αίσθηση της κρίσης της φιλο­
σοφίας μετά τον Χέγκελ και της προσπάθειάς της να μεταβεί προς ένα
άλλο περιβάλλον. Συμμερίζεται όμως το υλιστικό επιχείρημα της αρχι­
κής Σχολής της Φρανκφούρτης, προτείνοντας το περιβάλλον αυτό να
έγκειται σε μια πρακτικά προσανατολισμένη συνεργασία ανάμεσα στη
φιλοσοφία και στην εμπειρική κοινιυνική επιστήμη. Μέσα από μια τέ­
τοια συνεργασία, η φιλοσοφία προστατεύει τις κοινωνικές και ανθρω­
πιστικές επιστήμες από την εμπειριστική και μονομερή μυο>πία, ενώ οι
επιστήμες δανείζουν στη φιλοσοφία ένα ουσιαστικό, μη δογματικό πε­
ριεχόμενο. Για τον Χάμπερμας, με άλλα λόγια, δεν είναι η οικουμενι-
κότητα των φιλοσοφικοί αξιώσεων που πρέπει να εγκαταλειφθεί αλ­
λά, αντίθετα, η αξίωσή τους περί αλάθητου. Όμως, μέσα από την κριτι­
κή του για το οικουμενικό, ο μεταδομισμός οδηγείται σε εγκατάλειψη
των συστηματικού/ γνοχπικοη' αξιαχτεων και συχνά σε μια οιονεί αισθη­
τική άρση tojv αξιο)σεων αλήθειας. Το αποτέλεσμα αυτού του ελιγμού,
ωστόσο, είναι ότι οι γνήσιες απόπειρες για κοινωνική και πολιτιστική
ανάλυση καθίστανται ευάλωτες σε ατεκμηρίωτα και άκριτα στοιχεία,
γεγονός που καταδεικνύει τη θεμελιακή αοριστία και τη σοβαροφά­
νεια των γενικοί θεωρήσεων για τη μετανεωτερικότητα.

532
ΤΟ Π ΡΟΤΑ ΓΜ Λ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

Ν Ο Μ Ο Θ Ε Τ Ε Ι ΚΑΙ Δ Ι Ε Ρ Μ Η Ν Ε Ι Σ ΚΕΙΜΕΝΟ \
Z y g rm m l B a u m a n

[...] Π έρα από την αισθητική, οι τομείς που επηρεάζονται περισσότερο


από τη μεταμοντέρνα πρόκληση είναι οι φιλοσοφικοί λόγοι που ενδια-
φέρονται για τα θέματα της αλήθειας, της βεβαιότητας και του σχετικι­
σμού, καθώς κι εκείνοι που ασχολούνται με τις αρχές της κοινωνικής
οργάνωσης. Συχνότατα, αυτοί οι λόγοι δημιουργούσαν νομιμοποιήσεις
για πραγματικότητες ήδη δομημένες από υπάρχουσες ιεραρχίες εξου­
σίας- ωστόσο, οι διαφορές ποι* διακρίνονταν ανάμεσα στη συνάρθρω­
ση της νομιμότητας και στη νομοθεσία ήταν ελάχιστες. Σήμερα, οι ιε­
ραρχίες ούτε ανέπαφες είναι ούτε απειλούνται. Τα καθήκοντα της νο­
μιμοποίησης και της νομοθεσίας φαίνονται ξαφνικά αρκετά μακριά με­
ταξύ τους, μιας και οι λόγοι ανάληψης της νομοθετικής εξουσίας της νο­
μιμοποίησης βαθμιαία διαβρώθηκαν. Πώς μπορεί κανείς να υποστηρί­
ξει τη θέση υπέρ ή κατά μιας μορφής βίου, υπέρ ή κατά μιας εκδοχής
της αλήθειας, όταν αισθάνεται ότι η συλλογιστική κάποιου δεν μπορεί
πλέον να θεσπίσει ότι υπάρχουν δυνάμεις π ίσιο από τις πολλαπλές μορ­
φές ζωής και τις πολλαπλές εκδοχές της αλήθειας που αποκλείεται να
τις αποδοθεί ο χαρακτηρισμός της κατωτερότητας; Αιφνίδιος, το φιλο­
σοφικό ταξίδι προς τη βεβαιότητα που διαρκεί εδώ και διακόσια χρό­
νια όπως και τα οικουμενικά κριτήρια τελειότητας και «ευ ζην» μοιά­
ζουν με ματαιοπονία. Αυτό όμως δε σημαίνει αναγκαστικά ότι δε μας
αρέσουν τα μέρη στα οποία μας οδήγησε* αντιθέτως, είναι η άρνηση
των άλλων να τα θαυμάσουν και να μας ακολουθήσουν μέχρι εκεί που
μας στενόχωρεί και μας παρακινεί να αναζητήσουμε ένα νέο και ισχυ­
ρότερο σκοπό για τον ύμνο που θέλουμε να αναπέμψουμε. Εάν επιθυ­
μούμε να υπερασπίσουμε τον προσανατολισμό του ταξιδιού μας, πρέ­
πει να επαναπροσδιορίσουμε, αναδρομικά, το νόημά του.
Ο Έρνεστ Γκέλνερ είναι ευλόγως ο πιο αφοσιωμένος και ο πιο εμ­
βριθής υπερασπιστής της ιδιαίτερης μορφής βίου που γεννήθηκε στη
βορειοδυτική άκρη της Ευρώπης πριν από τέσσερις αιώ νες κι έχει
υποτάξει κάθε άλλη μορφή ζωής τα τελευταία διακόσια χρόνια. Δική
του είναι, ίσως, η πιο πειστική έκκληση υπέρ της:

Πηγή: B a u m a n Ζ . (1 9 8 8 ). Legislators and Interpreters, C a m b rid g e, P o lity Press, o.


140-144. 533
*

Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΛ ΣΗΜΕΡΑ

Στο σύνολο, μια εκδοχή -μια κοινωνία με πνευματική ανάπτυ­


ξη βασισμένη σε μια σχεδόν ατομισηκή (πρατηγική- μας (ραί­
νεται ανώτερη για διάφορους λόγους που συναρθρώνονται
άκομψα· μόνο αυτό το είδος κοινωνίας μπορεί να κρατήσει στη
ζωή τον τεράστιο πληθυσμό της σημερινής ανθρωπότητας, κι
έτσι να αποφευχθεί μια πραγματικά θηριώδης πάλη μεταξύ
μας για την επιβίωση· μόνο αϊτό μπορεί να μας κρατήσει στο
επίπεδο που έχουμε συνηθίσει· αυτό το είδος, περισσότερο
από τα προηγούμενα, ενδεχομένως να ευνοεί μια φιλελεύθερη
και ανεκτική κοινωνική οργάνωση... Αυτός ο τύπος κοινωνίας
έχει επίσης πολλά γνωρίσματα που δεν είναι ελκυστικά και τα
προσόντα της είναι πολύ αμφίβολα. Στο σύνολο, και με ενδοια­
σμούς, τασσόμαστε υπέρ της· δεν τίθεται όμως ζήτημα μιας
έντεχνης και σαφούς επιλογής. Είμαστε κάπως πιεσμένοι από
την ανάγκη (το φόβο της πείνας κτλ.), κάπως βέβαιοι από την
υπόσχεση της φιλελεύθερης ευμάρειας (την οποία δεν εμπι­
στευόμαστε εντελώς). Έχουμε καταλήξει ότι, ελλείψει καλύτε­
ρ ο ί λόγων, πρέπει να προσαρμοστούμε κάπως μ' αυτούς.
(1984. ο. 2 5 S )

Αυτή η απόφανιτη είναι σεμνή - και, κατά μία έννοια, απολογητική.


