Professional Documents
Culture Documents
html
1
τις αστικές κατοικίες, από τις οποίες πολλά παραδείγματα μας έχουν αποκαλύψει οι
αρχαιολογικές ανασκαφές. Οι πολλαπλές οικοδομικές φάσεις που παρουσιάζουν τα
κτήρια αυτά, μας δίνουν να καταλάβουμε ότι οι άνθρωποι της εποχής προτιμούσαν να
επισκευάζουν και να κατοικούν τα ήδη υπάρχοντα σπίτια, παρά να κατασκευάζουν
καινούργια. Ωστόσο, πέρα από τα επισκευασμένα σπίτια, που παρέμεναν στο σχέδιο
της Ρωμαϊκής εποχής, ακόμη και οι νέες κατασκευές ακολούθησαν το μοντέλο της
ρωμαϊκής αστικής οικίας. Αυτό βασικά συνίστατο σε ένα σύνολο κυρίων δωματίων
και βοηθητικών χώρων, διαρθρωμένων γύρω από μια κεντρική αυλή (το αίθριο) ενώ
την εικόνα συμπλήρωναν, καμιά φορά, μικρές αυλές δευτερεύουσας σημασίας.
Σημαντική καινοτομία της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου ήταν η εμφάνιση για πρώτη
φορά των οικιακών εγκαταστάσεων υγιεινής (λουτρού), πιθανόν επειδή η χριστιανική
θρησκεία επέβαλε μια νέα αντίληψη για το σώμα και τη δημόσια έκθεσή του.
2
πόλης ανήκε στο βουλευτήριο, που αποτελούνταν από τους βουλευτές ή curiales.
Αυτοί ανήκαν συνήθως στην τάξη των ιππέων (ordo equester) και διορίζονταν ή
εκλέγονταν με βάση ένα τιμοκρατικό σύστημα. Το σώμα αυτό των βουλευτών
μετατράπηκε, από το τέλος του 4ου αιώνα, σε μια κλειστή κληρονομική κοινωνική
ομάδα. Ανήκαν σ' αυτήν υποχρεωτικά όσοι πληρούσαν τις τρεις προϋποθέσεις που
έθεσε ο Mέγας Κωνσταντίνος (306-337) το 317: την καταγωγή (origo), τη μόνιμη
διαμονή (incolatus) και την ανάλογη έγγεια περιουσία (condicio possidendi).
Δημιουργήθηκε έτσι μια δεύτερη κοινωνική τάξη μετά τους συγκλητικούς, ένα είδος
επαρχιακής αριστοκρατίας μεγάλων, μεσαίων και -σπανιότερα, σε μικρές πόλεις-
μικρών γαιοκτημόνων, οι ανώτατες βαθμίδες της οποίας συγχωνεύτηκαν με τις
κατώτερες βαθμίδες των συγκλητικών της επαρχίας.
Οι βουλευτές είχαν καθήκοντα και λειτουργίες αστικής φύσεως, όπως η φροντίδα για
τον επισιτισμό της πόλης, η συντήρηση των τειχών, του υδραγωγείου, η θέρμανση και
η λειτουργία των λουτρών, ο φωτισμός και η νυκτοφυλακή της πόλης, η διοργάνωση
αγώνων, εορτών και παιγνίων, η εκλογή και η φροντίδα για τη μισθοδοσία γιατρών
και καθηγητών κ.ά. Ο αριθμός τους δεν ήταν αυστηρά καθορισμένος αλλά
εξαρτώνταν από την οικονομική ακμή της πόλης: για παράδειγμα, ο Λιβάνιος
αναφέρει ότι η Αντιόχεια στην εποχή του είχε 60 βουλευτές, παλιότερα όμως 600 κι
ακόμη παλιότερα 1200. Ισότιμοι κοινωνικά με τους βουλευτές ήταν και όσοι νόμιμα
απαλλάσσονταν από τις βουλευτικές υποχρεώσεις, δηλαδή επίσκοποι, ρήτορες,
γιατροί και άλλοι που ήταν επιφορτισμένοι με άλλα λειτουργήματα (π.χ. οι
navicularioi, που ήταν υπεύθυνοι για τη μεταφορά σταριού).
