You are on page 1of 11

http://www.fhw.gr/chronos/08/gr/k/index.

html

Η νέα πρωτεύουσα δεν κτίστηκε επάνω στον πολεοδομικό ιστό κάποιας


προϋπάρχουσας ρωμαϊκής πόλης, αλλά ήταν ένα νέο, εξ ολοκλήρου τεχνητό
κατασκεύασμα, όπως είναι για παράδειγμα στην εποχή μας η Washington DC ή η
'Αγκυρα. Παρόλ' αυτά, δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από τις άλλες πρωτεύουσες της
Τετραρχίας (το Σίρμιο, τη Νικομήδεια ή το Μιλάνο). Το σχέδιό της σεβάστηκε και
ακολούθησε το σχέδιο της ελληνορωμαϊκής πόλης όπως γινόταν σε όλες τις Πρώιμες
Bυζαντινές πόλεις. Χτίστηκαν ισχυρά τείχη και άρχισε η εξέλιξη του τόπου σε
σημαντικό αστικό κέντρο και η προσέλκυση όλο και περισσότερου πληθυσμού.

ΠΟΛΕΙΣ.....Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στην Ελλάδα και αλλού μας έχουν


αποκαλύψει ένα σημαντικό αριθμό πόλεων που ταυτίζονται με τα μεγάλα αστικά
κέντρα της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου: τους Φιλίππους, την Αθήνα, τη
Θεσσαλονίκη, την Κόρινθο, τη Νικόπολη, την Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια, την
Έφεσο, τη Μίλητο, τις Σάρδεις, την Αφροδισιάδα, την Απάμεια, τη Σεβάστεια, τη
Γάζα, την Ταρσό, την Καισάρεια της Καππαδοκίας, το Σίρμιο, τη Σερδική και άλλα
πολλά. Η εικόνα που παρουσίαζαν έδειχνε πόλεις ζωντανές και ακμάζουσες.
Πρόκειται για τις ίδιες, τις παλιότερες ελληνορωμαϊκές, στις οποίες η ζωή
συνεχίστηκε όπως πριν, με ελάχιστες αλλαγές. Οι κάτοικοι επισκεύασαν τα ρωμαϊκά
κτήρια και τα ξαναχρησιμοποίησαν, έμεναν στα σπίτια και δούλευαν στα μαγαζιά και
τα εργαστήρια. Επίσης, διατήρησαν όσα κτήρια εξυπηρετούσαν δημόσιες
λειτουργίες. Στα θέατρα έδιναν παραστάσεις παντομίμας, στα λουτρά φρόντιζαν την
προσωπική τους υγιεινή, στις αποθήκες φύλαγαν την τροφή τους και στις δεξαμενές
το νερό που έφερναν στην πόλη μέσω των υδραγωγείων. Στις πλατείες θαύμαζαν
έργα τέχνης, όπως σιντριβάνια και αγάλματα των πολιτικών αρχόντων, και διάβαζαν
τις πληροφορίες που ανακοινώνονταν με επιγραφές, ενώ οι ιππόδρομοι έγιναν
μάρτυρες των αγώνων μεταξύ ιππικών αρμάτων αλλά και… αντίπαλων κοινωνικών
ομάδων......... Εμπορικό κέντρο της πόλης ήταν η αγορά που βρισκόταν πάντα σε
κεντρική θέση. Σε πολλές περιπτώσεις χτίστηκε νέα αγορά δίπλα στη ρωμαϊκή, ενώ
σε άλλες η ρωμαϊκή επισκευάστηκε και ξαναχρησιμοποιήθηκε. Τις συνοικίες
συνέδεσαν οι παλιές οδικές αρτηρίες που επισκευάστηκαν και κάποιες φορές οι νέες
που κατασκευάστηκαν.
Στη θρησκευτική ζωή των κατοίκων εστιάζεται η μεγαλύτερη αλλαγή στις πρώιμες
βυζαντινές πόλεις. Χτίστηκαν τόποι λατρείας για τη νέα χριστιανική θρησκεία,
εκκλησίες και μοναστήρια, και κοντά τους οι κατοικίες των επισκόπων, ενώ οι παλιοί
αρχαίοι ναοί είτε εγκαταλείφθηκαν είτε μετατράπηκαν σε εκκλησίες. Επίσης,
πολυτελείς κολυμβητικές δεξαμενές και νυμφαία μετατράπηκαν σε βαπτιστήρια.
Τέλος, μετά τη Ρωμαϊκή Ειρήνη (Pax Romana) οι νέες, λιγότερο ασφαλείς συνθήκες
επέβαλλαν την οχύρωση των πόλεων με ισχυρά τείχη, τα περισσότερα της εποχής του
Μεγάλου Θεοδοσίου (408-450) και του Ιουστινιανού A΄(527-565).

ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ.......Οι κατοικίες των Βυζαντινών κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο


δε φαίνεται να άλλαξαν καθόλου σε σχέση με τη Ρωμαϊκή. Από τις αγροικίες της
υπαίθρου έχουμε μαρτυρίες μόνο για τα μεγάλα κτίσματα των πιο εύπορων αγροτών.
Επρόκειτο για κτίσματα στο πρότυπο της ρωμαϊκής villa (έπαυλη), εξοπλισμένα με
χώρους κατάλληλους για τη διαμονή των ενοίκων, αλλά και με αποθήκες ή χώρους
βοηθητικούς για τις αγροτικές εργασίες. Από τις καλύβες των φτωχών αγροτών, που
χτίζονταν με ευτελέστερα υλικά, δεν έχει σωθεί τίποτε. Περισσότερα γνωρίζουμε για

1
τις αστικές κατοικίες, από τις οποίες πολλά παραδείγματα μας έχουν αποκαλύψει οι
αρχαιολογικές ανασκαφές. Οι πολλαπλές οικοδομικές φάσεις που παρουσιάζουν τα
κτήρια αυτά, μας δίνουν να καταλάβουμε ότι οι άνθρωποι της εποχής προτιμούσαν να
επισκευάζουν και να κατοικούν τα ήδη υπάρχοντα σπίτια, παρά να κατασκευάζουν
καινούργια. Ωστόσο, πέρα από τα επισκευασμένα σπίτια, που παρέμεναν στο σχέδιο
της Ρωμαϊκής εποχής, ακόμη και οι νέες κατασκευές ακολούθησαν το μοντέλο της
ρωμαϊκής αστικής οικίας. Αυτό βασικά συνίστατο σε ένα σύνολο κυρίων δωματίων
και βοηθητικών χώρων, διαρθρωμένων γύρω από μια κεντρική αυλή (το αίθριο) ενώ
την εικόνα συμπλήρωναν, καμιά φορά, μικρές αυλές δευτερεύουσας σημασίας.
Σημαντική καινοτομία της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου ήταν η εμφάνιση για πρώτη
φορά των οικιακών εγκαταστάσεων υγιεινής (λουτρού), πιθανόν επειδή η χριστιανική
θρησκεία επέβαλε μια νέα αντίληψη για το σώμα και τη δημόσια έκθεσή του.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗ........Ο καθορισμός της χρονολογίας 324 ως