Χαρακτηρίζεται από αυτοσυνειδησία όσον αφορά την ανεπάρκειά της,
από την άποψη των υφισταμένων κριτηρίων της κομψοέπειας της φιλο­
σοφικής απόδειξης. Δικαιολογεί το λόγο ύπαρξης της φιλοσοφικής πα­
ράδοσης που αφιέρωσε το βίο και την ενέργειά της στον εξορκισμό του
φαντάσματος του πραγματιστικού σχετικισμού με πραγματιστικούς
όρους - η έσχατη ειρωνεία, τρόπος του λέγειν. Και το επιχείρημα που
χρησιμοποιεί (πάλι αυτοσυνείδητα, είμαι σίγουρος) είναι κυκλικό: αυτό
το σύστημα είναι καλύτερο επειδή ανταποκρίνεται σε (>σα μας δίδαξε να
προτιμούμε - όπως «το επίπεδο στο οποίο έχουμε συνηθίσει». Δεν είναι
τίποτε το εγγενοκ λανθασμένο σ' αυτό το επιχείρημα. Αντιθέτως, φαίνε­
ται πολύ πιο ανθρώπινο και ρεαλιστικό από τη φιλοσοφική κομψοέπεια
την οποία προτείνει να αντικαταστήσει, εφόσον προπα συμφωνήσουμε
να εγκαταλείψουμε τις φιλοσοφικές αξιώσεις για οικουμενικότητα.
Ο συλλογισμός του Γκέλνερ έχει ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα σε
σύγκριση με πολλά άλλα επιχειρήματα, παρόμοια ο)ς προς την εκ των
έσω σεμνότητα, τον πραγματισμό και την κυκλικότητά τους. Είναι έντιμη
534 όσον αφορά το δικό της σκοπό, που είναι η υπεράσπιση του κόσμου τον
ΤΟ Π ΡΟΤΑ ΓΜ Λ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

οποίο εμείς, οι διανοούμενοι της Δύσης, διαμορφώσαμε κατά τους δύο


αιώνες της πρόσφατης δυτικής ιστορίας, στο σχηματισμό της οποίας βοη­
θήσαμε συλλογικά* τον κόσμο αυτό τον βρίσκουμε να προσεγγίζει τα επί­
πεδα που ορίσαμε για μια καλή κοινωνία περισσότερο από κάθε άλλο
κόσμο που γνωρίζουμε. Με άλλα λόγια, το επιχείρημα του Γκέλνερ καθι­
στά σαφή μια υπόθεση για το είδος του κόσμου που μπορεί να προσφε'ρει
(και ε'χει προσφέρει διάφορες παραλλαγές για κάμποσο καιρό) ένα κα­
τάλληλο περιβάλλον για τον δυτικό πνευματικό τρόπο ζωής* και μπορεί
επίσης να δημιουργεί μια ζήτηση για τον παραδοσιακό (νομοθετικό) ρό­
λο που οι Δυτικοί διανοούμενοι έχουν μάθει να παίζουν καλύτερα. Αυτό
καθιστά το επιχείρημα του Γκέλνερ ιδιαίτερα ενδιαφέρον* δείχνει πόσο
δύσκολο, εάν όχι εντελώς αδύνατο, είναι να υποστηρίζεις την ανωτερό­
τητα του δυτικού τύπου κοινωνίας με αντικειμενικούς, απόλυτους ή οι­
κουμενικούς όρους. Στην καλύτερη περίπτωση, το επιχείρημα πρέπει να
είναι συγκροτημένο, πραγματιστικό και κυκλικό, χωρίς ανασχέσεις.
Αλλες αντιδράσεις στη μετανεωτερική κατάσταση τείνουν να είναι
μάλλον πιο αμήχανες. Αιττό που τους σκανδαλίζει ή τους τρομοκρατεί,
και επιθυμούν να διασοκτσυν παρά τις υπαγορεύσεις της λογικής τους,
είναι συχνότατα κρυμμένο πίσω από τις νέες οικουμενικές φιλοσοφίες
της Ιστορίας ή τις οικουμενικές στρατηγικές για τη φιλοσοφία ή/και
την κοινωνική επιστήμη. Ορισμένοι φιλόσοφοι, ίσως οι λιγότερο εν­
διαφέροντες, αρνούνται να παραδεχτούν τις πραγματικότητες που πα­
ρέχουν στα σχετικιστικά επιχειρήματα κάπως διαφορετικά, ενδεχομέ­
νως ισχυρότερα, ερείσματα απ’ ό,τι στο παρελθόν, αντιμετωπίζουν
διαγνιυσεις για τη μη αναγωγιμότητα του πλουραλισμού του κόσμου
ως συλλογική εκτροπή και συνεχίζουν να συγγράφουν «υποσημειιό-
σεις στον Πλάτωνα2». Αλλες παρεμβάσεις, ίσως πιο πολυάριθμες, πι­
θανόν πιο συναρπαστικές και σίγουρα πιο ηχηρές, αντιμετωπίζουν τον
πλουραλισμό απερίσπαστα, αποδέχονται τη μη αναστρεψιμότητά του
και προτείνουν να επανεξεταστεί ο ρόλος του φιλοσόφου ή γενικώς
του διανοουμένου. Αυτές οι παρεμβάσεις μπορούν να μάθουν να λει­
τουργούν σε έναν άκρως πλουραλιστικό κόσμο με την ίδια σοβαρότη-

2. «Safest general characterization of the European tradition is thai il consisi of a


scries of footnotes to Plato», (Ο ασφαλέστερος γενικός χαρακτηρισμός της ευρωπαϊκής
παιδείας είναι ότι σι>γκροτείται από μία σειρά υποσημειιόσεων στον Πλάτωνα) Alfred
North Whitehead, Process a n d R ea lity , a 53, Free Press, 1969. (Σ.τ.Ε.)

Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

τα και όφελος που επεφυλασσε ο ρόλος του νομοθετη κάποτε. Αυτές οι


προτάσεις όμως διατυπώνονται κανονικά, με τρόπο που εμποδίζει αντί
να μας βοηθάει να κατανοήσουμε το σκοπό τους. Αντίθετους, στην πε­
ρίπτωση του Γκέλνερ, οι προτάσεις να εγκαταλειφθεί το όνειρο του
απόλυτου συζητιόνται με απόλυτους όρους. Παρουσιάζονται ως νέες
και βελτιωμένες εκδοχές των παλαιών γενικών θεωριών για την «αν-
θρώπινη φύση» ή και για τη «φύση της κοινωνικής ζωής».
Ανεξάρτητα από τη δομή του επιχειρήματος, όλες οι αντιδράσεις της
δεύτερης κατηγορίας δείχνουν -ρητά ή υπόρρητα- ένα νέο ρόλο που
μπορούν να παίξουν κατά χρήσιμο τρόπο οι διανοούμενοι, με δεδομένη
την ιστορικά συσσωρευμένη σοφία και ικανότητα: το ρόλο των διερμη­
νέων. Με μη αναστρέψιμο πλουραλισμό, μια απίθανη παγκόσμια κλίμα­
κα πάνω σε κοσμοαντιλήψεις και αξίες, και όλες τις υπάρχουσες κοσμο­
αντιλήψεις σταθερά θεμελκυμένες στις αντίστοιχες πολιτιστικές παρα­
δόσεις (πιο σωστά: τις αντίστοιχες αυτόνομες θεσμοποιήσεις της
ισχύος), η επικοινωνία ανάμεσα στις παραδόσεις καθίσταται το μεγαλύ­
τερο πρόβλημα της εποχής μας. Αυτό το πρόβλημα έχει πάψει πια να εί­
ναι προσωρινό* δεν μπορεί κανείς να ελπίζει ότι θα επιλυθεί «εν παρό­
διο» από κάποιου είδους μαζική πνευματική αφύπνιση που θα εγγυάται
η ασταμάτητη πορεία του Αόγου. Αντιθέτως, το πρόβλημα είναι πιθανόν
να παραμείνει μαζί μας για πάρα πολύ χρόνο (εκτός, βεβαίως, αν η
προσδόκιμη ζωή του περικοπεί δραστικά ελλείψει κατάλληλου τονωτι­
κού). Το πρόβλημα, συνεπιυς, απευθύνει επείγουσα έκκληση στους ειδι­
κούς διερμηνείς ανάμεσα στις πολιτιστικές παραδόσεις. [...]
Η πλειονότητα των πιο προσφάτων σημαντικιόν εξελίξεων στη φιλο­
σοφία και στην κοινωνική επιστήμη δείχνει προς την κατεύθυνση αυτής
της λογικής της ειδίκευσης. Ας κατονομάσουμε μερικές μόνο: το πέρα­
σμα από την «αρνητική» στη «θετική» έννοια της ιδεολογίας, σύμφωνα
με την οποία κάθε γνώση στηρίζεται, σε τελειταία ανάλυση, σε ουσιαστι­
κά ανορθολογικές και αυθαίρετες υποθέσεις, που σχετίζονται είτε νομο­
τελειακά είτε τυχαία με μερικώς οροθετημένες παραδόσεις και ιστορι­
κές εμπειρίες. Το πέρασμα αϊτό αντικαθιστά την παλιά διαίρεση ανάμε­
σα στην «ιδεολογική» (ψευδή) γνιόση και στη «μη ιδεολογική» (αληθινή)
γνώση, με μία διάκριση μεταξύ ενός συστήματος γνώσης που δεν έχει
επίγνιυση του τοπικού χαρακτήρα της και ενός που αποκτά αυτή την επί-
γνωση στη διάρκεια του εξορθολογισμού (δηλαδή καθιστώντας επικοι-
536 νωνιακά αποτελεσματική) την ανταλλαγή ανάμεσα σε συστήματα γνώ-
/*