3
ταμιευτικό σκοπό. Ταμιευτικό χαρακτήρα είχε το μονοπώλιο του αλατιού, βασικού
προϊόντος της βυζαντινής οικονομίας. Τα κρατικά μονοπώλια δεν ανήκαν στη
ρωμαϊκή παράδοση και ο αυτοκράτορας Zήνων (474-491) τα έθεσε εκτός νόμου,
όπως και ο αυτοκράτορας Λέων A' (457-474) πριν από αυτόν. Ο Ιουστινιανός Α'
(527-565) όμως αγνόησε τις απαγορεύσεις και κάποια είδη αποτέλεσαν "κλασικά"
κρατικά μονοπώλια και στους επόμενους βυζαντινούς αιώνες.
4
οποίο υπήρχε χριστιανικός ευκτήριος οίκος αφιερωμένος στον απόστολο Παύλο, ο
οποίος ιδρύθηκε στο β' τέταρτο του 4ου αιώνα μέσα στην αυλή ενός ειδωλολατρικού
ηρώου ελληνιστικών χρόνων. Eίναι ενδιαφέρον το γεγονός πως το ηρώο φαίνεται ότι
λειτουργούσε για κάποιο χρονικό διάστημα παράλληλα με το χριστιανικό ευκτήριο
και δεν καταστράφηκε από τους χριστιανούς κατά την ανέγερση του μεγάλου
οκταγωνικού ναού στις αρχές του 5ου αιώνα.
Τα ψηφιδωτά δάπεδα, εφεύρεση των λαών της ανατολικής Μεσογείου κατά την
Κλασική περίοδο, κατασκευάζονταν αρχικά από βότσαλα και αποτελούσαν έναν
εύκολο και φτηνό τρόπο για τη δημιουργία ενός ανθεκτικού και εμφανίσιμου δαπέδου
στις απλές κατοικίες. Με τη χρήση περισσότερων υλικών και ποικίλων
διακοσμητικών θεμάτων, και την εξέλιξη της τεχνικής, τα μωσαϊκά δάπεδα, στη
διάρκεια της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου, επεκτάθηκαν και σε πλούσια
αστικά σπίτια και δημόσια κτήρια.
5
αποτελεί το γεγονός ότι τα έργα αυτά συνδύαζαν με μεγάλη επιτυχία την παγανιστική
θεματολογία, τις τεχνικές και την τεχνοτροπία της παλαιότερης ελληνορωμαϊκής
παράδοσης με το νέο χριστιανικό πνεύμα και περιεχόμενο. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα αποτελεί το γνωστό ως κιβωτίδιο "Proiecta" που βρίσκεται σήμερα στο
Bρετανικό Mουσείο. Kατασκευασμένο από ασήμι και διακοσμημένο με μυθολογικά
θέματα, το μικρό αυτό έργο τέχνης προοριζόταν πιθανόν ως δώρο γάμου, όπως
αποκαλύπτει η επιγραφή με χριστιανικό περιεχόμενο, ευχή προς το νέο ζευγάρι.
Aντικείμενα με ανάλογη άψογη τεχνική και εκλεπτυσμένη τεχνοτροπία
ικανοποιούσαν επίσης τις εκκλησιαστικές και λατρευτικές πρακτικές της νέας
θρησκείας, όπως για παράδειγμα η ασημένια λειψανοθήκη από τη Θεσσαλονίκη, που
διακοσμείται, μεταξύ άλλων, με τις παραστάσεις της παράδοσης του Νόμου στους
αποστόλους Πέτρο και Παύλο και των Δέκα Εντολών στο Μωυσή. ...Ο ίδιος δυισμός
χαρακτηρίζει και τα ελεφανοστέινα αντικείμενα. Έτσι απαντούν έργα, όπως το
γνωστό ως φύλλο διπτύχου του Συμμάχου, που αποτελούσε αναμνηστικό γάμου
ανάμεσα σε μέλη των οικογενειών Συμμάχου και Νικομάχου (388-401) και
παριστάνει μία ιέρεια να τελεί λατρευτική πράξη μπροστά σε ένα βωμό. Ανάλογα, σε
κιβωτίδιο από το ίδιο υλικό από την Brescia της Ιταλίας, που χρονολογείται στα τέλη
του 4ου αιώνα, παριστάνονται σκηνές από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, όπως ο
Ιωνάς και το κήτος, ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων, ο Χριστός να διδάσκει.