ορόσημου για τη γένεση του νέου χριστιανικού Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους δε
σημαίνει ότι η βυζαντινή κοινωνία μετά το χρόνο αυτό είναι κάτι εξ ορισμού
διαφορετικό από την μέχρι τότε ρωμαϊκή κοινωνία. Αντίθετα, όλα τα βασικά
γνωρίσματα της κοινωνίας των χρόνων του Διοκλητιανού (284-305) ξαναβρίσκονται
αυτούσια στην κοινωνία των Πρώιμων βυζαντινών χρόνων. Η βασική διαίρεση του
πληθυσμού γίνεται σε δύο γενικές κατηγορίες: τους honestiores (εντιμότατους) που
κατείχαν την ανώτατη θέση στην κοινωνική ιεραρχία και τους humiliores που
ακολουθούσαν. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονταν τα προνομιούχα κοινωνικά
στρώματα των συγκλητικών και των βουλευτών, ενώ στη δεύτερη τα υπόλοιπα, μέσα
και κατώτερα, στρώματα του αστικού και αγροτικού πληθυσμού. Τελευταίοι στην
ιεραρχία έρχονταν οι δούλοι, που ακόμη αποτελούσαν σημαντική μερίδα του
βυζαντινού πληθυσμού, παρά την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας.
Χαρακτηριστικό της περιόδου είναι ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο ρωμαϊκό
κράτος, την "ελεύθερη δράση" αντικατέστησε ο κρατικός καταναγκασμός ως προς τη
διαστρωμάτωση της κοινωνίας. Το κράτος καθόριζε την κληρονομικότητα των
επαγγελμάτων και εξανάγκαζε τους γιους να ακολουθούν το επάγγελμα του πατέρα
τους. Η κοινωνία αποκτούσε έτσι μια διάρθρωση αυστηρά ιεραρχημένη, παρόλο που
τα εξαιρετικά δεσμευτικά αυτά μέτρα καμία φορά κατέληγαν στην πράξη
ανεφάρμοστα.

ΣΥΓΛΗΤΙΚΟΙ.....H τάξη των συγκλητικών (ordo senatorius) ήταν η ανώτατη


κοινωνική τάξη στο Πρώιμο Bυζάντιο. Πρόκειται για τους πολίτες εκείνους που
θεωρητικά συμμετείχαν (με συμβουλευτικό ρόλο) στη διακυβέρνηση της
αυτοκρατορίας ως μέλη της συγκλήτου της Kωνσταντινούπολης, της διαδόχου
δηλαδή της συγκλήτου της Ρώμης στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Kράτος. Tα κύρια
κριτήρια για την είσοδο κάποιου στη ρωμαϊκή σύγκλητο ήταν η αριστοκρατική
καταγωγή, συνδυασμένη με την κατοχή ορισμένης περιουσίας. Οι αυτοκράτορες
ωστόσο μπορούσαν να ονομάζουν συγκλητικούς και άλλους, με κριτήριο την
επιτυχημένη θητεία τους σε ανώτατα ή ανώτερα αξιώματα, όπως εκείνα του
λαμπρότατου (clarissimus), του περίβλεπτου (spectabilis) ή του ενδόξου-ιλλούστριου
(illustris)

ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ.....Η οργάνωση και διοίκηση της βυζαντινής πόλης αποτελούν εξέλιξη


εκείνων της ρωμαϊκής, η οποία με τη σειρά της είχε βασιστεί στις αρχές της
ελληνιστικής πόλης.
Η ευθύνη για την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας μιας Πρώιμης βυζαντινής

2
πόλης ανήκε στο βουλευτήριο, που αποτελούνταν από τους βουλευτές ή curiales.
Αυτοί ανήκαν συνήθως στην τάξη των ιππέων (ordo equester) και διορίζονταν ή
εκλέγονταν με βάση ένα τιμοκρατικό σύστημα. Το σώμα αυτό των βουλευτών
μετατράπηκε, από το τέλος του 4ου αιώνα, σε μια κλειστή κληρονομική κοινωνική
ομάδα. Ανήκαν σ' αυτήν υποχρεωτικά όσοι πληρούσαν τις τρεις προϋποθέσεις που
έθεσε ο Mέγας Κωνσταντίνος (306-337) το 317: την καταγωγή (origo), τη μόνιμη
διαμονή (incolatus) και την ανάλογη έγγεια περιουσία (condicio possidendi).
Δημιουργήθηκε έτσι μια δεύτερη κοινωνική τάξη μετά τους συγκλητικούς, ένα είδος
επαρχιακής αριστοκρατίας μεγάλων, μεσαίων και -σπανιότερα, σε μικρές πόλεις-
μικρών γαιοκτημόνων, οι ανώτατες βαθμίδες της οποίας συγχωνεύτηκαν με τις
κατώτερες βαθμίδες των συγκλητικών της επαρχίας.
Οι βουλευτές είχαν καθήκοντα και λειτουργίες αστικής φύσεως, όπως η φροντίδα για
τον επισιτισμό της πόλης, η συντήρηση των τειχών, του υδραγωγείου, η θέρμανση και
η λειτουργία των λουτρών, ο φωτισμός και η νυκτοφυλακή της πόλης, η διοργάνωση
αγώνων, εορτών και παιγνίων, η εκλογή και η φροντίδα για τη μισθοδοσία γιατρών
και καθηγητών κ.ά. Ο αριθμός τους δεν ήταν αυστηρά καθορισμένος αλλά
εξαρτώνταν από την οικονομική ακμή της πόλης: για παράδειγμα, ο Λιβάνιος
αναφέρει ότι η Αντιόχεια στην εποχή του είχε 60 βουλευτές, παλιότερα όμως 600 κι
ακόμη παλιότερα 1200. Ισότιμοι κοινωνικά με τους βουλευτές ήταν και όσοι νόμιμα
απαλλάσσονταν από τις βουλευτικές υποχρεώσεις, δηλαδή επίσκοποι, ρήτορες,
γιατροί και άλλοι που ήταν επιφορτισμένοι με άλλα λειτουργήματα (π.χ. οι
navicularioi, που ήταν υπεύθυνοι για τη μεταφορά σταριού).