ΤΟ Π ΡΟΤΑ ΓΜ Λ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

σης* η εκ νέου ανακάλυψη της ερμηνευτικής και ο ενθουσιασμός με τον


οποίο φιλόσοφοι και κοινωνικοί επιστήμονες χαιρέτησαν το Αλήθεια και
μέθοδοςτου Γκάνταμερ (Gadamer), ένα μανιφέστο εναντίον της μεθοδι­
κής αλήθειας και της αληθινής μεθόδου, που προσπαθεί να αναπροσδιο­
ρίσει το καθήκον της φιλοσοφίας ή της κοινωνικής επιστήμης όπως αυτό
της διερμηνείας· μια αναζήτηση νοήματος, καθιστώντας καταληπτό «τον
άλλο», καθιστιόντας τον εαυτό κατανοητό -και διευκολύνοντας, έτσι, μια
ανταλλαγή ανάμεσα σε μορφές ζωής- και αφήνοντας χώρο για νέους
επικοινωνιακούς λόγους νοήματος, που διαφορετικά θα παρέμεναν κλει­
στοί ο ένας έναντι του άλλου. Ο νεοπραγματισμός του Ρόρτι, που υποτιμά
την κυριαρχική επιρροή της παράδοσης του Ντεκάρτ, του Λοκ και του
Καντ (Kant), κατά τη διάρκεια τριών αιώνων, ως αποτέλεσμα από ατυχή
ιστορικά ατυχήματα, λαθεμένες επιλογές και συγχύσεις, που διακηρύσ­
σει μια φιλοσοφική αναζήτηση για οικουμενική και αδιάσειστη θεμελίω-
ση της αλήθειας ως από την αρχή άστοχη, και που προτείνει οι φιλόσο­
φοι, αντίθετα, να εστιάσουν την προσοχή τους στη συνέχιση της πολιτι­
σμένης συζήτησης στη Δύση, χωρίς την ανακουφιστική αλλά αποπροσα­
νατολιστική πεποίθηση για την οικουμενική εγκυρότητα.
Καμία από αυτές τις πρόσφατες εξελίξεις δε σηματοδοτεί την απο­
γοήτευση με το είδος του περιβάλλοντος που πρόσφερε η Δύση για την
πραγμάτωση της πνευματικής της τάσης (τουλάχιστον όχι στις επικρα­
τούσες εκδηλώσεις της). Παρά τα φαινόμενα και τον εντυπωσιασμό,
όλες τους αποτελούν τρόπους υπεράσπισης του δυτικού τρόπου ζωής,
υπό τις συνθήκες της καταπόνησης που προκάλεσε η προοδευτική διά­
λυση της βεβαιότητας που κάποτε θεμελιωνόταν στην «προφανή» ανω­
τερότητα της δυτικής κοινωνίας.

ΟΙ Σ Υ Ν Ε Π Ε Ι Ε Σ ΤΗΣ Ν Ε Ω Τ Ε Ρ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α Σ Κ Ε ΙΜ Ε Ν Ο E'
A n th o n y G u ld e n s

Σ ε τι αναφέρεται συνήθως η μετανεωτερικότητα; Εκτός από τη γενική


αίσθηση ότι ζούμε εν μέσω μιας περιόδου κατά πολύ διαφορετικής
από το παρελθόν, ο όρος σημαίνει συνήθως ένα ή περισσότερα από τα

Πηγή: G u ld e n s Α . (1 9 9 0 ). The Consequences of Modernity, C am b rid g e, P o lity Press,


o. 46-53. 537
Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

εξής: πως ανακαλύψαμε ότι τίποτε δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα, μιας


και όλα τα προϋπάρχοντα «θεμέλια» της επιστημολογίας αποδείχτη­
καν αναξιόπιστα* ότι η «Ιστορία» δεν είναι τελεολογική κι επομένως
καμία έννοια «προόδου» δεν μπορεί να τυχει ευλογοφανοΰς υπερά­
σπισης* και ότι δημιουργήθηκε μια νέα κοινωνική και πολιτική ημερή­
σια διάταξη, στην οποία δεσπόζουσα θέση κατέχουν οι οικολογικές
ανησυχίες καθώς και τα νέα κοινωνικά κινήματα εν γένει. Στις μέρες
μας σπανίως κάποιος ταυτίζει τη μετανεωτερικότητα με ό,τι άλλοτε
υπήρξε ευρΰτερα αποδεκτό ως το νόημά της - με την αντικατάσταση
του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό. Η απώθηση αυτής της μετάβα­
σης από την κεντρική σκηνή είναι, στην πραγματικότητα, ένας από
τους βασικούς παράγοντες που παρακίνησαν τις σημερινές συζητήσεις
για την ενδεχόμενη αποσύνθεση της νεωτερικότητας, με δεδομένη την
ολιστική άποψη του Μαρξ για την Ιστορία.
Κατ' αρχάς, ας απορρίψουμε ως ανάξια για σοβαρό προβληματισμό
την ιδέα ότι δεν είναι δυνατή η συστηματική γνώση της ανθρώπινης δρά­
σης ή των τάσεων της κοινωνικής ανάπτυξης. Όποιος θα υποστήριζε μια
παρόμοια άποψη (μολονότι βέβαια δεν είναι εντελώς καινοφανής) ούτε
καν θα έγραφε κάποιο βιβλίο πάνω σ' αυτήν. Η μοναδική δυνατότητα
θα ήταν να απορριφθεί στο σύνολό της η διανοητική δραστηριότητα
-ακόμη και η «παιγνιώδης αποδόμηση»- προς όφελος, λόγου χάρη, της
υγιεινής φυσικής άσκησης. Οτιδήποτε κι αν υποδηλώνει η απουσία της
θεμελίωσης στην επιστημολογία, δεν αφορά κάτι τέτοιο. Ως πιο ευλογο-
φανές σημείο εκκίνησης θα μπορούσαμε να εξετάσουμε το «μηδενισμό»
των Νίτσε και Χάιντεγκερ. Παρά τις διαφορές ανάμεσα στους δύο φιλο­
σόφους, υπάρχει ένας τόπος στον οποίο συγκλίνουν. Συνδέουν, και οι
δυο, τη νεοπερικότητα με την ιδέα ότι η «Ιστορία» μπορεί να αναγνωρι­
στεί ως μια προοδευτική οικειοποίηση των ορθολογικοί θεμελίων της
γνοίσης. Σύμφωνα μ’ αυτούς, κάτι τέτοιο εκφράζεται στην ιδέα της
«υπέρβασης»: η διαμόρφωση νέων αντιλήψειυν χρησιμεύει στην ανα-
γνώριση αυτών που έχουν και εκείνων που δεν έχουν αξία στο συσσω-
ρευμένο απόθεμα γνώσης. Και οι δυο τους θεωρούν απαραίτητο να
απομακρυνθούν από τις θεμελιωτικές αξιώσεις του Διαφωτισμού, αν
και αδυνατούν να τις υποβάλουν σε κριτική από την προνομιακή θέση
ανωτέρων ή καλύτερα θεμελιωμένων αξιώσεων. Ως εκ τούτου, εγκατα­
λείπουν την ιδέα της «κριτικής υπέρβασης» που έχει κεντρική σημασία
για την κριτική που άσκησε ο Διαφωτισμός στο δόγμα.
ΤΟ Π ΡΟΤΑ ΓΜ A ΤΟΥ ΔΙ ΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ Ε ΠΑΝΕΞΕΤΑΣ Η