6
χρησιμοποιήθηκαν στη διακόσμηση των χριστιανικών κτηρίων, όπως θωράκια,
κιονόκρανα, επιστύλια κ.ά.
H εποχή του Iουστινιανού A' (527-565) υπήρξε το κορύφωμα της Πρώιμης
Βυζαντινής τέχνης. Στη διάρκειά της συντελείται η ουσιαστική σύνθεση των
στοιχείων εκείνων που θα αποτελέσουν τη βυζαντινή τέχνη: το ρωμαϊκό ιδεώδες της
μεγαλοπρέπειας και τεχνικής δεξιοτεχνίας, η ελληνική αίσθηση της αρμονίας και του
μέτρου, το ανατολικό πνεύμα της διακοσμητικότητας και φαντασίας.
H εποχή του Ιουστινιανού A' (527-565) αποτελεί ορόσημο στην εξέλιξη της
βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Σημαντικότερο επίτευγμα της περιόδου υπήρξε η
δημιουργία ενός νέου αρχιτεκτονικού τύπου, της τρουλαίας βασιλικής, που συνένωσε
σε μία νέα σύνθεση στοιχεία των δύο οικοδομικών τύπων που κυριαρχούσαν στη
ναοδομία του 4ου και 5ου αιώνα, δηλαδή της βασιλικής και των περίκεντρων
κτηρίων. Παράλληλα, παρατηρήθηκαν αλλαγές και στα επιμέρους αρχιτεκτονικά
στοιχεία, τα οποία απομακρύνθηκαν σταδιακά από την αρχαία παράδοση. Έτσι, για
παράδειγμα, οι αρχαίοι ρυθμοί κιονοκράνων, ο ιωνικός και ο κορινθιακός,
αντικαταστάθηκαν από τα τεκτονικά κιονόκρανα, τα ψηφιδωτά δάπεδα έδωσαν τη
θέση τους σε μαρμαροθετήματα, τα οριζόντια φέροντα στοιχεία, όπως τα επιστύλια,
σε τόξα, ενώ θολωτές κατασκευές, όπως τρούλοι, καμάρες και σταυροθόλια,
επιλέχθηκαν για τη στέγαση των επιμέρους τμημάτων των ναών.
7
λειτουργήσει σωστά ο κρατικός μηχανισμός. Πρώτος ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β'
(408-450) ανέλαβε δράση προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ η κωδικοποίηση της
νομοθεσίας υπό την αιγίδα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α' (527-565) αποτέλεσε
ένα από τα σημαντικότερα έργα της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου και τη βάση της
δικαιικής οργάνωσης πολλών σύγχρονων ευρωπαϊκών χωρών.
8
εγείρει είναι να την κάνουμε αντικείμενο της γνώσης μας. Ή καλύτερα, όπως γράφει
ο Θ. Βέικος, στη μεσαιωνική φιλοσοφία ουσιαστικά "ο λόγος ενεργούσε ως
κατάσκοπος στη χώρα της πίστης και η πίστη ήλεγχε το λόγο και συχνά επίσης τον
χρησιμοποιούσε για σύμμαχο". Η πρώιμη βυζαντινή φιλοσοφία αντιπροσωπεύει
απόλυτα τη νέα φιλοσοφία που περιγράψαμε. Είναι γνωστή και ως "πατερική
φιλοσοφία" -φιλοσοφική δηλαδή σκέψη των Πατέρων της χριστιανικής Εκκλησίας-
αφού ούτε στις αρχές της ούτε στην ουσία της ξεχωρίζει από τη χριστιανική θεολογία
και θρησκεία. Την εποχή των Καππαδοκών Πατέρων (4ος αιώνας), Μεγάλου
Βασίλειου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Γρηγορίου Νύσσης, του Νεμέσιου (5ος
αιώνας) και του Μάριου Βικτωρίνου στη Δύση (περ. 350), η χριστιανική θρησκεία
θεωρείται ως η αληθινή φιλοσοφία. Η διδασκαλία τους περιλάμβανε ορισμένα κύρια
προβλήματα (κοσμολογικά, θεολογικά, ανθρωπολογικά, ηθικά, τελολογικά και
γνωσιολογικά). Τα προβλήματα όμως αυτά δεν απαιτούσαν διαλεύκανση από τον
άνθρωπο, αλλά τη γνώση τους μέσα από τα διαθηκικά κείμενα που θεωρούνταν
αυθεντία.