ΝΟΜΙΣΜΑ......Απαραίτητη προϋπόθεση για το ξεπέρασμα της κρίσης του 3ου


αιώνα και την εξυγίανση των οικονομικών του ρωμαϊκού κράτους ήταν η
μεταρρύθμιση του νομισματικού συστήματος. Συνεχίζοντας την ανορθωτική
νομισματική πολιτική του Διοκλητιανού (284-305) , ο Μέγας Κωνσταντίνος (306-
337) έθεσε τις βάσεις της βυζαντινής οικονομίας με τη νομισματική μονάδα που
επέβαλε στις χρηματικές συναλλαγές, το λεγόμενο νόμισμα (solidus). Tο νόμισμα
ισοδυναμούσε με το 1/72 της λίτρας χρυσού και είχε βάρος 4,54 γραμμάρια. Χρυσές
ήταν και οι υποδιαιρέσεις του νομίσματος, ο semisses, που αντιστοιχούσε στο 1/2 του
solidus και ο tremisses, το 1/3 του solidus. Το νόμισμα είχε επίσης αργυρές και
χάλκινες υποδιαιρέσεις. Τα μιλιαρέσια και τα κεράτια ήταν αργυρά νομίσματα και
ισοδυναμούσαν με το 1/12 και 1/24 του νομίσματος αντίστοιχα. Τα χάλκινα
νομίσματα λέγονταν φόλλεις και αντιστοιχούσαν στο 1/288 του νομίσματος. Στις
καθημερινές συναλλαγές χρησιμοποιούνταν χάλκινα νομίσματα μικρότερης αξίας, οι
nummi, που η αξία τους είχε πολλές διακυμάνσεις.

ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ.....Κύριο χαρακτηριστικό της πρώιμης βυζαντινής οικονομίας (324-


610) ήταν η επιβολή κρατικών μονοπωλίων σε μερικούς τομείς της εμπορικής και
βιοτεχνικής δραστηριότητας ή η παραχώρηση ανάλογων δικαιωμάτων σε ιδιώτες
προκειμένου το κράτος να ελέγξει την παραγωγή και τις τιμές των προϊόντων της
αγοράς. Αφορούσαν συνήθως είδη που δεν προσφέρονταν στο ευρύ κοινό. Η
κατασκευή όπλων, η κοπή νομισμάτων, η παραγωγή και η διάθεση της πορφύρας και
του μεταξιού, που κάλυπταν τις ανάγκες της αυτοκρατορικής αυλής και της
διπλωματίας, αποτελούσαν μονοπώλια. Επίσης, η μεταφορά της annona civica, του
σιταριού δηλαδή για τον ανεφοδιασμό της Κωνσταντινούπολης, ήταν κρατικό
μονοπώλιο που αφορούσε στην εποπτεία της διαδικασίας ανεφοδιασμού και δεν είχε

3
ταμιευτικό σκοπό. Ταμιευτικό χαρακτήρα είχε το μονοπώλιο του αλατιού, βασικού
προϊόντος της βυζαντινής οικονομίας. Τα κρατικά μονοπώλια δεν ανήκαν στη
ρωμαϊκή παράδοση και ο αυτοκράτορας Zήνων (474-491) τα έθεσε εκτός νόμου,
όπως και ο αυτοκράτορας Λέων A' (457-474) πριν από αυτόν. Ο Ιουστινιανός Α'
(527-565) όμως αγνόησε τις απαγορεύσεις και κάποια είδη αποτέλεσαν "κλασικά"
κρατικά μονοπώλια και στους επόμενους βυζαντινούς αιώνες.

ΤΕΧΝΗ......O πολιτισμός της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου υπήρξε ένα κράμα


πολλών και διαφορετικών πολιτισμικών συμβολών. Tρία είναι ωστόσο τα βασικά και
συνδετικά στοιχεία του: η νέα θρησκεία, ο χριστιανισμός, η κληρονομιά της αρχαίας
ελληνική σκέψης και η ρωμαϊκή παράδοση στη διοικητική οργάνωση του κράτους.
Mε βάση αυτά αναπτύχθηκε στο Πρώιμο Bυζάντιο μία πλούσια και ποικίλη
πνευματική και πολιτιστική κίνηση, που αποτέλεσε τη βάση για την εξέλιξη και
ανάπτυξη του πνεύματος στους επόμενους αιώνες. Στις ηλεκτρονικές σελίδες που
ακολουθούν παρουσιάζονται τα επιτεύγματα στον τομέα των επιστημών, οι έντονες
θεολογικές συζητήσεις, οι εξελίξεις στον τομέα του δικαίου, η πλούσια λογοτεχνική
δραστηριότητα αλλά και η διαχρονικής αξίας τέχνη της περιόδου.

H τέχνη της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς


έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας στο Βυζάντιο.
Bασικό χαρακτηριστικό της τέχνης των δύο πρώτων αιώνων, μετά την αναγνώριση
του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του ρωμαϊκού κράτους, υπήρξε ο
συγκερασμός του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και του χριστιανικού πνεύματος.
Kορύφωμα της Πρώιμης βυζαντινής τέχνης υπήρξε η εποχή του Iουστινιανού A'
(527-565). Στη διάρκειά της συντελέστηκε η ουσιαστική σύνθεση των στοιχείων
εκείνων που χαρακτήρισαν την καλλιτεχνική δραστηριότητα στους επόμενους αιώνες,
δηλαδή της μεγαλοπρέπειας, της αρμονίας και του μέτρου.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ......H αναγνώριση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας


του ρωμαϊκού κράτους αποτέλεσε το έναυσμα για την ανοικοδόμηση, με επίσημο
πλέον τρόπο, σημαντικών εκκλησιαστικών κτηρίων με μνημειακές διαστάσεις. O
ίδιος ο αυτοκράτορας Kωνσταντίνος A' (306-337) και μέλη της οικογένειάς του
επιδόθηκαν στην ίδρυση πολλών εκκλησιών που χρησίμευσαν σαν καθεδρικοί ναοί,
μαρτύρια ή αυτοκρατορικά παρεκκλήσια και μαυσωλεία.
΄Oσον αφορά στην αρχιτεκτονική μορφή των νέων χριστιανικών οικοδομημάτων
υιοθετήθηκε ένας τύπος κτηρίου, η βασιλική, που είχε ευρύτατη χρήση στο ρωμαϊκό
κόσμο για δικαστικούς, εμπορικούς στρατιωτικούς και τελετουργικούς σκοπούς.
Πρόκειται για μία ορθογώνια αίθουσα που χωριζόταν εσωτερικά από δύο ή τέσσερις
σειρές κιόνων και κατέληγε στην ανατολική άκρη σε ένα υπερυψωμένο βήμα. Οι
βασιλικές εξυπηρετούσαν τις ανάγκες σύναξης ενός πολυάριθμου εκκλησιάσματος.
Mία ιδιαίτερη κατηγορία ναών υπήρξαν τα περίκεντρα κτήρια, δηλαδή οικοδομήματα
που χαρακτηρίζονται από μία ομοιόμορφη διάταξη γύρω από ένα κέντρο, όπως π.χ. οι
κυκλικοί και οι πολυγωνικοί ναοί, και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για ταφικά
μνημεία και βαπτιστήρια.
Όπως όλες οι εκφάνσεις της καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής της περιόδου έτσι
και η αρχιτεκτονική χαρακτηρίζεται από τη γόνιμη σύνδεση στοιχείων του
παρελθόντος και της νέας χριστιανικής πραγματικότητας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της σύνδεσης αποτελεί το Oκτάγωνο των
Φιλίππων. Πρόκειται για ένα συγκρότημα με πολλά προσκτίσματα, κάτω από το

4
οποίο υπήρχε χριστιανικός ευκτήριος οίκος αφιερωμένος στον απόστολο Παύλο, ο
οποίος ιδρύθηκε στο β' τέταρτο του 4ου αιώνα μέσα στην αυλή ενός ειδωλολατρικού
ηρώου ελληνιστικών χρόνων. Eίναι ενδιαφέρον το γεγονός πως το ηρώο φαίνεται ότι
λειτουργούσε για κάποιο χρονικό διάστημα παράλληλα με το χριστιανικό ευκτήριο
και δεν καταστράφηκε από τους χριστιανούς κατά την ανέγερση του μεγάλου
οκταγωνικού ναού στις αρχές του 5ου αιώνα.
Τα ψηφιδωτά δάπεδα, εφεύρεση των λαών της ανατολικής Μεσογείου κατά την
Κλασική περίοδο, κατασκευάζονταν αρχικά από βότσαλα και αποτελούσαν έναν
εύκολο και φτηνό τρόπο για τη δημιουργία ενός ανθεκτικού και εμφανίσιμου δαπέδου
στις απλές κατοικίες. Με τη χρήση περισσότερων υλικών και ποικίλων
διακοσμητικών θεμάτων, και την εξέλιξη της τεχνικής, τα μωσαϊκά δάπεδα, στη
διάρκεια της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου, επεκτάθηκαν και σε πλούσια
αστικά σπίτια και δημόσια κτήρια.

ΜΩΣΑΙΚΑ.....Τα μωσαϊκά δάπεδα της Πρώιμης Βυζαντινής εποχής συνεχίζουν την


πολύχρονη παράδοση των προηγούμενων περιόδων, ενώ διαφέρουν κυρίως ως προς
τη θεματολογία, η οποία περιλαμβάνει πλέον και στοιχεία που παραπέμπουν στα
διδάγματα της νέας θρησκείας.
Θέματα από τη φύση, όπως σκηνές κυνηγιού, ζώα και φυτά, γεωμετρικά σχέδια σε
μεγάλη ποικιλία και προσωποποιήσεις των εποχών του έτους, των μηνών και
εννοιών, όπως η Mεγαλοψυχία, συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται και αποκτούν
συνήθως μία συμβολική χριστιανική διάσταση. Ιερές σκηνές από τη Bίβλο
αποφεύγονται, καθώς δεν ταιριάζουν στο χώρο του δαπέδου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο φοίνικας, το μυθικό πουλί που σύμφωνα με
τη σχετική διήγηση αναγεννιέται από τη στάχτη του και παραπέμπει συμβολικά στην
Aνάσταση του Xριστού, ο οποίος απεικονίζεται φωτοστεφανωμένος σε ένα δάπεδο
της Aντιόχειας. Aνάλογα, η απεικόνιση άγριων και ήμερων ζώων σε δάπεδο της
Παλαιστίνης συμβολίζει την ειρήνευση της γης μέσω της κυριαρχίας του ενός και
μοναδικού Θεού, σύμφωνα με τη σχετική προφητεία του Hσαΐα (11,6-8).
Mωσαϊκά δάπεδα απαντούν σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο: στη βόρεια Aφρική,
τον ελλαδικό χώρο και την Eγγύς Aνατολή. Στη μητρόπολη μάλιστα της Συρίας, την
Aντιόχεια, έχουν βρεθεί εκτεταμένα ψηφιδωτά που κάλυπταν τα δάπεδα δημόσιων
κτηρίων και ιδιωτικών οικιών.
Σημαντικά ψηφιδωτά δάπεδα έχουν βρεθεί επίσης στον ελλαδικό χώρο. Στη βασιλική
της Τεγέας σώζονται παραστάσεις από τα τέλη του 5ου αιώνα, που περιλαμβάνουν τις
προσωποποιήσεις των δώδεκα μηνών να κρατούν τα χαρακτηριστικά προϊόντα τους,
ενώ στο δάπεδο των Δελφών απεικονίζονται προσωποποιημένες οι τέσσερις εποχές
του έτους. Tέλος, στο μεταίχμιο των δύο περιόδων, ανάμεσα στα έτη 525 και 550,
χρονολογείται το μοναδικής ομορφιάς δάπεδο, που σώζεται στη Nικόπολη. Το
ψηφιδωτό παριστάνει έναν κήπο με δέντρα, άνθη και πουλιά, ο οποίος περιβάλλεται
από μία συμβολική παράσταση της θάλασσας με ψάρια κάθε είδους, ψαράδες και
παιδιά που παίζουν.

ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΚΗ ΔΥΑΔΙΣΜΟΣ....Αρκετά πολύτιμα αντικείμενα μεταλλοτεχνίας


και μικρογλυπτικής σε ελεφαντοστό της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου, που
χρησιμοποιήθηκαν ως λειτουργικά σκεύη ή για να καλύψουν τις ανάγκες προβολής
των πιο εύπορων πολιτών, έχουν σωθεί ως τις μέρες μας. Κύριο χαρακτηριστικό των
έργων αυτών, όπως άλλωστε γενικότερα της καλλιτεχνικής παραγωγής της περιόδου,

5
αποτελεί το γεγονός ότι τα έργα αυτά συνδύαζαν με μεγάλη επιτυχία την παγανιστική
θεματολογία, τις τεχνικές και την τεχνοτροπία της παλαιότερης ελληνορωμαϊκής
παράδοσης με το νέο χριστιανικό πνεύμα και περιεχόμενο. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα αποτελεί το γνωστό ως κιβωτίδιο "Proiecta" που βρίσκεται σήμερα στο
Bρετανικό Mουσείο. Kατασκευασμένο από ασήμι και διακοσμημένο με μυθολογικά
θέματα, το μικρό αυτό έργο τέχνης προοριζόταν πιθανόν ως δώρο γάμου, όπως
αποκαλύπτει η επιγραφή με χριστιανικό περιεχόμενο, ευχή προς το νέο ζευγάρι.
Aντικείμενα με ανάλογη άψογη τεχνική και εκλεπτυσμένη τεχνοτροπία
ικανοποιούσαν επίσης τις εκκλησιαστικές και λατρευτικές πρακτικές της νέας
θρησκείας, όπως για παράδειγμα η ασημένια λειψανοθήκη από τη Θεσσαλονίκη, που
διακοσμείται, μεταξύ άλλων, με τις παραστάσεις της παράδοσης του Νόμου στους
αποστόλους Πέτρο και Παύλο και των Δέκα Εντολών στο Μωυσή. ...Ο ίδιος δυισμός
χαρακτηρίζει και τα ελεφανοστέινα αντικείμενα. Έτσι απαντούν έργα, όπως το
γνωστό ως φύλλο διπτύχου του Συμμάχου, που αποτελούσε αναμνηστικό γάμου
ανάμεσα σε μέλη των οικογενειών Συμμάχου και Νικομάχου (388-401) και
παριστάνει μία ιέρεια να τελεί λατρευτική πράξη μπροστά σε ένα βωμό. Ανάλογα, σε
κιβωτίδιο από το ίδιο υλικό από την Brescia της Ιταλίας, που χρονολογείται στα τέλη
του 4ου αιώνα, παριστάνονται σκηνές από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, όπως ο
Ιωνάς και το κήτος, ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων, ο Χριστός να διδάσκει.

ΓΛΥΠΤΙΚη.... Kαθώς η καλλιτεχνική δημιουργία της Πρώιμης Βυζαντινής εποχής


συνέχισε σε μεγάλο βαθμό τις παραδόσεις της ρωμαϊκής τέχνης, η γλυπτική
εξακολούθησε να αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα της. Στην πρωτεύουσα, στα παράλια
του Aιγαίου, στη Mικρά Aσία, στη Συρία και στην Aίγυπτο δημιουργήθηκαν
σημαντικά εργαστήρια γλυπτικής, ενώ στην Προκόννησο, το νησί στα νοτιοδυτικά
της Κωνσταντινούπολης, τα εργαστήρια εξαγωγής του φημισμένου λευκού μαρμάρου
άνθησαν και πάλι. Aνδριάντες και πορτρέτα αυτοκρατόρων συνέχισαν να
δημιουργούνται, καθώς κάθε νέα αναγόρευση συνοδευόταν από την τελετή των
αποκαλυπτηρίων του αγάλματός του και μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα οι
αυτοκράτορες συνέχισαν να στέλνουν τις προτομές τους στις επαρχίες του κράτους.
Tα περισσότερα από αυτά τα έργα έχουν δυστυχώς καταστραφεί, ενώ αυτά που
σώζονται παρουσιάζουν σημαντικές δυσκολίες ταύτισης. Χαρακτηριστικά
παραδείγματα αποτελούν η χάλκινη κεφαλή του Mεγάλου Kωνσταντίνου (306-337)
που βρέθηκε στη γενέτειρά του, τη Ναϊσσό (σημερινή Nis στη Σερβία) και το
αταύτιστο κολοσσιαίο άγαλμα αυτοκράτορα στη Μπαρλέτα της Iταλίας, που
μεταφέρθηκε εκεί μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους
Σταυροφόρους.
Στη ρωμαϊκή παράδοση εντάσσονται επίσης οι τιμητικές στήλες που μνημόνευαν τα
νικηφόρα κατορθώματα των αυτοκρατόρων και συνήθως επιστέφονταν με κάποιο
άγαλμα της βασιλικής οικογένειας. ΄Eνα ανάλογο σημαντικό μνημείο αποτελεί η
βάση του οβελίσκου του Θεοδόσιου, που έστησε το 390 στον ιππόδρομο της
πρωτεύουσας και παριστάνει στις τέσσερις πλευρές του τον αυτοκράτορα, ανάμεσα
στους γιους του και αξιωματούχους, να παρακολουθεί τα αγωνίσματα του
ιπποδρόμου, να στέφει το νικητή ή να δέχεται τιμές.
H γλυπτική σύντομα μπήκε στην υπηρεσία και της εκκλησιαστικής τέχνης.
Χαρακτηριστικά είναι τα θέματα που προέρχονται από την κλασική-ρωμαϊκή τέχνη,
όπως αυτό του Ορφέα με τα ζώα, που λαμβάνουν ένα συμβολικό νόημα και
αναφέρονται στο Σωτήρα Χριστό.
Τέλος, σημαντικά γλυπτά με λεπτολόγο διακόσμηση και τέλεια τεχνική εκτέλεση