Ωστόσο, όποιος θεωρεί αυτό μια θεμελιώδη μετάβαση από τη νεω-


τερικότητα στη μετανεωτερικότητα αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες.
Μία από τις κυριότερες αντιρρήσεις είναι προφανής κι αρκετά γνω­
στή. Μιλώντας για τη μετανεωτερικότητα ως υπέρβαση της νεωτερικό-
τητας, είναι σαν να επικαλούμαστε αυτό ακριβώς που διακηρύσσεται
πως (τώρα πλέον) είναι αδύνατον: να παρουσιαστεί η Ιστορία ως συ­
νεκτική ολότητα και να εντοπιστεί με ακρίβεια η θέση μας σε αυτήν.
Επιπλέον, εάν ο Νίτσε ήταν ο βασικός φιλόσοφος που αποσύνδεσε τη
μετανεωτερικότητα από τη νεωτερικότητα, φαινόμενο το οποίο υποτί­
θεται ότι λαμβάνει χώρα επί των ημερών μας, πώς είναι δυνατόν να
προέβλεψε όλα αυτά σχεδόν έναν αιώνα πριν: Γιατί ο Νίτσε ήταν σε
θέση να κάνει μια τέτοια ανακάλυψη δίχως, διακήρυσσε αφειδώς, να
πράξει τίποτε παραπάνω από το να αποκαλΰψει τις κρυμμένες προϋ­
ποθέσεις του ίδιου του Διαφωτισμού;
Είναι δύσκολο να αντισταθεί κανείς στο συμπέρασμα ότι η ρήξη
με το θεμελιωτισμό αποτελεί σημαντική τομή στη φιλοσοφική σκέψη,
έχοντας τις καταβολές της στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Ωστό­
σο, ασφαλούς έχει νόημα να θεωρήσουμε πως έτσι «η νεωτερικότητα
φτάνει στην αυτοκατανόησή της» μάλλον παρά ότι ξεπερνιέται η νεω­
τερικότητα. Αυτό ερμηνεύεται με βάση ό,τι θα ονομάσω προνοιακές
θεωρήσεις. Η σκέψη του Διαφωτισμού, και ο δυτικός πολιτισμός εν
γένει, αναδύθηκε από ένα γενικότερο θρησκευτικό πλαίσιο που έδινε
έμφαση στην τελεολογία και στη θεία χάρη. Η θεία πρόνοια ήταν από
μακρού η καθοδηγητική ιδέα της χριστιανικής σκέψης. Πρώτα απ’
όλα, χωρίς αυτούς τους προγενέστερους προσανατολισμούς, ο Δια­
φωτισμός ούτε καν θα μπορούσε να είχε υπάρξει. Δεν εκπλήσσει διό­
λου, λοιπόν, το γεγονός ότι η υιοθέτηση του ελεύθερου Δόγου ανα-
όιαμόρφιυσε απλιός τις προνοιακές ιδέες μάλλον αντί να τις εκτοπί­
σει. Έ νας τύπος βεβαιότητας (θεϊκός νόμος) αντικαταστάθηκε από
άλλον (τη βεβαιότητα το)ν αισθήσεών μας, την εμπειρική παρατήρη­
ση), και η Θεία Πρόνοια αντικαθίσταται από την προνοιακή πρόοδο.
Εξάλλου, η προνοιακή ιδέα του Λόγου συνέπεσε με την ακμή της ευ­
ρωπαϊκής κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Η αύξηση της ευριοπαϊ-
κής ισχύος, τρόπος του λέγειν, παρείχε την υλική στήριξη στην υπόθε­
ση ότι η νέα θειύρηση του κόσμου θεμελιωνόταν σε στέρεη βάση, που
πρόσφερε συνάμα ασφάλεια και χειραφέτηση από το δόγμα της πα­
ράδοσης.
t

Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

Ωστόσο, τα σπέρματα του μηδενισμού υπήρχαν στη σκέψη του Δια­


φωτισμού ευθύς εξαρχής. Εφόσον η σφαίρα του Λόγου είναι εντελώς
ελεύθερη, καμία γνώση δεν μπορεί να στηριχτεί σε αδιαμφισβήτητα θε­
μέλια, διότι ακόμη και οι πιο ακράδαντα θεμελιωμένες ιδέες θεωρού­
νται έγκυρες «κατ' αρχήν» ή «μέχρι αποόείξειος του εναντίου». Ειδάλ-
λως θα ξεπέσουν σε δόγμα και θα αποσχιστούν από την ίδια τη σφαίρα
του Λόγου που καθορίζει τι είναι, ούτως ή άλλως, εγκυρότητα. Μολο­
νότι πίστευαν πως η μαρτυρία των αισθήσεών μας είναι η πιο αξιόπιστη
πηγή πληροφόρησης που διαθέτουμε, ακόμη και οι πριόιμοι στοχαστές
του Διαφωτισμού είχαν επίγνοκτη πως μια παρόμοια «μαρτυρία» είναι
κατ’ αρχήν ύποπτη. Τα δεδομένα των αισθήσεων σε καμία περίπτωση
δεν παρέχουν απολύτιυς ασφαλή βάση για αξιώσεις πάνω στη γνώση.
Δεδομένου ότι σήμερα έχουμε βαθύτερη επίγνωση πως η αισθητηριακή
βρίθει από θεωρητικές κατηγορίες, γενικώς η φιλοσοφική σκέψη απο-
στρέφεται τον εμπειρισμό. Εξάλλου, μετά τον Νίτσε έχουμε σαφώς με­
γαλύτερη επίγνωση για την κυκλικότητα του Λόγου, καθώς και για τις
προβληματικές σχέσεις μεταξύ γνώσης και εξουσίας.
Αυτές οι εξελίξεις, αντί να μας πηγαίνουν «πέρα από τη νεωτερικό-
τητα», μας παρέχουν πληρέστερη κατανόηση του στοχασμού που προ­
σιδιάζει στη νεωτερικότητα. Η νεωτερικότητα δεν είναι προβληματική
μόνο εξαιτίας της κυκλικότητας του Λόγου, αλλά και επειδή η φύση αυ­
τής της κυκλικότητας προκαλεί τελικά αμηχανία. Πώς είναι δυνατόν να
δικαιολογήσουμε την αφοσίωση στο Λόγο εν ονόματι του Λόγου; Πα-
ραδόξως, ήταν οι λογικοί θετικιστές που ενεπλάκησαν άμεσα με αυτό
το ζήτημα, ως αποτέλεσμα των επίμονων προσπαθειιόν τους για την
αφαίρεση όλων των υπολειμμάτων παράδοσης και δόγματος από την
ορθολογική σκέψη. Η νεωτερικότητα αποδεικνύεται αινιγματική στον
πυρήνα της και δε φαίνεται να υπάρχει τρόπος να «ξεπεραστεί» αυτό
το αίνιγμα. Έχουμε μείνει με ερωτήματα εκεί όπου άλλοτε φαινόταν να
υπάρχουν απαντήσεις... Η γενική επίγνωση του φαινομένου γεννά ανη­
συχίες που πιέζουν τον καθένα.
Η μετανεωτερικότητα δε σχετίζεται μόνο με το τέλος του θεμελιω-
τισμού αλλά και με το «τέλος της Ιστορίας». [...] Η «Ιστορία» δε διαθέ­
τει εγγενή μορφή ούτε βέβαια τελεολογία. Μπορούν να συγγραφούν
πολλές ιστορίες, αλλά δεν μπορούν να αναφερθούν σε κάποιο αρχιμή­
δειο σημείο για να στηριχτούν (όπιυς η ιδέα ότι η Ιστορία διαθέτει μια
540 εξελικτική κατεύθυνση). [...]

-
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΓ10 ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