Ο Αυγουστίνος, από τη βόρεια Αφρική, η κεντρική μορφή αυτής της περιόδου, με την
οποία η πατερική φιλοσοφία έφθασε στο κορύφωμά της, επέδειξε μια καθαρή και
γνήσια δημιουργική και φιλοσοφική σκέψη. Είχε ως κεντρικό καθοδηγητικό μοτίβο
της φιλοσοφίας του το πρόβλημα της αλήθειας και κατ' επέκταση τα προβλήματα της
άμεσης, της εσωτερικής εμπειρίας του ανθρώπου, της ελευθερίας, της αγάπης, του
Θεού, του κόσμου, του χρόνου, της ιστορίας, της ηθικής, της πολιτικής, της
κοινωνικής θεωρίας και πράξης. Γενικά έθεσε βασανιστικά ερωτήματα και η
προβληματική του άσκησε δημιουργική επίδραση στην περαιτέρω ανάπτυξη της
φιλοσοφίας. Έτσι θεωρείται όχι μόνο ως "ένας από τους κίονες της χριστιανικής
φιλοσοφίας" όπως γράφει ο Hirschberger, αλλά και αντιπρόσωπος της αρχής της
δυτικής φιλοσοφίας της ιστορίας.
9
ΑΥΤΟΚΑΤΟΡΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ....H βυζαντινή αυτοκρατορία αποτελούσε μια
ιεραρχημένη κοινωνία, στην κορυφή της οποίας βρισκόταν ο αυτοκράτορας, ενώ όλοι
οι άλλοι ηγεμόνες ακολουθούσαν. Βασιλεύς ή Βασιλεύς Ρωμαίων, σύμφωνα με τον
επίσημο τίτλο, ήταν μόνο ένας, εκείνος που είχε την έδρα του στην
Κωνσταντινούπολη. Η λέξη "αυτοκράτωρ" χρησιμοποιήθηκε αργότερα, παράλληλα
με τη λέξη "βασιλεύς".
Σε ό,τι αφορά την ουσία του αυτοκρατορικού θεσμού, η διαφορά με τους
προηγούμενους αιώνες οφείλεται στην επίδραση του Χριστιανισμού. Στη Ρωμαϊκή
περίοδο ο αυτοκράτορας θεοποιούνταν. Στο Βυζάντιο ο αυτοκράτορας μεταβλήθηκε
από αυτοκράτορα-θεό σε δούλο Θεού. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας εκλεγόταν από το
λαό με τη βοήθεια του Θεού και μόνο με τη Θεία Χάρη μπορούσε να ασκεί την
εξουσία του. Ήταν ο εκλεκτός του Θεού, ο αντιπρόσωπός του πάνω στη γη και η ιδέα
αυτή επηρέασε καταλυτικά την πολιτική των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου.
Απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκλογή κάποιου στο αυτοκρατορικό αξίωμα ήταν
να είναι χριστιανός ορθόδοξος και αρτιμελής. Η εκλογή του γινόταν από το λαό, τη
σύγκλητο, το στρατό και τους δήμους, οι επευφημίες των οποίων αποτελούσαν και το
μοναδικό συστατικό στοιχείο της αναγόρευσής του. Στα μέσα του 5ου αιώνα
μαρτυρείται για πρώτη φορά η στέψη του αυτοκράτορα από τον Πατριάρχη. Η στέψη,
αν και δεν αποτελούσε ουσιαστικό στοιχείο της αναγόρευσης, με το πέρασμα του
χρόνου αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη σημασία. Παράλληλα, ένα ακόμη
χαρακτηριστικό συνόδευε την αναγόρευση του βυζαντινού αυτοκράτορα, η ύψωσή
του πάνω στην ασπίδα, συνήθεια που κληροδοτήθηκε από τη ρωμαϊκή στρατιωτική
παράδοση και είχε καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, καθώς θύμιζε τη στρατιωτική
προέλευση και την αποστολή του αυτοκράτορα.
10
11