6
χρησιμοποιήθηκαν στη διακόσμηση των χριστιανικών κτηρίων, όπως θωράκια,
κιονόκρανα, επιστύλια κ.ά.
H εποχή του Iουστινιανού A' (527-565) υπήρξε το κορύφωμα της Πρώιμης
Βυζαντινής τέχνης. Στη διάρκειά της συντελείται η ουσιαστική σύνθεση των
στοιχείων εκείνων που θα αποτελέσουν τη βυζαντινή τέχνη: το ρωμαϊκό ιδεώδες της
μεγαλοπρέπειας και τεχνικής δεξιοτεχνίας, η ελληνική αίσθηση της αρμονίας και του
μέτρου, το ανατολικό πνεύμα της διακοσμητικότητας και φαντασίας.
H εποχή του Ιουστινιανού A' (527-565) αποτελεί ορόσημο στην εξέλιξη της
βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Σημαντικότερο επίτευγμα της περιόδου υπήρξε η
δημιουργία ενός νέου αρχιτεκτονικού τύπου, της τρουλαίας βασιλικής, που συνένωσε
σε μία νέα σύνθεση στοιχεία των δύο οικοδομικών τύπων που κυριαρχούσαν στη
ναοδομία του 4ου και 5ου αιώνα, δηλαδή της βασιλικής και των περίκεντρων
κτηρίων. Παράλληλα, παρατηρήθηκαν αλλαγές και στα επιμέρους αρχιτεκτονικά
στοιχεία, τα οποία απομακρύνθηκαν σταδιακά από την αρχαία παράδοση. Έτσι, για
παράδειγμα, οι αρχαίοι ρυθμοί κιονοκράνων, ο ιωνικός και ο κορινθιακός,
αντικαταστάθηκαν από τα τεκτονικά κιονόκρανα, τα ψηφιδωτά δάπεδα έδωσαν τη
θέση τους σε μαρμαροθετήματα, τα οριζόντια φέροντα στοιχεία, όπως τα επιστύλια,
σε τόξα, ενώ θολωτές κατασκευές, όπως τρούλοι, καμάρες και σταυροθόλια,
επιλέχθηκαν για τη στέγαση των επιμέρους τμημάτων των ναών.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ..........Καθοριστικό γεγονός για το μέλλον του Χριστιανισμού


υπήρξε η ανακήρυξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου σε αυτοκράτορα, το 306 στο York
της σημερινής Μεγάλης Βρετανίας, και η μονοκρατορία του από το 324 και εξής. Τον
4ο αιώνα θεωρούνταν ιδιαίτερα ριζοσπαστικός κυρίως σε θέματα θρησκείας. Αν και
δεν ανακήρυξε το Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, το γεγονός ότι
ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη ως χριστιανική πόλη επηρέασε βαθύτατα τη
μελλοντική δομή της Πολιτείας και της Εκκλησίας. Επίσης, με τη στάση του απέναντι
στην Εκκλησία συνέβαλε ώστε να λήξει η απομάκρυνσή της από τον κόσμο, να
δεχθεί αυτή να αναλάβει κοινωνική ευθύνη και να κερδίσει την ειδωλολατρική
κοινωνία. Ο χριστιανισμός είχε ξεκινήσει από την Παλαιστίνη και κατά την Πρώιμη
Βυζαντινή περίοδο είχε διαδοθεί ευρέως στα εδάφη της Ανατολικής ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας. Αυθεντίες ως προς το περιεχόμενο της θρησκείας και οδηγοί των
πιστών θεωρούνταν πια το Σύμβολο της Πίστεως και ο κλήρος, οι επίσκοποι δηλαδή
που λειτουργούσαν διάσπαρτοι στα αστικά κέντρα.
Με την υιοθέτηση του Χριστιανισμού από τους πρώτους βυζαντινούς αυτοκράτορες
ως επίσημη θρησκεία του κράτους και την ενθαρρυντική στάση που επέδειξαν προς
την Εκκλησία επιτεύχθηκε η στερέωσή του και η συγκρότησή του σε βασικό
χαρακτηριστικό του βυζαντινού πολιτισμού. Για τη διαδικασία μέσω της οποίας έγινε
αυτό και τις αιτίες που την προκάλεσαν δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς. Όπως
γράφει η βυζαντινολόγος Averil Cameron "δεν είναι εύκολο να αποφασίσει κανείς αν
ο εκχριστιανισμός ήταν η αιτία ή το αποτέλεσμα άλλων αλλαγών στο κοινωνικό
υλικό".

ΔΙΚΑΙΟ......Συνεχιστής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το Bυζάντιο ακολούθησε την


ρωμαϊκή παράδοση στον τομέα του δικαίου. Το παλαιό ρωμαϊκό δίκαιο ωστόσο είχε
με τα χρόνια εμπλουτιστεί με αυτόνομες αυτοκρατορικές διατάξεις και γνωματεύσεις
νομοδιδασκάλων που πολλές φορές η μια ακύρωνε την άλλη. Χρειαζόταν λοιπόν
αναδιοργάνωση και κωδικοποίηση για να μπορέσει να αποδοθεί η δικαιοσύνη και να

7
λειτουργήσει σωστά ο κρατικός μηχανισμός. Πρώτος ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β'
(408-450) ανέλαβε δράση προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ η κωδικοποίηση της
νομοθεσίας υπό την αιγίδα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α' (527-565) αποτέλεσε
ένα από τα σημαντικότερα έργα της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου και τη βάση της
δικαιικής οργάνωσης πολλών σύγχρονων ευρωπαϊκών χωρών.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ....Οι αρχές της βυζαντινής λογοτεχνίας πρέπει να τοποθετηθούν


στον 4ο αιώνα. Η ενσωμάτωση της νέας θρησκείας, του χριστιανισμού, στην επίσημη
ζωή του κράτους επέδρασε και στον πολιτιστικό τομέα. Οι εκκλησιαστικές ιστορίες,
οι Βίοι αγίων, τα δογματικά έργα και οι "Ομιλίες" αποτελούν νέα λογοτεχνικά είδη
που θα δώσουν ξεχωριστό χαρακτήρα στα βυζαντινά γράμματα. Υπό την επίδραση
όλων αυτών των μεταβολών αναπτύχθηκε επίσης η βυζαντινή ποίηση και
ιστοριογραφία, ακολουθώντας μέχρις ενός σημείου τα βήματα των κλασικών
ελλήνων ιστορικών. Οι Βυζαντινοί στον τομέα της λογοτεχνίας μπορεί να μην
πρωτοτύπησαν σε ιδέες, σε σχέση με τους ομοτέχνους τους της αρχαιότητας,
πειραματίστηκαν ωστόσο σε νέους τρόπους έκφρασης και τα έργα τους είναι
εφάμιλλα των κλασικών και άξια ανάλογης προσοχής και μελέτης.