Η ρήξη με προνοιακές απόψεις για την Ιστορία, η αποσάθρωση του


θεμελιωτισμού, μαζί με την ανάδυση της ατεκμηρίωτης μελλοντολογι-
κής σκέψης και την «εξάντληση» της προόδου λόγω της συνεχούς αλ­
λαγής διαφέρουν σε τέτοιο σημείο από τις απόψεις που αποτελούν τον
πυρήνα του Διαφωτισμού, ώστε δικαιολογούν την άποψη πως έλαβαν
χώρα σημαντικές μεταβολές. Ωστόσο, το να αναφερόμαστε σ’ αυτές
ως μετανεωτερικότητα αποτελεί σφάλμα που δυσχεραίνει τη σωστή
κατανόηση της φύσης τους και των συνεπειών τους. Οι ζεύξεις που
έλαβαν χιόρα πρέπει να θεωρηθούν αποτέλεσμα της αυτό -δ ιασάφη σης
της σύγχρονης σκέψης, καθίός παραμερίζονται τα υπολείμματα της πα­
ράδοσης και των προνοιακιόν αντιλήψεων. Δεν απομακρυνθήκαμε
από τη νεωτερικότητα, αλλά ζούμε σε μια φάση ριζοσπαστικοποίησής
της.
Η βαθμιαία παρακμή της ευρωπαϊκής ή δυτικής παγκόσμιας ηγεμο­
νίας, η άλλη πλευρά της οποίας είναι η αύξουσα επέκταση των σύγχρο­
νων θεσμών σε παγκόσμια κλίμακα, αποτελεί σαφώς μια από τις κύ­
ριες επιδράσεις της. Η προβαλλόμενη «παρακμή της Δύσης», βέβαια,
αποτέλεσε «μονομανία» ορισμένων συγγραφέων ήδη από τα τέλη του
19ου αιώνα. Σ ’ αυτά τα συμφραζόμενα, η συγκεκριμένη έκφραση ανα­
φερόταν κατά κανόνα στην κυκλική αντίληψη για την ιστορική αλλαγή,
όπου ο σύγχρονος πολιτισμός θεωρείται απλώς και μόνο ως ένας περι­
φερειακά εντοπισμένος πολιτισμός μεταξύ άλλων που προηγήθηκαν
σε άλλες περιοχές του κόσμου. Οι πολιτισμοί διαθέτουν περιόδους νε­
ότητας, ωριμότητας και γήρατος και, καθώς αντικαθίστανται από άλ­
λους, η τοπική κατανομή της παγκόσμιας ισχύος μεταβάλλεται. Όμως,
η νεαπερικότητα δεν είναι ένας πολιτισμός μεταξύ άλλων, σύμφωνα με
την ασυνεχή ερμηνεία που πρότεινα παραπάνω. Η παρακμή της δυτι­
κής επιρροής στον υπόλοιπο κόσμο δεν είναι αποτέλεσμα της φθίνου-
σας επίδρασης όσων θεσμών πρωτοεμφανίστηκαν στη Δύση αλλά,
αντιθέτως, αποτέλεσμα της παγκόσμιας εξάπλωσής τους. Η οικονομι­
κή, πολιτική και στρατιωτική ισχύς που έδωσε την πρωτοκαθεδρία στη
Δύση [...] δε διαφοροποιεί πλέον σαφώς τις δυτικές χώρες από άλλες
σε άλλα σημεία της Γης. Μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτή τη διαδικα­
σία ως παγκοσμιοποίηση yόρος που πρέπει να έχει βασική θέση στο λε­
ξιλόγιο των κοινωνικών επιστημών. [...]
Με τους όρους αυτής της ανάλυσης είναι εύκολο να κατανοήσουμε
γιατί η ριζοσπαστικοποίηση της νεωτερικότητας είναι τόσο προβληματι-

Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΛ ΣΗΜΕΡΑ

κή και τόσο σημαντική. Τα πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά της -η απο­


σύνθεση τον εξελικτισμον. η εξαφάνιση της ιστορικής τελεολογίας, η ανα­
γνώριση της συνολικής, συστατικής αναστογ αστικότη τας, μ α ζί με την
ολοσχερή εξασθένηση της προνομιακής θέσης της Δ ύσης- μας μετακι­
νούν σ έναν νέο και ανησυχητικό κόσμο εμπειρίας. Εάν σε αυτή την πε­
ρίπτωση το «εμείς» αναφέρεται κατά κύριο λόγο σε όσους ζουν στην
ίδια τη Δύση -ή, για την ακρίβεια, στους εκβιομηχανισμένους τομείς του
κόσμου- είναι κάτι που οι συνέπειες του γίνονται παντού αισθητές.

ΚΕΙ ΜΕΝΟ ΣΤ' Φ Ε Μ Ι Ν Ι Σ Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Λ Ο Γ Ι Α : ΕΝΑ Α Δ Υ Ν Α Τ Ο Σ Χ Ε Δ Ι Ο ;


Margareta Hallberg

Στην παρούσα εργασία θα ασχοληθιό με ορισμένα από τα προβλήμα­


τα που αντιμετωπίζει το φεμινιστικό επιστημολογικό σχέδιο. Μπορεί
να σχηματίζονται με διάφορους τρόπους, όμως υπάρχουν τρεις, τουλά­
χιστον, εντάσεις και αντιθέσεις που εμφανίζονται να είναι οι πιο σημα­
ντικές και σχετικές με την παρούσα συζήτηση· οι εξής:
1. Η ένταση ανάμεσα στον αντικειμενισμό και στο σχετικισμό.
2. Το πρόβλημα της κοινωνικής διάστασης στη σκέψη των ανδρών
και των γυναικών.
3. Η αντίθεση ανάμεσα στις διαφορετικές ερμηνείες της έννοιας
του όρου «διαφορά». [...]

Λντικειμενισμός και σχετικισμός


Υπάρχουν πολλοί περισσότερο ή λιγότερο επεξεργασμένοι ορισμοί αυ­
τών των δύο όρων, όμως θεωρώ πως ο Ρίτσαρντ Μπέρνσταϊν στο βιβλίο
του Beyond Objectivism and Relativism (Πέρα από τον αντικειμενισμό
και το σχετικισμό) (1984, σ. 4-5) δίνει έναν αξιόλογο ορισμό. Γράφει:
Με τον όρο «αντικειμενισμός», εννοώ τη βασική πεποίθηση ότι
υπάρχει ή πρέπει να υπάρχει κάποια μόνιμη, αν-ιστορική μή­
τρα ή πλαίσιο που μπορούμε τελικά να επικαλεστούμε για να
προσδιορίσουμε τη φύση της ορθολογικότητας, της γνώσης, της
αλήθειας, της πραγματικότητας, του καλού ή της ορθότητας...
Στην καθαρότερη μορφή του, ο σχετικισμός είναι η βασική
542 πεποίθηση ότι όταν στρεφόμαστε στην εξέταση αυτών των
ΤΟ Π ΡΟΤΑ I MA ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

εννοιών που οι φιλόσοφοι έχουν θεωρήσει πιο θεμελιακές


(...) είμαστε αναγκασμένοι να αναγνωρίζουμε ότι στην τελι­
κή ανάλυση όλες αυτές οι έννοιες πρέπει να γίνονται κατα­
νοητές ως σχετικές με ένα συγκεκριμένο εννοιακό σχήμα,
θεωρητικό πλαίσιο, παράδειγμα, μορφή βίου, κοινωνίας ή
πολιτισμού...

Στην κατηγορία των αντικειμενιστιόν ο Μπέρνσταίν εννοεί να συ­


μπεριλαμβάνει όχι μόνο τους ορθολογιστές και τους εμπειριστές αλλά
επίσης τους θεμελιωτιστές και τους ουσιοκράτες. Ο σχετικισμός, από
την άλλη μεριά, προσδιορίζεται ως η διαλεκτική αντίθεση του αντικει-
μενισμου. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτός ο ορισμός είναι πολύ πε­
ριεκτικός όσον αφορά τον αντικειμενισμό και ότι παραβλέπει ορισμέ­
νες από τις κεντρικές θέσεις του σχετικισμού. (...) Για τους δικούς μου
σκοπούς όμως αυτή η αντιπαράθεση των δύο αντίθετων τάσεων έχει το
πλεονέκτημα ότι μας προειδοποιεί σχετικά με ορισμένες από τις ασύμ­
βατες τάσεις στις φεμινιστικές επιστημολογίες.
Εν συντομία, το πρόβλημα μπορεί να περιγράφει ως εξής: εάν η
υπάρχουσα «παραδοσιακή» γνώση θεωρείται ψευδής, και όχι απλώς
ανεπαρκής λόγω της μεροληπτικότητάς της, πρέπει να υπάρχουν δυνα­
τότητες για μια (πιο) αληθινή γνώση. Επίσης, πρέπει να υφίστανται
αληθοφανείς και βάσιμοι τρόποι εξήγησης του γιατί η παραδοσιακή
γνιίκτη είναι προκατειλημμένη υπέρ του ανδρικού φύλου, ενώ η φεμινι­
στική γνώση δεν είναι. Εάν και τα δύο είδη γνώσης, η «ανδρική» και η
«γυναικεία» (ή φεμινιστική), θειυρούνται προκατειλημμένα, είμαστε
αντιμέτωποι με ένα είδος σχετικισμού που συνεπάγεται ότι οι διαφο­
ρετικές απόψεις είναι είτε εξίσου αληθείς είτε εξίσου ψευδείς. Ορι­
σμένες φεμινιστικές θεωρίες έχουν την τάση να προσυπογράφουν αυ­
τή την άποψη, την οποία όμως δε θα την αποκαλούσα αντιπροσωπευτι­
κή, τουλάχιστον μεταξύ των φεμινιστρκόν φιλοσόφων.
Αν δεν υποθέσει κάποιος ότι οι προκατειλημμένες υπέρ των αν-
δριυν θειυρίες παραμορφώνουν την πραγματικότητα και παραποιούν
το πώς έχουν τα πράγματα, είναι δύσκολο να κατανοήσει μεγάλο μέ­
ρος της φεμινιστικής επιστημονικής κριτικής. Αυτί) η παραδοχή όμως
τείνει να καταλήγει σε κάποιο είδος αντικειμενισμού. Όμως, ο αντι-
κειμενισμός σχετίζεται ταυτόχρονα με μια ανδροκρατική επιστημολο­
γία, στην οποία ανατίθεται ανοιχτά ο φεμινισμός. Προσγειωνόμαστε

Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

έτσι στη δύσκολη κατάσταση να υπερασπιζόμαστε ένα είδος «φεμινι­


στικού αντικειμενισμοΰ», ενώ απορρίπτουμε όλες τις υπόλοιπες μορ­
φές αντικειμενιστικών αξιώσεων. Κατά συνέπεια, οι φεμινιστικές επι­
στημολογίες χρειάζονται πολΰ ισχυρά και πειστικά επιχειρήματα. Θα
πρέπει να απαντήσουν σε ορισμένα πολύπλοκα ερωτήματα σχετικά με
το γιατί οι γυναίκες και/ή η φεμινιστική πρακτική προσφέρουν σιυστές
ερμηνείες για το πώς έχουν τα πράγματα και γιατί είναι οι μοναδικές
που απολαμβάνουν αυτή την προνομιακή κατάσταση. [...]
Συνεπιός, μια τέτοια θεωρία γνώσης αναμφίβολα δεν είναι σχετικι-
στική, ιπο βαθμό που δεν υποστηρίζει την άποψη ότι υπάρχουν πολλές
εξίσου ορθές συλλήψεις της πραγματικότητας. Χρησιμοποιώντας τον
ορισμό του Μπέρνσταίν, μπορούμε να την αποκαλέσουμε αντικειμενι-
στική άποψη - η οποία διατηρεί μια αρχή που αφορά κάποιου είδους
θεμέλια για τη γνώση. Η φεμινιστική εκδοχή του αντικειμενισμοΰ ανα-
φέρεται ως «φεμινιστική επιστημολογική άποψη». Στηρίζεται στον
ισχυρισμό ότι οι γυναίκες έχουν μία προνομιακή γνωστική θέση στην
κοινωνία, έτσι ώστε η γνώση τους είναι ανώτερη από εκείνη των αν-
δρών. Αυτή η προνομιακή θέση θεωρείται ριζωμένη ή παραγόμενη από
τις εμπειρίες των γυναικών, προσδιορισμένες με μια ευρεία έννοια.
Το περίγραμμα των φεμινιστικών επιστημολογιών μόλις είχε απο­
κτήσει μια διακριτή ταυτότητα, όταν αμφισβητήθηκαν από μεταμο­
ντέρνες ή αντι-θεμελιωτικές απόψεις. Ακόμη και αν αυτή η μεταμο­
ντέρνα τάση δεν είναι καθόλου ενιαία και έχει πολλές διακυμάνσεις
απόψεων όσον αφορά την αντίθεσή της στη νεωτερικότητα, ορισμένες
από τις κριτικές υποθέσεις και τους στοχασμούς της είναι ιδιαίτερα
σημαντικές όταν κρίνονται από μια φεμινιστική προοπτική. Εν συντο­
μία, η κριτική θέση της είναι, πράγματι, ριζοσπαστική, επειδή αμφι­
σβητεί αυτό που βρίσκεται στη ρίζα ολόκληρου του προτάγματος του
Διαφωτισμού, δηλαδή την ίδια την ιδέα της θεμελίωσης της γνώσης.
Ο «αντι-θεμελιωτισμός» απορρίπτει όλες τις διχοτομίες πάνω στις
οποίες στηρίζεται η επιστημολογία του Διαφωτισμού, συμπεριλαμβα­
νομένων των εξής: υποκείμενο/αντικείμενο, ορθολογικό/ανορθολογι-
κό, λογική/συναίσθημα και γλώσσα/πραγ ματ ικότητα. Απορρίπτει, επί­
σης, τον συνεκτικό και ενιαίο εαυτό, ένα ορθολογιστικό και ατομικι-
στικό μοντέλο γνώσης και τη δυνατότητα της μεταγλώσσας. Το γνωστι­
κό «υποκείμενο» θεωρείται πάντοτε ετερογενές και κοινωνικά κατα­
544 σκευασμένο, επομένως απορρίπτονται όλα τα είδη ουσιοκρατίας.
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

Από αυτές τις αντιρρήσεις στις ιδέες του Διαφωτισμού προκύπτει,


μεταξύ άλλων, ότι η «αλήθεια» είναι πάντοτε πολλαπλή και σε ορισμένο
πλαίσιο και ότι η ίδια η επιστημολογία πρέπει να αμφισβητηθεί. Όλη η
σκέψη είναι προκατειλημμένα] και δεν υπάρχει θέση στήριξης μιας σω­
στής άποψης με απόλυτη έννοια. Οι μεταμοντέρνες προκλήσεις, όταν
ληφθούν σοβαρά, υπονομεύουν το φεμινιστικό επιστημολογικό έργο,
εκτός εάν η ιδέα μιας νέας προνομιακής γνωστικής θέσης μπορεί να τύ-
χει υπεράσπισης. Στη δική μου ανάγνωση της επιστημολογικής φεμινι­
στικής άποψης, το κρίσιμο θέμα του προσδιορισμού της αληθοφάνειάς
του είναι σε ποιο βαθμό θεωρείται εύλογο να υποστηριχθεί η εμπειρία
των γυναικών ως νομιμοποίηση μιας θεμελίωσης για τη γνώση. Για να
εξετάσουμε αυτό το θέμα, θα στραφώ τώρα στη δειπερη από τις παρα­
πάνω αναφερθείσες εντάσεις στη φεμινιστική επιστημολογία.

Το πρόβλημα με την κοινωνική διάστασι/ στη σκέψη ανδρών και


γυναικών
Μεγάλο μέρος από τη φεμινιστική κριτική της παραδοσιακής επιστή­
μης και της φιλοσοφίας της προϋποθέτει ότι τα αποτελέσματα της νεω-
τερικής επιστημολογίας προκύπτουν από έναν ανδρικό τρόπο γνώσης,
που, βεβαίως, με τη σειρά του υποθέτει ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη
ανδρική μορφή σκέψης. Η επιστημονική επανάσταση, για παράδειγ­
μα, έχει αναλυθεί όσον αφορά το αποκαλούμενο «μεταφορικό σχήμα
λόγου του κοινωνικού φύλου», όπου υποστηρίζεται ότι η συγκεκριμένη
γλώσσα που χρησιμοποιείται από τους νέους επιστήμονες και τους φι­
λοσόφους εκφράζει έναν ανδρικό τρόπο σκέψης και αντίδρασης. Ορι­
σμένες φεμινίστριες, όπως η Μαίρη Ντέιλι [...] ή η Ντέιλ Σπέντερ [...]
μαζί με τις Γαλλίδες φεμινίστριες από τη Σχολή της Αποδόμησης, ισχυ­
ρίστηκαν ότι η θεωρία όσο και η γλώσσα είναι προκατειλημμένες υπέρ
των ανδρών και εντελώς διαποτισμένες από την ανδρική οπτική. Ανα­
γνωρίζουν στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού έναν ξεχωριστό ανδρι­
κό τρόπο σκέψης. Στενά συσχετισμένη με αυτή την άποψη είναι η ιδέα
του ουσιαστικού θηλυκού. Η Ντέιλι δεν είναι παρά ένα παράδειγμα
φεμινιστρκύν που υποστηρίζουν την επιστροφή στο επίκεντρο της θη­
λυκότητας. Φαίνεται ότι οι περισσότερες φεμινίστριες, που εμπλέκο­
νται στην επιστημολογική στροφή, υποστηρίζουν την άποψη αυτή με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κι έτσι πιστεύουν ότι οι θεμελιώδεις διχοτο-