ΙΣΤΟΡΙΑ......Η ιστοριογραφία είναι ένα από τα λογοτεχνικά είδη που κληρονόμησε


το Βυζάντιο από την ελληνική αρχαιότητα. Μέσα στο βυζαντινό πολιτιστικό
περιβάλλον και κάτω από την επίδραση της χριστιανικής θρησκείας, ωστόσο,
ακολούθησε διαφορετική εξέλιξη και απέκτησε ξεχωριστό χαρακτήρα. Το πνευματικό
περιεχόμενο, η γλώσσα και το ύφος της αρχαίας ελληνικής ιστοριογραφίας δεν
παρουσίαζαν κοινά με τη χριστιανική διδασκαλία. Έπρεπε, λοιπόν, οι χριστιανοί να
στηρίξουν πάνω σε νέα θεμέλια τη δική τους άποψη για την ιστορική εξέλιξη. Τα
μέσα έκφρασης που χρησιμοποίησαν για το λόγο αυτό ήταν η εκκλησιαστική ιστορία
και η χρονογραφία, ενώ η συγγραφή της κοσμικής ιστορίας αφέθηκε, ως επί το
πλείστον, στα χέρια εθνικών.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ........Με την Πρώιμη Βυζαντινή εποχή αρχίζει το κεφάλαιο της


μεσαιωνικής φιλοσοφίας, η οποία, αν και γενικά δεν της αποδίδεται η αίγλη της
αρχαίας φιλοσοφίας, είναι κατά τη χαρακτηριστική έκφραση του G. Cohen "η εποχή
όλων των γενέσεων". Η μεσαιωνική φιλοσοφία προετοιμάζει και ανοίγει τους
δρόμους που θα έχουν στη νέα και σύγχρονη φιλοσοφία -αλλά και επιστήμη- μεγάλη
κυκλοφορία. Η μεσαιωνική φιλοσοφία εξαρτήθηκε σε όλη την πορεία της ανάπτυξής
της από την αρχαία, ιδιαίτερα από την αριστοτελική αλλά και από την πλατωνική και
νεοπλατωνική. Αν θέλαμε, ωστόσο, να προσδιορίσουμε τη δική της εσωτερική
λειτουργία (σε σχέση μάλιστα με την αρχαία), θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από ένα
βασικό δεδομένο: η μεσαιωνική σκέψη διέπεται από την τάση να συμφιλιώσει το
φιλοσοφικό με το θρησκευτικό κίνητρο. Η φιλοσοφική αυτή σκέψη, ήδη από την
εποχή του Αυγουστίνου και του 'Ανσελμου, διέπεται από ένα βασικό καθοδηγητικό
μοτίβο: η πίστη τίθεται στην υπηρεσία της γνώσης και η γνώση στην υπηρεσία της
πίστης. Αυτό το γεγονός ήταν η καινοτομία της μεσαιωνικής φιλοσοφίας έναντι στην
αρχαία, όπου η επεξεργασία των μεγάλων φιλοσοφικών προβλημάτων γινόταν γενικά
με τη δύναμη του λογικού. Ενώ, δηλαδή, στην αρχαία φιλοσοφία η τάξη και ο
κοσμικός νόμος αποτελούσαν προβλήματα βασανιστικά και επίμονα, στη μεσαιωνική
φιλοσοφία η τάξη είναι κάτι αυτονόητο μέσα στον κόσμο και το μόνο αίτημα που

8
εγείρει είναι να την κάνουμε αντικείμενο της γνώσης μας. Ή καλύτερα, όπως γράφει
ο Θ. Βέικος, στη μεσαιωνική φιλοσοφία ουσιαστικά "ο λόγος ενεργούσε ως
κατάσκοπος στη χώρα της πίστης και η πίστη ήλεγχε το λόγο και συχνά επίσης τον
χρησιμοποιούσε για σύμμαχο". Η πρώιμη βυζαντινή φιλοσοφία αντιπροσωπεύει
απόλυτα τη νέα φιλοσοφία που περιγράψαμε. Είναι γνωστή και ως "πατερική
φιλοσοφία" -φιλοσοφική δηλαδή σκέψη των Πατέρων της χριστιανικής Εκκλησίας-
αφού ούτε στις αρχές της ούτε στην ουσία της ξεχωρίζει από τη χριστιανική θεολογία
και θρησκεία. Την εποχή των Καππαδοκών Πατέρων (4ος αιώνας), Μεγάλου
Βασίλειου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Γρηγορίου Νύσσης, του Νεμέσιου (5ος
αιώνας) και του Μάριου Βικτωρίνου στη Δύση (περ. 350), η χριστιανική θρησκεία
θεωρείται ως η αληθινή φιλοσοφία. Η διδασκαλία τους περιλάμβανε ορισμένα κύρια
προβλήματα (κοσμολογικά, θεολογικά, ανθρωπολογικά, ηθικά, τελολογικά και
γνωσιολογικά). Τα προβλήματα όμως αυτά δεν απαιτούσαν διαλεύκανση από τον
άνθρωπο, αλλά τη γνώση τους μέσα από τα διαθηκικά κείμενα που θεωρούνταν
αυθεντία.
Ο Αυγουστίνος, από τη βόρεια Αφρική, η κεντρική μορφή αυτής της περιόδου, με την
οποία η πατερική φιλοσοφία έφθασε στο κορύφωμά της, επέδειξε μια καθαρή και
γνήσια δημιουργική και φιλοσοφική σκέψη. Είχε ως κεντρικό καθοδηγητικό μοτίβο
της φιλοσοφίας του το πρόβλημα της αλήθειας και κατ' επέκταση τα προβλήματα της
άμεσης, της εσωτερικής εμπειρίας του ανθρώπου, της ελευθερίας, της αγάπης, του
Θεού, του κόσμου, του χρόνου, της ιστορίας, της ηθικής, της πολιτικής, της
κοινωνικής θεωρίας και πράξης. Γενικά έθεσε βασανιστικά ερωτήματα και η
προβληματική του άσκησε δημιουργική επίδραση στην περαιτέρω ανάπτυξη της
φιλοσοφίας. Έτσι θεωρείται όχι μόνο ως "ένας από τους κίονες της χριστιανικής
φιλοσοφίας" όπως γράφει ο Hirschberger, αλλά και αντιπρόσωπος της αρχής της
δυτικής φιλοσοφίας της ιστορίας.

ΙΑΤΡΙΚΗ... Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος ανέδειξε κάποιους επιστήμονες που


διακρίθηκαν ως "διάδοχοι" της αρχαίας ελληνικής ιατρικής. Πρώτος στη σειρά ήταν ο
Ορειβάσιος (325-403), γιατρός του αυτοκράτορα Ιουλιανού (361-363). Καταγόταν
από την Κύπρο (325-403) και ήταν μαθητής του Ζήνωνα. Ο Ιουλιανός, όταν το 355
ήταν εξόριστος στην Ανατολή, τον έφερε μαζί του στη Γαλατία. Έγραψε πολυάριθμα
έργα, όπως η Σύνοψις, τα Collectanea artis medicae, και "Σχόλια" στους
"Αφορισμούς" του Ιπποκράτη.