»
H NEQTEPI KOTHTA ΣΗΜΕΡΑ

μίες στη σκέψη του Διαφωτισμού είναι ριζωμένες στη διχοτομία αν-
δρών/γυναικών. Κατά την άποψή μου, είναι πάρα πολύ περιεκτική -
δεν αφήνει χώρο να όιακριθούν ανδρικές όψεις στη σκέψη ή στα προϊ­
όντα της σκέψης, από όψεις που δεν έχουν πάρει καθόλου χαρακτήρα
φύλου. Τείνει να βλέπει κάθε ιδέα (για παράδειγμα, στη φιλοσοφία ή
στη μεταθεωρία) για το καθετί ως προκατειλημμένη υπέρ των ανδρών,
ως εάν η ηγεμονία των κυρίαρχων εννοιών ήταν πλήρης. Η πατριαρχία
μοιάζει ελεύθερη συγκρούσεων και αντιφάσεων, συνολικά κυριαρ­
χούμενη από μια ενιαία ανδρική αντίληψη. (...)
Δεύτερον, οι υποθέσεις που παρατέθηκαν στηρίζονται πάρα πολύ
στις δημοφιλείς απόψεις για την τυπικά ανδρική και γυναικεία συμπε­
ριφορά, στερεότυπες εκδοχές για το πώς, υποτίθεται, πρέπει να ενερ­
γούμε και να σκεφτόμαστε αντανακλώνται στις στάσεις αυτές. Οι συ­
γκεκριμένες απόψεις εύκολα πέφτουν σε αμηχανία, σχετικά με την αν­
δρική ορθολογικότητα και στη γυναικεία διαίσθηση, τον σαφή ανδρι­
κό τρόπο σκέψης σε αντίθεση με τον γυναικείο τρόπο συναισθηματι­
κής σκέψης, δίχως να δίνεται προσοχή στη δυνατότητα μιας διαλεκτι­
κής αλληλεπίδρασης των δύο φύλιυν ανάμεσα στις δύο αρχές: του αν­
δρικού και του γυναικείου.
Συνεπώς, εάν είναι εύλογη η βάση στην οποία στηρίζεται το επιχεί­
ρημα, προϋποθέτει ριζικά διαφορετικές εμπειρίες μεταξύ ανδριον και
γυναικών και ιδιαίτερα όμοιες και σχετικές με το κοινωνικό φύλο
εμπειρίες μέσα στα δύο φύλα. Η δυσκολία έγκειται, πρώτα απ’ όλα,
στο ότι είναι προβληματικός ο ορισμός της κοινοτικότητας σε όλες τις
εμπειρίες των γυναικιυν και των ανδριυν. (...)
Οι πολλές δυσκολίες στην εννοιολόγηση του όρου «εμπειρία», κα-
θιός και τα προβλήματα με τον ορισμό τόσο των κατηγοριιυν του άνδρα
και της γυναίκας, έχουν αναγνωριστεί σε πρόσφατες φεμινιστικές επι­
στημολογικές συζητήσεις. Έ χει γίνει παραδεκτό, για παράδειγμα, ότι
υπάρχουν πολλές εμπειρίες γυναικιυν και ότι, ως εκ τούτου, είναι δυνα­
τόν να υποστηριχθεί ότι, επιστημολογικά, όλες οι γυναίκες -λεσβίες,
μαύρες, της εργατικής τάξης ή του Τρίτου Κόσμου- έχουν διαφορετική
γνιυση, ανάλογα με την ένταξή τους. Συνεπιυς, ένα πρόβλημα για μια
φεμινιστική ιδεολογία βασισμένη στην εμπειρία είναι ότι η αναγνώριση
των διαφοριόν φαίνεται να προϋποθέτει να προβάλλουμε διαφορετικές
ομάδες συμφερόντιυν. Ο «πλουραλισμός» ενδέχεται να φαίνεται ότι
546 επιλύει προβλήματα στο εσωτερικό του φεμινισμού, αλλά δε σημαίνει

I
I
ΤΟ ΝΡΟΤΑΓΜΑ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

αναγκαστικά ότι η θέση του φεμινισμού ενισχΰεται επιστημολογικά


έναντι άλλων θεωριών. Το κύριο ερώτημά μου, από την άποψη αυτή, εί­
ναι: Σε ποιο σημείο θα γίνει η οροθέτηση; Γιατί να μην προσθέσουμε
ακόμη περισσότερες κατηγορίες, όπως νέες γυναίκες, ηλικιωμένες, έγ­
γαμες ή άγαμες, γυναίκες με παιόιά ή χωρίς, γυναίκες με πανεπιστη­
μιακή μόρφωση, επαγγελματίες και ουτω καθεξής...; Θεωροί ότι αυτός
ο πολλαπλασιασμός ομάδων και ειδικών συμφερόντων δείχνει ότι, με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο, καταλήγουμε στον ακραίο υποκειμενισμό.
Από την άλλη, εάν οι γυναίκες δε θεωρείται ότι διαθέτουν κάποια κοι­
νά χαρακτηριστικά από επιστημολογική άποψη, ποιος είναι ο λόγος να
διακρίνουμε τη σκέψη των γυναικών από αυτή των ανδριύν, αφού δεν
προσθέτει κάτι επιστημολογικά σημαντικό;
Με δεδομένα όλα αυτά, πώς θεμελιώνουμε τότε μια φεμινιστική
επιστημολογία; Δε νομίζω ότι υπάρχει εφικτός τρόπος να γίνει κάτι τέ­
τοιο. Με το να καθιστούμε, κατά τρόπο ακραίο, προνομιακές τις πολλα­
πλές εμπειρίες, ενδέχεται να οδηγηθούμε σε μια ιδιαίτερα σχετικιστική
αντίληψη για τη γνώση και να καταλήξουμε έτσι σε ένα αντι-επιχείρη-
μα που θα αμβλύνει τη φεμινιστική επιστημολογική άποψη. Αυτό είναι
ακόμη πιο εμφανές στο σημείο έντασης της φεμινιστικής θεωρίας, στο
οποίο θα στραφώ ταίρα.

Η αντίθεση ανάμεσα στις διαφορετικές ερμηνείες της έννοιας


«διαφορά»
Ό πως ήδη είπαμε, η εννοιολόγηση της διαφοράς έχει πρόσφατα γίνει
πιο πολύπλοκη στο φεμινιστικό λόγο. Μέχρι πρόσφατα η «διαφορά»
σχετιζόταν κυρίως με τις διαφορές ανάμεσα στις δύο βασικές κατηγο­
ρίες - άνδρες και γυναίκες. Αυτές καθαυτές οι κατηγορίες δε θεωρού­
νταν ιδιαίτερα προβληματικές. Η νέα πολιτική όμως, λαμβάνοντας
υπόψη τις διαφορές στο εσοπερικό αυτών των κατηγορούν, αμφισβη­
τεί σήμερα τις συμβατικές φεμινιστικές διεκδικήσεις. Είναι σαφές ότι
πρέπει να γίνουν διάφορες τροποποιήσεις, ώστε η έννοια της «διαφο­
ράς» να χρησιμοποιείται με εποικοδομητικό τρόπο ιπο παρόν πλαίσιο.
Έ χω βεβαίως συνάμα επίγνωση των δυσκολκύν της ακριβούς μετά-
πλασής της στη φεμινιστική σκέψη.
Ο όρος «διαφορά» πηγάζει από το «μεταδομιστή» φιλόσοφο Ζακ
Ντεριντά και είναι πρωταρχικής σημασίας στη συζήτηση πολλιύν θεω­
Η ΝΕΩΤΕΡΙ ΚΟΤΗΤΛ ΣΗΜΕΡΑ

ρητικών σήμερα. Στα συμφραζόμενα της φεμινιστικής θεωρίας, ο όρος


εμφανίστηκε ταυτόχρονα με τις αντιθετικές τάσεις, που έχω ήδη περι­
γράφει σε γενικές γραμμές, ρέοντας από τους μεταμοντέρνους και
από εκείνους που είναι αντίθετοι στη θεμελίωση της γνώσης...
Πιο σημαντικό, όσον αφορά το φεμινιστικό λόγο, είναι ότι η κατα­
νόηση της διαφοράς μεταξύ των γυναικών είναι ένα θέμα που διατρέ­
χει την ιδέα μιας κοινής φεμινιστικής εμπειρίας. Έ ν α από τα κύρια
επιτεύγματα της μεταδομιστικής ανάλυσης για τη διαφορά είναι η
άσκηση κριτικής και η αποδόμηση του «ενιαίου υποκειμένου», δηλαδή
του ανθριύπου του Διαφωτισμού, του/της αυθύπαρκτου/της και ικα-
νού/ής να κατανοεί άλλα πρόσωπα. [... ]
'Οταν οι φεμινίστριες χρησιμοποιούν τη μεταδομιστική έννοια της
«διαφοράς», στην πραγματικότητα δεν ενσωματιύνουν αυτή καθαυτή
την έννοια. Εκείνο που προκύπτει είναι ένας νέος τρόπος ενασχόλησης
με τη φιλοσοφία, μία από τις βασικές θέσεις της οποίας είναι η απόρρι­
ψη της λογικής ταυτότητας. Πολλές φεμινίστριες φαίνεται ότι αναφέρο-
νται στα πολλαπλά υποκείμενα που θα ερμηνεύονται ταυτόσημα σε μια
ιδειύόη κατάσταση. Βρίσκουμε, συνεπούς, ένα χάσμα ανάμεσα στην κα­
τανόηση της «διαφοράς» ως όρου, που υποδηλώνει πολλές διαφορετι­
κές πραγματικότητες, και στη θειύρησή της ως κύριοί’ στηρίγματος για
την αντίθεση στις ενιαίες, προκείμενες και περιορισμένες οντότητες.
Μόνο στην πρώτη περίπτωση είναι χρήσιμη και πολύτιμη για την υπε­
ράσπιση της φεμινιστικής επιστημολογικής άποψης, θεωρώντας την
πολλαπλότητα της φεμινιστικής εμπειρίας και «πραγματικότητας» ως
πιθανό πεδίο θεμελίωσης. Ωστόσο, η «διαφορά» με τη μεταδομιστική
έννοια διαλύει το ενιαίο υποκείμενο οπουδήποτε συγκροτείται* έτσι,
υπονομεύει ριζικά τη δυνατότητα καθορισμού οποιοσδήποτε βάσης για
την επιστημολογική στροφή στη φεμινιστική θεωρία.
Το πρόβλημα που αφορά τη φεμινιστική χρήση των μεταμοντέρνων
επιρροών επιδεινώνεται περισσότερο από το γεγονός ότι, ενώ δεν
υπάρχει ένας μοναδικός τρόπος εννοιολόγησης για τη διαφορά του
φύλου, τουλάχιστον όχι με κάποια σταθερή και σημαντική έννοια,
εντούτοις η καταπίεση των γυναικών δεν είναι καθαρά ιδεολογική ή
στο επίπεδο του λόγου. Η μεταμοντέρνα στροφή σ’ αυτή καθαυτή τη
γλώσσα είναι ο προσδιοριστικός παράγοντας που δεν εκφράζει απλώς
αλλά πλάθει τη συνείδηση, δεν παρέχει μια κατάλληλη και επαρκή
εξήγηση ανάμεσα στις σχέσεις εξουσίας και στις κυρίαρχες δυνάμεις.
ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ TOY ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

Υπάρχουν βεβαίως ορισμένοι σημαντικοί δεσμοί ανάμεσα στο μετα-


δομισμό και στο φεμινισμό που χρειάζονται περισσότερη επεξεργα­
σία, αλλά δεν τάσσονται υπέρ της επιστημολογίας.

Συμπέρασμα
Έ δω σα έναν κριτικό απολογισμό των προσπαθειών να συγκροτηθεί
μια επιστημονική επιστημολογία, εντοπίζοντας τρία κύρια σημεία στη
φεμινιστική θεώρηση. Έ χ ει υποστηριχθεί ότι κανένα από τα προβλή­
ματα δεν μπορεί να επιλυθεί σε θεωρητικό επίπεδο. Η ένταση ανάμε­
σα στον αντικειμενισμό και στο σχετικισμό είναι εγγενής στη φεμινι­
στική επιστημολογική άποψη και δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Είτε θα
υπάρχει φεμινιστική αντικειμενιστική άποψη θεμελιωμένη στη θέση
των γυναικών στην κοινωνία είτε δε θα υπάρχει. Εάν αναγνωριστεί ότι
υπάρχουν πολλές διαφορετικές, και ορισμένες φορές αναγκαστικά
αντιφατικές, «απόψεις γυναικών», δεν είναι δυνατό να υπάρξει τρό­
πος να αποφασιστεί ποια είναι η αντικειμενική.
Επιπλέον, προσπάθησα να δείξω ότι η «εμπειρία», όταν χρησιμο­
ποιείται ως βάση για γνώση, είναι εξαιρετικά ασαφής όρος. Οι εμπει­
ρίες επηρεάζονται πάντοτε από τα συμφραζόμενα που τις περικλείουν
και, συνεπώς, ποτέ δεν είναι συνεκτικές ή ταυτόσημες για όλες τις γυ­
ναίκες. Ακόμη κι αν όλες οι γυναίκες συμμερίζονταν ορισμένες «καθο­
ριστικές» εμπειρίες, δεν είναι καθόλου σαφές ότι θα απέφερε το ίδιο
είδος γνώσης.
Απορρίπτιο την εμπειρία ως θεμελίωση της φεμινιστικής επιστημο­
λογίας και αντιτίθεμαι στις προτάσεις ότι οι άνδρες και οι γυναίκες
προσεγγίζουν με διαφορετικούς τρόπους τη γνώση. Απορρίπτω επίσης
την ιδέα ότι οι φιλοσοφικές και επιστημονικές έννοιες επηρεάζονται
απόλυτα από το φύλο. Οι φεμινιστικές επιστημολογικές αμφισβητή­
σεις της επιστήμης είναι, κατά την άποψή μου, ιδιαίτερα σημαντικές
και πολύτιμες, στο μέτρο που εντοπίζουν, και συμβάλλουν στην ανα­
γνώρισή τους, ομάδες και προβλήματα που αγνοούνταν μέχρι πρόσφα­
τα* συνεπούς, στην πορεία οι φεμινίστριες φωτίζουν νέα και σημαντικά
πεδία που χρειάζονται έρευνα. [...]
4

Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΣΗΜΕΡΑ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Bauman Ζ. (1988), L egisla to rs a n d Interpreters, Cambridge, Polity Press.


Bernstein R. (επιμ.), H a b e rm a s a n d M o d ern ity, Cambridge, Polity Press.
Callinicos A. (1990), «Reactionary· postmodernism», στο Boyne R. και Rattansi A.
(επιμ.). P o stm o d e rn ism a n d S o ciety, London, Macmillan.
Dews P. (1986), H a b e rm a s: A u to n o m y a n d Solidarity, London, Verso.
Giddens A. (1990), T h e C o n se q u e n c e s o f M o d e rn ity, Cambridge, Polity Press* ελλ. ε'κδ.:
Γκίντενς A. (2001), Ο ι σ υ ν έ π ε ι ε ς τ η ς ν ε ω τ ε ρ ικ ό τ η τ α ς , μτφρ. Γ. Μερτίκας, Αθήνα.
Κριτική.
Habermas J. (1985), «Modernity: an incomplete project», στο T h e P h ilo s o p h ic a l
D iscourse o f M o d e rn ity, Cambridge, Polity Press* ελλ. ε'κδ.: Χάμπερμας Γ. (1993), Ο
φ ιλ ο σ ο φ ι κ ό ς λ ό γ ο ς τ η ς ν ε ω τ ε ρ ι κ ό τ η τ α ς , μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Αθήνα, Αλεξάν­
δρεια.
Hallberg Μ. (1989), «Feminist epistemology: an impossible project?», στο R a d ic a l
P hilosophy, αρ. 53, φθινόπωρο, σ. 3-7.
Hall S. και Gieben B. (επιμ.) (1992), F o rm a tio n s o f M o d e rn ity, Cambridge, Polity Press*
ελλ. έκδ.: Δ ιτ μ ιό ρ φ ω σ η τ η ς ν ε ω τ ε ρ ικ ό τ η τ α ς , Αθήνα 2003, Σαββάλας.
Lyotard J.-F. (1984), T h e P o s tm o d e r n C o n d itio n : A R e p o rt o n K n o w le d g e, Manchester.
Manchester University Press* ελλ. έκδ.: Λυοτάρ Ζ.-Φ. (α.χ.), Η μ ε τ α μ ο ν τ έ ρ ν α κ α ­
τ ά σ τ α σ η , μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Αθήνα, Γνώση.

Π αρα πομπές κειμένου Γ '


Habermas J. (1984), T h e T h e o r y o f C o m m u n ic a tiv e A c t i o n , τ. 1. μτφρ. McCarthy T.,
Boston.
Lyotard J.-F. (1984), T h e P o s tm o d e r n C o n d itio n : A R e p o rt o n K n o w le d g e, Manchester
University Press.

Π αρα πομπές κειμένου Δ '


Gadamer H.-G. (1975), T ru th a n d M e th o d , London, Shed and Ward.
Gcllner E. (1984), «Tractatus Sociologico-Philosophicus», στο S.L. Brown (επιμ.),
O b jec tiv ity a n d C u ltu r a l D iverg en ce, Royal Institute of Philosophy, Lecture Series,
17.

Π αρα πομπή Κειμένου Σ Τ '


Bernstein R. (1984), B e y o n d O b jectivism a n d R e la tivism , Oxford, Basil Blackwell.

550

You might also like