ΓΛΩΣΣΑ...Η επίσημη γλώσσα του κράτους παρέμενε η λατινική. Ωστόσο, ο


ελληνικός πολιτισμός, η ελληνική παιδεία και γλώσσα κατακτούσαν ολοένα και
μεγαλύτερο μέρος της γεωγραφικής έκτασης που περιέκλειε το Bυζάντιο. Η ελληνική
μόρφωση ήταν για παράδειγμα απαραίτητη για τους κρατικούς υπαλλήλους. H
ελληνική ήταν εξάλλου και η γλώσσα της Εκκλησίας και η ολοένα αυξανόμενη
επίδραση του Χριστιανισμού είχε ως επακόλουθο την εξάπλωση του ελληνικού
χαρακτήρα στη βυζαντινή κοινωνία. Σύντομα η λατινική γλώσσα υποσκελίστηκε.
Aπό τον 4ο αιώνα επιτρεπόταν να γράφονται οι δικαστικές αποφάσεις στα ελληνικά.
Aπό τον 5ο και 6ο αιώνα όχι μόνο αναγνωρίζονταν νομικά οι διαθήκες που είχαν
γραφτεί στα ελληνικά αλλά και πολλοί νόμοι συντάσσονταν στην ελληνική γλώσσα.

9
ΑΥΤΟΚΑΤΟΡΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ....H βυζαντινή αυτοκρατορία αποτελούσε μια
ιεραρχημένη κοινωνία, στην κορυφή της οποίας βρισκόταν ο αυτοκράτορας, ενώ όλοι
οι άλλοι ηγεμόνες ακολουθούσαν. Βασιλεύς ή Βασιλεύς Ρωμαίων, σύμφωνα με τον
επίσημο τίτλο, ήταν μόνο ένας, εκείνος που είχε την έδρα του στην
Κωνσταντινούπολη. Η λέξη "αυτοκράτωρ" χρησιμοποιήθηκε αργότερα, παράλληλα
με τη λέξη "βασιλεύς".
Σε ό,τι αφορά την ουσία του αυτοκρατορικού θεσμού, η διαφορά με τους
προηγούμενους αιώνες οφείλεται στην επίδραση του Χριστιανισμού. Στη Ρωμαϊκή
περίοδο ο αυτοκράτορας θεοποιούνταν. Στο Βυζάντιο ο αυτοκράτορας μεταβλήθηκε
από αυτοκράτορα-θεό σε δούλο Θεού. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας εκλεγόταν από το
λαό με τη βοήθεια του Θεού και μόνο με τη Θεία Χάρη μπορούσε να ασκεί την
εξουσία του. Ήταν ο εκλεκτός του Θεού, ο αντιπρόσωπός του πάνω στη γη και η ιδέα
αυτή επηρέασε καταλυτικά την πολιτική των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου.
Απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκλογή κάποιου στο αυτοκρατορικό αξίωμα ήταν
να είναι χριστιανός ορθόδοξος και αρτιμελής. Η εκλογή του γινόταν από το λαό, τη
σύγκλητο, το στρατό και τους δήμους, οι επευφημίες των οποίων αποτελούσαν και το
μοναδικό συστατικό στοιχείο της αναγόρευσής του. Στα μέσα του 5ου αιώνα
μαρτυρείται για πρώτη φορά η στέψη του αυτοκράτορα από τον Πατριάρχη. Η στέψη,
αν και δεν αποτελούσε ουσιαστικό στοιχείο της αναγόρευσης, με το πέρασμα του
χρόνου αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη σημασία. Παράλληλα, ένα ακόμη
χαρακτηριστικό συνόδευε την αναγόρευση του βυζαντινού αυτοκράτορα, η ύψωσή
του πάνω στην ασπίδα, συνήθεια που κληροδοτήθηκε από τη ρωμαϊκή στρατιωτική
παράδοση και είχε καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, καθώς θύμιζε τη στρατιωτική
προέλευση και την αποστολή του αυτοκράτορα.

ΚΩΝΣΑΝΤΙΝΟΣ....Ο Κωνσταντίνος ανέβηκε στο θρόνο το 306. Ωστόσο, η αρχή


της βυζαντινής ιστορίας τοποθετείται στο 324, όταν κατόρθωσε να απομείνει
μονοκράτορας στην απέραντη αυτοκρατορία. Tα γεγονότα που χαρακτήρισαν την
εποχή του ήταν τόσο η απόφαση της μεταφοράς της πρωτεύουσας από τη Δύση στην
Ανατολή όσο και η εσωτερική του πολιτική...... Όταν ο Kωνσταντίνος απέμεινε
μονοκράτορας, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα από τη Ρώμη στο Bυζάντιο,
την αρχαία μεγαρική αποικία, στην οποία έδωσε το όνομά του. Η μεταφορά ενός
κράτους διοικητικά, γλωσσικά και νομοθετικά ρωμαϊκού, σε έναν τόπο που
βρισκόταν κάτω από την πολιτισμική σφαίρα του ελληνισμού και των ανατολικών
λαών αποτελούσε τον προάγγελο της αλλαγής ολόκληρης της υπόστασής του. Η
συμβολή του Kωνσταντίνου στη διοικητική αναδιοργάνωση του κράτους αλλά και η
θρησκευτική πολιτική του αποτελούν σημαντικά κεφάλαια της ιστορίας καθώς
έθεσαν τις βάσεις για τη μελλοντική ανάπτυξη του Βυζαντίου. Αξιοσημείωτη αλλά
και δυσερμήνευτη λόγω της έλλειψης πηγών είναι η εξόντωση πολλών από τους
πολιτικούς του αντιπάλους, ακόμα και μελών της οικογένειάς του, το 326. Τα μέτρα
που έλαβε ο Κωνσταντίνος στην εσωτερική πολιτική μπορούν να θεωρηθούν ως η
βάση της οργάνωσης του βυζαντινού κράτους και της κοινωνίας. Σημαντική ήταν η
διαμόρφωση του αυτοκρατορικού θεσμού και των συμβόλων που τον συνόδευαν. Ο
βασιλεύς έφερε διάδημα που αντικατέστησε το στεφάνι που φορούσαν οι ρωμαίοι
αυτοκράτορες, ενώ το επίθετο ιερός χαρακτήρισε τόσο τον ίδιο όσο και οτιδήποτε
είχε άμεση σχέση μαζί του, όπως το παλάτι. Έτσι η αυτοκρατορική εξουσία
υιοθέτησε χαρακτηριστικά του θεσμού της βασιλείας.

10
11

You might also like